Ιστορική Μνήμη
Εφημερίδα "ΚΑΤΗΓΟΡΩ", έκδοση της ΚΟΑ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1944
Οι οπλίτες των Ταγμάτων Ασφαλείας και των Ευζωνικών Ταγμάτων ονομάζονταν “ταγματασφαλίτες“. Στα μισητά τους πρόσωπα, η σοφή λαϊκή λεξιπλασία μεγαλούργησε. Δεν είναι μόνο το ευφυέστατο “Γερμανοτσολιάδες” για εκείνους που ντρόπιαζαν τη στολή του Εύζωνου, ούτε εκείνο το ενοχλητικό ήτα που αντικαθιστά το γιώτα, ώστε η λέξη να γράφεται "ταγματασφαλήτες" ή για συντομία "τ/αλήτες", ώστε και οπτικά ακόμα να δείχνεται η απέχθεια και το μίσος του λαού για τους προδότες με την ελληνική στολή που σιτίζονταν από την γερμανική μισθοτροφοδοσία (και το πλιάτσικο).
Η κοινή γνώμη τους ονόμασε, επίσης, και “Ράλληδες“, από το όνομα του τρίτου και τελευταίου κατοχικού πρωθυπουργού-κουΐσλιγκ, Ιωάννη Ράλλη. Ο Ράλλης, του οποίου η οικογένεια δεν σταμάτησε ποτέ να βγάζει πολιτικούς από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821 μέχρι τις μέρες μας, παλιός πολιτικός και βουλευτής από το 1906 σε ηλικία 28 ετών, δημιουργός και ηθικός αυτουργός της συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας, με κύριο μέλημα τη “διατήρηση της τάξεως” και την “αντιμετώπιση των αναρχικών“, είχε δηλώσει στην Παναθηναϊκή Παλλαϊκή Επιτροπή, αποτελούμενη από Μητροπολίτες, Καθηγητές Πανεπιστημίων και προέδρους πνευματικών σωματείων και επαγγελματικών συλλόγων, που τον επισκέφτηκε για να του παραδώσει διάβημα διαμαρτυρίας για το διάταγμα επιστράτευσης, τον Αύγουστο του 1944.
«Εγώ έχω προσφέρει την μεγαλυτέραν υπηρεσίαν εις τον τόπον με την σύστασιν των Ταγμάτων Ασφαλείας, διά την οποίαν υπερηφανεύομαι και διά την οποίαν θα ζητήσω να τρέφομαι εφ’ όρου ζωής εις το Πρυτανείον. Μάλιστα, κύριοι, να τρέφομαι εφ’ όρου ζωής εις το Πρυτανείον, διότι εγώ έχω μεγαλύτερα δικαιώματα και από αυτόν τον Σωκράτην [...] Εγώ δεν πρόκειται, βέβαια, να ανακαλέσω την διαταγή περί επιστρατεύσεως. Λυπάμαι μόνο διότι τα μέσα μου δεν μου επιτρέπουν να συγκροτήσω και “άλλον στρατόν” και να τους συντρίψω και εδώ και εις την ύπαιθρον και να επιβάλω το κράτος του Νόμου».
Η κοινή γνώμη τους ονόμασε, επίσης, και “Ράλληδες“, από το όνομα του τρίτου και τελευταίου κατοχικού πρωθυπουργού-κουΐσλιγκ, Ιωάννη Ράλλη. Ο Ράλλης, του οποίου η οικογένεια δεν σταμάτησε ποτέ να βγάζει πολιτικούς από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821 μέχρι τις μέρες μας, παλιός πολιτικός και βουλευτής από το 1906 σε ηλικία 28 ετών, δημιουργός και ηθικός αυτουργός της συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας, με κύριο μέλημα τη “διατήρηση της τάξεως” και την “αντιμετώπιση των αναρχικών“, είχε δηλώσει στην Παναθηναϊκή Παλλαϊκή Επιτροπή, αποτελούμενη από Μητροπολίτες, Καθηγητές Πανεπιστημίων και προέδρους πνευματικών σωματείων και επαγγελματικών συλλόγων, που τον επισκέφτηκε για να του παραδώσει διάβημα διαμαρτυρίας για το διάταγμα επιστράτευσης, τον Αύγουστο του 1944.
«Εγώ έχω προσφέρει την μεγαλυτέραν υπηρεσίαν εις τον τόπον με την σύστασιν των Ταγμάτων Ασφαλείας, διά την οποίαν υπερηφανεύομαι και διά την οποίαν θα ζητήσω να τρέφομαι εφ’ όρου ζωής εις το Πρυτανείον. Μάλιστα, κύριοι, να τρέφομαι εφ’ όρου ζωής εις το Πρυτανείον, διότι εγώ έχω μεγαλύτερα δικαιώματα και από αυτόν τον Σωκράτην [...] Εγώ δεν πρόκειται, βέβαια, να ανακαλέσω την διαταγή περί επιστρατεύσεως. Λυπάμαι μόνο διότι τα μέσα μου δεν μου επιτρέπουν να συγκροτήσω και “άλλον στρατόν” και να τους συντρίψω και εδώ και εις την ύπαιθρον και να επιβάλω το κράτος του Νόμου».
«Αηδιασμένος διά την πόρωσιν των κτηνανθρώπων και τους αλαλαγμούς των ελληνόφωνων τεράτων, ωρθώθησαν αι τρίχες της κεφαλής του», λοιπόν, καθώς οι λέξεις “Ράλλης” και “Ράλληδες” ήταν ισοδύναμες με βρισιές, αν όχι χειρότερες, όμως ο πραγματικός λόγος του εκνευρισμού του δεν ήταν το “Φον Ράλλης”, αλλά το γεγονός της ομόθυμης καταδίκης του από όλους ανεξαιρέτως, και, φυσικά, και από τους Βρετανούς και την εξόριστη "κυβέρνηση" του Καΐρου.
Ο Ράλλης καταδικάστηκε αργότερα από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων και -πιστεύεται ότι- πέθανε στη φυλακή. Αυτό, όμως δεν είναι αλήθεια. σύμφωνα με την αφήγηση του υιού του Γεωργίου (και μετέπειτα πρωθυπουργού με τη ΝΔ), στο βιβλίο του “Κοιτάζοντας πίσω”, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ήταν το δεξί χέρι του πατέρα του, ο Ιωάννης Ράλλης, αμέσως μετά την ετυμηγορία του Δικαστηρίου, “αρρώστησε βαρειά” και του επετράπη να νοσηλευτεί κατ’ οίκον, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, έχοντας δίπλα όλη την οικογένειά του. Αλλά και όταν ήταν κρατούμενος, δεν ζούσε μέσα στις φυλακές, π.χ. στις φυλακές Αβέρωφ όπως οι κοινοί θνητοί κρατούμενοι, αλλά σε ένα ειδικά διαμορφωμένο μέγαρο στην οδό Πατησίων, το οποίο φιλοξενούσε όλα τα υψηλά πρόσωπα που είχαν λογαριασμούς με την Δικαιοσύνη.
Το δελτίο προγραφών και καταγγελιών “Κατηγορώ” με τους στοχοποιημένους από την ΟΠΛΑ προδότες:
Φτάνοντας στο καλοκαίρι του 1944, ο αριθμός των νεκρών, τόσο από την πλευρά των κατοχικών αρχών και των ελληνόφωνων συνεργατών τους, όσο και από την πλευρά της Αντίστασης και του λαϊκού κινήματος, ήταν τόσο μεγάλος, ώστε σύμφωνα με ένα κανονιστικό διάταγμα της κυβέρνησης Ράλλη, «το επάγγελμα του εργολάβου κηδειών ήταν κεκορεσμένο εις την περιφέρειαν της πόλεως των Αθηνών».
Μπλόκα, μάχες στους δρόμους της Αθήνας και των συνοικιών της, ενέδρες, οδομαχίες, σαμποτάζ, ανοιχτές μάχες αλλά και αντίποινα εκατέρωθεν, όλα βρίσκονταν στο καθημερινό δελτίο συμβάντων. Όμως, σε αυτήν την κορύφωση του αγώνα του αθηναϊκού λαού για την τελική του απελευθέρωση, το ισοζύγιο νεκρών και θυμάτων δεν ήταν, πλέον, μόνον εις βάρος της πλευράς των αγωνιστών της Αντίστασης, όπως συνήθως γινόταν στη διάρκεια της τρίχρονης Κατοχής της χώρας από τους Ναζί.
Είχε έλθει η ώρα να τιμωρηθούν και να πληρώσουν με τη ζωή τους οι κάθε είδους ένοπλοι, κυρίως, συνεργάτες των Ναζί, εθελοντές και στελέχη των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών, που με τον θεσμικό τους ρόλο, τρομοκρατούσαν τον λαό και άφηναν πίσω τους νεκρούς, από όπου κι αν περνούσαν.
Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, αυτήν της φρικτής θανάτωσης από την Ειδική Ασφάλεια (“Δίωξης Κομμουνισμού”) της υπεύθυνης Διαφώτισης της ΚΟΑ (=Κομματική Οργάνωση Αθήνας) του ΚΚΕ, Ηλέκτρας Αποστόλου, τον Ιούλιο του 1944, το δόγμα “50 Ελληνες νεκροί για 1 νεκρό Γερμανό” είχε αντιστραφεί.
Σε μία μόνο εβδομάδα, αυτήν που ακολούθησε το θάνατο της Ηλέκτρας, σε ένα πρωτοφανές κύμα ένοπλων αιματηρών ενεργειών, εκτελέστηκαν δεκάδες ένστολοι Ελληνες συνεργάτες των Γερμανών, από όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, από Συνταγματάρχες και Ταγματάρχες μέχρι απλούς οπλίτες της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας. Επάνω στα πτώματά τους, βρίσκονταν κάθε φορά ένα χαρτάκι με το όνομα “Ηλέκτρα” και έναν αριθμό, σαν “Α/Α“, ώστε να μην μείνει η παραμικρή αμφιβολία: Ο λαός της Αθήνας έπαιρνε την εκδίκησή του για τον θάνατο της επιφανούς αγωνίστριας της Αντίστασης.
Αυτές οι ατομικές ενέργειες εκδίκησης και τιμωρίας δεν ήταν οι μόνες. Η δράση των αόρατων εκτελεστών της ΟΠΛΑ, με καταδρομικού τύπου ενέργειες, σε αυτό το μοναδικό “αντάρτικο πόλης” του πεζοδρομίου, ήταν η απάντηση στη μαζική θεσμική τρομοκρατία των μπλόκων, της καταστολής των διαδηλώσεων, των μεταγωγών ομήρων στο Χαϊδάρι και των εκτελέσεων δι’ ασήμαντον αφορμήν, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας, πως κυριολεκτικά “τρομοκρατούσε τους τρομοκράτες”, αφού ταυτόχρονα κατοχύρωνε την “περιφρούρηση” του αγώνα και των αγωνιστών. Σε αυτό το σκηνικό της δίκαιης βίας και των αιματηρών αντεκδικήσεων, υπήρχε και μια πτυχή, ελάχιστα γνωστή αλλά αποφασιστικά χαρακτηριστική, η οποία μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα, μέσα από την οπτική των ίδιων των μαχητών της ΟΠΛΑ και των άμεσων συνεργατών και πληροφοριοδοτών τους στον αγώνα αυτόν. Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη εφημερίδα, περισσότερο “Δελτίο προγραφών” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, με τον εύγλωττο τίτλο “Κατηγορώ”.
Το δελτίο προγραφών και καταγγελιών “Κατηγορώ” με τους στοχοποιημένους από την ΟΠΛΑ προδότες:
Φτάνοντας στο καλοκαίρι του 1944, ο αριθμός των νεκρών, τόσο από την πλευρά των κατοχικών αρχών και των ελληνόφωνων συνεργατών τους, όσο και από την πλευρά της Αντίστασης και του λαϊκού κινήματος, ήταν τόσο μεγάλος, ώστε σύμφωνα με ένα κανονιστικό διάταγμα της κυβέρνησης Ράλλη, «το επάγγελμα του εργολάβου κηδειών ήταν κεκορεσμένο εις την περιφέρειαν της πόλεως των Αθηνών».
Μπλόκα, μάχες στους δρόμους της Αθήνας και των συνοικιών της, ενέδρες, οδομαχίες, σαμποτάζ, ανοιχτές μάχες αλλά και αντίποινα εκατέρωθεν, όλα βρίσκονταν στο καθημερινό δελτίο συμβάντων. Όμως, σε αυτήν την κορύφωση του αγώνα του αθηναϊκού λαού για την τελική του απελευθέρωση, το ισοζύγιο νεκρών και θυμάτων δεν ήταν, πλέον, μόνον εις βάρος της πλευράς των αγωνιστών της Αντίστασης, όπως συνήθως γινόταν στη διάρκεια της τρίχρονης Κατοχής της χώρας από τους Ναζί.
Είχε έλθει η ώρα να τιμωρηθούν και να πληρώσουν με τη ζωή τους οι κάθε είδους ένοπλοι, κυρίως, συνεργάτες των Ναζί, εθελοντές και στελέχη των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών, που με τον θεσμικό τους ρόλο, τρομοκρατούσαν τον λαό και άφηναν πίσω τους νεκρούς, από όπου κι αν περνούσαν.
Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, αυτήν της φρικτής θανάτωσης από την Ειδική Ασφάλεια (“Δίωξης Κομμουνισμού”) της υπεύθυνης Διαφώτισης της ΚΟΑ (=Κομματική Οργάνωση Αθήνας) του ΚΚΕ, Ηλέκτρας Αποστόλου, τον Ιούλιο του 1944, το δόγμα “50 Ελληνες νεκροί για 1 νεκρό Γερμανό” είχε αντιστραφεί.
Σε μία μόνο εβδομάδα, αυτήν που ακολούθησε το θάνατο της Ηλέκτρας, σε ένα πρωτοφανές κύμα ένοπλων αιματηρών ενεργειών, εκτελέστηκαν δεκάδες ένστολοι Ελληνες συνεργάτες των Γερμανών, από όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, από Συνταγματάρχες και Ταγματάρχες μέχρι απλούς οπλίτες της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας. Επάνω στα πτώματά τους, βρίσκονταν κάθε φορά ένα χαρτάκι με το όνομα “Ηλέκτρα” και έναν αριθμό, σαν “Α/Α“, ώστε να μην μείνει η παραμικρή αμφιβολία: Ο λαός της Αθήνας έπαιρνε την εκδίκησή του για τον θάνατο της επιφανούς αγωνίστριας της Αντίστασης.
Αυτές οι ατομικές ενέργειες εκδίκησης και τιμωρίας δεν ήταν οι μόνες. Η δράση των αόρατων εκτελεστών της ΟΠΛΑ, με καταδρομικού τύπου ενέργειες, σε αυτό το μοναδικό “αντάρτικο πόλης” του πεζοδρομίου, ήταν η απάντηση στη μαζική θεσμική τρομοκρατία των μπλόκων, της καταστολής των διαδηλώσεων, των μεταγωγών ομήρων στο Χαϊδάρι και των εκτελέσεων δι’ ασήμαντον αφορμήν, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας, πως κυριολεκτικά “τρομοκρατούσε τους τρομοκράτες”, αφού ταυτόχρονα κατοχύρωνε την “περιφρούρηση” του αγώνα και των αγωνιστών. Σε αυτό το σκηνικό της δίκαιης βίας και των αιματηρών αντεκδικήσεων, υπήρχε και μια πτυχή, ελάχιστα γνωστή αλλά αποφασιστικά χαρακτηριστική, η οποία μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα, μέσα από την οπτική των ίδιων των μαχητών της ΟΠΛΑ και των άμεσων συνεργατών και πληροφοριοδοτών τους στον αγώνα αυτόν. Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη εφημερίδα, περισσότερο “Δελτίο προγραφών” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, με τον εύγλωττο τίτλο “Κατηγορώ”.
Τεύχος #03, 2 Αυγούστου 1944
_____________
Σε αυτό το κλίμα, εμφανίστηκε αυτή η παράνομη εφημερίδα, έκδοση της ΚΟΑ του ΚΚΕ, που ξεκίνησε να βγαίνει το καλοκαίρι του 1944, πιθανόν τον Ιούλιο, σαν εβδομαδιαία, και συνέχισε σαν δις εβδομαδιαίως, τουλάχιστον μέχρι την ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας, 12 Οκτωβρίου 1944. Νομίζουμε ότι πολύ δύσκολα θα βρεθεί παρόμοια περίπτωση, ίσως και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Διότι δεν επρόκειτο για μια απλή συνηθισμένη εφημερίδα, με τα νέα του αγώνα και τις ειδήσεις από το BBC ή τα τοπικά γεγονότα.
Η εφημερίδα “Κατηγορώ” είχε ένα πολύ συγκεκριμένο σκεπτικό:
Να καταγγέλλει στο λαό οποιονδήποτε είχε επαφές με τους Γερμανούς, συνεργαζόταν μαζί τους ή τους διευκόλυνε με οποιονδήποτε τρόπο. Το δίκτυο πληροφοριών της ήταν άριστο. Ονόματα, διευθύνσεις, λεπτομέρειες για τις οικίες των προδοτών, τους συγγενείς και τους συνεργάτες τους, αριθμοί αυτοκινήτων, περιστατικά που συμμετείχαν με κάθε λεπτομέρεια.
Απίστευτες λεπτομέρειες:
Ποιος αστυνομικός πήρε πρόταση για προαγωγή, σε ποιανού τον αδελφό έστειλαν οι Γερμανοί στεφάνι στην κηδεία του, σε ποιο υπόγειο ανακρίθηκαν οι συλληφθέντες φοιτητές, σε ποια ταράτσα είχαν εγκατασταθεί πολυβόλα. Και μαζί με τις καταγγελίες, κύριο θέμα των συντακτών της, οι “υποσχέσεις” και οι ευθείες απειλές “πως θα πληρώσουν”.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, που από τις στήλες της εφημερίδας προαναγγελόταν η επικείμενη εκτέλεση (“τιμωρία”) του δωσίλογου που βρισκόταν εκείνες τις ημέρες στο στόχαστρο, με πλήρη, όμως, αιτιολόγηση της απόφασης αυτής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μυθιστορηματική εκτέλεση του “διαβολογιατρού” Σήφη Βαρδινογιάννη, αρχηγού του προδοτικού ΕΔΕΣ Πειραιά, ο οποίος κάλυπτε με το απόσπασμά του το κενό που υπήρχε λόγω μη ύπαρξης Τάγματος Ασφαλείας στο λιμάνι και στις συνοικίες. Μόλις δύο μέρες πριν την εκτέλεσή του, 22 Σεπτεμβρίου του 1944, μέρα μεσημέρι στις 12.00 σε κεντρικό σημείο του Πειραιά, το “Κατηγορώ” είχε υποσχεθεί την τιμωρία του “Βαρδουλογιάννη”.
_____________
Σε αυτό το κλίμα, εμφανίστηκε αυτή η παράνομη εφημερίδα, έκδοση της ΚΟΑ του ΚΚΕ, που ξεκίνησε να βγαίνει το καλοκαίρι του 1944, πιθανόν τον Ιούλιο, σαν εβδομαδιαία, και συνέχισε σαν δις εβδομαδιαίως, τουλάχιστον μέχρι την ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας, 12 Οκτωβρίου 1944. Νομίζουμε ότι πολύ δύσκολα θα βρεθεί παρόμοια περίπτωση, ίσως και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Διότι δεν επρόκειτο για μια απλή συνηθισμένη εφημερίδα, με τα νέα του αγώνα και τις ειδήσεις από το BBC ή τα τοπικά γεγονότα.
Η εφημερίδα “Κατηγορώ” είχε ένα πολύ συγκεκριμένο σκεπτικό:
Να καταγγέλλει στο λαό οποιονδήποτε είχε επαφές με τους Γερμανούς, συνεργαζόταν μαζί τους ή τους διευκόλυνε με οποιονδήποτε τρόπο. Το δίκτυο πληροφοριών της ήταν άριστο. Ονόματα, διευθύνσεις, λεπτομέρειες για τις οικίες των προδοτών, τους συγγενείς και τους συνεργάτες τους, αριθμοί αυτοκινήτων, περιστατικά που συμμετείχαν με κάθε λεπτομέρεια.
Απίστευτες λεπτομέρειες:
Ποιος αστυνομικός πήρε πρόταση για προαγωγή, σε ποιανού τον αδελφό έστειλαν οι Γερμανοί στεφάνι στην κηδεία του, σε ποιο υπόγειο ανακρίθηκαν οι συλληφθέντες φοιτητές, σε ποια ταράτσα είχαν εγκατασταθεί πολυβόλα. Και μαζί με τις καταγγελίες, κύριο θέμα των συντακτών της, οι “υποσχέσεις” και οι ευθείες απειλές “πως θα πληρώσουν”.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, που από τις στήλες της εφημερίδας προαναγγελόταν η επικείμενη εκτέλεση (“τιμωρία”) του δωσίλογου που βρισκόταν εκείνες τις ημέρες στο στόχαστρο, με πλήρη, όμως, αιτιολόγηση της απόφασης αυτής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μυθιστορηματική εκτέλεση του “διαβολογιατρού” Σήφη Βαρδινογιάννη, αρχηγού του προδοτικού ΕΔΕΣ Πειραιά, ο οποίος κάλυπτε με το απόσπασμά του το κενό που υπήρχε λόγω μη ύπαρξης Τάγματος Ασφαλείας στο λιμάνι και στις συνοικίες. Μόλις δύο μέρες πριν την εκτέλεσή του, 22 Σεπτεμβρίου του 1944, μέρα μεσημέρι στις 12.00 σε κεντρικό σημείο του Πειραιά, το “Κατηγορώ” είχε υποσχεθεί την τιμωρία του “Βαρδουλογιάννη”.
Τεύχος #11, 30 Σεπτεμβρίου 1944
_____________
Στο στόχαστρο του “Κατηγορώ” ήταν μόνιμα τα Τάγματα Ασφαλείας (οι “Ράλληδες” και “τσολιάδες”) σχεδόν σε κάθε άρθρο, η Οργάνωση Χ με τις θυγατρικές της οργανώσεις, όπως η Οργάνωση ΡΑΝ και ορισμένοι λόχοι της ΠΕΑΝ ενταγμένοι στη ΡΑΝ και στη Χ, ο ΕΔΕΣ, (ο λεγόμενος “προδοτικός ΕΔΕΣ Αθηνών“, που είχε αποκηρυχτεί από τον ίδιο το Ναπολέοντα Ζέρβα, λόγω συνεργασίας με τους Γερμανούς) και οι “ΕΔΕΣιτοράλληδες“, η Ειδική Ασφάλεια της Αστυνομίας που κυνηγούσε τους κομμουνιστές με τον διοικητή της Αλέξανδρο Λάμπου και τα στελέχη της Παρθενίου, Παπαγρηγοράκη, Σακελλαρίου, Αντώνιο Παναγιωτόπουλο στα Σεπόλια-Κολωνό και Ευάγγελο Χανιώτη (ή Χασιώτη) στα Πατήσια.
Οι “χωροφύλακες άνευ θητείας” και οι ένοπλες ομάδες κρούσης από ιδιώτες (!!!) που εντάχθηκαν οργανικά στην Ειδική Ασφάλεια σαν βαθμοφόροι, οι φιλογερμανικές οργανώσεις ΟΕΔΕ (=Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος), ΜΠΟΥΝΤ και ΕΕΕ, οι Μπουραντάδες (το μηχανοκίνητο της Αστυνομίας με τις ένοπλες μονάδες άμεσης επέμβασης, σα να λέμε τα ΜΑΤ της εποχής), οι εθνικόφρονες Ευέλπιδες που είχαν πάρει μεταγραφή στο Πολυτεχνείο (ΕΣΑΣ), οι συμμορίες Παπαγεωργίου στο Παγκράτι, Βήχου στην Κηφισιά, Ασημακόπουλου στο Θησείο, Βαρδινογιάννη στον Πειραιά, των αδελφών Πανολιάσκου στο Μεταξουργείο, των Μανιάτη και Νικολάου της ΟΕΔΕ στα Κουπόνια, Αγήνορα στους Αμπελόκηπους, Μπουρνιά, Παντελόγλου και άλλοι πολλοί προδότες συνεργάτες των Ναζί, αλλά και όλοι όσοι δούλευαν για τους κατακτητές και κυκλοφορούσαν ελεύθερα με τις ειδικές γερμανικές ταυτότητες.
Την τιμητική τους είχαν ονομαστικά και επαναλαμβανόμενα, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Στυλιανός Γονατάς, όλοι αυτοί σαν δημιουργοί των ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά και ο διοικητής των γερμανοτσολιάδων Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, ο διοικητής του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Νικόλαος Μπουραντάς, τα στελέχη της Αστυνομίας Σαμπάνης, Λάμπου κ.ά.
_____________
Στο στόχαστρο του “Κατηγορώ” ήταν μόνιμα τα Τάγματα Ασφαλείας (οι “Ράλληδες” και “τσολιάδες”) σχεδόν σε κάθε άρθρο, η Οργάνωση Χ με τις θυγατρικές της οργανώσεις, όπως η Οργάνωση ΡΑΝ και ορισμένοι λόχοι της ΠΕΑΝ ενταγμένοι στη ΡΑΝ και στη Χ, ο ΕΔΕΣ, (ο λεγόμενος “προδοτικός ΕΔΕΣ Αθηνών“, που είχε αποκηρυχτεί από τον ίδιο το Ναπολέοντα Ζέρβα, λόγω συνεργασίας με τους Γερμανούς) και οι “ΕΔΕΣιτοράλληδες“, η Ειδική Ασφάλεια της Αστυνομίας που κυνηγούσε τους κομμουνιστές με τον διοικητή της Αλέξανδρο Λάμπου και τα στελέχη της Παρθενίου, Παπαγρηγοράκη, Σακελλαρίου, Αντώνιο Παναγιωτόπουλο στα Σεπόλια-Κολωνό και Ευάγγελο Χανιώτη (ή Χασιώτη) στα Πατήσια.
Οι “χωροφύλακες άνευ θητείας” και οι ένοπλες ομάδες κρούσης από ιδιώτες (!!!) που εντάχθηκαν οργανικά στην Ειδική Ασφάλεια σαν βαθμοφόροι, οι φιλογερμανικές οργανώσεις ΟΕΔΕ (=Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος), ΜΠΟΥΝΤ και ΕΕΕ, οι Μπουραντάδες (το μηχανοκίνητο της Αστυνομίας με τις ένοπλες μονάδες άμεσης επέμβασης, σα να λέμε τα ΜΑΤ της εποχής), οι εθνικόφρονες Ευέλπιδες που είχαν πάρει μεταγραφή στο Πολυτεχνείο (ΕΣΑΣ), οι συμμορίες Παπαγεωργίου στο Παγκράτι, Βήχου στην Κηφισιά, Ασημακόπουλου στο Θησείο, Βαρδινογιάννη στον Πειραιά, των αδελφών Πανολιάσκου στο Μεταξουργείο, των Μανιάτη και Νικολάου της ΟΕΔΕ στα Κουπόνια, Αγήνορα στους Αμπελόκηπους, Μπουρνιά, Παντελόγλου και άλλοι πολλοί προδότες συνεργάτες των Ναζί, αλλά και όλοι όσοι δούλευαν για τους κατακτητές και κυκλοφορούσαν ελεύθερα με τις ειδικές γερμανικές ταυτότητες.
Την τιμητική τους είχαν ονομαστικά και επαναλαμβανόμενα, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Στυλιανός Γονατάς, όλοι αυτοί σαν δημιουργοί των ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά και ο διοικητής των γερμανοτσολιάδων Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, ο διοικητής του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Νικόλαος Μπουραντάς, τα στελέχη της Αστυνομίας Σαμπάνης, Λάμπου κ.ά.
Τεύχος #12, 4 Οκτωβρίου 1944
_________
Επίσης, φαίνεται να γνωρίζουν οι συντάκτες της εφημερίδας όχι μόνο τον κάθε Μοίραρχο -αν όχι τον κάθε χωροφύλακα- σε κάθε τοπικό αστυνομικό τμήμα και το που πήγε και τι έκανε, όχι μόνο έναν προς έναν όλους τους ασφαλίτες της Ειδικής Ασφάλειας και τη καθημερινή τους δράση, αλλά και ιδιώτες ακόμη, υπαλλήλους κρατικών υπηρεσιών και δήμων, γιατρούς, εργοστασιάρχες και άλλους επαγγελματίες, που είχαν καλές σχέσεις με τους κατακτητές και τους βοηθούσαν στο έργο τους.
Ταυτόχρονα, υπήρχε στις στήλες της, επίμονο και διαρκές κάλεσμα σε αστυνομικούς, χωροφύλακες και πυροσβέστες να φύγουν από το Σώμα, να μην υπακούουν στις διαταγές των ανωτέρων τους, να ενωθούν με τον ΕΛΑΣ και το λαϊκό κίνημα και να παραδώσουν τα όπλα τους.
Οι συντάκτες της εφημερίδας δεν έκαναν τίποτα διαφορετικό από ό,τι η ίδια η ΟΠΛΑ είχε καλέσει τον λαό να κάνει (κατάδοση των προδοτών), στην πρώτη καταγεγραμμένη προκήρυξή της (Νοέμβριος 1943), όπου σημείωνε χαρακτηριστικά, μαζί με την υπόσχεση για “εξόντωση κάθε προδότη”:
Η Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ), οργάνωση του λαού ενάντια στους καταχτητές και τους προδότες ΔΗΛΩΝΕΙ ότι:
1) Θα υπερασπίσει και θα περιφρουρήσει τις πραγματικές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις που αγωνίζονται τον τραχύ αγώνα ενάντια στου καταχτητές για την απελευθέρωση της Ελλάδας μας και για τη λαοκρατία.
2) Θα εξοντώσει κάθε προδότη που συνεργάζεται με τους καταχτητές και θα τιμωρήσει σκληρά καθένα που δολοφονεί, προδίδει και συλλαμβάνει αγωνιστές του λαού.
3) Θα περιφρουρήσει τους λαϊκούς αγωνιστές και τους αγώνες του λαού.
ΚΑΛΕΙ
Τους αξιωματικούς όλων των όπλων, την αστυνομία, την χωροφυλακή, τους ευζώνους και καθένα που θέλει να λέγεται Έλληνας να ΜΗ υπακούσουν στις εντολές των καταχτητών και των προδοτών, να ΜΗ γίνουν δολοφόνοι και προδότες του λαού.
ΚΑΛΕΙ
Τον Ελληνικό Λαό να περιφρουρίσει τους αγωνιστές του και να ενισχύσει την Ο.Π.Λ.Α. καταγγέλνοντας με συγκεκριμένα στοιχεία κάθε προδότη.
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα κείμενα της εφημερίδας:
“Μπουραντά, η εχτέλεση δύο αιχμαλώτων του ΕΛΑΣ επί τόπου, σε θέτει εχτός κάθε Νόμου”.
“Οι ανάπηροι θα τιμωρήσουν τους Ραφτοδήμους-Μπακογιάννους”
“Ο οργανωτής των σφαγών της Κοκκινιάς και των συνοικιών του Πειραιά [Σ.Σ.:Σήφης Βαρδινογιάννης] πρέπει να ξέρει πως η ώρα της τιμωρίας των Εθνοπροδοτών πλησιάζει”
“Καταγγέλλουμε τον γιατρό Γρηγόρη Κώνστα και την ομάδα προδοτών από τον Ασπρόπυργο και τη Χασιά [...] Το αίμα και τα μαρτύρια [...] θα πληρωθούν σύντομα. Οι χωρικοί της Αττικής θα εκδικηθούν το χαμό των παιδιών τους”
“Κακούργε Παπαγιαννόπουλε [...], πλησιάζει η ώρα που εσύ και οι συνεργάτες σου θα πληρώσετε για τις θηριωδίες σας”
“Ο λαός του Κολωνού θα στείλει τον Καραχάλιο να συναντήσει τον Παναγιωτόπουλο”
“Ο λαός του Περιστεριού ξέρει και παρακολουθεί όλες τις κινήσεις των [...]· αν εξακολουθήσουν την αντιλαϊκή τους δράση, θα πληρώσουν με το κεφάλι τους”
“Ε, λοιπόν, τα κοράκια αυτά που είναι συγκεντρωμένα στα Τάγματα, στη Χωροφυλακή, στην Χ, ΟΕΔΕ, ΜΠΟΥΝΤ, ΕΕΕ και σε μερικούς μαυραγορίτικους κύκλους, πρέπει να τα εξοντώσουμε [...] Όλοι αυτοί είναι εκτός νόμου”
“[Πολλά ονόματα συνεργατών των Γερμανών, Χιτών και ασφαλιτών] Στους συνεργάτες των Γερμανών Χίτες, φωτιά και τσεκούρι τους περιμένει”
“Μακεδόνα [Σ.Σ.: Πρόκειται για τον Τάκη Μακεδόνα, αρχηγό των ΕΑΣΑΔ, δηλαδή των Ταγμάτων Ασφαλείας της Θεσσαλίας] η τύχη του θα είναι όποια και του όμοιου του Παντελόγλου”
[Ονόματα κοινοταρχών και δημοτικών υπαλλήλων σε κοινότητες της Αττικής] Ας έχουν υπόψει τους ότι ο ΕΛΑΣ τιμωρεί τους αρχηγούς τέτοιων προδοτικών και αντιλαϊκών ομάδων. Τους περιμένει η τύχη των Παναγιωτόπουλου-Ζερβού και άλλων”
“[Πολλά ονόματα συνεργατών των Γερμανών, Χιτών, Μπουραντάδων και ασφαλιτών] Δολοφόνοι του λαού, σας περιμένει η τύχη του Παπαγεωργίου”
_________
Επίσης, φαίνεται να γνωρίζουν οι συντάκτες της εφημερίδας όχι μόνο τον κάθε Μοίραρχο -αν όχι τον κάθε χωροφύλακα- σε κάθε τοπικό αστυνομικό τμήμα και το που πήγε και τι έκανε, όχι μόνο έναν προς έναν όλους τους ασφαλίτες της Ειδικής Ασφάλειας και τη καθημερινή τους δράση, αλλά και ιδιώτες ακόμη, υπαλλήλους κρατικών υπηρεσιών και δήμων, γιατρούς, εργοστασιάρχες και άλλους επαγγελματίες, που είχαν καλές σχέσεις με τους κατακτητές και τους βοηθούσαν στο έργο τους.
Ταυτόχρονα, υπήρχε στις στήλες της, επίμονο και διαρκές κάλεσμα σε αστυνομικούς, χωροφύλακες και πυροσβέστες να φύγουν από το Σώμα, να μην υπακούουν στις διαταγές των ανωτέρων τους, να ενωθούν με τον ΕΛΑΣ και το λαϊκό κίνημα και να παραδώσουν τα όπλα τους.
Οι συντάκτες της εφημερίδας δεν έκαναν τίποτα διαφορετικό από ό,τι η ίδια η ΟΠΛΑ είχε καλέσει τον λαό να κάνει (κατάδοση των προδοτών), στην πρώτη καταγεγραμμένη προκήρυξή της (Νοέμβριος 1943), όπου σημείωνε χαρακτηριστικά, μαζί με την υπόσχεση για “εξόντωση κάθε προδότη”:
Η Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ), οργάνωση του λαού ενάντια στους καταχτητές και τους προδότες ΔΗΛΩΝΕΙ ότι:
1) Θα υπερασπίσει και θα περιφρουρήσει τις πραγματικές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις που αγωνίζονται τον τραχύ αγώνα ενάντια στου καταχτητές για την απελευθέρωση της Ελλάδας μας και για τη λαοκρατία.
2) Θα εξοντώσει κάθε προδότη που συνεργάζεται με τους καταχτητές και θα τιμωρήσει σκληρά καθένα που δολοφονεί, προδίδει και συλλαμβάνει αγωνιστές του λαού.
3) Θα περιφρουρήσει τους λαϊκούς αγωνιστές και τους αγώνες του λαού.
ΚΑΛΕΙ
Τους αξιωματικούς όλων των όπλων, την αστυνομία, την χωροφυλακή, τους ευζώνους και καθένα που θέλει να λέγεται Έλληνας να ΜΗ υπακούσουν στις εντολές των καταχτητών και των προδοτών, να ΜΗ γίνουν δολοφόνοι και προδότες του λαού.
ΚΑΛΕΙ
Τον Ελληνικό Λαό να περιφρουρίσει τους αγωνιστές του και να ενισχύσει την Ο.Π.Λ.Α. καταγγέλνοντας με συγκεκριμένα στοιχεία κάθε προδότη.
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα κείμενα της εφημερίδας:
“Μπουραντά, η εχτέλεση δύο αιχμαλώτων του ΕΛΑΣ επί τόπου, σε θέτει εχτός κάθε Νόμου”.
“Οι ανάπηροι θα τιμωρήσουν τους Ραφτοδήμους-Μπακογιάννους”
“Ο οργανωτής των σφαγών της Κοκκινιάς και των συνοικιών του Πειραιά [Σ.Σ.:Σήφης Βαρδινογιάννης] πρέπει να ξέρει πως η ώρα της τιμωρίας των Εθνοπροδοτών πλησιάζει”
“Καταγγέλλουμε τον γιατρό Γρηγόρη Κώνστα και την ομάδα προδοτών από τον Ασπρόπυργο και τη Χασιά [...] Το αίμα και τα μαρτύρια [...] θα πληρωθούν σύντομα. Οι χωρικοί της Αττικής θα εκδικηθούν το χαμό των παιδιών τους”
“Κακούργε Παπαγιαννόπουλε [...], πλησιάζει η ώρα που εσύ και οι συνεργάτες σου θα πληρώσετε για τις θηριωδίες σας”
“Ο λαός του Κολωνού θα στείλει τον Καραχάλιο να συναντήσει τον Παναγιωτόπουλο”
“Ο λαός του Περιστεριού ξέρει και παρακολουθεί όλες τις κινήσεις των [...]· αν εξακολουθήσουν την αντιλαϊκή τους δράση, θα πληρώσουν με το κεφάλι τους”
“Ε, λοιπόν, τα κοράκια αυτά που είναι συγκεντρωμένα στα Τάγματα, στη Χωροφυλακή, στην Χ, ΟΕΔΕ, ΜΠΟΥΝΤ, ΕΕΕ και σε μερικούς μαυραγορίτικους κύκλους, πρέπει να τα εξοντώσουμε [...] Όλοι αυτοί είναι εκτός νόμου”
“[Πολλά ονόματα συνεργατών των Γερμανών, Χιτών και ασφαλιτών] Στους συνεργάτες των Γερμανών Χίτες, φωτιά και τσεκούρι τους περιμένει”
“Μακεδόνα [Σ.Σ.: Πρόκειται για τον Τάκη Μακεδόνα, αρχηγό των ΕΑΣΑΔ, δηλαδή των Ταγμάτων Ασφαλείας της Θεσσαλίας] η τύχη του θα είναι όποια και του όμοιου του Παντελόγλου”
[Ονόματα κοινοταρχών και δημοτικών υπαλλήλων σε κοινότητες της Αττικής] Ας έχουν υπόψει τους ότι ο ΕΛΑΣ τιμωρεί τους αρχηγούς τέτοιων προδοτικών και αντιλαϊκών ομάδων. Τους περιμένει η τύχη των Παναγιωτόπουλου-Ζερβού και άλλων”
“[Πολλά ονόματα συνεργατών των Γερμανών, Χιτών, Μπουραντάδων και ασφαλιτών] Δολοφόνοι του λαού, σας περιμένει η τύχη του Παπαγεωργίου”
Τεύχος #13, 8 Οκτωβρίου 1944
_____________
Κι αν (πρέπει να) τα θυμόμαστε όλα αυτά που έγιναν σχεδόν 73 χρόνια πριν, οι λόγοι, μεταξύ άλλων, είναι οι εξής:
Στη συζήτηση για την επιπόλαια “θεωρία των δύο άκρων”, είναι αναμφισβήτητο ότι βοήθησε αρκετά, με την αποενοχοποίηση της άκρας δεξιάς, εκείνο το ρεύμα της σύγχρονης ιστοριογραφίας, οι Μετα-Αναθεωρητές του Φερόμενου και Λεγόμενου “Νέου Κύματος” (ρεύμα Καλύβα-Μαραντζίδη), οι οποίοι πρωτοστάτησαν στο ξαναγράψιμο της Ιστορίας, με την νομιμοποίηση ετεροχρονισμένα των δοσίλογων και των “άμοιρων ταγματαλητών” και με την δικαίωση του ένοπλου δωσιλογισμού.
Κατέχοντας ηγεμονικό ρόλο στο δημόσιο λόγο, η συνεισφορά τους αποδείχτηκε καθοριστική στην διάχυση της “θεωρίας των δύο άκρων”, σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικοί αγώνες και οι κοινωνικές διεκδικήσεις εξισώνονται με την τυφλή ρατσιστική και ναζιστική βία και τα μαχαιρώματα.
Για τότε, κατ’ αυτούς, η “μαύρη” βία και η τρομοκρατία των Γερμανών και των δοσίλογων συνεργατών τους ήταν βία δευτερογενής, δηλαδή απάντηση στην “κόκκινη” βία του ΕΑΜικού κινήματος.
Ετσι και τώρα, στις μνημονιακές εφημερίδες διαβάζουμε μονότονα επαναλαμβανόμενα για το “καθεστώς της γενικευμένης ανομίας που εξέθρεψε τα φαινόμενα της κόκκινης και της μαύρης βίας” και βλέπουμε επιχειρήματα όπως “αν δεν υπήρχε η βία της παλαβής αριστεράς, δεν θα ήταν τόσο εύκολα πραγματοποιήσιμη η βία των νεοναζί”.
Ταύτιση, με λίγα λόγια, κάθε δομικής αντιπολίτευσης με την “τρομοκρατική βία”.
Δεν είμαστε θιασώτες των ιστορικών παραλληλισμών μακρινών μεταξύ τους εποχών, αλλά, τότε και τώρα, απέναντι στους στόχους των ελίτ, η απάντηση δίνεται στους καθημερινούς αγώνες και δίνεται από όσους κατανοούν εκείνη τη ρήση που λέει: “Όποιος δεν κινείται, δεν αντιλαμβάνεται τις αλυσίδες του“.
Το απέδειξε ο αθηναϊκός λαός πριν 73 χρόνια, όταν κινήθηκε μαζικά και με όλα τα μέσα, για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Είναι η δική μας σειρά να το αποδείξουμε κι εμείς τώρα!
_____________
Κι αν (πρέπει να) τα θυμόμαστε όλα αυτά που έγιναν σχεδόν 73 χρόνια πριν, οι λόγοι, μεταξύ άλλων, είναι οι εξής:
Στη συζήτηση για την επιπόλαια “θεωρία των δύο άκρων”, είναι αναμφισβήτητο ότι βοήθησε αρκετά, με την αποενοχοποίηση της άκρας δεξιάς, εκείνο το ρεύμα της σύγχρονης ιστοριογραφίας, οι Μετα-Αναθεωρητές του Φερόμενου και Λεγόμενου “Νέου Κύματος” (ρεύμα Καλύβα-Μαραντζίδη), οι οποίοι πρωτοστάτησαν στο ξαναγράψιμο της Ιστορίας, με την νομιμοποίηση ετεροχρονισμένα των δοσίλογων και των “άμοιρων ταγματαλητών” και με την δικαίωση του ένοπλου δωσιλογισμού.
Κατέχοντας ηγεμονικό ρόλο στο δημόσιο λόγο, η συνεισφορά τους αποδείχτηκε καθοριστική στην διάχυση της “θεωρίας των δύο άκρων”, σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικοί αγώνες και οι κοινωνικές διεκδικήσεις εξισώνονται με την τυφλή ρατσιστική και ναζιστική βία και τα μαχαιρώματα.
Για τότε, κατ’ αυτούς, η “μαύρη” βία και η τρομοκρατία των Γερμανών και των δοσίλογων συνεργατών τους ήταν βία δευτερογενής, δηλαδή απάντηση στην “κόκκινη” βία του ΕΑΜικού κινήματος.
Ετσι και τώρα, στις μνημονιακές εφημερίδες διαβάζουμε μονότονα επαναλαμβανόμενα για το “καθεστώς της γενικευμένης ανομίας που εξέθρεψε τα φαινόμενα της κόκκινης και της μαύρης βίας” και βλέπουμε επιχειρήματα όπως “αν δεν υπήρχε η βία της παλαβής αριστεράς, δεν θα ήταν τόσο εύκολα πραγματοποιήσιμη η βία των νεοναζί”.
Ταύτιση, με λίγα λόγια, κάθε δομικής αντιπολίτευσης με την “τρομοκρατική βία”.
Δεν είμαστε θιασώτες των ιστορικών παραλληλισμών μακρινών μεταξύ τους εποχών, αλλά, τότε και τώρα, απέναντι στους στόχους των ελίτ, η απάντηση δίνεται στους καθημερινούς αγώνες και δίνεται από όσους κατανοούν εκείνη τη ρήση που λέει: “Όποιος δεν κινείται, δεν αντιλαμβάνεται τις αλυσίδες του“.
Το απέδειξε ο αθηναϊκός λαός πριν 73 χρόνια, όταν κινήθηκε μαζικά και με όλα τα μέσα, για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Είναι η δική μας σειρά να το αποδείξουμε κι εμείς τώρα!
Το γνήσιο και το πλαστό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη
Στις 2 Νοεμβρίου του 1940, σ’ όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες δημοσιεύτηκε μια επιστολή που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα ντοκουμέντα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ήταν το ανοιχτό γράμμα του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη «προς το λαό της Ελλάδας».
«Ο φασισμός του Μουσολίνι -έλεγε το γράμμα [1]- χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και να τη εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.
Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940
Νίκος Ζαχαριάδης
Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ»
Εκείνη την περίοδο, αλλά και στη συνέχεια όταν τέθηκε το καθήκον της οργάνωσης της Εθνικής Αντίστασης κατά της τριπλής φασιστικής κατοχής, το γράμμα αυτό του Νίκου Ζαχαριάδη αποτέλεσε τον καθοδηγητικό μπούσουλα του ΚΚΕ που δημιούργησε το ΕΑΜ.
Ταυτόχρονα όμως προκάλεσε και τον θαυμασμό ακόμη και των αντιπάλων τους.
«Η πρώτη αντίδραση του κόμματος- γράφει ο Ευαγ. Αβέρωφ αναφερόμενος στην στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο[2]- υπήρξε απρόβλεπτη.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1940 (σ.σ. 31 Οκτωβρίου είναι το σωστό), ο Ζαχαριάδης από τη φυλακή όπου βρισκόταν τριάμισι περίπου χρόνια, απηύθυνε μια επιστολή προς τον Μανιαδάκη. Δημοσιεύτηκε αμέσως σε όλες τις εφημερίδες. Επρόκειτο για μια έκκληση υπέρ της αμύνης και κατέληγε ως εξής: ‘
‘Όλοι στον αγώνα, καθένας στη θέση του, η νίκη θα ανήκη στην Ελλάδα και στο λαό της. Οι εργάτες όλου του κόσμου βρίσκονται στο πλευρό μας’’.
Ήταν κείμενο επιδέξιο από την πλευρά του (η νίκη στο λαό, όχι στη δικτατορία, οι εργάτες όλου του κόσμου) αλλά ήταν συγχρόνως κείμενο χρήσιμο για τον αγώνα. Ήταν επίσης ευθυγραμμισμένο με τις δηλώσεις όλων των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι αντετίθεντο όλοι στο δικτατορικό καθεστώς. Πράγματι, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες είχαν κηρυχθεί υπέρ της ενόπλου αντιστάσεως κατά του εισβολέως».
Τα σημεία του γράμματος που στρέφονται κατά της δικτατορίας δεν είναι μόνο αυτά που επισήμανε ο Αβέρωφ. Η φράση «Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα» είναι ίσως το ισχυρότερο χαστούκι κατά της δικτατορίας και μία σαφέστατη έκκληση προς τον ελληνικό λαό να είναι εχθρικός απέναντί της κι απέναντι στα όργανά της. Αλλά το γράμμα δεν σταματούσε εκεί.
Έδινε προοπτική στο λαό και προσδιόριζε με ακρίβεια το χαρακτήρα της πάλης του όταν έλεγε πως «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».
Λαμπρότερο ντοκουμέντο στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού κι επαναστατικού κινήματος, τόσο πυκνό και τόσο ξεκάθαρο σε νοήματα, που να συνδυάζει με τόση ευστοχία την τακτική με την στρατηγική, δεν υπάρχει.
Το παιχνίδι του Μανιαδάκη: Το πλαστό γράμμα
Του προαναφερόμενου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη ακολούθησαν αλλά δύο. Πριν όμως αναφερθούμε σ’ αυτά αξίζει να σταθούμε σε ένα ζήτημα που δεν είναι ευρύτερα γνωστό σε όλες τις διαστάσεις του, κι έχει να κάνει με τις προσπάθειες της μεταξικής δικτατορίας και των αρχών ασφαλείας του καθεστώτος να παρασύρουν τους κομμουνιστές στην πολιτική τους ενόψει του πολέμου με την Ιταλία που από το Καλοκαίρι του 1940 έδειχνε αναπόφευκτος.
Από τα τέλη του 1939 ο υφυπουργός Ασφαλείας του Μεταξά Κ. Μανιαδάκης και οι υπηρεσίες δίωξης του Κομμουνισμού έθεσαν σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Τον Γενάρη του 1940, αξιοποιώντας στελέχη του Κόμματος που είχαν προσχωρήσει στις υπηρεσίες τους, όπως ο Μιχάλης Τυρίμος βουλευτής και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, δημιούργησαν ένα πλαστό ΚΚΕ με ελεγχόμενη από αυτούς καθοδήγηση που την ονόμασαν «Προσωρινή Διοίκηση».
Παράλληλα εξέδιδαν ψεύτικο- ασφαλίτικο Ριζοσπάστη και για ένα διάστημα κατάφεραν να γίνουν πιστευτοί ως γνήσιοι κομμουνιστές από ένα μέρος των παράνομων κομματικών οργανώσεων και τις ομάδες συμβίωσης εξόριστων και φυλακισμένων κομμουνιστών, όπως για παράδειγμα τη ομάδα φυλακισμένων της Ακροναυπλίας.
Από τις αρχές Φθινοπώρου του 1940 -όπως δείχνουν αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία- το μεταξικό καθεστώς, μέσω του ψεύτικου ΚΚΕ, επικεντρώνει τις προσπάθειες του να παρασύρει τους κομμουνιστές σε θέση υποστήριξης της πολιτικής του ενόψει του επικείμενου πολέμου.
Χαρακτηριστική περίπτωση -και ενδιαφέρουσα από κάθε πλευρά- είναι η δημοσίευση στον κίβδηλο Ριζοσπάστη που εξέδιδε η Προσωρινή Διοίκηση (αρ. φ. 9, 1 Οκτωβρίου 1940) ενός πλαστού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη που έμελλε να παίξει έναν ορισμένο ρόλο στη στάση εξόριστων κομμουνιστών, ιδιαίτερα όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Το περιεχόμενο του πλαστού αυτού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη, όπως δημοσιεύτηκε στον ψεύτικο Ριζοσπάστη της Προσωρινής Διοίκησης, έχει ως εξής:
«ΜΕΤΑΞΑΝ, Πρωθυπουργόν,
Αθήνα
Το ΚΚΕ πάντα έβαζε και βάζει τα συμφέροντα του Λαού πάνω απ’ όλα. Σήμερα η φασιστική Ιταλία και ο άξονας Βερολίνου-Ρώμης έχουν ουσιαστικά αποφασίσει να καταργήσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας και περιμένουν την κατάλληλη γι’ αυτούς στιγμή να δράσουν. Την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία μας μόνο δύο πράγματα μπορούν να τη σώσουν.
1) Η πανελλαδική παλλαϊκή πανστρατιά με το λαό πραγματικό αφέντη στον τόπο του και στη δουλειά του. Αυτό απαιτεί αμείλιχτο χτύπημα των πλουτοκρατικών παρασίτων και των πραχτόρων του άξονα και της Αγγλίας στην Ελλάδα.
2) Ολοκληρωτικό πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό προς τη Σοβιετική Ρωσία, τη μόνη μεγάλη δύναμη που υπερασπίζεται τους μικρούς λαούς, και που μπορεί να μας εξασφαλίσει αποτελεσματικά. Η Ελλάδα πρέπει να δουλέψει με όλες τις δυνάμεις της για να πάρουν και οι άλλες βαλκανικές χώρες τον ίδιο προσανατολισμό. Το ΚΚΕ δεν αρνιέται σε κανένα το δικαίωμα να ενδιαφέρεται για τον τόπο του, με τον όρο όμως τα έργα να ακολουθούν τα λόγια. Με βάση την πιο πάνω γραμμή, το ΚΚΕ, ξεχνώντας το παρελθόν, παίρνει τη θέση του στη γραμμή του πυρός για την εθνική ανεξαρτησία και ακεραιότητα κάτω απ’ τις διαταγές σας.
ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
Γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ»
Η πλαστότητα αυτού του γράμματος είναι εμφανής δια γυμνού οφθαλμού. Το γράμμα αυτό δεν έφερε καμία ημερομηνία, αν και ο Ζαχαριάδης έγραφε πάντα στα γράμματά του ημερομηνία.
Η γλώσσα του, οι έννοιες και το περιεχόμενό τους δεν ταιριάζουν καθόλου και δεν αντιστοιχούν στο επίπεδο του ηγέτη του ΚΚΕ, ενώ από πολιτικής άποψης το ΚΚΕ φαίνεται να προσχωρεί πλήρως στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου και σε θέσεις εθνικοπατριωτικές, που δεν είχαν καμία σχέση με τον αναμφισβήτητο λαϊκό πατριωτισμό του Κόμματος.
Επιπλέον, το γράμμα αυτό- που χειρόγραφό του ουδέποτε δημοσιοποιήθηκε- ποτέ δεν αξιοποιήθηκε από την Ασφάλεια στην προπαγάνδα της γύρω από ΚΚΕ, ούτε τότε, ούτε αργότερα, ούτε πολύ περισσότερο στη μετεμφυλιακή περίοδο. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι για την πλαστότητα αυτού του γράμματος έγραψε ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης στο πλαίσιο της διαμάχης που είχε το Καλοκαίρι του 1946 με τον Γιάννη Πετσόπουλο [3].
Οι επιπτώσεις του πλαστού γράμματος
Ύστερα από τα προαναφερόμενα τίθεται εκ των πραγμάτων ένα ερώτημα. Το εν λόγω πλαστό γράμμα είχε καμία χρησιμότητα για το Μεταξικό καθεστώς; Αναμφισβήτητα είχε αλλά για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα. Όπως αποδεικνύεται από αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, η Ασφάλεια φρόντισε ώστε ο Ριζοσπάστης της Προσωρινής Διοίκησης, της 1ης Οκτωβρίου 1940, με το πλαστό γράμμα του Ζαχαριάδη να φτάσει στους φυλακισμένους και εξόριστους κομμουνιστές. Οι εξόριστοι της Ανάφης π.χ. το αναδημοσίευσαν στον Τύπο που εξέδιδαν. Μια τέτοια δημοσίευση βρίσκεται στο Δελτίο που εξέδιδε, ως όργανό της, η «Κομματική Φράξια Πολιτικών Εξορίστων Ανάφης».
Δε χωράει αμφιβολία πως η γραμμή του πλαστού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη- και η εξαπάτηση των κομμουνιστών που έλαβαν γνώση του από την Προσωρινή Διοίκηση- θα μπορούσε να είχε στοιχίσει πολύ στο ΚΚΕ. Οι συνέπειες ασφαλώς δεν μπορούν να προσδιοριστούν, αλλά η μετατόπιση του Κόμματος σε θέση υποταγής στο Μεταξά δεν θα το άφηνε ανέγγιχτο. Ευτυχώς όμως, πριν προλάβει να λειτουργήσει αυτή η γραμμή, στις 2 Νοεμβρίου 1940 δημοσιοποιήθηκε το πρώτο αληθινό γράμμα του ηγέτη του ΚΚΕ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, που έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.
Το πρώτο και τα άλλα δύο γνήσια γράμματα
Από τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών- όπως προαναφέραμε- στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Ν. Ζαχαριάδης έστειλε άλλα δύο γράμματα τα οποία δεν είδαν εγκαίρως το φως της δημοσιότητας [4]. Το ένα (δεύτερο στη σειρά των τριών) με ημερομηνία «26 του Νοέμβρη 1940» δημοσιεύτηκε με πρωτοβουλία της Ασφάλειας στον Αθηναϊκό Τύπο, μόλις στις… 9 Μαρτίου 1947. Το άλλο (τρίτο κατά σειρά), με ημερομηνία 15- 1- 1941 δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Ιούνη του 1942, στο 2ο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης (ΚΟΜΕΠ) τη κατοχής και κατοπινά στο μεταπολεμικό Ριζοσπάστη [5].
Και τα δύο αυτά γράμματα- με βάση τα δεδομένα που κάθε φορά είχαν δημιουργηθεί- έβαζαν, γενικά, την ίδια πολιτική γραμμή στο κόμμα. Επιπλέον, το τρίτο στη σειρά, της 15- 1- 1941 ξεσκέπαζε το χαφιέδικο ρόλο της «Προσωρινής Διοίκησης», της ασφαλίτικης δηλαδή καθοδήγησης που είχε δημιουργήσει η μεταξική δικτατορία για να θέση υπό τον έλεγχό της το ΚΚΕ.
Η πολιτική γραμμή των δύο αυτών γραμμάτων συμπυκνωνόταν στα παρακάτω: Ο ελληνικός λαός αγωνιζόταν για να εξασφαλίσει τη λευτεριά και τη ανεξαρτησία του και δεν είχε καμία θέση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα στην Αγγλία από την μια και την Γερμανία- Ιταλία από την άλλη. Συνεπώς, όταν πια είχαν διαμορφωθεί οι όροι ήττας της Ιταλίας το αίτημα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από μια δίκαιη ειρήνη- χωρίς προσαρτήσεις εδαφών- κι από την διασφάλιση της ουδετερότητας της χώρας.
Πηγές :
[1] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 9- 10 και Νίκος Ζαχαριάδης: «Ιστορικά Διλήμματα- Ιστορικές Απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα 1940- 1945», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 31
[2] Ευάγγελου Αβέρωφ: «Φωτιά και τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 93.
[3] Νίκος Ζαχαριάδης, στο ίδιο σελ. 367
[4] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 271- 276
[5] «Κομμουνιστική Επιθεώρηση της εποχής της φασιστικής κατοχής 1941- 1944», Ανατύπωση Αθήνα Οχτώβρης 1946, σελ. 50- 52 και «Ρ» 28/10/1945
«Ο φασισμός του Μουσολίνι -έλεγε το γράμμα [1]- χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και να τη εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.
Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940
Νίκος Ζαχαριάδης
Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ»
Εκείνη την περίοδο, αλλά και στη συνέχεια όταν τέθηκε το καθήκον της οργάνωσης της Εθνικής Αντίστασης κατά της τριπλής φασιστικής κατοχής, το γράμμα αυτό του Νίκου Ζαχαριάδη αποτέλεσε τον καθοδηγητικό μπούσουλα του ΚΚΕ που δημιούργησε το ΕΑΜ.
Ταυτόχρονα όμως προκάλεσε και τον θαυμασμό ακόμη και των αντιπάλων τους.
«Η πρώτη αντίδραση του κόμματος- γράφει ο Ευαγ. Αβέρωφ αναφερόμενος στην στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο[2]- υπήρξε απρόβλεπτη.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1940 (σ.σ. 31 Οκτωβρίου είναι το σωστό), ο Ζαχαριάδης από τη φυλακή όπου βρισκόταν τριάμισι περίπου χρόνια, απηύθυνε μια επιστολή προς τον Μανιαδάκη. Δημοσιεύτηκε αμέσως σε όλες τις εφημερίδες. Επρόκειτο για μια έκκληση υπέρ της αμύνης και κατέληγε ως εξής: ‘
‘Όλοι στον αγώνα, καθένας στη θέση του, η νίκη θα ανήκη στην Ελλάδα και στο λαό της. Οι εργάτες όλου του κόσμου βρίσκονται στο πλευρό μας’’.
Ήταν κείμενο επιδέξιο από την πλευρά του (η νίκη στο λαό, όχι στη δικτατορία, οι εργάτες όλου του κόσμου) αλλά ήταν συγχρόνως κείμενο χρήσιμο για τον αγώνα. Ήταν επίσης ευθυγραμμισμένο με τις δηλώσεις όλων των πολιτικών ηγετών, οι οποίοι αντετίθεντο όλοι στο δικτατορικό καθεστώς. Πράγματι, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες είχαν κηρυχθεί υπέρ της ενόπλου αντιστάσεως κατά του εισβολέως».
Τα σημεία του γράμματος που στρέφονται κατά της δικτατορίας δεν είναι μόνο αυτά που επισήμανε ο Αβέρωφ. Η φράση «Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα» είναι ίσως το ισχυρότερο χαστούκι κατά της δικτατορίας και μία σαφέστατη έκκληση προς τον ελληνικό λαό να είναι εχθρικός απέναντί της κι απέναντι στα όργανά της. Αλλά το γράμμα δεν σταματούσε εκεί.
Έδινε προοπτική στο λαό και προσδιόριζε με ακρίβεια το χαρακτήρα της πάλης του όταν έλεγε πως «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».
Λαμπρότερο ντοκουμέντο στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού κι επαναστατικού κινήματος, τόσο πυκνό και τόσο ξεκάθαρο σε νοήματα, που να συνδυάζει με τόση ευστοχία την τακτική με την στρατηγική, δεν υπάρχει.
Το παιχνίδι του Μανιαδάκη: Το πλαστό γράμμα
Του προαναφερόμενου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη ακολούθησαν αλλά δύο. Πριν όμως αναφερθούμε σ’ αυτά αξίζει να σταθούμε σε ένα ζήτημα που δεν είναι ευρύτερα γνωστό σε όλες τις διαστάσεις του, κι έχει να κάνει με τις προσπάθειες της μεταξικής δικτατορίας και των αρχών ασφαλείας του καθεστώτος να παρασύρουν τους κομμουνιστές στην πολιτική τους ενόψει του πολέμου με την Ιταλία που από το Καλοκαίρι του 1940 έδειχνε αναπόφευκτος.
Από τα τέλη του 1939 ο υφυπουργός Ασφαλείας του Μεταξά Κ. Μανιαδάκης και οι υπηρεσίες δίωξης του Κομμουνισμού έθεσαν σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Τον Γενάρη του 1940, αξιοποιώντας στελέχη του Κόμματος που είχαν προσχωρήσει στις υπηρεσίες τους, όπως ο Μιχάλης Τυρίμος βουλευτής και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, δημιούργησαν ένα πλαστό ΚΚΕ με ελεγχόμενη από αυτούς καθοδήγηση που την ονόμασαν «Προσωρινή Διοίκηση».
Παράλληλα εξέδιδαν ψεύτικο- ασφαλίτικο Ριζοσπάστη και για ένα διάστημα κατάφεραν να γίνουν πιστευτοί ως γνήσιοι κομμουνιστές από ένα μέρος των παράνομων κομματικών οργανώσεων και τις ομάδες συμβίωσης εξόριστων και φυλακισμένων κομμουνιστών, όπως για παράδειγμα τη ομάδα φυλακισμένων της Ακροναυπλίας.
Από τις αρχές Φθινοπώρου του 1940 -όπως δείχνουν αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία- το μεταξικό καθεστώς, μέσω του ψεύτικου ΚΚΕ, επικεντρώνει τις προσπάθειες του να παρασύρει τους κομμουνιστές σε θέση υποστήριξης της πολιτικής του ενόψει του επικείμενου πολέμου.
Χαρακτηριστική περίπτωση -και ενδιαφέρουσα από κάθε πλευρά- είναι η δημοσίευση στον κίβδηλο Ριζοσπάστη που εξέδιδε η Προσωρινή Διοίκηση (αρ. φ. 9, 1 Οκτωβρίου 1940) ενός πλαστού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη που έμελλε να παίξει έναν ορισμένο ρόλο στη στάση εξόριστων κομμουνιστών, ιδιαίτερα όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Το περιεχόμενο του πλαστού αυτού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη, όπως δημοσιεύτηκε στον ψεύτικο Ριζοσπάστη της Προσωρινής Διοίκησης, έχει ως εξής:
«ΜΕΤΑΞΑΝ, Πρωθυπουργόν,
Αθήνα
Το ΚΚΕ πάντα έβαζε και βάζει τα συμφέροντα του Λαού πάνω απ’ όλα. Σήμερα η φασιστική Ιταλία και ο άξονας Βερολίνου-Ρώμης έχουν ουσιαστικά αποφασίσει να καταργήσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας και περιμένουν την κατάλληλη γι’ αυτούς στιγμή να δράσουν. Την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία μας μόνο δύο πράγματα μπορούν να τη σώσουν.
1) Η πανελλαδική παλλαϊκή πανστρατιά με το λαό πραγματικό αφέντη στον τόπο του και στη δουλειά του. Αυτό απαιτεί αμείλιχτο χτύπημα των πλουτοκρατικών παρασίτων και των πραχτόρων του άξονα και της Αγγλίας στην Ελλάδα.
2) Ολοκληρωτικό πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό προς τη Σοβιετική Ρωσία, τη μόνη μεγάλη δύναμη που υπερασπίζεται τους μικρούς λαούς, και που μπορεί να μας εξασφαλίσει αποτελεσματικά. Η Ελλάδα πρέπει να δουλέψει με όλες τις δυνάμεις της για να πάρουν και οι άλλες βαλκανικές χώρες τον ίδιο προσανατολισμό. Το ΚΚΕ δεν αρνιέται σε κανένα το δικαίωμα να ενδιαφέρεται για τον τόπο του, με τον όρο όμως τα έργα να ακολουθούν τα λόγια. Με βάση την πιο πάνω γραμμή, το ΚΚΕ, ξεχνώντας το παρελθόν, παίρνει τη θέση του στη γραμμή του πυρός για την εθνική ανεξαρτησία και ακεραιότητα κάτω απ’ τις διαταγές σας.
ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
Γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ»
Η πλαστότητα αυτού του γράμματος είναι εμφανής δια γυμνού οφθαλμού. Το γράμμα αυτό δεν έφερε καμία ημερομηνία, αν και ο Ζαχαριάδης έγραφε πάντα στα γράμματά του ημερομηνία.
Η γλώσσα του, οι έννοιες και το περιεχόμενό τους δεν ταιριάζουν καθόλου και δεν αντιστοιχούν στο επίπεδο του ηγέτη του ΚΚΕ, ενώ από πολιτικής άποψης το ΚΚΕ φαίνεται να προσχωρεί πλήρως στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου και σε θέσεις εθνικοπατριωτικές, που δεν είχαν καμία σχέση με τον αναμφισβήτητο λαϊκό πατριωτισμό του Κόμματος.
Επιπλέον, το γράμμα αυτό- που χειρόγραφό του ουδέποτε δημοσιοποιήθηκε- ποτέ δεν αξιοποιήθηκε από την Ασφάλεια στην προπαγάνδα της γύρω από ΚΚΕ, ούτε τότε, ούτε αργότερα, ούτε πολύ περισσότερο στη μετεμφυλιακή περίοδο. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι για την πλαστότητα αυτού του γράμματος έγραψε ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης στο πλαίσιο της διαμάχης που είχε το Καλοκαίρι του 1946 με τον Γιάννη Πετσόπουλο [3].
Οι επιπτώσεις του πλαστού γράμματος
Ύστερα από τα προαναφερόμενα τίθεται εκ των πραγμάτων ένα ερώτημα. Το εν λόγω πλαστό γράμμα είχε καμία χρησιμότητα για το Μεταξικό καθεστώς; Αναμφισβήτητα είχε αλλά για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα. Όπως αποδεικνύεται από αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, η Ασφάλεια φρόντισε ώστε ο Ριζοσπάστης της Προσωρινής Διοίκησης, της 1ης Οκτωβρίου 1940, με το πλαστό γράμμα του Ζαχαριάδη να φτάσει στους φυλακισμένους και εξόριστους κομμουνιστές. Οι εξόριστοι της Ανάφης π.χ. το αναδημοσίευσαν στον Τύπο που εξέδιδαν. Μια τέτοια δημοσίευση βρίσκεται στο Δελτίο που εξέδιδε, ως όργανό της, η «Κομματική Φράξια Πολιτικών Εξορίστων Ανάφης».
Δε χωράει αμφιβολία πως η γραμμή του πλαστού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη- και η εξαπάτηση των κομμουνιστών που έλαβαν γνώση του από την Προσωρινή Διοίκηση- θα μπορούσε να είχε στοιχίσει πολύ στο ΚΚΕ. Οι συνέπειες ασφαλώς δεν μπορούν να προσδιοριστούν, αλλά η μετατόπιση του Κόμματος σε θέση υποταγής στο Μεταξά δεν θα το άφηνε ανέγγιχτο. Ευτυχώς όμως, πριν προλάβει να λειτουργήσει αυτή η γραμμή, στις 2 Νοεμβρίου 1940 δημοσιοποιήθηκε το πρώτο αληθινό γράμμα του ηγέτη του ΚΚΕ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, που έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.
Το πρώτο και τα άλλα δύο γνήσια γράμματα
Από τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών- όπως προαναφέραμε- στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Ν. Ζαχαριάδης έστειλε άλλα δύο γράμματα τα οποία δεν είδαν εγκαίρως το φως της δημοσιότητας [4]. Το ένα (δεύτερο στη σειρά των τριών) με ημερομηνία «26 του Νοέμβρη 1940» δημοσιεύτηκε με πρωτοβουλία της Ασφάλειας στον Αθηναϊκό Τύπο, μόλις στις… 9 Μαρτίου 1947. Το άλλο (τρίτο κατά σειρά), με ημερομηνία 15- 1- 1941 δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Ιούνη του 1942, στο 2ο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης (ΚΟΜΕΠ) τη κατοχής και κατοπινά στο μεταπολεμικό Ριζοσπάστη [5].
Και τα δύο αυτά γράμματα- με βάση τα δεδομένα που κάθε φορά είχαν δημιουργηθεί- έβαζαν, γενικά, την ίδια πολιτική γραμμή στο κόμμα. Επιπλέον, το τρίτο στη σειρά, της 15- 1- 1941 ξεσκέπαζε το χαφιέδικο ρόλο της «Προσωρινής Διοίκησης», της ασφαλίτικης δηλαδή καθοδήγησης που είχε δημιουργήσει η μεταξική δικτατορία για να θέση υπό τον έλεγχό της το ΚΚΕ.
Η πολιτική γραμμή των δύο αυτών γραμμάτων συμπυκνωνόταν στα παρακάτω: Ο ελληνικός λαός αγωνιζόταν για να εξασφαλίσει τη λευτεριά και τη ανεξαρτησία του και δεν είχε καμία θέση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα στην Αγγλία από την μια και την Γερμανία- Ιταλία από την άλλη. Συνεπώς, όταν πια είχαν διαμορφωθεί οι όροι ήττας της Ιταλίας το αίτημα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από μια δίκαιη ειρήνη- χωρίς προσαρτήσεις εδαφών- κι από την διασφάλιση της ουδετερότητας της χώρας.
Πηγές :
[1] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 9- 10 και Νίκος Ζαχαριάδης: «Ιστορικά Διλήμματα- Ιστορικές Απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα 1940- 1945», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 31
[2] Ευάγγελου Αβέρωφ: «Φωτιά και τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 93.
[3] Νίκος Ζαχαριάδης, στο ίδιο σελ. 367
[4] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 271- 276
[5] «Κομμουνιστική Επιθεώρηση της εποχής της φασιστικής κατοχής 1941- 1944», Ανατύπωση Αθήνα Οχτώβρης 1946, σελ. 50- 52 και «Ρ» 28/10/1945
Ο ματωμένος Μάης του ’36:
Μνήμη και διδάγματα
Μάης 1936
Ημερομηνία-σταθμός για την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος
Η χώρα βιώνει πρωτοφανείς στιγμές αγωνιστικής έξαρσης. Απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες έχουν ξεκινήσει από τον Απρίλη, παίρνουν σταδιακά τα χαρακτηριστικά μιας λαϊκής εξέγερσης η οποία έρχεται αντιμέτωπη με τη βαρβαρότητα του φασιστικού Μεταξικού καθεστώτος.
Το επίκεντρο των λαϊκών διαδηλώσεων είναι η Θεσσαλονίκη όπου, από το Μάρτη, ξεσπούν απεργίες σε διάφορους κλάδους εξαιτίας των άθλιων όρων και συνθηκών εργασίας.
Στις 29 Απρίλη οι καπνεργάτες κυρήσσουν απεργία διαρκείας προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, αιτήματα για καλύτερα μεροκάματα, βελτίωση των παροχών του Ταμείου ασφαλίσεως καπνεργατών κ.α.
Οι κινητοποιήσεις τους προκαλούν κύμα αλληλεγγύης και εργατικού ξεσηκωμού. Μέχρι την πρωτομαγιά του 1936 οι απεργίες επεκτείνονται και σε άλλες πόλεις, απ” τις Σέρρες και το Βόλο μέχρι την Καρδίτσα και την Αθήνα.
Στις 7 του Μάη η απεργία έχει πλέον λάβει πανελλαδικό χαρακτήρα με την συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργατών.
Το Μεταξικό κράτος βίας και τρομοκρατίας έχει πλέον ένα και μόνο στόχο: τη με κάθε τρόπο διάλυση των απεργών.
Στις 8 Μάη έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται σε απεργιακή συγκέντρωση και αρχίζουν να πυροβολούν ενάντια στο πλήθος. Την επόμενη- σημαδιακή- μέρα, η ΓΣΕΕ κηρύσσει 24ωρη απεργία.
Η κυβέρνηση επιστρατεύει πλήθος κλάδους (σιδηροδρομικούς, τροχιοδρομικούς, ηλεκτρολόγους κα) αλλά χωρίς αποτέλεσμα: οι απεργοί αγνοούν την επιστράτευση και τις τρομοκρατικές απειλές του Μεταξά και πραγματοποιούν μαζικότατη, πρωτοφανή για τα τότε δεδομένα, απεργιακή συγκέντρωση με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Την ώρα που η απεργία παίρνει το χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης ενάντια στο φασιστικό καθεστώς, ο Μεταξάς μετατρέπει την πόλη σε στρατοκρατούμενη περιοχή με ακροβολισμένους χωροφύλακες και στρατιώτες σε κάθε γωνιά και κτίριο.
Η σύγκρουση δεν θ” αργήσει να έρθει. Η πανεργατική συγκέντρωση της 9ης Μάη δέχεται δολοφονική επίθεση. Πρώτος νεκρός ο εργάτης Τάσος Τούσης, στη διασταύρωση των δρόμων Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Οι σύντροφοι του τοποθετούν το άψυχο σώμα του σε μια πόρτα που έχουν ξηλώσει από διπλανό γιαπί. Σε εκείνο το σημείο τον βρίσκει η μητέρα του – η συγκλονιστική φωτογραφία του θρήνου της δημοσιεύεται την επόμενη μέρα στο «Ριζοσπάστη».
Η τραγική αυτή εικόνα θα αποτυπωθεί στο μυαλό του νεαρού τότε Γιάννη Ρίτσου και θα του εμπνεύσει το αθάνατο ποίημα, πνευματικό «κειμήλιο» ενός ολόκληρου λαού, τον «Επιτάφιο».
Οι δολοφονικές επιθέσεις της χωροφυλακής και του στρατού δε μπορούν να εμποδίσουν τη διαδήλωση, ενώ πλήθος λαού – ακόμη και στρατιώτες που αρνούνται να πυροβολήσουν – ενώνεται με τους απεργούς. Το σύνθημα «κάτω ο φασισμός» δονεί την πόλη. Η εργατική τάξη θρηνεί 9 νεκρούς (άλλες πληροφορίες κάνουν λόγο για 12) ενώ οι τραυματίες ανέρχονται σε εκατοντάδες.
Την επόμενη μέρα, η κηδεία των νεκρών εργατών μετατρέπεται σε άλλη μια λαϊκή διαδήλωση – ένα τεράστιο πλήθος 200.000 ανθρώπων τιμούν τα θύματα του αιματοβαμμένου μεταξικού καθεστώτος.
Τις επόμενες ώρες ακολουθεί όργιο διωγμών και συλλήψεων, ενώ στρατιωτικές δυνάμεις καταπλέουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με σκοπό την «επιβολή της τάξης».
Στις 13 Μάη άλλη μια πανελλαδική πανεργατική απεργία λαμβάνει χώρα και χιλιάδες λαού καταγγέλουν τις δολοφονικές επιθέσεις των δυνάμεων ασφαλείας. Η κυβέρνηση Μεταξά, κάτω από τη λαϊκή πίεση και τις καταγγελίες συνδικαλιστικών οργανώσεων και κομμάτων της αντιπολίτευσης, μοιράζει ψευδαισθήσεις πως τα αιτήματα των εργατών θα ικανοποιηθούν. Μόνο που ο Μεταξάς, η ελληνική αστική τάξη (των Μποδοσάκηδων, των Χατζηκυριάκων, των Κανελλόπουλων και των λοιπών πλουτοκρατών της εποχής), το Παλάτι και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι τους είχαν άλλα πράγματα στο μυαλό τους…
Στις 4 Αυγούστου η κρατική εξουσία του φασίστα πρωθυπουργού απεκδύεται του κοινοβουλευτικού της μανδύα και καταλύει τη «δημοκρατία», κηρύσσοντας δικτατορία. Ακολουθεί όργιο διώξεων και φυλακίσεων κομμουνιστών (μεταξύ αυτών και ο ΓΓ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης) και δημοκρατικών αγωνιστών που αργότερα θα παραδοθούν απ” το Μεταξικό καθεστώς στους γερμανούς κατακτητές.
Από τον αστικό κοινοβουλευτισμό στην… 4η Αυγούστου
«Ο Μεταξάς είναι ο πιο ραφιναρισμένος φασίστας με καθαρά χιτλερικό, φασιστικό πρόγραμμα».
«Ριζοσπάστης», 6 Μάρτη 1936
Ο Μάης του 1936, αυτή η λαμπρή σελίδα της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος που πνίγηκε στο αίμα, θα μπορούσε, πιθανότατα, να αποτελέσει την αρχή του τέλους της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ι. Μεταξά εφόσον τα αστικά κόμματα της εποχής ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ η οποία σε απόφαση της τόνιζε: «Ο δολοφόνος Μεταξάς, εκπρόσωπος των πιο τρομοκρατικών, πλουτοκρατικών κύκλων, του βασιλιά και της φασιστικής στρατοκρατίας, επιταχύνει τις προσπάθειές του για να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μοναρχοφασιστική δικτατορία» («Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», Σύγχρονη Εποχή, τόμος 4ος, σελ. 373).
Το ΚΚΕ είχε πολλαπλώς τονίσει τον κίνδυνο εγκαθίδρυσης μοναρχοφασιστικού δικτατορικού καθεστώτος.
Στις 28 Μάρτη 1936, λίγες βδομάδες μετά τη δολοφονία από την αστυνομία του φοιτητή ιατρικής Α.Σωτηριάδη, σε μανιφέστο του το ΚΚΕ σημείωνε:
«Εργαζόμενοι! Μπρος στα μάτια σας, κάτω από τη σκέπη της μοναρχίας, εξυφαίνεται η πιο αντιλαϊκή, η πιο άτιμη, η πιο εγκληματική συνωμοσία. Αρχηγός της συνωμοσίας αυτής είναι ο Μεταξάς. Συνεργάτες του και συνένοχοι του είναι όλα τα πλουτοκρατικά κόμματα, από τα αντιβενιζελικά που πλειοδοτούν στα αντιλαϊκά μέτρα και σχέδια της κυβέρνησης, ίσαμε τα βενιζελικά, που στηρίζουν την κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική της».
(Μάκη Μαϊλη, «Από την 4η Αυγούστου ως τις μέρες μας», Σύγχρονη Εποχή, σελ. 14).
Την ίδια στιγμή, παρά τα δημοσιεύματα του Τύπου για τον κίνδυνο δικτατορικής λύσης, ο κεντρώος ηγέτης του κόμματος των φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης δήλωνε: «Ο κ. Πρωθυπουργός δεν σκέπτεται τοιούτον τι. Περί αυτού είμαι πεπεισμένος και ο κόσμος πρέπει να ησυχάση και να μη δίδη πίστιν εις τοιαύτας σκοπίμους διαδόσεις».
Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις γύρισαν την πλάτη στο ΚΚΕ και ο Μεταξάς – που αναρριχήθηκε στην εξουσία με την στήριξη τους – απεκδύθηκε πλήρως το κοινοβουλευτικό του προσωπείο, φανερώνοντας το πραγματικό του πρόσωπο.
Ποιό πρόσωπο;
Αυτό του – σύμφωνα με τον Μπρεχτ – «πιο ωμού, πιο καταπιεστικού, πιο θρασύ, πιο δόλιου καπιταλισμού», του Φασισμού. Το καθεστώς Μεταξά, αυτό που σήμερα υμνεί η εγκληματική, ναζιστική Χρυσή Αυγή, γεννήθηκε απ” τη μήτρα της αστικής εξουσίας, του εκμεταλλευτικού συστήματος, της δικτατορίας του Κεφαλαίου. Ο ίδιος ο Μεταξάς δεν έκρυβε το χαρακτήρα της 4ης Αυγούστου (οι επισημάνσεις δικές μας): «Εστηρίξαμεν το αστικόν καθεστώς της Ελλάδος και του εδώσαμεν να εννοήσει ότι το πρώτον καθήκον ενός τιμίου και πραγματικού πατριωτικού αστικού κόσμου, είναι, το να είναι αλληλέγγυος με τους δύο κλάδους, τον κόσμον τον εργατικόν και τον κόσμον τον αγροτικόν και εζητήσαμεν από τους αστούς, από τους βιομήχανους… θυσίας τας οποίας ο αστικός κόσμος μας τας έδωσε προθύμως» (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», «Π.Λ.Ε.», 1967).
Ποιό είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα;
Πως η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός, τα λαϊκά στρώματα, οφείλουν να στηριχθούν μονάχα στις δικές τους δυνάμεις. Γνωρίζοντας πως στην κορύφωση της ταξικής πάλης, η αστική εξουσία, η εξουσία του Κεφαλαίου, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα της. Στηρίζοντας ακόμη και «Μεταξάδες» όπως έκανε κατά το παρελθόν. Ο Μάης του ’36 και όσα ακολούθησαν αποτελούν παρακαταθήκη για το ελληνικό εργατικό κίνημα και πολύτιμη πηγή διδαγμάτων για τις νέες γενιές.
*Οικοδόμος*
Ημερομηνία-σταθμός για την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος
Η χώρα βιώνει πρωτοφανείς στιγμές αγωνιστικής έξαρσης. Απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες έχουν ξεκινήσει από τον Απρίλη, παίρνουν σταδιακά τα χαρακτηριστικά μιας λαϊκής εξέγερσης η οποία έρχεται αντιμέτωπη με τη βαρβαρότητα του φασιστικού Μεταξικού καθεστώτος.
Το επίκεντρο των λαϊκών διαδηλώσεων είναι η Θεσσαλονίκη όπου, από το Μάρτη, ξεσπούν απεργίες σε διάφορους κλάδους εξαιτίας των άθλιων όρων και συνθηκών εργασίας.
Στις 29 Απρίλη οι καπνεργάτες κυρήσσουν απεργία διαρκείας προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, αιτήματα για καλύτερα μεροκάματα, βελτίωση των παροχών του Ταμείου ασφαλίσεως καπνεργατών κ.α.
Οι κινητοποιήσεις τους προκαλούν κύμα αλληλεγγύης και εργατικού ξεσηκωμού. Μέχρι την πρωτομαγιά του 1936 οι απεργίες επεκτείνονται και σε άλλες πόλεις, απ” τις Σέρρες και το Βόλο μέχρι την Καρδίτσα και την Αθήνα.
Στις 7 του Μάη η απεργία έχει πλέον λάβει πανελλαδικό χαρακτήρα με την συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων εργατών.
Το Μεταξικό κράτος βίας και τρομοκρατίας έχει πλέον ένα και μόνο στόχο: τη με κάθε τρόπο διάλυση των απεργών.
Στις 8 Μάη έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται σε απεργιακή συγκέντρωση και αρχίζουν να πυροβολούν ενάντια στο πλήθος. Την επόμενη- σημαδιακή- μέρα, η ΓΣΕΕ κηρύσσει 24ωρη απεργία.
Η κυβέρνηση επιστρατεύει πλήθος κλάδους (σιδηροδρομικούς, τροχιοδρομικούς, ηλεκτρολόγους κα) αλλά χωρίς αποτέλεσμα: οι απεργοί αγνοούν την επιστράτευση και τις τρομοκρατικές απειλές του Μεταξά και πραγματοποιούν μαζικότατη, πρωτοφανή για τα τότε δεδομένα, απεργιακή συγκέντρωση με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Την ώρα που η απεργία παίρνει το χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης ενάντια στο φασιστικό καθεστώς, ο Μεταξάς μετατρέπει την πόλη σε στρατοκρατούμενη περιοχή με ακροβολισμένους χωροφύλακες και στρατιώτες σε κάθε γωνιά και κτίριο.
Η σύγκρουση δεν θ” αργήσει να έρθει. Η πανεργατική συγκέντρωση της 9ης Μάη δέχεται δολοφονική επίθεση. Πρώτος νεκρός ο εργάτης Τάσος Τούσης, στη διασταύρωση των δρόμων Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Οι σύντροφοι του τοποθετούν το άψυχο σώμα του σε μια πόρτα που έχουν ξηλώσει από διπλανό γιαπί. Σε εκείνο το σημείο τον βρίσκει η μητέρα του – η συγκλονιστική φωτογραφία του θρήνου της δημοσιεύεται την επόμενη μέρα στο «Ριζοσπάστη».
Η τραγική αυτή εικόνα θα αποτυπωθεί στο μυαλό του νεαρού τότε Γιάννη Ρίτσου και θα του εμπνεύσει το αθάνατο ποίημα, πνευματικό «κειμήλιο» ενός ολόκληρου λαού, τον «Επιτάφιο».
Οι δολοφονικές επιθέσεις της χωροφυλακής και του στρατού δε μπορούν να εμποδίσουν τη διαδήλωση, ενώ πλήθος λαού – ακόμη και στρατιώτες που αρνούνται να πυροβολήσουν – ενώνεται με τους απεργούς. Το σύνθημα «κάτω ο φασισμός» δονεί την πόλη. Η εργατική τάξη θρηνεί 9 νεκρούς (άλλες πληροφορίες κάνουν λόγο για 12) ενώ οι τραυματίες ανέρχονται σε εκατοντάδες.
Την επόμενη μέρα, η κηδεία των νεκρών εργατών μετατρέπεται σε άλλη μια λαϊκή διαδήλωση – ένα τεράστιο πλήθος 200.000 ανθρώπων τιμούν τα θύματα του αιματοβαμμένου μεταξικού καθεστώτος.
Τις επόμενες ώρες ακολουθεί όργιο διωγμών και συλλήψεων, ενώ στρατιωτικές δυνάμεις καταπλέουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με σκοπό την «επιβολή της τάξης».
Στις 13 Μάη άλλη μια πανελλαδική πανεργατική απεργία λαμβάνει χώρα και χιλιάδες λαού καταγγέλουν τις δολοφονικές επιθέσεις των δυνάμεων ασφαλείας. Η κυβέρνηση Μεταξά, κάτω από τη λαϊκή πίεση και τις καταγγελίες συνδικαλιστικών οργανώσεων και κομμάτων της αντιπολίτευσης, μοιράζει ψευδαισθήσεις πως τα αιτήματα των εργατών θα ικανοποιηθούν. Μόνο που ο Μεταξάς, η ελληνική αστική τάξη (των Μποδοσάκηδων, των Χατζηκυριάκων, των Κανελλόπουλων και των λοιπών πλουτοκρατών της εποχής), το Παλάτι και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι τους είχαν άλλα πράγματα στο μυαλό τους…
Στις 4 Αυγούστου η κρατική εξουσία του φασίστα πρωθυπουργού απεκδύεται του κοινοβουλευτικού της μανδύα και καταλύει τη «δημοκρατία», κηρύσσοντας δικτατορία. Ακολουθεί όργιο διώξεων και φυλακίσεων κομμουνιστών (μεταξύ αυτών και ο ΓΓ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης) και δημοκρατικών αγωνιστών που αργότερα θα παραδοθούν απ” το Μεταξικό καθεστώς στους γερμανούς κατακτητές.
Από τον αστικό κοινοβουλευτισμό στην… 4η Αυγούστου
«Ο Μεταξάς είναι ο πιο ραφιναρισμένος φασίστας με καθαρά χιτλερικό, φασιστικό πρόγραμμα».
«Ριζοσπάστης», 6 Μάρτη 1936
Ο Μάης του 1936, αυτή η λαμπρή σελίδα της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος που πνίγηκε στο αίμα, θα μπορούσε, πιθανότατα, να αποτελέσει την αρχή του τέλους της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ι. Μεταξά εφόσον τα αστικά κόμματα της εποχής ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ η οποία σε απόφαση της τόνιζε: «Ο δολοφόνος Μεταξάς, εκπρόσωπος των πιο τρομοκρατικών, πλουτοκρατικών κύκλων, του βασιλιά και της φασιστικής στρατοκρατίας, επιταχύνει τις προσπάθειές του για να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μοναρχοφασιστική δικτατορία» («Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», Σύγχρονη Εποχή, τόμος 4ος, σελ. 373).
Το ΚΚΕ είχε πολλαπλώς τονίσει τον κίνδυνο εγκαθίδρυσης μοναρχοφασιστικού δικτατορικού καθεστώτος.
Στις 28 Μάρτη 1936, λίγες βδομάδες μετά τη δολοφονία από την αστυνομία του φοιτητή ιατρικής Α.Σωτηριάδη, σε μανιφέστο του το ΚΚΕ σημείωνε:
«Εργαζόμενοι! Μπρος στα μάτια σας, κάτω από τη σκέπη της μοναρχίας, εξυφαίνεται η πιο αντιλαϊκή, η πιο άτιμη, η πιο εγκληματική συνωμοσία. Αρχηγός της συνωμοσίας αυτής είναι ο Μεταξάς. Συνεργάτες του και συνένοχοι του είναι όλα τα πλουτοκρατικά κόμματα, από τα αντιβενιζελικά που πλειοδοτούν στα αντιλαϊκά μέτρα και σχέδια της κυβέρνησης, ίσαμε τα βενιζελικά, που στηρίζουν την κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική της».
(Μάκη Μαϊλη, «Από την 4η Αυγούστου ως τις μέρες μας», Σύγχρονη Εποχή, σελ. 14).
Την ίδια στιγμή, παρά τα δημοσιεύματα του Τύπου για τον κίνδυνο δικτατορικής λύσης, ο κεντρώος ηγέτης του κόμματος των φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης δήλωνε: «Ο κ. Πρωθυπουργός δεν σκέπτεται τοιούτον τι. Περί αυτού είμαι πεπεισμένος και ο κόσμος πρέπει να ησυχάση και να μη δίδη πίστιν εις τοιαύτας σκοπίμους διαδόσεις».
Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις γύρισαν την πλάτη στο ΚΚΕ και ο Μεταξάς – που αναρριχήθηκε στην εξουσία με την στήριξη τους – απεκδύθηκε πλήρως το κοινοβουλευτικό του προσωπείο, φανερώνοντας το πραγματικό του πρόσωπο.
Ποιό πρόσωπο;
Αυτό του – σύμφωνα με τον Μπρεχτ – «πιο ωμού, πιο καταπιεστικού, πιο θρασύ, πιο δόλιου καπιταλισμού», του Φασισμού. Το καθεστώς Μεταξά, αυτό που σήμερα υμνεί η εγκληματική, ναζιστική Χρυσή Αυγή, γεννήθηκε απ” τη μήτρα της αστικής εξουσίας, του εκμεταλλευτικού συστήματος, της δικτατορίας του Κεφαλαίου. Ο ίδιος ο Μεταξάς δεν έκρυβε το χαρακτήρα της 4ης Αυγούστου (οι επισημάνσεις δικές μας): «Εστηρίξαμεν το αστικόν καθεστώς της Ελλάδος και του εδώσαμεν να εννοήσει ότι το πρώτον καθήκον ενός τιμίου και πραγματικού πατριωτικού αστικού κόσμου, είναι, το να είναι αλληλέγγυος με τους δύο κλάδους, τον κόσμον τον εργατικόν και τον κόσμον τον αγροτικόν και εζητήσαμεν από τους αστούς, από τους βιομήχανους… θυσίας τας οποίας ο αστικός κόσμος μας τας έδωσε προθύμως» (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», «Π.Λ.Ε.», 1967).
Ποιό είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα;
Πως η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός, τα λαϊκά στρώματα, οφείλουν να στηριχθούν μονάχα στις δικές τους δυνάμεις. Γνωρίζοντας πως στην κορύφωση της ταξικής πάλης, η αστική εξουσία, η εξουσία του Κεφαλαίου, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα της. Στηρίζοντας ακόμη και «Μεταξάδες» όπως έκανε κατά το παρελθόν. Ο Μάης του ’36 και όσα ακολούθησαν αποτελούν παρακαταθήκη για το ελληνικό εργατικό κίνημα και πολύτιμη πηγή διδαγμάτων για τις νέες γενιές.
*Οικοδόμος*
90 χρόνια από την ίδρυση της ΟΚΝΕ :
Βάδισε στον ηρωικό δρόμο που βαδίζει και το Κόμμα μας
Το Νοέμβρη του 1918 συνέρχεται στον Πειραιά το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας) που αργότερα, το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Από την πρώτη στιγμή το Κόμμα μας έβαλε στο επίκεντρο τα προβλήματα της νεολαίας, διαμόρφωσε αιτήματα για τους νέους των λαϊκών στρωμάτων.
Στο πρώτο Πρόγραμμα του Κόμματος, στο κεφάλαιο Α “Απαιτήσεις Πολιτικαί”, αναφέρεται στο σημείο 16: «Εκλαΐκευσις της εκπαιδεύσεως. Αυστηρά εφαρμογή της υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως. Παροχή τροφής και των μέσων διδασκαλίας εις τα παιδιά, υπό των δήμων και κοινοτήτων. Ανώτατος αριθμός δι’ έκαστον διδάσκαλον 25 μαθηταί και τάξεων εις ας διδάσκει δύο. Εκδημοκράτησις της διοικήσεως της εκπαιδεύσεως. Κατάργησις του άρθρου του Συντάγματος περί γλώσσης και εισαγωγή της δημοτικής γλώσσης εις όλην την εκπαίδευσιν. Εισαγωγή εις τα σχολεία της γλώσσης των διαφόρων εθνικοτήτων διά τους εκ τούτων μαθητάς».
Και στο σημείο 17:
«Ανοικοδόμησις σχολικών κτιρίων και πολλαπλασιασμός των σχολείων».
Στο δε κεφάλαιο Β “Απαιτήσεις υπέρ των εργατών”, αναφέρει στο σημείο ΙΒ:
«Τη μεταρρύθμισιν του νόμου 4029 περί ανηλίκων, ούτως ώστε οι κάτω των 16 ετών να μην επιτρέπεται να εργασθούν», ενώ στο σημείο ΙΓ, αναφέρει: «Τη διά νόμου απαγόρευσιν της νυκτερινής εργασίας διά παιδιά…».
Στο 1ο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, δεν υπάρχει καμιά αναφορά για μορφή συγκρότησης οργανώσεων νεολαίας.
Η ίδρυση της ΟΣΕΝΕ και της ΟΚΝΕ
Η ανάγκη αυτή βέβαια προκύπτει άμεσα και έτσι στο Καταστατικό του Κόμματος, που ψηφίστηκε στο 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, (Απρίλης 1920), στο κεφάλαιο θ με τίτλο “Όμιλοι νέων και γυναικών”, στο άρθρο 39 αναφέρει ότι: «Διά την ευκολίαν της προπαγάνδας του Κόμματος και διά την σοσιαλιστικήν μόρφωσιν των νέων δύναται να οργανωθούν εντός των τμημάτων όμιλοι νεολαίας. Εις τους ομίλους τούτους ανήκουν όλοι οι νέοι, οι οποίοι δεν έχουν τα προσόντα να γίνουν μέλη του Κόμματος. Οι όμιλοι ούτοι παρακολουθούνται και εξελέγχονται παρ’ αντιπροσώπου του τμήματος οριζομένου υπό της τοπικής επιτροπής». Στο ίδιο κεφάλαιο στο άρθρο 40 αναφέρει: «Οι όμιλοι ούτοι με την συγκατάθεσιν της ΚΕ δύνανται να ενώνωνται εις κεντρικήν οργάνωσιν, η δικαιοδοσία και ο ρόλος της οποίας κανονίζεται από την ΚΕ του Κόμματος. Η κεντρική οργάνωσις της νεολαίας παρακολουθείται παρ’ αντιπροσώπου του Κόμματος, εκλεγομένου κατ’ έτος υπό του συνεδρίου και εξελεγχομένου από την ΚΕ». Ουσιαστικά στο 2ο Συνέδριο αποφασίζεται η ίδρυση οργάνωσης της νεολαίας του Κόμματος και καθορίζεται το πλαίσιο οργάνωσής της και η σχέση της με το Κόμμα. Στο Έκτακτο Εκλογικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ), (Σεπτέμβρης 1920), παίρνει μέρος για πρώτη φορά η “Ομοσπονδία Σοσιαλιστικών Εργατικών Νεολαιών Ελλάδας” (ΟΣΕΝΕ). Η Ομοσπονδία λειτούργησε και έδρασε για δύο χρόνια έως το Νοέμβρη του 1922, που με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ ιδρύθηκε η Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας, η ηρωική ΟΚΝΕ.
Η πορεία της ΟΚΝΕ, από τη στιγμή της ίδρυσής της μέχρι την αυτοδιάλυσή της, έχει ανεξίτηλα πάνω της τα σημάδια της πορείας του Κόμματός μας, την ανιδιοτέλεια, την αδιαλλαξία απέναντι στον ταξικό αντίπαλο. Την πρωτοπόρα δράση στους χώρους που ζει, δουλεύει και μορφώνεται η νεολαία για να οργανωθεί η πάλη. Τη δράση κάτω από όλες τις συνθήκες για να φτάνει στη νεολαία η πολιτική του ΚΚΕ, για να κερδίζονται νέοι εργάτες, σπουδαστές και μαθητές με αυτήν. Η ΟΚΝΕ ανδρώθηκε και ατσαλώθηκε στους μεγάλους ταξικούς αγώνες της περιόδου του Μεσοπολέμου, στάθηκε άξια ως νεολαία του ΚΚΕ. Δεκάδες ήρωες του Κόμματος και του λαού μας βγήκαν από τα σπλάχνα της ΟΚΝΕ. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Χρήστο Μαλτέζο, τον Άρη Βελουχιώτη, το Ναπολέοντα Σουκατζίδη, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τον καπετάν Διαμαντή, το Νίκο Μπελογιάννη αλλά και εκατοντάδες άλλοι που δίδαξαν και ακόμα διδάσκουν τους νέους κομμουνιστές με το παράδειγμά τους. Γραμματέας της ΟΚΝΕ διετέλεσε και ο Νίκος Ζαχαριάδης.
Η ΟΚΝΕ ανέπτυξε πλούσια ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση στη νεολαία. Φρόντιζε συστηματικά μέσα από την καθημερινή της δράση να διαπαιδαγωγεί τα μέλη της στο πνεύμα του πατριωτισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, για το ανέβασμα του πολιτικού-ιδεολογικού επιπέδου των μελών της. Όπλο για την παρέμβασή της αυτή ήταν τα έντυπά της, η “Νεολαία”1 και ο “Νέος Λενινιστής”2.
Η δράση της ΟΚΝΕ στη στρατευμένη νεολαία
Η ΟΚΝΕ παρεμβαίνει σε όλα τα μέτωπα πάλης. Ξεχωρίζει όμως η δράση που αναπτύσσει για τη στρατευμένη νεολαία. Το 1925 κυκλοφορεί στη Θεσσαλονίκη πολυγραφημένο το έντυπο “Φαντάρος” ενώ από το 1928 κυκλοφορούν κι άλλες εφημερίδες για τους φαντάρους όπως η “Στρατώνα” (όργανο των στρατιωτών), η “Τσιμινιέρα” (όργανο των ναυτών), ο “Τηλεγραφητής”, ο “Σκαπανέας”, ο “Κόκκινος Ναύτης”, ο “Κόκκινος Σκαπανέας”. Αυτά τα έντυπα κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Σε πολλές περιπτώσεις οι φαντάροι κάτω από την καθοδήγηση της ΟΚΝΕ έδωσαν μάχες μέσα στο στρατό για καλύτερους όρους ζωής αλλά συμμετείχαν και στο φιλειρηνικό κίνημα. Ξεχωριστή ηρωική σελίδα της δράσης της ΟΚΝΕ αποτελεί η συγκρότηση και δράση παράνομων οργανώσεων μέσα στο στρατό.
Ουλαμός Καλπακίου
Το αστικό κράτος θέλοντας να απομονώσει τα μέλη και τα στελέχη της ΟΚΝΕ αλλά και θέλοντας να τους κάνει να “μετανοήσουν” για τη στράτευσή τους στην υπόθεση του κομμουνισμού, βάζει σε λειτουργία το 1924 τον “Πειθαρχικό Ούλαμο Καλπακίου”. Το Καλπάκι ήταν το χειρότερο στρατιωτικό κάτεργο της εποχής, ένα πραγματικό, μ’ όλη τη σημασία της λέξης, στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί έστελναν τα μέλη της ΟΚΝΕ αλλά και όποιους καταγγέλλονταν ως τέτοιοι. Το λαϊκό κίνημα εκείνη την περίοδο έβαζε μπροστά σταθερά το αίτημα για να κλείσει το κάτεργο στο Καλπάκι, ενώ χαρακτηριστικά για τις συνθήκες του στρατοπέδου είναι τα όσα αναφέρει η Αύρα Βλάσση: «Οι νεολαίοι, άμα τελείωναν το στρατιωτικό τους, γύριζαν απ’ το Καλπάκι κουρεμένοι, μαυριδεροί, σκελετωμένοι κι αγνώριστοι, οι περισσότεροι με χαντακωμένη την υγεία τους για πάντα».3
Ο Ουλαμός Καλπακίου στιγματίστηκε από τη “Δίκη των 7”, κατά την οποία πέρασαν από στρατοδικείο επτά κομμουνιστές φαντάρους, σκηνοθετώντας κατηγορίες και καταδικάζοντας σε θάνατο δύο ΟΚΝίτες, το Μαρκοβίτη και τον Πανούση. Ο μεγάλος ξεσηκωμός σε όλη την Ελλάδα και οι διαμαρτυρίες οργανώσεων και προσωπικοτήτων από το εξωτερικό για να παρθεί πίσω η απόφαση, είχαν αποτελέσματα, οι ποινές δεν εκτελέστηκαν. Το στρατόπεδο του Καλπακίου έκλεισε τελικά το 1934 χωρίς βέβαια να πάψουν οι διώξεις, τα βασανιστήρια για τα μέλη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ.
Η περίοδος της Μεταξικής Δικτατορίας
Στις 4 Αυγούστου του 1936 εγκαθιδρύεται η δικτατορία του Μεταξά. Στα βασανιστήρια στις φυλακές, στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, το ΚΚΕ γράφει μία από τις πιο λαμπρές σελίδες της Ιστορίας του. Δεκάδες στελέχη της ΟΚΝΕ φυλακίζονται αυτήν την περίοδο. Με κομμουνιστικό ηρωισμό και ταξικό μίσος, εκατοντάδες κομμουνιστές στέκονται σαν θηρία απέναντι στους δυνάστες τους με όπλο την πίστη στους σκοπούς του ΚΚΕ, με όπλο την πίστη στην πρωτοπόρα θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Χρήστος Μαλτέζος4, γραμματέας της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Το Μάιο του 1938, ο Μαλτέζος συλλαμβάνεται στην Αθήνα και βασανίζεται απάνθρωπα στην Ασφάλεια. Κατατσακισμένο τον μετέφεραν στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου συνεχίζονται τα βασανιστήρια: φάλαγγα, καυτό λάδι, ορθοστασία. Μία απάντηση είχε για όλα όσα τον ρωτούσαν οι βασανιστές: «Ζήτω το ΚΚΕ». Ανίκανοι να τον λυγίσουν, τον αποτελείωσαν οι δήμιοί του το Νοέμβρη του 1938, τις ημέρες που το ΚΚΕ και η ΟΚΝΕ έκλειναν 20 και 16 χρόνια δράσης αντίστοιχα.
Ακροναυπλία – Χαϊδάρι – Καισαριανή…
Την ίδια περίοδο εκατοντάδες στελέχη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ φυλακίζονται στην Ακροναυπλία. Ένας από αυτούς είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης5, ΟΚΝίτης και στέλεχος του συνδικαλιστικού κινήματος. Εξορίστηκε στην αρχή στον Άι-Στράτη και μετά στην Ακροναυπλία. Την περίοδο της Κατοχής (και αφού το μεταξικό καθεστώς αρνείται το αίτημα των φυλακισμένων να μεταφερθούν και να πολεμήσουν στο μέτωπο) μεταφέρεται στα στρατόπεδα των Τρικάλων και της Λάρισας και το Σεπτέμβρη του 1943 στο Χαϊδάρι. Την Πρωτομαγιά του 1944 ο Σουκατζίδης εκτελέστηκε στην Καισαριανή. Σε πρόταση του Γερμανού να εκτελεστεί κάποιος άλλος στη θέση του, ο Σουκατζίδης απάντησε: «Η ζωή των συντρόφων μου είναι πολύτιμη, όπως και η δική μου» και στάθηκε περήφανα στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ανάμεσα στους 200 κομμουνιστές που εκτελούνται βρίσκεται και ο Σάββας Σαββόπουλος6, επίσης στέλεχος της ΟΚΝΕ. Στην εργατική εξέγερση του 1936 στη Θεσσαλονίκη όντας στρατιώτης, αναπτύσσει δράση για τη συναδέλφωση του λαού και του στρατού. Το Φλεβάρη του 1937 συλλαμβάνεται και στέλνεται στην Ακροναυπλία κι αργότερα μεταφέρεται στη Λάρισα και στο Χαϊδάρι. Πήρε κι αυτός τον ηρωικό δρόμο για την Καισαριανή μαζί με τους 200 συντρόφους του όπου έπεσε φωνάζοντας: «Εκδίκηση! Ζήτω το ΚΚΕ». Τέτοιους ήρωες έβγαλε το ΚΚΕ και η ΟΚΝΕ. Ακέραιους, αδιάλλακτους, άφοβους μπροστά στον ταξικό αντίπαλο.
Κατοχή-ΕΑΜική Αντίσταση
Την περίοδο της κατοχής, δεκάδες ήταν τα στελέχη του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ που οργάνωσαν αποδράσεις από τις φυλακές και μπήκαν μπροστά στην οργάνωση της ΕΑΜικής Αντίστασης. ‘Έτσι, με πρωτοβουλία της ΟΚΝΕ, ιδρύεται στις 5 Φλεβάρη 1942 στην Αθήνα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Νέων (ΕΑΜΝ), στο οποίο συμμετέχουν εκτός από την ΟΚΝΕ η “Φιλική Εταιρεία Νέων”, η “Λεύτερη Νέα”, η “Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδας” και η “Δημοκρατική Ένωση Νέων”. Στις 14 Γενάρη 1943 συνέρχεται η Ολομέλεια της ΚΕ του ΕΑΜ Νέων και αποφασίζει την ίδρυση της ενιαίας οργάνωσης της νέας γενιάς. Στις 23 Φλεβάρη 1943, σε ένα σπίτι, στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας 3, στους Αμπελόκηπους, με πρόταση της ΟΚΝΕ και με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των οργανώσεων νέων που συμμετείχαν στο ΕΑΜΝ, καθώς και άλλων ενιαίων οργανώσεων, πραγματοποιείται σύσκεψη που καταλήγει στην απόφαση ίδρυσης της ΕΠΟΝ, με την αυτοδιάλυση όλων των οργανώσεων νεολαίας. Έτσι με την ίδρυση της ΕΠΟΝ, η ΟΚΝΕ αυτοδιαλύεται με τη σύμφωνη γνώμη και του ΚΚΕ.
Αργότερα, στα χρόνια της τρίχρονης εποποιίας του ΔΣΕ, ιδρύεται η Δημοκρατική Νεολαία Ελλάδας, η νεολαία του Δημοκρατικού Στρατού. Στις γραμμές της εντάχθηκαν, χιλιάδες νέοι μαχητές και νέες μαχήτριες του ΔΣΕ, που αποτελούσαν και τον κορμό του.
Τα χρόνια μέχρι την ίδρυση της ΚΝΕ
Στα χρόνια που ακολουθούν, το Κόμμα μας δε σταματά με ιδιαίτερη φροντίδα να ασχολείται με ζητήματα της νεολαίας, να παλεύει ώστε τα παιδιά της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να επιλέγουν τον ανυπότακτο, γεμάτο αυτοθυσία και ηρωισμό δρόμο για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Είναι όμως βασική έλλειψη το γεγονός ότι δεν υπάρχει η μορφή οργάνωσης της νεολαίας που θα αποτελεί το σχολείο των νέων κομμουνιστών, θα εξασφαλίζει τη διάδοση της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του μαρξισμού-λενινισμού στη νέα γενιά και την ίδια στιγμή θα συνδυάζει την πρωτοπόρα θεωρία με την πρωτοπόρα δράση, που θα συσπειρώνει και θα καθοδηγεί για να παίξει η νεολαία το δικό της ξεχωριστό ρόλο στο πλευρό του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Λείπει η μορφή οργάνωσης της νεολαίας, που δρώντας ακόμα και στις δύσκολες συνθήκες, θα διαμορφώνει την επόμενη γενιά της συνειδητής, πολιτικά και ιδεολογικά, πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα θα βάζει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του κινήματος της νεολαίας στο πλευρό του εργατικού κινήματος.
Η έλλειψη αυτή συνδέεται και με συνολικότερα προβλήματα στρατηγικής του Κόμματος αυτή την περίοδο, τα οποία οξύνθηκαν και εκφράστηκαν με τη λαθεμένη απόφαση για τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα, το 1958. Αφετηρία αυτών των προβλημάτων ήταν η δεξιά οπορτουνιστική στροφή που σημειώθηκε στην 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το 1956.
Τα προβλήματα αυτά, μπόρεσε να αντιμετωπίσει η 12η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, με την απόκρουση του αναθεωρητικού-οπορτουνιστικού ρεύματος που δρούσε οργανωμένα στις γραμμές του Κόμματος. Παρά τις αδυναμίες της, η 12η Ολομέλεια, με τις αποφάσεις της, έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, και την ίδρυση της ΚΝΕ.
Έτσι, το Σεπτέμβρη του ‘68, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, αποφάσισε την ίδρυση της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας, που στο 1ο άρθρο του καταστατικού της γράφει:
«Η ΚΝΕ δέχεται το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, καθοδηγείται ιδεολογικά και πολιτικά από αυτό, προωθεί την πολιτική του στη νεολαία, στηρίζεται στην ολόπλευρη βοήθειά του. Η ΚΝΕ διαπαιδαγωγεί τα μέλη και στελέχη της στα ιδανικά του ΚΚΕ, την πίστη και αφοσίωση σε αυτά. Προετοιμάζει τα μέλη της να καταχτήσουν τον τιμημένο τίτλο του μέλους του ΚΚΕ».
Στα βήματα της ηρωικής ΟΚΝΕ, με μπροστάρη και καθοδηγητή το Κόμμα μας, προχωράμε σταθερά, αταλάντευτα στο πλευρό της τάξης μας και του λαού μας! Με την ορμή των νιάτων να βάλουμε το δικό μας λιθαράκι στο δρόμο της πάλης για την κατάργηση του σάπιου συστήματος της εκμετάλλευσης, τον καπιταλισμό, στο δρόμο της ρήξης, της σύγκρουσης μέχρι την τελική νίκη, στο δρόμο για το σοσιαλισμό!
Παραπομπές
1. Κεντρικό Όργανο της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Πρωτοκυκλοφόρησε από την ΟΣΕΝΕ την 1η Αυγούστου 1922. Στο ιδρυτικό συνέδριο της ΟΚΝΕ αποφασίστηκε η μετατροπή του περιοδικού σε κεντρικό όργανο της Ομοσπονδίας.
2. Μηνιάτικο θεωρητικό πολιτικό όργανο της ΟΚΝΕ. Ξεκίνησε την κυκλοφορία του ως μηνιαίο δελτίο της ΟΚΝΕ για να εξελιχθεί στην πορεία σε περιοδικό.
3. από το βιβλίο της Αύρας Παρτσαλίδου “Aναμνήσεις από τη ζωή της ΟΚΝΕ”
4, 5, 6 : Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο “ΟΚΝΕ Λενινιστικό μαχητικό σχολείο των νέων”, παράνομη έκδοση της ΚΝΕ, Νοέμβρης 1972
Ηρωικές μορφές-στελέχη της ΟΚΝΕ *
Ηλέκτρα Αποστόλου: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1912. Από 14 χρονών μπήκε στην ΟΚΝΕ. Το 1930 έγινε μέλος της καθοδήγησης της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Αθήνας και μέλος του ΚΚΕ. Το 1932-1936 βρίσκεται στις πρώτες γραμμές της αντιφασιστικής πάλης του ελληνικού λαού. Το 1933 διεύθυνε την εφημερίδα της ΟΚΝΕ “Νεολαία”. Το 1935 πήρε μέρος στο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς των Νέων σαν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας. Αργότερα έγινε μέλος του γραφείου της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές. Η μεταξική δικτατορία την έκλεισε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Με την αποφυλάκισή της πέρασε στην παρανομία και στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη, γραμματέας του Γραφείου ΟΚΝΕ Μακεδονίας-Θράκης. Πιάστηκε το 1939 και στάλθηκε εξορία στην Ανάφη. Το Σεπτέμβρη του 1942 δραπέτευσε από το τμήμα μεταγωγών της Αθήνας. Με την ίδρυση της ΕΠΟΝ έγινε μέλος του Κεντρικού της Συμβουλίου. Αργότερα χρεώνεται υπεύθυνη διαφώτισης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας. Στις 25 Ιούλη 1944 την έπιασε η ασφάλεια και τη βασάνισε φριχτά. Την κρεμάσανε, τη μαστίγωσαν, την κάψανε. Στο τέλος την άλειψαν με οινόπνευμα σε διάφορα μέρη του σώματός της και της έβαλαν φωτιά. Η Ηλέκτρα ξεψύχησε στις 26 Ιούλη 1944.
Γιάννης Αλεξάνδρου (καπετάν Διαμαντής): Γεννήθηκε το 1914. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, Σαν φοιτητής ήταν μέλος της ΟΚΝΕ κι αργότερα μέλος του ΚΚΕ. Πήρε μέρος στο αλβανικό μέτωπο και το 1942 σχημάτισε την πρώτη ανταρτοομάδα στην Παρνασσίδα. Αργότερα αναδείχτηκε καπετάνιος του 34 Συντάγματος του ΕΛΑΣ και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Πήρε το βαθμό του ταγματάρχη του ΕΛΑΣ. Ήταν από τους πρώτους μαχητές του ΔΣΕ στη Ρούμελη, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας του ΔΣΕ. Αναδείχτηκε για τις στρατιωτικές του ικανότητες υποστράτηγος του ΔΣΕ. Σκοτώθηκε από τον αστικό στρατό τον Ιούνη του 1949.
Αραμπατζής Νίκος: Γεννήθηκε στα Μάλγαρα της Θεσσαλονίκης το 1906. Καπνεργάτης και στέλεχος του καπνεργατικού κινήματος της Καβάλας, της Ξάνθης, της Κομοτηνής. Έγινε μέλος της ΟΚΝΕ το 1924. Στο 7ο συνέδριο του ΚΚΕ εκλέχτηκε στην Κεντρική Επιτροπή. Σκοτώθηκε το Φλεβάρη του 1948.
Βασιλειάδης Αρίστος: Εργάτης οικοδόμος. Ζούσε στην Καλλιθέα Αττικής. Ήταν μέλος του Γραφείου της Αθήνας της ΟΚΝΕ. Συνέβαλε στην ίδρυση της Ομοσπονδίας Εργατικού Αθλητισμού το 1929. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές. Εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη το 1948.
Ζαγουρτζής Νίκος: Καπνεργάτης από τη Δράμα. Στέλεχος της ΟΚΝΕ και στέλεχος του καπνεργατικού κινήματος. Στο 7ο συνέδριο εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία, στο στρατόπεδο της Λάρισας και στο Χαϊδάρι, από όπου και δραπετεύει το καλοκαίρι του 1944. Ξαναπιάστηκε το 1946 και στάλθηκε εξορία. Στις 18 Γενάρη 1947 στο δρόμο προς την εξορία πνίγηκε κατά το ναυάγιο του ατμόπλοιου “Χειμάρα”. Τον είχαν δεμένο με τις χειροπέδες ακόμα και την ώρα που το πλοίο βυθιζόταν.
Καλής Σιντό: Οργανώθηκε σε νεαρή ηλικία στην ΟΚΝΕ, φτωχόπαιδο από την Τούμπα Θεσσαλονίκης. Τον Οχτώβρη του 1936 πιάστηκε από τους χαφιέδες και κακοποιήθηκε. Στάλθηκε εξορία στον Άι-Στράτη. Αναδείχθηκε στην καθοδήγηση των μελών της ΟΚΝΕ στον Άι-Στράτη. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εξόριστων. Στα χρόνια της κατοχής η ζωή των εξόριστων έγινε ανυπόφορη. Η Γκεστάπο για να λυγίσει τους εξόριστους έβαλε μπροστά τον οικονομικό αποκλεισμό σαν μέσο εξόντωσης. Μήνες ολόκληρους οι εξόριστοι του Άι-Στράτη μείνανε χωρίς ψωμί, λάδι και αλάτι.
Ο Σιντό έγινε σκελετός από την πείνα. Όμως δεν σπάει.
«Ότι και αν συμβεί δεν γίνομαι προδότης. Είμαι παιδί του Μαλτέζου. Δε θα με λυγίσει τίποτα. κι αν πεθάνω θα είναι περήφανη η ΟΚΝΕ γιατί κάνω σαν μέλος της το χρέος μου απέναντι στη νεολαία και το λαό μας».
Το Φλεβάρη του 1942 ο Σιντό ζει φριχτές μέρες και ώρες. Μια μέρα συγκεντρώνοντας όλες του τις δυνάμεις φωνάζει: «Σύντροφοι. Πεινώ! Όσοι ζήσετε και βγείτε έξω, πέστε στους φίλους μου, στους συγγενείς και γνωστούς μου: ο Σιντό πέθανε από την πείνα μα δεν πρόδωσε! Το ακούτε σύντροφοι; Να μην ξεχάσετε… Ζήτω το ΚΚΕ. Ζήτω η ΟΚΝΕ». Και ο Σιντό έκλεισε για πάντα τα μάτια.
Κάλφας Χρήστος: Γεννήθηκε το 1915. Στέλεχος της ΟΚΝΕ. Πιάστηκε το 1936 και κλείστηκε στην Ακροναυπλία. Δραπέτευσε μαζί με άλλους 56 αγωνιστές από το νοσοκομείο “Σωτηρία” με τη βοήθεια τμήματος του ΕΛΑΣ. Γραμματέας του Δυτικομακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ. Σκοτώθηκε από τους χιτλερικούς στα Λιβερά Κοζάνης το 1944.
Νικητίδης Νίκος (Κολιός): Γεννήθηκε το 1914 στις Σέρρες. Στέλεχος της ΟΚΝΕ, εξορίστηκε στην Ακροναυπλία. Στέλεχος της ΕΠ Σερρών του ΚΚΕ. Πιάστηκε στις Σέρρες όπου είχε καταφύγει για θεραπεία τραύματος που πήρε πολεμώντας με το ΔΣΕ. Εκτελέστηκε το 1947.
Χατζημάλης Κώστας: Γεννήθηκε το 1908 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας το 1922. Στο επαναστατικό κίνημα μπήκε από μαθητής γυμνασίου. Ανέπτυξε πλούσια δράση σαν φοιτητής των μαθηματικών, σαν στέλεχος της ΟΚΝΕ. Χρεώθηκε στην εφημερίδα “Νεολαία” το 1932 και στην Εργατική Βοήθεια Ελλάδας. Το 1934 δούλεψε στο “Ριζοσπάστη”. Για τη δράση του εξορίστηκε και φυλακίστηκε πολλές φορές. Στην κατοχή χρεώθηκε γραμματέας της ΚΟΑ και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Από το Φλεβάρη του 1943 ήταν γραμματέας της ΚΟ Θεσσαλονίκης και μέλος του Γραφείου Περιοχής Μακεδονίας του ΚΚΕ. Το Μάρτη του 1944 πιάστηκε και το Μάη του ίδιου χρόνου εκτελέστηκε στο στρατόπεδο “Παύλου Μελά”.
* τα στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο “ΟΚΝΕ Λενινιστικό μαχητικό σχολείο των νέων”, παράνομη έκδοση της ΚΝΕ, Νοέμβρης 1972
*Οδηγητής*
Νίκος Ζαχαριάδης:
Ο κομμουνιστής, σύντροφος στη ζωή και στον αγώνα
(A΄ Μέρος)
Η γυναίκα του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ, επί πολλά χρόνια μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του Κόμματος, Ρούλα Κουκούλου (1916-1997), μιλά για το Νίκο – τον κομμουνιστή, τον σύντροφο, τον σύζυγο, τον άνθρωπο Ζαχαριάδη.
Εισαγωγική σημείωση:
Την περίοδο αυτή διάφοροι συνειδητοί παραχαράχτες της Ιστορίας έχουν βγει “παγανιά” στο διαδίκτυο επιδιδόμενοι σε ένα μπαράζ συκοφαντιών ενάντια στο ΚΚΕ με πάσης φύσης λασπολογίες και ιστορικές ανακρίβειες. Αφορμή στάθηκε η έκδοση ενός εξαιρετικού πονήματος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940-41» (Σύγχρονη Εποχή) στο οποίο εξετάζονται διεξοδικά πλευρές της στρατηγικής του Κόμματος την εποχή εκείνη. Απ” τη μελέτη αυτή βγαίνουν πολύτιμα συμπεράσματα για την πορεία τόσο του ΚΚΕ όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορική περίοδο του 20ου αιώνα.
Στο βιβλίο του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ εξετάζονται, μεταξύ άλλων και τα τρία γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη. Με αφορμή αυτό, οι γνωστοί παραχαράχτες, μάστορες οι ίδιοι στην διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και τη δημιουργία εντυπώσεων, ξαναθυμήθηκαν τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ. Όπως έκαναν παλιότερα με το Βελουχιώτη, το Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και άλλους, επιχειρούν να «υιοθετήσουν» πολιτικά το Ζαχαριάδη και τις επιλογές του, ερμηνεύοντας τα ιστορικά γεγονότα κατά πως τους βολεύει, για να χτυπήσουν το ΚΚΕ και την σημερινή τακτική του, να διασπείρουν αμφιβολίες για την ορθότητα της πολιτικής του Κόμματος, να συκοφαντήσουν την σημερινή του ηγεσία.
Το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθεί με τους κυρίους αυτούς – τις πρέπουσες, ιστορικά τεκμηριωμένες, απαντήσεις τις έχουν λάβει μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (Διαβάστε: Κ.Σκολαρίκου, Για την έκδοση «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940-41», 11-12/4/2015 και Μ.Μαϊλη, Η οπορτουνιστική επίθεση στο ΚΚΕ με τη μέθοδο της εξαπάτησης, 17/5/2015).
{Στην παρούσα δημοσίευση θα σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του Ζαχαριάδη αποκλειστικά μέσα από την οπτική της συντρόφου της ζωής του, της Ρούλας Κουκούλου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Το Αντικείμενο» (Καστανιώτης, 2000) – πρόκειται για το μοναδικό άξιο λόγου κεφάλαιο (σελ.179-208) ενός κατά τα λοιπά αντικομμουνιστικού μυθιστορήματος γεμάτο προκαταλήψεις και αστικούς μύθους.}
«Μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης!».
Στην Κατοχή, στην Καλαμάτα, μοίραζα κουπόνια του Κόμματος με το Ζαχαριάδη και το Στάλιν επάνω. Το 1945 μου είπε ένας σύντροφος στην Καλαμάτα: «Θα σου πω κάτι, αλλά μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης απ” το Νταχάου!». Εγώ άρχισα να χορεύω. Σ” όλη την Αντίσταση τον είχαμε στο νου μας. Ο Νίκος ήταν φλογερός πατριώτης. Και διεθνιστής. Και το” λεγε: «Άμα αγαπάς την πατρίδα σου και το λαό σου, δε μπορείς παρά τα εχτιμάς και να σέβεσαι τους άλλους λαούς και τις πατρίδες τους». Αφότου έγινε γραμματέας του Κόμματος, βοήθηκσε την ιδεολογία μας να σταθεί σωστά και μέσα στη δική μας, την ελληνική πραγματικότητα. Κι” ακόμα, το χτύπημα της θεωρίας της «Ψωροκώσταινας», της «Μεγάλης Ιδέας» που αφιόνιζε το λαό μας. Ο Νίκος στ” αλήθεια πρωτάνοιξε μέτωπα. Πρόβαλε την εξάρτηση, τη μεγάλη πληγή της Ελλάδας. Στην Έκτη Ολομέλεια για πρώτη φορά έκανε ανατομία της Ελλάδας και της εξάρτησής της. Το ’34-’35 ξεκίνησε το αντιπολεμικό-αντιφασιστικό μέτωπο. Βγαίνει το Κόμμα στο λαό. Βγαίνει απ” την κρίση του. Αντιπάλεψε τη δικτατορία του Μεταξά. Τόσα και τόσα. Τον περιμέναμε λοιπόν από το Νταχάου σαν να ήταν θρύλος. […]
Πάντως εγώ τον γνώρισα πρώτη φορά στην Πελοπόννησο, όταν είχε έρθει για το Έβδομο Συνέδριο. Πήγαμε στην Πάτρα για την προσυνεδριακή συνδιάσκεψη. Ήμουν αντιπρόσωπος των λιμενεργατών της Μεσσηνίας. Ο Μπελογιάννης μου είπε: «Θα τα καταφέρεις».
Πήγα στην Πάτρα από την Καλαμάτα μ” ένα φορτηγό…. Δεν είχαμε και ρούχα. Είχα παπούτσια ανδρικά από την ΟΥΝΡΑ κι ένα χοντρό σακάκι για να με δουν καλά οι λιμενεργάτες. Εκατόν πενήντα εφτά ήταν όλοι τους. Πήγα σαν γραμματέας της αχτίδας να τους γνωρίσω. Γέμισε όλο το χωριό κόσμο. Με την καμπάνα- ήρθε ο κόσμος να δει την πρώτη γυναίκα… Μετά πήγαμε στην Πάτρα. Πήγαμε σ” ένα αρχοντικό σπίτι και κοιμόμασταν στο πάτωμα οι αντιπροσωπείες. Περιμέναμε ποιός θα έρθει από την Αθήνα. Δεν ξέραμε ποιός θα “ρθει.
Ο Μπελογιάννης ήταν πολύ ανήσυχος. Και ξαφνικά: «Έρχεται ο Ζαχαριάδης!»…
Όταν τον πρωτοείδα, έλαμψε ο τόπος… Ήταν όμορφος, με φωτεινό πρόσωπο… δεν ήταν πολύ ψηλός. Ήταν μαζί κι ο Καραγιώργης. Μ” έβαλαν κι” έκατσα πλάι του- ήταν η μόνη άδεια καρέκλα.
«Απο που είσαι, συντρόφισσα;»
«Απ' τη Νάουσα».
Κατάλαβε την ταραχή μου.
«Ήμουν εκεί την περασμένη βδομάδα. Έχετε καλό κίνημα εκεί», μου λέει.
Όταν μπήκαν οι δυό τους με τον Καραγιώργη, ο Καραγιώργης του είχε πει: «Κοίταξε εκεί μια όμορφη». Την πρώτη φορά ο Καραγιώργης με πρόσεξε – πάντα πρόσεχε τις γυναίκες. Ο Νίκος τότε ούτε σήκωσε το κεφάλι του. Κρατούσε σημειώσεις για το λόγο του…. Ο Καραγιώργης πάντα με έλεγε «η ωραία του Κόμματος»… Η Μεσσηνία ήταν να μιλήσει τελευταία. Έτρεμαν τα πόδια μου. Κόντευα να πεθάνω απ” την αγωνία. Ο Μπελογιάννης μου έλεγε πάλι συνέχεια: «Θα τα καταφέρεις».
Ύστερα τον είδα ξανά στο Έβδομο Συνέδριο, στην Αθήνα… Σ” ένα διάλειμμα μου μίλησε:
«Πότε μπήκες στο Κόμμα;» Φορούσα μια γαλάζια μπλούζα από την ΟΥΝΡΑ – τη θυμόταν χρόνια ο Νίκος. Οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας τον ήθελαν «αρχηγό».
Το είχα προτείνει στην συνδιάσκεψη, αλλά ο Ζαχαριάδης είπε: «Αρχηγό έχουν οι φασίστες».
Μίλησαν πολλοί άντρες.
«Θα βάλετε κι άλλες γυναίκες», τους είπε ο Νίκος.
Μου λένε λοιπόν: «Θα μιλήσεις και αύριο». Ήμασταν διακόσιες πενήντα χιλιάδες οργανωμένες γυναίκες μετά τα Δεκεμβριανά… Τόσες!
Μετά την ομιλία μου στο Συνέδριο ο Ζαχαριάδης είπε: «Δεν είναι μόνο όμορφη- είναι κι έξυπνη».
Μετά το Έβδομο Συνέδριο έφευγε η Χρύσα απ” το πόστο της για τη δουλειά στις γυναίκες και τότε ο Μπλανάς και ο Τσιτήλος του είπαν για μένα: «Έχει πείρα, αλλά είναι παντρεμένη». Ο Τσιτήλος του λέει: «Αυτός ο γάμος είναι πέτρα στο λαιμό της». Ακόμα δεν υπήρχε βέβαια τίποτε. Εγώ δεν ήθελα να πάω στη Γραμματεία.
«Θα αποτύχω. Είμαι από την επαρχία».
«Αυτή είναι η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου. Πήγαινε να δεις το Ζαχαριάδη».
Τελικά έγινε γυναικεία Γραμματεία και μέλη ήμασταν εγώ μαζί με την Αύρα Παρτσαλίδου και τη Ρόζα Ιμβριώτη… Μετά, το ’46 καλοκαίρ ως και το καλοκαίρι του ’49, συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε με το Ζαχαριάδη. Κάθε φορά που ήταν να συνεργαστούμε, το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμόμουνα….
Το πρώτο μου άρθρο στην ΚΟΜΕΠ για τις γυναίκες μπήκε ατόφιο στις 8 Μάρτη του ’46.
Μου λέει ο Ζαχαριάδης:
«Ποιός σε βοήθησε;»
«Κανείς».
«Δεν φταις εσύ. Αυτό δεν ήταν άρθρο. Εσύ έγραψες πανηγυρική ομιλία».
Πειράχτηκα πολύ.
Από το Βελιγράδι το 1947 στο Βίτσι
Μετά την Αθήνα ξαναβρεθήκαμε πρώτη φορά στο Βελιγράδι, το 1947, στο σπίτι του Γιάννη Ιωαννίδη. Με πήρε μαζί του μαζί με τον Πετρή (σ.τ.επ: Πέτρος Ρούσσος). Στις λίγες μέρες στη Γιουγκοσλαβία κάτι άρχισε να φαίνεται. Μου έμαθε τάβλι, μ” έπαιρνε να πηγαίνουμε βόλτα στο λόφο, μου έδειχνε το Βελιγράδι. Εγώ δεν ήξερα ότι είχε χωρίσει – ήμουν κρατημένη. Έμεινα δέκα δεκαπέντε μέρες στο Βελιγράδι. Πήγαμε στην εκδήλωση για την επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης…. Η πρώτη ένδειξη ερωτική έγινε στο Βελιγράδι. Μου είπε η γυναίκα του Ιωαννίδη: «Είναι σε διάσταση με τη γυναίκα του». Μου έδειχνα μια τρυφερότητα…. Στο Βελιγράδι- ήταν βέβαια στο ίδιο σπίτι κι ο Ιωαννίδης με τη γυναίκα του- κατάλαβα πως τον τραβούσα σαν γυναίκα. Κι άρχισα και γω να τον βλέπω σαν άντρα.
Μια μέρα που περπατούσαμε στα χιόνια, μου “δωσε το χέρι του να κατέβω. Το άγγιγμα του ήταν ζεστό- αντρίκειο. Το έχω ακόμα στο δέρμα μου. Μια άλλη φορά παίζαμε σκάκι κι άρχισε να τραγουδά ένα ελληνικό τραγούδι. Το «Περνούν οι ομορφιές μια μέρα». Το συνέχισα μαζί του. Σκάκι και τραγούδι- ένα σμίξιμο ανάμεσα στα πιόνια.
Στο βουνό μετά απο ένα ή ενάμιση μήνα άναψε η σπίθα… […] Στο Βίτσι όταν έφτασε τον είδα από την πρώτη μέρα. Την πρώτη μέρα και το πρώτο βράδυ. Το Βίτσι είναι μέσα στ” όνειρο μου. Τα λουλούδια, το γρασίδι…
Διηγείται η Ρούλα Κούκουλου:
Από τα πρώτα που μου είπε ο Νίκος. Μου λέει: «Ρούλα, κοίταξε, καταλαβαίνω πως μπορεί να επιδράσει πάνω σου το ότι είσαι γυναίκα μου. Πρόσεξε μην συρρικνωθείς πολιτικά. Μη σου γίνει βάρος αυτός ο γάμος. Να κρατήσεις την οντότητα σου. Ό,τι είσαι έγινες με τον αγώνα σου» – ήμουν τότε γραμματέας Γυναικείας Δουλειάς, στο Γενικό Στρατηγείο ήμουν υπεύθυνη για τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού- «μη χάσεις την πρωτοβουλία σου, εγώ θα σε βοηθώ, δε θα σε κηδεμονεύω Αυτή πιστεύω πως είναι η θέση της γυναίκας».
Ήταν πολύ τρυφερός. Του έλεγα: «Στο σπίτι είσαι άλλος άνθρωπος». Μετά το Νταχάου είχε μια σχέση. Ίσως και σχέσεις… Αλλά στο βουνό δεν είχε άλλη γυναίκα. Μου τα είπε όλα το πρώτο βράδυ – όλες τις γυναίκες που πέρασαν απ΄τη ζωή του. Εγώ είχα μείνει μ” ανοιχτό το στόμα. Τον έβλεπα σαν θεό κι έβλεπα πως ήταν ένας άντρας γεμάτος έρωτα. […] Ο Νίκος ποτέ δεν είχε ταυτόχρονα γυναίκες… Ήταν αθλητικός- ήταν και οπαδός της ΑΕΚ… γεμάτος ζωντάνια.
«Όταν αγαπούσε, αγαπούσε»
Με φώναζε «Ρούνι», Ρούλα-Νίκος, οι δύο αρχικές συλλαβές. Στην αρχή όμως, όταν ανέβηκα στο βουνό, το κομματικό μου ψευδώνυμο ήταν «Όλγα». Έτσι έλεγαν και την ανηψιά του, που την αγαπούσε πολύ… Ήταν άνθρωπος φυσιολογικός. Όταν αγαπούσε, αγαπούσε. Είχε ρομαντισμό, τρυφερότητα, στοργή και έρωτα. Σύντροφος, φίλος κι εραστής. Δεν έδειχνε όμως τον ερωτισμό του. Του έλεγα πάντα: «Όταν κλείσει η πόρτα του σπιτιού, τότε σε βλέπω…».
Ξέρεις τι είναι να σμίγεις μετά από μια μάχη στο βουνό; Ήταν μια έκσταση. Μας συγκλόνιζε. Μας βομβάρδιζαν και κλέβαμε κάθε φορά μια ώρα δική μας… Εγώ δεν πίστευα ότι υπάρχει τέτοια ευτυχία – αυτά τα εφτά χρόνια…
Μου έκανε κάθε 8 του Μάρτη που είχα τη γιορτή μου κάτι θαλασσί. Ήταν το χρώμα μου. Μια φορά μου έφερε απ' το Βελιγράδι ένα θαλασσί φόρεμα… […] Περιμέναμε να “ρθει η ώρα εφτά το βράδυ, να χουμε τη νύχτα δικιά μας… Το λατρεύω το Βίτσι. Το Βίτσι την άνοιξη ήταν σαν να βγήκε από παραμύθι. Τα λιβάδια του ήταν γεμάτα μενεξέδες. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μας άνοιξη μετά το γάμο μας. Με είχε κοιτάξει ο Νίκος και μου είπε κάποια στιγμή: «Δε μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα…».
«Δε φοβάμαι τα φίδια πιά»
Το σπίτι στο χωριουδάκι μετά το γάμο το θυμάμαι λίγο. Δύο δωμάτια και μια κουζίνα απ” τις χωριάτικες, μ΄ένα καζάνι, λίγο ψηλό, με κάτι σκαλιά. Μετά που δυνάμωσαν οι βομβαρδισμοί πήγαμε στ” αμπρί, στο Γράμμο… Τα πράγματα δυσκόλευαν, αλλάζαμε μέρη συνεχώς. Το αμπρί το θυμάμαι πιό πολύ. Δεν είχε θέρμανση, ήταν χωρίς σόμπα, χαμηλό. Μερικά είχαν τζάκι, το δικό μας όχι. Πάνω είχε χώμα και κλαριά. Ήταν ένα ξύλινο κρεβάτι, φτιαγμένο με σανιδόπλακες. Ένα τραπεζάκι είχα ακόμα, με σανίδια κι αυτό, για να γράφει ο Νίκος. Μας χωρούσε τ” αμπρί- δεν ήμασταν και χοντροί…
Μου λέει ένα βράδυ ο Νίκος: «Γύρισε προς τα κει και μην κουνηθείς». Τι να δω; Ένα φίδι! Τα έτρεμα από μικρή… Εγώ μ’έναν πήδο πετάγομαι απ” το κρεβάτι στην πόρτα, παίρνω δρόμο και φεύγω. Τον άφησα με το φίδι. Λέω στο σκοπό: «Τρέχα μέσα, ο Νίκος είναι μόνος μ” ένα φίδι». Ώσπου να πάει ο σκοπός, ο Νίκος το “χε σκοτώσει το φίδι. Μετά απο κάποιες μέρες είχα βγει πάνω στ” αμπρί κι έγραφα ένα κύριο άρθρο. Να σου πάλι ένα τεράστιο φίδι. Δεν κουνήθηκα αυτή τη φορά. Είπα θα το ξεπεράσω. Το ξεπέρασα. Το ανακοίνωσα και στο Νίκο: «Δε φοβάμαι τα φίδια πια. Απόχτησα θάρρος».
*Οικοδόμος*
Εισαγωγική σημείωση:
Την περίοδο αυτή διάφοροι συνειδητοί παραχαράχτες της Ιστορίας έχουν βγει “παγανιά” στο διαδίκτυο επιδιδόμενοι σε ένα μπαράζ συκοφαντιών ενάντια στο ΚΚΕ με πάσης φύσης λασπολογίες και ιστορικές ανακρίβειες. Αφορμή στάθηκε η έκδοση ενός εξαιρετικού πονήματος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940-41» (Σύγχρονη Εποχή) στο οποίο εξετάζονται διεξοδικά πλευρές της στρατηγικής του Κόμματος την εποχή εκείνη. Απ” τη μελέτη αυτή βγαίνουν πολύτιμα συμπεράσματα για την πορεία τόσο του ΚΚΕ όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορική περίοδο του 20ου αιώνα.
Στο βιβλίο του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ εξετάζονται, μεταξύ άλλων και τα τρία γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη. Με αφορμή αυτό, οι γνωστοί παραχαράχτες, μάστορες οι ίδιοι στην διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και τη δημιουργία εντυπώσεων, ξαναθυμήθηκαν τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ. Όπως έκαναν παλιότερα με το Βελουχιώτη, το Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και άλλους, επιχειρούν να «υιοθετήσουν» πολιτικά το Ζαχαριάδη και τις επιλογές του, ερμηνεύοντας τα ιστορικά γεγονότα κατά πως τους βολεύει, για να χτυπήσουν το ΚΚΕ και την σημερινή τακτική του, να διασπείρουν αμφιβολίες για την ορθότητα της πολιτικής του Κόμματος, να συκοφαντήσουν την σημερινή του ηγεσία.
Το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθεί με τους κυρίους αυτούς – τις πρέπουσες, ιστορικά τεκμηριωμένες, απαντήσεις τις έχουν λάβει μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (Διαβάστε: Κ.Σκολαρίκου, Για την έκδοση «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940-41», 11-12/4/2015 και Μ.Μαϊλη, Η οπορτουνιστική επίθεση στο ΚΚΕ με τη μέθοδο της εξαπάτησης, 17/5/2015).
{Στην παρούσα δημοσίευση θα σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του Ζαχαριάδη αποκλειστικά μέσα από την οπτική της συντρόφου της ζωής του, της Ρούλας Κουκούλου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Το Αντικείμενο» (Καστανιώτης, 2000) – πρόκειται για το μοναδικό άξιο λόγου κεφάλαιο (σελ.179-208) ενός κατά τα λοιπά αντικομμουνιστικού μυθιστορήματος γεμάτο προκαταλήψεις και αστικούς μύθους.}
«Μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης!».
Στην Κατοχή, στην Καλαμάτα, μοίραζα κουπόνια του Κόμματος με το Ζαχαριάδη και το Στάλιν επάνω. Το 1945 μου είπε ένας σύντροφος στην Καλαμάτα: «Θα σου πω κάτι, αλλά μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης απ” το Νταχάου!». Εγώ άρχισα να χορεύω. Σ” όλη την Αντίσταση τον είχαμε στο νου μας. Ο Νίκος ήταν φλογερός πατριώτης. Και διεθνιστής. Και το” λεγε: «Άμα αγαπάς την πατρίδα σου και το λαό σου, δε μπορείς παρά τα εχτιμάς και να σέβεσαι τους άλλους λαούς και τις πατρίδες τους». Αφότου έγινε γραμματέας του Κόμματος, βοήθηκσε την ιδεολογία μας να σταθεί σωστά και μέσα στη δική μας, την ελληνική πραγματικότητα. Κι” ακόμα, το χτύπημα της θεωρίας της «Ψωροκώσταινας», της «Μεγάλης Ιδέας» που αφιόνιζε το λαό μας. Ο Νίκος στ” αλήθεια πρωτάνοιξε μέτωπα. Πρόβαλε την εξάρτηση, τη μεγάλη πληγή της Ελλάδας. Στην Έκτη Ολομέλεια για πρώτη φορά έκανε ανατομία της Ελλάδας και της εξάρτησής της. Το ’34-’35 ξεκίνησε το αντιπολεμικό-αντιφασιστικό μέτωπο. Βγαίνει το Κόμμα στο λαό. Βγαίνει απ” την κρίση του. Αντιπάλεψε τη δικτατορία του Μεταξά. Τόσα και τόσα. Τον περιμέναμε λοιπόν από το Νταχάου σαν να ήταν θρύλος. […]
Πάντως εγώ τον γνώρισα πρώτη φορά στην Πελοπόννησο, όταν είχε έρθει για το Έβδομο Συνέδριο. Πήγαμε στην Πάτρα για την προσυνεδριακή συνδιάσκεψη. Ήμουν αντιπρόσωπος των λιμενεργατών της Μεσσηνίας. Ο Μπελογιάννης μου είπε: «Θα τα καταφέρεις».
Πήγα στην Πάτρα από την Καλαμάτα μ” ένα φορτηγό…. Δεν είχαμε και ρούχα. Είχα παπούτσια ανδρικά από την ΟΥΝΡΑ κι ένα χοντρό σακάκι για να με δουν καλά οι λιμενεργάτες. Εκατόν πενήντα εφτά ήταν όλοι τους. Πήγα σαν γραμματέας της αχτίδας να τους γνωρίσω. Γέμισε όλο το χωριό κόσμο. Με την καμπάνα- ήρθε ο κόσμος να δει την πρώτη γυναίκα… Μετά πήγαμε στην Πάτρα. Πήγαμε σ” ένα αρχοντικό σπίτι και κοιμόμασταν στο πάτωμα οι αντιπροσωπείες. Περιμέναμε ποιός θα έρθει από την Αθήνα. Δεν ξέραμε ποιός θα “ρθει.
Ο Μπελογιάννης ήταν πολύ ανήσυχος. Και ξαφνικά: «Έρχεται ο Ζαχαριάδης!»…
Όταν τον πρωτοείδα, έλαμψε ο τόπος… Ήταν όμορφος, με φωτεινό πρόσωπο… δεν ήταν πολύ ψηλός. Ήταν μαζί κι ο Καραγιώργης. Μ” έβαλαν κι” έκατσα πλάι του- ήταν η μόνη άδεια καρέκλα.
«Απο που είσαι, συντρόφισσα;»
«Απ' τη Νάουσα».
Κατάλαβε την ταραχή μου.
«Ήμουν εκεί την περασμένη βδομάδα. Έχετε καλό κίνημα εκεί», μου λέει.
Όταν μπήκαν οι δυό τους με τον Καραγιώργη, ο Καραγιώργης του είχε πει: «Κοίταξε εκεί μια όμορφη». Την πρώτη φορά ο Καραγιώργης με πρόσεξε – πάντα πρόσεχε τις γυναίκες. Ο Νίκος τότε ούτε σήκωσε το κεφάλι του. Κρατούσε σημειώσεις για το λόγο του…. Ο Καραγιώργης πάντα με έλεγε «η ωραία του Κόμματος»… Η Μεσσηνία ήταν να μιλήσει τελευταία. Έτρεμαν τα πόδια μου. Κόντευα να πεθάνω απ” την αγωνία. Ο Μπελογιάννης μου έλεγε πάλι συνέχεια: «Θα τα καταφέρεις».
Ύστερα τον είδα ξανά στο Έβδομο Συνέδριο, στην Αθήνα… Σ” ένα διάλειμμα μου μίλησε:
«Πότε μπήκες στο Κόμμα;» Φορούσα μια γαλάζια μπλούζα από την ΟΥΝΡΑ – τη θυμόταν χρόνια ο Νίκος. Οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας τον ήθελαν «αρχηγό».
Το είχα προτείνει στην συνδιάσκεψη, αλλά ο Ζαχαριάδης είπε: «Αρχηγό έχουν οι φασίστες».
Μίλησαν πολλοί άντρες.
«Θα βάλετε κι άλλες γυναίκες», τους είπε ο Νίκος.
Μου λένε λοιπόν: «Θα μιλήσεις και αύριο». Ήμασταν διακόσιες πενήντα χιλιάδες οργανωμένες γυναίκες μετά τα Δεκεμβριανά… Τόσες!
Μετά την ομιλία μου στο Συνέδριο ο Ζαχαριάδης είπε: «Δεν είναι μόνο όμορφη- είναι κι έξυπνη».
Μετά το Έβδομο Συνέδριο έφευγε η Χρύσα απ” το πόστο της για τη δουλειά στις γυναίκες και τότε ο Μπλανάς και ο Τσιτήλος του είπαν για μένα: «Έχει πείρα, αλλά είναι παντρεμένη». Ο Τσιτήλος του λέει: «Αυτός ο γάμος είναι πέτρα στο λαιμό της». Ακόμα δεν υπήρχε βέβαια τίποτε. Εγώ δεν ήθελα να πάω στη Γραμματεία.
«Θα αποτύχω. Είμαι από την επαρχία».
«Αυτή είναι η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου. Πήγαινε να δεις το Ζαχαριάδη».
Τελικά έγινε γυναικεία Γραμματεία και μέλη ήμασταν εγώ μαζί με την Αύρα Παρτσαλίδου και τη Ρόζα Ιμβριώτη… Μετά, το ’46 καλοκαίρ ως και το καλοκαίρι του ’49, συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε με το Ζαχαριάδη. Κάθε φορά που ήταν να συνεργαστούμε, το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμόμουνα….
Το πρώτο μου άρθρο στην ΚΟΜΕΠ για τις γυναίκες μπήκε ατόφιο στις 8 Μάρτη του ’46.
Μου λέει ο Ζαχαριάδης:
«Ποιός σε βοήθησε;»
«Κανείς».
«Δεν φταις εσύ. Αυτό δεν ήταν άρθρο. Εσύ έγραψες πανηγυρική ομιλία».
Πειράχτηκα πολύ.
Από το Βελιγράδι το 1947 στο Βίτσι
Μετά την Αθήνα ξαναβρεθήκαμε πρώτη φορά στο Βελιγράδι, το 1947, στο σπίτι του Γιάννη Ιωαννίδη. Με πήρε μαζί του μαζί με τον Πετρή (σ.τ.επ: Πέτρος Ρούσσος). Στις λίγες μέρες στη Γιουγκοσλαβία κάτι άρχισε να φαίνεται. Μου έμαθε τάβλι, μ” έπαιρνε να πηγαίνουμε βόλτα στο λόφο, μου έδειχνε το Βελιγράδι. Εγώ δεν ήξερα ότι είχε χωρίσει – ήμουν κρατημένη. Έμεινα δέκα δεκαπέντε μέρες στο Βελιγράδι. Πήγαμε στην εκδήλωση για την επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης…. Η πρώτη ένδειξη ερωτική έγινε στο Βελιγράδι. Μου είπε η γυναίκα του Ιωαννίδη: «Είναι σε διάσταση με τη γυναίκα του». Μου έδειχνα μια τρυφερότητα…. Στο Βελιγράδι- ήταν βέβαια στο ίδιο σπίτι κι ο Ιωαννίδης με τη γυναίκα του- κατάλαβα πως τον τραβούσα σαν γυναίκα. Κι άρχισα και γω να τον βλέπω σαν άντρα.
Μια μέρα που περπατούσαμε στα χιόνια, μου “δωσε το χέρι του να κατέβω. Το άγγιγμα του ήταν ζεστό- αντρίκειο. Το έχω ακόμα στο δέρμα μου. Μια άλλη φορά παίζαμε σκάκι κι άρχισε να τραγουδά ένα ελληνικό τραγούδι. Το «Περνούν οι ομορφιές μια μέρα». Το συνέχισα μαζί του. Σκάκι και τραγούδι- ένα σμίξιμο ανάμεσα στα πιόνια.
Στο βουνό μετά απο ένα ή ενάμιση μήνα άναψε η σπίθα… […] Στο Βίτσι όταν έφτασε τον είδα από την πρώτη μέρα. Την πρώτη μέρα και το πρώτο βράδυ. Το Βίτσι είναι μέσα στ” όνειρο μου. Τα λουλούδια, το γρασίδι…
Διηγείται η Ρούλα Κούκουλου:
Από τα πρώτα που μου είπε ο Νίκος. Μου λέει: «Ρούλα, κοίταξε, καταλαβαίνω πως μπορεί να επιδράσει πάνω σου το ότι είσαι γυναίκα μου. Πρόσεξε μην συρρικνωθείς πολιτικά. Μη σου γίνει βάρος αυτός ο γάμος. Να κρατήσεις την οντότητα σου. Ό,τι είσαι έγινες με τον αγώνα σου» – ήμουν τότε γραμματέας Γυναικείας Δουλειάς, στο Γενικό Στρατηγείο ήμουν υπεύθυνη για τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού- «μη χάσεις την πρωτοβουλία σου, εγώ θα σε βοηθώ, δε θα σε κηδεμονεύω Αυτή πιστεύω πως είναι η θέση της γυναίκας».
Ήταν πολύ τρυφερός. Του έλεγα: «Στο σπίτι είσαι άλλος άνθρωπος». Μετά το Νταχάου είχε μια σχέση. Ίσως και σχέσεις… Αλλά στο βουνό δεν είχε άλλη γυναίκα. Μου τα είπε όλα το πρώτο βράδυ – όλες τις γυναίκες που πέρασαν απ΄τη ζωή του. Εγώ είχα μείνει μ” ανοιχτό το στόμα. Τον έβλεπα σαν θεό κι έβλεπα πως ήταν ένας άντρας γεμάτος έρωτα. […] Ο Νίκος ποτέ δεν είχε ταυτόχρονα γυναίκες… Ήταν αθλητικός- ήταν και οπαδός της ΑΕΚ… γεμάτος ζωντάνια.
«Όταν αγαπούσε, αγαπούσε»
Με φώναζε «Ρούνι», Ρούλα-Νίκος, οι δύο αρχικές συλλαβές. Στην αρχή όμως, όταν ανέβηκα στο βουνό, το κομματικό μου ψευδώνυμο ήταν «Όλγα». Έτσι έλεγαν και την ανηψιά του, που την αγαπούσε πολύ… Ήταν άνθρωπος φυσιολογικός. Όταν αγαπούσε, αγαπούσε. Είχε ρομαντισμό, τρυφερότητα, στοργή και έρωτα. Σύντροφος, φίλος κι εραστής. Δεν έδειχνε όμως τον ερωτισμό του. Του έλεγα πάντα: «Όταν κλείσει η πόρτα του σπιτιού, τότε σε βλέπω…».
Ξέρεις τι είναι να σμίγεις μετά από μια μάχη στο βουνό; Ήταν μια έκσταση. Μας συγκλόνιζε. Μας βομβάρδιζαν και κλέβαμε κάθε φορά μια ώρα δική μας… Εγώ δεν πίστευα ότι υπάρχει τέτοια ευτυχία – αυτά τα εφτά χρόνια…
Μου έκανε κάθε 8 του Μάρτη που είχα τη γιορτή μου κάτι θαλασσί. Ήταν το χρώμα μου. Μια φορά μου έφερε απ' το Βελιγράδι ένα θαλασσί φόρεμα… […] Περιμέναμε να “ρθει η ώρα εφτά το βράδυ, να χουμε τη νύχτα δικιά μας… Το λατρεύω το Βίτσι. Το Βίτσι την άνοιξη ήταν σαν να βγήκε από παραμύθι. Τα λιβάδια του ήταν γεμάτα μενεξέδες. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μας άνοιξη μετά το γάμο μας. Με είχε κοιτάξει ο Νίκος και μου είπε κάποια στιγμή: «Δε μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα…».
«Δε φοβάμαι τα φίδια πιά»
Το σπίτι στο χωριουδάκι μετά το γάμο το θυμάμαι λίγο. Δύο δωμάτια και μια κουζίνα απ” τις χωριάτικες, μ΄ένα καζάνι, λίγο ψηλό, με κάτι σκαλιά. Μετά που δυνάμωσαν οι βομβαρδισμοί πήγαμε στ” αμπρί, στο Γράμμο… Τα πράγματα δυσκόλευαν, αλλάζαμε μέρη συνεχώς. Το αμπρί το θυμάμαι πιό πολύ. Δεν είχε θέρμανση, ήταν χωρίς σόμπα, χαμηλό. Μερικά είχαν τζάκι, το δικό μας όχι. Πάνω είχε χώμα και κλαριά. Ήταν ένα ξύλινο κρεβάτι, φτιαγμένο με σανιδόπλακες. Ένα τραπεζάκι είχα ακόμα, με σανίδια κι αυτό, για να γράφει ο Νίκος. Μας χωρούσε τ” αμπρί- δεν ήμασταν και χοντροί…
Μου λέει ένα βράδυ ο Νίκος: «Γύρισε προς τα κει και μην κουνηθείς». Τι να δω; Ένα φίδι! Τα έτρεμα από μικρή… Εγώ μ’έναν πήδο πετάγομαι απ” το κρεβάτι στην πόρτα, παίρνω δρόμο και φεύγω. Τον άφησα με το φίδι. Λέω στο σκοπό: «Τρέχα μέσα, ο Νίκος είναι μόνος μ” ένα φίδι». Ώσπου να πάει ο σκοπός, ο Νίκος το “χε σκοτώσει το φίδι. Μετά απο κάποιες μέρες είχα βγει πάνω στ” αμπρί κι έγραφα ένα κύριο άρθρο. Να σου πάλι ένα τεράστιο φίδι. Δεν κουνήθηκα αυτή τη φορά. Είπα θα το ξεπεράσω. Το ξεπέρασα. Το ανακοίνωσα και στο Νίκο: «Δε φοβάμαι τα φίδια πια. Απόχτησα θάρρος».
*Οικοδόμος*
Νίκος Ζαχαριάδης:
Ο κομμουνιστής, σύντροφος στη ζωή και στον αγώνα
(Β΄ Μέρος)
«Το ΚΚΕ ήταν και παραμένει το κόμμα μου και κανένας δεν μπορεί να το χτυπήσει και να το λερώσει χρησιμοποιώντας το όνομά μου… Το Κουκουέδικο πέρασε πολλές αντάρες και μπόρες, όμως να το ξεριζώσει κανένας δεν μπόρεσε, γιατί αυτό θα σήμαινε να ξεριζώσει τον ίδιο το λαό. Παρόλες τις δοκιμασίες που το “δερναν και το δέρνουν, το ΚΚΕ είναι αθάνατο. Το γράμμα αυτό το γράφω για να βουλώσω το στόμα σε όλους αυτούς που θα βάλουν τώρα τις φωνές. Με το ΚΚΕ δεν είχα ούτε έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Ούτε μπορούσα ποτέ να “χω. Απ” όλη μου την ψυχή εύχομαι σ” αυτούς που φορτώθηκαν το πολύ δύσκολο έργο να ξαναστήσουν το Κουκουέδικο στα πόδια του, να πετύχουν απόλυτα και ολοκληρωτικά» – Νίκος Ζαχαριάδης, Τελευταίο γράμμα προς την καθοδήγηση του ΚΚΕ, 28 Ιούλη 1973.
Διηγείται η Ρούλα Κουκούλου:
Ο Νίκος είχε ευρύτατα ενδιαφέροντα. Είχε πολιτική τόλμη και παλληκαριά πολύ μεγάλη. Είχε καταπληκτικές πνευματικές ικανότητες. Τα “χασα όταν τον είδα να δουλεύει, ν” αφομοιώνει. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η προσήλωσή του, η αφοσίωση στα ιδανικά του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού. Η αφοσίωση στο Κόμμα. Η απόλυτη πίστη του στη δύναμη του λαού και του Κόμματος. Απόλυτη. Γι” αυτό έδειξε πάντα του αυτή την αντοχή. Από δεκατεσσάρων χρονών έφυγε απ” το σπίτι του, ναυτεργάτης στην Πόλη, ενώ ο πατέρας του μπορούσε να τον τρέφει. Δεκαοχτώ χρονών μπήκε στο Κόμμα και σαν ναυτεργάτης πήγε και στη Σοβιετική Ένωση κι είδε την αλλαγή. Μετά στην ΚΟΥΤΒ. Ύστερα ήρθε εδώ, στη νεολαία, την ΟΚΝΕ – επικεφαλής της ΟΚΝΕ Θεσσαλονίκης… Με κατέπλησσε ο δυναμισμός του και η απλότητα του. Ήταν τόσο απλός παρά το δέος που γεννούσε. Σ” έκανε να αισθάνεσαι άνετα… Μπορούσες να του μιλάς ανοιχτά.
Τώρα, τα λάθη. Στο τελευταίο του γράμμα τ’αναγνωρίζει κι ο ίδιος: «Έκανα πολλά στραβά στη ζωή μου, αλλά πάντα αγωνιζόμενος». Είχε και αδυναμίες προσωπικές. Αδίκησε κι αυτός, αλλά πως; Πάντα μαχόμενος. Πίστευε ότι έτσι υπηρετεί το Κόμμα. Αυτά που λεν κάποιοι «εγκλήματα», «ιδιοτέλεια» και λοιπά δεν είναι έτσι. Όταν πίστευε ότι έπρεπε να υπερασπιστεί το Κόμμα, επιτίθονταν άγρια. Με τον Παρτσαλίδη ήταν φίλος. Θυμάμαι την αγωνία του ώσπου να “ρθει στο βουνό ο Παρτσαλίδης. Ύστερα τον πολέμησε, γιατί είδε τον συμβιβασμό. Αλλά και τα λάθη του ακόμα δεν τα” κανε μόνος. Ούτε μόνος έκανε όλα τα θετικά, ούτε μόνος όλα τα αρνητικά. Η αποχή από τις εκλογές του ’46 ήταν λάθος. Έπρεπε να δείξουμε στο λαό ότι τα κάναμε όλα και δεν είχαμε άλλη λύση απ” το Αντάρτικο… τον Εμφύλιο….
Το «τα όπλα παρά πόδας» επίσης – αυτό είναι άλλο ένα λάθος. Εγώ ήμουν τότε μαζί του. Δε διαφώνησα… […]
Ο Γιαννούλης… Άδικα εκτελέστηκε. Δεν ήταν όμως δική του ιδέα να εκτελεστεί. Ο Μάρκος (σ.σ: Βαφειάδης) το ζήτησε… Ήθελε να φορτώσει δικές του ευθύνες αλλού ο Μάρκος… […]
Για το Μαρκο; Αν ξέρετε όσα ξέρω για το Μάρκο. Τον παλιανθρωπισμό του. Ο Πασαλίδης ήταν καλύτερος, ήταν απλά οπορτουνιστής, ναι, αυτό μόνο. Ο Μάρκος όμως δεν είχε αρχές. Μπορούσε να σε πατήσει… Μιλούν για ερωτική αντιπαλότητα του Μάρκου με το Νίκο, το πάνε για σίριαλ… Εγώ ξέρω πως ο Αβέρωφ στο Φωτιά και Τσεκούρι χαρακτηρίζει το Μάρκο «καλό αρχηγό» κι αυτό εμένα μου τα λέει όλα.
Ο Αβέρωφ. Όταν τον είδα φωτογραφία στις εφημερίδες το Μάρκο πλάι στο στρατηγό Τσακαλώτο, ο Τσακαλώτος ήταν ένας στρατηγός κι ο Μάρκος ένα ανθρωπάκι. Κι” απ” τα γραφτά του ακόμα βγαίνει η εμπάθεια.
Ήξερα τις αδυναμίες του Νίκου. Τις ήξερα. Ήταν απότομος, άλλαζε δύσκολα τη γνώμη του, γινόταν συχνά επιθετικός. Βίαιος και εκρηκτικός γιατί πίστευε πως είχε δίκιο…. Στο τελευταίο του γράμμα έγραφε: «Έκανα πολλά λάθη. Αδίκησα από πίστη στο Κόμμα». Γινόταν άδικος και σκληρός, ειν” η αλήθεια. Το τραβούσε στην άλλη άκρη.
Το 1948 ο Νίκος ήθελε συμφωνία με την Αθήνα. Μας σταμάτησαν οι Αμερικάνοι…
Ήθελα να πάω στο Γράμμο τον Αύγουστο του ’49, στη μεγάλη μάχη. Ο Νίκος είπε: «Να πας, αφού το θέλεις». Όταν γύρισα, βρήκα το Νίκο να μην έχει κοιμηθεί…
Όταν υποχωρούσαμε αναγκαστικά προς την Αλβανία, μας βομβάρδιζαν τ” αεροπλάνα… το πυροβολικό… Ο Νίκος έφυγε τελευταίος απ” όλους. Τον προσπέρασαν όλοι. Κι” όλοι απ” το Πολιτικό Γραφείο ακόμα. Εκείνος έμεινε και βγήκε απ” την Ελλάδα τελευταίος.
Στην προσφυγιά
Στη Ρουμανία είχαμε ένα διώροφο σπίτι. Εγώ είχα τα λεφτά του σπιτιού. Ο Νίκος μου είχε πει να μην πάρω το επίδομα της μάνας μωρού – είχε στο μεταξύ γεννηθεί ο Σήφης. Μου τελείωναν τα λεφτά και του έκανα τραχανά. Ο Νίκος δεν έλεγε τίποτε. Ήταν λιτοδίαιτος. Και δεν ντυνόταν. Είχε μια φανέλα κοστούμι που το είχε πάρει από την Αθήνα στο βουνό και μετά έξω. Μόνο όταν πήγαινε ταξίδια του “λεγα: «Πάρε ένα κοστούμι…». […]
Του άρεσαν τα τραγούδια απ” την Ελλάδα. «Περνούν οι ομορφιές», «Γλυκά μου μάτια αγαπημένα»… Χορεύαμε μέσα στο σπίτι οι δυό μας. Ο Νίκος δεν ήθελε να χορεύει δημόσια… Ακούγαμε μουσική… Μιλούσαμε πολύ για φιλολογία. Για τον Χικμέτ…
Όταν ήθελε να μου φέρει λουλούδια, τα “βαζε στην τσέπη του… Σκεφτόμουνα, αλήθεια, συχνά πόσες γυναίκες ζουν αυτή την ευτυχία… Μου έκανε δώρα… Κάποτε μου χάρισε μια καρφίτσα που έγραφε «Λένιν» κι” εγώ μια φωτογραφία του Στάλιν…
[…] Έκανα δουλειές του σπιτιού – είχαμε πρόγραμμα. Μου έλεγε: «Όλη η μέρα είναι αφιερωμένη στο Κόμμα. Μετά οι νύχτες θα είναι δικές μας…».
Ο Νίκος ξεχώριζε δύο, το Νίκο Μπελογιάννη και το Φλωράκη… Θυμάμαι μου είπε κάποια στιγμή: «Άν ζούσε σήμερα ο Μπετόβεν, θα έγραφε τον Έγκμοντ για το Μπελογιάννη».
Ο τελευταίος αποχωρισμός
Όταν άρχισαν οι αποστολές στην Ελλάδα, είπα: «Θα πάω κι εγώ». Ήρθα στην Ελλάδα το 1955… Το ζήτησα εγώ και ο Νίκος μου είπε:
«Αφού το θέλεις, να πας».
Κι” ακόμα:
«Κοίταξε να βρεις ένα σπίτι σίγουρο – εσύ ξέρεις».
«Είσαι με τα καλά σου», του λέω, «θα έρθεις στην Ελλάδα; Αν πιαστείς, τι ζημιά θα κάμεις στο Κόμμα;».
Μου είπε: «Βρες το εσύ κι” ασ” το σ” εμένα…».
Όταν έφευγα, ο Νίκος είχε χλομιάσει… Κι εμένα ήταν σα να μου κοβόταν η καρδιά μου στα δύο – η μισή έμεινε στη Ρουμανία και την άλλη μισή την έπαιρνα μαζί μου…
Έφυγα απ” τη Ρουμανία την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1955 – μια μέρα που στάζει αίμα η καρδιά μου όταν τη θυμάμαι. Το τελευταίο βράδυ μείναμε μόνοι. Δεν κοιμηθήκαμε όλη τη νύχτα… Στην Ελβετία είχα βρει την Ενάτη του Μπετόβεν και του την είχα φέρει… Έκανε σαν παιδί απ” τη χαρά του. Εγώ ήθελα τη Λίμνη των κύκνων, αλλά δε μπορούσα να τη βρω σε ρώσσικη εκτέλεση, που την προτιμούσα. Ο Νίκος έστειλε κρυφά στη Βιέννη και βρήκε το δίσκο… Την ακούσαμε εκείνο το βράδυ. Ήμασταν στην κρεβατοκάμαρα και ακούγαμε τη Λίμνη των κύκνων ώσπου ξημέρωσε… […]
Με αποχαιρέτησε στη σκάλα. Κάτω ήταν το αυτοκίνητο. Είχε πάντα στην τσέπη του μια χτένα απ” την Ελλάδα. «Παρ” την – είναι δική σου… είναι ό,τι πιο δικό μου». Μου την έβαλε στο χέρι και μου είπε: «Γύρνα ζωντανή…».
Έφυγα αγνώριστη. Φορούσα ένα τελευταίο μοντέλο ταγέρ, καφέ και μπεζ, με καπελάκι σπορ. Μοντέλο ταξιδιού. Σαν κυρία του δυτικού καλού κόσμου. Όλα ασορτί. Ασορτί παπούτσια, ασορτί τσάντα. Ήμουν και ωραία τότε. Στο ταξίδι μου κόλλησαν δύο Έλληνες – ο ένας αξιωματικός, ο άλλος αρχιχαφιέδαρος απ” την Αμερική… ΣΙΑ θα ήταν. Μου λεν: «Ελληνίς είστε;». Έτσι, «Ελληνίς!». Καθαρεύουσα. «Ναι», λέω, «Ελληνίς». Χαμογελούσαν, χαμογελούσαν και μεταξύ τους, ήταν σαν να λέγανε: «Αυτή είναι εύκολη να την πας στο κρεβάτι». Που να ήξεραν ότι ήμουν η γυναίκα του Ζαχαριάδη! […]
Με πιάσανε τον Ιούλιο του 1955. Η σύλληψή μου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 30 Ιουλίου του 1955…. Σκεφτείτε, πήρα από το Νίκο τη μέρα που με πιάσανε ένα σημείωμα μικρό: «Σας ζηλεύουμε και σας καμαρώνουμε». Ήταν γιατί είχαμε καταφέρει να μαζέψουμε εβδομήντα υπογραφές για την ειρήνη από σπουδαίες προσωπικότητες, Όταν ήρθαν αυτοί να με πιάσουν, το “βαλα στο στόμα και το “φαγα. Σκεφτείτε, να σε πιάσουν και την ίδια βραδιά να φας αυτό το τελευταίο γράμμα…
Εννιά μήνες στην απομόνωση στην Ασφάλεια. Δυόμισι βήματα το κελί… Χιλιάδες φορές τα πήγα πάνω κάτω… Ούτε να διαβάσω τίποτα… Εννιά μήνες. Μετά η φυλακή μου φάνηκε απελευθέρωση. Στον ασφαλίτη που μου λεγε «Θα πεθάνεις» έλεγα «Το Νίκο τον αγαπώ».
Η δεξιά οπορτουνιστική στροφή που επικράτησε στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είχε άμεσο αντίκτυπο: Με τις αποφάσεις της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας (11-12 Μάρτη 1956) και της 7ης Πλατιάς Ολομέλειας (18-24 Φλεβάρη 1957) του Κόμματος ο Νίκος Ζαχαριάδης καθαιρέθηκε και διαγράφτηκε από μέλος του ΚΚΕ. Πρόκειται για αποφάσεις άδικες, που συνοδεύτηκαν από ανυπόστατες συκοφαντίες («αντικομματικό φραξιονιστικό αντιδιεθνιστικό εχθρικό στοιχείο») ενάντια στον κομμουνιστή ηγέτη. Τον Ιούλη του 2011, στο πλαίσιο της μελέτης της Ιστορίας του Κόμματος για την περίοδο 1949-1968, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ ακύρωσε τις παραπάνω αποφάσεις αποκαταστώντας πλήρως το Νίκο Ζαχαριάδη.
Για την περίοδο εκείνη της καθαίρεσης και διαγραφής του ιστορικού ηγέτη, καθώς και για όσα ακολούθησαν μέχρι το τραγικό του τέλος στο Σουργκούτ, διηγείται σχετικά η Ρούλα Κουκούλου:
Στη φυλακή μου “φεραν και διάβασα μια Καθημερινή: «Καθαιρέθηκε ο Ζαχαριάδης». Την είχαν αφήσει επίτηδες και με παρακολουθούσαν. Ήμουν στην απομόνωση. Μετά το διάβασα και στην Αυγή. Έλεγα μέσα μου: Να κλείσει το κελί να μη με βλέπουν. Ύστερα από μισή ώρα με φώναξε η διευθύντρια:
«Τι λέτε γι” αυτό;».
«Αφού το λέει το Κόμμα!» είπα εγώ.
Μετά την καθαίρεση, μετά την Έκτη Ολομέλεια δηλαδή, του έγραψα δύο φορές απ” τη φυλακή… Του έγραψα σαν «φοιτήτρια» σε «φοιτητή»: «Ν” ακούς τους καθηγητές σου. Δεν πειράζει που δεν πήγες καλά στις εξετάσεις. Πάντα θα είμαι μαζί σου». Τα πήρε; Ανάμεσα στην Έκτη Ολομέλεια και την Έβδομη, ανάμεσα στην καθαίρεση και τη διαγραφή του δηλαδή, τα έγραψα. Δεν πήρα ποτέ απάντηση. Αν δεν τον διαγράφανε, θα ήμουν μαζί του πραγματικά… Μετά που τον διέγραψαν κράτησα απόσταση… Δεν πίστεψα ότι ήταν εχθρός του Κόμματος… Ήταν όμως και τα έξι Κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών που τον διαγράψανε… (σ.σ: Στην 7η Ολομέλεια μετείχε αντιπροσωπεία διεθνούς επιτροπής αποτελούμενης απο έξι ΚΚ, των ΕΣΣΔ, Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας).
Ήμασταν φυλακή. Δεν ξέραμε ακριβώς. Σήμερα βλέπεις έναν κύκλο μεγάλο να έχει κλείσει: τον κύκλο της αντεπανάστασης.
Τώρα βλέπουμε. Καταλαβαίνουμε πια. Τους πονούσε ο Ζαχαριάδης και τον αμαύρωσαν εντελώς. Τον χτύπησαν περισσότερο. Ήταν μες στο Κόμμα και στο λαό ριζωμένος. Που ήξερα εγώ μές στη φυλακή τί ήταν ο Χρουστσώφ; Που να φανταστώ τι είχε γίνει με το Χρουστσώφ;
Μόνο όταν έμαθα τι έγινε στο Όγδοο Συνέδριο και ποιοί βγήκαν Πολιτικό Γραφείο… Ήξερα πολύ καλά την παλιανθρωπιά του Βαφειάδη, ήξερα τον συμβιβασμό και τον κλονισμό του Παρτσαλίδη που δεν άντεχε… Με το Χρουστσώφ δούλευε ο οπορτουνισμός στην Ελλάδα και την Τασκένδη…
Κατηγόρησαν το Νίκο για τη στάση του προς τον Τίτο. Ότι το «πισώπλατο χτύπημα» ήταν «αποκύημα της φαντασίας» του Ζαχαριάδη. Δεν είναι έτσι. Ο Τίτο δε μας έκλεισε τα σύνορα την ώρα που είχαμε τραυματίες στα φορεία και πέθαιναν; Δε μας πίεζαν οι τιτοϊκοί για «δηλώσεις μετανοίας»; Όσο για τη φράση «ανώμαλο καθεστώς του Ζαχαριάδη», ο Χρουστσώφ την επέβαλε.
Τώρα ξέρουμε. Διέλυσαν τη Σοβιετική Ένωση. Χειροκρότημα μετά και στον Γκορμπατσώφ; Γελαστήκαμε και εμείς… Τώρα σαρώνουν πιά τα πάντα. Διαλύθηκαν πολλά Κόμματα από μέσα… Κι εμάς; Μας κατηγορούν ακόμα δογματικούς. Σ” το λέω: μεγαλύτερος δογματισμός δεν υπάρχει απ” το να πιστεύεις ότι οι κοινωνίες θα μείνουν για πάντα στον καπιταλισμό. Θα “ρθει ο σοσιαλισμός και θα “ρθει καλύτερος, γιατί τώρα ξέρουμε τα λάθη. Η ζωή δικαιώνει. Θέλει μόνο μυαλό και ανοιχτά μάτια.
Δε μετάνιωσα που τον αποκήρυξα… Το ίδιο θα έκανε κι ο Νίκος αν μάθαινε ότι με διαγράψανε… Τον λάτρευα, αλλά πριν από τη λατρεία ήταν το Κόμμα… Καλύτερα να πεθάνεις παρά να διαγραφείς. Τα πρώτα χρόνια τον έβλεπα κάθε βράδυ στον ύπνο μου. Όμορφο και λαμπερό. «Φοβάμαι μη σε χάσω», του έλεγα και ξυπνούσα. Ύστερα έπαψα να τον βλέπω. Όταν έμαθα ότι πήγε στην πρεσβεία (σ.σ: ελληνική) και ζήτησε να γυρίσει στην Ελλάδα, σκέφτηκα: Είναι προδότης. Τώρα το βλέπω αλλιώς…
[…] Μετά τη διαγραφή έπαψα να του γράφω. Κι αυτός το ίδιο θα “κανε. Μου “στελνε το παιδί, φωτογραφίες… Μου τα κρατούσε η Ασφάλεια όμως όλα. Κάποτε μ” ενέργειες του Ερυθρού Σταυρού μου “ρθε ενάμιση χρόνο μετά ένα πακέτο γράμματα του παιδιού, γραμμένα όμως από το χέρι του Νίκου. Το παιδί δε μπορούσε να γράψει, σχεδίαζε μόνο. Τα φύλαγα. Όλα αυτά μου τα πήραν επί χούντας… Μου έγραφε «κάναμε αυτό, εκείνο, παίξαμε»… Του είχα στείλει κι εγώ ένα πουλόβερ απ” τη φυλακή, ήταν μεγάλο για μένα. Μετά στο Σουργκούτ, στην κηδεία, το είδα… Το φορούσε ακόμα, κουρελιασμένο… Κι ένα κασκόλ…
Ο τραγικός επίλογος
Εγώ βγήκα απ” τη φυλακή, χρόνια αφότου ο Νίκος ήταν απομονωμένος στο Σοργκούτ, στις 13 του Οχτώβρη του 1973. Όταν ο Χαρίλαος ανέλαβε γραμματέας, πήγε σε συνάντηση με το ΚΚΣΕ. Ήταν ο Σουσλώφ, ο Πανομαριώφ, ο Ζαμιάτιν…
Βάζει και το ζήτημα του Ζαχαριάδη.
«Είναι ένα πρόβλημα μεγάλο για το Κόμμα», τους είπε. «Θα δω όλα τα στελέχη του Κόμματος που διαγράφτηκαν – και το Ζαχαριάδη».
Του είπαν: «Όχι το Ζαχαριάδη. Δε νομίζουμε πως είναι σωστό να πάει ο γραμματέας». Αυτό τον επηρέασε το Χαρίλαο. Οι Ρώσοι άφηναν το Νίκο να πάει όπου θέλει, εκτός από Μόσχα, Λένινγκραντ και Τασκένδη.
Ήμουν στην ΚΕ από το ’52 και μέλος του ΠΓ απ” το ’73, από το Ένατο Συνέδριο. Εγώ με το Ένατο Συνέδριο ανέλαβα τη Διαφώτιση απ” την Ουγγαρία. Οι Ρουμάνοι δε μας ήθελαν.
Ο Χαρίλαος μου είπε το ’73: «Πρέπει να φέρουμε το Νίκο απ” το Σοργκούτ. Θα μας βοηθήσει πολύ στη Διαφώτιση».
Βέβαια για το Νίκο θα ήταν δύσκολο να ξαναγυρίσει πίσω στις βαθμίδες του Κόμματος…
Ήμασταν από την Ελλάδα λίγοι. Δεν ήθελα να πάω μόνη μου στο Νίκο. Μου πέρασε η ιδέα, αλλά είπα: πρώτο το Κόμμα κι ύστερα εγώ. Μάθαινα για τις απεργίες πείνας. Ξαναλέω όμως: ποτέ δεν πιστέψαμε πως ήταν εχθρός του Κόμματος. Κανένας μας. Ο Χαρίλαος έστειλε το Λουλέ. Ο Νίκος ήθελε όμως να γυρίσει στην Ελλάδα – κι ας ήταν δικτατορία. Το Όγδοο Συνέδριο είχε πάρει μιά απόφαση να ερευνηθεί αν ήταν χαφιές. Δεν βρήκαν βέβαια τίποτε…
Εγώ περίμενα να τον φέρει ο Λουλές. Είχε πάει να τον δει το ’73. Εκείνο που με τρώει είναι γιατί δεν πίστεψα ότι θ” αυτοκτονήσει. Να πάω στο Σοργκούτ να τον δω… […]
Έλεγα πως θα ξεδιαλύνει πρώτα με το Κόμμα και θα πήγαινα και εγώ μετά. Είχαμε κάποια καλά μηνύματα. Έβλεπε ο Νίκος πως έγινε κάποια αλλαγή στο Κόμμα. Είπε στο Σήφη ότι ήταν θετικό αυτό με τον καινούργιο γραμματέα, το Χαρίλαο. Να ζητούσαμε απ” το Νίκο να “ρθει στην Ουγγαρία. Τότε θ” άνοιγε κι ο δρόμος της αποκατάστασης του. Θα βοηθούσε και στη Διαφώτιση… Ξέρω, θα πικραίνονταν. Ήταν μια λύση όμως σωστή. Τότε δεν πίστεψα. Δεκαεφτά χρόνια είχα να τον δω. Και πως να κανονίσουμε εμείς να πάει στην Ελλάδα; Αν ερχόταν στο Κόμμα μαζί μας, θα πήγαινα κι εγώ να ζήσω μαζί του…
Δεν πίστεψα… Ήξερα και τις προηγούμενες απεργείες πείνας… Κι αυτό, λέω, εκβιασμός θα είναι. Μου έλεγε κι ο Σεμενκώφ, του Τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής του ΚΚΣΕ, πως ένας που θέλει ν” αυτοκτονήσει δεν ορίζει την ημέρα από πριν… Ήταν και που δεν ταίριαζε σε κομμουνιστή ν’αυτοκτονήσει… Δεν είχα διαβάσει και το γράμμα. Το γράμμα αφήνει μιά ατμόσφαιρα σύνθλιψης και θανάτου. Τραγικά όλα…
Τίποτε μέσα μου από τότε δεν ξεπερνιέται. Ξέρω την πίκρα του. Πόσο του κόστισαν όλα… τι ήμουνα εγώ γι” αυτόν…
Ο Λουλές του είπε: «Εσύ μας ατσάλωσες. Εσύ τώρα θα το κάνεις αυτό; Ν” αυτοκτονήσεις; Άσε την ελευθερία διακίνησης, έλα να δεις το Χαρίλαο – τον αγαπούσες σαν το Μπελογιάννη». Κι ο Λουλές μας το είπε ξεκάθαρα όταν γύρισε: «Ο Ζαχαριάδης δε θ” αυτοκτονήσει». Για λίγες μέρες χάθηκε η ζωή του…
«1 Αβγούστου 1973 — ώρα Αθήνας 00.01 “. Βγαίνει ότι ο Λουλές τόχασε το στοίχημα».
Διηγείται σχετικά με την τελευταία πράξη του δράματος η Ρούλα Κουκούλου:
Ήμουν ακόμα στη Βουλγαρία. Με παίρνει τηλέφωνο ο Χαρίλαος: «Ο Νίκος αρρώστησε βαριά». Του λέω: «Πες μου την αλήθεια». Μου το “πε. Πάω πάνω, λέω στον Κύρο και το Σήφη «το και το». Ο Σήφης τότε μου έδωσε το γράμμα. Στο δωμάτιο κοντά στη θάλασσα. Μου το δίνει, το διαβάζω, ήταν το ίδιο που έστειλε και στην Κεντρική Επιτροπή. Λίγο πιο περιληπτικό. Σε δέκα λεπτά φύγαμε. Φτάνουμε Μόσχα. Έδωσα το γράμμα στους Σοβιετικούς. Μετά πήγαμε στο Σοργκούτ… για την κηδεία.
Δεν ήταν μόνο ένας φυσικός θάνατος. Ήταν ο πολιτικός θάνατος του τόσα χρόνια. Εκεί στο Σοργκούτ, μόνος κι εξόριστος… Με τόση λάσπη να του “χουν ρίξει. Μετά η αυτοκτονία. […]
Το Σοργκούτ… Έντεκα χρόνια εκεί… Δεν φανταζόμουνα… Ένα σπίτι απομονωμένο, ήσαν φύλακες βαλμένοι γύρω γύρω. Εκατό φορές να τον είχαν σε φυλακή, σε στρατόπεδο. Αυτή η απομόνωση ήταν φοβερό πράγμα…
Πόσο πολύ αγαπούσε την πατρίδα του… Θα σας πω κάτι συγκινητικό. Φεύγοντας είχε πάρει ένα σακουλάκι χώμα, χώμα ελληνικό, και τ’άφησε στο παιδί, το Σήφη. Του είχε πει: «Άμα πεθάνω, να μου το βάλεις». Και του το βάλαμε. Για σκεφτείτε. Έτσι, ύστερα από τόσα χρόνια, έτσι ανταμώσαμε… […]
Αχ, γιατί να μην ήμουν την 1η Αυγούστου εκεί… να πάρω το παιδί και να πάω… Είπε στο Λουλέ ο Νίκος: «Γέμισα πίκρα. Δε μπορώ άλλο».
Είναι μια πληγή μου το πως πέθανε ο Νίκος. Το ότι δεν πίστεψα πως θ” αυτοκτονούσε και δεν πήγα είναι μια ανοιχτή μου πληγή… Μετά τη διαγραφή του δεν του έγραψα εγώ – δε μου έγραψε κι εκείνος. Αλλά ξέρω πόσο μ’αγαπούσε. Είχε τη φωτογραφία μου στο σπίτι του στο Σοργκούτ… Πονάω τώρα που τον σκέφτομαι τις νύχτες… Αυτό που καίει είναι ότι δεν πρόλαβα, ότι δεν πίστεψα πως θ’αυτοκτονήσει. Ας πήγαινα κι ας μην άλλαζε τίποτε. Να δει ότι πήγα. Να μη φύγει τόσο πικραμένος…
Αντί επιλόγου
Αντί επιλόγου γι αυτό το αφιέρωμα στον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ, παραθέτουμε τα λόγια του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σ.Δημήτρη Κουτσούμπα στο πολιτικό μνημόσυνο για την συμπλήρωση 40 χρόνων απ” το θάνατο του Νίκου Ζαχαριάδη (Αύγουστος 2013):
''Το τραγικό τέλος του πριν 40 χρόνια ακριβώς σαν σήμερα κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για βαθύτερη μελέτη και γνώση της ιστορικής πείρας, της εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για το παρόν και το μέλλον''.
Το ΚΚΕ είχε την επαναστατική τόλμη να πραγματοποιήσει την πανελλαδική συνδιάσκεψή του πριν δύο χρόνια στις διαδικασίες της οποίας, στις συζητήσεις, συμμετείχαν όλα τα μέλη του κόμματος, όλα τα μέλη της ΚΝΕ σε όλη τη χώρα. Οι αποφάσεις της αποτυπώθηκαν στον δεύτερο τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας (1949 – 1968) που αποτελεί πραγματικό εργαλείο γνώσης, βαθύτερης μελέτης για όλους τους αγωνιστές που πρέπει να το προμηθευτούν, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά.
*Οικοδόμος*
Διηγείται η Ρούλα Κουκούλου:
Ο Νίκος είχε ευρύτατα ενδιαφέροντα. Είχε πολιτική τόλμη και παλληκαριά πολύ μεγάλη. Είχε καταπληκτικές πνευματικές ικανότητες. Τα “χασα όταν τον είδα να δουλεύει, ν” αφομοιώνει. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η προσήλωσή του, η αφοσίωση στα ιδανικά του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού. Η αφοσίωση στο Κόμμα. Η απόλυτη πίστη του στη δύναμη του λαού και του Κόμματος. Απόλυτη. Γι” αυτό έδειξε πάντα του αυτή την αντοχή. Από δεκατεσσάρων χρονών έφυγε απ” το σπίτι του, ναυτεργάτης στην Πόλη, ενώ ο πατέρας του μπορούσε να τον τρέφει. Δεκαοχτώ χρονών μπήκε στο Κόμμα και σαν ναυτεργάτης πήγε και στη Σοβιετική Ένωση κι είδε την αλλαγή. Μετά στην ΚΟΥΤΒ. Ύστερα ήρθε εδώ, στη νεολαία, την ΟΚΝΕ – επικεφαλής της ΟΚΝΕ Θεσσαλονίκης… Με κατέπλησσε ο δυναμισμός του και η απλότητα του. Ήταν τόσο απλός παρά το δέος που γεννούσε. Σ” έκανε να αισθάνεσαι άνετα… Μπορούσες να του μιλάς ανοιχτά.
Τώρα, τα λάθη. Στο τελευταίο του γράμμα τ’αναγνωρίζει κι ο ίδιος: «Έκανα πολλά στραβά στη ζωή μου, αλλά πάντα αγωνιζόμενος». Είχε και αδυναμίες προσωπικές. Αδίκησε κι αυτός, αλλά πως; Πάντα μαχόμενος. Πίστευε ότι έτσι υπηρετεί το Κόμμα. Αυτά που λεν κάποιοι «εγκλήματα», «ιδιοτέλεια» και λοιπά δεν είναι έτσι. Όταν πίστευε ότι έπρεπε να υπερασπιστεί το Κόμμα, επιτίθονταν άγρια. Με τον Παρτσαλίδη ήταν φίλος. Θυμάμαι την αγωνία του ώσπου να “ρθει στο βουνό ο Παρτσαλίδης. Ύστερα τον πολέμησε, γιατί είδε τον συμβιβασμό. Αλλά και τα λάθη του ακόμα δεν τα” κανε μόνος. Ούτε μόνος έκανε όλα τα θετικά, ούτε μόνος όλα τα αρνητικά. Η αποχή από τις εκλογές του ’46 ήταν λάθος. Έπρεπε να δείξουμε στο λαό ότι τα κάναμε όλα και δεν είχαμε άλλη λύση απ” το Αντάρτικο… τον Εμφύλιο….
Το «τα όπλα παρά πόδας» επίσης – αυτό είναι άλλο ένα λάθος. Εγώ ήμουν τότε μαζί του. Δε διαφώνησα… […]
Ο Γιαννούλης… Άδικα εκτελέστηκε. Δεν ήταν όμως δική του ιδέα να εκτελεστεί. Ο Μάρκος (σ.σ: Βαφειάδης) το ζήτησε… Ήθελε να φορτώσει δικές του ευθύνες αλλού ο Μάρκος… […]
Για το Μαρκο; Αν ξέρετε όσα ξέρω για το Μάρκο. Τον παλιανθρωπισμό του. Ο Πασαλίδης ήταν καλύτερος, ήταν απλά οπορτουνιστής, ναι, αυτό μόνο. Ο Μάρκος όμως δεν είχε αρχές. Μπορούσε να σε πατήσει… Μιλούν για ερωτική αντιπαλότητα του Μάρκου με το Νίκο, το πάνε για σίριαλ… Εγώ ξέρω πως ο Αβέρωφ στο Φωτιά και Τσεκούρι χαρακτηρίζει το Μάρκο «καλό αρχηγό» κι αυτό εμένα μου τα λέει όλα.
Ο Αβέρωφ. Όταν τον είδα φωτογραφία στις εφημερίδες το Μάρκο πλάι στο στρατηγό Τσακαλώτο, ο Τσακαλώτος ήταν ένας στρατηγός κι ο Μάρκος ένα ανθρωπάκι. Κι” απ” τα γραφτά του ακόμα βγαίνει η εμπάθεια.
Ήξερα τις αδυναμίες του Νίκου. Τις ήξερα. Ήταν απότομος, άλλαζε δύσκολα τη γνώμη του, γινόταν συχνά επιθετικός. Βίαιος και εκρηκτικός γιατί πίστευε πως είχε δίκιο…. Στο τελευταίο του γράμμα έγραφε: «Έκανα πολλά λάθη. Αδίκησα από πίστη στο Κόμμα». Γινόταν άδικος και σκληρός, ειν” η αλήθεια. Το τραβούσε στην άλλη άκρη.
Το 1948 ο Νίκος ήθελε συμφωνία με την Αθήνα. Μας σταμάτησαν οι Αμερικάνοι…
Ήθελα να πάω στο Γράμμο τον Αύγουστο του ’49, στη μεγάλη μάχη. Ο Νίκος είπε: «Να πας, αφού το θέλεις». Όταν γύρισα, βρήκα το Νίκο να μην έχει κοιμηθεί…
Όταν υποχωρούσαμε αναγκαστικά προς την Αλβανία, μας βομβάρδιζαν τ” αεροπλάνα… το πυροβολικό… Ο Νίκος έφυγε τελευταίος απ” όλους. Τον προσπέρασαν όλοι. Κι” όλοι απ” το Πολιτικό Γραφείο ακόμα. Εκείνος έμεινε και βγήκε απ” την Ελλάδα τελευταίος.
Στην προσφυγιά
Στη Ρουμανία είχαμε ένα διώροφο σπίτι. Εγώ είχα τα λεφτά του σπιτιού. Ο Νίκος μου είχε πει να μην πάρω το επίδομα της μάνας μωρού – είχε στο μεταξύ γεννηθεί ο Σήφης. Μου τελείωναν τα λεφτά και του έκανα τραχανά. Ο Νίκος δεν έλεγε τίποτε. Ήταν λιτοδίαιτος. Και δεν ντυνόταν. Είχε μια φανέλα κοστούμι που το είχε πάρει από την Αθήνα στο βουνό και μετά έξω. Μόνο όταν πήγαινε ταξίδια του “λεγα: «Πάρε ένα κοστούμι…». […]
Του άρεσαν τα τραγούδια απ” την Ελλάδα. «Περνούν οι ομορφιές», «Γλυκά μου μάτια αγαπημένα»… Χορεύαμε μέσα στο σπίτι οι δυό μας. Ο Νίκος δεν ήθελε να χορεύει δημόσια… Ακούγαμε μουσική… Μιλούσαμε πολύ για φιλολογία. Για τον Χικμέτ…
Όταν ήθελε να μου φέρει λουλούδια, τα “βαζε στην τσέπη του… Σκεφτόμουνα, αλήθεια, συχνά πόσες γυναίκες ζουν αυτή την ευτυχία… Μου έκανε δώρα… Κάποτε μου χάρισε μια καρφίτσα που έγραφε «Λένιν» κι” εγώ μια φωτογραφία του Στάλιν…
[…] Έκανα δουλειές του σπιτιού – είχαμε πρόγραμμα. Μου έλεγε: «Όλη η μέρα είναι αφιερωμένη στο Κόμμα. Μετά οι νύχτες θα είναι δικές μας…».
Ο Νίκος ξεχώριζε δύο, το Νίκο Μπελογιάννη και το Φλωράκη… Θυμάμαι μου είπε κάποια στιγμή: «Άν ζούσε σήμερα ο Μπετόβεν, θα έγραφε τον Έγκμοντ για το Μπελογιάννη».
Ο τελευταίος αποχωρισμός
Όταν άρχισαν οι αποστολές στην Ελλάδα, είπα: «Θα πάω κι εγώ». Ήρθα στην Ελλάδα το 1955… Το ζήτησα εγώ και ο Νίκος μου είπε:
«Αφού το θέλεις, να πας».
Κι” ακόμα:
«Κοίταξε να βρεις ένα σπίτι σίγουρο – εσύ ξέρεις».
«Είσαι με τα καλά σου», του λέω, «θα έρθεις στην Ελλάδα; Αν πιαστείς, τι ζημιά θα κάμεις στο Κόμμα;».
Μου είπε: «Βρες το εσύ κι” ασ” το σ” εμένα…».
Όταν έφευγα, ο Νίκος είχε χλομιάσει… Κι εμένα ήταν σα να μου κοβόταν η καρδιά μου στα δύο – η μισή έμεινε στη Ρουμανία και την άλλη μισή την έπαιρνα μαζί μου…
Έφυγα απ” τη Ρουμανία την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1955 – μια μέρα που στάζει αίμα η καρδιά μου όταν τη θυμάμαι. Το τελευταίο βράδυ μείναμε μόνοι. Δεν κοιμηθήκαμε όλη τη νύχτα… Στην Ελβετία είχα βρει την Ενάτη του Μπετόβεν και του την είχα φέρει… Έκανε σαν παιδί απ” τη χαρά του. Εγώ ήθελα τη Λίμνη των κύκνων, αλλά δε μπορούσα να τη βρω σε ρώσσικη εκτέλεση, που την προτιμούσα. Ο Νίκος έστειλε κρυφά στη Βιέννη και βρήκε το δίσκο… Την ακούσαμε εκείνο το βράδυ. Ήμασταν στην κρεβατοκάμαρα και ακούγαμε τη Λίμνη των κύκνων ώσπου ξημέρωσε… […]
Με αποχαιρέτησε στη σκάλα. Κάτω ήταν το αυτοκίνητο. Είχε πάντα στην τσέπη του μια χτένα απ” την Ελλάδα. «Παρ” την – είναι δική σου… είναι ό,τι πιο δικό μου». Μου την έβαλε στο χέρι και μου είπε: «Γύρνα ζωντανή…».
Έφυγα αγνώριστη. Φορούσα ένα τελευταίο μοντέλο ταγέρ, καφέ και μπεζ, με καπελάκι σπορ. Μοντέλο ταξιδιού. Σαν κυρία του δυτικού καλού κόσμου. Όλα ασορτί. Ασορτί παπούτσια, ασορτί τσάντα. Ήμουν και ωραία τότε. Στο ταξίδι μου κόλλησαν δύο Έλληνες – ο ένας αξιωματικός, ο άλλος αρχιχαφιέδαρος απ” την Αμερική… ΣΙΑ θα ήταν. Μου λεν: «Ελληνίς είστε;». Έτσι, «Ελληνίς!». Καθαρεύουσα. «Ναι», λέω, «Ελληνίς». Χαμογελούσαν, χαμογελούσαν και μεταξύ τους, ήταν σαν να λέγανε: «Αυτή είναι εύκολη να την πας στο κρεβάτι». Που να ήξεραν ότι ήμουν η γυναίκα του Ζαχαριάδη! […]
Με πιάσανε τον Ιούλιο του 1955. Η σύλληψή μου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 30 Ιουλίου του 1955…. Σκεφτείτε, πήρα από το Νίκο τη μέρα που με πιάσανε ένα σημείωμα μικρό: «Σας ζηλεύουμε και σας καμαρώνουμε». Ήταν γιατί είχαμε καταφέρει να μαζέψουμε εβδομήντα υπογραφές για την ειρήνη από σπουδαίες προσωπικότητες, Όταν ήρθαν αυτοί να με πιάσουν, το “βαλα στο στόμα και το “φαγα. Σκεφτείτε, να σε πιάσουν και την ίδια βραδιά να φας αυτό το τελευταίο γράμμα…
Εννιά μήνες στην απομόνωση στην Ασφάλεια. Δυόμισι βήματα το κελί… Χιλιάδες φορές τα πήγα πάνω κάτω… Ούτε να διαβάσω τίποτα… Εννιά μήνες. Μετά η φυλακή μου φάνηκε απελευθέρωση. Στον ασφαλίτη που μου λεγε «Θα πεθάνεις» έλεγα «Το Νίκο τον αγαπώ».
Η δεξιά οπορτουνιστική στροφή που επικράτησε στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είχε άμεσο αντίκτυπο: Με τις αποφάσεις της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας (11-12 Μάρτη 1956) και της 7ης Πλατιάς Ολομέλειας (18-24 Φλεβάρη 1957) του Κόμματος ο Νίκος Ζαχαριάδης καθαιρέθηκε και διαγράφτηκε από μέλος του ΚΚΕ. Πρόκειται για αποφάσεις άδικες, που συνοδεύτηκαν από ανυπόστατες συκοφαντίες («αντικομματικό φραξιονιστικό αντιδιεθνιστικό εχθρικό στοιχείο») ενάντια στον κομμουνιστή ηγέτη. Τον Ιούλη του 2011, στο πλαίσιο της μελέτης της Ιστορίας του Κόμματος για την περίοδο 1949-1968, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ ακύρωσε τις παραπάνω αποφάσεις αποκαταστώντας πλήρως το Νίκο Ζαχαριάδη.
Για την περίοδο εκείνη της καθαίρεσης και διαγραφής του ιστορικού ηγέτη, καθώς και για όσα ακολούθησαν μέχρι το τραγικό του τέλος στο Σουργκούτ, διηγείται σχετικά η Ρούλα Κουκούλου:
Στη φυλακή μου “φεραν και διάβασα μια Καθημερινή: «Καθαιρέθηκε ο Ζαχαριάδης». Την είχαν αφήσει επίτηδες και με παρακολουθούσαν. Ήμουν στην απομόνωση. Μετά το διάβασα και στην Αυγή. Έλεγα μέσα μου: Να κλείσει το κελί να μη με βλέπουν. Ύστερα από μισή ώρα με φώναξε η διευθύντρια:
«Τι λέτε γι” αυτό;».
«Αφού το λέει το Κόμμα!» είπα εγώ.
Μετά την καθαίρεση, μετά την Έκτη Ολομέλεια δηλαδή, του έγραψα δύο φορές απ” τη φυλακή… Του έγραψα σαν «φοιτήτρια» σε «φοιτητή»: «Ν” ακούς τους καθηγητές σου. Δεν πειράζει που δεν πήγες καλά στις εξετάσεις. Πάντα θα είμαι μαζί σου». Τα πήρε; Ανάμεσα στην Έκτη Ολομέλεια και την Έβδομη, ανάμεσα στην καθαίρεση και τη διαγραφή του δηλαδή, τα έγραψα. Δεν πήρα ποτέ απάντηση. Αν δεν τον διαγράφανε, θα ήμουν μαζί του πραγματικά… Μετά που τον διέγραψαν κράτησα απόσταση… Δεν πίστεψα ότι ήταν εχθρός του Κόμματος… Ήταν όμως και τα έξι Κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών που τον διαγράψανε… (σ.σ: Στην 7η Ολομέλεια μετείχε αντιπροσωπεία διεθνούς επιτροπής αποτελούμενης απο έξι ΚΚ, των ΕΣΣΔ, Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας).
Ήμασταν φυλακή. Δεν ξέραμε ακριβώς. Σήμερα βλέπεις έναν κύκλο μεγάλο να έχει κλείσει: τον κύκλο της αντεπανάστασης.
Τώρα βλέπουμε. Καταλαβαίνουμε πια. Τους πονούσε ο Ζαχαριάδης και τον αμαύρωσαν εντελώς. Τον χτύπησαν περισσότερο. Ήταν μες στο Κόμμα και στο λαό ριζωμένος. Που ήξερα εγώ μές στη φυλακή τί ήταν ο Χρουστσώφ; Που να φανταστώ τι είχε γίνει με το Χρουστσώφ;
Μόνο όταν έμαθα τι έγινε στο Όγδοο Συνέδριο και ποιοί βγήκαν Πολιτικό Γραφείο… Ήξερα πολύ καλά την παλιανθρωπιά του Βαφειάδη, ήξερα τον συμβιβασμό και τον κλονισμό του Παρτσαλίδη που δεν άντεχε… Με το Χρουστσώφ δούλευε ο οπορτουνισμός στην Ελλάδα και την Τασκένδη…
Κατηγόρησαν το Νίκο για τη στάση του προς τον Τίτο. Ότι το «πισώπλατο χτύπημα» ήταν «αποκύημα της φαντασίας» του Ζαχαριάδη. Δεν είναι έτσι. Ο Τίτο δε μας έκλεισε τα σύνορα την ώρα που είχαμε τραυματίες στα φορεία και πέθαιναν; Δε μας πίεζαν οι τιτοϊκοί για «δηλώσεις μετανοίας»; Όσο για τη φράση «ανώμαλο καθεστώς του Ζαχαριάδη», ο Χρουστσώφ την επέβαλε.
Τώρα ξέρουμε. Διέλυσαν τη Σοβιετική Ένωση. Χειροκρότημα μετά και στον Γκορμπατσώφ; Γελαστήκαμε και εμείς… Τώρα σαρώνουν πιά τα πάντα. Διαλύθηκαν πολλά Κόμματα από μέσα… Κι εμάς; Μας κατηγορούν ακόμα δογματικούς. Σ” το λέω: μεγαλύτερος δογματισμός δεν υπάρχει απ” το να πιστεύεις ότι οι κοινωνίες θα μείνουν για πάντα στον καπιταλισμό. Θα “ρθει ο σοσιαλισμός και θα “ρθει καλύτερος, γιατί τώρα ξέρουμε τα λάθη. Η ζωή δικαιώνει. Θέλει μόνο μυαλό και ανοιχτά μάτια.
Δε μετάνιωσα που τον αποκήρυξα… Το ίδιο θα έκανε κι ο Νίκος αν μάθαινε ότι με διαγράψανε… Τον λάτρευα, αλλά πριν από τη λατρεία ήταν το Κόμμα… Καλύτερα να πεθάνεις παρά να διαγραφείς. Τα πρώτα χρόνια τον έβλεπα κάθε βράδυ στον ύπνο μου. Όμορφο και λαμπερό. «Φοβάμαι μη σε χάσω», του έλεγα και ξυπνούσα. Ύστερα έπαψα να τον βλέπω. Όταν έμαθα ότι πήγε στην πρεσβεία (σ.σ: ελληνική) και ζήτησε να γυρίσει στην Ελλάδα, σκέφτηκα: Είναι προδότης. Τώρα το βλέπω αλλιώς…
[…] Μετά τη διαγραφή έπαψα να του γράφω. Κι αυτός το ίδιο θα “κανε. Μου “στελνε το παιδί, φωτογραφίες… Μου τα κρατούσε η Ασφάλεια όμως όλα. Κάποτε μ” ενέργειες του Ερυθρού Σταυρού μου “ρθε ενάμιση χρόνο μετά ένα πακέτο γράμματα του παιδιού, γραμμένα όμως από το χέρι του Νίκου. Το παιδί δε μπορούσε να γράψει, σχεδίαζε μόνο. Τα φύλαγα. Όλα αυτά μου τα πήραν επί χούντας… Μου έγραφε «κάναμε αυτό, εκείνο, παίξαμε»… Του είχα στείλει κι εγώ ένα πουλόβερ απ” τη φυλακή, ήταν μεγάλο για μένα. Μετά στο Σουργκούτ, στην κηδεία, το είδα… Το φορούσε ακόμα, κουρελιασμένο… Κι ένα κασκόλ…
Ο τραγικός επίλογος
Εγώ βγήκα απ” τη φυλακή, χρόνια αφότου ο Νίκος ήταν απομονωμένος στο Σοργκούτ, στις 13 του Οχτώβρη του 1973. Όταν ο Χαρίλαος ανέλαβε γραμματέας, πήγε σε συνάντηση με το ΚΚΣΕ. Ήταν ο Σουσλώφ, ο Πανομαριώφ, ο Ζαμιάτιν…
Βάζει και το ζήτημα του Ζαχαριάδη.
«Είναι ένα πρόβλημα μεγάλο για το Κόμμα», τους είπε. «Θα δω όλα τα στελέχη του Κόμματος που διαγράφτηκαν – και το Ζαχαριάδη».
Του είπαν: «Όχι το Ζαχαριάδη. Δε νομίζουμε πως είναι σωστό να πάει ο γραμματέας». Αυτό τον επηρέασε το Χαρίλαο. Οι Ρώσοι άφηναν το Νίκο να πάει όπου θέλει, εκτός από Μόσχα, Λένινγκραντ και Τασκένδη.
Ήμουν στην ΚΕ από το ’52 και μέλος του ΠΓ απ” το ’73, από το Ένατο Συνέδριο. Εγώ με το Ένατο Συνέδριο ανέλαβα τη Διαφώτιση απ” την Ουγγαρία. Οι Ρουμάνοι δε μας ήθελαν.
Ο Χαρίλαος μου είπε το ’73: «Πρέπει να φέρουμε το Νίκο απ” το Σοργκούτ. Θα μας βοηθήσει πολύ στη Διαφώτιση».
Βέβαια για το Νίκο θα ήταν δύσκολο να ξαναγυρίσει πίσω στις βαθμίδες του Κόμματος…
Ήμασταν από την Ελλάδα λίγοι. Δεν ήθελα να πάω μόνη μου στο Νίκο. Μου πέρασε η ιδέα, αλλά είπα: πρώτο το Κόμμα κι ύστερα εγώ. Μάθαινα για τις απεργίες πείνας. Ξαναλέω όμως: ποτέ δεν πιστέψαμε πως ήταν εχθρός του Κόμματος. Κανένας μας. Ο Χαρίλαος έστειλε το Λουλέ. Ο Νίκος ήθελε όμως να γυρίσει στην Ελλάδα – κι ας ήταν δικτατορία. Το Όγδοο Συνέδριο είχε πάρει μιά απόφαση να ερευνηθεί αν ήταν χαφιές. Δεν βρήκαν βέβαια τίποτε…
Εγώ περίμενα να τον φέρει ο Λουλές. Είχε πάει να τον δει το ’73. Εκείνο που με τρώει είναι γιατί δεν πίστεψα ότι θ” αυτοκτονήσει. Να πάω στο Σοργκούτ να τον δω… […]
Έλεγα πως θα ξεδιαλύνει πρώτα με το Κόμμα και θα πήγαινα και εγώ μετά. Είχαμε κάποια καλά μηνύματα. Έβλεπε ο Νίκος πως έγινε κάποια αλλαγή στο Κόμμα. Είπε στο Σήφη ότι ήταν θετικό αυτό με τον καινούργιο γραμματέα, το Χαρίλαο. Να ζητούσαμε απ” το Νίκο να “ρθει στην Ουγγαρία. Τότε θ” άνοιγε κι ο δρόμος της αποκατάστασης του. Θα βοηθούσε και στη Διαφώτιση… Ξέρω, θα πικραίνονταν. Ήταν μια λύση όμως σωστή. Τότε δεν πίστεψα. Δεκαεφτά χρόνια είχα να τον δω. Και πως να κανονίσουμε εμείς να πάει στην Ελλάδα; Αν ερχόταν στο Κόμμα μαζί μας, θα πήγαινα κι εγώ να ζήσω μαζί του…
Δεν πίστεψα… Ήξερα και τις προηγούμενες απεργείες πείνας… Κι αυτό, λέω, εκβιασμός θα είναι. Μου έλεγε κι ο Σεμενκώφ, του Τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής του ΚΚΣΕ, πως ένας που θέλει ν” αυτοκτονήσει δεν ορίζει την ημέρα από πριν… Ήταν και που δεν ταίριαζε σε κομμουνιστή ν’αυτοκτονήσει… Δεν είχα διαβάσει και το γράμμα. Το γράμμα αφήνει μιά ατμόσφαιρα σύνθλιψης και θανάτου. Τραγικά όλα…
Τίποτε μέσα μου από τότε δεν ξεπερνιέται. Ξέρω την πίκρα του. Πόσο του κόστισαν όλα… τι ήμουνα εγώ γι” αυτόν…
Ο Λουλές του είπε: «Εσύ μας ατσάλωσες. Εσύ τώρα θα το κάνεις αυτό; Ν” αυτοκτονήσεις; Άσε την ελευθερία διακίνησης, έλα να δεις το Χαρίλαο – τον αγαπούσες σαν το Μπελογιάννη». Κι ο Λουλές μας το είπε ξεκάθαρα όταν γύρισε: «Ο Ζαχαριάδης δε θ” αυτοκτονήσει». Για λίγες μέρες χάθηκε η ζωή του…
«1 Αβγούστου 1973 — ώρα Αθήνας 00.01 “. Βγαίνει ότι ο Λουλές τόχασε το στοίχημα».
Διηγείται σχετικά με την τελευταία πράξη του δράματος η Ρούλα Κουκούλου:
Ήμουν ακόμα στη Βουλγαρία. Με παίρνει τηλέφωνο ο Χαρίλαος: «Ο Νίκος αρρώστησε βαριά». Του λέω: «Πες μου την αλήθεια». Μου το “πε. Πάω πάνω, λέω στον Κύρο και το Σήφη «το και το». Ο Σήφης τότε μου έδωσε το γράμμα. Στο δωμάτιο κοντά στη θάλασσα. Μου το δίνει, το διαβάζω, ήταν το ίδιο που έστειλε και στην Κεντρική Επιτροπή. Λίγο πιο περιληπτικό. Σε δέκα λεπτά φύγαμε. Φτάνουμε Μόσχα. Έδωσα το γράμμα στους Σοβιετικούς. Μετά πήγαμε στο Σοργκούτ… για την κηδεία.
Δεν ήταν μόνο ένας φυσικός θάνατος. Ήταν ο πολιτικός θάνατος του τόσα χρόνια. Εκεί στο Σοργκούτ, μόνος κι εξόριστος… Με τόση λάσπη να του “χουν ρίξει. Μετά η αυτοκτονία. […]
Το Σοργκούτ… Έντεκα χρόνια εκεί… Δεν φανταζόμουνα… Ένα σπίτι απομονωμένο, ήσαν φύλακες βαλμένοι γύρω γύρω. Εκατό φορές να τον είχαν σε φυλακή, σε στρατόπεδο. Αυτή η απομόνωση ήταν φοβερό πράγμα…
Πόσο πολύ αγαπούσε την πατρίδα του… Θα σας πω κάτι συγκινητικό. Φεύγοντας είχε πάρει ένα σακουλάκι χώμα, χώμα ελληνικό, και τ’άφησε στο παιδί, το Σήφη. Του είχε πει: «Άμα πεθάνω, να μου το βάλεις». Και του το βάλαμε. Για σκεφτείτε. Έτσι, ύστερα από τόσα χρόνια, έτσι ανταμώσαμε… […]
Αχ, γιατί να μην ήμουν την 1η Αυγούστου εκεί… να πάρω το παιδί και να πάω… Είπε στο Λουλέ ο Νίκος: «Γέμισα πίκρα. Δε μπορώ άλλο».
Είναι μια πληγή μου το πως πέθανε ο Νίκος. Το ότι δεν πίστεψα πως θ” αυτοκτονούσε και δεν πήγα είναι μια ανοιχτή μου πληγή… Μετά τη διαγραφή του δεν του έγραψα εγώ – δε μου έγραψε κι εκείνος. Αλλά ξέρω πόσο μ’αγαπούσε. Είχε τη φωτογραφία μου στο σπίτι του στο Σοργκούτ… Πονάω τώρα που τον σκέφτομαι τις νύχτες… Αυτό που καίει είναι ότι δεν πρόλαβα, ότι δεν πίστεψα πως θ’αυτοκτονήσει. Ας πήγαινα κι ας μην άλλαζε τίποτε. Να δει ότι πήγα. Να μη φύγει τόσο πικραμένος…
Αντί επιλόγου
Αντί επιλόγου γι αυτό το αφιέρωμα στον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ, παραθέτουμε τα λόγια του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σ.Δημήτρη Κουτσούμπα στο πολιτικό μνημόσυνο για την συμπλήρωση 40 χρόνων απ” το θάνατο του Νίκου Ζαχαριάδη (Αύγουστος 2013):
''Το τραγικό τέλος του πριν 40 χρόνια ακριβώς σαν σήμερα κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για βαθύτερη μελέτη και γνώση της ιστορικής πείρας, της εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για το παρόν και το μέλλον''.
Το ΚΚΕ είχε την επαναστατική τόλμη να πραγματοποιήσει την πανελλαδική συνδιάσκεψή του πριν δύο χρόνια στις διαδικασίες της οποίας, στις συζητήσεις, συμμετείχαν όλα τα μέλη του κόμματος, όλα τα μέλη της ΚΝΕ σε όλη τη χώρα. Οι αποφάσεις της αποτυπώθηκαν στον δεύτερο τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας (1949 – 1968) που αποτελεί πραγματικό εργαλείο γνώσης, βαθύτερης μελέτης για όλους τους αγωνιστές που πρέπει να το προμηθευτούν, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά.
*Οικοδόμος*
Χαρίλαος Φλωράκης
Καπετάν Γιώτης-Κατάσκοπος-20 φορές ισοβίτης-Λαϊκός Ηγέτης
Πιστός κομμουνιστής από τα 15 του, πρωταγωνίστησε στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο και έζησε όλες τις εσωκομματικές διακυμάνσεις. Ανέλαβε την ηγεσία του ΚΚΕ από το 1972 και το ανέδειξε σε κεντρικό παράγοντα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας κερδίζοντας τη γενική αναγνώριση.
Μια ζωή σαν ταινία. Λίγοι Ελληνες έζησαν τόσο έντονα την πρόσφατη ιστορία μας όσο ο Χαρίλαος Φλωράκης. Από το απόγειο της Αντίστασης στο ναδίρ της ήττας του 1949, στην προσφυγιά, την παράνομη επιστροφή στην Ελλάδα το 1954 και στις αλλεπάλληλες φυλακίσεις και εξορίες. Διαφεύγει το 1972 και ξαναεπιστρέφει το ’74 ως γραμματέας του ΚΚΕ, δίνοντας του νέα πνοή.
O Χαρίλαος Φλωράκης γεννήθηκε στο χωριό Παλιοζογλώπι των θεσσαλικών Αγράφων σας 20 Ιουλίου 1914 και ήταν το τέταρτο παιδί του Ιωάννη Φλωράκη και της Στυλιανής Λιανού. Το 1924 μετακομίζει με την οικογένεια του στην Καρδίτσα. Εκεί έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και το 1929 ως μαθητής εντάσσεται στην ΟΚΝΕ.
Το 1933 η οικογένεια Φλωράκη μετακομίζει στην Αθήνα και ο Χαρίλαος εισάγεται στη Σχολή Τηλεγραφητών. Στα 20 χρόνια του διορίζεται τηλεγραφητής στα ΤΤΤ (Ταχυδρομεία, Τηλεγραφία, Τηλεφωνία) στις Σέρρες και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, όπου αναπτύσσει έντονη συνδικαλιστική δράση. Έπειτα από διάφορες μεταθέσεις στην επαρχία λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του, στα τέλη του 1938 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου και τον βρίσκει το ξέσπασμα του πολέμου. Κατά τη διάρκειά του υπηρετεί στη Διεύθυνση Μηχανικού Θεσσαλονίκης και παίρνει τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Τον Ιούνιο του 1941 ο Φλωράκης γίνεται μέλος του ΚΚΕ, σε μια περίοδο όπου το κόμμα είναι αποδιοργανωμένο από τα χτυπήματα της δικτατορίας του Μεταξά. Ως μέλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ ο Φλωράκης αναπτύσσει πλούσια συνδικαλιστική δράση στα ΤΤΤ. Μάλιστα τον Απρίλιο του 1942 πρωτοστατεί στη μεγάλη απεργία των τριατατικών. Μετά την επιτυχημένη απεργία, ο Φλωράκης αναλαμβάνει γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης στα ΤΤΤ και τον Ιανουάριο του 1943 συλλαμβάνεται από την Ειδική Ασφάλεια.
Τον Μάρτιο του 1943 κατόπιν εντολής της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας ανεβαίνει στο βουνό, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και παίρνει το ψευδώνυμο Γιώτης. Στην αρχή εντάσσεται στο Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας και το καλοκαίρι του 1943 στη Περιφερειακή Επιτροπή Φθιώτιδας-Φωκίδας-Ευρυτανίας, ως υπεύθυνος του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Αργότερα γίνεται γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και αποκτά τον βαθμό του ταγματάρχη.
Το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών βρίσκει τον Φλωράκη με τη Μεραρχία του στις παρυφές της Εκάλης. Λαμβάνει μέρος στις μάχες στους στρατώνες στο Γουδή, στη Σχολή Χωροφυλακής, στην Καισαριανή και στην κατάληψη του αρχηγείου της RAF στο Κεφαλάρι. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει χρέη δεύτερου γραμματέα της Αχτίδας Δημοσίων Υπαλλήλων.
Ο Γιώτης στον Εμφύλιο
Τον Νοέμβριο του 1946 ο Στέργιος Αναστασιάδης, μέλος του Π.Γ του ΚΚΕ, δίνει εντολή στον Χαρίλαο Φλωράκη να βγει στο βουνό. Η πρώτη απόπειρα από τη μεριά της Πάρνηθας μαζί με εννέα συντρόφους του αποτυγχάνει. Τον Ιανουάριο του 1947 με πλοίο από τον Πειραιά φτάνει στον Βόλο. Από τον Βόλο στους Σοφάδες και από εκεί προς το Θραψίμι καταφέρνει να συναντήσει το Αρχηγείο Αγράφων-και να συνδεθεί με τον Γούσια (Γιώργο Βοντίτσο). Στα μέσα του ίδιου μήνα σχηματίζεται το Αρχηγείο Ρούμελης, στη διοίκηση του οποίου συμμετέχει μαζί με τους Γούσια, Τριανταφύλλου και Διαμαντή. Τον Απρίλη 1947 τοποθετείται επικεφαλής του Αρχηγείου Δυτικής Στερεάς, με το οποίο πραγματοποιεί διεισδύσεις στην περιοχή της ορεινής Ναυπακτίας και της Τριχωνίδας.
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση στην οποία έλαβε μέρος ο Γιώτης ήταν η μεταφορά του Γενικού Αρχηγείου από την Ευρυτανία στη Δυτική Μακεδονία, τον Αύγουστο του 1947. Μια αρκετά δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση που απαιτούσε συνεχείς ελιγμούς ανάμεσα στα μπλόκα και τις ενέδρες του Εθνικού Στρατού.
Σχεδόν έναν μήνα αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1947, το Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς του Γιώτη μαζί με τα Αρχηγεία Ρούμελης και Θεσσαλίας παίρνουν εντολή από το Γενικό Αρχηγείο να συνοδεύσουν στην έδρα του τα μέλη της ΚΕ Γούσια και Ζωγράφο, για να συμμετάσχουν στην 3η Ολομέλεια και ταυτόχρονα να προστατεύσουν τη φάλαγγα περίπου 1.000 αόπλων που ανέβαιναν στον Γράμμο για να εκπαιδευτούν και να εξοπλιστούν.
Η ραγδαία εξάπλωση του αντάρτικου στη Ρούμελη γίνεται αμέσως εμφανής και το Πολιτικό Γραφείο έπειτα από εισήγηση του Γούσια τη χαιρετίζει: «Οι ηγέτες της Ρούμελης του Δ.Σ.Ε., ο αλησμόνητος συνταγματάρχης Ν. Τριανταφύλλου, οι σ. Διαμαντής, Γιώτης, Ερμής, Κρόνος κτλ κάτω από την καθοδήγηση του υποστράτηγου σ. Γούσια αποτέλεσαν το πρότυπο, στέκονται σαν παράδειγμα και υπόδειγμα για μίμηση».
Μια ζωή σαν ταινία. Λίγοι Ελληνες έζησαν τόσο έντονα την πρόσφατη ιστορία μας όσο ο Χαρίλαος Φλωράκης. Από το απόγειο της Αντίστασης στο ναδίρ της ήττας του 1949, στην προσφυγιά, την παράνομη επιστροφή στην Ελλάδα το 1954 και στις αλλεπάλληλες φυλακίσεις και εξορίες. Διαφεύγει το 1972 και ξαναεπιστρέφει το ’74 ως γραμματέας του ΚΚΕ, δίνοντας του νέα πνοή.
O Χαρίλαος Φλωράκης γεννήθηκε στο χωριό Παλιοζογλώπι των θεσσαλικών Αγράφων σας 20 Ιουλίου 1914 και ήταν το τέταρτο παιδί του Ιωάννη Φλωράκη και της Στυλιανής Λιανού. Το 1924 μετακομίζει με την οικογένεια του στην Καρδίτσα. Εκεί έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και το 1929 ως μαθητής εντάσσεται στην ΟΚΝΕ.
Το 1933 η οικογένεια Φλωράκη μετακομίζει στην Αθήνα και ο Χαρίλαος εισάγεται στη Σχολή Τηλεγραφητών. Στα 20 χρόνια του διορίζεται τηλεγραφητής στα ΤΤΤ (Ταχυδρομεία, Τηλεγραφία, Τηλεφωνία) στις Σέρρες και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, όπου αναπτύσσει έντονη συνδικαλιστική δράση. Έπειτα από διάφορες μεταθέσεις στην επαρχία λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του, στα τέλη του 1938 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου και τον βρίσκει το ξέσπασμα του πολέμου. Κατά τη διάρκειά του υπηρετεί στη Διεύθυνση Μηχανικού Θεσσαλονίκης και παίρνει τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Τον Ιούνιο του 1941 ο Φλωράκης γίνεται μέλος του ΚΚΕ, σε μια περίοδο όπου το κόμμα είναι αποδιοργανωμένο από τα χτυπήματα της δικτατορίας του Μεταξά. Ως μέλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ ο Φλωράκης αναπτύσσει πλούσια συνδικαλιστική δράση στα ΤΤΤ. Μάλιστα τον Απρίλιο του 1942 πρωτοστατεί στη μεγάλη απεργία των τριατατικών. Μετά την επιτυχημένη απεργία, ο Φλωράκης αναλαμβάνει γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης στα ΤΤΤ και τον Ιανουάριο του 1943 συλλαμβάνεται από την Ειδική Ασφάλεια.
Τον Μάρτιο του 1943 κατόπιν εντολής της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας ανεβαίνει στο βουνό, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και παίρνει το ψευδώνυμο Γιώτης. Στην αρχή εντάσσεται στο Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας και το καλοκαίρι του 1943 στη Περιφερειακή Επιτροπή Φθιώτιδας-Φωκίδας-Ευρυτανίας, ως υπεύθυνος του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Αργότερα γίνεται γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και αποκτά τον βαθμό του ταγματάρχη.
Το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών βρίσκει τον Φλωράκη με τη Μεραρχία του στις παρυφές της Εκάλης. Λαμβάνει μέρος στις μάχες στους στρατώνες στο Γουδή, στη Σχολή Χωροφυλακής, στην Καισαριανή και στην κατάληψη του αρχηγείου της RAF στο Κεφαλάρι. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει χρέη δεύτερου γραμματέα της Αχτίδας Δημοσίων Υπαλλήλων.
Ο Γιώτης στον Εμφύλιο
Τον Νοέμβριο του 1946 ο Στέργιος Αναστασιάδης, μέλος του Π.Γ του ΚΚΕ, δίνει εντολή στον Χαρίλαο Φλωράκη να βγει στο βουνό. Η πρώτη απόπειρα από τη μεριά της Πάρνηθας μαζί με εννέα συντρόφους του αποτυγχάνει. Τον Ιανουάριο του 1947 με πλοίο από τον Πειραιά φτάνει στον Βόλο. Από τον Βόλο στους Σοφάδες και από εκεί προς το Θραψίμι καταφέρνει να συναντήσει το Αρχηγείο Αγράφων-και να συνδεθεί με τον Γούσια (Γιώργο Βοντίτσο). Στα μέσα του ίδιου μήνα σχηματίζεται το Αρχηγείο Ρούμελης, στη διοίκηση του οποίου συμμετέχει μαζί με τους Γούσια, Τριανταφύλλου και Διαμαντή. Τον Απρίλη 1947 τοποθετείται επικεφαλής του Αρχηγείου Δυτικής Στερεάς, με το οποίο πραγματοποιεί διεισδύσεις στην περιοχή της ορεινής Ναυπακτίας και της Τριχωνίδας.
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση στην οποία έλαβε μέρος ο Γιώτης ήταν η μεταφορά του Γενικού Αρχηγείου από την Ευρυτανία στη Δυτική Μακεδονία, τον Αύγουστο του 1947. Μια αρκετά δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση που απαιτούσε συνεχείς ελιγμούς ανάμεσα στα μπλόκα και τις ενέδρες του Εθνικού Στρατού.
Σχεδόν έναν μήνα αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1947, το Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς του Γιώτη μαζί με τα Αρχηγεία Ρούμελης και Θεσσαλίας παίρνουν εντολή από το Γενικό Αρχηγείο να συνοδεύσουν στην έδρα του τα μέλη της ΚΕ Γούσια και Ζωγράφο, για να συμμετάσχουν στην 3η Ολομέλεια και ταυτόχρονα να προστατεύσουν τη φάλαγγα περίπου 1.000 αόπλων που ανέβαιναν στον Γράμμο για να εκπαιδευτούν και να εξοπλιστούν.
Η ραγδαία εξάπλωση του αντάρτικου στη Ρούμελη γίνεται αμέσως εμφανής και το Πολιτικό Γραφείο έπειτα από εισήγηση του Γούσια τη χαιρετίζει: «Οι ηγέτες της Ρούμελης του Δ.Σ.Ε., ο αλησμόνητος συνταγματάρχης Ν. Τριανταφύλλου, οι σ. Διαμαντής, Γιώτης, Ερμής, Κρόνος κτλ κάτω από την καθοδήγηση του υποστράτηγου σ. Γούσια αποτέλεσαν το πρότυπο, στέκονται σαν παράδειγμα και υπόδειγμα για μίμηση».
Τον Απρίλιο του 1948 ο Γιώτης αναλαμβάνει διοικητής της 1ης Μεραρχίας του ΔΣΕ και προάγεται σε συνταγματάρχη.
Ο τομέας δράσης της μεραρχίας του οριζόταν «ανατολικά από τον κάμπο των Τρικάλων, δυτικά από τον Ασπροπόταμο και τον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων και βόρεια από τον οδικό άξονα Τρικάλων-Αρτας με τα περάσματα προς τον Γράμμο, Μέτσοβο-Κατάρα».
Από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 1948 πραγματοποιεί με τις δυνάμεις του διείσδυση στην Ήπειρο και επιθέσεις αντιπερισπασμού στα Καστανοχώρια και στο Ξεροβούνι, με κύριο στόχο να απασχολήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στο κύριο μέτωπο του Γράμμου. Στις μάχες αυτές ο Γιώτης τραυματίστηκε ελαφρά στο κεφάλι και το χέρι.
Μετά την εγκατάλειψη του Γράμμου τον Αύγουστο του 1948, ο ΔΣΕ βρέθηκε σε δυσμενή στρατηγική θέση, την οποία προσπάθησε να ανατρέψει τον χειμώνα του 1948-49 με επιθέσεις κατά του εχθρού σε διάφορα αστικά κέντρα. Στις συνθήκες αυτές ο Γιώτης, με άρθρο του στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» τον Φεβρουάριο του 1949, προσπαθεί να περιγράφει τα καθήκοντα των τμημάτων του ΔΣΕ στη νότια Ελλάδα όπως διαμορφώνονταν από την ασφυκτική πίεση των κυβερνητικών δυνάμεων στο κύριο μέτωπο.
Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία του προηγούμενου καλοκαιριού ο Γιώτης πρότεινε: «να αναπτύξουμε την ταχτική μας για πιο σοβαρή και πιο πετυχημένη δράση στα μετόπισθεν του εχθρού [...] ο εχθρός από την τακτική που χρησιμοποίησε [...] έχει απόλυτη ανάγκη από γερά οπωσδήποτε μετόπισθεν, θέλει σοβαρές βάσεις ανεφοδιασμού, δρόμους και μέσα ανεφοδιασμού [...] δίχως αυτά δεν είναι σε θέση ν’ ανοίξει ένα πόλεμο σαν το Γράμμο, Βίτσι...».
Και με βάση την εμπειρία του 1948 κατέληγε πως πρέπει να αναπτυχθεί το δίκτυο πληροφοριών και το δίκτυο διαβιβάσεων και να γίνει «εκπαίδευση μαχητών σε σαμποταριστική δράση» αφού «κατά τη διάρκεια των μαχών στο Γράμμο δεν είχαμε ένα σοβαρό σαμποτάζ μέσα στις ίδιες στρατιωτικές βάσεις του εχθρού».
Στο πλαίσιο αυτό οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού στη νότια Ελλάδα επιτέθηκαν σε μια σειρά αστικών κέντρων. Στις δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις έλαβαν μέρος οι δυνάμεις που διοικούσε ο Γιώτης. Στη μάχη της Καρδίτσας η 1η Μεραρχία συμμετείχε με την 192η και τη 138η Ταξιαρχία, έχοντας στη σύνθεσή της και τη Σχολή Αξιωματικών του ΚΓΑΝΕ. Στην επίθεση συμμετείχαν επίσης η 2η Μεραρχία του Διαμαντή μαζί με την Ταξιαρχία Ιππικού. Τον βόρειο τομέα της πόλης ανέλαβε η 1η Μεραρχία και τον νότιο η 2η Μεραρχία, ενώ για την κάλυψη της επίθεσης φρόντιζε η Ταξιαρχία Ιππικού.
Η επίθεση άρχισε στις 11 το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου και μέχρι τα ξημερώματα η διάταξη των αμυνόμενων είχε εξαρθρωθεί. Κατά τη διαδικασία της απαγκίστρωσης η κατάρρευση της επικοινωνίας μεταξύ της 1ης Μεραρχίας, της 2ης και της διοίκησης του ΚΓΑΝΕ είχε αποτέλεσμα ο Γιώτης και οι μαχητές του να μείνουν μόνοι τους μέσα στην πόλη και να κινδυνεύσουν με καταστροφή.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Δημοκρατικός Στρατός επιτέθηκε στο Καρπενήσι. Η κατάληψή του αποτέλεσε το απόγειο της επιθετικής δραστηριότητας του ΔΣΕ το 1949 και την τελευταία μεγάλη επιτυχία του. Την επιχείρηση ανέλαβαν πάλι οι μεραρχίες του Γιώτη και του Διαμαντή, μαζί με δυνάμεις του Αρχηγείου του ΚΓΑΝΕ και της Σχολής Αξιωματικών. Η 1η Μεραρχία διέθεσε στη μάχη την 138η και την 192η Ταξιαρχία. Η συνολική δύναμη των επιτιθεμένων ήταν 2.800-2.900 μαχητές.
Παρά το γεγονός ότι η επίθεση στο Καρπενήσι ήταν αναμενόμενη, ο Δημοκρατικός Στρατός κατάφερε να αιφνιδιάσει τη φρουρά. Η προσέγγιση από τις δύσβατες διαδρομές του Τυμφρηστού και η επίθεση στη βορειοανατολική πλευρά της πόλης από την κοίτη του χειμάρρου Ξεριά επέτρεψαν τον τακτικό αιφνιδιασμό. Την 21η Ιανουαρίου, έπειτα από μάχες μίας μέρας, οι δυνάμεις του ΔΣΕ θα διαρρήξουν την αμυντική διάταξη και θα καταλάβουν την πόλη, εγκαθιστώντας φρουραρχείο και νέες αρχές.
Τον Μάιο του 1949 ο Γιώτης σε άρθρο του στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» με αφορμή την επιχείρηση στο Καρπενήσι, σημειώνει για την επιθετική τακτική του ΔΣΕ: «Στις προηγούμενες επιχειρήσεις αποδείχτηκε ότι η τολμηρή, αποφασιστική, γρήγορη διείσδυση προς το κέντρο της πόλης συγκλονίζει κυριολεκτικά τον εχθρό, τον αιφνιδιάζει και γενικά τον παραλύει [...] Η διείσδυση δίνει τη δυνατότητα να απομονώσεις και να εξουδετερώσεις τις εχθρικές αντιστάσεις, πιο εύκολα και με λίγες απώλειες γιατί βασικά είναι προσανατολισμένες προς τα έξω, αποφεύγεις να πέσεις στο σχέδιο πυράς της αντίστασης, μπορείς να την πλησιάσεις καλύτερα χρησιμοποιώντας σπίτια κλπ και το γεγονός ακόμα ότι απομονώνονται από το κέντρο έχει σημασία στην αντοχή της αντίστασης [...]. Η παραπάνω τακτική έχει ένα λεπτό σημείο που αν δεν προσεχθεί μπορεί να στοιχίσει σοβαρές ζημιές και την ίδια την επιχείρηση. Το σημείο αυτό είναι ότι πρέπει να εξασφαλίσεις τον διάδρομο της διείσδυσης πάση θυσία ανοιχτό και κάτω από τον απόλυτο έλεγχό σου».
Συγκεκριμένα για την κατάληψη του Καρπενησιού ο Γιώτης αναφέρει πως το πιο ασθενές σημείο της αμυντικής διάταξης από το οποίο επιχειρήθηκε η διείσδυση ήταν μεταξύ Ρόβια και Προφήτη Ηλία. «Το σημείο αυτό ήταν με την αραιότερη διάταξη, η διαμόρφωση του εδάφους σε κάλυπτε, ιδιαίτερα τη νύχτα, από τα διασταυρούμενα πυρά από Ρόβια και Προφ. Ηλία. Ακόμα από το σημείο αυτό ο εχθρός είχε κάποια επανάπαυση, γιατί στηρίζονταν στο αδιάβατο του Βελουχιού. Τα τμήματά μας, το αδιάβατο του Βελουχιού το χρησιμοποίησαν σαν το καλύτερο πλεονέκτημα για την ενέργειά τους...».
Τον Μάρτιο του 1949 ο Εθνικός Στρατός επεδίωκε την εκκαθάριση της νότιας Ελλάδας ενόψει των καλοκαιρινών επιχειρήσεων στον Γράμμο και στο Βίτσι. Οι δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας του Γιώτη βρίσκονταν στα Αγραφα, μαζί τους ήταν και οι μαχητές του Διαμαντή. Σύνολο 1.200 μαχητές. Για τον απεγκλωβισμό τους από την περιοχή αλλά και ως κίνηση αντιπερισπασμού αποφασίστηκε να επιτεθούν στην Αρτα. Η επίθεση αποκρούστηκε από την ισχυρή άμυνα της πόλης και στις 24 Μαρτίου άρχισε η υποχώρηση προς τον Αχελώο.
Στις 27 Μαρτίου μεγάλα αντάρτικα τμήματα κατάφεραν να σωθούν έπειτα από ολοήμερη μάχη για τον έλεγχο της γέφυρας του Κοράκου, περνώντας στην άλλη όχθη του ποταμού.
Οι δύο μεραρχίες χωρίστηκαν. Η μεραρχία του Διαμαντή διείσδυσε στη Ρούμελη και η μεραρχία του Γιώτη πραγματοποίησε ελιγμό προς την ανατολική Θεσσαλία και απέφυγε την καταστροφή. Στα τέλη Μάη οι μαχητές του Γιώτη κατάφεραν να φθάσουν στο Βίτσι, όπου ανασυγκροτήθηκαν, επανεξοπλίστηκαν και έλαβαν θέσεις μάχης.
Μετά την εκκαθάριση της νοτίου Ελλάδας από τον ΔΣΕ ο Εθνικός Στρατός προσανατόλισε τις δυνάμεις του προς τους κύριους θύλακες συγκέντρωσης του Δημοκρατικού Στρατού, με σκοπό τον εγκλωβισμό και τη συντριβή των δυνάμεών του. Υπό αυτές τις συνθήκες το Γενικό Αρχηγείο αποφάσισε την πραγματοποίηση αντιπερισπασμού στα νώτα του εχθρού, με στόχο την παρεμπόδιση της συγκέντρωσης κυβερνητικών δυνάμεων στο μέτωπο στον Γράμμο και στο Βίτσι.
Έπειτα από δύο αποτυχημένες απόπειρες, ο αντιπερισπασμός ανατέθηκε στην ανασυγκροτημένη 1η Μεραρχία του Γιώτη. Τη διοίκηση του αποσπάσματος ανέλαβε ο Χαρίλαος Φλωράκης με επίτροπο τον συνταγματάρχη Νίκο Μπελογιάννη και επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη Αλέκο Παπαγεωργίου.
Η αποστολή του αποσπάσματος περιελάμβανε:
α) την πραγματοποίηση αντιπερισπασμού με βαθιά διείσδυση στα μετόπισθεν του αντιπάλου προς τα Άγραφα,
β) την πρόκληση φθορών και σύγχυσης στα κυβερνητικά στρατεύματα που κινούνταν προς τον βορρά,
γ) τη σύνδεση με τα μικρά διάσπαρτα τμήματα και τους μεμονωμένους μαχητές που βρίσκονταν ξεκομμένοι στις περιοχές της Ρούμελης και της Θεσσαλίας μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού,
δ) την ανασυγκρότηση των υπολειμμάτων της 2ης Μεραρχίας.
Η αποστολή ήταν αρκετά ριψοκίνδυνη, αφού απαιτούσε συνεχείς διεισδύσεις και ελιγμούς μέσα από τις πυκνές γραμμές της εχθρικής διάταξης.
Για άλλη μια φορά ο Γιώτης αναλάμβανε ένα εγχείρημα καθαρού ανταρτοπόλεμου.
Χαρακτηριστικά, στη Διαταγή Επιχείρησης που συνέταξε ο ίδιος διαβάζουμε:
«...VIII ΕΙΔΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: Κάθε ώρα θα γίνεται σιωπηλό προσκλητήριο εν κινήσει.
Στελέχη και μαχητές θα απαγορεύουν έξοδο από τη σειρά της φάλαγγας.
Συγκροτούμε στρατονομικό απόσπασμα από μια επίλεκτη ομάδα κάθε ταξιαρχίας με επικεφαλής τον σ. Κασιούρα.
Στο Στρατονομικό απόσπασμα η κάθε Ταξιαρχία και Μεραρχία θα διαθέτει από ένα καλό στέλεχος που να γνωρίζει και τους μαχητές του αντίστοιχου σχηματισμού».
Η σύνδεση του αποσπάσματος με το Γενικό Αρχηγείο (ΓΑ) και τα μικρά τμήματα που δρούσαν στα Άγραφα γινόταν με ασύρματο. Η επικοινωνία με το ΓΑ ήταν αρκετά κρίσιμη, αφού προσέφερε τις αναγκαίες πληροφορίες για την κίνηση του αποσπάσματος μέσα στις ελεγχόμενες από τον εχθρό περιοχές.
Η επιχείρηση άρχισε σας 14 Αυγούστου.
Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η έξοδος από τον Γράμμο και η διέλευση μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Οι αντάρτες, αφού διέσχισαν τον Σαραντάπορο, ανέτρεψαν τις κυβερνητικές δυνάμεις στον αυχένα Γκρέκο-Ζεκίρι και κατάφεραν να περάσουν στα μετόπισθεν του εχθρικού σχηματισμού. Στην πορεία τους προς τον νότο και αφού η κίνησή τους είχε επισημανθεί, αποφασίστηκε στις 23 Αυγούστου να επιτεθούν στο χωριό Πράμαντα, στο οποίο ο στρατός διατηρούσε μεγάλες αποθήκες. Νωρίτερα, είχαν ενημερωθεί από τον ασύρματο για την πτώση του Βιτσίου.
Από εδώ και στο εξής η πορεία τους γινόταν μέσα από συνεχείς μάχες και επιθέσεις της αεροπορίας. Ηταν τέτοιος ο κλοιός στον οποίο βρίσκονταν, που τα μικρά αντάρτικα τμήματα τα οποία προσπαθούσαν να συνδεθούν μαζί τους δεν μπορούσαν να τους πλησιάσουν. Τις επόμενες μέρες το απόσπασμα θα ανατρέψει ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις στους Μελισσουργούς και θα συνεχίσει την πορεία του. Μαχόμενο τη μέρα και κινούμενο τη νύχτα θα συνεχίσει να κινείται προς τα Άγραφα. Τελικά, στις 2 Σεπτεμβρίου θα καταφέρει να ενωθεί με τα υπολείμματα της 2ης Μεραρχίας που βρίσκονταν στη Βουλγάρα. Νωρίτερα από υποκλοπή του κυβερνητικού ασυρμάτου ο Γιώτης είχε ενημερωθεί για την πτώση του Γράμμου.
Μετά την πτώση του Γράμμου οι μαχητές του αποσπάσματος και των τοπικών τμημάτων συγκεντρώθηκαν στην περιοχή των χωριών Βραγγιανά-Τροβάτο και χωρίστηκαν σε συγκροτήματα. Ένα τμήμα της 123ης Ταξιαρχίας κινήθηκε προς τη Θεσσαλία με σκοπό να συνδεθεί με ξεκομμένους μαχητές και να συγκροτήσει ομάδες με κατεύθυνση τη Βόρεια Πίνδο. Επίσης, ένα συγκρότημα αποφασίστηκε να μείνει στην περιοχή των Αγράφων για να συγκεντρώσει τους ξεκομμένους μαχητές και τους τραυματίες που κρύβονταν στις σπηλιές της περιοχής. Τέλος, η διοίκηση του αποσπάσματος με 80-90 μαχητές και πολιτικά στελέχη πήρε τον δρόμο για την Αλβανία.
Η πορεία προς τον βορρά ήταν ακόμη πιο δύσκολη και εξαντλητική. Στη Μεσοχώρα, ο Γιώτης και οι αντάρτες αναγκάζονται να δώσουν μάχη για να διασπάσουν την εχθρική διάταξη. Καταδιωκόμενοι από τις κυβερνητικές δυνάμεις κινούνται κατά μήκος της οροσειράς των Τζουμέρκων. Στο Πάπιγκο κυκλώνονται από κυβερνητικές δυνάμεις και έπειτα από μάχη καταφέρνουν να κινηθούν δυτικά με σκοπό να περάσουν τα σύνορα από τη Μουργκάνα. Τελικά, στις 27 Σεπτεμβρίου καταφέρνουν να περάσουν στην Αλβανία. Η αποστολή τους κράτησε 43 μέρες και χρειάστηκε να δώσουν 39 μάχες.
Ο τομέας δράσης της μεραρχίας του οριζόταν «ανατολικά από τον κάμπο των Τρικάλων, δυτικά από τον Ασπροπόταμο και τον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων και βόρεια από τον οδικό άξονα Τρικάλων-Αρτας με τα περάσματα προς τον Γράμμο, Μέτσοβο-Κατάρα».
Από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 1948 πραγματοποιεί με τις δυνάμεις του διείσδυση στην Ήπειρο και επιθέσεις αντιπερισπασμού στα Καστανοχώρια και στο Ξεροβούνι, με κύριο στόχο να απασχολήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στο κύριο μέτωπο του Γράμμου. Στις μάχες αυτές ο Γιώτης τραυματίστηκε ελαφρά στο κεφάλι και το χέρι.
Μετά την εγκατάλειψη του Γράμμου τον Αύγουστο του 1948, ο ΔΣΕ βρέθηκε σε δυσμενή στρατηγική θέση, την οποία προσπάθησε να ανατρέψει τον χειμώνα του 1948-49 με επιθέσεις κατά του εχθρού σε διάφορα αστικά κέντρα. Στις συνθήκες αυτές ο Γιώτης, με άρθρο του στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» τον Φεβρουάριο του 1949, προσπαθεί να περιγράφει τα καθήκοντα των τμημάτων του ΔΣΕ στη νότια Ελλάδα όπως διαμορφώνονταν από την ασφυκτική πίεση των κυβερνητικών δυνάμεων στο κύριο μέτωπο.
Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία του προηγούμενου καλοκαιριού ο Γιώτης πρότεινε: «να αναπτύξουμε την ταχτική μας για πιο σοβαρή και πιο πετυχημένη δράση στα μετόπισθεν του εχθρού [...] ο εχθρός από την τακτική που χρησιμοποίησε [...] έχει απόλυτη ανάγκη από γερά οπωσδήποτε μετόπισθεν, θέλει σοβαρές βάσεις ανεφοδιασμού, δρόμους και μέσα ανεφοδιασμού [...] δίχως αυτά δεν είναι σε θέση ν’ ανοίξει ένα πόλεμο σαν το Γράμμο, Βίτσι...».
Και με βάση την εμπειρία του 1948 κατέληγε πως πρέπει να αναπτυχθεί το δίκτυο πληροφοριών και το δίκτυο διαβιβάσεων και να γίνει «εκπαίδευση μαχητών σε σαμποταριστική δράση» αφού «κατά τη διάρκεια των μαχών στο Γράμμο δεν είχαμε ένα σοβαρό σαμποτάζ μέσα στις ίδιες στρατιωτικές βάσεις του εχθρού».
Στο πλαίσιο αυτό οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού στη νότια Ελλάδα επιτέθηκαν σε μια σειρά αστικών κέντρων. Στις δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις έλαβαν μέρος οι δυνάμεις που διοικούσε ο Γιώτης. Στη μάχη της Καρδίτσας η 1η Μεραρχία συμμετείχε με την 192η και τη 138η Ταξιαρχία, έχοντας στη σύνθεσή της και τη Σχολή Αξιωματικών του ΚΓΑΝΕ. Στην επίθεση συμμετείχαν επίσης η 2η Μεραρχία του Διαμαντή μαζί με την Ταξιαρχία Ιππικού. Τον βόρειο τομέα της πόλης ανέλαβε η 1η Μεραρχία και τον νότιο η 2η Μεραρχία, ενώ για την κάλυψη της επίθεσης φρόντιζε η Ταξιαρχία Ιππικού.
Η επίθεση άρχισε στις 11 το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου και μέχρι τα ξημερώματα η διάταξη των αμυνόμενων είχε εξαρθρωθεί. Κατά τη διαδικασία της απαγκίστρωσης η κατάρρευση της επικοινωνίας μεταξύ της 1ης Μεραρχίας, της 2ης και της διοίκησης του ΚΓΑΝΕ είχε αποτέλεσμα ο Γιώτης και οι μαχητές του να μείνουν μόνοι τους μέσα στην πόλη και να κινδυνεύσουν με καταστροφή.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Δημοκρατικός Στρατός επιτέθηκε στο Καρπενήσι. Η κατάληψή του αποτέλεσε το απόγειο της επιθετικής δραστηριότητας του ΔΣΕ το 1949 και την τελευταία μεγάλη επιτυχία του. Την επιχείρηση ανέλαβαν πάλι οι μεραρχίες του Γιώτη και του Διαμαντή, μαζί με δυνάμεις του Αρχηγείου του ΚΓΑΝΕ και της Σχολής Αξιωματικών. Η 1η Μεραρχία διέθεσε στη μάχη την 138η και την 192η Ταξιαρχία. Η συνολική δύναμη των επιτιθεμένων ήταν 2.800-2.900 μαχητές.
Παρά το γεγονός ότι η επίθεση στο Καρπενήσι ήταν αναμενόμενη, ο Δημοκρατικός Στρατός κατάφερε να αιφνιδιάσει τη φρουρά. Η προσέγγιση από τις δύσβατες διαδρομές του Τυμφρηστού και η επίθεση στη βορειοανατολική πλευρά της πόλης από την κοίτη του χειμάρρου Ξεριά επέτρεψαν τον τακτικό αιφνιδιασμό. Την 21η Ιανουαρίου, έπειτα από μάχες μίας μέρας, οι δυνάμεις του ΔΣΕ θα διαρρήξουν την αμυντική διάταξη και θα καταλάβουν την πόλη, εγκαθιστώντας φρουραρχείο και νέες αρχές.
Τον Μάιο του 1949 ο Γιώτης σε άρθρο του στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» με αφορμή την επιχείρηση στο Καρπενήσι, σημειώνει για την επιθετική τακτική του ΔΣΕ: «Στις προηγούμενες επιχειρήσεις αποδείχτηκε ότι η τολμηρή, αποφασιστική, γρήγορη διείσδυση προς το κέντρο της πόλης συγκλονίζει κυριολεκτικά τον εχθρό, τον αιφνιδιάζει και γενικά τον παραλύει [...] Η διείσδυση δίνει τη δυνατότητα να απομονώσεις και να εξουδετερώσεις τις εχθρικές αντιστάσεις, πιο εύκολα και με λίγες απώλειες γιατί βασικά είναι προσανατολισμένες προς τα έξω, αποφεύγεις να πέσεις στο σχέδιο πυράς της αντίστασης, μπορείς να την πλησιάσεις καλύτερα χρησιμοποιώντας σπίτια κλπ και το γεγονός ακόμα ότι απομονώνονται από το κέντρο έχει σημασία στην αντοχή της αντίστασης [...]. Η παραπάνω τακτική έχει ένα λεπτό σημείο που αν δεν προσεχθεί μπορεί να στοιχίσει σοβαρές ζημιές και την ίδια την επιχείρηση. Το σημείο αυτό είναι ότι πρέπει να εξασφαλίσεις τον διάδρομο της διείσδυσης πάση θυσία ανοιχτό και κάτω από τον απόλυτο έλεγχό σου».
Συγκεκριμένα για την κατάληψη του Καρπενησιού ο Γιώτης αναφέρει πως το πιο ασθενές σημείο της αμυντικής διάταξης από το οποίο επιχειρήθηκε η διείσδυση ήταν μεταξύ Ρόβια και Προφήτη Ηλία. «Το σημείο αυτό ήταν με την αραιότερη διάταξη, η διαμόρφωση του εδάφους σε κάλυπτε, ιδιαίτερα τη νύχτα, από τα διασταυρούμενα πυρά από Ρόβια και Προφ. Ηλία. Ακόμα από το σημείο αυτό ο εχθρός είχε κάποια επανάπαυση, γιατί στηρίζονταν στο αδιάβατο του Βελουχιού. Τα τμήματά μας, το αδιάβατο του Βελουχιού το χρησιμοποίησαν σαν το καλύτερο πλεονέκτημα για την ενέργειά τους...».
Τον Μάρτιο του 1949 ο Εθνικός Στρατός επεδίωκε την εκκαθάριση της νότιας Ελλάδας ενόψει των καλοκαιρινών επιχειρήσεων στον Γράμμο και στο Βίτσι. Οι δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας του Γιώτη βρίσκονταν στα Αγραφα, μαζί τους ήταν και οι μαχητές του Διαμαντή. Σύνολο 1.200 μαχητές. Για τον απεγκλωβισμό τους από την περιοχή αλλά και ως κίνηση αντιπερισπασμού αποφασίστηκε να επιτεθούν στην Αρτα. Η επίθεση αποκρούστηκε από την ισχυρή άμυνα της πόλης και στις 24 Μαρτίου άρχισε η υποχώρηση προς τον Αχελώο.
Στις 27 Μαρτίου μεγάλα αντάρτικα τμήματα κατάφεραν να σωθούν έπειτα από ολοήμερη μάχη για τον έλεγχο της γέφυρας του Κοράκου, περνώντας στην άλλη όχθη του ποταμού.
Οι δύο μεραρχίες χωρίστηκαν. Η μεραρχία του Διαμαντή διείσδυσε στη Ρούμελη και η μεραρχία του Γιώτη πραγματοποίησε ελιγμό προς την ανατολική Θεσσαλία και απέφυγε την καταστροφή. Στα τέλη Μάη οι μαχητές του Γιώτη κατάφεραν να φθάσουν στο Βίτσι, όπου ανασυγκροτήθηκαν, επανεξοπλίστηκαν και έλαβαν θέσεις μάχης.
Μετά την εκκαθάριση της νοτίου Ελλάδας από τον ΔΣΕ ο Εθνικός Στρατός προσανατόλισε τις δυνάμεις του προς τους κύριους θύλακες συγκέντρωσης του Δημοκρατικού Στρατού, με σκοπό τον εγκλωβισμό και τη συντριβή των δυνάμεών του. Υπό αυτές τις συνθήκες το Γενικό Αρχηγείο αποφάσισε την πραγματοποίηση αντιπερισπασμού στα νώτα του εχθρού, με στόχο την παρεμπόδιση της συγκέντρωσης κυβερνητικών δυνάμεων στο μέτωπο στον Γράμμο και στο Βίτσι.
Έπειτα από δύο αποτυχημένες απόπειρες, ο αντιπερισπασμός ανατέθηκε στην ανασυγκροτημένη 1η Μεραρχία του Γιώτη. Τη διοίκηση του αποσπάσματος ανέλαβε ο Χαρίλαος Φλωράκης με επίτροπο τον συνταγματάρχη Νίκο Μπελογιάννη και επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη Αλέκο Παπαγεωργίου.
Η αποστολή του αποσπάσματος περιελάμβανε:
α) την πραγματοποίηση αντιπερισπασμού με βαθιά διείσδυση στα μετόπισθεν του αντιπάλου προς τα Άγραφα,
β) την πρόκληση φθορών και σύγχυσης στα κυβερνητικά στρατεύματα που κινούνταν προς τον βορρά,
γ) τη σύνδεση με τα μικρά διάσπαρτα τμήματα και τους μεμονωμένους μαχητές που βρίσκονταν ξεκομμένοι στις περιοχές της Ρούμελης και της Θεσσαλίας μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού,
δ) την ανασυγκρότηση των υπολειμμάτων της 2ης Μεραρχίας.
Η αποστολή ήταν αρκετά ριψοκίνδυνη, αφού απαιτούσε συνεχείς διεισδύσεις και ελιγμούς μέσα από τις πυκνές γραμμές της εχθρικής διάταξης.
Για άλλη μια φορά ο Γιώτης αναλάμβανε ένα εγχείρημα καθαρού ανταρτοπόλεμου.
Χαρακτηριστικά, στη Διαταγή Επιχείρησης που συνέταξε ο ίδιος διαβάζουμε:
«...VIII ΕΙΔΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: Κάθε ώρα θα γίνεται σιωπηλό προσκλητήριο εν κινήσει.
Στελέχη και μαχητές θα απαγορεύουν έξοδο από τη σειρά της φάλαγγας.
Συγκροτούμε στρατονομικό απόσπασμα από μια επίλεκτη ομάδα κάθε ταξιαρχίας με επικεφαλής τον σ. Κασιούρα.
Στο Στρατονομικό απόσπασμα η κάθε Ταξιαρχία και Μεραρχία θα διαθέτει από ένα καλό στέλεχος που να γνωρίζει και τους μαχητές του αντίστοιχου σχηματισμού».
Η σύνδεση του αποσπάσματος με το Γενικό Αρχηγείο (ΓΑ) και τα μικρά τμήματα που δρούσαν στα Άγραφα γινόταν με ασύρματο. Η επικοινωνία με το ΓΑ ήταν αρκετά κρίσιμη, αφού προσέφερε τις αναγκαίες πληροφορίες για την κίνηση του αποσπάσματος μέσα στις ελεγχόμενες από τον εχθρό περιοχές.
Η επιχείρηση άρχισε σας 14 Αυγούστου.
Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η έξοδος από τον Γράμμο και η διέλευση μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Οι αντάρτες, αφού διέσχισαν τον Σαραντάπορο, ανέτρεψαν τις κυβερνητικές δυνάμεις στον αυχένα Γκρέκο-Ζεκίρι και κατάφεραν να περάσουν στα μετόπισθεν του εχθρικού σχηματισμού. Στην πορεία τους προς τον νότο και αφού η κίνησή τους είχε επισημανθεί, αποφασίστηκε στις 23 Αυγούστου να επιτεθούν στο χωριό Πράμαντα, στο οποίο ο στρατός διατηρούσε μεγάλες αποθήκες. Νωρίτερα, είχαν ενημερωθεί από τον ασύρματο για την πτώση του Βιτσίου.
Από εδώ και στο εξής η πορεία τους γινόταν μέσα από συνεχείς μάχες και επιθέσεις της αεροπορίας. Ηταν τέτοιος ο κλοιός στον οποίο βρίσκονταν, που τα μικρά αντάρτικα τμήματα τα οποία προσπαθούσαν να συνδεθούν μαζί τους δεν μπορούσαν να τους πλησιάσουν. Τις επόμενες μέρες το απόσπασμα θα ανατρέψει ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις στους Μελισσουργούς και θα συνεχίσει την πορεία του. Μαχόμενο τη μέρα και κινούμενο τη νύχτα θα συνεχίσει να κινείται προς τα Άγραφα. Τελικά, στις 2 Σεπτεμβρίου θα καταφέρει να ενωθεί με τα υπολείμματα της 2ης Μεραρχίας που βρίσκονταν στη Βουλγάρα. Νωρίτερα από υποκλοπή του κυβερνητικού ασυρμάτου ο Γιώτης είχε ενημερωθεί για την πτώση του Γράμμου.
Μετά την πτώση του Γράμμου οι μαχητές του αποσπάσματος και των τοπικών τμημάτων συγκεντρώθηκαν στην περιοχή των χωριών Βραγγιανά-Τροβάτο και χωρίστηκαν σε συγκροτήματα. Ένα τμήμα της 123ης Ταξιαρχίας κινήθηκε προς τη Θεσσαλία με σκοπό να συνδεθεί με ξεκομμένους μαχητές και να συγκροτήσει ομάδες με κατεύθυνση τη Βόρεια Πίνδο. Επίσης, ένα συγκρότημα αποφασίστηκε να μείνει στην περιοχή των Αγράφων για να συγκεντρώσει τους ξεκομμένους μαχητές και τους τραυματίες που κρύβονταν στις σπηλιές της περιοχής. Τέλος, η διοίκηση του αποσπάσματος με 80-90 μαχητές και πολιτικά στελέχη πήρε τον δρόμο για την Αλβανία.
Η πορεία προς τον βορρά ήταν ακόμη πιο δύσκολη και εξαντλητική. Στη Μεσοχώρα, ο Γιώτης και οι αντάρτες αναγκάζονται να δώσουν μάχη για να διασπάσουν την εχθρική διάταξη. Καταδιωκόμενοι από τις κυβερνητικές δυνάμεις κινούνται κατά μήκος της οροσειράς των Τζουμέρκων. Στο Πάπιγκο κυκλώνονται από κυβερνητικές δυνάμεις και έπειτα από μάχη καταφέρνουν να κινηθούν δυτικά με σκοπό να περάσουν τα σύνορα από τη Μουργκάνα. Τελικά, στις 27 Σεπτεμβρίου καταφέρνουν να περάσουν στην Αλβανία. Η αποστολή τους κράτησε 43 μέρες και χρειάστηκε να δώσουν 39 μάχες.
|
Ο Χαρίλαος Φλωράκης μετά τον Εμφύλιο
Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο -υποστράτηγος πλέον- Γιώτης συμμετέχει ως τακτικό μέλος της ΚΕ στην 6η Ολομέλεια, που πραγματοποιείται τον Οκτώβριο του 1949 στο Μπορέλι της Αλβανίας.
Βασικό ζήτημα που απασχόλησε την Ολομέλεια ήταν η αποτίμηση των αιτίων της ήττας.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης εντόπισε τη βασικότερη αδυναμία του ΔΣΕ στα πρώτα χρόνια του ένοπλου αγώνα και στην έλλειψη πίστης στη νίκη από την πλευρά του Γενικού Αρχηγείου, που προκαλούσε οργανωτικά προβλήματα κυρίως σε ό,τι αφορά το ζήτημα των εφεδρειών.
Μετά την ήττα στον Γράμμο και στο Βίτσι είχε δημιουργηθεί πολιτική κρίση στο κόμμα και διάφορα κορυφαία στελέχη, όπως οι Βαφειάδης, Καραγιώργης, Παρτσαλίδης, αμφισβητούσαν τις αποφάσεις της ηγεσίας. Η κρίση δεν ξεπεράστηκε ούτε στην 6η ούτε στην 7η Ολομέλεια. Ετσι, τον Οκτώβριο του 1950 συγκλήθηκε στο Βουκουρέστι η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ με στόχο την εκκαθάριση του κόμματος από τους αμφισβητίες. Στη Συνδιάσκεψη ο Φλωράκης συντάσσεται με την πλειοψηφία και κατακεραυνώνει τον «καταστρεπτικό και προδοτικό ρόλο του Καραγιώργη».
Επίσης, χαρακτηρίζει «ατύχημα που στοίχισε ακριβά» την τοποθέτηση του Μάρκου ως αρχιστράτηγου και εκφράζει την πεποίθηση «...ότι αν δεν ήτανε ο Μάρκος ή καλύτερα αν τότε είχαμε ηγεσία στον ΔΣΕ το 1948 θα κερδίζαμε την καμπή».
Στην ομιλία του Φλωράκη, πέρα από την πόλωση της εποχής και τις αλληλοκατηγορίες, σκιαγραφείται η στρατιωτική του αντίληψη για δύο σημαντικά ζητήματα σχετικά με τη φύση και τη δράση του ΔΣΕ.
Το πρώτο αφορά το περιβόητο και πολυσυζητημένο πρόβλημα της τακτικής του ΔΣΕ που χρησιμοποιήθηκε ως κατηγορία ένθεν και ένθεν.
Εάν δηλαδή θα έπρεπε ο ΔΣΕ να μετεξελιχθεί σε τακτικό στρατό ή να διατηρήσει την παρτιζάνικη μορφή του.
Στο ζήτημα αυτό ο Φλωράκης αντιπαρατάσσεται στα στελέχη που κατηγορούν την ηγεσία ότι οδήγησε στην ήττα τον ΔΣΕ μετατρέποντάς τον σε τακτικό στρατό λέγοντας: «υπάρχουν ορισμένοι που δεν κατάλαβαν ή συγχέουν την ταχτική με τον ταχτικό Λαϊκό Επαναστατικό Στρατό [.. αυτοί δεν κατάλαβαν ότι ταχτικός Λαϊκοεπαναστατικός Στρατός σήμαινε στρατός ικανός να εφαρμόζει οποιαδήποτε ταχτική, στρατός με ανώτερη πειθαρχία στρατός που να μπορεί να συνδυάζει εφαρμογή τακτικής και δράσης ταχτικού παρτιζάνικου-αντάρτικου, στο μέτωπο, στα μετόπισθεν παντού όπου βρίσκεται ο εχθρός».
Στο δεύτερο ζήτημα που σχετίζεται με το οργανωτικό πρόβλημα των τμημάτων του ΚΓΑΝΕ και τις κατηγορίες εναντίον του διοικητή Καραγιώργη, ο Φλωράκης σημειώνει: «δεν πάλεψα αποφασιστικά στην ενέργεια του Καραγιώργη, που κατάφερνε να κρατά στη Νότια Ελλάδα όλο τον κόσμο και έτσι ουσιαστικά φέρνω ευθύνη και γιατί στερήθηκε το ΓΑ από ένα κομμάτι εφεδρειών, γιατί χάθηκε κόσμος, γιατί ακόμη δεν έγινε περισσότερος πόλεμος κατά την εχθρική εκστρατεία του 1949 [...] δεν είδα ολοκληρωμένα το οργανωτικό πρόβλημα των τμημάτων στη Νότια Ελλάδα.
Πως έπρεπε να είναι το οργανωτικό; [...] Ποια ήταν ή καλύτερα ποια τακτική έπρεπε να εφαρμόζεται στη Νότια Ελλάδα. Η διαρκής κίνηση με επιθετικούς ελιγμούς και διεισδύσεις χωρίς ιδέα διατήρησης ελεύθερου χώρου περισσότερο χρόνο από ό,τι χρειαζόταν για φθορά του εχθρού και καταπόνηση και προετοιμασία μας για επιθετικό ελιγμό στα νώτα του, στις βάσεις του ή σε άλλο χώρο, με στρατηγικό σκοπό την διατήρηση ενός πάντα εν ενεργεία μετώπου σ’ όλη τη Νότια Ελλάδα, δίχως σύνορα και όρια για αγκίστρωση και φθορά των εχθρικών δυνάμεων, για στρατολογία και τροφοδοσία του κύριου μετώπου, για τη διατήρηση αδρής φυσιογνωμίας της επανάστασης σ’ όλη τη χώρα, για το δόσιμο σε τελευταία ανάλυση, βοήθειας στις κύριες δυνάμεις του Δ.Σ. για την πραγματοποίηση του γενικότερου σχεδίου».
Την ίδια περίοδο που γίνεται η ανακαταγραφή των μελών του κόμματος, φαίνεται πως γίνεται κριτική στον Φλωράκη από την ηγεσία για διάφορες όψεις του χαρακτήρα του. Ετσι η βιογραφική έκθεση που συντάσσει στις αρχές της δεκαετία του ’50, χαρακτηρίζεται από έντονα αυτοκριτικό τόνο:
«Εξετάζοντας τον εαυτό μου από την άποψη της κομματικής μου συγκρότησης και με τη βοήθεια των συντρόφων που μου τις έδειξαν στις διάφορες κριτικές που μου κάνανε, βρίσκω ότι:
Η κοινωνική μου προέλευση, το μικροαστικό και δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον που έζησα είχαν σαν συνέπεια :
1) Να μην έχω το θάρρος να ζητήσω να μπω στο κόμμα νωρίτερα.
2) Να έχω ένα μικροαστικό εγωισμό βλαβερό, που εκδηλώνεται στο να μη μου αρέσει η κριτική, να μην την καταλαβαίνω αμέσως, να τη θεωρώ προσωπική, να φέρνομαι απότομα και να πικραίνω τους συντρόφους [...]
4) Καταβάλλω προσπάθειες, τις νιώθω, παλεύω αλλά βλέπω ότι έχω υποτροπές, την πάλη μου αυτή θα την εξακολουθήσω.
5) Το μορφωτικό μου ιδεολογικό επίπεδο απέχει πολύ απ’ ό,τι χρειάζεται. Τα μαρξιστικά βιβλία που διάβασα μέχρι σήμερα απλώς τα διάβασα, δεν τα μελέτησα».
Στα χρόνια της προσφυγιάς ο Φλωράκης παίρνει μέρος σε άλλες δύο Ολομέλειες, τον Νοέμβριο του 1952 και τον Δεκέμβριο του 1953, ενώ παράλληλα, σπουδάζει στη Στρατιωτική Ακαδημία Φρούνζε στη Μόσχα από την οποία αποφοιτά το 1953. Την ίδια χρονιά μετακομίζει στο Βουκουρέστι στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ.
Στις αρχές του 1954 το κόμμα του αναθέτει την αποστολή να επιστρέφει στην Ελλάδα για να δουλέψει στον παράνομο μηχανισμό.
Στις 5 Απριλίου 1954 φθάνει αεροπορικώς στην Αθήνα με το όνομα Γρηγόριος Παπαδημητρίου.
Στις 27 Ιουλίου 1954 συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια, όμως το γεγονός κρατείται κρυφό μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου, όταν ο Παπάγος ενώπιον Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων ανακοινώνει την εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και τη σύλληψη του επικεφαλής του Χαρίλαου Φλωράκη ή Καπετάν Γιώτη.
Ο Φλωράκης παραμένει στα κρατητήρια της Ασφάλειας μέχρι τον Νοέμβρη του 1954 και στη συνέχεια μετάγεται στις φυλακές της Κέρκυρας. Την άνοιξη του 1955 περνάει από δύο δίκες στη Λάρισα.
Στις 9 Μαρτίου 1954 δικάζεται από το Εφετείο για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος, όμως απαλλάσσεται ελλείψει επαρκών στοιχείων.
Στις 2 Απριλίου καταδικάζεται από το Κακουργιοδικείο Λάρισας σε 13 χρόνια κάθειρξη για παράβαση του νόμου 509. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της απολογίας του χαιρέτισε την ύπαρξη γυναικών μεταξύ των ενόρκων λέγοντας χαρακτηριστικά: «...είναι μια κατάκτηση των γυναικών. Μια κατάκτηση λαϊκή. Για την οποία αγωνίστηκε και αγωνίζεται το ΚΚΕ και της οποίας τα θεμέλια έβαλε, κατά την Κατοχή, μέσα από το ΕΑΜ...».
Στο κλείσιμο της απολογίας του ήταν έντονος ο προσωπικός τόνος: «Σε ό,τι με αφορά προσωπικά -όπως σας είπα και στην αρχή- εμφορούμαι από τα μεγάλα ιδεώδη του κομμουνισμού. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο που να μπορεί να με υποχρεώσει να τα αρνηθώ. Για την πραγματοποίηση της γραμμής του κόμματος, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Λαού μας, για την Ελλάδα με ευχαρίστηση προσφέρω όλες μου τις δυνάμεις και ακόμη, ανεπιφύλακτα και το πιο πολύτιμο αγαθό για τον άνθρωπο -τη ζωή μου...».
Τον Ιούνιο του 1955 μεταφέρεται στον Πύργο προκειμένου να δικαστεί για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος και καταδικάζεται σε 12 φορές ισόβια κάθειρξη. Είναι ουσιαστικά η επανάληψη της δίκης σχετικά με τη δράση του στη Ρούμελη, που είχε πραγματοποιηθεί έναν μήνα πριν στη Λευκάδα. Σε εκείνη τη δίκη είχε αθωωθεί από τους ενόρκους αλλά η ετυμηγορία τους κηρύχθηκε πεπλανημένη και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο Πύργου. Μέχρι την άνοιξη του 1956 έχει καταδικαστεί συνολικά από 14 Κακουργιοδικεία και ένα Εφετείο σε 20 φορές ισόβια κάθειρξη.
Στις 26 Απριλίου 1960, έξι χρόνια μετά τη σύλληψή του και ύστερα από συνεχείς αναβολές, παραπέμπεται βάσει του AN 375, μαζί με άλλους 42 συντρόφους του, στο Στρατοδικείο Αθήνας με την κατηγορία της κατασκοπείας. Καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη μαζί με τους Κ. Λουλέ, Κ. Τσακίρη, Δ. Δάλλα, Γ. Κουτρούκη και Πολυξένη Χρυσοχοΐδου.
Ο Φλωράκης μένει στη φυλακή μέχρι το 1966. Με το απριλιανό πραξικόπημα συλλαμβάνεται ξανά και εξορίζεται στη Γυάρο και ύστερα στο Παρθένι της Λέρου ως το 1971. Διαφεύγει στο εξωτερικό στα μέσα Οκτωβρίου 1972. Τον Δεκέμβριο του 1972, η 17η Ολομέλεια του ΚΚΕ τον εκλέγει A' γραμματέα του κόμματος. Είναι το πρώτο ανώτερο στρατιωτικό στέλεχος του κόμματος που καταλαμβάνει την υψηλότερη καθοδηγητική θέση. Η συγκυρία στην οποία αναλάμβανε την ηγεσία ήταν κρίσιμη για το κόμμα που λίγα χρόνια πριν είχε διασπαστεί. Όμως ο Φλωράκης καταφέρνει να το ανασυντάξει.
Μετά την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα στις 22 Αυγούστου 1974 και η μη σύλληψή του ισοδυναμεί με de facto (εκ των πραγμάτων) νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η de jure (νομική) θα έλθει στις 23 Σεπτεμβρίου 1974. Με τον Χαρίλαο Φλωράκη στην ηγεσία το κόμμα κατορθώνει να συμβάλει στη στερέωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και να εξασφαλίσει την ηγεμονία στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Είπε :
«Εμείς που δοκιμάσαμε τη βία πάνω στο κορμί μας δεν μπορεί να είμαστε με τη βία. Βασική μας μέθοδος είναι η πειθώ και όχι το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Τη βία μας την επιβάλλουν και τότε αντιμετωπίζουμε τη βία με τη βία, αλλά αυτό δεν είναι σκοπός μας», είπε.
Και ας είχε υποστεί ο ίδιος βία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν το 1955 δικαζόταν στο Κακουργοδικείο Λάρισας με την κατηγορία ότι προσπάθησε βιαίως να αποσπάσει τμήμα της ελληνικής επικράτειας, στη φράση «κατηγορούμενε εγέρθητι», αδυνατούσε. Σηκώθηκε όμως με δυσκολία. Και ας είχε περάσει 150 εφιαλτικές ημέρες κλεισμένος σε ένα «κλουβί» 1,5 μέτρο ύψος, 1,2 μέτρο μήκος και 0,70 μέτρο πλάτος, τυλιγμένος σε πηχτό σκοτάδι, διψασμένος και πεινασμένος. Σηκώθηκε για να χαιρετίσει την παρουσία γυναικών στα έδρανα. «Είναι μία κατάκτηση λαϊκή για την οποία αγωνίστηκε και αγωνίζεται το ΚΚΕ και της οποίας τα θεμέλια μπήκαν κατά την Κατοχή μέσα από το ΕΑΜ. Και αυτό τονίζει ότι κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος.
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ : H συνεργασία με τη ΝΔ, η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και η κρίση στο KKE
Την Πρωτοχρονιά του 1982 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής στην αντιφώνησή του στις ευχές του Χαρίλαου Φλωράκη για το νέο έτος τού είχε πει: «Χαρίλαε, εγώ κι εσύ έχουμε ένα θεμελιώδες κοινό γνώρισμα. Είμαστε και οι δύο χωρικοί. Και σαν χωρικοί βλέπουμε τα πράγματα πιο αδρά και πιο καθαρά. Γι' αυτό δεν μας χωνεύουν οι κουλτουριάρηδες...».
Αυτά βεβαίως που τους χώριζαν ήταν πολύ περισσότερα από εκείνα που τους... ένωναν. Εξίσου πολλά χώριζαν τον ιστορικό ηγέτη του KKE και με άλλους «αστούς πολιτικούς», οι οποίοι παρά ταύτα είχαν πάντα να πουν μια καλή κουβέντα για τον αμετανόητο κομμουνιστή. Το 1991 και ενώ είχαν μεσολαβήσει το διαβόητο '89 και η άνοδος του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην εξουσία, ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμυστηρευόταν: «Ίσως να φταίω κι εγώ που όλα αυτά τα χρόνια δεν τον πλησίασα περισσότερο και άφησα τα πράγματα να οδηγηθούν στη σημερινή κατάσταση, για την οποία ούτε εγώ ούτε εκείνος μπορούμε να είμαστε περήφανοι».
Σε λίγες ημέρες θα διατίθεται από τα Ελληνικά Γράμματα ο δεύτερος τόμος της πολιτικής βιογραφίας του επίτιμου προέδρου του KKE υπό τον τίτλο Χαρίλαος Φλωράκης - Ο λαϊκός ηγέτης. Συγγραφέας του ο δημοσιογράφος κ. Χρήστος Θεοχαράτος (έκδοση της Τυποεκδοτικής AE). Το βιβλίο αναφέρεται στους πολιτικούς αγώνες του κομμουνιστή ηγέτη κατά την περίοδο 1973-1993 και περιλαμβάνει γνωστές και άγνωστες πτυχές της περιπετειώδους πορείας του KKE στη μεταπολίτευση ως και την δύσκολη περίοδο 1989-1991 και την «αποστρατεία» του κ. Φλωράκη από Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ.
* Για την κυβέρνηση Τζαννετάκη
Ο κ. Φλωράκης όχι μόνο υπεραμύνεται της κυβέρνησης Τζαννετάκη αλλά περνά στην... αντεπίθεση για όσα ως σήμερα έχουν ειπωθεί. Γράφει ο Χρήστος Θεοχαράτος:
«Ακόμα και σήμερα - δεκατέσσερα χρόνια μετά - η κυβέρνηση, που σχηματίστηκε στις αρχές Ιουλίου 1989, σπάνια αποκαλείται με το όνομά της: κυβέρνηση Τζαννετάκη. Και ας γεννήθηκε ύστερα από άψογες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Και ας πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την εθνική αντιπροσωπεία. Και ας αποτέλεσε την ασφαλιστική βαλβίδα που εκτόνωσε ακίνδυνα τη βαθιά πολιτική κρίση. Και ας έγινε το έργο της ομόφωνα δεκτό από όλους. H ανασυνταχθείσα (τότε) και ανασυντασσόμενη (μέχρι και σήμερα) αντίδραση δεν την είπε ποτέ με το όνομά της. Κατά καιρούς και περιστάσεις και πάντα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της ανθρωποβόρας προπαγάνδας τους την αποκαλούσαν πότε "συγκυβέρνηση Δεξιάς - Αριστεράς", πότε "ανίερη αριστεροδεξιά συμμαχία", πότε "κυβέρνηση του ανιστόρητου ιστορικού συμβιβασμού", πότε "κυβέρνηση ρεβανσιστών", πότε "αντισοσιαλιστική συμπαράταξη" κλπ. κλπ. Φυσικά, τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν η κυβέρνηση Τζαννετάκη.
Διότι το κυριότερο χαρακτηριστικό της γνώρισμα πάντα το παρασιωπούσαν και το παρασιωπούν και σήμερα. Δηλαδή, η κυβέρνηση Τζαννετάκη, ενώ δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από όλα τα κόμματα, το έργο της το ψήφισαν ομόφωνα όλα τα κόμματα, - αναδεικνύοντάς την, έτσι, σε μια ιδιότυπη οικουμενική κυβέρνηση».
* Ξενύχτι με ουίσκι για την παραπομπή...
Οταν κρινόταν η παραπομπή του A. Παπανδρέου, ο κ. Φλωράκης δέχθηκε μια αναπάντεχη επίσκεψη στο σπίτι του στο Χαλάνδρι:
«Το ότι ο Χαρ. Φλωράκης διαφωνούσε με την παραπομπή του A. Παπανδρέου "διέρρευσε" και το έμαθαν κόμματα, εκδότες και δημοσιογράφοι. Ένας από τους εκδότες πήρε την πρωτοβουλία να πείσει τον... "ξεροκέφαλο" κομμουνιστή ηγέτη. Πήρε, λοιπόν, ένα βράδυ υπό μάλης έναν ογκώδη φάκελο, ανέβηκε στο σπίτι του Χαρ. Φλωράκη στο Χαλάνδρι και άρχισε να του εξηγεί, δείχνοντάς του δεκάδες χαρτιά, γιατί πρέπει να παραπεμφθεί ο A. Παπανδρέου.
Και επειδή περνούσαν οι ώρες χωρίς να πείθεται ο Πρόεδρος του ΣΥΝ, ο εκδότης άδειασε δύο μπουκάλια ουίσκι για να έρθει σε φόρμα και για να είναι πειστικότερος και κράτησε τον Χαρ. Φλωράκη άυπνο μέχρι τις 6 το πρωί της επομένης. Και έφυγε χωρίς να ξέρει αν τον έπεισε. Την επομένη έλαβε γνώση του περιστατικού το Π.Γ. του KKE και αποφασίστηκε το εξής: Να διαμηνύσουν στον A. Παπανδρέου ότι, αν πριν από τη συζήτηση στη Βουλή βγει δημοσίως και αναλάβει με παρρησία τις πολιτικές ευθύνες του, ο ΣΥΝ δεν θα τον παραπέμψει.
Το μήνυμα μετέφερε στον A. Παπανδρέου στον "Αστέρα" ο τότε διευθυντής της "Πρώτης", ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ βρήκε ενδιαφέρουσα την πρόταση, αλλά καμία δημόσια δήλωση δεν έκανε».
* Τα σκάνδαλα και οι επιφυλάξεις
Ο τότε πρόεδρος του ΣΥΝ δεχόταν δεκάδες εισηγήσεις για τα σκάνδαλα της εποχής αλλά, όπως υποστηρίζει, τόσο ο ίδιος όσο και ο κ. Θ. Κατριβάνος είχαν επιφυλάξεις για την παραπομπή του τότε πρωθυπουργού:
«Ο Χαρ. Φλωράκης είχε πολύωρη συζήτηση με ανώτατο αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας για το θέμα της "αγοράς του αιώνα".
Και εκείνος τον βεβαίωσε: "Έφαγαν, Πρόεδρε, το καταπέτασμα. Τα έκαναν, όμως, όλα νομότυπα και τίποτε δεν θα κατορθώσετε να αποδείξετε, ακόμη και αν είχαν αγοράσει τα μαχητικά όχι 30% ακριβότερα, αλλά και 100% πάνω!".
Κάλεσε στο γραφείο του και συζήτησε με κορυφαίο παράγοντα του ΟΤΕ το θέμα των υποκλοπών και εκείνος τον βεβαίωσε:
"Οι υποκλοπές πήραν, Πρόεδρε, τις διαστάσεις θεομηνίας. Είναι, όμως, ανθρωπίνως αδύνατο να αποδειχθεί ότι οι συμμορίες του Τόμπρα έπαιρναν εντολή από τον πρωθυπουργό ή από κάποιον υπουργό".
Φώναξε γνωστό οικονομολόγο και παράγοντα του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) για τη λεηλασία των προβληματικών και εκείνος τον διαβεβαίωσε:
"Πράγματι, Πρόεδρε, έγινε λεηλασία στις προβληματικές, η σχετική έρευνα συνεχίζεται και όταν τελειώνει για κάθε μία υπόθεση, θα παραπέμπεται στη Δικαιοσύνη. Ο συσχετισμός με κυβερνητικούς παράγοντες είναι εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι και αδύνατος"!
Τα ίδια του είπαν και όλοι οι άλλοι επαΐοντες - συνταγματολόγοι και νομικοί και ορκωτοί - για τα πάσης φύσεως σκάνδαλα.
Γι' αυτό και ήταν επιφυλακτικός και αρνητικός.
Ακόμη και για την παραπομπή του A. Παπανδρέου - όπως έχει καταγραφεί και στα Πρακτικά του Ενιαίου Συνασπισμού της 3.7.1989 και 5.7.1989 - ήταν επιφυλακτικός, θέτοντας φωναχτά το μύχιο ερώτημα που τον βασάνιζε - αν, δηλαδή, "με αποχρώσες ενδείξεις και μόνο μπορεί να παραπεμφθεί ένας πρωθυπουργός" -, επιφύλαξη που τη συμμερίστηκε και ο Θ. Κατριβάνος, όπως πλειστάκις έχει δηλώσει δημοσίως. Και τελικά συμφώνησε να υποβληθούν προτάσεις κατηγορίας μόνο για την Τράπεζα Κρήτης και για το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι».
* H κρίση στο KKE
Στις αρχές του 1990 αρχίζει να παίρνει δημόσιο χαρακτήρα η κρίση στο KKE:
«Από τις αρχές του 1990, με πρωτεργάτες κυρίως ηγετικούς παράγοντες της EAP, άρχισαν να βλέπουν το φως ποικίλα δημοσιεύματα με σοβαρές αιχμές εναντίον της ηγεσίας του KKE, η οποία "αρνείται να βγάλει συμπεράσματα από την αποσάθρωση του υπαρκτού σοσιαλισμού", αλλά και με προτάσεις ή αναλύσεις ή σχολιασμούς για την ιστορική αναγκαιότητα να μετεξελιχθεί ο Συνασπισμός από πολυκομματική συμπαράταξη σε... πολυτασικό κόμμα, ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις νέες αρνητικές συγκυρίες.
Οι εκλογές της 8.4.1990, ο σχηματισμός "αυτοδύναμης" κυβέρνησης από τη N.Δ. και η νέα όξυνση της κρίσης που μάστιζε τη Σοβιετική Ένωση έκαναν ακόμη πιο ορατές τις δύο τάσεις που διαμορφώνονταν στο KKE. Πολλά στελέχη της "νέας φρουράς" μάλιστα (ανάμεσά τους και δεκάδες μέλη της Κεντρικής Επιτροπής) άρχισαν κρυφές συναντήσεις, συζητήσεις και διαβουλεύσεις περί του πρακτέου ή, μάλλον, περί των πρακτέων, διότι οι στόχοι τους ήταν δύο:
α) Να κερδίσουν την πλειοψηφία στο εν όψει 13ο Συνέδριο
β) να συμβάλλουν στη μετεξέλιξη του Συνασπισμού σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα».
* Ο «διπλοπρόσωπος παράγοντας»...
Στην εσωκομματική διαμάχη είχαν αποκτήσει ρόλο και εξωγενείς παράγοντες:
«Την ερμαφρόδιτη εκείνη κατάσταση στο KKE, που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να ήταν ακίνδυνη, ωθούσε σε αναμέτρηση και ρήξη η δράση ενός διπλοπρόσωπου παράγοντα ανάμεσα και στην παλιά και στη νέα φρουρά, ο οποίος μετέφερε σε ταβέρνα του Αμαρουσίου (όπου "συνεδρίαζαν" οι νεοφρουρίτες) όσες αποφάσεις παίρνονταν στον Περισσό και μετέφερε στον Περισσό όσες συζητήσεις γίνονταν στις διάφορες συναντήσεις των "φραξιονιστών".
Στις αρχές του 1990, πολλά στελέχη (περίπου 50) από εκείνα που ήθελαν τη μετεξέλιξη του KKE σε σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υπέγραψαν ντοκουμέντο, στο οποίο αποτύπωναν αδρά τις ανησυχίες τους και ζητούσαν καταστατικές αλλαγές και πρακτικά μέτρα για να μην επαναληφθεί η αρνητική σοβιετική εμπειρία και στη χώρα μας. Λόγω των επικείμενων εκλογών, το ντοκουμέντο εκείνο ούτε συζητήθηκε ούτε πήρε (από καμία πλευρά) δημοσιότητα, και η ύπαρξή του έγινε γνωστή τον Μάιο του 1990, όταν άρχισαν νέες πιέσεις προς την πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής για σύγκληση Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, με θέμα την πορεία του κόμματος προς το 13ο Συνέδριο».
* Το χάσμα μεγαλώνει
H διάσπαση ήταν πλέον δρόμος δίχως επιστροφή και οι αντιμαχόμενες πλευρές «έδιναν τα ρέστα» τους στον αγώνα της επικράτησης:
«Ολο το καλοκαίρι του 1990 ο Χαρ. Φλωράκης και η πλειοψηφία της K.E. προσπάθησαν να γεφυρώσουν τα χάσματα, χρησιμοποιώντας γλώσσα μετριοπάθειας και νηφαλιότητας. Παρά την κατευναστική τακτική της πλειοψηφίας της K.E. του KKE, η Ανανεωτική πτέρυγα των στελεχών, ενισχυόμενη και από το χάος που απλωνόταν όλο και ζοφερότερα πάνω από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, συνέχιζε τις αναζητήσεις της - μέσα από συναντήσεις και διαβουλεύσεις - για να βρει πολιτική ταυτότητα και συνεχώς κέρδιζε με το μέρος της όλο και νέα περιφερειακά στελέχη, για ολόκληρο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1990. Τον Νοέμβριο του 1990 - και αφού είχαν μοιραστεί οι θέσεις (οι επίσημες θέσεις) για το 13ο Συνέδριο - η Ανανεωτική πτέρυγα του KKE υπολόγιζε και πίστευε ότι θα έχει τουλάχιστον το 55% των συνέδρων και θα αποτελούσε πια την πλειοψηφία».
* Ο Κύρκος ξεσπαθώνει...
Κατά τον κ. Φλωράκη, ο άνθρωπος που επιδίωξε να εκμεταλλευθεί την κρίση στο KKE προς όφελος ενός μελλοντικού ενιαίου Συνασπισμού ήταν ο κ. Λ. Κύρκος:
«Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, ο μεν Χαρ. Φλωράκης, φοβούμενος την άλωση του KKE από τα μέσα (κατά τα νωπά πρότυπα των Λαϊκών Δημοκρατιών), πήρε, κυριολεκτικά, τα βουνά και τους κάμπους, προκειμένου να συγκεντρώσει περισσότερους συνέδρους, ώστε να γείρει η πλάστιγγα προς την "παλιά φρουρά" - γεγονός που το κατόρθωσε, φέρνοντας συντρόφους ακόμη και από την πολιτική προσφυγιά. Ο δε Λεων. Κύρκος, βλέποντας τη διογκούμενη αμφισβήτηση της ηγεσίας του KKE από τους νεότερους, έκρινε φρόνιμο να εντείνει την προπαγάνδα και τις προσπάθειές του για τη μετατροπή του Συνασπισμού σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα, αφού η σπονδυλική στήλη της συμπαράταξης - το KKE - σίγουρα θα περνούσε στα χέρια της Ανανέωσης».
* Οι συσχετισμοί και οι «εκπλήξεις»
Στο συνέδριο της διάσπασης υπήρξαν εκπλήξεις τις οποίες δεν ανέμεναν οι «ανανεωτικοί», ενώ ο κ. Φλωράκης έβαλε τη «σφραγίδα» του για την ανάδειξη της κυρίας Αλέκας Παπαρήγα στην ηγεσία του KKE:
«Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες συνήλθε στην Αθήνα, στην κλειστή αίθουσα του Ολυμπιακού Σταδίου, από τις 19-24 Φεβρουαρίου 1991 το 13ο Συνέδριο του KKE, στο οποίο έλαβαν μέρος 1.275 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι (Σύνεδροι) και 660 παρατηρητές - δηλαδή, συνήλθε το πολυπληθέστερο Συνέδριο που είχε διοργανώσει μέχρι τότε το KKE - η πλειοψηφία του οποίου ήταν εμφανώς υπέρ της "παλιάς φρουράς".
H εμφανής ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων στο Συνέδριο υποχρέωσε τον Γρ. Φαράκο να μην είναι υποψήφιος για τη θέση του Γ. Γραμματέα, γεγονός που ανάγκασε την Ανανεωτική πτέρυγα να υποδείξει για υποψήφιο τον Γιάννη Δραγασάκη, ώστε - αν μη τι άλλο - να μετρήσει τις δυνάμεις της.
H έκρυθμη εκείνη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να κηρύξει την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου ο Χαρ. Φλωράκης - υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος.
Μετά ταύτα, η Κεντρική Επιτροπή, που εξέλεξε το 13ο Συνέδριο, στις 27 Φεβρουαρίου, στην πρώτη της Ολομέλεια επέλεξε για τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος την Αλεξάνδρα Παπαρήγα, με ψήφους 57 (έναντι 53 του Δραγασάκη). H Παπαρήγα ήταν στέλεχος με οικογενειακές ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα, με προσήλωση στις αρχές του κόμματος, με δοκιμασμένη αγωνιστικότητα και, κυρίως, ένα στέλεχος που πάντα εκινείτο αταλάντευτα μέσα στις κομματικές γραμμές και που υπερασπιζόταν τις απόψεις της μέσα στα κομματικά όργανα και μέσα στα καταστατικά πλαίσια».
* Μια ύστατη επίσκεψη
Οι κ.κ. M. Ανδρουλάκης και Π. Λαφαζάνης είχαν ήδη επισκεφθεί - ματαίως όμως - τον κ. Φλωράκη στο σπίτι του σε μια ύστατη προσπάθεια να τον πείσουν να είναι και πάλι γενικός γραμματέας:
«Βέβαιοι οι Ανανεωτές ότι ο Συνέδριο είναι χαμένο, στις 17 Φεβρουαρίου 1991 έκαναν μια ύστατη απεγνωσμένη κίνηση: Αντιπρόσωποί τους - M. Ανδρουλάκης και Π. Λαφαζάνης - επισκέφθηκαν στο σπίτι του τον Χαρ. Φλωράκη και τον παρακάλεσαν να είναι και πάλι ο ίδιος ο υποψήφιος για τη θέση του Γενικού Γραμματέα, διότι - όπως του τόνισαν - μόνο αυτός θα μπορούσε να απορροφήσει τους κραδασμούς και να κρατήσει ενωμένο το κόμμα στη δύσκολη εκείνη συγκυρία. H πρόταση εκείνη προβλημάτισε πολύ τον παλαίμαχο κομμουνιστή, όταν όμως την επομένη, 18.2.1991, τη συζήτησε με συνεργάτες του, εκείνοι του είπαν ότι πρόκειται για ελιγμό και για παγίδα και καλά θα κάνει να προχωρήσει στις αποφάσεις που είχε πάρει».
H «υπόσχεση» του Ανδρέα
Στις 11.30 τη νύχτα της 18.101981 με την οριστικοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων ο κ. Φλωράκης τηλεφώνησε στον A. Παπανδρέου για να τον συγχαρεί για τη νίκη του. «Ηταν μια καθαρή νίκη» του είπε. Εκείνος τον ευχαρίστησε πολύ και του είπε: «Μη χαθείς, Χαρίλαε. Αύριο θα σε φωνάξω να αποφασίσουμε για την κυβέρνηση»! H πρώτη επαφή που είχαν ωστόσο άργησε κατά έξι μήνες.
Ο καιρός περνούσε και όταν κάποιος δημοσιογράφος ρώτησε τον τότε γενικό γραμματέα του KKE «εσείς δεν την βλέπετε την Αλλαγή;», εκείνος του απάντησε: «Αλλαγές, φυσικά, βλέπω. Αλλαγή, όμως, όχι! Αν μάλιστα θέλετε να σας το κάνω λιανά αυτό που λέω, ευχαρίστως...».
Σε μια δεξίωση ξένης πρεσβείας ο A. Παπανδρέου ζήτησε εξηγήσεις:
«Ώστε, έτσι ε, Χαρίλαε! Δεν βλέπεις Αλλαγή!». Και του απαρίθμησε μερικές πολιτικές πρωτοβουλίες του.
«Είναι μικροαλλαγές, κύριε Πρόεδρε...» του απάντησε εκείνος, «είναι βήματα στο παλιό μονοπάτι, δεν είναι νέος δρόμος, δεν είναι μια νέα πολιτική υπέρ του λαού και του τόπου, δεν είναι Αλλαγή».
Μια συζήτηση για τη... «δικτατορία του προλεταριάτου»!
Τη συζήτηση αυτή μεταφέρει ο ίδιος ο κ. Φλωράκης σε συντρόφους για να τους πείσει ότι στο KKE υπήρχε...«επικοινωνιακό έλλειμμα»:
«Είχα πάει στα 1974 στο υπουργικό γραφείο του Γεωργίου Ράλλη, προκειμένου να ρυθμίσουμε θέματα του προεκλογικού αγώνα.
Και πάνω στην κουβέντα μου είπε: "Δεν έχω τίποτε, τουλάχιστον σήμερα, με τους κομμουνιστές. Αλλά, ομολογώ, αυτή η δικτατορία του προλεταριάτου με απωθεί και με τρομάζει...".
Του απάντησα: "Και η δικτατορία των αστών δεν σας τρομάζει, κύριε υπουργέ; Οταν, μάλιστα, η δικτατορία των αστών είναι δικτατορία των λίγων εναντίον των πολλών;".
Μου παρατήρησε: "Βεβαίως με ενοχλεί και με τρομάζει. Είναι, όμως, πάντα κάτι προσωρινό. Αργά ή γρήγορα, η δημοκρατική νομιμότητα αποκαθίσταται".
Του αντιπαρατήρησα: "Το ίδιο συμβαίνει και με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Προσωρινή είναι. Μόλις οι κίνδυνοι παρέλθουν, αποκαθίσταται η σοσιαλιστική νομιμότητα...".
Μουρμούρισε: "Αυτή τη διάσταση δεν την είχα σκεφθεί. Και τα δύο συστήματα έχουν τα άσχημα και τα καλά σημεία τους..."».
Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο -υποστράτηγος πλέον- Γιώτης συμμετέχει ως τακτικό μέλος της ΚΕ στην 6η Ολομέλεια, που πραγματοποιείται τον Οκτώβριο του 1949 στο Μπορέλι της Αλβανίας.
Βασικό ζήτημα που απασχόλησε την Ολομέλεια ήταν η αποτίμηση των αιτίων της ήττας.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης εντόπισε τη βασικότερη αδυναμία του ΔΣΕ στα πρώτα χρόνια του ένοπλου αγώνα και στην έλλειψη πίστης στη νίκη από την πλευρά του Γενικού Αρχηγείου, που προκαλούσε οργανωτικά προβλήματα κυρίως σε ό,τι αφορά το ζήτημα των εφεδρειών.
Μετά την ήττα στον Γράμμο και στο Βίτσι είχε δημιουργηθεί πολιτική κρίση στο κόμμα και διάφορα κορυφαία στελέχη, όπως οι Βαφειάδης, Καραγιώργης, Παρτσαλίδης, αμφισβητούσαν τις αποφάσεις της ηγεσίας. Η κρίση δεν ξεπεράστηκε ούτε στην 6η ούτε στην 7η Ολομέλεια. Ετσι, τον Οκτώβριο του 1950 συγκλήθηκε στο Βουκουρέστι η 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ με στόχο την εκκαθάριση του κόμματος από τους αμφισβητίες. Στη Συνδιάσκεψη ο Φλωράκης συντάσσεται με την πλειοψηφία και κατακεραυνώνει τον «καταστρεπτικό και προδοτικό ρόλο του Καραγιώργη».
Επίσης, χαρακτηρίζει «ατύχημα που στοίχισε ακριβά» την τοποθέτηση του Μάρκου ως αρχιστράτηγου και εκφράζει την πεποίθηση «...ότι αν δεν ήτανε ο Μάρκος ή καλύτερα αν τότε είχαμε ηγεσία στον ΔΣΕ το 1948 θα κερδίζαμε την καμπή».
Στην ομιλία του Φλωράκη, πέρα από την πόλωση της εποχής και τις αλληλοκατηγορίες, σκιαγραφείται η στρατιωτική του αντίληψη για δύο σημαντικά ζητήματα σχετικά με τη φύση και τη δράση του ΔΣΕ.
Το πρώτο αφορά το περιβόητο και πολυσυζητημένο πρόβλημα της τακτικής του ΔΣΕ που χρησιμοποιήθηκε ως κατηγορία ένθεν και ένθεν.
Εάν δηλαδή θα έπρεπε ο ΔΣΕ να μετεξελιχθεί σε τακτικό στρατό ή να διατηρήσει την παρτιζάνικη μορφή του.
Στο ζήτημα αυτό ο Φλωράκης αντιπαρατάσσεται στα στελέχη που κατηγορούν την ηγεσία ότι οδήγησε στην ήττα τον ΔΣΕ μετατρέποντάς τον σε τακτικό στρατό λέγοντας: «υπάρχουν ορισμένοι που δεν κατάλαβαν ή συγχέουν την ταχτική με τον ταχτικό Λαϊκό Επαναστατικό Στρατό [.. αυτοί δεν κατάλαβαν ότι ταχτικός Λαϊκοεπαναστατικός Στρατός σήμαινε στρατός ικανός να εφαρμόζει οποιαδήποτε ταχτική, στρατός με ανώτερη πειθαρχία στρατός που να μπορεί να συνδυάζει εφαρμογή τακτικής και δράσης ταχτικού παρτιζάνικου-αντάρτικου, στο μέτωπο, στα μετόπισθεν παντού όπου βρίσκεται ο εχθρός».
Στο δεύτερο ζήτημα που σχετίζεται με το οργανωτικό πρόβλημα των τμημάτων του ΚΓΑΝΕ και τις κατηγορίες εναντίον του διοικητή Καραγιώργη, ο Φλωράκης σημειώνει: «δεν πάλεψα αποφασιστικά στην ενέργεια του Καραγιώργη, που κατάφερνε να κρατά στη Νότια Ελλάδα όλο τον κόσμο και έτσι ουσιαστικά φέρνω ευθύνη και γιατί στερήθηκε το ΓΑ από ένα κομμάτι εφεδρειών, γιατί χάθηκε κόσμος, γιατί ακόμη δεν έγινε περισσότερος πόλεμος κατά την εχθρική εκστρατεία του 1949 [...] δεν είδα ολοκληρωμένα το οργανωτικό πρόβλημα των τμημάτων στη Νότια Ελλάδα.
Πως έπρεπε να είναι το οργανωτικό; [...] Ποια ήταν ή καλύτερα ποια τακτική έπρεπε να εφαρμόζεται στη Νότια Ελλάδα. Η διαρκής κίνηση με επιθετικούς ελιγμούς και διεισδύσεις χωρίς ιδέα διατήρησης ελεύθερου χώρου περισσότερο χρόνο από ό,τι χρειαζόταν για φθορά του εχθρού και καταπόνηση και προετοιμασία μας για επιθετικό ελιγμό στα νώτα του, στις βάσεις του ή σε άλλο χώρο, με στρατηγικό σκοπό την διατήρηση ενός πάντα εν ενεργεία μετώπου σ’ όλη τη Νότια Ελλάδα, δίχως σύνορα και όρια για αγκίστρωση και φθορά των εχθρικών δυνάμεων, για στρατολογία και τροφοδοσία του κύριου μετώπου, για τη διατήρηση αδρής φυσιογνωμίας της επανάστασης σ’ όλη τη χώρα, για το δόσιμο σε τελευταία ανάλυση, βοήθειας στις κύριες δυνάμεις του Δ.Σ. για την πραγματοποίηση του γενικότερου σχεδίου».
Την ίδια περίοδο που γίνεται η ανακαταγραφή των μελών του κόμματος, φαίνεται πως γίνεται κριτική στον Φλωράκη από την ηγεσία για διάφορες όψεις του χαρακτήρα του. Ετσι η βιογραφική έκθεση που συντάσσει στις αρχές της δεκαετία του ’50, χαρακτηρίζεται από έντονα αυτοκριτικό τόνο:
«Εξετάζοντας τον εαυτό μου από την άποψη της κομματικής μου συγκρότησης και με τη βοήθεια των συντρόφων που μου τις έδειξαν στις διάφορες κριτικές που μου κάνανε, βρίσκω ότι:
Η κοινωνική μου προέλευση, το μικροαστικό και δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον που έζησα είχαν σαν συνέπεια :
1) Να μην έχω το θάρρος να ζητήσω να μπω στο κόμμα νωρίτερα.
2) Να έχω ένα μικροαστικό εγωισμό βλαβερό, που εκδηλώνεται στο να μη μου αρέσει η κριτική, να μην την καταλαβαίνω αμέσως, να τη θεωρώ προσωπική, να φέρνομαι απότομα και να πικραίνω τους συντρόφους [...]
4) Καταβάλλω προσπάθειες, τις νιώθω, παλεύω αλλά βλέπω ότι έχω υποτροπές, την πάλη μου αυτή θα την εξακολουθήσω.
5) Το μορφωτικό μου ιδεολογικό επίπεδο απέχει πολύ απ’ ό,τι χρειάζεται. Τα μαρξιστικά βιβλία που διάβασα μέχρι σήμερα απλώς τα διάβασα, δεν τα μελέτησα».
Στα χρόνια της προσφυγιάς ο Φλωράκης παίρνει μέρος σε άλλες δύο Ολομέλειες, τον Νοέμβριο του 1952 και τον Δεκέμβριο του 1953, ενώ παράλληλα, σπουδάζει στη Στρατιωτική Ακαδημία Φρούνζε στη Μόσχα από την οποία αποφοιτά το 1953. Την ίδια χρονιά μετακομίζει στο Βουκουρέστι στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ.
Στις αρχές του 1954 το κόμμα του αναθέτει την αποστολή να επιστρέφει στην Ελλάδα για να δουλέψει στον παράνομο μηχανισμό.
Στις 5 Απριλίου 1954 φθάνει αεροπορικώς στην Αθήνα με το όνομα Γρηγόριος Παπαδημητρίου.
Στις 27 Ιουλίου 1954 συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια, όμως το γεγονός κρατείται κρυφό μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου, όταν ο Παπάγος ενώπιον Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων ανακοινώνει την εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και τη σύλληψη του επικεφαλής του Χαρίλαου Φλωράκη ή Καπετάν Γιώτη.
Ο Φλωράκης παραμένει στα κρατητήρια της Ασφάλειας μέχρι τον Νοέμβρη του 1954 και στη συνέχεια μετάγεται στις φυλακές της Κέρκυρας. Την άνοιξη του 1955 περνάει από δύο δίκες στη Λάρισα.
Στις 9 Μαρτίου 1954 δικάζεται από το Εφετείο για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος, όμως απαλλάσσεται ελλείψει επαρκών στοιχείων.
Στις 2 Απριλίου καταδικάζεται από το Κακουργιοδικείο Λάρισας σε 13 χρόνια κάθειρξη για παράβαση του νόμου 509. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της απολογίας του χαιρέτισε την ύπαρξη γυναικών μεταξύ των ενόρκων λέγοντας χαρακτηριστικά: «...είναι μια κατάκτηση των γυναικών. Μια κατάκτηση λαϊκή. Για την οποία αγωνίστηκε και αγωνίζεται το ΚΚΕ και της οποίας τα θεμέλια έβαλε, κατά την Κατοχή, μέσα από το ΕΑΜ...».
Στο κλείσιμο της απολογίας του ήταν έντονος ο προσωπικός τόνος: «Σε ό,τι με αφορά προσωπικά -όπως σας είπα και στην αρχή- εμφορούμαι από τα μεγάλα ιδεώδη του κομμουνισμού. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο που να μπορεί να με υποχρεώσει να τα αρνηθώ. Για την πραγματοποίηση της γραμμής του κόμματος, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Λαού μας, για την Ελλάδα με ευχαρίστηση προσφέρω όλες μου τις δυνάμεις και ακόμη, ανεπιφύλακτα και το πιο πολύτιμο αγαθό για τον άνθρωπο -τη ζωή μου...».
Τον Ιούνιο του 1955 μεταφέρεται στον Πύργο προκειμένου να δικαστεί για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος και καταδικάζεται σε 12 φορές ισόβια κάθειρξη. Είναι ουσιαστικά η επανάληψη της δίκης σχετικά με τη δράση του στη Ρούμελη, που είχε πραγματοποιηθεί έναν μήνα πριν στη Λευκάδα. Σε εκείνη τη δίκη είχε αθωωθεί από τους ενόρκους αλλά η ετυμηγορία τους κηρύχθηκε πεπλανημένη και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο Πύργου. Μέχρι την άνοιξη του 1956 έχει καταδικαστεί συνολικά από 14 Κακουργιοδικεία και ένα Εφετείο σε 20 φορές ισόβια κάθειρξη.
Στις 26 Απριλίου 1960, έξι χρόνια μετά τη σύλληψή του και ύστερα από συνεχείς αναβολές, παραπέμπεται βάσει του AN 375, μαζί με άλλους 42 συντρόφους του, στο Στρατοδικείο Αθήνας με την κατηγορία της κατασκοπείας. Καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη μαζί με τους Κ. Λουλέ, Κ. Τσακίρη, Δ. Δάλλα, Γ. Κουτρούκη και Πολυξένη Χρυσοχοΐδου.
Ο Φλωράκης μένει στη φυλακή μέχρι το 1966. Με το απριλιανό πραξικόπημα συλλαμβάνεται ξανά και εξορίζεται στη Γυάρο και ύστερα στο Παρθένι της Λέρου ως το 1971. Διαφεύγει στο εξωτερικό στα μέσα Οκτωβρίου 1972. Τον Δεκέμβριο του 1972, η 17η Ολομέλεια του ΚΚΕ τον εκλέγει A' γραμματέα του κόμματος. Είναι το πρώτο ανώτερο στρατιωτικό στέλεχος του κόμματος που καταλαμβάνει την υψηλότερη καθοδηγητική θέση. Η συγκυρία στην οποία αναλάμβανε την ηγεσία ήταν κρίσιμη για το κόμμα που λίγα χρόνια πριν είχε διασπαστεί. Όμως ο Φλωράκης καταφέρνει να το ανασυντάξει.
Μετά την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα στις 22 Αυγούστου 1974 και η μη σύλληψή του ισοδυναμεί με de facto (εκ των πραγμάτων) νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η de jure (νομική) θα έλθει στις 23 Σεπτεμβρίου 1974. Με τον Χαρίλαο Φλωράκη στην ηγεσία το κόμμα κατορθώνει να συμβάλει στη στερέωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και να εξασφαλίσει την ηγεμονία στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Είπε :
«Εμείς που δοκιμάσαμε τη βία πάνω στο κορμί μας δεν μπορεί να είμαστε με τη βία. Βασική μας μέθοδος είναι η πειθώ και όχι το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Τη βία μας την επιβάλλουν και τότε αντιμετωπίζουμε τη βία με τη βία, αλλά αυτό δεν είναι σκοπός μας», είπε.
Και ας είχε υποστεί ο ίδιος βία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν το 1955 δικαζόταν στο Κακουργοδικείο Λάρισας με την κατηγορία ότι προσπάθησε βιαίως να αποσπάσει τμήμα της ελληνικής επικράτειας, στη φράση «κατηγορούμενε εγέρθητι», αδυνατούσε. Σηκώθηκε όμως με δυσκολία. Και ας είχε περάσει 150 εφιαλτικές ημέρες κλεισμένος σε ένα «κλουβί» 1,5 μέτρο ύψος, 1,2 μέτρο μήκος και 0,70 μέτρο πλάτος, τυλιγμένος σε πηχτό σκοτάδι, διψασμένος και πεινασμένος. Σηκώθηκε για να χαιρετίσει την παρουσία γυναικών στα έδρανα. «Είναι μία κατάκτηση λαϊκή για την οποία αγωνίστηκε και αγωνίζεται το ΚΚΕ και της οποίας τα θεμέλια μπήκαν κατά την Κατοχή μέσα από το ΕΑΜ. Και αυτό τονίζει ότι κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος.
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ : H συνεργασία με τη ΝΔ, η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και η κρίση στο KKE
Την Πρωτοχρονιά του 1982 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής στην αντιφώνησή του στις ευχές του Χαρίλαου Φλωράκη για το νέο έτος τού είχε πει: «Χαρίλαε, εγώ κι εσύ έχουμε ένα θεμελιώδες κοινό γνώρισμα. Είμαστε και οι δύο χωρικοί. Και σαν χωρικοί βλέπουμε τα πράγματα πιο αδρά και πιο καθαρά. Γι' αυτό δεν μας χωνεύουν οι κουλτουριάρηδες...».
Αυτά βεβαίως που τους χώριζαν ήταν πολύ περισσότερα από εκείνα που τους... ένωναν. Εξίσου πολλά χώριζαν τον ιστορικό ηγέτη του KKE και με άλλους «αστούς πολιτικούς», οι οποίοι παρά ταύτα είχαν πάντα να πουν μια καλή κουβέντα για τον αμετανόητο κομμουνιστή. Το 1991 και ενώ είχαν μεσολαβήσει το διαβόητο '89 και η άνοδος του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην εξουσία, ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμυστηρευόταν: «Ίσως να φταίω κι εγώ που όλα αυτά τα χρόνια δεν τον πλησίασα περισσότερο και άφησα τα πράγματα να οδηγηθούν στη σημερινή κατάσταση, για την οποία ούτε εγώ ούτε εκείνος μπορούμε να είμαστε περήφανοι».
Σε λίγες ημέρες θα διατίθεται από τα Ελληνικά Γράμματα ο δεύτερος τόμος της πολιτικής βιογραφίας του επίτιμου προέδρου του KKE υπό τον τίτλο Χαρίλαος Φλωράκης - Ο λαϊκός ηγέτης. Συγγραφέας του ο δημοσιογράφος κ. Χρήστος Θεοχαράτος (έκδοση της Τυποεκδοτικής AE). Το βιβλίο αναφέρεται στους πολιτικούς αγώνες του κομμουνιστή ηγέτη κατά την περίοδο 1973-1993 και περιλαμβάνει γνωστές και άγνωστες πτυχές της περιπετειώδους πορείας του KKE στη μεταπολίτευση ως και την δύσκολη περίοδο 1989-1991 και την «αποστρατεία» του κ. Φλωράκη από Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ.
* Για την κυβέρνηση Τζαννετάκη
Ο κ. Φλωράκης όχι μόνο υπεραμύνεται της κυβέρνησης Τζαννετάκη αλλά περνά στην... αντεπίθεση για όσα ως σήμερα έχουν ειπωθεί. Γράφει ο Χρήστος Θεοχαράτος:
«Ακόμα και σήμερα - δεκατέσσερα χρόνια μετά - η κυβέρνηση, που σχηματίστηκε στις αρχές Ιουλίου 1989, σπάνια αποκαλείται με το όνομά της: κυβέρνηση Τζαννετάκη. Και ας γεννήθηκε ύστερα από άψογες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Και ας πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την εθνική αντιπροσωπεία. Και ας αποτέλεσε την ασφαλιστική βαλβίδα που εκτόνωσε ακίνδυνα τη βαθιά πολιτική κρίση. Και ας έγινε το έργο της ομόφωνα δεκτό από όλους. H ανασυνταχθείσα (τότε) και ανασυντασσόμενη (μέχρι και σήμερα) αντίδραση δεν την είπε ποτέ με το όνομά της. Κατά καιρούς και περιστάσεις και πάντα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της ανθρωποβόρας προπαγάνδας τους την αποκαλούσαν πότε "συγκυβέρνηση Δεξιάς - Αριστεράς", πότε "ανίερη αριστεροδεξιά συμμαχία", πότε "κυβέρνηση του ανιστόρητου ιστορικού συμβιβασμού", πότε "κυβέρνηση ρεβανσιστών", πότε "αντισοσιαλιστική συμπαράταξη" κλπ. κλπ. Φυσικά, τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν η κυβέρνηση Τζαννετάκη.
Διότι το κυριότερο χαρακτηριστικό της γνώρισμα πάντα το παρασιωπούσαν και το παρασιωπούν και σήμερα. Δηλαδή, η κυβέρνηση Τζαννετάκη, ενώ δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από όλα τα κόμματα, το έργο της το ψήφισαν ομόφωνα όλα τα κόμματα, - αναδεικνύοντάς την, έτσι, σε μια ιδιότυπη οικουμενική κυβέρνηση».
* Ξενύχτι με ουίσκι για την παραπομπή...
Οταν κρινόταν η παραπομπή του A. Παπανδρέου, ο κ. Φλωράκης δέχθηκε μια αναπάντεχη επίσκεψη στο σπίτι του στο Χαλάνδρι:
«Το ότι ο Χαρ. Φλωράκης διαφωνούσε με την παραπομπή του A. Παπανδρέου "διέρρευσε" και το έμαθαν κόμματα, εκδότες και δημοσιογράφοι. Ένας από τους εκδότες πήρε την πρωτοβουλία να πείσει τον... "ξεροκέφαλο" κομμουνιστή ηγέτη. Πήρε, λοιπόν, ένα βράδυ υπό μάλης έναν ογκώδη φάκελο, ανέβηκε στο σπίτι του Χαρ. Φλωράκη στο Χαλάνδρι και άρχισε να του εξηγεί, δείχνοντάς του δεκάδες χαρτιά, γιατί πρέπει να παραπεμφθεί ο A. Παπανδρέου.
Και επειδή περνούσαν οι ώρες χωρίς να πείθεται ο Πρόεδρος του ΣΥΝ, ο εκδότης άδειασε δύο μπουκάλια ουίσκι για να έρθει σε φόρμα και για να είναι πειστικότερος και κράτησε τον Χαρ. Φλωράκη άυπνο μέχρι τις 6 το πρωί της επομένης. Και έφυγε χωρίς να ξέρει αν τον έπεισε. Την επομένη έλαβε γνώση του περιστατικού το Π.Γ. του KKE και αποφασίστηκε το εξής: Να διαμηνύσουν στον A. Παπανδρέου ότι, αν πριν από τη συζήτηση στη Βουλή βγει δημοσίως και αναλάβει με παρρησία τις πολιτικές ευθύνες του, ο ΣΥΝ δεν θα τον παραπέμψει.
Το μήνυμα μετέφερε στον A. Παπανδρέου στον "Αστέρα" ο τότε διευθυντής της "Πρώτης", ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ βρήκε ενδιαφέρουσα την πρόταση, αλλά καμία δημόσια δήλωση δεν έκανε».
* Τα σκάνδαλα και οι επιφυλάξεις
Ο τότε πρόεδρος του ΣΥΝ δεχόταν δεκάδες εισηγήσεις για τα σκάνδαλα της εποχής αλλά, όπως υποστηρίζει, τόσο ο ίδιος όσο και ο κ. Θ. Κατριβάνος είχαν επιφυλάξεις για την παραπομπή του τότε πρωθυπουργού:
«Ο Χαρ. Φλωράκης είχε πολύωρη συζήτηση με ανώτατο αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας για το θέμα της "αγοράς του αιώνα".
Και εκείνος τον βεβαίωσε: "Έφαγαν, Πρόεδρε, το καταπέτασμα. Τα έκαναν, όμως, όλα νομότυπα και τίποτε δεν θα κατορθώσετε να αποδείξετε, ακόμη και αν είχαν αγοράσει τα μαχητικά όχι 30% ακριβότερα, αλλά και 100% πάνω!".
Κάλεσε στο γραφείο του και συζήτησε με κορυφαίο παράγοντα του ΟΤΕ το θέμα των υποκλοπών και εκείνος τον βεβαίωσε:
"Οι υποκλοπές πήραν, Πρόεδρε, τις διαστάσεις θεομηνίας. Είναι, όμως, ανθρωπίνως αδύνατο να αποδειχθεί ότι οι συμμορίες του Τόμπρα έπαιρναν εντολή από τον πρωθυπουργό ή από κάποιον υπουργό".
Φώναξε γνωστό οικονομολόγο και παράγοντα του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) για τη λεηλασία των προβληματικών και εκείνος τον διαβεβαίωσε:
"Πράγματι, Πρόεδρε, έγινε λεηλασία στις προβληματικές, η σχετική έρευνα συνεχίζεται και όταν τελειώνει για κάθε μία υπόθεση, θα παραπέμπεται στη Δικαιοσύνη. Ο συσχετισμός με κυβερνητικούς παράγοντες είναι εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι και αδύνατος"!
Τα ίδια του είπαν και όλοι οι άλλοι επαΐοντες - συνταγματολόγοι και νομικοί και ορκωτοί - για τα πάσης φύσεως σκάνδαλα.
Γι' αυτό και ήταν επιφυλακτικός και αρνητικός.
Ακόμη και για την παραπομπή του A. Παπανδρέου - όπως έχει καταγραφεί και στα Πρακτικά του Ενιαίου Συνασπισμού της 3.7.1989 και 5.7.1989 - ήταν επιφυλακτικός, θέτοντας φωναχτά το μύχιο ερώτημα που τον βασάνιζε - αν, δηλαδή, "με αποχρώσες ενδείξεις και μόνο μπορεί να παραπεμφθεί ένας πρωθυπουργός" -, επιφύλαξη που τη συμμερίστηκε και ο Θ. Κατριβάνος, όπως πλειστάκις έχει δηλώσει δημοσίως. Και τελικά συμφώνησε να υποβληθούν προτάσεις κατηγορίας μόνο για την Τράπεζα Κρήτης και για το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι».
* H κρίση στο KKE
Στις αρχές του 1990 αρχίζει να παίρνει δημόσιο χαρακτήρα η κρίση στο KKE:
«Από τις αρχές του 1990, με πρωτεργάτες κυρίως ηγετικούς παράγοντες της EAP, άρχισαν να βλέπουν το φως ποικίλα δημοσιεύματα με σοβαρές αιχμές εναντίον της ηγεσίας του KKE, η οποία "αρνείται να βγάλει συμπεράσματα από την αποσάθρωση του υπαρκτού σοσιαλισμού", αλλά και με προτάσεις ή αναλύσεις ή σχολιασμούς για την ιστορική αναγκαιότητα να μετεξελιχθεί ο Συνασπισμός από πολυκομματική συμπαράταξη σε... πολυτασικό κόμμα, ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις νέες αρνητικές συγκυρίες.
Οι εκλογές της 8.4.1990, ο σχηματισμός "αυτοδύναμης" κυβέρνησης από τη N.Δ. και η νέα όξυνση της κρίσης που μάστιζε τη Σοβιετική Ένωση έκαναν ακόμη πιο ορατές τις δύο τάσεις που διαμορφώνονταν στο KKE. Πολλά στελέχη της "νέας φρουράς" μάλιστα (ανάμεσά τους και δεκάδες μέλη της Κεντρικής Επιτροπής) άρχισαν κρυφές συναντήσεις, συζητήσεις και διαβουλεύσεις περί του πρακτέου ή, μάλλον, περί των πρακτέων, διότι οι στόχοι τους ήταν δύο:
α) Να κερδίσουν την πλειοψηφία στο εν όψει 13ο Συνέδριο
β) να συμβάλλουν στη μετεξέλιξη του Συνασπισμού σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα».
* Ο «διπλοπρόσωπος παράγοντας»...
Στην εσωκομματική διαμάχη είχαν αποκτήσει ρόλο και εξωγενείς παράγοντες:
«Την ερμαφρόδιτη εκείνη κατάσταση στο KKE, που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να ήταν ακίνδυνη, ωθούσε σε αναμέτρηση και ρήξη η δράση ενός διπλοπρόσωπου παράγοντα ανάμεσα και στην παλιά και στη νέα φρουρά, ο οποίος μετέφερε σε ταβέρνα του Αμαρουσίου (όπου "συνεδρίαζαν" οι νεοφρουρίτες) όσες αποφάσεις παίρνονταν στον Περισσό και μετέφερε στον Περισσό όσες συζητήσεις γίνονταν στις διάφορες συναντήσεις των "φραξιονιστών".
Στις αρχές του 1990, πολλά στελέχη (περίπου 50) από εκείνα που ήθελαν τη μετεξέλιξη του KKE σε σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υπέγραψαν ντοκουμέντο, στο οποίο αποτύπωναν αδρά τις ανησυχίες τους και ζητούσαν καταστατικές αλλαγές και πρακτικά μέτρα για να μην επαναληφθεί η αρνητική σοβιετική εμπειρία και στη χώρα μας. Λόγω των επικείμενων εκλογών, το ντοκουμέντο εκείνο ούτε συζητήθηκε ούτε πήρε (από καμία πλευρά) δημοσιότητα, και η ύπαρξή του έγινε γνωστή τον Μάιο του 1990, όταν άρχισαν νέες πιέσεις προς την πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής για σύγκληση Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, με θέμα την πορεία του κόμματος προς το 13ο Συνέδριο».
* Το χάσμα μεγαλώνει
H διάσπαση ήταν πλέον δρόμος δίχως επιστροφή και οι αντιμαχόμενες πλευρές «έδιναν τα ρέστα» τους στον αγώνα της επικράτησης:
«Ολο το καλοκαίρι του 1990 ο Χαρ. Φλωράκης και η πλειοψηφία της K.E. προσπάθησαν να γεφυρώσουν τα χάσματα, χρησιμοποιώντας γλώσσα μετριοπάθειας και νηφαλιότητας. Παρά την κατευναστική τακτική της πλειοψηφίας της K.E. του KKE, η Ανανεωτική πτέρυγα των στελεχών, ενισχυόμενη και από το χάος που απλωνόταν όλο και ζοφερότερα πάνω από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, συνέχιζε τις αναζητήσεις της - μέσα από συναντήσεις και διαβουλεύσεις - για να βρει πολιτική ταυτότητα και συνεχώς κέρδιζε με το μέρος της όλο και νέα περιφερειακά στελέχη, για ολόκληρο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1990. Τον Νοέμβριο του 1990 - και αφού είχαν μοιραστεί οι θέσεις (οι επίσημες θέσεις) για το 13ο Συνέδριο - η Ανανεωτική πτέρυγα του KKE υπολόγιζε και πίστευε ότι θα έχει τουλάχιστον το 55% των συνέδρων και θα αποτελούσε πια την πλειοψηφία».
* Ο Κύρκος ξεσπαθώνει...
Κατά τον κ. Φλωράκη, ο άνθρωπος που επιδίωξε να εκμεταλλευθεί την κρίση στο KKE προς όφελος ενός μελλοντικού ενιαίου Συνασπισμού ήταν ο κ. Λ. Κύρκος:
«Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, ο μεν Χαρ. Φλωράκης, φοβούμενος την άλωση του KKE από τα μέσα (κατά τα νωπά πρότυπα των Λαϊκών Δημοκρατιών), πήρε, κυριολεκτικά, τα βουνά και τους κάμπους, προκειμένου να συγκεντρώσει περισσότερους συνέδρους, ώστε να γείρει η πλάστιγγα προς την "παλιά φρουρά" - γεγονός που το κατόρθωσε, φέρνοντας συντρόφους ακόμη και από την πολιτική προσφυγιά. Ο δε Λεων. Κύρκος, βλέποντας τη διογκούμενη αμφισβήτηση της ηγεσίας του KKE από τους νεότερους, έκρινε φρόνιμο να εντείνει την προπαγάνδα και τις προσπάθειές του για τη μετατροπή του Συνασπισμού σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα, αφού η σπονδυλική στήλη της συμπαράταξης - το KKE - σίγουρα θα περνούσε στα χέρια της Ανανέωσης».
* Οι συσχετισμοί και οι «εκπλήξεις»
Στο συνέδριο της διάσπασης υπήρξαν εκπλήξεις τις οποίες δεν ανέμεναν οι «ανανεωτικοί», ενώ ο κ. Φλωράκης έβαλε τη «σφραγίδα» του για την ανάδειξη της κυρίας Αλέκας Παπαρήγα στην ηγεσία του KKE:
«Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες συνήλθε στην Αθήνα, στην κλειστή αίθουσα του Ολυμπιακού Σταδίου, από τις 19-24 Φεβρουαρίου 1991 το 13ο Συνέδριο του KKE, στο οποίο έλαβαν μέρος 1.275 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι (Σύνεδροι) και 660 παρατηρητές - δηλαδή, συνήλθε το πολυπληθέστερο Συνέδριο που είχε διοργανώσει μέχρι τότε το KKE - η πλειοψηφία του οποίου ήταν εμφανώς υπέρ της "παλιάς φρουράς".
H εμφανής ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων στο Συνέδριο υποχρέωσε τον Γρ. Φαράκο να μην είναι υποψήφιος για τη θέση του Γ. Γραμματέα, γεγονός που ανάγκασε την Ανανεωτική πτέρυγα να υποδείξει για υποψήφιο τον Γιάννη Δραγασάκη, ώστε - αν μη τι άλλο - να μετρήσει τις δυνάμεις της.
H έκρυθμη εκείνη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να κηρύξει την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου ο Χαρ. Φλωράκης - υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος.
Μετά ταύτα, η Κεντρική Επιτροπή, που εξέλεξε το 13ο Συνέδριο, στις 27 Φεβρουαρίου, στην πρώτη της Ολομέλεια επέλεξε για τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος την Αλεξάνδρα Παπαρήγα, με ψήφους 57 (έναντι 53 του Δραγασάκη). H Παπαρήγα ήταν στέλεχος με οικογενειακές ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα, με προσήλωση στις αρχές του κόμματος, με δοκιμασμένη αγωνιστικότητα και, κυρίως, ένα στέλεχος που πάντα εκινείτο αταλάντευτα μέσα στις κομματικές γραμμές και που υπερασπιζόταν τις απόψεις της μέσα στα κομματικά όργανα και μέσα στα καταστατικά πλαίσια».
* Μια ύστατη επίσκεψη
Οι κ.κ. M. Ανδρουλάκης και Π. Λαφαζάνης είχαν ήδη επισκεφθεί - ματαίως όμως - τον κ. Φλωράκη στο σπίτι του σε μια ύστατη προσπάθεια να τον πείσουν να είναι και πάλι γενικός γραμματέας:
«Βέβαιοι οι Ανανεωτές ότι ο Συνέδριο είναι χαμένο, στις 17 Φεβρουαρίου 1991 έκαναν μια ύστατη απεγνωσμένη κίνηση: Αντιπρόσωποί τους - M. Ανδρουλάκης και Π. Λαφαζάνης - επισκέφθηκαν στο σπίτι του τον Χαρ. Φλωράκη και τον παρακάλεσαν να είναι και πάλι ο ίδιος ο υποψήφιος για τη θέση του Γενικού Γραμματέα, διότι - όπως του τόνισαν - μόνο αυτός θα μπορούσε να απορροφήσει τους κραδασμούς και να κρατήσει ενωμένο το κόμμα στη δύσκολη εκείνη συγκυρία. H πρόταση εκείνη προβλημάτισε πολύ τον παλαίμαχο κομμουνιστή, όταν όμως την επομένη, 18.2.1991, τη συζήτησε με συνεργάτες του, εκείνοι του είπαν ότι πρόκειται για ελιγμό και για παγίδα και καλά θα κάνει να προχωρήσει στις αποφάσεις που είχε πάρει».
H «υπόσχεση» του Ανδρέα
Στις 11.30 τη νύχτα της 18.101981 με την οριστικοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων ο κ. Φλωράκης τηλεφώνησε στον A. Παπανδρέου για να τον συγχαρεί για τη νίκη του. «Ηταν μια καθαρή νίκη» του είπε. Εκείνος τον ευχαρίστησε πολύ και του είπε: «Μη χαθείς, Χαρίλαε. Αύριο θα σε φωνάξω να αποφασίσουμε για την κυβέρνηση»! H πρώτη επαφή που είχαν ωστόσο άργησε κατά έξι μήνες.
Ο καιρός περνούσε και όταν κάποιος δημοσιογράφος ρώτησε τον τότε γενικό γραμματέα του KKE «εσείς δεν την βλέπετε την Αλλαγή;», εκείνος του απάντησε: «Αλλαγές, φυσικά, βλέπω. Αλλαγή, όμως, όχι! Αν μάλιστα θέλετε να σας το κάνω λιανά αυτό που λέω, ευχαρίστως...».
Σε μια δεξίωση ξένης πρεσβείας ο A. Παπανδρέου ζήτησε εξηγήσεις:
«Ώστε, έτσι ε, Χαρίλαε! Δεν βλέπεις Αλλαγή!». Και του απαρίθμησε μερικές πολιτικές πρωτοβουλίες του.
«Είναι μικροαλλαγές, κύριε Πρόεδρε...» του απάντησε εκείνος, «είναι βήματα στο παλιό μονοπάτι, δεν είναι νέος δρόμος, δεν είναι μια νέα πολιτική υπέρ του λαού και του τόπου, δεν είναι Αλλαγή».
Μια συζήτηση για τη... «δικτατορία του προλεταριάτου»!
Τη συζήτηση αυτή μεταφέρει ο ίδιος ο κ. Φλωράκης σε συντρόφους για να τους πείσει ότι στο KKE υπήρχε...«επικοινωνιακό έλλειμμα»:
«Είχα πάει στα 1974 στο υπουργικό γραφείο του Γεωργίου Ράλλη, προκειμένου να ρυθμίσουμε θέματα του προεκλογικού αγώνα.
Και πάνω στην κουβέντα μου είπε: "Δεν έχω τίποτε, τουλάχιστον σήμερα, με τους κομμουνιστές. Αλλά, ομολογώ, αυτή η δικτατορία του προλεταριάτου με απωθεί και με τρομάζει...".
Του απάντησα: "Και η δικτατορία των αστών δεν σας τρομάζει, κύριε υπουργέ; Οταν, μάλιστα, η δικτατορία των αστών είναι δικτατορία των λίγων εναντίον των πολλών;".
Μου παρατήρησε: "Βεβαίως με ενοχλεί και με τρομάζει. Είναι, όμως, πάντα κάτι προσωρινό. Αργά ή γρήγορα, η δημοκρατική νομιμότητα αποκαθίσταται".
Του αντιπαρατήρησα: "Το ίδιο συμβαίνει και με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Προσωρινή είναι. Μόλις οι κίνδυνοι παρέλθουν, αποκαθίσταται η σοσιαλιστική νομιμότητα...".
Μουρμούρισε: "Αυτή τη διάσταση δεν την είχα σκεφθεί. Και τα δύο συστήματα έχουν τα άσχημα και τα καλά σημεία τους..."».
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ ... η σπορά μένει
Από τα πρώτα του βήματα ως «τριατατικός» **, στη φυσική συνέχεια ως αντάρτης ενάντια στη ναζιστική κατοχή αρχικά και στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη συνέχεια, συναντάμε έναν σύντροφο που η συνείδησή του διαπερνάται ακριβώς από τη σχέση του με το Κόμμα.
Οι αφηγήσεις για τον Χ. Φλωράκη δεν μπορούν να χωρέσουν ούτε καν στα έτσι κι αλλιώς περιορισμένα όρια μιας τυπωμένης σε βιβλίο «βιογραφίας», πόσο μάλλον σ' ένα αφιέρωμα στην εφημερίδα.
Επιλέγουμε, λοιπόν, μερικά απ' αυτά που όπως ο ίδιος έλεγε «την κάθε φορά μας είναι χρήσιμα».
Στρατοδικείο Λάρισας, 1955 : «Οι κομμουνιστές είναι απλοί άνθρωποι, εργατικοί, δεμένοι με τη γη που γεννήθηκαν. Και σ' αυτή τη γη κρίνεται η τύχη τους, μαζί με όλο τον άλλο λαό. Εκείνοι που δεν πιστεύουν σε πατρίδα και που δεν έχουν πατρίδα είναι οι πλουτοκράτες. Τα πλούτη τούς παρέχουν τη δυνατότητα να ζουν σε όποιον τόπο και σε όποια χώρα επιθυμούν. Η Κατοχή απέδειξε και η σημερινή κατάσταση αποδεικνύει ποιος έχει πατρίδα, ποιος πονά γι' αυτήν και ποιος θυσιάζεται για τη λευτεριά και την προκοπή της.
Σε ό,τι με αφορά προσωπικά εμφορούμαι από τα μεγάλα ιδεώδη του κομμουνισμού. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο που να μπορεί να με υποχρεώσει να τα αρνηθώ. Για την πραγματοποίηση της γραμμής του Κόμματος, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του λαού μας, για την Ελλάδα, με ευχαρίστηση προσφέρω όλες μου τις δυνάμεις και ακόμη, ανεπιφύλακτα, και το πιο πολύτιμο αγαθό για τον άνθρωπο, τη ζωή μου».216 μήνες, 6.570 μέρες σε φυλακές και εξορίες δεν του άλλαξαν αυτό το δρόμο.Αντίθετα: Ακόμα και «στις φυλακές οι κομμουνιστές οργανωθήκαμε για να επιβιώσουμε. Και από μια άποψη τις εξανθρωπίσαμε. Οχι μόνο επειδή τις απαλλάξαμε από το καθεστώς των νταήδων και των εκβιαστών, όχι μόνο επειδή με αγώνες πήραμε στα χέρια μας μαγειρεία και συσσίτιο, όχι μόνο επειδή ιδρύσαμε κοινά ταμεία, αλλά και διότι κατορθώσαμε μέσα στις φυλακές να κάνουμε σημαντική μορφωτική και εκπαιδευτική και ιδεολογικοπολιτική δουλειά. Κατορθώσαμε να γίνουμε οι νέοι "ελεύθεροι πολιορκημένοι"».
Ορισμένοι επιλέγουν να κρατήσουν από τον Χαρίλαο Φλωράκη ψήγματα της σκέψης του που οι ίδιοι θεωρούν ακίνδυνα. Ο ίδιος φρόντισε έγκαιρα, γραπτά, να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους ζουλάπια.
Αντιγράφουμε:
- «Αν οι εκλογές μπορούσαν ν' αλλάξουν το καπιταλιστικό καθεστώς, σίγουρα οι καπιταλιστές θα τις είχαν καταργήσει...».
- «Να μην ταυτίζουμε τη δημοκρατία με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Ο καπιταλισμός ή ο σοσιαλισμός είναι κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Η δημοκρατία είναι μορφή πολιτικού καθεστώτος. Γι' αυτό και προϋποθέτει: Υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες των πολιτών και συνθήκες άσκησης αυτών των δικαιωμάτων. Η λειτουργία της δημοκρατίας, όμως, συνδέεται με τις υλικές συνθήκες ζωής μιας κοινωνίας. Συνδέεται με το κοινωνικό - οικονομικό σύστημα κάθε χώρας. Αρα, με την έννοια αυτή, η δημοκρατία δεν είναι αταξική...»
(αποσπάσματα από τις προσωπικές σημειώσεις του Χαρίλαου Φλωράκη που δημοσιεύονται στο βιβλίο του Χρ. Θεοχαράτου «Χαρίλαος Φλωράκης, Ο Λαϊκός Ηγέτης», εκδόσεις ΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΕ).
Οπως σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ αναγγέλλοντας το θάνατο του συντρόφου μας, όλη του η ζωή «ταυτίζεται με τις μεγαλύτερες στιγμές του λαϊκού μας κινήματος: Με τον αγώνα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, με την ηρωική πάλη του λαού κατά των Εγγλέζων και της ντόπιας αστικής κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου το Δεκέμβρη του 1944, με την ένδοξη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) κατά της εγχώριας αστικής τάξης και των Αγγλοαμερικανών συμμάχων της. Ταυτίζεται με την ιστορία των διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτελεστικών αποσπασμάτων που οδηγήθηκαν χιλιάδες παιδιά του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας».
Ο σ. Χαρίλαος Φλωράκης όχι μόνο δε μετάνιωσε για το δρόμο που επέλεξε, αλλά συνήθιζε να επαναλαμβάνει ότι τον ίδιο δρόμο θα ακολουθούσε ξανά, αν αυτό μπορούσε να γίνει. Γιατί γνώριζε ότι δεν είχε κάνει λάθος. Γιατί γνώριζε ότι η ζωή ομορφαίνει περισσότερο και ότι η ανθρώπινη υπόσταση καταξιώνεται μόνο στον αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας. Οταν άρχισε η αντεπανάσταση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, στη διάρκειά της και μετά, τότε που ακόμη και επιφανείς ηγέτες πολλών Κομμουνιστικών Κομμάτων υποχώρησαν και αναδιπλώθηκαν, ο σ. Χαρίλαος Φλωράκης αποτέλεσε μια από τις εξαιρέσεις του κανόνα.
Εμεινε όρθιος, υπεράσπισε το ΚΚΕ, κόντρα σε εκείνους που μεθόδευαν τη διάλυσή του με τη βοήθεια και την παρασκηνιακή συμμετοχή αστικών δυνάμεων. Ηταν αποφασιστική η συμβολή του στη λεγόμενη «πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ», το 1990, καθώς και στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1991), τότε που επιχειρήθηκε η «μεγάλη έφοδος» για τη διασκόρπιση του ΚΚΕ στον τότε Συνασπισμό.
Τότε που το Κόμμα μας χτυπήθηκε από μέσα, στο όνομα της «ανανέωσης», που σήμαινε την προσαρμογή του ΚΚΕ στο σύστημα.
Ο σ. Χαρίλαος δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν δυνατό να γίνει και το παραμικρό θετικό σε τούτο τον τόπο δίχως την ύπαρξη του ΚΚΕ.
Εγνοια μόνιμη
Το 1978 πραγματοποιείται το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το πρώτο νόμιμο, μετά από τρεις δεκαετίες βαθιάς παρανομίας. Το ζήτημα της ιδεολογικής δουλειάς έμπαινε στην πρώτη γραμμή. Στην εισήγησή του, τότε, είχε σημειώσει ανάμεσα στα άλλα:
«Η διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών αναπτύσσεται σε συνθήκες βαθιάς κρίσης της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης και ανόδου της ακτινοβολίας των προοδευτικών ιδανικών. Ακόμα και του σοβαρού πλήγματος που δέχτηκε η θεωρία και πρακτική του χυδαίου αντικομμουνισμού της "εθνικοφροσύνης" και της υποτέλειας, στην οποία στήριξε η άρχουσα τάξη ολόκληρη τη μεταπολεμική πορεία της Ελλάδας.
Θα ήταν όμως λάθος να υποθέσουμε ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές στις συνειδήσεις των μαζών βρίσκουν αυτόματα συνεπή προσανατολισμό, ότι όλες οδηγούν σε θετικά πολιτικά αποκρυσταλλώματα και τοποθετήσεις.
Πέρα απ' αυτό τα νέα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις, που πυκνώνουν το μαζικό κίνημα, μπάζουν στο επαναστατικό κίνημα μιαν ολόκληρη κλίμακα αστικών και μικροαστικών ιδεών, ρεφορμιστικών ή δεξιών και "αριστερών" οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Ακόμα, η άρχουσα τάξη καταβάλλει επίμονες προσπάθειες να εκτρέψει το ριζοσπαστισμό των μαζών σε λαθεμένες κατευθύνσεις, στο αδιέξοδο, να τον συγκρατήσει στα "όρια" της αστικής ιδεολογίας ή να τον σπρώξει στο μικροαστικό σοσιαλισμό ή και τον αναρχισμό (...)
Χρειάζεται ν' αντικρούσουμε τις θέσεις που αρνούνται τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στην πάλη για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Που μειώνουν τη σημασία της ταξικής πάλης και του αντιμονοπωλιακού αγώνα και την υποκαθιστούν είτε με το πνεύμα του συμβιβασμού και της ταξικής συνεργασίας, είτε μ' ένα αταξικό εθνικοαπελευθερωτικό εθνικισμό καλυμμένο πίσω από το αντιεπιστημονικό σχήμα της αντιπαράθεσης μητρόπολης - περιφέρειας.
Χρειάζεται επίσης να αντιπαλεύουμε τις αντιλήψεις του λεγόμενου "ελληνικού σοσιαλισμού" στις διάφορες παραλλαγές τους, που απολυτοποιούν τις εθνικές ιδιομορφίες και μας καταλογίζουν πως μιμούμαστε τάχα ξένα πρότυπα, για να διαστρεβλώσουν την ουσία του σοσιαλισμού, ν' αγνοήσουν τις γενικές του νομοτέλειες, ν' αρνηθούν την πείρα της οικοδόμησης του υπαρκτού σοσιαλισμού κ.ά.».
** Τριατατικοί λέγονταν τα μέλη του σωματείου Τηλεγραφητών, Τηλεφωνητών, Ταχυδρομικών, μέλος του οποίου ήταν ο Χ. Φλωράκης, τηλεγραφητής ήταν η δουλειά του μέχρι που βγήκε στο βουνό. Ως τηλεγραφητής πρωτογνώρισε μέσα από τις πάμπολλες μεταθέσεις του απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα.
Οι αφηγήσεις για τον Χ. Φλωράκη δεν μπορούν να χωρέσουν ούτε καν στα έτσι κι αλλιώς περιορισμένα όρια μιας τυπωμένης σε βιβλίο «βιογραφίας», πόσο μάλλον σ' ένα αφιέρωμα στην εφημερίδα.
Επιλέγουμε, λοιπόν, μερικά απ' αυτά που όπως ο ίδιος έλεγε «την κάθε φορά μας είναι χρήσιμα».
Στρατοδικείο Λάρισας, 1955 : «Οι κομμουνιστές είναι απλοί άνθρωποι, εργατικοί, δεμένοι με τη γη που γεννήθηκαν. Και σ' αυτή τη γη κρίνεται η τύχη τους, μαζί με όλο τον άλλο λαό. Εκείνοι που δεν πιστεύουν σε πατρίδα και που δεν έχουν πατρίδα είναι οι πλουτοκράτες. Τα πλούτη τούς παρέχουν τη δυνατότητα να ζουν σε όποιον τόπο και σε όποια χώρα επιθυμούν. Η Κατοχή απέδειξε και η σημερινή κατάσταση αποδεικνύει ποιος έχει πατρίδα, ποιος πονά γι' αυτήν και ποιος θυσιάζεται για τη λευτεριά και την προκοπή της.
Σε ό,τι με αφορά προσωπικά εμφορούμαι από τα μεγάλα ιδεώδη του κομμουνισμού. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο που να μπορεί να με υποχρεώσει να τα αρνηθώ. Για την πραγματοποίηση της γραμμής του Κόμματος, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του λαού μας, για την Ελλάδα, με ευχαρίστηση προσφέρω όλες μου τις δυνάμεις και ακόμη, ανεπιφύλακτα, και το πιο πολύτιμο αγαθό για τον άνθρωπο, τη ζωή μου».216 μήνες, 6.570 μέρες σε φυλακές και εξορίες δεν του άλλαξαν αυτό το δρόμο.Αντίθετα: Ακόμα και «στις φυλακές οι κομμουνιστές οργανωθήκαμε για να επιβιώσουμε. Και από μια άποψη τις εξανθρωπίσαμε. Οχι μόνο επειδή τις απαλλάξαμε από το καθεστώς των νταήδων και των εκβιαστών, όχι μόνο επειδή με αγώνες πήραμε στα χέρια μας μαγειρεία και συσσίτιο, όχι μόνο επειδή ιδρύσαμε κοινά ταμεία, αλλά και διότι κατορθώσαμε μέσα στις φυλακές να κάνουμε σημαντική μορφωτική και εκπαιδευτική και ιδεολογικοπολιτική δουλειά. Κατορθώσαμε να γίνουμε οι νέοι "ελεύθεροι πολιορκημένοι"».
Ορισμένοι επιλέγουν να κρατήσουν από τον Χαρίλαο Φλωράκη ψήγματα της σκέψης του που οι ίδιοι θεωρούν ακίνδυνα. Ο ίδιος φρόντισε έγκαιρα, γραπτά, να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους ζουλάπια.
Αντιγράφουμε:
- «Αν οι εκλογές μπορούσαν ν' αλλάξουν το καπιταλιστικό καθεστώς, σίγουρα οι καπιταλιστές θα τις είχαν καταργήσει...».
- «Να μην ταυτίζουμε τη δημοκρατία με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Ο καπιταλισμός ή ο σοσιαλισμός είναι κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Η δημοκρατία είναι μορφή πολιτικού καθεστώτος. Γι' αυτό και προϋποθέτει: Υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες των πολιτών και συνθήκες άσκησης αυτών των δικαιωμάτων. Η λειτουργία της δημοκρατίας, όμως, συνδέεται με τις υλικές συνθήκες ζωής μιας κοινωνίας. Συνδέεται με το κοινωνικό - οικονομικό σύστημα κάθε χώρας. Αρα, με την έννοια αυτή, η δημοκρατία δεν είναι αταξική...»
(αποσπάσματα από τις προσωπικές σημειώσεις του Χαρίλαου Φλωράκη που δημοσιεύονται στο βιβλίο του Χρ. Θεοχαράτου «Χαρίλαος Φλωράκης, Ο Λαϊκός Ηγέτης», εκδόσεις ΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΕ).
Οπως σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ αναγγέλλοντας το θάνατο του συντρόφου μας, όλη του η ζωή «ταυτίζεται με τις μεγαλύτερες στιγμές του λαϊκού μας κινήματος: Με τον αγώνα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, με την ηρωική πάλη του λαού κατά των Εγγλέζων και της ντόπιας αστικής κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου το Δεκέμβρη του 1944, με την ένδοξη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) κατά της εγχώριας αστικής τάξης και των Αγγλοαμερικανών συμμάχων της. Ταυτίζεται με την ιστορία των διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτελεστικών αποσπασμάτων που οδηγήθηκαν χιλιάδες παιδιά του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας».
Ο σ. Χαρίλαος Φλωράκης όχι μόνο δε μετάνιωσε για το δρόμο που επέλεξε, αλλά συνήθιζε να επαναλαμβάνει ότι τον ίδιο δρόμο θα ακολουθούσε ξανά, αν αυτό μπορούσε να γίνει. Γιατί γνώριζε ότι δεν είχε κάνει λάθος. Γιατί γνώριζε ότι η ζωή ομορφαίνει περισσότερο και ότι η ανθρώπινη υπόσταση καταξιώνεται μόνο στον αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας. Οταν άρχισε η αντεπανάσταση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, στη διάρκειά της και μετά, τότε που ακόμη και επιφανείς ηγέτες πολλών Κομμουνιστικών Κομμάτων υποχώρησαν και αναδιπλώθηκαν, ο σ. Χαρίλαος Φλωράκης αποτέλεσε μια από τις εξαιρέσεις του κανόνα.
Εμεινε όρθιος, υπεράσπισε το ΚΚΕ, κόντρα σε εκείνους που μεθόδευαν τη διάλυσή του με τη βοήθεια και την παρασκηνιακή συμμετοχή αστικών δυνάμεων. Ηταν αποφασιστική η συμβολή του στη λεγόμενη «πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ», το 1990, καθώς και στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1991), τότε που επιχειρήθηκε η «μεγάλη έφοδος» για τη διασκόρπιση του ΚΚΕ στον τότε Συνασπισμό.
Τότε που το Κόμμα μας χτυπήθηκε από μέσα, στο όνομα της «ανανέωσης», που σήμαινε την προσαρμογή του ΚΚΕ στο σύστημα.
Ο σ. Χαρίλαος δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν δυνατό να γίνει και το παραμικρό θετικό σε τούτο τον τόπο δίχως την ύπαρξη του ΚΚΕ.
Εγνοια μόνιμη
Το 1978 πραγματοποιείται το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το πρώτο νόμιμο, μετά από τρεις δεκαετίες βαθιάς παρανομίας. Το ζήτημα της ιδεολογικής δουλειάς έμπαινε στην πρώτη γραμμή. Στην εισήγησή του, τότε, είχε σημειώσει ανάμεσα στα άλλα:
«Η διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών αναπτύσσεται σε συνθήκες βαθιάς κρίσης της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης και ανόδου της ακτινοβολίας των προοδευτικών ιδανικών. Ακόμα και του σοβαρού πλήγματος που δέχτηκε η θεωρία και πρακτική του χυδαίου αντικομμουνισμού της "εθνικοφροσύνης" και της υποτέλειας, στην οποία στήριξε η άρχουσα τάξη ολόκληρη τη μεταπολεμική πορεία της Ελλάδας.
Θα ήταν όμως λάθος να υποθέσουμε ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές στις συνειδήσεις των μαζών βρίσκουν αυτόματα συνεπή προσανατολισμό, ότι όλες οδηγούν σε θετικά πολιτικά αποκρυσταλλώματα και τοποθετήσεις.
Πέρα απ' αυτό τα νέα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις, που πυκνώνουν το μαζικό κίνημα, μπάζουν στο επαναστατικό κίνημα μιαν ολόκληρη κλίμακα αστικών και μικροαστικών ιδεών, ρεφορμιστικών ή δεξιών και "αριστερών" οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Ακόμα, η άρχουσα τάξη καταβάλλει επίμονες προσπάθειες να εκτρέψει το ριζοσπαστισμό των μαζών σε λαθεμένες κατευθύνσεις, στο αδιέξοδο, να τον συγκρατήσει στα "όρια" της αστικής ιδεολογίας ή να τον σπρώξει στο μικροαστικό σοσιαλισμό ή και τον αναρχισμό (...)
Χρειάζεται ν' αντικρούσουμε τις θέσεις που αρνούνται τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στην πάλη για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Που μειώνουν τη σημασία της ταξικής πάλης και του αντιμονοπωλιακού αγώνα και την υποκαθιστούν είτε με το πνεύμα του συμβιβασμού και της ταξικής συνεργασίας, είτε μ' ένα αταξικό εθνικοαπελευθερωτικό εθνικισμό καλυμμένο πίσω από το αντιεπιστημονικό σχήμα της αντιπαράθεσης μητρόπολης - περιφέρειας.
Χρειάζεται επίσης να αντιπαλεύουμε τις αντιλήψεις του λεγόμενου "ελληνικού σοσιαλισμού" στις διάφορες παραλλαγές τους, που απολυτοποιούν τις εθνικές ιδιομορφίες και μας καταλογίζουν πως μιμούμαστε τάχα ξένα πρότυπα, για να διαστρεβλώσουν την ουσία του σοσιαλισμού, ν' αγνοήσουν τις γενικές του νομοτέλειες, ν' αρνηθούν την πείρα της οικοδόμησης του υπαρκτού σοσιαλισμού κ.ά.».
** Τριατατικοί λέγονταν τα μέλη του σωματείου Τηλεγραφητών, Τηλεφωνητών, Ταχυδρομικών, μέλος του οποίου ήταν ο Χ. Φλωράκης, τηλεγραφητής ήταν η δουλειά του μέχρι που βγήκε στο βουνό. Ως τηλεγραφητής πρωτογνώρισε μέσα από τις πάμπολλες μεταθέσεις του απ' άκρη σ' άκρη την Ελλάδα.
Χαρίλαος Φλωράκης :
Μασκαριλίκια και ευτράπελα της φυλακής και των στρατοδικείων
'Εχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε (22 Μάη 2005) που έφυγε από τη ζωή ο αντάρτης του ΕΛΑΣ, ο καπετάνιος του ΔΣΕ, ο κομμουνιστής, ο λαϊκός ηγέτης Χαρίλαος Φλωράκης.
Ο Χαρίλαος, όπως τον αποκαλούν οι περισσότεροι ―οι δικοί του, οι σύντροφοί του και όσοι τον έζησαν από κοντά, αλλά και ο λαός μας, άνθρωποι ανεξαρτήτως ηλικίας και ιδεολογικού προσανατολισμού― αντιπροσώπευε μια ολόκληρη γενιά κομμουνιστών που με την προσφορά τους σφράγισαν ανεξίτηλα την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και του τόπου γενικότερα. Αυτή η προσφορά παραμένει αστείρευτη πηγή έμπνευσης και διδαγμάτων για τις νεότερες γενιές.
Στο πρόσωπο του Χαρίλαου κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ· τιμούμε όσους έζησαν και πάλεψαν για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, σοσιαλιστική· για το μέλλον που αξίζουν και δικαιούνται οι άνθρωποι απ’ άκρη σ’ άκρη τη γης.
Σε τούτο το μικρό αφιέρωμα παρουσιάζουμε μερικά στιγμιότυπα από τη ζωή-δράση (ζωή και δράση στο κίνημα ένα και το αυτό σε ό,τι αφορά στον Χαρίλαο) του Χαρίλαου Φλωράκη στο κίνημα, όπως καταγράφηκαν σε δυο βιβλία που κυκλοφόρησαν και τα δυο πριν το θάνατό του και είναι βασισμένα σε αφηγήσεις του. Ο Χαρίλαος, με τον ορμητικό σαν φουσκωμένο ποτάμι λόγο του, την αστείρευτη λαϊκή σοφία που ξεχείλιζε σε κάθε του φράση, συνεπικουρούμενος από τη βαθιά γνώση της ιστορίας και μια δυνατή μνήμη, είχε το χάρισμα να συναρπάζει, να παρασέρνει τον συνομιλητή του και το ακροατήριό του. Αυτό το χάρισμα πέρασε (τηρουμένων των αναλογιών) και στις σελίδες των δυο βιβλίων.
Τα περιστατικά που περιγράφονται είναι ενδεικτικά του κλίματος και των συνθηκών της εποχής τους, αλλά και του επιπέδου των ανθρώπων που διαδραμάτισαν, από το πόστο του ο καθένας, κάποιον ρόλο στη νεώτερη ιστορία αυτού του τόπου. Οι δικές μας παρεμβάσεις (με πλάγια γραφή), όπου γίνονται, έχουν σκοπό να συνδέσουν τα γεγονότα με τον χρόνο και τον τόπο που αυτά διαδραματίστηκαν.
Όμως ας «πάρει» καλύτερα το λόγο ο ίδιος ο Χαρίλαος…
«Κοίταξε να φυλαχτείς γιατί φαίνεσαι!»
Φλεβάρης 1943. Το ΚΚΕ οργανώνει ομάδες αντίστασης κάτω από τη μύτη των Γερμανών καταχτητών. Ο Χαρίλαος παίρνει εντολή από το Κόμμα και βγαίνει στο βουνό, στην Πάρνηθα και συνδέεται με την ομάδα του Ορέστη Μούντριχα. Εκείνες τις μέρες ο Άρης Βελουχιώτης κατεβαίνει στην Αθήνα για επαφές με την ηγεσία του Κόμματος. Ανταμώνει με το τμήμα του Μούντριχα στην Πάρνηθα. Οι μετακινήσεις των ανταρτών είναι συχνό φαινόμενο. Σε μια από αυτές…
Περάσαμε από την Πάρνηθα στον Κιθαιρώνα. Αλλά στη συνοδεία του Άρη ήτανε κι ένα ομορφόπαιδο. Πότε πρόλαβε και τα ΄φτιάξε με μια κοπέλα από την παρέα του Ορειβατικού, πότε τα μίλησαν, δεν καταλάβαμε. Και δώκανε ραντεβού να συναντηθούν σε δυο μέρες στην Αθήνα. Καθώς εμείς διαβήκαμε νύχτα από το ένα βουνό στο άλλο, αυτός έμεινε πίσω και τον χάσαμε. Τι να κάνουμε; Είχε έρθει μαζί με την ομάδα του Άρη, κι εμείς τον θεωρήσαμε λιποτάκτη. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι είχε δημιουργηθεί αίσθημα. Είπαμε μπορεί να πάει να παρουσιαστεί και να κάνει πολύ κακό σε όλους μας, και στον Άρη. Πήραμε απόφαση να πάει κάποιος να ειδοποιήσει την οργάνωση της Αθήνας για να πάρει μέτρα για το Κόμμα. Ήμουν ο μόνος που ήξερα πού να βρω την οργάνωση, να πάρω επαφή και να τους ειδοποιήσω.
«Άντε, Χαρίλαε».
Ξεκινώ από την Αγία Τριάδα που ήμασταν και πάω στο Καπαρέλι, στο σπίτι του υπεύθυνου για το ΕΑΜ και το Κόμμα. Είχα και γενάκι και φορούσα και στρατιωτικά. Έπρεπε να ξυριστώ και κάπως ν’ αλλάξω. Μου έφεραν μια μηχανή να ξυριστώ, που το ξυραφάκι της θα ήταν από τον καιρό του Μεσοπολέμου – σκουριασμένο. Πελεκήθηκα κυριολεκτικά· κι όπως ήμουν ηλιοκαμένος, όπου ήταν τα γένια και το μουστάκι βγήκε το πρόσωπο μου τόπους τόπους άσπρο. Μου δώκανε και ρούχα που μου ήτανε όλα βαφτιστικά. Το σακάκι ήταν σαν γιλέκο· το παντελόνι σαν σχολικό. Πριν ξημερώσει ξεκίνησα με τα πόδια από το Καπαρέλι για το Κριεκούκι, για να προλάβω να πάρω το γκαζοζέν. Κάθισα σε μια θέση πίσω πίσω και δίπλα μου κάθισε ένας Κριεκουκιώτης που με κοίταζε επίμονα.
«Τι κάνεις απ’ εδώ στα μέρη μας;» μου λέει.
«Παραμονές Πάσχα είναι», του λέω, «κι ήρθα, μπάρμπα, γι αβγά».
«Βρήκες;» μου λέει.
«Βρήκα», του λέω, «αλλά μου φαίνονται ακριβά».
«Δηλαδή, πόσο;» με ρωτάει.
Του λέω κι εγώ:
«Διακόσιες το ζευγάρι».
Και τότε αυτός βάζει κάτι γέλια, ασταμάτητα.
«Κοίταξε να φυλαχτείς», μου λέει, «γιατί φαίνεσαι».
Τώρα εγώ γιατί «φαινόμουνα»; Γιατί δεν ήταν μόνο το πρόσωπό μου, που ήταν παρδαλό από τον ήλιο, και τα ρούχα τα βαφτιστικά, ήταν πως και τα αβγά είχαν ξεπεράσει τις χίλιες διακόσιες δραχμές το ζευγάρι, εξαιτίας του πληθωρισμού, που ήταν άλλο πράγμα μέσα στην Κατοχή. Μας είχε τσακίσει. Όμως εγώ είχα κάνει τέσσερις μήνες στο βουνό και πώς να το ξέρω…
«Τώρα κάτσε και πλήρωνε»…
Απρίλης 1960. Αίθουσα στρατοδικείου στα δικαστήρια της οδού Αρσάκη. Ο Χαρίλαος μαζί με άλλα ―42 συνολικά― στελέχη δικάζονται με την κατηγορία της «κατασκοπίας». Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας το σκηνοθετημένο κατηγορητήριο καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Παρ’ όλ’ αυτά η αγωνία πριν το άκουσμα των ποινών κορυφώνεται. Ο Βασιλικός Επίτροπος προτείνει για τους Φλωράκη, Λουλέ και Δάλα θάνατο. Για τους άλλους ισόβια. Υπουργοί, βουλευτές, δικαστές στέλνουν υπομνήματα και εκκλήσεις όπου είναι δυνατό. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε ισόβια. Το κλίμα είναι πανηγυρικό. Με τα ισόβια είχαν την ελπίδα πως κάποτε θα βγουν…
[Σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια από κείνη τη δίκη, ο Χαρίλαος λέει «Για τους ίδιους λόγους που άργησαν να μας δικάσουν, δηλαδή για τις σχέσεις τους με τη Σοβιετική Ένωση, δε μας έβαλαν θανατική ποινή. Διαφορετικά θα μας είχαν πάρει το κεφάλι. Και να σκεφθείς ότι με αυτόν το νόμο που δικαστήκαμε, νόμο του Μεταξά, δικάστηκαν μόνο μια υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών σαν κατάσκοπος και ο Μπελογιάννης. Ήταν ένας νόμος που δίκαζε τη σκέψη, δε χρειαζόταν να έχεις κάνει πράξεις. Έτσι έγινε και με μας»]
Ο πρόεδρος ρώτησε το Ρακιτζή, αρχηγό τότε της αστυνομίας και μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη: «Τι στοιχείο έχετε για το Φλωράκη;»
«Ουδέν στοιχείο, κύριε πρόεδρε, αλλά ο Μαρξ, ο Ένγκελς τι ήταν; Αυτούς ενστερνίζεται ο Φλωράκης και όλοι οι άλλοι».
Και τότε ήταν που ο Ηλίας Ηλιού στην αγόρευσή του είπε: «Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει!»
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ανδρεόπουλος ρωτά τους μάρτυρες:
«Για ποιο λόγο πολεμούσαν στην κατοχή;»
«Για να πάρουν την εξουσία, κύριε πρόεδρε».
Ο Φλωράκης πετάγεται πάνω.
«Την εξουσία την είχαμε».
«Ας μη τη δίνατε».
«Αυτό ήταν το λάθος μας».
«Τώρα κάτσε και πλήρωνε».
«Πάντως, πρέπει να δεχτούμε ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έπαιξε τότε ρόλο στις ποινές που τελικά επιβλήθηκαν. Είχε συστήσει με δημόσια δήλωσή του να είναι προσεκτικοί για να μην επιδεινωθεί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με την πτώση του κατασκοπευτικού αμερικανικού αεροπλάνου Υ2 στη Σοβιετική Ένωση και είχε ματαιωθεί εκείνες τις μέρες η συνάντηση κορυφής Χρουστσόφ-Αϊζενχάουερ».
Η δίκη τελείωσε το μήνα Μάη του ’60 και οι καταδικασθέντες μοιράστηκαν στις φυλακές. Ο Χαρίλαος έφυγε για την Κέρκυρα, μετά πειθαρχική μεταγωγή στα Γιούρα και στη συνέχεια στην Αίγινα με τους παλιούς του φίλους, Κώστα Λουλέ και Γιώργο Τρικαλινό, για να μείνει εκεί άλλα έξι χρόνια μέχρι το καλοκαίρι του ’66. Ήταν η τρίτη κατά σειρά φυλακή που πήγαινε μετά την Κέρκυρα και τα Γιούρα…
«…ήτανε αδύνατον να πεις ότι ο Μπέιβιν ήτανε καθίκι»
Τις φυλακές της Κέρκυρας ο Χαρίλαος δεν τις «επισκέφτηκε» μόνο μια φορά. Μια από τις «επισκέψεις» του εκεί κράτησε τέσσερα χρόνια, από το χειμώνα του 1954 έως το 1958. Ο Χαρίλαος είχε συλληφθεί ως «επικίνδυνος εχθρός» της πατρίδας, μετά την είσοδό του στη χώρα, κατόπιν εντολής του Κόμματος, από το Βουκουρέστι της Ρουμανίας όπου βρισκόταν εξόριστος. Το περιστατικό που αφηγείται εδώ, αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο.
Στην Κέρκυρα, στις φυλακές, οι συνθήκες κράτησής μας ήταν τραγικές. Κελιά που ήτανε προορισμένα για έναν, με ένα τσιμεντένιο κρεβάτι που έπρεπε να το μοιραστούμε δυο και τρεις. Τα κρεβάτια, για να εξηγούμαστε, δύο επιπλέον ράντσα, σχημάτιζαν ένα Π. Κεφαλή το τσιμεντένιο, παράλληλα με τον τοίχο το ένα ράντσο και κολλητά το δεύτερο. Για να βγεις έξω έπρεπε να περάσεις πάνω από το ένα ράντσο. Και το δράμα ήτανε το βράδυ, όταν με το βασίλεμα του ήλιου κλείνανε τα κελιά και άνοιγαν το πρωί. Να σε πιάνει κόψιμο, να θέλεις να πας για κατούρημα στο ουροδοχείο και να μην μπορείς. Ζούσαμε ένα δράμα.
Το ουροδοχείο το αποκαλούσαμε «μπέιβιν». Το ωραίο ήταν ότι είχε πλέον καθιερωθεί η ονομασία του ως μπέιβιν και φώναζαν οι φύλακες όταν έσπαγε σε κάνα κελί και χρειαζόταν να αντικατασταθεί: «Ένα μπέιβιν στην τάδε ακτίνα, τάδε κελί». Αλλά Μπέιβιν ονομαζότανε ο τότε υπουργός της Αγγλίας! Οι Άγγλοι συμμετείχαν ενεργά στην τρομοκρατία που ασκούνταν σε βάρος του κινήματος. Αλλά ήτανε αδύνατον να πεις ότι ο Μπέιβιν ήτανε καθίκι. Είπαμε κι εμείς το καθίκι Μπέιβιν και του έμεινε. Οι φύλακες θεώρησαν ότι είχε πάρει μια εντελώς τεχνική σημασία. Κι έτσι δεν έλεγαν ένα ουροδοχείο, αλλά ένα μπέιβιν, όπως είχε καθιερωθεί η ονομασία του…
«Ακόμα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προσευχή δε θα ’κανα!»
[…Αλλά υπάρχει και μια αστεία ιστορία. Με πήγαν για πρώτη φορά στη Λάρισα, στις 25 Μάρτη του 1954, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Η Λάρισα είχε αγροτικές φυλακές, επανορθωτικές τις λέγανε, όπου πήγαιναν όσους είχαν καταδικαστεί μέχρι πέντε χρόνια. Υπήρχαν και οι εγκληματικές φυλακές, που ήταν για τους καταδικασμένους από πέντε και πάνω. Εμένα τι να με κάνουν; Με έβαλαν στις επανορθωτικές, αφού δεν υπήρχαν άλλες, και η δίκη έπρεπε να γίνει στη Λάρισα. Το πρωί λοιπόν μας δίνανε το τσάι. Έμπαιναν όλοι στη γραμμή για να το πάρουν. Έμπαινα κι εγώ. Όμως προηγουμένως ένας κρατούμενος έκανε την προσευχή κι έλεγε το «Πιστεύω…» Μετά κατευθείαν στη σειρά και στο καζάνι για το τσάι.
Εγώ δεν έκανα το σταυρό μου. Όμως στεκόμουνα σε στάση προσοχής σεβόμενος την πίστη των άλλων. Όταν το πρόσεξαν, με φώναξε ο φύλακας και μου έκανε παρατήρηση. Εγώ συνέχισα. Οπότε με πήγε στον αρχιφύλακα.
«Κοίταξε εδώ», του λέω, «δεν θέλω να κοροϊδέψω κανέναν. Ποιος θα με πιστέψει, αφού ξέρουν ότι είμαι κομμουνιστής, αν κάνω το σταυρό μου και λέω προσευχή; Να σας κοροϊδέψω δεν θέλω. Επομένως, ξεχάστε το! Προσευχή δεν κάνω».
Στις φυλακές πάντα προΐσταται ο εισαγγελέας της πόλης όπου βρίσκονται. Ερχόταν κι εκεί ο εισαγγελέας, μια φορά τη βδομάδα, κι έπαιρνε αναφορά για τους κρατούμενους, για τα ζητήματα που δημιουργούσαν. Τότε ο αρχιφύλακας μ’ έβγαλε στην αναφορά. Ο εισαγγελέας γνώριζε τον αδελφό μου και με ρώτησε τι είχα κάνει. Κι ενώ κατά κάποιο τρόπο ήταν αυστηρός μαζί μου, ούτε σε τιμωρία με υπέβαλε ούτε τίποτα. Εγώ, επειδή με ρώτησε για τον αδελφό μου, ξεθάρρεψα περισσότερο και του λέω:
«Άκουσε μωρέ, ακόμα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προσευχή δεν θα ‘κανα».
«Γιατί;» μου λέει.
«Γιατί εδώ βάζουν και κάνει προσευχή ο Κασσαβέτης. Αυτός λέει το «Πιστεύω»».
Τότε γυρίζει ο εισαγγελέας και λέει στον αρχιφύλακα:
«Αυτόν βάζετε; Τότε έχει δίκιο…»
Ποιος ήταν ο Κασσαβέτης; Όταν περνούσα το πρώτο δικαστήριο στη Λάρισα, είχα διαβάσει όλα τα πρακτικά της δίκης του στην Ελευθερία. Ο Κασσαβέτης, λοιπόν, ήταν τμηματάρχης του Δημόσιου Ταμείου της Λάρισας…
Ο… μπάρμπας μου ο Μαρξ!
Φθινόπωρο του 1985. Ο Χαρίλαος, ο Κώστας Λουλές και άλλοι, καταλήγουν στο σπίτι του Λουλέ στην Αθήνα, μετά την προβολή της ταινίας του Βούλγαρη «Πέτρινα χρόνια», που παρακολούθησαν. Οι μνήμες ζωντανές, η συγκίνηση έκδηλη. Η παρέα δεν αργεί να «πιάσει» τα παλιά. Οι διηγήσεις δίνουν και παίρνουν. Ο Χαρίλαος θυμάται ένα περιστατικό με το τρανζιστοράκι στις φυλακές της Αίγινας, όπου βρισκόταν με τον αχώριστο φίλο του Κώστα Λουλέ, τον Γιώργη Τρικαλινό και άλλους. Το ένα περιστατικό φέρνει το άλλο και η συζήτηση έχει ανάψει…
«Η ιστορία με το τρανζίστορ κράτησε γύρω στα δυο χρόνια, μέχρι να αποφυλακιστούμε. Το ήξεραν μόνο ο πατέρας σου (σ.σ. Ο Χαρίλαος απευθύνεται εδώ στη Νίτσα Λουλέ, κόρη του Κώστα Λουλέ και συγγραφέα του βιβλίου, που είναι παρούσα στη συζήτηση), ο Τρικαλινός κι εγώ. Ζητούσα να φυλάω τσίλιες κάθε φορά που κάναμε μάθημα (αν μας έπιαναν πάνω στο μάθημα, μας στέλνανε δικαστήριο), μόνο και μόνο για να ακούω τις ειδήσεις. Έβαζα τα ακουστικά στο αυτί και καθόμουν στην πόρτα. Σε κατάλληλη ευκαιρία τους έλεγα τα νέα. Εκείνοι που δεν ήξεραν την ύπαρξη του τρανζίστορ αναρωτιόνταν από που τα μάθαινα. Ώσπου, ένα βράδυ, τους το αποκάλυψα. Ήταν το ’66. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έκανε δηλώσεις για μας. «Ντροπή για την πολιτεία, έλεγε ανάμεσα στα άλλα, να φοβάται εξήντα κρατουμένους (τόσοι είχαμε απομείνει πια) και να τους κρατάει στη φυλακή σαν επικίνδυνους για το κράτος». Κάπως έτσι ήταν οι δηλώσεις του Κανελλόπουλου. Μόλις το άκουσα, τους είπα. «Παιδιά βγαίνουμε». Και τους αποκάλυψα την ύπαρξη του τρανζίστορ».
(Κώστας Λουλές): «Θυμάσαι, βρε Χαριλιό, το «ντου» που μας έκαναν και πήραν ό,τι χαρτικό είχαμε πάνω μας;»
(Χαρίλαος): «Εγώ θυμάμαι, εσύ τη λουλέικη φασαρία που έκανες, τη θυμάσαι; Που λέτε, σε κείνο το γιουρούσι -γιατί για γιουρούσι επρόκειτο- μας πήραν όλα τα βιβλία, όλες τις φωτογραφίες, σημειώματα, τα πάντα. Ο πατέρας σου έχασε σε κείνο το πλιάτσικο όλα τα τεύχη του Οικονομικού Ταχυδρόμου που φύλαγε. Έκανε καβγά που δε λέγεται, μα ποιος τον άκουγε! Το νόστιμο, όμως, ήταν άλλο. Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.
«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.
«Γιατί, ποιος είναι;»
«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».
«Έχεις, μωρέ, μπάρμπα παπά και είσαι φυλακή;»
«Μα, αυτός με έφερε εδώ μέσα».
«Και γλίτωσε η φωτογραφία του Μαρξ, γιατί ο φύλακας νόμισε πως ο μπάρμπας του ο παπάς ήταν αντίθετος από τον ανιψιό του και τον έστειλε φυλακή!»
(Νίτσα Λουλέ) Έκατσε μαζί μας ο Χαρίλαος εκείνη την Κυριακή μέχρι αργά το απόγευμα, με ιστορίες, πειράγματα και αστεία…]
«Αν σε κόλλαγε αυτός ο πουτσαράς στα χέρια δε γλίτωνες!»
Το συγκεκριμένο περιστατικό τοποθετείται μάλλον στο 1959. Μετά την τετράχρονη φυλάκιση στην Κέρκυρα και πριν τη μεγάλη δίκη στην Αθήνα την Άνοιξη του ΄60.
Εκείνη την εποχή τίποτα δεν έκανε εντύπωση. Μέχρι που είδαμε να νοικιάζουν ακόμα και πουτάνες που παρίσταναν τις χήρες και κάθονταν έξω από τα δικαστήρια σε δίκες αγωνιστών και μαδιόντουσαν κι έδειχναν τον κατηγορούμενο ότι δήθεν τον αναγνώριζαν και πως ήταν αυτός που σκότωσε τον… άντρα τους. Τρομερά πράγματα έγιναν τότε.
Πέρασα και δύο δικαστήρια στη Λευκάδα. Το ένα ήταν για το φόνο ενός δασκάλου, του Ροκόφυλλου. Μου φαίνεται πως ήταν μπάρμπας του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, του δικηγόρου. Η αλήθεια είναι ότι κάτι συνεργάτες του Μάρκου βρήκαν την ευκαιρία να ξεθάψουν κάποιες παλιές ιστορίες με τον Παλιούρα.
Ο Παλιούρας ήταν μόνιμος αξιωματικός, που είχε βγει στο βουνό με μια ομάδα -ανάμεσα τους και ο Ροκόφυλλος- και κυνηγούσε τον ΕΛΑΣ στην περιοχή. Κάπου στην Άρτα τον πιάσανε και τον σκοτώσανε, καθώς περνούσε ο Μάρκος προς τα πάνω. Αλλά εγώ δεν είχα καμιά σχέση. Δεν ήμουνα στο Επιτελείο του Μάρκου, είχα τη φύλαξή τους και έπρεπε να τους περάσω, οδηγώντας τους μέσα από τους βάλτους.
Μόκα λέγανε το μάρτυρα κατηγορίας που εμφανίστηκε εναντίον μου, και ήταν από ένα χωριό του δήμου Απεραντίων, τρομοκράτης ο ίδιος της περιοχής από Τέτρακο έως Εδεσσό και Βάλτο. Να φανταστείς ότι οι δικηγόροι έφεραν στο δικαστήριο αντίγραφο από το ποινικό του μητρώο και ήταν καταδικασμένος τρεις τέσσερις φορές για τυμβωρυχία.
Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο φορώντας στρατιωτικό χιτώνιο, με μαλλιά μακριά, γενειάδα ως το στήθος, και στα πόδια του είχε τσαρούχια με φούντες. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο δικηγόρος μου, απευθυνόμενος προς το δικαστήριο, είπε δείχνοντάς τον: «Ο απίθανος αυτός τύπος με την πλουσίαν βλάστησιν από τους πόδας έως της κορυφής…»
Του λέει ο πρόεδρος:
«Πες μας εσύ τι ξέρεις».
«Ο κατηγορούμενος», του απαντά -και δείχνει εμένα- «κρατούσε, κύριε πρόεδρε, στο ένα χέρι το χαρτί, στο άλλο το μαχαίρι, κι έτσι τον έσφαξε τον Ροκόφυλλο».
Παραξενεύτηκε ο πρόεδρος.
Εγώ ήμουν διοικητής μιας μονάδας πέντε χιλιάδων ανταρτών και συνόδευα τον Μάρκο. Θα κατέβαινα ποτέ εγώ ο ίδιος μ’ ένα χαρτί στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μαχαίρι να σφάξω ποιον;
«Είσαι βέβαιος», τον ξαναρωτά ο πρόεδρος, «ότι ήταν ο κατηγορούμενος;»
«Τι λες, κύριε πρόεδρε. Αν σε κόλλαγε αυτός ο πουτσαράς στα χέρια, δεν γλίτωνες».
Έμεινε το δικαστήριο. Πρόεδρος και δικαστές και ακροατήριο λύθηκαν από τα γέλια. Το ζήτημα δεν ήταν η κουβέντα «πουτσαράς» που είπε για μένα. Γιατί στις δικές μας περιοχές, Ευρυτανία και Ρούμελη, η λέξη είχε εντελώς άλλη έννοια. Όταν κάποιος δείχνει μεγάλο ανδρισμό, γενναιότητα, παλικαριά – ακόμα και γυναίκες άκουγες να λέει η μια στην άλλη, «Μπράβο, ρε πουτσαρίνα», αν κάποια έδειχνε ιδιαίτερο δυναμισμό. Αυτήν την έννοια είχε. Αλλά φυσικά σε ανθρώπους που δεν προέρχονταν από τις περιοχές μας η λέξη προκάλεσε γέλια και έκπληξη.
Ο Χαρίλαος, όπως τον αποκαλούν οι περισσότεροι ―οι δικοί του, οι σύντροφοί του και όσοι τον έζησαν από κοντά, αλλά και ο λαός μας, άνθρωποι ανεξαρτήτως ηλικίας και ιδεολογικού προσανατολισμού― αντιπροσώπευε μια ολόκληρη γενιά κομμουνιστών που με την προσφορά τους σφράγισαν ανεξίτηλα την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και του τόπου γενικότερα. Αυτή η προσφορά παραμένει αστείρευτη πηγή έμπνευσης και διδαγμάτων για τις νεότερες γενιές.
Στο πρόσωπο του Χαρίλαου κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ· τιμούμε όσους έζησαν και πάλεψαν για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, σοσιαλιστική· για το μέλλον που αξίζουν και δικαιούνται οι άνθρωποι απ’ άκρη σ’ άκρη τη γης.
Σε τούτο το μικρό αφιέρωμα παρουσιάζουμε μερικά στιγμιότυπα από τη ζωή-δράση (ζωή και δράση στο κίνημα ένα και το αυτό σε ό,τι αφορά στον Χαρίλαο) του Χαρίλαου Φλωράκη στο κίνημα, όπως καταγράφηκαν σε δυο βιβλία που κυκλοφόρησαν και τα δυο πριν το θάνατό του και είναι βασισμένα σε αφηγήσεις του. Ο Χαρίλαος, με τον ορμητικό σαν φουσκωμένο ποτάμι λόγο του, την αστείρευτη λαϊκή σοφία που ξεχείλιζε σε κάθε του φράση, συνεπικουρούμενος από τη βαθιά γνώση της ιστορίας και μια δυνατή μνήμη, είχε το χάρισμα να συναρπάζει, να παρασέρνει τον συνομιλητή του και το ακροατήριό του. Αυτό το χάρισμα πέρασε (τηρουμένων των αναλογιών) και στις σελίδες των δυο βιβλίων.
Τα περιστατικά που περιγράφονται είναι ενδεικτικά του κλίματος και των συνθηκών της εποχής τους, αλλά και του επιπέδου των ανθρώπων που διαδραμάτισαν, από το πόστο του ο καθένας, κάποιον ρόλο στη νεώτερη ιστορία αυτού του τόπου. Οι δικές μας παρεμβάσεις (με πλάγια γραφή), όπου γίνονται, έχουν σκοπό να συνδέσουν τα γεγονότα με τον χρόνο και τον τόπο που αυτά διαδραματίστηκαν.
Όμως ας «πάρει» καλύτερα το λόγο ο ίδιος ο Χαρίλαος…
«Κοίταξε να φυλαχτείς γιατί φαίνεσαι!»
Φλεβάρης 1943. Το ΚΚΕ οργανώνει ομάδες αντίστασης κάτω από τη μύτη των Γερμανών καταχτητών. Ο Χαρίλαος παίρνει εντολή από το Κόμμα και βγαίνει στο βουνό, στην Πάρνηθα και συνδέεται με την ομάδα του Ορέστη Μούντριχα. Εκείνες τις μέρες ο Άρης Βελουχιώτης κατεβαίνει στην Αθήνα για επαφές με την ηγεσία του Κόμματος. Ανταμώνει με το τμήμα του Μούντριχα στην Πάρνηθα. Οι μετακινήσεις των ανταρτών είναι συχνό φαινόμενο. Σε μια από αυτές…
Περάσαμε από την Πάρνηθα στον Κιθαιρώνα. Αλλά στη συνοδεία του Άρη ήτανε κι ένα ομορφόπαιδο. Πότε πρόλαβε και τα ΄φτιάξε με μια κοπέλα από την παρέα του Ορειβατικού, πότε τα μίλησαν, δεν καταλάβαμε. Και δώκανε ραντεβού να συναντηθούν σε δυο μέρες στην Αθήνα. Καθώς εμείς διαβήκαμε νύχτα από το ένα βουνό στο άλλο, αυτός έμεινε πίσω και τον χάσαμε. Τι να κάνουμε; Είχε έρθει μαζί με την ομάδα του Άρη, κι εμείς τον θεωρήσαμε λιποτάκτη. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι είχε δημιουργηθεί αίσθημα. Είπαμε μπορεί να πάει να παρουσιαστεί και να κάνει πολύ κακό σε όλους μας, και στον Άρη. Πήραμε απόφαση να πάει κάποιος να ειδοποιήσει την οργάνωση της Αθήνας για να πάρει μέτρα για το Κόμμα. Ήμουν ο μόνος που ήξερα πού να βρω την οργάνωση, να πάρω επαφή και να τους ειδοποιήσω.
«Άντε, Χαρίλαε».
Ξεκινώ από την Αγία Τριάδα που ήμασταν και πάω στο Καπαρέλι, στο σπίτι του υπεύθυνου για το ΕΑΜ και το Κόμμα. Είχα και γενάκι και φορούσα και στρατιωτικά. Έπρεπε να ξυριστώ και κάπως ν’ αλλάξω. Μου έφεραν μια μηχανή να ξυριστώ, που το ξυραφάκι της θα ήταν από τον καιρό του Μεσοπολέμου – σκουριασμένο. Πελεκήθηκα κυριολεκτικά· κι όπως ήμουν ηλιοκαμένος, όπου ήταν τα γένια και το μουστάκι βγήκε το πρόσωπο μου τόπους τόπους άσπρο. Μου δώκανε και ρούχα που μου ήτανε όλα βαφτιστικά. Το σακάκι ήταν σαν γιλέκο· το παντελόνι σαν σχολικό. Πριν ξημερώσει ξεκίνησα με τα πόδια από το Καπαρέλι για το Κριεκούκι, για να προλάβω να πάρω το γκαζοζέν. Κάθισα σε μια θέση πίσω πίσω και δίπλα μου κάθισε ένας Κριεκουκιώτης που με κοίταζε επίμονα.
«Τι κάνεις απ’ εδώ στα μέρη μας;» μου λέει.
«Παραμονές Πάσχα είναι», του λέω, «κι ήρθα, μπάρμπα, γι αβγά».
«Βρήκες;» μου λέει.
«Βρήκα», του λέω, «αλλά μου φαίνονται ακριβά».
«Δηλαδή, πόσο;» με ρωτάει.
Του λέω κι εγώ:
«Διακόσιες το ζευγάρι».
Και τότε αυτός βάζει κάτι γέλια, ασταμάτητα.
«Κοίταξε να φυλαχτείς», μου λέει, «γιατί φαίνεσαι».
Τώρα εγώ γιατί «φαινόμουνα»; Γιατί δεν ήταν μόνο το πρόσωπό μου, που ήταν παρδαλό από τον ήλιο, και τα ρούχα τα βαφτιστικά, ήταν πως και τα αβγά είχαν ξεπεράσει τις χίλιες διακόσιες δραχμές το ζευγάρι, εξαιτίας του πληθωρισμού, που ήταν άλλο πράγμα μέσα στην Κατοχή. Μας είχε τσακίσει. Όμως εγώ είχα κάνει τέσσερις μήνες στο βουνό και πώς να το ξέρω…
«Τώρα κάτσε και πλήρωνε»…
Απρίλης 1960. Αίθουσα στρατοδικείου στα δικαστήρια της οδού Αρσάκη. Ο Χαρίλαος μαζί με άλλα ―42 συνολικά― στελέχη δικάζονται με την κατηγορία της «κατασκοπίας». Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας το σκηνοθετημένο κατηγορητήριο καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Παρ’ όλ’ αυτά η αγωνία πριν το άκουσμα των ποινών κορυφώνεται. Ο Βασιλικός Επίτροπος προτείνει για τους Φλωράκη, Λουλέ και Δάλα θάνατο. Για τους άλλους ισόβια. Υπουργοί, βουλευτές, δικαστές στέλνουν υπομνήματα και εκκλήσεις όπου είναι δυνατό. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε ισόβια. Το κλίμα είναι πανηγυρικό. Με τα ισόβια είχαν την ελπίδα πως κάποτε θα βγουν…
[Σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια από κείνη τη δίκη, ο Χαρίλαος λέει «Για τους ίδιους λόγους που άργησαν να μας δικάσουν, δηλαδή για τις σχέσεις τους με τη Σοβιετική Ένωση, δε μας έβαλαν θανατική ποινή. Διαφορετικά θα μας είχαν πάρει το κεφάλι. Και να σκεφθείς ότι με αυτόν το νόμο που δικαστήκαμε, νόμο του Μεταξά, δικάστηκαν μόνο μια υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών σαν κατάσκοπος και ο Μπελογιάννης. Ήταν ένας νόμος που δίκαζε τη σκέψη, δε χρειαζόταν να έχεις κάνει πράξεις. Έτσι έγινε και με μας»]
Ο πρόεδρος ρώτησε το Ρακιτζή, αρχηγό τότε της αστυνομίας και μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη: «Τι στοιχείο έχετε για το Φλωράκη;»
«Ουδέν στοιχείο, κύριε πρόεδρε, αλλά ο Μαρξ, ο Ένγκελς τι ήταν; Αυτούς ενστερνίζεται ο Φλωράκης και όλοι οι άλλοι».
Και τότε ήταν που ο Ηλίας Ηλιού στην αγόρευσή του είπε: «Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει!»
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ανδρεόπουλος ρωτά τους μάρτυρες:
«Για ποιο λόγο πολεμούσαν στην κατοχή;»
«Για να πάρουν την εξουσία, κύριε πρόεδρε».
Ο Φλωράκης πετάγεται πάνω.
«Την εξουσία την είχαμε».
«Ας μη τη δίνατε».
«Αυτό ήταν το λάθος μας».
«Τώρα κάτσε και πλήρωνε».
«Πάντως, πρέπει να δεχτούμε ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έπαιξε τότε ρόλο στις ποινές που τελικά επιβλήθηκαν. Είχε συστήσει με δημόσια δήλωσή του να είναι προσεκτικοί για να μην επιδεινωθεί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με την πτώση του κατασκοπευτικού αμερικανικού αεροπλάνου Υ2 στη Σοβιετική Ένωση και είχε ματαιωθεί εκείνες τις μέρες η συνάντηση κορυφής Χρουστσόφ-Αϊζενχάουερ».
Η δίκη τελείωσε το μήνα Μάη του ’60 και οι καταδικασθέντες μοιράστηκαν στις φυλακές. Ο Χαρίλαος έφυγε για την Κέρκυρα, μετά πειθαρχική μεταγωγή στα Γιούρα και στη συνέχεια στην Αίγινα με τους παλιούς του φίλους, Κώστα Λουλέ και Γιώργο Τρικαλινό, για να μείνει εκεί άλλα έξι χρόνια μέχρι το καλοκαίρι του ’66. Ήταν η τρίτη κατά σειρά φυλακή που πήγαινε μετά την Κέρκυρα και τα Γιούρα…
«…ήτανε αδύνατον να πεις ότι ο Μπέιβιν ήτανε καθίκι»
Τις φυλακές της Κέρκυρας ο Χαρίλαος δεν τις «επισκέφτηκε» μόνο μια φορά. Μια από τις «επισκέψεις» του εκεί κράτησε τέσσερα χρόνια, από το χειμώνα του 1954 έως το 1958. Ο Χαρίλαος είχε συλληφθεί ως «επικίνδυνος εχθρός» της πατρίδας, μετά την είσοδό του στη χώρα, κατόπιν εντολής του Κόμματος, από το Βουκουρέστι της Ρουμανίας όπου βρισκόταν εξόριστος. Το περιστατικό που αφηγείται εδώ, αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο.
Στην Κέρκυρα, στις φυλακές, οι συνθήκες κράτησής μας ήταν τραγικές. Κελιά που ήτανε προορισμένα για έναν, με ένα τσιμεντένιο κρεβάτι που έπρεπε να το μοιραστούμε δυο και τρεις. Τα κρεβάτια, για να εξηγούμαστε, δύο επιπλέον ράντσα, σχημάτιζαν ένα Π. Κεφαλή το τσιμεντένιο, παράλληλα με τον τοίχο το ένα ράντσο και κολλητά το δεύτερο. Για να βγεις έξω έπρεπε να περάσεις πάνω από το ένα ράντσο. Και το δράμα ήτανε το βράδυ, όταν με το βασίλεμα του ήλιου κλείνανε τα κελιά και άνοιγαν το πρωί. Να σε πιάνει κόψιμο, να θέλεις να πας για κατούρημα στο ουροδοχείο και να μην μπορείς. Ζούσαμε ένα δράμα.
Το ουροδοχείο το αποκαλούσαμε «μπέιβιν». Το ωραίο ήταν ότι είχε πλέον καθιερωθεί η ονομασία του ως μπέιβιν και φώναζαν οι φύλακες όταν έσπαγε σε κάνα κελί και χρειαζόταν να αντικατασταθεί: «Ένα μπέιβιν στην τάδε ακτίνα, τάδε κελί». Αλλά Μπέιβιν ονομαζότανε ο τότε υπουργός της Αγγλίας! Οι Άγγλοι συμμετείχαν ενεργά στην τρομοκρατία που ασκούνταν σε βάρος του κινήματος. Αλλά ήτανε αδύνατον να πεις ότι ο Μπέιβιν ήτανε καθίκι. Είπαμε κι εμείς το καθίκι Μπέιβιν και του έμεινε. Οι φύλακες θεώρησαν ότι είχε πάρει μια εντελώς τεχνική σημασία. Κι έτσι δεν έλεγαν ένα ουροδοχείο, αλλά ένα μπέιβιν, όπως είχε καθιερωθεί η ονομασία του…
«Ακόμα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προσευχή δε θα ’κανα!»
[…Αλλά υπάρχει και μια αστεία ιστορία. Με πήγαν για πρώτη φορά στη Λάρισα, στις 25 Μάρτη του 1954, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Η Λάρισα είχε αγροτικές φυλακές, επανορθωτικές τις λέγανε, όπου πήγαιναν όσους είχαν καταδικαστεί μέχρι πέντε χρόνια. Υπήρχαν και οι εγκληματικές φυλακές, που ήταν για τους καταδικασμένους από πέντε και πάνω. Εμένα τι να με κάνουν; Με έβαλαν στις επανορθωτικές, αφού δεν υπήρχαν άλλες, και η δίκη έπρεπε να γίνει στη Λάρισα. Το πρωί λοιπόν μας δίνανε το τσάι. Έμπαιναν όλοι στη γραμμή για να το πάρουν. Έμπαινα κι εγώ. Όμως προηγουμένως ένας κρατούμενος έκανε την προσευχή κι έλεγε το «Πιστεύω…» Μετά κατευθείαν στη σειρά και στο καζάνι για το τσάι.
Εγώ δεν έκανα το σταυρό μου. Όμως στεκόμουνα σε στάση προσοχής σεβόμενος την πίστη των άλλων. Όταν το πρόσεξαν, με φώναξε ο φύλακας και μου έκανε παρατήρηση. Εγώ συνέχισα. Οπότε με πήγε στον αρχιφύλακα.
«Κοίταξε εδώ», του λέω, «δεν θέλω να κοροϊδέψω κανέναν. Ποιος θα με πιστέψει, αφού ξέρουν ότι είμαι κομμουνιστής, αν κάνω το σταυρό μου και λέω προσευχή; Να σας κοροϊδέψω δεν θέλω. Επομένως, ξεχάστε το! Προσευχή δεν κάνω».
Στις φυλακές πάντα προΐσταται ο εισαγγελέας της πόλης όπου βρίσκονται. Ερχόταν κι εκεί ο εισαγγελέας, μια φορά τη βδομάδα, κι έπαιρνε αναφορά για τους κρατούμενους, για τα ζητήματα που δημιουργούσαν. Τότε ο αρχιφύλακας μ’ έβγαλε στην αναφορά. Ο εισαγγελέας γνώριζε τον αδελφό μου και με ρώτησε τι είχα κάνει. Κι ενώ κατά κάποιο τρόπο ήταν αυστηρός μαζί μου, ούτε σε τιμωρία με υπέβαλε ούτε τίποτα. Εγώ, επειδή με ρώτησε για τον αδελφό μου, ξεθάρρεψα περισσότερο και του λέω:
«Άκουσε μωρέ, ακόμα και να πίστευα στο Θεό και πάλι προσευχή δεν θα ‘κανα».
«Γιατί;» μου λέει.
«Γιατί εδώ βάζουν και κάνει προσευχή ο Κασσαβέτης. Αυτός λέει το «Πιστεύω»».
Τότε γυρίζει ο εισαγγελέας και λέει στον αρχιφύλακα:
«Αυτόν βάζετε; Τότε έχει δίκιο…»
Ποιος ήταν ο Κασσαβέτης; Όταν περνούσα το πρώτο δικαστήριο στη Λάρισα, είχα διαβάσει όλα τα πρακτικά της δίκης του στην Ελευθερία. Ο Κασσαβέτης, λοιπόν, ήταν τμηματάρχης του Δημόσιου Ταμείου της Λάρισας…
Ο… μπάρμπας μου ο Μαρξ!
Φθινόπωρο του 1985. Ο Χαρίλαος, ο Κώστας Λουλές και άλλοι, καταλήγουν στο σπίτι του Λουλέ στην Αθήνα, μετά την προβολή της ταινίας του Βούλγαρη «Πέτρινα χρόνια», που παρακολούθησαν. Οι μνήμες ζωντανές, η συγκίνηση έκδηλη. Η παρέα δεν αργεί να «πιάσει» τα παλιά. Οι διηγήσεις δίνουν και παίρνουν. Ο Χαρίλαος θυμάται ένα περιστατικό με το τρανζιστοράκι στις φυλακές της Αίγινας, όπου βρισκόταν με τον αχώριστο φίλο του Κώστα Λουλέ, τον Γιώργη Τρικαλινό και άλλους. Το ένα περιστατικό φέρνει το άλλο και η συζήτηση έχει ανάψει…
«Η ιστορία με το τρανζίστορ κράτησε γύρω στα δυο χρόνια, μέχρι να αποφυλακιστούμε. Το ήξεραν μόνο ο πατέρας σου (σ.σ. Ο Χαρίλαος απευθύνεται εδώ στη Νίτσα Λουλέ, κόρη του Κώστα Λουλέ και συγγραφέα του βιβλίου, που είναι παρούσα στη συζήτηση), ο Τρικαλινός κι εγώ. Ζητούσα να φυλάω τσίλιες κάθε φορά που κάναμε μάθημα (αν μας έπιαναν πάνω στο μάθημα, μας στέλνανε δικαστήριο), μόνο και μόνο για να ακούω τις ειδήσεις. Έβαζα τα ακουστικά στο αυτί και καθόμουν στην πόρτα. Σε κατάλληλη ευκαιρία τους έλεγα τα νέα. Εκείνοι που δεν ήξεραν την ύπαρξη του τρανζίστορ αναρωτιόνταν από που τα μάθαινα. Ώσπου, ένα βράδυ, τους το αποκάλυψα. Ήταν το ’66. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έκανε δηλώσεις για μας. «Ντροπή για την πολιτεία, έλεγε ανάμεσα στα άλλα, να φοβάται εξήντα κρατουμένους (τόσοι είχαμε απομείνει πια) και να τους κρατάει στη φυλακή σαν επικίνδυνους για το κράτος». Κάπως έτσι ήταν οι δηλώσεις του Κανελλόπουλου. Μόλις το άκουσα, τους είπα. «Παιδιά βγαίνουμε». Και τους αποκάλυψα την ύπαρξη του τρανζίστορ».
(Κώστας Λουλές): «Θυμάσαι, βρε Χαριλιό, το «ντου» που μας έκαναν και πήραν ό,τι χαρτικό είχαμε πάνω μας;»
(Χαρίλαος): «Εγώ θυμάμαι, εσύ τη λουλέικη φασαρία που έκανες, τη θυμάσαι; Που λέτε, σε κείνο το γιουρούσι -γιατί για γιουρούσι επρόκειτο- μας πήραν όλα τα βιβλία, όλες τις φωτογραφίες, σημειώματα, τα πάντα. Ο πατέρας σου έχασε σε κείνο το πλιάτσικο όλα τα τεύχη του Οικονομικού Ταχυδρόμου που φύλαγε. Έκανε καβγά που δε λέγεται, μα ποιος τον άκουγε! Το νόστιμο, όμως, ήταν άλλο. Ένας από τους συγκρατούμενους στο θάλαμό μας είχε πάνω από το ράντζο του τη φωτογραφία του Μαρξ. Πάει ο φύλακας να την ξεκρεμάσει.
«Μη, σε παρακαλώ», του λέει.
«Γιατί, ποιος είναι;»
«Ο μπάρμπας μου, ο παπάς».
«Έχεις, μωρέ, μπάρμπα παπά και είσαι φυλακή;»
«Μα, αυτός με έφερε εδώ μέσα».
«Και γλίτωσε η φωτογραφία του Μαρξ, γιατί ο φύλακας νόμισε πως ο μπάρμπας του ο παπάς ήταν αντίθετος από τον ανιψιό του και τον έστειλε φυλακή!»
(Νίτσα Λουλέ) Έκατσε μαζί μας ο Χαρίλαος εκείνη την Κυριακή μέχρι αργά το απόγευμα, με ιστορίες, πειράγματα και αστεία…]
«Αν σε κόλλαγε αυτός ο πουτσαράς στα χέρια δε γλίτωνες!»
Το συγκεκριμένο περιστατικό τοποθετείται μάλλον στο 1959. Μετά την τετράχρονη φυλάκιση στην Κέρκυρα και πριν τη μεγάλη δίκη στην Αθήνα την Άνοιξη του ΄60.
Εκείνη την εποχή τίποτα δεν έκανε εντύπωση. Μέχρι που είδαμε να νοικιάζουν ακόμα και πουτάνες που παρίσταναν τις χήρες και κάθονταν έξω από τα δικαστήρια σε δίκες αγωνιστών και μαδιόντουσαν κι έδειχναν τον κατηγορούμενο ότι δήθεν τον αναγνώριζαν και πως ήταν αυτός που σκότωσε τον… άντρα τους. Τρομερά πράγματα έγιναν τότε.
Πέρασα και δύο δικαστήρια στη Λευκάδα. Το ένα ήταν για το φόνο ενός δασκάλου, του Ροκόφυλλου. Μου φαίνεται πως ήταν μπάρμπας του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, του δικηγόρου. Η αλήθεια είναι ότι κάτι συνεργάτες του Μάρκου βρήκαν την ευκαιρία να ξεθάψουν κάποιες παλιές ιστορίες με τον Παλιούρα.
Ο Παλιούρας ήταν μόνιμος αξιωματικός, που είχε βγει στο βουνό με μια ομάδα -ανάμεσα τους και ο Ροκόφυλλος- και κυνηγούσε τον ΕΛΑΣ στην περιοχή. Κάπου στην Άρτα τον πιάσανε και τον σκοτώσανε, καθώς περνούσε ο Μάρκος προς τα πάνω. Αλλά εγώ δεν είχα καμιά σχέση. Δεν ήμουνα στο Επιτελείο του Μάρκου, είχα τη φύλαξή τους και έπρεπε να τους περάσω, οδηγώντας τους μέσα από τους βάλτους.
Μόκα λέγανε το μάρτυρα κατηγορίας που εμφανίστηκε εναντίον μου, και ήταν από ένα χωριό του δήμου Απεραντίων, τρομοκράτης ο ίδιος της περιοχής από Τέτρακο έως Εδεσσό και Βάλτο. Να φανταστείς ότι οι δικηγόροι έφεραν στο δικαστήριο αντίγραφο από το ποινικό του μητρώο και ήταν καταδικασμένος τρεις τέσσερις φορές για τυμβωρυχία.
Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο φορώντας στρατιωτικό χιτώνιο, με μαλλιά μακριά, γενειάδα ως το στήθος, και στα πόδια του είχε τσαρούχια με φούντες. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο δικηγόρος μου, απευθυνόμενος προς το δικαστήριο, είπε δείχνοντάς τον: «Ο απίθανος αυτός τύπος με την πλουσίαν βλάστησιν από τους πόδας έως της κορυφής…»
Του λέει ο πρόεδρος:
«Πες μας εσύ τι ξέρεις».
«Ο κατηγορούμενος», του απαντά -και δείχνει εμένα- «κρατούσε, κύριε πρόεδρε, στο ένα χέρι το χαρτί, στο άλλο το μαχαίρι, κι έτσι τον έσφαξε τον Ροκόφυλλο».
Παραξενεύτηκε ο πρόεδρος.
Εγώ ήμουν διοικητής μιας μονάδας πέντε χιλιάδων ανταρτών και συνόδευα τον Μάρκο. Θα κατέβαινα ποτέ εγώ ο ίδιος μ’ ένα χαρτί στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μαχαίρι να σφάξω ποιον;
«Είσαι βέβαιος», τον ξαναρωτά ο πρόεδρος, «ότι ήταν ο κατηγορούμενος;»
«Τι λες, κύριε πρόεδρε. Αν σε κόλλαγε αυτός ο πουτσαράς στα χέρια, δεν γλίτωνες».
Έμεινε το δικαστήριο. Πρόεδρος και δικαστές και ακροατήριο λύθηκαν από τα γέλια. Το ζήτημα δεν ήταν η κουβέντα «πουτσαράς» που είπε για μένα. Γιατί στις δικές μας περιοχές, Ευρυτανία και Ρούμελη, η λέξη είχε εντελώς άλλη έννοια. Όταν κάποιος δείχνει μεγάλο ανδρισμό, γενναιότητα, παλικαριά – ακόμα και γυναίκες άκουγες να λέει η μια στην άλλη, «Μπράβο, ρε πουτσαρίνα», αν κάποια έδειχνε ιδιαίτερο δυναμισμό. Αυτήν την έννοια είχε. Αλλά φυσικά σε ανθρώπους που δεν προέρχονταν από τις περιοχές μας η λέξη προκάλεσε γέλια και έκπληξη.
Ο Χαρίλαος μέσα από τα γραπτά του
Στις 22 Μάη είναι η επέτειος από το θάνατο του Χαρίλαου Φλωράκη, του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ. Κι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσει κανείς για αυτόν και τη σπορά που άφησε πίσω σαν ζευγάς του κινήματος, είναι τα δικά του λόγια και γραπτά ή διάφορες μαρτυρίες για αυτόν, όπως έχουν καταγραφεί σε διάφορα βιβλία.
Όταν τελείωσα το σχολαρχείο πήγα στο γυμνάσιο. Ήταν τετρατάξιο το γυμνάσιο. Τα θρησκευτικά και τα γαλλικά τα υποτιμούσαμε. Τις περισσότερες φορές δεν πηγαίναμε καν στο μάθημα, την κάναμε κοπάνα. Ήταν κι αυτοί οι καθηγητές άλλο πράμα. Δε μας ήρθε ούτε ένας καθηγητής των γαλλικών που να ήταν και σωστός.
Μια μέρα ο καθηγητής των γαλλικών μου λέει.
-Βιενσισί!
-Βγαίνω κύριε καθηγητά, του απαντώ. Και περιμένω να δω τι άλλο θα μου πει.
-Βιενσισί, μου ξαναλέει αυτός.
-Βγαίνω κύριε καθηγητά, εγώ.
Και να λέω από μέσα μου: τι στην ευχή, συν όλα τα άλλα είναι και κουφός. Δεν ακούει που του απαντώ; Γιατί εμείς στα θεσσαλιώτικα λέγαμε: βγαίν΄ς ισύ, που πάει να πει βγαίνεις εσύ.
Βουτάει λοιπόν την κρανιά και με καταχερίζει. Κι εγώ από τότε ούτε που ξαναπάτησα στο μάθημά του.
(Απ’ τις ηχογραφημένες συζητήσεις του Χαρίλαου με την Παναγιωταρέα, όπως τις κατέγραψε η τελευταία στο βιβλίο της «Κι σεν’ πώς σ’ λεν; Χαρίλαος Φλωράκης»).
Όταν τελείωσα το σχολαρχείο πήγα στο γυμνάσιο. Ήταν τετρατάξιο το γυμνάσιο. Τα θρησκευτικά και τα γαλλικά τα υποτιμούσαμε. Τις περισσότερες φορές δεν πηγαίναμε καν στο μάθημα, την κάναμε κοπάνα. Ήταν κι αυτοί οι καθηγητές άλλο πράμα. Δε μας ήρθε ούτε ένας καθηγητής των γαλλικών που να ήταν και σωστός.
Μια μέρα ο καθηγητής των γαλλικών μου λέει.
-Βιενσισί!
-Βγαίνω κύριε καθηγητά, του απαντώ. Και περιμένω να δω τι άλλο θα μου πει.
-Βιενσισί, μου ξαναλέει αυτός.
-Βγαίνω κύριε καθηγητά, εγώ.
Και να λέω από μέσα μου: τι στην ευχή, συν όλα τα άλλα είναι και κουφός. Δεν ακούει που του απαντώ; Γιατί εμείς στα θεσσαλιώτικα λέγαμε: βγαίν΄ς ισύ, που πάει να πει βγαίνεις εσύ.
Βουτάει λοιπόν την κρανιά και με καταχερίζει. Κι εγώ από τότε ούτε που ξαναπάτησα στο μάθημά του.
(Απ’ τις ηχογραφημένες συζητήσεις του Χαρίλαου με την Παναγιωταρέα, όπως τις κατέγραψε η τελευταία στο βιβλίο της «Κι σεν’ πώς σ’ λεν; Χαρίλαος Φλωράκης»).
Η μεραρχία στρατοπέδευσε στην πάνω κερασιά, όπου συναντήθηκα με το σ. Φλωράκη. Οι αντίπαλοι μας χτυπούσαν με δυο αεροπλάνα, τα οποία, επειδή δε συναντούσαν αντίσταση από τα τμήματά μας, έφταναν να πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας, σκότωσαν δυο αντάρτες και τραυμάτισαν αρκετούς. Εκεί μου έκανε εντύπωση η παλικαριά του Γιώτη.
Χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, όπως μερικοί συνεργάτες του, αρπάζει ένα μυδράλιο, στέκεται στη μέση ενός ξέφωτου και αρχίζει να βάλλει ενάντια στα αεροπλάνα. Αυτά σαν είδαν τον κίνδυνο να καταρριφθούν –στο μεταξύ πήραν θάρρος και οι μαχητές κι άρχισαν κι αυτοί να βάλλουν- έκαναν μεταβολή και λάκισαν. Αυτό πάει να πει ηγέτης του στρατού: πρώτος στη μάχη, πρώτος στην παλικαριά.
(Από το οδοιπορικό μιας ζωής του Γιώργη Τρικαλινού με τίτλο, Ανασκαλεύοντας τη χόβολη της μνήμης).
Λάτρης του ωραίου φύλου, ο Χαρίλαος προτιμούσε να συνοδεύεται στις εμφανίσεις του από μια ωραία παρουσία. Μια μέρα η Κατερίνα ήρθε σκασμένη στα γέλια. Κάνοντας γραμματειακή υποστήριξη στον Φλωράκη, παρευρέθηκε σε μια συνάντησή του με μεικτή επιτροπή γυναικών του Κόμματος και της ΚΝΕ. Έτυχε εκείνη τη μέρα –γιατί το ΚΚΕ είχε στις γραμμές του κι ωραίες γυναίκες- το μπουκέτο να μην περιλαμβάνει τα καλύτερα λουλούδια.
Άσχημα ντυμένες, ατημέλητες, άβαφες, εκνεύρισαν με την εμφάνισή τους τον Χαρίλαο, που άρχισε να φορτώνει. «Σχεδόν δεν πρόσεχε τι του έλεγαν», μου είπε η Κατερίνα. Αφού τις ξαπόστειλε, ήρθε από πάνω μου, λες κι έφταιγα εγώ, και μου έμπηξε τις φωνές: «να πας να τους πεις να βγάλουν τα τσουβάλια και να φορέσουν κανένα φουστανάκι. Τόσα ταγάρια έχω να δω από την κατοχή. Θα νομίζει ο κόσμος πως μόλις κατεβήκαμε από το βουνό».
(Από το βιβλίο του Νίκου Μπίστη “Προχωρώντας κι Αναθεωρώντας“)
Χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, όπως μερικοί συνεργάτες του, αρπάζει ένα μυδράλιο, στέκεται στη μέση ενός ξέφωτου και αρχίζει να βάλλει ενάντια στα αεροπλάνα. Αυτά σαν είδαν τον κίνδυνο να καταρριφθούν –στο μεταξύ πήραν θάρρος και οι μαχητές κι άρχισαν κι αυτοί να βάλλουν- έκαναν μεταβολή και λάκισαν. Αυτό πάει να πει ηγέτης του στρατού: πρώτος στη μάχη, πρώτος στην παλικαριά.
(Από το οδοιπορικό μιας ζωής του Γιώργη Τρικαλινού με τίτλο, Ανασκαλεύοντας τη χόβολη της μνήμης).
Λάτρης του ωραίου φύλου, ο Χαρίλαος προτιμούσε να συνοδεύεται στις εμφανίσεις του από μια ωραία παρουσία. Μια μέρα η Κατερίνα ήρθε σκασμένη στα γέλια. Κάνοντας γραμματειακή υποστήριξη στον Φλωράκη, παρευρέθηκε σε μια συνάντησή του με μεικτή επιτροπή γυναικών του Κόμματος και της ΚΝΕ. Έτυχε εκείνη τη μέρα –γιατί το ΚΚΕ είχε στις γραμμές του κι ωραίες γυναίκες- το μπουκέτο να μην περιλαμβάνει τα καλύτερα λουλούδια.
Άσχημα ντυμένες, ατημέλητες, άβαφες, εκνεύρισαν με την εμφάνισή τους τον Χαρίλαο, που άρχισε να φορτώνει. «Σχεδόν δεν πρόσεχε τι του έλεγαν», μου είπε η Κατερίνα. Αφού τις ξαπόστειλε, ήρθε από πάνω μου, λες κι έφταιγα εγώ, και μου έμπηξε τις φωνές: «να πας να τους πεις να βγάλουν τα τσουβάλια και να φορέσουν κανένα φουστανάκι. Τόσα ταγάρια έχω να δω από την κατοχή. Θα νομίζει ο κόσμος πως μόλις κατεβήκαμε από το βουνό».
(Από το βιβλίο του Νίκου Μπίστη “Προχωρώντας κι Αναθεωρώντας“)
-Κύριε Φλωράκη, κάθε μέρα κάτι σημαντικό γίνεται στην χώρα μας, κάθε μέρα κάποια νέα σοβαρή απόφαση παίρνεται από την κυβέρνηση, όλο και κάποιο νέο φιλολαϊκό, δημοκρατικό μέτρο εξαγγέλλεται, σ’ όλους τους τομείς της εθνικής, οικονομικής, κοινωνικής και δημόσιας ζωής. Κι όμως από την πλευρά σας ακούγονται γκρίνιες. Γιατί; Εσείς δε βλέπετε την αλλαγή;
-Αλλαγές φυσικά βλέπω. Αλλαγή δε βλέπω! Αν μάλιστα θέλετε να σας το κάνω λιανά αυτό που λέω ευχαρίστως…
Από τη βιογραφία του Φλωράκη που επιμελήθηκε ο Θεοχαράτος, β’ τόμος: ο Λαϊκός Ηγέτης.
***
Θυμάμαι και το Διαμαντή και την Αγάθη και τον Μπελογιάννη και αμέτρητους ακόμη αγωνιστές –όλους στο χώμα. Αν μπορούσαν να βρουν πνοή και να μας ρωτήσουν: σύντροφοι δώσαμε τη ζωή μας για το σοσιαλισμό, για να παραδοθεί στους προδότες;
Τι θα τους απαντούσαμε, ώστε να ησυχάσουν στους τάφους τους;
Ότι η κήρυξη του κόμματος των μπολσεβίκων εκτός νόμου αποτελεί ανασυγκρότησή του;
Ότι η διάλυση του σοβιετικού κράτους έγινε για τη βελτίωση του υπαρκτού σοσιαλισμού;
Ότι η ανεργία, η πείνα, η εξαθλίωση κι η εγκληματικότητα αποτελούν αναγκαίο στάδιο για το ξαναχτίσιμο του σοσιαλισμού;
Ότι οι μαφίες είναι η αναγκαία μετεξέλιξη του σοσιαλιστικού συστήματος;
Ότι η νέα τάξη είναι η πεμπτουσία του σοσιαλισμού;
Τι θα τους απαντούσαμε;
***
Πρώτο κιόλας θύμα της νέας τάξης είναι η μισθωτή εργασία. Δηλαδή όλο το δίκτυο των κατακτήσεων της εργατικής τάξης κατά τον εικοστό αιώνα. Ήδη άρχισαν να λιμάρουν τους αρμούς της μισθωτής εργασίας. Δεν τη θέλουν συνεχή, δεν τη θέλουν οριοθετημένη από το 8ωρο, δεν τη θέλουν μόνιμη, δεν τη θέλουν σε πλαίσια συλλογικών συμβάσεων και βλέπω να κάνουν την εμφάνισή τους περίεργες ορολογίες: οι πολιτικοί εκπρόσωποι της νέας τάξης κάνουν λόγο για μερική απασχόληση, για ελαστικό ωράριο, για περιφερειακές και τοπικές συμβάσεις εργασίας, για προσωπικά συμβόλαια δουλειάς, κλπ.
Ένας μάλιστα όταν αναφέρεται στα εργασιακά προτιμά να αποκαλεί τους μισθωτούς και τους εργάτες με τον χυδαίο όρο απασχολήσιμοι –κατά το αναλώσιμοι!
Δεν είμαι χαιρέκακος, αλλά ρωτώ τους μισθωτούς που ποτέ δε στήριξαν το κόμμα της εργατιάς, δηλαδή το κόμμα τους.
Αν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση θα τα τολμούσαν όλα αυτά οι βιομήχανοι κι οι κυβερνήσεις τους;
-Αλλαγές φυσικά βλέπω. Αλλαγή δε βλέπω! Αν μάλιστα θέλετε να σας το κάνω λιανά αυτό που λέω ευχαρίστως…
Από τη βιογραφία του Φλωράκη που επιμελήθηκε ο Θεοχαράτος, β’ τόμος: ο Λαϊκός Ηγέτης.
***
Θυμάμαι και το Διαμαντή και την Αγάθη και τον Μπελογιάννη και αμέτρητους ακόμη αγωνιστές –όλους στο χώμα. Αν μπορούσαν να βρουν πνοή και να μας ρωτήσουν: σύντροφοι δώσαμε τη ζωή μας για το σοσιαλισμό, για να παραδοθεί στους προδότες;
Τι θα τους απαντούσαμε, ώστε να ησυχάσουν στους τάφους τους;
Ότι η κήρυξη του κόμματος των μπολσεβίκων εκτός νόμου αποτελεί ανασυγκρότησή του;
Ότι η διάλυση του σοβιετικού κράτους έγινε για τη βελτίωση του υπαρκτού σοσιαλισμού;
Ότι η ανεργία, η πείνα, η εξαθλίωση κι η εγκληματικότητα αποτελούν αναγκαίο στάδιο για το ξαναχτίσιμο του σοσιαλισμού;
Ότι οι μαφίες είναι η αναγκαία μετεξέλιξη του σοσιαλιστικού συστήματος;
Ότι η νέα τάξη είναι η πεμπτουσία του σοσιαλισμού;
Τι θα τους απαντούσαμε;
***
Πρώτο κιόλας θύμα της νέας τάξης είναι η μισθωτή εργασία. Δηλαδή όλο το δίκτυο των κατακτήσεων της εργατικής τάξης κατά τον εικοστό αιώνα. Ήδη άρχισαν να λιμάρουν τους αρμούς της μισθωτής εργασίας. Δεν τη θέλουν συνεχή, δεν τη θέλουν οριοθετημένη από το 8ωρο, δεν τη θέλουν μόνιμη, δεν τη θέλουν σε πλαίσια συλλογικών συμβάσεων και βλέπω να κάνουν την εμφάνισή τους περίεργες ορολογίες: οι πολιτικοί εκπρόσωποι της νέας τάξης κάνουν λόγο για μερική απασχόληση, για ελαστικό ωράριο, για περιφερειακές και τοπικές συμβάσεις εργασίας, για προσωπικά συμβόλαια δουλειάς, κλπ.
Ένας μάλιστα όταν αναφέρεται στα εργασιακά προτιμά να αποκαλεί τους μισθωτούς και τους εργάτες με τον χυδαίο όρο απασχολήσιμοι –κατά το αναλώσιμοι!
Δεν είμαι χαιρέκακος, αλλά ρωτώ τους μισθωτούς που ποτέ δε στήριξαν το κόμμα της εργατιάς, δηλαδή το κόμμα τους.
Αν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση θα τα τολμούσαν όλα αυτά οι βιομήχανοι κι οι κυβερνήσεις τους;
Ένα κόμμα διαλύεται σύντροφοι όταν εκλείπουν οι πολιτικοί και κοινωνικοί λόγοι που επέβαλαν την ίδρυσή του.
Πέστε μου παστρικά μωρέ: εξέλιπαν οι λόγοι που γέννησαν το ΚΚΕ;
Για κοιτάξτε γύρω σας:
Καταργήθηκε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο;
Αμείβεται κανείς σύμφωνα με τη δουλειά του;
Υπάρχει πουθενά στο κοινωνικό περιβάλλον σας ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρωπιά;
Λύθηκαν τα προβλήματα των λαών;
Ηττήθηκε και διαλύθηκε ο ιμπεριαλισμός;
Εδραιώθηκε η παγκόσμια ειρήνη;
Και το μόνο που απομένει πια είναι διαλυθούν και τα κομμουνιστικά κόμματα;
***
Σύντροφοι, αν υπάρχει κάποιος ανάμεσά σας που να βιάζεται περισσότερο από όλους τους άλλους να δει το σοσιαλισμό στον τόπο μας, σίγουρα αυτός είμαι εγώ. Πάλεψα 75 χρόνια για το σοσιαλισμό και τώρα που φεύγω, φυσικό κι ανθρώπινο είναι να λαχταρώ να τον δω, προτού κλείσω τα μάτια –ενώ όλοι εσείς είστε κατά πολύ νεότεροι και έχετε βάσιμες ελπίδες να τον δείτε.
Παρά ταύτα, ούτε τρομαγμένος είμαι, ούτε απελπισμένος. Θα φύγω με τη βεβαιότητα ότι ο σοσιαλισμός –όσες αναποδιές και όσα πισωγυρίσματα και να υπάρξουν- τελικά θα φτάσει. Έτσι προχωρούν οι λαοί, έτσι βαδίζει η ιστορία. Καμία αυτοκρατορία, καμία αντίδραση και καμία αντεπανάσταση δεν υπήρξε αιώνια.
Γιατί οι μπροστάρηδες των λαών και των εποχών –όπως είμαστε και οι κομμουνιστές- ποτέ δε σταύρωσαν τα χέρια, όσο βαριά κι αν ήταν η ήττα. Πάντα έβρισκαν τρόπους να ξαναβάζουν μπροστά τις τροχαλίες της ιστορίας. Άλλωστε σύντροφοι τίποτα δεν πάει χαμένο. Και μη σας πιάνει πανικός ότι όλα χάθηκαν με τη διάλυση της σοβιετικής ένωσης. Όσα και να ξηλώσει η αντεπανάσταση, κάτι θα μείνει. Κι αυτό που θα μείνει είναι το προζύμι, η μαγιά, για ένα νέο –για πολλά νέα και δυναμικότερα ξεκινήματα.
(Από τη βιογραφία του Θεοχαράτου, Β’ Τόμος “ο Λαϊκός Ηγέτης”)
***
Πριν μπω όμως σ’ αυτά νομίζω ότι είναι ευκαιρία να πω ορισμένες επιθυμίες μου. Άνθρωποι είμαστε. Κι έχω πλήρη συνείδηση των όσων λέω. Οικονομικά, ό,τι είχα τα διέθεσα στο κόμμα. Είμαι ευχαριστημένος γιατί και οι αδελφές μου ήταν σύμφωνες σε αυτό κι είναι ευχαριστημένες που έτσι έγιναν τα πράγματα. Τα αντικείμενα που υπάρχουν στο σπίτι θα μείνουν στο κόμμα. Στο κομμουνιστικό κόμμα, βέβαια. Γιατί αν το φέρει ο διάβολος –δε θέλω να το πιστέψω- και έχει την τύχη άλλων κομμάτων, είτε να αλλάξει όνομα είτε πρόγραμμα, το λέω κατηγορηματικά: ζητώ την ανάκληση και την ακύρωση των συμβολαίων δωρεάς και να πάνε όλα στο σπίτι του αγωνιστή. Θέλω να είμαι κατηγορηματικός σ’ αυτό και το λέω τώρα σα μαρτυρία, γιατί εγώ αυτά τα άφησα στο ΚΚΕ και σε κανένα άλλο ερζάτς.
Επαναλαμβάνω: αν πρόκειται να έχουμε αλλαγές, δεν το πιστεύω –πολλά δεν πιστεύει κανείς αλλά πολλά γίνονται…
Ποιος πίστευε ότι θα μπει στην παρανομία το ΚΚΣΕ ή ότι θα αυτοδιαλυθεί;
(Από τη διαθήκη του Χαρίλαου Φλωράκη)
Πέστε μου παστρικά μωρέ: εξέλιπαν οι λόγοι που γέννησαν το ΚΚΕ;
Για κοιτάξτε γύρω σας:
Καταργήθηκε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο;
Αμείβεται κανείς σύμφωνα με τη δουλειά του;
Υπάρχει πουθενά στο κοινωνικό περιβάλλον σας ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρωπιά;
Λύθηκαν τα προβλήματα των λαών;
Ηττήθηκε και διαλύθηκε ο ιμπεριαλισμός;
Εδραιώθηκε η παγκόσμια ειρήνη;
Και το μόνο που απομένει πια είναι διαλυθούν και τα κομμουνιστικά κόμματα;
***
Σύντροφοι, αν υπάρχει κάποιος ανάμεσά σας που να βιάζεται περισσότερο από όλους τους άλλους να δει το σοσιαλισμό στον τόπο μας, σίγουρα αυτός είμαι εγώ. Πάλεψα 75 χρόνια για το σοσιαλισμό και τώρα που φεύγω, φυσικό κι ανθρώπινο είναι να λαχταρώ να τον δω, προτού κλείσω τα μάτια –ενώ όλοι εσείς είστε κατά πολύ νεότεροι και έχετε βάσιμες ελπίδες να τον δείτε.
Παρά ταύτα, ούτε τρομαγμένος είμαι, ούτε απελπισμένος. Θα φύγω με τη βεβαιότητα ότι ο σοσιαλισμός –όσες αναποδιές και όσα πισωγυρίσματα και να υπάρξουν- τελικά θα φτάσει. Έτσι προχωρούν οι λαοί, έτσι βαδίζει η ιστορία. Καμία αυτοκρατορία, καμία αντίδραση και καμία αντεπανάσταση δεν υπήρξε αιώνια.
Γιατί οι μπροστάρηδες των λαών και των εποχών –όπως είμαστε και οι κομμουνιστές- ποτέ δε σταύρωσαν τα χέρια, όσο βαριά κι αν ήταν η ήττα. Πάντα έβρισκαν τρόπους να ξαναβάζουν μπροστά τις τροχαλίες της ιστορίας. Άλλωστε σύντροφοι τίποτα δεν πάει χαμένο. Και μη σας πιάνει πανικός ότι όλα χάθηκαν με τη διάλυση της σοβιετικής ένωσης. Όσα και να ξηλώσει η αντεπανάσταση, κάτι θα μείνει. Κι αυτό που θα μείνει είναι το προζύμι, η μαγιά, για ένα νέο –για πολλά νέα και δυναμικότερα ξεκινήματα.
(Από τη βιογραφία του Θεοχαράτου, Β’ Τόμος “ο Λαϊκός Ηγέτης”)
***
Πριν μπω όμως σ’ αυτά νομίζω ότι είναι ευκαιρία να πω ορισμένες επιθυμίες μου. Άνθρωποι είμαστε. Κι έχω πλήρη συνείδηση των όσων λέω. Οικονομικά, ό,τι είχα τα διέθεσα στο κόμμα. Είμαι ευχαριστημένος γιατί και οι αδελφές μου ήταν σύμφωνες σε αυτό κι είναι ευχαριστημένες που έτσι έγιναν τα πράγματα. Τα αντικείμενα που υπάρχουν στο σπίτι θα μείνουν στο κόμμα. Στο κομμουνιστικό κόμμα, βέβαια. Γιατί αν το φέρει ο διάβολος –δε θέλω να το πιστέψω- και έχει την τύχη άλλων κομμάτων, είτε να αλλάξει όνομα είτε πρόγραμμα, το λέω κατηγορηματικά: ζητώ την ανάκληση και την ακύρωση των συμβολαίων δωρεάς και να πάνε όλα στο σπίτι του αγωνιστή. Θέλω να είμαι κατηγορηματικός σ’ αυτό και το λέω τώρα σα μαρτυρία, γιατί εγώ αυτά τα άφησα στο ΚΚΕ και σε κανένα άλλο ερζάτς.
Επαναλαμβάνω: αν πρόκειται να έχουμε αλλαγές, δεν το πιστεύω –πολλά δεν πιστεύει κανείς αλλά πολλά γίνονται…
Ποιος πίστευε ότι θα μπει στην παρανομία το ΚΚΣΕ ή ότι θα αυτοδιαλυθεί;
(Από τη διαθήκη του Χαρίλαου Φλωράκη)
Κόκκινος Φάκελος :
Ο Άρης και οι φονιάδες του
Ο Άρης βρίσκονταν με τους αντάρτες του στα βουνά. Επί πολλές εβδομάδες παρακρατικοί και χωροφύλακες τον έψαχναν στα βουνά και τα δάση αλλά εκείνος κατάφερνε πάντα να ξεφεύγει. Η μοίρα όμως του αγνότερου των λαικών αγωνιστών έμελλε να σφραγισθεί την 15η Ιουνίου του 1945 στην Μεσούντα Αχελώου. Τη θέση του είχαν εντοπίσει (μετά από υποδείξεις τσοπαναραίων και χωρικών) οι παρακρατικές ομάδες του Βόιδαρου, παλιού ζωοκλέφτη και οπλαρχηγού του Ζέρβα και του Μόκκα, με μέλη τους πρώην ΕΔΕΣίτες, και οι άνδρες του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής.
Στις 16 Ιουνίου, η κυκλωτική κίνηση του κρυσφύγετου του Άρη ξεκίνησε. Ο Άρης με του λιγοστούς μαυροσκούφηδές του κατάλαβε οτι ο κλοιός έσφιγγε και έδωσε τη διαταγή να τραβήξουν όλοι προς τον ποταμό Αχελώο, που διασχίζει την περιοχή, ήλπιζε με την κίνησή του αυτή τουλάχιστον να γλιτώσει τα παλικάρια του. Εκείνος έμεινε πίσω και κατόπιν ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Οι καπετάνιοι πάντα κρατούσαν μία τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους. Ο Τζαβέλλας πιστός φίλος και σύντροφος του Άρη, φώναξε στους άλλους πως ο αρχικαπετάνιος σκοτώθηκε. Ζήτησε να τον ακολουθήσουν στον θάνατο. Εκείνοι δεν συμφώνησαν. Το πρωτοπαλίκαρο του Αρη έσκισε τις φωτογραφίες που είχε ο αρχηγός πάνω του, έσπασε το ρολόι του και το πιστόλι του, τον «Ελβετό», και όταν απομακρύνθηκαν οι υπόλοιποι αγκάλιασε το άψυχο σώμα του και τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας που είχε τοποθετήσει ανάμεσά τους. Ίσως μάλιστα τα τελευταία δευτερόλεπτα, πρόλαβε να δει για τελευταία φορά τα αστέρια.
Τη Δευτέρα 18 Ιουνίου 1945 η ανταπόκριση των «Νέων» από την Πάτρα ανέφερε: «Εξωθεω της Αρτης και παρά την θέσιν Μεσίνταν τμήματα Εθνοφυλακής ενεπλάκησαν με την συμμορίαν του Αρη Βελουχιώτη. Μετά πολύωρον μάχην η συμμορία του Βελουχιώτη διελύθη, ενώ αυτός ούτος ο Βελουχιώτης μετά του καπετάν Τζαβέλλα εφονεύθησαν. Προστίθεται, ότι η συμπλοκή εγένετο την 3ην απογευματινήν του Σαββάτου και ότι συνελήφθη ο εγκληματίας Σωτήριος Δράκος, μέλος της συμμορίας. Αι κεφαλαί των φονευθέντων μεταφέρονται εις Τρίκαλα».
Την είδηση του θανάτου θα επιβεβαιώσει και ο «Ριζοσπάστης», μιλώντας όμως για αυτοκτονία. Το δημοσίευμα της Τρίτης 19 Ιουνίου στη δεύτερη σελίδα έφερε τον τίτλο: «Ο Αρης αυτοκτόνησε αφού τραυματίστηκε σε συμπλοκή με Αγγλους, Εθνοφύλακες και μοναρχικούς ληστοσυμμορίτες».
H ανταπόκριση από τη Λάρισα σημείωνε ότι «κατά τη διάρκεια της μάχης ο Αρης τραυματίστηκε και για να μη συλληφθεί αιχμάλωτος αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα της οποίας προκάλεσε την έκρηξη».
Και κατέληγε: «Με την ίδια χειροβομβίδα σκοτώθηκε και ο Τζαβέλλας. Τα κεφάλια του Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα τα έκοψαν με μαχαίρια και τα μετέφεραν στα Τρίκαλα, όπου τα κρέμασαν στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας».
Αυτή ήταν η μοίρα του καπετάνιου των καπετάνιων....
Τα επινίκεια των φονιάδων
Τα κεφάλια έκοψε ο καπετάν Δράκος του ΕΔΕΣ με σουγιά κατ' εντολήν του Βόιδαρου.
H μαρτυρία του ΕΔΕΣίτη A. Λύκκα , όπως την κατέγραψε ο γιατρός X. Γκούβας το 1985, είναι συγκλονιστική: «Ο Βόιδαρος ήταν όλο χαρά και διέταξε τον Δράκο να κόψει το κεφάλι του Αρη με τον σχιά (σουγιά). Εκείνος δεν μπορούσε ούτε ανάσα να πάρει. Εβγαλε έναν σχιά, απ' αυτούς που διπλώνουν στα δύο, και πήγε κοντά να κόψει το κεφάλι του Αρη. Ελα όμως που ο σχιάς δεν έκοβε και ταλαιπωρήθηκε ο έρμος. Πρέπει να 'κανε περισσότερα από δεκαπέντε λεπτά ν' αποκόψει το κεφάλι. Δυσκολεύθηκε εκεί που είναι τα νεύρα. Ο Βόιδαρος έπιασε το κεφάλι από τα μαλλιά και το σήκωσε ψηλά να το δουν όλοι όσοι ήταν εκεί τριγύρω. Καθώς έσταζε ακόμα αίματα, το έβαλαν στον τουρβά. Για να μη μυρίσει στη διαδρομή το παραφούσκωσαν με αλάτι».
Τα δύο λείψανα μεταφέρθηκαν μέσω Μεσούντας (στην πλατεία της οποίας στήθηκε γλέντι από τους παρακρατικούς) και Μυρόφυλλου (όπου τα επεδείκνυαν ακουμπισμένα σε ένα πεζούλι έξω από το καφενείο του χωριού), στα Τρίκαλα. Το έγγραφο του στρατιωτικού διοικητή Λάρισας συνταγματάρχη Μουκανάκη της 18ης Ιουνίου αναφέρει: «Αι κεφαλαί των Αρη και Τζαβέλλα εξετέθησαν εις κοινήν θέαν εις την πλατείαν της πόλεως Τρικκάλων. Εδόθη διαταγή να ταφώσι μετά την λήψιν των διαφόρων φωτογραφιών κτλ. παρά της σημάνσεως Χωροφυλακής Τρικάλων».
Οι μαρτυρίες, σε συνδυασμό με τα δημοσιεύματα της εποχής, για το πόσο έμειναν κρεμασμένα τα κεφάλια στον φανοστάτη διαφέρουν και πολλές απο αυτές είναι αποδεδειγμένα αποκύημα φαντασίας. Αλλού προκύπτει πως ήταν από 18 ως 20 Ιουνίου και αλλού από 17 ως 19 Ιουνίου, και στις δυο περιπτώσεις πάντως λιγότερο από 48 ώρες. Ηταν πιασμένα με σχοινί που περάσθηκε απο τρύπες στα αυτιά και από τις άκρες ενός πασάλου, ο οποίος δέθηκε σε προσιτό για τα μάτια των αποσβολωμένων πολιτών σημείο του πανύψηλου φανοστάτη που έστεκε στην κεντρική πλατεία Ρήγα Φεραίου.
H «Ακρόπολη» θα γράψει: «Πυκνά πλήθη παρήλασαν από την πλατείαν όπου ήσαν ανηρτημέναι αι κεφαλαί διά σχοινίων από τον πάσσαλον. Το θέαμα ήτο φρικιαστικόν...».
Ενώ ο δημοσιογράφος και μέλος του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής Ρίζος Μπόκοτας («Ποιος κρύβει το κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη», Γλάρος, 1984) θα καταγράψει: «Το κρέμασμα των κεφαλιών ακολουθεί μια γιορτή ζούγκλας που διαρκεί ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας, με πίπιζες, νταούλια, ζουρνάδες, βασιλικά θούρια και με το "Ζέρβα μ', σε θέλει ο βασιλιάς..."».
Στο ρεπορτάζ της 19ης Ιουνίου η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα αναφέρει ότι «αι κεφαλαί των δύο αρχηγών εξετέθησαν προς κοινήν θέαν εις την κεντρικήν πλατείαν των Τρικκάλων καθ' όλην την ημέραν τής χθες, χιλιάδες δε κόσμου παρήλασαν διά να ίδουν την κεφαλήν του φοβερού Αρη».
H εφημερίδα μεταφέρει και την εξής σημαντική πληροφορία: «Αργά την νύκτα αι Αρχαί απέσυρον τας εκτεθειμένας κεφαλάς, πιστεύεται δε ότι αύται ταριχευόμεναι θα μεταφερθούν ενταύθα. Τα πτώματα εγκατελείφθησαν εις τον τόπον της μάχης».
H πληροφορία για ενδεχόμενη μεταφορά των κεφαλιών στην Αθήνα έχει το ειδικό ενδιαφέρον της, σε συνδυασμό με το ταξίδι του Ναπολέοντα Ζέρβα στα Τρίκαλα, ενώ ως προς τις σορούς των δύο ανταρτών οι επικρατέστερες εκδοχές, που προκύπτουν από μαρτυρίες, είναι δύο: ή ότι πετάχτηκαν επί τόπου στον Αχελώο ή ότι τις περιέφεραν στα χωριά με κάρο και κατόπιν τις πέταξαν. Σε κάθε περίπτωση θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι δεν βρέθηκαν και δεν ετάφησαν ποτέ. Ωστόσο ούτε για τις σορούς έχει αποκαλυφθεί τι πραγματικά συνέβη.
Ο ιδρυτής του ΕΔΕΣ φέρεται να ανέβηκε με κουστωδία από την Αθήνα για να συγχαρεί τους εθνικόφρονες για τη μεγάλη επιτυχία τους να πιάσουν τον «αρχισυμμορίτη» - και θανάσιμο αντίπαλό του - Βελουχιώτη (με τον οποίο είχε μακρινή συγγένεια). Μετά τις κανιβαλικές εκδηλώσεις γύρω από τον φανοστάτη και την αποκαθήλωσή τους, τα κεφάλια μεταφέρθηκαν μέσα σε τσουβάλι από παρακρατικούς και χωροφύλακες στην τότε Διοίκηση Χωροφυλακής, σε ένα υπόγειο, και τοποθετήθηκαν μέσα σε τσίγκινο καζάνι με πάγο και αλάτι ώσπου να τα δει ο Ζέρβας. Οι παρακρατικοί δεν θα διστάσουν να κυκλοφορήσουν στην πόλη χλευαστικά τη φήμη ότι τα κεφάλια τα πέταξαν «σε βόθρο» ή ότι τα έριξαν «στα σκυλιά»! Υπάρχει ωστόσο η εκδοχή ότι τα κεφάλια δεν πετάχτηκαν ούτε θάφτηκαν, αλλά μεταφέρθηκαν. Ο αρχηγός του ΕΔΕΣ φθάνει στα Τρίκαλα (το ταξίδι του τοποθετείται χρονικά γύρω στις 20 - 21 Ιουνίου) και οδηγείται στη διοίκηση για να δει τα «τρόπαια», ενώ το βράδυ θα οργανωθεί γλέντι προς τιμήν του υψηλού προσκεκλημένου στη σάλα κάτω από το ξενοδοχείο «Πανελλήνιον», παρουσία γνωστών συμμοριτών του θεσσαλικού κάμπου, όπως ο Σούρλας από τα Φάρσαλα και ο Τσιαντούλας από τα Τρίκαλα.
«Αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη»...
Τα κεφάλια φέρεται να είχαν τοποθετηθεί σε δοχείο πετρελαίου που σφραγίστηκε και κατόπιν γεμίστηκε με οινόπνευμα από το στόμιο, ενώ τα ίχνη τους χάνονται με την αναχώρηση του Ζέρβα για την Αθήνα. Κατά τον ισχυρισμό του Μπόκοτα - αλλά και τις υποψίες άλλων - τα κεφάλια μεταφέρθηκαν στην Αθήνα «για να καταλήξουν στο Εγκληματολογικό Μουσείο, δίπλα σε εκείνα των λήσταρχων Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τζαμήτρα κ.ά.». H φήμη αυτή ωστόσο ουδέποτε επιβεβαιώθηκε, ενώ κατηγορηματικά τη διέψευσε - εμφανώς ενοχλημένος - ο σημερινός υπεύθυνος του Εγκληματολογικού Μουσείου καθηγητής Ιατροδικαστικής όταν του τέθηκε το θέμα.
H «Ελεύθερη Ελλάδα», το όργανο του EAM, ζητούσε στις 20.6.1945 να κατεβάσουν τα κεφάλια από τον φανοστάτη και να τα μεταφέρουν στον Γοργοπόταμο για να ταφούν, «εκεί που ο Αρης δόξασε την Ελλάδα». Και καλούσε «να μη μιλούν για ταρίχευση και για μεταφορά του λειψάνου στην Αθήνα».
H «Ακρόπολις» ωστόσο θα γράψει την επομένη ότι «αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη συμφώνως προς εντολήν των Αρχών», κάτι που θεωρείται από πολλούς το πιο πιθανό. Πού όμως; Κανείς δεν έμαθε ποτέ! Κάποιοι από εκείνους που έζησαν τα μακάβρια γεγονότα εικάζουν ότι τα κεφάλια θάφτηκαν εν όσω ήταν στα Τρίκαλα - και σε άγνωστο σημείο για να μη γίνουν πόλος προσέλκυσης των ομοϊδεατών του Αρη - και ότι ουδέποτε μετεφέρθησαν στην Αθήνα. Παρά τις προσπάθειες όμως που κατέβαλαν επί σειρά ετών οι ανιψιές του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, θυγατέρες του αδελφού του, Μπάμπη Κλάρα, αλλά και συναγωνιστές του, δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν την αλήθεια.
Στις 16 Ιουνίου, η κυκλωτική κίνηση του κρυσφύγετου του Άρη ξεκίνησε. Ο Άρης με του λιγοστούς μαυροσκούφηδές του κατάλαβε οτι ο κλοιός έσφιγγε και έδωσε τη διαταγή να τραβήξουν όλοι προς τον ποταμό Αχελώο, που διασχίζει την περιοχή, ήλπιζε με την κίνησή του αυτή τουλάχιστον να γλιτώσει τα παλικάρια του. Εκείνος έμεινε πίσω και κατόπιν ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Οι καπετάνιοι πάντα κρατούσαν μία τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους. Ο Τζαβέλλας πιστός φίλος και σύντροφος του Άρη, φώναξε στους άλλους πως ο αρχικαπετάνιος σκοτώθηκε. Ζήτησε να τον ακολουθήσουν στον θάνατο. Εκείνοι δεν συμφώνησαν. Το πρωτοπαλίκαρο του Αρη έσκισε τις φωτογραφίες που είχε ο αρχηγός πάνω του, έσπασε το ρολόι του και το πιστόλι του, τον «Ελβετό», και όταν απομακρύνθηκαν οι υπόλοιποι αγκάλιασε το άψυχο σώμα του και τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας που είχε τοποθετήσει ανάμεσά τους. Ίσως μάλιστα τα τελευταία δευτερόλεπτα, πρόλαβε να δει για τελευταία φορά τα αστέρια.
Τη Δευτέρα 18 Ιουνίου 1945 η ανταπόκριση των «Νέων» από την Πάτρα ανέφερε: «Εξωθεω της Αρτης και παρά την θέσιν Μεσίνταν τμήματα Εθνοφυλακής ενεπλάκησαν με την συμμορίαν του Αρη Βελουχιώτη. Μετά πολύωρον μάχην η συμμορία του Βελουχιώτη διελύθη, ενώ αυτός ούτος ο Βελουχιώτης μετά του καπετάν Τζαβέλλα εφονεύθησαν. Προστίθεται, ότι η συμπλοκή εγένετο την 3ην απογευματινήν του Σαββάτου και ότι συνελήφθη ο εγκληματίας Σωτήριος Δράκος, μέλος της συμμορίας. Αι κεφαλαί των φονευθέντων μεταφέρονται εις Τρίκαλα».
Την είδηση του θανάτου θα επιβεβαιώσει και ο «Ριζοσπάστης», μιλώντας όμως για αυτοκτονία. Το δημοσίευμα της Τρίτης 19 Ιουνίου στη δεύτερη σελίδα έφερε τον τίτλο: «Ο Αρης αυτοκτόνησε αφού τραυματίστηκε σε συμπλοκή με Αγγλους, Εθνοφύλακες και μοναρχικούς ληστοσυμμορίτες».
H ανταπόκριση από τη Λάρισα σημείωνε ότι «κατά τη διάρκεια της μάχης ο Αρης τραυματίστηκε και για να μη συλληφθεί αιχμάλωτος αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα της οποίας προκάλεσε την έκρηξη».
Και κατέληγε: «Με την ίδια χειροβομβίδα σκοτώθηκε και ο Τζαβέλλας. Τα κεφάλια του Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα τα έκοψαν με μαχαίρια και τα μετέφεραν στα Τρίκαλα, όπου τα κρέμασαν στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας».
Αυτή ήταν η μοίρα του καπετάνιου των καπετάνιων....
Τα επινίκεια των φονιάδων
Τα κεφάλια έκοψε ο καπετάν Δράκος του ΕΔΕΣ με σουγιά κατ' εντολήν του Βόιδαρου.
H μαρτυρία του ΕΔΕΣίτη A. Λύκκα , όπως την κατέγραψε ο γιατρός X. Γκούβας το 1985, είναι συγκλονιστική: «Ο Βόιδαρος ήταν όλο χαρά και διέταξε τον Δράκο να κόψει το κεφάλι του Αρη με τον σχιά (σουγιά). Εκείνος δεν μπορούσε ούτε ανάσα να πάρει. Εβγαλε έναν σχιά, απ' αυτούς που διπλώνουν στα δύο, και πήγε κοντά να κόψει το κεφάλι του Αρη. Ελα όμως που ο σχιάς δεν έκοβε και ταλαιπωρήθηκε ο έρμος. Πρέπει να 'κανε περισσότερα από δεκαπέντε λεπτά ν' αποκόψει το κεφάλι. Δυσκολεύθηκε εκεί που είναι τα νεύρα. Ο Βόιδαρος έπιασε το κεφάλι από τα μαλλιά και το σήκωσε ψηλά να το δουν όλοι όσοι ήταν εκεί τριγύρω. Καθώς έσταζε ακόμα αίματα, το έβαλαν στον τουρβά. Για να μη μυρίσει στη διαδρομή το παραφούσκωσαν με αλάτι».
Τα δύο λείψανα μεταφέρθηκαν μέσω Μεσούντας (στην πλατεία της οποίας στήθηκε γλέντι από τους παρακρατικούς) και Μυρόφυλλου (όπου τα επεδείκνυαν ακουμπισμένα σε ένα πεζούλι έξω από το καφενείο του χωριού), στα Τρίκαλα. Το έγγραφο του στρατιωτικού διοικητή Λάρισας συνταγματάρχη Μουκανάκη της 18ης Ιουνίου αναφέρει: «Αι κεφαλαί των Αρη και Τζαβέλλα εξετέθησαν εις κοινήν θέαν εις την πλατείαν της πόλεως Τρικκάλων. Εδόθη διαταγή να ταφώσι μετά την λήψιν των διαφόρων φωτογραφιών κτλ. παρά της σημάνσεως Χωροφυλακής Τρικάλων».
Οι μαρτυρίες, σε συνδυασμό με τα δημοσιεύματα της εποχής, για το πόσο έμειναν κρεμασμένα τα κεφάλια στον φανοστάτη διαφέρουν και πολλές απο αυτές είναι αποδεδειγμένα αποκύημα φαντασίας. Αλλού προκύπτει πως ήταν από 18 ως 20 Ιουνίου και αλλού από 17 ως 19 Ιουνίου, και στις δυο περιπτώσεις πάντως λιγότερο από 48 ώρες. Ηταν πιασμένα με σχοινί που περάσθηκε απο τρύπες στα αυτιά και από τις άκρες ενός πασάλου, ο οποίος δέθηκε σε προσιτό για τα μάτια των αποσβολωμένων πολιτών σημείο του πανύψηλου φανοστάτη που έστεκε στην κεντρική πλατεία Ρήγα Φεραίου.
H «Ακρόπολη» θα γράψει: «Πυκνά πλήθη παρήλασαν από την πλατείαν όπου ήσαν ανηρτημέναι αι κεφαλαί διά σχοινίων από τον πάσσαλον. Το θέαμα ήτο φρικιαστικόν...».
Ενώ ο δημοσιογράφος και μέλος του 118ου Τάγματος Εθνοφυλακής Ρίζος Μπόκοτας («Ποιος κρύβει το κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη», Γλάρος, 1984) θα καταγράψει: «Το κρέμασμα των κεφαλιών ακολουθεί μια γιορτή ζούγκλας που διαρκεί ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας, με πίπιζες, νταούλια, ζουρνάδες, βασιλικά θούρια και με το "Ζέρβα μ', σε θέλει ο βασιλιάς..."».
Στο ρεπορτάζ της 19ης Ιουνίου η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα αναφέρει ότι «αι κεφαλαί των δύο αρχηγών εξετέθησαν προς κοινήν θέαν εις την κεντρικήν πλατείαν των Τρικκάλων καθ' όλην την ημέραν τής χθες, χιλιάδες δε κόσμου παρήλασαν διά να ίδουν την κεφαλήν του φοβερού Αρη».
H εφημερίδα μεταφέρει και την εξής σημαντική πληροφορία: «Αργά την νύκτα αι Αρχαί απέσυρον τας εκτεθειμένας κεφαλάς, πιστεύεται δε ότι αύται ταριχευόμεναι θα μεταφερθούν ενταύθα. Τα πτώματα εγκατελείφθησαν εις τον τόπον της μάχης».
H πληροφορία για ενδεχόμενη μεταφορά των κεφαλιών στην Αθήνα έχει το ειδικό ενδιαφέρον της, σε συνδυασμό με το ταξίδι του Ναπολέοντα Ζέρβα στα Τρίκαλα, ενώ ως προς τις σορούς των δύο ανταρτών οι επικρατέστερες εκδοχές, που προκύπτουν από μαρτυρίες, είναι δύο: ή ότι πετάχτηκαν επί τόπου στον Αχελώο ή ότι τις περιέφεραν στα χωριά με κάρο και κατόπιν τις πέταξαν. Σε κάθε περίπτωση θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι δεν βρέθηκαν και δεν ετάφησαν ποτέ. Ωστόσο ούτε για τις σορούς έχει αποκαλυφθεί τι πραγματικά συνέβη.
Ο ιδρυτής του ΕΔΕΣ φέρεται να ανέβηκε με κουστωδία από την Αθήνα για να συγχαρεί τους εθνικόφρονες για τη μεγάλη επιτυχία τους να πιάσουν τον «αρχισυμμορίτη» - και θανάσιμο αντίπαλό του - Βελουχιώτη (με τον οποίο είχε μακρινή συγγένεια). Μετά τις κανιβαλικές εκδηλώσεις γύρω από τον φανοστάτη και την αποκαθήλωσή τους, τα κεφάλια μεταφέρθηκαν μέσα σε τσουβάλι από παρακρατικούς και χωροφύλακες στην τότε Διοίκηση Χωροφυλακής, σε ένα υπόγειο, και τοποθετήθηκαν μέσα σε τσίγκινο καζάνι με πάγο και αλάτι ώσπου να τα δει ο Ζέρβας. Οι παρακρατικοί δεν θα διστάσουν να κυκλοφορήσουν στην πόλη χλευαστικά τη φήμη ότι τα κεφάλια τα πέταξαν «σε βόθρο» ή ότι τα έριξαν «στα σκυλιά»! Υπάρχει ωστόσο η εκδοχή ότι τα κεφάλια δεν πετάχτηκαν ούτε θάφτηκαν, αλλά μεταφέρθηκαν. Ο αρχηγός του ΕΔΕΣ φθάνει στα Τρίκαλα (το ταξίδι του τοποθετείται χρονικά γύρω στις 20 - 21 Ιουνίου) και οδηγείται στη διοίκηση για να δει τα «τρόπαια», ενώ το βράδυ θα οργανωθεί γλέντι προς τιμήν του υψηλού προσκεκλημένου στη σάλα κάτω από το ξενοδοχείο «Πανελλήνιον», παρουσία γνωστών συμμοριτών του θεσσαλικού κάμπου, όπως ο Σούρλας από τα Φάρσαλα και ο Τσιαντούλας από τα Τρίκαλα.
«Αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη»...
Τα κεφάλια φέρεται να είχαν τοποθετηθεί σε δοχείο πετρελαίου που σφραγίστηκε και κατόπιν γεμίστηκε με οινόπνευμα από το στόμιο, ενώ τα ίχνη τους χάνονται με την αναχώρηση του Ζέρβα για την Αθήνα. Κατά τον ισχυρισμό του Μπόκοτα - αλλά και τις υποψίες άλλων - τα κεφάλια μεταφέρθηκαν στην Αθήνα «για να καταλήξουν στο Εγκληματολογικό Μουσείο, δίπλα σε εκείνα των λήσταρχων Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Τζαμήτρα κ.ά.». H φήμη αυτή ωστόσο ουδέποτε επιβεβαιώθηκε, ενώ κατηγορηματικά τη διέψευσε - εμφανώς ενοχλημένος - ο σημερινός υπεύθυνος του Εγκληματολογικού Μουσείου καθηγητής Ιατροδικαστικής όταν του τέθηκε το θέμα.
H «Ελεύθερη Ελλάδα», το όργανο του EAM, ζητούσε στις 20.6.1945 να κατεβάσουν τα κεφάλια από τον φανοστάτη και να τα μεταφέρουν στον Γοργοπόταμο για να ταφούν, «εκεί που ο Αρης δόξασε την Ελλάδα». Και καλούσε «να μη μιλούν για ταρίχευση και για μεταφορά του λειψάνου στην Αθήνα».
H «Ακρόπολις» ωστόσο θα γράψει την επομένη ότι «αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη συμφώνως προς εντολήν των Αρχών», κάτι που θεωρείται από πολλούς το πιο πιθανό. Πού όμως; Κανείς δεν έμαθε ποτέ! Κάποιοι από εκείνους που έζησαν τα μακάβρια γεγονότα εικάζουν ότι τα κεφάλια θάφτηκαν εν όσω ήταν στα Τρίκαλα - και σε άγνωστο σημείο για να μη γίνουν πόλος προσέλκυσης των ομοϊδεατών του Αρη - και ότι ουδέποτε μετεφέρθησαν στην Αθήνα. Παρά τις προσπάθειες όμως που κατέβαλαν επί σειρά ετών οι ανιψιές του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, θυγατέρες του αδελφού του, Μπάμπη Κλάρα, αλλά και συναγωνιστές του, δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν την αλήθεια.
Στις 12 Μάη 1947 εγκαινιάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου
**Για τον πατέρα μου Στέλιο-ΒΕΤΟ**
- Στις 12 Μαΐου του 1947, εν μέσω του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, εγκαινιάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου, στο ομώνυμο ξερονήσι απέναντι από το Λαύριο. Το στρατόπεδο θα αποτελέσει στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπο εξορίας χιλιάδων για τους οποίους το καθεστώς έκρινε ότι έχρηζαν κοινωνικής, πολιτικής ή εθνικής αναμόρφωσης.
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης.
Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους, με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές "δηλώσεις μετανοίας" τα φρονήματα, τις ιδέες και τα ιδανικά τους.
Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο "ανανήψας" και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του "εαμοσλαβισμού" κ.λ.π.
Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικά σα στόχο την πλήρη καταρράκωση του "μεταμεληθέντος", ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).
Χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν για το θεάρεστο έργο τους οι εμπνευστές της Μακρονήσου αποτελεί η παρακάτω αναφορά του στρατηγού Βεντήρη, που μιλάει για κέντρα αποτοξίνωσης όσων ήταν... εθισμένοι στην Αριστερά : «Τότε απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα διά να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας παρεσύροντο από τα απατηλά και δελεαστικά συνθήματα των ερυθρών».
Η... ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ, γίνεται με τους κλασικούς τρόπους της ταπείνωσης, του εξευτελισμού και των βασανιστηρίων. Οι μέθοδοι βασανιστηρίων ήταν πολλοί και ανάλογοι με τον ΒΑΘΜΟ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ... ΠΑΘΗΣΗΣ των εξόριστων, όπως είχε κατηγοριοποιήσει τους κρατούμενους ο Μπαϊρακτάρης: «Μεταξύ του στρατευομένου λαού υπήρξε και η μερίς των εμφορουμένων υπό της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ήτις ενεφανίζετο ως ασθένεια με τας διαφόρους φάσεις της, 1ον στάδιον, 2ον στάδιον κ.λπ., ΑΝΙΑΤΟΣ».
Βιασμοί, εγκλεισμός, το άσκοπο βασανιστήριο του κουβαλήματος της πέτρας, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι εικονικές εκτελέσεις, ο καθαρισμός του νησιού από τις γόπες, η ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή, δίψα, πείνα και άθλιο φαγητό, το «αεροπλανάκι», όπου υποχρεωνόσουν να κάτσεις ατέλειωτες ώρες στο ένα πόδι και με τα χέρια στην έκταση, το λιντσάρισμα ήταν κάποια από τα περισσότερο γνωστά βασανιστήρια που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι ανθρωποφύλακες της Μακρονήσου.
Να σημειωθεί ακόμη ότι η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον "ανανήψαντα" προς τους "αμετανόητους" πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκούντως πειστική, προκαλούσε άγρια αντίδραση των φρουρών και την εξαρχής απαίτηση για όλα τα προηγούμενα.
Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων "γενιτσάρων" (όπως τους αποκαλούσαν όσοι έμεναν αμετακίνητοι στα πιστεύω τους) που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε "εθνικά αναβαπτισμένοι" στο μέτωπο.
Επικίνδυνοι δια το ..Εθνος..στο αναμορφωτήριο της Μακρονήσου..
Ενώ το Μάρτιο του 1947 σημειώθηκε απόπειρα απόδρασης 7 κρατουμένων οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν από τους φρουρούς, το τραγικό αποκορύφωμα αποτέλεσε η σφαγή 300 και πλέον στρατιωτών και εκατοντάδων τραυματιών στο Α' Τάγμα (επίσημα ανακοινώθηκαν 17 νεκροί και 61 τραυματίες του διημέρου 29 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1948) που όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, σχεδιάσθηκε προκειμένου να εξασθενήσει το φρόνημα των εγκλείστων.
Η σφαγή, έλαβε χώρα δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής "κυβέρνησης του βουνού". ΗΘΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ, για αυτή την πρακτική αποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Κι αυτό διότι, ΑΦΕΝΟΣ ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το "αναμορφωτήριο". ΑΦΕΤΕΡΟΥ, ουδείς εκ των προαναφερομένων έπραξε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Όταν, οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων.
Αργότερα, διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.
Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους: «Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».
Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς.
Ο γιατρός του Α' τάγματος (ΑΕΤΟ), Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο :
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός, με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας, μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δημήτρης Λαγός. Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο :
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα».
Σύμφωνα με τη «Βραδυνή», «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των».
Η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα (που) εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου. Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
Υπολογίζεται ότι στη Μακρόνησο (εκτός των 60.000 και πλέον αντιστασιακών κομμουνιστών της περιόδου) πέρασαν το 1950 από 1.000 ως 1.200 γυναίκες... Στις 30 Γενάρη του 1950, στην προσπάθειά της να υποχρεώσει τις γυναίκες «να δουλώσουν και να απογράψουν», η διοίκηση της Μακρονήσου προβαίνει σε ένα μέτρο που, αν μη τι άλλο, δείχνει το πόσο αδίστακτοι ήταν οι εκτελεστές των εντολών της άρχουσας τάξης: πρόκειται για την αρπαγή των παιδιών όσων μανάδων τα είχαν μαζί τους.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι πέρα από τη βάρβαρης προέλευσης αυτή πράξη που έγινε όχι επί Γενιτσάρων αλλά το 1950, το βιβλίο σημειώνει σχετικά: στη Μακρόνησο νικήθηκε κάτι χειρότερο κι απ' το θάνατο: ο φόβος της τρέλας. Από τη Μακρόνησο βγήκαν αρκετοί τυφλοί, τρελοί, κουφοί, παράλυτοι...
ΔΗΛΩΣΗ Κ.ΤΣΑΤΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ.
Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στη σπαρτιατική αυτή πολιτεία της Μακρονήσου δημιουργούνται οι πρωτοπόροι μιας νέας ηθικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας, (...) αυτοί θα είναι στο μέλλον οι φορείς και οι ενσαρκωταί του μεγαλύτερου γεγονότος που λαμπρύνει κάθε φορά την ιστορία της ανθρωπιάς επί του υλισμού και της βίας. (...)
Η Μακρόνησος είναι προπαντός ένα μεγάλο εκπαιδευτήριο και γυρεύει να στηριχθεί στον ορθόν λόγον. (...) Μακάρι όλη η Ελλάδα να ήταν μια Μακρόνησος. (...) Ολοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε ένα Μακρονήσι. Η Μακρόνησος μακραίνει και πλαταίνει. Σε λίγο θα σκεπάσει όλη την Ελλάδα. Το εύχομαι. Ήρθα ως δάσκαλος. Θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση σας. Η ζωή που περνάτε εδώ είναι μια ευλογία. Θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για ό,τι είδα σήμερα. Αυτό το θέαμα μου δίνει δύναμη και θα το διακηρύξω παντού».
Oι πρακτικές
Απόσπασμα από την εφημερίδα «Μάχη» Απρίλιος 1950.
(Μάργαρης, Νίκος: Ιστορία της Μακρονήσου. τ.2, σ.502-505):
«…Η τρίτη σειρά ήλθε την 20 Οκτωβρίου 1949 και περιελάμβανε τους 10ο και 12ο κλωβούς του στρατοπέδου «Ρέντη», αποτελείτο δε εκ 470 ανδρών. Εις τη σειράν αυτήν κατόπιν επίμονων προσπαθειών και συνεχών παρατάσεων της προθεσμίας υπογραφής δηλώσεως παρέμειναν εις το τέλος περί τους 35 μόνον εξόριστοι άνευ υπογραφής….
Η «Μάχη» παραθέτει σε συνέχεια κι ένα απόσπασμα από αφήγηση εξορίστου που το προλογίζει έτσι:
Αλλά καλύτερα να μας τα περιγράψη ολ’ αυτά ένα μαρτυρικό θύμα της Γ’ αποστολής, που ήρθε μόλις στις 15 Μαρτίου στην Αθήνα. Απελύθει δυνάμει της υπ’ αριθμ. 53/1446/58 της 2/12/49 διαταγής του Υπουργείου Δημ. Τάξεως.
Και από την αναμόρφωσιν είχε πάθει:
1) Διάσειση εγκεφαλική.
2) Οιδήματα πνευμονικά κι ακόμη εξ αιτίας τους δεν μπορεί να μιλήση παρά μόνον ψιθυριστά.
3) Αιμοπτύσεις.
4) Αιμάτωμα στο αριστερό μάτι.
5) Δύο κατάγματα στην κνήμη του αριστερού ποδιού.
6) Πολλαπλά κατάγματα στα οστά του δεξιού πλέγματος.
7) Εγκαύματα από τσιγάρα στα χείλη, πίσω από τα’ αυτιά, κάτω από τα δάκτυλα των ποδιών κι’ ανάμεσα στα δάκτυλα των χεριών.
8) Αποστήματα στους μηρούς και τους γλουτούς, για τη διάλυση των οποίων του έκαναν αφαιμάξεις.
9) Απόστημα στη ράχη.
10) Μώλωπες, εκδορές και μαύρισμα σ’ όλο του το σώμα.
Να τι μας αφηγείται το τραγικό αυτό θύμα των «Αναμορφωτηρίων»:
«….Είχαμε σαστίσει από το θέαμα αυτό, από τα τραβήγματα, από τις φωνές και από τα μεγάφωνα που όσο περνούσε η ώρα γινόντουσαν και πιο απειλητικά: Ή θα υπογράψετε αμέσως ή θα πεθάνετε σιγά – σιγά! Κανείς δεν φεύγει χωρίς δήλωση από τη Μακρόνησο! Τρελλοί ή πεθαμένοι θα υπογράψετε!
Μέχρι την 1 η ώρα από τους 500 οι 300 είχαν υπογράψει.
Τους άλλους 200 μας μάζεψαν ξανά και μας έδωσαν δύο ώρες προθεσμία τάχα για να σκεφτούμε. Στην πραγματικότητα η προθεσμία αυτή δόθηκε στους αλφαμίτες, για να μπορέσουν με τη βία και το ξύλο να μας τραβούν έναν – έναν στο Α2 για υπογραφή.
Ξαναμπήκε στο χώρο αυτό που είμαστε, όλος ο κόσμος. Μας καταξέσκισαν με τα τραβήγματα. Μερικούς τους χτύπησαν άσχημα. Ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου χτυπήθηκε στο κεφάλι και έπεσε λιπόθυμος.
Άλλους τους έπιασαν 5-6 και τους πήγαιναν στα γραφεία σηκωτούς.
Στις 3 τα μεγάφωνα έδωσαν τη διαταγή ν’ απομακρυνθούν όλοι οι πολίτες του ΕΣΑΙ (Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών) και οι στρατιώτες και όσοι από μας έκαναν δήλωση.
Μείναμε μόνο 70. Ύστερα απ’ αυτό τα μεγάφωνα έδωσαν νέα διαταγή: «Οι αλφαμίτες να κάνουν ακόμα μια προσπάθεια». Δηλ. να μας πάνε με τη βία στα γραφεία. Τότε ξαναχύθηκε πάλι στο στρατόπεδο, όλο εκείνο το πλήθος με φωνές με ρόπαλα και με ορθοστάτες από τις σκηνές.
Τριάντα απ’ αυτούς τραβούν και δέρνουν έναν από εμάς, τον βρίζουν, τον ξεσκίζουν, τον σέρνουν κάτω, τον κλωτσούν. Μερικοί λιποθυμούσαν κι άλλοι είχαν εξαφανιστεί.
Ζητούσαμε λίγο νερό και μας έλεγαν: Να η θάλασσα!
Είχαμε μισοτρελλαθεί! Καθώς αποσπούσαν κάθε τόσο δύο-τρεις και τους λυνσάριζαν σχεδόν μπροστά μας, μας έτρωγε η αγωνία: «Πότε θάρθει η σειρά μου;» Αυτό ήταν το πιο φρικτό μαρτύριο.
Ύστερα από κάθε ομαδική επίθεση εναντίον μας, για την οποία έδιναν το σύνθημα οι σάλπιγγες ή τα μεγάφωνα, το δράμα μας έφτανε στο κατακόρυφο. Με αλαλαγμούς και ουρλιάσματα ορμούσαν πάνω στα εξαντλημένα θύματά τους. Περνούσε κάμποση ώρα ανήκουστου βασανισμού και σε λίγο το στρατόπεδο παρουσίαζε μια τραγική για όλους εικόνα και πιο τραγική για όσους από μας μπορούσαν να σηκωθούν και να τη δουν: Κάτω δεκάδες πολτοποιημένα και αναίσθητα σώματα, άλλα κορμιά σπαρτάριζαν με τρομακτικά βογγητά, κι ανάμεσά τους τριγύριζαν τρελλοί, βγάζοντας άναρθρες κραυγές ή φωνάζοντας ασυναρτησίες.
Στις 4 είχαμε μείνει 35-40. Τότε δόθηκε από το μεγάφωνο η διαταγή:
«Ν’ απομακρυνθούν όλοι. Η αστυνομία στη θέση της, να τιμωρήσει σκληρά τους προδότες, τους εγκληματίες κλπ.»
Απεχώρησε το πλήθος. Οι αλφαμίτες μας έβαλαν στη γραμμή κατά δυάδες. Τι στιγμή αυτή περνούσανε από μπροστά μας «παρελαύνοντες» όσοι είχαν κάνει δήλωση από τις προηγούμενες αποστολές, ενώ το μεγάφωνο καλούσε τους Εσαΐτες και τους στρατιώτες για ένα «θερμό χειροκρότημα» σε κείνους που είχαν «ανανήψει». Αυτοί, παρά τα χειροκροτήματα, περνούσαν με τα κεφάλια σκυμμένα, σα να πήγαιναν σε κηδεία.
Ύστερα από την παράσταση αυτή, μας πήραν οι αλφαμίτες και μας οδήγησαν προς το ύψωμα για να μας πάνε στη χαράδρα. Από ορισμένες σκηνές βγαίνανε άλλοι αλφαμίτες με τα σύνεργα που θα χρησιμοποιούσαν για την «αναμόρφωσή» μας. Ξύλα από μπαμπού, ορθοστάτες σκηνών, συρματόσκοινα, βούρδουλες από καουτσούκ, τανάλιες για τα νύχια κ.ά.
Από τη στιγμή που βγήκαμε έξω από το χώρο των σκηνών άρχισαν να μας χτυπούν. Πολλοί μας χτυπούσαν στο κεφάλι. Γι’ αυτό μερικοί έπεσαν αναίσθητοι στον ανήφορο, πριν φτάσουμε στη χαράδρα. Όταν φτάσαμε εκεί ο λοχαγός Ιωαννίδης διέταξε να σταματήσει το ξύλο και να καθίσουμε κάτω.
Μας τόνισε για τελευταία φορά πως αν δεν κάνουμε δήλωση θα πεθάνουμε κι άρχισε να φωνάζη έναν-έναν:
- Σήκω εσύ απάνω.
Εκείνος που είχε την τύχη σηκωνόταν.
- Θα υπογράψεις;
- Όχι!
Αμέσως τον άρπαζαν 5-6 αλφαμίτες.
- Γδύσου και προχώρει.
Μας άφησαν μόνο το σώβρακο. Άλλους που βιάστηκαν να τους αρχίσουν στο ξύλο, τους έπαιρναν προτού προλάβουν να τα βγάλουν όλα, στο βάθος της χαράδρας. Όταν με πήγαν εμένα, είχαν οδηγήσει πρωτύτερα αρκετούς. Είχαν αρχίσει οι φωνές και τα βογγητά, τα αίματα οι παρακρούσεις. Τίποτε δεν τους συγκινούσε. Κάθε τόσο επειδή κουράζονταν αυτοί, ο Ιωαννίδης και ο Παπαγιαννόπουλος σήμαιναν με τη σφυρίχτρα διάλειμμα να ξεκουραστούν και μετά πάλι με σφύριγμα τους διέτασσε να ξαναρχίσουν. Κάθε τόσο ο Ιωαννίδης έριχνε και μια ριπή στον αέρα.
Όταν έφτασα στο βάθος, είδα έναν αλφαμίτη να καίει με το αναμμένο τσιγάρο του ένα λιπόθυμο εξόριστο στα χείλη για να διαπιστώσει αν πραγματικά είναι λιπόθυμος ή προσποιείτο.
Από τη στιγμή που έφαγα τις πρώτες, όλα σκοτείνιασαν μπροστά μου και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο πια. Έμαθα μονάχα ότι όλοι οι 35-40 κατέβηκαν με φορεία.
Συνήλθα μετά ένα μήνα και είδα ότι βρισκόμουν σ’ ένα νοσοκομείο (στο Γ’ Κέντρο). Δίπλα μου είδα τον Παρασκευόπουλο με σπασμένα πόδια και με «τρόμο» της κεφαλής». Τον Ταγκαρέλη από την Ήπειρο, που κατούραγε αίμα. Τον Κουτρουμάνο που δεν μπορούσε να μιλήσει και κρατούσε διαρκώς το κεφάλι να μη του φύγει. Άλλος με τα χέρια ή με τα πόδια στον γύψο.
Μου είπαν ότι μέσα στο θάλαμο που ήμουν εγώ, δηλαδή στο θάλαμο 6, ξεψύχησε ο Αδάμος από την περιοχή Αγρινίου.
Όλοι όσοι είμαστε στο νοσοκομείο του Γ’ Κέντρου, γύρω στους 80, είμαστε κατάμαυροι σε όλο το σώμα, αν κι είχε περάσει ένας μήνας.
Μ’ έδιωξαν από το νοσοκομείο χωρίς να γίνω καλά. Με πήγαν με το φορείο στο «Τρελλάδικο», καθώς και τον Παπακωνσταντίνου»
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης.
Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους, με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές "δηλώσεις μετανοίας" τα φρονήματα, τις ιδέες και τα ιδανικά τους.
Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο "ανανήψας" και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του "εαμοσλαβισμού" κ.λ.π.
Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικά σα στόχο την πλήρη καταρράκωση του "μεταμεληθέντος", ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).
Χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχαν για το θεάρεστο έργο τους οι εμπνευστές της Μακρονήσου αποτελεί η παρακάτω αναφορά του στρατηγού Βεντήρη, που μιλάει για κέντρα αποτοξίνωσης όσων ήταν... εθισμένοι στην Αριστερά : «Τότε απεφασίσθη ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα διά να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας παρεσύροντο από τα απατηλά και δελεαστικά συνθήματα των ερυθρών».
Η... ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ, γίνεται με τους κλασικούς τρόπους της ταπείνωσης, του εξευτελισμού και των βασανιστηρίων. Οι μέθοδοι βασανιστηρίων ήταν πολλοί και ανάλογοι με τον ΒΑΘΜΟ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ... ΠΑΘΗΣΗΣ των εξόριστων, όπως είχε κατηγοριοποιήσει τους κρατούμενους ο Μπαϊρακτάρης: «Μεταξύ του στρατευομένου λαού υπήρξε και η μερίς των εμφορουμένων υπό της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ήτις ενεφανίζετο ως ασθένεια με τας διαφόρους φάσεις της, 1ον στάδιον, 2ον στάδιον κ.λπ., ΑΝΙΑΤΟΣ».
Βιασμοί, εγκλεισμός, το άσκοπο βασανιστήριο του κουβαλήματος της πέτρας, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι εικονικές εκτελέσεις, ο καθαρισμός του νησιού από τις γόπες, η ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή, δίψα, πείνα και άθλιο φαγητό, το «αεροπλανάκι», όπου υποχρεωνόσουν να κάτσεις ατέλειωτες ώρες στο ένα πόδι και με τα χέρια στην έκταση, το λιντσάρισμα ήταν κάποια από τα περισσότερο γνωστά βασανιστήρια που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι ανθρωποφύλακες της Μακρονήσου.
Να σημειωθεί ακόμη ότι η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον "ανανήψαντα" προς τους "αμετανόητους" πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκούντως πειστική, προκαλούσε άγρια αντίδραση των φρουρών και την εξαρχής απαίτηση για όλα τα προηγούμενα.
Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων "γενιτσάρων" (όπως τους αποκαλούσαν όσοι έμεναν αμετακίνητοι στα πιστεύω τους) που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε "εθνικά αναβαπτισμένοι" στο μέτωπο.
Επικίνδυνοι δια το ..Εθνος..στο αναμορφωτήριο της Μακρονήσου..
Ενώ το Μάρτιο του 1947 σημειώθηκε απόπειρα απόδρασης 7 κρατουμένων οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν από τους φρουρούς, το τραγικό αποκορύφωμα αποτέλεσε η σφαγή 300 και πλέον στρατιωτών και εκατοντάδων τραυματιών στο Α' Τάγμα (επίσημα ανακοινώθηκαν 17 νεκροί και 61 τραυματίες του διημέρου 29 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1948) που όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, σχεδιάσθηκε προκειμένου να εξασθενήσει το φρόνημα των εγκλείστων.
Η σφαγή, έλαβε χώρα δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής "κυβέρνησης του βουνού". ΗΘΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ, για αυτή την πρακτική αποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Κι αυτό διότι, ΑΦΕΝΟΣ ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το "αναμορφωτήριο". ΑΦΕΤΕΡΟΥ, ουδείς εκ των προαναφερομένων έπραξε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Όταν, οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων.
Αργότερα, διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.
Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους: «Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».
Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς.
Ο γιατρός του Α' τάγματος (ΑΕΤΟ), Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο :
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός, με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας, μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δημήτρης Λαγός. Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο :
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα».
Σύμφωνα με τη «Βραδυνή», «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των».
Η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα (που) εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου. Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
Υπολογίζεται ότι στη Μακρόνησο (εκτός των 60.000 και πλέον αντιστασιακών κομμουνιστών της περιόδου) πέρασαν το 1950 από 1.000 ως 1.200 γυναίκες... Στις 30 Γενάρη του 1950, στην προσπάθειά της να υποχρεώσει τις γυναίκες «να δουλώσουν και να απογράψουν», η διοίκηση της Μακρονήσου προβαίνει σε ένα μέτρο που, αν μη τι άλλο, δείχνει το πόσο αδίστακτοι ήταν οι εκτελεστές των εντολών της άρχουσας τάξης: πρόκειται για την αρπαγή των παιδιών όσων μανάδων τα είχαν μαζί τους.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι πέρα από τη βάρβαρης προέλευσης αυτή πράξη που έγινε όχι επί Γενιτσάρων αλλά το 1950, το βιβλίο σημειώνει σχετικά: στη Μακρόνησο νικήθηκε κάτι χειρότερο κι απ' το θάνατο: ο φόβος της τρέλας. Από τη Μακρόνησο βγήκαν αρκετοί τυφλοί, τρελοί, κουφοί, παράλυτοι...
ΔΗΛΩΣΗ Κ.ΤΣΑΤΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ.
Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στη σπαρτιατική αυτή πολιτεία της Μακρονήσου δημιουργούνται οι πρωτοπόροι μιας νέας ηθικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας, (...) αυτοί θα είναι στο μέλλον οι φορείς και οι ενσαρκωταί του μεγαλύτερου γεγονότος που λαμπρύνει κάθε φορά την ιστορία της ανθρωπιάς επί του υλισμού και της βίας. (...)
Η Μακρόνησος είναι προπαντός ένα μεγάλο εκπαιδευτήριο και γυρεύει να στηριχθεί στον ορθόν λόγον. (...) Μακάρι όλη η Ελλάδα να ήταν μια Μακρόνησος. (...) Ολοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε ένα Μακρονήσι. Η Μακρόνησος μακραίνει και πλαταίνει. Σε λίγο θα σκεπάσει όλη την Ελλάδα. Το εύχομαι. Ήρθα ως δάσκαλος. Θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση σας. Η ζωή που περνάτε εδώ είναι μια ευλογία. Θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για ό,τι είδα σήμερα. Αυτό το θέαμα μου δίνει δύναμη και θα το διακηρύξω παντού».
Oι πρακτικές
Απόσπασμα από την εφημερίδα «Μάχη» Απρίλιος 1950.
(Μάργαρης, Νίκος: Ιστορία της Μακρονήσου. τ.2, σ.502-505):
«…Η τρίτη σειρά ήλθε την 20 Οκτωβρίου 1949 και περιελάμβανε τους 10ο και 12ο κλωβούς του στρατοπέδου «Ρέντη», αποτελείτο δε εκ 470 ανδρών. Εις τη σειράν αυτήν κατόπιν επίμονων προσπαθειών και συνεχών παρατάσεων της προθεσμίας υπογραφής δηλώσεως παρέμειναν εις το τέλος περί τους 35 μόνον εξόριστοι άνευ υπογραφής….
Η «Μάχη» παραθέτει σε συνέχεια κι ένα απόσπασμα από αφήγηση εξορίστου που το προλογίζει έτσι:
Αλλά καλύτερα να μας τα περιγράψη ολ’ αυτά ένα μαρτυρικό θύμα της Γ’ αποστολής, που ήρθε μόλις στις 15 Μαρτίου στην Αθήνα. Απελύθει δυνάμει της υπ’ αριθμ. 53/1446/58 της 2/12/49 διαταγής του Υπουργείου Δημ. Τάξεως.
Και από την αναμόρφωσιν είχε πάθει:
1) Διάσειση εγκεφαλική.
2) Οιδήματα πνευμονικά κι ακόμη εξ αιτίας τους δεν μπορεί να μιλήση παρά μόνον ψιθυριστά.
3) Αιμοπτύσεις.
4) Αιμάτωμα στο αριστερό μάτι.
5) Δύο κατάγματα στην κνήμη του αριστερού ποδιού.
6) Πολλαπλά κατάγματα στα οστά του δεξιού πλέγματος.
7) Εγκαύματα από τσιγάρα στα χείλη, πίσω από τα’ αυτιά, κάτω από τα δάκτυλα των ποδιών κι’ ανάμεσα στα δάκτυλα των χεριών.
8) Αποστήματα στους μηρούς και τους γλουτούς, για τη διάλυση των οποίων του έκαναν αφαιμάξεις.
9) Απόστημα στη ράχη.
10) Μώλωπες, εκδορές και μαύρισμα σ’ όλο του το σώμα.
Να τι μας αφηγείται το τραγικό αυτό θύμα των «Αναμορφωτηρίων»:
«….Είχαμε σαστίσει από το θέαμα αυτό, από τα τραβήγματα, από τις φωνές και από τα μεγάφωνα που όσο περνούσε η ώρα γινόντουσαν και πιο απειλητικά: Ή θα υπογράψετε αμέσως ή θα πεθάνετε σιγά – σιγά! Κανείς δεν φεύγει χωρίς δήλωση από τη Μακρόνησο! Τρελλοί ή πεθαμένοι θα υπογράψετε!
Μέχρι την 1 η ώρα από τους 500 οι 300 είχαν υπογράψει.
Τους άλλους 200 μας μάζεψαν ξανά και μας έδωσαν δύο ώρες προθεσμία τάχα για να σκεφτούμε. Στην πραγματικότητα η προθεσμία αυτή δόθηκε στους αλφαμίτες, για να μπορέσουν με τη βία και το ξύλο να μας τραβούν έναν – έναν στο Α2 για υπογραφή.
Ξαναμπήκε στο χώρο αυτό που είμαστε, όλος ο κόσμος. Μας καταξέσκισαν με τα τραβήγματα. Μερικούς τους χτύπησαν άσχημα. Ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου χτυπήθηκε στο κεφάλι και έπεσε λιπόθυμος.
Άλλους τους έπιασαν 5-6 και τους πήγαιναν στα γραφεία σηκωτούς.
Στις 3 τα μεγάφωνα έδωσαν τη διαταγή ν’ απομακρυνθούν όλοι οι πολίτες του ΕΣΑΙ (Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών) και οι στρατιώτες και όσοι από μας έκαναν δήλωση.
Μείναμε μόνο 70. Ύστερα απ’ αυτό τα μεγάφωνα έδωσαν νέα διαταγή: «Οι αλφαμίτες να κάνουν ακόμα μια προσπάθεια». Δηλ. να μας πάνε με τη βία στα γραφεία. Τότε ξαναχύθηκε πάλι στο στρατόπεδο, όλο εκείνο το πλήθος με φωνές με ρόπαλα και με ορθοστάτες από τις σκηνές.
Τριάντα απ’ αυτούς τραβούν και δέρνουν έναν από εμάς, τον βρίζουν, τον ξεσκίζουν, τον σέρνουν κάτω, τον κλωτσούν. Μερικοί λιποθυμούσαν κι άλλοι είχαν εξαφανιστεί.
Ζητούσαμε λίγο νερό και μας έλεγαν: Να η θάλασσα!
Είχαμε μισοτρελλαθεί! Καθώς αποσπούσαν κάθε τόσο δύο-τρεις και τους λυνσάριζαν σχεδόν μπροστά μας, μας έτρωγε η αγωνία: «Πότε θάρθει η σειρά μου;» Αυτό ήταν το πιο φρικτό μαρτύριο.
Ύστερα από κάθε ομαδική επίθεση εναντίον μας, για την οποία έδιναν το σύνθημα οι σάλπιγγες ή τα μεγάφωνα, το δράμα μας έφτανε στο κατακόρυφο. Με αλαλαγμούς και ουρλιάσματα ορμούσαν πάνω στα εξαντλημένα θύματά τους. Περνούσε κάμποση ώρα ανήκουστου βασανισμού και σε λίγο το στρατόπεδο παρουσίαζε μια τραγική για όλους εικόνα και πιο τραγική για όσους από μας μπορούσαν να σηκωθούν και να τη δουν: Κάτω δεκάδες πολτοποιημένα και αναίσθητα σώματα, άλλα κορμιά σπαρτάριζαν με τρομακτικά βογγητά, κι ανάμεσά τους τριγύριζαν τρελλοί, βγάζοντας άναρθρες κραυγές ή φωνάζοντας ασυναρτησίες.
Στις 4 είχαμε μείνει 35-40. Τότε δόθηκε από το μεγάφωνο η διαταγή:
«Ν’ απομακρυνθούν όλοι. Η αστυνομία στη θέση της, να τιμωρήσει σκληρά τους προδότες, τους εγκληματίες κλπ.»
Απεχώρησε το πλήθος. Οι αλφαμίτες μας έβαλαν στη γραμμή κατά δυάδες. Τι στιγμή αυτή περνούσανε από μπροστά μας «παρελαύνοντες» όσοι είχαν κάνει δήλωση από τις προηγούμενες αποστολές, ενώ το μεγάφωνο καλούσε τους Εσαΐτες και τους στρατιώτες για ένα «θερμό χειροκρότημα» σε κείνους που είχαν «ανανήψει». Αυτοί, παρά τα χειροκροτήματα, περνούσαν με τα κεφάλια σκυμμένα, σα να πήγαιναν σε κηδεία.
Ύστερα από την παράσταση αυτή, μας πήραν οι αλφαμίτες και μας οδήγησαν προς το ύψωμα για να μας πάνε στη χαράδρα. Από ορισμένες σκηνές βγαίνανε άλλοι αλφαμίτες με τα σύνεργα που θα χρησιμοποιούσαν για την «αναμόρφωσή» μας. Ξύλα από μπαμπού, ορθοστάτες σκηνών, συρματόσκοινα, βούρδουλες από καουτσούκ, τανάλιες για τα νύχια κ.ά.
Από τη στιγμή που βγήκαμε έξω από το χώρο των σκηνών άρχισαν να μας χτυπούν. Πολλοί μας χτυπούσαν στο κεφάλι. Γι’ αυτό μερικοί έπεσαν αναίσθητοι στον ανήφορο, πριν φτάσουμε στη χαράδρα. Όταν φτάσαμε εκεί ο λοχαγός Ιωαννίδης διέταξε να σταματήσει το ξύλο και να καθίσουμε κάτω.
Μας τόνισε για τελευταία φορά πως αν δεν κάνουμε δήλωση θα πεθάνουμε κι άρχισε να φωνάζη έναν-έναν:
- Σήκω εσύ απάνω.
Εκείνος που είχε την τύχη σηκωνόταν.
- Θα υπογράψεις;
- Όχι!
Αμέσως τον άρπαζαν 5-6 αλφαμίτες.
- Γδύσου και προχώρει.
Μας άφησαν μόνο το σώβρακο. Άλλους που βιάστηκαν να τους αρχίσουν στο ξύλο, τους έπαιρναν προτού προλάβουν να τα βγάλουν όλα, στο βάθος της χαράδρας. Όταν με πήγαν εμένα, είχαν οδηγήσει πρωτύτερα αρκετούς. Είχαν αρχίσει οι φωνές και τα βογγητά, τα αίματα οι παρακρούσεις. Τίποτε δεν τους συγκινούσε. Κάθε τόσο επειδή κουράζονταν αυτοί, ο Ιωαννίδης και ο Παπαγιαννόπουλος σήμαιναν με τη σφυρίχτρα διάλειμμα να ξεκουραστούν και μετά πάλι με σφύριγμα τους διέτασσε να ξαναρχίσουν. Κάθε τόσο ο Ιωαννίδης έριχνε και μια ριπή στον αέρα.
Όταν έφτασα στο βάθος, είδα έναν αλφαμίτη να καίει με το αναμμένο τσιγάρο του ένα λιπόθυμο εξόριστο στα χείλη για να διαπιστώσει αν πραγματικά είναι λιπόθυμος ή προσποιείτο.
Από τη στιγμή που έφαγα τις πρώτες, όλα σκοτείνιασαν μπροστά μου και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο πια. Έμαθα μονάχα ότι όλοι οι 35-40 κατέβηκαν με φορεία.
Συνήλθα μετά ένα μήνα και είδα ότι βρισκόμουν σ’ ένα νοσοκομείο (στο Γ’ Κέντρο). Δίπλα μου είδα τον Παρασκευόπουλο με σπασμένα πόδια και με «τρόμο» της κεφαλής». Τον Ταγκαρέλη από την Ήπειρο, που κατούραγε αίμα. Τον Κουτρουμάνο που δεν μπορούσε να μιλήσει και κρατούσε διαρκώς το κεφάλι να μη του φύγει. Άλλος με τα χέρια ή με τα πόδια στον γύψο.
Μου είπαν ότι μέσα στο θάλαμο που ήμουν εγώ, δηλαδή στο θάλαμο 6, ξεψύχησε ο Αδάμος από την περιοχή Αγρινίου.
Όλοι όσοι είμαστε στο νοσοκομείο του Γ’ Κέντρου, γύρω στους 80, είμαστε κατάμαυροι σε όλο το σώμα, αν κι είχε περάσει ένας μήνας.
Μ’ έδιωξαν από το νοσοκομείο χωρίς να γίνω καλά. Με πήγαν με το φορείο στο «Τρελλάδικο», καθώς και τον Παπακωνσταντίνου»
*Οι ανωτέρω σκηνές Αφιερωμένες
στις απόψεις των πεφωτισμένων δεξιών*
Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Π. Κανελλόπουλος, δεξιός πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός, από αυτούς που χαρακτηρίζονταν μετά την μεταπολίτευση ως «πεφωτισμένοι» δεξιοί, έλεγε την Μακρόνησο σύγχρονο Παρθενώνα.
Από το ίδιο βιβλίο αντιγράφουμε μια ακόμη τοποθέτησή του, καθώς και μια δήλωση του Κ. Τσάτσου, πρώην πρόεδρου της δημοκρατίας. Πεφωτισμένος και αυτός. Επίσης δύο δηλώσεις «πεφωτισμένων» καθηγητών Πανεπιστημίου.
«Είμαι ευτυχής ως εκπρόσωπος του Στρατού και των παραπλανηθέντων ιδιωτών διότι η εθνική αναμόρφωσις ανατίθεται εις τας τόσον επιτυχούσας εις το έργον στρατιωτικάς αρχάς. Πιστεύω ότι τα αποτελέσματα τα οποία θα έχη και επί των συνειδήσεων των ιδιωτών το Σχολείον της Μακρονήσου θα είναι ευτυχή».
Π. Κανελλόπουλος («Σκαπανεύς» Σεπτ. 1949 Νο 9)
«..Εάν η Μακρόνησος ήτο μία κόλασις βίας, θα επέστρεφαν όλοι εις τας παλαιάς των πεποιθήσεις, πιο φανατισμένοι από πριν. Συμβαίνει όμως το αντίθετον. Διατηρούν τας πεποιθήσεις που απέκτησαν εις την Μακρόνησον και γίνονται πρότυπα Ελλήνων στρατιωτών και πολιτών. Αυτό αποτελεί την δικαίωσιν της χρησιμοποιηθείσης εκπαιδευτικής μεθόδου»
Κ. Τσάτσος («Σκαπανεύς» Οκτ. 1949)
«Δεν υπάρχει διδακτικώτερον σχολείον από το μέγα Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου. Ήλθαμε εδώ διά να πούμε στους πρώην παραστρατημένους Έλληνας νάρθουν μαζί μας και δεν τολμούσαμε να το πούμε γιατί είδαμε ότι αυτοί προηγούνται εις εθνικόν παλμόν.»
Σωτ. Μαρινάτος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. 21.10.48
«Ήλθαμε να δούμε τα παιδιά μας τα προδομένα και φεύγομε με υπερηφάνεια και χαρά για όσους προόδους βλέπουμε. Εδώ θα πρέπει να έλθουν όσοι λέγονται μόνον Έλληνες, χωρίς να είναι, για να δούνε παλμό Ελληνικό, αλλά και να πάρουν τον αέρα του Έλληνα στρατιώτη.»
Γεώργ. Ζώρας καθηγητής Πανεπιστημίου 21.10.48
Μαρτυρία της μητέρας μου, Μαρίας
«Πήγαμε στο Λαύριο με την γιαγιά σου. Θα στέλναμε κάποια δέματα στον μπαμπά σου. Έβλεπα το νησί απέναντι και καιγόταν η ψυχή μου. Μέσα στο καΐκι που θα παρελάμβανε ότι είχαμε φέρει συγγενείς, φίλοι, αρραβωνιαστικιές, ήταν ένας Αλφαμίτης...έμοιαζε με πρεζάκια στην όψη. Μας κοιτούσε, εμένα κ τη μαμά μου. Τη ρώτησε, έτσι μάγκικα...βραχνά ..''ποιόν έχεις απέναντι, κυρούλα μου;''. Λέει η γιαγιά σου ''τον αρρεβωνιαστικό της κόρης μου''. Τότε αυτός κούνησε το κεφάλι του, έβαλε τα γέλια κ της απάντησε ''Δεν την πετάς καλύτερα από τα βράχια στη θάλασσα, που την έδωσες σε κομμουνιστή;''. Η γιαγιά σου δεν τόλμησε να πει λέξη....».
Από το ίδιο βιβλίο αντιγράφουμε μια ακόμη τοποθέτησή του, καθώς και μια δήλωση του Κ. Τσάτσου, πρώην πρόεδρου της δημοκρατίας. Πεφωτισμένος και αυτός. Επίσης δύο δηλώσεις «πεφωτισμένων» καθηγητών Πανεπιστημίου.
«Είμαι ευτυχής ως εκπρόσωπος του Στρατού και των παραπλανηθέντων ιδιωτών διότι η εθνική αναμόρφωσις ανατίθεται εις τας τόσον επιτυχούσας εις το έργον στρατιωτικάς αρχάς. Πιστεύω ότι τα αποτελέσματα τα οποία θα έχη και επί των συνειδήσεων των ιδιωτών το Σχολείον της Μακρονήσου θα είναι ευτυχή».
Π. Κανελλόπουλος («Σκαπανεύς» Σεπτ. 1949 Νο 9)
«..Εάν η Μακρόνησος ήτο μία κόλασις βίας, θα επέστρεφαν όλοι εις τας παλαιάς των πεποιθήσεις, πιο φανατισμένοι από πριν. Συμβαίνει όμως το αντίθετον. Διατηρούν τας πεποιθήσεις που απέκτησαν εις την Μακρόνησον και γίνονται πρότυπα Ελλήνων στρατιωτών και πολιτών. Αυτό αποτελεί την δικαίωσιν της χρησιμοποιηθείσης εκπαιδευτικής μεθόδου»
Κ. Τσάτσος («Σκαπανεύς» Οκτ. 1949)
«Δεν υπάρχει διδακτικώτερον σχολείον από το μέγα Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου. Ήλθαμε εδώ διά να πούμε στους πρώην παραστρατημένους Έλληνας νάρθουν μαζί μας και δεν τολμούσαμε να το πούμε γιατί είδαμε ότι αυτοί προηγούνται εις εθνικόν παλμόν.»
Σωτ. Μαρινάτος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. 21.10.48
«Ήλθαμε να δούμε τα παιδιά μας τα προδομένα και φεύγομε με υπερηφάνεια και χαρά για όσους προόδους βλέπουμε. Εδώ θα πρέπει να έλθουν όσοι λέγονται μόνον Έλληνες, χωρίς να είναι, για να δούνε παλμό Ελληνικό, αλλά και να πάρουν τον αέρα του Έλληνα στρατιώτη.»
Γεώργ. Ζώρας καθηγητής Πανεπιστημίου 21.10.48
Μαρτυρία της μητέρας μου, Μαρίας
«Πήγαμε στο Λαύριο με την γιαγιά σου. Θα στέλναμε κάποια δέματα στον μπαμπά σου. Έβλεπα το νησί απέναντι και καιγόταν η ψυχή μου. Μέσα στο καΐκι που θα παρελάμβανε ότι είχαμε φέρει συγγενείς, φίλοι, αρραβωνιαστικιές, ήταν ένας Αλφαμίτης...έμοιαζε με πρεζάκια στην όψη. Μας κοιτούσε, εμένα κ τη μαμά μου. Τη ρώτησε, έτσι μάγκικα...βραχνά ..''ποιόν έχεις απέναντι, κυρούλα μου;''. Λέει η γιαγιά σου ''τον αρρεβωνιαστικό της κόρης μου''. Τότε αυτός κούνησε το κεφάλι του, έβαλε τα γέλια κ της απάντησε ''Δεν την πετάς καλύτερα από τα βράχια στη θάλασσα, που την έδωσες σε κομμουνιστή;''. Η γιαγιά σου δεν τόλμησε να πει λέξη....».
ΜΑΡΤΥΡΙΑ : Γεωργάτος Διονύσης
Για την σφαγή των στρατιωτών του ΑΕΤΟ το 1948
Η πρώτη μέρα της σφαγής
Κυριακή πρωί, 29 Φλεβάρη 1948 φυσάει παγερός βοριάς και ο ουρανός είναι σχεδόν καθαρός από σύννεφα. Οι σκαπανείς πηγαίνουν για το τσάι, τριγυρνούν στους λόχους και από τους γνωστούς τους θέλουν να μάθουν τι έγιναν τα παιδιά στο πειθαρχείο και γενικότερα στο στρατόπεδο τη νύχτα που πέρασε το προσκλητήριο άργησε να γίνει.
Ο διοικητής Βασιλόπουλος έλειπε από το πρωί στη ΣΦΑ.
Γιατί άραγε;
Αναφορά είχε οριστεί να πάρει, ο υπασπιστής Καρδαράς, που ουσιαστικά έπαιζε το ρόλο του διοικητή Βασιλόπουλου όταν εκείνος έλειπε από το Τάγμα.
Ο υπασπιστής Καρδαράς φανερά ανήσυχος περιφερόταν στο γήπεδο, έκανε παρατηρήσεις στους λόχους, φώναζε, μιλούσε άσχημα σε φαντάρους λες και επιδίωκε κάποια αναταραχή να δημιουργηθεί την ώρα του προσκλητηρίου. Δόθηκε η αναφορά στον Καρδαρά και τελείωσε στο γήπεδο το προσκλητήριο του Τάγματος οι λόχοι ξεκίνησαν για το θέατρο εκείνη την ώρα οι αλφαμίτες έφεραν προς το γήπεδο 2-3 τραυματίες φαντάρους, τους χτυπούσαν και τους έβριζαν χυδαία… οι φαντάροι διαμαρτυρήθηκαν στους λοχαγούς τους και ξέσπασαν σε φωνές «αίσχος, αίσχος» οι αλφαμίτες κτυπούν αυτούς, που έχουν πιάσει στους λόχους, τους σπρώχνουν με κλωτσιές προς το πειθαρχείο ο Καρδαράς εκνευρισμένος περιφέρεται και απειλεί.
Οι φαντάροι που βρίσκονταν ήδη στο γήπεδο, βλέπουν στο φυλάκιο της ΑΜ ένοπλους αλφαμίτες να παίρνουν θέση μάχης και ακόμα ψηλότερα στη μάντρα του Λόχου Διοίκησης, να ακροβολίζονται στρατιώτες του λόχου με κράνη και ατομικά όπλα.
Όλα σχεδόν γίνονται διαδοχικά, πολύ γρήγορα και κανενός μας ασφαλώς δεν πέρασε από τη σκέψη του ότι όλες αυτές οι οργανωμένες και συντονισμένες κινήσεις των δυνάμεων της διοίκησης μπορούσαν να έχουν συνέχεια για όσα έγιναν μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας. Στο μεταξύ ο 7ος και ο 6ος λόχος είχαν φτάσει στο θέατρο. Τα επεισόδια με τους αλφαμίτες συνεχίζονταν στο γήπεδο, ενώ οι φωνές αίσχος-αίσχος συνεχίζονταν σε όλο το χώρο, από το γήπεδο μέχρι το θέατρο.
Σε μια στιγμή ακούστηκε μια πιστολιά στο γήπεδο. Ήταν ενέργεια του Καστρίτση, προμελετημένη. Μερικοί αλφαμίτες του γηπέδου πυροβολούν με τα αυτόματά τους στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή ο υποδιοικητής της φρουράς Σαλβαράς δίνει τη διαταγή να κτυπήσουν προς την κατεύθυνση του θεάτρου ακούστηκαν οι ριπές του οπλοπολυβόλου και των ατομικών όπλων οι φαντάροι νόμισαν ότι οι ριπές είναι για εκφοβισμό.
Μερικοί όμως στην πλαγιά του θεάτρου έβαλαν τις φωνές.
-Παιδιά προφυλαχτείτε. Μας κτυπούν στο ψαχνό.
Την ίδια στιγμή απ τα άνανδρα βόλια μερικοί θα πέσουν κάτω νεκροί και τραυματίες και το αίμα θα βάψει το γύρω χώρο.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι συνάδελφοι, που είχαν φτάσει στο θέατρο και δέχτηκαν τα πυρά, ζούσαν μια τρομερή πραγματικότητα, που έτσι απρόοπτα, χωρίς καμιά σκέψη να μπορεί να το συλλάβει, βλέπαν με τα μάτια τους νεκρούς, και τραυματίες που ζητούσαν βοήθεια και όλοι μαζί ξαπλωμένοι και όρθιοι φώναζαν:
Φασίστες, γερμανοί, δολοφόνοι, εγκληματίες σταματήστε. Άνανδροι, μη χτυπάτε, μη χύνετε άλλο αίμα.
Ακούστηκε μια φωνή.
-Η σημαία μεσίστια.
Οι νεκροί της πρώτης μέρας ήταν 5.
Ο Θωμάς Ζάχος, ο Σιβρής Βέργος, ο Βασίλης Λαντούρης, ο Βαγγέλης Σακαγιάννης, ο Θανάσης Λάμπρου.
Οι βαριά τραυματίες ήταν 10…
Οι νεκροί μεταφέρθηκαν σε ακατοίκητη σκηνή. Τέθηκε τιμητική φρουρά.
Έχει νυχτώσει. Όλοι σχεδόν είμαστε στις σκηνές μας. Ο παγερός βοριάς τραντάζει τα παραπέτα των σκηνών και ξυπνά κάποιον που λαγοκοιμάται. Έξω η θάλασσα βογκά και ένα συνεχές βουητό έρχεται από τα κύματα, που σπάνε πάνω στα βράχια.
Το Α΄ Τάγμα αδελφωμένο και πιο δυνατό, μα με σφιγμένη την καρδιά από πόνο, και με το φόβο του θανάτου, περιμένει το αύριο- να χαράξει στον ορίζοντα η 1η του Μάρτη.
1η του Μάρτη 1948
Ο ήλιος έχει ανέβει στον ορίζοντα και η πρωινή παγωνιά έχει κάπως σπάσει. Γύρω στις 10 καταφθάνουν μαγκουροφόροι και ένοπλες δυνάμεις του Γ΄ Τάγματος και με τη φρουρά του Α Τάγματος, παίρνουν θέση μάχης πάνω από το δρόμο στο γήπεδο του προσκλητηρίου. Το γενικό πρόσταγμα φαίνεται να το έχει ο Σκαλούμπακας στο κέντρο.
Η ώρα είναι περασμένες 10 και στο βάθος, προς το Λαύριο, φαίνεται ένα μικρό πολεμικό πλοίο με κατεύθυνση το Α΄ τάγμα.
Πλησιάζει προς την ακτή και αρχίζει να πλέει από βοριά προς νότο, σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από τα βράχια της ακτής.
Είναι ένα περιπολικό, που για πρώτη φορά βλέπουμε όσο καιρό βρισκόμαστε στη Μακρόνησο. Πάνω σ αυτό το πλοίο πρέπει να βρίσκεται ο στρατοπεδάρχης της Μακρονήσου, ο Μπαϊρακτάρης.
Το στρατόπεδο με τεντωμένα τα αφτιά και τα μάτια περιμένει τι θα γίνει. Αφουγκράζεται προς το πολεμικό και ταυτόχρονα βλέπει ότι είμαστε περικυκλωμένοι από παντού από δυνάμεις έτοιμες να μας κτυπήσουν με τα όπλα ξανά.
Η ώρα είναι περίπου 11, από τα μεγάφωνα του περιπολικού ακούμε:
ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ ΤΟΥ Α΄ ΤΑΓΜΑΤΟΣ. ΣΑΣ ΟΜΙΛΕΙ Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗΣ!
'' Στρατιώται του Α΄ Τάγματος, εκάματε μίαν απερισκεψίαν. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της Πατρίδος. Όσοι από σας δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει, το κράτος δεν θα υποχωρήσει ''.
Το πολεμικό του Μπαιρακτάρη περιφέρεται, απομακρύνεται από την ακτή, επανέρχεται προσπαθεί να μας τσακίσει τα νεύρα και να δημιουργήσει μέσα στους συναδέλφους μας το κλίμα της υποταγής και της ντροπής, να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, να εγκαταλείψουμε και να απαρνηθούμε τους νεκρούς μας να υπογράψουμε εκεί τις δηλώσεις μετανοίας.
Όλο το τάγμα διαισθάνεται τι πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει . Ακούει από τα μεγάφωνα του πολεμικού, βλέπει τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται, οσμίζεται τη θύελλα που έρχεται. Με σφιγμένη όμως την καρδιά και καθαρή τη συνείδηση του, στέκει όρθιο και περιμένει.
4.500 άοπλοι φαντάροι ηλικίας 20 - 25 ετών, όλοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και στην συντριπτική τους πλειοψηφία στελέχη και μέλη του ΚΚΕ. Μοναδικό τους όπλο η πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του αγώνα, η αγάπη τους στον αδούλωτο λαό μας.
Κανείς δεν κινείται προς τον 7ο λόχο.
Πρώτα μας επιτίθονται οι μαγκουροφόροι βρίζοντας με ρόπαλα και μπαμπού. Οι σκαπανείς που βρίσκονται στις πρώτες σκηνές τους παίρνουν τα ρόπαλα, τους σπρώχνουν, τους τσαλακώνουν. Οι ροπαλοφόροι οπισθοχωρούν στο δρόμο.
Ύστερα από 10 - 15 λεπτά ακούγεται η σάλπιγγα, ο Μπαρούχος με το πιστόλι στο χέρι ρίχνει μια πιστολιά στον αέρα, οι ένοπλοι του Μπαρούχου και του Σφακιανού περνούν τη διαχωριστική γραμμή και πυροβολούν πάνω στις σκηνές του 4ου και 5ου Λόχου.
Συνεχίζονται διακεκομμένα οι ριπές των όπλων
Οι αλφαμίτες γαζώνουν το χώρο, πέφτουν οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες υποχωρούμε πολύ αργά, όλοι στεκόμαστε όρθιοι. Ακούμε φωνές από τις πρώτες σκηνές που βάλλονται σκοτώνουν όποιον βρούν μέσα. Ακόμα και στους τραυματίες δίνουν τη χαριστική βολή. Ένα τμήμα του 4ου λόχου το χτυπούν με διακεκομμένα πυρά οι δυνάμεις με επικεφαλής τους Καραφώτη - Καμπούρογλου
Στο Λόχο, στο χώρο των μαγειρείων και στον 1ο Λόχο σαν μελίσσι που ψάχνει να βρει νέα κυψέλη είναι μαζεμένοι όλοι σχεδόν οι σκαπανείς. Όλος σχεδόν ο χώρος της παραλίας μέχρι το λιμάνι χτυπιέται τώρα από τα μυδράλια του πολεμικού. Μερικοί για να φυλαχτούν από τα πυρά του πολεμικού πέφτουν στη θάλασσα, με την αυταπάτη ότι θα δίνουν εκεί μικρότερο στόχο. Το πρώτο αίμα των σκαπανέων χύνεται στη θάλασσα, που μέσα σε ελάχιστο χρόνο βάφεται κόκκινη.
Σε μια στιγμή, καθώς οι ριπές των όπλων έχουν κάπως κοπάσει, μια φωνή δυνατή, ακούγεται :
«Συνάδελφοι, όλοι όρθιοι να ψάλουμε τον Εθνικό μας Ύμνο»
Το ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΑΓΜΑ, όλοι όρθιοι σε θέση προσοχής, όρθιοι και οι τραυματίες, όσοι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους αρχίζουν να ψάλλουν καθαρά και με όλη τη δύναμη της φωνής τους τον Εθνικό Ύμνο.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη
Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά
Μετά τη σφαγή βρεθήκαμε συγκεντρωμένοι και περικυκλωμένοι στον 7ο λόχο. Οι αλφαμίτες ουρλιάζουν, βρίζουν, χτυπούν με τα ρόπαλα και ζητούν ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΑΤΟΥ, ΔΗΛΩΣΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ.
«Θα κάνεις δήλωση ρε;»
«'Οχι ,δεν κάνω»
Τον χτυπούν και τον τραβάνε στη χαράδρα. Θα τον αφήσουν αναίσθητο ή μισοπεθαμένο.
Τη νύχτα της 1ης Μαρτίου περασμένα μεσάνυχτα οι αλφαμίτες με τους φακούς ψάχνουν να βρουν τη σκηνή του Πασχάλη. Τον βγάζουν έξω από τη σκηνή του, του φωτίζουν το γαλήνιο πρόσωπο του με το φακό και τον ρωτούν:
«Δήλωση Βούλγαρε έκανες;»
''Όχι'', απαντά ο Πασχάλης. ''Δήλωση δεν έκανα ούτε θα κάνω''.
Τον τραβούν στη χαράδρα. Εμείς δεν ξανάδαμε το παλικάρι…
Κυριακή πρωί, 29 Φλεβάρη 1948 φυσάει παγερός βοριάς και ο ουρανός είναι σχεδόν καθαρός από σύννεφα. Οι σκαπανείς πηγαίνουν για το τσάι, τριγυρνούν στους λόχους και από τους γνωστούς τους θέλουν να μάθουν τι έγιναν τα παιδιά στο πειθαρχείο και γενικότερα στο στρατόπεδο τη νύχτα που πέρασε το προσκλητήριο άργησε να γίνει.
Ο διοικητής Βασιλόπουλος έλειπε από το πρωί στη ΣΦΑ.
Γιατί άραγε;
Αναφορά είχε οριστεί να πάρει, ο υπασπιστής Καρδαράς, που ουσιαστικά έπαιζε το ρόλο του διοικητή Βασιλόπουλου όταν εκείνος έλειπε από το Τάγμα.
Ο υπασπιστής Καρδαράς φανερά ανήσυχος περιφερόταν στο γήπεδο, έκανε παρατηρήσεις στους λόχους, φώναζε, μιλούσε άσχημα σε φαντάρους λες και επιδίωκε κάποια αναταραχή να δημιουργηθεί την ώρα του προσκλητηρίου. Δόθηκε η αναφορά στον Καρδαρά και τελείωσε στο γήπεδο το προσκλητήριο του Τάγματος οι λόχοι ξεκίνησαν για το θέατρο εκείνη την ώρα οι αλφαμίτες έφεραν προς το γήπεδο 2-3 τραυματίες φαντάρους, τους χτυπούσαν και τους έβριζαν χυδαία… οι φαντάροι διαμαρτυρήθηκαν στους λοχαγούς τους και ξέσπασαν σε φωνές «αίσχος, αίσχος» οι αλφαμίτες κτυπούν αυτούς, που έχουν πιάσει στους λόχους, τους σπρώχνουν με κλωτσιές προς το πειθαρχείο ο Καρδαράς εκνευρισμένος περιφέρεται και απειλεί.
Οι φαντάροι που βρίσκονταν ήδη στο γήπεδο, βλέπουν στο φυλάκιο της ΑΜ ένοπλους αλφαμίτες να παίρνουν θέση μάχης και ακόμα ψηλότερα στη μάντρα του Λόχου Διοίκησης, να ακροβολίζονται στρατιώτες του λόχου με κράνη και ατομικά όπλα.
Όλα σχεδόν γίνονται διαδοχικά, πολύ γρήγορα και κανενός μας ασφαλώς δεν πέρασε από τη σκέψη του ότι όλες αυτές οι οργανωμένες και συντονισμένες κινήσεις των δυνάμεων της διοίκησης μπορούσαν να έχουν συνέχεια για όσα έγιναν μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας. Στο μεταξύ ο 7ος και ο 6ος λόχος είχαν φτάσει στο θέατρο. Τα επεισόδια με τους αλφαμίτες συνεχίζονταν στο γήπεδο, ενώ οι φωνές αίσχος-αίσχος συνεχίζονταν σε όλο το χώρο, από το γήπεδο μέχρι το θέατρο.
Σε μια στιγμή ακούστηκε μια πιστολιά στο γήπεδο. Ήταν ενέργεια του Καστρίτση, προμελετημένη. Μερικοί αλφαμίτες του γηπέδου πυροβολούν με τα αυτόματά τους στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή ο υποδιοικητής της φρουράς Σαλβαράς δίνει τη διαταγή να κτυπήσουν προς την κατεύθυνση του θεάτρου ακούστηκαν οι ριπές του οπλοπολυβόλου και των ατομικών όπλων οι φαντάροι νόμισαν ότι οι ριπές είναι για εκφοβισμό.
Μερικοί όμως στην πλαγιά του θεάτρου έβαλαν τις φωνές.
-Παιδιά προφυλαχτείτε. Μας κτυπούν στο ψαχνό.
Την ίδια στιγμή απ τα άνανδρα βόλια μερικοί θα πέσουν κάτω νεκροί και τραυματίες και το αίμα θα βάψει το γύρω χώρο.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι συνάδελφοι, που είχαν φτάσει στο θέατρο και δέχτηκαν τα πυρά, ζούσαν μια τρομερή πραγματικότητα, που έτσι απρόοπτα, χωρίς καμιά σκέψη να μπορεί να το συλλάβει, βλέπαν με τα μάτια τους νεκρούς, και τραυματίες που ζητούσαν βοήθεια και όλοι μαζί ξαπλωμένοι και όρθιοι φώναζαν:
Φασίστες, γερμανοί, δολοφόνοι, εγκληματίες σταματήστε. Άνανδροι, μη χτυπάτε, μη χύνετε άλλο αίμα.
Ακούστηκε μια φωνή.
-Η σημαία μεσίστια.
Οι νεκροί της πρώτης μέρας ήταν 5.
Ο Θωμάς Ζάχος, ο Σιβρής Βέργος, ο Βασίλης Λαντούρης, ο Βαγγέλης Σακαγιάννης, ο Θανάσης Λάμπρου.
Οι βαριά τραυματίες ήταν 10…
Οι νεκροί μεταφέρθηκαν σε ακατοίκητη σκηνή. Τέθηκε τιμητική φρουρά.
Έχει νυχτώσει. Όλοι σχεδόν είμαστε στις σκηνές μας. Ο παγερός βοριάς τραντάζει τα παραπέτα των σκηνών και ξυπνά κάποιον που λαγοκοιμάται. Έξω η θάλασσα βογκά και ένα συνεχές βουητό έρχεται από τα κύματα, που σπάνε πάνω στα βράχια.
Το Α΄ Τάγμα αδελφωμένο και πιο δυνατό, μα με σφιγμένη την καρδιά από πόνο, και με το φόβο του θανάτου, περιμένει το αύριο- να χαράξει στον ορίζοντα η 1η του Μάρτη.
1η του Μάρτη 1948
Ο ήλιος έχει ανέβει στον ορίζοντα και η πρωινή παγωνιά έχει κάπως σπάσει. Γύρω στις 10 καταφθάνουν μαγκουροφόροι και ένοπλες δυνάμεις του Γ΄ Τάγματος και με τη φρουρά του Α Τάγματος, παίρνουν θέση μάχης πάνω από το δρόμο στο γήπεδο του προσκλητηρίου. Το γενικό πρόσταγμα φαίνεται να το έχει ο Σκαλούμπακας στο κέντρο.
Η ώρα είναι περασμένες 10 και στο βάθος, προς το Λαύριο, φαίνεται ένα μικρό πολεμικό πλοίο με κατεύθυνση το Α΄ τάγμα.
Πλησιάζει προς την ακτή και αρχίζει να πλέει από βοριά προς νότο, σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από τα βράχια της ακτής.
Είναι ένα περιπολικό, που για πρώτη φορά βλέπουμε όσο καιρό βρισκόμαστε στη Μακρόνησο. Πάνω σ αυτό το πλοίο πρέπει να βρίσκεται ο στρατοπεδάρχης της Μακρονήσου, ο Μπαϊρακτάρης.
Το στρατόπεδο με τεντωμένα τα αφτιά και τα μάτια περιμένει τι θα γίνει. Αφουγκράζεται προς το πολεμικό και ταυτόχρονα βλέπει ότι είμαστε περικυκλωμένοι από παντού από δυνάμεις έτοιμες να μας κτυπήσουν με τα όπλα ξανά.
Η ώρα είναι περίπου 11, από τα μεγάφωνα του περιπολικού ακούμε:
ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ ΤΟΥ Α΄ ΤΑΓΜΑΤΟΣ. ΣΑΣ ΟΜΙΛΕΙ Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗΣ!
'' Στρατιώται του Α΄ Τάγματος, εκάματε μίαν απερισκεψίαν. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της Πατρίδος. Όσοι από σας δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει, το κράτος δεν θα υποχωρήσει ''.
Το πολεμικό του Μπαιρακτάρη περιφέρεται, απομακρύνεται από την ακτή, επανέρχεται προσπαθεί να μας τσακίσει τα νεύρα και να δημιουργήσει μέσα στους συναδέλφους μας το κλίμα της υποταγής και της ντροπής, να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, να εγκαταλείψουμε και να απαρνηθούμε τους νεκρούς μας να υπογράψουμε εκεί τις δηλώσεις μετανοίας.
Όλο το τάγμα διαισθάνεται τι πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει . Ακούει από τα μεγάφωνα του πολεμικού, βλέπει τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται, οσμίζεται τη θύελλα που έρχεται. Με σφιγμένη όμως την καρδιά και καθαρή τη συνείδηση του, στέκει όρθιο και περιμένει.
4.500 άοπλοι φαντάροι ηλικίας 20 - 25 ετών, όλοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και στην συντριπτική τους πλειοψηφία στελέχη και μέλη του ΚΚΕ. Μοναδικό τους όπλο η πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του αγώνα, η αγάπη τους στον αδούλωτο λαό μας.
Κανείς δεν κινείται προς τον 7ο λόχο.
Πρώτα μας επιτίθονται οι μαγκουροφόροι βρίζοντας με ρόπαλα και μπαμπού. Οι σκαπανείς που βρίσκονται στις πρώτες σκηνές τους παίρνουν τα ρόπαλα, τους σπρώχνουν, τους τσαλακώνουν. Οι ροπαλοφόροι οπισθοχωρούν στο δρόμο.
Ύστερα από 10 - 15 λεπτά ακούγεται η σάλπιγγα, ο Μπαρούχος με το πιστόλι στο χέρι ρίχνει μια πιστολιά στον αέρα, οι ένοπλοι του Μπαρούχου και του Σφακιανού περνούν τη διαχωριστική γραμμή και πυροβολούν πάνω στις σκηνές του 4ου και 5ου Λόχου.
Συνεχίζονται διακεκομμένα οι ριπές των όπλων
Οι αλφαμίτες γαζώνουν το χώρο, πέφτουν οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες υποχωρούμε πολύ αργά, όλοι στεκόμαστε όρθιοι. Ακούμε φωνές από τις πρώτες σκηνές που βάλλονται σκοτώνουν όποιον βρούν μέσα. Ακόμα και στους τραυματίες δίνουν τη χαριστική βολή. Ένα τμήμα του 4ου λόχου το χτυπούν με διακεκομμένα πυρά οι δυνάμεις με επικεφαλής τους Καραφώτη - Καμπούρογλου
Στο Λόχο, στο χώρο των μαγειρείων και στον 1ο Λόχο σαν μελίσσι που ψάχνει να βρει νέα κυψέλη είναι μαζεμένοι όλοι σχεδόν οι σκαπανείς. Όλος σχεδόν ο χώρος της παραλίας μέχρι το λιμάνι χτυπιέται τώρα από τα μυδράλια του πολεμικού. Μερικοί για να φυλαχτούν από τα πυρά του πολεμικού πέφτουν στη θάλασσα, με την αυταπάτη ότι θα δίνουν εκεί μικρότερο στόχο. Το πρώτο αίμα των σκαπανέων χύνεται στη θάλασσα, που μέσα σε ελάχιστο χρόνο βάφεται κόκκινη.
Σε μια στιγμή, καθώς οι ριπές των όπλων έχουν κάπως κοπάσει, μια φωνή δυνατή, ακούγεται :
«Συνάδελφοι, όλοι όρθιοι να ψάλουμε τον Εθνικό μας Ύμνο»
Το ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΑΓΜΑ, όλοι όρθιοι σε θέση προσοχής, όρθιοι και οι τραυματίες, όσοι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους αρχίζουν να ψάλλουν καθαρά και με όλη τη δύναμη της φωνής τους τον Εθνικό Ύμνο.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη
Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά
Μετά τη σφαγή βρεθήκαμε συγκεντρωμένοι και περικυκλωμένοι στον 7ο λόχο. Οι αλφαμίτες ουρλιάζουν, βρίζουν, χτυπούν με τα ρόπαλα και ζητούν ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΑΤΟΥ, ΔΗΛΩΣΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ.
«Θα κάνεις δήλωση ρε;»
«'Οχι ,δεν κάνω»
Τον χτυπούν και τον τραβάνε στη χαράδρα. Θα τον αφήσουν αναίσθητο ή μισοπεθαμένο.
Τη νύχτα της 1ης Μαρτίου περασμένα μεσάνυχτα οι αλφαμίτες με τους φακούς ψάχνουν να βρουν τη σκηνή του Πασχάλη. Τον βγάζουν έξω από τη σκηνή του, του φωτίζουν το γαλήνιο πρόσωπο του με το φακό και τον ρωτούν:
«Δήλωση Βούλγαρε έκανες;»
''Όχι'', απαντά ο Πασχάλης. ''Δήλωση δεν έκανα ούτε θα κάνω''.
Τον τραβούν στη χαράδρα. Εμείς δεν ξανάδαμε το παλικάρι…
Σ.Φ.Α. : Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών
Η ΣΦΑ Βουλιαγμένης (Α΄ περίοδος)
Η ΣΦΑ αρχικά ήταν μια φυλακή στρατιωτική ποινική, με όλα τα χαρακτηριστικά τέτοιου είδους φυλακής.
Καθώς έφταναν, όμως οι αντιστασιακοί κρατούμενοι στρατιώτες, όλοι με δραστήρια συμμετοχή στον ΕΛΑΣ, τακτικό και εφεδρικό, στις ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΠΟΝ, ΕΑΜ, Σπουδάζουσα, Εθνική Αλληλεγγύη κλπ) και καθώς έρχονταν επίσης οι στρατιώτες κομμουνιστές, υπόδικοι και κατάδικοι, από τα επιμέρους βασανιστήρια (Χαϊδάρι, ΕΣΑ κλπ) η εικόνα διαρκώς άλλαζε.
Οι κομμουνιστές, οργανωμένοι, έπαιρναν στα χέρια τους τις τύχες των κρατουμένων. Όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες τις χαρακτήριζε ανιδιοτέλεια, επρόκειτο για πολιτικές προσφορές στον αγώνα. Οι θαλαμάρχες, οι μάγειροι, οι καθαριστές ήταν πολιτικοί κρατούμενοι. Έλειψε το πορνό, το οινόπνευμα, το καφενείο και προπαντός το χασίσι.
Δημιουργήθηκε πολιτισμός, διαλέξεις, σχολεία, αθλητισμός, θέατρο. Δύο πολιτισμοί, δύο νοοτροπίες, δύο ιδεολογίες, συγκρούονται σκληρά – η κατεστημένη αστική των νταήδων και της διαφθοράς και η αγωνιστική προλεταριακή κομμουνιστική του πολιτισμού και της ψυχικής ανάτασης. Μερικοί ποινικοί ήρθαν μαζί μας. Από τους 4 θαλάμους οι πολιτικοί πήραν τους 3.
Η ΣΦΑ Μακρονήσου (Β΄ περίοδος)
Στις 29 του Γενάρη του 1948 μεταφερθήκαμε μαζί με τον στρατηγό Μάντακα στο Μακρονήσι, αφού ταλαιπωρηθήκαμε 17 μέρες στο τμήμα Μεταγωγών…από την Αθήνα στο Λαύριο μεταφερθήκαμε με κλούβα και αλυσοδεμένοι χέρι χέρι με τον Μάντακα. Ο Μανώλης σε όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητος και σε μια στιγμή μου λέει : «πρώτη φορά φοράω χειροπέδες και δε θα το ξεχάσω ποτέ».
Στη Μακρόνησο ( στη ΣΦΑ ) φτάσαμε ένα μουντό απόγευμα. Μετά από δύο μέρες μεταφέρθηκε από τη Σέριφο κι ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης και την επομένη του ερχομού του εγκατασταθήκαμε σε μια σκηνή που στήθηκε από τους κρατουμένους στρατιώτες των φυλακών μέσα στο συρματόφραχτο χώρο του στρατοπέδου. Περιμέναμε και τους Χατζημιχάλη Λούλη και Χατζήμπεη. Έτσι εμείς οι έξη «ιδρύσαμε» το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης διαβιώσεως που πέρασε τόσο τραγικές στιγμές και που θα μείνει για πάντα ένα ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία της Ελλάδας…μίλησα στην πρώτη μας συγκέντρωση. Ο μοναρχοφασισμός και οι αγγλοαμερικάνοι διάλεξαν το μέρος αυτό της εξορίας για να πετύχουν τη σίγουρη φυσική και ηθική μας εξόντωση…ο δρόμος μας θα είναι μακρύς και κουραστικός…θα περάσουμε σκληρές δοκιμασίες…ένας πρέπει να είναι ο αντικειμενικός μας σκοπός. Να βγούμε από δω όχι μονάχα ζωντανοί, αλλά και περισσότερο δυνατοί απ’ ότι μπήκαμε σωματικά, ψυχικά και ιδεολογικά.
(από το βιβλίο του Κ. Γαβριηλίδη «ΣΕ ΩΡΕΣ ΕΥΘΥΝΗΣ-ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ»)
Οι στρατιωτικοί δεσμοφύλακες έλπιζαν βέβαια ότι όλα αυτά θα αλλάξουν με τη μεταφορά της φυλακής στον απομονωμένο ξερόβραχο του μαρτυρίου, τη Μακρόνησο. Η όλη, όμως τρομοκρατική σκηνοθεσία του άγριου ξυλοκοπήματος κατά την άφιξή μας στο νησί από τους τραμπούκους του Γ΄ τάγματος, δεν τους ωφέλησε. Η διοίκηση τηρούσε την τακτική του μαστίγιου και του καρότου. Η τακτική του μαστίγιου (βία και τρομοκρατία) ασκούνταν ανεπίσημα από τους τραμπούκους ποινικούς (ελάχιστα άτομα) από τους παρακρατικούς και τους ΜΑΥδες, όχι από την κανονική φρουρά.
(μαρτυρία Τάσου Δανιήλ, από το βιβλίο ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ–ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ)
Γ΄ περίοδος (1948-1951)
Το υπαίθριο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων της ΣΦΑ, που ήταν μόνο ένα τμήμα του γενικού καταυλισμού της Μακρονήσου, άρχισε συστηματικά να λειτουργεί τους πρώτους μήνες του 1948 ύστερα από κοινή απόφαση τριών υπουργείων (Στρατιωτικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης) λίγο μετά τα αιματηρά γεγονότα, που έγιναν στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων το Φλεβάρη-1η Μάρτη του 1948.
(μαρτυρία Δ. Τσιμπουκίδη).
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1948, με πήγαν στη ΣΦΑ κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία. Διοικητής ήταν ο Θωμάς Σούλης, ο οποίος με παρέδωσε στον αρχιβασανιστή Κοθρά, ο οποίος με έβαλε στην απομόνωση και με κρατούσε όρθιο συνεχώς. Με χτυπούσαν με ξύλα και με σιδερόβεργες συνέχεια, με έριχναν στη θάλασσα και όταν έχανα τις αισθήσεις μου, μου έριχναν νερό στις πλάτες. Συνέχεια και γύρω στο συρματόπλεγμα και σε απόσταση ο ένας από τον άλλον 50 η 80 μέτρα ήταν και άλλοι αγωνιστές, όπως ο Κ. Γέμελος και Τσιρογιάννης, Αδάμης Αδαμόπουλος, Μάνογλου, Τατάκης και πολλοί άλλοι αγωνιστές…
Απέναντι από το σύρμα, ήταν το σύρμα που είχαν κρατουμένους τους καθαιρεθέντες μόνιμους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν τους κατακτητές. ΄Ηταν οι στρατηγοί Σαράφης, Μάντακας, Αυγερόπουλος και Μουστεράκης.
(μαρτυρία Παντελή Λιότσου).
Ένας από τους τόπους μαρτυρίου ήταν και η ΣΦΑ, υπαίθριο στρατόπεδο. Βρισκόταν στο νοτιότερο άκρο την Μακρονήσου, στη βάση μιας αμφιθεατρικής πλαγιάς, κοντά στο εκεί λιμανάκι. Είχε εγκατασταθεί σ’ αυτό το μέρος από τις 7 Αυγούστου 1947
(μαρτυρία Γιάννη Παλαβού).
Κατά περιόδους κάνανε διοικητές οι εξής :
Ο Σούλης δήμιος έκφυλος, διεστραμμένος, καταχραστής και πλαστογράφος.
Ο Μηλιάδης μισάνθρωπος, κοινωνικά απόβλητος.
Αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα, οι ανήθικοι και θρασύδειλοι χρησιμοποιήθηκαν ως αναμορφωτές των λαϊκών αγωνιστών και πραγματικών πατριωτών, που έδωσαν τα πάντα για τα πιο υψηλά ιδανικά που ενσαρκώνουν ότι καλό και ωραίο. Έρχονται η ατιμία, η διαφθορά και η εθνική κατάπτωση να κρίνουν τον πατριωτισμό, την αξιοπρέπεια, τον ανθρωπισμό.
Η ΣΦΑ υπήρξε κι αυτή ένας εφιαλτικός τόπος στη Μακρόνησο.
Ραβδισμοί με ρόπαλα. Στειλιάρια, μπαμπού και συρματένιους βούρδουλες, φάλαγγες.
Ορθοστασία φορτωμένος τα πράγματα, κάψιμο του σώματος με αναμμένο τσιγάρο.
Το μαρτύριο της δίψας και της πείνας.
Καταδιωξη, γκρέμισμα από τους βράχους στη θάλασσα, ξεγύμνωμα και βάπτισμα στη θάλασσα.
Γυμνοί στο τσουχτερό κρύο, ακίνητοι στην παγωνιά και στον ήλιο.
Και ότι άλλο συνελάμβανε ο διεστραμμένος νους των βασανιστών και των υψηλά ιστάμενων.
Ο μαρτυρικός απολογισμός, κάθε φορά ήταν οι αιμοπτύσεις, τα σπασμένα πλευρά και χέρια.
Στις 18 Αυγούστου 1948, 32 ανήλικοι κρατούμενοι κάτω από το αφόρητο καθεστώς βίας αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν, καταπίνοντας ουρές κουταλιών και άλλα μικροαντικείμενα…
Τέλη Δεκέμβρη του 1949
O χειμώνας ήταν σκληρός, έπεσε και χιόνι στο νησί, μας βάζουν την ημέρα να καθόμαστε κατάχαμα. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ, να βάλεις ένα κουρελάκι για να καθίσεις, ή μια πέτρα, για να μην είσαι καθισμένος μέσα στις λάσπες και το νερό.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ, κάθε κίνηση, απαγορεύεται να στρέψεις δεξιά η αριστερά.
Εκεί υποχρεωμένος να βλέπεις προς μια κατεύθυνση, χωρίς να στρίβεις το κεφάλι.
Και η παραμικρή κίνηση κολάζεται με ξυλοδαρμό.
Το σώμα σου να πιάνεται από την υγρασία και γίνεται ένα με τις λάσπες και τη γη.
Φαγητό μας δίνουν κάθε δεύτερη ή και κάθε τρίτη μέρα.
Το φαγητό είναι δυο μπουκιές ψωμί και λίγα χόρτα, χωρίς λάδι.
Ο χώρος της απομόνωσης περιφραγμένος με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αντίσκηνα ατομικά σε μια απόσταση το ένα με το άλλο. Όταν έβρεχε, το νερό έμπαινε μέσα. Τα αντίσκηνα περιφραγμένα και αυτά με αγκαθωτό συρματόπλεγμα ….
Μόλις νυχτώσει, μας βάζουν μέσα στα αντίσκηνα…όταν μας κλείνουν στ’ αντίσκηνα, μας χύνουν στην πλάτη πάνω από το σβέρκο νερό…
Κάθε βράδυ, κατεβάζουν κανα δυό στο φυλάκιο. Δε μας παίρνουν μαζί.
Παίρνουν πρώτα τον ένα κι ύστερα τον άλλον, αφού τελειώσουν με τον πρώτο.
Οι βασανιστές εναλλάσσονται στο « έργο» τους, για να μην κουράζονται.
Την πρώτη θέση κατέχουν οι φάλαγγες, τα χτυπήματα στα άκρα, παντού.
Αλλά και τα αδέσποτα χτυπήματα, κλοτσιές, κοντακιές, γροθιές, δε λείπουν.
Στήνουν χορό γύρω σου και ουρλιάζουν.... «απόψε θα την κάνεις, θα την κάνεις (τη δήλωση δηλαδή). Ήρωας δε θα βγεις από το Μακρονήσι»
Ο Παντελής Κιουρτσής βγάζει αίμα από το στόμα.
Ο Ηρακλής ο Μποζαντζίδης δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του.
Ο Τηλέμαχος Μεταξωτός έχει γίνει ένα κουβάρι από τις φάλαγγες, δεν ορίζει τίποτε, ούτε μέση ούτε χέρια.
Τα χέρια και τα πόδια του Μήτσου Τατάκη είναι πρησμένα και κατάμαυρα. Τα δάκτυλα του ενός χεριού πυορροούν…
Στις 19 Δεκέμβρη του 1949 έρχονται πρωί-πρωί στην απομόνωση και μας φωνάζουν να βγούμε έξω από το σύρμα. Μας βάζουν στη γραμμή. Μαζί μας και ο σ. Μπάμπης Χατζηγεωργιάδης, με κομμένα και τα 2 πόδια. Κινιέται με τις πατερίτσες, πολύ δύσκολα. Ανηφορίζουμε προς την κορυφή του υψώματος, που είναι πάνω από την απομόνωση. Στο δρόμο πέφτει ματσούκι. Φορτωθήκαμε με τον Πολύβιο τον Μπάμπη, για να ανέβουμε την πλαγιά. Μας σταμάτησαν, αφού περάσαμε την κορυφή του υψώματος. Παίρνουν τον Τηλέμαχο, τον φέρνουν λίγα μέτρα μπροστά, για να βλέπουμε όλοι κι αρχίζουν το βασανισμό, για να τον σπάσουν, για να μας σπάσουν κι εμάς. Έτσι υπολογίζουν. Οι γραμμές μας, όμως είναι αρραγείς και πιο σφιχτοδεμένες…λυσσομανάνε. «σήμερα θα πεθάνετε»…αφήνουν τον Μεταξωτό κατάκοιτο κι αρπάζουν εμένα… για μια στιγμή σταματάνε το έργο τους …οργάνωναν καταδίωξη. Κατά το απογευματάκι βλέπουμε στο χώρο των διαλέξεων να μαζεύονται οι κρατούμενοι του δεξιού κλωβού. Μας πήγαν και μας σ’ αυτή τη σύναξη. Είχαν μαζέψει τους Αλφαμίτες και όλους τους τραμπούκους της ΣΦΑ. Τραγούδαγαν τα '' όξω Βουλγαριά '' και το '' Σόφια – Μόσχα είναι το όνειρό μας ''.
Ο επικεφαλής αξιωματικός άρχισε τη διάλεξη…στο τέλος της ομιλίας, όμως σηκώνει το ποτήρι το νερό από το τραπέζι του, σαν είδος χαιρετισμού προς τους τραμπούκους που ωρύονταν. Αυτό ήταν το σύνθημα. Πέφτουν επάνω μας με ρόπαλα και ο καθένας αξιοποιούσε την πείρα των βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Ο Τατάκης βασανίζεται στο δρομάκι, μπροστά στα μαγειρεία. Ακούγεται πνιγμένος ο πόνος. Δεν ήθελε ο Μήτσος να βγάλει ούτε αχ, για να μη δώσει ικανοποίηση στους σαδιστές δήμιους. Ο Κιουρτσής, ο Μποζαντζίδης, ο Πολύβιος βασανίζονται και εγκαταλείπονται αιμόφυρτοι στο δρόμο. Προς την απομόνωση. Ορισμένοι πετάγονται από το βράχο στη θάλασσα.
(μαρτυρία Γιάννη Παλαβού).
Ο Αθανασάκος, Κρίκος και Μαστοράκης μπαίνουν στη Θάλασσα όπου λιθοβολούνται και αναγκάζονται να βγουν στην ξηρά. Ο Παλαβός, ο Μαρίνος και ο Μιχάλης τρέχουν προς τις σκηνές της απομόνωσης αλλά όμως τους καταφθάνουν οι μαινόμενοι ταύροι του αναμορφωτηρίου και τους γκρεμίζουν από ύψος 7 περίπου μέτρων στη θάλασσα. Ο Τατάκης κείται αιμόφυρτος και αναίσθητος προ του χώρου των μαγειρείων (στον Τατάκη ξέσπασε η λύσσα των περισσοτέρων τραμπούκων, που χούγιαζαν «θάνατος στον Καπετάνιο» και τον χτυπούσαν ανελέητα) όπου εξακολουθούν να τον λιανίζουν - εν αφασία ευρισκόμενος - οι αλήτες…
(μαρτυρία Π. Καλυδώνη, από το βιβλίο «Η κόλαση της Μακρονήσου»)
Φτάσαμε στις 9 Γενάρη του 1950. Μαθαίνουμε το πρωί πως ετοιμάζουν μεταγωγή σε μένα και τον Πολύβιο για έκτακτο στρατοδικείο…Ο Μήτσος (Τατάκης) με ειδοποιεί ότι έχει αφήσει κάτω από μια πέτρα, ένα σημείωμα. Να το πάρω και να το δώσω στην αδελφή του, που έμενε στον Πειραιά, και να της πω πως ο Μήτσος είναι καλά.
Παραμονή της αναχώρησή μας, 9-1-1950. Nύχτωσε για τα καλά. Κατεβάζουν στο φυλάκιο τον Μεταξωτό και ύστερα απ αυτόν τον Τατάκη. Η απουσία του Μήτσου κράτησε τη βραδιά εκείνη αρκετή ώρα.
(μαρτυρία Γιάννη Παλαβού – κρατούμενου στη ΣΦΑ)
Η ΣΦΑ αρχικά ήταν μια φυλακή στρατιωτική ποινική, με όλα τα χαρακτηριστικά τέτοιου είδους φυλακής.
Καθώς έφταναν, όμως οι αντιστασιακοί κρατούμενοι στρατιώτες, όλοι με δραστήρια συμμετοχή στον ΕΛΑΣ, τακτικό και εφεδρικό, στις ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΠΟΝ, ΕΑΜ, Σπουδάζουσα, Εθνική Αλληλεγγύη κλπ) και καθώς έρχονταν επίσης οι στρατιώτες κομμουνιστές, υπόδικοι και κατάδικοι, από τα επιμέρους βασανιστήρια (Χαϊδάρι, ΕΣΑ κλπ) η εικόνα διαρκώς άλλαζε.
Οι κομμουνιστές, οργανωμένοι, έπαιρναν στα χέρια τους τις τύχες των κρατουμένων. Όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες τις χαρακτήριζε ανιδιοτέλεια, επρόκειτο για πολιτικές προσφορές στον αγώνα. Οι θαλαμάρχες, οι μάγειροι, οι καθαριστές ήταν πολιτικοί κρατούμενοι. Έλειψε το πορνό, το οινόπνευμα, το καφενείο και προπαντός το χασίσι.
Δημιουργήθηκε πολιτισμός, διαλέξεις, σχολεία, αθλητισμός, θέατρο. Δύο πολιτισμοί, δύο νοοτροπίες, δύο ιδεολογίες, συγκρούονται σκληρά – η κατεστημένη αστική των νταήδων και της διαφθοράς και η αγωνιστική προλεταριακή κομμουνιστική του πολιτισμού και της ψυχικής ανάτασης. Μερικοί ποινικοί ήρθαν μαζί μας. Από τους 4 θαλάμους οι πολιτικοί πήραν τους 3.
Η ΣΦΑ Μακρονήσου (Β΄ περίοδος)
Στις 29 του Γενάρη του 1948 μεταφερθήκαμε μαζί με τον στρατηγό Μάντακα στο Μακρονήσι, αφού ταλαιπωρηθήκαμε 17 μέρες στο τμήμα Μεταγωγών…από την Αθήνα στο Λαύριο μεταφερθήκαμε με κλούβα και αλυσοδεμένοι χέρι χέρι με τον Μάντακα. Ο Μανώλης σε όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητος και σε μια στιγμή μου λέει : «πρώτη φορά φοράω χειροπέδες και δε θα το ξεχάσω ποτέ».
Στη Μακρόνησο ( στη ΣΦΑ ) φτάσαμε ένα μουντό απόγευμα. Μετά από δύο μέρες μεταφέρθηκε από τη Σέριφο κι ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης και την επομένη του ερχομού του εγκατασταθήκαμε σε μια σκηνή που στήθηκε από τους κρατουμένους στρατιώτες των φυλακών μέσα στο συρματόφραχτο χώρο του στρατοπέδου. Περιμέναμε και τους Χατζημιχάλη Λούλη και Χατζήμπεη. Έτσι εμείς οι έξη «ιδρύσαμε» το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης διαβιώσεως που πέρασε τόσο τραγικές στιγμές και που θα μείνει για πάντα ένα ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία της Ελλάδας…μίλησα στην πρώτη μας συγκέντρωση. Ο μοναρχοφασισμός και οι αγγλοαμερικάνοι διάλεξαν το μέρος αυτό της εξορίας για να πετύχουν τη σίγουρη φυσική και ηθική μας εξόντωση…ο δρόμος μας θα είναι μακρύς και κουραστικός…θα περάσουμε σκληρές δοκιμασίες…ένας πρέπει να είναι ο αντικειμενικός μας σκοπός. Να βγούμε από δω όχι μονάχα ζωντανοί, αλλά και περισσότερο δυνατοί απ’ ότι μπήκαμε σωματικά, ψυχικά και ιδεολογικά.
(από το βιβλίο του Κ. Γαβριηλίδη «ΣΕ ΩΡΕΣ ΕΥΘΥΝΗΣ-ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ»)
Οι στρατιωτικοί δεσμοφύλακες έλπιζαν βέβαια ότι όλα αυτά θα αλλάξουν με τη μεταφορά της φυλακής στον απομονωμένο ξερόβραχο του μαρτυρίου, τη Μακρόνησο. Η όλη, όμως τρομοκρατική σκηνοθεσία του άγριου ξυλοκοπήματος κατά την άφιξή μας στο νησί από τους τραμπούκους του Γ΄ τάγματος, δεν τους ωφέλησε. Η διοίκηση τηρούσε την τακτική του μαστίγιου και του καρότου. Η τακτική του μαστίγιου (βία και τρομοκρατία) ασκούνταν ανεπίσημα από τους τραμπούκους ποινικούς (ελάχιστα άτομα) από τους παρακρατικούς και τους ΜΑΥδες, όχι από την κανονική φρουρά.
(μαρτυρία Τάσου Δανιήλ, από το βιβλίο ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ–ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ)
Γ΄ περίοδος (1948-1951)
Το υπαίθριο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων της ΣΦΑ, που ήταν μόνο ένα τμήμα του γενικού καταυλισμού της Μακρονήσου, άρχισε συστηματικά να λειτουργεί τους πρώτους μήνες του 1948 ύστερα από κοινή απόφαση τριών υπουργείων (Στρατιωτικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης) λίγο μετά τα αιματηρά γεγονότα, που έγιναν στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων το Φλεβάρη-1η Μάρτη του 1948.
(μαρτυρία Δ. Τσιμπουκίδη).
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1948, με πήγαν στη ΣΦΑ κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία. Διοικητής ήταν ο Θωμάς Σούλης, ο οποίος με παρέδωσε στον αρχιβασανιστή Κοθρά, ο οποίος με έβαλε στην απομόνωση και με κρατούσε όρθιο συνεχώς. Με χτυπούσαν με ξύλα και με σιδερόβεργες συνέχεια, με έριχναν στη θάλασσα και όταν έχανα τις αισθήσεις μου, μου έριχναν νερό στις πλάτες. Συνέχεια και γύρω στο συρματόπλεγμα και σε απόσταση ο ένας από τον άλλον 50 η 80 μέτρα ήταν και άλλοι αγωνιστές, όπως ο Κ. Γέμελος και Τσιρογιάννης, Αδάμης Αδαμόπουλος, Μάνογλου, Τατάκης και πολλοί άλλοι αγωνιστές…
Απέναντι από το σύρμα, ήταν το σύρμα που είχαν κρατουμένους τους καθαιρεθέντες μόνιμους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν τους κατακτητές. ΄Ηταν οι στρατηγοί Σαράφης, Μάντακας, Αυγερόπουλος και Μουστεράκης.
(μαρτυρία Παντελή Λιότσου).
Ένας από τους τόπους μαρτυρίου ήταν και η ΣΦΑ, υπαίθριο στρατόπεδο. Βρισκόταν στο νοτιότερο άκρο την Μακρονήσου, στη βάση μιας αμφιθεατρικής πλαγιάς, κοντά στο εκεί λιμανάκι. Είχε εγκατασταθεί σ’ αυτό το μέρος από τις 7 Αυγούστου 1947
(μαρτυρία Γιάννη Παλαβού).
Κατά περιόδους κάνανε διοικητές οι εξής :
- Ο Θεοδοσιάδης, αντισυνταγματάρχης το 1947.
- Ο Βασιλόπουλος Αντώνης, λοχαγός (από Νοέμβριο 1947 μέχρι Γενάρη 1948 )
- Ο Σούλης Θωμάς αντισυνταγματάρχης ιππικού μέχρι το Ιούλιο 1949.
- Ο Λιούμης Ευάγγελος, ταγματάρχης, μέχρι το Νοέμβριο του 1949.
- Ο Μηλιάδης Ελευθέριος έφεδρος λοχαγός. Έδειξε υπερβολικό ζήλο στο απάνθρωπο έργο του.
Ο Σούλης δήμιος έκφυλος, διεστραμμένος, καταχραστής και πλαστογράφος.
Ο Μηλιάδης μισάνθρωπος, κοινωνικά απόβλητος.
Αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα, οι ανήθικοι και θρασύδειλοι χρησιμοποιήθηκαν ως αναμορφωτές των λαϊκών αγωνιστών και πραγματικών πατριωτών, που έδωσαν τα πάντα για τα πιο υψηλά ιδανικά που ενσαρκώνουν ότι καλό και ωραίο. Έρχονται η ατιμία, η διαφθορά και η εθνική κατάπτωση να κρίνουν τον πατριωτισμό, την αξιοπρέπεια, τον ανθρωπισμό.
Η ΣΦΑ υπήρξε κι αυτή ένας εφιαλτικός τόπος στη Μακρόνησο.
Ραβδισμοί με ρόπαλα. Στειλιάρια, μπαμπού και συρματένιους βούρδουλες, φάλαγγες.
Ορθοστασία φορτωμένος τα πράγματα, κάψιμο του σώματος με αναμμένο τσιγάρο.
Το μαρτύριο της δίψας και της πείνας.
Καταδιωξη, γκρέμισμα από τους βράχους στη θάλασσα, ξεγύμνωμα και βάπτισμα στη θάλασσα.
Γυμνοί στο τσουχτερό κρύο, ακίνητοι στην παγωνιά και στον ήλιο.
Και ότι άλλο συνελάμβανε ο διεστραμμένος νους των βασανιστών και των υψηλά ιστάμενων.
Ο μαρτυρικός απολογισμός, κάθε φορά ήταν οι αιμοπτύσεις, τα σπασμένα πλευρά και χέρια.
Στις 18 Αυγούστου 1948, 32 ανήλικοι κρατούμενοι κάτω από το αφόρητο καθεστώς βίας αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν, καταπίνοντας ουρές κουταλιών και άλλα μικροαντικείμενα…
Τέλη Δεκέμβρη του 1949
O χειμώνας ήταν σκληρός, έπεσε και χιόνι στο νησί, μας βάζουν την ημέρα να καθόμαστε κατάχαμα. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ, να βάλεις ένα κουρελάκι για να καθίσεις, ή μια πέτρα, για να μην είσαι καθισμένος μέσα στις λάσπες και το νερό.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ, κάθε κίνηση, απαγορεύεται να στρέψεις δεξιά η αριστερά.
Εκεί υποχρεωμένος να βλέπεις προς μια κατεύθυνση, χωρίς να στρίβεις το κεφάλι.
Και η παραμικρή κίνηση κολάζεται με ξυλοδαρμό.
Το σώμα σου να πιάνεται από την υγρασία και γίνεται ένα με τις λάσπες και τη γη.
Φαγητό μας δίνουν κάθε δεύτερη ή και κάθε τρίτη μέρα.
Το φαγητό είναι δυο μπουκιές ψωμί και λίγα χόρτα, χωρίς λάδι.
Ο χώρος της απομόνωσης περιφραγμένος με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αντίσκηνα ατομικά σε μια απόσταση το ένα με το άλλο. Όταν έβρεχε, το νερό έμπαινε μέσα. Τα αντίσκηνα περιφραγμένα και αυτά με αγκαθωτό συρματόπλεγμα ….
Μόλις νυχτώσει, μας βάζουν μέσα στα αντίσκηνα…όταν μας κλείνουν στ’ αντίσκηνα, μας χύνουν στην πλάτη πάνω από το σβέρκο νερό…
Κάθε βράδυ, κατεβάζουν κανα δυό στο φυλάκιο. Δε μας παίρνουν μαζί.
Παίρνουν πρώτα τον ένα κι ύστερα τον άλλον, αφού τελειώσουν με τον πρώτο.
Οι βασανιστές εναλλάσσονται στο « έργο» τους, για να μην κουράζονται.
Την πρώτη θέση κατέχουν οι φάλαγγες, τα χτυπήματα στα άκρα, παντού.
Αλλά και τα αδέσποτα χτυπήματα, κλοτσιές, κοντακιές, γροθιές, δε λείπουν.
Στήνουν χορό γύρω σου και ουρλιάζουν.... «απόψε θα την κάνεις, θα την κάνεις (τη δήλωση δηλαδή). Ήρωας δε θα βγεις από το Μακρονήσι»
Ο Παντελής Κιουρτσής βγάζει αίμα από το στόμα.
Ο Ηρακλής ο Μποζαντζίδης δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του.
Ο Τηλέμαχος Μεταξωτός έχει γίνει ένα κουβάρι από τις φάλαγγες, δεν ορίζει τίποτε, ούτε μέση ούτε χέρια.
Τα χέρια και τα πόδια του Μήτσου Τατάκη είναι πρησμένα και κατάμαυρα. Τα δάκτυλα του ενός χεριού πυορροούν…
Στις 19 Δεκέμβρη του 1949 έρχονται πρωί-πρωί στην απομόνωση και μας φωνάζουν να βγούμε έξω από το σύρμα. Μας βάζουν στη γραμμή. Μαζί μας και ο σ. Μπάμπης Χατζηγεωργιάδης, με κομμένα και τα 2 πόδια. Κινιέται με τις πατερίτσες, πολύ δύσκολα. Ανηφορίζουμε προς την κορυφή του υψώματος, που είναι πάνω από την απομόνωση. Στο δρόμο πέφτει ματσούκι. Φορτωθήκαμε με τον Πολύβιο τον Μπάμπη, για να ανέβουμε την πλαγιά. Μας σταμάτησαν, αφού περάσαμε την κορυφή του υψώματος. Παίρνουν τον Τηλέμαχο, τον φέρνουν λίγα μέτρα μπροστά, για να βλέπουμε όλοι κι αρχίζουν το βασανισμό, για να τον σπάσουν, για να μας σπάσουν κι εμάς. Έτσι υπολογίζουν. Οι γραμμές μας, όμως είναι αρραγείς και πιο σφιχτοδεμένες…λυσσομανάνε. «σήμερα θα πεθάνετε»…αφήνουν τον Μεταξωτό κατάκοιτο κι αρπάζουν εμένα… για μια στιγμή σταματάνε το έργο τους …οργάνωναν καταδίωξη. Κατά το απογευματάκι βλέπουμε στο χώρο των διαλέξεων να μαζεύονται οι κρατούμενοι του δεξιού κλωβού. Μας πήγαν και μας σ’ αυτή τη σύναξη. Είχαν μαζέψει τους Αλφαμίτες και όλους τους τραμπούκους της ΣΦΑ. Τραγούδαγαν τα '' όξω Βουλγαριά '' και το '' Σόφια – Μόσχα είναι το όνειρό μας ''.
Ο επικεφαλής αξιωματικός άρχισε τη διάλεξη…στο τέλος της ομιλίας, όμως σηκώνει το ποτήρι το νερό από το τραπέζι του, σαν είδος χαιρετισμού προς τους τραμπούκους που ωρύονταν. Αυτό ήταν το σύνθημα. Πέφτουν επάνω μας με ρόπαλα και ο καθένας αξιοποιούσε την πείρα των βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Ο Τατάκης βασανίζεται στο δρομάκι, μπροστά στα μαγειρεία. Ακούγεται πνιγμένος ο πόνος. Δεν ήθελε ο Μήτσος να βγάλει ούτε αχ, για να μη δώσει ικανοποίηση στους σαδιστές δήμιους. Ο Κιουρτσής, ο Μποζαντζίδης, ο Πολύβιος βασανίζονται και εγκαταλείπονται αιμόφυρτοι στο δρόμο. Προς την απομόνωση. Ορισμένοι πετάγονται από το βράχο στη θάλασσα.
(μαρτυρία Γιάννη Παλαβού).
Ο Αθανασάκος, Κρίκος και Μαστοράκης μπαίνουν στη Θάλασσα όπου λιθοβολούνται και αναγκάζονται να βγουν στην ξηρά. Ο Παλαβός, ο Μαρίνος και ο Μιχάλης τρέχουν προς τις σκηνές της απομόνωσης αλλά όμως τους καταφθάνουν οι μαινόμενοι ταύροι του αναμορφωτηρίου και τους γκρεμίζουν από ύψος 7 περίπου μέτρων στη θάλασσα. Ο Τατάκης κείται αιμόφυρτος και αναίσθητος προ του χώρου των μαγειρείων (στον Τατάκη ξέσπασε η λύσσα των περισσοτέρων τραμπούκων, που χούγιαζαν «θάνατος στον Καπετάνιο» και τον χτυπούσαν ανελέητα) όπου εξακολουθούν να τον λιανίζουν - εν αφασία ευρισκόμενος - οι αλήτες…
(μαρτυρία Π. Καλυδώνη, από το βιβλίο «Η κόλαση της Μακρονήσου»)
Φτάσαμε στις 9 Γενάρη του 1950. Μαθαίνουμε το πρωί πως ετοιμάζουν μεταγωγή σε μένα και τον Πολύβιο για έκτακτο στρατοδικείο…Ο Μήτσος (Τατάκης) με ειδοποιεί ότι έχει αφήσει κάτω από μια πέτρα, ένα σημείωμα. Να το πάρω και να το δώσω στην αδελφή του, που έμενε στον Πειραιά, και να της πω πως ο Μήτσος είναι καλά.
Παραμονή της αναχώρησή μας, 9-1-1950. Nύχτωσε για τα καλά. Κατεβάζουν στο φυλάκιο τον Μεταξωτό και ύστερα απ αυτόν τον Τατάκη. Η απουσία του Μήτσου κράτησε τη βραδιά εκείνη αρκετή ώρα.
(μαρτυρία Γιάννη Παλαβού – κρατούμενου στη ΣΦΑ)
29/2 - 1/3/1948:
Η μεγάλη σφαγή στη Μακρόνησο
«Σήμερα χύσανε μου το φως μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά!
Χτες κόψανε τα νύχια μου. Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά!
Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά! Είμαι καλά!
Αύριο θα με σταυρώσουν. Είμαι καλά! Είμαι καλά! Είμαι καλά!/ Είμαι καλά!
Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ. Είμαι καλά!
Κι ας μην έχω μιλιά να το φωνάξω. Είμαι καλά! Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο, σ' αυτό το τρελό Νεκροταφείο, πως όλοι οι νεκροί του:
"ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!.."».
Μενέλαος Λουντέμης
Το απόγευμα της 29ης Φεβρουαρίου 1948, οι διαπιστευμένοι συντάκτες στο υπουργείο Στρατιωτικών πληροφορούνταν ότι στο στρατόπεδο της Μακρονήσου είχαν ξεσπάσει αιματηρά επεισόδια με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επόμενη, Δευτέρα 1η Μαρτίου του 1948, στα γραφεία των εφημερίδων έφτασε μία ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών, που με εντελώς κυνικό τρόπο επιβεβαίωνε το γεγονός, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η φρικιαστικότερη και τραγικότερη, ίσως, σελίδα του εμφυλίου πολέμου.
«Την 29η Φεβρουαρίου - έλεγε η ανακοίνωση - άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής, επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία, αμυνομένη, έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες. Εκ των ημετέρων, 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον».
Την ίδια ημέρα, η εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Εξόρμηση» δημοσίευε στην τελευταία της σελίδα, υπό τον τίτλο «Μοναρχοφασιστική δολοφονική προβοκάτσια στο Μακρονήσι», την εξής είδηση: «Διψασμένος από αίμα ο μοναρχοφασιστικός λύκος έπεσε πάνω στους δημοκρατικούς φαντάρους που κρατάει στο στρατόπεδο του Μακρονησιού. Ετσι διέταξε ο καινούριος Αμερικάνος στρατηγός Φον Φλιτ. Την ώρα που πήγαιναν στην εκκλησία, την Κυριακή στις 29 Φλεβάρη, τους βάρεσαν στο ψαχνό ακόμα και με πυροβολικό. Σκότωσαν 17 και τραυμάτισαν 61. Το καινούριο αυτό μοναρχοφασιστικό έγκλημα ξεπερνάει σε αγριότητα και τα χιτλερικά εγκλήματα. Η καρδιά του λαού μας γεμίζει από μίσος ενάντια στους Αμερικάνους και στους μοναρχοσοφούληδες οργανωτές του και ζητάει εκδίκηση».
Η «Εξόρμηση» φαίνεται πως αντλούσε τις πληροφορίες της από τα επίσημα ανακοινωθέντα κι από κάποιες πιο ανεξάρτητες πηγές. Κι ενώ πολιτικά αντιλαμβανόταν την ουσία των πραγμάτων, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα γεγονότα με την ακρίβεια που είχαν γίνει.
Πώς, όμως, είχαν γίνει; Πριν απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα, οφείλουμε να σημειώσουμε πως εκείνη ακριβώς τη μέρα που η εφημερίδα του ΔΣΕ έδινε την παραπάνω είδηση, δηλαδή την 1η Μαρτίου 1948, ένα νέο δολοφονικό πογκρόμ εναντίον των δημοκρατικών φαντάρων, πιο φρικιαστικό, πιο εξοντωτικό και πιο ανελέητο από το προηγούμενο, είχε ως αποτέλεσμα να κοκκινίσει με αθώο αίμα ο άνυδρος βράχος της Μακρονήσου.
Η μεγάλη σφαγή
Ηταν πρωί Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948. Το προσκλητήριο στο Α` Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Στους λόχους είχαν μείνει, όπως συνηθιζόταν, οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειροι. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν.
Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ' οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμίτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθενείας. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται.
Ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλειά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδάρας, ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα, που, απ' ό,τι φαίνεται, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος, άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους.
Εν πάση περιπτώσει, μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος), τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος, που εν των μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα, επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: Εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι.
Ετσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας ημέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη: Με την οσμή του θανάτου απλωμένη παντού, μέσα στο πένθος και στη λύπη, με την ανησυχία της αβεβαιότητας, αλλά και με την ελπίδα πως τα χειρότερα είχαν τελειώσει.
Οταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ' ολόκληρο το στρατόπεδο. Τα νεύρα των στρατιωτών τεντωμένα κι οι καρδιές τους στο αποκορύφωμα της αγωνίας.
Τι έμελλε να επακολουθήσει;
Σε λίγο, δε θα υπήρχαν ερωτηματικά.
Θα 'ταν δε θα 'ταν 9 η ώρα το πρωί, όταν στις ακτές του Α` Τάγματος εμφανίστηκε να περιπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή.
Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι.
Λίγα λεπτά αργότερα, μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα :
«Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό:
«Σας δίνω - απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης - 5 λεπτά προθεσμία ν' αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς...».
Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά... δύο λεπτά».
Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ` Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό, ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας.
Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α` Τάγματος.
Σε λίγο άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμίτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς, που είχαν ξαπλώσει κάτω, παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται, απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Υστερα γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα, πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Οταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα, αρκετοί έπεσαν στο νερό με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία.
Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό. «Εκεί - γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας - γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Υμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Εκοβαν τις λέξεις μια - μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες. Δυστυχώς ούτε και με τον Εθνικό Υμνο έπαψαν οι πυροβολισμοί».
Οταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α` Τάγματος: Βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Ολα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ' ένα σκοπό: Στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων, που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας. Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων, που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε.
Στο μεταξύ, άρχισε και η «συγκομιδή» των νεκρών, ενώ 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης που προκάλεσε τα γεγονότα και 142 συνάδελφοί τους συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ` Τάγμα.
Η διάσταση του εγκλήματος
Η είδηση για τη σφαγή των δημοκρατικών, αριστερών και κομμουνιστών φαντάρων στη Μακρόνησο, όπως ήταν φυσικό, στον Αθηναϊκό Τύπο πέρασε με την εκδοχή του επίσημου καθεστώτος.
Ορισμένα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων είναι ενδεικτικά:
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν τάραχον εις τη Μακρόνησον» έγραψαν τα «ΝΕΑ».
Και η «ΒΡΑΔΥΝΗ» συμπλήρωσε: «...οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσα απεκατέστησε την τάξιν εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των»
Η «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» ισχυριζόταν πως «μη "αποτοξινωθέντες" ακόμη κομμουνισταί στρατιώται έκαμαν στάσιν».
Η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» δε δίσταζε να ισχυριστεί με φασιστική ρητορική πως «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Για τη σφαγή στη Μακρόνησο, όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην αρχή, έγραψε και ο Τύπος του Δημοκρατικού Στρατού. Το «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ», μια μέρα μετά το μακελειό στο κύριο θέμα του με τίτλο «Μοναρχοφασιστικό έγκλημα στο Μακρονήσι» γράφει, μεταξύ άλλων, ότι «καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να σκεπάσει τη θηριωδία των μοναρχοφασιστών δολοφόνων, που με την καθοδήγηση των Αμερικανών γκάνγκστερς που βρίσκονται στην Ελλάδα ξεπέρασαν και τους χιτλερικούς εγκληματίες».
Τις επόμενες ημέρες, το «Δελτίο Ειδήσεων» σημειώνει: «Τέτοια εγκλήματα σαν το Μακρονήσι δεν τα έκαναν ούτε οι Γερμανοί».
Κι ακόμη ότι: «Οι Αμερικανοί κατακτητές, εμπνευστές του εγκλήματος στο Μακρονήσι».
Η σύγκριση της σφαγής στο Μακρονήσι με τα εγκλήματα των χιτλερικών δεν ήταν τυχαία.
Ηταν μια πραγματικότητα, που δεν μπορούσε κανείς να την αγνοήσει.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ), στη Διακήρυξή της με ημερομηνία 10/3/1948, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Οι Γερμανοί αντικαταστάθηκαν απ' τους Αμερικανοάγγλους ιμπεριαλιστές. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και τα άντρα της οδού Μέρλιν απ' το Μακρονήσι και τη Γιούρα».
Ενα μήνα μετά τη σφαγή, η εφημερίδα «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» του ΔΣΕ δημοσίευσε στην τελευταία της σελίδα, κάτω από τον τίτλο «Στο Μακρονήσι» μια συγκλονιστική είδηση.
«Νεώτερες ειδήσεις - έγραφε - αναφέρουν πως 250 φαντάρους δολοφόνησαν την 1η του Μάρτη οι άτιμοι, ύστερα από εντολή που πήραν από τον Φον Φλιτ. Οι εγκληματίες της Αθήνας έκρυψαν τον αληθινό αριθμό και είχαν πει πως είναι 17 οι νεκροί. Αλλοι 250 αθώοι πατριώτες δέσμιοι του αμερικανομοναρχισμού δίνουν το αίμα τους για να χορτάσουν οι μοναρχικοί λύκοι. Για τους άνανδρους που κάνουν τους παλικαράδες με άοπλους φαντάρους, για τους κοινούς δολοφόνους της ψευτοκυβέρνησης της Αθήνας ένα μόνο χρειάζεται: Εκδίκηση! Εκδίκηση!».
Το δημοσίευμα της «ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ», σχετικά με τον αριθμό των νεκρών στο μακελειό της Μακρονήσου, πλησιάζει πολύ την αλήθεια. Ο γιατρός του Α' τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας».
Στο θέμα των νεκρών της Μακρονήσου κατά τις ημέρες της μεγάλης σφαγής, η επίσημη πολιτεία κρατάει σιγήν ιχθύος. Τα επίσημα αρχεία του στρατού μιλούν μόνο για 17 νεκρούς, ενώ έχουν εξαφανιστεί τα αρχεία της ΒΧΙ Διεύθυνσης του ΓΕΣ, που ήταν και η διοικούσα αρχή του στρατοπέδου. Μάλιστα, η διεύθυνση ΒΧΙ θεωρείται ανύπαρκτη από το ΓΕΣ που δε δίνει κανένα στοιχείο γι' αυτήν.
Κάποτε το αίσχος αυτό πρέπει να πάρει τέλος.
Χτες κόψανε τα νύχια μου. Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά!
Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά! Είμαι καλά!
Αύριο θα με σταυρώσουν. Είμαι καλά! Είμαι καλά! Είμαι καλά!/ Είμαι καλά!
Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ. Είμαι καλά!
Κι ας μην έχω μιλιά να το φωνάξω. Είμαι καλά! Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο, σ' αυτό το τρελό Νεκροταφείο, πως όλοι οι νεκροί του:
"ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!.."».
Μενέλαος Λουντέμης
Το απόγευμα της 29ης Φεβρουαρίου 1948, οι διαπιστευμένοι συντάκτες στο υπουργείο Στρατιωτικών πληροφορούνταν ότι στο στρατόπεδο της Μακρονήσου είχαν ξεσπάσει αιματηρά επεισόδια με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επόμενη, Δευτέρα 1η Μαρτίου του 1948, στα γραφεία των εφημερίδων έφτασε μία ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών, που με εντελώς κυνικό τρόπο επιβεβαίωνε το γεγονός, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η φρικιαστικότερη και τραγικότερη, ίσως, σελίδα του εμφυλίου πολέμου.
«Την 29η Φεβρουαρίου - έλεγε η ανακοίνωση - άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής, επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία, αμυνομένη, έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες. Εκ των ημετέρων, 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον».
Την ίδια ημέρα, η εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Εξόρμηση» δημοσίευε στην τελευταία της σελίδα, υπό τον τίτλο «Μοναρχοφασιστική δολοφονική προβοκάτσια στο Μακρονήσι», την εξής είδηση: «Διψασμένος από αίμα ο μοναρχοφασιστικός λύκος έπεσε πάνω στους δημοκρατικούς φαντάρους που κρατάει στο στρατόπεδο του Μακρονησιού. Ετσι διέταξε ο καινούριος Αμερικάνος στρατηγός Φον Φλιτ. Την ώρα που πήγαιναν στην εκκλησία, την Κυριακή στις 29 Φλεβάρη, τους βάρεσαν στο ψαχνό ακόμα και με πυροβολικό. Σκότωσαν 17 και τραυμάτισαν 61. Το καινούριο αυτό μοναρχοφασιστικό έγκλημα ξεπερνάει σε αγριότητα και τα χιτλερικά εγκλήματα. Η καρδιά του λαού μας γεμίζει από μίσος ενάντια στους Αμερικάνους και στους μοναρχοσοφούληδες οργανωτές του και ζητάει εκδίκηση».
Η «Εξόρμηση» φαίνεται πως αντλούσε τις πληροφορίες της από τα επίσημα ανακοινωθέντα κι από κάποιες πιο ανεξάρτητες πηγές. Κι ενώ πολιτικά αντιλαμβανόταν την ουσία των πραγμάτων, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα γεγονότα με την ακρίβεια που είχαν γίνει.
Πώς, όμως, είχαν γίνει; Πριν απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα, οφείλουμε να σημειώσουμε πως εκείνη ακριβώς τη μέρα που η εφημερίδα του ΔΣΕ έδινε την παραπάνω είδηση, δηλαδή την 1η Μαρτίου 1948, ένα νέο δολοφονικό πογκρόμ εναντίον των δημοκρατικών φαντάρων, πιο φρικιαστικό, πιο εξοντωτικό και πιο ανελέητο από το προηγούμενο, είχε ως αποτέλεσμα να κοκκινίσει με αθώο αίμα ο άνυδρος βράχος της Μακρονήσου.
Η μεγάλη σφαγή
Ηταν πρωί Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948. Το προσκλητήριο στο Α` Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Στους λόχους είχαν μείνει, όπως συνηθιζόταν, οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειροι. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν.
Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ' οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμίτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθενείας. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται.
Ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλειά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδάρας, ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα, που, απ' ό,τι φαίνεται, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος, άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους.
Εν πάση περιπτώσει, μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος), τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος, που εν των μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα, επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: Εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι.
Ετσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας ημέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη: Με την οσμή του θανάτου απλωμένη παντού, μέσα στο πένθος και στη λύπη, με την ανησυχία της αβεβαιότητας, αλλά και με την ελπίδα πως τα χειρότερα είχαν τελειώσει.
Οταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ' ολόκληρο το στρατόπεδο. Τα νεύρα των στρατιωτών τεντωμένα κι οι καρδιές τους στο αποκορύφωμα της αγωνίας.
Τι έμελλε να επακολουθήσει;
Σε λίγο, δε θα υπήρχαν ερωτηματικά.
Θα 'ταν δε θα 'ταν 9 η ώρα το πρωί, όταν στις ακτές του Α` Τάγματος εμφανίστηκε να περιπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή.
Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι.
Λίγα λεπτά αργότερα, μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα :
«Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό:
«Σας δίνω - απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης - 5 λεπτά προθεσμία ν' αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς...».
Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά... δύο λεπτά».
Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ` Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό, ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας.
Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α` Τάγματος.
Σε λίγο άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμίτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς, που είχαν ξαπλώσει κάτω, παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται, απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Υστερα γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα, πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Οταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα, αρκετοί έπεσαν στο νερό με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία.
Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό. «Εκεί - γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας - γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Υμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Εκοβαν τις λέξεις μια - μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες. Δυστυχώς ούτε και με τον Εθνικό Υμνο έπαψαν οι πυροβολισμοί».
Οταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α` Τάγματος: Βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Ολα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ' ένα σκοπό: Στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων, που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας. Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων, που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε.
Στο μεταξύ, άρχισε και η «συγκομιδή» των νεκρών, ενώ 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης που προκάλεσε τα γεγονότα και 142 συνάδελφοί τους συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ` Τάγμα.
Η διάσταση του εγκλήματος
Η είδηση για τη σφαγή των δημοκρατικών, αριστερών και κομμουνιστών φαντάρων στη Μακρόνησο, όπως ήταν φυσικό, στον Αθηναϊκό Τύπο πέρασε με την εκδοχή του επίσημου καθεστώτος.
Ορισμένα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων είναι ενδεικτικά:
«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν τάραχον εις τη Μακρόνησον» έγραψαν τα «ΝΕΑ».
Και η «ΒΡΑΔΥΝΗ» συμπλήρωσε: «...οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσα απεκατέστησε την τάξιν εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των»
Η «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» ισχυριζόταν πως «μη "αποτοξινωθέντες" ακόμη κομμουνισταί στρατιώται έκαμαν στάσιν».
Η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» δε δίσταζε να ισχυριστεί με φασιστική ρητορική πως «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
Για τη σφαγή στη Μακρόνησο, όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην αρχή, έγραψε και ο Τύπος του Δημοκρατικού Στρατού. Το «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ», μια μέρα μετά το μακελειό στο κύριο θέμα του με τίτλο «Μοναρχοφασιστικό έγκλημα στο Μακρονήσι» γράφει, μεταξύ άλλων, ότι «καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να σκεπάσει τη θηριωδία των μοναρχοφασιστών δολοφόνων, που με την καθοδήγηση των Αμερικανών γκάνγκστερς που βρίσκονται στην Ελλάδα ξεπέρασαν και τους χιτλερικούς εγκληματίες».
Τις επόμενες ημέρες, το «Δελτίο Ειδήσεων» σημειώνει: «Τέτοια εγκλήματα σαν το Μακρονήσι δεν τα έκαναν ούτε οι Γερμανοί».
Κι ακόμη ότι: «Οι Αμερικανοί κατακτητές, εμπνευστές του εγκλήματος στο Μακρονήσι».
Η σύγκριση της σφαγής στο Μακρονήσι με τα εγκλήματα των χιτλερικών δεν ήταν τυχαία.
Ηταν μια πραγματικότητα, που δεν μπορούσε κανείς να την αγνοήσει.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ), στη Διακήρυξή της με ημερομηνία 10/3/1948, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Οι Γερμανοί αντικαταστάθηκαν απ' τους Αμερικανοάγγλους ιμπεριαλιστές. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και τα άντρα της οδού Μέρλιν απ' το Μακρονήσι και τη Γιούρα».
Ενα μήνα μετά τη σφαγή, η εφημερίδα «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» του ΔΣΕ δημοσίευσε στην τελευταία της σελίδα, κάτω από τον τίτλο «Στο Μακρονήσι» μια συγκλονιστική είδηση.
«Νεώτερες ειδήσεις - έγραφε - αναφέρουν πως 250 φαντάρους δολοφόνησαν την 1η του Μάρτη οι άτιμοι, ύστερα από εντολή που πήραν από τον Φον Φλιτ. Οι εγκληματίες της Αθήνας έκρυψαν τον αληθινό αριθμό και είχαν πει πως είναι 17 οι νεκροί. Αλλοι 250 αθώοι πατριώτες δέσμιοι του αμερικανομοναρχισμού δίνουν το αίμα τους για να χορτάσουν οι μοναρχικοί λύκοι. Για τους άνανδρους που κάνουν τους παλικαράδες με άοπλους φαντάρους, για τους κοινούς δολοφόνους της ψευτοκυβέρνησης της Αθήνας ένα μόνο χρειάζεται: Εκδίκηση! Εκδίκηση!».
Το δημοσίευμα της «ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ», σχετικά με τον αριθμό των νεκρών στο μακελειό της Μακρονήσου, πλησιάζει πολύ την αλήθεια. Ο γιατρός του Α' τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.
Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας».
Στο θέμα των νεκρών της Μακρονήσου κατά τις ημέρες της μεγάλης σφαγής, η επίσημη πολιτεία κρατάει σιγήν ιχθύος. Τα επίσημα αρχεία του στρατού μιλούν μόνο για 17 νεκρούς, ενώ έχουν εξαφανιστεί τα αρχεία της ΒΧΙ Διεύθυνσης του ΓΕΣ, που ήταν και η διοικούσα αρχή του στρατοπέδου. Μάλιστα, η διεύθυνση ΒΧΙ θεωρείται ανύπαρκτη από το ΓΕΣ που δε δίνει κανένα στοιχείο γι' αυτήν.
Κάποτε το αίσχος αυτό πρέπει να πάρει τέλος.
Η Ολοκλήρωση του Φασιστικού Κράτους
Μια άλλη συνέπεια από την ήττα του ΔΣΕ ήταν η ολοκλήρωση, με την αμέριστη υποστήριξη και τις οδηγίες των Αμερικανών, του αντιλαϊκού, αντιδημοκρατικού αστυνομικού κράτους. Αν και ο εμφύλιος πόλεμος σταμάτησε και οι δυνάμεις του ΔΣΕ κατέφυγαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και στη Σοβιετική Ενωση, όπου βρήκαν πολιτικό άσυλο και θέρμη φιλοζωία, οι ντόπιες αντιδραστικές δυνάμεις και οι Αμερικανοί προστάτες τους δεν είχαν απαλλαγή ακόμα από το φόβο και τον τρόμο που έζησαν. Εκτός από αυτό, είχαν να αντιμετωπίσουν την αγανάκτηση, τις διαμαρτυρίες και τις κινητοποιήσεις του ξεσπιτωμένων, των ανέργων, των εργαζομένων που φυτοζωούσαν και υπόφεραν. Και επί πλέον, ήθελαν να σύρουν τον ελληνικό λαό στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς που σχεδίαζαν.
Γι' αυτό και ενίσχυαν το αντιλαϊκό αστυνομικό κράτος.
Για το σκοπό αυτό, επανέφεραν σε ισχύ, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το νόμο 509 του 1947, τα άρθρα του Γ' ψηφίσματος για τον Τύπο και το νόμο της βασιλομεταξικής δικτατορίας 375 περί "κατά συνέπειας".
Στο ίδιο διάστημα κρατούν στις φυλακές και τα ξερονήσια δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, δημοκράτες και δημοκράτισσες, που καταδικάστηκαν από τα στρατοδικεία της σκοπιμότητας σε διάφορες ποινές ή ήταν υπόδικοι (τον Απρίλη του 1950 οι καταδικασμένοι ήταν 17.000 και οι υπόδικοι 5.000).
Διατηρούν το φοβερό σύμβολο του μοναρχοφασισμού, το Μακρονήσι, όπου κρατούνται 13.000 αγωνιστές και πατριώτες. Και συνεχίζουν τις εκτελέσεις. Μέχρι το 1955, οπότε κάτω από την παγκόσμια κατακραυγή και την αποφασιστική παρέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης και άλλων χωρών στον ΟΗΕ, αναγκάστηκαν να τις σταματήσουν. Είχαν, ωστόσο εκτελέσει αρκετούς αγωνιστές και πατριώτες και ανάμεσά τους, τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Νίκο Πλουμπίδη, τον Νικηφορίδη και άλλους.
Στον αιματηρό τρομοκρατικό όργιο πρωτοστατούν οι μαύρες αντιδραστικές δυνάμεις, με επικεφαλής το παλάτι και τους στρατοκράτες, που εμφορούνται από πνεύμα αντεκδίκησης και μισαλλοδοξίας. Αλλά δε μένουν πίσω και οι "κεντρώοι δημοκράτες".
Ο βασιλιάς Παύλος, μιλώντας στη Θεσσαλονίκη στις 17.11.1950, είχε διακηρύξει: "σήμερον συμβιβασμός με τους κομμουνιστές και στους συνοδοιπόρους δε χωρά".
Αλλά και ο "Παπατζής της Δημοκρατίας", ο Γ. Παπανδρέου, όπως έγραψε ο Λέων Σπαής στο βιβλίο του "Πενήντα χρόνια στρατιώτης" (σελ. 291) δήλωνε με κομπασμό: "Δεν προλαμβάνω να συλλαμβάνω κομμουνιστές..!".
Δεν είναι άμοιρος ευθυνών και ο Νικ. Πλαστήρας. Αρκεί να αναφέρουμε ότι όχι μόνο διαχώρισε, παρά τις αντίθετες προεκλογικές διακηρύξεις του, το Μακρονήσι και τα στρατόπεδα εξορίας και δήλωσε υπακούοντας στον Γκρέιντι που τον διόρισε πρωθυπουργό, ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για γενική αμνηστία, αλλά επέτρεψε να εκτελεστεί και ο ήρωας του λαού μας, Νίκος Μπελογιάννης.
Γι' αυτό και ενίσχυαν το αντιλαϊκό αστυνομικό κράτος.
Για το σκοπό αυτό, επανέφεραν σε ισχύ, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το νόμο 509 του 1947, τα άρθρα του Γ' ψηφίσματος για τον Τύπο και το νόμο της βασιλομεταξικής δικτατορίας 375 περί "κατά συνέπειας".
Στο ίδιο διάστημα κρατούν στις φυλακές και τα ξερονήσια δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, δημοκράτες και δημοκράτισσες, που καταδικάστηκαν από τα στρατοδικεία της σκοπιμότητας σε διάφορες ποινές ή ήταν υπόδικοι (τον Απρίλη του 1950 οι καταδικασμένοι ήταν 17.000 και οι υπόδικοι 5.000).
Διατηρούν το φοβερό σύμβολο του μοναρχοφασισμού, το Μακρονήσι, όπου κρατούνται 13.000 αγωνιστές και πατριώτες. Και συνεχίζουν τις εκτελέσεις. Μέχρι το 1955, οπότε κάτω από την παγκόσμια κατακραυγή και την αποφασιστική παρέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης και άλλων χωρών στον ΟΗΕ, αναγκάστηκαν να τις σταματήσουν. Είχαν, ωστόσο εκτελέσει αρκετούς αγωνιστές και πατριώτες και ανάμεσά τους, τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Νίκο Πλουμπίδη, τον Νικηφορίδη και άλλους.
Στον αιματηρό τρομοκρατικό όργιο πρωτοστατούν οι μαύρες αντιδραστικές δυνάμεις, με επικεφαλής το παλάτι και τους στρατοκράτες, που εμφορούνται από πνεύμα αντεκδίκησης και μισαλλοδοξίας. Αλλά δε μένουν πίσω και οι "κεντρώοι δημοκράτες".
Ο βασιλιάς Παύλος, μιλώντας στη Θεσσαλονίκη στις 17.11.1950, είχε διακηρύξει: "σήμερον συμβιβασμός με τους κομμουνιστές και στους συνοδοιπόρους δε χωρά".
Αλλά και ο "Παπατζής της Δημοκρατίας", ο Γ. Παπανδρέου, όπως έγραψε ο Λέων Σπαής στο βιβλίο του "Πενήντα χρόνια στρατιώτης" (σελ. 291) δήλωνε με κομπασμό: "Δεν προλαμβάνω να συλλαμβάνω κομμουνιστές..!".
Δεν είναι άμοιρος ευθυνών και ο Νικ. Πλαστήρας. Αρκεί να αναφέρουμε ότι όχι μόνο διαχώρισε, παρά τις αντίθετες προεκλογικές διακηρύξεις του, το Μακρονήσι και τα στρατόπεδα εξορίας και δήλωσε υπακούοντας στον Γκρέιντι που τον διόρισε πρωθυπουργό, ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για γενική αμνηστία, αλλά επέτρεψε να εκτελεστεί και ο ήρωας του λαού μας, Νίκος Μπελογιάννης.
Είναι αλήθεια ότι από τότε, από τη μαύρη εκείνη εποχή, πέρασαν εξήντα και πάνω χρόνια, και τα χάσματα που είχε ανοίξει ο εμφύλιος πόλεμος έκλεισαν, αλλά δεν μπορεί να αποσιωπηθούν ορισμένα αμείλιχτα και φοβερά γεγονότα, όταν μάλιστα γίνεται προσπάθεια να εμφανίζονται πολιτικοί, όπως ο Γ. Παπανδρέου, που φέρει βαρύτατες ευθύνες και για τις γνωστές εξελίξεις μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον χιτλερικό ζυγό και για το Δεκέμβρη του 1944, σαν "μεγάλοι δημοκράτες".
Η ιστορική αλήθεια πρέπει να λέγεται και να βγαίνουν απ' αυτήν σωστές εκτιμήσεις και σωστά συμπεράσματα και διδάγματα.
Ταυτόχρονα με την ωμή και απάνθρωπη αστυνομική βία χρησιμοποιήθηκε και η κατασυκοφάντηση του αγώνα του ΔΣΕ και των μαχητών και μαχητριών του, όπως και του ΕΛΑΣ και της ΕΑΜικής Αντίστασης, η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, ο αντισοσιαλισμός και αντισοβιετισμός.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας με τον αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό και στο ξέκομμά της από τις επαναστατικές παραδόσεις, τις ιδέες και τους αγώνες του ΚΚΕ.
Η ήττα του ΔΣΕ αξιοποιήθηκε από την αντίδραση και προπαγάνδα, αλλά και από ορισμένους, που για διάφορους λόγους, απαρνήθηκαν τους αγώνες και τις ιδέες τους, για να ενισχύσουν τη λαθολογία σε βάρος του ΚΚΕ. Ακούστηκαν πολλά και διάφορα. Οτι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν μάταιος και δεν έπρεπε να γίνει. Οτι το ΚΚΕ είναι κόμμα των λαθών και όχι κόμμα των ασταμάτητων αγώνων και των αμέτρητων θυσιών. Οτι έπρεπε να προβληθεί από την ηγεσία του Κόμματος η αποτυχία και της δεύτερης επανάστασης και διάφορα άλλα.
Ανεξάρτητα, όμως, από τα λάθη που έγιναν. Και έγιναν αναμφισβήτητα τέτοια, ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αναπόφευκτος στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το Δεκέμβρη, τη συμφωνία της Βάρκιζας και το μεταβαρκιζιανό τρομοκρατικό και δολοφονικό όργιο του κράτους και παρακράτους των δωσιλόγων και των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών. Και ο αγώνας αυτός ήταν και παραμένει αγώνας δίκαιος, ηρωικός για το καλό του λαού και της χώρας μας.
Η ιστορική αλήθεια πρέπει να λέγεται και να βγαίνουν απ' αυτήν σωστές εκτιμήσεις και σωστά συμπεράσματα και διδάγματα.
Ταυτόχρονα με την ωμή και απάνθρωπη αστυνομική βία χρησιμοποιήθηκε και η κατασυκοφάντηση του αγώνα του ΔΣΕ και των μαχητών και μαχητριών του, όπως και του ΕΛΑΣ και της ΕΑΜικής Αντίστασης, η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, ο αντισοσιαλισμός και αντισοβιετισμός.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας με τον αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό και στο ξέκομμά της από τις επαναστατικές παραδόσεις, τις ιδέες και τους αγώνες του ΚΚΕ.
Η ήττα του ΔΣΕ αξιοποιήθηκε από την αντίδραση και προπαγάνδα, αλλά και από ορισμένους, που για διάφορους λόγους, απαρνήθηκαν τους αγώνες και τις ιδέες τους, για να ενισχύσουν τη λαθολογία σε βάρος του ΚΚΕ. Ακούστηκαν πολλά και διάφορα. Οτι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν μάταιος και δεν έπρεπε να γίνει. Οτι το ΚΚΕ είναι κόμμα των λαθών και όχι κόμμα των ασταμάτητων αγώνων και των αμέτρητων θυσιών. Οτι έπρεπε να προβληθεί από την ηγεσία του Κόμματος η αποτυχία και της δεύτερης επανάστασης και διάφορα άλλα.
Ανεξάρτητα, όμως, από τα λάθη που έγιναν. Και έγιναν αναμφισβήτητα τέτοια, ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αναπόφευκτος στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το Δεκέμβρη, τη συμφωνία της Βάρκιζας και το μεταβαρκιζιανό τρομοκρατικό και δολοφονικό όργιο του κράτους και παρακράτους των δωσιλόγων και των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών. Και ο αγώνας αυτός ήταν και παραμένει αγώνας δίκαιος, ηρωικός για το καλό του λαού και της χώρας μας.
Σε καιρούς ανόδου του νεοφασισμού, χρέος του μελετητή είναι να αναδεικνύει την αλήθεια. Το πρόσωπο της Μακρονήσου είναι λίγο πολύ γνωστό σε όλους σήμερα, είτε αυτοί το παραδέχονται είτε όχι. Είναι το “νησί της Κολάσεως”, το νησί που οι 12 ανήλικοι κρατούμενοί του οδηγήθηκαν σε μαζική απόπειρα αυτοκτονίας καταπίνοντας τις λαβές από τα κουτάλια τους. Το νησί “αναμόρφωσης” με την γάτα στο σακί, το μπαμπού, το κουβάλημα της πέτρας και το πολύ και μεθοδευμένο ξύλο. Είναι το νησί που δολοφονήθηκαν οι 300 του ΑΕΤΟ με τα μυδράλια, αρχεία που το ΓΕΣ εξακολουθεί να μην διαθέτει στο κοινό παρά τα σχεδόν 70 χρόνια από τότε.
Το λιγότερο γνωστό πρόσωπο της Μακρονήσου είναι αυτό των αναμορφωτών της. Δεν αναφερόμαστε φυσικά στους εκατοντάδες αγράμματους, φανατισμένους ΜΑΥδες και ΑΜίτες που έκαναν πράξη το θεάρεστο έργο της “εθνικής αναμορφώσεως”. Για αυτούς η ιστορία επιφυλάσσει μια σελίδα κοντά στους πραιτοριανούς που κατακρεούργησαν τον Σπάρτακο και τους λεγεωνάριους που προσέφεραν ξίδι αντί νερού. Αναφερόμαστε στους διοικητές και τους εγκεφάλους των στρατοπέδων της Μακρονήσου. Τους ενορχηστρωτές του μακρονησιώτικου δράματος.
Για το ποιόν αυτών των ανδρών θα μιλήσουμε σήμερα.
Ο παπα-Κονσέρβας (ο μετέπειτα Πρεβέζης) : Τον ονόμαζαν έτσι γιατί έκλεβε με τρόπο τις κονσέρβες από τα πράγματα των κρατουμένων. Γνωστά έμειναν τα κηρύγματα του με τα οποία δήλωνε ότι τα βασανιστήρια στην Μακρόνησο γίνονται με θεϊκή εντολή. Μετατέθηκε στην Πρέβεζα όπου διέπρεψε με τα σεξουαλικά του εγκλήματα και αργότερα τον έπαυσαν.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Βασανιστής του ΑΕΤΟ και των γυναικών του ΕΣΑΓ, με ιδιαίτερη προτίμηση στις γυναίκες και τα σεξουαλικά βασανιστήρια. Έγινε συνταγματάρχης και αργότερα, δικτάτορας της Χούντας. Μετά το μακελειό του ΑΕΤΟ το 1948, ο Ιωαννίδης έμπαινε στις σκηνές με τους τραυματίες και διέταζε τους κρατούμενους που τους φρόντιζαν: “Σκύψε κομμούνα να δεις αν τα τίναξαν οι πουτάνες”
Ο Σκαλούμπακας: Ενορχηστρωτής των πιο φρικτών βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Διέταζε πολλές φορές ατομικά βασανιστήρια για όσους προσωπικά ο ίδιος δεν συμπαθούσε. Επέβλεπε συχνά τα μαρτύρια λέγοντας “δεν βλέπω αίμα, δεν βλέπω αίμα” . Στα γεγονότα του ΑΕΤΟ το 1948, εθεάθη με το περίστροφο στο χέρι… Για τις υπηρεσίες του έγινε στρατηγός. Ζει ακόμα και σήμερα και δηλώνει αμετανόητος.
Ο Γεώργιος Μπαϊρακτάρης: Ευθύνεται για φρικτά βασανιστήρια και εξευτελισμούς των πολιτικών κρατουμένων και των στρατιωτών της Μακρονήσου. Θεωρείται από τους βασικούς ενορχηστρωτές των σφαγών του 1948 στο ΑΕΤΟ. Το πρωί εκείνης της ημέρας έβγαλε λόγο στους κρατούμενους ξεκινώντας ως εξής “Επράξατε μιαν απερισκεψίαν” . Για την ωμή σφαγή οδήγησε αθώους στο εδώλιο με την κατηγορία της “στάσης”, οι οποίοι και εκτελέσθηκαν. Για την σφαγή του 1948 παρασημοφορήθηκε.
Ο Αντώνης Βασιλόπουλος: Εκτός από τα φρικτά μαρτύρια στα οποία υπέβαλε τους Μακρονησιώτες στις χαράδρες του νησιού και τα γραφεία του Α2, καταχράστηκε περίπου 2 εκατ. δραχμές από τον ΟΑΜ (κρατικός οργανισμός αναμορφώσεως Μακρονήσου). Με αυτά έχτισε βίλα στο νησί και στην Αθήνα. Έφτιαξε σκάφος και αγόρασε ακριβό αυτοκίνητο. Σημειωτέον, ότι η βίλα και το σκάφος, φτιάχτηκαν με το αίμα και τον ιδρώτα των κρατουμένων του νησιού. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές του στιγμές ήταν στη σφαγή του ΑΕΤΟ όπου εθεάθη με αυτόματο να ρίχνει στους κρατούμενους στο ψαχνό. Αργότερα ερωτηθείς απόρησε “Χύθηκε αίμα;”
Τα εγκλήματά του δεν συγκίνησαν κανέναν, αλλά επειδή η Ελλάδα χτίζονταν τότε με αμερικανικά δολάρια, τον καθαίρεσαν και το φυλάκισαν για οικονομικά σκάνδαλα.
Ο Τζανετάτος: Δεύτερος μετά τον Βασιλόπουλο στις οικονομικές ατασθαλίες. Έχτισε κι αυτός μια βίλα στο νησί βάζοντας τους κρατούμενους να εργάζονται έως και 15 ώρες την ημέρα χωρίς διακοπή. Για δώρο τους έδινε νερό. Στις ωμότητες πάντως θεωρούνταν ισάξιος και ήταν εμπνευστής του μαρτυρίου “αεροπλανάκι”. Περιστοιχίζονταν από κάθε είδους χασικλήδες και υπανθρώπους της ΑΜ και των ΜΑΥ, που τους έβαζε να κάνουν μαζικά ντου σε σκηνές και κρατούμενους. Καθαιρέθηκε κι αυτός για οικονομικές ατασθαλίες και πέθανε στην φυλακή.
Ο Καραφώτης: Χυδαίος επικεφαλής των “αναμορφωτών”, οργάνωνε τον ψυχολογικό πόλεμο και τα μαζικά μαρτύρια στο γραφείο Α2. Ίσως, όπως μας λέει ο κύριος Μανδράκος, να ήταν ο μοναδικός Έλληνας κάτω των 4ων ετών που δεν ήξερε να λέει την ώρα. ‘Όταν τον ρώταγαν τι ώρα είναι, απάνταγε δείχνοντας το ρολόι του, “Για κοίτα εδώ γιατί είμαι απασχολημένος”
Ο Μάρκος Καστρίτσης: Λοχαγός του ΒΕΤΟ και βασανιστής του γραφείου Α2. Συχνά πυκνά έβγαζε πιωμένος (γιατί ήταν και αλκοολικός) εθνοσωτήριους λόγους καταλήγοντας με την φράση “Θα πήξουν οι χαράδρες στο αίμα”
Ο Μιχάλης Σφακιανός: Γνωστός για το ότι ήταν τόσο αγράμματος που όταν μιλούσε δεν καταλάβαιναν παρά ελάχιστοι. Υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στο Ντουντουλάρ, το περιβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης του 1946 όπου αναδείχτηκε για τις ωμότητες του. Στην Μακρόνησο τοποθετήθηκε ως λοχαγός στον λόχο διοικήσεως. Έδωσε το σύνθημα για το “πυρ” στην σφαγή του ΑΕΤΟ το 1948.
Το λιγότερο γνωστό πρόσωπο της Μακρονήσου είναι αυτό των αναμορφωτών της. Δεν αναφερόμαστε φυσικά στους εκατοντάδες αγράμματους, φανατισμένους ΜΑΥδες και ΑΜίτες που έκαναν πράξη το θεάρεστο έργο της “εθνικής αναμορφώσεως”. Για αυτούς η ιστορία επιφυλάσσει μια σελίδα κοντά στους πραιτοριανούς που κατακρεούργησαν τον Σπάρτακο και τους λεγεωνάριους που προσέφεραν ξίδι αντί νερού. Αναφερόμαστε στους διοικητές και τους εγκεφάλους των στρατοπέδων της Μακρονήσου. Τους ενορχηστρωτές του μακρονησιώτικου δράματος.
Για το ποιόν αυτών των ανδρών θα μιλήσουμε σήμερα.
Ο παπα-Κονσέρβας (ο μετέπειτα Πρεβέζης) : Τον ονόμαζαν έτσι γιατί έκλεβε με τρόπο τις κονσέρβες από τα πράγματα των κρατουμένων. Γνωστά έμειναν τα κηρύγματα του με τα οποία δήλωνε ότι τα βασανιστήρια στην Μακρόνησο γίνονται με θεϊκή εντολή. Μετατέθηκε στην Πρέβεζα όπου διέπρεψε με τα σεξουαλικά του εγκλήματα και αργότερα τον έπαυσαν.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Βασανιστής του ΑΕΤΟ και των γυναικών του ΕΣΑΓ, με ιδιαίτερη προτίμηση στις γυναίκες και τα σεξουαλικά βασανιστήρια. Έγινε συνταγματάρχης και αργότερα, δικτάτορας της Χούντας. Μετά το μακελειό του ΑΕΤΟ το 1948, ο Ιωαννίδης έμπαινε στις σκηνές με τους τραυματίες και διέταζε τους κρατούμενους που τους φρόντιζαν: “Σκύψε κομμούνα να δεις αν τα τίναξαν οι πουτάνες”
Ο Σκαλούμπακας: Ενορχηστρωτής των πιο φρικτών βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Διέταζε πολλές φορές ατομικά βασανιστήρια για όσους προσωπικά ο ίδιος δεν συμπαθούσε. Επέβλεπε συχνά τα μαρτύρια λέγοντας “δεν βλέπω αίμα, δεν βλέπω αίμα” . Στα γεγονότα του ΑΕΤΟ το 1948, εθεάθη με το περίστροφο στο χέρι… Για τις υπηρεσίες του έγινε στρατηγός. Ζει ακόμα και σήμερα και δηλώνει αμετανόητος.
Ο Γεώργιος Μπαϊρακτάρης: Ευθύνεται για φρικτά βασανιστήρια και εξευτελισμούς των πολιτικών κρατουμένων και των στρατιωτών της Μακρονήσου. Θεωρείται από τους βασικούς ενορχηστρωτές των σφαγών του 1948 στο ΑΕΤΟ. Το πρωί εκείνης της ημέρας έβγαλε λόγο στους κρατούμενους ξεκινώντας ως εξής “Επράξατε μιαν απερισκεψίαν” . Για την ωμή σφαγή οδήγησε αθώους στο εδώλιο με την κατηγορία της “στάσης”, οι οποίοι και εκτελέσθηκαν. Για την σφαγή του 1948 παρασημοφορήθηκε.
Ο Αντώνης Βασιλόπουλος: Εκτός από τα φρικτά μαρτύρια στα οποία υπέβαλε τους Μακρονησιώτες στις χαράδρες του νησιού και τα γραφεία του Α2, καταχράστηκε περίπου 2 εκατ. δραχμές από τον ΟΑΜ (κρατικός οργανισμός αναμορφώσεως Μακρονήσου). Με αυτά έχτισε βίλα στο νησί και στην Αθήνα. Έφτιαξε σκάφος και αγόρασε ακριβό αυτοκίνητο. Σημειωτέον, ότι η βίλα και το σκάφος, φτιάχτηκαν με το αίμα και τον ιδρώτα των κρατουμένων του νησιού. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές του στιγμές ήταν στη σφαγή του ΑΕΤΟ όπου εθεάθη με αυτόματο να ρίχνει στους κρατούμενους στο ψαχνό. Αργότερα ερωτηθείς απόρησε “Χύθηκε αίμα;”
Τα εγκλήματά του δεν συγκίνησαν κανέναν, αλλά επειδή η Ελλάδα χτίζονταν τότε με αμερικανικά δολάρια, τον καθαίρεσαν και το φυλάκισαν για οικονομικά σκάνδαλα.
Ο Τζανετάτος: Δεύτερος μετά τον Βασιλόπουλο στις οικονομικές ατασθαλίες. Έχτισε κι αυτός μια βίλα στο νησί βάζοντας τους κρατούμενους να εργάζονται έως και 15 ώρες την ημέρα χωρίς διακοπή. Για δώρο τους έδινε νερό. Στις ωμότητες πάντως θεωρούνταν ισάξιος και ήταν εμπνευστής του μαρτυρίου “αεροπλανάκι”. Περιστοιχίζονταν από κάθε είδους χασικλήδες και υπανθρώπους της ΑΜ και των ΜΑΥ, που τους έβαζε να κάνουν μαζικά ντου σε σκηνές και κρατούμενους. Καθαιρέθηκε κι αυτός για οικονομικές ατασθαλίες και πέθανε στην φυλακή.
Ο Καραφώτης: Χυδαίος επικεφαλής των “αναμορφωτών”, οργάνωνε τον ψυχολογικό πόλεμο και τα μαζικά μαρτύρια στο γραφείο Α2. Ίσως, όπως μας λέει ο κύριος Μανδράκος, να ήταν ο μοναδικός Έλληνας κάτω των 4ων ετών που δεν ήξερε να λέει την ώρα. ‘Όταν τον ρώταγαν τι ώρα είναι, απάνταγε δείχνοντας το ρολόι του, “Για κοίτα εδώ γιατί είμαι απασχολημένος”
Ο Μάρκος Καστρίτσης: Λοχαγός του ΒΕΤΟ και βασανιστής του γραφείου Α2. Συχνά πυκνά έβγαζε πιωμένος (γιατί ήταν και αλκοολικός) εθνοσωτήριους λόγους καταλήγοντας με την φράση “Θα πήξουν οι χαράδρες στο αίμα”
Ο Μιχάλης Σφακιανός: Γνωστός για το ότι ήταν τόσο αγράμματος που όταν μιλούσε δεν καταλάβαιναν παρά ελάχιστοι. Υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στο Ντουντουλάρ, το περιβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης του 1946 όπου αναδείχτηκε για τις ωμότητες του. Στην Μακρόνησο τοποθετήθηκε ως λοχαγός στον λόχο διοικήσεως. Έδωσε το σύνθημα για το “πυρ” στην σφαγή του ΑΕΤΟ το 1948.
''Ευτυχείς'' και ''υπερήφανοι''
Ο τερματισμός του ένοπλου εμφυλίου αγώνα ΔΕΝ ΕΛΥΣΕ το ελληνικό πρόβλημα. Η άρχουσα τάξη, με αιχμή του δόρατός της το μοναρχοφασισμό, και ο ξένος παράγοντας, αν νίκησαν στρατιωτικά, δεν υπέταξαν τον ελληνικό λαό, που το φρόνημά του εξακολουθούσε να είναι ακμαίο, ούτε έλυσε τα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Γαλήνης - Ειρήνης - Δημοκρατίας. Ανασυγκρότησης - Στέγης του πάνω από ένα εκατομμύριο προσφύγων στον τόπο τους. Η βία για την εξουθένωση της Εθνικής ΕΑΜικής Αντίστασης συνεχίζεται αμείωτη.
Το Γ΄ Ψήφισμα, ο νόμος 509, σε πλήρη δράση.
Ξεθάβεται και ο 375 περί κατασκοπίας. Χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές και στις εξορίες.
Τα μεικτά αποσπάσματα οργώνουν την ύπαιθρο, τις χαράδρες, τα φαράγγια, τις σπηλιές, τα βουνά και τα λαγκάδια, να συλλάβουν ξεκομμένους αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού, καταδιωκόμενους που ζουν σε παρανομία.
Για να αποκεφαλίσει το Κίνημα, περνά από το Κολαστήριο της Μακρονήσου, με το νόμο «Οργάνωση Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου», όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.
Τα έκτακτα στρατοδικεία συνεχίζουν τις καταδικαστικές, θανατικές ποινές και οι αποφάσεις τους, οι περισσότερες, εκτελούνται.
Η αγανάκτηση του λαού αποκορυφώνεται. Οι οργανώσεις των συγγενών των θανατοποινιτών, των εκτελεσμένων, των φυλακισμένων, των κρατουμένων στις εξορίες, στο Μακρονήσι, με παραστάσεις, υπομνήματα, διαμαρτύρονται, διαφωτίζουν την παγκόσμια κοινή γνώμη, τις διεθνείς οργανώσεις για αμνηστία, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, σχετικά με το όργιο αυτό της βίας, τις εκτελέσεις, το κολαστήριο της Μακρονήσου. Είναι πρωτάκουστο αυτό που γίνεται στην Ελλάδα μετά από ένα παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο και τις διακηρύξεις του ΟΗΕ.
Η Ελλάδα που έδωσε τόσα στο Συμμαχικό Αντιφασιστικό Αγώνα και απασχόλησε περί τις 12 μεραρχίες των Γερμανοτσολιάδων φασιστών, σ' όλη τη διάρκεια, ήταν η μόνη χώρα στον κόσμο που η Εθνική Αντίσταση όχι μόνο δεν αναγνωρίστηκε και δεν έβαλε τη σφραγίδα της, μετά τον πόλεμο στην πολιτική ζωή, αλλά διώχτηκε και συνεχίζεται να διώκεται.
Χιλιάδες μέλη της και ηγετικά στελέχη είναι κρατούμενοι στο Κολαστήρι της Μακρονήσου και με ποινή θανάτου στις φυλακές.
Το πρόβλημα της Ελλάδας έρχεται και ξανάρχεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στη Γενική Συνέλευση. Το Σοσιαλιστικό Μέτωπο των Λαϊκών Δημοκρατιών, με πρωτοστάτη τη Σοβιετική Ενωση, όπως και η παγκόσμια κοινή γνώμη πιέζει τη Δύση να σταματήσουν οι διώξεις των αγωνιστών.
Να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα οι αρχές του ΟΗΕ.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός κάτω απ' όλες αυτές τις πιέσεις αναπροσαρμόζει την πολιτική του. Βρίσκει διέξοδο στο «βρόχο» από τη διεθνή πίεση με προσφυγή στις εκλογές.
Ο ανακτορικός στρατάρχης Παπάγος, θριαμβευτής από τη νίκη του πάνω στο ΔΣΕ, προβάλλει σαν διεκδικητής και της πολιτικής εξουσίας.
Οι ηγέτες των παλιών δημοκρατικών κομμάτων διεκδικούν το μερτικό τους, αφού και αυτοί συνέβαλαν στην ήττα του «ΕΑΜοκομμουνισμού». Παρουσιάζονται σαν υπέρμαχοι των δημοκρατικών ελευθεριών και σκορπούν υποσχέσεις για εκπλήρωση των αρχών τους. Σκοπός τους να προσηλυτίσουν τους παλαιούς ΕΑΜίτες, τους τρομοκρατημένους. Ο βασιλιάς πηγαίνει στην Κέρκυρα και χωρίς καμιά προειδοποίηση διαλύει τη Βουλή, διορίζει υπηρεσιακό πρωθυπουργό για τη διενέργεια των εκλογών, στις 5 Μάρτη 1950.
Οι «εθνοσωτήρες» του κολαστηρίου στο έργο...
Η αναγγελία των εκλογών έφθασε και στη Μακρόνησο. Οι φαντάροι του 2ου Λόχου πάντα μας εφοδίαζαν με κάποια εφημερίδα, συνήθως «Βήμα». Εμπαινε στον «Κλωβό» μας στη χαράδρα ή απ' την αγγαρεία στα συνεργεία ή με τους μαγείρους όταν έφερναν το καζάνι. Ετσι έφθασε η είδηση των εκλογών και στο «Σύρμα».
Οι εκλογές ήταν μια δοκιμασία για όλους αυτούς που συνέλαβαν και εκτελούν αυτό το σατανικό έργο της «Εθνικής Αναμόρφωσης».
Το τίμημα ήταν μεγάλο και σε ανθρώπινες ζωές, περί τους 350 δολοφονημένους στα γεγονότα του ΑΕΤΟ, πάνω από 100 τρελούς, αμέτρητους τραυματίες, σακατεμένους χιλιάδες. Τους κουβάλησαν για «αναμόρφωση».
Το χρήμα που δαπανήθηκε και συνέχιζε να δαπανάται δεν υπολογίζεται.
Επρεπε να δείξουν το θετικό τους έργο. Οτι όλα αυτά είχαν εθνικό αποτέλεσμα, πέτυχαν τη μεταστροφή της συνείδησης του ανθρώπου με βία. Οτι το «Εθνικό Αναμορφωτικό Σχολείο» πέτυχε το σκοπό του.
Γι' αυτό μόλις αναγγέλθηκε η ημερομηνία των εκλογών, άρχισε και η προετοιμασία των τροφίμων του «Εθνικού Εκπαιδευτηρίου».
Τα μαθήματα της «Εθνικής Ηθικής Αγωγής» εντάθηκαν. Η πίεση για γράμματα προς τον κοινοτάρχη, τον παπά της ενορίας, οι ομιλίες από τα μεγάφωνα στη συγκέντρωση του Τάγματος για μετάνοια και αποκήρυξη των ΕΑΜοκομμουνιστών και των συνοδοιπόρων εντείνονται.
Τώρα στρέφεται κατά της Δημοκρατικής Παράταξης και της συνοδοιπόρου της, της ΕΠΕΚ.
Ενα είναι το Εθνικό Κόμμα: Το Λαϊκό Κόμμα και αυτό θα ψηφίστε, τώρα που ανανήψατε και είδατε ποιοι σας πήραν στο λαιμό τους. Και όποιος δεν ψηφίσει Λαϊκό Κόμμα, θα πάει μ' αυτούς τους αμετανόητους ΕΑΜοβούλγαρους, ΕΑΜοκομμουνιστές, στο Σύρμα στη χαράδρα.
Οι αλφαμίτες, δευτερογραφίτες, τα καρφιά, όλοι επί ποδός. Οι λοχίες καλούσαν πολλούς και τους απειλούσαν και τους έλεγαν μετά που θα ψηφίσουν να φέρουν τα υπόλοιπα ψηφοδέλτια.
Ο Βασιλόπουλος έταζε σε υποψήφιους βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος, ανάλογα με την περιοχή, αντίστοιχες ψήφους. Σ' άλλον 200, σ' άλλον 240, 180 κλπ. Αυτά μας έλεγαν οι φαντάροι του 2ου Λόχου για να ψηφίσουμε, όπως και τις προηγούμενες μέρες στα συνεργεία, όταν κατόρθωνε κανένας φαντάρος να μας πλησιάσει.
Το Σύρμα ψηφίζει
Σαν λάβα πυρακτωμένη από ηφαίστειο χύθηκε το Σύρμα απ' τη χαράδρα της απομόνωσης, κάτω στο 2ο Λόχο και φλόγισε κι άναψε τις καρδιές των καταπιεσμένων φαντάρων και ξαναθέρμανε τις παγωμένες συνειδήσεις σ' όλο το Τάγμα, που προσωρινά είχαν παγώσει.
Η είδηση «το Σύρμα κατέβηκε να ψηφίσει» διαδόθηκε από αυτί σε αυτί σε όλο το Τάγμα και λέει:
«Ψήφισε Δημοκρατική Παράταξη και αν δεν κατεβαίνει στην περιοχή που θα ψηφίσεις, ψήφισε ΕΠΕΚ και αν δεν υπάρχει ΕΠΕΚ, τότε τον πιο δημοκρατικό που κατεβαίνει».
Η επικοινωνία μας αυτή αναθάρρησε όλους μέσα στο Τάγμα. Εξάλλου η παρουσία των αντιπροσώπων όλων των κομμάτων, των εφορευτικών επιτροπών και δικαστικών αντιπροσώπων δημιουργούσαν το κατάλληλο κλίμα.
Εμείς στο Σύρμα είχαμε πάρει την απόφαση μετά από συζήτηση: Ο πρώτος που θα πήγαινε στο Εκλογικό Τμήμα να δει αν υπάρχει παραβάν, αν υπάρχουν ψηφοδέλτια της Δημοκρατικής Παράταξης ιδιαίτερα, και μετά της ΕΠΕΚ και άλλων δημοκρατικών κομμάτων.
Ετσι κατεβήκαμε όλοι με μια καρδιά, μια γροθιά. Ξέραμε ότι θα μας έβαζαν πρώτους να ψηφίσουμε για να γλιτώνουν από την ενοχλητική παρουσία μας. Φαίνεται πως ήθελαν κι αυτοί, δηλαδή η διοίκηση από το Επιτελείο μέχρι κάτω στους διοικητές των Ταγμάτων της Μακρονήσου, να δείξουν στους αντιπροσώπους ότι εδώ όλα γίνονται δημοκρατικά, ότι όλα έγιναν χωρίς καμιά πίεση ή ακόμα πίστευαν ότι πέτυχαν στο «Εθνοσωτήριο Εργο της Αναμορφώσεως» και την ημέρα των εκλογών υπήρχε μια ησυχία.
Εμείς ακόμα είχαμε προβλέψει να έχουμε όλοι μας ένα λευκό χαρτί σαν ψηφοδέλτιο, σε περίπτωση που δε θα υπήρχαν ψηφοδέλτια της Δημ. Παράταξης και αυτό συστήσαμε και στους στρατιώτες του Τάγματος.
Φαίνεται πως και οι αντιπρόσωποι των κομμάτων, οι εφορευτικές επιτροπές, ίσως και οι δικαστικοί αντιπρόσωποι να έκαναν σωστά τη δουλιά τους, αφού όπως μάθαμε πολλούς απ' αυτούς τους ταλαιπώρησαν για να φθάσουν στη Μακρόνησο.
Αφού ψηφίσαμε, ανεβήκαμε στον Κλωβό μας στη χαράδρα και περιμέναμε τα αποτελέσματα. Στις εκλογές δεν πήρε μέρος ο Κλωβός των γυναικών, γιατί τότε οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου.
Η αξιοπρέπεια θριάμβευσε
Την άλλη μέρα ο διοικητής του ΑΕΤΟ, ο Βασιλόπουλος, τράβαγε τα μαλλιά του. Εγινε ρεζίλι σ' όλους τους υποψήφιους του Λαϊκού Κόμματος που είχε δώσει υποσχέσεις για ψήφους.
Το «Εθνοσωτήριο Εργο» που τόσο διαφημίστηκε από το Επιτελείο, πολιτικούς, πρεσβευτές ξένων χωρών, πρυτάνεις, ακαδημαϊκούς, καθηγητές ανωτάτων ιδρυμάτων σαν Εθνική Κολυμβήθρα και ξοδεύτηκαν εκατομμύρια, τινάχτηκε στον αέρα.
Καταδικάστηκε από το σύνολο των στρατιωτικών και πολιτικών κρατουμένων.
Ακόμα και στρατιώτες των Λόχων διοίκησης ψήφισαν δημοκρατικά κόμματα.
Η Δημοκρατική Παράταξη και η ΕΠΕΚ πήραν 70% και πάνω. Ο Βενιζέλος περί το 15%.
Βέβαια ο Κλωβός του ΑΕΤΟ των αμετανόητων ψήφισε Δημοκρατική Παράταξη όπως και οι πολιτικοί κρατούμενοι στο ΒΕΤΟ.
Για να δει ο αναγνώστης πόσο βαθιά ριζωμένα ήταν τα ιδανικά του ΕΑΜ, το κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενό του, στον ελληνικό λαό και που μόλις έβρισκε ευκαιρία δημοκρατικής έκφρασης τα εκδήλωνε, καταδικάζοντας τη βία, το μοναρχοφασισμό και τους συνεργάτες του, αναφέρω:
Το Λαϊκό Κόμμα, στις εκλογές της βίας και νοθείας του 1946 πήρε 55,12% των ψήφων, ενώ στις εκλογές της 5ης του Μάρτη του 1950 με ελάχιστες ελευθερίες πήρε 18,25%. Μαζί με όλες τις ομάδες που το είχαν ενισχύσει, στα 1950, έφθασε μόλις το 29,85%.
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων Σοφούλης - Βενιζέλος, το 1946 πήρε το 25%, ενώ το 1950, το Κόμμα των Φιλελευθέρων με τον Βενιζέλο πήρε 16,85%.
Η Αριστερά παρ' όλη τη μυστική και φανερή τρομοκρατία σε όλη την ύπαιθρο, στα αστικά κέντρα είχε μια συσπείρωση των δυνάμεών της. Ετσι κατέρρευσε το παραμύθι του 9,3 που παρουσίασαν οι διεθνείς παρατηρητές στις εκλογές του 1946.
Ετσι έδειξε στην παγκόσμια κοινή γνώμη πως, η Δεξιά δεν μπορεί να είναι περήφανη για τη «Νίκη» της στο Γράμμο - Βίτσι.
Ο λαός λαχταρούσε και επιζητούσε γαλήνη, γι' αυτό έδειξε εμπιστοσύνη στα πρόσωπα που συγκρότησαν το νεοσύστατο πολιτικό οργανισμό «Δημοκρατική Παράταξη» που αγκάλιαζε σοσιαλιστές, δημοκρατικούς, κομμουνιστές, σχεδόν όλοι αγωνιστές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Ο μοναρχοφασισμός, τροπαιούχος του Γράμμου - Βίτσι κυριαρχούσε στον κρατικό μηχανισμό και σκόρπιζε με τις παρακρατικές οργανώσεις του τον τρόμο και το φόβο απ' άκρη σ' άκρη της χώρας.
Πολλοί ΕΑΜίτες αριστεροί, δημοκρατικοί, ταλαιπωρημένοι απ' τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, πανικοβλημένοι από την αντικομμουνιστική προπαγάνδα που εξαπολύθηκε, ζητούσαν στέγη, πολιτική κάλυψη, αφού και η «Δημοκρατική Παράταξη» θεωρούνταν κομμουνιστικό κατασκεύασμα.
Καταφύγιο όλων αυτών ήταν η ΕΠΕΚ του στρατηγού Πλαστήρα. Νέος πολιτικός οργανισμός που σχημάτισε η άρχουσα τάξη στις νέες συνθήκες απ' τις εφεδρείες της και όπως είπαμε και πιο πάνω στη Μακρόνησο, δεχόταν κι αυτή τα πυρά της «Εθνικής Ηθικής Αγωγής» στην προεκλογική περίοδο.
Αλλά τίποτε απ' αυτά δεν έσωζε το μαύρο κολαστήρι. Οι εκλογές του έδωσαν τη χαριστική βολή.
Η καταδίκη του Κολαστηρίου της Μακρονήσου ήταν οριστική. Αρχισε η διαδικασία της κατάργησής του.
Ο μοναρχοφασισμός, στη Μακρόνησο ηττήθηκε.
Η αξιοπρέπεια θριάμβευσε.
Ο άνθρωπος νίκησε τη βία, χάρη στους κομμουνιστές.
*Από τον Ριζοσπάστη*
Το Γ΄ Ψήφισμα, ο νόμος 509, σε πλήρη δράση.
Ξεθάβεται και ο 375 περί κατασκοπίας. Χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές και στις εξορίες.
Τα μεικτά αποσπάσματα οργώνουν την ύπαιθρο, τις χαράδρες, τα φαράγγια, τις σπηλιές, τα βουνά και τα λαγκάδια, να συλλάβουν ξεκομμένους αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού, καταδιωκόμενους που ζουν σε παρανομία.
Για να αποκεφαλίσει το Κίνημα, περνά από το Κολαστήριο της Μακρονήσου, με το νόμο «Οργάνωση Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου», όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.
Τα έκτακτα στρατοδικεία συνεχίζουν τις καταδικαστικές, θανατικές ποινές και οι αποφάσεις τους, οι περισσότερες, εκτελούνται.
Η αγανάκτηση του λαού αποκορυφώνεται. Οι οργανώσεις των συγγενών των θανατοποινιτών, των εκτελεσμένων, των φυλακισμένων, των κρατουμένων στις εξορίες, στο Μακρονήσι, με παραστάσεις, υπομνήματα, διαμαρτύρονται, διαφωτίζουν την παγκόσμια κοινή γνώμη, τις διεθνείς οργανώσεις για αμνηστία, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, σχετικά με το όργιο αυτό της βίας, τις εκτελέσεις, το κολαστήριο της Μακρονήσου. Είναι πρωτάκουστο αυτό που γίνεται στην Ελλάδα μετά από ένα παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο και τις διακηρύξεις του ΟΗΕ.
Η Ελλάδα που έδωσε τόσα στο Συμμαχικό Αντιφασιστικό Αγώνα και απασχόλησε περί τις 12 μεραρχίες των Γερμανοτσολιάδων φασιστών, σ' όλη τη διάρκεια, ήταν η μόνη χώρα στον κόσμο που η Εθνική Αντίσταση όχι μόνο δεν αναγνωρίστηκε και δεν έβαλε τη σφραγίδα της, μετά τον πόλεμο στην πολιτική ζωή, αλλά διώχτηκε και συνεχίζεται να διώκεται.
Χιλιάδες μέλη της και ηγετικά στελέχη είναι κρατούμενοι στο Κολαστήρι της Μακρονήσου και με ποινή θανάτου στις φυλακές.
Το πρόβλημα της Ελλάδας έρχεται και ξανάρχεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στη Γενική Συνέλευση. Το Σοσιαλιστικό Μέτωπο των Λαϊκών Δημοκρατιών, με πρωτοστάτη τη Σοβιετική Ενωση, όπως και η παγκόσμια κοινή γνώμη πιέζει τη Δύση να σταματήσουν οι διώξεις των αγωνιστών.
Να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα οι αρχές του ΟΗΕ.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός κάτω απ' όλες αυτές τις πιέσεις αναπροσαρμόζει την πολιτική του. Βρίσκει διέξοδο στο «βρόχο» από τη διεθνή πίεση με προσφυγή στις εκλογές.
Ο ανακτορικός στρατάρχης Παπάγος, θριαμβευτής από τη νίκη του πάνω στο ΔΣΕ, προβάλλει σαν διεκδικητής και της πολιτικής εξουσίας.
Οι ηγέτες των παλιών δημοκρατικών κομμάτων διεκδικούν το μερτικό τους, αφού και αυτοί συνέβαλαν στην ήττα του «ΕΑΜοκομμουνισμού». Παρουσιάζονται σαν υπέρμαχοι των δημοκρατικών ελευθεριών και σκορπούν υποσχέσεις για εκπλήρωση των αρχών τους. Σκοπός τους να προσηλυτίσουν τους παλαιούς ΕΑΜίτες, τους τρομοκρατημένους. Ο βασιλιάς πηγαίνει στην Κέρκυρα και χωρίς καμιά προειδοποίηση διαλύει τη Βουλή, διορίζει υπηρεσιακό πρωθυπουργό για τη διενέργεια των εκλογών, στις 5 Μάρτη 1950.
Οι «εθνοσωτήρες» του κολαστηρίου στο έργο...
Η αναγγελία των εκλογών έφθασε και στη Μακρόνησο. Οι φαντάροι του 2ου Λόχου πάντα μας εφοδίαζαν με κάποια εφημερίδα, συνήθως «Βήμα». Εμπαινε στον «Κλωβό» μας στη χαράδρα ή απ' την αγγαρεία στα συνεργεία ή με τους μαγείρους όταν έφερναν το καζάνι. Ετσι έφθασε η είδηση των εκλογών και στο «Σύρμα».
Οι εκλογές ήταν μια δοκιμασία για όλους αυτούς που συνέλαβαν και εκτελούν αυτό το σατανικό έργο της «Εθνικής Αναμόρφωσης».
Το τίμημα ήταν μεγάλο και σε ανθρώπινες ζωές, περί τους 350 δολοφονημένους στα γεγονότα του ΑΕΤΟ, πάνω από 100 τρελούς, αμέτρητους τραυματίες, σακατεμένους χιλιάδες. Τους κουβάλησαν για «αναμόρφωση».
Το χρήμα που δαπανήθηκε και συνέχιζε να δαπανάται δεν υπολογίζεται.
Επρεπε να δείξουν το θετικό τους έργο. Οτι όλα αυτά είχαν εθνικό αποτέλεσμα, πέτυχαν τη μεταστροφή της συνείδησης του ανθρώπου με βία. Οτι το «Εθνικό Αναμορφωτικό Σχολείο» πέτυχε το σκοπό του.
Γι' αυτό μόλις αναγγέλθηκε η ημερομηνία των εκλογών, άρχισε και η προετοιμασία των τροφίμων του «Εθνικού Εκπαιδευτηρίου».
Τα μαθήματα της «Εθνικής Ηθικής Αγωγής» εντάθηκαν. Η πίεση για γράμματα προς τον κοινοτάρχη, τον παπά της ενορίας, οι ομιλίες από τα μεγάφωνα στη συγκέντρωση του Τάγματος για μετάνοια και αποκήρυξη των ΕΑΜοκομμουνιστών και των συνοδοιπόρων εντείνονται.
Τώρα στρέφεται κατά της Δημοκρατικής Παράταξης και της συνοδοιπόρου της, της ΕΠΕΚ.
Ενα είναι το Εθνικό Κόμμα: Το Λαϊκό Κόμμα και αυτό θα ψηφίστε, τώρα που ανανήψατε και είδατε ποιοι σας πήραν στο λαιμό τους. Και όποιος δεν ψηφίσει Λαϊκό Κόμμα, θα πάει μ' αυτούς τους αμετανόητους ΕΑΜοβούλγαρους, ΕΑΜοκομμουνιστές, στο Σύρμα στη χαράδρα.
Οι αλφαμίτες, δευτερογραφίτες, τα καρφιά, όλοι επί ποδός. Οι λοχίες καλούσαν πολλούς και τους απειλούσαν και τους έλεγαν μετά που θα ψηφίσουν να φέρουν τα υπόλοιπα ψηφοδέλτια.
Ο Βασιλόπουλος έταζε σε υποψήφιους βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος, ανάλογα με την περιοχή, αντίστοιχες ψήφους. Σ' άλλον 200, σ' άλλον 240, 180 κλπ. Αυτά μας έλεγαν οι φαντάροι του 2ου Λόχου για να ψηφίσουμε, όπως και τις προηγούμενες μέρες στα συνεργεία, όταν κατόρθωνε κανένας φαντάρος να μας πλησιάσει.
Το Σύρμα ψηφίζει
Σαν λάβα πυρακτωμένη από ηφαίστειο χύθηκε το Σύρμα απ' τη χαράδρα της απομόνωσης, κάτω στο 2ο Λόχο και φλόγισε κι άναψε τις καρδιές των καταπιεσμένων φαντάρων και ξαναθέρμανε τις παγωμένες συνειδήσεις σ' όλο το Τάγμα, που προσωρινά είχαν παγώσει.
Η είδηση «το Σύρμα κατέβηκε να ψηφίσει» διαδόθηκε από αυτί σε αυτί σε όλο το Τάγμα και λέει:
«Ψήφισε Δημοκρατική Παράταξη και αν δεν κατεβαίνει στην περιοχή που θα ψηφίσεις, ψήφισε ΕΠΕΚ και αν δεν υπάρχει ΕΠΕΚ, τότε τον πιο δημοκρατικό που κατεβαίνει».
Η επικοινωνία μας αυτή αναθάρρησε όλους μέσα στο Τάγμα. Εξάλλου η παρουσία των αντιπροσώπων όλων των κομμάτων, των εφορευτικών επιτροπών και δικαστικών αντιπροσώπων δημιουργούσαν το κατάλληλο κλίμα.
Εμείς στο Σύρμα είχαμε πάρει την απόφαση μετά από συζήτηση: Ο πρώτος που θα πήγαινε στο Εκλογικό Τμήμα να δει αν υπάρχει παραβάν, αν υπάρχουν ψηφοδέλτια της Δημοκρατικής Παράταξης ιδιαίτερα, και μετά της ΕΠΕΚ και άλλων δημοκρατικών κομμάτων.
Ετσι κατεβήκαμε όλοι με μια καρδιά, μια γροθιά. Ξέραμε ότι θα μας έβαζαν πρώτους να ψηφίσουμε για να γλιτώνουν από την ενοχλητική παρουσία μας. Φαίνεται πως ήθελαν κι αυτοί, δηλαδή η διοίκηση από το Επιτελείο μέχρι κάτω στους διοικητές των Ταγμάτων της Μακρονήσου, να δείξουν στους αντιπροσώπους ότι εδώ όλα γίνονται δημοκρατικά, ότι όλα έγιναν χωρίς καμιά πίεση ή ακόμα πίστευαν ότι πέτυχαν στο «Εθνοσωτήριο Εργο της Αναμορφώσεως» και την ημέρα των εκλογών υπήρχε μια ησυχία.
Εμείς ακόμα είχαμε προβλέψει να έχουμε όλοι μας ένα λευκό χαρτί σαν ψηφοδέλτιο, σε περίπτωση που δε θα υπήρχαν ψηφοδέλτια της Δημ. Παράταξης και αυτό συστήσαμε και στους στρατιώτες του Τάγματος.
Φαίνεται πως και οι αντιπρόσωποι των κομμάτων, οι εφορευτικές επιτροπές, ίσως και οι δικαστικοί αντιπρόσωποι να έκαναν σωστά τη δουλιά τους, αφού όπως μάθαμε πολλούς απ' αυτούς τους ταλαιπώρησαν για να φθάσουν στη Μακρόνησο.
Αφού ψηφίσαμε, ανεβήκαμε στον Κλωβό μας στη χαράδρα και περιμέναμε τα αποτελέσματα. Στις εκλογές δεν πήρε μέρος ο Κλωβός των γυναικών, γιατί τότε οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου.
Η αξιοπρέπεια θριάμβευσε
Την άλλη μέρα ο διοικητής του ΑΕΤΟ, ο Βασιλόπουλος, τράβαγε τα μαλλιά του. Εγινε ρεζίλι σ' όλους τους υποψήφιους του Λαϊκού Κόμματος που είχε δώσει υποσχέσεις για ψήφους.
Το «Εθνοσωτήριο Εργο» που τόσο διαφημίστηκε από το Επιτελείο, πολιτικούς, πρεσβευτές ξένων χωρών, πρυτάνεις, ακαδημαϊκούς, καθηγητές ανωτάτων ιδρυμάτων σαν Εθνική Κολυμβήθρα και ξοδεύτηκαν εκατομμύρια, τινάχτηκε στον αέρα.
Καταδικάστηκε από το σύνολο των στρατιωτικών και πολιτικών κρατουμένων.
Ακόμα και στρατιώτες των Λόχων διοίκησης ψήφισαν δημοκρατικά κόμματα.
Η Δημοκρατική Παράταξη και η ΕΠΕΚ πήραν 70% και πάνω. Ο Βενιζέλος περί το 15%.
Βέβαια ο Κλωβός του ΑΕΤΟ των αμετανόητων ψήφισε Δημοκρατική Παράταξη όπως και οι πολιτικοί κρατούμενοι στο ΒΕΤΟ.
Για να δει ο αναγνώστης πόσο βαθιά ριζωμένα ήταν τα ιδανικά του ΕΑΜ, το κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενό του, στον ελληνικό λαό και που μόλις έβρισκε ευκαιρία δημοκρατικής έκφρασης τα εκδήλωνε, καταδικάζοντας τη βία, το μοναρχοφασισμό και τους συνεργάτες του, αναφέρω:
Το Λαϊκό Κόμμα, στις εκλογές της βίας και νοθείας του 1946 πήρε 55,12% των ψήφων, ενώ στις εκλογές της 5ης του Μάρτη του 1950 με ελάχιστες ελευθερίες πήρε 18,25%. Μαζί με όλες τις ομάδες που το είχαν ενισχύσει, στα 1950, έφθασε μόλις το 29,85%.
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων Σοφούλης - Βενιζέλος, το 1946 πήρε το 25%, ενώ το 1950, το Κόμμα των Φιλελευθέρων με τον Βενιζέλο πήρε 16,85%.
Η Αριστερά παρ' όλη τη μυστική και φανερή τρομοκρατία σε όλη την ύπαιθρο, στα αστικά κέντρα είχε μια συσπείρωση των δυνάμεών της. Ετσι κατέρρευσε το παραμύθι του 9,3 που παρουσίασαν οι διεθνείς παρατηρητές στις εκλογές του 1946.
Ετσι έδειξε στην παγκόσμια κοινή γνώμη πως, η Δεξιά δεν μπορεί να είναι περήφανη για τη «Νίκη» της στο Γράμμο - Βίτσι.
Ο λαός λαχταρούσε και επιζητούσε γαλήνη, γι' αυτό έδειξε εμπιστοσύνη στα πρόσωπα που συγκρότησαν το νεοσύστατο πολιτικό οργανισμό «Δημοκρατική Παράταξη» που αγκάλιαζε σοσιαλιστές, δημοκρατικούς, κομμουνιστές, σχεδόν όλοι αγωνιστές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Ο μοναρχοφασισμός, τροπαιούχος του Γράμμου - Βίτσι κυριαρχούσε στον κρατικό μηχανισμό και σκόρπιζε με τις παρακρατικές οργανώσεις του τον τρόμο και το φόβο απ' άκρη σ' άκρη της χώρας.
Πολλοί ΕΑΜίτες αριστεροί, δημοκρατικοί, ταλαιπωρημένοι απ' τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, πανικοβλημένοι από την αντικομμουνιστική προπαγάνδα που εξαπολύθηκε, ζητούσαν στέγη, πολιτική κάλυψη, αφού και η «Δημοκρατική Παράταξη» θεωρούνταν κομμουνιστικό κατασκεύασμα.
Καταφύγιο όλων αυτών ήταν η ΕΠΕΚ του στρατηγού Πλαστήρα. Νέος πολιτικός οργανισμός που σχημάτισε η άρχουσα τάξη στις νέες συνθήκες απ' τις εφεδρείες της και όπως είπαμε και πιο πάνω στη Μακρόνησο, δεχόταν κι αυτή τα πυρά της «Εθνικής Ηθικής Αγωγής» στην προεκλογική περίοδο.
Αλλά τίποτε απ' αυτά δεν έσωζε το μαύρο κολαστήρι. Οι εκλογές του έδωσαν τη χαριστική βολή.
Η καταδίκη του Κολαστηρίου της Μακρονήσου ήταν οριστική. Αρχισε η διαδικασία της κατάργησής του.
Ο μοναρχοφασισμός, στη Μακρόνησο ηττήθηκε.
Η αξιοπρέπεια θριάμβευσε.
Ο άνθρωπος νίκησε τη βία, χάρη στους κομμουνιστές.
*Από τον Ριζοσπάστη*
«…Πεθαμένοι ή τρελοί θα κάνετε δήλωση»*
Το καψόνι της δίψας
Μακρόνησος, τόπος μαρτυρίου και θυσίας. 60.000 υπολογίζονται όσοι –άντρες και γυναίκες- κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκράτες μεταφέρθηκαν εκεί από το επίσημο ελληνικό κράτος στα χρόνια του εμφυλίου με στόχο την «αναμόρφωσή» τους σε «εθνικόφρονες» πολίτες.
Φαντάροι και αξιωματικοί «επικίνδυνοι» για το στράτευμα, αξιωματικοί του ΕΛΑΣ και έφεδροι αξιωματικοί που είχαν πάρει μέρος στην εθνική αντίσταση, πολίτες που συλλαμβάνονταν «προληπτικά», πολιτικοί κρατούμενοι από διάφορες φυλακές της χώρας, πολιτικοί εξόριστοι, έχτισαν στο ξερονήσι με τον ιδρώτα και το αίμα τους μικρές πολιτείες, μνημεία, θέατρα, χώρους άθλησης, εργοστάσιο, ναούς, επιβλητικά κτίρια, πολυτελείς βίλες για τους αξιωματικούς, μεγάλες δεξαμενές νερού…
Οι ίδιοι ζούσαν στριμωγμένοι μέσα σε άθλιες σκηνές που τις έζωναν τα πυκνά συρματοπλέγματα, εκτεθειμένοι στους αέρηδες που «θέριζαν», πότε στην παγωνιά και πότε στην αβάσταχτη ζέστη, υποφέροντας από πείνα και -όχι λίγες φορές- από δίψα.
Ο αγωνιστής εικαστικός καλλιτέχνης και συγγραφέας Γιώργος Φαρσακίδης, που έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο, περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο το καψόνι της δίψας που επέβαλλαν στους κρατούμενους οι δήμιοι-δεσμοφύλακές τους για να τους τσακίσουν τις αντοχές και να τους αποσπάσουν την πολυπόθητη για το καθεστώς «δήλωση μετανοίας».
Αντιγράφουμε από το λεύκωμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ, εκδ. Σκυτάλη (οι εικόνες από το ίδιο βιβλίο):
Πολλά ακριβομάθανε οι χιλιάδες που «φιλοξένησε» η Μακρόνησος. Κι απ’ όσα φρικτά έχουν γνωρίσει, δυο τα βασικά που θα μπορούσε να ζητήσει αυτός ο τόπος για τον κολασμένο του θυρεό. Τρέλα το ένα. Δίψα το δεύτερο.
Σ’ αυτό το νησί το νεράκι ποτέ του δεν το ’χει χορτάσει ο άνθρωπος. Με τον καημό του νερού αφήσαν από παλιά, πλήθος αμέτρητο, τα κόκαλά τους στα βράχια του και οι Τούρκοι αιχμάλωτοι και τα προσφυγικά μπουλούκια της Μικρασίας.
Πολλοί και πρωτότυποι οι τρόποι να βασανίζεις τον άνθρωπο. Κι απ’ τους χειρότερους σίγουρα είναι και το καψόνι της δίψας. Και τέτοια καψόνια το πολιτικό σύρμα του Α.Ε.Τ.Ο. πέρασε δύο. Τέσσερις μέρες το πρώτο, τρεις το επόμενο.
Αποβραδίς μας είχανε φέρει μπακαλιάρο και λάχανο. Την άλλη μέρα οι στάμνες δε φύγανε να γεμίσουν. Η φοντάνα, μας είπαν, δεν έφερε. Στη σκηνή μας μια στάμνα κι ένα λαγήνι μικρό για ρεζέρβα.
Δεύτερη μέρα!
Για το καψόνι της πέτρας δε βγάλαν κανένα. Της στάμνας το νερό σώθηκε.
Μετρήσαμε το λαγήνι, σαράντα τέσσερα και κάτι φλιτζανάκια μικρά — σαράντα δυο εμείς.
Να το μοιράσουμε πρότεινε κάποιος. Ο «κουμπάρος ο Θέμος» έχει άλλη γνώμη. Δεν ξέρουμε λέει πόσο θα κρατήσει ακόμα. Καλύτερα όποιος βρεθεί στην ανάγκη ας το πάρει, θες όλο, θες σε δυο, σε τρεις δόσεις, τη μέρα ή τη νύχτα, μονάχος του.
Τρίτη μέρα!
Τα παραπέτα κατεβασμένα, όλη η σκηνή ξαπλωμένη, κακόκεφη. Αποφεύγουμε κάθε περίσσια κίνηση ακόμα και την κουβέντα. Με το λαγήνι ξοφλήσαμε.Τρία φλιτζανάκια περίσσεψαν. Για το Βαβάκο.
Οι αλφαμίτες λύκοι γυροφέρνουνε όλη μέρα απ” έξω.
Μονάχα ο Χασάπης χώνει τη μούρη του για λίγο:
Κουμούνες πώς πάει; Χα… Χα…
Καμιά κουβέντα μαζί τους, κανένα παράπονο.
Με το σούρουπο ξεμυτίζεις ν’ ανασάνεις τ’ αγέρι της θάλασσας, ψάχνεις τις γωνιές, στα σκουπίδια, για φλούδι πορτοκαλιού, λαχανόφυλλο. Κι όλη τη νύχτα στριφογυρνάς να σε πάρει ο ύπνος, να ξεχαστείς. Σαν τον πάρεις για λίγο, χειρότερα. Βλέπεις συντριβάνια, νερά τρεχούμενα, γάργαρα, λαχταριστά. Μόνο π’ όταν το πίνεις είναι ζεστό, δεν ξεδιψάει κι όλο πίνεις…
Είναι κι η στέρνα στην αυλή με τα χρυσόψαρα κι η δαμασκηνιά η ανθισμένη και το λούκι με το νερό. Κάτι σε σφίγγει στο λαιμό να σε πνίξει, δυο χέρια… Πολεμάς να ξεφύγεις, να πιεις… Πετιέσαι. Και ξανά και πάλι απ’ την αρχή, όσο να ξημερώσει.
Τέταρτη μέρα!
Τ” αντίσκηνο πυρώνει στον ήλιο. Το σάλιο στέγνωσε, κόλλησε στο λαιμό. Το στόμα ξένο, σαν να πρήστηκε και μια αίσθηση μια γεύση αλλόκοτη. Ως πότε; Να μας αποτελειώσουνε έτσι;
Ο Βαβάκος ήρεμος, ήπιε το τελευταίο του φλιτζανάκι. Αρπαχτικές οι ματιές διασταυρώνονται απ’ τις γωνιές, λες και ρωτάνε: Να ’χει από γνωστικό άραγε πιότερο την ανάγκη να πιει;
Ντρέπεσαι με τη σκέψη…
Κατά τις έντεκα ακούστηκε: Παιδιά, πήραν τις στάμνες. Στη μία, τις φέρανε.
Βγήκε ένας μας προς νερού του, έσκυψε κι ήπιε. Όλες οι στάμνες… γεμάτες με θάλασσα.
Ακόμα μια νύχτα. Μια νύχτα, καυτή, φοβερή, αξημέρωτη.
Το μεσημέρι της πέμπτης μέρας! Τις ξαναφέρανε επιτέλους γεμάτες νερό. Το καψόνι είχε τελειώσει…
* Ένα από τα συνθήματα στο “Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών” (ΕΣΑΙ) της Μακρονήσου.
*Οικοδόμος*
Φαντάροι και αξιωματικοί «επικίνδυνοι» για το στράτευμα, αξιωματικοί του ΕΛΑΣ και έφεδροι αξιωματικοί που είχαν πάρει μέρος στην εθνική αντίσταση, πολίτες που συλλαμβάνονταν «προληπτικά», πολιτικοί κρατούμενοι από διάφορες φυλακές της χώρας, πολιτικοί εξόριστοι, έχτισαν στο ξερονήσι με τον ιδρώτα και το αίμα τους μικρές πολιτείες, μνημεία, θέατρα, χώρους άθλησης, εργοστάσιο, ναούς, επιβλητικά κτίρια, πολυτελείς βίλες για τους αξιωματικούς, μεγάλες δεξαμενές νερού…
Οι ίδιοι ζούσαν στριμωγμένοι μέσα σε άθλιες σκηνές που τις έζωναν τα πυκνά συρματοπλέγματα, εκτεθειμένοι στους αέρηδες που «θέριζαν», πότε στην παγωνιά και πότε στην αβάσταχτη ζέστη, υποφέροντας από πείνα και -όχι λίγες φορές- από δίψα.
Ο αγωνιστής εικαστικός καλλιτέχνης και συγγραφέας Γιώργος Φαρσακίδης, που έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο, περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο το καψόνι της δίψας που επέβαλλαν στους κρατούμενους οι δήμιοι-δεσμοφύλακές τους για να τους τσακίσουν τις αντοχές και να τους αποσπάσουν την πολυπόθητη για το καθεστώς «δήλωση μετανοίας».
Αντιγράφουμε από το λεύκωμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ, εκδ. Σκυτάλη (οι εικόνες από το ίδιο βιβλίο):
Πολλά ακριβομάθανε οι χιλιάδες που «φιλοξένησε» η Μακρόνησος. Κι απ’ όσα φρικτά έχουν γνωρίσει, δυο τα βασικά που θα μπορούσε να ζητήσει αυτός ο τόπος για τον κολασμένο του θυρεό. Τρέλα το ένα. Δίψα το δεύτερο.
Σ’ αυτό το νησί το νεράκι ποτέ του δεν το ’χει χορτάσει ο άνθρωπος. Με τον καημό του νερού αφήσαν από παλιά, πλήθος αμέτρητο, τα κόκαλά τους στα βράχια του και οι Τούρκοι αιχμάλωτοι και τα προσφυγικά μπουλούκια της Μικρασίας.
Πολλοί και πρωτότυποι οι τρόποι να βασανίζεις τον άνθρωπο. Κι απ’ τους χειρότερους σίγουρα είναι και το καψόνι της δίψας. Και τέτοια καψόνια το πολιτικό σύρμα του Α.Ε.Τ.Ο. πέρασε δύο. Τέσσερις μέρες το πρώτο, τρεις το επόμενο.
Αποβραδίς μας είχανε φέρει μπακαλιάρο και λάχανο. Την άλλη μέρα οι στάμνες δε φύγανε να γεμίσουν. Η φοντάνα, μας είπαν, δεν έφερε. Στη σκηνή μας μια στάμνα κι ένα λαγήνι μικρό για ρεζέρβα.
Δεύτερη μέρα!
Για το καψόνι της πέτρας δε βγάλαν κανένα. Της στάμνας το νερό σώθηκε.
Μετρήσαμε το λαγήνι, σαράντα τέσσερα και κάτι φλιτζανάκια μικρά — σαράντα δυο εμείς.
Να το μοιράσουμε πρότεινε κάποιος. Ο «κουμπάρος ο Θέμος» έχει άλλη γνώμη. Δεν ξέρουμε λέει πόσο θα κρατήσει ακόμα. Καλύτερα όποιος βρεθεί στην ανάγκη ας το πάρει, θες όλο, θες σε δυο, σε τρεις δόσεις, τη μέρα ή τη νύχτα, μονάχος του.
Τρίτη μέρα!
Τα παραπέτα κατεβασμένα, όλη η σκηνή ξαπλωμένη, κακόκεφη. Αποφεύγουμε κάθε περίσσια κίνηση ακόμα και την κουβέντα. Με το λαγήνι ξοφλήσαμε.Τρία φλιτζανάκια περίσσεψαν. Για το Βαβάκο.
Οι αλφαμίτες λύκοι γυροφέρνουνε όλη μέρα απ” έξω.
Μονάχα ο Χασάπης χώνει τη μούρη του για λίγο:
Κουμούνες πώς πάει; Χα… Χα…
Καμιά κουβέντα μαζί τους, κανένα παράπονο.
Με το σούρουπο ξεμυτίζεις ν’ ανασάνεις τ’ αγέρι της θάλασσας, ψάχνεις τις γωνιές, στα σκουπίδια, για φλούδι πορτοκαλιού, λαχανόφυλλο. Κι όλη τη νύχτα στριφογυρνάς να σε πάρει ο ύπνος, να ξεχαστείς. Σαν τον πάρεις για λίγο, χειρότερα. Βλέπεις συντριβάνια, νερά τρεχούμενα, γάργαρα, λαχταριστά. Μόνο π’ όταν το πίνεις είναι ζεστό, δεν ξεδιψάει κι όλο πίνεις…
Είναι κι η στέρνα στην αυλή με τα χρυσόψαρα κι η δαμασκηνιά η ανθισμένη και το λούκι με το νερό. Κάτι σε σφίγγει στο λαιμό να σε πνίξει, δυο χέρια… Πολεμάς να ξεφύγεις, να πιεις… Πετιέσαι. Και ξανά και πάλι απ’ την αρχή, όσο να ξημερώσει.
Τέταρτη μέρα!
Τ” αντίσκηνο πυρώνει στον ήλιο. Το σάλιο στέγνωσε, κόλλησε στο λαιμό. Το στόμα ξένο, σαν να πρήστηκε και μια αίσθηση μια γεύση αλλόκοτη. Ως πότε; Να μας αποτελειώσουνε έτσι;
Ο Βαβάκος ήρεμος, ήπιε το τελευταίο του φλιτζανάκι. Αρπαχτικές οι ματιές διασταυρώνονται απ’ τις γωνιές, λες και ρωτάνε: Να ’χει από γνωστικό άραγε πιότερο την ανάγκη να πιει;
Ντρέπεσαι με τη σκέψη…
Κατά τις έντεκα ακούστηκε: Παιδιά, πήραν τις στάμνες. Στη μία, τις φέρανε.
Βγήκε ένας μας προς νερού του, έσκυψε κι ήπιε. Όλες οι στάμνες… γεμάτες με θάλασσα.
Ακόμα μια νύχτα. Μια νύχτα, καυτή, φοβερή, αξημέρωτη.
Το μεσημέρι της πέμπτης μέρας! Τις ξαναφέρανε επιτέλους γεμάτες νερό. Το καψόνι είχε τελειώσει…
* Ένα από τα συνθήματα στο “Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών” (ΕΣΑΙ) της Μακρονήσου.
*Οικοδόμος*
Οι εκλογές στην Μακρόνησο
Οι εκλογές στη Μακρόνησο - 5 Μάρτη 1950
Στο σημείο αυτό θα 'ταν χρήσιμο να δημοσιεύσουμε ένα ντοκουμέντο. Οσοι το διαβάσουν ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους... Είναι απόσπασμα απ' το "Βιβλίο επισκεπτών" που υπήρχε στο γραφείο του Γ. Μπαϊρακτάρη, διοικητή - γενικού στρατοπεδάρχη Μακρονήσου.
Δυστυχώς, σ' όλο το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού, όπως και σ' άλλα έγγραφα της περιόδου εκείνης, δεν είναι δυνατή η πρόσβαση, ενώ έχει συμπληρωθεί 50ετία, δεδομένου ότι έχουν χαρακτηριστεί "άκρως απόρρητα και εμπιστευτικά".
Το πρωί, λοιπόν, της 23.3.1949 πάνε στη Μακρόνησο ο βασιλιάς Παύλος Γλύξμπουργκ, η Φρειδερίκη, ο πρίγκιπας Γεώργιος, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γ. Μελάς, ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής, στρατηγός Βαν Φλιτ, ο υπουργός Στρατιωτικών, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, κι η γυναίκα του Νίτσα.
Διαβάστε τι έγραψαν "για την ηθική και εθνική αγωγή" των κρατουμένων.
Τα κείμενα δεν επιδέχονται αμφισβήτηση γιατί έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα του καθένα απ' τους προαναφερόμενους.
"Η σημερινή επίσκεψη εις Μακρόνησον υπήρξε δι' εμέ μια από τις ευτυχέστερες ημέρες της ζωής μου. Αληθινόν εθνικόν βάπτισμα. Ολαι αι ευχαί μου απευθύνονται διά παλληκάρια της Μακρονήσου. Βαν Φλιτ".
"Είμαι υπερήφανος που Σας αντίκρυσα, άνδρες του Β` Τάγματος Σκαπανέων. Σας συγχαίρω και Σας υπόσχομαι να μείνω ψυχικά πάντοτε κοντά Σας. Παναγιώτης Κανελλόπουλος".
Οι αντοχές στα φριχτά βασανιστήρια στο Μακρονήσι δεν ήταν ίδιες για όλες τις χιλιάδες των κρατουμένων. Ετσι, υπήρξαν φαντάροι που προτίμησαν - για ν' αποφύγουν τα μεσαιωνικά βασανιστήρια απ' τον Σούλη, τον Κοθρή, τον Καραφώτη, τον Τσιμπλή, τον Βαΐτσα, τον Φοίφα - να υποκύψουν και να πάνε στο μακελειό του Γράμμου.
Στην Αθήνα συγκροτήθηκε το 596 Τάγμα Πεζικού, που το 'ριξαν αμέσως στις φονικές μάχες με το ΔΣΕ στο Γράμμο και που αργότερα, αφού αντικατέστησε τον αγγλικό οπλισμό του με αμερικανικό στον Τύρναβο, χρησιμοποιήθηκε στον εμφύλιο της Κορέας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν συγκροτήθηκε το 596 ΤΠ και έκανε παρέλαση στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και στο Παναθηναϊκό Στάδιο, οι φαντάροι είχαν κρεμασμένα στους ώμους όπλα που όμως ήταν άδεια. Σε κανέναν δεν είχαν δώσει σφαίρες! Ο φόβος ότι οι Μακρονησιώτες φαντάροι μπορεί να στρέψουν τα όπλα ενάντια σ' αυτούς που είχαν διατάξει το βασανισμό τους, ήταν φανερός. Και πραγματικά, δεν έπεσαν έξω.
Μη λυπάστε το αίμα τους!
Στις επιχειρήσεις λοιπόν στο Λιόκο, στο Τσάρνο, στο Σκύρτση, στο Πάτωμα, στο Ταμπούρι, στη Φούρκα, στον Κλέφτη, το Τάγμα αυτό, που είχε την ονομασία "Τάγμα Ανανηψάντων", είχε τρομερές απώλειες, που βασικά οφείλονταν στην άρνηση των φαντάρων να χτυπήσουν τ' αδέλφια τους. Στις επιχειρήσεις με το ΔΣΕ, Μακρονησιώτες φαντάροι "αυτομολούσαν" με κάθε ευκαιρία που τους δινόταν.
Μάλιστα, ο διοικητής της 1ης Μεραρχίας του κυβερνητικού στρατού, με έδρα την Κόνιτσα, είχε δώσει αυστηρή διαταγή να πυροβολούνται επιτόπου απ' τους διοικητές των μονάδων όσοι έδειχναν τέτοιες διαθέσεις.
Σ' όλες τις πολεμικές ενέργειες από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού προηγούνταν αεροπορικός βομβαρδισμός των θέσεων των μαχητών του ΔΣΕ και βολές πυροβολικού. Δεν είναι τυχαίο ότι η τακτική αυτή στη διάρκεια του Εμφύλιου δεν εφαρμοζόταν μόνο όταν στις επιχειρήσεις συμμετείχε το 596 ΤΠ. Αυτό έγινε και στις 18 - 20 Αυγούστου στη μάχη για την κατάληψη του υψώματος Σκύρτση, που σήμαινε την κυριαρχία του αντικειμενικού σκοπού, δηλαδή του υψώματος "2520" του τριγωνομετρικού του Γράμμου. Τρεις απόπειρες έγιναν για την κατάληψη του υψώματος και οι τρεις χωρίς αποτέλεσμα. Τα νεκρά κορμιά των Μακρονησιωτών γιόμιζαν τα νεροφαγώματα και τα χαντάκια του υψώματος.
Το αίμα των φαντάρων της Μακρονήσου χυνόταν άφθονο, γιατί ανήκε σε αριστερούς φαντάρους και γι' αυτό ήταν φτηνό. Μια συνομιλία, που καταγράφηκε τα χρόνια εκείνα, είναι χαρακτηριστική. Υστερα από αναφορά του διοικητή του 596 ΤΠ προς τον Θεμ. Κετσέα για τα πυρά που δέχτηκαν απ' το ΔΣΕ και που θέριζαν τις εμπροσθοφυλακές του τάγματος, που είχε ξεκινήσει απ' το χωριό Πληκάτι για να "πιάσει" το Γράμμο, ο Θ. Κετσέας του δήλωσε απ' τον ασύρματο: "Μη λυπάσθε το αίμα τους. Η Μακρόνησος βγάζει συνέχεια...".
Κι αυτό το αίμα ανταλλάχτηκε για λόγους σκοπιμότητας μ' ένα σηματάκι από τσίγκο που κρέμασαν στο μανίκι του χιτωνίου όσοι υπηρέτησαν στο 596 ΤΠ, καθώς και στην 5η Μοίρα των ΛΟΚ. Ηταν το Διακριτικό Αγώνος Διασώσεως Ιερών Οσίων Φυλής (ΔΑΔΙΟΦ), που το απένειμε μάλιστα η Γερμανίδα Φρειδερίκη. Μια βαρύγδουπη ονομασία, που έκρυβε υποκρισία, αλλά και την αιτία του μακελειού. Γιατί ο Εμφύλιος έγινε για τα ξένα συμφέροντα, εξυπηρέτησε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την ελληνική αντιδραστική κλίκα...
"Πίστη ακλόνητη, πνεύμα αυτοθυσίας"
Μια άλλη ομολογία, αυτή τη φορά απ' τον στρατηγό Θρ. Τσακαλώτο στο βιβλίο του "40 χρόνια στρατιώτης", Τόμος 2ος, σελ. 541, είναι χαρακτηριστική της πίστης των μαχητών του ΔΣΕ:
"Μια αντικειμενική κρίσις θα μας δώσει την εντύπωσιν ότι 8 οπλοπολυβόλα, ίσως και 2 όλμοι, εσταμάτησαν δύο ταξιαρχίας, 26 πυροβόλα και ανάλογον αεροπορίαν...".
Ο Ευάγγ. Αβέρωφ στο βιβλίο του "Φωτιά και τσεκούρι", σελ. 470 - 471 δεν μπορεί παρά την προσπάθειά του να αποφύγει τελικά να ομολογήσει:
"Αυτοί που βγήκαν στο βουνό επέδειξαν πίστη ακλόνητη και εξαιρετικό πνεύμα αυτοθυσίας...".
Ο αγώνας του ΔΣΕ είχε παλικαριά. Και το σημαντικότερο, οι μαχητές του ένιωθαν αδελφοσύνη για τους φαντάρους του κυβερνητικού στρατού, γιατί ακριβώς ήταν κι αυτοί σπλάχνα του ίδιου λαού. Κι αυτό το συναίσθημα έγινε τραγούδι στα χείλια των μαχητών του ΔΣΕ.
Οι στίχοι είναι του Νίκου Τριανταφύλλου:
["...Αδέλφια μου φαντάροι είναι κρίμα
για τους ξένους να πέσεις νεκρός...
όσο σίδερο οι ξένοι κι αν ρίξουν
νικητής θα 'ναι πάντα ο λαός...".]
Τα ίδια αισθήματα έτρεφαν οι μαχητές του ΔΣΕ απέναντι και στους επιστρατευμένους ΜΑΥδες, τους αγρότες, που υποχρεώνονταν όταν τέλειωναν τις δουλιές τους στα χωράφια να παίρνουν τα όπλα και κάθε βράδυ να φυλάνε σκοπιά στις παρυφές των χωριών τους. Αυτή η συμπεριφορά του ΔΣΕ απέναντι τους άντρες των ΜΑΥ είχε τον αντίκτυπό της.
Τον αποκαλύπτει με τη χαρακτηριστική του φράση ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος:
"...Με όσην απροθυμίαν εδέχθησαν τα όπλα, με τόσην ευκολίαν και τα παρέδιδαν εις τους αντάρτας... Και απετέλεσαν την καλυτέραν πηγήν εξοπλισμού των συμμοριακών ομάδων...".
Παντού ανάμειξη των Αμερικανών
Για πρώτη φορά στα Γραμμοχώρια δοκιμάστηκαν οι βόμβες Ναπάλμ, οι καυστικές χημικές ουσίες και τα βαρέλια με πετρέλαιο, που έριχναν τα αεροπλάνα. Οταν τα "γεράκια" του αμερικανικού Πενταγώνου πήραν τη σκυτάλη απ' τους Αγγλους ανέλαβαν να εξοπλίσουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα. Στο λιμάνι του Πειραιά καταπλέουν αμερικανικά οχηματαγωγά που μεταφέρουν πολεμικό υλικό κατάλληλο για "ορεινές επιχειρήσεις" και κυρίως όλμους των 60 και 81, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών, μέχρι και βόμβες ναπάλμ, που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στα χωριά μας κι ήταν η πρόβα - όπως ομολόγησαν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι - για το λαό του Βιετνάμ. Η Ελλάδα είχε ενταχθεί στο Δόγμα Τρούμαν, που αλυσόδεσε το λαό μας και στρεφόταν ενάντια στα δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις του.
Οι Αμερικανοί, με το στόμα του Τρούμαν, το λένε ξεκάθαρα:
"Διαλέξαμε την Ελλάδα και την Τουρκία, όχι γιατί χρειάζονται βοήθεια ή γιατί είναι λαμπρά υποδείγματα δημοκρατίας και ύπαρξης των τεσσάρων ελευθεριών, αλλά γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης Θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης". (Εφημερίδα "Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν" της 6 Απρίλη 1947).
Σύμφωνα με όσα έχουν αποκαλυφθεί, οι Αμερικανοί ήταν αποφασισμένοι να χτυπήσουν το ΔΣΕ, και εκτός απ' την αμέριστη βοήθεια στον κυβερνητικό στρατό με πολεμικό υλικό, να μεταφέρουν στην Ελλάδα και μάχιμα αμερικανικά τμήματα "...υποστηρίζοντας ότι η επιτυχία της αμερικανικής πολιτικής στην Ευρώπη, καθώς και του ευρωπαϊκού προγράμματος οικονομικής βοήθειας, απαιτούσε μια πολύ σταθερή στάση στην Ελλάδα". (Γιάννης Ο. Ιατρίδης, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο S. C. ST. COLLEGE).
Πιο καθαρά, ο αρχιστράτηγος S. J. CHAMBERLAIN αναφέρει σε έκθεσή του: "...Ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα είναι απλώς μια φάση σημαντική, ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης".
Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του "Ο αντισυμμοριακός αγών", αναφερόμενος στο Δόγμα Τρούμαν, επαληθεύει τις προθέσεις των Αμερικανών με την ομολογία του:
"...Δεν ήτο μόνο απλή ηθική ενίσχυσις, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν".
Η ανάμειξη των Αμερικανών υπάρχει παντού
Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα, τις κατεύθυνε προσωπικά ο επιστήθιος φίλος και έμπιστος της Φρειδερίκης, στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις το 1948 (Σχέδιο "Κορωνίς") και το 1949 (Σχέδιο "Πυρσός Α` και Β`") συμμετέχουν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού.
Ακόμη και στα γραφεία της Ασφάλειας Αθηνών εγκαθίσταται ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που κατευθύνει τις συλλήψεις δημοκρατικών πολιτών, ενώ ουσιαστικά τις μάχες ανάμεσα στο ΔΣΕ και τις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διευθύνανε Αμερικανοί αξιωματικοί που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών κι αργότερα των Ταξιαρχιών.
Οι εξουσίες στους Αμερικανούς δόθηκαν απ' την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφτασαν, τον Οκτώβρη 1948, στην Αθήνα, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο υπουργός Στρατιωτικών Ρόαγιαλ μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών, στρατηγό Μάρσαλ.
Τα πλέον γνωστά ονόματα απ' το σύνολο των Αμερικανών αξιωματικών ήταν ο αρχηγός της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής, στρατηγός Γουίλιαμ Λισβέι, που αντικαταστάθηκε αργότερα απ' τον σκληροτράχηλο στρατηγό Βαν Φλιτ, ο αντισυνταγματάρχης Τζέκινς κι άλλοι.
Να μάθει ο λαός την πραγματική αλήθεια
Η μεγάλη οικονομική βοήθεια απ' τους Αμερικανούς, δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση (όπου συμμετέχουν οι Γ. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλής) να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο στρατό που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 άντρες, 51.000 εθνοφύλακες, 26.000 χωροφύλακες, 7.000 αστυνομικούς, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων, 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίου. Στους αριθμούς αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες και χιλιάδες αστυνομικοί ένστολοι και με πολιτικά.
Δυστυχώς, σιδερένιες ντουλάπες που ανοίγουν με κωδικούς αριθμούς κρύβουν τους φακέλους με τα στοιχεία αυτά. Κι έχει περάσει, το ξαναλέμε, πάνω από μισός αιώνας από τότε. Σκόπιμα αποκρύβονται όλα αυτά τα σοβαρά και πολύτιμα στοιχεία, που συνθέτουν την ιστορία της άλλης πλευράς του Εμφύλιου. Οταν ζήτησα να έχω πληροφόρηση, οι αρμόδιες υπηρεσίες, πολιτικές και κυρίως στρατιωτικές, αρνήθηκαν. Κι όμως είναι ανάγκη, εθνική ανάγκη, να μάθει ο λαός μας την αλήθεια, την πραγματική αλήθεια κι όχι την ιστορία του Εμφύλιου όπως την έχουν σερβίρει γιατί έτσι τους συμφέρει...
Στο σημείο αυτό θα 'ταν χρήσιμο να δημοσιεύσουμε ένα ντοκουμέντο. Οσοι το διαβάσουν ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους... Είναι απόσπασμα απ' το "Βιβλίο επισκεπτών" που υπήρχε στο γραφείο του Γ. Μπαϊρακτάρη, διοικητή - γενικού στρατοπεδάρχη Μακρονήσου.
Δυστυχώς, σ' όλο το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού, όπως και σ' άλλα έγγραφα της περιόδου εκείνης, δεν είναι δυνατή η πρόσβαση, ενώ έχει συμπληρωθεί 50ετία, δεδομένου ότι έχουν χαρακτηριστεί "άκρως απόρρητα και εμπιστευτικά".
Το πρωί, λοιπόν, της 23.3.1949 πάνε στη Μακρόνησο ο βασιλιάς Παύλος Γλύξμπουργκ, η Φρειδερίκη, ο πρίγκιπας Γεώργιος, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γ. Μελάς, ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής, στρατηγός Βαν Φλιτ, ο υπουργός Στρατιωτικών, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, κι η γυναίκα του Νίτσα.
Διαβάστε τι έγραψαν "για την ηθική και εθνική αγωγή" των κρατουμένων.
Τα κείμενα δεν επιδέχονται αμφισβήτηση γιατί έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα του καθένα απ' τους προαναφερόμενους.
"Η σημερινή επίσκεψη εις Μακρόνησον υπήρξε δι' εμέ μια από τις ευτυχέστερες ημέρες της ζωής μου. Αληθινόν εθνικόν βάπτισμα. Ολαι αι ευχαί μου απευθύνονται διά παλληκάρια της Μακρονήσου. Βαν Φλιτ".
"Είμαι υπερήφανος που Σας αντίκρυσα, άνδρες του Β` Τάγματος Σκαπανέων. Σας συγχαίρω και Σας υπόσχομαι να μείνω ψυχικά πάντοτε κοντά Σας. Παναγιώτης Κανελλόπουλος".
Οι αντοχές στα φριχτά βασανιστήρια στο Μακρονήσι δεν ήταν ίδιες για όλες τις χιλιάδες των κρατουμένων. Ετσι, υπήρξαν φαντάροι που προτίμησαν - για ν' αποφύγουν τα μεσαιωνικά βασανιστήρια απ' τον Σούλη, τον Κοθρή, τον Καραφώτη, τον Τσιμπλή, τον Βαΐτσα, τον Φοίφα - να υποκύψουν και να πάνε στο μακελειό του Γράμμου.
Στην Αθήνα συγκροτήθηκε το 596 Τάγμα Πεζικού, που το 'ριξαν αμέσως στις φονικές μάχες με το ΔΣΕ στο Γράμμο και που αργότερα, αφού αντικατέστησε τον αγγλικό οπλισμό του με αμερικανικό στον Τύρναβο, χρησιμοποιήθηκε στον εμφύλιο της Κορέας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν συγκροτήθηκε το 596 ΤΠ και έκανε παρέλαση στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και στο Παναθηναϊκό Στάδιο, οι φαντάροι είχαν κρεμασμένα στους ώμους όπλα που όμως ήταν άδεια. Σε κανέναν δεν είχαν δώσει σφαίρες! Ο φόβος ότι οι Μακρονησιώτες φαντάροι μπορεί να στρέψουν τα όπλα ενάντια σ' αυτούς που είχαν διατάξει το βασανισμό τους, ήταν φανερός. Και πραγματικά, δεν έπεσαν έξω.
Μη λυπάστε το αίμα τους!
Στις επιχειρήσεις λοιπόν στο Λιόκο, στο Τσάρνο, στο Σκύρτση, στο Πάτωμα, στο Ταμπούρι, στη Φούρκα, στον Κλέφτη, το Τάγμα αυτό, που είχε την ονομασία "Τάγμα Ανανηψάντων", είχε τρομερές απώλειες, που βασικά οφείλονταν στην άρνηση των φαντάρων να χτυπήσουν τ' αδέλφια τους. Στις επιχειρήσεις με το ΔΣΕ, Μακρονησιώτες φαντάροι "αυτομολούσαν" με κάθε ευκαιρία που τους δινόταν.
Μάλιστα, ο διοικητής της 1ης Μεραρχίας του κυβερνητικού στρατού, με έδρα την Κόνιτσα, είχε δώσει αυστηρή διαταγή να πυροβολούνται επιτόπου απ' τους διοικητές των μονάδων όσοι έδειχναν τέτοιες διαθέσεις.
Σ' όλες τις πολεμικές ενέργειες από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού προηγούνταν αεροπορικός βομβαρδισμός των θέσεων των μαχητών του ΔΣΕ και βολές πυροβολικού. Δεν είναι τυχαίο ότι η τακτική αυτή στη διάρκεια του Εμφύλιου δεν εφαρμοζόταν μόνο όταν στις επιχειρήσεις συμμετείχε το 596 ΤΠ. Αυτό έγινε και στις 18 - 20 Αυγούστου στη μάχη για την κατάληψη του υψώματος Σκύρτση, που σήμαινε την κυριαρχία του αντικειμενικού σκοπού, δηλαδή του υψώματος "2520" του τριγωνομετρικού του Γράμμου. Τρεις απόπειρες έγιναν για την κατάληψη του υψώματος και οι τρεις χωρίς αποτέλεσμα. Τα νεκρά κορμιά των Μακρονησιωτών γιόμιζαν τα νεροφαγώματα και τα χαντάκια του υψώματος.
Το αίμα των φαντάρων της Μακρονήσου χυνόταν άφθονο, γιατί ανήκε σε αριστερούς φαντάρους και γι' αυτό ήταν φτηνό. Μια συνομιλία, που καταγράφηκε τα χρόνια εκείνα, είναι χαρακτηριστική. Υστερα από αναφορά του διοικητή του 596 ΤΠ προς τον Θεμ. Κετσέα για τα πυρά που δέχτηκαν απ' το ΔΣΕ και που θέριζαν τις εμπροσθοφυλακές του τάγματος, που είχε ξεκινήσει απ' το χωριό Πληκάτι για να "πιάσει" το Γράμμο, ο Θ. Κετσέας του δήλωσε απ' τον ασύρματο: "Μη λυπάσθε το αίμα τους. Η Μακρόνησος βγάζει συνέχεια...".
Κι αυτό το αίμα ανταλλάχτηκε για λόγους σκοπιμότητας μ' ένα σηματάκι από τσίγκο που κρέμασαν στο μανίκι του χιτωνίου όσοι υπηρέτησαν στο 596 ΤΠ, καθώς και στην 5η Μοίρα των ΛΟΚ. Ηταν το Διακριτικό Αγώνος Διασώσεως Ιερών Οσίων Φυλής (ΔΑΔΙΟΦ), που το απένειμε μάλιστα η Γερμανίδα Φρειδερίκη. Μια βαρύγδουπη ονομασία, που έκρυβε υποκρισία, αλλά και την αιτία του μακελειού. Γιατί ο Εμφύλιος έγινε για τα ξένα συμφέροντα, εξυπηρέτησε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την ελληνική αντιδραστική κλίκα...
"Πίστη ακλόνητη, πνεύμα αυτοθυσίας"
Μια άλλη ομολογία, αυτή τη φορά απ' τον στρατηγό Θρ. Τσακαλώτο στο βιβλίο του "40 χρόνια στρατιώτης", Τόμος 2ος, σελ. 541, είναι χαρακτηριστική της πίστης των μαχητών του ΔΣΕ:
"Μια αντικειμενική κρίσις θα μας δώσει την εντύπωσιν ότι 8 οπλοπολυβόλα, ίσως και 2 όλμοι, εσταμάτησαν δύο ταξιαρχίας, 26 πυροβόλα και ανάλογον αεροπορίαν...".
Ο Ευάγγ. Αβέρωφ στο βιβλίο του "Φωτιά και τσεκούρι", σελ. 470 - 471 δεν μπορεί παρά την προσπάθειά του να αποφύγει τελικά να ομολογήσει:
"Αυτοί που βγήκαν στο βουνό επέδειξαν πίστη ακλόνητη και εξαιρετικό πνεύμα αυτοθυσίας...".
Ο αγώνας του ΔΣΕ είχε παλικαριά. Και το σημαντικότερο, οι μαχητές του ένιωθαν αδελφοσύνη για τους φαντάρους του κυβερνητικού στρατού, γιατί ακριβώς ήταν κι αυτοί σπλάχνα του ίδιου λαού. Κι αυτό το συναίσθημα έγινε τραγούδι στα χείλια των μαχητών του ΔΣΕ.
Οι στίχοι είναι του Νίκου Τριανταφύλλου:
["...Αδέλφια μου φαντάροι είναι κρίμα
για τους ξένους να πέσεις νεκρός...
όσο σίδερο οι ξένοι κι αν ρίξουν
νικητής θα 'ναι πάντα ο λαός...".]
Τα ίδια αισθήματα έτρεφαν οι μαχητές του ΔΣΕ απέναντι και στους επιστρατευμένους ΜΑΥδες, τους αγρότες, που υποχρεώνονταν όταν τέλειωναν τις δουλιές τους στα χωράφια να παίρνουν τα όπλα και κάθε βράδυ να φυλάνε σκοπιά στις παρυφές των χωριών τους. Αυτή η συμπεριφορά του ΔΣΕ απέναντι τους άντρες των ΜΑΥ είχε τον αντίκτυπό της.
Τον αποκαλύπτει με τη χαρακτηριστική του φράση ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος:
"...Με όσην απροθυμίαν εδέχθησαν τα όπλα, με τόσην ευκολίαν και τα παρέδιδαν εις τους αντάρτας... Και απετέλεσαν την καλυτέραν πηγήν εξοπλισμού των συμμοριακών ομάδων...".
Παντού ανάμειξη των Αμερικανών
Για πρώτη φορά στα Γραμμοχώρια δοκιμάστηκαν οι βόμβες Ναπάλμ, οι καυστικές χημικές ουσίες και τα βαρέλια με πετρέλαιο, που έριχναν τα αεροπλάνα. Οταν τα "γεράκια" του αμερικανικού Πενταγώνου πήραν τη σκυτάλη απ' τους Αγγλους ανέλαβαν να εξοπλίσουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα. Στο λιμάνι του Πειραιά καταπλέουν αμερικανικά οχηματαγωγά που μεταφέρουν πολεμικό υλικό κατάλληλο για "ορεινές επιχειρήσεις" και κυρίως όλμους των 60 και 81, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών, μέχρι και βόμβες ναπάλμ, που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στα χωριά μας κι ήταν η πρόβα - όπως ομολόγησαν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι - για το λαό του Βιετνάμ. Η Ελλάδα είχε ενταχθεί στο Δόγμα Τρούμαν, που αλυσόδεσε το λαό μας και στρεφόταν ενάντια στα δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις του.
Οι Αμερικανοί, με το στόμα του Τρούμαν, το λένε ξεκάθαρα:
"Διαλέξαμε την Ελλάδα και την Τουρκία, όχι γιατί χρειάζονται βοήθεια ή γιατί είναι λαμπρά υποδείγματα δημοκρατίας και ύπαρξης των τεσσάρων ελευθεριών, αλλά γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης Θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης". (Εφημερίδα "Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν" της 6 Απρίλη 1947).
Σύμφωνα με όσα έχουν αποκαλυφθεί, οι Αμερικανοί ήταν αποφασισμένοι να χτυπήσουν το ΔΣΕ, και εκτός απ' την αμέριστη βοήθεια στον κυβερνητικό στρατό με πολεμικό υλικό, να μεταφέρουν στην Ελλάδα και μάχιμα αμερικανικά τμήματα "...υποστηρίζοντας ότι η επιτυχία της αμερικανικής πολιτικής στην Ευρώπη, καθώς και του ευρωπαϊκού προγράμματος οικονομικής βοήθειας, απαιτούσε μια πολύ σταθερή στάση στην Ελλάδα". (Γιάννης Ο. Ιατρίδης, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο S. C. ST. COLLEGE).
Πιο καθαρά, ο αρχιστράτηγος S. J. CHAMBERLAIN αναφέρει σε έκθεσή του: "...Ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα είναι απλώς μια φάση σημαντική, ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης".
Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του "Ο αντισυμμοριακός αγών", αναφερόμενος στο Δόγμα Τρούμαν, επαληθεύει τις προθέσεις των Αμερικανών με την ομολογία του:
"...Δεν ήτο μόνο απλή ηθική ενίσχυσις, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν".
Η ανάμειξη των Αμερικανών υπάρχει παντού
Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα, τις κατεύθυνε προσωπικά ο επιστήθιος φίλος και έμπιστος της Φρειδερίκης, στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις το 1948 (Σχέδιο "Κορωνίς") και το 1949 (Σχέδιο "Πυρσός Α` και Β`") συμμετέχουν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού.
Ακόμη και στα γραφεία της Ασφάλειας Αθηνών εγκαθίσταται ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που κατευθύνει τις συλλήψεις δημοκρατικών πολιτών, ενώ ουσιαστικά τις μάχες ανάμεσα στο ΔΣΕ και τις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διευθύνανε Αμερικανοί αξιωματικοί που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών κι αργότερα των Ταξιαρχιών.
Οι εξουσίες στους Αμερικανούς δόθηκαν απ' την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφτασαν, τον Οκτώβρη 1948, στην Αθήνα, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο υπουργός Στρατιωτικών Ρόαγιαλ μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών, στρατηγό Μάρσαλ.
Τα πλέον γνωστά ονόματα απ' το σύνολο των Αμερικανών αξιωματικών ήταν ο αρχηγός της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής, στρατηγός Γουίλιαμ Λισβέι, που αντικαταστάθηκε αργότερα απ' τον σκληροτράχηλο στρατηγό Βαν Φλιτ, ο αντισυνταγματάρχης Τζέκινς κι άλλοι.
Να μάθει ο λαός την πραγματική αλήθεια
Η μεγάλη οικονομική βοήθεια απ' τους Αμερικανούς, δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση (όπου συμμετέχουν οι Γ. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλής) να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο στρατό που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 άντρες, 51.000 εθνοφύλακες, 26.000 χωροφύλακες, 7.000 αστυνομικούς, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων, 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίου. Στους αριθμούς αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες και χιλιάδες αστυνομικοί ένστολοι και με πολιτικά.
Δυστυχώς, σιδερένιες ντουλάπες που ανοίγουν με κωδικούς αριθμούς κρύβουν τους φακέλους με τα στοιχεία αυτά. Κι έχει περάσει, το ξαναλέμε, πάνω από μισός αιώνας από τότε. Σκόπιμα αποκρύβονται όλα αυτά τα σοβαρά και πολύτιμα στοιχεία, που συνθέτουν την ιστορία της άλλης πλευράς του Εμφύλιου. Οταν ζήτησα να έχω πληροφόρηση, οι αρμόδιες υπηρεσίες, πολιτικές και κυρίως στρατιωτικές, αρνήθηκαν. Κι όμως είναι ανάγκη, εθνική ανάγκη, να μάθει ο λαός μας την αλήθεια, την πραγματική αλήθεια κι όχι την ιστορία του Εμφύλιου όπως την έχουν σερβίρει γιατί έτσι τους συμφέρει...
«Φρικιαστικές λεπτομέρειες από τις ομαδικές σφαγές των δημοκρατικών φαντάρων και αξιωματικών στο Μακρονήσι»
Από το ενημερωτικό σημείωμα, Έκδοση “Ραδιοφωνικών Νέων” γράμμα αυτόπτη μάρτυρα στη γαλλική εφημερίδα “Ντεφάνς”, σχετικά με τα αιματηρά γεγονότα τον Φεβρουάριο – Μάρτιο 1948 στη χαράδρα της Μακρονήσου
Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μακρονησιού κρατούνται πάνω από 15.000 δημοκρατικοί στρατιώτες και αξιωματικοί.
Τα αιματηρά γεγονότα έλαβαν χώρα τη στιγμή, που η κυβέρνηση της Αθήνας διαστρεβλώνοντας επίτηδες την αλήθεια ανακοίνωσε ότι πρόκειται για «στάση» των κρατουμένων»,. Να ποια είναι η αλήθεια.
Πώς άρχισαν οι δολοφονίες
Την Κυριακή 29/2/48, μόλις ξημέρωσε, ύστερα από το πρωινό προσκλητήριο, οι αρχές του στρατοπέδου διέταξαν τους κρατούμενους να συγκεντρωθούν σε μια χαράδρα με αμφιθεατρικό σχήμα, όπου συνήθως γινόταν η λειτουργία.
Όταν έφτασαν εκεί οι κρατούμενοι, είδαν ότι δεν υπήρχε κανένας παπάς, παρά μόνο τοποθετημένες φρουρές γύρω γύρω. Οι αστυνομικοί πήραν διαταγή να συλλάβουν 2 στρατιώτες τους οποίους κάλεσαν να βγουν έξω.. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να υπακούσουν, υποπτευόμενοι ότι θα τους εκτελούσαν. Τη στιγμή που οι στρατιώτες πήγαν στον ανθυπολοχαγό Καρδαρά να διαμαρτυρηθούν, οι άντρες της φρουράς φώναξαν: «Αφήστε τον Ανθυπολοχαγό ελεύθερο» .
Τα πρώτα θύματα
Οι κρατούμενοι αποσύρθηκαν και όταν ο Καρδαράς απομακρύνθηκε λίγο διέταξε «πυρ». Ο Καρδαράς ήταν στην Κατοχή στη Γενική Ασφάλεια που οργάνωσαν οι Γερμανοί. Οι άνδρες της φρουράς άρχισαν τότε να ρίχνουν πάνω στη συγκέντρωση, πάνω σε 4.500 ανθρώπους από πολύ κοντινή απόσταση. Σκοτώθηκαν 6 και τραυματίστηκαν 11 στρατιώτες. Οι άλλοι κρατούμενοι μπροστά σε αυτό το φριχτό θέαμα, ξεγύμνωσαν τα στήθια τους και φώναζαν «χτυπάτε εδώ».
Η δολοφονική επίθεση σταμάτησε ύστερα από επέμβαση του ταγματάρχη Χαραμπή.
Αυτή είναι η πρώτη φάση της δολοφονικής επίθεσης.
Την άλλη μέρα ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης που πήγε στους κρατούμενους, έβαλε τους φρουρούς να φωνάξουν με χωνιά «μην γίνεσθαι συνυπεύθυνοι με τους Κομμουνιστές. Εκείνοι που θέλουν να περάσουν στον κυβερνητικό στρατό, να συγκεντρωθούν στο προαύλιο του 7ου λόχου. Εκείνοι που δεν θα συμμορφωθούν, θα τιμωρηθούν αμειλίκτως».
Τέσσερις μόνο κρατούμενοι κατευθύνθηκαν στο κτίριο του 7ου λόχου.
Οι Ήρωες ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο
Ύστερα από ένα τέταρτο οι φρουροί επιτέθηκαν ενάντια στους κρατούμενους μέσα στις σκηνές, τις κουζίνες και όπου αλλού τους έβρισκαν και τους σώριαζαν στη γη.
Τη στιγμή εκείνη οι κρατούμενοι πατριώτες στάθηκαν για λίγο και έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο.
Οι κρατούμενοι μετά προχώρησαν προς τη θάλασσα, απ’ όπου εμφανίστηκε ένα περιπολικό σκάφος, που άρχισε να βάλει ενάντια τους. Οι φρουροί διέταξαν τους κρατούμενους να καθίσουν κάτω και τότε ρίχτηκαν πάνω τους με τα ρόπαλα. Τρεις αεροπόρους κρατούμενους τους σκότωσαν με τον πιο άγριο τρόπο και έριξαν τα πτώματα τους στη θάλασσα. Οι δήμιοι διέδωσαν ότι πνίχτηκαν μόνοι τους.
Ποιος ήταν ο ακριβής αριθμός των σκοτωμένων, κανένας δεν μπορεί να ξέρει. Στην ανακοίνωσή τους οι μοναρχοφασίστες είπαν, ότι σκοτώθηκαν 42. Είναι όμως βέβαιο ότι, την επομένη από τη δύναμη της 4ης Μεραρχίας έλειπαν 242 άντρες. Αρπάχτηκαν 700 και μεταφέρθηκαν σε άγνωστο μέρος. 40 κρατούμενοι άνοιξαν τις φλέβες τους για να αποφύγουν τα απάνθρωπα βασανιστήρια.
Τι στοιχίζει η άρνηση μετάνοιας
Ζητούν από τους κρατούμενους να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Αν δεν υπογράψεις δήλωση, δεν αφήνεσαι ελεύθερος και αν ακόμη λήξει η ποινή σου. Δεν πας στο νοσοκομείο έστω κι αν έχεις 40 πυρετό. Αν δεν υπογράψεις σε στέλνουν στο στρατοδικείο κι από κει στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Να η αλήθεια για τα γεγονότα της Μακρονήσου, για το σύγχρονο δράμα των Ελλήνων πατριωτών.
ΕΚΔΟΣΗ Ραδιοφωνικών Νέων
-Ατέχνως : Από ''Μακρόνησος - Ψηφιακό Αρχείο-
Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μακρονησιού κρατούνται πάνω από 15.000 δημοκρατικοί στρατιώτες και αξιωματικοί.
Τα αιματηρά γεγονότα έλαβαν χώρα τη στιγμή, που η κυβέρνηση της Αθήνας διαστρεβλώνοντας επίτηδες την αλήθεια ανακοίνωσε ότι πρόκειται για «στάση» των κρατουμένων»,. Να ποια είναι η αλήθεια.
Πώς άρχισαν οι δολοφονίες
Την Κυριακή 29/2/48, μόλις ξημέρωσε, ύστερα από το πρωινό προσκλητήριο, οι αρχές του στρατοπέδου διέταξαν τους κρατούμενους να συγκεντρωθούν σε μια χαράδρα με αμφιθεατρικό σχήμα, όπου συνήθως γινόταν η λειτουργία.
Όταν έφτασαν εκεί οι κρατούμενοι, είδαν ότι δεν υπήρχε κανένας παπάς, παρά μόνο τοποθετημένες φρουρές γύρω γύρω. Οι αστυνομικοί πήραν διαταγή να συλλάβουν 2 στρατιώτες τους οποίους κάλεσαν να βγουν έξω.. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να υπακούσουν, υποπτευόμενοι ότι θα τους εκτελούσαν. Τη στιγμή που οι στρατιώτες πήγαν στον ανθυπολοχαγό Καρδαρά να διαμαρτυρηθούν, οι άντρες της φρουράς φώναξαν: «Αφήστε τον Ανθυπολοχαγό ελεύθερο» .
Τα πρώτα θύματα
Οι κρατούμενοι αποσύρθηκαν και όταν ο Καρδαράς απομακρύνθηκε λίγο διέταξε «πυρ». Ο Καρδαράς ήταν στην Κατοχή στη Γενική Ασφάλεια που οργάνωσαν οι Γερμανοί. Οι άνδρες της φρουράς άρχισαν τότε να ρίχνουν πάνω στη συγκέντρωση, πάνω σε 4.500 ανθρώπους από πολύ κοντινή απόσταση. Σκοτώθηκαν 6 και τραυματίστηκαν 11 στρατιώτες. Οι άλλοι κρατούμενοι μπροστά σε αυτό το φριχτό θέαμα, ξεγύμνωσαν τα στήθια τους και φώναζαν «χτυπάτε εδώ».
Η δολοφονική επίθεση σταμάτησε ύστερα από επέμβαση του ταγματάρχη Χαραμπή.
Αυτή είναι η πρώτη φάση της δολοφονικής επίθεσης.
Την άλλη μέρα ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης που πήγε στους κρατούμενους, έβαλε τους φρουρούς να φωνάξουν με χωνιά «μην γίνεσθαι συνυπεύθυνοι με τους Κομμουνιστές. Εκείνοι που θέλουν να περάσουν στον κυβερνητικό στρατό, να συγκεντρωθούν στο προαύλιο του 7ου λόχου. Εκείνοι που δεν θα συμμορφωθούν, θα τιμωρηθούν αμειλίκτως».
Τέσσερις μόνο κρατούμενοι κατευθύνθηκαν στο κτίριο του 7ου λόχου.
Οι Ήρωες ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο
Ύστερα από ένα τέταρτο οι φρουροί επιτέθηκαν ενάντια στους κρατούμενους μέσα στις σκηνές, τις κουζίνες και όπου αλλού τους έβρισκαν και τους σώριαζαν στη γη.
Τη στιγμή εκείνη οι κρατούμενοι πατριώτες στάθηκαν για λίγο και έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο.
Οι κρατούμενοι μετά προχώρησαν προς τη θάλασσα, απ’ όπου εμφανίστηκε ένα περιπολικό σκάφος, που άρχισε να βάλει ενάντια τους. Οι φρουροί διέταξαν τους κρατούμενους να καθίσουν κάτω και τότε ρίχτηκαν πάνω τους με τα ρόπαλα. Τρεις αεροπόρους κρατούμενους τους σκότωσαν με τον πιο άγριο τρόπο και έριξαν τα πτώματα τους στη θάλασσα. Οι δήμιοι διέδωσαν ότι πνίχτηκαν μόνοι τους.
Ποιος ήταν ο ακριβής αριθμός των σκοτωμένων, κανένας δεν μπορεί να ξέρει. Στην ανακοίνωσή τους οι μοναρχοφασίστες είπαν, ότι σκοτώθηκαν 42. Είναι όμως βέβαιο ότι, την επομένη από τη δύναμη της 4ης Μεραρχίας έλειπαν 242 άντρες. Αρπάχτηκαν 700 και μεταφέρθηκαν σε άγνωστο μέρος. 40 κρατούμενοι άνοιξαν τις φλέβες τους για να αποφύγουν τα απάνθρωπα βασανιστήρια.
Τι στοιχίζει η άρνηση μετάνοιας
Ζητούν από τους κρατούμενους να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Αν δεν υπογράψεις δήλωση, δεν αφήνεσαι ελεύθερος και αν ακόμη λήξει η ποινή σου. Δεν πας στο νοσοκομείο έστω κι αν έχεις 40 πυρετό. Αν δεν υπογράψεις σε στέλνουν στο στρατοδικείο κι από κει στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Να η αλήθεια για τα γεγονότα της Μακρονήσου, για το σύγχρονο δράμα των Ελλήνων πατριωτών.
ΕΚΔΟΣΗ Ραδιοφωνικών Νέων
-Ατέχνως : Από ''Μακρόνησος - Ψηφιακό Αρχείο-
Μακρόνησος :
Το θανατονήσι των θυσιών και των αγώνων
Τόποι εξορίας, τόποι φυλάκισης, ανάμεσα στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και κυρίως μετά την απελευθέρωση, στη χώρα μας, υπήρξαν πολλοί, κι ο καθένας έχει τη δική του ηρωική ιστορία. Ακροναυπλία, Ωρωπός, Τρίκερι, θανατονήσια σαν τον Αϊ-Στράτη, τη Γυάρο, τη Λέρο και τόσα άλλα, διηγούνται τις θυσίες, τα βασανιστήρια του λαού μας, των κομμουνιστών αγωνιστών, των μαχητών της εθνικής μας Αντίστασης, ενάντια στη τριπλή κατοχή των Γερμανών – Ιταλών – Βούλγαρων και των ντόπιων συνεργατών τους. Έντιμοι άνθρωποι και αξιοπρεπείς που διεκδίκησαν τα δίκια του κόσμου της εργασίας και του μόχθου, ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, μια άλλη κοινωνία μακριά από την αδικία και την εκμετάλλευση, με δουλειά, υγεία, παιδεία και ελευθερία για όλους.
Η Μακρόνησος όμως ξεχωρίζει. Ηταν τότε που ο υπόλοιπος κόσμος γιόρταζε τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών, καταδίκαζε την φασιστική κτηνωδία, οργάνωνε δίκες για τους ναζί εγκληματίες πολέμου και ξεκινούσε την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων. Τότε και σε αντίθεση με τις διακηρύξεις του νικητή «ελεύθερου» και «δημοκρατικού» κόσμου, το κράτος των δοσίλογων, χρησιμοποιώντας τις ναζιστικές πρακτικές και την πείρα του Άουσβιτς και του Νταχάου, με προτροπή και στήριξη από τους Αγγλοαμερικάνους επικυρίαρχους, δημιούργησε το κολαστήρι της Μακρονήσου. Στόχος διακηρυγμένος η «Αναμόρφωση» των παραπλανημένων και παραστρατημένων νεολαίων που είχαν προσβληθεί από το μικρόβιο του κομμουνισμού και συμμετείχαν στον μεγαλειώδη αγώνα της Εθνικής Αντίστασης μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ή είχαν αδέλφια, γονείς, θείους, αγωνιστές, απροσκύνητοι και αμετανόητοι αρνούνταν να τους αποκηρύξουν, με «δηλώσεις μετανοίας», αποκηρύσσοντας μετά βδελυγμίας και καταδικάζοντας «το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ…».
Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης ο Γεώργιος Παπανδρέου, ζητώντας να υπογραφούν τέτοιες δηλώσεις τόνιζε σε σχετική εγκύκλιό του: «Πας αφιέμενος ελεύθερος εξαιτίας υποβολής τοιούτων δηλώσεων έδει να περιβάλληται μετά στοργής και εμπιστοσύνης υπό των Αρχών Ασφαλείας, προτρεπόμενος επιδεξίως εις πράξεις εκδήλως προς το Κομμουνιστικόν Κόμμα εχθρικάς, ώστε να εκτίθεται ανεπανορθώτως εις την συνείδησιν των πρώην ομοϊδεατών του». Καθαρές κουβέντες!
Ο «Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου» δεν ήταν έργο κάποιων ακραίων αντιδραστικών. Όλος ο Αστικός πολιτικός κόσμος, αρκετοί παράγοντες του πολιτισμού και σύσσωμη η ηγεσία της επίσημης Εκκλησίας στήριξαν και χειροκρότησαν το εγχείρημα.
Από τον «δεξιό» Παναγιώτη Κανελλόπουλο για τον οποίο «ο οργανισμός της Μακρονήσου υπήρξε μια από τας λαμπροτέρας ηθικάς νίκας κατά το διάστημα των τελευταίων ετών»,«τιμημένος τόπος» και «Παρθενώνας του νέου ελληνισμού».
Τον «κεντρώο» Κωνσταντίνο Ρεντή για τον οποίο η Μακρόνησος αποτέλεσε «νήσον ελευθερίας, προόδου και ηθικής και πολιτιστικής αναπλάσεως».
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975 – 1980), έβρισκε σ’ αυτόν τον τόπο εξορίας, ένα «αναρρωτήριο ψυχών», μια «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», μια «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας».
«Στη διάρκεια του τρίχρονου Εμφύλιου πολέμου έφτασε στο ψηλότερο σημείο του ο ηρωισμός των Ελλήνων κομμουνιστών και των συμμάχων τους στα πεδία των μαχών και των εκτελέσεων, αλλά και στους τόπου των φυλακίσεων και των εξοριών. Αναδείχτηκε όμως ως το έσχατο σημείο της και η κτηνωδία των ελληνικών αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων και των ξένων υποστηρικτών τους, που προσπάθησαν να αφανίσουν το λαϊκό κίνημα και να μεταβάλλουν τη χώρα σε αμερικανικό προτεκτοράτο.
»Για να πετύχουν, βέβαια, τον πολιτικό τους στόχο έπρεπε οι Ελληνες αντιδραστικοί και οι πάτρωνες τους να σβήσουν από τη χώρα κάθε αριστερή παρουσία – και για την επιτέλεση αυτού του σκοπού τους δεν είχαν αποδειχτεί αρκετές οι δολοφονικές δραστηριότητας των τότε παρακρατικών συμμοριών, οι τρομοκρατικές συλλήψεις και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Χρειαζόταν και ένας πολύ συγκεκριμένος τόπος μαζικού εκβιασμού των συνειδήσεων, έτσι ώστε να συντριβεί μια για πάντα το ελληνικό αριστερό κίνημα. Και ως τέτοιος ορίστηκε, από το 1947 ακόμη, η Μακρόνησος, που λειτούργησε στην αρχή ως στρατόπεδο οπλιτών, οι οποίοι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο αστικό καθεστώς, και μετατράπηκε στη συνέχεια σε κολαστήριο για εκατό και πλέον χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες.»
«Αργότερα το έργο αυτού του κολαστηρίου διευρύνθηκε και αφορούσε τώρα και πολίτες – με αποτέλεσμα πάνω από 15 χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες, μαζί τους και γυναίκες, να μεταφερθούν ομαδικά εκεί από τους τόπους εξορίας τους».
Το εγχείρημα όμως απέτυχε. Στο επίπεδο των ιδεών οι αγωνιστές της Μακρονήσου, παρά τα απίστευτα βασανιστήρια, τις δολοφονίες και τις εκτελέσεις, του εκβιασμούς, βγήκαν νικητές, στάθηκαν όρθιοι και έγραψαν μια αθάνατη σελίδα στην ιστορία των αγώνων του λαού μας.
«Καμιά ωστόσο, άλλη χώρα δεν αποφάσισε τότε να κατασκευάσει μια δική της Μακρόνησο – με εξαίρεση ίσως ένα αμερικανικό στην πραγματικότητα προτεκτοράτο στη Νοτιοανατολική Ασία. Επρόκειτο για τη Μαλαισία, η οποία είχε ιδρύσει στο έδαφός της την «Ακαδημία της ειρήνης και της ησυχίας» — ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων κομμουνιστών ανταρτών, τους οποίους ειδικοί «εκπαιδευτές» επιχειρούσαν να οδηγήσουν στην «ανάνηψη». Οι έγκλειστοι όμως στο εν λόγω στρατόπεδο δεν ξεπέρασαν ποτέ τους εξακόσιους – και φαίνεται ότι το σχετικό «αναμορφωτικό πείραμα» εγκαταλείφτηκε τελικά από τους οργανωτές τους ως εντελώς ατελέσφορο».
Μικρές ιστορίες από τη ζωή στη Μακρόνησο
Στο μεταξύ από νωρίς παρέες – παρέες συγκεντρώνονταν γύρω από Μακρονησιώτες κρατούμενους που ιστορούσαν στιγμές από τη ζωή και τα βασανιστήρια στο κολαστήριο. Δεν ήταν μόνο οι διηγήσεις για τους βασανισμούς, τους τραυματισμούς, τις ακρωτηριάσεις, τις ταπεινώσεις, τις αρρώστιες και την τρέλα που ήταν καθημερινοί σύντροφοι τους. Ηταν και οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες που εξιστορούσαν, με μια δόση χιούμορ, που αποδείκνυαν πως παρά τις κακουχίες και τις αντιξοότητες παρέμεναν άνθρωποι και ήταν η μόνη τους άμυνα απέναντι στην βαρβαρότητα που ζούσαν. «Εμείς σπρώχναμε τη ζωή, αλλιώς θα χάναμε τα μυαλά μας» μου είχε πει κάποτε ένας άλλος «περιηγητής των νησιών του Αιγαίου με έξοδα του ελληνικού δημοσίου» όπως συνήθιζε να λέει, ο Σάββας Κατιρτζόγλου.
Ακούσαμε για τον Βασίλη Επιτρόπου που δήλωνε, μερικά χρόνια μετά, ότι «στην Μακρόνησο βρήκε το φως του».Ο Επιτρόπου έπασχε από στραβισμό. Όταν τον έφεραν στο νησί, έφαγε τόσο άγριο ξύλο, με καδρόνια, για να «ανανήψει» και να υπογράψει Δήλωση, που φαίνεται κάποιο οπτικό νεύρο επανήλθε στη θέση του και γιατρεύτηκε ο στραβισμός του… Στην παρατήρηση της μάνας του ότι της φαίνεται πιο όμορφος από τότε που τον πήραν, ο Γιάννης της απάντησε πως «είχαν καλούς δεσμοφύλακες, πολύ καλά παιδιά, μερικά από τα οποία είχαν, σίγουρα, σπουδάσει …οφθαλμίατροι!»
Ηταν ο Γιάννης Αραζός, που όταν τον συνέλαβαν οι γερμανοτσολιάδες για την αντιστασιακή του δράση, βρέθηκε, από τον Φλεβάρη του 1943 στα ναζιστικά στρατόπεδα στο Νταχάου στην αρχή και στο Μπιρκενάου στη συνέχεια, στη Βαυαρία έξω από το Μόναχο, μέχρι τον Απρίλη του 1945. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, αρνούμενος να υπογράψει Δήλωση, ακολούθησε το δρόμο της εξορίας, στα νησιά του Αιγαίου, για να καταλήξει στη Μακρόνησο το 1949 – 50. Ο διοικητής του ΑΕΤΟ, ο Βασιλόπουλος, αφού μελέτησε το φάκελό του, του φώναξε «Κοίταξε, Αραζέ, εδώ δεν είναι Νταχάου για να γλυτώσεις. Εδώ είναι Μακρόνησος»…
Και εκείνο το παλικάρι, ο Γεωργέλης, από τη Μυτιλήνη. Είχε φάει πολύ ξύλο ο Γεωργέλης για να μαρτυρήσει ποιός τον οργάνωσε και βγήκε αντάρτης στο βουνό. Αλύγιστος και λεβέντης, δεν μίλαγε. «Δεν με οργάνωσε κανένας. Η πατρίδα ήταν σκλαβωμένη. Έπρεπε να με οργανώσει κάποιος; Μόνος μου πήγα». Κάποτε τον άφησαν ήσυχο, σταμάτησε το ξύλο.
Στις αρχές του Μάρτη του 49, δυο τρεις μέρες πριν αρχίσει η Σαρακοστή, ήρθε στη Μακρόνησο στο ΓΕΤΟ, ο Αρχιμανδρίτης του Αγίου Σώστη της Λεωφόρου Συγγρού, κάποιος Κορνάρος που αργότερα έγινε και Επίσκοπος Πρεβέζης. Έγινε κάλεσμα από την Διοίκηση του τάγματος για όποιον ήθελε να πάει να εξομολογηθεί. Και να λοιπόν ο Γεωργέλης, μέσα στην αφέλειά του, έτρεξε να βγάλει το «αμάρτημα» από μέσα του για τα ψέματα που έλεγε. «Με δέρνουν να τους πω ποιος με οργάνωσε και εγώ τους λέω πως μόνος μου έγινα αντάρτης». Τον άκουσε ο Αρχιμανδρίτης και τον ρωτάει «Ποιος σε οργάνωσε λοιπόν;», «ο κ. Γιάννης από το χωριό μου». «Εντάξει παιδί μου, ο Θεός είναι μεγαλόψυχος, τους μετανοούντες τους συγχωρεί, να είσαι καλά αλλά ποτέ να μην ξαναπείς ψέματα». Δυο – τρεις μέρες μετά οι Αλφαμίτες ξυλοφόρτωσαν άγρια τον Γεωργέλη «Γιατί μας έλεγες τόσο καιρό ψέμματα;». «Τι έκανες πάλι Γεωργέλη;» τον ρωτούσαν οι συγκρατούμενοι, «Αυτή τη φορά φταίω εγώ» απαντούσε το παλικάρι. Θόλωσε το μυαλό του, γκρεμίστηκε ο κόσμος του, έπεσε σε μελαγχολία. Ένα βράδυ προφασίστηκε ότι είναι άρρωστος, εξασφάλισε λίγο πετρέλαιο από τα μαγειρεία για να τριφτεί και πήγε στην εκκλησία του ΓΕΤΟ, τον Αγιο Παύλο. Μάζεψε όλες τις εικόνες στο κέντρο, τις έλουσε με το πετρέλαιο και έβαλε φωτιά. Κάηκε η εκκλησία με όλες τις εικόνες και την επίπλωση της. Κάηκε μαζί τους και η πίστη μέσα στη ψυχή του. Την άλλη μέρα ο Γεωργέλης έφυγε από τη Μακρόνησο για να εξεταστεί σε νευρολογική κλινική της Αθήνας. Δεν μάθαμε τι απόγινε από τότε.
Η Μακρόνησος όμως ξεχωρίζει. Ηταν τότε που ο υπόλοιπος κόσμος γιόρταζε τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών, καταδίκαζε την φασιστική κτηνωδία, οργάνωνε δίκες για τους ναζί εγκληματίες πολέμου και ξεκινούσε την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων. Τότε και σε αντίθεση με τις διακηρύξεις του νικητή «ελεύθερου» και «δημοκρατικού» κόσμου, το κράτος των δοσίλογων, χρησιμοποιώντας τις ναζιστικές πρακτικές και την πείρα του Άουσβιτς και του Νταχάου, με προτροπή και στήριξη από τους Αγγλοαμερικάνους επικυρίαρχους, δημιούργησε το κολαστήρι της Μακρονήσου. Στόχος διακηρυγμένος η «Αναμόρφωση» των παραπλανημένων και παραστρατημένων νεολαίων που είχαν προσβληθεί από το μικρόβιο του κομμουνισμού και συμμετείχαν στον μεγαλειώδη αγώνα της Εθνικής Αντίστασης μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ή είχαν αδέλφια, γονείς, θείους, αγωνιστές, απροσκύνητοι και αμετανόητοι αρνούνταν να τους αποκηρύξουν, με «δηλώσεις μετανοίας», αποκηρύσσοντας μετά βδελυγμίας και καταδικάζοντας «το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ…».
Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης ο Γεώργιος Παπανδρέου, ζητώντας να υπογραφούν τέτοιες δηλώσεις τόνιζε σε σχετική εγκύκλιό του: «Πας αφιέμενος ελεύθερος εξαιτίας υποβολής τοιούτων δηλώσεων έδει να περιβάλληται μετά στοργής και εμπιστοσύνης υπό των Αρχών Ασφαλείας, προτρεπόμενος επιδεξίως εις πράξεις εκδήλως προς το Κομμουνιστικόν Κόμμα εχθρικάς, ώστε να εκτίθεται ανεπανορθώτως εις την συνείδησιν των πρώην ομοϊδεατών του». Καθαρές κουβέντες!
Ο «Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου» δεν ήταν έργο κάποιων ακραίων αντιδραστικών. Όλος ο Αστικός πολιτικός κόσμος, αρκετοί παράγοντες του πολιτισμού και σύσσωμη η ηγεσία της επίσημης Εκκλησίας στήριξαν και χειροκρότησαν το εγχείρημα.
Από τον «δεξιό» Παναγιώτη Κανελλόπουλο για τον οποίο «ο οργανισμός της Μακρονήσου υπήρξε μια από τας λαμπροτέρας ηθικάς νίκας κατά το διάστημα των τελευταίων ετών»,«τιμημένος τόπος» και «Παρθενώνας του νέου ελληνισμού».
Τον «κεντρώο» Κωνσταντίνο Ρεντή για τον οποίο η Μακρόνησος αποτέλεσε «νήσον ελευθερίας, προόδου και ηθικής και πολιτιστικής αναπλάσεως».
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975 – 1980), έβρισκε σ’ αυτόν τον τόπο εξορίας, ένα «αναρρωτήριο ψυχών», μια «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», μια «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας».
«Στη διάρκεια του τρίχρονου Εμφύλιου πολέμου έφτασε στο ψηλότερο σημείο του ο ηρωισμός των Ελλήνων κομμουνιστών και των συμμάχων τους στα πεδία των μαχών και των εκτελέσεων, αλλά και στους τόπου των φυλακίσεων και των εξοριών. Αναδείχτηκε όμως ως το έσχατο σημείο της και η κτηνωδία των ελληνικών αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων και των ξένων υποστηρικτών τους, που προσπάθησαν να αφανίσουν το λαϊκό κίνημα και να μεταβάλλουν τη χώρα σε αμερικανικό προτεκτοράτο.
»Για να πετύχουν, βέβαια, τον πολιτικό τους στόχο έπρεπε οι Ελληνες αντιδραστικοί και οι πάτρωνες τους να σβήσουν από τη χώρα κάθε αριστερή παρουσία – και για την επιτέλεση αυτού του σκοπού τους δεν είχαν αποδειχτεί αρκετές οι δολοφονικές δραστηριότητας των τότε παρακρατικών συμμοριών, οι τρομοκρατικές συλλήψεις και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Χρειαζόταν και ένας πολύ συγκεκριμένος τόπος μαζικού εκβιασμού των συνειδήσεων, έτσι ώστε να συντριβεί μια για πάντα το ελληνικό αριστερό κίνημα. Και ως τέτοιος ορίστηκε, από το 1947 ακόμη, η Μακρόνησος, που λειτούργησε στην αρχή ως στρατόπεδο οπλιτών, οι οποίοι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο αστικό καθεστώς, και μετατράπηκε στη συνέχεια σε κολαστήριο για εκατό και πλέον χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες.»
«Αργότερα το έργο αυτού του κολαστηρίου διευρύνθηκε και αφορούσε τώρα και πολίτες – με αποτέλεσμα πάνω από 15 χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες, μαζί τους και γυναίκες, να μεταφερθούν ομαδικά εκεί από τους τόπους εξορίας τους».
Το εγχείρημα όμως απέτυχε. Στο επίπεδο των ιδεών οι αγωνιστές της Μακρονήσου, παρά τα απίστευτα βασανιστήρια, τις δολοφονίες και τις εκτελέσεις, του εκβιασμούς, βγήκαν νικητές, στάθηκαν όρθιοι και έγραψαν μια αθάνατη σελίδα στην ιστορία των αγώνων του λαού μας.
«Καμιά ωστόσο, άλλη χώρα δεν αποφάσισε τότε να κατασκευάσει μια δική της Μακρόνησο – με εξαίρεση ίσως ένα αμερικανικό στην πραγματικότητα προτεκτοράτο στη Νοτιοανατολική Ασία. Επρόκειτο για τη Μαλαισία, η οποία είχε ιδρύσει στο έδαφός της την «Ακαδημία της ειρήνης και της ησυχίας» — ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων κομμουνιστών ανταρτών, τους οποίους ειδικοί «εκπαιδευτές» επιχειρούσαν να οδηγήσουν στην «ανάνηψη». Οι έγκλειστοι όμως στο εν λόγω στρατόπεδο δεν ξεπέρασαν ποτέ τους εξακόσιους – και φαίνεται ότι το σχετικό «αναμορφωτικό πείραμα» εγκαταλείφτηκε τελικά από τους οργανωτές τους ως εντελώς ατελέσφορο».
Μικρές ιστορίες από τη ζωή στη Μακρόνησο
Στο μεταξύ από νωρίς παρέες – παρέες συγκεντρώνονταν γύρω από Μακρονησιώτες κρατούμενους που ιστορούσαν στιγμές από τη ζωή και τα βασανιστήρια στο κολαστήριο. Δεν ήταν μόνο οι διηγήσεις για τους βασανισμούς, τους τραυματισμούς, τις ακρωτηριάσεις, τις ταπεινώσεις, τις αρρώστιες και την τρέλα που ήταν καθημερινοί σύντροφοι τους. Ηταν και οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες που εξιστορούσαν, με μια δόση χιούμορ, που αποδείκνυαν πως παρά τις κακουχίες και τις αντιξοότητες παρέμεναν άνθρωποι και ήταν η μόνη τους άμυνα απέναντι στην βαρβαρότητα που ζούσαν. «Εμείς σπρώχναμε τη ζωή, αλλιώς θα χάναμε τα μυαλά μας» μου είχε πει κάποτε ένας άλλος «περιηγητής των νησιών του Αιγαίου με έξοδα του ελληνικού δημοσίου» όπως συνήθιζε να λέει, ο Σάββας Κατιρτζόγλου.
Ακούσαμε για τον Βασίλη Επιτρόπου που δήλωνε, μερικά χρόνια μετά, ότι «στην Μακρόνησο βρήκε το φως του».Ο Επιτρόπου έπασχε από στραβισμό. Όταν τον έφεραν στο νησί, έφαγε τόσο άγριο ξύλο, με καδρόνια, για να «ανανήψει» και να υπογράψει Δήλωση, που φαίνεται κάποιο οπτικό νεύρο επανήλθε στη θέση του και γιατρεύτηκε ο στραβισμός του… Στην παρατήρηση της μάνας του ότι της φαίνεται πιο όμορφος από τότε που τον πήραν, ο Γιάννης της απάντησε πως «είχαν καλούς δεσμοφύλακες, πολύ καλά παιδιά, μερικά από τα οποία είχαν, σίγουρα, σπουδάσει …οφθαλμίατροι!»
Ηταν ο Γιάννης Αραζός, που όταν τον συνέλαβαν οι γερμανοτσολιάδες για την αντιστασιακή του δράση, βρέθηκε, από τον Φλεβάρη του 1943 στα ναζιστικά στρατόπεδα στο Νταχάου στην αρχή και στο Μπιρκενάου στη συνέχεια, στη Βαυαρία έξω από το Μόναχο, μέχρι τον Απρίλη του 1945. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, αρνούμενος να υπογράψει Δήλωση, ακολούθησε το δρόμο της εξορίας, στα νησιά του Αιγαίου, για να καταλήξει στη Μακρόνησο το 1949 – 50. Ο διοικητής του ΑΕΤΟ, ο Βασιλόπουλος, αφού μελέτησε το φάκελό του, του φώναξε «Κοίταξε, Αραζέ, εδώ δεν είναι Νταχάου για να γλυτώσεις. Εδώ είναι Μακρόνησος»…
Και εκείνο το παλικάρι, ο Γεωργέλης, από τη Μυτιλήνη. Είχε φάει πολύ ξύλο ο Γεωργέλης για να μαρτυρήσει ποιός τον οργάνωσε και βγήκε αντάρτης στο βουνό. Αλύγιστος και λεβέντης, δεν μίλαγε. «Δεν με οργάνωσε κανένας. Η πατρίδα ήταν σκλαβωμένη. Έπρεπε να με οργανώσει κάποιος; Μόνος μου πήγα». Κάποτε τον άφησαν ήσυχο, σταμάτησε το ξύλο.
Στις αρχές του Μάρτη του 49, δυο τρεις μέρες πριν αρχίσει η Σαρακοστή, ήρθε στη Μακρόνησο στο ΓΕΤΟ, ο Αρχιμανδρίτης του Αγίου Σώστη της Λεωφόρου Συγγρού, κάποιος Κορνάρος που αργότερα έγινε και Επίσκοπος Πρεβέζης. Έγινε κάλεσμα από την Διοίκηση του τάγματος για όποιον ήθελε να πάει να εξομολογηθεί. Και να λοιπόν ο Γεωργέλης, μέσα στην αφέλειά του, έτρεξε να βγάλει το «αμάρτημα» από μέσα του για τα ψέματα που έλεγε. «Με δέρνουν να τους πω ποιος με οργάνωσε και εγώ τους λέω πως μόνος μου έγινα αντάρτης». Τον άκουσε ο Αρχιμανδρίτης και τον ρωτάει «Ποιος σε οργάνωσε λοιπόν;», «ο κ. Γιάννης από το χωριό μου». «Εντάξει παιδί μου, ο Θεός είναι μεγαλόψυχος, τους μετανοούντες τους συγχωρεί, να είσαι καλά αλλά ποτέ να μην ξαναπείς ψέματα». Δυο – τρεις μέρες μετά οι Αλφαμίτες ξυλοφόρτωσαν άγρια τον Γεωργέλη «Γιατί μας έλεγες τόσο καιρό ψέμματα;». «Τι έκανες πάλι Γεωργέλη;» τον ρωτούσαν οι συγκρατούμενοι, «Αυτή τη φορά φταίω εγώ» απαντούσε το παλικάρι. Θόλωσε το μυαλό του, γκρεμίστηκε ο κόσμος του, έπεσε σε μελαγχολία. Ένα βράδυ προφασίστηκε ότι είναι άρρωστος, εξασφάλισε λίγο πετρέλαιο από τα μαγειρεία για να τριφτεί και πήγε στην εκκλησία του ΓΕΤΟ, τον Αγιο Παύλο. Μάζεψε όλες τις εικόνες στο κέντρο, τις έλουσε με το πετρέλαιο και έβαλε φωτιά. Κάηκε η εκκλησία με όλες τις εικόνες και την επίπλωση της. Κάηκε μαζί τους και η πίστη μέσα στη ψυχή του. Την άλλη μέρα ο Γεωργέλης έφυγε από τη Μακρόνησο για να εξεταστεί σε νευρολογική κλινική της Αθήνας. Δεν μάθαμε τι απόγινε από τότε.
Μια αποτυχημένη απόδραση
Κάποια στιγμή, κοιτώντας απέναντι από το Λαύριο τη Μακρόνησο, ρώτησα τον Αντιπρόεδρο της ΠΕΚΑΜ, τον Λάζαρο Κυρίτση:
— Ετσι όπως φαίνεται η Μακρόνησος από εδώ, τόσο κοντά, είναι σαν να σου λέει ότι μπορείς να περάσεις κολυμπώντας… Το σκεφτήκατε ποτέ Λάζαρε; Το επιχείρησε κανείς;
— Μερικοί το προσπάθησαν κατά καιρούς. Δεν τα κατάφερε κανείς. Άκου μια προσωπική ιστορία. Ηταν Ιούλης – Αύγουστος του 1949. Μας είχαν μεταθέσει από το ΑΕΤΟ (Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών) στο ΓΕΤΟ, στο νότιο τμήμα της Μακρονήσου. Πριν από δύο βδομάδες η ακταιωρός είχε συλλάβει δυο κρατούμενους που είχαν επιχειρήσει, κρατώντας δυο σανίδες, να περάσουν απέναντι. Δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν. Και οι δύο μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για να περάσουν στρατοδικείο. Δεν μάθαμε τι απέγιναν. Εκείνες τις μέρες είχαν βγάλει ένα συνεργείο που μάζευε μαύρα χαλίκια και άσπρες πέτρες από τη θάλασσα, κατάλληλες για να γίνουν ασβέστης, από τον μικρό κόλπο, 500 μέτρα από το Τάγμα. Εγώ και ο Τάσος ο Δήμου, παλιός δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και, μετά την Μακρόνησο, της Αυγής, χρεωθήκαμε να πηγαίνουμε φαγητό, το μεσημέρι, στο συνεργείο και επιστρέφαμε μαζί τους το απόγευμα, για να παρακολουθήσουμε την «Ηθική Αγωγή».
Ετσι βρήκαμε την ευκαιρία και κάναμε μπάνιο στον κόλπο κάθε μέρα. Υπολογίσαμε ότι το άνοιγμα του κόλπου, από τη μια άκρη ως την άλλη ήταν περίπου 200 μέτρα και αρχίσαμε να προπονούμαστε στο πήγαινε – έλα (κάπου 400 μέτρα) για να δούμε πόσες φορές μπορούμε να το κάνουμε. Κατάφερα να κολυμπήσω μέχρι και 10 φορές την απόσταση. Ο Τάσος, πιο δυνατός, κολυμπούσε μέχρι και 15 φορές.
«Άκου», μου λέει ο Τάσος, «κατάφερα να το κάνω 15 φορές επί 400 μέτρα είναι 6 χιλιόμετρα. Το Λαύριο απέχει, όπως μας λένε, 4 μίλια (περίπου 7,5 χιλιόμετρα), θα τα καταφέρω μπορώ να το βγάλω απέναντι. Τι λες το κάνουμε;»
Είπα ότι δεν έχω τέτοιες δυνάμεις και ανέλαβα να τον βοηθήσω με τα χρειαζούμενα. Πήγα στο Γραφείο Επισιτισμού όπου ήταν χρεωμένος ο συγκρατούμενος Γιώργος Καλλιγάς, ένας έμπορος ξυλείας από του Ψυρρή, καλός σύντροφος και άνθρωπος εμπιστοσύνης, του εξήγησα το σχέδιο και του ζήτησα να βρει υλικά για ένα σωσίβιο.
Πράγματι, ο Καλλιγάς έφτιαξε με μια παλιά, φαρδιά, στρατιωτική ζώνη, ένα σωσίβιο , κρέμασε πάνω της έξι άδεια παγούρια και εξασφάλισε ένα πουκάμισο στρατιωτικό και ένα κοντό παντελόνι, τα τύλιξε με δυο λαδόχαρτα για να μείνουν, όσο γίνεται στεγνά. «Πρόσεξε, μου είπε, το πρώτο παγούρι το έχω γεμίσει μέχρι τη μέση με κονιάκ που βρήκα, για να μπορέσει να τονωθεί αν αρχίσει και χάνει δυνάμεις».
Το βραδάκι χαιρετηθήκαμε, ο Δήμου ετοιμάστηκε και εγώ γύρισα στη σκηνή μου.
Το πρωί έγινε φασαρία. «Πιάσανε τον Τάσο τον Δήμου, μεθυσμένο, στην παραλία». Οι Αλφαμίτες τον έπιασαν, τον έσπασαν στο ξύλο και τον πέταξαν στο «σύρμα», στην απομόνωση, σε ένα στενό χώρο ζωσμένο με συρματόπλεγμα, ίσα που μπορούσε να περπατήσει στα τέσσερα. Κόντεψε να τρελαθεί ο Τάσος.
Μια βδομάδα – δέκα μέρες μετά, τον έφεραν οι Αλφαμίτες στο τάγμα. Σε κακή κατάσταση ο Τάσος, τον έσερναν οι δεσμοφύλακες μισοπεθαμένο, το έδεσαν σε έναν στύλο στη μέση, και άρχισαν να καλούν τους φαντάρους που είχαν συγκεντρωθεί για το απογευματινό «μάθημα ηθικής αγωγής», να περνούν και να τον φτύνουν. Τέσσερις – πέντε από εκείνους που είχαν υπογράψει δήλωση έσπευσαν να τον βρίσουν, να τον χτυπήσουν και να τον φτύσουν. Οι υπόλοιποι διαλυθήκαμε και πήγαμε στις σκηνές μας. Ηταν η πρώτη μαζική εκδήλωση ανυπακοής…
Αργότερα, όταν συνήλθε κάπως ο Τάσος μας διηγήθηκε την περιπέτειά του:
— Βούτηξα κι άρχισα να κολυμπάω, αλλά το ρεύμα ήταν πολύ ισχυρό και άρχισε να με παρασέρνει νότια. Είχα φτάσει κοντά στο Γαϊδουρονήσι, σχεδόν απέναντι από το Σούνιο, έβλεπα τις κολώνες. Άρχισα να κουράζομαι κι είχα κάνει πάνω – κάτω μόνο 1500 μέτρα. Υπήρχε πια κίνδυνος να πνιγώ, αν έβγαινα ανοιχτά στο Αιγαίο, ή θα με πιάνανε πάνω στο Γαϊδουρονήσι, ή θα με μάζευε το χάραμα η ακταιωρός και τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα, θα πέρναγα στρατοδικείο και ποιος ξέρει τι θα γινόταν μετά. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Βγήκα στο πιο κάτω κολπίσκο, εκεί που είναι το φυλάκιο. Θα με έπιαναν, δεν είχα άλλη λύση, ήπια το κονιάκ κι άρχισα να παριστάνω τον μεθυσμένο. Την συνέχεια την ξέρετε…
Ο «Ζιργάνος»
Ηταν και η περίπτωση του Αντώνη έτσι όπως την διηγείται ο Γιώργος Φαρσακίδης στο εκπληκτικό του Λεύκωμα, γεμάτο σκίτσα, σχέδια και χαρακτικά του, Μακρόνησος, στη σελίδα 66, της τέταρτης έκδοσης:
«Μετά την επιστροφή μας στο στρατόπεδο του Αϊ-Γιώργη, το νεοκαταχτημένο προνόμιό μας ήταν το μπάνιο. Αυστηρές οι διαταγές, καθορισμένες οι ώρες και η φρουρά πάνοπλη πάνω στους βράχους να μας φυλάει. Εδώ και καιρό οι εφημερίδες πανηγυρίζουν το κατόρθωμα του Ζιργάνου που έχει περάσει κολυμπώντας τη Μάγχη. Το συζητάμε εμείς, το συζητάν κι οι φρουροί χωροφύλακες και γεμίζει η ψυχή μας… «Εθνική περηφάνεια».
»Του ’ρθε λοιπόν του Αντώνη, θες για να επιδείξει την κολυμβητική του δεινότητα, θες για να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά της φρουράς, θες απλώς ξεχάστηκε και μια και δυο, τράβηξε στ’ανοιχτά. Θορυβήθηκε με την «απόδραση» η Εξουσία κι όσο να βαρέσουν συναγερμό, ξεμάκρυνε ο Αντώνης κατά το Λαύριο κι έγινε ένα τόσο δα κουκιδάκι.
»Μας βγάλαν έξω από τη θάλασσα με φωνές, να παρακολουθούμε μ’αγωνία να τον ζυγώνει η βάρκα. Και λέγαν αργότερα, οι κακές οι γλώσσες, πως την ώρα που βρίζοντας οι χωροφύλακες τον τράβαγαν από τη θάλασσα, το μόνο που άκουσαν, ήταν να τους ρωτάει ο αθεόφοβος: Τι χρόνο έπιασα ρε παιδιά;
Παραδειγματική στάθηκε η τιμωρία του «δραπέτη». Ως τη μέρα της αναχώρησής μας για τον Αϊ-Στράτη, τον είχαν στη ρεματιά νηστικό, διψασμένο, ζωσμένο με χαμηλό συρματόπλεγμα, όσο να μπορεί να μπουσουλάει στα τέσσερα.
»Και στους συντρόφους του, από τότε για χρόνια, ο Αντώνης θα μείνει γνωστός σαν ‘‘Ζιργάνος’’».
Σύντομα ιστορικά στοιχεία για τα στρατόπεδα της Μακρονήσου
1946: Δημιουργούνται Πειθαρχικά Τάγματα – Στρατόπεδα «επικίνδυνων» δημοκρατικών φαντάρων στο Λιόπεσι, Λάρισα, Ντουντουλάρ Θεσσαλονίκης.
1947: Μεταφέρονται αυτά τα Τάγματα διαδοχικά στο Μακρονήσι, προς αναμόρφωσιν. Ετσι δημιουργείται το ΑΕΤΟ (Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), το ΒΕΤΟ, το ΓΕΤΟ. Ταυτόχρονα δημιουργείται και το Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών.
1948: Στις 29 Φλεβάρη και 1η Μάρτη γίνεται η μεγάλη σφαγή στο ΑΕΤΟ. Εκατοντάδες οι νεκροί (πάνω από 300) και οι τραυματίες. Μετά τη σφαγή των στρατιωτών ο Βασιλικός Επίτροπος παραπέμπει 116 στρατιώτες – κρατούμενους του ΑΕΤΟ στο Έκτακτο Στρατοδικείο για… σύσταση μαχητικής ένοπλης ομάδας, κατάληψη της στρατιωτικής εξουσίας, βιαιοπραγίες εις βάρος αξιωματικών κλπ. Επιβλήθηκαν βαριές ποινές.
Τον Μάρτη δημιουργείται η ΣΦΑ (Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών) για τα Έκτακτα Στρατοδικεία. Επίσης δημιουργείται το Στρατόπεδο Πολιτικών Εξορίστων. Τον Νοέμβρη αρχίζει το μεγάλο όργιο βασανισμών στη ΣΦΑ που συνεχίστηκε μέχρι τον Γενάρη του 1950 οπότε δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον ήρωα Δημήτρη Τατάκη, συνδικαλιστικό στέλεχος των ναυτεργατών.
1949: Μεταφέρονται προς αναμόρφωσιν ομαδικά οι χιλιάδες εξόριστοι από Ικαρία, Λήμνο, Αη Στράτη, με βάση το ΟΓ Ψήφισμα που πρόβλεπε τη βαθμιαία μεταφορά στο θανατονήσι όλων των κρατουμένων από όλες τις φυλακές της χώρας. Από τους πρώτους μεταφέρονται στη ΣΦΑ οι ανήλικοι κρατούμενοι από τη Γιούρα.
Τον Οκτώβρη αρχίζει το πογκρόμ εναντίον των πολιτικών εξόριστων.
1950: Τον Γενάρη μεταφέρονται και οι γυναίκες εξόριστες από το Τρίκερι (περίπου 1200 γυναίκες. Ανάμεσά τους μωρομάνες, ηλικιωμένες, βαριά άρρωστες).
1954: Ουσιαστική κατάργηση του Μακρονησιού, το οποίο όμως με ελάχιστους στρατιώτες διατηρείται ως το 1958.
Οι κατηγορίες κρατουμένων που πέρασαν από την Μακρόνησο ήταν:
Στρατεύσιμοι που κρίθηκαν ύποπτοι και επικίνδυνοι για το στράτευμα λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων και της συμμετοχής τους στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις οργανώσεις του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, του Αγροτικού Κόμματος, αξιωματικοί και αντάρτες του ΕΛΑΣ, ανήλικοι πολιτικοί κατάδικοι, εξόριστες γυναίκες από το Τρίκερι και, μια ειδική κατηγορία, Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Στην περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912 – 1913) είχαν μεταφερθεί στο νησί αρκετοί Τούρκοι αιχμάλωτοι που έμειναν μέχρι την υπογραφή ειρήνης και επέστρεψαν στην Τουρκία. Δέκα χρόνια αργότερα (1922 – 1923) δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες «φιλοξενήθηκαν» στην Μακρόνησο, η οποία λειτούργησε ως λοιμοκαθαρτήριο. Αρκετοί πρόσφυγες δεν άντεξαν και έχασαν τη ζωή τους εκεί.
Η Μακρόνησος είναι ένα άγονο και άνυδρο νησί, ιδιαίτερα αφιλόξενο, ξηρό και βραχώδες. Απέχει μόλις 5 χιλιόμετρα από το Λαύριο. Από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα δεν κατοικήθηκε ποτέ. Τα μνημεία της Μακρονήσου δείχνουν ότι αυτή ήταν μόνο τόπος λατρείας.
Σε τούτο εδώ τον τόπο μόνο θεοί και δαίμονες μπορούν να ζήσουν κι ανάμεσά τους μερικές χιλιάδες απλοί και συνηθισμένοι άνθρωποι του λαού, ευάλωτοι στις κακουχίες, που όμως μέσα τους έκαιγε η φωτιά του δίκιου και η θέληση για αγώνα, τόσο ώστε μπόρεσαν να επιζήσουν και να φανερώσουν τις απίστευτες δυνάμεις που κρύβει ο Άνθρωπος μέσα του όταν αποφασίσει να ζήσει όρθιος.
Α.Β.Γ.
Μια και μάθαμε, σύντροφοι, να πεθαίνουμε, μάθαμε και να ζούμε, σύντροφοι.
Από το «Πέτρινος Χρόνος» του Γιάννη Ρίτσου
*Ημεροδρόμος*
Κάποια στιγμή, κοιτώντας απέναντι από το Λαύριο τη Μακρόνησο, ρώτησα τον Αντιπρόεδρο της ΠΕΚΑΜ, τον Λάζαρο Κυρίτση:
— Ετσι όπως φαίνεται η Μακρόνησος από εδώ, τόσο κοντά, είναι σαν να σου λέει ότι μπορείς να περάσεις κολυμπώντας… Το σκεφτήκατε ποτέ Λάζαρε; Το επιχείρησε κανείς;
— Μερικοί το προσπάθησαν κατά καιρούς. Δεν τα κατάφερε κανείς. Άκου μια προσωπική ιστορία. Ηταν Ιούλης – Αύγουστος του 1949. Μας είχαν μεταθέσει από το ΑΕΤΟ (Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών) στο ΓΕΤΟ, στο νότιο τμήμα της Μακρονήσου. Πριν από δύο βδομάδες η ακταιωρός είχε συλλάβει δυο κρατούμενους που είχαν επιχειρήσει, κρατώντας δυο σανίδες, να περάσουν απέναντι. Δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν. Και οι δύο μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για να περάσουν στρατοδικείο. Δεν μάθαμε τι απέγιναν. Εκείνες τις μέρες είχαν βγάλει ένα συνεργείο που μάζευε μαύρα χαλίκια και άσπρες πέτρες από τη θάλασσα, κατάλληλες για να γίνουν ασβέστης, από τον μικρό κόλπο, 500 μέτρα από το Τάγμα. Εγώ και ο Τάσος ο Δήμου, παλιός δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και, μετά την Μακρόνησο, της Αυγής, χρεωθήκαμε να πηγαίνουμε φαγητό, το μεσημέρι, στο συνεργείο και επιστρέφαμε μαζί τους το απόγευμα, για να παρακολουθήσουμε την «Ηθική Αγωγή».
Ετσι βρήκαμε την ευκαιρία και κάναμε μπάνιο στον κόλπο κάθε μέρα. Υπολογίσαμε ότι το άνοιγμα του κόλπου, από τη μια άκρη ως την άλλη ήταν περίπου 200 μέτρα και αρχίσαμε να προπονούμαστε στο πήγαινε – έλα (κάπου 400 μέτρα) για να δούμε πόσες φορές μπορούμε να το κάνουμε. Κατάφερα να κολυμπήσω μέχρι και 10 φορές την απόσταση. Ο Τάσος, πιο δυνατός, κολυμπούσε μέχρι και 15 φορές.
«Άκου», μου λέει ο Τάσος, «κατάφερα να το κάνω 15 φορές επί 400 μέτρα είναι 6 χιλιόμετρα. Το Λαύριο απέχει, όπως μας λένε, 4 μίλια (περίπου 7,5 χιλιόμετρα), θα τα καταφέρω μπορώ να το βγάλω απέναντι. Τι λες το κάνουμε;»
Είπα ότι δεν έχω τέτοιες δυνάμεις και ανέλαβα να τον βοηθήσω με τα χρειαζούμενα. Πήγα στο Γραφείο Επισιτισμού όπου ήταν χρεωμένος ο συγκρατούμενος Γιώργος Καλλιγάς, ένας έμπορος ξυλείας από του Ψυρρή, καλός σύντροφος και άνθρωπος εμπιστοσύνης, του εξήγησα το σχέδιο και του ζήτησα να βρει υλικά για ένα σωσίβιο.
Πράγματι, ο Καλλιγάς έφτιαξε με μια παλιά, φαρδιά, στρατιωτική ζώνη, ένα σωσίβιο , κρέμασε πάνω της έξι άδεια παγούρια και εξασφάλισε ένα πουκάμισο στρατιωτικό και ένα κοντό παντελόνι, τα τύλιξε με δυο λαδόχαρτα για να μείνουν, όσο γίνεται στεγνά. «Πρόσεξε, μου είπε, το πρώτο παγούρι το έχω γεμίσει μέχρι τη μέση με κονιάκ που βρήκα, για να μπορέσει να τονωθεί αν αρχίσει και χάνει δυνάμεις».
Το βραδάκι χαιρετηθήκαμε, ο Δήμου ετοιμάστηκε και εγώ γύρισα στη σκηνή μου.
Το πρωί έγινε φασαρία. «Πιάσανε τον Τάσο τον Δήμου, μεθυσμένο, στην παραλία». Οι Αλφαμίτες τον έπιασαν, τον έσπασαν στο ξύλο και τον πέταξαν στο «σύρμα», στην απομόνωση, σε ένα στενό χώρο ζωσμένο με συρματόπλεγμα, ίσα που μπορούσε να περπατήσει στα τέσσερα. Κόντεψε να τρελαθεί ο Τάσος.
Μια βδομάδα – δέκα μέρες μετά, τον έφεραν οι Αλφαμίτες στο τάγμα. Σε κακή κατάσταση ο Τάσος, τον έσερναν οι δεσμοφύλακες μισοπεθαμένο, το έδεσαν σε έναν στύλο στη μέση, και άρχισαν να καλούν τους φαντάρους που είχαν συγκεντρωθεί για το απογευματινό «μάθημα ηθικής αγωγής», να περνούν και να τον φτύνουν. Τέσσερις – πέντε από εκείνους που είχαν υπογράψει δήλωση έσπευσαν να τον βρίσουν, να τον χτυπήσουν και να τον φτύσουν. Οι υπόλοιποι διαλυθήκαμε και πήγαμε στις σκηνές μας. Ηταν η πρώτη μαζική εκδήλωση ανυπακοής…
Αργότερα, όταν συνήλθε κάπως ο Τάσος μας διηγήθηκε την περιπέτειά του:
— Βούτηξα κι άρχισα να κολυμπάω, αλλά το ρεύμα ήταν πολύ ισχυρό και άρχισε να με παρασέρνει νότια. Είχα φτάσει κοντά στο Γαϊδουρονήσι, σχεδόν απέναντι από το Σούνιο, έβλεπα τις κολώνες. Άρχισα να κουράζομαι κι είχα κάνει πάνω – κάτω μόνο 1500 μέτρα. Υπήρχε πια κίνδυνος να πνιγώ, αν έβγαινα ανοιχτά στο Αιγαίο, ή θα με πιάνανε πάνω στο Γαϊδουρονήσι, ή θα με μάζευε το χάραμα η ακταιωρός και τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα, θα πέρναγα στρατοδικείο και ποιος ξέρει τι θα γινόταν μετά. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Βγήκα στο πιο κάτω κολπίσκο, εκεί που είναι το φυλάκιο. Θα με έπιαναν, δεν είχα άλλη λύση, ήπια το κονιάκ κι άρχισα να παριστάνω τον μεθυσμένο. Την συνέχεια την ξέρετε…
Ο «Ζιργάνος»
Ηταν και η περίπτωση του Αντώνη έτσι όπως την διηγείται ο Γιώργος Φαρσακίδης στο εκπληκτικό του Λεύκωμα, γεμάτο σκίτσα, σχέδια και χαρακτικά του, Μακρόνησος, στη σελίδα 66, της τέταρτης έκδοσης:
«Μετά την επιστροφή μας στο στρατόπεδο του Αϊ-Γιώργη, το νεοκαταχτημένο προνόμιό μας ήταν το μπάνιο. Αυστηρές οι διαταγές, καθορισμένες οι ώρες και η φρουρά πάνοπλη πάνω στους βράχους να μας φυλάει. Εδώ και καιρό οι εφημερίδες πανηγυρίζουν το κατόρθωμα του Ζιργάνου που έχει περάσει κολυμπώντας τη Μάγχη. Το συζητάμε εμείς, το συζητάν κι οι φρουροί χωροφύλακες και γεμίζει η ψυχή μας… «Εθνική περηφάνεια».
»Του ’ρθε λοιπόν του Αντώνη, θες για να επιδείξει την κολυμβητική του δεινότητα, θες για να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά της φρουράς, θες απλώς ξεχάστηκε και μια και δυο, τράβηξε στ’ανοιχτά. Θορυβήθηκε με την «απόδραση» η Εξουσία κι όσο να βαρέσουν συναγερμό, ξεμάκρυνε ο Αντώνης κατά το Λαύριο κι έγινε ένα τόσο δα κουκιδάκι.
»Μας βγάλαν έξω από τη θάλασσα με φωνές, να παρακολουθούμε μ’αγωνία να τον ζυγώνει η βάρκα. Και λέγαν αργότερα, οι κακές οι γλώσσες, πως την ώρα που βρίζοντας οι χωροφύλακες τον τράβαγαν από τη θάλασσα, το μόνο που άκουσαν, ήταν να τους ρωτάει ο αθεόφοβος: Τι χρόνο έπιασα ρε παιδιά;
Παραδειγματική στάθηκε η τιμωρία του «δραπέτη». Ως τη μέρα της αναχώρησής μας για τον Αϊ-Στράτη, τον είχαν στη ρεματιά νηστικό, διψασμένο, ζωσμένο με χαμηλό συρματόπλεγμα, όσο να μπορεί να μπουσουλάει στα τέσσερα.
»Και στους συντρόφους του, από τότε για χρόνια, ο Αντώνης θα μείνει γνωστός σαν ‘‘Ζιργάνος’’».
Σύντομα ιστορικά στοιχεία για τα στρατόπεδα της Μακρονήσου
1946: Δημιουργούνται Πειθαρχικά Τάγματα – Στρατόπεδα «επικίνδυνων» δημοκρατικών φαντάρων στο Λιόπεσι, Λάρισα, Ντουντουλάρ Θεσσαλονίκης.
1947: Μεταφέρονται αυτά τα Τάγματα διαδοχικά στο Μακρονήσι, προς αναμόρφωσιν. Ετσι δημιουργείται το ΑΕΤΟ (Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), το ΒΕΤΟ, το ΓΕΤΟ. Ταυτόχρονα δημιουργείται και το Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών.
1948: Στις 29 Φλεβάρη και 1η Μάρτη γίνεται η μεγάλη σφαγή στο ΑΕΤΟ. Εκατοντάδες οι νεκροί (πάνω από 300) και οι τραυματίες. Μετά τη σφαγή των στρατιωτών ο Βασιλικός Επίτροπος παραπέμπει 116 στρατιώτες – κρατούμενους του ΑΕΤΟ στο Έκτακτο Στρατοδικείο για… σύσταση μαχητικής ένοπλης ομάδας, κατάληψη της στρατιωτικής εξουσίας, βιαιοπραγίες εις βάρος αξιωματικών κλπ. Επιβλήθηκαν βαριές ποινές.
Τον Μάρτη δημιουργείται η ΣΦΑ (Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών) για τα Έκτακτα Στρατοδικεία. Επίσης δημιουργείται το Στρατόπεδο Πολιτικών Εξορίστων. Τον Νοέμβρη αρχίζει το μεγάλο όργιο βασανισμών στη ΣΦΑ που συνεχίστηκε μέχρι τον Γενάρη του 1950 οπότε δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον ήρωα Δημήτρη Τατάκη, συνδικαλιστικό στέλεχος των ναυτεργατών.
1949: Μεταφέρονται προς αναμόρφωσιν ομαδικά οι χιλιάδες εξόριστοι από Ικαρία, Λήμνο, Αη Στράτη, με βάση το ΟΓ Ψήφισμα που πρόβλεπε τη βαθμιαία μεταφορά στο θανατονήσι όλων των κρατουμένων από όλες τις φυλακές της χώρας. Από τους πρώτους μεταφέρονται στη ΣΦΑ οι ανήλικοι κρατούμενοι από τη Γιούρα.
Τον Οκτώβρη αρχίζει το πογκρόμ εναντίον των πολιτικών εξόριστων.
1950: Τον Γενάρη μεταφέρονται και οι γυναίκες εξόριστες από το Τρίκερι (περίπου 1200 γυναίκες. Ανάμεσά τους μωρομάνες, ηλικιωμένες, βαριά άρρωστες).
1954: Ουσιαστική κατάργηση του Μακρονησιού, το οποίο όμως με ελάχιστους στρατιώτες διατηρείται ως το 1958.
Οι κατηγορίες κρατουμένων που πέρασαν από την Μακρόνησο ήταν:
Στρατεύσιμοι που κρίθηκαν ύποπτοι και επικίνδυνοι για το στράτευμα λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων και της συμμετοχής τους στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις οργανώσεις του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, του Αγροτικού Κόμματος, αξιωματικοί και αντάρτες του ΕΛΑΣ, ανήλικοι πολιτικοί κατάδικοι, εξόριστες γυναίκες από το Τρίκερι και, μια ειδική κατηγορία, Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Στην περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912 – 1913) είχαν μεταφερθεί στο νησί αρκετοί Τούρκοι αιχμάλωτοι που έμειναν μέχρι την υπογραφή ειρήνης και επέστρεψαν στην Τουρκία. Δέκα χρόνια αργότερα (1922 – 1923) δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες «φιλοξενήθηκαν» στην Μακρόνησο, η οποία λειτούργησε ως λοιμοκαθαρτήριο. Αρκετοί πρόσφυγες δεν άντεξαν και έχασαν τη ζωή τους εκεί.
Η Μακρόνησος είναι ένα άγονο και άνυδρο νησί, ιδιαίτερα αφιλόξενο, ξηρό και βραχώδες. Απέχει μόλις 5 χιλιόμετρα από το Λαύριο. Από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα δεν κατοικήθηκε ποτέ. Τα μνημεία της Μακρονήσου δείχνουν ότι αυτή ήταν μόνο τόπος λατρείας.
Σε τούτο εδώ τον τόπο μόνο θεοί και δαίμονες μπορούν να ζήσουν κι ανάμεσά τους μερικές χιλιάδες απλοί και συνηθισμένοι άνθρωποι του λαού, ευάλωτοι στις κακουχίες, που όμως μέσα τους έκαιγε η φωτιά του δίκιου και η θέληση για αγώνα, τόσο ώστε μπόρεσαν να επιζήσουν και να φανερώσουν τις απίστευτες δυνάμεις που κρύβει ο Άνθρωπος μέσα του όταν αποφασίσει να ζήσει όρθιος.
Α.Β.Γ.
Μια και μάθαμε, σύντροφοι, να πεθαίνουμε, μάθαμε και να ζούμε, σύντροφοι.
Από το «Πέτρινος Χρόνος» του Γιάννη Ρίτσου
*Ημεροδρόμος*
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖ ΠΟΛΚ
Στις 16 Μάη του 1948, ανακαλύφθηκε στο θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης το πτώμα του Τζορτζ Πολκ, γνωστού Αμερικανού δημοσιογράφου, ανταποκριτή για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης, CBS. Το πτώμα βρήκε ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος, καθώς έκανε μια συνηθισμένη διαδρομή με τη βάρκα του. Πολύ γρήγορα, πιστοποιήθηκε ότι επρόκειτο περί δολοφονίας και το γεγονός αυτό έδωσε αμέσως άλλες διαστάσεις στην όλη υπόθεση. Η είδηση έκανε τον κύκλο ολόκληρου του κόσμου και προκάλεσε πραγματικό σάλο, ιδιαίτερα μέσα στο δημοσιογραφικό κόσμο.
Ο φιλελεύθερος Αμερικανός δημοσιογράφος Πολκ, που συχνά επέκρινε το αντιδραστικό καθεστώς της Ελλάδας, έφτασε στη Θεσσαλονίκη γύρω στις 9 του Μάη σαν πολεμικός ανταποκριτής και σκόπευε να φύγει από τη χώρα μας και να επιστρέψει στις ΗΠΑ, γύρω στις 20 του Μάη. Στο δωμάτιό του, στο ξενοδοχείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ένα γράμμα που φανέρωσε πως είχε τη φιλοδοξία να φτάσει μέχρι το Αρχηγείο του ΔΣΕ, που έδρευε κάπου στη Βόρεια Ελλάδα και να συναντηθεί με τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη.
Στις 16 Μάη 1948, λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματός του, ο τότε Ελληνας πρωθυπουργός, Θεμ. Σοφούλης, δήλωνε:
«Αποτελεί ζήτημα τιμής διά την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος. Η κυβέρνησις θέλει καταβάλει πάσαν προσπάθειαν προς ανάκαλυψιν των δολοφόνων και την αμείλικτον αυτών τιμωρίαν. Ηδη, επελήφθην προσωπικώς του ζητήματος και έδωσα εντολήν όπως κινητοποιηθεί ολόκληρος η αστυνομία της χώρας διά την ανακάλυψιν των εγκληματιών».
Η ανάκριση όμως, που άρχισε πράγματι αμέσως μετά τις δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού Θεμ. Σοφούλη την εργασία της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεγάλης και πολύπλευρης συγκίνησης, πολύ γρήγορα, βρέθηκε σε απόλυτο αδιέξοδο. Η κυβέρνηση της Αθήνας προσπαθούσε να ρίξει την ευθύνη στο ΚΚΕ, και συγκεκριμένα στα στελέχη του: Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά, ενώ το ΚΚΕ και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, με δηλώσεις τους, κατάγγελναν σαν υπεύθυνη για τη δολοφονία του Πολκ, την ειδική Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης.
Στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», μηνιάτικο στρατιωτικό – πολιτικό όργανο του Γεν. Αρχηγείου του ΔΣΕ (τεύχος 6 του 1948), διαβάζουμε:
«Οπως κατάγγειλε με δηλώσεις του ο υπουργός των Εσωτερικών συν. Ιωαννίδης και όπως γίνεται κάθε μέρα και πιο φανερό, ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς. Η σκηνοθεσία, όμως, χρεοκόπησε πανηγυρικά και οι εγκληματίες, υπόδικοι μπρος στην παγκόσμια κοινή γνώμη, προσπαθούν τώρα να σκεπάσουν το έγκλημά τους. Αυτό τους ξεσκεπάζει πιο πολύ».
Ταυτόχρονα, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι ζητούσαν κάποιου «ένοχου» την κεφαλήν επί πίνακι, ενώ το αμερικανικό κράτος ενδιαφερόταν για τον αντικομμουνιστικό αγώνα.
Οι ανακρίσεις
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η ανάκριση αδυνατούσε να εξηγήσει το πώς μπόρεσε να γίνει ο φόνος. Ολα τα δεδομένα έδειχναν πως επρόκειτο για φόνο εκ προμελέτης και όλα τα στοιχεία της ανάκρισης φανέρωναν πως ο Πολκ δεν είχε προμελετήσει να πάει στο Αρχηγείο του ΔΣΕ και δεν είχε κλείσει συμφωνία πάνω στο θέμα αυτό, με κανέναν και με την έννοια τούτη σκοτώθηκε τυχαία. Στην παραπάνω όμως αντίφαση, υπήρχε εξήγηση, η οποία και δεν άργησε να γίνει γνωστή στους αρμόδιους. Η υπόθεση Πολκ έφερε στην επιφάνεια το πώς οι σκοπιμότητες του αγγλοαμερικανικού ανταγωνισμού στη Μέση Ανατολή και της αγγλοαμερικανικής αλληλεγγύης στον αντικομμουνιστικό αγώνα, εμπόδισαν να έρθει στο φως η αλήθεια.
Εξαιτίας των παραπάνω σκοπιμοτήτων, η ανάκριση δεν μπόρεσε να προχωρήσει στο σωστό δρόμο. Θα μπορούσε, βέβαια, να κλείσει η όλη υπόθεση, αποδίδοντας το φόνο σε αγνώστους, που δε στάθηκε δυνατό να βρεθούν, αλλά η Αμερική και η άκρα Δεξιά στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Χρειάζονταν μια λύση αντικομμουνιστική. Ετσι, μετά από ανακρίσεις μερικών μηνών, που δεν κατάφερναν να βρουν στοιχεία προς καμιά κατεύθυνση, είτε ερευνούσαν όλες τις πιθανές κατευθύνσεις και εκδοχές, είτε όχι, οι αξιωματούχοι της αμερικανικής πλευράς, δρώντας, κυρίως μέσω εκπροσώπων του αμερικανικού Τύπου, έπεισαν – με τη μια ή την άλλη μορφή πίεσης – τους αξιωματούχους της ελληνικής πλευράς ότι ήταν σημαντικό για την εξέλιξη των αμερικανο-ελληνικών, αλλά και των αμερικανο-βρετανικών σχέσεων, να συλληφθεί ένας «ένοχος» και να δικαστεί για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ.
Ο Κώστας Χατζηαργύρης, στο βιβλίο του «Η υπόθεση Πολκ», αναφέρεται σε τέσσερις βασικές φάσεις της ανάκρισης. Συγκεκριμένα: «Υπήρξε η ελληνική ανακριτική φάση στη Θεσσαλονίκη, που κάλυψε το δεύτερο μισό του μήνα Μάη. Ακολούθησε η ελληνική ανακριτική φάση στην Αθήνα, που κράτησε τον Ιούνη. Αρχισε παράλληλα κι αποκορυφώθηκε τον Ιούλη η φάση της αμερικανικής επέμβασης με κεντρικό μοτίβο την απαίτηση να βρεθεί και να συλληφθεί οπωσδήποτε ένας κάποιος ένοχος, για το φόνο. Και κλιμακώθηκε η όλη διαδικασία τον Αύγουστο του 1948, με τη σύλληψη και τις «ομολογίες» του Γρηγόρη Στακτόπουλου».
Κατά την πρώτη ανακριτική φάση της Θεσσαλονίκης (δεύτερο μισό του Μάη), όταν έγιναν γνωστά ορισμένα στοιχεία για την εξαφάνιση του δημοσιογράφου Πολκ από το ξενοδοχείο, την αποστολή της ταυτότητάς του στο Γ` Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης κ.ά., η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στιγμάτιζε τους δολοφόνους του Αμερικανού δημοσιογράφου.
Η συγκάλυψη της αλήθειας
Στην εφημερίδα «Εξόρμηση», όργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, την 1η του Ιούνη 1948, γράφονταν:
«Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζ. Πολκ έφερε σε δύσκολη θέση την ψευτοκυβέρνηση των δολοφόνων. Είχαν οργανώσει τη δολοφονία με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν εύκολα να την αποδώσουν στους δημοκρατικούς. Γι’ αυτό είχαν κανονίσει να σταλεί η ταυτότητα του Πολκ στην Ασφάλεια, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση πως ο Πολκ κατόρθωσε να περάσει στους αντάρτες και, επομένως, εκεί εξαφανίστηκε δολοφονημένος. Είχαν, επίσης, κανονίσει να εξαφανιστεί το πτώμα. Η τύχη τα ‘φερε να ξεβράσει η θάλασσα το πτώμα προς στην παραλία της Σαλονίκης. Ετσι, δεν μπορούσαν πια να πουν πως είχε περάσει στους αντάρτες. Δοκίμασαν αμέσως με τις φυλλάδες τους και με δηλώσεις ψευτοϋπουργών, να σκηνοθετήσουν την ενοχή των «κομμουνιστών» στη στυγερή δολοφονία. Μα, στο μεταξύ, οι ξένοι δημοσιογράφοι και η κοινή γνώμη της Αμερικής, κατάπληκτοι μπροστά στην άτιμη αυτή πράξη, ενδιαφέρθηκαν και ξεσκέπασαν την προσπάθεια αυτή. Στη Σαλονίκη έφτασαν δημοσιογράφοι και ντετέκτιβ (ιδιωτικοί αστυνομικοί), που άρχισαν τις δικές τους έρευνες. Η σπείρα των δολοφόνων δυσκολεύτηκε έτσι να βάνει μπροστά τη σκηνοθεσία της. Μοναδική της ελπίδα είναι πια να συγκαλύψει τους δολοφόνους και να μπερδέψει τις ανακρίσεις. Αυτό και κάνει, παρ’ όλες τις δηλώσεις του Σοφούλη πως είναι τάχα ζήτημα τιμής η ανακάλυψη των δολοφόνων. Ολα τα μέχρι τώρα στοιχεία είναι συντριπτικά για τους δολοφόνους. Οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών συναγ. Ιωαννίδη αποδείχνουν αδιάψευστα πως ο Πολκ δολοφονήθηκε από τη σπείρα των δολοφόνων που δρα στη Σαλονίκη, κάτω από την καθοδήγηση της Ασφάλειας, για να ματαιωθεί ο ερχομός του Πολκ στην Ελεύθερη Ελλάδα. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι αποφάσισαν να στείλουν στην Ελλάδα επιτροπή για να παρακολουθήσει τις ανακρίσεις. Τρομοκρατημένοι μπροστά στον κίνδυνο να αποκαλυφτούν οι δράστες και η ενοχή τους, η ψευτοκυβέρνηση της ΑΘήνας ζήτησε από το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών, να εμποδίσει τον ερχομό της επιτροπής των δημοσιογράφων, πράγμα που έγινε. Ετσι, ελπίζουν να σκεπάσουν την υπόθεση. Μα, άδικα πασχίζουν. Και το νέο τους έγκλημα, αργά ή γρήγορα, θα αποκαλυφθεί. «Το αίμα θα πνίξει τους δολοφόνους».
Οπως απέδειξαν οι νεότερες έρευνες, τον Τζορτζ Πολκ σκότωσε ο Αγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, ο οποίος και υπηρετούσε ως πρόξενος της Μ. Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη. Την υπόθεση σκέπασαν τότε οι ελληνικές και οι αμερικανικές αρχές. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο Φ. Οικονομίδης σημειώνει, σχετικά με την υπόθεση Πολκ: «Σήμερα, για πρώτη φορά, μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, αποκαλύπτεται ότι πίσω από τη δολοφονία του Πολκ κρύβονται οι αμερικανικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες, σε συνεργασία με τμήματα του ελληνικού και βρετανικού στρατιωτικού κατεστημένου.
Κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης του αμερικανικού ΓΕΣ, Χάρβι Σμιθ».
Ο Πολκ θύμα του αντικομμουνισμού
Οσοι ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την υπόθεση Πολκ προσπαθούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα: Τι ήταν αυτό που επέτρεψε στις ελληνικές, τις αμερικανικές και τις βρετανικές αρχές, να συνεργαστούν τελικά, παρά τις επί μέρους αντιθέσεις τους, στην προώθηση μιας απεχθούς λύσης σ’ ένα «ανεξιχνίαστο» έγκλημα και μετά να κουκουλώσουν αυτή τη λύση, ώστε να παραμείνει συγκαλυμμένη επί τόσα χρόνια;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρίσκεται στο γεγονός ότι και οι τρεις κυβερνήσεις (Ελλάδα – ΗΠΑ – Βρετανία), είχαν μια κοινή αντίληψη περί κοινού συμφέροντος απέναντι σ’ έναν κοινό εχθρό, τον κομμουνισμό.
Την εποχή εκείνη στην Ευρώπη και σ’ όλον τον κόσμο, επικρατούσε το ψυχροπολεμικό κλίμα. Στην Ελλάδα, μαινόταν ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος. Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, που είχαν αντικαταστήσει τους Αγγλους, προσπαθούσαν να συντρίψουν το λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα. Ο αντικομμουνισμός, κυριολεκτικά, οργίαζε. Το κίνημα συμπαράστασης προς τις προοδευτικές δημοκρατικές δυνάμεις της Ελλάδας έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) δήλωνε ότι ήταν πάντα έτοιμη να δεχτεί και να ενθαρρύνει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και από οποιαδήποτε πλευρά, που θα έτεινε να βοηθήσει να βρει η Ελλάδα τον εαυτό της και την ησυχία της. Ζητούσε επίμονα να παύσει να χύνεται στην Ελλάδα αίμα, επειδή αυτό ήθελαν οι ξένοι ιμπεριαλιστές και η ντόπια αντίδραση. Ζητούσαν να σταματήσουν οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις και οι σφαγές των λαϊκών αγωνιστών.
Ο δημοσιογράφος Πολκ, θέλοντας να συμβάλει στο σταμάτημα του εμφυλίου πολέμου και στη συμφιλίωση του ελληνικού λαού, σκόπευε να πάει στο βουνό, να έρθει σε επαφή με την ηγεσία του ΔΣΕ και να ενημερώσει την αμερικανική και την παγκόσμια δημοκρατική γνώμη για τις προθέσεις και τις επιδιώξεις της ΠΔΚ, σχετικά με τη λύση του ελληνικού δράματος.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, έπρεπε να βγει από τη μέση ο Πολκ και, ταυτόχρονα, η ευθύνη για το έγκλημα να αποδοθεί στους κομμουνιστές. Η ενοχοποίηση των κομμουνιστών ικανοποιούσε τις αμερικανικές απαιτήσεις και διασφάλιζε την πραγματοποίηση του προγράμματος βοήθειας ενάντια στον κοινό εχθρό.
Συνεπώς, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ υπήρξε ένα από τα τραγικά θύματα της αντικομμουνιστικής εκστρατείας που είχε εξαπολυθεί την εποχή εκείνη στην Ελλάδα από την ντόπια αντίδραση και τους Αμερικανούς και τους Αγγλους πάτρωνές της.
Ο διά του Τύπου εμφύλιος και πώς μεθοδεύτηκε η δολοφονία
Η εσωτερική ένοπλη ελληνική σύγκρουση της περιόδου 1946-1949 απασχόλησε έντονα τις Ηνωμένες Πολιτείες, που από τον Μάρτιο του 1947, μετά την αναγγελία του Δόγματος Τρούμαν, έριχναν όλο τους το βάρος για τη νίκη εναντίον των Ελλήνων ανταρτών.
Μία αποφασιστική νίκη στο πεδίο της μάχης θα ήταν επιβεβαίωση του νέου ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ στο Δυτικό κόσμο απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και τους αντάρτες φίλους της. Αλλά κάθε πόλεμος δεν περιορίζεται μόνο στα πεδία των μαχών, διεξάγεται και διά μέσου του Τύπου και των άλλων μέσων ενημέρωσης στα «μετόπισθεν», προς επηρεασμό της κοινής γνώμης, όταν μάλιστα συμπίπτει και με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Την περίοδο 1946-1948 δημοσιεύονταν ανταποκρίσεις στον αμερικανικό Τύπο ή μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο, που άρχισαν να κρίνονται από την αμερικανική και την ελληνική κυβέρνηση ως «καταστροφικές» για τα κοινά τους συμφέροντα και τον κοινό τους αγώνα εναντίον των Ελλήνων ανταρτών. Ενας από τους Αμερικανούς δημοσιογράφους, που βρέθηκε στο στόχαστρο των κυβερνήσεων Ελλάδας και ΗΠΑ, υπήρξε αναμφίβολα και ο Τζορτζ Πολκ, που το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει δεμένο χειροπόδαρα και με δεμένα τα μάτια στον κόλπο του Θερμαϊκού την άνοιξη του 1948.
Πτώμα στη θάλασσα
Εκείνο το πρωί της 16ης Μαΐου ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος, κάνοντας ένα συνηθισμένο αγώι με τη βάρκα του στη θάλασσα της Θεσσαλονίκης, διέκρινε, όπως και οι συνεπιβάτες του, έναν ανθρώπινο όγκο να επιπλέει. Ηταν το πτώμα του γνωστού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ανταποκριτή για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης CBS (Columbia Broadcasting System).
Η δολοφονία του Πολκ αποτέλεσε μια κλασική ενέργεια Πολιτικού και Ψυχολογικού Πολέμου, η πρώτη ενέργεια στο μεταπολεμικό κόσμο που στόχευε να επηρεάσει βαθιά τη δημοσιογραφική οικογένεια, με όλα τα στοιχεία αποπροσανατολισμού, παραπλάνησης και προειδοποίησης. Οπως και επηρεασμού της κοινής γνώμης προς την επιθυμητή κατεύθυνση, που εκείνη τη στιγμή ήταν η ήττα επί του πεδίου της μάχης του ένοπλου ελληνικού αριστερού κινήματος και των θεωρούμενων συμμάχων του.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα δύο βασικά θύματα της υπόθεσης, ο Αμερικανός Πολκ και ο Ελληνας Γρηγόρης Στακτόπουλος, ανήκαν στη δημοσιογραφική οικογένεια, όπως και ένα μεγάλο μέρος των όσων κατέθεσαν, ανακρίθηκαν, συνελήφθησαν και ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση.
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον Πολκ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1913 στο Φορτ Ουόρθ του Τέξας. Κατά το 1938 άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα στην Απω Ανατολή, στην εφημερίδα «Εσπερινά Νέα της Σανγκάης».
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο Πολκ υπηρέτησε στην αεροπορία Ναυτικού των ΗΠΑ και τραυματίστηκε βαριά σε αεροπορικό ατύχημα κατά τις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1947 ο Πολκ έκανε το δεύτερο γάμο του με την Ελληνίδα Ρέα Κοκκώνη στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι.
Ο Κώστας Χατζηαργύρης
Στην Ελλάδα συνδέθηκε στενά επαγγελματικά και φιλικά με το δημοσιογράφο Κώστα Χατζηαργύρη, που οι ελληνικές και οι αμερικανικές υπηρεσίες θεωρούσαν «τον ικανότερο πράκτορα του ΚΚΕ».
Οι υποψίες περιστρέφονται και περί το στενό συνεργάτη του Χατζηαργύρη, τον Πολκ, καθώς οι μυστικές υπηρεσίες διαπιστώνουν επαφές του Αμερικανού δημοσιογράφου με το Σοβιετικό ανταποκριτή του TASS στην Ελλάδα, Λεονίντ Βελιτσάνσκι, στην πραγματικότητα εκπρόσωπο των μυστικών υπηρεσιών της πατρίδας του, που έχει διακριτικές επαφές με το ΚΚΕ. Από το καλοκαίρι του '47 η αμερικανική πρεσβεία είχε μεταδώσει ότι ο Κ. Χατζηαργύρης είχε «επαφές με τη σοβιετική πρεσβεία» και «την άκρα αριστερά».
Στα τέλη του 1947 αναδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένα άρθρο του Πολκ σε αμερικανικό περιοδικό, που δυσαρέστησε έντονα την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Χατζηαργύρης, που εργαζόταν στο «Βήμα», είχε συμβάλει σ' αυτό το δημοσίευμα.
Ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών, Π. Πιπινέλης, υπέδειξε ότι το άρθρο του Πολκ ενέχει «εν αυτώ ψευδολογίας υπερβαινούσας όρια επιπολαιότητος, αίτινες όμως είναι επιδεκτικαί να προκαλέσωσι δυσφορίαν αμερικανικής κοινής γνώμης απέναντι βοηθείας εις Ελλάδαν».
Με αφορμή το άρθρο του Πολκ στο «Harper's Magazine», που αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα, άρχισε μια πιο εκτεταμένη συζήτηση μεταξύ ελληνικής και αμερικανικής κυβέρνησης.
Ανταποκρίσεις-δηλητήριο
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1948 ανώτερος εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε στον Ελληνα πρεσβευτή ότι η κυβέρνησή του είχε συναίσθηση ότι «οι συχνές εχθρικές ανταποκρίσεις» των Αμερικανών δημοσιογράφων στην Ελλάδα «ήταν καταστροφικές για τα συμφέροντα της αμερικανικής και της ελληνικής κυβέρνησης».
Στις 18 Φεβρουαρίου ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζορτζ Μάρσαλ, εκδήλωσε την έντονη δυσφορία του σε τηλεγράφημά του προς την Αθήνα, τονίζοντας ότι «συμμεριζόταν τις ανησυχίες για τις πολυάριθμες αμερικανικές δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις που καταφέρονταν εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού εθνικού στρατού». Γι' αυτό ο στρατηγός Μάρσαλ έδωσε εντολή «να εξηγηθεί» σε όλο το αμερικανικό προσωπικό της πρεσβείας στην Αθήνα «το δηλητηριώδες αποτέλεσμα που παράγεται στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ από τέτοιου είδους ανταποκρίσεις».
Στις αρχές Απριλίου 1948 ο πρώην πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός σήμανε συναγερμό στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, αναφέροντας για μια ειρηνευτική πρωτοβουλία εκ μέρους των κομμουνιστών που ερχόταν στην επιφάνεια.
Οι Αμερικανοί και οι Ελληνες σύμμαχοί τους την αποκάλεσαν «σοβιετική επίθεση ειρήνης», που στόχευε σε «μία προσπάθεια αποσταθεροποίησης της κυβερνητικής επίθεσης» εναντίον των ανταρτών, ώστε να τους σώσει από την ήττα.
Ο Αμερικανός επιτετραμμένος στην Αθήνα, Καρλ Ράνκιν, ενημέρωσε την Ουάσιγκτον ότι ο στρατιωτικός ακόλουθος συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ και η CAS (CIA) προσπαθούσαν ν' ανακαλύψουν τα νήματα αυτής της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας, που τη θεωρούσαν θανάσιμο κίνδυνο.
Η συνέντευξη με Βαφειάδη
Ακριβώς αυτή τη χρονική περίοδο, στις 17 Απριλίου 1948, ο Πολκ έφτασε στην Αθήνα με κύριο στόχο να πετύχει μια συνέντευξη με τον αρχηγό των ανταρτών Μάρκο Βαφειάδη. Είναι πλέον φανερό ότι «η επίθεση ειρήνης» θα μπορούσε να περάσει διά μέσου του Πολκ, υπό τη μορφή συνέντευξης, στην αμερικανική κοινή γνώμη και «να προκαλέσει φιλελεύθερα συναισθήματα» υπέρ της ειρήνευσης και έτσι ν' αποτρέψει τη νέα πολεμική εκστρατεία του ελληνικού στρατού που μόλις έχει αρχίσει.
Ο Πολκ, που έχει στενές σχέσεις με τον Χατζηαργύρη και επαφές με το Ρώσο Βελιτσάνσκι, δεν κρύβει καθόλου τις ειρηνόφιλες διαθέσεις του ούτε την έντονη επιθυμία του για μια συνέντευξη με τον Μάρκο, ακριβώς τη στιγμή που προβάλλει η σοβιετική «επίθεση ειρήνης».
Η παγίδα στο «Αστόρια» και το εξιλαστήριο θύμα
Ο Πολκ έχει εκδηλώσει την επιθυμία να μείνει στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ», αλλά οι στρατιωτικοί θα τον οδηγήσουν στο «Αστόρια» Την άνοιξη του 1948 άρχισε η συντονισμένη προσπάθεια χειραγώγησης του δημοσιογραφικού κόσμου, ώστε «να μην υποσκάπτεται η εθνική προσπάθεια του Στρατού».
Στις 29 Μαρτίου 1948 συνελήφθη ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Βώκος, καθώς βάδιζε σε αθηναϊκό δρόμο. Ο Βώκος δούλευε στο ρωσικό πρακτορείο TASS ως συνεργάτης του Βελιτσάνσκι. Η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα αμέσως ενημέρωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο υπουργός Μάρσαλ παρακάλεσε να ενημερώνεται άμεσα «για κάθε εξέλιξη περί την υπόθεση Θ. Βώκου». Η αμερικανική πρεσβεία είχε «έγκυρες πληροφορίες ότι η ελληνική Ασφάλεια βρίσκεται στα ίχνη κατασκοπευτικού δικτύου που ενέχει τον ανταποκριτή του TASS» Βελιτσάνσκι. Λίγες μέρες αργότερα ο Μάρσαλ πληροφορήθηκε ότι ο δημοσιογράφος Βώκος θα δικαστεί με την κατηγορία «παράνομης κατοχής στρατιωτικών πληροφοριών».
Στις 16 Απριλίου συνελήφθη ο δημοσιογράφος Βασίλης Εφραιμίδης, συνεργάτης της αριστερής εφημερίδας της Νέας Υόρκης «Ελληνοαμερικανικό Βήμα».
Λίγο καιρό μετά τη σύλληψή του ο Εφραιμίδης μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανακρινόμενος ρωτήθηκε επανειλημμένα ν' αποκαλύψει πιθανές σχέσεις του με τον Πολκ, τον Βελιτσάνσκι και τον Χατζηαργύρη.
Από το Κάιρο στην Αθήνα
Στις 17 Απριλίου, προερχόμενος από το Κάιρο, έφτασε στην Αθήνα ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, ο οποίος διαμένει στο διαμέρισμα της συζύγου του στο Κολωνάκι. Ηδη όμως διαφαίνεται να υπάρχει σχέδιο στενής παρακολούθησης και ελέγχου του.
Στις 15 Απριλίου 1948 έχει φτάσει στην Ελλάδα ένας Αμερικανός αντισυνταγματάρχης, ο Τζέιμς Μπ. Σμιθ, «με τη σύζυγο και το τέκνο του», που θα περιμένει να συμπορευτεί με τον Πολκ μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου θα διαμείνουν στο ίδιο ξενοδοχείο, σε κοντινά δωμάτια του ίδιου ορόφου.
Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη άφιξη, αφού κατά κανόνα οι αξιωματικοί της στρατιωτικής αποστολής των ΗΠΑ (JUSMAPG) φτάνουν στην Ελλάδα κατά γκρουπ και χωρίς τις οικογένειές τους.
Αλλά ποιος είναι ο Τζέιμς Σμιθ, που στη μόνη διαταγή της Τζασμάγκ που τον αφορά φαίνεται να συνδέεται με το γραφείο του στρατιωτικού ακολούθου στην Αθήνα και συνονόματού του συνταγματάρχη Χ. Σμιθ;
Από τις αρχές του 1944 μέχρι το τέλος του πολέμου, ο ταγματάρχης και αργότερα αντισυνταγματάρχης Τζέιμς Σμιθ ανήκε στον κεντρικό πυρήνα της ολιγομελούς ομάδας «Προπαγάνδας και Ψυχολογικού Πολέμου» (Pand PW) της Πρώτης Αμερικανικής Ομάδας Στρατιών, της FUSAG, όπου ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της εκστρατευτικής δύναμης των ΗΠΑ στο ευρωπαϊκό θέατρο πολέμου.
Το Pand PW της FUSAG υπαγόταν στο συμμαχικό Τμήμα Ψυχολογικού Πολέμου (PWD) υπό τον Αμερικανό ταξίαρχο Ρόμπερτ Μακλούρ, πρώην στρατιωτικό ακόλουθο των ΗΠΑ στο Λονδίνο.
Το Pand PW μοιάζει ν' αποτελεί μια μικρογραφία της μελλοντικής CIA, συγκεντρώνοντας στις γραμμές του άνδρες του OSS, της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών κ.ά. Ο Τζ. Σμιθ συμμετέχει ως «αξιωματικός επικοινωνιών» και εκπρόσωπος του Pand PW σε κλειστές συνεδριάσεις της «Κοινής Επιτροπής Σχεδιασμού» Ψυχολογικού Πολέμου, στο Λονδίνο, μαζί με τον αρχηγό του PWD, ταξίαρχο ΜακΛούρ, και το συνταγματάρχη Τσ. Μπλέικνι, που θα βρεθεί μεταπολεμικά στον ηγετικό πυρήνα της στρατιωτικής κατασκοπίας.
Ο Τζ. Σμιθ συνδέεται στενά με το χώρο των πολεμικών ανταποκριτών που ελέγχονται από τον τομέα του και τώρα στην Ελλάδα θα συμπορευτεί μ' έναν πολεμικό ανταποκριτή, τον Πολκ.
Με τον Σμιθ στο «Αστόρια»
Το πρωί της 7ης Μαΐου 1948 ο Πολκ μ' ένα αμερικανικό στρατιωτικό αεροπλάνο και όχι με την κανονική πτήση της επιβατικής αεροπορίας πετάει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Πλάι του φαίνεται να είναι ο Τζέιμς Σμιθ, που θα τον οδηγήσει σ' ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο, στο «Αστόρια», που ουσιαστικά είναι επιταγμένο από την Πολεμική Αεροπορία.
Ο Πολκ έχει εκδηλώσει την επιθυμία να μείνει στο «Κοσμοπολίτ», αλλά οι στρατιωτικοί θα τον οδηγήσουν στο «Αστόρια».
Εκπρόσωπος του «Αστόρια» λίγες μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος κατέθεσε ότι «την πρωίαν της Παρασκευής 7 Μαΐου έλαβα τηλεφώνημα του Γ' Σώματος Στρατού... ίνα καταλύσουν εν αυτώ μερικοί Αμερικανοί· απήντησα δε καταφατικώς. Πράγματι ολίγον μετά το τηλεφώνημα αφίχθησαν εν τω ξενοδοχείω ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ζ. Πολκ ως και ο Αμερικανός Συνταγματάρχης Τζέιμς Σμιθ μετά της συζύγου του και της 7ετούς περίπου θυγατρός του» που κατέλυσαν, ο μεν Σμιθ στο υπ' αρ. 23, «ενώ ο παθών εις το 25 δωμάτιον».
Ο εισαγγελέας Εφετών Παναγιώτης Κωνσταντινίδης, σε μία συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, περί την υπόθεση Πολκ, έδωσε πολύ σημαντικές πληροφορίες. Κατ' αρχάς του είχε κάνει εντύπωση ότι ο «Τζορτζ Πολκ είχε πάει στο ξενοδοχείο "Αστόρια" και όχι στο "Κοσμοπολίτ"» όπου έμεναν οι Αμερικανοί συνάδελφοί του. «Ο αντισυνταγματάρχης Σμιθ είχε μεταφέρει με τζιπ τον Πολκ από το αεροδρόμιο» μέχρι το ξενοδοχείο «και ήταν γνωστό ότι ένας Αμερικανός λοχίας είχε κάνει την κράτηση δωματίου στο ξενοδοχείο "Αστόρια" για το συνταγματάρχη». Ο Κωνσταντινίδης ζήτησε ευθέως από τον πρόξενο Γκίμπσον «να επιβεβαιώσει την πληροφορία αν ο λοχίας είχε κάνει κράτηση δωματίου και για τον Πολκ» προφανώς χωρίς να τον ρωτήσει. Ο Γκίμπσον παραδέχτηκε ότι «αυτό θα μπορούσε να έχει γίνει». Ο Κωνσταντινίδης δήλωσε ευθέως ότι θα επιθυμούσε να καταθέσουν οι αντισυνταγματάρχες Σμιθ και Μίλερ (βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος υπό τον Χ. Σμιθ) και ένας ακόμα Αμερικανός. Ο Γκίμπσον συμφώνησε να γίνουν αυτές οι συναντήσεις, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα δεδομένο που να τις επιβεβαιώνει.
Η παγίδα του Πολκ στήθηκε στο «Αστόρια», από το οποίο εξαφανίστηκε τη νύχτα της 8ης προς 9η Μαΐου, ενώ ο υπάλληλος του ξενοδοχείου εκείνης της βάρδιας ανέφερε ότι έδωσε στον Πολκ το κλειδί περί το μεσονύχτιο για ν' ανεβεί στο δώματιό του. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του Πολκ. Αργότερα ο νυχτερινός υπάλληλος του ξενοδοχείου θα συλληφθεί και πιεζόμενος θ' αλλάξει την κατάθεσή του δηλώνοντας ότι ο Αμερικανός δημοσιογράφος έφυγε από το ξενοδοχείο το βράδυ της 8ης προς 9η Μαΐου.
Το «Αστόρια» υπήρξε ο χώρος που εκτυλίχτηκε το δράμα περί τον Πολκ. Εκεί στο δωμάτιο του Πολκ βρέθηκε μια «επιστολή» του, που σήμερα γνωρίζουμε, πέραν από κάθε αμφιβολία, πως ήταν πλαστή, όπου «σχεδίασε» όσα θα συνέβαιναν. Σ' αυτήν ο Πολκ τόνισε ότι θα έφτανε «στο αρχηγείο του Μάρκου ακόμα και με δεμένα μάτια αν χρειαστεί».
Βάσει σχεδίου
Δηλαδή προδίκαζε την «ιστορία» που εκτυλίχτηκε, καθώς βρέθηκε με δεμένα μάτια. Ετσι γινόταν πιστευτή η δολοφονία του κάπου μακριά από το «Αστόρια» στη θάλασσα, από τους «κομμουνιστές και την Κομινφόρμ».
Το γεγονός ότι η επιστολή προφητεύει το φανταστικό σενάριο, δείχνει ότι υπήρχε εξ αρχής οργανωμένο σχέδιο. Δεν άργησε να συλληφθεί ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος, που υπό το κράτος βασανιστηρίων αποδέχτηκε την «ενοχή» του, όπως τα περιγράφει στην προσωπική του μαρτυρία.
Μια φορά μάλιστα το ξυλοκόπημα του Ελληνα δημοσιογράφου έλαβε χώρα ενώπιον του υπουργού Δημόσιας Τάξης Κωνσταντίνου Ρέντη, που δήλωσε στον Στακτόπουλο στα γραφεία της Ασφάλειας ότι κάποιος έπρεπε να θυσιαστεί προς χάριν του εθνικού συμφέροντος. Και αυτός ήταν ο Στακτόπουλος, που παραδέχτηκε προσωρινά την «ενοχή» του για να συγκαλυφθούν οι αληθινοί ένοχοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ :
1. "Παρουσιάζοντας το 1996 το βιβλίο των Ηλία Βλάντον και Τζακ Μέτγκερ «Who Killed George Polk?» («Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ;») ο εκδότης τους, το Πανεπιστήμιο Τεμπλ της Φιλαδέφειας στις ΗΠΑ, σημείωνε: «Λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του απεσταλμένου του CBS Τζορτζ Πολκ στην Ελλάδα το 1948 οι συνάδελφοί του δημιούργησαν το "Βραβείο Τζορτζ Πολκ" για την καλύτερη δημοσιογραφική δουλειά. Ωστόσο, αν ζούσε ο Πολκ θα ένιωθε μεγάλη απογοήτευση βλέποντας ότι "το ύψιστο της αμερικανικής δημοσιογραφίας" αποδεχόταν σχεδόν δίχως διαμαρτυρία μια ανάκριση για τη δολοφονία του στην οποία αποδεικτικά στοιχεία όχι μόνο αγνοήθηκαν αλλά "μαγειρεύτηκαν" έτσι ώστε να καταδικαστεί ένας αθώος άνθρωπος μια ανάκριση στην οποία η πολιτική έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο από την αλήθεια»
2. ''O Πολκ -βετεράνος πιλότος του αμερικανικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου- είχε προσληφθεί το 1946 από το CBS για να καλύπτει το χώρο της Μέσης Ανατολής. Τον ίδιο χρόνο πρωτοήλθε στην Αθήνα, στην οποία εγκαταστάθηκε οριστικώς τον Ιανουάριο του 1947. Ως τον Μάιο του 1948 ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Παλαιστίνη, αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας. Σε κάθε περιοχή διέθετε έναν συνεργάτη και στην Αθήνα αυτός ήταν ο Κώστας Χατζηαργύρης, ένας αριστερός δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας «Christian Science Monitor», που διατηρούσε επαφές με τους σοβιετικούς στην ελληνική πρωτεύουσα (από τους πρώτους «υπόπτους» στην υπόθεση). Παράλληλα, σε κάποιο από τα ταξίδια του γνώρισε την νεαρή ελληνίδα αεροσυνοδό της ΤΑΕ -τον πρόδρομο της «Ολυμπιακής Αεροπορίας»- Ρέα Κοκκώνη, την οποία λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε.
Στις αρχές του Μαΐου του 1948 ετοιμαζόταν να επιστρέψει με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ, όπου τον περίμενε μια ετήσια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αλλά καθυστέρησε την αναχώρησή του (είχε εισιτήρια για τις 20 Μαΐου), διότι ήθελε προηγουμένως να πραγματοποιήσει μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία: καθώς ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο κρισιμότερο στάδιό του, σκόπευε να πάει «στο βουνό, κάπου στη Βορ. Ελλάδα» και να πάρει συνέντευξη από τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού και πρόεδρο της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» Μάρκο Βαφειάδη. Για το σκοπό αυτό, την Παρασκευή 7 Μαΐου έφτασε (χωρίς τη συνοδεία της γυναίκας του) στην Θεσσαλονίκη, όπου κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Την ίδια και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε το αμερικανικό προξενείο στην πόλη και είχε συναντήσεις με αμερικανούς και βρετανούς αξιωματικούς αλλά και δημοσιογράφους˙ ανάμεσά τους και τον 38χρονο συντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτή του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters Γρηγόρη Στακτόπουλο, που τότε γνώρισε για πρώτη φορά. Αργά το βράδυ του Σαββάτου 8 Μαΐου, ο θυρωρός τον είδε να μπαίνει στο ξενοδοχείο για τελευταία φορά. Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του Πολκ χάθηκαν''.
3. ''Στις 17 Οκτωβρίου, σε μια εντυπωσιακή συνέντευξη Τύπου των υπουργώνΔ. Τάξης Κ. Ρέντη και Δικαιοσύνης Γ. Μελά και παρουσία της ηγεσίας της Χωροφυλακής ανακοινώθηκε ότι το φόνο είχε σχεδιάσει η Κομινφόρμ προκειμένου να εκθέσει την Ελλάδα στο εξωτερικό, να πλήξει τιςελληνοαμερικανικές σχέσεις και να εμποδίσει την βοήθεια που παρείχαν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, καθώς ο Στακτόπουλος και η μητέρα του ήταν μέλη του ΚΚΕ έλαβαν εντολή να προσεγγίσουν τον Πολκ στην Αθήνα, ώστε αυτός να πάει στην Θεσσαλονίκη και κατόπιν να προωθηθεί «στο βουνό». Όταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος έφτασε στην Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε με τον Στακτόπουλο, έφαγαν μαζί στο κέντρο «Λουξεμβούργο» και ακολούθως μπήκαν σε μια βάρκα, όπου βρίσκονταν τα τότε ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς, ώστε με αυτή να προσεγγίσουν περιοχές που ελέγχονταν από τον Δημοκρατικό Στρατό. Εκεί, ο Μουζενίδης τον πυροβόλησε και μετά τον έριξε στη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι, όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ο Μουζενίδης δεν ζούσε και ο Βασβανάς ήταν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη την εποχή της δολοφονίας, πως ο Πολκ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όταν υποτίθεται πως τον συνάντησε ο Στακτόπουλος στην Αθήνα, και δεν υπήρχε κανείς μάρτυρας που να τους είδε να τρώνε το βράδυ του φόνου στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο», τον Απρίλιο του 1949 ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ οι Μουζενίδης και Βασβανάς (οι οποίοι, όπως ήταν… φυσικό, απουσίαζαν από τη διαδικασία) στη θανατική ποινή. Η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε, αφού αποδείχτηκε γραφολογικά ότι δεν έγραψε και πολύ περισσότερο δεν έστειλε αυτή τον επίμαχο φάκελο με την ταυτότητα του Πολκ. Αργότερα, θα αποδειχθεί πως τον φάκελο είχε βρει εντελώς τυχαία στην προκυμαία της πόλης ο Θ. Μπάμιας και είχε αναθέσει σ’ έναν φίλο του να γράψει τη διεύθυνση και να τη στείλει στην αστυνομία. Μετά την καταδίκη του, ο Στακτόπουλος έμεινε -παράνομα- τέσσερα χρόνια στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας προτού μεταφερθεί στις φυλακές. Το 1956 η ποινή του μετριάστηκε σε 20 χρόνια και το 1960 αποφυλακίστηκε, όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καλλίας μείωσε την ποινή σε 17 χρόνια. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (κυρίως χάρη σε σοβαρή έρευνα και σειρά δημοσιευμάτων του δημοσιογράφου Β. Τσιμπιδάρου) είχε αρχίσει να γίνεται αποδεκτό πως ο Στακτόπουλος δεν είχε καμιά συμμετοχή στην υπόθεση. Ο ίδιος, ως το 1998 όταν πέθανε σε ηλικία 88 ετών, βασιζόμενος σε νέα στοιχεία, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ώστε να ξανανοίξει ο φάκελος της υπόθεσης και να υπάρξει αναψηλάφηση της δίκης του, κάτι που ωστόσο δεν έγινε δεκτό (η τελευταία σχετική αίτηση, αυτή τη φορά από την πλευρά της συζύγου του, απορρίφθηκε από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου μόλις τον προηγούμενο Μάιο). Σήμερα, αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως για τη δολοφονία του Πολκ δεν ευθύνονται αυτοί που καταδικάστηκαν το 1949''.
1. ''Στις 16 Μαΐου 1948, μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει να επιπλέει στον θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης ένα πτώμα με μια σφαίρα στο κρανίο και δεμένο χειροπόδαρα. Η δολοφονία είναι οφθαλμοφανής και γρήγορα ανακαλύπτεται ότι το πτώμα ανήκει στον αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένο του ειδησεογραφικού δικτύου CBS. Η είδηση κάνει τον γύρο του κόσμου.
Ο Πολκ, 35 ετών, παντρεμένος με την ελληνίδα αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη, ήταν επικριτής της ελληνικής κυβέρνησης. «Διεφθαρμένη» ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός που επιφύλασσε στην κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκών. Ποιος είχε συμφέρον να τον δολοφονήσει; Ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος δήλωνε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής δια την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος, καθώς και η παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων». Οι Αμερικανοί πίεζαν την ελληνική κυβέρνηση για γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα. Η Αμερικανική Ένωση Δημοσιογράφων σε ανακοίνωσή της τόνιζε ότι «είναι απαράδεκτο καθ’ ον χρόνον η Αμερικανική Κυβέρνηση ενισχύει οικονομικώς την Ελλάδα εις βάρος των αμερικανών φορολουγουμένων, οι Έλληνες να δολοφονούν Αμερικανούς πολίτες». Ο Πολκ είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαΐου και είχε καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Στο δωμάτιό του βρέθηκε ένα γράμμα, που αποκάλυπτε ότι σκόπευε να συναντηθεί με τον ηγέτη του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, κάπου στα βουνά της Πίνδου, για να του πάρει συνέντευξη. Η Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης, που επιλαμβάνεται της υποθέσεως, επιρρίπτει εξαρχής την ευθύνη στο ΚΚΕ και συγκεκριμένα στα στελέχη του Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Υποστηρίζει ότι οι κομμουνιστές ήθελαν νεκρό τον Πολκ για να δυσφημήσουν στα μάτια της αμερικανικής κοινής γνώμης την κυβέρνηση. Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, δια του ηγετικού του στελέχους Γιάννη Ιωαννίδη, καταγγέλλει με δηλώσεις του ότι «ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς».
2. ''Στις 14 Αυγούστου 1948 η Χωροφυλακή συλλαμβάνει τον φιλοκομμουνιστή δημοσιογράφο της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρη Στακτόπουλο (38 ετών), ο οποίος ομολογεί ότι βοήθησε του Μουζενίδη και Βασβανά να σκοτώσουν τον Πολκ. Όπως υποστήριξε και το υποστήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του, η ομολογία του ελήφθη κατόπιν σκληρών βασανιστηρίων. Οι αρχές παρουσιάζουν ως στοιχείο της ενοχής τους την ταυτότητα του Πολκ, η οποία ταχυδρομήθηκε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης τρεις μέρες πριν από την ανακάλυψη του πτώματός του. Ο ταχυδρομικός φάκελλος ήταν γραμμένος δια χειρός της μητέρας του Στακτόπουλου, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος και η χήρα μητέρα του Άννα προσήχθησαν σε δίκη στις 12 Απριλίου 1949 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης. Ο Βασβανάς και ο Μουζενίδης δικάσθηκαν με τη διαδικασία κατ’ απόντων και φυγοδίκων. Η δίκη διήρκεσε 10 μέρες και η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβιο κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε. Αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι ο Μουζενίδης το διάστημα της δολοφονίας του Πολκ ήταν νεκρός και ο Βασβανάς εκτός Ελλάδος. Η δικαστική απόφαση ξεθωριάζει και γίνεται λόγος για σκευωρία. Πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να καταδικάσει τους κομμουνιστές και τον Δημοκρατικό Στρατό για να καταδείξει στο εσωτερικό και διεθνώς ότι οι μαχητές και οι οπαδοί τους δεν ήταν παρά απλοί δολοφόνοι. Παράλληλα και οι Αμερικανοί κάνουν τις δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ. Ο Τζέιμς Κέλις που ερευνά την υπόθεση για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης Ντόνοβαν, γνωστού για τις διασυνδέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση, αποφαίνεται ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επιρρίπτει τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους. Αμέσως, η έρευνά του διακόπτεται και ο Κέλις ανακαλείται στις ΗΠΑ''.
3. ''Προφανώς, τους επίσημους αμερικανικούς κύκλους, που χρηματοδοτούσαν αφειδώς την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του ''κομμουνιστικού κινδύνου'', τους βόλευε όπως κυλούσαν τα πράγματα με την καταδίκη του κομμουνιστή Στακτόπουλου. Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonika Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ και τη δίκη που ακολούθησε περιορίστηκε και τελικώς σίγησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του «διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά την καταδίκη Στακτόπουλου, διάχυτη είναι η πεποίθηση μέχρι και στις μέρες μας στην ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και σε αμερικανούς ερευνητές, ότι ο θεσαλονικιός δημοσιογράφος δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στη δολοφονία Πολκ και ότι ήταν θύμα μιας καλοστημένης σκευωρίας. Πολλά βιβλία γράφτηκαν, αλλά κανένα δεν έφτασε στην αλήθεια. Όλοι, όμως, οι συγγραφείς συγκλίνουν στη διαπίστωση μιας συνωμοσίας μεταξύ μυστικών υπηρεσιών (ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών) για να αποδοθεί το έγκλημα στους κομμουνιστές. Σύμφωνα με μια θεωρία, τον Πολκ δολοφόνησε ο άγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, για να εκδικηθεί την παράδοση της Ελλάδας στους Αμερικανούς. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο δημοσιογράφος Φοίβος Οικονομίδης σημειώνει σχετικά ότι «κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ». Ο Ελίας Βλάντον και ο Ζακ Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ» υποστηρίζουν την εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Πολκ, αναφέρουν οι συγγραφείς, δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τους ηγέτες του ΔΣΕ, αλλά για να ερευνήσει την κακοδιαχείριση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι μαυραγορίτες που είχαν την ανοχή στελεχών της Χωροφυλακής έναντι ανταλλαγμάτων και οι αμερικανοί συνεργάτες τους αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τον Αύγουστο του 1960, οπότε του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή. Από τότε και μέχρι το 1998 που πέθανε διακήρυσσε σε όλους τους τόνους την αθωότητά του. Τέσσερεις αιτήσεις προς τον Άρειο Πάγο για επανάληψη της δίκης (αναψηλάφηση) δεν ευδοκίμησαν''.
Ο φιλελεύθερος Αμερικανός δημοσιογράφος Πολκ, που συχνά επέκρινε το αντιδραστικό καθεστώς της Ελλάδας, έφτασε στη Θεσσαλονίκη γύρω στις 9 του Μάη σαν πολεμικός ανταποκριτής και σκόπευε να φύγει από τη χώρα μας και να επιστρέψει στις ΗΠΑ, γύρω στις 20 του Μάη. Στο δωμάτιό του, στο ξενοδοχείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ένα γράμμα που φανέρωσε πως είχε τη φιλοδοξία να φτάσει μέχρι το Αρχηγείο του ΔΣΕ, που έδρευε κάπου στη Βόρεια Ελλάδα και να συναντηθεί με τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη.
Στις 16 Μάη 1948, λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματός του, ο τότε Ελληνας πρωθυπουργός, Θεμ. Σοφούλης, δήλωνε:
«Αποτελεί ζήτημα τιμής διά την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος. Η κυβέρνησις θέλει καταβάλει πάσαν προσπάθειαν προς ανάκαλυψιν των δολοφόνων και την αμείλικτον αυτών τιμωρίαν. Ηδη, επελήφθην προσωπικώς του ζητήματος και έδωσα εντολήν όπως κινητοποιηθεί ολόκληρος η αστυνομία της χώρας διά την ανακάλυψιν των εγκληματιών».
Η ανάκριση όμως, που άρχισε πράγματι αμέσως μετά τις δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού Θεμ. Σοφούλη την εργασία της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεγάλης και πολύπλευρης συγκίνησης, πολύ γρήγορα, βρέθηκε σε απόλυτο αδιέξοδο. Η κυβέρνηση της Αθήνας προσπαθούσε να ρίξει την ευθύνη στο ΚΚΕ, και συγκεκριμένα στα στελέχη του: Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά, ενώ το ΚΚΕ και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, με δηλώσεις τους, κατάγγελναν σαν υπεύθυνη για τη δολοφονία του Πολκ, την ειδική Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης.
Στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», μηνιάτικο στρατιωτικό – πολιτικό όργανο του Γεν. Αρχηγείου του ΔΣΕ (τεύχος 6 του 1948), διαβάζουμε:
«Οπως κατάγγειλε με δηλώσεις του ο υπουργός των Εσωτερικών συν. Ιωαννίδης και όπως γίνεται κάθε μέρα και πιο φανερό, ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς. Η σκηνοθεσία, όμως, χρεοκόπησε πανηγυρικά και οι εγκληματίες, υπόδικοι μπρος στην παγκόσμια κοινή γνώμη, προσπαθούν τώρα να σκεπάσουν το έγκλημά τους. Αυτό τους ξεσκεπάζει πιο πολύ».
Ταυτόχρονα, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι ζητούσαν κάποιου «ένοχου» την κεφαλήν επί πίνακι, ενώ το αμερικανικό κράτος ενδιαφερόταν για τον αντικομμουνιστικό αγώνα.
Οι ανακρίσεις
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η ανάκριση αδυνατούσε να εξηγήσει το πώς μπόρεσε να γίνει ο φόνος. Ολα τα δεδομένα έδειχναν πως επρόκειτο για φόνο εκ προμελέτης και όλα τα στοιχεία της ανάκρισης φανέρωναν πως ο Πολκ δεν είχε προμελετήσει να πάει στο Αρχηγείο του ΔΣΕ και δεν είχε κλείσει συμφωνία πάνω στο θέμα αυτό, με κανέναν και με την έννοια τούτη σκοτώθηκε τυχαία. Στην παραπάνω όμως αντίφαση, υπήρχε εξήγηση, η οποία και δεν άργησε να γίνει γνωστή στους αρμόδιους. Η υπόθεση Πολκ έφερε στην επιφάνεια το πώς οι σκοπιμότητες του αγγλοαμερικανικού ανταγωνισμού στη Μέση Ανατολή και της αγγλοαμερικανικής αλληλεγγύης στον αντικομμουνιστικό αγώνα, εμπόδισαν να έρθει στο φως η αλήθεια.
Εξαιτίας των παραπάνω σκοπιμοτήτων, η ανάκριση δεν μπόρεσε να προχωρήσει στο σωστό δρόμο. Θα μπορούσε, βέβαια, να κλείσει η όλη υπόθεση, αποδίδοντας το φόνο σε αγνώστους, που δε στάθηκε δυνατό να βρεθούν, αλλά η Αμερική και η άκρα Δεξιά στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Χρειάζονταν μια λύση αντικομμουνιστική. Ετσι, μετά από ανακρίσεις μερικών μηνών, που δεν κατάφερναν να βρουν στοιχεία προς καμιά κατεύθυνση, είτε ερευνούσαν όλες τις πιθανές κατευθύνσεις και εκδοχές, είτε όχι, οι αξιωματούχοι της αμερικανικής πλευράς, δρώντας, κυρίως μέσω εκπροσώπων του αμερικανικού Τύπου, έπεισαν – με τη μια ή την άλλη μορφή πίεσης – τους αξιωματούχους της ελληνικής πλευράς ότι ήταν σημαντικό για την εξέλιξη των αμερικανο-ελληνικών, αλλά και των αμερικανο-βρετανικών σχέσεων, να συλληφθεί ένας «ένοχος» και να δικαστεί για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ.
Ο Κώστας Χατζηαργύρης, στο βιβλίο του «Η υπόθεση Πολκ», αναφέρεται σε τέσσερις βασικές φάσεις της ανάκρισης. Συγκεκριμένα: «Υπήρξε η ελληνική ανακριτική φάση στη Θεσσαλονίκη, που κάλυψε το δεύτερο μισό του μήνα Μάη. Ακολούθησε η ελληνική ανακριτική φάση στην Αθήνα, που κράτησε τον Ιούνη. Αρχισε παράλληλα κι αποκορυφώθηκε τον Ιούλη η φάση της αμερικανικής επέμβασης με κεντρικό μοτίβο την απαίτηση να βρεθεί και να συλληφθεί οπωσδήποτε ένας κάποιος ένοχος, για το φόνο. Και κλιμακώθηκε η όλη διαδικασία τον Αύγουστο του 1948, με τη σύλληψη και τις «ομολογίες» του Γρηγόρη Στακτόπουλου».
Κατά την πρώτη ανακριτική φάση της Θεσσαλονίκης (δεύτερο μισό του Μάη), όταν έγιναν γνωστά ορισμένα στοιχεία για την εξαφάνιση του δημοσιογράφου Πολκ από το ξενοδοχείο, την αποστολή της ταυτότητάς του στο Γ` Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης κ.ά., η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στιγμάτιζε τους δολοφόνους του Αμερικανού δημοσιογράφου.
Η συγκάλυψη της αλήθειας
Στην εφημερίδα «Εξόρμηση», όργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, την 1η του Ιούνη 1948, γράφονταν:
«Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζ. Πολκ έφερε σε δύσκολη θέση την ψευτοκυβέρνηση των δολοφόνων. Είχαν οργανώσει τη δολοφονία με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν εύκολα να την αποδώσουν στους δημοκρατικούς. Γι’ αυτό είχαν κανονίσει να σταλεί η ταυτότητα του Πολκ στην Ασφάλεια, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση πως ο Πολκ κατόρθωσε να περάσει στους αντάρτες και, επομένως, εκεί εξαφανίστηκε δολοφονημένος. Είχαν, επίσης, κανονίσει να εξαφανιστεί το πτώμα. Η τύχη τα ‘φερε να ξεβράσει η θάλασσα το πτώμα προς στην παραλία της Σαλονίκης. Ετσι, δεν μπορούσαν πια να πουν πως είχε περάσει στους αντάρτες. Δοκίμασαν αμέσως με τις φυλλάδες τους και με δηλώσεις ψευτοϋπουργών, να σκηνοθετήσουν την ενοχή των «κομμουνιστών» στη στυγερή δολοφονία. Μα, στο μεταξύ, οι ξένοι δημοσιογράφοι και η κοινή γνώμη της Αμερικής, κατάπληκτοι μπροστά στην άτιμη αυτή πράξη, ενδιαφέρθηκαν και ξεσκέπασαν την προσπάθεια αυτή. Στη Σαλονίκη έφτασαν δημοσιογράφοι και ντετέκτιβ (ιδιωτικοί αστυνομικοί), που άρχισαν τις δικές τους έρευνες. Η σπείρα των δολοφόνων δυσκολεύτηκε έτσι να βάνει μπροστά τη σκηνοθεσία της. Μοναδική της ελπίδα είναι πια να συγκαλύψει τους δολοφόνους και να μπερδέψει τις ανακρίσεις. Αυτό και κάνει, παρ’ όλες τις δηλώσεις του Σοφούλη πως είναι τάχα ζήτημα τιμής η ανακάλυψη των δολοφόνων. Ολα τα μέχρι τώρα στοιχεία είναι συντριπτικά για τους δολοφόνους. Οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών συναγ. Ιωαννίδη αποδείχνουν αδιάψευστα πως ο Πολκ δολοφονήθηκε από τη σπείρα των δολοφόνων που δρα στη Σαλονίκη, κάτω από την καθοδήγηση της Ασφάλειας, για να ματαιωθεί ο ερχομός του Πολκ στην Ελεύθερη Ελλάδα. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι αποφάσισαν να στείλουν στην Ελλάδα επιτροπή για να παρακολουθήσει τις ανακρίσεις. Τρομοκρατημένοι μπροστά στον κίνδυνο να αποκαλυφτούν οι δράστες και η ενοχή τους, η ψευτοκυβέρνηση της ΑΘήνας ζήτησε από το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών, να εμποδίσει τον ερχομό της επιτροπής των δημοσιογράφων, πράγμα που έγινε. Ετσι, ελπίζουν να σκεπάσουν την υπόθεση. Μα, άδικα πασχίζουν. Και το νέο τους έγκλημα, αργά ή γρήγορα, θα αποκαλυφθεί. «Το αίμα θα πνίξει τους δολοφόνους».
Οπως απέδειξαν οι νεότερες έρευνες, τον Τζορτζ Πολκ σκότωσε ο Αγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, ο οποίος και υπηρετούσε ως πρόξενος της Μ. Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη. Την υπόθεση σκέπασαν τότε οι ελληνικές και οι αμερικανικές αρχές. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο Φ. Οικονομίδης σημειώνει, σχετικά με την υπόθεση Πολκ: «Σήμερα, για πρώτη φορά, μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, αποκαλύπτεται ότι πίσω από τη δολοφονία του Πολκ κρύβονται οι αμερικανικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες, σε συνεργασία με τμήματα του ελληνικού και βρετανικού στρατιωτικού κατεστημένου.
Κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης του αμερικανικού ΓΕΣ, Χάρβι Σμιθ».
Ο Πολκ θύμα του αντικομμουνισμού
Οσοι ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την υπόθεση Πολκ προσπαθούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα: Τι ήταν αυτό που επέτρεψε στις ελληνικές, τις αμερικανικές και τις βρετανικές αρχές, να συνεργαστούν τελικά, παρά τις επί μέρους αντιθέσεις τους, στην προώθηση μιας απεχθούς λύσης σ’ ένα «ανεξιχνίαστο» έγκλημα και μετά να κουκουλώσουν αυτή τη λύση, ώστε να παραμείνει συγκαλυμμένη επί τόσα χρόνια;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρίσκεται στο γεγονός ότι και οι τρεις κυβερνήσεις (Ελλάδα – ΗΠΑ – Βρετανία), είχαν μια κοινή αντίληψη περί κοινού συμφέροντος απέναντι σ’ έναν κοινό εχθρό, τον κομμουνισμό.
Την εποχή εκείνη στην Ευρώπη και σ’ όλον τον κόσμο, επικρατούσε το ψυχροπολεμικό κλίμα. Στην Ελλάδα, μαινόταν ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος. Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, που είχαν αντικαταστήσει τους Αγγλους, προσπαθούσαν να συντρίψουν το λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα. Ο αντικομμουνισμός, κυριολεκτικά, οργίαζε. Το κίνημα συμπαράστασης προς τις προοδευτικές δημοκρατικές δυνάμεις της Ελλάδας έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) δήλωνε ότι ήταν πάντα έτοιμη να δεχτεί και να ενθαρρύνει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και από οποιαδήποτε πλευρά, που θα έτεινε να βοηθήσει να βρει η Ελλάδα τον εαυτό της και την ησυχία της. Ζητούσε επίμονα να παύσει να χύνεται στην Ελλάδα αίμα, επειδή αυτό ήθελαν οι ξένοι ιμπεριαλιστές και η ντόπια αντίδραση. Ζητούσαν να σταματήσουν οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις και οι σφαγές των λαϊκών αγωνιστών.
Ο δημοσιογράφος Πολκ, θέλοντας να συμβάλει στο σταμάτημα του εμφυλίου πολέμου και στη συμφιλίωση του ελληνικού λαού, σκόπευε να πάει στο βουνό, να έρθει σε επαφή με την ηγεσία του ΔΣΕ και να ενημερώσει την αμερικανική και την παγκόσμια δημοκρατική γνώμη για τις προθέσεις και τις επιδιώξεις της ΠΔΚ, σχετικά με τη λύση του ελληνικού δράματος.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, έπρεπε να βγει από τη μέση ο Πολκ και, ταυτόχρονα, η ευθύνη για το έγκλημα να αποδοθεί στους κομμουνιστές. Η ενοχοποίηση των κομμουνιστών ικανοποιούσε τις αμερικανικές απαιτήσεις και διασφάλιζε την πραγματοποίηση του προγράμματος βοήθειας ενάντια στον κοινό εχθρό.
Συνεπώς, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ υπήρξε ένα από τα τραγικά θύματα της αντικομμουνιστικής εκστρατείας που είχε εξαπολυθεί την εποχή εκείνη στην Ελλάδα από την ντόπια αντίδραση και τους Αμερικανούς και τους Αγγλους πάτρωνές της.
Ο διά του Τύπου εμφύλιος και πώς μεθοδεύτηκε η δολοφονία
Η εσωτερική ένοπλη ελληνική σύγκρουση της περιόδου 1946-1949 απασχόλησε έντονα τις Ηνωμένες Πολιτείες, που από τον Μάρτιο του 1947, μετά την αναγγελία του Δόγματος Τρούμαν, έριχναν όλο τους το βάρος για τη νίκη εναντίον των Ελλήνων ανταρτών.
Μία αποφασιστική νίκη στο πεδίο της μάχης θα ήταν επιβεβαίωση του νέου ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ στο Δυτικό κόσμο απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και τους αντάρτες φίλους της. Αλλά κάθε πόλεμος δεν περιορίζεται μόνο στα πεδία των μαχών, διεξάγεται και διά μέσου του Τύπου και των άλλων μέσων ενημέρωσης στα «μετόπισθεν», προς επηρεασμό της κοινής γνώμης, όταν μάλιστα συμπίπτει και με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Την περίοδο 1946-1948 δημοσιεύονταν ανταποκρίσεις στον αμερικανικό Τύπο ή μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο, που άρχισαν να κρίνονται από την αμερικανική και την ελληνική κυβέρνηση ως «καταστροφικές» για τα κοινά τους συμφέροντα και τον κοινό τους αγώνα εναντίον των Ελλήνων ανταρτών. Ενας από τους Αμερικανούς δημοσιογράφους, που βρέθηκε στο στόχαστρο των κυβερνήσεων Ελλάδας και ΗΠΑ, υπήρξε αναμφίβολα και ο Τζορτζ Πολκ, που το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει δεμένο χειροπόδαρα και με δεμένα τα μάτια στον κόλπο του Θερμαϊκού την άνοιξη του 1948.
Πτώμα στη θάλασσα
Εκείνο το πρωί της 16ης Μαΐου ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος, κάνοντας ένα συνηθισμένο αγώι με τη βάρκα του στη θάλασσα της Θεσσαλονίκης, διέκρινε, όπως και οι συνεπιβάτες του, έναν ανθρώπινο όγκο να επιπλέει. Ηταν το πτώμα του γνωστού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ανταποκριτή για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης CBS (Columbia Broadcasting System).
Η δολοφονία του Πολκ αποτέλεσε μια κλασική ενέργεια Πολιτικού και Ψυχολογικού Πολέμου, η πρώτη ενέργεια στο μεταπολεμικό κόσμο που στόχευε να επηρεάσει βαθιά τη δημοσιογραφική οικογένεια, με όλα τα στοιχεία αποπροσανατολισμού, παραπλάνησης και προειδοποίησης. Οπως και επηρεασμού της κοινής γνώμης προς την επιθυμητή κατεύθυνση, που εκείνη τη στιγμή ήταν η ήττα επί του πεδίου της μάχης του ένοπλου ελληνικού αριστερού κινήματος και των θεωρούμενων συμμάχων του.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα δύο βασικά θύματα της υπόθεσης, ο Αμερικανός Πολκ και ο Ελληνας Γρηγόρης Στακτόπουλος, ανήκαν στη δημοσιογραφική οικογένεια, όπως και ένα μεγάλο μέρος των όσων κατέθεσαν, ανακρίθηκαν, συνελήφθησαν και ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση.
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον Πολκ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1913 στο Φορτ Ουόρθ του Τέξας. Κατά το 1938 άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα στην Απω Ανατολή, στην εφημερίδα «Εσπερινά Νέα της Σανγκάης».
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο Πολκ υπηρέτησε στην αεροπορία Ναυτικού των ΗΠΑ και τραυματίστηκε βαριά σε αεροπορικό ατύχημα κατά τις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1947 ο Πολκ έκανε το δεύτερο γάμο του με την Ελληνίδα Ρέα Κοκκώνη στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι.
Ο Κώστας Χατζηαργύρης
Στην Ελλάδα συνδέθηκε στενά επαγγελματικά και φιλικά με το δημοσιογράφο Κώστα Χατζηαργύρη, που οι ελληνικές και οι αμερικανικές υπηρεσίες θεωρούσαν «τον ικανότερο πράκτορα του ΚΚΕ».
Οι υποψίες περιστρέφονται και περί το στενό συνεργάτη του Χατζηαργύρη, τον Πολκ, καθώς οι μυστικές υπηρεσίες διαπιστώνουν επαφές του Αμερικανού δημοσιογράφου με το Σοβιετικό ανταποκριτή του TASS στην Ελλάδα, Λεονίντ Βελιτσάνσκι, στην πραγματικότητα εκπρόσωπο των μυστικών υπηρεσιών της πατρίδας του, που έχει διακριτικές επαφές με το ΚΚΕ. Από το καλοκαίρι του '47 η αμερικανική πρεσβεία είχε μεταδώσει ότι ο Κ. Χατζηαργύρης είχε «επαφές με τη σοβιετική πρεσβεία» και «την άκρα αριστερά».
Στα τέλη του 1947 αναδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένα άρθρο του Πολκ σε αμερικανικό περιοδικό, που δυσαρέστησε έντονα την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Χατζηαργύρης, που εργαζόταν στο «Βήμα», είχε συμβάλει σ' αυτό το δημοσίευμα.
Ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών, Π. Πιπινέλης, υπέδειξε ότι το άρθρο του Πολκ ενέχει «εν αυτώ ψευδολογίας υπερβαινούσας όρια επιπολαιότητος, αίτινες όμως είναι επιδεκτικαί να προκαλέσωσι δυσφορίαν αμερικανικής κοινής γνώμης απέναντι βοηθείας εις Ελλάδαν».
Με αφορμή το άρθρο του Πολκ στο «Harper's Magazine», που αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα, άρχισε μια πιο εκτεταμένη συζήτηση μεταξύ ελληνικής και αμερικανικής κυβέρνησης.
Ανταποκρίσεις-δηλητήριο
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1948 ανώτερος εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε στον Ελληνα πρεσβευτή ότι η κυβέρνησή του είχε συναίσθηση ότι «οι συχνές εχθρικές ανταποκρίσεις» των Αμερικανών δημοσιογράφων στην Ελλάδα «ήταν καταστροφικές για τα συμφέροντα της αμερικανικής και της ελληνικής κυβέρνησης».
Στις 18 Φεβρουαρίου ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζορτζ Μάρσαλ, εκδήλωσε την έντονη δυσφορία του σε τηλεγράφημά του προς την Αθήνα, τονίζοντας ότι «συμμεριζόταν τις ανησυχίες για τις πολυάριθμες αμερικανικές δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις που καταφέρονταν εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού εθνικού στρατού». Γι' αυτό ο στρατηγός Μάρσαλ έδωσε εντολή «να εξηγηθεί» σε όλο το αμερικανικό προσωπικό της πρεσβείας στην Αθήνα «το δηλητηριώδες αποτέλεσμα που παράγεται στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ από τέτοιου είδους ανταποκρίσεις».
Στις αρχές Απριλίου 1948 ο πρώην πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός σήμανε συναγερμό στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, αναφέροντας για μια ειρηνευτική πρωτοβουλία εκ μέρους των κομμουνιστών που ερχόταν στην επιφάνεια.
Οι Αμερικανοί και οι Ελληνες σύμμαχοί τους την αποκάλεσαν «σοβιετική επίθεση ειρήνης», που στόχευε σε «μία προσπάθεια αποσταθεροποίησης της κυβερνητικής επίθεσης» εναντίον των ανταρτών, ώστε να τους σώσει από την ήττα.
Ο Αμερικανός επιτετραμμένος στην Αθήνα, Καρλ Ράνκιν, ενημέρωσε την Ουάσιγκτον ότι ο στρατιωτικός ακόλουθος συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ και η CAS (CIA) προσπαθούσαν ν' ανακαλύψουν τα νήματα αυτής της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας, που τη θεωρούσαν θανάσιμο κίνδυνο.
Η συνέντευξη με Βαφειάδη
Ακριβώς αυτή τη χρονική περίοδο, στις 17 Απριλίου 1948, ο Πολκ έφτασε στην Αθήνα με κύριο στόχο να πετύχει μια συνέντευξη με τον αρχηγό των ανταρτών Μάρκο Βαφειάδη. Είναι πλέον φανερό ότι «η επίθεση ειρήνης» θα μπορούσε να περάσει διά μέσου του Πολκ, υπό τη μορφή συνέντευξης, στην αμερικανική κοινή γνώμη και «να προκαλέσει φιλελεύθερα συναισθήματα» υπέρ της ειρήνευσης και έτσι ν' αποτρέψει τη νέα πολεμική εκστρατεία του ελληνικού στρατού που μόλις έχει αρχίσει.
Ο Πολκ, που έχει στενές σχέσεις με τον Χατζηαργύρη και επαφές με το Ρώσο Βελιτσάνσκι, δεν κρύβει καθόλου τις ειρηνόφιλες διαθέσεις του ούτε την έντονη επιθυμία του για μια συνέντευξη με τον Μάρκο, ακριβώς τη στιγμή που προβάλλει η σοβιετική «επίθεση ειρήνης».
Η παγίδα στο «Αστόρια» και το εξιλαστήριο θύμα
Ο Πολκ έχει εκδηλώσει την επιθυμία να μείνει στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ», αλλά οι στρατιωτικοί θα τον οδηγήσουν στο «Αστόρια» Την άνοιξη του 1948 άρχισε η συντονισμένη προσπάθεια χειραγώγησης του δημοσιογραφικού κόσμου, ώστε «να μην υποσκάπτεται η εθνική προσπάθεια του Στρατού».
Στις 29 Μαρτίου 1948 συνελήφθη ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Βώκος, καθώς βάδιζε σε αθηναϊκό δρόμο. Ο Βώκος δούλευε στο ρωσικό πρακτορείο TASS ως συνεργάτης του Βελιτσάνσκι. Η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα αμέσως ενημέρωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο υπουργός Μάρσαλ παρακάλεσε να ενημερώνεται άμεσα «για κάθε εξέλιξη περί την υπόθεση Θ. Βώκου». Η αμερικανική πρεσβεία είχε «έγκυρες πληροφορίες ότι η ελληνική Ασφάλεια βρίσκεται στα ίχνη κατασκοπευτικού δικτύου που ενέχει τον ανταποκριτή του TASS» Βελιτσάνσκι. Λίγες μέρες αργότερα ο Μάρσαλ πληροφορήθηκε ότι ο δημοσιογράφος Βώκος θα δικαστεί με την κατηγορία «παράνομης κατοχής στρατιωτικών πληροφοριών».
Στις 16 Απριλίου συνελήφθη ο δημοσιογράφος Βασίλης Εφραιμίδης, συνεργάτης της αριστερής εφημερίδας της Νέας Υόρκης «Ελληνοαμερικανικό Βήμα».
Λίγο καιρό μετά τη σύλληψή του ο Εφραιμίδης μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανακρινόμενος ρωτήθηκε επανειλημμένα ν' αποκαλύψει πιθανές σχέσεις του με τον Πολκ, τον Βελιτσάνσκι και τον Χατζηαργύρη.
Από το Κάιρο στην Αθήνα
Στις 17 Απριλίου, προερχόμενος από το Κάιρο, έφτασε στην Αθήνα ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, ο οποίος διαμένει στο διαμέρισμα της συζύγου του στο Κολωνάκι. Ηδη όμως διαφαίνεται να υπάρχει σχέδιο στενής παρακολούθησης και ελέγχου του.
Στις 15 Απριλίου 1948 έχει φτάσει στην Ελλάδα ένας Αμερικανός αντισυνταγματάρχης, ο Τζέιμς Μπ. Σμιθ, «με τη σύζυγο και το τέκνο του», που θα περιμένει να συμπορευτεί με τον Πολκ μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου θα διαμείνουν στο ίδιο ξενοδοχείο, σε κοντινά δωμάτια του ίδιου ορόφου.
Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη άφιξη, αφού κατά κανόνα οι αξιωματικοί της στρατιωτικής αποστολής των ΗΠΑ (JUSMAPG) φτάνουν στην Ελλάδα κατά γκρουπ και χωρίς τις οικογένειές τους.
Αλλά ποιος είναι ο Τζέιμς Σμιθ, που στη μόνη διαταγή της Τζασμάγκ που τον αφορά φαίνεται να συνδέεται με το γραφείο του στρατιωτικού ακολούθου στην Αθήνα και συνονόματού του συνταγματάρχη Χ. Σμιθ;
Από τις αρχές του 1944 μέχρι το τέλος του πολέμου, ο ταγματάρχης και αργότερα αντισυνταγματάρχης Τζέιμς Σμιθ ανήκε στον κεντρικό πυρήνα της ολιγομελούς ομάδας «Προπαγάνδας και Ψυχολογικού Πολέμου» (Pand PW) της Πρώτης Αμερικανικής Ομάδας Στρατιών, της FUSAG, όπου ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της εκστρατευτικής δύναμης των ΗΠΑ στο ευρωπαϊκό θέατρο πολέμου.
Το Pand PW της FUSAG υπαγόταν στο συμμαχικό Τμήμα Ψυχολογικού Πολέμου (PWD) υπό τον Αμερικανό ταξίαρχο Ρόμπερτ Μακλούρ, πρώην στρατιωτικό ακόλουθο των ΗΠΑ στο Λονδίνο.
Το Pand PW μοιάζει ν' αποτελεί μια μικρογραφία της μελλοντικής CIA, συγκεντρώνοντας στις γραμμές του άνδρες του OSS, της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών κ.ά. Ο Τζ. Σμιθ συμμετέχει ως «αξιωματικός επικοινωνιών» και εκπρόσωπος του Pand PW σε κλειστές συνεδριάσεις της «Κοινής Επιτροπής Σχεδιασμού» Ψυχολογικού Πολέμου, στο Λονδίνο, μαζί με τον αρχηγό του PWD, ταξίαρχο ΜακΛούρ, και το συνταγματάρχη Τσ. Μπλέικνι, που θα βρεθεί μεταπολεμικά στον ηγετικό πυρήνα της στρατιωτικής κατασκοπίας.
Ο Τζ. Σμιθ συνδέεται στενά με το χώρο των πολεμικών ανταποκριτών που ελέγχονται από τον τομέα του και τώρα στην Ελλάδα θα συμπορευτεί μ' έναν πολεμικό ανταποκριτή, τον Πολκ.
Με τον Σμιθ στο «Αστόρια»
Το πρωί της 7ης Μαΐου 1948 ο Πολκ μ' ένα αμερικανικό στρατιωτικό αεροπλάνο και όχι με την κανονική πτήση της επιβατικής αεροπορίας πετάει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Πλάι του φαίνεται να είναι ο Τζέιμς Σμιθ, που θα τον οδηγήσει σ' ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο, στο «Αστόρια», που ουσιαστικά είναι επιταγμένο από την Πολεμική Αεροπορία.
Ο Πολκ έχει εκδηλώσει την επιθυμία να μείνει στο «Κοσμοπολίτ», αλλά οι στρατιωτικοί θα τον οδηγήσουν στο «Αστόρια».
Εκπρόσωπος του «Αστόρια» λίγες μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος κατέθεσε ότι «την πρωίαν της Παρασκευής 7 Μαΐου έλαβα τηλεφώνημα του Γ' Σώματος Στρατού... ίνα καταλύσουν εν αυτώ μερικοί Αμερικανοί· απήντησα δε καταφατικώς. Πράγματι ολίγον μετά το τηλεφώνημα αφίχθησαν εν τω ξενοδοχείω ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ζ. Πολκ ως και ο Αμερικανός Συνταγματάρχης Τζέιμς Σμιθ μετά της συζύγου του και της 7ετούς περίπου θυγατρός του» που κατέλυσαν, ο μεν Σμιθ στο υπ' αρ. 23, «ενώ ο παθών εις το 25 δωμάτιον».
Ο εισαγγελέας Εφετών Παναγιώτης Κωνσταντινίδης, σε μία συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, περί την υπόθεση Πολκ, έδωσε πολύ σημαντικές πληροφορίες. Κατ' αρχάς του είχε κάνει εντύπωση ότι ο «Τζορτζ Πολκ είχε πάει στο ξενοδοχείο "Αστόρια" και όχι στο "Κοσμοπολίτ"» όπου έμεναν οι Αμερικανοί συνάδελφοί του. «Ο αντισυνταγματάρχης Σμιθ είχε μεταφέρει με τζιπ τον Πολκ από το αεροδρόμιο» μέχρι το ξενοδοχείο «και ήταν γνωστό ότι ένας Αμερικανός λοχίας είχε κάνει την κράτηση δωματίου στο ξενοδοχείο "Αστόρια" για το συνταγματάρχη». Ο Κωνσταντινίδης ζήτησε ευθέως από τον πρόξενο Γκίμπσον «να επιβεβαιώσει την πληροφορία αν ο λοχίας είχε κάνει κράτηση δωματίου και για τον Πολκ» προφανώς χωρίς να τον ρωτήσει. Ο Γκίμπσον παραδέχτηκε ότι «αυτό θα μπορούσε να έχει γίνει». Ο Κωνσταντινίδης δήλωσε ευθέως ότι θα επιθυμούσε να καταθέσουν οι αντισυνταγματάρχες Σμιθ και Μίλερ (βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος υπό τον Χ. Σμιθ) και ένας ακόμα Αμερικανός. Ο Γκίμπσον συμφώνησε να γίνουν αυτές οι συναντήσεις, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα δεδομένο που να τις επιβεβαιώνει.
Η παγίδα του Πολκ στήθηκε στο «Αστόρια», από το οποίο εξαφανίστηκε τη νύχτα της 8ης προς 9η Μαΐου, ενώ ο υπάλληλος του ξενοδοχείου εκείνης της βάρδιας ανέφερε ότι έδωσε στον Πολκ το κλειδί περί το μεσονύχτιο για ν' ανεβεί στο δώματιό του. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του Πολκ. Αργότερα ο νυχτερινός υπάλληλος του ξενοδοχείου θα συλληφθεί και πιεζόμενος θ' αλλάξει την κατάθεσή του δηλώνοντας ότι ο Αμερικανός δημοσιογράφος έφυγε από το ξενοδοχείο το βράδυ της 8ης προς 9η Μαΐου.
Το «Αστόρια» υπήρξε ο χώρος που εκτυλίχτηκε το δράμα περί τον Πολκ. Εκεί στο δωμάτιο του Πολκ βρέθηκε μια «επιστολή» του, που σήμερα γνωρίζουμε, πέραν από κάθε αμφιβολία, πως ήταν πλαστή, όπου «σχεδίασε» όσα θα συνέβαιναν. Σ' αυτήν ο Πολκ τόνισε ότι θα έφτανε «στο αρχηγείο του Μάρκου ακόμα και με δεμένα μάτια αν χρειαστεί».
Βάσει σχεδίου
Δηλαδή προδίκαζε την «ιστορία» που εκτυλίχτηκε, καθώς βρέθηκε με δεμένα μάτια. Ετσι γινόταν πιστευτή η δολοφονία του κάπου μακριά από το «Αστόρια» στη θάλασσα, από τους «κομμουνιστές και την Κομινφόρμ».
Το γεγονός ότι η επιστολή προφητεύει το φανταστικό σενάριο, δείχνει ότι υπήρχε εξ αρχής οργανωμένο σχέδιο. Δεν άργησε να συλληφθεί ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος, που υπό το κράτος βασανιστηρίων αποδέχτηκε την «ενοχή» του, όπως τα περιγράφει στην προσωπική του μαρτυρία.
Μια φορά μάλιστα το ξυλοκόπημα του Ελληνα δημοσιογράφου έλαβε χώρα ενώπιον του υπουργού Δημόσιας Τάξης Κωνσταντίνου Ρέντη, που δήλωσε στον Στακτόπουλο στα γραφεία της Ασφάλειας ότι κάποιος έπρεπε να θυσιαστεί προς χάριν του εθνικού συμφέροντος. Και αυτός ήταν ο Στακτόπουλος, που παραδέχτηκε προσωρινά την «ενοχή» του για να συγκαλυφθούν οι αληθινοί ένοχοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ :
1. "Παρουσιάζοντας το 1996 το βιβλίο των Ηλία Βλάντον και Τζακ Μέτγκερ «Who Killed George Polk?» («Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ;») ο εκδότης τους, το Πανεπιστήμιο Τεμπλ της Φιλαδέφειας στις ΗΠΑ, σημείωνε: «Λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του απεσταλμένου του CBS Τζορτζ Πολκ στην Ελλάδα το 1948 οι συνάδελφοί του δημιούργησαν το "Βραβείο Τζορτζ Πολκ" για την καλύτερη δημοσιογραφική δουλειά. Ωστόσο, αν ζούσε ο Πολκ θα ένιωθε μεγάλη απογοήτευση βλέποντας ότι "το ύψιστο της αμερικανικής δημοσιογραφίας" αποδεχόταν σχεδόν δίχως διαμαρτυρία μια ανάκριση για τη δολοφονία του στην οποία αποδεικτικά στοιχεία όχι μόνο αγνοήθηκαν αλλά "μαγειρεύτηκαν" έτσι ώστε να καταδικαστεί ένας αθώος άνθρωπος μια ανάκριση στην οποία η πολιτική έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο από την αλήθεια»
2. ''O Πολκ -βετεράνος πιλότος του αμερικανικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου- είχε προσληφθεί το 1946 από το CBS για να καλύπτει το χώρο της Μέσης Ανατολής. Τον ίδιο χρόνο πρωτοήλθε στην Αθήνα, στην οποία εγκαταστάθηκε οριστικώς τον Ιανουάριο του 1947. Ως τον Μάιο του 1948 ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Παλαιστίνη, αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας. Σε κάθε περιοχή διέθετε έναν συνεργάτη και στην Αθήνα αυτός ήταν ο Κώστας Χατζηαργύρης, ένας αριστερός δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας «Christian Science Monitor», που διατηρούσε επαφές με τους σοβιετικούς στην ελληνική πρωτεύουσα (από τους πρώτους «υπόπτους» στην υπόθεση). Παράλληλα, σε κάποιο από τα ταξίδια του γνώρισε την νεαρή ελληνίδα αεροσυνοδό της ΤΑΕ -τον πρόδρομο της «Ολυμπιακής Αεροπορίας»- Ρέα Κοκκώνη, την οποία λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε.
Στις αρχές του Μαΐου του 1948 ετοιμαζόταν να επιστρέψει με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ, όπου τον περίμενε μια ετήσια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αλλά καθυστέρησε την αναχώρησή του (είχε εισιτήρια για τις 20 Μαΐου), διότι ήθελε προηγουμένως να πραγματοποιήσει μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία: καθώς ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο κρισιμότερο στάδιό του, σκόπευε να πάει «στο βουνό, κάπου στη Βορ. Ελλάδα» και να πάρει συνέντευξη από τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού και πρόεδρο της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» Μάρκο Βαφειάδη. Για το σκοπό αυτό, την Παρασκευή 7 Μαΐου έφτασε (χωρίς τη συνοδεία της γυναίκας του) στην Θεσσαλονίκη, όπου κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Την ίδια και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε το αμερικανικό προξενείο στην πόλη και είχε συναντήσεις με αμερικανούς και βρετανούς αξιωματικούς αλλά και δημοσιογράφους˙ ανάμεσά τους και τον 38χρονο συντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτή του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters Γρηγόρη Στακτόπουλο, που τότε γνώρισε για πρώτη φορά. Αργά το βράδυ του Σαββάτου 8 Μαΐου, ο θυρωρός τον είδε να μπαίνει στο ξενοδοχείο για τελευταία φορά. Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του Πολκ χάθηκαν''.
3. ''Στις 17 Οκτωβρίου, σε μια εντυπωσιακή συνέντευξη Τύπου των υπουργώνΔ. Τάξης Κ. Ρέντη και Δικαιοσύνης Γ. Μελά και παρουσία της ηγεσίας της Χωροφυλακής ανακοινώθηκε ότι το φόνο είχε σχεδιάσει η Κομινφόρμ προκειμένου να εκθέσει την Ελλάδα στο εξωτερικό, να πλήξει τιςελληνοαμερικανικές σχέσεις και να εμποδίσει την βοήθεια που παρείχαν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, καθώς ο Στακτόπουλος και η μητέρα του ήταν μέλη του ΚΚΕ έλαβαν εντολή να προσεγγίσουν τον Πολκ στην Αθήνα, ώστε αυτός να πάει στην Θεσσαλονίκη και κατόπιν να προωθηθεί «στο βουνό». Όταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος έφτασε στην Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε με τον Στακτόπουλο, έφαγαν μαζί στο κέντρο «Λουξεμβούργο» και ακολούθως μπήκαν σε μια βάρκα, όπου βρίσκονταν τα τότε ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς, ώστε με αυτή να προσεγγίσουν περιοχές που ελέγχονταν από τον Δημοκρατικό Στρατό. Εκεί, ο Μουζενίδης τον πυροβόλησε και μετά τον έριξε στη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι, όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ο Μουζενίδης δεν ζούσε και ο Βασβανάς ήταν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη την εποχή της δολοφονίας, πως ο Πολκ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όταν υποτίθεται πως τον συνάντησε ο Στακτόπουλος στην Αθήνα, και δεν υπήρχε κανείς μάρτυρας που να τους είδε να τρώνε το βράδυ του φόνου στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο», τον Απρίλιο του 1949 ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ οι Μουζενίδης και Βασβανάς (οι οποίοι, όπως ήταν… φυσικό, απουσίαζαν από τη διαδικασία) στη θανατική ποινή. Η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε, αφού αποδείχτηκε γραφολογικά ότι δεν έγραψε και πολύ περισσότερο δεν έστειλε αυτή τον επίμαχο φάκελο με την ταυτότητα του Πολκ. Αργότερα, θα αποδειχθεί πως τον φάκελο είχε βρει εντελώς τυχαία στην προκυμαία της πόλης ο Θ. Μπάμιας και είχε αναθέσει σ’ έναν φίλο του να γράψει τη διεύθυνση και να τη στείλει στην αστυνομία. Μετά την καταδίκη του, ο Στακτόπουλος έμεινε -παράνομα- τέσσερα χρόνια στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας προτού μεταφερθεί στις φυλακές. Το 1956 η ποινή του μετριάστηκε σε 20 χρόνια και το 1960 αποφυλακίστηκε, όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καλλίας μείωσε την ποινή σε 17 χρόνια. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (κυρίως χάρη σε σοβαρή έρευνα και σειρά δημοσιευμάτων του δημοσιογράφου Β. Τσιμπιδάρου) είχε αρχίσει να γίνεται αποδεκτό πως ο Στακτόπουλος δεν είχε καμιά συμμετοχή στην υπόθεση. Ο ίδιος, ως το 1998 όταν πέθανε σε ηλικία 88 ετών, βασιζόμενος σε νέα στοιχεία, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ώστε να ξανανοίξει ο φάκελος της υπόθεσης και να υπάρξει αναψηλάφηση της δίκης του, κάτι που ωστόσο δεν έγινε δεκτό (η τελευταία σχετική αίτηση, αυτή τη φορά από την πλευρά της συζύγου του, απορρίφθηκε από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου μόλις τον προηγούμενο Μάιο). Σήμερα, αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως για τη δολοφονία του Πολκ δεν ευθύνονται αυτοί που καταδικάστηκαν το 1949''.
1. ''Στις 16 Μαΐου 1948, μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει να επιπλέει στον θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης ένα πτώμα με μια σφαίρα στο κρανίο και δεμένο χειροπόδαρα. Η δολοφονία είναι οφθαλμοφανής και γρήγορα ανακαλύπτεται ότι το πτώμα ανήκει στον αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένο του ειδησεογραφικού δικτύου CBS. Η είδηση κάνει τον γύρο του κόσμου.
Ο Πολκ, 35 ετών, παντρεμένος με την ελληνίδα αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη, ήταν επικριτής της ελληνικής κυβέρνησης. «Διεφθαρμένη» ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός που επιφύλασσε στην κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκών. Ποιος είχε συμφέρον να τον δολοφονήσει; Ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος δήλωνε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής δια την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος, καθώς και η παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων». Οι Αμερικανοί πίεζαν την ελληνική κυβέρνηση για γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα. Η Αμερικανική Ένωση Δημοσιογράφων σε ανακοίνωσή της τόνιζε ότι «είναι απαράδεκτο καθ’ ον χρόνον η Αμερικανική Κυβέρνηση ενισχύει οικονομικώς την Ελλάδα εις βάρος των αμερικανών φορολουγουμένων, οι Έλληνες να δολοφονούν Αμερικανούς πολίτες». Ο Πολκ είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαΐου και είχε καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Στο δωμάτιό του βρέθηκε ένα γράμμα, που αποκάλυπτε ότι σκόπευε να συναντηθεί με τον ηγέτη του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, κάπου στα βουνά της Πίνδου, για να του πάρει συνέντευξη. Η Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης, που επιλαμβάνεται της υποθέσεως, επιρρίπτει εξαρχής την ευθύνη στο ΚΚΕ και συγκεκριμένα στα στελέχη του Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Υποστηρίζει ότι οι κομμουνιστές ήθελαν νεκρό τον Πολκ για να δυσφημήσουν στα μάτια της αμερικανικής κοινής γνώμης την κυβέρνηση. Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, δια του ηγετικού του στελέχους Γιάννη Ιωαννίδη, καταγγέλλει με δηλώσεις του ότι «ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς».
2. ''Στις 14 Αυγούστου 1948 η Χωροφυλακή συλλαμβάνει τον φιλοκομμουνιστή δημοσιογράφο της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρη Στακτόπουλο (38 ετών), ο οποίος ομολογεί ότι βοήθησε του Μουζενίδη και Βασβανά να σκοτώσουν τον Πολκ. Όπως υποστήριξε και το υποστήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του, η ομολογία του ελήφθη κατόπιν σκληρών βασανιστηρίων. Οι αρχές παρουσιάζουν ως στοιχείο της ενοχής τους την ταυτότητα του Πολκ, η οποία ταχυδρομήθηκε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης τρεις μέρες πριν από την ανακάλυψη του πτώματός του. Ο ταχυδρομικός φάκελλος ήταν γραμμένος δια χειρός της μητέρας του Στακτόπουλου, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος και η χήρα μητέρα του Άννα προσήχθησαν σε δίκη στις 12 Απριλίου 1949 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης. Ο Βασβανάς και ο Μουζενίδης δικάσθηκαν με τη διαδικασία κατ’ απόντων και φυγοδίκων. Η δίκη διήρκεσε 10 μέρες και η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβιο κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε. Αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι ο Μουζενίδης το διάστημα της δολοφονίας του Πολκ ήταν νεκρός και ο Βασβανάς εκτός Ελλάδος. Η δικαστική απόφαση ξεθωριάζει και γίνεται λόγος για σκευωρία. Πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να καταδικάσει τους κομμουνιστές και τον Δημοκρατικό Στρατό για να καταδείξει στο εσωτερικό και διεθνώς ότι οι μαχητές και οι οπαδοί τους δεν ήταν παρά απλοί δολοφόνοι. Παράλληλα και οι Αμερικανοί κάνουν τις δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ. Ο Τζέιμς Κέλις που ερευνά την υπόθεση για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης Ντόνοβαν, γνωστού για τις διασυνδέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση, αποφαίνεται ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επιρρίπτει τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους. Αμέσως, η έρευνά του διακόπτεται και ο Κέλις ανακαλείται στις ΗΠΑ''.
3. ''Προφανώς, τους επίσημους αμερικανικούς κύκλους, που χρηματοδοτούσαν αφειδώς την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του ''κομμουνιστικού κινδύνου'', τους βόλευε όπως κυλούσαν τα πράγματα με την καταδίκη του κομμουνιστή Στακτόπουλου. Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonika Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ και τη δίκη που ακολούθησε περιορίστηκε και τελικώς σίγησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του «διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά την καταδίκη Στακτόπουλου, διάχυτη είναι η πεποίθηση μέχρι και στις μέρες μας στην ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και σε αμερικανούς ερευνητές, ότι ο θεσαλονικιός δημοσιογράφος δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στη δολοφονία Πολκ και ότι ήταν θύμα μιας καλοστημένης σκευωρίας. Πολλά βιβλία γράφτηκαν, αλλά κανένα δεν έφτασε στην αλήθεια. Όλοι, όμως, οι συγγραφείς συγκλίνουν στη διαπίστωση μιας συνωμοσίας μεταξύ μυστικών υπηρεσιών (ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών) για να αποδοθεί το έγκλημα στους κομμουνιστές. Σύμφωνα με μια θεωρία, τον Πολκ δολοφόνησε ο άγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, για να εκδικηθεί την παράδοση της Ελλάδας στους Αμερικανούς. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο δημοσιογράφος Φοίβος Οικονομίδης σημειώνει σχετικά ότι «κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ». Ο Ελίας Βλάντον και ο Ζακ Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ» υποστηρίζουν την εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Πολκ, αναφέρουν οι συγγραφείς, δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τους ηγέτες του ΔΣΕ, αλλά για να ερευνήσει την κακοδιαχείριση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι μαυραγορίτες που είχαν την ανοχή στελεχών της Χωροφυλακής έναντι ανταλλαγμάτων και οι αμερικανοί συνεργάτες τους αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τον Αύγουστο του 1960, οπότε του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή. Από τότε και μέχρι το 1998 που πέθανε διακήρυσσε σε όλους τους τόνους την αθωότητά του. Τέσσερεις αιτήσεις προς τον Άρειο Πάγο για επανάληψη της δίκης (αναψηλάφηση) δεν ευδοκίμησαν''.
Το Παιδοσώσιμο
Η ταινία του ΔΣΕ
Το παρακάτω βίντεο αποτελεί το ένα και μοναδικό κινηματογραφικό υλικό που γύρισε ο ΔΣΕ στα υψώματα του Γράμμου και του Βίτσι το 1948.
Απευθύνεται τόσο στον ελληνικό όσο και στον βουλγαρικό λαό, που στήριξε υλικά και ηθικά των αγώνα των ανταρτών, σχετικά με το θέμα των παιδιών του ΔΣΕ. Το υλικό αυτό που για πολλά χρόνια θεωρούνταν χαμένο ξαναβρέθηκε πρόσφατα στην Βουλγαρία και πιά αποτελεί αρχειακό υλικό του ΚΚΕ.
Η ταινία είναι φτιαγμένη από τον Απόστολο Μουσούρη. Το 1948 κατατάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Υπηρέτησε στη διαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου. Είχε το βαθμό του λοχαγού και πήρε τα μετάλλια «Γράμμος» και «Ελλάς».
Ο Απόστολος ήταν ο υπεύθυνος του εκεί κινηματογραφικού - φωτογραφικού συνεργείου.
Το συνεργείο αυτό κινηματογραφούσε επίκαιρα από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ και γενικότερα αποτύπωνε πάνω σε φιλμ την καθημερινότητα των μαχητών και μαχητριών.
Ενα συγκλονιστικό κινηματογραφικό ντοκουμέντο
Το ντοκυμαντέρ προέρχεται απο το Αρχείο του ΚΚΕ και είναι αντίγραφο της έκδοσης που κυκλοφόρησε και διασώθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, γι'αυτό και έχει υπότιτλους στην Ουγγρική γλώσσα.
Πρόκειται για την ταινία ντοκιμαντέρ «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας», που γυρίστηκε το 1948 από το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ για να απαντήσει στη μοναρχοφασιστική προπαγάνδα περί «παιδομαζώματος», η οποία στόχευε, εκτός των άλλων, και στο να κρύψει το πραγματικό παιδομάζωμα στα στρατόπεδα της Φρειδερίκης, εφαρμόζοντας την «κλασική» τακτική της χυδαίας διαστρέβλωσης της αλήθειας.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα ήταν ένας από τους πιο σκληρούς και ανελέητους πολέμους.
Η άρχουσα τάξη της μαζί με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία της και αφού έσπρωξε στον εμφύλιο, χρησιμοποίησε κάθε μέσο έως και τους βομβαρδισμούς αμάχων στα χωριά της Ελεύθερης Ελλάδας, θέλοντας να αποκόψει τις πηγές ανεφοδιασμού του ΔΣΕ, αλλά και να διώξει τον πληθυσμό από τα χωριά ή να τον εξοντώσει.
Τα αεροπλάνα τους δε δίσταζαν να βομβαρδίζουν ακόμη και σχολειά την ώρα που τα παιδιά έκαναν μάθημα. Αντικειμενικά, έμπαινε ζήτημα σωτηρίας των παιδιών από το θάνατο.
Και μπροστά στο γεγονός, ότι οι διεθνείς οργανισμοί προστασίας του παιδιού αδιαφορούσαν στις εκκλήσεις για τη σωτηρία των παιδιών της Ελεύθερης Ελλάδας, διάφορες οργανώσεις από τις τότε Λαϊκές Δημοκρατίες αναλαμβάνουν να φιλοξενήσουν τα παιδιά και στέλνουν γράμματα στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, γνωρίζοντάς της αυτήν τους την απόφαση.
Πράγματι, το Μάρτη του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποφασίζει να μεταφερθούν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με δεδομένο ότι, οι ίδιοι οι γονείς των περιοχών που βομβαρδίζονται, έχουν κάνει εκκλήσεις για τη σωτηρία τους.
Το ουμανιστικό αυτό έργο της μεταφοράς των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έφερε σε πέρας ο ΔΣΕ. Και αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ, το οποίο ο «Ρ» προσφέρει σήμερα στους αναγνώστες του.
Το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ, που γύρισε αυτήν τη συγκλονιστική ταινία, αποτελούνταν από τους Γιώργο Σεβαστίκογλου (1913 - 1991), που έγραψε και το σενάριο, Απόστολο Μουσούρη και Μάνο Ζαχαρία (9 Ιουλίου 1922 -) .
Ο Απ. Μουσούρης ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας, επάγγελμα που ασκούσε και παλαιότερα, ενώ ο Μάνος Ζαχαρίας είχε μόλις ολοκληρώσει σπουδές κινηματογράφου στο Παρίσι.
Η ομάδα αυτή είχε χρεωθεί την κινηματογράφηση επικαίρων από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ, τα οποία μεταφέρονταν στην Τσεχοσλοβακία για την τεχνική επεξεργασία με σκοπό τη διανομή τους.
Το 1948 αποφασίστηκε το γύρισμα της συγκεκριμένης ταινίας.
Ο τελευταίος σήμερα επιζών από την κινηματογραφική ομάδα του ΔΣΕ, ο Μάνος Ζαχαρίας, μιλώντας στο «Ρ», υπογράμμισε πως η ταινία, που γυρίστηκε στο Γράμμο και το Βίτσι, αποτελεί «καθαρό ντοκιμαντέρ» χωρίς ίχνος μυθοπλασίας.
Δηλαδή, πρόκειται για μια δυναμική τεκμηρίωση της αλήθειας με τον άμεσο τρόπο που μόνον ο κινηματογράφος μπορεί να χρησιμοποιήσει. Για τις ανάγκες της ταινίας, το συνεργείο ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία για να αποτυπώσει τη ζωή των παιδιών στις νεαρές σοσιαλιστικές χώρες.
Το μοντάζ και η επεξεργασία του ήχου έγιναν στην Πράγα, όπου πραγματοποιήθηκε και η πρώτη κλειστή προβολή της, παρόντος και του μεγάλου Τσεχοσλοβάκου ντοκιμαντερίστα, Γιόρι Σίβενς.
Η πρώτη δημόσια προβολή της στην Ελλάδα έγινε αρχές του '49 σε ένα χωριό του Βίτσι.
Εκτοτε, τα «ίχνη» της χάνονται. Πολλές 10ετίες αργότερα, θα ανακαλυφθεί εντελώς τυχαία μια κόπια της στη Γαλλία από τον σκηνοθέτη Ροβήρο Μανθούλη.
Η κόπια βρέθηκε στα χέρια ενός ιδιώτη, ο οποίος όμως είχε και το αρνητικό της ταινίας, δηλαδή τη «μήτρα» της και από εκεί έφτιαχνε αντίτυπα τα οποία στη συνέχεια πωλούσε.
Ο Μ. Ζαχαρίας ήρθε σε επαφή με τον ιδιώτη, ο οποίος του είπε πως δε γνώριζε ποιοι ήταν οι συντελεστές της ταινίας, ζήτησε συγγνώμη και πρόσθεσε ότι την αγόρασε νόμιμα από την Ταινιοθήκη της Τσεχοσλοβακίας, όταν η τελευταία διαλύθηκε μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού! «Λεπτομέρεια», που αναδεικνύει ακόμη μία πτυχή του πολιτισμικού «πογκρόμ», που ακολούθησε την αντεπανάσταση.
Ο ιδιώτης δε ζει πια, αλλά, σύμφωνα με τον Μ. Ζαχαρία, το αρνητικό της ταινίας βρίσκεται σήμερα σε μια από τις ταινιοθήκες της Γαλλίας.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Το παρακάτω βίντεο αποτελεί το ένα και μοναδικό κινηματογραφικό υλικό που γύρισε ο ΔΣΕ στα υψώματα του Γράμμου και του Βίτσι το 1948.
Απευθύνεται τόσο στον ελληνικό όσο και στον βουλγαρικό λαό, που στήριξε υλικά και ηθικά των αγώνα των ανταρτών, σχετικά με το θέμα των παιδιών του ΔΣΕ. Το υλικό αυτό που για πολλά χρόνια θεωρούνταν χαμένο ξαναβρέθηκε πρόσφατα στην Βουλγαρία και πιά αποτελεί αρχειακό υλικό του ΚΚΕ.
Η ταινία είναι φτιαγμένη από τον Απόστολο Μουσούρη. Το 1948 κατατάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Υπηρέτησε στη διαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου. Είχε το βαθμό του λοχαγού και πήρε τα μετάλλια «Γράμμος» και «Ελλάς».
Ο Απόστολος ήταν ο υπεύθυνος του εκεί κινηματογραφικού - φωτογραφικού συνεργείου.
Το συνεργείο αυτό κινηματογραφούσε επίκαιρα από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ και γενικότερα αποτύπωνε πάνω σε φιλμ την καθημερινότητα των μαχητών και μαχητριών.
Ενα συγκλονιστικό κινηματογραφικό ντοκουμέντο
Το ντοκυμαντέρ προέρχεται απο το Αρχείο του ΚΚΕ και είναι αντίγραφο της έκδοσης που κυκλοφόρησε και διασώθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, γι'αυτό και έχει υπότιτλους στην Ουγγρική γλώσσα.
Πρόκειται για την ταινία ντοκιμαντέρ «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας», που γυρίστηκε το 1948 από το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ για να απαντήσει στη μοναρχοφασιστική προπαγάνδα περί «παιδομαζώματος», η οποία στόχευε, εκτός των άλλων, και στο να κρύψει το πραγματικό παιδομάζωμα στα στρατόπεδα της Φρειδερίκης, εφαρμόζοντας την «κλασική» τακτική της χυδαίας διαστρέβλωσης της αλήθειας.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα ήταν ένας από τους πιο σκληρούς και ανελέητους πολέμους.
Η άρχουσα τάξη της μαζί με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία της και αφού έσπρωξε στον εμφύλιο, χρησιμοποίησε κάθε μέσο έως και τους βομβαρδισμούς αμάχων στα χωριά της Ελεύθερης Ελλάδας, θέλοντας να αποκόψει τις πηγές ανεφοδιασμού του ΔΣΕ, αλλά και να διώξει τον πληθυσμό από τα χωριά ή να τον εξοντώσει.
Τα αεροπλάνα τους δε δίσταζαν να βομβαρδίζουν ακόμη και σχολειά την ώρα που τα παιδιά έκαναν μάθημα. Αντικειμενικά, έμπαινε ζήτημα σωτηρίας των παιδιών από το θάνατο.
Και μπροστά στο γεγονός, ότι οι διεθνείς οργανισμοί προστασίας του παιδιού αδιαφορούσαν στις εκκλήσεις για τη σωτηρία των παιδιών της Ελεύθερης Ελλάδας, διάφορες οργανώσεις από τις τότε Λαϊκές Δημοκρατίες αναλαμβάνουν να φιλοξενήσουν τα παιδιά και στέλνουν γράμματα στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, γνωρίζοντάς της αυτήν τους την απόφαση.
Πράγματι, το Μάρτη του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποφασίζει να μεταφερθούν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με δεδομένο ότι, οι ίδιοι οι γονείς των περιοχών που βομβαρδίζονται, έχουν κάνει εκκλήσεις για τη σωτηρία τους.
Το ουμανιστικό αυτό έργο της μεταφοράς των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έφερε σε πέρας ο ΔΣΕ. Και αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ, το οποίο ο «Ρ» προσφέρει σήμερα στους αναγνώστες του.
Το κινηματογραφικό συνεργείο του ΔΣΕ, που γύρισε αυτήν τη συγκλονιστική ταινία, αποτελούνταν από τους Γιώργο Σεβαστίκογλου (1913 - 1991), που έγραψε και το σενάριο, Απόστολο Μουσούρη και Μάνο Ζαχαρία (9 Ιουλίου 1922 -) .
Ο Απ. Μουσούρης ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας, επάγγελμα που ασκούσε και παλαιότερα, ενώ ο Μάνος Ζαχαρίας είχε μόλις ολοκληρώσει σπουδές κινηματογράφου στο Παρίσι.
Η ομάδα αυτή είχε χρεωθεί την κινηματογράφηση επικαίρων από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ, τα οποία μεταφέρονταν στην Τσεχοσλοβακία για την τεχνική επεξεργασία με σκοπό τη διανομή τους.
Το 1948 αποφασίστηκε το γύρισμα της συγκεκριμένης ταινίας.
Ο τελευταίος σήμερα επιζών από την κινηματογραφική ομάδα του ΔΣΕ, ο Μάνος Ζαχαρίας, μιλώντας στο «Ρ», υπογράμμισε πως η ταινία, που γυρίστηκε στο Γράμμο και το Βίτσι, αποτελεί «καθαρό ντοκιμαντέρ» χωρίς ίχνος μυθοπλασίας.
Δηλαδή, πρόκειται για μια δυναμική τεκμηρίωση της αλήθειας με τον άμεσο τρόπο που μόνον ο κινηματογράφος μπορεί να χρησιμοποιήσει. Για τις ανάγκες της ταινίας, το συνεργείο ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία για να αποτυπώσει τη ζωή των παιδιών στις νεαρές σοσιαλιστικές χώρες.
Το μοντάζ και η επεξεργασία του ήχου έγιναν στην Πράγα, όπου πραγματοποιήθηκε και η πρώτη κλειστή προβολή της, παρόντος και του μεγάλου Τσεχοσλοβάκου ντοκιμαντερίστα, Γιόρι Σίβενς.
Η πρώτη δημόσια προβολή της στην Ελλάδα έγινε αρχές του '49 σε ένα χωριό του Βίτσι.
Εκτοτε, τα «ίχνη» της χάνονται. Πολλές 10ετίες αργότερα, θα ανακαλυφθεί εντελώς τυχαία μια κόπια της στη Γαλλία από τον σκηνοθέτη Ροβήρο Μανθούλη.
Η κόπια βρέθηκε στα χέρια ενός ιδιώτη, ο οποίος όμως είχε και το αρνητικό της ταινίας, δηλαδή τη «μήτρα» της και από εκεί έφτιαχνε αντίτυπα τα οποία στη συνέχεια πωλούσε.
Ο Μ. Ζαχαρίας ήρθε σε επαφή με τον ιδιώτη, ο οποίος του είπε πως δε γνώριζε ποιοι ήταν οι συντελεστές της ταινίας, ζήτησε συγγνώμη και πρόσθεσε ότι την αγόρασε νόμιμα από την Ταινιοθήκη της Τσεχοσλοβακίας, όταν η τελευταία διαλύθηκε μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού! «Λεπτομέρεια», που αναδεικνύει ακόμη μία πτυχή του πολιτισμικού «πογκρόμ», που ακολούθησε την αντεπανάσταση.
Ο ιδιώτης δε ζει πια, αλλά, σύμφωνα με τον Μ. Ζαχαρία, το αρνητικό της ταινίας βρίσκεται σήμερα σε μια από τις ταινιοθήκες της Γαλλίας.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Οι τύχες των παιδιών του εμφυλίου
Ο ελληνικός εμφύλιος αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού πολέμου. Ξεκίνησε το 1946 και
έληξε στις 15 Οκτωβρίου 1949 με την ήττα και παράδοση του ΔΣΕ. Την περίοδο του εμφυλίου 340.000- 360.000 παιδιά είχαν την ανάγκη φροντίδας. Παιδιά που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον ελληνικό εμφύλιο. Πρόκειται για τα παιδιά που έμειναν ορφανά στη διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας, για παιδιά που μετακινήθηκαν από τις εστίες τους και απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους, και τέλος για παιδιά που μεγάλωσαν σε φυλακές εξαιτίας της σύλληψης των γονιών τους για την δράση τους και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Εκατοντάδες παιδιά μετακινήθηκαν, χωριά εκκενώθηκαν από τους κατοίκους τους, για να εξυπηρετηθούν τα σχέδια του εθνικού στρατού. Επίσης, γύρω στις 28.000 παιδιά (στην περίπτωση αυτή οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί) πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν σε άλλα κράτη, αρκετές φορές χωρίς τους γονείς τους.( Βερβενιώτη, 1999: 22-24)
Εκτός από τη μετακίνηση των παιδιών στις παιδουπόλεις, η πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Αθηνών και το παλάτι επηρέασε τις ζωές χιλιάδων άλλων παιδιών. Οι υποχρεωτικές μετακινήσεις των 700.000 που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν το 1948 σε παλιές αποθήκες και εγκαταλειμμένα υπόγεια σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οδήγησαν στο θάνατο και στη ζητιανιά πολλές εκατοντάδες παιδιών και σε αύξηση της παιδικής εγκληματικότητας.
Τα παιδιά των φυλακών και της εξορίας
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που κλείνονταν στις φυλακές μητέρες με τα βρέφη και τα νήπιά τους.
Στο Τρίκερι το καλοκαίρι του 1949, κρατούνταν μαζί με τις εξόριστες μητέρες τους 235 παιδιά, με ανώτατο όριο ηλικίας τα 12 έτη.( Σέρβος, 2001: 210)
Στις φυλακές Αβέρωφ, ήταν κλεισμένα με τις μητέρες τους 70 μωρά, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις γεννήσεων μέσα στη φυλακή. Οι συνθήκες διαβίωσής τους περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα.( Γκαγκούλιας, 2004:53)
Σύμφωνα με τη Μαντώ Δαλιάνη, γιατρό και κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ, μέχρι το 1950 περίπου 119 παιδιά είχαν ζήσει εκεί. Τα παιδιά δεν ήταν καταχωρημένα σαν τρόφιμοι, επομένως δεν συμπεριλαμβάνονταν στο συσσίτιο της φυλακής. ( Mazower,2004: 105)
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του παιδιάτρου Σ.Μπαρτζιώτα, ο οποίος εξέτασε παιδιά στις φυλακές Αβέρωφ, ότι τα παιδιά –όπως και οι μητέρες τους- τρέφονταν μόνο με κρεμμύδια.( Σέρβος, 2001: 208)
Το 1950, η διεύθυνση των φυλακών απομάκρυνε τα παιδιά από τις μητέρες τους, ως τιμωρία για τη διαμαρτυρία τους ενάντια στις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. 54 από αυτά τα παιδιά δόθηκαν σε θετούς γονείς και άλλα 37 στάλθηκαν σε κρατικά ιδρύματα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Οι στερήσεις και η έλλειψη ελευθερίας ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής των παιδιών μέσα στις φυλακές. Παρ’ όλες τις κακουχίες, τα παιδιά έβρισκαν στοργή στο γυναικείο περιβάλλον, εξαιτίας της ανάπτυξης του αισθήματος ότι ανήκαν σε μία κοινότητα και του θεσμού της νονάς, που έδενε πολλές γυναίκες με ένα παιδί. (Mazower, 2004: 105)
Επιπλέον, χιλιάδες ήταν τα βρέφη που αποχωρίστηκαν την αγκαλιά της μητέρας τους βίαια ή δηλώθηκαν ως νεκρά μετά τη γέννησή τους και προσφέρθηκαν στο διεθνές εμπόριο «υιοθεσίας», ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΣ ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ και όσους εμπλέκονταν στη διακίνηση αυτή.
Το 1951 ανακοινώθηκε ότι 2.500 ορφανά θα μεταφέρονταν στην Αμερική («Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών 19.1.1951), ενώ λίγους μήνες αργότερα, 5.000 ελληνόπουλα θα επιλέγονταν και θα μεταφέρονταν στη Βραζιλία. Άλλες πηγές αναφέρουν πως, το 1951 έφυγαν από την Ελλάδα 1.500 παιδιά για τις ΗΠΑ, 1.500 για τον Καναδά, 2.000 για την Αυστραλία και 2.000 για τη Νότια Αμερική. (Γκαγκούλιας, 2004:43-44)
Η «εξαγωγή» παιδιών συνεχίστηκε μέχρι και το 1962, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή 10.000 παιδιών στις ΗΠΑ. Ο πυρήνας του κυκλώματος των παράνομων υιοθεσιών, περιελάμβανε το παλάτι, ανώτατους αξιωματούχους της εκκλησίας, πολιτικούς παράγοντες, δικαστικούς, στελέχη του κρατικού μηχανισμού, ιατρούς και δικηγόρους, οι οποίοι παράλληλα προέβαλαν την αφοσίωσή τους «στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια».
Επίσης, σημαντικό ρόλο στη διακίνηση των παιδιών είχαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν έρθει στην Ελλάδα με το πρόσχημα της προσφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας. Εκατοντάδες βρέφη παρουσιάζονταν ως νεκρά στους γονείς τους και στέλνονταν στην Αμερική για υιοθεσία, προς 2.000-3.000 δολάρια το παιδί, ενώ η τιμή έφτασε και τις 10.000 δολάρια λόγω της ζήτησης. Σύμφωνα με δημοσίευμα της New York Times (Απρίλης 1996), το 1950 υιοθετήθηκαν από οικογένειες της Νέας Υόρκης 2.000 Ελληνόπουλα, χωρίς τη συγκατάθεση των φυσικών τους γονιών. Στο ίδιο δημοσίευμα, αναφέρεται ως «εγκέφαλος» της σπείρας ο Στέφεν Σκόπας, ο οποίος εκτός από ειρηνοδίκης ήταν και ανώτατο στέλεχος Ελληνοαμερικανικών Θρησκευτικών και Πολιτικών Οργανώσεων. (Σέρβος, 2001:159-162)
Οι παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης
Η επιστροφή της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του 1946, συνοδεύτηκε με την προσπάθεια των μελών της να κερδίσουν και πάλι την εύνοια του ελληνικού λαού. Η θέση της βασίλισσας ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, αφού είχε κατηγορηθεί από αντιμοναρχικούς της εποχής, για φιλοναζισμό και συμμετοχή στη ναζιστική νεολαία, ενώ φαίνεται πως ακόμη και οι φιλοβασιλικοί, την αντιπαθούσαν εξαιτίας της γερμανικής της καταγωγής.
Το μέσο με το οποίο προσπάθησε να αποκαταστήσει την εικόνα της στον ελληνικό λαό και παράλληλα να ασκήσει πολιτική ήταν η φιλανθρωπία.
Ιδρύθηκαν, λοιπόν, δύο οργανισμοί : το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα και η Βασιλική Πρόνοια, η οποία ιδρύθηκε στις 10 Ιουλίου 1947. Το πρώτο βρισκόταν υπό τη διοίκηση του βασιλιά και αφορούσε την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων, ενώ το δεύτερο αφορούσε τη συγκέντρωση των παιδιών ηλικίας 4 έως 16 ετών σε 53 ιδρύματα, τις λεγόμενες «παιδουπόλεις».( Vervenioti, 2002:4)
Οι εργασίες της Βασιλικής Πρόνοιας απευθύνονταν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου μαινόταν το μεγαλύτερο μέρος των εμφυλίων συγκρούσεων. Οι παιδουπόλεις ιδρύθηκαν με χρήματα που συγκέντρωσε με τη διενέργεια εράνου, τον Έρανο «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος. Υπολογίζεται ότι τα χρήματα που διακινήθηκαν από τα βασιλικά ιδρύματα ήταν πάνω από 300.000.000 δρχ. το χρόνο, ενώ οι κρατικοί φορείς δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τη διαχείριση τους. (Βερβενιώτη, 1999: 22-24)
Τα ηλικιακά όρια των παιδιών που συγκεντρώθηκαν, ήταν 4-16 χρονών. Τα όρια αυτά δεν τηρήθηκαν, καθώς ο Κυβερνητικός Στρατός μετακίνησε «παιδιά» μέχρι και 20 ετών. Επιπλέον, λειτουργούσε και μία τεχνική σχολή στην Κω για «ανήλικους εγκληματίες». Πρέπει να αναφερθεί πως, οι συνθήκες περιορισμού και αποκλεισμού σε ένα τέτοιο ίδρυμα – όπως συμβαίνει και σε κάθε είδους κέντρου κράτησης – δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάρμοστες συμπεριφορές προς τους κρατούμενους (όπως βασανιστήρια και βιασμοί), οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν την εποχή εκείνη. (Γκαγκούλιας, 2004:50-51)
Στα κέντρα αυτά, τα παιδιά και οι νέοι διαπαιδαγωγούνταν με αντικομμουνιστικά συνθήματα και θεωρούσαν τους γονείς τους εγκληματίες, προδότες και άξιους για κατάδοσή τους στις αστυνομικές αρχές.
Ο τρόπος συλλογής των παιδιών ποικίλει ανάλογα με τις πηγές άντλησης πληροφοριών και τις μαρτυρίες. Σημειώνονται περιπτώσεις που, οι γονείς έστειλαν οικειοθελώς τα παιδιά τους στις παιδουπόλεις, περιπτώσεις που τα παιδιά στάλθηκαν εν αγνοία των γονέων και άλλες που οι γονείς υπέκυψαν μετά από απειλές άμεσης εκτέλεσης. (Baerentzen, 1992:138, 141-142)
Υπολογίζεται ότι περίπου 18.000 παιδιά μεταφέρθηκαν στις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές ο αριθμός τους ανερχόταν στις 25.000-28.000. ( Vervenioti, 2002:4) Από τις 53 παιδουπόλεις, οι 23 λειτουργούσαν στην Αθήνα, 12 στη Θεσσαλονίκη, 3 στα Γιάννενα, 2 στη Λαμία και από μια σε Καβάλα, Αγρίνιο, Βόλο, Λάρισα και Πάτρα. Στα νησιά υπήρχαν 3 στη Ρόδο, 2 στη Σύρο και από μία σε Μυτιλήνη, Τήνο και Κέρκυρα. ( Βερβενιώτη, 2004:107)
Ο τρόπος ζωής και διαπαιδαγώγησης στις παιδουπόλεις
Η διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις παιδοπόλεις είχε ως στόχο την εσωτερίκευση των
εθνικοχριστιανικών ιδεωδών, τα οποία προέβαλλε κατά κόρον η κυβερνητική παράταξη και το παλάτι.
Η στελέχωση των παιδοπόλεων έγινε σύμφωνα με την αποδεδειγμένη αφοσίωση των εργαζομένων στους εθνικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, και όχι σύμφωνα με την παιδαγωγική τους κατάρτιση. Η φρούρηση των ιδρυμάτων γινόταν από χωροφύλακες, οι οποίοι ονομάζονταν «παιδονόμοι».
Η ψυχαγωγία των παιδιών αφορούσε τον προσκοπισμό και τα κατηχητικά σχολεία, ενώ παράλληλα γινόταν εκκλησιασμός κάθε Κυριακή. Το ημερήσιο πρόγραμμα ξεκινούσε με το χτύπημα της καμπάνας, εγερτήριο, πρωινό προσκλητήριο, έπαρση της σημαίας, πρωινή προσευχή, στρώσιμο των κρεβατιών, πρωινή και απογευματινή εθνική κατήχηση, βραδινό προσκλητήριο, εσπερινή προσευχή, κατάκλιση και χτύπος της καμπάνας, που σήμαινε το σιωπητήριο.
Η εμφάνιση των παιδιών στις πόλεις γινόταν σε στρατιωτικούς σχηματισμούς. Ήταν ντυμένα με ομοιόμορφες στολές, στρατιωτικό μπουφάν και χακί παντελόνι για τα αγόρια και γκρι φουστάνια για τα κορίτσια.
Η απασχόληση των κοριτσιών στις παιδοπόλεις ήταν το πλέξιμο, το μαντάρισμα, το σιδέρωμα, το μαγείρεμα, ο αργαλειός, η ταπητουργία, το κέντημα, σύμφωνα με τις ιδέες για τον προορισμό της γυναίκας : νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα. Τα έργα των κοριτσιών πωλούνταν και τα έσοδα πήγαιναν στο ταμείο του Εράνου. (Σέρβος, 2001: 176-179)
Επίσης, το Βασιλικό Ίδρυμα είχε ιδρύσει Τεχνικές σχολές, οι οποίες τέθηκαν στην ευθύνη του Εράνου.
Η μεγαλύτερη όλων ήταν η Βασιλική Τεχνική Σχολή Λέρου, η οποία ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1949, όπου είχαν μεταφερθεί αρχικά οι ανήλικοι που συμμετείχαν στο ΔΣΕ από την Πελοπόννησο, για να εκπαιδευτούν τεχνικά και να «αναμορφωθούν» ηθικά. Η διάρκεια φοίτησης ήταν ένας χρόνος.
Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν στρατιωτικές και η Σχολή της Λέρου αποτελούσε παράδειγμα εκφοβισμού για τους ανυπάκουους τροφίμους των υπόλοιπων παιδουπόλεων. (Βερβενιώτη, 2004:109)
Άλλος τίτλος που δόθηκε στα κέντρα αυτά ήταν «Αποικίαι ελεύθερων καταδίκων» (Καθημερινή, 15-12-1951). Στις φυλακές ανηλίκων Κηφισιάς κρατούνταν ανήλικοι, που αντιμετώπιζαν τη ποινή του θανάτου. Στις φυλακές αυτές κρατούνταν 98 κορίτσια, 3 από τα οποία ήταν καταδικασμένα σε θάνατο (Δήμητρα Γκοτζινοπούλου, Τασία Γαραμανίδου, Κατίνα Καλλάτου).
Περισσότερα από 360 παιδιά της Μακρονήσου είχαν καταδικαστεί, χωρίς αφορμή, σε βαριές ποινές και υπόκεινταν σε βασανιστήρια.
Αίσθηση είχε προκαλέσει η έκκληση μιας ομάδας παιδιών, που ήταν κλεισμένα στις φυλακές της Κηφισιάς, η οποία δημοσιεύτηκε στον «Δημοκρατικό Τύπο» το 1950, όπου καταγγέλλουν φόνους, βασανιστήρια και βιασμούς των ανήλικων τροφίμων. Με τους παραπάνω τρόπους, οι φύλακες του αναμορφωτηρίου προσπαθούσαν να αποσπάσουν ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ και να ικανοποιήσουν τα αρρωστημένα πάθη τους. Η ομάδα των νέων προχωράει στην καταγγελία πέρα από τους φυσικούς αυτουργούς και κατηγορεί τους ηθικούς αυτουργούς και εμπνευστές του σχεδίου αυτού. Η έκκληση αυτή υπογράφηκε από όλους τους κρατούμενους των φυλακών Κηφισιάς. 330 ανήλικοι τρόφιμοι των φυλακών Μακρονήσου προχώρησαν σε παρόμοια έκκληση το 1950, 39 από τους οποίους αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν το 1949. Ακολούθησαν καταγγελίες και άλλων παιδιών από τη Βίδο και την Κέρκυρα. Σε όλες τις παραπάνω εκκλήσεις γίνονταν ονομαστικές καταγγελίες των βασανιστών. (Γκαγκούλιας, 2004:49)
Η μετακίνηση παιδιών από το Δημοκρατικό Στρατό
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και εξαιτίας των διώξεων που υφίσταντο, τα μέλη του ΚΚΕ είχαν ιδρύσει προσφυγικά κέντρα στη Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Αλβανία. Το 1947 – όταν είχε ήδη σχηματιστεί η «Κυβέρνηση του Βουνού» και το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου – στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία, δύο νηπιαγωγεία και ένας παιδικός σταθμός.
Υπεύθυνοι για τους προσφυγικούς καταυλισμούς τέθηκαν μέλη της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και το ΚΚΕ, ενώ ενεργό ρόλο είχαν και τα κομμουνιστικά κόμματα, οι Ερυθροί Σταυροί, οι οργανώσεις νεολαίας των χωρών υποδοχής και τα «Αετόπουλα». (Βερβενιώτη, 2004: 105-107)
Το ΚΚΕ είχε θέσει το ζήτημα στο Διεθνές Συνέδριο Δημοκρατικής Νεολαίας στο Βελιγράδι στις 3 Μαρτίου 1948, όπου οι εκπρόσωποι των νεολαίων των Λαϊκών Δημοκρατιών είχαν υιοθετήσει την πρόταση να φιλοξενήσουν προσωρινά τα ελληνόπουλα, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις.
Στις 7 Μαρτίου 1948 οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών έκαναν δεκτό το αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής να φιλοξενήσουν και να περιθάλψουν τα παιδιά, μέχρι οι συνθήκες στην Ελλάδα να επιτρέψουν την επιστροφή τους. (Σέρβος, 2001:222)
Το Μάιο του 1948, το ΚΚΕ συγκρότησε την «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ) με έδρα αρχικά τη Βουδαπέστη και αργότερα το Βουκουρέστι, της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Πέτρος Κόκκαλης, γιατρός και πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ΕΒΟΠ ανέλαβε την επίβλεψη της μεταφοράς και παραμονής των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες.(Βερβενιώτη, 2004:105-107)
Οι λόγοι που οδήγησαν τον ΔΣΕ να ξεκινήσει τη μεταφορά των παιδιών στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, σύμφωνα με την αντάρτικη εφημερίδα «Εξόρμηση» ήταν οι εξής:
α) οι καταστροφές που προκαλεί η πολιτική του κυβερνητικού στρατού,
β) η έλλειψη τροφής,
γ) η καθημερινή έκθεση στους δρόμους 150.000 και άνω παιδιών, με αποτέλεσμα τον θάνατό τους,
δ) η διαταγή της Φρειδερίκης για συγκέντρωση όλων των παιδιών με σκοπό την «πλύση εγκεφάλου»,
ε) τους βομβαρδισμούς των γυναικόπαιδων από τον κυβερνητικό στρατό, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 120 παιδιών τους πρώτους μήνες του 1948. (Baerentzen, 1992:141)
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Εξόρμηση», από τα μέσα του Φεβρουαρίου μέχρι τις 5 Μαρτίου, οι γονείς συγκέντρωσαν 4.784 παιδιά από 59 χωριά, ώστε να μεταφερθούν στις λαϊκές δημοκρατίες.
Την 1η Απριλίου του 1948, η εφημερίδα περιέγραφε τη διαδρομή 1.884 παιδιών με τα κάρα και τους συνοδούς τους. Οι συνοδοί ήταν συνήθως κορίτσια και αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας, «μωρομάνες» και ηλικιωμένοι. Σύμφωνα με πληροφορίες της UNSCOB (Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια), η μαζική φυγή των παιδιών δεν είχε αρχίσει πριν το Μάρτιο του 1948.( Baerentzen, 1992:141-148)
Η αποστολή των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών τους, κι όπου δεν υπήρχαν γονείς, με τη σύμφωνη γνώμη των στενών τους συγγενών. Επρόκειτο για παιδιά που στη μεγάλη
τους πλειοψηφία ήταν παιδιά ανταρτών ή συγγενείς τους. Προέρχονταν κυρίως από τις βόρειες περιοχές της χώρας, αν και ανάμεσά τους υπήρχαν «ανταρτόπαιδα» από τη Νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη.
Οι χώρες υποδοχής, σε συνεργασία με την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, είχαν φροντίσει για τη μεταφορά και την εγκατάσταση των παιδιών από τη στιγμή που περνούσαν τα σύνορα, για τη διατροφή τους και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη.
Χώρες που δέχτηκαν παιδιά ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ανατολική Γερμανία, η Βουλγαρία. Επίσης, παιδιά δέχτηκε και η Αλβανία, τα οποία προωθήθηκαν στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και η ΕΣΣΔ. (Σέρβος, 2001:226-227)
Η κατάσταση της υγείας των παιδιών ήταν πολύ άσχημη. Από το σύνολο των παιδιών που στάλθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, έπασχαν:
το 26% από πνευμονικές παθήσεις,
το 17,5% από βρογχικά,
το 10,5% από νευρικές παθήσεις,
το 14% από ψώρα,
το 21,5% από ρευματικά και άλλες αρρώστιες.
Υγιή ήταν μόνο το 10,5%.
Επίσης, από το σύνολο αυτών που ήταν σχολικής ηλικίας το 60% ήταν τελείως αγράμματα.
(Γκαγκούλιας, 2004:95)
Ο αριθμός των παιδιών που αναφέρεται ότι μεταφέρθηκαν από το ΔΣ και ζούσαν στις λαϊκές δημοκρατίες και την Σοβιετική Ένωση το 1950 υπολογίζεται σε 25-28.000. Οι μετακινήσεις συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος σχεδόν της εμφύλιας σύγκρουσης, το καλοκαίρι του 1949.(Σέρβος, 2001:105-107)
Ιδρύματα φιλοξενίας και διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες
Οι πρώτες πόλεις υποδοχής των παιδιών, ήταν το Μπούλκες της Βοϊβοντίνας (Γιουγκοσλαβία), όπου ήταν συγκεντρωμένοι περίπου 6.000 αντάρτες και είχε μετατραπεί σε ελληνική αυτοδιοικούμενη κοινότητα, η Σκόδρα
και η Αυλώνα (Αλβανία), το Μπάνκες της Βουλγαρίας.
Τα έξοδα συντήρησης, διατροφής, ρουχισμού, νοσηλείας και μόρφωσης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ανέλαβαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες.
Παιδίατροι, παιδοκόμοι, νηπιαγωγοί, νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οργανώσεις της νεολαίας ανέλαβαν τη περίθαλψη των παιδιών, τη σίτιση, καθαρισμό και ένδυσή τους. Στη συνέχεια, τα προσφυγόπουλα μεταφέρθηκαν με τρένα και λεωφορεία στις πόλεις προορισμού τους.
Εκεί, τα παιδιά έμειναν σε παλιά ανάκτορα, παιδικές κατασκηνώσεις, στρατόπεδα και άλλα ιδρύματα τα οποία είχαν μετατραπεί σε παιδικούς σταθμούς. Ο κάθε σταθμός λειτουργούσε με κατάλληλο προσωπικό και στην αρχή έμεναν και οι μητέρες που συνόδευαν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Επίσης, τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά φρόντιζαν τα μικρότερα.
Οι παιδικοί σταθμοί αποτελούνταν από μεγάλες αίθουσες, στις οποίες έμεναν 10 περίπου παιδιά (τα αγόρια χωριστά από τα κορίτσια) σε ξεχωριστό κρεβάτι το καθένα. Μέσα ή δίπλα σε κάθε σταθμό υπήρχαν λέσχες, όπου τα παιδιά σιτίζονταν. Επίσης, σε κάθε σχολείο υπήρχαν εργαστήρια, γραφεία των μαθητικών οργανώσεων, αθλητικά και μουσικά όργανα, είδη ζωγραφικής, αίθουσες και μηχανήματα προβολής, ενώ στους μεγάλους παιδικούς σταθμούς λειτουργούσαν ιατρεία με μόνιμο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό (παιδίατροι, παθολόγοι, νοσοκόμες).
Αρχικά, πολλά από τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, όπως στον ύπνο σε κρεβάτι –μιας και στην Ελλάδα κοιμόντουσαν σε ψάθες στο πάτωμα- και στην τήρηση κανόνων υγιεινής – όπως το μπάνιο με σαπούνι και πλύσιμο δοντιών. ( Σέρβος, 2001:242-243)
Όταν τα παιδιά βρέθηκαν εκτός Ελλάδας, δόθηκε μεγάλη έμφαση στην αλληλογραφία τους με τους γονείς ή άλλους συγγενείς στην Ελλάδα. Η επιρροή του Κόμματος στην καθημερινή ζωή των προσφύγων ήταν πολύ μεγάλη. Ακόμη, επιδιώχθηκε τα παιδιά να μετακομίσουν στις χώρες που ζούσαν και οι γονείς τους, αν και αυτό επιτεύχθηκε μετά τη λήξη του εμφυλίου, κυρίως το 1950. Επίσης, τα παιδιά παρακολουθούσαν μαθήματα στην ελληνική και στη γλώσσα της χώρας υποδοχής. (Σέρβος, 2001:237)
Σύμφωνα με την Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων ο αριθμός των παιδιών ανά χώρα ήταν ο εξής : Ρουμανία 5.132, Τσεχοσλοβακία 4.148, Πολωνία 3.590, Ουγγαρία 2.859, Βουλγαρία 672, Σοβιετική Ένωση 1.128, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας 1.300, συνολικά 18.829 παιδιά.
Όσον αφορά τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, οι Έλληνες δάσκαλοι ανελάμβαναν να διαμορφώσουν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης στους μαθητές, σύμφωνα με οδηγίες του Κομουνιστικού Κόμματος. Τους μαθητές καλούσαν να διαβάζουν και να μοχθούν, για την «σοσιαλιστική ανοικοδόμηση» της νέας πατρίδας τους.
Η επιστροφή των παιδιών στις εστίες τους
Όσον αφορά τα παιδιά των παιδοπόλεων της Φρειδερίκης, η επιστροφή τους στην οικογενειακή στέγη ήταν προβληματική λόγω πολιτικών επιπλοκών. Η Επιτροπή του Εράνου αποφάσισε ότι θα μπορούσαν να επιστρέψουν όλοι οι τρόφιμοι, εκτός από εκείνους που ήταν ορφανοί και από τους δύο γονείς η'' «των προς τούτοις εξομοιουμένων», δηλαδή τα παιδιά των οποίων οι γονείς ήταν αντάρτες εντός ή εκτός Ελλάδας, εξόριστοι ή φυλακισμένοι, οι οποίοι θεωρούνταν από τον Έρανο νεκροί. Με λίγα λόγια, θεωρούνταν ορφανά και τα παιδιά που οι γονείς τους ζούσαν, αλλά είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις από την επικρατούσα εθνικόφρονη κυβέρνηση.
Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα παιδιά των εξόριστων και των φυλακισμένων ήταν «περιπλανώμενα η'' άστεγα», θεωρήθηκε αδικαιολόγητη η κράτηση των παιδιών, των οποίων οι γονείς ήταν μέλη του ΔΣΕ στο παρελθόν και ζούσαν, εφόσον η εμφύλια διαμάχη είχε σταματήσει.
Για την κράτηση των παραπάνω παιδιών είχε συνεχιστεί η λειτουργία 13 από τις 53 παιδοπόλεις.
(Βερβενιώτη, 2004:118-119)
Στις 24 Ιουνίου του 1950 έγινε η «τελετή επαναπατρισμού» στην πλατεία Συντάγματος. Σύμφωνα με στοιχεία του Βασιλικού Ιδρύματος, ο αριθμός των παιδιών που επέστρεψαν ήταν 15.000, δηλαδή περίπου τα μισά παιδιά. (Σέρβος, 2001:148)
Ο επαναπατρισμός των παιδιών που είχαν μετακινηθεί στις ανατολικές χώρες ήταν δυσκολότερος, εξαιτίας της διεθνούς πολιτικής εμπλοκής. Η πρώτη αποστολή από 21 παιδιά έφτασε στην Ελλάδα στις 23 Νοεμβρίου 1950. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄50 επέστρεψαν και άλλα παιδιά από χώρες της σοσιαλιστικής επιρροής, αλλά ο συνολικός αριθμός παραμένει άγνωστος. Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα παιδιά παρέμειναν στις λαϊκές δημοκρατίες και τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς πρόσφυγες.
(Βερβενιώτη, 2004:119-120)
Τα παιδιά των παιδουπόλεων φαίνεται πως προσαρμόστηκαν ευκολότερα από τα προσφυγόπουλα, καθώς οι αξίες με τις οποίες είχαν διαπαιδαγωγηθεί ήταν συμβατές με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που συνάντησαν στην επιστροφή τους. Συχνά έτρεφαν αρνητικά αισθήματα προς τους «κομμουνιστές – προδότες» γονείς τους.
Τα περισσότερα παιδιά των φυλακισμένων γυναικών έσμιγαν με τις μητέρες τους μετά την αποφυλάκισή τους. Τα δύο τρίτα των παιδιών της φυλακής μεγάλωσαν χωρίς πατέρα, είτε γιατί είχε πεθάνει ή επειδή ήταν στην εξορία, στη φυλακή ή αγνοούμενος. Οι γονείς που αποφυλακίζονταν ή επέστρεφαν από την εξορία συναντούσαν μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα κατά την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό, αφού χρειάζονταν το διαβόητο ''πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων''. (Mazower, 2004:114-116)
Ο ελληνικός εμφύλιος αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού πολέμου. Ξεκίνησε το 1946 και
έληξε στις 15 Οκτωβρίου 1949 με την ήττα και παράδοση του ΔΣΕ. Την περίοδο του εμφυλίου 340.000- 360.000 παιδιά είχαν την ανάγκη φροντίδας. Παιδιά που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον ελληνικό εμφύλιο. Πρόκειται για τα παιδιά που έμειναν ορφανά στη διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας, για παιδιά που μετακινήθηκαν από τις εστίες τους και απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους, και τέλος για παιδιά που μεγάλωσαν σε φυλακές εξαιτίας της σύλληψης των γονιών τους για την δράση τους και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Εκατοντάδες παιδιά μετακινήθηκαν, χωριά εκκενώθηκαν από τους κατοίκους τους, για να εξυπηρετηθούν τα σχέδια του εθνικού στρατού. Επίσης, γύρω στις 28.000 παιδιά (στην περίπτωση αυτή οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί) πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν σε άλλα κράτη, αρκετές φορές χωρίς τους γονείς τους.( Βερβενιώτη, 1999: 22-24)
Εκτός από τη μετακίνηση των παιδιών στις παιδουπόλεις, η πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Αθηνών και το παλάτι επηρέασε τις ζωές χιλιάδων άλλων παιδιών. Οι υποχρεωτικές μετακινήσεις των 700.000 που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν το 1948 σε παλιές αποθήκες και εγκαταλειμμένα υπόγεια σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οδήγησαν στο θάνατο και στη ζητιανιά πολλές εκατοντάδες παιδιών και σε αύξηση της παιδικής εγκληματικότητας.
Τα παιδιά των φυλακών και της εξορίας
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που κλείνονταν στις φυλακές μητέρες με τα βρέφη και τα νήπιά τους.
Στο Τρίκερι το καλοκαίρι του 1949, κρατούνταν μαζί με τις εξόριστες μητέρες τους 235 παιδιά, με ανώτατο όριο ηλικίας τα 12 έτη.( Σέρβος, 2001: 210)
Στις φυλακές Αβέρωφ, ήταν κλεισμένα με τις μητέρες τους 70 μωρά, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις γεννήσεων μέσα στη φυλακή. Οι συνθήκες διαβίωσής τους περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα.( Γκαγκούλιας, 2004:53)
Σύμφωνα με τη Μαντώ Δαλιάνη, γιατρό και κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ, μέχρι το 1950 περίπου 119 παιδιά είχαν ζήσει εκεί. Τα παιδιά δεν ήταν καταχωρημένα σαν τρόφιμοι, επομένως δεν συμπεριλαμβάνονταν στο συσσίτιο της φυλακής. ( Mazower,2004: 105)
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του παιδιάτρου Σ.Μπαρτζιώτα, ο οποίος εξέτασε παιδιά στις φυλακές Αβέρωφ, ότι τα παιδιά –όπως και οι μητέρες τους- τρέφονταν μόνο με κρεμμύδια.( Σέρβος, 2001: 208)
Το 1950, η διεύθυνση των φυλακών απομάκρυνε τα παιδιά από τις μητέρες τους, ως τιμωρία για τη διαμαρτυρία τους ενάντια στις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. 54 από αυτά τα παιδιά δόθηκαν σε θετούς γονείς και άλλα 37 στάλθηκαν σε κρατικά ιδρύματα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Οι στερήσεις και η έλλειψη ελευθερίας ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής των παιδιών μέσα στις φυλακές. Παρ’ όλες τις κακουχίες, τα παιδιά έβρισκαν στοργή στο γυναικείο περιβάλλον, εξαιτίας της ανάπτυξης του αισθήματος ότι ανήκαν σε μία κοινότητα και του θεσμού της νονάς, που έδενε πολλές γυναίκες με ένα παιδί. (Mazower, 2004: 105)
Επιπλέον, χιλιάδες ήταν τα βρέφη που αποχωρίστηκαν την αγκαλιά της μητέρας τους βίαια ή δηλώθηκαν ως νεκρά μετά τη γέννησή τους και προσφέρθηκαν στο διεθνές εμπόριο «υιοθεσίας», ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΣ ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ και όσους εμπλέκονταν στη διακίνηση αυτή.
Το 1951 ανακοινώθηκε ότι 2.500 ορφανά θα μεταφέρονταν στην Αμερική («Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών 19.1.1951), ενώ λίγους μήνες αργότερα, 5.000 ελληνόπουλα θα επιλέγονταν και θα μεταφέρονταν στη Βραζιλία. Άλλες πηγές αναφέρουν πως, το 1951 έφυγαν από την Ελλάδα 1.500 παιδιά για τις ΗΠΑ, 1.500 για τον Καναδά, 2.000 για την Αυστραλία και 2.000 για τη Νότια Αμερική. (Γκαγκούλιας, 2004:43-44)
Η «εξαγωγή» παιδιών συνεχίστηκε μέχρι και το 1962, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή 10.000 παιδιών στις ΗΠΑ. Ο πυρήνας του κυκλώματος των παράνομων υιοθεσιών, περιελάμβανε το παλάτι, ανώτατους αξιωματούχους της εκκλησίας, πολιτικούς παράγοντες, δικαστικούς, στελέχη του κρατικού μηχανισμού, ιατρούς και δικηγόρους, οι οποίοι παράλληλα προέβαλαν την αφοσίωσή τους «στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια».
Επίσης, σημαντικό ρόλο στη διακίνηση των παιδιών είχαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν έρθει στην Ελλάδα με το πρόσχημα της προσφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας. Εκατοντάδες βρέφη παρουσιάζονταν ως νεκρά στους γονείς τους και στέλνονταν στην Αμερική για υιοθεσία, προς 2.000-3.000 δολάρια το παιδί, ενώ η τιμή έφτασε και τις 10.000 δολάρια λόγω της ζήτησης. Σύμφωνα με δημοσίευμα της New York Times (Απρίλης 1996), το 1950 υιοθετήθηκαν από οικογένειες της Νέας Υόρκης 2.000 Ελληνόπουλα, χωρίς τη συγκατάθεση των φυσικών τους γονιών. Στο ίδιο δημοσίευμα, αναφέρεται ως «εγκέφαλος» της σπείρας ο Στέφεν Σκόπας, ο οποίος εκτός από ειρηνοδίκης ήταν και ανώτατο στέλεχος Ελληνοαμερικανικών Θρησκευτικών και Πολιτικών Οργανώσεων. (Σέρβος, 2001:159-162)
Οι παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης
Η επιστροφή της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του 1946, συνοδεύτηκε με την προσπάθεια των μελών της να κερδίσουν και πάλι την εύνοια του ελληνικού λαού. Η θέση της βασίλισσας ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, αφού είχε κατηγορηθεί από αντιμοναρχικούς της εποχής, για φιλοναζισμό και συμμετοχή στη ναζιστική νεολαία, ενώ φαίνεται πως ακόμη και οι φιλοβασιλικοί, την αντιπαθούσαν εξαιτίας της γερμανικής της καταγωγής.
Το μέσο με το οποίο προσπάθησε να αποκαταστήσει την εικόνα της στον ελληνικό λαό και παράλληλα να ασκήσει πολιτική ήταν η φιλανθρωπία.
Ιδρύθηκαν, λοιπόν, δύο οργανισμοί : το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα και η Βασιλική Πρόνοια, η οποία ιδρύθηκε στις 10 Ιουλίου 1947. Το πρώτο βρισκόταν υπό τη διοίκηση του βασιλιά και αφορούσε την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων, ενώ το δεύτερο αφορούσε τη συγκέντρωση των παιδιών ηλικίας 4 έως 16 ετών σε 53 ιδρύματα, τις λεγόμενες «παιδουπόλεις».( Vervenioti, 2002:4)
Οι εργασίες της Βασιλικής Πρόνοιας απευθύνονταν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου μαινόταν το μεγαλύτερο μέρος των εμφυλίων συγκρούσεων. Οι παιδουπόλεις ιδρύθηκαν με χρήματα που συγκέντρωσε με τη διενέργεια εράνου, τον Έρανο «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος. Υπολογίζεται ότι τα χρήματα που διακινήθηκαν από τα βασιλικά ιδρύματα ήταν πάνω από 300.000.000 δρχ. το χρόνο, ενώ οι κρατικοί φορείς δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τη διαχείριση τους. (Βερβενιώτη, 1999: 22-24)
Τα ηλικιακά όρια των παιδιών που συγκεντρώθηκαν, ήταν 4-16 χρονών. Τα όρια αυτά δεν τηρήθηκαν, καθώς ο Κυβερνητικός Στρατός μετακίνησε «παιδιά» μέχρι και 20 ετών. Επιπλέον, λειτουργούσε και μία τεχνική σχολή στην Κω για «ανήλικους εγκληματίες». Πρέπει να αναφερθεί πως, οι συνθήκες περιορισμού και αποκλεισμού σε ένα τέτοιο ίδρυμα – όπως συμβαίνει και σε κάθε είδους κέντρου κράτησης – δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάρμοστες συμπεριφορές προς τους κρατούμενους (όπως βασανιστήρια και βιασμοί), οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν την εποχή εκείνη. (Γκαγκούλιας, 2004:50-51)
Στα κέντρα αυτά, τα παιδιά και οι νέοι διαπαιδαγωγούνταν με αντικομμουνιστικά συνθήματα και θεωρούσαν τους γονείς τους εγκληματίες, προδότες και άξιους για κατάδοσή τους στις αστυνομικές αρχές.
Ο τρόπος συλλογής των παιδιών ποικίλει ανάλογα με τις πηγές άντλησης πληροφοριών και τις μαρτυρίες. Σημειώνονται περιπτώσεις που, οι γονείς έστειλαν οικειοθελώς τα παιδιά τους στις παιδουπόλεις, περιπτώσεις που τα παιδιά στάλθηκαν εν αγνοία των γονέων και άλλες που οι γονείς υπέκυψαν μετά από απειλές άμεσης εκτέλεσης. (Baerentzen, 1992:138, 141-142)
Υπολογίζεται ότι περίπου 18.000 παιδιά μεταφέρθηκαν στις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές ο αριθμός τους ανερχόταν στις 25.000-28.000. ( Vervenioti, 2002:4) Από τις 53 παιδουπόλεις, οι 23 λειτουργούσαν στην Αθήνα, 12 στη Θεσσαλονίκη, 3 στα Γιάννενα, 2 στη Λαμία και από μια σε Καβάλα, Αγρίνιο, Βόλο, Λάρισα και Πάτρα. Στα νησιά υπήρχαν 3 στη Ρόδο, 2 στη Σύρο και από μία σε Μυτιλήνη, Τήνο και Κέρκυρα. ( Βερβενιώτη, 2004:107)
Ο τρόπος ζωής και διαπαιδαγώγησης στις παιδουπόλεις
Η διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις παιδοπόλεις είχε ως στόχο την εσωτερίκευση των
εθνικοχριστιανικών ιδεωδών, τα οποία προέβαλλε κατά κόρον η κυβερνητική παράταξη και το παλάτι.
Η στελέχωση των παιδοπόλεων έγινε σύμφωνα με την αποδεδειγμένη αφοσίωση των εργαζομένων στους εθνικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, και όχι σύμφωνα με την παιδαγωγική τους κατάρτιση. Η φρούρηση των ιδρυμάτων γινόταν από χωροφύλακες, οι οποίοι ονομάζονταν «παιδονόμοι».
Η ψυχαγωγία των παιδιών αφορούσε τον προσκοπισμό και τα κατηχητικά σχολεία, ενώ παράλληλα γινόταν εκκλησιασμός κάθε Κυριακή. Το ημερήσιο πρόγραμμα ξεκινούσε με το χτύπημα της καμπάνας, εγερτήριο, πρωινό προσκλητήριο, έπαρση της σημαίας, πρωινή προσευχή, στρώσιμο των κρεβατιών, πρωινή και απογευματινή εθνική κατήχηση, βραδινό προσκλητήριο, εσπερινή προσευχή, κατάκλιση και χτύπος της καμπάνας, που σήμαινε το σιωπητήριο.
Η εμφάνιση των παιδιών στις πόλεις γινόταν σε στρατιωτικούς σχηματισμούς. Ήταν ντυμένα με ομοιόμορφες στολές, στρατιωτικό μπουφάν και χακί παντελόνι για τα αγόρια και γκρι φουστάνια για τα κορίτσια.
Η απασχόληση των κοριτσιών στις παιδοπόλεις ήταν το πλέξιμο, το μαντάρισμα, το σιδέρωμα, το μαγείρεμα, ο αργαλειός, η ταπητουργία, το κέντημα, σύμφωνα με τις ιδέες για τον προορισμό της γυναίκας : νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα. Τα έργα των κοριτσιών πωλούνταν και τα έσοδα πήγαιναν στο ταμείο του Εράνου. (Σέρβος, 2001: 176-179)
Επίσης, το Βασιλικό Ίδρυμα είχε ιδρύσει Τεχνικές σχολές, οι οποίες τέθηκαν στην ευθύνη του Εράνου.
Η μεγαλύτερη όλων ήταν η Βασιλική Τεχνική Σχολή Λέρου, η οποία ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1949, όπου είχαν μεταφερθεί αρχικά οι ανήλικοι που συμμετείχαν στο ΔΣΕ από την Πελοπόννησο, για να εκπαιδευτούν τεχνικά και να «αναμορφωθούν» ηθικά. Η διάρκεια φοίτησης ήταν ένας χρόνος.
Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν στρατιωτικές και η Σχολή της Λέρου αποτελούσε παράδειγμα εκφοβισμού για τους ανυπάκουους τροφίμους των υπόλοιπων παιδουπόλεων. (Βερβενιώτη, 2004:109)
Άλλος τίτλος που δόθηκε στα κέντρα αυτά ήταν «Αποικίαι ελεύθερων καταδίκων» (Καθημερινή, 15-12-1951). Στις φυλακές ανηλίκων Κηφισιάς κρατούνταν ανήλικοι, που αντιμετώπιζαν τη ποινή του θανάτου. Στις φυλακές αυτές κρατούνταν 98 κορίτσια, 3 από τα οποία ήταν καταδικασμένα σε θάνατο (Δήμητρα Γκοτζινοπούλου, Τασία Γαραμανίδου, Κατίνα Καλλάτου).
Περισσότερα από 360 παιδιά της Μακρονήσου είχαν καταδικαστεί, χωρίς αφορμή, σε βαριές ποινές και υπόκεινταν σε βασανιστήρια.
Αίσθηση είχε προκαλέσει η έκκληση μιας ομάδας παιδιών, που ήταν κλεισμένα στις φυλακές της Κηφισιάς, η οποία δημοσιεύτηκε στον «Δημοκρατικό Τύπο» το 1950, όπου καταγγέλλουν φόνους, βασανιστήρια και βιασμούς των ανήλικων τροφίμων. Με τους παραπάνω τρόπους, οι φύλακες του αναμορφωτηρίου προσπαθούσαν να αποσπάσουν ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ και να ικανοποιήσουν τα αρρωστημένα πάθη τους. Η ομάδα των νέων προχωράει στην καταγγελία πέρα από τους φυσικούς αυτουργούς και κατηγορεί τους ηθικούς αυτουργούς και εμπνευστές του σχεδίου αυτού. Η έκκληση αυτή υπογράφηκε από όλους τους κρατούμενους των φυλακών Κηφισιάς. 330 ανήλικοι τρόφιμοι των φυλακών Μακρονήσου προχώρησαν σε παρόμοια έκκληση το 1950, 39 από τους οποίους αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν το 1949. Ακολούθησαν καταγγελίες και άλλων παιδιών από τη Βίδο και την Κέρκυρα. Σε όλες τις παραπάνω εκκλήσεις γίνονταν ονομαστικές καταγγελίες των βασανιστών. (Γκαγκούλιας, 2004:49)
Η μετακίνηση παιδιών από το Δημοκρατικό Στρατό
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και εξαιτίας των διώξεων που υφίσταντο, τα μέλη του ΚΚΕ είχαν ιδρύσει προσφυγικά κέντρα στη Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Αλβανία. Το 1947 – όταν είχε ήδη σχηματιστεί η «Κυβέρνηση του Βουνού» και το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου – στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία, δύο νηπιαγωγεία και ένας παιδικός σταθμός.
Υπεύθυνοι για τους προσφυγικούς καταυλισμούς τέθηκαν μέλη της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και το ΚΚΕ, ενώ ενεργό ρόλο είχαν και τα κομμουνιστικά κόμματα, οι Ερυθροί Σταυροί, οι οργανώσεις νεολαίας των χωρών υποδοχής και τα «Αετόπουλα». (Βερβενιώτη, 2004: 105-107)
Το ΚΚΕ είχε θέσει το ζήτημα στο Διεθνές Συνέδριο Δημοκρατικής Νεολαίας στο Βελιγράδι στις 3 Μαρτίου 1948, όπου οι εκπρόσωποι των νεολαίων των Λαϊκών Δημοκρατιών είχαν υιοθετήσει την πρόταση να φιλοξενήσουν προσωρινά τα ελληνόπουλα, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις.
Στις 7 Μαρτίου 1948 οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών έκαναν δεκτό το αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής να φιλοξενήσουν και να περιθάλψουν τα παιδιά, μέχρι οι συνθήκες στην Ελλάδα να επιτρέψουν την επιστροφή τους. (Σέρβος, 2001:222)
Το Μάιο του 1948, το ΚΚΕ συγκρότησε την «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ) με έδρα αρχικά τη Βουδαπέστη και αργότερα το Βουκουρέστι, της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Πέτρος Κόκκαλης, γιατρός και πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ΕΒΟΠ ανέλαβε την επίβλεψη της μεταφοράς και παραμονής των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες.(Βερβενιώτη, 2004:105-107)
Οι λόγοι που οδήγησαν τον ΔΣΕ να ξεκινήσει τη μεταφορά των παιδιών στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, σύμφωνα με την αντάρτικη εφημερίδα «Εξόρμηση» ήταν οι εξής:
α) οι καταστροφές που προκαλεί η πολιτική του κυβερνητικού στρατού,
β) η έλλειψη τροφής,
γ) η καθημερινή έκθεση στους δρόμους 150.000 και άνω παιδιών, με αποτέλεσμα τον θάνατό τους,
δ) η διαταγή της Φρειδερίκης για συγκέντρωση όλων των παιδιών με σκοπό την «πλύση εγκεφάλου»,
ε) τους βομβαρδισμούς των γυναικόπαιδων από τον κυβερνητικό στρατό, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 120 παιδιών τους πρώτους μήνες του 1948. (Baerentzen, 1992:141)
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Εξόρμηση», από τα μέσα του Φεβρουαρίου μέχρι τις 5 Μαρτίου, οι γονείς συγκέντρωσαν 4.784 παιδιά από 59 χωριά, ώστε να μεταφερθούν στις λαϊκές δημοκρατίες.
Την 1η Απριλίου του 1948, η εφημερίδα περιέγραφε τη διαδρομή 1.884 παιδιών με τα κάρα και τους συνοδούς τους. Οι συνοδοί ήταν συνήθως κορίτσια και αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας, «μωρομάνες» και ηλικιωμένοι. Σύμφωνα με πληροφορίες της UNSCOB (Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια), η μαζική φυγή των παιδιών δεν είχε αρχίσει πριν το Μάρτιο του 1948.( Baerentzen, 1992:141-148)
Η αποστολή των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών τους, κι όπου δεν υπήρχαν γονείς, με τη σύμφωνη γνώμη των στενών τους συγγενών. Επρόκειτο για παιδιά που στη μεγάλη
τους πλειοψηφία ήταν παιδιά ανταρτών ή συγγενείς τους. Προέρχονταν κυρίως από τις βόρειες περιοχές της χώρας, αν και ανάμεσά τους υπήρχαν «ανταρτόπαιδα» από τη Νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη.
Οι χώρες υποδοχής, σε συνεργασία με την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, είχαν φροντίσει για τη μεταφορά και την εγκατάσταση των παιδιών από τη στιγμή που περνούσαν τα σύνορα, για τη διατροφή τους και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη.
Χώρες που δέχτηκαν παιδιά ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ανατολική Γερμανία, η Βουλγαρία. Επίσης, παιδιά δέχτηκε και η Αλβανία, τα οποία προωθήθηκαν στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και η ΕΣΣΔ. (Σέρβος, 2001:226-227)
Η κατάσταση της υγείας των παιδιών ήταν πολύ άσχημη. Από το σύνολο των παιδιών που στάλθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, έπασχαν:
το 26% από πνευμονικές παθήσεις,
το 17,5% από βρογχικά,
το 10,5% από νευρικές παθήσεις,
το 14% από ψώρα,
το 21,5% από ρευματικά και άλλες αρρώστιες.
Υγιή ήταν μόνο το 10,5%.
Επίσης, από το σύνολο αυτών που ήταν σχολικής ηλικίας το 60% ήταν τελείως αγράμματα.
(Γκαγκούλιας, 2004:95)
Ο αριθμός των παιδιών που αναφέρεται ότι μεταφέρθηκαν από το ΔΣ και ζούσαν στις λαϊκές δημοκρατίες και την Σοβιετική Ένωση το 1950 υπολογίζεται σε 25-28.000. Οι μετακινήσεις συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος σχεδόν της εμφύλιας σύγκρουσης, το καλοκαίρι του 1949.(Σέρβος, 2001:105-107)
Ιδρύματα φιλοξενίας και διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες
Οι πρώτες πόλεις υποδοχής των παιδιών, ήταν το Μπούλκες της Βοϊβοντίνας (Γιουγκοσλαβία), όπου ήταν συγκεντρωμένοι περίπου 6.000 αντάρτες και είχε μετατραπεί σε ελληνική αυτοδιοικούμενη κοινότητα, η Σκόδρα
και η Αυλώνα (Αλβανία), το Μπάνκες της Βουλγαρίας.
Τα έξοδα συντήρησης, διατροφής, ρουχισμού, νοσηλείας και μόρφωσης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ανέλαβαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες.
Παιδίατροι, παιδοκόμοι, νηπιαγωγοί, νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οργανώσεις της νεολαίας ανέλαβαν τη περίθαλψη των παιδιών, τη σίτιση, καθαρισμό και ένδυσή τους. Στη συνέχεια, τα προσφυγόπουλα μεταφέρθηκαν με τρένα και λεωφορεία στις πόλεις προορισμού τους.
Εκεί, τα παιδιά έμειναν σε παλιά ανάκτορα, παιδικές κατασκηνώσεις, στρατόπεδα και άλλα ιδρύματα τα οποία είχαν μετατραπεί σε παιδικούς σταθμούς. Ο κάθε σταθμός λειτουργούσε με κατάλληλο προσωπικό και στην αρχή έμεναν και οι μητέρες που συνόδευαν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Επίσης, τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά φρόντιζαν τα μικρότερα.
Οι παιδικοί σταθμοί αποτελούνταν από μεγάλες αίθουσες, στις οποίες έμεναν 10 περίπου παιδιά (τα αγόρια χωριστά από τα κορίτσια) σε ξεχωριστό κρεβάτι το καθένα. Μέσα ή δίπλα σε κάθε σταθμό υπήρχαν λέσχες, όπου τα παιδιά σιτίζονταν. Επίσης, σε κάθε σχολείο υπήρχαν εργαστήρια, γραφεία των μαθητικών οργανώσεων, αθλητικά και μουσικά όργανα, είδη ζωγραφικής, αίθουσες και μηχανήματα προβολής, ενώ στους μεγάλους παιδικούς σταθμούς λειτουργούσαν ιατρεία με μόνιμο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό (παιδίατροι, παθολόγοι, νοσοκόμες).
Αρχικά, πολλά από τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, όπως στον ύπνο σε κρεβάτι –μιας και στην Ελλάδα κοιμόντουσαν σε ψάθες στο πάτωμα- και στην τήρηση κανόνων υγιεινής – όπως το μπάνιο με σαπούνι και πλύσιμο δοντιών. ( Σέρβος, 2001:242-243)
Όταν τα παιδιά βρέθηκαν εκτός Ελλάδας, δόθηκε μεγάλη έμφαση στην αλληλογραφία τους με τους γονείς ή άλλους συγγενείς στην Ελλάδα. Η επιρροή του Κόμματος στην καθημερινή ζωή των προσφύγων ήταν πολύ μεγάλη. Ακόμη, επιδιώχθηκε τα παιδιά να μετακομίσουν στις χώρες που ζούσαν και οι γονείς τους, αν και αυτό επιτεύχθηκε μετά τη λήξη του εμφυλίου, κυρίως το 1950. Επίσης, τα παιδιά παρακολουθούσαν μαθήματα στην ελληνική και στη γλώσσα της χώρας υποδοχής. (Σέρβος, 2001:237)
Σύμφωνα με την Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων ο αριθμός των παιδιών ανά χώρα ήταν ο εξής : Ρουμανία 5.132, Τσεχοσλοβακία 4.148, Πολωνία 3.590, Ουγγαρία 2.859, Βουλγαρία 672, Σοβιετική Ένωση 1.128, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας 1.300, συνολικά 18.829 παιδιά.
Όσον αφορά τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, οι Έλληνες δάσκαλοι ανελάμβαναν να διαμορφώσουν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης στους μαθητές, σύμφωνα με οδηγίες του Κομουνιστικού Κόμματος. Τους μαθητές καλούσαν να διαβάζουν και να μοχθούν, για την «σοσιαλιστική ανοικοδόμηση» της νέας πατρίδας τους.
Η επιστροφή των παιδιών στις εστίες τους
Όσον αφορά τα παιδιά των παιδοπόλεων της Φρειδερίκης, η επιστροφή τους στην οικογενειακή στέγη ήταν προβληματική λόγω πολιτικών επιπλοκών. Η Επιτροπή του Εράνου αποφάσισε ότι θα μπορούσαν να επιστρέψουν όλοι οι τρόφιμοι, εκτός από εκείνους που ήταν ορφανοί και από τους δύο γονείς η'' «των προς τούτοις εξομοιουμένων», δηλαδή τα παιδιά των οποίων οι γονείς ήταν αντάρτες εντός ή εκτός Ελλάδας, εξόριστοι ή φυλακισμένοι, οι οποίοι θεωρούνταν από τον Έρανο νεκροί. Με λίγα λόγια, θεωρούνταν ορφανά και τα παιδιά που οι γονείς τους ζούσαν, αλλά είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις από την επικρατούσα εθνικόφρονη κυβέρνηση.
Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα παιδιά των εξόριστων και των φυλακισμένων ήταν «περιπλανώμενα η'' άστεγα», θεωρήθηκε αδικαιολόγητη η κράτηση των παιδιών, των οποίων οι γονείς ήταν μέλη του ΔΣΕ στο παρελθόν και ζούσαν, εφόσον η εμφύλια διαμάχη είχε σταματήσει.
Για την κράτηση των παραπάνω παιδιών είχε συνεχιστεί η λειτουργία 13 από τις 53 παιδοπόλεις.
(Βερβενιώτη, 2004:118-119)
Στις 24 Ιουνίου του 1950 έγινε η «τελετή επαναπατρισμού» στην πλατεία Συντάγματος. Σύμφωνα με στοιχεία του Βασιλικού Ιδρύματος, ο αριθμός των παιδιών που επέστρεψαν ήταν 15.000, δηλαδή περίπου τα μισά παιδιά. (Σέρβος, 2001:148)
Ο επαναπατρισμός των παιδιών που είχαν μετακινηθεί στις ανατολικές χώρες ήταν δυσκολότερος, εξαιτίας της διεθνούς πολιτικής εμπλοκής. Η πρώτη αποστολή από 21 παιδιά έφτασε στην Ελλάδα στις 23 Νοεμβρίου 1950. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄50 επέστρεψαν και άλλα παιδιά από χώρες της σοσιαλιστικής επιρροής, αλλά ο συνολικός αριθμός παραμένει άγνωστος. Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα παιδιά παρέμειναν στις λαϊκές δημοκρατίες και τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς πρόσφυγες.
(Βερβενιώτη, 2004:119-120)
Τα παιδιά των παιδουπόλεων φαίνεται πως προσαρμόστηκαν ευκολότερα από τα προσφυγόπουλα, καθώς οι αξίες με τις οποίες είχαν διαπαιδαγωγηθεί ήταν συμβατές με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που συνάντησαν στην επιστροφή τους. Συχνά έτρεφαν αρνητικά αισθήματα προς τους «κομμουνιστές – προδότες» γονείς τους.
Τα περισσότερα παιδιά των φυλακισμένων γυναικών έσμιγαν με τις μητέρες τους μετά την αποφυλάκισή τους. Τα δύο τρίτα των παιδιών της φυλακής μεγάλωσαν χωρίς πατέρα, είτε γιατί είχε πεθάνει ή επειδή ήταν στην εξορία, στη φυλακή ή αγνοούμενος. Οι γονείς που αποφυλακίζονταν ή επέστρεφαν από την εξορία συναντούσαν μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα κατά την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό, αφού χρειάζονταν το διαβόητο ''πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων''. (Mazower, 2004:114-116)
Γυναίκες : Η πολύμορφη δράση τους
Σε δυο από τις πιο γνωστές φωτογραφίες της απαρχής των γεγονότων του Δεκέμβρη απεικονίζονται γυναικείες μορφές.
Η πρώτη τραβήχτηκε στις 3 Δεκέμβρη 1944. Το μοιραίο εκείνο πρωινό η πλατεία του Συντάγματος κατακλύστηκε από πλήθος διαδηλωτών. Η διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα, ο συνολικός απολογισμός ήταν πάνω από διακόσιοι νεκροί και τραυματίες. Στο μαύρο καμβά οργισμένα πλήθη συγκεντρώνονται γύρω από τα πρώτα θύματα. Ανάμεσα στα θύματα και μία γυναίκα.
Η δεύτερη φωτογραφία τραβήχτηκε στο Σύνταγμα την επαύριον, στις 4 του Δεκέμβρη, στο συγκλονιστικό συλλαλητήριο της γενικής απεργίας και κηδείας των θυμάτων της προηγούμενης μέρας. Το σκηνικό με εκατοντάδες θύματα επαναλαμβάνεται. Ο φακός σταματά στις γυναίκες που κρατούν πανό «ποτισμένο» από το αίμα των πρώτων νεκρών που έγραφε: «όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Οι γυναίκες προτάσσονται από το φωτογράφο, όχι τυχαία, καθώς πολλοί από τους διαδηλωτές ήταν νέοι και γυναίκες. Η μαζική συμμετοχή των γυναικών ανησυχεί τους Άγγλους που από εκείνες τις μέρες και καθ' όλη τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη προβάλλουν ισχυρισμούς για εσκεμμένη ενέργεια του ΕΛΑΣ, η οποία αποσκοπούσε να προτάξει τους αμάχους, ώστε να καταστήσει πολιτικά επιζήμια την καταστολή της διαδήλωσης.
Μάλιστα στις 3 Δεκέμβρη του 1944 ο Τσόρτσιλ ετοιμάζει τηλεγράφημα, που τελικά στάλθηκε στις 5 Δεκέμβρη, προς το στρατηγό Σκόμπι με κοινοποίηση προς τον Ουίλσον που αναφέρει: «...Μπορείτε να εφαρμόσετε ό,τι μέτρα θέλετε για τον αυστηρό έλεγχο των δρόμων ή για την σύλληψη οποιουδήποτε αριθμού ταραξιών. Ο ΕΛΑΣ, φυσικά, θα προσπαθήσει να βάλλει γυναίκες και παιδιά σαν εμπροσθοφυλακή, εκεί όπου πιθανό να ριχτεί πυρ ». Στο ίδιο πνεύμα η ημερήσια πρωινή εφημερίδα Ελλάς εκείνες τις μέρες έγραφε: «... Είναι πολύ γνωστή στον ελληνικό λαό η τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τοποθετούν στις πρώτες γραμμές γυναικόπαιδα. Πίσω από τα αθώα αυτά ανθρώπινα προχώματα τα μαχητικά στελέχη που επιτίθενται και πυροβολούν κατά των αστυνομικών...».
Είναι προφανές πως αυτό που προβλημάτιζε τους εκπροσώπους του βρετανικού ιμπεριαλισμού και του συνόλου του αστικού πολιτικού φάσματος ήταν η εκδήλωση ενός μεγάλου εργατικού-λαϊκού κινήματος, στο οποίο συμμετείχαν άνθρωποι των δύο φύλων, κάθε εθνικής καταγωγής και όλων των ηλικιών. Όπως ομολόγησε ένα χρόνο αργότερα, ο Θεμ. Τσάτσος, «επιστρατεύοντας» ένα χλευασμό που αδυνατούσε να κρύψει την ταραχή του για τη διαμορφωμένη κατάσταση: «Μια μεγάλη κομμουνιστική διαδήλωση με αρμένηδες και με τσιγγάνους, με γέρους και με παιδιά, μα και με άφθονες "ομάδες προστασίας", ξεχύνεται στους δρόμους. Αν ο Γ. Παπανδρέου έπεφτε, καμμία Κυβέρνησις δε θα συγκρατούσε την κατάσταση. Το φάσμα της οχλοκρατίας έτρεχε μέσα στους δρόμους της Αθήνας.»
Ιστορική διαμόρφωση του κινήματος για τα δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών και η συμβολή του ΚΚΕ
Από τα παραπάνω προκύπτει το εξής ερώτημα: Πώς φτάσαμε σε αυτή τη μαζική πολιτική στράτευση των γυναικών; Η απάντηση του δοσμένου ερωτήματος προϋποθέτει την κατανόηση της ιστορικής πορείας του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας. Επίσης η όποια πιθανή απάντηση θα είναι άστοχη αν δε συνυπολογίζει :
α) την ιδιαίτερη θέση των γυναικών στην παραγωγή, αλλά και στην αναπαραγωγή της άμεσης ζωής,
β) το φαινόμενο της γυναικείας ανισοτιμίας με ιστορία χιλιάδων χρόνων που πηγάζει από τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης και είναι σύμφυτο με όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες,
γ) τη διαμορφωμένη θέση των γυναικών στην ιστορία που καθορίστηκε από το σύμπλεγμα οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών ανισοτιμιών και διακρίσεων,
δ) τις βαθιά ριζωμένες στη συνείδηση αναχρονιστικές αντίλήψεις για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας.
Η σύλληψη αυτής της πραγματικότητας ενέχει και την απάντηση στο γιατί η μελέτη της συμπεριφοράς των γυναικών σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όχι απλώς ως πρόσωπα που βιώνουν κάθε τραγωδία του πολέμου αλλά συνδημιουργούν την Ιστορία, εμπεριέχει στην αρχή αρκετή δυσπιστία και στη συνέχεια απέραντο θαυμασμό, τέτοιο, που καθιστά δύσκολη την καταγραφή, χωρίς το συναισθηματισμό του μελετητή και τη μυθοποίηση των πράξεών τους.
Για να επικεντρωθούμε στη μελέτη της πολιτικής δραστηριοποίησης των γυναικών είναι απαραίτητο αυτή να τοποθετηθεί στο ιστορικό πλαίσιο της εξεταζόμενης εποχής.
Η δική μας αφετηρία στις παραμονές της Κατοχής βρίσκει το μεγαλύτερο μέρος των γυναικών στο περιθώριο. Η πλειοψηφία των γυναικών ζει στην ύπαιθρο και ασχολείται με αγροτικές δουλειές. Στις πόλεις η ένταξη των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία οδηγεί στην εμφάνιση τάσεων ριζοσπαστικοποίησής τους, κυρίως στη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα ένας μικρός αρχικά αριθμός γυναικών να αμφισβητεί το κυρίαρχο πλαίσιο της εποχής. Σε αυτό συνέβαλε και η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), το οποίο προέταξε αιτήματα χειραφέτησης των εργαζόμενων γυναικών και πρωτοστάτησε στη συνδικαλιστική και πολιτική τους οργάνωση. Οι αγωνιζόμενες γυναίκες ήταν ακόμα λίγες, στην πραγματικότητα μια ισχνή μειοψηφία, αλλά το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, μιας κοινωνίας όπου και οι ίδιες θα είναι ισότιμες εταίροι των αντρών τις συνέπαιρνε.
*** ΣΗΜΕΙΩΣΗ :
Αμέσως με την ίδρυσή του το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ) προωθεί αιτήματα χειραφέτησης των εργαζόμενων γυναικών. Στο 1ο ιδρυτικό του συνέδριο (4-10/17-23 Νοέμβρη 1918) ανάμεσα στα άλλα υπήρχαν και τα παρακάτω αιτήματα:
1) Το δικαίωμα της ψηφοφορίας και της εκλογής σε άνδρες και γυναίκες για κάθε είδος εκλογής
2) Πλήρη αστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση των γυναικών προς τους άνδρες.
3) Κατάργηση όλων των νόμων που περιορίζουν τα δικαιώματα της γυναικός και τον νόθου παιδιού (σημείο 12),
4) Ίδρυση χωριστών φυλακών για ανήλικους και γυναίκες και για τα πολιτικά αδικήματα (σημείο 14).
5) Τη με νόμο απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας για παιδιά και γυναίκες.
6) Τη με νόμο υποχρέωση των δήμων και κοινοτήτων να συντηρούν γυναικολογικά μαιευτήρια για τις γυναίκες των εργατών, με πλήρεις αποδοχές για 8 εβδομάδες πριν και 8 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
7) Την καθιέρωση του πολιτικού γάμου.
Τα οικονομικά επιτεύγματα της ΕΣΣΔ και ο αναβαθμισμένος ρόλος της γυναίκας στη σοσιαλιστική κοινωνία αύξησε τη γοητεία που ασκούσε η κομμουνιστική ιδεολογία, αντικρούοντας τα χυδαία αντικομμουνιστικά επιχειρήματα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας για το μέλλον που επιφύλασσαν στις γυναίκες οι κομμουνιστές, στην περίπτωση που καταλάμβαναν την εξουσία. Αντικειμενικά όμως φορείς των νέων αυτών ιδεών και γνώστες των επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης γινόταν ένα πολύ μικρό ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού κυρίως στους κόλπους της διανόησης και των εξαιρετικά λίγων συνδικαλισμένων εργατριών. Επίσης, με δεδομένη την περιορισμένη προλεταριοποίηση, καθώς στα αστικά κέντρα οι γυναίκες μόλις είχαν αρχίσει να εργάζονται στα υφαντουργεία, στα καπνεργοστάσια, ως ζαχαροπλάστριες, ραφτεργάτριες, κορδελιάστρες, πουκαμισούδες, οικοδιδασκάλισσες, νοσοκόμες, υπηρέτριες, δουλεύοντας ατελείωτες ώρες για μεροκάματο τιποτένιο, η ριζοσπαστικοποίησή τους εξακολουθούσε να έχει πολύ βραδύ ρυθμό και να υστερεί συγκριτικά με αυτή των αντρών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι γυναίκες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παρέμειναν αποκλεισμένες από την κοινωνική παραγωγική εργασία και περιορισμένες στην οικιακή εργασία, ζώντας ζωή χωρίς δικαιώματα, μια ζωή αδιάκοπου μόχθου, ζωή «κρυφή» στο σπίτι με την απόλυτη κυριαρχία των συζύγων, στη σκιά του πατέρα, του αδελφού, με πολύ μεγάλο ποσοστό του γυναικείου αναλφαβητισμού που έφτανε σχεδόν στο 1/3.
Με την τριπλή φασιστική εισβολή το ΚΚΕ αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ενός οργανωτικού κομματικού άλματος ειδικά όσον αφορά στις γυναίκες. Στα χρόνια που ακολουθούν οι γυναίκες αρχίζουν να αμφισβητούν το πεπρωμένο τους σε ένα πολεμικό πλαίσιο που οξύνει όλες τις αντιθέσεις. Ωθούμενες από τις αντικειμενικές συνθήκες, τα αξεπέραστα καθημερινά προβλήματα, την ογκούμενη αγανάκτηση, την πείνα και τα αμέτρητα δεινά, ξεπερνούν τα εμπόδια και βοηθούμενες από το κόμμα της εργατικής τάξης ανταποκρίνονται στο κάλεσμα για τον απελευθερωτικό αγώνα. Θεωρώντας πως δεν μπορεί να αναπτυχθεί απελευθερωτικό κίνημα χωρίς τη μαζική συμμετοχή των γυναικών το ΚΚΕ αναπτύσσει ιδιαίτερη δουλειά στις γυναίκες καταφέρνοντας να εξουδετερώσει το διαχωρισμό του αγώνα σε γυναικείο και αντρικό.
Ο αγώνας αντρών και γυναικών γίνεται ενιαίος. Και όπως οι άντρες, οι γυναίκες συνδέονται με ένδοξες ημερομηνίες και γεγονότα. Όλες οι οργανωτικές αποφάσεις που έχουν σχέση με τις γυναίκες, η εξειδίκευση της γενικής πολιτικής του ΚΚΕ στις γυναίκες, τα ειδικά μέτρα, όπως η συγκρότηση γυναικείων οργανώσεων και τμημάτων, η έκδοση ειδικών εφημερίδων, η διοργάνωση εκδηλώσεων είχαν μία και μοναδική επιδίωξη: να διαφωτίσουν, να οργανώσουν, να τις τραβήξουν στη δράση, να διευρύνουν και να σταθεροποιήσουν τη συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα. Μέσα από αυτές τις διεργασίες οι γυναίκες σταδιακά συνειδητοποιούσαν πως είχαν τα ίδια καθήκοντα, υποχρεώσεις και δικαιώματα στη ζωή μαζί με τον άντρα, αποκτούσαν αυτοσυνείδηση και μαζί με αυτή συνείδηση της ταξικής τους υπόστασης. Στην Αθήνα στη ροή των κατοχικών γεγονότων και καταστάσεων η γυναικεία παρουσία απλώνεται. Βρίσκουμε τη γυναίκα με το όπλο στο χέρι, στην Εθνική Πολιτοφυλακή, στη διαδήλωση να καλύπτει τα τανκς, να στέκεται όρθια στα εκτελεστικά αποσπάσματα, να υφαίνει, να πλένει μέρα νύχτα για τους αντάρτες, να μεταφέρει τον παράνομο Τύπο, να κρύβει αγωνιστές, να περιθάλπει πληγές τραυματιών, ως σύνδεσμος να μεταφέρει πληροφορίες, να φροντίζει για το καθημερινό συσσίτιο, να παραδίδει μαθήματα, τη συναντάμε στις απεργίες, στα σαμποτάζ με το εργατικό ΕΑΜ, με τα θρυλικά χωνιά να ξεσηκώνει το λαό της Αθήνας. Στον απελευθερωτικό αγώνα πλειοψηφούν οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της χειραφέτησης αφορούσε και τις γυναίκες της αστικής τάξης, τα παραδείγματα συμμετοχής τους στην αντίσταση είναι μεμονωμένα. Η πλειονότητα αυτών των γυναικών ακολούθησε την τάξη τους που είτε συνεργάστηκε με τα στρατεύματα κατοχής είτε έμεινε άπραγη, περιμένοντας τη στιγμή μιας νέας νομής της αστικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων πλήρωναν τη συνειδητή τους δράση με φυλακίσεις, εξορίες, αλλά και με την ίδια τους τη ζωή. Στη μάχη ενάντια στη χιτλερική επιστράτευση, που άρχισε με τη συντονισμένη απεργία και διαδήλωση στις 24 του Φλεβάρη όταν οι εργατοϋπάλληλοι σταμάτησαν την εργασία τους και εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας, η ΕΠΟΝίτισσα Νίκη (πριν μία μέρα είχε ιδρυθεί η ΕΠΟΝ) ήταν η πρώτη ομιλήτρια, γεγονός που υποδεικνύει και τη βαρύτητα που απέδιδε η ΕΠΟΝ στην οργάνωση των νέων γυναικών.
Στο μεγάλο συλλαλητήριο της Αθήνας στις 22 Ιούλη 1943 ενάντια στην κάθοδο των Βουλγάρων στη Μακεδονία μια 17χρονη ξανθιά κοπέλα με τη σημαία στάθηκε μπροστά στα γερμανικά τανκς. Ήταν η ΕΠΟΝίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου. Το τανκ πέρασε πάνω της, παρασύροντας μαζί και άλλους νέους, δευτερόλεπτα αργότερα μια άλλη ΕΠΟΝίτισσα, η Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Φιλολογίας, σκαρφάλωσε στο «σιδερένιο Θεριό» κι άρχισε με το παπούτσι της να χτυπάει το δολοφόνο ώσπου μια ριπή τη θέρισε. Στην οδό Αμερικής η 23χρονη Όλγα Μπακόλα*** ανέβηκε στο τανκ προσπαθώντας να πάρει το όπλο του Γερμανού. Τραυματίζεται με καταιγισμό από σφαίρες και καταλήγει μετά από πέντε μέρες.
*** Όλγα Μπακόλα, υφαντουργίνα. Μέλος της ΟΚΝΕ απ' το 1933. Είναι απ' τους οργανωτές του σωματείου Υφαντουργών στη Ν. Ιωνία. Το 1934-1935 γραμματέας της Αχτιδικής Επιτροπής ΚΝ Λάρισας, Σπούδασε στη Σοβιετική Ένωση. Πήρε μέρος σ' όλους τους αγώνες της Κατοχής» (Βασίλη Γ. Μπαρτζιώτα, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα. Μερικοί βασικοί σταθμοί της ιστορίας της ΚΟΑ του ΚΚΕ, σελ. 137, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1984).
Σ’ αυτή τη διαδήλωση έπεσαν νεκροί και πολλοί άλλοι νέοι όπως η φοιτήτρια Αντωνιάδου. Όσο περισσότερο διαφαίνεται η ήττα του φασιστικού άξονα τόσο εντείνονται οι διωγμοί των Γερμανών Ναζί και των συνεργατών τους και τόσο περισσότερες γυναίκες διακρίνονται ως μάρτυρες της ΕΑΜικής Αντίστασης. Το Φλεβάρη του 1944 η Ειδική Ασφάλεια εισέβαλε στο Εθνικό Θέατρο της Αθήνας και συνέλαβε είκοσι υπαλλήλους-γυναίκες μέλη του ΕΑΜ. Οι γυναίκες στην αρχή οδηγήθηκαν στις φυλακές Χατζηκώστα και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι. Αργότερα οι δεκαέξι από αυτές στάλθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κρατούμενων. Οι δυνάμεις κατοχής κλιμάκωναν τις επιθέσεις τους με τα μπλόκα και τις εκτελέσεις χωρίς να εξαιρείται και ο γυναικείος πληθυσμός. Νεκρές από την επίθεση στην Κοκκινιά στις 6-9 Μάρτη 1944 ήταν οι Αντωνιάδου Βικτώρια μέλος του ΕΑΜ, Γιακαλή Νίκη εργαζομένη στα υφαντουργεία, Καπουσόγλου Βασιλεία τραπεζική υπάλληλος, στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ.
Στις 3 Μάη 1944, πέντε γυναίκες κρατούμενες στις φυλακές Χατζηκώστα για την αντιστασιακή τους δράση στήθηκαν στο απόσπασμα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Υπήρξαν οι πρώτες εκτελεσμένες γυναίκες στο σκοπευτήριο. Ηταν η Χατζηδάκη Φρόσω, Χατζηδάκη Μαρία (κόρη της Φρόσως), Ντερή Στέλλα, Ανυσίου Ασπασία, Χωραφά Φίφη. Τις καυτές μέρες του Ιούλη του 1944 μία γυναίκα 32 χρονών, στέλεχος της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ, έπεφτε στα χέρια των κατακτητών στην οδό Αχαρνών. Βασανίζεται στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» από την ομάδα Παρθενίου-Λάμπου που σκόπευε να αποσπάσει πληροφορίες για το μηχανισμό εκτύπωσης και διανομής αντιστασιακού Τύπου. Στο μαρτύριο της που κράτησε ένα μερόνυχτο είπε μόνο δύο φράσεις: «Είμαι Ελληνίδα, Υπηρετώ την Ελλάδα.» Ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου - Αργότερα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση καθιερώνει το Παράσημο Ηλέκτρα Αποστόλου που αποτελούσε τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση για τις γυναίκες μαχήτριες του ΔΣΕ.
Αργότερα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση καθιερώνει το Παράσημο Ηλέκτρα Αποστόλου που αποτελούσε τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση για τις γυναίκες μαχήτριες του ΔΣΕ.Εξίσου καθοριστικές ήταν οι υπηρεσίες που προσέφεραν οι γυναίκες στον αγώνα μέσω των ειδικών αποστολών. Στο μηχανισμό του ΚΣ της ΕΠΟΝ ήταν η φτερωτή Ελευθερία (το πραγματικό όνομα Νίτσα) που έφερνε τα νέα από τα εργοστάσια, η ίδια δούλευε στο εργοστάσιο του Λαναρά ως υφαντουργίνα.
Μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ βρήκαν έκφραση και οι γυναίκες της διανόησης και των τεχνών καθώς στρατεύτηκαν στην υπόθεση του αντιφασιστικού αγώνα πρώτα ως άνθρωποι με τη φυσική τους παρουσία και στη συνέχεια μέσα από το έργο τους με τη βαθύτερη διανοητική και καλλιτεχνική οπτική τους.
Η Ρόζα Ιμβριώτη βρίσκεται στους πρωτεργάτες της ίδρυσης της ΕΠΟΝ και αναλαμβάνει να παραδίδει μαθήματα σοσιαλισμού και αγωνιστικότητας στους νεαρούς ΕΠΟΝίτες. Στην πρώτη συντακτική επιτροπή της Νέας Γενιάς, του περιοδικού της ΕΠΟΝ, μετείχαν οι Ηλέκτρα Αποστόλου, Μαρία Σβώλου, Ρόζα Ιμβριώτη. Σε μία από τις σημαντικές και αγαπητές εφημερίδες εκείνης της περιόδου, την εφημερίδα Σοβιετικά Νέα, η συντακτική επιτροπή συμπεριλάμβανε γυναικεία ομάδα με τις Μέλπω Αξιώτη, Διδώ Σωτηρίου, Λιούντα Μάντακα, Έλλη Παππά.
Ανάμεσα στις γυναίκες του θεάτρου διακρίνουμε τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Αλέκα Παΐζη, τη Μαλένα Ανουσάκη, την Ντιριντάουα (καλλιτεχνικό όνομα της Καίτης Οικονόμου), την Ολυμπία Παπαδούκα. Η Ευγενία Μπαστουνοπούλου (Λαμπρινού), η Βάσω Ξηρού στάλθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Μαρία Χατζοπούλου (Μανταλένα), Βάσω Αργυριάδη-Σταυροπούλου, Σοφία Μαυρίδη εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.
Η πολύμορφη αντιστασιακή δράση οδηγεί εκατοντάδες γυναίκες στα κρατητήρια. Στο Εμπειρίκιο συναντάμε: «Γυναίκες, γυναίκες παντού. Στις σκάλες, στους διαδρόμους, με γραφική στολή νησιώτισσες, παχουλές όλων των ηλικιών. Ήταν Σαμιώτισσες, Κρητικές και Μυτιληνιές. Τις είχαν πιάσει επειδή έκρυβαν Εγγλέζους. Ήταν εκεί η Βασιλεία Παπαρήγα με τα πανέξυπνα μάτια της παλιάς Κομμουνίστριας εργάτρια στα καπνά και εξόριστη στην Κίμωλο επί Μεταξά, Ελένη Ρουσάκη-Κουλαμπά.., Η Κική Κανελέα, η Ασπασία Παπαθανασίου κοριτσάκι σχεδόν,... η αγαπημένη Δανάη (ήταν γερμανοκρατούμενη) και η φωνή της η τρυφερή μάς απάλαινε. Τραγουδούσε με τις ώρες... Ο απόηχος από τα γεγονότα του έξω κόσμου ερχόταν σε εμάς με τις καινούργιες κρατούμενες και όσο ο αγώνας φούντωνε τόσο γέμιζαν οι φυλακές,...
Η πρώτη τραβήχτηκε στις 3 Δεκέμβρη 1944. Το μοιραίο εκείνο πρωινό η πλατεία του Συντάγματος κατακλύστηκε από πλήθος διαδηλωτών. Η διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα, ο συνολικός απολογισμός ήταν πάνω από διακόσιοι νεκροί και τραυματίες. Στο μαύρο καμβά οργισμένα πλήθη συγκεντρώνονται γύρω από τα πρώτα θύματα. Ανάμεσα στα θύματα και μία γυναίκα.
Η δεύτερη φωτογραφία τραβήχτηκε στο Σύνταγμα την επαύριον, στις 4 του Δεκέμβρη, στο συγκλονιστικό συλλαλητήριο της γενικής απεργίας και κηδείας των θυμάτων της προηγούμενης μέρας. Το σκηνικό με εκατοντάδες θύματα επαναλαμβάνεται. Ο φακός σταματά στις γυναίκες που κρατούν πανό «ποτισμένο» από το αίμα των πρώτων νεκρών που έγραφε: «όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Οι γυναίκες προτάσσονται από το φωτογράφο, όχι τυχαία, καθώς πολλοί από τους διαδηλωτές ήταν νέοι και γυναίκες. Η μαζική συμμετοχή των γυναικών ανησυχεί τους Άγγλους που από εκείνες τις μέρες και καθ' όλη τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη προβάλλουν ισχυρισμούς για εσκεμμένη ενέργεια του ΕΛΑΣ, η οποία αποσκοπούσε να προτάξει τους αμάχους, ώστε να καταστήσει πολιτικά επιζήμια την καταστολή της διαδήλωσης.
Μάλιστα στις 3 Δεκέμβρη του 1944 ο Τσόρτσιλ ετοιμάζει τηλεγράφημα, που τελικά στάλθηκε στις 5 Δεκέμβρη, προς το στρατηγό Σκόμπι με κοινοποίηση προς τον Ουίλσον που αναφέρει: «...Μπορείτε να εφαρμόσετε ό,τι μέτρα θέλετε για τον αυστηρό έλεγχο των δρόμων ή για την σύλληψη οποιουδήποτε αριθμού ταραξιών. Ο ΕΛΑΣ, φυσικά, θα προσπαθήσει να βάλλει γυναίκες και παιδιά σαν εμπροσθοφυλακή, εκεί όπου πιθανό να ριχτεί πυρ ». Στο ίδιο πνεύμα η ημερήσια πρωινή εφημερίδα Ελλάς εκείνες τις μέρες έγραφε: «... Είναι πολύ γνωστή στον ελληνικό λαό η τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τοποθετούν στις πρώτες γραμμές γυναικόπαιδα. Πίσω από τα αθώα αυτά ανθρώπινα προχώματα τα μαχητικά στελέχη που επιτίθενται και πυροβολούν κατά των αστυνομικών...».
Είναι προφανές πως αυτό που προβλημάτιζε τους εκπροσώπους του βρετανικού ιμπεριαλισμού και του συνόλου του αστικού πολιτικού φάσματος ήταν η εκδήλωση ενός μεγάλου εργατικού-λαϊκού κινήματος, στο οποίο συμμετείχαν άνθρωποι των δύο φύλων, κάθε εθνικής καταγωγής και όλων των ηλικιών. Όπως ομολόγησε ένα χρόνο αργότερα, ο Θεμ. Τσάτσος, «επιστρατεύοντας» ένα χλευασμό που αδυνατούσε να κρύψει την ταραχή του για τη διαμορφωμένη κατάσταση: «Μια μεγάλη κομμουνιστική διαδήλωση με αρμένηδες και με τσιγγάνους, με γέρους και με παιδιά, μα και με άφθονες "ομάδες προστασίας", ξεχύνεται στους δρόμους. Αν ο Γ. Παπανδρέου έπεφτε, καμμία Κυβέρνησις δε θα συγκρατούσε την κατάσταση. Το φάσμα της οχλοκρατίας έτρεχε μέσα στους δρόμους της Αθήνας.»
Ιστορική διαμόρφωση του κινήματος για τα δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών και η συμβολή του ΚΚΕ
Από τα παραπάνω προκύπτει το εξής ερώτημα: Πώς φτάσαμε σε αυτή τη μαζική πολιτική στράτευση των γυναικών; Η απάντηση του δοσμένου ερωτήματος προϋποθέτει την κατανόηση της ιστορικής πορείας του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας. Επίσης η όποια πιθανή απάντηση θα είναι άστοχη αν δε συνυπολογίζει :
α) την ιδιαίτερη θέση των γυναικών στην παραγωγή, αλλά και στην αναπαραγωγή της άμεσης ζωής,
β) το φαινόμενο της γυναικείας ανισοτιμίας με ιστορία χιλιάδων χρόνων που πηγάζει από τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης και είναι σύμφυτο με όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες,
γ) τη διαμορφωμένη θέση των γυναικών στην ιστορία που καθορίστηκε από το σύμπλεγμα οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών ανισοτιμιών και διακρίσεων,
δ) τις βαθιά ριζωμένες στη συνείδηση αναχρονιστικές αντίλήψεις για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας.
Η σύλληψη αυτής της πραγματικότητας ενέχει και την απάντηση στο γιατί η μελέτη της συμπεριφοράς των γυναικών σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όχι απλώς ως πρόσωπα που βιώνουν κάθε τραγωδία του πολέμου αλλά συνδημιουργούν την Ιστορία, εμπεριέχει στην αρχή αρκετή δυσπιστία και στη συνέχεια απέραντο θαυμασμό, τέτοιο, που καθιστά δύσκολη την καταγραφή, χωρίς το συναισθηματισμό του μελετητή και τη μυθοποίηση των πράξεών τους.
Για να επικεντρωθούμε στη μελέτη της πολιτικής δραστηριοποίησης των γυναικών είναι απαραίτητο αυτή να τοποθετηθεί στο ιστορικό πλαίσιο της εξεταζόμενης εποχής.
Η δική μας αφετηρία στις παραμονές της Κατοχής βρίσκει το μεγαλύτερο μέρος των γυναικών στο περιθώριο. Η πλειοψηφία των γυναικών ζει στην ύπαιθρο και ασχολείται με αγροτικές δουλειές. Στις πόλεις η ένταξη των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία οδηγεί στην εμφάνιση τάσεων ριζοσπαστικοποίησής τους, κυρίως στη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα ένας μικρός αρχικά αριθμός γυναικών να αμφισβητεί το κυρίαρχο πλαίσιο της εποχής. Σε αυτό συνέβαλε και η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), το οποίο προέταξε αιτήματα χειραφέτησης των εργαζόμενων γυναικών και πρωτοστάτησε στη συνδικαλιστική και πολιτική τους οργάνωση. Οι αγωνιζόμενες γυναίκες ήταν ακόμα λίγες, στην πραγματικότητα μια ισχνή μειοψηφία, αλλά το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, μιας κοινωνίας όπου και οι ίδιες θα είναι ισότιμες εταίροι των αντρών τις συνέπαιρνε.
*** ΣΗΜΕΙΩΣΗ :
Αμέσως με την ίδρυσή του το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ) προωθεί αιτήματα χειραφέτησης των εργαζόμενων γυναικών. Στο 1ο ιδρυτικό του συνέδριο (4-10/17-23 Νοέμβρη 1918) ανάμεσα στα άλλα υπήρχαν και τα παρακάτω αιτήματα:
1) Το δικαίωμα της ψηφοφορίας και της εκλογής σε άνδρες και γυναίκες για κάθε είδος εκλογής
2) Πλήρη αστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξίσωση των γυναικών προς τους άνδρες.
3) Κατάργηση όλων των νόμων που περιορίζουν τα δικαιώματα της γυναικός και τον νόθου παιδιού (σημείο 12),
4) Ίδρυση χωριστών φυλακών για ανήλικους και γυναίκες και για τα πολιτικά αδικήματα (σημείο 14).
5) Τη με νόμο απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας για παιδιά και γυναίκες.
6) Τη με νόμο υποχρέωση των δήμων και κοινοτήτων να συντηρούν γυναικολογικά μαιευτήρια για τις γυναίκες των εργατών, με πλήρεις αποδοχές για 8 εβδομάδες πριν και 8 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
7) Την καθιέρωση του πολιτικού γάμου.
Τα οικονομικά επιτεύγματα της ΕΣΣΔ και ο αναβαθμισμένος ρόλος της γυναίκας στη σοσιαλιστική κοινωνία αύξησε τη γοητεία που ασκούσε η κομμουνιστική ιδεολογία, αντικρούοντας τα χυδαία αντικομμουνιστικά επιχειρήματα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας για το μέλλον που επιφύλασσαν στις γυναίκες οι κομμουνιστές, στην περίπτωση που καταλάμβαναν την εξουσία. Αντικειμενικά όμως φορείς των νέων αυτών ιδεών και γνώστες των επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης γινόταν ένα πολύ μικρό ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού κυρίως στους κόλπους της διανόησης και των εξαιρετικά λίγων συνδικαλισμένων εργατριών. Επίσης, με δεδομένη την περιορισμένη προλεταριοποίηση, καθώς στα αστικά κέντρα οι γυναίκες μόλις είχαν αρχίσει να εργάζονται στα υφαντουργεία, στα καπνεργοστάσια, ως ζαχαροπλάστριες, ραφτεργάτριες, κορδελιάστρες, πουκαμισούδες, οικοδιδασκάλισσες, νοσοκόμες, υπηρέτριες, δουλεύοντας ατελείωτες ώρες για μεροκάματο τιποτένιο, η ριζοσπαστικοποίησή τους εξακολουθούσε να έχει πολύ βραδύ ρυθμό και να υστερεί συγκριτικά με αυτή των αντρών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι γυναίκες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παρέμειναν αποκλεισμένες από την κοινωνική παραγωγική εργασία και περιορισμένες στην οικιακή εργασία, ζώντας ζωή χωρίς δικαιώματα, μια ζωή αδιάκοπου μόχθου, ζωή «κρυφή» στο σπίτι με την απόλυτη κυριαρχία των συζύγων, στη σκιά του πατέρα, του αδελφού, με πολύ μεγάλο ποσοστό του γυναικείου αναλφαβητισμού που έφτανε σχεδόν στο 1/3.
Με την τριπλή φασιστική εισβολή το ΚΚΕ αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ενός οργανωτικού κομματικού άλματος ειδικά όσον αφορά στις γυναίκες. Στα χρόνια που ακολουθούν οι γυναίκες αρχίζουν να αμφισβητούν το πεπρωμένο τους σε ένα πολεμικό πλαίσιο που οξύνει όλες τις αντιθέσεις. Ωθούμενες από τις αντικειμενικές συνθήκες, τα αξεπέραστα καθημερινά προβλήματα, την ογκούμενη αγανάκτηση, την πείνα και τα αμέτρητα δεινά, ξεπερνούν τα εμπόδια και βοηθούμενες από το κόμμα της εργατικής τάξης ανταποκρίνονται στο κάλεσμα για τον απελευθερωτικό αγώνα. Θεωρώντας πως δεν μπορεί να αναπτυχθεί απελευθερωτικό κίνημα χωρίς τη μαζική συμμετοχή των γυναικών το ΚΚΕ αναπτύσσει ιδιαίτερη δουλειά στις γυναίκες καταφέρνοντας να εξουδετερώσει το διαχωρισμό του αγώνα σε γυναικείο και αντρικό.
Ο αγώνας αντρών και γυναικών γίνεται ενιαίος. Και όπως οι άντρες, οι γυναίκες συνδέονται με ένδοξες ημερομηνίες και γεγονότα. Όλες οι οργανωτικές αποφάσεις που έχουν σχέση με τις γυναίκες, η εξειδίκευση της γενικής πολιτικής του ΚΚΕ στις γυναίκες, τα ειδικά μέτρα, όπως η συγκρότηση γυναικείων οργανώσεων και τμημάτων, η έκδοση ειδικών εφημερίδων, η διοργάνωση εκδηλώσεων είχαν μία και μοναδική επιδίωξη: να διαφωτίσουν, να οργανώσουν, να τις τραβήξουν στη δράση, να διευρύνουν και να σταθεροποιήσουν τη συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα. Μέσα από αυτές τις διεργασίες οι γυναίκες σταδιακά συνειδητοποιούσαν πως είχαν τα ίδια καθήκοντα, υποχρεώσεις και δικαιώματα στη ζωή μαζί με τον άντρα, αποκτούσαν αυτοσυνείδηση και μαζί με αυτή συνείδηση της ταξικής τους υπόστασης. Στην Αθήνα στη ροή των κατοχικών γεγονότων και καταστάσεων η γυναικεία παρουσία απλώνεται. Βρίσκουμε τη γυναίκα με το όπλο στο χέρι, στην Εθνική Πολιτοφυλακή, στη διαδήλωση να καλύπτει τα τανκς, να στέκεται όρθια στα εκτελεστικά αποσπάσματα, να υφαίνει, να πλένει μέρα νύχτα για τους αντάρτες, να μεταφέρει τον παράνομο Τύπο, να κρύβει αγωνιστές, να περιθάλπει πληγές τραυματιών, ως σύνδεσμος να μεταφέρει πληροφορίες, να φροντίζει για το καθημερινό συσσίτιο, να παραδίδει μαθήματα, τη συναντάμε στις απεργίες, στα σαμποτάζ με το εργατικό ΕΑΜ, με τα θρυλικά χωνιά να ξεσηκώνει το λαό της Αθήνας. Στον απελευθερωτικό αγώνα πλειοψηφούν οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της χειραφέτησης αφορούσε και τις γυναίκες της αστικής τάξης, τα παραδείγματα συμμετοχής τους στην αντίσταση είναι μεμονωμένα. Η πλειονότητα αυτών των γυναικών ακολούθησε την τάξη τους που είτε συνεργάστηκε με τα στρατεύματα κατοχής είτε έμεινε άπραγη, περιμένοντας τη στιγμή μιας νέας νομής της αστικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων πλήρωναν τη συνειδητή τους δράση με φυλακίσεις, εξορίες, αλλά και με την ίδια τους τη ζωή. Στη μάχη ενάντια στη χιτλερική επιστράτευση, που άρχισε με τη συντονισμένη απεργία και διαδήλωση στις 24 του Φλεβάρη όταν οι εργατοϋπάλληλοι σταμάτησαν την εργασία τους και εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας, η ΕΠΟΝίτισσα Νίκη (πριν μία μέρα είχε ιδρυθεί η ΕΠΟΝ) ήταν η πρώτη ομιλήτρια, γεγονός που υποδεικνύει και τη βαρύτητα που απέδιδε η ΕΠΟΝ στην οργάνωση των νέων γυναικών.
Στο μεγάλο συλλαλητήριο της Αθήνας στις 22 Ιούλη 1943 ενάντια στην κάθοδο των Βουλγάρων στη Μακεδονία μια 17χρονη ξανθιά κοπέλα με τη σημαία στάθηκε μπροστά στα γερμανικά τανκς. Ήταν η ΕΠΟΝίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου. Το τανκ πέρασε πάνω της, παρασύροντας μαζί και άλλους νέους, δευτερόλεπτα αργότερα μια άλλη ΕΠΟΝίτισσα, η Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Φιλολογίας, σκαρφάλωσε στο «σιδερένιο Θεριό» κι άρχισε με το παπούτσι της να χτυπάει το δολοφόνο ώσπου μια ριπή τη θέρισε. Στην οδό Αμερικής η 23χρονη Όλγα Μπακόλα*** ανέβηκε στο τανκ προσπαθώντας να πάρει το όπλο του Γερμανού. Τραυματίζεται με καταιγισμό από σφαίρες και καταλήγει μετά από πέντε μέρες.
*** Όλγα Μπακόλα, υφαντουργίνα. Μέλος της ΟΚΝΕ απ' το 1933. Είναι απ' τους οργανωτές του σωματείου Υφαντουργών στη Ν. Ιωνία. Το 1934-1935 γραμματέας της Αχτιδικής Επιτροπής ΚΝ Λάρισας, Σπούδασε στη Σοβιετική Ένωση. Πήρε μέρος σ' όλους τους αγώνες της Κατοχής» (Βασίλη Γ. Μπαρτζιώτα, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα. Μερικοί βασικοί σταθμοί της ιστορίας της ΚΟΑ του ΚΚΕ, σελ. 137, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1984).
Σ’ αυτή τη διαδήλωση έπεσαν νεκροί και πολλοί άλλοι νέοι όπως η φοιτήτρια Αντωνιάδου. Όσο περισσότερο διαφαίνεται η ήττα του φασιστικού άξονα τόσο εντείνονται οι διωγμοί των Γερμανών Ναζί και των συνεργατών τους και τόσο περισσότερες γυναίκες διακρίνονται ως μάρτυρες της ΕΑΜικής Αντίστασης. Το Φλεβάρη του 1944 η Ειδική Ασφάλεια εισέβαλε στο Εθνικό Θέατρο της Αθήνας και συνέλαβε είκοσι υπαλλήλους-γυναίκες μέλη του ΕΑΜ. Οι γυναίκες στην αρχή οδηγήθηκαν στις φυλακές Χατζηκώστα και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι. Αργότερα οι δεκαέξι από αυτές στάλθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κρατούμενων. Οι δυνάμεις κατοχής κλιμάκωναν τις επιθέσεις τους με τα μπλόκα και τις εκτελέσεις χωρίς να εξαιρείται και ο γυναικείος πληθυσμός. Νεκρές από την επίθεση στην Κοκκινιά στις 6-9 Μάρτη 1944 ήταν οι Αντωνιάδου Βικτώρια μέλος του ΕΑΜ, Γιακαλή Νίκη εργαζομένη στα υφαντουργεία, Καπουσόγλου Βασιλεία τραπεζική υπάλληλος, στέλεχος του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ.
Στις 3 Μάη 1944, πέντε γυναίκες κρατούμενες στις φυλακές Χατζηκώστα για την αντιστασιακή τους δράση στήθηκαν στο απόσπασμα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Υπήρξαν οι πρώτες εκτελεσμένες γυναίκες στο σκοπευτήριο. Ηταν η Χατζηδάκη Φρόσω, Χατζηδάκη Μαρία (κόρη της Φρόσως), Ντερή Στέλλα, Ανυσίου Ασπασία, Χωραφά Φίφη. Τις καυτές μέρες του Ιούλη του 1944 μία γυναίκα 32 χρονών, στέλεχος της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ, έπεφτε στα χέρια των κατακτητών στην οδό Αχαρνών. Βασανίζεται στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» από την ομάδα Παρθενίου-Λάμπου που σκόπευε να αποσπάσει πληροφορίες για το μηχανισμό εκτύπωσης και διανομής αντιστασιακού Τύπου. Στο μαρτύριο της που κράτησε ένα μερόνυχτο είπε μόνο δύο φράσεις: «Είμαι Ελληνίδα, Υπηρετώ την Ελλάδα.» Ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου - Αργότερα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση καθιερώνει το Παράσημο Ηλέκτρα Αποστόλου που αποτελούσε τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση για τις γυναίκες μαχήτριες του ΔΣΕ.
Αργότερα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση καθιερώνει το Παράσημο Ηλέκτρα Αποστόλου που αποτελούσε τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση για τις γυναίκες μαχήτριες του ΔΣΕ.Εξίσου καθοριστικές ήταν οι υπηρεσίες που προσέφεραν οι γυναίκες στον αγώνα μέσω των ειδικών αποστολών. Στο μηχανισμό του ΚΣ της ΕΠΟΝ ήταν η φτερωτή Ελευθερία (το πραγματικό όνομα Νίτσα) που έφερνε τα νέα από τα εργοστάσια, η ίδια δούλευε στο εργοστάσιο του Λαναρά ως υφαντουργίνα.
Μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ βρήκαν έκφραση και οι γυναίκες της διανόησης και των τεχνών καθώς στρατεύτηκαν στην υπόθεση του αντιφασιστικού αγώνα πρώτα ως άνθρωποι με τη φυσική τους παρουσία και στη συνέχεια μέσα από το έργο τους με τη βαθύτερη διανοητική και καλλιτεχνική οπτική τους.
Η Ρόζα Ιμβριώτη βρίσκεται στους πρωτεργάτες της ίδρυσης της ΕΠΟΝ και αναλαμβάνει να παραδίδει μαθήματα σοσιαλισμού και αγωνιστικότητας στους νεαρούς ΕΠΟΝίτες. Στην πρώτη συντακτική επιτροπή της Νέας Γενιάς, του περιοδικού της ΕΠΟΝ, μετείχαν οι Ηλέκτρα Αποστόλου, Μαρία Σβώλου, Ρόζα Ιμβριώτη. Σε μία από τις σημαντικές και αγαπητές εφημερίδες εκείνης της περιόδου, την εφημερίδα Σοβιετικά Νέα, η συντακτική επιτροπή συμπεριλάμβανε γυναικεία ομάδα με τις Μέλπω Αξιώτη, Διδώ Σωτηρίου, Λιούντα Μάντακα, Έλλη Παππά.
Ανάμεσα στις γυναίκες του θεάτρου διακρίνουμε τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Αλέκα Παΐζη, τη Μαλένα Ανουσάκη, την Ντιριντάουα (καλλιτεχνικό όνομα της Καίτης Οικονόμου), την Ολυμπία Παπαδούκα. Η Ευγενία Μπαστουνοπούλου (Λαμπρινού), η Βάσω Ξηρού στάλθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Μαρία Χατζοπούλου (Μανταλένα), Βάσω Αργυριάδη-Σταυροπούλου, Σοφία Μαυρίδη εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.
Η πολύμορφη αντιστασιακή δράση οδηγεί εκατοντάδες γυναίκες στα κρατητήρια. Στο Εμπειρίκιο συναντάμε: «Γυναίκες, γυναίκες παντού. Στις σκάλες, στους διαδρόμους, με γραφική στολή νησιώτισσες, παχουλές όλων των ηλικιών. Ήταν Σαμιώτισσες, Κρητικές και Μυτιληνιές. Τις είχαν πιάσει επειδή έκρυβαν Εγγλέζους. Ήταν εκεί η Βασιλεία Παπαρήγα με τα πανέξυπνα μάτια της παλιάς Κομμουνίστριας εργάτρια στα καπνά και εξόριστη στην Κίμωλο επί Μεταξά, Ελένη Ρουσάκη-Κουλαμπά.., Η Κική Κανελέα, η Ασπασία Παπαθανασίου κοριτσάκι σχεδόν,... η αγαπημένη Δανάη (ήταν γερμανοκρατούμενη) και η φωνή της η τρυφερή μάς απάλαινε. Τραγουδούσε με τις ώρες... Ο απόηχος από τα γεγονότα του έξω κόσμου ερχόταν σε εμάς με τις καινούργιες κρατούμενες και όσο ο αγώνας φούντωνε τόσο γέμιζαν οι φυλακές,...
Η γεωγραφική προέλευση των κρατούμενων καταδεικνύει ότι ακόμα και στην καθυστερημένη ύπαιθρο εμφανίζονται σημάδια κοινωνικής απογείωσης της γυναίκας. Στην Εισήγηση του Γραμματέα του Θεσσαλικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στην Α Συνδιάσκεψη περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ, που πραγματοποιήθηκε στις 5 του Μάη 1944, αναφερόταν πως σε κανέναν τομέα της ζωής δε γίνεται πιο αισθητή η κοσμογονική μεταβολή που βλέπουμε στη Θεσσαλία, όσο στη θέση της γυναίκας. Η συμμετοχή τους είναι «...πιο ενεργητική, πιο αυτόβουλη, πιο ανεξάρτητη από τους άντρες».
Η εισήγηση αναλύει και το μετρήσιμο στοιχείο αυτής της μεταβολής:
«Το Θ.Γ. πρόσεξε πολύ τον τομέα της γυναικείας δουλειάς. Κατόρθωσε να μπάσει στο Κόμμα και ης μαζικές οργανώσεις την αντίληψη, ότι χωρίς την ενεργό συμμετοχή της γυναίκας είναι αδύνατη μια ολόπλευρη και στερεά ανάπτυξη του κινήματος. Έτσι έχουμε μερικά σοβαρά αποτελέσματα στην ανάπτυξη του πλατειού γυναικείου κινήματος. 35% απ'όλους τους οργανωμένους της Θεσσαλίας είναι γυναίκες. Στο ΕΑΜ 28%, στην ΕΠΟΝ 43%, στα Αετόπουλα 40%, στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ 10% και στην Εθνική Αλληλεγγύη οι γυναίκες έχουν την πλειοψηφία με 52%. Στις γραμμές του Κ.Κ. 30% από τα μέλη μας είναι συντρόφισσες. Στην περιφέρεια Τυρνάβου 44% και Ελασσώνας 37%. Δεν πρόκειται μόνο για αριθμητική υπεροχή. Οι γυναίκες της Θεσσαλίας έπαιξαν ένα υπέροχο ρόλο σε όλους τους τομείς του κινήματος...».
Ενώ τον Απρίλη του 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση και τα γεγονότα του Δεκέμβρη, η εισήγηση στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ αναφέρει:
«Το ποσοστό των γυναικών, μελών του ΚΚΕ είναι 20% και σε ωρισμένες περιοχές 37%, γεγονός αξιοσημείωτο στην οργανωτική πορεία του ΚΚΕ.». Τα αποτελέσματα της δραστηριότητας του ΚΚΕ στις γυναίκες ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά σε ΕΑΜικές μαζικές οργανώσεις. Στο σύνολο τριών εκατομμυρίων μελών της Εθνικής Αλληλεγγύης το ένα εκατομμύριο επτακόσιες σαράντα χιλιάδες ήταν γυναίκες. Από τις εξακόσιες χιλιάδες της ΕΠΟΝ, τα μισά μέλη ήταν κορίτσια. Το σύνολο των προαναφερόμενων ποσοστών είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβουμε υπόψη μας:
α) τη σχεδόν παντελή απουσία των γυναικών από κάθε πολιτική δραστηριότητα ως τότε,
β) το μηδαμινό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι γυναίκες στα αστικά πολιτικά κόμματα,
γ) το γεγονός ότι ανάμεσα στα μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ πλειοψηφούσε το αγροτικό στοιχείο (όπως εξάλλου και στον πληθυσμό της χώρας)
και
δ) τη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο της αγροτικής οικονομίας και κοινωνίας.
Το επιστέγασμα της μαζικής απελευθερωτικής δράσης των γυναικών έρχεται την άνοιξη του 1944 όταν η ΠΕΕΑ ‒Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης‒ κατοχυρώνει με πράξεις (νόμους) την ισότητα αντρών και γυναικών. Πραγματοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, την ισότητα στην εργασία, τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Για πρώτη φορά οι γυναίκες εκλέγουν και εκλέγονται.
Το σύνθημα του 1920 του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (μετέπειτα ΚΚΕ) «Σφυρί-δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι!» θα πάρει επιτέλους σάρκα και οστά.
Οι πρώτες γυναίκες εθνοσύμβουλοι που αναδείχτηκαν στις εκλογές ήταν: Η Καίτη Ζεύγου από την Αθήνα, η Μάχη Μαυροειδή από την Καλαμάτα, η Μαρία Σβώλου από την Αθήνα, η Φωτεινή Φιλιππίδη από τη Λάρισα και η Χρύσα Χατζηβασιλείου από τον Πειραιά.
Η εισήγηση αναλύει και το μετρήσιμο στοιχείο αυτής της μεταβολής:
«Το Θ.Γ. πρόσεξε πολύ τον τομέα της γυναικείας δουλειάς. Κατόρθωσε να μπάσει στο Κόμμα και ης μαζικές οργανώσεις την αντίληψη, ότι χωρίς την ενεργό συμμετοχή της γυναίκας είναι αδύνατη μια ολόπλευρη και στερεά ανάπτυξη του κινήματος. Έτσι έχουμε μερικά σοβαρά αποτελέσματα στην ανάπτυξη του πλατειού γυναικείου κινήματος. 35% απ'όλους τους οργανωμένους της Θεσσαλίας είναι γυναίκες. Στο ΕΑΜ 28%, στην ΕΠΟΝ 43%, στα Αετόπουλα 40%, στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ 10% και στην Εθνική Αλληλεγγύη οι γυναίκες έχουν την πλειοψηφία με 52%. Στις γραμμές του Κ.Κ. 30% από τα μέλη μας είναι συντρόφισσες. Στην περιφέρεια Τυρνάβου 44% και Ελασσώνας 37%. Δεν πρόκειται μόνο για αριθμητική υπεροχή. Οι γυναίκες της Θεσσαλίας έπαιξαν ένα υπέροχο ρόλο σε όλους τους τομείς του κινήματος...».
Ενώ τον Απρίλη του 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση και τα γεγονότα του Δεκέμβρη, η εισήγηση στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ αναφέρει:
«Το ποσοστό των γυναικών, μελών του ΚΚΕ είναι 20% και σε ωρισμένες περιοχές 37%, γεγονός αξιοσημείωτο στην οργανωτική πορεία του ΚΚΕ.». Τα αποτελέσματα της δραστηριότητας του ΚΚΕ στις γυναίκες ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά σε ΕΑΜικές μαζικές οργανώσεις. Στο σύνολο τριών εκατομμυρίων μελών της Εθνικής Αλληλεγγύης το ένα εκατομμύριο επτακόσιες σαράντα χιλιάδες ήταν γυναίκες. Από τις εξακόσιες χιλιάδες της ΕΠΟΝ, τα μισά μέλη ήταν κορίτσια. Το σύνολο των προαναφερόμενων ποσοστών είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβουμε υπόψη μας:
α) τη σχεδόν παντελή απουσία των γυναικών από κάθε πολιτική δραστηριότητα ως τότε,
β) το μηδαμινό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι γυναίκες στα αστικά πολιτικά κόμματα,
γ) το γεγονός ότι ανάμεσα στα μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ πλειοψηφούσε το αγροτικό στοιχείο (όπως εξάλλου και στον πληθυσμό της χώρας)
και
δ) τη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο της αγροτικής οικονομίας και κοινωνίας.
Το επιστέγασμα της μαζικής απελευθερωτικής δράσης των γυναικών έρχεται την άνοιξη του 1944 όταν η ΠΕΕΑ ‒Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης‒ κατοχυρώνει με πράξεις (νόμους) την ισότητα αντρών και γυναικών. Πραγματοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, την ισότητα στην εργασία, τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Για πρώτη φορά οι γυναίκες εκλέγουν και εκλέγονται.
Το σύνθημα του 1920 του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (μετέπειτα ΚΚΕ) «Σφυρί-δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι!» θα πάρει επιτέλους σάρκα και οστά.
Οι πρώτες γυναίκες εθνοσύμβουλοι που αναδείχτηκαν στις εκλογές ήταν: Η Καίτη Ζεύγου από την Αθήνα, η Μάχη Μαυροειδή από την Καλαμάτα, η Μαρία Σβώλου από την Αθήνα, η Φωτεινή Φιλιππίδη από τη Λάρισα και η Χρύσα Χατζηβασιλείου από τον Πειραιά.
Δεκέμβρης
Ο πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος έχοντας το 30% των γυναικών να πρωτοστατούν στον απελευθερωτικό αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση διαγράφεται μια νέα πραγματικότητα με την επέμβαση των Άγγλων, ως απόρροια ενός και μοναδικού στρατηγικού στόχου που είχαν ακόμα από την αρχή της κατοχής και αποσκοπούσε στη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων, αλλά ήταν απολύτως αναγκαία και για την εγχώρια αστική τάξη, ώστε να επιτευχθεί η σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι γυναίκες αναζητούν απαντήσεις στα τεκταινόμενα.
«...Είχα μείνει ολομόναχη και είχα πει τα τελευταία λόγια-καταγγελίες στο μικρόφωνο, ενώ μέσα μου γινόταν σεισμός: Λαοί της γης, ελεύθερη ακόμα φωνή της Ελλάδας καταγγέλλει αυτή τη στιγμή ότι τα αεροπλάνα του Σκόμπυ, τα αγγλικά, τα συμμαχικά αεροπλάνα, χτυπάνε τον πληθυσμό της Αθήνας...»
Στο ίδιο πνεύμα, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, τότε ΕΠΟΝίτισσα, σημειώνει για τη διαδήλωση της 3ης Δεκέμβρη:
«Γιατί μας αδικούν όλοι; Βρίσκομαι μπροστά από το ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία" στη γωνία. Απέναντι είναι τα παλαιά ανάκτορα, όπως τα λέγαμε τότε. Η σημερινή Βουλή. Στη σκεπή βλέπω Έλληνες αστυνομικούς να πυροβολούν. Πιάνω τον Εγγλέζο αξιωματικό που ήταν εκεί δίπλα μου (Η "Μεγάλη Βρετανία" ήταν το αρχηγείο τους), και του λέω, με τα λίγα αγγλικά που ήξερα: ‒Τους βλέπετε αυτούς εκεί; Ήταν οι ίδιοι που χτυπούσαν και όταν κατεβαίναμε εναντίον των Γερμανών. ‒Yes, I know (Ναι το ξέρω). Δε θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση του.».
Οι περιστάσεις ταρακουνούν τις γυναίκες και είναι έτοιμες να αντισταθούν. Από τις αρχές του Δεκέμβρη με τα πρώτα συλλαλητήρια στις 3 και 4 του Δεκέμβρη καταγράφονται τα πρώτα θύματα: Αθανασίου Γ., Ασλανίδου Ευτέρπη, υφάντρια, Εγκλεζάκη Φωτεινή, κάτοικος Καισαριανής από τις παράγκες του Αΐ-Νικόλα, Μαυροκέφαλου Αλεξάνδρα από τον Πειραιά, μέλος του ΕΑΜ, Μπακόλα Μαρία (και ο σύζυγος Αριστείδης τραγικοί γονείς της ηρωίδας Όλγας Μπακόλα που σκοτώθηκε στη μεγάλη διαδήλωση στις 22 Ιούλη 1943 στην Αθήνα), Βαΐλα Θεώνη, μαθήτρια στο Γυμνάσιο Καλογριών, μέλος της ΕΠΟΝ Κουκακίου.
Η μαζική συμμετοχή των γυναικών από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη συνόψισε όλη την προηγούμενη δράση τους χωρίς να αποτελεί για κανέναν παράδοξο, ούτε για τους Άγγλους. Οι Άγγλοι έβλεπαν με δέος την πραγματική δύναμη και απήχηση που είχε το ΕΑΜ στο λαό. Ο ισχυρισμός τους για γυναίκες «προχώματα» που δήθεν χρησιμοποιεί ο ΕΛΑΣ εντασσόταν στη μοναδική επιδίωξη που είχαν, την εξουδετέρωση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και θα το κατάφερναν με διττό τρόπο, τη φυσική εξόντωση και τη μεθοδική συκοφάντηση. Με αυτόν τον προσανατολισμό στήθηκαν οι συκοφαντίες για προχώματα του ΕΛΑΣ, για τους ομήρους, για την πτωματολογία, συκοφαντίες που στην πλειονότητά τους συνδέθηκαν με γυναίκες.
Η πολύμορφη δράση των γυναικών
Αμέσως μετά τα συλλαλητήρια από τις 5 του Δεκέμβρη «όλες οι δραστηριότητες είχαν επίκεντρο τον ΕΛΑΣ. Η αρχή ήταν ο ΕΛΑΣ. Όλες οι άλλες οργανώσεις πέρασαν σαν ειδικές υπηρεσίες στον ΕΛΑΣ». Όλες οι ΕΑΜικές δομές ξαναλειτούργησαν για να στηρίξουν τη δράση του ΕΛΑΣ. Παράλληλα συγκροτήθηκε Παναθηναϊκή επιτροπή που είχε αναλάβει τη λύση του τεράστιου προβλήματος της επιβίωσης.
«Στις μέρες των μαχών ήμουνα στην πολιτική οργάνωση, στην Αλληλεγγύη, πηγαινοερχόμουν από δω κι από κει. Υπήρχε νοσοκομείο, Αλληλεγγύη και συσσίτιο στου Ψυρρή σ’ αυτές τις συνοικίες. Περισσότερες ήταν οι γυναίκες, μαγειρεύανε, βοηθούσαν σε επιδέσμους, τραύματα. Το ηθικό ήτανε ψηλά. Ο κόσμος μας παραστεκότανε -Μαρία Ανταχοπούλου-Κουμάτου, μέλος της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αλληλεγγύης-»
Καθώς από τις 6 του Δεκέμβρη οι επιθέσεις γενικεύονται, οι γυναίκες προσδοκούν να μπουν στα μάχιμα τμήματα, χωρίς αυτό να είναι εφικτό «γιατί κάθε ντουφέκι που έμεινε άδειο το διεκδικούσαν δύο και τρεις μαχητές». Το ίδιο άλλωστε ίσχυε και για τον αντρικό πληθυσμό. Ωστόσο υπήρχαν γυναίκες στα μάχιμα τμήματα.
Στην επίθεση στου Μακρυγιάννη ο αριθμός των ΕΛΑΣιτών δεν ξεπερνούσε τους 800 «ανάμεσα τους ήταν και πολλές κοπέλες». Στη διάρκεια των συγκρούσεων, σκοτώθηκε η Παπαηλιού Μελπομένη που το Μάη του 1943 κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Θύελλα». Υπηρέτησε στο Τάγμα Θανάτου της XIII Μεραρχίας. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες. Έπεσε στη μάχη της Ομόνοιας χτυπημένη από αγγλικό τανκ.
Το κυρίαρχο είναι πως με οπλισμό κατώτερο του αντίστοιχου των Άγγλων και των αστικών στρατιωτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων ή χωρίς οπλισμό για 33 μέρες όλη η Αθήνα και ο Πειραιάς «έξω από μερικούς δρόμους του Κολωνακίου» συνοικία με συνοικία, δρόμο με δρόμο, σπίτι με σπίτι παρέταξε απέναντι στα αγγλικά στρατεύματα μια κρατερή αντίσταση. Στο πεδίο των τραγικών αυτών καταστάσεων η γυναικεία δράση για μία ακόμα φορά σε όλα τα μέτωπα ήταν εξέχουσα:
«Είναι ο λαός που πάει να βοηθήσει το μαχόμενο Στρατό του. Κορίτσια 12-15 χρονών, γριές και γέροι φτάνουν στους ακροβολητές και τους πυροβολητές για να τους δώσουν το δώρο τους οι ίδιοι. Αυτοχειροτονημένες νοσοκόμες 13 χρονών φτάνουν τη νεκρή ζώνη και μεταφέρουν τους τραυματίες. Καμιά φορά δε γυρίζουν πίσω, μένουν νεκρές κρατώντας στην αγκαλιά τους τον τραυματία που πήγαν να γλιτώσουν»
Η Κοκκινιώτισσα Νικολίτσα Δρόσου στις 9 Δεκέμβρη αντιμετώπισε 5 Άγγλους στρατιώτες και όχι μόνο δεν παραδόθηκε, αλλά κατόρθωσε να τους πιάσει και αιχμαλώτους.
Στην Καλλιθέα τα τανκς καραδοκούν τη λήξη της προθεσμίας για τη διάλυση του ΕΛΑΣ, όταν 3.000 άοπλες γυναίκες τα πλευρίζουν και αρχίζουν να χορεύουν γύρω τους. Οι καμπάνες χτυπούν, τα χωνιά διαλαλούν. Η Καλλιθέα απομονώνεται από τους Άγγλους καθώς στη λεωφόρο Συγγρού δύο η ώρα τα μεσάνυχτα τοποθετούν αλυσίδες. Οι Άγγλοι για πρώτη φορά αντικρίζουν τέτοιο παράξενο εχθρικό στρατό. Το βρετανικό Στρατηγείο εκνευρίζεται μη μπορώντας να κάνει τίποτα.
Η Ευτυχία Μουρίκη, η «Μάνα» του ΕΛΑΣ, αντικατέστησε τους σκοτωμένους σκοπευτή και προμηθευτή ενός πολυβόλου δίνοντας μάχη με τους Ριμινίτες. Μόνο όταν δέχτηκε οκτώ τραύματα από όλμο μεταφέρθηκε με τη βία στο νοσοκομείο. Αλλά και η συνεισφορά της γυναίκας ως νοσηλεύτριας καταγράφεται σαν πραγματικός άθλος.
Στις 24 Δεκέμβρη 1944 στα Ταμπούρια στη νεκρή ζώνη, στη γωνία Αγίου Δημητρίου και Μεθώνης, ένας πληγωμένος ΕΛΑΣίτης ζήταγε βοήθεια. Ήταν φανερό πως κάθε προσπάθεια για βοήθεια του τραυματία θα οδηγούσε σε θάνατο. Η Άννα Φραγκούλη σήκωσε άσπρη σημαία. Τη στιγμή που έφτασε στον τραυματισμένο έπεσε νεκρή από τις ριπές του πολυβόλου.
Η Δέσποινα Λαδοπούλου, νοσοκόμα του 8ου Λόχου, βρισκόταν πολιορκημένη μαζί με τη Διμοιρία του Λόχου της και το Λοχαγό στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Οι Άγγλοι προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα. Η Δέσπω με το όπλο στο χέρι τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. Οι ΕΛΑΣίτες της διμοιρίας, έσπασαν την πολιορκία και ενώθηκαν με τη δύναμη του ΕΛΑΣ.
Οι σφαγές και διώξεις των αμάχων και η οργάνωση της νοσοκομειακής περίθαλψης
Απ’ τις 7 του Δεκέμβρη αρχίζει η «σφαγή των αμάχων». Τα Βρετανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν τον άμαχο πληθυσμό με ωρολογιακές βόμβες και τανκς. Τα πολυβόλα σκορπούν το θάνατο στους δρόμους της Αθήνας, τα κανόνια του Αγγλικού στόλου βομβαρδίζουν τον ερειπωμένο Πειραιά, τα κανόνια που στήνονται στην Ακρόπολη σημαδεύουν τις συνοικίες της Αθήνας, μαυροαποικιακά στρατεύματα προβαίνουν σε εκτελέσεις:
«Μέσα σε 35 μέρες η Αθήνα είχε δεκαπέντε χιλιάδες θύματα, όσα δεν είχε στα τέσσερα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής. Εβδομήντα πέντε στα εκατό απ'αυτούς ήταν άμαχοι. Άνδρες, γέροι, γυναίκες, γρηές, παιδιά.» Μόνο ο πρώτος βομβαρδισμός της Καισαριανής στοίχισε 240 νεκρούς και τραυματίες. Στην επίθεση εναντίον του Φάρου της Παρασκευής τα κανόνια των τανκς των Άγγλων έβαλαν ενάντια στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Κατσιπόδι. Επίσης την ίδια μέρα πυροβολούσαν εναντίον του κόσμου στα σπίτια του. Έτσι σκότωσαν την Τούλα Βουρέλια 11 ετών μέσα στο σπίτι της. Στα καθημερινά δελτία της Εθνικής Αλληλεγγύης καταγράφονται τα συντελούμενα εγκλήματα και είναι ενδεικτικά της σφαγής των αμάχων.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, οι ανάγκες νοσοκομειακής περίθαλψης αυξάνονται. Το έργο της περίθαλψης δυσκολεύει καθώς όλα σχεδόν τα νοσοκομεία της Αθήνας βρίσκονταν ή στη ζώνη της μάχης ή στα χέρια των Άγγλων. Η υπόθεση των τραυματιών έθεσε σε κίνηση τις γυναίκες που έδωσαν για τα νοσοκομεία του ΕΛΑΣ προίκες, τα κλινοσκεπάσματα, τα σεντόνια, έγιναν νοσοκόμες. Μέσα σε 35 μέρες ιδρύθηκαν οκτώ μεγάλα νοσοκομεία και πολλά μικρότερα. Στη Νέα Ιωνία, τα Πατήσια, το Περιστέρι, τη Νέα Σμύρνη, την Καλλιθέα, τον Υμηττό, το Βύρωνα.
Στο νοσοκομείο Ηλέκτρα νοσηλεύτηκαν συνολικά 486 τραυματίες και άρρωστοι. Απ' αυτούς, 362 μαχητές, 47 βοηθητικών υπηρεσιών και 77 πολίτες. Μέσα σε αυτούς 438 ήταν άντρες και 48 γυναίκες. Από τις γυναίκες οι 18 ήταν ΕΛΑΣίτισσες. «Ούτε ένας δεν πέθανε από μόλυνση, παρ’ όλο που τα μέσα ήταν τελείως ανεπαρκή.» Τα δημοσιεύματα της εποχής σημειώνουν πως δεν έγινε καμιά διάκριση ανάμεσα σε άμαχους και ΕΛΑΣίτες. Από κανέναν δε ρωτήθηκαν τα πολιτικά φρονήματα. Με την ίδια φροντίδα και την ίδια προθυμία νοσηλεύονταν οι Εγγλέζοι, οι «Αραπάδες», οι χωροφύλακες τραυματίες που έπεφταν στα χέρια του ΕΛΑΣ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: '' Επτά χιλιάδες τραυματίες περάσανε απ’ τα 28 Νοσοκομεία της Εθνικής Αλληλεγγύης με 4.000 κρεββάτια που οργανώθηκαν μέσα σε λίγες ώρες με την πρωτοβουλία και το υστέρημα του αδάμαστου λαού της Αθήνας και του Πειραιά.
Τα 75% αυτών των τραυματιών απ' τον άμαχο πληθυσμό. Στα νοσοκομεία της Ε.Α. βρήκαν περίθαλψη και τραυματίες Αγγλοι και χωροφύλακες τη στιγμή που οι Άγγλοι και τα τσιράκια τους οι χωροφύλακες και οι Μπουραντάδες σκοτώνανε τους Ελασίτες τραυματίες '' (Βλ. Π. Σίμος, «Ωμότητες και θυσίες», στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, σελ. 19, Αθήνα, Δεκέμβρης 1945).
Παρόλα αυτά η αστική τάξη και οι Άγγλοι απάντησαν με επιθέσεις και βομβαρδισμούς στις υγειονομικές υπηρεσίες:
Στις 10 Δεκέμβρη στο Λαϊκό Νοσοκομείο εισέβαλαν «ταξιαρχίτες» και συνέλαβαν νοσοκόμες και νοσοκόμους. Στις 12 Δεκέμβρη από τις 2 και 30' μέχρι τις 3 το μεσημέρι Άγγλοι χτύπησαν με πυροβολισμό το συνοικισμό Υμηττού. Κατέστρεψαν τρία σπίτια δίπλα στη Σχολή Παπαστράτου που χρησιμοποιούνταν ως Νοσοκομείο. Τραυμάτισαν τη Σοφία Πασσαλή και τον Κ. Μεσαρά. Αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πέτρος Κόκκαλης και ο υφηγητής Δ. Φωτόπουλος.
«Στις 14/12 οι Σκόμπυδες σκότωσαν στου Μετς την νοσοκόμα Έφη Γεωργοπούλου καθώς και μια άλλη... Το νοσοκομείο Ηλέκτρα τις τελευταίες μέρες βομβαρδιζότανε συστηματικά. Ήτανε απερίγραπτες οι σκηνές τρόμου που ξετυλίχτηκαν εκεί μέσα. Αδελφές σκοτωμένες με δυο τραυματίες η κάθε μια, κατρακυλούσαν τις σκάλες του υπογείου. Τραυματίες, με τραύματα της κοιλιάς και του θώρακα, σερνόντουσαν και ξερνούσαν αίμα προσπαθώντας να κατέβουν στο υπόγειο. Εκεί στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλοι κοίτονταν βασανισμένα τα σώματα των ΕΛΑΣιτών και των άμαχων».
Καθώς η βία στους ανήμπορους αυξανόταν, η αποφασιστικότητα για αντίσταση ενισχυόταν.
«Οι Άγγλοι έπιασαν στην οδό Σταδίου την ηθοποιό Μιράντα Μυράτ, την μετέφεραν στο φρουραρχείο τους, απ’ όπου ύστερα από μερικές ώρες την απόλυσαν. Την έπιασαν γιατί διαμαρτυρήθηκε για τα βρεττανικά μέτρα.»
Η αδυναμία καθυπόταξης των κατοίκων οδηγούσε από τις πρώτες κιόλας μέρες τις Βρετανικές Στρατιωτικές Αρχές μαζί με τα κρατικά όργανα σε συλλήψεις χιλιάδων άμαχων πολιτών, αντρών, γυναικών, γερόντων, και παιδιών. Η απλή υποψία ότι ανήκαν στην παράταξη του ΕAM αρκούσε για να συλληφθούν: Συλλαμβάνονταν και οι απλοί κάτοικοι από τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φιλοΕΑΜικές:
«Στην Καλλιθέα οι Άγγλοι σκότωσαν πολλούς επί τόπου, πιάσαν άντρες και γυναίκες και παιδιά. Έκοψαν τα μαλλιά των γυναικών. Χιλιάδες έχουν συγκεντρώσει στο Ιωσηφόγλειο και τους βασανίζουν σαδιστικά».
«Πάνω από 150 γυναίκες κουβαλήθηκαν στο Χασάνι, άλλες γιατί οι άνδρες τους ήταν ΕΛΑΣίτες και άλλες τυχαία...».
Τα βασανιστήρια, οι θάνατοι συλληφθέντων ήταν καθημερινότητα τις ημέρες του Δεκέμβρη.
Από τους συλληφθέντες χιλιάδες μεταφέρθηκαν από τους Άγγλους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Λίβανο, το Βελγικό Κονγκό, την Παλαιστίνη και την Κύπρο, ενώ οι άθλιες συνθήκες κράτησής τους αποτέλεσαν σημείο αναφοράς σε ανακοινωθέντα του ΕΛΑΣ.
To EAM κατήγγελλε πως «στη διάρκεια των γεγονότων πάνω από 50 χιλιάδες πολίτες ‒γέροι, γυναίκες, παιδιά‒ κλείστηκαν σε στρατόπεδα και στα κρατητήρια...» Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές γυναίκες ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Παρά τους στίχους του ποιητή εκείνων των ημερών «Γυναίκες με τα λάβαρα της λευτεριάς στο χέρι, ο κόσμος πια τις ξέρει ποιες είναι και πού παν», υπάρχει αντικειμενική δυσκολία εκτενέστερης καταγραφής της δράσης των γυναικών και των διώξεων που ασκήθηκαν εναντίον τους, καθώς, λόγω και των συνθηκών που επικρατούσαν, συνήθως οι όποιες αναφορές στις γυναίκες μνημονεύονται με το μικρό τους όνομα ή με το ψευδώνυμο.
Μετά τη Βάρκιζα
Μετά τη Βάρκιζα ο Ριζοσπάστης καθημερινά δημοσίευε πλήθος ονομάτων κρατούμενων, όπως εκτελεσμένων και σκοτωμένων από αντίπαλους, για έναν ακόμα λόγο. Οι Αγγλοι για να καλύψουν τη δική τους θηριωδία τους εμφάνιζαν ως «σφαγιασθέντας» από τον ΕΛΑΣ. Μάλιστα για να γίνουν πιστευτοί επιστράτευσαν συνεργεία με ιατροδικαστές εγκληματολόγους. Τα πτώματα των θανόντων από αγγλικά στρατεύματα αφού τα διαμόρφωναν κατάλληλα τα εξέθεταν για αναγνώριση. Μαζί με τα πτώματα κατασκεύαζαν χήρες και ορφανά. Σύμφωνα με τον Σπύρο Κωτσάκη στην πλατεία Κλαυθμώνος, στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, επιτέθηκαν μαυροφόρες χήρες και ορφανά της προβοκάτσιας των Άγγλων της πτωματολογίας του Δεκέμβρη και τραμπούκοι που τις συνόδευαν».
Από τον ΕΛΑΣ δόθηκαν στη δημοσιότητα στοιχεία από αυτές τις φρικαλέες πράξεις μέρος των οποίων συμπεριλήφθηκε σε βιβλίο με τίτλο: Το Ελληνικό Κατίν. Η νοσοκόμα Μαρία Πανά υπηρετούσε στο Ασκληπιείο Νοσοκομείο Βούλας του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Εθελοντικά κατατάχτηκε στο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ Νέας Σμύρνης. Από τις 20 μέχρι τις 28 του Δεκέμβρη υπηρέτησε στο συνεργείο του ΕΛΑΣ Υμηττού. Στη διάρκεια της υποχώρησης τραυματίστηκε από αεροπλάνο. Τη νύκτα της 29ης Δεκέμβρη 1944 περνώντας με τον ΕΛΑΣ πάνω από τον Υμηττό με το προσωπικό του χειρουργείου μέσα σε άγρια χιονοθύελλα δεν άντεξε και πέθανε από την παγωνιά.
Στις 26 Μάη 1945 οι εφημερίδες Βραδυνή και Ασύρματος δημοσίευσαν την εξής είδηση:
«ο ιατροδικαστής κ. Ψημάρας ανεύρεν εις τον Υμηττόν το πτώμα της νοσοκόμου Μαρίας Πανά, ήτις συλληφθείσα υπό των ελασιτών αφού εκακοποιήθη και εβιάσθη, εξετελέσθη...»
Η Ειρήνη Βασιλάκη τραυματίστηκε θανάσιμα από αγγλικό πολυβόλο. Το πτώμα της βρέθηκε για αναγνώριση στην έκθεση του Περιστερίου.
Η Κωτσάκη Χρυσούλα, νοσοκόμα 18 χρονών, μέλος του ΚΚΕ, πιάστηκε από τους χίτες στο Πολιτικό νοσοκομείο όπου εργαζόταν. Μετά από φρικτά βασανιστήρια την εκτέλεσαν. Το πτώμα της αφού ξεθάφτηκε μεταφέρθηκε στην «έκθεση πτωμάτων» το Μάρτη του 1945.
Σε αυτό το κλίμα της άνισης στρατιωτικής αναμέτρησης, της συκοφαντικής προπαγάνδας και αμέτρητης βίας κρίθηκε ο Δεκέμβρης. Ο θλιβερός απολογισμός των θυμάτων, μαχητών, άοπλων, γυναικών θα αργήσει να γίνει ακόμα. Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας θα αρχίσει μια νέα μακρά περίοδος τρομοκρατίας στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες γυναίκες δολοφονήθηκαν ή κακοποιήθηκαν από παρακρατικούς, συνελήφθησαν από το αστικό κράτος, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν για τη δράση τους στην ΕΑΜική Αντίσταση και το Δεκέμβρη του ’44.
Ο πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος έχοντας το 30% των γυναικών να πρωτοστατούν στον απελευθερωτικό αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση διαγράφεται μια νέα πραγματικότητα με την επέμβαση των Άγγλων, ως απόρροια ενός και μοναδικού στρατηγικού στόχου που είχαν ακόμα από την αρχή της κατοχής και αποσκοπούσε στη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων, αλλά ήταν απολύτως αναγκαία και για την εγχώρια αστική τάξη, ώστε να επιτευχθεί η σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι γυναίκες αναζητούν απαντήσεις στα τεκταινόμενα.
«...Είχα μείνει ολομόναχη και είχα πει τα τελευταία λόγια-καταγγελίες στο μικρόφωνο, ενώ μέσα μου γινόταν σεισμός: Λαοί της γης, ελεύθερη ακόμα φωνή της Ελλάδας καταγγέλλει αυτή τη στιγμή ότι τα αεροπλάνα του Σκόμπυ, τα αγγλικά, τα συμμαχικά αεροπλάνα, χτυπάνε τον πληθυσμό της Αθήνας...»
Στο ίδιο πνεύμα, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, τότε ΕΠΟΝίτισσα, σημειώνει για τη διαδήλωση της 3ης Δεκέμβρη:
«Γιατί μας αδικούν όλοι; Βρίσκομαι μπροστά από το ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία" στη γωνία. Απέναντι είναι τα παλαιά ανάκτορα, όπως τα λέγαμε τότε. Η σημερινή Βουλή. Στη σκεπή βλέπω Έλληνες αστυνομικούς να πυροβολούν. Πιάνω τον Εγγλέζο αξιωματικό που ήταν εκεί δίπλα μου (Η "Μεγάλη Βρετανία" ήταν το αρχηγείο τους), και του λέω, με τα λίγα αγγλικά που ήξερα: ‒Τους βλέπετε αυτούς εκεί; Ήταν οι ίδιοι που χτυπούσαν και όταν κατεβαίναμε εναντίον των Γερμανών. ‒Yes, I know (Ναι το ξέρω). Δε θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση του.».
Οι περιστάσεις ταρακουνούν τις γυναίκες και είναι έτοιμες να αντισταθούν. Από τις αρχές του Δεκέμβρη με τα πρώτα συλλαλητήρια στις 3 και 4 του Δεκέμβρη καταγράφονται τα πρώτα θύματα: Αθανασίου Γ., Ασλανίδου Ευτέρπη, υφάντρια, Εγκλεζάκη Φωτεινή, κάτοικος Καισαριανής από τις παράγκες του Αΐ-Νικόλα, Μαυροκέφαλου Αλεξάνδρα από τον Πειραιά, μέλος του ΕΑΜ, Μπακόλα Μαρία (και ο σύζυγος Αριστείδης τραγικοί γονείς της ηρωίδας Όλγας Μπακόλα που σκοτώθηκε στη μεγάλη διαδήλωση στις 22 Ιούλη 1943 στην Αθήνα), Βαΐλα Θεώνη, μαθήτρια στο Γυμνάσιο Καλογριών, μέλος της ΕΠΟΝ Κουκακίου.
Η μαζική συμμετοχή των γυναικών από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη συνόψισε όλη την προηγούμενη δράση τους χωρίς να αποτελεί για κανέναν παράδοξο, ούτε για τους Άγγλους. Οι Άγγλοι έβλεπαν με δέος την πραγματική δύναμη και απήχηση που είχε το ΕΑΜ στο λαό. Ο ισχυρισμός τους για γυναίκες «προχώματα» που δήθεν χρησιμοποιεί ο ΕΛΑΣ εντασσόταν στη μοναδική επιδίωξη που είχαν, την εξουδετέρωση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και θα το κατάφερναν με διττό τρόπο, τη φυσική εξόντωση και τη μεθοδική συκοφάντηση. Με αυτόν τον προσανατολισμό στήθηκαν οι συκοφαντίες για προχώματα του ΕΛΑΣ, για τους ομήρους, για την πτωματολογία, συκοφαντίες που στην πλειονότητά τους συνδέθηκαν με γυναίκες.
Η πολύμορφη δράση των γυναικών
Αμέσως μετά τα συλλαλητήρια από τις 5 του Δεκέμβρη «όλες οι δραστηριότητες είχαν επίκεντρο τον ΕΛΑΣ. Η αρχή ήταν ο ΕΛΑΣ. Όλες οι άλλες οργανώσεις πέρασαν σαν ειδικές υπηρεσίες στον ΕΛΑΣ». Όλες οι ΕΑΜικές δομές ξαναλειτούργησαν για να στηρίξουν τη δράση του ΕΛΑΣ. Παράλληλα συγκροτήθηκε Παναθηναϊκή επιτροπή που είχε αναλάβει τη λύση του τεράστιου προβλήματος της επιβίωσης.
«Στις μέρες των μαχών ήμουνα στην πολιτική οργάνωση, στην Αλληλεγγύη, πηγαινοερχόμουν από δω κι από κει. Υπήρχε νοσοκομείο, Αλληλεγγύη και συσσίτιο στου Ψυρρή σ’ αυτές τις συνοικίες. Περισσότερες ήταν οι γυναίκες, μαγειρεύανε, βοηθούσαν σε επιδέσμους, τραύματα. Το ηθικό ήτανε ψηλά. Ο κόσμος μας παραστεκότανε -Μαρία Ανταχοπούλου-Κουμάτου, μέλος της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αλληλεγγύης-»
Καθώς από τις 6 του Δεκέμβρη οι επιθέσεις γενικεύονται, οι γυναίκες προσδοκούν να μπουν στα μάχιμα τμήματα, χωρίς αυτό να είναι εφικτό «γιατί κάθε ντουφέκι που έμεινε άδειο το διεκδικούσαν δύο και τρεις μαχητές». Το ίδιο άλλωστε ίσχυε και για τον αντρικό πληθυσμό. Ωστόσο υπήρχαν γυναίκες στα μάχιμα τμήματα.
Στην επίθεση στου Μακρυγιάννη ο αριθμός των ΕΛΑΣιτών δεν ξεπερνούσε τους 800 «ανάμεσα τους ήταν και πολλές κοπέλες». Στη διάρκεια των συγκρούσεων, σκοτώθηκε η Παπαηλιού Μελπομένη που το Μάη του 1943 κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Θύελλα». Υπηρέτησε στο Τάγμα Θανάτου της XIII Μεραρχίας. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες. Έπεσε στη μάχη της Ομόνοιας χτυπημένη από αγγλικό τανκ.
Το κυρίαρχο είναι πως με οπλισμό κατώτερο του αντίστοιχου των Άγγλων και των αστικών στρατιωτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων ή χωρίς οπλισμό για 33 μέρες όλη η Αθήνα και ο Πειραιάς «έξω από μερικούς δρόμους του Κολωνακίου» συνοικία με συνοικία, δρόμο με δρόμο, σπίτι με σπίτι παρέταξε απέναντι στα αγγλικά στρατεύματα μια κρατερή αντίσταση. Στο πεδίο των τραγικών αυτών καταστάσεων η γυναικεία δράση για μία ακόμα φορά σε όλα τα μέτωπα ήταν εξέχουσα:
«Είναι ο λαός που πάει να βοηθήσει το μαχόμενο Στρατό του. Κορίτσια 12-15 χρονών, γριές και γέροι φτάνουν στους ακροβολητές και τους πυροβολητές για να τους δώσουν το δώρο τους οι ίδιοι. Αυτοχειροτονημένες νοσοκόμες 13 χρονών φτάνουν τη νεκρή ζώνη και μεταφέρουν τους τραυματίες. Καμιά φορά δε γυρίζουν πίσω, μένουν νεκρές κρατώντας στην αγκαλιά τους τον τραυματία που πήγαν να γλιτώσουν»
Η Κοκκινιώτισσα Νικολίτσα Δρόσου στις 9 Δεκέμβρη αντιμετώπισε 5 Άγγλους στρατιώτες και όχι μόνο δεν παραδόθηκε, αλλά κατόρθωσε να τους πιάσει και αιχμαλώτους.
Στην Καλλιθέα τα τανκς καραδοκούν τη λήξη της προθεσμίας για τη διάλυση του ΕΛΑΣ, όταν 3.000 άοπλες γυναίκες τα πλευρίζουν και αρχίζουν να χορεύουν γύρω τους. Οι καμπάνες χτυπούν, τα χωνιά διαλαλούν. Η Καλλιθέα απομονώνεται από τους Άγγλους καθώς στη λεωφόρο Συγγρού δύο η ώρα τα μεσάνυχτα τοποθετούν αλυσίδες. Οι Άγγλοι για πρώτη φορά αντικρίζουν τέτοιο παράξενο εχθρικό στρατό. Το βρετανικό Στρατηγείο εκνευρίζεται μη μπορώντας να κάνει τίποτα.
Η Ευτυχία Μουρίκη, η «Μάνα» του ΕΛΑΣ, αντικατέστησε τους σκοτωμένους σκοπευτή και προμηθευτή ενός πολυβόλου δίνοντας μάχη με τους Ριμινίτες. Μόνο όταν δέχτηκε οκτώ τραύματα από όλμο μεταφέρθηκε με τη βία στο νοσοκομείο. Αλλά και η συνεισφορά της γυναίκας ως νοσηλεύτριας καταγράφεται σαν πραγματικός άθλος.
Στις 24 Δεκέμβρη 1944 στα Ταμπούρια στη νεκρή ζώνη, στη γωνία Αγίου Δημητρίου και Μεθώνης, ένας πληγωμένος ΕΛΑΣίτης ζήταγε βοήθεια. Ήταν φανερό πως κάθε προσπάθεια για βοήθεια του τραυματία θα οδηγούσε σε θάνατο. Η Άννα Φραγκούλη σήκωσε άσπρη σημαία. Τη στιγμή που έφτασε στον τραυματισμένο έπεσε νεκρή από τις ριπές του πολυβόλου.
Η Δέσποινα Λαδοπούλου, νοσοκόμα του 8ου Λόχου, βρισκόταν πολιορκημένη μαζί με τη Διμοιρία του Λόχου της και το Λοχαγό στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. Οι Άγγλοι προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα. Η Δέσπω με το όπλο στο χέρι τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. Οι ΕΛΑΣίτες της διμοιρίας, έσπασαν την πολιορκία και ενώθηκαν με τη δύναμη του ΕΛΑΣ.
Οι σφαγές και διώξεις των αμάχων και η οργάνωση της νοσοκομειακής περίθαλψης
Απ’ τις 7 του Δεκέμβρη αρχίζει η «σφαγή των αμάχων». Τα Βρετανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν τον άμαχο πληθυσμό με ωρολογιακές βόμβες και τανκς. Τα πολυβόλα σκορπούν το θάνατο στους δρόμους της Αθήνας, τα κανόνια του Αγγλικού στόλου βομβαρδίζουν τον ερειπωμένο Πειραιά, τα κανόνια που στήνονται στην Ακρόπολη σημαδεύουν τις συνοικίες της Αθήνας, μαυροαποικιακά στρατεύματα προβαίνουν σε εκτελέσεις:
«Μέσα σε 35 μέρες η Αθήνα είχε δεκαπέντε χιλιάδες θύματα, όσα δεν είχε στα τέσσερα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής. Εβδομήντα πέντε στα εκατό απ'αυτούς ήταν άμαχοι. Άνδρες, γέροι, γυναίκες, γρηές, παιδιά.» Μόνο ο πρώτος βομβαρδισμός της Καισαριανής στοίχισε 240 νεκρούς και τραυματίες. Στην επίθεση εναντίον του Φάρου της Παρασκευής τα κανόνια των τανκς των Άγγλων έβαλαν ενάντια στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Κατσιπόδι. Επίσης την ίδια μέρα πυροβολούσαν εναντίον του κόσμου στα σπίτια του. Έτσι σκότωσαν την Τούλα Βουρέλια 11 ετών μέσα στο σπίτι της. Στα καθημερινά δελτία της Εθνικής Αλληλεγγύης καταγράφονται τα συντελούμενα εγκλήματα και είναι ενδεικτικά της σφαγής των αμάχων.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, οι ανάγκες νοσοκομειακής περίθαλψης αυξάνονται. Το έργο της περίθαλψης δυσκολεύει καθώς όλα σχεδόν τα νοσοκομεία της Αθήνας βρίσκονταν ή στη ζώνη της μάχης ή στα χέρια των Άγγλων. Η υπόθεση των τραυματιών έθεσε σε κίνηση τις γυναίκες που έδωσαν για τα νοσοκομεία του ΕΛΑΣ προίκες, τα κλινοσκεπάσματα, τα σεντόνια, έγιναν νοσοκόμες. Μέσα σε 35 μέρες ιδρύθηκαν οκτώ μεγάλα νοσοκομεία και πολλά μικρότερα. Στη Νέα Ιωνία, τα Πατήσια, το Περιστέρι, τη Νέα Σμύρνη, την Καλλιθέα, τον Υμηττό, το Βύρωνα.
Στο νοσοκομείο Ηλέκτρα νοσηλεύτηκαν συνολικά 486 τραυματίες και άρρωστοι. Απ' αυτούς, 362 μαχητές, 47 βοηθητικών υπηρεσιών και 77 πολίτες. Μέσα σε αυτούς 438 ήταν άντρες και 48 γυναίκες. Από τις γυναίκες οι 18 ήταν ΕΛΑΣίτισσες. «Ούτε ένας δεν πέθανε από μόλυνση, παρ’ όλο που τα μέσα ήταν τελείως ανεπαρκή.» Τα δημοσιεύματα της εποχής σημειώνουν πως δεν έγινε καμιά διάκριση ανάμεσα σε άμαχους και ΕΛΑΣίτες. Από κανέναν δε ρωτήθηκαν τα πολιτικά φρονήματα. Με την ίδια φροντίδα και την ίδια προθυμία νοσηλεύονταν οι Εγγλέζοι, οι «Αραπάδες», οι χωροφύλακες τραυματίες που έπεφταν στα χέρια του ΕΛΑΣ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: '' Επτά χιλιάδες τραυματίες περάσανε απ’ τα 28 Νοσοκομεία της Εθνικής Αλληλεγγύης με 4.000 κρεββάτια που οργανώθηκαν μέσα σε λίγες ώρες με την πρωτοβουλία και το υστέρημα του αδάμαστου λαού της Αθήνας και του Πειραιά.
Τα 75% αυτών των τραυματιών απ' τον άμαχο πληθυσμό. Στα νοσοκομεία της Ε.Α. βρήκαν περίθαλψη και τραυματίες Αγγλοι και χωροφύλακες τη στιγμή που οι Άγγλοι και τα τσιράκια τους οι χωροφύλακες και οι Μπουραντάδες σκοτώνανε τους Ελασίτες τραυματίες '' (Βλ. Π. Σίμος, «Ωμότητες και θυσίες», στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, σελ. 19, Αθήνα, Δεκέμβρης 1945).
Παρόλα αυτά η αστική τάξη και οι Άγγλοι απάντησαν με επιθέσεις και βομβαρδισμούς στις υγειονομικές υπηρεσίες:
Στις 10 Δεκέμβρη στο Λαϊκό Νοσοκομείο εισέβαλαν «ταξιαρχίτες» και συνέλαβαν νοσοκόμες και νοσοκόμους. Στις 12 Δεκέμβρη από τις 2 και 30' μέχρι τις 3 το μεσημέρι Άγγλοι χτύπησαν με πυροβολισμό το συνοικισμό Υμηττού. Κατέστρεψαν τρία σπίτια δίπλα στη Σχολή Παπαστράτου που χρησιμοποιούνταν ως Νοσοκομείο. Τραυμάτισαν τη Σοφία Πασσαλή και τον Κ. Μεσαρά. Αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πέτρος Κόκκαλης και ο υφηγητής Δ. Φωτόπουλος.
«Στις 14/12 οι Σκόμπυδες σκότωσαν στου Μετς την νοσοκόμα Έφη Γεωργοπούλου καθώς και μια άλλη... Το νοσοκομείο Ηλέκτρα τις τελευταίες μέρες βομβαρδιζότανε συστηματικά. Ήτανε απερίγραπτες οι σκηνές τρόμου που ξετυλίχτηκαν εκεί μέσα. Αδελφές σκοτωμένες με δυο τραυματίες η κάθε μια, κατρακυλούσαν τις σκάλες του υπογείου. Τραυματίες, με τραύματα της κοιλιάς και του θώρακα, σερνόντουσαν και ξερνούσαν αίμα προσπαθώντας να κατέβουν στο υπόγειο. Εκεί στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλοι κοίτονταν βασανισμένα τα σώματα των ΕΛΑΣιτών και των άμαχων».
Καθώς η βία στους ανήμπορους αυξανόταν, η αποφασιστικότητα για αντίσταση ενισχυόταν.
«Οι Άγγλοι έπιασαν στην οδό Σταδίου την ηθοποιό Μιράντα Μυράτ, την μετέφεραν στο φρουραρχείο τους, απ’ όπου ύστερα από μερικές ώρες την απόλυσαν. Την έπιασαν γιατί διαμαρτυρήθηκε για τα βρεττανικά μέτρα.»
Η αδυναμία καθυπόταξης των κατοίκων οδηγούσε από τις πρώτες κιόλας μέρες τις Βρετανικές Στρατιωτικές Αρχές μαζί με τα κρατικά όργανα σε συλλήψεις χιλιάδων άμαχων πολιτών, αντρών, γυναικών, γερόντων, και παιδιών. Η απλή υποψία ότι ανήκαν στην παράταξη του ΕAM αρκούσε για να συλληφθούν: Συλλαμβάνονταν και οι απλοί κάτοικοι από τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φιλοΕΑΜικές:
«Στην Καλλιθέα οι Άγγλοι σκότωσαν πολλούς επί τόπου, πιάσαν άντρες και γυναίκες και παιδιά. Έκοψαν τα μαλλιά των γυναικών. Χιλιάδες έχουν συγκεντρώσει στο Ιωσηφόγλειο και τους βασανίζουν σαδιστικά».
«Πάνω από 150 γυναίκες κουβαλήθηκαν στο Χασάνι, άλλες γιατί οι άνδρες τους ήταν ΕΛΑΣίτες και άλλες τυχαία...».
Τα βασανιστήρια, οι θάνατοι συλληφθέντων ήταν καθημερινότητα τις ημέρες του Δεκέμβρη.
Από τους συλληφθέντες χιλιάδες μεταφέρθηκαν από τους Άγγλους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Λίβανο, το Βελγικό Κονγκό, την Παλαιστίνη και την Κύπρο, ενώ οι άθλιες συνθήκες κράτησής τους αποτέλεσαν σημείο αναφοράς σε ανακοινωθέντα του ΕΛΑΣ.
To EAM κατήγγελλε πως «στη διάρκεια των γεγονότων πάνω από 50 χιλιάδες πολίτες ‒γέροι, γυναίκες, παιδιά‒ κλείστηκαν σε στρατόπεδα και στα κρατητήρια...» Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές γυναίκες ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Παρά τους στίχους του ποιητή εκείνων των ημερών «Γυναίκες με τα λάβαρα της λευτεριάς στο χέρι, ο κόσμος πια τις ξέρει ποιες είναι και πού παν», υπάρχει αντικειμενική δυσκολία εκτενέστερης καταγραφής της δράσης των γυναικών και των διώξεων που ασκήθηκαν εναντίον τους, καθώς, λόγω και των συνθηκών που επικρατούσαν, συνήθως οι όποιες αναφορές στις γυναίκες μνημονεύονται με το μικρό τους όνομα ή με το ψευδώνυμο.
Μετά τη Βάρκιζα
Μετά τη Βάρκιζα ο Ριζοσπάστης καθημερινά δημοσίευε πλήθος ονομάτων κρατούμενων, όπως εκτελεσμένων και σκοτωμένων από αντίπαλους, για έναν ακόμα λόγο. Οι Αγγλοι για να καλύψουν τη δική τους θηριωδία τους εμφάνιζαν ως «σφαγιασθέντας» από τον ΕΛΑΣ. Μάλιστα για να γίνουν πιστευτοί επιστράτευσαν συνεργεία με ιατροδικαστές εγκληματολόγους. Τα πτώματα των θανόντων από αγγλικά στρατεύματα αφού τα διαμόρφωναν κατάλληλα τα εξέθεταν για αναγνώριση. Μαζί με τα πτώματα κατασκεύαζαν χήρες και ορφανά. Σύμφωνα με τον Σπύρο Κωτσάκη στην πλατεία Κλαυθμώνος, στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, επιτέθηκαν μαυροφόρες χήρες και ορφανά της προβοκάτσιας των Άγγλων της πτωματολογίας του Δεκέμβρη και τραμπούκοι που τις συνόδευαν».
Από τον ΕΛΑΣ δόθηκαν στη δημοσιότητα στοιχεία από αυτές τις φρικαλέες πράξεις μέρος των οποίων συμπεριλήφθηκε σε βιβλίο με τίτλο: Το Ελληνικό Κατίν. Η νοσοκόμα Μαρία Πανά υπηρετούσε στο Ασκληπιείο Νοσοκομείο Βούλας του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Εθελοντικά κατατάχτηκε στο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ Νέας Σμύρνης. Από τις 20 μέχρι τις 28 του Δεκέμβρη υπηρέτησε στο συνεργείο του ΕΛΑΣ Υμηττού. Στη διάρκεια της υποχώρησης τραυματίστηκε από αεροπλάνο. Τη νύκτα της 29ης Δεκέμβρη 1944 περνώντας με τον ΕΛΑΣ πάνω από τον Υμηττό με το προσωπικό του χειρουργείου μέσα σε άγρια χιονοθύελλα δεν άντεξε και πέθανε από την παγωνιά.
Στις 26 Μάη 1945 οι εφημερίδες Βραδυνή και Ασύρματος δημοσίευσαν την εξής είδηση:
«ο ιατροδικαστής κ. Ψημάρας ανεύρεν εις τον Υμηττόν το πτώμα της νοσοκόμου Μαρίας Πανά, ήτις συλληφθείσα υπό των ελασιτών αφού εκακοποιήθη και εβιάσθη, εξετελέσθη...»
Η Ειρήνη Βασιλάκη τραυματίστηκε θανάσιμα από αγγλικό πολυβόλο. Το πτώμα της βρέθηκε για αναγνώριση στην έκθεση του Περιστερίου.
Η Κωτσάκη Χρυσούλα, νοσοκόμα 18 χρονών, μέλος του ΚΚΕ, πιάστηκε από τους χίτες στο Πολιτικό νοσοκομείο όπου εργαζόταν. Μετά από φρικτά βασανιστήρια την εκτέλεσαν. Το πτώμα της αφού ξεθάφτηκε μεταφέρθηκε στην «έκθεση πτωμάτων» το Μάρτη του 1945.
Σε αυτό το κλίμα της άνισης στρατιωτικής αναμέτρησης, της συκοφαντικής προπαγάνδας και αμέτρητης βίας κρίθηκε ο Δεκέμβρης. Ο θλιβερός απολογισμός των θυμάτων, μαχητών, άοπλων, γυναικών θα αργήσει να γίνει ακόμα. Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας θα αρχίσει μια νέα μακρά περίοδος τρομοκρατίας στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες γυναίκες δολοφονήθηκαν ή κακοποιήθηκαν από παρακρατικούς, συνελήφθησαν από το αστικό κράτος, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν για τη δράση τους στην ΕΑΜική Αντίσταση και το Δεκέμβρη του ’44.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η αστική εξουσία που στερεώθηκε μετά το Δεκέμβρη μαζί με τις άλλες λαϊκές κατακτήσεις θα σαρώσει και τα ργησαν την Αντίσταση, οι μαχητές και μαχήτριες θα υποχρεωθούν να προβάλλουν τις δυνάμεις τους σε μια ακόμα σύγκρουση με την αστική εξουσία που αυτή τη φορά στηριζόταν από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Σ' αυτή την ταξική αναμέτρηση οι γυναίκες της Αντίστασης και του Δεκέμβρη δεν έμειναν άπραγες. Ένα μεγάλο μέρος τάχτηκαν με την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, συνεχίζοντας την προσφορά τους και αποδεικνύοντας ότι ισχυρό εργατικό λαϊκό κίνημα χωρίς τη συμμετοχή τους δε δύναται να υπάρξει, όπως και ότι ο αγώνας για τη χειραφέτηση της γυναίκας είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον αγώνα για την ταξική απελευθέρωση.
Η αστική εξουσία που στερεώθηκε μετά το Δεκέμβρη μαζί με τις άλλες λαϊκές κατακτήσεις θα σαρώσει και τα ργησαν την Αντίσταση, οι μαχητές και μαχήτριες θα υποχρεωθούν να προβάλλουν τις δυνάμεις τους σε μια ακόμα σύγκρουση με την αστική εξουσία που αυτή τη φορά στηριζόταν από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Σ' αυτή την ταξική αναμέτρηση οι γυναίκες της Αντίστασης και του Δεκέμβρη δεν έμειναν άπραγες. Ένα μεγάλο μέρος τάχτηκαν με την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, συνεχίζοντας την προσφορά τους και αποδεικνύοντας ότι ισχυρό εργατικό λαϊκό κίνημα χωρίς τη συμμετοχή τους δε δύναται να υπάρξει, όπως και ότι ο αγώνας για τη χειραφέτηση της γυναίκας είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον αγώνα για την ταξική απελευθέρωση.
Μαρτυρίες Βασίλη Μπαρτζώτα
1. «Ήταν ξημερώματα, παραμονή Χριστουγέννων του 1947 όταν μια ομάδα αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ ανεβαίναμε στο Μπέλες και ακριβώς στο τριεθνές σημείο ο αέρας βούιζε και μας πετούσε αγκαλιασμένους καταγής, ενώ το πυροβολικό του εχθρού θέριζε την περιοχή. Τότε ακούσαμε από κοντά βουητό και τραγούδια. Ήταν μια διλοχία από αντάρτες του αρχηγείου Κεντρικής Μακεδονίας που επέστρεφε από επιχείρηση τραγουδώντας. Μόλις πλησίασε η διλοχία είδαμε το τραγικό και συνάμα ηρωικό. Επικεφαλής και καβάλα σε ένα λευκό άλογο ήταν η πολιτική επίτροπος του σχηματισμού. Το δεξί της πόδι ήταν βαριά τραυματισμένο και σχεδόν κρέμονταν κάτω από το γόνατο. Και η ηρωίδα μας εκεί, τραγουδούσε όπως οι άλλοι το «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα», και είχε και κουράγιο να μας χαιρετήσει στρατιωτικά. Το μόνο που μπορέσουμε να κάνουμε ήταν να υποκλιθούμε. Η κοπέλα χαμογελαστή μας είπε το νέο, ότι ανακοινώθηκε ο σχηματισμός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. «Και είσαι και εσύ σε αυτήν σύντροφε Πολιτικέ Επίτροπε του ΓΑ του ΔΣΕ» μου είπε. Αγκάλιασα και φίλησα αυτό το υπέροχο κορίτσι με την αφάνταστη ανδρεία και συγκινημένος μου ήρθε το τραγούδι στο μυαλό: «Τον Διάκο τον σουβλίζανε κι αυτός χαμογελούσε».
2. Τον χειμώνα του 1949 που γυρνούσαμε από μια αποστολή στον Γράμμο, είδαμε από μακριά ένα θέαμα που μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Μια ομάδα κοριτσιών περπάταγε σφιχταγκαλιασμένη μέσα στην χιονοθύελλα. Πλησιάσαμε τα κοριτσάκια για να δούμε τι συμβαίνει. Ήταν περίπου 50-60 παιδιά ηλικίας 10 με 13 ετών, ντυμένα με χαλασμένα παλτουδάκια και αντί για παπούτσια είχαν δεμένα πανιά στα ποδαράκια τους. Τα πήραμε κοντά μας και τα πήγαμε στο κοντινότερο τμήμα του ΔΣΕ όπου τους έδωσαν ζεστό τσάι και τα έντυσαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Έπειτα τα ρωτήσαμε : «Γιατί ήρθατε με τέτοιο καιρό στον Γράμμο; Τι σας συμβαίνει;» Απάντηση: «Ήρθαμε να πολεμήσουμε». Όταν τους είπα εγώ όσο μπορούσα μαλακά ότι ήταν πολύ μικρές για να πολεμήσουν και ότι στον ΔΣΕ υπηρετούν μαχητές και μαχήτριες πάνω από 16 ετών τις είδα να με κοιτούν ανέκφραστες και σταθερά. Τους εξήγησα ότι θα τις στείλουμε σε σχολεία να μάθουν γράμματα και ύστερα από μερικά χρόνια θα τους δώσουμε και όπλα για να πολεμήσουν και τότε άρχισε το σούσουρο. «Και ποιος είσαστε εσείς που δεν μας αφήνετε να πολεμήσουμε;» ρώτησε ένα παιδί από τα μεγαλύτερα. Ένα άλλο είπε, ότι τους δικούς του τους σκότωσαν μπροστά στα μάτια του, ένα άλλο ότι η μητέρα του σκοτώθηκε από τον στρατό. Κάθε ένα είχε έναν ή και δύο γονείς εκτελεσμένους και ζητούσαν να παρουσιαστούν στον αρχηγό του ΔΣΕ γιατί μόνο αυτός θα καταλάβαινε τον πόνο τους. Όταν τους είπα ότι είμαι ο πολιτικός επίτροπος του ΔΣΕ καθησύχασαν κάπως αν και πολλά χτύπαγαν τα ποδαράκια τους με πείσμα. Τι να κάναμε; Οργανώσαμε στο Γενικό Αρχηγείο ένα μικρό σώμα από τηλεφωνήτριες και τις εκπαιδεύσαμε. Μερικές από αυτές το έσκασαν και πήγαν στα μάχιμα τμήματα από όπου μας τις έφεραν και πίσω. Φυσικά δεν τις αφήσαμε να πολεμήσουν. Τις σώσαμε όλες. Τις στείλαμε στις λαϊκές δημοκρατίες.
ΑΝΤΙΟ ΚΑΠΕΤΑΝΙΕ...
Στη μνήμη του Καπετάν Μπουκουβάλα
Η Μάχη της Σοδειάς
Καλοκαίρι 1944
Δημήτρης Τάσος, ο θρυλικός Μπουκουβάλας της Εθνικής μας Αντίστασης. Επικεφαλής της Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας, καπετάνιος του αντάρτικου ιππικού, υπήρξε η θρυλική μορφή του "κάμπου" στον αγώνα κατά των φασιστών κατακτητών. Και ο μεγάλος νικητής στην Μάχη της Σοδειάς (1943 - 1944)!
Η περιγραφή της Μάχης της Σοδειάς θ' αρχίσει από τις αντιστασιακές οργανώσεις. Όλες τους, από τις πανθεσσαλικές μέχρι τις τοπικές του ΕΑΜ, ΕΑ, ΕΠΟΝ, ΚΚΕ, Εφ. ΕΛΑΣ και της αυτοδιοικήσεως, τίθενται σε συναγερμό. Μερικές χιλιάδες στελέχη τους περιτρέχουν τα χωριά. Σε συγκεντρώσεις κατοίκων τους τη νύχτα, εξηγούν την εθνική ανάγκη να μη αρπαχθεί το σιτάρι. Με τις αντιστασιακές εφημερίδες, τις προκηρύξεις, τον τηλεβόα και άλλα μέσα εκπέμπεται συνεχώς το σύνθημα «Ούτε σπειρί σιτάρι στον κατακτητή». Παράλληλα προτείνονται και αγωνιστικοί τρόποι προστασίας της σοδειάς.
Και να οι καρποί της προσπάθειας: Από τα χωριά ξεκινούν επιτροπές με άντρες και γυναίκες. Πάνε σε ελληνικές και σε αρχές κατοχής. Διαμαρτύρονται κατά της συγκεντρώσεως σίτου και υποβάλλουν υπομνήματα, υπογραμμένα από χιλιάδες αγρότες, που απευθύνονται στην Γερμανική Διοίκηση Θεσσαλίας, Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων, Τμήμα Γεωργίας.
Μεταξύ άλλων γράφουν: «Στην εφετεινή καλλιεργητική περίοδο σημειώθηκε οργασμός εργασίας από τους γεωργούς. Παράλληλα έγιναν πολλές αρπαγές και λεηλασίες σε βάρος αγροτών, ενώ μεγάλωσε το ψαλίδι μεταξύ τιμών γεωργικών και άλλων προϊόντων. Π.χ. το σιτάρι ανατιμήθηκε κατά 100.000 φορές και τα άλλα τρόφιμα κατά 250.000 ως 500.000 φορές. Το εισόδημα των αγροτών μειώθηκε. Και αν δώσουν παρακράτημα, τότε θα εκμηδενισθεί τελείως. Αυτό αποδεικνύεται και με στοιχεία: Κάθε παραγωγός από την εσοδεία του πρέπει να δώση στην συγκέντρωση 25%, στην δεκάτη 10%, για θερισμό και μεταφορά 15%, για αλωνισμό 10%, για σπόρο και ψωμί 15%, σύνολον 75%. Δηλαδή κάθε παραγωγός θα πάρη μόνον 25% της εσοδείας για ν' αντιμετώπιση τις ανάγκες καλλιεργείας και διατροφής της οικογενείας του. Αλλά το ποσοστό αυτό είναι ασήμαντο και επειδή ο αγρότης είναι αδύνατον ν' αποφύγει τα έξοδα θεριζοαλωνισμού, το μόνο που μένει, για να μπόρεση να ζήση, είναι να μη παραδώση τίποτα. Ούτε στην συγκέντρωση ούτε στην δεκάτη».
Παράλληλα αναλαμβάνεται προσπάθεια και προς άλλη κατεύθυνση. Σε πανθεσσαλική σύσκεψη ειδικών με επικεφαλής τον γεωπόνο Γιάννη Χαρτοδιπλωμένο, καθορίζεται από τεχνική πλευρά η Μάχη της Σοδειάς στα τρία στάδια: θερισμός, αλωνισμός, απόκρυψη.
Στελέχη περιτρέχουν τα χωριά και μεταφέρουν στους αγρότες σχετικές οδηγίες τους.
Θερισμός: Να γίνει το συντομότερο, κυρίως με ιπποκίνητες θεριστικές μηχανές, επισκευάζοντας ακόμα και τις σαραβαλιασμένες - θεριζοαλωνιστικές δεν υπήρχαν τότε. Στην Δυτική Θεσσαλία όπου οι θεριστικές είναι άγνωστες, να γίνει με το δρεπάνι. Για τον θερισμό θα κινητοποιηθούν οργανωμένα όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, βοηθώντας ο ένας τον άλλον κάνοντας ανταλλαγή εργασίας. Για να επιταχυνθεί ο θερισμός, το ΕAM θα φροντίσει να κατεβούν στον κάμπο ορεινοί και εργάτες από τις πόλεις. Η εργασία να γίνεται κατά συνεργεία. Τους θεριστάδες να ακολουθούν δεματάδες. Επειδή δεν υπάρχει σπάγγος, τα δεμάτια να δένονται με γλασίνα καλαμιάς. Τα δεμάτια να μη μαζεύονται σε θημωνιές, για να τ' αρπάζουν με αυτοκίνητα ούτε να τα καίνε. Μετά τον θερισμό στα χωράφια δεν θα μπουν πρόβατα για βοσκή όπως συνηθίζεται, αλλά θα σταχυολογήσουν πρώτα οι φτωχοί του χωριού, για να μη χαθεί ούτε ένα στάχυ.
Αλωνισμός: Να γίνει με όλους τους τρόπους. Δοκάνες, ζώα, στούμπισμα, μηχανές. Οι αλωνιστικές ή πατόζες, θα πάνε στα χωριά με σειρά. Αν κάποια αργεί, οι αγρότες να μη περιμένουν. Να αλωνίσουν με άλλα μέσα. Όπου οι μηχανές εγκαταστάθηκαν κοντά σε Γερμανούς, τα δεμάτια να μη συγκεντρώνονται σε θημωνιές. Να τα πηγαίνουν την τελευταία στιγμή οι αγρότες, να τα αλωνίζουν, να παίρνουν το σιτάρι και να φεύγουν γρήγορα. Όλα, όμως, να γίνονται με σειρά, χωρίς κενά και χασομέριες της μηχανής.
Απόκρυψη: Μετά τον αλωνισμό, το σιτάρι να μη μεταφερθεί στο σπίτι, για να μη το αρπάξουν έτοιμο. Το κρύψιμο να γίνεται σε δασωμένα μέρη όπου υπάρχουν και σε ορεινά. Στον κάμπο να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος που εφάρμοσαν πέρυσι οι αγρότες της Ελασσόνας. Σε χωράφια και σε δύσβατα σημεία έσκαψαν βαθείς λάκκους. Τους άφησαν μερικές μέρες να ξεραθούν και τους παλάμισαν με σβουνιά. Το σιτάρι μπορεί να διατηρηθεί μέχρι 4 μήνες εκεί. Μπορεί να τοποθετηθεί και σε πιθάρια ή σε γαλίκια από λυγαριά παλαμισμένα, όμως, για στεγανοποίηση. Και να θάβονται κατόπιν σε λάκκους και να σκεπάζονται.
Το σχέδιο έξυπνο, τολμηρό αλλά και απλό σε σύλληψη, απαιτούσε στην εκτέλεση δυο προϋποθέσεις: Πειθαρχία από μια-δυο κατοσταριές χιλιάδες αγρότες και ένοπλη δύναμη για εξουδετέρωση των Γερμανών.
Το ΕAM ανέλαβε την πρώτη και ο ΕΛΑΣ την δεύτερη.
Συγκεκριμένα, το ΕΑΜ οργάνωσε και κατηύθυνε τον θερισμό-αλωνισμό-απόκρυψη και όπως αποδείχθηκε όλα έγιναν τέλεια. Οι Έλληνες και ειδικότερα οι Θεσσαλοί αγρότες έδρασαν ομαδικά με αξιοθαύμαστη ευστροφία κατά χιλιάδες, σαν ένας άνθρωπος. Ίσως να μην υπάρχει προηγούμενο ομαδικής προσπάθειας τόσης εκτάσεως και ομαδικού ηρωισμού τόσης διάρκειας, επί δυο περίπου μήνες, μέρα- νύχτα, για θερισμό και αλωνισμό στον κάμπο της Θεσσαλίας. Ο ΕΛΑΣ ανέλαβε την προστασία του θεριζοαλωνισμού.
Οι Γερμανοί, όπως είπαμε, επινόησαν επιθετικό κι έξυπνο σχέδιο για την αρπαγή της σοδειάς.
Ο θεσσαλικός ΕΛΑΣ ενήργησε με ένα πιο έξυπνο και πιο τολμηρό σχέδιο του Γενικού Στρατηγείου. Και τους νίκησε.
Την 4η Φεβρουαρίου 1944 σταμάτησαν οι επιχειρήσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και Ζέρβα στην Ήπειρο. Μετά από μαραθώνιες συζητήσεις που τις παρέτειναν οι Άγγλοι, υπογράφτηκε την 1η Μαρτίου το συμφωνητικό ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ.
Λίγες μέρες κατόπιν αρχίζουν να επιστρέφουν από εκεί στην Θεσσαλία τα τάγματα των συνταγμάτων 1/38, 4ου και 5ου, εκτός από μερικά τμήματα του τελευταίου που παρέμειναν στην Ήπειρο. Στην Ιη Μεραρχία ανατέθηκε και πάλι τομέας. Διοικητής της τώρα ανέλαβε ο συνταγματάρχης Ιωάννης Μουστεράκης, καπετάνιος ο Γ. Μπλάνας και επιτελάρχης ο αντισυνταγματάρχης Κ. Κουτσομητόπουλος. Ο Δ. Φλούλης, γέρων και καρδιακός, παρέμεινε στο Γεν. Στρατηγείο. Ο Δ. Μπαλλής αποσπάσθηκε στην γραμματεία (υπουργείο) εσωτερικών και τοποθετήθηκε κατόπιν Ανώτερος Διοικητής Πολιτοφυλακής Θεσσαλίας.
Στον θεσσαλικό ΕΛΑΣ το Γενικό Στρατηγείο έδωσε δυο χωριστές αποστολές. Από τις δυνάμεις που επέστρεψαν από την Ήπειρο ένα μέρος τους τάχθηκε σε ορεινά, με αποστολή συγκρούσεων με τον εχθρό όπως και πριν. Το άλλο συγκρότησε αποσπάσματα με ειδική αποστολή την Μάχη της Σοδειάς. Με το απλό αυτό σχέδιο, είναι σαν ο θεσσαλικός ΕΛΑΣ να το 'χει «δίπορτο» και οι Γερμανοί σαν να δέρνονται από δυο αντιπάλους.
Έναν που θα ενεργεί σαμποτάζ, ενέδρες και επιθέσεις σε φρουρές τους και θα αναγκάζει σημαντικές γερμανικές δυνάμεις να παραμένουν αμυντικά. Και άλλον, με τα αποσπάσματα που θα καταστρέφει μηχανές για να μη αλωνίσουν.
Με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου στην Θεσσαλία, συγκροτήθηκαν τα αποσπάσματα:
Απόσπασμα Καρατζά, στην περιοχή Καρδίτσης δεξιά του Πηνειού, με διοικητή τον υπολοχαγό Ιερώνυμο Τρωιάνο (Καρατζά) και καπετάνιο τον Μίμη Τάσο (Μπουκουβάλα), με δυνάμεις του ιππικού και του 1/38 Συντάγματος.
Δεύτερο, με δυνάμεις του 5ου Συντάγματος, του ιππικού και της Χης Μεραρχίας, στην περιοχή Τρικάλων-Κουτσοχείρου, αριστερά του Πηνειού.
Τρίτο, το Απόσπασμα Κάμπου με δυνάμεις των συνταγμάτων 51ου στον κάμπο της Κακάρας μέχρι τον Δομοκό και 52ου στην περιοχή Λαμίας-Μακρακώμης-Σπερχειάδος.
Τέταρτο, το Απόσπασμα Ανατολικής Θεσσαλίας Όθρυος το ΑΑΘΟ, με διοικητή τον επίλαρχο Σπ. Γερασιμίδη και καπετάνιο τον υπολοχαγό Θ. Καλλίνο, με δυνάμεις ιππικού και του 54ου Συντάγματος.
Ο κάμπος από Βελεστίνο μέχρι Τέμπη, ανατολικά της Λαρίσης ανατέθηκε στο 54ο Σύνταγμα και ο κάμπος Τυρνάβου στο Μηχανικό Ολύμπου.
Ο Εφ. ΕΛΑΣ υπήρξε ο πρωταγωνιστής. Σε κάθε χωριό υπήρχε ένοπλο τμήμα του. Καθένα απόκρουε με μάχη ΕΑΣΑΔ και Γερμανούς, όταν επέδραμαν να πάρουν στάρι. Αν χρειαζόταν έσπευδε σε βοήθεια του και ο τακτικός ΕΛΑΣ. Οι άπειρες μάχες του Εφ. ΕΛΑΣ δυστυχώς μένουν άγνωστες. Η δύναμη κάθε αποσπάσματος είναι άγνωστη. Συνολικά διέθεταν 4.000 περίπου μαχητές. Εισδύοντας στους κάμπους τα πρώτα τμήματα αποσπασμάτων ρίχνονται σε ξεμοναχιασμένα εχθρικά φυλάκια. Οι Γερμανοί αιφνιδιάζονται. Και συμπτύσσουν τα ασθενέστερα φυλάκιά τους, για να τα σώσουν.
Το πολύ σιτάρι βρισκόταν στα χίλια περίπου χωριά των κάμπων. Στέλνουν οι Γερμανοί τμήμα τους με ΕΑΣΑΔ για να το πάρουν. Αλλά κάθε χωριό έχει ένοπλη ομάδα Εφ. ΕΛΑΣ. Οι επιδρομείς εξοντώνονται σε ενέδρα ή αποκρούονται με συγκρούσεις στο χωριό και φεύγουν άπρακτοι. Οι Γερμανοί αποτυγχάνουν σ' αυτή την φάση χάρη στην δράση του Εφ. ΕΛΑΣ.
Στέλνουν ισχυρότερα τμήματα και τότε αρχίζουν συγκρούσεις με τον τακτικό ΕΛΑΣ. Ο κάμπος φλέγεται από μετωπικές συγκρούσεις, όπως στο Φράγκο Καρδίτσης και από παράτολμες καταδρομές του ΕΛΑΣ σε οχυρωμένες θέσεις στον Αλμυρό, Αργυροπούλι, Ελευθέριο, Δομοκό μέχρι Λιανοκλάδι. Για τους Γερμανούς άνοιξαν απροσδόκητα μέτωπα σε όλους τους κάμπους. Για να νικούν σε όλους πρέπει να γίνουν ισχυροί ταυτόχρονα παντού. Τόσες δυνάμεις δεν διαθέτουν, ούτε μπορούν να αποσπάσουν από τις σταθερές φρουρές τους. Θα εξασθενίσουν και θα γίνουν λεία επιθέσεων του ΕΛΑΣ, οπότε θα απειληθεί όχι μόνο η σοδειά αλλά και η κατοχή του θεσσαλικού χώρου.
Στους Γερμανούς τέθηκε το δίλημμα: θεσσαλικός χώρος ή θεσσαλικό σιτάρι; Προτίμησαν τον χώρο. Περιόρισαν τις περιπολίες, απέσυραν φυλάκια και ενίσχυσαν τις σπουδαιότερες φρουρές τους. Για να προστατεύεται τώρα ο δρόμος Αθηνών-Λαρίσης τοποθετούνται πέντε νέα φυλάκια. Δυο στις θέσεις Κόκα και Κάστρο Φαρσάλων, άλλα δυο στα υψώματα Δομοκού με 100 άντρες το καθένα και πρόσθετη ενίσχυση στην Αντινίτσα, όπου συνολικά παρέμειναν 250 άντρες. Ανάλογα ενίσχυσαν και σταθερά φυλάκιά τους στο μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, κυρίως σε γέφυρες. Τώρα είναι γνωστό ότι οι Γερμανοί δεν πήραν ούτε κόκκο σίτου.
{Αλλά μένει άγνωστο πόση εξυπνάδα επέδειξαν ηγήτορες του ΕΛΑΣ, μικροί και μεγάλοι, και με πόση ανδρεία πολέμησαν οι μαχητές του για να επιτευχθεί αυτό. Ή πόσοι αυτοσχεδιασμοί και πόσες πονηριές επινοήθηκαν για να υπερνικηθούν απρόοπτες καταστάσεις. Δυστυχώς ούτε οι ηγήτορες εκείνοι ούτε οι μαχητές εκείνοι κρατούσαν σημειώσεις για δράση, ομαδική ή ατομική. Επιτελούσαν το καθήκον χωρίς να νοιάζονται για υστεροφημίες και για επώνυμο πέρασμά τους στην ιστορία, αν και τους αξίζει.}
Για να σχηματισθεί κάποια εικόνα για εκείνη την εποποιία, θα αναφερθεί τι περίπου έγινε:
Ο θερισμός άρχισε σε κάμποσα χωριά την 5η Ιουνίου και λίγες μέρες κατόπιν γενικεύθηκε. Οι Γερμανοί δεν προέβαλαν πουθενά, κανένα εμπόδιο. Ήθελαν να γίνει. Ο κάμπος στην διάρκειά του πάλλεται και ο θερισμός μετατρέπεται σε πανηγύρι. Κάθε πρωί, πριν ακόμα βγει ο ήλιος, μια-δυο εκατοντάδες χιλιάδες θεριστές, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, εξορμούν σε ομάδες. Το ΕΑΜ κάθε χωριού κανονίζει από την προηγουμένη πού θα θερίσει κάθε μία, ποιοι θα πάνε σκοποί ή θ' αναλάβουν άλλες εργασίες. Καθένας «πιστώνεται» με τα μεροκάματά του. Οι ιδιοκτήτες χωραφιών ανταλλάσσουν μεταξύ τους εργασία. Για τους εργάτες το μεροκάματο είναι 12 οκάδες ή 15 κιλά σιτάρι, για τις γυναίκες 8 οκάδες ή 10 κιλά. Όσοι επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις παίρνουν περισσότερα. Σε κάποια χωριά, όπως π.χ. στον Άη Γιώργη Δεσκάτης, το λαϊκό συμβούλιο συνέστησε «κοινό ταμείο» να πληρώνει τους εργάτες. Αλλού επινοήθηκε άλλος τρόπος. Το βράδι οι θεριστές γυρίζουν με τραγούδια στο χωριό. Οι επικεφαλής τους αναφέρουν στην αυτοδιοίκηση ή στο ΕΑΜ.
Και ενώ οι υπεύθυνοι καταστρώνουν το πρόγραμμα της επομένης, οι θεριστές διασκεδάζουν με τραγούδια και χορούς ή παρακολουθούν ψυχαγωγική παράσταση της ΕΠΟΝ. Πριν τα μεσάνυχτα πάνε όλοι για ύπνο. Την επομένη ξαναρχίζει η δουλειά, με κέφι και τραγούδια. Στο χωριό μένουν γέροντες και όσοι βγαίνουν υπηρεσία συνδέσμων, μαγείρων κλπ. Το φαγητό μεταφέρεται στα χωράφια από παιδιά κάτω των 14 χρονών, τα Αετόπουλα. Τα μεγαλύτερα, αγόρια και κορίτσια, θερίζουν. Με αυτό το πρόγραμμα συνεχίζεται εντατικά ο θερισμός επί έναν περίπου μήνα. Το ενδιαφέρον των Γερμανών στράφηκε στον αλωνισμό. Στους μεγάλους και πλούσιους κάμπους ο αλωνισμός θα γινόταν με μηχανές, τις πατόζες.
Στήνονταν αλφαδιασμένες κοντά σε κάθε χωριό. Ελάχιστες λειτουργούσαν με κίνηση μεταβιβαζόμενη με ιμάντα από τρακτέρ εγκαταστημένο σε απόσταση, για να αποφεύγεται κίνδυνος πυρκαϊάς. Οι πολλές με θερμική ενέργεια από κλίβανο που καίει άχυρα, ξύλα ή κάρβουνα, τοποθετημένο μακριά για τον ίδιο λόγο. Στην Θεσσαλία υπήρχαν τότε 350 περίπου πατόζες. Οι Γερμανοί τις κατέγραψαν και καθόρισαν πότε και πού θα λειτουργήσουν, έτοιμοι να ελέγξουν τις αποδόσεις τους και να παίρνουν καθημερινά τις ποσότητες που θέλουν. Στους άλλους κάμπους ο αλωνισμός γινόταν με ζώα σε αλώνι, που διαμόρφωνε καθένας εύκολα κάπου. Ο δεύτερος τρόπος αλωνισμού απαιτούσε χρόνο, αλλά ευνοούσε την προστασία του σταριού από αρπαγή. Oι Γερμανοί έστρεψαν το ενδιαφέρον τους κυρίως στον αλωνισμό με μηχανές.
Σε αυτές, όμως, έστρεψε και το ΕΑΜ το ενδιαφέρον του. Ουσιαστικά η Μάχη της Σοδειάς εντοπίσθηκε στο ποιος θα κυριαρχήσει στις μηχανές. Θ' αρχίσουμε από τους κάμπους της Νοτιοδυτικής Θεσσαλίας.
Ο ΕΛΑΣ ανατίναξε γέφυρες και μεγάλο τμήμα της γραμμής Βόλου-Τρικάλων. Τραίνο δεν κινείται πλέον εκεί. Οι Γερμανοί απέσυραν τα φυλάκιά τους από ενδιάμεσους σταθμούς. Ο κάμπος από τον Παλαιοφάρσαλο μέχρι την Καρδίτσα-Τρίκαλα βρέθηκε έξω από τον έλεγχο τους. Το ίδιο και ο κάμπος από τον ΙΙαλαιοφάρσαλο προς την Ιτέα και προς τον Παλαμά δεξιά του Πηνειού. Οι Γερμανοί καταφεύγουν στις επιδρομές, αλλά ο ΕΛΑΣ τις αντιμετωπίζει με ενέδρες. Πόσες; άγνωστο. Θ' αναφερθούν μερικές, όσες δημοσιεύονται σε μια έκδοση του Ρήγα που έφτασε στα χέρια μας. Πλήρες αρχείο του δεν σώθηκε.
Την 25η Ιουνίου πήγαν στην Αστρίτσα Καρδίτσης Γερμανοί από τον σταθμό Ορφανών, της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Λαρίσης. Τους συνέλαβαν εφεδροελασίτες.
Την επομένη, Γερμανοί με 9 αυτοκίνητα και 2 τανκς επέδραμαν στο χωριό Διάλεσι Τρικάλων, κοντά στους πρόποδες του Κόζιακα. Ο ΕΛΑΣ τους χτύπησε και σε μάχη μιας ώρας σκοτώθηκε ένας Γερμανός και τραυματίσθηκε ο διερμηνέας τους.
Την 28η Ιουνίου, κοντά στο Ρούσο Καρδίτσης, τρεις μαχητές της πολιτοφυλακής και ένας του ΕΛΑΣ χτύπησαν Γερμανούς, τους συγκράτησαν ώσπου κατέφθασαν και άλλοι μαχητές και τους ανάγκασαν να συμπτυχθούν.
Την νύχτα της 29ης Ιουνίου Γερμανοί με 35 αυτοκίνητα, τανκς και τρίκαννα αντιαρματικά πυροβόλα εξόρμησαν από την Καρδίτσα. Ένα τμήμα τους πήγε στο χωριό Ρούσο, όπου προσεβλήθη από τον ΕΛΑΣ. Μετά από 5ωρη μάχη αναγκάστηκε να συμπτυχθεί. Το άλλο τμήμα των Γερμανών πήγε στο χωριό Ζαΐμη, αλλά και αυτό χτυπήθηκε από τον ΕΛΑΣ και μετά από 6ωρη μάχη συμπτύχθηκε. Απώλειες των Γερμανών 10 περίπου νεκροί. Έκαψαν, όμως, έναν μύλο και 2 σπίτια καθώς και μερικές θημωνιές σιτάρι. Σκότωσαν μια γριά κι ένα κορίτσι στο Μπαΐμι κι έναν γέρο στο Ρούσο.
Τελικά οι Γερμανοί περιόρισαν τις εξόδους τους σ' εκείνον τον κάμπο. Τμήμα ενταγμένο στο Απόσπασμα Καρατζά έχει αποστολή στον κάμπο Καρδίτσης-Σοφάδων. Κάποια μέρα, αφού βγήκαν τα περίπολα και οι άλλες υπηρεσίες, οι υπόλοιποι άντρες της περιποιήθηκαν τα άλογα, καθάρισαν τα όπλα τους και δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
Κάποιος πέταξε την πρόταση:
- Δεν πάμε να θερίσουμε;
Αυτό ήταν. Και σε λίγο βρίσκονται μέσ' τα χωράφια, δίπλα στους θεριστάδες. Έχουν το όπλο τους χιαστί στην πλάτη και στο χέρι τους δρεπάνι. Χωριατόπουλα όλα τους σχεδόν ξέροντας από θερισμό, παραβγαίνουν από τους άλλους. Τα κοριτσόπουλα τους ακολουθούν αλλά δεν προφταίνουν να δεματιάζουν, όσο και αν προσπαθούν να μη μακραίνει η απόστασή τους από αυτούς τους νέους, που ήρθαν και λάμπρυνε ο τόπος. Σαν να χάθηκαν από το χωράφι οι ηλικιωμένοι. Διαδίδεται γρήγορα η πρωτοβουλία των ιππέων και καθιερώνεται η συμμετοχή των μαχητών στον θερισμό. Τα χωράφια αναταράζονται τώρα από γέλια και χαρές, από νεαρούς αντάρτες και από κοπέλες. Ο θερισμός απόκτησε ταχύτερο ρυθμό. Ο ΕΛΑΣ θέρισε μερικές χιλιάδες στρέμματα στην Θεσσαλία. Χωράφια κοντά σε γερμανικές φρουρές θερίζονται νύχτα, με οργανωμένη εξόρμηση κατοίκων γειτονικών χωριών. Γυναίκες δίπλα στην Καρδίτσα θέρισαν έτσι νύχτα και πήραν την σοδειά από χωράφι δέκα στρεμμάτων. Τα δεμάτια από τέτοια χωράφια φυγαδεύονται αμέσως.
Δυσκολία παρουσίασαν τα χωράφια στην ζώνη του «σταθερού μετώπου» ΕΛΑΣ και Γερμανών, μεταξύ Πύλης και Μουζακίου. Με παρότρυνση του ΕΑΜ, οι κάτοικοι έστειλαν στους Γερμανούς επιτροπή που ζήτησε άδεια θερισμού. Οι Γερμανοί αρνήθηκαν. Διαπιστώνοντας οι κάτοικοι ότι κινδυνεύουν να χάσουν το ψωμί τους, αποφασίζουν να θερίσουν. Την 18η Ιουνίου, πριν βγει ο ήλιος, μπαίνουν στα χωράφια μοιρασμένοι σε συνεργεία. Τα δεμάτια φυγαδεύονται αμέσως. Ο θερισμός διεξάγεται με ταχύτητα αλλά με προσεκτικές κινήσεις, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις και αντιδράσουν οι Γερμανοί. Όλα πήγαν καλά ως τις 11. Τότε πυροβόλησαν οι Γερμανοί. Οι θεριστές τρέχουν, εγκαταλείποντας μια γριά νεκρή και τραυματισμένη την κόρη της. Πάνε έρποντας επονίτες και τις παίρνουν. Οι Γερμανοί συλλαμβάνουν 90 γυναίκες και παιδιά από χωριό, πιθανόν το Παλαιομονάστερο. Τους 13 τους έστειλαν στην Θεσσαλονίκη. Επιτροπή κατοικιών πηγαίνει και αυτή στην Θεσσαλονίκη και με παραστάσεις στους Γερμανούς επιτυγχάνει την απόλυσή τους. Ταυτόχρονα αποσπά και άδεια να θερίσουν, με τον όρο να δοθεί το 10% στους Γερμανούς. Τελικά ούτε αυτός ο όρος τηρήθηκε. Οι Γερμανοί έχασαν τον έλεγχο επί του θερισμού. Επιδίωξαν να τον διατηρήσουν στον αλωνισμό. Αλλά τον έχασαν και αυτόν…
Η Μάχη της Σοδειάς
Του Μπουκουβάλα τα παιδιά ζωστήκαν τ' άρματα.
Καβαλικέψανε τα κάτασπρα φαριά τους
κι όλο τον κάμπο τραγουδώντας ετριγύρισαν
για να θερίσουν οι χωριάτες τη σοδειά τους.
Χρυσά τα στάχυα, του φτωχού μόχτος πολύμηνος
γέρνουν βαριά στο πυρωμένο απάνω χώμα.
Σπαθιά ασημένια τα δρεπάνια ανασηκώνονται
κι όρκος τα λόγια αντιλαλούν στο κάθε στόμα:
«Μήτε σπειρί σταριού να πάρει ο μαύρος τύραννος».
Κι ευτύς τον όρκο τα φτερά του ανέμου αρπάξαν,
κραυγή τον σήκωσαν τρανής οργής κι απόφασης
και στου θεριού την άγρια μπούκα τον πετάξαν.
Χυμούν οι γύπες· και ξερνούν φωτιά και σίδερο
των μανιασμένων δολοφόνων τα κανόνια
και τα γεννήματα ν' αρπάξουν αγωνίζονται
κι άδεια ν' αφήσουν κι αιματόβρεχτα τ' αλώνια.
Μα οι κοπελιές με βια θερίζουν ασπρομάντηλες
το στάρι που έσπειραν οι αδούλωτοι χωριάτες
κι ολόγυρά τους πολεμούνε οι καβαλάρηδες
στ' άσπρα φαριά, τους λυσσασμένους απελάτες.
~Κατίνα Παΐζη~
Η περιγραφή της Μάχης της Σοδειάς θ' αρχίσει από τις αντιστασιακές οργανώσεις. Όλες τους, από τις πανθεσσαλικές μέχρι τις τοπικές του ΕΑΜ, ΕΑ, ΕΠΟΝ, ΚΚΕ, Εφ. ΕΛΑΣ και της αυτοδιοικήσεως, τίθενται σε συναγερμό. Μερικές χιλιάδες στελέχη τους περιτρέχουν τα χωριά. Σε συγκεντρώσεις κατοίκων τους τη νύχτα, εξηγούν την εθνική ανάγκη να μη αρπαχθεί το σιτάρι. Με τις αντιστασιακές εφημερίδες, τις προκηρύξεις, τον τηλεβόα και άλλα μέσα εκπέμπεται συνεχώς το σύνθημα «Ούτε σπειρί σιτάρι στον κατακτητή». Παράλληλα προτείνονται και αγωνιστικοί τρόποι προστασίας της σοδειάς.
Και να οι καρποί της προσπάθειας: Από τα χωριά ξεκινούν επιτροπές με άντρες και γυναίκες. Πάνε σε ελληνικές και σε αρχές κατοχής. Διαμαρτύρονται κατά της συγκεντρώσεως σίτου και υποβάλλουν υπομνήματα, υπογραμμένα από χιλιάδες αγρότες, που απευθύνονται στην Γερμανική Διοίκηση Θεσσαλίας, Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων, Τμήμα Γεωργίας.
Μεταξύ άλλων γράφουν: «Στην εφετεινή καλλιεργητική περίοδο σημειώθηκε οργασμός εργασίας από τους γεωργούς. Παράλληλα έγιναν πολλές αρπαγές και λεηλασίες σε βάρος αγροτών, ενώ μεγάλωσε το ψαλίδι μεταξύ τιμών γεωργικών και άλλων προϊόντων. Π.χ. το σιτάρι ανατιμήθηκε κατά 100.000 φορές και τα άλλα τρόφιμα κατά 250.000 ως 500.000 φορές. Το εισόδημα των αγροτών μειώθηκε. Και αν δώσουν παρακράτημα, τότε θα εκμηδενισθεί τελείως. Αυτό αποδεικνύεται και με στοιχεία: Κάθε παραγωγός από την εσοδεία του πρέπει να δώση στην συγκέντρωση 25%, στην δεκάτη 10%, για θερισμό και μεταφορά 15%, για αλωνισμό 10%, για σπόρο και ψωμί 15%, σύνολον 75%. Δηλαδή κάθε παραγωγός θα πάρη μόνον 25% της εσοδείας για ν' αντιμετώπιση τις ανάγκες καλλιεργείας και διατροφής της οικογενείας του. Αλλά το ποσοστό αυτό είναι ασήμαντο και επειδή ο αγρότης είναι αδύνατον ν' αποφύγει τα έξοδα θεριζοαλωνισμού, το μόνο που μένει, για να μπόρεση να ζήση, είναι να μη παραδώση τίποτα. Ούτε στην συγκέντρωση ούτε στην δεκάτη».
Παράλληλα αναλαμβάνεται προσπάθεια και προς άλλη κατεύθυνση. Σε πανθεσσαλική σύσκεψη ειδικών με επικεφαλής τον γεωπόνο Γιάννη Χαρτοδιπλωμένο, καθορίζεται από τεχνική πλευρά η Μάχη της Σοδειάς στα τρία στάδια: θερισμός, αλωνισμός, απόκρυψη.
Στελέχη περιτρέχουν τα χωριά και μεταφέρουν στους αγρότες σχετικές οδηγίες τους.
Θερισμός: Να γίνει το συντομότερο, κυρίως με ιπποκίνητες θεριστικές μηχανές, επισκευάζοντας ακόμα και τις σαραβαλιασμένες - θεριζοαλωνιστικές δεν υπήρχαν τότε. Στην Δυτική Θεσσαλία όπου οι θεριστικές είναι άγνωστες, να γίνει με το δρεπάνι. Για τον θερισμό θα κινητοποιηθούν οργανωμένα όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, βοηθώντας ο ένας τον άλλον κάνοντας ανταλλαγή εργασίας. Για να επιταχυνθεί ο θερισμός, το ΕAM θα φροντίσει να κατεβούν στον κάμπο ορεινοί και εργάτες από τις πόλεις. Η εργασία να γίνεται κατά συνεργεία. Τους θεριστάδες να ακολουθούν δεματάδες. Επειδή δεν υπάρχει σπάγγος, τα δεμάτια να δένονται με γλασίνα καλαμιάς. Τα δεμάτια να μη μαζεύονται σε θημωνιές, για να τ' αρπάζουν με αυτοκίνητα ούτε να τα καίνε. Μετά τον θερισμό στα χωράφια δεν θα μπουν πρόβατα για βοσκή όπως συνηθίζεται, αλλά θα σταχυολογήσουν πρώτα οι φτωχοί του χωριού, για να μη χαθεί ούτε ένα στάχυ.
Αλωνισμός: Να γίνει με όλους τους τρόπους. Δοκάνες, ζώα, στούμπισμα, μηχανές. Οι αλωνιστικές ή πατόζες, θα πάνε στα χωριά με σειρά. Αν κάποια αργεί, οι αγρότες να μη περιμένουν. Να αλωνίσουν με άλλα μέσα. Όπου οι μηχανές εγκαταστάθηκαν κοντά σε Γερμανούς, τα δεμάτια να μη συγκεντρώνονται σε θημωνιές. Να τα πηγαίνουν την τελευταία στιγμή οι αγρότες, να τα αλωνίζουν, να παίρνουν το σιτάρι και να φεύγουν γρήγορα. Όλα, όμως, να γίνονται με σειρά, χωρίς κενά και χασομέριες της μηχανής.
Απόκρυψη: Μετά τον αλωνισμό, το σιτάρι να μη μεταφερθεί στο σπίτι, για να μη το αρπάξουν έτοιμο. Το κρύψιμο να γίνεται σε δασωμένα μέρη όπου υπάρχουν και σε ορεινά. Στον κάμπο να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος που εφάρμοσαν πέρυσι οι αγρότες της Ελασσόνας. Σε χωράφια και σε δύσβατα σημεία έσκαψαν βαθείς λάκκους. Τους άφησαν μερικές μέρες να ξεραθούν και τους παλάμισαν με σβουνιά. Το σιτάρι μπορεί να διατηρηθεί μέχρι 4 μήνες εκεί. Μπορεί να τοποθετηθεί και σε πιθάρια ή σε γαλίκια από λυγαριά παλαμισμένα, όμως, για στεγανοποίηση. Και να θάβονται κατόπιν σε λάκκους και να σκεπάζονται.
Το σχέδιο έξυπνο, τολμηρό αλλά και απλό σε σύλληψη, απαιτούσε στην εκτέλεση δυο προϋποθέσεις: Πειθαρχία από μια-δυο κατοσταριές χιλιάδες αγρότες και ένοπλη δύναμη για εξουδετέρωση των Γερμανών.
Το ΕAM ανέλαβε την πρώτη και ο ΕΛΑΣ την δεύτερη.
Συγκεκριμένα, το ΕΑΜ οργάνωσε και κατηύθυνε τον θερισμό-αλωνισμό-απόκρυψη και όπως αποδείχθηκε όλα έγιναν τέλεια. Οι Έλληνες και ειδικότερα οι Θεσσαλοί αγρότες έδρασαν ομαδικά με αξιοθαύμαστη ευστροφία κατά χιλιάδες, σαν ένας άνθρωπος. Ίσως να μην υπάρχει προηγούμενο ομαδικής προσπάθειας τόσης εκτάσεως και ομαδικού ηρωισμού τόσης διάρκειας, επί δυο περίπου μήνες, μέρα- νύχτα, για θερισμό και αλωνισμό στον κάμπο της Θεσσαλίας. Ο ΕΛΑΣ ανέλαβε την προστασία του θεριζοαλωνισμού.
Οι Γερμανοί, όπως είπαμε, επινόησαν επιθετικό κι έξυπνο σχέδιο για την αρπαγή της σοδειάς.
Ο θεσσαλικός ΕΛΑΣ ενήργησε με ένα πιο έξυπνο και πιο τολμηρό σχέδιο του Γενικού Στρατηγείου. Και τους νίκησε.
Την 4η Φεβρουαρίου 1944 σταμάτησαν οι επιχειρήσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και Ζέρβα στην Ήπειρο. Μετά από μαραθώνιες συζητήσεις που τις παρέτειναν οι Άγγλοι, υπογράφτηκε την 1η Μαρτίου το συμφωνητικό ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ.
Λίγες μέρες κατόπιν αρχίζουν να επιστρέφουν από εκεί στην Θεσσαλία τα τάγματα των συνταγμάτων 1/38, 4ου και 5ου, εκτός από μερικά τμήματα του τελευταίου που παρέμειναν στην Ήπειρο. Στην Ιη Μεραρχία ανατέθηκε και πάλι τομέας. Διοικητής της τώρα ανέλαβε ο συνταγματάρχης Ιωάννης Μουστεράκης, καπετάνιος ο Γ. Μπλάνας και επιτελάρχης ο αντισυνταγματάρχης Κ. Κουτσομητόπουλος. Ο Δ. Φλούλης, γέρων και καρδιακός, παρέμεινε στο Γεν. Στρατηγείο. Ο Δ. Μπαλλής αποσπάσθηκε στην γραμματεία (υπουργείο) εσωτερικών και τοποθετήθηκε κατόπιν Ανώτερος Διοικητής Πολιτοφυλακής Θεσσαλίας.
Στον θεσσαλικό ΕΛΑΣ το Γενικό Στρατηγείο έδωσε δυο χωριστές αποστολές. Από τις δυνάμεις που επέστρεψαν από την Ήπειρο ένα μέρος τους τάχθηκε σε ορεινά, με αποστολή συγκρούσεων με τον εχθρό όπως και πριν. Το άλλο συγκρότησε αποσπάσματα με ειδική αποστολή την Μάχη της Σοδειάς. Με το απλό αυτό σχέδιο, είναι σαν ο θεσσαλικός ΕΛΑΣ να το 'χει «δίπορτο» και οι Γερμανοί σαν να δέρνονται από δυο αντιπάλους.
Έναν που θα ενεργεί σαμποτάζ, ενέδρες και επιθέσεις σε φρουρές τους και θα αναγκάζει σημαντικές γερμανικές δυνάμεις να παραμένουν αμυντικά. Και άλλον, με τα αποσπάσματα που θα καταστρέφει μηχανές για να μη αλωνίσουν.
Με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου στην Θεσσαλία, συγκροτήθηκαν τα αποσπάσματα:
Απόσπασμα Καρατζά, στην περιοχή Καρδίτσης δεξιά του Πηνειού, με διοικητή τον υπολοχαγό Ιερώνυμο Τρωιάνο (Καρατζά) και καπετάνιο τον Μίμη Τάσο (Μπουκουβάλα), με δυνάμεις του ιππικού και του 1/38 Συντάγματος.
Δεύτερο, με δυνάμεις του 5ου Συντάγματος, του ιππικού και της Χης Μεραρχίας, στην περιοχή Τρικάλων-Κουτσοχείρου, αριστερά του Πηνειού.
Τρίτο, το Απόσπασμα Κάμπου με δυνάμεις των συνταγμάτων 51ου στον κάμπο της Κακάρας μέχρι τον Δομοκό και 52ου στην περιοχή Λαμίας-Μακρακώμης-Σπερχειάδος.
Τέταρτο, το Απόσπασμα Ανατολικής Θεσσαλίας Όθρυος το ΑΑΘΟ, με διοικητή τον επίλαρχο Σπ. Γερασιμίδη και καπετάνιο τον υπολοχαγό Θ. Καλλίνο, με δυνάμεις ιππικού και του 54ου Συντάγματος.
Ο κάμπος από Βελεστίνο μέχρι Τέμπη, ανατολικά της Λαρίσης ανατέθηκε στο 54ο Σύνταγμα και ο κάμπος Τυρνάβου στο Μηχανικό Ολύμπου.
Ο Εφ. ΕΛΑΣ υπήρξε ο πρωταγωνιστής. Σε κάθε χωριό υπήρχε ένοπλο τμήμα του. Καθένα απόκρουε με μάχη ΕΑΣΑΔ και Γερμανούς, όταν επέδραμαν να πάρουν στάρι. Αν χρειαζόταν έσπευδε σε βοήθεια του και ο τακτικός ΕΛΑΣ. Οι άπειρες μάχες του Εφ. ΕΛΑΣ δυστυχώς μένουν άγνωστες. Η δύναμη κάθε αποσπάσματος είναι άγνωστη. Συνολικά διέθεταν 4.000 περίπου μαχητές. Εισδύοντας στους κάμπους τα πρώτα τμήματα αποσπασμάτων ρίχνονται σε ξεμοναχιασμένα εχθρικά φυλάκια. Οι Γερμανοί αιφνιδιάζονται. Και συμπτύσσουν τα ασθενέστερα φυλάκιά τους, για να τα σώσουν.
Το πολύ σιτάρι βρισκόταν στα χίλια περίπου χωριά των κάμπων. Στέλνουν οι Γερμανοί τμήμα τους με ΕΑΣΑΔ για να το πάρουν. Αλλά κάθε χωριό έχει ένοπλη ομάδα Εφ. ΕΛΑΣ. Οι επιδρομείς εξοντώνονται σε ενέδρα ή αποκρούονται με συγκρούσεις στο χωριό και φεύγουν άπρακτοι. Οι Γερμανοί αποτυγχάνουν σ' αυτή την φάση χάρη στην δράση του Εφ. ΕΛΑΣ.
Στέλνουν ισχυρότερα τμήματα και τότε αρχίζουν συγκρούσεις με τον τακτικό ΕΛΑΣ. Ο κάμπος φλέγεται από μετωπικές συγκρούσεις, όπως στο Φράγκο Καρδίτσης και από παράτολμες καταδρομές του ΕΛΑΣ σε οχυρωμένες θέσεις στον Αλμυρό, Αργυροπούλι, Ελευθέριο, Δομοκό μέχρι Λιανοκλάδι. Για τους Γερμανούς άνοιξαν απροσδόκητα μέτωπα σε όλους τους κάμπους. Για να νικούν σε όλους πρέπει να γίνουν ισχυροί ταυτόχρονα παντού. Τόσες δυνάμεις δεν διαθέτουν, ούτε μπορούν να αποσπάσουν από τις σταθερές φρουρές τους. Θα εξασθενίσουν και θα γίνουν λεία επιθέσεων του ΕΛΑΣ, οπότε θα απειληθεί όχι μόνο η σοδειά αλλά και η κατοχή του θεσσαλικού χώρου.
Στους Γερμανούς τέθηκε το δίλημμα: θεσσαλικός χώρος ή θεσσαλικό σιτάρι; Προτίμησαν τον χώρο. Περιόρισαν τις περιπολίες, απέσυραν φυλάκια και ενίσχυσαν τις σπουδαιότερες φρουρές τους. Για να προστατεύεται τώρα ο δρόμος Αθηνών-Λαρίσης τοποθετούνται πέντε νέα φυλάκια. Δυο στις θέσεις Κόκα και Κάστρο Φαρσάλων, άλλα δυο στα υψώματα Δομοκού με 100 άντρες το καθένα και πρόσθετη ενίσχυση στην Αντινίτσα, όπου συνολικά παρέμειναν 250 άντρες. Ανάλογα ενίσχυσαν και σταθερά φυλάκιά τους στο μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, κυρίως σε γέφυρες. Τώρα είναι γνωστό ότι οι Γερμανοί δεν πήραν ούτε κόκκο σίτου.
{Αλλά μένει άγνωστο πόση εξυπνάδα επέδειξαν ηγήτορες του ΕΛΑΣ, μικροί και μεγάλοι, και με πόση ανδρεία πολέμησαν οι μαχητές του για να επιτευχθεί αυτό. Ή πόσοι αυτοσχεδιασμοί και πόσες πονηριές επινοήθηκαν για να υπερνικηθούν απρόοπτες καταστάσεις. Δυστυχώς ούτε οι ηγήτορες εκείνοι ούτε οι μαχητές εκείνοι κρατούσαν σημειώσεις για δράση, ομαδική ή ατομική. Επιτελούσαν το καθήκον χωρίς να νοιάζονται για υστεροφημίες και για επώνυμο πέρασμά τους στην ιστορία, αν και τους αξίζει.}
Για να σχηματισθεί κάποια εικόνα για εκείνη την εποποιία, θα αναφερθεί τι περίπου έγινε:
Ο θερισμός άρχισε σε κάμποσα χωριά την 5η Ιουνίου και λίγες μέρες κατόπιν γενικεύθηκε. Οι Γερμανοί δεν προέβαλαν πουθενά, κανένα εμπόδιο. Ήθελαν να γίνει. Ο κάμπος στην διάρκειά του πάλλεται και ο θερισμός μετατρέπεται σε πανηγύρι. Κάθε πρωί, πριν ακόμα βγει ο ήλιος, μια-δυο εκατοντάδες χιλιάδες θεριστές, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, εξορμούν σε ομάδες. Το ΕΑΜ κάθε χωριού κανονίζει από την προηγουμένη πού θα θερίσει κάθε μία, ποιοι θα πάνε σκοποί ή θ' αναλάβουν άλλες εργασίες. Καθένας «πιστώνεται» με τα μεροκάματά του. Οι ιδιοκτήτες χωραφιών ανταλλάσσουν μεταξύ τους εργασία. Για τους εργάτες το μεροκάματο είναι 12 οκάδες ή 15 κιλά σιτάρι, για τις γυναίκες 8 οκάδες ή 10 κιλά. Όσοι επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις παίρνουν περισσότερα. Σε κάποια χωριά, όπως π.χ. στον Άη Γιώργη Δεσκάτης, το λαϊκό συμβούλιο συνέστησε «κοινό ταμείο» να πληρώνει τους εργάτες. Αλλού επινοήθηκε άλλος τρόπος. Το βράδι οι θεριστές γυρίζουν με τραγούδια στο χωριό. Οι επικεφαλής τους αναφέρουν στην αυτοδιοίκηση ή στο ΕΑΜ.
Και ενώ οι υπεύθυνοι καταστρώνουν το πρόγραμμα της επομένης, οι θεριστές διασκεδάζουν με τραγούδια και χορούς ή παρακολουθούν ψυχαγωγική παράσταση της ΕΠΟΝ. Πριν τα μεσάνυχτα πάνε όλοι για ύπνο. Την επομένη ξαναρχίζει η δουλειά, με κέφι και τραγούδια. Στο χωριό μένουν γέροντες και όσοι βγαίνουν υπηρεσία συνδέσμων, μαγείρων κλπ. Το φαγητό μεταφέρεται στα χωράφια από παιδιά κάτω των 14 χρονών, τα Αετόπουλα. Τα μεγαλύτερα, αγόρια και κορίτσια, θερίζουν. Με αυτό το πρόγραμμα συνεχίζεται εντατικά ο θερισμός επί έναν περίπου μήνα. Το ενδιαφέρον των Γερμανών στράφηκε στον αλωνισμό. Στους μεγάλους και πλούσιους κάμπους ο αλωνισμός θα γινόταν με μηχανές, τις πατόζες.
Στήνονταν αλφαδιασμένες κοντά σε κάθε χωριό. Ελάχιστες λειτουργούσαν με κίνηση μεταβιβαζόμενη με ιμάντα από τρακτέρ εγκαταστημένο σε απόσταση, για να αποφεύγεται κίνδυνος πυρκαϊάς. Οι πολλές με θερμική ενέργεια από κλίβανο που καίει άχυρα, ξύλα ή κάρβουνα, τοποθετημένο μακριά για τον ίδιο λόγο. Στην Θεσσαλία υπήρχαν τότε 350 περίπου πατόζες. Οι Γερμανοί τις κατέγραψαν και καθόρισαν πότε και πού θα λειτουργήσουν, έτοιμοι να ελέγξουν τις αποδόσεις τους και να παίρνουν καθημερινά τις ποσότητες που θέλουν. Στους άλλους κάμπους ο αλωνισμός γινόταν με ζώα σε αλώνι, που διαμόρφωνε καθένας εύκολα κάπου. Ο δεύτερος τρόπος αλωνισμού απαιτούσε χρόνο, αλλά ευνοούσε την προστασία του σταριού από αρπαγή. Oι Γερμανοί έστρεψαν το ενδιαφέρον τους κυρίως στον αλωνισμό με μηχανές.
Σε αυτές, όμως, έστρεψε και το ΕΑΜ το ενδιαφέρον του. Ουσιαστικά η Μάχη της Σοδειάς εντοπίσθηκε στο ποιος θα κυριαρχήσει στις μηχανές. Θ' αρχίσουμε από τους κάμπους της Νοτιοδυτικής Θεσσαλίας.
Ο ΕΛΑΣ ανατίναξε γέφυρες και μεγάλο τμήμα της γραμμής Βόλου-Τρικάλων. Τραίνο δεν κινείται πλέον εκεί. Οι Γερμανοί απέσυραν τα φυλάκιά τους από ενδιάμεσους σταθμούς. Ο κάμπος από τον Παλαιοφάρσαλο μέχρι την Καρδίτσα-Τρίκαλα βρέθηκε έξω από τον έλεγχο τους. Το ίδιο και ο κάμπος από τον ΙΙαλαιοφάρσαλο προς την Ιτέα και προς τον Παλαμά δεξιά του Πηνειού. Οι Γερμανοί καταφεύγουν στις επιδρομές, αλλά ο ΕΛΑΣ τις αντιμετωπίζει με ενέδρες. Πόσες; άγνωστο. Θ' αναφερθούν μερικές, όσες δημοσιεύονται σε μια έκδοση του Ρήγα που έφτασε στα χέρια μας. Πλήρες αρχείο του δεν σώθηκε.
Την 25η Ιουνίου πήγαν στην Αστρίτσα Καρδίτσης Γερμανοί από τον σταθμό Ορφανών, της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Λαρίσης. Τους συνέλαβαν εφεδροελασίτες.
Την επομένη, Γερμανοί με 9 αυτοκίνητα και 2 τανκς επέδραμαν στο χωριό Διάλεσι Τρικάλων, κοντά στους πρόποδες του Κόζιακα. Ο ΕΛΑΣ τους χτύπησε και σε μάχη μιας ώρας σκοτώθηκε ένας Γερμανός και τραυματίσθηκε ο διερμηνέας τους.
Την 28η Ιουνίου, κοντά στο Ρούσο Καρδίτσης, τρεις μαχητές της πολιτοφυλακής και ένας του ΕΛΑΣ χτύπησαν Γερμανούς, τους συγκράτησαν ώσπου κατέφθασαν και άλλοι μαχητές και τους ανάγκασαν να συμπτυχθούν.
Την νύχτα της 29ης Ιουνίου Γερμανοί με 35 αυτοκίνητα, τανκς και τρίκαννα αντιαρματικά πυροβόλα εξόρμησαν από την Καρδίτσα. Ένα τμήμα τους πήγε στο χωριό Ρούσο, όπου προσεβλήθη από τον ΕΛΑΣ. Μετά από 5ωρη μάχη αναγκάστηκε να συμπτυχθεί. Το άλλο τμήμα των Γερμανών πήγε στο χωριό Ζαΐμη, αλλά και αυτό χτυπήθηκε από τον ΕΛΑΣ και μετά από 6ωρη μάχη συμπτύχθηκε. Απώλειες των Γερμανών 10 περίπου νεκροί. Έκαψαν, όμως, έναν μύλο και 2 σπίτια καθώς και μερικές θημωνιές σιτάρι. Σκότωσαν μια γριά κι ένα κορίτσι στο Μπαΐμι κι έναν γέρο στο Ρούσο.
Τελικά οι Γερμανοί περιόρισαν τις εξόδους τους σ' εκείνον τον κάμπο. Τμήμα ενταγμένο στο Απόσπασμα Καρατζά έχει αποστολή στον κάμπο Καρδίτσης-Σοφάδων. Κάποια μέρα, αφού βγήκαν τα περίπολα και οι άλλες υπηρεσίες, οι υπόλοιποι άντρες της περιποιήθηκαν τα άλογα, καθάρισαν τα όπλα τους και δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
Κάποιος πέταξε την πρόταση:
- Δεν πάμε να θερίσουμε;
Αυτό ήταν. Και σε λίγο βρίσκονται μέσ' τα χωράφια, δίπλα στους θεριστάδες. Έχουν το όπλο τους χιαστί στην πλάτη και στο χέρι τους δρεπάνι. Χωριατόπουλα όλα τους σχεδόν ξέροντας από θερισμό, παραβγαίνουν από τους άλλους. Τα κοριτσόπουλα τους ακολουθούν αλλά δεν προφταίνουν να δεματιάζουν, όσο και αν προσπαθούν να μη μακραίνει η απόστασή τους από αυτούς τους νέους, που ήρθαν και λάμπρυνε ο τόπος. Σαν να χάθηκαν από το χωράφι οι ηλικιωμένοι. Διαδίδεται γρήγορα η πρωτοβουλία των ιππέων και καθιερώνεται η συμμετοχή των μαχητών στον θερισμό. Τα χωράφια αναταράζονται τώρα από γέλια και χαρές, από νεαρούς αντάρτες και από κοπέλες. Ο θερισμός απόκτησε ταχύτερο ρυθμό. Ο ΕΛΑΣ θέρισε μερικές χιλιάδες στρέμματα στην Θεσσαλία. Χωράφια κοντά σε γερμανικές φρουρές θερίζονται νύχτα, με οργανωμένη εξόρμηση κατοίκων γειτονικών χωριών. Γυναίκες δίπλα στην Καρδίτσα θέρισαν έτσι νύχτα και πήραν την σοδειά από χωράφι δέκα στρεμμάτων. Τα δεμάτια από τέτοια χωράφια φυγαδεύονται αμέσως.
Δυσκολία παρουσίασαν τα χωράφια στην ζώνη του «σταθερού μετώπου» ΕΛΑΣ και Γερμανών, μεταξύ Πύλης και Μουζακίου. Με παρότρυνση του ΕΑΜ, οι κάτοικοι έστειλαν στους Γερμανούς επιτροπή που ζήτησε άδεια θερισμού. Οι Γερμανοί αρνήθηκαν. Διαπιστώνοντας οι κάτοικοι ότι κινδυνεύουν να χάσουν το ψωμί τους, αποφασίζουν να θερίσουν. Την 18η Ιουνίου, πριν βγει ο ήλιος, μπαίνουν στα χωράφια μοιρασμένοι σε συνεργεία. Τα δεμάτια φυγαδεύονται αμέσως. Ο θερισμός διεξάγεται με ταχύτητα αλλά με προσεκτικές κινήσεις, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις και αντιδράσουν οι Γερμανοί. Όλα πήγαν καλά ως τις 11. Τότε πυροβόλησαν οι Γερμανοί. Οι θεριστές τρέχουν, εγκαταλείποντας μια γριά νεκρή και τραυματισμένη την κόρη της. Πάνε έρποντας επονίτες και τις παίρνουν. Οι Γερμανοί συλλαμβάνουν 90 γυναίκες και παιδιά από χωριό, πιθανόν το Παλαιομονάστερο. Τους 13 τους έστειλαν στην Θεσσαλονίκη. Επιτροπή κατοικιών πηγαίνει και αυτή στην Θεσσαλονίκη και με παραστάσεις στους Γερμανούς επιτυγχάνει την απόλυσή τους. Ταυτόχρονα αποσπά και άδεια να θερίσουν, με τον όρο να δοθεί το 10% στους Γερμανούς. Τελικά ούτε αυτός ο όρος τηρήθηκε. Οι Γερμανοί έχασαν τον έλεγχο επί του θερισμού. Επιδίωξαν να τον διατηρήσουν στον αλωνισμό. Αλλά τον έχασαν και αυτόν…
Η Μάχη της Σοδειάς
Του Μπουκουβάλα τα παιδιά ζωστήκαν τ' άρματα.
Καβαλικέψανε τα κάτασπρα φαριά τους
κι όλο τον κάμπο τραγουδώντας ετριγύρισαν
για να θερίσουν οι χωριάτες τη σοδειά τους.
Χρυσά τα στάχυα, του φτωχού μόχτος πολύμηνος
γέρνουν βαριά στο πυρωμένο απάνω χώμα.
Σπαθιά ασημένια τα δρεπάνια ανασηκώνονται
κι όρκος τα λόγια αντιλαλούν στο κάθε στόμα:
«Μήτε σπειρί σταριού να πάρει ο μαύρος τύραννος».
Κι ευτύς τον όρκο τα φτερά του ανέμου αρπάξαν,
κραυγή τον σήκωσαν τρανής οργής κι απόφασης
και στου θεριού την άγρια μπούκα τον πετάξαν.
Χυμούν οι γύπες· και ξερνούν φωτιά και σίδερο
των μανιασμένων δολοφόνων τα κανόνια
και τα γεννήματα ν' αρπάξουν αγωνίζονται
κι άδεια ν' αφήσουν κι αιματόβρεχτα τ' αλώνια.
Μα οι κοπελιές με βια θερίζουν ασπρομάντηλες
το στάρι που έσπειραν οι αδούλωτοι χωριάτες
κι ολόγυρά τους πολεμούνε οι καβαλάρηδες
στ' άσπρα φαριά, τους λυσσασμένους απελάτες.
~Κατίνα Παΐζη~
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία...
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή...
Οι πανηγυρισμοί για την αποχώρηση των Γερμανών γρήγορα έδωσαν τη θέση τους στον τρόμο και στη φρίκη. Ο αγώνας ενός ολόκληρου λαού, που με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως εκείνες μιας δοσίλογης δεξιάς και της βασιλικής οικογένεια των Γλύξμπουργκ , ενάντια στον κατακτητή πληρώθηκε με μετακινήσεις πληθυσμών, φυλακές , εξορίες, εκτελέσεις. Ο Δεκέμβρης του ’44 ήταν η πρώτη πράξη δείχνοντας τι θα ακολουθούσε και η Συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945 έδωσε το επίσημο έναυσμα για το διωγμό των κομμουνιστών και άλλων δημοκρατικών πολιτών. Η Δεξιά, απούσα κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής η'' παρούσα και συνεργαζόμενη με τους κατακτητές, αναλαμβάνει το ρόλο του κυνηγού των αριστερών, επίσημα και ανεπίσημα.
ΕΠΙΣΗΜΑ, μέσω των στρατοδικείων.
ΑΝΕΠΙΣΗΜΑ, με τις πάμπολλες ομάδες των δοσιλόγων και των ταγματασφαλιτών που έχουν αναλάβει το ρόλο να σώσουν την «πατρίδα» από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
ΕΠΙΣΗΜΑ, μέσω των στρατοδικείων.
ΑΝΕΠΙΣΗΜΑ, με τις πάμπολλες ομάδες των δοσιλόγων και των ταγματασφαλιτών που έχουν αναλάβει το ρόλο να σώσουν την «πατρίδα» από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ τίθενται εκτός νόμου και απαγορεύεται η κυκλοφορία των εντύπων τους (ο Ριζοσπάστης και ο Ρίζος της Δευτέρας, η Ελεύθερη Ελλάδα και η Κομμουνιστική επιθεώρηση).
Πραγματοποιούνται χιλιάδες συλλήψεις που πολλές από αυτές καταλήγουν σε φυλακίσεις, εκτοπίσεις και εκτελέσεις.
Το 1945 εκδόθηκαν 80.000 εντάλματα σύλληψης και συνελήφθησαν 50.000 άτομα, κυρίως για αδικήματα που συνδέονταν με τα Δεκεμβριανά.
Το Σεπτέμβρη του 1949, με βάση τα στοιχεία της κυβέρνησης, υπάρχουν 49.400 πολιτικοί κρατούμενοι σε φυλακές και τόπους εξορίας.
Με βάση στοιχεία του Υπουργείου Στρατιωτικών, από το 1946 μέχρι το 1949 δικάστηκαν από έκτακτα στρατοδικεία 36.920 άτομα και καταδικάστηκαν σε θάνατο τουλάχιστον 10.000.
Στο στρατόπεδο της Μακρονήσου σύμφωνα με τα μετριοπαθέστερα αλλά και πιο ασφαλή νούμερα, από τα μέσα του 1947 μέχρι τα μέσα του 1950 εκτοπίστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι.
Μέσα στο 1947 απολύονται ή εξαναγκάζονται σε παραίτηση 7.972 δημόσιοι υπάλληλοι, ποσοστό 12% του συνόλου.
Όμως ακόμα σημαντικότερη είναι η θέσπιση του «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων», το οποίο ήταν απαραίτητο όχι μόνο για να δουλέψει κάποιος στο δημόσιο αλλά για ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων. Όμως εκτός από τα άμεσα αποτελέσματα που είχαν τα παραπάνω μέτρα ήταν και τα έμμεσα: η ύπαρξη και η εφαρμογή τους λειτουργούσε ως μέσο τρομοκράτησης και πειθάρχησης του λαού.
Πραγματοποιούνται χιλιάδες συλλήψεις που πολλές από αυτές καταλήγουν σε φυλακίσεις, εκτοπίσεις και εκτελέσεις.
Το 1945 εκδόθηκαν 80.000 εντάλματα σύλληψης και συνελήφθησαν 50.000 άτομα, κυρίως για αδικήματα που συνδέονταν με τα Δεκεμβριανά.
Το Σεπτέμβρη του 1949, με βάση τα στοιχεία της κυβέρνησης, υπάρχουν 49.400 πολιτικοί κρατούμενοι σε φυλακές και τόπους εξορίας.
Με βάση στοιχεία του Υπουργείου Στρατιωτικών, από το 1946 μέχρι το 1949 δικάστηκαν από έκτακτα στρατοδικεία 36.920 άτομα και καταδικάστηκαν σε θάνατο τουλάχιστον 10.000.
Στο στρατόπεδο της Μακρονήσου σύμφωνα με τα μετριοπαθέστερα αλλά και πιο ασφαλή νούμερα, από τα μέσα του 1947 μέχρι τα μέσα του 1950 εκτοπίστηκαν περίπου 50.000 άνθρωποι.
Μέσα στο 1947 απολύονται ή εξαναγκάζονται σε παραίτηση 7.972 δημόσιοι υπάλληλοι, ποσοστό 12% του συνόλου.
Όμως ακόμα σημαντικότερη είναι η θέσπιση του «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων», το οποίο ήταν απαραίτητο όχι μόνο για να δουλέψει κάποιος στο δημόσιο αλλά για ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων. Όμως εκτός από τα άμεσα αποτελέσματα που είχαν τα παραπάνω μέτρα ήταν και τα έμμεσα: η ύπαρξη και η εφαρμογή τους λειτουργούσε ως μέσο τρομοκράτησης και πειθάρχησης του λαού.
Τα χρόνια του Εμφυλίου έχουμε μια μεγάλη έκρηξη του αντικομμουνιστικού λόγου, που εκφράζεται με κάθε τρόπο. Η σύνδεση του κομμουνισμού με την εξωτερική απειλή και η αντιμετώπιση των κομμουνιστών ως προδοτών και κατασκόπων, δεν αποτελεί βέβαια ελληνική πρωτοτυπία.
Εκείνο που αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία είναι η ανάδειξη από τους Έλληνες θεωρητικούς του αντικομμουνισμού, της αντίθεσης μεταξύ ελληνικότητας και κομμουνισμού, με προεξάρχοντες τους Κ. Τσάτσο και Κ. Γεωργούλη, που θα αναλάβουν να εκλαϊκεύσουν την αντίθεση αυτή και να την συνδέσουν με την κεντρική ιδέα του αντικομμουνισμού της μεταπολεμικής περιόδου, τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Σλάβων.
Το άλλο σχήμα που θεμελιώνεται είναι η έννοια της φυλής , που φτάνει σε ακραία σημεία με τον κομμουνιστή να θεωρείται μέλος μιας άλλης φυλής που κατασκευάζεται στο εργαστήριο του πανσλαβισμού.
Εκείνο που αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία είναι η ανάδειξη από τους Έλληνες θεωρητικούς του αντικομμουνισμού, της αντίθεσης μεταξύ ελληνικότητας και κομμουνισμού, με προεξάρχοντες τους Κ. Τσάτσο και Κ. Γεωργούλη, που θα αναλάβουν να εκλαϊκεύσουν την αντίθεση αυτή και να την συνδέσουν με την κεντρική ιδέα του αντικομμουνισμού της μεταπολεμικής περιόδου, τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Σλάβων.
Το άλλο σχήμα που θεμελιώνεται είναι η έννοια της φυλής , που φτάνει σε ακραία σημεία με τον κομμουνιστή να θεωρείται μέλος μιας άλλης φυλής που κατασκευάζεται στο εργαστήριο του πανσλαβισμού.
Στον αγώνα ενάντια στον κομμουνισμό, ΣΥΣΤΡΑΤΕΥΟΝΤΑΙ τα σώματα ασφαλείας, ο στρατός, το Παλάτι, η Εκκλησία, οι παραχριστιανικές οργανώσεις και οι αμερικάνικες υπηρεσίες που δρουν στην Ελλάδα αναπτύσσοντας στενή συνεργασία μεταξύ τους.
Η ήττα του ΔΣΕ στις 29 Αυγούστου 1949 δε σημαίνει και τη λήξη του Εμφυλίου που συνεχίζεται για πολλά χρόνια σε διάφορα επίπεδα.
Τα «έκτακτα μέτρα» διατηρούνται και επειδή πολλά από αυτά ανέφεραν ότι ίσχυαν «διαρκούσης της ανταρσίας» ΕΠΙΝΟΕΙΤΑΙ Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ «διαρκούς εμφυλίου πολέμου» που εφάρμοσαν τα δικαστήρια μέχρι το 1962, αφού ο Εμφύλιος δεν είχε λήξει επίσημα με νόμο.
Επιπλέον, το 1952 επανενεργοποιείται εναντίον των κομμουνιστικών στελεχών που συλλαμβάνονται ο μεταξικός νόμος 375/1936 περί κατασκοπείας.
Οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Καλούμενος και Αργυρίου το 1952 και ο Νίκος Πλουμπίδης το 1953 που καταλήγουν στο εκτελεστικό απόσπασμα είναι οι γνωστότερες περιπτώσεις, όμως δεκάδες αγωνιστές δικάζονται και καταδικάζονται ως κατάσκοποι μέχρι τις αρχές της δεκαετία του 1960.
Τα «έκτακτα μέτρα» διατηρούνται και επειδή πολλά από αυτά ανέφεραν ότι ίσχυαν «διαρκούσης της ανταρσίας» ΕΠΙΝΟΕΙΤΑΙ Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ «διαρκούς εμφυλίου πολέμου» που εφάρμοσαν τα δικαστήρια μέχρι το 1962, αφού ο Εμφύλιος δεν είχε λήξει επίσημα με νόμο.
Επιπλέον, το 1952 επανενεργοποιείται εναντίον των κομμουνιστικών στελεχών που συλλαμβάνονται ο μεταξικός νόμος 375/1936 περί κατασκοπείας.
Οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Καλούμενος και Αργυρίου το 1952 και ο Νίκος Πλουμπίδης το 1953 που καταλήγουν στο εκτελεστικό απόσπασμα είναι οι γνωστότερες περιπτώσεις, όμως δεκάδες αγωνιστές δικάζονται και καταδικάζονται ως κατάσκοποι μέχρι τις αρχές της δεκαετία του 1960.
Β΄ Τάγμα Μακρονήσου
Για τον πατέρα μου και όλους όσους μαρτύρησαν εκεί
Η Μακρόνησος, απλώνεται μακρόστενη και παντελώς άνυδρη καθώς το πλοίο πλησιάζει να δέσει στον μόλο. Ένα γύρω καπέλα, γυαλιά ηλίου και ανοιχτόχρωμα ρούχα. Κι όμως ακόμα μπορείς να νιώσεις την βαριά, σχεδόν ιερή, ατμόσφαιρα του χώρου αυτού που φυλακίσθηκαν βασανίσθηκαν και πέθαναν εκατοντάδες αγωνιστές της αριστεράς και της δημοκρατίας.
Ο Κόκκινος Φάκελος βρέθηκε σήμερα στον ιστορικό χώρο της Μακρονήσου και επισκέφθηκε τον χώρο του Β΄ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών (ΒΕΤΟ).
Στην Μακρόνησο εδράζονταν από το 1946 έως και το 1953 επτά αναμορφωτικά στρατόπεδα. Τρία από αυτά ήταν τα λεγόμενα στρατόπεδα οπλιτών. Ο διαχωρισμός των εξόριστων στα στρατόπεδα γίνονταν ανάλογα την το φρόνημα και την ιδιότητά τους. Στα τρία στρατόπεδα οπλιτών ( Α΄, Β΄ και Γ΄ Ειδικά Τάγματα Οπλιτών ή ΕΤΟ ) στέλνονταν κρατούμενοι που έκαναν την στρατιωτική θητεία τους. Οι κρατούμενοι ήταν δημοκρατικών ή αριστερών φρονημάτων και δεν έφεραν οπλισμό. Αντιθέτως οι συνθήκες στα ΕΤΟ ήταν φρικτές και σαφώς εφάμιλλες με αυτές των άλλων στρατοπέδων. Η τροφή ήταν λίγη, ο χώρος που αναλογούσε σε έναν φαντάρο στέγαζε τρεις και τα βασανιστήρια για την δήλωση ήταν συχνά και φρικτά. Οι χώροι του των ΕΤΟ κατασκευάστηκαν ολοκληρωτικά από την σκληρή και με την κόλαση του βούρδουλα δουλειά των φαντάρων και περιλάμβαναν και τρεις βίλλες για την διοίκηση του στρατοπέδου εφοδιασμένες και με πισίνα. Άλλα κτίσματα είναι οι αρτοκλίβανοι, το θέατρο, η λεωφόρος των τεχνών και τα εκτενή φυλάκια και οι άλλες εγκαταστάσεις. Το στρατόπεδο του ΣΦΑ (Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών) εδράζεται στον νότο του νησιού. Εκεί στέλνονταν κομμουνιστές και άτομα με αποδεδειγμένη δράση. Μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε η επίγεια κόλαση του νησιού. Στο ΣΦΑ οι σκηνές στήνονταν μια μια ζωσμένες με σύρμα και ο κάθε κατάδικος αναγκάζονταν να βρίσκεται κάθε ώρα της ημέρας σε εδραία θέση και πλήρη ακινησία. Τα βασανιστήρια της ΣΦΑ λάμβαναν κανιβαλικές διαστάσεις. Κρεμάλα, φάλαγγες, πυρωμένα σίδερα και άλλα πολλά. Εδώ έχασαν την ζωή τους πολλοί κομμουνιστές, ήρωες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του Αλβανικού. Παράρτημα του ΣΦΑ ήταν το στρατόπεδο αναπήρων όπου στέλνονταν ανάπηροι του Αλβανικού μετώπου και ανάπηροι από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Στον χώρο του ΣΦΑ λειτουργούσε και τρελοκομείο για όσους παραφρόνησαν από την φρίκη. Ανάμεσα στα ΕΤΟ και την ΣΦΑ βρίσκονταν τα υπόλοιπα στρατόπεδα των εξόριστων. Αυτά ήταν το ΕΣΑΙ ( Ειδικό Στρατόπεδο Αναμόρφωσης Ιδιωτών), το Στρατόπεδο Γυναικών και το Στρατόπεδο Ανηλίκων, όλα με την δική του φρικαλέα φήμη και τους δικούς τους νεκρούς…
Στο Β΄ ΕΤΟ
To B' ETO (ή ΒΕΤΟ) βρίσκεται πέντε περίπου χιλιόμετρα βόρεια του Α΄ΕΤΟ. Ο δρόμος από τις βροχές έχει αποσαθρωθεί τελείως. Ξεκινάμε με ένα αυτοκίνητο του ΠΕΚΑΜ φερμένο ειδικά για την επίσκεψη. Οδηγός του ο κύριος Κομνάς, ανιψιός του θρυλικού Άρη Αλεξάνδρου (καπετάν Διαμαντή). Θα κάνει πολλές διαδρομές για να μεταφέρει όσο περισσότερο κόσμο μπορεί.
Το Β΄ ΕΤΟ, απλώνεται ερειπωμένο πάνω από τον δρόμο. Εκατοντάδες κτίσματα με άδειες πόρτες και παράθυρα στέκουν κόντρα στον άνεμο. Κοντά στην παραλία βρίσκονται τα κουφάρια από δύο στρατιωτικά κτίσματα πιθανότατα πολυβολεία και αποβάθρες. Όλο το Β΄ ΕΤΟ είναι πλαισιωμένο από μια κάθετη σειρά φυλάκια. Στο κέντρο του δεσπόζει πέρα από μια μοναχική πύλη η "λεωφόρος των τεχνών". Κατά μήκος της οι κρατούμενοι είχαν αναγκαστεί να φιλοτεχνήσουν ομοιώματα του Παρθενώνα, της Αγίας Σοφίας, του Λεωνίδα και άλλων. Ήταν και αυτό ένα ακόμα καψώνι στον μακρύ κατάλογο των αλφαμιτών.
Ξεκινάμε να ανεβαίνουμε τη "λεωφόρο τεχνών". Οι ναυτικές ασκήσεις και οι μπουλντόζες της Χούντας, η βροχή και η κρατική αδιαφορία έχουν φέρει τα κτίσματα σε πλήρη διάλυση. Στα πρώτα επίπεδα της πλαγιάς ξεχωρίζουμε τις κατοικίες των εξόριστων φαντάρων. Μοιάζουν με πέτρινες σκηνές. Οι πόρτες τους και οι σκεπές τους είναι χαμηλές και είναι όλες χτισμένες με τσιμέντο, τούβλα και πλίθες. Σε ένα χώρο περίπου τρία επί τρία καλούνταν να μείνουν τρεις ή και τέσσερις φαντάροι. Γυρνάμε πίσω στην λεωφόρο. Μάταια ψάχνουμε τον Παρθενώνα και την Αγία Σοφία. Εδώ βρίσκουμε μόνο τον πεσμένο Λεωνίδα και ένα βυζαντινό στρατιώτη. Ο δικέφαλος στην ασπίδα του μοιάζει πολύ με τον αετό του τρίτου Ράιχ. Η αισθητική του πάντως είναι σίγουρα ίδια. Η ζέστη και η έλλειψη σκιάς μας κάνουν ήδη από τα πρώτα βήματα να δυσανασχετούμε. Φανταζόμαστε την ζωή εδώ.
Η ανάβαση συνεχίζεται. Φθάνουμε μπροστά σε κάτι εξαιρετικά επιβλητικό. Ένα γιγάντιο ημικυκλικό κατασκεύασμα σαν τσιμεντένιο αμφιθέατρο υψώνεται μπροστά μας. Δεξιά και αριστερά του έχει σκάλες ενώ στο κέντρο του δεσπόζει μια ακόμη τσιμεντένια βάση. Θυμίζει σατανικά αρχαίο βωμό των Αζτέκων. Η σκέψη μας πλανιέται στο σκληρό αστείο που παρουσιάζει το σημείο αυτό. Είναι σαν να έχτισαν ένα βωμό πάνω από το γιγάντιο θυσιαστήριο του ΒΕΤΟ. Το χαζεύουμε για λίγο σιωπηλοί και συνεχίζουμε την ανάβαση πάνω από αυτό. Δεξιά και αριστερά ένα σμάρι πέρδικες τρομάζουν και πετούν μακριά. Η λαθροθηρία στο νησί οργιάζει. Μοιάζει σαν κάθε έμβιος οργανισμός να δίνει τον δικό του αγώνα εδώ. Στρίβουμε δεξιά προς την χαράδρα στα νότια του ΒΕΤΟ. Από πάνω μας βρίσκεται το ερείπιο ενός μεγάλου πολυτελούς κτιρίου με μια περίεργη τσιμεντένια αψίδα. Το έδαφος εδώ είναι βραχώδες και γεμάτο θάμνους και αποφασίζουμε να κινηθούμε περιμετρικά.
Στα δεξιά μας πέφτουμε σε ένα περιφερειακό μονοπατάκι. Από κάτω μας απλώνεται η χαράδρα στο πλάι του ΒΕΤΟ. Εδώ κατεβαίνει ένας δροσερός αέρας από το ύψωμα. Κάτω μας βρίσκονται χτισμένες τρεις βίλλες. Μεγάλα κτίρια με αμφιθεατρική θέα, σιντριβάνια και μια πισίνα (!). Είναι η βίλλα του Μπαϊρακτάρη. Μετά λύπης βλέπουμε ότι σε αυτήν κάποιος έχει κατασκευάσει μια νέα στέγη από κεραμίδια και την έχει εφοδιάσει με κεραία τηλεόρασης και ηλιακό συλλέκτη. Οι καταπατητές είναι πολλοί στο νησί και κατά κανόνα χρησιμοποιούν παλιά κτίρια ιστορικής αξίας για σπίτια ή μαντριά για τα ζώα τους. Το εν λόγω κτίριο έχει και ένα σύγχρονο γιαπί λίγο πιο δίπλα. Μάλλον χτίζουν εξωτερικό μπάνιο. Κάπου πιο πέρα σε μια άλλη βίλλα ακούγονται κρωξίματα από γαλοπούλες. Πιθανότατα η βίλλα έχει γίνει κοτέτσι. Σε κάποια από τις βίλλες αυτές είχε φιλοξενηθεί ο Γκλύξμπουργκ και ο Κανελλόπουλος όταν επισκέφθηκαν το νησί και το χαρακτήριζαν ως νέο Παρθενώνα..
Φθάνουμε σιγά σιγά στην κορφή του ΒΕΤΟ. Από μακριά ξεχωρίζει ένα σύμπλεγμα κτιρίων . Πρόκειται για μια τσιμεντένια σκαλωτή δεξαμενή ή υδραγωγείο και για ένα τριγωνικό φυλάκιο. Δεξιά και αριστερά το κτίσμα έχει βρύσες σε σειρά. Προφανώς πρόκειται για το υδραγωγείο του ΒΕΤΟ. Πίσω από αυτό η πλαγιά ξεκινά να κατηφορίζει ξανά. Από πίσω από το στρατόπεδο βρίσκονταν το λεγόμενο σύρμα ή απομόνωση. Επρόκειτο για μια περιφραγμένη με συρματόπλεγμα έκταση όπου στέλνονταν οι κρατούμενοι για να βασανιστούν σαδιστικά. Εδώ βρίσκονταν το πρόσωπο πίσω από φτιασιδωμένο προσωπείο του ΒΕΤΟ…
Εδώ τελειώνει η περιήγησή μας στο Β΄ Τάγμα Μακρονήσου. Ενός τόπου πόνου και θανάτου που όμως δεν μπορεί παρά, μέσα από το παράδειγμα των όσων έμειναν για πάντα εδώ, αλλά και όσων γλίτωσαν, να μας εμπνέει για νέους αγώνες προς το σοσιαλιστικό μέλλον και την ευτυχία της ανθρωπότητας...
*Κόκκινος Φάκελος*
Ο Κόκκινος Φάκελος βρέθηκε σήμερα στον ιστορικό χώρο της Μακρονήσου και επισκέφθηκε τον χώρο του Β΄ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών (ΒΕΤΟ).
Στην Μακρόνησο εδράζονταν από το 1946 έως και το 1953 επτά αναμορφωτικά στρατόπεδα. Τρία από αυτά ήταν τα λεγόμενα στρατόπεδα οπλιτών. Ο διαχωρισμός των εξόριστων στα στρατόπεδα γίνονταν ανάλογα την το φρόνημα και την ιδιότητά τους. Στα τρία στρατόπεδα οπλιτών ( Α΄, Β΄ και Γ΄ Ειδικά Τάγματα Οπλιτών ή ΕΤΟ ) στέλνονταν κρατούμενοι που έκαναν την στρατιωτική θητεία τους. Οι κρατούμενοι ήταν δημοκρατικών ή αριστερών φρονημάτων και δεν έφεραν οπλισμό. Αντιθέτως οι συνθήκες στα ΕΤΟ ήταν φρικτές και σαφώς εφάμιλλες με αυτές των άλλων στρατοπέδων. Η τροφή ήταν λίγη, ο χώρος που αναλογούσε σε έναν φαντάρο στέγαζε τρεις και τα βασανιστήρια για την δήλωση ήταν συχνά και φρικτά. Οι χώροι του των ΕΤΟ κατασκευάστηκαν ολοκληρωτικά από την σκληρή και με την κόλαση του βούρδουλα δουλειά των φαντάρων και περιλάμβαναν και τρεις βίλλες για την διοίκηση του στρατοπέδου εφοδιασμένες και με πισίνα. Άλλα κτίσματα είναι οι αρτοκλίβανοι, το θέατρο, η λεωφόρος των τεχνών και τα εκτενή φυλάκια και οι άλλες εγκαταστάσεις. Το στρατόπεδο του ΣΦΑ (Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών) εδράζεται στον νότο του νησιού. Εκεί στέλνονταν κομμουνιστές και άτομα με αποδεδειγμένη δράση. Μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε η επίγεια κόλαση του νησιού. Στο ΣΦΑ οι σκηνές στήνονταν μια μια ζωσμένες με σύρμα και ο κάθε κατάδικος αναγκάζονταν να βρίσκεται κάθε ώρα της ημέρας σε εδραία θέση και πλήρη ακινησία. Τα βασανιστήρια της ΣΦΑ λάμβαναν κανιβαλικές διαστάσεις. Κρεμάλα, φάλαγγες, πυρωμένα σίδερα και άλλα πολλά. Εδώ έχασαν την ζωή τους πολλοί κομμουνιστές, ήρωες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του Αλβανικού. Παράρτημα του ΣΦΑ ήταν το στρατόπεδο αναπήρων όπου στέλνονταν ανάπηροι του Αλβανικού μετώπου και ανάπηροι από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Στον χώρο του ΣΦΑ λειτουργούσε και τρελοκομείο για όσους παραφρόνησαν από την φρίκη. Ανάμεσα στα ΕΤΟ και την ΣΦΑ βρίσκονταν τα υπόλοιπα στρατόπεδα των εξόριστων. Αυτά ήταν το ΕΣΑΙ ( Ειδικό Στρατόπεδο Αναμόρφωσης Ιδιωτών), το Στρατόπεδο Γυναικών και το Στρατόπεδο Ανηλίκων, όλα με την δική του φρικαλέα φήμη και τους δικούς τους νεκρούς…
Στο Β΄ ΕΤΟ
To B' ETO (ή ΒΕΤΟ) βρίσκεται πέντε περίπου χιλιόμετρα βόρεια του Α΄ΕΤΟ. Ο δρόμος από τις βροχές έχει αποσαθρωθεί τελείως. Ξεκινάμε με ένα αυτοκίνητο του ΠΕΚΑΜ φερμένο ειδικά για την επίσκεψη. Οδηγός του ο κύριος Κομνάς, ανιψιός του θρυλικού Άρη Αλεξάνδρου (καπετάν Διαμαντή). Θα κάνει πολλές διαδρομές για να μεταφέρει όσο περισσότερο κόσμο μπορεί.
Το Β΄ ΕΤΟ, απλώνεται ερειπωμένο πάνω από τον δρόμο. Εκατοντάδες κτίσματα με άδειες πόρτες και παράθυρα στέκουν κόντρα στον άνεμο. Κοντά στην παραλία βρίσκονται τα κουφάρια από δύο στρατιωτικά κτίσματα πιθανότατα πολυβολεία και αποβάθρες. Όλο το Β΄ ΕΤΟ είναι πλαισιωμένο από μια κάθετη σειρά φυλάκια. Στο κέντρο του δεσπόζει πέρα από μια μοναχική πύλη η "λεωφόρος των τεχνών". Κατά μήκος της οι κρατούμενοι είχαν αναγκαστεί να φιλοτεχνήσουν ομοιώματα του Παρθενώνα, της Αγίας Σοφίας, του Λεωνίδα και άλλων. Ήταν και αυτό ένα ακόμα καψώνι στον μακρύ κατάλογο των αλφαμιτών.
Ξεκινάμε να ανεβαίνουμε τη "λεωφόρο τεχνών". Οι ναυτικές ασκήσεις και οι μπουλντόζες της Χούντας, η βροχή και η κρατική αδιαφορία έχουν φέρει τα κτίσματα σε πλήρη διάλυση. Στα πρώτα επίπεδα της πλαγιάς ξεχωρίζουμε τις κατοικίες των εξόριστων φαντάρων. Μοιάζουν με πέτρινες σκηνές. Οι πόρτες τους και οι σκεπές τους είναι χαμηλές και είναι όλες χτισμένες με τσιμέντο, τούβλα και πλίθες. Σε ένα χώρο περίπου τρία επί τρία καλούνταν να μείνουν τρεις ή και τέσσερις φαντάροι. Γυρνάμε πίσω στην λεωφόρο. Μάταια ψάχνουμε τον Παρθενώνα και την Αγία Σοφία. Εδώ βρίσκουμε μόνο τον πεσμένο Λεωνίδα και ένα βυζαντινό στρατιώτη. Ο δικέφαλος στην ασπίδα του μοιάζει πολύ με τον αετό του τρίτου Ράιχ. Η αισθητική του πάντως είναι σίγουρα ίδια. Η ζέστη και η έλλειψη σκιάς μας κάνουν ήδη από τα πρώτα βήματα να δυσανασχετούμε. Φανταζόμαστε την ζωή εδώ.
Η ανάβαση συνεχίζεται. Φθάνουμε μπροστά σε κάτι εξαιρετικά επιβλητικό. Ένα γιγάντιο ημικυκλικό κατασκεύασμα σαν τσιμεντένιο αμφιθέατρο υψώνεται μπροστά μας. Δεξιά και αριστερά του έχει σκάλες ενώ στο κέντρο του δεσπόζει μια ακόμη τσιμεντένια βάση. Θυμίζει σατανικά αρχαίο βωμό των Αζτέκων. Η σκέψη μας πλανιέται στο σκληρό αστείο που παρουσιάζει το σημείο αυτό. Είναι σαν να έχτισαν ένα βωμό πάνω από το γιγάντιο θυσιαστήριο του ΒΕΤΟ. Το χαζεύουμε για λίγο σιωπηλοί και συνεχίζουμε την ανάβαση πάνω από αυτό. Δεξιά και αριστερά ένα σμάρι πέρδικες τρομάζουν και πετούν μακριά. Η λαθροθηρία στο νησί οργιάζει. Μοιάζει σαν κάθε έμβιος οργανισμός να δίνει τον δικό του αγώνα εδώ. Στρίβουμε δεξιά προς την χαράδρα στα νότια του ΒΕΤΟ. Από πάνω μας βρίσκεται το ερείπιο ενός μεγάλου πολυτελούς κτιρίου με μια περίεργη τσιμεντένια αψίδα. Το έδαφος εδώ είναι βραχώδες και γεμάτο θάμνους και αποφασίζουμε να κινηθούμε περιμετρικά.
Στα δεξιά μας πέφτουμε σε ένα περιφερειακό μονοπατάκι. Από κάτω μας απλώνεται η χαράδρα στο πλάι του ΒΕΤΟ. Εδώ κατεβαίνει ένας δροσερός αέρας από το ύψωμα. Κάτω μας βρίσκονται χτισμένες τρεις βίλλες. Μεγάλα κτίρια με αμφιθεατρική θέα, σιντριβάνια και μια πισίνα (!). Είναι η βίλλα του Μπαϊρακτάρη. Μετά λύπης βλέπουμε ότι σε αυτήν κάποιος έχει κατασκευάσει μια νέα στέγη από κεραμίδια και την έχει εφοδιάσει με κεραία τηλεόρασης και ηλιακό συλλέκτη. Οι καταπατητές είναι πολλοί στο νησί και κατά κανόνα χρησιμοποιούν παλιά κτίρια ιστορικής αξίας για σπίτια ή μαντριά για τα ζώα τους. Το εν λόγω κτίριο έχει και ένα σύγχρονο γιαπί λίγο πιο δίπλα. Μάλλον χτίζουν εξωτερικό μπάνιο. Κάπου πιο πέρα σε μια άλλη βίλλα ακούγονται κρωξίματα από γαλοπούλες. Πιθανότατα η βίλλα έχει γίνει κοτέτσι. Σε κάποια από τις βίλλες αυτές είχε φιλοξενηθεί ο Γκλύξμπουργκ και ο Κανελλόπουλος όταν επισκέφθηκαν το νησί και το χαρακτήριζαν ως νέο Παρθενώνα..
Φθάνουμε σιγά σιγά στην κορφή του ΒΕΤΟ. Από μακριά ξεχωρίζει ένα σύμπλεγμα κτιρίων . Πρόκειται για μια τσιμεντένια σκαλωτή δεξαμενή ή υδραγωγείο και για ένα τριγωνικό φυλάκιο. Δεξιά και αριστερά το κτίσμα έχει βρύσες σε σειρά. Προφανώς πρόκειται για το υδραγωγείο του ΒΕΤΟ. Πίσω από αυτό η πλαγιά ξεκινά να κατηφορίζει ξανά. Από πίσω από το στρατόπεδο βρίσκονταν το λεγόμενο σύρμα ή απομόνωση. Επρόκειτο για μια περιφραγμένη με συρματόπλεγμα έκταση όπου στέλνονταν οι κρατούμενοι για να βασανιστούν σαδιστικά. Εδώ βρίσκονταν το πρόσωπο πίσω από φτιασιδωμένο προσωπείο του ΒΕΤΟ…
Εδώ τελειώνει η περιήγησή μας στο Β΄ Τάγμα Μακρονήσου. Ενός τόπου πόνου και θανάτου που όμως δεν μπορεί παρά, μέσα από το παράδειγμα των όσων έμειναν για πάντα εδώ, αλλά και όσων γλίτωσαν, να μας εμπνέει για νέους αγώνες προς το σοσιαλιστικό μέλλον και την ευτυχία της ανθρωπότητας...
*Κόκκινος Φάκελος*
Οι επιχειρήσεις του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου
Οι παλιές φυλακές της Σπάρτης, κοντά στους πρόποδες του Ταϋγέτου, καθώς και του Γυθείου, αποτέλεσαν τόπους βασανιστηρίων αγωνιστών, κυρίως κομμουνιστών, άνανδρων δολοφονιών αλλά και εκπληκτικών απελευθερώσεων μετά από στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στα κολαστήρια αυτά μαρτύρησαν αλύγιστοι χιλιάδες αγωνιστές που πολλές φορές ήρθαν αντιμέτωποι όχι μόνο με τους βασανιστές και τους εκτελεστές τους, αλλά και με τους χιτοMAYδες και με τους χωροφύλακες, οι οποίοι οπλισμένοι σαν αστακοί μπήκαν για να δολοφονήσουν άοπλους ανθρώπους.
Από τα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Λακωνίας και του λαϊκού κινήματος γενικότερα και είχαν ως επίκεντρο τα κολαστήρια αυτά, αναφέρουμε: Την απελευθέρωση των 230 κρατούμενων αγωνιστών από τις φυλακές της Σπάρτης στις 13 του Φλεβάρη του 1947 μετά από αριστοτεχνική επιχείρηση των δυνάμεων του ΔΣΕ (με διεθνή αντίκτυπο), χωρίς καμιά απώλεια. Την απελευθέρωση των κρατουμένων από τις φυλακές του Γυθείου στις 21 του Φλεβάρη του 1948 μετά από επιχείρηση των ανταρτών.
Στις φυλακές του Γυθείου ξεχύθηκαν στις 22 του Μάρτη 1947 πάνοπλοι χιτοσυμμορίτες και εκτέλεσαν ομαδικά 31 κρατούμενους αγωνιστές. Αλλους 8 εκτέλεσαν αφού τους απήγαγαν από τα κρατητήρια της Χωροφυλακής. Είχε προηγηθεί τα Χριστούγεννα του '46 καλά οργανωμένη επίθεση των χιτοτρομοκρατών στους 300 κρατουμένους της ίδιας φυλακής, οι οποίοι σώθηκαν μόνο και μόνο χάρη στα μέτρα αυτοπροστασίας που είχαν λάβει.
Αλλη μια μαύρη σελίδα στην ιστορία καταγράφηκε στις 13 του Απρίλη του 1948 όταν χωροφύλακες επιτέθηκαν ενάντια στους κρατουμένους στις φυλακές της Σπάρτης. Τη μέρα αυτή, χωροφύλακες, σε έξαλλη κατάσταση από το θάνατο του διοικητή τους από νάρκη, εισέβαλαν στα κελιά των κρατούμενων αγωνιστών πυροβολώντας με αυτόματα και επαναληπτικά όπλα και σκότωσαν 27 κρατουμένους ενώ τραυμάτισαν σοβαρά άλλους 5. Μεταξύ των νεκρών και ο διοικητής της φυλακής, ονόματι Δημήτρης Φίτσιος, αντισυνταγματάρχης, ο οποίος, στην προσπάθειά του να τους αποτρέψει, δολοφονήθηκε επί τόπου.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα της Πελοποννήσου δέχτηκε εκείνη την περίοδο ένα ισχυρό πλήγμα από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τις παρακρατικές συμμορίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αθήνα, τη βιτρίνα της «αστικής δημοκρατίας» εκείνης της περιόδου, είχαν καταφύγει 18.000 Μεσσήνιοι και άλλοι τόσοι Λάκωνες αγωνιστές, καθώς και 30.000 καταδιωκόμενοι από τους άλλους νομούς του Μοριά. Μετά τη δολοφονία δύο μελών του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ και την αναγκαστική φυγή πολλών άλλων μελών του στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο έμειναν μόνο δύο μέλη του, ο Νίκος Μπελογιάννης και ο Βαγγέλης Ρογκάκος, οι οποίοι τον Ιούλη του 1946, συγκροτώντας τις πρώτες ένοπλες ομάδες στη Λακωνία, έβαλαν τα θεμέλια του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου.Την περίοδο Φλεβάρης - Ιούλης 1946, ισχυρό πλήγμα δέχτηκε και η ΝΕ Μεσσηνίας του ΚΚΕ, έπειτα από το «Κίνημα Μαγγανά» (20/01/1946), όπως καθιερώθηκε να λέγεται από το αστικό κράτος της δεξιάς η αιματηρή εισβολή της συμμορίας Μαγγανά στην Καλαμάτα.
Η κατάληψη της πόλης από την ένοπλη συμμορία του Μαγγανά, του ανθρώπου που είχε καταδικαστεί μάλιστα σε ισόβια δεσμά για συνεργασία με τους ναζί, καθώς και το τρομοκρατικό όργιο που ακολούθησε (δολοφονίες, ληστείες, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, συλλήψεις ΕΛΑΣιτών, κομμουνιστών) έγιναν με την απόλυτη ανοχή της κυβέρνησης, αν όχι με την παρότρυνσή της.
Η μόνη που κατάφερε να διατηρήσει τις Οργανώσεις της, παρά το τρομοκρατικό όργιο την εποχή εκείνη, ήταν η ΝΕ Λακωνίας του ΚΚΕ, η οποία στην κατάλληλη στιγμή, όταν οι ένοπλες συμμορίες ετοιμάζονταν να μπουν στη Σπάρτη, ανέπτυξε επιθετική τακτική και κατάφερε έτσι όχι μόνο να διατηρήσει τις θέσεις της σε όλη τη Λακωνία, αλλά και να μετατρέψει τις ολιγομελείς ομάδες των καταδιωκόμενων αγωνιστών, που είχαν καταφύγει στον Πάρνωνα και στον Ταϋγετο, σε ένοπλα τμήματα, τα οποία εξελίχτηκαν στην πορεία στο ΔΣΠ.
Γραμματέας της ηρωικής αυτής ΝΕ ήταν ο Βαγγέλης Ρογκάκος και μέλη της οι Μήτσος Κοττής, πρόεδρος του ΕΚ Γυθείου, Λυκούργος Γιαννούκος, γιατρός, Νίκος Λάτσης, δικηγόρος, Αθηνά Μπενέκου, δασκάλα, Χριστόφορος Κώνστας, οικονομολόγος, Γιώργης Παπαδόπουλος, καθηγητής μαθηματικών, Χρήστος Κακούρος, καθηγητής, Βαγγέλης Πετρακάκος, αγρότης, Ανδρέας Καβαλλιεράκης, αγρότης, και Κοσμάς Αναστασόπουλος, δικηγόρος. Κανένας από τους ηρωικούς αυτούς κομμουνιστές δεν επέζησε. Επεσαν όλοι τους ηρωικά στα πεδία των μαχών, στη διάρκεια του τρίχρονου ηρωικού αγώνα του ΔΣΕ.
Μια από τις πρώτες επιτυχημένες επιχειρήσεις του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, με διεθνή αντίκτυπο, αποτέλεσε η μάχη στη Σπάρτη και η απελευθέρωση των κρατουμένων από τις φυλακές. Συγκεκριμένα, τη νύχτα της 12 προς 13 του Φλεβάρη 1947, τμήμα 150 ανταρτών, με διοίκηση τους Κονταλώνη, Πρεκεζέ και Γιαννούκο, χτύπησε αιφνιδιαστικά τη φρουρά των φυλακών Σπάρτης. Ταυτόχρονα δε ομάδες μαχητών του ΔΣΠ (Πέρδικας, Καστάνης, Γιώργος Πρεκεζές) προέβησαν σε παραπλανητικές κρούσεις σε άλλα σημεία, στο κέντρο και στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, όπου καθήλωσαν τμήματα του κυβερνητικού στρατού και της χωροφυλακής.
Μετά από ολιγόωρη μάχη, εξουδετερώθηκε η φρουρά των φυλακών και απελευθερώθηκαν 240 πολιτικοί κρατούμενοι, οι 170 από τους οποίους με επικεφαλής τα στελέχη του ΚΚΕ Κοντογιωργάκο και Οικονομάκη προσχώρησαν στο ΔΣΕ. Το σχέδιο του Κονταλώνη ήταν άρτιο από κάθε άποψη καθώς πέρα από το γεγονός ότι απελευθέρωσαν τους κρατούμενους κανείς από τους αντάρτες δεν έπαθε τίποτα, πλην δύο που τραυματίστηκαν ελαφρά. Η επιτυχία αυτή ήταν σταθμός στην ανάπτυξη του ΔΣΠ, είχε δε και τεράστια πολιτική σημασία γιατί έγινε σε μια περίοδο που στην Αθήνα βρισκόταν η «Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ», η οποία είχε συσταθεί ...για να ερευνήσει και αποφανθεί για τις καταγγελίες των Αγγλοαμερικανών ότι οι γειτονικές στην Ελλάδα σοσιαλιστικές χώρες υποκινούσαν τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα και εφοδίαζαν με πολεμικό υλικό το ΔΣΕ!
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο στρατηγός Τσιγγούνης στο βιβλίο του «Ο Συμμοριτισμός στην Πελοπόννησο», «η επιτυχία αυτή, εκτός της σημαντικής ποσοτικής αυξήσεώς των, είχε μεγίστην σημασίαν. Διότι συνέπεσεν με την άφιξη της Βαλκανικής Επιτροπής αφ' ενός και αφ' ετέρου εδόθη η εντύπωσις ότι οι κομμουνιστοσυμμορίτες υπερτερούν εις τόλμην, αποφασιστικότητα και ικανότητα, αφού δύνανται να προσβάλλωσι αποτελεσματικώς πόλεις φρουρουμένας, πλην της Χωροφυλακής, και υπό μονάδων Στρατού».
Με την επιχείρηση της Σπάρτης είχε ασχοληθεί αργότερα ο Ν. Μπελογιάννης (ο στόχος αυτός είχε υποδειχτεί από τον ίδιο, πριν αναχωρήσει για τη Βόρεια Ελλάδα), ο οποίος σε ειδικό άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» με τον τίτλο «Επίθεση σε κατοικημένους χώρους» είχε, μεταξύ άλλων, γράψει και τα εξής:
«Η επιχείρηση της Σπάρτης μπορεί εδώ να αναφερθεί σαν ένα καλό παράδειγμα από την πλευρά:
1) Της καλής εκλογής του στόχου
2) Της συγκέντρωσης πάνω σ' αυτόν πολύ υπέρτερων δυνάμεων με ταυτόχρονη απασχόληση και σύγχυση σ' όλους τους άλλους τομείς της εχθρικής διάταξης
3) Της παραπλάνησης του εχθρού και
4) Του αιφνιδιασμού
Το κύριο πρόβλημα που απασχολούσε τότε το Αρχηγείο Πελοποννήσου ήταν η αύξηση της δύναμής του με εθελοντές μαχητές. Η καλύτερη λύση ήταν η απελευθέρωση των αγωνιστών από τις φυλακές της Σπάρτης. Το Αρχηγείο προσανατόλισε αμέσως προς τη Σπάρτη όλες σχεδόν τις δυνάμεις του. Το μεσημέρι της 22 του Φλεβάρη μία γερή ομάδα ανταρτών εμφανίστηκε επιδειχτικά σ' ένα χωριό 5 χιλιόμετρα προς Νότο της Σπάρτης. Οι μοναρχοφασίστες αμέσως κινητοποίησαν δυνάμεις κι άρχισαν να καταδιώκουν την ομάδα, που τους παράσυρε δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Τη νύχτα της ίδιας μέρας εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά η επίθεση ενάντια στη Σπάρτη από βόρεια κατεύθυνση. Οι κύριες δυνάμεις επιτέθηκαν στις φυλακές και οι υπόλοιπες απασχολούσαν τα άλλα σημεία στήριξης της εχθρικής άμυνας, ενώ άλλες μικροομάδες είχαν εισδύσει παντού στην πόλη και προκαλούσαν σύγχυση και πανικό στον εχθρό. Ετσι ο αντικειμενικός σκοπός πραγματοποιήθηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ας σημειωθεί επίσης ότι ηδιοίκηση σε συνεργασία με τα στελέχη-εκτελεστές, είχε προβλέψει και όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες, καθώς και όλες τις πιθανές εξελίξεις της επιχείρησης».
Ο Σταύρος Μιχαλακάκος, μαχητής του ΔΣ Πελοποννήσου, στην εκδήλωση που πραγματοποίησε η Επιτροπή Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ και η ΝΕ Λακωνίας τον περασμένο Νοέμβρη προς τιμήν όλων όσοι πέρασαν και μαρτύρησαν από τις φυλακές της Σπάρτης αλλά και του Γυθείου εκείνη την περίοδο, σημείωσε χαρακτηριστικά: «Οι φυλακές της Σπάρτης ήταν τόπος μαρτυρίου. Πολλοί σύντροφοι και συναγωνιστές βασανίστηκαν. Εδώ πέρασαν ατέλειωτες ώρες και μέρες κλεισμένοι και απομονωμένοι από τον έξω κόσμο. Η κύρια κατηγορία που τους απέδωσαν ήταν ότι διακρίνονταν από ανυπόταχτη σκέψη και ως ελεύθεροι άνθρωποι πάλεψαν για να φύγουν οι κατακτητές από τη χώρα μας. Πολλοί από τους αδούλωτους αυτούς - τους σταυραετούς της λευτεριάς - μαρτύρησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν από το δοσίλογο κράτος και τους συνεργάτες των κατακτητών. Από αυτές τις φυλακές πέρασαν εκατοντάδες συναγωνιστές και σύντροφοι και εκτελέστηκαν. Στο Μονοδέντρι 118, στην Κοκκινόλουτσα 45, στο Αλεποχώρι 32, στην Ανάληψη της Σπάρτης 25, στην Τρύπη 55, στον Πασσαβά Γυθείου 50, στη Μονεμβασιά 10 καθώς και σε πολλά άλλα μέρη και χωριά της Λακωνίας και του Μοριά. Οι φυλακές της Σπάρτης και του Γυθείου είναι χώροι ιστορικής μνήμης. Γι' αυτό πρέπει να γίνουν ιστορικά διατηρητέα μνημεία, για να τιμάμε τη μνήμη όσων έπεσαν στην άνιση πάλη και αγώνα για μια ελεύθερη, πιο δίκαιη και ειρηνική ζωή».
Στο Γύθειο
Μια ακόμη επιτυχημένη επιχείρηση απελευθέρωσης 40 αγωνιστών από φυλακές χωρίς να ανοίξει μύτη, αυτή τη φορά στο Γύθειο, πραγματοποιήθηκε στις 20 του Φλεβάρη του 1948 από το ΔΣΠ. Ο Αρίστος Καμαρινός, ταγματάρχης του ΔΣΠ, στο βιβλίο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο», σημειώνει σχετικά με την επιχείρηση:
«Τις βραδινές ώρες της 20/02/1948, τμήμα του Αρχηγείου Πάρνωνα, με επικεφαλής της τη διοίκησή του (Θ. Πρεκεζές, Γ. Ατζακλής), αφού απομόνωσε την πόλη του Γυθείου - ανατίναξε τη "γέφυρα Βασιλοποτάμου" και απέκοψε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες - χτύπησε τη φρουρά του κυβερνητικού στρατού στο Γύθειο και απελευθέρωσε από τις φυλακές 40 αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, οι οποίοι κατατάγηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Μεταξύ των απελευθερωθέντων αγωνιστών ήταν και το ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ, Γραμματέας της ΝΕ Λακωνίας του ΚΚΕ στην περίοδο της Κατοχής, ο γεωπόνος Θεόδωρος Κατσίβας (Φωτιάς).
Ο αιφνιδιασμός της φρουράς των φυλακών ήταν πλήρης. Σε αυτό συντέλεσε και το συνηθισμένο αντάρτικο τέχνασμα. Κατά την ώρα της επίθεσης στις φυλακές οι αντάρτες φορούσαν χωροφυλακίστικες στολές! Σκοτώθηκαν 8 χωροφύλακες. Δεν έγινε επιμελητειακή εκμετάλλευση, ούτε πάρθηκαν πολλά λάφυρα, γιατί ο καθορισμένος "ωφέλιμος χρόνος επίθεσης" είχε παρέλθει. Επρεπε να γίνει σύμπτυξη των τμημάτων του Αρχηγείου Πάρνωνα, γιατί είχαν κινηθεί κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις, από διάφορες κατευθύνσεις, και σε ορισμένα σημεία είχαν αρχίσει συγκρούσεις με τμήματα ανταρτών, που είχαν καταλάβει θέσεις ως πλαγιοφυλακές του τμήματος του ΔΣ που είχε μπει στο Γύθειο».
Ενα μήνα αργότερα, στις 20 του Μάρτη, μια ομάδα του Τάκη Γεωργόπουλου μετά από εντολή του Θ. Πρεκεζέ, κατάφερε να εξοντώσει τον Παναγιώτη Κατσαρέα, ο οποίος ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός όλων των χιτών στη Λακωνία. Εχοντας την υλική, ηθική και πολιτική κάλυψη του υπουργού Στρατιωτικών Μπέη Μαυρομιχάλη δολοφονούσε (μέχρι και ομαδικές εκτελέσεις) τον αριστερό κόσμο της περιοχής.
Ο θρασύδειλος νταής, αφού υπηρέτησε πιστά τους ναζί, στη συνέχεια οργάνωσε τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών σε παραστρατιωτικές συμμορίες με την επωνυμία ΕΑΟΚ (Εθνικαί Αντικομμουνιστικαί Ομάδες Κυνηγών ή Κατσαρέα).
Τα αντίποινα των χιτών με την απόλυτη ανοχή της κυβέρνησης ακολούθησαν αμέσως μετά την κηδεία του Κατσαρέα, όταν και ξεχύθηκαν πάνοπλοι στις φυλακές του Γυθείου εκτελώντας ομαδικά 31 κρατούμενους αγωνιστές. Αλλους 8 εκτέλεσαν αφού τους απήγαγαν από τα κρατητήρια της Χωροφυλακής. Τέτοια επίδειξη ...ανδρείας μόνο οι χιτοσυμμορίτες μπορούσαν να επιδείξουν. Είναι γνωστό ότι ποτέ δε συμμετείχαν σε μάχες με τους αντάρτες του ΔΣΠ, λούφαζαν στις μεγάλες πόλεις κάτω από τη σκέπη του Στρατού και σε ορισμένες περιπτώσεις όταν ένιωθαν το ΔΣΕ σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων κατέφευγαν σε πλοιάρια και στα ανοιχτά της θάλασσας.
Μετά τη δολοφονία των κρατουμένων από τους συμμορίτες του Μπαθρέλου, επισκέφτηκε το Γύθειο ο Γεώργιος Παπανδρέου και δήλωσε τα εξής, προκειμένου να καθησυχάσει τα εγκληματικά στοιχεία του παρακράτους από την παραπλανητική δήλωση της κυβέρνησης ότι θα διαλύσει τις παρακρατικές οργανώσεις, μετά την κατακραυγή της κοινής γνώμης για το φρικτό έγκλημα: «Εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί η έννοια του κράτους, η διατήρησις των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς αποτελεί εθνικήν ανάγκην. Οταν αργότερα επιτευχθεί η δημιουργία ισχυρού κράτους, αι παρακρατικαί οργανώσεις δεν θα έχουν λόγο υπάρξεως». Είχε προηγηθεί τα Χριστούγεννα του '46 καλά οργανωμένη επίθεση των χιτοτρομοκρατών στους 300 κρατουμένους της ίδιας φυλακής, οι οποίοι σώθηκαν μόνο και μόνο χάρη στα μέτρα αυτοπροστασίας που είχαν λάβει.
Εγγραφα και διαταγές από το αρχείο του Βαγγέλη Ρογκάκου
Στο χώρο του κλειστού Γυμναστηρίου της Σπάρτης εκτέθηκε για πρώτη φορά, δημόσια, μέρος από το αρχείο του Β. Ρογκάκου, το οποίο και απέσπασε τα βλέμματα όλων των συγκεντρωμένων. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Β. Ρογκάκος, λίγο πριν σκοτωθεί, εμπιστεύτηκε το πολύτιμο αρχείο του στον Αγγελο Πανάγο, ο οποίος μετά από χρόνια το παρέδωσε στο ΚΚΕ.
Στο χώρο της έκθεσης μπορούσε κανείς, μεταξύ άλλων, να δει:
-Το ανακοινωθέν υπ' αριθ. II του ΔΣΕ, Αρχηγείον Πελοποννήσου, Συγκρότημα (Πάρνωνα).
«Στις 19/6/47 εκδηλώθηκε εκκαθαριστική επιχείρηση στον Πάρνωνα. Ο εχθρός διέθεσε περισσότερο από 3.000 στρατό και χωροφυλακή (...) Ετσι ο εχθρός σαν άλλος Μπραΐμης (σ.σ. αφού δεν κατάφερε να ζημιώσει στο ελάχιστο τον ΔΣΕ) καίγοντας και καταστρέφοντας τα δάση, τα σπαρτά των χωρικών, απαγορεύοντας κάθε κίνηση τσοπάνη και αγρότη στις δουλειές τους, πέτυχε το παραπάνω αποτέλεσμα που το χαρακτηρίζει ολοκληρωτική αποτυχία. Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ. ΖΗΤΩ Ο ΗΡΩΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ. Κάπου στον Πάρνωνα».
-Προκήρυξη του Αρχηγείου Πελοποννήσου, από το πρώτο συγκρότημα Πάρνωνα, στις 22/06/1947:
«Πολύπαθε λαέ του Καστριού (Δήμου Τανίας). Μια φορά έπεσες θύμα των ντόπιων προδοτών και πολιτικάντηδων στην καταραμένη εποχή της ιταλο-γερμανικής κατοχής και πλήρωσες με την τιμή σου, το αίμα σου, τα υπάρχοντά σου το βαρύ αμάρτημά σου. Τώρα με την πείρα που έχεις μη παρασύρεσαι ξανά από τους ίδιους σκοτεινούς ανθρώπους. Σκέψου καλά. Μην τα βάνεις κόντρα με τον ελληνικό λαό και με τον καινούριο του στρατό, το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (...) Κοιτάχτε σε τι κατάντημα μας έφεραν (σ.σ. αναφέρεται στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές). Αυτοί με τους ντόπιους συνεταίρους τους που μας κυβερνούν σήμερα, σπέρνουν τον εμφύλιο πόλεμο στο λαό μας, γιατί έτσι μόνο μπορούν και εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Οσοι από εσάς πήραν τα αδελφοκτόνα όπλα, πετάχτε τα (...) Κανένας πια στη Χωροφυλακή, στο στρατό, στην εγκληματική "Χ" που σφάζουν το λαό για λογαριασμό των ξένων. Εργασθείτε όλοι για τη συμφιλίωση του χωριού σας και μονιασμένοι ενδιαφερθείτε για την προκοπή του. Θα χτυπήσουμε αμείλιχτα κάθε ένοπλο εχθρό μας. Μην αμφιβάλλετε πως η νίκη είνε δική μας. Είνε νίκη του λαού».
-Ταξιαρχία Χωροφυλακής
17ον Τάγμα
Διαταγή
Προς τους κατοίκους των χωρίων Βορδώνια, Λογγάστρα, Σουστιάνοι και Τρύπης
Εντός τεσσάρων ημερών από σήμερον ήτοι μέχρι του μεσονυκτίου της 30 Μαΐου 1947
Διατάσσω :
-Την εκκένωσιν των ανωτέρω χωρίων. Οι κάτοικοι υποχρεούνται να παραλάβωσι μεθ' εαυτών πάσαν την κινητήν των περιουσίαν.
-Πας συλλαμβανόμενος μετά την εκπνοήν της ανωτέρω προθεσμίας εντός των ανωτέρω αναφερομένων χωρίων θα θεωρείται ως συμμορίτης.
-Ενα κωδικοποιημένο μήνυμα με διάφορους αριθμούς που κάθε ένας από αυτούς αντιπροσωπεύει και μια λέξη. Η αποκρυπτογράφηση του μηνύματος ακολουθεί. Υπάρχουν άρθρα για το πώς πρέπει να οργανωθεί η διαφώτιση στην 3η Μεραρχία του ΔΣΕ με τον χαρακτηριστικό τίτλο - προτροπή: «Λόγος στυλώνει την ψυχή και λόγος την γκρεμίζει».
- ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΕΚ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ,
Προς Ανωτέρα Χωροφυλακή,
Εις Πάτρας
Στο τηλεγράφημα αυτό συμπυκνώνεται η βλακεία των άκαπνων γραφειοκρατών της Ελληνικής Χωροφυλακής.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ευάγγελος Πετράκης ή Ρογκάκος ή Φλογαΐτης εκ Κοκκίνων Λουριών Γυθείου υπεύθυνος επί των Πολιτικών Οργανώσεων Πελοποννήσου περιέρχεται ύπαιθρον και πόλεις δίδων κατευθύνσεις υπευθύνους τοπικών οργανώσεων. ΣΤΟΠ. Ούτος είναι αδύνατος κοντός με τρέμουσαν κεφαλήν και έχει ηλιθίου όψιν. ΣΤΟΠ. Διατάξτε ενεργούντα έλεγχον όργανα αναζητήσωσι ανωτέρω. ΣΤΟΠ. Ούτος ων συμμορίτης διώκεται.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ. Υ.Χ. ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ, ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. 33/102/12, Αίγιον τη 3-12-1947. Κοινοποίησις: Αστυνομικόν Τμήμα, ΣΧ Ελίκης, ΣΧ Διακοπτού Πλατάνου και Παραλίας Ακράτας, διά την έκδοσιν αναζητήσεων και σύλληψιν τούτου».
-Εγγραφο του υπουργείου Στρατιωτικών με τον τίτλο «Σημείωμα Ελευθέρας Εισόδου», καταδεικνύει τη ανάμειξη του αστικού κράτους με τις συμμορίες των χιτών.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΕΙΣΟΔΟΥ
Διά τον Παναγιώτη Κατσαρέα
επιτρέπεται η είσοδος εις το υπουργείον δι' οιανδήποτε ημέραν και ώραν.
Αθήναι τη 10 Απριλίου 1946
Εντολή Υπουργού
Ο Ιδιαίτερος Γραμματεύς
Κ. Μαυρομιχάλης».
Από τα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Λακωνίας και του λαϊκού κινήματος γενικότερα και είχαν ως επίκεντρο τα κολαστήρια αυτά, αναφέρουμε: Την απελευθέρωση των 230 κρατούμενων αγωνιστών από τις φυλακές της Σπάρτης στις 13 του Φλεβάρη του 1947 μετά από αριστοτεχνική επιχείρηση των δυνάμεων του ΔΣΕ (με διεθνή αντίκτυπο), χωρίς καμιά απώλεια. Την απελευθέρωση των κρατουμένων από τις φυλακές του Γυθείου στις 21 του Φλεβάρη του 1948 μετά από επιχείρηση των ανταρτών.
Στις φυλακές του Γυθείου ξεχύθηκαν στις 22 του Μάρτη 1947 πάνοπλοι χιτοσυμμορίτες και εκτέλεσαν ομαδικά 31 κρατούμενους αγωνιστές. Αλλους 8 εκτέλεσαν αφού τους απήγαγαν από τα κρατητήρια της Χωροφυλακής. Είχε προηγηθεί τα Χριστούγεννα του '46 καλά οργανωμένη επίθεση των χιτοτρομοκρατών στους 300 κρατουμένους της ίδιας φυλακής, οι οποίοι σώθηκαν μόνο και μόνο χάρη στα μέτρα αυτοπροστασίας που είχαν λάβει.
Αλλη μια μαύρη σελίδα στην ιστορία καταγράφηκε στις 13 του Απρίλη του 1948 όταν χωροφύλακες επιτέθηκαν ενάντια στους κρατουμένους στις φυλακές της Σπάρτης. Τη μέρα αυτή, χωροφύλακες, σε έξαλλη κατάσταση από το θάνατο του διοικητή τους από νάρκη, εισέβαλαν στα κελιά των κρατούμενων αγωνιστών πυροβολώντας με αυτόματα και επαναληπτικά όπλα και σκότωσαν 27 κρατουμένους ενώ τραυμάτισαν σοβαρά άλλους 5. Μεταξύ των νεκρών και ο διοικητής της φυλακής, ονόματι Δημήτρης Φίτσιος, αντισυνταγματάρχης, ο οποίος, στην προσπάθειά του να τους αποτρέψει, δολοφονήθηκε επί τόπου.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα της Πελοποννήσου δέχτηκε εκείνη την περίοδο ένα ισχυρό πλήγμα από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τις παρακρατικές συμμορίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αθήνα, τη βιτρίνα της «αστικής δημοκρατίας» εκείνης της περιόδου, είχαν καταφύγει 18.000 Μεσσήνιοι και άλλοι τόσοι Λάκωνες αγωνιστές, καθώς και 30.000 καταδιωκόμενοι από τους άλλους νομούς του Μοριά. Μετά τη δολοφονία δύο μελών του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ και την αναγκαστική φυγή πολλών άλλων μελών του στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο έμειναν μόνο δύο μέλη του, ο Νίκος Μπελογιάννης και ο Βαγγέλης Ρογκάκος, οι οποίοι τον Ιούλη του 1946, συγκροτώντας τις πρώτες ένοπλες ομάδες στη Λακωνία, έβαλαν τα θεμέλια του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου.Την περίοδο Φλεβάρης - Ιούλης 1946, ισχυρό πλήγμα δέχτηκε και η ΝΕ Μεσσηνίας του ΚΚΕ, έπειτα από το «Κίνημα Μαγγανά» (20/01/1946), όπως καθιερώθηκε να λέγεται από το αστικό κράτος της δεξιάς η αιματηρή εισβολή της συμμορίας Μαγγανά στην Καλαμάτα.
Η κατάληψη της πόλης από την ένοπλη συμμορία του Μαγγανά, του ανθρώπου που είχε καταδικαστεί μάλιστα σε ισόβια δεσμά για συνεργασία με τους ναζί, καθώς και το τρομοκρατικό όργιο που ακολούθησε (δολοφονίες, ληστείες, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, συλλήψεις ΕΛΑΣιτών, κομμουνιστών) έγιναν με την απόλυτη ανοχή της κυβέρνησης, αν όχι με την παρότρυνσή της.
Η μόνη που κατάφερε να διατηρήσει τις Οργανώσεις της, παρά το τρομοκρατικό όργιο την εποχή εκείνη, ήταν η ΝΕ Λακωνίας του ΚΚΕ, η οποία στην κατάλληλη στιγμή, όταν οι ένοπλες συμμορίες ετοιμάζονταν να μπουν στη Σπάρτη, ανέπτυξε επιθετική τακτική και κατάφερε έτσι όχι μόνο να διατηρήσει τις θέσεις της σε όλη τη Λακωνία, αλλά και να μετατρέψει τις ολιγομελείς ομάδες των καταδιωκόμενων αγωνιστών, που είχαν καταφύγει στον Πάρνωνα και στον Ταϋγετο, σε ένοπλα τμήματα, τα οποία εξελίχτηκαν στην πορεία στο ΔΣΠ.
Γραμματέας της ηρωικής αυτής ΝΕ ήταν ο Βαγγέλης Ρογκάκος και μέλη της οι Μήτσος Κοττής, πρόεδρος του ΕΚ Γυθείου, Λυκούργος Γιαννούκος, γιατρός, Νίκος Λάτσης, δικηγόρος, Αθηνά Μπενέκου, δασκάλα, Χριστόφορος Κώνστας, οικονομολόγος, Γιώργης Παπαδόπουλος, καθηγητής μαθηματικών, Χρήστος Κακούρος, καθηγητής, Βαγγέλης Πετρακάκος, αγρότης, Ανδρέας Καβαλλιεράκης, αγρότης, και Κοσμάς Αναστασόπουλος, δικηγόρος. Κανένας από τους ηρωικούς αυτούς κομμουνιστές δεν επέζησε. Επεσαν όλοι τους ηρωικά στα πεδία των μαχών, στη διάρκεια του τρίχρονου ηρωικού αγώνα του ΔΣΕ.
Μια από τις πρώτες επιτυχημένες επιχειρήσεις του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, με διεθνή αντίκτυπο, αποτέλεσε η μάχη στη Σπάρτη και η απελευθέρωση των κρατουμένων από τις φυλακές. Συγκεκριμένα, τη νύχτα της 12 προς 13 του Φλεβάρη 1947, τμήμα 150 ανταρτών, με διοίκηση τους Κονταλώνη, Πρεκεζέ και Γιαννούκο, χτύπησε αιφνιδιαστικά τη φρουρά των φυλακών Σπάρτης. Ταυτόχρονα δε ομάδες μαχητών του ΔΣΠ (Πέρδικας, Καστάνης, Γιώργος Πρεκεζές) προέβησαν σε παραπλανητικές κρούσεις σε άλλα σημεία, στο κέντρο και στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, όπου καθήλωσαν τμήματα του κυβερνητικού στρατού και της χωροφυλακής.
Μετά από ολιγόωρη μάχη, εξουδετερώθηκε η φρουρά των φυλακών και απελευθερώθηκαν 240 πολιτικοί κρατούμενοι, οι 170 από τους οποίους με επικεφαλής τα στελέχη του ΚΚΕ Κοντογιωργάκο και Οικονομάκη προσχώρησαν στο ΔΣΕ. Το σχέδιο του Κονταλώνη ήταν άρτιο από κάθε άποψη καθώς πέρα από το γεγονός ότι απελευθέρωσαν τους κρατούμενους κανείς από τους αντάρτες δεν έπαθε τίποτα, πλην δύο που τραυματίστηκαν ελαφρά. Η επιτυχία αυτή ήταν σταθμός στην ανάπτυξη του ΔΣΠ, είχε δε και τεράστια πολιτική σημασία γιατί έγινε σε μια περίοδο που στην Αθήνα βρισκόταν η «Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ», η οποία είχε συσταθεί ...για να ερευνήσει και αποφανθεί για τις καταγγελίες των Αγγλοαμερικανών ότι οι γειτονικές στην Ελλάδα σοσιαλιστικές χώρες υποκινούσαν τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα και εφοδίαζαν με πολεμικό υλικό το ΔΣΕ!
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο στρατηγός Τσιγγούνης στο βιβλίο του «Ο Συμμοριτισμός στην Πελοπόννησο», «η επιτυχία αυτή, εκτός της σημαντικής ποσοτικής αυξήσεώς των, είχε μεγίστην σημασίαν. Διότι συνέπεσεν με την άφιξη της Βαλκανικής Επιτροπής αφ' ενός και αφ' ετέρου εδόθη η εντύπωσις ότι οι κομμουνιστοσυμμορίτες υπερτερούν εις τόλμην, αποφασιστικότητα και ικανότητα, αφού δύνανται να προσβάλλωσι αποτελεσματικώς πόλεις φρουρουμένας, πλην της Χωροφυλακής, και υπό μονάδων Στρατού».
Με την επιχείρηση της Σπάρτης είχε ασχοληθεί αργότερα ο Ν. Μπελογιάννης (ο στόχος αυτός είχε υποδειχτεί από τον ίδιο, πριν αναχωρήσει για τη Βόρεια Ελλάδα), ο οποίος σε ειδικό άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» με τον τίτλο «Επίθεση σε κατοικημένους χώρους» είχε, μεταξύ άλλων, γράψει και τα εξής:
«Η επιχείρηση της Σπάρτης μπορεί εδώ να αναφερθεί σαν ένα καλό παράδειγμα από την πλευρά:
1) Της καλής εκλογής του στόχου
2) Της συγκέντρωσης πάνω σ' αυτόν πολύ υπέρτερων δυνάμεων με ταυτόχρονη απασχόληση και σύγχυση σ' όλους τους άλλους τομείς της εχθρικής διάταξης
3) Της παραπλάνησης του εχθρού και
4) Του αιφνιδιασμού
Το κύριο πρόβλημα που απασχολούσε τότε το Αρχηγείο Πελοποννήσου ήταν η αύξηση της δύναμής του με εθελοντές μαχητές. Η καλύτερη λύση ήταν η απελευθέρωση των αγωνιστών από τις φυλακές της Σπάρτης. Το Αρχηγείο προσανατόλισε αμέσως προς τη Σπάρτη όλες σχεδόν τις δυνάμεις του. Το μεσημέρι της 22 του Φλεβάρη μία γερή ομάδα ανταρτών εμφανίστηκε επιδειχτικά σ' ένα χωριό 5 χιλιόμετρα προς Νότο της Σπάρτης. Οι μοναρχοφασίστες αμέσως κινητοποίησαν δυνάμεις κι άρχισαν να καταδιώκουν την ομάδα, που τους παράσυρε δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Τη νύχτα της ίδιας μέρας εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά η επίθεση ενάντια στη Σπάρτη από βόρεια κατεύθυνση. Οι κύριες δυνάμεις επιτέθηκαν στις φυλακές και οι υπόλοιπες απασχολούσαν τα άλλα σημεία στήριξης της εχθρικής άμυνας, ενώ άλλες μικροομάδες είχαν εισδύσει παντού στην πόλη και προκαλούσαν σύγχυση και πανικό στον εχθρό. Ετσι ο αντικειμενικός σκοπός πραγματοποιήθηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ας σημειωθεί επίσης ότι ηδιοίκηση σε συνεργασία με τα στελέχη-εκτελεστές, είχε προβλέψει και όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες, καθώς και όλες τις πιθανές εξελίξεις της επιχείρησης».
Ο Σταύρος Μιχαλακάκος, μαχητής του ΔΣ Πελοποννήσου, στην εκδήλωση που πραγματοποίησε η Επιτροπή Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ και η ΝΕ Λακωνίας τον περασμένο Νοέμβρη προς τιμήν όλων όσοι πέρασαν και μαρτύρησαν από τις φυλακές της Σπάρτης αλλά και του Γυθείου εκείνη την περίοδο, σημείωσε χαρακτηριστικά: «Οι φυλακές της Σπάρτης ήταν τόπος μαρτυρίου. Πολλοί σύντροφοι και συναγωνιστές βασανίστηκαν. Εδώ πέρασαν ατέλειωτες ώρες και μέρες κλεισμένοι και απομονωμένοι από τον έξω κόσμο. Η κύρια κατηγορία που τους απέδωσαν ήταν ότι διακρίνονταν από ανυπόταχτη σκέψη και ως ελεύθεροι άνθρωποι πάλεψαν για να φύγουν οι κατακτητές από τη χώρα μας. Πολλοί από τους αδούλωτους αυτούς - τους σταυραετούς της λευτεριάς - μαρτύρησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν από το δοσίλογο κράτος και τους συνεργάτες των κατακτητών. Από αυτές τις φυλακές πέρασαν εκατοντάδες συναγωνιστές και σύντροφοι και εκτελέστηκαν. Στο Μονοδέντρι 118, στην Κοκκινόλουτσα 45, στο Αλεποχώρι 32, στην Ανάληψη της Σπάρτης 25, στην Τρύπη 55, στον Πασσαβά Γυθείου 50, στη Μονεμβασιά 10 καθώς και σε πολλά άλλα μέρη και χωριά της Λακωνίας και του Μοριά. Οι φυλακές της Σπάρτης και του Γυθείου είναι χώροι ιστορικής μνήμης. Γι' αυτό πρέπει να γίνουν ιστορικά διατηρητέα μνημεία, για να τιμάμε τη μνήμη όσων έπεσαν στην άνιση πάλη και αγώνα για μια ελεύθερη, πιο δίκαιη και ειρηνική ζωή».
Στο Γύθειο
Μια ακόμη επιτυχημένη επιχείρηση απελευθέρωσης 40 αγωνιστών από φυλακές χωρίς να ανοίξει μύτη, αυτή τη φορά στο Γύθειο, πραγματοποιήθηκε στις 20 του Φλεβάρη του 1948 από το ΔΣΠ. Ο Αρίστος Καμαρινός, ταγματάρχης του ΔΣΠ, στο βιβλίο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο», σημειώνει σχετικά με την επιχείρηση:
«Τις βραδινές ώρες της 20/02/1948, τμήμα του Αρχηγείου Πάρνωνα, με επικεφαλής της τη διοίκησή του (Θ. Πρεκεζές, Γ. Ατζακλής), αφού απομόνωσε την πόλη του Γυθείου - ανατίναξε τη "γέφυρα Βασιλοποτάμου" και απέκοψε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες - χτύπησε τη φρουρά του κυβερνητικού στρατού στο Γύθειο και απελευθέρωσε από τις φυλακές 40 αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, οι οποίοι κατατάγηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Μεταξύ των απελευθερωθέντων αγωνιστών ήταν και το ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ, Γραμματέας της ΝΕ Λακωνίας του ΚΚΕ στην περίοδο της Κατοχής, ο γεωπόνος Θεόδωρος Κατσίβας (Φωτιάς).
Ο αιφνιδιασμός της φρουράς των φυλακών ήταν πλήρης. Σε αυτό συντέλεσε και το συνηθισμένο αντάρτικο τέχνασμα. Κατά την ώρα της επίθεσης στις φυλακές οι αντάρτες φορούσαν χωροφυλακίστικες στολές! Σκοτώθηκαν 8 χωροφύλακες. Δεν έγινε επιμελητειακή εκμετάλλευση, ούτε πάρθηκαν πολλά λάφυρα, γιατί ο καθορισμένος "ωφέλιμος χρόνος επίθεσης" είχε παρέλθει. Επρεπε να γίνει σύμπτυξη των τμημάτων του Αρχηγείου Πάρνωνα, γιατί είχαν κινηθεί κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις, από διάφορες κατευθύνσεις, και σε ορισμένα σημεία είχαν αρχίσει συγκρούσεις με τμήματα ανταρτών, που είχαν καταλάβει θέσεις ως πλαγιοφυλακές του τμήματος του ΔΣ που είχε μπει στο Γύθειο».
Ενα μήνα αργότερα, στις 20 του Μάρτη, μια ομάδα του Τάκη Γεωργόπουλου μετά από εντολή του Θ. Πρεκεζέ, κατάφερε να εξοντώσει τον Παναγιώτη Κατσαρέα, ο οποίος ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός όλων των χιτών στη Λακωνία. Εχοντας την υλική, ηθική και πολιτική κάλυψη του υπουργού Στρατιωτικών Μπέη Μαυρομιχάλη δολοφονούσε (μέχρι και ομαδικές εκτελέσεις) τον αριστερό κόσμο της περιοχής.
Ο θρασύδειλος νταής, αφού υπηρέτησε πιστά τους ναζί, στη συνέχεια οργάνωσε τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών σε παραστρατιωτικές συμμορίες με την επωνυμία ΕΑΟΚ (Εθνικαί Αντικομμουνιστικαί Ομάδες Κυνηγών ή Κατσαρέα).
Τα αντίποινα των χιτών με την απόλυτη ανοχή της κυβέρνησης ακολούθησαν αμέσως μετά την κηδεία του Κατσαρέα, όταν και ξεχύθηκαν πάνοπλοι στις φυλακές του Γυθείου εκτελώντας ομαδικά 31 κρατούμενους αγωνιστές. Αλλους 8 εκτέλεσαν αφού τους απήγαγαν από τα κρατητήρια της Χωροφυλακής. Τέτοια επίδειξη ...ανδρείας μόνο οι χιτοσυμμορίτες μπορούσαν να επιδείξουν. Είναι γνωστό ότι ποτέ δε συμμετείχαν σε μάχες με τους αντάρτες του ΔΣΠ, λούφαζαν στις μεγάλες πόλεις κάτω από τη σκέπη του Στρατού και σε ορισμένες περιπτώσεις όταν ένιωθαν το ΔΣΕ σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων κατέφευγαν σε πλοιάρια και στα ανοιχτά της θάλασσας.
Μετά τη δολοφονία των κρατουμένων από τους συμμορίτες του Μπαθρέλου, επισκέφτηκε το Γύθειο ο Γεώργιος Παπανδρέου και δήλωσε τα εξής, προκειμένου να καθησυχάσει τα εγκληματικά στοιχεία του παρακράτους από την παραπλανητική δήλωση της κυβέρνησης ότι θα διαλύσει τις παρακρατικές οργανώσεις, μετά την κατακραυγή της κοινής γνώμης για το φρικτό έγκλημα: «Εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί η έννοια του κράτους, η διατήρησις των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς αποτελεί εθνικήν ανάγκην. Οταν αργότερα επιτευχθεί η δημιουργία ισχυρού κράτους, αι παρακρατικαί οργανώσεις δεν θα έχουν λόγο υπάρξεως». Είχε προηγηθεί τα Χριστούγεννα του '46 καλά οργανωμένη επίθεση των χιτοτρομοκρατών στους 300 κρατουμένους της ίδιας φυλακής, οι οποίοι σώθηκαν μόνο και μόνο χάρη στα μέτρα αυτοπροστασίας που είχαν λάβει.
Εγγραφα και διαταγές από το αρχείο του Βαγγέλη Ρογκάκου
Στο χώρο του κλειστού Γυμναστηρίου της Σπάρτης εκτέθηκε για πρώτη φορά, δημόσια, μέρος από το αρχείο του Β. Ρογκάκου, το οποίο και απέσπασε τα βλέμματα όλων των συγκεντρωμένων. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Β. Ρογκάκος, λίγο πριν σκοτωθεί, εμπιστεύτηκε το πολύτιμο αρχείο του στον Αγγελο Πανάγο, ο οποίος μετά από χρόνια το παρέδωσε στο ΚΚΕ.
Στο χώρο της έκθεσης μπορούσε κανείς, μεταξύ άλλων, να δει:
-Το ανακοινωθέν υπ' αριθ. II του ΔΣΕ, Αρχηγείον Πελοποννήσου, Συγκρότημα (Πάρνωνα).
«Στις 19/6/47 εκδηλώθηκε εκκαθαριστική επιχείρηση στον Πάρνωνα. Ο εχθρός διέθεσε περισσότερο από 3.000 στρατό και χωροφυλακή (...) Ετσι ο εχθρός σαν άλλος Μπραΐμης (σ.σ. αφού δεν κατάφερε να ζημιώσει στο ελάχιστο τον ΔΣΕ) καίγοντας και καταστρέφοντας τα δάση, τα σπαρτά των χωρικών, απαγορεύοντας κάθε κίνηση τσοπάνη και αγρότη στις δουλειές τους, πέτυχε το παραπάνω αποτέλεσμα που το χαρακτηρίζει ολοκληρωτική αποτυχία. Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ. ΖΗΤΩ Ο ΗΡΩΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ. Κάπου στον Πάρνωνα».
-Προκήρυξη του Αρχηγείου Πελοποννήσου, από το πρώτο συγκρότημα Πάρνωνα, στις 22/06/1947:
«Πολύπαθε λαέ του Καστριού (Δήμου Τανίας). Μια φορά έπεσες θύμα των ντόπιων προδοτών και πολιτικάντηδων στην καταραμένη εποχή της ιταλο-γερμανικής κατοχής και πλήρωσες με την τιμή σου, το αίμα σου, τα υπάρχοντά σου το βαρύ αμάρτημά σου. Τώρα με την πείρα που έχεις μη παρασύρεσαι ξανά από τους ίδιους σκοτεινούς ανθρώπους. Σκέψου καλά. Μην τα βάνεις κόντρα με τον ελληνικό λαό και με τον καινούριο του στρατό, το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (...) Κοιτάχτε σε τι κατάντημα μας έφεραν (σ.σ. αναφέρεται στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές). Αυτοί με τους ντόπιους συνεταίρους τους που μας κυβερνούν σήμερα, σπέρνουν τον εμφύλιο πόλεμο στο λαό μας, γιατί έτσι μόνο μπορούν και εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Οσοι από εσάς πήραν τα αδελφοκτόνα όπλα, πετάχτε τα (...) Κανένας πια στη Χωροφυλακή, στο στρατό, στην εγκληματική "Χ" που σφάζουν το λαό για λογαριασμό των ξένων. Εργασθείτε όλοι για τη συμφιλίωση του χωριού σας και μονιασμένοι ενδιαφερθείτε για την προκοπή του. Θα χτυπήσουμε αμείλιχτα κάθε ένοπλο εχθρό μας. Μην αμφιβάλλετε πως η νίκη είνε δική μας. Είνε νίκη του λαού».
-Ταξιαρχία Χωροφυλακής
17ον Τάγμα
Διαταγή
Προς τους κατοίκους των χωρίων Βορδώνια, Λογγάστρα, Σουστιάνοι και Τρύπης
Εντός τεσσάρων ημερών από σήμερον ήτοι μέχρι του μεσονυκτίου της 30 Μαΐου 1947
Διατάσσω :
-Την εκκένωσιν των ανωτέρω χωρίων. Οι κάτοικοι υποχρεούνται να παραλάβωσι μεθ' εαυτών πάσαν την κινητήν των περιουσίαν.
-Πας συλλαμβανόμενος μετά την εκπνοήν της ανωτέρω προθεσμίας εντός των ανωτέρω αναφερομένων χωρίων θα θεωρείται ως συμμορίτης.
-Ενα κωδικοποιημένο μήνυμα με διάφορους αριθμούς που κάθε ένας από αυτούς αντιπροσωπεύει και μια λέξη. Η αποκρυπτογράφηση του μηνύματος ακολουθεί. Υπάρχουν άρθρα για το πώς πρέπει να οργανωθεί η διαφώτιση στην 3η Μεραρχία του ΔΣΕ με τον χαρακτηριστικό τίτλο - προτροπή: «Λόγος στυλώνει την ψυχή και λόγος την γκρεμίζει».
- ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΕΚ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ,
Προς Ανωτέρα Χωροφυλακή,
Εις Πάτρας
Στο τηλεγράφημα αυτό συμπυκνώνεται η βλακεία των άκαπνων γραφειοκρατών της Ελληνικής Χωροφυλακής.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ευάγγελος Πετράκης ή Ρογκάκος ή Φλογαΐτης εκ Κοκκίνων Λουριών Γυθείου υπεύθυνος επί των Πολιτικών Οργανώσεων Πελοποννήσου περιέρχεται ύπαιθρον και πόλεις δίδων κατευθύνσεις υπευθύνους τοπικών οργανώσεων. ΣΤΟΠ. Ούτος είναι αδύνατος κοντός με τρέμουσαν κεφαλήν και έχει ηλιθίου όψιν. ΣΤΟΠ. Διατάξτε ενεργούντα έλεγχον όργανα αναζητήσωσι ανωτέρω. ΣΤΟΠ. Ούτος ων συμμορίτης διώκεται.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ. Υ.Χ. ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ, ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. 33/102/12, Αίγιον τη 3-12-1947. Κοινοποίησις: Αστυνομικόν Τμήμα, ΣΧ Ελίκης, ΣΧ Διακοπτού Πλατάνου και Παραλίας Ακράτας, διά την έκδοσιν αναζητήσεων και σύλληψιν τούτου».
-Εγγραφο του υπουργείου Στρατιωτικών με τον τίτλο «Σημείωμα Ελευθέρας Εισόδου», καταδεικνύει τη ανάμειξη του αστικού κράτους με τις συμμορίες των χιτών.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΕΙΣΟΔΟΥ
Διά τον Παναγιώτη Κατσαρέα
επιτρέπεται η είσοδος εις το υπουργείον δι' οιανδήποτε ημέραν και ώραν.
Αθήναι τη 10 Απριλίου 1946
Εντολή Υπουργού
Ο Ιδιαίτερος Γραμματεύς
Κ. Μαυρομιχάλης».
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ
Ακούραστος επιστήμονας στην υπηρεσία του λαού
Πέτρος Κόκκαλης, ένας λαμπρός επιστήμονας, αγωνιστής και κομμουνιστής, που υπηρέτησε τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας τόσο ως γιατρός όσο και ως πολιτικό στέλεχος του ΕΑΜ, του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και του ΚΚΕ. Εξ ου και ο ανδριάντας του στο Γράμμο, στην περιοχή όπου λειτούργησε το θρυλικό νοσοκομείο του ΔΣΕ.
Ποιος όμως ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης, ποια η συνεισφορά του και ποιο το παράδειγμα που μας άφησε κληρονομιά δρώντας σαν στέλεχος του ΚΚΕ, του ΔΣΕ και υπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης; Ποια η συμβολή του στην ανάπτυξη της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και της Ελεύθερης Ελλάδας;
Επιπλέον, σε αυτό το κείμενο, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε - χωρίς σε καμιά περίπτωση να μπορούμε να εξαντλήσουμε - το ζήτημα πώς ξεκίνησε το Υγειονομικό του ΔΣΕ, πώς εξελίχθηκε και κάτω από ποιες συνθήκες, τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γιατροί του αντάρτικου στρατού, την αυταπάρνηση νοσοκόμων, γιατρών και τραυματιών που, με λιγοστά εφόδια, αντιμετώπιζαν τις τεράστιες αντιξοότητες και κινδύνους.
Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του ο ΔΣΕ είναι τεράστια και σε αυτό το επίπεδο, ενώ ένας απ' τους πρωτοπόρους αγωνιστές του ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης. Υπηρέτησε το Δημοκρατικό Στρατό και ως γιατρός, λειτουργώντας το νοσοκομείο στο Γράμμο, αλλά και ως πολιτικό στέλεχος, εφόσον υπήρξε υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα την εξέλιξη της Υγειονομικής Υπηρεσίας, απ' τις πρώτες στιγμές δράσης του ΔΣΕ, μέχρι και την πλήρη ανάπτυξη του αγώνα.
Ποιος όμως ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης, ποια η συνεισφορά του και ποιο το παράδειγμα που μας άφησε κληρονομιά δρώντας σαν στέλεχος του ΚΚΕ, του ΔΣΕ και υπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης; Ποια η συμβολή του στην ανάπτυξη της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και της Ελεύθερης Ελλάδας;
Επιπλέον, σε αυτό το κείμενο, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε - χωρίς σε καμιά περίπτωση να μπορούμε να εξαντλήσουμε - το ζήτημα πώς ξεκίνησε το Υγειονομικό του ΔΣΕ, πώς εξελίχθηκε και κάτω από ποιες συνθήκες, τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γιατροί του αντάρτικου στρατού, την αυταπάρνηση νοσοκόμων, γιατρών και τραυματιών που, με λιγοστά εφόδια, αντιμετώπιζαν τις τεράστιες αντιξοότητες και κινδύνους.
Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του ο ΔΣΕ είναι τεράστια και σε αυτό το επίπεδο, ενώ ένας απ' τους πρωτοπόρους αγωνιστές του ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης. Υπηρέτησε το Δημοκρατικό Στρατό και ως γιατρός, λειτουργώντας το νοσοκομείο στο Γράμμο, αλλά και ως πολιτικό στέλεχος, εφόσον υπήρξε υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα την εξέλιξη της Υγειονομικής Υπηρεσίας, απ' τις πρώτες στιγμές δράσης του ΔΣΕ, μέχρι και την πλήρη ανάπτυξη του αγώνα.
Το Υγειονομικό την πρώτη περίοδο
Οι ανάγκες περίθαλψης τραυματιών και αρρώστων εμφανίστηκαν, όπως ήταν φυσικό, απ' την πρώτη στιγμή της δημιουργίας των αντάρτικων ομάδων των καταδιωκόμενων αγωνιστών και όσο το αντάρτικο φούντωνε, τόσο αυτές οι συγκεκριμένες ανάγκες μεγάλωναν. Ετσι, κατέστη εντελώς απαραίτητη η οργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Τον πρώτο καιρό του αντάρτικου κινήματος, όταν αυτό εκφραζόταν μέσα απ' τις ανταρτοομάδες, η υγειονομική περίθαλψη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Γιατροί στο βουνό δεν υπήρχαν και όσοι είχαν κάποιες γνώσεις νοσοκόμου μοιράζονταν στα τμήματα και αποτελούσαν μέρος της μάχιμης δύναμής τους. Με τα νοσοκομειακά τους καθήκοντα ασχολούνταν μετά το τέλος των μαχών. Ανύπαρκτο ήταν επίσης το φαρμακευτικό υλικό, αν και σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν δυνατή η στοιχειώδης προμήθειά του μέσα από συνδέσμους με την Εθνική Αλληλεγγύη.
Η υγειονομική περίθαλψη των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ ήταν ένα απ' τα πιο δύσκολα καθήκοντα που έπρεπε να φέρει σε πέρας ο λαϊκός στρατός και, μάλιστα, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ήταν ένα απ' τα δυσκολότερα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
Οι πρώτοι αντάρτες περιποιούνταν μόνοι τους τις ελαφρές πληγές τους, πλένοντάς τες με νερό, με ξίδι ή με λάδι και για επιδέσμους χρησιμοποιούσαν κομμάτια από ρούχα ή πανιά. Οι ελαφρά τραυματίες ακολουθούσαν τα τμήματα. Ομως όσοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, κρύβονταν σε μαντριά, σε σπηλιές ή στα δάση, με κίνδυνο να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Μαζί με αυτούς τον ίδιο κίνδυνο διέτρεχαν και οι αντάρτες της υποτυπώδους Υγειονομικής Υπηρεσίας που τους φύλαγαν και τους παρείχαν στοιχειώδη βοήθεια.
Από το καλοκαίρι του 1946, όταν το αντάρτικο άρχισε να αναπτύσσεται, είχαν ήδη βγει στο βουνό οι πρώτοι γιατροί, όπως ο Νίκος Παλιούρας ή Κοκολιός και ο Βασίλης Δαδαλιάρης, τους οποίους ακολούθησαν αργότερα και άλλοι, που έφυγαν απ' τους τόπους εργασίας τους για να σωθούν απ' τη μοναρχοφασιστική τρομοκρατία. Τέτοιοι γιατροί ήταν άνθρωποι όπως ο Νώντας Σακελλαρίου και ο Τάκης Σκύφτης, ο οποίος τοποθετήθηκε στη συνέχεια αρχίατρος του Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ). Σε αυτούς προστέθηκε αργότερα και ο Γιώργος Τζαμαλούκας, «πατέρας της ανταρτικής χειρουργικής», όπως ονομάστηκε. Επίσης ήρθαν και ξένοι γιατροί απ' τις Λαϊκές Δημοκρατίες, γνωστοί στους αντάρτες με τα ψευδώνυμα Τιμπόρ, από την Ουγγαρία, Μήτσος και Θόδωρος, από τη Βουλγαρία και Ιπποκράτης και Αρης ή Ομηρος, από την Πολωνία. Το ιατρικό προσωπικό το συμπλήρωναν και γιατροί του κυβερνητικού στρατού, που είχαν αιχμαλωτιστεί απ' τους αντάρτες, όπως ο Τ. Πετρόπουλος.
Οι δυσκολίες
Αναμφίβολα, η εμφάνιση των γιατρών στο βουνό βελτίωσε τις συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης των ανταρτών, ανάλογα με τις συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου και τις κατά τόπους δυνατότητες. Βεβαίως, πουθενά δεν υπήρξαν και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν συνθήκες που θεωρούνται ιδανικές για να προσφέρει ο κάθε γιατρός τις υπηρεσίες που είναι αναγκαίες και απαραίτητες. Οι συνθήκες ήταν οι πιο αντίξοες προκειμένου να μπορεί να οργανωθεί στοιχειώδης περίθαλψη.
«Ο γιατρός στο αντάρτικο αντιμετωπίζει και τις πιο στοιχειώδεις ελλείψεις», γράφει ο Νώντας Σακελλαρίου, αρχίατρος του ΔΣΕ. «Στερείται τα πάντα. Εχει μονάχα ένα στηθοσκόπιο. Δεν έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί, να συμπληρώσει καμιά έλλειψή του. Εχει μονάχα τον βουνίσιο αέρα, την ελευθερία και τον ψυχωμένο αντάρτη, που στέκει ατάραχος, τα υποφέρει όλα και με τη συμπεριφορά του δίνει κουράγιο στο γιατρό και τον βοηθά να τραβά μπροστά (...). Είναι πολύ για ένα γιατρό να βρίσκεται μπροστά σ' έναν τραυματία, που το μάτι του ζητά βοήθεια και μια γάζα, για να τον επιδέσεις - και συ να κάθεσαι, να τον βλέπεις, χωρίς να μπορείς να του προσφέρεις καμιά βοήθεια, να γυρίζεις πίσω σου να δεις κανένα κομμάτι πανί ή πουκάμισο να το σχίσεις και να το χρησιμοποιήσεις για γάζα. Τέτοιες στιγμές στο αντάρτικο ήταν κάθε μέρα».
Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα αναφέρει ο γιατρός Γ. Τζαμαλούκας, όταν στα τέλη του 1947 έφτασε στο βουνό και παρέλαβε ένα αντάρτικο νοσοκομείο. «Ρώτησα το συνάδελφο Σακελλαρίου για τη θεραπεία των τραυματιών και των αρρώστων - δηλαδή τι μέσα και τι φάρμακα χρησιμοποιούν. Μου απάντησε με φανερή λύπη ότι για την ώρα τα φάρμακα, που είχαμε στη διάθεσή μας, ήταν ελάχιστα. Με δυσκολία βγάζαμε πότε - πότε από τις πόλεις. Κύριος εφοδιαστής μας και στα φάρμακα, όπως και στα όπλα και στα πυρομαχικά, ήταν ο αντίπαλος, που στις διάφορες συγκρούσεις και μάχες μαζί του τα άφηνε όλα και το 'βαζε στα πόδια.
Την ημέρα αυτή άρχιζα να σχηματίζω μια καθαρή και συγκεκριμένη εικόνα για τις δυσκολίες του αντάρτικου. Αφησα για την ώρα στην άκρη τη χειρουργική και άρχισα να ασκώ γενική ιατρική. Εκανα καθημερινή "ψυχολογική" θεραπεία στους τραυματίες και άρρωστους αντάρτες. Ανοιγα μαζί τους συζήτηση πάνω σε πολιτικά θέματα, τους έκανα διάφορες ομιλίες για ιατρικά ζητήματα, τους μιλούσα για την αρρώστια τους και τα τραύματά τους και με ελάχιστα φάρμακα και τη βοήθεια του οργανισμού, σιγά - σιγά, οι άρρωστοι και οι τραυματίες θεραπεύονταν. Αρχισα να προσαρμόζω και την Ιατρική μου στον παρτιζάνικο τρόπο ζωής. Θυμάμαι ότι σαν θεραπευτικό μέσο για διάφορους πόνους χρησιμοποιούσα μια πέτρα ζεστή. Την έβαζα στη φωτιά, θερμαινόταν αρκετά, την τύλιγα σε ένα πανί και την τοποθετούσα στο μέρος που πονούσε. Η ζέστη ανακούφιζε τον πόνο. Η "θεραπεία" αυτή έγινε πασίγνωστη και οι αντάρτες συχνά αστειεύονταν για τη "σύγχρονη" Ιατρική».
Η έλλειψη, ωστόσο, των μέσων και των κατάλληλων ειδικοτήτων σε ιατρικό προσωπικό, η ανεπάρκεια υγειονομικών και γιατρών όλων των κατηγοριών και ο πόλεμος αντιμετωπίζονταν με την ανθρωπιά και τον ηρωισμό των ανθρώπων που στελέχωναν τις Υγειονομικές Υπηρεσίες του ΔΣΕ. Και δεν είναι λίγες, όπως είδαμε, οι περιπτώσεις εκείνες που οι γιατροί χειρούργησαν τραυματίες με πρωτόγονα μέσα και, σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς να έχουν σχετική ειδίκευση.
Οι ανάγκες περίθαλψης τραυματιών και αρρώστων εμφανίστηκαν, όπως ήταν φυσικό, απ' την πρώτη στιγμή της δημιουργίας των αντάρτικων ομάδων των καταδιωκόμενων αγωνιστών και όσο το αντάρτικο φούντωνε, τόσο αυτές οι συγκεκριμένες ανάγκες μεγάλωναν. Ετσι, κατέστη εντελώς απαραίτητη η οργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Τον πρώτο καιρό του αντάρτικου κινήματος, όταν αυτό εκφραζόταν μέσα απ' τις ανταρτοομάδες, η υγειονομική περίθαλψη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Γιατροί στο βουνό δεν υπήρχαν και όσοι είχαν κάποιες γνώσεις νοσοκόμου μοιράζονταν στα τμήματα και αποτελούσαν μέρος της μάχιμης δύναμής τους. Με τα νοσοκομειακά τους καθήκοντα ασχολούνταν μετά το τέλος των μαχών. Ανύπαρκτο ήταν επίσης το φαρμακευτικό υλικό, αν και σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν δυνατή η στοιχειώδης προμήθειά του μέσα από συνδέσμους με την Εθνική Αλληλεγγύη.
Η υγειονομική περίθαλψη των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ ήταν ένα απ' τα πιο δύσκολα καθήκοντα που έπρεπε να φέρει σε πέρας ο λαϊκός στρατός και, μάλιστα, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ήταν ένα απ' τα δυσκολότερα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
Οι πρώτοι αντάρτες περιποιούνταν μόνοι τους τις ελαφρές πληγές τους, πλένοντάς τες με νερό, με ξίδι ή με λάδι και για επιδέσμους χρησιμοποιούσαν κομμάτια από ρούχα ή πανιά. Οι ελαφρά τραυματίες ακολουθούσαν τα τμήματα. Ομως όσοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, κρύβονταν σε μαντριά, σε σπηλιές ή στα δάση, με κίνδυνο να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Μαζί με αυτούς τον ίδιο κίνδυνο διέτρεχαν και οι αντάρτες της υποτυπώδους Υγειονομικής Υπηρεσίας που τους φύλαγαν και τους παρείχαν στοιχειώδη βοήθεια.
Από το καλοκαίρι του 1946, όταν το αντάρτικο άρχισε να αναπτύσσεται, είχαν ήδη βγει στο βουνό οι πρώτοι γιατροί, όπως ο Νίκος Παλιούρας ή Κοκολιός και ο Βασίλης Δαδαλιάρης, τους οποίους ακολούθησαν αργότερα και άλλοι, που έφυγαν απ' τους τόπους εργασίας τους για να σωθούν απ' τη μοναρχοφασιστική τρομοκρατία. Τέτοιοι γιατροί ήταν άνθρωποι όπως ο Νώντας Σακελλαρίου και ο Τάκης Σκύφτης, ο οποίος τοποθετήθηκε στη συνέχεια αρχίατρος του Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ). Σε αυτούς προστέθηκε αργότερα και ο Γιώργος Τζαμαλούκας, «πατέρας της ανταρτικής χειρουργικής», όπως ονομάστηκε. Επίσης ήρθαν και ξένοι γιατροί απ' τις Λαϊκές Δημοκρατίες, γνωστοί στους αντάρτες με τα ψευδώνυμα Τιμπόρ, από την Ουγγαρία, Μήτσος και Θόδωρος, από τη Βουλγαρία και Ιπποκράτης και Αρης ή Ομηρος, από την Πολωνία. Το ιατρικό προσωπικό το συμπλήρωναν και γιατροί του κυβερνητικού στρατού, που είχαν αιχμαλωτιστεί απ' τους αντάρτες, όπως ο Τ. Πετρόπουλος.
Οι δυσκολίες
Αναμφίβολα, η εμφάνιση των γιατρών στο βουνό βελτίωσε τις συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης των ανταρτών, ανάλογα με τις συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου και τις κατά τόπους δυνατότητες. Βεβαίως, πουθενά δεν υπήρξαν και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν συνθήκες που θεωρούνται ιδανικές για να προσφέρει ο κάθε γιατρός τις υπηρεσίες που είναι αναγκαίες και απαραίτητες. Οι συνθήκες ήταν οι πιο αντίξοες προκειμένου να μπορεί να οργανωθεί στοιχειώδης περίθαλψη.
«Ο γιατρός στο αντάρτικο αντιμετωπίζει και τις πιο στοιχειώδεις ελλείψεις», γράφει ο Νώντας Σακελλαρίου, αρχίατρος του ΔΣΕ. «Στερείται τα πάντα. Εχει μονάχα ένα στηθοσκόπιο. Δεν έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί, να συμπληρώσει καμιά έλλειψή του. Εχει μονάχα τον βουνίσιο αέρα, την ελευθερία και τον ψυχωμένο αντάρτη, που στέκει ατάραχος, τα υποφέρει όλα και με τη συμπεριφορά του δίνει κουράγιο στο γιατρό και τον βοηθά να τραβά μπροστά (...). Είναι πολύ για ένα γιατρό να βρίσκεται μπροστά σ' έναν τραυματία, που το μάτι του ζητά βοήθεια και μια γάζα, για να τον επιδέσεις - και συ να κάθεσαι, να τον βλέπεις, χωρίς να μπορείς να του προσφέρεις καμιά βοήθεια, να γυρίζεις πίσω σου να δεις κανένα κομμάτι πανί ή πουκάμισο να το σχίσεις και να το χρησιμοποιήσεις για γάζα. Τέτοιες στιγμές στο αντάρτικο ήταν κάθε μέρα».
Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα αναφέρει ο γιατρός Γ. Τζαμαλούκας, όταν στα τέλη του 1947 έφτασε στο βουνό και παρέλαβε ένα αντάρτικο νοσοκομείο. «Ρώτησα το συνάδελφο Σακελλαρίου για τη θεραπεία των τραυματιών και των αρρώστων - δηλαδή τι μέσα και τι φάρμακα χρησιμοποιούν. Μου απάντησε με φανερή λύπη ότι για την ώρα τα φάρμακα, που είχαμε στη διάθεσή μας, ήταν ελάχιστα. Με δυσκολία βγάζαμε πότε - πότε από τις πόλεις. Κύριος εφοδιαστής μας και στα φάρμακα, όπως και στα όπλα και στα πυρομαχικά, ήταν ο αντίπαλος, που στις διάφορες συγκρούσεις και μάχες μαζί του τα άφηνε όλα και το 'βαζε στα πόδια.
Την ημέρα αυτή άρχιζα να σχηματίζω μια καθαρή και συγκεκριμένη εικόνα για τις δυσκολίες του αντάρτικου. Αφησα για την ώρα στην άκρη τη χειρουργική και άρχισα να ασκώ γενική ιατρική. Εκανα καθημερινή "ψυχολογική" θεραπεία στους τραυματίες και άρρωστους αντάρτες. Ανοιγα μαζί τους συζήτηση πάνω σε πολιτικά θέματα, τους έκανα διάφορες ομιλίες για ιατρικά ζητήματα, τους μιλούσα για την αρρώστια τους και τα τραύματά τους και με ελάχιστα φάρμακα και τη βοήθεια του οργανισμού, σιγά - σιγά, οι άρρωστοι και οι τραυματίες θεραπεύονταν. Αρχισα να προσαρμόζω και την Ιατρική μου στον παρτιζάνικο τρόπο ζωής. Θυμάμαι ότι σαν θεραπευτικό μέσο για διάφορους πόνους χρησιμοποιούσα μια πέτρα ζεστή. Την έβαζα στη φωτιά, θερμαινόταν αρκετά, την τύλιγα σε ένα πανί και την τοποθετούσα στο μέρος που πονούσε. Η ζέστη ανακούφιζε τον πόνο. Η "θεραπεία" αυτή έγινε πασίγνωστη και οι αντάρτες συχνά αστειεύονταν για τη "σύγχρονη" Ιατρική».
Η έλλειψη, ωστόσο, των μέσων και των κατάλληλων ειδικοτήτων σε ιατρικό προσωπικό, η ανεπάρκεια υγειονομικών και γιατρών όλων των κατηγοριών και ο πόλεμος αντιμετωπίζονταν με την ανθρωπιά και τον ηρωισμό των ανθρώπων που στελέχωναν τις Υγειονομικές Υπηρεσίες του ΔΣΕ. Και δεν είναι λίγες, όπως είδαμε, οι περιπτώσεις εκείνες που οι γιατροί χειρούργησαν τραυματίες με πρωτόγονα μέσα και, σε άλλες περιπτώσεις, χωρίς να έχουν σχετική ειδίκευση.
Με την έξοδό τους στο βουνό, οι γιατροί κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για τη βελτίωση των συνθηκών υγειονομικής περίθαλψης των ανταρτών. Σε αυτές τους τις προσπάθειες σημαντική ήταν η διεθνιστική βοήθεια, που τους δόθηκε σε ιατρικό και φαρμακευτικό υλικό από τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Οπου ήταν δυνατό, δημιούργησαν μέσα στα δάση ή σε σπηλιές αναρρωτήρια και νοσοκομεία, εκπαίδευσαν νοσηλευτικό προσωπικό, δημιούργησαν κινητές ιατρικές μονάδες με τα πρόχειρα, απαρχαιωμένα μέσα που διέθεταν και ήταν μαζί αντάρτες κι επιστήμονες, οι οποίοι κι αυτοί συμμετείχαν - με το δικό τους τρόπο - στις μάχες, ακολουθώντας τα τμήματα στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Μάλιστα, μετά από τις μάχες οι γιατροί προχωρούσαν στην εξαγωγή δικών τους συμπερασμάτων για τη βελτίωση των υπηρεσιών που πρόσφεραν. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει ο Νώντας Σακελλαρίου, για τη μάχη του Γράμμου: «Η μάχη του Γράμμου πολλά μας δίδαξε. Εμπαιναν άμεσα προβλήματα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Χρειαζόταν δηλαδή να δημιουργήσουμε σχολές υγειονομικών στελεχών, που να είναι σε θέση να πλαισιώνουν τις ταξιαρχίες και τα τάγματα, εφόσον δεν ήταν εύκολο να εξασφαλίσουμε γιατρούς, να οργανώσουμε σχολές νοσοκόμων σε ευρεία κλίμακα και να εξασφαλίσουμε τους υγειονομικούς σχηματισμούς, τα νοσοκομεία, τις χειρουργικές μονάδες, τα αναρρωτήρια, το τάγμα τραυματιοφορέων, τους σταθμούς επίδεσης και προώθησης και άλλα, από τον κίνδυνο αεροπορικού βομβαρδισμού. Ολα αυτά έπρεπε γρήγορα να βρουν τη λύση τους και ακόμα να προσαρμόσουμε την οργάνωσή μας, με βάση και το οδικό δίκτυο του χώρου».
Ετσι, σταδιακά, άρχισε να αναπτύσσεται η Υγειονομική Υπηρεσία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Δημιουργήθηκαν αρκετά κινητά ορεινά χειρουργεία και φτιάχτηκαν σχολές μεσαίων υγειονομικών στελεχών, από τις οποίες αποφοίτησαν 152 αντάρτες, που ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί. Από την Υγειονομική Υπηρεσία του Γενικού Αρχηγείου εκδόθηκε ένα βιβλιαράκι πρώτων βοηθειών, με τίτλο «Απλές οδηγίες για το νοσοκόμο και τον αντάρτη», που μοιράστηκε σε νοσοκόμους και αντάρτες. Οργανώθηκε τάγμα τραυματιοφορέων. Φτιάχτηκε, στο χώρο του Βίτσι, άξονας διακομιδής των τραυματιών. Ιδρύθηκε κεντρική φαρμακαποθήκη. Οργανώθηκε η τροφοδοσία των ασθενών, έτσι ώστε να μη σημειώνονται ελλείψεις τροφών, τις οποίες είχαν ανάγκη για τη θεραπεία τους. Μάλιστα, το δίκτυο αυτό των Υγειονομικών Υπηρεσιών του Γενικού Αρχηγείου το είχε επισκεφτεί και ο μεγάλος Γάλλος ποιητής, Πωλ Ελυάρ.
Σε όλη τη διάρκεια του άνισου αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ο Πέτρος Κόκκαλης ήταν ο πρωτοπόρος στην οργάνωση της υγειονομικής περίθαλψης στο ΔΣΕ, και ως ένα απ' τα σημαντικότερα πολιτικά στελέχη, όντας υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, αλλά και ως επιστήμονας και γιατρός, που κάτω απ' τις πλέον αντίξοες και δύσκολες συνθήκες επιτελούσε το έργο του με συνέπεια.
Ο Π. Κόκκαλης, με τη ζωή του και τη στάση του, έδινε το καθημερινό παράδειγμα της αυταπάρνησης και της θυσίας για τα ανώτερα ιδανικά και τις αξίες που αγωνιζόταν. Για να ζήσει ο λαός στη δική του κοινωνία χωρίς καταπίεση, εκμετάλλευση και φτώχεια. Και έθεσε τις υπηρεσίες του στην υπόθεση των σκοπών του αγώνα του ΔΣΕ. Αφησε πίσω του μια «λαμπρή καριέρα» - όπως κάποιοι θα έλεγαν - προκειμένου να παλέψει για τα δίκια του λαού και της εργατιάς.
Ποια όμως ήταν η ζωή του Π. Κόκκαλη, πότε ήρθε σε επαφή με το Κόμμα που υπηρέτησε πιστά στις πιο μεγάλες δυσκολίες και ποια η παρακαταθήκη που άφησε σε μας τους νεότερους; Ολα αυτά, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Μάλιστα, μετά από τις μάχες οι γιατροί προχωρούσαν στην εξαγωγή δικών τους συμπερασμάτων για τη βελτίωση των υπηρεσιών που πρόσφεραν. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει ο Νώντας Σακελλαρίου, για τη μάχη του Γράμμου: «Η μάχη του Γράμμου πολλά μας δίδαξε. Εμπαιναν άμεσα προβλήματα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Χρειαζόταν δηλαδή να δημιουργήσουμε σχολές υγειονομικών στελεχών, που να είναι σε θέση να πλαισιώνουν τις ταξιαρχίες και τα τάγματα, εφόσον δεν ήταν εύκολο να εξασφαλίσουμε γιατρούς, να οργανώσουμε σχολές νοσοκόμων σε ευρεία κλίμακα και να εξασφαλίσουμε τους υγειονομικούς σχηματισμούς, τα νοσοκομεία, τις χειρουργικές μονάδες, τα αναρρωτήρια, το τάγμα τραυματιοφορέων, τους σταθμούς επίδεσης και προώθησης και άλλα, από τον κίνδυνο αεροπορικού βομβαρδισμού. Ολα αυτά έπρεπε γρήγορα να βρουν τη λύση τους και ακόμα να προσαρμόσουμε την οργάνωσή μας, με βάση και το οδικό δίκτυο του χώρου».
Ετσι, σταδιακά, άρχισε να αναπτύσσεται η Υγειονομική Υπηρεσία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Δημιουργήθηκαν αρκετά κινητά ορεινά χειρουργεία και φτιάχτηκαν σχολές μεσαίων υγειονομικών στελεχών, από τις οποίες αποφοίτησαν 152 αντάρτες, που ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί. Από την Υγειονομική Υπηρεσία του Γενικού Αρχηγείου εκδόθηκε ένα βιβλιαράκι πρώτων βοηθειών, με τίτλο «Απλές οδηγίες για το νοσοκόμο και τον αντάρτη», που μοιράστηκε σε νοσοκόμους και αντάρτες. Οργανώθηκε τάγμα τραυματιοφορέων. Φτιάχτηκε, στο χώρο του Βίτσι, άξονας διακομιδής των τραυματιών. Ιδρύθηκε κεντρική φαρμακαποθήκη. Οργανώθηκε η τροφοδοσία των ασθενών, έτσι ώστε να μη σημειώνονται ελλείψεις τροφών, τις οποίες είχαν ανάγκη για τη θεραπεία τους. Μάλιστα, το δίκτυο αυτό των Υγειονομικών Υπηρεσιών του Γενικού Αρχηγείου το είχε επισκεφτεί και ο μεγάλος Γάλλος ποιητής, Πωλ Ελυάρ.
Σε όλη τη διάρκεια του άνισου αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ο Πέτρος Κόκκαλης ήταν ο πρωτοπόρος στην οργάνωση της υγειονομικής περίθαλψης στο ΔΣΕ, και ως ένα απ' τα σημαντικότερα πολιτικά στελέχη, όντας υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, αλλά και ως επιστήμονας και γιατρός, που κάτω απ' τις πλέον αντίξοες και δύσκολες συνθήκες επιτελούσε το έργο του με συνέπεια.
Ο Π. Κόκκαλης, με τη ζωή του και τη στάση του, έδινε το καθημερινό παράδειγμα της αυταπάρνησης και της θυσίας για τα ανώτερα ιδανικά και τις αξίες που αγωνιζόταν. Για να ζήσει ο λαός στη δική του κοινωνία χωρίς καταπίεση, εκμετάλλευση και φτώχεια. Και έθεσε τις υπηρεσίες του στην υπόθεση των σκοπών του αγώνα του ΔΣΕ. Αφησε πίσω του μια «λαμπρή καριέρα» - όπως κάποιοι θα έλεγαν - προκειμένου να παλέψει για τα δίκια του λαού και της εργατιάς.
Ποια όμως ήταν η ζωή του Π. Κόκκαλη, πότε ήρθε σε επαφή με το Κόμμα που υπηρέτησε πιστά στις πιο μεγάλες δυσκολίες και ποια η παρακαταθήκη που άφησε σε μας τους νεότερους; Ολα αυτά, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Ο Π. Κόκκαλης, ηγετική φυσιογνωμία του ΔΣΕ
Σε όλη τη διάρκεια του άνισου αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ο Πέτρος Κόκκαλης ήταν ο πρωτοπόρος στην οργάνωση της υγειονομικής περίθαλψης στο ΔΣΕ, και ως ένα απ' τα σημαντικότερα πολιτικά στελέχη, όντας υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, αλλά και ως επιστήμονας και γιατρός, που κάτω απ' τις πλέον αντίξοες και δύσκολες συνθήκες επιτελούσε το έργο του με συνέπεια.
Ο Π. Κόκκαλης, με τη ζωή του και τη στάση του, έδινε το καθημερινό παράδειγμα της αυταπάρνησης και της θυσίας για τα ανώτερα ιδανικά και τις αξίες που αγωνιζόταν. Για να ζήσει ο λαός στη δική του κοινωνία χωρίς καταπίεση, εκμετάλλευση και φτώχεια. Και έθεσε τις υπηρεσίες του στην υπόθεση των σκοπών του αγώνα του ΔΣΕ. Αφησε πίσω του μια «λαμπρή καριέρα» - όπως κάποιοι θα έλεγαν - προκειμένου να παλέψει για τα δίκια του λαού και της εργατιάς.Ποια όμως ήταν η ζωή του Π. Κόκκαλη, πότε ήρθε σε επαφή με το Κόμμα που υπηρέτησε πιστά στις πιο μεγάλες δυσκολίες και ποια η παρακαταθήκη που άφησε σε μας τους νεότερους; Ολα αυτά, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Η ζωή του
Ο Π. Κόκκαλης γεννήθηκε στις 18 Σεπτέμβρη του 1896 στη Λιβαδειά. Το δημοτικό και το γυμνάσιο το τέλειωσε στη γενέτειρά του και κατόπιν ήρθε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στην Ιατρική στα 1911-1913. Τις ιατρικές του σπουδές τις συνέχισε στο Βερολίνο (1913-1914), στη Ζυρίχη (1915-1916) και στη Βιέννη (1916-1917). Το 1918-1919, εργάστηκε ως βοηθός του καθηγητή Σερβέν στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Από εκεί πήρε το δίπλωμά του και το Γενάρη του 1919 ανακηρύχτηκε δόκτορας της Ιατρικής. Το διάστημα 1919 έως το 1928 ήταν βοηθός του καθηγητή Σάουμπερμπουχ στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Στο διάστημα αυτό άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών του πάνω στα ζητήματα της χειρουργικής. Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1929, δημοσίευσε το σύγγραμμά του, τη «Χειρουργική», η οποία αποτελούσε μια σπουδαία εργασία για την εποχή της έκδοσής της.
Στην Ελλάδα αποτέλεσε έναν απ' τους κορυφαίους επιστήμονες της Ιατρικής. Το Μάη του 1929 - λίγο μετά την άφιξή του στη χώρα μας - έγινε υφηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο διάστημα 1929-1935 ήταν διευθυντής Χειρουργικού Τμήματος του Δημοτικού Νοσοκομείου «ΕΛΠΙΣ». Από το 1935 έως το 1939 εργάστηκε ως τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Εγχειρητικής Τοπογραφικής Ανατομικής και ως διευθυντής της ΙΙΙ Χειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ».
Το 1939 έγινε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Χειρουργικής και Διευθυντής της ΧΙ Πανεπιστημιακής Κλινικής στο «ΑΡΕΤΑΙΕΙΟΝ» Νοσοκομείο. Στις θέσεις αυτές παρέμεινε έως το 1946, οπότε και απολύθηκε για πολιτικούς λόγους, όπως άλλωστε συνέβη και με πολλούς άλλους ΕΑΜίτες και προοδευτικούς πανεπιστημιακούς.Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, πήρε μέρος από τη θέση του συμβούλου χειρούργου στο Σώμα Στρατού στην Ηπειρο. Στη συνέχεια, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη του 1944 διατέλεσε γραμματέας (σ.σ.: υπουργός) Υγείας και Πρόνοιας της ΠΕΕΑ, δηλαδή της Κυβέρνησης του Βουνού.
Σε όλη τη διάρκεια του άνισου αγώνα που διεξήγαγε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ο Πέτρος Κόκκαλης ήταν ο πρωτοπόρος στην οργάνωση της υγειονομικής περίθαλψης στο ΔΣΕ, και ως ένα απ' τα σημαντικότερα πολιτικά στελέχη, όντας υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Παιδείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της, αλλά και ως επιστήμονας και γιατρός, που κάτω απ' τις πλέον αντίξοες και δύσκολες συνθήκες επιτελούσε το έργο του με συνέπεια.
Ο Π. Κόκκαλης, με τη ζωή του και τη στάση του, έδινε το καθημερινό παράδειγμα της αυταπάρνησης και της θυσίας για τα ανώτερα ιδανικά και τις αξίες που αγωνιζόταν. Για να ζήσει ο λαός στη δική του κοινωνία χωρίς καταπίεση, εκμετάλλευση και φτώχεια. Και έθεσε τις υπηρεσίες του στην υπόθεση των σκοπών του αγώνα του ΔΣΕ. Αφησε πίσω του μια «λαμπρή καριέρα» - όπως κάποιοι θα έλεγαν - προκειμένου να παλέψει για τα δίκια του λαού και της εργατιάς.Ποια όμως ήταν η ζωή του Π. Κόκκαλη, πότε ήρθε σε επαφή με το Κόμμα που υπηρέτησε πιστά στις πιο μεγάλες δυσκολίες και ποια η παρακαταθήκη που άφησε σε μας τους νεότερους; Ολα αυτά, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Η ζωή του
Ο Π. Κόκκαλης γεννήθηκε στις 18 Σεπτέμβρη του 1896 στη Λιβαδειά. Το δημοτικό και το γυμνάσιο το τέλειωσε στη γενέτειρά του και κατόπιν ήρθε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στην Ιατρική στα 1911-1913. Τις ιατρικές του σπουδές τις συνέχισε στο Βερολίνο (1913-1914), στη Ζυρίχη (1915-1916) και στη Βιέννη (1916-1917). Το 1918-1919, εργάστηκε ως βοηθός του καθηγητή Σερβέν στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Από εκεί πήρε το δίπλωμά του και το Γενάρη του 1919 ανακηρύχτηκε δόκτορας της Ιατρικής. Το διάστημα 1919 έως το 1928 ήταν βοηθός του καθηγητή Σάουμπερμπουχ στη χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Στο διάστημα αυτό άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών του πάνω στα ζητήματα της χειρουργικής. Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1929, δημοσίευσε το σύγγραμμά του, τη «Χειρουργική», η οποία αποτελούσε μια σπουδαία εργασία για την εποχή της έκδοσής της.
Στην Ελλάδα αποτέλεσε έναν απ' τους κορυφαίους επιστήμονες της Ιατρικής. Το Μάη του 1929 - λίγο μετά την άφιξή του στη χώρα μας - έγινε υφηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο διάστημα 1929-1935 ήταν διευθυντής Χειρουργικού Τμήματος του Δημοτικού Νοσοκομείου «ΕΛΠΙΣ». Από το 1935 έως το 1939 εργάστηκε ως τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Εγχειρητικής Τοπογραφικής Ανατομικής και ως διευθυντής της ΙΙΙ Χειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ».
Το 1939 έγινε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Χειρουργικής και Διευθυντής της ΧΙ Πανεπιστημιακής Κλινικής στο «ΑΡΕΤΑΙΕΙΟΝ» Νοσοκομείο. Στις θέσεις αυτές παρέμεινε έως το 1946, οπότε και απολύθηκε για πολιτικούς λόγους, όπως άλλωστε συνέβη και με πολλούς άλλους ΕΑΜίτες και προοδευτικούς πανεπιστημιακούς.Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, πήρε μέρος από τη θέση του συμβούλου χειρούργου στο Σώμα Στρατού στην Ηπειρο. Στη συνέχεια, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη του 1944 διατέλεσε γραμματέας (σ.σ.: υπουργός) Υγείας και Πρόνοιας της ΠΕΕΑ, δηλαδή της Κυβέρνησης του Βουνού.
Μέλος του ΚΚΕ
Ο Πέτρος Κόκκαλης έγινε μέλος του ΚΚΕ, το 1944. Σαν κομμουνιστής, που πάντα πάλευε για το συμφέρον του λαού από την ώρα που εντάχθηκε στις γραμμές της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, δε δίσταζε να κάνει και δημόσια την αυτοκριτική του, για το διάστημα εκείνο της ζωής του, που έμεινε μακριά από τους λαϊκούς αγώνες.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα είχε πει στις 26 Δεκέμβρη του 1945, μιλώντας στο Πολιτικό Μνημόσυνο του Δ. Γληνού (δημοσιεύτηκαν στην ΚΟΜ.ΕΠ. τεύχος 2, Φλεβάρης 1946, σ. 72):
«Οσοι κατόρθωσαν μέσα στο σάπιο αυτό κλίμα να βρουν το σωστό δρόμο, το χρωστάνε κατά ένα μεγάλο μέρος στο εθνικοαπελευθερωτικό σάλπισμα του ΕΑΜ και γι' αυτό ευγνωμονούμε τους πρωτεργάτες του και ανάμεσα σ' αυτούς πρώτο, τον πρωτοπόρο του Δημήτρη Γληνό. Οφείλουμε, όμως, να έχουμε το θάρρος να ομολογήσουμε εμείς οι άνθρωποι της σκέψης και της δουλειάς, κι ανάμεσα στους πολλούς, που μου επιτρέπεται σήμερα να μιλήσω για τον Δημήτρη Γληνό, ότι διαφορετικός ήταν ο δρόμος που ακολουθήσαμε και δεν είναι αρκετό για να καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας ότι, τελικά, βρεθήκαμε κοντά του και κοντά στους άλλους λαϊκούς αγωνιστές.Υπήρξε εποχή, που εμείς, από έλλειψη σωστού ιδεολογικού προσανατολισμού, για να μη δώσουμε αφορμές στη διαστρεβλωμένη εκείνη κοινωνία, σωπάσαμε, και με την παθητική μας στάση ανεχτήκαμε, όταν εξόριζαν, βασάνιζαν, θανάτωναν τους λαϊκούς αγωνιστές. Και δεν ήταν μονάχα η έλλειψη της βαθύτερης κατανόησης της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, που μας έκανε έρμαια συναισθηματικών ταλαντεύσεων, αλλά και η έλλειψη θάρρους.
Και είναι έλλειψη θάρρους, όταν δε σηκώνει τη φωνή του ο κάθε διανοούμενος, όταν σέρνονται στις φυλακές, τυραννιούνται, εξευτελίζονται άνθρωποι, για μόνο το λόγο ότι αγωνίζονται για τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού. Πιστεύουμε ότι η ωμή αυτή εξομολόγηση, όχι μόνο επιβάλλεται σαν ζήτημα ηθικής τάξης για μας τους ίδιους, αλλά επιβάλλεται και σαν μήνυμα για τους άλλους, την ανήσυχη και κρίσιμη αυτή εποχή. Γιατί, άσχετα αν ήρθε η στιγμή που είδαμε το σωστό δρόμο και κάναμε ολοκληρωτικά το καθήκον μας απέναντι στο λαό και στο έθνος, εμένα τουλάχιστον με σκιάζει σ' όλη μου τη ζωή η ανάμνηση ότι υπήρξε εποχή, που ώριμος επιστήμονας σώπασα και ανέχτηκα έτσι τη διαστρέβλωση της αλήθειας και την καταπάτηση της λευτεριάς. Και αυτήν την έννοια έχει το μήνυμα που απευθύνουμε σε κάθε τίμιο διανοούμενο, που τυχόν σωπαίνει, και μάλιστα σήμερα, όταν πίσω από τα σίδερα βρίσκονται χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές».
Μετά το Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα, ο Πέτρος Κόκκαλης αγωνίστηκε, μαζί με άλλους επιστήμονες, για τη συνένωση των κομμουνιστών, ΕΑΜιτών, αριστερών και προοδευτικών επιστημόνων. Σε αυτή την προσπάθεια, στόχος ήταν η μελέτη των προβλημάτων που εγείρονταν στη σύγχρονη μεταπολεμική Ελλάδα και στην παραγωγή εκείνου του επιστημονικού έργου, που θα δίνει λύσεις και απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα και στις αληθινές ανάγκες της χώρας και του λαού της.
Υπήρξε, λοιπόν, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Νεοελληνικών Προβλημάτων «Επιστήμη - Ανοικοδόμηση», της γνωστής ΕΠ - ΑΝ. Στην ιδρυτική σύσκεψη της εταιρείας, στις 3 Σεπτέμβρη 1945, ο Π. Κόκκαλης, ως πρώτος εισηγητής, μεταξύ άλλων (καταγράφηκαν στο περιοδικό «ΑΝΤΑΙΟΣ» Χρόνος Α', τεύχος 8/20-9-1945, σ. 182), είπε: «Στη σύγκρουση των προοδευτικών ανθρώπων με τις σκοτεινές δυνάμεις των καθυστερημένων, που σαν μοναδικό κίνητρο έχουν την αγωνιώδη προσπάθεια για περιφρούρηση προνομίων και ατομικών συμφερόντων, η θέση του επιστημονικού κόσμου είναι φανερή. Πάντοτε οι επιστήμονες ένιωθαν σαν κύριο προορισμό τους να δουλεύουν για να συμβάλλουν στην πρόοδο και την προκοπή του κοινωνικού συνόλου. Ωστόσο, οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες, αλλού πιο λίγο, αλλού πιο πολύ, όπως στον τόπο μας, ματαίωναν τη σύνδεση της θεωρίας με την πράξη με συγκεκριμένες πραγματοποιήσιμες μελέτες. Ενας από τους κυριότερους σκοπούς της Εταιρείας πρέπει να είναι να σπάσει την αντινομία αυτή και να συγκεντρώσει την προσπάθεια όλων των επιστημόνων στη μελέτη των ζωντανών νεοελληνικών προβλημάτων. Στο σημερινό μεταπολεμικό χάος, η ανάγκη αυτή παρουσιάζεται περισσότερο παρά ποτέ επιτακτική».
Ο Πέτρος Κόκκαλης έγινε μέλος του ΚΚΕ, το 1944. Σαν κομμουνιστής, που πάντα πάλευε για το συμφέρον του λαού από την ώρα που εντάχθηκε στις γραμμές της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, δε δίσταζε να κάνει και δημόσια την αυτοκριτική του, για το διάστημα εκείνο της ζωής του, που έμεινε μακριά από τους λαϊκούς αγώνες.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα είχε πει στις 26 Δεκέμβρη του 1945, μιλώντας στο Πολιτικό Μνημόσυνο του Δ. Γληνού (δημοσιεύτηκαν στην ΚΟΜ.ΕΠ. τεύχος 2, Φλεβάρης 1946, σ. 72):
«Οσοι κατόρθωσαν μέσα στο σάπιο αυτό κλίμα να βρουν το σωστό δρόμο, το χρωστάνε κατά ένα μεγάλο μέρος στο εθνικοαπελευθερωτικό σάλπισμα του ΕΑΜ και γι' αυτό ευγνωμονούμε τους πρωτεργάτες του και ανάμεσα σ' αυτούς πρώτο, τον πρωτοπόρο του Δημήτρη Γληνό. Οφείλουμε, όμως, να έχουμε το θάρρος να ομολογήσουμε εμείς οι άνθρωποι της σκέψης και της δουλειάς, κι ανάμεσα στους πολλούς, που μου επιτρέπεται σήμερα να μιλήσω για τον Δημήτρη Γληνό, ότι διαφορετικός ήταν ο δρόμος που ακολουθήσαμε και δεν είναι αρκετό για να καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας ότι, τελικά, βρεθήκαμε κοντά του και κοντά στους άλλους λαϊκούς αγωνιστές.Υπήρξε εποχή, που εμείς, από έλλειψη σωστού ιδεολογικού προσανατολισμού, για να μη δώσουμε αφορμές στη διαστρεβλωμένη εκείνη κοινωνία, σωπάσαμε, και με την παθητική μας στάση ανεχτήκαμε, όταν εξόριζαν, βασάνιζαν, θανάτωναν τους λαϊκούς αγωνιστές. Και δεν ήταν μονάχα η έλλειψη της βαθύτερης κατανόησης της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, που μας έκανε έρμαια συναισθηματικών ταλαντεύσεων, αλλά και η έλλειψη θάρρους.
Και είναι έλλειψη θάρρους, όταν δε σηκώνει τη φωνή του ο κάθε διανοούμενος, όταν σέρνονται στις φυλακές, τυραννιούνται, εξευτελίζονται άνθρωποι, για μόνο το λόγο ότι αγωνίζονται για τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού. Πιστεύουμε ότι η ωμή αυτή εξομολόγηση, όχι μόνο επιβάλλεται σαν ζήτημα ηθικής τάξης για μας τους ίδιους, αλλά επιβάλλεται και σαν μήνυμα για τους άλλους, την ανήσυχη και κρίσιμη αυτή εποχή. Γιατί, άσχετα αν ήρθε η στιγμή που είδαμε το σωστό δρόμο και κάναμε ολοκληρωτικά το καθήκον μας απέναντι στο λαό και στο έθνος, εμένα τουλάχιστον με σκιάζει σ' όλη μου τη ζωή η ανάμνηση ότι υπήρξε εποχή, που ώριμος επιστήμονας σώπασα και ανέχτηκα έτσι τη διαστρέβλωση της αλήθειας και την καταπάτηση της λευτεριάς. Και αυτήν την έννοια έχει το μήνυμα που απευθύνουμε σε κάθε τίμιο διανοούμενο, που τυχόν σωπαίνει, και μάλιστα σήμερα, όταν πίσω από τα σίδερα βρίσκονται χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές».
Μετά το Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα, ο Πέτρος Κόκκαλης αγωνίστηκε, μαζί με άλλους επιστήμονες, για τη συνένωση των κομμουνιστών, ΕΑΜιτών, αριστερών και προοδευτικών επιστημόνων. Σε αυτή την προσπάθεια, στόχος ήταν η μελέτη των προβλημάτων που εγείρονταν στη σύγχρονη μεταπολεμική Ελλάδα και στην παραγωγή εκείνου του επιστημονικού έργου, που θα δίνει λύσεις και απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα και στις αληθινές ανάγκες της χώρας και του λαού της.
Υπήρξε, λοιπόν, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Νεοελληνικών Προβλημάτων «Επιστήμη - Ανοικοδόμηση», της γνωστής ΕΠ - ΑΝ. Στην ιδρυτική σύσκεψη της εταιρείας, στις 3 Σεπτέμβρη 1945, ο Π. Κόκκαλης, ως πρώτος εισηγητής, μεταξύ άλλων (καταγράφηκαν στο περιοδικό «ΑΝΤΑΙΟΣ» Χρόνος Α', τεύχος 8/20-9-1945, σ. 182), είπε: «Στη σύγκρουση των προοδευτικών ανθρώπων με τις σκοτεινές δυνάμεις των καθυστερημένων, που σαν μοναδικό κίνητρο έχουν την αγωνιώδη προσπάθεια για περιφρούρηση προνομίων και ατομικών συμφερόντων, η θέση του επιστημονικού κόσμου είναι φανερή. Πάντοτε οι επιστήμονες ένιωθαν σαν κύριο προορισμό τους να δουλεύουν για να συμβάλλουν στην πρόοδο και την προκοπή του κοινωνικού συνόλου. Ωστόσο, οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες, αλλού πιο λίγο, αλλού πιο πολύ, όπως στον τόπο μας, ματαίωναν τη σύνδεση της θεωρίας με την πράξη με συγκεκριμένες πραγματοποιήσιμες μελέτες. Ενας από τους κυριότερους σκοπούς της Εταιρείας πρέπει να είναι να σπάσει την αντινομία αυτή και να συγκεντρώσει την προσπάθεια όλων των επιστημόνων στη μελέτη των ζωντανών νεοελληνικών προβλημάτων. Στο σημερινό μεταπολεμικό χάος, η ανάγκη αυτή παρουσιάζεται περισσότερο παρά ποτέ επιτακτική».
Στην προσφυγιά
Ο Πέτρος Κόκκαλης παρέμεινε στην πρωτοπορία του αγώνα, σε όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του. Συνέχισε το επιστημονικό του έργου, με νέες δυνάμεις, που απέρρεαν από τη βαθιά του γνώση της πραγματικότητας και του κόσμου.
Μετά τον Εμφύλιο θα ακολουθήσει την τύχη των υπόλοιπων μαχητών του ΔΣΕ στην Πολιτική Προσφυγιά. Στο διάστημα 1950 - 1955, θα αναπτύξει μεγάλη δράση από τη θέση του υπευθύνου της ΕΒΟΠ (Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί), προσφέροντας όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία των αναγκών των παιδιών των πολιτικών προσφύγων. Δίπλα του, θα έχει άξιους συνεργάτες εκπαιδευτικούς, όπως την Ελλη Αλεξίου, τον Γ. Αθανασιάδη κ.ά.
Το 1950 ήρθε μια ακόμη αναγνώριση για τον Πέτρο Κόκκαλη. Πήρε μέρος στο συνέδριο που ίδρυσε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης, του οποίου και αναδείχτηκε μέλος, δίπλα στον Πάμπλο Πικάσο, στον Λουί Αραγκόν, στον Ζολιό και την Μαρί Κιουρί, στον Τζον Μπερνάλ Ντέσμοντ, στον Ιβ Μοντάν κ.ά.
Το 1954, του έγινε πρόταση από τον υπουργό Επιστημών της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας να εργαστεί μόνιμα στο Βερολίνο. Ο Π. Κόκκαλης ενημέρωσε σχετικά την ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία και ενέκρινε την εγκατάστασή του στη γερμανική πρωτεύουσα. Από το Μάη του 1955, εργάστηκε ως διευθυντής του Ινστιτούτου Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς και των Αγγείων στην Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου, η οποία τον εξέλεξε παμψηφεί μέλος της, το 1959.
Το 1957 έγινε καθηγητής στην έδρα της Χειρουργικής του Πανεπιστημίου «Χούμπολντ». Ταυτόχρονα, από το 1957 έως το 1962, διατέλεσε πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Πολιτικών Προσφύγων Ελλάδος (ΚΕΠΠΕ).
Την 1η Δεκέμβρη του 1961, ενάμιση μήνα πριν από το θάνατό του, ο Πέτρος Κόκκαλης τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο «Εργασίας» από την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρουσία του ηγέτη της, Β. Ούλμπριχτ. Ο αρμόδιος υπουργός, που τον προσφώνησε, είπε μεταξύ άλλων: «Σαν επιστήμων, ιατρός και αγωνιστής κατά του φασισμού, σαν διευθυντής πανεπιστημιακού ινστιτούτου Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς, ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης ενώνει όλες τις υψηλές ιδιότητες που απαιτούνται από έναν επιστήμονα, δάσκαλο και παιδαγωγό και αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα για τους νέους επιστήμονες».
Για το γεγονός της απονομής του παρασήμου, η ΚΕ του ΚΚΕ είχε απευθύνει δημόσιο χαιρετιστήριο στον Π. Κόκκαλη, όπου, μεταξύ άλλων, του έλεγε: «Η υψηλή αναγνώριση του επιστημονικού και κοινωνικού σας έργου αποτελεί πολύτιμη συμβολή στον αγώνα του λαού μας για την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία, για τη στερέωση της ειρήνης και της φιλίας ανάμεσα στους λαούς».
Η απώλεια ενός μεγάλου επιστήμονα και αγωνιστή
Την Τρίτη 16 Γενάρη του 1962, από το ραδιοσταθμό του ΚΚΕ «Φωνή της Αλήθειας», που έδρευε στη Ρουμανία, οι Ελληνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πληροφορούνταν μιαν άκρως δυσάρεστη είδηση: «Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας αναγγέλλει με βαθύτατη θλίψη το θάνατο του εξέχοντα επιστήμονα και αγωνιστή της ειρήνης και της δημοκρατίας καθηγητή σ. Πέτρου Κόκκαλη. Ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης πέθανε από καρδιακή προσβολή στη διάρκεια της εργασίας του στο "Ινστιτούτο Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς και των Αιμοφόρων Αγγείων", της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, που διηύθυνε. Πέθανε πάνω στο καθήκον» («Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 9, σ. 137).
Την επομένη, 17 του μηνός, η είδηση πέρασε στον αθηναϊκό Τύπο. Η «Αυγή» εκείνης της περιόδου, στην πρώτη της σελίδα, έγραφε: «Τη νύκτα της Δευτέρας πέθανε αιφνιδίως στο Βερολίνο ο καθηγητής Κόκκαλης». Στο σύντομο ρεπορτάζ αναφερόταν: «Τηλεγράφημα από το Ανατολικό Βερολίνο προς την εφημερίδα μας ανήγγειλε χθες το θάνατο του διαπρεπούς Ελληνος επιστήμονος Πέτρου Κόκκαλη. Το τηλεγράφημα έχει ως εξής: Ο καθηγητής δρ. Πέτρος Κόκκαλης απεβίωσε αιφνιδίως τη νύκτα της Δευτέρας προς την Τρίτη. Η κηδεία του Κόκκαλη, ο οποίος ήταν συνεργάτης στα ζητήματα κυκλοφορίας του αίματος της Γερμανικής Ακαδημίας του Βερολίνου, θα γίνει το πρωί της προσεχούς Κυριακής στο κρεματόριο του Ανατ. Βερολίνου».
«Στο πρόσωπο του συζύγου σας - έλεγε σε συλλυπητήριο μήνυμα προς τη γυναίκα του εκλιπόντος ο ηγέτης της ΓΛΔ Β. Ούλμπριχτ - χάνουμε ένα σύντροφο, που σαν άνθρωπος και σαν ερευνητής κατέκτησε έξω από τα σύνορα της πατρίδας του και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας το σεβασμό, την αναγνώριση και το διεθνές κύρος». Στο ίδιο πνεύμα, ο ραδιοσταθμός της Μόσχας χαρακτήρισε το θάνατο του Π. Κόκκαλη «απώλεια για το φιλελεύθερο ελληνικό λαό και το παγκόσμιο κίνημα ειρήνης».
Οι Ελληνες κομμουνιστές, οι αριστεροί, οι προοδευτικοί άνθρωποι γνώριζαν πολύ καλά το μέγεθος της απώλειας. «Ο θάνατος του καθηγητή σ. Πέτρου Κόκκαλη είναι μεγάλη απώλεια για το προοδευτικό κίνημα της Ελλάδας και την Επιστήμη», τόνιζε, στην ανακοίνωσή της, η ΚΕ του ΚΚΕ («Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 9, σ. 137).
Η οικογένεια του Πέτρου Κόκκαλη, γνωρίζοντας την επιθυμία του να ταφεί στα πάτρια εδάφη αμέσως μετά το θάνατό του, ζήτησε από την τότε κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή να επιτραπεί η μεταφορά της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση, παρά τις συνθήκες της αντικομμουνιστικής μετεμφυλιακής ψύχωσης που επικρατούσαν τότε, έδωσε την έγκριση.
Η κηδεία του Πέτρου Κόκκαλη έγινε την Κυριακή 28 Γενάρη 1962 στο Α' Νεκροταφείο. Το νεκρό αποχαιρέτησαν διακεκριμένοι επιστήμονες, λογοτέχνες, πολιτικοί, η πολιτική ηγεσία της ΕΔΑ, χιλιάδες επωνύμων και ανωνύμων. Το βράδυ εκείνης της μέρας, ο Γ. Ρίτσος έγραψε ένα Επιτύμβιο στο νεκρό που τελείωνε με τη φράση: «Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ».
«Να γυρίσουν ζωντανοί», είχε φωνάξει τη μέρα της κηδείας ο λαός της Αθήνας, απαιτώντας τον άμεσο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων κι εκφράζοντας την αγανάκτησή του, που ένας τόσο σπουδαίος άνθρωπος σαν τον εκλιπόντα υποχρεώθηκε να ζήσει και να πεθάνει στην εξορία της πολιτικής προσφυγιάς.
Ο Πέτρος Κόκκαλης παρέμεινε στην πρωτοπορία του αγώνα, σε όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του. Συνέχισε το επιστημονικό του έργου, με νέες δυνάμεις, που απέρρεαν από τη βαθιά του γνώση της πραγματικότητας και του κόσμου.
Μετά τον Εμφύλιο θα ακολουθήσει την τύχη των υπόλοιπων μαχητών του ΔΣΕ στην Πολιτική Προσφυγιά. Στο διάστημα 1950 - 1955, θα αναπτύξει μεγάλη δράση από τη θέση του υπευθύνου της ΕΒΟΠ (Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί), προσφέροντας όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία των αναγκών των παιδιών των πολιτικών προσφύγων. Δίπλα του, θα έχει άξιους συνεργάτες εκπαιδευτικούς, όπως την Ελλη Αλεξίου, τον Γ. Αθανασιάδη κ.ά.
Το 1950 ήρθε μια ακόμη αναγνώριση για τον Πέτρο Κόκκαλη. Πήρε μέρος στο συνέδριο που ίδρυσε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης, του οποίου και αναδείχτηκε μέλος, δίπλα στον Πάμπλο Πικάσο, στον Λουί Αραγκόν, στον Ζολιό και την Μαρί Κιουρί, στον Τζον Μπερνάλ Ντέσμοντ, στον Ιβ Μοντάν κ.ά.
Το 1954, του έγινε πρόταση από τον υπουργό Επιστημών της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας να εργαστεί μόνιμα στο Βερολίνο. Ο Π. Κόκκαλης ενημέρωσε σχετικά την ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία και ενέκρινε την εγκατάστασή του στη γερμανική πρωτεύουσα. Από το Μάη του 1955, εργάστηκε ως διευθυντής του Ινστιτούτου Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς και των Αγγείων στην Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου, η οποία τον εξέλεξε παμψηφεί μέλος της, το 1959.
Το 1957 έγινε καθηγητής στην έδρα της Χειρουργικής του Πανεπιστημίου «Χούμπολντ». Ταυτόχρονα, από το 1957 έως το 1962, διατέλεσε πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Πολιτικών Προσφύγων Ελλάδος (ΚΕΠΠΕ).
Την 1η Δεκέμβρη του 1961, ενάμιση μήνα πριν από το θάνατό του, ο Πέτρος Κόκκαλης τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο «Εργασίας» από την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρουσία του ηγέτη της, Β. Ούλμπριχτ. Ο αρμόδιος υπουργός, που τον προσφώνησε, είπε μεταξύ άλλων: «Σαν επιστήμων, ιατρός και αγωνιστής κατά του φασισμού, σαν διευθυντής πανεπιστημιακού ινστιτούτου Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς, ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης ενώνει όλες τις υψηλές ιδιότητες που απαιτούνται από έναν επιστήμονα, δάσκαλο και παιδαγωγό και αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα για τους νέους επιστήμονες».
Για το γεγονός της απονομής του παρασήμου, η ΚΕ του ΚΚΕ είχε απευθύνει δημόσιο χαιρετιστήριο στον Π. Κόκκαλη, όπου, μεταξύ άλλων, του έλεγε: «Η υψηλή αναγνώριση του επιστημονικού και κοινωνικού σας έργου αποτελεί πολύτιμη συμβολή στον αγώνα του λαού μας για την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία, για τη στερέωση της ειρήνης και της φιλίας ανάμεσα στους λαούς».
Η απώλεια ενός μεγάλου επιστήμονα και αγωνιστή
Την Τρίτη 16 Γενάρη του 1962, από το ραδιοσταθμό του ΚΚΕ «Φωνή της Αλήθειας», που έδρευε στη Ρουμανία, οι Ελληνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πληροφορούνταν μιαν άκρως δυσάρεστη είδηση: «Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας αναγγέλλει με βαθύτατη θλίψη το θάνατο του εξέχοντα επιστήμονα και αγωνιστή της ειρήνης και της δημοκρατίας καθηγητή σ. Πέτρου Κόκκαλη. Ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης πέθανε από καρδιακή προσβολή στη διάρκεια της εργασίας του στο "Ινστιτούτο Πειραματικής Χειρουργικής της Καρδιάς και των Αιμοφόρων Αγγείων", της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, που διηύθυνε. Πέθανε πάνω στο καθήκον» («Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 9, σ. 137).
Την επομένη, 17 του μηνός, η είδηση πέρασε στον αθηναϊκό Τύπο. Η «Αυγή» εκείνης της περιόδου, στην πρώτη της σελίδα, έγραφε: «Τη νύκτα της Δευτέρας πέθανε αιφνιδίως στο Βερολίνο ο καθηγητής Κόκκαλης». Στο σύντομο ρεπορτάζ αναφερόταν: «Τηλεγράφημα από το Ανατολικό Βερολίνο προς την εφημερίδα μας ανήγγειλε χθες το θάνατο του διαπρεπούς Ελληνος επιστήμονος Πέτρου Κόκκαλη. Το τηλεγράφημα έχει ως εξής: Ο καθηγητής δρ. Πέτρος Κόκκαλης απεβίωσε αιφνιδίως τη νύκτα της Δευτέρας προς την Τρίτη. Η κηδεία του Κόκκαλη, ο οποίος ήταν συνεργάτης στα ζητήματα κυκλοφορίας του αίματος της Γερμανικής Ακαδημίας του Βερολίνου, θα γίνει το πρωί της προσεχούς Κυριακής στο κρεματόριο του Ανατ. Βερολίνου».
«Στο πρόσωπο του συζύγου σας - έλεγε σε συλλυπητήριο μήνυμα προς τη γυναίκα του εκλιπόντος ο ηγέτης της ΓΛΔ Β. Ούλμπριχτ - χάνουμε ένα σύντροφο, που σαν άνθρωπος και σαν ερευνητής κατέκτησε έξω από τα σύνορα της πατρίδας του και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας το σεβασμό, την αναγνώριση και το διεθνές κύρος». Στο ίδιο πνεύμα, ο ραδιοσταθμός της Μόσχας χαρακτήρισε το θάνατο του Π. Κόκκαλη «απώλεια για το φιλελεύθερο ελληνικό λαό και το παγκόσμιο κίνημα ειρήνης».
Οι Ελληνες κομμουνιστές, οι αριστεροί, οι προοδευτικοί άνθρωποι γνώριζαν πολύ καλά το μέγεθος της απώλειας. «Ο θάνατος του καθηγητή σ. Πέτρου Κόκκαλη είναι μεγάλη απώλεια για το προοδευτικό κίνημα της Ελλάδας και την Επιστήμη», τόνιζε, στην ανακοίνωσή της, η ΚΕ του ΚΚΕ («Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 9, σ. 137).
Η οικογένεια του Πέτρου Κόκκαλη, γνωρίζοντας την επιθυμία του να ταφεί στα πάτρια εδάφη αμέσως μετά το θάνατό του, ζήτησε από την τότε κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή να επιτραπεί η μεταφορά της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση, παρά τις συνθήκες της αντικομμουνιστικής μετεμφυλιακής ψύχωσης που επικρατούσαν τότε, έδωσε την έγκριση.
Η κηδεία του Πέτρου Κόκκαλη έγινε την Κυριακή 28 Γενάρη 1962 στο Α' Νεκροταφείο. Το νεκρό αποχαιρέτησαν διακεκριμένοι επιστήμονες, λογοτέχνες, πολιτικοί, η πολιτική ηγεσία της ΕΔΑ, χιλιάδες επωνύμων και ανωνύμων. Το βράδυ εκείνης της μέρας, ο Γ. Ρίτσος έγραψε ένα Επιτύμβιο στο νεκρό που τελείωνε με τη φράση: «Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ».
«Να γυρίσουν ζωντανοί», είχε φωνάξει τη μέρα της κηδείας ο λαός της Αθήνας, απαιτώντας τον άμεσο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων κι εκφράζοντας την αγανάκτησή του, που ένας τόσο σπουδαίος άνθρωπος σαν τον εκλιπόντα υποχρεώθηκε να ζήσει και να πεθάνει στην εξορία της πολιτικής προσφυγιάς.
Αντί επιλόγου
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, που παρέμεινε πιστός μέχρι την τελευταία στιγμή στο Κόμμα και την ιδεολογία του, στην υπόθεση του σοσιαλισμού, ο λαμπρός επιστήμονας, ένας απ' τους κορυφαίους της χώρας, ο ακούραστος εργάτης για τα δίκια του λαού μας, δίκαια τιμάται σήμερα από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, στο πλαίσιο των γιορτασμών των 90 χρόνων από την ίδρυση του Κόμματος.
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, αγωνίστηκε με συνέπεια και με πάθος για την υπόθεση της εργατιάς. Για μας, τους νεότερους, το παράδειγμά του, η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία του, το έργο και η ζωή του, είναι μια λαμπρή παρακαταθήκη, που δείχνει και σήμερα το δρόμο στους επιστήμονες, ιδιαίτερα στους νέους. Πως η επιστήμη στην υπηρεσία του λαού και οι επιστήμονες που την υπηρετούν αποτελεί τεράστια κοινωνική αξία. Και δείχνει το δρόμο με το παράδειγμα της πραγματικής προσφοράς του επιστήμονα στην ανθρωπότητα ολόκληρη, για ένα καλύτερο αύριο...
*Ριζοσπάστης*
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, που παρέμεινε πιστός μέχρι την τελευταία στιγμή στο Κόμμα και την ιδεολογία του, στην υπόθεση του σοσιαλισμού, ο λαμπρός επιστήμονας, ένας απ' τους κορυφαίους της χώρας, ο ακούραστος εργάτης για τα δίκια του λαού μας, δίκαια τιμάται σήμερα από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, στο πλαίσιο των γιορτασμών των 90 χρόνων από την ίδρυση του Κόμματος.
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, αγωνίστηκε με συνέπεια και με πάθος για την υπόθεση της εργατιάς. Για μας, τους νεότερους, το παράδειγμά του, η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία του, το έργο και η ζωή του, είναι μια λαμπρή παρακαταθήκη, που δείχνει και σήμερα το δρόμο στους επιστήμονες, ιδιαίτερα στους νέους. Πως η επιστήμη στην υπηρεσία του λαού και οι επιστήμονες που την υπηρετούν αποτελεί τεράστια κοινωνική αξία. Και δείχνει το δρόμο με το παράδειγμα της πραγματικής προσφοράς του επιστήμονα στην ανθρωπότητα ολόκληρη, για ένα καλύτερο αύριο...
*Ριζοσπάστης*
Πέτρος Κόκκαλης:
«Πρέπει να πεθάνουμε συνεπείς με τον εαυτό μας και με τους αγώνες μας»
«Ογκόλιθος της Ιατρικής και Χειρουργικής, με βαθιά επιστημονική γνώση, τόλμη και επιδεξιότητα…Ύπαρξη με φλέβα επαναστατική, ανήσυχη, με μυαλό οξύτατο…καρδιά παλλόμενη στο ρυθμό του ανθρώπινου πόνου, κολόνα αξιοπρέπειας και ύψιστου πατριωτισμού…Η θεράπουσα αγκαλιά των φτωχών και καταφρονεμένων…δόσιμο ολοκληρωτικό…συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους που ορθώθηκαν να εμποδίσουν την καταστροφή, που αυτοεπιστρατεύτηκαν για να προοδεύσει ο κόσμος προς την ειρήνη και την ευτυχία…»
Ο Πέτρος Κόκκαλης γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1896. Προσωπικότητα χαρισματική και ιδιαίτερα ιδιοφυής . Πέρασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας σε ηλικία 15 ετών και συνέχισε να σπουδάζει στο εξωτερικό στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου , της Βέρνης και της Ζυρίχης δίπλα σε κορυφαίους επιστήμονες της ιατρικής διαφόρων ειδικοτήτων. Σε νεαρή ηλικία ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Ιατρικής με ακόμη πιο σημαντική διάκριση το διορισμό του ως Αναπληρωτή Διευθυντή του Χειρουργικού Ακτινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου του Ζόλινγκεν Βησθεδά στο Μόναχο, επιλογή ιδιαίτερα σημαντική για έναν γιατρό που δεν ήταν Γερμανός. Έζησε στο εξωτερικό 15 χρόνια και διδάχτηκε πρωτοποριακές θεραπείες από τις μεγαλύτερες διασημότητες της Χειρουργικής στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εφάρμοσε αυτές τις θεραπείες και έβαλε τα θεμέλια της θωρακοχειρουργικής. Η επιστημονική του εξέλιξη ήταν ανοδική και σύντομα αναδείχθηκε σε κορυφαίο χειρουργό. «Ο Κόκκαλης ήταν χαρισματικός, ήταν ο ζωγράφος με το νυστέρι, ο χειρουργός με τα έξυπνα χέρια». Ο Πέτρος Κόκκαλης όμως δεν ήταν ένας απλά επιδέξιος χειρουργός, ήταν ο Γιατρός με την αληθινή σημασία της λέξης γιαυτό και όλη του η ζωή και το έργο του ήταν αφιερωμένα στον άνθρωπο. Το γεγονός που έφερε στην επιφάνεια τα ανθρωπιστικά του αισθήματα και ανέδειξε τον «εσωτερικό» Κόκκαλη ήταν ο πόλεμος του 1940. Αν και τοποθετημένος στα 2ο και 9ο Στρατιωτικά Νοσοκομεία της Αθήνας , στα οποία δούλευε εντατικά, πίστευε ότι δεν προσφέρει τις μέγιστες υπηρεσίες. Εγκατέλειψε τη θέση του, την ασφάλειά του και την οικογένειά του ( το 1937 είχε παντρευτεί τη Νίκη, τη γραμματέα του και είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί , το Σωκράτη, το 1939)και κατατάσσεται εθελοντής στην πρώτη γραμμή, στην εμπόλεμη ζώνη, μέσα στο χειμώνα. Στα Γιάννενα, στην Υγειονομική Υπηρεσία Βάσεως Ηπείρου αρχίζει να κτίζει τις βάσεις της μετέπειτα αγωνιστικής του διαδρομής καθώς επιθυμεί να υπηρετήσει την πατρίδα και το λαό της. Ως Έφεδρος Αρχίατρος επισκέπτεται όλα τα νοσοκομεία και κάνει παρατηρήσεις για τη λειτουργία τους και την υποδομή τους. Με την ιδιότητα του Τεχνικού Συμβούλου του Αρχιάτρου Επαμεινώνδα Γκινάκα παρακολουθεί τα χειρουργικά τμήματα και συγχρόνως χειρουργεί. Οι παρατηρήσεις του και οι καταγραφές των ελλείψεων στα πεδινά και ορεινά χειρουργεία έχουν ως αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας Βάσεως Ηπείρου και τη βελτίωση του συστήματος διακομιδής και νοσηλείας των πολεμιστών αναδεικνύοντας συγχρόνως τις οργανωτικές ικανότητες του.
Ο Κόκκαλης χειρουργεί ασταμάτητα και αυτό του δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσει ότι τα περισσότερα περιστατικά αφορούν παγόπληκτους και όχι τραυματίες. Έτσι προτείνει τη λήψη και εφαρμογή άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κρυοπαγημάτων. Ένα από αυτά ήταν η χρήση διαλύματος νοβοκαΐνης με εμποτισμό για τη θεραπεία των κρυοπαγημάτων και αυτός ήταν ο πλέον έμπειρος και ικανός χειρουργός για να την εφαρμόσει. Με τη συνθηκολόγηση και την επικράτηση των Γερμανών επιστρέφει στην Αθήνα, στον Ευαγγελισμό και στο Αρεταίειο όπου και συνεχίζει το ιατρικό και επιστημονικό του έργο. Ο Κόκκαλης είναι ανάμεσα σε εκείνους τους πανεπιστημιακούς που αρνήθηκαν να υποταχθούν στους Γερμανούς και έτσι εκδιώχθηκε μαζί μα άλλους από τις κλινικές του.
Ο τύπος έγραψε ότι απολύθηκε « δι’ άρνησιν υπηρεσίας». Αν και απολυμένος συνεχίζει να δουλεύει στην Κλινική των Αγίων Αναργύρων. Ο αλτρουισμός του τον οδηγεί στην προσφορά ανιδιοτελούς βοήθειας στους φτωχούς συνανθρώπους του. Η βοήθεια αυτήν τον φέρνει σε επαφή με την Εθνική Αλληλεγγύη και αργότερα με το ΕΑΜ , επειδή οι οργανώσεις αυτές του έστελναν τραυματίες από βασανιστήρια, παράνομους αντιστασιακούς, άπορους και άρρωστους.. Ο Κόκκαλης συνεργάστηκε αρχικά και αργότερα συνδέθηκε με το ΕΑΜ συνειδητά, γιατί πίστευε ότι συνεργαζόμενοι μπορούν να σώσουν το λαό από τους κατακτητές. «Τον Κόκκαλη για να τον βοηθήσεις έπρεπε να σκέφτεσαι το λαό. Αυτός έζησε για τον κόσμο.
Ο Κόκκαλης ήταν πατριώτης, με μια λέξη υπέρ – πατριώτης. Αυτό!
Δεν χωράει άλλη λέξη και ευτύχησε να εξυπηρετήσει τον κόσμο. Ο λαός ήξερε ότι υπήρχε ένας μεγάλος επιστήμονας που ενδιαφερόταν για αυτόν, γι’ αυτό και κυνηγήθηκε αργότερα. Αυτό και τίποτε άλλο. Έπαιρνε λεφτά μόνον απ’ τους πλούσιους και τα έδινε στην Εθνική Αλληλεγγύη . Αυτό το ξέραμε όλοι, ότι τα λεφτά αυτά δεν τα κρατούσε για τον ίδιο αλλά τα κρατούσε για τις ανάγκες του αγώνος, για την περίθαλψη των τραυματιών και των αρρώστων…» Ο λόγος του ήταν απλός αλλά και δυνατός. Καθήλωνε τους φοιτητές στις παραδόσεις των μαθημάτων του ( δίδασκε στο Αρεταίειο) και τους ξεσήκωνε εναντίον των κατακτητών μυώντας τους στην Αντίσταση.
«Για την ωραία στάση των φοιτητών δεν θα είχα παρά να δώσω κι εγώ άπειρα παραδείγματα για την άφθαστη τόλμη τους και τον ηρωισμό τους στις κρίσιμες στιγμές. Αλλά πια η στάση της μεγάλης πλειοψηφίας των καθηγητών; Και αφού διατυπώνω τέτοια κατηγορία και μάλιστα εναντίον συναδέλφων μου είμαι υποχρεωμένος να την δικαιολογήσω. Και πρώτα – πρώτα πρέπει να κάνω τη διασαφήνιση ότι η κατηγορία αυτή δεν έχει να κάνει με την επιστημονική ικανότητα που έχουν ή δεν έχουν οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου και οι Ακαδημαϊκοί μας. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, που, αν θέλαμε να το εξετάσουμε με τη στενή ακαδημαϊκή άποψη, θα πηγαίναμε πολύ μακριά. Αλλά τι αξία έχει η εξέταση της επιστημονικής παραγωγής, όταν έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για τις ηθικές αξίες των εργατών της; […] τι πίστη μπορούμε να δείξουμε στην επιστημονική παραγωγή ανθρώπων που στις κρισιμότερες στιγμές του έθνους δε σκέφτηκαν τίποτε άλλο, παρά πώς να φερθούν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα, για να μη χάσουν τη θέση τους και να μην υποστούν την παραμικρή ενόχληση ή ταλαιπωρία;[…] Πρόκειται για μια ανήκουστη ηθική πώρωση μιας μεγάλης μερίδας των πνευματικών ηγετών , που αρχίζει από την εποχή της 4ης Αυγούστου και φτάνει στο αποκορύφωμά της στις σημερινές μέρες της μαύρης δουλείας».
Αυτά έλεγε ασκώντας κριτική στην πλειοψηφία των πανεπιστημιακών για τη στάση τους στην Κατοχή.
Ο ίδιος αναζητούσε τον κατάλληλο χώρο για να ενταχθεί στην Αντίσταση και αρχικά συμμετείχε στη Σοσιαλιστική Ένωση. Δεν ήταν άνθρωπος που τον ενδιέφερε η πολιτική . Επειδή όμως μαζί με άλλους πανεπιστημιακούς δεν υποτάχθηκαν στους Γερμανούς, επικηρύχθηκαν και αναγκάστηκαν να βγουν στο βουνό. Δεν ήταν αριστερός. Ήταν όμως αντιφασίστας. Τα βιώματά του τον έσπρωξαν στο αριστερό κίνημα γιατί πίστευε ότι δεν είναι αρκετό να είναι κανείς κατά του φασισμού, αλλά έπρεπε έμπρακτα να παλεύει εναντίον του εντασσόμενος σ’ ένα μάχιμο κόμμα. Επέλεξε να συνεργαστεί με το ΕΑΜ γιατί ήταν η πιο μαζική αντιστασιακή οργάνωση , η πιο μαχητική και πειθαρχημένη που γνώριζε πολύ καλά τους κανόνες της συνωμοτικής δράσης. Επιπλέον το εμπιστευόταν εξ αιτίας της προηγούμενης συνεργασίας τόσο με την Εθνική Αλληλεγγύη όσο και με το ΕΑΜ. Αν τα θεμέλια της αγωνιστικής του πορείας τέθηκαν με την εθελοντική του δράση στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο του 1940, η εκτίναξη έγινε την άνοιξη του 1944 όταν βγήκε στο βουνό και αποδέχτηκε την πρόταση συμμετοχής του στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης ( ΠΕΕΑ). Ήταν μια πράξη μεγάλης σπουδαιότητας και αξίας γιατί με αυτό τον τρόπο συμπαρατασσόταν ολοκληρωτικά με τον αγωνιζόμενο λαό, στον οποίο η απόφασή του προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Έγινε όνομα θρύλος. Από την άλλη μεριά όμως εξέπληξε τους ανθρώπους της τάξης του στην Αθήνα και προκάλεσε τους Γερμανούς οι οποίοι συνέλαβαν τον πατέρα του και ουσιαστικά τον οδήγησαν στο θάνατο με τις ταλαιπωρίες που τον υπέβαλαν.
«Όταν έφυγε από την Αθήνα εγκατέλειψε μια τεράστια πελατεία . Συναναστρέφετο την υψηλή κοινωνία των λογίων και προσκαλείτο στα μεγάλα σαλόνια των Αθηνών. Αφού χειρούργησε το Γεώργιο Βλάχο, στο γραφείο του οποίου ανέβαιναν και έπεφταν κυβερνήσεις. Θα μπορούσε να ήταν στο Κάιρο σαν περιζήτητος στην Μ. Ανατολή και να ζει πλουσιοπάροχα. Αυτός όμως αποφάσισε ότι η θέση του ήταν στη μαχόμενη Ελλάδα, ανεξάρτητα από την επικρατούσα αβεβαιότητα. Αναρωτιέμαι αν κανείς κατάλαβε την προσφορά αυτού του ανθρώπου. Εκείνος πίστευε ότι, όταν η Πατρίδα είναι σκλάβα, δε δικαιούσαι να ευημερείς. Πίστη με έργα, με πράξη και όχι με μεγάλες κουβέντες.» Στο βουνό συμμετείχε στο διευρυμένο σχήμα της ΠΕΕΑ ως Γραμματέας Κοινωνικής Πρόνοιας και στη συνέχεια αναπληρώνοντας τη θέση του Αλέξανδρου Σβώλου ανέλαβε και τη Γραμματεία της Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εκλέχτηκε Εθνοσύμβουλος των Αθηνών στις εκλογές για την ανάδειξη Εθνικού Συμβουλίου και μίλησε στην Α’ Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες στις 14 Μαΐου 1944 με την διπλή ιδιότητα του Γραμματέα Κοινωνικής Πρόνοιας και της Παιδείας και Θρησκευμάτων. Το έργο του Πέτρου Κόκκαλη σε αυτούς τους δύο τομείς υπήρξε εξαιρετικό και πολύ σημαντικό.
Στον τομέα της Υγείας και Πρόνοιας ανέλαβε ως γραμματέας την γενικότερη οργάνωση και εποπτεία της Υγειονομικής Υπηρεσίας στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Συνεργάστηκε με την αρμόδια υπηρεσία των ανταρτών και φρόντισε για τη δημιουργία φαρμακείων και αποθηκών με χειρουργικό και νοσηλευτικό υλικό το οποίο εφοδιάζονταν από τις πόλεις, τις εγκαταστάσεις των κατακτητών που καταλάμβαναν οι αντάρτες, από τους Έλληνες της διασποράς και από την μικρή βοήθεια που έδιναν οι σύμμαχοι. Ανοίχτηκαν παντού ιατρεία και δημιουργήθηκαν νέα νοσοκομεία που εξυπηρετούσαν όχι μόνο τους τραυματισμένους μαχητές αλλά και τον ντόπιο πληθυσμό , ο οποίος για πρώτη φορά έμαθε τι σημαίνει ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη.
Ως προς τον επισιτισμό και τη στέγαση πήρε την απόφαση μαζί με τους άλλους γραμματείς να γίνεται συνεχής έρανος αλληλεγγύης. Επιπλέον ενδιαφέρθηκε για την ενίσχυση και επέκταση των παιδικών συσσιτίων. Ο ίδιος εισηγήθηκε στην ΠΕΕΑ και πέτυχε την έγκριση αποστολής έκτακτης βοήθειας με ομόλογα αξίας 150.000 οκάδων σιτάρι στον πληθυσμό του Καρπενησίου. Αξιοσημείωτη ήταν η φροντίδα του για την προμήθεια δυσεύρετων οικοδομικών υλικών σε μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί στέγη για τους πυρόπληκτους και βοήθησε να δοθεί λύση σε κάθε πρόβλημα που συνδεόταν με τις αρμοδιότητές του. Πολύ σπουδαία ήταν η προσφορά και στον τομέα της Παιδείας και των Θρησκευμάτων. Αρχικά κάλεσε σε σύσκεψη τους Κώστα Σωτηρίου, Μιχάλη Παπαμαύρου και Ρόζα Ιμβριώτη μαζί με 5-6 δασκάλους και κήρυξε τη Μάχη των Σχολείων. Στη συνέχεια εισηγήθηκε και πέτυχε την έγκριση της ίδρυσης δύο Φροντιστηρίων Εκπαίδευσης νέων δασκάλων, ένα στο Καρπενήσι και ένα στην Τύρνα της Θεσσαλίας. Παράλληλα τακτοποίησε το θέμα της τροφοδοσίας των Φροντιστηρίων και του εκπαιδευτικού προσωπικού. Στις 20 Ιουλίου συγκάλεσε στο χωριό Λάσπη Παιδαγωγικό Συνέδριο . Συμμετείχαν 100 αντιπρόσωποι οι οποίοι συζήτησαν την άμεση λύση των εκπαιδευτικών προβλημάτων. Με δική του πρωτοβουλία συντάχθηκε ένα νέο πρόχειρο αναγνωστικό εμπνευσμένο από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και κατόπιν εκδόθηκαν δύο αναγνωστικά, το ένα για την Γ’και Δ’ Δημοτικού από το Φροντιστήριο της Τύρνας και το άλλο για την Ε΄ και ΣΤ΄ από το Φροντιστήριο Καρπενησίου. Εκτός από τις σχολικές δραστηριότητες οργανώθηκε και ένα πρόγραμμα με εξωσχολικές δραστηριότητες υψηλού επιπέδου. «Ελάτε να πλάσουμε έναν λαό!» ήταν το κεντρικό σύνθημα όλων των προσπαθειών. Εκτός από τους τομείς Υγείας και Παιδείας στις αρμοδιότητες του Πέτρου Κόκκαλη υπαγόταν και ο τομέας της Αρχαιολογίας. Μέσα στην κατοχή και στον αντιστασιακό αγώνα ο καθηγητής Δημήτρης Πάλλας τού υπέβαλε ένα υπόμνημα με προτάσεις για τη διάσωση και προστασία των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων διότι ήταν και αυτός ένας τρόπος να σώσουν την πατρίδα από την καταστροφή.
Ο Κόκκαλης δεν ασχολείτο με τα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα, δεν έπαιρνε μέρος στις πολιτικές διαπραγματεύσεις δεν είχε ιδιαίτερες πολιτικές επαφές και συναντήσεις. Αυτό δεν τον εμπόδιζε όμως να διατυπώνει την άποψή του σχετικά με τον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και το πολιτειακό. Έτσι ενώ συμφωνούσε με τις προσπάθειες της ΠΕΕΑ εξέφρασε ταυτόχρονα και τη δυσπιστία του στις προθέσεις της άλλης πλευράς και διατύπωσε έντονα την οργή του όταν οι Άγγλοι επέβαλαν ως πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Δεν ήταν μέλος του ΚΚΕ και δημιουργείται το ερώτημα τι τον έσπρωξε να βγει στο βουνό , τι τον οδήγησε να συμπαραταχθεί με το ΚΚΕ. Η στάση του για πολλούς ήταν ανεξήγητη εξ αιτίας της κοινωνικής του θέσης και της επιστημονικής του ιδιότητας. Κάποιοι του απέδωσαν μικροφιλόδοξα κίνητρα. Το κίνητρο όμως για τον Κόκκαλη ήταν μόνο η βαθιά του αγάπη για την πατρίδα και το λαό. Σε αυτό το λαό που μαχόταν και μάτωνε η συμμετοχή του Κόκκαλη στον αγώνα προκαλούσε συγκίνηση και ενθουσιασμό, γι΄αυτό αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε όχι μόνο για το τεράστιο σε σημασία και προσφορά έργο του αλλά και για την τιμιότητα του, την αξιοπρεπή στάση του, την απλότητα και το ενδιαφέρον του να φροντίζει τους απλούς ανθρώπους. Το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ με πρόταση του Γιάννη Ιωαννίδη και του Πέτρου Ρούσσου τον αναγνώρισε «αριστίνδην» μέλος του χωρίς να το ανακοινώσει δημόσια. Ο Κόκκαλης έδειξε το δρόμο που πρέπει να βαδίζει ο κάθε επιστήμονας και ο κάθε άνθρωπος όταν η υπεράσπιση του λαϊκού συμφέροντος κρίνεται αναγκαία και το συλλογικό καλό υψώνεται ακόμα και πάνω από την ίδια τη ζωή του καθένα.
«Όταν ξεκίνησα για τον αγώνα, ήρθα με μια πίστη απόλυτη. Με την ως τώρα συνεργασία μου η πίστη αυτή πολλαπλασιάστηκε. Ο απελευθερωτικός αγώνας μου έδωσε την ευκαιρία να εκδηλωθώ κοντά στα λαϊκά αιτήματα και από μένα τίποτα δε θα προκύψει ποτέ που να μειώνει τον αγώνα που κάνει ο λαός».
Τον Οκτώβρη του 1944 φεύγει για την Αθήνα. Με την απελευθέρωση, μαζί με άλλους αντιστασιακούς καθηγητές, παρουσιάζονται στο Πανεπιστήμιο και γίνονται δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό από τους φοιτητές. «Προς Θεού, καμιά επανάπαυση. Ο αγώνας δεν τελείωσε, ο αγώνας τώρα αρχίζει και θα είναι πολύ σκληρότερος απ’ ό,τι ήταν έως σήμερα», είπε ο Κόκκαλης μιλώντας στους φοιτητές. Ο Πέτρος Κόκκαλης επανήλθε στα ιατρικά του καθήκοντα αρχίζοντας να χειρουργεί στη Β΄Χειρουργική Κλινική του Αρεταίειου. Στα Δεκεμβριανά- 16 με 17 Δεκέμβρη- πήρε την οικογένειά του και πήγε στη Θήβα όπου έμεινε ένα μήνα. Με το τέλος των Δεκεμβριανών επέστρεψε στην Αθήνα. Το σπίτι του και το ιατρείο του είχαν λεηλατηθεί. Μπαίνει στο στόχαστρο και μια νέα περίοδος αρχίζει για τη ζωή του.
Η Γενική Συνέλευση των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Αθήνας ( 13 Ιανουαρίου 1945) και η 19η Συνεδρία της Συγκλήτου (6 Μαρτίου 1945) εκφράζουν την έκπληξή τους και την αποδοκιμασία τους για τη συμμετοχή του Κόκκαλη και άλλων τριών καθηγητών «στο εθνοκτόνον κίνημα γενόμενοι αποστάτες της εθνικής ιδέας». Η διαθεσιμότητα έρχεται ως ανταμοιβή από το Υπουργείο Παιδείας. Η Σύγκλητος όμως δεν ικανοποιείται και απαιτεί την απόλυσή τους με ειδική διαμαρτυρία για τον Κόκκαλη , επειδή εξακολουθούσε να χειρουργεί στο Αρεταίειο αν και σε διαθεσιμότητα. Ο Υπουργός έκανε δεκτό το αίτημα τους να σταματήσει να χειρουργεί ο Κόκκαλης.
Πικραμένος ο Κόκκαλης είπε στο Α΄Συνέδριο της ΕΠΟΝ τον Ιανουάριο του 1946:
«Χαιρετίζω κι εγώ το Α΄Δημοκρατικό Αντιφασιστικό Συνέδριο με μεγάλη συγκίνηση. Θα με ρωτήσετε εκ μέρους τίνος; Πραγματικά στην ερώτηση αυτή βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Γιατί, όπως γνωρίζετε, το άθλιο μεταδεκεμβριανό κράτος με έβαλε στο περιθώριο. Αλλά επειδή θεωρώ τον εαυτό μου αρκετά νέο για να είμαι συνταξιούχος και αρκετά γέρο για να είμαι ΕΠΟΝίτης, θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τον ωραιότερο τίτλο της ζωής μου, το ότι κι εγώ έλαβα μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης μαζί με άλλες εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων…Και αφού χρησιμοποιώ τον ωραίο αυτό τίτλο, δεν μπορώ παρά να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς τα νιάτα που πρωτοπόρα δημιούργησαν το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης.»
Πολλά είναι τα ζητήματα που τον ευαισθητοποιούν και τον κινητοποιούν αυτή την εποχή (1945) . Από τα πιο σημαντικά η κατάσταση των τραυματιών του ΕΛΑΣ στο Λαϊκό Νοσοκομείο για την οποία παίρνει διάφορες πρωτοβουλίες, χωρίς όμως να πραγματοποιηθούν ποτέ εξ αιτίας της τρομοκρατίας και των διώξεων. Ο Κόκκαλης συμμετείχε επίσης στην Επιτροπή Πρωτοβουλίας , η οποία κάλεσε 59 επιστήμονες από όλους τους κλάδους και ίδρυσαν Επιστημονική Εταιρεία με την επωνυμία «ΕΠΙΣΤΗΜΗ – ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ»(ΕΠ – ΑΝ ). Ο σκοπός της ήταν να συγκεντρωθούν οι προοδευτικοί επιστήμονες και να συντονίσουν την ανοικοδόμηση της χώρας , ώστε η επιστήμη να γίνει λαϊκό απόκτημα και όχι να παραμείνει κοινωνικό προνόμιο. Ο ίδιος ορίστηκε Αντιπρόεδρος του Προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου. Η ΕΠ – ΑΝ είχε μεγάλη απήχηση στον επιστημονικό κόσμο και τα μέλη της δούλευαν με ζήλο και σοβαρότητα για να βάλουν τι σωστές βάσεις της οικονομίας, της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής πρόνοιας . Οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν διότι η Επιτροπή Ασφαλείας διέλυσε την ΕΠ – ΑΝ ως «επικίνδυνη εις την δημόσιαν ασφάλειαν».
Στο μεταξύ η τρομοκρατία εντεινόταν με συλλήψεις και δολοφονίες. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις επιθέσεις εναντίον του, τις οικονομικές δυσχέρειες και την πολλή δουλειά επηρέασαν την υγεία του και του προκάλεσαν οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο δυνατός οργανισμός του τον βοήθησε να επιζήσει . Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής και της συμπεριφοράς των συναδέλφων του το γεγονός ότι κανείς δεν τον επισκέφθηκε, όταν αρρώστησε, εκτός ελαχίστων. Μετά το δεύτερο έμφραγμα έγραψε: «Στη ζωή μου έκανα πολλά πράγματα. Και καλά και κακά. Δεν έχει σημασία που μας παίνεσαν για τα κακά και μας κατηγόρησαν για τα καλά…»
Με το Βασιλικό Διάταγμα « Περί εξυγιάνσεως των δημοσίων υπηρεσιών» ( 11 Οκτωβρίου 1946) απολύθηκαν 17 καθηγητές από τα Πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα τους και ο Κόκκαλης. Η κατάσταση έγινε δραματική. Το Δεκέμβριο του 1946 υπέβαλε αίτηση για άδεια εξόδου από τη χώρα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του. Πεντέμισι μήνες αργότερα και μετά από διαμαρτυρίες, ενέργειες και μεσολαβήσεις δόθηκε η άδεια του ταξιδιού. Ένα πρωινό, χωρίς καμία οικονομική ευχέρεια, ταξίδεψε με το πλοίο «Κορινθία» για τη Μασσαλία και από εκεί για το Παρίσι. Στο Παρίσι συναντήθηκε με τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη με τον οποίο συζήτησαν προσωπικά και γενικά θέματα. Ο Πορφυρογένης μάλιστα φρόντισε να πάει σε ειδικό θεραπευτήριο στην Ελβετία καθώς είχε υποτροπιάσει η φυματίωση του. Μετακινιόταν συνεχώς από σπίτι σε σπίτι και από πόλη σε πόλη, γεγονός που τον στεναχωρούσε. Από την άλλη σκεφτόταν την οικογένειά του και ένιωθε μοναξιά και απελπισία για τα όσα γίνονταν στην Ελλάδα. Μετά από διαδικασίες έφυγε και η οικογένειά του από την Ελλάδα για την Ελβετία. Στη Ζυρίχη συναντήθηκε όλη η οικογένεια. Το καλοκαίρι του 1947 η οικογένεια Κόκκαλη δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα , δεν μπορούσε να παραμείνει στη Ζυρίχη. Η μόνη δυνατότητα ήταν η Γιουγκοσλαβία, όπου και ταξίδεψαν μέσω Πράγας, το Σεπτέμβριο του 1947. Έμειναν στο Βελιγράδι μέχρι το τέλος του χρόνου, που σχηματίστηκε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ( 23 Δεκεμβρίου 1947). Στην ΠΔΚ ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης ανέλαβε πάλι τα Υπουργεία Υγείας – Κοινωνικής Πρόνοιας και Παιδείας. «Είμαι ευχαριστημένος γιατί μου έλαχε να υπηρετήσω πάλι τον Ελληνικό λαό, την πατρίδα μας, την υπόθεση της πανανθρώπινης λευτεριάς» Ο Κόκκαλης παρέμεινε στην ίδια θέση και μετά τον ανασχηματισμό της ΠΔΚ το Γενάρη του 1949. Ο ίδιος δεν συμμετείχε καθόλου στις πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις. Δεν ήταν στην ΚΕ του ΚΚΕ ούτε και στο Γενικό Αρχηγείο. «Αφήστε με εμένα εδώ που είμαι και θα προσφέρω από τη θέση μου περισσότερα» Έφυγε από το Βελιγράδι για να περάσει στο ΔΣΕ στις 19 του Γενάρη του 1948. Δίπλα στη Μεγάλη Πρέσπα απ’ την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας διαβάζει και μαθαίνει ρωσικά, όσο καιρό μένει εκεί.
«Διαβάζω όλη την ημέρα. Το χιόνι όλο και στρώνεται πιο πολύ. Η μοναξιά μεγαλώνει. Ο κόσμος μεγαλώνει και τόσο αισθάνεται κανένας τον εαυτό του να μικραίνει, σα να πάει να χαθεί. Οι άνθρωποι έπαυσαν πια να συζητούν. Όλα γίνονται σε τόνο άγριας πολεμικής. Περίοδος θανάσιμης «ειρήνης» είτε στα χαρακώματα σε σύγκρουση, είτε στις στήλες φιλολογικών εφημερίδων και περιοδικών , πόλεμος με την ίδια λύσσα διεξάγεται. Στον ένα τρέχει αίμα στον άλλο μελάνι. Ωστόσο η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη…Καλό κάνει να διαβάζει κανένας και κανένα βιβλίο από τον κόσμο που καταρρέει για να ανανεώνει την πίστη του σε εκείνο που δημιουργείται και έρχεται.»
Στην Ελλάδα περνάει στις 29 Ιανουαρίου. Μετά από πολύωρη και δύσκολη διαδρομή έφτασε στην έδρα του Γενικού Αρχηγείου και της ΠΔΚ. Εκεί αφού συνάντησε τον Βαφειάδη και τον Ζαχαριάδη ανέλαβε τα καθήκοντά του. Η αξιοποίηση της γνώσης του και της εμπειρίας του καθώς και η οργάνωση μιας κεντρικής, καθολικής υγειονομικής υπηρεσίας ήταν εξαιρετικά δύσκολη έως και αδύνατη. Η πρώτη του ενέργεια ήταν τα δέκα κρεβάτια στο «Νοσοκομείο» του Τριγώνου. Ένα νοσοκομείο χωρίς γιατρό και σχεδόν χωρίς φάρμακα. Μετά οργανώθηκε ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο στο χωριό Ψαράδες της Πρέσπας.
Τα κατεπείγοντα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν δύο:
α) το ιατροφαρμακευτικό υλικό, τα χειρουργικά εργαλεία κ.α
β) την προώθηση των βαριά τραυματισμένων και άρρωστων μαχητών και κατοίκων στις γειτονικές χώρες. Ιατροφαρμακευτικό υλικό έστελναν οι Λαϊκές Δημοκρατίες , οι Ερυθροί Σταυροί τους και οργανώσεις αλληλεγγύης από τη Δύση. Η προώθηση των τραυματιών και αρρώστων γινόταν προς την Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και λιγότερο προς τη Βουλγαρία. Όλα αυτά τα τακτοποιούσε σε συνεργασία με το Γενικό Αρχηγείο και με την κομματική ηγεσία.
Ήταν ο πρώτος που άρχισε να κάνει μαθήματα χειρουργικής σε ορισμένους γιατρούς άλλων ειδικοτήτων μέχρι να οργανωθεί ειδική σχολή. Στην περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας, στο Γράμμο, στο Βίτσι και στην Πρέσπα δημιουργήθηκαν ολοκληρωμένες υγειονομικές εγκαταστάσεις με γιατρούς, νοσοκόμες και διάφορες άλλες υπηρεσίες.
Τρεις ήταν οι κεντρικές μονάδες που βρίσκονταν κάτω απ’ την ευθύνη και την εποπτεία του Υπουργού Υγείας Πέτρου Κόκκαλη:
α) Το Γενικό Νοσοκομείο του Γράμμου ( 1948 )
β) Το Νοσοκομείο στο Βροντερό Πρέσπας και τη σπηλιά του Βροντερού ( 1948 -1949 )
γ) Το Υγειονομικό Συγκρότημα κοντά στο χωριό Κώττας.
Επισκεπτόταν πολύ συχνά τα χειρουργεία, βοηθούσε με την πείρα του και εξέφραζε τη χαρά και τα συγχαρητήρια του. Αυτά τα χειρουργεία δέχτηκαν και τους τραυματίες από την πιο φονική μάχη του ΔΣΕ, τη μάχη της Φλώρινας ( 13 – 14 Φλεβάρη 1949).
Ο Κόκκαλης μαζί με μερικούς άλλους γιατρούς προωθήθηκαν στην πρώτη γραμμή και έστησαν το χειρουργείο τους στο σχολείο του Πισοδερίου. Συχνά επισκεπτόταν και τα νοσοκομεία που είχαν δημιουργήσει μερικές Λαϊκές Δημοκρατίες για τους βαριά τραυματίες και ασθενείς του ΔΣΕ ( νοσοκομείο 250 στην Πολωνία, νοσοκομεία Ελμπασάν, Τιράνων και Κορυτσάς).
Ο Πέτρος Κόκκαλης ήταν υπεύθυνος και για την Παιδεία. Τα σχολεία όμως δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν στις περιοχές που μαίνονταν οι μάχες και οι βομβαρδισμοί. Πιο σημαντικό ζήτημα όμως από τη λειτουργία των σχολείων ήταν η ζωή των παιδιών και η απομάκρυνσή τους από τις περιοχές των συγκρούσεων. Η ΠΔΚ απευθύνθηκε στις κυβερνήσεις των γειτονικών χωρών για παροχή φιλοξενίας και αυτές αποφάσισαν να δεχθούν 12.000 παιδιά από τις παραμεθόριες περιοχές.
Στις 30 Απριλίου του 1948 συγκροτήθηκε η Επιτροπή « Βοήθεια στο Παιδί», η ΕΒΟΠ, με έδρα τη Βουδαπέστη και την άμεση εποπτεία του Κόκκαλη που ήταν ο επίσημος εκπρόσωπός της. Βοηθός του ο νευροχειρουργός Δημήτρης Φωτόπουλος.
Ο Κόκκαλης καθόρισε τις αρχές δράσης της ΕΒΟΠ:
«Ανάγκη να οργανωθεί η αποστολή των παιδιών,
α) να δεχθούν οι γονείς,
β) να οργανωθεί συλλογική διαβίωση των παιδιών κάτω από την καθοδήγηση νηπιαγωγών και δασκάλων που θα εξασφαλίσουν τη ζωή και τη διδασκαλία μέσα στα εθνικά πλαίσια,
γ) χειρισμός ούτως ώστε να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις για «εκσλαβισμό» των παιδιών».
Όταν ολοκληρώθηκε η μετακίνηση και η τακτοποίηση των παιδιών πραγματοποιήθηκε μια συνδιάσκεψη στην Πολωνία στην οποία συμμετείχαν όλοι οι φορείς των χωρών φιλοξενίας και στην οποία μίλησε ο Κόκκαλης ως κεντρικός ομιλητής: «Η ιστορία των παιδιών είναι μια τραγική μαρτυρία της κατάστασης του Εμφυλίου που επικρατεί στην Ελλάδα. Μέσα στις άπειρες θυσίες του λαού είναι και η θυσία της μάνας, που, για να σώσει το παιδί της από τις δολοφονικές επιδρομές, δέχτηκε να τα αποχωριστεί. Η θυσία αυτή είναι μεγάλη. Τα παιδιά που βρίσκονται στις Λαϊκές Δημοκρατίες είναι σχεδόν στην ολότητα παιδιά αγροτών, ανθρώπων που είναι δεμένοι με το χωριό τους. Αυτοί ξέρουν τι θα πει οικογένεια, τι θα πει πόνος της μάνας. Οι μοναρχοφασίστες, για να στηρίξουν τη συκοφαντία τους ότι αρπάχτηκαν τα παιδιά – το περίφημο
«παιδομάζωμα» που πιπιλίζουν σαν καραμέλα στις ώρες της ανίας οι κυρίες της Αθήνας – είπαν και τούτο: οι οικογενειακοί δεσμοί στην Ελλάδα είναι τέτοιοι, ώστε δεν μπορεί να αποχωριστεί η μάνα το παιδί της…Εμείς λέμε: ναι, η μάνα, η πραγματική μάνα, δεν αποχωρίζεται το παιδί της, το δίνει τότε μόνον όταν πρόκειται να το σώσει απ’ του χάρου το στόμα».
Στις 26 Φλεβάρη υπέβαλε στην ΠΔΚ την έκθεσή του « Για τα ξενιτεμένα παιδιά» στην οποία καταγράφει την κατάσταση και τα προβλήματα που διαπίστωσε ο ίδιος στην περιοδεία του σε όλους τους παιδικούς σταθμούς και τις προτάσεις τους. Η ΠΔΚ μέσω της επιστολής του Κόκκαλη στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό αποδέχτηκε τις αποφάσεις του ΟΗΕ για τον τρόπο επιστροφής αυτών των παιδιών και τον έλεγχο των συνθηκών διαβίωσης τους με τον όρο ότι η έρευνα θα γινόταν και στα ιδρύματα που είχε ιδρύσει η Φρειδερίκη. Αντιμετώπισε με μεγάλη υπευθυνότητα τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με τη φιλοξενία των παιδιών στην Γιουγκοσλαβία λόγω της αλλαγής της πολιτικής του Τίτο, αλλά και τα συκοφαντικά δημοσιεύματα στην Ελλάδα για την κατάσταση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες χωρίς να σταματήσει καθόλου να παρακολουθεί από κοντά τις όποιες εξελίξεις.
Η ζωή του ήταν μια διαρκής μετακίνηση από τα αντάρτικα λημέρια και νοσοκομεία στις πόλεις και στους παιδικούς σταθμούς των Λαϊκών Δημοκρατιών και από εκεί πάλι στα ψηλότερα βουνά με μια άρρωστη καρδιά που συνεχώς τον ενοχλούσε. «Σαν να περνούσε το χρόνο μέσα απ’ την τρύπα της βελόνας» Οι κινήσεις του είχαν ένα σκοπό μόνο, την προσφορά, ένα από τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του. Γι΄αυτό αγαπήθηκε απ’ όλους τους μαχητές του ΔΣΕ και απ’ όλους τους κατοίκους των περιοχών που τον γνώρισαν. Τον ΔΣΕ ο Κόκκαλης τον έζησε με κάθε τρόπο και θέτοντας στη διάθεσή του όλες του τις δυνάμεις από το τέλος του 1947 έως την ήττα. Η έδρα του ήταν στον καταυλισμό με τον κωδικό 18 (Λημέρι 18) και μετά την κατάρρευση στο Βίτσι έφυγε από τους τελευταίους.
Είχε όμως και τις απογοητεύσεις του και ένιωσε πίκρα από τη συμπεριφορά ορισμένων καθοδηγητών και δεν δίστασε να εκφράσει την άποψη του: «Ταξικό μίσος δε θα πει η μια τάξη να μισεί την άλλη για να την καβαλήσει και να την υποδουλώσει. Αυτό είναι χυδαία αντίληψη (δυστυχώς αρκετά διαδεδομένη) σε καθυστερημένα – τεχνητά φανατισμένα ή και φύση τυχοδιωκτικά – εγκληματικά στρώματα. Στην καλύτερη περίπτωση είναι σεχταρισμός της πιο κακής ώρας, σεχταρισμός συντρόφων που νομίζουν πως ο αγώνας για την απελευθέρωση και τον σοσιαλισμό είναι υπόθεση ορισμένης κλίκας με κοινή προϊστορία φυλακής και εξορίας. Την προϊστορία αυτή ο καθένας τη σέβεται και την αναγνωρίζει. Δεν μπορεί όμως να είναι βασικό κριτήριο για την εκτίμηση προσώπων σε ένα προοδευτικό κίνημα. Η πικρία της φυλακής κ.λ.π πολλές φορές είναι δηλητήριο της σκέψης και της κρίσης. Όταν εμείς θα επιβληθούμε σαν καθεστώς δεν θα θελήσουμε να παίξουμε το ρόλο νικητών απέναντι νικημένων. Η αποστολή θα είναι να συνεχίσουμε την πάλη ώστε οι νικημένοι να γίνουν κι αυτοί νικητές.»
Και να ασκήσει κριτική στην ηγεσία μετά την ήττα : «Την ηγεσία μας βαρύνει η ευθύνη ότι υπερεκτίμησε τις δικές μας στρατιωτικές δυνατότητες, ότι δημιούργησε αυταπάτες, ότι δεν κατόρθωσε να σπάσει τον πάγο και τις επιφυλάξεις των λαϊκών μαζών απέναντί μας (ιδίως με την απόφαση της 5ης Ολομέλειας και τον αδέξιο χειρισμό του Σλαβομακεδονικού ζητήματος) και με ανικανότητα από άποψη στρατιωτικής ηγεσίας (Επιχείρηση Φλώρινας, Έδεσσας, Βίτσι, Γράμμος και γενικά)». Παρ’ όλα αυτά δεν αμφισβήτησε ποτέ τις αγωνιστικές του επιλογές και τις ιδέες που τον οδήγησαν σε αυτές. «Για να είσαι κομμουνιστής δεν αρκεί να σηκώνεις τη γροθιά, δεν αρκεί ακόμα να είσαι μέλος του κόμματος, δεν αρκεί να θέλεις να ανακατεύεσαι σε όλα και να παίρνεις μυστηριώδες ύφος, δεν αρκεί να φοράς επιδεικτικά το σήμα. Κομμουνισμός δεν είναι φόρμα, δεν είναι περίβλημα, αλλά περιεχόμενο[…] Και το περιεχόμενο πρέπει να το βαστάμε ζωντανό προπάντων να το πλουτίζουμε. Πρέπει να πεθάνουμε συνεπείς με τον εαυτό μας και με τους αγώνες μας», έλεγε.
Ο Πέτρος Κόκκαλης μετά την ήττα του ΔΣΕ πήγε αρχικά στην Τασκένδη και στη συνέχεια βρέθηκε στη Βουδαπέστη μαζί με την οικογένεια του. Εκεί ως Πρόεδρος της ΕΒΟΠ αφιερώθηκε στα χιλιάδες παιδιά από την Ελλάδα που βρίσκονταν σε εννέα Λαϊκές Δημοκρατίες. Όταν η έδρα της ΕΒΟΠ μεταφέρθηκε στο Βουκουρέστι , μετακόμισε και η οικογένεια Κόκκαλη. Εδώ η ΕΒΟΠ στελεχώθηκε με πολλούς εκπαιδευτικούς και άλλα κατάλληλα πρόσωπα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πολύ καλό και ικανό εκπαιδευτικό επιτελείο. Το έργο και η προσφορά του Κόκκαλη υπήρξαν τεράστια σε μέγεθος και ευθύνη. Ο στόχος δεν ήταν μόνο να τακτοποιηθούν τα παιδιά αλλά και να εκπαιδευθούν και να διαπαιδαγωγηθούν με γνώμονα τις ανάγκες της Ελλάδας γιατί πάντα έλπιζαν στον γρήγορο επαναπατρισμό τους. Δημιούργησε Επιτροπές της ΕΒΟΠ σε κάθε χώρα φιλοξενίας και σε κάθε παιδικό σταθμό και σχολείο με ελληνόπουλα. Την ίδια περίοδο ήταν και Πρόεδρος του Συλλόγου των Πολιτικών Προσφύγων . Δούλεψε με μεγάλη υπευθυνότητα για την τακτοποίηση των δύσκολων προβλημάτων των πολιτικών προσφύγων αναδεικνύοντας για μια ακόμη φορά τις οργανωτικές του ικανότητες. Η προσφορά του Πέτρου Κόκκαλη ως Προέδρου της ΕΒΟΠ θεωρείται από πολλούς μεγάλης εθνικής ιστορικής σημασίας και προτείνεται να γίνει κάποια στιγμή αντικείμενο ειδικής μελέτης. Η ΕΒΟΠ διαλύθηκε το 1955 -1956 γιατί τα παιδιά είχαν ήδη μεγαλώσει. Με τη διάλυσή της ο Κόκκαλης άρχισε να σκέφτεται την επάνοδό του στην Ιατρική. Τον Ιούλιο του 1955 μετά από θετική ανταπόκριση στο αίτημά του βρέθηκε με την οικογένειά του στην Ανατολική Γερμανία. Εκεί διορίστηκε καθηγητής και τέθηκε επικεφαλής ομάδας ερευνητών με την ευχέρεια να επιλέξει ο ίδιος τους συνεργάτες του. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία Ερευνητικού Τμήματος Αγγειοχειρουργικής. Το 1957 ανακηρύχθηκε Καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου και το 1959 έγινε δεκτός στη Γερμανική Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου. Δύο χρόνια αργότερα του απονεμήθηκε το ανώτατο κρατικό παράσημο «ΛΑΒΑΡΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ».
Όλες αυτές οι δραστηριότητές του τόσα χρόνια δεν τον απέτρεψαν από τη συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια και διασκέψεις. Επιπλέον ήταν ενεργό και δραστήριο μέρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Ο ραδιοσταθμός Ελεύθερη Ελλάδα στο Βουκουρέστι μετέδιδε τις ομιλίες του και άρθρα του δημοσιεύονταν στα περιοδικά των πολιτικών προσφύγων, αλλά και σε άλλες χώρες. Καλούσε τον κόσμο να υπογράψει την Έκκληση της Στοκχόλμης και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για τη σωτηρία του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, για το Μανώλη Γλέζο και τους 50.000 κρατούμενους στις φυλακές και εξόριστους σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ειδική έκκληση έκανε εναντίον του πολέμου της Κορέας και της χρήσης της ατομικής βόμβας. Στις 15 Ιανουαρίου του 1962 η καρδιά του σταμάτησε ξαφνικά να χτυπά. Στις 20 του μήνα έγινε η νεκρώσιμη τελετή στο Κρεματόριο του Βερολίνου με την παρουσία πολλών κρατικών επιστημονικών προσωπικοτήτων και πλήθος κόσμου. Η επιθυμία του ήταν να ταφεί στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν προηγουμένως δεν γινόταν άρση της απαγόρευσης της επιστροφής του. Μετά από τηλεγράφημα της Νίκης Κόκκαλη στον Κ.Καραμανλή:
«Παρακαλώ όπως μου επιτρέψετε να μεταφέρω και να ενταφιάσω στας Αθήνας την σορό του καθηγητού Πέτρου Κόκκαλη. Μετά ολιγοήμερη παραμονή στας Αθήνας θα επιστρέψω στο Βερολίνο. Νίκη Κόκκαλη». Έγιναν και άλλα διαβήματα από φορείς και εφημερίδες το αίτημα της επιστροφής έγινε δεκτό.
Χιλιάδες άνθρωποι , επώνυμοι και ανώνυμοι, υποδέχθηκαν τη σορό του και την οδήγησαν στο Α’ Νεκροταφείο. Ο Πέτρος Κόκκαλης θάφτηκε στην πατρική γη σκεπασμένος από εκατοντάδες στεφάνια και λουλούδια σταλμένα από τις φυλακές, τις εξορίες, τους φοιτητές, τα εργατικά σωματεία, τους οικοδόμους.
«Την άνοιξη θα φυτρώσει το σιτάρι,
θα λούζονται τα δέντρα μες στο φως,
κι όπως θα κόβουμε το βράδυ, το ψωμί,
κι όπως θα ανοίγουμε το δειλινό,
τα πορτοκάλια, θάχουν μια γεύση πιο βαθειά, πιο δίκαιη
πιο ακατάλυτη, γιατί στη γη που φύτρωσαν κοιμάται πια,
από χτες, ένα κομμάτι από την ξενιτεμένη Ελλάδα.
Τάσος Λειβαδίτης, ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΚΟΚΚΑΛΗ»
-Ατέχνως-
25 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1944 : H επιχείρηση των υπονόμων της Αθήνας
Μια προσωπική μαρτυρία για τον αφάνταστο ηρωισμό των μαχητών του ΕΛΑΣ Αθήνας. στις επιχειρήσεις ενάντια στους Αγγλους κατακτητές, το Δεκέμβρη του ’44 Το Δεκέμβρη του 1944 οι μάχες του ΕΛΑΣ Αθήνας ενάντια στους Αγγλους καταχτητές συνεχίζονται. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο λαός της Αθήνας παλεύουν σκληρά, άνισα, αλλά με ενθουσιασμό. Τότε το Κόμμα αποφάσισε την ανατίναξη του ξενοδοχείου της Μ. Βρετανίας, έδρα της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Αγγλων κατακτητών.
Να τι γράφει ο Β. Μπαρτζώτας (Φάνης), γραμματέας της ΚΟΑ την περίοδο εκείνη:
«Δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας πλαισιωμένες από στελέχη της ΚΟΑ με επικεφαλής στον σ. Σπύρο Καλοδίκη, έκαναν μια άλλη τολμηρή και ηρωική επιχείρηση. Εχοντας στα χέρια τους το γενικό σχεδιάγραμμα των υπονόμων της Αθήνας, έπειτα από πορεία 12 ωρών μέσα στα βρώμικα νερά των οχετών, με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, κατόρθωσαν να κουβαλήσουν κάτω από την πλατεία Συντάγματος, ακριβώς στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», όπου ήταν η έδρα της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, του «Κράτους Παπανδρέου», περίπου έναν τόνο εκρηκτικής ύλης, τροτύλης και με ηλεκτρικό σύρμα συνέδεσαν την τροτύλη με ειδικό ηλεκτρικό μηχάνημα ανατίναξης, που βρίσκονταν στη δική μας περιοχή. Ο σ. Καλοδίκης ανέφερε σε μένα, τη μέρα των Χριστουγέννων (25 Δεκέμβρη 1944), για την επιχείρηση αυτή, με τη δήλωση ότι είναι έτοιμοι να τινάξουν στον αέρα το άντρο της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Αγγλων. Εγώ ανέφερα στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που θα “δινε και την τελική έγκριση. Το ΠΓ της ΚΕ έχοντας υπόψη τον ερχομό του Τσόρτσιλ και τις διαπραγματεύσεις μαζί του, μας είπε να περιμένουμε μερικές μέρες».
Ηρωική συλλογική προσπάθεια
Η προετοιμασία της επιχείρησης αυτής είχε αρχίσει. Προηγούμενα είχαν παρθεί από το Δήμο της Αθήνας οι σχετικοί χάρτες των υπονόμων της Αθήνας. Μελετήθηκαν από ειδικούς συντρόφους.
Ο ένας σύντροφος μηχανικός, ειδικευμένος στους υπονόμους του Βελγίου και ο άλλος υπολοχαγός Μηχανικού, ειδικευμένος στα εκρηκτικά, δυστυχώς δε θυμάμαι τα ονόματά τους, κατάστρωσαν τα σχέδια για την είσοδό μας στους υπονόμους της Αθήνας και καθόρισαν το σημείο των υπονόμων από όπου θα μπούμε. Εγιναν από τους ειδικούς οι σχετικές προετοιμασίες μέσα στους υπονόμους, αφού οι υπόνομοι δεν ήσαν σε ευθεία γραμμή. Αλλού ήταν ανήφορος και αλλού κατήφορος, οπότε χρειάστηκε να τοποθετηθούν σκάλες κλπ. Ολα είχαν ετοιμαστεί.
Στις 22/12/1944, τελικά, αν θυμάμαι καλά, αποφασίστηκε να μπούμε μέσα στον υπόνομο 150 περίπου άνδρες του ΕΛΑΣ και άλλα στελέχη του Κόμματος, με στόχο και κατεύθυνση το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», μεταφέροντας από τον υπόνομο που δέχεται τα βρόχινα νερά και τις βρωμιές της τότε Αθήνας, έναν τόνο περίπου εκρηκτικής ύλης, τροτύλης. Η επιχείρηση ξεκίνησε από το Μεταξουργείο.
Ο υπόνομος δεν ήταν αυτός που δέχεται τις ακαθαρσίες, αλλά τα βρόχινα νερά και η κάθοδος έγινε με σιδερένια και όχι ξύλινη σκάλα. Η ατμόσφαιρα μέσα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Μύριζε υγρασία και μούχλα. Και τα νερά, στα σημεία που ήταν φαρδύς ο υπόνομος, μας φτάνανε ως τα γόνατα, ενώ όπου στένευε φτάνανε ως το στήθος, χώρια τα τεράστια ποντίκια…
Η επιχείρηση από το Μεταξουργείο δεν προχώρησε. Είχαμε την απώλεια του μέλους του Γραφείου της Αχτίδας που σκοτώθηκε από αγγλικό βλήμα. Είδαν κάποια μικρή μάζωξη στο σπίτι που βρισκόμασταν και μας έριξαν. Η καθοδήγηση της Αχτίδας κατόπιν τούτου αποφάσισε να σταματήσει η επιχείρηση και φυσικά να γίνει σε άλλο σημείο.
Πράγματι η επιχείρηση έγινε στη Λένορμαν πολύ πιο μακριά από το Μεταξουργείο. Μπήκαν όλοι οι άνδρες στον υπόνομο με προσοχή κατά ομάδες τοποθέτησαν την εκρηκτική ύλη και επέστρεψαν ύστερα από αρκετές ώρες.
Αφού τέλειωσε αυτή η φάση έδωσε εντολή το Γραφείο της Αχτίδας και συγκεκριμένα ο Γραμματέας της Αχτίδας Μπάμπης Γρηγοριάδης, είχαμε δουλέψει μαζί από το 1943 που ήταν γραμματέας της 6ης Αχτίδας, να μπούμε 5 σύντροφοι, για να κάνουμε τον τελευταίο έλεγχο των καλωδίων.
Σημειώνω τις δυσκολίες που συναντήσαμε από την είσοδο του υπονόμου μέχρι το τέρμα και το σημειώνω αυτό γιατί τις έζησα ο ίδιος. Φυσικά, οι δυσκολίες, που αντιμετώπισαν οι προηγούμενες ομάδες που κουβαλούσαν το φορτίο της εκρηκτικής ύλης στην πλάτη τους, ήταν πολύ μεγαλύτερες και οι κίνδυνοι πολύ περισσότεροι.
Τεράστιες δυσκολίες
Οπως αναφέρω πιο πάνω ο υπόνομος δεν ήταν ευθύς είχε λακκούβες μικρές και μεγάλες που γλίστραγες και έμπαινες μέσα στο νερό και σε ορισμένα σημεία πάνω από τη μέση μέχρι και στο στήθος. Οι δρόμοι δεν ήταν σε ευθεία γραμμή, το επίπεδο του δρόμου άλλαζε μέχρι που δημιουργούσε μικρούς καταρράχτες και ανεβαίναμε σε σκάλες που το πρώτο συνεργείο είχε τοποθετήσει. Θυμάμαι πως κάτω από την Ερμού ήταν μία δίοδος πολύ μικρή και στενή. Αρκεί να σημειώσω πως την περάσαμε με την κοιλιά, μπουσουλώντας στο νερό. Και σε άλλα σημεία περνούσαμε σκυμμένοι, ήταν πολύ δύσκολη η διαδρομή.
Κίνδυνοι υπήρχαν πολλοί. Εκτός αυτών που ανέφερα ήταν και οι κίνδυνοι που προέρχονταν από τα φρεάτια των δρόμων που μέσω αυτών έμπαιναν τα νερά στον υπόνομο.
Ακούγαμε τα βήματα των περαστικών και φυσικά και τις περιπολίες των Αγγλων στρατιωτών. Αυτό το γεγονός υποχρέωνε όλους τους συντρόφους που βρίσκονταν μέσα στον υπόνομο να είναι πολύ προσεκτικοί. Οι βρωμιές και αναθυμιάσεις μας έφερναν βήχα, φτέρνισμα που μας ανάγκαζαν να προσέχουμε για να μη μας αντιληφθούν. Δε βγάζαμε κουβέντα, η συνεννόηση γινόταν με χειρονομίες.
Τελικά παρ” όλες αυτές τις δυσκολίες επιστρέψαμε στη βάση μας. Η επιχείρηση τέλειωσε και πέτυχε αφού ξεπέρασε σε χρόνο περίπου 12-15 ώρες και τελικά περιμέναμε το σύνθημα για να μπει σε ενέργεια η ηλεκτρογεννήτρια.
Το αυτοκίνητο με την ηλεκτρογεννήτρια θα έδινε στην κατάλληλη στιγμή τον σπινθήρα στα εκρηκτικά που ήταν τοποθετημένα στα θεμέλια και κάτω από τα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας».
Ερχεται όμως ξαφνικά ο Σπύρος Καλοδίκης, Β` Γραμματέας της ΚΟΑ με μοτοσικλέτα, (δολοφονήθηκε το Νοέμβρη του 1947 από όργανα της Ασφάλειας στη Λάρισα) και σε έξαλλη κατάσταση φώναξε τους άνδρες που χειριζόταν τη γεννήτρια.
«Σταματήστε – Σβήστε τη γεννήτρια αμέσως. Σταματήστε! Η ανατίναξη δε θα γίνει. Ηρθε ο Τσόρτσιλ στη «Μεγάλη Βρετανία». Σταματήστε!…».
Ολοι, όσοι βρεθήκαμε εκεί και πήραμε μέρος στην επιχείρηση, βρεγμένοι ως το κόκαλο από τα νερά των υπονόμων, αισθανθήκαμε αγανάκτηση για τη ματαίωση αυτής της ανατίναξης».
Ηρωες είναι οι αγωνιστές σε όλη τους τη ζωή
Ο δημοσιογράφος κ. Παπαχελάς σε εκπομπή του σε τηλεοπτικό σταθμό μεταξύ των άλλων αναφέρθηκε και στην «επιχείρηση των υπονόμων».
Δε γνωρίζω αν αυτοί που παραβρέθηκαν σ” αυτή την εκπομπή είχαν πάρει μέρος σ” αυτή την επιχείρηση. Εγώ δε θυμάμαι, μπορεί να κάνω λάθος ή μπορεί να έμαθαν ή άκουσαν από άλλους τα της επιχείρησης αυτής.
Εγώ πήρα μέρος σ” αυτή την επιχείρηση και μάλιστα, όπως σημειώνω παραπάνω, συμμετείχα στο τελευταίο συνεργείο, που κάναμε τον έλεγχο των καλωδίων και δίνω στοιχεία για τις δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετώπισε όλη η δύναμη των συντρόφων που πήρε μέρος μέχρι και τον ερχομό του συντρόφου Καλοδίκη.
Ηταν πράγματι μια τολμηρή και ηρωική πράξη. Φυσικά δεν ήταν η μοναδική.
Και άλλες πολλές ηρωικές πράξεις έγιναν στην πορεία των λαϊκών αγώνων με μπροστάρη το ΚΚΕ. Το Κόμμα μας στη μακραίωνη πορεία του πάνω από 82 συνεχή χρόνια έχει να παρουσιάσει πληθώρα τέτοιων μικρότερων ή και μεγαλύτερων ηρωικών πράξεων.
Ανέδειξε χιλιάδες ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για το Κόμμα, το λαό, το πιστεύω τους.
Το ΚΚΕ, κόμμα νέου τύπου, ηρωικό αταλάντευτο, ήταν μπροστάρης των αγώνων του λαού για μια Ελλάδα σοσιαλιστική. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όμως πως άλλο είναι η ηρωική πράξη όσο μεγάλη και αν είναι κι άλλο είναι ο άνθρωπος κομμουνιστής, ο αγωνιστής, ο ήρωας.
Η ηρωική πράξη είναι ένα γεγονός που γίνεται από ένα δυο συντρόφους ή ακόμα ομάδα συντρόφων. Αυτή η ενέργεια είναι αξιέπαινη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, είναι μια πράξη ηρωική ασφαλώς που συμβάλλει στην ανάταση του κινήματος στην ανάπτυξη των αγώνων και σαν τέτοια πρέπει να την εκτιμούμε.
Ομως, ο τίτλος ήρωας δεν κρίνεται μόνο από τη συγκεκριμένη ηρωική πράξη κρίνεται και από την όλη αγωνιστική συνέχειά του, τη μετέπειτα στάση του, τη συνέπειά του στο πιστεύω του και, πολύ περισσότερο, εκτιμάται ιστορικά μετά το θάνατό του.
Ενδεικτικά αναφέρω ήρωες, για να δείξω τη σημασία της παραπάνω προϋπόθεσης, Σουκατζίδης, Τατάκης, Μπελογιάννης, Πλουμπίδης, Σαμπατάκος, οι τρεις ΕΠΟΝίτες στο Βύρωνα. Μακρύς είναι ο κατάλογος τέτοιων ηρώων. Ομως υπάρχουν και ηρωικές πράξεις που ίσως να μην τις θυμόμαστε, ίσως δεν έγιναν γνωστοί οι σύντροφοι που συνέβαλαν σ” αυτές τις πολύ τολμηρές πράξεις.
Ποιος θυμάται το φωτεινό σήμα ΕΑΜ στην Ακρόπολη και τους συντρόφους που το έστησαν:
Ποιος θυμάται την κατάληψη του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού, κάπου στο Ζάππειο, το 1942 και την ολιγόλεπτη εκπομπή για το ΕΑΜ;
Τέτοιες ηρωικές πράξεις έγιναν πολλές. Το ΚΚΕ είναι το μοναδικό Κόμμα που σε όλη του την πορεία πάλεψε και παλεύει κάτω από δυσκολότατες συνθήκες, νόμιμες, παράνομες, ημιπαράνομες. Εδωσε και δίνει ηρωικούς αγώνες, ανέδειξε χιλιάδες ήρωες.
Καταλήγοντας θέλω να πω ότι ο κομμουνιστής και μετά από μια ή περισσότερες ηρωικές πράξεις, συνεχίζει να παλεύει με συνέπεια και ευθύνη για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Δεν περιαυτολογεί, ούτε καυχιέται, κομπορρημονεί για το έργο του. Υποτάσσει το εγώ στο συνολικό συμφέρον, στο συμφέρον του αγώνα, συνεχίζει να συνεισφέρει όσο ζει, για να δικαιώσει την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι” αυτόν και κατά κύριο λόγο το Κόμμα. Τότε και μόνον τότε δικαιωματικά θα δοθεί ο τίτλος του ήρωα, σ” αυτούς τους αγωνιστές.
*Ριζοσπάστης*
Να τι γράφει ο Β. Μπαρτζώτας (Φάνης), γραμματέας της ΚΟΑ την περίοδο εκείνη:
«Δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας πλαισιωμένες από στελέχη της ΚΟΑ με επικεφαλής στον σ. Σπύρο Καλοδίκη, έκαναν μια άλλη τολμηρή και ηρωική επιχείρηση. Εχοντας στα χέρια τους το γενικό σχεδιάγραμμα των υπονόμων της Αθήνας, έπειτα από πορεία 12 ωρών μέσα στα βρώμικα νερά των οχετών, με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, κατόρθωσαν να κουβαλήσουν κάτω από την πλατεία Συντάγματος, ακριβώς στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», όπου ήταν η έδρα της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, του «Κράτους Παπανδρέου», περίπου έναν τόνο εκρηκτικής ύλης, τροτύλης και με ηλεκτρικό σύρμα συνέδεσαν την τροτύλη με ειδικό ηλεκτρικό μηχάνημα ανατίναξης, που βρίσκονταν στη δική μας περιοχή. Ο σ. Καλοδίκης ανέφερε σε μένα, τη μέρα των Χριστουγέννων (25 Δεκέμβρη 1944), για την επιχείρηση αυτή, με τη δήλωση ότι είναι έτοιμοι να τινάξουν στον αέρα το άντρο της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Αγγλων. Εγώ ανέφερα στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που θα “δινε και την τελική έγκριση. Το ΠΓ της ΚΕ έχοντας υπόψη τον ερχομό του Τσόρτσιλ και τις διαπραγματεύσεις μαζί του, μας είπε να περιμένουμε μερικές μέρες».
Ηρωική συλλογική προσπάθεια
Η προετοιμασία της επιχείρησης αυτής είχε αρχίσει. Προηγούμενα είχαν παρθεί από το Δήμο της Αθήνας οι σχετικοί χάρτες των υπονόμων της Αθήνας. Μελετήθηκαν από ειδικούς συντρόφους.
Ο ένας σύντροφος μηχανικός, ειδικευμένος στους υπονόμους του Βελγίου και ο άλλος υπολοχαγός Μηχανικού, ειδικευμένος στα εκρηκτικά, δυστυχώς δε θυμάμαι τα ονόματά τους, κατάστρωσαν τα σχέδια για την είσοδό μας στους υπονόμους της Αθήνας και καθόρισαν το σημείο των υπονόμων από όπου θα μπούμε. Εγιναν από τους ειδικούς οι σχετικές προετοιμασίες μέσα στους υπονόμους, αφού οι υπόνομοι δεν ήσαν σε ευθεία γραμμή. Αλλού ήταν ανήφορος και αλλού κατήφορος, οπότε χρειάστηκε να τοποθετηθούν σκάλες κλπ. Ολα είχαν ετοιμαστεί.
Στις 22/12/1944, τελικά, αν θυμάμαι καλά, αποφασίστηκε να μπούμε μέσα στον υπόνομο 150 περίπου άνδρες του ΕΛΑΣ και άλλα στελέχη του Κόμματος, με στόχο και κατεύθυνση το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», μεταφέροντας από τον υπόνομο που δέχεται τα βρόχινα νερά και τις βρωμιές της τότε Αθήνας, έναν τόνο περίπου εκρηκτικής ύλης, τροτύλης. Η επιχείρηση ξεκίνησε από το Μεταξουργείο.
Ο υπόνομος δεν ήταν αυτός που δέχεται τις ακαθαρσίες, αλλά τα βρόχινα νερά και η κάθοδος έγινε με σιδερένια και όχι ξύλινη σκάλα. Η ατμόσφαιρα μέσα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Μύριζε υγρασία και μούχλα. Και τα νερά, στα σημεία που ήταν φαρδύς ο υπόνομος, μας φτάνανε ως τα γόνατα, ενώ όπου στένευε φτάνανε ως το στήθος, χώρια τα τεράστια ποντίκια…
Η επιχείρηση από το Μεταξουργείο δεν προχώρησε. Είχαμε την απώλεια του μέλους του Γραφείου της Αχτίδας που σκοτώθηκε από αγγλικό βλήμα. Είδαν κάποια μικρή μάζωξη στο σπίτι που βρισκόμασταν και μας έριξαν. Η καθοδήγηση της Αχτίδας κατόπιν τούτου αποφάσισε να σταματήσει η επιχείρηση και φυσικά να γίνει σε άλλο σημείο.
Πράγματι η επιχείρηση έγινε στη Λένορμαν πολύ πιο μακριά από το Μεταξουργείο. Μπήκαν όλοι οι άνδρες στον υπόνομο με προσοχή κατά ομάδες τοποθέτησαν την εκρηκτική ύλη και επέστρεψαν ύστερα από αρκετές ώρες.
Αφού τέλειωσε αυτή η φάση έδωσε εντολή το Γραφείο της Αχτίδας και συγκεκριμένα ο Γραμματέας της Αχτίδας Μπάμπης Γρηγοριάδης, είχαμε δουλέψει μαζί από το 1943 που ήταν γραμματέας της 6ης Αχτίδας, να μπούμε 5 σύντροφοι, για να κάνουμε τον τελευταίο έλεγχο των καλωδίων.
Σημειώνω τις δυσκολίες που συναντήσαμε από την είσοδο του υπονόμου μέχρι το τέρμα και το σημειώνω αυτό γιατί τις έζησα ο ίδιος. Φυσικά, οι δυσκολίες, που αντιμετώπισαν οι προηγούμενες ομάδες που κουβαλούσαν το φορτίο της εκρηκτικής ύλης στην πλάτη τους, ήταν πολύ μεγαλύτερες και οι κίνδυνοι πολύ περισσότεροι.
Τεράστιες δυσκολίες
Οπως αναφέρω πιο πάνω ο υπόνομος δεν ήταν ευθύς είχε λακκούβες μικρές και μεγάλες που γλίστραγες και έμπαινες μέσα στο νερό και σε ορισμένα σημεία πάνω από τη μέση μέχρι και στο στήθος. Οι δρόμοι δεν ήταν σε ευθεία γραμμή, το επίπεδο του δρόμου άλλαζε μέχρι που δημιουργούσε μικρούς καταρράχτες και ανεβαίναμε σε σκάλες που το πρώτο συνεργείο είχε τοποθετήσει. Θυμάμαι πως κάτω από την Ερμού ήταν μία δίοδος πολύ μικρή και στενή. Αρκεί να σημειώσω πως την περάσαμε με την κοιλιά, μπουσουλώντας στο νερό. Και σε άλλα σημεία περνούσαμε σκυμμένοι, ήταν πολύ δύσκολη η διαδρομή.
Κίνδυνοι υπήρχαν πολλοί. Εκτός αυτών που ανέφερα ήταν και οι κίνδυνοι που προέρχονταν από τα φρεάτια των δρόμων που μέσω αυτών έμπαιναν τα νερά στον υπόνομο.
Ακούγαμε τα βήματα των περαστικών και φυσικά και τις περιπολίες των Αγγλων στρατιωτών. Αυτό το γεγονός υποχρέωνε όλους τους συντρόφους που βρίσκονταν μέσα στον υπόνομο να είναι πολύ προσεκτικοί. Οι βρωμιές και αναθυμιάσεις μας έφερναν βήχα, φτέρνισμα που μας ανάγκαζαν να προσέχουμε για να μη μας αντιληφθούν. Δε βγάζαμε κουβέντα, η συνεννόηση γινόταν με χειρονομίες.
Τελικά παρ” όλες αυτές τις δυσκολίες επιστρέψαμε στη βάση μας. Η επιχείρηση τέλειωσε και πέτυχε αφού ξεπέρασε σε χρόνο περίπου 12-15 ώρες και τελικά περιμέναμε το σύνθημα για να μπει σε ενέργεια η ηλεκτρογεννήτρια.
Το αυτοκίνητο με την ηλεκτρογεννήτρια θα έδινε στην κατάλληλη στιγμή τον σπινθήρα στα εκρηκτικά που ήταν τοποθετημένα στα θεμέλια και κάτω από τα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας».
Ερχεται όμως ξαφνικά ο Σπύρος Καλοδίκης, Β` Γραμματέας της ΚΟΑ με μοτοσικλέτα, (δολοφονήθηκε το Νοέμβρη του 1947 από όργανα της Ασφάλειας στη Λάρισα) και σε έξαλλη κατάσταση φώναξε τους άνδρες που χειριζόταν τη γεννήτρια.
«Σταματήστε – Σβήστε τη γεννήτρια αμέσως. Σταματήστε! Η ανατίναξη δε θα γίνει. Ηρθε ο Τσόρτσιλ στη «Μεγάλη Βρετανία». Σταματήστε!…».
Ολοι, όσοι βρεθήκαμε εκεί και πήραμε μέρος στην επιχείρηση, βρεγμένοι ως το κόκαλο από τα νερά των υπονόμων, αισθανθήκαμε αγανάκτηση για τη ματαίωση αυτής της ανατίναξης».
Ηρωες είναι οι αγωνιστές σε όλη τους τη ζωή
Ο δημοσιογράφος κ. Παπαχελάς σε εκπομπή του σε τηλεοπτικό σταθμό μεταξύ των άλλων αναφέρθηκε και στην «επιχείρηση των υπονόμων».
Δε γνωρίζω αν αυτοί που παραβρέθηκαν σ” αυτή την εκπομπή είχαν πάρει μέρος σ” αυτή την επιχείρηση. Εγώ δε θυμάμαι, μπορεί να κάνω λάθος ή μπορεί να έμαθαν ή άκουσαν από άλλους τα της επιχείρησης αυτής.
Εγώ πήρα μέρος σ” αυτή την επιχείρηση και μάλιστα, όπως σημειώνω παραπάνω, συμμετείχα στο τελευταίο συνεργείο, που κάναμε τον έλεγχο των καλωδίων και δίνω στοιχεία για τις δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετώπισε όλη η δύναμη των συντρόφων που πήρε μέρος μέχρι και τον ερχομό του συντρόφου Καλοδίκη.
Ηταν πράγματι μια τολμηρή και ηρωική πράξη. Φυσικά δεν ήταν η μοναδική.
Και άλλες πολλές ηρωικές πράξεις έγιναν στην πορεία των λαϊκών αγώνων με μπροστάρη το ΚΚΕ. Το Κόμμα μας στη μακραίωνη πορεία του πάνω από 82 συνεχή χρόνια έχει να παρουσιάσει πληθώρα τέτοιων μικρότερων ή και μεγαλύτερων ηρωικών πράξεων.
Ανέδειξε χιλιάδες ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για το Κόμμα, το λαό, το πιστεύω τους.
Το ΚΚΕ, κόμμα νέου τύπου, ηρωικό αταλάντευτο, ήταν μπροστάρης των αγώνων του λαού για μια Ελλάδα σοσιαλιστική. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όμως πως άλλο είναι η ηρωική πράξη όσο μεγάλη και αν είναι κι άλλο είναι ο άνθρωπος κομμουνιστής, ο αγωνιστής, ο ήρωας.
Η ηρωική πράξη είναι ένα γεγονός που γίνεται από ένα δυο συντρόφους ή ακόμα ομάδα συντρόφων. Αυτή η ενέργεια είναι αξιέπαινη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, είναι μια πράξη ηρωική ασφαλώς που συμβάλλει στην ανάταση του κινήματος στην ανάπτυξη των αγώνων και σαν τέτοια πρέπει να την εκτιμούμε.
Ομως, ο τίτλος ήρωας δεν κρίνεται μόνο από τη συγκεκριμένη ηρωική πράξη κρίνεται και από την όλη αγωνιστική συνέχειά του, τη μετέπειτα στάση του, τη συνέπειά του στο πιστεύω του και, πολύ περισσότερο, εκτιμάται ιστορικά μετά το θάνατό του.
Ενδεικτικά αναφέρω ήρωες, για να δείξω τη σημασία της παραπάνω προϋπόθεσης, Σουκατζίδης, Τατάκης, Μπελογιάννης, Πλουμπίδης, Σαμπατάκος, οι τρεις ΕΠΟΝίτες στο Βύρωνα. Μακρύς είναι ο κατάλογος τέτοιων ηρώων. Ομως υπάρχουν και ηρωικές πράξεις που ίσως να μην τις θυμόμαστε, ίσως δεν έγιναν γνωστοί οι σύντροφοι που συνέβαλαν σ” αυτές τις πολύ τολμηρές πράξεις.
Ποιος θυμάται το φωτεινό σήμα ΕΑΜ στην Ακρόπολη και τους συντρόφους που το έστησαν:
Ποιος θυμάται την κατάληψη του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού, κάπου στο Ζάππειο, το 1942 και την ολιγόλεπτη εκπομπή για το ΕΑΜ;
Τέτοιες ηρωικές πράξεις έγιναν πολλές. Το ΚΚΕ είναι το μοναδικό Κόμμα που σε όλη του την πορεία πάλεψε και παλεύει κάτω από δυσκολότατες συνθήκες, νόμιμες, παράνομες, ημιπαράνομες. Εδωσε και δίνει ηρωικούς αγώνες, ανέδειξε χιλιάδες ήρωες.
Καταλήγοντας θέλω να πω ότι ο κομμουνιστής και μετά από μια ή περισσότερες ηρωικές πράξεις, συνεχίζει να παλεύει με συνέπεια και ευθύνη για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Δεν περιαυτολογεί, ούτε καυχιέται, κομπορρημονεί για το έργο του. Υποτάσσει το εγώ στο συνολικό συμφέρον, στο συμφέρον του αγώνα, συνεχίζει να συνεισφέρει όσο ζει, για να δικαιώσει την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι” αυτόν και κατά κύριο λόγο το Κόμμα. Τότε και μόνον τότε δικαιωματικά θα δοθεί ο τίτλος του ήρωα, σ” αυτούς τους αγωνιστές.
*Ριζοσπάστης*
Η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο
Για την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Εκείνο το βράδυ, ο λοχίας Μιχαήλ Πέτροβιτς Μίνιν αισθάνθηκε ως ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου. Λίγο νωρίτερα, είχε στείλει μήνυμα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι το τέρας είχε πλέον ξεψυχήσει. Ο ίδιος του είχε καρφώσει για τελευταία φορά την καρδιά. Με μια κόκκινη σημαία.
Βερολίνο, 30 Απριλίου 1945. Νυχτώνει. Ανάμεσα στα ερείπια της γερμανικής πρωτεύουσας, οι υπερασπιστές τού πιο απάνθρωπου καθεστώτος που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, δίνουν τις τελευταίες απέλπιδες μάχες τους στο όνομα του ηγέτη τους, ο οποίος δεν βρίσκεται πια στην ζωή. Μια χούφτα από δαύτους έχουν ταμπουρωθεί εδώ και μέρες στο κτίριο-σύμβολο της χιτλερικής εξουσίας, το Ράιχσταγκ. Ξέρουν ότι δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ ακόμη αλλά η εντολή ήταν σαφής: πολεμάμε μέχρι να νικήσουμε ή μέχρι να πεθάνουμε. Τελικά, αποδεκατισμένοι και απογοητευμένοι, αποφασίζουν να παραδοθούν.
Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Με την διαφορά τής ώρας, στην Μόσχα έχει ήδη μπει η Πρωτομαγιά. Ο Μιχαήλ Πέτροβιτς έχει μια ιδέα ριζωμένη στο μυαλό του. Με άλλους τρεις συντρόφους του λοχίες παίρνουν μια σημαία και χυμάνε στο κατεστραμμένο κτριο. Ανεβαίνουν στην στέγη. Βγάζουν όλοι τις ζώνες τους και τις δίνουν στον Μίνιν καθώς τον σηκώνουν στους ώμους τους για να φτάσει στο ψηλότερο σημείο. Εκεί, ο Μιχαήλ Πέτροβιτς καρφώνει το κοντάρι και το στερεώνει με τις τέσσερις ζώνες. Η σημαία των νικητών ανεμίζει πια στον ουρανό τής χιτλερικής πρωτεύουσας. Είναι μια κόκκινη σημαία, με ένα σφυροδρέπανο στην μια άκρη της.
Μια κόκκινη σημαία που στέλνει το μήνυμά της στα πέρατα του κόσμου: το τέρας πέθανε.
Πανευτυχείς, οι τέσσερις άνδρες κατεβαίνουν από την στέγη. Ο Μίνιν σπεύδει να αναφέρει το γεγονός στον στρατηγό Κουζνετσόφ, ο οποίος ήταν επί κεφαλής τής επιχείρησης κατάληψης του Ράιχσταγκ. Αμέσως ο Κουζνετσόφ ενημερώνει τον στρατάρχη Ζούκοφ κι εκείνος τηλεφωνεί στον Στάλιν για να τον ενημερώσει πως το όνειρό του πραγματοποιήθηκε: η σημερινή Πρωτομαγιά θα ήταν διπλή γιορτή. Μαζί με την δική τους γιορτή, οι εργάτες όλου του κόσμου θα γιόρταζαν και την νίκη κατά του φασισμού.
Είναι λογικό πως η πράξη του Μίνιν και των συντρόφων του δεν θα μπορούσε να απαθανατιστεί από κάποιον φωτογραφικό φακό. Ούτε οι συνθήκες αλλά ούτε η προχωρημένη ώρα επέτρεπαν τέτοια πολυτέλεια. Έτσι, την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα κάποιοι σοβιετικοί φωτογράφοι σκηνοθέτησαν το περιστατικό με άλλους πρωταγωνιστές. Η πιο γνωστή από τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν είναι μία από εκείνες του ουκρανού Γιεβγένυ Χάλντεϊ, η οποία έγινε το σύμβολο της νίκης κι αργότερα δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Όγκανιοκ.
Αυτή η φωτογραφία ΠΟΝΕΣΕ και εξακολουθεί ΝΑ ΠΟΝΑΕΙ ΠΟΛΛΟΥΣ, οι οποίοι επί 70 χρόνια τώρα δεν έχουν πάψει να χύνουν δηλητήριο προσπαθώντας να αμαυρώσουν την σημασία της. Για παράδειγμα, τους πειράζει που είναι «στημένη», λες και η αντίστοιχη φωτογραφία των πολιτειακών στρατιωτών με την σημαία των ΗΠΑ στην Ιβοζίμα είναι τραβηγμένη σε πραγματικό χρόνο. Για την φωτογραφία της Ιβοζίμας δεν έχουν τίποτε να πουν. Τους καταλαβαίνουμε. Τί πόνο να προκαλέσει η αστερόεσσα;
Ενώ, η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, καρφωμένη μάλιστα στην καρδιά τού ναζισμού… Ε, ΟΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΝΑΕΙ ΚΑΙ ΤΣΟΥΖΕΙ.
Λένε, ακόμη, ότι ο Χάλντεϊ επεξεργάστηκε ακόμη κι αυτή, την στημένη φωτογραφία. Σκούρηνε, ας πούμε, τον καπνό στο βάθος, για να την κάνει πιο δραματική ή εξαφάνισε ένα από τα δυο ρολόγια που φοράει ένας στρατιώτης για να μη φανεί ότι οι άνδρες τού Κόκκινου Στρατού έκαναν πλιάτσικο. Λες και κάνουν κριτική τέχνης, λες και κόπτονται για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας ή λες και δεν ξέρουν τον άγραφο νόμο που λέει ότι όλοι οι στρατιώτες όπου γης παίρνουν τα πορτοφόλια και τα ρολόγια όσων συναδέλφων τους πέφτουν δίπλα τους νεκροί για να τα επιστρέψουν στους οικείους τους.
Φυσικά, ούτε για την τέχνη νοιάζονται όλοι αυτοί ούτε η ιστορική αλήθεια τούς ενδιαφέρει. Σκοπός τους είναι να μειώσουν τον πανίσχυρο συμβολισμό αυτής της φωτογραφίας και να αποδυναμώσουν το ηχηρό μήνυμα που έστειλε σε όλον τον κόσμο ο Μιχαήλ Πέτροβιτς Μίνιν με την ενέργειά του. Δεν τα έχουν καταφέρει και δεν πρόκειται να τα καταφέρουν ποτέ.
Για τους απλούς ανθρώπους όλου του κόσμου, η εικόνα τής κόκκινης σημαίας στον τρούλλο τού Ράιχσταγκ θα σημαίνει πάντοτε μια μεγάλη αλήθεια: Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΟ.-
*Οικοδόμος*
Βερολίνο, 30 Απριλίου 1945. Νυχτώνει. Ανάμεσα στα ερείπια της γερμανικής πρωτεύουσας, οι υπερασπιστές τού πιο απάνθρωπου καθεστώτος που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, δίνουν τις τελευταίες απέλπιδες μάχες τους στο όνομα του ηγέτη τους, ο οποίος δεν βρίσκεται πια στην ζωή. Μια χούφτα από δαύτους έχουν ταμπουρωθεί εδώ και μέρες στο κτίριο-σύμβολο της χιτλερικής εξουσίας, το Ράιχσταγκ. Ξέρουν ότι δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ ακόμη αλλά η εντολή ήταν σαφής: πολεμάμε μέχρι να νικήσουμε ή μέχρι να πεθάνουμε. Τελικά, αποδεκατισμένοι και απογοητευμένοι, αποφασίζουν να παραδοθούν.
Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Με την διαφορά τής ώρας, στην Μόσχα έχει ήδη μπει η Πρωτομαγιά. Ο Μιχαήλ Πέτροβιτς έχει μια ιδέα ριζωμένη στο μυαλό του. Με άλλους τρεις συντρόφους του λοχίες παίρνουν μια σημαία και χυμάνε στο κατεστραμμένο κτριο. Ανεβαίνουν στην στέγη. Βγάζουν όλοι τις ζώνες τους και τις δίνουν στον Μίνιν καθώς τον σηκώνουν στους ώμους τους για να φτάσει στο ψηλότερο σημείο. Εκεί, ο Μιχαήλ Πέτροβιτς καρφώνει το κοντάρι και το στερεώνει με τις τέσσερις ζώνες. Η σημαία των νικητών ανεμίζει πια στον ουρανό τής χιτλερικής πρωτεύουσας. Είναι μια κόκκινη σημαία, με ένα σφυροδρέπανο στην μια άκρη της.
Μια κόκκινη σημαία που στέλνει το μήνυμά της στα πέρατα του κόσμου: το τέρας πέθανε.
Πανευτυχείς, οι τέσσερις άνδρες κατεβαίνουν από την στέγη. Ο Μίνιν σπεύδει να αναφέρει το γεγονός στον στρατηγό Κουζνετσόφ, ο οποίος ήταν επί κεφαλής τής επιχείρησης κατάληψης του Ράιχσταγκ. Αμέσως ο Κουζνετσόφ ενημερώνει τον στρατάρχη Ζούκοφ κι εκείνος τηλεφωνεί στον Στάλιν για να τον ενημερώσει πως το όνειρό του πραγματοποιήθηκε: η σημερινή Πρωτομαγιά θα ήταν διπλή γιορτή. Μαζί με την δική τους γιορτή, οι εργάτες όλου του κόσμου θα γιόρταζαν και την νίκη κατά του φασισμού.
Είναι λογικό πως η πράξη του Μίνιν και των συντρόφων του δεν θα μπορούσε να απαθανατιστεί από κάποιον φωτογραφικό φακό. Ούτε οι συνθήκες αλλά ούτε η προχωρημένη ώρα επέτρεπαν τέτοια πολυτέλεια. Έτσι, την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα κάποιοι σοβιετικοί φωτογράφοι σκηνοθέτησαν το περιστατικό με άλλους πρωταγωνιστές. Η πιο γνωστή από τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν είναι μία από εκείνες του ουκρανού Γιεβγένυ Χάλντεϊ, η οποία έγινε το σύμβολο της νίκης κι αργότερα δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Όγκανιοκ.
Αυτή η φωτογραφία ΠΟΝΕΣΕ και εξακολουθεί ΝΑ ΠΟΝΑΕΙ ΠΟΛΛΟΥΣ, οι οποίοι επί 70 χρόνια τώρα δεν έχουν πάψει να χύνουν δηλητήριο προσπαθώντας να αμαυρώσουν την σημασία της. Για παράδειγμα, τους πειράζει που είναι «στημένη», λες και η αντίστοιχη φωτογραφία των πολιτειακών στρατιωτών με την σημαία των ΗΠΑ στην Ιβοζίμα είναι τραβηγμένη σε πραγματικό χρόνο. Για την φωτογραφία της Ιβοζίμας δεν έχουν τίποτε να πουν. Τους καταλαβαίνουμε. Τί πόνο να προκαλέσει η αστερόεσσα;
Ενώ, η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, καρφωμένη μάλιστα στην καρδιά τού ναζισμού… Ε, ΟΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΟΝΑΕΙ ΚΑΙ ΤΣΟΥΖΕΙ.
Λένε, ακόμη, ότι ο Χάλντεϊ επεξεργάστηκε ακόμη κι αυτή, την στημένη φωτογραφία. Σκούρηνε, ας πούμε, τον καπνό στο βάθος, για να την κάνει πιο δραματική ή εξαφάνισε ένα από τα δυο ρολόγια που φοράει ένας στρατιώτης για να μη φανεί ότι οι άνδρες τού Κόκκινου Στρατού έκαναν πλιάτσικο. Λες και κάνουν κριτική τέχνης, λες και κόπτονται για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας ή λες και δεν ξέρουν τον άγραφο νόμο που λέει ότι όλοι οι στρατιώτες όπου γης παίρνουν τα πορτοφόλια και τα ρολόγια όσων συναδέλφων τους πέφτουν δίπλα τους νεκροί για να τα επιστρέψουν στους οικείους τους.
Φυσικά, ούτε για την τέχνη νοιάζονται όλοι αυτοί ούτε η ιστορική αλήθεια τούς ενδιαφέρει. Σκοπός τους είναι να μειώσουν τον πανίσχυρο συμβολισμό αυτής της φωτογραφίας και να αποδυναμώσουν το ηχηρό μήνυμα που έστειλε σε όλον τον κόσμο ο Μιχαήλ Πέτροβιτς Μίνιν με την ενέργειά του. Δεν τα έχουν καταφέρει και δεν πρόκειται να τα καταφέρουν ποτέ.
Για τους απλούς ανθρώπους όλου του κόσμου, η εικόνα τής κόκκινης σημαίας στον τρούλλο τού Ράιχσταγκ θα σημαίνει πάντοτε μια μεγάλη αλήθεια: Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΟ.-
*Οικοδόμος*
Η Μεγάλη Απόδραση από τις Φυλακές των Βούρλων
Στις 17 Ιούλη 1955 είκοσι επτά φυλακισμένοι κομμουνιστές, οργάνωσαν και πραγματοποίησαν τη μεγάλη απόδραση από τις φυλακές Βούρλων, την πιο μεγάλη, την πιο συναρπαστική, την πιο μυθιστορηματική απόδραση όλων των εποχών στην Ελλάδα. Οι φυλακές των Βούρλων ήταν υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες. Κρατούνταν περί τους 120 κομμουνιστές.
Ολη η ιστορία της επιχείρησης κράτησε 4 μήνες και έγινε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες κινδύνου, με μαθηματική ακρίβεια και μυστικότητα. Μαζί με το χρόνο προετοιμασίας έφτασε τους 7 μήνες.
Ήταν ένα κατόρθωμα τέλεια μελετημένο με υψηλή πιστότητα και γνώση, ολοκληρωμένες τεχνικές προδιαγραφές, βασισμένες σε ένα καλοστημένο σενάριο που υλοποιήθηκε παραδειγματικά.
Οι φυλακισμένοι έσκαψαν σήραγγα μήκους 17,5 μέτρων, την υποστύλωσαν με κάθε τεχνική επάρκεια και την ηλεκτροφώτισαν. Εξαφάνισαν με επιτυχία τα μπάζα και βγήκαν στο σημείο που είχαν προγραμματίσει.
Ολη η ιστορία της επιχείρησης κράτησε 4 μήνες και έγινε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες κινδύνου, με μαθηματική ακρίβεια και μυστικότητα. Μαζί με το χρόνο προετοιμασίας έφτασε τους 7 μήνες.
Ήταν ένα κατόρθωμα τέλεια μελετημένο με υψηλή πιστότητα και γνώση, ολοκληρωμένες τεχνικές προδιαγραφές, βασισμένες σε ένα καλοστημένο σενάριο που υλοποιήθηκε παραδειγματικά.
Οι φυλακισμένοι έσκαψαν σήραγγα μήκους 17,5 μέτρων, την υποστύλωσαν με κάθε τεχνική επάρκεια και την ηλεκτροφώτισαν. Εξαφάνισαν με επιτυχία τα μπάζα και βγήκαν στο σημείο που είχαν προγραμματίσει.
Το πρώτο χτύπημα δόθηκε στις 17 Μάρτη και η απόδραση άρχισε στις 2 το μεσημέρι Κυριακής 17 Ιούλη 1955. Ολοκληρώθηκε σε 40 λεπτά!
Γράφει η εφημερίδα «Ελευθερία» σε πρωτοσέλιδο άρθρο της υπό τον τίτλο «Γελοιοποίησις» στις 19 Ιούλη 1955:
«Η απόδρασις εικοσιεπτά (αριθμός 27) κρατουμένων από τας φυλακάς Βούρλων αποτελεί γεγονός καταπληκτικόν τόσον διά τον αριθμόν των διαφυγόντων όσον και διά τας συνθήκας υπό τας οποίας συνετελέσθη. Εις το κέντρον πολυσυχνάστου περιοχής υπό το φως της ημέρας και κατόπιν πολυμήνου προετοιμασίας κατά την οποίαν ηνοίχθη σήραγξ μήκους τριάντα ολόκληρων μέτρων και εχρειάσθη ν’ αποκομισθούν άνω των επτά κάρων χώματος και βράχων μια πολυάριθμος ομάς εγκατέλειψεν ανενόχλητος τας φυλακάς, επιβηβάσθη λεωφορείων και ταξί και ώχετο απιούσα προς μέγιστην γελοιοποίησιν του κράτους».
Γράφει η εφημερίδα «Ελευθερία» σε πρωτοσέλιδο άρθρο της υπό τον τίτλο «Γελοιοποίησις» στις 19 Ιούλη 1955:
«Η απόδρασις εικοσιεπτά (αριθμός 27) κρατουμένων από τας φυλακάς Βούρλων αποτελεί γεγονός καταπληκτικόν τόσον διά τον αριθμόν των διαφυγόντων όσον και διά τας συνθήκας υπό τας οποίας συνετελέσθη. Εις το κέντρον πολυσυχνάστου περιοχής υπό το φως της ημέρας και κατόπιν πολυμήνου προετοιμασίας κατά την οποίαν ηνοίχθη σήραγξ μήκους τριάντα ολόκληρων μέτρων και εχρειάσθη ν’ αποκομισθούν άνω των επτά κάρων χώματος και βράχων μια πολυάριθμος ομάς εγκατέλειψεν ανενόχλητος τας φυλακάς, επιβηβάσθη λεωφορείων και ταξί και ώχετο απιούσα προς μέγιστην γελοιοποίησιν του κράτους».
Ο Βασίλης Λιόγκαρης περιγράφει σε χρονογράφημά του στο «Ριζοσπάστη» τις λεπτομέρειες της απόδρασης απόδρασης:
«Προμηθεύτηκαν ένα μπικούνι κι ένα σφυρί και η σήραγγα ξεκίνησε από το κελί Νο 13, προχώρησε κάτω από την οδό Δογάνης και κατέληξε στο λουτρό ενός εργοστασίου λουλακιού που βρισκότανε ακριβώς απέναντι.
Τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικιές δύο κρατουμένων συντρόφων. Το σχέδιο ξεκίνησε από το σκάψιμο ενός λάκκου βάθους δύο μέτρων, κοντά στον εξωτερικό τοίχο του κελιού.
Μετά συνεχίστηκε με τη διάνοιξη της σήραγγας και μια ορισμένη κλίση προς τα πάνω, ώστε να συναντήσει το κατάλληλο σημείο, να βρεθούν μέσα στο λουτρό του εργοστασίου.
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα ήταν η εξαφάνιση των μπαζών, μέσα σε έναν τσιμεντοκρατούμενο χώρο. Εδωσαν στο χώμα και στις πέτρες την κωδική ονομασία «ζάχαρη» και «πατάτες», για να μη γίνουν αντιληπτοί. Και διακινούνταν η μεν «ζάχαρη» στον αγωγό της αποχέτευσης κι εξαφανιζόταν με μπόλικο νερό. Οι δε «πατάτες» πήγαιναν στις γλάστρες και στα παρτέρια των λουλουδιών και σ” ένα σκουπιδότοπο. Πάντα υπήρχε ο φόβος και ο κίνδυνος της αποκάλυψης.
Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα ήταν ο εξαερισμός της σήραγγας. Κάποια στιγμή κινδύνεψε να πεθάνει ένας κρατούμενος, την ώρα που έσκαβε, από έλλειψη οξυγόνου. Επινόησαν και κατασκεύασαν αυτοσχέδιο ανεμιστήρα.
Αλλο πρόβλημα ήταν ο κίνδυνος να υποχωρήσουν τα χώματα της οδού Δογάνης από το πέρασμα των φορτηγών.
Ετσι αναγκάστηκαν να υποστυλώσουν τη σήραγγα με ξυλεία που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από παλιά κουφώματα. Δεν έλειψαν διάφορα μικροεπεισόδια, αλλά στο τέλος όλα πήγανε καλά!».
«Προμηθεύτηκαν ένα μπικούνι κι ένα σφυρί και η σήραγγα ξεκίνησε από το κελί Νο 13, προχώρησε κάτω από την οδό Δογάνης και κατέληξε στο λουτρό ενός εργοστασίου λουλακιού που βρισκότανε ακριβώς απέναντι.
Τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικιές δύο κρατουμένων συντρόφων. Το σχέδιο ξεκίνησε από το σκάψιμο ενός λάκκου βάθους δύο μέτρων, κοντά στον εξωτερικό τοίχο του κελιού.
Μετά συνεχίστηκε με τη διάνοιξη της σήραγγας και μια ορισμένη κλίση προς τα πάνω, ώστε να συναντήσει το κατάλληλο σημείο, να βρεθούν μέσα στο λουτρό του εργοστασίου.
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα ήταν η εξαφάνιση των μπαζών, μέσα σε έναν τσιμεντοκρατούμενο χώρο. Εδωσαν στο χώμα και στις πέτρες την κωδική ονομασία «ζάχαρη» και «πατάτες», για να μη γίνουν αντιληπτοί. Και διακινούνταν η μεν «ζάχαρη» στον αγωγό της αποχέτευσης κι εξαφανιζόταν με μπόλικο νερό. Οι δε «πατάτες» πήγαιναν στις γλάστρες και στα παρτέρια των λουλουδιών και σ” ένα σκουπιδότοπο. Πάντα υπήρχε ο φόβος και ο κίνδυνος της αποκάλυψης.
Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα ήταν ο εξαερισμός της σήραγγας. Κάποια στιγμή κινδύνεψε να πεθάνει ένας κρατούμενος, την ώρα που έσκαβε, από έλλειψη οξυγόνου. Επινόησαν και κατασκεύασαν αυτοσχέδιο ανεμιστήρα.
Αλλο πρόβλημα ήταν ο κίνδυνος να υποχωρήσουν τα χώματα της οδού Δογάνης από το πέρασμα των φορτηγών.
Ετσι αναγκάστηκαν να υποστυλώσουν τη σήραγγα με ξυλεία που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από παλιά κουφώματα. Δεν έλειψαν διάφορα μικροεπεισόδια, αλλά στο τέλος όλα πήγανε καλά!».
Οι 27 δραπέτες βγήκαν στους λουτήρες τουτ εργοστασίου «Ντεστρέ» που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τις φυλακές. Φορούν πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα και κάλτσες πάνω από τα παπούτσια τους για να μην τα λερώσουν. Κατά ομάδες 4-5 ατόμων βγαίνουν στο δρόμο και χάνονται. Ενας έπρεπε να μείνει πίσω για να κλείσει τη σήραγγα και να δώσει στους υπόλοιπους τον πολύτιμο χρόνο που χρειάζονται για να φύγουν. Αυτός ήταν ο Γιάννης Κωσταντής: «Και ποιος δεν θέλει την ελευθερία του; Αλλά εγώ είμαι και από αυτούς τους ανθρώπους που είχα αποφασίσει να θυσιαστώ. Στο μυαλό μου είχε φωλιάσει ένα πράγμα: Οτι πρέπει να φύγουν αυτοί που είναι άμεσος ο κίνδυνος να τους εκτελέσουν».
Οι αρχές επικήρυξαν τους δραπέτες αλλά αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι θα συλληφθούν αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο.
Το κόμμα το ήξερε. Δε δόθηκε εντολή για απόδραση. Οι υπόδικοι απλώς ενημέρωσαν το κόμμα για την απόφασή τους να δραπετεύσουν. Το βράδυ της απόδρασης ο παράνομος ραδιοσταθμός του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» έκανε την παρακάτω έκκληση:
«Καλούμε το λαό και όλους του πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».
Οι αρχές επικήρυξαν τους δραπέτες αλλά αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι θα συλληφθούν αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο.
Το κόμμα το ήξερε. Δε δόθηκε εντολή για απόδραση. Οι υπόδικοι απλώς ενημέρωσαν το κόμμα για την απόφασή τους να δραπετεύσουν. Το βράδυ της απόδρασης ο παράνομος ραδιοσταθμός του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» έκανε την παρακάτω έκκληση:
«Καλούμε το λαό και όλους του πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».
Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου
Το Καλπάκι ή στρατόπεδο Καλπακίου, που και έως σήμερα θεωρείται από τους νέους φαντάρους ως ένα σχετικά αυστηρό στρατόπεδο, υπήρξε ο μεταξικός προπομπός της Μακρονήσου.
Αναφερόμαστε φυσικά στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου "τάφο των ζωντανών", όπως τον αποκαλούσαν και ο οποίος ξεκίνησε να λειτουργεί από τον Αύγουστο του 1924 και έλαβε τις γνωστές διαστάσεις του κατά τη μεταξική δικτατορία. Η αρχική του λειτουργία ήταν να ... συνετίσει τους απείθαρχους φαντάρους. Η πραγματική του όμως λειτουργία ήταν πολύ διαφορετική. Το Καλπάκι είναι ένα από τα πρώτα κάτεργα που οργάνωσαν οι στρατοκράτες του αστικού κράτους και σε αυτό εφαρμόστηκαν μέθοδοι βασανισμού και ψυχολογικής πίεσης που επαναλήφθηκαν αργότερα προσαρμοσμένες στις πιο σύγχρονες μορφές τους από τη μεταξική δικτατορία και το εμφυλιακό κράτος.
Οι κομμουνιστές και δημοκράτες φαντάροι και ναύτες από όλες τις μονάδες μεταφέρονταν εκεί "διότι το μικρόβιον του κομμουνισμού εισέδυσεν ολεθρίως δια το εθνικόν φρόνημα εις τον Στρατόν", όπως αναφέρει και η διαταγή ίδρυσής του. Για το Καλπάκι και τα βασανιστήρια που γνώρισαν εκεί οι κρατούμενοι φαντάροι και ναύτες έχουν γραφεί πολλά. Από το κάτεργο αυτό πέρασαν και πολλοί δημοσιογράφοι και συντάκτες του Ριζοσπάστη ανάμεσά τους και ο Θανάσης Κλάρας, ο αρθρογράφος Κώστας Καραγιώργης, ο Κουγιουμτζής, ο Μαυροκεφαλίδης ο Δημήτρης Βλαντάς, ο Πανούσης, ο δημοσιογράφος Τσακίρης, ο Γαμβέτας και άλλοι.
Η ίδρυση του πειθαρχικού ουλαμού Καλπακίου ήταν ένα αποτυχημένο μέτρο της κυρίαρχης τάξης για να αντιμετωπίσει την ανάπτυξη των αγώνων των στρατευμένων να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της πατρίδας και όχι να πολεμήσουν για ξένα και ξενοκίνητα συμφέροντα. Η λέξη "αποτυχημένο" αναφέρεται ασφαλώς στα σχεδόν μηδενικά αποτελέσματα που επέφερε το Καλπάκι στους αγώνες και τις διεκδικήσεις των στρατευμένων νέων και ειδικά σε ότι αφορούσε την Μικρασιατική εκστρατεία.
Ο Ουλαμός
Το Καλπάκι, ως πειθαρχικός ουλαμός συγκέντρωνε δύο κατηγορίες φαντάρων και ναυτών. Η πρώτη εμπεριέχει όλους όσους λόγω πολιτικών φρονημάτων θεωρούνταν επικίνδυνοι για το στράτευμα ή/και διώκονταν με το ιδιώνυμο. Η δεύτερη κατηγορία ήταν φαντάροι που έκαναν χρήση χασίς ή άλλων ναρκωτικών, ευθύνονταν για ποινικές παραβάσεις ή ήταν λιποτάκτες.
Τη διοίκηση του ουλαμού την είχε αρχικά ένας βίαιος και ακραίος άνθρωπος, ο ανθυπολοχαγός Χρήστος Ι. Παπαχρήστος ή Παπαχρήστου. Οι αντιδράσεις ακόμα και αξιωματικών της στρατιωτικής διοίκησης Ιωαννίνων για τα μαρτύρια, στα οποία υπέβαλλε τους στρατιώτες του, ανάγκασαν και το 2ο Γραφείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού να τον αντικαταστήσει το 1929 με τον εξ ίσου βίαιο ανθυπολοχαγό Φατούρο.
Όπως και στη Μακρόνησο, ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου απείχε στη μορφή και τη λειτουργία του από κάθε στρατιωτική μονάδα. Ήταν ουσιαστικά ένα στρατόπεδο εξόντωσης. Περίπου 40 σκηνές
πλαισίωναν ένα παράπηγμα που έφερε τον τίτλο του διοικητηρίου και όλα αυτά περιτρυγυρισμένα από αγκαθωτό συρματόπλεγμα και φρουρές που αποτελούνταν, όπως και το άλλο προσωπικό από ποινικούς στρατιώτες και άλλα λογής λογής αποβράσματα, διαλεγμένα ένα-ένα από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Γενικού Επιτελείου.
Στο Καλπάκι το ημερήσιο πρόγραμμα περιλάμβανε μια σειρά από καψώνια και αγγαρείες που επιβλέπονταν και τιμωρούνταν με τον βούρδουλα. Πολλοί από τους κρατούμενους φαντάρους πέθαιναν από φυματίωση ή από τις βουρδουλιές των βασανιστών τους δεμένοι επί 24ωρα σε δέντρα, άλλοι πάθαιναν αιμοπτύσεις κι άλλοι τρελαίνονταν από τον ξυλοδαρμό.
Τους έβαζαν να ποτίζουν επί ώρες τηλεγραφόξυλα, να κόβουν νύχτα μέρα ξύλα από τα παρακείμενα δάση για τις ανάγκες των μονάδων της 8ης Μεραρχίας, να δουλεύουν σκληρά στα ασβεστοκάμινα, να μαζεύουν βελανίδια, να σκάβουν για τη διάνοιξη δρόμων (όπως αυτόν Καλπακίου – Μονής Βελλάς), να σπάνε πέτρες και μάλιστα νηστικοί, ψειριασμένοι, γυμνοί και ανυπόδητοι. Ακόμη και άρρωστοι έπρεπε να πάνε για δουλειά.
Αντίσταση
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ο διαρκής βασανισμός και η ψυχολογική βία ώθησαν αρκετούς φαντάρους στο να προσπαθήσουν να αποδράσουν. Οι περισσότεροι πιάνονταν και βασανίζονταν φρικτά. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου τα βασανιστήρια οδήγησαν στο θάνατο, ο οποίος αποδόθηκε σε ατύχημα. Το 1928 σημειώνεται η μεγαλυτερη εξέγερση στο Καλπάκι και η τρομοκρατία μειώνεται δραστικά λόγω της αποφασιστικής στάσης των κρατούμενων στρατιωτών. Μάλιστα ένας στρατιώτης, ο Γιάννης Μωραΐτης, αποπειράθηκε να σκοτώσει με κλαδευτήρι έναν Αρβανίτη φρουρό, όργανο του ανθυπολοχαγού Χ. Παπαχρήστου.
Η μεγαλύτερη εξέγερση των κρατουμένων του Καλπακίου έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1930. Ο τότε διοικητής του Πειθαρχικού ουλαμού Φατούρος αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό έστειλε τους «πειθαρχούμενους» στη δουλειά. Ένας από αυτούς, ο Βλαντάς, διαμαρτυρήθηκε και ο διοικητής τον έκλεισε στο μπουντρούμι. Οι φρουροί ένοπλοι επιτέθηκαν στους υπόλοιπους, έγινε σύγκρουση και συνέπειά της ήταν η σκηνοθεσία της κατηγορίας ότι οι στρατιώτες διέπραξαν τα αδικήματα της βιαιοπραγίας κατ’ ανωτέρου (του διοικητή Φατούρου),της ανυποταξίας και της εξύβρισης.
Σύμφωνα με το ψευδές κατηγορητήριο δικάστηκαν από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων και καταδικάστηκαν οι φαντάροι Μαρκοβίτης, Πανούσης, Γαμβέτας, Βλαντάς, Τσακίρης, Αδαμόπουλος και Κορδέλης σε βαρύτατες ποινές. Οι δύο πρώτοι σε θάνατο, ο τρίτος σε ισόβια, τρεις σε πέντε χρόνια φυλακή κι ένας σε δίχρονη φυλάκιση. Επιπρόσθετα καταδικάστηκαν όλοι σε πέντε χρόνια για εξύβριση του διοικητή της φυλακής Ακραίου, ενώ ο Μαρκοβίτης και σε άλλα οχτώ χρόνια για εξύβριση των στρατοδικών.
Μετά την καταδίκη τους μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αίγινας. Το γεγονός είχε προκαλέσει συγκίνηση τόσο σε πνευματικούς ανθρώπους όσο και σε μερίδα του τύπου, ακόμα και του συντηρητικού. Στην εφημερίδα Εμπρός ( 17/01/1930) ένας δημοσιογράφος συνέκρινε τον Πειθαρχικό ουλαμό του Καλπακίου με τα βασανιστήρια που υφίσταντο οι αντιφρονούντες στη Σιβηρία: «Οι φυλακές της Αίγινας φιλοξενούν εδώ και πέντε μέρες τους επτά καταδικασθέντες από το Στρατοδικείον Ιωαννίνων, άλλους σε θάνατο, άλλους σε ισόβια και άλλους σε πρόσκαιρα δεσμά. Για την καταδίκη των δύο από αυτούς σε θάνατο, των Πανούση και Μαρκοβίτη, μία μεγάλη μερίς της κοινής γνώμης εξηγέρθη με επικεφαλής μίαν ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων και της επιστήμης. Σε τι τάχα διαφέρουμε από την Σιβηρία; Ανθρώπινα ράκη στο Σολόβσκυ της παγωμένης Σιβηρίας, ανθρώπινα ράκη και στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου. Στη Σιβηρία της Ρωσίας στέλνονται και ένοχοι, ενώ στο Καλπάκι του ελληνικού στρατού πηγαίνουν άνθρωποι τις περισσότερες φορές αθώοι ή, κι αν είναι ένοχοι, είναι ένοχοι μιας πίστεως προς μίαν ιδεολογίαν (= την κομμουνιστική) που δεν αξίζουν τα ακατανόμαστα και άθλια μέσα των ανθρώπων του πειθαρχικού ουλαμού του Καλπακίου».
Ακολούθως ο δημοσιογράφος τόνιζε την ανάγκη να κλείσει το κολαστήριο αυτό παρουσιάζοντας τις συνέπειες του τρόπου λειτουργίας του: «Είναι πέντε χρόνια τώρα που ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου δρα, υπάρχει και δέχεται τα θύματά του, κάτω από τις ευλογίες και τα συγχαρητήρια των ανθρώπων του πολιτισμού και της δικαιοσύνης. Αλλά τι κάμνει αυτός ο ουλαμός; Γιατί υπάρχει; Τι γίνεται εκεί πάνω; Κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε το θάρρος να το πει. Οι ψευτοανθρωπισταί, οι «περίφημοι» διανοούμενοι τον θυμήθηκαν τώρα με την καταδίκη του Πανούση και του Μαρκοβίτη. Το Καλπάκι πρέπει να λείψει. Όσοι έτυχε να πάνε για διάφορους λόγους εκεί επάνω, στην κόλαση των αλβανικών συνόρων, μιλούν με ντροπή για τα ακατανόμαστα και τραγικά μαρτύρια των στρατιωτών του ουλαμού. Το ξύλο, οι βρισιές, ο εκφυλισμός των αξιωματικών και υπαξιωματικών εις βάρος των δυστυχών θυμάτων των, η 15ωρος εργασία για την κατασκευή δρόμων, την μεταφοράν νερού και το σπάσιμο χαλικιών αποτελούν μια πολύ φτωχική και ελλιπή περιγραφή της κολάσεως του Καλπακίου. Υπάρχουν άνθρωποι που έτυχε να έχουν υπηρετήσει στον απαίσιον αυτόν ουλαμόν, παιδιά οικογενειών ή και τίμιοι, ηθικοί εργάται και οι οποίοι σήμερα έχουν τρελαθεί από τα βασανιστήρια και την αγωνία που τράβηξαν εκεί πάνω».
Οι εφτά καταδικασμένοι έκαναν έφεση κατά της αποφάσεως του Στρατοδικείου Ιωαννίνων, η οποία εκδικάστηκε στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών. Κατά την έναρξη της δίκης αλλά και κατά τις επόμενες ημέρες που διήρκεσε, ξεσηκώθηκαν οι εργαζόμενοι και οι διανοούμενοι της χώρας και έγιναν συγκεντρώσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό υπέρ των καταδικασμένων στρατιωτών. Μάλιστα προσήλθαν για να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης ο διαπρεπής εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός Δημήτρης Γληνός και ο δικηγόρος Λεούσης, εκπρόσωπος της Ένωσης Νομικών. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο μετρίασε την ποινή των καταδικασθέντων σε θάνατο στρατιωτών. Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, όταν κατά τη δίκη έγιναν γνωστά τα βασανιστήρια που γίνονταν στο Καλπάκι, θορύβησαν και ορισμένους βουλευτές, οι οποίοι ζήτησαν από τον τότε υπουργό των Στρατιωτικών την κατάργηση του Πειθαρχικού ουλαμού .Όμως το «σωφρονιστήριο» του Καλπακίου διατηρήθηκε. Τη διοίκησή του την ανέλαβε το 1933 ο υπολοχαγός Κ. Πάστρας, ο οποίος με το παραμικρό έστελνε τους «απείθαρχους» στρατιώτες στο Στρατοδικείο.
Ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου λειτούργησε από το 1924 έως το 1934. Ήταν το πρώτο πείραμα «σωφρονισμού» ή «αναμόρφωσης» κομμουνιστών και γενικότερα «απείθαρχων» στρατιωτών που διέσυρε διεθνώς τη χώρα. Έκλεισε μετά τις έντονες διαμαρτυρίες πολιτικών προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και τη Γαλλία και τις εκκλήσεις που υπέγραψαν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Άγγελος Τερζάκης κ. ά.
Οι εφημερίδες
Ακόμα και μέσα στο απόλυτο κλίμα τρομοκρατίας, βίας και βασανιστηρίων, οι κομμουνιστές και δημοκράτες φαντάροι του Καλπακίου κατάφεραν να οργανώσουν πρωταρχικά τη ζωή τους και να προβούν στην έκδοση δύο παράνομων εφημερίδων τοίχου. Οι εφημερίδες αυτές ονομάζονταν Κόκκινος Ναύτης και Ο Φαντάρος και ήταν χειρόγραφες. Κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι ανάμεσα στους φαντάρους και διαβάζονταν σε γκρούπες με περιφρούρηση τσιλιαδόρων. Ορισμένες από αυτές όπως σήμερα σώζονται εμφανίζονται πολυγραφημένες, γεγονός που προκαλεί έκπληξη και παραπέμπει σε σύνδεση του παράνομου κομματικού μηχανισμού του Καλπακίου με οργανώσεις του ΚΚΕ έξω.
Ο Κόκκινος Ναύτης μάλιστα αυτοπροσδιορίζεται στο πρώτο φύλλο του ως : Όργανο των κομμουνιστικών πυρήνων του Πολεμικού Ναυτικού με μότο του το: Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε.
Παρόμοιες παράνομες εφημερίδες κυκλοφορούσαν και στην ευρύτερη παράνομη κομμουνιστική οργάνωση του στρατεύματος από τις αντίστοιχες οργανώσεις και έφεραν τίτλους όπως: Η Φωνή του Στρατεύματος, Η Στρατώνα, Ο Τηλεγραφητής και ο Κόκκινος Σκαπανέας.
*Κόκκινος Φάκελος*
Αναφερόμαστε φυσικά στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου "τάφο των ζωντανών", όπως τον αποκαλούσαν και ο οποίος ξεκίνησε να λειτουργεί από τον Αύγουστο του 1924 και έλαβε τις γνωστές διαστάσεις του κατά τη μεταξική δικτατορία. Η αρχική του λειτουργία ήταν να ... συνετίσει τους απείθαρχους φαντάρους. Η πραγματική του όμως λειτουργία ήταν πολύ διαφορετική. Το Καλπάκι είναι ένα από τα πρώτα κάτεργα που οργάνωσαν οι στρατοκράτες του αστικού κράτους και σε αυτό εφαρμόστηκαν μέθοδοι βασανισμού και ψυχολογικής πίεσης που επαναλήφθηκαν αργότερα προσαρμοσμένες στις πιο σύγχρονες μορφές τους από τη μεταξική δικτατορία και το εμφυλιακό κράτος.
Οι κομμουνιστές και δημοκράτες φαντάροι και ναύτες από όλες τις μονάδες μεταφέρονταν εκεί "διότι το μικρόβιον του κομμουνισμού εισέδυσεν ολεθρίως δια το εθνικόν φρόνημα εις τον Στρατόν", όπως αναφέρει και η διαταγή ίδρυσής του. Για το Καλπάκι και τα βασανιστήρια που γνώρισαν εκεί οι κρατούμενοι φαντάροι και ναύτες έχουν γραφεί πολλά. Από το κάτεργο αυτό πέρασαν και πολλοί δημοσιογράφοι και συντάκτες του Ριζοσπάστη ανάμεσά τους και ο Θανάσης Κλάρας, ο αρθρογράφος Κώστας Καραγιώργης, ο Κουγιουμτζής, ο Μαυροκεφαλίδης ο Δημήτρης Βλαντάς, ο Πανούσης, ο δημοσιογράφος Τσακίρης, ο Γαμβέτας και άλλοι.
Η ίδρυση του πειθαρχικού ουλαμού Καλπακίου ήταν ένα αποτυχημένο μέτρο της κυρίαρχης τάξης για να αντιμετωπίσει την ανάπτυξη των αγώνων των στρατευμένων να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της πατρίδας και όχι να πολεμήσουν για ξένα και ξενοκίνητα συμφέροντα. Η λέξη "αποτυχημένο" αναφέρεται ασφαλώς στα σχεδόν μηδενικά αποτελέσματα που επέφερε το Καλπάκι στους αγώνες και τις διεκδικήσεις των στρατευμένων νέων και ειδικά σε ότι αφορούσε την Μικρασιατική εκστρατεία.
Ο Ουλαμός
Το Καλπάκι, ως πειθαρχικός ουλαμός συγκέντρωνε δύο κατηγορίες φαντάρων και ναυτών. Η πρώτη εμπεριέχει όλους όσους λόγω πολιτικών φρονημάτων θεωρούνταν επικίνδυνοι για το στράτευμα ή/και διώκονταν με το ιδιώνυμο. Η δεύτερη κατηγορία ήταν φαντάροι που έκαναν χρήση χασίς ή άλλων ναρκωτικών, ευθύνονταν για ποινικές παραβάσεις ή ήταν λιποτάκτες.
Τη διοίκηση του ουλαμού την είχε αρχικά ένας βίαιος και ακραίος άνθρωπος, ο ανθυπολοχαγός Χρήστος Ι. Παπαχρήστος ή Παπαχρήστου. Οι αντιδράσεις ακόμα και αξιωματικών της στρατιωτικής διοίκησης Ιωαννίνων για τα μαρτύρια, στα οποία υπέβαλλε τους στρατιώτες του, ανάγκασαν και το 2ο Γραφείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού να τον αντικαταστήσει το 1929 με τον εξ ίσου βίαιο ανθυπολοχαγό Φατούρο.
Όπως και στη Μακρόνησο, ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου απείχε στη μορφή και τη λειτουργία του από κάθε στρατιωτική μονάδα. Ήταν ουσιαστικά ένα στρατόπεδο εξόντωσης. Περίπου 40 σκηνές
πλαισίωναν ένα παράπηγμα που έφερε τον τίτλο του διοικητηρίου και όλα αυτά περιτρυγυρισμένα από αγκαθωτό συρματόπλεγμα και φρουρές που αποτελούνταν, όπως και το άλλο προσωπικό από ποινικούς στρατιώτες και άλλα λογής λογής αποβράσματα, διαλεγμένα ένα-ένα από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Γενικού Επιτελείου.
Στο Καλπάκι το ημερήσιο πρόγραμμα περιλάμβανε μια σειρά από καψώνια και αγγαρείες που επιβλέπονταν και τιμωρούνταν με τον βούρδουλα. Πολλοί από τους κρατούμενους φαντάρους πέθαιναν από φυματίωση ή από τις βουρδουλιές των βασανιστών τους δεμένοι επί 24ωρα σε δέντρα, άλλοι πάθαιναν αιμοπτύσεις κι άλλοι τρελαίνονταν από τον ξυλοδαρμό.
Τους έβαζαν να ποτίζουν επί ώρες τηλεγραφόξυλα, να κόβουν νύχτα μέρα ξύλα από τα παρακείμενα δάση για τις ανάγκες των μονάδων της 8ης Μεραρχίας, να δουλεύουν σκληρά στα ασβεστοκάμινα, να μαζεύουν βελανίδια, να σκάβουν για τη διάνοιξη δρόμων (όπως αυτόν Καλπακίου – Μονής Βελλάς), να σπάνε πέτρες και μάλιστα νηστικοί, ψειριασμένοι, γυμνοί και ανυπόδητοι. Ακόμη και άρρωστοι έπρεπε να πάνε για δουλειά.
Αντίσταση
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ο διαρκής βασανισμός και η ψυχολογική βία ώθησαν αρκετούς φαντάρους στο να προσπαθήσουν να αποδράσουν. Οι περισσότεροι πιάνονταν και βασανίζονταν φρικτά. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου τα βασανιστήρια οδήγησαν στο θάνατο, ο οποίος αποδόθηκε σε ατύχημα. Το 1928 σημειώνεται η μεγαλυτερη εξέγερση στο Καλπάκι και η τρομοκρατία μειώνεται δραστικά λόγω της αποφασιστικής στάσης των κρατούμενων στρατιωτών. Μάλιστα ένας στρατιώτης, ο Γιάννης Μωραΐτης, αποπειράθηκε να σκοτώσει με κλαδευτήρι έναν Αρβανίτη φρουρό, όργανο του ανθυπολοχαγού Χ. Παπαχρήστου.
Η μεγαλύτερη εξέγερση των κρατουμένων του Καλπακίου έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1930. Ο τότε διοικητής του Πειθαρχικού ουλαμού Φατούρος αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό έστειλε τους «πειθαρχούμενους» στη δουλειά. Ένας από αυτούς, ο Βλαντάς, διαμαρτυρήθηκε και ο διοικητής τον έκλεισε στο μπουντρούμι. Οι φρουροί ένοπλοι επιτέθηκαν στους υπόλοιπους, έγινε σύγκρουση και συνέπειά της ήταν η σκηνοθεσία της κατηγορίας ότι οι στρατιώτες διέπραξαν τα αδικήματα της βιαιοπραγίας κατ’ ανωτέρου (του διοικητή Φατούρου),της ανυποταξίας και της εξύβρισης.
Σύμφωνα με το ψευδές κατηγορητήριο δικάστηκαν από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων και καταδικάστηκαν οι φαντάροι Μαρκοβίτης, Πανούσης, Γαμβέτας, Βλαντάς, Τσακίρης, Αδαμόπουλος και Κορδέλης σε βαρύτατες ποινές. Οι δύο πρώτοι σε θάνατο, ο τρίτος σε ισόβια, τρεις σε πέντε χρόνια φυλακή κι ένας σε δίχρονη φυλάκιση. Επιπρόσθετα καταδικάστηκαν όλοι σε πέντε χρόνια για εξύβριση του διοικητή της φυλακής Ακραίου, ενώ ο Μαρκοβίτης και σε άλλα οχτώ χρόνια για εξύβριση των στρατοδικών.
Μετά την καταδίκη τους μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αίγινας. Το γεγονός είχε προκαλέσει συγκίνηση τόσο σε πνευματικούς ανθρώπους όσο και σε μερίδα του τύπου, ακόμα και του συντηρητικού. Στην εφημερίδα Εμπρός ( 17/01/1930) ένας δημοσιογράφος συνέκρινε τον Πειθαρχικό ουλαμό του Καλπακίου με τα βασανιστήρια που υφίσταντο οι αντιφρονούντες στη Σιβηρία: «Οι φυλακές της Αίγινας φιλοξενούν εδώ και πέντε μέρες τους επτά καταδικασθέντες από το Στρατοδικείον Ιωαννίνων, άλλους σε θάνατο, άλλους σε ισόβια και άλλους σε πρόσκαιρα δεσμά. Για την καταδίκη των δύο από αυτούς σε θάνατο, των Πανούση και Μαρκοβίτη, μία μεγάλη μερίς της κοινής γνώμης εξηγέρθη με επικεφαλής μίαν ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων και της επιστήμης. Σε τι τάχα διαφέρουμε από την Σιβηρία; Ανθρώπινα ράκη στο Σολόβσκυ της παγωμένης Σιβηρίας, ανθρώπινα ράκη και στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου. Στη Σιβηρία της Ρωσίας στέλνονται και ένοχοι, ενώ στο Καλπάκι του ελληνικού στρατού πηγαίνουν άνθρωποι τις περισσότερες φορές αθώοι ή, κι αν είναι ένοχοι, είναι ένοχοι μιας πίστεως προς μίαν ιδεολογίαν (= την κομμουνιστική) που δεν αξίζουν τα ακατανόμαστα και άθλια μέσα των ανθρώπων του πειθαρχικού ουλαμού του Καλπακίου».
Ακολούθως ο δημοσιογράφος τόνιζε την ανάγκη να κλείσει το κολαστήριο αυτό παρουσιάζοντας τις συνέπειες του τρόπου λειτουργίας του: «Είναι πέντε χρόνια τώρα που ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου δρα, υπάρχει και δέχεται τα θύματά του, κάτω από τις ευλογίες και τα συγχαρητήρια των ανθρώπων του πολιτισμού και της δικαιοσύνης. Αλλά τι κάμνει αυτός ο ουλαμός; Γιατί υπάρχει; Τι γίνεται εκεί πάνω; Κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε το θάρρος να το πει. Οι ψευτοανθρωπισταί, οι «περίφημοι» διανοούμενοι τον θυμήθηκαν τώρα με την καταδίκη του Πανούση και του Μαρκοβίτη. Το Καλπάκι πρέπει να λείψει. Όσοι έτυχε να πάνε για διάφορους λόγους εκεί επάνω, στην κόλαση των αλβανικών συνόρων, μιλούν με ντροπή για τα ακατανόμαστα και τραγικά μαρτύρια των στρατιωτών του ουλαμού. Το ξύλο, οι βρισιές, ο εκφυλισμός των αξιωματικών και υπαξιωματικών εις βάρος των δυστυχών θυμάτων των, η 15ωρος εργασία για την κατασκευή δρόμων, την μεταφοράν νερού και το σπάσιμο χαλικιών αποτελούν μια πολύ φτωχική και ελλιπή περιγραφή της κολάσεως του Καλπακίου. Υπάρχουν άνθρωποι που έτυχε να έχουν υπηρετήσει στον απαίσιον αυτόν ουλαμόν, παιδιά οικογενειών ή και τίμιοι, ηθικοί εργάται και οι οποίοι σήμερα έχουν τρελαθεί από τα βασανιστήρια και την αγωνία που τράβηξαν εκεί πάνω».
Οι εφτά καταδικασμένοι έκαναν έφεση κατά της αποφάσεως του Στρατοδικείου Ιωαννίνων, η οποία εκδικάστηκε στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών. Κατά την έναρξη της δίκης αλλά και κατά τις επόμενες ημέρες που διήρκεσε, ξεσηκώθηκαν οι εργαζόμενοι και οι διανοούμενοι της χώρας και έγιναν συγκεντρώσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό υπέρ των καταδικασμένων στρατιωτών. Μάλιστα προσήλθαν για να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης ο διαπρεπής εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πολιτικός Δημήτρης Γληνός και ο δικηγόρος Λεούσης, εκπρόσωπος της Ένωσης Νομικών. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο μετρίασε την ποινή των καταδικασθέντων σε θάνατο στρατιωτών. Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, όταν κατά τη δίκη έγιναν γνωστά τα βασανιστήρια που γίνονταν στο Καλπάκι, θορύβησαν και ορισμένους βουλευτές, οι οποίοι ζήτησαν από τον τότε υπουργό των Στρατιωτικών την κατάργηση του Πειθαρχικού ουλαμού .Όμως το «σωφρονιστήριο» του Καλπακίου διατηρήθηκε. Τη διοίκησή του την ανέλαβε το 1933 ο υπολοχαγός Κ. Πάστρας, ο οποίος με το παραμικρό έστελνε τους «απείθαρχους» στρατιώτες στο Στρατοδικείο.
Ο πειθαρχικός ουλαμός Καλπακίου λειτούργησε από το 1924 έως το 1934. Ήταν το πρώτο πείραμα «σωφρονισμού» ή «αναμόρφωσης» κομμουνιστών και γενικότερα «απείθαρχων» στρατιωτών που διέσυρε διεθνώς τη χώρα. Έκλεισε μετά τις έντονες διαμαρτυρίες πολιτικών προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και τη Γαλλία και τις εκκλήσεις που υπέγραψαν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Άγγελος Τερζάκης κ. ά.
Οι εφημερίδες
Ακόμα και μέσα στο απόλυτο κλίμα τρομοκρατίας, βίας και βασανιστηρίων, οι κομμουνιστές και δημοκράτες φαντάροι του Καλπακίου κατάφεραν να οργανώσουν πρωταρχικά τη ζωή τους και να προβούν στην έκδοση δύο παράνομων εφημερίδων τοίχου. Οι εφημερίδες αυτές ονομάζονταν Κόκκινος Ναύτης και Ο Φαντάρος και ήταν χειρόγραφες. Κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι ανάμεσα στους φαντάρους και διαβάζονταν σε γκρούπες με περιφρούρηση τσιλιαδόρων. Ορισμένες από αυτές όπως σήμερα σώζονται εμφανίζονται πολυγραφημένες, γεγονός που προκαλεί έκπληξη και παραπέμπει σε σύνδεση του παράνομου κομματικού μηχανισμού του Καλπακίου με οργανώσεις του ΚΚΕ έξω.
Ο Κόκκινος Ναύτης μάλιστα αυτοπροσδιορίζεται στο πρώτο φύλλο του ως : Όργανο των κομμουνιστικών πυρήνων του Πολεμικού Ναυτικού με μότο του το: Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε.
Παρόμοιες παράνομες εφημερίδες κυκλοφορούσαν και στην ευρύτερη παράνομη κομμουνιστική οργάνωση του στρατεύματος από τις αντίστοιχες οργανώσεις και έφεραν τίτλους όπως: Η Φωνή του Στρατεύματος, Η Στρατώνα, Ο Τηλεγραφητής και ο Κόκκινος Σκαπανέας.
*Κόκκινος Φάκελος*
Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Μα πάλι θέ ν' απλώσει σα χολέρα,
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα,
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.
Διάσκεψη Βάνζεε:
Κανένας Εβραίος δεν πρέπει να επιζήσει
Στις 20 Γενάρη του 1942, στο προάστιο Βάνζεε του Βερολίνου οι Ναζί αποφασίζουν τη λεγόμενη «Τελική Λύση στο Ζήτημα των Εβραίων», δηλαδή την εξολόθρευση όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Επρόκειτο για την υλοποίηση απόφασης που είχε παρθεί σε ανώτερο επίπεδο. Από τον ίδιο τον Χίτλερ.
Σε μια βίλα στα δασώδη παράλια της λίμνης Βάνζεε, με τις πλούσιες βίλες, ο Ράινχαρντ Χέιντριχ, αρχηγός της Αστυνομίας Ασφαλείας, ανήγγειλε επίσημα το πρόγραμμα της πλήρους και τελειωτικής εξόντωσης των Εβραίων. Η υλοποίηση της απόφασης απαιτούσε συνεργασία όλου του κρατικού μηχανισμού της ναζιστικής Γερμανίας γι’ αυτό συμμετείχαν όλα τα ανώτερα στελέχη του Τρίτου Ράιχ. Στην τραπεζαρία αυτής της βίλας συγκεντρωθήκαν το μεσημέρι της 20ης Γενάρη 1942, υπουργοί και υψηλόβαθμα στελέχη του ναζιστικού κόμματος, των SS και της Αστυνομίας -15 τον αριθμό- για να συζητήσουν την τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος.
Σε μια βίλα στα δασώδη παράλια της λίμνης Βάνζεε, με τις πλούσιες βίλες, ο Ράινχαρντ Χέιντριχ, αρχηγός της Αστυνομίας Ασφαλείας, ανήγγειλε επίσημα το πρόγραμμα της πλήρους και τελειωτικής εξόντωσης των Εβραίων. Η υλοποίηση της απόφασης απαιτούσε συνεργασία όλου του κρατικού μηχανισμού της ναζιστικής Γερμανίας γι’ αυτό συμμετείχαν όλα τα ανώτερα στελέχη του Τρίτου Ράιχ. Στην τραπεζαρία αυτής της βίλας συγκεντρωθήκαν το μεσημέρι της 20ης Γενάρη 1942, υπουργοί και υψηλόβαθμα στελέχη του ναζιστικού κόμματος, των SS και της Αστυνομίας -15 τον αριθμό- για να συζητήσουν την τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος.
Στη διάρκειας 90 λεπτών σύσκεψη, τα πρακτικά μέτρα που αποφασίστηκαν για την επερχόμενη τελική λύση, ήταν οι εκτοπίσεις «προς Ανατολάς», η γκετοποίηση και η καταναγκαστική εργασία.
Κατάληξη της Διάσκεψης αυτής, κανένας Εβραίος δεν έπρεπε να επιζήσει μετά τον πόλεμο. Αν κάποιοι κατάφερναν να επιζήσουν, αυτοί θα αποτελούσαν τον πυρήνα «ανανέωσης των Εβραίων».
Δηλαδή, οι Εβραίοι οι οποίοι θα αποδεικνύονταν αρκετά δυνατοί ώστε να αντέξουν στη δοκιμασία της καταναγκαστικής εργασίας και να συμβάλλουν στη «νέα εξέλιξη του εβραϊκού λαού».
Περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίοι από ολόκληρη την Ευρώπη έπεσαν θύματα της ναζιστικής γενοκτονίας.
Κατάληξη της Διάσκεψης αυτής, κανένας Εβραίος δεν έπρεπε να επιζήσει μετά τον πόλεμο. Αν κάποιοι κατάφερναν να επιζήσουν, αυτοί θα αποτελούσαν τον πυρήνα «ανανέωσης των Εβραίων».
Δηλαδή, οι Εβραίοι οι οποίοι θα αποδεικνύονταν αρκετά δυνατοί ώστε να αντέξουν στη δοκιμασία της καταναγκαστικής εργασίας και να συμβάλλουν στη «νέα εξέλιξη του εβραϊκού λαού».
Περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίοι από ολόκληρη την Ευρώπη έπεσαν θύματα της ναζιστικής γενοκτονίας.
Μια ιδέα για το πώς αντιλαμβάνονταν τα χιτλερικά στελέχη αυτή την απόφαση μας δίνει ο Άντολφ Αϊχμαν απολογούμενος στη δίκη του. Απαντά σε ερωτήσεις του ισραηλινού αστυνομικού ανακριτή λοχαγού Avner Less.
«Λες: Τι σημαίνει αυτό;
Αϊχμαν: Κατά τον αρχηγό της γερμανικής ασφάλειας Χάινριχ Χίμλερ, έπρεπε να λειτουργήσει ο νόμος της φυσικής επιλογής. Ήταν μια από τις προσφιλείς του ιδέες.
Λες: Σύμφωνοι. Αλλά τι σημαίνει αυτό;
Αϊχμαν: Σημαίνει βεβαίως δολοφονίες. Ο Χέιντριχ στο Βανζέε είχε πει ότι τα υπολείμματα των Εβραίων, τα οποία θα επιζήσουν απ’ αυτή τη μεταχείριση, θα είναι άτομα τα οποία δια της εφαρμογής του νόμου της φυσικής επιλογής θα αποτελέσουν τον πυρήνα της αναντώσεως των Ιουδαίων. Τα άτομα αυτά θα μπορούσαν να αφεθούν ελεύθερα» (από τον Τύπο της εποχής).
Ο Αντολφ Αϊχμαν, αρχηγός της επιτροπής εβραϊκών ζητημάτων περιγράφοντας την ατμόσφαιρα της Διάσκεψης του Βανζέε, είπε ακόμη ότι στη συγκεκριμένη σύσκεψη άπαντες οι συμμετέχοντες αποδέχτηκαν ομόφωνα και ενθουσιωδώς να συμμετάσχουν στην τελική λύση του «εβραϊκού ζητήματος». Με περίσσιο θράσος και προσπαθώντας να μειώσει τις ευθύνες του, ενώ θεωρείται ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος, είπε ότι ο ρόλος στην απόφαση ήταν ρόλος Πόντιου Πιλάτου, δηλαδή ένιωθε ότι δεν ήταν ένοχος!!!
Μετά τη διάσκεψη όλα τα χιτλερικά στελέχη ενημερώθηκαν για τις αποφάσεις και από τον Iούλη του 1942 άρχισαν οι εκτοπισμοί Εβραίων -από τις χώρες που κατείχαν οι Γερμανοί- προς τα στρατόπεδα του Άουσβιτς, του Σόμπιμπορ και του Μαϊντάνεκ, όπου λειτουργούσαν θάλαμοι αερίων.
Η εκκαθάριση των Εβραίων είχε ήδη ξεκινήσει με τα Gaswagen (φορτηγά αερίων) το καλοκαίρι του 1940 αλλά και με τα Einsatzgruppen, μονάδες δηλαδή της SD (υπηρεσία ασφαλείας των SS) που από το 1939 διέπρατταν στην Πολωνία μαζικές σφαγές εναντίον των Εβραίων. Μετά την έναρξη των μαζικών δολοφονιών των Εβραίων στις κατακτημένες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνιο του 1941, το πρωτόκολλο της Συνθήκης του Βάνζεε αποκαλύπτει τη μετάβαση στο συστηματικό σχεδιασμό μιας ολοκληρωτικής γενοκτονίας. Εδώ ο Αϊχμαν συνέταξε το Πρωτόκολλο που περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το σχέδιο για την «Τελική Λύση», την εξόντωση δηλαδή των Εβραίων της Ευρώπης.
[«Αγωνιστείτε ενάντια σε αυτήν την διαβολική δύναμη, η οποία βυθίζει την Γερμανία σε αυτήν την μιζέρια, αγωνιστείτε ενάντια στον Μαρξισμό καθώς και τον πνευματικό φορέα αυτής της παγκόσμιας χολέρας και επιδημίας που δεν είναι άλλος από τον Εβραίο. Μην αγωνιστείτε με τον αστικό τρόπο δηλαδή προσεχτικά, ώστε να μην προκαλέσετε πολύ πόνο. Όχι και πάλι όχι! Όταν αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε αυτό το νέο κίνημα, γνωρίζαμε ότι υπάρχουν μόνο δύο δυνατές λύσεις: Είτε ο εχθρός θα περάσει πάνω από το πτώμα μας ή εμείς πάνω από το δικό του.»
Από τον λόγο του Χίτλερ στις 27 Φεβρουαρίου 1925 (Χίτλερ, σημειώσεις)]
«Λες: Τι σημαίνει αυτό;
Αϊχμαν: Κατά τον αρχηγό της γερμανικής ασφάλειας Χάινριχ Χίμλερ, έπρεπε να λειτουργήσει ο νόμος της φυσικής επιλογής. Ήταν μια από τις προσφιλείς του ιδέες.
Λες: Σύμφωνοι. Αλλά τι σημαίνει αυτό;
Αϊχμαν: Σημαίνει βεβαίως δολοφονίες. Ο Χέιντριχ στο Βανζέε είχε πει ότι τα υπολείμματα των Εβραίων, τα οποία θα επιζήσουν απ’ αυτή τη μεταχείριση, θα είναι άτομα τα οποία δια της εφαρμογής του νόμου της φυσικής επιλογής θα αποτελέσουν τον πυρήνα της αναντώσεως των Ιουδαίων. Τα άτομα αυτά θα μπορούσαν να αφεθούν ελεύθερα» (από τον Τύπο της εποχής).
Ο Αντολφ Αϊχμαν, αρχηγός της επιτροπής εβραϊκών ζητημάτων περιγράφοντας την ατμόσφαιρα της Διάσκεψης του Βανζέε, είπε ακόμη ότι στη συγκεκριμένη σύσκεψη άπαντες οι συμμετέχοντες αποδέχτηκαν ομόφωνα και ενθουσιωδώς να συμμετάσχουν στην τελική λύση του «εβραϊκού ζητήματος». Με περίσσιο θράσος και προσπαθώντας να μειώσει τις ευθύνες του, ενώ θεωρείται ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος, είπε ότι ο ρόλος στην απόφαση ήταν ρόλος Πόντιου Πιλάτου, δηλαδή ένιωθε ότι δεν ήταν ένοχος!!!
Μετά τη διάσκεψη όλα τα χιτλερικά στελέχη ενημερώθηκαν για τις αποφάσεις και από τον Iούλη του 1942 άρχισαν οι εκτοπισμοί Εβραίων -από τις χώρες που κατείχαν οι Γερμανοί- προς τα στρατόπεδα του Άουσβιτς, του Σόμπιμπορ και του Μαϊντάνεκ, όπου λειτουργούσαν θάλαμοι αερίων.
Η εκκαθάριση των Εβραίων είχε ήδη ξεκινήσει με τα Gaswagen (φορτηγά αερίων) το καλοκαίρι του 1940 αλλά και με τα Einsatzgruppen, μονάδες δηλαδή της SD (υπηρεσία ασφαλείας των SS) που από το 1939 διέπρατταν στην Πολωνία μαζικές σφαγές εναντίον των Εβραίων. Μετά την έναρξη των μαζικών δολοφονιών των Εβραίων στις κατακτημένες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης τον Ιούνιο του 1941, το πρωτόκολλο της Συνθήκης του Βάνζεε αποκαλύπτει τη μετάβαση στο συστηματικό σχεδιασμό μιας ολοκληρωτικής γενοκτονίας. Εδώ ο Αϊχμαν συνέταξε το Πρωτόκολλο που περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το σχέδιο για την «Τελική Λύση», την εξόντωση δηλαδή των Εβραίων της Ευρώπης.
[«Αγωνιστείτε ενάντια σε αυτήν την διαβολική δύναμη, η οποία βυθίζει την Γερμανία σε αυτήν την μιζέρια, αγωνιστείτε ενάντια στον Μαρξισμό καθώς και τον πνευματικό φορέα αυτής της παγκόσμιας χολέρας και επιδημίας που δεν είναι άλλος από τον Εβραίο. Μην αγωνιστείτε με τον αστικό τρόπο δηλαδή προσεχτικά, ώστε να μην προκαλέσετε πολύ πόνο. Όχι και πάλι όχι! Όταν αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε αυτό το νέο κίνημα, γνωρίζαμε ότι υπάρχουν μόνο δύο δυνατές λύσεις: Είτε ο εχθρός θα περάσει πάνω από το πτώμα μας ή εμείς πάνω από το δικό του.»
Από τον λόγο του Χίτλερ στις 27 Φεβρουαρίου 1925 (Χίτλερ, σημειώσεις)]
Άφιξη και διαλογή στο Άουσβιτς Αμέσως μετά την άφιξη τους οι άνδρες των SS χώριζαν τους ανθρώπους στην ράμπα σε δύο ομάδες. Οι γέροι άνδρες, οι γυναίκες με παιδιά και οι άρρωστοι οδηγούνταν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων που ήταν έτσι διαμορφωμένοι ώστε να μοιάζουν με ντουζιέρες. Όσοι άνδρες και γυναίκες θεωρούνταν ικανοί να δουλέψουν υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Auschwitz-Birkenau. Αυτές οι φωτογραφίες απεικονίζουν μια άφιξη Εβραίων από το γκέτο Berehovo που βρίσκεται κοντά στα Καρπάθια στην Ουκρανία στις 26 Μαΐου 1944.
Προετοιμάζοντας τη μαζική δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης
Αντιγράφουμε από την ελληνόγλωσση έκδοση «Η Διάσκεψη του Βάνζεε και η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης» – Σπίτι της Διάσκεψης του Βάνζεε – Τόπος μνήμης και εκπαίδευσης:
«Από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 ο Χίτλερ προπαγάνδιζε τον αντισημιτισμό του, που είχε ως στόχο την βίαιη εξάλειψη των Εβραίων. Ωστόσο μόλις μετά την εισβολή στην Πολωνία άρχισε να διαφαίνεται η πιθανότητα να γίνουν οι φαντασιώσεις του Χίτλερ πράξη. Οι εκπρόσωποι των κατώτερων δυνάμεων κατοχής κατά κανόνα στήριζαν ενεργά τα σχέδια αυτά. Ωστόσο οι προσπάθειες εκτοπισμού των Εβραίων της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Γερμανίας και της Αυστρίας δεν είχαν επιτυχία. Το καλοκαίρι του 1941 η επίθεση στην Σοβιετική Ένωση πρόσφερε στους εθνικοσοσιαλιστές αντισημίτες νέες ευκαιρίες. Διάφορες ενώσεις αστυνομικών δολοφονούσαν του Εβραίους των μετόπισθεν με επιχειρήσεις μαζικών εκτελέσεων. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν και σχέδια εκτοπισμού από την Δύση προς την Ανατολή. Υπεύθυνη για αυτό ήταν η αστυνομία ασφαλείας υπό την ηγεσία του Reinhard Heydrich. Πολλοί από αυτούς που είχαν εκτοπισθεί από τον Οκτώβριο του 1941 μέχρι την παραμονή της Διάσκεψης του Βάνζεε από την Γερμανία, την Βιέννη, την Πράγα και το Λουξεμβούργο εκτελέστηκαν με το που έφτασαν στον προορισμό τους. Οι περισσότεροι στάλθηκαν στα γκέτο. Το ίδιο διάστημα ξεκίνησε η κατασκευή μικρών τοποθεσιών εξόντωσης. Τον Ιανουάριο του 1942 οι δολοφόνοι είχαν αποκτήσει εμπειρία σε μαζικές δολοφονίες με αέρια ντίζελ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Chelmno. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς οι Εβραίοι που δεν ήταν ικανοί να εργαστούν και οι σοβιετικοί κρατούμενοι πολέμου δολοφονούνταν με το αέριο Zyklon-B.
*Οικοδόμος*
Αντιγράφουμε από την ελληνόγλωσση έκδοση «Η Διάσκεψη του Βάνζεε και η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης» – Σπίτι της Διάσκεψης του Βάνζεε – Τόπος μνήμης και εκπαίδευσης:
«Από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 ο Χίτλερ προπαγάνδιζε τον αντισημιτισμό του, που είχε ως στόχο την βίαιη εξάλειψη των Εβραίων. Ωστόσο μόλις μετά την εισβολή στην Πολωνία άρχισε να διαφαίνεται η πιθανότητα να γίνουν οι φαντασιώσεις του Χίτλερ πράξη. Οι εκπρόσωποι των κατώτερων δυνάμεων κατοχής κατά κανόνα στήριζαν ενεργά τα σχέδια αυτά. Ωστόσο οι προσπάθειες εκτοπισμού των Εβραίων της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Γερμανίας και της Αυστρίας δεν είχαν επιτυχία. Το καλοκαίρι του 1941 η επίθεση στην Σοβιετική Ένωση πρόσφερε στους εθνικοσοσιαλιστές αντισημίτες νέες ευκαιρίες. Διάφορες ενώσεις αστυνομικών δολοφονούσαν του Εβραίους των μετόπισθεν με επιχειρήσεις μαζικών εκτελέσεων. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν και σχέδια εκτοπισμού από την Δύση προς την Ανατολή. Υπεύθυνη για αυτό ήταν η αστυνομία ασφαλείας υπό την ηγεσία του Reinhard Heydrich. Πολλοί από αυτούς που είχαν εκτοπισθεί από τον Οκτώβριο του 1941 μέχρι την παραμονή της Διάσκεψης του Βάνζεε από την Γερμανία, την Βιέννη, την Πράγα και το Λουξεμβούργο εκτελέστηκαν με το που έφτασαν στον προορισμό τους. Οι περισσότεροι στάλθηκαν στα γκέτο. Το ίδιο διάστημα ξεκίνησε η κατασκευή μικρών τοποθεσιών εξόντωσης. Τον Ιανουάριο του 1942 οι δολοφόνοι είχαν αποκτήσει εμπειρία σε μαζικές δολοφονίες με αέρια ντίζελ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Chelmno. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς οι Εβραίοι που δεν ήταν ικανοί να εργαστούν και οι σοβιετικοί κρατούμενοι πολέμου δολοφονούνταν με το αέριο Zyklon-B.
*Οικοδόμος*
Το άλμπουμ του Auschwitz. Αυτές οι φωτογραφίες από την άφιξη στο Auschwitz τον Μάιο του 1944 τραβήχτηκαν στα πλαίσια ενός ντοκιμαντέρ από τους άνδρες των SS Bernhard Waltre και Ernst Hoffmann. Βρίσκονται σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ που βρήκε η Lilli Jacob στο Mittelbau-Dora αμέσως μετά την απελευθέρωση της. Η 18χορνη Lilli ήταν από το Bilke, μια περιοχή στα σύνορα Ουγγαρίας-Ουκρανίας. Όλοι οι Εβραίοι των φωτογραφιών βρίσκονταν στα γκέτο και μετά μεταφέρθηκαν στο Auschwitz. Η Lilli ήταν η μόνη που επέζησε από την μεγάλη οικογένεια της, η οποία οδηγήθηκε σύσσωμη στο Auschwitz με τα τραίνα της φωτογραφίας. Είχε σοκαριστεί, καθώς στις φωτογραφίες έβλεπε όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και τα αδέρφια της και άλλους ανθρώπους από το Bilke.
Τα «Ιουλιανά» και το σήμερα
Η συζήτηση ανάμεσα στις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις για τα γεγονότα του Ιουλίου 1965, τα γνωστά ως «Ιουλιανά», επανήλθε. Θα βρεθεί ξανά στο προσκήνιο σε λίγο καιρό, με αφορμή την επέτειο. Και θα συνεχιστεί, όπως γίνεται εδώ και πολλά χρόνια, αν και από τα τότε γεγονότα έχουν περάσει πάνω από 4 δεκαετίες. Γιατί, άραγε, τόσο ζωηρό ενδιαφέρον για εκείνη την περίοδο; Αρκεί, για να το εξηγήσει, η εγκαθίδρυση της 7χρονης στρατιωτικής δικτατορίας, που ως πηγή της θεωρείται το 1965; (αν και δε βρίσκεται σε αυτό η απαρχή της).
Βεβαίως, πάντα δίνεται η αφορμή για να ανακινείται διαρκώς η ίδια συζήτηση, ενώ η κάθε πλευρά εκείνης της εποχής και οι πολιτικοί της απόγονοι θεωρούν όλοι τον εαυτό τους δικαιωμένο για τις τότε βασικές επιλογές τους (κάνοντας και λίγη ...αυτοκριτική για τα επιμέρους...). Δικαιωμένοι εμφανίζονται και οι γηραιοί του οπορτουνισμού (Κύρκος, Γλέζος, Μπενάς κ.ά.)!
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη λεγόμενη «αποστασία» του 1965, στους αντιπάλους της αστούς του «Κέντρου» και στους εκπροσώπους του οπορτουνισμού, περιστρέφεται μονίμως στα παρακάτω:
α) Ποιοι ευθύνονται για το 1965 και ποιοι όχι.
Ο Κ. Μητσοτάκης, από τους τότε πρωταγωνιστές, ρίχνει τις ευθύνες κυρίως στους Παπανδρέου και οι απόγονοι των δεύτερων στον Μητσοτάκη.
Με την κάθε πλευρά, αντίστοιχα, συντάσσονται τα ΜΜΕ.
Τα μεν με τον Μητσοτάκη, τα δε με την «Ενωση του Κέντρου» και με το ΠΑΣΟΚ.
Το σκοτάδι και το φως!!
Ετσι, το σχήμα «δεξιά - αντιδεξιά» συνεχίζει να μεταφέρεται και στο παρόν, ως βασική (δήθεν) αντίθεση στην κοινωνία.
β) Η παραπάνω αντιπαράθεση συνοδεύεται βεβαίως με τις διαβεβαιώσεις όλων των πλευρών, ότι σήμερα είναι υψηλού επιπέδου η δημοκρατία «μας» και πρέπει να την προφυλάγουμε ως κόρη οφθαλμού!
Και ότι κάθε πλευρά, κατά τον ισχυρισμό της, αποτελεί τον καλύτερο εγγυητή για την προαγωγή της δημοκρατίας.
Κατά τους μεν, η ΝΔ και όχι το ΠΑΣΟΚ.
Κατά τους δε, το ΠΑΣΟΚ και όχι η ΝΔ.
Στη συζήτηση ξεπροβάλλει και μια τρίτη, που λέει ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ, αλλά η Κεντροαριστερά...
Ετσι ο χορός καλά κρατεί, στο πλαίσιο των ενδοαστικών αντιθέσεων, δηλαδή εντός των τειχών.
Από τη μια η «ιστορική δικαίωση» και σε συνάρτηση με αυτήν το πολιτικό παρόν.
Αρκεί να θυμηθούμε, την «κόντρα» ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου, τον Κ. Μητσοτάκη και τον Λ. Κύρκο, μετά από όσα ισχυρίστηκε ο «αρχιαποστάτης» Μητσοτάκης στις 6 Μαΐου 2008, για τη στάση του το 1965.
«ΑΨΕΥΔΕΙΣ» μάρτυρες (δηλαδή ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΙ) το ΜΕΓΚΑ, ΤΑ ΝΕΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ και λοιποί «κεντρώοι» και νυν Πασοκτζήδες, που είναι κατά των «αποστατών»!.. Εξίσου ...φερέγγυοι με αυτούς η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και άλλοι, που είναι με τον Μητσοτάκη.
Στην όλη συζήτηση αποκρύπτονται επιμελώς δύο πράγματα.
Πρώτο: Οι πραγματικές αιτίες και το βάθος των γεγονότων 1965 - 1967.
Δεύτερο: Οτι η σημερινή δημοκρατία, ανεξάρτητα από τους εκσυγχρονισμούς που έχουν συντελεστεί, παραμένει μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης. Οπως και τότε.
Είναι ταξική και δεν είναι δημοκρατία για όλους.
1. Ποιο ήταν το επίπεδο της αστικής δημοκρατίας πριν από το 1965;
*Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, που αντικατέστησε την ΕΡΕ με το 52,72% των ψήφων, συνέχισε να κρατά παράνομο το ΚΚΕ, να μην αναγνωρίζει την ΕΑΜική Αντίσταση, ούτε να επιτρέπει την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων.
*Με ειδική εγκύκλιο απαγόρευσε τη δράση της Νεολαίας Λαμπράκη στα σχολεία, καλούσε τους καθηγητές να χαφιεδίζουν, ενώ σκεπτόταν και γενικά τη διάλυσή της. Παράλληλα, συνέχιζε το διμέτωπο αγώνα.
*Η «Ενωση Κέντρου» αθέτησε βασικές προεκλογικές υποσχέσεις της. Δεν απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους που ήταν καταδικασμένοι με το νόμο 375 περί κατασκοπίας, ενώ στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας άφησε τον ΙΔΕΑ να αλωνίζει.
*Την προβοκάτσια στο γιορτασμό της μάχης του Γοργοπόταμου, όπου το 1964 βρήκαν το θάνατο 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 39, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα.
*Το αίτημα 15% για την Παιδεία παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.
Ορισμένα δειλά βήματα εκδημοκρατισμού, που πραγματοποίησε η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», δεν άλλαζαν το χαρακτήρα της ως το δεύτερο «εθνικόφρον κόμμα» στο δικομματικό σύστημα.
Στα γεγονότα του 1965, από τους «Κέντρου» ΕΙΧΕ ΠΡΟΦΑΣΙΣΤΕΙ ότι απέφυγε δυναμική αντίδραση στις ενέργειες του Παλατιού, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ!
ΑΥΤΟ ΙΣΧΥΡΙΣΤΗΚΕ Ο Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, από τους ΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΣΦΑΓΕΙΣ του λαού της Αθήνας, το 1944
2. Αν και δεν αποτελεί ταξική αποστασία η μεταπήδηση από το ένα κόμμα της πλουτοκρατίας στο άλλο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1965.
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου μπήκε το 1952 στο ψηφοδέλτιο του Παπάγου και βγήκε βουλευτής.
Τότε ακριβώς τάχθηκαν με τον Παπάγο 35 ακόμα πρώην υπουργοί και βουλευτές του «Κέντρου».
Βασικό ρόλο για τη μεταπήδησή τους έπαιξε το συγκρότημα Λαμπράκη, που ταυτόχρονα ΕΠΙΤΕΘΟΤΑΝ στο «ΚΕΝΤΡΟ» επειδή ΔΕΧΟΤΑΝ στους ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ της «ΔΕΞΙΑΣ»!..
Οι διαδηλωτές του 1965, έκαιγαν ΤΑ ΝΕΑ στους δρόμους, επειδή η εφημερίδα ΤΑ ΓΥΡΙΣΕ ΥΠΕΡ ΤΩΝ «ΑΠΟΣΤΑΤΩΝ»!
Και τώρα, Η ΙΔΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, ΚΑΝΕΙ αποκλειστικά ΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΝΗΘΙΚΗ ΣΤΑΣΗ των «ΑΠΟΣΤΑΤΩΝ»!!
Το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ, έριξαν την κυβέρνηση Καραμανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ακόμα, που δείχνουν ότι το φαινόμενο του 1965 δεν ήταν πρωτοφανές, όπως φροντίζουν να το παρουσιάσουν. Υπάρχουν επίσης άλλα που δείχνουν ότι, η χρηματική εξαγορά βουλευτών το 1965, επίσης δεν αποτελούσε πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία του αστικού πολιτικού κόσμου...
Ηταν σοβαρό αυτό που έγινε το 1965;
Ηταν, στο πλαίσιο της όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων, που βεβαίως τις συνέπειές τους τις πλήρωσε ο λαός. Το πρόβλημα ωστόσο, είναι πολύ πιο περίπλοκο και δεν περιορίζεται στην πολιτική ηθική ορισμένων προσώπων, ούτε μόνο στο ρόλο των Ανακτόρων.
3. Αρχικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ίδιο το Σύνταγμα του 1952, το οποίο κατέλυσε η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, προέβλεπε και νομιμοποιούσε την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, αναγνωρίζοντας αυτό το δικαίωμα στο βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.
Το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952 όριζε ανάμεσα σε άλλα και τα ακόλουθα:
«Ο Βασιλεύς δύναται μετά πρότασιν του Υπουργικού Συμβουλίου εν περιπτώσει εμπολέμου καταστάσεως ή επιστρατεύσεως ένεκεν εξωτερικών κινδύνων ή σοβαράς διαταραχής ή εκδήλου απειλής της δημόσιας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων να αναστείλη διά Βασιλικού Διατάγματος εις όλην την επικράτειαν ή εις μέρος αυτής την ισχύν των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 20, 95 και 97 του Συντάγματος ή τινών τούτων και θέτων εις εφαρμογήν τον εκάστοτε ισχύοντα Νόμον "περί καταστάσεως πολιορκίας" να συστήση εξαιρετικά δικαστήρια...»1.
4. Η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας σχεδιαζόταν και από το Παλάτι, αλλά οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς.
Ομως, η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας βρισκόταν στις επιδιώξεις και του Κ. Καραμανλή. Ο τελευταίος, όχι μόνο ήταν ενημερωμένος για το γεγονός που επρόκειτο να συμβεί (αγνοούσε μόνο τη μορφή του), αλλά και είδε θετικά την επιβολή της δικτατορίας, ευχόμενος να επιτύχει τους σκοπούς της.
Εγραψε: «...δεν εξεπλάγην όταν επληροφορήθην το κίνημα της 21ης Απριλίου. Εξεπλάγην όμως για τη μορφήν που έλαβε, δεδομένου ότι εκείνο το οποίον θα ηδύνατο να αναμένεται ήτο η επέμβασις του στρατού κατά το προηγούμενον της Τουρκίας και με σκοπόν να κατασιγάση τα πάθη, να μεταρρυθμίση το Σύνταγμα και να αποκαταστήση εν συνεχεία τη λαϊκήν κυριαρχία» 2.
Νωρίτερα, ο Κ. Καραμανλής είχε ταχθεί υπέρ της κοινοβουλευτικής εκτροπής, κάτι που υποστήριξε και το 1966:
«Να σχηματισθή κυβέρνησις από ικανά και κατάλληλα διά την περίστασιν πρόσωπα, η οποία να εξουσιοδοτηθή από τη Βουλήν, ή, της Βουλής αρνουμένης, από τον βασιλέα, όπως ασκούσα εκτάκτους εξουσίας και εντός ευλόγου χρόνου: Προβή εις τολμηράν αναθεώρησιν του Συντάγματος (...) Αποκαταστήση τας ουσιαστικάς και ψυχολογικάς συνθήκας ομαλού και ηρέμου εθνικού βίου (...) Ρυθμίση ή θέση τουλάχιστον υπό έλεγχον το Κυπριακόν (...) Προκηρύξη δημοψήφισμα διά την επικύρωσιν των ανωτέρω υπό του λαού και διενεργήση εν συνεχεία εκλογάς» 3.
Ολα τα προηγούμενα σημαίνουν ότι τα «Ιουλιανά» αποτέλεσαν την κορύφωση της όξυνσης των εσωτερικών ενδοαστικών αντιθέσεων, που διαπλέκονταν και με την υπόθεση της Κύπρου, καθώς και με τις στρατηγικές επιδιώξεις του εγγλέζικου και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, του ΝΑΤΟ, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Στα χρόνια 1950-1967 ήταν έντονη η αντιπαράθεση του Παλατιού με όλα τα αστικά κόμματα και όχι μόνο.
Αρχικά πρέπει να σημειωθεί η - πριν από χρόνια εκφρασμένη αντίθεση - ανάμεσα στο Παλάτι και στη βασική δύναμη μέσα στο στρατό, τον ΙΔΕΑ.
Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1951, αν και ήρθε πρώτο το κόμμα του Παπάγου, το Παλάτι ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Πλαστήρα.
Μέχρι και απόπειρα πραξικοπήματος, που σκόπιμα δεν επικράτησε, πραγματοποίησε ο ΙΔΕΑ (με την καθοδήγηση του Παπάγου), το οποίο ο Παπάγος «κατέστειλε», διατάσσοντας τους πραξικοπηματίες να αποσυρθούν από τους χώρους που είχαν καταλάβει (30 προς 31 Μάη 1951).
Εδειχνε έτσι ότι εκείνος - και όχι το Παλάτι - έχει τη δύναμη στο Στρατό.
Στο επίκεντρο της διαπάλης Παλατιού - κυβερνήσεων βρισκόταν ο έλεγχος του στρατού.
Αυτό το θέμα επίσης είχε την ιστορία του.
Εξαιτίας της σύγκρουσης με το Παλάτι, ο Κ. Καραμανλής εγκατέλειψε το 1963 την Ελλάδα, λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχαν προηγηθεί οξύτατες διαφωνίες για τις συνταγματικές αλλαγές που ήθελε να επιφέρει ο Καραμανλής, αλλαγές ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης) σε βάρος των εξουσιών του βασιλιά.
Για τον έλεγχο στο στρατό, ο βασιλιάς Παύλος ζήτησε το 1958 από τον Καραμανλή να παραιτηθεί από υπουργός Αμυνας (θέση που είχε μαζί με την πρωθυπουργία) και να τον αντικαταστήσει ο Σπ. Θεοτόκης, άνθρωπος των Ανακτόρων. Έτσι, ο Κ. Καραμανλής άλλαξε το Νοέμβρη του 1959 την ηγεσία του στρατού, που ήταν ακραιφνώς βασιλική.
Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στις επιστολές που αντάλλαξαν, το θέμα «στρατός» τίθεται καθαρά. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (υπαρκτή ή ανύπαρκτη, είναι αδιάφορο στην προκειμένη περίπτωση) εξέφραζε τη σύγκρουση για τον έλεγχο του στρατού.
Συνοψίζοντας:
Ηδη από το 1946, το Παλάτι αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας στο πλαίσιο της ενιαίας αστικής εξουσίας και σύμβολο της ωμής αντικομμουνιστικής θωράκισης του αστικού κράτους, σύμφωνα με τις ανάγκες της αστικής τάξης μετά την ήττα του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ.
Ωστόσο, από τα μέσα της 10ετίας του '50, προέκυπτε το εξής ζήτημα:
*Για πόσα χρόνια ακόμα θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με τις ίδιες ακριβώς δομές και μεθόδους που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης και αργότερα;
*Μέχρι πότε θα μπορούσε να ενσωματώνει τις λαϊκές μάζες κυρίως με την πιο ωμή τρομοκρατία;
*Και μέχρι πότε θα παρέμενε ισχυρός ο ρόλος των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας το Παλάτι θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από την κυβέρνηση, διεκδικώντας μάλιστα να έχει το πάνω χέρι;
Από το 1963 μέχρι το 1967, οι αντιθέσεις και οι συμμαχίες διαγράφονταν ως εξής:
1. Η «Ενωση Κέντρου» με το Παλάτι εναντίον της ΕΡΕ.
2. Στη συνέχεια η ΕΡΕ, το Παλάτι και οι «αποστάτες» εναντίον του «Κέντρου».
3. Κατόπιν φθάνουμε στη συμμαχία Παλατιού, ΕΡΕ και «Ενωσης Κέντρου», την οποία έσπασε η ΕΡΕ και σχημάτισε δική της κυβέρνηση.
Αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει ότι ο αστικός κόσμος αδυνατούσε να επιβάλει τον εκσυγχρονισμό του συστήματος. Αυτό επιβεβαιώνει η υποχωρητική στάση του Καραμανλή απέναντι στο Παλάτι προηγούμενα, αλλά και της ηγεσίας του «Κέντρου» αργότερα.
Οι εξελίξεις του Ιούλη 1965 έθεσαν το ζήτημα της αποφασιστικής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με τα Ανάκτορα. Ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» ούτε που διανοούνταν τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά πάντα μέσα στα όρια του πολιτεύματος. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω, περιμένοντας τη στιγμή που ο λαός θα τους επανέφερε στην κυβέρνηση.
Από την άλλη, η απέναντι πλευρά έκανε τους δικούς της λογαριασμούς. Δηλαδή, πώς η «Ενωση Κέντρου» δε θα ερχόταν στην εξουσία. Ενώ διαρκούσε αυτή η διελκυστίνδα, το πιο δυναμικό τμήμα του αστικού κράτους και μηχανισμοί του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) έδωσαν τη δική τους «καθαρή» λύση με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Ετσι συντελέστηκε το ιστορικά «παράδοξο», ο αστικός εκσυγχρονισμός να επιταχυνθεί τελικά από τη δικτατορία, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εμπνευστών και αυτουργών της.
Εγινε εκείνο που ευχόταν ο Κ. Καραμανλής
Σε επιστολή του στις 8 Σεπτεμβρίου 1967 προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, έγραψε:
«Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλθωμεν εις την ομαλότητα διά της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά διά της επιτυχίας της. (...) Διότι δε θα σημαίνη βέβαια αποκατάστασιν της ομαλότητος η επάνοδος εις την υφισταμένην προ του κινήματος κατάστασιν. Το τελευταίο δε αυτό έχει βαρύνουσαν σημασίαν, δεδομένου ότι συνιστά τον πυρήνα του προβλήματος» 4.
Ναι, αυτός ήταν ο πυρήνας του προβλήματος, που επιλύθηκε με τον αστικό εκσυγχρονισμό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, μετά το 1974, συντρέχουσας βεβαίως και της λαϊκής πάλης, πριν και κατά τη δικτατορία.
Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπημα της 15ης του Ιούλη, το κίνημα των 70 ημερών όπως ονομάστηκε, με την πάροδο του χρόνου έφθιναν και σε κάποια στιγμή σταμάτησαν, όταν η κυβέρνηση Στεφανόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.Το κίνημα των 70 ημερών, αν και χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, στις οποίες πρωταγωνιστές ήταν οι κομμουνιστές και οι ΕΔΑίτες, η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, δεν έβγαινε από το πλαίσιο του Συντάγματος, παρά το αίμα που χύθηκε και την αυταπάρνηση που έδειξαν οι αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις. Στην πολιτική κατεύθυνση αυτού του κινήματος ήταν καθοριστικός ο ρόλος της ΕΔΑ.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις αναλύονταν από την ηγεσία της λαθεμένα, ενώ η στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ χαραζόταν στη βάση της «συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων», κατά της «Δεξιάς». Μάλιστα, για το προχώρημα της «δημοκρατικής συνεργασίας», η πολιτική της ΕΔΑ απωθούσε σε δεύτερη μοίρα ακόμα και την κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων.
Στο μεταξύ, παρά τις επίμονες προσπάθειες της ΕΔΑ, η «Ενωση Κέντρου» δεν αποδεχόταν τη συνεργασία. Δεν την είχε ανάγκη.
Εγραψε σχετικά ο Ανδρέας Παπανδρέου:
«...Η απροθυμία μας να αποτελέσομε μαζί της λαϊκό μέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαμε ανάγκη να συνεργασθούμε με την ΕΔΑ, ούτε με κανένα άλλο κόμμα για να πετύχουμε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές» 5.
Επιπλέον, για να μη ...δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ έθετε τελείως απαλά το θέμα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ.
Δεν πάλευε γι' αυτή με βάση τις δυνατότητες που υπήρχαν, ενώ θεωρούσε «μαξιμαλιστική» και «αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, θέμα που έθετε η ηγεσία του ΚΚΕ.
Οταν ξέσπασε το στρατιωτικό πραξικόπημα, δεν υπήρχε η παραμικρή προετοιμασία για αντίσταση εναντίον του.
ΟΙ ΤΟΥ ''ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ'', ΠΟΥ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ, ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ''ΕΞΩ'', ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΕΙΤΕ ΠΙΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ, ΕΙΤΕ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΠΟΥ ΝΑ ΚΡΥΦΤΟΥΝ.
Κατά τα άλλα, είναι και αυτοί δικαιωμένοι!..
Βεβαίως, για τη γενική πολιτική κατεύθυνση της ΕΔΑ, υπεύθυνη δεν ήταν μόνο η ίδια. Ηταν πρωταρχικά η ηγεσία του ΚΚΕ, που επιπλέον ΕΙΧΕ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ από το καθήκον ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, αφού προηγουμένως ΕΙΧΕ ΔΙΑΛΥΣΕΙ ΟΣΕΣ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ ΕΙΧΑΝ ΕΝΤΑΧΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΔΑ.
Ετσι, μη δίνοντας άλλη προοπτική η πολιτική του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, όταν ξέσπασαν τα γεγονότα του 1965 και μετά, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου».
Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής έπαιξαν η καθεμιά τον ταξικό ρόλο τους, όπως νόμιζαν ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα αστικά συμφέροντα.
Ο Κ. Μητσοτάκης και οι υπόλοιποι «αποστατώντες».
Ο Γ. Παπανδρέου, χρησιμοποιώντας το λαό.
Η σημερινή γενική πολιτική των ζώντων πρωταγωνιστών του 1965 και των απογόνων τους, δείχνει και τον τότε ρόλο των πολιτικών τους δυνάμεων, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών.
Το ζητούμενο είναι να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα, προς το συμφέρον τους, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Πρώτα απ' όλα ότι ο λαός έχει συμφέρον να οργανώνει την αντιιμπεριαλιστική πάλη του και οργάνωση, ώστε να γίνεται το πολιτικό σύστημα όλο και πιο ασταθές, για να γίνεται πιο ισχυρός ο ίδιος ο λαός, μέχρι να το ανατρέψει. Η δημοκρατία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι κατά πολύ ανώτερη από τη σημερινή.
Παραπομπές:
1. Το Σύνταγμα του 1952 ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 21 Δεκεμβρίου του 1951, επί κυβερνήσεως Σοφ. Βενιζέλου. Εγκρίθηκε με 132 ψήφους. Ο «Συναγερμός» (Παπάγος) αποχώρησε από τη συνεδρίαση, επειδή η Βουλή ήταν απλή και δεν είχε αναθεωρητικές αρμοδιότητες. Υπερψήφισαν οι βουλευτές της ΕΠΕΚ (Πλαστήρας), των «Φιλελεύθερων», ο Κ. Τσαλδάρης και ο Χαμδή του «Λαϊκού Κόμματος», οι συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση Αγροτικοί και ο Λ. Καραμαούνας που είχε εκλεγεί με την ΕΔΑ, αλλά αποχώρησε αμέσως μετά, μαζί με τον Μιχ. Κύρκο, ο οποίος ψήφισε «παρών».
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 275, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ».
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 212, 219 και 320, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ».
4.«Εγώ ο Ιάκωβος», σελ. 247 - 248, εκδόσεις «Α. Α. Λιβάνη».
5. Ανδρέα Παπανδρέου: «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», σελ. 272, εκδόσεις ΚΑΡΑΝΑΣΗΣ».
*Ριζοσπάστης*
Βεβαίως, πάντα δίνεται η αφορμή για να ανακινείται διαρκώς η ίδια συζήτηση, ενώ η κάθε πλευρά εκείνης της εποχής και οι πολιτικοί της απόγονοι θεωρούν όλοι τον εαυτό τους δικαιωμένο για τις τότε βασικές επιλογές τους (κάνοντας και λίγη ...αυτοκριτική για τα επιμέρους...). Δικαιωμένοι εμφανίζονται και οι γηραιοί του οπορτουνισμού (Κύρκος, Γλέζος, Μπενάς κ.ά.)!
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη λεγόμενη «αποστασία» του 1965, στους αντιπάλους της αστούς του «Κέντρου» και στους εκπροσώπους του οπορτουνισμού, περιστρέφεται μονίμως στα παρακάτω:
α) Ποιοι ευθύνονται για το 1965 και ποιοι όχι.
Ο Κ. Μητσοτάκης, από τους τότε πρωταγωνιστές, ρίχνει τις ευθύνες κυρίως στους Παπανδρέου και οι απόγονοι των δεύτερων στον Μητσοτάκη.
Με την κάθε πλευρά, αντίστοιχα, συντάσσονται τα ΜΜΕ.
Τα μεν με τον Μητσοτάκη, τα δε με την «Ενωση του Κέντρου» και με το ΠΑΣΟΚ.
Το σκοτάδι και το φως!!
Ετσι, το σχήμα «δεξιά - αντιδεξιά» συνεχίζει να μεταφέρεται και στο παρόν, ως βασική (δήθεν) αντίθεση στην κοινωνία.
β) Η παραπάνω αντιπαράθεση συνοδεύεται βεβαίως με τις διαβεβαιώσεις όλων των πλευρών, ότι σήμερα είναι υψηλού επιπέδου η δημοκρατία «μας» και πρέπει να την προφυλάγουμε ως κόρη οφθαλμού!
Και ότι κάθε πλευρά, κατά τον ισχυρισμό της, αποτελεί τον καλύτερο εγγυητή για την προαγωγή της δημοκρατίας.
Κατά τους μεν, η ΝΔ και όχι το ΠΑΣΟΚ.
Κατά τους δε, το ΠΑΣΟΚ και όχι η ΝΔ.
Στη συζήτηση ξεπροβάλλει και μια τρίτη, που λέει ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ, αλλά η Κεντροαριστερά...
Ετσι ο χορός καλά κρατεί, στο πλαίσιο των ενδοαστικών αντιθέσεων, δηλαδή εντός των τειχών.
Από τη μια η «ιστορική δικαίωση» και σε συνάρτηση με αυτήν το πολιτικό παρόν.
Αρκεί να θυμηθούμε, την «κόντρα» ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου, τον Κ. Μητσοτάκη και τον Λ. Κύρκο, μετά από όσα ισχυρίστηκε ο «αρχιαποστάτης» Μητσοτάκης στις 6 Μαΐου 2008, για τη στάση του το 1965.
«ΑΨΕΥΔΕΙΣ» μάρτυρες (δηλαδή ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΙ) το ΜΕΓΚΑ, ΤΑ ΝΕΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ και λοιποί «κεντρώοι» και νυν Πασοκτζήδες, που είναι κατά των «αποστατών»!.. Εξίσου ...φερέγγυοι με αυτούς η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και άλλοι, που είναι με τον Μητσοτάκη.
Στην όλη συζήτηση αποκρύπτονται επιμελώς δύο πράγματα.
Πρώτο: Οι πραγματικές αιτίες και το βάθος των γεγονότων 1965 - 1967.
Δεύτερο: Οτι η σημερινή δημοκρατία, ανεξάρτητα από τους εκσυγχρονισμούς που έχουν συντελεστεί, παραμένει μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης. Οπως και τότε.
Είναι ταξική και δεν είναι δημοκρατία για όλους.
1. Ποιο ήταν το επίπεδο της αστικής δημοκρατίας πριν από το 1965;
*Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, που αντικατέστησε την ΕΡΕ με το 52,72% των ψήφων, συνέχισε να κρατά παράνομο το ΚΚΕ, να μην αναγνωρίζει την ΕΑΜική Αντίσταση, ούτε να επιτρέπει την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων.
*Με ειδική εγκύκλιο απαγόρευσε τη δράση της Νεολαίας Λαμπράκη στα σχολεία, καλούσε τους καθηγητές να χαφιεδίζουν, ενώ σκεπτόταν και γενικά τη διάλυσή της. Παράλληλα, συνέχιζε το διμέτωπο αγώνα.
*Η «Ενωση Κέντρου» αθέτησε βασικές προεκλογικές υποσχέσεις της. Δεν απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους που ήταν καταδικασμένοι με το νόμο 375 περί κατασκοπίας, ενώ στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας άφησε τον ΙΔΕΑ να αλωνίζει.
*Την προβοκάτσια στο γιορτασμό της μάχης του Γοργοπόταμου, όπου το 1964 βρήκαν το θάνατο 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 39, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα.
*Το αίτημα 15% για την Παιδεία παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.
Ορισμένα δειλά βήματα εκδημοκρατισμού, που πραγματοποίησε η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», δεν άλλαζαν το χαρακτήρα της ως το δεύτερο «εθνικόφρον κόμμα» στο δικομματικό σύστημα.
Στα γεγονότα του 1965, από τους «Κέντρου» ΕΙΧΕ ΠΡΟΦΑΣΙΣΤΕΙ ότι απέφυγε δυναμική αντίδραση στις ενέργειες του Παλατιού, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ!
ΑΥΤΟ ΙΣΧΥΡΙΣΤΗΚΕ Ο Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, από τους ΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΣΦΑΓΕΙΣ του λαού της Αθήνας, το 1944
2. Αν και δεν αποτελεί ταξική αποστασία η μεταπήδηση από το ένα κόμμα της πλουτοκρατίας στο άλλο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1965.
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου μπήκε το 1952 στο ψηφοδέλτιο του Παπάγου και βγήκε βουλευτής.
Τότε ακριβώς τάχθηκαν με τον Παπάγο 35 ακόμα πρώην υπουργοί και βουλευτές του «Κέντρου».
Βασικό ρόλο για τη μεταπήδησή τους έπαιξε το συγκρότημα Λαμπράκη, που ταυτόχρονα ΕΠΙΤΕΘΟΤΑΝ στο «ΚΕΝΤΡΟ» επειδή ΔΕΧΟΤΑΝ στους ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ της «ΔΕΞΙΑΣ»!..
Οι διαδηλωτές του 1965, έκαιγαν ΤΑ ΝΕΑ στους δρόμους, επειδή η εφημερίδα ΤΑ ΓΥΡΙΣΕ ΥΠΕΡ ΤΩΝ «ΑΠΟΣΤΑΤΩΝ»!
Και τώρα, Η ΙΔΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, ΚΑΝΕΙ αποκλειστικά ΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΝΗΘΙΚΗ ΣΤΑΣΗ των «ΑΠΟΣΤΑΤΩΝ»!!
Το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ, έριξαν την κυβέρνηση Καραμανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ακόμα, που δείχνουν ότι το φαινόμενο του 1965 δεν ήταν πρωτοφανές, όπως φροντίζουν να το παρουσιάσουν. Υπάρχουν επίσης άλλα που δείχνουν ότι, η χρηματική εξαγορά βουλευτών το 1965, επίσης δεν αποτελούσε πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία του αστικού πολιτικού κόσμου...
Ηταν σοβαρό αυτό που έγινε το 1965;
Ηταν, στο πλαίσιο της όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων, που βεβαίως τις συνέπειές τους τις πλήρωσε ο λαός. Το πρόβλημα ωστόσο, είναι πολύ πιο περίπλοκο και δεν περιορίζεται στην πολιτική ηθική ορισμένων προσώπων, ούτε μόνο στο ρόλο των Ανακτόρων.
3. Αρχικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ίδιο το Σύνταγμα του 1952, το οποίο κατέλυσε η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, προέβλεπε και νομιμοποιούσε την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, αναγνωρίζοντας αυτό το δικαίωμα στο βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.
Το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952 όριζε ανάμεσα σε άλλα και τα ακόλουθα:
«Ο Βασιλεύς δύναται μετά πρότασιν του Υπουργικού Συμβουλίου εν περιπτώσει εμπολέμου καταστάσεως ή επιστρατεύσεως ένεκεν εξωτερικών κινδύνων ή σοβαράς διαταραχής ή εκδήλου απειλής της δημόσιας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων να αναστείλη διά Βασιλικού Διατάγματος εις όλην την επικράτειαν ή εις μέρος αυτής την ισχύν των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 20, 95 και 97 του Συντάγματος ή τινών τούτων και θέτων εις εφαρμογήν τον εκάστοτε ισχύοντα Νόμον "περί καταστάσεως πολιορκίας" να συστήση εξαιρετικά δικαστήρια...»1.
4. Η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας σχεδιαζόταν και από το Παλάτι, αλλά οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς.
Ομως, η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας βρισκόταν στις επιδιώξεις και του Κ. Καραμανλή. Ο τελευταίος, όχι μόνο ήταν ενημερωμένος για το γεγονός που επρόκειτο να συμβεί (αγνοούσε μόνο τη μορφή του), αλλά και είδε θετικά την επιβολή της δικτατορίας, ευχόμενος να επιτύχει τους σκοπούς της.
Εγραψε: «...δεν εξεπλάγην όταν επληροφορήθην το κίνημα της 21ης Απριλίου. Εξεπλάγην όμως για τη μορφήν που έλαβε, δεδομένου ότι εκείνο το οποίον θα ηδύνατο να αναμένεται ήτο η επέμβασις του στρατού κατά το προηγούμενον της Τουρκίας και με σκοπόν να κατασιγάση τα πάθη, να μεταρρυθμίση το Σύνταγμα και να αποκαταστήση εν συνεχεία τη λαϊκήν κυριαρχία» 2.
Νωρίτερα, ο Κ. Καραμανλής είχε ταχθεί υπέρ της κοινοβουλευτικής εκτροπής, κάτι που υποστήριξε και το 1966:
«Να σχηματισθή κυβέρνησις από ικανά και κατάλληλα διά την περίστασιν πρόσωπα, η οποία να εξουσιοδοτηθή από τη Βουλήν, ή, της Βουλής αρνουμένης, από τον βασιλέα, όπως ασκούσα εκτάκτους εξουσίας και εντός ευλόγου χρόνου: Προβή εις τολμηράν αναθεώρησιν του Συντάγματος (...) Αποκαταστήση τας ουσιαστικάς και ψυχολογικάς συνθήκας ομαλού και ηρέμου εθνικού βίου (...) Ρυθμίση ή θέση τουλάχιστον υπό έλεγχον το Κυπριακόν (...) Προκηρύξη δημοψήφισμα διά την επικύρωσιν των ανωτέρω υπό του λαού και διενεργήση εν συνεχεία εκλογάς» 3.
Ολα τα προηγούμενα σημαίνουν ότι τα «Ιουλιανά» αποτέλεσαν την κορύφωση της όξυνσης των εσωτερικών ενδοαστικών αντιθέσεων, που διαπλέκονταν και με την υπόθεση της Κύπρου, καθώς και με τις στρατηγικές επιδιώξεις του εγγλέζικου και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, του ΝΑΤΟ, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Στα χρόνια 1950-1967 ήταν έντονη η αντιπαράθεση του Παλατιού με όλα τα αστικά κόμματα και όχι μόνο.
Αρχικά πρέπει να σημειωθεί η - πριν από χρόνια εκφρασμένη αντίθεση - ανάμεσα στο Παλάτι και στη βασική δύναμη μέσα στο στρατό, τον ΙΔΕΑ.
Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1951, αν και ήρθε πρώτο το κόμμα του Παπάγου, το Παλάτι ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Πλαστήρα.
Μέχρι και απόπειρα πραξικοπήματος, που σκόπιμα δεν επικράτησε, πραγματοποίησε ο ΙΔΕΑ (με την καθοδήγηση του Παπάγου), το οποίο ο Παπάγος «κατέστειλε», διατάσσοντας τους πραξικοπηματίες να αποσυρθούν από τους χώρους που είχαν καταλάβει (30 προς 31 Μάη 1951).
Εδειχνε έτσι ότι εκείνος - και όχι το Παλάτι - έχει τη δύναμη στο Στρατό.
Στο επίκεντρο της διαπάλης Παλατιού - κυβερνήσεων βρισκόταν ο έλεγχος του στρατού.
Αυτό το θέμα επίσης είχε την ιστορία του.
Εξαιτίας της σύγκρουσης με το Παλάτι, ο Κ. Καραμανλής εγκατέλειψε το 1963 την Ελλάδα, λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχαν προηγηθεί οξύτατες διαφωνίες για τις συνταγματικές αλλαγές που ήθελε να επιφέρει ο Καραμανλής, αλλαγές ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης) σε βάρος των εξουσιών του βασιλιά.
Για τον έλεγχο στο στρατό, ο βασιλιάς Παύλος ζήτησε το 1958 από τον Καραμανλή να παραιτηθεί από υπουργός Αμυνας (θέση που είχε μαζί με την πρωθυπουργία) και να τον αντικαταστήσει ο Σπ. Θεοτόκης, άνθρωπος των Ανακτόρων. Έτσι, ο Κ. Καραμανλής άλλαξε το Νοέμβρη του 1959 την ηγεσία του στρατού, που ήταν ακραιφνώς βασιλική.
Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στις επιστολές που αντάλλαξαν, το θέμα «στρατός» τίθεται καθαρά. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (υπαρκτή ή ανύπαρκτη, είναι αδιάφορο στην προκειμένη περίπτωση) εξέφραζε τη σύγκρουση για τον έλεγχο του στρατού.
Συνοψίζοντας:
Ηδη από το 1946, το Παλάτι αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας στο πλαίσιο της ενιαίας αστικής εξουσίας και σύμβολο της ωμής αντικομμουνιστικής θωράκισης του αστικού κράτους, σύμφωνα με τις ανάγκες της αστικής τάξης μετά την ήττα του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ.
Ωστόσο, από τα μέσα της 10ετίας του '50, προέκυπτε το εξής ζήτημα:
*Για πόσα χρόνια ακόμα θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με τις ίδιες ακριβώς δομές και μεθόδους που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης και αργότερα;
*Μέχρι πότε θα μπορούσε να ενσωματώνει τις λαϊκές μάζες κυρίως με την πιο ωμή τρομοκρατία;
*Και μέχρι πότε θα παρέμενε ισχυρός ο ρόλος των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας το Παλάτι θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από την κυβέρνηση, διεκδικώντας μάλιστα να έχει το πάνω χέρι;
Από το 1963 μέχρι το 1967, οι αντιθέσεις και οι συμμαχίες διαγράφονταν ως εξής:
1. Η «Ενωση Κέντρου» με το Παλάτι εναντίον της ΕΡΕ.
2. Στη συνέχεια η ΕΡΕ, το Παλάτι και οι «αποστάτες» εναντίον του «Κέντρου».
3. Κατόπιν φθάνουμε στη συμμαχία Παλατιού, ΕΡΕ και «Ενωσης Κέντρου», την οποία έσπασε η ΕΡΕ και σχημάτισε δική της κυβέρνηση.
Αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει ότι ο αστικός κόσμος αδυνατούσε να επιβάλει τον εκσυγχρονισμό του συστήματος. Αυτό επιβεβαιώνει η υποχωρητική στάση του Καραμανλή απέναντι στο Παλάτι προηγούμενα, αλλά και της ηγεσίας του «Κέντρου» αργότερα.
Οι εξελίξεις του Ιούλη 1965 έθεσαν το ζήτημα της αποφασιστικής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με τα Ανάκτορα. Ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» ούτε που διανοούνταν τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά πάντα μέσα στα όρια του πολιτεύματος. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω, περιμένοντας τη στιγμή που ο λαός θα τους επανέφερε στην κυβέρνηση.
Από την άλλη, η απέναντι πλευρά έκανε τους δικούς της λογαριασμούς. Δηλαδή, πώς η «Ενωση Κέντρου» δε θα ερχόταν στην εξουσία. Ενώ διαρκούσε αυτή η διελκυστίνδα, το πιο δυναμικό τμήμα του αστικού κράτους και μηχανισμοί του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) έδωσαν τη δική τους «καθαρή» λύση με το στρατιωτικό πραξικόπημα. Ετσι συντελέστηκε το ιστορικά «παράδοξο», ο αστικός εκσυγχρονισμός να επιταχυνθεί τελικά από τη δικτατορία, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εμπνευστών και αυτουργών της.
Εγινε εκείνο που ευχόταν ο Κ. Καραμανλής
Σε επιστολή του στις 8 Σεπτεμβρίου 1967 προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, έγραψε:
«Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλθωμεν εις την ομαλότητα διά της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά διά της επιτυχίας της. (...) Διότι δε θα σημαίνη βέβαια αποκατάστασιν της ομαλότητος η επάνοδος εις την υφισταμένην προ του κινήματος κατάστασιν. Το τελευταίο δε αυτό έχει βαρύνουσαν σημασίαν, δεδομένου ότι συνιστά τον πυρήνα του προβλήματος» 4.
Ναι, αυτός ήταν ο πυρήνας του προβλήματος, που επιλύθηκε με τον αστικό εκσυγχρονισμό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, μετά το 1974, συντρέχουσας βεβαίως και της λαϊκής πάλης, πριν και κατά τη δικτατορία.
Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπημα της 15ης του Ιούλη, το κίνημα των 70 ημερών όπως ονομάστηκε, με την πάροδο του χρόνου έφθιναν και σε κάποια στιγμή σταμάτησαν, όταν η κυβέρνηση Στεφανόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.Το κίνημα των 70 ημερών, αν και χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, στις οποίες πρωταγωνιστές ήταν οι κομμουνιστές και οι ΕΔΑίτες, η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, δεν έβγαινε από το πλαίσιο του Συντάγματος, παρά το αίμα που χύθηκε και την αυταπάρνηση που έδειξαν οι αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις. Στην πολιτική κατεύθυνση αυτού του κινήματος ήταν καθοριστικός ο ρόλος της ΕΔΑ.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις αναλύονταν από την ηγεσία της λαθεμένα, ενώ η στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ χαραζόταν στη βάση της «συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων», κατά της «Δεξιάς». Μάλιστα, για το προχώρημα της «δημοκρατικής συνεργασίας», η πολιτική της ΕΔΑ απωθούσε σε δεύτερη μοίρα ακόμα και την κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων.
Στο μεταξύ, παρά τις επίμονες προσπάθειες της ΕΔΑ, η «Ενωση Κέντρου» δεν αποδεχόταν τη συνεργασία. Δεν την είχε ανάγκη.
Εγραψε σχετικά ο Ανδρέας Παπανδρέου:
«...Η απροθυμία μας να αποτελέσομε μαζί της λαϊκό μέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαμε ανάγκη να συνεργασθούμε με την ΕΔΑ, ούτε με κανένα άλλο κόμμα για να πετύχουμε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές» 5.
Επιπλέον, για να μη ...δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ έθετε τελείως απαλά το θέμα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ.
Δεν πάλευε γι' αυτή με βάση τις δυνατότητες που υπήρχαν, ενώ θεωρούσε «μαξιμαλιστική» και «αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, θέμα που έθετε η ηγεσία του ΚΚΕ.
Οταν ξέσπασε το στρατιωτικό πραξικόπημα, δεν υπήρχε η παραμικρή προετοιμασία για αντίσταση εναντίον του.
ΟΙ ΤΟΥ ''ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ'', ΠΟΥ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ, ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ''ΕΞΩ'', ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΕΙΤΕ ΠΙΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ, ΕΙΤΕ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΠΟΥ ΝΑ ΚΡΥΦΤΟΥΝ.
Κατά τα άλλα, είναι και αυτοί δικαιωμένοι!..
Βεβαίως, για τη γενική πολιτική κατεύθυνση της ΕΔΑ, υπεύθυνη δεν ήταν μόνο η ίδια. Ηταν πρωταρχικά η ηγεσία του ΚΚΕ, που επιπλέον ΕΙΧΕ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ από το καθήκον ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, αφού προηγουμένως ΕΙΧΕ ΔΙΑΛΥΣΕΙ ΟΣΕΣ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ ΕΙΧΑΝ ΕΝΤΑΧΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΔΑ.
Ετσι, μη δίνοντας άλλη προοπτική η πολιτική του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, όταν ξέσπασαν τα γεγονότα του 1965 και μετά, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου».
Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής έπαιξαν η καθεμιά τον ταξικό ρόλο τους, όπως νόμιζαν ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα αστικά συμφέροντα.
Ο Κ. Μητσοτάκης και οι υπόλοιποι «αποστατώντες».
Ο Γ. Παπανδρέου, χρησιμοποιώντας το λαό.
Η σημερινή γενική πολιτική των ζώντων πρωταγωνιστών του 1965 και των απογόνων τους, δείχνει και τον τότε ρόλο των πολιτικών τους δυνάμεων, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών.
Το ζητούμενο είναι να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα, προς το συμφέρον τους, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Πρώτα απ' όλα ότι ο λαός έχει συμφέρον να οργανώνει την αντιιμπεριαλιστική πάλη του και οργάνωση, ώστε να γίνεται το πολιτικό σύστημα όλο και πιο ασταθές, για να γίνεται πιο ισχυρός ο ίδιος ο λαός, μέχρι να το ανατρέψει. Η δημοκρατία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι κατά πολύ ανώτερη από τη σημερινή.
Παραπομπές:
1. Το Σύνταγμα του 1952 ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 21 Δεκεμβρίου του 1951, επί κυβερνήσεως Σοφ. Βενιζέλου. Εγκρίθηκε με 132 ψήφους. Ο «Συναγερμός» (Παπάγος) αποχώρησε από τη συνεδρίαση, επειδή η Βουλή ήταν απλή και δεν είχε αναθεωρητικές αρμοδιότητες. Υπερψήφισαν οι βουλευτές της ΕΠΕΚ (Πλαστήρας), των «Φιλελεύθερων», ο Κ. Τσαλδάρης και ο Χαμδή του «Λαϊκού Κόμματος», οι συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση Αγροτικοί και ο Λ. Καραμαούνας που είχε εκλεγεί με την ΕΔΑ, αλλά αποχώρησε αμέσως μετά, μαζί με τον Μιχ. Κύρκο, ο οποίος ψήφισε «παρών».
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 275, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ».
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 212, 219 και 320, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ».
4.«Εγώ ο Ιάκωβος», σελ. 247 - 248, εκδόσεις «Α. Α. Λιβάνη».
5. Ανδρέα Παπανδρέου: «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», σελ. 272, εκδόσεις ΚΑΡΑΝΑΣΗΣ».
*Ριζοσπάστης*
«Ιουλιανών» συνέχεια...
Τα συμπεράσματα (διδάγματα) από τα γεγονότα των χρόνων 1965 - 1967, πιο σωστά της περιόδου 1950 - 1967, αναδείχνοντας τον ταξικό ρόλο του αστικού πολιτικού συστήματος και τη σήψη του, αναδείχνουν ταυτόχρονα τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα του.
Η αξία τέτοιων συμπερασμάτων είναι διαχρονική, ανεξάρτητα και πέρα από το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει το Παλάτι, δεν γίνονται «αποστασίες», το ΚΚΕ δρα στη νομιμότητα και οι ενδοαστικές αντιθέσεις εκφράζονται σε διαφορετικά επίπεδα σε σύγκριση με εκείνων των χρόνων, ενώ για την ώρα μπορεί να τιθασεύονται και οι δικομματικές πλευρές να βαδίζουν χέρι χέρι, μαζί με τα συμπληρώματα της διαχείρισης.
Είναι απίστευτος ο χλευασμός που υπέστη ο λαός στα προδικτατορικά χρόνια από τις ηγεσίες των αστικών κομμάτων.
Μόλις ο Γ. Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του στο βασιλιά, ο τελευταίος όρισε πρωθυπουργό τον Γ. Αθανασιάδη - Νόβα, πρόεδρο της Βουλής και στέλεχος της «Ενωσης Κέντρου».
Η κυβέρνηση, που σχημάτισε ο τελευταίος, καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Ακολούθησε ο σχηματισμός άλλης βασιλικής κυβέρνησης, υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης ηγετικό στέλεχος του Κέντρου, που και αυτή καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Οι ψήφοι της ΕΡΕ και των «αποστατών» του Κέντρου δεν έφταναν.
Εφτασαν αργότερα, όταν προστέθηκαν και νέοι «αποστάτες» του Κέντρου, με αποτέλεσμα η τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αυτή του Στ. Στεφανόπουλου, να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και να κυβερνήσει επί 15 μήνες.
Είναι φανερό και μόνο από τα προηγούμενα, ότι υπήρξε και παρασκήνιο και εξαγορά βουλευτών. Ολα αυτά στο όνομα της δημοκρατίας και μέσα σε ένα κλίμα που οργίαζε ο αντικομμουνισμός, η τρομοκρατία των τανκς και η κινδυνολογία για το ανύπαρκτο λαϊκό μέτωπο και τον επίσης ανύπαρκτο για το αστικό σύστημα κομμουνιστικό κίνδυνο.
Ωστόσο, βλέποντας κανείς τα τότε γεγονότα από τη χρονική απόσταση που διανύθηκε, σε μια θεμελιώδη διαπίστωση καταλήγει ως προς τη διαφορά του τότε με το σήμερα:
~Ο εμπαιγμός σε βάρος του λαού γινόταν πιο απροκάλυπτα, ενώ σήμερα είναι σχετικά συγκαλυμμένος, «κοσμείται» με ιδεολογήματα και η τρομοκρατία δεν ασκείται με την απειλή κάποιας στρατιωτικής χούντας.
~Ασκείται με σύγχρονα ιδεολογικά και πολιτικά μέσα, με «τρομονόμους» και άλλα, που επίσης θωρακίζουν την κρατική καταστολή.
Το κύριο συμπέρασμα είναι η μεγάλη όξυνση εκείνα τα χρόνια των ενδοαστικών αντιθέσεων στο πολιτικό σύστημα.
~Ορθώνεται ανάγλυφα σε όλη την περίοδο το «τρίπολο» Παλάτι - κυβερνήσεις - στρατός.
~Κάθε μέρος είχε μια σχετική αυτονομία και θεωρούσε τον εαυτό του τον καλύτερο εγγυητή του συστήματος.
Ολα τα άλλα, όπως:
Το έγγραφο της CIA που δημοσίευσαν ΤΑ ΝΕΑ,
το αν κινδύνευε η ζωή του Καραμανλή από το Παλάτι και του Ανδρέα Παπανδρέου από τη χούντα,
το αν ο Κ. Μητσοτάκης βρισκόταν (ασφαλώς και θα βρισκόταν) σε επαφή με το Παλάτι,
αποτελούν δευτερεύουσας και τριτεύουσας σημασίας ζητήματα, που η ιστορική έρευνα ασφαλώς δεν πρέπει να βγάλει από το οπτικό της πεδίο. Αλλά είναι δευτερεύοντα, όπως τελείως δευτερεύον είναι και το αν υπήρχαν προσωπικές φιλοδοξίες (Κ. Μητσοτάκης κατά Α. Παπανδρέου) για τη διαδοχή του Γ. Παπανδρέου. Η γενική πορεία των ιστορικών γεγονότων δεν καθορίζεται απ' αυτές.
Το κύριο, λέμε και πάλι, είναι γνωστό και αποδειγμένο: Οξυνση και αλληλοδιαπλοκή των εσωτερικών ενδοαστικών αντιθέσεων και του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα (ΗΠΑ - ΝΑΤΟ).
Αυτή η αλήθεια προκύπτει από τη συζήτηση που συνεχίστηκε και τη βδομάδα που πέρασε μετά το συνέδριο του «Ιδρύματος Κ. Μητσοτάκης» για το 1965, μέσα από συνεντεύξεις και άρθρα αστών παραγόντων, ανεξάρτητα από την ταξική σκοπιά που αναλύουν το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο οι συμμετέχοντες στη συζήτηση.
1. Υπήρξε σύγκρουση Κ. Καραμανλή και βασιλέων; Υπήρξε και ήταν οξύτατη.
Ο πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Β.Α. Κόκκινος, δίχως να δίνει απάντηση, έθεσε το εξής ζήτημα, που είναι ουσιαστικό, αν και αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου :
«Και το μέγα ερώτημα είναι: Πώς ο μεγάλος αυτός πολιτικός άνδρας εγκατέλειψε αιφνιδίως την πολιτική; Είναι πολύ επιπολαία η εκτίμηση ότι ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε τον ρόλο του αρχηγού της αντιπολιτεύσεως. Εξίσου επιπόλαιες είναι οι απόψεις ότι τάχα ο Κ. Καραμανλής συνείχετο από "πλέγματα ενοχής" για τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961, τη δολοφονία του Λαμπράκη και τη Συμφωνία της Ζυρίχης. (...) Γιατί επομένως έφυγε αστραπιαίως ο Κ. Καραμανλής από την Ελλάδα και μάλιστα με το επώνυμο της γραμματέως του; Είναι αληθές το λεγόμενο ότι απειλήθηκε η ζωή του, και προειδοποιήθηκε, όπως διαθρυλείται, από τον Σοφοκλή Βενιζέλο ή από παράγοντα των Ανακτόρων να εγκαταλείψει την Ελλάδα το ταχύτερο;» (ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 11 Μάη 2008).
Βεβαίως, σε αυτό το ερώτημα που ο κ. Κόκκινος απλώς θέτει, έχει δοθεί απάντηση. Την έχουν δώσει οι εφημερίδες της ΕΡΕ:
«Σκοπός του πρωθυπουργού δεν είναι η διατήρησις της εξουσίας αντί πάσης θυσίας, αλλά η αποδοχή πάσης θυσίας (προσωπικής, πολιτικής και κομματικής) προκειμένου να λειτουργήσει ομαλώς το Πολίτευμα και να τηρηθεί η συνταγματική τάξις. Η πρωθυπουργία και η εξουσία πρέπει να θυσιάζονται όταν πρόκειται περί ζητημάτων αρχής», έγραφε η εφημερίδα της παράταξής του «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», όταν ο Καραμανλής παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία το 1963 μετά τη ρήξη με το βασιλιά Παύλο.
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 6ος, σελ. 17).
Την ίδια θέση διατύπωσε τότε και η εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:
«Η απόφαση αυτή του αρχηγού της ΕΡΕ υπήρξεν από πάσης απόψεως αξιέπαινος. Διότι δεν διευκολύνει απλώς τον ανώτατον άρχοντα εις τας κινήσεις του, αλλ' αποτρέπει σοβαρωτέρας εμπλοκάς, αι οποίαι θα ήτο δυνατόν να προέλθουν εκ της εμμονής εις ωρισμένας θέσεις...».
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 6ος, σελ. 18).
Τα παραπάνω μας λένε σαφέστατα, ότι ο Καραμανλής έβαλε πάνω απ' όλα το ταξικό συμφέρον, που στη δοσμένη στιγμή πίστευε ότι έτσι εξυπηρετείται καλύτερα, ανεξάρτητα τι πιστεύει ο καθένας. Απέφυγε να έρθει σε δυναμική σύγκρουση με το Παλάτι, δηλαδή χρησιμοποιώντας στρατιωτικές δυνάμεις ή απειλώντας ότι θα χρησιμοποιήσει, αφού εκεί οδηγούσε μοιραία τυχόν εμμονή στις θέσεις του.
Αποτελούσε αντίφαση η σύγκρουση του Καραμανλή με το βασιλιά, σε σχέση με το γεγονός ότι χάρη στην επιλογή του από το Παλάτι έγινε πρωθυπουργός ο Καραμανλής το 1955, μετά το θάνατο του Παπάγου;
Καμία αντίφαση.
Εκείνο τον καιρό ήταν ο Καραμανλής ο εκλεκτός των Ανακτόρων.
Αργότερα έγινε ο Γ. Παπανδρέου.
Σε συνέχεια οι «αποστάτες».
Κατόπιν (1966) προέκυψε η συμφωνία ΕΡΕ - Κέντρου - Ανακτόρων.
Ακολούθως, η συμμαχία ΕΡΕ - Ανακτόρων και προέκυψε η κυβέρνηση Π. Κανελλοπούλου.
ΚΑΜΜΙΑ ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΛΟΙΠΟΝ...
Εχοντας πάρει τα γεγονότα την παραπάνω πορεία και έχοντας αποφύγει ο Καραμανλής τη δυναμική σύγκρουση με το Παλάτι, διαπίστωνε ο ίδιος:
«Η διάσταση με τον βασιλέα αποτέλεσε την τελευταία πράξη σε μια αλληλουχία γεγονότων (...). Η προσπάθεια για την εξασφάλιση συναινετικής διαδικασίας με σκοπό την αναθεώρηση του Συντάγματος, προϋπόθεση για την εξυγίανση του δημόσιου βίου, τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό και την ανανέωση των μεθόδων ασκήσεως της πολιτικής εξουσίας, θα κατέληγε να ανασταλεί για μια τουλάχιστον δεκαετία». (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 15, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»).
Ενώ, για τη συμμαχία που είχε προκύψει το 1963, ανάμεσα στο Παλάτι και στην Ενωση Κέντρου, ο Καραμανλής έγραψε φανερά οργισμένος:
«Ο βασιλεύς όχι μόνον έδωσεν εις τον Παπανδρέου την εντολήν, αλλ' απέφυγε να δώση και οιανδήποτε απάντησιν εις το τελευταίο μου διάβημα (...). Την επομένην της αναθέσεως της εντολής εις τον Παπανδρέου, συνεκάλεσα εις σύσκεψιν τους επιτελείς του κόμματός μου και υπεστήριξα την ανάγκην όπως ασκηθή κριτική επί της ενεργείας αυτής του βασιλέως. Οι περισσότεροι εφάνησαν επιφυλακτικοί, διότι εφοβούντο την ρήξιν με το Στέμμα. Και τελικώς επεκράτησεν η άποψις της αναμονής».
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 113, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»).
Ο Καραμανλής, λοιπόν, αποχώρησε από την πολιτική, επειδή δεν μπορούσε πια να κυβερνήσει όπως εκείνος επιδίωκε, δηλαδή στη βάση μιας πολιτικής εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Δεν είχε νόημα να παραμένει στην πολιτική. Είχε αποφύγει τη σύγκρουση, ακριβώς επειδή δεν ήθελε, ή δεν είχε το πολιτικό θάρρος, ή δεν μπορούσε, ή όλα αυτά μαζί. Επέλεξε να παραμείνει η μεγάλη πολιτική εφεδρεία της αστικής τάξης.
2. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ και το Παλάτι δεν ήθελαν το 1965 την κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», όπως επίσης και την επάνοδό της στη διακυβέρνηση, που θεωρούνταν σίγουρη αν γίνονταν οι εκλογές του Μαΐου 1967, το γεγονός αυτό, λοιπόν, δεν σημαίνει και ότι η «Ενωση Κέντρου» δεν ήταν κόμμα της πλουτοκρατίας.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και με τη Βρετανία είχαν έρθει στο παρελθόν διάφορες κυβερνήσεις, π.χ. για χειρισμούς στο Κυπριακό. Δεν αποτελούσε αυτό στοιχείο προοδευτικότητας. Ηταν ενδοαστική διαφορά.
Το 1974 ο Κ. Καραμανλής έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Σε τι άλλαζε αυτό την ταξική πολιτική του κατεύθυνση;
Εξάλλου, στο παρελθόν είχε συμβεί και το ακριβώς αντίθετο.
Από το 1950 ως το 1952 οι ΗΠΑ προτιμούσαν τον Πλαστήρα από τον Παπάγο. Οταν ο Παπάγος και μετά ο Κ. Καραμανλής έγιναν πρωθυπουργοί, οι ΗΠΑ ενθάρρυναν και υπογράμμιζαν την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ισχυρό «εθνικό κόμμα», του Κέντρου.
Αυτές οι κινήσεις τους εντάθηκαν μετά τις εκλογές του 1958, όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση.
(Ας σημειωθεί εδώ ότι η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» γνώριζε το καθεστώς «της βίας και της νοθείας» μέσα στο οποίο θα διεξάγονταν οι βουλευτικές εκλογές του 1961. ΟΜΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕ ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΩΦΕΛΗΘΕΙ ΕΚΕΙΝΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΔΑ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΡΕ, ΟΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΤΕΛΙΚΑ. Ετσι, «ΘΥΜΗΘΗΚΕ» ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΚΗΡΥΞΕ ΤΟΝ ''ΑΝΕΝΔΟΤΟ ΑΓΩΝΑ!!!'').
Το 1963 και το 1964 οι ΗΠΑ δεν αντιτάχθηκαν, αντίθετα είδαν με καλό μάτι την άνοδο της «Ενωσης Κέντρου» στη διακυβέρνηση.
Συνεπώς, το γεγονός ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ στράφηκε αργότερα κατά των Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου, έδειχνε ότι είχε έρθει η ώρα να πέσει η «Ενωση Κέντρου» σε δυσμένεια.
3. Οπως συνάγεται από τις ίδιες τις ομολογίες αστών πολιτικών, όλοι περίμεναν τότε ότι θα γίνει στρατιωτική δικτατορία. Και ο Γ. Παπανδρέου και ο Κ. Μητσοτάκης και ο Κ. Καραμανλής και άλλοι. Ολοι περίμεναν, αλλά δεν έκαναν τίποτα για να την αποτρέψουν. Κυρίως, δεν ήθελαν τη λαϊκή κινητοποίηση.
Επομένως, το να ρίχνει ο Κ. Μητσοτάκης και οι πολιτικοί απόγονοι των Παπανδρέου ο ένας την ευθύνη στον άλλο, δείχνει απλώς το μέγεθος της υποκρισίας τους.
Ωστόσο, πώς συνέβη και αιφνιδιάστηκαν όλοι από το στρατιωτικό πραξικόπημα; Συνέβη, επειδή περίμεναν, αν αυτό εκδηλωνόταν, να γίνει από το Παλάτι, που έλεγχε το στρατό.
Ας θυμηθούμε τον Καραμανλή:
«...δεν εξεπλάγην όταν επληροφορήθην το κίνημα της 21ης Απριλίου. Εξεπλάγην όμως για τη μορφήν που έλαβε, δεδομένου ότι εκείνο το οποίον θα ηδύνατο να αναμένεται ήτο η επέμβασις του στρατού κατά το προηγούμενον της Τουρκίας και με σκοπόν να κατασιγάση τα πάθη, να μεταρρυθμίση το Σύνταγμα και να αποκαταστήση εν συνεχεία τη λαϊκήν κυριαρχία».
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 275, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»).
Αναμενόμενο, λοιπόν, το πραξικόπημα!
Για «να κατασιγάση τα πάθη»!
Δηλαδή, για να φέρουν ο καθένας στα δικά του μέτρα τη λαϊκή ετυμηγορία.
Ομως οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς.
Και έδεσαν και το Παλάτι και τους πολιτικούς. Οι συνταγματάρχες, που πραγματοποίησαν συνωμοσία μέσα στη συνωμοσία, ανήκαν στη στρατιωτική οργάνωση ΕΕΝΑ (Εθνική Ενωσις Νέων Αξιωματικών), που ήταν παρακλάδι του ΙΔΕΑ1 (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών).
Τον ίδιο φόβο με του Καραμανλή, να συγκρουστεί με το Παλάτι, τον έδειξε και ο Γ. Παπανδρέου το ίδιο βράδυ της 15ης Ιουλίου. ΑΝΤΙ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΣΕ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ, με τη στάση του «ΚΑΤΕΣΤΕΙΛΕ» το μεγάλο εύρος της λαϊκής διαδήλωσης που ξέσπασε αυθόρμητα και αποφασιστικά, για να τον στηρίξει από την πρώτη στιγμή.
Τον ίδιο φόβο επανέλαβε και ο Κ. Μητσοτάκης: «Θα γινόταν Χιλή του Πινοσέτ», είπε (ΑΛΤΕΡ, 12 Μάη 2008).
Η αξία τέτοιων συμπερασμάτων είναι διαχρονική, ανεξάρτητα και πέρα από το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει το Παλάτι, δεν γίνονται «αποστασίες», το ΚΚΕ δρα στη νομιμότητα και οι ενδοαστικές αντιθέσεις εκφράζονται σε διαφορετικά επίπεδα σε σύγκριση με εκείνων των χρόνων, ενώ για την ώρα μπορεί να τιθασεύονται και οι δικομματικές πλευρές να βαδίζουν χέρι χέρι, μαζί με τα συμπληρώματα της διαχείρισης.
Είναι απίστευτος ο χλευασμός που υπέστη ο λαός στα προδικτατορικά χρόνια από τις ηγεσίες των αστικών κομμάτων.
Μόλις ο Γ. Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του στο βασιλιά, ο τελευταίος όρισε πρωθυπουργό τον Γ. Αθανασιάδη - Νόβα, πρόεδρο της Βουλής και στέλεχος της «Ενωσης Κέντρου».
Η κυβέρνηση, που σχημάτισε ο τελευταίος, καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Ακολούθησε ο σχηματισμός άλλης βασιλικής κυβέρνησης, υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης ηγετικό στέλεχος του Κέντρου, που και αυτή καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Οι ψήφοι της ΕΡΕ και των «αποστατών» του Κέντρου δεν έφταναν.
Εφτασαν αργότερα, όταν προστέθηκαν και νέοι «αποστάτες» του Κέντρου, με αποτέλεσμα η τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αυτή του Στ. Στεφανόπουλου, να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και να κυβερνήσει επί 15 μήνες.
Είναι φανερό και μόνο από τα προηγούμενα, ότι υπήρξε και παρασκήνιο και εξαγορά βουλευτών. Ολα αυτά στο όνομα της δημοκρατίας και μέσα σε ένα κλίμα που οργίαζε ο αντικομμουνισμός, η τρομοκρατία των τανκς και η κινδυνολογία για το ανύπαρκτο λαϊκό μέτωπο και τον επίσης ανύπαρκτο για το αστικό σύστημα κομμουνιστικό κίνδυνο.
Ωστόσο, βλέποντας κανείς τα τότε γεγονότα από τη χρονική απόσταση που διανύθηκε, σε μια θεμελιώδη διαπίστωση καταλήγει ως προς τη διαφορά του τότε με το σήμερα:
~Ο εμπαιγμός σε βάρος του λαού γινόταν πιο απροκάλυπτα, ενώ σήμερα είναι σχετικά συγκαλυμμένος, «κοσμείται» με ιδεολογήματα και η τρομοκρατία δεν ασκείται με την απειλή κάποιας στρατιωτικής χούντας.
~Ασκείται με σύγχρονα ιδεολογικά και πολιτικά μέσα, με «τρομονόμους» και άλλα, που επίσης θωρακίζουν την κρατική καταστολή.
Το κύριο συμπέρασμα είναι η μεγάλη όξυνση εκείνα τα χρόνια των ενδοαστικών αντιθέσεων στο πολιτικό σύστημα.
~Ορθώνεται ανάγλυφα σε όλη την περίοδο το «τρίπολο» Παλάτι - κυβερνήσεις - στρατός.
~Κάθε μέρος είχε μια σχετική αυτονομία και θεωρούσε τον εαυτό του τον καλύτερο εγγυητή του συστήματος.
Ολα τα άλλα, όπως:
Το έγγραφο της CIA που δημοσίευσαν ΤΑ ΝΕΑ,
το αν κινδύνευε η ζωή του Καραμανλή από το Παλάτι και του Ανδρέα Παπανδρέου από τη χούντα,
το αν ο Κ. Μητσοτάκης βρισκόταν (ασφαλώς και θα βρισκόταν) σε επαφή με το Παλάτι,
αποτελούν δευτερεύουσας και τριτεύουσας σημασίας ζητήματα, που η ιστορική έρευνα ασφαλώς δεν πρέπει να βγάλει από το οπτικό της πεδίο. Αλλά είναι δευτερεύοντα, όπως τελείως δευτερεύον είναι και το αν υπήρχαν προσωπικές φιλοδοξίες (Κ. Μητσοτάκης κατά Α. Παπανδρέου) για τη διαδοχή του Γ. Παπανδρέου. Η γενική πορεία των ιστορικών γεγονότων δεν καθορίζεται απ' αυτές.
Το κύριο, λέμε και πάλι, είναι γνωστό και αποδειγμένο: Οξυνση και αλληλοδιαπλοκή των εσωτερικών ενδοαστικών αντιθέσεων και του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα (ΗΠΑ - ΝΑΤΟ).
Αυτή η αλήθεια προκύπτει από τη συζήτηση που συνεχίστηκε και τη βδομάδα που πέρασε μετά το συνέδριο του «Ιδρύματος Κ. Μητσοτάκης» για το 1965, μέσα από συνεντεύξεις και άρθρα αστών παραγόντων, ανεξάρτητα από την ταξική σκοπιά που αναλύουν το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο οι συμμετέχοντες στη συζήτηση.
1. Υπήρξε σύγκρουση Κ. Καραμανλή και βασιλέων; Υπήρξε και ήταν οξύτατη.
Ο πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Β.Α. Κόκκινος, δίχως να δίνει απάντηση, έθεσε το εξής ζήτημα, που είναι ουσιαστικό, αν και αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου :
«Και το μέγα ερώτημα είναι: Πώς ο μεγάλος αυτός πολιτικός άνδρας εγκατέλειψε αιφνιδίως την πολιτική; Είναι πολύ επιπολαία η εκτίμηση ότι ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε τον ρόλο του αρχηγού της αντιπολιτεύσεως. Εξίσου επιπόλαιες είναι οι απόψεις ότι τάχα ο Κ. Καραμανλής συνείχετο από "πλέγματα ενοχής" για τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961, τη δολοφονία του Λαμπράκη και τη Συμφωνία της Ζυρίχης. (...) Γιατί επομένως έφυγε αστραπιαίως ο Κ. Καραμανλής από την Ελλάδα και μάλιστα με το επώνυμο της γραμματέως του; Είναι αληθές το λεγόμενο ότι απειλήθηκε η ζωή του, και προειδοποιήθηκε, όπως διαθρυλείται, από τον Σοφοκλή Βενιζέλο ή από παράγοντα των Ανακτόρων να εγκαταλείψει την Ελλάδα το ταχύτερο;» (ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 11 Μάη 2008).
Βεβαίως, σε αυτό το ερώτημα που ο κ. Κόκκινος απλώς θέτει, έχει δοθεί απάντηση. Την έχουν δώσει οι εφημερίδες της ΕΡΕ:
«Σκοπός του πρωθυπουργού δεν είναι η διατήρησις της εξουσίας αντί πάσης θυσίας, αλλά η αποδοχή πάσης θυσίας (προσωπικής, πολιτικής και κομματικής) προκειμένου να λειτουργήσει ομαλώς το Πολίτευμα και να τηρηθεί η συνταγματική τάξις. Η πρωθυπουργία και η εξουσία πρέπει να θυσιάζονται όταν πρόκειται περί ζητημάτων αρχής», έγραφε η εφημερίδα της παράταξής του «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», όταν ο Καραμανλής παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία το 1963 μετά τη ρήξη με το βασιλιά Παύλο.
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 6ος, σελ. 17).
Την ίδια θέση διατύπωσε τότε και η εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:
«Η απόφαση αυτή του αρχηγού της ΕΡΕ υπήρξεν από πάσης απόψεως αξιέπαινος. Διότι δεν διευκολύνει απλώς τον ανώτατον άρχοντα εις τας κινήσεις του, αλλ' αποτρέπει σοβαρωτέρας εμπλοκάς, αι οποίαι θα ήτο δυνατόν να προέλθουν εκ της εμμονής εις ωρισμένας θέσεις...».
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τ. 6ος, σελ. 18).
Τα παραπάνω μας λένε σαφέστατα, ότι ο Καραμανλής έβαλε πάνω απ' όλα το ταξικό συμφέρον, που στη δοσμένη στιγμή πίστευε ότι έτσι εξυπηρετείται καλύτερα, ανεξάρτητα τι πιστεύει ο καθένας. Απέφυγε να έρθει σε δυναμική σύγκρουση με το Παλάτι, δηλαδή χρησιμοποιώντας στρατιωτικές δυνάμεις ή απειλώντας ότι θα χρησιμοποιήσει, αφού εκεί οδηγούσε μοιραία τυχόν εμμονή στις θέσεις του.
Αποτελούσε αντίφαση η σύγκρουση του Καραμανλή με το βασιλιά, σε σχέση με το γεγονός ότι χάρη στην επιλογή του από το Παλάτι έγινε πρωθυπουργός ο Καραμανλής το 1955, μετά το θάνατο του Παπάγου;
Καμία αντίφαση.
Εκείνο τον καιρό ήταν ο Καραμανλής ο εκλεκτός των Ανακτόρων.
Αργότερα έγινε ο Γ. Παπανδρέου.
Σε συνέχεια οι «αποστάτες».
Κατόπιν (1966) προέκυψε η συμφωνία ΕΡΕ - Κέντρου - Ανακτόρων.
Ακολούθως, η συμμαχία ΕΡΕ - Ανακτόρων και προέκυψε η κυβέρνηση Π. Κανελλοπούλου.
ΚΑΜΜΙΑ ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΛΟΙΠΟΝ...
Εχοντας πάρει τα γεγονότα την παραπάνω πορεία και έχοντας αποφύγει ο Καραμανλής τη δυναμική σύγκρουση με το Παλάτι, διαπίστωνε ο ίδιος:
«Η διάσταση με τον βασιλέα αποτέλεσε την τελευταία πράξη σε μια αλληλουχία γεγονότων (...). Η προσπάθεια για την εξασφάλιση συναινετικής διαδικασίας με σκοπό την αναθεώρηση του Συντάγματος, προϋπόθεση για την εξυγίανση του δημόσιου βίου, τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό και την ανανέωση των μεθόδων ασκήσεως της πολιτικής εξουσίας, θα κατέληγε να ανασταλεί για μια τουλάχιστον δεκαετία». (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 15, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»).
Ενώ, για τη συμμαχία που είχε προκύψει το 1963, ανάμεσα στο Παλάτι και στην Ενωση Κέντρου, ο Καραμανλής έγραψε φανερά οργισμένος:
«Ο βασιλεύς όχι μόνον έδωσεν εις τον Παπανδρέου την εντολήν, αλλ' απέφυγε να δώση και οιανδήποτε απάντησιν εις το τελευταίο μου διάβημα (...). Την επομένην της αναθέσεως της εντολής εις τον Παπανδρέου, συνεκάλεσα εις σύσκεψιν τους επιτελείς του κόμματός μου και υπεστήριξα την ανάγκην όπως ασκηθή κριτική επί της ενεργείας αυτής του βασιλέως. Οι περισσότεροι εφάνησαν επιφυλακτικοί, διότι εφοβούντο την ρήξιν με το Στέμμα. Και τελικώς επεκράτησεν η άποψις της αναμονής».
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 113, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»).
Ο Καραμανλής, λοιπόν, αποχώρησε από την πολιτική, επειδή δεν μπορούσε πια να κυβερνήσει όπως εκείνος επιδίωκε, δηλαδή στη βάση μιας πολιτικής εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Δεν είχε νόημα να παραμένει στην πολιτική. Είχε αποφύγει τη σύγκρουση, ακριβώς επειδή δεν ήθελε, ή δεν είχε το πολιτικό θάρρος, ή δεν μπορούσε, ή όλα αυτά μαζί. Επέλεξε να παραμείνει η μεγάλη πολιτική εφεδρεία της αστικής τάξης.
2. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ και το Παλάτι δεν ήθελαν το 1965 την κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», όπως επίσης και την επάνοδό της στη διακυβέρνηση, που θεωρούνταν σίγουρη αν γίνονταν οι εκλογές του Μαΐου 1967, το γεγονός αυτό, λοιπόν, δεν σημαίνει και ότι η «Ενωση Κέντρου» δεν ήταν κόμμα της πλουτοκρατίας.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και με τη Βρετανία είχαν έρθει στο παρελθόν διάφορες κυβερνήσεις, π.χ. για χειρισμούς στο Κυπριακό. Δεν αποτελούσε αυτό στοιχείο προοδευτικότητας. Ηταν ενδοαστική διαφορά.
Το 1974 ο Κ. Καραμανλής έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Σε τι άλλαζε αυτό την ταξική πολιτική του κατεύθυνση;
Εξάλλου, στο παρελθόν είχε συμβεί και το ακριβώς αντίθετο.
Από το 1950 ως το 1952 οι ΗΠΑ προτιμούσαν τον Πλαστήρα από τον Παπάγο. Οταν ο Παπάγος και μετά ο Κ. Καραμανλής έγιναν πρωθυπουργοί, οι ΗΠΑ ενθάρρυναν και υπογράμμιζαν την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ισχυρό «εθνικό κόμμα», του Κέντρου.
Αυτές οι κινήσεις τους εντάθηκαν μετά τις εκλογές του 1958, όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση.
(Ας σημειωθεί εδώ ότι η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» γνώριζε το καθεστώς «της βίας και της νοθείας» μέσα στο οποίο θα διεξάγονταν οι βουλευτικές εκλογές του 1961. ΟΜΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕ ΠΩΣ ΘΑ ΕΠΩΦΕΛΗΘΕΙ ΕΚΕΙΝΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΔΑ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΡΕ, ΟΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΤΕΛΙΚΑ. Ετσι, «ΘΥΜΗΘΗΚΕ» ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΚΗΡΥΞΕ ΤΟΝ ''ΑΝΕΝΔΟΤΟ ΑΓΩΝΑ!!!'').
Το 1963 και το 1964 οι ΗΠΑ δεν αντιτάχθηκαν, αντίθετα είδαν με καλό μάτι την άνοδο της «Ενωσης Κέντρου» στη διακυβέρνηση.
Συνεπώς, το γεγονός ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ στράφηκε αργότερα κατά των Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου, έδειχνε ότι είχε έρθει η ώρα να πέσει η «Ενωση Κέντρου» σε δυσμένεια.
3. Οπως συνάγεται από τις ίδιες τις ομολογίες αστών πολιτικών, όλοι περίμεναν τότε ότι θα γίνει στρατιωτική δικτατορία. Και ο Γ. Παπανδρέου και ο Κ. Μητσοτάκης και ο Κ. Καραμανλής και άλλοι. Ολοι περίμεναν, αλλά δεν έκαναν τίποτα για να την αποτρέψουν. Κυρίως, δεν ήθελαν τη λαϊκή κινητοποίηση.
Επομένως, το να ρίχνει ο Κ. Μητσοτάκης και οι πολιτικοί απόγονοι των Παπανδρέου ο ένας την ευθύνη στον άλλο, δείχνει απλώς το μέγεθος της υποκρισίας τους.
Ωστόσο, πώς συνέβη και αιφνιδιάστηκαν όλοι από το στρατιωτικό πραξικόπημα; Συνέβη, επειδή περίμεναν, αν αυτό εκδηλωνόταν, να γίνει από το Παλάτι, που έλεγχε το στρατό.
Ας θυμηθούμε τον Καραμανλή:
«...δεν εξεπλάγην όταν επληροφορήθην το κίνημα της 21ης Απριλίου. Εξεπλάγην όμως για τη μορφήν που έλαβε, δεδομένου ότι εκείνο το οποίον θα ηδύνατο να αναμένεται ήτο η επέμβασις του στρατού κατά το προηγούμενον της Τουρκίας και με σκοπόν να κατασιγάση τα πάθη, να μεταρρυθμίση το Σύνταγμα και να αποκαταστήση εν συνεχεία τη λαϊκήν κυριαρχία».
(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, αρχείο, ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 6ος, σελ. 275, έκδοση «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»).
Αναμενόμενο, λοιπόν, το πραξικόπημα!
Για «να κατασιγάση τα πάθη»!
Δηλαδή, για να φέρουν ο καθένας στα δικά του μέτρα τη λαϊκή ετυμηγορία.
Ομως οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς.
Και έδεσαν και το Παλάτι και τους πολιτικούς. Οι συνταγματάρχες, που πραγματοποίησαν συνωμοσία μέσα στη συνωμοσία, ανήκαν στη στρατιωτική οργάνωση ΕΕΝΑ (Εθνική Ενωσις Νέων Αξιωματικών), που ήταν παρακλάδι του ΙΔΕΑ1 (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών).
Τον ίδιο φόβο με του Καραμανλή, να συγκρουστεί με το Παλάτι, τον έδειξε και ο Γ. Παπανδρέου το ίδιο βράδυ της 15ης Ιουλίου. ΑΝΤΙ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΣΕ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ, με τη στάση του «ΚΑΤΕΣΤΕΙΛΕ» το μεγάλο εύρος της λαϊκής διαδήλωσης που ξέσπασε αυθόρμητα και αποφασιστικά, για να τον στηρίξει από την πρώτη στιγμή.
Τον ίδιο φόβο επανέλαβε και ο Κ. Μητσοτάκης: «Θα γινόταν Χιλή του Πινοσέτ», είπε (ΑΛΤΕΡ, 12 Μάη 2008).
4. Αξιοθρήνητη, αντάξια του πολιτικού ρόλου που παίζουν εδώ και δεκαετίες, ήταν η συμμετοχή στη συζήτηση των οπορτουνιστών (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ).
Είπε, μεταξύ άλλων, ο Μ. Γλέζος:
«Ο ισχυρισμός του κ. Μητσοτάκη ότι η ΕΔΑ δεν έκανε αυτό που έπρεπε την εποχή εκείνη, είναι αβάσιμος. Αντιθέτως, έκανε ό,τι μπορούσε. Κατ' αρχάς πολιτικά, είναι πασίγνωστο ότι έθεσε τα πέντε σημεία που ήταν σημαντικά για την ομαλή πορεία της χώρας. Ταυτοχρόνως, υποστήριξε τη λύση της οικουμενικής κυβέρνησης. Η πρόταση δεν έγινε αποδεκτή. Γιατί λοιπόν η ευθύνη να πέφτει στην ΕΔΑ και όχι σε αυτούς που απέρριψαν την πρόταση; Εχουμε κάνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα, π.χ. σε όσες περιοχές δεν είχαμε υποψήφιο ψηφίζαμε την Ενωση Κέντρου...» (ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 11 Μάη 2008).
Το γεγονός, ότι η ΕΔΑ είχε γίνει ουρά των αστικών κομμάτων, όχι μόνο το προσπερνά ο Μ. Γλέζος, αλλά και το θεωρεί ως τη μόνη ενδεδειγμένη ρεαλιστική πολιτική στάση. Το ίδιο και οι υπόλοιποι της ηγεσίας του οπορτουνισμού, που, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, επαναλαμβάνουν τις αποδείξεις (!) της «αποστασίας» του Κ. Μητσοτάκη!
Εγραψε ο Τ. Μπανιάς για εκείνη την εποχή:
«Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα τότε ήταν η δημοκρατία και υπήρχε το παρακράτος, το Παλάτι, οι ξένοι, όλο αυτό το συγκρότημα. Δεν παράδωσε την εξουσία στην κυβέρνηση την οποία και υπέσκαπτε μέχρι που ένα χρόνο μετά, το 1965, έκανε τα Ιουλιανά. Αυτή τη φάση, λοιπόν, όπου δεν αποδέχεται η Δεξιά συνολικά την ήττα της, ότι έχασε την εξουσία, ενώ βλέπεις ότι η δημοκρατία κινδυνεύει από αυτές τις δυνάμεις, η δική σου σωστή σύλληψη είναι να κάνεις την τομή ανάμεσα στη δημοκρατία και τις αντιδημοκρατικές δυνάμεις, πώς θα την υπερασπιστείς και διατηρήσεις. (...) Παρά τις ταλαντεύσεις του, παλινωδίες κλπ., το Κέντρο δεν συνθηκολογεί με τη Δεξιά, και είναι σε αντιπαράθεση και με το Παλάτι...» (Η ΕΠΟΧΗ, 4 Μάη 2008).
Δεν συνθηκολόγησε;
Μαζί υπέγραψαν το περιβόητο «Μνημόνιο» για το σχηματισμό της επίσης βασιλικής κυβέρνησης Ι. Παρασκευόπουλου. (Το δέχτηκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου).
Ενώ ο Γ. Παπανδρέου είχε σταματήσει από πολύ πριν και στα λόγια τον εμπαιγμό του λαού με το νέο «ανένδοτο αγώνα».
Κανένα συμπέρασμα δεν είναι σε θέση να βγάλει ο οπορτουνισμός, έστω κι αν πέρασαν 43 χρόνια από τότε. Ολα καλώς καμωμένα... Η μάχη, ας ήταν σκληρή και δύσκολη, δινόταν για τον εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού συστήματος. Σε αυτή τη βάση διαπαιδαγωγούνταν και το λαϊκό κίνημα κάνοντας αγώνα οπισθοφυλακών, με κυρίαρχη την παρακάτω οπορτουνιστική λογική: Αφού στόχος πρέπει να είναι το να φύγει ή να μην έρθει η Δεξιά, χρειάζεται να συνενωθούν οι αντιδεξιές δυνάμεις.
Στη συνέχεια: Προκύπτει κίνδυνος στρατιωτικής δικτατορίας; Πρέπει να συνενωθούν όλες οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις, μέχρι και τη Δεξιά, για να αποτραπούν τα χειρότερα!
(Οπως υποστήριξε στον πρώτο και στο δεύτερο γύρο των εκλογών και το Γαλλικό ΚΚ, στις εκλογές που ανέδειξαν πρώτο τον Σιράκ και δεύτερη δύναμη τον Λεπέν).
Και μετά τη δικτατορία: Εθνική δημοκρατική ενότητα για να διαφυλαχθεί και να διευρυνθεί η δημοκρατία!
Η αστική δημοκρατία, δηλαδή, μόνιμη έγνοια...
Μόνιμη έγνοια τους η διαχείριση.
Η αυτοτελής δράση της εργατικής τάξης, η συμμαχία της με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με στόχο τη λαϊκή εξουσία, άρα και η καθημερινή δράση, για να διαμορφώνεται ανάλογου ποιοτικού επιπέδου κίνημα και όχι κίνημα αδιέξοδης διαμαρτυρίας, είναι το υπ' αριθμόν ένα δίδαγμα που πρέπει να βγει σήμερα σε ό,τι αφορά την πείρα του λαϊκού κινήματος εκείνων των χρόνων.
Η οργάνωση ΙΔΕΑ ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1944.
Προερχόταν από την «ΕΝΑ» (Ενωση Νέων Αξιωματικών) και την «Τρίαινα», που είχαν ιδρυθεί από αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η σχέση του με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είναι αναμφισβήτητη.
Ο στρατηγός Καραγιάννης έγραψε:
«Κατά τον Ιανουάριον 1950, είκοσι πέντε περίπου εκ των ευρισκομένων εις Αθήνας δρώντων μελών του ΙΔΕΑ, συνεκεντρώθησαν ίνα αποφασίσωσι περί της περαιτέρω πορείας τούτου, μετά τη συντριβήν των κομμουνιστών. Εν αρχή της συσκέψεως ταύτης, ήτις έλαβε μορφήν γενικής συνελεύσεως, ετέθη εν αρχή το ερώτημα: Μετά τη συντριβήν των κομμουνιστοσυμμοριτών και την εμπέδωσιν της τάξεως καθ' άπασαν την Ελλάδα, πρέπει ν' αυτοδιαλυθή ο ΙΔΕΑ ή παρίσταται ανάγκη συνεχίσεως της υπάρξεώς του; Κατόπιν μακράς διεξοδικωτάτης συζητήσεως, ομοφώνως εγένετο δεκτόν, ότι ο ΙΔΕΑ όχι μόνον δεν έπρεπε να διαλυθή, αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να καταβληθή πάσα προσπάθεια διά την αναδιοργάνωσίν του και αποκατάστασιν της κανονικής λειτουργίας του μηχανισμού του, όστις είχε διαταραχθή επαισθήτως κατά τη διάρκειαν του πολέμου κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών... Ούτος θα έπρεπε να αναλάβη δράσιν...».
(Γιώργη Δ. Κατσούλη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ, τόμος 7ος, σελ. 33 - 34, εκδόσεις «Νέα Σύνορα»).
*Ριζοσπάστης*
Είπε, μεταξύ άλλων, ο Μ. Γλέζος:
«Ο ισχυρισμός του κ. Μητσοτάκη ότι η ΕΔΑ δεν έκανε αυτό που έπρεπε την εποχή εκείνη, είναι αβάσιμος. Αντιθέτως, έκανε ό,τι μπορούσε. Κατ' αρχάς πολιτικά, είναι πασίγνωστο ότι έθεσε τα πέντε σημεία που ήταν σημαντικά για την ομαλή πορεία της χώρας. Ταυτοχρόνως, υποστήριξε τη λύση της οικουμενικής κυβέρνησης. Η πρόταση δεν έγινε αποδεκτή. Γιατί λοιπόν η ευθύνη να πέφτει στην ΕΔΑ και όχι σε αυτούς που απέρριψαν την πρόταση; Εχουμε κάνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα, π.χ. σε όσες περιοχές δεν είχαμε υποψήφιο ψηφίζαμε την Ενωση Κέντρου...» (ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 11 Μάη 2008).
Το γεγονός, ότι η ΕΔΑ είχε γίνει ουρά των αστικών κομμάτων, όχι μόνο το προσπερνά ο Μ. Γλέζος, αλλά και το θεωρεί ως τη μόνη ενδεδειγμένη ρεαλιστική πολιτική στάση. Το ίδιο και οι υπόλοιποι της ηγεσίας του οπορτουνισμού, που, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, επαναλαμβάνουν τις αποδείξεις (!) της «αποστασίας» του Κ. Μητσοτάκη!
Εγραψε ο Τ. Μπανιάς για εκείνη την εποχή:
«Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα τότε ήταν η δημοκρατία και υπήρχε το παρακράτος, το Παλάτι, οι ξένοι, όλο αυτό το συγκρότημα. Δεν παράδωσε την εξουσία στην κυβέρνηση την οποία και υπέσκαπτε μέχρι που ένα χρόνο μετά, το 1965, έκανε τα Ιουλιανά. Αυτή τη φάση, λοιπόν, όπου δεν αποδέχεται η Δεξιά συνολικά την ήττα της, ότι έχασε την εξουσία, ενώ βλέπεις ότι η δημοκρατία κινδυνεύει από αυτές τις δυνάμεις, η δική σου σωστή σύλληψη είναι να κάνεις την τομή ανάμεσα στη δημοκρατία και τις αντιδημοκρατικές δυνάμεις, πώς θα την υπερασπιστείς και διατηρήσεις. (...) Παρά τις ταλαντεύσεις του, παλινωδίες κλπ., το Κέντρο δεν συνθηκολογεί με τη Δεξιά, και είναι σε αντιπαράθεση και με το Παλάτι...» (Η ΕΠΟΧΗ, 4 Μάη 2008).
Δεν συνθηκολόγησε;
Μαζί υπέγραψαν το περιβόητο «Μνημόνιο» για το σχηματισμό της επίσης βασιλικής κυβέρνησης Ι. Παρασκευόπουλου. (Το δέχτηκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου).
Ενώ ο Γ. Παπανδρέου είχε σταματήσει από πολύ πριν και στα λόγια τον εμπαιγμό του λαού με το νέο «ανένδοτο αγώνα».
Κανένα συμπέρασμα δεν είναι σε θέση να βγάλει ο οπορτουνισμός, έστω κι αν πέρασαν 43 χρόνια από τότε. Ολα καλώς καμωμένα... Η μάχη, ας ήταν σκληρή και δύσκολη, δινόταν για τον εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού συστήματος. Σε αυτή τη βάση διαπαιδαγωγούνταν και το λαϊκό κίνημα κάνοντας αγώνα οπισθοφυλακών, με κυρίαρχη την παρακάτω οπορτουνιστική λογική: Αφού στόχος πρέπει να είναι το να φύγει ή να μην έρθει η Δεξιά, χρειάζεται να συνενωθούν οι αντιδεξιές δυνάμεις.
Στη συνέχεια: Προκύπτει κίνδυνος στρατιωτικής δικτατορίας; Πρέπει να συνενωθούν όλες οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις, μέχρι και τη Δεξιά, για να αποτραπούν τα χειρότερα!
(Οπως υποστήριξε στον πρώτο και στο δεύτερο γύρο των εκλογών και το Γαλλικό ΚΚ, στις εκλογές που ανέδειξαν πρώτο τον Σιράκ και δεύτερη δύναμη τον Λεπέν).
Και μετά τη δικτατορία: Εθνική δημοκρατική ενότητα για να διαφυλαχθεί και να διευρυνθεί η δημοκρατία!
Η αστική δημοκρατία, δηλαδή, μόνιμη έγνοια...
Μόνιμη έγνοια τους η διαχείριση.
Η αυτοτελής δράση της εργατικής τάξης, η συμμαχία της με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με στόχο τη λαϊκή εξουσία, άρα και η καθημερινή δράση, για να διαμορφώνεται ανάλογου ποιοτικού επιπέδου κίνημα και όχι κίνημα αδιέξοδης διαμαρτυρίας, είναι το υπ' αριθμόν ένα δίδαγμα που πρέπει να βγει σήμερα σε ό,τι αφορά την πείρα του λαϊκού κινήματος εκείνων των χρόνων.
Η οργάνωση ΙΔΕΑ ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1944.
Προερχόταν από την «ΕΝΑ» (Ενωση Νέων Αξιωματικών) και την «Τρίαινα», που είχαν ιδρυθεί από αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η σχέση του με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είναι αναμφισβήτητη.
Ο στρατηγός Καραγιάννης έγραψε:
«Κατά τον Ιανουάριον 1950, είκοσι πέντε περίπου εκ των ευρισκομένων εις Αθήνας δρώντων μελών του ΙΔΕΑ, συνεκεντρώθησαν ίνα αποφασίσωσι περί της περαιτέρω πορείας τούτου, μετά τη συντριβήν των κομμουνιστών. Εν αρχή της συσκέψεως ταύτης, ήτις έλαβε μορφήν γενικής συνελεύσεως, ετέθη εν αρχή το ερώτημα: Μετά τη συντριβήν των κομμουνιστοσυμμοριτών και την εμπέδωσιν της τάξεως καθ' άπασαν την Ελλάδα, πρέπει ν' αυτοδιαλυθή ο ΙΔΕΑ ή παρίσταται ανάγκη συνεχίσεως της υπάρξεώς του; Κατόπιν μακράς διεξοδικωτάτης συζητήσεως, ομοφώνως εγένετο δεκτόν, ότι ο ΙΔΕΑ όχι μόνον δεν έπρεπε να διαλυθή, αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να καταβληθή πάσα προσπάθεια διά την αναδιοργάνωσίν του και αποκατάστασιν της κανονικής λειτουργίας του μηχανισμού του, όστις είχε διαταραχθή επαισθήτως κατά τη διάρκειαν του πολέμου κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών... Ούτος θα έπρεπε να αναλάβη δράσιν...».
(Γιώργη Δ. Κατσούλη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ, τόμος 7ος, σελ. 33 - 34, εκδόσεις «Νέα Σύνορα»).
*Ριζοσπάστης*
Γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας
Τα γεγονότα της 15 Ιούλη 1965. Καθώς και άλλα, από τα πιο σημαντικά της περιόδου μετά το 1950 και μέχρι τις παραμονές της δικτατορίας του 1967-1974.
Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) και που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας.
15 του Ιούλη 1965
Ο Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδας, μετά την εκλογική του νίκη στα 1964 με τη συμβολή και της ΕΔΑ, έκανε μια σύντομη συνάντηση με το βασιλιά Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Μετά την έξοδό του από τα ανάκτορα αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις στους δημοσιογράφους. Ποιο το περιεχόμενο της συνάντησης; Μια ώρα αργότερα, γύρω στις 8.15 μ.μ., ο Γ. Παπανδρέου κάλεσε τους δημοσιογράφους για να τους δώσει το στίγμα των όσων συζήτησε με το βασιλιά.
«Επήλθε διαφωνία Στέμματος και κυβερνήσεως. Αύριον θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις» τους είπε.
(Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 416-417).
Βεβαίως, αμέσως μετά το τέλος της επίσκεψης του Γ. Παπανδρέου στα ανάκτορα, το κατώφλι τους διάβαινε ο, έως εκείνη τη στιγμή, πρόεδρος της Βουλής Γ. Αθανασιάδης - Νόβας. Και, βεβαίως, έλαβε την εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Ετσι, η 15η του Ιούλη καταγράφηκε στην Ιστορία ως η μέρα που ξέσπασε μια βαθιά πολιτική κρίση, η οποία και δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Αλλά ο ελληνικός λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα στη συνέχεια, αφού η εξέλιξή της για δυο ολόκληρα χρόνια οδήγησε στη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΑΥΤΕΣ, ΤΟ ΚΚΕ ΜΕ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ, ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΕ :
«Οι σκοτεινοί κύκλοι της ανωμαλίας - το παλάτι, η χούντα και οι ξένοι - έβαλαν σε εφαρμογή το πραξικόπημα που σχεδίαζαν από καιρό και που μάταια προσπαθούν τώρα να καλύψουν κάτω από το μανδύα της νομιμότητας. Παραβιάζοντας το Σύνταγμα και καταπατώντας ωμά την εκφρασμένη λαϊκή θέληση, ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση και στη θέση της διόρισαν μια τριανδρία - πειθήνιο όργανό τους. Οι σκοποί τους είναι διάφανοι. Χτύπημα των δημοκρατικών καταχτήσεων. ΝΑΤΟική λύση στο Κυπριακό. Τράβηγμα της χώρας στο βρωμερό πόλεμο του Βιετνάμ. Ανελέητη εκμετάλλευση του λαού και της χώρας από τα ξένα και ντόπια μονοπώλια.
Η κατάσταση - σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ - είναι σοβαρή. Οι συνωμότες - αδίστακτοι στις επιδιώξεις τους - σπρώχνουν τη χώρα στο δρόμο της ανωμαλίας, που οδηγεί σε εθνικές συμφορές»
(«ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος 8/1965, σελ. 82-83).
Ο ελληνικός λαός, αντιμετώπισε την εξελισσόμενη πραγματικότητα αυτής της βαθιάς πολιτικής κρίσης με μαζικές διαδηλώσεις και άλλες πολύμορφες κινητοποιήσεις σ' ολόκληρη τη χώρα. Οι διαδηλώσεις έφταναν ως τις συγκρούσεις με την αστυνομία, αφού το τότε καθεστώς στην Ελλάδα διέβλεπε το δυναμισμό τους και βεβαίως δεν ήταν σίγουρο ότι με διαφορετικά μέσα δε θα ξέφευγε ο έλεγχος από τα χέρια του.
Αποκορύφωμα των συγκρούσεων, ήταν η δολοφονία του Σ. Πέτρουλα, μέλους της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, στις 21/7/1965. Ηταν η εποχή που το σύνθημα του «1 1 4» κυριαρχούσε στην αντιπαράθεση λαού και καθεστώτος. Αλλωστε, το κίνημα του «1 1 4» είχε ήδη πάρει διαστάσεις πριν την πολιτική κρίση.
114 ήταν το άρθρο του τότε Συντάγματος, που όριζε ότι η τήρησή του να αφιερώνεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Αυτά τα γεγονότα είχαν βασικό χαρακτηριστικό τους τη μαχητική λαϊκή πάλη, με πρωταγωνιστές τους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά ιδιαίτερα της νεολαίας. Αλλωστε, και πριν την πολιτική κρίση, το λαϊκό κίνημα βρισκόταν σε άνοδο.
Ορισμένα παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν, είναι η πορεία των 80.000 εργατών στις 6/4/1964, οι μεγάλες απεργίες, η κίνηση των 115 συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι μαζικές μαραθώνιες πορείες ειρήνης, η δημιουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού κινήματος στη νεολαία μέσω της Νεολαίας Λαμπράκη, καθώς και τα θετικά αποτελέσματα για την ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές του 1964. Η άνοδος του κινήματος είχε σημαντική συμβολή στην όξυνση των αντιθέσεων του αστικού πολιτικού κόσμου.
Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965, ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις ανάμεσα στα κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα. Είχαν συντελεστεί γεγονότα που συνέβαλαν στην αλλαγή των συμμαχιών ανάμεσα στα Ανάκτορα και στα αστικά πολιτικά κόμματα. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε με το σπάσιμο της σχέσης Παλατιού και «Ενωσης Κέντρου» του Γ. Παπανδρέου και με τη συγκρότηση μετώπου ανάμεσα στο Παλάτι και την ΕΡΕ, που ελέγχανε και το Στρατό. Σ' αυτή τη συμμαχία συμπεριλαμβάνονταν και άλλες δυνάμεις, όπως το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπ. Μαρκεζίνη, η εφημερίδα του Πάνου Κόκκα «Ελευθερία», άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως Λαμπράκης, Παπαγεωργίου, Βελλίδης, αλλά και στελέχη της «Ενωσης Κέντρου».
ΓΙΑΤΙ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ Ο Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1964, όπου η «Ενωση Κέντρου» συγκέντρωσε το 52,72% των ψήφων, απόλυτη πλειοψηφία, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας μπήκε ο Πέτρος Γαρουφαλιάς. Ηταν πιστός στο Παλάτι, άρα ο άνθρωπος του βασιλιά στην κυβέρνηση, για το Στρατό.
«Τις καλές σχέσεις με το Παλάτι ο Γ. Παπανδρέου φροντίζει να τις διατηρήσει και μετά το θάνατο του βασιλιά Παύλου. Στη δεύτερη κυβέρνησή του μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, τοποθετεί στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας τον Πέτρο Γαρουφαλιά, σαν χειρονομία καλής θέλησης προς τα Ανάκτορα. Ο Π. Γαρουφαλιάς είναι πρόσωπο της εμπιστοσύνης των Ανακτόρων και ο Παπανδρέου με την ενέργειά του αυτή εκτιμάει και αποδέχεται το ενδιαφέρον του Παλατιού ν' ασκεί έλεγχο στις Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας»
(Π. Παρασκευόπουλου «Γ. Παπανδρέου», σελ. 126).
Στο μεταξύ, στον Εβρο διαδραματίστηκε η γνωστή προβοκάτσια με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας.
Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΠΕΚΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΤΑΚΗΣ, οι οποίοι είχαν «ΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙ», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ΟΤΙ ΥΠΟΚΙΝΟΥΝΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ!
Ο Παπαδόπουλος ήταν γιος συμπατριώτη και παλιού γνωστού του Γ. Παπανδρέου. Μόλις ο πατέρας Παπαδόπουλος είδε ότι ήταν πιθανό να τιμωρηθεί ο γιος του, πήγε στο Καστρί και παρακάλεσε τον Παπανδρέου «να σώσει το παιδί του». Ο Παπανδρέου συγκινήθηκε (!) και έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο αρχείο!..Μετά την προβοκάτσια του Γ. Παπαδόπουλου στον Εβρο, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από υπουργό Εθνικής Αμυνας, αλλά ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε. «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο γραφείο του στο υπουργείο»
(Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», τόμος 2ος, σελ. 152).
Ο Γ. Παπανδρέου, που θέλησε ν' αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο, βρήκε μπροστά σ' αυτή του την απόφαση τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που αρνήθηκε αυτή την αλλαγή.
Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός.
Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε, και η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε ...το βράδυ της 15 του Ιούλη 1965. Ετσι, στο λαό θέλησαν να δείξουν ότι αιτία της παραίτησης της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου ήταν η άρνηση του βασιλιά να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας!
Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!..
Την ίδια ώρα, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Το μεσημέρι της 18ης του Αυγούστου 1965, ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά, η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»).
Κατά ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966.
Την αντικατέστησε στις 22 του μήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου - Παναγιώτη Κανελλόπουλου - Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη («ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ») και Ελένης Βλάχου («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»).
Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967.
Στις 30 του Μάρτη, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές.
Οι εκλογές προκηρύχτηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν πρόλαβαν να γίνουν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 - 1974).
Από τις δηλώσεις των εμφανιζόμενων ως πρωταγωνιστών της κρίσης στις 15 του Ιούλη 1965 καταγράφονται τα εξής.
«Είχαμε κάνει εκκλήσεις προς τον κ. Παπανδρέου να αποτραπή η κρίσις. Απέβησαν άκαρποι. Αποβλέπων ο βασιλεύς σταθερώς να συνεργασθή με την πλειοψηφίαν της Βουλής, μου ανέθεσε να σχηματίσω κυβέρνησιν εξ αυτής. Θα είναι αύτη αμιγώς της Ενώσεως Κέντρου και θα αποτελή ιδεολογικήν και πολιτικήν συνέχειαν της προηγούμενης κυβερνήσεως», θα πει ο Νόβας («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 16/7/1965).
Αλλά ο Γ. Παπανδρέου μίλησε για παραβίαση του πολιτεύματος και χαρακτήρισε τον Νόβα και τους συν αυτώ ως «ομάδα προδοτών» και κάλεσε τον ελληνικό λαό σε νέο ανένδοτο αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας
(Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος ε', σελ. 237-238).
Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) και που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας.
15 του Ιούλη 1965
Ο Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδας, μετά την εκλογική του νίκη στα 1964 με τη συμβολή και της ΕΔΑ, έκανε μια σύντομη συνάντηση με το βασιλιά Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Μετά την έξοδό του από τα ανάκτορα αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις στους δημοσιογράφους. Ποιο το περιεχόμενο της συνάντησης; Μια ώρα αργότερα, γύρω στις 8.15 μ.μ., ο Γ. Παπανδρέου κάλεσε τους δημοσιογράφους για να τους δώσει το στίγμα των όσων συζήτησε με το βασιλιά.
«Επήλθε διαφωνία Στέμματος και κυβερνήσεως. Αύριον θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις» τους είπε.
(Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 416-417).
Βεβαίως, αμέσως μετά το τέλος της επίσκεψης του Γ. Παπανδρέου στα ανάκτορα, το κατώφλι τους διάβαινε ο, έως εκείνη τη στιγμή, πρόεδρος της Βουλής Γ. Αθανασιάδης - Νόβας. Και, βεβαίως, έλαβε την εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Ετσι, η 15η του Ιούλη καταγράφηκε στην Ιστορία ως η μέρα που ξέσπασε μια βαθιά πολιτική κρίση, η οποία και δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Αλλά ο ελληνικός λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα στη συνέχεια, αφού η εξέλιξή της για δυο ολόκληρα χρόνια οδήγησε στη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΑΥΤΕΣ, ΤΟ ΚΚΕ ΜΕ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ, ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΕ :
«Οι σκοτεινοί κύκλοι της ανωμαλίας - το παλάτι, η χούντα και οι ξένοι - έβαλαν σε εφαρμογή το πραξικόπημα που σχεδίαζαν από καιρό και που μάταια προσπαθούν τώρα να καλύψουν κάτω από το μανδύα της νομιμότητας. Παραβιάζοντας το Σύνταγμα και καταπατώντας ωμά την εκφρασμένη λαϊκή θέληση, ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση και στη θέση της διόρισαν μια τριανδρία - πειθήνιο όργανό τους. Οι σκοποί τους είναι διάφανοι. Χτύπημα των δημοκρατικών καταχτήσεων. ΝΑΤΟική λύση στο Κυπριακό. Τράβηγμα της χώρας στο βρωμερό πόλεμο του Βιετνάμ. Ανελέητη εκμετάλλευση του λαού και της χώρας από τα ξένα και ντόπια μονοπώλια.
Η κατάσταση - σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ - είναι σοβαρή. Οι συνωμότες - αδίστακτοι στις επιδιώξεις τους - σπρώχνουν τη χώρα στο δρόμο της ανωμαλίας, που οδηγεί σε εθνικές συμφορές»
(«ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος 8/1965, σελ. 82-83).
Ο ελληνικός λαός, αντιμετώπισε την εξελισσόμενη πραγματικότητα αυτής της βαθιάς πολιτικής κρίσης με μαζικές διαδηλώσεις και άλλες πολύμορφες κινητοποιήσεις σ' ολόκληρη τη χώρα. Οι διαδηλώσεις έφταναν ως τις συγκρούσεις με την αστυνομία, αφού το τότε καθεστώς στην Ελλάδα διέβλεπε το δυναμισμό τους και βεβαίως δεν ήταν σίγουρο ότι με διαφορετικά μέσα δε θα ξέφευγε ο έλεγχος από τα χέρια του.
Αποκορύφωμα των συγκρούσεων, ήταν η δολοφονία του Σ. Πέτρουλα, μέλους της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, στις 21/7/1965. Ηταν η εποχή που το σύνθημα του «1 1 4» κυριαρχούσε στην αντιπαράθεση λαού και καθεστώτος. Αλλωστε, το κίνημα του «1 1 4» είχε ήδη πάρει διαστάσεις πριν την πολιτική κρίση.
114 ήταν το άρθρο του τότε Συντάγματος, που όριζε ότι η τήρησή του να αφιερώνεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Αυτά τα γεγονότα είχαν βασικό χαρακτηριστικό τους τη μαχητική λαϊκή πάλη, με πρωταγωνιστές τους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά ιδιαίτερα της νεολαίας. Αλλωστε, και πριν την πολιτική κρίση, το λαϊκό κίνημα βρισκόταν σε άνοδο.
Ορισμένα παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν, είναι η πορεία των 80.000 εργατών στις 6/4/1964, οι μεγάλες απεργίες, η κίνηση των 115 συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι μαζικές μαραθώνιες πορείες ειρήνης, η δημιουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού κινήματος στη νεολαία μέσω της Νεολαίας Λαμπράκη, καθώς και τα θετικά αποτελέσματα για την ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές του 1964. Η άνοδος του κινήματος είχε σημαντική συμβολή στην όξυνση των αντιθέσεων του αστικού πολιτικού κόσμου.
Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965, ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις ανάμεσα στα κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα. Είχαν συντελεστεί γεγονότα που συνέβαλαν στην αλλαγή των συμμαχιών ανάμεσα στα Ανάκτορα και στα αστικά πολιτικά κόμματα. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε με το σπάσιμο της σχέσης Παλατιού και «Ενωσης Κέντρου» του Γ. Παπανδρέου και με τη συγκρότηση μετώπου ανάμεσα στο Παλάτι και την ΕΡΕ, που ελέγχανε και το Στρατό. Σ' αυτή τη συμμαχία συμπεριλαμβάνονταν και άλλες δυνάμεις, όπως το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπ. Μαρκεζίνη, η εφημερίδα του Πάνου Κόκκα «Ελευθερία», άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως Λαμπράκης, Παπαγεωργίου, Βελλίδης, αλλά και στελέχη της «Ενωσης Κέντρου».
ΓΙΑΤΙ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ Ο Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1964, όπου η «Ενωση Κέντρου» συγκέντρωσε το 52,72% των ψήφων, απόλυτη πλειοψηφία, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας μπήκε ο Πέτρος Γαρουφαλιάς. Ηταν πιστός στο Παλάτι, άρα ο άνθρωπος του βασιλιά στην κυβέρνηση, για το Στρατό.
«Τις καλές σχέσεις με το Παλάτι ο Γ. Παπανδρέου φροντίζει να τις διατηρήσει και μετά το θάνατο του βασιλιά Παύλου. Στη δεύτερη κυβέρνησή του μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, τοποθετεί στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας τον Πέτρο Γαρουφαλιά, σαν χειρονομία καλής θέλησης προς τα Ανάκτορα. Ο Π. Γαρουφαλιάς είναι πρόσωπο της εμπιστοσύνης των Ανακτόρων και ο Παπανδρέου με την ενέργειά του αυτή εκτιμάει και αποδέχεται το ενδιαφέρον του Παλατιού ν' ασκεί έλεγχο στις Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας»
(Π. Παρασκευόπουλου «Γ. Παπανδρέου», σελ. 126).
Στο μεταξύ, στον Εβρο διαδραματίστηκε η γνωστή προβοκάτσια με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας.
Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΠΕΚΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΤΑΚΗΣ, οι οποίοι είχαν «ΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙ», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ΟΤΙ ΥΠΟΚΙΝΟΥΝΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ!
Ο Παπαδόπουλος ήταν γιος συμπατριώτη και παλιού γνωστού του Γ. Παπανδρέου. Μόλις ο πατέρας Παπαδόπουλος είδε ότι ήταν πιθανό να τιμωρηθεί ο γιος του, πήγε στο Καστρί και παρακάλεσε τον Παπανδρέου «να σώσει το παιδί του». Ο Παπανδρέου συγκινήθηκε (!) και έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο αρχείο!..Μετά την προβοκάτσια του Γ. Παπαδόπουλου στον Εβρο, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από υπουργό Εθνικής Αμυνας, αλλά ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε. «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο γραφείο του στο υπουργείο»
(Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», τόμος 2ος, σελ. 152).
Ο Γ. Παπανδρέου, που θέλησε ν' αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο, βρήκε μπροστά σ' αυτή του την απόφαση τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που αρνήθηκε αυτή την αλλαγή.
Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός.
Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε, και η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε ...το βράδυ της 15 του Ιούλη 1965. Ετσι, στο λαό θέλησαν να δείξουν ότι αιτία της παραίτησης της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου ήταν η άρνηση του βασιλιά να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας!
Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!..
Την ίδια ώρα, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Το μεσημέρι της 18ης του Αυγούστου 1965, ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά, η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»).
Κατά ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966.
Την αντικατέστησε στις 22 του μήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου - Παναγιώτη Κανελλόπουλου - Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη («ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ») και Ελένης Βλάχου («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»).
Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967.
Στις 30 του Μάρτη, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές.
Οι εκλογές προκηρύχτηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν πρόλαβαν να γίνουν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 - 1974).
Από τις δηλώσεις των εμφανιζόμενων ως πρωταγωνιστών της κρίσης στις 15 του Ιούλη 1965 καταγράφονται τα εξής.
«Είχαμε κάνει εκκλήσεις προς τον κ. Παπανδρέου να αποτραπή η κρίσις. Απέβησαν άκαρποι. Αποβλέπων ο βασιλεύς σταθερώς να συνεργασθή με την πλειοψηφίαν της Βουλής, μου ανέθεσε να σχηματίσω κυβέρνησιν εξ αυτής. Θα είναι αύτη αμιγώς της Ενώσεως Κέντρου και θα αποτελή ιδεολογικήν και πολιτικήν συνέχειαν της προηγούμενης κυβερνήσεως», θα πει ο Νόβας («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 16/7/1965).
Αλλά ο Γ. Παπανδρέου μίλησε για παραβίαση του πολιτεύματος και χαρακτήρισε τον Νόβα και τους συν αυτώ ως «ομάδα προδοτών» και κάλεσε τον ελληνικό λαό σε νέο ανένδοτο αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας
(Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος ε', σελ. 237-238).
Η ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΤΟ ΤΟΤΕ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Το κόμμα της Ενωσης Κέντρου κάποιοι αστοί ιστορικοί, δημοσιολόγοι και πολιτικοί έχουν φροντίσει να το διατηρήσουν στην ιστορική μνήμη ως το κόμμα των μεγάλων αλλαγών σε όφελος του λαού και κυρίως στα ζητήματα των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και της διεύρυνσης των ελευθεριών, σε αντίθεση με το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς, που επικρατούσε από την ήττα του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος το 1949, ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό κόμμα βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Η διατήρηση ακόμη και στις μέρες μας, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι η συνέχεια της Ενωσης Κέντρου, αυτού του μύθου, γιατί περί μύθου πρόκειται, αποτελεί μέρος της προσπάθειας του αστικού πολιτικού συστήματος :
ΝΑ στηρίζει την κάλπικη σε πολιτικό επίπεδο διαχωριστική γραμμή «δεξιά - αντιδεξιά, ή δεξιά - δημοκρατικές δυνάμεις»,
ΝΑ λειτουργεί έτσι η εναλλαγή των κομμάτων της άρχουσας τάξης στις κυβερνήσεις,
ΝΑ συνεχίζεται η ίδια πολιτική διαχείρισης με μικρές παραλλαγές και να εγκλωβίζονται οι λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα.
Βεβαίως, το λαϊκό κίνημα πάλευε για διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η ίδια η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε πλέον να στηρίζει το καθεστώς της στην πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει μετά τον Εμφύλιο και τη νίκη της κατά του λαϊκού κινήματος.
Με ένα κράτος άκρως κατασταλτικό, με τους μηχανισμούς τους κρατικούς και παρακρατικούς, αλλά και το στρατό κυρίαρχους, με το χαφιέ και το χωροφύλακα να δεσπόζουν στη δημόσια ζωή.
Απαιτούνταν αστικοί εκσυγχρονισμοί.
Τέτοιους υποσχέθηκε η Ενωση Κέντρου, ανεξάρτητα από το αν μπορούσε να τους επιβάλει, όπως και δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ακόμη, αυτό το εύρος των εκσυγχρονισμών περιοριζόταν στα όρια που επέτρεπαν τα δύο κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα (Παλάτι - στρατός, και κυβερνήσεις).
Αλλωστε, για νομιμοποίηση του ΚΚΕ ούτε λόγος γινόταν, ενώ οι φυλακές και επί κυβέρνησης Ενωσης Κέντρου συνέχιζαν να είναι γεμάτες από πολιτικούς κρατούμενους, κυρίως κομμουνιστές, καταδικασθέντες με βάση τους αντιδραστικούς νόμους του μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος και από τα στρατοδικεία.
ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΚΡΙΒΩΣ, ΩΣ ΚΟΜΜΑ, Η ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ;
Συγκροτήθηκε λίγο πριν από τις εκλογές της βίας και νοθείας, που έγιναν στις 29 του Οκτώβρη 1961 και ανέδειξαν τότε στην κυβέρνηση την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι οι εκλογές για τις οποίες ο λαός έλεγε ότι ψήφισαν και οι πεθαμένοι.
Τέτοιο όργιο νοθείας υπό το καθεστώς του χωροφύλακα και του παρακράτους έγινε.
Στη σύνθεσή της η Ενωση Κέντρου ήταν πολυσυλλεκτική.
Αποτελούνταν από τους Φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, την ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη (ήταν το κόμμα που είχε συγκροτήσει αρχές της δεκαετίας του '50 ο Ν. Πλαστήρας), τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου, κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον Ηλ. Τσιριμώκο, που εμφανιζόταν ως σοσιαλιστής (στο παρελθόν είχε δικό του κόμμα, την Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία, ΕΛΔ, η οποία συμμετείχε και στο ΕΑΜ), τον Στ. Στεφανόπουλο, προερχόμενο από το κόμμα του Συναγερμού του Αλ. Παπάγου, και άλλους.
Ηταν ένα κόμμα απαραίτητο στο σύστημα και για το λόγο αυτό η άρχουσα τάξη και οι Αμερικανοί κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να το συγκροτήσουν. Γι' αυτό, άλλωστε, και ο Κ. Καραμανλής το 1958 αρνήθηκε να δεχτεί στο κόμμα του - την ΕΡΕ - τον Γ. Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος του το ζήτησε:
«Θα εξασθενούσατε έτσι - του είπε ο Καραμανλής - μιαν εθνική αντιπολίτευση που η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας - για το γενικό καλό - ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φθορά της εξουσίας θα επέβαλλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι' αυτό εύχομαι το σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του»
(Μ. Ζενεβουά: «Η Ελλάς του Καραμανλή», εκδόσεις «Σιδέρη», σελ. 208).
Η Ενωση Κέντρου ήταν, επίσης, ένα κόμμα που φτιάχτηκε για να ανακόψει την ανοδική πορεία της ΕΔΑ, η οποία στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το ομολογεί απερίφραστα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά:
«Η αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο (σ.σ. την περίοδο που δημιουργήθηκε η ΕΚ) είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η προβολή ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του κέντρου».
(Α. Παπανδρέου: «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», εκδόσεις «Καρανάση», σελ. 156 - 157).
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σχετικά με το πώς σκεφτόταν να κυβερνήσει, και να καθυποτάξει το λαό στο σύστημα, είχε πει τα εξής:
«Με τας εκλογάς η Ενωσις Κέντρου θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς, η ΕΔΑ θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς. Επομένως αι εκλογαί είναι η ιδεώδης ευκαιρία αντιμετωπίσεως των μαζών. Οχι συνεργασία. Είναι ο ιδεώδης τρόπος αι εκλογαί, διά να γίνη ο διαχωρισμός των μαζών. Διότι αι μάζαι κατ' ανάγκην διά λόγους κομματικής εντάξεως θα τοποθετηθούν αντιμέτωποι»
(«Φως εις την πολιτικήν κρίσιν που συνεκλόνισε την Ελλάδα - Πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος 1 και 2/9/1965». Αθήναι 1965, σελ. 26).
Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» σ' όλο της το μεγαλείο.
Η Ενωση Κέντρου, λοιπόν, φτιάχτηκε για να στηρίξει το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς και όχι για να το αλλάξει. Φτιάχτηκε για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Κι ανταποκρίθηκε σ' αυτό της το ρόλο με μέγιστη επάρκεια, αφού όταν ήρθε στην κυβερνητική εξουσία δεν επιχείρησε καμιά βαθιά τομή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου, παρά το γεγονός ότι η λαϊκή πλειοψηφία στην οποία στηριζόταν ήταν τεράστια.
Βεβαίως, η Ενωση Κέντρου πήρε και κάποια μέτρα που τότε φάνταζαν δημοκρατικά και που, εξαιτίας των Ιουλιανών, οδήγησαν ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για μέτρα που τρομοκράτησαν την άρχουσα τάξη, η οποία, τάχα, φοβήθηκε πως άνοιγαν οι «δυνατότητες προς μια πολιτική εξέλιξη, που μακροπρόθεσμα θα έθετε τέρμα στα προνόμιά της»
(Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 149).
Πρόκειται ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟ ΕΚΤΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. Το πιο σωστό είναι αυτό που σημειώνει ο Δ. Χαραλάμπης. Οτι, δηλαδή, τα μέτρα αυτά δε συνιστούσαν τομή, ότι ΗΤΑΝ ΕΝΤΑΓΜΕΝΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ «της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής απογείωσης και της μακροχρόνιας σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας» ΚΙ ΟΤΙ ΕΝΤΕΛΕΙ «δεν υπήρχε ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ Ενωσης Κέντρου και ΕΡΕ»
(Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και Πολιτική Εξουσία», εκδόσεις «Εξάντας», σελ. 161).
ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
Το γεγονός ότι στελέχη της Ενωσης Κέντρου συμμάχησαν με το Παλάτι κόντρα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, και μάλιστα ανέλαβαν και το σχηματισμό κυβέρνησης με εντολή του βασιλιά μετά την παραίτησή της, καταγράφηκε στην αστική ιστοριογραφία ως «αποστασία» και τα συγκεκριμένα στελέχη ως «αποστάτες».
Οι «αποστάτες», δίχως αμφιβολία, διέπραξαν πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του. Ενέργησαν, όμως, με συνέπεια, όσον αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει αυτό που πραγματικά ήταν.
Δεν αποστάτησαν από την τάξη τους.
Επίσης, φορτίστηκε συναισθηματικά και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης τους, για να κρυφτεί ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της Ενωσης Κέντρου και για να εξυπηρετηθεί η πολιτική της.
Με αυτό τον τρόπο η Ενωση Κέντρου αποπροσανατόλιζε το λαό.
Οι λεγόμενοι αποστάτες είπαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν τις κεντροδεξιές με τη βούληση του Παλατιού κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Υποστήριξαν ότι η σύγκρουση του Παπανδρέου με το Παλάτι οδηγούσε σε τέτοιες εξελίξεις. ΑΛΛΑ, Η ΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ.
Το κύριο που τους απασχολούσε ήταν ο λαϊκός παράγοντας και οι όποιοι πιθανοί κίνδυνοι από την παρέμβασή του, λόγω της σύγκρουσης των κέντρων εξουσίας, Παλατιού και κυβέρνησης. Και ήθελαν να εμποδίσουν την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Φαίνεται όμως ότι και η διεθνής κατάσταση «ωθούσε» σε πιο σκληρές αντιλαϊκές εξελίξεις. Το Κυπριακό ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη, ενώ στη Μ. Ανατολή, η Αίγυπτος με τις συμμάχους χώρες, ετοίμαζαν την επίθεση κατά του Ισραήλ. Αυτές οι εξελίξεις διαγράφτηκαν κατά την περίοδο της χούντας του Απρίλη του 1967. Και πράγματι, το ντόπιο κατεστημένο, ή ένα τμήμα του, μαζί με τους Αμερικανούς προετοίμαζαν τις μετέπειτα εξελίξεις. Τους χρειαζόταν μια ανάλογη πολιτική κρίση.
Το κόμμα της Ενωσης Κέντρου κάποιοι αστοί ιστορικοί, δημοσιολόγοι και πολιτικοί έχουν φροντίσει να το διατηρήσουν στην ιστορική μνήμη ως το κόμμα των μεγάλων αλλαγών σε όφελος του λαού και κυρίως στα ζητήματα των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και της διεύρυνσης των ελευθεριών, σε αντίθεση με το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς, που επικρατούσε από την ήττα του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος το 1949, ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό κόμμα βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Η διατήρηση ακόμη και στις μέρες μας, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι η συνέχεια της Ενωσης Κέντρου, αυτού του μύθου, γιατί περί μύθου πρόκειται, αποτελεί μέρος της προσπάθειας του αστικού πολιτικού συστήματος :
ΝΑ στηρίζει την κάλπικη σε πολιτικό επίπεδο διαχωριστική γραμμή «δεξιά - αντιδεξιά, ή δεξιά - δημοκρατικές δυνάμεις»,
ΝΑ λειτουργεί έτσι η εναλλαγή των κομμάτων της άρχουσας τάξης στις κυβερνήσεις,
ΝΑ συνεχίζεται η ίδια πολιτική διαχείρισης με μικρές παραλλαγές και να εγκλωβίζονται οι λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα.
Βεβαίως, το λαϊκό κίνημα πάλευε για διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η ίδια η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε πλέον να στηρίζει το καθεστώς της στην πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει μετά τον Εμφύλιο και τη νίκη της κατά του λαϊκού κινήματος.
Με ένα κράτος άκρως κατασταλτικό, με τους μηχανισμούς τους κρατικούς και παρακρατικούς, αλλά και το στρατό κυρίαρχους, με το χαφιέ και το χωροφύλακα να δεσπόζουν στη δημόσια ζωή.
Απαιτούνταν αστικοί εκσυγχρονισμοί.
Τέτοιους υποσχέθηκε η Ενωση Κέντρου, ανεξάρτητα από το αν μπορούσε να τους επιβάλει, όπως και δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ακόμη, αυτό το εύρος των εκσυγχρονισμών περιοριζόταν στα όρια που επέτρεπαν τα δύο κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα (Παλάτι - στρατός, και κυβερνήσεις).
Αλλωστε, για νομιμοποίηση του ΚΚΕ ούτε λόγος γινόταν, ενώ οι φυλακές και επί κυβέρνησης Ενωσης Κέντρου συνέχιζαν να είναι γεμάτες από πολιτικούς κρατούμενους, κυρίως κομμουνιστές, καταδικασθέντες με βάση τους αντιδραστικούς νόμους του μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος και από τα στρατοδικεία.
ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΚΡΙΒΩΣ, ΩΣ ΚΟΜΜΑ, Η ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ;
Συγκροτήθηκε λίγο πριν από τις εκλογές της βίας και νοθείας, που έγιναν στις 29 του Οκτώβρη 1961 και ανέδειξαν τότε στην κυβέρνηση την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι οι εκλογές για τις οποίες ο λαός έλεγε ότι ψήφισαν και οι πεθαμένοι.
Τέτοιο όργιο νοθείας υπό το καθεστώς του χωροφύλακα και του παρακράτους έγινε.
Στη σύνθεσή της η Ενωση Κέντρου ήταν πολυσυλλεκτική.
Αποτελούνταν από τους Φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, την ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη (ήταν το κόμμα που είχε συγκροτήσει αρχές της δεκαετίας του '50 ο Ν. Πλαστήρας), τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου, κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον Ηλ. Τσιριμώκο, που εμφανιζόταν ως σοσιαλιστής (στο παρελθόν είχε δικό του κόμμα, την Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία, ΕΛΔ, η οποία συμμετείχε και στο ΕΑΜ), τον Στ. Στεφανόπουλο, προερχόμενο από το κόμμα του Συναγερμού του Αλ. Παπάγου, και άλλους.
Ηταν ένα κόμμα απαραίτητο στο σύστημα και για το λόγο αυτό η άρχουσα τάξη και οι Αμερικανοί κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να το συγκροτήσουν. Γι' αυτό, άλλωστε, και ο Κ. Καραμανλής το 1958 αρνήθηκε να δεχτεί στο κόμμα του - την ΕΡΕ - τον Γ. Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος του το ζήτησε:
«Θα εξασθενούσατε έτσι - του είπε ο Καραμανλής - μιαν εθνική αντιπολίτευση που η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας - για το γενικό καλό - ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φθορά της εξουσίας θα επέβαλλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι' αυτό εύχομαι το σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του»
(Μ. Ζενεβουά: «Η Ελλάς του Καραμανλή», εκδόσεις «Σιδέρη», σελ. 208).
Η Ενωση Κέντρου ήταν, επίσης, ένα κόμμα που φτιάχτηκε για να ανακόψει την ανοδική πορεία της ΕΔΑ, η οποία στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το ομολογεί απερίφραστα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά:
«Η αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο (σ.σ. την περίοδο που δημιουργήθηκε η ΕΚ) είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η προβολή ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του κέντρου».
(Α. Παπανδρέου: «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», εκδόσεις «Καρανάση», σελ. 156 - 157).
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σχετικά με το πώς σκεφτόταν να κυβερνήσει, και να καθυποτάξει το λαό στο σύστημα, είχε πει τα εξής:
«Με τας εκλογάς η Ενωσις Κέντρου θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς, η ΕΔΑ θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς. Επομένως αι εκλογαί είναι η ιδεώδης ευκαιρία αντιμετωπίσεως των μαζών. Οχι συνεργασία. Είναι ο ιδεώδης τρόπος αι εκλογαί, διά να γίνη ο διαχωρισμός των μαζών. Διότι αι μάζαι κατ' ανάγκην διά λόγους κομματικής εντάξεως θα τοποθετηθούν αντιμέτωποι»
(«Φως εις την πολιτικήν κρίσιν που συνεκλόνισε την Ελλάδα - Πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος 1 και 2/9/1965». Αθήναι 1965, σελ. 26).
Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» σ' όλο της το μεγαλείο.
Η Ενωση Κέντρου, λοιπόν, φτιάχτηκε για να στηρίξει το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς και όχι για να το αλλάξει. Φτιάχτηκε για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Κι ανταποκρίθηκε σ' αυτό της το ρόλο με μέγιστη επάρκεια, αφού όταν ήρθε στην κυβερνητική εξουσία δεν επιχείρησε καμιά βαθιά τομή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου, παρά το γεγονός ότι η λαϊκή πλειοψηφία στην οποία στηριζόταν ήταν τεράστια.
Βεβαίως, η Ενωση Κέντρου πήρε και κάποια μέτρα που τότε φάνταζαν δημοκρατικά και που, εξαιτίας των Ιουλιανών, οδήγησαν ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για μέτρα που τρομοκράτησαν την άρχουσα τάξη, η οποία, τάχα, φοβήθηκε πως άνοιγαν οι «δυνατότητες προς μια πολιτική εξέλιξη, που μακροπρόθεσμα θα έθετε τέρμα στα προνόμιά της»
(Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 149).
Πρόκειται ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟ ΕΚΤΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. Το πιο σωστό είναι αυτό που σημειώνει ο Δ. Χαραλάμπης. Οτι, δηλαδή, τα μέτρα αυτά δε συνιστούσαν τομή, ότι ΗΤΑΝ ΕΝΤΑΓΜΕΝΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ «της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής απογείωσης και της μακροχρόνιας σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας» ΚΙ ΟΤΙ ΕΝΤΕΛΕΙ «δεν υπήρχε ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ Ενωσης Κέντρου και ΕΡΕ»
(Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και Πολιτική Εξουσία», εκδόσεις «Εξάντας», σελ. 161).
ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ
Το γεγονός ότι στελέχη της Ενωσης Κέντρου συμμάχησαν με το Παλάτι κόντρα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, και μάλιστα ανέλαβαν και το σχηματισμό κυβέρνησης με εντολή του βασιλιά μετά την παραίτησή της, καταγράφηκε στην αστική ιστοριογραφία ως «αποστασία» και τα συγκεκριμένα στελέχη ως «αποστάτες».
Οι «αποστάτες», δίχως αμφιβολία, διέπραξαν πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του. Ενέργησαν, όμως, με συνέπεια, όσον αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει αυτό που πραγματικά ήταν.
Δεν αποστάτησαν από την τάξη τους.
Επίσης, φορτίστηκε συναισθηματικά και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης τους, για να κρυφτεί ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της Ενωσης Κέντρου και για να εξυπηρετηθεί η πολιτική της.
Με αυτό τον τρόπο η Ενωση Κέντρου αποπροσανατόλιζε το λαό.
Οι λεγόμενοι αποστάτες είπαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν τις κεντροδεξιές με τη βούληση του Παλατιού κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Υποστήριξαν ότι η σύγκρουση του Παπανδρέου με το Παλάτι οδηγούσε σε τέτοιες εξελίξεις. ΑΛΛΑ, Η ΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ.
Το κύριο που τους απασχολούσε ήταν ο λαϊκός παράγοντας και οι όποιοι πιθανοί κίνδυνοι από την παρέμβασή του, λόγω της σύγκρουσης των κέντρων εξουσίας, Παλατιού και κυβέρνησης. Και ήθελαν να εμποδίσουν την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Φαίνεται όμως ότι και η διεθνής κατάσταση «ωθούσε» σε πιο σκληρές αντιλαϊκές εξελίξεις. Το Κυπριακό ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη, ενώ στη Μ. Ανατολή, η Αίγυπτος με τις συμμάχους χώρες, ετοίμαζαν την επίθεση κατά του Ισραήλ. Αυτές οι εξελίξεις διαγράφτηκαν κατά την περίοδο της χούντας του Απρίλη του 1967. Και πράγματι, το ντόπιο κατεστημένο, ή ένα τμήμα του, μαζί με τους Αμερικανούς προετοίμαζαν τις μετέπειτα εξελίξεις. Τους χρειαζόταν μια ανάλογη πολιτική κρίση.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '60
Το 1961 είχαν διαμορφωθεί νέα δεδομένα στην εσωτερική και στη διεθνή κατάσταση.
Η Ελλάδα είχε συνδεθεί με την ΕΟΚ.
Παράλληλα, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε σημαδευτεί απ' το νέο κύμα των χιλιάδων μεταναστών, απ' το ολοκληρωτικό μαράζωμα μεγάλων ζωνών της υπαίθρου και τη συγκέντρωση εκατομμυρίων ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, όπου «άνθισε» η αντιπαροχή γης και διαμορφώθηκαν οι νέες στρατιές των προλετάριων.
Την ίδια περίοδο, η φτώχεια και η ανεργία «έσπαζαν κόκαλα».
«Ο Σβορώνος υπολογίζει την ανεργία σε 20% και ο Φωτόπουλος αναφέρει 24% (ήτοι 864 χιλ. άτομα) του ενεργού πληθυσμού ως άνεργους για το 1961»
(Δημ. Χαραλάμπη: «Στρατός και πολιτική εξουσία», σελ. 103, εκδόσεις «ΕΞΑΝΤΑΣ»).
Βασικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, όπως ο Κ. Καραμανλής, είχαν αντιληφθεί πως όσο η πολιτική ζωή απομακρυνόταν από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, τόσο θα ξεπερνιόταν οι πιο ωμές αντικομμουνιστικές μέθοδοι, ως μέσα καταστολής του κινήματος. Θεωρούσαν αναγκαίο να στηριχθούν κυρίως σ' ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα και σε εκσυγχρονισμούς «χαλάρωσης» των ωμών κατασταλτικών μέτρων, δίχως να παραιτούνται από τη χρήση και αντικομμουνιστικών μεθόδων. Εξάλλου, ο ωμός αντικομμουνισμός συνεχιζόταν και εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων, όπως η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βερολίνο, η απόβαση των Αμερικανών πεζοναυτών στην Κούβα (κόλπος των Χοίρων), καθώς και το γενικότερο κλίμα της ψυχροπολεμικής έντασης κατά των σοσιαλιστικών κρατών.
Η διαμόρφωση του άλλου δικομματικού σκέλους πρόβαλλε ως θεμελιακός όρος για την απορρόφηση της λαϊκής αγανάκτησης και τη σταθεροποίηση της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Ας μην ξεχνάμε ότι το μαζικό λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα είχαν σημειώσει σοβαρά ανοδικά βήματα, το ίδιο και το κίνημα Παιδείας, που έμεινε στην ιστορία ως κίνημα του 15%, ενώ η ΕΔΑ βρισκόταν στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πολιτικοί κρατούμενοι είχαν απελευθερωθεί και είχαν στελεχώσει την ΕΔΑ και βασικές μαζικές οργανώσεις. Από την άλλη, η ήττα στον Εμφύλιο είχε «σπρώξει» πολλές ΕΑΜικές δυνάμεις προς το «Κέντρο», όμως οι αγωνιστικές παραδόσεις ήσαν σ' αυτές ζωντανές. Αυτό το γεγονός μπορούσε προοπτικά να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος, κάτω από προϋποθέσεις. Επιπρόσθετα, ήταν δυνάμεις που δεν έπεφταν θύματα του αντικομμουνισμού. Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι πολλές κυρίαρχες δυνάμεις «έπεσαν πάνω» στους ηγέτες του «Κέντρου», για να ενωθούν.
Ο Καραμανλής, πριν από το 1960, ευνοούσε τη συνένωση των δυνάμεων του «Κέντρου», που αρκετοί λόγοι είχαν συμβάλει στην πολυδιάσπασή του.
Κυριότερος λόγος ήταν ότι η κρίση του αστικού κράτους και του πολιτικού του συστήματος, από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι τον Εμφύλιο, είχε εκφραστεί πολύ πιο θεαματικά στα βενιζελικής προέλευσης κόμματα, με την πολυδιάσπαση και την απομαζικοποίησή τους. Ακόμη, με τις έντονες διαφωνίες τους ως προς την τακτική καταστολής και ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος.
Εκείνο τον καιρό, ο Γ. Παπανδρέου παζάρευε με τον Καραμανλή την προσχώρησή του στην ΕΡΕ και πλειοδοτούσε υπέρ της καθιέρωσης του πλειοψηφικού συστήματος. Ισως επέλεξε πραγματικά αυτή την τακτική, αν και τελικά δεν την υλοποίησε. Ισως το έκανε για να εκβιάσει τους επίδοξους να ηγηθούν του «Κέντρου» και να γίνει αυτός ο ηγέτης του. Ετσι ή αλλιώς, το σίγουρο είναι ότι ήθελε «εκλογές με τον χωροφύλακα», όπως ο ίδιος έλεγε.
Τελικά, η κυβέρνηση της ΕΡΕ έφερε νομοσχέδιο, με το οποίο εισηγήθηκε την ψήφιση της ενισχυμένης αναλογικής ως εκλογικού συστήματος, ενώ προέβλεπε ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με το πλειοψηφικό. Με το νόμο της ενισχυμένης αναλογικής, η χώρα έφτασε στις εκλογές του 1961, που διεξήχθησαν την 29η Οκτώβρη, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του στρατηγού Κ. Δόβα.
Στο μεταξύ, 40 μέρες πριν, την 19 Σεπτέμβρη, ιδρύθηκε η «Ενωση Κέντρου».
Η «Ενωση Κέντρου» πρόβαλλε στο προσκήνιο ως πιο διορατικός εκφραστής των συμφερόντων της πλουτοκρατίας σε σχέση με την ΕΡΕ. Αξιοποιώντας δημαγωγικά τις καλύτερες στιγμές του αστικού φιλελευθερισμού, αλλά μη θέτοντας σε αμφισβήτηση το συνταγματικό ρόλο του Στέμματος.
Υποσχόμενη στο λαό ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και μένοντας σταθερή στον αντικομμουνισμό της, η «Ενωση Κέντρου» ήρθε με αξιώσεις να διακόψει την 9χρονη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβέρνηση, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, όχι μόνον ως ισχυρό ανάχωμα κατά του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και με τη φιλοδοξία να το λεηλατήσει και να το βάλει στο περιθώριο...
Οι εκλογές του 1961 έχουν καταγραφεί στην Ιστορία ως εκλογές βίας και νοθείας. Τα γεγονότα απέδειξαν το όργιο που άσκησαν ο Στρατός, η Χωροφυλακή, τα ΤΕΑ, η ΚΥΠ και άλλοι μηχανισμοί. Οι δυο δολοφονημένοι νεολαίοι της ΕΔΑ στην προεκλογική περίοδο, ο Στέφανος Βελδεμίρης και ο στρατιώτης Διονύσης Κερπινιώτης, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τού τι έγινε τότε... Ορισμένοι επιχειρούν ν' αποσυνδέσουν από το όργιο του 1961 τον Κ. Καραμανλή και να του αποδώσουν μόνο πολιτικές ευθύνες για τη δράση μιας σειράς μηχανισμών εν αγνοία του... Τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Πριν τις εκλογές, η ΕΔΑ είχε κάνει γνωστό το «σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ» (με βάση το οποίο έγινε η τρομοκρατική επιχείρηση νόθευσης των εκλογών), καταθέτοντας στοιχεία στη Βουλή, που η ΕΡΕ απέρριψε ως συκοφαντικά! Από την άλλη, ο Κ. Καραμανλής είχε συγκροτήσει την περιβόητη «επιτροπή των 10», γραμματέας της οποίας ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος.
Ρόλος αυτής της επιτροπής ήταν η καθοδήγηση του αντικομμουνιστικού αγώνα και η εξασφάλιση της παραμονής της ΕΡΕ στην εξουσία. Το γεγονός ότι στις εκλογές του 1961 έγινε όργιο βίας και νοθείας, ποτέ δεν το παραδέχτηκαν οι ηγέτες της «Δεξιάς», ακόμη και πολλά χρόνια αργότερα. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Π. Κανελλόπουλου, που είχε τη φήμη του «μετριοπαθούς».
Εγραψε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα:
«Θα εκέρδιζε, βέβαια, τις εκλογές του 1961 η ΕΡΕ, αλλά θα της έλειπαν κάποια εκατοστά ψήφων. Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ούτε κ' εγώ, είχαμε πολιτικό συμφέρον ή την ηθική προδιάθεση να ενθαρρύνουμε τις ανωμαλίες εκείνες, όσες τυχόν σημειώθηκαν. Βεβαιώνω τον αναγνώστη ότι δεν τις είχαμε καν πληροφορηθεί. Υπάρχουν όργανα του Κράτους, ειδικότερα των Σωμάτων Ασφαλείας, που, όταν ένα κόμμα βρίσκεται πολύν καιρό στην εξουσία, συνδέουν τόσο πολύ τη νοοτροπία τους με το κόμμα τούτο, ώστε συγχέουν μέσα τους μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση με την έννοια του "καθεστώτος", θεωρώντας το κόμμα που κυβερνάει πολλά χρόνια, σαν "καθεστώς", που οφείλουν να προστατεύουν. Ετσι, με την παρότρυνση και ανεξέλεγκτων, ασύδοτων κομματικών παραγόντων (ακόμη και υποψηφίων καμιά φορά βουλευτών), παραβαίνουν τους κανόνες της αμεροληψίας, που είναι καθήκον τους να τηρούν, και προβαίνουν σε πιέσεις, όπου αυτές πιάνουν» (Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ», σελ. 48, ΑΘΗΝΑΙ 1975).
Το τι επρόκειτο, βεβαίως, να συμβεί σε αυτές τις εκλογές ήταν σε γνώση του Γ. Παπανδρέου.
Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής έγραψε σχετικά:
«Δυστυχώς, όμως, τρεις μήνες προ των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου οι αρχηγοί της Ενωσης Κέντρου και ιδίως ο Βενιζέλος είχαν πληροφορηθεί παρ' ανωτάτων φίλων τους αξιωματικών, ότι είχε μελετηθεί και οργανωθεί λεπτομερές σχέδιο επεμβάσεως του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας προς υπερψήφιση της ΕΡΕ»
(Σπ. Λιναρδάτου, ο.π., τ. Δ', σελ. 59).
Τον Γ. Παπανδρέου τον αποκάλυψε αργότερα και ο εκδότης της εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνος Κόκκας, που έγραψε στο κύριο άρθρο της, την 7η Σεπτέμβρη 1965:
«Και ήτο ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου πλήρως ενήμερος της σχεδιαζόμενης βίας και νοθείας. Και επίστευεν ότι μέριμνα του κ. Δόβα και του επί της Εθνικής Αμύνης υπουργού του κ. Χ. Ποταμιάνου θα ήσαν τα ιδικά μας συμφέροντα και πάλιν» (ο.π., σελ. 60).
ΑΛΛΑ ΤΙ ΣΥΝΕΒΕΙ;
«Ενοπλες ομάδες χτυπούσαν την πόρτα κάθε σπιτιού (τις νυχτερινές ώρες, για ψυχολογικούς λόγους) και τροποποιούσαν την προηγούμενη απειλητική προειδοποίηση ("όποιος ψηφίσει ΕΔΑ θα πάει εξορία") ως εξής: "Οποιος δεν ψηφίσει ΕΡΕ θα πάει εξορία"
(Γιάννη Κάτρη: «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», σελ. 117, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ»).
Οταν τα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι από τη βία και τη νοθεία ωφελήθηκε κατά πρώτο λόγο η ΕΡΕ, τότε ο Παπανδρέου κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα» κατά της «Δεξιάς»!..
Φοβούμενος μήπως η ΕΔΑ τον μονοπωλήσει...
Ετσι, ο συμμέτοχος σε σειρά αντιλαϊκών μεθοδεύσεων πήρε τη ρομφαία του ...τιμωρού και με αυτή κατάφερε το 1963 να έρθει η «Ενωση Κέντρου» πρώτο κόμμα.
Επειδή όμως δε σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση, οι εκλογές επαναλήφθηκαν την 16 Φεβρουαρίου 1964, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ι. Παρασκευόπουλου, οπότε η «Ενωση Κέντρου» σημείωσε μεγάλη νίκη, συγκεντρώνοντας το 52,72% των ψήφων...
Στο προηγούμενο διάστημα εν τω μεταξύ είχε εκδηλωθεί ανοιχτά η εύνοια των Ανακτόρων προς την «Ενωση Κέντρου».
Από τότε που το Παλάτι «τα έσπασε» με τον Καραμανλή, έριξε το πολιτικό βάρος του υπέρ του Γ. Παπανδρέου.
Επαναλαμβανόταν, ακόμη μια φορά, η γνωστή και από το παρελθόν σύμπραξη Μοναρχίας - «Κέντρου» κατά της «Δεξιάς»...
Στη συγκέντρωση από την «Ενωση Κέντρου» ενός τόσο υψηλού ποσοστού, συνέβαλε και η ΕΔΑ, που δεν κατέθεσε συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, ώστε να διευκολύνει το «Κέντρο» να διώξει τη «Δεξιά»...
Αυτή η επιλογή της ΕΔΑ θεωρήθηκε ως πολύ σημαντικός ελιγμός, που έβαζε πλάτη στη συσπείρωση «των δημοκρατικών δυνάμεων» και στην απομάκρυνση της «Δεξιάς» από την εξουσία, άρα άνοιγε το δρόμο για να προχωρήσει η δημοκρατική εξέλιξη...
Εχει γίνει μάλιστα και κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, επειδή δεν είχε κάνει πιο πριν το ίδιο, δηλαδή στις εκλογές της 3 Νοέμβρη 1963!
Ενώ από ορισμένους άλλους προβλήθηκε η άποψη ότι η πριμοδότηση της «Ενωσης Κέντρου» από την ΕΔΑ δεν απέβαινε σε βάρος της, επειδή σ' αυτές τις 24 εκλογικές περιφέρειες η ΕΔΑ δεν είχε προοπτική να εκλέξει βουλευτές!..
Μπορεί, άραγε, πίσω από αυτήν την απολογητική πρόφαση, να κρυφτεί η λογική, που μπροστά στο πρόσκαιρο, δήθεν, όφελος, θυσίαζε τα πραγματικά συμφέροντα του κινήματος;
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Η κρίση του 1965, έδειξε ότι η πορεία του καπιταλισμού στην Ελλάδα απαιτούσε εκσυγχρονισμούς στο πολιτικό σύστημα, το οποίο ουσιαστικά έμενε ανέπαφο από την εποχή της λήξης του εμφυλίου πολέμου.
Η άρχουσα τάξη είχε εφαρμόσει τέτοια πολιτική ωμής καταστολής όλ' αυτά τα χρόνια για να τσακίσει το λαϊκό κίνημα της περιόδου 1941-1949 και είχε δημιουργήσει τέτοιο ιδεολογικό οπλοστάσιο και μηχανισμούς, που το αστικό πολιτικό σύστημα στα 1965 δεν ήταν ακόμη σε θέση να δεχτεί και να αφομοιώσει ομαλά και δίχως κινδύνους, από το λαϊκό κίνημα, εκείνους τους εκσυγχρονισμούς που απαιτούσε η ίδια η καπιταλιστική εξέλιξη! Δεν ήταν μόνο το Παλάτι ως κέντρο εξουσίας που αντιδρούσε και στο παραμικρό που μπορούσε να περιορίσει την εξουσία του. Ηταν και η ΕΡΕ, αλλά, όπως αποδείχτηκε, ήταν και η «Ενωση Κέντρου» ανέτοιμη να δεχτεί και να εφαρμόσει το «καινούριο», που εξάλλου αποτελούσε και λαϊκή απαίτηση.
Σχετικά με τα γεγονότα, υπάρχει και παρασκήνιο που αποκαλύπτει ότι ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε συμβιβασμό με τα Ανάκτορα.
«Ο Γ. Παπανδρέου, την επομένη, τηλεφώνησε στον Στ. Στεφανόπουλο και του είπε επί λέξει: "Στέφανε, σου φέρνουν να υπογράψεις και συ μια επιστολή προς εμένα. Σου δίνω το λόγο της τιμής μου: Το βράδυ πηγαίνω στα Ανάκτορα να τα φτιάξω με τον βασιλιά"» (Γ. Λεονταρίτη: «Ανάμεσα στα δύο άκρα», σελ. 408).
Εχει υποστηριχτεί πως ο Γ. Παπανδρέου πιέστηκε από τον Ανδρέα να κρατήσει στάση ανυποχώρητη στο θέμα Γαρουφαλιά. Αυτό είναι πολύ πιθανό να συνέβη. Ο Α. Παπανδρέου πρόβαλε από τότε λίγο πιο προωθημένα συνθήματα σε σχέση με τη γραμμή της «Ενωσης Κέντρου».
Το πιο πιθανό, ωστόσο, είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε μέσα στην εξής αντίφαση: Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Ο ίδιος από την άλλη, ούτε που διανοείτο τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν τη δυναμική που μπορούσε να πάρει το λαϊκό κίνημα. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω.
Τα πράγματα, δηλαδή, είχαν έρθει έτσι που το ζήτημα του «ποιος κυβερνά» (η κυβέρνηση ή το παλάτι) ετίθετο επί τάπητος. Κι ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορούσε να λυθεί με τον περιορισμό του βασιλιά σε επουσιώδη ρόλο. Ούτε με την ιστορία του Παλατιού, ούτε με τη βούληση και τις επιδιώξεις των πιο συντηρητικών δυνάμεων ταίριαζε αυτός ο ρόλος.
Βεβαίως, από τις μετέπειτα εξελίξεις φαίνεται καθαρά ότι ο Γ. Παπανδρέου έκανε ό,τι ήταν δυνατό να μην υπάρξουν συνθήκες κλονισμού του καθεστώτος, χρησιμοποιώντας και το λαϊκό κίνημα.
Ο Μ. Παπακωνσταντίνου («Η ταραγμένη εξαετία», εκδόσεις «Προσκήνιο», τόμος Β' σελ. 180-181) επιβεβαιώνει ότι ενισχύθηκαν τα λαϊκά ερείσματα του Κέντρου μετά την αποπομπή του από την κυβέρνηση. Ετσι ο Γ. Παπανδρέου, το Δεκέμβρη του 1966, συμφώνησε με το Παλάτι και την ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου να στηρίξουν από κοινού τη συντηρητική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Το κατεστημένο στην Ελλάδα και οι ξένοι σύμμαχοί του είχαν ήδη αυτό που ήθελαν για να προχωρήσουν στην εφαρμογή των σχεδίων τους.
Η ΕΔΑ δεν μπορούσε να τους εμποδίσει, το ΚΚΕ ήταν παράνομο. Ετσι οι εξελίξεις οδήγησαν στο στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα και τη δικτατορία του Απρίλη 1967.
Το 1961 είχαν διαμορφωθεί νέα δεδομένα στην εσωτερική και στη διεθνή κατάσταση.
Η Ελλάδα είχε συνδεθεί με την ΕΟΚ.
Παράλληλα, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε σημαδευτεί απ' το νέο κύμα των χιλιάδων μεταναστών, απ' το ολοκληρωτικό μαράζωμα μεγάλων ζωνών της υπαίθρου και τη συγκέντρωση εκατομμυρίων ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, όπου «άνθισε» η αντιπαροχή γης και διαμορφώθηκαν οι νέες στρατιές των προλετάριων.
Την ίδια περίοδο, η φτώχεια και η ανεργία «έσπαζαν κόκαλα».
«Ο Σβορώνος υπολογίζει την ανεργία σε 20% και ο Φωτόπουλος αναφέρει 24% (ήτοι 864 χιλ. άτομα) του ενεργού πληθυσμού ως άνεργους για το 1961»
(Δημ. Χαραλάμπη: «Στρατός και πολιτική εξουσία», σελ. 103, εκδόσεις «ΕΞΑΝΤΑΣ»).
Βασικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, όπως ο Κ. Καραμανλής, είχαν αντιληφθεί πως όσο η πολιτική ζωή απομακρυνόταν από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, τόσο θα ξεπερνιόταν οι πιο ωμές αντικομμουνιστικές μέθοδοι, ως μέσα καταστολής του κινήματος. Θεωρούσαν αναγκαίο να στηριχθούν κυρίως σ' ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα και σε εκσυγχρονισμούς «χαλάρωσης» των ωμών κατασταλτικών μέτρων, δίχως να παραιτούνται από τη χρήση και αντικομμουνιστικών μεθόδων. Εξάλλου, ο ωμός αντικομμουνισμός συνεχιζόταν και εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων, όπως η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βερολίνο, η απόβαση των Αμερικανών πεζοναυτών στην Κούβα (κόλπος των Χοίρων), καθώς και το γενικότερο κλίμα της ψυχροπολεμικής έντασης κατά των σοσιαλιστικών κρατών.
Η διαμόρφωση του άλλου δικομματικού σκέλους πρόβαλλε ως θεμελιακός όρος για την απορρόφηση της λαϊκής αγανάκτησης και τη σταθεροποίηση της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Ας μην ξεχνάμε ότι το μαζικό λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα είχαν σημειώσει σοβαρά ανοδικά βήματα, το ίδιο και το κίνημα Παιδείας, που έμεινε στην ιστορία ως κίνημα του 15%, ενώ η ΕΔΑ βρισκόταν στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πολιτικοί κρατούμενοι είχαν απελευθερωθεί και είχαν στελεχώσει την ΕΔΑ και βασικές μαζικές οργανώσεις. Από την άλλη, η ήττα στον Εμφύλιο είχε «σπρώξει» πολλές ΕΑΜικές δυνάμεις προς το «Κέντρο», όμως οι αγωνιστικές παραδόσεις ήσαν σ' αυτές ζωντανές. Αυτό το γεγονός μπορούσε προοπτικά να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος, κάτω από προϋποθέσεις. Επιπρόσθετα, ήταν δυνάμεις που δεν έπεφταν θύματα του αντικομμουνισμού. Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι πολλές κυρίαρχες δυνάμεις «έπεσαν πάνω» στους ηγέτες του «Κέντρου», για να ενωθούν.
Ο Καραμανλής, πριν από το 1960, ευνοούσε τη συνένωση των δυνάμεων του «Κέντρου», που αρκετοί λόγοι είχαν συμβάλει στην πολυδιάσπασή του.
Κυριότερος λόγος ήταν ότι η κρίση του αστικού κράτους και του πολιτικού του συστήματος, από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι τον Εμφύλιο, είχε εκφραστεί πολύ πιο θεαματικά στα βενιζελικής προέλευσης κόμματα, με την πολυδιάσπαση και την απομαζικοποίησή τους. Ακόμη, με τις έντονες διαφωνίες τους ως προς την τακτική καταστολής και ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος.
Εκείνο τον καιρό, ο Γ. Παπανδρέου παζάρευε με τον Καραμανλή την προσχώρησή του στην ΕΡΕ και πλειοδοτούσε υπέρ της καθιέρωσης του πλειοψηφικού συστήματος. Ισως επέλεξε πραγματικά αυτή την τακτική, αν και τελικά δεν την υλοποίησε. Ισως το έκανε για να εκβιάσει τους επίδοξους να ηγηθούν του «Κέντρου» και να γίνει αυτός ο ηγέτης του. Ετσι ή αλλιώς, το σίγουρο είναι ότι ήθελε «εκλογές με τον χωροφύλακα», όπως ο ίδιος έλεγε.
Τελικά, η κυβέρνηση της ΕΡΕ έφερε νομοσχέδιο, με το οποίο εισηγήθηκε την ψήφιση της ενισχυμένης αναλογικής ως εκλογικού συστήματος, ενώ προέβλεπε ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με το πλειοψηφικό. Με το νόμο της ενισχυμένης αναλογικής, η χώρα έφτασε στις εκλογές του 1961, που διεξήχθησαν την 29η Οκτώβρη, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του στρατηγού Κ. Δόβα.
Στο μεταξύ, 40 μέρες πριν, την 19 Σεπτέμβρη, ιδρύθηκε η «Ενωση Κέντρου».
Η «Ενωση Κέντρου» πρόβαλλε στο προσκήνιο ως πιο διορατικός εκφραστής των συμφερόντων της πλουτοκρατίας σε σχέση με την ΕΡΕ. Αξιοποιώντας δημαγωγικά τις καλύτερες στιγμές του αστικού φιλελευθερισμού, αλλά μη θέτοντας σε αμφισβήτηση το συνταγματικό ρόλο του Στέμματος.
Υποσχόμενη στο λαό ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και μένοντας σταθερή στον αντικομμουνισμό της, η «Ενωση Κέντρου» ήρθε με αξιώσεις να διακόψει την 9χρονη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβέρνηση, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, όχι μόνον ως ισχυρό ανάχωμα κατά του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και με τη φιλοδοξία να το λεηλατήσει και να το βάλει στο περιθώριο...
Οι εκλογές του 1961 έχουν καταγραφεί στην Ιστορία ως εκλογές βίας και νοθείας. Τα γεγονότα απέδειξαν το όργιο που άσκησαν ο Στρατός, η Χωροφυλακή, τα ΤΕΑ, η ΚΥΠ και άλλοι μηχανισμοί. Οι δυο δολοφονημένοι νεολαίοι της ΕΔΑ στην προεκλογική περίοδο, ο Στέφανος Βελδεμίρης και ο στρατιώτης Διονύσης Κερπινιώτης, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τού τι έγινε τότε... Ορισμένοι επιχειρούν ν' αποσυνδέσουν από το όργιο του 1961 τον Κ. Καραμανλή και να του αποδώσουν μόνο πολιτικές ευθύνες για τη δράση μιας σειράς μηχανισμών εν αγνοία του... Τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Πριν τις εκλογές, η ΕΔΑ είχε κάνει γνωστό το «σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ» (με βάση το οποίο έγινε η τρομοκρατική επιχείρηση νόθευσης των εκλογών), καταθέτοντας στοιχεία στη Βουλή, που η ΕΡΕ απέρριψε ως συκοφαντικά! Από την άλλη, ο Κ. Καραμανλής είχε συγκροτήσει την περιβόητη «επιτροπή των 10», γραμματέας της οποίας ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος.
Ρόλος αυτής της επιτροπής ήταν η καθοδήγηση του αντικομμουνιστικού αγώνα και η εξασφάλιση της παραμονής της ΕΡΕ στην εξουσία. Το γεγονός ότι στις εκλογές του 1961 έγινε όργιο βίας και νοθείας, ποτέ δεν το παραδέχτηκαν οι ηγέτες της «Δεξιάς», ακόμη και πολλά χρόνια αργότερα. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Π. Κανελλόπουλου, που είχε τη φήμη του «μετριοπαθούς».
Εγραψε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα:
«Θα εκέρδιζε, βέβαια, τις εκλογές του 1961 η ΕΡΕ, αλλά θα της έλειπαν κάποια εκατοστά ψήφων. Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ούτε κ' εγώ, είχαμε πολιτικό συμφέρον ή την ηθική προδιάθεση να ενθαρρύνουμε τις ανωμαλίες εκείνες, όσες τυχόν σημειώθηκαν. Βεβαιώνω τον αναγνώστη ότι δεν τις είχαμε καν πληροφορηθεί. Υπάρχουν όργανα του Κράτους, ειδικότερα των Σωμάτων Ασφαλείας, που, όταν ένα κόμμα βρίσκεται πολύν καιρό στην εξουσία, συνδέουν τόσο πολύ τη νοοτροπία τους με το κόμμα τούτο, ώστε συγχέουν μέσα τους μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση με την έννοια του "καθεστώτος", θεωρώντας το κόμμα που κυβερνάει πολλά χρόνια, σαν "καθεστώς", που οφείλουν να προστατεύουν. Ετσι, με την παρότρυνση και ανεξέλεγκτων, ασύδοτων κομματικών παραγόντων (ακόμη και υποψηφίων καμιά φορά βουλευτών), παραβαίνουν τους κανόνες της αμεροληψίας, που είναι καθήκον τους να τηρούν, και προβαίνουν σε πιέσεις, όπου αυτές πιάνουν» (Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ», σελ. 48, ΑΘΗΝΑΙ 1975).
Το τι επρόκειτο, βεβαίως, να συμβεί σε αυτές τις εκλογές ήταν σε γνώση του Γ. Παπανδρέου.
Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής έγραψε σχετικά:
«Δυστυχώς, όμως, τρεις μήνες προ των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου οι αρχηγοί της Ενωσης Κέντρου και ιδίως ο Βενιζέλος είχαν πληροφορηθεί παρ' ανωτάτων φίλων τους αξιωματικών, ότι είχε μελετηθεί και οργανωθεί λεπτομερές σχέδιο επεμβάσεως του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας προς υπερψήφιση της ΕΡΕ»
(Σπ. Λιναρδάτου, ο.π., τ. Δ', σελ. 59).
Τον Γ. Παπανδρέου τον αποκάλυψε αργότερα και ο εκδότης της εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνος Κόκκας, που έγραψε στο κύριο άρθρο της, την 7η Σεπτέμβρη 1965:
«Και ήτο ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου πλήρως ενήμερος της σχεδιαζόμενης βίας και νοθείας. Και επίστευεν ότι μέριμνα του κ. Δόβα και του επί της Εθνικής Αμύνης υπουργού του κ. Χ. Ποταμιάνου θα ήσαν τα ιδικά μας συμφέροντα και πάλιν» (ο.π., σελ. 60).
ΑΛΛΑ ΤΙ ΣΥΝΕΒΕΙ;
«Ενοπλες ομάδες χτυπούσαν την πόρτα κάθε σπιτιού (τις νυχτερινές ώρες, για ψυχολογικούς λόγους) και τροποποιούσαν την προηγούμενη απειλητική προειδοποίηση ("όποιος ψηφίσει ΕΔΑ θα πάει εξορία") ως εξής: "Οποιος δεν ψηφίσει ΕΡΕ θα πάει εξορία"
(Γιάννη Κάτρη: «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», σελ. 117, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ»).
Οταν τα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι από τη βία και τη νοθεία ωφελήθηκε κατά πρώτο λόγο η ΕΡΕ, τότε ο Παπανδρέου κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα» κατά της «Δεξιάς»!..
Φοβούμενος μήπως η ΕΔΑ τον μονοπωλήσει...
Ετσι, ο συμμέτοχος σε σειρά αντιλαϊκών μεθοδεύσεων πήρε τη ρομφαία του ...τιμωρού και με αυτή κατάφερε το 1963 να έρθει η «Ενωση Κέντρου» πρώτο κόμμα.
Επειδή όμως δε σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση, οι εκλογές επαναλήφθηκαν την 16 Φεβρουαρίου 1964, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ι. Παρασκευόπουλου, οπότε η «Ενωση Κέντρου» σημείωσε μεγάλη νίκη, συγκεντρώνοντας το 52,72% των ψήφων...
Στο προηγούμενο διάστημα εν τω μεταξύ είχε εκδηλωθεί ανοιχτά η εύνοια των Ανακτόρων προς την «Ενωση Κέντρου».
Από τότε που το Παλάτι «τα έσπασε» με τον Καραμανλή, έριξε το πολιτικό βάρος του υπέρ του Γ. Παπανδρέου.
Επαναλαμβανόταν, ακόμη μια φορά, η γνωστή και από το παρελθόν σύμπραξη Μοναρχίας - «Κέντρου» κατά της «Δεξιάς»...
Στη συγκέντρωση από την «Ενωση Κέντρου» ενός τόσο υψηλού ποσοστού, συνέβαλε και η ΕΔΑ, που δεν κατέθεσε συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, ώστε να διευκολύνει το «Κέντρο» να διώξει τη «Δεξιά»...
Αυτή η επιλογή της ΕΔΑ θεωρήθηκε ως πολύ σημαντικός ελιγμός, που έβαζε πλάτη στη συσπείρωση «των δημοκρατικών δυνάμεων» και στην απομάκρυνση της «Δεξιάς» από την εξουσία, άρα άνοιγε το δρόμο για να προχωρήσει η δημοκρατική εξέλιξη...
Εχει γίνει μάλιστα και κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, επειδή δεν είχε κάνει πιο πριν το ίδιο, δηλαδή στις εκλογές της 3 Νοέμβρη 1963!
Ενώ από ορισμένους άλλους προβλήθηκε η άποψη ότι η πριμοδότηση της «Ενωσης Κέντρου» από την ΕΔΑ δεν απέβαινε σε βάρος της, επειδή σ' αυτές τις 24 εκλογικές περιφέρειες η ΕΔΑ δεν είχε προοπτική να εκλέξει βουλευτές!..
Μπορεί, άραγε, πίσω από αυτήν την απολογητική πρόφαση, να κρυφτεί η λογική, που μπροστά στο πρόσκαιρο, δήθεν, όφελος, θυσίαζε τα πραγματικά συμφέροντα του κινήματος;
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Η κρίση του 1965, έδειξε ότι η πορεία του καπιταλισμού στην Ελλάδα απαιτούσε εκσυγχρονισμούς στο πολιτικό σύστημα, το οποίο ουσιαστικά έμενε ανέπαφο από την εποχή της λήξης του εμφυλίου πολέμου.
Η άρχουσα τάξη είχε εφαρμόσει τέτοια πολιτική ωμής καταστολής όλ' αυτά τα χρόνια για να τσακίσει το λαϊκό κίνημα της περιόδου 1941-1949 και είχε δημιουργήσει τέτοιο ιδεολογικό οπλοστάσιο και μηχανισμούς, που το αστικό πολιτικό σύστημα στα 1965 δεν ήταν ακόμη σε θέση να δεχτεί και να αφομοιώσει ομαλά και δίχως κινδύνους, από το λαϊκό κίνημα, εκείνους τους εκσυγχρονισμούς που απαιτούσε η ίδια η καπιταλιστική εξέλιξη! Δεν ήταν μόνο το Παλάτι ως κέντρο εξουσίας που αντιδρούσε και στο παραμικρό που μπορούσε να περιορίσει την εξουσία του. Ηταν και η ΕΡΕ, αλλά, όπως αποδείχτηκε, ήταν και η «Ενωση Κέντρου» ανέτοιμη να δεχτεί και να εφαρμόσει το «καινούριο», που εξάλλου αποτελούσε και λαϊκή απαίτηση.
Σχετικά με τα γεγονότα, υπάρχει και παρασκήνιο που αποκαλύπτει ότι ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε συμβιβασμό με τα Ανάκτορα.
«Ο Γ. Παπανδρέου, την επομένη, τηλεφώνησε στον Στ. Στεφανόπουλο και του είπε επί λέξει: "Στέφανε, σου φέρνουν να υπογράψεις και συ μια επιστολή προς εμένα. Σου δίνω το λόγο της τιμής μου: Το βράδυ πηγαίνω στα Ανάκτορα να τα φτιάξω με τον βασιλιά"» (Γ. Λεονταρίτη: «Ανάμεσα στα δύο άκρα», σελ. 408).
Εχει υποστηριχτεί πως ο Γ. Παπανδρέου πιέστηκε από τον Ανδρέα να κρατήσει στάση ανυποχώρητη στο θέμα Γαρουφαλιά. Αυτό είναι πολύ πιθανό να συνέβη. Ο Α. Παπανδρέου πρόβαλε από τότε λίγο πιο προωθημένα συνθήματα σε σχέση με τη γραμμή της «Ενωσης Κέντρου».
Το πιο πιθανό, ωστόσο, είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε μέσα στην εξής αντίφαση: Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Ο ίδιος από την άλλη, ούτε που διανοείτο τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν τη δυναμική που μπορούσε να πάρει το λαϊκό κίνημα. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω.
Τα πράγματα, δηλαδή, είχαν έρθει έτσι που το ζήτημα του «ποιος κυβερνά» (η κυβέρνηση ή το παλάτι) ετίθετο επί τάπητος. Κι ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορούσε να λυθεί με τον περιορισμό του βασιλιά σε επουσιώδη ρόλο. Ούτε με την ιστορία του Παλατιού, ούτε με τη βούληση και τις επιδιώξεις των πιο συντηρητικών δυνάμεων ταίριαζε αυτός ο ρόλος.
Βεβαίως, από τις μετέπειτα εξελίξεις φαίνεται καθαρά ότι ο Γ. Παπανδρέου έκανε ό,τι ήταν δυνατό να μην υπάρξουν συνθήκες κλονισμού του καθεστώτος, χρησιμοποιώντας και το λαϊκό κίνημα.
Ο Μ. Παπακωνσταντίνου («Η ταραγμένη εξαετία», εκδόσεις «Προσκήνιο», τόμος Β' σελ. 180-181) επιβεβαιώνει ότι ενισχύθηκαν τα λαϊκά ερείσματα του Κέντρου μετά την αποπομπή του από την κυβέρνηση. Ετσι ο Γ. Παπανδρέου, το Δεκέμβρη του 1966, συμφώνησε με το Παλάτι και την ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου να στηρίξουν από κοινού τη συντηρητική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Το κατεστημένο στην Ελλάδα και οι ξένοι σύμμαχοί του είχαν ήδη αυτό που ήθελαν για να προχωρήσουν στην εφαρμογή των σχεδίων τους.
Η ΕΔΑ δεν μπορούσε να τους εμποδίσει, το ΚΚΕ ήταν παράνομο. Ετσι οι εξελίξεις οδήγησαν στο στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα και τη δικτατορία του Απρίλη 1967.
Ήδη αναφέραμε πως τα γεγονότα των «Ιουλιανών», διάρκεσαν 70 μέρες, μέχρι τότε που η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (η τρίτη κατά σειρά μετά τις κυβερνήσεις Γ. Νόβα και Ηλ. Τσιριμώκου) πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αυτή λοιπόν η ιστορία παρουσιάζεται κατά κανόνα ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις («Κέντρο» και ΕΔΑ), από τη μια, και στις δυνάμεις της «Δεξιάς» (ΕΡΕ και Παλάτι), που είχαν με το μέρος τους και τις ΗΠΑ.
Αυτή η ανάλυση, που σύνθετα γεγονότα τα απλουστεύει και τα σχηματοποιεί, ενώ από την άλλη παραμορφώνει τις ταξικές αντιθέσεις, έχει κυριαρχήσει στη βιβλιογραφία για την πολιτική ιστορία.
Συμβαίνει κι εδώ το γνωστό «η ιστορία γράφεται από τους νικητές».
Κι επειδή νικητές, από το 1949 και δω, είναι τα αστικά κόμματα, η άφθονη αστική βιβλιογραφία γύρω από τα «Ιουλιανά» αναπαράγει διαρκώς την παραπάνω οπτική, συνεπικουρούμενη από τους ιστορικούς του μικροαστισμού ή οπορτουνισμού.
Οι τέτοιες ερμηνείες, εκείνων των γεγονότων, τους χρησιμεύουν και ως άλλοθι για την εξυπηρέτηση της σημερινής πολιτικής τους, όπως και αυτής μετά το 1974. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και γενικά η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να εκσυγχρονίσουν απρόσκοπτα την κυριαρχία των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, έκαναν σε βαθμό κατάχρησης αξιοποίηση του «1965» και του σχήματος «δεξιά - αντιδεξιά».
Και κυριολεκτικά οργίασαν, όταν ανέλαβε αρχηγός της «Νέας Δημοκρατίας» ο Κ. Μητσοτάκης, πρωταγωνιστής στα «Ιουλιανά» και στη λεγόμενη «αποστασία» βουλευτών και υπουργών της «Ενωσης Κέντρου». Και καλούσαν τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ να ψηφίσουν το ΠΑΣΟΚ, για να μην έρθει στην πρωθυπουργία «ο αρχιαποστάτης» (!) και τους στείλει στις εξορίες!!
Ενώ και αργότερα, ακόμα και στις εκλογές του 2000, ο Κ. Σημίτης και το ΠΑΣΟΚ έκαναν το ίδιο, επικαλούμενοι θρασύτατα «τα ξερονήσια», αν δε νικούσε το ΠΑΣΟΚ!
Ετσι «γράφουν» την ιστορία οι υπηρέτες της πλουτοκρατίας. Κι από αυτή την άποψη, αρκούν οι σημερινές πρακτικές τους, για να κριθούν και οι ερμηνείες τους για το ιστορικό παρελθόν...
Η «Ενωση Κέντρου» και ο αρχηγός της Γ. Παπανδρέου δεν ήταν τα θύματα της εποχής εκείνης, όπως παρουσιάζονται. Βεβαίως, ήσαν οι «ριγμένοι» στα πλαίσια του ανταγωνισμού ανάμεσα στα τμήματα του αστικού κόσμου. Ομως, το πραγματικό θύμα υπήρξε και τότε ο λαός, ΠΟΥ ΔΕ ΧΤΥΠΗΘΗΚΕ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ''ΔΕΞΙΑ'', ΑΛΛΑ ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ''ΚΕΝΤΡΟ''.
Οι δύο πρωταγωνιστές στα «Ιουλιανά», ο τότε δικομματισμός, έχουν ο καθένας το δικό του μερίδιο ευθύνης και για τη δικτατορία του 1967, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΜΜΑΤΑ - ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ - ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΤΗΣ !!!
Το 1965 - μαζί με όσα διαδραματίστηκαν το 1966 - έγιναν και πολιτικά ο προθάλαμος του 1967...Το βράδυ της 15ης Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε, μετά από αντιπαράθεση με το Παλάτι. Ο πρωθυπουργός του 52,77% υπέβαλε στον βασιλιά την παραίτησή του, γράφοντας τον κόσμο που τον εξέλεξε στα παλιά του τα παπούτσια, και νιώθοντας ότι έπρεπε να λογοδοτήσει στον «Ανώτατο άρχοντα» και όχι στο λαό! Και μόνο αυτό το γεγονός είναι αρκετό για να φανούν καθαρά τα όρια, το πλαίσιο και το περιεχόμενο της μεταξύ τους αντιπαράθεσης...
Αυτή η ανάλυση, που σύνθετα γεγονότα τα απλουστεύει και τα σχηματοποιεί, ενώ από την άλλη παραμορφώνει τις ταξικές αντιθέσεις, έχει κυριαρχήσει στη βιβλιογραφία για την πολιτική ιστορία.
Συμβαίνει κι εδώ το γνωστό «η ιστορία γράφεται από τους νικητές».
Κι επειδή νικητές, από το 1949 και δω, είναι τα αστικά κόμματα, η άφθονη αστική βιβλιογραφία γύρω από τα «Ιουλιανά» αναπαράγει διαρκώς την παραπάνω οπτική, συνεπικουρούμενη από τους ιστορικούς του μικροαστισμού ή οπορτουνισμού.
Οι τέτοιες ερμηνείες, εκείνων των γεγονότων, τους χρησιμεύουν και ως άλλοθι για την εξυπηρέτηση της σημερινής πολιτικής τους, όπως και αυτής μετά το 1974. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και γενικά η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να εκσυγχρονίσουν απρόσκοπτα την κυριαρχία των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, έκαναν σε βαθμό κατάχρησης αξιοποίηση του «1965» και του σχήματος «δεξιά - αντιδεξιά».
Και κυριολεκτικά οργίασαν, όταν ανέλαβε αρχηγός της «Νέας Δημοκρατίας» ο Κ. Μητσοτάκης, πρωταγωνιστής στα «Ιουλιανά» και στη λεγόμενη «αποστασία» βουλευτών και υπουργών της «Ενωσης Κέντρου». Και καλούσαν τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ να ψηφίσουν το ΠΑΣΟΚ, για να μην έρθει στην πρωθυπουργία «ο αρχιαποστάτης» (!) και τους στείλει στις εξορίες!!
Ενώ και αργότερα, ακόμα και στις εκλογές του 2000, ο Κ. Σημίτης και το ΠΑΣΟΚ έκαναν το ίδιο, επικαλούμενοι θρασύτατα «τα ξερονήσια», αν δε νικούσε το ΠΑΣΟΚ!
Ετσι «γράφουν» την ιστορία οι υπηρέτες της πλουτοκρατίας. Κι από αυτή την άποψη, αρκούν οι σημερινές πρακτικές τους, για να κριθούν και οι ερμηνείες τους για το ιστορικό παρελθόν...
Η «Ενωση Κέντρου» και ο αρχηγός της Γ. Παπανδρέου δεν ήταν τα θύματα της εποχής εκείνης, όπως παρουσιάζονται. Βεβαίως, ήσαν οι «ριγμένοι» στα πλαίσια του ανταγωνισμού ανάμεσα στα τμήματα του αστικού κόσμου. Ομως, το πραγματικό θύμα υπήρξε και τότε ο λαός, ΠΟΥ ΔΕ ΧΤΥΠΗΘΗΚΕ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ''ΔΕΞΙΑ'', ΑΛΛΑ ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ''ΚΕΝΤΡΟ''.
Οι δύο πρωταγωνιστές στα «Ιουλιανά», ο τότε δικομματισμός, έχουν ο καθένας το δικό του μερίδιο ευθύνης και για τη δικτατορία του 1967, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΜΜΑΤΑ - ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ - ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΔΕΣΜΩΤΕΣ ΤΗΣ !!!
Το 1965 - μαζί με όσα διαδραματίστηκαν το 1966 - έγιναν και πολιτικά ο προθάλαμος του 1967...Το βράδυ της 15ης Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε, μετά από αντιπαράθεση με το Παλάτι. Ο πρωθυπουργός του 52,77% υπέβαλε στον βασιλιά την παραίτησή του, γράφοντας τον κόσμο που τον εξέλεξε στα παλιά του τα παπούτσια, και νιώθοντας ότι έπρεπε να λογοδοτήσει στον «Ανώτατο άρχοντα» και όχι στο λαό! Και μόνο αυτό το γεγονός είναι αρκετό για να φανούν καθαρά τα όρια, το πλαίσιο και το περιεχόμενο της μεταξύ τους αντιπαράθεσης...
ΤΙ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ;
Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, η «Ενωση Κέντρου» θριάμβευσε. Το σύνθημα «Να φύγει η Δεξιά» ΗΤΑΝ ΠΙΑΣΙΑΡΙΚΟ. Ρόλο σ' αυτό έπαιξε και η ΕΔΑ, που αποφάσισε να μην συγκροτήσει συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, καλώντας τους ψηφοφόρους της να υπερψηφίσουν την «Ενωση Κέντρου». Το ζήτημα, βεβαίως, δεν ήταν κυρίως ποσοτικό, αφού σε εκείνες τις περιφέρειες τα ποσοστά της ΕΔΑ ήσαν πολύ μικρά. Πέρα από τη μικρή ποσοτική πριμοδότηση της «Ενωσης Κέντρου», στελνόταν γενικότερο μήνυμα στον κόσμο της ΕΔΑ.
Και το μήνυμα έλεγε ότι το κύριο για το λαό ήταν να ενισχυθεί το «Κέντρο» σε βάρος της ΕΔΑ, για να πάψει η διακυβέρνηση από την ΕΡΕ!..
Η ενίσχυση της ΕΔΑ, ως αναγκαίος όρος για την πρόοδο του λαϊκού κινήματος, θεωρήθηκε επιζήμια πολιτική...Την «Ενωση Κέντρου», ωστόσο, ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕ ΜΟΝΟ Η ΕΔΑ. Την ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και το Παλάτι. Η ΕΡΕ ως κυβέρνηση είχε χρεοκοπήσει. Η κατακραυγή εναντίον της προερχόταν τώρα και από ένα τμήμα ψηφοφόρων της.
Ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάη του 1963, είχε γίνει φανερό ότι «τα ψωμιά της» τέλειωναν. Η ήττα της στις εκλογές του Νοέμβρη 1963, που για τον Κ. Καραμανλή ήταν μια μάχη για την τιμή των όπλων, είχε φέρει το τέλος της διακυβέρνησης και είχε προδιαγράψει την ακόμα μεγαλύτερη ήττα, που θα ερχόταν λίγους μήνες αργότερα. Η «Ενωση Κέντρου» ξαναπήγε σε εκλογές, για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Το Παλάτι τα είχε τσουγκρίσει για τα καλά με τον Καραμανλή. Αφησε, λοιπόν, την ΕΡΕ και πήγε με το «Κέντρο». Ενώ οι ΗΠΑ, απ' την πλευρά τους, επίσης ενίσχυσαν την «Ενωση Κέντρου», βέβαιες ότι στηρίζουν το «έτερον εθνικό κόμμα», που εκτιμούσαν ότι θα λειτουργούσε ως ανάχωμα της λαϊκής πάλης και ως χώρος εκτόνωσης της λαϊκής αγανάκτησης. Και δεν είχαν άδικο...
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου προχώρησε σε μια σειρά αστικούς εκσυγχρονισμούς, δίχως να εγκαταλείψει την αντικομμουνιστική πρακτική. Διατήρησε το ΚΚΕ στην παρανομία, δεν αναγνώρισε την ΕΑΜική Αντίσταση, κράτησε τους πολιτικούς πρόσφυγες στην αναγκαστική υπερορία, δεν αποφυλάκισε τους πολιτικούς κρατούμενους, που είχαν καταδικαστεί ως κατάσκοποι, ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου - που ήταν και υπουργός Παιδείας - συνέταξε και απέστειλε στη Μέση Εκπαίδευση την αντικομμουνιστική εγκύκλιο 1010, που, εκτός άλλων, καλούσε τους εκπαιδευτικούς να γίνουν χαφιέδες κατά των «Λαμπράκηδων», ενώ συζητούσε και με ποιον πρόσφορο τρόπο θα μπορούσε να διαλυθεί η Νεολαία Λαμπράκη...
Ακόμα, τη δολοφονική προβοκάτσια στον Γοργοπόταμο στις 29 Νοέμβρη 1964, όπου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού, σκοτώθηκαν από εκρηκτικό μηχανισμό 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 45, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα!
Οι καλές σχέσεις του Γ. Παπανδρέου με το Παλάτι διαταράχτηκαν λίγους μήνες αργότερα.
Μήλον της Εριδος ήταν ο στρατός.
Το Παλάτι τον ήθελε ιδιοκτησία του, επιχείρησε μάλιστα, μέσω του Γαρουφαλιά, να τον μετονομάσει σε «βασιλικό στρατό». Από την άλλη, η κυβέρνηση ούτε που διανοήθηκε κάποιον εκδημοκρατισμό στις Ενοπλες Δυνάμεις, πέρα από ορισμένες αλλαγές προσώπων, που σε τίποτα δεν άλλαζαν την κυριαρχία του ΙΔΕΑ σ' αυτές, ούτε τον αντικομμουνιστικό προσανατολισμό τους. Ομως, ταυτόχρονα, προσπαθούσε να κρατήσει κάποιες ισορροπίες, στις οποίες να έχει και η ίδια λόγο.
Σε αυτή τη βάση, υπήρξε μια διελκυστίνδα.
Οι αντιθέσεις κορυφώθηκαν με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και τα γεγονότα στον Εβρο. Ετσι εξηγείται, γιατί ο Γ. Παπανδρέου, που δε σχημάτιζε κυβέρνηση δίχως συνεννόηση με το Παλάτι, αποφάσισε την απομάκρυνση του Π. Γαρουφαλιά.
Συντελέστηκαν, λοιπόν, γεγονότα, που οδήγησαν στην αλλαγή των συμμαχιών ανάμεσα στα Ανάκτορα και στα αστικά κόμματα. Η αλλαγή, πριν και αμέσως μετά την 15η Ιούλη, εκφράστηκε με τη διάρρηξη της συμφιλίωσης ανάμεσα στο Παλάτι και την «Ενωση Κέντρου» και με τη συγκρότηση μετώπου ανάμεσα στο Παλάτι και την ΕΡΕ, που ελέγχανε και το Στρατό. Ενός μετώπου που περιλάμβανε και άλλες δυνάμεις, όπως το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπ. Μαρκεζίνη, την εφημερίδα του Πάνου Κόκκα «Ελευθερία» και στελέχη της «Ενωσης Κέντρου», καθώς και άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, που πότε το «έπαιζαν» έτσι και πότε αλλιώς - Λαμπράκης, Παπαγεωργίου, Βελλίδης.
(Ηταν οι μέρες που ο λαός έκαιγε στους δρόμους τις εφημερίδες αυτών των συγκροτημάτων Τύπου και η Αστυνομία δολοφονούσε τον Σωτήρη Πέτρουλα).
Κι αυτά τα γεγονότα ήρθαν σε στιγμές που σημειωνόταν μια ορισμένη άνοδος του λαϊκού κινήματος.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Ο Γ. Παπανδρέου «τράβηξε το σκοινί» (για Γ. Παπανδρέου) σε σχέση με το Παλάτι, σε βαθμό που ξεπερνούσε κατά πολύ τη μέχρι τότε πολιτική συμπεριφορά του.
Τι συνέβη;
Μήπως είδε ότι ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και αποφάσισε να τα «σπάσει» με τα Ανάκτορα μια και καλή;
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, καταρρίπτουν αυτή την εκδοχή.
Γιατί ο Γ. Παπανδρέου, αφού έκανε τον «καμπόσο» απέναντι στο Παλάτι και στην ΕΡΕ, στη συνέχεια έκατσε και τα βρήκε με τον Κωνσταντίνο και με τον Π. Κανελλόπουλο.
Αποδέχτηκε όλους τους όρους που του έθεσαν το Παλάτι και η ΕΡΕ!
Συμμετείχε στις παρασκηνιακές συζητήσεις για το σχηματισμό της κυβέρνησης Ι. Παρασκευόπουλου, το 1966!
Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, η «Ενωση Κέντρου» θριάμβευσε. Το σύνθημα «Να φύγει η Δεξιά» ΗΤΑΝ ΠΙΑΣΙΑΡΙΚΟ. Ρόλο σ' αυτό έπαιξε και η ΕΔΑ, που αποφάσισε να μην συγκροτήσει συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, καλώντας τους ψηφοφόρους της να υπερψηφίσουν την «Ενωση Κέντρου». Το ζήτημα, βεβαίως, δεν ήταν κυρίως ποσοτικό, αφού σε εκείνες τις περιφέρειες τα ποσοστά της ΕΔΑ ήσαν πολύ μικρά. Πέρα από τη μικρή ποσοτική πριμοδότηση της «Ενωσης Κέντρου», στελνόταν γενικότερο μήνυμα στον κόσμο της ΕΔΑ.
Και το μήνυμα έλεγε ότι το κύριο για το λαό ήταν να ενισχυθεί το «Κέντρο» σε βάρος της ΕΔΑ, για να πάψει η διακυβέρνηση από την ΕΡΕ!..
Η ενίσχυση της ΕΔΑ, ως αναγκαίος όρος για την πρόοδο του λαϊκού κινήματος, θεωρήθηκε επιζήμια πολιτική...Την «Ενωση Κέντρου», ωστόσο, ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕ ΜΟΝΟ Η ΕΔΑ. Την ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και το Παλάτι. Η ΕΡΕ ως κυβέρνηση είχε χρεοκοπήσει. Η κατακραυγή εναντίον της προερχόταν τώρα και από ένα τμήμα ψηφοφόρων της.
Ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάη του 1963, είχε γίνει φανερό ότι «τα ψωμιά της» τέλειωναν. Η ήττα της στις εκλογές του Νοέμβρη 1963, που για τον Κ. Καραμανλή ήταν μια μάχη για την τιμή των όπλων, είχε φέρει το τέλος της διακυβέρνησης και είχε προδιαγράψει την ακόμα μεγαλύτερη ήττα, που θα ερχόταν λίγους μήνες αργότερα. Η «Ενωση Κέντρου» ξαναπήγε σε εκλογές, για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Το Παλάτι τα είχε τσουγκρίσει για τα καλά με τον Καραμανλή. Αφησε, λοιπόν, την ΕΡΕ και πήγε με το «Κέντρο». Ενώ οι ΗΠΑ, απ' την πλευρά τους, επίσης ενίσχυσαν την «Ενωση Κέντρου», βέβαιες ότι στηρίζουν το «έτερον εθνικό κόμμα», που εκτιμούσαν ότι θα λειτουργούσε ως ανάχωμα της λαϊκής πάλης και ως χώρος εκτόνωσης της λαϊκής αγανάκτησης. Και δεν είχαν άδικο...
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου προχώρησε σε μια σειρά αστικούς εκσυγχρονισμούς, δίχως να εγκαταλείψει την αντικομμουνιστική πρακτική. Διατήρησε το ΚΚΕ στην παρανομία, δεν αναγνώρισε την ΕΑΜική Αντίσταση, κράτησε τους πολιτικούς πρόσφυγες στην αναγκαστική υπερορία, δεν αποφυλάκισε τους πολιτικούς κρατούμενους, που είχαν καταδικαστεί ως κατάσκοποι, ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου - που ήταν και υπουργός Παιδείας - συνέταξε και απέστειλε στη Μέση Εκπαίδευση την αντικομμουνιστική εγκύκλιο 1010, που, εκτός άλλων, καλούσε τους εκπαιδευτικούς να γίνουν χαφιέδες κατά των «Λαμπράκηδων», ενώ συζητούσε και με ποιον πρόσφορο τρόπο θα μπορούσε να διαλυθεί η Νεολαία Λαμπράκη...
Ακόμα, τη δολοφονική προβοκάτσια στον Γοργοπόταμο στις 29 Νοέμβρη 1964, όπου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού, σκοτώθηκαν από εκρηκτικό μηχανισμό 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 45, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα!
Οι καλές σχέσεις του Γ. Παπανδρέου με το Παλάτι διαταράχτηκαν λίγους μήνες αργότερα.
Μήλον της Εριδος ήταν ο στρατός.
Το Παλάτι τον ήθελε ιδιοκτησία του, επιχείρησε μάλιστα, μέσω του Γαρουφαλιά, να τον μετονομάσει σε «βασιλικό στρατό». Από την άλλη, η κυβέρνηση ούτε που διανοήθηκε κάποιον εκδημοκρατισμό στις Ενοπλες Δυνάμεις, πέρα από ορισμένες αλλαγές προσώπων, που σε τίποτα δεν άλλαζαν την κυριαρχία του ΙΔΕΑ σ' αυτές, ούτε τον αντικομμουνιστικό προσανατολισμό τους. Ομως, ταυτόχρονα, προσπαθούσε να κρατήσει κάποιες ισορροπίες, στις οποίες να έχει και η ίδια λόγο.
Σε αυτή τη βάση, υπήρξε μια διελκυστίνδα.
Οι αντιθέσεις κορυφώθηκαν με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και τα γεγονότα στον Εβρο. Ετσι εξηγείται, γιατί ο Γ. Παπανδρέου, που δε σχημάτιζε κυβέρνηση δίχως συνεννόηση με το Παλάτι, αποφάσισε την απομάκρυνση του Π. Γαρουφαλιά.
Συντελέστηκαν, λοιπόν, γεγονότα, που οδήγησαν στην αλλαγή των συμμαχιών ανάμεσα στα Ανάκτορα και στα αστικά κόμματα. Η αλλαγή, πριν και αμέσως μετά την 15η Ιούλη, εκφράστηκε με τη διάρρηξη της συμφιλίωσης ανάμεσα στο Παλάτι και την «Ενωση Κέντρου» και με τη συγκρότηση μετώπου ανάμεσα στο Παλάτι και την ΕΡΕ, που ελέγχανε και το Στρατό. Ενός μετώπου που περιλάμβανε και άλλες δυνάμεις, όπως το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπ. Μαρκεζίνη, την εφημερίδα του Πάνου Κόκκα «Ελευθερία» και στελέχη της «Ενωσης Κέντρου», καθώς και άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, που πότε το «έπαιζαν» έτσι και πότε αλλιώς - Λαμπράκης, Παπαγεωργίου, Βελλίδης.
(Ηταν οι μέρες που ο λαός έκαιγε στους δρόμους τις εφημερίδες αυτών των συγκροτημάτων Τύπου και η Αστυνομία δολοφονούσε τον Σωτήρη Πέτρουλα).
Κι αυτά τα γεγονότα ήρθαν σε στιγμές που σημειωνόταν μια ορισμένη άνοδος του λαϊκού κινήματος.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Ο Γ. Παπανδρέου «τράβηξε το σκοινί» (για Γ. Παπανδρέου) σε σχέση με το Παλάτι, σε βαθμό που ξεπερνούσε κατά πολύ τη μέχρι τότε πολιτική συμπεριφορά του.
Τι συνέβη;
Μήπως είδε ότι ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και αποφάσισε να τα «σπάσει» με τα Ανάκτορα μια και καλή;
Τα γεγονότα που ακολούθησαν, καταρρίπτουν αυτή την εκδοχή.
Γιατί ο Γ. Παπανδρέου, αφού έκανε τον «καμπόσο» απέναντι στο Παλάτι και στην ΕΡΕ, στη συνέχεια έκατσε και τα βρήκε με τον Κωνσταντίνο και με τον Π. Κανελλόπουλο.
Αποδέχτηκε όλους τους όρους που του έθεσαν το Παλάτι και η ΕΡΕ!
Συμμετείχε στις παρασκηνιακές συζητήσεις για το σχηματισμό της κυβέρνησης Ι. Παρασκευόπουλου, το 1966!
ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ''ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ''
Η σύνθεση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και του ηγετικού πυρήνα της «Ενωσης Κέντρου» είχαν το σπέρμα της διάσπασης, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτό το Κόμμα (1961). Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε στελέχη της είχαν εκφραστεί και πριν την 15η Ιούλη. Ομως, την 15η Ιούλη η διάσπαση της «Ενωσης Κέντρου» δεν έγινε με βάση αυστηρά τις τάσεις που υπήρχαν σ' αυτή (φιλοβασιλικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες Τσιριμώκου κ.ά). Στους «αποστάτες» μεταπήδησαν βουλευτές όλων των τάσεων. Κι αυτό το στοιχείο είναι μια απόδειξη του ταξικού - και όχι του στενά κομματικού - χαρακτήρα και στόχου, που είχε η λεγόμενη «αποστασία».Οι «αποστάτες» δίχως αμφιβολία διαπράξανε πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του. Ενεργήσανε, όμως, με συνέπεια, όσο αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εκφράζανε και που εκείνη τη στιγμή πιστεύανε ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηματικά και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης τους, για να κρυφτεί ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου», ως κόμματος της πλουτοκρατίας.
Οι «αποστάτες» ισχυρίστηκαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις, αφού εκεί, όπως υποστήριξαν, οδηγούσε η σύγκρουση των Παπανδρέου με το Παλάτι. Κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει και την παραπάνω εκδοχή, τουλάχιστον για ορισμένους απ' αυτούς.
Για να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και σε συνέχεια το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, η άρχουσα τάξη, έχοντας μετά την Κατοχή έναν σμπαραλιασμένο κρατικό μηχανισμό κι ένα ασταθές πολιτικό σύστημα (λόγω της βαθιάς κρίσης των αστικών κομμάτων), πήρε εξοντωτικά μέτρα για να καταστείλει το λαϊκό κίνημα.
Τα μέτρα αυτά τα συνέχισε και μετά τη νίκη της, το 1949.
Ενίσχυσε στο έπακρο τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και έκανε τον αντικομμουνισμό, την «εθνικοφροσύνη» και τον «από βορρά κίνδυνο», τα κύρια ιδεολογικά όπλα της.
Παράλληλα, η Μοναρχία, που για ιστορικούς λόγους είχε επιβιώσει δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, ήταν γερά γαντζωμένη στο αστικό πολιτικό σύστημα, είχε παίξει σημαντικό ρόλο ως το πρώτο «οχυρό κατά του κομμουνισμού» και συνέχιζε να κατέχει μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.
Ομως, 15 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, προέκυπτε το εξής ζήτημα:
~Για πόσα χρόνια ακόμη θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με «εργαλεία» που διαρκώς πάλιωναν όλο και περισσότερο, δηλαδή με τις ίδιες δομές που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης;
~Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί πάνω στην εργατική τάξη μόνο με την πιο ωμή τρομοκρατία;
~Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από το φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, και μάλιστα να διεκδικεί το πάνω χέρι, βάζοντας έτσι φρένο στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, που απαιτούσε και προϋπέθετε πιο «ευέλικτες» και όχι ωμές μεθόδους καταστολής του λαϊκού κινήματος;
Η άρχουσα τάξη, κατανοούσε θαυμάσια ότι η ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων δεν μπορούσε να γίνεται στο διηνεκές μόνο με το χωροφύλακα.
Αυτό το είδαν οι ρεαλιστές αστοί πολιτικοί (Καραμανλής, Παπανδρέου κ.ά) και επιχείρησαν εκσυγχρονισμούς. Ομως τότε ακριβώς συγκρούστηκαν με το Παλάτι, το οποίο χρειαζόταν τις πιο ξεπερασμένες κατασταλτικές μεθόδους για να τα βγάλει πέρα, δηλαδή για να διατηρεί τον αυξημένο ρόλο του. Αυτές οι αντιθέσεις, που οδηγούσαν σε συγκρούσεις («Ιουλιανά», αποχώρηση Καραμανλή από την πολιτική) μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνες, αφού έθεταν το ζήτημα «ποιος κυβερνά».
Ταυτόχρονα, στα 1965 - 1967, η αγανάκτηση του λαού κατά του Στέμματος ήταν η μεγαλύτερη από το 1950. Στην πραγματικότητα, τα Ανάκτορα δεν μπορούσαν να «σταθούν»...
Αυτός ήταν ένας πολύ βασικός παράγοντας, τον οποίο τα αστικά κόμματα, επίσης, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, δίχως κινδύνους για τα ίδια.
Ιδιαίτερα, δεν μπορούσε να τον αγνοήσει η «Ενωση Κέντρου», που η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ήταν αντιβασιλικοί.
Από την άλλη όμως, αποδείχτηκε και το εξής: Πως ναι μεν τα αστικά κόμματα (για την ακρίβεια μεγάλο μέρος της ηγεσίας τους) έβλεπαν την ανάγκη εκσυγχρονιστικών μέτρων, από την άλλη όμως, δεν είχαν την ικανότητα (και επειδή δεν είχαν «ανανεωθεί» και επειδή φοβόντουσαν το λαό) να γίνουν συνεπείς φορείς των «νέων» μέτρων αντιστοίχισης με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και να τα επιβάλουν. Αυτό επιβεβαιώθηκε με την ΕΡΕ, αλλά κυρίως με την «Ενωση Κέντρου». Τα βασικά αστικά κόμματα της εποχής (ΕΡΕ - «Ενωση Κέντρου») βρέθηκαν πίσω από τις ανάγκες ανταπόκρισης στον αστικό εκσυγχρονισμό του καιρού τους.
Τα πράγματα, λοιπόν, έφτασαν στο εξής σημείο: Το μεν Παλάτι να μη θέλει να κάνει πίσω, ο δε αστικός κόσμος να μην μπορεί, ούτε να θέλει να κάνει μπροστά. Ετσι, το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο στρατό, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας, διακόπτοντας για πάνω από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε μια άλλη στην κυριαρχία της, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Και μ' αυτή την έννοια πρέπει, ίσως, να ερμηνευτεί η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη (ΝΕΤ, 31/1/2000) στο 1965 και στους λόγους που οδήγησαν στη δικτατορία:
«Πιστεύω ότι στη δικτατορία οδήγησε η αδυναμία του πολιτικού κόσμου να δώσουμε λύση στα προβλήματα» (εννοώντας, προφανώς, όχι τα λαϊκά προβλήματα, αλλά εκείνα του αστικού πολιτικού κόσμου).
Το ίδιο βασικό επιχείρημα χρησιμοποίησαν αργότερα και οι ίδιοι οι δικτάτορες, καθυβρίζοντας σύμπαντα τον πολιτικό κόσμο, ανεξάρτητα από το ότι έβλεπαν το ζήτημα από τη δική τους σκοπιά, τη σκοπιά του ωμού αντικομμουνισμού και της πιο βίαιης καταστολής.
Αυτοί ακολουθούσαν την άποψη του περιβόητου Σάββα Κωνσταντόπουλου, που έλεγε στις 4 διαλέξεις του, το 1966: «Η δική μας τακτική προστατεύει τη Δημοκρατία αποτελεσματικότερα από κάθε άλλη»
(Σ. Κωνσταντόπουλου: «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 72) και καλούσε τα αστικά κόμματα να πολιτευτούν σύμφωνα με την πολιτική διαθήκη του καρδινάλιου Ρισελιέ, που έγραφε ότι «ο πολιτικός πρέπει να κοιμάται, όπως το λιοντάρι, με ανοιχτά μάτια» (ο.π).
Εκεί, βεβαίως, που σαφώς υπήρχε υπερβολή, ήταν η επίκληση από τους δικτάτορες «του κομμουνιστικού κινδύνου». Τέτοιο κίνδυνο, δυστυχώς, ούτε κατά διάνοια δεν είχε ν' αντιμετωπίσει η αστική τάξη και τα κόμματά της. Απλώς, «ο κομμουνιστικός κίνδυνος» ήταν το ιδεολογικό προπέτασμα καπνού και η αντίστοιχη στήριξη του στρατιωτικοφασιστικού πραξικοπήματος.
Ομως, με τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», αποκαλυπτόταν και μια άλλη πλευρά, που σημειώθηκε προηγουμένως : Η εμμονή συγκεκριμένων δυνάμεων της αστικής τάξης και του αμερικανοΝΑΤΟικού παράγοντα, όχι μόνο να διατηρηθεί, αλλά και να ενισχυθεί και με άλλα μέσα - ακόμη και με τα όπλα - το υπάρχον ιδεολογικοπολιτικό και νομικό καθεστώς, που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου και μετά απ' αυτόν. Κι, εξάλλου, τέτοιες «λύσεις» τμήματα της αστικής τάξης ήθελαν να τις δώσουν από το 1950 - 1951. Τότε, όμως, δε βόλευε, γιατί η αστική τάξη και οι ΗΠΑ ήθελαν να υπάρχει στην Ελλάδα μια δημοκρατική πρόσοψη. Ομως, οι εφεδρείες διατηρήθηκαν (ΙΔΕΑ, ΕΕΝΑ).
15 ΙΟΥΛΗ ΚΑΙ ΚΚΕ - ΕΔΑ
Δεν πρέπει να ξεγελάει και να οδηγεί σε λαθεμένα συμπεράσματα το γεγονός ότι οι αντιθέσεις μέσα στον αστικό πολιτικό κόσμο - και όχι μόνο στον πολιτικό - έφτασαν σε τέτοιο σημείο όξυνσης, που ένα τμήμα του να αντιπαρατίθεται στο άλλο - ή στα άλλα - με τέτοια λύσσα. Το φαινόμενο δεν είναι καθόλου πρωτοφανές, αντίθετα, είναι πολύ συχνό στη νεότερη πολιτική ιστορία, τόσο την ελληνική, όσο και τη διεθνή. Και, βεβαίως, καθόλου δε σημαίνει ότι κάποιο από τα συγκεκριμένα τμήματα αντιμαχόταν το άλλο από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων.
Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης των «Φιλελευθέρων» και αντιμοναρχικός, ψήφισε το «ΙΔΙΩΝΥΜΟ» κατά του ΚΚΕ. Το στοιχείο αυτό, δηλαδή το γεγονός ότι τα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα απ' τους μεταξύ τους διαξιφισμούς, ακόμη και αλληλοσκοτωμούς, είναι αντίπαλες δυνάμεις προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, το γεγονός αυτό δεν πάρθηκε υπόψη από την ΕΔΑ. Κυριαρχούσε η πολιτική αντίληψη «της συμμαχίας των δημοκρατικών δυνάμεων» (ΕΔΑ και «Κέντρο»), την οποία ο Δ. Παρτσαλίδης έβλεπε και ως όρο για «την αντιιμπεριαλιστική επαναστατική αλλαγή!»
Αυτή την αντίληψη της ΕΔΑ και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ επέκρινε το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, κάνοντας λόγο για «την πολιτική ουράς απέναντι στην Ενωση Κέντρου» (9ο Συνέδριο, Υλικά, σελ. 86).
Είναι χαρακτηριστικό ότι την εκτροπή του 1965 («Ιουλιανά»), η ηγεσία της ΕΔΑ την είδε ως προσπάθεια των πιο αντιδραστικών δυνάμεων και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να ανακόψουν τη δημοκρατική εξέλιξη της χώρας. Παρόμοια ήταν και η θέση του ΚΚΕ.
Μια τέτοια εκτίμηση «έβγαζε λάδι» την κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», ενώ της έδινε και την πρωτοκαθεδρία στους λαϊκούς αγώνες.
Από την άλλη, είχε γίνει πια παράδοση για την ηγεσία της ΕΔΑ να κρατάει το λαϊκό κίνημα «στα υπό των Αρχών καθοριζόμενα πλαίσια», για να μη δίνει αφορμές (!) στους αντιδραστικούς κύκλους να εκμεταλλεύονται τις παραβιάσεις των αστυνομικών διαταγών! κλπ.
Είχε επικρατήσει η «αρχή» της «σώφρονος πολιτικής», όπως την ονομάτιζε ο Η. Ηλιού.
Στην κηδεία του δολοφονημένου βουλευτή Γρ. Λαμπράκη, «το κλιμάκιο εσωτερικού» της ΚΕ του ΚΚΕ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΟΥ Π.Γ., ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΩΝ & ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΕ ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ, ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ!
Το ίδιο έκανε και στα «Ιουλιανά», όπου το κίνημα των 70 ημερών το εγκλώβισε στα όρια που καθόριζαν οι Αρχές και το Σύνταγμα, συμπορευόμενη έτσι με την «Ενωση Κέντρου», η οποία ΤΟ ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΥΣΕ και το οδηγούσε στο ξεθύμασμα, παίζοντας τα δικά της παιχνίδια και ευελπιστώντας στις εκλογές που θα ...γίνονταν!
Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Πολλές φορές η πολιτική της ενότητας, όχι μόνο δε βοηθούσε την ενότητα, αλλά, αντίθετα, έδινε την ευχέρεια στην Ενωση Κέντρου να την αποφεύγει και να προβάλλεται σαν ηγετική δύναμη. Ετσι, στην πράξη, της αναγνωριζόταν το προβάδισμα και η Αριστερά οδηγούνταν πολλές φορές στην ουρά της Ενωσης Κέντρου και η επιρροή της, σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος, περιοριζόταν» (ο.π., σελ. 79).
Με αυτή την τακτική, αδυνάτιζε εξ αντικειμένου και η πάλη για δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα (νομιμοποίηση ΚΚΕ, κατάργηση του νομικού πλαισίου του Εμφυλίου, ατομικά δικαιώματα), που ασφαλώς έπρεπε να κατατείνει στη μεγαλύτερη δυνατή λαϊκή συσπείρωση. Ταυτόχρονα, διευκόλυνε να προωθείται η δεξιά αναθεωρητική πλατφόρμα, που ήδη είχε διαμορφωθεί μέσα στο ΚΚΕ, η οποία κυριαρχούσε στην ηγεσία της ΕΔΑ και στα περισσότερα στελέχη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στην Ελλάδα.
Οι στόχοι της ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ, εκδηλώθηκαν πολύ έντονα το 1968, όταν το ΚΚΕ διασπάστηκε (12η Ολομέλεια) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ''ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ'' ΑΥΤΟ-ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΑΝ ''ΚΚΕ εσωτερικού!'' , σε ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ....'' ΚΚΕ εξωτερικού! ''
Ετσι, εκείνοι που αντιδρούσαν στην προβολή του συνθήματος «νόμιμο το ΚΚΕ» και ήθελαν την ΕΔΑ, πήραν το όνομα «Κομμουνιστικό Κόμμα»!
Η Μοναρχία, τελικά, είχε στην Ελλάδα τη γνωστή κατάληξη. Αποπέμφθηκε με κρότο το Δεκέμβρη του 1967, όταν ο Κωνσταντίνος επιχείρησε το γνωστό στρατιωτικό κίνημα - οπερέτα. Η ζωή τα έφερε έτσι, που η Μοναρχία, το «πρώτο οχυρό κατά του κομμουνισμού», να διωχθεί κακήν κακώς από τους πιο βέρους αντικομμουνιστές!
Ετσι, η λαϊκή πάλη και θέληση 10ετιών, που το 1974 εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα κατά της Μοναρχίας, ήταν ο βασικός παράγοντας της κατάργησής της, όμως αυτή καθεαυτή την κατάργηση την υλοποίησε η αστική τάξη (χούντα - Καραμανλής).
Η σύνθεση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και του ηγετικού πυρήνα της «Ενωσης Κέντρου» είχαν το σπέρμα της διάσπασης, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτό το Κόμμα (1961). Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε στελέχη της είχαν εκφραστεί και πριν την 15η Ιούλη. Ομως, την 15η Ιούλη η διάσπαση της «Ενωσης Κέντρου» δεν έγινε με βάση αυστηρά τις τάσεις που υπήρχαν σ' αυτή (φιλοβασιλικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες Τσιριμώκου κ.ά). Στους «αποστάτες» μεταπήδησαν βουλευτές όλων των τάσεων. Κι αυτό το στοιχείο είναι μια απόδειξη του ταξικού - και όχι του στενά κομματικού - χαρακτήρα και στόχου, που είχε η λεγόμενη «αποστασία».Οι «αποστάτες» δίχως αμφιβολία διαπράξανε πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του. Ενεργήσανε, όμως, με συνέπεια, όσο αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εκφράζανε και που εκείνη τη στιγμή πιστεύανε ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηματικά και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης τους, για να κρυφτεί ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου», ως κόμματος της πλουτοκρατίας.
Οι «αποστάτες» ισχυρίστηκαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις, αφού εκεί, όπως υποστήριξαν, οδηγούσε η σύγκρουση των Παπανδρέου με το Παλάτι. Κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει και την παραπάνω εκδοχή, τουλάχιστον για ορισμένους απ' αυτούς.
Για να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και σε συνέχεια το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, η άρχουσα τάξη, έχοντας μετά την Κατοχή έναν σμπαραλιασμένο κρατικό μηχανισμό κι ένα ασταθές πολιτικό σύστημα (λόγω της βαθιάς κρίσης των αστικών κομμάτων), πήρε εξοντωτικά μέτρα για να καταστείλει το λαϊκό κίνημα.
Τα μέτρα αυτά τα συνέχισε και μετά τη νίκη της, το 1949.
Ενίσχυσε στο έπακρο τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και έκανε τον αντικομμουνισμό, την «εθνικοφροσύνη» και τον «από βορρά κίνδυνο», τα κύρια ιδεολογικά όπλα της.
Παράλληλα, η Μοναρχία, που για ιστορικούς λόγους είχε επιβιώσει δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, ήταν γερά γαντζωμένη στο αστικό πολιτικό σύστημα, είχε παίξει σημαντικό ρόλο ως το πρώτο «οχυρό κατά του κομμουνισμού» και συνέχιζε να κατέχει μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.
Ομως, 15 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, προέκυπτε το εξής ζήτημα:
~Για πόσα χρόνια ακόμη θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με «εργαλεία» που διαρκώς πάλιωναν όλο και περισσότερο, δηλαδή με τις ίδιες δομές που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης;
~Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί πάνω στην εργατική τάξη μόνο με την πιο ωμή τρομοκρατία;
~Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από το φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, και μάλιστα να διεκδικεί το πάνω χέρι, βάζοντας έτσι φρένο στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, που απαιτούσε και προϋπέθετε πιο «ευέλικτες» και όχι ωμές μεθόδους καταστολής του λαϊκού κινήματος;
Η άρχουσα τάξη, κατανοούσε θαυμάσια ότι η ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων δεν μπορούσε να γίνεται στο διηνεκές μόνο με το χωροφύλακα.
Αυτό το είδαν οι ρεαλιστές αστοί πολιτικοί (Καραμανλής, Παπανδρέου κ.ά) και επιχείρησαν εκσυγχρονισμούς. Ομως τότε ακριβώς συγκρούστηκαν με το Παλάτι, το οποίο χρειαζόταν τις πιο ξεπερασμένες κατασταλτικές μεθόδους για να τα βγάλει πέρα, δηλαδή για να διατηρεί τον αυξημένο ρόλο του. Αυτές οι αντιθέσεις, που οδηγούσαν σε συγκρούσεις («Ιουλιανά», αποχώρηση Καραμανλή από την πολιτική) μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνες, αφού έθεταν το ζήτημα «ποιος κυβερνά».
Ταυτόχρονα, στα 1965 - 1967, η αγανάκτηση του λαού κατά του Στέμματος ήταν η μεγαλύτερη από το 1950. Στην πραγματικότητα, τα Ανάκτορα δεν μπορούσαν να «σταθούν»...
Αυτός ήταν ένας πολύ βασικός παράγοντας, τον οποίο τα αστικά κόμματα, επίσης, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, δίχως κινδύνους για τα ίδια.
Ιδιαίτερα, δεν μπορούσε να τον αγνοήσει η «Ενωση Κέντρου», που η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ήταν αντιβασιλικοί.
Από την άλλη όμως, αποδείχτηκε και το εξής: Πως ναι μεν τα αστικά κόμματα (για την ακρίβεια μεγάλο μέρος της ηγεσίας τους) έβλεπαν την ανάγκη εκσυγχρονιστικών μέτρων, από την άλλη όμως, δεν είχαν την ικανότητα (και επειδή δεν είχαν «ανανεωθεί» και επειδή φοβόντουσαν το λαό) να γίνουν συνεπείς φορείς των «νέων» μέτρων αντιστοίχισης με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και να τα επιβάλουν. Αυτό επιβεβαιώθηκε με την ΕΡΕ, αλλά κυρίως με την «Ενωση Κέντρου». Τα βασικά αστικά κόμματα της εποχής (ΕΡΕ - «Ενωση Κέντρου») βρέθηκαν πίσω από τις ανάγκες ανταπόκρισης στον αστικό εκσυγχρονισμό του καιρού τους.
Τα πράγματα, λοιπόν, έφτασαν στο εξής σημείο: Το μεν Παλάτι να μη θέλει να κάνει πίσω, ο δε αστικός κόσμος να μην μπορεί, ούτε να θέλει να κάνει μπροστά. Ετσι, το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο στρατό, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας, διακόπτοντας για πάνω από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε μια άλλη στην κυριαρχία της, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Και μ' αυτή την έννοια πρέπει, ίσως, να ερμηνευτεί η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη (ΝΕΤ, 31/1/2000) στο 1965 και στους λόγους που οδήγησαν στη δικτατορία:
«Πιστεύω ότι στη δικτατορία οδήγησε η αδυναμία του πολιτικού κόσμου να δώσουμε λύση στα προβλήματα» (εννοώντας, προφανώς, όχι τα λαϊκά προβλήματα, αλλά εκείνα του αστικού πολιτικού κόσμου).
Το ίδιο βασικό επιχείρημα χρησιμοποίησαν αργότερα και οι ίδιοι οι δικτάτορες, καθυβρίζοντας σύμπαντα τον πολιτικό κόσμο, ανεξάρτητα από το ότι έβλεπαν το ζήτημα από τη δική τους σκοπιά, τη σκοπιά του ωμού αντικομμουνισμού και της πιο βίαιης καταστολής.
Αυτοί ακολουθούσαν την άποψη του περιβόητου Σάββα Κωνσταντόπουλου, που έλεγε στις 4 διαλέξεις του, το 1966: «Η δική μας τακτική προστατεύει τη Δημοκρατία αποτελεσματικότερα από κάθε άλλη»
(Σ. Κωνσταντόπουλου: «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 72) και καλούσε τα αστικά κόμματα να πολιτευτούν σύμφωνα με την πολιτική διαθήκη του καρδινάλιου Ρισελιέ, που έγραφε ότι «ο πολιτικός πρέπει να κοιμάται, όπως το λιοντάρι, με ανοιχτά μάτια» (ο.π).
Εκεί, βεβαίως, που σαφώς υπήρχε υπερβολή, ήταν η επίκληση από τους δικτάτορες «του κομμουνιστικού κινδύνου». Τέτοιο κίνδυνο, δυστυχώς, ούτε κατά διάνοια δεν είχε ν' αντιμετωπίσει η αστική τάξη και τα κόμματά της. Απλώς, «ο κομμουνιστικός κίνδυνος» ήταν το ιδεολογικό προπέτασμα καπνού και η αντίστοιχη στήριξη του στρατιωτικοφασιστικού πραξικοπήματος.
Ομως, με τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», αποκαλυπτόταν και μια άλλη πλευρά, που σημειώθηκε προηγουμένως : Η εμμονή συγκεκριμένων δυνάμεων της αστικής τάξης και του αμερικανοΝΑΤΟικού παράγοντα, όχι μόνο να διατηρηθεί, αλλά και να ενισχυθεί και με άλλα μέσα - ακόμη και με τα όπλα - το υπάρχον ιδεολογικοπολιτικό και νομικό καθεστώς, που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου και μετά απ' αυτόν. Κι, εξάλλου, τέτοιες «λύσεις» τμήματα της αστικής τάξης ήθελαν να τις δώσουν από το 1950 - 1951. Τότε, όμως, δε βόλευε, γιατί η αστική τάξη και οι ΗΠΑ ήθελαν να υπάρχει στην Ελλάδα μια δημοκρατική πρόσοψη. Ομως, οι εφεδρείες διατηρήθηκαν (ΙΔΕΑ, ΕΕΝΑ).
15 ΙΟΥΛΗ ΚΑΙ ΚΚΕ - ΕΔΑ
Δεν πρέπει να ξεγελάει και να οδηγεί σε λαθεμένα συμπεράσματα το γεγονός ότι οι αντιθέσεις μέσα στον αστικό πολιτικό κόσμο - και όχι μόνο στον πολιτικό - έφτασαν σε τέτοιο σημείο όξυνσης, που ένα τμήμα του να αντιπαρατίθεται στο άλλο - ή στα άλλα - με τέτοια λύσσα. Το φαινόμενο δεν είναι καθόλου πρωτοφανές, αντίθετα, είναι πολύ συχνό στη νεότερη πολιτική ιστορία, τόσο την ελληνική, όσο και τη διεθνή. Και, βεβαίως, καθόλου δε σημαίνει ότι κάποιο από τα συγκεκριμένα τμήματα αντιμαχόταν το άλλο από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων.
Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης των «Φιλελευθέρων» και αντιμοναρχικός, ψήφισε το «ΙΔΙΩΝΥΜΟ» κατά του ΚΚΕ. Το στοιχείο αυτό, δηλαδή το γεγονός ότι τα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα απ' τους μεταξύ τους διαξιφισμούς, ακόμη και αλληλοσκοτωμούς, είναι αντίπαλες δυνάμεις προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, το γεγονός αυτό δεν πάρθηκε υπόψη από την ΕΔΑ. Κυριαρχούσε η πολιτική αντίληψη «της συμμαχίας των δημοκρατικών δυνάμεων» (ΕΔΑ και «Κέντρο»), την οποία ο Δ. Παρτσαλίδης έβλεπε και ως όρο για «την αντιιμπεριαλιστική επαναστατική αλλαγή!»
Αυτή την αντίληψη της ΕΔΑ και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ επέκρινε το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, κάνοντας λόγο για «την πολιτική ουράς απέναντι στην Ενωση Κέντρου» (9ο Συνέδριο, Υλικά, σελ. 86).
Είναι χαρακτηριστικό ότι την εκτροπή του 1965 («Ιουλιανά»), η ηγεσία της ΕΔΑ την είδε ως προσπάθεια των πιο αντιδραστικών δυνάμεων και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να ανακόψουν τη δημοκρατική εξέλιξη της χώρας. Παρόμοια ήταν και η θέση του ΚΚΕ.
Μια τέτοια εκτίμηση «έβγαζε λάδι» την κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», ενώ της έδινε και την πρωτοκαθεδρία στους λαϊκούς αγώνες.
Από την άλλη, είχε γίνει πια παράδοση για την ηγεσία της ΕΔΑ να κρατάει το λαϊκό κίνημα «στα υπό των Αρχών καθοριζόμενα πλαίσια», για να μη δίνει αφορμές (!) στους αντιδραστικούς κύκλους να εκμεταλλεύονται τις παραβιάσεις των αστυνομικών διαταγών! κλπ.
Είχε επικρατήσει η «αρχή» της «σώφρονος πολιτικής», όπως την ονομάτιζε ο Η. Ηλιού.
Στην κηδεία του δολοφονημένου βουλευτή Γρ. Λαμπράκη, «το κλιμάκιο εσωτερικού» της ΚΕ του ΚΚΕ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΟΥ Π.Γ., ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΩΝ & ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΕ ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ, ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ!
Το ίδιο έκανε και στα «Ιουλιανά», όπου το κίνημα των 70 ημερών το εγκλώβισε στα όρια που καθόριζαν οι Αρχές και το Σύνταγμα, συμπορευόμενη έτσι με την «Ενωση Κέντρου», η οποία ΤΟ ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΥΣΕ και το οδηγούσε στο ξεθύμασμα, παίζοντας τα δικά της παιχνίδια και ευελπιστώντας στις εκλογές που θα ...γίνονταν!
Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Πολλές φορές η πολιτική της ενότητας, όχι μόνο δε βοηθούσε την ενότητα, αλλά, αντίθετα, έδινε την ευχέρεια στην Ενωση Κέντρου να την αποφεύγει και να προβάλλεται σαν ηγετική δύναμη. Ετσι, στην πράξη, της αναγνωριζόταν το προβάδισμα και η Αριστερά οδηγούνταν πολλές φορές στην ουρά της Ενωσης Κέντρου και η επιρροή της, σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος, περιοριζόταν» (ο.π., σελ. 79).
Με αυτή την τακτική, αδυνάτιζε εξ αντικειμένου και η πάλη για δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα (νομιμοποίηση ΚΚΕ, κατάργηση του νομικού πλαισίου του Εμφυλίου, ατομικά δικαιώματα), που ασφαλώς έπρεπε να κατατείνει στη μεγαλύτερη δυνατή λαϊκή συσπείρωση. Ταυτόχρονα, διευκόλυνε να προωθείται η δεξιά αναθεωρητική πλατφόρμα, που ήδη είχε διαμορφωθεί μέσα στο ΚΚΕ, η οποία κυριαρχούσε στην ηγεσία της ΕΔΑ και στα περισσότερα στελέχη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στην Ελλάδα.
Οι στόχοι της ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ, εκδηλώθηκαν πολύ έντονα το 1968, όταν το ΚΚΕ διασπάστηκε (12η Ολομέλεια) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ''ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ'' ΑΥΤΟ-ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΑΝ ''ΚΚΕ εσωτερικού!'' , σε ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ....'' ΚΚΕ εξωτερικού! ''
Ετσι, εκείνοι που αντιδρούσαν στην προβολή του συνθήματος «νόμιμο το ΚΚΕ» και ήθελαν την ΕΔΑ, πήραν το όνομα «Κομμουνιστικό Κόμμα»!
Η Μοναρχία, τελικά, είχε στην Ελλάδα τη γνωστή κατάληξη. Αποπέμφθηκε με κρότο το Δεκέμβρη του 1967, όταν ο Κωνσταντίνος επιχείρησε το γνωστό στρατιωτικό κίνημα - οπερέτα. Η ζωή τα έφερε έτσι, που η Μοναρχία, το «πρώτο οχυρό κατά του κομμουνισμού», να διωχθεί κακήν κακώς από τους πιο βέρους αντικομμουνιστές!
Ετσι, η λαϊκή πάλη και θέληση 10ετιών, που το 1974 εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα κατά της Μοναρχίας, ήταν ο βασικός παράγοντας της κατάργησής της, όμως αυτή καθεαυτή την κατάργηση την υλοποίησε η αστική τάξη (χούντα - Καραμανλής).
Το ναυάγιο του "Χειμάρρα"
Πριν 68 χρόνια, Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1947, συνέβαινε στον Ευβοϊκό μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες αυτού του αιώνα. Το επιβατηγό πλοίο "Χειμάρρα", που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκης - Πειραιά, βυθίστηκε μετά την πρόσκρουσή του σε νάρκη παίρνοντας μαζί του στα παγωμένα νερά 374 ψυχές. Η τραγωδία συνέβη στις 4.10 το πρωί της Κυριακής, 1,5 μίλι από τη νησίδα Καβαλλιανή στον Κάτω Κάβο της Εύβοιας. Οι έρευνες για την αναζήτηση των ναυαγών άρχισαν μετά 10 ώρες! Τα ναρκαλιευτικά και τα πλοιάρια δύο μέρες μάζευαν επιπλέοντα πτώματα στον Ευβοϊκό. Τελικά, από τους 620 επιβαίνοντες μπόρεσαν να σωθούν, αφού πάλεψαν με τα κύματα, 246 άτομα.
Ανάμεσα στους επιβάτες, ήταν και 36 πολιτικοί κρατούμενοι που μεταφέρονταν σε διάφορους τόπους εξορίας. ΜΟΝΟ ΔΕΚΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ, ΜΠΟΡΕΣΑΝ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ. Στον κατάλογο των θυμάτων περιλαμβάνονται πολλά στελέχη της ΚΟ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, συνδικαλιστές από όλη τη Μακεδονία, προοδευτικοί δημοσιογράφοι κλπ.
Οι ανακρίσεις τις επόμενες μέρες έδειξαν ότι ο ασύρματος του πλοίου δε λειτούργησε για να δώσει το στίγμα και να εκπέμψει SOS, καθώς με την έκρηξη καταστράφηκαν οι λυχνίες του πομπού. Η νάρκη παρασύρθηκε λόγω της θαλασσοταραχής από τα παρακείμενα του διαύλου ναυσιπλοϊας ναρκοπέδια. Υποστηρίχτηκε επίσης ότι το πλοίο δεν πέρασε από το δίαυλο ναυσιπλοϊας αλλά αριστερότερα. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός. Οι λέμβοι και σχεδίες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν πριν ακόμη επιβιβαστούν σ' αυτές οι ναυαγοί. Στο πλοίο επέβαιναν και πολλοί οπλίτες, οι οποίοι έπεφταν στη θάλασσα με τα ρούχα, με αποτέλεσμα να πνίγονται αμέσως στα παγωμένα νερά. Από τις ανακρίσεις επίσης προέκυψε ότι οι ένοπλοι χωροφύλακες και οπλίτες που επέβαιναν στη "Χειμάρρα" - 203 τον αριθμό - δεν επειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας στο πλοίο αβοήθητους γυναίκες και παιδιά.
Στις εφημερίδες της εποχής γράφτηκε τις επόμενες μέρες ότι οι 550 επιβάτες ήταν στοιβαγμένοι σ' ένα καράβι - καρυδότσουφλο στο οποίο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Το σκάφος ήταν παμπάλαιο. Είχε κατασκευαστεί στην Αγγλία το 1905 και ήταν εκτοπίσματος 1.221 τόνων. Οπως επίσης καταγγέλλονταν, δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των ναζί κατακτητών, σε όλα σχεδόν τα πλευρά των θαλάσσιων συγκοινωνιών εξακολουθούσαν να υπάρχουν ναρκοπέδια. Ακόμη και ο Θερμαϊκός δεν είχε καθαριστεί από τις νάρκες. Το μετακατοχικό κράτος του ΖΟΦΟΥ και η πλουτοκρατία δε σκότωναν το λαό μόνο με τα στρατοδικεία.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας δύο μέρες μετά το ναυάγιο έβγαλε ανακοίνωση με την οποία καταγγέλλονταν η αδράνεια του κράτους, τόσο για την περισυλλογή των πτωμάτων όσο και για την περίθαλψη των διασωθέντων.
Ενας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Αλέκος Ξυλάκης,που μεταφερόταν μαζί με άλλους 35 συντρόφους του στην εξορία, θυμάται:
"Επιβιβαστήκαμε στο "Χειμάρρα" στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν. Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον Θερμαϊκό. Επαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι. Στη 1 τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το "Χειμάρρα" απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη. Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το "Χειμάρρα" ήταν ακυβέρνητο. Ολοι οι πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα. Ενας σύντροφός μου, ο Αριστείδης, είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο. Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες. Οι στιγμές ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας. Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καϊκι και όπως οι ναυτικοί με είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου".
Τους οχτώ πολιτικούς εξόριστους γρήγορα η Ασφάλεια τους εντόπισε στα λιμάνια ή στα νοσοκομεία και τους συνέλαβε. Δύο μόνο μπόρεσαν να ξεφύγουν. Ο Σ. Κοντοστάθης και ο Αλ. Ξυλάκης, οι οποίοι γρήγορα ήρθαν σε επαφή με το Κόμμα στην Αθήνα. Αυτό κράτησε μέχρι τον Αύγουστο του '47. Ωσπου...
"Μία μέρα του Αυγούστου πήγαμε επίσκεψη με τον Κοντοστάθη σ' ένα συγγενικό του σπίτι στον Αγ. Μελέτιο. Εκεί μας έκαναν το τραπέζι. Κάποιος όμως με παρατηρούσε από πάνω ως κάτω. Με τι όρεξη να φας μετά από αυτό. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Στο δρόμο λέω στο σύντροφο μου: "Στάθη, κάτι δε μ' άρεσε σ' αυτόν τον άνθρωπο. Φοβάμαι ότι πέσαμε σε χαφιέ". Σύχναζα τότε σ' ένα φαρμακείο στην οδό Αιόλου 101. Βλέπω σε μια στιγμή τον άνθρωπο που είχαμε συναντήσει στο συγγενικό σπίτι του Κοντοστάθη να περνάει μπροστά από το μαγαζί. Σε δύο λεπτά και πριν προλάβω να αντιδράσω με ακινητοποιεί με το πιστόλι του".
Και ο Αλ. Ξυλάκης, σήμερα ογδόντα χρόνων, καταλήγει:
"Είκοσι μέρες με είχαν στην απομόνωση. "Σε δέρνουμε" μου έλεγαν "γιατί δεν πνίγηκες". Ακολούθησαν 12 χρόνια εξορίας και φυλακής".
Σύμφωνα με στοιχεία, που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν οι επιζήσαντες του ναυαγίου πολιτικοί εξόριστοι, κατά τη βύθιση της "Χειμάρρας" έχασαν τη ζωή τους οι παρακάτω:
1. Ζαγουρτζής Ν.
2. Δούκας.
3. Κάκαβος.
4. Μαγαζώης Αρ.
5. Αδαμίδης Κ.
6. Ισσόπουλος Αρ.
7. Ματσαβίδου Ελ.
8. Αλβέρτος Κ.
9. Τζορμπαζηκωστής Κ.
10. Ταξιντάρης Κ.
11. Απέργης Γρ.
12. Τσαρδάκης Γ.
13. Μπατζάκης Ν.
14. Ρουμελιώτης Χ.
15. Καλλικρατίδης Ι.
16. Λυκάρτσης Σ.
17. Γερογιάννης Ι.
18. Νότογλου Ευαγ.
19. Χρυσοχέρη Αθ.
Δεν υπάρχουν τα ονόματα των υπόλοιπων αγνοούμενων πολιτικών εξόριστων, ούτε έγινε γνωστό κάτι για την τύχη τους.
Διασώθηκαν οι:
1. Βούτσας Α.
2. Πασδατίδης Ν.
3. Τάρπογλου Κ.
4. Τσακνής Αθ.
5. Τόπκας Α.
6. Στεφανίδης Ν.
7. Κοντοστάθης Σ.
8. Στοϊδης Χρ.
9. Δεληγιαννίδης Ν.
10. Ξυλάκης Αλ.
"Πνίγηκαν κοντά 400 άνθρωποι. Οι οικογένειες των τραγικών θυμάτων δεν πήραν καμιά αποζημίωση", λέει ο Αλ. Ξυλάκης.
Ανάμεσα στους επιβάτες, ήταν και 36 πολιτικοί κρατούμενοι που μεταφέρονταν σε διάφορους τόπους εξορίας. ΜΟΝΟ ΔΕΚΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ, ΜΠΟΡΕΣΑΝ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ. Στον κατάλογο των θυμάτων περιλαμβάνονται πολλά στελέχη της ΚΟ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ, συνδικαλιστές από όλη τη Μακεδονία, προοδευτικοί δημοσιογράφοι κλπ.
Οι ανακρίσεις τις επόμενες μέρες έδειξαν ότι ο ασύρματος του πλοίου δε λειτούργησε για να δώσει το στίγμα και να εκπέμψει SOS, καθώς με την έκρηξη καταστράφηκαν οι λυχνίες του πομπού. Η νάρκη παρασύρθηκε λόγω της θαλασσοταραχής από τα παρακείμενα του διαύλου ναυσιπλοϊας ναρκοπέδια. Υποστηρίχτηκε επίσης ότι το πλοίο δεν πέρασε από το δίαυλο ναυσιπλοϊας αλλά αριστερότερα. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός. Οι λέμβοι και σχεδίες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν πριν ακόμη επιβιβαστούν σ' αυτές οι ναυαγοί. Στο πλοίο επέβαιναν και πολλοί οπλίτες, οι οποίοι έπεφταν στη θάλασσα με τα ρούχα, με αποτέλεσμα να πνίγονται αμέσως στα παγωμένα νερά. Από τις ανακρίσεις επίσης προέκυψε ότι οι ένοπλοι χωροφύλακες και οπλίτες που επέβαιναν στη "Χειμάρρα" - 203 τον αριθμό - δεν επειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας στο πλοίο αβοήθητους γυναίκες και παιδιά.
Στις εφημερίδες της εποχής γράφτηκε τις επόμενες μέρες ότι οι 550 επιβάτες ήταν στοιβαγμένοι σ' ένα καράβι - καρυδότσουφλο στο οποίο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Το σκάφος ήταν παμπάλαιο. Είχε κατασκευαστεί στην Αγγλία το 1905 και ήταν εκτοπίσματος 1.221 τόνων. Οπως επίσης καταγγέλλονταν, δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των ναζί κατακτητών, σε όλα σχεδόν τα πλευρά των θαλάσσιων συγκοινωνιών εξακολουθούσαν να υπάρχουν ναρκοπέδια. Ακόμη και ο Θερμαϊκός δεν είχε καθαριστεί από τις νάρκες. Το μετακατοχικό κράτος του ΖΟΦΟΥ και η πλουτοκρατία δε σκότωναν το λαό μόνο με τα στρατοδικεία.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας δύο μέρες μετά το ναυάγιο έβγαλε ανακοίνωση με την οποία καταγγέλλονταν η αδράνεια του κράτους, τόσο για την περισυλλογή των πτωμάτων όσο και για την περίθαλψη των διασωθέντων.
Ενας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Αλέκος Ξυλάκης,που μεταφερόταν μαζί με άλλους 35 συντρόφους του στην εξορία, θυμάται:
"Επιβιβαστήκαμε στο "Χειμάρρα" στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν. Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον Θερμαϊκό. Επαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι. Στη 1 τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το "Χειμάρρα" απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη. Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το "Χειμάρρα" ήταν ακυβέρνητο. Ολοι οι πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα. Ενας σύντροφός μου, ο Αριστείδης, είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο. Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες. Οι στιγμές ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας. Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καϊκι και όπως οι ναυτικοί με είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου".
Τους οχτώ πολιτικούς εξόριστους γρήγορα η Ασφάλεια τους εντόπισε στα λιμάνια ή στα νοσοκομεία και τους συνέλαβε. Δύο μόνο μπόρεσαν να ξεφύγουν. Ο Σ. Κοντοστάθης και ο Αλ. Ξυλάκης, οι οποίοι γρήγορα ήρθαν σε επαφή με το Κόμμα στην Αθήνα. Αυτό κράτησε μέχρι τον Αύγουστο του '47. Ωσπου...
"Μία μέρα του Αυγούστου πήγαμε επίσκεψη με τον Κοντοστάθη σ' ένα συγγενικό του σπίτι στον Αγ. Μελέτιο. Εκεί μας έκαναν το τραπέζι. Κάποιος όμως με παρατηρούσε από πάνω ως κάτω. Με τι όρεξη να φας μετά από αυτό. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Στο δρόμο λέω στο σύντροφο μου: "Στάθη, κάτι δε μ' άρεσε σ' αυτόν τον άνθρωπο. Φοβάμαι ότι πέσαμε σε χαφιέ". Σύχναζα τότε σ' ένα φαρμακείο στην οδό Αιόλου 101. Βλέπω σε μια στιγμή τον άνθρωπο που είχαμε συναντήσει στο συγγενικό σπίτι του Κοντοστάθη να περνάει μπροστά από το μαγαζί. Σε δύο λεπτά και πριν προλάβω να αντιδράσω με ακινητοποιεί με το πιστόλι του".
Και ο Αλ. Ξυλάκης, σήμερα ογδόντα χρόνων, καταλήγει:
"Είκοσι μέρες με είχαν στην απομόνωση. "Σε δέρνουμε" μου έλεγαν "γιατί δεν πνίγηκες". Ακολούθησαν 12 χρόνια εξορίας και φυλακής".
Σύμφωνα με στοιχεία, που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν οι επιζήσαντες του ναυαγίου πολιτικοί εξόριστοι, κατά τη βύθιση της "Χειμάρρας" έχασαν τη ζωή τους οι παρακάτω:
1. Ζαγουρτζής Ν.
2. Δούκας.
3. Κάκαβος.
4. Μαγαζώης Αρ.
5. Αδαμίδης Κ.
6. Ισσόπουλος Αρ.
7. Ματσαβίδου Ελ.
8. Αλβέρτος Κ.
9. Τζορμπαζηκωστής Κ.
10. Ταξιντάρης Κ.
11. Απέργης Γρ.
12. Τσαρδάκης Γ.
13. Μπατζάκης Ν.
14. Ρουμελιώτης Χ.
15. Καλλικρατίδης Ι.
16. Λυκάρτσης Σ.
17. Γερογιάννης Ι.
18. Νότογλου Ευαγ.
19. Χρυσοχέρη Αθ.
Δεν υπάρχουν τα ονόματα των υπόλοιπων αγνοούμενων πολιτικών εξόριστων, ούτε έγινε γνωστό κάτι για την τύχη τους.
Διασώθηκαν οι:
1. Βούτσας Α.
2. Πασδατίδης Ν.
3. Τάρπογλου Κ.
4. Τσακνής Αθ.
5. Τόπκας Α.
6. Στεφανίδης Ν.
7. Κοντοστάθης Σ.
8. Στοϊδης Χρ.
9. Δεληγιαννίδης Ν.
10. Ξυλάκης Αλ.
"Πνίγηκαν κοντά 400 άνθρωποι. Οι οικογένειες των τραγικών θυμάτων δεν πήραν καμιά αποζημίωση", λέει ο Αλ. Ξυλάκης.
Κάποια μάνα αναστενάζει...Μακρόνησος 1947
Ένας έκανε χαρακίρι.
Ήταν από τη Μακεδονία. Τον έλεγαν Πασχάλη. Γράμματα δημοτικού σχολείου. Χωριατόπαιδο. Είχε πολεμήσει στην Αντίσταση. Τώρα ήταν στη Μακρόνησο. Στο Α' Τάγμα, στον 4ο λόχο.
Τα άσχημα σημάδια και η απειλή του "Γαλάζιου Αναμορφωτηρίου" είχαν καλλιεργήσει μέσα στο Τάγμα ένα πνεύμα γενικού συναγερμού για άμυνα και αντίσταση μέχρι θανάτου. Η ομαδική ψυχολογία είχε σφυρηλατηθεί πάνω σ' αυτή τη σκέψη και την απόφαση : "Όχι κολυμπήθρα στο Α' Τάγμα".
Από το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1947, το παραμικρό επεισόδιο που συνέβαινε είτε τυχαία, είτε από πρόθεση της ΑΜ, ένα αποτέλεσμα είχε πάντα : Αυτή η τεράστια οικογένεια των φαντάρων να συσπειρώνεται και να ενώνεται πιο πολύ μπροστά στον κίνδυνο. Στον κίνδυνο που βλέπαμε να καιροφυλακτεί πίσω από κάθε επεισόδιο, μέσα σε κάθε χειρονομία ή σε κάθε λέξη που ακούγαμε.
Το επεισόδιο με τον Πασχάλη αποκάλυπτε άλλη μια πτυχή : την ψυχολογία του φαντάρου, τη βαθιά πίστη στο ιδανικό του και την ευαισθησία του μπροστά στο επίμαχο πρόβλημα που ζούσαμε όλοι στη Μακρόνησο. Να μην υπογράψουμε μπροστά σε καμιά βία, σε καμιά πίεση. Να σταθούμε αλύγιστοι σε κάθε μαρτύριο.
Ο Πασχάλης πήγε στη Διαχείριση και πήρε ένα ζευγάρι σόλες για τα άρβυλα του. Του δώσανε το βιβλίο και υπόγραψε την παραλαβή. Κατέβηκε στο λόχο του κι άρχισε να τον βασανίζει η έγνοια : "Τι χαρτί ήταν εκείνο που υπόγραψα;".
Ρώτησε ένα γνωστό του που δούλευε στην διαχείριση :
-Έτσι υπογράφουν όλοι για τις σόλες;
Ο άλλος, σκέφτηκε να παίξει με την άγνοια του Πασχάλη. Δεν υπολόγισε τι αντίδραση θα προκαλούσε με το αστείο του.
-Να, χαζέ...την πάτησες ρε...πως σου τη σκάσαν έτσι;
Ο Πασχάλης γκρεμίστηκε από τα Τάρταρα. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Γιατί δε μπορούσε να υποφέρει την ιδέα ότι με το ίδιο του το χέρι καταδίκασε εκείνο που πίστευε. Και ζήτησε τη λύτρωση στο θάνατο. Μ' ένα μαχαίρι έσκισε την κοιλιά του.
Οι σύσκηνοι του τον βρήκαν ξαπλωμένο κι ασάλευτο στο γιατάκι του. Είδαν τα αίματα πάνω στο παντελόνι του, ανησύχησαν και τον ρώτησαν "τι έχει". Ο Πασχάλης δεν έλεγε να μιλήσει. Τελικά, τους αποκάλυψε με λίγα λόγια το δράμα του. Αμέσως τον σήκωσαν και τον πήγαν στο ιατρείο. Έτρεξε ο Διοικητής. Του είπαν τι έγινε. Ο Κωνσταντόπουλος αναστατώθηκε. Αυτό δεν τον άφησε να εκτιμήσει και να κατανοήσει τη χειρονομία του φαντάρου.
Ξέσπασε :
-Δειλέ...Αν θέλεις να σκοτωθείς ρε....να...
Τράβηξε το πιστόλι του και του το πρότεινε. Το χέρι του Πασχάλη τινάχτηκε σαν ελατήριο κι άρπαξε το περίστροφο. Ο διοικητής σάστισε. Το τράβηξε και οπισθοχώρησε. Τότε μάντεψε, ίσως, ποια φουρτούνα
έδερνε την καρδιά του φαντάρου. Έδωσε εντολή να μεταφερθεί γρήγορα στην Αθήνα.
Μην ξεχάσετε τον Πασχάλη. Έγινε καλά και γύρισε πάλι στη Μακρόνησο. Κι έμεινε για πάντα εκεί. Δεν τον ξαναείδε το χωριό του. Στα γεγονότα του Μαρτίου 1948, ακούστηκε πάλι το όνομα του.
Νίκου Μάργαρη, Ιστορία της Μακρονήσου
Ήταν από τη Μακεδονία. Τον έλεγαν Πασχάλη. Γράμματα δημοτικού σχολείου. Χωριατόπαιδο. Είχε πολεμήσει στην Αντίσταση. Τώρα ήταν στη Μακρόνησο. Στο Α' Τάγμα, στον 4ο λόχο.
Τα άσχημα σημάδια και η απειλή του "Γαλάζιου Αναμορφωτηρίου" είχαν καλλιεργήσει μέσα στο Τάγμα ένα πνεύμα γενικού συναγερμού για άμυνα και αντίσταση μέχρι θανάτου. Η ομαδική ψυχολογία είχε σφυρηλατηθεί πάνω σ' αυτή τη σκέψη και την απόφαση : "Όχι κολυμπήθρα στο Α' Τάγμα".
Από το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1947, το παραμικρό επεισόδιο που συνέβαινε είτε τυχαία, είτε από πρόθεση της ΑΜ, ένα αποτέλεσμα είχε πάντα : Αυτή η τεράστια οικογένεια των φαντάρων να συσπειρώνεται και να ενώνεται πιο πολύ μπροστά στον κίνδυνο. Στον κίνδυνο που βλέπαμε να καιροφυλακτεί πίσω από κάθε επεισόδιο, μέσα σε κάθε χειρονομία ή σε κάθε λέξη που ακούγαμε.
Το επεισόδιο με τον Πασχάλη αποκάλυπτε άλλη μια πτυχή : την ψυχολογία του φαντάρου, τη βαθιά πίστη στο ιδανικό του και την ευαισθησία του μπροστά στο επίμαχο πρόβλημα που ζούσαμε όλοι στη Μακρόνησο. Να μην υπογράψουμε μπροστά σε καμιά βία, σε καμιά πίεση. Να σταθούμε αλύγιστοι σε κάθε μαρτύριο.
Ο Πασχάλης πήγε στη Διαχείριση και πήρε ένα ζευγάρι σόλες για τα άρβυλα του. Του δώσανε το βιβλίο και υπόγραψε την παραλαβή. Κατέβηκε στο λόχο του κι άρχισε να τον βασανίζει η έγνοια : "Τι χαρτί ήταν εκείνο που υπόγραψα;".
Ρώτησε ένα γνωστό του που δούλευε στην διαχείριση :
-Έτσι υπογράφουν όλοι για τις σόλες;
Ο άλλος, σκέφτηκε να παίξει με την άγνοια του Πασχάλη. Δεν υπολόγισε τι αντίδραση θα προκαλούσε με το αστείο του.
-Να, χαζέ...την πάτησες ρε...πως σου τη σκάσαν έτσι;
Ο Πασχάλης γκρεμίστηκε από τα Τάρταρα. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Γιατί δε μπορούσε να υποφέρει την ιδέα ότι με το ίδιο του το χέρι καταδίκασε εκείνο που πίστευε. Και ζήτησε τη λύτρωση στο θάνατο. Μ' ένα μαχαίρι έσκισε την κοιλιά του.
Οι σύσκηνοι του τον βρήκαν ξαπλωμένο κι ασάλευτο στο γιατάκι του. Είδαν τα αίματα πάνω στο παντελόνι του, ανησύχησαν και τον ρώτησαν "τι έχει". Ο Πασχάλης δεν έλεγε να μιλήσει. Τελικά, τους αποκάλυψε με λίγα λόγια το δράμα του. Αμέσως τον σήκωσαν και τον πήγαν στο ιατρείο. Έτρεξε ο Διοικητής. Του είπαν τι έγινε. Ο Κωνσταντόπουλος αναστατώθηκε. Αυτό δεν τον άφησε να εκτιμήσει και να κατανοήσει τη χειρονομία του φαντάρου.
Ξέσπασε :
-Δειλέ...Αν θέλεις να σκοτωθείς ρε....να...
Τράβηξε το πιστόλι του και του το πρότεινε. Το χέρι του Πασχάλη τινάχτηκε σαν ελατήριο κι άρπαξε το περίστροφο. Ο διοικητής σάστισε. Το τράβηξε και οπισθοχώρησε. Τότε μάντεψε, ίσως, ποια φουρτούνα
έδερνε την καρδιά του φαντάρου. Έδωσε εντολή να μεταφερθεί γρήγορα στην Αθήνα.
Μην ξεχάσετε τον Πασχάλη. Έγινε καλά και γύρισε πάλι στη Μακρόνησο. Κι έμεινε για πάντα εκεί. Δεν τον ξαναείδε το χωριό του. Στα γεγονότα του Μαρτίου 1948, ακούστηκε πάλι το όνομα του.
Νίκου Μάργαρη, Ιστορία της Μακρονήσου
Μακρόνησος:
Το βασανιστήριο με το τσουβάλι και τη γάτα
Διήγηση της Ζωζώς Νικηφορίδη για τον αδελφό της Νίκο και τα βασανιστήρια που υπέστη στη Μακρόνησο.
Ο Νίκος Νικηφορίδης εκτελέστηκε το 1951 επειδή μάζευε υπογραφές στη Θεσσαλονίκη για την παγκόσμια εκστρατεία υπέρ της ειρήνης.
Ήταν μικρός και όταν πρωτοπήγε εξορία, ακόμα φορούσε κοντά παντελονάκια. Τον πρωτοπήγαν στην Ικαρία, στον Εύδηλο Ικαρίας, και μας έγραφε από κει και άντρεψε εκεί πέρα. Και όταν μας έστειλε φωτογραφία, δεν τον γνώρισα. Έφυγε παιδάκι -και πόσο είχε κάνει τότε εξορία;- κι όταν μας έστειλε την πρώτη φωτογραφία, είδα έναν άντρα με τα κοντά βέβαια, σαν εγγλέζικα, παντελονάκια και με κασκέτο στο κεφάλι. Τις έχω τις φωτογραφίες αυτές.
Μετά τους άφησαν και ξαναγύρισαν. Σε λίγο πάλι τους ξανάπιασαν. Τους ξανάπιασαν, τελευταία φορά τους ξαναστέλνουν πάλι Ικαρία. Δεν πήγε Αϊ-Στράτη ο αδελφός μου, πήγε Ικαρία και από κει θυμάμαι -εγώ παντρεύτηκα εν τω μεταξύ το ’48- τους παίρνουν και τους πάνε στη Μακρόνησο. Τώρα ποια είναι η Μακρόνησος και τι είναι η Μακρόνησος, ιδέα δεν είχαμε. Και μαθαίναμε κρυφά ότι τους δέρνουν, τους ταλαιπωρούν, τους κακοποιούν, ότι τους σκοτώνουν μέσα στη χαράδρα, κι έκλαιγε η μάνα μου και κλαίγαμε κι εμείς, χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει ακριβώς. Σιγά σιγά βέβαια μαθεύονταν αυτά, γιατί πολλοί απολύθηκαν. Γιατί έκαναν δήλωση, γιατί έτσι, γιατί αλλιώς… και μαθαίναμε από αυτούς τι συμβαίνει στη Μακρόνησο. Τρομερά πράγματα δηλαδή. Στην κυριολεξία τρομερά πράγματα. Και πολλοί απ’ αυτούς έγραψαν βιβλία μετά.
Λοιπόν, όταν πέρασε αρκετός καιρός, γέννησα την Όλγα μου και ήταν η Όλγα δύο χρονών περίπου όταν τον άφησαν. Δηλαδή, σε χρονολογίες, ’48 παντρεύτηκα, αρχές του ’50 θα τον άφησαν. Αλλά πώς τον άφησαν; Ξέρεις πώς τον έφεραν όταν πήγαν και τον πήραν από το Λαύριο η μάνα μου κι ο πατέρας μου; Τον κρατούσαν και τον έφεραν σέρνοντας κουτσό.
Ο Θεόφιλος ο Φατσέας, αργότερα δήμαρχος του Βύρωνα, ήταν μαζί με τον Νίκο στο Μακρονήσι και, όπως μας είπε, είχε φάει κι αυτός πολύ ξύλο… όχι σαν τον Νίκο αλλά πολύ. Ήταν στο κεφάλι του Νίκου επάνω και τον πρόσεχε γιατί ο Νίκος ήταν σχεδόν αναίσθητος, ούτε έτρωγε κι ούτε μπορούσε να πηγαίνει για τις ανάγκες του. Ήταν λοιπόν ο Θεόφιλος ο Φατσέας, ο Βαγγέλης ο Γκρόζος ο οποίος πέθανε δυστυχώς, και ο Μακρής ο Παναγιώτης, ο δήμαρχος Καισαριανής, ο οποίος είναι ο μόνος που ζει, και άλλα παιδιά που εγώ δεν τα ξέρω. Λοιπόν, ο Φατσέας και ο Γκρόζος ο Βαγγέλης τον τάιζαν κουταλάκι κουταλάκι για να μην πεθάνει από την πείνα. Του άνοιγαν το στόμα και του έριχναν μέσα λίγο γάλα και οτιδήποτε άλλο. Και τον έγδυναν, έπαιρναν τα ρουχαλάκια του και τα έπλεναν στη θάλασσα, γιατί στη θάλασσα έπλεναν τα ρούχα τους εκεί πέρα. Τα μαρτύρια που πέρασε στη Μακρόνησο μου τα έλεγε και έλεγα ότι αυτά είναι απίστευτα. «Κοίταξε, γράψτε τα να μην ξεχαστούν. Εγώ δεν θα τα γράψω, είναι τόσοι άλλοι που θα τα γράψουν», έλεγε. Και πράγματι, βγήκαν βιβλία πολλά. Φοβερά πράγματα τα οποία δεν τα λέει μόνο ο Νίκος, τα λένε όλοι.
Μου είπε το εξής που θυμάμαι: «Κοίταξε να δεις, μπορούσα όλα να τα ξαναπεράσω και εκείνο που δεν θέλω ποτέ να ξαναπεράσω είναι το τσουβάλι με τη γάτα». Δηλαδή τους έβαζαν σ’ ένα τσουβάλι με μια γάτα μέσα, έκλειναν το τσουβάλι και τους έριχναν στη θάλασσα. Αυτό ήταν το χειρότερο μαρτύριο. Επίσης η ρέγκα που τους έδιναν το βράδυ. Ένα κομμάτι ψωμί, ρέγκα και νερό καθόλου το καλοκαίρι. Λοιπόν η ρέγκα χωρίς νερό ήταν το χειρότερο, λέει, μαρτύριο μαζί με το τσουβάλι με τη γάτα.
Όπως μου είπαν, δεν έβλεπε καθόλου πρώτα. Έβλεπε λιγάκι όταν ήρθε στο σπίτι. Με τραύμα στον εγκέφαλο από το ξύλο με ρόπαλο του Ιωαννίδη. Πάθαινε κρίσεις επιληπτικές από το χτύπημα. Και πεταγόταν απάνω, ψηλά, χωρίς να έχει συναίσθηση, κι έλεγε: «Κρατήστε με άμα με πιάσει κρίση, γιατί μπορεί να πέσω πάνω στα τζάμια και να τα σπάσω… δεν ξέρω τι κάνω». Όταν τον έπιανε η κρίση, σηκωνόμασταν -ο μπαμπάς μου είχε το νου του ο καημένος- και πέφταμε επάνω του να τον κρατήσουμε. Κι εκεί ήταν που φώναζε: «Όχι, βρε… όχι, βρε πουλημένοι… όχι, δεν υπογράφω». Δεν τα θυμάμαι τι ακριβώς φώναζε. Φώναζε, φώναζε κι έβγαινε και λίγο άσπρο σαν αφρός στο στόμα του. Και μετά έπεφτε σαν σε κώμα και μετά συνερχόταν σιγά σιγά.
Εκείνη την περίοδο, ήρθαν δύο παιδιά αλφαμίτες(*) -ήταν με στολή-, να δουν εάν όντως είναι στο σπίτι ο Νίκος… μήπως τον φυγαδεύσαμε, μήπως δεν ξέρω τι. Εγώ καθόμουν στο κρεβάτι δίπλα του και μου λέει: «Πήγαινε έξω». Πήγα. Μίλησαν… τι είπαν, δεν ξέρω, δεν μου είπε. Ξανάρχεται τη δεύτερη φορά ο ένας απ’ αυτούς. Κάθισαν μόνοι τους μέσα και μιλούσαν… τι είπαν δεν ξέρω. Φεύγοντας ο αλφαμίτης τον βλέπω και σκούπιζε τα μάτια του. Βουρκωμένα ήταν τα μάτια του και τα σκούπιζε. Και μπαίνω μέσα και είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι και μου έλεγε: «Νίκη μεγάλη… νικήσαμε… μεγάλη νίκη έχουμε σήμερα». «Τι, βρε αγόρι μου;» «Τι να σου πω τώρα», μου λέει, «άμα σου λέω, νικήσαμε!». Και εκ των υστέρων μου είπε ότι αυτό το παιδί πριν έδερνε χωρίς να έχει συναίσθηση γιατί δέρνει, το είχαν βάλει να δέρνει το παιδί, και ότι αυτό το παιδί του ορκίστηκε πλέον ότι είναι στο πλευρό μας. Τόσο πολύ δηλαδή συγκινήθηκε με την κουβέντα που του έκανε ο Νίκος, τον έπεισε. Μάλιστα είχαμε λάβει και κάτι γράμματα από μερικά παιδιά τα οποία δεν ξέρω τι έγιναν, τα κρατούσε η μάνα μου σ’ ένα φάκελο κι όταν ήρθε η χούντα, φοβήθηκε κι έπιασε και τα έκαψε όλα. Είχαμε κι άλλα πράγματα τότε.
Οι κρίσεις κράτησαν κάμποσο καιρό. Τον πήγαμε στο Δαφνί τότε και του κάναμε ηλεκτροσόκ να επουλωθεί το τραύμα στον εγκέφαλο.
* Αλφαμίτες: άνδρες της Α.Μ. (Αστυνομία Μονάδων).
Ο Νίκος Νικηφορίδης εκτελέστηκε το 1951 επειδή μάζευε υπογραφές στη Θεσσαλονίκη για την παγκόσμια εκστρατεία υπέρ της ειρήνης.
Ήταν μικρός και όταν πρωτοπήγε εξορία, ακόμα φορούσε κοντά παντελονάκια. Τον πρωτοπήγαν στην Ικαρία, στον Εύδηλο Ικαρίας, και μας έγραφε από κει και άντρεψε εκεί πέρα. Και όταν μας έστειλε φωτογραφία, δεν τον γνώρισα. Έφυγε παιδάκι -και πόσο είχε κάνει τότε εξορία;- κι όταν μας έστειλε την πρώτη φωτογραφία, είδα έναν άντρα με τα κοντά βέβαια, σαν εγγλέζικα, παντελονάκια και με κασκέτο στο κεφάλι. Τις έχω τις φωτογραφίες αυτές.
Μετά τους άφησαν και ξαναγύρισαν. Σε λίγο πάλι τους ξανάπιασαν. Τους ξανάπιασαν, τελευταία φορά τους ξαναστέλνουν πάλι Ικαρία. Δεν πήγε Αϊ-Στράτη ο αδελφός μου, πήγε Ικαρία και από κει θυμάμαι -εγώ παντρεύτηκα εν τω μεταξύ το ’48- τους παίρνουν και τους πάνε στη Μακρόνησο. Τώρα ποια είναι η Μακρόνησος και τι είναι η Μακρόνησος, ιδέα δεν είχαμε. Και μαθαίναμε κρυφά ότι τους δέρνουν, τους ταλαιπωρούν, τους κακοποιούν, ότι τους σκοτώνουν μέσα στη χαράδρα, κι έκλαιγε η μάνα μου και κλαίγαμε κι εμείς, χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει ακριβώς. Σιγά σιγά βέβαια μαθεύονταν αυτά, γιατί πολλοί απολύθηκαν. Γιατί έκαναν δήλωση, γιατί έτσι, γιατί αλλιώς… και μαθαίναμε από αυτούς τι συμβαίνει στη Μακρόνησο. Τρομερά πράγματα δηλαδή. Στην κυριολεξία τρομερά πράγματα. Και πολλοί απ’ αυτούς έγραψαν βιβλία μετά.
Λοιπόν, όταν πέρασε αρκετός καιρός, γέννησα την Όλγα μου και ήταν η Όλγα δύο χρονών περίπου όταν τον άφησαν. Δηλαδή, σε χρονολογίες, ’48 παντρεύτηκα, αρχές του ’50 θα τον άφησαν. Αλλά πώς τον άφησαν; Ξέρεις πώς τον έφεραν όταν πήγαν και τον πήραν από το Λαύριο η μάνα μου κι ο πατέρας μου; Τον κρατούσαν και τον έφεραν σέρνοντας κουτσό.
Ο Θεόφιλος ο Φατσέας, αργότερα δήμαρχος του Βύρωνα, ήταν μαζί με τον Νίκο στο Μακρονήσι και, όπως μας είπε, είχε φάει κι αυτός πολύ ξύλο… όχι σαν τον Νίκο αλλά πολύ. Ήταν στο κεφάλι του Νίκου επάνω και τον πρόσεχε γιατί ο Νίκος ήταν σχεδόν αναίσθητος, ούτε έτρωγε κι ούτε μπορούσε να πηγαίνει για τις ανάγκες του. Ήταν λοιπόν ο Θεόφιλος ο Φατσέας, ο Βαγγέλης ο Γκρόζος ο οποίος πέθανε δυστυχώς, και ο Μακρής ο Παναγιώτης, ο δήμαρχος Καισαριανής, ο οποίος είναι ο μόνος που ζει, και άλλα παιδιά που εγώ δεν τα ξέρω. Λοιπόν, ο Φατσέας και ο Γκρόζος ο Βαγγέλης τον τάιζαν κουταλάκι κουταλάκι για να μην πεθάνει από την πείνα. Του άνοιγαν το στόμα και του έριχναν μέσα λίγο γάλα και οτιδήποτε άλλο. Και τον έγδυναν, έπαιρναν τα ρουχαλάκια του και τα έπλεναν στη θάλασσα, γιατί στη θάλασσα έπλεναν τα ρούχα τους εκεί πέρα. Τα μαρτύρια που πέρασε στη Μακρόνησο μου τα έλεγε και έλεγα ότι αυτά είναι απίστευτα. «Κοίταξε, γράψτε τα να μην ξεχαστούν. Εγώ δεν θα τα γράψω, είναι τόσοι άλλοι που θα τα γράψουν», έλεγε. Και πράγματι, βγήκαν βιβλία πολλά. Φοβερά πράγματα τα οποία δεν τα λέει μόνο ο Νίκος, τα λένε όλοι.
Μου είπε το εξής που θυμάμαι: «Κοίταξε να δεις, μπορούσα όλα να τα ξαναπεράσω και εκείνο που δεν θέλω ποτέ να ξαναπεράσω είναι το τσουβάλι με τη γάτα». Δηλαδή τους έβαζαν σ’ ένα τσουβάλι με μια γάτα μέσα, έκλειναν το τσουβάλι και τους έριχναν στη θάλασσα. Αυτό ήταν το χειρότερο μαρτύριο. Επίσης η ρέγκα που τους έδιναν το βράδυ. Ένα κομμάτι ψωμί, ρέγκα και νερό καθόλου το καλοκαίρι. Λοιπόν η ρέγκα χωρίς νερό ήταν το χειρότερο, λέει, μαρτύριο μαζί με το τσουβάλι με τη γάτα.
Όπως μου είπαν, δεν έβλεπε καθόλου πρώτα. Έβλεπε λιγάκι όταν ήρθε στο σπίτι. Με τραύμα στον εγκέφαλο από το ξύλο με ρόπαλο του Ιωαννίδη. Πάθαινε κρίσεις επιληπτικές από το χτύπημα. Και πεταγόταν απάνω, ψηλά, χωρίς να έχει συναίσθηση, κι έλεγε: «Κρατήστε με άμα με πιάσει κρίση, γιατί μπορεί να πέσω πάνω στα τζάμια και να τα σπάσω… δεν ξέρω τι κάνω». Όταν τον έπιανε η κρίση, σηκωνόμασταν -ο μπαμπάς μου είχε το νου του ο καημένος- και πέφταμε επάνω του να τον κρατήσουμε. Κι εκεί ήταν που φώναζε: «Όχι, βρε… όχι, βρε πουλημένοι… όχι, δεν υπογράφω». Δεν τα θυμάμαι τι ακριβώς φώναζε. Φώναζε, φώναζε κι έβγαινε και λίγο άσπρο σαν αφρός στο στόμα του. Και μετά έπεφτε σαν σε κώμα και μετά συνερχόταν σιγά σιγά.
Εκείνη την περίοδο, ήρθαν δύο παιδιά αλφαμίτες(*) -ήταν με στολή-, να δουν εάν όντως είναι στο σπίτι ο Νίκος… μήπως τον φυγαδεύσαμε, μήπως δεν ξέρω τι. Εγώ καθόμουν στο κρεβάτι δίπλα του και μου λέει: «Πήγαινε έξω». Πήγα. Μίλησαν… τι είπαν, δεν ξέρω, δεν μου είπε. Ξανάρχεται τη δεύτερη φορά ο ένας απ’ αυτούς. Κάθισαν μόνοι τους μέσα και μιλούσαν… τι είπαν δεν ξέρω. Φεύγοντας ο αλφαμίτης τον βλέπω και σκούπιζε τα μάτια του. Βουρκωμένα ήταν τα μάτια του και τα σκούπιζε. Και μπαίνω μέσα και είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι και μου έλεγε: «Νίκη μεγάλη… νικήσαμε… μεγάλη νίκη έχουμε σήμερα». «Τι, βρε αγόρι μου;» «Τι να σου πω τώρα», μου λέει, «άμα σου λέω, νικήσαμε!». Και εκ των υστέρων μου είπε ότι αυτό το παιδί πριν έδερνε χωρίς να έχει συναίσθηση γιατί δέρνει, το είχαν βάλει να δέρνει το παιδί, και ότι αυτό το παιδί του ορκίστηκε πλέον ότι είναι στο πλευρό μας. Τόσο πολύ δηλαδή συγκινήθηκε με την κουβέντα που του έκανε ο Νίκος, τον έπεισε. Μάλιστα είχαμε λάβει και κάτι γράμματα από μερικά παιδιά τα οποία δεν ξέρω τι έγιναν, τα κρατούσε η μάνα μου σ’ ένα φάκελο κι όταν ήρθε η χούντα, φοβήθηκε κι έπιασε και τα έκαψε όλα. Είχαμε κι άλλα πράγματα τότε.
Οι κρίσεις κράτησαν κάμποσο καιρό. Τον πήγαμε στο Δαφνί τότε και του κάναμε ηλεκτροσόκ να επουλωθεί το τραύμα στον εγκέφαλο.
* Αλφαμίτες: άνδρες της Α.Μ. (Αστυνομία Μονάδων).
1941 - 1944:
Διδάγματα από μια ηρωική πορεία του λαϊκού κινήματος
Η μελέτη των γεγονότων που διαδραματίστηκαν πριν το Δεκέμβρη 1944 (69 χρόνια τούτες τις μέρες από την ηρωική ένοπλη πάλη του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ Αθήνας και Πειραιά) και συγκεκριμένα η μελέτη της περιόδου της ΕΑΜικής Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής, προσφέρεται για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για το σήμερα.
Σε κάθε περίπτωση, αλλά ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, η ανάγνωση της Ιστορίας της ταξικής πάλης από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, δηλαδή απ' τη σκοπιά της πάλης για την ανατροπή του συστήματος που γεννά τις κρίσεις, τους άδικους πολέμους και την πείνα, αποτελεί αναμφισβήτητα πολύτιμο οδηγό για την εργατική τάξη και τα λαϊκά τμήματα των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της αγροτιάς. Το γεγονός ότι η Ιστορία του 20ού αιώνα συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο σκληρής ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης επιβεβαιώνει την παραπάνω ανάγκη.
Οι συνθήκες βεβαίως αλλάζουν. Ωστόσο, τα βασικά τους στοιχεία, ο πυρήνας τους, παραμένουν τα ίδια, από την άποψη της ουσίας: Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, η διαπάλη καθενός ή με τους συμμάχους του για κυριαρχία επί των άλλων, υπάρχουν και σήμερα. Το ίδιο και η ενιαία στάση τους απέναντι στο λαό. Και, βέβαια, παραμένει η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, ενώ ακόμα περισσότερο οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής από τη μια και την ατομική ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου από μια χούφτα καπιταλιστές, με το κράτος τους, από την άλλη.
Σε συνθήκες κρίσης, οι οπορτουνιστικές αυταπάτες, που τον καιρό της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκθειάζουν τη σταθερότητα του συστήματος, αλλάζουν τροπάρι. Υποστηρίζουν το «εφικτό» μιας κυβέρνησης «αντιμνημονιακής», «αριστερής», «προοδευτικής», που θ' ακολουθήσει φιλολαϊκή πολιτική, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται μέσα στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ) και το κεφάλαιο στην εξουσία.
Η άρνηση του ΚΚΕ να συναινέσει στην απάτη, η άρνησή του να κοροϊδέψει το λαό, βάλλεται ως δογματισμός, σεχταρισμός και ονειροπόλημα, ως έλλειψη εναλλακτικής πρότασης. Το χτύπημα του ΚΚΕ ήταν πάντα στο κέντρο της επίθεσης του κράτους και όλων των αστικών κομμάτων, παρά τις διαφορές τους.
Το μέγεθος της επίθεσης είναι αντίστοιχο του μεγέθους της αλήθειας που περικλείει η πρόταση του ΚΚΕ για τη συγκρότηση της λαϊκής αντικαπιταλιστικής - αντιμονοπωλιακής συμμαχίας, με ισχυρό ΚΚΕ, για το σοσιαλισμό. Αυτή η ανάγκη προβάλλει σε κάθε επιμέρους στόχο πάλης, στους καθημερινούς αγώνες ενάντια στην ανεργία, στις πανάκριβες Παιδεία και Υγεία, ενάντια στις ανθρώπινες τραγωδίες από τα φυσικά φαινόμενα, σε καθετί. Αυτή την ανάγκη διδάσκει η ηρωική πάλη του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος σε όλη τη διαδρομή τους κατά τον 20ό αιώνα, αλλά και τώρα. Όπως επίσης και την ανάγκη να διατηρεί το ΚΚΕ την ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική αυτοτέλειά του.
Αντιθέσεις, αλλά ενιαία η στρατηγική
Από τις 27 Απρίλη 1941, που ο γερμανικός στρατός μπήκε στην Αθήνα, η αστική τάξη και ο πολιτικός της κόσμος, βαθιά διχασμένοι όσον αφορά στο στρατόπεδο που έπρεπε να επιλέξουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα (με τη Βρετανία ή με τη Γερμανία, όπου υπερείχε ασύγκριτα η προτίμηση στην πρώτη), αλλά και διχασμένοι όσον αφορά στο πολιτειακό (βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία), διχασμένοι ακόμα ως προς τη μορφή της αστικής διακυβέρνησης (οπαδοί του Μεταξά οι μεν, με την κοινοβουλευτική δημοκρατία οι δε), στάθηκαν ενιαίοι όσον αφορά στο ΚΚΕ και το λαϊκό κίνημα.
Και το έκαναν αυτό, είτε βρίσκονταν στο Λονδίνο και το Κάιρο ως κυβέρνηση των φυγάδων, είτε βρίσκονταν στην Ελλάδα απέχοντας από την πάλη κατά των κατακτητών, είτε οργάνωναν άλλοι αντιστασιακές δυνάμεις του εγγλέζικου στρατοπέδου (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.), είτε, τέλος, άλλοι συνεργαζόμενοι με τους Γερμανοϊταλούς και Βούλγαρους κατακτητές (δοσίλογοι).
Οι μεταξύ τους αντιθέσεις από τη μια και ο φόβος που τους προξενούσε η πάλη του λαϊκού παράγοντα από την άλλη (και τα δύο σε συνθήκες κατακτημένης χώρας) έκαναν τα πράγματα εξαιρετικά σύνθετα, ανατρέποντας σχηματικούς διαχωρισμούς. Αστοί που δεν ήταν δοσίλογοι, καθώς και αντιστασιακοί του αστικού χώρου, συνεργάζονταν και με τους Γερμανούς, ενώ καραμπινάτοι συνεργάτες των Γερμανών βοηθούσαν και τους Εγγλέζους.
Ο τρίτος κατά σειρά διορισμένος δήμαρχος της Αθήνας, επιχειρηματίας Άγγελος Γεωργάτος, υπηρετώντας την τάξη του, συνεργαζόταν και με τους Γερμανούς, ενώ έγραψε για τον κρυφό ρόλο του στην Κατοχή:
«Τον Ιούνιον του 1942 ήρχισα συνεργαζόμενος απευθείας πλέον με το εν Ελλάδι παράρτημα της Μυστικής Αγγλικής Υπηρεσίας».
Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της εγχώριας αστικής τάξης ύστερα από την κατάκτηση, έστω με τις περιορισμένες κρατικές εξουσίες που διέθεταν, επιχείρησαν να επανδρώσουν τους διαθέσιμους μηχανισμούς αλλά και να δημιουργήσουν νέους, προσβλέποντας στη μετακατοχική περίοδο. Οι προσπάθειες και οι σχεδιασμοί εντάθηκαν πυρετωδώς από το 1943, αλλά τα πρώτα βασικά μέτρα πάρθηκαν απ' την αρχή.
Στις 27 Απρίλη 1941 το γερμανικό στρατό υποδέχτηκε επιτροπή, με επικεφαλής τον φρούραρχο Αθήνας, υποστράτηγο Χρήστο Καβράκο, που του παρέδωσε τις πόλεις της Αθήνας και του Πειραιά [Ο Καβράκος ήταν επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος που επιτέθηκε στη λαϊκή εξέγερση στα Τρίκαλα (23 Φλεβάρη 1925 με κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου). Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να χτυπήσουν και πυροβόλησε ο Καβράκος και ορισμένοι ακόμα. Σκότωσαν 8 εργάτες και αγρότες διαδηλωτές, ανάμεσά τους ένα κορίτσι 12 χρόνων, ενώ υπήρχαν και 25 τραυματίες. Τον Καβράκο εκτέλεσε η ΟΠΛΑ στις 8 του Δεκέμβρη 1944].
Το πρώτο ζήτημα που τέθηκε μπροστά στην αστική τάξη ήταν η δημιουργία κυβέρνησης. Υπήρξε σχεδόν πλήρης ομοφωνία ότι έπρεπε να σχηματιστεί. Κι έτσι συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο ίδιος έγραψε:
"...τρανωτάτην απόδειξιν του ότι πάντες ήθελον την ύπαρξιν Κυβερνήσεως αποτελεί η γνώμη των αρχηγών πολιτικών κομμάτων της Χώρας (...) κληθέντες παρ' εμού εις το Πρωθυπουργικόν γραφείον (...) Επέδειξαν κατανόησιν της σοβαρότητος της πατριωτικής χειρονομίας που έκαμα και με ενεθάρρυναν εις το πατριωτικόν έργον (...)».
Από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος είπε προς τον στρατηγό Μουτούση, υπουργό Συγκοινωνιών της κυβέρνησης Τσολάκογλου :
«Είναι Θείον Δώρον διά τον Ελληνικόν Λαόν και μεγάλη συγκατάβασις του κατακτητού το ότι εδέχθη να γίνη Ελληνική Κυβέρνησις».
Τον Τσολάκογλου έσπευσαν να συγχαρούν: Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Αλέξανδρος Οθωναίος, Δημήτριος Μάξιμος, Ντίνος Τσαλδάρης, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Βασίλης Δελιγιάννης, Γεώργιος Πεσματζόγλου, Γεώργιος Μερκούρης, Περικλής Ράλλης, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Ντίνος Ροδόπουλος, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Σταύρος Κωστόπουλος, Κρίτων Δηλαβέρης κ.ά.
Ο Γ. Τσολάκογλου έγραψε:
«ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ ΕΧΡΕΙΑΖΟΝΤΟ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ».
Στις 2 του Δεκέμβρη 1942 ο Τσολάκογλου παραιτήθηκε. Τον αντικατέστησε ο Κ. Λογοθετόπουλος, που παρέμεινε στην πρωθυπουργία μέχρι τον Απρίλη 1943.
Το 1943, χρονιά - σταθμός στον πόλεμο
Το 1943 έχει ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα, γιατί τότε κρίθηκε προς τα πού θα έγερνε η πλάστιγγα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασικά στοιχεία του ήταν:
1. Η στροφή που σημειώθηκε στην πορεία του πολέμου, με τη μεγαλειώδη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί του γερμανικού στο Στάλινγκραντ (19 Νοέμβρη 1942 - 2 Φλεβάρη 1943).
Σ' αυτό το διάστημα τα γερμανικά και τα συμμαχικά τους στρατεύματα είχαν απώλειες πάνω από 800.000 άντρες, 2.000 άρματα μάχης και αυτοκίνητα πυροβόλα, πάνω από 10.000 πυροβόλα και όλμους, σχεδόν 2.000 αεροπλάνα και πάνω από 70.000 αυτοκίνητα.
Η στροφή έγινε αμετάτρεπτη μετά και από τη συντριβή των γερμανικών στρατευμάτων στο Κούρσκ (5 Ιούλη-23 Αυγούστου 1943), όπου διεξήχθη η μεγαλύτερη, στην ιστορία, μάχη τεθωρακισμένων αρμάτων.
Οι απώλειες των γερμανικών στρατευμάτων έφτασαν τις 500.000 νεκρούς, 1.500 άρματα, 3.700 αεροπλάνα και 3.000 πυροβόλα.
2. Η στροφή στην πορεία του πολέμου επέδρασε σημαντικά στην ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ. Συνέτριψε το μύθο για το "αήττητο του Άξονα" και διαμόρφωσε προϋποθέσεις ισχυρής ένοπλης αντίστασης, με στήριγμα την πλατιά μαζική πάλη.
Χαρακτηριστική των διαστάσεων του λαϊκού κινήματος ήταν η μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα (5 Μάρτη 1943), που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.
Με απόφαση του ΕΑΜ και του Εργατικού ΕΑΜ κηρύχτηκε γενική απεργία, ενώ την ίδια ημέρα έως "300.000 λαού πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας, με σύνθημα "κάτω η επιστρά- τευση!". Ο παράνομος Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε αυτή τη μέρα 2 φορές".
Οι διαδηλωτές κατέλαβαν το υπουργείο Εργασίας και κάψανε τους καταλόγους της επιστράτευσης. Ένοπλες ομάδες της λαϊκής περιφρούρησης απάντησαν στους πυροβολισμούς της αστυνομίας. Τελικά οι νεκροί ξεπέρασαν τους 10 και τους 135 οι τραυματίες. Η επιστράτευση ματαιώθηκε (Τον υπουργό Εργασίας Νικ. Καλύβα εκτέλεσε η ΟΠΛΑ στις 24 Γενάρη 1944 έξω από το σπίτι του).
Ανάλογων διαστάσεων κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιούλη του 1943, όταν η γερμανική διοίκηση αποφάσισε να αντικαταστήσει στη Μακεδονία τις δικές της δυνάμεις κατοχής με βουλγαρικές. Με κεντρικό σύνθημα «Έξω οι Βούλγαροι φασίστες από την ελληνική Μακεδονία - Θράκη», χιλιάδες λαού αντιμετώπισαν τα τανκς.
Από την άλλη, ενώ το Μάη του 1941 η αριθμητική δύναμη του ΚΚΕ δεν ξεπερνούσε τα 350 μέλη, εκτός των φυλακισμένων, το 1943 η οργανωμένη του δύναμη αριθμούσε δεκάδες χιλιάδες μέλη.
3. Εκείνο το διάστημα διαφαινόταν και η κατάρρευση της γερμανο-ιταλικής συμμαχίας. Τελικά, η μου- σολινική Ιταλία υποχρεώθηκε σε συνθηκολόγηση (8 Σεπτέμβρη 1943). Όσον αφορά την Ελλάδα, ένα απ' τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της συνθηκολόγησης ήταν να έρθουν στα χέρια του ΕΛΑΣ μεγάλες ποσότητες οπλισμού.
Επομένως, έχοντας τεθεί από το 1943 πιο ανάγλυφα το ζήτημα των μεταπολεμικών εξελίξεων, η εγχώρια αστική τάξη και τα κόμματά της, καθώς και οι ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην αντιχιτλερική συμμαχία (ΗΠΑ, Βρετανία), πήραν τα ανάλογα μέτρα.
Η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής
"....να επιχειρήσω ένα είδος ελέγχου του ΕΑΜ διά μέσου του Αρχηγείου της Μέσης Ανατολής».
Έντι Μάγιερς.
Στις 6 Ιούλη 1943 υπογράφτηκε στην Καστανιά η συμφωνία ΕΛΑΣ - Στρατηγείου Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ). Με βάση τη συμφωνία ο ΕΛΑΣ υπαγόταν στη διοίκηση των Εγγλέζων, που έτσι τον έθεταν υπό τις διαταγές τους, αποκτούσαν τη δυνατότητα να επεμβαίνουν στα εσωτερικά του, υποδαύλιζαν αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε διοικητές του κ.ά. Κυρίως όμως έβαζαν έναν ακόμα φραγμό στο διαχωρισμό του ΕΛΑΣ από τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό. Η συμφωνία απαγόρευε στους αντάρτες ακόμα και «να ομιλούν εναντίον των άλλων ανταρτικών ομάδων, των αρχών των, των ιδεών των...»10. Αποτελούσε προάγγελο των Συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας.
Το ίδιο ακριβώς διάστημα, στην Παλαιστίνη συγκροτούνταν η Ενωσις Νέων Αξιωματικών (ΕΝΑ), πρόδρομος του «Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών» (ΙΔΕΑ), των μετέπειτα πραξικοπηματιών Στ. Παττακού, Γ. Παπαδόπουλου κ.ά.
Η κυβέρνηση Ι. Δ. Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας
Στις 7 Απρίλη 1943 σχημάτισε κυβέρνηση ο Ι. Δ. Ράλλης, υπουργός του Λαϊκού Κόμματος στο Μεσοπόλεμο. Για το διορισμό του δοσίλογου πρωθυπουργού έχει τη δική της αξία η μαρτυρία του επιτετραμμένου του Ράιχ στην Ελλάδα Γκίντερ Αλτενμπουργκ:
«...θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου:
«Η Κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται (...) με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των αρχών κατοχής εις την Ελλάδα (...) Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Τις συνθήκες στις οποίες ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο Ι. Ράλλης, υπογράμμισε ο ίδιος:
"... Δεν ωμίλησα όμως ακόμη ειμή ακροθιγώς, περί του λόγου ο οποίος έσχε την μεγαλυτέραν επί της συνειδήσεως μου επίδρασιν. (...) Ο λόγος αυτός ήτο ότι, κατ' Απρίλιον 1943 διεγράφετο σαφώς εις τον ορίζοντα των προβλέψεων η ήττα της Γερμανίας (...) Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο».
Από τα μέτρα που πάρθηκαν, το πρώτο ήταν η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, μιας αστικής στρατιωτικής δύναμης καταστολής, μάστιγας κατά του λαού σε συνεργασία με τους Γερμανούς, που αρχικά είχαν απορρίψει το αίτημα για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, το οποίο είχε θέσει και η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Λόγος της απόρριψης ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης αν θα έμεναν στο πλευρό τους ή θα πήγαιναν με τους Εγγλέζους στην περίπτωση απόβασης στην Πελοπόννησο.
Στις 18 Ιούνη 1943 δημοσιεύτηκε ο νόμος 260/1943 «Περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών τμημάτων». Και το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου άρχισε η συγκρότησή τους στην Αθήνα, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη του Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα συγκροτήθηκαν στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στη Στερεά Ελλάδα κ.α.
Από την πλευρά τους έβαλαν και οι Εγγλέζοι σε εφαρμογή πιο έντονα την αναπροσαρμοσμένη αντιΕΑΜική και αντικομμουνιστική τακτική τους. Στις 29 Αυγούστου 1943 ο ταγματάρχης της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ντ. Γουάλας, που δρούσε στα ελληνικά βουνά, παρέδωσε έκθεση στον Ρέτζιναλντ Λίπερ (πρέσβη της Βρετανίας στην ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο) για τη νέα κατεύθυνση που έπρεπε να χαραχτεί απέναντι στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Η αναφορά του Γουάλας έγινε δεκτή από την κυβέρνηση της Βρετανίας. Ο ίδιος έγραφε: «Ελπίζω ότι πέτυχα να δείξω τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί η σημερινή πολιτική μας της υποστήριξης του ΕΑΜ...».
Στο πλαίσιο της υπονόμευσης του ΚΚΕ και του ΕΑΜ εντασσόταν και η χαλκευμένη αντικομμουνιστική προπαγάνδα, έχοντας ως βασικό στοιχείο τον γκεμπελισμό. Ένα τέτοιο «έγγραφο», το γνωστό ως «Σύμφωνο του Πετριτσίου», εμφανίστηκε το 1943, με ημερομηνία 12 Ιούλη του ίδιου χρόνου. Το «υπέγραφαν» ο Γιάννης Ιωαννίδης εκ μέρους του ΚΚΕ και κάποιος Δουσάν Δασκάλωφ, υποτιθέμενος εκπρόσωπος του ΚΚ Βουλγαρίας (ανύπαρκτο πρόσωπο). Με αυτό, το ΚΚΕ συμφώνησε δήθεν να δοθεί εδαφική διέξοδος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, δηλαδή να της παραχωρηθεί ελληνικό έδαφος! Όπως είπε ο Ιωαννίδης, το πλαστό έγγραφο κατασκευάστηκε από την Ιντέλιντζενς Σέρβις. Και δεν ήταν βεβαίως το μοναδικό.
Η αποστολή Ντον Στοτ
Τον Οκτώβρη του 1943 έφτασε από τα Δερβενοχώρια στην Αθήνα ο Νεοζηλανδός λοχαγός Ντον Στοτ, μέλος της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και σύνδεσμος με τα τμήματα του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας. Σύμφωνα με μαρτυρία του δήμαρχου Αθήνας 'Αγγελου Γεωργάτου, που τον παρέλαβε με το αυτοκίνητό του, ο Στοτ πραγματοποίησε σειρά ενεργειών. Μια απ' αυτές ήταν η σύσκεψη στο σπίτι του Γεωργάτου, που έγραψε:
"....επραγματοποιήθη η συνάντησις εις την οικίαν μου (....) Παρέστησαν δε εκ μέρους των Γερμανών, ο Συνταγματάρχης Λοςς κι ένας Γερμανός Διπλωμάτης (....) Αι διαπραγματεύσεις παρετάθησαν επί 22 ημέρες και κατά το ενδιάμεσον διάστημα και αι δύο αντιπροσωπείαι εζήτησαν να λάβουν νέας οδηγίας. Οι μεν Γερμανοί μετέβησαν εις το Γενικόν Επιτελείον, οι δε Άγγλοι εις το Βουνό δια να συνενοηθούν με τον μεγάλον ασύρματον με το Κάϊρον, διαθέτοντας υπό των Γερμανών βενζινοπλοίου από Κορίνθου μέχρι Ιτέας".
Ποιος ήταν ο σκοπός αυτών των συναντήσεων Γερμανών και Βρετανών, που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ραδιοφωνικού σταθμού Μόσχας σε αλλεπάλληλες εκπομπές; Οι Σοβιετικοί κατάγγειλαν ότι οι επαφές του Ντον Στοτ με τους Γερμανούς στην Αθήνα ήταν ενέργεια που στρεφόταν κατά της συμμαχίας ΕΣΣΔ - Βρετανίας - ΗΠΑ και στόχευε στη σύμπηξη μετώπου Βρετανίας - ΗΠΑ - Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Τέτοιες επαφές οι ΗΠΑ - Βρετανία δεν έκαναν μόνο στην Ελλάδα. «Εκαμαν στη Σουηδία μέσω του κόμητα Μπερναντόττε, στην Ισπανία, στην Ελβετία (ο αρχηγός της αμερικανικής κατασκοπείας Αλαν Ντάλες) και αλλού».
Όμως , ο Ντον Στοτ είχε αναλάβει ακόμα μία αποστολή. Και την πραγματοποίησε με τη δημιουργία του «Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Συνασπισμού» (ΠΑΣ), που συγκρότησαν αντικομμουνιστικές οργανώσεις, με στόχο να αναλάβει δράση, ώστε να μην καταληφθεί η εξουσία από το ΕΑΜ κατά την απελευθέρωση.
Ο αντικομμουνιστής συγγραφέας Χρήστος Ζαλοκώστας, στενός συνεργάτης του Σπύρου Μαρκεζίνη, που μαζί οργάνωσαν κι αυτοί υπονόμευση του ΕΑΜ, αποκάλυψε τα γεγονότα.
Έγραψε:
«...Στις 10 Νοεμβρίου τον έφερε ο Σιφναίος στο σπίτι του πεθερού του, Αναγνωστοπούλου 17, όπου τον περίμεναν οι συνταγματάρχαι Βεντήρης της ΡΑΝ, Παπαθανασόπουλος του ΕΔΕΣ, Διάμεσης της ΕΔΕΜ, Αντωνόπουλος της Εθνικής Δράσεως, Γρίβας της Χ, Πλευράκης της Κρητικής ΕΚΟ, ο ταγ/χης Σειραδάκης της υπηρεσίας πληροφοριών και ο λοχαγός Κιουρτσόγλου της "Τρίαινας" (...)».
Κατέκρινε τη διαμάχη τους λόγω πολιτικών διαφορών (...) και τους είπε: «Οι πολιτικές επιδιώξεις των διαφόρων ομάδων σας δεν πρέπει να εμποδίσουν την στρατιωτική σας ένωση. Μετά την Απελευθέρωση λύνετε τις διαφορές σας για το πολιτειακό».
Ποια ήταν τα άμεσα καθήκοντα του «Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Συνασπισμού»; Τα παραθέτει ο τότε γραμματέας του ΕΑΜ, Θανάσης Χατζής:
"α) Εφοδιασμός (....) με άδειες οπλοφορίας από την Ειδική Ασφάλεια.
(....) γ) Σύνταξη καταλόγων ΕΑΜιτών κατά συνοικία και παράδοση των καταστάσεων στην Ασφάλεια.
(....) ε) Συντονισμός της δράσης εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με την Ασφάλεια και τα Τάγματα Ασφαλείας".
Ταυτόχρονα, ο ΕΔΕΣ Αθήνας, με την καθοδήγηση του Στυλ. Γονατά, του Βουλπιώτη κ.ά., τροφοδότησε τα Τάγματα Ασφαλείας με μόνιμους αξιωματικούς, που έδρασαν στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, με τα μπλόκα και τις εκτελέσεις κομμουνιστών και άλλων ΕΑΜιτών.
Η στρατηγική του ΚΚΕ
Η πάλη του ΚΚΕ κατά τη δεκαετία 1940 - 1949, με τον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη του 1944 και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1946 - 1949), αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του Κόμματός μας στην εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς και τη μεγαλύτερη συμβολή του στη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά τον 20ό αιώνα.
Ωστόσο, επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα και διεθνώς ότι μεγαλειώδη κινήματα είναι καταδικασμένα σε βέβαιη ήττα, αν δεν μπορέσει η πρωτοπορία τους να λύσει σωστά το θεμελιώδες ζήτημα κάθε πολιτικού αγώνα, το ζήτημα της εξουσίας. Το δίλημμα είχε τεθεί υποχρεωτικά και δεν μπορούσε να είναι άλλο: Αστική ή εργατική εξουσία. Ωστόσο, στον πεντακάθαρο στόχο των αστών, το ΚΚΕ αντιπαρέθεσε τη στρατηγική της «εθνικής ενότητας».
Στη διακήρυξη της 10ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Γενάρης 1944) καθοριζόταν ως άμεσος στόχος «...να εξασφαλιστεί η εθνική ενότητα όλου δίχως εξαιρέσεις του λαού μας, των κομμάτων του, οργανώσεων και προσωπικοτήτων, για να συντρίψουμε τη χιτλερική σκλαβιά και να μπούμε δίχως συγκλονισμούς στην ελεύθερη πολιτική ζωή».Σε αυτή τη βάση διακηρύχτηκε και η ανάγκη σχηματισμού «προσωρινής κυβέρνησης εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης».
Η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» δεν τέθηκε πρώτη φορά εκείνο το διάστημα. Αλλά από το μισό του 1943 η πολιτική των συμμαχιών διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο ύστερα από την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μάης 1943) και βεβαίως στηριζόταν στο σκεπτικό της απόφασης για τη διάλυση. Όπως υπογράμμιζε η εισήγηση του ΠΓ στην ΚΕ, «...το αντάρτικο κίνημα της Ελλάδας πρέπει (...) να πάρει πανεθνικό χαρακτήρα και όχι στενά εαμικό, όπως μέχρι σήμερα. Αν και για τον τέτοιο του στενό χαρακτήρα δεν ευθυνόμαστε μόνον εμείς...». Με βάση αυτά η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ έλεγε ανάμεσα σε άλλα, κάνοντας σαφές άνοιγμα στον αστικό πολιτικό κόσμο (Γ. Παπανδρέου κ.ά.):
«Αν ίσαμε τώρα η ύπαρξη του θεσμού της Κομμουνιστικής Διεθνούς έδινε σε ορισμένα κόμματα και οργανώσεις μιαν όποια δικαίωση στο να μη συνενώνουν μαζί μας τις προσπάθειες για τον κοινό αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης, η διάλυση της Διεθνούς δείχνει περίτρανα την ειλικρίνεια της πολιτικής των κομμουνιστών...».
Η συγκεκριμένη στρατηγική ήταν απόρροια εκείνης των λαϊκών μετώπων, η οποία ήδη είχε δεχτεί ισχυρό ταπεινωτικό πλήγμα από το 1936, τότε που η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία (στηριζόταν από το ΚΚ Γαλλίας) στρεφόταν εναντίον της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία (συμμετείχε το ΚΚ Ισπανίας), ενισχύοντας ουσιαστικά τον Φράνκο. Το γεγονός υποχρέωσε το ΚΚ Γαλλίας να πάψει να στηρίζει την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.
Η αστική τάξη αξιοποίησε τη θέση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (και του ΚΚΕ) για «εθνική ενότητα» και επιτέθηκε μέσω της «συνεργασίας», γνωρίζοντας ότι με αυτή και όχι μόνο με την ολομέτωπη αντιπαράθεση θα τσάκιζαν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Πολλές φορές οι προτάσεις συνεργασίας είναι πιο επικίνδυνες για το λαό, απ' ότι η ανοιχτή επίθεση εναντίον του. Η δεύτερη τον εξαγριώνει. Η πρώτη τον εφησυχάζει, δημιουργώντας φρούδες ελπίδες.
Η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη στις επιδιώξεις των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που συμμετείχαν στο ΕΑΜ.
Εκφράστηκε και στην Ιδρυτική Πράξη της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστής και ως Κυβέρνησης του Βουνού.
Ανέφερε:
«Η Επιτροπή, ξεκινώντας από την αντίληψη πως, για να πραγματοποιηθούν οι πιο πάνω εθνικοί σκοποί, επιβάλλεται να συμμετάσχουν στο έργο αυτό όλες οι εθνικές δυνάμεις, θεωρεί σαν πρωταρχικό της καθήκον να εξακολουθήσει δραστήρια τις ενέργειες για το σχηματισμό Κυβέρνησης εθνικού συνασπισμού».
Επιβεβαιώθηκε με τον πιο δραματικό τρόπο ότι οι πάντες είναι έτοιμοι να συμμαχήσουν με το ΚΚΕ, εφόσον αυτό παραιτηθεί από τα δύο «κλειδιά» της επαναστατικής πολιτικής: Την εργατική εξουσία και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Με άλλα λόγια, επιβεβαιώθηκε ότι στις διαπραγματεύσεις για πολιτική συνεργασία του ΚΚΕ με άλλα πολιτικά κόμματα δεν γίνονται οι λεγόμενες αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Στην περίπτωση αυτή μονίμως υποχωρών είναι το ΚΚΕ.
Τα άλλα κόμματα δεν έχουν από πού να υποχωρήσουν.
Αντίθετα, το ΚΚΕ έχει.
Και η υποχώρηση συνίσταται στην παραίτηση από τα δύο «κλειδιά».
Το φαινόμενο δεν ήταν μόνο ελληνικό. Την ίδια γραμμή υλοποίησε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Να τι έγραψε στο άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του κόμματός του, ο Μάρκο Ρίτσο, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Ιταλίας / Κομμουνιστές Λαϊκή Αριστερά, για τον αντίστοιχο «ιταλικό Λίβανο», γνωστό ως «στροφή του Σαλέρνο» (Απρίλης 1944):
"....Ήταν μια συμφωνία ανάμεσα στα αντιφασιστικά κόμματα, τη μοναρχία και τον στρατάρχη Μπαντόλιο, για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας".
Πριν τη «Συμφωνία του Λιβάνου»
Στα τέλη του 1943 ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Καΐρου, Εμμ. Τσουδερός, εξουσιοδότησαν τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό να προχωρήσει στη δημιουργία «κυβερνητικής επιτροπής» στην Αθήνα. Την επιτροπή θα αποτελούσαν πρώην πρωθυπουργοί και υπουργοί, με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο.
Η «κυβερνητική επιτροπή» θα αναλάμβανε «το συντονισμό του αγώνα και τη διοίκηση της χώρας μέχρι την απελευθέρωση. Σε πρώτη γραμμή των καθηκόντων της θα έβαζε να συγκρατήσει την ένοπλη δράση για να αποφευχθούν αντεκδικήσεις των κατακτητών και να πάρει κάτω από την απόλυτη διοίκησή της το "αναρχούμενο αντάρτικο"».
Αυτά σήμαιναν ότι η κυβέρνηση του Καΐρου προσπαθούσε να εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, για να έχει εδώ κυβερνητικό πόδι και υπό τις διαταγές της το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Δαμασκηνός άρχισε επαφές (...ιδιαιτέρως) και με στελέχη του ΕΑΜ. Έκανε πρόταση συμμετοχής στο συνδικαλιστή Γιάννη Καλομοίρη, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ, γνωρίζοντας προφανώς το «ποιόν» του. Ο Καλομοίρης είχε απευθύνει το 1941 χαιρετιστήριες επιστολές στον Χίτλερ και στον Μουσολίνι, υπογράφοντας προς τον τελευταίο ως Τζιοβάνι Καλομίρι!
Η ΚΕ του ΕΑΜ αποφάσισε να προτείνει την προεδρία της ΠΕΕΑ (που θα συγκροτούνταν) στον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Αλέξανδρο Σβώλο και την αντιπροεδρία, μαζί με τη Γραμματεία (υπουργείο) Εξωτερικών, στον Ιωάννη Σοφιανόπουλο. Ταυτόχρονα, το ΕΑΜ αποφάσισε να προτείνει συμμετοχή, στην ΠΕΕΑ, του ΕΔΕΣ (Ν. Ζέρβας) και της ΕΚΚΑ (Ψαρρός - Καρτάλης).
Αλλά επαφές με τους Σβώλο και Σοφιανόπουλο είχε και ο Δαμασκηνός. Στην αντιπροσωπεία του ΚΚΕ (Σιάντος - Ιωαννίδης), με την οποία συναντήθηκε, ο Σοφιανόπουλος υποστήριξε ότι η Γραμματεία Εξωτερικών θα έπρεπε να έχει έδρα το Κάιρο και ότι ο ίδιος εξαρτούσε τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Τσουδερού (όπως είπε στον Δαμασκηνό) από τη συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Αν δεν συμμετείχαν, δεν θα συμμετείχε ούτε εκείνος!! Και λίγες μέρες αργότερα υπέγραψε τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση Τσουδερού, «ζητώντας άμεση ηθική και υλική συμπαράσταση για να "σωθή" η Ελλάδα από την "αναρχούμενην αντάρτικην κίνησιν" (...) κίνησιν εξοντώσεως των ελληνικών πληθυσμών».Το τηλεγράφημα υπέγραψαν και οι Σοφούλης, Καφαντάρης, Παπανδρέου, Μυλωνάς, Π. Ράλλης και Γονατάς (από τους ιδρυτές των Ταγμάτων Ασφαλείας).
Ο Δαμασκηνός πραγματοποίησε αλλεπάλληλες συναντήσεις και με τον Σβώλο. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ γνώριζαν τις επαφές του Σβώλου με τον Δαμασκηνό, καθώς και τις επαφές του με τους Γονατά, Σοφούλη, Καφαντάρη, Παπανδρέου, Λαμπράκη, Εβερτ κ.ά.
Ταυτόχρονα, ο Δαμασκηνός, για να ασκήσει πίεση στο ΕΑΜ, διέδωσε τις επαφές του Σβώλου με το ΚΚΕ, ώστε να τον καταζητήσουν οι Γερμανοί και έτσι ο Σβώλος να υποχρεωθεί να φύγει για το Κάιρο (θα τον... φυγάδευε ο Δαμασκηνός)! Ετσι θα έμπαινε στην κυβέρνηση Τσουδερού και δεν θα πήγαινε στην ΠΕΕΑ. Οπότε θα γινόταν πιο εύκολη η προσέγγιση της κυβέρνησης του Καΐρου με την ΠΕΕΑ...
Ποιες ήταν, ωστόσο, οι απόψεις του Σβώλου; Τις διατύπωσε σε σχέδιο που έστειλε στον Γ. Πετσόπουλο, για να το δώσει στην ηγεσία του ΚΚΕ. Το «σχέδιο Σβώλου» δεν έχει βρεθεί, αλλά από την απάντηση που του έδωσε ο Πετσόπουλος φαίνονται οι θέσεις του. Του έγραψε ο Πετσόπουλος: «'Ολο το σχέδιο αφήνει την εντύπωση γενικά πως η ΠΕΕΑ γίνεται για να περιορίσει τις αυθαιρεσίες και τα εγκλήματα του ΕΑΜ κατά του λαού (...) Τρίτο σημείο είναι το της Διοικήσεως του εθνικού στρατού. Δε θα είναι στρατός του Γουίλσον, αλλά του έθνους μας και συνεπώς δε θα εξαρτάται "διά του αρχιστρατήγου από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής απευθείας", παρά διά του υπουργού των Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ...».
Τελικά ο Σβώλος πήγε στην ΠΕΕΑ και ανέλαβε την προεδρία. Και με αυτές τις θέσεις του πήγε στη σύσκεψη του Λιβάνου. ''....είχα ανησυχήσει για λογαριασμό του Σβώλου. Και του τα είπα", έγραψε αργότερα ο Ηλ. Τσιριμώκος, όταν ο Σβώλος έφευγε για το Λίβανο.
Η συμμετοχή σε κυβερνήσεις του ΚΚΕ και του ΚΚ Ιταλίας
Τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (Οκτώβρης του 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Δεν υπήρχε ακόμα κυβέρνηση εδώ και οι αστικές πολιτικές ηγεσίες είχαν χάσει τη δυνατότητα να χειραγωγούν πλατιές λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις ήταν στο έπακρο οξυμένες και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σχεδόν στο σύνολο της χώρας.
Η επαναστατική κατάσταση αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο της ταξικής πάλης. Η διαμόρφωσή της θέτει το ζήτημα, είτε της εφόδου του επαναστατικού κινήματος για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας (αφού άλλη εξουσία προς τα μπρος δεν υπάρχει), είτε, αν την παραγνωρίσεις, οδηγεί στην ήττα, στο πισωγύρισμα και στην αναδίπλωση του κινήματος. Εκείνο το διάστημα συνέβη το δεύτερο, γιατί το Κόμμα μας, έχοντας το σοσιαλισμό ως απώτερο και όχι άμεσο στόχο, δεν αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως κρίκο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Αυτονόμησε την πάλη ενάντια στους κατακτητές από την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, θέτοντας ως επιστέγασμα της νίκης ένα εκδημοκρατισμένο αστικό καθεστώς, ανεξάρτητα από την ονομασία που του έδινε (λαοκρατία κ.ά.).
Οι συνέπειες της προβληματικής στρατηγικής εκδηλώθηκαν κυρίως από τις αρχές και την άνοιξη του 1944, όταν αντιπροσωπείες του ΚΚΕ, της Κυβέρνησης του Βουνού (ΠΕΕΑ), του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ πήραν μέρος στη σύσκεψη του Λιβάνου μαζί με όλους τους αστούς πολιτικούς.
Το ΕΑΜ συμμετείχε τελικά στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» (πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου) με πέντε υπουργούς (Οικονομικών, Γεωργίας, Εργασίας, Εθνικής Οικονομίας, Δημοσίων Έργων) και έναν υφυπουργό (Οικονομικών).
Σε αυτό το πλαίσιο είναι αξιοσημείωτο και το εξής: Η παρουσία έξι ΕΑΜιτών υπουργών στην κυβέρνηση και μάλιστα σε οικονομικά υπουργεία (ανάμεσά τους πρώτα στελέχη του ΚΚΕ, όπως οι Γιάννης Ζεύγος και Μιλτιάδης Πορφυρογένης) όχι μόνο δε συνέβαλε στη λήψη ουσιαστικών φιλολαϊκών μέτρων, αλλά και υποχρέωσε τους ΕΑΜίτες υπουργούς να συναινέσουν σε μέτρα τα οποία δεν είχαν φιλολαϊκό χαρακτήρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ψηφίστηκε νόμος, άρθρο του οποίου προέβλεπε απολύσεις εργατών.
Όριζε :
"Βιομηχανικαί Επιχειρήσεις, το προσωπικό των οποίων υπάγεται εις την ασφάλισιν του παρόντος Νόμου, δύνανται να θέτουν το πλεονάζον τμήμα τούτου εις κατάστασιν διαθεσιμότητος, συνεπαγομένην αναστολή της μισθοδοσίας, άνευ λύσεως της εργασιακής σχέσεως".
Την ίδια στιγμή που κυριαρχούσαν η πείνα και η εξαθλίωση, η ΓΣΕΕ πραγματοποίησε διάβημα στην κυβέρνηση ζητώντας "αύξηση 50% στα σημερινά μεροκάματα", αφού ο τιμάριθμος για τα βασικά είδη διατροφής ήταν 6-20 φορές πάνω από τον προπολεμικό.
"Η ύψωση στις τιμές, τις τελευταίες ημέρες, έχει φέρει σε απελπισία όχι μόνο τον εργατικό κόσμο, αλλά όλες, χωρίς εξαίρεση, τις φτωχές λαϊκές τάξεις".
Γιατί συνέβαιναν αυτά; Ηταν αντεργατικές δυνάμεις το ΚΚΕ και το ΕΑΜ; Ασφαλώς όχι!
Συνέβαιναν, γιατί από τη στιγμή που το ΚΚΕ δέχτηκε να συμμετέχει στην κυβέρνηση, ήταν υποχρεωμένο να αποδέχεται τη βασική γραμμή της αστικής οικονομικής πολιτικής διαχείρισης. Εξ αντικειμένου συρόταν σε αυτή την πολιτική, εγκλωβισμένο στη στρατηγική της «εθνικής ενότητας».
Επιβεβαιώνεται ότι η συμμετοχή κομμουνιστών σε διακυβέρνηση πάνω στο καπιταλιστικό έδαφος, όχι μόνο δε συμβάλλει στη χάραξη φιλολαϊκής γραμμής, αλλά και εξασθενεί μέχρι και εκμηδενίζει την ικανότητα του Κόμματος να οργανώσει, να προσανατολίσει την ταξική πάλη ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου. Έτσι, εξασθενεί το λαϊκό κίνημα και αυτή ακριβώς την εξασθένιση επιδιώκει η αστική τάξη για να το οδηγήσει στο διχασμό και την απογοήτευση.
Αλλά εκείνη η εμπειρία είναι αψευδής μάρτυρας και για το αβάσιμο της άποψης που λέει ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβερνητική συνεργασία αποτελεί εγγύηση για να τραβιούνται οι συνεργαζόμενοι σε φιλολαϊκό δρόμο! Αυτό δεν έγινε ούτε τότε που το ΚΚΕ και ο λαός είχαν τεράστια δύναμη, αλλά και τα όπλα! Ο ένοπλος λαός έγινε ουρά των εξελίξεων που το άρμα τους έσυραν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.
«Ο άμεσος πολιτικός στόχος», δηλαδή το λεγόμενο σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους, όπως λέγεται, όχι μόνο δεν αποτελεί βήμα μπροστά, αλλά πισωγύρισμα, που το πληρώνει ακριβά ο λαός.
Ανάλογη εμπειρία έδωσε και η συμμετοχή του ΚΚ Ιταλίας, παρά την άποψη της τότε ηγεσίας του ότι η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε, αποτελούσε βήμα προς τον σοσιαλισμό, ότι ήταν κρίκος μετάβασης.
Ωστόσο, ούτε πρόσκαιρη ανακούφιση μπόρεσε να φέρει, αφού το κόστος ζωής είχε ανέβει 23 φορές, ενώ πάντα στην αντίστοιχη περίοδο & μέχρι το 1947, οι μισθοί αυξήθηκαν 1,5 φορά.
Επιβεβαιώθηκε ότι αυτές οι κυβερνήσεις ήταν ιδιαίτερα φειδωλές ακόμα και στο επίπεδο των αστικών εκσυγχρονισμών. Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Ιταλίας Παλμίρο Τολιάτι, που συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης, όχι μόνο δεν πρωτοστάτησε στις διώξεις εναντίον των φασιστών, αλλά υπέγραψε επιπλέον την αμνηστία ακόμα και για στελέχη του φασιστικού κόμματος τον Ιούνη του 194632. Ακόμα, στο όνομα της ενότητας με τον καθολικό κόσμο, το ΚΚ Ιταλίας συμφώνησε να ανανεωθούν τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μουσολίνι στο Βατικανό, μέσω της επικύρωσης της καινούργιας συνταγματικής συνθήκης, δίχως αυτό να εμποδίσει φυσικά το Βατικανό να προχωρήσει στον αφορισμό του, αφού πρώτα το ΚΚ Ιταλίας εκδιώχτηκε από την κυβέρνηση, όταν έπαψαν πια να το χρειάζονται...
Σε κάθε περίπτωση, αλλά ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, η ανάγνωση της Ιστορίας της ταξικής πάλης από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, δηλαδή απ' τη σκοπιά της πάλης για την ανατροπή του συστήματος που γεννά τις κρίσεις, τους άδικους πολέμους και την πείνα, αποτελεί αναμφισβήτητα πολύτιμο οδηγό για την εργατική τάξη και τα λαϊκά τμήματα των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της αγροτιάς. Το γεγονός ότι η Ιστορία του 20ού αιώνα συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο σκληρής ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης επιβεβαιώνει την παραπάνω ανάγκη.
Οι συνθήκες βεβαίως αλλάζουν. Ωστόσο, τα βασικά τους στοιχεία, ο πυρήνας τους, παραμένουν τα ίδια, από την άποψη της ουσίας: Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, η διαπάλη καθενός ή με τους συμμάχους του για κυριαρχία επί των άλλων, υπάρχουν και σήμερα. Το ίδιο και η ενιαία στάση τους απέναντι στο λαό. Και, βέβαια, παραμένει η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, ενώ ακόμα περισσότερο οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής από τη μια και την ατομική ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου από μια χούφτα καπιταλιστές, με το κράτος τους, από την άλλη.
Σε συνθήκες κρίσης, οι οπορτουνιστικές αυταπάτες, που τον καιρό της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκθειάζουν τη σταθερότητα του συστήματος, αλλάζουν τροπάρι. Υποστηρίζουν το «εφικτό» μιας κυβέρνησης «αντιμνημονιακής», «αριστερής», «προοδευτικής», που θ' ακολουθήσει φιλολαϊκή πολιτική, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται μέσα στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ) και το κεφάλαιο στην εξουσία.
Η άρνηση του ΚΚΕ να συναινέσει στην απάτη, η άρνησή του να κοροϊδέψει το λαό, βάλλεται ως δογματισμός, σεχταρισμός και ονειροπόλημα, ως έλλειψη εναλλακτικής πρότασης. Το χτύπημα του ΚΚΕ ήταν πάντα στο κέντρο της επίθεσης του κράτους και όλων των αστικών κομμάτων, παρά τις διαφορές τους.
Το μέγεθος της επίθεσης είναι αντίστοιχο του μεγέθους της αλήθειας που περικλείει η πρόταση του ΚΚΕ για τη συγκρότηση της λαϊκής αντικαπιταλιστικής - αντιμονοπωλιακής συμμαχίας, με ισχυρό ΚΚΕ, για το σοσιαλισμό. Αυτή η ανάγκη προβάλλει σε κάθε επιμέρους στόχο πάλης, στους καθημερινούς αγώνες ενάντια στην ανεργία, στις πανάκριβες Παιδεία και Υγεία, ενάντια στις ανθρώπινες τραγωδίες από τα φυσικά φαινόμενα, σε καθετί. Αυτή την ανάγκη διδάσκει η ηρωική πάλη του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος σε όλη τη διαδρομή τους κατά τον 20ό αιώνα, αλλά και τώρα. Όπως επίσης και την ανάγκη να διατηρεί το ΚΚΕ την ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική αυτοτέλειά του.
Αντιθέσεις, αλλά ενιαία η στρατηγική
Από τις 27 Απρίλη 1941, που ο γερμανικός στρατός μπήκε στην Αθήνα, η αστική τάξη και ο πολιτικός της κόσμος, βαθιά διχασμένοι όσον αφορά στο στρατόπεδο που έπρεπε να επιλέξουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα (με τη Βρετανία ή με τη Γερμανία, όπου υπερείχε ασύγκριτα η προτίμηση στην πρώτη), αλλά και διχασμένοι όσον αφορά στο πολιτειακό (βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία), διχασμένοι ακόμα ως προς τη μορφή της αστικής διακυβέρνησης (οπαδοί του Μεταξά οι μεν, με την κοινοβουλευτική δημοκρατία οι δε), στάθηκαν ενιαίοι όσον αφορά στο ΚΚΕ και το λαϊκό κίνημα.
Και το έκαναν αυτό, είτε βρίσκονταν στο Λονδίνο και το Κάιρο ως κυβέρνηση των φυγάδων, είτε βρίσκονταν στην Ελλάδα απέχοντας από την πάλη κατά των κατακτητών, είτε οργάνωναν άλλοι αντιστασιακές δυνάμεις του εγγλέζικου στρατοπέδου (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.), είτε, τέλος, άλλοι συνεργαζόμενοι με τους Γερμανοϊταλούς και Βούλγαρους κατακτητές (δοσίλογοι).
Οι μεταξύ τους αντιθέσεις από τη μια και ο φόβος που τους προξενούσε η πάλη του λαϊκού παράγοντα από την άλλη (και τα δύο σε συνθήκες κατακτημένης χώρας) έκαναν τα πράγματα εξαιρετικά σύνθετα, ανατρέποντας σχηματικούς διαχωρισμούς. Αστοί που δεν ήταν δοσίλογοι, καθώς και αντιστασιακοί του αστικού χώρου, συνεργάζονταν και με τους Γερμανούς, ενώ καραμπινάτοι συνεργάτες των Γερμανών βοηθούσαν και τους Εγγλέζους.
Ο τρίτος κατά σειρά διορισμένος δήμαρχος της Αθήνας, επιχειρηματίας Άγγελος Γεωργάτος, υπηρετώντας την τάξη του, συνεργαζόταν και με τους Γερμανούς, ενώ έγραψε για τον κρυφό ρόλο του στην Κατοχή:
«Τον Ιούνιον του 1942 ήρχισα συνεργαζόμενος απευθείας πλέον με το εν Ελλάδι παράρτημα της Μυστικής Αγγλικής Υπηρεσίας».
Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της εγχώριας αστικής τάξης ύστερα από την κατάκτηση, έστω με τις περιορισμένες κρατικές εξουσίες που διέθεταν, επιχείρησαν να επανδρώσουν τους διαθέσιμους μηχανισμούς αλλά και να δημιουργήσουν νέους, προσβλέποντας στη μετακατοχική περίοδο. Οι προσπάθειες και οι σχεδιασμοί εντάθηκαν πυρετωδώς από το 1943, αλλά τα πρώτα βασικά μέτρα πάρθηκαν απ' την αρχή.
Στις 27 Απρίλη 1941 το γερμανικό στρατό υποδέχτηκε επιτροπή, με επικεφαλής τον φρούραρχο Αθήνας, υποστράτηγο Χρήστο Καβράκο, που του παρέδωσε τις πόλεις της Αθήνας και του Πειραιά [Ο Καβράκος ήταν επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος που επιτέθηκε στη λαϊκή εξέγερση στα Τρίκαλα (23 Φλεβάρη 1925 με κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου). Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να χτυπήσουν και πυροβόλησε ο Καβράκος και ορισμένοι ακόμα. Σκότωσαν 8 εργάτες και αγρότες διαδηλωτές, ανάμεσά τους ένα κορίτσι 12 χρόνων, ενώ υπήρχαν και 25 τραυματίες. Τον Καβράκο εκτέλεσε η ΟΠΛΑ στις 8 του Δεκέμβρη 1944].
Το πρώτο ζήτημα που τέθηκε μπροστά στην αστική τάξη ήταν η δημιουργία κυβέρνησης. Υπήρξε σχεδόν πλήρης ομοφωνία ότι έπρεπε να σχηματιστεί. Κι έτσι συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο ίδιος έγραψε:
"...τρανωτάτην απόδειξιν του ότι πάντες ήθελον την ύπαρξιν Κυβερνήσεως αποτελεί η γνώμη των αρχηγών πολιτικών κομμάτων της Χώρας (...) κληθέντες παρ' εμού εις το Πρωθυπουργικόν γραφείον (...) Επέδειξαν κατανόησιν της σοβαρότητος της πατριωτικής χειρονομίας που έκαμα και με ενεθάρρυναν εις το πατριωτικόν έργον (...)».
Από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος είπε προς τον στρατηγό Μουτούση, υπουργό Συγκοινωνιών της κυβέρνησης Τσολάκογλου :
«Είναι Θείον Δώρον διά τον Ελληνικόν Λαόν και μεγάλη συγκατάβασις του κατακτητού το ότι εδέχθη να γίνη Ελληνική Κυβέρνησις».
Τον Τσολάκογλου έσπευσαν να συγχαρούν: Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Αλέξανδρος Οθωναίος, Δημήτριος Μάξιμος, Ντίνος Τσαλδάρης, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Βασίλης Δελιγιάννης, Γεώργιος Πεσματζόγλου, Γεώργιος Μερκούρης, Περικλής Ράλλης, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Ντίνος Ροδόπουλος, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Σταύρος Κωστόπουλος, Κρίτων Δηλαβέρης κ.ά.
Ο Γ. Τσολάκογλου έγραψε:
«ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ ΕΧΡΕΙΑΖΟΝΤΟ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ».
Στις 2 του Δεκέμβρη 1942 ο Τσολάκογλου παραιτήθηκε. Τον αντικατέστησε ο Κ. Λογοθετόπουλος, που παρέμεινε στην πρωθυπουργία μέχρι τον Απρίλη 1943.
Το 1943, χρονιά - σταθμός στον πόλεμο
Το 1943 έχει ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα, γιατί τότε κρίθηκε προς τα πού θα έγερνε η πλάστιγγα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασικά στοιχεία του ήταν:
1. Η στροφή που σημειώθηκε στην πορεία του πολέμου, με τη μεγαλειώδη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί του γερμανικού στο Στάλινγκραντ (19 Νοέμβρη 1942 - 2 Φλεβάρη 1943).
Σ' αυτό το διάστημα τα γερμανικά και τα συμμαχικά τους στρατεύματα είχαν απώλειες πάνω από 800.000 άντρες, 2.000 άρματα μάχης και αυτοκίνητα πυροβόλα, πάνω από 10.000 πυροβόλα και όλμους, σχεδόν 2.000 αεροπλάνα και πάνω από 70.000 αυτοκίνητα.
Η στροφή έγινε αμετάτρεπτη μετά και από τη συντριβή των γερμανικών στρατευμάτων στο Κούρσκ (5 Ιούλη-23 Αυγούστου 1943), όπου διεξήχθη η μεγαλύτερη, στην ιστορία, μάχη τεθωρακισμένων αρμάτων.
Οι απώλειες των γερμανικών στρατευμάτων έφτασαν τις 500.000 νεκρούς, 1.500 άρματα, 3.700 αεροπλάνα και 3.000 πυροβόλα.
2. Η στροφή στην πορεία του πολέμου επέδρασε σημαντικά στην ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ. Συνέτριψε το μύθο για το "αήττητο του Άξονα" και διαμόρφωσε προϋποθέσεις ισχυρής ένοπλης αντίστασης, με στήριγμα την πλατιά μαζική πάλη.
Χαρακτηριστική των διαστάσεων του λαϊκού κινήματος ήταν η μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα (5 Μάρτη 1943), που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.
Με απόφαση του ΕΑΜ και του Εργατικού ΕΑΜ κηρύχτηκε γενική απεργία, ενώ την ίδια ημέρα έως "300.000 λαού πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες της Αθήνας, με σύνθημα "κάτω η επιστρά- τευση!". Ο παράνομος Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε αυτή τη μέρα 2 φορές".
Οι διαδηλωτές κατέλαβαν το υπουργείο Εργασίας και κάψανε τους καταλόγους της επιστράτευσης. Ένοπλες ομάδες της λαϊκής περιφρούρησης απάντησαν στους πυροβολισμούς της αστυνομίας. Τελικά οι νεκροί ξεπέρασαν τους 10 και τους 135 οι τραυματίες. Η επιστράτευση ματαιώθηκε (Τον υπουργό Εργασίας Νικ. Καλύβα εκτέλεσε η ΟΠΛΑ στις 24 Γενάρη 1944 έξω από το σπίτι του).
Ανάλογων διαστάσεων κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιούλη του 1943, όταν η γερμανική διοίκηση αποφάσισε να αντικαταστήσει στη Μακεδονία τις δικές της δυνάμεις κατοχής με βουλγαρικές. Με κεντρικό σύνθημα «Έξω οι Βούλγαροι φασίστες από την ελληνική Μακεδονία - Θράκη», χιλιάδες λαού αντιμετώπισαν τα τανκς.
Από την άλλη, ενώ το Μάη του 1941 η αριθμητική δύναμη του ΚΚΕ δεν ξεπερνούσε τα 350 μέλη, εκτός των φυλακισμένων, το 1943 η οργανωμένη του δύναμη αριθμούσε δεκάδες χιλιάδες μέλη.
3. Εκείνο το διάστημα διαφαινόταν και η κατάρρευση της γερμανο-ιταλικής συμμαχίας. Τελικά, η μου- σολινική Ιταλία υποχρεώθηκε σε συνθηκολόγηση (8 Σεπτέμβρη 1943). Όσον αφορά την Ελλάδα, ένα απ' τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της συνθηκολόγησης ήταν να έρθουν στα χέρια του ΕΛΑΣ μεγάλες ποσότητες οπλισμού.
Επομένως, έχοντας τεθεί από το 1943 πιο ανάγλυφα το ζήτημα των μεταπολεμικών εξελίξεων, η εγχώρια αστική τάξη και τα κόμματά της, καθώς και οι ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην αντιχιτλερική συμμαχία (ΗΠΑ, Βρετανία), πήραν τα ανάλογα μέτρα.
Η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής
"....να επιχειρήσω ένα είδος ελέγχου του ΕΑΜ διά μέσου του Αρχηγείου της Μέσης Ανατολής».
Έντι Μάγιερς.
Στις 6 Ιούλη 1943 υπογράφτηκε στην Καστανιά η συμφωνία ΕΛΑΣ - Στρατηγείου Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ). Με βάση τη συμφωνία ο ΕΛΑΣ υπαγόταν στη διοίκηση των Εγγλέζων, που έτσι τον έθεταν υπό τις διαταγές τους, αποκτούσαν τη δυνατότητα να επεμβαίνουν στα εσωτερικά του, υποδαύλιζαν αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε διοικητές του κ.ά. Κυρίως όμως έβαζαν έναν ακόμα φραγμό στο διαχωρισμό του ΕΛΑΣ από τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό. Η συμφωνία απαγόρευε στους αντάρτες ακόμα και «να ομιλούν εναντίον των άλλων ανταρτικών ομάδων, των αρχών των, των ιδεών των...»10. Αποτελούσε προάγγελο των Συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας.
Το ίδιο ακριβώς διάστημα, στην Παλαιστίνη συγκροτούνταν η Ενωσις Νέων Αξιωματικών (ΕΝΑ), πρόδρομος του «Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών» (ΙΔΕΑ), των μετέπειτα πραξικοπηματιών Στ. Παττακού, Γ. Παπαδόπουλου κ.ά.
Η κυβέρνηση Ι. Δ. Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας
Στις 7 Απρίλη 1943 σχημάτισε κυβέρνηση ο Ι. Δ. Ράλλης, υπουργός του Λαϊκού Κόμματος στο Μεσοπόλεμο. Για το διορισμό του δοσίλογου πρωθυπουργού έχει τη δική της αξία η μαρτυρία του επιτετραμμένου του Ράιχ στην Ελλάδα Γκίντερ Αλτενμπουργκ:
«...θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου:
«Η Κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται (...) με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των αρχών κατοχής εις την Ελλάδα (...) Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Τις συνθήκες στις οποίες ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο Ι. Ράλλης, υπογράμμισε ο ίδιος:
"... Δεν ωμίλησα όμως ακόμη ειμή ακροθιγώς, περί του λόγου ο οποίος έσχε την μεγαλυτέραν επί της συνειδήσεως μου επίδρασιν. (...) Ο λόγος αυτός ήτο ότι, κατ' Απρίλιον 1943 διεγράφετο σαφώς εις τον ορίζοντα των προβλέψεων η ήττα της Γερμανίας (...) Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο».
Από τα μέτρα που πάρθηκαν, το πρώτο ήταν η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, μιας αστικής στρατιωτικής δύναμης καταστολής, μάστιγας κατά του λαού σε συνεργασία με τους Γερμανούς, που αρχικά είχαν απορρίψει το αίτημα για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, το οποίο είχε θέσει και η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Λόγος της απόρριψης ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης αν θα έμεναν στο πλευρό τους ή θα πήγαιναν με τους Εγγλέζους στην περίπτωση απόβασης στην Πελοπόννησο.
Στις 18 Ιούνη 1943 δημοσιεύτηκε ο νόμος 260/1943 «Περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών τμημάτων». Και το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου άρχισε η συγκρότησή τους στην Αθήνα, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη του Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα συγκροτήθηκαν στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στη Στερεά Ελλάδα κ.α.
Από την πλευρά τους έβαλαν και οι Εγγλέζοι σε εφαρμογή πιο έντονα την αναπροσαρμοσμένη αντιΕΑΜική και αντικομμουνιστική τακτική τους. Στις 29 Αυγούστου 1943 ο ταγματάρχης της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ντ. Γουάλας, που δρούσε στα ελληνικά βουνά, παρέδωσε έκθεση στον Ρέτζιναλντ Λίπερ (πρέσβη της Βρετανίας στην ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο) για τη νέα κατεύθυνση που έπρεπε να χαραχτεί απέναντι στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Η αναφορά του Γουάλας έγινε δεκτή από την κυβέρνηση της Βρετανίας. Ο ίδιος έγραφε: «Ελπίζω ότι πέτυχα να δείξω τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί η σημερινή πολιτική μας της υποστήριξης του ΕΑΜ...».
Στο πλαίσιο της υπονόμευσης του ΚΚΕ και του ΕΑΜ εντασσόταν και η χαλκευμένη αντικομμουνιστική προπαγάνδα, έχοντας ως βασικό στοιχείο τον γκεμπελισμό. Ένα τέτοιο «έγγραφο», το γνωστό ως «Σύμφωνο του Πετριτσίου», εμφανίστηκε το 1943, με ημερομηνία 12 Ιούλη του ίδιου χρόνου. Το «υπέγραφαν» ο Γιάννης Ιωαννίδης εκ μέρους του ΚΚΕ και κάποιος Δουσάν Δασκάλωφ, υποτιθέμενος εκπρόσωπος του ΚΚ Βουλγαρίας (ανύπαρκτο πρόσωπο). Με αυτό, το ΚΚΕ συμφώνησε δήθεν να δοθεί εδαφική διέξοδος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, δηλαδή να της παραχωρηθεί ελληνικό έδαφος! Όπως είπε ο Ιωαννίδης, το πλαστό έγγραφο κατασκευάστηκε από την Ιντέλιντζενς Σέρβις. Και δεν ήταν βεβαίως το μοναδικό.
Η αποστολή Ντον Στοτ
Τον Οκτώβρη του 1943 έφτασε από τα Δερβενοχώρια στην Αθήνα ο Νεοζηλανδός λοχαγός Ντον Στοτ, μέλος της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και σύνδεσμος με τα τμήματα του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας. Σύμφωνα με μαρτυρία του δήμαρχου Αθήνας 'Αγγελου Γεωργάτου, που τον παρέλαβε με το αυτοκίνητό του, ο Στοτ πραγματοποίησε σειρά ενεργειών. Μια απ' αυτές ήταν η σύσκεψη στο σπίτι του Γεωργάτου, που έγραψε:
"....επραγματοποιήθη η συνάντησις εις την οικίαν μου (....) Παρέστησαν δε εκ μέρους των Γερμανών, ο Συνταγματάρχης Λοςς κι ένας Γερμανός Διπλωμάτης (....) Αι διαπραγματεύσεις παρετάθησαν επί 22 ημέρες και κατά το ενδιάμεσον διάστημα και αι δύο αντιπροσωπείαι εζήτησαν να λάβουν νέας οδηγίας. Οι μεν Γερμανοί μετέβησαν εις το Γενικόν Επιτελείον, οι δε Άγγλοι εις το Βουνό δια να συνενοηθούν με τον μεγάλον ασύρματον με το Κάϊρον, διαθέτοντας υπό των Γερμανών βενζινοπλοίου από Κορίνθου μέχρι Ιτέας".
Ποιος ήταν ο σκοπός αυτών των συναντήσεων Γερμανών και Βρετανών, που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ραδιοφωνικού σταθμού Μόσχας σε αλλεπάλληλες εκπομπές; Οι Σοβιετικοί κατάγγειλαν ότι οι επαφές του Ντον Στοτ με τους Γερμανούς στην Αθήνα ήταν ενέργεια που στρεφόταν κατά της συμμαχίας ΕΣΣΔ - Βρετανίας - ΗΠΑ και στόχευε στη σύμπηξη μετώπου Βρετανίας - ΗΠΑ - Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Τέτοιες επαφές οι ΗΠΑ - Βρετανία δεν έκαναν μόνο στην Ελλάδα. «Εκαμαν στη Σουηδία μέσω του κόμητα Μπερναντόττε, στην Ισπανία, στην Ελβετία (ο αρχηγός της αμερικανικής κατασκοπείας Αλαν Ντάλες) και αλλού».
Όμως , ο Ντον Στοτ είχε αναλάβει ακόμα μία αποστολή. Και την πραγματοποίησε με τη δημιουργία του «Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Συνασπισμού» (ΠΑΣ), που συγκρότησαν αντικομμουνιστικές οργανώσεις, με στόχο να αναλάβει δράση, ώστε να μην καταληφθεί η εξουσία από το ΕΑΜ κατά την απελευθέρωση.
Ο αντικομμουνιστής συγγραφέας Χρήστος Ζαλοκώστας, στενός συνεργάτης του Σπύρου Μαρκεζίνη, που μαζί οργάνωσαν κι αυτοί υπονόμευση του ΕΑΜ, αποκάλυψε τα γεγονότα.
Έγραψε:
«...Στις 10 Νοεμβρίου τον έφερε ο Σιφναίος στο σπίτι του πεθερού του, Αναγνωστοπούλου 17, όπου τον περίμεναν οι συνταγματάρχαι Βεντήρης της ΡΑΝ, Παπαθανασόπουλος του ΕΔΕΣ, Διάμεσης της ΕΔΕΜ, Αντωνόπουλος της Εθνικής Δράσεως, Γρίβας της Χ, Πλευράκης της Κρητικής ΕΚΟ, ο ταγ/χης Σειραδάκης της υπηρεσίας πληροφοριών και ο λοχαγός Κιουρτσόγλου της "Τρίαινας" (...)».
Κατέκρινε τη διαμάχη τους λόγω πολιτικών διαφορών (...) και τους είπε: «Οι πολιτικές επιδιώξεις των διαφόρων ομάδων σας δεν πρέπει να εμποδίσουν την στρατιωτική σας ένωση. Μετά την Απελευθέρωση λύνετε τις διαφορές σας για το πολιτειακό».
Ποια ήταν τα άμεσα καθήκοντα του «Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Συνασπισμού»; Τα παραθέτει ο τότε γραμματέας του ΕΑΜ, Θανάσης Χατζής:
"α) Εφοδιασμός (....) με άδειες οπλοφορίας από την Ειδική Ασφάλεια.
(....) γ) Σύνταξη καταλόγων ΕΑΜιτών κατά συνοικία και παράδοση των καταστάσεων στην Ασφάλεια.
(....) ε) Συντονισμός της δράσης εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με την Ασφάλεια και τα Τάγματα Ασφαλείας".
Ταυτόχρονα, ο ΕΔΕΣ Αθήνας, με την καθοδήγηση του Στυλ. Γονατά, του Βουλπιώτη κ.ά., τροφοδότησε τα Τάγματα Ασφαλείας με μόνιμους αξιωματικούς, που έδρασαν στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, με τα μπλόκα και τις εκτελέσεις κομμουνιστών και άλλων ΕΑΜιτών.
Η στρατηγική του ΚΚΕ
Η πάλη του ΚΚΕ κατά τη δεκαετία 1940 - 1949, με τον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη του 1944 και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1946 - 1949), αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του Κόμματός μας στην εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς και τη μεγαλύτερη συμβολή του στη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά τον 20ό αιώνα.
Ωστόσο, επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα και διεθνώς ότι μεγαλειώδη κινήματα είναι καταδικασμένα σε βέβαιη ήττα, αν δεν μπορέσει η πρωτοπορία τους να λύσει σωστά το θεμελιώδες ζήτημα κάθε πολιτικού αγώνα, το ζήτημα της εξουσίας. Το δίλημμα είχε τεθεί υποχρεωτικά και δεν μπορούσε να είναι άλλο: Αστική ή εργατική εξουσία. Ωστόσο, στον πεντακάθαρο στόχο των αστών, το ΚΚΕ αντιπαρέθεσε τη στρατηγική της «εθνικής ενότητας».
Στη διακήρυξη της 10ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Γενάρης 1944) καθοριζόταν ως άμεσος στόχος «...να εξασφαλιστεί η εθνική ενότητα όλου δίχως εξαιρέσεις του λαού μας, των κομμάτων του, οργανώσεων και προσωπικοτήτων, για να συντρίψουμε τη χιτλερική σκλαβιά και να μπούμε δίχως συγκλονισμούς στην ελεύθερη πολιτική ζωή».Σε αυτή τη βάση διακηρύχτηκε και η ανάγκη σχηματισμού «προσωρινής κυβέρνησης εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης».
Η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» δεν τέθηκε πρώτη φορά εκείνο το διάστημα. Αλλά από το μισό του 1943 η πολιτική των συμμαχιών διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο ύστερα από την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μάης 1943) και βεβαίως στηριζόταν στο σκεπτικό της απόφασης για τη διάλυση. Όπως υπογράμμιζε η εισήγηση του ΠΓ στην ΚΕ, «...το αντάρτικο κίνημα της Ελλάδας πρέπει (...) να πάρει πανεθνικό χαρακτήρα και όχι στενά εαμικό, όπως μέχρι σήμερα. Αν και για τον τέτοιο του στενό χαρακτήρα δεν ευθυνόμαστε μόνον εμείς...». Με βάση αυτά η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ έλεγε ανάμεσα σε άλλα, κάνοντας σαφές άνοιγμα στον αστικό πολιτικό κόσμο (Γ. Παπανδρέου κ.ά.):
«Αν ίσαμε τώρα η ύπαρξη του θεσμού της Κομμουνιστικής Διεθνούς έδινε σε ορισμένα κόμματα και οργανώσεις μιαν όποια δικαίωση στο να μη συνενώνουν μαζί μας τις προσπάθειες για τον κοινό αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης, η διάλυση της Διεθνούς δείχνει περίτρανα την ειλικρίνεια της πολιτικής των κομμουνιστών...».
Η συγκεκριμένη στρατηγική ήταν απόρροια εκείνης των λαϊκών μετώπων, η οποία ήδη είχε δεχτεί ισχυρό ταπεινωτικό πλήγμα από το 1936, τότε που η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία (στηριζόταν από το ΚΚ Γαλλίας) στρεφόταν εναντίον της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία (συμμετείχε το ΚΚ Ισπανίας), ενισχύοντας ουσιαστικά τον Φράνκο. Το γεγονός υποχρέωσε το ΚΚ Γαλλίας να πάψει να στηρίζει την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.
Η αστική τάξη αξιοποίησε τη θέση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (και του ΚΚΕ) για «εθνική ενότητα» και επιτέθηκε μέσω της «συνεργασίας», γνωρίζοντας ότι με αυτή και όχι μόνο με την ολομέτωπη αντιπαράθεση θα τσάκιζαν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Πολλές φορές οι προτάσεις συνεργασίας είναι πιο επικίνδυνες για το λαό, απ' ότι η ανοιχτή επίθεση εναντίον του. Η δεύτερη τον εξαγριώνει. Η πρώτη τον εφησυχάζει, δημιουργώντας φρούδες ελπίδες.
Η στρατηγική της «εθνικής ενότητας» ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη στις επιδιώξεις των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που συμμετείχαν στο ΕΑΜ.
Εκφράστηκε και στην Ιδρυτική Πράξη της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστής και ως Κυβέρνησης του Βουνού.
Ανέφερε:
«Η Επιτροπή, ξεκινώντας από την αντίληψη πως, για να πραγματοποιηθούν οι πιο πάνω εθνικοί σκοποί, επιβάλλεται να συμμετάσχουν στο έργο αυτό όλες οι εθνικές δυνάμεις, θεωρεί σαν πρωταρχικό της καθήκον να εξακολουθήσει δραστήρια τις ενέργειες για το σχηματισμό Κυβέρνησης εθνικού συνασπισμού».
Επιβεβαιώθηκε με τον πιο δραματικό τρόπο ότι οι πάντες είναι έτοιμοι να συμμαχήσουν με το ΚΚΕ, εφόσον αυτό παραιτηθεί από τα δύο «κλειδιά» της επαναστατικής πολιτικής: Την εργατική εξουσία και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Με άλλα λόγια, επιβεβαιώθηκε ότι στις διαπραγματεύσεις για πολιτική συνεργασία του ΚΚΕ με άλλα πολιτικά κόμματα δεν γίνονται οι λεγόμενες αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Στην περίπτωση αυτή μονίμως υποχωρών είναι το ΚΚΕ.
Τα άλλα κόμματα δεν έχουν από πού να υποχωρήσουν.
Αντίθετα, το ΚΚΕ έχει.
Και η υποχώρηση συνίσταται στην παραίτηση από τα δύο «κλειδιά».
Το φαινόμενο δεν ήταν μόνο ελληνικό. Την ίδια γραμμή υλοποίησε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Να τι έγραψε στο άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του κόμματός του, ο Μάρκο Ρίτσο, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Ιταλίας / Κομμουνιστές Λαϊκή Αριστερά, για τον αντίστοιχο «ιταλικό Λίβανο», γνωστό ως «στροφή του Σαλέρνο» (Απρίλης 1944):
"....Ήταν μια συμφωνία ανάμεσα στα αντιφασιστικά κόμματα, τη μοναρχία και τον στρατάρχη Μπαντόλιο, για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας".
Πριν τη «Συμφωνία του Λιβάνου»
Στα τέλη του 1943 ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Καΐρου, Εμμ. Τσουδερός, εξουσιοδότησαν τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό να προχωρήσει στη δημιουργία «κυβερνητικής επιτροπής» στην Αθήνα. Την επιτροπή θα αποτελούσαν πρώην πρωθυπουργοί και υπουργοί, με πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο.
Η «κυβερνητική επιτροπή» θα αναλάμβανε «το συντονισμό του αγώνα και τη διοίκηση της χώρας μέχρι την απελευθέρωση. Σε πρώτη γραμμή των καθηκόντων της θα έβαζε να συγκρατήσει την ένοπλη δράση για να αποφευχθούν αντεκδικήσεις των κατακτητών και να πάρει κάτω από την απόλυτη διοίκησή της το "αναρχούμενο αντάρτικο"».
Αυτά σήμαιναν ότι η κυβέρνηση του Καΐρου προσπαθούσε να εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, για να έχει εδώ κυβερνητικό πόδι και υπό τις διαταγές της το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Δαμασκηνός άρχισε επαφές (...ιδιαιτέρως) και με στελέχη του ΕΑΜ. Έκανε πρόταση συμμετοχής στο συνδικαλιστή Γιάννη Καλομοίρη, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ, γνωρίζοντας προφανώς το «ποιόν» του. Ο Καλομοίρης είχε απευθύνει το 1941 χαιρετιστήριες επιστολές στον Χίτλερ και στον Μουσολίνι, υπογράφοντας προς τον τελευταίο ως Τζιοβάνι Καλομίρι!
Η ΚΕ του ΕΑΜ αποφάσισε να προτείνει την προεδρία της ΠΕΕΑ (που θα συγκροτούνταν) στον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Αλέξανδρο Σβώλο και την αντιπροεδρία, μαζί με τη Γραμματεία (υπουργείο) Εξωτερικών, στον Ιωάννη Σοφιανόπουλο. Ταυτόχρονα, το ΕΑΜ αποφάσισε να προτείνει συμμετοχή, στην ΠΕΕΑ, του ΕΔΕΣ (Ν. Ζέρβας) και της ΕΚΚΑ (Ψαρρός - Καρτάλης).
Αλλά επαφές με τους Σβώλο και Σοφιανόπουλο είχε και ο Δαμασκηνός. Στην αντιπροσωπεία του ΚΚΕ (Σιάντος - Ιωαννίδης), με την οποία συναντήθηκε, ο Σοφιανόπουλος υποστήριξε ότι η Γραμματεία Εξωτερικών θα έπρεπε να έχει έδρα το Κάιρο και ότι ο ίδιος εξαρτούσε τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Τσουδερού (όπως είπε στον Δαμασκηνό) από τη συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Αν δεν συμμετείχαν, δεν θα συμμετείχε ούτε εκείνος!! Και λίγες μέρες αργότερα υπέγραψε τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση Τσουδερού, «ζητώντας άμεση ηθική και υλική συμπαράσταση για να "σωθή" η Ελλάδα από την "αναρχούμενην αντάρτικην κίνησιν" (...) κίνησιν εξοντώσεως των ελληνικών πληθυσμών».Το τηλεγράφημα υπέγραψαν και οι Σοφούλης, Καφαντάρης, Παπανδρέου, Μυλωνάς, Π. Ράλλης και Γονατάς (από τους ιδρυτές των Ταγμάτων Ασφαλείας).
Ο Δαμασκηνός πραγματοποίησε αλλεπάλληλες συναντήσεις και με τον Σβώλο. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ γνώριζαν τις επαφές του Σβώλου με τον Δαμασκηνό, καθώς και τις επαφές του με τους Γονατά, Σοφούλη, Καφαντάρη, Παπανδρέου, Λαμπράκη, Εβερτ κ.ά.
Ταυτόχρονα, ο Δαμασκηνός, για να ασκήσει πίεση στο ΕΑΜ, διέδωσε τις επαφές του Σβώλου με το ΚΚΕ, ώστε να τον καταζητήσουν οι Γερμανοί και έτσι ο Σβώλος να υποχρεωθεί να φύγει για το Κάιρο (θα τον... φυγάδευε ο Δαμασκηνός)! Ετσι θα έμπαινε στην κυβέρνηση Τσουδερού και δεν θα πήγαινε στην ΠΕΕΑ. Οπότε θα γινόταν πιο εύκολη η προσέγγιση της κυβέρνησης του Καΐρου με την ΠΕΕΑ...
Ποιες ήταν, ωστόσο, οι απόψεις του Σβώλου; Τις διατύπωσε σε σχέδιο που έστειλε στον Γ. Πετσόπουλο, για να το δώσει στην ηγεσία του ΚΚΕ. Το «σχέδιο Σβώλου» δεν έχει βρεθεί, αλλά από την απάντηση που του έδωσε ο Πετσόπουλος φαίνονται οι θέσεις του. Του έγραψε ο Πετσόπουλος: «'Ολο το σχέδιο αφήνει την εντύπωση γενικά πως η ΠΕΕΑ γίνεται για να περιορίσει τις αυθαιρεσίες και τα εγκλήματα του ΕΑΜ κατά του λαού (...) Τρίτο σημείο είναι το της Διοικήσεως του εθνικού στρατού. Δε θα είναι στρατός του Γουίλσον, αλλά του έθνους μας και συνεπώς δε θα εξαρτάται "διά του αρχιστρατήγου από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής απευθείας", παρά διά του υπουργού των Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ...».
Τελικά ο Σβώλος πήγε στην ΠΕΕΑ και ανέλαβε την προεδρία. Και με αυτές τις θέσεις του πήγε στη σύσκεψη του Λιβάνου. ''....είχα ανησυχήσει για λογαριασμό του Σβώλου. Και του τα είπα", έγραψε αργότερα ο Ηλ. Τσιριμώκος, όταν ο Σβώλος έφευγε για το Λίβανο.
Η συμμετοχή σε κυβερνήσεις του ΚΚΕ και του ΚΚ Ιταλίας
Τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (Οκτώβρης του 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Δεν υπήρχε ακόμα κυβέρνηση εδώ και οι αστικές πολιτικές ηγεσίες είχαν χάσει τη δυνατότητα να χειραγωγούν πλατιές λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις ήταν στο έπακρο οξυμένες και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σχεδόν στο σύνολο της χώρας.
Η επαναστατική κατάσταση αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο της ταξικής πάλης. Η διαμόρφωσή της θέτει το ζήτημα, είτε της εφόδου του επαναστατικού κινήματος για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας (αφού άλλη εξουσία προς τα μπρος δεν υπάρχει), είτε, αν την παραγνωρίσεις, οδηγεί στην ήττα, στο πισωγύρισμα και στην αναδίπλωση του κινήματος. Εκείνο το διάστημα συνέβη το δεύτερο, γιατί το Κόμμα μας, έχοντας το σοσιαλισμό ως απώτερο και όχι άμεσο στόχο, δεν αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως κρίκο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Αυτονόμησε την πάλη ενάντια στους κατακτητές από την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, θέτοντας ως επιστέγασμα της νίκης ένα εκδημοκρατισμένο αστικό καθεστώς, ανεξάρτητα από την ονομασία που του έδινε (λαοκρατία κ.ά.).
Οι συνέπειες της προβληματικής στρατηγικής εκδηλώθηκαν κυρίως από τις αρχές και την άνοιξη του 1944, όταν αντιπροσωπείες του ΚΚΕ, της Κυβέρνησης του Βουνού (ΠΕΕΑ), του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ πήραν μέρος στη σύσκεψη του Λιβάνου μαζί με όλους τους αστούς πολιτικούς.
Το ΕΑΜ συμμετείχε τελικά στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» (πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου) με πέντε υπουργούς (Οικονομικών, Γεωργίας, Εργασίας, Εθνικής Οικονομίας, Δημοσίων Έργων) και έναν υφυπουργό (Οικονομικών).
Σε αυτό το πλαίσιο είναι αξιοσημείωτο και το εξής: Η παρουσία έξι ΕΑΜιτών υπουργών στην κυβέρνηση και μάλιστα σε οικονομικά υπουργεία (ανάμεσά τους πρώτα στελέχη του ΚΚΕ, όπως οι Γιάννης Ζεύγος και Μιλτιάδης Πορφυρογένης) όχι μόνο δε συνέβαλε στη λήψη ουσιαστικών φιλολαϊκών μέτρων, αλλά και υποχρέωσε τους ΕΑΜίτες υπουργούς να συναινέσουν σε μέτρα τα οποία δεν είχαν φιλολαϊκό χαρακτήρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ψηφίστηκε νόμος, άρθρο του οποίου προέβλεπε απολύσεις εργατών.
Όριζε :
"Βιομηχανικαί Επιχειρήσεις, το προσωπικό των οποίων υπάγεται εις την ασφάλισιν του παρόντος Νόμου, δύνανται να θέτουν το πλεονάζον τμήμα τούτου εις κατάστασιν διαθεσιμότητος, συνεπαγομένην αναστολή της μισθοδοσίας, άνευ λύσεως της εργασιακής σχέσεως".
Την ίδια στιγμή που κυριαρχούσαν η πείνα και η εξαθλίωση, η ΓΣΕΕ πραγματοποίησε διάβημα στην κυβέρνηση ζητώντας "αύξηση 50% στα σημερινά μεροκάματα", αφού ο τιμάριθμος για τα βασικά είδη διατροφής ήταν 6-20 φορές πάνω από τον προπολεμικό.
"Η ύψωση στις τιμές, τις τελευταίες ημέρες, έχει φέρει σε απελπισία όχι μόνο τον εργατικό κόσμο, αλλά όλες, χωρίς εξαίρεση, τις φτωχές λαϊκές τάξεις".
Γιατί συνέβαιναν αυτά; Ηταν αντεργατικές δυνάμεις το ΚΚΕ και το ΕΑΜ; Ασφαλώς όχι!
Συνέβαιναν, γιατί από τη στιγμή που το ΚΚΕ δέχτηκε να συμμετέχει στην κυβέρνηση, ήταν υποχρεωμένο να αποδέχεται τη βασική γραμμή της αστικής οικονομικής πολιτικής διαχείρισης. Εξ αντικειμένου συρόταν σε αυτή την πολιτική, εγκλωβισμένο στη στρατηγική της «εθνικής ενότητας».
Επιβεβαιώνεται ότι η συμμετοχή κομμουνιστών σε διακυβέρνηση πάνω στο καπιταλιστικό έδαφος, όχι μόνο δε συμβάλλει στη χάραξη φιλολαϊκής γραμμής, αλλά και εξασθενεί μέχρι και εκμηδενίζει την ικανότητα του Κόμματος να οργανώσει, να προσανατολίσει την ταξική πάλη ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου. Έτσι, εξασθενεί το λαϊκό κίνημα και αυτή ακριβώς την εξασθένιση επιδιώκει η αστική τάξη για να το οδηγήσει στο διχασμό και την απογοήτευση.
Αλλά εκείνη η εμπειρία είναι αψευδής μάρτυρας και για το αβάσιμο της άποψης που λέει ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβερνητική συνεργασία αποτελεί εγγύηση για να τραβιούνται οι συνεργαζόμενοι σε φιλολαϊκό δρόμο! Αυτό δεν έγινε ούτε τότε που το ΚΚΕ και ο λαός είχαν τεράστια δύναμη, αλλά και τα όπλα! Ο ένοπλος λαός έγινε ουρά των εξελίξεων που το άρμα τους έσυραν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.
«Ο άμεσος πολιτικός στόχος», δηλαδή το λεγόμενο σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους, όπως λέγεται, όχι μόνο δεν αποτελεί βήμα μπροστά, αλλά πισωγύρισμα, που το πληρώνει ακριβά ο λαός.
Ανάλογη εμπειρία έδωσε και η συμμετοχή του ΚΚ Ιταλίας, παρά την άποψη της τότε ηγεσίας του ότι η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε, αποτελούσε βήμα προς τον σοσιαλισμό, ότι ήταν κρίκος μετάβασης.
Ωστόσο, ούτε πρόσκαιρη ανακούφιση μπόρεσε να φέρει, αφού το κόστος ζωής είχε ανέβει 23 φορές, ενώ πάντα στην αντίστοιχη περίοδο & μέχρι το 1947, οι μισθοί αυξήθηκαν 1,5 φορά.
Επιβεβαιώθηκε ότι αυτές οι κυβερνήσεις ήταν ιδιαίτερα φειδωλές ακόμα και στο επίπεδο των αστικών εκσυγχρονισμών. Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Ιταλίας Παλμίρο Τολιάτι, που συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης, όχι μόνο δεν πρωτοστάτησε στις διώξεις εναντίον των φασιστών, αλλά υπέγραψε επιπλέον την αμνηστία ακόμα και για στελέχη του φασιστικού κόμματος τον Ιούνη του 194632. Ακόμα, στο όνομα της ενότητας με τον καθολικό κόσμο, το ΚΚ Ιταλίας συμφώνησε να ανανεωθούν τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μουσολίνι στο Βατικανό, μέσω της επικύρωσης της καινούργιας συνταγματικής συνθήκης, δίχως αυτό να εμποδίσει φυσικά το Βατικανό να προχωρήσει στον αφορισμό του, αφού πρώτα το ΚΚ Ιταλίας εκδιώχτηκε από την κυβέρνηση, όταν έπαψαν πια να το χρειάζονται...