Παραχαράξεις.....και Ξεκαθαρίσματα
Στον Μελιγαλά πληρώθηκαν όπως τους άξιζε
Στις 15 του Σεπτέμβρη 1944, μετά από σκληρό αγώνα κατά των ταγματασφαλιτών που κράτησε τρεις μέρες, ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει στη Μεσσηνία την κωμόπολη του Μελιγαλά.
«Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας τα γεγονότα και την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης και σε εκείνα τα χρόνια. Κανενός Έλληνα εργαζόμενου δεν μπορεί να πονάει η καρδιά του για τους ταγματασφαλίτες. Πληρώθηκαν όπως τους άξιζε» γράφει, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός Χρήστος Τσιντζιλώνης, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, πρόεδρος σήμερα της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 11/9/2005.
Μεταφέρουμε ολόκληρο το άρθρο.
Η αλήθεια για τον Μελιγαλά
Επί δεκαετίες ακροδεξιές ομάδες, με την ανοχή επίσημων εκπροσώπων της αστικής τάξης, συναθροίζονται στο Μελιγαλά, για να «τιμήσουν» τους «ηρωικούς» όπως λένε νεκρούς, που σφαγιάστηκαν από τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»! Φέτος, μάλιστα, επιχειρείται να διοργανωθούν διάφορες εκδηλώσεις με τη συμμετοχή και ξένων νεοφασιστικών οργανώσεων από διάφορες χώρες της ΕΕ, όπου διώκονται οι κομμουνιστές ενώ οι νεοφασίστες δρουν ελεύθερα.
Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας τα γεγονότα και την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης και σε εκείνα τα χρόνια. Κανενός Ελληνα εργαζό-μενου δεν μπορεί να πονάει η καρδιά του για τους ταγματασφαλίτες. Πληρώθηκαν όπως τους άξιζε.
Τα «Τάγματα Ασφαλείας», που είχαν συγκροτηθεί προς το τέλος του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ι. Ράλλη για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την «προστασίαν του κοινωνικού καθεστώτος», είχαν συγκεκριμένη αποστολή κατά τη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών, να αποτελέσουν την οπισθοφυλακή και πλαγιοφυλακή τους, ώστε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να απασχολήσουν και φθείρουν τον ΕΛΑΣ. Ετσι, όχι μόνο θα στερούσαν τον ΕΛΑΣ από τα ηθικά και υλικά οφέλη που θα αποκόμιζε από το χτύπημα των Γερμανών, αλλά θα του προξενούσαν και απώλειες.
Κυρίως, όμως, τα «Τάγματα Ασφαλείας», όπως προαναφέρθηκε, συγκροτήθηκαν ως ένα ένοπλο χέρι της αστικής τάξης, ενταγμένο στους σχεδιασμούς της για τη μεταπολεμική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Γι’ αυτό και στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» συμμετείχαν οι Βενιζελικοί Θ. Πάγκαλος και Στυλ. Γονατάς, καθώς και άλλοι.
Έγραψε σχετικά με τα «Τάγματα Ασφαλείας» ο ιδρυτής τους Ι. Ράλλης: «Κατορθώσαμεν να έχωμεν εις τη διάθεσιν της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, δύναμιν εγγυωμένην πλήρως την ασφάλεια και την τάξιν. Κατορθώσαμεν τέλος να εύρουν οι κ.κ. Παπανδρέου, Κανελλόπουλος, κλπ. ενταύθα αποβιβαζόμενοι, ΕΛΛΑΔΑ».
«Ο κίνδυνος του κομμουνισμού είναι εγγύς. Η εξουθένωσις της Ελληνικής Φυλής και ημών αυτών έσεται βέβαια αν δεν ετοιμασθώμεν και αντιδράσωμεν». («Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι 1947, σελ. 70 και 92).
Εξάλλου πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την Πελοπόννησο όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στο Μελιγαλά.
Η απόφαση της κυβέρνησης της λεγόμενης «Εθνικής Ενότητας», που ενώ κατάγγειλε τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην πράξη τα προστάτευε, δεν ήταν παρά μια καταδολίευση του ΕΑΜ. Οι μυστικές οδηγίες των Αγγλων και των παλαιοκομματικών προς τα «Τάγματα Ασφαλείας» ήταν να μην παραδοθούν και να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε άλλη διέξοδο από το βίαιο αφοπλισμό και τη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τα οποία, όμως, προσπαθούσαν να κρατηθούν ως τον ερχομό των Αγγλων, που όπως αποδείχτηκε αργότερα, θα τα μετατρέπανε σε «συμμαχικό» στρατό.
Επομένως η βίαιη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ήταν βέβαιο ότι θα προσέκρουε στις επιδιώξεις των Αγγλων και της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Ο Γ. Παπανδρέου άλλωστε είχε αρχίσει από παλιά (και οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές το ίδιο), να κάνει λόγο ευθέως για τρομοκρατία του ΕΑΜ ή της «ΕΑΜικής μειοψηφίας κατά της πλειοψηφίας», και το επισημοποίησε στο Λίβανο.
Στις 8/9/1944, ο ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους ταγματασφαλίτες. Αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος, ένα τμήμα όμως, με επικεφαλής τον κατοχικό Νομάρχη Μεσσηνίας Περωτή, διέφυγε προς Μελιγαλά.
Στο δρόμο προς το χωριό Ασπρόχωμα, οι ταγματασφαλίτες έσφαξαν 30 πολίτες και 4 ΕΛΑΣίτες, οι οποίοι εκτελούσαν τηλεφωνική υπηρεσία σ’ αυτό το χωριό.
Η μάχη του Μελιγαλά
Οι εκκλήσεις του ΕΛΑΣ να σταματήσουν οι συγκρούσεις δε βρήκαν καμιά ανταπόκριση, εξαιτίας των ραδιουργιών των Αγγλων και της κυβέρνησης του Καΐρου, που πίστευαν ότι μ’ αυτά θα μπορέσουν να καταβάλουν τις ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους την Πελοπόννησο ως την άφιξη των αγγλικών στρατευμάτων.Για την τριήμερη σκληρή μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στο Μελιγαλά, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 1.000 ταγματασφαλίτες, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το «Ματωμένο και ένδοξο χρονικό» του γιατρού Στάθη Κανναβού, Επάρχου διοικητικού αντιπροσώπου της ΠΕΕΑ, εκείνη την εποχή. Το χρονικό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» (τεύχος 21, 1979).
''11 Σεπτέμβρη. Στην οχυρωμένη μ’ όλα τα μέσα της πολεμικής τέχνης από τους Γερμανούς κωμόπολη του Μελιγαλά, έχουν συγκεντρωθεί να δώσουν την αποφασιστική δολοφονική τους μάχη, οι πιο αιμοσταγείς ταγματαλήτες 2 επαρχιών. Οι βάσεις Βελίκας, Καλαμάτας, Μελιγαλά, Διαβολιτσιού, Δώριου, Κοπανακιού. Αποβραδίς, οι ηρωικοί ΕΛΑΣίτες του 8ου και 9ου Συντάγματος, έχουν δέσει γύρω από το άντρο αυτό της εθνοπροδοσίας ασφυκτικό κλοιό. Εφεδροελασίτες και από τις 3 επαρχίες πλαισιώνουν κι εδώ, στις πρώτες γραμμές, τον ΕΛΑΣ, ενεργούν αναγνωρίσεις, δίνουν πληροφορίες. Και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από το χάραμα της 12 Σεπτέμβρη, ο μικρός κάμπος και τριγύρω τα βουνά κρατούν την ανάσα τους στο ασταμάτητο σάλαγο της φονικής σύρραξης. Για τον ΕΛΑΣ, χάρη στις Καζέρτες και στα Λίβανα, κάθε σφαίρα, είναι ακριβότερη κι από το χρυσό. Είσαι υποχρεωμένος χίλιες να σφυρίζουν στ’ αυτιά σου και ν’ απαντάς με μία. Μονάχα που διαθέτει κανόνι! Είναι μια σκέτη κάννη, ψαρεμένη από το ΕΛΑΝ στ’ απομεινάρια κάποιου ναυαγίου. Για να ψευτοσταθεί στον τόπο της, ύστερα από κάθε βολή, φορτώνεται μ’ έναν αρμακά πέτρες. Μα κι έτσι, πάλι κλοτσοπηδάει και τα φέρνει όλα γύρω της, άνω – κάτω. Και οι άντρες για σιγουριά έχουν δέσει από τη σκανδάλη της ένα καραβόσκοινο, κι αυτό τραβάνε από καμιά δεκαριά μέτρα μακριά κάθε φορά που θέλουν να πυροβολήσουν!
14 Σεπτέμβρη. Μια εγγλέζικη αποστολή έρχεται καταϊδρωμένη και ζητάει να περάσει στις γραμμές της εθνοπροδοσίας. Θα έπειθε λέει, τους αλήτες να σταματήσουν την αιματοχυσία, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και να περιμένουν να κριθούν από την Κυβέρνηση. Όταν το παράλλο πρωινό, αιχμάλωτοι πια του ΕΛΑΣ, οι διπλο-πουλημένοι αυτοί στους ξένους επιδρομείς “εθνικόφρονες” ρωτήθηκαν γιατί έστω και την τελευταία στιγμή δε δέχτηκαν να σταματήσουν την αιματοχυσία, η απάντησή τους ήταν και πάλι αυτή του αναίσθητου, επαγγελματία προδότη.
– Οι Εγγλέζοι μας πίεσαν να συνεχίσουμε…
Για το Μεσσηνιακό λαό για μια ακόμη τώρα φορά ενισχύονταν οι ανησυχίες του για το αύριο, ενώ οι ταγματαλήτες με τις ευλογίες τώρα Γερμανών, Εγγλέζων, της κυβέρνησης συνέχιζαν με πιο πολλή λύσσα, και αναισθησία το αιματοκύλισμα του λαού. Ο ΕΛΑΣ έχασε όσα σε καμιά μάχη του με τους Γερμανούς, κάπου 200 διαλεχτά παλικάρια. Οι ταγματαλήτες ως την τελευταία στιγμή, έβγαλαν από το Μπεζεστένι ομήρους τους και τους εκτελούσαν.
15 Σεπτέμβρη. Λίγο μετά το ηλιοβάρεμα, οι δολοφόνοι του Μελιγαλά, σηκώνουν από παντού λευκές σημαίες. Πετούν στα φυλάκια τα άτιμα όπλα τους και μπουλούκια – μπουλούκια, τρέχουν να κλειστούν στο Μπεζεστένι. Λίγες στιγμές πριν την παράδοσή τους, στις ανατολικές παρυφές της κωμόπολης είχε φτάσει χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στη μάχη το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ μαζί με το θρυλικό καπετάνιο του Λαϊκού μας στρατού – τον Αρη Βελουχιώτη. Ο πόνος, η οργή και το αίσθημα της πιο άγριας εκδίκησης των χιλιάδων μαυροφορεμένων από τα γύρω χωριά που πλημμύρισαν την κωμόπολη ήταν ολόκληρο βουνό. Και μ’ όλα αυτά, ο πατριωτισμός και η ανθρωπιά του εθνικολαϊκού μας κινήματος δεν υστέρησε. Από την πρώτη ημέρα με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ διώχτηκαν στα χωριά τους εκατοντάδες ανοργάνωτοι, που περιφέρονταν στην πόλη, λεηλατούσαν και προκαλούσαν ανεύθυνα.
Από τις πρώτες στιγμές οι κατά τόπους οργανώσεις ξεκαθάρισαν από το Μπεζεστένι πάνω ίσως κι από χίλιους Γερμανοντυμένους που υποτίθονταν ότι δε βαρύνονταν μ’ εγκλήματα και τους έστειλαν στα σπίτια τους. Από την ίδια ημέρα το Λαϊκό Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης συνέρχονταν και με εισήγηση του υποφαινόμενου αποφάσιζε την οργάνωση συσσιτίου για τις οικογένειες των ταγματαλητών!
Και μέσα σ’ ένα τέτοιο αιμοσταγές περιβάλλον το ανθρώπινο πρόσωπο του Λαϊκού μας αγώνα, εύρισκε και πάλι την αντοχή του να εκδηλωθεί.
16 Σεπτέμβρη. Ένα μετά το άλλο τα 3 Συντάγματα του Λαϊκού Στρατού αποσύρονται από το Μελιγαλά και προχωρούν από την απάνω Τριφυλία, την Ιθώμη, την Εύα, τη Βουφράδα, σ’ ένα μέτωπο που πιάνει όλο το μάκρος του Νομού. Ολες οι δυνάμεις θα συγκλίνουν στους Γαργαλιάνους, τη μεγάλη αντάρτισσα πόλη του Μωρηά, με τους 600 αντάρτες της και τους χιλιάδες κυνηγημένους της.
Εδώ έχει φωλιάσει ο αρχιδολοφόνος Στούπας και με τις ορδές του συνεχίζει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών τις επιδρομές και τη σφαγή στα χωριά της Κάτω Τριφυλίας και της Πυλίας.
Στη σύρραξη του αυτή με τα τελευταία υπολείμματα της εθνοπροδοσίας, ο ΕΛΑΣ πληρώνει και πάλι μ’ ακριβές απώλειες. Οι δολοφόνοι του Στούπα, ηττημένοι, σκορπίζονται στις σταφίδες και στην πορεία τους προς την Πύλο αιματοκύλησαν την περιοχή, σκοτώνοντας άνανδρα, κάθε χωριάτη που δούλευε ανύποπτος στα χτήματά του. Ο αρχιπροδότης Στούπας κλείνεται στο Κάστρο της Πύλου να γλιτώσει. Μα κάποτε αποκάνει από την αντιλαϊκή λύσσα του και αυτοκτονεί.
Ετσι, στις 20 Σεπτέμβρη η Μεσσηνία είναι λεύτερη. Ο ηρωικός καπετάνιος του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Αρης Βελουχιώτης προχωρεί σ’ όλο το μάκρος, από Πύλο – Μεσσήνη, Αρκαδικά σύνορα, αποχαιρετάει το λαό και με τα 3 Συντάγματα του ΕΛΑΣ τραβάει για το κέντρο του Μωρηά.
Εκεί, στα τέλη του Σεπτέμβρη, έφτανε στην Καλαμάτα και ο αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» κ. Παναγ. Κανελλόπουλος. Από την πρώτη κι όλας στιγμή φάνηκε ότι μοναδική έγνοια και αγωνία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου ήταν το πώς θα περιμαζέψει, θα διατηρήσει οπλισμένους και θα μεταφέρει στην Αθήνα τους ταγματαλήτες, για τη νέα αιματοχυσία που ετοίμαζε με τους Άγγλους πάτρωνες της. Λαϊκές επιτροπές από όλα τα στρώματα ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα στο ξενοδοχείο που στάθμευε ο Αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, χωρίς να παίρνουν έστω μια αόριστη απάντηση για τα προβλήματα ζωής ή θανάτου, που τους πίεζαν.
Κι ήταν πάλι και τότε η πρωτοβουλία και πίεση των λαϊκών οργανώσεων, που έδινε μια άμεση και σωστική λύση σε πολλά αδιέξοδα. Με την υπογραφή του κ. Κανελλόπουλου του Διοικητ. Αντιπροσώπου Επαρχίας Καλαμάτας και του υποφαινόμενου σαν Διοικητικού αντιπροσώπου της Επαρχίας Μεσσήνης, εκδίδονταν για το Νομό και κυκλοφορούσαν ειδικά χαρτονομίσματα, εγγυημένα από το κράτος που θα δημιουργούνταν. Μ’ αυτά πληρώθηκαν χιλιάδες υπάλληλοι που ένα δυο μήνες έμειναν απλήρωτοι και νηστικοί. Μ’ αυτά άνοιξε και κινήθηκε η αγορά κι ο λαός ένιωσε ξανά ότι μπορεί μόνος του να κουμαντάρει κάθε πλευρά της ζωής του».
«Προσοχή νάρκες»
Η μάχη του Μελιγαλά
Δεν τελείωσε με τη νικηφόρα έκβαση που είχε η μάχη για τον ΕΛΑΣ. Δημιουργήθηκε ένα φοβερό κλίμα που μύριζε θανατικό. Ο λαός της περιοχής ζητούσε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί, ξεπαστρεύοντας τις εγκληματικές αυτές μορφές των ταγματασφα-λιτών που είχαν διαπράξει ανήκουστα κακουργήματα σε βάρος του.
Η κατάληψη της μισητής εχθρικής εστίας από τον ΕΛΑΣ και μετά μάλιστα από τέτοιο φοβερό κόστος σε αίμα, είχε εξαγριώσει τα πράγματα. Κάποιοι αντάρτες είχαν αρχίσει να καίνε σπίτια απ’ τα οποία τους χτυπούσαν και χρειάστηκε να επέμβει ο καπετάνιος Φώτης Αποστολόπουλος, για να συγκρατήσει την εκδικητική τους ορμή (1).
Για την εκδικητική μανία του κόσμου, ο Αρίστος Καμαρινός λέει σχετικά: «Είχα την ευθύνη της συγκέντρωσης των αιχμαλώτων στο Μπεζεστένι. Το έργο μας ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε να συγκρατήσουμε ομάδες εξοργισμένων πολιτών, οι οποίοι οπλισμένοι με τσεκούρια ορμούσαν να εκδικηθούν για τα θύματά τους. Για να περιφρουρήσουμε τους αιχμαλώτους, βάλαμε ισχυρή φρουρά στο Μπεζεστένι και γράψαμε με μεγάλα γράμματα: “Προσοχή Νάρκες!”» (2).
«Τους αιχμαλώτους», διηγείται ο Βαγγέλης Μαχαίρας, «σε πρώτη φάση τους μεταφέραμε στις αρχικές μας θέσεις. Συγκεντρώθηκαν εκεί εκατοντάδες αγανακτισμένοι Μεσσήνιοι, που φώναζαν: “Δολοφόνοι, προδότες, σκοτώσατε τους δικούς μας”.
Και απειλούσαν λιντσαρίσματα. Με το πιστόλι στ’ αριστερό μου χέρι (το δεξί το είχα στο γύψο), τους είπα:
“Δεν θα επιτρέψω να θιγεί ούτε ένας αιχμάλωτος” και τους εξήγησα:
“1. Δεν ξέρουμε ποιοι κάνανε εγκλήματα. Χρειάζεται ανάκριση και 2. Αν θέλατε να εκδικηθείτε ας ερχόσαστε να λάβετε μέρος στη μάχη. Τρεις μέρες κράτησε”». (3)
Συνεχίζει ο Στάθης Κανναβός: «Όπως και στη Μεσσηνία, η ιστορία στην ένδοξη για το λαό εκείνη περίοδο περπάτησε με βήματα βαριά και απαραχάρακτα. Σπιθαμή με σπιθαμή το χώμα της έχει ποτιστεί με το αίμα χιλιάδων αγνών πατριωτών και ηρώων. Στη μνήμη του Κώστα Ξυδέα, του Νικήτα Σούμπλη, του Αντώνη Δημόπουλου, του Γιώργη Ζερμπίνου, της Ελένης Πιερράκου, του Τάκη Μουντζουρέα, του Κώστα Μπασακίδη, του Κώστα Κανελλόπουλου, του Μήτσου Κανελλόπουλου, του Γιάννη Δρυνέα, του Θόδωρου Κορμά, του Τάκη Αλεβιζάτου, του Μήτσου Οικονομόπουλου, του Πούλου Πουλόπουλου, του Τάκη Κουλαμπά, του Νίκου Μητρόπουλου, του Κώστα Σταθόπουλου, του Κλέαρχου Συρράκου, του Χρίστου Αντωνόπουλου, του Κώστα Νέζη, του Αντώνη Νέζη, του Βασίλη Μπράβου, του Νίκου Ανδριανόπουλου, του Παναγιώτη Κατσώλη, του Παναγιώτη Μπάρτζιου, του γιατρού Ματζή, του Μήτσου Κούκλινου, του Θόδωρου Μπουμπού, του Κούτρη, του Παναγιωτακάκη και των άλλων δεκάδων νεκρών κι αθάνατων στελεχών του»(4).
Η μάχη του Μελιγαλά ήταν μια μάχη ταξική μεταξύ των δυνάμεων της λευτεριάς και κοινωνικής προόδου και της πιο μαύρης αντίδρασης.
Συμπεράσματα
Είναι θεμελιακής σημασίας το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει, τόσο από τα γεγονότα στο Μελιγαλά όσο και από τα ανάλογα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που αφορούσαν σε συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα «Τάγματα Ασφαλείας», με τον ΕΔΕΣ, με την ΕΚΚΑ και άλλες οργανώσεις: Εχθρός όλων των αστικών δυνάμεων (και των Γερμανόφιλων και Αγγλόφιλων) ήταν το λαϊκό κίνημα (ΕΑΜ) και φυσικά το ΚΚΕ, παρά τις οξύτατες αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, αντιθέσεις που τις έφεραν να μάχονται μεταξύ τους και με τα όπλα.
Ωστόσο, κι ενώ συγκρούονταν μεταξύ τους, ταυτόχρονα συνεργάζονταν για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Το γεγονός εξηγείται: «… η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας περιέχονταν στον αντιφασιστικό χαρακτήρα του πολέμου» (5). Και εκδηλώθηκε με ακόμη πιο ανοιχτό και οξύτατο τρόπο μετά την άνοιξη του 1943, όταν είχε επέλθει η στροφή στον πόλεμο σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Από τότε ακριβώς αναπροσαρμόστηκε πιο συγκροτημένα η στρατηγική των αστικών δυνάμεων (Εγγλέζων – ντόπιων) κατά του ΕΑΜ (όχι όμως και η στρατηγική του ΕΑΜικού κινήματος), με τις γνωστές εξελίξεις που ακολούθησαν.
Πηγές:
«Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας τα γεγονότα και την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης και σε εκείνα τα χρόνια. Κανενός Έλληνα εργαζόμενου δεν μπορεί να πονάει η καρδιά του για τους ταγματασφαλίτες. Πληρώθηκαν όπως τους άξιζε» γράφει, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός Χρήστος Τσιντζιλώνης, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, πρόεδρος σήμερα της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 11/9/2005.
Μεταφέρουμε ολόκληρο το άρθρο.
Η αλήθεια για τον Μελιγαλά
Επί δεκαετίες ακροδεξιές ομάδες, με την ανοχή επίσημων εκπροσώπων της αστικής τάξης, συναθροίζονται στο Μελιγαλά, για να «τιμήσουν» τους «ηρωικούς» όπως λένε νεκρούς, που σφαγιάστηκαν από τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»! Φέτος, μάλιστα, επιχειρείται να διοργανωθούν διάφορες εκδηλώσεις με τη συμμετοχή και ξένων νεοφασιστικών οργανώσεων από διάφορες χώρες της ΕΕ, όπου διώκονται οι κομμουνιστές ενώ οι νεοφασίστες δρουν ελεύθερα.
Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας τα γεγονότα και την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης και σε εκείνα τα χρόνια. Κανενός Ελληνα εργαζό-μενου δεν μπορεί να πονάει η καρδιά του για τους ταγματασφαλίτες. Πληρώθηκαν όπως τους άξιζε.
Τα «Τάγματα Ασφαλείας», που είχαν συγκροτηθεί προς το τέλος του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ι. Ράλλη για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την «προστασίαν του κοινωνικού καθεστώτος», είχαν συγκεκριμένη αποστολή κατά τη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών, να αποτελέσουν την οπισθοφυλακή και πλαγιοφυλακή τους, ώστε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να απασχολήσουν και φθείρουν τον ΕΛΑΣ. Ετσι, όχι μόνο θα στερούσαν τον ΕΛΑΣ από τα ηθικά και υλικά οφέλη που θα αποκόμιζε από το χτύπημα των Γερμανών, αλλά θα του προξενούσαν και απώλειες.
Κυρίως, όμως, τα «Τάγματα Ασφαλείας», όπως προαναφέρθηκε, συγκροτήθηκαν ως ένα ένοπλο χέρι της αστικής τάξης, ενταγμένο στους σχεδιασμούς της για τη μεταπολεμική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Γι’ αυτό και στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» συμμετείχαν οι Βενιζελικοί Θ. Πάγκαλος και Στυλ. Γονατάς, καθώς και άλλοι.
Έγραψε σχετικά με τα «Τάγματα Ασφαλείας» ο ιδρυτής τους Ι. Ράλλης: «Κατορθώσαμεν να έχωμεν εις τη διάθεσιν της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, δύναμιν εγγυωμένην πλήρως την ασφάλεια και την τάξιν. Κατορθώσαμεν τέλος να εύρουν οι κ.κ. Παπανδρέου, Κανελλόπουλος, κλπ. ενταύθα αποβιβαζόμενοι, ΕΛΛΑΔΑ».
«Ο κίνδυνος του κομμουνισμού είναι εγγύς. Η εξουθένωσις της Ελληνικής Φυλής και ημών αυτών έσεται βέβαια αν δεν ετοιμασθώμεν και αντιδράσωμεν». («Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι 1947, σελ. 70 και 92).
Εξάλλου πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την Πελοπόννησο όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στο Μελιγαλά.
Η απόφαση της κυβέρνησης της λεγόμενης «Εθνικής Ενότητας», που ενώ κατάγγειλε τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην πράξη τα προστάτευε, δεν ήταν παρά μια καταδολίευση του ΕΑΜ. Οι μυστικές οδηγίες των Αγγλων και των παλαιοκομματικών προς τα «Τάγματα Ασφαλείας» ήταν να μην παραδοθούν και να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε άλλη διέξοδο από το βίαιο αφοπλισμό και τη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τα οποία, όμως, προσπαθούσαν να κρατηθούν ως τον ερχομό των Αγγλων, που όπως αποδείχτηκε αργότερα, θα τα μετατρέπανε σε «συμμαχικό» στρατό.
Επομένως η βίαιη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ήταν βέβαιο ότι θα προσέκρουε στις επιδιώξεις των Αγγλων και της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Ο Γ. Παπανδρέου άλλωστε είχε αρχίσει από παλιά (και οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές το ίδιο), να κάνει λόγο ευθέως για τρομοκρατία του ΕΑΜ ή της «ΕΑΜικής μειοψηφίας κατά της πλειοψηφίας», και το επισημοποίησε στο Λίβανο.
Στις 8/9/1944, ο ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους ταγματασφαλίτες. Αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος, ένα τμήμα όμως, με επικεφαλής τον κατοχικό Νομάρχη Μεσσηνίας Περωτή, διέφυγε προς Μελιγαλά.
Στο δρόμο προς το χωριό Ασπρόχωμα, οι ταγματασφαλίτες έσφαξαν 30 πολίτες και 4 ΕΛΑΣίτες, οι οποίοι εκτελούσαν τηλεφωνική υπηρεσία σ’ αυτό το χωριό.
Η μάχη του Μελιγαλά
Οι εκκλήσεις του ΕΛΑΣ να σταματήσουν οι συγκρούσεις δε βρήκαν καμιά ανταπόκριση, εξαιτίας των ραδιουργιών των Αγγλων και της κυβέρνησης του Καΐρου, που πίστευαν ότι μ’ αυτά θα μπορέσουν να καταβάλουν τις ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους την Πελοπόννησο ως την άφιξη των αγγλικών στρατευμάτων.Για την τριήμερη σκληρή μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στο Μελιγαλά, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 1.000 ταγματασφαλίτες, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το «Ματωμένο και ένδοξο χρονικό» του γιατρού Στάθη Κανναβού, Επάρχου διοικητικού αντιπροσώπου της ΠΕΕΑ, εκείνη την εποχή. Το χρονικό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» (τεύχος 21, 1979).
''11 Σεπτέμβρη. Στην οχυρωμένη μ’ όλα τα μέσα της πολεμικής τέχνης από τους Γερμανούς κωμόπολη του Μελιγαλά, έχουν συγκεντρωθεί να δώσουν την αποφασιστική δολοφονική τους μάχη, οι πιο αιμοσταγείς ταγματαλήτες 2 επαρχιών. Οι βάσεις Βελίκας, Καλαμάτας, Μελιγαλά, Διαβολιτσιού, Δώριου, Κοπανακιού. Αποβραδίς, οι ηρωικοί ΕΛΑΣίτες του 8ου και 9ου Συντάγματος, έχουν δέσει γύρω από το άντρο αυτό της εθνοπροδοσίας ασφυκτικό κλοιό. Εφεδροελασίτες και από τις 3 επαρχίες πλαισιώνουν κι εδώ, στις πρώτες γραμμές, τον ΕΛΑΣ, ενεργούν αναγνωρίσεις, δίνουν πληροφορίες. Και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από το χάραμα της 12 Σεπτέμβρη, ο μικρός κάμπος και τριγύρω τα βουνά κρατούν την ανάσα τους στο ασταμάτητο σάλαγο της φονικής σύρραξης. Για τον ΕΛΑΣ, χάρη στις Καζέρτες και στα Λίβανα, κάθε σφαίρα, είναι ακριβότερη κι από το χρυσό. Είσαι υποχρεωμένος χίλιες να σφυρίζουν στ’ αυτιά σου και ν’ απαντάς με μία. Μονάχα που διαθέτει κανόνι! Είναι μια σκέτη κάννη, ψαρεμένη από το ΕΛΑΝ στ’ απομεινάρια κάποιου ναυαγίου. Για να ψευτοσταθεί στον τόπο της, ύστερα από κάθε βολή, φορτώνεται μ’ έναν αρμακά πέτρες. Μα κι έτσι, πάλι κλοτσοπηδάει και τα φέρνει όλα γύρω της, άνω – κάτω. Και οι άντρες για σιγουριά έχουν δέσει από τη σκανδάλη της ένα καραβόσκοινο, κι αυτό τραβάνε από καμιά δεκαριά μέτρα μακριά κάθε φορά που θέλουν να πυροβολήσουν!
14 Σεπτέμβρη. Μια εγγλέζικη αποστολή έρχεται καταϊδρωμένη και ζητάει να περάσει στις γραμμές της εθνοπροδοσίας. Θα έπειθε λέει, τους αλήτες να σταματήσουν την αιματοχυσία, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και να περιμένουν να κριθούν από την Κυβέρνηση. Όταν το παράλλο πρωινό, αιχμάλωτοι πια του ΕΛΑΣ, οι διπλο-πουλημένοι αυτοί στους ξένους επιδρομείς “εθνικόφρονες” ρωτήθηκαν γιατί έστω και την τελευταία στιγμή δε δέχτηκαν να σταματήσουν την αιματοχυσία, η απάντησή τους ήταν και πάλι αυτή του αναίσθητου, επαγγελματία προδότη.
– Οι Εγγλέζοι μας πίεσαν να συνεχίσουμε…
Για το Μεσσηνιακό λαό για μια ακόμη τώρα φορά ενισχύονταν οι ανησυχίες του για το αύριο, ενώ οι ταγματαλήτες με τις ευλογίες τώρα Γερμανών, Εγγλέζων, της κυβέρνησης συνέχιζαν με πιο πολλή λύσσα, και αναισθησία το αιματοκύλισμα του λαού. Ο ΕΛΑΣ έχασε όσα σε καμιά μάχη του με τους Γερμανούς, κάπου 200 διαλεχτά παλικάρια. Οι ταγματαλήτες ως την τελευταία στιγμή, έβγαλαν από το Μπεζεστένι ομήρους τους και τους εκτελούσαν.
15 Σεπτέμβρη. Λίγο μετά το ηλιοβάρεμα, οι δολοφόνοι του Μελιγαλά, σηκώνουν από παντού λευκές σημαίες. Πετούν στα φυλάκια τα άτιμα όπλα τους και μπουλούκια – μπουλούκια, τρέχουν να κλειστούν στο Μπεζεστένι. Λίγες στιγμές πριν την παράδοσή τους, στις ανατολικές παρυφές της κωμόπολης είχε φτάσει χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στη μάχη το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ μαζί με το θρυλικό καπετάνιο του Λαϊκού μας στρατού – τον Αρη Βελουχιώτη. Ο πόνος, η οργή και το αίσθημα της πιο άγριας εκδίκησης των χιλιάδων μαυροφορεμένων από τα γύρω χωριά που πλημμύρισαν την κωμόπολη ήταν ολόκληρο βουνό. Και μ’ όλα αυτά, ο πατριωτισμός και η ανθρωπιά του εθνικολαϊκού μας κινήματος δεν υστέρησε. Από την πρώτη ημέρα με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ διώχτηκαν στα χωριά τους εκατοντάδες ανοργάνωτοι, που περιφέρονταν στην πόλη, λεηλατούσαν και προκαλούσαν ανεύθυνα.
Από τις πρώτες στιγμές οι κατά τόπους οργανώσεις ξεκαθάρισαν από το Μπεζεστένι πάνω ίσως κι από χίλιους Γερμανοντυμένους που υποτίθονταν ότι δε βαρύνονταν μ’ εγκλήματα και τους έστειλαν στα σπίτια τους. Από την ίδια ημέρα το Λαϊκό Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης συνέρχονταν και με εισήγηση του υποφαινόμενου αποφάσιζε την οργάνωση συσσιτίου για τις οικογένειες των ταγματαλητών!
Και μέσα σ’ ένα τέτοιο αιμοσταγές περιβάλλον το ανθρώπινο πρόσωπο του Λαϊκού μας αγώνα, εύρισκε και πάλι την αντοχή του να εκδηλωθεί.
16 Σεπτέμβρη. Ένα μετά το άλλο τα 3 Συντάγματα του Λαϊκού Στρατού αποσύρονται από το Μελιγαλά και προχωρούν από την απάνω Τριφυλία, την Ιθώμη, την Εύα, τη Βουφράδα, σ’ ένα μέτωπο που πιάνει όλο το μάκρος του Νομού. Ολες οι δυνάμεις θα συγκλίνουν στους Γαργαλιάνους, τη μεγάλη αντάρτισσα πόλη του Μωρηά, με τους 600 αντάρτες της και τους χιλιάδες κυνηγημένους της.
Εδώ έχει φωλιάσει ο αρχιδολοφόνος Στούπας και με τις ορδές του συνεχίζει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών τις επιδρομές και τη σφαγή στα χωριά της Κάτω Τριφυλίας και της Πυλίας.
Στη σύρραξη του αυτή με τα τελευταία υπολείμματα της εθνοπροδοσίας, ο ΕΛΑΣ πληρώνει και πάλι μ’ ακριβές απώλειες. Οι δολοφόνοι του Στούπα, ηττημένοι, σκορπίζονται στις σταφίδες και στην πορεία τους προς την Πύλο αιματοκύλησαν την περιοχή, σκοτώνοντας άνανδρα, κάθε χωριάτη που δούλευε ανύποπτος στα χτήματά του. Ο αρχιπροδότης Στούπας κλείνεται στο Κάστρο της Πύλου να γλιτώσει. Μα κάποτε αποκάνει από την αντιλαϊκή λύσσα του και αυτοκτονεί.
Ετσι, στις 20 Σεπτέμβρη η Μεσσηνία είναι λεύτερη. Ο ηρωικός καπετάνιος του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Αρης Βελουχιώτης προχωρεί σ’ όλο το μάκρος, από Πύλο – Μεσσήνη, Αρκαδικά σύνορα, αποχαιρετάει το λαό και με τα 3 Συντάγματα του ΕΛΑΣ τραβάει για το κέντρο του Μωρηά.
Εκεί, στα τέλη του Σεπτέμβρη, έφτανε στην Καλαμάτα και ο αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» κ. Παναγ. Κανελλόπουλος. Από την πρώτη κι όλας στιγμή φάνηκε ότι μοναδική έγνοια και αγωνία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου ήταν το πώς θα περιμαζέψει, θα διατηρήσει οπλισμένους και θα μεταφέρει στην Αθήνα τους ταγματαλήτες, για τη νέα αιματοχυσία που ετοίμαζε με τους Άγγλους πάτρωνες της. Λαϊκές επιτροπές από όλα τα στρώματα ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα στο ξενοδοχείο που στάθμευε ο Αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, χωρίς να παίρνουν έστω μια αόριστη απάντηση για τα προβλήματα ζωής ή θανάτου, που τους πίεζαν.
Κι ήταν πάλι και τότε η πρωτοβουλία και πίεση των λαϊκών οργανώσεων, που έδινε μια άμεση και σωστική λύση σε πολλά αδιέξοδα. Με την υπογραφή του κ. Κανελλόπουλου του Διοικητ. Αντιπροσώπου Επαρχίας Καλαμάτας και του υποφαινόμενου σαν Διοικητικού αντιπροσώπου της Επαρχίας Μεσσήνης, εκδίδονταν για το Νομό και κυκλοφορούσαν ειδικά χαρτονομίσματα, εγγυημένα από το κράτος που θα δημιουργούνταν. Μ’ αυτά πληρώθηκαν χιλιάδες υπάλληλοι που ένα δυο μήνες έμειναν απλήρωτοι και νηστικοί. Μ’ αυτά άνοιξε και κινήθηκε η αγορά κι ο λαός ένιωσε ξανά ότι μπορεί μόνος του να κουμαντάρει κάθε πλευρά της ζωής του».
«Προσοχή νάρκες»
Η μάχη του Μελιγαλά
Δεν τελείωσε με τη νικηφόρα έκβαση που είχε η μάχη για τον ΕΛΑΣ. Δημιουργήθηκε ένα φοβερό κλίμα που μύριζε θανατικό. Ο λαός της περιοχής ζητούσε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί, ξεπαστρεύοντας τις εγκληματικές αυτές μορφές των ταγματασφα-λιτών που είχαν διαπράξει ανήκουστα κακουργήματα σε βάρος του.
Η κατάληψη της μισητής εχθρικής εστίας από τον ΕΛΑΣ και μετά μάλιστα από τέτοιο φοβερό κόστος σε αίμα, είχε εξαγριώσει τα πράγματα. Κάποιοι αντάρτες είχαν αρχίσει να καίνε σπίτια απ’ τα οποία τους χτυπούσαν και χρειάστηκε να επέμβει ο καπετάνιος Φώτης Αποστολόπουλος, για να συγκρατήσει την εκδικητική τους ορμή (1).
Για την εκδικητική μανία του κόσμου, ο Αρίστος Καμαρινός λέει σχετικά: «Είχα την ευθύνη της συγκέντρωσης των αιχμαλώτων στο Μπεζεστένι. Το έργο μας ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε να συγκρατήσουμε ομάδες εξοργισμένων πολιτών, οι οποίοι οπλισμένοι με τσεκούρια ορμούσαν να εκδικηθούν για τα θύματά τους. Για να περιφρουρήσουμε τους αιχμαλώτους, βάλαμε ισχυρή φρουρά στο Μπεζεστένι και γράψαμε με μεγάλα γράμματα: “Προσοχή Νάρκες!”» (2).
«Τους αιχμαλώτους», διηγείται ο Βαγγέλης Μαχαίρας, «σε πρώτη φάση τους μεταφέραμε στις αρχικές μας θέσεις. Συγκεντρώθηκαν εκεί εκατοντάδες αγανακτισμένοι Μεσσήνιοι, που φώναζαν: “Δολοφόνοι, προδότες, σκοτώσατε τους δικούς μας”.
Και απειλούσαν λιντσαρίσματα. Με το πιστόλι στ’ αριστερό μου χέρι (το δεξί το είχα στο γύψο), τους είπα:
“Δεν θα επιτρέψω να θιγεί ούτε ένας αιχμάλωτος” και τους εξήγησα:
“1. Δεν ξέρουμε ποιοι κάνανε εγκλήματα. Χρειάζεται ανάκριση και 2. Αν θέλατε να εκδικηθείτε ας ερχόσαστε να λάβετε μέρος στη μάχη. Τρεις μέρες κράτησε”». (3)
Συνεχίζει ο Στάθης Κανναβός: «Όπως και στη Μεσσηνία, η ιστορία στην ένδοξη για το λαό εκείνη περίοδο περπάτησε με βήματα βαριά και απαραχάρακτα. Σπιθαμή με σπιθαμή το χώμα της έχει ποτιστεί με το αίμα χιλιάδων αγνών πατριωτών και ηρώων. Στη μνήμη του Κώστα Ξυδέα, του Νικήτα Σούμπλη, του Αντώνη Δημόπουλου, του Γιώργη Ζερμπίνου, της Ελένης Πιερράκου, του Τάκη Μουντζουρέα, του Κώστα Μπασακίδη, του Κώστα Κανελλόπουλου, του Μήτσου Κανελλόπουλου, του Γιάννη Δρυνέα, του Θόδωρου Κορμά, του Τάκη Αλεβιζάτου, του Μήτσου Οικονομόπουλου, του Πούλου Πουλόπουλου, του Τάκη Κουλαμπά, του Νίκου Μητρόπουλου, του Κώστα Σταθόπουλου, του Κλέαρχου Συρράκου, του Χρίστου Αντωνόπουλου, του Κώστα Νέζη, του Αντώνη Νέζη, του Βασίλη Μπράβου, του Νίκου Ανδριανόπουλου, του Παναγιώτη Κατσώλη, του Παναγιώτη Μπάρτζιου, του γιατρού Ματζή, του Μήτσου Κούκλινου, του Θόδωρου Μπουμπού, του Κούτρη, του Παναγιωτακάκη και των άλλων δεκάδων νεκρών κι αθάνατων στελεχών του»(4).
Η μάχη του Μελιγαλά ήταν μια μάχη ταξική μεταξύ των δυνάμεων της λευτεριάς και κοινωνικής προόδου και της πιο μαύρης αντίδρασης.
Συμπεράσματα
Είναι θεμελιακής σημασίας το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει, τόσο από τα γεγονότα στο Μελιγαλά όσο και από τα ανάλογα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που αφορούσαν σε συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα «Τάγματα Ασφαλείας», με τον ΕΔΕΣ, με την ΕΚΚΑ και άλλες οργανώσεις: Εχθρός όλων των αστικών δυνάμεων (και των Γερμανόφιλων και Αγγλόφιλων) ήταν το λαϊκό κίνημα (ΕΑΜ) και φυσικά το ΚΚΕ, παρά τις οξύτατες αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, αντιθέσεις που τις έφεραν να μάχονται μεταξύ τους και με τα όπλα.
Ωστόσο, κι ενώ συγκρούονταν μεταξύ τους, ταυτόχρονα συνεργάζονταν για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Το γεγονός εξηγείται: «… η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας περιέχονταν στον αντιφασιστικό χαρακτήρα του πολέμου» (5). Και εκδηλώθηκε με ακόμη πιο ανοιχτό και οξύτατο τρόπο μετά την άνοιξη του 1943, όταν είχε επέλθει η στροφή στον πόλεμο σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Από τότε ακριβώς αναπροσαρμόστηκε πιο συγκροτημένα η στρατηγική των αστικών δυνάμεων (Εγγλέζων – ντόπιων) κατά του ΕΑΜ (όχι όμως και η στρατηγική του ΕΑΜικού κινήματος), με τις γνωστές εξελίξεις που ακολούθησαν.
Πηγές:
- Κωνσταντίνος Μπρούσαλης: «Η Πελοπόννησος στο Πρώτο Αντάρτικο 1941-1945», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 469.
- Γρηγόρη Κριμπά: «Η Εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς», σελ. 334.
- Στο ίδιο, σελ. 333.
- Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 21, 1979.
- «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των λαών», σελ. 12.
Το Ελληνικό Κατύν
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι δρόμοι της Αθήνας και των συνοικισμών δεν καλοστέγνωσαν από το αίμα των ηρώων, των παιδιών του Λαού που πέσαν θύματα της βαρβαρότητας των κατακτητών και των συνεργατών τους. Ο δρόμος προς την Καισαριανή, το σκοπευτήριο, πλημμύρισε από αίμα τις πρώτες μέρες του περσινού Μάη. Στην Καλλιθέα, στην Κοκκινιά, στο Δουργούτι, στον Κολωνό νωπές ήταν ακόμα οι φασιστικές βαρβαρότητες. Οι ξακουσμένοι δήμιοι γερμανοτσολιάδες πέρασαν… Στον υπόνομο της Ειδικής Ασφάλειας σε κάθε νεροποντή όλο και βγαίναν πτώματα αθώων μαρτύρων. Οι κρεμάλες όπου μαρτύρησαν αδέρφια μας είναι ακόμα μπρος στα μάτια μας. Και οι συνεργάτες των Γερμανών ανακηρύχτηκαν «εθνικοί ήρωες» μέσα στα δικαστήρια που προκαλούν το λαό. Και οι πιο μαύροι μαυραγορίτες ασύδοτοι γυρνάν και επιδείχνουν τα άνομα πλούτη τους που έφτιαξαν απ’ το αίμα των παιδιών μας προστατευόμενοι απ’ τους Γερμανούς.
Όλος αυτός ο κόσμος της εθνοπροδοσίας, του εγκλήματος, της τυραννίας είναι οι ίδιοι άνθρωποι που οργάνωσαν το φασιστικό πραξικόπημα του Δεκέμβρη και αιματοκύλισαν με ξένα όπλα και με τους ίδιους γερμανοτσολιάδες το λαό της Αθήνας – Πειραιά. Είναι οι ίδιες κλίκες που δεν εννοούν ν’ αφήσουν το λαό ήσυχο και συνεχίζουν και ξαπόλυσαν τώρα τον πιο άγριο διωγμό των πατριωτών αυτών που πολέμησαν για την Ελλάδα, και για να κρύψουν τα εγκλήματά τους, για να σβήσουν απ’ τη θύμηση του λαού τα άγρια τους κακουργήματα, βρήκαν μια μέθοδο αντάξια τους. Δοκίμασαν να παραστήσουν μια τέτοια σειρά εγκλήματα που τάχα διέπραξε το ΕΑΜ, ώστε να σκεπάσουν με το μαύρο αυτό μανδύα τις δικές τους κακουργίες. Αυτό είναι ένα από τα νοήματα που είχε η μεταδεκεμβριανή πτωματολογία. Όλοι οι κύκλοι της ντόπιας προδοσίας και της ξένης αντίδρασης μέχρι το Σερ Σιτρίν επιστρατεύτηκαν για να διαλαλήσουν σ’ όλη την οικουμένη τα φοβερά εγκλήματα που διέπραξε το ΕΑΜ. Έτσι από τόνα μέρος κατασυκοφαντούσαν ένα ηρωικό αγώνα που διεξήγαγε ο Ελληνικός Λαός για την ανεξαρτησία του Έθνους και την ελευθερία του και από τ άλλο μέρος σκεπάζαν τα δικά της αμέτρητα εγκλήματα, αυτά που διέπραξαν και στις μέρες του Δεκέμβρη, μα και τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Σκεπάζαν…θαρρούσαν πως σκεπάζαν. Γιατί το άφθονο αίμα που χύθηκε απ’ τα προδοτικά χέρια τους ήταν ποτάμι και δε σκεπάζεται.
Άσχετα όμως από αυτό, είναι καιρός να ειπωθεί η αλήθεια για τα διαλαλημένα «εγκλήματα» του ΕΑΜ.
Είναι αλήθεια πως τις μέρες που ολόκληρος ο Λαός, ο γνήσιος, ο πραγματικός, ο πολυβασανισμένος Λαός της Αθήνας και του Πειραιά πάλευε λιονταρίσια έναν άνισο αγώνα, είναι αλήθεια πως έγιναν εκτελέσεις. Είτε από τον αγανακτισμένο Λαό που έβλεπε πως οι προδότες, αφού έμειναν ατιμώρητοι, ξαναπήραν όπλα στον άσπιλο λαϊκό αγώνα. Κανένας αμερόληπτος παρατηρητής δεν μπορεί να μην καταλάβει πως μέσα στη φωτιά και στον πυρετό μιας σκληρής μάχης αυτά ήταν αναπόφευχτα και δεν υπήρχε μέσο για να μη γίνουν, όσο κι αν ζημίωναν τον αγώνα του λαού οι τέτοιες πράξεις.
Αλλά ποτές δεν έγιναν αυτές οι εκτελέσεις που παρουσίασαν οι οργανωτές της πτωματολογίας και ποτές δεν έγιναν αυτά τα φριχτά, τα απαίσια πράγματα που οι ίδιοι αυτοί οργανωτές της αντιλαϊκής εκστρατείας εμφάνισαν.
Η απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι ο σκοπός τούτου του φυλλαδίου. Να δείξει σε κάθε αμερόληπτο άνθρωπο με ποια μαεστρία εξογκώθηκαν αυτές οι φριχτές ιστορίες για βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς, τυφλώσεις και τόσα άλλα απερίγραφτα κακουργήματα. Και η απόδειξη αυτής της συκοφαντίας θα γίνει με γεγονότα, με γεγονότα αδιάψευστα. Και προκαλούμε καθέναν, που δε θα πεισθεί, να κάνει μόνος του μια έρευνα στα συγκεκριμένα στοιχεία που δίνουμε για να τα εξακριβώνει και ο ίδιος. Το ανίερο έργο της κατασυκοφάντησης κάθε ωραίου αγώνα της Ελλάδας είναι καιρός να ξεσκεπαστεί. Η αλήθεια μπορεί να θολώνει καμιά φορά, όμως βγαίνει στο τέλος, πιο λαμπρή…
Πως οργανώθηκε η συκοφαντική εκστρατεία
Τριάντα τρεις μέρες βάσταξε η ένοπλη αντίσταση του Λαού της Αθήνας και του Πειραιά. Στις 33 αυτές μέρες δεν πέρασε ούτε ώρα που να μην βάλλονται οι συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά από τα αεροπλάνα, από το στόλο, από τα κανόνια, από τους όλμους, από τα τανκ. Χιλιάδες είναι τα θύματα. Θάφτηκαν όπως όπως στις αυλές, έξω από τις εκκλησίες, στα πεζοδρόμια, στα οικόπεδα. Όταν αποχώρησε ο ΕΛΑΣ και μπήκαν οι Άγγλοι, όλα αυτά τα αμέτρητα πτώματα ξεθάφτηκαν και φορτώθηκαν σε αυτοκίνητα. Βρέθηκαν έτσι στο Περιστέρι ή στην Κυψέλη ή στα Τουρκοβούνια ακρωτηριασμένα χωρίς μάτια ή μύτες. Και κλήθηκαν οι συγγενείς τους να παραλάβουν το πτώμα «του κατακρεουργηθέντος υπό των ελασιτών» δικού τους. Για να πιάσει πιο πολύ η ιστορία διάδοσαν κατάλληλα πως οι συγγενείς εκείνων που σκοτώθηκαν από τους ελασίτες θα πάρουν σύνταξη ενώ εκείνοι που σκοτώθηκαν από αδέσποτες, (δηλαδή από τα αεροπλάνα, κανόνια, τανκς κλπ.) δεν παίρνουν τίποτα. Έτσι ο καθένας είχε συμφέρο να παρουσιάσει το δικό του σαν θύμα των ελασιτών. Και οι εφημερίδες γέμισαν από ονόματα κρεουργηθέντων και οι ξένοι ανταποκριτές καθώς και ο σερ Σίτριν καλούνταν να δουν τις βαρβαρότητες του ΕΛΑΣ. Έτσι ήταν πιο εξασφαλισμένη η επιτυχία της συκοφαντικής εκστρατείας. Αν, πάλι, κανένας τίμιος άνθρωπος δεν ήθελε να γίνει όργανο της προδοτικής κλίκας των συκοφαντών -παρόλες τις υποσχέσεις για σύνταξη- τότε χρησιμοποιούσαν την απειλή «είσαι κουκουές!» «Κρέμασμα θέλει!» ήταν η απάντηση σε διαμαρτυρίες τιμίων ανθρώπων που βλέπαν τους ιερόσυλους να εκθέτουν το πτώμα του αδικοσκοτωμένου συγγενούς τους για πολιτική εκμετάλλευση.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό: Συνεργεία ειδικά οργανώθηκαν για να βγάζουν από τα πτώματα τα μάτια να κόβουν τα μέλη και να τα εκθέτουν έτσι ανίερα ακρωτηριασμένα ώστε να διαπιστώνεται η «βαρβαρότητα» των ελασιτών. Είναι το πιο φριχτότερο έγκλημα που μονάχα οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, οι αντάξιοι μαθητές του Σίμανα μπορούσαν να σκεφτούν και να βάνουν σ’ εφαρμογή.
Αυτά είναι τα μέσα που χρησιμοποίησαν. Και τώρα για απόδειξη παραθέτουμε μια σειρά από αδιάψευστα περιστατικά που αποδείχνουν τα πάρα πάνω. Είναι αδύνατο να γραφτούν όλα όσα έχουμε εξακριβώσει. Όμως είναι αρκετά για να δώσουν μια αποστομωτική απάντηση στους κλασικούς συκοφάντες.
1. Χαράλαμπος Μαλισιάκος, Σβορώνου 12, προστάτης 5 παιδιών. Όλη η γειτονιά ξέρει πως σκοτώθηκε από βλήμα όλμου στις 28 Δεκέμβρη μαζί με 10 άλλους έξω απ’ το εργοστάσιο Ναθαναήλ… Στις εφημερίδες γράψαν πως σφάχτηκε μαζί με 40 άλλους στα κάτω Πατήσια.
2. Αικατερίνη Βήχου, ετών 75, Ευαγ. Καστρινάκης ετών 37, Ελένη Καστρινάκη ετών 27 και το παιδάκι τους Λευτέρης 1,5 ετών σκοτώθηκαν μέσα στο σπίτι τους (Μακεδονίας 44) από όλμο και τους έθαψαν στον Άγιο Μελέτη. Τα πτώματα τους εκτέθηκαν παραμορφωμένα στο Περιστέρι.
3. Σπύρος Γεωργίου Βενιέρης, 22 χρονών, Ακομινάτου 64. Τραυματίστηκε από πολυβόλο τανκς στις 12 του Δεκέμβρη και πέθανε την ίδια μέρα. Το πτώμα του μεταφέρθηκε στον Άγιο Βασίλη της οδού Μετσόβου. Από εκεί παράλαβε τον νεκρό γυιό της η άτυχη μάνα του και τον έθαψε στον Άγιο Σπυρίδωνα. Ταχτικά πήγαινε η μάνα και άναβε καντήλι στο μνήμα του. Στις 10 του Φλεβάρη πήγε μαζί με μια άλλη γυναίκα και βρήκαν τον τάφο του ανοιχτό και άδειο. Ο νεκροθάφτης της είπε πως το πτώμα μεταφέρθηκε στο Περιστέρι όπου πήγαν και το βρήκαν εκτεθειμένο μαζί με άλλα πτώματα «κατακρεουργηθέντων».
4. Ο Γρηγόριος Λέριος, κάτοικος Παλαιών Σφαγείων, χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα ενώ αγόραζε τσιγάρα στη στάση Χαροκόπου. Μεταφέρθηκε στην κλινική Σκανδαλάκη όπου πέθανε. Θάφτηκε έξω από την κλινική μαζί με άλλους νεκρούς. Οι εφημερίδες γράψανε πως «εξετελέσθη» από τον ΕΛΑΣ.
5. Γιάννης Φαφούτης (Ματζαγριωτάκη 17, Καλλιθέα). Σκοτώθηκε από βλήματα τανκ την ώρα που έβγαινε από το σπίτι του και θάφτηκε από τους συγγενείς του. Το πτώμα του βρέθηκε σε κοινό τάφο φρικαλέα ακρωτηριασμένο.
6. Τάσος Ιερόπουλος, ετών 61, συνοικισμός Σκοπευτηρίου Καλλιθέας. Τραυματίστηκε από αδέσποτη σφαίρα και πέθανε στο νοσοκομείο στις 17/12/44. Το Γενάρη παρουσιάστηκε σαν «αγρίως εκτελεσθείς, υπό των ελασιτών».
7. Στάθης Παπαδάκης, 18 ετών, από τον Υμηττό (Ερασινίδου 34). Τραυματίστηκε και πέθανε. Οι δικοί του τον θάψαν στον Άγιο Αρτέμη. Στις 22 του Φλεβάρη η αστυνομία υποχρέωσε τη μάνα του να ξεθάψει το πτώμα του και να το αφήση εκτεθειμένο για πολλές μέρες στη Ζωοδόχο Πηγή της Καισαριανής.
8. Σπύρος Βεντήρης, Σούλα 31. Σκοτώθηκε ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνος στην οδό Γ’ Σ/βρίου από εγγλέζικο τανκ. Τον θάψαν στο Γ’ Νεκροταφείο. Αργότερα βρέθηκε κατακρεουργημένος και χωρίς μάτια στο Περιστέρι, όπου είχε εκτεθεί παραμορφωμένο από τα ειδικά συνεργεία το πτώμα του «προς αναγνώρισιν». Η αδερφή του, κ. Δημουλίτσα, διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ιεροσυλία που έγινε στο πτώμα του αδερφού της.
9. Ευάγγελος Γιανίρης. Πέθανε από φυσικό θάνατο. Τον περιλάβαν στον κατάλογο των «αγρίως σφαγιασθέντων».
10. Στο δασύλλιο της Αγίας Τριάδος (Βύρωνας) ξέθαψαν στις 20 του Φλεβάρη περί τα 50 πτώματα ελασιτών που είχαν σκοτωθεί στις μάχες. Τα φόρτωσαν σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο με την επιγραφή «οι δολοφονηθέντες από τον ΕΛΑΣ» και η μακάβρια πομπή γύρισε όλον το συνοικισμό.
11. Στις 12 του Δεκέμβρη το μεσημέρι ο γενικός αρχίατρος Δημήτριος Μπέλιας σκοτώθηκε από ριπή πολυβόλου βρεταννικού τανκ στη διασταύρωση των οδών Ζαΐμη και Στουρνάρα. Το πτώμα του έμεινε στο σημείο που έπεσε 3-4 μέρες. Μια νύχτα η Εθνική Αλληλεγγύη σήκωσε το πτώμα του στρατηγού και το έθαψε κοντά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλε ο παπάς του Αγίου Βασιλείου, στον τάφο του δε τοποθετήθηκε ξύλινος σταυρός με τα’ όνομά τους και δάφνινος στέφανος. Έπειτα από αυτό η Εθνική Αλληλεγγύη ειδοποίησε μέσω του μπακάλη της γειτονιάς τους συγγενείς του θύματος που ήρθαν και παρέλαβαν τη βέρα, το ρολόι και το πορτοφόλι του νεκρού, που περιείχε ολόκληρο το μισθό του (τον είχε, φαίνεται, εισπράξει την ίδια μέρα). Το πτώμα ξεθάφτηκε και το παρουσίασαν σαν αγρίως κατακρεουργηθέντα από τον ΕΛΑΣ.
12. Κοντά στην έπαυλη Σκουλούδη στον Πειραιά βρίσκεται ένα πηγάδι. Εκεί πρόχειρα, γιατί δεν υπήρχε άλλο μέρος, είχαν ταφεί καμιά δεκαριά πτώματα. Δυο ήταν γέροι που πέθαναν από φυσικό θάνατο, τρεις σκοτωμένοι από αδέσποτες και οι άλλοι ελασίτες νεκροί από τις μάχες. Τα ξέθαψαν αργότερα όλα, τα πολλαπλα-σίασαν επί είκοσι και είδε το φως η «ιστορία» «Το φρέαρ της επαύλεως Σκουλούδη. Διακόσια πτώματα φέροντα καταφανείς κακώσεις, θύματα της αγριότητας των κουκουέδων».
13. Η αδελφή Μαρία Πανά υπηρετούσε στο Ασκληπιείο νοσοκομείο Βούλας και Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Από εκεί ήρθε εθελοντικά στο πρόσκαιρο νοσοκομείο Νέας Σμύρνης όπου πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες ως τις 20 του Δεκέμβρη. Απ’ τις 20 ως τις 29 του Δεκέμβρη υπηρέτησε στο συνεργείο του ΕΛΑΣ συνοικισμού Υμηττού μαζί με 5 άλλες αδελφές και ένα γιατρό. Τη νύχτα της 29 του Δεκέμβρη με την προοπτική πως θα μπαίναν στο συνοικισμό οι Άγγλοι, ολόκληρο το προσωπικό του χειρουργείου ξεκίνησε για το Κορωπί για να πλαισιώσει το μετακινούμενο χειρουργείο. Άγρια χιονοθύελλα ξέσπασε όταν οι αδελφές και οι γιατροί ανέβαιναν στον Υμηττό. Το προσωπικό κινδύνευσε να ταφεί από τα χιόνια. Η αδελφή ηρωίδα Μαρία Πανά δεν μπόρεσε να ανθέξει. Ξεψύχησε εκεί. Στις 26 του Φλεβάρη 1945 οι εφημερίδες «Βραδυνή» και «Ασύρματος» δημοσίεψαν την εξής είδηση: «Ο ιατροδικαστής κ. Ψημάρας ανεύρεν εις τον Υμηττόν το πτώμα της νοσοκόμου Μαρίας Πανά, ήτις συλληφθείσα υπό των ελασιτών, αφού εκακοποιήθη και εβιάσθη, εξετελέσθη».
14. Στις 3 του Γενάρη πέθανε από κρίση μυοκαρδίτιδας η Βασιλική Φράγγου, 65 χρονών, (τέρμα της οδού Θήρας). Οι δυο κόρες της τη θάψαν στον περίβολο του Αγίου Σπυρίδωνα στα Σεπόλια. Τα δυο ορφανά κορίτσια μη έχοντας άλλον προστάτη εκτός από ένα παντρεμένο αδερφό στα Νέα Λιόσια, πήγαν εκεί και μείναν ως τέλος των επιχειρήσεων. Γυρίζοντας στην Αθήνα πήγαν να δουν τον τάφο της μητέρας τους. Ο τάφος ήταν άδειος. Τους είπαν πως το πτώμα βρίσκουνταν στο Περιστέρι. Όταν πήγαν εκεί βρήκαν το πτώμα γεμάτο ξυραφιές, κακώσεις κλπ. Και πάνω στο πτώμα την επιγραφή: «Αγρίως κρεουργηθείσα υπό των δολοφόνων του ΕΛΑΣ».
15. Η Μαρίκα Π. Κωνσταντινίδου ετών 27 (οδός Παλαμηδίου) σκοτώθηκε από όλμο που έπεσε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού της και της πήρε το κεφάλι. Την κήδεψαν και την έθαψαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Το πτώμα της βρέθηκε φρικωδώς παραμορφωμένο στο Περιστέρι «προς αναγνώρισιν» και οι εφημερίδες έγραψαν πως «Εσφάγη υπό των αιμοσταγών ελασιτών».
16. Στις 29 του Σεπτέμβρη 1944, δυο βδομάδες δηλαδή πριν απ’ τη φυγή τους, οι Γερμανοί έκαναν επίθεση στο Πυριτιδοποιείο και έκαψαν 60 σπίτια δεξιά και αριστερά στην Ιερά οδό. Πιάσανε και 70 πατριώτες και τους εκτέλεσαν. Απ’ αυτούς οι 45 θάφτηκαν σε κοινό τάφο έξω απ’ τον Άγιο Σπυρίδωνα (Πυριτιδοποιείο). Στο ίδιο μέρος θάφτηκαν το Δεκέμβρη και 15 ελασίτες που σκοτώθηκαν σε μάχες. Τα 60 αυτά πτώματα τίμιων αγωνιστών ξεθάφτηκαν το Γενάρη και τοποθετήθηκαν στο Γ’ Νεκροταφείο Κοκκινιάς για αναγνώριση. Οι αρχές βεβαίωσαν πως όλοι αυτοί «εξετελέσθησαν από τον ΕΛΑΣ Κοκκινιάς, αφού προηγουμένως εβασανίσθησαν απανθρώπως».
17. Ο ελασίτης Ευάγγελος Καπετανάκης (Μονεμβασίας 24) έπεσε στη μάχη του τάγματος χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Η οικογένειά του πήρε το πτώμα του και το έθαψε στον περίβολο της Οικοκυρικής Σχολής Χαροκόπου. Μαζί του θάφτηκαν και άλλοι δυο νεκροί των μαχών. Το Γενάρη δημοσιεύτηκε η είδηση πως βρέθηκε νέος τάφος με τρία ακόμα θύματα της θηριωδίας του ΕΛΑΣ.
18. Στην οδό Ροΐδη αριθ. 22 καθότανε ο σπουδαστής του Πολυτεχνείου Κωνστ. Τσακάκης ελασίτης που σκοτώθηκε στις 7 του Δεκέμβρη στη μάχη του Πολυτεχνείου. Τον Οχτώβρη είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του το χωριανό του Γιώργο Δεσποτάκη, που είχε φέρει από την Κρήτη ένα γυάλινο μάτι της θείας του για να το αντικαταστήσει επειδή ήταν λίγο σπασμένο. Στις 7 του Γενάρη οι εθνοφύλακες μπήκαν στην περιοχή και λεηλατούσαν τα άδεια σπίτια. Βρήκαν στο σπίτι του άτυχου Τσουκάκη το γυάλινο μάτι και την άλλη μέρα η κοινή γνώμη μάθαινε πως βρέθηκαν κουβάδες από βγαλμένα μάτια.
19. Ο δικηγόρος Σπύρος Αλεξίου, κάτοικος Παγκρατίου και μέλος του ΚΚΕ σκοτώθηκε στην 5 του Δεκέμβρη όταν οι δολοφόνοι των ξενοδοχείων της «Ομόνοιας» επετέθηκαν κατά των διαδηλωτών στη διαδήλωση που έγινε για την πτώση του Παπανδρέου. Έπεσε κάτω από το ξενοδοχείο Μητρόπολις. Κανένας δεν ήξερε τι έγινε το πτώμα του. Το Γενάρη το πτώμα του βρέθηκε με τα μάτια βγαλμένα, με τη μύτη κομμένη και με μια σειρά κακώσεις στο Περιστέρι. Έφερε την επιγραφή: «Εσφαγιάσθη αγρίως υπό των ελασιτών».
20. Η Πιπίτσα Εξηντάρη, έγκυος μαζί με τα τρία παιδιά της, τα δυο μικρά παιδιά της Στάσας Νιούζαμ ένας Μωσαΐδης μαζί με τη μητέρα του και ο Παντελής Βλαδιμέρης, όλοι κάτοικοι Περιστερίου σκοτώθηκαν από τους άγριους βομβαρδισμούς του στόλου στο Περιστέρι. Αργότερα τα εννέα αυτά πτώματα είχαν εκτεθεί για αναγνώριση και μπήκαν στον κατάλογο των αγρίως σφαγιασθέντων υπό του ΕΛΑΣ.
21. Στις 22 του Δεκέμβρη ο Μωυσής Τσανακαλιώτης, ετών 32, κάτοικος συνοικισμού Απόλλωνος, οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης 11, σκοτώθηκε από όλμο την ώρα που πήγαινε στο μπακάλη κοντά στου Σαπόρτα (το Γενικό Κρατικό Νικαίας) όπου είναι μια γεφυρούλα. Μαζί με τον Τσανακαλιώτη σκοτώθηκαν και δυο γριές που βάδιζαν στο μέρος εκείνο. Τον παρουσίασαν σαν δολοφονημένο απ’ τον ΕΛΑΣ και στο μνημόσυνο που έγινε ύστερα από 40 μέρες ο παπάς του Αγίου Δημητρίου Βασίλειος βρήκε ευκαιρία να κατακεραυνώσει από τον άμβωνα «τους μυσαρούς κουκουέδες δολοφόνους» του Μωυσή Τσανακαλιώτη!
22. Το Δεκέμβρη πέθανε απ’ την καρδιά της στην οδόν Αριστοτέλους πάροδος Σεπολίων η μητέρα της κυρίας Ειρήνης Μοιροπούλου πεθερά του συναγ. Παπαχρυσάνθου της ΕΛΔ. Θάφτηκε στον Άγιο Σπυρίδωνα κοντά στα Σεπόλια. Αργότερα το πτώμα της βρέθηκε στο Περιστέρι με κομένη τη μύτη και με παραμορφωμένα τα πόδια. Ειδοποιήθηκε η κ. Μοιροπούλου που διαμαρτυρήθηκε για την ιεροσυλία, μα πήρε την απάντηση να μην πολυφωνάζει γιατί είναι κουκουέδισα και θα συλληφθεί!
23. Η Ειρήνη Βασιλάκη (Ασκληπιού 85) τραυματίστηκε θανάσιμα στις 15 Δεκεμβ. 1944 από αγγλικό πολυβόλο στη γωνιά Ασκληπιού – Σμολένσκη. Μεταφέρθηκε στο Πολιτικό Νοσοκομείο όπου και πέθανε στις 16 Δεκεμ. 1944. Το πτώμα της βρέθηκε για αναγνώριση στην έκθεση Περιστερίου.
24. Στο νοσοκομείο του ΙΚΑ (Κουμουνδούρου 4) νοσηλεύονταν τις μέρες του Δεκέμβρη πάνω από 300 τραυματίες. Πολλοί πέθαναν στο Νοσοκομείο και άλλοι έπαθαν ακρωτηριασμούς από γιατρούς. Επειδή δεν ήταν δυνατό να ταφούν και οι νεκροί και τα ακρωτηριασμένα μέλη εκεί κοντά, μεταφέρθηκαν τις πρώτες μέρες του Γενάρη ύστερα από ενέργεια του προσωπικού στο Περιστέρι όπου και θάφτηκαν. Αργότερα τα πτώματα και τα μέλη μεταφέρθηκαν και παρουσιάστηκαν στην έκθεση των εγκλημάτων του ΕΛΑΣ.
25. Στις 26 του Δεκέμβρη σκοτώθηκε από βλήμα όλμου η Καλλιόπη Πακαβού, το πτώμα εκτέθηκε για αναγνώριση, επειδή είχε σφαγιασθεί από τον ΕΛΑΣ. Ο γυιός της Πακαβού απεκάλυψε πως δεν επρόκειτο για σφαγιασμό και ζήτησε και έθαψε το πτώμα της μητέρας του. Έπειτα από δυο μέρες το ξέθαψαν πάλι και το εξέθεσαν για αναγνώριση.
26. Η Νίτσα Γελέου σκοτώθηκε στις 26 του Δεκέμβρη από τανκ. Το πτώμα της βρέθηκε παραμορφωμένο με χτυπήματα από κασμά στο πρόσωπο και με την επιγραφή «αγρίως εκτελεσθείσα από τον ΕΛΑΣ».
27. Ο Ελευθέριος Τσούγκας πέθανε στις 20 του Δεκέμβρη στο σπίτι του στην οδόν Ασκληπιού 41. Η βεβαίωσις του γιατρού λέει πως πέθανε από φόβο, θάφτηκε στον Άγιο Νικόλαο (Πευκάκια). Αργότερα το πτώμα του βρέθηκε εκτεθειμένο στο Περιστέρι για αναγνώριση με τα μάτια βγαλμένα και σε εφημερίδα γράψανε πως εκτελέσθηκε από ελασίτες…
28. Ο μαχητής του ΕΛΑΣ Ιωάννης Ψαθάς τραυματίστηκε θανάσιμα από πολυβόλο στις 24 του Δεκέμβρη και πέθανε. Το πτώμα του μεταφέρθηκε στο Νεκροταφείο Γκύζη όπου και θάφτηκε. Ύστερα από 20 μέρες το πτώμα του βρέθηκε στο Περιστέρι παραμορφωμένο. Πήγε η μητέρα του Βιργινία Ψαθά το παρέλαβε και το έθαψε στο Κεντρικό Νοσοκομείο. Η «Εστία» έγραψε πως εκτελέστηκε από ελασίτες.
29. Ο Δημήτριος Σαρρής, ετών 48, πέθανε από φυσικό θάνατο στις 14 του Γενάρη. Θάφτηκε στο Νεκροταφείο Αναστάσεως στο 6ο τμήμα αριθ. Τάφου 239. Ύστερα από λίγες μέρες ο νεκρός εξαφανίστηκε για να μεταφερθεί ποιος ξέρει σε ποιαν έκθεση πτωμάτων και να συγκινήσει κανένα Σιτρίν.
30. Ο δυναμιτιστής ελασίτης του 1ου λόχου Ι τάγματος 3ου Συντάγματος Θοδωράκης Ιωάννης σκοτώθηκε στις 3 του Γενάρη από σφαίρα στην καρδιά, τον έθαψε ο αδερφός του στον Άγιο Σπυρίδωνα και του έβαλε σταυρό με τα στοιχεία του. Ύστερα από την κατάληψη των Τουρκοβουνιών τον ξέθαψαν οι οργανωτές του ελληνικού Κατύν και τον πήγαν στο ρέμα Γαλατσίου. Οι εφημερίδες γράψανε πως ο «εθνικιστής» Θοδωράκος σκοτώθηκε από τους ελασίτες.
31. Η Βαρβάρα Αλαμάνου (Χρυσουπόλεως 16, Γκύζη) σκοτώθηκε από αγγλικό όλμο. Οι εφημερίδες γράψανε πως εκτελέσθηκε από ελασίτες.
32. Στο συλλαλητήριο στις 3 του Δεκέμβρη τραυματίστηκε ο Γεώργιος Γεωργιάδης. Μεταφέρθηκε στο Πολιτικό Νοσοκομείο όπου και πέθανε στις 6 του Δεκέμβρη. Την άλλη μέρα πήγαν οι συγγενείς να πάρουν το πτώμα. Μα τους έλεγαν πως το έθαψαν πότε στο Βασιλικό κήπο και πότε στο Νεκροταφείο της Κοκκινιάς. Η κόρη του Ερασμία Γεωργιάδη πήγε στις 20 του Μάρτη στην ΕΟΧΑ για να πάρει ένα επίδομα που δίναν. Η διευθύντρια κ. Βάσω Λάγου της είπε πως πρέπει να κάνει μια δήλωση πως ο πατέρας της σκοτώθηκε από ελασίτες.
33. Ο Διονύσιος Σταματελάτος τραυματίστηκε στις 7 του Δεκέμβρη και πέθανε στις 22 του Δεκέμβρη στο Νοσοκομείο Ν. Ιωνίας. Μεταφέρθηκε στο σπίτι του Τριτίας 20 και θάφτηκε στο 3ο Νεκροταφείο στον Άγιο Γιώργη. Τον ξεθάψανε και το μεταφέρανε στο Περιστέρι όπου στις 12 του Γενάρη είδε το πτώμα η μητέρα του Κωνσταντίνα σε καλή κατάσταση. Στις 13 του Γενάρη πήγε να το παραλάβει και το είδε με βγαλμένα τα μάτια, ανοιχτό το στόμα και κομμένη τη γλώσσα. Διαμαρτυρήθηκε σ’ έναν αστυφύλακα που ήταν εκεί και είχε δει και ο ίδιος το πτώμα την προηγούμενη μέρα και ο αστυφύλακας ανεγνώρισε και ο ίδιος πως το πτώμα ήταν τότε σε καλή κατάσταση.
34. Οι εφημερίδες κάναν ολόκληρο θόρυβο για τον ταγματάρχη της χωροφυλακής Αριστείδην, ο οποίος εσφαγιάσθη αγρίως και κατά τρόπον καννιβαλικόν υπό κομμουνιστών δημίων του… Η αλήθεια έχει ως εξής: Υπήρχε ένας τσαγκάρης με το όνομα Αριστείδης Ταγματάρχης ετών 53, κάτοικος Π. Σφαγείων. Σκοτώθηκε από αδέσποτη έξω από το φούρνο του Πλόκα στο Κουκάκι, τη μέρα που μπήκαν τα βρετανικά στρατεύματα. Μεταφέρθηκε βαρειά τραυματισμένος στη κλινική Σκανδαλάκη (πλατεία Καλλιθέας) και πέθανε ύστερα από λίγο. Το πτώμα του θάφτηκε έξω από την κλινική μαζί με άλλα 16 θύματα βομβαρδισμού. Έπειτα από 20 μέρες η αστυνομία πήρε τα στοιχεία του και παρά τη βεβαίωση της οικογενείας τον εμφάνισε ως «άγρια δολοφονηθέντα» και τον έκανε ταγματάρχη της χωροφυλακής τον άτυχο Αριστείδη Ταγματάρχη!
35. Έγραψαν οι εφημερίδες της δεξιάς: «…Εις τον εν Καλλιθέα κήπον της Αγίας Βαρβάρας εξετάφησαν διάφορα πτώματα ανήκοντα εις εθνικόφρονας πολίτας εκτελεσθέντας υπό των ελασιτών. Μεταξύ αυτών ανεγνωρίσθη το πτώμα του εθνοφύλακος Γρηγορίου Πιθαλίτση φέρον πολλαπλάς κακώσεις…» Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον ελασίτη Γρηγόριο Πιθαλίτση (γνωστό ήρωα με το ψευδώνυμο Λούλης) που σκοτώθηκε στη μάχη και είχε ταφεί εκεί πρόχειρα…
36. Το Δεκέμβρη στην πλατεία Κυψέλης εκεί που αρχίζει η οδός Φωκίωνος Νέγρη τραυματίστηκε βαρειά στο κεφάλι από θραύσμα όλμου ο αστυφύλακας του Α’ Τμήματος Νίκος Δανδελάκος. Οι τραυματιοφορείς του ΕΛΑΣ του πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες και αφού παράδωσαν στους συναδέλφους του αστυνομικούς του Ζ’ Τμήματος την ταυτότητά του και 1000 δραχμές, που βρέθηκαν επάνω του, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο Ν. Ιωνίας όπου και πέθανε. Το πτώμα του θάφτηκε στο εκκλησάκι Άγιος Αθανάσιος, παρουσία πολλών συναδέλφων του. Στις περίφημες εκταφές το πτώμα του βρέθηκε στα Τουρκοβούνια «κατακρεουργημένο» και έδωσε αφορμή στο «Ελληνικό Αίμα» να μιλήσει για τα εγκλήματα των «εαμοβούλγαρων».
37. Ο Γιάννης Βουγάς (Κυψέλης 99) τραυματίστηκε από όλμο πηγαίνοντας στο γραφείο του στην οδό Πατησίων. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου και πέθανε, όπως το είπε η ίδια η γυναίκα του. Στο αναμεταξύ όμως ήρθε η ιστορία των συντάξεων που θα πάρουν όσοι σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ. Και τον Απρίλη οι συγγενείς και φίλοι εκαλούντο να τιμήσουν τη μνήμη του «αγρίως σφαγιασθέντος υπό των ελασιτών» Ιωάννου Βουγά!
38. Τάκης Ηλιόπουλος, 16 χρονών, σκοτώθηκε στις 8 του Δεκέμβρη με αυτόματο όπλο από τα υπολείμματα των χωροφυλάκων της Ειδικής Ασφάλειας που είχαν ταμπουρωθεί στις πολυκατοικίες της πλατείας Κυριακού (Βικτωρίας) και πυροβόλησαν χωρίς διάκριση κάθε πολίτη που τύχαινε να περάσει από το μέρος αυτό.
Την άλλη μέρα θάφτηκε από τους γονείς του στο παρεκκλήσι «Άγιος Σπυρίδων» που είναι κοντά στη συνοικία Αγίου Μελετίου. Στο χώρο αυτόν που χρησιμοποιήθηκε αναγκαστικά για νεκροταφείο θάφτηκαν πάνω από 400 άτομα που ανήκαν είτε σε μαχητές του ΕΛΑΣ είτε στον άμαχο πληθυσμό.
Στις 8 με 10 του Φλεβάρη τα «ειδικά συνεργεία» εκταφής του Δήμου Αθηναίων ξέθαψαν από τον παραπάνω χώρο όλα τα πτώματα που είχαν «αγρίως σφαγιασθεί» από τον ΕΛΑΣ και μεταφέρθηκαν στην «Έκθεση» του Περιστεριού για «αναγνώριση». Κατά τη διάρκεια της εκταφής κανένας από τους γονείς και συγγενείς των πτωμάτων δεν είχε την τόλμη να πλησιάσει στο μέρος αυτό, γιατί τα συνεργεία περιστοιχιζόντανε από «τεθλιμμένους» εθνικιστάς που κραυγάζανε «θάνατος στους δολοφόνους».
Όμως ο Κώστας Ηλιόπουλος που ειδοποιήθηκε έγκαιρα από τον καντηλανάφτη του παρεκκλησιού πήγε με τη γυναίκα του και με χίλιους κινδύνους κατόρθωσε να πάρει το νεκρό παιδί του. Η μεταφορά και η ταφή στο Νεκροταφείο Αγίων Αναργύρων του στοίχισαν 15 χιλιάδες.
Αναφέραμε μερικά από τα άφθονα παραδείγματα πτωμάτων που εκτέθηκαν σαν κρεουργηθέντα, ενώ επρόκειτο για άτομα που πέθαναν ή σκοτώθηκαν στη μάχη ή στους πολυβολισμούς, βομβαρδισμούς κλπ.
Θα αναφέρουμε τώρα μερικά άλλα παραδείγματα για ανθρώπους που τους παρουσίασαν σαν εκτελεσθέντας από τον ΕΛΑΣ ενώ οι άνθρωποι ζούσαν.
1. Στο Μηχανοκίνητο τμήμα (οδός Αχαρνών – Σουρμελή) κρατούνται 200 αστυνομικοί. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο δόκιμος υπαστυνόμος Πρωτόπαπας Σπ. Και οι αστυφύλακες Χαραλάμπους Εμμ., Κωνσταντίνου Κ., Κούτσικος Κ., Τρυφηλάκης Γεώργιος, για τους οποίους οι εφημερίδες έγραψαν πως σφάχτηκαν από ελασίτες.
2. Ο αστυφύλακας Στάικος Αντ. βρισκόταν στο Ελ-Ντάμπα. Οι εφημερίδες έγραψαν πως εκτελέστηκαν από ελασίτες.
3. Οι εφημερίδες γράφουν πως ο υπαστυνόμος Καρυόπουλος Κώστας εχτελέστηκε από ελασίτες. Ο υπαστυνόμος αυτός υπηρετεί σήμερα στο Δ’ Αστυνομικό τμήμα.
4. Στην εφημερίδα «Ελλάς» που έβγαζε ο Παπανδρέου τις μέρες του Δεκέμβρη δημοσιεύτηκε περίπτωση «σφαγιασμού» απ’ τον ΕΛΑΣ, δηλαδή πως ο Γιάννης Βατικιώτης μέλος της Χ σφάχτηκε όταν ο ΕΛΑΣ κατέλαβε το Θησείο. Δημοσιεύτηκαν και συνταρακτικές λεπτομέρειες για τον τρόπο της εκτέλεσης για τα βασανιστήρια κλπ. Το δήθεν θύμα ζει και υπηρετεί στην εθνοφυλακή μονάδα 146 με έδρα τη «Βιό».
5. Στις 2 του Γενάρη πιάστηκε στο σπίτι του (Κωλέτη 8) ο Αχιλλεύς Κολάσης καθηγητής του πιάνου. Στις 4 του Γενάρη στάλθηκε στο Ελ Ντάμπα. Η εφημερίδα «Ανεξάρτητος» έγραψε πως εκρεουργήθη από ελασίτας. Οι σπιτικοί του εκτός από την άρρωστη γριά μάνα του, καθώς και οι γείτονές του τον είχαν για πεθαμένο. Στις 27 του Μάρτη γύρισε ολοζώντανος απ’ την Ελ Ντάμπα.
6. Ο Κατρίτσας Κώστας καταγγέλθηκε πως εξετέλεσε τον αδελφό του εθνοφύλακα Νίκου Κανακάρη. Ο δήθεν εκτελεσθείς επέστρεψεν απ’ τον ΕΛΑΣ όπου υπηρετούσε. Ο Απόστολος Αγκουράς που έμαθε την υπόθεση πήγε ο ίδιος στο Δ’ ανακριτικό τμήμα για να επιτύχει την απελευθέρωση του αδικοκρατουμένου Κατρίτσα.
7. Στην εφημερίδα «Ελλάς» που έβγαζε ο Παπανδρέου γράφτηκε πως ο χίτης Ευάγγελος Δαλιάνος, εσφαγιάσθη από τον ΕΛΑΣ στο Θησείο. Ο Δαλιάνος ζει και είναι εθελοντής στο 2ο λόχο του 147 τάγματος στο Κριεκούκι.
8. Το Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ έπιασε στην οδό Αχαρνών τον υπενωμοτάρχη Θανάση Ηλιόπουλο απ’ το χωριό Ντονέικα Πύργου. Στις εφημερίδες γράφτηκε πως το πτώμα του βρέθηκε κατακρεουργημένο και αναγνωρίστηκε απ’ τη γυναίκα του Δέσποινα που έκανε και μνημόσυνο. Στο αναμεταξύ ο Ηλιόπουλος επέστρεψε από την ομηρία και ζει με την γυναίκα τους στην οδό Συγγρού 84.
9. Ο Συνταγματάρχης σε αποστρατεία Νικόλαος Δεπάστας πιάστηκε όμηρος τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη και ύστερα από τρεις μέρες αφέθηκε ελεύθερος. Οι εφημερίδες γράψαν πως απήχθηκε, βασανίστηκε και κατακρεουργήθηκε. Το δήθεν θύμα ζει στην οδό Μάγερ 11α.
10. Ο ελασίτης Εμμανουήλ Ραλιάς πιάστηκε απ’ το 8ο αστυνομικό τμήμα ύστερα από καταγγελία του Ν. Κουρτέση (Σερίφου και Αχαρνών) πως τάχα εξετέλεσε τον γυιό του Δ. Κουρτέση. Αυτός ο τάχα «εκτελεσθείς» είχε πιαστεί όμηρος από τους Άγγλους και τώρα γύρισε.
11. Στις 4 του Δεκέμβρη τραυματίστηκε βαρειά και στα δυο πόδια ο αστυφύλακας Γ.48 πολεμώντας εναντίον ελασιτών στη διασταύρωση Χαριλ. Τρικούπη και Σόλωνος. Αν και είχεν εγκαταλειφθεί, οι τραυματιοφορείς του ΕΛΑΣ με κίνδυνο της ζωής των τον πήραν και τον έφεραν στο σταθμό βοηθείας τραυματιών του 11/3 τάγματος, όπου τον περιποιήθηκαν με εξαιρετική προσοχή και από ‘κει τον πήγαν στο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ, από όπου βγήκε τέλεια θεραπευμένος. Τώρα βρίσκεται στην υπηρεσία του. Όταν πιάστηκεν ο γιατρός Ε. Ευτυχίδης στο Πολιτικό νοσοκομείο και μεταφέρθηκε στο Γ’ αστυνομικό τμήμα, υπέστη άγριο ξυλοκόπημα γιατί όπως φώναζαν οι αστυνομικοί και ιδιαίτερα ο υπαστυνόμος Πλουμής, έσφαξε το συνάδελφό τους Γ.48.
12. Στις εφημερίδες του Ιανουαρίου γράφτηκε με πομπώδικους τίτλους πως «εσφαγιάσθηκαν» αγρίως οι Μιχ. Παπαδόπουλος και Κολλάρας. Ο πρώτος ήταν ο περίφημος Μιχαήλ αγάς, αρχηγός των ταγμάτων ασφαλείας Κοζάνης και ο δεύτερος αρχηγός των ταγμάτων ασφαλείας Πτολεμαΐδος. Και οι δυο τους βαρύνονται με δεκάδες εκτελέσεις. Ένας λόγος παραπάνω για να στολιστούν με άφθονα άνθη τα μνημόσυνα που τους κάναν οι αφηνιασμένες εφημερίδες του Γενάρη. Την Μεγάλη εβδομάδα οι δυο αυτοί «σφαγιασθέντες εθνικισταί» φτάσανε με το βαπόρι Κορινθία από την Αφρική, όπου είχαν μεταφερθεί μαζί με άλλους δοσίλογους.
– Απ’ τις δικογραφίες των κρατουμένων για «εγκλήματα» είναι άπειρα τα παραδείγματα ανθρώπων που εμφανίστηκαν σαν θύματα των κατηγορουμένων και με τον ερχομό των ομήρων απ’ την Ελ Ντάμπα αποδείχτηκαν πως ζούσαν εκεί και πως γύρισαν.
Από τις αμέτρητες, για την ώρα, περιπτώσεις δολοφονιών που έγιναν από τις συμμορίες των προδοτικών οργανώσεων καθώς και από τους εθνοφύλακες, αστυφύλακες, Άγγλους κλπ. αναφέρουμε μερικές.
– Στις 10 του Μάρτη σε μπλόκο που έγινε στο Νέο Κόσμο πιάστηκε ο ελασίτης Γεώρ. Κλίμης, ετών 20 τεχνίτης της τηλεφωνικής εταιρείας, που μόλις είχε γυρίσει απ’ το αντάρτικο με το ψευδώνυμο Δημήτρης Κωνσταντινίδης. Στο αστυνομικό τμήμα Νέου Κόσμου, όπου μεταφέρθηκε, κακοποιήθηκε βάρβαρα. Μισοπεθαμένος μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο στις 12 Μάρτη 45 και την Τετάρτη στις 14 Μάρτη 45 πέθανε. Οι βασανιστές υποχρέωσαν το γιατρό που διαπίστωσε το θάνατο, να βεβαιώσει πως τάχα πέθανε από πνευμονία, όλοι οι άλαλοι γιατροί καταγανακτισμένοι διαψεύδουν τη βεβαίωση αυτή και βεβαιώνουν πως πέθανε από αιμορραγία του συκωτιού. Μια κοπέλα της Εθνικής Αλληλεγγύης που είδε το πτώμα του στο νεκροθάλαμο παρατήρησε κοντά στις άλλες κακώσεις σ’ όλο το σώμα και ένα τεράστιο αποτύπωμα σιδερένιας γροθιάς ακριβώς στο μέρος του σηκωτιού. Χαρακτηριστικά είπε πως μοιάζει «με το ίχνος που αφήνει στο ζυμάρι η γροθιά». Στο βιβλίο ασθενών του νοσοκομείου καθώς και στο βιβλίο κρατουμένων του αστυνομικού τμήματος Νέου Κόσμου, είναι περασμένος με το αντάρτικο ψευδώνυμο Δ. Κωνσταντινίδης.
– Ο Ορέστης Καζόλης λοχαγός του ΕΛΑΣ 3ος Λόχος, αιχμαλωτίστηκε στις 10 του Δεκέμβρη στη μάχη των Κουπονίων ελαφρά τραυματισμένος. Βασανίστηκε άγρια από Ριμινίτη και μεταφέρθηκε στο Λαϊκό Νοσοκομείο όπου την ίδια μέρα πέθανε από τα βασανιστήρια.
– Τρεις μέρες ύστερα από την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα ένας της Ασφάλειας με τρεις με πολιτικά πήγαν στην οδό Δικαιάρχου στο Παγκράτι κοντά στον Αρδηττό και πιάσαν το αντρόγυνο Τσιλιπονίδη. Την άλλη μέρα βρέθηκαν και οι δυο σκοτωμένοι στο Ζάππειο. Είναι φανερό ποιος τους δολοφόνησε. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες γράψανε πως το ζεύγος Τσιλιπονίδου εκτελέσθηκε απ’ τον ΕΛΑΣ.
– Στις 27 του Δεκέμβρη το μεσημέρι ένα αυτοκίνητο μετέφερε τους συν. Σιάντο και Παρτσαλίδη στο στρατηγείο του Σκόμπυ για τις πολιτικές συνεννοήσεις. Στην οδό Θεμιστοκλέους κάποιος που τους γνώρισε χειροκρότησε. Πιάστηκε αμέσως και εκτελέστηκε επί τόπου λίγα βήματα πάνω από τη γωνία Θεμιστοκλέους και Ακαδημίας.
Σχετικά με τον αριθμό των φονευθέντων το Δεκέμβρη θα πρέπει να ειπωθούν μερικά:
Στην «Καθημερινή» της 17 Μαΐου 1945 δημοσιεύτηκαν στοιχεία από την ιατροδικαστική υπηρεσία στο υπουργείο Δικαιοσύνης για τα πτώματα που εξήτασε απ’ την καταστολή του κινήματος ως τις 3 του Απρίλη. Στην αναφορά αυτή η ιατροδικαστική υπηρεσία λέει πως εξήτασε 5000 πτώματα.
Από αυτά τα 1500 είναι πτώματα από ανθρώπους που πέθαναν φυσιολογικά, 1700 από ανθρώπους που σκοτώθηκαν στις μάχες ή από αδέσποτες σφαίρες, πολυβολισμούς κλπ. και 1800, λέει η ιατροδικαστική υπηρεσία ήταν οι «εκτελεσθέντες».
Περιγράφει δε η ιατροδικαστική υπηρεσία και τον τρόπο της εκτέλεσης λέγοντας πως γινότανε «διά πολυβολισμών, τυφεκισμών, πυροβολισμών διά περιστρόφου, σφαγής, αποκοπής λαιμού διά μαχαίρας, αποκοπής μελών διά πελέκεος, κλαδευτήριων κλπ.».
Πρώτα πρώτα τα βιβλία της ιατροδικαστικής υπηρεσίας δεν συμφωνούν με την έκθεση. Γιατί στα βιβλία υπάρχουν οι επόμενοι αριθμοί:
Θάνατοι πριν τις 4/12: 99
Φυσιολογικοί: 177
Στις μάχες, από αδέσποτες κτλ: 1493
Εκτελέσεις: 1316
Σύνολο: 3075
Ύστερα δε μας λέει η ιατροδικαστική υπηρεσία πώς έκανε τη διάκριση των εκτελέσεων από τις τυχαίες περιπτώσεις. Από τα στοιχεία που δώσαμε πιο πάνω φαίνεται καθαρά με πόση προθυμία η ιατροδικαστική υπηρεσία έβαλε στην κατηγορία των εκτελεσθέντων πτώματα από ανθρώπους που σκοτώθηκαν τυχαία. Ακόμα, είναι γνωστό πως αποκεφαλισμοί και αποκοπαί μελών είτε γινότανε από ειδικά συνεργεία καλά πληρωμένα για να παρουσιάσουν τη «βαρβαρότητα» των εκτελεστών είτε ήτανε αποτέλεσμα όλμων που προκαλούν τέτοιους θανάτους.
Αυτά δεν ενδιαφέρανε τους ιατροδικαστές και σπεύδανε να αποδώσουν σε μαχαίρια και τσεκούρια το έργο των όλμων ή των ειδικών συνεργείων. Το ίδιο η ιατροδικαστική υπηρεσία δε βγάζει μιλιά για τα 800, τουλάχιστο, πτώματα του Εθνικού Κήπου. Εκεί ο ΕΛΑΣ δεν έφτασε. Οι 800 αυτοί είναι θύματα των αντιπάλων μας, που με προθυμία η ιατροδικαστική υπηρεσία τα πέρασε στους εκτελεσθέντας.
Έτσι γράφτηκε από την ιατροδικαστική υπηρεσία όλη η ιστορία των «φρικιαστικών εκτελέσεων».
Δε θα 'πρεπε να κλείσουμε όλο αυτό το θλιβερό μαρτυρολόγιο χωρίς να πούμε δυο λέξεις για έναν απ’ τους οργανωτές της σιχαμερής εκστρατείας.
Πρόκειται για τον Σερ Γουόλτερ Σιτρίν. Ήρθε στην Ελλάδα τάχα για να ασχοληθεί με την συνδικαλιστική ενότητα. Και έγινε το κύριο μεγάφωνο της αντιεαμικής συκοφαντικής εκστρατείας. Τα παραπάνω δίνουν και στον κύριο αυτόν μια απάντηση.
Μα να τι έγραψε για το ρόλο του το «Νταίιλυ Γουώρκερ» του Λονδίνου στο φύλλο του της 9 του Φλεβάρη 1945.
«Η έκθεσης της αποστολής των Τρέιντ Γιούνιονς στην Ελλάδα καταρτίστηκε εκτεταμένα πάνω στη βάση στοιχείων που δόθηκαν από Έλληνες εχθρούς του ΕΑΜ, απ’ τη Βρετανική Διοίκηση και Βρετανούς στρατιώτες με άμεση παρατήρηση της ίδιας της αντιπροσωπείας… Στη σύσκεψη του τύπου όπου ο Γουόλτερ Σίτριν διασαφήνισε μερικά στοιχεία της εκθέσεως προέκυψαν τα ακόλουθα καινούργια στοιχεία:
1. Πως έγιναν ομαδικές συλλήψεις ανθρώπων στα σπίτια απ’ όπου δράσαν ελεύθεροι σκοπευτές. Η αντιπροσωπεία δέχεται πως πρέπει να υπάρχει και αριθμός αθώων πολιτών που πιάστηκαν απ’ την Κυβέρνηση Πλαστήρα.
2. Η αντιπροσωπεία δεν κατηγορεί συγκεκριμένα τον ΕΛΑΣ πως έχει εκτελέσει εκείνους που τα πτώματα τους βρέθηκαν στο Περιστέρι στα τέλη του Γενάρη.
3. Η ταυτότητα των εκτελεσθέντων ήταν άγνωστη στην αντιπροσωπεία».
Αυτά υποχρεώθηκε να πει ο Σερ Σιτρίν στους αντιπροσώπους του τύπου που τον πιέσανε να διασαφηνίσει στην έκθεσή του, όπου αυτά δεν τα έλεγε για να μπορέσει έτσι να αφήσει σ’ όλο τον κόσμο την εντύπωση για τα εγκλήματα του ΕΛΑΣ.
Και να πώς απαντάει το «Tribune» περιοδικό όργανο του Εργατικού Κόμματος στη στάση που κράτησε ο Σερ Σίτριν στην Ελλάδα (φύλλο της Tribune της 23 του Μάρτη 1945).
«Πολύ πρόσφατα ο Σερ Γουόλτερ Σιτρίν έδωσε με την έκθεσή του για την Ελλάδα το πιο αξιοσημείωτο προπαγανδιστικό υλικό για τον κ. Τσώρτσιλ και για τους Τόρυς (δηλ. τους συντηρητικούς) από όσα έγιναν γι’ αυτούς εδώ και πολύν καιρό».
Ο Σερ Σίτριν ήρθε στην Ελλάδα για να δικαιώσει την άγρια επέμβαση της αγγλικής αντίδρασης στα εσωτερικά μας. Μα ο Αγγλικός Λαός που έχει εχτιμήσει τους αγώνες του Λαού μας δεν έπεσε θύμα της συκοφαντίας. Γιατί την αλήθεια δε μπορεί να τη θάψει όποια συκοφαντία και όποια πτωματολογία με όποια μαστοριά κι αν είναι προετοιμασμένη.
Αντικομμουνιστική παραχάραξη της Ιστορίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι γεγονός πως, ιστορικά, κάθε φορά που ξέσπαγε βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση, ο αντικομμουνισμός οξυνόταν (δίπλα σε κάθε μορφής καταστολή) υπό το φόβο της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και με στόχο την ενσωμάτωσή τους. Σήμερα, ένα δείγμα της έντασης αυτής του αντικομμουνισμού αποτελεί η αναβίωση μιας σειράς «επιχειρημάτων» κατά του ΚΚΕ που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Κατοχής και διαδίδονται στις μέρες μας ευρέως από διάφορα αστικά, εθνικιστικά, νεοναζιστικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. «Αξιοποιούνται» δε στην πρώτη γραμμή της αντικομμουνιστικής επίθεσης κομμάτων, όπως η Χρυσή Αυγή ή ο ΛΑ.Ο.Σ. πρωτύτερα και όχι μόνο.
Πρόκειται για «ντοκουμέντα», που στη διάρκεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης παράχθηκαν μαζικά, προκειμένου να δυσφημιστεί ο αγώνας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δεκάδες «συμφωνίες» έκαναν τότε την εμφάνισή τους, με τις οποίες το ΕΑΜ και το ΚΚΕ άλλοτε εμφανίζονταν να «προδίδουν» την Ελλάδα στους Αλβανούς, άλλοτε στους Βούλγαρους, άλλοτε στους Γιουγκοσλάβους, άλλοτε στους Γερμανούς κ.ο.κ. Είναι χαρακτηριστικό πως τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους «ανακαλύφθηκαν» και διοχετεύτηκαν στη δημοσιότητα από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής, από οργανώσεις όπως η ΠΑΟ (βλ. στη συνέχεια) ή ακόμα και από τις βρετανικές υπηρεσίες.
Με το πέρας του πολέμου, συναντάμε τα εν λόγω «έγγραφα» συγκεντρωμένα στην έκδοση του Υφυπουργείου Τύπου & Πληροφοριών (1947), με τίτλο «Η εναντίον της Ελλάδος επιβουλή». Αποτελούν πλέον τμήμα του οπλοστασίου της άρχουσας τάξης, από το οποίο επιστρατεύονται όλα εκείνα τα «στοιχεία» που απαιτούνται, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο διωγμός των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ (φυλακές, εξορίες, εκτελέσεις κ.ο.κ.). Ετσι τα «ντοκουμέντα» αυτά ανασύρονται ξανά και ξανά για να «αποδείξουν» τα περί «ξενοκίνητου κομμουνισμού», περί «πρακτορισμού», περί «σχεδιαζόμενου διαμελισμού της Ελλάδας» χάριν των «Σλαύων» κ.ο.κ. Οι πρώην συνεργάτες των Ναζί εμφανίζονταν πια ως τιμητές της «εθνικοφροσύνης», ισχυριζόμενοι πως «ούτε ο ΕΛΑΣ ούτε οι Σέρβοι παρτιζάνοι διεξήγον αγώνα κατά του κατακτητού» (σ.σ. η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία ήταν εν τω μεταξύ οι μόνες χώρες της Ευρώπης που απελευθερώθηκαν από ίδιες δυνάμεις) και πως «η μετά των Γερμανών και Βουλγάρων συνεργασία των κομμουνιστών ήταν πλέον απροκάλυπτος»!1
Κατόπιν, τα «ντοκουμέντα» αυτά αναπαράχθηκαν σε εκδόσεις της Χούντας («Δεκέμβριος 1944 - Δεκέμβριος 1967»), στα «έργα» του «διαφωτιστή» της δικτατορίας και υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Γ. Γεωργαλά («Η Προπαγάνδα»), του καθηγητή στις Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του Αρχηγείου Στρατού (επί Χούντας) και ιδιαιτέρου του Ι. Λαδά Κ. Πλεύρη («Ο λαός ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά») κ.ά.
Πλέον, αποτελούν «πρώτη ύλη» στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα των σύγχρονων «Ταγμάτων Εφόδου» του συστήματος, παρουσιαζόμενα ως «στοιχεία που ανατρέπουν αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ή πιο σωστά ρίχνουν φως (!) στο σκοτάδι στο οποίο προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν οι Προπαγανδιστές του Κομμουνισμού [...] Αποκαλούν "φασίστα" και προδότη τον Μεταξά που είπε ΟΧΙ ενώ αυτοί έκαναν συμφωνίες με τους Γερμανοϊταλούς [...] Για την Ελλάδα πολέμησαν οι Ελληνες εθνικιστές [...] Οι Αριστεροί κατά τον Β΄ παγκόσμιο δεν πολέμησαν υπέρ της Ελλάδος (εφόσον δεν πιστεύουν σε σημαίες, πατρίδες, θρησκείες, σύνορα, κ.τ.λ.), πολέμησαν υπέρ του Κομμουνισμού. Αυτό συνεπάγεται και μαθηματικά (λόγω ιδεολογίας) αλλά και αποδεικνύεται και μέσω των παραπάνω εγγράφων»2.
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε έξι από τα «επίμαχα» αυτά «ντοκουμέντα», που είναι και τα πλέον «δημοφιλή» στις ανάλογες αναφορές. Πρόκειται για το «Σύμφωνο του Πετριτσίου», τη «Συμφωνία ΕΑΜ - ΣΝΟΦ», το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών - ΕΛΑΣ», τις «Συμφωνίες» του Γ. Σιάντου με τους Γερμανούς και το «Σύμφωνο του Μελισσοχωρίου». Παρότι, όπως παρατήρησε ο ιστορικός H. Fleischer «οι περισσότερες από τις πλαστογραφίες αυτές είχαν κατασκευασθεί μάλλον αδέξια»3, ωστόσο πολλές από αυτές περιλαμβάνονται και στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης 1941-1944», προσδίδοντάς τους μια κάποια «σοβαρότητα» και «επισημότητα». Στο ίδιο έργο βέβαια παρατίθενται ως «ιστορικά ντοκουμέντα» ακόμα και καταθέσεις ταγματασφαλιτών, στις οποίες φέρονταν να πολεμούν στα βουνά της Λακωνίας τον ίδιο τον Γ. Δημητρώφ (ΓΓ της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ο οποίος δήθεν μαχόταν μαζί με τον ΕΛΑΣ εναντίον των «αληθινών πατριωτών»!4
Επομένως, το τι μπορεί από εκεί μέσα να χαρακτηριστεί ως αξιόπιστο και τι όχι είναι ένα μεγάλο ζήτημα.
ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ» ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Στη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκαν και έδρασαν μια σειρά «εθνικιστικές οργανώσεις», όπως η «Χ» (οι γνωστοί Χίτες), ο ΕΔΕΣ Αθήνας, η Εθνική Δράση, η Τρίαινα, η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση), η ΡΑΝ (Ρωμυλία - Αυλών - Νήσοι) κ.ά. Ορισμένες από αυτές «μοίρασαν» τη δράση τους, άλλοτε κάνοντας «αντίσταση» στον κατακτητή και άλλοτε μαχόμενοι κατά του ΕΑΜ. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, βέβαια, επικέντρωσαν τις ενέργειές τους στο δεύτερο. Οι εν λόγω οργανώσεις διατηρούσαν δίαυλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου. Η σύγκρουση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με αυτές υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων εντός της Ελλάδας προς τα τέλη της κατοχικής περιόδου. Με τη λήξη δε του πολέμου, οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές», ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας (ΤΑ). Στις περιβόητες «δίκες των δοσίλογων» η συντριπτική τους πλειοψηφία «βγήκε λάδι». Οταν ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης (ο οποίος μάλιστα είχε προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας) ρωτήθηκε «διατί συνεκροτήθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας», εκείνος απάντησε: «Είναι γνωστός ο σκοπός. Εγιναν διά να κτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις [σ.σ. η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη] ηθέλησε να εξασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν. Αυτή ήτο η αρχική σκέψις. Εξετράπησαν όμως εις ασχήμιας, εξορμήσεις προς συνοικισμούς κ.λπ. Ο σκοπός των όμως είναι ο εκτεθείς. Περί τούτου δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία».5
Είχε, βεβαίως, προηγηθεί η ευρεία χρήση ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 (καθ' υπόδειξη και με τις ευλογίες των Βρετανών).6 Στη συνέχεια, ακόμα και γνωστοί εγκληματίες ταγματασφαλίτες (όπως π.χ. ο Ι. Πλυντζανόπουλος και οι συνεργάτες του, που μετείχαν ενεργά στη δολοφονία δεκάδων πατριωτών στο μπλόκο της Κοκκινιάς) απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία. Αλλοι, όπως ο διοικητής των ΤΑ Καλαμάτας Δ. Παπαδόπουλος, ο διοικητής των ΤΑ Σπάρτης Κ. Κωστόπουλος, ο διοικητής των ΤΑ Γυθείου Π. Δεμέστιχας, ο διοικητής των ΤΑ Ναυπλίου Δ. Μουστακόπουλος, ο υποδιοικητής των ΤΑ Χαλκίδας και τόσοι άλλοι, θα συνεχίσουν να κάνουν «λαμπρές» καριέρες στον ελληνικό στρατό.7
Επομένως, μάλλον δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ο χαρακτηρισμός «εθνικοί αγωνιστές» που απέδωσε στους ταγματασφαλίτες ο ΓΓ της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλολιάκος σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή ή η απόδοση τιμών στα Τάγματα Ασφαλείας από τη Χρυσή Αυγή στο «μνημόσυνο» που τέλεσε στο Μελιγαλά στις 16 Σεπτέμβρη 2012. Εκεί, όπου υπό το σύνθημα «Τιμή στους Χίτες και τους Ταγματασφαλίτες» η εν λόγω οργάνωση «δεσμεύτηκε» να αναγορεύσει την «επέτειο» σε «εθνική εορτή».
Μεταξύ άλλων, η επίκληση της ιστορίας των λεγόμενων «εθνικιστικών οργανώσεων» της Κατοχής έχει και την έννοια της δημιουργίας ενός ιστορικού προηγούμενου, μιας «παράδοσης» και μιας συνέχειας για τις σύγχρονες ακροδεξιές - φασιστικές οργανώσεις, όπως η Χρυσή Αυγή.
Η ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ (ΠΑΟ)
Μια ειδική αναφορά στην ΠΑΟ είναι απαραίτητη, μιας και η εν λόγω οργάνωση φέρεται (κατά τα λεγόμενα της ίδιας τουλάχιστον) ως υπεύθυνη για την «ανακάλυψη» και δημοσιοποίηση των τριών εκ των έξι «ντοκουμέντων» που εξετάζουμε.8
Η ΠΑΟ υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ («Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος»), μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά «υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου»9. Οντας οργάνωση βαθύτατα αντικομμουνιστική, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Απόρρητη Εκθεση των Βρετανών αναφέρει πως «οι τριβές (σ.σ. με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (σ.σ. του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, και όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο. Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου.
Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς».10
Μια άλλη ξεχωριστή ομάδα της ΠΑΟ διατηρούσε «στενές σχέσεις με εθνικιστικές οργανώσεις στην Αθήνα». Αιτιολογώντας τη στήριξη της ΠΑΟ από τις δυνάμεις Κατοχής, η ίδια Εκθεση εξηγούσε: «Στρατιωτικώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί το 1943 ήταν ο ΕΛΑΣ. Ηταν προφανώς ασήμαντο γι' αυτούς ποιος έκανε αντίσταση στον ΕΛΑΣ και ήταν κατά συνέπεια πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια οργάνωση σαν την ΠΑΟ».11
«Βεβαίως θα ηδύναντο να αντιταχθή», έγραφε η ΠΑΟ στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης του Καΐρου (15 Μάη 1944) σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, «ότι όφειλον ούτοι αντί να δεχθούν πυρομαχικά από τον εχθρόν, να επιστρέψουν στα χωριά των αποστρατευόμενοι. Τούτο [όμως] δύναται να υποστηριχθή μόνον από τον μη έχοντα σαφή γνώσιν της διαμορφωθείσης εν Βορείω Ελλάδι καταστάσεως». Διαβεβαίωνε δε πως «η ΠΑΟ παρέμεινεν αρραγής και συνεχίζει το εθνικόν της έργον μετά της αυτής θέρμης και επιμονής ως και πρότερον, αποτελούσα την μόνην εθνικήν οργάνωσιν της Βορ. Ελλάδος». Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία όπως «το Συμμαχικόν Στρατηγείον Μέσης Ανατολής και η Κυβέρνησίς μας χρησιμοποιήση την σοβαράν ταύτην δύναμιν προς όφελος του διεξαγόμενου αγώνος και επ' αγαθώ της Ελληνικής Πατρίδος».12
Οι ίδιοι οι Βρετανοί, παρότι -όπως είδαμε και πρωτύτερα- συγκατέλεγαν την ΠΑΟ μεταξύ των δοσιλογικών οργανώσεων, είχαν προτείνει ακόμα και την ένταξή της στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο της ελληνικής αντίστασης. Καθ' όλη την περίοδο του 1943-1944 η ΠΑΟ συνέχιζε να έχει επαφές με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου, προμηθεύοντάς τους με τις «αποδείξεις» της «προδοσίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.13
ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΠΕΤΡΙΤΣΙΟΥ
Το περιβόητο πια «Σύμφωνο» του Πετριτσίου, η πλέον αναπαραγόμενη και ταυτόχρονα γνωστή πλαστογραφία του είδους της, υποτίθεται ότι συνάφθηκε στις 12 Ιούλη 1943 μεταξύ του Γ. Ιωαννίδη (εκ μέρους του ΚΚΕ) και του Δ. Δασκάλωφ (εκ μέρους του ΚΚ Βουλγαρίας). «Προέβλεπε» τη δημιουργία Βαλκανικής Ενωσης Σοβιετικών Δημοκρατιών, στην οποία η Μακεδονία θα εντασσόταν ως Αυτόνομη Σοβιετική Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Χ. Νάλτσα (αρχηγό του πολιτικού κλάδου της ΠΑΟ), «αντίγραφον ταύτης επρομηθεύθη ολίγον μετά την υπογραφήν της η σχετική υπηρεσία της Πανελληνίου Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ) εν Θεσσαλονίκη και υπέβαλεν εις την εν Καΐρω Ελληνικήν κυβέρνησιν και το Συμμαχικόν στρατηγείον της Μέσης Ανατολής (...) Το σύμφωνον τούτο εδημοσιεύθη και από το όργανον του χιτλερικού κόμματος Volkischer Beobachter και δεν ημφεσβητήθη ποσώς κατά την εποχήν εκείνην από το ΚΚΕ»14.
Καθώς αναφέρει ο H. Richter, εκτός από τους ναζί και τους συνεργάτες τους (που αξιοποίησαν το όλο θέμα στο έπακρο προκειμένου να «υποσκάψουν την επιρροή του ΚΚΕ και να το στιγματίσουν ως αντεθνικό»), το «Σύμφωνο» εκμεταλλεύτηκαν προπαγανδιστικά τόσο οι Βρετανοί (διοχετεύοντάς το στις εφημερίδες, π.χ. στην «Daily Herald»), όσο και ο ΕΔΕΣ (δημοσιεύοντάς το στην εφημερίδα του, τη «Νέα Ελλάδα»)15.
Καταρχάς είναι ψέμα ότι το ΚΚΕ δε διέψευσε τότε το εν λόγω «Σύμφωνο». Στις 20 Μάη 1944 ο «Ριζοσπάστης» έγραφε: «Ο Γκαίμπελς διαδίδει με τα φερέφωνά του ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Βούλγαρος Δουσάν Δασκάλωφ υπογράψανε συμφωνία για την ίδρυση μιας "Σοβιετικής Eνωσης Βαλκανικών Δημοκρατιών" και ότι οι Eλληνες κομμουνιστές "ξεπουλήσανε την Ελλάδα στην Βουλγαρία". Πληροφορούμε τον κύριο Γκαίμπελς ότι άργησε πολύ να θυμηθεί το προβοκατόρικο αυτό έγγραφο που σκαρώθηκε πριν από πέντε μήνες και δημοσιεύτηκε απ' τους Ελληνες φασίστες της "Εθνικής Δράσης". Ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι οι Γερμανοί μαζί με τα τσιράκια τους Ράλληδες, Γούληδες, Ταβουλάρηδες και Πάγκαλους, φέρανε τους κομιτατζήδες στη Φλώρινα και τη Νάουσα και ξεπουλήσανε τη Μακεδονία στους Βούλγαρους. Μόνο οι κομμουνιστές και το ΕΑΜ πολεμάνε με το όπλο στο χέρι ενάντια στους Βούλγαρους καταχτητές, για να απελευθερώσουνε την ελληνική Μακεδονία και Θράκη απ' τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους».
Οσον αφορά δε τους «πρωταγωνιστές» της υπογραφής του «Συμφώνου», ο μεν Δασκάλωφ ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, ο δε Ιωαννίδης την «επίμαχη» μέρα βρισκόταν στην Αθήνα. Οπως αναφέρει ο ίδιος, «εκείνη την ημέρα, το απόγευμα, εγώ είχα ανταμώσει με τον Σβώλο και είχαμε συνεργασία. Καθορίσαμε τη συνάντηση και για την άλλη μέρα. Το πρωί εκείνης της μέρας βγήκαν οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους για το σύμφωνο Ιωαννίδη - Δασκάλωφ. Μα και μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να μάθω τι διάολο ήταν αυτό το όνομα. Υπάρχει, δεν υπάρχει; Είναι πραγματικό όνομα ή δεν είναι;»16.
Το εν λόγω «Σύμφωνο» έχει ήδη απορριφθεί ως πλαστό και εργαλείο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από πολλούς μη κομμουνιστές ιστορικούς, όπως οι H. Richter και H. Fleischer - ακόμα και ο Ε. Κωφός (σε αγγλόφωνη μελέτη του 1964) το χαρακτήρισε «αμφιβόλου αυθεντικότητας»17. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τον τέως ευρωβουλευτή της ΝΔ Γ. Μαρίνο να το επικαλεστεί σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 20 Δεκέμβρη 1992. Τελικά αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημόσια ότι το έγγραφο ήταν όντως πλαστό (εφημερίδα «Το Βήμα», 10 Γενάρη 1993). Το «Σύμφωνο» του Πετριτσίου ανέσυρε ξανά από το βούρκο της Ιστορίας ο Α. Ντινόπουλος (βουλευτής της ΝΔ, υποψήφιος τότε υπερνομάρχης) σε παρουσία του στον τηλεοπτικό σταθμό ALTER, την 1η Απρίλη 2008, προκειμένου να «αποδείξει» την «προδοτική στάση του ΚΚΕ»!18
Η «ΣΥΜΦΩΝΙΑ» ΕΑΜ - ΣΝΟΦ
Η υποτιθέμενη αυτή «συμφωνία» φέρεται να υπογράφτηκε στις 22 Γενάρη 1944 μεταξύ του Α. Τζήμα (εκ μέρους του ΕΑΜ) και του Βούλγαρου αξιωματικού Β. Κάλτσεφ (εκ μέρους του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου - ΣΝΟΦ) στις Καρυδιές της Εδεσσας. «Προέβλεπε» τη δημιουργία ενός «αυτόνομου Μακεδονικού Κράτους Σοβιετικής Οργάνωσης» με την παραχώρηση μιας σειράς ελληνικών επαρχιών κ.ο.κ. «Οι βαρύτατοι διά το ΕΑΜ όροι», διευκρίνιζε ο Χ. Νάλτσας, «δεν φαίνονται και παράδοξοι (...) Η συμφωνία των Καρυδιών εγένετο κατόπιν "ντιρεκτίβας" της Κομιντέρν και άνευ αντιρρήσεως τινός του ΚΚΕ»19.
Τι και αν η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) είχε αυτοδιαλυθεί το Μάη του 1943, σχεδόν οκτώ μήνες πριν την «υπογραφή» της επίμαχης «συμφωνίας»; Κατά τους παραχαράκτες της Ιστορίας συνέχιζε να λειτουργεί, εκδίδοντας ενοχοποιητικές ντιρεκτίβες! «Ολόκληρο αυτό το έγγραφο είναι παράλογο και σαν περιεχόμενο και σαν διατύπωση», τονίζει σχετικά ο Heinz Richter. «Εκεί δήθεν ένας Βούλγαρος υπογράφει για λογαριασμό της ΣΝΟΦ που προσανατολιζόταν προς τη Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται για αφελή πλαστογραφία των ελληνικών κύκλων της δεξιάς». Ο H. Fleischer τη συγκαταλέγει (μαζί με εκείνη του Πετριτσίου) ανάμεσα στις γνωστότερες πλαστογραφίες «που επί δεκαετίες δημοσιεύτηκαν και αναδημοσιεύτηκαν από το μηχανισμό προπαγάνδας της ελληνικής Δεξιάς» και «είχαν σαφώς κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΕΑΜ, κυρίως από την ΠΑΟ και τους οπαδούς της»20.
ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΓΕΡΜΑΝΩΝ - ΕΛΑΣ
Το «Σύμφωνο» αυτό (που επίσης «ανακάλυψε» η ΠΑΟ) φέρεται να «συνάφθηκε» την 1 Σεπτέμβρη 1944 στο Λιβάδι Χαλκιδικής μεταξύ του Καπετάν Κίτσου (συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ) και του Εριχ Φένσκε (ταγματάρχη, διοικητή της μονάδας 31756 και εκπροσώπου των ενόπλων γερμανικών δυνάμεων της στρατιάς Αιγαίου). «Προέβλεπε» την ανενόχλητη υποχώρηση του γερμανικού στρατού από τη Μακεδονία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της Θεσσαλονίκης, καθώς και βαρέος οπλισμού, πολεμικού υλικού κ.λπ. Η «συμφωνία» περί «μη επιθέσεως μεταξύ του ΕΛΑΣ και των γερμανικών στρατευμάτων» κατεδείκνυε, κατά τον Χ. Νάλτσα, το «γεγονός» ότι ο ΕΛΑΣ δεν «διεξήγε αγώνα κατά του κατακτητού». Επετεύχθη δε - σύμφωνα πάντα με τον ίδιο - έπειτα από «μυστικήν επικοινωνίαν» των Σοβιετικών και του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης με το 2ο Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του Γερμανικού Στρατού στην πόλη21.
Ελα όμως που «όπως εξάγεται από τους γερμανικούς καταλόγους των αξιωματικών», μας πληροφορεί ο H. Richter, «δεν υπήρχε στη Βέρμαχτ κανένας ταγματάρχης μ' αυτό το όνομα (σ.σ. Εριχ Φένσκε)», ενώ ακόμα και «η μονάδα με τον αριθμό 31756 είναι ανύπαρκτη και γέννημα φαντασίας (...) Τι προπαγανδιστική αξία έχει ακόμα και σήμερα (σ.σ. το 1975) αυτό το έγγραφο φάνηκε καθαρά το Δεκέμβριο του 1968. Η χούντα της 21.4.67 κυκλοφόρησε ένα λεύκωμα με τίτλο "Δεκέμβριος 1944 - Δεκέμβριος 1967", στο οποίο περιλαμβάνεται και ένα "φωτοαντίγραφο" αυτού του ντοκουμέντου»22.
Η επιπόλαιη κατασκευή του εν λόγω εγγράφου βεβαίως αποτελεί το ένα μόνο σκέλος στην ιστορική παραχάραξη που επιχειρείται εδώ. Το άλλο έχει να κάνει με τις διεργασίες που πράγματι έλαβαν χώρα λίγο πριν το τέλος του πολέμου, την αντιπαράθεση σοσιαλισμού και καπιταλισμού που ερχόταν στο προσκήνιο. Οσον αφορά αυτό το κομμάτι, λοιπόν, η αλήθεια είναι πως οι ναζί δεν είχαν καμιά πρόθεση να παραδώσουν εδάφη, οπλισμό ή οτιδήποτε άλλο στους κομμουνιστές. Αλλού είχαν στρέψει το ενδιαφέρον και τις ελπίδες τους, γεγονός που καταδεικνύεται από πληθώρα ντοκουμέντων:
Στην αναφορά του στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς στον αρχηγό του Ηγετικού Επιτελείου της Βέρμαχτ Αλφρεντ Γιοντλ (2 Σεπτέμβρη 1944) τονιζόταν μεταξύ άλλων πως «είναι ζωτικό αγγλικό συμφέρον να πάρει στα χέρια της (σ.σ. η Αγγλία) τις κατεχόμενες τώρα από τη Γερμανία θέσεις - κλειδιά της Ελλάδας, χωρίς να δημιουργηθεί χρονικό κενό που θα έδινε στις κομμουνιστικές συμμορίες τη δυνατότητα ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της κατοχής πριν τους Aγγλους. Η αναγκαιότητα σε περίπτωση γερμανικής εκκένωσης, να πάρει σταθερά στα χέρια του την Ελλάδα πριν από τους Ελληνες κομμουνιστές ή και πριν από τους Ρώσους, είναι το κίνητρο για το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στο Κάιρο. Αυτό εξηγεί την αναγγελθείσα προσφορά του συνταγματάρχη "Τομ" στον Ζέρβα και τις βολιδοσκοπήσεις μέσω των ελληνικών καναλιών στην Αθήνα με στόχο να επιτευχθεί μαζί μας μια βραχυπρόθεσμη προθεσμία για την εκκένωση "χέρι με χέρι"»23.
Σε τηλεγράφημα του Κουρτ - Φριτς φον Γκρέβενιτς προς τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ στις 3 Σεπτέμβρη 1944 αναφερόταν πως «η Ομάδα Στρατιών Ε, Θεσσαλονίκη, δίνει ακριβώς τώρα οδηγίες στον Τύπο ότι πρέπει να σταματήσει κάθε δημοσιογραφική πολεμική κατά του Ζέρβα. Πρωταρχικός στόχος είναι (σ.σ. κατά την άποψη της Ομάδας Ε) η σύμπραξη όλων των εθνικών δυνάμεων κατά του κομμουνισμού». Ο ίδιος στις 10 Σεπτέμβρη ενημέρωνε σχετικά με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού από την Κρήτη: «Οι Αγγλοι αφήνουν συνειδητά άθικτους τους ανθρώπους μας, παίρνοντας υπόψη μια επερχόμενη, που είναι και προς το αγγλικό συμφέρον, χρησιμοποίηση κατά των μπολσεβίκων»24.
Στα απομνημονεύματά του ο υπουργός Εξοπλισμών και στενός συνεργάτης του Χίτλερ, Αλμπερτ Σπέερ, μιλά ανοιχτά για συμφωνία μεταξύ των Γερμανών και των Βρετανών: «Παρά τον απόλυτο έλεγχο των Βρετανών στη θάλασσα, επετράπη στις γερμανικές μονάδες να επιβιβαστούν και να ταξιδέψουν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα (...) Σε αντάλλαγμα η γερμανική πλευρά συμφώνησε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στρατεύματα για να κρατήσει την Θεσσαλονίκη έως ότου θα ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις βρετανικές δυνάμεις»25.
ΟΙ «ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ» ΤΟΥ Γ. ΣΙΑΝΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
Τα «ντοκουμέντα» που προσκομίζονται εδώ αφορούν:
α) Ενα «κείμενο» του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (το υπογράφει ο Γραμματέας Γ. Σιάντος) όπου αναφέρεται σε «συμφωνία» με τη Γερμανική Διοίκηση για παύση των εχθροπραξιών και διευκόλυνση της αποχώρησης του γερμανικού στρατού από την Ελλάδα.
β) Μία «συμφωνία» του ίδιου με τον Γερμανό πρέσβη Γ. Αλτενμπουργκ, η οποία «προέβλεπε» την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τις δυνάμεις κατοχής στο ΕΑΜ.
Στο πρώτο ο Γ. Σιάντος φέρεται να ενημερώνει τον Γραμματέα μιας «Επιτροπής Πόλης» (ποιας δε λέει) πως «ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες», κατά τις οποίες «κάθε "σαμποτάζ" ή οποιαδήποτε άλλη ενέργειά μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του στρατού κατοχής θα γίνεται ύστερα από σχετικάς υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο. Δώστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες (...) Ακόμα ανέλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχει κίνδυνος για τα μέλη της οργάνωσής μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση αναχώρησής τους από την Ελλάδα. Κανείς δεν πρέπει να ενοχληθεί. Αθήνα, 13/8/44. Γ. Σιάντος»26.
Χώρια από το γελοίο του πράγματος (οι επιθέσεις κατά των Γερμανών να γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη και καθ' υπόδειξη των ιδίων!) και μόνο το σημείο που αναφέρεται στα περί «ειδοποιήσεως για τα μπλόκα» είναι αρκετό ώστε να αποκαλυφθεί το κατά πόσο πράγματι υπήρξε ή όχι μια τέτοια συμφωνία. Κάτι τέτοιο διαψεύδεται από την ίδια την Ιστορία: Τα μπλόκα στην Κοκκινιά στις 17 Αυγούστου και 29 Σεπτέμβρη, το μπλόκο στην Καλλιθέα στο μεσοδιάστημα, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της πλαστογραφίας. «Από τα μπλόκα που έγιναν τον τελευταίο καιρό στις κομμουνιστικές συνοικίες», έγραφε στην αναφορά του στις 25 Αυγούστου ο Φον Γκρέβενιτς προς τον Χ. Νοϊμπάχερ, «ιδιαίτερα αιματηρό ήταν το μπλόκο της συνοικίας Νέας Κοκκινιάς: Δίπλα στις 3.000 συλλήψεις, πάνω από 100 κομμουνιστές νεκροί, από τους οποίους τα δύο τρίτα στη μάχη κι ένα τρίτο (σ.σ. εκτελέστηκαν) σαν εξιλέωση για τραυματία μοίραρχο. Σε διαμαρτυρία κατά της αστυνομικής ενέργειας και της στρατολογίας για αναγκαστική εργασία οι κομμουνιστές κάλεσαν για σήμερα σε γενική απεργία»27.
Κατά τ' άλλα, ΚΚΕ - ΕΑΜ και Γερμανοί τα «είχανε συμφωνήσει».
Οσον αφορά τις «τεχνικές λεπτομέρειες» του εγγράφου, ούτε η έδρα του ΠΓ ούτε ο ίδιος ο Γ. Σιάντος βρίσκονταν στην Αθήνα την εποχή εκείνη, αλλά στα Πετρίλια Καρδίτσας. Ο Σιάντος επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, στις 16 Οκτώβρη 1944.
Ακόμα πιο εξόφθαλμα πλαστογραφημένη όμως είναι η επόμενη «συμφωνία», στην οποία κατέληξαν δήθεν ο Σιάντος με τον Αλτενμπουργκ τον Οκτώβρη του 1944 και που επικαλείται στα γραπτά του ο Χ. Νάλτσας. Και αυτό βεβαίως γιατί ο Αλτενμπουργκ δε βρισκόταν στην Ελλάδα από το Νοέμβρη του 1943, όταν και έκλεισε οριστικά η γερμανική πρεσβεία, επομένως οποιαδήποτε συνάντηση, διαβούλευση ή συμφωνία μαζί του θα ήταν μάλλον ...αδύνατη!28
ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ
Στις 20 Σεπτέμβρη 1944 «υπογράφτηκε» δήθεν στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης το ομώνυμο «Σύμφωνο» μεταξύ των Φιλίπποβιτς (ΚΚ Βουλγαρίας), Γιούνοφ (εκπρόσωπο του βουλγαρικού στρατού), Αυγερινού (ΕΛΑΣ) και Στασινόπουλου (ΠΕΕΑ), το οποίο «προέβλεπε» μεταξύ άλλων: την αμοιβαία υποστήριξη του ΕΛΑΣ και του βουλγαρικού στρατού, την κατάργηση των συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας και -βεβαίως- την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας. «Η υπογραφή του συμφώνου ανηγγέλθη μετ' ολίγας ημέρας εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν Καΐρου, εις το Συμμαχικόν στρατηγείον Μέσης Ανατολής και εις τα εν Ιταλία ευρισκόμενα κατά τας ημέρας εκείνας κλιμάκια υπό [σ.σ. ποιου άλλου;] της Πανελληνίας Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ)»29.
Βεβαίως, τέτοια «Συμφωνία» δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που πράγματι υπήρξε ήταν το Σύμφωνο που συνήφθη μεταξύ του διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας - Δυτικής Θράκης Α. Σιράκοφ και του γενικού αρχηγού των εθνικιστικών ομάδων Ελλήνων ανταρτών Α. Φωστερίδη (Τσαούς Αντών) στις 18 Σεπτέμβρη 1944, το οποίο στρεφόταν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ: «Υστερα από τη συμφωνία αυτή τα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στη Δράμα στις 19 Σεπτέμβρη περιορίστηκαν στο Ινστιτούτο Καπνού», ενώ «στις 20 Σεπτέμβρη ο Τσαούς Αντών έστησε ενέδρα κι έπιασε τη διοίκηση της VI Μεραρχίας [σ.σ. του ΕΛΑΣ]». Σύμφωνα με τον στρατηγό Στ. Σαράφη, η όλη επιχείρηση διεξήχθη εν γνώσει και με τις «ευλογίες» των Βρετανών αξιωματικών Μίλερ και Ρίντελ, που ήταν παρόντες στις «διαπραγματεύσεις» με τους Βουλγάρους.30
«Οι Αγγλοι και ο Παπανδρέου», γράφει ο Β. Γεωργίου, «με φωνασκίες κάλυπταν την πολιτική του Μύλλερ και εντείνανε την προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τον Τσαούς Αντών σαν συμμαχική δύναμη, κατά τον ίδιο τύπο που στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, παρουσίαζαν την προδοτική οργάνωση ΠΑΟ σαν αντιστασιακή δύναμη [...] Ωστόσο, η περίεργη αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι αντιφασίστες φαντάροι και υπαξιωματικοί έδεσαν το Συράκωφ και τους φασίστες αξιωματικούς και οι ισπανικοί πύργοι του Μύλλερ καταρρεύσανε. Τη διοίκηση του 2ου βουλγαρικού Σώματος Στρατού την ανέλαβαν Βούλγαροι παρτιζάνοι, που ακύρωσαν τη συμφωνία Συράκωφ - Τσαούς Αντών». Οσο δε για τη λεγόμενη «Συμφωνία του Μελισσοχωρίου», «οι αντιδραστικές δυνάμεις της Αθήνας με τις προβοκάτσιες του ψευτοσυμφώνου εκθέσανε την αγγλοπαπανδρεϊκή πολιτική σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Παπανδρέου έσπευσε να δηλώσει ότι δεν υπέγραψαν οι κομμουνιστές την συμφωνία, αλλά ο Τσαούς Αντών. Κι αυτό, γιατί το πραγματικό σύμφωνο Τσαούς Αντών-Συράκωφ βρισκόταν στα χέρια του ΕΛΑΣ».31
Πράγματι, την 1η Οκτώβρη 1944 ο υπουργός Εξωτερικών Δραγούμης χαρακτήρισε το εν λόγω «Σύμφωνο» ως «δολοπλοκίαι του Γκεωργκήεφ»32 (σ.σ. του Βούλγαρου Πρωθυπουργού). Ο δε «Ριζοσπάστης», στις 3 Οκτώβρη 1944, έκανε λόγο για «ξαναζεσταμένο βουλγαρικό ιμπεριαλισμό», διατρανώνοντας ταυτόχρονα: «Εξω οι Βούλγαροι κατακτητές απ' τα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη!»33.
«Υστερα από τις διαμαρτυρίες του ΕΛΑΣ», αναφέρει ο Στ. Σαράφης, «ο ταγματάρχης Μύλλερ αντικαταστάθηκε και έφυγε για το Κάιρο». Οσο για τον Τσαούς Αντών, «ύστερα από τον Δεκέμβρη [σ.σ. του 1944] ονομάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση έφεδρος λοχαγός, ενώ οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ και οι έφεδροι αξιωματικοί που βγήκαν από τη Σχολή του ΕΛΑΣ και πολεμούσαν διαρκώς τον κατακτητή όχι μόνο δεν αναγνωρίσθηκαν από το επίσημο κράτος, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται στις φυλακές με ασύστατες και συκοφαντικές κατηγορίες. Ολο το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα το περίεργο είναι ότι όχι μόνο τα τάγματα ασφαλείας και τα τμήματα των ελλήνων προδοτών που είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς εξακολουθούσαν να συνεργάζονται μ' αυτούς ως την τελευταία στιγμή να καλύπτουν την υποχώρησή τους, αλλά και τμήματα που εξόπλισαν οι Αγγλοι, όπως του Τσαούς Αντών, έκαναν το ίδιο πράγμα και βοηθούσαν τους Βουλγάρους».34
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα δεκάδες «ντοκουμέντα» που κατασκευάστηκαν τότε επιδίωκαν να πλήξουν το κύρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, παρουσιάζοντάς τα ως «αντεθνικά», «προδοτικά», που όχι μόνο δεν έκαναν αντίσταση, αλλά και συνεργάστηκαν με τον εχθρό: ό,τι ακριβώς δηλαδή έπραξαν οι εμπνευστές τους! Και όμως, καμιά φορά η απάντηση έρχεται από τις πιο «απρόσμενες» πηγές.
Εκθεση του Foreign Office για το 1943 αναφέρει: «Την ίδια στιγμή που τα εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία σπαταλούσαν τον χρόνο τους στην αδράνεια, το ΕΑΜ τράβηξε μπροστά φτάνοντας ένα σημείο στο οποίο μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της ελληνικής αντίστασης [...] Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ΕΑΜ είναι ο ηγετικός παράγοντας στο αντιστασιακό κίνημα, και δικαιολογημένα ισχυρίζονται πως ηγούνται του αγώνα τόσο για την απελευθέρωση από τον Αξονα, όσο και για τις εσωτερικές ελευθερίες [...]
Οι πρώην πολιτικές προσωπικότητες απέτυχαν να δείξουν στον λαό οποιαδήποτε ηγετική ικανότητα με αυτό ή τον άλλο τρόπο, καθ' όλη τη διάρκεια της κατοχής. Κάποιοι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών είναι αντίθετοι στο κίνημα αντίστασης γιατί βλέπουν τα τεράστια κέρδη που συσσώρευαν από την κατοχή να εξατμίζονται από τον κοινό σκοπό [...] Αλλά η μάζα του λαού βλέπει τους αντάρτες ως ηγέτες του αγώνα, και η θέση που κέρδισε το ΕΑΜ αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση σε αυτό...»35.
Οι διαπιστώσεις αυτές του βρετανικού ιμπεριαλισμού δε γίνονταν βεβαίως με σκοπό να αποδώσουν τα εύσημα στο ΕΑΜ, αλλά για να εκθέσουν μια κατάσταση που ενυπήρχε αντικειμενικά στο διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων στην Ελλάδα (αλλά και ευρύτερα) και αναλόγως να παρθούν τα όποια απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της αστικής εξουσίας και μετά το πέρας του πολέμου.
«Η μεταβολή της στρατηγικής κατάστασης στη Μεσόγειο», αναφέρει ο Richter, οδήγησε σε «μια ομαδική έξοδο "εθελοντών" για την αντίσταση από την Αθήνα. Στρατιωτικοί και πολιτικοί, βασιλικοί και δωσίλογοι έφευγαν από την Αθήνα, όπως τα ποντίκια από το πλοίο που βουλιάζει, και παρουσιάζονταν στο στρατηγείο του Μάγιερς για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους»36.
Πράγματι, Εκθεση του Foreign Office, με ημερομηνία 27 Ιούλη 1943, μιλά ξεκάθαρα για το πώς διάφοροι λεγόμενοι «εθνικόφρονες», οι οποίοι «υπήρξαν ενεργοί (ή από την απάθεια, αδράνειά τους) συνεργάτες του εχθρού [...] τώρα φυσικά κάνουν ύστατες προσπάθειες να αποδείξουν -μέσω της βιαστικής δημιουργίας νέων "αντιστασιακών ομάδων" και της υπογραφής πρωτοκόλλων- την πίστη τους στους Συμμάχους»37.
Από αυτούς, άλλοι ενσωματώθηκαν στον ΕΔΕΣ και άλλοι συνέχισαν να δρουν μέσα από αυτόνομες ομάδες, διατηρώντας σχέσεις τόσο με τους Βρετανούς όσο και τις δυνάμεις Κατοχής. Ταυτόχρονα, και «με την ανοχή των Βρετανών», τόνιζε ο Richter, εξαπολύθηκε «μια πλατιά συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ». Το 1944 ο Λίπερ (αξιωματούχος της Διεύθυνσης Πολιτικού Πολέμου της Βρετανίας) εξέδωσε την εξής οδηγία προς τα ΜΜΕ: «Γενικά, κανένα εύσημο, οποιουδήποτε είδους δεν πρέπει να δίνεται στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ»38. Είναι σαφές πως όλα αυτά αξιοποιήθηκαν από το βρετανικό ιμπεριαλισμό και ως ένα μέσο πίεσης στο ΕΑΜ. Πρόκειται για «σημάδια» που καταδείκνυαν πως η «αντιφασιστική συμμαχία» έφτανε στο τέλος της. Οι αδυναμίες στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος θα απέβαιναν καθοριστικές στην υποτίμηση των «σημαδιών» αυτών.
Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ρίχνονταν ολόπλευρα στη μάχη κατά των δυνάμεων Κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους, οι αστικές δυνάμεις -φιλογερμανικές και φιλοβρετανικές εξίσου- προετοιμάζονταν σε αγαστή συνεργασία για τη μάχη της επόμενης μέρας: τη μάχη για την εξουσία. Εκθεση του υποστράτηγου Εριχ Σμιτ-Ρίχμπεργκ (επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε) για το δίμηνο Ιούλης-Αύγουστος 1944 αναφέρει γύρω από την ανάπτυξη της πάλης του ΕΑΜ λίγο πριν την απελευθέρωση: «Η εγκληματική συμμοριακή δράση έχει προσλάβει άγνωστη ως τώρα διάσταση. Πράξεις δολιοφθοράς κατά των συγκοινωνιακών συνδέσεων, καλά οργανωμένες επιδρομές και επιθέσεις εναντίον βάσεων και χωριών που κατέχονται από δικά μας τμήματα, αποτελούν σχεδόν καθημερινά φαινόμενα». Στον αντίποδα «η εθνικοδημοκρατική κατεύθυνση (ο ΕΔΕΣ), που πολιτικά βρίσκεται στη γραμμή της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου, προσπαθεί πάντα να διαβεβαιώσει τη δύναμη κατοχής για τη νομιμοφροσύνη της ώστε άθικτη να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα για την εξουσία». Αλλωστε, όπως αναφέρουν διάφορες γερμανικές πηγές, ήδη από τα τέλη του 1943 είχε «κλειστεί μια σιωπηρή συμφωνία να μη γίνονται αμοιβαία εχθροπραξίες στην περιοχή των εθνικών ανταρτών».39
Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε και το ίδιο προετοιμαστεί για τον επερχόμενο πολιτικό και στρατιωτικό αγώνα (δηλαδή δεν μπόρεσε να εντάξει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε στρατηγική για την εργατική εξουσία), αντίθετα είχε εγκλωβιστεί στις Συμφωνίες με τους «συμμάχους» Βρετανούς και τον αστικό πολιτικό κόσμο στο Κάιρο, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι όση λάσπη και αν ρίξουν παλαιοί και σύγχρονοι θαυμαστές του Γκαίμπελς, θα μπορέσουν ποτέ να διαγράψουν ή να αμαυρώσουν το ρόλο του ΚΚΕ στον αντιφασιστικό - εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού στην Κατοχή και γενικότερα.
Κλείνουμε, αναγράφοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση - κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ της 3 Αυγούστου 1944: «Κομμουνιστές! Ξεσηκώστε, οδηγήστε το λαό και το στρατό μας στη μάχη. Σε γενική έφοδο για τη λευτεριά. Πολεμήστε στις πρώτες γραμμές. Μεταδώστε σ' όλο το λαό τόλμη και αποφασιστικότητα, το πνεύμα της δράσης και της νίκης. Πολεμήστε και απελευθερώστε στην Ελλάδα. Ολοι επί ποδός πολέμου!»40.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. π.χ. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 359, 363.
2. Αρθρο με τίτλο «Σύμφωνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με Γερμανούς!!», στην ιστοσελίδα της «Χρυσής Αυγής», Τ.Ο. Α΄ Λιοσίων - Αχαρνών - Καματερού (http://xryshaugh.blogspot.gr/ 2012/08/blog-post_9776.html).
3. H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.
4. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 252.
5. Ν. Καρκάνη: «Οι δωσίλογοι της κατοχής: Δίκες-παρωδία, ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1981, σελ. 74.
6. Γεγονός που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Λέοντας Σπαής (υφυπουργός τότε των στρατιωτικών) σε άρθρο του στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» το Δεκέμβρη του 1976. Σε αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου [...] Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε -αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί- στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού [...]
Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα».
7. Βλ. Τ. Κωστόπουλου: «Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», εκδ. «Φιλίστωρ», 2005, σελ. 73-74, 78.
8. Πρόκειται για τα «Σύμφωνα» του Πετριτσίου, του Μελισσοχωρίου και το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών-ΕΛΑΣ».
9. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε., τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 805-806.
10. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 126.
11. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 95.
12. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 808-810.
13. Βλ. Τσουδερός προς Λίπερ, 24.9.1943 και 29.9.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20, Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 291.
14. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279.
15. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ.178.
16. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.
17. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 178, H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113, Ε. Kofos: «Nationalism and Communism in Macedonia», 1964, εκδ. «Institute for Balkan Studies», σελ. 134.
18. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.
19. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 286-287.
20. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179 και H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ.102, 113.
21. Χ. Νάλτσα: ό.π., σελ.282, 359. Το «ντοκουμέντο» παραθέτει και σε «φωτοαντίγραφο» η Χρυσή Αυγή (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).
22. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179.
23. Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.655, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 250-251.
24. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.43 και φ.8, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 252 και 257.
25. Α. Speer: «Inside the Third Reich», εκδ. «Avon Publishers», 1979, σελ. 509-510.
26. Η «Συμφωνία» παρατίθεται σε φωτοαντίγραφο από τη «Χρυσή Αυγή» (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).
27. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.60, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240.
28. Α. Βελλιάδη: «Κατοχή: Γερμανική Πολιτική Διοίκηση στην Ελλάδα 1941-1944», εκδ, «Ενάλιος», 2008, σελ. 159. Την πλαστογραφία καταδεικνύει και ο H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης» στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.
29. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 290-291.
30. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 466-467, Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1.593-1.954. Η Εκθεση υπ. αρ. 311/10 (Οκτώβρης 1944) της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, έγραφε: «Ταυτόχρονα, ο κ. Μύλλερ και ο Στρατηγός Συράκωφ αξιώνουν από τον ΕΛΑΣ ν' απολύσει όλους τους κρατούμενους κομιτατζήδες και βούλγαρους εγκληματίες πολέμου. Οι γερμανοί φαίνεται ξεκάθαρα ότι για την προάσπιση της γραμμής Κρούσα μέχρι της λίμνης Δοϊράνης χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της ΠΑΟ στο Κιλκίς και ανατολικώς Νιγρίτας. Εκτός τούτου επωφελούνται της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Μακεδονία (με το σύμφωνο Συράκωφ-Τσαούς Αντών) ώστε να εξουδετερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Βουλγάρων παρτιζάνων για να συγκρατούνται και να μην επιτίθενται κατ' αυτών στη γραμμή Στρυμόνα», Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 469.
31. Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ.4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1594.
32. Εφημερίδα «Ελευθερία», 2 Οκτώβρη 1944.
33. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Οκτώβρη 1944.
34. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 470.
35. Σύνοψη της Αναφοράς για την Ελλάδα, 1943, Φάκελος HS5/224 (PRO).
36. Aide-memoire της 21.5.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
37. Εκθεση του Foreign Office, 27.7.1943, Φάκελος HS5/22 (PRO).
38. From Foreign Office to Cairo, Φάκελος FO 954/11, 23/4/1944 (PRO) και Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
39. ΚΚΑ Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.454, Ενορκη δήλωση των Γκέμπχαρντ φον Λέντε, πρώην αξιωματικού του επιτελείου του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού και Α. Βίντερ, πρώην Επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε στο αμερικανικό στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, V, στις 27.9.1947 και 22.9.1947 αντίστοιχα, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240, 267 και 235.
40. «ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ.5, σελ. 221.
*Ριζοσπάστης : Αναδημοσιεύτηκε από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1/201*
Είναι γεγονός πως, ιστορικά, κάθε φορά που ξέσπαγε βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση, ο αντικομμουνισμός οξυνόταν (δίπλα σε κάθε μορφής καταστολή) υπό το φόβο της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και με στόχο την ενσωμάτωσή τους. Σήμερα, ένα δείγμα της έντασης αυτής του αντικομμουνισμού αποτελεί η αναβίωση μιας σειράς «επιχειρημάτων» κατά του ΚΚΕ που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Κατοχής και διαδίδονται στις μέρες μας ευρέως από διάφορα αστικά, εθνικιστικά, νεοναζιστικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. «Αξιοποιούνται» δε στην πρώτη γραμμή της αντικομμουνιστικής επίθεσης κομμάτων, όπως η Χρυσή Αυγή ή ο ΛΑ.Ο.Σ. πρωτύτερα και όχι μόνο.
Πρόκειται για «ντοκουμέντα», που στη διάρκεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης παράχθηκαν μαζικά, προκειμένου να δυσφημιστεί ο αγώνας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δεκάδες «συμφωνίες» έκαναν τότε την εμφάνισή τους, με τις οποίες το ΕΑΜ και το ΚΚΕ άλλοτε εμφανίζονταν να «προδίδουν» την Ελλάδα στους Αλβανούς, άλλοτε στους Βούλγαρους, άλλοτε στους Γιουγκοσλάβους, άλλοτε στους Γερμανούς κ.ο.κ. Είναι χαρακτηριστικό πως τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους «ανακαλύφθηκαν» και διοχετεύτηκαν στη δημοσιότητα από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής, από οργανώσεις όπως η ΠΑΟ (βλ. στη συνέχεια) ή ακόμα και από τις βρετανικές υπηρεσίες.
Με το πέρας του πολέμου, συναντάμε τα εν λόγω «έγγραφα» συγκεντρωμένα στην έκδοση του Υφυπουργείου Τύπου & Πληροφοριών (1947), με τίτλο «Η εναντίον της Ελλάδος επιβουλή». Αποτελούν πλέον τμήμα του οπλοστασίου της άρχουσας τάξης, από το οποίο επιστρατεύονται όλα εκείνα τα «στοιχεία» που απαιτούνται, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο διωγμός των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ (φυλακές, εξορίες, εκτελέσεις κ.ο.κ.). Ετσι τα «ντοκουμέντα» αυτά ανασύρονται ξανά και ξανά για να «αποδείξουν» τα περί «ξενοκίνητου κομμουνισμού», περί «πρακτορισμού», περί «σχεδιαζόμενου διαμελισμού της Ελλάδας» χάριν των «Σλαύων» κ.ο.κ. Οι πρώην συνεργάτες των Ναζί εμφανίζονταν πια ως τιμητές της «εθνικοφροσύνης», ισχυριζόμενοι πως «ούτε ο ΕΛΑΣ ούτε οι Σέρβοι παρτιζάνοι διεξήγον αγώνα κατά του κατακτητού» (σ.σ. η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία ήταν εν τω μεταξύ οι μόνες χώρες της Ευρώπης που απελευθερώθηκαν από ίδιες δυνάμεις) και πως «η μετά των Γερμανών και Βουλγάρων συνεργασία των κομμουνιστών ήταν πλέον απροκάλυπτος»!1
Κατόπιν, τα «ντοκουμέντα» αυτά αναπαράχθηκαν σε εκδόσεις της Χούντας («Δεκέμβριος 1944 - Δεκέμβριος 1967»), στα «έργα» του «διαφωτιστή» της δικτατορίας και υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Γ. Γεωργαλά («Η Προπαγάνδα»), του καθηγητή στις Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του Αρχηγείου Στρατού (επί Χούντας) και ιδιαιτέρου του Ι. Λαδά Κ. Πλεύρη («Ο λαός ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά») κ.ά.
Πλέον, αποτελούν «πρώτη ύλη» στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα των σύγχρονων «Ταγμάτων Εφόδου» του συστήματος, παρουσιαζόμενα ως «στοιχεία που ανατρέπουν αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ή πιο σωστά ρίχνουν φως (!) στο σκοτάδι στο οποίο προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν οι Προπαγανδιστές του Κομμουνισμού [...] Αποκαλούν "φασίστα" και προδότη τον Μεταξά που είπε ΟΧΙ ενώ αυτοί έκαναν συμφωνίες με τους Γερμανοϊταλούς [...] Για την Ελλάδα πολέμησαν οι Ελληνες εθνικιστές [...] Οι Αριστεροί κατά τον Β΄ παγκόσμιο δεν πολέμησαν υπέρ της Ελλάδος (εφόσον δεν πιστεύουν σε σημαίες, πατρίδες, θρησκείες, σύνορα, κ.τ.λ.), πολέμησαν υπέρ του Κομμουνισμού. Αυτό συνεπάγεται και μαθηματικά (λόγω ιδεολογίας) αλλά και αποδεικνύεται και μέσω των παραπάνω εγγράφων»2.
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε έξι από τα «επίμαχα» αυτά «ντοκουμέντα», που είναι και τα πλέον «δημοφιλή» στις ανάλογες αναφορές. Πρόκειται για το «Σύμφωνο του Πετριτσίου», τη «Συμφωνία ΕΑΜ - ΣΝΟΦ», το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών - ΕΛΑΣ», τις «Συμφωνίες» του Γ. Σιάντου με τους Γερμανούς και το «Σύμφωνο του Μελισσοχωρίου». Παρότι, όπως παρατήρησε ο ιστορικός H. Fleischer «οι περισσότερες από τις πλαστογραφίες αυτές είχαν κατασκευασθεί μάλλον αδέξια»3, ωστόσο πολλές από αυτές περιλαμβάνονται και στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης 1941-1944», προσδίδοντάς τους μια κάποια «σοβαρότητα» και «επισημότητα». Στο ίδιο έργο βέβαια παρατίθενται ως «ιστορικά ντοκουμέντα» ακόμα και καταθέσεις ταγματασφαλιτών, στις οποίες φέρονταν να πολεμούν στα βουνά της Λακωνίας τον ίδιο τον Γ. Δημητρώφ (ΓΓ της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ο οποίος δήθεν μαχόταν μαζί με τον ΕΛΑΣ εναντίον των «αληθινών πατριωτών»!4
Επομένως, το τι μπορεί από εκεί μέσα να χαρακτηριστεί ως αξιόπιστο και τι όχι είναι ένα μεγάλο ζήτημα.
ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ» ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Στη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκαν και έδρασαν μια σειρά «εθνικιστικές οργανώσεις», όπως η «Χ» (οι γνωστοί Χίτες), ο ΕΔΕΣ Αθήνας, η Εθνική Δράση, η Τρίαινα, η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση), η ΡΑΝ (Ρωμυλία - Αυλών - Νήσοι) κ.ά. Ορισμένες από αυτές «μοίρασαν» τη δράση τους, άλλοτε κάνοντας «αντίσταση» στον κατακτητή και άλλοτε μαχόμενοι κατά του ΕΑΜ. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, βέβαια, επικέντρωσαν τις ενέργειές τους στο δεύτερο. Οι εν λόγω οργανώσεις διατηρούσαν δίαυλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου. Η σύγκρουση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με αυτές υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων εντός της Ελλάδας προς τα τέλη της κατοχικής περιόδου. Με τη λήξη δε του πολέμου, οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές», ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας (ΤΑ). Στις περιβόητες «δίκες των δοσίλογων» η συντριπτική τους πλειοψηφία «βγήκε λάδι». Οταν ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης (ο οποίος μάλιστα είχε προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας) ρωτήθηκε «διατί συνεκροτήθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας», εκείνος απάντησε: «Είναι γνωστός ο σκοπός. Εγιναν διά να κτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις [σ.σ. η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη] ηθέλησε να εξασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν. Αυτή ήτο η αρχική σκέψις. Εξετράπησαν όμως εις ασχήμιας, εξορμήσεις προς συνοικισμούς κ.λπ. Ο σκοπός των όμως είναι ο εκτεθείς. Περί τούτου δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία».5
Είχε, βεβαίως, προηγηθεί η ευρεία χρήση ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 (καθ' υπόδειξη και με τις ευλογίες των Βρετανών).6 Στη συνέχεια, ακόμα και γνωστοί εγκληματίες ταγματασφαλίτες (όπως π.χ. ο Ι. Πλυντζανόπουλος και οι συνεργάτες του, που μετείχαν ενεργά στη δολοφονία δεκάδων πατριωτών στο μπλόκο της Κοκκινιάς) απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία. Αλλοι, όπως ο διοικητής των ΤΑ Καλαμάτας Δ. Παπαδόπουλος, ο διοικητής των ΤΑ Σπάρτης Κ. Κωστόπουλος, ο διοικητής των ΤΑ Γυθείου Π. Δεμέστιχας, ο διοικητής των ΤΑ Ναυπλίου Δ. Μουστακόπουλος, ο υποδιοικητής των ΤΑ Χαλκίδας και τόσοι άλλοι, θα συνεχίσουν να κάνουν «λαμπρές» καριέρες στον ελληνικό στρατό.7
Επομένως, μάλλον δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ο χαρακτηρισμός «εθνικοί αγωνιστές» που απέδωσε στους ταγματασφαλίτες ο ΓΓ της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλολιάκος σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή ή η απόδοση τιμών στα Τάγματα Ασφαλείας από τη Χρυσή Αυγή στο «μνημόσυνο» που τέλεσε στο Μελιγαλά στις 16 Σεπτέμβρη 2012. Εκεί, όπου υπό το σύνθημα «Τιμή στους Χίτες και τους Ταγματασφαλίτες» η εν λόγω οργάνωση «δεσμεύτηκε» να αναγορεύσει την «επέτειο» σε «εθνική εορτή».
Μεταξύ άλλων, η επίκληση της ιστορίας των λεγόμενων «εθνικιστικών οργανώσεων» της Κατοχής έχει και την έννοια της δημιουργίας ενός ιστορικού προηγούμενου, μιας «παράδοσης» και μιας συνέχειας για τις σύγχρονες ακροδεξιές - φασιστικές οργανώσεις, όπως η Χρυσή Αυγή.
Η ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ (ΠΑΟ)
Μια ειδική αναφορά στην ΠΑΟ είναι απαραίτητη, μιας και η εν λόγω οργάνωση φέρεται (κατά τα λεγόμενα της ίδιας τουλάχιστον) ως υπεύθυνη για την «ανακάλυψη» και δημοσιοποίηση των τριών εκ των έξι «ντοκουμέντων» που εξετάζουμε.8
Η ΠΑΟ υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ («Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος»), μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά «υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου»9. Οντας οργάνωση βαθύτατα αντικομμουνιστική, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Απόρρητη Εκθεση των Βρετανών αναφέρει πως «οι τριβές (σ.σ. με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (σ.σ. του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, και όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο. Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου.
Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς».10
Μια άλλη ξεχωριστή ομάδα της ΠΑΟ διατηρούσε «στενές σχέσεις με εθνικιστικές οργανώσεις στην Αθήνα». Αιτιολογώντας τη στήριξη της ΠΑΟ από τις δυνάμεις Κατοχής, η ίδια Εκθεση εξηγούσε: «Στρατιωτικώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί το 1943 ήταν ο ΕΛΑΣ. Ηταν προφανώς ασήμαντο γι' αυτούς ποιος έκανε αντίσταση στον ΕΛΑΣ και ήταν κατά συνέπεια πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια οργάνωση σαν την ΠΑΟ».11
«Βεβαίως θα ηδύναντο να αντιταχθή», έγραφε η ΠΑΟ στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης του Καΐρου (15 Μάη 1944) σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, «ότι όφειλον ούτοι αντί να δεχθούν πυρομαχικά από τον εχθρόν, να επιστρέψουν στα χωριά των αποστρατευόμενοι. Τούτο [όμως] δύναται να υποστηριχθή μόνον από τον μη έχοντα σαφή γνώσιν της διαμορφωθείσης εν Βορείω Ελλάδι καταστάσεως». Διαβεβαίωνε δε πως «η ΠΑΟ παρέμεινεν αρραγής και συνεχίζει το εθνικόν της έργον μετά της αυτής θέρμης και επιμονής ως και πρότερον, αποτελούσα την μόνην εθνικήν οργάνωσιν της Βορ. Ελλάδος». Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία όπως «το Συμμαχικόν Στρατηγείον Μέσης Ανατολής και η Κυβέρνησίς μας χρησιμοποιήση την σοβαράν ταύτην δύναμιν προς όφελος του διεξαγόμενου αγώνος και επ' αγαθώ της Ελληνικής Πατρίδος».12
Οι ίδιοι οι Βρετανοί, παρότι -όπως είδαμε και πρωτύτερα- συγκατέλεγαν την ΠΑΟ μεταξύ των δοσιλογικών οργανώσεων, είχαν προτείνει ακόμα και την ένταξή της στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο της ελληνικής αντίστασης. Καθ' όλη την περίοδο του 1943-1944 η ΠΑΟ συνέχιζε να έχει επαφές με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου, προμηθεύοντάς τους με τις «αποδείξεις» της «προδοσίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.13
ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΠΕΤΡΙΤΣΙΟΥ
Το περιβόητο πια «Σύμφωνο» του Πετριτσίου, η πλέον αναπαραγόμενη και ταυτόχρονα γνωστή πλαστογραφία του είδους της, υποτίθεται ότι συνάφθηκε στις 12 Ιούλη 1943 μεταξύ του Γ. Ιωαννίδη (εκ μέρους του ΚΚΕ) και του Δ. Δασκάλωφ (εκ μέρους του ΚΚ Βουλγαρίας). «Προέβλεπε» τη δημιουργία Βαλκανικής Ενωσης Σοβιετικών Δημοκρατιών, στην οποία η Μακεδονία θα εντασσόταν ως Αυτόνομη Σοβιετική Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Χ. Νάλτσα (αρχηγό του πολιτικού κλάδου της ΠΑΟ), «αντίγραφον ταύτης επρομηθεύθη ολίγον μετά την υπογραφήν της η σχετική υπηρεσία της Πανελληνίου Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ) εν Θεσσαλονίκη και υπέβαλεν εις την εν Καΐρω Ελληνικήν κυβέρνησιν και το Συμμαχικόν στρατηγείον της Μέσης Ανατολής (...) Το σύμφωνον τούτο εδημοσιεύθη και από το όργανον του χιτλερικού κόμματος Volkischer Beobachter και δεν ημφεσβητήθη ποσώς κατά την εποχήν εκείνην από το ΚΚΕ»14.
Καθώς αναφέρει ο H. Richter, εκτός από τους ναζί και τους συνεργάτες τους (που αξιοποίησαν το όλο θέμα στο έπακρο προκειμένου να «υποσκάψουν την επιρροή του ΚΚΕ και να το στιγματίσουν ως αντεθνικό»), το «Σύμφωνο» εκμεταλλεύτηκαν προπαγανδιστικά τόσο οι Βρετανοί (διοχετεύοντάς το στις εφημερίδες, π.χ. στην «Daily Herald»), όσο και ο ΕΔΕΣ (δημοσιεύοντάς το στην εφημερίδα του, τη «Νέα Ελλάδα»)15.
Καταρχάς είναι ψέμα ότι το ΚΚΕ δε διέψευσε τότε το εν λόγω «Σύμφωνο». Στις 20 Μάη 1944 ο «Ριζοσπάστης» έγραφε: «Ο Γκαίμπελς διαδίδει με τα φερέφωνά του ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Βούλγαρος Δουσάν Δασκάλωφ υπογράψανε συμφωνία για την ίδρυση μιας "Σοβιετικής Eνωσης Βαλκανικών Δημοκρατιών" και ότι οι Eλληνες κομμουνιστές "ξεπουλήσανε την Ελλάδα στην Βουλγαρία". Πληροφορούμε τον κύριο Γκαίμπελς ότι άργησε πολύ να θυμηθεί το προβοκατόρικο αυτό έγγραφο που σκαρώθηκε πριν από πέντε μήνες και δημοσιεύτηκε απ' τους Ελληνες φασίστες της "Εθνικής Δράσης". Ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι οι Γερμανοί μαζί με τα τσιράκια τους Ράλληδες, Γούληδες, Ταβουλάρηδες και Πάγκαλους, φέρανε τους κομιτατζήδες στη Φλώρινα και τη Νάουσα και ξεπουλήσανε τη Μακεδονία στους Βούλγαρους. Μόνο οι κομμουνιστές και το ΕΑΜ πολεμάνε με το όπλο στο χέρι ενάντια στους Βούλγαρους καταχτητές, για να απελευθερώσουνε την ελληνική Μακεδονία και Θράκη απ' τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους».
Οσον αφορά δε τους «πρωταγωνιστές» της υπογραφής του «Συμφώνου», ο μεν Δασκάλωφ ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, ο δε Ιωαννίδης την «επίμαχη» μέρα βρισκόταν στην Αθήνα. Οπως αναφέρει ο ίδιος, «εκείνη την ημέρα, το απόγευμα, εγώ είχα ανταμώσει με τον Σβώλο και είχαμε συνεργασία. Καθορίσαμε τη συνάντηση και για την άλλη μέρα. Το πρωί εκείνης της μέρας βγήκαν οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους για το σύμφωνο Ιωαννίδη - Δασκάλωφ. Μα και μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να μάθω τι διάολο ήταν αυτό το όνομα. Υπάρχει, δεν υπάρχει; Είναι πραγματικό όνομα ή δεν είναι;»16.
Το εν λόγω «Σύμφωνο» έχει ήδη απορριφθεί ως πλαστό και εργαλείο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από πολλούς μη κομμουνιστές ιστορικούς, όπως οι H. Richter και H. Fleischer - ακόμα και ο Ε. Κωφός (σε αγγλόφωνη μελέτη του 1964) το χαρακτήρισε «αμφιβόλου αυθεντικότητας»17. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τον τέως ευρωβουλευτή της ΝΔ Γ. Μαρίνο να το επικαλεστεί σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 20 Δεκέμβρη 1992. Τελικά αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημόσια ότι το έγγραφο ήταν όντως πλαστό (εφημερίδα «Το Βήμα», 10 Γενάρη 1993). Το «Σύμφωνο» του Πετριτσίου ανέσυρε ξανά από το βούρκο της Ιστορίας ο Α. Ντινόπουλος (βουλευτής της ΝΔ, υποψήφιος τότε υπερνομάρχης) σε παρουσία του στον τηλεοπτικό σταθμό ALTER, την 1η Απρίλη 2008, προκειμένου να «αποδείξει» την «προδοτική στάση του ΚΚΕ»!18
Η «ΣΥΜΦΩΝΙΑ» ΕΑΜ - ΣΝΟΦ
Η υποτιθέμενη αυτή «συμφωνία» φέρεται να υπογράφτηκε στις 22 Γενάρη 1944 μεταξύ του Α. Τζήμα (εκ μέρους του ΕΑΜ) και του Βούλγαρου αξιωματικού Β. Κάλτσεφ (εκ μέρους του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου - ΣΝΟΦ) στις Καρυδιές της Εδεσσας. «Προέβλεπε» τη δημιουργία ενός «αυτόνομου Μακεδονικού Κράτους Σοβιετικής Οργάνωσης» με την παραχώρηση μιας σειράς ελληνικών επαρχιών κ.ο.κ. «Οι βαρύτατοι διά το ΕΑΜ όροι», διευκρίνιζε ο Χ. Νάλτσας, «δεν φαίνονται και παράδοξοι (...) Η συμφωνία των Καρυδιών εγένετο κατόπιν "ντιρεκτίβας" της Κομιντέρν και άνευ αντιρρήσεως τινός του ΚΚΕ»19.
Τι και αν η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) είχε αυτοδιαλυθεί το Μάη του 1943, σχεδόν οκτώ μήνες πριν την «υπογραφή» της επίμαχης «συμφωνίας»; Κατά τους παραχαράκτες της Ιστορίας συνέχιζε να λειτουργεί, εκδίδοντας ενοχοποιητικές ντιρεκτίβες! «Ολόκληρο αυτό το έγγραφο είναι παράλογο και σαν περιεχόμενο και σαν διατύπωση», τονίζει σχετικά ο Heinz Richter. «Εκεί δήθεν ένας Βούλγαρος υπογράφει για λογαριασμό της ΣΝΟΦ που προσανατολιζόταν προς τη Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται για αφελή πλαστογραφία των ελληνικών κύκλων της δεξιάς». Ο H. Fleischer τη συγκαταλέγει (μαζί με εκείνη του Πετριτσίου) ανάμεσα στις γνωστότερες πλαστογραφίες «που επί δεκαετίες δημοσιεύτηκαν και αναδημοσιεύτηκαν από το μηχανισμό προπαγάνδας της ελληνικής Δεξιάς» και «είχαν σαφώς κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΕΑΜ, κυρίως από την ΠΑΟ και τους οπαδούς της»20.
ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΓΕΡΜΑΝΩΝ - ΕΛΑΣ
Το «Σύμφωνο» αυτό (που επίσης «ανακάλυψε» η ΠΑΟ) φέρεται να «συνάφθηκε» την 1 Σεπτέμβρη 1944 στο Λιβάδι Χαλκιδικής μεταξύ του Καπετάν Κίτσου (συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ) και του Εριχ Φένσκε (ταγματάρχη, διοικητή της μονάδας 31756 και εκπροσώπου των ενόπλων γερμανικών δυνάμεων της στρατιάς Αιγαίου). «Προέβλεπε» την ανενόχλητη υποχώρηση του γερμανικού στρατού από τη Μακεδονία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της Θεσσαλονίκης, καθώς και βαρέος οπλισμού, πολεμικού υλικού κ.λπ. Η «συμφωνία» περί «μη επιθέσεως μεταξύ του ΕΛΑΣ και των γερμανικών στρατευμάτων» κατεδείκνυε, κατά τον Χ. Νάλτσα, το «γεγονός» ότι ο ΕΛΑΣ δεν «διεξήγε αγώνα κατά του κατακτητού». Επετεύχθη δε - σύμφωνα πάντα με τον ίδιο - έπειτα από «μυστικήν επικοινωνίαν» των Σοβιετικών και του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης με το 2ο Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του Γερμανικού Στρατού στην πόλη21.
Ελα όμως που «όπως εξάγεται από τους γερμανικούς καταλόγους των αξιωματικών», μας πληροφορεί ο H. Richter, «δεν υπήρχε στη Βέρμαχτ κανένας ταγματάρχης μ' αυτό το όνομα (σ.σ. Εριχ Φένσκε)», ενώ ακόμα και «η μονάδα με τον αριθμό 31756 είναι ανύπαρκτη και γέννημα φαντασίας (...) Τι προπαγανδιστική αξία έχει ακόμα και σήμερα (σ.σ. το 1975) αυτό το έγγραφο φάνηκε καθαρά το Δεκέμβριο του 1968. Η χούντα της 21.4.67 κυκλοφόρησε ένα λεύκωμα με τίτλο "Δεκέμβριος 1944 - Δεκέμβριος 1967", στο οποίο περιλαμβάνεται και ένα "φωτοαντίγραφο" αυτού του ντοκουμέντου»22.
Η επιπόλαιη κατασκευή του εν λόγω εγγράφου βεβαίως αποτελεί το ένα μόνο σκέλος στην ιστορική παραχάραξη που επιχειρείται εδώ. Το άλλο έχει να κάνει με τις διεργασίες που πράγματι έλαβαν χώρα λίγο πριν το τέλος του πολέμου, την αντιπαράθεση σοσιαλισμού και καπιταλισμού που ερχόταν στο προσκήνιο. Οσον αφορά αυτό το κομμάτι, λοιπόν, η αλήθεια είναι πως οι ναζί δεν είχαν καμιά πρόθεση να παραδώσουν εδάφη, οπλισμό ή οτιδήποτε άλλο στους κομμουνιστές. Αλλού είχαν στρέψει το ενδιαφέρον και τις ελπίδες τους, γεγονός που καταδεικνύεται από πληθώρα ντοκουμέντων:
Στην αναφορά του στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς στον αρχηγό του Ηγετικού Επιτελείου της Βέρμαχτ Αλφρεντ Γιοντλ (2 Σεπτέμβρη 1944) τονιζόταν μεταξύ άλλων πως «είναι ζωτικό αγγλικό συμφέρον να πάρει στα χέρια της (σ.σ. η Αγγλία) τις κατεχόμενες τώρα από τη Γερμανία θέσεις - κλειδιά της Ελλάδας, χωρίς να δημιουργηθεί χρονικό κενό που θα έδινε στις κομμουνιστικές συμμορίες τη δυνατότητα ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της κατοχής πριν τους Aγγλους. Η αναγκαιότητα σε περίπτωση γερμανικής εκκένωσης, να πάρει σταθερά στα χέρια του την Ελλάδα πριν από τους Ελληνες κομμουνιστές ή και πριν από τους Ρώσους, είναι το κίνητρο για το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στο Κάιρο. Αυτό εξηγεί την αναγγελθείσα προσφορά του συνταγματάρχη "Τομ" στον Ζέρβα και τις βολιδοσκοπήσεις μέσω των ελληνικών καναλιών στην Αθήνα με στόχο να επιτευχθεί μαζί μας μια βραχυπρόθεσμη προθεσμία για την εκκένωση "χέρι με χέρι"»23.
Σε τηλεγράφημα του Κουρτ - Φριτς φον Γκρέβενιτς προς τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ στις 3 Σεπτέμβρη 1944 αναφερόταν πως «η Ομάδα Στρατιών Ε, Θεσσαλονίκη, δίνει ακριβώς τώρα οδηγίες στον Τύπο ότι πρέπει να σταματήσει κάθε δημοσιογραφική πολεμική κατά του Ζέρβα. Πρωταρχικός στόχος είναι (σ.σ. κατά την άποψη της Ομάδας Ε) η σύμπραξη όλων των εθνικών δυνάμεων κατά του κομμουνισμού». Ο ίδιος στις 10 Σεπτέμβρη ενημέρωνε σχετικά με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού από την Κρήτη: «Οι Αγγλοι αφήνουν συνειδητά άθικτους τους ανθρώπους μας, παίρνοντας υπόψη μια επερχόμενη, που είναι και προς το αγγλικό συμφέρον, χρησιμοποίηση κατά των μπολσεβίκων»24.
Στα απομνημονεύματά του ο υπουργός Εξοπλισμών και στενός συνεργάτης του Χίτλερ, Αλμπερτ Σπέερ, μιλά ανοιχτά για συμφωνία μεταξύ των Γερμανών και των Βρετανών: «Παρά τον απόλυτο έλεγχο των Βρετανών στη θάλασσα, επετράπη στις γερμανικές μονάδες να επιβιβαστούν και να ταξιδέψουν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα (...) Σε αντάλλαγμα η γερμανική πλευρά συμφώνησε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στρατεύματα για να κρατήσει την Θεσσαλονίκη έως ότου θα ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις βρετανικές δυνάμεις»25.
ΟΙ «ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ» ΤΟΥ Γ. ΣΙΑΝΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
Τα «ντοκουμέντα» που προσκομίζονται εδώ αφορούν:
α) Ενα «κείμενο» του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (το υπογράφει ο Γραμματέας Γ. Σιάντος) όπου αναφέρεται σε «συμφωνία» με τη Γερμανική Διοίκηση για παύση των εχθροπραξιών και διευκόλυνση της αποχώρησης του γερμανικού στρατού από την Ελλάδα.
β) Μία «συμφωνία» του ίδιου με τον Γερμανό πρέσβη Γ. Αλτενμπουργκ, η οποία «προέβλεπε» την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τις δυνάμεις κατοχής στο ΕΑΜ.
Στο πρώτο ο Γ. Σιάντος φέρεται να ενημερώνει τον Γραμματέα μιας «Επιτροπής Πόλης» (ποιας δε λέει) πως «ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες», κατά τις οποίες «κάθε "σαμποτάζ" ή οποιαδήποτε άλλη ενέργειά μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του στρατού κατοχής θα γίνεται ύστερα από σχετικάς υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο. Δώστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες (...) Ακόμα ανέλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχει κίνδυνος για τα μέλη της οργάνωσής μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση αναχώρησής τους από την Ελλάδα. Κανείς δεν πρέπει να ενοχληθεί. Αθήνα, 13/8/44. Γ. Σιάντος»26.
Χώρια από το γελοίο του πράγματος (οι επιθέσεις κατά των Γερμανών να γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη και καθ' υπόδειξη των ιδίων!) και μόνο το σημείο που αναφέρεται στα περί «ειδοποιήσεως για τα μπλόκα» είναι αρκετό ώστε να αποκαλυφθεί το κατά πόσο πράγματι υπήρξε ή όχι μια τέτοια συμφωνία. Κάτι τέτοιο διαψεύδεται από την ίδια την Ιστορία: Τα μπλόκα στην Κοκκινιά στις 17 Αυγούστου και 29 Σεπτέμβρη, το μπλόκο στην Καλλιθέα στο μεσοδιάστημα, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της πλαστογραφίας. «Από τα μπλόκα που έγιναν τον τελευταίο καιρό στις κομμουνιστικές συνοικίες», έγραφε στην αναφορά του στις 25 Αυγούστου ο Φον Γκρέβενιτς προς τον Χ. Νοϊμπάχερ, «ιδιαίτερα αιματηρό ήταν το μπλόκο της συνοικίας Νέας Κοκκινιάς: Δίπλα στις 3.000 συλλήψεις, πάνω από 100 κομμουνιστές νεκροί, από τους οποίους τα δύο τρίτα στη μάχη κι ένα τρίτο (σ.σ. εκτελέστηκαν) σαν εξιλέωση για τραυματία μοίραρχο. Σε διαμαρτυρία κατά της αστυνομικής ενέργειας και της στρατολογίας για αναγκαστική εργασία οι κομμουνιστές κάλεσαν για σήμερα σε γενική απεργία»27.
Κατά τ' άλλα, ΚΚΕ - ΕΑΜ και Γερμανοί τα «είχανε συμφωνήσει».
Οσον αφορά τις «τεχνικές λεπτομέρειες» του εγγράφου, ούτε η έδρα του ΠΓ ούτε ο ίδιος ο Γ. Σιάντος βρίσκονταν στην Αθήνα την εποχή εκείνη, αλλά στα Πετρίλια Καρδίτσας. Ο Σιάντος επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, στις 16 Οκτώβρη 1944.
Ακόμα πιο εξόφθαλμα πλαστογραφημένη όμως είναι η επόμενη «συμφωνία», στην οποία κατέληξαν δήθεν ο Σιάντος με τον Αλτενμπουργκ τον Οκτώβρη του 1944 και που επικαλείται στα γραπτά του ο Χ. Νάλτσας. Και αυτό βεβαίως γιατί ο Αλτενμπουργκ δε βρισκόταν στην Ελλάδα από το Νοέμβρη του 1943, όταν και έκλεισε οριστικά η γερμανική πρεσβεία, επομένως οποιαδήποτε συνάντηση, διαβούλευση ή συμφωνία μαζί του θα ήταν μάλλον ...αδύνατη!28
ΤΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ
Στις 20 Σεπτέμβρη 1944 «υπογράφτηκε» δήθεν στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης το ομώνυμο «Σύμφωνο» μεταξύ των Φιλίπποβιτς (ΚΚ Βουλγαρίας), Γιούνοφ (εκπρόσωπο του βουλγαρικού στρατού), Αυγερινού (ΕΛΑΣ) και Στασινόπουλου (ΠΕΕΑ), το οποίο «προέβλεπε» μεταξύ άλλων: την αμοιβαία υποστήριξη του ΕΛΑΣ και του βουλγαρικού στρατού, την κατάργηση των συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας και -βεβαίως- την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας. «Η υπογραφή του συμφώνου ανηγγέλθη μετ' ολίγας ημέρας εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν Καΐρου, εις το Συμμαχικόν στρατηγείον Μέσης Ανατολής και εις τα εν Ιταλία ευρισκόμενα κατά τας ημέρας εκείνας κλιμάκια υπό [σ.σ. ποιου άλλου;] της Πανελληνίας Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ)»29.
Βεβαίως, τέτοια «Συμφωνία» δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που πράγματι υπήρξε ήταν το Σύμφωνο που συνήφθη μεταξύ του διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας - Δυτικής Θράκης Α. Σιράκοφ και του γενικού αρχηγού των εθνικιστικών ομάδων Ελλήνων ανταρτών Α. Φωστερίδη (Τσαούς Αντών) στις 18 Σεπτέμβρη 1944, το οποίο στρεφόταν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ: «Υστερα από τη συμφωνία αυτή τα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στη Δράμα στις 19 Σεπτέμβρη περιορίστηκαν στο Ινστιτούτο Καπνού», ενώ «στις 20 Σεπτέμβρη ο Τσαούς Αντών έστησε ενέδρα κι έπιασε τη διοίκηση της VI Μεραρχίας [σ.σ. του ΕΛΑΣ]». Σύμφωνα με τον στρατηγό Στ. Σαράφη, η όλη επιχείρηση διεξήχθη εν γνώσει και με τις «ευλογίες» των Βρετανών αξιωματικών Μίλερ και Ρίντελ, που ήταν παρόντες στις «διαπραγματεύσεις» με τους Βουλγάρους.30
«Οι Αγγλοι και ο Παπανδρέου», γράφει ο Β. Γεωργίου, «με φωνασκίες κάλυπταν την πολιτική του Μύλλερ και εντείνανε την προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τον Τσαούς Αντών σαν συμμαχική δύναμη, κατά τον ίδιο τύπο που στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, παρουσίαζαν την προδοτική οργάνωση ΠΑΟ σαν αντιστασιακή δύναμη [...] Ωστόσο, η περίεργη αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι αντιφασίστες φαντάροι και υπαξιωματικοί έδεσαν το Συράκωφ και τους φασίστες αξιωματικούς και οι ισπανικοί πύργοι του Μύλλερ καταρρεύσανε. Τη διοίκηση του 2ου βουλγαρικού Σώματος Στρατού την ανέλαβαν Βούλγαροι παρτιζάνοι, που ακύρωσαν τη συμφωνία Συράκωφ - Τσαούς Αντών». Οσο δε για τη λεγόμενη «Συμφωνία του Μελισσοχωρίου», «οι αντιδραστικές δυνάμεις της Αθήνας με τις προβοκάτσιες του ψευτοσυμφώνου εκθέσανε την αγγλοπαπανδρεϊκή πολιτική σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Παπανδρέου έσπευσε να δηλώσει ότι δεν υπέγραψαν οι κομμουνιστές την συμφωνία, αλλά ο Τσαούς Αντών. Κι αυτό, γιατί το πραγματικό σύμφωνο Τσαούς Αντών-Συράκωφ βρισκόταν στα χέρια του ΕΛΑΣ».31
Πράγματι, την 1η Οκτώβρη 1944 ο υπουργός Εξωτερικών Δραγούμης χαρακτήρισε το εν λόγω «Σύμφωνο» ως «δολοπλοκίαι του Γκεωργκήεφ»32 (σ.σ. του Βούλγαρου Πρωθυπουργού). Ο δε «Ριζοσπάστης», στις 3 Οκτώβρη 1944, έκανε λόγο για «ξαναζεσταμένο βουλγαρικό ιμπεριαλισμό», διατρανώνοντας ταυτόχρονα: «Εξω οι Βούλγαροι κατακτητές απ' τα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη!»33.
«Υστερα από τις διαμαρτυρίες του ΕΛΑΣ», αναφέρει ο Στ. Σαράφης, «ο ταγματάρχης Μύλλερ αντικαταστάθηκε και έφυγε για το Κάιρο». Οσο για τον Τσαούς Αντών, «ύστερα από τον Δεκέμβρη [σ.σ. του 1944] ονομάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση έφεδρος λοχαγός, ενώ οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ και οι έφεδροι αξιωματικοί που βγήκαν από τη Σχολή του ΕΛΑΣ και πολεμούσαν διαρκώς τον κατακτητή όχι μόνο δεν αναγνωρίσθηκαν από το επίσημο κράτος, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται στις φυλακές με ασύστατες και συκοφαντικές κατηγορίες. Ολο το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα το περίεργο είναι ότι όχι μόνο τα τάγματα ασφαλείας και τα τμήματα των ελλήνων προδοτών που είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς εξακολουθούσαν να συνεργάζονται μ' αυτούς ως την τελευταία στιγμή να καλύπτουν την υποχώρησή τους, αλλά και τμήματα που εξόπλισαν οι Αγγλοι, όπως του Τσαούς Αντών, έκαναν το ίδιο πράγμα και βοηθούσαν τους Βουλγάρους».34
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα δεκάδες «ντοκουμέντα» που κατασκευάστηκαν τότε επιδίωκαν να πλήξουν το κύρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, παρουσιάζοντάς τα ως «αντεθνικά», «προδοτικά», που όχι μόνο δεν έκαναν αντίσταση, αλλά και συνεργάστηκαν με τον εχθρό: ό,τι ακριβώς δηλαδή έπραξαν οι εμπνευστές τους! Και όμως, καμιά φορά η απάντηση έρχεται από τις πιο «απρόσμενες» πηγές.
Εκθεση του Foreign Office για το 1943 αναφέρει: «Την ίδια στιγμή που τα εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία σπαταλούσαν τον χρόνο τους στην αδράνεια, το ΕΑΜ τράβηξε μπροστά φτάνοντας ένα σημείο στο οποίο μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της ελληνικής αντίστασης [...] Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ΕΑΜ είναι ο ηγετικός παράγοντας στο αντιστασιακό κίνημα, και δικαιολογημένα ισχυρίζονται πως ηγούνται του αγώνα τόσο για την απελευθέρωση από τον Αξονα, όσο και για τις εσωτερικές ελευθερίες [...]
Οι πρώην πολιτικές προσωπικότητες απέτυχαν να δείξουν στον λαό οποιαδήποτε ηγετική ικανότητα με αυτό ή τον άλλο τρόπο, καθ' όλη τη διάρκεια της κατοχής. Κάποιοι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών είναι αντίθετοι στο κίνημα αντίστασης γιατί βλέπουν τα τεράστια κέρδη που συσσώρευαν από την κατοχή να εξατμίζονται από τον κοινό σκοπό [...] Αλλά η μάζα του λαού βλέπει τους αντάρτες ως ηγέτες του αγώνα, και η θέση που κέρδισε το ΕΑΜ αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση σε αυτό...»35.
Οι διαπιστώσεις αυτές του βρετανικού ιμπεριαλισμού δε γίνονταν βεβαίως με σκοπό να αποδώσουν τα εύσημα στο ΕΑΜ, αλλά για να εκθέσουν μια κατάσταση που ενυπήρχε αντικειμενικά στο διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων στην Ελλάδα (αλλά και ευρύτερα) και αναλόγως να παρθούν τα όποια απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της αστικής εξουσίας και μετά το πέρας του πολέμου.
«Η μεταβολή της στρατηγικής κατάστασης στη Μεσόγειο», αναφέρει ο Richter, οδήγησε σε «μια ομαδική έξοδο "εθελοντών" για την αντίσταση από την Αθήνα. Στρατιωτικοί και πολιτικοί, βασιλικοί και δωσίλογοι έφευγαν από την Αθήνα, όπως τα ποντίκια από το πλοίο που βουλιάζει, και παρουσιάζονταν στο στρατηγείο του Μάγιερς για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους»36.
Πράγματι, Εκθεση του Foreign Office, με ημερομηνία 27 Ιούλη 1943, μιλά ξεκάθαρα για το πώς διάφοροι λεγόμενοι «εθνικόφρονες», οι οποίοι «υπήρξαν ενεργοί (ή από την απάθεια, αδράνειά τους) συνεργάτες του εχθρού [...] τώρα φυσικά κάνουν ύστατες προσπάθειες να αποδείξουν -μέσω της βιαστικής δημιουργίας νέων "αντιστασιακών ομάδων" και της υπογραφής πρωτοκόλλων- την πίστη τους στους Συμμάχους»37.
Από αυτούς, άλλοι ενσωματώθηκαν στον ΕΔΕΣ και άλλοι συνέχισαν να δρουν μέσα από αυτόνομες ομάδες, διατηρώντας σχέσεις τόσο με τους Βρετανούς όσο και τις δυνάμεις Κατοχής. Ταυτόχρονα, και «με την ανοχή των Βρετανών», τόνιζε ο Richter, εξαπολύθηκε «μια πλατιά συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ». Το 1944 ο Λίπερ (αξιωματούχος της Διεύθυνσης Πολιτικού Πολέμου της Βρετανίας) εξέδωσε την εξής οδηγία προς τα ΜΜΕ: «Γενικά, κανένα εύσημο, οποιουδήποτε είδους δεν πρέπει να δίνεται στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ»38. Είναι σαφές πως όλα αυτά αξιοποιήθηκαν από το βρετανικό ιμπεριαλισμό και ως ένα μέσο πίεσης στο ΕΑΜ. Πρόκειται για «σημάδια» που καταδείκνυαν πως η «αντιφασιστική συμμαχία» έφτανε στο τέλος της. Οι αδυναμίες στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος θα απέβαιναν καθοριστικές στην υποτίμηση των «σημαδιών» αυτών.
Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ρίχνονταν ολόπλευρα στη μάχη κατά των δυνάμεων Κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους, οι αστικές δυνάμεις -φιλογερμανικές και φιλοβρετανικές εξίσου- προετοιμάζονταν σε αγαστή συνεργασία για τη μάχη της επόμενης μέρας: τη μάχη για την εξουσία. Εκθεση του υποστράτηγου Εριχ Σμιτ-Ρίχμπεργκ (επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε) για το δίμηνο Ιούλης-Αύγουστος 1944 αναφέρει γύρω από την ανάπτυξη της πάλης του ΕΑΜ λίγο πριν την απελευθέρωση: «Η εγκληματική συμμοριακή δράση έχει προσλάβει άγνωστη ως τώρα διάσταση. Πράξεις δολιοφθοράς κατά των συγκοινωνιακών συνδέσεων, καλά οργανωμένες επιδρομές και επιθέσεις εναντίον βάσεων και χωριών που κατέχονται από δικά μας τμήματα, αποτελούν σχεδόν καθημερινά φαινόμενα». Στον αντίποδα «η εθνικοδημοκρατική κατεύθυνση (ο ΕΔΕΣ), που πολιτικά βρίσκεται στη γραμμή της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου, προσπαθεί πάντα να διαβεβαιώσει τη δύναμη κατοχής για τη νομιμοφροσύνη της ώστε άθικτη να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα για την εξουσία». Αλλωστε, όπως αναφέρουν διάφορες γερμανικές πηγές, ήδη από τα τέλη του 1943 είχε «κλειστεί μια σιωπηρή συμφωνία να μη γίνονται αμοιβαία εχθροπραξίες στην περιοχή των εθνικών ανταρτών».39
Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε και το ίδιο προετοιμαστεί για τον επερχόμενο πολιτικό και στρατιωτικό αγώνα (δηλαδή δεν μπόρεσε να εντάξει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε στρατηγική για την εργατική εξουσία), αντίθετα είχε εγκλωβιστεί στις Συμφωνίες με τους «συμμάχους» Βρετανούς και τον αστικό πολιτικό κόσμο στο Κάιρο, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι όση λάσπη και αν ρίξουν παλαιοί και σύγχρονοι θαυμαστές του Γκαίμπελς, θα μπορέσουν ποτέ να διαγράψουν ή να αμαυρώσουν το ρόλο του ΚΚΕ στον αντιφασιστικό - εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού στην Κατοχή και γενικότερα.
Κλείνουμε, αναγράφοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση - κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ της 3 Αυγούστου 1944: «Κομμουνιστές! Ξεσηκώστε, οδηγήστε το λαό και το στρατό μας στη μάχη. Σε γενική έφοδο για τη λευτεριά. Πολεμήστε στις πρώτες γραμμές. Μεταδώστε σ' όλο το λαό τόλμη και αποφασιστικότητα, το πνεύμα της δράσης και της νίκης. Πολεμήστε και απελευθερώστε στην Ελλάδα. Ολοι επί ποδός πολέμου!»40.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. π.χ. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 359, 363.
2. Αρθρο με τίτλο «Σύμφωνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με Γερμανούς!!», στην ιστοσελίδα της «Χρυσής Αυγής», Τ.Ο. Α΄ Λιοσίων - Αχαρνών - Καματερού (http://xryshaugh.blogspot.gr/ 2012/08/blog-post_9776.html).
3. H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.
4. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 252.
5. Ν. Καρκάνη: «Οι δωσίλογοι της κατοχής: Δίκες-παρωδία, ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1981, σελ. 74.
6. Γεγονός που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Λέοντας Σπαής (υφυπουργός τότε των στρατιωτικών) σε άρθρο του στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» το Δεκέμβρη του 1976. Σε αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου [...] Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε -αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί- στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού [...]
Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα».
7. Βλ. Τ. Κωστόπουλου: «Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», εκδ. «Φιλίστωρ», 2005, σελ. 73-74, 78.
8. Πρόκειται για τα «Σύμφωνα» του Πετριτσίου, του Μελισσοχωρίου και το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών-ΕΛΑΣ».
9. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε., τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 805-806.
10. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 126.
11. Εγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 95.
12. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 808-810.
13. Βλ. Τσουδερός προς Λίπερ, 24.9.1943 και 29.9.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20, Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 291.
14. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279.
15. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ.178.
16. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.
17. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 178, H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113, Ε. Kofos: «Nationalism and Communism in Macedonia», 1964, εκδ. «Institute for Balkan Studies», σελ. 134.
18. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.
19. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 286-287.
20. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179 και H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ.102, 113.
21. Χ. Νάλτσα: ό.π., σελ.282, 359. Το «ντοκουμέντο» παραθέτει και σε «φωτοαντίγραφο» η Χρυσή Αυγή (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).
22. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179.
23. Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.655, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 250-251.
24. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.43 και φ.8, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 252 και 257.
25. Α. Speer: «Inside the Third Reich», εκδ. «Avon Publishers», 1979, σελ. 509-510.
26. Η «Συμφωνία» παρατίθεται σε φωτοαντίγραφο από τη «Χρυσή Αυγή» (http://xryshaugh.blogspot.gr/2012/08/blog-post_9776.html).
27. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.60, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240.
28. Α. Βελλιάδη: «Κατοχή: Γερμανική Πολιτική Διοίκηση στην Ελλάδα 1941-1944», εκδ, «Ενάλιος», 2008, σελ. 159. Την πλαστογραφία καταδεικνύει και ο H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης» στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.
29. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 290-291.
30. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 466-467, Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1.593-1.954. Η Εκθεση υπ. αρ. 311/10 (Οκτώβρης 1944) της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, έγραφε: «Ταυτόχρονα, ο κ. Μύλλερ και ο Στρατηγός Συράκωφ αξιώνουν από τον ΕΛΑΣ ν' απολύσει όλους τους κρατούμενους κομιτατζήδες και βούλγαρους εγκληματίες πολέμου. Οι γερμανοί φαίνεται ξεκάθαρα ότι για την προάσπιση της γραμμής Κρούσα μέχρι της λίμνης Δοϊράνης χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της ΠΑΟ στο Κιλκίς και ανατολικώς Νιγρίτας. Εκτός τούτου επωφελούνται της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Μακεδονία (με το σύμφωνο Συράκωφ-Τσαούς Αντών) ώστε να εξουδετερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Βουλγάρων παρτιζάνων για να συγκρατούνται και να μην επιτίθενται κατ' αυτών στη γραμμή Στρυμόνα», Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 469.
31. Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ.4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1594.
32. Εφημερίδα «Ελευθερία», 2 Οκτώβρη 1944.
33. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Οκτώβρη 1944.
34. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 470.
35. Σύνοψη της Αναφοράς για την Ελλάδα, 1943, Φάκελος HS5/224 (PRO).
36. Aide-memoire της 21.5.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
37. Εκθεση του Foreign Office, 27.7.1943, Φάκελος HS5/22 (PRO).
38. From Foreign Office to Cairo, Φάκελος FO 954/11, 23/4/1944 (PRO) και Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
39. ΚΚΑ Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.454, Ενορκη δήλωση των Γκέμπχαρντ φον Λέντε, πρώην αξιωματικού του επιτελείου του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού και Α. Βίντερ, πρώην Επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε στο αμερικανικό στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, V, στις 27.9.1947 και 22.9.1947 αντίστοιχα, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240, 267 και 235.
40. «ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ.5, σελ. 221.
*Ριζοσπάστης : Αναδημοσιεύτηκε από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1/201*
Τα "ντοκουμέντα" μιλούν από μόνα τους
*http://kokkinosfakelos.blogspot.gr*
Πριν κάποιο καιρό ο Κόκκινος Φάκελος έκανε μια λεπτομερή κριτική της υποτιθέμενης φωτογραφίας που αποδεικνύει τη συνεργασία ΕΛΑΣ- Γερμανών στην Πελοπόννησο. Σήμερα, με την ιδεολογική πάλη να συνεχίζεται, καθώς και με την σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στην Ιστορία και στην "Ιστορία", επιλέξαμε ένα άλλο διαμάντι που διακινούν πολλοί ερασιτέχνες ιστορικοί σε διάφορα νεοναζιστικά site και άλλους τέτοιους βόθρους του διαδικτύου.
Πρόκειται φίλες και φίλοι για το έγγραφο αυτή τη φορά συμφωνίας ΚΚΕ- Γερμανών!
Μάλιστα, καλά ακούσατε. Οι εκτελεστές εκατοντάδων κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και στο Χαϊδάρι, συμμάχησαν όπως φαίνεται με τα θύματά τους, κι ακόμα χειρότερα τα ίδια τα θύματά τους έπραξαν το ίδιο. Σαφώς κάτι τέτοιο σας ακούγεται παράλογο, ας δούμε όμως το ίδιο το έγγραφο:
Πρόκειται φίλες και φίλοι για το έγγραφο αυτή τη φορά συμφωνίας ΚΚΕ- Γερμανών!
Μάλιστα, καλά ακούσατε. Οι εκτελεστές εκατοντάδων κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και στο Χαϊδάρι, συμμάχησαν όπως φαίνεται με τα θύματά τους, κι ακόμα χειρότερα τα ίδια τα θύματά τους έπραξαν το ίδιο. Σαφώς κάτι τέτοιο σας ακούγεται παράλογο, ας δούμε όμως το ίδιο το έγγραφο:
Το κείμενο λέει:
"Ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες που θα πρέπη στο μέλλον να τις εφαρμόσουμε πιστά γιατί αυτό επιβάλλουν τα κομματικά μας συμφέροντα.
Σύμφωνα με αυτές κάθε «σαμποτάζ» ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του Στρατού Κατοχής θα γίνεται υστέρα από σχετικές υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο.
Δόστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες. Οπλισμός μας εξασφαλίστηκε αρκετός.
Σαν υπεύθυνο για τη δουλειά αυτή ή Γερμανική Διοίκηση όρισε τον Ταγματάρχη Όττο του Β' Γραφείου.
Ακόμα ανάλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχη κίνδυνος για τα μέλη της οργανώσεως μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση της αναχώρησης τους από την Ελλάδα. Κανένας δεν πρέπει να ενοχληθή."
ΑΘΗΝΑ 13/8/44
Γ. ΣΙΑΝΤΟΣ
Πρόβλημα 1ο:
Το έγγραφο φαίνεται πως έχει πρωτοκολληθεί με αριθμό πρωτοκόλλου 87, ενώ στον υπέρτιτλο γράφει: "Για το γραμματέα της επιτροπής πόλης". Καταρχήν, για λόγους συνωμοτικούς το ΚΚΕ δεν υπέγραφε ποτέ εσωτερικά του έγγραφα και σαφώς δεν τα πρωτοκολλούσε.
Ας δούμε ένα τέτοιο:
Όπως βλέπετε, ο παραλήπτης δεν αναφέρεται πουθενά. Δεν αναφέρεται αριθμός πρωτοκόλλου και το σημαντικότερο, ο αποστολέας υπογράφει με δύο γράμματα για λόγους περιφρούρησης του.
Το γελοίο της υπόθεσης :
Ο ΕΛΑΣ, το 1944 βρισκόταν ήδη στο Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, συνεπώς ο γραμματέας που έβαλε την υπογραφή του στο έγγραφο, γινόταν αυτόματα ένοχος εσχάτης προδοσίας και υπέγραφε την εκτέλεση του.
Πρόβλημα 2ο:
Το εν λόγω έγγραφο φαίνεται πως στερείται σοβαρών πληροφοριών, γεγονός που το καθιστά αδύνατο να ληφθεί σοβαρά. Πρώτον λείπει η πόλη στην οποία αναφέρεται. Πουθενά δεν αναφέρεται σε ποια πόλη πρωτοκολλήθηκε, ποιας πόλης γραμματέας του ΚΚΕ το παραλαμβάνει κτλ. Όπως και με τα περισσότερα χαλκευμένα έγγραφα της εποχής, η πολλές λεπτομέρειες απουσιάζουν καθώς καθιστούν εύκολο τον εντοπισμό του ψέματος. Επίσης, ο Γερμανός ταγματάρχης του Β' Γραφείου της Γκεστάπο (για να μην σχολιάσουμε ότι η Γκεστάπο λειτουργεί κατά τα λεγόμενα ακριβώς όπως ο Ελληνικός Στρατός με γραφεία Α1, Α2 κτλ) αναφέρεται απλά ως "Όττο" γιατί η αναφορά σε επίθετα θα αποκάλυπτε πιθανότατα την μη ύπαρξη αυτού του προσώπου.
Πρόβλημα 3ο:
Το μεγάλο δίλημμα στον κατασκευαστή αυτών των χαλκευμένων ντοκουμέντων είναι όπως πολλάκις έχω διαπιστώσει το εξής: Αν βάλεις υπογραφές θα αποκαλυφθεί κατά πάσα πιθανότητα ότι είναι ψεύτικες. Αν όμως δεν βάλεις, προκύπτει το πρόβλημα της εγκυρότητας. Εδώ από ότι φαίνεται ο Γ. Σιάντος ξέχασε μάλλον να υπογράψει...
Βλέπουμε την υπογραφή του "Γραμματέα" ο οποίος περιέργως δεν κατονομάζεται, ενώ ο Σιάντος που κατονομάζεται δεν έχει υπογράψει. Παρόλα αυτά βλέπουμε επίσης και τρεις άλλες υπογραφές, ακριβώς όπως μια δημόσια υπηρεσία υπέγραφε τότε τα έγγραφά της, όμως μόνο ο Γ. Σιάντος δεν έχει υπογράψει ένα τόσο κατά τα άλλα, γραφειοκρατικά προσεγμένο έγγραφο.
Αυτά φίλες και φίλοι είναι μερικά μόνο από τα πολλά ιστορικά και πρακτικά προβλήματα με την χάλκευση εγγράφων. Τους το στέλνουμε λοιπόν στον κάλαθο της Ιστορίας και τους ευχόμαστε την επόμενη φορά να τα καταφέρουν καλύτερα, αλλά όπως λέει και το τραγούδι: Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει!
"Ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες που θα πρέπη στο μέλλον να τις εφαρμόσουμε πιστά γιατί αυτό επιβάλλουν τα κομματικά μας συμφέροντα.
Σύμφωνα με αυτές κάθε «σαμποτάζ» ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του Στρατού Κατοχής θα γίνεται υστέρα από σχετικές υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο.
Δόστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες. Οπλισμός μας εξασφαλίστηκε αρκετός.
Σαν υπεύθυνο για τη δουλειά αυτή ή Γερμανική Διοίκηση όρισε τον Ταγματάρχη Όττο του Β' Γραφείου.
Ακόμα ανάλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχη κίνδυνος για τα μέλη της οργανώσεως μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση της αναχώρησης τους από την Ελλάδα. Κανένας δεν πρέπει να ενοχληθή."
ΑΘΗΝΑ 13/8/44
Γ. ΣΙΑΝΤΟΣ
Πρόβλημα 1ο:
Το έγγραφο φαίνεται πως έχει πρωτοκολληθεί με αριθμό πρωτοκόλλου 87, ενώ στον υπέρτιτλο γράφει: "Για το γραμματέα της επιτροπής πόλης". Καταρχήν, για λόγους συνωμοτικούς το ΚΚΕ δεν υπέγραφε ποτέ εσωτερικά του έγγραφα και σαφώς δεν τα πρωτοκολλούσε.
Ας δούμε ένα τέτοιο:
Όπως βλέπετε, ο παραλήπτης δεν αναφέρεται πουθενά. Δεν αναφέρεται αριθμός πρωτοκόλλου και το σημαντικότερο, ο αποστολέας υπογράφει με δύο γράμματα για λόγους περιφρούρησης του.
Το γελοίο της υπόθεσης :
Ο ΕΛΑΣ, το 1944 βρισκόταν ήδη στο Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, συνεπώς ο γραμματέας που έβαλε την υπογραφή του στο έγγραφο, γινόταν αυτόματα ένοχος εσχάτης προδοσίας και υπέγραφε την εκτέλεση του.
Πρόβλημα 2ο:
Το εν λόγω έγγραφο φαίνεται πως στερείται σοβαρών πληροφοριών, γεγονός που το καθιστά αδύνατο να ληφθεί σοβαρά. Πρώτον λείπει η πόλη στην οποία αναφέρεται. Πουθενά δεν αναφέρεται σε ποια πόλη πρωτοκολλήθηκε, ποιας πόλης γραμματέας του ΚΚΕ το παραλαμβάνει κτλ. Όπως και με τα περισσότερα χαλκευμένα έγγραφα της εποχής, η πολλές λεπτομέρειες απουσιάζουν καθώς καθιστούν εύκολο τον εντοπισμό του ψέματος. Επίσης, ο Γερμανός ταγματάρχης του Β' Γραφείου της Γκεστάπο (για να μην σχολιάσουμε ότι η Γκεστάπο λειτουργεί κατά τα λεγόμενα ακριβώς όπως ο Ελληνικός Στρατός με γραφεία Α1, Α2 κτλ) αναφέρεται απλά ως "Όττο" γιατί η αναφορά σε επίθετα θα αποκάλυπτε πιθανότατα την μη ύπαρξη αυτού του προσώπου.
Πρόβλημα 3ο:
Το μεγάλο δίλημμα στον κατασκευαστή αυτών των χαλκευμένων ντοκουμέντων είναι όπως πολλάκις έχω διαπιστώσει το εξής: Αν βάλεις υπογραφές θα αποκαλυφθεί κατά πάσα πιθανότητα ότι είναι ψεύτικες. Αν όμως δεν βάλεις, προκύπτει το πρόβλημα της εγκυρότητας. Εδώ από ότι φαίνεται ο Γ. Σιάντος ξέχασε μάλλον να υπογράψει...
Βλέπουμε την υπογραφή του "Γραμματέα" ο οποίος περιέργως δεν κατονομάζεται, ενώ ο Σιάντος που κατονομάζεται δεν έχει υπογράψει. Παρόλα αυτά βλέπουμε επίσης και τρεις άλλες υπογραφές, ακριβώς όπως μια δημόσια υπηρεσία υπέγραφε τότε τα έγγραφά της, όμως μόνο ο Γ. Σιάντος δεν έχει υπογράψει ένα τόσο κατά τα άλλα, γραφειοκρατικά προσεγμένο έγγραφο.
Αυτά φίλες και φίλοι είναι μερικά μόνο από τα πολλά ιστορικά και πρακτικά προβλήματα με την χάλκευση εγγράφων. Τους το στέλνουμε λοιπόν στον κάλαθο της Ιστορίας και τους ευχόμαστε την επόμενη φορά να τα καταφέρουν καλύτερα, αλλά όπως λέει και το τραγούδι: Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει!
Πλαστογραφίες, φαντασία, μίσος και ψέμματα....
Η προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας δεν είναι καινούργια υπόθεση. Μόνο, που τα τελευταία χρόνια, οι παραχαράκτες εμφανίζονται πιο οργανωμένοι, πιο συστηματικοί. Στο στόχαστρο αυτών των μηχανισμών βρίσκονται και οι υποθέσεις Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, δύο εμβληματικών προσώπων, που έχουν καταγραφεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως παραδείγματα αγωνιστών για την εθνική και την κοινωνική απελευθέρωση. Σκοπός των παραχαρακτών είναι η δημιουργία εντυπώσεων σχετικά με τη δράση του ΚΚΕ, παρουσιάζοντας το σαν ένα κόμμα που «τρώει τα παιδιά του», ένα κόμμα λαθών, ένα κόμμα που σπαράσσεται από το πόλεμο μεταξύ ομάδων για την εξουσία…
Μια παραχαράκτρια και τα λόγια της :
«Όποιος ενδιαφερθεί να διαβάσει αυτό το κείμενο δεν πρέπει να πιστεύει πως θα βρει μιαν αυτοβιογραφία. Αναμφισβήτητα, όσα γράφω με αφορούν, αφορούν τη ζωή μου και τις εμπειρίες μου, αλλά περιορίζομαι αυστηρά (όσο μπορούσα και όσο μπόρεσα) σε μια κατηγορία εμπειριών: σε όσες αφορούσαν τη θέση μου στο ΚΚΕ και τις περιπέτειες της αμοιβαίας σχέσης μας. (…) Σ’ αυτές τις εμπειρίες μου στάθηκα, αυτές προσπάθησα να δώσω στο κείμενό μου, που καταθέτω στο Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη με την ελπίδα πως σε κάτι μπορεί να χρησιμεύσει. Η αλλαγή μεθόδων λειτουργίας, λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, ο σεβασμός στους αγωνιστές είναι πλέον στοιχειώδεις ανάγκες για την Αριστερά του τόπου μας, ύστερα κι από τις σκληρές εμπειρίες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το ζήτημα είναι αν αυτές οι ανάγκες -ή οι ιστορικές αναγκαιότητες- έχουν γίνει κοινή συνείδηση σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς, ιδιαίτερα που κομμουνιστικού κινήματος. Αυτός είναι και ο λόγος που με παρακίνησε να καταθέσω τις δικές μου μαρτυρίες (για να μην πω και τα μαρτύρια) για όσα (πάντως, όχι όλα) είδα, γνώρισα, έπαθα μέσα στο κίνημα στο οποίο αφιερώσαμε τη ζωή μας -χωρίς ανταλλάγματα και «εξαργυρώσεις’’ Έλλη Παππά, Αθήνα, 27.12.1995».
Αυτά από την Έλλη Παππά. Ας δούμε τώρα ορισμένες μαρτυρίες ή κριτικές που δημοσιεύθηκαν μετά την έκδοση του βιβλίου.
Μαρτυρίες και κριτικές - Από τις φυλακές Αβέρωφ
-Ξεκινάμε από της «Αυγή» της 23ης Ιανουαρίου του 2011. Στο φύλλο αυτό δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα γυναικών που ήταν συγκρατούμενες της Παππά στις φυλακές Αβέρωφ, μετά την καταδίκη της από το Στρατοδικείο (Αθηνά Βασίλα Ματράγκα, Κατίνα Βασιλιά Σαπουντζή, Βαγγελιώ Γεωργαντά Φραντζεσκάκη, Αντιγόνη Δαμιανάκου, Ελένη ΚυβέλουΚαμουλάκου, Μαίρη Μπίκια Αρώνη, Ουρανία Νιζαμίδου, Ολυμπία Παπαδοπούλου Βασιλάκου, Αργυρώ Σεφερλή):
«Δεν θα ασχολούμασταν με το βιβλίο της Έλλης Παππά, αν δεν συνέβαινε να αναφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε γεγονότα της δεκαετίας του 1950, μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Η συγγραφέας του βιβλίου έχοντας δεσμεύσει το Μουσείο Μπενάκη να το εκδώσει έξι μήνες μετά τον θάνατό της, καταδικάζει τελεσίδικα αγωνιστές στον πιο ατιμωτικό θάνατο, εκείνο του χαφιέ. Σε κανέναν δεν θα υποχρεωθεί να δώσει απάντηση, έχοντας αποκλειστικά εκείνη τον λόγο ή μάλλον τον μονόλογο μέσα από το βιβλίο της. Η συγγραφέας παραχαράσσει την Ιστορία. Εμφανίζεται ως θύμα του σταλινισμού, που γνώρισε το μίσος όλων, τους κατατρεγμούς και την πολιτική εξόντωση, γιατί υπερασπίστηκε την αθωότητα του Πλουμπίδη, που ο Ζαχαριάδης έβγαλε “χαφιέ”. Γι’ αυτό ισχυρίζεται πως την καθαίρεσε νωρίς η ηγεσία του ΚΚΕ, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα την εντολή να κρατήσει μυστικό αυτό το γεγονός και να “βοηθάει τα κορίτσια”, δηλαδή τα μέλη του Γραφείου στο οποίο ήταν γραμματέας. Εκείνη πειθάρχησε, χάριν της ενότητας του κόμματος. Πώς να αντικρούσει κανείς τέτοιον εξωφρενισμό; Θα ήταν τουλάχιστον έλλειψη σοβαρότητας. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι αυτό ισχυρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ύστερα από χρόνια, επιδιώκοντας να φορτώσει τις ευθύνες της σε άλλους, ενώ εκείνη εμφανίζεται ως ανεύθυνη, καθαιρεμένη μυστικά. Στην πραγματικότητα, η Ελλη Παππά καθαιρέθηκε φανερά το 1957, για τα πεπραγμένα της μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Και ας υποστηρίζει πάλι στο βιβλίο ότι για άλλη μια φορά υπήρξε θύμα, διότι υπερασπίστηκε τον Πλουμπίδη. Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί την ζήσαμε στο πετσί μας. Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια. Ποια ήταν η Έλλη Παππά, όπως την γνωρίσαμε από την στιγμή που μπήκε στο προαύλιο της φυλακής στις 29 Ιουλίου 1951;
Από τη ζωή στη φυλακή
Ήταν η Έλλη Ιωαννίδου, μια μικρόσωμη τριαντάχρονη γυναίκα, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη -γέννησε στις 23 Αυγούστου-, παντρεμένη με τον Ηλία Ιωαννίδη, στέλεχος του ΚΚΕ , που μετά την ήττα στον εμφύλιο βρισκόταν σε κάποια από τις τότε λαϊκές δημοκρατίες. Μεσαίο στέλεχος η ίδια, στον τομέα της διαφώτισης από τις αρχές του 1945, ήταν επικεφαλής ενός φροντιστηρίου που δίδασκε μαρξιστικά μαθήματα σε μεσαία και κατώτερα στελέχη.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν τότε υπό αμφισβήτηση. Το αντίθετο μάλιστα. Επέμενε πολλές φορές να μας τα υπενθυμίζει φορτικά, ενοχλητικά. Αυτά βέβαια μόνο για μερικούς μήνες. Ύστερα θα τα ξεχάσει ολότελα και θα απαιτήσει από μας να κάνουμε το ίδιο, να τα σβήσουμε.
Η Ελλη Παππά για πέντε περίπου μήνες, το 1950, υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη που ήταν παράνομοι. Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί είχε μωρό παιδί.
Τον δεσμό της με τον Μπελογιάννη, που εμείς μάθαμε δύο ημέρες μετά την εκτέλεσή του, θα τον χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση για την προβολή της, τους μύθους της και την ανέλιξή της, προκλητικά, προσβλητικά, ακόμα και για εκείνον.
Από τα μέσα του 1949, γραμματέας της Ομάδας της φυλακής ήταν η Καίτη Ζεύγου, τριανταπεντάχρονη τότε δασκάλα, παλιά αγωνίστρια καταδικασμένη δύο φορές σε θάνατο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, μία από τις πέντε εθνοσυμβούλους – βουλευτίνες της κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, στην Κατοχή.
Τη θυμόμαστε με αγάπη. Μαζί της είχαμε πάρει μια ανάσα, αλλά τα καλά κρατούν λίγο. Αργά, μεθοδικά, όπως περιγράφει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στο βιβλίο της, η ΄Ελλη Παππά, με κτυπήματα κάτω από τη μέση, θα οδηγήσει την Ζεύγου στην απομόνωση, με την ρετσινιά του χαφιέ , όπως και τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, παλιά κομμουνίστρια.
Λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, η Έλλη Παππά διορίζεται, από την έξω οργάνωση, γραμματέας του Γραφείου της ομάδας των κρατουμένων. Δική της απόφαση ήταν η οργάνωση επίσημου μνημόσυνου κάθε χρόνο, στην επέτειο της εκτέλεσης του Μπελογιάννη. Και οι άλλοι νεκροί;
Στο τέλος του 1950, στη φυλακή, ήμασταν 760 κρατούμενες, ανάμεσά μας 120 μελλοθάνατες και 30 παιδάκια μέχρι τριών χρονών. Πόσοι ήταν οι νεκροί μας; 30 στον πόλεμο της Αλβανίας, 50 στην Κατοχή, 150 στον Εμφύλιο. Τι αναλογούσε σε όσες είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους; Από ένα μέχρι έντεκα θύματα. Τόσοι ήταν οι εκτελεσμένοι της Βασιλικής Κουσάντρα, που έμεινε ολομόναχη. Και δεν ήταν η μόνη.
«Αναποδογυρίζει τα γεγονότα…»
Ως γραμματέας του Γραφείου της ομάδας γυναικών, η Ελλη Παππά οργάνωσε άμιλλες, πλάνα, καθιέρωσε διακρίσεις , βραβεία Άλμπατρος (πουλί της καταιγίδας) όπως ονόμασε ο Ζαχαριάδης τον Μπελογιάννη. Η ίδια έγραψε στίχους που έγιναν τραγούδι και το τραγουδούσαν οι κρατούμενες. Να και η τελευταία του στροφή:
“Κάθε βόλι το κάνουμε τραγούδι
κι απ’ τη σκλαβιά μας βλασταίνει ο ανθός
της νιάς ζωής που στεριώνουν και θα χτίζουν
λεβέντρες που ζήσανε σαν Αλμπατρος”.
“Λεβέντρες” ήμασταν εμείς οι κρατούμενες, τέσσερα χρόνια μετά τη συντριπτική ήττα, που κάναμε κάθε βόλι τραγούδι. Όλα αυτά και άλλα πολλά ανεκδιήγητα, τα καυτηριάζει στο βιβλίο της και τα φορτώνει στα μέλη του Γραφείου της, τα οποία κατονομάζει και κατηγορεί δριμύτατα.
Αναζητούσε παντού φραξιονίστριες, αντιηγετικές, ύποπτες, όργανα της ασφάλειας, οργανωμένα δίκτυα που δρούσαν μέσα στη φυλακή και έξω στις οργανώσεις, και σε ένα επισκεπτήριο ζήτησε από τον Βασίλη Ευφραιμίδη, βουλευτή της ΕΔΑ, κοινή δράση για τον εντοπισμό κάποιου κυκλώματος (σελ 131). Φυσικά εκείνος την αγνόησε και εκείνη τον μίσησε.
Στην ιστορία της, που χρόνια χτίζει πετραδάκι-πετραδάκι, αναποδογυρίζει γεγονότα, γράφει άσχετα παραμύθια, ρίχνει την ευθύνη της σε άλλους και ό,τι δεν μπορεί να βολέψει, το εξαφανίζει, όπως την συγκρατούμενή μας Γλυκερία Παγουλάτου, που δεν θα την συναντήσουμε πουθενά στις σελίδες του βιβλίου. Της είχε αναθέσει να ανακαλύψει κάποιες ύποπτες για χαφιεδισμό και όταν η Γλυκερία τής δήλωσε ότι δεν βρήκε πουθενά ύποπτες και θα σταματήσει να ψάχνει, της επέβαλε την ποινή της σιωπής. Έτσι, εβδομάδες ολόκληρες κυκλοφορούσε μουγγή, συνοδεία δύο “μπάτσων” της επαγρύπνησης, ώσπου κόντεψε να χάσει και τη φωνή της και το μυαλό της.
Δεν θα συναντήσουμε ούτε τη Φαιναρέτη Κοκκόλη, να παίρνει μόνη της το φαγητό της, να τρώει μόνη της εκτός παρέας -στη φυλακή η παρέα σου είναι η οικογένειά σου- έρημη, αποσυνάγωγη.
Άφαντες και η Ντίνα, η Ελευθερία, η Ουρανία, η Κατίνα, η Ολυμπία και τόσες άλλες, θύματα όλες της χαφιεδολαγνείας και της μανίας της για πλήρη ισοπέδωση.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Όλα αυτά, οι κρατούμενες τα δεχόντουσαν βουβά, υποτακτικά και αδιαμαρτύρητα; Όχι βέβαια. Υπήρχαν μάλιστα φορές που η φυλακή τραντάχτηκε συθέμελα, αντιδρώντας στον παραλογισμό και την καταπίεση. Αυτά τα ελάχιστα για την Ιστορία, που κανένας δεν έχει δικαίωμα να παραχαράζει».
Τι λέει η κόρη του Νίκου Ακριτίδη
-Μένουμε στην «Αυγή». Σε κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, την ίδια περίοδο με το προηγούμενο, δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα της κόρης του Νίκου Ακριτίδη, Ντόρας Ακριτίδη- Haubold:
«Το βιβλίο της Έλλης Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», στο οποίο περιγράφονται γεγονότα και καταστάσεις μετά τον εμφύλιο στη χώρα μας, μου προκάλεσε τον θαυμασμό για τη γενναιότητα και την αντοχή της γενιάς της Αντίστασης, της παρανομίας, των φυλακών και των στρατοδικείων. Η Έλλη Παππά, με θάρρος και ψυχραιμία, αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις στη ζωή της, μέχρι την απειλή της εκτέλεσης. Για την πίστη της στις αρχές και την αγωνιστική της δράση οφείλω τιμή και σεβασμό.
Στο βιβλίο της μάς παρουσιάζει την προσωπική ερμηνεία των πραγμάτων και προσώπων, περιγράφοντας δεδομένα και υποθέσεις -απόψεις. Το γεγονός, όμως, ότι αυτά λέγονται μετά από 60 χρόνια, όταν όλοι σχεδόν οι αναφερόμενοι στο βιβλίο έχουν πεθάνει και δεν μπορούν πια να διευκρινίσουν, να επιβεβαιώσουν ή και να διαψεύσουν τη δική της άποψη, αυτό αμφισβητεί την εντιμότητα του βιβλίου.
Και με τον όρο να εκδοθούν τα κείμενα μετά θάνατον απέφυγε και την αντιπαράθεση με τους λίγους, που έχουν απομείνει, ώστε να μην έχουν τώρα σε ποιον να απευθυνθούν με τις αντιρρήσεις τους. Αυτό το θεωρώ απαράδεκτο και άδικο προς τους συναγωνιστές της και ενώ κάνει κριτική για τη χαφιεδολογία και λασπολογία, που χρησιμοποίησε το κόμμα προς τους αγωνιστές του, η ίδια κάνει το ίδιο (μη δίνοντας σε κανέναν την ευκαιρία διευκρίνισης των περιστατικών εκείνης της εποχής).
Ο πατέρας μου Νίκος Ακριτίδης πέθανε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1972. Η υπόθεση, που αναφέρει στο βιβλίο της στηρίζεται στα λόγια του αστυνόμου Κροντήρη, «από τους πιο μαύρους αρχιχαφιέδες», όπως η ίδια τον αποκαλεί (βλ. σ. 274), «ότι πιάστηκε» ο Ακριτίδης.
Επειδή, όμως, ο Ακριτίδης δεν φάνηκε στην απομόνωση και ο αστυνόμος διέψευσε τα λόγια του, η Παππά έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Ακριτίδης έσπασε και έγινε χαφιές! Τόσο εύκολα, χωρίς καμιά άλλη ένδειξη, του έβαλε τη στάμπα του χαφιέ.
Γιατί όμως δεν σκέφτηκε το πιο απλό, ότι ο Ακριτίδης ειδοποιήθηκε από τον κομματικό μηχανισμό να φυλαχτεί; Γιατί δεν σκέφτηκε ότι η ασφάλεια χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της υπόνοιας για να φοβίσει τους κρατούμενους: «πες τα μας όλα, γιατί ο σύντροφός σου μας τα μαρτύρησε».
Είναι τραγικό και λυπηρό βασιζόμενη στην κουβέντα ενός αστυνόμου, να επιμένει στην κατηγορία εναντίον ενός συναγωνιστή της, που δεν μπορεί να διευκρινίσει το συμβάν και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρ’ όλο μου τον σεβασμό προς την ιστορία της ζωής της Έλλης Παππά, δεν έχει κανένα δικαίωμα να στήνει άδικες κατηγορίες υποτιμώντας τη δράση και το ήθος ενός αγωνιστή.
«Ποτέ δεν φαντάστηκα…»
Επειδή στο βιβλίο της αναρωτιέται πώς αντιμετώπισε το κόμμα την περίπτωση Ακριτίδη (βλ. σ. 18), θέλω να συμπληρώσω ότι το κόμμα εκτίμησε τη δράση του Ακριτίδη στην παρανομία με την ανάδειξή του σε αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα χρειαστεί να υπερασπιστώ την τιμή του πατέρα μου, που σ’ όλη του τη ζωή ήταν ένας συνεπής αγωνιστής.
Τον έζησα σαν έναν άνθρωπο τίμιο, δραστήριο, σεμνό, με το χιούμορ του, με βαθιά πίστη στην ανάγκη του αγώνα.
Απευθύνομαι σε όλους όσοι γνώρισαν τον σύντροφο και άνθρωπο Ακριτίδη, στους παλιούς ΕΠΟΝίτες, στους μαχητές των βουνών και τους αγωνιστές της παρανομίας, στους πολιτικούς πρόσφυγες, στους πρώην φοιτητές και τα μέλη των οργανώσεων της Ευρώπης, να απορρίψουν τη ρετσινιά της Έλλης Παππά και να θυμούνται τον Ακριτίδη όπως ήταν: καθαρός, ορθός, γελαστός, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, αφιερωμένος στον αγώνα για μια δίκαιη ανθρώπινη κοινωνία. Αυτή η αφοσίωση και η τόλμη των ανώνυμων και γνωστών αγωνιστών αποτελούν κίνητρο και ενθάρρυνση στον συνεχή σκληρό αγώνα του 21ου αιώνα».
Υπόθεση Καραγιώργη
-Στην «Καθημερινή» της 24ης Οκτωβρίου 2010 και με τίτλο «Εξ αφορμής» δημοσιεύθηκε κείμενο της παλαίμαχης αγωνίστριας του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς Μαρίας Καραγιώργη-Γυφτοδήμου.
Το κείμενο αυτό ήταν παράρτημα του βιβλίου «Κώστας Καραγιώργης (1905-1955), ο άνθρωπος, ο κομμουνιστής, ο δημοσιογράφος, ο αγωνιστής, το εξιλαστήριο θύμα» Ένα βιβλίο με σκληρές επιθέσεις κατά του Νίκου Ζαχαριάδη και της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη μεταχείριση που επιφύλαξαν στον άνδρα της που έγραψε η Καραγιώργη μαζί με την Κατερίνα Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου. Με το κείμενο αυτό η Μαρία Καραγιώργη απαντά στο βιβλίο της Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», το οποίο κυκλοφόρησε όταν το δικό της βρισκόταν στο τυπογραφείο. Η Καραγιώργη επισημαίνει «λάθη που έγιναν ή από κακή πληροφόρηση ή στόχευαν στην ενοχοποίηση του Καραγιώργη», όπως υποστηρίζει.
Στο κείμενό της η Μαρία Καραγιώργη αναφέρει τα εξής:
«Συμμερίζομαι τον πόνο και την πίκρα της Ελλης Παππά για τον άδικο χαμό του συντρόφου της Νίκου Μπελογιάννη. Είναι αναμενόμενο σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο με προσωπικά βιώματα να υπεισέρχονται λάθη ή και άδικες κρίσεις. ΄Ηδη άλλοι έχουν επισημάνει την τάση της Ελλης Παππά να κάνει αυτό το οποίο καταλογίζει στο Κόμμα: να βγάζει πολλούς ανθρώπους χαφιέδες και προδότες – χωρίς στοιχεία.
Εγώ θέλω να σταθώ σε τρία σημεία όπου αναφέρεται στον Καραγιώργη, διαστρεβλώνοντας τελείως την αλήθεια.
Στη σελίδα 60 γράφει: «Ηταν στην Κατοχή, όταν είχε κατέβει ο Καραγιώργης στο Μωριά» και στη συνέχεια αναφέρει ότι ανέκρινε και υπέβαλε σε βασανιστήρια την αρραβωνιαστικιά του Μπελογιάννη. Ουδέποτε όμως πήγε ο Καραγιώργης στην Πελοπόννησο. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έμεινε αυστηρά στη Θεσσαλία.
Στην ίδια σελίδα αναφέρεται στη διαγραφή της Διδώς Σωτηρίου (σ.σ. η γνωστή συγγραφέας αδελφή της Έλλης Παππά), αποδίδοντάς την στον Καραγιώργη. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραγιώργης δεν είχε σχέση με τη διαγραφή. Ήταν μεν διευθυντής του Ριζοσπάστη, όπου δούλευε και η Διδώ Σωτηρίου, αλλά οργανωτικά ανήκε στην ΚΟΒ Αθήνας, οπότε δεν είχε λόγο στην κομματική οργάνωση του Ριζοσπάστη, η οποία και διέγραψε τη Διδώ.
Τέλος, στη σελίδα 61, αναφέρεται στον θάνατο του Διαμαντή, τον οποίο επίσης αποδίδει στον Καραγιώργη. Ο Καραγιώργης όμως τότε δεν ήταν διοικητής του ΚΓΑΝΕ (ήταν ο Κώστας Κολιγιάννης) το οποίο έστειλε τον Διαμαντή πίσω στη Στερεά. Ο Καραγιώργης δεν ήταν καν στη Θεσσαλία τότε (μιλάμε τώρα για τον Εμφύλιο, βέβαια) όπου υποτίθεται ότι συνάντησε τον Διαμαντή. ΄Ηταν στον Γράμμο. Αυτά είναι γνωστά, έχουν απαντηθεί προ πολλού. Βλέπε, ανάμεσα σε άλλα, και την «Ιστορία του Εμφυλίου» του Φοίβου Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, τον «Καπετάν Μάρκο» του Κωστή Παπακόγκου, τον «Εμφύλιο» του Κώστα Παλαιολόγου, το «Φάκελος Καραγιώργη» του Λευτέρη Μαυροειδή και πολλά άλλα.
Ακόμα και το Κόμμα αναίρεσε αυτές τις κατηγορίες με την αποκατάσταση του Καραγιώργη. Η Ελλη Παππά δυστυχώς αναπαράγει άκριτα το κατηγορητήριο που οδήγησε στην καταδίκη και τον θάνατο τον Καραγιώργη. Είναι γνωστό ότι σε αυτό το κατηγορητήριο ο Καραγιώργης κατηγορήθηκε και βρέθηκε υπεύθυνος για τα πάντα: από το ότι ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος(!) (ναι είναι και αυτό στο κατηγορητήριο) μέχρι τον θάνατο του Διαμαντή, την ήττα και την καταστροφή του κινήματος. Οταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα ήταν πολύ πρόσφατη η καταδίκη του Καραγιώργη. Ο ίδιος ο Μπελογιάννης ήταν μέλος της Ανακριτικής Επιτροπής που κατέληξε στο καταδικαστικό πόρισμα. Ηταν επομένως φυσικό, όταν συνάντησε την Ελλη Παππά, να υπερασπιστεί το έργο της Επιτροπής και να ενστερνίζεται το κατηγορητήριο στην ολότητά του. Το να το αναπαράγει, όμως, η Ελλη Παππά τόσα χρόνια μετά, όταν όλες οι κατηγορίες έχουν αποδειχθεί κατασκευασμένες και ψευδείς, μόνο λυπηρό είναι».
*Ημεροδρόμος*
Μια παραχαράκτρια και τα λόγια της :
«Όποιος ενδιαφερθεί να διαβάσει αυτό το κείμενο δεν πρέπει να πιστεύει πως θα βρει μιαν αυτοβιογραφία. Αναμφισβήτητα, όσα γράφω με αφορούν, αφορούν τη ζωή μου και τις εμπειρίες μου, αλλά περιορίζομαι αυστηρά (όσο μπορούσα και όσο μπόρεσα) σε μια κατηγορία εμπειριών: σε όσες αφορούσαν τη θέση μου στο ΚΚΕ και τις περιπέτειες της αμοιβαίας σχέσης μας. (…) Σ’ αυτές τις εμπειρίες μου στάθηκα, αυτές προσπάθησα να δώσω στο κείμενό μου, που καταθέτω στο Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη με την ελπίδα πως σε κάτι μπορεί να χρησιμεύσει. Η αλλαγή μεθόδων λειτουργίας, λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, ο σεβασμός στους αγωνιστές είναι πλέον στοιχειώδεις ανάγκες για την Αριστερά του τόπου μας, ύστερα κι από τις σκληρές εμπειρίες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το ζήτημα είναι αν αυτές οι ανάγκες -ή οι ιστορικές αναγκαιότητες- έχουν γίνει κοινή συνείδηση σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς, ιδιαίτερα που κομμουνιστικού κινήματος. Αυτός είναι και ο λόγος που με παρακίνησε να καταθέσω τις δικές μου μαρτυρίες (για να μην πω και τα μαρτύρια) για όσα (πάντως, όχι όλα) είδα, γνώρισα, έπαθα μέσα στο κίνημα στο οποίο αφιερώσαμε τη ζωή μας -χωρίς ανταλλάγματα και «εξαργυρώσεις’’ Έλλη Παππά, Αθήνα, 27.12.1995».
Αυτά από την Έλλη Παππά. Ας δούμε τώρα ορισμένες μαρτυρίες ή κριτικές που δημοσιεύθηκαν μετά την έκδοση του βιβλίου.
Μαρτυρίες και κριτικές - Από τις φυλακές Αβέρωφ
-Ξεκινάμε από της «Αυγή» της 23ης Ιανουαρίου του 2011. Στο φύλλο αυτό δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα γυναικών που ήταν συγκρατούμενες της Παππά στις φυλακές Αβέρωφ, μετά την καταδίκη της από το Στρατοδικείο (Αθηνά Βασίλα Ματράγκα, Κατίνα Βασιλιά Σαπουντζή, Βαγγελιώ Γεωργαντά Φραντζεσκάκη, Αντιγόνη Δαμιανάκου, Ελένη ΚυβέλουΚαμουλάκου, Μαίρη Μπίκια Αρώνη, Ουρανία Νιζαμίδου, Ολυμπία Παπαδοπούλου Βασιλάκου, Αργυρώ Σεφερλή):
«Δεν θα ασχολούμασταν με το βιβλίο της Έλλης Παππά, αν δεν συνέβαινε να αναφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε γεγονότα της δεκαετίας του 1950, μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Η συγγραφέας του βιβλίου έχοντας δεσμεύσει το Μουσείο Μπενάκη να το εκδώσει έξι μήνες μετά τον θάνατό της, καταδικάζει τελεσίδικα αγωνιστές στον πιο ατιμωτικό θάνατο, εκείνο του χαφιέ. Σε κανέναν δεν θα υποχρεωθεί να δώσει απάντηση, έχοντας αποκλειστικά εκείνη τον λόγο ή μάλλον τον μονόλογο μέσα από το βιβλίο της. Η συγγραφέας παραχαράσσει την Ιστορία. Εμφανίζεται ως θύμα του σταλινισμού, που γνώρισε το μίσος όλων, τους κατατρεγμούς και την πολιτική εξόντωση, γιατί υπερασπίστηκε την αθωότητα του Πλουμπίδη, που ο Ζαχαριάδης έβγαλε “χαφιέ”. Γι’ αυτό ισχυρίζεται πως την καθαίρεσε νωρίς η ηγεσία του ΚΚΕ, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα την εντολή να κρατήσει μυστικό αυτό το γεγονός και να “βοηθάει τα κορίτσια”, δηλαδή τα μέλη του Γραφείου στο οποίο ήταν γραμματέας. Εκείνη πειθάρχησε, χάριν της ενότητας του κόμματος. Πώς να αντικρούσει κανείς τέτοιον εξωφρενισμό; Θα ήταν τουλάχιστον έλλειψη σοβαρότητας. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι αυτό ισχυρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ύστερα από χρόνια, επιδιώκοντας να φορτώσει τις ευθύνες της σε άλλους, ενώ εκείνη εμφανίζεται ως ανεύθυνη, καθαιρεμένη μυστικά. Στην πραγματικότητα, η Ελλη Παππά καθαιρέθηκε φανερά το 1957, για τα πεπραγμένα της μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Και ας υποστηρίζει πάλι στο βιβλίο ότι για άλλη μια φορά υπήρξε θύμα, διότι υπερασπίστηκε τον Πλουμπίδη. Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί την ζήσαμε στο πετσί μας. Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια. Ποια ήταν η Έλλη Παππά, όπως την γνωρίσαμε από την στιγμή που μπήκε στο προαύλιο της φυλακής στις 29 Ιουλίου 1951;
Από τη ζωή στη φυλακή
Ήταν η Έλλη Ιωαννίδου, μια μικρόσωμη τριαντάχρονη γυναίκα, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη -γέννησε στις 23 Αυγούστου-, παντρεμένη με τον Ηλία Ιωαννίδη, στέλεχος του ΚΚΕ , που μετά την ήττα στον εμφύλιο βρισκόταν σε κάποια από τις τότε λαϊκές δημοκρατίες. Μεσαίο στέλεχος η ίδια, στον τομέα της διαφώτισης από τις αρχές του 1945, ήταν επικεφαλής ενός φροντιστηρίου που δίδασκε μαρξιστικά μαθήματα σε μεσαία και κατώτερα στελέχη.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν τότε υπό αμφισβήτηση. Το αντίθετο μάλιστα. Επέμενε πολλές φορές να μας τα υπενθυμίζει φορτικά, ενοχλητικά. Αυτά βέβαια μόνο για μερικούς μήνες. Ύστερα θα τα ξεχάσει ολότελα και θα απαιτήσει από μας να κάνουμε το ίδιο, να τα σβήσουμε.
Η Ελλη Παππά για πέντε περίπου μήνες, το 1950, υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη που ήταν παράνομοι. Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί είχε μωρό παιδί.
Τον δεσμό της με τον Μπελογιάννη, που εμείς μάθαμε δύο ημέρες μετά την εκτέλεσή του, θα τον χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση για την προβολή της, τους μύθους της και την ανέλιξή της, προκλητικά, προσβλητικά, ακόμα και για εκείνον.
Από τα μέσα του 1949, γραμματέας της Ομάδας της φυλακής ήταν η Καίτη Ζεύγου, τριανταπεντάχρονη τότε δασκάλα, παλιά αγωνίστρια καταδικασμένη δύο φορές σε θάνατο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, μία από τις πέντε εθνοσυμβούλους – βουλευτίνες της κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, στην Κατοχή.
Τη θυμόμαστε με αγάπη. Μαζί της είχαμε πάρει μια ανάσα, αλλά τα καλά κρατούν λίγο. Αργά, μεθοδικά, όπως περιγράφει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στο βιβλίο της, η ΄Ελλη Παππά, με κτυπήματα κάτω από τη μέση, θα οδηγήσει την Ζεύγου στην απομόνωση, με την ρετσινιά του χαφιέ , όπως και τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, παλιά κομμουνίστρια.
Λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, η Έλλη Παππά διορίζεται, από την έξω οργάνωση, γραμματέας του Γραφείου της ομάδας των κρατουμένων. Δική της απόφαση ήταν η οργάνωση επίσημου μνημόσυνου κάθε χρόνο, στην επέτειο της εκτέλεσης του Μπελογιάννη. Και οι άλλοι νεκροί;
Στο τέλος του 1950, στη φυλακή, ήμασταν 760 κρατούμενες, ανάμεσά μας 120 μελλοθάνατες και 30 παιδάκια μέχρι τριών χρονών. Πόσοι ήταν οι νεκροί μας; 30 στον πόλεμο της Αλβανίας, 50 στην Κατοχή, 150 στον Εμφύλιο. Τι αναλογούσε σε όσες είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους; Από ένα μέχρι έντεκα θύματα. Τόσοι ήταν οι εκτελεσμένοι της Βασιλικής Κουσάντρα, που έμεινε ολομόναχη. Και δεν ήταν η μόνη.
«Αναποδογυρίζει τα γεγονότα…»
Ως γραμματέας του Γραφείου της ομάδας γυναικών, η Ελλη Παππά οργάνωσε άμιλλες, πλάνα, καθιέρωσε διακρίσεις , βραβεία Άλμπατρος (πουλί της καταιγίδας) όπως ονόμασε ο Ζαχαριάδης τον Μπελογιάννη. Η ίδια έγραψε στίχους που έγιναν τραγούδι και το τραγουδούσαν οι κρατούμενες. Να και η τελευταία του στροφή:
“Κάθε βόλι το κάνουμε τραγούδι
κι απ’ τη σκλαβιά μας βλασταίνει ο ανθός
της νιάς ζωής που στεριώνουν και θα χτίζουν
λεβέντρες που ζήσανε σαν Αλμπατρος”.
“Λεβέντρες” ήμασταν εμείς οι κρατούμενες, τέσσερα χρόνια μετά τη συντριπτική ήττα, που κάναμε κάθε βόλι τραγούδι. Όλα αυτά και άλλα πολλά ανεκδιήγητα, τα καυτηριάζει στο βιβλίο της και τα φορτώνει στα μέλη του Γραφείου της, τα οποία κατονομάζει και κατηγορεί δριμύτατα.
Αναζητούσε παντού φραξιονίστριες, αντιηγετικές, ύποπτες, όργανα της ασφάλειας, οργανωμένα δίκτυα που δρούσαν μέσα στη φυλακή και έξω στις οργανώσεις, και σε ένα επισκεπτήριο ζήτησε από τον Βασίλη Ευφραιμίδη, βουλευτή της ΕΔΑ, κοινή δράση για τον εντοπισμό κάποιου κυκλώματος (σελ 131). Φυσικά εκείνος την αγνόησε και εκείνη τον μίσησε.
Στην ιστορία της, που χρόνια χτίζει πετραδάκι-πετραδάκι, αναποδογυρίζει γεγονότα, γράφει άσχετα παραμύθια, ρίχνει την ευθύνη της σε άλλους και ό,τι δεν μπορεί να βολέψει, το εξαφανίζει, όπως την συγκρατούμενή μας Γλυκερία Παγουλάτου, που δεν θα την συναντήσουμε πουθενά στις σελίδες του βιβλίου. Της είχε αναθέσει να ανακαλύψει κάποιες ύποπτες για χαφιεδισμό και όταν η Γλυκερία τής δήλωσε ότι δεν βρήκε πουθενά ύποπτες και θα σταματήσει να ψάχνει, της επέβαλε την ποινή της σιωπής. Έτσι, εβδομάδες ολόκληρες κυκλοφορούσε μουγγή, συνοδεία δύο “μπάτσων” της επαγρύπνησης, ώσπου κόντεψε να χάσει και τη φωνή της και το μυαλό της.
Δεν θα συναντήσουμε ούτε τη Φαιναρέτη Κοκκόλη, να παίρνει μόνη της το φαγητό της, να τρώει μόνη της εκτός παρέας -στη φυλακή η παρέα σου είναι η οικογένειά σου- έρημη, αποσυνάγωγη.
Άφαντες και η Ντίνα, η Ελευθερία, η Ουρανία, η Κατίνα, η Ολυμπία και τόσες άλλες, θύματα όλες της χαφιεδολαγνείας και της μανίας της για πλήρη ισοπέδωση.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Όλα αυτά, οι κρατούμενες τα δεχόντουσαν βουβά, υποτακτικά και αδιαμαρτύρητα; Όχι βέβαια. Υπήρχαν μάλιστα φορές που η φυλακή τραντάχτηκε συθέμελα, αντιδρώντας στον παραλογισμό και την καταπίεση. Αυτά τα ελάχιστα για την Ιστορία, που κανένας δεν έχει δικαίωμα να παραχαράζει».
Τι λέει η κόρη του Νίκου Ακριτίδη
-Μένουμε στην «Αυγή». Σε κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, την ίδια περίοδο με το προηγούμενο, δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα της κόρης του Νίκου Ακριτίδη, Ντόρας Ακριτίδη- Haubold:
«Το βιβλίο της Έλλης Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», στο οποίο περιγράφονται γεγονότα και καταστάσεις μετά τον εμφύλιο στη χώρα μας, μου προκάλεσε τον θαυμασμό για τη γενναιότητα και την αντοχή της γενιάς της Αντίστασης, της παρανομίας, των φυλακών και των στρατοδικείων. Η Έλλη Παππά, με θάρρος και ψυχραιμία, αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις στη ζωή της, μέχρι την απειλή της εκτέλεσης. Για την πίστη της στις αρχές και την αγωνιστική της δράση οφείλω τιμή και σεβασμό.
Στο βιβλίο της μάς παρουσιάζει την προσωπική ερμηνεία των πραγμάτων και προσώπων, περιγράφοντας δεδομένα και υποθέσεις -απόψεις. Το γεγονός, όμως, ότι αυτά λέγονται μετά από 60 χρόνια, όταν όλοι σχεδόν οι αναφερόμενοι στο βιβλίο έχουν πεθάνει και δεν μπορούν πια να διευκρινίσουν, να επιβεβαιώσουν ή και να διαψεύσουν τη δική της άποψη, αυτό αμφισβητεί την εντιμότητα του βιβλίου.
Και με τον όρο να εκδοθούν τα κείμενα μετά θάνατον απέφυγε και την αντιπαράθεση με τους λίγους, που έχουν απομείνει, ώστε να μην έχουν τώρα σε ποιον να απευθυνθούν με τις αντιρρήσεις τους. Αυτό το θεωρώ απαράδεκτο και άδικο προς τους συναγωνιστές της και ενώ κάνει κριτική για τη χαφιεδολογία και λασπολογία, που χρησιμοποίησε το κόμμα προς τους αγωνιστές του, η ίδια κάνει το ίδιο (μη δίνοντας σε κανέναν την ευκαιρία διευκρίνισης των περιστατικών εκείνης της εποχής).
Ο πατέρας μου Νίκος Ακριτίδης πέθανε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1972. Η υπόθεση, που αναφέρει στο βιβλίο της στηρίζεται στα λόγια του αστυνόμου Κροντήρη, «από τους πιο μαύρους αρχιχαφιέδες», όπως η ίδια τον αποκαλεί (βλ. σ. 274), «ότι πιάστηκε» ο Ακριτίδης.
Επειδή, όμως, ο Ακριτίδης δεν φάνηκε στην απομόνωση και ο αστυνόμος διέψευσε τα λόγια του, η Παππά έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Ακριτίδης έσπασε και έγινε χαφιές! Τόσο εύκολα, χωρίς καμιά άλλη ένδειξη, του έβαλε τη στάμπα του χαφιέ.
Γιατί όμως δεν σκέφτηκε το πιο απλό, ότι ο Ακριτίδης ειδοποιήθηκε από τον κομματικό μηχανισμό να φυλαχτεί; Γιατί δεν σκέφτηκε ότι η ασφάλεια χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της υπόνοιας για να φοβίσει τους κρατούμενους: «πες τα μας όλα, γιατί ο σύντροφός σου μας τα μαρτύρησε».
Είναι τραγικό και λυπηρό βασιζόμενη στην κουβέντα ενός αστυνόμου, να επιμένει στην κατηγορία εναντίον ενός συναγωνιστή της, που δεν μπορεί να διευκρινίσει το συμβάν και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρ’ όλο μου τον σεβασμό προς την ιστορία της ζωής της Έλλης Παππά, δεν έχει κανένα δικαίωμα να στήνει άδικες κατηγορίες υποτιμώντας τη δράση και το ήθος ενός αγωνιστή.
«Ποτέ δεν φαντάστηκα…»
Επειδή στο βιβλίο της αναρωτιέται πώς αντιμετώπισε το κόμμα την περίπτωση Ακριτίδη (βλ. σ. 18), θέλω να συμπληρώσω ότι το κόμμα εκτίμησε τη δράση του Ακριτίδη στην παρανομία με την ανάδειξή του σε αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα χρειαστεί να υπερασπιστώ την τιμή του πατέρα μου, που σ’ όλη του τη ζωή ήταν ένας συνεπής αγωνιστής.
Τον έζησα σαν έναν άνθρωπο τίμιο, δραστήριο, σεμνό, με το χιούμορ του, με βαθιά πίστη στην ανάγκη του αγώνα.
Απευθύνομαι σε όλους όσοι γνώρισαν τον σύντροφο και άνθρωπο Ακριτίδη, στους παλιούς ΕΠΟΝίτες, στους μαχητές των βουνών και τους αγωνιστές της παρανομίας, στους πολιτικούς πρόσφυγες, στους πρώην φοιτητές και τα μέλη των οργανώσεων της Ευρώπης, να απορρίψουν τη ρετσινιά της Έλλης Παππά και να θυμούνται τον Ακριτίδη όπως ήταν: καθαρός, ορθός, γελαστός, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, αφιερωμένος στον αγώνα για μια δίκαιη ανθρώπινη κοινωνία. Αυτή η αφοσίωση και η τόλμη των ανώνυμων και γνωστών αγωνιστών αποτελούν κίνητρο και ενθάρρυνση στον συνεχή σκληρό αγώνα του 21ου αιώνα».
Υπόθεση Καραγιώργη
-Στην «Καθημερινή» της 24ης Οκτωβρίου 2010 και με τίτλο «Εξ αφορμής» δημοσιεύθηκε κείμενο της παλαίμαχης αγωνίστριας του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς Μαρίας Καραγιώργη-Γυφτοδήμου.
Το κείμενο αυτό ήταν παράρτημα του βιβλίου «Κώστας Καραγιώργης (1905-1955), ο άνθρωπος, ο κομμουνιστής, ο δημοσιογράφος, ο αγωνιστής, το εξιλαστήριο θύμα» Ένα βιβλίο με σκληρές επιθέσεις κατά του Νίκου Ζαχαριάδη και της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη μεταχείριση που επιφύλαξαν στον άνδρα της που έγραψε η Καραγιώργη μαζί με την Κατερίνα Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου. Με το κείμενο αυτό η Μαρία Καραγιώργη απαντά στο βιβλίο της Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», το οποίο κυκλοφόρησε όταν το δικό της βρισκόταν στο τυπογραφείο. Η Καραγιώργη επισημαίνει «λάθη που έγιναν ή από κακή πληροφόρηση ή στόχευαν στην ενοχοποίηση του Καραγιώργη», όπως υποστηρίζει.
Στο κείμενό της η Μαρία Καραγιώργη αναφέρει τα εξής:
«Συμμερίζομαι τον πόνο και την πίκρα της Ελλης Παππά για τον άδικο χαμό του συντρόφου της Νίκου Μπελογιάννη. Είναι αναμενόμενο σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο με προσωπικά βιώματα να υπεισέρχονται λάθη ή και άδικες κρίσεις. ΄Ηδη άλλοι έχουν επισημάνει την τάση της Ελλης Παππά να κάνει αυτό το οποίο καταλογίζει στο Κόμμα: να βγάζει πολλούς ανθρώπους χαφιέδες και προδότες – χωρίς στοιχεία.
Εγώ θέλω να σταθώ σε τρία σημεία όπου αναφέρεται στον Καραγιώργη, διαστρεβλώνοντας τελείως την αλήθεια.
Στη σελίδα 60 γράφει: «Ηταν στην Κατοχή, όταν είχε κατέβει ο Καραγιώργης στο Μωριά» και στη συνέχεια αναφέρει ότι ανέκρινε και υπέβαλε σε βασανιστήρια την αρραβωνιαστικιά του Μπελογιάννη. Ουδέποτε όμως πήγε ο Καραγιώργης στην Πελοπόννησο. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έμεινε αυστηρά στη Θεσσαλία.
Στην ίδια σελίδα αναφέρεται στη διαγραφή της Διδώς Σωτηρίου (σ.σ. η γνωστή συγγραφέας αδελφή της Έλλης Παππά), αποδίδοντάς την στον Καραγιώργη. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραγιώργης δεν είχε σχέση με τη διαγραφή. Ήταν μεν διευθυντής του Ριζοσπάστη, όπου δούλευε και η Διδώ Σωτηρίου, αλλά οργανωτικά ανήκε στην ΚΟΒ Αθήνας, οπότε δεν είχε λόγο στην κομματική οργάνωση του Ριζοσπάστη, η οποία και διέγραψε τη Διδώ.
Τέλος, στη σελίδα 61, αναφέρεται στον θάνατο του Διαμαντή, τον οποίο επίσης αποδίδει στον Καραγιώργη. Ο Καραγιώργης όμως τότε δεν ήταν διοικητής του ΚΓΑΝΕ (ήταν ο Κώστας Κολιγιάννης) το οποίο έστειλε τον Διαμαντή πίσω στη Στερεά. Ο Καραγιώργης δεν ήταν καν στη Θεσσαλία τότε (μιλάμε τώρα για τον Εμφύλιο, βέβαια) όπου υποτίθεται ότι συνάντησε τον Διαμαντή. ΄Ηταν στον Γράμμο. Αυτά είναι γνωστά, έχουν απαντηθεί προ πολλού. Βλέπε, ανάμεσα σε άλλα, και την «Ιστορία του Εμφυλίου» του Φοίβου Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, τον «Καπετάν Μάρκο» του Κωστή Παπακόγκου, τον «Εμφύλιο» του Κώστα Παλαιολόγου, το «Φάκελος Καραγιώργη» του Λευτέρη Μαυροειδή και πολλά άλλα.
Ακόμα και το Κόμμα αναίρεσε αυτές τις κατηγορίες με την αποκατάσταση του Καραγιώργη. Η Ελλη Παππά δυστυχώς αναπαράγει άκριτα το κατηγορητήριο που οδήγησε στην καταδίκη και τον θάνατο τον Καραγιώργη. Είναι γνωστό ότι σε αυτό το κατηγορητήριο ο Καραγιώργης κατηγορήθηκε και βρέθηκε υπεύθυνος για τα πάντα: από το ότι ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος(!) (ναι είναι και αυτό στο κατηγορητήριο) μέχρι τον θάνατο του Διαμαντή, την ήττα και την καταστροφή του κινήματος. Οταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα ήταν πολύ πρόσφατη η καταδίκη του Καραγιώργη. Ο ίδιος ο Μπελογιάννης ήταν μέλος της Ανακριτικής Επιτροπής που κατέληξε στο καταδικαστικό πόρισμα. Ηταν επομένως φυσικό, όταν συνάντησε την Ελλη Παππά, να υπερασπιστεί το έργο της Επιτροπής και να ενστερνίζεται το κατηγορητήριο στην ολότητά του. Το να το αναπαράγει, όμως, η Ελλη Παππά τόσα χρόνια μετά, όταν όλες οι κατηγορίες έχουν αποδειχθεί κατασκευασμένες και ψευδείς, μόνο λυπηρό είναι».
*Ημεροδρόμος*
Μια άλλη ματιά στον Στάλιν
*από το βιβλίο του Λούντο Μάρτενς*
Μια σειρά μύθων για τον Ιωσήφ Στάλιν
*από : kokkinosfakelos.blogspot.gr*
Μια προσπάθεια να αντικρουστεί η κατασυκοφάντηση του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς "Στάλιν" αποτελεί το βιβλίο «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν» του Βέλγου κομμουνιστή Λούντο Μάρτενς. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στο Βέλγιο το 1994, ενώ στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1997 από την «Σύγχρονη Εποχή».
Αποτελεί ένα εγχείρημα να καταρριφθούν στερεότυπα και προκαταλήψεις δεκαετιών αναφορικά με τον Στάλιν και την περίοδο της ηγεσίας του στην ΕΣΣΔ, στερεότυπα και προκαταλήψεις που δεν δημιουργήθηκαν τυχαία. Δομήθηκαν και ενορχηστρώθηκαν από τα κέντρα του διεθνούς αντικομμουνισμού, στο πλαίσιο της κατασυκοφάντησης του ίδιου του σοσιαλισμού και των επιτευγμάτων του για τον άνθρωπο.
Στο άρθρο αυτό, παρουσιάζουμε την κατάρριψη ορισμένων από τους πιο συνηθισμένους μύθους γύρω από το πρόσωπό του, χρησιμοποιώντας το έργο του Μάρτενς.
Οι δίκες της Μόσχας και ο ρόλος του Τρότσκι
Στα Κεφάλαια 7 και 8 του βιβλίου, ο Μάρτενς μπαίνει σε μια αναλυτικότατη περιγραφή της περιόδου της λεγόμενης «μεγάλης εκκαθάρισης» – της αντιμετώπισης των αντεπαναστατικών στοιχείων του ΠΚΚ-(μπ) από τον Στάλιν. Οι επονομαζόμενες «δίκες της Μόσχας» αποτέλεσαν ιστορικά αφορμή αντισταλινικών μυθευμάτων. Το βιβλίο φωτίζει το ρόλο της “εσωκομματικής αντιπολίτευσης” στο ΠΚΚ-(μπ), την πάλη κατά του οπορτουνισμού σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την Σοβιετική Ένωση καθώς και τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της κλίκας των Ζινόβιεφ-Κάμενεφ-Σμιρνόφ. Ενάντια στα μυθεύματα τροτσκιστών και ιστορικής ιστοριογραφίας, ο Μάρτενς παρουσιάζει στοιχεία που συνθέτουν το παζλ μιας προσχεδιασμένης συνωμοσίας εντός του Κόμματος: μιας συνωμοσίας «που απέβλεπε στην ανατροπή της μπολσεβίκικης ηγεσίας και στην ανάληψη της εξουσίας από ένα συρφετό οπορτουνιστών που δεν ήταν παρά υποπόδια των παλιών εκμεταλλευτριών τάξεων».
Στο πλαίσιο αυτό, αποδομείται η τροτσκιστική αντεπανάσταση και ο ρόλος της στην προσπάθεια αποσταθεροποίησης του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους. Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Μάρτενς: «Πράγματι, το 1936, για κάθε άτομο που ανέλυε με ενάργεια την ταξική πάλη σε διεθνή κλίμακα ήταν προφανές ότι ο Τρότσκι είχε ξεπέσει στο σημείο να έχει καταντήσει παιχνίδι στα χέρια των κάθε είδους αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Διακατεχόμενος από αλαζονεία, ανέλαβε έναν όλο και πιο μεγαλόπρεπο ιστορικό και πλανητικό ρόλο, στο μέτρο που η κλίκα που τον περιστοίχιζε γινόταν όλο και πιο ασήμαντη. Με όλες του τις δυνάμεις επιδίωκε ένα μόνο σκοπό: την κατάλυση του κόμματος των μπολσεβίκων, που θα επέτρεπε σ’ αυτόν και την κλίκα του να αναλάβουν την εξουσία».
Ο συγγραφέας περιλαμβάνει μια σειρά από γραπτά του ίδιου του Τρότσκι από τα οποία προκύπτουν τα εξής:
1. Η απροκάλυπτη πολεμική του Τρότσκι απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα,
2. η αντιφατικότητα της θεωρίας του για το θέμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα,
3. η έμμεση προώθηση εκ μέρους του της ατομικής τρομοκρατίας και των συνωμοσιών ενάντια στην σοβιετική ηγεσία,
4. ο ρόλος του τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν καλούσε τον Κόκκινο Στρατό σε πραξικόπημα λίγο πριν την επίθεση των χιτλερικών στρατευμάτων.
Στην αστική ιστοριογραφία, η περίοδος των «εκκαθαρίσεων» στο ΠΚΚ και οι δίκες της Μόσχας παρουσιάζονται συνήθως ως «όργιο σταλινικών διώξεων» και «στημένων δικαστηρίων». Στο βιβλίο του Μάρτενς τα αδιάψευστα ιστορικά στοιχεία και η ενδελεχής έρευνα αρχειακού υλικού που αφορά την εποχή εκείνη μαρτυρούν πως η τότε σοβιετική ηγεσία είχε βάσιμους λόγους να προστατεύσει τόσο το Κόμμα των μπολσεβίκων όσο και την ίδια την Σοβιετική Ένωση από τις συνωμοσίες αντεπαναστατικών-αντικομματικών στοιχείων.
Ο ίδιος ο Νικολάι Μπουχάριν, κορυφαίο στέλεχος του ΠΚΚ που δικάστηκε εκτελέσθηκε το 1938, είπε προς το τέλος της απολογίας του τα εξής:
«Εδώ υπάρχει μια μύχια ήττα των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Και πρέπει να είσαι Τρότσκι για να μην καταθέτεις τα όπλα. Καθήκον μου είναι να δείξω εδώ ότι, μέσα στα πλαίσια των δυνάμεων που διαμόρφωσαν την αντεπαναστατική τακτική, ο Τρότσκι ήταν η βασική κινητήρια μηχανή του κινήματος. Και οι βίαιες θέσεις- η τρομοκρατία, η κατασκοπεία, ο διαμελισμός της ΕΣΣΔ, η δολιοφθορά- προέρχονταν κατά κύριο λόγο από αυτήν την πηγή. Μπορώ να υποθέσω εκ των προτέρων ότι ο Τρότσκι και οι άλλοι συνεργοί μου στα εγκλήματα αυτά, καθώς και η Β’ Διεθνής […] θα θελήσουν να μας υπερασπιστούν, κυρίως εμένα. Αποποιούμαι την υπεράσπιση αυτή, αφού στέκομαι γονατιστός μπροστά στη χώρα, μπροστά στο Κόμμα, μπροστά σε ολόκληρο το λαό».
Φυσικά, τα παραπάνω ερμηνεύονται, ως προϊόντα ψυχολογικών βασανιστηρίων που υπέστη ο Μπουχάριν, εκ μέρους των αντικομμουνιστών μελετητών. Εικασία που βασίζουν, στο απόλυτο τίποτα...
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα Τζόζεφ Ντέιβις, σημείωνε τον Ιούλη του 1937: «Τα πιο σοβαρά πνεύματα δείχνουν τα πιστεύουν ότι κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν σε εξέλιξη μια συνωμοσία με στόχο ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, μια συνωμοσία που στρεφόταν όχι τόσο εναντίον του Στάλιν προσωπικά όσο κατά του διοικητικού συστήματος και του Κόμματος, και που ο Στάλιν τσάκισε με την ετοιμότητα του, την τόλμη του και τη συνηθισμένη του δύναμη».
Πέραν του πρέσβη Ντέιβις, στο βιβλίο περιλαμβάνονται αποσπάσματα από το έργο Origins of the Great Purges του αμερικανού καθηγητή ιστορίας Τζ. Αρτς Γκέτι (J.Arch Getty). Ένα από αυτά αναφέρει για τις «σταλινικές εκκαθαρίσεις» (σελ.287):
«Το αρχειακό υλικό δείχνει ότι η «εζόφστσινα» (η “Μεγάλη Εκκαθάριση”), πρέπει να επανεκτιμηθεί. Δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας απολιθωμένης γραφειοκρατίας που εξάλειφε αντιφρονούντες και εξόντωνε ριζοσπάστες βετεράνους επαναστάτες. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό οι εκκαθαρίσεις να ήταν ακριβώς το αντίθετο. Δεν είναι ασύμβατο με τα διαθέσιμα στοιχεία να προβληθεί το επιχείρημα ότι οι εκκαθαρίσεις ήταν μια ριζική, ακόμα και υστερική, αντίδραση κατά της γραφειοκρατίας».
Αποτελεί ένα εγχείρημα να καταρριφθούν στερεότυπα και προκαταλήψεις δεκαετιών αναφορικά με τον Στάλιν και την περίοδο της ηγεσίας του στην ΕΣΣΔ, στερεότυπα και προκαταλήψεις που δεν δημιουργήθηκαν τυχαία. Δομήθηκαν και ενορχηστρώθηκαν από τα κέντρα του διεθνούς αντικομμουνισμού, στο πλαίσιο της κατασυκοφάντησης του ίδιου του σοσιαλισμού και των επιτευγμάτων του για τον άνθρωπο.
Στο άρθρο αυτό, παρουσιάζουμε την κατάρριψη ορισμένων από τους πιο συνηθισμένους μύθους γύρω από το πρόσωπό του, χρησιμοποιώντας το έργο του Μάρτενς.
Οι δίκες της Μόσχας και ο ρόλος του Τρότσκι
Στα Κεφάλαια 7 και 8 του βιβλίου, ο Μάρτενς μπαίνει σε μια αναλυτικότατη περιγραφή της περιόδου της λεγόμενης «μεγάλης εκκαθάρισης» – της αντιμετώπισης των αντεπαναστατικών στοιχείων του ΠΚΚ-(μπ) από τον Στάλιν. Οι επονομαζόμενες «δίκες της Μόσχας» αποτέλεσαν ιστορικά αφορμή αντισταλινικών μυθευμάτων. Το βιβλίο φωτίζει το ρόλο της “εσωκομματικής αντιπολίτευσης” στο ΠΚΚ-(μπ), την πάλη κατά του οπορτουνισμού σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για την Σοβιετική Ένωση καθώς και τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της κλίκας των Ζινόβιεφ-Κάμενεφ-Σμιρνόφ. Ενάντια στα μυθεύματα τροτσκιστών και ιστορικής ιστοριογραφίας, ο Μάρτενς παρουσιάζει στοιχεία που συνθέτουν το παζλ μιας προσχεδιασμένης συνωμοσίας εντός του Κόμματος: μιας συνωμοσίας «που απέβλεπε στην ανατροπή της μπολσεβίκικης ηγεσίας και στην ανάληψη της εξουσίας από ένα συρφετό οπορτουνιστών που δεν ήταν παρά υποπόδια των παλιών εκμεταλλευτριών τάξεων».
Στο πλαίσιο αυτό, αποδομείται η τροτσκιστική αντεπανάσταση και ο ρόλος της στην προσπάθεια αποσταθεροποίησης του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους. Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Μάρτενς: «Πράγματι, το 1936, για κάθε άτομο που ανέλυε με ενάργεια την ταξική πάλη σε διεθνή κλίμακα ήταν προφανές ότι ο Τρότσκι είχε ξεπέσει στο σημείο να έχει καταντήσει παιχνίδι στα χέρια των κάθε είδους αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Διακατεχόμενος από αλαζονεία, ανέλαβε έναν όλο και πιο μεγαλόπρεπο ιστορικό και πλανητικό ρόλο, στο μέτρο που η κλίκα που τον περιστοίχιζε γινόταν όλο και πιο ασήμαντη. Με όλες του τις δυνάμεις επιδίωκε ένα μόνο σκοπό: την κατάλυση του κόμματος των μπολσεβίκων, που θα επέτρεπε σ’ αυτόν και την κλίκα του να αναλάβουν την εξουσία».
Ο συγγραφέας περιλαμβάνει μια σειρά από γραπτά του ίδιου του Τρότσκι από τα οποία προκύπτουν τα εξής:
1. Η απροκάλυπτη πολεμική του Τρότσκι απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα,
2. η αντιφατικότητα της θεωρίας του για το θέμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα,
3. η έμμεση προώθηση εκ μέρους του της ατομικής τρομοκρατίας και των συνωμοσιών ενάντια στην σοβιετική ηγεσία,
4. ο ρόλος του τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν καλούσε τον Κόκκινο Στρατό σε πραξικόπημα λίγο πριν την επίθεση των χιτλερικών στρατευμάτων.
Στην αστική ιστοριογραφία, η περίοδος των «εκκαθαρίσεων» στο ΠΚΚ και οι δίκες της Μόσχας παρουσιάζονται συνήθως ως «όργιο σταλινικών διώξεων» και «στημένων δικαστηρίων». Στο βιβλίο του Μάρτενς τα αδιάψευστα ιστορικά στοιχεία και η ενδελεχής έρευνα αρχειακού υλικού που αφορά την εποχή εκείνη μαρτυρούν πως η τότε σοβιετική ηγεσία είχε βάσιμους λόγους να προστατεύσει τόσο το Κόμμα των μπολσεβίκων όσο και την ίδια την Σοβιετική Ένωση από τις συνωμοσίες αντεπαναστατικών-αντικομματικών στοιχείων.
Ο ίδιος ο Νικολάι Μπουχάριν, κορυφαίο στέλεχος του ΠΚΚ που δικάστηκε εκτελέσθηκε το 1938, είπε προς το τέλος της απολογίας του τα εξής:
«Εδώ υπάρχει μια μύχια ήττα των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Και πρέπει να είσαι Τρότσκι για να μην καταθέτεις τα όπλα. Καθήκον μου είναι να δείξω εδώ ότι, μέσα στα πλαίσια των δυνάμεων που διαμόρφωσαν την αντεπαναστατική τακτική, ο Τρότσκι ήταν η βασική κινητήρια μηχανή του κινήματος. Και οι βίαιες θέσεις- η τρομοκρατία, η κατασκοπεία, ο διαμελισμός της ΕΣΣΔ, η δολιοφθορά- προέρχονταν κατά κύριο λόγο από αυτήν την πηγή. Μπορώ να υποθέσω εκ των προτέρων ότι ο Τρότσκι και οι άλλοι συνεργοί μου στα εγκλήματα αυτά, καθώς και η Β’ Διεθνής […] θα θελήσουν να μας υπερασπιστούν, κυρίως εμένα. Αποποιούμαι την υπεράσπιση αυτή, αφού στέκομαι γονατιστός μπροστά στη χώρα, μπροστά στο Κόμμα, μπροστά σε ολόκληρο το λαό».
Φυσικά, τα παραπάνω ερμηνεύονται, ως προϊόντα ψυχολογικών βασανιστηρίων που υπέστη ο Μπουχάριν, εκ μέρους των αντικομμουνιστών μελετητών. Εικασία που βασίζουν, στο απόλυτο τίποτα...
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα Τζόζεφ Ντέιβις, σημείωνε τον Ιούλη του 1937: «Τα πιο σοβαρά πνεύματα δείχνουν τα πιστεύουν ότι κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν σε εξέλιξη μια συνωμοσία με στόχο ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, μια συνωμοσία που στρεφόταν όχι τόσο εναντίον του Στάλιν προσωπικά όσο κατά του διοικητικού συστήματος και του Κόμματος, και που ο Στάλιν τσάκισε με την ετοιμότητα του, την τόλμη του και τη συνηθισμένη του δύναμη».
Πέραν του πρέσβη Ντέιβις, στο βιβλίο περιλαμβάνονται αποσπάσματα από το έργο Origins of the Great Purges του αμερικανού καθηγητή ιστορίας Τζ. Αρτς Γκέτι (J.Arch Getty). Ένα από αυτά αναφέρει για τις «σταλινικές εκκαθαρίσεις» (σελ.287):
«Το αρχειακό υλικό δείχνει ότι η «εζόφστσινα» (η “Μεγάλη Εκκαθάριση”), πρέπει να επανεκτιμηθεί. Δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας απολιθωμένης γραφειοκρατίας που εξάλειφε αντιφρονούντες και εξόντωνε ριζοσπάστες βετεράνους επαναστάτες. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό οι εκκαθαρίσεις να ήταν ακριβώς το αντίθετο. Δεν είναι ασύμβατο με τα διαθέσιμα στοιχεία να προβληθεί το επιχείρημα ότι οι εκκαθαρίσεις ήταν μια ριζική, ακόμα και υστερική, αντίδραση κατά της γραφειοκρατίας».
Ο «ουκρανικός λιμός»
Για τον περίφημο «ουκρανικό λιμό» και την ιμπεριαλιστική, αντισοβιετική προπαγάνδα, ο συγγραφέας πιάνει το νήμα απ’ τις ανυπόστατες διαδόσεις των Ναζί οι οποίες, τα επόμενα χρόνια, χρησιμοποιούνται στις αντικομμουνιστικές σταυροφορίες των ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου.
Επί παραδείγματι, ο Λούντο Μάρτενς αναφέρει λεπτομερώς πως ένα προπαγανδιστικό βιβλίο ενός γερμανού δόκτωρα (Έβαλτ Άμεντε) που εκδόθηκε το 1935 και έχει ως πηγές το γερμανικό ναζιστικό τύπο και διηγήσεις Ουκρανών φασιστών της εποχής, επανεκδίδεται το 1984 – εν μέσω προεδρίας Ρίγκαν – από τον καθηγητή του Χάρβαρντ Τζέιμς Μέις. Οι ψεύτικες διαδόσεις για τον «ουκρανικό λιμό» ακολουθούν μια περίεργη πορεία η οποία, σύμφωνα με την ανάλυση του Μάρτενς εμπλέκουν τόσο το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ όσο και το μεγάλο κεφάλαιο στις ΗΠΑ. Γράφει, μεταξύ άλλων, για τις σχέσεις των Ναζί με τους Αμερικανούς βαρώνους του Τύπου της δεκαετία του ’30:
«Ο πολυεκατομμυριούχος Ουίλιαμ Ράντολφ Χερστ είχε συναντήσει τον Χίτλερ στα τέλη του καλοκαιριού του 1934 για να κλείσει μαζί του μια συμφωνία που προέβλεπε ότι η Γερμανία θα αγόραζε στο εξής τις διεθνείς ειδήσεις της από την International News Service, μια εταιρία που ανήκε στον Χερστ. Την εποχή εκείνη, ο ναζιστικός τύπος είχε ήδη ξεκινήσει μια προπαγανδιστική εκστρατεία για το «λιμό στην Ουκρανία». Ο Χερστ θα συνεισφέρει στο έργο αυτό χάρη στη φαντασία του μεγάλου εξερευνητή του, του κυρίου Ουόκερ».
Σε άρθρα-υποτιθέμενα επιτόπια ρεπορτάζ- του Τόμας Ουόκερ, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Chicago American το Φλεβάρη του ’35, βασίζονται πολλές απ’ τις μετέπειτα προπαγανδιστικές πληροφορίες σχετικά με τον «ουκρανικό λιμό». Μόνο που, όπως αποδεικνύει το βιβλίο, ο Ουόκερ όχι μόνο είχε στήσει ένα κάλπικο ρεπορτάζ με ψεύτικες φωτογραφίες και παραποιημένα στοιχεία, αλλά επιπροσθέτως δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ουκρανία.
Η παραποίηση στοιχείων και ντοκουμέντων είναι, όπως αποδεικνύει στο βιβλίο του ο Μάρτενς, βασικό συστατικό της αντικομμουνιστικής, αντισταλινικής προπαγάνδας. Για παράδειγμα, το βιβλίο «Εγκληματικές πράξεις του Κρεμλίνου» που εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 από Ουκρανούς φασίστες που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, περιέχει σειρά πλαστών φωτογραφιών τις οποίες παρουσιάζει ως «ντοκουμέντα».
Ο Μάρτενς μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Στην σελίδα 155 του παραπάνω έργου υπάρχει μια φωτογραφία τεσσάρων στρατιωτών και ενός αξιωματικού που μόλις έχουν εκτελέσει κάποιους ανθρώπους. Τίτλος: «Η εκτέλεση των κουλάκων». Λεπτομέρεια: οι στρατιώτες φορούν τη στολή του τσαρικού στρατού! Έτσι, μας δείχνουν τσαρικές εκτελέσεις ως αποδεικτικά στοιχεία των «εγκλημάτων του Στάλιν»».
Στη δημιουργία του αντισταλινικού πονήματος είχαν συνεισφέρει, μεταξύ άλλων, άνθρωποι όπως ο Αλεξάντρ Χάι-Χολόφκο, διατελέσας υπουργός προπαγάνδας στην κυβέρνηση των Ουκρανών εθνικιστών του φασίστα Στεπάν Μπαντέρα, ο γνωστός Βρετανός θεωρητικός του αντικομμουνισμού Ρόμπερτ Κόνκουεστ (που μεταξύ άλλων θεωρούσε τον κομμουνισμό ως ψυχική νόσο) και ο Ανατόλ Μπιλοστερκίφσκι, πρώην αξιωματικός της ναζιστικής αστυνομίας στη Μπίλα Τσέρκβα.
Κόνκουεστ, Σολζενίτσιν και η "ακαδημαϊκή" έρευνα
Τα στοιχεία που παραθέτει ο Μάρτενς, στα οποία περιλαμβάνεται πληθώρα μη σοβιετικών, δυτικών πηγών, καταρρίπτουν μια σειρά αντικομμουνιστικών μύθων και συκοφαντιών απέναντι στον Στάλιν και την ΕΣΣΔ.
Πηγές της αντισοβιετικής μυθοπλασίας και ιστορικής διαστρέβλωσης υπηρξαν, μεταξύ άλλων, τα γραπτά προσώπων όπως ο αμερικανοβρετανός ιστορικός (και πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών) Ρόμπερτ Κόνκουεστ και ο αντιδραστικός ρώσος συγγραφέας Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Τόσο οι ακαδημαϊκές μελέτες του Κόνκουεστ όσο και τα βιβλία-«μαρτυρίες» του Σολζενίτσιν αποτέλεσαν για δεκαετίες «ευαγγέλια» της αντικομμουνιστικής, αντισοβιετικής προπαγάνδας. Να θυμήσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο Σολζενίτσιν απέκτησε ιδιαίτερη φήμη στη Δύση κυρίως λόγω των ημιαυτοβιογραφικών μυθιστορημάτων του «Αρχιπέλαγος Γκουλαγκ» και «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς».
Στο βιβλίο του, ο Μάρτενς δίνει βάρος περισσότερο στην αποδόμηση των δήθεν έγκυρων ιστορικών μελετών του Κόνκουεστ, ενώ αφιερώνει τρεις σελίδες για τον Σολζενίτσιν.
Για τον – καταδικασμένο για φιλοναζιστική προπαγάνδα το 1946 – Σολζενίτσιν ο Μάρτενς γράφει: «Ο άνθρωπος αυτός έγινε η επίσημη φωνή του 5% των τσαρικών, των αστών, των κερδοσκόπων, των κουλάκων, των προαγωγών, των μαφιόζων και των βλασοφικών που δίκαια διώχτηκαν από την σοσιαλιστική εξουσία […] Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον Σολζενίτσιν: ο άνθρωπος που θα ενσάρκωνε κατά τον καλύτερο τρόπο τα «εκατομμύρια θύματα του σταλινισμού» είναι συνεργάτης των ναζί!».
Ενώ, όμως, ο Σολζενίτσιν υπήρξε ένας διαπρεπής ακροδεξιός μυθιστοριογράφος του αντισταλινισμού, ο Ρόμπερτ Κόνκουεστ (1917-2015) ήταν ο πρωταθλητής του ακαδημαϊκού αντικομμουνισμού. Αναφερόμενος στο ζήτημα της κολλεκτιβοποίησης και του «ουκρανικού λιμού», ο Μάρτενς μας αποκαλύπτει πως μια σειρά πηγών του έγκριτου ιστορικού Κόνκουεστ υπήρξαν οι μαρτυρίες των ουκρανών ναζί της εποχής. Οι λαθροχειρίες του Κόνκουεστ, με τις οποίες πλαισιώνει τις εμβριθείς ακαδημαϊκές του μελέτες, αποτελούν ένα κράμα ανώνυμων, ανεπιβεβαίωτων μαρτυριών Ουκρανών φιλοναζί, παραχαραγμένων ντοκουμέντων και αντικομμουνιστικής παραπληροφόρησης. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου που δείχνει, αν μη τι άλλο, το ρόλο του Κόνκουεστ:
«Το Γενάρη του 1978, ο Ντέιβιντ Λέι δημοσίευσε ένα άρθρο στην Guardian του Λονδίνου, στο οποίο αποκάλυπτε ότι ο Ρόμπερτ Κόνκουεστ είχε εργαστεί στην υπηρεσία παραπληροφόρησης, επίσημα ονομαζόμενη Information Research Department (IRD) των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών. Στις αγγλικές πρεσβείες, ο υπεύθυνος του IRD έχει ως καθήκον να διαθέτει στους δημοσιογράφους και στα δημόσια πρόσωπα «παραποιημένο» υλικό. […] Με πρόταση του IRD, ο Κόνκουεστ γράφει ένα βιβλίο για τη Σοβιετική Ένωση. Το ένα τρίτο της έκδοσης αγοράστηκε από τον Πρέγκερ που συχνά δημοσιεύει και διανέμει βιβλία κατά παραγγελία της CIA. Το 1986, ο Κόνκουεστ συνέβαλε σημαντικά στην καμπάνια του Ρίγκαν για τη κινητοποίηση του Αμερικανού λαού γύρω από την ενδεχόμενη κατάληψη των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Κόκκινο Στρατό! Το βιβλίο του Κόνκουεστ τιτλοφορείται "Τι να κάνετε όταν έρθουν οι Ρώσοι: εγχειρίδιο επιβίωσης".»
Ο ίδιος αυτός σημαιοφόρος του αντικομμουνισμού θα «μαγειρέψει», όπως αποδεικνύεται, αρκετές φορές τα στατιστικά στοιχεία περί των «θυμάτων» της σταλινικής περιόδου. Το 1973, π.χ. στο βιβλίο του «Η μεγάλη τρομοκρατία» υπολογίζει των αριθμό των νεκρών κατά την κολλεκτιβοποίηση (1932-1933) σε πέντε με έξι εκατομμύρια, ενώ δέκα χρόνια αργότερα κρίνει σκόπιμο να… ανεβάσει τις «εκτιμήσεις» του στα 14 εκατομμύρια νεκρούς. Προσέξτε τα πάντα ολοστρόγγυλα νούμερα.
Εκεί που χάνεται κάθε επιστημονική εγκυρότητα για τον Κόνκουεστ είναι στον αριθμό των κρατούμενων στα λεγόμενα γκούλαγκ. Με τη νίκη της αντεπανάστασης και τη διάλυση της ΕΣΣΔ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα κρατικά αρχεία που ήρθαν στο φως γκρέμισαν τα τερατώδη μυθεύματα της αντικομμουνιστικής, αντισταλινικής προπαγάνδας. Σημειώνει, μεταξύ άλλων ο Μέρτενς: «Το 1934, ο Κόνκουεστ υπολόγισε σε 5 εκατομμύρια τους πολιτικούς κρατούμενους. Στην πραγματικότητα, ήταν μεταξύ 127.000 και 170.000 […] Στο σύνολο των κρατουμένων, οι πολιτικοί δεν ήταν παρά το 25% με 33%. Ο Κόνκουεστ απαρίθμησε κατά μέσο όρο 8 εκατομμύρια κρατούμενους στα στρατόπεδα το χρόνο. Και ο Μεντβέντιεφ (σ.σ: ρώσος αντισταλινικός ιστορικός, διετέλεσε σύμβουλος του Γκορμπατσόφ) 12 με 13 εκατομμύρια. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων διακυμάνθηκε ανάμεσα σε ένα ελάχιστο 127.000 το 1934 και ένα μέγιστο 500.000 στη διάρκεια των δύο χρόνων του πολέμου, το 1941 και 1942».
Τα γκούλαγκ, λοιπόν, αυτή η αγαπημένη λέξη των αντικομμουνιστών, φιλοξενούσαν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και πολιτικούς κρατούμενους. Παραγνωρίζοντας σκοπίμως τα ιστορικά δεδομένα της εποχής, την αντεπαναστατική δραστηριότητα εντός της ΕΣΣΔ και τη ναζιστική απειλή, οι επιστήμονες του αντισταλινισμού φόρτωσαν στις πλάτες του Στάλιν κάποια επιπλέον… εκατομμύρια κρατούμενους και νεκρούς. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική: «Τον καιρό του Στάλιν, το 1951- τη χρονιά που υπήρχε ο μεγαλύτερος αριθμός κρατουμένων στο Γκούλαγκ- υπήρχαν 1.948.158 εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, όσοι ακριβώς και επί Χρουστσώφ. Ο πραγματικός αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ήταν τότε 579.878. Οι περισσότεροι από τους “πολιτικούς” ήταν άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί: 334.538 είχαν καταδικαστεί για προδοσία».
Για τον περίφημο «ουκρανικό λιμό» και την ιμπεριαλιστική, αντισοβιετική προπαγάνδα, ο συγγραφέας πιάνει το νήμα απ’ τις ανυπόστατες διαδόσεις των Ναζί οι οποίες, τα επόμενα χρόνια, χρησιμοποιούνται στις αντικομμουνιστικές σταυροφορίες των ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου.
Επί παραδείγματι, ο Λούντο Μάρτενς αναφέρει λεπτομερώς πως ένα προπαγανδιστικό βιβλίο ενός γερμανού δόκτωρα (Έβαλτ Άμεντε) που εκδόθηκε το 1935 και έχει ως πηγές το γερμανικό ναζιστικό τύπο και διηγήσεις Ουκρανών φασιστών της εποχής, επανεκδίδεται το 1984 – εν μέσω προεδρίας Ρίγκαν – από τον καθηγητή του Χάρβαρντ Τζέιμς Μέις. Οι ψεύτικες διαδόσεις για τον «ουκρανικό λιμό» ακολουθούν μια περίεργη πορεία η οποία, σύμφωνα με την ανάλυση του Μάρτενς εμπλέκουν τόσο το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ όσο και το μεγάλο κεφάλαιο στις ΗΠΑ. Γράφει, μεταξύ άλλων, για τις σχέσεις των Ναζί με τους Αμερικανούς βαρώνους του Τύπου της δεκαετία του ’30:
«Ο πολυεκατομμυριούχος Ουίλιαμ Ράντολφ Χερστ είχε συναντήσει τον Χίτλερ στα τέλη του καλοκαιριού του 1934 για να κλείσει μαζί του μια συμφωνία που προέβλεπε ότι η Γερμανία θα αγόραζε στο εξής τις διεθνείς ειδήσεις της από την International News Service, μια εταιρία που ανήκε στον Χερστ. Την εποχή εκείνη, ο ναζιστικός τύπος είχε ήδη ξεκινήσει μια προπαγανδιστική εκστρατεία για το «λιμό στην Ουκρανία». Ο Χερστ θα συνεισφέρει στο έργο αυτό χάρη στη φαντασία του μεγάλου εξερευνητή του, του κυρίου Ουόκερ».
Σε άρθρα-υποτιθέμενα επιτόπια ρεπορτάζ- του Τόμας Ουόκερ, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Chicago American το Φλεβάρη του ’35, βασίζονται πολλές απ’ τις μετέπειτα προπαγανδιστικές πληροφορίες σχετικά με τον «ουκρανικό λιμό». Μόνο που, όπως αποδεικνύει το βιβλίο, ο Ουόκερ όχι μόνο είχε στήσει ένα κάλπικο ρεπορτάζ με ψεύτικες φωτογραφίες και παραποιημένα στοιχεία, αλλά επιπροσθέτως δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ουκρανία.
Η παραποίηση στοιχείων και ντοκουμέντων είναι, όπως αποδεικνύει στο βιβλίο του ο Μάρτενς, βασικό συστατικό της αντικομμουνιστικής, αντισταλινικής προπαγάνδας. Για παράδειγμα, το βιβλίο «Εγκληματικές πράξεις του Κρεμλίνου» που εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 από Ουκρανούς φασίστες που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, περιέχει σειρά πλαστών φωτογραφιών τις οποίες παρουσιάζει ως «ντοκουμέντα».
Ο Μάρτενς μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Στην σελίδα 155 του παραπάνω έργου υπάρχει μια φωτογραφία τεσσάρων στρατιωτών και ενός αξιωματικού που μόλις έχουν εκτελέσει κάποιους ανθρώπους. Τίτλος: «Η εκτέλεση των κουλάκων». Λεπτομέρεια: οι στρατιώτες φορούν τη στολή του τσαρικού στρατού! Έτσι, μας δείχνουν τσαρικές εκτελέσεις ως αποδεικτικά στοιχεία των «εγκλημάτων του Στάλιν»».
Στη δημιουργία του αντισταλινικού πονήματος είχαν συνεισφέρει, μεταξύ άλλων, άνθρωποι όπως ο Αλεξάντρ Χάι-Χολόφκο, διατελέσας υπουργός προπαγάνδας στην κυβέρνηση των Ουκρανών εθνικιστών του φασίστα Στεπάν Μπαντέρα, ο γνωστός Βρετανός θεωρητικός του αντικομμουνισμού Ρόμπερτ Κόνκουεστ (που μεταξύ άλλων θεωρούσε τον κομμουνισμό ως ψυχική νόσο) και ο Ανατόλ Μπιλοστερκίφσκι, πρώην αξιωματικός της ναζιστικής αστυνομίας στη Μπίλα Τσέρκβα.
Κόνκουεστ, Σολζενίτσιν και η "ακαδημαϊκή" έρευνα
Τα στοιχεία που παραθέτει ο Μάρτενς, στα οποία περιλαμβάνεται πληθώρα μη σοβιετικών, δυτικών πηγών, καταρρίπτουν μια σειρά αντικομμουνιστικών μύθων και συκοφαντιών απέναντι στον Στάλιν και την ΕΣΣΔ.
Πηγές της αντισοβιετικής μυθοπλασίας και ιστορικής διαστρέβλωσης υπηρξαν, μεταξύ άλλων, τα γραπτά προσώπων όπως ο αμερικανοβρετανός ιστορικός (και πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών) Ρόμπερτ Κόνκουεστ και ο αντιδραστικός ρώσος συγγραφέας Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Τόσο οι ακαδημαϊκές μελέτες του Κόνκουεστ όσο και τα βιβλία-«μαρτυρίες» του Σολζενίτσιν αποτέλεσαν για δεκαετίες «ευαγγέλια» της αντικομμουνιστικής, αντισοβιετικής προπαγάνδας. Να θυμήσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο Σολζενίτσιν απέκτησε ιδιαίτερη φήμη στη Δύση κυρίως λόγω των ημιαυτοβιογραφικών μυθιστορημάτων του «Αρχιπέλαγος Γκουλαγκ» και «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς».
Στο βιβλίο του, ο Μάρτενς δίνει βάρος περισσότερο στην αποδόμηση των δήθεν έγκυρων ιστορικών μελετών του Κόνκουεστ, ενώ αφιερώνει τρεις σελίδες για τον Σολζενίτσιν.
Για τον – καταδικασμένο για φιλοναζιστική προπαγάνδα το 1946 – Σολζενίτσιν ο Μάρτενς γράφει: «Ο άνθρωπος αυτός έγινε η επίσημη φωνή του 5% των τσαρικών, των αστών, των κερδοσκόπων, των κουλάκων, των προαγωγών, των μαφιόζων και των βλασοφικών που δίκαια διώχτηκαν από την σοσιαλιστική εξουσία […] Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον Σολζενίτσιν: ο άνθρωπος που θα ενσάρκωνε κατά τον καλύτερο τρόπο τα «εκατομμύρια θύματα του σταλινισμού» είναι συνεργάτης των ναζί!».
Ενώ, όμως, ο Σολζενίτσιν υπήρξε ένας διαπρεπής ακροδεξιός μυθιστοριογράφος του αντισταλινισμού, ο Ρόμπερτ Κόνκουεστ (1917-2015) ήταν ο πρωταθλητής του ακαδημαϊκού αντικομμουνισμού. Αναφερόμενος στο ζήτημα της κολλεκτιβοποίησης και του «ουκρανικού λιμού», ο Μάρτενς μας αποκαλύπτει πως μια σειρά πηγών του έγκριτου ιστορικού Κόνκουεστ υπήρξαν οι μαρτυρίες των ουκρανών ναζί της εποχής. Οι λαθροχειρίες του Κόνκουεστ, με τις οποίες πλαισιώνει τις εμβριθείς ακαδημαϊκές του μελέτες, αποτελούν ένα κράμα ανώνυμων, ανεπιβεβαίωτων μαρτυριών Ουκρανών φιλοναζί, παραχαραγμένων ντοκουμέντων και αντικομμουνιστικής παραπληροφόρησης. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου που δείχνει, αν μη τι άλλο, το ρόλο του Κόνκουεστ:
«Το Γενάρη του 1978, ο Ντέιβιντ Λέι δημοσίευσε ένα άρθρο στην Guardian του Λονδίνου, στο οποίο αποκάλυπτε ότι ο Ρόμπερτ Κόνκουεστ είχε εργαστεί στην υπηρεσία παραπληροφόρησης, επίσημα ονομαζόμενη Information Research Department (IRD) των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών. Στις αγγλικές πρεσβείες, ο υπεύθυνος του IRD έχει ως καθήκον να διαθέτει στους δημοσιογράφους και στα δημόσια πρόσωπα «παραποιημένο» υλικό. […] Με πρόταση του IRD, ο Κόνκουεστ γράφει ένα βιβλίο για τη Σοβιετική Ένωση. Το ένα τρίτο της έκδοσης αγοράστηκε από τον Πρέγκερ που συχνά δημοσιεύει και διανέμει βιβλία κατά παραγγελία της CIA. Το 1986, ο Κόνκουεστ συνέβαλε σημαντικά στην καμπάνια του Ρίγκαν για τη κινητοποίηση του Αμερικανού λαού γύρω από την ενδεχόμενη κατάληψη των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Κόκκινο Στρατό! Το βιβλίο του Κόνκουεστ τιτλοφορείται "Τι να κάνετε όταν έρθουν οι Ρώσοι: εγχειρίδιο επιβίωσης".»
Ο ίδιος αυτός σημαιοφόρος του αντικομμουνισμού θα «μαγειρέψει», όπως αποδεικνύεται, αρκετές φορές τα στατιστικά στοιχεία περί των «θυμάτων» της σταλινικής περιόδου. Το 1973, π.χ. στο βιβλίο του «Η μεγάλη τρομοκρατία» υπολογίζει των αριθμό των νεκρών κατά την κολλεκτιβοποίηση (1932-1933) σε πέντε με έξι εκατομμύρια, ενώ δέκα χρόνια αργότερα κρίνει σκόπιμο να… ανεβάσει τις «εκτιμήσεις» του στα 14 εκατομμύρια νεκρούς. Προσέξτε τα πάντα ολοστρόγγυλα νούμερα.
Εκεί που χάνεται κάθε επιστημονική εγκυρότητα για τον Κόνκουεστ είναι στον αριθμό των κρατούμενων στα λεγόμενα γκούλαγκ. Με τη νίκη της αντεπανάστασης και τη διάλυση της ΕΣΣΔ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα κρατικά αρχεία που ήρθαν στο φως γκρέμισαν τα τερατώδη μυθεύματα της αντικομμουνιστικής, αντισταλινικής προπαγάνδας. Σημειώνει, μεταξύ άλλων ο Μέρτενς: «Το 1934, ο Κόνκουεστ υπολόγισε σε 5 εκατομμύρια τους πολιτικούς κρατούμενους. Στην πραγματικότητα, ήταν μεταξύ 127.000 και 170.000 […] Στο σύνολο των κρατουμένων, οι πολιτικοί δεν ήταν παρά το 25% με 33%. Ο Κόνκουεστ απαρίθμησε κατά μέσο όρο 8 εκατομμύρια κρατούμενους στα στρατόπεδα το χρόνο. Και ο Μεντβέντιεφ (σ.σ: ρώσος αντισταλινικός ιστορικός, διετέλεσε σύμβουλος του Γκορμπατσόφ) 12 με 13 εκατομμύρια. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων διακυμάνθηκε ανάμεσα σε ένα ελάχιστο 127.000 το 1934 και ένα μέγιστο 500.000 στη διάρκεια των δύο χρόνων του πολέμου, το 1941 και 1942».
Τα γκούλαγκ, λοιπόν, αυτή η αγαπημένη λέξη των αντικομμουνιστών, φιλοξενούσαν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και πολιτικούς κρατούμενους. Παραγνωρίζοντας σκοπίμως τα ιστορικά δεδομένα της εποχής, την αντεπαναστατική δραστηριότητα εντός της ΕΣΣΔ και τη ναζιστική απειλή, οι επιστήμονες του αντισταλινισμού φόρτωσαν στις πλάτες του Στάλιν κάποια επιπλέον… εκατομμύρια κρατούμενους και νεκρούς. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική: «Τον καιρό του Στάλιν, το 1951- τη χρονιά που υπήρχε ο μεγαλύτερος αριθμός κρατουμένων στο Γκούλαγκ- υπήρχαν 1.948.158 εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, όσοι ακριβώς και επί Χρουστσώφ. Ο πραγματικός αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ήταν τότε 579.878. Οι περισσότεροι από τους “πολιτικούς” ήταν άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί: 334.538 είχαν καταδικαστεί για προδοσία».
Στάλιν η "μέτρια νοημοσύνη"
Γνωστά είναι τα μυθεύματα σχετικά με τη νοημοσύνη του Ιωσήφ Στάλιν, τα οποία προέρχονται από "έρευνες" δυτικών ακαδημαϊκών, μερικές δεκάδες χρόνια μετά το θάνατό του, στα οποία "ψυχογραφούν" τον σοβιετικό ηγέτη, αποδίδοντάς του μια μάλλον μέτρια νοημοσύνη. Ας δούμε τη λέει ο Γκεόργκι Ζούκοφ, που χρειαζόταν να υπομένει κάθε μέρα επί τέσσερα χρόνια (1941-1945) τον ανόητο αυτόν άνθρωπο:
"Ο Ι. Στάλιν δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό, αλλά προκαλούσε δυνατή εντύπωση. Χωρίς να κρατά καμιά πόζα, γοήτευε τον συνομιλητή του με την απλή του συμπεριφορά. Ο ελεύθερος τρόπος με τον οποίο συνδιαλεγόταν, η ικανότητά του να διατυπώνει με σαφήνεια τη σκέψη του, η φυσική του ροπή προς την αναλυτική σκέψη, η μεγάλη του πολυμάθεια και η εκπληκτική του μνήμη, ανάγκαζαν ακόμα και τα πιο νουθετημένα πρόσωπα να είναι συγκεντρωμένοι και επιφυλακτικοί. Ο Στάλιν διέθετε τεράστια φυσική νοημοσύνη, αλλά και εκπληκτική ευρυμάθεια. Είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω την ικανότητά του στην αναλυτική σκέψη κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Πολιτικού Γραφείου, της Κεντρικής Επιτροπής Άμυνας και στην καθημερινή δουλειά στο Γενικό Στρατηγείο. Άκουγε προσεκτικά αυτούς που έπαιρναν το λόγο, καμιά φορά έκανε ερωτήσεις, έδινε απαντήσεις και όταν τελείωνε η συζήτηση, διατύπωνε με σαφήνεια τα συμπεράσματά του, έκανε απολογισμό και ασκούσε κριτική και αυτοκριτική. Η εκπληκτική εργατικότητά του, η ικανότητά του να κατανοεί γρήγορα ένα θέμα, του επέτρεπαν να μελετά και να αφομοιώνει σε μια μέρα μεγάλη ποσότητα των πιο ποικίλλων γεγονότων, πράγμα που κατά τη γνώμη μου απαιτεί εξαιρετικές ικανότητες."
Ο αντίλογος σε όλα αυτά μπορεί να εμπεριέχει τα γνωστά μυθεύματα περί προσωπολατρείας ή φόβου ελεύθερης έκφρασης. Όμως, εκτός του ότι ο Ζούκοφ ήταν ο στρατάρχης του Κόκκινου Στρατού κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, άνδρας με κύρος που δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, διαπιστώνουμε ότι τα παραπάνω γράφηκαν από τον Ζούκοφ το 1969, πολύ μετά την "αποσταλινοποίηση" της ΕΣΣΔ, σε εποχές που ακόμα και με τη λογική των αστών αναλυτών, ο Ζούκοφ ήταν ελεύθερος να στηλιτεύσει την προσωπικότητα του Στάλιν όσο ήθελε.
Ας δούμε τώρα τι λέει ο Αλεξάντρ Βασιλέφσκι, Υπουργός Άμυνας της ΕΣΣΔ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο:
"Ο Στάλιν ήταν προικισμένος με μεγάλη οργανωτική ικανότητα. Εργαζόταν πολύ ο ίδιος, ήξερε να βάζει τους άλλους να εργάζονται, να αντλεί όλα όσα μπορούσαν να προσφέρουν. Είχε εκπληκτική μνήμη. Όχι μόνο γνώριζε όλους τους διοικητές των μετώπων και των στρατιών, που ήταν πάνω από εκατό, αλλά και ορισμένους από τους διοικητές των σωμάτων στρατού και των μεραρχιών, καθώς και υπευθύνους του Λαϊκού Επιτροπάτου Άμυνας, χωρίς να γίνεται λόγος για το διευθυντικό προσωπικό του κρατικού και του κομματικού μηχανισμού στο κέντρο και την επαρχία. Ήξερε επίσης μεγάλο αριθμό κατασκευαστών αεροπλάνων, πυροβόλων και αρμάτων μάχης, ήξερε λεπτομέρειες για τα οχήματα και τα όπλα τους και τους καλούσε συχνά στο γραφείο του για να τους κάνει λεπτομερείς ερωτήσεις."
Και πότε τα γράφει αυτά ο Βασιλιέφσκι; Το 1971.
Στάλιν " ο υστερικός"
Εκτός από σφαγέας και δικτάτορας, ο Στάλιν πολλές φορές αναφέρεται ως υστερική προσωπικότητα, που διευθύνει τις μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τσαρλατανισμό και ανευθυνότητα.
Τα παραπάνω και δια στόματος Νικίτα Χρουστσιόφ, που περιέγραφε τη συμπεριφορά του Στάλιν σαν ενός εξαιρετικά νευρικού ανθρώπου, που λόγω της υστερίας που τον διακατείχε έκανε τραγικά λάθη στο σχεδιασμό του πολέμου. Ας δούμε όμως τη γνώμη των ανθρώπων που στάθηκαν δίπλα του από την πρώτη μέρα του πολέμου και το πώς περιγράφουν τη συμπεριφορά του.
Γράφει λοιπόν το 1969 ο Ζούκοφ:
"Η δουλειά της Στάφκα (η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της ΕΣΣΔ) γινόταν κάτω από οργάνωση και ηρεμία. Όλοι μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους. Ο Ιωσήφ Στάλιν απευθυνόταν σε όλους με τον ίδιο τρόπο, που ήταν συνήθως αυστηρός και αρκετά επίσημος. Ήξερε να ακούει όταν κάποιος του εξέθετε μια κατάσταση έχοντας πλήρη γνώση του θέματος. Πρέπει να πω- και αυτό επειδή προσωπικά πείστηκα στη διάρκεια των μακρών χρόνων του πολέμου- ότι ο Ιωσήφ Στάλιν δεν ήταν καθόλου άνθρωπος μπροστά στον οποίο δεν μπορούσαν να θιγούν δύσκολα προβλήματα, με τον οποίο δεν μπορούσε να συζητήσει κανείς και ακόμα να υπερασπιστεί δυναμικά την άποψή του. Αν ορισμένοι διαβεβαιώνουν για το αντίθετο, θα πω απλά πως οι διαβεβαιώσεις τους είναι αναληθείς."
και συμπληρώνει:
"Το να πας αναφορά στη Στάφκα, στο γραφείο του Ιωσήφ Στάλιν, με ας πούμε, όχι πλήρως ενημερωμένους χάρτες, να του δώσεις στοιχεία κατά προσέγγιση ή, ακόμα χειρότερα, μεγαλοποιημένα, ήταν πράγμα αδύνατο. Ο Στάλιν δε δεχόταν τυχαίες απαντήσεις. Απαιτούσε σαφήνεια και πλήρη εξάντληση του θέματος. Είχε ένα είδος ιδιαίτερης διαίσθησης για α αδύναμα σημεία μιας έκθεσης ή ενός ντοκουμέντου, τα ανακάλυπτε και επέβαλλε αυστηρές κυρώσεις* στους υπευθύνους για ανακριβείς πληροφορίες."
* (Οι κυρώσεις ήταν συνήθως η άμεση καθαίρεση και η επιστροφή στο μέτωπο ως απλός στρατιώτης)
Ας δούμε τώρα τι αναφέρει σχετικά και ο Αλεξάντρ Βασιλέφσκι:
"Η δουλειά στη Στάφκα και το στιλ της δουλειάς διαμορφώθηκαν κάτω από την επιρροή του Ιωσήφ Στάλιν. Επικρατούσε οργάνωση και ηρεμία. Υπήρχε στήριξη στη συλλογική πείρα για την κατάστρωση των επιχειρησιακών σχεδίων, υψηλές απαιτήσεις, ζήλος και μόνιμη επαφή με τα στρατεύματα, όπως και η διαρκής επίγνωση της κατάστασης σε όλα τα μέτωπα. Οι υψηλές απαιτήσεις αποτελούσαν κεντρικό κομμάτι του στιλ δουλειάς του Στάλιν ως ανωτάτου διοικητή. Όχι μόνο ήταν αυστηρός, πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο, ειδικά σε καιρό πολέμου, αλλά δεν συγχωρούσε ποτέ την έλλειψη ενάργειας, την ανικανότητα να προχωρήσουν τα πράγματα ως το τέλος."
Ας δούμε παρακάτω πως απαντά ο Ιωσήφ Στάλιν στην αναφορά του στενού του συνεργάτη και προσωπικού φίλου Μέχλις, όταν εκείνος του παρέδωσε μια αναφορά για το πώς 21 μεραρχίες του Κόκκινου Στρατού απέτυχαν να απελευθερώσουν την Κριμαία από 10 μεραρχίες των Ναζί (ο Μέχλις ήταν ο υπεύθυνος για τη δράση των μεραρχιών αυτών):
"Εσείς τηρείτε μια περίεργη στάση ξένου παρατηρητή, που δεν ευθύνεται για τις πράξεις του μετώπου της Κριμαίας. Αυτή η στάση είναι πολύ πρόσφορη, αλλά είναι και πέρα για πέρα σάπια. Στο μέτωπο της Κριμαίας, εσείς δεν είστε ξένος παρατηρητής, αλλά υπεύθυνος εκπρόσωπος του Γενικού Στρατηγείου, που ευθύνεται για όλες τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του μετώπου και είναι υποχρεωμένος να διορθώσει επί τόπου τα λάθη της διοίκησης. Εσείς μαζί με τη διοίκηση ευθύνεστε για το γεγονός ότι η αριστερά πτέρυγα του μετώπου σας αποδείχθηκε αδύνατη. Εσείς και κανένας στρατιώτης ή κατώτερος αξιωματικός. Αν "όλη η κατάσταση του μετώπου έδειχνε ότι το πρωί ο εχθρός θα αντεπιτεθεί" κι εσείς δεν πήρατε μέτρα για την οργάνωση της απόκρουσης και περιοριστήκατε στην παθητική κριτική εκδίδοντας διαταγές, αυτό είναι χειρότερο για εσάς."
Φανερώνεται εδώ λοιπόν, όχι απλώς το αυστηρό και απαιτητικό στιλ διοίκησης, όχι απλώς ο στρατιωτικός επαγγελματισμός του Στάλιν, αλλά και η βαθιά του απέχθεια προς τη γραφειοκρατική διοίκηση και την τυπικότητα των μεθόδων.
Στάλιν " ο ανίκανος στρατιωτικός"
Άλλη γνωστή θεωρία, θέλει τον Ιωσήφ Στάλιν ως ανίκανο, ή κάτω του μετρίου στρατιωτικό ηγέτη. Αυτή η άποψη ξεκινά από τον Νικίτα Χρουστσιόφ και τις περιόδους της δεξιά οπορτουνιστικής "αποσταλινοποίησης". Σε λόγο του ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ, αρνείται ότι ο Στάλιν διαδραμάτισε καθοριστικό στρατιωτικό ρόλο στη Μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη, αναγνωρίζοντας ότι η νίκη δεν οφείλεται στις ικανότητες του Στάλιν, αλλά του Κόμματος, του Κόκκινου Στρατού, ορισμένων "ταλαντούχων διοικητών" και του σοβιετικού λαού.
Ως ένα σημείο ορθό. Φυσικά το κάθε συστατικό στοιχείο της νίκης έπαιξε το δικό του ρόλο, όμως ποιου άραγε τις οδηγίες υπάκουε η Στρατιωτική Διοίκηση; Ποιος ήταν ο ρόλος του Στάλιν σε όλο αυτό;
Ας δούμε τι λέει σχετικά ο Άβερελ Χάριμαν ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Διάσκεψη της Μόσχας:
"Η νοημοσύνη του ήταν μεγάλη, διέθετε φανταστική ικανότητα να εισχωρεί στις λεπτομέρειες, οξυδερκής και με μεγάλη ανθρώπινη ευαισθησία για τα δεδομένα του πολέμου. Εκτιμούσε ότι ήταν καλύτερα ενημερωμένος από τον Ρούσβελτ, σαφέστατα πιο ρεαλιστής από τον Τσώρτσιλ και από πολλές απόψεις η αποτελεσματικότερη ηγετική φυσιογνωμία του πολέμου."
Και η άποψη του Βασιλέφσκι επιβεβαιώνει αυτή του Χάριμαν:
"Προοδευτικά, ο Στάλιν άρχισε να εμβαθύνει όλο και περισσότερο στις έννοιες του συγχρόνου πολέμου, να λύνει εξαιρετικά ειδικευμένα τα ζητήματα της πολεμικής τέχνης. Σπουδαίο ορόσημο αποτέλεσε η μάχη του Στάλινγκραντ. Ίσως όμως ο Ι.Β. Στάλιν άρχισε να κατακτά ολοκληρωτικά τις νέες μεθόδους και μορφές καθοδήγησης του ενόπλου αγώνα στη διάρκεια των μαχών στο τόξο του Κουρσκ. Από τότε πια ο Στάλιν δεν πρότεινε ποτέ πολεμικές επιχειρήσεις, αν δεν ήταν αποφασιστικές, ευέλικτες, κατέφευγε μαστορικά στη μαζική συγκέντρωση δυνάμεων, εκδήλωνε την τάση να λύσει το πρόβλημα της συντριβής του ενός ή του άλλου εχθρικού συγκροτήματος με την κύκλωση. Ο Ι.Β. Στάλιν άρχισε να κατανοεί βαθιά όχι μόνο την πολεμική στρατηγική, πράγμα που ήταν εύκολο για αυτόν αφού ήταν μάστορας στην πολιτική στρατηγική, αλλά και την τέχνη των επιχειρήσεων."
Τέλος, η άποψη του Ζούκοφ σχετικά με το θέμα είναι η ακόλουθη:
"Στον Ιωσήφ Στάλιν προσωπικά αποδόθηκαν λύσεις σε θέματα αρχής, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στις διαδικασίες επίθεσης του πυροβολικού, την κατάκτηση της κυριαρχίας στον αέρα, τις μεθόδους περικύκλωσης του εχθρού, το διασκορπισμό των περικυκλωμένων εχθρικών σχηματισμών και τη διαδοχική κατά στοιχεία εξόντωσή τους κλπ. Όλα αυτά τα σημαντικά ζητήματα της στρατιωτικής τέχνης αποτελούν τον καρπό μιας πρακτικής πείρας, που αποκτήθηκε στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, και οι μάχες είναι ο καρπός του βαθιού συλλογισμού και των συμπερασμάτων που αντλήθηκαν από αυτή την εμπειρία από το σύνολο των αρχηγών και από τα ίδια τα στρατεύματα. Όμως η αξία του Στάλιν συνίσταται στο ότι δέχτηκε, όπως έπρεπε, τις συμβουλές των κορυφαίων στρατιωτικών μας ειδικών, τις συμπλήρωσε, τις αξιοποίησε και εξασφάλισε την πρακτική διεύθυνση των επιχειρήσεων με τον αρτιότερο τρόπο."
Γνωστά είναι τα μυθεύματα σχετικά με τη νοημοσύνη του Ιωσήφ Στάλιν, τα οποία προέρχονται από "έρευνες" δυτικών ακαδημαϊκών, μερικές δεκάδες χρόνια μετά το θάνατό του, στα οποία "ψυχογραφούν" τον σοβιετικό ηγέτη, αποδίδοντάς του μια μάλλον μέτρια νοημοσύνη. Ας δούμε τη λέει ο Γκεόργκι Ζούκοφ, που χρειαζόταν να υπομένει κάθε μέρα επί τέσσερα χρόνια (1941-1945) τον ανόητο αυτόν άνθρωπο:
"Ο Ι. Στάλιν δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό, αλλά προκαλούσε δυνατή εντύπωση. Χωρίς να κρατά καμιά πόζα, γοήτευε τον συνομιλητή του με την απλή του συμπεριφορά. Ο ελεύθερος τρόπος με τον οποίο συνδιαλεγόταν, η ικανότητά του να διατυπώνει με σαφήνεια τη σκέψη του, η φυσική του ροπή προς την αναλυτική σκέψη, η μεγάλη του πολυμάθεια και η εκπληκτική του μνήμη, ανάγκαζαν ακόμα και τα πιο νουθετημένα πρόσωπα να είναι συγκεντρωμένοι και επιφυλακτικοί. Ο Στάλιν διέθετε τεράστια φυσική νοημοσύνη, αλλά και εκπληκτική ευρυμάθεια. Είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω την ικανότητά του στην αναλυτική σκέψη κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Πολιτικού Γραφείου, της Κεντρικής Επιτροπής Άμυνας και στην καθημερινή δουλειά στο Γενικό Στρατηγείο. Άκουγε προσεκτικά αυτούς που έπαιρναν το λόγο, καμιά φορά έκανε ερωτήσεις, έδινε απαντήσεις και όταν τελείωνε η συζήτηση, διατύπωνε με σαφήνεια τα συμπεράσματά του, έκανε απολογισμό και ασκούσε κριτική και αυτοκριτική. Η εκπληκτική εργατικότητά του, η ικανότητά του να κατανοεί γρήγορα ένα θέμα, του επέτρεπαν να μελετά και να αφομοιώνει σε μια μέρα μεγάλη ποσότητα των πιο ποικίλλων γεγονότων, πράγμα που κατά τη γνώμη μου απαιτεί εξαιρετικές ικανότητες."
Ο αντίλογος σε όλα αυτά μπορεί να εμπεριέχει τα γνωστά μυθεύματα περί προσωπολατρείας ή φόβου ελεύθερης έκφρασης. Όμως, εκτός του ότι ο Ζούκοφ ήταν ο στρατάρχης του Κόκκινου Στρατού κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, άνδρας με κύρος που δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, διαπιστώνουμε ότι τα παραπάνω γράφηκαν από τον Ζούκοφ το 1969, πολύ μετά την "αποσταλινοποίηση" της ΕΣΣΔ, σε εποχές που ακόμα και με τη λογική των αστών αναλυτών, ο Ζούκοφ ήταν ελεύθερος να στηλιτεύσει την προσωπικότητα του Στάλιν όσο ήθελε.
Ας δούμε τώρα τι λέει ο Αλεξάντρ Βασιλέφσκι, Υπουργός Άμυνας της ΕΣΣΔ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο:
"Ο Στάλιν ήταν προικισμένος με μεγάλη οργανωτική ικανότητα. Εργαζόταν πολύ ο ίδιος, ήξερε να βάζει τους άλλους να εργάζονται, να αντλεί όλα όσα μπορούσαν να προσφέρουν. Είχε εκπληκτική μνήμη. Όχι μόνο γνώριζε όλους τους διοικητές των μετώπων και των στρατιών, που ήταν πάνω από εκατό, αλλά και ορισμένους από τους διοικητές των σωμάτων στρατού και των μεραρχιών, καθώς και υπευθύνους του Λαϊκού Επιτροπάτου Άμυνας, χωρίς να γίνεται λόγος για το διευθυντικό προσωπικό του κρατικού και του κομματικού μηχανισμού στο κέντρο και την επαρχία. Ήξερε επίσης μεγάλο αριθμό κατασκευαστών αεροπλάνων, πυροβόλων και αρμάτων μάχης, ήξερε λεπτομέρειες για τα οχήματα και τα όπλα τους και τους καλούσε συχνά στο γραφείο του για να τους κάνει λεπτομερείς ερωτήσεις."
Και πότε τα γράφει αυτά ο Βασιλιέφσκι; Το 1971.
Στάλιν " ο υστερικός"
Εκτός από σφαγέας και δικτάτορας, ο Στάλιν πολλές φορές αναφέρεται ως υστερική προσωπικότητα, που διευθύνει τις μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τσαρλατανισμό και ανευθυνότητα.
Τα παραπάνω και δια στόματος Νικίτα Χρουστσιόφ, που περιέγραφε τη συμπεριφορά του Στάλιν σαν ενός εξαιρετικά νευρικού ανθρώπου, που λόγω της υστερίας που τον διακατείχε έκανε τραγικά λάθη στο σχεδιασμό του πολέμου. Ας δούμε όμως τη γνώμη των ανθρώπων που στάθηκαν δίπλα του από την πρώτη μέρα του πολέμου και το πώς περιγράφουν τη συμπεριφορά του.
Γράφει λοιπόν το 1969 ο Ζούκοφ:
"Η δουλειά της Στάφκα (η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της ΕΣΣΔ) γινόταν κάτω από οργάνωση και ηρεμία. Όλοι μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους. Ο Ιωσήφ Στάλιν απευθυνόταν σε όλους με τον ίδιο τρόπο, που ήταν συνήθως αυστηρός και αρκετά επίσημος. Ήξερε να ακούει όταν κάποιος του εξέθετε μια κατάσταση έχοντας πλήρη γνώση του θέματος. Πρέπει να πω- και αυτό επειδή προσωπικά πείστηκα στη διάρκεια των μακρών χρόνων του πολέμου- ότι ο Ιωσήφ Στάλιν δεν ήταν καθόλου άνθρωπος μπροστά στον οποίο δεν μπορούσαν να θιγούν δύσκολα προβλήματα, με τον οποίο δεν μπορούσε να συζητήσει κανείς και ακόμα να υπερασπιστεί δυναμικά την άποψή του. Αν ορισμένοι διαβεβαιώνουν για το αντίθετο, θα πω απλά πως οι διαβεβαιώσεις τους είναι αναληθείς."
και συμπληρώνει:
"Το να πας αναφορά στη Στάφκα, στο γραφείο του Ιωσήφ Στάλιν, με ας πούμε, όχι πλήρως ενημερωμένους χάρτες, να του δώσεις στοιχεία κατά προσέγγιση ή, ακόμα χειρότερα, μεγαλοποιημένα, ήταν πράγμα αδύνατο. Ο Στάλιν δε δεχόταν τυχαίες απαντήσεις. Απαιτούσε σαφήνεια και πλήρη εξάντληση του θέματος. Είχε ένα είδος ιδιαίτερης διαίσθησης για α αδύναμα σημεία μιας έκθεσης ή ενός ντοκουμέντου, τα ανακάλυπτε και επέβαλλε αυστηρές κυρώσεις* στους υπευθύνους για ανακριβείς πληροφορίες."
* (Οι κυρώσεις ήταν συνήθως η άμεση καθαίρεση και η επιστροφή στο μέτωπο ως απλός στρατιώτης)
Ας δούμε τώρα τι αναφέρει σχετικά και ο Αλεξάντρ Βασιλέφσκι:
"Η δουλειά στη Στάφκα και το στιλ της δουλειάς διαμορφώθηκαν κάτω από την επιρροή του Ιωσήφ Στάλιν. Επικρατούσε οργάνωση και ηρεμία. Υπήρχε στήριξη στη συλλογική πείρα για την κατάστρωση των επιχειρησιακών σχεδίων, υψηλές απαιτήσεις, ζήλος και μόνιμη επαφή με τα στρατεύματα, όπως και η διαρκής επίγνωση της κατάστασης σε όλα τα μέτωπα. Οι υψηλές απαιτήσεις αποτελούσαν κεντρικό κομμάτι του στιλ δουλειάς του Στάλιν ως ανωτάτου διοικητή. Όχι μόνο ήταν αυστηρός, πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο, ειδικά σε καιρό πολέμου, αλλά δεν συγχωρούσε ποτέ την έλλειψη ενάργειας, την ανικανότητα να προχωρήσουν τα πράγματα ως το τέλος."
Ας δούμε παρακάτω πως απαντά ο Ιωσήφ Στάλιν στην αναφορά του στενού του συνεργάτη και προσωπικού φίλου Μέχλις, όταν εκείνος του παρέδωσε μια αναφορά για το πώς 21 μεραρχίες του Κόκκινου Στρατού απέτυχαν να απελευθερώσουν την Κριμαία από 10 μεραρχίες των Ναζί (ο Μέχλις ήταν ο υπεύθυνος για τη δράση των μεραρχιών αυτών):
"Εσείς τηρείτε μια περίεργη στάση ξένου παρατηρητή, που δεν ευθύνεται για τις πράξεις του μετώπου της Κριμαίας. Αυτή η στάση είναι πολύ πρόσφορη, αλλά είναι και πέρα για πέρα σάπια. Στο μέτωπο της Κριμαίας, εσείς δεν είστε ξένος παρατηρητής, αλλά υπεύθυνος εκπρόσωπος του Γενικού Στρατηγείου, που ευθύνεται για όλες τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του μετώπου και είναι υποχρεωμένος να διορθώσει επί τόπου τα λάθη της διοίκησης. Εσείς μαζί με τη διοίκηση ευθύνεστε για το γεγονός ότι η αριστερά πτέρυγα του μετώπου σας αποδείχθηκε αδύνατη. Εσείς και κανένας στρατιώτης ή κατώτερος αξιωματικός. Αν "όλη η κατάσταση του μετώπου έδειχνε ότι το πρωί ο εχθρός θα αντεπιτεθεί" κι εσείς δεν πήρατε μέτρα για την οργάνωση της απόκρουσης και περιοριστήκατε στην παθητική κριτική εκδίδοντας διαταγές, αυτό είναι χειρότερο για εσάς."
Φανερώνεται εδώ λοιπόν, όχι απλώς το αυστηρό και απαιτητικό στιλ διοίκησης, όχι απλώς ο στρατιωτικός επαγγελματισμός του Στάλιν, αλλά και η βαθιά του απέχθεια προς τη γραφειοκρατική διοίκηση και την τυπικότητα των μεθόδων.
Στάλιν " ο ανίκανος στρατιωτικός"
Άλλη γνωστή θεωρία, θέλει τον Ιωσήφ Στάλιν ως ανίκανο, ή κάτω του μετρίου στρατιωτικό ηγέτη. Αυτή η άποψη ξεκινά από τον Νικίτα Χρουστσιόφ και τις περιόδους της δεξιά οπορτουνιστικής "αποσταλινοποίησης". Σε λόγο του ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ, αρνείται ότι ο Στάλιν διαδραμάτισε καθοριστικό στρατιωτικό ρόλο στη Μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη, αναγνωρίζοντας ότι η νίκη δεν οφείλεται στις ικανότητες του Στάλιν, αλλά του Κόμματος, του Κόκκινου Στρατού, ορισμένων "ταλαντούχων διοικητών" και του σοβιετικού λαού.
Ως ένα σημείο ορθό. Φυσικά το κάθε συστατικό στοιχείο της νίκης έπαιξε το δικό του ρόλο, όμως ποιου άραγε τις οδηγίες υπάκουε η Στρατιωτική Διοίκηση; Ποιος ήταν ο ρόλος του Στάλιν σε όλο αυτό;
Ας δούμε τι λέει σχετικά ο Άβερελ Χάριμαν ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Διάσκεψη της Μόσχας:
"Η νοημοσύνη του ήταν μεγάλη, διέθετε φανταστική ικανότητα να εισχωρεί στις λεπτομέρειες, οξυδερκής και με μεγάλη ανθρώπινη ευαισθησία για τα δεδομένα του πολέμου. Εκτιμούσε ότι ήταν καλύτερα ενημερωμένος από τον Ρούσβελτ, σαφέστατα πιο ρεαλιστής από τον Τσώρτσιλ και από πολλές απόψεις η αποτελεσματικότερη ηγετική φυσιογνωμία του πολέμου."
Και η άποψη του Βασιλέφσκι επιβεβαιώνει αυτή του Χάριμαν:
"Προοδευτικά, ο Στάλιν άρχισε να εμβαθύνει όλο και περισσότερο στις έννοιες του συγχρόνου πολέμου, να λύνει εξαιρετικά ειδικευμένα τα ζητήματα της πολεμικής τέχνης. Σπουδαίο ορόσημο αποτέλεσε η μάχη του Στάλινγκραντ. Ίσως όμως ο Ι.Β. Στάλιν άρχισε να κατακτά ολοκληρωτικά τις νέες μεθόδους και μορφές καθοδήγησης του ενόπλου αγώνα στη διάρκεια των μαχών στο τόξο του Κουρσκ. Από τότε πια ο Στάλιν δεν πρότεινε ποτέ πολεμικές επιχειρήσεις, αν δεν ήταν αποφασιστικές, ευέλικτες, κατέφευγε μαστορικά στη μαζική συγκέντρωση δυνάμεων, εκδήλωνε την τάση να λύσει το πρόβλημα της συντριβής του ενός ή του άλλου εχθρικού συγκροτήματος με την κύκλωση. Ο Ι.Β. Στάλιν άρχισε να κατανοεί βαθιά όχι μόνο την πολεμική στρατηγική, πράγμα που ήταν εύκολο για αυτόν αφού ήταν μάστορας στην πολιτική στρατηγική, αλλά και την τέχνη των επιχειρήσεων."
Τέλος, η άποψη του Ζούκοφ σχετικά με το θέμα είναι η ακόλουθη:
"Στον Ιωσήφ Στάλιν προσωπικά αποδόθηκαν λύσεις σε θέματα αρχής, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στις διαδικασίες επίθεσης του πυροβολικού, την κατάκτηση της κυριαρχίας στον αέρα, τις μεθόδους περικύκλωσης του εχθρού, το διασκορπισμό των περικυκλωμένων εχθρικών σχηματισμών και τη διαδοχική κατά στοιχεία εξόντωσή τους κλπ. Όλα αυτά τα σημαντικά ζητήματα της στρατιωτικής τέχνης αποτελούν τον καρπό μιας πρακτικής πείρας, που αποκτήθηκε στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, και οι μάχες είναι ο καρπός του βαθιού συλλογισμού και των συμπερασμάτων που αντλήθηκαν από αυτή την εμπειρία από το σύνολο των αρχηγών και από τα ίδια τα στρατεύματα. Όμως η αξία του Στάλιν συνίσταται στο ότι δέχτηκε, όπως έπρεπε, τις συμβουλές των κορυφαίων στρατιωτικών μας ειδικών, τις συμπλήρωσε, τις αξιοποίησε και εξασφάλισε την πρακτική διεύθυνση των επιχειρήσεων με τον αρτιότερο τρόπο."
Το σύμφωνο Μολότοφ- Ρίμπερντροπ και το κατά πόσο ο Στάλιν συμμάχησε με τον Χίτλερ
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Χίτλερ έρχεται στην εξουσία και μόνο η ΕΣΣΔ είναι σε θέση να αντιληφθεί όλους τους κινδύνους αυτού του πολιτικού γεγονότος. Ως τότε, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, τηρούσαν συναινετική στάση και το μεγάλο τους κεφάλαιο είναι γνωστό ότι στήριξε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Τσόρτσιλ άλλωστε υπήρξε κύριος ενορχηστρωτής της στρατιωτικής επέμβασης στην νεοσύστατη ΕΣΣΔ και η Μεγάλη Βρετανία είχε με τις ΗΠΑ επιβάλλει εμπάργκο σε αυτήν ήδη από το 1927. Φυσικά τέτοιες κυρώσεις δεν υπήρξαν ποτέ για τη ναζιστική Γερμανία.
Το 1931, η Ιαπωνία έχει εισβάλλει και καταλάβει μέρος της βόρειας Κίνας και η ΕΣΣΔ είχε κάθε λόγο να θεωρεί ότι επίκειται ένας νέος ρωσοϊαπωνικός πόλεμος.
Το 1935, μετά από συζήτηση στη Δούμα και διεργασίες στο ΚΚΣΕ, η ΕΣΣΔ προτείνει στις ευρωπαϊκές χώρες ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας ενάντια στον Χίτλερ και συνυπογράφει με τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία συνθήκες αλληλοβοήθειας. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς Ιαπωνία, Γερμανία και Ιταλία υπογράφουν το σύμφωνο "Αντικομιντέρν" (γνωστό και ως αντικομμουνιστικό σύμφωνο). Η ΕΣΣΔ είναι πρακτικά περικυκλωμένη.
Στις 11 Μαρτίου του 1938, η Γερμανία εισβάλλει στην Αυστρία. Η ΕΣΣΔ καλεί την Αγγλία και τη Γαλλία να την υπερασπιστούν διπλωματικά και στρατιωτικά, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο συλλογικής άμυνας. Ο Στάλιν λέει: "Γιατί διαφορετικά, αύριο θα είναι πολύ αργά...". Φυσικά Γαλλία και Αγγλία στρέφουν την πλάτη στην Αυστρία, η οποία γρήγορα προσαρτάται στο Ράιχ.
Στις 16 Μαΐου του 1938, η Γερμανία συγκεντρώνει μεγάλες δυνάμεις στα σύνορά της με την Τσεχοσλοβακία. Η ΕΣΣΔ προειδοποιεί και συγκεντρώνει 40 μεραρχίες στα δυτικά της σύνορα, επιστρατεύοντας και 330.000 εφέδρους. Μερικούς μήνες μετά, Αγγλία και Γαλλία συνέρχονται στο Μόναχο με τη Γερμανία και την Ιταλία. Ούτε η ΕΣΣΔ, ούτε η Τσεχοσλοβακία καλούνται. Εκεί παραχωρούνται πρακτικά στη Γερμανία οι εκτάσεις της Σουδητίας, αναπόσπαστο κομμάτι της Τσεχοσλοβακίας.
Γαλλία και Αγγλία συνυπογράφουν με τη Γερμανία σύμφωνο μη-επίθεσης
Στις αρχές του Μάρτη του 1939, η Τσεχοσλοβακία αρνείται να υπογράψει σύμφωνο συνδρομής της από την ΕΣΣΔ σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. 15 μέρες μετά η Βέρμαχτ παρελαύνει στην Πράγα.
Τον Μάρτιο του 1939, η ΕΣΣΔ επιχειρεί τη δημιουργία αντιφασιστικού συνασπισμού με την Αγγλία και τη Γαλλία. Οι δύο χώρες αφήνουν τις συζητήσεις να πλέουν σε νεφελώδη νερά, δίνοντας την αίσθηση στον Χίτλερ ότι μπορεί να βαδίσει κατά της ΕΣΣΔ ανενόχλητος.
Τον Απρίλιο του 1939, η Μογγολία και η ΕΣΣΔ υπογράφουν σύμφωνο συνδρομής σε περίπτωση ιαπωνικής εισβολής. Τον Μάιο του 1939 η Ιαπωνία εισβάλλει στη Μογγολία και η ΕΣΣΔ αντεπιτίθεται με επικεφαλής των στρατευμάτων τον Ζούκοφ. Η στρατιωτική αντιπαράθεση λαμβάνει μεγάλη έκταση. Η Ιαπωνία χάνει πάνω από 200 αεροπλάνα και πάνω από 50.000 στρατιώτες. Στις 30 Αυγούστου του ίδιου έτους, τα τελευταία ιαπωνικά στρατεύματα εγκαταλείπουν τη Μογγολία.
Ιούνιος - Αύγουστος 1939: ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία βρίσκονται σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ. Η συμφωνία στην οποία καταλήγουν περιλαμβάνει τον σεβασμό της ακεραιότητας της Μεγάλης Βρετανίας, με αντάλλαγμα των "ελεύθερων κινήσεων" του Χίτλερ στην ανατολική και νοτιανατολική Ευρώπη. Ήδη ένα από τα "μεγάλα πιόνια" έχει θυσιαστεί: Η Γαλλία. Τη συμφωνία αυτή συνομολογεί από μεριάς της Μ. Βρετανίας ο επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, Τσαρλς Ρόντεν Μπάξτερ.
Τον Αύγουστο του 1939, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ ολοκληρώνονται. Όμως οι δύο δυτικές χώρες στέλνουν στη Μόσχα αντιπροσωπείες δεύτερης τάξης, που δεν έχουν την εξουσιοδότηση να υπογράψουν καμιά συμφωνία. Σε αυτό το δεύτερης διαλογής διπλωματικό τρικ, ο Βοροσίλοφ απαιτεί συγκεκριμένες και δεσμευτικές υποχρεώσεις. Η ΕΣΣΔ θέλει να γνωρίζει ότι σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας, οι "σύμμαχοι" θα μπουν στον πόλεμο.
Αρχές Αυγούστου 1939. Η ΕΣΣΔ επιχειρεί να έρθει σε συμφωνία με την Πολωνία, ώστε σε περίπτωση εισβολής της από τη Γερμανία, να εισέλθει με τα δικά της στρατεύματα στο πολωνικό έδαφος και να αντιμετωπίσει εκεί τη Βέρμαχτ. Η Πολωνία αρνείται κατηγορηματικά.
Στις 31 Αυγούστου 1939, η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία.
Η ΕΣΣΔ και ο Στάλιν βλέπουν την εμφανή πια συγκρότηση ενός αντισοβιετικού μετώπου μεταξύ Γερμανίας- Αγγλίας- Γαλλίας. Οι εκτιμήσεις των στρατιωτικών και των πολιτικών στελεχών της ΕΣΣΔ, που συμπίπτουν σχεδόν ολοκληρωτικά, είναι ότι αφού η Γερμανία κατακτήσει την ανατολική Ευρώπη, θα ακολουθήσει μια κεραυνοβόλος επίθεση στην ΕΣΣΔ, ενώ η Ιαπωνία θα εισβάλλει στη Σιβηρία, κυκλώνοντας εδαφικά τη χώρα.
Οι εκτιμήσεις όμως τόσο της ΕΣΣΔ, όσο και της Αγγλίας και Γαλλίας έχουν πέσει έξω: Ο Χίτλερ στις 20 Αυγούστου 1939, προτείνει ένα σύμφωνο μη-επίθεσης στο Στάλιν. Η ΕΣΣΔ το υπογράφει.
Η Αγγλία και η Γαλλία έχουν πέσει πια στην ίδια τους την παγίδα..
Από τα παραπάνω, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί τις άκαρπες, αλλά ωστόσο εκτενείς προσπάθειες του Ιωσήφ Στάλιν να συσπειρώσει τα αστικοδημοκρατικά κράτη της Ευρώπης απέναντι στον Χίτλερ. Βρίσκοντας μόνο εμπόδια και ψεύτικες προθέσεις, δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα αντιφασιστικό μέτωπο απέναντι στην άνοδο της ναζιστικής πολεμικής μηχανής και ήταν λοιπόν προφανής, η επιλογή της αναμονής που του έδινε το σύμφωνο Μολότοφ- Ρίμπερντροπ, εξασφαλίζοντάς του χρόνο και πόρους, σε έναν πόλεμο που η ΕΣΣΔ από την αρχή ήθελε να πολεμήσει, αλλά όχι μόνη της. Ακόμα κι αν θα μπορούσαμε να κριτικάρουμε τη λογική των μετώπων στην πολιτική σκέψη του Ιωσήφ Στάλιν, σίγουρα δεν μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στην προθέσή του, και αυτή ήταν η δραστική αντιμετώπιση του χειρότερου καπιταλιστικού μορφώματος: Του φασισμού.
Άλλωστε τα 20.000.000 νεκρών της ΕΣΣΔ, ανάμεσα στα οποία προσμετράται και ο ίδιος ο γιος του Στάλιν, Ιάκωβος, αποδεικνύουν την τεράστια προσφορά, του Στάλιν και της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Χίτλερ έρχεται στην εξουσία και μόνο η ΕΣΣΔ είναι σε θέση να αντιληφθεί όλους τους κινδύνους αυτού του πολιτικού γεγονότος. Ως τότε, η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, τηρούσαν συναινετική στάση και το μεγάλο τους κεφάλαιο είναι γνωστό ότι στήριξε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Τσόρτσιλ άλλωστε υπήρξε κύριος ενορχηστρωτής της στρατιωτικής επέμβασης στην νεοσύστατη ΕΣΣΔ και η Μεγάλη Βρετανία είχε με τις ΗΠΑ επιβάλλει εμπάργκο σε αυτήν ήδη από το 1927. Φυσικά τέτοιες κυρώσεις δεν υπήρξαν ποτέ για τη ναζιστική Γερμανία.
Το 1931, η Ιαπωνία έχει εισβάλλει και καταλάβει μέρος της βόρειας Κίνας και η ΕΣΣΔ είχε κάθε λόγο να θεωρεί ότι επίκειται ένας νέος ρωσοϊαπωνικός πόλεμος.
Το 1935, μετά από συζήτηση στη Δούμα και διεργασίες στο ΚΚΣΕ, η ΕΣΣΔ προτείνει στις ευρωπαϊκές χώρες ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας ενάντια στον Χίτλερ και συνυπογράφει με τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία συνθήκες αλληλοβοήθειας. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς Ιαπωνία, Γερμανία και Ιταλία υπογράφουν το σύμφωνο "Αντικομιντέρν" (γνωστό και ως αντικομμουνιστικό σύμφωνο). Η ΕΣΣΔ είναι πρακτικά περικυκλωμένη.
Στις 11 Μαρτίου του 1938, η Γερμανία εισβάλλει στην Αυστρία. Η ΕΣΣΔ καλεί την Αγγλία και τη Γαλλία να την υπερασπιστούν διπλωματικά και στρατιωτικά, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο συλλογικής άμυνας. Ο Στάλιν λέει: "Γιατί διαφορετικά, αύριο θα είναι πολύ αργά...". Φυσικά Γαλλία και Αγγλία στρέφουν την πλάτη στην Αυστρία, η οποία γρήγορα προσαρτάται στο Ράιχ.
Στις 16 Μαΐου του 1938, η Γερμανία συγκεντρώνει μεγάλες δυνάμεις στα σύνορά της με την Τσεχοσλοβακία. Η ΕΣΣΔ προειδοποιεί και συγκεντρώνει 40 μεραρχίες στα δυτικά της σύνορα, επιστρατεύοντας και 330.000 εφέδρους. Μερικούς μήνες μετά, Αγγλία και Γαλλία συνέρχονται στο Μόναχο με τη Γερμανία και την Ιταλία. Ούτε η ΕΣΣΔ, ούτε η Τσεχοσλοβακία καλούνται. Εκεί παραχωρούνται πρακτικά στη Γερμανία οι εκτάσεις της Σουδητίας, αναπόσπαστο κομμάτι της Τσεχοσλοβακίας.
Γαλλία και Αγγλία συνυπογράφουν με τη Γερμανία σύμφωνο μη-επίθεσης
Στις αρχές του Μάρτη του 1939, η Τσεχοσλοβακία αρνείται να υπογράψει σύμφωνο συνδρομής της από την ΕΣΣΔ σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. 15 μέρες μετά η Βέρμαχτ παρελαύνει στην Πράγα.
Τον Μάρτιο του 1939, η ΕΣΣΔ επιχειρεί τη δημιουργία αντιφασιστικού συνασπισμού με την Αγγλία και τη Γαλλία. Οι δύο χώρες αφήνουν τις συζητήσεις να πλέουν σε νεφελώδη νερά, δίνοντας την αίσθηση στον Χίτλερ ότι μπορεί να βαδίσει κατά της ΕΣΣΔ ανενόχλητος.
Τον Απρίλιο του 1939, η Μογγολία και η ΕΣΣΔ υπογράφουν σύμφωνο συνδρομής σε περίπτωση ιαπωνικής εισβολής. Τον Μάιο του 1939 η Ιαπωνία εισβάλλει στη Μογγολία και η ΕΣΣΔ αντεπιτίθεται με επικεφαλής των στρατευμάτων τον Ζούκοφ. Η στρατιωτική αντιπαράθεση λαμβάνει μεγάλη έκταση. Η Ιαπωνία χάνει πάνω από 200 αεροπλάνα και πάνω από 50.000 στρατιώτες. Στις 30 Αυγούστου του ίδιου έτους, τα τελευταία ιαπωνικά στρατεύματα εγκαταλείπουν τη Μογγολία.
Ιούνιος - Αύγουστος 1939: ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία βρίσκονται σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ. Η συμφωνία στην οποία καταλήγουν περιλαμβάνει τον σεβασμό της ακεραιότητας της Μεγάλης Βρετανίας, με αντάλλαγμα των "ελεύθερων κινήσεων" του Χίτλερ στην ανατολική και νοτιανατολική Ευρώπη. Ήδη ένα από τα "μεγάλα πιόνια" έχει θυσιαστεί: Η Γαλλία. Τη συμφωνία αυτή συνομολογεί από μεριάς της Μ. Βρετανίας ο επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, Τσαρλς Ρόντεν Μπάξτερ.
Τον Αύγουστο του 1939, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ ολοκληρώνονται. Όμως οι δύο δυτικές χώρες στέλνουν στη Μόσχα αντιπροσωπείες δεύτερης τάξης, που δεν έχουν την εξουσιοδότηση να υπογράψουν καμιά συμφωνία. Σε αυτό το δεύτερης διαλογής διπλωματικό τρικ, ο Βοροσίλοφ απαιτεί συγκεκριμένες και δεσμευτικές υποχρεώσεις. Η ΕΣΣΔ θέλει να γνωρίζει ότι σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας, οι "σύμμαχοι" θα μπουν στον πόλεμο.
Αρχές Αυγούστου 1939. Η ΕΣΣΔ επιχειρεί να έρθει σε συμφωνία με την Πολωνία, ώστε σε περίπτωση εισβολής της από τη Γερμανία, να εισέλθει με τα δικά της στρατεύματα στο πολωνικό έδαφος και να αντιμετωπίσει εκεί τη Βέρμαχτ. Η Πολωνία αρνείται κατηγορηματικά.
Στις 31 Αυγούστου 1939, η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία.
Η ΕΣΣΔ και ο Στάλιν βλέπουν την εμφανή πια συγκρότηση ενός αντισοβιετικού μετώπου μεταξύ Γερμανίας- Αγγλίας- Γαλλίας. Οι εκτιμήσεις των στρατιωτικών και των πολιτικών στελεχών της ΕΣΣΔ, που συμπίπτουν σχεδόν ολοκληρωτικά, είναι ότι αφού η Γερμανία κατακτήσει την ανατολική Ευρώπη, θα ακολουθήσει μια κεραυνοβόλος επίθεση στην ΕΣΣΔ, ενώ η Ιαπωνία θα εισβάλλει στη Σιβηρία, κυκλώνοντας εδαφικά τη χώρα.
Οι εκτιμήσεις όμως τόσο της ΕΣΣΔ, όσο και της Αγγλίας και Γαλλίας έχουν πέσει έξω: Ο Χίτλερ στις 20 Αυγούστου 1939, προτείνει ένα σύμφωνο μη-επίθεσης στο Στάλιν. Η ΕΣΣΔ το υπογράφει.
Η Αγγλία και η Γαλλία έχουν πέσει πια στην ίδια τους την παγίδα..
Από τα παραπάνω, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί τις άκαρπες, αλλά ωστόσο εκτενείς προσπάθειες του Ιωσήφ Στάλιν να συσπειρώσει τα αστικοδημοκρατικά κράτη της Ευρώπης απέναντι στον Χίτλερ. Βρίσκοντας μόνο εμπόδια και ψεύτικες προθέσεις, δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα αντιφασιστικό μέτωπο απέναντι στην άνοδο της ναζιστικής πολεμικής μηχανής και ήταν λοιπόν προφανής, η επιλογή της αναμονής που του έδινε το σύμφωνο Μολότοφ- Ρίμπερντροπ, εξασφαλίζοντάς του χρόνο και πόρους, σε έναν πόλεμο που η ΕΣΣΔ από την αρχή ήθελε να πολεμήσει, αλλά όχι μόνη της. Ακόμα κι αν θα μπορούσαμε να κριτικάρουμε τη λογική των μετώπων στην πολιτική σκέψη του Ιωσήφ Στάλιν, σίγουρα δεν μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στην προθέσή του, και αυτή ήταν η δραστική αντιμετώπιση του χειρότερου καπιταλιστικού μορφώματος: Του φασισμού.
Άλλωστε τα 20.000.000 νεκρών της ΕΣΣΔ, ανάμεσα στα οποία προσμετράται και ο ίδιος ο γιος του Στάλιν, Ιάκωβος, αποδεικνύουν την τεράστια προσφορά, του Στάλιν και της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα.
Η παραχάραξη της Ιστορίας του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
Τα τελευταία χρόνια, έχει ενταθεί η προσπάθεια για την παραχάραξη της Ιστορίας βασικών στιγμών της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Η επίθεση περιλαμβάνει τα νέα βιβλία Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, ταινίες και ντοκιμαντέρ αναφορικά με την «Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου», πληθώρα δημοσιεύσεων και συνεδρίων. Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας συνιστά η απαίτηση καθιέρωσης μιας κυρίαρχης ιστοριογραφίας που θα δυσφημεί την ταξική πάλη, τους αγώνες του εργατικού και του λαϊκού κινήματος. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια ολομέτωπη απόπειρα παραχάραξης της Ιστορίας, η οποία περιλαμβάνει τόσο την αναγνώριση μιας «ακαδημαϊκής» επίσημης Ιστορίας, όσο και την εκλαΐκευση της, ώστε να μπορεί ευκολότερα να διεισδύει στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Διόλου τυχαία, ως επίκεντρο της επίθεσης επιλέγουν τη δεκαετία του 1940 και ειδικότερα τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο, την κορύφωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Οι κονδυλοφόροι της αστικής τάξης εντοπίζουν την επίθεσή τους στην εποχή που πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες ριζοσπαστικοποιήθηκαν, που βγήκαν από το περιθώριο της υποταγής τους στις αποφάσεις των εκμεταλλευτών τους, για να περάσουν στο προσκήνιο της Ιστορίας. Τότε, όπως και σήμερα, επικεντρώνουν την επίθεσή τους στον αγώνα της εργατικής τάξης να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να κατακτήσει τη δική της εξουσία, στην προσέλκυση σε αυτόν τον αγώνα των λαϊκών στρωμάτων.
Στις μέρες μας, στην επιτυχία της νέας προσπάθειας συγγραφής της Ιστορίας στα μέτρα της εξουσίας του κεφαλαίου συντελεί η νίκη της αντεπανάστασης και η συνεπαγόμενη υποχώρηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Παράλληλα, η βιολογική απουσία των πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων και άρα η αδυναμία των νέων γενιών να γνωρίσουν την Ιστορία μέσα από τους ήρωες του εργατικού και του λαϊκού κινήματος διευκολύνει τους πλαστογράφους της Ιστορίας, όπως και οι ίδιοι ομολογούν.1
Η δημοσίευση του βιβλίου «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J. Wallace (1943)»2 πυροδότησε έναν καινούριο κύκλο αντιπαράθεσης σε σχέση με την ιστορική καταγραφή των αιτίων της ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στα στρατιωτικά όργανα της αστικής τάξης και του αγγλικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού, από τη μια πλευρά, και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), με κύριο αιμοδότη του το ΚΚΕ, από την άλλη.
Σε μια αντιπαράθεση μέσω συνεδρίων και του Τύπου παρατάσσονται από τη μια πλευρά οι υποστηρικτές της ρεφορμιστικής οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας, που η προσέγγισή της γι' αυτήν την περίοδο επικρατεί από τη δεκαετία του 1980 (βλ. Νικολακόπουλος, Φλάισερ, Κρεμμυδάς κ.ά.) και, από την άλλη, οι αυτοαποκαλούμενοι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» (βλ. Καλύβας, Μαραντζίδης, Μακρής - Στάικος κ.ά.), οι οποίοι πλασάρουν την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία των δεκαετιών του 1950 και του 1960, κάτω από καινούριο επιστημονικοφανές περιτύλιγμα.
Το «νέο κύμα» και ο παλιός αντικομμουνισμός
Οι αυτοαποκαλούμενοι εισηγητές του «νέου κύματος», αποτελώντας προκεχωρημένο φυλάκιο της αστικής ιστοριογραφίας, ισχυρίζονται ότι η καταγραφή της Ιστορίας του «Εμφυλίου Πολέμου» έγινε μεροληπτικά, αρχικά από τους νικητές του (την περίοδο 1949 - 1974) κι έπειτα από τους ηττημένους (1974 - σήμερα).3 Φυσικά, ως επικράτηση της ιστοριογραφίας των ηττημένων παρουσιάζονται συνήθως οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις που κυριάρχησαν τη δεκαετία του 1980 και αναπαράγονται έως τις μέρες μας.4 Με αυτήν την έννοια, η καταγραφή της Ιστορίας του «Ελληνικού Εμφύλιου Πόλεμου» θεωρείται ως ένα παράδοξο φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο η κυρίαρχη ιδεολογία για την Ιστορία δεν είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή η Ιστορία των νικητών.
Όμως, η σοσιαλδημοκρατική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν την εξιστόρηση του ταξικού εμφυλίου από τη σκοπιά των ηττημένων. Πρόκειται μονάχα για μια έκφραση της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, σε μια περίοδο που - κάτω και από την πίεση του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος - προάχθηκε μια διαφορετική πολιτική ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, η οποία δεν ήταν συμβατή με το χυδαίο αντικομμουνισμό των μετεμφυλιακών χρόνων.5
Ωστόσο, σήμερα, ακόμα και αυτές οι ραφιναρισμένες θέσεις προάσπισης της αστικής εξουσίας παρουσιάζονται ως η ιστοριογραφία των ηττημένων, προκειμένου, στη συνέχεια, να χαρακτηριστούν ως «υποκειμενική ιστοριογραφία», η άρνηση της οποίας θ' ανοίξει το δρόμο για την επαναφορά στην «επιστημονική αντικειμενικότητα» της υπεράσπισης της εξουσίας του κεφαλαίου ή - με άλλα λόγια - σε ακόμα πιο επιθετικές θέσεις ενάντια στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Στηριζόμενοι σε αυτό το σκεπτικό, οι εισηγητές του «νέου κύματος» προκρίνουν τη δική τους ερμηνεία ως αποκατάσταση της αντικειμενικότητας στην καταγραφή της Ιστορίας.6 Ομως, κάτω από την απαίτησή τους για αντικειμενικότητα και μη «πολιτικό χρωματισμό» της Ιστορίας,7 αποκρύπτεται ότι η καταγραφή και ερμηνεία της Ιστορίας δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την ταξική πάλη, από την τοποθέτηση του ιστορικού υπέρ των συμφερόντων της αστικής ή της εργατικής τάξης. Ουδέτερη ιστοριογραφία δεν υπήρξε και ούτε πρόκειται να υπάρξει, διότι στην ταξικά διαφοροποιημένη οικονομία η ιδεολογική πάλη για την Ιστορία είναι έκφραση των αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων.
Η «αντικειμενική Ιστορία» που πρεσβεύουν είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, η κυρίαρχη ιδεολογία που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως καθολικά αντικειμενική, για να επιβληθεί στην εργατική τάξη και τους άλλους εκμεταλλευόμενους. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την επιστροφή τους στον πιο ωμό αντικομμουνισμό της μετεμφυλιακής περιόδου, μέσω της επιστράτευσης της προπαγάνδας περί των εγκλημάτων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ κατά του λαού στη διάρκεια της Κατοχής 8 και τις θεωρίες που παρουσιάζουν την παράνομη δράση του ΚΚΕ στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ως αποτέλεσμα της κατασκοπευτικής δράσης των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.9
Ωστόσο, μια τέτοια απόπειρα συκοφάντησης της μαζικής λαϊκής επαναστατικής βίας και της απόκρυψης της βίας των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας αστικής τάξης απαιτεί και μια διαφορετική ιστορική μεθοδολογία.
Προσανατολισμένοι σε αυτό το σκοπό, οι οπαδοί του «νέου κύματος» ισχυρίζονται ότι μέσα από τη μελέτη ενός αθροίσματος μεμονωμένων ιστορικών περιστατικών μπορούμε να διαμορφώσουμε γενική εκτίμηση για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Υπό αυτό το πρίσμα, προχωρούν στη μελέτη ορισμένων περιοχών ή ακόμα και χωριών, με απόλυτο σκοπό τη γενίκευση των συμπερασμάτων τους.
Παράλληλα, ενώ αρέσκονται στις κάθε είδους γενικεύσεις, εχθρεύονται την οποιαδήποτε προσπάθεια απόδοσης ενιαίας ταξικής ή πολιτικής ταυτότητας στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.10 Αποδεικνύουν με αυτόν τον τρόπο την πίστη τους στην αστική μεθοδολογία που προάγει την πρόσληψη της Ιστορίας όχι ως αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, αλλά ως σύνθεση των ατομικών συμφερόντων και αντιλήψεων.
Η στοιχειοθέτηση και ερμηνεία ακόμα και αυτών των αποκομμένων ιστορικών περιστατικών, παρά τις αντίθετες δηλώσεις περί αντικειμενικότητας, στηρίζεται σε μια σειρά έντονα αμφισβητήσιμων πηγών. Οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου, η αναφορά των μαρτυριών υπαρκτών ή ανύπαρκτων ανανηψάντων, οι εκθέσεις της χωροφυλακής κλπ. μετατρέπονται στα χέρια των ιστορικών του «νέου κύματος» σε αναμφισβήτητα ιστορικά τεκμήρια.
Επίσης, επιλέγουν μια ψυχολογική, πολιτιστική, ανθρωπολογική κ.λπ. ερμηνεία της Ιστορίας,11 η οποία έρχεται να ολοκληρώσει την απομάκρυνση από το κεντρικό διακύβευμα της Ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι κριτήριο της εξέτασης των ιστορικών γεγονότων πρέπει να είναι το προσωπικό κίνητρο των εμπλεκομένων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προσπαθούν να ακυρώσουν τη σημασία της ιμπεριαλιστικής κατοχής και της ταξικής πάλης και να αποδώσουν τις αντιστασιακές ενέργειες και την εμφύλια διαμάχη σε δευτερεύοντες παράγοντες (κτηματικές διαφορές, γεωγραφικές κατανομές, οικογενειακές κόντρες κλπ.).
Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα απόσπασμα από ένα κείμενο τέτοιου προσανατολισμού, το οποίο επικεντρώνεται στο νομό Μεσσηνίας:
«Οι δεξαμενές στρατολόγησης των δύο παρατάξεων καθορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό από τις γεωγραφικές παραμέτρους του ανταρτοπολέμου (ορεινά για τους αντάρτες, πεδινά για τους ταγματασφαλίτες) και λιγότερο από πολιτικοϊδεολογικές παραμέτρους (με εξαίρεση την πόλη της Καλαμάτας). Στο βαθμό που οι γεωγραφικοί παράμετροι καθόριζαν τις ζώνες της στρατιωτικής κυριαρχίας της κάθε πλευράς, καθόριζαν συγχρόνως και σε σημαντικό βαθμό και τη λογική της βίας».12
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η ένταξη στα Τάγματα Ασφαλείας συνδέεται ευθύγραμμα με την κατοικία στις πεδινές περιοχές. Σε αυτή την περίπτωση, κάτω από την επίκληση της γεωγραφίας συσκοτίζονται οι λόγοι ανάπτυξης του ΕΑΜ, προκειμένου στη συνέχεια, πατώντας πάνω σε αυτό το γεωγραφικό διαχωρισμό, να ερμηνευτεί ο ταξικός εμφύλιος πόλεμος ή τουλάχιστον ορισμένες από τις αιτίες του. Φυσικά, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να καταπιαστεί με άλλα ζητήματα, όπως το αν ο γεωγραφικός καταμερισμός συνοδεύεται και από μια διαφορετική ταξική διαστρωμάτωση του αγροτικού πληθυσμού ανάμεσα στις ορεινές και πεδινές περιοχές,13 διότι από πριν διακηρυγμένος σκοπός των οπαδών του «νέου κύματος» είναι η προσπάθεια αποπροσανατολισμού από οποιαδήποτε ταξική ανάλυση.
Ακολουθώντας αυτήν την τακτική, επιχειρούν να συγκαλύψουν ότι η μαζικοποίηση της ΕΑΜικής Αντίστασης αρχικά και του Δημοκρατικού Στρατού στη συνέχεια στηρίχτηκε στο αυξημένο κύρος της Σοβιετικής Ένωσης (λόγω των νικών του Κόκκινου Στρατού ενάντια στο ναζισμό), στη χρεοκοπία του αστικού πολιτικού συστήματος (που οι εκπρόσωποί του στη συντριπτική τους πλειοψηφία επέλεξαν να ακολουθήσουν τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή να συμμαχήσουν με τον κατακτητή γερμανικό ιμπεριαλισμό), στην ακούραστη δράση του ΚΚΕ για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, με την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των κομμουνιστών.
Οι σημερινοί απολογητές της αστικής τάξης, καταφεύγοντας στα μυθεύματα τους, πηγαίνουν ακόμα πιο πίσω από τα μετεμφυλιακά γραπτά δεδηλωμένων αντικομμουνιστών. Αξίζει να αναφερθεί το τι υποστήριζε ο Ναπολέων Ζέρβας (επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους του ΕΔΕΣ και μετέπειτα ο υπουργός που εγκαινίασε το κολαστήριο της Μακρονήσου) για τη δράση και τον ηρωισμό των κομμουνιστών στα χρόνια της Κατοχής:
«Και οι επαναστάσεις δε γίνονται με την ακινησία. Συνωμοτισμός δε θα πη να μένεις κουκουλωμένος μέσα στα παπλώματα σου. Ν' αποφεύγεις τον κίνδυνο. Ν' αδρανής. Αν οι κουκουέδες επέτυχαν όσα επέτυχαν στα χρόνια της κατοχής, είναι επειδή σαν παλαβοί έφερναν γύρα όλη την Ελλάδα». 14
Βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν αρνούμαστε ότι μια σειρά από δευτερεύοντες παράγοντες μπορεί να επηρέασαν κάποιες από τις εκφάνσεις της δράσης της ΕΑΜικής αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Παρόλα αυτά, δεν μπορούν να θεωρούνται καθοριστικοί.
Σκοπός της μεθοδολογικής λαθροχειρίας
Ας δούμε όμως ποια είναι η ιστορική ερμηνεία, στην οποία θέλουν να καταλήξουν αυτές οι μεθοδολογικές λαθροχειρίες. Οι υποστηρικτές του «νέου κύματος» θεωρούν ότι από το 1943 και έπειτα εμφανίζεται μια συγχώνευση αντιφασιστικού αγώνα και ψυχρού πολέμου. 15
Το 1943 όντως αποτελεί χρονιά - καμπή στην έκβαση του πολέμου, μιας και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού σηματοδοτεί την επερχόμενη ήττα του φασισμού και οξύνει τις αντιθέσεις μέσα στην αντιφασιστική συμμαχία. Η αντιφασιστική συμμαχία, συγκροτημένη από αντίθετους οικονομικοκοινωνικούς σχηματισμούς (καπιταλιστικά κράτη και Σοβιετική Ένωση) και από αντιστασιακές οργανώσεις που αντιπροσώπευαν αντίστοιχα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα (της αστικής ή της εργατικής τάξης), είχε αναγκαστικά ημερομηνία λήξης την ήττα του φασισμού. 16 Υπό αυτήν την έννοια, το «νέο κύμα», έστω και μέσα από την παραπλανητική καταγραφή των ταξικών αντιθέσεων ως «ψυχρού πολέμου», σωστά αναφέρει ότι η αντιφασιστική συμμαχία δε θα μπορούσε να συγκαλύψει την ταξική πάλη. Ωστόσο, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη σχετικά με τον προσανατολισμό του αντιφασιστικού αγώνα, είτε αυτή εκφράζεται στις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στα καπιταλιστικά κράτη είτε στο πλαίσιο των αντιφασιστικών μετώπων, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και πριν το 1943, δηλαδή πριν διαφανεί η ήττα του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Ακόμα και η ανάδειξη αυτού του χρονικά περιορισμένου ορθού συμπεράσματος δεν αποσκοπεί στην ανάλυση της ταξικής πάλης από τους εκπροσώπους του «νέου κύματος», αλλά χρησιμοποιείται ως πάτημα για το χτύπημα της πολιτικής του ΚΚΕ στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Σ' αυτήν, επικεντρώνονται οι επικρίσεις του «νέου κύματος», μιας και θεωρούν ότι, παρά την επίκληση της εθνικής απελευθέρωσης, ο πολιτικός σκοπός του ΚΚΕ ήταν η κατάληψη της εξουσίας.17
Ως προέκταση αυτής της λογικής, το ΚΚΕ κατηγορείται ότι εστίαζε τη δράση του όχι απέναντι στον κατακτητή, αλλά στην εξουδετέρωση των πολιτικών του αντιπάλων,18 ενώ είχε καταστρώσει και σχέδιο προκειμένου να προχωρήσει σε πραξικοπηματική κατάκτηση της εξουσίας. 19
Έτσι ο Στάθης Καλύβας υιοθετεί παλιότερο κείμενο του Γρηγόρη Φαράκου, για να μας πείσει για τους αθέμιτους στόχους του ΚΚΕ:
«Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τα αρχειακά τεκμήρια του KKE που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα. Σε ένα σημαντικό άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1996, ο Γρηγόρης Φαράκος, στηριζόμενος στα τεκμήρια αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "το σύνδρομο της κατάληψης της εξουσίας με σταλινικό τρόπο υπήρχε στην ηγεσία του KKE" και ότι η ηγεσία του κόμματος "δεν είχε, ουσιαστικά, απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη, δηλαδή, κατάληψη της εξουσίας"». 20
Ουσιαστικά, οι ιστοριογράφοι του «νέου κύματος» προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να κατακρίνουν τη δράση του ΚΚΕ, χρησιμοποιώντας το ιδεολόγημα των «δύο ολοκληρωτισμών». Οι ρίζες του ιδεολογήματος μπορούν να βρεθούν στην προσπάθεια των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών να χτυπήσουν τη νεαρή σοβιετική εξουσία (1922) με το πρόσχημα της αντιδημοκρατικότητας του σοβιετικού πολιτικού συστήματος. 21 Στη συνέχεια, στα χρόνια που ακολούθησαν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη σκυτάλη πήραν οι απολογητές του ιμπεριαλισμού.22 Σύμφωνα με την παγκόσμια έκφραση του ιδεολογήματος, ο φασισμός και ο σοσιαλισμός ταυτίζονται ως ολοκληρωτικά καθεστώτα και εχθροί της αστικής δημοκρατίας, επειδή αρνούνται τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, ο αστικός κοινοβουλευτισμός παρουσιάζεται ως το οχυρό της «ελευθερίας» απέναντι στον «ολοκληρωτισμό» και όχι ως θωράκιση της ταξικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. 23 Παράλληλα, μέσω του διαχωρισμού της οικονομικής βάσης (δηλαδή του ποιος έχει στην ιδιοκτησία του τα μέσα παραγωγής) από τις πολιτικές μορφές με τις οποίες συγκροτείται η εξουσία της τάξης, ο φασισμός σταματά να θεωρείται πολιτική μορφή εξουσίας της αστικής τάξης και χρησιμοποιείται για τη δυσφήμιση του σοσιαλισμού. Με αυτόν τον τρόπο, οι χυδαίοι απολογητές του ιμπεριαλισμού πετυχαίνουν μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και αθωώνουν τον ιμπεριαλισμό για τα εγκλήματα του φασισμού, και τα χρεώνουν στο σοσιαλισμό μέσω της εξομοίωσής του με το φασισμό!
Η ελληνική εκδοχή του αστικού ιδεολογήματος θέλει να παρουσιάσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ως την άλλη όψη της κατάλυσης της αστικής δημοκρατίας από το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Ως απόδειξη, χρησιμοποιείται η πτωματομετρία και η εξέταση του δικαίου της ΕΑΜικής Αντίστασης στη βάση των νεκρών που προέκυψαν από αυτή. 24 Φυσικά πρόκειται για έναν κάλπικο αστικό ανθρωπισμό, ο οποίος, την ίδια στιγμή που καταδικάζει το δικαίωμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να αντιστέκονται στην ταξική εκμετάλλευση και την ιμπεριαλιστική υποδούλωση με όλα τα μέσα, δεν αρθρώνει λέξη για τη βία του ιμπεριαλιστικού πολέμου και πολύ περισσότερο για την ταξική εκμετάλλευση του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού από τον οποίο προκύπτει. Οι οπαδοί του «νέου κύματος» θα αποδώσουν ως τραγωδία τον εμφύλιο πόλεμο, εστιάζοντας στην ένοπλη αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ελληνες, ενώ την ίδια στιγμή θεωρούν σχεδόν αυτονόητη την ιμπεριαλιστική σφαγή στα πλαίσια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από αυτή τη σκοπιά οι οπαδοί του «νέου κύματος», πάνε ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με τη γενική εκδοχή του ιδεολογήματος των «δύο ολοκληρωτισμών». Με αυτό τον τρόπο, φτάνουν να δικαιολογούν ακόμα και την οργάνωση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ως αποτέλεσμα της ανάγκης του δημοκρατικού πληθυσμού να προστατευτεί από τις επιθέσεις των ανταρτών 25 ή να εξευμενίσει τους Γερμανούς, ώστε να μην προχωρήσουν σε αντίποινα για τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ. 26
Η μετατόπιση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την κρατική της οντότητα στην αντιπαράθεση με το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό (όπως η αστική τάξη της Αγγλίας ή των ΗΠΑ), ούτε και να διαμορφώσει ένα ακμάζον αστικό αντάρτικο (όπως στην περίπτωση της Γαλλίας ή της Ιταλίας), το οποίο να μπορεί να παρουσιάζεται από τους ιστορικούς της ως το αντίπαλο δέος φασισμού και σοσιαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι η προάσπιση της αστικής τάξης να περνά αναγκαστικά από τη δικαιολόγηση τόσο των τμημάτων της που αποχώρησαν, ακολουθώντας τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή παρέμειναν αναμένοντας τις εξελίξεις και ιδρύοντας σε κάποιες περιπτώσεις περιθωριακές ή πιο μαζικές αντιστασιακές (και αντικομμουνιστικές) οργανώσεις, όσο και του κομματιού που συνεργάστηκε με το γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Ακολουθώντας αυτά τα μονοπάτια, οι θιασώτες του «νέου κύματος», ενώ σπεύδουν να καταδικάσουν τα δήθεν μυστικά σχέδια του ΚΚΕ για την κατάκτηση της εξουσίας, δεν κάνουν καμιά αναφορά στα φανερά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Αποκρύπτουν το σχέδιο «Μάνα» που ο αγγλικός ιμπεριαλισμός είχε καταστρώσει από το 1943 και προέβλεπε την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεών του στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών. 27 Δε μιλούν επίσης για τα σχέδια του ελληνικού αστικού πολιτικού κόσμου που ευθυγραμμίζονταν με αυτά του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού και απαιτούσαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ως το απαραίτητο πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της αστικής εξουσίας. 28
Φανερώνεται έτσι ότι γενικός σκοπός τους είναι η καταδίκη του δικαιώματος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της να επιλέγουν τις μορφές πάλης τους και εν τέλει να οικοδομούν τη δική τους εξουσία και όχι η βίαιη επιβολή της εξουσίας γενικά και αόριστα. Γι' αυτό στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο προσπαθούν να αποκόψουν την κοινωνικοταξική πάλη του ΚΚΕ από την εθνικοαπελευθερωτική. Αξιοποιώντας τις αντιφάσεις στη στρατηγική του ΚΚΕ, το «νέο κύμα» το κατηγορεί γιατί έθεσε στην πράξη και με αποφασιστικότητα το ζήτημα της εξουσίας, γεγονός που θα έπρεπε να έχει γίνει, αλλά δυστυχώς δεν έγινε.
Όπως είναι φυσικό, η κατεύθυνση της ιστοριογραφίας του «νέου κύματος» δεν αποσκοπεί μονάχα στην εξέταση του παρελθόντος, αλλά στοχεύει στο παρόν. Παρ' όλη την προσπάθειά τους να δηλώσουν ότι «η συζήτηση για τον κομμουνισμό μυρίζει ναφθαλίνη»,29 είναι καθαρή η επιδίωξή τους να συκοφαντήσουν το σοσιαλισμό ως ενδεχόμενο του μέλλοντος και να χτυπήσουν και τη σημερινή στρατηγική του ΚΚΕ. Μόνο έτσι μπορούν να γίνουν αντιληπτά τα εγκώμια τους για τον Γρηγόρη Φαράκο 30 ή τον Λεωνίδα Κύρκο 31 που αντιλήφθηκαν τη χρεοκοπία του κομμουνισμού και συνέβαλαν στο να γίνει η «Αριστερά» κομμάτι του αστικού πολιτικού σκηνικού, σε αντίθεση με το ΚΚΕ. Ως απόδειξη της αντικειμενικότητάς τους, οι απολογητές της αστικής τάξης εξυμνούν τον οπορτουνισμό. Όσους όχι μόνο πρόδωσαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά και προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να λοξοδρομήσουν το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα.
Αυτοί χαίρουν της απεριόριστης εκτίμησης των εκπροσώπων του «νέου κύματος», όπως εξάλλου και όποιος άλλος στρέφεται απροκάλυπτα επιθετικά και συκοφαντικά ενάντια στο ΚΚΕ, όπως ο Θ. Πάγκαλος. Στα γραπτά των εισηγητών του «νέου κύματος», κάθε αντικομμουνιστική απόπειρα θεωρείται αποκατάσταση της αντικειμενικότητας και η οποιαδήποτε κριτική της αποκαλείται προσκόλληση στα ταμπού και στο δογματισμό.
Αλήθεια, περισσό άγχος και πολύ μελάνι για μια υπόθεση που μυρίζει ναφθαλίνη!
Ο οπορτουνιστικός και ρεφορμιστικός «αντίλογος»
Απέναντι στην αστική ιστοριογραφία του «νέου κύματος» για την ΕΑΜική Αντίσταση και τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο, προσπαθεί να αντιπαρατεθεί μια σειρά ιστορικών ρεφορμιστικής και οπορτουνιστικής κατεύθυνσης. Στην απαίτηση της «αξιολογικής ουδετερότητας» η οπορτουνιστική ιστοριογραφία αντιτάσσει την καταγραφή και ερμηνεία της Ιστορίας στους «ειδικούς» ιστορικούς επιστήμονες, οι οποίοι διατηρούν τις ιδεολογικές τους αναφορές 33. Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που συμφωνούν με πλευρές της μεθοδολογίας του «νέου κύματος» 34. Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση η παραδοχή της ιδεολογικά φορτισμένης γνώμης του ιστορικού, αναφέρεται πολύ περισσότερο σε μια ατομική πολιτική ή ακόμα και συναισθηματική τοποθέτηση «εντός των τειχών» του αστικού πλουραλισμού, παρά σε μια απόπειρα κατανόησης της ιστορικής κίνησης μέσα από την πάλη των τάξεων και στην προάσπιση της εργατικής τάξης.
Όσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα, οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι χαρακτηρίζουν συνολικά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αντιφασιστικό και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ούτε μπήκε ούτε και θα έπρεπε να μπει από την πλευρά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, το ζήτημα της εξουσίας 35. Αγκωνάρι μιας τέτοιας τοποθέτησης είναι η κλασική ψευδαίσθηση που καλλιεργεί ο οπορτουνισμός περί της δυνατότητας μιας ειρηνικής διευθέτησης της ταξικής πάλης μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας 36. Η προβολή αυτής της θέσης στο επίπεδο των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων οδηγεί την οπορτουνιστική ιστοριογραφία στην αντίληψη ότι η πιο αποτελεσματική άρνηση του ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι η επιστροφή στην ιμπεριαλιστική ειρήνη και όχι η προσπάθεια ανατροπής του ιμπεριαλισμού που «γεννά τους πολέμους» 37.
Γι' αυτό, όταν οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι αναζητούν τις ρίζες του Β΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, τον εξετάζουν ως ένα γεγονός αποκομμένο, η πραγμάτωση του οποίου κρίνεται αποκλειστικά από τους πολιτικούς χειρισμούς των «μεγάλων δυνάμεων» και όχι από την ίδια τη φύση του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού: «Τόσο ο Τσάμπερλεν και ο Χάλιφαξ στη Βρετανία όσο και ο Νταλαντιέ και ο Μπονέ στη Γαλλία, ήταν δηλωμένοι οπαδοί της πολιτικής "κατευνασμού" του Χίτλερ αλλά είχαν αντιληφθεί ότι μετά την Τσεχοσλοβακία δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια υποχωρήσεων. Οι διαβεβαιώσεις του Χίτλερ προς τον Βρετανό και τον Γάλλο πρεσβευτή στο Βερολίνο στις 25 Αυγούστου ότι η Γερμανία δεν απειλούσε την ακεραιότητα των χωρών τους δεν άλλαξε τη στάση τους. Αντίθετα, η υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Συνδρομής μεταξύ Πολωνίας και Βρετανίας καθιστούσε σαφές ότι τυχόν επίθεση στην Πολωνία θα προκαλούσε γενικότερο πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, Γαλλία και Βρετανία έλπιζαν ότι η σθεναρή στάση θα απέτρεπε τη Γερμανία να εξαπολύσει τον πόλεμο. Διαψεύστηκαν» 38.
Μια τέτοια προσέγγιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αντικειμενικά καθιστά ανεπαρκή και αναποτελεσματική την κριτική απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου και τους ιδεολογικούς της εκπροσώπους, αφού αποσυνδέει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο από το χαρακτήρα της ίδιας της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού και δε θέτει το ζήτημα της ανατροπής του 39. Στηριζόμενοι σε αυτό τον άξονα ανάλυσης, οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές ιστοριογράφοι δικαιολογούν κατ' εξαίρεση την ένοπλη αντίσταση των λαών στη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα, στο βαθμό που αυτή δεν ήταν πρωτογενής - επιθετική, αλλά συνιστούσε την αντίδραση στα εγκλήματα της Κατοχής αναφορικά με την Ελλάδα 40 και στη φασιστική επιθετικότητα σε διεθνές επίπεδο. Οι συνέπειες αυτής της στάσης φαίνονται και στην προσέγγιση του εμφυλίου πολέμου. Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι προασπίζονται το ΚΚΕ αναφορικά με τη διεξαγωγή του ταξικού εμφυλίου πολέμου, η δικαιολόγηση στηρίζεται στο όργιο της τρομοκρατίας του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης 41.
Επομένως, σύμφωνα με την αντίληψη των ρεφορμιστών και οπορτουνιστών ιστοριογράφων, δεν είναι αποδεκτή μια προσπάθεια δυσφήμισης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στη βάση της πτωματομετρίας και της ψευδούς φιλανθρωπίας του «νέου κύματος». Όμως ταυτόχρονα, ως κριτήριο για την ορθότητα της μαζικής λαϊκής βίας και κατά προέκταση για το δίκαιο ή τον άδικο χαρακτήρα της ΕΑΜικής Αντίστασης και της δράσης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας δεν ορίζεται το δικαίωμα της εργατικής τάξης και των άλλων εκμεταλλευομένων να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο στον αγώνα για την κοινωνική - ταξική τους χειραφέτηση από τους ιμπεριαλιστές (καταχτητές και μη) και την ντόπια αστική τάξη, αλλά το δικαίωμά τους να αντισταθούν στην κατάλυση της κυριαρχίας του αστικού κράτους.
Η δικαίωση της αντίστασης στη βάση της προάσπισης της αστικής δημοκρατίας οδηγεί τους οπορτουνιστές ιστοριογράφους και στο να περιορίζουν την κάθε αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ από τη μια μεριά και την ελληνική αστική τάξη από την άλλη στο δίπολο: «Μαχητές της απελευθέρωσης» και «δωσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών». Ομως, σύμφωνα με αυτή τη σχηματική αποτύπωση, δεν μπορεί να ερμηνευτεί η στάση του κομματιού της αστικής τάξης που ακολούθησε τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή του άλλου μέρους που έμεινε στην Ελλάδα δίχως να συνεργαστεί με τους καταχτητές, μιας και οι δύο αυτές πλευρές την επομένη της απελευθέρωσης στράφηκαν επίσης ενάντια στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Οι οπορτουνιστές αναδεικνύουν ότι το ΚΚΕ δεν είχε επεξεργασμένη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας και θεωρούν ότι καλώς έκανε, αφού το κυριότερο καθήκον της στιγμής ήταν ο αντιφασιστικός αγώνας 42 και στη συνέχεια η δημοκρατική ομαλότητα και η διενέργεια εκλογών. Έτσι, ακόμα και όταν υπερασπίζονται τη δράση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ή και του ΚΚΕ, βασικός όρος είναι η παραμονή της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στα όρια της αστικής νομιμότητας και η αποσύνδεσή της από τον αγώνα για το σοσιαλισμό.
Είναι χαρακτηριστική εξάλλου η «χρόνια εμμονή» του οπορτουνισμού για την καταδίκη της αποχής του ΚΚΕ από τις εκλογές του 1946, αφού θεωρούν ότι με την έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας - που συνιστούσε το πέρασμα στην ένοπλη πάλη - ξοδεύτηκε μια ευκαιρία μετάβασης σε ένα καθεστώς αστικής δημοκρατίας, στα όρια του οποίου θα κατοχυρωνόταν η ενσωμάτωση του ΚΚΕ στον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Με άλλα λόγια, η οπορτουνιστική ιστοριογραφία, εκμεταλλευόμενη το δεδομένο ότι πραγματικά δεν τέθηκε το Δεκέμβρη του 1944 το ζήτημα της εξουσίας, στο όνομα της ανάγκης αστικοδημοκρατικής εξομάλυνσης, αρνείται το ιστορικά χρήσιμο για την εργατική τάξη συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να είχε τεθεί 43.
Αντίστροφα από τους υποστηρικτές του «νέου κύματος», οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές ιστοριογράφοι αποκόπτουν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του ΚΚΕ από την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας με στόχο το σοσιαλισμό. Γενικότερα απορρίπτουν την ταξική σύγκρουση και με την ένοπλη μορφή της ως κορύφωση της ταξικής πάλης.
Τα αδιέξοδα του οπορτουνισμού
Αποδεχόμενη την αστική δημοκρατία ως πεμπτουσία, η οπορτουνιστική και ρεφορμιστική ιστοριογραφία δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στο αστικό ιδεολόγημα των «δύο ολοκληρωτισμών».
Καταρχήν, επειδή δεν αποδέχεται το φασισμό ως μορφή αστικής εξουσίας, αλλά θεωρεί ότι πρόκειται για ένα σύστημα εχθρικό προς την εργατική τάξη, επειδή αρνείται τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Επιπλέον, διότι η μόνη διαφορά που εντοπίζει ανάμεσα στο φασισμό και στο σοσιαλισμό έγκειται στο ότι το κομμουνιστικό κίνημα είχε τουλάχιστον σε επίπεδο γνωσιοθεωρίας «πρόταγμα χειραφέτησης» και «αναφορά στην ελευθερία» 44.
Με αυτό τον τρόπο, όμως, γυρνάμε στην ψευδή αντίθεση «ολοκληρωτισμού» - δημοκρατίας από άλλο δρόμο. Ετσι κι αλλιώς η οπορτουνιστική ιστοριογραφία, ακόμα και όταν αρνείται από γνωσιοθεωρητική άποψη την απόπειρα ταύτισης ανάμεσα στο φασισμό και στο σοσιαλισμό, δεν αποτυπώνει αυτή την ανάλυσή της και στο επίπεδο της ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων.
Η καταδίκη της «μαύρης βίας» των φασιστών καταχτητών και της προσπάθειας αθώωσης των εγκλημάτων των συνεργατών τους, αρχικά στη διάρκεια της Κατοχής και ύστερα κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο 45, προσκρούει στην εξομοίωση των αντιπαρατιθεμένων, που ανανεώνεται και στην οπορτουνιστική και ρεφορμιστική ιστοριογραφία μέσα από την αποδοχή της επί της ουσίας ταύτισης σοσιαλισμού και φασισμού.
Γενικότερα η οπορτουνιστική κριτική απέναντι στις αντιδραστικές προσεγγίσεις του «νέου κύματος» μοιραία εγκλωβίζεται πάντα στην άρνησή της να παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και στη σοσιαλιστική. Απόρροια αυτού του αδιεξόδου συνιστά το γεγονός ότι ακόμα και τα ψήγματα της ορθής κριτικής απέναντι στην αστική ιστοριογραφία χρησιμοποιούνται τελικά για να συνηγορήσουν στην άρνηση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και των άλλων εκμεταλλευομένων από την εξουσία του κεφαλαίου.
Οπότε, η οποιαδήποτε κριτική του «νέου κύματος» από την πλευρά της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας (όπως και οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της διατυμπανίζουν)46 σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, ειδικότερα σήμερα, σε περίοδο όξυνσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η εργατική τάξη και οι άλλοι εκμεταλλευόμενοι θα πρέπει να προσπεράσουν και το σκόπελο της οπορτουνιστικής θεώρησης της Ιστορίας, προκειμένου να αποκομίσουν τα απαραίτητα ιστορικά συμπεράσματα που θα συμβάλουν στον αγώνα για το σοσιαλισμό.
Η θέση του ΚΚΕ και η σύγχρονη σημασία της
Οι ιστοριογράφοι του αστικού φάσματος είναι τόσο παλιοί, όσο και η εκμεταλλεύτρια τάξη, την οποία με συνέπεια υπηρετούν. Όμως, όπως ήδη είδαμε, οι στόχοι τους έρχονται από το μέλλον. Η προσπάθεια διαστρέβλωσης της Ιστορίας και συκοφάντησης της ταξικής πάλης δεν αποσκοπεί κυρίως στην τάδε ή τη δείνα ερμηνεία ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά στην προσπάθεια - με βάση αυτή την ερμηνεία - να επιβληθεί μια πολιτική αντίληψη που ουσιαστικά βοηθάει στη διατήρηση της αστικής εξουσίας. Μπροστά στην όξυνση της ταξικής πάλης οι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» εκπληρώνουν αυτό το σκοπό, πρωτοστατώντας σε ένα χυδαίο αντικομμουνισμό, που ταυτίζει την ανατροπή της αστικής εξουσίας με την άρνηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ενώ οι οπορτουνιστές ακολουθούν μια λιγότερο χυδαία (όχι όμως και λιγότερο επικίνδυνη για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης) αντίληψη περιορισμού των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ ξεκινά από την επιστημονική μαρξιστική θέση ότι η Ιστορία μπορεί να προσεγγιστεί μονάχα ως Ιστορία ταξικών αγώνων 47, γεγονός που ξεκαθαρίζει την ταξική αφετηρία της ιστοριογραφίας και την πρακτική της κατάληξη. Κατά συνέπεια, τα ιστορικά συμπεράσματα δεν μπορούν να είναι τα ίδια για την αστική και την εργατική τάξη, επειδή ακριβώς πηγάζουν από αντίθετα ταξικά συμφέροντα. Έχοντας κατακτημένη αυτή την κατευθυντήρια γραμμή, το ΚΚΕ διαμορφώνει τη θέση του απέναντι στα ιστορικά γεγονότα προηγούμενων περιόδων, με στόχο τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων για τις επερχόμενες μάχες. Από αυτή την αξίωση εξοπλισμού της εργατικής τάξης, μέσα από τη μελέτη της ακριβοπληρωμένης πείρας των αγώνων της και των θυσιών της, πηγάζει για το ΚΚΕ η ανάγκη αποτίμησης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός 48, αποτέλεσμα του χαρακτηριστικού γνωρίσματος του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού να οδηγεί σε μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής 49. Ο φασισμός αποτέλεσε την πολιτική έκφραση του ιταλικού και του γερμανικού ιμπεριαλισμού, στην προσπάθειά τους να επιτύχουν ένα ευνοϊκότερο ξαναμοίρασμα των αγορών και όχι έναν ξεχωριστό από τον καπιταλισμό οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό 50. Η καπιταλιστική (ταξική) ταυτότητα του φασισμού ήταν αυτή που έκανε δεδομένη την εχθρότητά του απέναντι στο εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα, όπως και την αντίσταση των κομμουνιστών απέναντί του.
Ωστόσο, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μια σειρά διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών σε σχέση με τον επίσης ιμπεριαλιστικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καταρχήν, υπήρχε η παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης, από την πλευρά της οποίας ήταν πόλεμος υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας. Ένα ακόμα στοιχείο που διαφοροποιούσε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι στην ουσία του αλλά στον τρόπο εκδήλωσής του, ήταν η κατοχή μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών από τις δυνάμεις του Άξονα και ο ορισμός δοτών κυβερνήσεων. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τα κομμουνιστικά κόμματα να θέσουν στην ημερήσια διάταξη τόσο το ζήτημα της υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και της εθνικής απελευθέρωσης.
Το ΚΚΕ, παρά τις τεράστιες θυσίες και την πρωτοπόρα δράση του σε όλη τη διάρκεια της αντίστασης, στάθηκε ανέτοιμο να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα την πάλη απέναντι στον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την ντόπια αστική τάξη, που αντικειμενικά υπέβοσκε και οξυνόταν και στην περίοδο της Κατοχής. Η πολιτική και στρατιωτική του στάση, με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας και στη συνέχεια στις μέρες του Δεκέμβρη του 1944 και της συμφωνίας της Βάρκιζας, υποδηλώνει την ανετοιμότητα του ΚΚΕ να συνδέσει την πάλη του ενάντια στην ιμπεριαλιστική κατοχή με την πάλη για την κατάκτηση του σοσιαλισμού.
Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού που ακολούθησε «ξέπλυνε» το στίγμα που άφησαν η συνθήκη της Βάρκιζας και οι ψευδαισθήσεις για τη δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης της ταξικής πάλης. Η ένοπλη αντιπαράθεση με την αστική εξουσία και τον αγγλικό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό αποτέλεσε την κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας, η οποία άφησε σπουδαίες παρακαταθήκες στην πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος τα επόμενα χρόνια. Είναι χρέος του σημερινού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος να διδάσκεται από την ηρωική πάλη και την αταλάντευτη στάση των μαχητών και των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι οποίοι εκ των πραγμάτων έθεσαν σε κίνδυνο την καπιταλιστική εξουσία στην Ελλάδα.
Πολύ περισσότερο, η σημερινή άντληση των θετικών και αρνητικών ιστορικών διδαγμάτων από τους κομμουνιστές γι' αυτή την περίοδο οφείλει να είναι προσανατολισμένη στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης νικηφόρας επαναστατικής στρατηγικής για το σοσιαλισμό και όχι στην αποδοχή της αστικής εξουσίας. Μάλιστα, αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της κατεύθυνσης οφείλει να είναι η ακούραστη και ανειρήνευτη αντιπαλότητα με όλες τις μορφές της ιδεολογικής τρομοκρατίας που εξαπολύει η αστική τάξη εναντίον της ταξικής αγωνιστικής Ιστορίας της εργατιάς και του ΚΚΕ.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο οι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» όσο και οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι βρίσκονται εκ των πραγμάτων στην αντίπερα όχθη.
Σημειώσεις:
1. Στάθη Καλύβα - Νίκου Μαραντζίδη: «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 20 Μάρτη 2004.
2. Πέτρου Μακρή - Στάικου (επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J. Wallace (1943)», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2009.
3. Στάθη Καλύβα: «Εμφύλια βία και ιστορία», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 24 Γενάρη 2010.
4. Γ. Θ. Μαυροκορδάτου: «Η "Ρεβάνς" των ηττημένων» στο συλλογικό «Πενήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο», έκδοση της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» και της εκδοτικής «Ερμής», Αθήνα, 1999, σελ. 39.
5. David Close: «Η κληρονομιά» στο David Close: «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943 - 1950 (μελέτες για την πόλωση)», εκδ. «Φιλίστωρ», Αθήνα, 1996, σελ. 283 - 290.
6. Νίκου Μαραντζίδη: «Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 60 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ», περιοδικό «Εικονογραφημένη Ιστορία», εκδ. «Πάπυρος», Αθήνα, 2009, τ. 493, σελ. 10.
7. Πέτρου Μακρή - Στάικου: «Νέα Κύματα και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 5 Δεκέμβρη 2009.
8. Στάθη Καλύβα: «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή» στο Μαρκ Μαζάουερ: «Μετά τον πόλεμο», εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2003.
9. Νίκου Μαραντζίδη: «Οι κόκκινοι κατάσκοποι», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 6 Σεπτέμβρη 2009.
10. Στάθη Καλύβα: «Μια δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18 Οκτώβρη 2009.
11. Βλ. ενδεικτικά Bαν Μπουσχότεν: «Ρίκη, Ανάποδα χρόνια: Συλλογική μνήμη και ιστορία στη Ζιάκα Γρεβενών», εκδ. «Πλέθρον», Αθήνα, 1997.
12. Στάθη Καλύβα: «Η γεωγραφία της εμφύλιας βίας στην κατοχική Μεσσηνία» στο Γιάννη Καρακατσιάνη (Επιμέλεια): «Νότια Πελοπόννησος 1935 - 1950», εκδ. «Αλφειός», Αθήνα, 2009, σελ. 55.
13. Βλ. Ενδεικτικά Γ. Προγουλάκη - Ε. Μπουρνόβα: «Ο αγροτικός κόσμος 1830 - 1940» στο συλλογικό: «Εισαγωγή στη Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία (18ος - 20ός αιώνας», εκδ. «Γιώργος Δαρδάνος - Τυπωθήτω», Αθήνα, 2000, σελ. 45-104.
14. Ναπολέοντα Ζέρβα: «Απομνημονεύματα», εκδ. «Μέτρον», Αθήνα, 2000, σελ. 183.
15. Στάθη Καλύβα: «Η Ιστορία ως τυμβωρυχία», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 20 Δεκέμβρη 2009.
16. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» στο συλλογικό: «60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών - Επος και διδάγματα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 20 - 23.
17. Στάθη Καλύβα: Εισαγωγικό σημείωμα στο Πέτρου Μακρή - Στάικου (Επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2009, σελ. 34 - 35.
18. Πέτρου Μακρή - Στάικου: «"Νέα Κύματα" και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 5 Δεκέμβρη 2009.
19. Ο.π.
20. Στάθη Καλύβα: «Η επιλογή της βίαιης ρήξης», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 5 Δεκέμβρη 2004.
21. Karl Kautsky: «Hitlerism and Social Democracy»,http://www.marxists.org/archive/kautsky/1934/hitler.htm και Eduard Bernstein: «On the Russian and German Revolutions»,http://www.marxists.org/reference/archive/bernstein/works/1922/xx.htm.
22. Ενας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του ιδεολογήματος είναι και ο περιβόητος Μπρεζίνσκι. Βλ. ενδεικτικά Carl Friedrich - Zbigniew Brzezinski: «Totalitarian Dictatorship and Autocracy», Praeger Editions, New York 1956 και Zbigniew Brzezinski: «The Permanent Purge: Politics in soviet totalitarianism», Harvard University Press, Cambridge Mass, 1955.
23. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1975, σελ. 16.
24. Stathis Kalyvas: «The Logic of Violence in Civil War», Cambridge University Press, Cambridge, 2006.
25. Στάθη Καλύβα: «Μεθοδολογικές προϋποθέσεις της μελέτης του δοσιλογισμού» στο Ιάκωβου Μιχαηλίδη - Ηλία Νικολακόπουλου - Χάγκεν Φλάισερ: «"Εχθρός" εντός των τειχών: Οψεις του δοσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2006, σελ. 79 - 90.
26. Βλ. ενδεικτικά Στράτου Δορδανά: «Το αίμα των αθώων», εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, 2007, σελ. 352 - 354.
27. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946 - 1949)», εκδ. «Ριζοσπάστης - Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1998, σελ. 31.
28. Γεωργίου Παπανδρέου: «Επιστολή προς το διευθυντή της Καθημερινής», εφημερίδα «Η Καθημερινή», 2 Μάρτη 1948.
29. Στάθη Καλύβα: «Ο ακρωτηριασμός της λογικής», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 19 Φλεβάρη 2006.
30. Στάθη Καλύβα - Νίκου Μαραντζίδη: «Η Αριστερά, οι μαρτυρίες και τα πρόσωπα», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22 Μάρτη 2009.
31. Νίκου Μαραντζίδη: «Ο Νέστορας της Αριστεράς», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10 Γενάρη 2010.
33. Βασίλη Κρεμμυδά: «Στα δίχτυα του Δικτύου», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 19 Νοέμβρη 2009.
34. Τασούλας Βερβενιώτη: «Μνήμες και αμνησίες των αρχείων και των μαρτυριών για τον ελληνικό εμφύλιο. Η Αθήνα και η επαρχία, η ηγεσία και τα μέλη» στο συλλογικό: «Μνήμες και λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Επίκεντρο», Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 81-86.
35. Ηλία Νικολακόπουλου: «Το νέο κύμα και η τριλογία της σύγχυσης», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 7 Φλεβάρη 2009.
36. Χάγκεν Φλάισερ: «Προς τι η προβολή ενός μοιραίου ανθρώπου;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 28 Νοέμβρη 2009.
37. Β. Ι. Λένιν: «Προς τους εργάτες που είναι ενάντια στον πόλεμο και τους σοσιαλιστές που πέρασαν με το μέρος των κυβερνήσεών τους» «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, τ. 30, σελ. 300.
38. Πολυμέρη Βόγλη: «Ηταν πράγματι αναπόφευκτος ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Οκτώβρη 2009.
39. Β. Ι. Λένιν: «Ταξική συνεργασία με το κεφάλαιο ή ταξική πάλη ενάντια στο κεφάλαιο» «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, τ. 32.
40. Π. Παναγιωτόπουλου: «Επανάσταση χωρίς αίμα, πολιτική χωρίς βία;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 26 Ιούνη 2004.
41. Μιχάλη Λυμπεράτου: «Στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2006, σελ. 514-516.
42. Ηλία Νικολακόπουλου: «Η επιστροφή των Βουρβόνων», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 19-20 Δεκέμβρη 2009.
43. Σπύρου Ασδραχά: «Η "αναθεώρηση" του Εμφυλίου», εφημερίδα «Εποχή», 20 Δεκέμβρη 2009.
44. Νίκου Αλιβιζάτου - Ηλία Νικολακόπουλου - Κωνσταντίνου Τσουκαλά: «Συζήτηση για τα 60 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου», εφημερίδα «Αυγή», 27 Δεκέμβρη 2009.
45. Ηλία Νικολακόπουλου: «Η "κόκκινη βία" και ο εξαγνισμός των δοσιλόγων», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Μάη 2010.
46. Χάγκεν Φλάισερ: «Περί "κόκκινης" και "μαύρης" βίας στην Κατοχή και τον Εμφύλιο», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 10 Γενάρη 2010.
47. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 25.
48. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» στο συλλογικό: «60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών - Επος και διδάγματα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 31.
49. Β. Ι. Λένιν: «Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 89.
50. Για τις επιδιώξεις του γερμανικού και του ιταλικού ιμπεριαλισμού ενδεικτική είναι η χιτλερική θεωρία του αναγκαίου για τη Γερμανία ζωτικού χώρου.
*Ριζοσπάστης*
Διόλου τυχαία, ως επίκεντρο της επίθεσης επιλέγουν τη δεκαετία του 1940 και ειδικότερα τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο, την κορύφωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Οι κονδυλοφόροι της αστικής τάξης εντοπίζουν την επίθεσή τους στην εποχή που πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες ριζοσπαστικοποιήθηκαν, που βγήκαν από το περιθώριο της υποταγής τους στις αποφάσεις των εκμεταλλευτών τους, για να περάσουν στο προσκήνιο της Ιστορίας. Τότε, όπως και σήμερα, επικεντρώνουν την επίθεσή τους στον αγώνα της εργατικής τάξης να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να κατακτήσει τη δική της εξουσία, στην προσέλκυση σε αυτόν τον αγώνα των λαϊκών στρωμάτων.
Στις μέρες μας, στην επιτυχία της νέας προσπάθειας συγγραφής της Ιστορίας στα μέτρα της εξουσίας του κεφαλαίου συντελεί η νίκη της αντεπανάστασης και η συνεπαγόμενη υποχώρηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Παράλληλα, η βιολογική απουσία των πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων και άρα η αδυναμία των νέων γενιών να γνωρίσουν την Ιστορία μέσα από τους ήρωες του εργατικού και του λαϊκού κινήματος διευκολύνει τους πλαστογράφους της Ιστορίας, όπως και οι ίδιοι ομολογούν.1
Η δημοσίευση του βιβλίου «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J. Wallace (1943)»2 πυροδότησε έναν καινούριο κύκλο αντιπαράθεσης σε σχέση με την ιστορική καταγραφή των αιτίων της ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στα στρατιωτικά όργανα της αστικής τάξης και του αγγλικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού, από τη μια πλευρά, και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), με κύριο αιμοδότη του το ΚΚΕ, από την άλλη.
Σε μια αντιπαράθεση μέσω συνεδρίων και του Τύπου παρατάσσονται από τη μια πλευρά οι υποστηρικτές της ρεφορμιστικής οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας, που η προσέγγισή της γι' αυτήν την περίοδο επικρατεί από τη δεκαετία του 1980 (βλ. Νικολακόπουλος, Φλάισερ, Κρεμμυδάς κ.ά.) και, από την άλλη, οι αυτοαποκαλούμενοι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» (βλ. Καλύβας, Μαραντζίδης, Μακρής - Στάικος κ.ά.), οι οποίοι πλασάρουν την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία των δεκαετιών του 1950 και του 1960, κάτω από καινούριο επιστημονικοφανές περιτύλιγμα.
Το «νέο κύμα» και ο παλιός αντικομμουνισμός
Οι αυτοαποκαλούμενοι εισηγητές του «νέου κύματος», αποτελώντας προκεχωρημένο φυλάκιο της αστικής ιστοριογραφίας, ισχυρίζονται ότι η καταγραφή της Ιστορίας του «Εμφυλίου Πολέμου» έγινε μεροληπτικά, αρχικά από τους νικητές του (την περίοδο 1949 - 1974) κι έπειτα από τους ηττημένους (1974 - σήμερα).3 Φυσικά, ως επικράτηση της ιστοριογραφίας των ηττημένων παρουσιάζονται συνήθως οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις που κυριάρχησαν τη δεκαετία του 1980 και αναπαράγονται έως τις μέρες μας.4 Με αυτήν την έννοια, η καταγραφή της Ιστορίας του «Ελληνικού Εμφύλιου Πόλεμου» θεωρείται ως ένα παράδοξο φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο η κυρίαρχη ιδεολογία για την Ιστορία δεν είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή η Ιστορία των νικητών.
Όμως, η σοσιαλδημοκρατική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν την εξιστόρηση του ταξικού εμφυλίου από τη σκοπιά των ηττημένων. Πρόκειται μονάχα για μια έκφραση της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, σε μια περίοδο που - κάτω και από την πίεση του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος - προάχθηκε μια διαφορετική πολιτική ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, η οποία δεν ήταν συμβατή με το χυδαίο αντικομμουνισμό των μετεμφυλιακών χρόνων.5
Ωστόσο, σήμερα, ακόμα και αυτές οι ραφιναρισμένες θέσεις προάσπισης της αστικής εξουσίας παρουσιάζονται ως η ιστοριογραφία των ηττημένων, προκειμένου, στη συνέχεια, να χαρακτηριστούν ως «υποκειμενική ιστοριογραφία», η άρνηση της οποίας θ' ανοίξει το δρόμο για την επαναφορά στην «επιστημονική αντικειμενικότητα» της υπεράσπισης της εξουσίας του κεφαλαίου ή - με άλλα λόγια - σε ακόμα πιο επιθετικές θέσεις ενάντια στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Στηριζόμενοι σε αυτό το σκεπτικό, οι εισηγητές του «νέου κύματος» προκρίνουν τη δική τους ερμηνεία ως αποκατάσταση της αντικειμενικότητας στην καταγραφή της Ιστορίας.6 Ομως, κάτω από την απαίτησή τους για αντικειμενικότητα και μη «πολιτικό χρωματισμό» της Ιστορίας,7 αποκρύπτεται ότι η καταγραφή και ερμηνεία της Ιστορίας δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την ταξική πάλη, από την τοποθέτηση του ιστορικού υπέρ των συμφερόντων της αστικής ή της εργατικής τάξης. Ουδέτερη ιστοριογραφία δεν υπήρξε και ούτε πρόκειται να υπάρξει, διότι στην ταξικά διαφοροποιημένη οικονομία η ιδεολογική πάλη για την Ιστορία είναι έκφραση των αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων.
Η «αντικειμενική Ιστορία» που πρεσβεύουν είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, η κυρίαρχη ιδεολογία που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως καθολικά αντικειμενική, για να επιβληθεί στην εργατική τάξη και τους άλλους εκμεταλλευόμενους. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την επιστροφή τους στον πιο ωμό αντικομμουνισμό της μετεμφυλιακής περιόδου, μέσω της επιστράτευσης της προπαγάνδας περί των εγκλημάτων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ κατά του λαού στη διάρκεια της Κατοχής 8 και τις θεωρίες που παρουσιάζουν την παράνομη δράση του ΚΚΕ στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ως αποτέλεσμα της κατασκοπευτικής δράσης των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.9
Ωστόσο, μια τέτοια απόπειρα συκοφάντησης της μαζικής λαϊκής επαναστατικής βίας και της απόκρυψης της βίας των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας αστικής τάξης απαιτεί και μια διαφορετική ιστορική μεθοδολογία.
Προσανατολισμένοι σε αυτό το σκοπό, οι οπαδοί του «νέου κύματος» ισχυρίζονται ότι μέσα από τη μελέτη ενός αθροίσματος μεμονωμένων ιστορικών περιστατικών μπορούμε να διαμορφώσουμε γενική εκτίμηση για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Υπό αυτό το πρίσμα, προχωρούν στη μελέτη ορισμένων περιοχών ή ακόμα και χωριών, με απόλυτο σκοπό τη γενίκευση των συμπερασμάτων τους.
Παράλληλα, ενώ αρέσκονται στις κάθε είδους γενικεύσεις, εχθρεύονται την οποιαδήποτε προσπάθεια απόδοσης ενιαίας ταξικής ή πολιτικής ταυτότητας στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.10 Αποδεικνύουν με αυτόν τον τρόπο την πίστη τους στην αστική μεθοδολογία που προάγει την πρόσληψη της Ιστορίας όχι ως αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, αλλά ως σύνθεση των ατομικών συμφερόντων και αντιλήψεων.
Η στοιχειοθέτηση και ερμηνεία ακόμα και αυτών των αποκομμένων ιστορικών περιστατικών, παρά τις αντίθετες δηλώσεις περί αντικειμενικότητας, στηρίζεται σε μια σειρά έντονα αμφισβητήσιμων πηγών. Οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου, η αναφορά των μαρτυριών υπαρκτών ή ανύπαρκτων ανανηψάντων, οι εκθέσεις της χωροφυλακής κλπ. μετατρέπονται στα χέρια των ιστορικών του «νέου κύματος» σε αναμφισβήτητα ιστορικά τεκμήρια.
Επίσης, επιλέγουν μια ψυχολογική, πολιτιστική, ανθρωπολογική κ.λπ. ερμηνεία της Ιστορίας,11 η οποία έρχεται να ολοκληρώσει την απομάκρυνση από το κεντρικό διακύβευμα της Ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι κριτήριο της εξέτασης των ιστορικών γεγονότων πρέπει να είναι το προσωπικό κίνητρο των εμπλεκομένων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προσπαθούν να ακυρώσουν τη σημασία της ιμπεριαλιστικής κατοχής και της ταξικής πάλης και να αποδώσουν τις αντιστασιακές ενέργειες και την εμφύλια διαμάχη σε δευτερεύοντες παράγοντες (κτηματικές διαφορές, γεωγραφικές κατανομές, οικογενειακές κόντρες κλπ.).
Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα απόσπασμα από ένα κείμενο τέτοιου προσανατολισμού, το οποίο επικεντρώνεται στο νομό Μεσσηνίας:
«Οι δεξαμενές στρατολόγησης των δύο παρατάξεων καθορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό από τις γεωγραφικές παραμέτρους του ανταρτοπολέμου (ορεινά για τους αντάρτες, πεδινά για τους ταγματασφαλίτες) και λιγότερο από πολιτικοϊδεολογικές παραμέτρους (με εξαίρεση την πόλη της Καλαμάτας). Στο βαθμό που οι γεωγραφικοί παράμετροι καθόριζαν τις ζώνες της στρατιωτικής κυριαρχίας της κάθε πλευράς, καθόριζαν συγχρόνως και σε σημαντικό βαθμό και τη λογική της βίας».12
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η ένταξη στα Τάγματα Ασφαλείας συνδέεται ευθύγραμμα με την κατοικία στις πεδινές περιοχές. Σε αυτή την περίπτωση, κάτω από την επίκληση της γεωγραφίας συσκοτίζονται οι λόγοι ανάπτυξης του ΕΑΜ, προκειμένου στη συνέχεια, πατώντας πάνω σε αυτό το γεωγραφικό διαχωρισμό, να ερμηνευτεί ο ταξικός εμφύλιος πόλεμος ή τουλάχιστον ορισμένες από τις αιτίες του. Φυσικά, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να καταπιαστεί με άλλα ζητήματα, όπως το αν ο γεωγραφικός καταμερισμός συνοδεύεται και από μια διαφορετική ταξική διαστρωμάτωση του αγροτικού πληθυσμού ανάμεσα στις ορεινές και πεδινές περιοχές,13 διότι από πριν διακηρυγμένος σκοπός των οπαδών του «νέου κύματος» είναι η προσπάθεια αποπροσανατολισμού από οποιαδήποτε ταξική ανάλυση.
Ακολουθώντας αυτήν την τακτική, επιχειρούν να συγκαλύψουν ότι η μαζικοποίηση της ΕΑΜικής Αντίστασης αρχικά και του Δημοκρατικού Στρατού στη συνέχεια στηρίχτηκε στο αυξημένο κύρος της Σοβιετικής Ένωσης (λόγω των νικών του Κόκκινου Στρατού ενάντια στο ναζισμό), στη χρεοκοπία του αστικού πολιτικού συστήματος (που οι εκπρόσωποί του στη συντριπτική τους πλειοψηφία επέλεξαν να ακολουθήσουν τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή να συμμαχήσουν με τον κατακτητή γερμανικό ιμπεριαλισμό), στην ακούραστη δράση του ΚΚΕ για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, με την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των κομμουνιστών.
Οι σημερινοί απολογητές της αστικής τάξης, καταφεύγοντας στα μυθεύματα τους, πηγαίνουν ακόμα πιο πίσω από τα μετεμφυλιακά γραπτά δεδηλωμένων αντικομμουνιστών. Αξίζει να αναφερθεί το τι υποστήριζε ο Ναπολέων Ζέρβας (επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους του ΕΔΕΣ και μετέπειτα ο υπουργός που εγκαινίασε το κολαστήριο της Μακρονήσου) για τη δράση και τον ηρωισμό των κομμουνιστών στα χρόνια της Κατοχής:
«Και οι επαναστάσεις δε γίνονται με την ακινησία. Συνωμοτισμός δε θα πη να μένεις κουκουλωμένος μέσα στα παπλώματα σου. Ν' αποφεύγεις τον κίνδυνο. Ν' αδρανής. Αν οι κουκουέδες επέτυχαν όσα επέτυχαν στα χρόνια της κατοχής, είναι επειδή σαν παλαβοί έφερναν γύρα όλη την Ελλάδα». 14
Βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν αρνούμαστε ότι μια σειρά από δευτερεύοντες παράγοντες μπορεί να επηρέασαν κάποιες από τις εκφάνσεις της δράσης της ΕΑΜικής αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Παρόλα αυτά, δεν μπορούν να θεωρούνται καθοριστικοί.
Σκοπός της μεθοδολογικής λαθροχειρίας
Ας δούμε όμως ποια είναι η ιστορική ερμηνεία, στην οποία θέλουν να καταλήξουν αυτές οι μεθοδολογικές λαθροχειρίες. Οι υποστηρικτές του «νέου κύματος» θεωρούν ότι από το 1943 και έπειτα εμφανίζεται μια συγχώνευση αντιφασιστικού αγώνα και ψυχρού πολέμου. 15
Το 1943 όντως αποτελεί χρονιά - καμπή στην έκβαση του πολέμου, μιας και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού σηματοδοτεί την επερχόμενη ήττα του φασισμού και οξύνει τις αντιθέσεις μέσα στην αντιφασιστική συμμαχία. Η αντιφασιστική συμμαχία, συγκροτημένη από αντίθετους οικονομικοκοινωνικούς σχηματισμούς (καπιταλιστικά κράτη και Σοβιετική Ένωση) και από αντιστασιακές οργανώσεις που αντιπροσώπευαν αντίστοιχα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα (της αστικής ή της εργατικής τάξης), είχε αναγκαστικά ημερομηνία λήξης την ήττα του φασισμού. 16 Υπό αυτήν την έννοια, το «νέο κύμα», έστω και μέσα από την παραπλανητική καταγραφή των ταξικών αντιθέσεων ως «ψυχρού πολέμου», σωστά αναφέρει ότι η αντιφασιστική συμμαχία δε θα μπορούσε να συγκαλύψει την ταξική πάλη. Ωστόσο, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη σχετικά με τον προσανατολισμό του αντιφασιστικού αγώνα, είτε αυτή εκφράζεται στις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στα καπιταλιστικά κράτη είτε στο πλαίσιο των αντιφασιστικών μετώπων, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και πριν το 1943, δηλαδή πριν διαφανεί η ήττα του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Ακόμα και η ανάδειξη αυτού του χρονικά περιορισμένου ορθού συμπεράσματος δεν αποσκοπεί στην ανάλυση της ταξικής πάλης από τους εκπροσώπους του «νέου κύματος», αλλά χρησιμοποιείται ως πάτημα για το χτύπημα της πολιτικής του ΚΚΕ στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Σ' αυτήν, επικεντρώνονται οι επικρίσεις του «νέου κύματος», μιας και θεωρούν ότι, παρά την επίκληση της εθνικής απελευθέρωσης, ο πολιτικός σκοπός του ΚΚΕ ήταν η κατάληψη της εξουσίας.17
Ως προέκταση αυτής της λογικής, το ΚΚΕ κατηγορείται ότι εστίαζε τη δράση του όχι απέναντι στον κατακτητή, αλλά στην εξουδετέρωση των πολιτικών του αντιπάλων,18 ενώ είχε καταστρώσει και σχέδιο προκειμένου να προχωρήσει σε πραξικοπηματική κατάκτηση της εξουσίας. 19
Έτσι ο Στάθης Καλύβας υιοθετεί παλιότερο κείμενο του Γρηγόρη Φαράκου, για να μας πείσει για τους αθέμιτους στόχους του ΚΚΕ:
«Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τα αρχειακά τεκμήρια του KKE που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα. Σε ένα σημαντικό άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1996, ο Γρηγόρης Φαράκος, στηριζόμενος στα τεκμήρια αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "το σύνδρομο της κατάληψης της εξουσίας με σταλινικό τρόπο υπήρχε στην ηγεσία του KKE" και ότι η ηγεσία του κόμματος "δεν είχε, ουσιαστικά, απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη, δηλαδή, κατάληψη της εξουσίας"». 20
Ουσιαστικά, οι ιστοριογράφοι του «νέου κύματος» προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να κατακρίνουν τη δράση του ΚΚΕ, χρησιμοποιώντας το ιδεολόγημα των «δύο ολοκληρωτισμών». Οι ρίζες του ιδεολογήματος μπορούν να βρεθούν στην προσπάθεια των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών να χτυπήσουν τη νεαρή σοβιετική εξουσία (1922) με το πρόσχημα της αντιδημοκρατικότητας του σοβιετικού πολιτικού συστήματος. 21 Στη συνέχεια, στα χρόνια που ακολούθησαν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη σκυτάλη πήραν οι απολογητές του ιμπεριαλισμού.22 Σύμφωνα με την παγκόσμια έκφραση του ιδεολογήματος, ο φασισμός και ο σοσιαλισμός ταυτίζονται ως ολοκληρωτικά καθεστώτα και εχθροί της αστικής δημοκρατίας, επειδή αρνούνται τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, ο αστικός κοινοβουλευτισμός παρουσιάζεται ως το οχυρό της «ελευθερίας» απέναντι στον «ολοκληρωτισμό» και όχι ως θωράκιση της ταξικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. 23 Παράλληλα, μέσω του διαχωρισμού της οικονομικής βάσης (δηλαδή του ποιος έχει στην ιδιοκτησία του τα μέσα παραγωγής) από τις πολιτικές μορφές με τις οποίες συγκροτείται η εξουσία της τάξης, ο φασισμός σταματά να θεωρείται πολιτική μορφή εξουσίας της αστικής τάξης και χρησιμοποιείται για τη δυσφήμιση του σοσιαλισμού. Με αυτόν τον τρόπο, οι χυδαίοι απολογητές του ιμπεριαλισμού πετυχαίνουν μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και αθωώνουν τον ιμπεριαλισμό για τα εγκλήματα του φασισμού, και τα χρεώνουν στο σοσιαλισμό μέσω της εξομοίωσής του με το φασισμό!
Η ελληνική εκδοχή του αστικού ιδεολογήματος θέλει να παρουσιάσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ως την άλλη όψη της κατάλυσης της αστικής δημοκρατίας από το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Ως απόδειξη, χρησιμοποιείται η πτωματομετρία και η εξέταση του δικαίου της ΕΑΜικής Αντίστασης στη βάση των νεκρών που προέκυψαν από αυτή. 24 Φυσικά πρόκειται για έναν κάλπικο αστικό ανθρωπισμό, ο οποίος, την ίδια στιγμή που καταδικάζει το δικαίωμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να αντιστέκονται στην ταξική εκμετάλλευση και την ιμπεριαλιστική υποδούλωση με όλα τα μέσα, δεν αρθρώνει λέξη για τη βία του ιμπεριαλιστικού πολέμου και πολύ περισσότερο για την ταξική εκμετάλλευση του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού από τον οποίο προκύπτει. Οι οπαδοί του «νέου κύματος» θα αποδώσουν ως τραγωδία τον εμφύλιο πόλεμο, εστιάζοντας στην ένοπλη αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ελληνες, ενώ την ίδια στιγμή θεωρούν σχεδόν αυτονόητη την ιμπεριαλιστική σφαγή στα πλαίσια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από αυτή τη σκοπιά οι οπαδοί του «νέου κύματος», πάνε ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με τη γενική εκδοχή του ιδεολογήματος των «δύο ολοκληρωτισμών». Με αυτό τον τρόπο, φτάνουν να δικαιολογούν ακόμα και την οργάνωση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ως αποτέλεσμα της ανάγκης του δημοκρατικού πληθυσμού να προστατευτεί από τις επιθέσεις των ανταρτών 25 ή να εξευμενίσει τους Γερμανούς, ώστε να μην προχωρήσουν σε αντίποινα για τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ. 26
Η μετατόπιση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την κρατική της οντότητα στην αντιπαράθεση με το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό (όπως η αστική τάξη της Αγγλίας ή των ΗΠΑ), ούτε και να διαμορφώσει ένα ακμάζον αστικό αντάρτικο (όπως στην περίπτωση της Γαλλίας ή της Ιταλίας), το οποίο να μπορεί να παρουσιάζεται από τους ιστορικούς της ως το αντίπαλο δέος φασισμού και σοσιαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι η προάσπιση της αστικής τάξης να περνά αναγκαστικά από τη δικαιολόγηση τόσο των τμημάτων της που αποχώρησαν, ακολουθώντας τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή παρέμειναν αναμένοντας τις εξελίξεις και ιδρύοντας σε κάποιες περιπτώσεις περιθωριακές ή πιο μαζικές αντιστασιακές (και αντικομμουνιστικές) οργανώσεις, όσο και του κομματιού που συνεργάστηκε με το γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Ακολουθώντας αυτά τα μονοπάτια, οι θιασώτες του «νέου κύματος», ενώ σπεύδουν να καταδικάσουν τα δήθεν μυστικά σχέδια του ΚΚΕ για την κατάκτηση της εξουσίας, δεν κάνουν καμιά αναφορά στα φανερά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Αποκρύπτουν το σχέδιο «Μάνα» που ο αγγλικός ιμπεριαλισμός είχε καταστρώσει από το 1943 και προέβλεπε την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεών του στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών. 27 Δε μιλούν επίσης για τα σχέδια του ελληνικού αστικού πολιτικού κόσμου που ευθυγραμμίζονταν με αυτά του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού και απαιτούσαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ως το απαραίτητο πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της αστικής εξουσίας. 28
Φανερώνεται έτσι ότι γενικός σκοπός τους είναι η καταδίκη του δικαιώματος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της να επιλέγουν τις μορφές πάλης τους και εν τέλει να οικοδομούν τη δική τους εξουσία και όχι η βίαιη επιβολή της εξουσίας γενικά και αόριστα. Γι' αυτό στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο προσπαθούν να αποκόψουν την κοινωνικοταξική πάλη του ΚΚΕ από την εθνικοαπελευθερωτική. Αξιοποιώντας τις αντιφάσεις στη στρατηγική του ΚΚΕ, το «νέο κύμα» το κατηγορεί γιατί έθεσε στην πράξη και με αποφασιστικότητα το ζήτημα της εξουσίας, γεγονός που θα έπρεπε να έχει γίνει, αλλά δυστυχώς δεν έγινε.
Όπως είναι φυσικό, η κατεύθυνση της ιστοριογραφίας του «νέου κύματος» δεν αποσκοπεί μονάχα στην εξέταση του παρελθόντος, αλλά στοχεύει στο παρόν. Παρ' όλη την προσπάθειά τους να δηλώσουν ότι «η συζήτηση για τον κομμουνισμό μυρίζει ναφθαλίνη»,29 είναι καθαρή η επιδίωξή τους να συκοφαντήσουν το σοσιαλισμό ως ενδεχόμενο του μέλλοντος και να χτυπήσουν και τη σημερινή στρατηγική του ΚΚΕ. Μόνο έτσι μπορούν να γίνουν αντιληπτά τα εγκώμια τους για τον Γρηγόρη Φαράκο 30 ή τον Λεωνίδα Κύρκο 31 που αντιλήφθηκαν τη χρεοκοπία του κομμουνισμού και συνέβαλαν στο να γίνει η «Αριστερά» κομμάτι του αστικού πολιτικού σκηνικού, σε αντίθεση με το ΚΚΕ. Ως απόδειξη της αντικειμενικότητάς τους, οι απολογητές της αστικής τάξης εξυμνούν τον οπορτουνισμό. Όσους όχι μόνο πρόδωσαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά και προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να λοξοδρομήσουν το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα.
Αυτοί χαίρουν της απεριόριστης εκτίμησης των εκπροσώπων του «νέου κύματος», όπως εξάλλου και όποιος άλλος στρέφεται απροκάλυπτα επιθετικά και συκοφαντικά ενάντια στο ΚΚΕ, όπως ο Θ. Πάγκαλος. Στα γραπτά των εισηγητών του «νέου κύματος», κάθε αντικομμουνιστική απόπειρα θεωρείται αποκατάσταση της αντικειμενικότητας και η οποιαδήποτε κριτική της αποκαλείται προσκόλληση στα ταμπού και στο δογματισμό.
Αλήθεια, περισσό άγχος και πολύ μελάνι για μια υπόθεση που μυρίζει ναφθαλίνη!
Ο οπορτουνιστικός και ρεφορμιστικός «αντίλογος»
Απέναντι στην αστική ιστοριογραφία του «νέου κύματος» για την ΕΑΜική Αντίσταση και τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο, προσπαθεί να αντιπαρατεθεί μια σειρά ιστορικών ρεφορμιστικής και οπορτουνιστικής κατεύθυνσης. Στην απαίτηση της «αξιολογικής ουδετερότητας» η οπορτουνιστική ιστοριογραφία αντιτάσσει την καταγραφή και ερμηνεία της Ιστορίας στους «ειδικούς» ιστορικούς επιστήμονες, οι οποίοι διατηρούν τις ιδεολογικές τους αναφορές 33. Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που συμφωνούν με πλευρές της μεθοδολογίας του «νέου κύματος» 34. Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση η παραδοχή της ιδεολογικά φορτισμένης γνώμης του ιστορικού, αναφέρεται πολύ περισσότερο σε μια ατομική πολιτική ή ακόμα και συναισθηματική τοποθέτηση «εντός των τειχών» του αστικού πλουραλισμού, παρά σε μια απόπειρα κατανόησης της ιστορικής κίνησης μέσα από την πάλη των τάξεων και στην προάσπιση της εργατικής τάξης.
Όσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα, οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι χαρακτηρίζουν συνολικά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αντιφασιστικό και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ούτε μπήκε ούτε και θα έπρεπε να μπει από την πλευρά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, το ζήτημα της εξουσίας 35. Αγκωνάρι μιας τέτοιας τοποθέτησης είναι η κλασική ψευδαίσθηση που καλλιεργεί ο οπορτουνισμός περί της δυνατότητας μιας ειρηνικής διευθέτησης της ταξικής πάλης μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας 36. Η προβολή αυτής της θέσης στο επίπεδο των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων οδηγεί την οπορτουνιστική ιστοριογραφία στην αντίληψη ότι η πιο αποτελεσματική άρνηση του ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι η επιστροφή στην ιμπεριαλιστική ειρήνη και όχι η προσπάθεια ανατροπής του ιμπεριαλισμού που «γεννά τους πολέμους» 37.
Γι' αυτό, όταν οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι αναζητούν τις ρίζες του Β΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, τον εξετάζουν ως ένα γεγονός αποκομμένο, η πραγμάτωση του οποίου κρίνεται αποκλειστικά από τους πολιτικούς χειρισμούς των «μεγάλων δυνάμεων» και όχι από την ίδια τη φύση του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού: «Τόσο ο Τσάμπερλεν και ο Χάλιφαξ στη Βρετανία όσο και ο Νταλαντιέ και ο Μπονέ στη Γαλλία, ήταν δηλωμένοι οπαδοί της πολιτικής "κατευνασμού" του Χίτλερ αλλά είχαν αντιληφθεί ότι μετά την Τσεχοσλοβακία δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια υποχωρήσεων. Οι διαβεβαιώσεις του Χίτλερ προς τον Βρετανό και τον Γάλλο πρεσβευτή στο Βερολίνο στις 25 Αυγούστου ότι η Γερμανία δεν απειλούσε την ακεραιότητα των χωρών τους δεν άλλαξε τη στάση τους. Αντίθετα, η υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Συνδρομής μεταξύ Πολωνίας και Βρετανίας καθιστούσε σαφές ότι τυχόν επίθεση στην Πολωνία θα προκαλούσε γενικότερο πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, Γαλλία και Βρετανία έλπιζαν ότι η σθεναρή στάση θα απέτρεπε τη Γερμανία να εξαπολύσει τον πόλεμο. Διαψεύστηκαν» 38.
Μια τέτοια προσέγγιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αντικειμενικά καθιστά ανεπαρκή και αναποτελεσματική την κριτική απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου και τους ιδεολογικούς της εκπροσώπους, αφού αποσυνδέει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο από το χαρακτήρα της ίδιας της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού και δε θέτει το ζήτημα της ανατροπής του 39. Στηριζόμενοι σε αυτό τον άξονα ανάλυσης, οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές ιστοριογράφοι δικαιολογούν κατ' εξαίρεση την ένοπλη αντίσταση των λαών στη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα, στο βαθμό που αυτή δεν ήταν πρωτογενής - επιθετική, αλλά συνιστούσε την αντίδραση στα εγκλήματα της Κατοχής αναφορικά με την Ελλάδα 40 και στη φασιστική επιθετικότητα σε διεθνές επίπεδο. Οι συνέπειες αυτής της στάσης φαίνονται και στην προσέγγιση του εμφυλίου πολέμου. Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι προασπίζονται το ΚΚΕ αναφορικά με τη διεξαγωγή του ταξικού εμφυλίου πολέμου, η δικαιολόγηση στηρίζεται στο όργιο της τρομοκρατίας του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης 41.
Επομένως, σύμφωνα με την αντίληψη των ρεφορμιστών και οπορτουνιστών ιστοριογράφων, δεν είναι αποδεκτή μια προσπάθεια δυσφήμισης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στη βάση της πτωματομετρίας και της ψευδούς φιλανθρωπίας του «νέου κύματος». Όμως ταυτόχρονα, ως κριτήριο για την ορθότητα της μαζικής λαϊκής βίας και κατά προέκταση για το δίκαιο ή τον άδικο χαρακτήρα της ΕΑΜικής Αντίστασης και της δράσης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας δεν ορίζεται το δικαίωμα της εργατικής τάξης και των άλλων εκμεταλλευομένων να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο στον αγώνα για την κοινωνική - ταξική τους χειραφέτηση από τους ιμπεριαλιστές (καταχτητές και μη) και την ντόπια αστική τάξη, αλλά το δικαίωμά τους να αντισταθούν στην κατάλυση της κυριαρχίας του αστικού κράτους.
Η δικαίωση της αντίστασης στη βάση της προάσπισης της αστικής δημοκρατίας οδηγεί τους οπορτουνιστές ιστοριογράφους και στο να περιορίζουν την κάθε αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ από τη μια μεριά και την ελληνική αστική τάξη από την άλλη στο δίπολο: «Μαχητές της απελευθέρωσης» και «δωσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών». Ομως, σύμφωνα με αυτή τη σχηματική αποτύπωση, δεν μπορεί να ερμηνευτεί η στάση του κομματιού της αστικής τάξης που ακολούθησε τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή του άλλου μέρους που έμεινε στην Ελλάδα δίχως να συνεργαστεί με τους καταχτητές, μιας και οι δύο αυτές πλευρές την επομένη της απελευθέρωσης στράφηκαν επίσης ενάντια στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Οι οπορτουνιστές αναδεικνύουν ότι το ΚΚΕ δεν είχε επεξεργασμένη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας και θεωρούν ότι καλώς έκανε, αφού το κυριότερο καθήκον της στιγμής ήταν ο αντιφασιστικός αγώνας 42 και στη συνέχεια η δημοκρατική ομαλότητα και η διενέργεια εκλογών. Έτσι, ακόμα και όταν υπερασπίζονται τη δράση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ή και του ΚΚΕ, βασικός όρος είναι η παραμονή της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στα όρια της αστικής νομιμότητας και η αποσύνδεσή της από τον αγώνα για το σοσιαλισμό.
Είναι χαρακτηριστική εξάλλου η «χρόνια εμμονή» του οπορτουνισμού για την καταδίκη της αποχής του ΚΚΕ από τις εκλογές του 1946, αφού θεωρούν ότι με την έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας - που συνιστούσε το πέρασμα στην ένοπλη πάλη - ξοδεύτηκε μια ευκαιρία μετάβασης σε ένα καθεστώς αστικής δημοκρατίας, στα όρια του οποίου θα κατοχυρωνόταν η ενσωμάτωση του ΚΚΕ στον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Με άλλα λόγια, η οπορτουνιστική ιστοριογραφία, εκμεταλλευόμενη το δεδομένο ότι πραγματικά δεν τέθηκε το Δεκέμβρη του 1944 το ζήτημα της εξουσίας, στο όνομα της ανάγκης αστικοδημοκρατικής εξομάλυνσης, αρνείται το ιστορικά χρήσιμο για την εργατική τάξη συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να είχε τεθεί 43.
Αντίστροφα από τους υποστηρικτές του «νέου κύματος», οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές ιστοριογράφοι αποκόπτουν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του ΚΚΕ από την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας με στόχο το σοσιαλισμό. Γενικότερα απορρίπτουν την ταξική σύγκρουση και με την ένοπλη μορφή της ως κορύφωση της ταξικής πάλης.
Τα αδιέξοδα του οπορτουνισμού
Αποδεχόμενη την αστική δημοκρατία ως πεμπτουσία, η οπορτουνιστική και ρεφορμιστική ιστοριογραφία δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στο αστικό ιδεολόγημα των «δύο ολοκληρωτισμών».
Καταρχήν, επειδή δεν αποδέχεται το φασισμό ως μορφή αστικής εξουσίας, αλλά θεωρεί ότι πρόκειται για ένα σύστημα εχθρικό προς την εργατική τάξη, επειδή αρνείται τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Επιπλέον, διότι η μόνη διαφορά που εντοπίζει ανάμεσα στο φασισμό και στο σοσιαλισμό έγκειται στο ότι το κομμουνιστικό κίνημα είχε τουλάχιστον σε επίπεδο γνωσιοθεωρίας «πρόταγμα χειραφέτησης» και «αναφορά στην ελευθερία» 44.
Με αυτό τον τρόπο, όμως, γυρνάμε στην ψευδή αντίθεση «ολοκληρωτισμού» - δημοκρατίας από άλλο δρόμο. Ετσι κι αλλιώς η οπορτουνιστική ιστοριογραφία, ακόμα και όταν αρνείται από γνωσιοθεωρητική άποψη την απόπειρα ταύτισης ανάμεσα στο φασισμό και στο σοσιαλισμό, δεν αποτυπώνει αυτή την ανάλυσή της και στο επίπεδο της ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων.
Η καταδίκη της «μαύρης βίας» των φασιστών καταχτητών και της προσπάθειας αθώωσης των εγκλημάτων των συνεργατών τους, αρχικά στη διάρκεια της Κατοχής και ύστερα κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο 45, προσκρούει στην εξομοίωση των αντιπαρατιθεμένων, που ανανεώνεται και στην οπορτουνιστική και ρεφορμιστική ιστοριογραφία μέσα από την αποδοχή της επί της ουσίας ταύτισης σοσιαλισμού και φασισμού.
Γενικότερα η οπορτουνιστική κριτική απέναντι στις αντιδραστικές προσεγγίσεις του «νέου κύματος» μοιραία εγκλωβίζεται πάντα στην άρνησή της να παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και στη σοσιαλιστική. Απόρροια αυτού του αδιεξόδου συνιστά το γεγονός ότι ακόμα και τα ψήγματα της ορθής κριτικής απέναντι στην αστική ιστοριογραφία χρησιμοποιούνται τελικά για να συνηγορήσουν στην άρνηση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και των άλλων εκμεταλλευομένων από την εξουσία του κεφαλαίου.
Οπότε, η οποιαδήποτε κριτική του «νέου κύματος» από την πλευρά της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας (όπως και οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της διατυμπανίζουν)46 σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, ειδικότερα σήμερα, σε περίοδο όξυνσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η εργατική τάξη και οι άλλοι εκμεταλλευόμενοι θα πρέπει να προσπεράσουν και το σκόπελο της οπορτουνιστικής θεώρησης της Ιστορίας, προκειμένου να αποκομίσουν τα απαραίτητα ιστορικά συμπεράσματα που θα συμβάλουν στον αγώνα για το σοσιαλισμό.
Η θέση του ΚΚΕ και η σύγχρονη σημασία της
Οι ιστοριογράφοι του αστικού φάσματος είναι τόσο παλιοί, όσο και η εκμεταλλεύτρια τάξη, την οποία με συνέπεια υπηρετούν. Όμως, όπως ήδη είδαμε, οι στόχοι τους έρχονται από το μέλλον. Η προσπάθεια διαστρέβλωσης της Ιστορίας και συκοφάντησης της ταξικής πάλης δεν αποσκοπεί κυρίως στην τάδε ή τη δείνα ερμηνεία ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά στην προσπάθεια - με βάση αυτή την ερμηνεία - να επιβληθεί μια πολιτική αντίληψη που ουσιαστικά βοηθάει στη διατήρηση της αστικής εξουσίας. Μπροστά στην όξυνση της ταξικής πάλης οι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» εκπληρώνουν αυτό το σκοπό, πρωτοστατώντας σε ένα χυδαίο αντικομμουνισμό, που ταυτίζει την ανατροπή της αστικής εξουσίας με την άρνηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ενώ οι οπορτουνιστές ακολουθούν μια λιγότερο χυδαία (όχι όμως και λιγότερο επικίνδυνη για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης) αντίληψη περιορισμού των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ ξεκινά από την επιστημονική μαρξιστική θέση ότι η Ιστορία μπορεί να προσεγγιστεί μονάχα ως Ιστορία ταξικών αγώνων 47, γεγονός που ξεκαθαρίζει την ταξική αφετηρία της ιστοριογραφίας και την πρακτική της κατάληξη. Κατά συνέπεια, τα ιστορικά συμπεράσματα δεν μπορούν να είναι τα ίδια για την αστική και την εργατική τάξη, επειδή ακριβώς πηγάζουν από αντίθετα ταξικά συμφέροντα. Έχοντας κατακτημένη αυτή την κατευθυντήρια γραμμή, το ΚΚΕ διαμορφώνει τη θέση του απέναντι στα ιστορικά γεγονότα προηγούμενων περιόδων, με στόχο τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων για τις επερχόμενες μάχες. Από αυτή την αξίωση εξοπλισμού της εργατικής τάξης, μέσα από τη μελέτη της ακριβοπληρωμένης πείρας των αγώνων της και των θυσιών της, πηγάζει για το ΚΚΕ η ανάγκη αποτίμησης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός 48, αποτέλεσμα του χαρακτηριστικού γνωρίσματος του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού να οδηγεί σε μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής 49. Ο φασισμός αποτέλεσε την πολιτική έκφραση του ιταλικού και του γερμανικού ιμπεριαλισμού, στην προσπάθειά τους να επιτύχουν ένα ευνοϊκότερο ξαναμοίρασμα των αγορών και όχι έναν ξεχωριστό από τον καπιταλισμό οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό 50. Η καπιταλιστική (ταξική) ταυτότητα του φασισμού ήταν αυτή που έκανε δεδομένη την εχθρότητά του απέναντι στο εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα, όπως και την αντίσταση των κομμουνιστών απέναντί του.
Ωστόσο, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μια σειρά διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών σε σχέση με τον επίσης ιμπεριαλιστικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καταρχήν, υπήρχε η παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης, από την πλευρά της οποίας ήταν πόλεμος υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας. Ένα ακόμα στοιχείο που διαφοροποιούσε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι στην ουσία του αλλά στον τρόπο εκδήλωσής του, ήταν η κατοχή μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών από τις δυνάμεις του Άξονα και ο ορισμός δοτών κυβερνήσεων. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τα κομμουνιστικά κόμματα να θέσουν στην ημερήσια διάταξη τόσο το ζήτημα της υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και της εθνικής απελευθέρωσης.
Το ΚΚΕ, παρά τις τεράστιες θυσίες και την πρωτοπόρα δράση του σε όλη τη διάρκεια της αντίστασης, στάθηκε ανέτοιμο να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα την πάλη απέναντι στον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την ντόπια αστική τάξη, που αντικειμενικά υπέβοσκε και οξυνόταν και στην περίοδο της Κατοχής. Η πολιτική και στρατιωτική του στάση, με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας και στη συνέχεια στις μέρες του Δεκέμβρη του 1944 και της συμφωνίας της Βάρκιζας, υποδηλώνει την ανετοιμότητα του ΚΚΕ να συνδέσει την πάλη του ενάντια στην ιμπεριαλιστική κατοχή με την πάλη για την κατάκτηση του σοσιαλισμού.
Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού που ακολούθησε «ξέπλυνε» το στίγμα που άφησαν η συνθήκη της Βάρκιζας και οι ψευδαισθήσεις για τη δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης της ταξικής πάλης. Η ένοπλη αντιπαράθεση με την αστική εξουσία και τον αγγλικό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό αποτέλεσε την κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας, η οποία άφησε σπουδαίες παρακαταθήκες στην πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος τα επόμενα χρόνια. Είναι χρέος του σημερινού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος να διδάσκεται από την ηρωική πάλη και την αταλάντευτη στάση των μαχητών και των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι οποίοι εκ των πραγμάτων έθεσαν σε κίνδυνο την καπιταλιστική εξουσία στην Ελλάδα.
Πολύ περισσότερο, η σημερινή άντληση των θετικών και αρνητικών ιστορικών διδαγμάτων από τους κομμουνιστές γι' αυτή την περίοδο οφείλει να είναι προσανατολισμένη στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης νικηφόρας επαναστατικής στρατηγικής για το σοσιαλισμό και όχι στην αποδοχή της αστικής εξουσίας. Μάλιστα, αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της κατεύθυνσης οφείλει να είναι η ακούραστη και ανειρήνευτη αντιπαλότητα με όλες τις μορφές της ιδεολογικής τρομοκρατίας που εξαπολύει η αστική τάξη εναντίον της ταξικής αγωνιστικής Ιστορίας της εργατιάς και του ΚΚΕ.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο οι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» όσο και οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι βρίσκονται εκ των πραγμάτων στην αντίπερα όχθη.
Σημειώσεις:
1. Στάθη Καλύβα - Νίκου Μαραντζίδη: «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 20 Μάρτη 2004.
2. Πέτρου Μακρή - Στάικου (επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J. Wallace (1943)», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2009.
3. Στάθη Καλύβα: «Εμφύλια βία και ιστορία», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 24 Γενάρη 2010.
4. Γ. Θ. Μαυροκορδάτου: «Η "Ρεβάνς" των ηττημένων» στο συλλογικό «Πενήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο», έκδοση της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» και της εκδοτικής «Ερμής», Αθήνα, 1999, σελ. 39.
5. David Close: «Η κληρονομιά» στο David Close: «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943 - 1950 (μελέτες για την πόλωση)», εκδ. «Φιλίστωρ», Αθήνα, 1996, σελ. 283 - 290.
6. Νίκου Μαραντζίδη: «Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 60 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ», περιοδικό «Εικονογραφημένη Ιστορία», εκδ. «Πάπυρος», Αθήνα, 2009, τ. 493, σελ. 10.
7. Πέτρου Μακρή - Στάικου: «Νέα Κύματα και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 5 Δεκέμβρη 2009.
8. Στάθη Καλύβα: «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή» στο Μαρκ Μαζάουερ: «Μετά τον πόλεμο», εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2003.
9. Νίκου Μαραντζίδη: «Οι κόκκινοι κατάσκοποι», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 6 Σεπτέμβρη 2009.
10. Στάθη Καλύβα: «Μια δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18 Οκτώβρη 2009.
11. Βλ. ενδεικτικά Bαν Μπουσχότεν: «Ρίκη, Ανάποδα χρόνια: Συλλογική μνήμη και ιστορία στη Ζιάκα Γρεβενών», εκδ. «Πλέθρον», Αθήνα, 1997.
12. Στάθη Καλύβα: «Η γεωγραφία της εμφύλιας βίας στην κατοχική Μεσσηνία» στο Γιάννη Καρακατσιάνη (Επιμέλεια): «Νότια Πελοπόννησος 1935 - 1950», εκδ. «Αλφειός», Αθήνα, 2009, σελ. 55.
13. Βλ. Ενδεικτικά Γ. Προγουλάκη - Ε. Μπουρνόβα: «Ο αγροτικός κόσμος 1830 - 1940» στο συλλογικό: «Εισαγωγή στη Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία (18ος - 20ός αιώνας», εκδ. «Γιώργος Δαρδάνος - Τυπωθήτω», Αθήνα, 2000, σελ. 45-104.
14. Ναπολέοντα Ζέρβα: «Απομνημονεύματα», εκδ. «Μέτρον», Αθήνα, 2000, σελ. 183.
15. Στάθη Καλύβα: «Η Ιστορία ως τυμβωρυχία», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 20 Δεκέμβρη 2009.
16. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» στο συλλογικό: «60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών - Επος και διδάγματα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 20 - 23.
17. Στάθη Καλύβα: Εισαγωγικό σημείωμα στο Πέτρου Μακρή - Στάικου (Επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2009, σελ. 34 - 35.
18. Πέτρου Μακρή - Στάικου: «"Νέα Κύματα" και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 5 Δεκέμβρη 2009.
19. Ο.π.
20. Στάθη Καλύβα: «Η επιλογή της βίαιης ρήξης», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 5 Δεκέμβρη 2004.
21. Karl Kautsky: «Hitlerism and Social Democracy»,http://www.marxists.org/archive/kautsky/1934/hitler.htm και Eduard Bernstein: «On the Russian and German Revolutions»,http://www.marxists.org/reference/archive/bernstein/works/1922/xx.htm.
22. Ενας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του ιδεολογήματος είναι και ο περιβόητος Μπρεζίνσκι. Βλ. ενδεικτικά Carl Friedrich - Zbigniew Brzezinski: «Totalitarian Dictatorship and Autocracy», Praeger Editions, New York 1956 και Zbigniew Brzezinski: «The Permanent Purge: Politics in soviet totalitarianism», Harvard University Press, Cambridge Mass, 1955.
23. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1975, σελ. 16.
24. Stathis Kalyvas: «The Logic of Violence in Civil War», Cambridge University Press, Cambridge, 2006.
25. Στάθη Καλύβα: «Μεθοδολογικές προϋποθέσεις της μελέτης του δοσιλογισμού» στο Ιάκωβου Μιχαηλίδη - Ηλία Νικολακόπουλου - Χάγκεν Φλάισερ: «"Εχθρός" εντός των τειχών: Οψεις του δοσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2006, σελ. 79 - 90.
26. Βλ. ενδεικτικά Στράτου Δορδανά: «Το αίμα των αθώων», εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, 2007, σελ. 352 - 354.
27. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946 - 1949)», εκδ. «Ριζοσπάστης - Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1998, σελ. 31.
28. Γεωργίου Παπανδρέου: «Επιστολή προς το διευθυντή της Καθημερινής», εφημερίδα «Η Καθημερινή», 2 Μάρτη 1948.
29. Στάθη Καλύβα: «Ο ακρωτηριασμός της λογικής», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 19 Φλεβάρη 2006.
30. Στάθη Καλύβα - Νίκου Μαραντζίδη: «Η Αριστερά, οι μαρτυρίες και τα πρόσωπα», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22 Μάρτη 2009.
31. Νίκου Μαραντζίδη: «Ο Νέστορας της Αριστεράς», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10 Γενάρη 2010.
33. Βασίλη Κρεμμυδά: «Στα δίχτυα του Δικτύου», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 19 Νοέμβρη 2009.
34. Τασούλας Βερβενιώτη: «Μνήμες και αμνησίες των αρχείων και των μαρτυριών για τον ελληνικό εμφύλιο. Η Αθήνα και η επαρχία, η ηγεσία και τα μέλη» στο συλλογικό: «Μνήμες και λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Επίκεντρο», Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 81-86.
35. Ηλία Νικολακόπουλου: «Το νέο κύμα και η τριλογία της σύγχυσης», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 7 Φλεβάρη 2009.
36. Χάγκεν Φλάισερ: «Προς τι η προβολή ενός μοιραίου ανθρώπου;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 28 Νοέμβρη 2009.
37. Β. Ι. Λένιν: «Προς τους εργάτες που είναι ενάντια στον πόλεμο και τους σοσιαλιστές που πέρασαν με το μέρος των κυβερνήσεών τους» «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, τ. 30, σελ. 300.
38. Πολυμέρη Βόγλη: «Ηταν πράγματι αναπόφευκτος ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Οκτώβρη 2009.
39. Β. Ι. Λένιν: «Ταξική συνεργασία με το κεφάλαιο ή ταξική πάλη ενάντια στο κεφάλαιο» «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, τ. 32.
40. Π. Παναγιωτόπουλου: «Επανάσταση χωρίς αίμα, πολιτική χωρίς βία;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 26 Ιούνη 2004.
41. Μιχάλη Λυμπεράτου: «Στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2006, σελ. 514-516.
42. Ηλία Νικολακόπουλου: «Η επιστροφή των Βουρβόνων», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 19-20 Δεκέμβρη 2009.
43. Σπύρου Ασδραχά: «Η "αναθεώρηση" του Εμφυλίου», εφημερίδα «Εποχή», 20 Δεκέμβρη 2009.
44. Νίκου Αλιβιζάτου - Ηλία Νικολακόπουλου - Κωνσταντίνου Τσουκαλά: «Συζήτηση για τα 60 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου», εφημερίδα «Αυγή», 27 Δεκέμβρη 2009.
45. Ηλία Νικολακόπουλου: «Η "κόκκινη βία" και ο εξαγνισμός των δοσιλόγων», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Μάη 2010.
46. Χάγκεν Φλάισερ: «Περί "κόκκινης" και "μαύρης" βίας στην Κατοχή και τον Εμφύλιο», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 10 Γενάρη 2010.
47. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 25.
48. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» στο συλλογικό: «60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών - Επος και διδάγματα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 31.
49. Β. Ι. Λένιν: «Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 89.
50. Για τις επιδιώξεις του γερμανικού και του ιταλικού ιμπεριαλισμού ενδεικτική είναι η χιτλερική θεωρία του αναγκαίου για τη Γερμανία ζωτικού χώρου.
*Ριζοσπάστης*
Κ.Κ.Ε. : Αντικομμουνισμός, εκχυδαϊσμός και συγκάλυψη της πραγματικότητας
Συνεχίζονται οι εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού ΣΚΑΪ για τα χρόνια 1940 - 1967
Στην εκπομπή της Κυριακής 6 Απρίλη, η συζήτηση ξετυλίχθηκε σ' ένα πεδίο παρουσίασης πραγματικών γεγονότων και σωστών επισημάνσεων (π.χ. «η Σοβιετική Ένωση δεν είχε επεκτατική πολιτική», «στην Ελλάδα ασκούνταν λευκή τρομοκρατία σε βάρος του ΚΚΕ», «τα περισσότερα κονδύλια από την αμερικανική βοήθεια ξοδεύτηκαν για να συντριβεί το ΚΚΕ» κ.ά.), «διανθισμένων» όμως με μια σειρά αντικομμουνιστικές και πλασματικές αναφορές, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Το στίγμα, ως προς το τελευταίο, έδωσε επιγραμματικά ο Θ. Βερέμης, που είπε για τον ένοπλο ταξικό αγώνα 1946 - 1949: «Άνοιξε μια βαθύτατη, μια τεράστια πληγή που μας κυνηγάει ακόμα»!
Δεν εξήγησε ποια είναι αυτή.
Πάντως, σε συνδυασμό με όσα είπε ο ίδιος για την αποχή του ΕΑΜ από τις εκλογές του 1946, καθώς και μια σειρά ζητήματα που έθεσαν συνομιλητές του, κάνουν σαφές το νόημα του λόγου τους που είναι επί χρόνια σταθερά επαναλαμβανόμενος και από πολλούς άλλους ιστορικούς, καθώς και πολιτικούς: Δεινά και μόνο δεινά φέρνει η ανάταση για τα δίκαια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, πολύ περισσότερο όταν αυτή είναι ένοπλη!
Δηλαδή, «τ' έχεις Γιάννη, τ' είχα πάντα»...Ζαχαριάδης = Μιχαλολιάκος (!)
Δυο φορές ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης είπε στη διάρκεια της εκπομπής ότι «δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις», αναφερόμενος στον Ν. Ζαχαριάδη και στον Χρυσαυγίτη Μιχαλολιάκο. Κι ενώ δεν... ήθελε να κάνει συγκρίσεις, επανέλαβε ότι «ο Ζαχαριάδης, όπως ο Μιχαλολιάκος σήμερα, περιφρονούσε το κοινοβούλιο». Έτσι «τα δύο άκρα» ξανάρθαν στο τραπέζι της συζήτησης, παρά το γεγονός ότι η σύγκριση εκφράζει το γνωστό «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει»...
Με αυτόν τον τρόπο, ο φασισμός και ο κομμουνισμός μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι, ας είναι ο πρώτος το πιο βίαιο μέσο του κεφαλαίου για να διατηρεί την εξουσία του, ας είναι ο δεύτερος η θεωρία που εκφράζεται πολιτικά με την πάλη για την ανατροπή του πρώτου και άρα με τη συντριβή του φασισμού ως παιδιού του καπιταλιστικού συστήματος.
Αν ήθελαν, ο Μαραντζίδης και οι συνομιλητές του, να κάνουν πραγματική σύγκριση ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις ή πρόσωπα, θα έπρεπε να θέσουν τον κοινό παρονομαστή όλων των αστικών (φασιστικών και μη) και οπορτουνιστικών κομμάτων - τότε και σήμερα - παρά τις διαφορές τους: Το σεβασμό τους στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και την εξουσία της. Αυτό είναι το κύριο που τα ενοποιεί και απ' αυτήν την άποψη μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι, αν βεβαίως κρίνονται από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, δηλαδή από τη σκοπιά ότι όλα στρέφονται ενάντια στο σοσιαλισμό, υπηρετούν τη δικτατορία του κεφαλαίου, που ασκείται με κοινοβουλευτική ή με μη κοινοβουλευτική μορφή. Αυτή και μόνο αυτή η οπτική αποτελεί την εγγύηση για το οριστικό τσάκισμα και του φασισμού και για να έρθει μια νέα κοινωνία - η σοσιαλιστική - που είναι ανώτερος τύπος δημοκρατίας από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
«Υποτέλεια στη Μόσχα σε βαθμό δουλικότητας» (!).
Αναφερόμενος ο καθηγητής Γιάννης Σακκάς στο «Δόγμα Τρούμαν» και στο «Σχέδιο Μάρσαλ», σημείωσε σωστά ότι αυτά «γέννησαν στους Ελληνες πολιτικούς ένα αίσθημα υποτέλειας» (παρότι λαθεμένο, ας μείνει εδώ ασχολίαστο το περί υποτέλειας). «Και η κομμουνιστική αριστερά ήταν υποτελής στη Μόσχα», παρενέβη ο δημοσιογράφος Α. Πορτοσάλτε.
«Σε βαθμό δουλικότητας», συνέχισε ο Σακκάς, αναφερόμενος στο ΚΚΕ. Και η συζήτηση συνεχιζόταν, με τον έναν να κόβει και τον άλλο να ράβει, αδιαφορώντας για τις αντιφάσεις στις οποίες οι ίδιοι έπεφταν.
Πώς συμβιβάζεται το περί «δουλικότητας του ΚΚΕ προς το ΚΚΣΕ», με αυτό που λίγο πριν είχαν πει οι ίδιοι, ότι «η γνώμη των Σοβιετικών ήταν να βαδίσει το ΚΚΕ προς τις εκλογές του 1946» (Μαραντζίδης), με την οποία ως γνωστόν διαφώνησε ο Ν. Ζαχαριάδης και εισηγήθηκε στην ΚΕ του Κόμματος την αποχή από αυτές;
Το ίδιο υποστήριξε και ο Σπ. Σφέττας: «Όντως δόθηκε εντολή από τους Σοβιετικούς για συμμετοχή στις εκλογές».
Ακόμα: Πώς συμβιβάζεται το περί «δουλικότητας του ΚΚΕ» με την ομολογία τους ότι ο Ν. Ζαχαριάδης δεν αποδέχτηκε τη νέα γραμμή του ΚΚΣΕ μετά από το θάνατο του Στάλιν (1953);
«Πολυεθνική με θυγατρικές»!
Έτσι χαρακτήρισε (για μια ακόμη φορά) ο Ν. Μαραντζίδης τις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στα ΚΚ σειράς χωρών, κατέταξε μάλιστα το ΚΚΕ, το ΚΚ Τουρκίας, το ΚΚ Κίνας και άλλα, στην κατηγορία των μικρότερης σημασίας θυγατρικών! Κι ακριβώς, επειδή «δεν τα είχαν σε πολλή υπόληψη», τα στελέχη αυτών των ΚΚ πήγαιναν για σπουδές στο ΚΟΥΤΒ (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής), που δεν ήταν «το Χάρβαρντ των κομμουνιστών»!
Έχει και τη γελοία πλευρά του το πράγμα...
Όμως, το ουσιώδες είναι, το πώς οι παραπάνω εμφάνισαν τον προλεταριακό διεθνισμό, που όποια προβλήματα κι αν είχε (και είχε, από κομμουνιστική σκοπιά ιδωμένος), σε τίποτα δε μοιάζει με τις σχέσεις που έχουν μάθει να βλέπουν ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και τα αστικά κόμματα, σχέσεις ζούγκλας και ανισοτιμίας, σχέσεις οι οποίες στην όξυνση τους έχουν οδηγήσει σε δυο παγκόσμιους και σε δεκάδες τοπικούς πολέμους. Σχέσεις λυκοσυμμαχίας.
Σε συνάρτηση με το παραπάνω τέθηκε στη συζήτηση και το πάγιο για την περίσταση ζήτημα «των σφαιρών επιρροής», ανάμεσα «στις υπερδυνάμεις», τη Σοβιετική Ένωση και τη Βρετανία, αρχικά, και ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ, στη συνέχεια. Για να υπονοηθεί ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν και... ολίγον ξενοκίνητος. Όμως, οι αιτίες για το ξέσπασμα της ένοπλης ταξικής πάλης αποδόθηκαν «κυρίως σε ενδογενείς παράγοντες» (Γ. Σακκάς). Κυρίως (πάλι καλά ...), όχι όμως αποκλειστικά...
Η αποχή του 1946
«Το ΚΚΕ θα μπορούσε να είχε εμπλακεί το 1946 στον κοινοβουλευτισμό και να είχε παίξει ένα ρόλο σοβαρό», είπε ο Θ. Βερέμης. Και έφερε το (κλασικό) παράδειγμα των ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας, που επέλεξαν τον κοινοβουλευτικό δρόμο, ενώ το ΚΚΕ επέλεξε τον ένοπλο αγώνα, όπως έγινε και στην Ισπανία το 1936.
Παραλείπουν ότι το ΚΚΕ είχε επιλέξει το δρόμο του κοινοβουλευτισμού, συμμετείχε στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου.
Παρ' όλ' αυτά, στην περίοδο που αναφέρονταν οι κύριοι καθηγητές, το κράτος και οι συμμορίες του έσφαζαν τους ΕΑΜίτες, ενώ χιλιάδες είχαν πάρει τα βουνά καταδιωκόμενοι.
Ωστόσο, η αστική τάξη και ο πολιτικός της κόσμος, έχοντας επιδείξει στα χρόνια της Κατοχής μια στάση που τους κατέστησε ανυπόληπτους απέναντι στο λαό, επιχείρησαν να αλλάξουν το συσχετισμό δυνάμεων στηριγμένοι στην ωμή βία και την τρομοκρατία, κατά πρώτο λόγο. Δεν είχαν άλλο δρόμο πέρα απ' αυτόν που ακολούθησαν.
Όπως δεν είχε και το ΚΚΕ άλλον, πέρα από την ένοπλη πάλη. Με τη διαφορά ότι αυτό έπρεπε να το κάνει πολύ νωρίτερα και με στρατηγική για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Έτσι θα εναρμονιζόταν και η αποχή από τις εκλογές.
Και όπως σωστά επισήμανε ο Ευ. Χατζηβασιλείου, το 1946 με αρχές του 1947 ήταν ο πιο κατάλληλος χρόνος, αφού η Μ. Βρετανία δεν μπορούσε πια να διατηρεί στρατό στην Ελλάδα και οι ΗΠΑ δεν είχαν βγει στο προσκήνιο.
Αλλά και η μετέπειτα πορεία, καθώς και οι τρέχουσες εξελίξεις, επιβεβαιώνουν ότι από τότε που η αστική τάξη τσάκισε το φεουδαρχικό και εγκαθίδρυσε το δικό της κράτος, αυτό το κράτος είναι εργαλείο άσκησης ποικιλόμορφης βίας (νομικής - οικονομικής - πολιτικής - ιδεολογικής κ.ά.) ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Όργανο που κατοχυρώνει και υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Τις τελευταίες μέρες, για παράδειγμα, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 24 χαλυβουργοί, που πήραν μέρος στην εννιάμηνη ηρωική απεργία στη «Χαλυβουργία Ελλάδος». Η Δικαιοσύνη, το κεφάλαιο, η κυβέρνηση και τα αστικά ΜΜΕ συντάχθηκαν εναντίον τους και στο πλευρό του ιδιοκτήτη της «Χαλυβουργίας».
Πώς ονομάζεται αυτό, αν όχι ωμή ταξική βία;
Ακόμα υπενθυμίζουμε ότι όλοι οι πολιτικοί και ιστορικοί, που υποστηρίζουν το σύστημα, αποκρύπτουν συνειδητά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η τάξη τους (η αστική) ήρθε στην εξουσία διά πυρός και σιδήρου. Όμως, οι αστικές επαναστάσεις, όχι μόνο δεν είναι καταδικαστέες, αλλά συνιστούσαν πρόοδο για την ανθρωπότητα.
Η στρατολογία στον ΔΣΕ
Στη «βίαιη στρατολογία» του μεγαλύτερου ποσοστού των 80-100 χιλιάδων μαχητών του ΔΣΕ αναφέρθηκε ο καθηγητής Μαραντζίδης, θέλοντας με αυτό να πει ότι ο ΔΣΕ δε διέθετε μαζική λαϊκή βάση.
Αρχικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο παραπάνω δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στο αν οι περισσότεροι από 200.000 στρατιώτες του αστικού κυβερνητικού στρατού στρατολογήθηκαν με τη θέλησή τους.
Διότι αν υποθέσουμε ότι στον κυβερνητικό στρατό πήγαινε όποιος ήθελε, θα ήταν ένα ερώτημα το πόσους θα αριθμούσε αυτός ο κυβερνητικός στρατός.
Για το συγκεκριμένο, ο συνομιλητής του στον ΣΚΑΪ Θ. Βερέμης έχει γράψει τα παρακάτω μαζί με τον David H. Close:
«... Οι περισσότεροι στρατεύσιμοι δεν ένιωθαν καμιά επιθυμία να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους. (...) πολλοί από τους άντρες του εθνικού στρατού έβλεπαν τους αντάρτες σαν θύματα διωγμών, και θαύμαζαν το παρελθόν τους στην αντίσταση κατά των Γερμανών (...) το ηθικό του στρατού βρισκόταν σε καταστρεπτικά χαμηλό επίπεδο, όπως αναφέρει ο στρατηγός Θωμάς Πεντζόπουλος...».1
Και κάτι επιπλέον: Οι 700.000 άνθρωποι, που οι κυβερνητικές δυνάμεις μετακίνησαν από τα χωριά τους και τους έφεραν στις πόλεις, για να μη βρίσκει εφεδρείες και άλλη βοήθεια ο ΔΣΕ, ήταν κόσμος που μετεγκαταστάθηκε εθελοντικά; Όπως σημειώνει ο Ole L. Smith, «η στρατολόγηση όμως μειώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της κυβερνητικής τακτικής μεταφοράς του πληθυσμού από την ύπαιθρο, όπου δρούσαν οι αντάρτες».2
Πέρα από τους χιλιάδες καταδιωκόμενους από το 1945, που συγκρότησαν τις πρώτες δυνάμεις του ΔΣΕ, πέρα και από τις χιλιάδες ακόμα που εντάχθηκαν στη συνέχεια, υπήρξε και η στρατολογία που πραγματοποιούνταν με διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Όπως η αστική κυβέρνηση καλούσε σε κατάταξη, έτσι και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση εξέδιδε διατάγματα στρατολογίας στις περιοχές που ο ΔΣΕ είχε εγκαθιδρύσει τη λαϊκή εξουσία.
Για τη στρατολογία παίρνονταν υπόψη από τις διοικήσεις του ΔΣΕ η οικογενειακή κατάσταση, η ηλικία και άλλα των νεοστρατολογούμενων. Μάλιστα, ειδικό διάταγμα όριζε σε ότι αφορούσε τις γυναίκες, ότι μόνο αν οι ίδιες το ζητούσαν θα μπορούσαν να προσφέρουν μάχιμη υπηρεσία.
Το άρθρο 3 του Νόμου αρ. 7 (9 Φλεβάρη 1948) ανέφερε:
«Ο υπουργός των Στρατιωτικών μπορεί να καλέσει με διάταγμα και ορισμένες ηλικίες γυναικών. Η κάθε επιστρατευμένη γυναίκα μπορεί να κάνει μάχιμη υπηρεσία μόνο αν το ζητήσει η ίδια».3
Αλλά ας έρθουμε σ' εκείνο που είπε ο Μαραντζίδης σχετικά με τη βίαιη στρατολόγηση στον ΔΣΕ, η οποία, όπως αυθαίρετα ανέφερε, έδωσε «στο ΔΣΕ το 70% της δύναμής του».
Θα επικαλεστούμε και πάλι τον συνομιλητή του Θ. Βερέμη, ο οποίος έγραψε για την Πελοπόννησο και τα νησιά:
«Ωστόσο, πολλοί από τους επίστρατους προέρχονταν από κοινότητες που πρόσκεινταν φιλικά στο Κόμμα, και μπορούσαν να γίνουν αξιόπιστοι στρατιώτες με την πειθαρχία και την πολιτική καθοδήγηση. Γι' αυτό, πολλές αναφορές εθνικών πηγών καταδεικνύουν ότι το ηθικό του ΔΣΕ ήταν για ορισμένο διάστημα υψηλό. Το ηθικό αυτό, φαίνεται ότι γενικά κρατιόταν ψηλά από την πίστη στη νίκη μέχρι και τη μάχη του Γράμμου, και τη ρήξη Τίτο - Στάλιν τον Ιούνιο - Ιούλιο 1948».4
Ο ίδιος σημειώνει ότι «στην Πελοπόννησο και τα νησιά οι ανταρτικές ομάδες αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα και προφανώς απαρτίζονταν από εθελοντές».5
Η βίαιη στρατολογία -στο σωρό- δεν ήταν καθόλου σκόπιμη, αφού με αυτόν τον τρόπο, αν εφαρμοζόταν, θα διείσδυαν στον ΔΣΕ χιλιάδες εχθρικά στοιχεία και θα έμπαινε σε κίνδυνο τόσο το αξιόμαχό του όσο σε ένα βαθμό και η ίδια του η ύπαρξη. Ένας λαϊκός στρατός, όπως ήταν ο ΔΣΕ, δεν μπορεί να αντιστοιχίσει την πάλη του με τους σκοπούς του δίχως την αλληλεγγύη, την αυταπάρνηση, τη συλλογικότητα, τη συνειδητή πειθαρχία.
Υπήρχε όμως και μια άλλη πλευρά, την οποία έχει σημειώσει ο Αρίστος Καμαρινός, στέλεχος του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο:
«Δίναμε την εντύπωση ότι κάναμε βίαιη επιστράτευση (...) για να αποφύγουν οι γονείς των "επιστρατευόμενων" διώξεις από το "επίσημο" κράτος».6
Αυτή ήταν η πραγματικότητα, την οποία δεν αλλοιώνουν οι εξαιρέσεις «βιαίως στρατολογηθέντων» που υπήρξαν.
Όπως πολλοί από όσους κατατάχθηκαν στον κυβερνητικό στρατό ήθελαν πράγματι να πολεμήσουν ενάντια στο ΚΚΕ και το ΔΣΕ, έτσι και οι χιλιάδες που εντάχθηκαν στον ΔΣΕ, με βάση διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, πήγαιναν να πολεμήσουν τον αστικό στρατό, επειδή πίστευαν στους σκοπούς του ΚΚΕ και του ΔΣΕ. Χιλιάδες από τους νεοστρατολογημένους αφομοιώθηκαν στις γραμμές του ΔΣΕ και έπεσαν ηρωικά.
Όπως έγραψε ο Σόλων Ν. Γρηγοριάδης:
«... οι στρατολογούμενοι αφομοιώνονταν ιδεολογικά σε μεγάλο βαθμό και ταχύτατα με το ανταρτικό περιβάλλον τους. Η αφομοίωση εκείνη αποτελεί ένα από τα φαινόμενα του ελληνικού ανταρτοπόλεμου και σύντομα οι νέοι μαχητές ευθυγραμμίζονταν σχεδόν σε αγωνιστικότητα με τους παλιούς. Η αντίληψη που επικρατούσε στην άλλη πλευρά, ότι οι καινούργιοι αντάρτες υποχρεωτικής στρατολογίας ζούσαν και μάχονταν κάτω από το πιστόλι των πολιτικών επιτρόπων, ήταν ανακριβής και οδηγούσε στην υποτίμηση του αντιπάλου».7
Σημειώσεις:
1. David H. Close και Θάνος Βερέμης, Ο στρατιωτικός αγώνας 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 141.
2. Ole L. Smith, Το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 190.
3. Νίκος Κυρίτσης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 397.
4. David H. Close και Θάνος Βερέμης, Ο στρατιωτικός αγώνας 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 138.
5. Ο. π.
6. Αρίστος Καμαρινός, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο 1946 - 1949, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000, σελ. 211.
7. Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Ο εμφύλιος 1946-1949, τόμος Α΄, σελ. 152, Τα φοβερά ντοκουμέντα, εκδ. Φυτράκη.
Το άρθρο προέρχεται από την ιστοσελίδα του ΚΚΕ : http://www.kke.gr/istoria. Γράφτηκε στις 10/04/2014, αλλά παραμένει απόλυτα επίκαιρο, γιατί οι ίδιες χυδαίες επιθέσεις ανεγκέφαλων ''ανθρώπων'' συνεχίζονται. Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.....
Στην εκπομπή της Κυριακής 6 Απρίλη, η συζήτηση ξετυλίχθηκε σ' ένα πεδίο παρουσίασης πραγματικών γεγονότων και σωστών επισημάνσεων (π.χ. «η Σοβιετική Ένωση δεν είχε επεκτατική πολιτική», «στην Ελλάδα ασκούνταν λευκή τρομοκρατία σε βάρος του ΚΚΕ», «τα περισσότερα κονδύλια από την αμερικανική βοήθεια ξοδεύτηκαν για να συντριβεί το ΚΚΕ» κ.ά.), «διανθισμένων» όμως με μια σειρά αντικομμουνιστικές και πλασματικές αναφορές, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Το στίγμα, ως προς το τελευταίο, έδωσε επιγραμματικά ο Θ. Βερέμης, που είπε για τον ένοπλο ταξικό αγώνα 1946 - 1949: «Άνοιξε μια βαθύτατη, μια τεράστια πληγή που μας κυνηγάει ακόμα»!
Δεν εξήγησε ποια είναι αυτή.
Πάντως, σε συνδυασμό με όσα είπε ο ίδιος για την αποχή του ΕΑΜ από τις εκλογές του 1946, καθώς και μια σειρά ζητήματα που έθεσαν συνομιλητές του, κάνουν σαφές το νόημα του λόγου τους που είναι επί χρόνια σταθερά επαναλαμβανόμενος και από πολλούς άλλους ιστορικούς, καθώς και πολιτικούς: Δεινά και μόνο δεινά φέρνει η ανάταση για τα δίκαια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, πολύ περισσότερο όταν αυτή είναι ένοπλη!
Δηλαδή, «τ' έχεις Γιάννη, τ' είχα πάντα»...Ζαχαριάδης = Μιχαλολιάκος (!)
Δυο φορές ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης είπε στη διάρκεια της εκπομπής ότι «δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις», αναφερόμενος στον Ν. Ζαχαριάδη και στον Χρυσαυγίτη Μιχαλολιάκο. Κι ενώ δεν... ήθελε να κάνει συγκρίσεις, επανέλαβε ότι «ο Ζαχαριάδης, όπως ο Μιχαλολιάκος σήμερα, περιφρονούσε το κοινοβούλιο». Έτσι «τα δύο άκρα» ξανάρθαν στο τραπέζι της συζήτησης, παρά το γεγονός ότι η σύγκριση εκφράζει το γνωστό «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει»...
Με αυτόν τον τρόπο, ο φασισμός και ο κομμουνισμός μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι, ας είναι ο πρώτος το πιο βίαιο μέσο του κεφαλαίου για να διατηρεί την εξουσία του, ας είναι ο δεύτερος η θεωρία που εκφράζεται πολιτικά με την πάλη για την ανατροπή του πρώτου και άρα με τη συντριβή του φασισμού ως παιδιού του καπιταλιστικού συστήματος.
Αν ήθελαν, ο Μαραντζίδης και οι συνομιλητές του, να κάνουν πραγματική σύγκριση ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις ή πρόσωπα, θα έπρεπε να θέσουν τον κοινό παρονομαστή όλων των αστικών (φασιστικών και μη) και οπορτουνιστικών κομμάτων - τότε και σήμερα - παρά τις διαφορές τους: Το σεβασμό τους στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και την εξουσία της. Αυτό είναι το κύριο που τα ενοποιεί και απ' αυτήν την άποψη μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι, αν βεβαίως κρίνονται από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, δηλαδή από τη σκοπιά ότι όλα στρέφονται ενάντια στο σοσιαλισμό, υπηρετούν τη δικτατορία του κεφαλαίου, που ασκείται με κοινοβουλευτική ή με μη κοινοβουλευτική μορφή. Αυτή και μόνο αυτή η οπτική αποτελεί την εγγύηση για το οριστικό τσάκισμα και του φασισμού και για να έρθει μια νέα κοινωνία - η σοσιαλιστική - που είναι ανώτερος τύπος δημοκρατίας από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
«Υποτέλεια στη Μόσχα σε βαθμό δουλικότητας» (!).
Αναφερόμενος ο καθηγητής Γιάννης Σακκάς στο «Δόγμα Τρούμαν» και στο «Σχέδιο Μάρσαλ», σημείωσε σωστά ότι αυτά «γέννησαν στους Ελληνες πολιτικούς ένα αίσθημα υποτέλειας» (παρότι λαθεμένο, ας μείνει εδώ ασχολίαστο το περί υποτέλειας). «Και η κομμουνιστική αριστερά ήταν υποτελής στη Μόσχα», παρενέβη ο δημοσιογράφος Α. Πορτοσάλτε.
«Σε βαθμό δουλικότητας», συνέχισε ο Σακκάς, αναφερόμενος στο ΚΚΕ. Και η συζήτηση συνεχιζόταν, με τον έναν να κόβει και τον άλλο να ράβει, αδιαφορώντας για τις αντιφάσεις στις οποίες οι ίδιοι έπεφταν.
Πώς συμβιβάζεται το περί «δουλικότητας του ΚΚΕ προς το ΚΚΣΕ», με αυτό που λίγο πριν είχαν πει οι ίδιοι, ότι «η γνώμη των Σοβιετικών ήταν να βαδίσει το ΚΚΕ προς τις εκλογές του 1946» (Μαραντζίδης), με την οποία ως γνωστόν διαφώνησε ο Ν. Ζαχαριάδης και εισηγήθηκε στην ΚΕ του Κόμματος την αποχή από αυτές;
Το ίδιο υποστήριξε και ο Σπ. Σφέττας: «Όντως δόθηκε εντολή από τους Σοβιετικούς για συμμετοχή στις εκλογές».
Ακόμα: Πώς συμβιβάζεται το περί «δουλικότητας του ΚΚΕ» με την ομολογία τους ότι ο Ν. Ζαχαριάδης δεν αποδέχτηκε τη νέα γραμμή του ΚΚΣΕ μετά από το θάνατο του Στάλιν (1953);
«Πολυεθνική με θυγατρικές»!
Έτσι χαρακτήρισε (για μια ακόμη φορά) ο Ν. Μαραντζίδης τις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στα ΚΚ σειράς χωρών, κατέταξε μάλιστα το ΚΚΕ, το ΚΚ Τουρκίας, το ΚΚ Κίνας και άλλα, στην κατηγορία των μικρότερης σημασίας θυγατρικών! Κι ακριβώς, επειδή «δεν τα είχαν σε πολλή υπόληψη», τα στελέχη αυτών των ΚΚ πήγαιναν για σπουδές στο ΚΟΥΤΒ (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής), που δεν ήταν «το Χάρβαρντ των κομμουνιστών»!
Έχει και τη γελοία πλευρά του το πράγμα...
Όμως, το ουσιώδες είναι, το πώς οι παραπάνω εμφάνισαν τον προλεταριακό διεθνισμό, που όποια προβλήματα κι αν είχε (και είχε, από κομμουνιστική σκοπιά ιδωμένος), σε τίποτα δε μοιάζει με τις σχέσεις που έχουν μάθει να βλέπουν ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και τα αστικά κόμματα, σχέσεις ζούγκλας και ανισοτιμίας, σχέσεις οι οποίες στην όξυνση τους έχουν οδηγήσει σε δυο παγκόσμιους και σε δεκάδες τοπικούς πολέμους. Σχέσεις λυκοσυμμαχίας.
Σε συνάρτηση με το παραπάνω τέθηκε στη συζήτηση και το πάγιο για την περίσταση ζήτημα «των σφαιρών επιρροής», ανάμεσα «στις υπερδυνάμεις», τη Σοβιετική Ένωση και τη Βρετανία, αρχικά, και ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ, στη συνέχεια. Για να υπονοηθεί ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν και... ολίγον ξενοκίνητος. Όμως, οι αιτίες για το ξέσπασμα της ένοπλης ταξικής πάλης αποδόθηκαν «κυρίως σε ενδογενείς παράγοντες» (Γ. Σακκάς). Κυρίως (πάλι καλά ...), όχι όμως αποκλειστικά...
Η αποχή του 1946
«Το ΚΚΕ θα μπορούσε να είχε εμπλακεί το 1946 στον κοινοβουλευτισμό και να είχε παίξει ένα ρόλο σοβαρό», είπε ο Θ. Βερέμης. Και έφερε το (κλασικό) παράδειγμα των ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας, που επέλεξαν τον κοινοβουλευτικό δρόμο, ενώ το ΚΚΕ επέλεξε τον ένοπλο αγώνα, όπως έγινε και στην Ισπανία το 1936.
Παραλείπουν ότι το ΚΚΕ είχε επιλέξει το δρόμο του κοινοβουλευτισμού, συμμετείχε στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου.
Παρ' όλ' αυτά, στην περίοδο που αναφέρονταν οι κύριοι καθηγητές, το κράτος και οι συμμορίες του έσφαζαν τους ΕΑΜίτες, ενώ χιλιάδες είχαν πάρει τα βουνά καταδιωκόμενοι.
Ωστόσο, η αστική τάξη και ο πολιτικός της κόσμος, έχοντας επιδείξει στα χρόνια της Κατοχής μια στάση που τους κατέστησε ανυπόληπτους απέναντι στο λαό, επιχείρησαν να αλλάξουν το συσχετισμό δυνάμεων στηριγμένοι στην ωμή βία και την τρομοκρατία, κατά πρώτο λόγο. Δεν είχαν άλλο δρόμο πέρα απ' αυτόν που ακολούθησαν.
Όπως δεν είχε και το ΚΚΕ άλλον, πέρα από την ένοπλη πάλη. Με τη διαφορά ότι αυτό έπρεπε να το κάνει πολύ νωρίτερα και με στρατηγική για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Έτσι θα εναρμονιζόταν και η αποχή από τις εκλογές.
Και όπως σωστά επισήμανε ο Ευ. Χατζηβασιλείου, το 1946 με αρχές του 1947 ήταν ο πιο κατάλληλος χρόνος, αφού η Μ. Βρετανία δεν μπορούσε πια να διατηρεί στρατό στην Ελλάδα και οι ΗΠΑ δεν είχαν βγει στο προσκήνιο.
Αλλά και η μετέπειτα πορεία, καθώς και οι τρέχουσες εξελίξεις, επιβεβαιώνουν ότι από τότε που η αστική τάξη τσάκισε το φεουδαρχικό και εγκαθίδρυσε το δικό της κράτος, αυτό το κράτος είναι εργαλείο άσκησης ποικιλόμορφης βίας (νομικής - οικονομικής - πολιτικής - ιδεολογικής κ.ά.) ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Όργανο που κατοχυρώνει και υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Τις τελευταίες μέρες, για παράδειγμα, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 24 χαλυβουργοί, που πήραν μέρος στην εννιάμηνη ηρωική απεργία στη «Χαλυβουργία Ελλάδος». Η Δικαιοσύνη, το κεφάλαιο, η κυβέρνηση και τα αστικά ΜΜΕ συντάχθηκαν εναντίον τους και στο πλευρό του ιδιοκτήτη της «Χαλυβουργίας».
Πώς ονομάζεται αυτό, αν όχι ωμή ταξική βία;
Ακόμα υπενθυμίζουμε ότι όλοι οι πολιτικοί και ιστορικοί, που υποστηρίζουν το σύστημα, αποκρύπτουν συνειδητά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η τάξη τους (η αστική) ήρθε στην εξουσία διά πυρός και σιδήρου. Όμως, οι αστικές επαναστάσεις, όχι μόνο δεν είναι καταδικαστέες, αλλά συνιστούσαν πρόοδο για την ανθρωπότητα.
Η στρατολογία στον ΔΣΕ
Στη «βίαιη στρατολογία» του μεγαλύτερου ποσοστού των 80-100 χιλιάδων μαχητών του ΔΣΕ αναφέρθηκε ο καθηγητής Μαραντζίδης, θέλοντας με αυτό να πει ότι ο ΔΣΕ δε διέθετε μαζική λαϊκή βάση.
Αρχικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο παραπάνω δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στο αν οι περισσότεροι από 200.000 στρατιώτες του αστικού κυβερνητικού στρατού στρατολογήθηκαν με τη θέλησή τους.
Διότι αν υποθέσουμε ότι στον κυβερνητικό στρατό πήγαινε όποιος ήθελε, θα ήταν ένα ερώτημα το πόσους θα αριθμούσε αυτός ο κυβερνητικός στρατός.
Για το συγκεκριμένο, ο συνομιλητής του στον ΣΚΑΪ Θ. Βερέμης έχει γράψει τα παρακάτω μαζί με τον David H. Close:
«... Οι περισσότεροι στρατεύσιμοι δεν ένιωθαν καμιά επιθυμία να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους. (...) πολλοί από τους άντρες του εθνικού στρατού έβλεπαν τους αντάρτες σαν θύματα διωγμών, και θαύμαζαν το παρελθόν τους στην αντίσταση κατά των Γερμανών (...) το ηθικό του στρατού βρισκόταν σε καταστρεπτικά χαμηλό επίπεδο, όπως αναφέρει ο στρατηγός Θωμάς Πεντζόπουλος...».1
Και κάτι επιπλέον: Οι 700.000 άνθρωποι, που οι κυβερνητικές δυνάμεις μετακίνησαν από τα χωριά τους και τους έφεραν στις πόλεις, για να μη βρίσκει εφεδρείες και άλλη βοήθεια ο ΔΣΕ, ήταν κόσμος που μετεγκαταστάθηκε εθελοντικά; Όπως σημειώνει ο Ole L. Smith, «η στρατολόγηση όμως μειώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της κυβερνητικής τακτικής μεταφοράς του πληθυσμού από την ύπαιθρο, όπου δρούσαν οι αντάρτες».2
Πέρα από τους χιλιάδες καταδιωκόμενους από το 1945, που συγκρότησαν τις πρώτες δυνάμεις του ΔΣΕ, πέρα και από τις χιλιάδες ακόμα που εντάχθηκαν στη συνέχεια, υπήρξε και η στρατολογία που πραγματοποιούνταν με διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Όπως η αστική κυβέρνηση καλούσε σε κατάταξη, έτσι και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση εξέδιδε διατάγματα στρατολογίας στις περιοχές που ο ΔΣΕ είχε εγκαθιδρύσει τη λαϊκή εξουσία.
Για τη στρατολογία παίρνονταν υπόψη από τις διοικήσεις του ΔΣΕ η οικογενειακή κατάσταση, η ηλικία και άλλα των νεοστρατολογούμενων. Μάλιστα, ειδικό διάταγμα όριζε σε ότι αφορούσε τις γυναίκες, ότι μόνο αν οι ίδιες το ζητούσαν θα μπορούσαν να προσφέρουν μάχιμη υπηρεσία.
Το άρθρο 3 του Νόμου αρ. 7 (9 Φλεβάρη 1948) ανέφερε:
«Ο υπουργός των Στρατιωτικών μπορεί να καλέσει με διάταγμα και ορισμένες ηλικίες γυναικών. Η κάθε επιστρατευμένη γυναίκα μπορεί να κάνει μάχιμη υπηρεσία μόνο αν το ζητήσει η ίδια».3
Αλλά ας έρθουμε σ' εκείνο που είπε ο Μαραντζίδης σχετικά με τη βίαιη στρατολόγηση στον ΔΣΕ, η οποία, όπως αυθαίρετα ανέφερε, έδωσε «στο ΔΣΕ το 70% της δύναμής του».
Θα επικαλεστούμε και πάλι τον συνομιλητή του Θ. Βερέμη, ο οποίος έγραψε για την Πελοπόννησο και τα νησιά:
«Ωστόσο, πολλοί από τους επίστρατους προέρχονταν από κοινότητες που πρόσκεινταν φιλικά στο Κόμμα, και μπορούσαν να γίνουν αξιόπιστοι στρατιώτες με την πειθαρχία και την πολιτική καθοδήγηση. Γι' αυτό, πολλές αναφορές εθνικών πηγών καταδεικνύουν ότι το ηθικό του ΔΣΕ ήταν για ορισμένο διάστημα υψηλό. Το ηθικό αυτό, φαίνεται ότι γενικά κρατιόταν ψηλά από την πίστη στη νίκη μέχρι και τη μάχη του Γράμμου, και τη ρήξη Τίτο - Στάλιν τον Ιούνιο - Ιούλιο 1948».4
Ο ίδιος σημειώνει ότι «στην Πελοπόννησο και τα νησιά οι ανταρτικές ομάδες αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα και προφανώς απαρτίζονταν από εθελοντές».5
Η βίαιη στρατολογία -στο σωρό- δεν ήταν καθόλου σκόπιμη, αφού με αυτόν τον τρόπο, αν εφαρμοζόταν, θα διείσδυαν στον ΔΣΕ χιλιάδες εχθρικά στοιχεία και θα έμπαινε σε κίνδυνο τόσο το αξιόμαχό του όσο σε ένα βαθμό και η ίδια του η ύπαρξη. Ένας λαϊκός στρατός, όπως ήταν ο ΔΣΕ, δεν μπορεί να αντιστοιχίσει την πάλη του με τους σκοπούς του δίχως την αλληλεγγύη, την αυταπάρνηση, τη συλλογικότητα, τη συνειδητή πειθαρχία.
Υπήρχε όμως και μια άλλη πλευρά, την οποία έχει σημειώσει ο Αρίστος Καμαρινός, στέλεχος του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο:
«Δίναμε την εντύπωση ότι κάναμε βίαιη επιστράτευση (...) για να αποφύγουν οι γονείς των "επιστρατευόμενων" διώξεις από το "επίσημο" κράτος».6
Αυτή ήταν η πραγματικότητα, την οποία δεν αλλοιώνουν οι εξαιρέσεις «βιαίως στρατολογηθέντων» που υπήρξαν.
Όπως πολλοί από όσους κατατάχθηκαν στον κυβερνητικό στρατό ήθελαν πράγματι να πολεμήσουν ενάντια στο ΚΚΕ και το ΔΣΕ, έτσι και οι χιλιάδες που εντάχθηκαν στον ΔΣΕ, με βάση διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, πήγαιναν να πολεμήσουν τον αστικό στρατό, επειδή πίστευαν στους σκοπούς του ΚΚΕ και του ΔΣΕ. Χιλιάδες από τους νεοστρατολογημένους αφομοιώθηκαν στις γραμμές του ΔΣΕ και έπεσαν ηρωικά.
Όπως έγραψε ο Σόλων Ν. Γρηγοριάδης:
«... οι στρατολογούμενοι αφομοιώνονταν ιδεολογικά σε μεγάλο βαθμό και ταχύτατα με το ανταρτικό περιβάλλον τους. Η αφομοίωση εκείνη αποτελεί ένα από τα φαινόμενα του ελληνικού ανταρτοπόλεμου και σύντομα οι νέοι μαχητές ευθυγραμμίζονταν σχεδόν σε αγωνιστικότητα με τους παλιούς. Η αντίληψη που επικρατούσε στην άλλη πλευρά, ότι οι καινούργιοι αντάρτες υποχρεωτικής στρατολογίας ζούσαν και μάχονταν κάτω από το πιστόλι των πολιτικών επιτρόπων, ήταν ανακριβής και οδηγούσε στην υποτίμηση του αντιπάλου».7
Σημειώσεις:
1. David H. Close και Θάνος Βερέμης, Ο στρατιωτικός αγώνας 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 141.
2. Ole L. Smith, Το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 190.
3. Νίκος Κυρίτσης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 397.
4. David H. Close και Θάνος Βερέμης, Ο στρατιωτικός αγώνας 1945-9, στο συλλογικό: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1996, σελ. 138.
5. Ο. π.
6. Αρίστος Καμαρινός, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο 1946 - 1949, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000, σελ. 211.
7. Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Ο εμφύλιος 1946-1949, τόμος Α΄, σελ. 152, Τα φοβερά ντοκουμέντα, εκδ. Φυτράκη.
Το άρθρο προέρχεται από την ιστοσελίδα του ΚΚΕ : http://www.kke.gr/istoria. Γράφτηκε στις 10/04/2014, αλλά παραμένει απόλυτα επίκαιρο, γιατί οι ίδιες χυδαίες επιθέσεις ανεγκέφαλων ''ανθρώπων'' συνεχίζονται. Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.....
Αντισταλινισμός, το ντροπαλό στάδιο του αντικομμουνισμού
Δε ζει αλλά σπέρνει εφιάλτες, ακόμα και νεκρός. Κι αυτό μολονότι δεν τον έθαψαν στα Ιεροσόλυμα, όπως έλεγε και ο Κάππος, για να φοβούνται μια νεκρανάσταση οι πολέμιοί του. Ο οποίος έλεγε επίσης πως ο αντισταλινισμός είναι μια μορφή ντροπαλού αντικομμουνισμού. Που σημαίνει πως κοκκινίζει ελαφρώς, για να φανεί δικός μας, απ’ τη δική μας τάχα μπάντα και να θέσει ένα “γόνιμο προβληματισμό” για την “προδομένη επανάσταση”. Που πήγαινε βασικά καλά ρε παιδί μου τις δέκα πρώτες μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, άντε βαριά τα δέκα πρώτα χρόνια, αλλά μετά στράβωσε -λέει- το πράγμα.
Σχεδόν πάντα, οι πιο χυδαίες, αντιδραστικές κι ανερυθρίαστες (πολιτικά μιλώντας) επιθέσεις περιέχουν μια γερή δόση αντισταλινισμού. Και δεν είναι τυχαίο. Ο Στάλιν ήταν ο πολιτικός ηγέτης που μπήκε επικεφαλής στην παλλαϊκή σοβιετική αντίσταση στο φασισμό και τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών, που τσάκισε την πολεμική μηχανή των ναζί. Αυτός που συνέλαβε και καθοδήγησε το οικονομικό θαύμα σε μια χώρα που πατούσε ακόμα με το ένα πόδι στη φεουδαρχία και είχε ρημαχτεί από τον πόλεμο, αλλά μεταμορφώθηκε σε λίγα χρόνια από άκρη σε άκρη, για να μπουν οι βάσεις του σοσιαλισμού. Πώς να του συγχωρέσει τόσο μεγάλα κατορθώματα ο ταξικός αντίπαλος; Πώς να μη λυσσάνε οι αστοί ιστορικοί για να τον παρουσιάσουν ως αιμοσταγή δολοφόνο και δικτάτορα;
Σήμερα μπορεί να μη δεχόμαστε ως επιστημονικό όρο το σταλινισμό, αλλά στην εποχή του θεωρούνταν ο μαρξισμός των χρόνων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με την ίδια έννοια που ο λενινισμός ήταν ο μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και να ερμηνεύσουμε και το εγκώμιο που πλέκει στο Στάλιν, με αφορμή τα εβδομηκοστά γενέθλιά του, λίγους μήνες μετά το τέλος του δεύτερου αντάρτικου, ο Νίκος Μπελογιάννης.
Ποτέ κανένας άνθρωπος στον κόσμο ύστερ’ από το Λένιν δε συγκέντρωσε τόσα βουνά αγάπης και αφοσίωσης, αλλά και τόσους σωρούς από λυσσασμένο μίσος. Για κάθε τίμιο άνθρωπο, για κάθε αγωνιστή του δίκιου και της λευτεριάς, για την ατελείωτη φάλαγγα των κομμουνιστών, ο Στάλιν είναι ο σοφός δάσκαλος, ο αγαπημένος φίλος, ο δοξασμένος αρχηγός. Είναι η καρδιά της καρδιάς μας. Είναι ο “μπάρμπας” όπως με μια λέξη τον ονομάζει χαϊδευτικά ο λαός μας. Και αντίθετα για όλους τους εκμεταλλευτές, για όλους τους εχθρούς της προόδου, ο Στάλιν είναι ο πιο μισητός αντίπαλος, ο πιο φοβερός εφιάλτης τους και στον ύπνο και τον ξύπνιο τους. (…)
Σήμερα κανένας δε βλέπει μακρύτερα από το Στάλιν και κανένας δεν έχει δυνατότερη θέληση από το Στάλιν. Και βλέπει μακρύτερα από κάθε άλλον ο Στάλιν, γιατί στάθηκε ο καλύτερος, ο πιο πιστός μαθητής και συνεχιστής του έργου του Μαρξ και του Λένιν. Γι’ αυτό είναι καταπληκτική η δύναμη της επιστημονικής του πρόβλεψης. Όταν μιλάει ο Στάλιν, μιλάει η ζωή, η αλήθεια, η πείρα ολόκληρων αιώνων. Στα λόγια του καθρεφτίζεται ολοζώντανο το παρόν και ζωγραφίζεται με ακρίβεια το μέλλον.
Ότι λέει ο Στάλιν γίνεται. Είπε πριν την επανάσταση ότι μπορεί η Ρωσία να ανοίξει πρώτη το δρόμο προς το σοσιαλισμό και τον άνοιξε. Είπε ότι μπορεί να ανοικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη Ρωσία και ανοικοδομήθηκε. Είπε από το 1925 ότι θα νικήσει η Κινεζική Επανάσταση και νίκησε. Είπε, όταν ο Χίτλερ ήταν παντοδύναμος ότι ο χιτλερισμός θα συντριβεί και συντρίφτηκε. Είπε ότι θα ανοικοδομηθεί ο κομμουνισμός στη Ρωσία και ανοικοδομείται.
Ίσως κάποιοι ξενίζουν με αυτές τις εκδηλώσεις λατρείας, αφενός όμως είναι αυθεντικές κι όχι κατά παραγγελία, αφετέρου εκφράζουν το ηρωικό πνεύμα της εποχής και τα κοσμοϊστορικά της επιτεύγματα. Κι είναι αυτά ακριβώς που καθοδηγούν σαν φάρος την ιστορική μνήμη και τη λαϊκή πάλη σήμερα, 64 χρόνια από το θάνατο του Στάλιν, όση λάσπη κι αν δέχτηκε από εχθρούς αλλά και “εξ οικείων”…
*Ατέχνως & Σφυροδρέπανος*
Σχεδόν πάντα, οι πιο χυδαίες, αντιδραστικές κι ανερυθρίαστες (πολιτικά μιλώντας) επιθέσεις περιέχουν μια γερή δόση αντισταλινισμού. Και δεν είναι τυχαίο. Ο Στάλιν ήταν ο πολιτικός ηγέτης που μπήκε επικεφαλής στην παλλαϊκή σοβιετική αντίσταση στο φασισμό και τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών, που τσάκισε την πολεμική μηχανή των ναζί. Αυτός που συνέλαβε και καθοδήγησε το οικονομικό θαύμα σε μια χώρα που πατούσε ακόμα με το ένα πόδι στη φεουδαρχία και είχε ρημαχτεί από τον πόλεμο, αλλά μεταμορφώθηκε σε λίγα χρόνια από άκρη σε άκρη, για να μπουν οι βάσεις του σοσιαλισμού. Πώς να του συγχωρέσει τόσο μεγάλα κατορθώματα ο ταξικός αντίπαλος; Πώς να μη λυσσάνε οι αστοί ιστορικοί για να τον παρουσιάσουν ως αιμοσταγή δολοφόνο και δικτάτορα;
Σήμερα μπορεί να μη δεχόμαστε ως επιστημονικό όρο το σταλινισμό, αλλά στην εποχή του θεωρούνταν ο μαρξισμός των χρόνων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με την ίδια έννοια που ο λενινισμός ήταν ο μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και να ερμηνεύσουμε και το εγκώμιο που πλέκει στο Στάλιν, με αφορμή τα εβδομηκοστά γενέθλιά του, λίγους μήνες μετά το τέλος του δεύτερου αντάρτικου, ο Νίκος Μπελογιάννης.
Ποτέ κανένας άνθρωπος στον κόσμο ύστερ’ από το Λένιν δε συγκέντρωσε τόσα βουνά αγάπης και αφοσίωσης, αλλά και τόσους σωρούς από λυσσασμένο μίσος. Για κάθε τίμιο άνθρωπο, για κάθε αγωνιστή του δίκιου και της λευτεριάς, για την ατελείωτη φάλαγγα των κομμουνιστών, ο Στάλιν είναι ο σοφός δάσκαλος, ο αγαπημένος φίλος, ο δοξασμένος αρχηγός. Είναι η καρδιά της καρδιάς μας. Είναι ο “μπάρμπας” όπως με μια λέξη τον ονομάζει χαϊδευτικά ο λαός μας. Και αντίθετα για όλους τους εκμεταλλευτές, για όλους τους εχθρούς της προόδου, ο Στάλιν είναι ο πιο μισητός αντίπαλος, ο πιο φοβερός εφιάλτης τους και στον ύπνο και τον ξύπνιο τους. (…)
Σήμερα κανένας δε βλέπει μακρύτερα από το Στάλιν και κανένας δεν έχει δυνατότερη θέληση από το Στάλιν. Και βλέπει μακρύτερα από κάθε άλλον ο Στάλιν, γιατί στάθηκε ο καλύτερος, ο πιο πιστός μαθητής και συνεχιστής του έργου του Μαρξ και του Λένιν. Γι’ αυτό είναι καταπληκτική η δύναμη της επιστημονικής του πρόβλεψης. Όταν μιλάει ο Στάλιν, μιλάει η ζωή, η αλήθεια, η πείρα ολόκληρων αιώνων. Στα λόγια του καθρεφτίζεται ολοζώντανο το παρόν και ζωγραφίζεται με ακρίβεια το μέλλον.
Ότι λέει ο Στάλιν γίνεται. Είπε πριν την επανάσταση ότι μπορεί η Ρωσία να ανοίξει πρώτη το δρόμο προς το σοσιαλισμό και τον άνοιξε. Είπε ότι μπορεί να ανοικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη Ρωσία και ανοικοδομήθηκε. Είπε από το 1925 ότι θα νικήσει η Κινεζική Επανάσταση και νίκησε. Είπε, όταν ο Χίτλερ ήταν παντοδύναμος ότι ο χιτλερισμός θα συντριβεί και συντρίφτηκε. Είπε ότι θα ανοικοδομηθεί ο κομμουνισμός στη Ρωσία και ανοικοδομείται.
Ίσως κάποιοι ξενίζουν με αυτές τις εκδηλώσεις λατρείας, αφενός όμως είναι αυθεντικές κι όχι κατά παραγγελία, αφετέρου εκφράζουν το ηρωικό πνεύμα της εποχής και τα κοσμοϊστορικά της επιτεύγματα. Κι είναι αυτά ακριβώς που καθοδηγούν σαν φάρος την ιστορική μνήμη και τη λαϊκή πάλη σήμερα, 64 χρόνια από το θάνατο του Στάλιν, όση λάσπη κι αν δέχτηκε από εχθρούς αλλά και “εξ οικείων”…
*Ατέχνως & Σφυροδρέπανος*
Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της Σταλινολογίας
Με αφορμή τη χιλιοειπωμένη, χυδαία και παντελώς ατεκμηρίωτη αντικομμουνιστική προπαγάνδα του κ. Βλ. Αγτζίδη (άξιος ο μισθός του), αυτού του οχετού που εκτοξεύει επί χρόνια τώρα παρουσιάζοντάς τον κάθε φορά ως “αποκάλυψη”, αυτής της μπουρδο-σταλινολογίας που έχει αναγάγει σε “επιστήμη”, αναδημοσιεύουμε από τον “Ριζοσπάστη” το άρθρο “Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της σταλινολογίας”, που, αν και γράφτηκε πριν 4 χρόνια, απαντά 100% στο νέο “κρούσμα” του αντικομμουνιστικού παραληρήματος του κ. Αγτζίδη μέσα από τις πάντοτε “φιλόξενες” (από την εποχή της φασιστικής Κατοχής άλλωστε) στήλες της “Καθημερινής”…
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μια εφημερίδα του Λονδίνου ανέθεσε στον τότε γνωστό σεναριογράφο και συγγραφέα Hubert Griffith να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση και να γράψει ένα σχετικό άρθρο. Ο Griffith όντως μετέβη στην ΕΣΣΔ και έγραψε το άρθρο. Όμως, όταν επέστρεψε, η εφημερίδα αρνήθηκε να το δημοσιεύσει μη εγκρίνοντας το περιεχόμενό του. Ετσι ο ίδιος αποφάσισε αντ’ αυτού να μεταφέρει τα όσα είδε από πρώτο χέρι σε ένα βιβλίο με τίτλο «Seeing Soviet Russia».
Αναφερόμενος σε αυτό στη στάση της εφημερίδας, τόνισε:
«Αμα έκλεινα τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο στο Λονδίνο συνθέτοντας ένα δίχτυ από φανταστικές εικόνες – για το πώς 150 εκατομμύρια άνθρωποι πήγαιναν με το μαστίγιο στη δουλειά δέσμιοι των συμμοριών του κομμουνισμού, κλπ. – θα γινόμουν πιστευτός χωρίς δυσκολία, ενώ θα έβρισκα τα λεγόμενά μου να αναπαράγονται, με μνεία, κάθε φορά που το θέμα Ρωσία θα ήταν στην επικαιρότητα.
Άμα, ωστόσο, παρέθετα απλά γεγονότα από την ίδια την Encyclopedia Britannica – για το πώς η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο μισό τα τελευταία δέκα χρόνια στη Ρωσία – θα με κατηγορούσαν ότι αντλώ τα στοιχεία μου από την μπολσεβίκικη προπαγάνδα, ή ότι πληρώνομαι από την ίδια τη σοβιετική κυβέρνηση» i.
Επτά δεκαετίες αργότερα, η κόκκινη τρομο-υστερία και τρομο-λαγνεία καλά κρατεί. Οι σύγχρονοι εργολάβοι της, προκειμένου να καλύψουν τη γύμνια ή την έλλειψη των επιχειρημάτων τους, καταφεύγουν στην παλιά, γνώριμη και «δοκιμασμένη» μέθοδο του αντικομμουνισμού, τη σταλινολογία. Δε χρειάζονται στοιχεία. Δε χρειάζονται πηγές. Δε χρειάζεται εμβάθυνση σε ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα και διαδικασίες. Η συστηματική και συνεχώς επαναλαμβανόμενη αναφορά στον Στάλιν ή τον «σταλινισμό» αρκεί – στη λογική τους – ώστε να «απαξιώσουν» τον αντίπαλο και να «πείσουν» για τις «θέσεις» τους. Όμως, η σταλινολογία είναι τόσο παλιά και σάπια, που όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι στις μέρες μας να την αναβιώσουν, να την καλλωπίσουν και να την επαναλανσάρουν στη μόδα, δεν μπορούν να κρύψουν τη δυσοσμία που αποπνέει.
Η μαύρη προπαγάνδα που διεξάγεται σήμερα γύρω από τη λεγόμενη «γενοκτονία των Ελλήνων επί Στάλιν» αποτελεί ένα από τα πλέον αγαπημένα και πολυδιαφημιζόμενα μοτίβα της σταλινολογίας. Στο στόχαστρο της δε βρίσκονται απλά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των Ελληνοποντίων της πρώην ΕΣΣΔ (ως επί το πλείστον προσφύγων, που κατέφυγαν στη χώρα μας εξαιτίας των εθνικιστικών συγκρούσεων ή της δεινής οικονομικής κατάστασης, που τους κληροδότησε η ανατροπή του σοσιαλισμού και η παλινόρθωση του καπιταλισμού). Στη μέγκενη της αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της Ιστορίας τοποθετούνται συνολικά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Και πρώτα απ’ όλα των νεότερων γενεών, οι οποίες δεν έχουν ζώσα μνήμη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, της κολοσσιαίας προσφοράς του στην ανθρωπότητα, στους αγώνες των εργαζομένων απανταχού της Γης για δικαιώματα και ελευθερίες, στην πάλη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό, στις επεμβάσεις, στους πολέμους. Των γενεών εκείνων, δηλαδή, που παρότι μεγάλωσαν και διαπαιδαγωγήθηκαν σε συνθήκες αντεπανάστασης και οπισθοχώρησης του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καλούνται σήμερα – εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης – να οργανώσουν την άμυνα και αντεπίθεση τους.
Εκεί στοχεύουν οι διάφορες «αναλύσεις», όπως, π.χ., του κ. Βλ. Αγτζίδη στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος» (τεύχος Οκτώβρη 2009), όπου για ακόμη μια φορά «καταγγέλλονται» τα «εγκλήματα του σταλινισμού» κατά του σοβιετικού ελληνισμού. Στο άρθρο αυτό (στο οποίο μπορεί να μην προσφέρονται πηγές, ωστόσο γίνονται 24 αναφορές στις λέξεις Στάλιν και σταλινισμός) ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τα γνωστά περί «σταλινικής τρομοκρατίας», η οποία δήθεν έπεσε αναίτια και βαριά πάνω στο σοβιετικό ελληνισμό τη δεκαετία του 1930. Μιλάει για «πολιτιστική γενοκτονία» και «φυσική εξόντωση», ιδία των κομμουνιστών Ελλήνων, για απότομο και βάναυσο τέρμα στην έως τότε ανθούσα πορεία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ, λόγω του ότι ο «σταλινισμός» έκρινε – παράλογα και συλλήβδην – όλες τις μικρές μειονότητες ως «εν δυνάμει ύποπτες».
Παρ’ όλα αυτά, όπως ο ίδιος τονίζει στη συνέχεια, οι Ελληνες της Σοβιετικής Ένωσης μετείχαν ολόπλευρα και ολόψυχα στον αντιφασιστικό αγώνα, υπογραμμίζοντας μάλιστα πως δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί στις γραμμές τους (στη λογική ότι οι Ελληνες της ΕΣΣΔ δεν έφταιξαν ποτέ και σε τίποτε, επομένως οι όποιες διώξεις σε βάρος τους υπήρξαν διαχρονικά παντελώς αδικαιολόγητες, άρα έγιναν με κριτήρια «εθνικά»). Τέλος, εγκαλεί το ΚΚΕ για τις εκτιμήσεις που έκανε στο 18ο Συνέδριο για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, αναπαράγοντας την «κλασσική» πλέον επιχειρηματολογία περί «σταλινικής στροφής», που είχε ως αποτέλεσμα μια «εκ νέου εξόντωση – ηθική αυτή τη φορά – των αθώων θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας».
Τι και αν τα αρχειακά δεδομένα της ΕΣΣΔ σχετικά με τις διώξεις είναι γνωστά από το 1993 κιόλας (δημοσιευμένα μεταξύ άλλων στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά «American Historical Review» και «L’Historie» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας («σταλινικός» δάκτυλος προφανώς και εκεί…);
Τι και αν αυτά αποδομούν απ’ τα θεμέλιά τους τις διάφορες θεωρίες περί εθνοκαθάρσεων στην ΕΣΣΔ, αποδεικνύοντας πως οι «ισχυρισμοί ότι ο τρόμος έπεσε με ιδιαίτερο βάρος στις μη ρωσικές εθνικότητες δεν προκύπτει από τα δεδομένα των εγκλείστων κατά την δεκαετία του 1930. Ο συνήθης ισχυρισμός ότι οι περισσότεροι εκ των κρατουμένων ήταν “πολιτικοί” επίσης φαίνεται αναληθής.
Από την άλλη μεριά, τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν στη σοβιετική ελίτ».
Επηρέασαν δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα δε για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα δείχνουν πως«ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938»ii.
Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σύγχρονους σταλινολόγους! Σάμπως εξετάζουν τα βαθύτερα αίτια, τις διεργασίες ή το ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τη μορφή, το περιεχόμενο και πάνω απ’ όλα την αναγκαιότητα λήψης τέτοιων δραστικών μέτρων από τις σοβιετικές αρχές τη δεδομένη περίοδο (πέρα από τα όποια λάθη, υπερβολές και καταχρήσεις που έγιναν και κανείς δεν το αρνείται;); Οχι, ούτε αυτά τους ενδιαφέρουν.
Πώς γίνεται λοιπόν οι Ελληνες της ΕΣΣΔ, 2-3 χρόνια μετά αφότου «ένιωσαν στο πετσί τους το κνούτο της σταλινικής τρομοκρατίας», να εντάσσονται μαζικά, με ηρωισμό και αυταπάρνηση (όπως και έγινε), στον αγώνα για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας από τη φασιστική πολεμική μηχανή;
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μια εφημερίδα του Λονδίνου ανέθεσε στον τότε γνωστό σεναριογράφο και συγγραφέα Hubert Griffith να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση και να γράψει ένα σχετικό άρθρο. Ο Griffith όντως μετέβη στην ΕΣΣΔ και έγραψε το άρθρο. Όμως, όταν επέστρεψε, η εφημερίδα αρνήθηκε να το δημοσιεύσει μη εγκρίνοντας το περιεχόμενό του. Ετσι ο ίδιος αποφάσισε αντ’ αυτού να μεταφέρει τα όσα είδε από πρώτο χέρι σε ένα βιβλίο με τίτλο «Seeing Soviet Russia».
Αναφερόμενος σε αυτό στη στάση της εφημερίδας, τόνισε:
«Αμα έκλεινα τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο στο Λονδίνο συνθέτοντας ένα δίχτυ από φανταστικές εικόνες – για το πώς 150 εκατομμύρια άνθρωποι πήγαιναν με το μαστίγιο στη δουλειά δέσμιοι των συμμοριών του κομμουνισμού, κλπ. – θα γινόμουν πιστευτός χωρίς δυσκολία, ενώ θα έβρισκα τα λεγόμενά μου να αναπαράγονται, με μνεία, κάθε φορά που το θέμα Ρωσία θα ήταν στην επικαιρότητα.
Άμα, ωστόσο, παρέθετα απλά γεγονότα από την ίδια την Encyclopedia Britannica – για το πώς η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο μισό τα τελευταία δέκα χρόνια στη Ρωσία – θα με κατηγορούσαν ότι αντλώ τα στοιχεία μου από την μπολσεβίκικη προπαγάνδα, ή ότι πληρώνομαι από την ίδια τη σοβιετική κυβέρνηση» i.
Επτά δεκαετίες αργότερα, η κόκκινη τρομο-υστερία και τρομο-λαγνεία καλά κρατεί. Οι σύγχρονοι εργολάβοι της, προκειμένου να καλύψουν τη γύμνια ή την έλλειψη των επιχειρημάτων τους, καταφεύγουν στην παλιά, γνώριμη και «δοκιμασμένη» μέθοδο του αντικομμουνισμού, τη σταλινολογία. Δε χρειάζονται στοιχεία. Δε χρειάζονται πηγές. Δε χρειάζεται εμβάθυνση σε ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα και διαδικασίες. Η συστηματική και συνεχώς επαναλαμβανόμενη αναφορά στον Στάλιν ή τον «σταλινισμό» αρκεί – στη λογική τους – ώστε να «απαξιώσουν» τον αντίπαλο και να «πείσουν» για τις «θέσεις» τους. Όμως, η σταλινολογία είναι τόσο παλιά και σάπια, που όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι στις μέρες μας να την αναβιώσουν, να την καλλωπίσουν και να την επαναλανσάρουν στη μόδα, δεν μπορούν να κρύψουν τη δυσοσμία που αποπνέει.
Η μαύρη προπαγάνδα που διεξάγεται σήμερα γύρω από τη λεγόμενη «γενοκτονία των Ελλήνων επί Στάλιν» αποτελεί ένα από τα πλέον αγαπημένα και πολυδιαφημιζόμενα μοτίβα της σταλινολογίας. Στο στόχαστρο της δε βρίσκονται απλά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των Ελληνοποντίων της πρώην ΕΣΣΔ (ως επί το πλείστον προσφύγων, που κατέφυγαν στη χώρα μας εξαιτίας των εθνικιστικών συγκρούσεων ή της δεινής οικονομικής κατάστασης, που τους κληροδότησε η ανατροπή του σοσιαλισμού και η παλινόρθωση του καπιταλισμού). Στη μέγκενη της αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της Ιστορίας τοποθετούνται συνολικά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Και πρώτα απ’ όλα των νεότερων γενεών, οι οποίες δεν έχουν ζώσα μνήμη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, της κολοσσιαίας προσφοράς του στην ανθρωπότητα, στους αγώνες των εργαζομένων απανταχού της Γης για δικαιώματα και ελευθερίες, στην πάλη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό, στις επεμβάσεις, στους πολέμους. Των γενεών εκείνων, δηλαδή, που παρότι μεγάλωσαν και διαπαιδαγωγήθηκαν σε συνθήκες αντεπανάστασης και οπισθοχώρησης του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καλούνται σήμερα – εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης – να οργανώσουν την άμυνα και αντεπίθεση τους.
Εκεί στοχεύουν οι διάφορες «αναλύσεις», όπως, π.χ., του κ. Βλ. Αγτζίδη στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος» (τεύχος Οκτώβρη 2009), όπου για ακόμη μια φορά «καταγγέλλονται» τα «εγκλήματα του σταλινισμού» κατά του σοβιετικού ελληνισμού. Στο άρθρο αυτό (στο οποίο μπορεί να μην προσφέρονται πηγές, ωστόσο γίνονται 24 αναφορές στις λέξεις Στάλιν και σταλινισμός) ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τα γνωστά περί «σταλινικής τρομοκρατίας», η οποία δήθεν έπεσε αναίτια και βαριά πάνω στο σοβιετικό ελληνισμό τη δεκαετία του 1930. Μιλάει για «πολιτιστική γενοκτονία» και «φυσική εξόντωση», ιδία των κομμουνιστών Ελλήνων, για απότομο και βάναυσο τέρμα στην έως τότε ανθούσα πορεία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ, λόγω του ότι ο «σταλινισμός» έκρινε – παράλογα και συλλήβδην – όλες τις μικρές μειονότητες ως «εν δυνάμει ύποπτες».
Παρ’ όλα αυτά, όπως ο ίδιος τονίζει στη συνέχεια, οι Ελληνες της Σοβιετικής Ένωσης μετείχαν ολόπλευρα και ολόψυχα στον αντιφασιστικό αγώνα, υπογραμμίζοντας μάλιστα πως δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί στις γραμμές τους (στη λογική ότι οι Ελληνες της ΕΣΣΔ δεν έφταιξαν ποτέ και σε τίποτε, επομένως οι όποιες διώξεις σε βάρος τους υπήρξαν διαχρονικά παντελώς αδικαιολόγητες, άρα έγιναν με κριτήρια «εθνικά»). Τέλος, εγκαλεί το ΚΚΕ για τις εκτιμήσεις που έκανε στο 18ο Συνέδριο για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, αναπαράγοντας την «κλασσική» πλέον επιχειρηματολογία περί «σταλινικής στροφής», που είχε ως αποτέλεσμα μια «εκ νέου εξόντωση – ηθική αυτή τη φορά – των αθώων θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας».
Τι και αν τα αρχειακά δεδομένα της ΕΣΣΔ σχετικά με τις διώξεις είναι γνωστά από το 1993 κιόλας (δημοσιευμένα μεταξύ άλλων στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά «American Historical Review» και «L’Historie» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας («σταλινικός» δάκτυλος προφανώς και εκεί…);
Τι και αν αυτά αποδομούν απ’ τα θεμέλιά τους τις διάφορες θεωρίες περί εθνοκαθάρσεων στην ΕΣΣΔ, αποδεικνύοντας πως οι «ισχυρισμοί ότι ο τρόμος έπεσε με ιδιαίτερο βάρος στις μη ρωσικές εθνικότητες δεν προκύπτει από τα δεδομένα των εγκλείστων κατά την δεκαετία του 1930. Ο συνήθης ισχυρισμός ότι οι περισσότεροι εκ των κρατουμένων ήταν “πολιτικοί” επίσης φαίνεται αναληθής.
Από την άλλη μεριά, τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν στη σοβιετική ελίτ».
Επηρέασαν δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα δε για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα δείχνουν πως«ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938»ii.
Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σύγχρονους σταλινολόγους! Σάμπως εξετάζουν τα βαθύτερα αίτια, τις διεργασίες ή το ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τη μορφή, το περιεχόμενο και πάνω απ’ όλα την αναγκαιότητα λήψης τέτοιων δραστικών μέτρων από τις σοβιετικές αρχές τη δεδομένη περίοδο (πέρα από τα όποια λάθη, υπερβολές και καταχρήσεις που έγιναν και κανείς δεν το αρνείται;); Οχι, ούτε αυτά τους ενδιαφέρουν.
Πώς γίνεται λοιπόν οι Ελληνες της ΕΣΣΔ, 2-3 χρόνια μετά αφότου «ένιωσαν στο πετσί τους το κνούτο της σταλινικής τρομοκρατίας», να εντάσσονται μαζικά, με ηρωισμό και αυταπάρνηση (όπως και έγινε), στον αγώνα για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας από τη φασιστική πολεμική μηχανή;
Ένας εξ αυτών, ο Λάζαρος Μέλικοφ από την Τσάλκα της Γεωργίας, έγραψε από το μέτωπο μια επιστολή στον φίλο του Χαράλαμπο Καρίμποφ, η οποία έκλεινε ως εξής: «Εγώ υπερασπίζω τα σύνορα από τους φασίστες εχθρούς. Για τα σοβιετικά σύνορα δίνω και τη ζωή μου». Ηταν μέλος της Κομσομόλ της διμοιρίας (περίεργο: υποτίθεται πως οι Ελληνες κομμουνιστές είχαν ήδη εξοντωθεί από τους «σταλινικούς») και όπως χιλιάδες άλλοι Ελληνες της Σοβιετικής Ένωσης ρίχτηκε με αυτοθυσία πλάι στους αλλοεθνείς συντρόφους του στην πρώτη γραμμή κατά του φασισμού. Έπεσε μαχόμενος κατά την απελευθέρωση της Λευκορωσίας. Για τον ηρωισμό του τιμήθηκε με το μετάλλιο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1ης κατηγορίας iii.
Πώς γίνεται κάποιος να δηλώνει έτοιμος να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό ενός ανθρώπου, την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να υπερασπίσει ένα σύστημα, μια πατρίδα, που μέχρι πρότινος δήθεν τον καταδυνάστευε, τον τυραννούσε, του φερόταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας και ούτω καθεξής;
Πρόκειται για ένα πραγματικό «παράδοξο», ένα ακατανόητο παζλ για κάθε στοιχειωδώς καλοπροαίρετο άνθρωπο, που αναζητά με ειλικρίνεια και πέρα από προκατασκευασμένα στερεότυπα την αλήθεια.
Ένα «παράδοξο» που μόνο στη λογική της σταλινολογίας μπορεί να «βγάζει» νόημα.
Υπήρχαν και Ελληνες που τάχθηκαν με την άλλη πλευρά, στο πλευρό των ναζί; Ναι, υπήρχαν. Προκαλεί πραγματική έκπληξη ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί μεταξύ των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Αφέλεια, άγνοια ή κάποιος ιδιότυπος εθνικισμός-φυλετισμός;
Ο Δημήτριος Διαμαντίδης (μιας και ζητούνται συγκεκριμένα ονόματα), για παράδειγμα, που αναφέρεται στα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών ως συλληφθείς και καταδικασθείς για συμμετοχή στο «Ενωμένο Ρωσικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα» (ROND) τι ήταν;
Ο Μπαρίς Μανέλοφ σημειώνει στη μαρτυρία του: «Ένας δικός μου φίλος από την δυτική Ουκρανία δήλωσε μάλιστα με υπερηφάνεια ότι μέχρι το 1956 κιόλας πολεμούσαν τον σοσιαλισμό για την ανεξαρτησία. Και εμείς οι Πόντιοι θυμώνουμε επειδή κάποιοι μας είπαν συνεργάτες των Γερμανών. Μάλιστα ορισμένοι επιμένουνε πως ανάμεσά μας δεν υπήρχε ούτε ένας που να υπήρξε συνεργάτης. Σε όλους τους λαούς υπήρχανε και τέτοιοι. Εμείς οι Πόντιοι δεν ήμασταν εξαίρεση».
Και τέτοιες μαρτυρίες υπάρχουν πολλές iv.
Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ πολέμησαν όντως στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στο παρτιζάνικο κίνημα ή στη μάχη της παραγωγής στα μετόπισθεν, κατά του φασισμού. Δεν υπάρχουν όμως λαοί ήρωες και λαοί προδότες, έθνη αγγέλων και έθνη δαιμόνων. Σε λίγο θα μας πουν ότι ακόμα και ο δοσιλογισμός ή τα Τάγματα Ασφαλείας στην ίδια την Ελλάδα ήταν εφεύρημα των κομμουνιστών (κάποιοι το έχουν διατυπώσει ήδη στα πλαίσια του ιστορικού αναθεωρητισμού και της εξίσωσης κομμουνισμού-φασισμού)…
Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους.
Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ’ ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση.
Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».
Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950;
Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά);
Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης»);
Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;
Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν);
Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας);
Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ;
Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ένωση;
Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.
Κλείνοντας, θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναλογιστούμε το εξής: Αν υπήρχε ποτέ μια πτυχή του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε – πέραν του κοινωνικού κράτους (Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, κλπ.) – που αναγνωριζόταν πάντοτε, τόσο από άσπονδους φίλους όσο και αντιπάλους, ως μια από τις πλέον αναμφισβήτητες κατακτήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, δεν είναι άλλη από την πολιτική έναντι των εθνοτήτων, τη φιλία των λαών σε αυτή την πολυεθνική σοβιετική πολιτεία.
Ακόμα και μεταξύ των Σοβιετικών εμιγκρέδων (στην πλειοψηφία τους αντεπαναστάτες ή συνεργάτες των ναζί), που κατέφυγαν στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως «μάρτυρες της σταλινικής τρομοκρατίας» v, οι καταθέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξαν αποκαλυπτικές.
Στην ερώτηση εάν «το σοβιετικό κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις διάφορες εθνότητες» και εάν «υπήρξαν εθνικές διώξεις (κατά το παράδειγμα των ναζί)», οι απαντήσεις υπήρξαν στο σύνολό τους κατηγορηματικά αρνητικές.
Οι διαφορές μεταξύ των εθνών περιορίζονταν στο πεδίο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ποικιλομορφίας, και όχι σε επίπεδο «πολιτικό ή αναφορικά με την ποιότητα ζωής». Πολλοί από τους ερωτηθέντες «συνέδεσαν άμεσα την απουσία μαζικών εθνικών προκαταλήψεων και συγκρούσεων με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε το κράτος»: «Οχι, αυτό ήταν αδύνατο», τόνισε ένας συγκεκριμένα, «όλοι πρέπει να αγαπάνε όλους στη Σοβιετική Ένωση».
Ενώ ένας άλλος πρόσθεσε σχετικά πως«απαγορευόταν αυστηρά από το νόμο να προσβάλλει κανείς κάποιο μέλος οποιασδήποτε εθνικότητας, ανεξάρτητα από το αν ήταν Ρώσος, Ουκρανός, Λευκορώσος, ή οτιδήποτε άλλο». Η επιτυχία της σοβιετικής πολιτικής έναντι των εθνοτήτων επισημάνθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων: «Η ισότητα μεταξύ των εθνών πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα του σοβιετικού συστήματος» vi.
Ίσως γι’ αυτό ο Jean-Marie Chauvier επισήμανε στη «Le Monde Diplomatique» (τεύχος Μάρτη 2004) τη διάχυτη νοσταλγία που επικρατεί σήμερα στην ΕΣΣΔ γύρω από το «πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών».Αναφέρει, τέλος – και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία – πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας πως «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές».
Βεβαίως, εκείνοι που έχουν σήμερα συμφέρον να διαστρεβλώσουν, να διαβάλουν και να χρεοκοπήσουν στη συνείδηση των λαών το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, δεν πρόκειται να καταθέσουν έτσι εύκολα τα όπλα. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική αδικία, οι ταξικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις οξύνονται, προβάλλει ακόμα πιο επιτακτικά η «ανάγκη» για «προληπτικά κτυπήματα» κατά της σοσιαλιστικής εναλλακτικής. Γι’ αυτό και ενώ διανύουμε μια περίοδο κυριολεκτικής άλωσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό, στην Παιδεία, στην Υγεία και παντού, κάποιοι ξοδεύουν τόνους μελανιού ασχολούμενοι με …τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Η Ιστορία, ωστόσο, μπορεί να καταγράφεται από τους νικητές, γράφεται όμως από τους λαούς. Και αυτοί θα τους δώσουν την απάντηση που τους αξίζει…
Σημειώσεις
i Παρατίθεται στο Wainwright W (1949) «The Forced Labor Swindle» (London: Farleigh Press Ltd) σελ.14
ii Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας (GARF) και Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Οκτωβριανής Επανάστασης της ΕΣΣΔ (TsGAOR), όπως παρατίθενται και αναλύονται στο Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the Pre-War Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτώβρη, σελ.1028-1029 και 1043. Τα στοιχεία αυτά σχετικά με τους Ελληνες επιβεβαιώνονται και μέσα από τα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών.
iii Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ
iv Βλέπε Φάκελο 88.7 του 1947 (Ιστορικό & Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ) καθώς και μαρτυρίες Μπαρίς Μανέλοφ και Τατιάνας Σιβηριάδη, Αθηναϊκός Κούριερ, (χ.η.) και 21-28 Ιούλη 2006, κ.ά.
v Βλέπε Πρακτικά της Αμερικανικής Γερουσίας (1948) και Loftus J (1982) «The Belarus Secret» (New York: A. Knopf) σελ.101-104
vi Ενδεικτικά: Συνεντεύξεις Α 13, 18, 20, 25, 46, 60, 91, 131, 145, 340, 342, 349, 380, 385, 393, 482, 528, 1053, από το Harvard Interview Project.
Του Αναστάση Γκίκα
Δρ. Πολιτικών Επιστημών, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: “Ριζοσπάστης”, 25/12/2009
*Οικοδόμος*
Πώς γίνεται κάποιος να δηλώνει έτοιμος να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό ενός ανθρώπου, την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να υπερασπίσει ένα σύστημα, μια πατρίδα, που μέχρι πρότινος δήθεν τον καταδυνάστευε, τον τυραννούσε, του φερόταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας και ούτω καθεξής;
Πρόκειται για ένα πραγματικό «παράδοξο», ένα ακατανόητο παζλ για κάθε στοιχειωδώς καλοπροαίρετο άνθρωπο, που αναζητά με ειλικρίνεια και πέρα από προκατασκευασμένα στερεότυπα την αλήθεια.
Ένα «παράδοξο» που μόνο στη λογική της σταλινολογίας μπορεί να «βγάζει» νόημα.
Υπήρχαν και Ελληνες που τάχθηκαν με την άλλη πλευρά, στο πλευρό των ναζί; Ναι, υπήρχαν. Προκαλεί πραγματική έκπληξη ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί μεταξύ των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Αφέλεια, άγνοια ή κάποιος ιδιότυπος εθνικισμός-φυλετισμός;
Ο Δημήτριος Διαμαντίδης (μιας και ζητούνται συγκεκριμένα ονόματα), για παράδειγμα, που αναφέρεται στα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών ως συλληφθείς και καταδικασθείς για συμμετοχή στο «Ενωμένο Ρωσικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα» (ROND) τι ήταν;
Ο Μπαρίς Μανέλοφ σημειώνει στη μαρτυρία του: «Ένας δικός μου φίλος από την δυτική Ουκρανία δήλωσε μάλιστα με υπερηφάνεια ότι μέχρι το 1956 κιόλας πολεμούσαν τον σοσιαλισμό για την ανεξαρτησία. Και εμείς οι Πόντιοι θυμώνουμε επειδή κάποιοι μας είπαν συνεργάτες των Γερμανών. Μάλιστα ορισμένοι επιμένουνε πως ανάμεσά μας δεν υπήρχε ούτε ένας που να υπήρξε συνεργάτης. Σε όλους τους λαούς υπήρχανε και τέτοιοι. Εμείς οι Πόντιοι δεν ήμασταν εξαίρεση».
Και τέτοιες μαρτυρίες υπάρχουν πολλές iv.
Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ πολέμησαν όντως στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στο παρτιζάνικο κίνημα ή στη μάχη της παραγωγής στα μετόπισθεν, κατά του φασισμού. Δεν υπάρχουν όμως λαοί ήρωες και λαοί προδότες, έθνη αγγέλων και έθνη δαιμόνων. Σε λίγο θα μας πουν ότι ακόμα και ο δοσιλογισμός ή τα Τάγματα Ασφαλείας στην ίδια την Ελλάδα ήταν εφεύρημα των κομμουνιστών (κάποιοι το έχουν διατυπώσει ήδη στα πλαίσια του ιστορικού αναθεωρητισμού και της εξίσωσης κομμουνισμού-φασισμού)…
Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους.
Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ’ ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση.
Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».
Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950;
Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά);
Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης»);
Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;
Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν);
Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας);
Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ;
Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ένωση;
Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.
Κλείνοντας, θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναλογιστούμε το εξής: Αν υπήρχε ποτέ μια πτυχή του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε – πέραν του κοινωνικού κράτους (Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, κλπ.) – που αναγνωριζόταν πάντοτε, τόσο από άσπονδους φίλους όσο και αντιπάλους, ως μια από τις πλέον αναμφισβήτητες κατακτήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, δεν είναι άλλη από την πολιτική έναντι των εθνοτήτων, τη φιλία των λαών σε αυτή την πολυεθνική σοβιετική πολιτεία.
Ακόμα και μεταξύ των Σοβιετικών εμιγκρέδων (στην πλειοψηφία τους αντεπαναστάτες ή συνεργάτες των ναζί), που κατέφυγαν στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως «μάρτυρες της σταλινικής τρομοκρατίας» v, οι καταθέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξαν αποκαλυπτικές.
Στην ερώτηση εάν «το σοβιετικό κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις διάφορες εθνότητες» και εάν «υπήρξαν εθνικές διώξεις (κατά το παράδειγμα των ναζί)», οι απαντήσεις υπήρξαν στο σύνολό τους κατηγορηματικά αρνητικές.
Οι διαφορές μεταξύ των εθνών περιορίζονταν στο πεδίο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ποικιλομορφίας, και όχι σε επίπεδο «πολιτικό ή αναφορικά με την ποιότητα ζωής». Πολλοί από τους ερωτηθέντες «συνέδεσαν άμεσα την απουσία μαζικών εθνικών προκαταλήψεων και συγκρούσεων με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε το κράτος»: «Οχι, αυτό ήταν αδύνατο», τόνισε ένας συγκεκριμένα, «όλοι πρέπει να αγαπάνε όλους στη Σοβιετική Ένωση».
Ενώ ένας άλλος πρόσθεσε σχετικά πως«απαγορευόταν αυστηρά από το νόμο να προσβάλλει κανείς κάποιο μέλος οποιασδήποτε εθνικότητας, ανεξάρτητα από το αν ήταν Ρώσος, Ουκρανός, Λευκορώσος, ή οτιδήποτε άλλο». Η επιτυχία της σοβιετικής πολιτικής έναντι των εθνοτήτων επισημάνθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων: «Η ισότητα μεταξύ των εθνών πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα του σοβιετικού συστήματος» vi.
Ίσως γι’ αυτό ο Jean-Marie Chauvier επισήμανε στη «Le Monde Diplomatique» (τεύχος Μάρτη 2004) τη διάχυτη νοσταλγία που επικρατεί σήμερα στην ΕΣΣΔ γύρω από το «πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών».Αναφέρει, τέλος – και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία – πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας πως «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές».
Βεβαίως, εκείνοι που έχουν σήμερα συμφέρον να διαστρεβλώσουν, να διαβάλουν και να χρεοκοπήσουν στη συνείδηση των λαών το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, δεν πρόκειται να καταθέσουν έτσι εύκολα τα όπλα. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική αδικία, οι ταξικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις οξύνονται, προβάλλει ακόμα πιο επιτακτικά η «ανάγκη» για «προληπτικά κτυπήματα» κατά της σοσιαλιστικής εναλλακτικής. Γι’ αυτό και ενώ διανύουμε μια περίοδο κυριολεκτικής άλωσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό, στην Παιδεία, στην Υγεία και παντού, κάποιοι ξοδεύουν τόνους μελανιού ασχολούμενοι με …τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Η Ιστορία, ωστόσο, μπορεί να καταγράφεται από τους νικητές, γράφεται όμως από τους λαούς. Και αυτοί θα τους δώσουν την απάντηση που τους αξίζει…
Σημειώσεις
i Παρατίθεται στο Wainwright W (1949) «The Forced Labor Swindle» (London: Farleigh Press Ltd) σελ.14
ii Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας (GARF) και Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Οκτωβριανής Επανάστασης της ΕΣΣΔ (TsGAOR), όπως παρατίθενται και αναλύονται στο Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the Pre-War Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτώβρη, σελ.1028-1029 και 1043. Τα στοιχεία αυτά σχετικά με τους Ελληνες επιβεβαιώνονται και μέσα από τα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών.
iii Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ
iv Βλέπε Φάκελο 88.7 του 1947 (Ιστορικό & Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ) καθώς και μαρτυρίες Μπαρίς Μανέλοφ και Τατιάνας Σιβηριάδη, Αθηναϊκός Κούριερ, (χ.η.) και 21-28 Ιούλη 2006, κ.ά.
v Βλέπε Πρακτικά της Αμερικανικής Γερουσίας (1948) και Loftus J (1982) «The Belarus Secret» (New York: A. Knopf) σελ.101-104
vi Ενδεικτικά: Συνεντεύξεις Α 13, 18, 20, 25, 46, 60, 91, 131, 145, 340, 342, 349, 380, 385, 393, 482, 528, 1053, από το Harvard Interview Project.
Του Αναστάση Γκίκα
Δρ. Πολιτικών Επιστημών, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: “Ριζοσπάστης”, 25/12/2009
*Οικοδόμος*
Οι Έλληνες στη διαδικασία ανοικοδόμησης του σοσιαλισμού
στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Μέρος 1ο
Πρόλογος : Η Ιστορία μπορεί να γράφεται από τους λαούς, καταγράφεται όμως από τους νικητές. Σε μια περίοδο όπου μαζί με την ταξική πάλη οξύνεται και η πάλη των ιδεών, σε μια περίοδο όπου επιχειρείται η ανακατασκευή της ιστορικής μνήμης των λαών μέσα από «Αντικομουνιστικά Μνημόνια» ή το ξαναγράψιμο των σχολικών βιβλίων, όπου ο απελευθερωτής Κόκκινος Στρατός βαφτίζεται κατοχικός και οι συνεργάτες των Ναζί τιμώνται ως «μαχητές της ελευθερίας» (όπως πρόσφατα συνέβη στις χώρες της Βαλτικής), το να αποζητά κανείς την ιστορική αλήθεια, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα.
Και λίγες σελίδες της Ιστορίας έχουν δεχθεί τόσο λυσσαλέα επίθεση, όσο εκείνες που αφορούν το κομμουνιστικό κίνημα, την Σοβιετική Ένωση, την σοσιαλιστική οικοδόμηση –και ειδικότερα εν τω προκειμένω- τη συμμετοχή των Ελλήνων σε αυτή την πρωτόγνωρη για τα πανανθρώπινα δεδομένα κοινωνικοπολιτική διαδικασία.
Πρόκειται, ωστόσο, να αγγίξουμε πτυχές της ιστορικής διαδρομής των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ καταδικασμένες στη λήθη. Πτυχές που συνθέτουν μια εικόνα τελείως διαφορετική από εκείνη που προσπαθεί να επιβάλλει διεθνής και ντόπιος αντικομμουνισμός, σε όλες του τις εκφράσεις και μορφές.
Στα πλαίσια αυτής της μελέτης αντλήσαμε εκτεταμένα από ελληνικά, σοβιετικά, βρετανικά και αμερικάνικα αρχεία, τα οποία εξετάστηκαν, διασταυρώθηκαν και εμπλουτίστηκαν με πάνω από 200 προφορικές και γραπτές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα.
Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες επιστημονικά τεκμηριωμένες και προπάντων νηφάλιες μελέτες που κυκλοφορούν σήμερα στην Ελλάδα γύρω από την ΕΣΣΔ και τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930 : ΓΙΑ ΤΙΣ "ΣΤΑΛΙΝΙΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ"
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1930 νέες παράμετροι έκαναν την εμφάνισή τους:
α) Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία και η διαπίστωση ότι ένας δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.
β) Η αποκάλυψη της δράσης εθνικιστικών-φασιστικών οργανώσεων στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (UVO) και της Οργάνωσης των Ουκρανών Εθνικιστών (OUN).
Πρόκειται για οργανώσεις, οι οποίες κατά την διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αποτέλεσαν την μαγιά της ουκρανικής ‘πέμπτης φάλαγγας’ που συνεργάστηκε με τους φασίστες εισβολείς. Πρόκειται για οργανώσεις, που ακόμα και η κοινωνία των Εθνών (πρόδρομος του ΟΗΕ) χαρακτήρισε «τρομοκρατικές».[i]
Τα προβλήματα αυτά αναζητούσαν λύσεις σε μια περίοδο που η ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ λάμβανε νέες μορφές. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ένας Ουκρανός αντεπαναστάτης, μετά την ήττα της αντίδρασης στη μάχη της κολεκτιβοποίησης «προτιμήθηκε ένα σύστημα παθητικής αντίστασης, το οποίο στόχευε σε μια συστηματική παρακώλυση του προγραμματισμού των Μπολσεβίκων». Δηλαδή σαμποτάζ, το οποίο σύντομα επεκτάθηκε από την τους αγρούς στα εργοστάσια.[ii]
Πολλοί πάλι ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Πως δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα για τα όσα επακολούθησαν. Όμως, σοβιετικές εκθέσεις και αρχειακά ντοκουμέντα της εποχής σκιαγραφούν μια τελείως διαφορετική εικόνα. Υλικά της ίδιας της ΚΕ του Κόμματος των Μπολσεβίκων (Μάρτης-Φλεβάρης 1937) αναφέρουν: «Η βαριά βιομηχανία, όπως και οι σιδηροδρομικές μεταφορές, χαίρουν της ιδιαίτερης προσοχής των δολιοφθορέων…Και είναι κατανοητό. Είναι τα πιο σημαντικά, τα αποφασιστικά στοιχεία όλης μας της οικοδόμησης. Είναι η βάση της σοσιαλιστικής μας ανόδου και ανάπτυξης. Γι’ αυτό ο εχθρός δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη πάλη για την αποδιοργάνωση των κλάδων και των επιχειρήσεων της βαριάς βιομηχανίας…» Καταλήγει δε με την αναγκαιότητα να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των δολιοφθορών όσο το δυνατόν γρηγορότερα ενόψει και του επερχόμενου πολέμου: «πρέπει να βιαστούμε να ολοκληρώσουμε αυτό το έργο πριν την αρχή αυτών των μαχών».[iii]
Πως φτάσαμε στις διώξεις της περιόδου 1937-1939; Η Αμερικανίδα ανταποκρίτρια των Moscow Times, A. L. Strong, η οποία έζησε και κατέγραψε από κοντά τα γεγονότα έγραψε: «Ο αντισοβιετικός Τύπος έχει μια εύκολη απάντηση. Ισχυρίζεται πως ο σοσιαλισμός είναι από την φύση του ‘ολοκληρωτικός και αδίστακτος’. Κανείς ο οποίος γνωρίζει τη δυναμικότητα των σοβιετικών ανθρώπων τα τελευταία χρόνια και το πάθος τους για αυτό που αποκαλούν την ‘δική τους ελευθερία’ αποδέχεται μια τέτοια άποψη.» [iv]
Σε γενικές γραμμές, η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας γύρω από τις διώξεις πραγματοποιήθηκε σε δύο κυρίως άξονες:
α) τον χαρακτήρα των διώξεων και
β) την έκτασή τους.
Συχνά ακούμε για τα «εφτασφράγιστα αρχεία» της Σοβιετικής Ένωσης, που τώρα δήθεν φωτίζουν προηγουμένως αθέατες πλευρές της σοβιετικής Ιστορίας, και άλλα πολλά. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αληθές. Τα Κρατικά Αρχεία της ΕΣΣΔ είναι προσβάσιμα από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 και έχουν ερευνηθεί εκτενώς. Τα διεθνή ακαδημαϊκά έντυπα βρίθουν στη κυριολεξία από πληθώρα μελετών πάνω σε πτυχές του σοβιετικού παρελθόντος.
Αντίστοιχα, τα αρχειακά δεδομένα για τις διώξεις έχουν ερευνηθεί και έχουν αναπαραχθεί από το 1993 κιόλας σε πολλά επιστημονικά περιοδικά της Δύσης, όπως το Αμερικανικό Historical Review ή το L’ Historie του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Τα δεδομένα αυτά προσφέρουν μια σειρά ακράδαντων στοιχείων που αποδομούν από τα θεμέλιά τους τις διάφορες «θεωρίες» περί εθνοκάθαρσης των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ [v]. Συγκεκριμένα, η έρευνα αυτή κατέληξε συμπερασματικά πως η λεγόμενη «περίοδος της τρομοκρατίας» (αναφέρονται στην περίοδο 1936-1940) «στόχευε κυρίως στις ελίτ παρά στις εθνικές ομάδες αυτές καθαυτές.» Επηρέασε δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα αποδεικνύουν πως «ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938».[vi]
Τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που προκύπτουν από τα Σοβιετικά Κρατικά Αρχεία, επιβεβαιώνονται ειδικά με τους Έλληνες από τα αντίστοιχα ελληνικά. Συγκεκριμένα, τα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών (φάκελος 143/β του 1939) κάνουν λόγο για 2.177 συλληφθέντες ως το 1939 (και όχι δεκάδες χιλιάδες όπως ισχυρίζονται ορισμένοι), εκ των οποίων μόλις οι 86 αντιμετώπιζαν κατηγορίες επί παραβάσει του άρθρου 58 για αντεπαναστατική δράση. Η πλέον συνήθης κατηγορία που προκύπτει επανειλημμένα στις αιτήσεις των ίδιων των ομογενών στη Πρεσβεία της Μόσχας, αφορούσε την παράνομη κατοχή και διακίνηση συναλλάγματος, καθώς και το μαύρο εμπόριο.
Υπήρχαν και Έλληνες που πολέμησαν στην αντίπερα όχθη της ταξικής πάλης; Η απάντηση είναι και πάλι ναι. Είναι χαρακτηριστική η αίτηση του Αλέξιου Ελευθεριάδη προς τις προξενικές αρχές (22 Σεπτεμβρίου 1935), που αναφέρει συγκεκριμένα: «Πλην εάν εγώ απηλλάγην εκ των δεινών της Κομμουνιστικής Ρωσίας υπάρχουν εκεί οικογένειαι υποφέρουσι τα πάνδεινα διότι είναι εχθροί του Κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι άνθρωποι ούτοι υπό την ηγεσία μου κατ’ επανάληψιν εξεγερθέντες τα έτη 1929 και ιδίως κατά τα έτη 1931-1932 έστρεψαν τα όπλα κατά των κομμουνιστών, πλην όμως δεν είχον την τύχην να ιδούν τας προσπάθειάς των ευδοκιμούσας…»[vii]
Έγιναν αυθαιρεσίες, λάθη και υπερβολές σε αυτή τη μάχη; Η απάντηση είναι πως ναι, έγιναν. Γι’ αυτό και ένα χρόνο περίπου μετά την έναρξη των επιχειρήσεων η ΚΕ του Κόμματος των Μπολσεβίκων εξέδωσε απόφαση, στην οποία κατήγγειλε τα φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας και τις αυθαιρεσίες μερίδας των οργάνων του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «προσπάθησαν με όλα τα μέσα να περιπλέξουν το προανακριτικό έργο…παρερμήνευαν εσκεμμένα τους σοβιετικούς νόμους, προέβαιναν σε μαζικές και αστήριχτες συλλήψεις.» Κατέληγε δε ως εξής: Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού και η ΚΕ του ΚΚ(μπ) προειδοποιούν όλους τους υπαλλήλους του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης, ότι για την παραμικρή παραβίαση των σοβιετικών νόμων και οδηγιών του Κόμματος και της Κυβέρνησης, κάθε υπάλληλος, αδιακρίτως, θα γίνει αντικείμενο αυστηρής ποινικής δίωξης.» Απαγόρευσε επίσης κάθε μαζική σύλληψη και εκτοπισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί βρέθηκαν ένοχοι και τιμωρήθηκαν. Ο ίδιος ο επικεφαλής της NKVD δικάστηκε για τις ευθύνες του και καταδικάστηκε στην υψίστη των ποινών.[viii]
Ήταν αυτά τα μέτρα αναγκαία; Η A. L. Strong, έγραψε σχετικά: «…Ο συντάκτης μου, όταν διαμαρτυρήθηκα για την σύλληψη τριών υπαλλήλων της εφημερίδας μας, μου έκανε μια ακόμα πιο αφοπλιστική δήλωση ως προς το λόγο γιατί ο σοβιετικός λαός δεν αντιδρούσε [για το κύμα συλλήψεων].
‘Γιατί δεν βλέπεις την βασική εικόνα; Οι κορυφαίοι μας οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ο κόσμος θα έρθει στο χείλος του γκρεμού το 1939. Η μεγαλύτερη μάχη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα πλησιάζει. Η μάχη αυτή θα καθορίσει αν η ανθρωπότητα θα κατρακυλήσει πίσω στον μεσαίωνα της δουλείας και του πολέμου, ή αν η ανθρωπότητα θα νικήσει δημιουργώντας έναν καλύτερο κόσμο…Ολόκληροι πολιτισμοί κατέρρευσαν στο παρελθόν. Ποιο είναι το καθήκον μας μπροστά στην επερχόμενη παγκόσμια κρίση; Πρέπει να είμαστε σε θέση να την αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν πιο δυνατοί, με όσο το δυνατόν περισσότερη σοφία και σύνεση, με όσο το δυνατόν περισσότερους υγιείς ανθρώπους και όσο το δυνατόν λιγότερους δολιοφθορείς.»[ix]
Ο Αμερικανός Πρέσβης στην Μόσχα υπήρξε επίσης κατηγορηματικός: «Η κάθαρση [της περιόδου 1936-1939]», τόνισε στη βιογραφία του, «καθάρισε την χώρα και την εξασφάλισε από την προδοσία.» [x]
Πράγματι, η Σοβιετική Ένωση ήταν η μόνη δύναμη που στάθηκε όρθια στην επέλαση του φασισμού στην Ευρώπη, όταν οι υπόλοιπες χώρες (όπως η Γαλλία) παραδίδονταν η μία μετά την άλλη σε διάστημα μόλις λίγων εβδομάδων. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα όσα είχαν προηγηθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Αυτό τείνουν να το ξεχνούν εκείνοι που σήμερα σπεύδουν αβίαστα να κατακρίνουν αυτό το ομολογουμένως κρίσιμο, όχι μόνο για την ΕΣΣΔ αλλά και για την ανθρωπότητα γενικότερα, κεφάλαιο της Ιστορίας. Ενδεχομένως βέβαια να υπάρχουν και ορισμένοι που θα επιθυμούσαν διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων, τα οποία οδήγησαν στη συντριβή του φασισμού…
Οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς Σοβιετικού κράτους είχαν συγκεκριμένα αίτια και σκοπούς, που καθορίζονταν από τον χαρακτήρα και την όξυνση της ταξικής πάλης στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες, την άνοδο του φασισμού και την απειλή του πολέμου.
Αποτελεί λίαν υποτιμητικό, κατά την γνώμη μου, για τον ποντιακό ελληνισμό, για την πορεία και την προσφορά του στην Σοβιετική Ένωση, να ταυτίζεται τόσο ισοπεδωτικά και εξολοκλήρου με τις διώξεις του 1937-1939, όπως έχει επικρατήσει να αποτυπώνεται σε μερίδα της ιστοριογραφίας. Οι εκδοχές αυτές της Ιστορίας, απογυμνώνοντας τις μερικές εξελίξεις από το γενικότερο πλαίσιο που τις επέβαλλε –και εν πολλοίς τις καθόρισε- προσπάθησαν να στοιχειοθετήσουν μια σχεδόν μεταφυσική ανθελληνική εμμονή στην πολιτική της Σοβιετικής Πολιτείας.
Και όμως, ο ποντιακός ελληνισμός, ως εθνική κοινότητα στο σύνολό της, διέπρεψε σε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, στις Τέχνες, τις Επιστήμες, τα Γράμματα, την Πολιτική, κλπ. Μορφές του σοβιετικού και παγκόσμιου πολιτισμού, όπως οι Οδυσσέας Δημητριάδης (στη Μουσική) και ο Αλέξανδρος Σγουρίδης (στο Κινηματογράφο), διέγραψαν τα πρώτα βήματα της λαμπρής τους καριέρας στην κατά τ’ άλλα «ανήσυχη» δεκαετία του 1930. Το 1939, πάνω από 1 στους 10 Έλληνες στην ΕΣΣΔ είχε ανώτατη μόρφωση.
Ο ποντιακός ελληνισμός, μετείχε ενεργά στις κοινωνικές διεργασίες, σε όλες τις περιόδους και πτυχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (στην κολεκτιβοποίηση, εκβιομηχάνιση και ούτω καθεξής). Οι Έλληνες κατείχαν από τα υψηλότερα ποσοστά ένταξης στο ΚΚ και συμμετοχής στις εκλογές. Ιδιαίτερα δε οι ελληνίδες, οι οποίες απέκτησαν για πρώτη φορά ισονομία ή το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην ΕΣΣΔ και όχι στην Ελλάδα. Ο ποντιακός ελληνισμός απέδειξε έμπρακτα το ποιόν της σχέσης του με το σοβιετικό καθεστώς, όταν με ηρωισμό και αυταπάρνηση ρίχτηκε στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπερασπιζόμενος την σοσιαλιστική του πατρίδα, ακόμα και με τίμημα την ίδια του την ζωή.
[i] Conquest R (1967) «Soviet Nationalities Policy in Practice»(London: Bodley Head Ltd) σελ.95.
[ii] Mazepa I (1934) «Ukraine under Bolshevik Rule», στο Slavonic Review, Γενάρης, σελ.342-343
[iii] Υλικά της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚ(μπ), Φλεβάρης-Μάρτης 1937, Εισήγηση Μολότοφ, Πρωινή Συνεδρίαση, 28/2/1937
[iv] Strong A L (1957) «The Stalin Era» (New York: Mainstream Publishers) σελ.58
[v] Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the pre-war Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτωβρίου
[vi] Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) σελ.1028-1029
[vii] Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 45.5
[viii] Παρατίθεται στο Μάρτενς Λούντο (1997) «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν» (Αθήνα: ΣΕ) σελ.282-283
[ix] Strong A L (1957) σελ.69
[x] Davis J E (1944) «Mission to Moscow: A Record of Confidential to the State Department, Official and Personal Correspondence, Current Diary and Journal Entries, including Notes and Comment up to October 1941» (London: Gollancz) σελ.280
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Μέρος 2ο
Οι Έλληνες στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο
Στις 22 Ιουνίου 1941 οι συνδυασμένες δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν σε Σοβιετικό έδαφος. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεξαγωγή και έκβαση του αντιφασιστικού αγώνα διεκδίκησαν και κατέκτησαν επάξια οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες που έσπευσαν από την πρώτη μέρα να ενταχθούν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού ή να οργανώσουν στα μετόπισθεν την ένοπλη αντίσταση στις δυνάμεις κατοχής.
Πως εντάχθηκαν οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης στον αγώνα κατά του φασισμού;
Όσοι είχαν την σοβιετική υπηκοότητα πολέμησαν στο μέτωπο όπως όλοι οι σοβιετικοί πολίτες ανεξαρτήτως εθνικότητας. Από τους Έλληνες χωρίς σοβιετική υπηκοότητα (με ελληνικό δηλαδή, ανανεωμένο ή όχι διαβατήριο) κάποιοι κατατάχθηκαν εθελοντικά, άλλοι εντάχθηκαν στο παρτιζάνικο κίνημα, σημαντικό μέρος ρίχτηκε στην μάχη της παραγωγής, ενώ άλλοι έμειναν ουσιαστικά αμέτοχοι.
Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων κομμουνιστών –ιδιαίτερα των Ελλήνων νέων κομσομόλων- που πολέμησαν με απαράμιλλο ενθουσιασμό και θάρρος στα διάφορα πεδία των μαχών. Επίσης, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που το 1945 μπήκαν με τα τμήματα του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο γράφοντας μαζί με τα εκατομμύρια των συντρόφων τους τις τελευταίες σελίδες της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών.[i]
Ανάμεσα στους Έλληνες της ΕΣΣΔ που διέπρεψαν στα πεδία των μαχών υπήρξαν και εννέα, στους οποίους απενεμήθη η ανώτατη τιμή του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Πρόκειται για τους Σπυρίδωνα Γεγκόροφ, Θεοφύλακτο Ζουμπάλοφ, Θεόδωρο Κοτάνοφ, Ηλία Μουρζά, Γρηγόριο Μπαχτσιβαντζή, Κωνσταντίνο Ταλάχ, Ηλία Ταχτάροφ, Γεώργιο Τσέλιο και Κωνσταντίνο Χάτζεφ.
Όπως αναφέραμε και πρωτύτερα, δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες και οι σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής, που συνέβαλαν στην τιτάνια προσπάθεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, δρώντας μέσα από αντάρτικες ομάδες που επιχειρούσαν στις κατεχόμενες από τους Ναζί περιοχές (όπως οι Κωνσταντίνος Αποστολίδης, Φ. Γιακουσίδης, Ν. Μιχαηλίδης, Ν. Ποπαντόπουλος, Λεωνίδας και Μάξιμος Σελεσκερίδης-Γκρέκοφ, Ν. Σπάη, Ι. Τσαλουχίδης, οι αδερφοί Τσούσση, κ.α.).
Άλλοι συνέδραμαν στον αντιφασιστικό αγώνα μέσα από τις γραμμές ανεφοδιασμού (όπως ο Ιβάν Κωνσταντινίδης), του πολιτισμού (όπως ο Θεόδωρος Κανονίδης) και βέβαια της παραγωγής: οι Ιβάν Μπράγκιν, Γεώργιος Σαββίδης, Κωνσταντίνος Χρυσοχοΐδης, κ.α. τιμήθηκαν με το μετάλλιο «Για Ηρωική Εργασία στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Αλλά και χιλιάδες άλλοι απλοί πολίτες, όπως ο πατέρας της Χαρίκλειας Κανέτη (Πόντιος πρόσφυγας από την Τουρκία), ο οποίος κατά την διάρκεια του πολέμου –όντας ράφτης στο επάγγελμα- έραβε στολές για τους φαντάρους. Ο ίδιος έλεγε: «Η νίκη κατά των κατακτητών είναι υπόθεση όλων».[iii]
[i] Αθηναϊκός Κούριερ, 30 Σεπτεμβρίου – 7 Οκτωβρίου 2005, επιστολή Φρόσως Ονουφριάδου
[ii] Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ
[iii] Αθηναϊκός Τύπος, 8 Δεκεμβρίου 2004, Μαρτυρία Χαρίκλειας Κανέτη από το Καζακστάν
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Οι Έλληνες στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο
Στις 22 Ιουνίου 1941 οι συνδυασμένες δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν σε Σοβιετικό έδαφος. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεξαγωγή και έκβαση του αντιφασιστικού αγώνα διεκδίκησαν και κατέκτησαν επάξια οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες που έσπευσαν από την πρώτη μέρα να ενταχθούν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού ή να οργανώσουν στα μετόπισθεν την ένοπλη αντίσταση στις δυνάμεις κατοχής.
Πως εντάχθηκαν οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης στον αγώνα κατά του φασισμού;
Όσοι είχαν την σοβιετική υπηκοότητα πολέμησαν στο μέτωπο όπως όλοι οι σοβιετικοί πολίτες ανεξαρτήτως εθνικότητας. Από τους Έλληνες χωρίς σοβιετική υπηκοότητα (με ελληνικό δηλαδή, ανανεωμένο ή όχι διαβατήριο) κάποιοι κατατάχθηκαν εθελοντικά, άλλοι εντάχθηκαν στο παρτιζάνικο κίνημα, σημαντικό μέρος ρίχτηκε στην μάχη της παραγωγής, ενώ άλλοι έμειναν ουσιαστικά αμέτοχοι.
Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων κομμουνιστών –ιδιαίτερα των Ελλήνων νέων κομσομόλων- που πολέμησαν με απαράμιλλο ενθουσιασμό και θάρρος στα διάφορα πεδία των μαχών. Επίσης, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που το 1945 μπήκαν με τα τμήματα του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο γράφοντας μαζί με τα εκατομμύρια των συντρόφων τους τις τελευταίες σελίδες της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών.[i]
Ανάμεσα στους Έλληνες της ΕΣΣΔ που διέπρεψαν στα πεδία των μαχών υπήρξαν και εννέα, στους οποίους απενεμήθη η ανώτατη τιμή του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Πρόκειται για τους Σπυρίδωνα Γεγκόροφ, Θεοφύλακτο Ζουμπάλοφ, Θεόδωρο Κοτάνοφ, Ηλία Μουρζά, Γρηγόριο Μπαχτσιβαντζή, Κωνσταντίνο Ταλάχ, Ηλία Ταχτάροφ, Γεώργιο Τσέλιο και Κωνσταντίνο Χάτζεφ.
Όπως αναφέραμε και πρωτύτερα, δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες και οι σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής, που συνέβαλαν στην τιτάνια προσπάθεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, δρώντας μέσα από αντάρτικες ομάδες που επιχειρούσαν στις κατεχόμενες από τους Ναζί περιοχές (όπως οι Κωνσταντίνος Αποστολίδης, Φ. Γιακουσίδης, Ν. Μιχαηλίδης, Ν. Ποπαντόπουλος, Λεωνίδας και Μάξιμος Σελεσκερίδης-Γκρέκοφ, Ν. Σπάη, Ι. Τσαλουχίδης, οι αδερφοί Τσούσση, κ.α.).
Άλλοι συνέδραμαν στον αντιφασιστικό αγώνα μέσα από τις γραμμές ανεφοδιασμού (όπως ο Ιβάν Κωνσταντινίδης), του πολιτισμού (όπως ο Θεόδωρος Κανονίδης) και βέβαια της παραγωγής: οι Ιβάν Μπράγκιν, Γεώργιος Σαββίδης, Κωνσταντίνος Χρυσοχοΐδης, κ.α. τιμήθηκαν με το μετάλλιο «Για Ηρωική Εργασία στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Αλλά και χιλιάδες άλλοι απλοί πολίτες, όπως ο πατέρας της Χαρίκλειας Κανέτη (Πόντιος πρόσφυγας από την Τουρκία), ο οποίος κατά την διάρκεια του πολέμου –όντας ράφτης στο επάγγελμα- έραβε στολές για τους φαντάρους. Ο ίδιος έλεγε: «Η νίκη κατά των κατακτητών είναι υπόθεση όλων».[iii]
[i] Αθηναϊκός Κούριερ, 30 Σεπτεμβρίου – 7 Οκτωβρίου 2005, επιστολή Φρόσως Ονουφριάδου
[ii] Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ
[iii] Αθηναϊκός Τύπος, 8 Δεκεμβρίου 2004, Μαρτυρία Χαρίκλειας Κανέτη από το Καζακστάν
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Μέρος 3ο
Μετά τον πόλεμο - Για τις μετεγκαταστάσεις (εξορίες) του 1949
Ο γνωστός Βρετανός ιστορικός Eric Hobsbawm (μέλος της Βρετανικής και Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών) έγραψε σχετικά με το περιεχόμενο και την σημασία της νίκης των σοβιετικών λαών επί των δυνάμεων του Άξονα: «Η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στον Χίτλερ υπήρξε το επίτευγμα ενός καθεστώτος που οικοδομήθηκε εκεί με την Οκτωβριανή Επανάσταση…Χωρίς αυτή [την νίκη] ο Δυτικός κόσμος σήμερα θα αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα ένα σύνολο διαφόρων τύπων απολυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων…»[i]
Μια νίκη που επετεύχθη με τεράστιο ανθρώπινο και υλικό κόστος για την Σοβιετική Ένωση.
Ωστόσο, η πορεία της ανοικοδόμησης ήταν εντυπωσιακή. Πραγματικά αποκαλυπτική είναι η απόρρητος έκθεση για τις πρόσφατα απελευθερωθείσες περιοχές της ΕΣΣΔ, η οποία κατετέθη προς ενημέρωση της ελληνικής Κυβέρνησης στο Κάιρο στα μέσα του 1944 και αναφέρει: «Η Σοβιετική Κυβέρνησις δεν παραλείπει να καταβάλλει την δέουσαν μέριμναν όχι μόνον δια τον επαρκή επισιτισμόν και τας υγειονομικάς συνθήκας του ηρωικού τούτου πληθυσμού άλλα και δια την ικανοποίησιν και των πνευματικών ακόμη αναγκών τούτου. Λειτουργούσιν ήδη σχολεία, βιβλιοθήκαι, θέατρα, κλπ.
Όταν ανοικοδομηθούν τα εργοστάσια και αρχίσουν λειτουργούντα, τότε θα αρχίσει η ανοικοδόμησις των οικιών των κατοίκων. Δέον να σημειωθεί όμως ότι αι καταστραφείσαι πόλεις θ’ανοικοδομηθούν συμφώνως προς νεωστί εκπεπονημένα σχέδια, με ευρείας δενδροφύτους λεωφόρους, κήπους και εν γένει με όλας τας απαιτήσεις της τελευταίας πολεοδομικής επιστήμης…τόσον εις την ανοικοδόμησιν της βιομηχανίας όσον και εις την ανασυγκρότησιν των γεωργικών περιφερειών, μεγάλον ρόλον παίζει το κομμουνιστικόν κόμμα του οποίου πολλά μέλη δια του ενθουσιασμού και του φανατισμού των, μεταδίδουσι εις τους πληθυσμούς την πίστιν ότι η ταχυτέρα ανόρθωσις των ερειπίων θα συντελέσει εις την βελτίωσιν του μέλλοντός των.»[ii]
Την παραπάνω εικόνα συμπληρώνει η μαρτυρία ενός Ποντίου που έζησε από πρώτο χέρι την προσπάθεια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης:
«Ακούστε, η Σοβιετική Ένωση προσπαθώντας κατά τα πρώτα της βήματα μετά την Επανάσταση και τον Εμφύλιο να σταθεί στα πόδια της, πέρασε πραγματικά δύσκολα χρόνια. Και εκεί που πήγαινε να ορθοποδήσει ήρθε και η καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν μπορείτε να αναλογιστείτε το μέγεθος της καταστροφής. Όμως υπήρχε πειθαρχία…Όχι ότι ο κόσμος φοβότανε. Αυτό είναι ψέμα. Ήταν συνειδητή η πειθαρχία. Υπήρχαν βέβαια και οι τυχοδιώκτες, αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν συνειδητοί: με την ψυχή τους! Πηγαίνανε στη δουλειά και κανένας δεν αργούσε. Η δουλειά προχωρούσε και οι άνθρωποι τραγουδούσανε δουλεύοντας. Ναι, ήταν δύσκολα. Αλλά εμείς βλέπαμε: όταν μια πόλη ήταν κατεστραμμένη, εμείς την στήναμε με τον ενθουσιασμό και με την αγάπη για την πατρίδα. Τους έβλεπα και απορούσα: όταν πηγαίνανε στη δουλειά, όλοι είχανε χαμόγελο στο πρόσωπο…»[iii]
Στον αγώνα του σοβιετικού λαού για αύξηση της παραγωγής στα πλαίσια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης διακρίθηκαν πολλοί Ελληνοπόντιοι. Στοιχεία από τα Κρατικά Αρχεία της Δημοκρατίας της Ατζαρίας, για παράδειγμα, μαρτυρούν πως το 1948 τιμήθηκαν στο ελληνοποντιακό χωριό Ντάγκβα (κοντά στο Βατούμ) 12 κολχόζνικοι αγρότες.
Με διάταγμα του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ «Για την πλούσια συγκομιδή εσπεριδοειδών και τσαγιού» τους απενεμήθη το παράσημο του «Ήρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας». Επίσης τιμήθηκαν με το παράσημο του Λένιν τρεις κολχόζνικοι αγρότες (πρόκειται για τους: Νικόλαο Κ. Νεανιάδη, Αλκιβιάδη Ι. Συμβουλίδη και Αρίστο Ζ. Στεφανίδη).
Συνολικά μέχρι το 1950, είχαν απονεμηθεί 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες του χωριού Ντάγκβα της Ατζαρίας, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στην μάχη της παραγωγής κατά την μεταπολεμική περίοδο.[iv]
Ωστόσο, το 1949, μια μερίδα των ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στις συνοριακές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης μετεγκαταστάθηκε στις Δημοκρατίες του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν. Και δεν ήταν οι μόνοι. Ορισμένοι αποδίδουν την κίνηση αυτή στη γνωστή μεταφυσική σχεδόν καταδιωκτική μανία του σοβιετικού κράτους. Όμως, για άλλη μια φορά αποκόπτουν την αιτία από το αποτέλεσμα διαστρεβλώνοντας κατά το δοκούν το περιεχόμενό του.
Πως φτάσαμε λοιπόν στις μετεγκαταστάσεις του 1949;
Δεν είναι κρυφό το γεγονός ότι αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο ενός Γ’ Παγκοσμίου. Σήμερα, μετά και την αποχαρακτήριση των σχετικών διπλωματικών εγγράφων των ΗΠΑ είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε π.χ. για τα σχέδια Μπρόιλερ και Όφτελκ, που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων τον βομβαρδισμό της ΕΣΣΔ με πυρηνικά όπλα. Ήδη από το 1947 η αμερικανική κυβέρνηση έκανε λόγο για «έναν προληπτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ» που βρισκόταν στα σκαριά.
Παράλληλα, κατά μήκος των συνόρων της χώρας δρούσαν μέχρι και τη δεκαετία του 1960 διάφορες ένοπλες αντισοβιετικές ομάδες, στη πλειοψηφία τους πρώην συνεργάτες των Ναζί που παρέμειναν στα μετόπισθεν μετά την ήττα των τελευταίων.
Συγκεκριμένα έγγραφα του Αμερικανικού State Department και του Βρετανικού Foreign Office προέβλεπαν την αξιοποίηση αυτών των ομάδων σε περίπτωση γενικής επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό και η σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε την απομάκρυνση από τις περιοχές αυτές όλων των ξένων υπηκόων, όλων εκείνων δηλαδή που σε περίπτωση πολέμου δεν θα έπαιρναν όπλο για την υπεράσπιση της σοβιετικής πατρίδας.
Υπερβολές, μπορεί να πει κάποιος. Και όμως, τα ίδια τα κρατικά αρχεία των ΗΠΑ κάνουν λόγο το 1958, για έλλειψη πλέον της δυνατότητας να βρουν «πατήματα» στις περιοχές αυτές σε περίπτωση πολέμου. Και αυτό λόγω των δραστικών μέτρων που ελήφθησαν την αμέσως προηγούμενη περίοδο.[v]
Πόσοι λοιπόν μετεγκαταστάθηκαν;
Κάποιοι κάνουν λόγο ακόμα και για εκατοντάδες χιλιάδες. Τα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ωστόσο μιλούν για 17.000, ενώ τα σοβιετικά για 10-35.000. Βεβαίως, η όλη διαδικασία δεν ήταν εύκολη. Όμως, για τα διαθέσιμα μέσα της εποχής (ας μη ξεχνάμε πως η Σοβιετική Ένωση προσπαθούσε ακόμη να ανακάμψει από τον Πόλεμο), έγινε ό,τι ήταν δυνατό για να βρουν οι άνθρωποι αυτοί δουλειά, να συνεχίσουν τις σπουδές τους, κλπ. Δεν ήταν λίγοι για παράδειγμα εκείνοι που μπήκαν στο πανεπιστήμιο με υποτροφία. Ήδη από το πρώτο έτος οι ελληνοποντιακοί πληθυσμοί άρχισαν να διαπρέπουν και στη νέα τους πατρίδα. Η Κυριακή Παπαδοπούλου, που μετεγκαταστάθηκε το 1949 στην Άλμα-Ατά του Καζακστάν, τιμήθηκε για τη δουλειά της το 1950 με μια από τις ανώτερες διακρίσεις του σοβιετικού κράτους, με το παράσημο του Λένιν.
[i] Hobsbawm E (2000) «Age of Extremes: The Short Twentieth Century, 1914-1991» (London: Abacus) σελ.7
[ii] Φάκελος 46.1 του 1944, Κυβέρνηση Καΐρου, Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών
[iii] Συνέντευξη Αθανασιάδη Γιάννη (19/7/2006)
[iv] Αθηναϊκός Κούριερ, 21 Σεπτεμβρίου – 6 Οκτωβρίου 2006, άρθρο του Νικόλαου Μασμανίδη με τίτλο «Ποντιακή Συμφωνία: 126 μετάλλια της Σοβιετικής Ένωσης»
[v] National Intelligence Estimate, 10-58 Washington, March 4, 1958 «Anti-Communist Resistance Potential in the Sino-Soviet Bloc», υποκεφάλαιο «Resistance Potential in Event of General War», στο U.S. Department of State, Vol.X, Part 1, FRUS, 1958-1960: E. Europe Region. Βλέπε επίσης από τα Βρετανικά Αρχεία: FO371/48003 «Anti-Soviet Movement in Russia» (1945) καιFO371/106512 «Anti-Soviet Communism inside the Soviet Union» (1953), Public Record Office (PRO)
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Μετά τον πόλεμο - Για τις μετεγκαταστάσεις (εξορίες) του 1949
Ο γνωστός Βρετανός ιστορικός Eric Hobsbawm (μέλος της Βρετανικής και Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών) έγραψε σχετικά με το περιεχόμενο και την σημασία της νίκης των σοβιετικών λαών επί των δυνάμεων του Άξονα: «Η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στον Χίτλερ υπήρξε το επίτευγμα ενός καθεστώτος που οικοδομήθηκε εκεί με την Οκτωβριανή Επανάσταση…Χωρίς αυτή [την νίκη] ο Δυτικός κόσμος σήμερα θα αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα ένα σύνολο διαφόρων τύπων απολυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων…»[i]
Μια νίκη που επετεύχθη με τεράστιο ανθρώπινο και υλικό κόστος για την Σοβιετική Ένωση.
Ωστόσο, η πορεία της ανοικοδόμησης ήταν εντυπωσιακή. Πραγματικά αποκαλυπτική είναι η απόρρητος έκθεση για τις πρόσφατα απελευθερωθείσες περιοχές της ΕΣΣΔ, η οποία κατετέθη προς ενημέρωση της ελληνικής Κυβέρνησης στο Κάιρο στα μέσα του 1944 και αναφέρει: «Η Σοβιετική Κυβέρνησις δεν παραλείπει να καταβάλλει την δέουσαν μέριμναν όχι μόνον δια τον επαρκή επισιτισμόν και τας υγειονομικάς συνθήκας του ηρωικού τούτου πληθυσμού άλλα και δια την ικανοποίησιν και των πνευματικών ακόμη αναγκών τούτου. Λειτουργούσιν ήδη σχολεία, βιβλιοθήκαι, θέατρα, κλπ.
Όταν ανοικοδομηθούν τα εργοστάσια και αρχίσουν λειτουργούντα, τότε θα αρχίσει η ανοικοδόμησις των οικιών των κατοίκων. Δέον να σημειωθεί όμως ότι αι καταστραφείσαι πόλεις θ’ανοικοδομηθούν συμφώνως προς νεωστί εκπεπονημένα σχέδια, με ευρείας δενδροφύτους λεωφόρους, κήπους και εν γένει με όλας τας απαιτήσεις της τελευταίας πολεοδομικής επιστήμης…τόσον εις την ανοικοδόμησιν της βιομηχανίας όσον και εις την ανασυγκρότησιν των γεωργικών περιφερειών, μεγάλον ρόλον παίζει το κομμουνιστικόν κόμμα του οποίου πολλά μέλη δια του ενθουσιασμού και του φανατισμού των, μεταδίδουσι εις τους πληθυσμούς την πίστιν ότι η ταχυτέρα ανόρθωσις των ερειπίων θα συντελέσει εις την βελτίωσιν του μέλλοντός των.»[ii]
Την παραπάνω εικόνα συμπληρώνει η μαρτυρία ενός Ποντίου που έζησε από πρώτο χέρι την προσπάθεια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης:
«Ακούστε, η Σοβιετική Ένωση προσπαθώντας κατά τα πρώτα της βήματα μετά την Επανάσταση και τον Εμφύλιο να σταθεί στα πόδια της, πέρασε πραγματικά δύσκολα χρόνια. Και εκεί που πήγαινε να ορθοποδήσει ήρθε και η καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν μπορείτε να αναλογιστείτε το μέγεθος της καταστροφής. Όμως υπήρχε πειθαρχία…Όχι ότι ο κόσμος φοβότανε. Αυτό είναι ψέμα. Ήταν συνειδητή η πειθαρχία. Υπήρχαν βέβαια και οι τυχοδιώκτες, αλλά στην πλειοψηφία τους ήταν συνειδητοί: με την ψυχή τους! Πηγαίνανε στη δουλειά και κανένας δεν αργούσε. Η δουλειά προχωρούσε και οι άνθρωποι τραγουδούσανε δουλεύοντας. Ναι, ήταν δύσκολα. Αλλά εμείς βλέπαμε: όταν μια πόλη ήταν κατεστραμμένη, εμείς την στήναμε με τον ενθουσιασμό και με την αγάπη για την πατρίδα. Τους έβλεπα και απορούσα: όταν πηγαίνανε στη δουλειά, όλοι είχανε χαμόγελο στο πρόσωπο…»[iii]
Στον αγώνα του σοβιετικού λαού για αύξηση της παραγωγής στα πλαίσια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης διακρίθηκαν πολλοί Ελληνοπόντιοι. Στοιχεία από τα Κρατικά Αρχεία της Δημοκρατίας της Ατζαρίας, για παράδειγμα, μαρτυρούν πως το 1948 τιμήθηκαν στο ελληνοποντιακό χωριό Ντάγκβα (κοντά στο Βατούμ) 12 κολχόζνικοι αγρότες.
Με διάταγμα του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ «Για την πλούσια συγκομιδή εσπεριδοειδών και τσαγιού» τους απενεμήθη το παράσημο του «Ήρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας». Επίσης τιμήθηκαν με το παράσημο του Λένιν τρεις κολχόζνικοι αγρότες (πρόκειται για τους: Νικόλαο Κ. Νεανιάδη, Αλκιβιάδη Ι. Συμβουλίδη και Αρίστο Ζ. Στεφανίδη).
Συνολικά μέχρι το 1950, είχαν απονεμηθεί 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες του χωριού Ντάγκβα της Ατζαρίας, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στην μάχη της παραγωγής κατά την μεταπολεμική περίοδο.[iv]
Ωστόσο, το 1949, μια μερίδα των ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στις συνοριακές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης μετεγκαταστάθηκε στις Δημοκρατίες του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν. Και δεν ήταν οι μόνοι. Ορισμένοι αποδίδουν την κίνηση αυτή στη γνωστή μεταφυσική σχεδόν καταδιωκτική μανία του σοβιετικού κράτους. Όμως, για άλλη μια φορά αποκόπτουν την αιτία από το αποτέλεσμα διαστρεβλώνοντας κατά το δοκούν το περιεχόμενό του.
Πως φτάσαμε λοιπόν στις μετεγκαταστάσεις του 1949;
Δεν είναι κρυφό το γεγονός ότι αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο ενός Γ’ Παγκοσμίου. Σήμερα, μετά και την αποχαρακτήριση των σχετικών διπλωματικών εγγράφων των ΗΠΑ είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε π.χ. για τα σχέδια Μπρόιλερ και Όφτελκ, που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων τον βομβαρδισμό της ΕΣΣΔ με πυρηνικά όπλα. Ήδη από το 1947 η αμερικανική κυβέρνηση έκανε λόγο για «έναν προληπτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ» που βρισκόταν στα σκαριά.
Παράλληλα, κατά μήκος των συνόρων της χώρας δρούσαν μέχρι και τη δεκαετία του 1960 διάφορες ένοπλες αντισοβιετικές ομάδες, στη πλειοψηφία τους πρώην συνεργάτες των Ναζί που παρέμειναν στα μετόπισθεν μετά την ήττα των τελευταίων.
Συγκεκριμένα έγγραφα του Αμερικανικού State Department και του Βρετανικού Foreign Office προέβλεπαν την αξιοποίηση αυτών των ομάδων σε περίπτωση γενικής επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό και η σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε την απομάκρυνση από τις περιοχές αυτές όλων των ξένων υπηκόων, όλων εκείνων δηλαδή που σε περίπτωση πολέμου δεν θα έπαιρναν όπλο για την υπεράσπιση της σοβιετικής πατρίδας.
Υπερβολές, μπορεί να πει κάποιος. Και όμως, τα ίδια τα κρατικά αρχεία των ΗΠΑ κάνουν λόγο το 1958, για έλλειψη πλέον της δυνατότητας να βρουν «πατήματα» στις περιοχές αυτές σε περίπτωση πολέμου. Και αυτό λόγω των δραστικών μέτρων που ελήφθησαν την αμέσως προηγούμενη περίοδο.[v]
Πόσοι λοιπόν μετεγκαταστάθηκαν;
Κάποιοι κάνουν λόγο ακόμα και για εκατοντάδες χιλιάδες. Τα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ωστόσο μιλούν για 17.000, ενώ τα σοβιετικά για 10-35.000. Βεβαίως, η όλη διαδικασία δεν ήταν εύκολη. Όμως, για τα διαθέσιμα μέσα της εποχής (ας μη ξεχνάμε πως η Σοβιετική Ένωση προσπαθούσε ακόμη να ανακάμψει από τον Πόλεμο), έγινε ό,τι ήταν δυνατό για να βρουν οι άνθρωποι αυτοί δουλειά, να συνεχίσουν τις σπουδές τους, κλπ. Δεν ήταν λίγοι για παράδειγμα εκείνοι που μπήκαν στο πανεπιστήμιο με υποτροφία. Ήδη από το πρώτο έτος οι ελληνοποντιακοί πληθυσμοί άρχισαν να διαπρέπουν και στη νέα τους πατρίδα. Η Κυριακή Παπαδοπούλου, που μετεγκαταστάθηκε το 1949 στην Άλμα-Ατά του Καζακστάν, τιμήθηκε για τη δουλειά της το 1950 με μια από τις ανώτερες διακρίσεις του σοβιετικού κράτους, με το παράσημο του Λένιν.
[i] Hobsbawm E (2000) «Age of Extremes: The Short Twentieth Century, 1914-1991» (London: Abacus) σελ.7
[ii] Φάκελος 46.1 του 1944, Κυβέρνηση Καΐρου, Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών
[iii] Συνέντευξη Αθανασιάδη Γιάννη (19/7/2006)
[iv] Αθηναϊκός Κούριερ, 21 Σεπτεμβρίου – 6 Οκτωβρίου 2006, άρθρο του Νικόλαου Μασμανίδη με τίτλο «Ποντιακή Συμφωνία: 126 μετάλλια της Σοβιετικής Ένωσης»
[v] National Intelligence Estimate, 10-58 Washington, March 4, 1958 «Anti-Communist Resistance Potential in the Sino-Soviet Bloc», υποκεφάλαιο «Resistance Potential in Event of General War», στο U.S. Department of State, Vol.X, Part 1, FRUS, 1958-1960: E. Europe Region. Βλέπε επίσης από τα Βρετανικά Αρχεία: FO371/48003 «Anti-Soviet Movement in Russia» (1945) καιFO371/106512 «Anti-Soviet Communism inside the Soviet Union» (1953), Public Record Office (PRO)
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Μέρος 4ο
Αναθεώρηση της Ιστορίας
Κάποιοι σήμερα ισχυρίζονται πως το Σοβιετικό σύστημα υπήρξε εχθρικό ενάντια στους Έλληνες, κάνοντας ακόμα λόγο και για γενοκτονία. Υπήρξε γενοκτονία των Ελληνοποντίων στην Σοβιετική Ένωση; Τα πληθυσμιακά δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Πράγματι, η αφερεγγυότητα του ιδεολογήματος περί ‘μαζικών διώξεων’ και ‘γενοκτονίας’ αναδεικνύεται και από την συνεχώς αυξητική πορεία του συνολικού αριθμού των Ελλήνων, η οποία σε καμιά απολύτως περίοδο δεν παρουσίασε μείωση ή στασιμότητα. Αν μη τι άλλο, το διάστημα 1926-1959 ο ελληνικός πληθυσμός της ΕΣΣΔ αυξήθηκε 10% παραπάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της επικράτειας.
Η αφερεγγυότητα όμως τέτοιων ισχυρισμών αποδεικνύεται επιπλέον και από την ίδια την πορεία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ και την καταξίωσή τους μέσα από όλα σχεδόν τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Μέλη μιας ομάδας ανθρώπων που δραστηριοποιείται και αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον «εχθρικό», δεν είναι δυνατό να διαπρέψουν παρά μόνο ως μεμονωμένες εξαιρέσεις. Οι επαναλαμβανόμενες «εξαιρέσεις», διάχυτες στο σύνολο της βιβλιογραφίας (ακόμα και της αντικομμουνιστικής), παύουν πλέον εκ των πραγμάτων να καθίστανται εξαιρέσεις και αναπόφευκτα συνθέτουν την πραγματική αλήθεια. Πως δηλαδή ήταν το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα το οποίο έδωσε την δυνατότητα σε μια εθνική μειονότητα όπως οι Έλληνες να αναπτυχθεί και στα μέλη της να αναδείξουν τα ταλέντα, τις δεξιοτεχνίες και τις δημιουργικές τους ικανότητες. Γι’ αυτό και στα τέλη της δεκαετίας του 1930 πάνω από ένας στους δέκα Έλληνες στην ΕΣΣΔ κατείχε ανώτατη μόρφωση, ενώ αντίστοιχα στην Ελλάδα το ποσοστό αναλφαβητισμού ξεπερνούσε το 40%. Και βέβαια πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού στην καπιταλιστική Ελλάδα πάνω από το ένα τρίτο των εργαζομένων στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της πρωτεύουσας ήταν παιδιά;
Πόσοι γνωρίζουν σήμερα ότι ένας από τους πρωτοπόρους που άνοιξαν το δρόμο για την πρώτη πτήση του ανθρώπου στο διάστημα ήταν Έλληνας και «Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης»; Ότι ο διευθυντής του Θεάτρου Μπολσοι, ο διευθυντής της κρατικής ορχήστρας της Σοβιετικής Ένωσης, ο μουσικός που επιμελήθηκε της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας το 1980, ο Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Επιστημονικού Κινηματογράφου, ο βραβευμένος στα Διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Βενετία το 1946 και στο Κάρλοβι Βάρι το 1950 διδάκτωρ του Πανενωσιακού Κρατικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, και πόσοι άλλοι, ήταν όλοι Έλληνες Πόντιοι της Σοβιετικής Ένωσης; Ποιος γνωρίζει τα έργα τους; Ορισμένες από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού διαγράφονται στον βωμό του αντικομμουνισμού.
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Αναθεώρηση της Ιστορίας
Κάποιοι σήμερα ισχυρίζονται πως το Σοβιετικό σύστημα υπήρξε εχθρικό ενάντια στους Έλληνες, κάνοντας ακόμα λόγο και για γενοκτονία. Υπήρξε γενοκτονία των Ελληνοποντίων στην Σοβιετική Ένωση; Τα πληθυσμιακά δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Πράγματι, η αφερεγγυότητα του ιδεολογήματος περί ‘μαζικών διώξεων’ και ‘γενοκτονίας’ αναδεικνύεται και από την συνεχώς αυξητική πορεία του συνολικού αριθμού των Ελλήνων, η οποία σε καμιά απολύτως περίοδο δεν παρουσίασε μείωση ή στασιμότητα. Αν μη τι άλλο, το διάστημα 1926-1959 ο ελληνικός πληθυσμός της ΕΣΣΔ αυξήθηκε 10% παραπάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της επικράτειας.
Η αφερεγγυότητα όμως τέτοιων ισχυρισμών αποδεικνύεται επιπλέον και από την ίδια την πορεία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ και την καταξίωσή τους μέσα από όλα σχεδόν τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Μέλη μιας ομάδας ανθρώπων που δραστηριοποιείται και αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον «εχθρικό», δεν είναι δυνατό να διαπρέψουν παρά μόνο ως μεμονωμένες εξαιρέσεις. Οι επαναλαμβανόμενες «εξαιρέσεις», διάχυτες στο σύνολο της βιβλιογραφίας (ακόμα και της αντικομμουνιστικής), παύουν πλέον εκ των πραγμάτων να καθίστανται εξαιρέσεις και αναπόφευκτα συνθέτουν την πραγματική αλήθεια. Πως δηλαδή ήταν το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα το οποίο έδωσε την δυνατότητα σε μια εθνική μειονότητα όπως οι Έλληνες να αναπτυχθεί και στα μέλη της να αναδείξουν τα ταλέντα, τις δεξιοτεχνίες και τις δημιουργικές τους ικανότητες. Γι’ αυτό και στα τέλη της δεκαετίας του 1930 πάνω από ένας στους δέκα Έλληνες στην ΕΣΣΔ κατείχε ανώτατη μόρφωση, ενώ αντίστοιχα στην Ελλάδα το ποσοστό αναλφαβητισμού ξεπερνούσε το 40%. Και βέβαια πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού στην καπιταλιστική Ελλάδα πάνω από το ένα τρίτο των εργαζομένων στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της πρωτεύουσας ήταν παιδιά;
Πόσοι γνωρίζουν σήμερα ότι ένας από τους πρωτοπόρους που άνοιξαν το δρόμο για την πρώτη πτήση του ανθρώπου στο διάστημα ήταν Έλληνας και «Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης»; Ότι ο διευθυντής του Θεάτρου Μπολσοι, ο διευθυντής της κρατικής ορχήστρας της Σοβιετικής Ένωσης, ο μουσικός που επιμελήθηκε της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας το 1980, ο Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Επιστημονικού Κινηματογράφου, ο βραβευμένος στα Διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Βενετία το 1946 και στο Κάρλοβι Βάρι το 1950 διδάκτωρ του Πανενωσιακού Κρατικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, και πόσοι άλλοι, ήταν όλοι Έλληνες Πόντιοι της Σοβιετικής Ένωσης; Ποιος γνωρίζει τα έργα τους; Ορισμένες από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού διαγράφονται στον βωμό του αντικομμουνισμού.
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Πριν το 5ο μέρος, μια παράκαμψη προς τον Ριζοσπάστη κι ένα άρθρο του Ελισαίου Βαγενά*
Λαθεμένες απόψεις και διαστρεβλωτικοί φακοί
Α. Για τη λεγόμενη ρωσοποίηση
Μία από τις πιο διαδεδομένες και λαθεμένες απόψεις είναι πως εάν ο Λένιν και το κόμμα των μπολσεβίκων δεν είχαν ακολουθήσει το ομοσπονδιακό σύστημα συγκρότησης της ΕΣΣΔ, πως αν είχαν επιλέξει ένα σύστημα πιο «ενιαίου» κράτους, πιο «ομογενοποιημένου», στη βάση της «ρωσοποίησης» όλων των εθνών της ΕΣΣΔ, τότε - ισχυρίζεται αυτή η άποψη - μπορεί η ΕΣΣΔ να μην είχε διαλυθεί.
Στη Ρωσία σήμερα ανάλογες απόψεις μπορείς να ακούσεις όχι μόνο από εκπροσώπους του κόμματος του Ζιρινόφσκι, αλλά κι από διάφορους «αριστερούς», όπως ο πρόεδρος της Άνω Ρωσικής Βουλής και ηγέτης του κεντροαριστερού κόμματος της «Δίκαιης Ρωσίας», Ο. Μιρόνοφ, που σε άρθρο του αποδίδει την ευθύνη της διάλυσης της ΕΣΣΔ στην εθνικο-εδαφική συγκρότηση της σοβιετικής ομοσπονδίας.
Κι όμως, η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Κατ' αρχάς είναι γνωστό πως η ίδια η τσαρική αυτοκρατορία επιδίωξε ακριβώς αυτήν την πολιτική της «ρωσοποίησης» των μη ρωσικών πληθυσμών, αναπτύσσοντας στη χώρα έναν πρωτοφανή εθνικισμό. Το αποτέλεσμα που υπήρξε ήταν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η αύξηση του διεθνικού μίσους.
Αν το κόμμα των μπολσεβίκων είχε ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική «ρωσοποίησης», ήδη το 1941 τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα για τα σχέδια του Χίτλερ, αφού θα πατούσε πάνω στην εθνική καταπίεση των άλλων εθνών από τους Ρώσους. Τι αποδείχτηκε όμως με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ότι τα έθνη που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ, παρά τις προσπάθειες του φασισμού να αξιοποιήσουν τον εθνικισμό, έδωσαν μαζί τη μάχη για την απόκρουση των φασιστικών στρατευμάτων.
Βεβαίως, στην πορεία εξέλιξης της ΕΣΣΔ η ρωσική γλώσσα αντικειμενικά γινόταν «εργαλείο» διεθνικής επικοινωνίας για τους λαούς της ΕΣΣΔ, αφού αποτελούσε τη μητρική γλώσσα τουλάχιστον του μισού πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό όμως δεν έθετε κανένα εμπόδιο για την ανάπτυξη των εθνικών πολιτισμών και της μόρφωσης (από το νηπιαγωγείο έως το πανεπιστήμιο) στην εθνική γλώσσα του κάθε λαού. Κι εδώ υπάρχει πλήθος στοιχείων που δείχνουν πως οι εκδόσεις βιβλίων, εντύπων, ο αριθμός των φοιτητών στις υπόλοιπες γλώσσες, εκτός της ρωσικής, όχι μόνο δε μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν.
Επί ΕΣΣΔ δημιουργήθηκε γραπτός λόγος για περίπου 50 γλώσσες, που ενώ ομιλούνταν από διάφορες εθνότητες, δεν μπορούσαν να γραφτούν. Μερικές από αυτές: Αμπαζίνσκι, αβάρσκι αντιγκέισκι, ινγκούσκι, αλτάισκι, κοριάκσκι, χαντίισκι, χακάσκι, τσουκότσκι, κ.ά.
Εννοείται πως αυτή η εξέλιξη βοήθησε στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού των εθνών και εθνοτήτων, που υπήρχαν επί ΕΣΣΔ κι ήταν καταδικασμένοι στην πολιτιστική καθυστέρηση επί τσαρισμού.
Από την άποψη αυτή είναι επίσης υπερβολικές και οι «ανάποδες» ερμηνείες που δίνονται από ορισμένους σχετικά με τη δήθεν «καταπίεση» των εθνικών πολιτισμών και των εθνών που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ από το ρωσικό «κέντρο», εξαιτίας της αφανούς «ρωσοποίησης», κάτι που σύμφωνα με την εκτίμησή τους οδήγησε στις εθνικιστικές αντιδράσεις στις διάφορες περιοχές της ΕΣΣΔ.
Οι παραπάνω ερμηνείες λειτουργούν αποπροσανατολιστικά ως προς τις κύριες αιτίες της αναζωπύρωσης των διεθνικών συγκρούσεων στην ΕΣΣΔ, που, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος, βρίσκονταν βασικά στους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, σε λαθεμένες πολιτικές και οικονομικές επιλογές του ΚΚΣΕ, που οδήγησαν σταδιακά στη σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη του ίδιου του κόμματος, με αποτέλεσμα να βρει έδαφος η όλη «δουλειά» που έκαναν τόσο εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις, που εμφανίστηκαν κι επιδίωκαν την ανατροπή του σοσιαλισμού, όσο κι οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι.
Β. Ο μύθος της εξόντωσης των ανυπόταχτων εθνών: Η λεγόμενη γενοκτονία του λαού της Ουκρανίας
Πρόσφατα οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της Ουκρανίας ψήφισαν νόμο για το περίφημο «Γκολοντομόρ», δηλαδή το λιμό, που έπληξε την Ουκρανία το 1932-'33. Ο νόμος χαρακτηρίζει το λιμό αυτό ως «γενοκτονία του ουκρανικού λαού», για την οποία κατηγορούνται οι μπολσεβίκοι. Μάλιστα, ο νόμος προβλέπει πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις σε όσους δημόσια υποστηρίξουν άλλη άποψη, πέρα δηλαδή από την επίσημη αντικομμουνιστική, ενώ αυστηρότερες θα είναι οι ποινές για τους δημόσιους
Το ζήτημα παίρνει σήμερα νέες διαστάσεις, αφού χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση της Ουκρανίας όχι μόνο ενάντια στους κομμουνιστές, αλλά και ενάντια στη Ρωσία και τους Ρώσους, που κατηγορούνται εξίσου με το ΚΚ για την οργάνωση της «γενοκτονίας». Επιχείρηση καθόλου άσχετη με την προσπάθεια ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Να υπενθυμίσουμε πως το ζήτημα της «γενοκτονίας του ουκρανικού λαού από τους μπολσεβίκους» ήταν μια καλά επεξεργασμένη συκοφαντική εκστρατεία της ναζιστικής προπαγάνδας. Στην πραγματικότητα, ο λιμός της περιόδου 1932-1933 δεν προκλήθηκε από κάποιο εγκληματικό σχέδιο εξόντωσης των Ουκρανών από τους μπολσεβίκους ή τους Ρώσους, αλλά οφείλεται σε συγκεκριμένες φυσικές και κοινωνικές αιτίες, όπως:
Η σημαντική ξηρασία που έπληξε μεγάλες περιοχές της Ουκρανίας και άλλες περιοχές, το 1930-1932.
Σε ανάλογες περιπτώσεις, που υπήρξαν και λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση στην Ουκρανία, το 1891 πέθαναν 2 εκατομμύρια, το 1900-1903 πέθαναν 3 εκατομμύρια, το 1911 επίσης 2 εκατομμύρια, όσα δηλαδή και την περίοδο 1930-32, 1 κι όχι 15, όπως ισχυρίζεται η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα.
Μάλιστα, την περίοδο 1930-'32 τον πληθυσμό «θέρισε» ταυτόχρονα κι η επιδημία τύφου, που εκδηλώθηκε σε Ουκρανία και Βόρειο Καύκασο.
Εκτός, όμως, από αυτές τις φυσικές αιτίες υπήρξαν και κοινωνικές. Ακόμη δεν είχε αναδιοργανωθεί στη βάση του σοβιετικού συστήματος η γεωργία, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υπάρχει η χαμηλή παραγωγικότητα της τσαρικής περιόδου. Μάλιστα, οι επαναστατικές αλλαγές συναντούσαν την τρομοκρατία και βία που εξαπέλυσαν οι μεγαλοαγρότες (κουλάκοι) και τα αντιδραστικά στοιχεία κατά της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας. Οι κουλάκοι αντιστάθηκαν με λύσσα κατά του σοσιαλισμού και της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας, εμποδίζοντας τη συγκομιδή των δημητριακών, καταστρέφοντας τις μηχανές, πυρπολώντας την κολχόζνικη περιουσία, σκοτώνοντας ζώα και αρνούμενοι να σπείρουν και να θερίσουν. Από τα τέλη του 1929 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30 πραγματοποίησαν 1.800 τρομοκρατικές ενέργειες κατά των Σοβιετικών και των κομματικών στελεχών, των πρωτοπόρων αγροτών.
Το νεαρό σοβιετικό κράτος πήρε όλα τα μέτρα που είχε στη διάθεσή του για να περιορίσει τις συνέπειες του λιμού για το λαό της Ουκρανίας, όμως οι σημερινές «πορτοκαλιές» φιλοδυτικές κυβερνητικές δυνάμεις όχι μόνο δεν παίρνουν υπόψη τους την πραγματικότητα, αλλά καλούν τον ΟΗΕ και τα κράτη - μέλη του να αναγνωρίσουν την προπαγάνδα του Γκαίμπελς, περί «γενοκτονίας των Ουκρανών». Ήδη προχωρούν παραπέρα στην αναθεώρηση της Ιστορίας, αφού δικαίωσαν τους Ουκρανούς συνεργάτες των ναζί και με απόφαση του Προέδρου, Β. Γιούστσενκο, προχωρούν στο ξήλωμα των σοβιετικών μνημείων...
Γ. Οικονομική αφαίμαξη των υπόλοιπων εθνών. Η περίπτωση της Λιθουανίας
Μια άλλη ενότητα συκοφαντιών κατά της ΕΣΣΔ γύρω από το εθνικό ζήτημα είναι ότι δήθεν ο ρωσικός λαός, χάρη στο σοβιετικό σύστημα, καταπίεζε όχι μόνο εθνικά, αλλά και οικονομικά (!) τα υπόλοιπα έθνη. Αυτή η αστεία κατηγορία έχει και σύγχρονες διαστάσεις, αφού οι βαλτικές χώρες - μέλη της ΕΕ προτίθενται να ζητήσουν οικονομικές αποζημιώσεις (!) από τη Ρωσία. Κι αυτό γιατί η Ρωσία έχει αποδεχτεί πως είναι η «διάδοχος» της ΕΣΣΔ, κατά συνέπεια, σύμφωνα με κάποιους «θερμοκέφαλους» της Βαλτικής, θα πρέπει να πληρώσει το ...«λογαριασμό». Μάλιστα, ορισμένοι κρατικοί παράγοντες αυτών των χωρών (στηριζόμενοι στις αμερικανικές πλάτες) συνδέουν αυτήν την υπόθεση με την ανάπτυξη των όποιων μελλοντικών σχέσεων ΕΕ και Ρωσίας.
Ηδη οι αρχές της Λιθουανίας ανακοίνωσαν κι επίσημα ότι οι διεκδικήσεις τους έναντι της Ρωσίας φτάνουν τα 28 δισεκατομμύρια δολάρια, για τη δήθεν «σοβιετική κατοχή» της χώρας, ενώ σύντομα θα ανακοινώσει ένα ανάλογο νούμερο και η σχετική επιτροπή που έχει συγκροτηθεί στη Λετονία.
Μόνο που αυτός ο «λογαριασμός» φαίνεται να έχει τα ...«προβληματάκια» του, να ...«μπάζει».
Κατ' αρχάς στο τυπικό, αφού «σοβιετική κατοχή» δεν υπήρξε, μιας και τόσο η είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων έγινε στη βάση συμφωνιών, που είχε υπογράψει το τότε αστικό καθεστώς της Λιθουανίας (για να σωθεί από τη ναζιστική Γερμανία), όσο και λίγο αργότερα η ένταξη στην ΕΣΣΔ έγινε με λαϊκό δημοψήφισμα. Οι Λιθουανοί συμμετείχαν στα όργανα ασφαλείας και στο στρατό της ΕΣΣΔ και τη Δημοκρατία τους κυβερνούσαν οι ντόπιοι εκλεγμένοι στα Σοβιέτ της Σοβιετικής Λιθουανίας. Ετσι, το επιχείρημα της «κατοχής» μπορεί να σταθεί μονάχα στα πιο αντικομμουνιστικά μυαλά.
Ο «λογαριασμός» όμως έχει κι άλλα προβλήματα. Π.χ., δεν υπολογίζει τις τεράστιες επενδύσεις που έγιναν από το σοβιετικό κράτος από το 1945 έως το 1990 για την ανάπτυξη της Λιθουανίας, όπως και τα οφέλη που είχαν η οικονομία και ο λαός της Λιθουανίας από την ενσωμάτωση στην ΕΣΣΔ, που η ρωσική εφημερίδα «Γκαζέτα» τα υπολογίζει το λιγότερο σε 35 δισεκατομμύρια δολάρια.
Χώρια η σημερινή εδαφική κατάσταση της Λιθουανίας, που όταν εντάχθηκε στην ΕΣΣΔ ήταν περίπου η μισή (!) από αυτήν που αποχώρησε το 1991. Ακόμη κι η σημερινή πρωτεύουσα, το Βίλνιους, ήταν σε άλλα χέρια (Πολωνία), όπως και η πόλη Κλαϊπέντα (Γερμανία), κ.ά. Εδάφη που αποκτήθηκαν από την ΕΣΣΔ μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δόθηκαν στη Λιθουανία.
Να τι γράφει ο Γιουόζας Γιερμαλάβιτσιους, στέλεχος του ΚΚ Λιθουανίας, που φυλακίστηκε για 8 χρόνια από τις λιθουανικές αρχές επειδή δεν αποκήρυξε τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του:
«Πριν την ένταξη στην ΕΣΣΔ η Λιθουανία μας ήταν μια καθυστερημένη αγροτική χώρα, πλήρως εξαρτημένη από την καπιταλιστική Ευρώπη. Στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας και χάρη στη βοήθεια των άλλων Σοβιετικών Δημοκρατιών, η βιομηχανία της Λιθουανίας αναπτύχθηκε κατά 86 φορές και σ' ό,τι αφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης ήταν στην πρώτη θέση στη Σοβιετική Ένωση. Επίσης, τη δεκαετία του '70 η Δημοκρατία μας ήρθε πρώτη στον κόσμο στην παραγωγή γάλατος, αναλογικά με τον πληθυσμό της. Το 1940 το 25% του λαού της Λιθουανίας ήταν αγράμματοι. Επί ΕΣΣΔ ο αναλφαβητισμός εξαλείφτηκε και ο πληθυσμός μαζικά είχε μέση ή ανώτατη μόρφωση. Δημιουργήθηκε η οικονομική, κοινωνική και πνευματική βάση για την ολόπλευρη ανάπτυξη της επιστήμης και του εθνικού πολιτισμού. Να τι έδωσε στη Λιθουανία η παραμονή της στη σύνθεση της ΕΣΣΔ, να τι της έδωσε ο σοσιαλισμός!».
Να λοιπόν τι «ζημιά» έπαθε η Λιθουανία από τη σοβιετική εξουσία: Στα 50 χρόνια σοβιετικής εξουσίας εξαφανίστηκαν ο αναλφαβητισμός κι η ανεργία, αυξήθηκε η βιομηχανική παραγωγή κατά 80 φορές (!), δημιουργήθηκε μια σοβαρή ενεργειακή βάση (ηλεκτροενέργεια, επεξεργασία πετρελαίου), όπως και άλλες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Η δε αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά 2,5 φορές.
Κατασκευάστηκαν όλες οι σύγχρονες υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, υδροηλεκτρικοί σταθμοί, κ.ά.). Βεβαίως, για τους καπιταλιστές, για την αστική τάξη της Λιθουανίας, που έχασε τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τους εργάτες, τους φτωχούς αγρότες και τα άλλα λαϊκά στρώματα, υπήρξε ζημιά από την επικράτηση της σοβιετικής εξουσίας! Γι' αυτό και αντέδρασε με κάθε τρόπο. Προχώρησε σε συνεργασία με τους ναζί και αργότερα, μετά την Αντιφασιστική Νίκη, προσπάθησε να οργανώσει ένα κύμα τρομοκρατίας σε βάρος όσων στήριζαν τη σοβιετική εξουσία. Μόνο μέχρι το 1952 είχε σκοτώσει πάνω από 25 χιλιάδες Λιθουανούς, μεταξύ αυτών 5 χιλιάδες γυναίκες και εκατοντάδες παιδιά. Περίπου οι μισοί απ' τα θύματα ήταν αγρότες που προσπάθησαν να καλλιεργήσουν τη γη των τσιφλικάδων που απαλλοτρίωσε και μοίρασε στους φτωχούς αγρότες η σοβιετική εξουσία.
Αντίθετα, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα όχι μόνο δεν έχασαν, αλλά κέρδισαν!
Σημειώσεις
1. Γκ. Τκατσένκο. «Ο μύθος του Γκολοντομόρ». Κίεβο, 2006.
*Ο Ελισαίος Βαγενάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων
Λαθεμένες απόψεις και διαστρεβλωτικοί φακοί
Α. Για τη λεγόμενη ρωσοποίηση
Μία από τις πιο διαδεδομένες και λαθεμένες απόψεις είναι πως εάν ο Λένιν και το κόμμα των μπολσεβίκων δεν είχαν ακολουθήσει το ομοσπονδιακό σύστημα συγκρότησης της ΕΣΣΔ, πως αν είχαν επιλέξει ένα σύστημα πιο «ενιαίου» κράτους, πιο «ομογενοποιημένου», στη βάση της «ρωσοποίησης» όλων των εθνών της ΕΣΣΔ, τότε - ισχυρίζεται αυτή η άποψη - μπορεί η ΕΣΣΔ να μην είχε διαλυθεί.
Στη Ρωσία σήμερα ανάλογες απόψεις μπορείς να ακούσεις όχι μόνο από εκπροσώπους του κόμματος του Ζιρινόφσκι, αλλά κι από διάφορους «αριστερούς», όπως ο πρόεδρος της Άνω Ρωσικής Βουλής και ηγέτης του κεντροαριστερού κόμματος της «Δίκαιης Ρωσίας», Ο. Μιρόνοφ, που σε άρθρο του αποδίδει την ευθύνη της διάλυσης της ΕΣΣΔ στην εθνικο-εδαφική συγκρότηση της σοβιετικής ομοσπονδίας.
Κι όμως, η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Κατ' αρχάς είναι γνωστό πως η ίδια η τσαρική αυτοκρατορία επιδίωξε ακριβώς αυτήν την πολιτική της «ρωσοποίησης» των μη ρωσικών πληθυσμών, αναπτύσσοντας στη χώρα έναν πρωτοφανή εθνικισμό. Το αποτέλεσμα που υπήρξε ήταν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η αύξηση του διεθνικού μίσους.
Αν το κόμμα των μπολσεβίκων είχε ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική «ρωσοποίησης», ήδη το 1941 τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα για τα σχέδια του Χίτλερ, αφού θα πατούσε πάνω στην εθνική καταπίεση των άλλων εθνών από τους Ρώσους. Τι αποδείχτηκε όμως με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ότι τα έθνη που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ, παρά τις προσπάθειες του φασισμού να αξιοποιήσουν τον εθνικισμό, έδωσαν μαζί τη μάχη για την απόκρουση των φασιστικών στρατευμάτων.
Βεβαίως, στην πορεία εξέλιξης της ΕΣΣΔ η ρωσική γλώσσα αντικειμενικά γινόταν «εργαλείο» διεθνικής επικοινωνίας για τους λαούς της ΕΣΣΔ, αφού αποτελούσε τη μητρική γλώσσα τουλάχιστον του μισού πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό όμως δεν έθετε κανένα εμπόδιο για την ανάπτυξη των εθνικών πολιτισμών και της μόρφωσης (από το νηπιαγωγείο έως το πανεπιστήμιο) στην εθνική γλώσσα του κάθε λαού. Κι εδώ υπάρχει πλήθος στοιχείων που δείχνουν πως οι εκδόσεις βιβλίων, εντύπων, ο αριθμός των φοιτητών στις υπόλοιπες γλώσσες, εκτός της ρωσικής, όχι μόνο δε μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν.
Επί ΕΣΣΔ δημιουργήθηκε γραπτός λόγος για περίπου 50 γλώσσες, που ενώ ομιλούνταν από διάφορες εθνότητες, δεν μπορούσαν να γραφτούν. Μερικές από αυτές: Αμπαζίνσκι, αβάρσκι αντιγκέισκι, ινγκούσκι, αλτάισκι, κοριάκσκι, χαντίισκι, χακάσκι, τσουκότσκι, κ.ά.
Εννοείται πως αυτή η εξέλιξη βοήθησε στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού των εθνών και εθνοτήτων, που υπήρχαν επί ΕΣΣΔ κι ήταν καταδικασμένοι στην πολιτιστική καθυστέρηση επί τσαρισμού.
Από την άποψη αυτή είναι επίσης υπερβολικές και οι «ανάποδες» ερμηνείες που δίνονται από ορισμένους σχετικά με τη δήθεν «καταπίεση» των εθνικών πολιτισμών και των εθνών που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ από το ρωσικό «κέντρο», εξαιτίας της αφανούς «ρωσοποίησης», κάτι που σύμφωνα με την εκτίμησή τους οδήγησε στις εθνικιστικές αντιδράσεις στις διάφορες περιοχές της ΕΣΣΔ.
Οι παραπάνω ερμηνείες λειτουργούν αποπροσανατολιστικά ως προς τις κύριες αιτίες της αναζωπύρωσης των διεθνικών συγκρούσεων στην ΕΣΣΔ, που, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος, βρίσκονταν βασικά στους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, σε λαθεμένες πολιτικές και οικονομικές επιλογές του ΚΚΣΕ, που οδήγησαν σταδιακά στη σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη του ίδιου του κόμματος, με αποτέλεσμα να βρει έδαφος η όλη «δουλειά» που έκαναν τόσο εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις, που εμφανίστηκαν κι επιδίωκαν την ανατροπή του σοσιαλισμού, όσο κι οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι.
Β. Ο μύθος της εξόντωσης των ανυπόταχτων εθνών: Η λεγόμενη γενοκτονία του λαού της Ουκρανίας
Πρόσφατα οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της Ουκρανίας ψήφισαν νόμο για το περίφημο «Γκολοντομόρ», δηλαδή το λιμό, που έπληξε την Ουκρανία το 1932-'33. Ο νόμος χαρακτηρίζει το λιμό αυτό ως «γενοκτονία του ουκρανικού λαού», για την οποία κατηγορούνται οι μπολσεβίκοι. Μάλιστα, ο νόμος προβλέπει πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις σε όσους δημόσια υποστηρίξουν άλλη άποψη, πέρα δηλαδή από την επίσημη αντικομμουνιστική, ενώ αυστηρότερες θα είναι οι ποινές για τους δημόσιους
Το ζήτημα παίρνει σήμερα νέες διαστάσεις, αφού χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση της Ουκρανίας όχι μόνο ενάντια στους κομμουνιστές, αλλά και ενάντια στη Ρωσία και τους Ρώσους, που κατηγορούνται εξίσου με το ΚΚ για την οργάνωση της «γενοκτονίας». Επιχείρηση καθόλου άσχετη με την προσπάθεια ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Να υπενθυμίσουμε πως το ζήτημα της «γενοκτονίας του ουκρανικού λαού από τους μπολσεβίκους» ήταν μια καλά επεξεργασμένη συκοφαντική εκστρατεία της ναζιστικής προπαγάνδας. Στην πραγματικότητα, ο λιμός της περιόδου 1932-1933 δεν προκλήθηκε από κάποιο εγκληματικό σχέδιο εξόντωσης των Ουκρανών από τους μπολσεβίκους ή τους Ρώσους, αλλά οφείλεται σε συγκεκριμένες φυσικές και κοινωνικές αιτίες, όπως:
Η σημαντική ξηρασία που έπληξε μεγάλες περιοχές της Ουκρανίας και άλλες περιοχές, το 1930-1932.
Σε ανάλογες περιπτώσεις, που υπήρξαν και λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση στην Ουκρανία, το 1891 πέθαναν 2 εκατομμύρια, το 1900-1903 πέθαναν 3 εκατομμύρια, το 1911 επίσης 2 εκατομμύρια, όσα δηλαδή και την περίοδο 1930-32, 1 κι όχι 15, όπως ισχυρίζεται η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα.
Μάλιστα, την περίοδο 1930-'32 τον πληθυσμό «θέρισε» ταυτόχρονα κι η επιδημία τύφου, που εκδηλώθηκε σε Ουκρανία και Βόρειο Καύκασο.
Εκτός, όμως, από αυτές τις φυσικές αιτίες υπήρξαν και κοινωνικές. Ακόμη δεν είχε αναδιοργανωθεί στη βάση του σοβιετικού συστήματος η γεωργία, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υπάρχει η χαμηλή παραγωγικότητα της τσαρικής περιόδου. Μάλιστα, οι επαναστατικές αλλαγές συναντούσαν την τρομοκρατία και βία που εξαπέλυσαν οι μεγαλοαγρότες (κουλάκοι) και τα αντιδραστικά στοιχεία κατά της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας. Οι κουλάκοι αντιστάθηκαν με λύσσα κατά του σοσιαλισμού και της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας, εμποδίζοντας τη συγκομιδή των δημητριακών, καταστρέφοντας τις μηχανές, πυρπολώντας την κολχόζνικη περιουσία, σκοτώνοντας ζώα και αρνούμενοι να σπείρουν και να θερίσουν. Από τα τέλη του 1929 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30 πραγματοποίησαν 1.800 τρομοκρατικές ενέργειες κατά των Σοβιετικών και των κομματικών στελεχών, των πρωτοπόρων αγροτών.
Το νεαρό σοβιετικό κράτος πήρε όλα τα μέτρα που είχε στη διάθεσή του για να περιορίσει τις συνέπειες του λιμού για το λαό της Ουκρανίας, όμως οι σημερινές «πορτοκαλιές» φιλοδυτικές κυβερνητικές δυνάμεις όχι μόνο δεν παίρνουν υπόψη τους την πραγματικότητα, αλλά καλούν τον ΟΗΕ και τα κράτη - μέλη του να αναγνωρίσουν την προπαγάνδα του Γκαίμπελς, περί «γενοκτονίας των Ουκρανών». Ήδη προχωρούν παραπέρα στην αναθεώρηση της Ιστορίας, αφού δικαίωσαν τους Ουκρανούς συνεργάτες των ναζί και με απόφαση του Προέδρου, Β. Γιούστσενκο, προχωρούν στο ξήλωμα των σοβιετικών μνημείων...
Γ. Οικονομική αφαίμαξη των υπόλοιπων εθνών. Η περίπτωση της Λιθουανίας
Μια άλλη ενότητα συκοφαντιών κατά της ΕΣΣΔ γύρω από το εθνικό ζήτημα είναι ότι δήθεν ο ρωσικός λαός, χάρη στο σοβιετικό σύστημα, καταπίεζε όχι μόνο εθνικά, αλλά και οικονομικά (!) τα υπόλοιπα έθνη. Αυτή η αστεία κατηγορία έχει και σύγχρονες διαστάσεις, αφού οι βαλτικές χώρες - μέλη της ΕΕ προτίθενται να ζητήσουν οικονομικές αποζημιώσεις (!) από τη Ρωσία. Κι αυτό γιατί η Ρωσία έχει αποδεχτεί πως είναι η «διάδοχος» της ΕΣΣΔ, κατά συνέπεια, σύμφωνα με κάποιους «θερμοκέφαλους» της Βαλτικής, θα πρέπει να πληρώσει το ...«λογαριασμό». Μάλιστα, ορισμένοι κρατικοί παράγοντες αυτών των χωρών (στηριζόμενοι στις αμερικανικές πλάτες) συνδέουν αυτήν την υπόθεση με την ανάπτυξη των όποιων μελλοντικών σχέσεων ΕΕ και Ρωσίας.
Ηδη οι αρχές της Λιθουανίας ανακοίνωσαν κι επίσημα ότι οι διεκδικήσεις τους έναντι της Ρωσίας φτάνουν τα 28 δισεκατομμύρια δολάρια, για τη δήθεν «σοβιετική κατοχή» της χώρας, ενώ σύντομα θα ανακοινώσει ένα ανάλογο νούμερο και η σχετική επιτροπή που έχει συγκροτηθεί στη Λετονία.
Μόνο που αυτός ο «λογαριασμός» φαίνεται να έχει τα ...«προβληματάκια» του, να ...«μπάζει».
Κατ' αρχάς στο τυπικό, αφού «σοβιετική κατοχή» δεν υπήρξε, μιας και τόσο η είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων έγινε στη βάση συμφωνιών, που είχε υπογράψει το τότε αστικό καθεστώς της Λιθουανίας (για να σωθεί από τη ναζιστική Γερμανία), όσο και λίγο αργότερα η ένταξη στην ΕΣΣΔ έγινε με λαϊκό δημοψήφισμα. Οι Λιθουανοί συμμετείχαν στα όργανα ασφαλείας και στο στρατό της ΕΣΣΔ και τη Δημοκρατία τους κυβερνούσαν οι ντόπιοι εκλεγμένοι στα Σοβιέτ της Σοβιετικής Λιθουανίας. Ετσι, το επιχείρημα της «κατοχής» μπορεί να σταθεί μονάχα στα πιο αντικομμουνιστικά μυαλά.
Ο «λογαριασμός» όμως έχει κι άλλα προβλήματα. Π.χ., δεν υπολογίζει τις τεράστιες επενδύσεις που έγιναν από το σοβιετικό κράτος από το 1945 έως το 1990 για την ανάπτυξη της Λιθουανίας, όπως και τα οφέλη που είχαν η οικονομία και ο λαός της Λιθουανίας από την ενσωμάτωση στην ΕΣΣΔ, που η ρωσική εφημερίδα «Γκαζέτα» τα υπολογίζει το λιγότερο σε 35 δισεκατομμύρια δολάρια.
Χώρια η σημερινή εδαφική κατάσταση της Λιθουανίας, που όταν εντάχθηκε στην ΕΣΣΔ ήταν περίπου η μισή (!) από αυτήν που αποχώρησε το 1991. Ακόμη κι η σημερινή πρωτεύουσα, το Βίλνιους, ήταν σε άλλα χέρια (Πολωνία), όπως και η πόλη Κλαϊπέντα (Γερμανία), κ.ά. Εδάφη που αποκτήθηκαν από την ΕΣΣΔ μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δόθηκαν στη Λιθουανία.
Να τι γράφει ο Γιουόζας Γιερμαλάβιτσιους, στέλεχος του ΚΚ Λιθουανίας, που φυλακίστηκε για 8 χρόνια από τις λιθουανικές αρχές επειδή δεν αποκήρυξε τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του:
«Πριν την ένταξη στην ΕΣΣΔ η Λιθουανία μας ήταν μια καθυστερημένη αγροτική χώρα, πλήρως εξαρτημένη από την καπιταλιστική Ευρώπη. Στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας και χάρη στη βοήθεια των άλλων Σοβιετικών Δημοκρατιών, η βιομηχανία της Λιθουανίας αναπτύχθηκε κατά 86 φορές και σ' ό,τι αφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης ήταν στην πρώτη θέση στη Σοβιετική Ένωση. Επίσης, τη δεκαετία του '70 η Δημοκρατία μας ήρθε πρώτη στον κόσμο στην παραγωγή γάλατος, αναλογικά με τον πληθυσμό της. Το 1940 το 25% του λαού της Λιθουανίας ήταν αγράμματοι. Επί ΕΣΣΔ ο αναλφαβητισμός εξαλείφτηκε και ο πληθυσμός μαζικά είχε μέση ή ανώτατη μόρφωση. Δημιουργήθηκε η οικονομική, κοινωνική και πνευματική βάση για την ολόπλευρη ανάπτυξη της επιστήμης και του εθνικού πολιτισμού. Να τι έδωσε στη Λιθουανία η παραμονή της στη σύνθεση της ΕΣΣΔ, να τι της έδωσε ο σοσιαλισμός!».
Να λοιπόν τι «ζημιά» έπαθε η Λιθουανία από τη σοβιετική εξουσία: Στα 50 χρόνια σοβιετικής εξουσίας εξαφανίστηκαν ο αναλφαβητισμός κι η ανεργία, αυξήθηκε η βιομηχανική παραγωγή κατά 80 φορές (!), δημιουργήθηκε μια σοβαρή ενεργειακή βάση (ηλεκτροενέργεια, επεξεργασία πετρελαίου), όπως και άλλες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Η δε αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά 2,5 φορές.
Κατασκευάστηκαν όλες οι σύγχρονες υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, υδροηλεκτρικοί σταθμοί, κ.ά.). Βεβαίως, για τους καπιταλιστές, για την αστική τάξη της Λιθουανίας, που έχασε τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τους εργάτες, τους φτωχούς αγρότες και τα άλλα λαϊκά στρώματα, υπήρξε ζημιά από την επικράτηση της σοβιετικής εξουσίας! Γι' αυτό και αντέδρασε με κάθε τρόπο. Προχώρησε σε συνεργασία με τους ναζί και αργότερα, μετά την Αντιφασιστική Νίκη, προσπάθησε να οργανώσει ένα κύμα τρομοκρατίας σε βάρος όσων στήριζαν τη σοβιετική εξουσία. Μόνο μέχρι το 1952 είχε σκοτώσει πάνω από 25 χιλιάδες Λιθουανούς, μεταξύ αυτών 5 χιλιάδες γυναίκες και εκατοντάδες παιδιά. Περίπου οι μισοί απ' τα θύματα ήταν αγρότες που προσπάθησαν να καλλιεργήσουν τη γη των τσιφλικάδων που απαλλοτρίωσε και μοίρασε στους φτωχούς αγρότες η σοβιετική εξουσία.
Αντίθετα, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα όχι μόνο δεν έχασαν, αλλά κέρδισαν!
Σημειώσεις
1. Γκ. Τκατσένκο. «Ο μύθος του Γκολοντομόρ». Κίεβο, 2006.
*Ο Ελισαίος Βαγενάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων
Μέρος 5ο
Το Σήμερα.....
Το 1991 επήλθε επιτέλους η πολυπόθητη για τους δήθεν «υπέρμαχους της ελευθερίας» αντικομμουνιστές όλων των αποχρώσεων ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση. Οι Έλληνες θα έπαυαν πλέον να «καταπιέζονται» καθώς μπροστά τους ανοίγονταν ένα βασίλειο ελευθερίας και εθνικής ανάπτυξης. Η ιστορική πραγματικότητα όμως τους διέψευσε.
Ο Jerry Hough, ανώτερος επιστημονικός συνεργάτης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής (ΗΠΑ), έγραφε στους Los AngelesTimes στις 18 Αυγούστου 1998:
«Περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι στη Ρωσία έχουν πεθάνει, οι οποίοι ωστόσο θα ζούσαν σήμερα αν είχε διατηρηθεί το παλαιό [δηλαδή το σοβιετικό] προσδόκιμο ζωής. Η έλλειψη φαρμάκων και ισορροπημένης διατροφής υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες.»[i]
Περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν πρόωρα στη Ρωσία μέχρι το 2004 ως συνέπεια της μετάβασης στον καπιταλισμό σύμφωνα με υπολογισμούς Διεθνών Οργανισμών. Το προσδόκιμο ζωής έπεσε χαμηλότερα και από εκείνο του Μπαγκλαντές.
Τι έγινε όμως με τους Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ;
Άρθρο της εφημερίδας «Τα Νέα» στις 25 Απριλίου 2005, κάνοντας έναν απολογισμό των πρόσφατων εξελίξεων στη Γεωργία, ανέφερε πως «τα δύο τελευταία χρόνια περισσότερα από 2.000 σπίτια που ανήκουν σε Έλληνες ομογενείς και οι οποίοι τώρα διαμένουν στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή τη Ρωσία έχουν καταληφθεί από Γεωργιανούς και Αντζάρους, 8 ομογενείς έχουν δολοφονηθεί, σημαντικές περιουσίες έχουν λεηλατηθεί και καταστραφεί, ενώ ο φόβος αναγκάζει τους Έλληνες της περιοχής να κοιμούνται με το όπλο αγκαλιά.»
Και προσθέτει στην συνέχεια ο ίδιος αρθρογράφος παραθέτοντας σχετική δήλωση του προέδρου της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων της Γεωργίας:
«Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, οι περισσότεροι Έλληνες που ζούσαν στη Γεωργία έφυγαν προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Από τους 120 χιλιάδες Έλληνες της Γεωργίας σήμερα παραμένουν εδώ μόνο 20 χιλιάδες, ενώ στην Τσάλκα ζουν πλέον 1.700 ελληνικές οικογένειες, στο σύνολό τους υπέργηροι.»[ii]
Στη Τσάλκα πριν το 1992 ζούσαν περίπου 40.000 Έλληνες. Πάνω από το 90% εξ αυτών έγιναν πρόσφυγες από τον φόβο των εθνικιστικών συγκρούσεων οι οποίες ξέσπασαν στην περιοχή του Καυκάσου μετά την «πολυπόθητη» ανατροπή της Σοβιετικής Ένωσης (που για τόσες δεκαετίες ευαγγελίζονταν ορισμένοι).
Ένας Έλληνας της Τσάλκας που ζει σήμερα στην Ελλάδα τόνισε χαρακτηριστικά: «Όταν ήρθε η σοβιετική εξουσία όλα αλλάξανε ουσιαστικά προς το καλύτερο. Ειδικά για εμάς τους Ελληνοπόντιους…Όλοι οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής μας είχανε χτίσει διώροφα πανέμορφα σπίτια, αγοράζανε αυτοκίνητα. Σε κάθε οικογένεια υπήρχαν ένα με δύο άτομα που είχαν ανώτατη εκπαίδευση, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν μέση εκπαίδευση με συγκεκριμένα επαγγέλματα και ήταν όλοι τακτοποιημένοι. Όλα αυτά γινόντουσαν με την εργασία, με το μυαλό τους…Για τους Ελληνοποντίους της δικής μας περιοχής άρχισε πραγματικά ένας εφιάλτης…Άρχισαν οι εγκληματικές ενέργειες, οι σκοτωμοί, τα κλεψίματα. Παντού έγραφε: η Γεωργία είναι για τους Γεωργιανούς. Ήταν μια δεύτερη γενοκτονία για τους Ποντίους της περιοχής της Τσάλκας…Αυτή η αγριότητα επικρατεί σήμερα στο δημοκρατικό κράτος της Γεωργίας…»[iii]
[i] Jerry Hough, «Reform goes tumbling with ruble devaluation»στο Los Angeles Times 18 Αυγούστου 1998
[ii] Εφημερίδα «Τα Νέα», 25 Απριλίου 2005, άρθρο Στέλιου Βραδέλη με τίτλο «Απειλούν να μας σκοτώσουν: Στο έλεος των εθνικιστών 4.500 Έλληνες ομογενείς που έχουν απομείνει στην Τσάλκα της Γεωργίας»
[iii] Αθηναϊκός Κούριερ, 15-22 Απρίλη 2005, του Δωροθέι Μιχάλεβιτς Παπαδόπουλος «Σώστε την Τσάλκα»
Στην ίδια την Ρωσία, ο κόσμος έχει αρχίσει από καιρό να επανεκτιμάει το παρελθόν, το σοσιαλιστικό παρελθόν.
Στο ψήφισμα για την ανάδειξη της «Προσωπικότητας του Αιώνα» που διεξήχθη στην Ρωσία, ο Β. Ι. Λένιν ήρθε πρώτος σε ψήφους. Δεύτερος αναδείχθηκε ο Ι. Β. Στάλιν, τρίτος ο κάτοχος βραβείου Νόμπελ Α. Ζαχάρωφ και τέταρτος ο Γ. Γκαγκάριν, ο πρώτος άνθρωπος που ταξίδεψε στο διάστημα.[i]
Ο Jean–Marie Chauvier έγραψε στην Le Monde Diplomatique(τεύχος Μαρτίου 2004) πως το 57% των Ρώσων θέλει την επανασύσταση της Σοβιετικής Ένωσης, πως το 45% θεωρεί το σοβιετικό σύστημα καλύτερο από το υπάρχον, καθώς και πως το 43% επιθυμεί μια νέα Μπολσεβίκικη Επανάσταση.
Αναφερόμενος δε στον δοκιμαζόμενο από τις εθνικιστικές συγκρούσεις Καύκασο, επεσήμανε ότι «Πολλοί άνθρωποι νοσταλγούν το πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών Σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών.»
Τόνισε τέλος –και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας ότι «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές.»[ii]
Αξίζει να σημειωθεί πως το ίδιο συμβαίνει και με πάρα πολλούς Έλληνες Ποντίους από την Σοβιετική Ένωση που βρίσκονται σήμερα στην χώρα μας και αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα ορθώνοντας ανάστημα στη συκοφαντία και το ψέμα.
Μακριά από ωραιοποιήσεις και πάντοτε με κριτικό πνεύμα, πέρα από στερεότυπα και δογματικά στεγανά, η μελέτη του σοσιαλιστικού παρελθόντος αποτελεί αναγκαιότητα. Αφορά κάθε προοδευτικό άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν προσδιορίζει τον εαυτό του κομμουνιστή ή όχι. Από την άλλη μεριά όμως, η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με κραυγές, με όρους «σατανικών αυτοκρατοριών», «υποχθόνιων ανθρώπων», κ.α. τινά, που προσεγγίζουν τα όρια του θρίλερ επιστημονικής φαντασίας.
Τριανταπέντε χρόνια «αποσταλινοποίησης» και άλλα δεκαπέντε κατασυκοφάντησης του σοσιαλισμού με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή της η καπιταλιστική πλέον Ρωσία δεν στάθηκαν αρκετά ώστε να διαβρώσουν, να διαγράψουν, να επαναπροσδιορίσουν την ιστορική μνήμη ενός λαού. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η αναθεώρηση της ιστορίας θα καταθέσει τα όπλα. Τουναντίον, όσο η άρχουσα τάξη συνειδητοποιεί την αυξανόμενη αναποτελεσματικότητα των μεθόδων που υιοθετεί, εφαρμόζει και επιχειρεί να επιβάλλει στην συνείδηση των λαών, τόσο θα οξύνεται η πάλη των ιδεών.
Η παρουσία μας λοιπόν μπορεί να έφτασε στο τέλος της, ωστόσο η έρευνα και συζήτηση γύρω από τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε συνεχίζεται. Γιατί, αν αναδείχθηκε κάτι ξεκάθαρα την περίοδο που μεσολάβησε από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Σοβιετική Ένωση ως τα σήμερα, είναι ότι η Ιστορία, όχι μόνο δεν «τελείωσε» το 1991, αλλά επανέρχεται όλο και πιο επιτακτικά: για τις μεν νικήτριες –προσωρινά- εκμεταλλεύτριες τάξεις ως εφιάλτης…για τους δε απανταχού της γης εκμεταλλευομένους, τον εργαζόμενο λαό, ως ελπίδα, αναγκαιότητα και επιταγή για το μέλλον!
[i] Associated Press, 12/2/2006
[ii] Βλέπε άρθρο του Chauvier J M στην Le Monde Diplomatique, τεύχος Μαρτίου 2004, με τίτλο «Russia: Nostalgic for the SovietEra»
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Το Σήμερα.....
Το 1991 επήλθε επιτέλους η πολυπόθητη για τους δήθεν «υπέρμαχους της ελευθερίας» αντικομμουνιστές όλων των αποχρώσεων ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση. Οι Έλληνες θα έπαυαν πλέον να «καταπιέζονται» καθώς μπροστά τους ανοίγονταν ένα βασίλειο ελευθερίας και εθνικής ανάπτυξης. Η ιστορική πραγματικότητα όμως τους διέψευσε.
Ο Jerry Hough, ανώτερος επιστημονικός συνεργάτης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής (ΗΠΑ), έγραφε στους Los AngelesTimes στις 18 Αυγούστου 1998:
«Περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι στη Ρωσία έχουν πεθάνει, οι οποίοι ωστόσο θα ζούσαν σήμερα αν είχε διατηρηθεί το παλαιό [δηλαδή το σοβιετικό] προσδόκιμο ζωής. Η έλλειψη φαρμάκων και ισορροπημένης διατροφής υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες.»[i]
Περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν πρόωρα στη Ρωσία μέχρι το 2004 ως συνέπεια της μετάβασης στον καπιταλισμό σύμφωνα με υπολογισμούς Διεθνών Οργανισμών. Το προσδόκιμο ζωής έπεσε χαμηλότερα και από εκείνο του Μπαγκλαντές.
Τι έγινε όμως με τους Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ;
Άρθρο της εφημερίδας «Τα Νέα» στις 25 Απριλίου 2005, κάνοντας έναν απολογισμό των πρόσφατων εξελίξεων στη Γεωργία, ανέφερε πως «τα δύο τελευταία χρόνια περισσότερα από 2.000 σπίτια που ανήκουν σε Έλληνες ομογενείς και οι οποίοι τώρα διαμένουν στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή τη Ρωσία έχουν καταληφθεί από Γεωργιανούς και Αντζάρους, 8 ομογενείς έχουν δολοφονηθεί, σημαντικές περιουσίες έχουν λεηλατηθεί και καταστραφεί, ενώ ο φόβος αναγκάζει τους Έλληνες της περιοχής να κοιμούνται με το όπλο αγκαλιά.»
Και προσθέτει στην συνέχεια ο ίδιος αρθρογράφος παραθέτοντας σχετική δήλωση του προέδρου της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων της Γεωργίας:
«Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, οι περισσότεροι Έλληνες που ζούσαν στη Γεωργία έφυγαν προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Από τους 120 χιλιάδες Έλληνες της Γεωργίας σήμερα παραμένουν εδώ μόνο 20 χιλιάδες, ενώ στην Τσάλκα ζουν πλέον 1.700 ελληνικές οικογένειες, στο σύνολό τους υπέργηροι.»[ii]
Στη Τσάλκα πριν το 1992 ζούσαν περίπου 40.000 Έλληνες. Πάνω από το 90% εξ αυτών έγιναν πρόσφυγες από τον φόβο των εθνικιστικών συγκρούσεων οι οποίες ξέσπασαν στην περιοχή του Καυκάσου μετά την «πολυπόθητη» ανατροπή της Σοβιετικής Ένωσης (που για τόσες δεκαετίες ευαγγελίζονταν ορισμένοι).
Ένας Έλληνας της Τσάλκας που ζει σήμερα στην Ελλάδα τόνισε χαρακτηριστικά: «Όταν ήρθε η σοβιετική εξουσία όλα αλλάξανε ουσιαστικά προς το καλύτερο. Ειδικά για εμάς τους Ελληνοπόντιους…Όλοι οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής μας είχανε χτίσει διώροφα πανέμορφα σπίτια, αγοράζανε αυτοκίνητα. Σε κάθε οικογένεια υπήρχαν ένα με δύο άτομα που είχαν ανώτατη εκπαίδευση, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν μέση εκπαίδευση με συγκεκριμένα επαγγέλματα και ήταν όλοι τακτοποιημένοι. Όλα αυτά γινόντουσαν με την εργασία, με το μυαλό τους…Για τους Ελληνοποντίους της δικής μας περιοχής άρχισε πραγματικά ένας εφιάλτης…Άρχισαν οι εγκληματικές ενέργειες, οι σκοτωμοί, τα κλεψίματα. Παντού έγραφε: η Γεωργία είναι για τους Γεωργιανούς. Ήταν μια δεύτερη γενοκτονία για τους Ποντίους της περιοχής της Τσάλκας…Αυτή η αγριότητα επικρατεί σήμερα στο δημοκρατικό κράτος της Γεωργίας…»[iii]
[i] Jerry Hough, «Reform goes tumbling with ruble devaluation»στο Los Angeles Times 18 Αυγούστου 1998
[ii] Εφημερίδα «Τα Νέα», 25 Απριλίου 2005, άρθρο Στέλιου Βραδέλη με τίτλο «Απειλούν να μας σκοτώσουν: Στο έλεος των εθνικιστών 4.500 Έλληνες ομογενείς που έχουν απομείνει στην Τσάλκα της Γεωργίας»
[iii] Αθηναϊκός Κούριερ, 15-22 Απρίλη 2005, του Δωροθέι Μιχάλεβιτς Παπαδόπουλος «Σώστε την Τσάλκα»
Στην ίδια την Ρωσία, ο κόσμος έχει αρχίσει από καιρό να επανεκτιμάει το παρελθόν, το σοσιαλιστικό παρελθόν.
Στο ψήφισμα για την ανάδειξη της «Προσωπικότητας του Αιώνα» που διεξήχθη στην Ρωσία, ο Β. Ι. Λένιν ήρθε πρώτος σε ψήφους. Δεύτερος αναδείχθηκε ο Ι. Β. Στάλιν, τρίτος ο κάτοχος βραβείου Νόμπελ Α. Ζαχάρωφ και τέταρτος ο Γ. Γκαγκάριν, ο πρώτος άνθρωπος που ταξίδεψε στο διάστημα.[i]
Ο Jean–Marie Chauvier έγραψε στην Le Monde Diplomatique(τεύχος Μαρτίου 2004) πως το 57% των Ρώσων θέλει την επανασύσταση της Σοβιετικής Ένωσης, πως το 45% θεωρεί το σοβιετικό σύστημα καλύτερο από το υπάρχον, καθώς και πως το 43% επιθυμεί μια νέα Μπολσεβίκικη Επανάσταση.
Αναφερόμενος δε στον δοκιμαζόμενο από τις εθνικιστικές συγκρούσεις Καύκασο, επεσήμανε ότι «Πολλοί άνθρωποι νοσταλγούν το πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών Σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών.»
Τόνισε τέλος –και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας ότι «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές.»[ii]
Αξίζει να σημειωθεί πως το ίδιο συμβαίνει και με πάρα πολλούς Έλληνες Ποντίους από την Σοβιετική Ένωση που βρίσκονται σήμερα στην χώρα μας και αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα ορθώνοντας ανάστημα στη συκοφαντία και το ψέμα.
Μακριά από ωραιοποιήσεις και πάντοτε με κριτικό πνεύμα, πέρα από στερεότυπα και δογματικά στεγανά, η μελέτη του σοσιαλιστικού παρελθόντος αποτελεί αναγκαιότητα. Αφορά κάθε προοδευτικό άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν προσδιορίζει τον εαυτό του κομμουνιστή ή όχι. Από την άλλη μεριά όμως, η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με κραυγές, με όρους «σατανικών αυτοκρατοριών», «υποχθόνιων ανθρώπων», κ.α. τινά, που προσεγγίζουν τα όρια του θρίλερ επιστημονικής φαντασίας.
Τριανταπέντε χρόνια «αποσταλινοποίησης» και άλλα δεκαπέντε κατασυκοφάντησης του σοσιαλισμού με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή της η καπιταλιστική πλέον Ρωσία δεν στάθηκαν αρκετά ώστε να διαβρώσουν, να διαγράψουν, να επαναπροσδιορίσουν την ιστορική μνήμη ενός λαού. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η αναθεώρηση της ιστορίας θα καταθέσει τα όπλα. Τουναντίον, όσο η άρχουσα τάξη συνειδητοποιεί την αυξανόμενη αναποτελεσματικότητα των μεθόδων που υιοθετεί, εφαρμόζει και επιχειρεί να επιβάλλει στην συνείδηση των λαών, τόσο θα οξύνεται η πάλη των ιδεών.
Η παρουσία μας λοιπόν μπορεί να έφτασε στο τέλος της, ωστόσο η έρευνα και συζήτηση γύρω από τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε συνεχίζεται. Γιατί, αν αναδείχθηκε κάτι ξεκάθαρα την περίοδο που μεσολάβησε από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Σοβιετική Ένωση ως τα σήμερα, είναι ότι η Ιστορία, όχι μόνο δεν «τελείωσε» το 1991, αλλά επανέρχεται όλο και πιο επιτακτικά: για τις μεν νικήτριες –προσωρινά- εκμεταλλεύτριες τάξεις ως εφιάλτης…για τους δε απανταχού της γης εκμεταλλευομένους, τον εργαζόμενο λαό, ως ελπίδα, αναγκαιότητα και επιταγή για το μέλλον!
[i] Associated Press, 12/2/2006
[ii] Βλέπε άρθρο του Chauvier J M στην Le Monde Diplomatique, τεύχος Μαρτίου 2004, με τίτλο «Russia: Nostalgic for the SovietEra»
*Απο το βιβλίο του Α. Γκίκα
(Δρ. Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)*
Ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης και οι παραχαράκτες (1ο Μέρος) Επιχείρηση σπίλωσης της ιστορίας του ΚΚΕ
Οι «μαρτυρίες» της Έλλης Παππά
Θα μπορούσε να ισχυριστεί, όποιος διαβάζει αυτές τις σελίδες, ότι έχω πάθει μια εμμονή με την αποθανούσα κυρία Παππά. Ναι. Έτσι είναι. Παραβλέπω ηθελημένα τα όσα μπορεί να "έδωσε" στον αγώνα του ΚΚΕ & μένω σε αυτό που προσωπικά χαρακτηρίζω προδοσία του αίσχιστου είδους. Κι αναφέρομαι στο βιβλίο της «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», που εκδόθηκε το 2010 μετά το θάνατό της από το Μουσείο Μπενάκη στο οποίο είχε παραδώσει τα χειρόγραφα της σε δύο δόσεις στη δεκαετία του ‘90 με την σύσταση να εκδοθούν 6 μήνες αφού θα έχει φύγει πια από τη ζωή η ίδια. Αυτή η σύσταση και μόνο, για μένα πάντα, αποκαλύπτει πολλά. (Λ.Γ.)
Η προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας δεν είναι καινούργια υπόθεση. Μόνο, που τα τελευταία χρόνια, οι παραχαράκτες εμφανίζονται πιο οργανωμένοι, πιο συστηματικοί. Στο στόχαστρο αυτών των μηχανισμών βρίσκονται και οι υποθέσεις Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, δύο εμβληματικών προσώπων, που έχουν καταγραφεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως παραδείγματα αγωνιστών για την εθνική και την κοινωνική απελευθέρωση. Σκοπός των παραχαρακτών είναι η δημιουργία εντυπώσεων σχετικά με τη δράση του ΚΚΕ, παρουσιάζοντας το σαν ένα κόμμα που «τρώει τα παιδιά του», ένα κόμμα λαθών, ένα κόμμα που σπαράσσεται από το πόλεμο μεταξύ ομάδων για την εξουσία…
Στην επιχείρηση αυτή επιστρατεύονται και «μαρτυρίες» όπως αυτές της Έλλης Παππά.
Παίρνω αφορμή από την ανάρτηση στο ΤVXS του Στέλιου Κούλογλου, σημειώματος με τίτλο «Υπόθεση Πλουμπίδη-Η γνωριμία μου με τον Μπάρμπα». Πρόκειται για απόσπασμα «μαρτυρίας» της Έλλης Παππά συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη από το βιβλίο του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την ελληνική αριστερά» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εστία».
Η προσπάθεια παραχάραξης της ιστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας δεν είναι καινούργια υπόθεση. Μόνο, που τα τελευταία χρόνια, οι παραχαράκτες εμφανίζονται πιο οργανωμένοι, πιο συστηματικοί. Στο στόχαστρο αυτών των μηχανισμών βρίσκονται και οι υποθέσεις Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, δύο εμβληματικών προσώπων, που έχουν καταγραφεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως παραδείγματα αγωνιστών για την εθνική και την κοινωνική απελευθέρωση. Σκοπός των παραχαρακτών είναι η δημιουργία εντυπώσεων σχετικά με τη δράση του ΚΚΕ, παρουσιάζοντας το σαν ένα κόμμα που «τρώει τα παιδιά του», ένα κόμμα λαθών, ένα κόμμα που σπαράσσεται από το πόλεμο μεταξύ ομάδων για την εξουσία…
Στην επιχείρηση αυτή επιστρατεύονται και «μαρτυρίες» όπως αυτές της Έλλης Παππά.
Παίρνω αφορμή από την ανάρτηση στο ΤVXS του Στέλιου Κούλογλου, σημειώματος με τίτλο «Υπόθεση Πλουμπίδη-Η γνωριμία μου με τον Μπάρμπα». Πρόκειται για απόσπασμα «μαρτυρίας» της Έλλης Παππά συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη από το βιβλίο του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την ελληνική αριστερά» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εστία».
Με την ανάρτηση αυτή (αλλά και με άλλες) ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και οι συνεργάτες του στην ιστοσελίδα θέλησαν ( για την ακρίβεια …τους έπιασε και πάλι ο πόνος για το κομουνιστικό κίνημα!) να «τιμήσουν» και να θυμίσουν την επέτειο της εκτέλεσης του Νίκου Πλουμπίδη στις 14 Αυγούστου 1954 (ΕΔΩ το κείμενο από το TVXS). Δεν θα σχολιάσω το κείμενο της Έλλης Παππά. Άλλωστε αυτά που αναφέρονται σ’ αυτό τα είχε πει σε δεκάδες συνεντεύξεις της και τα είχε γράψει και σε άλλα βιβλία της όσο ζούσε, ιδιαίτερα μετά το 1991. Επειδή όμως, πιστεύω ότι η Ιστορία έχει πολλές πλευρές και «γωνίες» θα παραθέσω μερικά σημειώματα για το βιβλίο της «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», που εκδόθηκε το 2010 μετά το θάνατό της από το Μουσείο Μπενάκη στο οποίο είχε παραδώσει τα χειρόγραφα της σε δύο δόσεις στη δεκαετία του ‘90 με την σύσταση να εκδοθούν αφού θα έχει φύγει πια από τη ζωή η ίδια.
(Σημειώνεται πως σε ορισμένα ονόματα, από αυτά που θα συναντήσουμε παρακάτω, θα υπάρχει (βοηθητικά) παραπομπή σε ένα σύντομο ευρετήριο με σύντομα βιογραφικό στοιχεία. Πατώντας πάνω στο όνομα θα μεταφέρεστε στο ευρετήριο ονομάτων)
Με δικά της λόγια… Ας ξεκινήσουμε από τα ίδια της τα λόγια:
«Όποιος ενδιαφερθεί να διαβάσει αυτό το κείμενο δεν πρέπει να πιστεύει πως θα βρει μιαν αυτοβιογραφία. Αναμφισβήτητα, όσα γράφω με αφορούν, αφορούν τη ζωή μου και τις εμπειρίες μου, αλλά περιορίζομαι αυστηρά (όσο μπορούσα και όσο μπόρεσα) σε μια κατηγορία εμπειριών: σε όσες αφορούσαν τη θέση μου στο ΚΚΕ και τις περιπέτειες της αμοιβαίας σχέσης μας. (…) Σ’ αυτές τις εμπειρίες μου στάθηκα, αυτές προσπάθησα να δώσω στο κείμενό μου, που καταθέτω στο Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη με την ελπίδα πως σε κάτι μπορεί να χρησιμεύσει. Η αλλαγή μεθόδων λειτουργίας, λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, ο σεβασμός στους αγωνιστές είναι πλέον στοιχειώδεις ανάγκες για την Αριστερά του τόπου μας, ύστερα κι από τις σκληρές εμπειρίες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το ζήτημα είναι αν αυτές οι ανάγκες -ή οι ιστορικές αναγκαιότητες- έχουν γίνει κοινή συνείδηση σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς, ιδιαίτερα που κομμουνιστικού κινήματος. Αυτός είναι και ο λόγος που με παρακίνησε να καταθέσω τις δικές μου μαρτυρίες (για να μην πω και τα μαρτύρια) για όσα (πάντως, όχι όλα) είδα, γνώρισα, έπαθα μέσα στο κίνημα στο οποίο αφιερώσαμε τη ζωή μας -χωρίς ανταλλάγματα και «εξαργυρώσεις’’ Έλλη Παππά, Αθήνα, 27.12.1995».
Αυτά από την Έλλη Παππά.
Ας δούμε τώρα ορισμένες μαρτυρίες ή κριτικές που δημοσιεύθηκαν μετά την έκδοση του βιβλίου.
Από τις φυλακές Αβέρωφ
-Ξεκινάμε από της «Αυγή» της 23ης Ιανουαρίου του 2011. Στο φύλλο αυτό δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα γυναικών που ήταν συγκρατούμενες της Παππά στις φυλακές Αβέρωφ, μετά την καταδίκη της από το Στρατοδικείο (Αθηνά Βασίλα Ματράγκα, Κατίνα Βασιλιά Σαπουντζή, Βαγγελιώ Γεωργαντά Φραντζεσκάκη, Αντιγόνη Δαμιανάκου, Ελένη Κυβέλου Καμουλάκου, Μαίρη Μπίκια Αρώνη, Ουρανία Νιζαμίδου, Ολυμπία Παπαδοπούλου Βασιλάκου, Αργυρώ Σεφερλή):
«Δεν θα ασχολούμασταν με το βιβλίο της Έλλης Παππά, αν δεν συνέβαινε να αναφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε γεγονότα της δεκαετίας του 1950, μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Η συγγραφέας του βιβλίου έχοντας δεσμεύσει το Μουσείο Μπενάκη να το εκδώσει έξι μήνες μετά τον θάνατό της, καταδικάζει τελεσίδικα αγωνιστές στον πιο ατιμωτικό θάνατο, εκείνο του χαφιέ. Σε κανέναν δεν θα υποχρεωθεί να δώσει απάντηση, έχοντας αποκλειστικά εκείνη τον λόγο ή μάλλον τον μονόλογο μέσα από το βιβλίο της.
Η συγγραφέας παραχαράσσει την Ιστορία. Εμφανίζεται ως θύμα του σταλινισμού, που γνώρισε το μίσος όλων, τους κατατρεγμούς και την πολιτική εξόντωση, γιατί υπερασπίστηκε την αθωότητα του Πλουμπίδη, που ο Ζαχαριάδης έβγαλε “χαφιέ”. Γι’ αυτό ισχυρίζεται πως την καθαίρεσε νωρίς η ηγεσία του ΚΚΕ, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα την εντολή να κρατήσει μυστικό αυτό το γεγονός και να “βοηθάει τα κορίτσια”, δηλαδή τα μέλη του Γραφείου στο οποίο ήταν γραμματέας. Εκείνη πειθάρχησε, χάριν της ενότητας του κόμματος.
Πώς να αντικρούσει κανείς τέτοιον εξωφρενισμό; Θα ήταν τουλάχιστον έλλειψη σοβαρότητας. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι αυτό ισχυρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ύστερα από χρόνια, επιδιώκοντας να φορτώσει τις ευθύνες της σε άλλους, ενώ εκείνη εμφανίζεται ως ανεύθυνη, καθαιρεμένη μυστικά.
Στην πραγματικότητα, η Ελλη Παππά καθαιρέθηκε φανερά το 1957, για τα πεπραγμένα της μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Και ας υποστηρίζει πάλι στο βιβλίο ότι για άλλη μια φορά υπήρξε θύμα, διότι υπερασπίστηκε τον Πλουμπίδη. Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί την ζήσαμε στο πετσί μας.
Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια.
Ποια ήταν η Έλλη Παππά, όπως την γνωρίσαμε από την στιγμή που μπήκε στο προαύλιο της φυλακής στις 29 Ιουλίου 1951;
Από τη ζωή στη φυλακή
Ήταν η Έλλη Ιωαννίδου, μια μικρόσωμη τριαντάχρονη γυναίκα, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη -γέννησε στις 23 Αυγούστου-, παντρεμένη με τον Ηλία Ιωαννίδη, στέλεχος του ΚΚΕ , που μετά την ήττα στον εμφύλιο βρισκόταν σε κάποια από τις τότε λαϊκές δημοκρατίες. Μεσαίο στέλεχος η ίδια, στον τομέα της διαφώτισης από τις αρχές του 1945, ήταν επικεφαλής ενός φροντιστηρίου που δίδασκε μαρξιστικά μαθήματα σε μεσαία και κατώτερα στελέχη.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν τότε υπό αμφισβήτηση. Το αντίθετο μάλιστα. Επέμενε πολλές φορές να μας τα υπενθυμίζει φορτικά, ενοχλητικά. Αυτά βέβαια μόνο για μερικούς μήνες. Ύστερα θα τα ξεχάσει ολότελα και θα απαιτήσει από μας να κάνουμε το ίδιο, να τα σβήσουμε.
Η Ελλη Παππά για πέντε περίπου μήνες, το 1950, υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη που ήταν παράνομοι. Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί είχε μωρό παιδί.
Τον δεσμό της με τον Μπελογιάννη, που εμείς μάθαμε δύο ημέρες μετά την εκτέλεσή του, θα τον χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση για την προβολή της, τους μύθους της και την ανέλιξή της, προκλητικά, προσβλητικά, ακόμα και για εκείνον.
Από τα μέσα του 1949, γραμματέας της Ομάδας της φυλακής ήταν η Καίτη Ζεύγου, τριανταπεντάχρονη τότε δασκάλα, παλιά αγωνίστρια καταδικασμένη δύο φορές σε θάνατο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, μία από τις πέντε εθνοσυμβούλους – βουλευτίνες της κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, στην Κατοχή.
Τη θυμόμαστε με αγάπη. Μαζί της είχαμε πάρει μια ανάσα, αλλά τα καλά κρατούν λίγο. Αργά, μεθοδικά, όπως περιγράφει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στο βιβλίο της, η ΄Ελλη Παππά, με κτυπήματα κάτω από τη μέση, θα οδηγήσει την Ζεύγου στην απομόνωση, με την ρετσινιά του χαφιέ , όπως και τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, παλιά κομμουνίστρια.
Λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, η Έλλη Παππά διορίζεται, από την έξω οργάνωση, γραμματέας του Γραφείου της ομάδας των κρατουμένων. Δική της απόφαση ήταν η οργάνωση επίσημου μνημόσυνου κάθε χρόνο, στην επέτειο της εκτέλεσης του Μπελογιάννη. Και οι άλλοι νεκροί;
Στο τέλος του 1950, στη φυλακή, ήμασταν 760 κρατούμενες, ανάμεσά μας 120 μελλοθάνατες και 30 παιδάκια μέχρι τριών χρονών. Πόσοι ήταν οι νεκροί μας; 30 στον πόλεμο της Αλβανίας, 50 στην Κατοχή, 150 στον Εμφύλιο. Τι αναλογούσε σε όσες είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους; Από ένα μέχρι έντεκα θύματα. Τόσοι ήταν οι εκτελεσμένοι της Βασιλικής Κουσάντρα, που έμεινε ολομόναχη. Και δεν ήταν η μόνη.
«Αναποδογυρίζει τα γεγονότα…»
Ως γραμματέας του Γραφείου της ομάδας γυναικών, η Ελλη Παππά οργάνωσε άμιλλες, πλάνα κατά τα σοβιετικά πρότυπα, καθιέρωσε διακρίσεις , βραβεία Άλμπατρος (πουλί της καταιγίδας) όπως ονόμασε ο Ζαχαριάδης τον Μπελογιάννη. Η ίδια έγραψε στίχους που έγιναν τραγούδι και το τραγουδούσαν οι κρατούμενες. Να και η τελευταία του στροφή:
“Κάθε βόλι το κάνουμε τραγούδι
κι απ’ τη σκλαβιά μας βλασταίνει ο ανθός
της νιας ζωής που στεριώνουν και θα χτίζουν
λεβέντρες που ζήσανε σαν ΄Αλμπατρος”.
“Λεβέντρες” ήμασταν εμείς οι κρατούμενες, τέσσερα χρόνια μετά τη συντριπτική ήττα, που κάναμε κάθε βόλι τραγούδι. Όλα αυτά και άλλα πολλά ανεκδιήγητα, τα καυτηριάζει στο βιβλίο της και τα φορτώνει στα μέλη του Γραφείου της, τα οποία κατονομάζει και κατηγορεί δριμύτατα.
Στο βιβλίο κατακεραυνώνει τον σταλινισμό, που αλλοτριώνει τον άνθρωπο, σπιλώνει υπολήψεις, κατασκευάζει χαφιέδες, ενώ στην πράξη, όπως την ζήσαμε εμείς, τον εφάρμοζε με τις χειρότερες μεθόδους του. Αναζητούσε παντού φραξιονίστριες, αντιηγετικές, ύποπτες, όργανα της ασφάλειας, οργανωμένα δίκτυα που δρούσαν μέσα στη φυλακή και έξω στις οργανώσεις, και σε ένα επισκεπτήριο ζήτησε από τον Βασίλη Ευφραιμίδη, βουλευτή της ΕΔΑ, κοινή δράση για τον εντοπισμό κάποιου κυκλώματος (σελ 131). Φυσικά εκείνος την αγνόησε και εκείνη τον μίσησε.
Στην ιστορία της, που χρόνια χτίζει πετραδάκι-πετραδάκι, αναποδογυρίζει γεγονότα, γράφει άσχετα παραμύθια, ρίχνει την ευθύνη της σε άλλους και ότι δεν μπορεί να βολέψει, το εξαφανίζει, όπως την συγκρατούμενή μας Γλυκερία Παγουλάτου, που δεν θα την συναντήσουμε πουθενά στις σελίδες του βιβλίου. Της είχε αναθέσει να ανακαλύψει κάποιες ύποπτες για χαφιεδισμό και όταν η Γλυκερία της δήλωσε ότι δεν βρήκε πουθενά ύποπτες και θα σταματήσει να ψάχνει, της επέβαλε την ποινή της σιωπής. Έτσι, εβδομάδες ολόκληρες κυκλοφορούσε μουγκή, συνοδεία δύο “μπάτσων” της επαγρύπνησης, ώσπου κόντεψε να χάσει και τη φωνή της και το μυαλό της.
Δεν θα συναντήσουμε ούτε τη Φαιναρέτη Κοκκόλη, να παίρνει μόνη της το φαγητό της, να τρώει μόνη της εκτός παρέας -στη φυλακή η παρέα σου είναι η οικογένειά σου- έρημη, αποσυνάγωγη.
Άφαντες και η Ντίνα, η Ελευθερία, η Ουρανία, η Κατίνα, η Ολυμπία και τόσες άλλες, θύματα όλες της χαφιεδολαγνείας και της μανίας της για πλήρη ισοπέδωση.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Όλα αυτά, οι κρατούμενες τα δεχόντουσαν βουβά, υποτακτικά και αδιαμαρτύρητα; Όχι βέβαια. Υπήρχαν μάλιστα φορές που η φυλακή τραντάχτηκε συθέμελα, αντιδρώντας στον παραλογισμό και την καταπίεση.
Αυτά τα ελάχιστα για την Ιστορία, που κανένας δεν έχει δικαίωμα να παραχαράζει».
(Σημειώνεται πως σε ορισμένα ονόματα, από αυτά που θα συναντήσουμε παρακάτω, θα υπάρχει (βοηθητικά) παραπομπή σε ένα σύντομο ευρετήριο με σύντομα βιογραφικό στοιχεία. Πατώντας πάνω στο όνομα θα μεταφέρεστε στο ευρετήριο ονομάτων)
Με δικά της λόγια… Ας ξεκινήσουμε από τα ίδια της τα λόγια:
«Όποιος ενδιαφερθεί να διαβάσει αυτό το κείμενο δεν πρέπει να πιστεύει πως θα βρει μιαν αυτοβιογραφία. Αναμφισβήτητα, όσα γράφω με αφορούν, αφορούν τη ζωή μου και τις εμπειρίες μου, αλλά περιορίζομαι αυστηρά (όσο μπορούσα και όσο μπόρεσα) σε μια κατηγορία εμπειριών: σε όσες αφορούσαν τη θέση μου στο ΚΚΕ και τις περιπέτειες της αμοιβαίας σχέσης μας. (…) Σ’ αυτές τις εμπειρίες μου στάθηκα, αυτές προσπάθησα να δώσω στο κείμενό μου, που καταθέτω στο Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη με την ελπίδα πως σε κάτι μπορεί να χρησιμεύσει. Η αλλαγή μεθόδων λειτουργίας, λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, ο σεβασμός στους αγωνιστές είναι πλέον στοιχειώδεις ανάγκες για την Αριστερά του τόπου μας, ύστερα κι από τις σκληρές εμπειρίες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το ζήτημα είναι αν αυτές οι ανάγκες -ή οι ιστορικές αναγκαιότητες- έχουν γίνει κοινή συνείδηση σε όλα τα κόμματα της Αριστεράς, ιδιαίτερα που κομμουνιστικού κινήματος. Αυτός είναι και ο λόγος που με παρακίνησε να καταθέσω τις δικές μου μαρτυρίες (για να μην πω και τα μαρτύρια) για όσα (πάντως, όχι όλα) είδα, γνώρισα, έπαθα μέσα στο κίνημα στο οποίο αφιερώσαμε τη ζωή μας -χωρίς ανταλλάγματα και «εξαργυρώσεις’’ Έλλη Παππά, Αθήνα, 27.12.1995».
Αυτά από την Έλλη Παππά.
Ας δούμε τώρα ορισμένες μαρτυρίες ή κριτικές που δημοσιεύθηκαν μετά την έκδοση του βιβλίου.
Από τις φυλακές Αβέρωφ
-Ξεκινάμε από της «Αυγή» της 23ης Ιανουαρίου του 2011. Στο φύλλο αυτό δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα γυναικών που ήταν συγκρατούμενες της Παππά στις φυλακές Αβέρωφ, μετά την καταδίκη της από το Στρατοδικείο (Αθηνά Βασίλα Ματράγκα, Κατίνα Βασιλιά Σαπουντζή, Βαγγελιώ Γεωργαντά Φραντζεσκάκη, Αντιγόνη Δαμιανάκου, Ελένη Κυβέλου Καμουλάκου, Μαίρη Μπίκια Αρώνη, Ουρανία Νιζαμίδου, Ολυμπία Παπαδοπούλου Βασιλάκου, Αργυρώ Σεφερλή):
«Δεν θα ασχολούμασταν με το βιβλίο της Έλλης Παππά, αν δεν συνέβαινε να αναφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε γεγονότα της δεκαετίας του 1950, μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Η συγγραφέας του βιβλίου έχοντας δεσμεύσει το Μουσείο Μπενάκη να το εκδώσει έξι μήνες μετά τον θάνατό της, καταδικάζει τελεσίδικα αγωνιστές στον πιο ατιμωτικό θάνατο, εκείνο του χαφιέ. Σε κανέναν δεν θα υποχρεωθεί να δώσει απάντηση, έχοντας αποκλειστικά εκείνη τον λόγο ή μάλλον τον μονόλογο μέσα από το βιβλίο της.
Η συγγραφέας παραχαράσσει την Ιστορία. Εμφανίζεται ως θύμα του σταλινισμού, που γνώρισε το μίσος όλων, τους κατατρεγμούς και την πολιτική εξόντωση, γιατί υπερασπίστηκε την αθωότητα του Πλουμπίδη, που ο Ζαχαριάδης έβγαλε “χαφιέ”. Γι’ αυτό ισχυρίζεται πως την καθαίρεσε νωρίς η ηγεσία του ΚΚΕ, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα την εντολή να κρατήσει μυστικό αυτό το γεγονός και να “βοηθάει τα κορίτσια”, δηλαδή τα μέλη του Γραφείου στο οποίο ήταν γραμματέας. Εκείνη πειθάρχησε, χάριν της ενότητας του κόμματος.
Πώς να αντικρούσει κανείς τέτοιον εξωφρενισμό; Θα ήταν τουλάχιστον έλλειψη σοβαρότητας. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι αυτό ισχυρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ύστερα από χρόνια, επιδιώκοντας να φορτώσει τις ευθύνες της σε άλλους, ενώ εκείνη εμφανίζεται ως ανεύθυνη, καθαιρεμένη μυστικά.
Στην πραγματικότητα, η Ελλη Παππά καθαιρέθηκε φανερά το 1957, για τα πεπραγμένα της μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Και ας υποστηρίζει πάλι στο βιβλίο ότι για άλλη μια φορά υπήρξε θύμα, διότι υπερασπίστηκε τον Πλουμπίδη. Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί την ζήσαμε στο πετσί μας.
Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια.
Ποια ήταν η Έλλη Παππά, όπως την γνωρίσαμε από την στιγμή που μπήκε στο προαύλιο της φυλακής στις 29 Ιουλίου 1951;
Από τη ζωή στη φυλακή
Ήταν η Έλλη Ιωαννίδου, μια μικρόσωμη τριαντάχρονη γυναίκα, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη -γέννησε στις 23 Αυγούστου-, παντρεμένη με τον Ηλία Ιωαννίδη, στέλεχος του ΚΚΕ , που μετά την ήττα στον εμφύλιο βρισκόταν σε κάποια από τις τότε λαϊκές δημοκρατίες. Μεσαίο στέλεχος η ίδια, στον τομέα της διαφώτισης από τις αρχές του 1945, ήταν επικεφαλής ενός φροντιστηρίου που δίδασκε μαρξιστικά μαθήματα σε μεσαία και κατώτερα στελέχη.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν τότε υπό αμφισβήτηση. Το αντίθετο μάλιστα. Επέμενε πολλές φορές να μας τα υπενθυμίζει φορτικά, ενοχλητικά. Αυτά βέβαια μόνο για μερικούς μήνες. Ύστερα θα τα ξεχάσει ολότελα και θα απαιτήσει από μας να κάνουμε το ίδιο, να τα σβήσουμε.
Η Ελλη Παππά για πέντε περίπου μήνες, το 1950, υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη που ήταν παράνομοι. Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί είχε μωρό παιδί.
Τον δεσμό της με τον Μπελογιάννη, που εμείς μάθαμε δύο ημέρες μετά την εκτέλεσή του, θα τον χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση για την προβολή της, τους μύθους της και την ανέλιξή της, προκλητικά, προσβλητικά, ακόμα και για εκείνον.
Από τα μέσα του 1949, γραμματέας της Ομάδας της φυλακής ήταν η Καίτη Ζεύγου, τριανταπεντάχρονη τότε δασκάλα, παλιά αγωνίστρια καταδικασμένη δύο φορές σε θάνατο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, μία από τις πέντε εθνοσυμβούλους – βουλευτίνες της κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, στην Κατοχή.
Τη θυμόμαστε με αγάπη. Μαζί της είχαμε πάρει μια ανάσα, αλλά τα καλά κρατούν λίγο. Αργά, μεθοδικά, όπως περιγράφει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στο βιβλίο της, η ΄Ελλη Παππά, με κτυπήματα κάτω από τη μέση, θα οδηγήσει την Ζεύγου στην απομόνωση, με την ρετσινιά του χαφιέ , όπως και τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, παλιά κομμουνίστρια.
Λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, η Έλλη Παππά διορίζεται, από την έξω οργάνωση, γραμματέας του Γραφείου της ομάδας των κρατουμένων. Δική της απόφαση ήταν η οργάνωση επίσημου μνημόσυνου κάθε χρόνο, στην επέτειο της εκτέλεσης του Μπελογιάννη. Και οι άλλοι νεκροί;
Στο τέλος του 1950, στη φυλακή, ήμασταν 760 κρατούμενες, ανάμεσά μας 120 μελλοθάνατες και 30 παιδάκια μέχρι τριών χρονών. Πόσοι ήταν οι νεκροί μας; 30 στον πόλεμο της Αλβανίας, 50 στην Κατοχή, 150 στον Εμφύλιο. Τι αναλογούσε σε όσες είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους; Από ένα μέχρι έντεκα θύματα. Τόσοι ήταν οι εκτελεσμένοι της Βασιλικής Κουσάντρα, που έμεινε ολομόναχη. Και δεν ήταν η μόνη.
«Αναποδογυρίζει τα γεγονότα…»
Ως γραμματέας του Γραφείου της ομάδας γυναικών, η Ελλη Παππά οργάνωσε άμιλλες, πλάνα κατά τα σοβιετικά πρότυπα, καθιέρωσε διακρίσεις , βραβεία Άλμπατρος (πουλί της καταιγίδας) όπως ονόμασε ο Ζαχαριάδης τον Μπελογιάννη. Η ίδια έγραψε στίχους που έγιναν τραγούδι και το τραγουδούσαν οι κρατούμενες. Να και η τελευταία του στροφή:
“Κάθε βόλι το κάνουμε τραγούδι
κι απ’ τη σκλαβιά μας βλασταίνει ο ανθός
της νιας ζωής που στεριώνουν και θα χτίζουν
λεβέντρες που ζήσανε σαν ΄Αλμπατρος”.
“Λεβέντρες” ήμασταν εμείς οι κρατούμενες, τέσσερα χρόνια μετά τη συντριπτική ήττα, που κάναμε κάθε βόλι τραγούδι. Όλα αυτά και άλλα πολλά ανεκδιήγητα, τα καυτηριάζει στο βιβλίο της και τα φορτώνει στα μέλη του Γραφείου της, τα οποία κατονομάζει και κατηγορεί δριμύτατα.
Στο βιβλίο κατακεραυνώνει τον σταλινισμό, που αλλοτριώνει τον άνθρωπο, σπιλώνει υπολήψεις, κατασκευάζει χαφιέδες, ενώ στην πράξη, όπως την ζήσαμε εμείς, τον εφάρμοζε με τις χειρότερες μεθόδους του. Αναζητούσε παντού φραξιονίστριες, αντιηγετικές, ύποπτες, όργανα της ασφάλειας, οργανωμένα δίκτυα που δρούσαν μέσα στη φυλακή και έξω στις οργανώσεις, και σε ένα επισκεπτήριο ζήτησε από τον Βασίλη Ευφραιμίδη, βουλευτή της ΕΔΑ, κοινή δράση για τον εντοπισμό κάποιου κυκλώματος (σελ 131). Φυσικά εκείνος την αγνόησε και εκείνη τον μίσησε.
Στην ιστορία της, που χρόνια χτίζει πετραδάκι-πετραδάκι, αναποδογυρίζει γεγονότα, γράφει άσχετα παραμύθια, ρίχνει την ευθύνη της σε άλλους και ότι δεν μπορεί να βολέψει, το εξαφανίζει, όπως την συγκρατούμενή μας Γλυκερία Παγουλάτου, που δεν θα την συναντήσουμε πουθενά στις σελίδες του βιβλίου. Της είχε αναθέσει να ανακαλύψει κάποιες ύποπτες για χαφιεδισμό και όταν η Γλυκερία της δήλωσε ότι δεν βρήκε πουθενά ύποπτες και θα σταματήσει να ψάχνει, της επέβαλε την ποινή της σιωπής. Έτσι, εβδομάδες ολόκληρες κυκλοφορούσε μουγκή, συνοδεία δύο “μπάτσων” της επαγρύπνησης, ώσπου κόντεψε να χάσει και τη φωνή της και το μυαλό της.
Δεν θα συναντήσουμε ούτε τη Φαιναρέτη Κοκκόλη, να παίρνει μόνη της το φαγητό της, να τρώει μόνη της εκτός παρέας -στη φυλακή η παρέα σου είναι η οικογένειά σου- έρημη, αποσυνάγωγη.
Άφαντες και η Ντίνα, η Ελευθερία, η Ουρανία, η Κατίνα, η Ολυμπία και τόσες άλλες, θύματα όλες της χαφιεδολαγνείας και της μανίας της για πλήρη ισοπέδωση.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Όλα αυτά, οι κρατούμενες τα δεχόντουσαν βουβά, υποτακτικά και αδιαμαρτύρητα; Όχι βέβαια. Υπήρχαν μάλιστα φορές που η φυλακή τραντάχτηκε συθέμελα, αντιδρώντας στον παραλογισμό και την καταπίεση.
Αυτά τα ελάχιστα για την Ιστορία, που κανένας δεν έχει δικαίωμα να παραχαράζει».
Τι λέει η κόρη του Νίκου Ακριτίδη
-Μένουμε στην «Αυγή». Σε κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, την ίδια περίοδο με το προηγούμενο, δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα της κόρης του Νίκου Ακριτίδη, Ντόρας Ακριτίδη- Haubold:
«Το βιβλίο της Έλλης Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», στο οποίο περιγράφονται γεγονότα και καταστάσεις μετά τον εμφύλιο στη χώρα μας, μου προκάλεσε τον θαυμασμό για τη γενναιότητα και την αντοχή της γενιάς της Αντίστασης, της παρανομίας, των φυλακών και των στρατοδικείων. Η Έλλη Παππά, με θάρρος και ψυχραιμία, αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις στη ζωή της, μέχρι την απειλή της εκτέλεσης. Για την πίστη της στις αρχές και την αγωνιστική της δράση οφείλω τιμή και σεβασμό.
Στο βιβλίο της μας παρουσιάζει την προσωπική ερμηνεία των πραγμάτων και προσώπων, περιγράφοντας δεδομένα και υποθέσεις -απόψεις. Το γεγονός, όμως, ότι αυτά λέγονται μετά από 60 χρόνια, όταν όλοι σχεδόν οι αναφερόμενοι στο βιβλίο έχουν πεθάνει και δεν μπορούν πια να διευκρινίσουν, να επιβεβαιώσουν ή και να διαψεύσουν τη δική της άποψη, αυτό αμφισβητεί την εντιμότητα του βιβλίου.
Και με τον όρο να εκδοθούν τα κείμενα μετά θάνατον απέφυγε και την αντιπαράθεση με τους λίγους, που έχουν απομείνει, ώστε να μην έχουν τώρα σε ποιον να απευθυνθούν με τις αντιρρήσεις τους. Αυτό το θεωρώ απαράδεκτο και άδικο προς τους συναγωνιστές της και ενώ κάνει κριτική για τη χαφιεδολογία και λασπολογία, που χρησιμοποίησε το κόμμα προς τους αγωνιστές του, η ίδια κάνει το ίδιο (μη δίνοντας σε κανέναν την ευκαιρία διευκρίνισης των περιστατικών εκείνης της εποχής).
Ο πατέρας μου Νίκος Ακριτίδης πέθανε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1972. Η υπόθεση, που αναφέρει στο βιβλίο της στηρίζεται στα λόγια του αστυνόμου Κροντήρη, «από τους πιο μαύρους αρχιχαφιέδες», όπως η ίδια τον αποκαλεί (βλ. σ. 274), "ότι πιάστηκε» ο Ακριτίδης".
Επειδή, όμως, ο Ακριτίδης δεν φάνηκε στην απομόνωση και ο αστυνόμος διέψευσε τα λόγια του, η Παππά έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Ακριτίδης έσπασε και έγινε χαφιές! Τόσο εύκολα, χωρίς καμιά άλλη ένδειξη, του έβαλε τη στάμπα του χαφιέ.
Γιατί όμως δεν σκέφτηκε το πιο απλό, ότι ο Ακριτίδης ειδοποιήθηκε από τον κομματικό μηχανισμό να φυλαχτεί;
Γιατί δεν σκέφτηκε ότι η ασφάλεια χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της υπόνοιας για να φοβίσει τους κρατούμενους: «πες τα μας όλα, γιατί ο σύντροφός σου μας τα μαρτύρησε».
Είναι τραγικό και λυπηρό βασιζόμενη στην κουβέντα ενός αστυνόμου, να επιμένει στην κατηγορία εναντίον ενός συναγωνιστή της, που δεν μπορεί να διευκρινίσει το συμβάν και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρ’ όλο μου τον σεβασμό προς την ιστορία της ζωής της Έλλης Παππά, δεν έχει κανένα δικαίωμα να στήνει άδικες κατηγορίες υποτιμώντας τη δράση και το ήθος ενός αγωνιστή.
«Ποτέ δεν φαντάστηκα…»
Επειδή στο βιβλίο της αναρωτιέται πώς αντιμετώπισε το κόμμα την περίπτωση Ακριτίδη (βλ. σ. 18), θέλω να συμπληρώσω ότι το κόμμα εκτίμησε τη δράση του Ακριτίδη στην παρανομία με την ανάδειξή του σε αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα χρειαστεί να υπερασπιστώ την τιμή του πατέρα μου, που σ’ όλη του τη ζωή ήταν ένας συνεπής αγωνιστής.
Τον έζησα σαν έναν άνθρωπο τίμιο, δραστήριο, σεμνό, με το χιούμορ του, με βαθιά πίστη στην ανάγκη του αγώνα.
Απευθύνομαι σε όλους όσοι γνώρισαν τον σύντροφο και άνθρωπο Ακριτίδη, στους παλιούς ΕΠΟΝίτες, στους μαχητές των βουνών και τους αγωνιστές της παρανομίας, στους πολιτικούς πρόσφυγες, στους πρώην φοιτητές και τα μέλη των οργανώσεων της Ευρώπης, να απορρίψουν τη ρετσινιά της Έλλης Παππά και να θυμούνται τον Ακριτίδη όπως ήταν: καθαρός, ορθός, γελαστός, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, αφιερωμένος στον αγώνα για μια δίκαιη ανθρώπινη κοινωνία.
Αυτή η αφοσίωση και η τόλμη των ανώνυμων και γνωστών αγωνιστών αποτελούν κίνητρο και ενθάρρυνση στον συνεχή σκληρό αγώνα του 21ου αιώνα».
-Μένουμε στην «Αυγή». Σε κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, την ίδια περίοδο με το προηγούμενο, δημοσιεύθηκε το παρακάτω γράμμα της κόρης του Νίκου Ακριτίδη, Ντόρας Ακριτίδη- Haubold:
«Το βιβλίο της Έλλης Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», στο οποίο περιγράφονται γεγονότα και καταστάσεις μετά τον εμφύλιο στη χώρα μας, μου προκάλεσε τον θαυμασμό για τη γενναιότητα και την αντοχή της γενιάς της Αντίστασης, της παρανομίας, των φυλακών και των στρατοδικείων. Η Έλλη Παππά, με θάρρος και ψυχραιμία, αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις στη ζωή της, μέχρι την απειλή της εκτέλεσης. Για την πίστη της στις αρχές και την αγωνιστική της δράση οφείλω τιμή και σεβασμό.
Στο βιβλίο της μας παρουσιάζει την προσωπική ερμηνεία των πραγμάτων και προσώπων, περιγράφοντας δεδομένα και υποθέσεις -απόψεις. Το γεγονός, όμως, ότι αυτά λέγονται μετά από 60 χρόνια, όταν όλοι σχεδόν οι αναφερόμενοι στο βιβλίο έχουν πεθάνει και δεν μπορούν πια να διευκρινίσουν, να επιβεβαιώσουν ή και να διαψεύσουν τη δική της άποψη, αυτό αμφισβητεί την εντιμότητα του βιβλίου.
Και με τον όρο να εκδοθούν τα κείμενα μετά θάνατον απέφυγε και την αντιπαράθεση με τους λίγους, που έχουν απομείνει, ώστε να μην έχουν τώρα σε ποιον να απευθυνθούν με τις αντιρρήσεις τους. Αυτό το θεωρώ απαράδεκτο και άδικο προς τους συναγωνιστές της και ενώ κάνει κριτική για τη χαφιεδολογία και λασπολογία, που χρησιμοποίησε το κόμμα προς τους αγωνιστές του, η ίδια κάνει το ίδιο (μη δίνοντας σε κανέναν την ευκαιρία διευκρίνισης των περιστατικών εκείνης της εποχής).
Ο πατέρας μου Νίκος Ακριτίδης πέθανε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1972. Η υπόθεση, που αναφέρει στο βιβλίο της στηρίζεται στα λόγια του αστυνόμου Κροντήρη, «από τους πιο μαύρους αρχιχαφιέδες», όπως η ίδια τον αποκαλεί (βλ. σ. 274), "ότι πιάστηκε» ο Ακριτίδης".
Επειδή, όμως, ο Ακριτίδης δεν φάνηκε στην απομόνωση και ο αστυνόμος διέψευσε τα λόγια του, η Παππά έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Ακριτίδης έσπασε και έγινε χαφιές! Τόσο εύκολα, χωρίς καμιά άλλη ένδειξη, του έβαλε τη στάμπα του χαφιέ.
Γιατί όμως δεν σκέφτηκε το πιο απλό, ότι ο Ακριτίδης ειδοποιήθηκε από τον κομματικό μηχανισμό να φυλαχτεί;
Γιατί δεν σκέφτηκε ότι η ασφάλεια χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της υπόνοιας για να φοβίσει τους κρατούμενους: «πες τα μας όλα, γιατί ο σύντροφός σου μας τα μαρτύρησε».
Είναι τραγικό και λυπηρό βασιζόμενη στην κουβέντα ενός αστυνόμου, να επιμένει στην κατηγορία εναντίον ενός συναγωνιστή της, που δεν μπορεί να διευκρινίσει το συμβάν και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρ’ όλο μου τον σεβασμό προς την ιστορία της ζωής της Έλλης Παππά, δεν έχει κανένα δικαίωμα να στήνει άδικες κατηγορίες υποτιμώντας τη δράση και το ήθος ενός αγωνιστή.
«Ποτέ δεν φαντάστηκα…»
Επειδή στο βιβλίο της αναρωτιέται πώς αντιμετώπισε το κόμμα την περίπτωση Ακριτίδη (βλ. σ. 18), θέλω να συμπληρώσω ότι το κόμμα εκτίμησε τη δράση του Ακριτίδη στην παρανομία με την ανάδειξή του σε αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα χρειαστεί να υπερασπιστώ την τιμή του πατέρα μου, που σ’ όλη του τη ζωή ήταν ένας συνεπής αγωνιστής.
Τον έζησα σαν έναν άνθρωπο τίμιο, δραστήριο, σεμνό, με το χιούμορ του, με βαθιά πίστη στην ανάγκη του αγώνα.
Απευθύνομαι σε όλους όσοι γνώρισαν τον σύντροφο και άνθρωπο Ακριτίδη, στους παλιούς ΕΠΟΝίτες, στους μαχητές των βουνών και τους αγωνιστές της παρανομίας, στους πολιτικούς πρόσφυγες, στους πρώην φοιτητές και τα μέλη των οργανώσεων της Ευρώπης, να απορρίψουν τη ρετσινιά της Έλλης Παππά και να θυμούνται τον Ακριτίδη όπως ήταν: καθαρός, ορθός, γελαστός, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, αφιερωμένος στον αγώνα για μια δίκαιη ανθρώπινη κοινωνία.
Αυτή η αφοσίωση και η τόλμη των ανώνυμων και γνωστών αγωνιστών αποτελούν κίνητρο και ενθάρρυνση στον συνεχή σκληρό αγώνα του 21ου αιώνα».
Υπόθεση Καραγιώργη
-Στην «Καθημερινή» της 24ης Οκτωβρίου 2010 και με τίτλο «Εξ αφορμής» δημοσιεύθηκε κείμενο της παλαίμαχης αγωνίστριας του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς Μαρίας Καραγιώργη-Γυφτοδήμου.
Το κείμενο αυτό ήταν παράρτημα του βιβλίου «Κώστας Καραγιώργης(1905-1955), ο άνθρωπος, ο κομμουνιστής, ο δημοσιογράφος, ο αγωνιστής, το εξιλαστήριο θύμα» Ένα βιβλίο με σκληρές επιθέσεις κατά του Νίκου Ζαχαριάδη και της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη μεταχείριση που επιφύλαξαν στον άνδρα της που έγραψε η Καραγιώργη μαζί με την Κατερίνα Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου. Με το κείμενο αυτό η Μαρία Καραγιώργη απαντά στο βιβλίο της Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», το οποίο κυκλοφόρησε όταν το δικό της βρισκόταν στο τυπογραφείο. Η Καραγιώργη επισημαίνει «λάθη που έγιναν ή από κακή πληροφόρηση ή στόχευαν στην ενοχοποίηση του Καραγιώργη», όπως υποστηρίζει. Στο κείμενό της η Μαρία Καραγιώργη αναφέρει τα εξής:
«Συμμερίζομαι τον πόνο και την πίκρα της Ελλης Παππά για τον άδικο χαμό του συντρόφου της Νίκου Μπελογιάννη. Είναι αναμενόμενο σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο με προσωπικά βιώματα να υπεισέρχονται λάθη ή και άδικες κρίσεις. Ήδη άλλοι έχουν επισημάνει την τάση της Ελλης Παππά να κάνει αυτό το οποίο ακριβώς καταλογίζει στο Κόμμα: να βγάζει πολλούς ανθρώπους χαφιέδες και προδότες – χωρίς στοιχεία, όπως και το Κόμμα άλλωστε.
Εγώ θέλω να σταθώ σε τρία σημεία όπου αναφέρεται στον Καραγιώργη, διαστρεβλώνοντας τελείως την αλήθεια. Στη σελίδα 60 γράφει: «Ηταν στην Κατοχή, όταν είχε κατέβει ο Καραγιώργης στο Μωριά» και στη συνέχεια αναφέρει ότι ανέκρινε και υπέβαλε σε βασανιστήρια την αρραβωνιαστικιά του Μπελογιάννη Ουδέποτε όμως πήγε ο Καραγιώργης στην Πελοπόννησο. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έμεινε αυστηρά στη Θεσσαλία.
Στην ίδια σελίδα αναφέρεται στη διαγραφή της Διδώς Σωτηρίου (σ.σ. η γνωστή συγγραφέας αδελφή της Έλλης Παππά), αποδίδοντάς την στον Καραγιώργη. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραγιώργης δεν είχε σχέση με τη διαγραφή. Ήταν μεν διευθυντής του Ριζοσπάστη, όπου δούλευε και η Διδώ Σωτηρίου, αλλά οργανωτικά ανήκε στην ΚΟΒ Αθήνας, οπότε δεν είχε λόγο στην κομματική οργάνωση του Ριζοσπάστη, η οποία και διέγραψε τη Διδώ.
Τέλος, στη σελίδα 61, αναφέρεται στον θάνατο του Διαμαντή, τον οποίο επίσης αποδίδει στον Καραγιώργη. Ο Καραγιώργης όμως τότε δεν ήταν διοικητής του ΚΓΑΝΕ (ήταν ο Κώστας Κολιγιάννης) το οποίο έστειλε τον Διαμαντή πίσω στη Στερεά και στον θάνατο. Ο Καραγιώργης δεν ήταν καν στη Θεσσαλία τότε (μιλάμε τώρα για τον Εμφύλιο, βέβαια) όπου υποτίθεται ότι συνάντησε τον Διαμαντή. Ήταν στον Γράμμο. Αυτά είναι γνωστά, έχουν απαντηθεί προ πολλού. Βλέπε, ανάμεσα σε άλλα, και την «Ιστορία του Εμφυλίου» του Φοίβου Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, τον «Καπετάν Μάρκο» του Κωστή Παπακόγκου, τον «Εμφύλιο» του Κώστα Παλαιολόγου, το «Φάκελος Καραγιώργη» του Λευτέρη Μαυροειδή και πολλά άλλα.
Ακόμα και το Κόμμα αναίρεσε αυτές τις κατηγορίες με την αποκατάσταση του Καραγιώργη. Η Ελλη Παππά δυστυχώς αναπαράγει άκριτα το κατηγορητήριο που οδήγησε στην καταδίκη και τον θάνατο τον Καραγιώργη. Είναι γνωστό ότι σε αυτό το κατηγορητήριο ο Καραγιώργης κατηγορήθηκε και βρέθηκε υπεύθυνος για τα πάντα: από το ότι ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος(!) (ναι είναι και αυτό στο κατηγορητήριο) μέχρι τον θάνατο του Διαμαντή, την ήττα και την καταστροφή του κινήματος. Οταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα ήταν πολύ πρόσφατη η καταδίκη του Καραγιώργη. Ο ίδιος ο Μπελογιάννης ήταν μέλος της Ανακριτικής Επιτροπής που κατέληξε στο καταδικαστικό πόρισμα. Ηταν επομένως φυσικό, όταν συνάντησε την Ελλη Παππά, να υπερασπιστεί το έργο της Επιτροπής και να ενστερνίζεται το κατηγορητήριο στην ολότητά του. Το να το αναπαράγει, όμως, η Ελλη Παππά τόσα χρόνια μετά, όταν όλες οι κατηγορίες έχουν αποδειχθεί κατασκευασμένες και ψευδείς, μόνο λυπηρό είναι».
Το κείμενο αυτό ήταν παράρτημα του βιβλίου «Κώστας Καραγιώργης(1905-1955), ο άνθρωπος, ο κομμουνιστής, ο δημοσιογράφος, ο αγωνιστής, το εξιλαστήριο θύμα» Ένα βιβλίο με σκληρές επιθέσεις κατά του Νίκου Ζαχαριάδη και της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη μεταχείριση που επιφύλαξαν στον άνδρα της που έγραψε η Καραγιώργη μαζί με την Κατερίνα Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου. Με το κείμενο αυτό η Μαρία Καραγιώργη απαντά στο βιβλίο της Παππά «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», το οποίο κυκλοφόρησε όταν το δικό της βρισκόταν στο τυπογραφείο. Η Καραγιώργη επισημαίνει «λάθη που έγιναν ή από κακή πληροφόρηση ή στόχευαν στην ενοχοποίηση του Καραγιώργη», όπως υποστηρίζει. Στο κείμενό της η Μαρία Καραγιώργη αναφέρει τα εξής:
«Συμμερίζομαι τον πόνο και την πίκρα της Ελλης Παππά για τον άδικο χαμό του συντρόφου της Νίκου Μπελογιάννη. Είναι αναμενόμενο σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο με προσωπικά βιώματα να υπεισέρχονται λάθη ή και άδικες κρίσεις. Ήδη άλλοι έχουν επισημάνει την τάση της Ελλης Παππά να κάνει αυτό το οποίο ακριβώς καταλογίζει στο Κόμμα: να βγάζει πολλούς ανθρώπους χαφιέδες και προδότες – χωρίς στοιχεία, όπως και το Κόμμα άλλωστε.
Εγώ θέλω να σταθώ σε τρία σημεία όπου αναφέρεται στον Καραγιώργη, διαστρεβλώνοντας τελείως την αλήθεια. Στη σελίδα 60 γράφει: «Ηταν στην Κατοχή, όταν είχε κατέβει ο Καραγιώργης στο Μωριά» και στη συνέχεια αναφέρει ότι ανέκρινε και υπέβαλε σε βασανιστήρια την αρραβωνιαστικιά του Μπελογιάννη Ουδέποτε όμως πήγε ο Καραγιώργης στην Πελοπόννησο. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έμεινε αυστηρά στη Θεσσαλία.
Στην ίδια σελίδα αναφέρεται στη διαγραφή της Διδώς Σωτηρίου (σ.σ. η γνωστή συγγραφέας αδελφή της Έλλης Παππά), αποδίδοντάς την στον Καραγιώργη. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραγιώργης δεν είχε σχέση με τη διαγραφή. Ήταν μεν διευθυντής του Ριζοσπάστη, όπου δούλευε και η Διδώ Σωτηρίου, αλλά οργανωτικά ανήκε στην ΚΟΒ Αθήνας, οπότε δεν είχε λόγο στην κομματική οργάνωση του Ριζοσπάστη, η οποία και διέγραψε τη Διδώ.
Τέλος, στη σελίδα 61, αναφέρεται στον θάνατο του Διαμαντή, τον οποίο επίσης αποδίδει στον Καραγιώργη. Ο Καραγιώργης όμως τότε δεν ήταν διοικητής του ΚΓΑΝΕ (ήταν ο Κώστας Κολιγιάννης) το οποίο έστειλε τον Διαμαντή πίσω στη Στερεά και στον θάνατο. Ο Καραγιώργης δεν ήταν καν στη Θεσσαλία τότε (μιλάμε τώρα για τον Εμφύλιο, βέβαια) όπου υποτίθεται ότι συνάντησε τον Διαμαντή. Ήταν στον Γράμμο. Αυτά είναι γνωστά, έχουν απαντηθεί προ πολλού. Βλέπε, ανάμεσα σε άλλα, και την «Ιστορία του Εμφυλίου» του Φοίβου Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, τον «Καπετάν Μάρκο» του Κωστή Παπακόγκου, τον «Εμφύλιο» του Κώστα Παλαιολόγου, το «Φάκελος Καραγιώργη» του Λευτέρη Μαυροειδή και πολλά άλλα.
Ακόμα και το Κόμμα αναίρεσε αυτές τις κατηγορίες με την αποκατάσταση του Καραγιώργη. Η Ελλη Παππά δυστυχώς αναπαράγει άκριτα το κατηγορητήριο που οδήγησε στην καταδίκη και τον θάνατο τον Καραγιώργη. Είναι γνωστό ότι σε αυτό το κατηγορητήριο ο Καραγιώργης κατηγορήθηκε και βρέθηκε υπεύθυνος για τα πάντα: από το ότι ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος(!) (ναι είναι και αυτό στο κατηγορητήριο) μέχρι τον θάνατο του Διαμαντή, την ήττα και την καταστροφή του κινήματος. Οταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα ήταν πολύ πρόσφατη η καταδίκη του Καραγιώργη. Ο ίδιος ο Μπελογιάννης ήταν μέλος της Ανακριτικής Επιτροπής που κατέληξε στο καταδικαστικό πόρισμα. Ηταν επομένως φυσικό, όταν συνάντησε την Ελλη Παππά, να υπερασπιστεί το έργο της Επιτροπής και να ενστερνίζεται το κατηγορητήριο στην ολότητά του. Το να το αναπαράγει, όμως, η Ελλη Παππά τόσα χρόνια μετά, όταν όλες οι κατηγορίες έχουν αποδειχθεί κατασκευασμένες και ψευδείς, μόνο λυπηρό είναι».
Ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης και οι παραχαράκτες (2ο μέρος)
(Σημείωση «Ημεροδρόμου»: Δημοσιεύουμε σήμερα το 2ο μέρος του κειμένου του Γιώργου Καραγιάννη με τίτλο «Ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης και οι παραχαράκτες». Στο πρώτο μέρος παρατίθενται κείμενα με τα οποία αναιρούνται οι ισχυρισμοί που διατυπώνουν διάφοροι ζηλωτές της προσπάθειας σπίλωσης της ιστορίας του ΚΚΕ μέσω των δύο υποθέσεων, Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, δύο εμβληματικών προσώπων που έχουν καταγραφεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως παραδείγματα αγωνιστών για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Στο κείμενο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις «μαρτυρίες» της Έλλης Παππά, που χρησιμοποιούνται από τους παραχαράκτες. Το σημερινό, 2ο μέρος περιέχει κάποιες σημειώσεις του συγγραφέα, απαραίτητες για να σχηματίσει ο αναγνώστης την ολοκληρωμένη εικόνα εκείνης της σκοτεινής, αλλά και ηρωικής περιόδου).
(Σημειώνεται πως σε ορισμένα ονόματα, από αυτά που θα συναντήσουμε παρακάτω, θα υπάρχει (βοηθητικά) παραπομπή σε ένα σύντομο ευρετήριο με σύντομα βιογραφικό στοιχεία. Πατώντας πάνω στο όνομα θα μεταφέρεστε στο ευρετήριο ονομάτων).
Σημείωση πρώτη: Σε τηλεγράφημα του, με ημερομηνία 21 Ιούνη 1950, που έστειλε στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ μετά τον ερχομό του παράνομα στην Αθήνα ο Μπελογιάννης ανέφερε για τους Νίκο Πλουμπίδη και Νίκο Βαβούδη, «με τους οποίους είχε εντολή να μη συνδεθεί» ( σύμφωνα πάντα με το Ριζοσπάστη):
«Από 1 ,Αρ. 31,Κ
Έφθασα 7 Ιούνη. Ρώμη ψώνισα ένα Ιταλό 300 δολάρια και έβγαλε τράνζιτο. Σας γράφω κρίσεις μου για ανθρώπους μας. Ο Μπ (Νίκος Πλουμπίδης) είναι εντάξει (…) Αρρώστια και απομόνωση συντελούν βλέπει μερικά ζητήματα στενά σχολαστικά χλιαρά. Κουφός (Νίκος Βαβούδης) μάλλον εντάξει. Σε άρρωστο Μπ, πρότεινε αναλάβει αυτός καθοδήγηση».
Σημείωση δεύτερη: Στα γράμματα που έστειλε στον Νίκο Ζαχαριάδη από τη φυλακή το 1952, η Ελλη Παππά αναφέρθηκε και πάλι στην «εκδίκηση»: «Αγαπητέ μου σ., αυτά είναι λίγα μπροστά στα όσα έχω να σου πω. Δεν ξέρω αν κατάφερα τίποτα, βλέπεις δεν διαβάζω τι γράφω και ίσως βρεις και ασυναρτησίες ( σημείωση «Ριζοσπάστη»: «Η Ελλη Παππά έγραψε τα γράμματα με χυμό λεμονιού στις λευκές σελίδες και στα περιθώρια ενός βιβλίου»). Πάντως το να σας το πω έστω και κουτσά το θεωρώ σαν υπέρτατη υποχρέωσή μου και σε σας και στο Κόμμα και στην εκδίκηση που μου ζήτησε ο Νίκος. Σκέφτεσαι σ. πως όλη αυτή η πλεκτάνη δεν θα μπορούσε να γίνει αν ζούσε; Γι’ αυτό τον φάγανε (…) Σύντροφε, σου στέλνουμε όλη μας τη σκέψη, την αγάπη και την ελπίδα πως θα γιατρέψετε γρήγορα την κατάσταση όπως πρέπει και όπως περιμένουμε»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση τρίτη: H Ελλη Παππά ήταν κατηγορηματική και για την Ρόζα Ιμβριώτη και για πολλές άλλες συγκρατούμενές της: «Χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από την οργάνωση στοιχεία αντικομματικά – αντιηγετικά που έκαναν θραύση στις φυλακές και στις εξορίες (όπως κάτι δικηγορίνες που είχαμε εδώ) ή η Ρόζα Ιμβριώτη που στην εξορία έκανε καθαρά αντιηγετική δουλιά και κατά τη γνώμη μου είναι πράχτορας»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση τέταρτη: Σίγουρα χαφιέ θεωρούσε η Έλλη Παππά και τον Νίκο Ακριτίδη. Μέχρι το θάνατό της πίστευε ότι ο Ακριτίδης πρόδωσε τον Μπελογιάννη. Έγραψε η Ελλη Παππά στον Ζαχαριάδη:«Και – έξω απ’ τους μικρούς – πραγματικός χαφιές είναι αυτός που βρίσκεται στην Αθήνα επικεφαλής της δουλιάς. Αν αυτός είναι πάντα ο Ακριτίδης, τότε χαφιές είναι ο Ακριτίδης» »
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση πέμπτη: Κατηγορηματική ήταν η Ελλη Παππά και για τον Βαβούδη:«2) Τι συμβαίνει με τους κώδικες; Πριν αρχίσει η δεύτερη δίκη ο Μπάρμπας μου είχε γράψει πως αρχείο δεν κρατιόταν και δεν μπορούσαν να έχουν τίποτα στα χέρια τους. Αποδείχτηκε ότι είχαν πολλά στα χέρια τους. Σχηματίσαμε βαριές υπόνοιες για τον Βαβούδη. Ο Νίκος μάλιστα στην Καλλιθέα μου είπε πως ο Β. στην κατοχή ήταν στον Τίτο και μπορεί να τον ψωνίσανε τότε. Για το Β. εγώ είχα υπόνοιες από τις εκλογές του 1950. Άλλοτε μπορώ να σας πω πού τις στήριζα. Τις είπα στον Μπάρμπα, που όμως δεν τις πήρε στα σοβαρά. Και μάλιστα του τις είπε σαν κριτική δική μου. Από τότε χρονολογείται και το άσβεστο μίσος του Β. για μένα που το πληροφορήθηκα πολύ αργά, μόλις είδα το αξιοθρήνητο σήμα για μένα και το Νίκο. Τις υπόνοιές μου για αυτόν τις διατηρώ. Κανείς δεν τον είδε νεκρό. Θα φρίξετε αν κάποτε μάθετε πώς δούλευε αυτός ο άνθρωπος. Μα και μόνο η προσπάθειά του να μας συκοφαντεί όλους και η τάση του να θέλει να πάρει όλη τη δουλειά στα χέρια του, δείχνουν πολλά. Ούτε και μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτοί έχουν στις γραμμές μας ένα πράχτορα και όχι δίχτυ από τέτοιους. Αν οι κώδικες δεν είναι από τον Βαβούδη, ποιος τους έδωσε; Σ’ αυτό ίσως θα μπορούσε να δώσει απάντηση ο Μπάρμπας. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να το κάνει μόνο ο Ακριτίδης»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση έκτη: Στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη της 1ης Απριλίου 2012 σε αφιέρωμα για τα 60 χρόνια από την εκτέλεση του Μπελογιάννη, διαβάζουμε και τα εξής για τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1950:
«…Την άνοιξη του 1949 υπεύθυνος του παράνομου κομματικού κλιμακίου στην Ελλάδα ανέλαβε ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της ΚΕ, αντικαθιστώντας τον Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος του ΠΓ, που είχε πέσει στα χέρια της Ασφάλειας. Μαζί με τον Αναστασιάδη πιάστηκαν και άλλοι καθοδηγητές των παράνομων οργανώσεων, καθώς και πολλοί ακόμα σύντροφοι της Αθήνας και του Πειραιά (σ.σ. Ο Αναστασιάδης καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε). Οι οργανώσεις σχεδόν εξαρθρώθηκαν. Το πρόβλημα των συλλήψεων είχε απασχολήσει και την 7η Ολομέλεια της ΚΕ (14-18 Μαΐου 1950), η οποία αποφάσισε σχετικά με τα παράνομα στελέχη στην Ελλάδα:
«Όλα τα κομματικά στελέχη που τώρα δουλεύουν παράνομα στην Ελλάδα πρέπει να περάσουν στο εξωτερικό για λόγους ασφάλειας των κομματικών οργανώσεων, για ξεκούραση και μόρφωση και για να γίνει εξέταση με σκοπό να βρεθεί άκρη για τα σοβαρά χτυπήματα που μας κατάφερε ο εχθρός στα τελευταία χρόνια»(ΚΚΕ-Επίσημα Κείμενα, τ. 7ος ,σ.40, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
Μετά τις συλλήψεις της άνοιξης 1949 η οργάνωση των ΕΠΟΝιτών, όπως λεγόταν, με επικεφαλής τον Σταύρο Κασιμάτη, αυτονομήθηκε από το κλιμάκιο που καθοδηγούσε ο Ν. Πλουμπίδης. Ο ίδιος ο Κασιμάτης, λαθεμένα, υποψιαζόταν ότι ο Ν. Πλουμπίδης είχε δώσει στην Ασφάλεια τον παράνομο μηχανισμό. Η απόφαση για τη δημιουργία του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου πάρθηκε δίχως προηγούμενη συνεννόηση του Κασιμάτη με το ΠΓ. Αργότερα, το ΠΓ ενέκρινε την επιλογή της αυτονόμησης.
Όπως έγραψε ο Κασιμάτης, σε σύσκεψη που πραγματοποίησαν ο ίδιος με τους Κώστα Φιλίνη, Φώφη Λαζάρου, Πέτρο Διβέρη, αποφάσισαν τη συγκρότηση του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου του ΚΚΕ στην Αθήνα.
Διαβάζουμε:
«Χωρίς περιστροφές αναφέρομαι σύντομα στις συλλήψεις, στη δημιουργημένη από αυτές κατάσταση και προτείνω να αναλάβουμε εμείς οι τέσσερις πρωτοβουλία για ανασυγκρότηση των οργανώσεων, όχι μόνο της ΕΠΟΝ αλλά και του Κόμματος»
(Σταύρου Κασιμάτη «Οι παράνομοι», σ. 80 εκδόσεις «Φιλίστωρ»).
(Σημειώνεται πως σε ορισμένα ονόματα, από αυτά που θα συναντήσουμε παρακάτω, θα υπάρχει (βοηθητικά) παραπομπή σε ένα σύντομο ευρετήριο με σύντομα βιογραφικό στοιχεία. Πατώντας πάνω στο όνομα θα μεταφέρεστε στο ευρετήριο ονομάτων).
Σημείωση πρώτη: Σε τηλεγράφημα του, με ημερομηνία 21 Ιούνη 1950, που έστειλε στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ μετά τον ερχομό του παράνομα στην Αθήνα ο Μπελογιάννης ανέφερε για τους Νίκο Πλουμπίδη και Νίκο Βαβούδη, «με τους οποίους είχε εντολή να μη συνδεθεί» ( σύμφωνα πάντα με το Ριζοσπάστη):
«Από 1 ,Αρ. 31,Κ
Έφθασα 7 Ιούνη. Ρώμη ψώνισα ένα Ιταλό 300 δολάρια και έβγαλε τράνζιτο. Σας γράφω κρίσεις μου για ανθρώπους μας. Ο Μπ (Νίκος Πλουμπίδης) είναι εντάξει (…) Αρρώστια και απομόνωση συντελούν βλέπει μερικά ζητήματα στενά σχολαστικά χλιαρά. Κουφός (Νίκος Βαβούδης) μάλλον εντάξει. Σε άρρωστο Μπ, πρότεινε αναλάβει αυτός καθοδήγηση».
Σημείωση δεύτερη: Στα γράμματα που έστειλε στον Νίκο Ζαχαριάδη από τη φυλακή το 1952, η Ελλη Παππά αναφέρθηκε και πάλι στην «εκδίκηση»: «Αγαπητέ μου σ., αυτά είναι λίγα μπροστά στα όσα έχω να σου πω. Δεν ξέρω αν κατάφερα τίποτα, βλέπεις δεν διαβάζω τι γράφω και ίσως βρεις και ασυναρτησίες ( σημείωση «Ριζοσπάστη»: «Η Ελλη Παππά έγραψε τα γράμματα με χυμό λεμονιού στις λευκές σελίδες και στα περιθώρια ενός βιβλίου»). Πάντως το να σας το πω έστω και κουτσά το θεωρώ σαν υπέρτατη υποχρέωσή μου και σε σας και στο Κόμμα και στην εκδίκηση που μου ζήτησε ο Νίκος. Σκέφτεσαι σ. πως όλη αυτή η πλεκτάνη δεν θα μπορούσε να γίνει αν ζούσε; Γι’ αυτό τον φάγανε (…) Σύντροφε, σου στέλνουμε όλη μας τη σκέψη, την αγάπη και την ελπίδα πως θα γιατρέψετε γρήγορα την κατάσταση όπως πρέπει και όπως περιμένουμε»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση τρίτη: H Ελλη Παππά ήταν κατηγορηματική και για την Ρόζα Ιμβριώτη και για πολλές άλλες συγκρατούμενές της: «Χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από την οργάνωση στοιχεία αντικομματικά – αντιηγετικά που έκαναν θραύση στις φυλακές και στις εξορίες (όπως κάτι δικηγορίνες που είχαμε εδώ) ή η Ρόζα Ιμβριώτη που στην εξορία έκανε καθαρά αντιηγετική δουλιά και κατά τη γνώμη μου είναι πράχτορας»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση τέταρτη: Σίγουρα χαφιέ θεωρούσε η Έλλη Παππά και τον Νίκο Ακριτίδη. Μέχρι το θάνατό της πίστευε ότι ο Ακριτίδης πρόδωσε τον Μπελογιάννη. Έγραψε η Ελλη Παππά στον Ζαχαριάδη:«Και – έξω απ’ τους μικρούς – πραγματικός χαφιές είναι αυτός που βρίσκεται στην Αθήνα επικεφαλής της δουλιάς. Αν αυτός είναι πάντα ο Ακριτίδης, τότε χαφιές είναι ο Ακριτίδης» »
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση πέμπτη: Κατηγορηματική ήταν η Ελλη Παππά και για τον Βαβούδη:«2) Τι συμβαίνει με τους κώδικες; Πριν αρχίσει η δεύτερη δίκη ο Μπάρμπας μου είχε γράψει πως αρχείο δεν κρατιόταν και δεν μπορούσαν να έχουν τίποτα στα χέρια τους. Αποδείχτηκε ότι είχαν πολλά στα χέρια τους. Σχηματίσαμε βαριές υπόνοιες για τον Βαβούδη. Ο Νίκος μάλιστα στην Καλλιθέα μου είπε πως ο Β. στην κατοχή ήταν στον Τίτο και μπορεί να τον ψωνίσανε τότε. Για το Β. εγώ είχα υπόνοιες από τις εκλογές του 1950. Άλλοτε μπορώ να σας πω πού τις στήριζα. Τις είπα στον Μπάρμπα, που όμως δεν τις πήρε στα σοβαρά. Και μάλιστα του τις είπε σαν κριτική δική μου. Από τότε χρονολογείται και το άσβεστο μίσος του Β. για μένα που το πληροφορήθηκα πολύ αργά, μόλις είδα το αξιοθρήνητο σήμα για μένα και το Νίκο. Τις υπόνοιές μου για αυτόν τις διατηρώ. Κανείς δεν τον είδε νεκρό. Θα φρίξετε αν κάποτε μάθετε πώς δούλευε αυτός ο άνθρωπος. Μα και μόνο η προσπάθειά του να μας συκοφαντεί όλους και η τάση του να θέλει να πάρει όλη τη δουλειά στα χέρια του, δείχνουν πολλά. Ούτε και μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτοί έχουν στις γραμμές μας ένα πράχτορα και όχι δίχτυ από τέτοιους. Αν οι κώδικες δεν είναι από τον Βαβούδη, ποιος τους έδωσε; Σ’ αυτό ίσως θα μπορούσε να δώσει απάντηση ο Μπάρμπας. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να το κάνει μόνο ο Ακριτίδης»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 119112: Εκθέσεις της Ελλης Ιωαννίδου προς τον Ν. Ζαχαριάδη).
Σημείωση έκτη: Στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη της 1ης Απριλίου 2012 σε αφιέρωμα για τα 60 χρόνια από την εκτέλεση του Μπελογιάννη, διαβάζουμε και τα εξής για τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1950:
«…Την άνοιξη του 1949 υπεύθυνος του παράνομου κομματικού κλιμακίου στην Ελλάδα ανέλαβε ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της ΚΕ, αντικαθιστώντας τον Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος του ΠΓ, που είχε πέσει στα χέρια της Ασφάλειας. Μαζί με τον Αναστασιάδη πιάστηκαν και άλλοι καθοδηγητές των παράνομων οργανώσεων, καθώς και πολλοί ακόμα σύντροφοι της Αθήνας και του Πειραιά (σ.σ. Ο Αναστασιάδης καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε). Οι οργανώσεις σχεδόν εξαρθρώθηκαν. Το πρόβλημα των συλλήψεων είχε απασχολήσει και την 7η Ολομέλεια της ΚΕ (14-18 Μαΐου 1950), η οποία αποφάσισε σχετικά με τα παράνομα στελέχη στην Ελλάδα:
«Όλα τα κομματικά στελέχη που τώρα δουλεύουν παράνομα στην Ελλάδα πρέπει να περάσουν στο εξωτερικό για λόγους ασφάλειας των κομματικών οργανώσεων, για ξεκούραση και μόρφωση και για να γίνει εξέταση με σκοπό να βρεθεί άκρη για τα σοβαρά χτυπήματα που μας κατάφερε ο εχθρός στα τελευταία χρόνια»(ΚΚΕ-Επίσημα Κείμενα, τ. 7ος ,σ.40, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
Μετά τις συλλήψεις της άνοιξης 1949 η οργάνωση των ΕΠΟΝιτών, όπως λεγόταν, με επικεφαλής τον Σταύρο Κασιμάτη, αυτονομήθηκε από το κλιμάκιο που καθοδηγούσε ο Ν. Πλουμπίδης. Ο ίδιος ο Κασιμάτης, λαθεμένα, υποψιαζόταν ότι ο Ν. Πλουμπίδης είχε δώσει στην Ασφάλεια τον παράνομο μηχανισμό. Η απόφαση για τη δημιουργία του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου πάρθηκε δίχως προηγούμενη συνεννόηση του Κασιμάτη με το ΠΓ. Αργότερα, το ΠΓ ενέκρινε την επιλογή της αυτονόμησης.
Όπως έγραψε ο Κασιμάτης, σε σύσκεψη που πραγματοποίησαν ο ίδιος με τους Κώστα Φιλίνη, Φώφη Λαζάρου, Πέτρο Διβέρη, αποφάσισαν τη συγκρότηση του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου του ΚΚΕ στην Αθήνα.
Διαβάζουμε:
«Χωρίς περιστροφές αναφέρομαι σύντομα στις συλλήψεις, στη δημιουργημένη από αυτές κατάσταση και προτείνω να αναλάβουμε εμείς οι τέσσερις πρωτοβουλία για ανασυγκρότηση των οργανώσεων, όχι μόνο της ΕΠΟΝ αλλά και του Κόμματος»
(Σταύρου Κασιμάτη «Οι παράνομοι», σ. 80 εκδόσεις «Φιλίστωρ»).
Στο δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο, που το συναντάμε και ως κέντρο των ΕΠΟΝιτών, άλλοτε και των Μακρονησιωτών, εντάχθηκαν και απολυμένοι από τη Μακρόνησο, όπως ο Αντώνης Μπριλλάκης ο Πότης Παρασκευόπουλος και ο Παναγιώτης Κατερίνης. Στο πλαίσιο των μέτρων ανασυγκρότησης των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, η 7η Ολομέλεια προσέλαβε τους Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη ως αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ.
Λίγες ημέρες μετά την 7η Ολομέλεια ο Μπελογιάννης αναχώρησε για την Ελλάδα από την πολιτική προσφυγιά όπου βρισκόταν, μέσω της διαδρομής Παρίσι – Ρώμη – Αθήνα. Έφθασε αεροπορικώς στις 7 Ιουνίου 1950, με το όνομα Ερρίκος Πανόζ στο Αργεντινό του διαβατήριο. Πέντε μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1950, τον ακολούθησε ο Νίκος Ακριτίδης…».
Σημείωση έβδομη:Ο ίδιος ο Κασιμάτης, τον οποίο πολλοί θεωρούν ως το στέλεχος του ΚΚΕ που με τα σημειώματά του για τον Νίκο Πλουμπίδη οδήγησε τον Ζαχαριάδη και το Πολιτικό Γραφείο στην απόφαση να τον χαρακτηρίσουν «χαφιέ», μιλώντας στον Στέλιο Κούλογλου στην ιστοσελίδα του TVXS για τις υποθέσεις Μπελογιάννη και Πλουμπίδη ανέφερε και τα εξής:
«…Εγώ ποτέ δεν έβγαλα το συμπέρασμα τότε ότι ο Πλουμπίδης είναι χαφιές. Μιλώντας στον Ακριτίδη και στον Μπελογιάννη εξέφραζα μόνο αμφιβολίες, δεν μπορούσα να πάρω την ευθύνη να πω ότι ήταν χαφιές ο Πλουμπίδης, ήταν πολύ σοβαρό ζήτημα. Ο Μπελογιάννης πίστευε ότι δεν είναι χαφιές ο Πλουμπίδης. Η δυνατότητα προσπέλασης και επαφής είναι τεράστιο στοιχείο για να μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο και να δεις την κατάστασή του. Εγώ δεν είχα καμιά επαφή με τον Πλουμπίδη, είχα αντιμετωπίσει την αυστηρότητά του, τίποτε άλλο. Εάν ήξερα τις συνθήκες της ζωής του, ίσως μπορούσα να έχω ολοκληρωμένη άποψη.
Λίγες ημέρες μετά την 7η Ολομέλεια ο Μπελογιάννης αναχώρησε για την Ελλάδα από την πολιτική προσφυγιά όπου βρισκόταν, μέσω της διαδρομής Παρίσι – Ρώμη – Αθήνα. Έφθασε αεροπορικώς στις 7 Ιουνίου 1950, με το όνομα Ερρίκος Πανόζ στο Αργεντινό του διαβατήριο. Πέντε μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 1950, τον ακολούθησε ο Νίκος Ακριτίδης…».
Σημείωση έβδομη:Ο ίδιος ο Κασιμάτης, τον οποίο πολλοί θεωρούν ως το στέλεχος του ΚΚΕ που με τα σημειώματά του για τον Νίκο Πλουμπίδη οδήγησε τον Ζαχαριάδη και το Πολιτικό Γραφείο στην απόφαση να τον χαρακτηρίσουν «χαφιέ», μιλώντας στον Στέλιο Κούλογλου στην ιστοσελίδα του TVXS για τις υποθέσεις Μπελογιάννη και Πλουμπίδη ανέφερε και τα εξής:
«…Εγώ ποτέ δεν έβγαλα το συμπέρασμα τότε ότι ο Πλουμπίδης είναι χαφιές. Μιλώντας στον Ακριτίδη και στον Μπελογιάννη εξέφραζα μόνο αμφιβολίες, δεν μπορούσα να πάρω την ευθύνη να πω ότι ήταν χαφιές ο Πλουμπίδης, ήταν πολύ σοβαρό ζήτημα. Ο Μπελογιάννης πίστευε ότι δεν είναι χαφιές ο Πλουμπίδης. Η δυνατότητα προσπέλασης και επαφής είναι τεράστιο στοιχείο για να μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο και να δεις την κατάστασή του. Εγώ δεν είχα καμιά επαφή με τον Πλουμπίδη, είχα αντιμετωπίσει την αυστηρότητά του, τίποτε άλλο. Εάν ήξερα τις συνθήκες της ζωής του, ίσως μπορούσα να έχω ολοκληρωμένη άποψη.
Το άψυχο κορμί του Νίκου Πλουμπίδη λίγα λεπτά μετά την εκτέλεσή του στις 14 Αυγούστου του 1954. Οι «χριστιανοί» της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Παπάγου τον εκτέλεσαν παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, που τιμάται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο Παπάγος ήταν αξιωματικός του ιππικού του «όπλου των γαλαζοαίματων» της εποχής , αρχιστράτηγος του ελληνοιταλικού πολέμου 1940-1941,ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΔΕΝ ΠΗΓΕ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ, ΑΛΛΑ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ, ΟΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ.
Άκαπνος και μη μάχιμος...Πως έγινε στρατηγός;
Αυτό το πλεονέκτημα το είχε ο Μπελογιάννης. Σε ορισμένες περιπτώσεις το στοιχείο της προσωπικής επαφής είναι καθοριστικό. Ο Μπελογιάννης, όταν πρωτοήρθε σε επαφή με τον Πλουμπίδη, ήταν υποψιασμένος. Του είχαν πει να μην πιάσει επαφή μαζί του. Το γράφω και στο βιβλίο ότι, όταν ήταν να συναντηθούν για πρώτη φορά, μου είπε: «Άμα χαθώ, να ξέρεις ότι αύριο έχω ραντεβού με τον Πλουμπίδη». Είχε πολύ σοβαρές υποψίες ότι ο Πλουμπίδης δεν ήταν εντάξει, φαινόταν καθαρά αυτό, αλλά η επαφή μεταξύ Μπελογιάννη και Πλουμπίδη διέλυσε τη βαριά ατμόσφαιρα. Είμαι βέβαιος ότι ο Μπελογιάννης θα έγραψε έξω ότι ο Πλουμπίδης είναι εντάξει, γιατί για ένα διάστημα αφήνουνε τον Πλουμπίδη στην ησυχία του και επιτρέπουν στον Μπελογιάννη να έχει ιδιαίτερες επαφές μαζί του». (Για περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη του Σταύρου Κασιμάτη στον Στέλιο Κούλογλου εδώ).
Σημείωση όγδοη: Η Μαρία Καραγιώργη μέχρι το θάνατό της επέμενε ότι το ΚΚΕ αποκατέστησε τον Κώστα Καραγιώργη «με μισό στόμα». Και η απάντηση του ΚΚΕ με σημείωμα του Μάκη Μαίλη στο «Ριζοσπάστη» το Μάιο του 2011:
«…Και γνωρίζουν ότι το σχετικό πόρισμα της Επιτροπής, που προτάθηκε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και εγκρίθηκε από την 9η Ολομέλεια (1958), αριθμεί 23 δακτυλογραφημένες σελίδες – ύμνο στον Κ. Καραγιώργη.
Το σχετικό κείμενο κλείνει με την αποκατάστασή του ως εξής: «Ν’ ακυρωθεί η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ της 9. 6. 50 για την καθαίρεσή του από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και τη διαγραφή του. Ν’ ακυρωθεί επίσης η καθαίρεσή του από το βαθμό του αντιστράτηγου του ΔΣΕ. Ν’ αποκατασταθεί στο ΚΚΕ απ’ το 1920, στην ΚΕ απ’ το 7ο Συνέδριο που τον εξέλεξε και στο βαθμό του αντιστράτηγου του ΔΣΕ»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 48413).
Ακολούθησε η δημοσιευμένη εδώ και χρόνια Απόφαση της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ, με την οποία αποκαταστάθηκαν οι Γ. Σιάντος και Ν. Πλουμπίδης, μαζί και ο Κ. Καραγιώργης…».
Σημείωση ένατη: Η υπό τον Κασιμάτη «Ομάδα των ΕΠΟΝιτών» προσπάθησε ένα βρει επαφή με την ηγεσία του ΚΚΕ μέσω της σοβιετικής πρεσβείας στην Αθήνα. Την προσπάθεια αυτή μαζί με το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’50, περιέγραψε η Φώφη Λαζάρου ( στο TVXS 15 Αυγούστου του 2015, στα 61 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη):
«…Ο Σταύρος Κασιμάτης είχε την ιδέα να αποκτήσουμε μια επαφή με το κόμμα στο εξωτερικό. Είχε τελειώσει ο Εμφύλιος, πρέπει να ήτανε Σεπτέμβρης του 1949, και μου είπε μια μέρα: «Σκέφτομαι να στείλουμε ένα σημείωμα μέσω της σοβιετικής πρεσβείας και, αν μπορούμε, να στείλουμε κι άλλα». Μου είπε: «Πας εσύ στην πρεσβεία;» Ήτανε πολύ παρακινδυνευμένο αλλά εγώ δέχτηκα. Γιατί να μην πάω; Ό,τι κάναμε τότε, ήτανε δύσκολο και επικίνδυνο. Η πρεσβεία βρισκόταν στην Ηρώδου Αττικού, στον Εθνικό Κήπο απέναντι. Πήγα ένα απομεσήμερο που είχε ησυχία. Οι γυναίκες περνούσαν πιο εύκολα. Είχαμε συνεννοηθεί ότι αν με σταματούσε κάποιος ή αν μ’ έπιαναν, θα έλεγα ότι πήγαινα να βρω δουλειά. Ήμουνα παράνομη, καταζητούμενη και ήτανε πολύ φυσικό να μην έχω να φάω. Μπήκα μέσα και ζήτησα να μιλήσω με έναν υπεύθυνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πιστεύαμε ότι όποιος ήταν μέσα στη σοβιετική πρεσβεία ήτανε φίλος μας. Βρήκα λοιπόν κάποιον και του είπα ότι είμαι από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ και ότι θέλω να μιλήσω με κάποιον. Τηλεφώνησαν και ήρθε στην πρεσβεία ο ανταποκριτής του πρακτορείου TASS, ο Βελιτσάνσκι, ο οποίος μιλούσε πολύ ωραία τα ελληνικά. Του είπα ότι είμαι από την παράνομη οργάνωση και του έδειξα την ταυτότητά μου, την πραγματική, που δεν την είχα αλλάξει.
Και ψεύτικη ταυτότητα να είχες, άμα σε πιάνανε ως ύποπτο στο δρόμο, σε πηγαίνανε στην Αστυνομία και εξακριβώνανε ποιος είσαι. Άλλωστε είχαν πιάσει τόσο πολύ κόσμο, που οι καταζητούμενοι δεν ήταν πλέον πάρα πολλοί+ είχανε βάλει τις φωτογραφίες μας παντού σε αστυνομικά τμήματα, όπως βάζουν τις φωτογραφίες των εγκληματιών… έτσι μας είχανε τότε, σαν εγκληματίες. Έδειξα στον Βελιτσάνσκι την ταυτότητά μου, του είπα ποια είμαι, ότι καταζητούμαι και ότι η υπόθεση για την οποία καταζητούμαι είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες τον Ιούνιο του 1948.
Με καταζητούσαν για στρατολόγηση ανταρτών στην Πελοπόννησο. Αυτό που εμείς κάναμε τότε ήταν ότι άμα βρίσκαμε κάποιον που ήθελε να πάει στον Δημοκρατικό Στρατό, τον διευκολύναμε, και αυτό εθεωρείτο στρατολόγηση. Αργότερα το 1960, όταν πέρασα στρατοδικείο για κατασκοπεία, λέγανε ότι γύριζα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και συγκέντρωνα πληροφορίες για να τις στέλνω στη ρουμανική κυβέρνηση. Ήταν αστεία πράγματα κι εγώ ήμουνα και τότε παράνομη και δεν μπορούσα όχι στο αεροδρόμιο να πάω αλλά πουθενά. Όμως δεν με κατηγορούσαν μόνο για στρατολόγηση ανταρτών, με κυνηγούσαν, όπως και ολόκληρο το κεντρικό συμβούλιο της ΕΠΟΝ-καμιά σαρανταριά άτομα- με διάφορες κατηγορίες, όπως ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος. Με ειδικά ψηφίσματα μπορούσαν να σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και να σε πάνε στο στρατοδικείο και στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Μια τέτοια υπόθεσή μου είχε δημοσιευτεί με τη φωτογραφία μου στην εφημερίδα και αυτή την ιστορία είπα στον Βελιτσάνσκι για να με εμπιστευτεί. Και του είπα βέβαια ότι θέλουμε να στείλουμε ένα γράμμα στην καθοδήγηση του ΚΚΕ στις ανατολικές χώρες. Ο Βελιτσάνσκι κράτησε τα στοιχεία μου, μου είπε ότι θα συναντηθούμε, μου έδωσε μια ημερομηνία. «Θα μου κάνετε όμως», είπε, «προηγουμένως ένα τηλεφώνημα και βέβαια δε θα μου πείτε το όνομά σας, θα πείτε ότι τηλεφωνείτε εκ μέρους του κυρίου Παράσχου». Ο κύριος Παράσχος ήτανε διευθυντής μιας πολύ δεξιάς αντικομμουνιστικής εφημερίδας Εθνικός Κήρυκας λεγότανε νομίζω. Του τηλεφώνησα μια μέρα πριν από την καθορισμένη ημερομηνία, φθινόπωρο του 1949, στο ΤΑΣΣ, στην πρεσβεία δεν ξαναπήγα. Το ραντεβού ήτανε στη λεωφόρο Συγγρού, έπρεπε να περπατάω στο ύψος του Αγίου Σώστη προς το Φάληρο, τότε η λεωφόρος Συγγρού ήταν σαν απόκεντρος δρόμος, δεν ήταν τόσο φωτεινή, δεν υπήρχαν μαγαζιά, δεν ήταν τόσο πυκνά χτισμένη, δεν υπήρχανε πολυκατοικίες, μόνο οικόπεδα. Τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ένα αυτοκίνητο του διπλωματικού σώματος με τον Βελιτσάνσκι και ένα σοφέρ κατέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού. Υποθέτω ότι ήρθαν από απέναντι, με είδανε και μετά γυρίσανε πάλι προς τα κάτω και κάποια στιγμή σταματήσανε δίπλα μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο, πήγαμε προς το Φάληρο, μεγάλη διαδρομή, τους έδωσα το σημείωμα, με αφήσανε στη Νέα Σμύρνη και ο Βελιτσάνσκι μου είπε ότι θα ξανασυναντηθούμε. Ήταν εγκάρδιος άνθρωπος, εμείς τότε θαυμάζαμε όλους τους Σοβιετικούς. Στην οργάνωση συμπεράναμε ότι ο Βελιτσάνσκι είχε συνεννοηθεί με την ηγεσία του ΚΚΕ στο εξωτερικό δεν ξέρω αν όντως είχανε συνεννοηθεί, αυτό ακόμη και σήμερα δεν το ξέρω και αν οι δικοί μας από το εξωτερικό είχαν πει να συνεχιστεί αυτή η επαφή.
Η επαφή αυτή συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1950, σχεδόν κάθε μήνα, το ραντεβού με τον Βελιτσάνσκι πραγματοποιούνταν συγκεκριμένη ώρα και μέρα και στο ίδιο πάντα μέρος. Δεν είχαμε αμφιβολία ότι τα μηνύματα που στέλναμε έφταναν στον Ζαχαριάδη, διότι κάποια στιγμή ήρθε κάποιος δικός μας από το εξωτερικό ο οποίος είπε «αυτή η επαφή που έχει η Φώφη» _ο ίδιος δεν ήξερε τι είναι «να την κρατήσετε». Μας είχε μεταφέρει αυτό το μήνυμα από μέρους του Ζαχαριάδη. Εμείς περιμέναμε να μας δώσουν κάποια απάντηση. Κάθε φορά που πήγαινα στον Κασιμάτη, μετά τις συναντήσεις μου με τον Βελιτσάνσκι με ρωτούσε: «Έχεις τίποτα, σου δώσανε τίποτα;»
Τα μηνύματα που μετέφερα έγραφαν για την κατάσταση της οργάνωσης, για προβλήματα που υπήρχαν και για πολιτικές θέσεις που παίρναμε. Τα μηνύματα απλώς τα μετέφερα, δεν τα έγραφα, μου είχαν όμως διαβάσει το περιεχόμενο κάποιων από αυτά. Η επαφή με τον Βελιτσάνσκι συνεχίστηκε μέχρι που συνέλαβαν τον Μπελογιάννη και την Έλλη. Θυμάμαι πως τότε ο Βελιτσάνσκι ήταν πολύ ανήσυχος γιατί, εκτός από τον Μπελογιάννη και την Έλλη Παπά, είχαν συλλάβει και άλλους ανθρώπους, πάνω από εκατό, και είχε θορυβηθεί όλος ο κόσμος. Με ρώτησε αν είχαν συλληφθεί και άνθρωποι από τη δική μας οργάνωση από το δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο. Όχι μόνο γιατί ανησυχούσε για μας προσωπικά αλλά γιατί μέσω της επαφής που είχαν μαζί μας κινδύνευαν να εκτεθούν και αυτοί. Μου είπε ότι από τότε και στο εξής η επαφή θα γίνεται μόνο με δική τους πρωτοβουλία, όποτε νομίζουν αυτοί, και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να πηγαίνω σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο έξω από το Ζάππειο και εφόσον έβρισκα εκεί χαραγμένο ένα σταυρό θα πήγαινα στο ραντεβού την ημέρα και την ώρα που είχαμε προαποφασίσει _ τα ραντεβού θα γίνονταν πάντα στη Συγγρού.
Έγιναν μερικές ακόμη συναντήσεις, όμως είχαν αραιώσει πολύ πια, γιατί οι Σοβιετικοί είχανε φοβηθεί εξαιτίας των συλλήψεων. Μετά μεσολάβησε και η υπόθεση με τους ασύρματους και θορυβήθηκαν περισσότερο. Στις αρχές του 1952 ήρθε εντολή απέξω να φύγω, για να έρθουν στη θέση μου άλλοι σύντροφοι, λιγότερο γνωστοί. Πήγα στη Ρουμανία, όπου έμεινα ως το 1954…».
***
Αυτά για την ιστορία εκείνων των «πέτρινων χρόνων» όταν μια χούφτα κομμουνιστές , οι περισσότεροι από αυτούς νέα παιδιά , πάλευαν μέσα στο φοβερό κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας να ξαναχτίσουν τις οργανώσεις του ΚΚΕ ρισκάροντας τη ζωή τους. Κι αυτό άσχετα με το δρόμο που τράβηξε ο καθένας τους μετά. Τα έχει η ζωή αυτά.
Όμως τα «καλύτερά τους χρόνια» είναι Ιστορία. Μια Ιστορία μεγαλείου, θυσιών αλλά και με τραγωδίες μέσα στη φωτιά ( μην το ξεχνάμε αυτό) της ταξικής πάλης.
Και γι’ αυτά τα χρόνια πρέπει να τους θυμόμαστε όλοι. Και οι ίδιοι , όσοι επιζούν ακόμη από εκείνη τη δρακογενιά που έβγαλε ήρωες , αλλά και τα παιδιά τους πρέπει να είναι υπερήφανοι. Όσο για μας , ας κρατάμε ένα κόκκινο γαρύφαλλο- σήμα τιμής και μνήμης γι αυτούς- στους αγώνες που γίνονται και θα γίνονται γιατί η Ιστορία δεν τελείωσε.
Η βαρβαρότητα του καπιταλισμού που ζούμε δεν θα είναι αιώνια.
Εξαρτάται από μας , είναι στο χέρι μας. Στο χέρι των εργαζόμενων και του λαού μας , των εργαζόμενων και των λαών όλου κόσμου…
*Ημεροδρόμος*
Σημείωση όγδοη: Η Μαρία Καραγιώργη μέχρι το θάνατό της επέμενε ότι το ΚΚΕ αποκατέστησε τον Κώστα Καραγιώργη «με μισό στόμα». Και η απάντηση του ΚΚΕ με σημείωμα του Μάκη Μαίλη στο «Ριζοσπάστη» το Μάιο του 2011:
«…Και γνωρίζουν ότι το σχετικό πόρισμα της Επιτροπής, που προτάθηκε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και εγκρίθηκε από την 9η Ολομέλεια (1958), αριθμεί 23 δακτυλογραφημένες σελίδες – ύμνο στον Κ. Καραγιώργη.
Το σχετικό κείμενο κλείνει με την αποκατάστασή του ως εξής: «Ν’ ακυρωθεί η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ της 9. 6. 50 για την καθαίρεσή του από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και τη διαγραφή του. Ν’ ακυρωθεί επίσης η καθαίρεσή του από το βαθμό του αντιστράτηγου του ΔΣΕ. Ν’ αποκατασταθεί στο ΚΚΕ απ’ το 1920, στην ΚΕ απ’ το 7ο Συνέδριο που τον εξέλεξε και στο βαθμό του αντιστράτηγου του ΔΣΕ»
(Αρχείο ΚΚΕ – Έγγραφο 48413).
Ακολούθησε η δημοσιευμένη εδώ και χρόνια Απόφαση της 9ης Ολομέλειας της ΚΕ, με την οποία αποκαταστάθηκαν οι Γ. Σιάντος και Ν. Πλουμπίδης, μαζί και ο Κ. Καραγιώργης…».
Σημείωση ένατη: Η υπό τον Κασιμάτη «Ομάδα των ΕΠΟΝιτών» προσπάθησε ένα βρει επαφή με την ηγεσία του ΚΚΕ μέσω της σοβιετικής πρεσβείας στην Αθήνα. Την προσπάθεια αυτή μαζί με το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’50, περιέγραψε η Φώφη Λαζάρου ( στο TVXS 15 Αυγούστου του 2015, στα 61 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη):
«…Ο Σταύρος Κασιμάτης είχε την ιδέα να αποκτήσουμε μια επαφή με το κόμμα στο εξωτερικό. Είχε τελειώσει ο Εμφύλιος, πρέπει να ήτανε Σεπτέμβρης του 1949, και μου είπε μια μέρα: «Σκέφτομαι να στείλουμε ένα σημείωμα μέσω της σοβιετικής πρεσβείας και, αν μπορούμε, να στείλουμε κι άλλα». Μου είπε: «Πας εσύ στην πρεσβεία;» Ήτανε πολύ παρακινδυνευμένο αλλά εγώ δέχτηκα. Γιατί να μην πάω; Ό,τι κάναμε τότε, ήτανε δύσκολο και επικίνδυνο. Η πρεσβεία βρισκόταν στην Ηρώδου Αττικού, στον Εθνικό Κήπο απέναντι. Πήγα ένα απομεσήμερο που είχε ησυχία. Οι γυναίκες περνούσαν πιο εύκολα. Είχαμε συνεννοηθεί ότι αν με σταματούσε κάποιος ή αν μ’ έπιαναν, θα έλεγα ότι πήγαινα να βρω δουλειά. Ήμουνα παράνομη, καταζητούμενη και ήτανε πολύ φυσικό να μην έχω να φάω. Μπήκα μέσα και ζήτησα να μιλήσω με έναν υπεύθυνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πιστεύαμε ότι όποιος ήταν μέσα στη σοβιετική πρεσβεία ήτανε φίλος μας. Βρήκα λοιπόν κάποιον και του είπα ότι είμαι από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ και ότι θέλω να μιλήσω με κάποιον. Τηλεφώνησαν και ήρθε στην πρεσβεία ο ανταποκριτής του πρακτορείου TASS, ο Βελιτσάνσκι, ο οποίος μιλούσε πολύ ωραία τα ελληνικά. Του είπα ότι είμαι από την παράνομη οργάνωση και του έδειξα την ταυτότητά μου, την πραγματική, που δεν την είχα αλλάξει.
Και ψεύτικη ταυτότητα να είχες, άμα σε πιάνανε ως ύποπτο στο δρόμο, σε πηγαίνανε στην Αστυνομία και εξακριβώνανε ποιος είσαι. Άλλωστε είχαν πιάσει τόσο πολύ κόσμο, που οι καταζητούμενοι δεν ήταν πλέον πάρα πολλοί+ είχανε βάλει τις φωτογραφίες μας παντού σε αστυνομικά τμήματα, όπως βάζουν τις φωτογραφίες των εγκληματιών… έτσι μας είχανε τότε, σαν εγκληματίες. Έδειξα στον Βελιτσάνσκι την ταυτότητά μου, του είπα ποια είμαι, ότι καταζητούμαι και ότι η υπόθεση για την οποία καταζητούμαι είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες τον Ιούνιο του 1948.
Με καταζητούσαν για στρατολόγηση ανταρτών στην Πελοπόννησο. Αυτό που εμείς κάναμε τότε ήταν ότι άμα βρίσκαμε κάποιον που ήθελε να πάει στον Δημοκρατικό Στρατό, τον διευκολύναμε, και αυτό εθεωρείτο στρατολόγηση. Αργότερα το 1960, όταν πέρασα στρατοδικείο για κατασκοπεία, λέγανε ότι γύριζα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και συγκέντρωνα πληροφορίες για να τις στέλνω στη ρουμανική κυβέρνηση. Ήταν αστεία πράγματα κι εγώ ήμουνα και τότε παράνομη και δεν μπορούσα όχι στο αεροδρόμιο να πάω αλλά πουθενά. Όμως δεν με κατηγορούσαν μόνο για στρατολόγηση ανταρτών, με κυνηγούσαν, όπως και ολόκληρο το κεντρικό συμβούλιο της ΕΠΟΝ-καμιά σαρανταριά άτομα- με διάφορες κατηγορίες, όπως ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος. Με ειδικά ψηφίσματα μπορούσαν να σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και να σε πάνε στο στρατοδικείο και στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Μια τέτοια υπόθεσή μου είχε δημοσιευτεί με τη φωτογραφία μου στην εφημερίδα και αυτή την ιστορία είπα στον Βελιτσάνσκι για να με εμπιστευτεί. Και του είπα βέβαια ότι θέλουμε να στείλουμε ένα γράμμα στην καθοδήγηση του ΚΚΕ στις ανατολικές χώρες. Ο Βελιτσάνσκι κράτησε τα στοιχεία μου, μου είπε ότι θα συναντηθούμε, μου έδωσε μια ημερομηνία. «Θα μου κάνετε όμως», είπε, «προηγουμένως ένα τηλεφώνημα και βέβαια δε θα μου πείτε το όνομά σας, θα πείτε ότι τηλεφωνείτε εκ μέρους του κυρίου Παράσχου». Ο κύριος Παράσχος ήτανε διευθυντής μιας πολύ δεξιάς αντικομμουνιστικής εφημερίδας Εθνικός Κήρυκας λεγότανε νομίζω. Του τηλεφώνησα μια μέρα πριν από την καθορισμένη ημερομηνία, φθινόπωρο του 1949, στο ΤΑΣΣ, στην πρεσβεία δεν ξαναπήγα. Το ραντεβού ήτανε στη λεωφόρο Συγγρού, έπρεπε να περπατάω στο ύψος του Αγίου Σώστη προς το Φάληρο, τότε η λεωφόρος Συγγρού ήταν σαν απόκεντρος δρόμος, δεν ήταν τόσο φωτεινή, δεν υπήρχαν μαγαζιά, δεν ήταν τόσο πυκνά χτισμένη, δεν υπήρχανε πολυκατοικίες, μόνο οικόπεδα. Τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ένα αυτοκίνητο του διπλωματικού σώματος με τον Βελιτσάνσκι και ένα σοφέρ κατέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού. Υποθέτω ότι ήρθαν από απέναντι, με είδανε και μετά γυρίσανε πάλι προς τα κάτω και κάποια στιγμή σταματήσανε δίπλα μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο, πήγαμε προς το Φάληρο, μεγάλη διαδρομή, τους έδωσα το σημείωμα, με αφήσανε στη Νέα Σμύρνη και ο Βελιτσάνσκι μου είπε ότι θα ξανασυναντηθούμε. Ήταν εγκάρδιος άνθρωπος, εμείς τότε θαυμάζαμε όλους τους Σοβιετικούς. Στην οργάνωση συμπεράναμε ότι ο Βελιτσάνσκι είχε συνεννοηθεί με την ηγεσία του ΚΚΕ στο εξωτερικό δεν ξέρω αν όντως είχανε συνεννοηθεί, αυτό ακόμη και σήμερα δεν το ξέρω και αν οι δικοί μας από το εξωτερικό είχαν πει να συνεχιστεί αυτή η επαφή.
Η επαφή αυτή συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1950, σχεδόν κάθε μήνα, το ραντεβού με τον Βελιτσάνσκι πραγματοποιούνταν συγκεκριμένη ώρα και μέρα και στο ίδιο πάντα μέρος. Δεν είχαμε αμφιβολία ότι τα μηνύματα που στέλναμε έφταναν στον Ζαχαριάδη, διότι κάποια στιγμή ήρθε κάποιος δικός μας από το εξωτερικό ο οποίος είπε «αυτή η επαφή που έχει η Φώφη» _ο ίδιος δεν ήξερε τι είναι «να την κρατήσετε». Μας είχε μεταφέρει αυτό το μήνυμα από μέρους του Ζαχαριάδη. Εμείς περιμέναμε να μας δώσουν κάποια απάντηση. Κάθε φορά που πήγαινα στον Κασιμάτη, μετά τις συναντήσεις μου με τον Βελιτσάνσκι με ρωτούσε: «Έχεις τίποτα, σου δώσανε τίποτα;»
Τα μηνύματα που μετέφερα έγραφαν για την κατάσταση της οργάνωσης, για προβλήματα που υπήρχαν και για πολιτικές θέσεις που παίρναμε. Τα μηνύματα απλώς τα μετέφερα, δεν τα έγραφα, μου είχαν όμως διαβάσει το περιεχόμενο κάποιων από αυτά. Η επαφή με τον Βελιτσάνσκι συνεχίστηκε μέχρι που συνέλαβαν τον Μπελογιάννη και την Έλλη. Θυμάμαι πως τότε ο Βελιτσάνσκι ήταν πολύ ανήσυχος γιατί, εκτός από τον Μπελογιάννη και την Έλλη Παπά, είχαν συλλάβει και άλλους ανθρώπους, πάνω από εκατό, και είχε θορυβηθεί όλος ο κόσμος. Με ρώτησε αν είχαν συλληφθεί και άνθρωποι από τη δική μας οργάνωση από το δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο. Όχι μόνο γιατί ανησυχούσε για μας προσωπικά αλλά γιατί μέσω της επαφής που είχαν μαζί μας κινδύνευαν να εκτεθούν και αυτοί. Μου είπε ότι από τότε και στο εξής η επαφή θα γίνεται μόνο με δική τους πρωτοβουλία, όποτε νομίζουν αυτοί, και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να πηγαίνω σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο έξω από το Ζάππειο και εφόσον έβρισκα εκεί χαραγμένο ένα σταυρό θα πήγαινα στο ραντεβού την ημέρα και την ώρα που είχαμε προαποφασίσει _ τα ραντεβού θα γίνονταν πάντα στη Συγγρού.
Έγιναν μερικές ακόμη συναντήσεις, όμως είχαν αραιώσει πολύ πια, γιατί οι Σοβιετικοί είχανε φοβηθεί εξαιτίας των συλλήψεων. Μετά μεσολάβησε και η υπόθεση με τους ασύρματους και θορυβήθηκαν περισσότερο. Στις αρχές του 1952 ήρθε εντολή απέξω να φύγω, για να έρθουν στη θέση μου άλλοι σύντροφοι, λιγότερο γνωστοί. Πήγα στη Ρουμανία, όπου έμεινα ως το 1954…».
***
Αυτά για την ιστορία εκείνων των «πέτρινων χρόνων» όταν μια χούφτα κομμουνιστές , οι περισσότεροι από αυτούς νέα παιδιά , πάλευαν μέσα στο φοβερό κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας να ξαναχτίσουν τις οργανώσεις του ΚΚΕ ρισκάροντας τη ζωή τους. Κι αυτό άσχετα με το δρόμο που τράβηξε ο καθένας τους μετά. Τα έχει η ζωή αυτά.
Όμως τα «καλύτερά τους χρόνια» είναι Ιστορία. Μια Ιστορία μεγαλείου, θυσιών αλλά και με τραγωδίες μέσα στη φωτιά ( μην το ξεχνάμε αυτό) της ταξικής πάλης.
Και γι’ αυτά τα χρόνια πρέπει να τους θυμόμαστε όλοι. Και οι ίδιοι , όσοι επιζούν ακόμη από εκείνη τη δρακογενιά που έβγαλε ήρωες , αλλά και τα παιδιά τους πρέπει να είναι υπερήφανοι. Όσο για μας , ας κρατάμε ένα κόκκινο γαρύφαλλο- σήμα τιμής και μνήμης γι αυτούς- στους αγώνες που γίνονται και θα γίνονται γιατί η Ιστορία δεν τελείωσε.
Η βαρβαρότητα του καπιταλισμού που ζούμε δεν θα είναι αιώνια.
Εξαρτάται από μας , είναι στο χέρι μας. Στο χέρι των εργαζόμενων και του λαού μας , των εργαζόμενων και των λαών όλου κόσμου…
*Ημεροδρόμος*
5 Μάρτη 1943:
Η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης
Τα ιστορικά ντοκουμέντα, απάντηση στους διαστρεβλωτές της ιστορικής αλήθειας
Οσο κι αν προσπαθούν οι ποικιλώνυμοι αντίπαλοι της Εθνικής Αντίστασης και του Ελληνικού Λαϊκού Επαναστατικού Κινήματος να υποβιβάσουν, να μειώσουν και, τελικά, να σβήσουν τους αγώνες του λαού μας, έρχονται τα ίδια τα γεγονότα, με τη δική τους αδιάψευστη γλώσσα, να αποδώσουν την αντικειμενική αλήθεια, που, φυσικά, δεν αμφισβητείται από τους καλόπιστους ανθρώπους.
Η αναφορά γίνεται με την ευκαιρία συμπλήρωσης 59 χρόνων απ' την ημέρα (5.3.1943) που ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά έδωσε τη μάχη για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης, σύμφωνα με την οποία οι Ελληνες ηλικίας από 16-45 χρόνων επρόκειτο να μεταφερθούν στη Γερμανία για να επανδρώσουν τις πολεμικές βιομηχανίες, αντικαθιστώντας τους Γερμανούς εργάτες, που είχαν επιστρατευθεί και σταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί στις 13 Φλεβάρη του 1943 η δημοσίευση στις εφημερίδες ανακοίνωσης των κατακτητών, που αναφέρει τα εξής: "Διάταξις περί γενικής υποχρεωτικής εργασίας του ελληνικού πληθυσμού.
Άρθρον 1ον. - Έκαστος κάτοικος της Ελλάδος ηλικίας από 16-46 ετών είναι υποχρεωμένος, εάν το απαιτήσουν αι περιστάσεις, να αναλάβη υποδεικνυομένην εις αυτόν εργασίαν διά γερμανικάς ή ιταλικάς υπηρεσίας... Οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να εργασθούν και έξω του τόπου κατοικίας των, συγκεκροτημένοι εις συμβιωτικάς ομάδας στρατοπέδου, εάν απαιτηθή το τοιούτον.
Άρθρον 2ον. - Η πρόσκλησις προς ανάληψιν εργασίας γίνεται υπό των γερμανικών στρατιωτικών υπηρεσιών απ' ευθείας ή υπό των εντεταλμένων προς τούτο ελληνικών υπηρεσιών.
Άρθρον 3ον. - Αι γερμανικαί υπηρεσίαι παρέχουν ανάλογον προς τας συνθήκας αποζημίωσιν και εφ' όσον τούτο είναι δυνατό και τροφήν(!)
Άρθρον 4ον. - Ο μη συμμορφούμενος τιμωρείται:
α) με χρηματικήν ποινήν απεριόριστον,
β) φυλάκισιν ή ειρκτήν,
γ) στρατόπεδον καταναγκαστικών έργων.
Ο ανώτατος διοικητής Νοτιοανατολής, εντεταλμένος ταυτοχρόνως με την αρχηγίαν του στρατού".
Οι διαδηλωτές - που υπολογίζονται σε 150.000 - κατόρθωσαν να φτάσουν στο υφυπουργείο Εργασίας (υπουργός ήταν ο Καλύβας) και να καταστρέψουν τους καταλόγους Ελλήνων πολιτών, που είχαν καταρτιστεί για να παραδοθούν στους Γερμανούς.
Στις διαδηλώσεις για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης, σκοτώθηκαν 18 νέοι και τραυματίστηκαν 130 στην Αθήνα. Ανάμεσα στα θύματα της άνανδρης αυτής επίθεσης, ήταν ο Μήτσος Γούναρης απ' τη Θεσσαλονίκη, γραμματέας της Ομάδας Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων στη Φολέγανδρο την περίοδο του Μεταξά και ο Διον. Γονατάς, που θάφτηκαν πρόχειρα στο προαύλιο του 3ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου στους Αμπελοκήπους. Επίσης, σκοτώθηκε μια κοπέλα και τραυματίσθηκαν 30 άτομα στον Πειραιά.
Τα γεγονότα δείχνουν ότι μόνον η οργανωμένη πάλη, που καθοδηγούσε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, μπόρεσε να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση.
Κι αυτό υπογραμμίζεται και στη γραπτή ομολογία του Αγγλου στρατηγού Ουίλσον, αρχηγού του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, ο οποίος θα υποχρεωθεί να γράψει στο βιβλίο του «Οκτώ χρόνια πέραν των θαλασσών»:
«...ΤΟ ΕΑΜ και ο υπ' αυτού δημιουργηθείς ΕΛΑΣ υποχρέωσαν τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τα σχέδιά των περί πολιτικής επιστρατεύσεως με την πρόκληση απεργιών και διαδηλώσεων καθ' όλην τη χώραν...».
Υστερα, μάλιστα, απ' τα γεγονότα αυτά, οι Γερμανοί έδιωξαν την ψευτοκυβέρνηση του Λογοθετόπουλου λόγω ανικανότητας και στις 7 Απρίλη 1943 εγκατέστησαν την κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη. Είναι αυτός που οργάνωσε τους ταγματασφαλίτες, που άρχισαν μαζί με την Γκεστάπο τις σφαγές, τις δολοφονίες και τις λεηλασίες. Και για την ιστορία: Το 1947, με την υπ' αριθ. 399 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χορηγήθηκε σύνταξη πρωθυπουργού (!!) στη χήρα του Ιωάννη Ράλλη.
Απ' τη μεγάλη διαδήλωση της 5ης Μάρτη 1943 διασώθηκε ένα ιστορικό ντοκουμέντο.
Πρόκειται για τη διαμαρτυρία προς τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, 50 κορυφαίων Ελλήνων διανοουμένων της εποχής εκείνης για τη σφαγή του αθηναϊκού λαού στη μεγάλη συγκλονιστική διαδήλωση. Το πρωτότυπο του ιστορικού ντοκουμέντου με ημερομηνία 8.3.1943, φυλάσσεται στο Μουσείο Τύπου της ΕΣΗΕΑ και είναι δωρεά του δημοσιογράφου Βάσου Τσιμπιδάρου, ο οποίος τότε είχε διατελέσει γραμματέας του αρχιεπισκόπου.
Κάτω απ' το κείμενο της διαμαρτυρίας, ανάμεσα σε άλλους, υπογράφουν και οι Ι. Κακριδής, Σ. Παπαδάκη, Στρ. Μυριβήλης, Φ. Κόντογλου, Μ. Καραγάτσης, Ι. Λαμπρινός, Σ. Δούκας, Κ. Παΐζη, Ν. Βρεττάκος, Ε. Αλεξίου, Α. Τερζάκης, Μ. Αυγέρης, Β. Ρώτας, Γ. Θεοτοκάς, Χ. Καρούζος, Χ. Λεβάντας, Κ. Σούκας, Ο. Περάνθης κ.ά.
Δημήτρης ΣΕΡΒΟΣ
Ριζοσπάστης, 22/3/2002
*Οικοδόμος*
Η αναφορά γίνεται με την ευκαιρία συμπλήρωσης 59 χρόνων απ' την ημέρα (5.3.1943) που ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά έδωσε τη μάχη για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης, σύμφωνα με την οποία οι Ελληνες ηλικίας από 16-45 χρόνων επρόκειτο να μεταφερθούν στη Γερμανία για να επανδρώσουν τις πολεμικές βιομηχανίες, αντικαθιστώντας τους Γερμανούς εργάτες, που είχαν επιστρατευθεί και σταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί στις 13 Φλεβάρη του 1943 η δημοσίευση στις εφημερίδες ανακοίνωσης των κατακτητών, που αναφέρει τα εξής: "Διάταξις περί γενικής υποχρεωτικής εργασίας του ελληνικού πληθυσμού.
Άρθρον 1ον. - Έκαστος κάτοικος της Ελλάδος ηλικίας από 16-46 ετών είναι υποχρεωμένος, εάν το απαιτήσουν αι περιστάσεις, να αναλάβη υποδεικνυομένην εις αυτόν εργασίαν διά γερμανικάς ή ιταλικάς υπηρεσίας... Οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να εργασθούν και έξω του τόπου κατοικίας των, συγκεκροτημένοι εις συμβιωτικάς ομάδας στρατοπέδου, εάν απαιτηθή το τοιούτον.
Άρθρον 2ον. - Η πρόσκλησις προς ανάληψιν εργασίας γίνεται υπό των γερμανικών στρατιωτικών υπηρεσιών απ' ευθείας ή υπό των εντεταλμένων προς τούτο ελληνικών υπηρεσιών.
Άρθρον 3ον. - Αι γερμανικαί υπηρεσίαι παρέχουν ανάλογον προς τας συνθήκας αποζημίωσιν και εφ' όσον τούτο είναι δυνατό και τροφήν(!)
Άρθρον 4ον. - Ο μη συμμορφούμενος τιμωρείται:
α) με χρηματικήν ποινήν απεριόριστον,
β) φυλάκισιν ή ειρκτήν,
γ) στρατόπεδον καταναγκαστικών έργων.
Ο ανώτατος διοικητής Νοτιοανατολής, εντεταλμένος ταυτοχρόνως με την αρχηγίαν του στρατού".
Οι διαδηλωτές - που υπολογίζονται σε 150.000 - κατόρθωσαν να φτάσουν στο υφυπουργείο Εργασίας (υπουργός ήταν ο Καλύβας) και να καταστρέψουν τους καταλόγους Ελλήνων πολιτών, που είχαν καταρτιστεί για να παραδοθούν στους Γερμανούς.
Στις διαδηλώσεις για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης, σκοτώθηκαν 18 νέοι και τραυματίστηκαν 130 στην Αθήνα. Ανάμεσα στα θύματα της άνανδρης αυτής επίθεσης, ήταν ο Μήτσος Γούναρης απ' τη Θεσσαλονίκη, γραμματέας της Ομάδας Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων στη Φολέγανδρο την περίοδο του Μεταξά και ο Διον. Γονατάς, που θάφτηκαν πρόχειρα στο προαύλιο του 3ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου στους Αμπελοκήπους. Επίσης, σκοτώθηκε μια κοπέλα και τραυματίσθηκαν 30 άτομα στον Πειραιά.
Τα γεγονότα δείχνουν ότι μόνον η οργανωμένη πάλη, που καθοδηγούσε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, μπόρεσε να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση.
Κι αυτό υπογραμμίζεται και στη γραπτή ομολογία του Αγγλου στρατηγού Ουίλσον, αρχηγού του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, ο οποίος θα υποχρεωθεί να γράψει στο βιβλίο του «Οκτώ χρόνια πέραν των θαλασσών»:
«...ΤΟ ΕΑΜ και ο υπ' αυτού δημιουργηθείς ΕΛΑΣ υποχρέωσαν τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τα σχέδιά των περί πολιτικής επιστρατεύσεως με την πρόκληση απεργιών και διαδηλώσεων καθ' όλην τη χώραν...».
Υστερα, μάλιστα, απ' τα γεγονότα αυτά, οι Γερμανοί έδιωξαν την ψευτοκυβέρνηση του Λογοθετόπουλου λόγω ανικανότητας και στις 7 Απρίλη 1943 εγκατέστησαν την κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη. Είναι αυτός που οργάνωσε τους ταγματασφαλίτες, που άρχισαν μαζί με την Γκεστάπο τις σφαγές, τις δολοφονίες και τις λεηλασίες. Και για την ιστορία: Το 1947, με την υπ' αριθ. 399 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χορηγήθηκε σύνταξη πρωθυπουργού (!!) στη χήρα του Ιωάννη Ράλλη.
Απ' τη μεγάλη διαδήλωση της 5ης Μάρτη 1943 διασώθηκε ένα ιστορικό ντοκουμέντο.
Πρόκειται για τη διαμαρτυρία προς τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, 50 κορυφαίων Ελλήνων διανοουμένων της εποχής εκείνης για τη σφαγή του αθηναϊκού λαού στη μεγάλη συγκλονιστική διαδήλωση. Το πρωτότυπο του ιστορικού ντοκουμέντου με ημερομηνία 8.3.1943, φυλάσσεται στο Μουσείο Τύπου της ΕΣΗΕΑ και είναι δωρεά του δημοσιογράφου Βάσου Τσιμπιδάρου, ο οποίος τότε είχε διατελέσει γραμματέας του αρχιεπισκόπου.
Κάτω απ' το κείμενο της διαμαρτυρίας, ανάμεσα σε άλλους, υπογράφουν και οι Ι. Κακριδής, Σ. Παπαδάκη, Στρ. Μυριβήλης, Φ. Κόντογλου, Μ. Καραγάτσης, Ι. Λαμπρινός, Σ. Δούκας, Κ. Παΐζη, Ν. Βρεττάκος, Ε. Αλεξίου, Α. Τερζάκης, Μ. Αυγέρης, Β. Ρώτας, Γ. Θεοτοκάς, Χ. Καρούζος, Χ. Λεβάντας, Κ. Σούκας, Ο. Περάνθης κ.ά.
Δημήτρης ΣΕΡΒΟΣ
Ριζοσπάστης, 22/3/2002
*Οικοδόμος*