Εντός-Εκτός & επι τα αυτά...
Ιστορικές αναδημοσιεύσεις από διάφορα ιστολόγια που έχουν πολλά να μας πουν, να μας υπενθυμίσουν & να μας δείξουν πως "το χειρότερο σκοτάδι" είναι πριν το ξημέρωμα...
Μόνο στο Κ.Κ.Ε. :
Το Σπίτι του Αγωνιστή
Αν για κάποιον που ζει μια «ήσυχη» και «φυσιολογική» ζωή θεωρείται αυτονόητο ότι τα τελευταία χρόνια αυτής της ζωής θα συνοδεύονται από όλα εκείνα τα αγαθά που την κάνουν ζεστή και ανθρώπινη, για τον αγωνιστή που πέρασε μέσα από τις θύελλες πολέμων, φυλακίσεων, διώξεων και κουβαλάει στην πλάτη του τις κακουχίες που επιφέρουν οι φουρτούνες των λαϊκών αγώνων, η απάνεμη γωνιά όπου θα ξαποστάσει κάθε άλλο -πολλές φορές- παρά δεδομένη είναι. Το Σπίτι του Αγωνιστή είναι μια τέτοια γωνιά.
Η πρώτη συνάντηση με τον Κώστα Μαραγκουδάκη, πρόεδρο του Ιδρύματος Περίθαλψης Ηλικιωμένων Αγωνιστών «Το Σπίτι του Αγωνιστή» είχε γίνει με αφορμή την προετοιμασία της εκδήλωσης-παρουσίασης από το ΑΤΕΧΝΩΣ του βιβλίου του Χρήστου Νταβαντζή Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής, όπου συμμετείχε ο ίδιος ως ομιλητής. Μου είχε μιλήσει με ενθουσιασμό, μα και περηφάνια για την πορεία και τους στόχους του Ιδρύματος και με ξενάγησε στους χώρους του. Πριν τον αποχαιρετήσω, τότε, του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι μετά την εκδήλωση θα διέθετε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του για μια συνέντευξη, κάτι που δέχτηκε με χαρά.
Πυκνά γκρίζα σύννεφα έζωναν τον αττικό ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη στη διαδρομή προς το Σπίτι του Αγωνιστή, στον Άγιο Δημήτριο. Το κόπασμα του αέρα, η μυρωδιά της ατμόσφαιρας, όλα έδειχναν ότι ήταν ζήτημα χρόνου να ξεσπάσει καταιγίδα. Μπαίνοντας στο χώρο υποδοχής του Ιδρύματος τα μάτια μου συνάντησαν έναν απόμαχο του αγώνα που βολτάριζε, στηριζόμενος στη μαγκούρα του, λίγο πριν τη μεσημεριανή σιέστα. Ο συνειρμός ήρθε ακάλεστος: ο λαός μας και οι πρωτοπόροι των αγώνων του, οι κομμουνιστές, πέρασαν μέσα από τόσες καταιγίδες και δε λύγισαν, ούτε θα λυγίσουν.
Από την εξωτερική κιόλας όψη της πολυκατοικίας επί της οδού Ομήρου 35, όπου δεσπόζει το τεράστιο εντοιχισμένο γλυπτό με τους δυο αγωνιστές, έναν άντρα και μια γυναίκα, να κρατάνε ψηλά τη σημαία-λάβαρο του αγώνα, ο επισκέπτης καταλαβαίνει ότι δεν βρίσκεται μπροστά σε ένα από εκείνα τα ιδρύματα που στην ταμπέλα τους διαβάζεις τις τόσο συνηθισμένες και μάλλον ψυχρές λέξεις «οίκος ευγηρίας».
Το Σπίτι του Αγωνιστή δεν είναι ένα από τα συνηθισμένα πολλά γηροκομεία, αλλά η πραγμάτωση μιας υπόθεσης που ξεπήδησε από τις ανάγκες του ίδιου του απελευθερωτικού, επαναστατικού, εργατικού, λαϊκού κινήματος στο πέρασμα του χρόνου· η υλοποίηση μιας υποχρέωσης των νεώτερων γενιών αγωνιστών προς τους παλαίμαχους των λαϊκών αγώνων που, για λόγους αντικειμενικούς, παραχωρούν τη θέση τους στην πρώτη γραμμή του αγώνα στις νεώτερες ηλικίες.
Παντού τριγύρω επικρατεί τάξη και καθαριότητα. Η ίδια εικόνα και στους εσωτερικούς χώρους. Στον χώρο υποδοχής όπου οι εργαζόμενοι μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και χαμόγελο, στην μεγάλη φωτεινή τραπεζαρία με τα στρωμένα λευκά τραπεζομάντηλα, στο καθιστικό, στη μουσική «γωνιά» όπου επιβάλλεται με τον όγκο του το πιάνο, στην πλούσια βιβλιοθήκη με τους εκατοντάδες τόμους σημαντικών βιβλίων και εντύπων.
Στους τοίχους πορτραίτα και εικαστικά απεικονίζουν μορφές και στιγμές που σημάδεψαν το εργατικό επαναστατικό κίνημα. Ο Βλαδίμηρος, η Οχτωβριανή Επανάσταση, ο Μπελογιάννης, ο Χαρίλαος, ο σιδεράς που σμιλεύει στο αμόνι του ένα δρεπάνι κ.ά., βουνοκορφές, φυλακές, εξορίες, κόκκινο παντού και τα «τρία κόκκινα γράμματα σεμνή υπογραφή του λαού μας στις λεωφόρους του μέλλοντος» «χαραγμένα» στην κάθε σπιθαμή του χώρου.
Άριστος οικοδεσπότης μας υποδέχτηκε στην είσοδο του γραφείου του με ένα δυνατό σφίξιμο του χεριού και το χαρακτηριστικό του πλατύ χαμόγελο. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ και του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, εν ενεργεία αγωνιστής με πολλές χιλιάδες «ένσημα» στο αγωνιστικό του «βιβλιάριο» ο Κώστας Μαραγκουδάκης, βαδίζοντας στην δέκατη δεκαετία της ζωής του, βρίσκεται στο τιμόνι του Ιδρύματος εδώ και δέκα περίπου χρόνια.
Συζητώντας μαζί του αναρωτιέσαι από πού πηγάζει τόση ενεργητικότητα και ζωντάνια. Με πηγαίο χιούμορ και μια τάση «πειραχτική» θα μας λύσει ο ίδιος την «απορία», όπως θα διαβάσετε στη συνέντευξη. Μας μίλησε φυσικά για το Σπίτι του Αγωνιστή (ιδέα, υλοποίηση, στόχοι, λειτουργία, προοπτική), για τον εθελοντισμό, την αλληλεγγύη, για τους αγωνιστές της Αντίστασης αλλά και των σύγχρονων αγώνων, για τους ξεριζωμένους των πολέμων και της εκμετάλλευσης και την έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης του Ιδρύματος προς τους πρόσφυγες, για τη δύναμη των ιδανικών· για την μοναδικής αξίας έκδοση, από το Σπίτι του Αγωνιστή, του βιβλίου με άγνωστα ποιήματα φυλακισμένων αγωνιστριών, για την τιμητική απεικόνιση της μορφής του σε γραμματόσημο από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, για το χρέος του σημερινού αγωνιστή και για άλλα· με τη σεμνότητα και την ανθρωπιά που διακρίνει τον πολύπειρο κομμουνιστή, που έταξε τη ζωή του στην προσπάθεια και στον αγώνα για το κοινό καλό.
***
Το Κόμμα μας, με βάση και τις δωρεές που είχε από συντρόφους, επέλεξε αυτόν τον χώρο, εδώ, στον Άγιο Δημήτριο. Εδώ είχε δυο μεγάλα οικόπεδα και επέλεξε αυτόν τον χώρο να τον κάνει γεροκομείο, δεδομένου ότι και το κλίμα είναι πολύ καλό και ησυχία υπάρχει και καλή συγκοινωνία και επικοινωνία με το κέντρο, αλλά και με τα ιατρεία και τα νοσοκομεία. Όλα αυτά βαραίνουν πάρα πολύ στο να μπορείς να ανταποκριθείς στα καθήκοντα που σε επιφορτίζει η φιλοξενία ηλικιωμένων ατόμων. Έτσι, μπορώ να σας πω ότι διανύσαμε δεκαοχτώ δύσκολα χρόνια μέχρι να καταλήξουμε να το χτίσουμε. Δεκαοχτώ χρόνια είναι πολλά.
Οι αποφάσεις είχαν παρθεί το 1990 περίπου και υλοποιήθηκαν με τα εγκαίνια του Σπιτιού του Αγωνιστή το 2008. Τότε αρχίσαμε να λειτουργούμε το Σπίτι του Αγωνιστή. Μέχρι τότε ερχόντουσαν και μας βλέπανε ηλικιωμένα άτομα αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που μαθαίνανε ότι ιδρύθηκε το Σπίτι του Αγωνιστή και μας ρωτούσαν «πότε θα ανοίξει για να μπορέσουμε και εμείς να ’ρθούμε και να γεροκομηθούμε»; Αυτό, ήταν μια πρόσθετη πίεση να ολοκληρώσουμε τις προσπάθειές μας.
Μετά μεσολάβησε η διάσπαση στο χώρο της Αριστεράς, με αυτές τις δυνάμεις που φύγανε από το κίνημα. Άρχισαν και οι διεκδικήσεις για να πάρουν ένα μέρος από την περιουσία του Κόμματος. Δίπλα από τον χώρο που βρίσκεται σήμερα το Σπίτι του Αγωνιστή υπήρχε άλλος ένας ακόμα τέτοιος χώρος που αναγκαστικά πουλήθηκε. Αν υπήρχε το οικόπεδο αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας μεγάλος περιβάλλων χώρος αναψυχής ή ακόμα και να διπλασιαστεί η δυναμικότητα του Σπιτιού. Όμως με την πίεση που υπήρχε τότε περιοριστήκαμε σε αυτόν τον χώρο που βλέπετε, ο οποίος είναι βέβαια σημαντικός, αλλά αν είχαμε και τον άλλον θα μπορούσαμε να τον χρησιμοποιήσουμε πολλαπλάσια για μια ακόμα καλύτερη διαμονή όσων μένουν εδώ στο Σπίτι του Αγωνιστή. Σημασία έχει ότι έγινε το Σπίτι και λειτουργεί κανονικά, από το 2008.
Η χρηματοδότηση για την ανέγερσή του προήλθε κυρίως από το ΚΚΕ, με χρήματα που είχαν μαζευτεί τα προηγούμενα χρόνια και με εισφορές πολλών φίλων. Και το οικόπεδο, όπως σας είπα, ήταν δωρεά. Υπήρξαν πάρα πολλές προσφορές για να μπορέσει να χτιστεί το Σπίτι. Η οικοδόμησή του είναι ποιοτική, έγινε καλή δουλειά που λέμε, και γι’ αυτό δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα σήμερα και επιπλέον έξοδα συντήρησης.
Στο Σπίτι του Αγωνιστή μπορεί να φιλοξενηθεί κάθε αγωνιστής της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, με την πλατιά έννοια. Δεν είμαστε δηλαδή τόσο επίμονοι στο να ζητάμε υπερβολικά πράγματα. Φτάνει να είναι γεγονός ότι κάποιος έχει αναγνωριστεί ως αντιστασιακός, ως αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Χωρίς να βαθαίνεις και να εξετάζεις, ας πούμε, αν είχε και όπλο ή δεν είχε όπλο. Όχι, δεν κάνουμε τέτοιο διαχωρισμό. Άλλη προϋπόθεση είναι να έχει κάποιος ανάγκη να μπει στο Σπίτι του Αγωνιστή. Αν κάποιος δηλαδή ζει σε μια οικογένεια η οποία του δίνει όλες τις δυνατότητες να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, εμείς θα προτιμήσουμε κάποιον που έχει δυσκολία να τελειώσει τη ζωή του ομαλά.
Εκεί κάνεις μια επιλογή.
Μπορεί όμως να σου έρθουν και άτομα τα οποία δεν έχουν πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Όταν όμως έχεις μπροστά σου δεκάδες άτομα της Εθνικής Αντίστασης που ζητούνε τη βοήθεια του Σπιτιού για να γεροκομηθούν, τότε οπωσδήποτε θα πάρεις από αυτούς. Είναι τελείως σπάνιο να μπορείς να πάρεις και έναν που δεν έχει πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, αν κάποιοι άλλοι σοβαροί λόγοι, που έχουν σχέση και με τους αγώνες τους σημερινούς, το επιβάλλουν αυτό. Βέβαια σιγά-σιγά αυτό αρχίζει να χαλαρώνει γιατί περνάνε τα χρόνια και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης δυστυχώς τελειώνουν. Συνεπώς από εκεί και πέρα το κριτήριο είναι αν αυτοί που θα φιλοξενηθούν στο Σπίτι του Αγωνιστή είναι αγωνιστές οι οποίοι έχουν συνεχίσει τον αγώνα στο κατοπινό διάστημα. Πάντα το κριτήριο είναι ο αγώνας και η συμμετοχή στους αγώνες.
Εμείς ενδιαφερόμαστε να καλυφτεί κυρίως το κομμάτι το οποίο δεν καλύπτεται από τα πάγια έσοδα του Ιδρύματος. Τα δύο τρίτα είναι πάγια έσοδα, από τους ίδιους τους φιλοξενούμενους, που καταβάλλουν στο ίδρυμα ποσοστό των μηνιαίων εσόδων τους (συντάξεων κλπ) εφόσον έχουν έσοδα (αν δεν έχουν έσοδα, φιλοξενούνται χωρίς αντιπαροχή). Το ένα τρίτο όμως πρέπει να καλυφτεί από διάφορα έσοδα έξω από τους φιλοξενούμενους ή τους συγγενείς των φιλοξενουμένων. Εδώ οι πρώτοι στη σειρά είναι οι ίδιοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και οι φίλοι μας οι αγωνιστές σήμερα, οι προοδευτικοί άνθρωποι, οι ΚΚΕδες σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος αυτής της εθελοντικής βοήθειας και σε δεύτερη κλίμακα είναι όλοι οι άνθρωποι καλής θέλησης που έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν το Σπίτι.
Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι χωρίς να τους το ζητήσει κανείς, κυνηγοί για παράδειγμα από τη Θάσο μας στέλνουν το κυνήγι για να ετοιμάσουμε φαγητά στους φιλοξενούμενους. Άλλος, από το Σούνιο, από τα πρόβατα που σταβλίζει μας στέλνει βοήθεια για μερικά γεύματα το χρόνο. Έχουμε τέτοιες προσφορές. Άλλος μας στέλνει αυγά. Όλα τα αυγά που καταναλώνουμε εδώ συνήθως προέρχονται από δωρεές. Είναι σαν να μας έχουν κάποιοι υπό την προστασία τους! Είναι συγκινητική η βοήθεια αυτή και είμαστε αισιόδοξοι ότι θα αυξάνει.
Προσθέτω ότι αν υποθέσουμε ότι μας δημιουργούνται ορισμένα ελλείμματα ή ανοίγματα, τότε έχουμε τη συμπληρωματική βοήθεια του Κόμματος. Έτσι είμαστε σίγουροι.
Υπάρχει μια μηνιαία επιχορήγηση από το ΚΚΕ η οποία, ανάλογα με τις δικές μας οικονομικές καταστάσεις, πότε μεγαλώνει, πότε μικραίνει· ανάλογα με τις συνθήκες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Έχουμε επίσης ορισμένες εκδηλώσεις αλληλεγγύης που είναι πολύ ενθαρρυντικές. Πχ εδώ κοντά μας στον Βύρωνα, κάθε χρόνο σε επέτειο αγωνιστικής δραστηριότητας από την ιστορία του εαμικού κινήματος, γίνεται μια μεγάλη γιορτή η οποία συνοδεύεται και από ένα έρανο για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και υπάρχει ανταπόκριση από τον κόσμο.
Ο λαός μας, ιδιαίτερα η νέα γενιά, προσεγγίζοντας την ιστορική πορεία του τόπου μας, πείθεται ότι, τίποτε δεν κατακτήθηκε – και στη χώρα μας, χωρίς ενωμένους αποφασιστικούς αγώνες, για κατάργηση της εκμετάλλευσης και τη νίκη του κομμουνισμού.
― Οι αγωνιστές και αγωνίστριες της αθάνατης ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης με κορμό το ΚΚΕ, νιώθουμε βαθιά συγκίνηση για την ατέλειωτη περιπέτεια εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, κύρια από τη Συρία, αλλά και χώρες που, οι περισσότερες, γεύονται εξακολουθητικά τα αποτελέσματα της ιστορικής τους πορείας ως αποικίες ιμπεριαλιστικών χωρών. Η ευαισθησία μας για την προσφυγιά γενικότερα αποτελεί ηθική κληρονομιά της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Πολλές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων έζησαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και για χρόνια μετά από αυτόν, το δράμα των αγωνιστών προσφύγων και των οικογενειών τους ως την επιστροφή και επανεγκατάσταση στη χώρα μας. Γι’ αυτό καταγγέλλουμε τα σχέδια των ιμπεριαλιστών που με τις επεμβάσεις τους δημιουργούν το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα και τις ταλαιπωρίες εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας. Παλεύουμε ενάντια στο φασισμό – ρατσισμό. Είμαστε κοντά στην πάλη του λαού μας για αλληλεγγύη και συμπαράσταση στους πρόσφυγες.
Όλοι μας, στο Σπίτι του Αγωνιστή, νιώθουμε βαθύτατα την ανάγκη αλληλεγγύης στα χιλιάδες και χιλιάδες θύματα των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ταυτόχρονα την ανάγκη συγκεκριμένης συμπαράστασης σε αυτούς – στο μέτρο του δυνατού. Συμπαρασταθήκαμε, από τους πρώτους και συνεχίζουμε να συμπαραστεκόμαστε με συγκεκριμένη βοήθεια (τρόφιμα, ρουχισμό, είδη καθαριότητας, είδη υγιεινής κλπ), από το Πεδίο του Άρεως μέχρι την πλατεία Βικτωρίας, και από το Αιγάλεω μέχρι το Ελληνικό, τον Σκαραμαγκά και όπου αλλού. Εξάλλου το Σπίτι του Αγωνιστή από την αρχή της ύπαρξής του στηρίζει τους όπου γης κατατρεγμένους, υλικά και ηθικά.
― Θα έλεγα ότι συμπτωματικά βρήκαμε αυτά τα ποιήματα. Μια συντρόφισσά μας, μας πρόσφερε, στο Σπίτι του Αγωνιστή, το σπίτι της που είχε στο Βύρωνα. Μια συντρόφισσά μας η οποία είχε προσφέρει πολλά στον αγώνα, με το όνομα Μάρθα Ξανθοπούλου – Αντονέν. Όταν δεν μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί πήγε στους συγγενείς της στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή εκεί. Στο μεταξύ όμως, επειδή εδώ είχε δημιουργήσει ένα πολύ ωραίο σπίτι και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους από το προοδευτικό κίνημα (νοίκιασμα κλπ), φρόντισε να το μεταβιβάσει έγκαιρα στο Σπίτι του Αγωνιστή.
Όταν η Μάρθα έφυγε από τη ζωή μέσα στα πράγματά της στο σπίτι βρήκαμε και ένα μπλοκ με όλα τα ποιήματα των αγωνιστριών μέσα στη φυλακή. Στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ οι εκλεκτές αγωνίστριες και εκλεκτές ποιήτριες, γράφανε ποιήματα ή ενθυμήματα σε κομμάτια χαρτί τα οποία μοιράζανε μετά και στις άλλες αγωνίστριες που βρίσκονταν μέσα στη φυλακή. Η Μάρθα μάζευε αυτά τα χαρτιά και έφτιαξε ένα ντοσιέ με όλα αυτά τα ποιήματα και ότι είχε γραφτεί μέσα στη φυλακή. Όταν, λοιπόν, πήγαμε να παραλάβουμε το κτίριο το βρήκαμε μέσα στα πράγματά της και θεωρήσαμε ότι πρέπει να τιμήσουμε την ίδια για τη συλλογή αυτή, αλλά και όλες εκείνες τις αγωνίστριες που έχουν γράψει τα ποιήματα μέσα στις φυλακές Αβέρωφ.
Το δώσαμε, έγινε μια πολύ καλή δουλειά και βγήκε αυτό το πολύ όμορφο βιβλίο. Όποιος το διαβάσει θα καταλάβει, δεν χρειάζεται να το διαφημίσω εγώ. Είναι ένα συλλεκτικό βιβλίο που περισσότερο το χρησιμοποιούμε για να το δίνουμε σε φίλους του ιδρύματος, παρά για να το πουλήσουμε.
[Ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του βιβλίου. Ο κ. Μαραγκουδάκης σταματάει στο χαρακτικό που απεικονίζει τον φοίνικα στην αυλή των Γυναικείων Φυλακών Αβέρωφ, που φιλοτέχνησε η ζωγράφος – χαράκτρια Ζιζή Μακρή]:
― Να, αυτό είναι από το προαύλιο. Εκεί κατέβαιναν οι φυλακισμένες. Μετά πιάνανε μερικές και τις πηγαίνανε για εκτέλεση. Πηγαίνανε και παίρνανε τις γυναίκες και τις σκοτώνανε, οι εθνικόφρονες, μήπως και δεν μπορέσει το αστικό κράτος να σταθεί στα πόδια του…
― Εκ των πραγμάτων όλος αυτός ο κόσμος, όλος αυτός ο λαός που πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση έπαιζε τη ζωή του κορώνα-γράμματα σε όλη τη διάρκεια της συμμετοχής του στους αγώνες. Ένας άνθρωπος που δίνεται στον αγώνα και περιφρονεί τις συνέπειες που θα έχει αυτή η υπόθεση σε βάρος του, το μόνο που δεν είναι δυνατό να του λείπει είναι η διάθεση προσφοράς. Αφού προσφέρει τη ζωή του όλα τα άλλα, κάθε άλλη συμμετοχή στους αγώνες, στο να βοηθήσουν, στο να είναι πρωτοπόροι στην υλοποίηση των στόχων του αγώνα, είναι δεδομένα. Μπαίνεις μέσα σε έναν αγώνα ο οποίος δεν ξέρεις πότε θα τελειώσει, σ’ έναν αγώνα που ξέρεις ότι μπορεί να σου στοιχίσει και τη ζωή σου, που μπορεί να σου στοιχίσει δεν ξέρω πόσες δεκαετίες φυλακές και εξορίες. Δεν είναι δυνατό να μη βλέπεις πρώτα απ’ όλα την ανάγκη αλληλεγγύης σε όλους τους συνανθρώπους. Αυτό είναι ένα βασικό κίνητρο όλων των αγωνιστών που συνεχίζουν τον αγώνα σήμερα. Ξέρουν ότι αυτός ο αγώνας δεν θα είναι τόσο αναγκαίος όταν το καθεστώς της εκμετάλλευσης φύγει από τη μέση και όταν ο ίδιος ο λαός μπορέσει να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες που ζητήματα που σήμερα θεωρούνται ανεπίλυτα θα λυθούν τότε, διότι δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η εθελοντική συμμετοχή στον λυτρωτικό αγώνα της εργατικής τάξης, αποτελεί προϋπόθεση, για την εκπλήρωση του τελικού στόχου πάλης. Θα ήταν αδιανόητο, να παλεύεις – για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο χωρίς ταυτόχρονη πάλη για συμμετοχή κάθε εργαζόμενου ανθρώπου, κάθε νέου – νέας σ’ αυτόν τον δύσκολο, λυτρωτικό αγώνα. Αυτή η συμμετοχή, είναι αξεδιάλυτα δεμένη με το ήθος και τη σεμνότητα των φορέων της. Πρώτοι οι κομμουνιστές στους αγώνες, πρώτοι στις θυσίες, στην προσφορά, για καλύτερη ζωή όλων των ανθρώπων.
― Έχω την αίσθηση ότι για να παραμείνει κάτι ζωντανό πρέπει κάποιος να το βλέπει. Όσο κάποιοι το βλέπουν παραμένει ζωντανό. Μη μου πείτε τώρα ότι είναι δυνατό να το δουν αυτό οι άνθρωποι που σήμερα εντάσσονται σε διάφορους χώρους και καλά-καλά δεν ξέρουνε που πάνε. Νομίζω ότι υπάρχει και μια τύφλωση. Τα ιδανικά αυτά στο χώρο το δικό μας είναι ολοφάνερα. Αυτοί που μπαίνουν στο χώρο για να παλέψουν, στον κορμό της Αριστεράς, του ΚΚΕ, μπαίνουν έχοντας πλήρη συναίσθηση και πλήρη γνώση από την ιστορία ποια είναι η προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος στη βελτίωση της ζωής του ελληνικού λαού, στην αποφυγή χειροτέρευσης της ζωής του ελληνικού λαού και στην προοπτική καλυτέρευσης και οριστικής λύσης του προβλήματος της ευτυχίας του λαού μας κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Άλλος, βέβαια, το ξέρει περισσότερο, άλλος λιγότερο, αλλά η βάση είναι ότι πιστεύεις ότι μπαίνοντας μέσα στον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση αγωνίζεσαι για κάτι καλύτερο για όλους, χωρίς καμιά διάκριση. Αυτό είναι το κίνητρο που φέρνει όλον αυτόν τον κόσμο μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ.
Νομίζω ότι εκφράζεται ποικιλότροπα και από το τι κάνει ο καθένας. Πχ μέσα στο εργατικό κίνημα θα δείτε ότι οι καλύτεροι στους αγώνες, είναι οι κομμουνιστές. Δεν θα δείτε δηλαδή να κατεβαίνουν κάτω και να μην ξέρουν γιατί κατεβαίνουν. Ένας μπορεί να χάσει σήμερα τη δουλειά του. Δεν φτάνει μόνο η περίπτωσή του για να πεις ότι αυτός εντάχτηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ενδεχομένως αυτός θα αφυπνιστεί, με το να χάσει τη δουλειά του, αλλά σημασία έχει όχι να αφυπνιστεί επειδή μόνο χάνει τη δουλειά του αλλά και γιατί και πάρα πολλοί άλλοι χάνουν τη δουλειά τους. Και για να μπορέσει να προχωρήσει στη ζωή είναι αναγκαίο να ενωθεί με τους άλλους για να μπορούν να κάνουν δυνατή την πίεσή τους και να αλλάξει η κατάσταση την οποία βιώνουμε.
― Όπως έγιναν σήμερα τα πράγματα, ναι. Αλλά να σας πω ένα πράγμα που με έχει απασχολήσει πολύ. Εντάξει, προσφορές με δυσκολία από τον πολύ κόσμο, αλλά εμείς θέλουμε χίλιους ανθρώπους να δίνουν από ένα κατοστάρικο το χρόνο. Τι λέτε βρίσκονται; Σε όλη την Ελλάδα. Βρίσκονται; Κάποια «καμπάνα» πρέπει να χτυπήσει δυνατά και να καταλάβει ο κάθε προοδευτικός άνθρωπος ότι αυτούς τους αγωνιστές που αναγκάστηκαν να έρθουν σε ένα ίδρυμα φιλοξενίας ηλικιωμένων συναγωνιστών τους πρέπει να τους εξυπηρετήσουμε. Και μια φορά τον χρόνο να καταθέτουν εκατό ευρώ για το Σπίτι του Αγωνιστή. Δεν βρίσκονται χίλιοι άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα; Ναι, πρέπει να τους βρούμε και θα τους βρούμε και μέσω της προσπάθειας που κάνετε εσείς.
― Έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Έχουμε κάποιες πολύ καλές κυρίες, συντρόφισσες από την Κατερίνη, που μας στέλνουν ατελείωτα καλούδια, γλυκίσματα και δώρα, με ακούραστη δουλειά, κάθε χρόνο. Εννιά χρόνια λειτουργούμε; Εννιά χρόνια ασταμάτητα αυτές οι γυναίκες από την Κατερίνη μας βοηθάνε. Έχουμε άλλους φίλους από νησί που μας στέλνουν κυνήγι, όπως σας είπα, άλλοι μας στέλνουν λάδι και άλλα προϊόντα.
Νομίζω δεν θα υπάρχει άνθρωπος και μάλιστα προοδευτικός, που θα μάθει ότι υπάρχει το Σπίτι του Αγωνιστή, υπάρχει δυνατότητα περίθαλψης των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ότι το Σπίτι του Αγωνιστή έχει ανάγκη από μια μόνιμη στήριξη από όλους και δεν θα βρει τον τρόπο να συμπαρασταθεί σε αυτό το ίδρυμα. Ο καλύτερος τρόπος είναι μια χρονιάτικη συμπαράσταση, χρηματική, και τα χρήματα αυτά θα πάνε εκεί ακριβώς που υπάρχει δεδομένη ανάγκη. Είμαι αισιόδοξος ότι αυτό τελικά θα γίνει πραγματικότητα. Θα βρεθούν δηλαδή χίλιοι άνθρωποι που θα δίνουν ένα κατοστάρικο το χρόνο για να καλύπτουμε το άνοιγμά μας.
― Θέλω να τους στείλω το μήνυμα της συνεχούς συμπαράστασης σε κάθε προοδευτικό βήμα που γίνεται στα πλαίσια της κομμουνιστικής ιδεολογίας και του ΚΚΕ και μέσα σ’ αυτό και στο Σπίτι του Αγωνιστή.
Θέλω επίσης να σας συγχαρώ για τις προσπάθειές σας γιατί και η συμμετοχή η δική σας στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Νταβαντζή, που εξιστορεί μια πολύ διδαχτική περίοδο της ζωής του, αλλά και η προσπάθειά σας τώρα που ήρθατε εδώ για αυτή τη συνέντευξη, εκφράζει μια πολύ θετική κατεύθυνση στη ζωή σας να ασχολείστε με το καλό, με το δημιουργικό, με αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή τη χώρα.
***
Στο Σπίτι του Αγωνιστή, αγωνιστές που έζησαν και έδρασαν έχοντας ως πρόταγμα την προσφορά και τη θυσία για το καλό όλων των ανθρώπων, χωρίς ανταλλάγματα, σα να συμμετείχαν σε μια αυτονόητη διαδικασία, βρήκαν μια «απάνεμη» γωνιά να ξαποστάσουν· έχοντας τη θαλπωρή και τη φροντίδα που αξίζει κάθε απόμαχος, πόσο μάλλον του αγώνα, που εξασφαλίζεται από την απαραίτητη εθελοντική προσφορά και τις πολύτιμες εισφορές χιλιάδων κομμουνιστών, αγωνιστών, προοδευτικών απλών ανθρώπων, ως ελάχιστη ανταπόδοση (τους οφείλουμε πολύ περισσότερα).
Η καταιγίδα, σα να περίμενε ευλαβικά να τελειώσει η συνέντευξη, ξέσπασε με ορμή. Για λίγα λεπτά άνοιξαν οι ουρανοί και όλα τα σκέπασε το χαλάζι και η δυνατή βροχή. Ανέφερα στον κ. Μαραγκουδάκη τον συνειρμό με τους αγωνιστές που δε λυγίζουν μπρος στις καταιγίδες που χτυπούν τους λαϊκούς αγώνες. Γέλασε με την ψυχή του.
«Ούτε στα ξερονήσια ούτε στις φυλακές, ποτέ τους δε λυγίσανε οι κομμουνιστές».
Όταν αποχαιρετιστήκαμε η βροχή έπεφτε αδύναμη. Κλείνοντας πίσω μου την αυλόπορτα με το κατακόκκινο γραμματοκιβώτιο και τσαλαβουτώντας στα βρόχινα ποτάμια της επιστροφής στο σταθμό του Μετρό, ο γνωστός στίχος από το χιλιοτραγουδισμένο αντάρτικο τραγούδι έσπρωξε και βγήκε από τα χείλη: «τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν, δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά»…
*Κείμενο - φωτογραφίες: Οικοδόμος*
Η πρώτη συνάντηση με τον Κώστα Μαραγκουδάκη, πρόεδρο του Ιδρύματος Περίθαλψης Ηλικιωμένων Αγωνιστών «Το Σπίτι του Αγωνιστή» είχε γίνει με αφορμή την προετοιμασία της εκδήλωσης-παρουσίασης από το ΑΤΕΧΝΩΣ του βιβλίου του Χρήστου Νταβαντζή Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής, όπου συμμετείχε ο ίδιος ως ομιλητής. Μου είχε μιλήσει με ενθουσιασμό, μα και περηφάνια για την πορεία και τους στόχους του Ιδρύματος και με ξενάγησε στους χώρους του. Πριν τον αποχαιρετήσω, τότε, του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι μετά την εκδήλωση θα διέθετε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του για μια συνέντευξη, κάτι που δέχτηκε με χαρά.
Πυκνά γκρίζα σύννεφα έζωναν τον αττικό ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη στη διαδρομή προς το Σπίτι του Αγωνιστή, στον Άγιο Δημήτριο. Το κόπασμα του αέρα, η μυρωδιά της ατμόσφαιρας, όλα έδειχναν ότι ήταν ζήτημα χρόνου να ξεσπάσει καταιγίδα. Μπαίνοντας στο χώρο υποδοχής του Ιδρύματος τα μάτια μου συνάντησαν έναν απόμαχο του αγώνα που βολτάριζε, στηριζόμενος στη μαγκούρα του, λίγο πριν τη μεσημεριανή σιέστα. Ο συνειρμός ήρθε ακάλεστος: ο λαός μας και οι πρωτοπόροι των αγώνων του, οι κομμουνιστές, πέρασαν μέσα από τόσες καταιγίδες και δε λύγισαν, ούτε θα λυγίσουν.
Από την εξωτερική κιόλας όψη της πολυκατοικίας επί της οδού Ομήρου 35, όπου δεσπόζει το τεράστιο εντοιχισμένο γλυπτό με τους δυο αγωνιστές, έναν άντρα και μια γυναίκα, να κρατάνε ψηλά τη σημαία-λάβαρο του αγώνα, ο επισκέπτης καταλαβαίνει ότι δεν βρίσκεται μπροστά σε ένα από εκείνα τα ιδρύματα που στην ταμπέλα τους διαβάζεις τις τόσο συνηθισμένες και μάλλον ψυχρές λέξεις «οίκος ευγηρίας».
Το Σπίτι του Αγωνιστή δεν είναι ένα από τα συνηθισμένα πολλά γηροκομεία, αλλά η πραγμάτωση μιας υπόθεσης που ξεπήδησε από τις ανάγκες του ίδιου του απελευθερωτικού, επαναστατικού, εργατικού, λαϊκού κινήματος στο πέρασμα του χρόνου· η υλοποίηση μιας υποχρέωσης των νεώτερων γενιών αγωνιστών προς τους παλαίμαχους των λαϊκών αγώνων που, για λόγους αντικειμενικούς, παραχωρούν τη θέση τους στην πρώτη γραμμή του αγώνα στις νεώτερες ηλικίες.
Παντού τριγύρω επικρατεί τάξη και καθαριότητα. Η ίδια εικόνα και στους εσωτερικούς χώρους. Στον χώρο υποδοχής όπου οι εργαζόμενοι μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και χαμόγελο, στην μεγάλη φωτεινή τραπεζαρία με τα στρωμένα λευκά τραπεζομάντηλα, στο καθιστικό, στη μουσική «γωνιά» όπου επιβάλλεται με τον όγκο του το πιάνο, στην πλούσια βιβλιοθήκη με τους εκατοντάδες τόμους σημαντικών βιβλίων και εντύπων.
Στους τοίχους πορτραίτα και εικαστικά απεικονίζουν μορφές και στιγμές που σημάδεψαν το εργατικό επαναστατικό κίνημα. Ο Βλαδίμηρος, η Οχτωβριανή Επανάσταση, ο Μπελογιάννης, ο Χαρίλαος, ο σιδεράς που σμιλεύει στο αμόνι του ένα δρεπάνι κ.ά., βουνοκορφές, φυλακές, εξορίες, κόκκινο παντού και τα «τρία κόκκινα γράμματα σεμνή υπογραφή του λαού μας στις λεωφόρους του μέλλοντος» «χαραγμένα» στην κάθε σπιθαμή του χώρου.
Άριστος οικοδεσπότης μας υποδέχτηκε στην είσοδο του γραφείου του με ένα δυνατό σφίξιμο του χεριού και το χαρακτηριστικό του πλατύ χαμόγελο. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ και του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, εν ενεργεία αγωνιστής με πολλές χιλιάδες «ένσημα» στο αγωνιστικό του «βιβλιάριο» ο Κώστας Μαραγκουδάκης, βαδίζοντας στην δέκατη δεκαετία της ζωής του, βρίσκεται στο τιμόνι του Ιδρύματος εδώ και δέκα περίπου χρόνια.
Συζητώντας μαζί του αναρωτιέσαι από πού πηγάζει τόση ενεργητικότητα και ζωντάνια. Με πηγαίο χιούμορ και μια τάση «πειραχτική» θα μας λύσει ο ίδιος την «απορία», όπως θα διαβάσετε στη συνέντευξη. Μας μίλησε φυσικά για το Σπίτι του Αγωνιστή (ιδέα, υλοποίηση, στόχοι, λειτουργία, προοπτική), για τον εθελοντισμό, την αλληλεγγύη, για τους αγωνιστές της Αντίστασης αλλά και των σύγχρονων αγώνων, για τους ξεριζωμένους των πολέμων και της εκμετάλλευσης και την έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης του Ιδρύματος προς τους πρόσφυγες, για τη δύναμη των ιδανικών· για την μοναδικής αξίας έκδοση, από το Σπίτι του Αγωνιστή, του βιβλίου με άγνωστα ποιήματα φυλακισμένων αγωνιστριών, για την τιμητική απεικόνιση της μορφής του σε γραμματόσημο από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, για το χρέος του σημερινού αγωνιστή και για άλλα· με τη σεμνότητα και την ανθρωπιά που διακρίνει τον πολύπειρο κομμουνιστή, που έταξε τη ζωή του στην προσπάθεια και στον αγώνα για το κοινό καλό.
***
- Κύριε Μαραγκουδάκη, πώς γεννήθηκε η ιδέα της ίδρυσης του «Σπιτιού του Αγωνιστή», από ποιους και πότε; Ποιες ανάγκες ήρθε να καλύψει ένα τέτοιο, μοναδικό στο είδος του, απ’ όσο γνωρίζουμε, Ίδρυμα; Από ποιον κορβανά χρηματοδοτήθηκαν η ανέγερση και ο εξοπλισμός του;
Το Κόμμα μας, με βάση και τις δωρεές που είχε από συντρόφους, επέλεξε αυτόν τον χώρο, εδώ, στον Άγιο Δημήτριο. Εδώ είχε δυο μεγάλα οικόπεδα και επέλεξε αυτόν τον χώρο να τον κάνει γεροκομείο, δεδομένου ότι και το κλίμα είναι πολύ καλό και ησυχία υπάρχει και καλή συγκοινωνία και επικοινωνία με το κέντρο, αλλά και με τα ιατρεία και τα νοσοκομεία. Όλα αυτά βαραίνουν πάρα πολύ στο να μπορείς να ανταποκριθείς στα καθήκοντα που σε επιφορτίζει η φιλοξενία ηλικιωμένων ατόμων. Έτσι, μπορώ να σας πω ότι διανύσαμε δεκαοχτώ δύσκολα χρόνια μέχρι να καταλήξουμε να το χτίσουμε. Δεκαοχτώ χρόνια είναι πολλά.
Οι αποφάσεις είχαν παρθεί το 1990 περίπου και υλοποιήθηκαν με τα εγκαίνια του Σπιτιού του Αγωνιστή το 2008. Τότε αρχίσαμε να λειτουργούμε το Σπίτι του Αγωνιστή. Μέχρι τότε ερχόντουσαν και μας βλέπανε ηλικιωμένα άτομα αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που μαθαίνανε ότι ιδρύθηκε το Σπίτι του Αγωνιστή και μας ρωτούσαν «πότε θα ανοίξει για να μπορέσουμε και εμείς να ’ρθούμε και να γεροκομηθούμε»; Αυτό, ήταν μια πρόσθετη πίεση να ολοκληρώσουμε τις προσπάθειές μας.
Μετά μεσολάβησε η διάσπαση στο χώρο της Αριστεράς, με αυτές τις δυνάμεις που φύγανε από το κίνημα. Άρχισαν και οι διεκδικήσεις για να πάρουν ένα μέρος από την περιουσία του Κόμματος. Δίπλα από τον χώρο που βρίσκεται σήμερα το Σπίτι του Αγωνιστή υπήρχε άλλος ένας ακόμα τέτοιος χώρος που αναγκαστικά πουλήθηκε. Αν υπήρχε το οικόπεδο αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας μεγάλος περιβάλλων χώρος αναψυχής ή ακόμα και να διπλασιαστεί η δυναμικότητα του Σπιτιού. Όμως με την πίεση που υπήρχε τότε περιοριστήκαμε σε αυτόν τον χώρο που βλέπετε, ο οποίος είναι βέβαια σημαντικός, αλλά αν είχαμε και τον άλλον θα μπορούσαμε να τον χρησιμοποιήσουμε πολλαπλάσια για μια ακόμα καλύτερη διαμονή όσων μένουν εδώ στο Σπίτι του Αγωνιστή. Σημασία έχει ότι έγινε το Σπίτι και λειτουργεί κανονικά, από το 2008.
Η χρηματοδότηση για την ανέγερσή του προήλθε κυρίως από το ΚΚΕ, με χρήματα που είχαν μαζευτεί τα προηγούμενα χρόνια και με εισφορές πολλών φίλων. Και το οικόπεδο, όπως σας είπα, ήταν δωρεά. Υπήρξαν πάρα πολλές προσφορές για να μπορέσει να χτιστεί το Σπίτι. Η οικοδόμησή του είναι ποιοτική, έγινε καλή δουλειά που λέμε, και γι’ αυτό δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα σήμερα και επιπλέον έξοδα συντήρησης.
- Ποιος μπορεί να φιλοξενηθεί στο Σπίτι του Αγωνιστή και ποιες είναι οι προϋποθέσεις γι’ αυτό; Πόσα άτομα φιλοξενούνται σήμερα στο ίδρυμα;
Στο Σπίτι του Αγωνιστή μπορεί να φιλοξενηθεί κάθε αγωνιστής της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, με την πλατιά έννοια. Δεν είμαστε δηλαδή τόσο επίμονοι στο να ζητάμε υπερβολικά πράγματα. Φτάνει να είναι γεγονός ότι κάποιος έχει αναγνωριστεί ως αντιστασιακός, ως αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Χωρίς να βαθαίνεις και να εξετάζεις, ας πούμε, αν είχε και όπλο ή δεν είχε όπλο. Όχι, δεν κάνουμε τέτοιο διαχωρισμό. Άλλη προϋπόθεση είναι να έχει κάποιος ανάγκη να μπει στο Σπίτι του Αγωνιστή. Αν κάποιος δηλαδή ζει σε μια οικογένεια η οποία του δίνει όλες τις δυνατότητες να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, εμείς θα προτιμήσουμε κάποιον που έχει δυσκολία να τελειώσει τη ζωή του ομαλά.
Εκεί κάνεις μια επιλογή.
Μπορεί όμως να σου έρθουν και άτομα τα οποία δεν έχουν πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Όταν όμως έχεις μπροστά σου δεκάδες άτομα της Εθνικής Αντίστασης που ζητούνε τη βοήθεια του Σπιτιού για να γεροκομηθούν, τότε οπωσδήποτε θα πάρεις από αυτούς. Είναι τελείως σπάνιο να μπορείς να πάρεις και έναν που δεν έχει πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, αν κάποιοι άλλοι σοβαροί λόγοι, που έχουν σχέση και με τους αγώνες τους σημερινούς, το επιβάλλουν αυτό. Βέβαια σιγά-σιγά αυτό αρχίζει να χαλαρώνει γιατί περνάνε τα χρόνια και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης δυστυχώς τελειώνουν. Συνεπώς από εκεί και πέρα το κριτήριο είναι αν αυτοί που θα φιλοξενηθούν στο Σπίτι του Αγωνιστή είναι αγωνιστές οι οποίοι έχουν συνεχίσει τον αγώνα στο κατοπινό διάστημα. Πάντα το κριτήριο είναι ο αγώνας και η συμμετοχή στους αγώνες.
- Τι άλλο προσφέρει το Σπίτι του Αγωνιστή στους φιλοξενούμενους του εκτός από τροφή και στέγη;
- Πώς καλύπτεται το κόστος λειτουργίας του Ιδρύματος; Εκτός από την ενίσχυση ιδιωτών, έχετε την οικονομική συμπαράσταση της πολιτείας, της αυτοδιοίκησης, άλλων φορέων;
Εμείς ενδιαφερόμαστε να καλυφτεί κυρίως το κομμάτι το οποίο δεν καλύπτεται από τα πάγια έσοδα του Ιδρύματος. Τα δύο τρίτα είναι πάγια έσοδα, από τους ίδιους τους φιλοξενούμενους, που καταβάλλουν στο ίδρυμα ποσοστό των μηνιαίων εσόδων τους (συντάξεων κλπ) εφόσον έχουν έσοδα (αν δεν έχουν έσοδα, φιλοξενούνται χωρίς αντιπαροχή). Το ένα τρίτο όμως πρέπει να καλυφτεί από διάφορα έσοδα έξω από τους φιλοξενούμενους ή τους συγγενείς των φιλοξενουμένων. Εδώ οι πρώτοι στη σειρά είναι οι ίδιοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και οι φίλοι μας οι αγωνιστές σήμερα, οι προοδευτικοί άνθρωποι, οι ΚΚΕδες σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος αυτής της εθελοντικής βοήθειας και σε δεύτερη κλίμακα είναι όλοι οι άνθρωποι καλής θέλησης που έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν το Σπίτι.
Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι χωρίς να τους το ζητήσει κανείς, κυνηγοί για παράδειγμα από τη Θάσο μας στέλνουν το κυνήγι για να ετοιμάσουμε φαγητά στους φιλοξενούμενους. Άλλος, από το Σούνιο, από τα πρόβατα που σταβλίζει μας στέλνει βοήθεια για μερικά γεύματα το χρόνο. Έχουμε τέτοιες προσφορές. Άλλος μας στέλνει αυγά. Όλα τα αυγά που καταναλώνουμε εδώ συνήθως προέρχονται από δωρεές. Είναι σαν να μας έχουν κάποιοι υπό την προστασία τους! Είναι συγκινητική η βοήθεια αυτή και είμαστε αισιόδοξοι ότι θα αυξάνει.
- Από την πολιτεία, εκτός της Βουλής, έχετε κάποια άλλη βοήθεια;
- Η στάση της αυτοδιοίκησης ποια είναι;
- Κύριε Μαραγκουδάκη οι εργαζόμενοι, οι λαϊκές οικογένειες και φτωχοί άνθρωποι δέχονται σήμερα ολομέτωπη την επίθεση της καπιταλιστικής κρίσης. Ταυτόχρονα βομβαρδίζονται με τις λέξεις «εθελοντισμός-εθελοντές», που με τρόπο έντεχνο τα ΜΜΕ συνδέουν με την «αλληλεγγύη» ως ελεημοσύνη και τη δράση εκατοντάδων ΜΚΟ, πολλές από τις οποίες ελέγχονται για τον ρόλο τους. Στις ανακοινώσεις σας διαβάζουμε ότι τα μέλη του ΔΣ (και εσείς ο ίδιος βέβαια) συμμετέχετε εθελοντικά στο Ίδρυμα.
Προσθέτω ότι αν υποθέσουμε ότι μας δημιουργούνται ορισμένα ελλείμματα ή ανοίγματα, τότε έχουμε τη συμπληρωματική βοήθεια του Κόμματος. Έτσι είμαστε σίγουροι.
Υπάρχει μια μηνιαία επιχορήγηση από το ΚΚΕ η οποία, ανάλογα με τις δικές μας οικονομικές καταστάσεις, πότε μεγαλώνει, πότε μικραίνει· ανάλογα με τις συνθήκες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Έχουμε επίσης ορισμένες εκδηλώσεις αλληλεγγύης που είναι πολύ ενθαρρυντικές. Πχ εδώ κοντά μας στον Βύρωνα, κάθε χρόνο σε επέτειο αγωνιστικής δραστηριότητας από την ιστορία του εαμικού κινήματος, γίνεται μια μεγάλη γιορτή η οποία συνοδεύεται και από ένα έρανο για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και υπάρχει ανταπόκριση από τον κόσμο.
- Τι σημαίνει εθελοντισμός για εσάς;
Ο λαός μας, ιδιαίτερα η νέα γενιά, προσεγγίζοντας την ιστορική πορεία του τόπου μας, πείθεται ότι, τίποτε δεν κατακτήθηκε – και στη χώρα μας, χωρίς ενωμένους αποφασιστικούς αγώνες, για κατάργηση της εκμετάλλευσης και τη νίκη του κομμουνισμού.
- Σας έχει απασχολήσει στο Σπίτι του Αγωνιστή το προσφυγικό; Τα κυρίαρχα ΜΜΕ εμφανίζουν τους πρόσφυγες που καταφτάνουν στα νησιά ως απειλή για τη χώρα. Ταυτόχρονα ο λαός μας με διάφορους τρόπους εκφράζει την αλληλεγγύη του. Πώς βλέπετε τους ανθρώπους αυτούς;
― Οι αγωνιστές και αγωνίστριες της αθάνατης ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης με κορμό το ΚΚΕ, νιώθουμε βαθιά συγκίνηση για την ατέλειωτη περιπέτεια εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, κύρια από τη Συρία, αλλά και χώρες που, οι περισσότερες, γεύονται εξακολουθητικά τα αποτελέσματα της ιστορικής τους πορείας ως αποικίες ιμπεριαλιστικών χωρών. Η ευαισθησία μας για την προσφυγιά γενικότερα αποτελεί ηθική κληρονομιά της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Πολλές δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων έζησαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και για χρόνια μετά από αυτόν, το δράμα των αγωνιστών προσφύγων και των οικογενειών τους ως την επιστροφή και επανεγκατάσταση στη χώρα μας. Γι’ αυτό καταγγέλλουμε τα σχέδια των ιμπεριαλιστών που με τις επεμβάσεις τους δημιουργούν το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα και τις ταλαιπωρίες εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας. Παλεύουμε ενάντια στο φασισμό – ρατσισμό. Είμαστε κοντά στην πάλη του λαού μας για αλληλεγγύη και συμπαράσταση στους πρόσφυγες.
Όλοι μας, στο Σπίτι του Αγωνιστή, νιώθουμε βαθύτατα την ανάγκη αλληλεγγύης στα χιλιάδες και χιλιάδες θύματα των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ταυτόχρονα την ανάγκη συγκεκριμένης συμπαράστασης σε αυτούς – στο μέτρο του δυνατού. Συμπαρασταθήκαμε, από τους πρώτους και συνεχίζουμε να συμπαραστεκόμαστε με συγκεκριμένη βοήθεια (τρόφιμα, ρουχισμό, είδη καθαριότητας, είδη υγιεινής κλπ), από το Πεδίο του Άρεως μέχρι την πλατεία Βικτωρίας, και από το Αιγάλεω μέχρι το Ελληνικό, τον Σκαραμαγκά και όπου αλλού. Εξάλλου το Σπίτι του Αγωνιστή από την αρχή της ύπαρξής του στηρίζει τους όπου γης κατατρεγμένους, υλικά και ηθικά.
- Το Σπίτι του Αγωνιστή εξέδωσε ένα βιβλίο με ποιήματα γυναικών πολιτικών κρατουμένων. Ο τίτλος του: «Ποιήματα αγωνιστριών στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ (διαφυλαγμένα από την Μάρθα Ξανθοπούλου – Αντονέν)». Μιλήστε μας γι’ αυτό. Πώς προέκυψε η έκδοση;
― Θα έλεγα ότι συμπτωματικά βρήκαμε αυτά τα ποιήματα. Μια συντρόφισσά μας, μας πρόσφερε, στο Σπίτι του Αγωνιστή, το σπίτι της που είχε στο Βύρωνα. Μια συντρόφισσά μας η οποία είχε προσφέρει πολλά στον αγώνα, με το όνομα Μάρθα Ξανθοπούλου – Αντονέν. Όταν δεν μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί πήγε στους συγγενείς της στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή εκεί. Στο μεταξύ όμως, επειδή εδώ είχε δημιουργήσει ένα πολύ ωραίο σπίτι και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους από το προοδευτικό κίνημα (νοίκιασμα κλπ), φρόντισε να το μεταβιβάσει έγκαιρα στο Σπίτι του Αγωνιστή.
Όταν η Μάρθα έφυγε από τη ζωή μέσα στα πράγματά της στο σπίτι βρήκαμε και ένα μπλοκ με όλα τα ποιήματα των αγωνιστριών μέσα στη φυλακή. Στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ οι εκλεκτές αγωνίστριες και εκλεκτές ποιήτριες, γράφανε ποιήματα ή ενθυμήματα σε κομμάτια χαρτί τα οποία μοιράζανε μετά και στις άλλες αγωνίστριες που βρίσκονταν μέσα στη φυλακή. Η Μάρθα μάζευε αυτά τα χαρτιά και έφτιαξε ένα ντοσιέ με όλα αυτά τα ποιήματα και ότι είχε γραφτεί μέσα στη φυλακή. Όταν, λοιπόν, πήγαμε να παραλάβουμε το κτίριο το βρήκαμε μέσα στα πράγματά της και θεωρήσαμε ότι πρέπει να τιμήσουμε την ίδια για τη συλλογή αυτή, αλλά και όλες εκείνες τις αγωνίστριες που έχουν γράψει τα ποιήματα μέσα στις φυλακές Αβέρωφ.
Το δώσαμε, έγινε μια πολύ καλή δουλειά και βγήκε αυτό το πολύ όμορφο βιβλίο. Όποιος το διαβάσει θα καταλάβει, δεν χρειάζεται να το διαφημίσω εγώ. Είναι ένα συλλεκτικό βιβλίο που περισσότερο το χρησιμοποιούμε για να το δίνουμε σε φίλους του ιδρύματος, παρά για να το πουλήσουμε.
[Ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του βιβλίου. Ο κ. Μαραγκουδάκης σταματάει στο χαρακτικό που απεικονίζει τον φοίνικα στην αυλή των Γυναικείων Φυλακών Αβέρωφ, που φιλοτέχνησε η ζωγράφος – χαράκτρια Ζιζή Μακρή]:
― Να, αυτό είναι από το προαύλιο. Εκεί κατέβαιναν οι φυλακισμένες. Μετά πιάνανε μερικές και τις πηγαίνανε για εκτέλεση. Πηγαίνανε και παίρνανε τις γυναίκες και τις σκοτώνανε, οι εθνικόφρονες, μήπως και δεν μπορέσει το αστικό κράτος να σταθεί στα πόδια του…
- Το ήθος και η σεμνότητα είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, τους κομμουνιστές. Πού οφείλεται αυτό κύριε Μαραγκουδάκη;
― Εκ των πραγμάτων όλος αυτός ο κόσμος, όλος αυτός ο λαός που πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση έπαιζε τη ζωή του κορώνα-γράμματα σε όλη τη διάρκεια της συμμετοχής του στους αγώνες. Ένας άνθρωπος που δίνεται στον αγώνα και περιφρονεί τις συνέπειες που θα έχει αυτή η υπόθεση σε βάρος του, το μόνο που δεν είναι δυνατό να του λείπει είναι η διάθεση προσφοράς. Αφού προσφέρει τη ζωή του όλα τα άλλα, κάθε άλλη συμμετοχή στους αγώνες, στο να βοηθήσουν, στο να είναι πρωτοπόροι στην υλοποίηση των στόχων του αγώνα, είναι δεδομένα. Μπαίνεις μέσα σε έναν αγώνα ο οποίος δεν ξέρεις πότε θα τελειώσει, σ’ έναν αγώνα που ξέρεις ότι μπορεί να σου στοιχίσει και τη ζωή σου, που μπορεί να σου στοιχίσει δεν ξέρω πόσες δεκαετίες φυλακές και εξορίες. Δεν είναι δυνατό να μη βλέπεις πρώτα απ’ όλα την ανάγκη αλληλεγγύης σε όλους τους συνανθρώπους. Αυτό είναι ένα βασικό κίνητρο όλων των αγωνιστών που συνεχίζουν τον αγώνα σήμερα. Ξέρουν ότι αυτός ο αγώνας δεν θα είναι τόσο αναγκαίος όταν το καθεστώς της εκμετάλλευσης φύγει από τη μέση και όταν ο ίδιος ο λαός μπορέσει να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες που ζητήματα που σήμερα θεωρούνται ανεπίλυτα θα λυθούν τότε, διότι δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η εθελοντική συμμετοχή στον λυτρωτικό αγώνα της εργατικής τάξης, αποτελεί προϋπόθεση, για την εκπλήρωση του τελικού στόχου πάλης. Θα ήταν αδιανόητο, να παλεύεις – για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο χωρίς ταυτόχρονη πάλη για συμμετοχή κάθε εργαζόμενου ανθρώπου, κάθε νέου – νέας σ’ αυτόν τον δύσκολο, λυτρωτικό αγώνα. Αυτή η συμμετοχή, είναι αξεδιάλυτα δεμένη με το ήθος και τη σεμνότητα των φορέων της. Πρώτοι οι κομμουνιστές στους αγώνες, πρώτοι στις θυσίες, στην προσφορά, για καλύτερη ζωή όλων των ανθρώπων.
- Τα ιδανικά για τα οποία πολέμησαν οι αγωνιστές και αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ παραμένουν ζωντανά σήμερα;
― Έχω την αίσθηση ότι για να παραμείνει κάτι ζωντανό πρέπει κάποιος να το βλέπει. Όσο κάποιοι το βλέπουν παραμένει ζωντανό. Μη μου πείτε τώρα ότι είναι δυνατό να το δουν αυτό οι άνθρωποι που σήμερα εντάσσονται σε διάφορους χώρους και καλά-καλά δεν ξέρουνε που πάνε. Νομίζω ότι υπάρχει και μια τύφλωση. Τα ιδανικά αυτά στο χώρο το δικό μας είναι ολοφάνερα. Αυτοί που μπαίνουν στο χώρο για να παλέψουν, στον κορμό της Αριστεράς, του ΚΚΕ, μπαίνουν έχοντας πλήρη συναίσθηση και πλήρη γνώση από την ιστορία ποια είναι η προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος στη βελτίωση της ζωής του ελληνικού λαού, στην αποφυγή χειροτέρευσης της ζωής του ελληνικού λαού και στην προοπτική καλυτέρευσης και οριστικής λύσης του προβλήματος της ευτυχίας του λαού μας κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Άλλος, βέβαια, το ξέρει περισσότερο, άλλος λιγότερο, αλλά η βάση είναι ότι πιστεύεις ότι μπαίνοντας μέσα στον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση αγωνίζεσαι για κάτι καλύτερο για όλους, χωρίς καμιά διάκριση. Αυτό είναι το κίνητρο που φέρνει όλον αυτόν τον κόσμο μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ.
Νομίζω ότι εκφράζεται ποικιλότροπα και από το τι κάνει ο καθένας. Πχ μέσα στο εργατικό κίνημα θα δείτε ότι οι καλύτεροι στους αγώνες, είναι οι κομμουνιστές. Δεν θα δείτε δηλαδή να κατεβαίνουν κάτω και να μην ξέρουν γιατί κατεβαίνουν. Ένας μπορεί να χάσει σήμερα τη δουλειά του. Δεν φτάνει μόνο η περίπτωσή του για να πεις ότι αυτός εντάχτηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ενδεχομένως αυτός θα αφυπνιστεί, με το να χάσει τη δουλειά του, αλλά σημασία έχει όχι να αφυπνιστεί επειδή μόνο χάνει τη δουλειά του αλλά και γιατί και πάρα πολλοί άλλοι χάνουν τη δουλειά τους. Και για να μπορέσει να προχωρήσει στη ζωή είναι αναγκαίο να ενωθεί με τους άλλους για να μπορούν να κάνουν δυνατή την πίεσή τους και να αλλάξει η κατάσταση την οποία βιώνουμε.
- Κάποιος που θα διαβάσει αυτές τις γραμμές και θέλει να βοηθήσει οικονομικά το Ίδρυμα που μπορεί να απευθυνθεί;
- Προσφορές κιόλας σήμερα από το υστέρημα του περισσότερου κόσμου, λόγω της οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης που χτυπάει τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
― Όπως έγιναν σήμερα τα πράγματα, ναι. Αλλά να σας πω ένα πράγμα που με έχει απασχολήσει πολύ. Εντάξει, προσφορές με δυσκολία από τον πολύ κόσμο, αλλά εμείς θέλουμε χίλιους ανθρώπους να δίνουν από ένα κατοστάρικο το χρόνο. Τι λέτε βρίσκονται; Σε όλη την Ελλάδα. Βρίσκονται; Κάποια «καμπάνα» πρέπει να χτυπήσει δυνατά και να καταλάβει ο κάθε προοδευτικός άνθρωπος ότι αυτούς τους αγωνιστές που αναγκάστηκαν να έρθουν σε ένα ίδρυμα φιλοξενίας ηλικιωμένων συναγωνιστών τους πρέπει να τους εξυπηρετήσουμε. Και μια φορά τον χρόνο να καταθέτουν εκατό ευρώ για το Σπίτι του Αγωνιστή. Δεν βρίσκονται χίλιοι άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα; Ναι, πρέπει να τους βρούμε και θα τους βρούμε και μέσω της προσπάθειας που κάνετε εσείς.
- Εκτός από την οικονομική ενίσχυση υπάρχουν άλλοι τρόποι που θα μπορούσε κάποιος να εκφράσει την αλληλεγγύη του στο Σπίτι του Αγωνιστή;
― Έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Έχουμε κάποιες πολύ καλές κυρίες, συντρόφισσες από την Κατερίνη, που μας στέλνουν ατελείωτα καλούδια, γλυκίσματα και δώρα, με ακούραστη δουλειά, κάθε χρόνο. Εννιά χρόνια λειτουργούμε; Εννιά χρόνια ασταμάτητα αυτές οι γυναίκες από την Κατερίνη μας βοηθάνε. Έχουμε άλλους φίλους από νησί που μας στέλνουν κυνήγι, όπως σας είπα, άλλοι μας στέλνουν λάδι και άλλα προϊόντα.
Νομίζω δεν θα υπάρχει άνθρωπος και μάλιστα προοδευτικός, που θα μάθει ότι υπάρχει το Σπίτι του Αγωνιστή, υπάρχει δυνατότητα περίθαλψης των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ότι το Σπίτι του Αγωνιστή έχει ανάγκη από μια μόνιμη στήριξη από όλους και δεν θα βρει τον τρόπο να συμπαρασταθεί σε αυτό το ίδρυμα. Ο καλύτερος τρόπος είναι μια χρονιάτικη συμπαράσταση, χρηματική, και τα χρήματα αυτά θα πάνε εκεί ακριβώς που υπάρχει δεδομένη ανάγκη. Είμαι αισιόδοξος ότι αυτό τελικά θα γίνει πραγματικότητα. Θα βρεθούν δηλαδή χίλιοι άνθρωποι που θα δίνουν ένα κατοστάρικο το χρόνο για να καλύπτουμε το άνοιγμά μας.
- Κύριε Μαραγκουδάκη επιτρέψτε μου μια πιο προσωπική ερώτηση. Βρίσκεστε ήδη δέκα χρόνια στο τιμόνι του Ιδρύματος, ως πρόεδρος του ΔΣ. Ποια ήταν η «ανταμοιβή» από την ενασχόλησή σας αυτή, τι κερδίσατε ως άνθρωπος, ως εν ενεργεία αγωνιστής ο ίδιος;
- Άρα, λοιπόν, ποια είναι η «ανταμοιβή»;
- Θέλετε να στείλετε ένα μήνυμα και ιδιαίτερα στους νεώτερους σε ηλικία;
― Θέλω να τους στείλω το μήνυμα της συνεχούς συμπαράστασης σε κάθε προοδευτικό βήμα που γίνεται στα πλαίσια της κομμουνιστικής ιδεολογίας και του ΚΚΕ και μέσα σ’ αυτό και στο Σπίτι του Αγωνιστή.
Θέλω επίσης να σας συγχαρώ για τις προσπάθειές σας γιατί και η συμμετοχή η δική σας στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Νταβαντζή, που εξιστορεί μια πολύ διδαχτική περίοδο της ζωής του, αλλά και η προσπάθειά σας τώρα που ήρθατε εδώ για αυτή τη συνέντευξη, εκφράζει μια πολύ θετική κατεύθυνση στη ζωή σας να ασχολείστε με το καλό, με το δημιουργικό, με αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή τη χώρα.
***
Στο Σπίτι του Αγωνιστή, αγωνιστές που έζησαν και έδρασαν έχοντας ως πρόταγμα την προσφορά και τη θυσία για το καλό όλων των ανθρώπων, χωρίς ανταλλάγματα, σα να συμμετείχαν σε μια αυτονόητη διαδικασία, βρήκαν μια «απάνεμη» γωνιά να ξαποστάσουν· έχοντας τη θαλπωρή και τη φροντίδα που αξίζει κάθε απόμαχος, πόσο μάλλον του αγώνα, που εξασφαλίζεται από την απαραίτητη εθελοντική προσφορά και τις πολύτιμες εισφορές χιλιάδων κομμουνιστών, αγωνιστών, προοδευτικών απλών ανθρώπων, ως ελάχιστη ανταπόδοση (τους οφείλουμε πολύ περισσότερα).
Η καταιγίδα, σα να περίμενε ευλαβικά να τελειώσει η συνέντευξη, ξέσπασε με ορμή. Για λίγα λεπτά άνοιξαν οι ουρανοί και όλα τα σκέπασε το χαλάζι και η δυνατή βροχή. Ανέφερα στον κ. Μαραγκουδάκη τον συνειρμό με τους αγωνιστές που δε λυγίζουν μπρος στις καταιγίδες που χτυπούν τους λαϊκούς αγώνες. Γέλασε με την ψυχή του.
«Ούτε στα ξερονήσια ούτε στις φυλακές, ποτέ τους δε λυγίσανε οι κομμουνιστές».
Όταν αποχαιρετιστήκαμε η βροχή έπεφτε αδύναμη. Κλείνοντας πίσω μου την αυλόπορτα με το κατακόκκινο γραμματοκιβώτιο και τσαλαβουτώντας στα βρόχινα ποτάμια της επιστροφής στο σταθμό του Μετρό, ο γνωστός στίχος από το χιλιοτραγουδισμένο αντάρτικο τραγούδι έσπρωξε και βγήκε από τα χείλη: «τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν, δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά»…
*Κείμενο - φωτογραφίες: Οικοδόμος*
Ένα εκτεταμένο Υστερόγραφο ....για τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης
Θα ξεκινήσω με την Οικοδόμηση του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Περσινά ξινά σταφύλια, θα μουρμουρίσουν κάποιοι. Αδιαφορώ. Ο καθείς ότι πληρώνει, παίρνει. Ακόμα κι εμείς που ποτέ δεν υπήρξαμε συνένοχοι, ούτε άβουλοι, ούτε αμφιταλαντευόμενοι και δίγνωμοι.
Στην ΕΣΣΔ λοιπόν, κανένας δεν μπορούσε να έχει & εκμεταλλεύεται ασύστολα, κάποιον άλλο άνθρωπο ''στη δούλεψη του''. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, η κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης.
Στην ΕΣΣΔ, εξασφαλίστηκε στην πράξη όχι στα λόγια το δικαίωμα στην εργασία, καταργώντας την ανεργία ως κοινωνικό φαινόμενο.
Καταργήθηκαν οι οικονομικές, πολιτικο-ιδεολογικές & κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ιδιαίτερα σε περιοχές που υστερούσαν σημαντικά σε αυτό τον τομέα.
Αναπτύχθηκαν οι επιστήμες, η δωρεάν Παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της, η δωρεάν Υγεία σε όλο το λαό & εξασφαλίστηκε η προσβασιμότητα και δυνατότητα συνεισφοράς στον πολιτισμό και τον αθλητισμό.
Επίσης, για πρώτη φορά στην Ιστορία, δημιουργήθηκαν νομοθεσίες που εξασφάλιζαν στους εργαζόμενους ουσιαστική συμμετοχή στη διαχείριση πλευρών της κοινωνίας τους, βγάζοντας με αυτό τον τρόπο τις μάζες από το περιθώριο της κοινωνικής & πολιτικής ζωής.
Για πρώτη φορά,το δικαίωμα του νέου & του εργαζόμενου να εκλέγουν και να εκλέγονται έγινε ουσιαστικό, από τυπικό που είναι στον καπιταλισμό.
Αποδείχτηκε ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, μπορούν να διασφαλίσουν τα συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα.
Η σημασία αυτών των κατακτήσεων μεγαλώνει αισθητά, εαν σκεφτούμε και υπολογίσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκαν.Γιατί η απόσταση που χώριζε την προ επαναστάσεως Ρωσία από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, ήταν πάρα πολύ μεγάλη, αφού αυτές οι χώρες υπερείχαν σημαντικά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην αποδοτικό-τητα της εργασίας.
Ωστόσο, αυτά τα κράτη στήριζαν την ανάπτυξη τους στην εκμετάλλευση του δικού τους και άλλων λαών (εργοδοτική τρομοκρατία, αποικιακό σύστημα, βιαιοπραγίες ενάντια σε αυτόχθονες πληθυσμούς, εκμετάλλευση παιδικής εργασίας).
Αντιθέτως, η νεαρή σοβιετική εξουσία, προσπάθησε να δημιουργήσει τις οικονομικές βάσεις του σοσιαλισμού με τις δικές της δυνάμεις, έχοντας να αντιμετωπίσει την μαχητική αντίδραση της αστικής τάξης μέσα στο εσωτερικό της χώρας. Μια αστική τάξη που προσπαθούσε να ανατρέψει την εργατική εξουσία με βοήθεια από το εξωτερικό.
Οι κατακτήσεις της ΕΣΣΔ επιτεύχθηκαν κάτω από συνθήκες δολιοφθορών της παραγωγής,μόνιμης απειλής ένοπλης εξωτερικής επέμβασης, δολοφονιών μπολσεβίκων & άλλων πρωτοπόρων εργατών και αγροτών.
Εμπόδια λοιπόν υπήρχαν πολλά.
-Η εισβολή 14 κρατών (με τη συμμετοχή της Ελλάδας επί πρωθυπουργίας Ελ. Βενιζέλου)στην Ουκρανία το 1919, για την κατάπνιξη της επανάστασης.
-Οι αγριότητες με τις οποίες απάντησε η αστική τάξη στο εσωτερικό της Ρωσίας, κατά το πρώτο πεντάχρονο σχέδιο, την περίοδο 1929-1934 (που περιλάμβανε την εκβιομηχάνιση, την κολεκτιβοποίηση* της αγροτικής παραγωγής).
-Η περίοδος πριν και στη διάρκεια του Β'Π.Π., κατά την οποία η στάση των καπιταλιστικών κρατών -παράλληλα με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του καθενός- υπηρετούσε και τον κοινό τους στόχο : Την ανατροπή της ΕΣΣΔ.
* Παρένθεση:Τι ήταν η κολεκτιβοποίηση;
Αμέσως μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, η σοβιετική εξουσία προχώρησε στην κατάργηση της ιδιοκτησίας γης των τσιφλικάδων, της αυτοκρατορικής οικογένειας και της εκκλησίας, η οποία τέθηκε στη διάθεση των νομαρχιακών Σοβιέτ. Στη συνέχεια, όμως -και μέσα από τις συνθήκες που δημιούργησε η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ)- οι κουλάκοι (οι καπιταλιστές της υπαίθρου, που διέθεταν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής, μύλους, αποθήκες, κλπ.) άρχισαν να συγκεντρώνουν και πάλι την αγροτική παραγωγή στα χέρια τους.
Οι φτωχοί αγρότες, μην έχοντας τη δυνατότητα πολλοί εξ αυτών να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, αναγκάζονταν να νοικιάσουν π.χ. εργαλεία, σπόρους, κ.ά. από τους κουλάκους. Μια κακή σοδειά αρκούσε για βρεθούν χρεωμένοι και να χάσουν τη γη τους. Η συγκέντρωση αυτή της παραγωγής επέτρεψε στους κουλάκους να ασκούν σοβαρές οικονομικές και πολιτικές πιέσεις στη σοβιετική κοινωνία. Μείωναν την τροφοδότηση των πόλεων, απειλώντας τις με πείνα, ασκούσαν έλεγχο στις τιμές των αγαθών, κρατώντας τις σκόπιμα υψηλές για να πετύχουν περισσότερο κέρδος, στέκονταν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής βιομηχανίας που είχε ανάγκη το αγροτικό προϊόν, κλπ.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος λοιπόν ήταν ζωτικής σημασίας για τη Σοβιετική Ένωση και την εξέλιξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ετσι, αποφασίστηκε η σταδιακή συνένωση των μικρών αγροτικών καλλιεργειών σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες.
Ακολούθως, η κολεκτιβοποίηση υπήρξε πεδίο έντονης ταξικής πάλης, γεγονός που σκόπιμα υποτιμάται ή αποσιωπάται από την αστική ιστοριογραφία. Η πάλη αυτή, η οποία έλαβε διάφορες μορφές παθητικής (δολιοφθορά, άρνηση συγκομιδής) ή ενεργητικής αντίδρασης (ένοπλες επιθέσεις, δολοφονίες, καταστροφές κολχόζ), εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα σε περιοχές της Ουκρανίας που συνόρευαν με την Πολωνία και που οι δυνάμεις της αντεπανά-στασης είχαν ερείσματα από την εποχή του εμφυλίου.
Επικεφαλής της αντίδρασης, ήταν οι «χαμένοι» της κολεκτιβο-ποίησης, δηλαδή οι «κουλάκοι», η «τελευταία και πιο πολυάριθμη από τις εκμεταλλεύτριες τάξεις» στην ΕΣΣΔ, για τους οποίους ο Β. Ι. Λένιν είχε γράψει: «Οι κουλάκοι είναι οι πιο θηριώδεις, οι πιο ωμοί, οι πιο άγριοι εκμεταλλευτές...Οι αιματορουφήχτρες αυτές πλούτισαν από τη δυστυχία του λαού στον καιρό του πολέμου, μάζεψαν χρήμα χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες, ανεβάζοντας τις τιμές στα σιτηρά και τα άλλα προϊόντα. Οι αράχνες αυτές πάχυναν σε βάρος των ρημαγμένων από τον πόλεμο αγροτών, σε βάρος των πεινασμένων εργατών... πλουτίζοντας τόσο περισσότερο όσο περισσότερο πεινούσε ο εργάτης στις πόλεις και τα εργοστάσια... υποδουλώνουν και ξαναϋποδουλώνουν τους φτωχούς αγρότες».
«Είδα την κολεκτιβοποίηση να ξεσπάει σαν καταιγίδα», έγραψε αργότερα η A. L. Strong, μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος που την εποχή εκείνη κυριολεκτικά «όργωσε» τη σοβιετική ύπαιθρο καταγράφοντας από πρώτο χέρι τα γεγονότα.
«Ηταν μια επανάσταση που πραγματοποίησε βαθύτερες αλλαγές από ότι η επανάσταση του 1917, της οποίας υπήρξε ώριμο φρούτο. Οι εργάτες της και οι φτωχοί αγρότες πήραν την πρωτοβουλία, προσδοκώντας την καλυτέρευση της κατάστασής τους με τη βοήθεια της κυβέρνησης. Οι κουλάκοι, από την άλλη μεριά, πολέμησαν το κίνημα βίαια και με όλα τα μέσα, ακόμα και με εμπρησμούς και φόνους».
Επρόκειτο για έναν πραγματικό πόλεμο: Στο αποκορύφωμα της αντίδρασης, το Μάρτη του 1930, σημειώθηκαν στην Ουκρανία 2.945 ένοπλες επιθέσεις (το 45,1% του συνόλου στην ΕΣΣΔ την εν λόγω περίοδο), ενώ το ίδιο έτος δολοφονήθηκαν 1.197 σοβιετικά επαρχιακά στελέχη και πρωτοπόροι κολχόζνικοι αγρότες (δίχως να συμπεριλαμβάνονται τα μέλη και τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος).
Ας δούμε τι αναφέρει σχετικά ο I. Mazepa, ένας Ουκρανός εμιγκρές αντεπαναστάτης (και πρώην πρωθυπουργός της εθνικιστικής κυβέρνησης Πετλιούρα): «Αρχικά υπήρξαν ταραχές στα Κολχόζ και αλλού, όπου οι κομμουνιστές αξιωματούχοι και οι πράκτορες τους δολοφονούνταν, αλλά στη συνέχεια προτιμήθηκε ένα σύστημα παθητικής αντίστασης, το οποίο στόχευε σε μια συστηματική παρακώλυση του προγραμματισμού των Μπολσεβίκων, αναφορικά με το θερισμό και τη συγκέντρωση της συγκομιδής... Ολόκληρα κομμάτια γης έμειναν αθέριστα, ενώ ακόμα και όταν οι καρποί μαζεύονταν, σε πολλές περιοχές, ιδιαίτερα στο Νότο, 20, 30 ακόμα και 50% έμεναν στους αγρούς, και είτε δε συλλέγονταν καθόλου είτε καταστρέφονταν...». Η αντίδραση αυτή επέφερε την αποτυχία της συγκέντρωσης της συγκομιδής το 1931, και ακόμα περισσότερο, εκείνης το 1932...».
Ο Frederick Wilson, καθηγητής του Williams College, ο οποίος βρισκόταν στην Ουκρανία την επίμαχη περίοδο, έγραψε πως οι κουλάκοι προτίμησαν να σφαγιάσουν τα ζώα τους παρά να τα δώσουν στα συλλογικά αγροκτήματα, με αποτέλεσμα το διάστημα 1928 - 1933 η ΕΣΣΔ να στερηθεί σχεδόν το 50% του συνολικού ζωικού της αποθέματος: «Η σοβιετική αγροτική οικονομία ανέκαμψε από αυτή την τεράστια καταστροφή μόλις το 1941». Σε αυτό συμφωνούν και οι S. & B. Webb (ο S. Webb ήταν, μεταξύ άλλων, ο συνιδρυτής του London School of Economics), που παραθέτουν και τα σχετικά στοιχεία, κάνοντας λόγο για ένα πραγματικό «ολοκαύτωμα»: Το 1929 - 1933 τα άλογα μειώθηκαν από 34 εκατομμύρια σε μόλις 16,6, τα βοοειδή από 68,1 σε 38,6, τα πρόβατα και οι γίδες από 147,2 σε 50,6, τα γουρούνια από 20,9 σε 12,2, κ.ο.κ.
Αξίζει να σημειώσουμε, πως οι Webb επισκέφτηκαν δύο φορές την ΕΣΣΔ, το 1932 και το 1934, διαπιστώνοντας πως υπήρχαν όντως ελλείψεις σε τρόφιμα, διαφοροποιούμενες από περιοχή σε περιοχή, οι οποίες όμως οφείλονταν στις «ατελείωτες ραδιουργίες των κουλάκων, των οποίων η [ταξική] θέση απειλούνταν με αφανισμό» και όχι σε κάποια υποχθόνια πολιτική πείνας των μπολσεβίκων.
Το 1931 - 1932, πολλές επαρχίες της ΕΣΣΔ (και όχι μόνο της Ουκρανίας) υπέφεραν όντως από ελλείψεις σε τρόφιμα και πείνα. Όχι, όμως, για τους λόγους ή στο βαθμό που ισχυρίζεται η αντικομμουνιστική αναθεώρηση της Ιστορίας. Οι κουλάκοι δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να καταδικάσουν χιλιάδες ανθρώπους στην πείνα. Άλλωστε, το όπλο της πείνας, υπήρξε προσφιλές σε αυτούς όλα τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να πιέσουν και να εκβιάσουν τη σοβιετική εξουσία (αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους έγινε η κολεκτιβοποίηση).
Η αποτυχία της σοδειάς οφειλόταν στη σκόπιμη παρακώλυση ή καταστροφή της συγκομιδής από τις δυνάμεις της αντεπανάστασης (όπως, άλλωστε, οι ίδιοι υπερηφανεύονται και ομολογούν), στη μαζική σφαγή των ζώων και βεβαίως στην ένοπλη αντίδραση, που δε θα μπορούσε να ηττηθεί δίχως την υποστήριξη και την κινητοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας του σοβιετικού λαού. Δεν είναι τυχαίο πως, με το που νικήθηκαν οι δυνάμεις της αντίδρασης, η σοδειά του 1933 υπήρξε μια από τις καλύτερες, ακολουθούμενη από μια επίσης εξαιρετική συγκομιδή το 1934.
Την πιο αποστομωτική, όμως, απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο ουκρανικός λαός λίγα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «συστηματική γενοκτονία» του, όταν -παρά τις προσδοκίες των ναζί και των Ουκρανών συνεργατών τους- έσπευσαν να υπερασπίσουν τη σοβιετική τους πατρίδα: 4.500.000 Ουκρανοί πολέμησαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, πάνω από 500.000 εντάχθηκαν σε παρτιζάνικες μονάδες, δρώντας στα μετόπισθεν του εχθρού, ενώ 2.000 εξ αυτών τιμήθηκαν με τον ανώτατο τίτλο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Όπως παρατήρησε και ο Αμερικανός ακαδημαϊκός της Σοβιετικής Ιστορίας W. Mandel, η «πίστη (σ.σ. των Ουκρανών στο σοβιετικό καθεστώς) υπήρξε συντριπτική και ενεργή», γεγονός που δε θα μπορούσε να είχε συμβεί αν υπήρχε «εκτεταμένη δυσαρέσκεια» μεταξύ του πληθυσμού.
*Τέλος παρένθεσης*.
Οι συνέπειες δύο παγκόσμιων πολέμων (Α' Π.Π.& Β'Π.Π.)έβαλαν κι άλλα εμπόδια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, δεδομένου ότι τέτοιου μεγέθους καταστροφές δε γνώρισε καμία άλλη χώρα. Ας μην ξεχνάμε πως ο βασικός αντίπαλος της ΕΣΣΔ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό σοσιαλισμού-καπιταλισμού, οι ΗΠΑ, δε γνώρισαν πόλεμο στο έδαφος τους.
Κάτι ακόμα σημαντικό: η σοβιετική κοινωνία δεν αποτελούσε ακόμα ώριμη & πλήρως διαμορφωμένη κομμουνιστική κοινωνία, αλλά μια κοινωνία σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, δηλαδή μια κοινωνία υπό κομμουνιστική διαμόρφωση.
Η γέννηση και η ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας φέρει αναπόφευκτα σε σημαντικό βαθμό, τα σημάδια & τις συνέπειες του καπιταλιστικού παρελθόντος της. Αυτές οι συνέπειες δεν είχαν αντιμετωπιστεί ακόμα ριζικά, όπως και δεν είχαν μετασχηματιστεί ακόμα, πλήρως,όλες οι κοινωνικές σχέσεις σε κομμουνιστικές.
Έτσι η αστική και μικροαστική κριτική στην ιστορία της ΕΣΣΔ, αποσιωπά και αποκρύπτει συνειδητά, ότι πρόκειται για την ανώριμη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Επισημαίνει αδυναμίες και λάθη από τη σκοπιά μιας ιδανικής κομ-μουνιστικής κοινωνίας, προκειμένου να λασπολογήσει και να αποτρέψει την επαναστατική εργατική δράση.
Ταυτόχρονα, η Λερναία Ύδρα της αστικής προπαγάνδας επινοεί εγκλήματα, όπως βαφτίζει το δικαίωμα της εργατικής εξουσίας να υπερασπίζεται εαυτόν από την εξωτερική υπονόμευση.
Την ίδια στιγμή πλαστογραφεί την Ιστορία, ταυτίζοντας τον κομμουνισμό με το φασισμό.
Η ιστορία της ΕΣΣΔ, αποδεικνύει τι μπορούν να πετύχουν οι εργα-ζόμενοι, όταν γίνουν κυρίαρχοι των μέσων παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου, όταν κατακτήσουν την πολιτική εξουσία.
Η τελευταία, αναδεικνύει τους παραγωγούς του πλούτου σε πραγμα- τικά κυρίαρχους, όχι η υποκριτική αστική κοινοβουλευτική δημο- κρατία, που είναι ένα όπλο της καπιταλιστικής κυριαρχίας για την υποδούλωση της εργατικής τάξης.
Άλλωστε, η απόσταση που κάλυψε η εργατική εξουσία στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης και διεθνώς στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ήταν πραγματικά τεράστια.
Στην ΕΣΣΔ λοιπόν, κανένας δεν μπορούσε να έχει & εκμεταλλεύεται ασύστολα, κάποιον άλλο άνθρωπο ''στη δούλεψη του''. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, η κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης.
Στην ΕΣΣΔ, εξασφαλίστηκε στην πράξη όχι στα λόγια το δικαίωμα στην εργασία, καταργώντας την ανεργία ως κοινωνικό φαινόμενο.
Καταργήθηκαν οι οικονομικές, πολιτικο-ιδεολογικές & κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ιδιαίτερα σε περιοχές που υστερούσαν σημαντικά σε αυτό τον τομέα.
Αναπτύχθηκαν οι επιστήμες, η δωρεάν Παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της, η δωρεάν Υγεία σε όλο το λαό & εξασφαλίστηκε η προσβασιμότητα και δυνατότητα συνεισφοράς στον πολιτισμό και τον αθλητισμό.
Επίσης, για πρώτη φορά στην Ιστορία, δημιουργήθηκαν νομοθεσίες που εξασφάλιζαν στους εργαζόμενους ουσιαστική συμμετοχή στη διαχείριση πλευρών της κοινωνίας τους, βγάζοντας με αυτό τον τρόπο τις μάζες από το περιθώριο της κοινωνικής & πολιτικής ζωής.
Για πρώτη φορά,το δικαίωμα του νέου & του εργαζόμενου να εκλέγουν και να εκλέγονται έγινε ουσιαστικό, από τυπικό που είναι στον καπιταλισμό.
Αποδείχτηκε ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, μπορούν να διασφαλίσουν τα συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα.
Η σημασία αυτών των κατακτήσεων μεγαλώνει αισθητά, εαν σκεφτούμε και υπολογίσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκαν.Γιατί η απόσταση που χώριζε την προ επαναστάσεως Ρωσία από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, ήταν πάρα πολύ μεγάλη, αφού αυτές οι χώρες υπερείχαν σημαντικά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην αποδοτικό-τητα της εργασίας.
Ωστόσο, αυτά τα κράτη στήριζαν την ανάπτυξη τους στην εκμετάλλευση του δικού τους και άλλων λαών (εργοδοτική τρομοκρατία, αποικιακό σύστημα, βιαιοπραγίες ενάντια σε αυτόχθονες πληθυσμούς, εκμετάλλευση παιδικής εργασίας).
Αντιθέτως, η νεαρή σοβιετική εξουσία, προσπάθησε να δημιουργήσει τις οικονομικές βάσεις του σοσιαλισμού με τις δικές της δυνάμεις, έχοντας να αντιμετωπίσει την μαχητική αντίδραση της αστικής τάξης μέσα στο εσωτερικό της χώρας. Μια αστική τάξη που προσπαθούσε να ανατρέψει την εργατική εξουσία με βοήθεια από το εξωτερικό.
Οι κατακτήσεις της ΕΣΣΔ επιτεύχθηκαν κάτω από συνθήκες δολιοφθορών της παραγωγής,μόνιμης απειλής ένοπλης εξωτερικής επέμβασης, δολοφονιών μπολσεβίκων & άλλων πρωτοπόρων εργατών και αγροτών.
Εμπόδια λοιπόν υπήρχαν πολλά.
-Η εισβολή 14 κρατών (με τη συμμετοχή της Ελλάδας επί πρωθυπουργίας Ελ. Βενιζέλου)στην Ουκρανία το 1919, για την κατάπνιξη της επανάστασης.
-Οι αγριότητες με τις οποίες απάντησε η αστική τάξη στο εσωτερικό της Ρωσίας, κατά το πρώτο πεντάχρονο σχέδιο, την περίοδο 1929-1934 (που περιλάμβανε την εκβιομηχάνιση, την κολεκτιβοποίηση* της αγροτικής παραγωγής).
-Η περίοδος πριν και στη διάρκεια του Β'Π.Π., κατά την οποία η στάση των καπιταλιστικών κρατών -παράλληλα με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του καθενός- υπηρετούσε και τον κοινό τους στόχο : Την ανατροπή της ΕΣΣΔ.
* Παρένθεση:Τι ήταν η κολεκτιβοποίηση;
Αμέσως μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, η σοβιετική εξουσία προχώρησε στην κατάργηση της ιδιοκτησίας γης των τσιφλικάδων, της αυτοκρατορικής οικογένειας και της εκκλησίας, η οποία τέθηκε στη διάθεση των νομαρχιακών Σοβιέτ. Στη συνέχεια, όμως -και μέσα από τις συνθήκες που δημιούργησε η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ)- οι κουλάκοι (οι καπιταλιστές της υπαίθρου, που διέθεταν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής, μύλους, αποθήκες, κλπ.) άρχισαν να συγκεντρώνουν και πάλι την αγροτική παραγωγή στα χέρια τους.
Οι φτωχοί αγρότες, μην έχοντας τη δυνατότητα πολλοί εξ αυτών να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, αναγκάζονταν να νοικιάσουν π.χ. εργαλεία, σπόρους, κ.ά. από τους κουλάκους. Μια κακή σοδειά αρκούσε για βρεθούν χρεωμένοι και να χάσουν τη γη τους. Η συγκέντρωση αυτή της παραγωγής επέτρεψε στους κουλάκους να ασκούν σοβαρές οικονομικές και πολιτικές πιέσεις στη σοβιετική κοινωνία. Μείωναν την τροφοδότηση των πόλεων, απειλώντας τις με πείνα, ασκούσαν έλεγχο στις τιμές των αγαθών, κρατώντας τις σκόπιμα υψηλές για να πετύχουν περισσότερο κέρδος, στέκονταν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής βιομηχανίας που είχε ανάγκη το αγροτικό προϊόν, κλπ.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος λοιπόν ήταν ζωτικής σημασίας για τη Σοβιετική Ένωση και την εξέλιξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ετσι, αποφασίστηκε η σταδιακή συνένωση των μικρών αγροτικών καλλιεργειών σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες.
Ακολούθως, η κολεκτιβοποίηση υπήρξε πεδίο έντονης ταξικής πάλης, γεγονός που σκόπιμα υποτιμάται ή αποσιωπάται από την αστική ιστοριογραφία. Η πάλη αυτή, η οποία έλαβε διάφορες μορφές παθητικής (δολιοφθορά, άρνηση συγκομιδής) ή ενεργητικής αντίδρασης (ένοπλες επιθέσεις, δολοφονίες, καταστροφές κολχόζ), εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα σε περιοχές της Ουκρανίας που συνόρευαν με την Πολωνία και που οι δυνάμεις της αντεπανά-στασης είχαν ερείσματα από την εποχή του εμφυλίου.
Επικεφαλής της αντίδρασης, ήταν οι «χαμένοι» της κολεκτιβο-ποίησης, δηλαδή οι «κουλάκοι», η «τελευταία και πιο πολυάριθμη από τις εκμεταλλεύτριες τάξεις» στην ΕΣΣΔ, για τους οποίους ο Β. Ι. Λένιν είχε γράψει: «Οι κουλάκοι είναι οι πιο θηριώδεις, οι πιο ωμοί, οι πιο άγριοι εκμεταλλευτές...Οι αιματορουφήχτρες αυτές πλούτισαν από τη δυστυχία του λαού στον καιρό του πολέμου, μάζεψαν χρήμα χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες, ανεβάζοντας τις τιμές στα σιτηρά και τα άλλα προϊόντα. Οι αράχνες αυτές πάχυναν σε βάρος των ρημαγμένων από τον πόλεμο αγροτών, σε βάρος των πεινασμένων εργατών... πλουτίζοντας τόσο περισσότερο όσο περισσότερο πεινούσε ο εργάτης στις πόλεις και τα εργοστάσια... υποδουλώνουν και ξαναϋποδουλώνουν τους φτωχούς αγρότες».
«Είδα την κολεκτιβοποίηση να ξεσπάει σαν καταιγίδα», έγραψε αργότερα η A. L. Strong, μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος που την εποχή εκείνη κυριολεκτικά «όργωσε» τη σοβιετική ύπαιθρο καταγράφοντας από πρώτο χέρι τα γεγονότα.
«Ηταν μια επανάσταση που πραγματοποίησε βαθύτερες αλλαγές από ότι η επανάσταση του 1917, της οποίας υπήρξε ώριμο φρούτο. Οι εργάτες της και οι φτωχοί αγρότες πήραν την πρωτοβουλία, προσδοκώντας την καλυτέρευση της κατάστασής τους με τη βοήθεια της κυβέρνησης. Οι κουλάκοι, από την άλλη μεριά, πολέμησαν το κίνημα βίαια και με όλα τα μέσα, ακόμα και με εμπρησμούς και φόνους».
Επρόκειτο για έναν πραγματικό πόλεμο: Στο αποκορύφωμα της αντίδρασης, το Μάρτη του 1930, σημειώθηκαν στην Ουκρανία 2.945 ένοπλες επιθέσεις (το 45,1% του συνόλου στην ΕΣΣΔ την εν λόγω περίοδο), ενώ το ίδιο έτος δολοφονήθηκαν 1.197 σοβιετικά επαρχιακά στελέχη και πρωτοπόροι κολχόζνικοι αγρότες (δίχως να συμπεριλαμβάνονται τα μέλη και τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος).
Ας δούμε τι αναφέρει σχετικά ο I. Mazepa, ένας Ουκρανός εμιγκρές αντεπαναστάτης (και πρώην πρωθυπουργός της εθνικιστικής κυβέρνησης Πετλιούρα): «Αρχικά υπήρξαν ταραχές στα Κολχόζ και αλλού, όπου οι κομμουνιστές αξιωματούχοι και οι πράκτορες τους δολοφονούνταν, αλλά στη συνέχεια προτιμήθηκε ένα σύστημα παθητικής αντίστασης, το οποίο στόχευε σε μια συστηματική παρακώλυση του προγραμματισμού των Μπολσεβίκων, αναφορικά με το θερισμό και τη συγκέντρωση της συγκομιδής... Ολόκληρα κομμάτια γης έμειναν αθέριστα, ενώ ακόμα και όταν οι καρποί μαζεύονταν, σε πολλές περιοχές, ιδιαίτερα στο Νότο, 20, 30 ακόμα και 50% έμεναν στους αγρούς, και είτε δε συλλέγονταν καθόλου είτε καταστρέφονταν...». Η αντίδραση αυτή επέφερε την αποτυχία της συγκέντρωσης της συγκομιδής το 1931, και ακόμα περισσότερο, εκείνης το 1932...».
Ο Frederick Wilson, καθηγητής του Williams College, ο οποίος βρισκόταν στην Ουκρανία την επίμαχη περίοδο, έγραψε πως οι κουλάκοι προτίμησαν να σφαγιάσουν τα ζώα τους παρά να τα δώσουν στα συλλογικά αγροκτήματα, με αποτέλεσμα το διάστημα 1928 - 1933 η ΕΣΣΔ να στερηθεί σχεδόν το 50% του συνολικού ζωικού της αποθέματος: «Η σοβιετική αγροτική οικονομία ανέκαμψε από αυτή την τεράστια καταστροφή μόλις το 1941». Σε αυτό συμφωνούν και οι S. & B. Webb (ο S. Webb ήταν, μεταξύ άλλων, ο συνιδρυτής του London School of Economics), που παραθέτουν και τα σχετικά στοιχεία, κάνοντας λόγο για ένα πραγματικό «ολοκαύτωμα»: Το 1929 - 1933 τα άλογα μειώθηκαν από 34 εκατομμύρια σε μόλις 16,6, τα βοοειδή από 68,1 σε 38,6, τα πρόβατα και οι γίδες από 147,2 σε 50,6, τα γουρούνια από 20,9 σε 12,2, κ.ο.κ.
Αξίζει να σημειώσουμε, πως οι Webb επισκέφτηκαν δύο φορές την ΕΣΣΔ, το 1932 και το 1934, διαπιστώνοντας πως υπήρχαν όντως ελλείψεις σε τρόφιμα, διαφοροποιούμενες από περιοχή σε περιοχή, οι οποίες όμως οφείλονταν στις «ατελείωτες ραδιουργίες των κουλάκων, των οποίων η [ταξική] θέση απειλούνταν με αφανισμό» και όχι σε κάποια υποχθόνια πολιτική πείνας των μπολσεβίκων.
Το 1931 - 1932, πολλές επαρχίες της ΕΣΣΔ (και όχι μόνο της Ουκρανίας) υπέφεραν όντως από ελλείψεις σε τρόφιμα και πείνα. Όχι, όμως, για τους λόγους ή στο βαθμό που ισχυρίζεται η αντικομμουνιστική αναθεώρηση της Ιστορίας. Οι κουλάκοι δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να καταδικάσουν χιλιάδες ανθρώπους στην πείνα. Άλλωστε, το όπλο της πείνας, υπήρξε προσφιλές σε αυτούς όλα τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να πιέσουν και να εκβιάσουν τη σοβιετική εξουσία (αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους έγινε η κολεκτιβοποίηση).
Η αποτυχία της σοδειάς οφειλόταν στη σκόπιμη παρακώλυση ή καταστροφή της συγκομιδής από τις δυνάμεις της αντεπανάστασης (όπως, άλλωστε, οι ίδιοι υπερηφανεύονται και ομολογούν), στη μαζική σφαγή των ζώων και βεβαίως στην ένοπλη αντίδραση, που δε θα μπορούσε να ηττηθεί δίχως την υποστήριξη και την κινητοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας του σοβιετικού λαού. Δεν είναι τυχαίο πως, με το που νικήθηκαν οι δυνάμεις της αντίδρασης, η σοδειά του 1933 υπήρξε μια από τις καλύτερες, ακολουθούμενη από μια επίσης εξαιρετική συγκομιδή το 1934.
Την πιο αποστομωτική, όμως, απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο ουκρανικός λαός λίγα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «συστηματική γενοκτονία» του, όταν -παρά τις προσδοκίες των ναζί και των Ουκρανών συνεργατών τους- έσπευσαν να υπερασπίσουν τη σοβιετική τους πατρίδα: 4.500.000 Ουκρανοί πολέμησαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, πάνω από 500.000 εντάχθηκαν σε παρτιζάνικες μονάδες, δρώντας στα μετόπισθεν του εχθρού, ενώ 2.000 εξ αυτών τιμήθηκαν με τον ανώτατο τίτλο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Όπως παρατήρησε και ο Αμερικανός ακαδημαϊκός της Σοβιετικής Ιστορίας W. Mandel, η «πίστη (σ.σ. των Ουκρανών στο σοβιετικό καθεστώς) υπήρξε συντριπτική και ενεργή», γεγονός που δε θα μπορούσε να είχε συμβεί αν υπήρχε «εκτεταμένη δυσαρέσκεια» μεταξύ του πληθυσμού.
*Τέλος παρένθεσης*.
Οι συνέπειες δύο παγκόσμιων πολέμων (Α' Π.Π.& Β'Π.Π.)έβαλαν κι άλλα εμπόδια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, δεδομένου ότι τέτοιου μεγέθους καταστροφές δε γνώρισε καμία άλλη χώρα. Ας μην ξεχνάμε πως ο βασικός αντίπαλος της ΕΣΣΔ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό σοσιαλισμού-καπιταλισμού, οι ΗΠΑ, δε γνώρισαν πόλεμο στο έδαφος τους.
Κάτι ακόμα σημαντικό: η σοβιετική κοινωνία δεν αποτελούσε ακόμα ώριμη & πλήρως διαμορφωμένη κομμουνιστική κοινωνία, αλλά μια κοινωνία σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, δηλαδή μια κοινωνία υπό κομμουνιστική διαμόρφωση.
Η γέννηση και η ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας φέρει αναπόφευκτα σε σημαντικό βαθμό, τα σημάδια & τις συνέπειες του καπιταλιστικού παρελθόντος της. Αυτές οι συνέπειες δεν είχαν αντιμετωπιστεί ακόμα ριζικά, όπως και δεν είχαν μετασχηματιστεί ακόμα, πλήρως,όλες οι κοινωνικές σχέσεις σε κομμουνιστικές.
Έτσι η αστική και μικροαστική κριτική στην ιστορία της ΕΣΣΔ, αποσιωπά και αποκρύπτει συνειδητά, ότι πρόκειται για την ανώριμη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Επισημαίνει αδυναμίες και λάθη από τη σκοπιά μιας ιδανικής κομ-μουνιστικής κοινωνίας, προκειμένου να λασπολογήσει και να αποτρέψει την επαναστατική εργατική δράση.
Ταυτόχρονα, η Λερναία Ύδρα της αστικής προπαγάνδας επινοεί εγκλήματα, όπως βαφτίζει το δικαίωμα της εργατικής εξουσίας να υπερασπίζεται εαυτόν από την εξωτερική υπονόμευση.
Την ίδια στιγμή πλαστογραφεί την Ιστορία, ταυτίζοντας τον κομμουνισμό με το φασισμό.
Η ιστορία της ΕΣΣΔ, αποδεικνύει τι μπορούν να πετύχουν οι εργα-ζόμενοι, όταν γίνουν κυρίαρχοι των μέσων παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου, όταν κατακτήσουν την πολιτική εξουσία.
Η τελευταία, αναδεικνύει τους παραγωγούς του πλούτου σε πραγμα- τικά κυρίαρχους, όχι η υποκριτική αστική κοινοβουλευτική δημο- κρατία, που είναι ένα όπλο της καπιταλιστικής κυριαρχίας για την υποδούλωση της εργατικής τάξης.
Άλλωστε, η απόσταση που κάλυψε η εργατική εξουσία στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης και διεθνώς στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ήταν πραγματικά τεράστια.
Πως και γιατί φτάσαμε στην αντεπανάσταση
και στην ανατροπή της Σοσιαλιστικής οικοδόμησης
Ας ξεκινήσουμε με τους βασικούς ιστορικούς σταθμούς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ειδ' άλλως δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα θετικά και τα αρνητικά, σε αυτή την πρώτη προσπάθεια που έγινε στην ΕΣΣΔ. Πλέον γνωρίζουμε πως αυτή η πορεία δεν προχώρησε ανοδικά και ομαλά.
Μετά την καταστροφική, για την παραγωγική βάση της χώρας, εξωτερική επέμβαση & τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο (1917-1922), καθώς και η Νέα Οικονομική Πολιτική (1922-1929), που ακολούθησε η χάραξη του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου το 1929, σήμανε την έναρξη της επίθεσης των δυνάμεων του σοσιαλισμού.
Κάτω από την πίεση της προετοιμασίας για την ενεργό συμβολή όλου του λαού μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο, το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, γενίκευσε το εκλογικό δικαίωμα με καθολική μυστική ψηφοφορία, με βάση τον τόπο κατοικίας.
Υποβαθμίστηκαν οι συνελεύσεις αντιπροσώπων σε κάθε παραγωγική μονάδα ως πυρήνες οργάνωσης της εργατικής εξουσίας. Στην πράξη, αυξήθηκε η δυσκολία ακύρωσης αντιπροσώπων από τα ανώτερα κρατικά όργανα.
Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο,στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ κυριαρχούσε η αντι-αγοραία κατεύθυνση η οποία -παρά τις θεωρητικές αδυναμίες και ελλείψεις- παρέμενε σταθερή στο στόχο της ανάπτυ-ξης των κομμουνιστικών σχέσεων, της σχεδιασμένης εξάλειψης των ανισοτήτων,της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή (σε συνδυασμό με το στόχο μετατροπής των κολχόζ-συνεταιρισμών σε κοινωνική ιδιοκτησία).Παρά την επιτυχία του πρώτου μεταπολεμικού πλάνου,η αγροτική παραγωγή παρουσίαζε καθυστέρηση. Παρου- σιάστηκαν ορισμένα προβλήματα στα αποτελέσματα του κεντρικού σχεδιασμού, μεταξύ άλλων στις αναλογίες μεταξύ των παραγωγικών κλάδων. Προβλήματα που δεν ερμηνεύτηκαν σωστά και δεν αντι-μετωπίστηκαν με άξονα την ενίσχυση κι επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων.
Έτσι, αντί η λύση να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και ισχυροποίηση των κομμουνιστικών σχέσεων, αναζητήθηκε προς τα πίσω, στην αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Εφόσον τα προβλήματα θεωρήθηκαν ως απο-τέλεσμα λαθών του μη επιστημονικά επεξεργασμένου σχεδίου.
Η λύση αναζητήθηκε στη διεύρυνση της αγοράς, στο ''σοσιαλισμό με αγορά''.
Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό, με όχημα τη λεγόμενη ''προσωπολατρία'', υιο- θετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές (καθαρά καιροσκοπικές για λέμε τα πράγματα με το όνομα τους) θέσεις. Για τα ζητήματα στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, των διεθνών σχέσεων, εν μέρει και της οικονομίας. Γενικότερα, εξασθένησε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού. Αντί να μετατραπούν τα κολχόζ σε σοβχόζ* και κυρίως να αρχίσει το πέρασμα όλης της συνεταιριστικής-κολχόζνικης παραγωγής στον κρατικό έλεγχο, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ, θέση που είχε απορριφθεί παλιότερα.
* Παρένθεση : Τι ήταν τα σοβχόζ;
Τα πρώτα σοβχόζ, ιδρύθηκαν στα δημευμένα αγροκτήματα των τσιφλικάδων (1918).Σύμφωνα με τον Λένιν, σκοπός των σοβχόζ, ήταν να δείξουν παραστατικά στους αγρότες τα πλεονεκτήματα της παραγωγής που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία.
Στα σοβχόζ, όλα τα μέσα παραγωγής, καθώς και τα προϊόντα που παράγονταν ανήκαν στο κράτος.
Σε σύγκριση με τα κολχόζ, τα σοβχόζ είχαν μεγαλύτερο επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής και γι' αυτό κατείχαν την πρώτη θέση στη σοσιαλιστική αγροτική οικονομία.Από τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, φάνηκε ο μεγάλος ρόλος των σοβχόζ στη βελτίωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Η σημασία τους στην αγροτική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, αυξάνονταν όσο προχωρούσε η βελτίωση των συνθηκών εκμηχανισμού της παραγωγής.
Το σοβιετικό κράτος διάθεσε σημαντικά κονδύλια για την οικοδόμηση στα σοβχόζ κατοικιών, παραγωγικών κτισμάτων και κτιρίων εξυπηρέτησης των εργαζομένων.
Στα ακαλλιέργητα εδάφη της Ουκρανίας, του Β. Καυκάσου, της Σιβηρίας, του Καζακστάν και σε άλλες περιοχές, ιδρύθηκαν μεγάλα σοβχόζ παραγωγής σιτηρών, εμπορεύσιμων προϊόντων και κτηνοτρο- φίας. Το 1940 αποτελούσαν σημαντική δύναμη στην αγροτική οικονομία της χώρας.
Στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, οι εργαζόμενοι στα σοβχόζ μαζί με τους αγρότες των κολχόζ, εξασφάλισαν τον εφοδιασμό του στρατού και του πληθυσμού, με τρόφιμα και πρώτες ύλες.
Για την καλύτερη αξιοποίηση των μέσων παραγωγής και τη διευκό- λυνση της διεύθυνσης, το κάθε σοβχόζ διαιρούνταν σε τμήματα ή αγροκτήματα. Όλα τα σοβχόζ είχαν οικονομική αυτοτέλεια και η αμοιβή των εργατών γινόταν με βάση την απόδοση τους. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους, τα σοβχόζ συγκέντρωναν την προ- σοχή τους στην αύξηση της συγκομιδής των καλλιεργειών, των ζώων που εξέτρεφαν, της παραγωγικότητας της εργασίας και στη μείωση του κόστους των προϊόντων.
Μεγάλη σημασία έχει και η πολύ στενή ειδίκευση των σοβχόζ, πράγμα που επιτρέπει την καλύτερη αξιοποίση της γης και των τε-χνικών μέσων και συντελεί στη μείωση του κόστους των προϊόντων.
*Τέλος παρένθεσης*
Λίγα χρόνια μετά, με αφετηρία τη λεγόμενη ''μεταρρύθμιση Κοσίγκιν'' (1965),υιοθετήθηκε η αστική κατηγορία του ''επι- χειρησιακού κέρδους'' της κάθε μεμονωμένης παραγωγικής μονά-δας και η σύνδεση με αυτό των αμοιβών των διευθυντών και των εργαζόμενων.Η εκτίμηση της παραγωγικότητας των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων με κριτήριο τον όγκο παραγωγής αντικαταστάθηκε από την αξιακή εκτίμηση του προϊόντος τους. Η διαδικασία συσσώρευσης της κάθε σοσιαλιστικής μονάδας αποσυνδέθηκε από τον κεντρικό σχεδιασμό, με συνέπεια την αποδυνάμωση του κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων παραγωγής και των αποθεμάτων προϊόντων. Παράλληλα, μέχρι το 1975, όλα τα κρατικά αγροκτήματα, τα σοβχόζ, είχαν περάσει σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυντήρησης. Όλα αυτά τα μέτρα οδήγησαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων ατομικού σφετερισμού και ιδιοκτησίας, σχέσεις που ήταν νομικά απαγορευμένες.
Αυξήθηκαν οι διαφορές εργασιακού εισοδήματος μεταξύ εργαζόμενων και διεθυντικών στελεχών σε κάθε επιχείρηση, αλλά και μεταξύ εργαζόμενων σε διάφορες επιχειρήσεις. Ενισχύθηκε το ατομικό συμφέρον σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος και δέχθηκε πλήγμα η κομμουνιστική συνείδηση, η στάση υπεράσπισης και προώθησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας.
Εμφανίστηκε το λεγόμενο "σκιώδες κεφάλαιο" ως αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της "μαύρης αγοράς", εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, που επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής και μίσθωσης ξένης εργασίας, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κάτοχοι αυτού του "σκιώδους κεφαλαίου" αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης.
Την ίδια περίπου περίοδο αναθεωρήθηκε και η μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη για το εργατικό κράτος. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961)χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ ως "παλλαϊκό" και το ΚΚΣΕ ως "παλλαϊκό κόμμα".
Αυτές οι θέσεις επέφεραν ραγδαία χαλάρωση και στη συνέχεια μετάλλαξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών και της κοινωνικής σύνθεσης του κόμματος.
Η μετατροπή του οπορτουνιστικού εκφυλισμού του ΚΚΣΕ σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη, εκδηλώθηκε το 1987, με την ψήφιση νόμου που κατοχύρωνε θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις με πρόσχημα την πολυμορφία των σχέσεων ιδιοκτησίας. Την περίφημη πολιτική της "περεστρόικα" & της "γκλάσνοστ".
Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί και την τυπική έναρξη της περιόδου της αντεπανάστασης.
Όσο η ηγεσία του ΚΚΣΕ υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και διαβρωνόταν η ταξική συνείδηση των εργαζόμενων.
Άνοιγε ο δρόμος στην αδιαφορία, στον ατομισμό, όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις. Αυτή η πορεία εξηγεί την παθητικότητα μεγάλου μέρους του λαού στην περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών και ταυτόχρονα δείχνει τον εκφυλισμό στον οποίο είχε φτάσει ο ηγετικός πυρήνας του ΚΚΣΕ.
Μετά την καταστροφική, για την παραγωγική βάση της χώρας, εξωτερική επέμβαση & τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο (1917-1922), καθώς και η Νέα Οικονομική Πολιτική (1922-1929), που ακολούθησε η χάραξη του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου το 1929, σήμανε την έναρξη της επίθεσης των δυνάμεων του σοσιαλισμού.
Κάτω από την πίεση της προετοιμασίας για την ενεργό συμβολή όλου του λαού μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο, το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, γενίκευσε το εκλογικό δικαίωμα με καθολική μυστική ψηφοφορία, με βάση τον τόπο κατοικίας.
Υποβαθμίστηκαν οι συνελεύσεις αντιπροσώπων σε κάθε παραγωγική μονάδα ως πυρήνες οργάνωσης της εργατικής εξουσίας. Στην πράξη, αυξήθηκε η δυσκολία ακύρωσης αντιπροσώπων από τα ανώτερα κρατικά όργανα.
Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο,στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ κυριαρχούσε η αντι-αγοραία κατεύθυνση η οποία -παρά τις θεωρητικές αδυναμίες και ελλείψεις- παρέμενε σταθερή στο στόχο της ανάπτυ-ξης των κομμουνιστικών σχέσεων, της σχεδιασμένης εξάλειψης των ανισοτήτων,της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή (σε συνδυασμό με το στόχο μετατροπής των κολχόζ-συνεταιρισμών σε κοινωνική ιδιοκτησία).Παρά την επιτυχία του πρώτου μεταπολεμικού πλάνου,η αγροτική παραγωγή παρουσίαζε καθυστέρηση. Παρου- σιάστηκαν ορισμένα προβλήματα στα αποτελέσματα του κεντρικού σχεδιασμού, μεταξύ άλλων στις αναλογίες μεταξύ των παραγωγικών κλάδων. Προβλήματα που δεν ερμηνεύτηκαν σωστά και δεν αντι-μετωπίστηκαν με άξονα την ενίσχυση κι επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων.
Έτσι, αντί η λύση να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και ισχυροποίηση των κομμουνιστικών σχέσεων, αναζητήθηκε προς τα πίσω, στην αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Εφόσον τα προβλήματα θεωρήθηκαν ως απο-τέλεσμα λαθών του μη επιστημονικά επεξεργασμένου σχεδίου.
Η λύση αναζητήθηκε στη διεύρυνση της αγοράς, στο ''σοσιαλισμό με αγορά''.
Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό, με όχημα τη λεγόμενη ''προσωπολατρία'', υιο- θετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές (καθαρά καιροσκοπικές για λέμε τα πράγματα με το όνομα τους) θέσεις. Για τα ζητήματα στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, των διεθνών σχέσεων, εν μέρει και της οικονομίας. Γενικότερα, εξασθένησε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού. Αντί να μετατραπούν τα κολχόζ σε σοβχόζ* και κυρίως να αρχίσει το πέρασμα όλης της συνεταιριστικής-κολχόζνικης παραγωγής στον κρατικό έλεγχο, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ, θέση που είχε απορριφθεί παλιότερα.
* Παρένθεση : Τι ήταν τα σοβχόζ;
Τα πρώτα σοβχόζ, ιδρύθηκαν στα δημευμένα αγροκτήματα των τσιφλικάδων (1918).Σύμφωνα με τον Λένιν, σκοπός των σοβχόζ, ήταν να δείξουν παραστατικά στους αγρότες τα πλεονεκτήματα της παραγωγής που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία.
Στα σοβχόζ, όλα τα μέσα παραγωγής, καθώς και τα προϊόντα που παράγονταν ανήκαν στο κράτος.
Σε σύγκριση με τα κολχόζ, τα σοβχόζ είχαν μεγαλύτερο επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής και γι' αυτό κατείχαν την πρώτη θέση στη σοσιαλιστική αγροτική οικονομία.Από τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, φάνηκε ο μεγάλος ρόλος των σοβχόζ στη βελτίωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Η σημασία τους στην αγροτική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, αυξάνονταν όσο προχωρούσε η βελτίωση των συνθηκών εκμηχανισμού της παραγωγής.
Το σοβιετικό κράτος διάθεσε σημαντικά κονδύλια για την οικοδόμηση στα σοβχόζ κατοικιών, παραγωγικών κτισμάτων και κτιρίων εξυπηρέτησης των εργαζομένων.
Στα ακαλλιέργητα εδάφη της Ουκρανίας, του Β. Καυκάσου, της Σιβηρίας, του Καζακστάν και σε άλλες περιοχές, ιδρύθηκαν μεγάλα σοβχόζ παραγωγής σιτηρών, εμπορεύσιμων προϊόντων και κτηνοτρο- φίας. Το 1940 αποτελούσαν σημαντική δύναμη στην αγροτική οικονομία της χώρας.
Στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, οι εργαζόμενοι στα σοβχόζ μαζί με τους αγρότες των κολχόζ, εξασφάλισαν τον εφοδιασμό του στρατού και του πληθυσμού, με τρόφιμα και πρώτες ύλες.
Για την καλύτερη αξιοποίηση των μέσων παραγωγής και τη διευκό- λυνση της διεύθυνσης, το κάθε σοβχόζ διαιρούνταν σε τμήματα ή αγροκτήματα. Όλα τα σοβχόζ είχαν οικονομική αυτοτέλεια και η αμοιβή των εργατών γινόταν με βάση την απόδοση τους. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους, τα σοβχόζ συγκέντρωναν την προ- σοχή τους στην αύξηση της συγκομιδής των καλλιεργειών, των ζώων που εξέτρεφαν, της παραγωγικότητας της εργασίας και στη μείωση του κόστους των προϊόντων.
Μεγάλη σημασία έχει και η πολύ στενή ειδίκευση των σοβχόζ, πράγμα που επιτρέπει την καλύτερη αξιοποίση της γης και των τε-χνικών μέσων και συντελεί στη μείωση του κόστους των προϊόντων.
*Τέλος παρένθεσης*
Λίγα χρόνια μετά, με αφετηρία τη λεγόμενη ''μεταρρύθμιση Κοσίγκιν'' (1965),υιοθετήθηκε η αστική κατηγορία του ''επι- χειρησιακού κέρδους'' της κάθε μεμονωμένης παραγωγικής μονά-δας και η σύνδεση με αυτό των αμοιβών των διευθυντών και των εργαζόμενων.Η εκτίμηση της παραγωγικότητας των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων με κριτήριο τον όγκο παραγωγής αντικαταστάθηκε από την αξιακή εκτίμηση του προϊόντος τους. Η διαδικασία συσσώρευσης της κάθε σοσιαλιστικής μονάδας αποσυνδέθηκε από τον κεντρικό σχεδιασμό, με συνέπεια την αποδυνάμωση του κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων παραγωγής και των αποθεμάτων προϊόντων. Παράλληλα, μέχρι το 1975, όλα τα κρατικά αγροκτήματα, τα σοβχόζ, είχαν περάσει σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυντήρησης. Όλα αυτά τα μέτρα οδήγησαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων ατομικού σφετερισμού και ιδιοκτησίας, σχέσεις που ήταν νομικά απαγορευμένες.
Αυξήθηκαν οι διαφορές εργασιακού εισοδήματος μεταξύ εργαζόμενων και διεθυντικών στελεχών σε κάθε επιχείρηση, αλλά και μεταξύ εργαζόμενων σε διάφορες επιχειρήσεις. Ενισχύθηκε το ατομικό συμφέρον σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος και δέχθηκε πλήγμα η κομμουνιστική συνείδηση, η στάση υπεράσπισης και προώθησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας.
Εμφανίστηκε το λεγόμενο "σκιώδες κεφάλαιο" ως αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της "μαύρης αγοράς", εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, που επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής και μίσθωσης ξένης εργασίας, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κάτοχοι αυτού του "σκιώδους κεφαλαίου" αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης.
Την ίδια περίπου περίοδο αναθεωρήθηκε και η μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη για το εργατικό κράτος. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961)χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ ως "παλλαϊκό" και το ΚΚΣΕ ως "παλλαϊκό κόμμα".
Αυτές οι θέσεις επέφεραν ραγδαία χαλάρωση και στη συνέχεια μετάλλαξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών και της κοινωνικής σύνθεσης του κόμματος.
Η μετατροπή του οπορτουνιστικού εκφυλισμού του ΚΚΣΕ σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη, εκδηλώθηκε το 1987, με την ψήφιση νόμου που κατοχύρωνε θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις με πρόσχημα την πολυμορφία των σχέσεων ιδιοκτησίας. Την περίφημη πολιτική της "περεστρόικα" & της "γκλάσνοστ".
Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί και την τυπική έναρξη της περιόδου της αντεπανάστασης.
Όσο η ηγεσία του ΚΚΣΕ υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και διαβρωνόταν η ταξική συνείδηση των εργαζόμενων.
Άνοιγε ο δρόμος στην αδιαφορία, στον ατομισμό, όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις. Αυτή η πορεία εξηγεί την παθητικότητα μεγάλου μέρους του λαού στην περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών και ταυτόχρονα δείχνει τον εκφυλισμό στον οποίο είχε φτάσει ο ηγετικός πυρήνας του ΚΚΣΕ.
Κυνηγώντας τα φρονήματα
(Ντοκουμέντα για Πιστοποιητικά Κοινωνικών Φρονημάτων)
Το καθεστώς που επικράτησε μετά τη Βάρκιζα χαρακτηρίζεται και από την βάναυση καταπάτηση ακόμη και αυτής της λεγόμενης «αστικής νομιμότητας». Αρκεί, για παράδειγμα, να αναφερθεί ότι από το 1946 ως το 1951 οι διαδοχικές κυβερνήσεις θέσπισαν χωρίς εξουσιοδότηση περισσότερους νόμους ως «αναγκαστικούς» παρ’ όσους ψήφισε η Βουλή με την τακτική νομοθετική διαδικασία…
Βασικό γνώρισμα όλων αυτών των νομοθετημάτων είναι ότι καθιερώνουν «έκτακτα μέτρα», παρακάμπτουν διαδικασίες νόμιμες σε καιρούς ειρήνης, εισάγουν διαδικασίες νομιμοφανείς, συνοπτικές, αυθαίρετες.
Κοινό χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών αλλά και του τρόπου με τον οποίο εφαρμόστηκαν είναι ότι τιμωρούσαν πρώτιστα το φρόνημα και δευτερευόντως μόνο τις πράξεις. Ταυτοχρόνως, σε πολλές περιπτώσεις καθιέρωναν την αρχή της συλλογικής ευθύνης. Για παράδειγμα, την έλλειψη «νομιμοφροσύνης» του πατέρα ή της μητέρας πλήρωναν ο άλλος σύζυγος και τα παιδιά, ενώ με ένα και το αυτό διάταγμα αφαιρούνταν η ιθαγένεια των κατοίκων ενός ολόκληρου χωριού, χωρίς να επιχειρείται η παραμικρή εξατομίκευση της ευθύνης.
Θυμίζουμε ότι το διάστημα αυτό είχαμε το περιβόητο «Γ΄ ψήφισμα», με το οποίο συγκροτήθηκαν τα έκτακτα στρατοδικεία, το Νόμο 511, βάσει του οποίου ιδρύθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Μακρόνησος, Γυάρος κλπ.), αλλά και τον περιβόητο Α.Ν. 509/1947- που ήταν σε ισχύ μέχρι τη μεταπολίτευση – βάσει του οποίου τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και οι ΕΑΜικές οργανώσεις.
Εδώ να τονίσουμε τα εξής γενικότερα ζητήματα:
Το 1948 θεσπίστηκε ο Α.Ν. 516 που θεμελίωνε ένα φασιστικό καθεστώς «ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών». Ο νόμος αυτός επικυρώθηκε με το ψήφισμα ΜΘ΄/1948 και οι διατάξεις του αφορούσαν όλους τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και στα ασφαλιστικά ιδρύματα. Βάσει αυτών των διατάξεων οι κρινόμενοι ως «μη εθνικόφρονες – νομιμόφρονες» έχαναν το δικαίωμα εργασίας στο Δημόσιο. Στην ίδια λογική κινούνταν και ο Α.Ν. 512/1948 «περί ασφαλείας των εταιριών κοινής ωφελείας» που απαγόρευε το δικαίωμα εργασίας σ’ αυτές τις εταιρίες όσων κρίνονταν ότι είχαν «αντεθνικές» αντιλήψεις. Με τον Α.Ν. 516/1948 «περί ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών» θεωρήθηκε ως κύριο «προσόν» πρόσληψης των δημοσίων υπαλλήλων η νομιμοφροσύνη.
Ο βουλευτής Θ. Τουρκοβασίλης, σε ομιλία του στη Βουλή (3/12/1946), τόνιζε: «Φρονώ λοιπόν ότι η εκκαθάρισις βάσει του ψηφίσματος δέον να έχη ως κριτήριον μόνον το κοινωνικόν φρόνημα».
Το άρθρο 1 ανέφερε ότι «… επί πλέον των υπό κειμένων ήδη διατάξεων απαιτουμένων προσόντων διά τον ορισμόν ή πρόσληψιν δημοσίων εν γένει υπαλλήλων και υπηρετών […] και εργατών, νομικών συμβούλων ή έμμισθων δικηγόρων, των Ν.Π.Δ.Δ., Δήμων και Κοινοτήτων […] απαιτείται εφεξής όπως ο διοριζόμενος ή προσλαμβανόμενος είναι νομιμόφρων». Αυτό τον έλεγχο ασκούσαν τα συμβούλια νομιμοφροσύνης, που είχαν συγκροτηθεί ειδικά για αυτό τον λόγο. Το κράτος παρέμεινε ως ο κύριος εργοδότης και η βασική ελπίδα για την επαγγελματική αποκατάσταση των πολιτών. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία σε σύνολο 63.277 δημοσίων υπαλλήλων (Απρίλιος 1947), απολύθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση 7.972 υπάλληλοι για πολιτικούς λόγους.
Η Κυανή Βίβλος, 1948, ανέφερε ότι ο πρωθυπουργός είχε τη δυνατότητα να εξουσιοδοτήσει τους αρμόδιους φορείς, ώστε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, να απολύσουν κάθε δημόσιο υπάλληλο ο οποίος επιδείκνυε συμπεριφορά ανάρμοστη προς την ασφάλεια της χώρας.
Στην ανάρμοστη συμπεριφορά συμπεριλάμβανε τη δολιοφθορά, την κατασκοπεία, την εσχάτη προδοσία, την προσχώρηση ή συνεργασία με κίνημα που είχε χαρακτηριστεί ως φασιστικό ή/και κομμουνιστικό και απαγόρευε κάθε προσφυγή κατά των απολύσεων. Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης θα διατηρούσε το αρχείο των μη νομιμοφρόνων υπαλλήλων, ενώ τη νομιμοφροσύνη κάθε υπαλλήλου θα έκρινε το Συμβούλιο νομιμοφροσύνης που απαρτιζόταν από δημοσίους υπαλλήλους ή δικαστικούς και θα λειτουργούσε σε κάθε Υπουργείο . Αποτέλεσμα όλων αυτών των ρυθμίσεων ήταν να επιτραπεί μια σειρά εκβιασμών σε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και πολίτες, οι οποίοι για να μπορέσουν να αποκτήσουν το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης με στόχο είτε να παραμείνουν εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είτε να εισέλθουν σε αυτόν αναγκάστηκαν να απαρνηθούν τα ιδεώδη τους, την ιστορία τους, αλλά και την ιστορία των οικογενειών τους.
Ο τότε αρμόδιος Υπουργός Χρ. Λαδάς δήλωνε στη Βουλή (σε συνεδρίασή της τον Μάρτιο του 1948 για τον Κώδικα Θέμιδος) ότι «όπως απαιτήσωσι από πάντας τους υπαλλήλους […] όπως προβώσιν εις έγγραφον δήλωσιν περί της νομιμοφροσύνης […] υπό του Υπουργικού Συμβουλίου. Η άρνησις της υπογραφής τοιαύτης δηλώσεως αποτελεί τεκμήριον περί της μη νομιμοφροσύνης του υπαλλήλου».
Μετά τον εμφύλιο, το προαναφερόμενο νομικό καθεστώς ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα και μόνο αν διαβάσει κανείς τι προέβλεπε η 153/1954 εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών για τα περιβόητα «πιστοποιητικά – βεβαιώσεις κοινωνικών φρονημάτων». Βάσει αυτής της εγκυκλίου όποιος δεν είχε πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι ήταν «εθνικόφρων – νομιμόφρων» δεν μπορούσε:
– Να εργαστεί σαν ναυτικός (Ν. 2689/1953).
– Να δουλέψει στο Δημόσιο (Α.Ν. 516/1948).
– Να σπουδάσει στις ανώτερες και ανώτατες σχολές (Β. Δ. 28/4/1951).
– Να εργαστεί σαν υπάλληλος ή εργάτης στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, στον ΟΛΠ, στις μεταφορές, στην Επιχείρηση Υδάτων και γενικά στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (Α.Ν. 512/1948).
– Να εργαστεί στα χωράφια του, αν βρισκόταν στις παραμεθόριες περιοχές (απόφαση 10188/2/36α της 6/12/1951 του Υπουργείου εθνικής αμύνης).
– Να εργαστεί σαν φορτοεκφορτωτής, δηλαδή χαμάλης (Ν.Δ. 1254/29-31/10/1949).
– Να πάρει άδεια κυκλοφορίας και άδεια οδήγησης αυτοκινήτου (Ν. 1478/1950.
– Να γίνει παπάς.
– Να πάρει διαβατήριο για να ταξιδέψει προσωρινά ή να μεταναστεύσει στο εξωτερικό.
– Να πάρει δίπλωμα μηχανικού (διάταγμα υπουργείου βιομηχανίας 7.4.1954).
– Να δουλέψει στα αστικά και υπεραστικά λεωφορεία (Β. Δ. 11/6/1954).
– Να αποκατασταθεί ως ανάπηρος πολέμου (απόφαση 159066/0/380- 15/3/1950 του υπουργείου Εθνικής Αμύνης και του υπουργείου εσωτερικών).
– Να εργαστεί σε επιχειρήσεις που θεωρούνταν πως έχουν σημασία για την εθνική άμυνα κ.ο.κ.
Σήμερα παρουσιάζουμε δύο ντοκουμέντα που αφορούν τις συνέπειες των περίφημων «Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων».
Τα ντοκουμέντα προέρχονται από το αρχείο των ΓΑΚ Ν. Ημαθίας (αρχείο Γενικό Νοσοκομείου και Νομαρχίας) και αφορούν το ένα το 1958 και το άλλο το 1966.
Βασικό γνώρισμα όλων αυτών των νομοθετημάτων είναι ότι καθιερώνουν «έκτακτα μέτρα», παρακάμπτουν διαδικασίες νόμιμες σε καιρούς ειρήνης, εισάγουν διαδικασίες νομιμοφανείς, συνοπτικές, αυθαίρετες.
Κοινό χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών αλλά και του τρόπου με τον οποίο εφαρμόστηκαν είναι ότι τιμωρούσαν πρώτιστα το φρόνημα και δευτερευόντως μόνο τις πράξεις. Ταυτοχρόνως, σε πολλές περιπτώσεις καθιέρωναν την αρχή της συλλογικής ευθύνης. Για παράδειγμα, την έλλειψη «νομιμοφροσύνης» του πατέρα ή της μητέρας πλήρωναν ο άλλος σύζυγος και τα παιδιά, ενώ με ένα και το αυτό διάταγμα αφαιρούνταν η ιθαγένεια των κατοίκων ενός ολόκληρου χωριού, χωρίς να επιχειρείται η παραμικρή εξατομίκευση της ευθύνης.
Θυμίζουμε ότι το διάστημα αυτό είχαμε το περιβόητο «Γ΄ ψήφισμα», με το οποίο συγκροτήθηκαν τα έκτακτα στρατοδικεία, το Νόμο 511, βάσει του οποίου ιδρύθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Μακρόνησος, Γυάρος κλπ.), αλλά και τον περιβόητο Α.Ν. 509/1947- που ήταν σε ισχύ μέχρι τη μεταπολίτευση – βάσει του οποίου τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και οι ΕΑΜικές οργανώσεις.
Εδώ να τονίσουμε τα εξής γενικότερα ζητήματα:
Το 1948 θεσπίστηκε ο Α.Ν. 516 που θεμελίωνε ένα φασιστικό καθεστώς «ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών». Ο νόμος αυτός επικυρώθηκε με το ψήφισμα ΜΘ΄/1948 και οι διατάξεις του αφορούσαν όλους τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και στα ασφαλιστικά ιδρύματα. Βάσει αυτών των διατάξεων οι κρινόμενοι ως «μη εθνικόφρονες – νομιμόφρονες» έχαναν το δικαίωμα εργασίας στο Δημόσιο. Στην ίδια λογική κινούνταν και ο Α.Ν. 512/1948 «περί ασφαλείας των εταιριών κοινής ωφελείας» που απαγόρευε το δικαίωμα εργασίας σ’ αυτές τις εταιρίες όσων κρίνονταν ότι είχαν «αντεθνικές» αντιλήψεις. Με τον Α.Ν. 516/1948 «περί ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών» θεωρήθηκε ως κύριο «προσόν» πρόσληψης των δημοσίων υπαλλήλων η νομιμοφροσύνη.
Ο βουλευτής Θ. Τουρκοβασίλης, σε ομιλία του στη Βουλή (3/12/1946), τόνιζε: «Φρονώ λοιπόν ότι η εκκαθάρισις βάσει του ψηφίσματος δέον να έχη ως κριτήριον μόνον το κοινωνικόν φρόνημα».
Το άρθρο 1 ανέφερε ότι «… επί πλέον των υπό κειμένων ήδη διατάξεων απαιτουμένων προσόντων διά τον ορισμόν ή πρόσληψιν δημοσίων εν γένει υπαλλήλων και υπηρετών […] και εργατών, νομικών συμβούλων ή έμμισθων δικηγόρων, των Ν.Π.Δ.Δ., Δήμων και Κοινοτήτων […] απαιτείται εφεξής όπως ο διοριζόμενος ή προσλαμβανόμενος είναι νομιμόφρων». Αυτό τον έλεγχο ασκούσαν τα συμβούλια νομιμοφροσύνης, που είχαν συγκροτηθεί ειδικά για αυτό τον λόγο. Το κράτος παρέμεινε ως ο κύριος εργοδότης και η βασική ελπίδα για την επαγγελματική αποκατάσταση των πολιτών. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία σε σύνολο 63.277 δημοσίων υπαλλήλων (Απρίλιος 1947), απολύθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση 7.972 υπάλληλοι για πολιτικούς λόγους.
Η Κυανή Βίβλος, 1948, ανέφερε ότι ο πρωθυπουργός είχε τη δυνατότητα να εξουσιοδοτήσει τους αρμόδιους φορείς, ώστε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, να απολύσουν κάθε δημόσιο υπάλληλο ο οποίος επιδείκνυε συμπεριφορά ανάρμοστη προς την ασφάλεια της χώρας.
Στην ανάρμοστη συμπεριφορά συμπεριλάμβανε τη δολιοφθορά, την κατασκοπεία, την εσχάτη προδοσία, την προσχώρηση ή συνεργασία με κίνημα που είχε χαρακτηριστεί ως φασιστικό ή/και κομμουνιστικό και απαγόρευε κάθε προσφυγή κατά των απολύσεων. Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης θα διατηρούσε το αρχείο των μη νομιμοφρόνων υπαλλήλων, ενώ τη νομιμοφροσύνη κάθε υπαλλήλου θα έκρινε το Συμβούλιο νομιμοφροσύνης που απαρτιζόταν από δημοσίους υπαλλήλους ή δικαστικούς και θα λειτουργούσε σε κάθε Υπουργείο . Αποτέλεσμα όλων αυτών των ρυθμίσεων ήταν να επιτραπεί μια σειρά εκβιασμών σε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και πολίτες, οι οποίοι για να μπορέσουν να αποκτήσουν το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης με στόχο είτε να παραμείνουν εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είτε να εισέλθουν σε αυτόν αναγκάστηκαν να απαρνηθούν τα ιδεώδη τους, την ιστορία τους, αλλά και την ιστορία των οικογενειών τους.
Ο τότε αρμόδιος Υπουργός Χρ. Λαδάς δήλωνε στη Βουλή (σε συνεδρίασή της τον Μάρτιο του 1948 για τον Κώδικα Θέμιδος) ότι «όπως απαιτήσωσι από πάντας τους υπαλλήλους […] όπως προβώσιν εις έγγραφον δήλωσιν περί της νομιμοφροσύνης […] υπό του Υπουργικού Συμβουλίου. Η άρνησις της υπογραφής τοιαύτης δηλώσεως αποτελεί τεκμήριον περί της μη νομιμοφροσύνης του υπαλλήλου».
Μετά τον εμφύλιο, το προαναφερόμενο νομικό καθεστώς ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα και μόνο αν διαβάσει κανείς τι προέβλεπε η 153/1954 εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών για τα περιβόητα «πιστοποιητικά – βεβαιώσεις κοινωνικών φρονημάτων». Βάσει αυτής της εγκυκλίου όποιος δεν είχε πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι ήταν «εθνικόφρων – νομιμόφρων» δεν μπορούσε:
– Να εργαστεί σαν ναυτικός (Ν. 2689/1953).
– Να δουλέψει στο Δημόσιο (Α.Ν. 516/1948).
– Να σπουδάσει στις ανώτερες και ανώτατες σχολές (Β. Δ. 28/4/1951).
– Να εργαστεί σαν υπάλληλος ή εργάτης στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, στον ΟΛΠ, στις μεταφορές, στην Επιχείρηση Υδάτων και γενικά στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (Α.Ν. 512/1948).
– Να εργαστεί στα χωράφια του, αν βρισκόταν στις παραμεθόριες περιοχές (απόφαση 10188/2/36α της 6/12/1951 του Υπουργείου εθνικής αμύνης).
– Να εργαστεί σαν φορτοεκφορτωτής, δηλαδή χαμάλης (Ν.Δ. 1254/29-31/10/1949).
– Να πάρει άδεια κυκλοφορίας και άδεια οδήγησης αυτοκινήτου (Ν. 1478/1950.
– Να γίνει παπάς.
– Να πάρει διαβατήριο για να ταξιδέψει προσωρινά ή να μεταναστεύσει στο εξωτερικό.
– Να πάρει δίπλωμα μηχανικού (διάταγμα υπουργείου βιομηχανίας 7.4.1954).
– Να δουλέψει στα αστικά και υπεραστικά λεωφορεία (Β. Δ. 11/6/1954).
– Να αποκατασταθεί ως ανάπηρος πολέμου (απόφαση 159066/0/380- 15/3/1950 του υπουργείου Εθνικής Αμύνης και του υπουργείου εσωτερικών).
– Να εργαστεί σε επιχειρήσεις που θεωρούνταν πως έχουν σημασία για την εθνική άμυνα κ.ο.κ.
Σήμερα παρουσιάζουμε δύο ντοκουμέντα που αφορούν τις συνέπειες των περίφημων «Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων».
Τα ντοκουμέντα προέρχονται από το αρχείο των ΓΑΚ Ν. Ημαθίας (αρχείο Γενικό Νοσοκομείου και Νομαρχίας) και αφορούν το ένα το 1958 και το άλλο το 1966.
Ντοκουμέντο 1
Είναι χαρακτηρισμένο ως «απόρρητο» (25/11/1958 – να θυμίσουμε ότι είναι η περίοδος που η ΕΔΑ έχει αναδειχτεί αξιωματική αντιπολίτευση) και αφορά επιστολή της Διοίκησης Χωροφυλακής Βέροιας («Γραφείον Εθνικής Ασφαλείας») προς τη Νομαρχία Ημαθίας.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Νομιμοφροσύνη υπαλληλικού προσωπικού Δημοσίων υπηρεσιών , Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου κτλ.»
Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι ως διεπιστώθη εσχάτως , εις την Ενωσιν Γεωργικών Συνεταιρισμών Αλεξανδρείας και εις το Κρατικόν Νοσοκομείον Βερροίας είχον προσληφθή και υπηρέτουν πρόσωπα άνευ τηρήσεως των διατάξεων του Α.Ν 516/1948, ήτοι χωρίς να έχωσι κριθή υπό των οικείων Συμβουλίων Νομιμοφροσύνης και τα οποία ως προέκυψεν εκ της διεξαχθείσης ερεύνης ως προς τα κοινωνικά φρονήματα των , ενεφορούντο υπό κομμουνιστικών φρονημάτων ή διάκεινται συμπαθών προς τούτον.
Κατόπιν των ανωτέρω και επειδή δεν αποκλείεται και εις ετέρας κρατικάς υπηρεσίας, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου κτλ να υπηρετώσι πρόσωπα μη κριθέντα υπό των προβλεπομένων Συμβουλίων Νομιμοφροσύνης , ανεξαρτήτως εάν έχωσι καταθέση σχετικάς αιτήσεις εις τας κατά τόπους Αστυνομικάς Αρχάς και έχωσι λάβη σχετικά προς τούτο σημειώματα, , παρακαλώ όπως διατάξητε τους προϊσταμένους των υφ’ Υμάς Υπηρεσιών και ενεργήσωσι σχετικόν έλεγχον επί του προσωπικού των , απομακρύνεται πάντα μη κριθέντα υπό του οικείου Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης , γνωρίζοντες και ημίν σχετικών».
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Νομιμοφροσύνη υπαλληλικού προσωπικού Δημοσίων υπηρεσιών , Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου κτλ.»
Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι ως διεπιστώθη εσχάτως , εις την Ενωσιν Γεωργικών Συνεταιρισμών Αλεξανδρείας και εις το Κρατικόν Νοσοκομείον Βερροίας είχον προσληφθή και υπηρέτουν πρόσωπα άνευ τηρήσεως των διατάξεων του Α.Ν 516/1948, ήτοι χωρίς να έχωσι κριθή υπό των οικείων Συμβουλίων Νομιμοφροσύνης και τα οποία ως προέκυψεν εκ της διεξαχθείσης ερεύνης ως προς τα κοινωνικά φρονήματα των , ενεφορούντο υπό κομμουνιστικών φρονημάτων ή διάκεινται συμπαθών προς τούτον.
Κατόπιν των ανωτέρω και επειδή δεν αποκλείεται και εις ετέρας κρατικάς υπηρεσίας, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου κτλ να υπηρετώσι πρόσωπα μη κριθέντα υπό των προβλεπομένων Συμβουλίων Νομιμοφροσύνης , ανεξαρτήτως εάν έχωσι καταθέση σχετικάς αιτήσεις εις τας κατά τόπους Αστυνομικάς Αρχάς και έχωσι λάβη σχετικά προς τούτο σημειώματα, , παρακαλώ όπως διατάξητε τους προϊσταμένους των υφ’ Υμάς Υπηρεσιών και ενεργήσωσι σχετικόν έλεγχον επί του προσωπικού των , απομακρύνεται πάντα μη κριθέντα υπό του οικείου Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης , γνωρίζοντες και ημίν σχετικών».
Ντοκουμέντο 2
Το έγγραφο φέρει ημερομηνία 12/1/1966 και χαρακτηρίζεται ως «επείγον εμπιστευτικόν»
«Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή
Τμήμα Ασφαλείας Βεροίας
Προς το Γενικόν Κρατικόν Νοσοκομείον Βεροίας
Έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν όπως προκειμένου να εκτελέσωμεν διαταγήν του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως μας γνωρήσετε εάν έχητε εργατοϋπαλλήλους υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα (μόνιμοι, έκτακτοι, ημερομίσθιοι, επί συμβάσει κτλ)άνευ θετικού πιστοποιητικού νομιμοφροσύνης ως ο Α.Ν 516/1948 άρθρο 1 προβλέπει.
Εν καταφατική περιπτώσει παρακαλώμεν όπως μας γνωρήσητε τα στοιχεία ταυτότητος του προσληφθέντος την χρονολογίαν προσλήψεως του και τας τυχόν ενεργείας εις ας προέβη ο προσληφθείς προς λήψιν βεβαιώσεως νομιμοφροσύνης του (χρονολογία υποβολής αιτήσεως προς έκδοσιν βεβαιώσεως νομιμοφροσύνης του αστυνομικήν αρχήν εις ην υπέβαλλε ταύτην τόποι διαμονής του από της γεννήσεως του κτλ)
Επί τούτοις δεν θεωρούμεν άσκοπον να υπομνήσωμεν ημίν ότι ο ανωτέρω Α.Ν προβλέπει βαρείας ποινικάς ευθύνας κατά παράβασιν αυτού , προσλαβανόντων υπαλληλικόν προσωπικόν άνευ πιστοποιητικού νομιμοφροσύνης».
*Ατέχνως*
**Σημείωση Red Lioness : Συνέβη στον πατέρα μου. Αρχικά, δούλευε σε ένα πλακάδικο στις Τζιτζιφιές. Πρέπει να λεγόταν Μαρμαρινός ο ιδιοκτήτης. Όταν έμαθε πως επρόκειτο να απολύσουν ένα εργαζόμενο, λίγους μήνες πριν να βγει στην σύνταξη, δεν μπορούσε να το δεχτεί. Έτσι, είπε του αφεντικού πως θα έφευγε εκείνος.
-Θα βρω δουλειά, του είπε, αυτός ο άνθρωπος που θα μπορέσει να βρει;
Είχε κι εμένα, 6 μηνών μωρό, τότε. Τελικά, ένας φίλος τον έβαλε σε μια ξυλαποθήκη στο Θησείο. Αστράς το όνομα. Δεν είχε προλάβει να κλείσει μήνα, όταν εμφανίστηκε η Ασφάλεια.
-Αυτόν, του είπαν, θα τον διώξεις. Είναι κομμουνιστής.
Ο Αστράς όμως δεν χαμπάριασε. Παρά τις όποιες απειλές.
-Κομμουνιστής ή όχι, εμένα μου κάνει. Τίμιος είναι, δουλευταράς, δεν τον διώχνω και κάντε ότι θέλετε, τους είχε πει, κατα πως μας διηγιόταν ο πατέρας μου.
Αυτοί πήγαν και ξαναπήγαν, δύο ή τρεις φορές ακόμα. Στο τέλος είπαν του αθυρόστομου Αστρά ότι αν τον κρατούσε θα ήταν υπ' ευθύνη του.
-Τέτοιες ευθύνες, τις αναλαμβάνω δέκα-δέκα, η απάντηση του.
Έτσι στέριωσε ο πατέρας μου στην δουλειά, από την οποία και πήρε τελικά την σύνταξη του.
«Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή
Τμήμα Ασφαλείας Βεροίας
Προς το Γενικόν Κρατικόν Νοσοκομείον Βεροίας
Έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν όπως προκειμένου να εκτελέσωμεν διαταγήν του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως μας γνωρήσετε εάν έχητε εργατοϋπαλλήλους υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα (μόνιμοι, έκτακτοι, ημερομίσθιοι, επί συμβάσει κτλ)άνευ θετικού πιστοποιητικού νομιμοφροσύνης ως ο Α.Ν 516/1948 άρθρο 1 προβλέπει.
Εν καταφατική περιπτώσει παρακαλώμεν όπως μας γνωρήσητε τα στοιχεία ταυτότητος του προσληφθέντος την χρονολογίαν προσλήψεως του και τας τυχόν ενεργείας εις ας προέβη ο προσληφθείς προς λήψιν βεβαιώσεως νομιμοφροσύνης του (χρονολογία υποβολής αιτήσεως προς έκδοσιν βεβαιώσεως νομιμοφροσύνης του αστυνομικήν αρχήν εις ην υπέβαλλε ταύτην τόποι διαμονής του από της γεννήσεως του κτλ)
Επί τούτοις δεν θεωρούμεν άσκοπον να υπομνήσωμεν ημίν ότι ο ανωτέρω Α.Ν προβλέπει βαρείας ποινικάς ευθύνας κατά παράβασιν αυτού , προσλαβανόντων υπαλληλικόν προσωπικόν άνευ πιστοποιητικού νομιμοφροσύνης».
*Ατέχνως*
**Σημείωση Red Lioness : Συνέβη στον πατέρα μου. Αρχικά, δούλευε σε ένα πλακάδικο στις Τζιτζιφιές. Πρέπει να λεγόταν Μαρμαρινός ο ιδιοκτήτης. Όταν έμαθε πως επρόκειτο να απολύσουν ένα εργαζόμενο, λίγους μήνες πριν να βγει στην σύνταξη, δεν μπορούσε να το δεχτεί. Έτσι, είπε του αφεντικού πως θα έφευγε εκείνος.
-Θα βρω δουλειά, του είπε, αυτός ο άνθρωπος που θα μπορέσει να βρει;
Είχε κι εμένα, 6 μηνών μωρό, τότε. Τελικά, ένας φίλος τον έβαλε σε μια ξυλαποθήκη στο Θησείο. Αστράς το όνομα. Δεν είχε προλάβει να κλείσει μήνα, όταν εμφανίστηκε η Ασφάλεια.
-Αυτόν, του είπαν, θα τον διώξεις. Είναι κομμουνιστής.
Ο Αστράς όμως δεν χαμπάριασε. Παρά τις όποιες απειλές.
-Κομμουνιστής ή όχι, εμένα μου κάνει. Τίμιος είναι, δουλευταράς, δεν τον διώχνω και κάντε ότι θέλετε, τους είχε πει, κατα πως μας διηγιόταν ο πατέρας μου.
Αυτοί πήγαν και ξαναπήγαν, δύο ή τρεις φορές ακόμα. Στο τέλος είπαν του αθυρόστομου Αστρά ότι αν τον κρατούσε θα ήταν υπ' ευθύνη του.
-Τέτοιες ευθύνες, τις αναλαμβάνω δέκα-δέκα, η απάντηση του.
Έτσι στέριωσε ο πατέρας μου στην δουλειά, από την οποία και πήρε τελικά την σύνταξη του.
25 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1944 : H επιχείρηση των υπονόμων της Αθήνας
«Στη διάρκεια της νύχτας της 24ης προς 25η Δεκέμβρη, ειδικό απόσπασμα του ΕΛΑΣ μετέφερε υπογείως ένα περίπου τόνο δυναμίτη, τον οποίο και τοποθέτησε κατάλληλα στα θεμέλια του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» στο Σύνταγμα, που λειτουργούσε ως Στρατηγείο των Βρετανών και εγχώριων αστικών δυνάμεων. Όταν όμως έγινε γνωστό ότι κατέφθασε στην Αθήνα ο Ου. Τσόρτσιλ (25 Δεκέμβρη) και ενδεχομένως να διέμενε στο «Μεγάλη Βρετανία» η επιχείρηση ακυρώθηκε» (902.gr). Την επόμενη μέρα και μετά την ολοκλήρωση σύσκεψης υπό τον Τσόρτσιλ Βρετανός στρατιώτης βρήκε μεγάλη ποσότητα δυναμίτη σε υπόνομο κοντά στο ξενοδοχείο.
Με αφορμή αυτό το γεγονός αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο του Ν. Κυριακίδη ο οποίος συμμετείχε σε τμήμα της επιχείρησης.
Το Δεκέμβρη του 1944 οι μάχες του ΕΛΑΣ Αθήνας ενάντια στους Άγγλους καταχτητές συνεχίζονται. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο λαός της Αθήνας παλεύουν σκληρά, άνισα, αλλά με ενθουσιασμό.Τότε το Κόμμα αποφάσισε την ανατίναξη του ξενοδοχείου της Μ. Βρετανίας, έδρα της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Αγγλων κατακτητών.
Να τι γράφει ο Β. Μπαρτζώτας (Φάνης), γραμματέας της ΚΟΑ την περίοδο εκείνη:
«Δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας πλαισιωμένες από στελέχη της ΚΟΑ με επικεφαλής στον σ. Σπύρο Καλοδίκη, έκαναν μια άλλη τολμηρή και ηρωική επιχείρηση. Έχοντας στα χέρια τους το γενικό σχεδιάγραμμα των υπονόμων της Αθήνας, έπειτα από πορεία 12 ωρών μέσα στα βρώμικα νερά των οχετών, με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, κατόρθωσαν να κουβαλήσουν κάτω από την πλατεία Συντάγματος, ακριβώς στο ξενοδοχείο της “Μεγάλης Βρετανίας”, όπου ήταν η έδρα της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, του “Κράτους Παπανδρέου”, περίπου έναν τόνο εκρηκτικής ύλης, τροτύλης και με ηλεκτρικό σύρμα συνέδεσαν την τροτύλη με ειδικό ηλεκτρικό μηχάνημα ανατίναξης, που βρίσκονταν στη δική μας περιοχή. Ο σ. Καλοδίκης ανέφερε σε μένα, τη μέρα των Χριστουγέννων (25 Δεκέμβρη 1944), για την επιχείρηση αυτή, με τη δήλωση ότι είναι έτοιμοι να τινάξουν στον αέρα το άντρο της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Αγγλων. Εγώ ανέφερα στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που θα ‘δινε και την τελική έγκριση. Το ΠΓ της ΚΕ έχοντας υπόψη τον ερχομό του Τσόρτσιλ και τις διαπραγματεύσεις μαζί του, μας είπε να περιμένουμε μερικές μέρες».
Ηρωική συλλογική προσπάθεια. Η προετοιμασία της επιχείρησης αυτής είχε αρχίσει. Προηγούμενα είχαν παρθεί από το Δήμο της Αθήνας οι σχετικοί χάρτες των υπονόμων της Αθήνας. Μελετήθηκαν από ειδικούς συντρόφους.
Ο ένας σύντροφος μηχανικός, ειδικευμένος στους υπονόμους του Βελγίου και ο άλλος υπολοχαγός Μηχανικού, ειδικευμένος στα εκρηκτικά, δυστυχώς δε θυμάμαι τα ονόματά τους, κατάστρωσαν τα σχέδια για την είσοδό μας στους υπονόμους της Αθήνας και καθόρισαν το σημείο των υπονόμων από όπου θα μπούμε. Έγιναν από τους ειδικούς οι σχετικές προετοιμασίες μέσα στους υπονόμους, αφού οι υπόνομοι δεν ήσαν σε ευθεία γραμμή. Αλλού ήταν ανήφορος και αλλού κατήφορος, οπότε χρειάστηκε να τοποθετηθούν σκάλες κλπ. Όλα είχαν ετοιμαστεί.
Στις 22/12/1944, τελικά, αν θυμάμαι καλά, αποφασίστηκε να μπούμε μέσα στον υπόνομο 150 περίπου άνδρες του ΕΛΑΣ και άλλα στελέχη του Κόμματος, με στόχο και κατεύθυνση το ξενοδοχείο της “Μεγάλης Βρετανίας”, μεταφέροντας από τον υπόνομο που δέχεται τα βρόχινα νερά και τις βρομιές της τότε Αθήνας, έναν τόνο περίπου εκρηκτικής ύλης, τροτύλης. Η επιχείρηση ξεκίνησε από το Μεταξουργείο.
Ο υπόνομος δεν ήταν αυτός που δέχεται τις ακαθαρσίες, αλλά τα βρόχινα νερά και η κάθοδος έγινε με σιδερένια και όχι ξύλινη σκάλα. Η ατμόσφαιρα μέσα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Μύριζε υγρασία και μούχλα. Και τα νερά, στα σημεία που ήταν φαρδύς ο υπόνομος, μας φτάνανε ως τα γόνατα, ενώ όπου στένευε φτάνανε ως το στήθος, χώρια τα τεράστια ποντίκια…
Η επιχείρηση από το Μεταξουργείο δεν προχώρησε. Είχαμε την απώλεια του μέλους του Γραφείου της Αχτίδας που σκοτώθηκε από αγγλικό βλήμα. Είδαν κάποια μικρή μάζωξη στο σπίτι που βρισκόμασταν και μας έριξαν. Η καθοδήγηση της Αχτίδας κατόπιν τούτου αποφάσισε να σταματήσει η επιχείρηση και φυσικά να γίνει σε άλλο σημείο.
Πράγματι η επιχείρηση έγινε στη Λένορμαν πολύ πιο μακριά από το Μεταξουργείο. Μπήκαν όλοι οι άνδρες στον υπόνομο με προσοχή κατά ομάδες τοποθέτησαν την εκρηκτική ύλη και επέστρεψαν ύστερα από αρκετές ώρες.
Αφού τέλειωσε αυτή η φάση έδωσε εντολή το Γραφείο της Αχτίδας και συγκεκριμένα ο Γραμματέας της Αχτίδας Μπάμπης Γρηγοριάδης, είχαμε δουλέψει μαζί από το 1943 που ήταν γραμματέας της 6ης Αχτίδας, να μπούμε 5 σύντροφοι, για να κάνουμε τον τελευταίο έλεγχο των καλωδίων.
Σημειώνω τις δυσκολίες που συναντήσαμε από την είσοδο του υπονόμου μέχρι το τέρμα και το σημειώνω αυτό γιατί τις έζησα ο ίδιος. Φυσικά, οι δυσκολίες, που αντιμετώπισαν οι προηγούμενες ομάδες που κουβαλούσαν το φορτίο της εκρηκτικής ύλης στην πλάτη τους, ήταν πολύ μεγαλύτερες και οι κίνδυνοι πολύ περισσότεροι.
Τεράστιες δυσκολίες. Όπως αναφέρω πιο πάνω ο υπόνομος δεν ήταν ευθύς είχε λακκούβες μικρές και μεγάλες που γλίστραγες και έμπαινες μέσα στο νερό και σε ορισμένα σημεία πάνω από τη μέση μέχρι και στο στήθος. Οι δρόμοι δεν ήταν σε ευθεία γραμμή, το επίπεδο του δρόμου άλλαζε μέχρι που δημιουργούσε μικρούς καταρράχτες και ανεβαίναμε σε σκάλες που το πρώτο συνεργείο είχε τοποθετήσει. Θυμάμαι πως κάτω από την Ερμού ήταν μία δίοδος πολύ μικρή και στενή. Αρκεί να σημειώσω πως την περάσαμε με την κοιλιά, μπουσουλώντας στο νερό. Και σε άλλα σημεία περνούσαμε σκυμμένοι, ήταν πολύ δύσκολη η διαδρομή.
Κίνδυνοι υπήρχαν πολλοί. Εκτός αυτών που ανέφερα ήταν και οι κίνδυνοι που προέρχονταν από τα φρεάτια των δρόμων που μέσω αυτών έμπαιναν τα νερά στον υπόνομο.
Ακούγαμε τα βήματα των περαστικών και φυσικά και τις περιπολίες των Αγγλων στρατιωτών. Αυτό το γεγονός υποχρέωνε όλους τους συντρόφους που βρίσκονταν μέσα στον υπόνομο να είναι πολύ προσεκτικοί. Οι βρωμιές και αναθυμιάσεις μας έφερναν βήχα, φτέρνισμα που μας ανάγκαζαν να προσέχουμε για να μη μας αντιληφθούν. Δε βγάζαμε κουβέντα, η συνεννόηση γινόταν με χειρονομίες.
Τελικά παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες επιστρέψαμε στη βάση μας. Η επιχείρηση τέλειωσε και πέτυχε αφού ξεπέρασε σε χρόνο περίπου 12-15 ώρες και τελικά περιμέναμε το σύνθημα για να μπει σε ενέργεια η ηλεκτρογεννήτρια.
Το αυτοκίνητο με την ηλεκτρογεννήτρια θα έδινε στην κατάλληλη στιγμή τον σπινθήρα στα εκρηκτικά που ήταν τοποθετημένα στα θεμέλια και κάτω από τα υπόγεια της “Μεγάλης Βρετανίας”. Έρχεται όμως ξαφνικά ο Σπύρος Καλοδίκης Β` Γραμματέας της ΚΟΑ με μοτοσικλέτα, (δολοφονήθηκε το Νοέμβρη του 1947 από όργανα της Ασφάλειας στη Λάρισα) και σε έξαλλη κατάσταση φώναξε τους άνδρες που χειριζόταν τη γεννήτρια.
“Σταματήστε – Σβήστε τη γεννήτρια αμέσως. Σταματήστε! Η ανατίναξη δε θα γίνει. Ηρθε ο Τσόρτσιλ στη “Μεγάλη Βρετανία”. Σταματήστε!…”.
Όλοι, όσοι βρεθήκαμε εκεί και πήραμε μέρος στην επιχείρηση, βρεγμένοι ως το κόκαλο από τα νερά των υπονόμων, αισθανθήκαμε αγανάκτηση για τη ματαίωση αυτής της ανατίναξης».
Ήρωες είναι οι αγωνιστές όλη τη ζωή.
Ο δημοσιογράφος κ. Παπαχελάς σε εκπομπή του σε τηλεοπτικό σταθμό μεταξύ των άλλων αναφέρθηκε και στην «επιχείρηση των υπονόμων».
Δε γνωρίζω αν αυτοί που παραβρέθηκαν σ’ αυτή την εκπομπή είχαν πάρει μέρος σ’ αυτή την επιχείρηση. Εγώ δε θυμάμαι, μπορεί να κάνω λάθος ή μπορεί να έμαθαν ή άκουσαν από άλλους τα της επιχείρησης αυτής.
Εγώ πήρα μέρος σ’ αυτή την επιχείρηση και μάλιστα, όπως σημειώνω παραπάνω, συμμετείχα στο τελευταίο συνεργείο, που κάναμε τον έλεγχο των καλωδίων και δίνω στοιχεία για τις δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετώπισε όλη η δύναμη των συντρόφων που πήρε μέρος μέχρι και τον ερχομό του συντρόφου Καλοδίκη.
Ήταν πράγματι μια τολμηρή και ηρωική πράξη. Φυσικά δεν ήταν η μοναδική.
Και άλλες πολλές ηρωικές πράξεις έγιναν στην πορεία των λαϊκών αγώνων με μπροστάρη το ΚΚΕ. Το Κόμμα μας στη μακραίωνη πορεία του πάνω από 82 συνεχή χρόνια έχει να παρουσιάσει πληθώρα τέτοιων μικρότερων ή και μεγαλύτερων ηρωικών πράξεων.
Ανέδειξε χιλιάδες ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για το Κόμμα, το λαό, το πιστεύω τους.
Το ΚΚΕ, κόμμα νέου τύπου, ηρωικό αταλάντευτο, ήταν μπροστάρης των αγώνων του λαού για μια Ελλάδα σοσιαλιστική. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όμως πως άλλο είναι η ηρωική πράξη όσο μεγάλη και αν είναι κι άλλο είναι ο άνθρωπος κομμουνιστής, ο αγωνιστής, ο ήρωας.
Η ηρωική πράξη είναι ένα γεγονός που γίνεται από ένα δυο συντρόφους ή ακόμα ομάδα συντρόφων. Αυτή η ενέργεια είναι αξιέπαινη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, είναι μια πράξη ηρωική ασφαλώς που συμβάλλει στην ανάταση του κινήματος στην ανάπτυξη των αγώνων και σαν τέτοια πρέπει να την εκτιμούμε.
Όμως, ο τίτλος ήρωας δεν κρίνεται μόνο από τη συγκεκριμένη ηρωική πράξη κρίνεται και από την όλη αγωνιστική συνέχειά του, τη μετέπειτα στάση του, τη συνέπειά του στο πιστεύω του και, πολύ περισσότερο, εκτιμάται ιστορικά μετά το θάνατό του.
Ενδεικτικά αναφέρω ήρωες, για να δείξω τη σημασία της παραπάνω προϋπόθεσης, Σουκατζίδης, Τατάκης, Μπελογιάννης, Πλουμπίδης, Σαμπατάκος, οι τρεις ΕΠΟΝίτες στο Βύρωνα. Μακρύς είναι ο κατάλογος τέτοιων ηρώων. Όμως υπάρχουν και ηρωικές πράξεις που ίσως να μην τις θυμόμαστε, ίσως δεν έγιναν γνωστοί οι σύντροφοι που συνέβαλαν σ’ αυτές τις πολύ τολμηρές πράξεις.
Ποιος θυμάται το φωτεινό σήμα ΕΑΜ στην Ακρόπολη και τους συντρόφους που το έστησαν;
Ποιος θυμάται την κατάληψη του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού, κάπου στο Ζάππειο, το 1942 και την ολιγόλεπτη εκπομπή για το ΕΑΜ;
Τέτοιες ηρωικές πράξεις έγιναν πολλές. Το ΚΚΕ είναι το μοναδικό Κόμμα που σε όλη του την πορεία πάλεψε και παλεύει κάτω από δυσκολότατες συνθήκες, νόμιμες, παράνομες, ημιπαράνομες. Έδωσε και δίνει ηρωικούς αγώνες, ανέδειξε χιλιάδες ήρωες.
Καταλήγοντας θέλω να πω ότι ο κομμουνιστής και μετά από μια ή περισσότερες ηρωικές πράξεις, συνεχίζει να παλεύει με συνέπεια και ευθύνη για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Δεν περιαυτολογεί, ούτε καυχιέται, κομπορρημονεί για το έργο του. Υποτάσσει το εγώ στο συνολικό συμφέρον, στο συμφέρον του αγώνα, συνεχίζει να συνεισφέρει όσο ζει, για να δικαιώσει την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν και κατά κύριο λόγο το Κόμμα. Τότε και μόνον τότε δικαιωματικά θα δοθεί ο τίτλος του ήρωα, σ’ αυτούς τους αγωνιστές.
-atexnos.gr-
Με αφορμή αυτό το γεγονός αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο του Ν. Κυριακίδη ο οποίος συμμετείχε σε τμήμα της επιχείρησης.
Το Δεκέμβρη του 1944 οι μάχες του ΕΛΑΣ Αθήνας ενάντια στους Άγγλους καταχτητές συνεχίζονται. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο λαός της Αθήνας παλεύουν σκληρά, άνισα, αλλά με ενθουσιασμό.Τότε το Κόμμα αποφάσισε την ανατίναξη του ξενοδοχείου της Μ. Βρετανίας, έδρα της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Αγγλων κατακτητών.
Να τι γράφει ο Β. Μπαρτζώτας (Φάνης), γραμματέας της ΚΟΑ την περίοδο εκείνη:
«Δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας πλαισιωμένες από στελέχη της ΚΟΑ με επικεφαλής στον σ. Σπύρο Καλοδίκη, έκαναν μια άλλη τολμηρή και ηρωική επιχείρηση. Έχοντας στα χέρια τους το γενικό σχεδιάγραμμα των υπονόμων της Αθήνας, έπειτα από πορεία 12 ωρών μέσα στα βρώμικα νερά των οχετών, με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, κατόρθωσαν να κουβαλήσουν κάτω από την πλατεία Συντάγματος, ακριβώς στο ξενοδοχείο της “Μεγάλης Βρετανίας”, όπου ήταν η έδρα της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, του “Κράτους Παπανδρέου”, περίπου έναν τόνο εκρηκτικής ύλης, τροτύλης και με ηλεκτρικό σύρμα συνέδεσαν την τροτύλη με ειδικό ηλεκτρικό μηχάνημα ανατίναξης, που βρίσκονταν στη δική μας περιοχή. Ο σ. Καλοδίκης ανέφερε σε μένα, τη μέρα των Χριστουγέννων (25 Δεκέμβρη 1944), για την επιχείρηση αυτή, με τη δήλωση ότι είναι έτοιμοι να τινάξουν στον αέρα το άντρο της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Αγγλων. Εγώ ανέφερα στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που θα ‘δινε και την τελική έγκριση. Το ΠΓ της ΚΕ έχοντας υπόψη τον ερχομό του Τσόρτσιλ και τις διαπραγματεύσεις μαζί του, μας είπε να περιμένουμε μερικές μέρες».
Ηρωική συλλογική προσπάθεια. Η προετοιμασία της επιχείρησης αυτής είχε αρχίσει. Προηγούμενα είχαν παρθεί από το Δήμο της Αθήνας οι σχετικοί χάρτες των υπονόμων της Αθήνας. Μελετήθηκαν από ειδικούς συντρόφους.
Ο ένας σύντροφος μηχανικός, ειδικευμένος στους υπονόμους του Βελγίου και ο άλλος υπολοχαγός Μηχανικού, ειδικευμένος στα εκρηκτικά, δυστυχώς δε θυμάμαι τα ονόματά τους, κατάστρωσαν τα σχέδια για την είσοδό μας στους υπονόμους της Αθήνας και καθόρισαν το σημείο των υπονόμων από όπου θα μπούμε. Έγιναν από τους ειδικούς οι σχετικές προετοιμασίες μέσα στους υπονόμους, αφού οι υπόνομοι δεν ήσαν σε ευθεία γραμμή. Αλλού ήταν ανήφορος και αλλού κατήφορος, οπότε χρειάστηκε να τοποθετηθούν σκάλες κλπ. Όλα είχαν ετοιμαστεί.
Στις 22/12/1944, τελικά, αν θυμάμαι καλά, αποφασίστηκε να μπούμε μέσα στον υπόνομο 150 περίπου άνδρες του ΕΛΑΣ και άλλα στελέχη του Κόμματος, με στόχο και κατεύθυνση το ξενοδοχείο της “Μεγάλης Βρετανίας”, μεταφέροντας από τον υπόνομο που δέχεται τα βρόχινα νερά και τις βρομιές της τότε Αθήνας, έναν τόνο περίπου εκρηκτικής ύλης, τροτύλης. Η επιχείρηση ξεκίνησε από το Μεταξουργείο.
Ο υπόνομος δεν ήταν αυτός που δέχεται τις ακαθαρσίες, αλλά τα βρόχινα νερά και η κάθοδος έγινε με σιδερένια και όχι ξύλινη σκάλα. Η ατμόσφαιρα μέσα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Μύριζε υγρασία και μούχλα. Και τα νερά, στα σημεία που ήταν φαρδύς ο υπόνομος, μας φτάνανε ως τα γόνατα, ενώ όπου στένευε φτάνανε ως το στήθος, χώρια τα τεράστια ποντίκια…
Η επιχείρηση από το Μεταξουργείο δεν προχώρησε. Είχαμε την απώλεια του μέλους του Γραφείου της Αχτίδας που σκοτώθηκε από αγγλικό βλήμα. Είδαν κάποια μικρή μάζωξη στο σπίτι που βρισκόμασταν και μας έριξαν. Η καθοδήγηση της Αχτίδας κατόπιν τούτου αποφάσισε να σταματήσει η επιχείρηση και φυσικά να γίνει σε άλλο σημείο.
Πράγματι η επιχείρηση έγινε στη Λένορμαν πολύ πιο μακριά από το Μεταξουργείο. Μπήκαν όλοι οι άνδρες στον υπόνομο με προσοχή κατά ομάδες τοποθέτησαν την εκρηκτική ύλη και επέστρεψαν ύστερα από αρκετές ώρες.
Αφού τέλειωσε αυτή η φάση έδωσε εντολή το Γραφείο της Αχτίδας και συγκεκριμένα ο Γραμματέας της Αχτίδας Μπάμπης Γρηγοριάδης, είχαμε δουλέψει μαζί από το 1943 που ήταν γραμματέας της 6ης Αχτίδας, να μπούμε 5 σύντροφοι, για να κάνουμε τον τελευταίο έλεγχο των καλωδίων.
Σημειώνω τις δυσκολίες που συναντήσαμε από την είσοδο του υπονόμου μέχρι το τέρμα και το σημειώνω αυτό γιατί τις έζησα ο ίδιος. Φυσικά, οι δυσκολίες, που αντιμετώπισαν οι προηγούμενες ομάδες που κουβαλούσαν το φορτίο της εκρηκτικής ύλης στην πλάτη τους, ήταν πολύ μεγαλύτερες και οι κίνδυνοι πολύ περισσότεροι.
Τεράστιες δυσκολίες. Όπως αναφέρω πιο πάνω ο υπόνομος δεν ήταν ευθύς είχε λακκούβες μικρές και μεγάλες που γλίστραγες και έμπαινες μέσα στο νερό και σε ορισμένα σημεία πάνω από τη μέση μέχρι και στο στήθος. Οι δρόμοι δεν ήταν σε ευθεία γραμμή, το επίπεδο του δρόμου άλλαζε μέχρι που δημιουργούσε μικρούς καταρράχτες και ανεβαίναμε σε σκάλες που το πρώτο συνεργείο είχε τοποθετήσει. Θυμάμαι πως κάτω από την Ερμού ήταν μία δίοδος πολύ μικρή και στενή. Αρκεί να σημειώσω πως την περάσαμε με την κοιλιά, μπουσουλώντας στο νερό. Και σε άλλα σημεία περνούσαμε σκυμμένοι, ήταν πολύ δύσκολη η διαδρομή.
Κίνδυνοι υπήρχαν πολλοί. Εκτός αυτών που ανέφερα ήταν και οι κίνδυνοι που προέρχονταν από τα φρεάτια των δρόμων που μέσω αυτών έμπαιναν τα νερά στον υπόνομο.
Ακούγαμε τα βήματα των περαστικών και φυσικά και τις περιπολίες των Αγγλων στρατιωτών. Αυτό το γεγονός υποχρέωνε όλους τους συντρόφους που βρίσκονταν μέσα στον υπόνομο να είναι πολύ προσεκτικοί. Οι βρωμιές και αναθυμιάσεις μας έφερναν βήχα, φτέρνισμα που μας ανάγκαζαν να προσέχουμε για να μη μας αντιληφθούν. Δε βγάζαμε κουβέντα, η συνεννόηση γινόταν με χειρονομίες.
Τελικά παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες επιστρέψαμε στη βάση μας. Η επιχείρηση τέλειωσε και πέτυχε αφού ξεπέρασε σε χρόνο περίπου 12-15 ώρες και τελικά περιμέναμε το σύνθημα για να μπει σε ενέργεια η ηλεκτρογεννήτρια.
Το αυτοκίνητο με την ηλεκτρογεννήτρια θα έδινε στην κατάλληλη στιγμή τον σπινθήρα στα εκρηκτικά που ήταν τοποθετημένα στα θεμέλια και κάτω από τα υπόγεια της “Μεγάλης Βρετανίας”. Έρχεται όμως ξαφνικά ο Σπύρος Καλοδίκης Β` Γραμματέας της ΚΟΑ με μοτοσικλέτα, (δολοφονήθηκε το Νοέμβρη του 1947 από όργανα της Ασφάλειας στη Λάρισα) και σε έξαλλη κατάσταση φώναξε τους άνδρες που χειριζόταν τη γεννήτρια.
“Σταματήστε – Σβήστε τη γεννήτρια αμέσως. Σταματήστε! Η ανατίναξη δε θα γίνει. Ηρθε ο Τσόρτσιλ στη “Μεγάλη Βρετανία”. Σταματήστε!…”.
Όλοι, όσοι βρεθήκαμε εκεί και πήραμε μέρος στην επιχείρηση, βρεγμένοι ως το κόκαλο από τα νερά των υπονόμων, αισθανθήκαμε αγανάκτηση για τη ματαίωση αυτής της ανατίναξης».
Ήρωες είναι οι αγωνιστές όλη τη ζωή.
Ο δημοσιογράφος κ. Παπαχελάς σε εκπομπή του σε τηλεοπτικό σταθμό μεταξύ των άλλων αναφέρθηκε και στην «επιχείρηση των υπονόμων».
Δε γνωρίζω αν αυτοί που παραβρέθηκαν σ’ αυτή την εκπομπή είχαν πάρει μέρος σ’ αυτή την επιχείρηση. Εγώ δε θυμάμαι, μπορεί να κάνω λάθος ή μπορεί να έμαθαν ή άκουσαν από άλλους τα της επιχείρησης αυτής.
Εγώ πήρα μέρος σ’ αυτή την επιχείρηση και μάλιστα, όπως σημειώνω παραπάνω, συμμετείχα στο τελευταίο συνεργείο, που κάναμε τον έλεγχο των καλωδίων και δίνω στοιχεία για τις δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετώπισε όλη η δύναμη των συντρόφων που πήρε μέρος μέχρι και τον ερχομό του συντρόφου Καλοδίκη.
Ήταν πράγματι μια τολμηρή και ηρωική πράξη. Φυσικά δεν ήταν η μοναδική.
Και άλλες πολλές ηρωικές πράξεις έγιναν στην πορεία των λαϊκών αγώνων με μπροστάρη το ΚΚΕ. Το Κόμμα μας στη μακραίωνη πορεία του πάνω από 82 συνεχή χρόνια έχει να παρουσιάσει πληθώρα τέτοιων μικρότερων ή και μεγαλύτερων ηρωικών πράξεων.
Ανέδειξε χιλιάδες ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για το Κόμμα, το λαό, το πιστεύω τους.
Το ΚΚΕ, κόμμα νέου τύπου, ηρωικό αταλάντευτο, ήταν μπροστάρης των αγώνων του λαού για μια Ελλάδα σοσιαλιστική. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όμως πως άλλο είναι η ηρωική πράξη όσο μεγάλη και αν είναι κι άλλο είναι ο άνθρωπος κομμουνιστής, ο αγωνιστής, ο ήρωας.
Η ηρωική πράξη είναι ένα γεγονός που γίνεται από ένα δυο συντρόφους ή ακόμα ομάδα συντρόφων. Αυτή η ενέργεια είναι αξιέπαινη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, είναι μια πράξη ηρωική ασφαλώς που συμβάλλει στην ανάταση του κινήματος στην ανάπτυξη των αγώνων και σαν τέτοια πρέπει να την εκτιμούμε.
Όμως, ο τίτλος ήρωας δεν κρίνεται μόνο από τη συγκεκριμένη ηρωική πράξη κρίνεται και από την όλη αγωνιστική συνέχειά του, τη μετέπειτα στάση του, τη συνέπειά του στο πιστεύω του και, πολύ περισσότερο, εκτιμάται ιστορικά μετά το θάνατό του.
Ενδεικτικά αναφέρω ήρωες, για να δείξω τη σημασία της παραπάνω προϋπόθεσης, Σουκατζίδης, Τατάκης, Μπελογιάννης, Πλουμπίδης, Σαμπατάκος, οι τρεις ΕΠΟΝίτες στο Βύρωνα. Μακρύς είναι ο κατάλογος τέτοιων ηρώων. Όμως υπάρχουν και ηρωικές πράξεις που ίσως να μην τις θυμόμαστε, ίσως δεν έγιναν γνωστοί οι σύντροφοι που συνέβαλαν σ’ αυτές τις πολύ τολμηρές πράξεις.
Ποιος θυμάται το φωτεινό σήμα ΕΑΜ στην Ακρόπολη και τους συντρόφους που το έστησαν;
Ποιος θυμάται την κατάληψη του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού, κάπου στο Ζάππειο, το 1942 και την ολιγόλεπτη εκπομπή για το ΕΑΜ;
Τέτοιες ηρωικές πράξεις έγιναν πολλές. Το ΚΚΕ είναι το μοναδικό Κόμμα που σε όλη του την πορεία πάλεψε και παλεύει κάτω από δυσκολότατες συνθήκες, νόμιμες, παράνομες, ημιπαράνομες. Έδωσε και δίνει ηρωικούς αγώνες, ανέδειξε χιλιάδες ήρωες.
Καταλήγοντας θέλω να πω ότι ο κομμουνιστής και μετά από μια ή περισσότερες ηρωικές πράξεις, συνεχίζει να παλεύει με συνέπεια και ευθύνη για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Δεν περιαυτολογεί, ούτε καυχιέται, κομπορρημονεί για το έργο του. Υποτάσσει το εγώ στο συνολικό συμφέρον, στο συμφέρον του αγώνα, συνεχίζει να συνεισφέρει όσο ζει, για να δικαιώσει την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν και κατά κύριο λόγο το Κόμμα. Τότε και μόνον τότε δικαιωματικά θα δοθεί ο τίτλος του ήρωα, σ’ αυτούς τους αγωνιστές.
-atexnos.gr-
Οι μικροί ήρωες… Τα Αετόπουλα
Ξεχωριστή σελίδα στην ιστορία της ΕΠΟΝ έχουν γράψει τα Αετόπουλα. Τα 12χρονα, 14χρονα, 15χρονα παιδιά που έδωσαν το δικό τους παρών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
«Αν η οχτάχρονη τυραννία δεν μπόρεσε να τσακίσει το φρόνημα και τον ανδρισμό των μεγάλων, δεν μπόρεσε και να διαφθείρει την ψυχή των παιδιών, για να “διαπλάσει” με όλα τα γνωστά μέσα της υλικής και της ηθικής βίας μια μάζα ανδραπόδων για την αύριο. Κι αν οι μεγάλοι αντιπροσωπεύοντας την πλειοψηφία του λαού (την υγιή του πλειοψηφία) κατορθώσανε με τους επικούς αγώνες τους σε βουνά και σε πολιτείες και με τεράστιες θυσίες να καταβάλουνε και τον εξωτερικό και τον εσωτερικό εχθρό, όμως και τα παιδιά του λαού βοηθήσανε τον αγώνα της απελευθέρωσης με το ίδιο θάρρος, την ίδια πίστη και με όχι λιγότερες θυσίες…» (Κ. Βάρναλης).
O πόλεμος & η φασιστική κατοχή στην Ελλάδα έφεραν το χειμώνα του 1940-1941 τη μεγάλη πείνα, την υποδούλωση, τη λεηλασία της χώρας και τα χιλιάδες θύματα. Τα πεινασμένα παιδιά χωρίς σχολείο, χωρίς τροφή, άρρωστα, πέθαιναν χωρίς καμιά βοήθεια.
Με την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ, πρώτος στόχος του αγώνα είναι η σωτηρία του λαού & της νεολαίας από την πείνα. Η επιβίωση και η αντίσταση. Δίπλα στους μεγάλους και τη νεολαία, μέσα στη γενική κινητοποίηση για συσσίτια, σχολεία, ρουχισμό, τα παιδιά της πρώτης σχολικής ηλικίας μαζί με τις μανάδες τους, κατεβαίνουν και ζητάνε από τις κυβερνήσεις των Κουίσλινγκ, την αυτοδιοίκηση, το διεθνή Ερυθρό Σταυρό τα απαραίτητα για την επιβίωση τους.
Η προσπάθεια εντάθηκε με την καθοδήγηση της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων & άλλων αντιστασιακών οργανώσεων που πήραν στα χέρια τη λειτουργία των συσσιτίων στις γειτονιές και τα σχολεία. Στις μεγάλες πόλεις γίνονται διαδηλώσεις για τον επισιτισμό, όπως κινητοποιούνται και τα μικρά παιδιά μαζί με τους μεγάλους. Χτυπώντας τα τενεκεδάκια του συσσιτίου φωνάζουν τα συνθήματα τους. ''Δώστε μας να φάμε'', ''δώστε μας να ντυθούμε''.
Αυτή τους η δραστηριότητα ήταν μια διαπαιδαγώγηση στην Εθνική Αντίσταση, στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Έτσι, γίνονται οι μικροί ανήλικοι βοηθοί της ΕΠΟΝ & του ΕΑΜ. Βγαίνουν τις νύχτες με χωνιά, ενημερώνουν & ενθαρρύνουν τον λαό. Μοιράζουν το παράνομο υλικό της Αντίστασης και σαν σύνδεσμοι βοηθούν την παράνομη δράση.
«…Πόσοι μικροί ήρωες από αυτά τα παιδιά πληρώσανε με τη ζωή τους αυτή τους την εθνική υπηρεσία! Τιμή κι ευγνωμοσύνη χρωστάμε όλοι μας στα παιδιά της ΕΠΟΝ. Και μαζί νιώθουμε τη βαριά υποχρέωση να καθαρίσουμε ό,τι σάπιο αφήσανε στον τόπο οι δυο τετραετίες, για να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια πατρίδα λεύτερη κι ευτυχισμένη. Πρέπει οι αυριανοί Ελληνες να είναι απ’ όλες τις απόψεις πιο χαρούμενοι από μας σε μιαν Ελλάδα ηθικά μεγάλη…» (Κ. Βάρναλης).
Η οργάνωσή τους σε ομάδες έγινε φυσιολογικά, κυρίως όταν με την άνοδο της αντιστασιακής πατριωτικής δράσης της νεολαίας και του λαού στις αρχές του 1943 ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ. Έτσι γεννήθηκαν οι ομάδες των Αετόπουλων μέσα σε έναν τέτοιο αγώνα βγήκαν μορφές ηρωικές παιδιών που θυσιάστηκαν. Μορφές που σε αφήνουν κατάπληκτο με το ηθικός ύψος και τη συνειδητή αυτοθυσία τους. Τα Αετόπουλα ήταν η χαρούμενη αλλά και πολύτιμη εφεδρεία του αντιστασιακού αγώνα. Ήταν σχηματισμοί πιτσιρικάδων στους κόλπους των οργανώσεων της ΕΠΟΝ που δεν έκαναν θελήματα. Οι μεταφορές εντύπων, παράνομων σημειωμάτων ακόμα και όπλων δεν ήταν θελήματα. Ήταν πράξεις αγωνιστικές με ανυπολόγιστη πολλές φορές αξία για την Αντίσταση.
Πολλά Αετόπουλα διακρίθηκαν για την ατσιδοσύνη και την παλικαριά τους σε επικίνδυνες αποστολές που για τους μεγάλους θα ήταν ακατόρθωτες ή τουλάχιστον πολύ δύσκολες. Παιδιά 12, 14 και 15 χρονών πέφτουν στις μάχες ή στα εκτελεστικά αποσπάσματα των Γερμανών. Στις εξεγερμένες πόλεις της Ελλάδας ή στο βουνό. Αυτά τα παιδιά που στα 10, 12 ή 15 χρόνια τους αγωνίζονταν στην Αντίσταση είναι η απάντηση σε όσους απορούν για την ηλικία ορισμένων αντιστασιακών στον καιρό της Κατοχής. Η δράση των Αετόπουλων παίρνει πιο πλούσια μορφή στις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας. Τα Αετόπουλα γίνονται από τη μια αντικείμενο της φροντίδας της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ και από την άλλη πολύτιμοι βοηθοί τους. Η ΕΠΟΝ οργανώνει τις ομάδες των Αετόπουλων. Συσσίτια και παιδικοί σταθμοί, Σχολεία και λέσχες. Βιβλιοθήκες, ψυχαγωγία και θέατρο είναι οι τομείς όπου η ΕΠΟΝ κινητοποιεί και τα ίδια τα παιδιά. Παράλληλα στην Ελεύθερη Ελλάδα τα Αετόπουλα συμβάλλουν στην αντιστασιακή δράση και σαν βοηθοί της Αυτοδιοίκησης και του Αντάρτικου.
-atexnos.gr-
23 Φλεβάρη 1942: Μια γιορτή που σταμάτησε πριν αρχίσει…
Φλεβάρης του 1918, Ρωσία. Η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση έχει επικρατήσει και οι μπολσεβίκοι με επικεφαλής τον Λένιν προχωρούν στο χτίσιμο του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Ένα κράτος που για να ορθοποδήσει και να προασπιστεί τη νέα λαϊκή εξουσία από την ιμπεριαλιστική επιβουλή χρειάζεται στρατό. Στις 23 Φλεβάρη η Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή εκδίδει το διάταγμα για την καθολική στρατιωτική εκπαίδευση των εργαζομένων και αργότερα το διάταγμα για την καθολική στρατιωτική θητεία. Από την Κόκκινη Φρουρά που συγκροτήθηκε από ένοπλες ομάδες εργατών, αποτέλεσε τον πυρήνα του Επαναστατικού Κόκκινου Στρατού και στη συνέχεια πλαισιώθηκε από τους στρατιώτες και ναύτες του τσαρικού καθεστώτος που πέρασαν στο πλευρό του επαναστατημένου λαού, γεννιέται ο Κόκκινος Στρατός. Από τότε η 23 Φλεβάρη γιορτάζεται στη Σοβιετική Ένωση σαν η μέρα του Κόκκινου Στρατού.
Φλεβάρης του 1942, Ανάφη. Στο πιο απομακρυσμένο νησί των Κυκλάδων, τόπο άγονο, άνυδρο, χωρίς βλάστηση και με λίγους κατοίκους, 220-250 εξόριστοι κομμουνιστές παλεύουν με τις κακουχίες και την πείνα που τους επέβαλε ο ντόπιος και ξένος φασισμός για να τους αποσπάσει «δηλώσεις μετανοίας». Μερικούς μήνες νωρίτερα οι «ελληνικές» αρχές τους είχαν παραδώσει στους γερμανοϊταλούς, παρά το ότι με αλλεπάλληλα υπομνήματα οι εξόριστοι ζητούσαν να αφεθούν ελεύθεροι για να πολεμήσουν τον καταχτητή.
Τον χειμώνα του 1941-42 ο θάνατος και οι αρρώστιες από την πείνα που έφερε ο πόλεμος και ο φασισμός, θέριζαν την ελληνική επικράτεια. Στο ξερονήσι της Ανάφης τα αποθέματα τροφίμων της Ομάδας Συμβίωσης των εξορίστων έχουν τελειώσει. Από την πείνα πάρα πολλοί έχουν πάθει αβιταμίνωση ή έχουν προσβληθεί από άλλες ασθένειες, με αποτέλεσμα λίγοι να είναι αυτοί που μπορούν πια να σταθούν στα πόδια τους. Οι διαμαρτυρίες και οι εκκλήσεις τους για ιατρική περίθαλψη και τρόφιμα φτάνουν στ’ αυτιά του νέου Ιταλού διοικητή των Κυκλάδων που αποφασίζει να επισκεφτεί την Ανάφη.
Οι εξόριστοι θέλοντας να του δείξουν ότι η κατάσταση δεν πάει άλλο μεταφέρουν στο κέντρο του χωριού πάνω σε ράντζα τους ετοιμοθάνατους σκελετωμένους συντρόφους τους. Δίπλα τους συγκεντρώνεται όλο το χωριό.
Ο Γιώργης Ζάρκος, εξόριστος στην Ανάφη από την μεταξική δικτατορία γράφει στο βιβλίο του: «Βάλαν, όσοι μπορούσαν να στέκονται ακόμη στα πόδια τους, πάνου σε πάνινα κρεβάτια τους σκελετωμένους. Έγινε μια πομπή που ξεκίνησε απ’ την αστυνομία, τον κεντρικό δρόμο και τους πήγανε και τους ακούμπησαν στην αυλή του διοικητηρίου, Ήταν κάτι πολύ πιο τραγικό από κηδεία με δέκα φέρετρα. Οι σκελετοί ήσαντε του Ελέα, του Αγγελακάκη, του Περλορέντζου, του Γιαννουκάκη. (…) Οι χωριάτες και οι Ιταλοί είχαν όλοι συγκινηθεί. Άλλοι ήταν κίτρινοι από αγωνία και άλλοι δάκρυζαν».
Ο Ιταλός διοικητής κάτω από την κατακραυγή εξορίστων και κατοίκων δεσμεύεται ότι θα εξεταστούν οι «πιο σοβαρές» περιπτώσεις. Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει από την πείνα ο Απ. Αποστολίδης…
Η 23 του Φλεβάρη, μέρα ίδρυσης του Κόκκινου Στρατού γιορταζόταν κάθε χρόνο από τους εξόριστους κομμουνιστές στην Ανάφη και στους άλλους τόπους εξορίας. Εκείνη τη χρονιά και μέσα στις τραγικές συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί, ο γιορτασμός αποχτούσε άλλον χαρακτήρα. Η αντίσταση του Κόκκινου Στρατού απέναντι στις φασιστικές ορδές του άξονα θέριευε την ελπίδα των απομονωμένων αγωνιστών και γέμιζε με δύναμη και αντοχή τις ψυχές τους.
Οι προετοιμασίες για τη γιορτή ξεκινούν. Ορίζονται οι ομιλητές, μοιράζονται τα ποιήματα, ετοιμάζονται τα τραγούδια, τα σκετς, η χορωδία· ένα γεμάτο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. «Τυπώνεται» το πανηγυρικό φύλλο του «Αντιφασίστα» (χειρόγραφη εφημερίδα των εξορίστων της Ανάφης). Στο θάλαμο στήνεται σκηνή, οι τοίχοι στολίζονται με φωτογραφίες και λουλούδια. Όμως αυτό που κάνει περισσότερο τους εξόριστους να αδημονούν να ξημερώσει η μεγάλη μέρα είναι η ―με χίλιους κόπους και κρυφά από τη φρουρά― εξασφάλιση από την Ομάδα πλούσιου φαγητού! Το βράδυ της 22 Φλεβάρη όλα είναι έτοιμα και μόνο λίγες ώρες απομένουν για τη γιορτή, όταν η ζωή του Μανώλη Περλορέντζου σβήνει πάνω στο ράντζο όπου κείτονταν εξαντλημένος από την πείνα. Ο θάνατος του συντρόφου συγκλονίζει την Ομάδα. Το ξημέρωμα φέρνει, αντί για χαρά και αισιοδοξία, βουβαμάρα, δάκρυα και προετοιμασίες για την κηδεία. Τα λουλούδια κατεβαίνουν από τους τοίχους και πλέκονται στεφάνια αποχαιρετισμού…
«Όλα πήραν αλλιώτικη όψη στο θάλαμο που θα γινόταν η γιορτή. Χάλασε η σκηνή… αφαιρέθηκαν οι φωτογραφίες που στόλιζαν τους τοίχους. Έμεινε μόνο στη μέση του θαλάμου ένα τραπέζι με την κάσα του Μανώλη μας. Όλοι οι σύντροφοι κάθονταν γύρω γύρω βουβοί, γεμάτοι θλίψη. Κι όταν κανείς σηκωνόταν πατούσε στα δάχτυλα των ποδιών του, προσέχοντας να μη ξυπνήσει τον Μανώλη από τον αιώνιο ύπνο του. Ο πόνος μας δεν περιγράφεται. Είχαμε τη γνώμη πως η ίδια τύχη μας περίμενε όλους. Και όμως τίποτα δεν μπορούσε να λυγίσει την πίστη μας, ότι ο λαός θα φτάσει στην τελική νίκη. Και το παράδειγμά μας θα γινόταν φάρος στον αγώνα του λαού μας για λευτεριά και κοινωνική πρόοδο. Η θυσία μας θα γινόταν παράδειγμα για μίμηση», θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα ο εξόριστος Ντίνος Καλτσούνης.
Ο Μανώλης Περλορέντζος ήταν τυπογράφος, από την Αθήνα όπου έφτασε πρόσφυγας από τη Μ. Ασία. Βρισκόταν στην Ανάφη από την κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936 και ήταν ο υπεύθυνος της εφημερίδας «Αντιφασίστας». Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο θάλαμο συνεδριάσεων της Ομάδας, με τιμητική φρουρά στην οποία συμμετείχαν όσοι σύντροφοί του μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους.
«Ξεκινήσαμε για την ταφή μαζί με όλο το χωριό. Οι νησιώτες πάντα μας συμπαραστέκονταν σ’ όλες τις εκδηλώσεις μας. Καθώς πηγαίναμε για την εκκλησία, πολλοί Ιταλοί, παρά τη διαταγή που είχαν ήταν να μην κυκλοφορούν έξω την ώρα της κηδείας, ωστόσο τα στρατευμένα εργατόπαιδα της Ιταλίας ανέβηκαν στις στέγες των σπιτιών και χαιρετούσαν το νεκρό μας σε στάση προσοχής. (Η φρουρά των Ιταλών είχε κομματικό πυρήνα). Το πιο τραγικό είναι ότι μέχρι να διαβάσουν οι παπάδες τη νεκρώσιμη ακολουθία λιποθύμησαν πέντε σύντροφοι από την πείνα και την εξάντληση. Έτσι τη μέρα της Μεγάλης Γιορτής θάψαμε τον αξέχαστο σύντροφό μας Μανώλη Περλορέντζο, από την Αθήνα».
Την ώρα που το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο οι γυναίκες του χωριού πιάνουν τα μοιρολόγια, ενώ η χορωδία μέσα σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης τραγουδά επαναστατικά τραγούδια. Σε λίγο όλες οι φωνές ενώνονται σε μια ιαχή που ο δυνατός αέρας την σηκώνει πάνω απ’ τα κύματα του Αιγαίου και την ταξιδεύει όπου μάχεται το φως με το σκοτάδι: «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, χαίρε, ω χαίρε λευτεριά».
Όπως αναφέρει η Μάργκαρετ Κένα στο βιβλίο της: «Ο Αποστολίδης και ο Περλορέντζος ενταφιάστηκαν σε γειτονικούς τάφους. (…) Αργότερα τα οστά των εξορίστων ξεθάφτηκαν σύμφωνα με το έθιμο του νησιού (…)Μια οικογένεια από το νησί έστειλε την κόρη της να τοποθετήσει τα οστά σε «ασφαλισμένο μέρος», τυλιγμένα με το λάβαρο της ομάδας, μέχρι να κτισθεί κάποιος τάφος για να τοποθετηθούν. (…) Τα μέλη της ομάδας συνήθιζαν να την αποκαλούν με το σοβιετοποιημένο παρατσούκλι “Ανούσκα”. (…) Δεν υπάρχουν πληροφορίες που βρίσκονται σήμερα».
Ακόμα περίπου είκοσι εξόριστοι πέθαναν στην Ανάφη από την πείνα. Σαράντα μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» στη Θεσσαλονίκη και εκτελέστηκαν επειδή αρνήθηκαν να αποδεχτούν την βουλγαρική υπηκοότητα που ήθελαν να τους επιβάλουν οι φασίστες. Άλλοι κατάφεραν να δραπετεύσουν και κατέφυγαν στο βουνό όπου πολέμησαν για τη λευτεριά ενάντια στους καταχτητές. Πολλοί μεταφέρθηκαν σε άλλους τόπους εξορίας ή φυλακίστηκαν, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που στη συνέχεια έπεσαν από τα βόλια του φασισμού και της ντόπιας αντίδρασης μπροστά στη μάντρα της Καισαριανής και τόσων ακόμα θυσιαστηρίων, γράφοντας με το αίμα τους από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας του λαού μας στους μακρόχρονους αγώνες του για λευτεριά, προκοπή και κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο πόλεμος τέλειωσε με εκατομμύρια θύματα και με τη συντριβή του φασισμού, με την απροσμέτρητη συμβολή του Κόκκινου Στρατού. Και παρά την συνεχή προσπάθεια της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας για παραχάραξη ή, πιο σωστά, για ξαναγράψιμο της Ιστορίας με υποβιβασμό του ρόλου του Κόκκινου Στρατού και της καθοριστικής συμβολής της Σοβιετικής Ένωσης στην έκβαση του πολέμου και τη συντριβή του φασισμού, ό,τι γράφεται με αίμα δεν ξεγράφεται. Ο Κόκκινος Στρατός παραμένει ζωντανό σύμβολο της συνεισφοράς του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, στην εξέλιξή του.
1) Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργη Ζάρκου «Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων Ανάφης – ΟΣΠΕΑ», όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Κώστα Γκριτζώνα «Ομάδες Συμβίωσης», εκδόσεις Φιλίστωρ, 2001.
2) Ντίνος Καλτσούνης, γράμμα στο Ριζοσπάστη (22/2/1976)
3) Ντίνος Καλτσούνης, ό.π.
4) Μάργκαρετ Κένα «Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο της Μάργκαρετ Κένα.
-atexnos.gr-
Φλεβάρης του 1942, Ανάφη. Στο πιο απομακρυσμένο νησί των Κυκλάδων, τόπο άγονο, άνυδρο, χωρίς βλάστηση και με λίγους κατοίκους, 220-250 εξόριστοι κομμουνιστές παλεύουν με τις κακουχίες και την πείνα που τους επέβαλε ο ντόπιος και ξένος φασισμός για να τους αποσπάσει «δηλώσεις μετανοίας». Μερικούς μήνες νωρίτερα οι «ελληνικές» αρχές τους είχαν παραδώσει στους γερμανοϊταλούς, παρά το ότι με αλλεπάλληλα υπομνήματα οι εξόριστοι ζητούσαν να αφεθούν ελεύθεροι για να πολεμήσουν τον καταχτητή.
Τον χειμώνα του 1941-42 ο θάνατος και οι αρρώστιες από την πείνα που έφερε ο πόλεμος και ο φασισμός, θέριζαν την ελληνική επικράτεια. Στο ξερονήσι της Ανάφης τα αποθέματα τροφίμων της Ομάδας Συμβίωσης των εξορίστων έχουν τελειώσει. Από την πείνα πάρα πολλοί έχουν πάθει αβιταμίνωση ή έχουν προσβληθεί από άλλες ασθένειες, με αποτέλεσμα λίγοι να είναι αυτοί που μπορούν πια να σταθούν στα πόδια τους. Οι διαμαρτυρίες και οι εκκλήσεις τους για ιατρική περίθαλψη και τρόφιμα φτάνουν στ’ αυτιά του νέου Ιταλού διοικητή των Κυκλάδων που αποφασίζει να επισκεφτεί την Ανάφη.
Οι εξόριστοι θέλοντας να του δείξουν ότι η κατάσταση δεν πάει άλλο μεταφέρουν στο κέντρο του χωριού πάνω σε ράντζα τους ετοιμοθάνατους σκελετωμένους συντρόφους τους. Δίπλα τους συγκεντρώνεται όλο το χωριό.
Ο Γιώργης Ζάρκος, εξόριστος στην Ανάφη από την μεταξική δικτατορία γράφει στο βιβλίο του: «Βάλαν, όσοι μπορούσαν να στέκονται ακόμη στα πόδια τους, πάνου σε πάνινα κρεβάτια τους σκελετωμένους. Έγινε μια πομπή που ξεκίνησε απ’ την αστυνομία, τον κεντρικό δρόμο και τους πήγανε και τους ακούμπησαν στην αυλή του διοικητηρίου, Ήταν κάτι πολύ πιο τραγικό από κηδεία με δέκα φέρετρα. Οι σκελετοί ήσαντε του Ελέα, του Αγγελακάκη, του Περλορέντζου, του Γιαννουκάκη. (…) Οι χωριάτες και οι Ιταλοί είχαν όλοι συγκινηθεί. Άλλοι ήταν κίτρινοι από αγωνία και άλλοι δάκρυζαν».
Ο Ιταλός διοικητής κάτω από την κατακραυγή εξορίστων και κατοίκων δεσμεύεται ότι θα εξεταστούν οι «πιο σοβαρές» περιπτώσεις. Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει από την πείνα ο Απ. Αποστολίδης…
Η 23 του Φλεβάρη, μέρα ίδρυσης του Κόκκινου Στρατού γιορταζόταν κάθε χρόνο από τους εξόριστους κομμουνιστές στην Ανάφη και στους άλλους τόπους εξορίας. Εκείνη τη χρονιά και μέσα στις τραγικές συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί, ο γιορτασμός αποχτούσε άλλον χαρακτήρα. Η αντίσταση του Κόκκινου Στρατού απέναντι στις φασιστικές ορδές του άξονα θέριευε την ελπίδα των απομονωμένων αγωνιστών και γέμιζε με δύναμη και αντοχή τις ψυχές τους.
Οι προετοιμασίες για τη γιορτή ξεκινούν. Ορίζονται οι ομιλητές, μοιράζονται τα ποιήματα, ετοιμάζονται τα τραγούδια, τα σκετς, η χορωδία· ένα γεμάτο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. «Τυπώνεται» το πανηγυρικό φύλλο του «Αντιφασίστα» (χειρόγραφη εφημερίδα των εξορίστων της Ανάφης). Στο θάλαμο στήνεται σκηνή, οι τοίχοι στολίζονται με φωτογραφίες και λουλούδια. Όμως αυτό που κάνει περισσότερο τους εξόριστους να αδημονούν να ξημερώσει η μεγάλη μέρα είναι η ―με χίλιους κόπους και κρυφά από τη φρουρά― εξασφάλιση από την Ομάδα πλούσιου φαγητού! Το βράδυ της 22 Φλεβάρη όλα είναι έτοιμα και μόνο λίγες ώρες απομένουν για τη γιορτή, όταν η ζωή του Μανώλη Περλορέντζου σβήνει πάνω στο ράντζο όπου κείτονταν εξαντλημένος από την πείνα. Ο θάνατος του συντρόφου συγκλονίζει την Ομάδα. Το ξημέρωμα φέρνει, αντί για χαρά και αισιοδοξία, βουβαμάρα, δάκρυα και προετοιμασίες για την κηδεία. Τα λουλούδια κατεβαίνουν από τους τοίχους και πλέκονται στεφάνια αποχαιρετισμού…
«Όλα πήραν αλλιώτικη όψη στο θάλαμο που θα γινόταν η γιορτή. Χάλασε η σκηνή… αφαιρέθηκαν οι φωτογραφίες που στόλιζαν τους τοίχους. Έμεινε μόνο στη μέση του θαλάμου ένα τραπέζι με την κάσα του Μανώλη μας. Όλοι οι σύντροφοι κάθονταν γύρω γύρω βουβοί, γεμάτοι θλίψη. Κι όταν κανείς σηκωνόταν πατούσε στα δάχτυλα των ποδιών του, προσέχοντας να μη ξυπνήσει τον Μανώλη από τον αιώνιο ύπνο του. Ο πόνος μας δεν περιγράφεται. Είχαμε τη γνώμη πως η ίδια τύχη μας περίμενε όλους. Και όμως τίποτα δεν μπορούσε να λυγίσει την πίστη μας, ότι ο λαός θα φτάσει στην τελική νίκη. Και το παράδειγμά μας θα γινόταν φάρος στον αγώνα του λαού μας για λευτεριά και κοινωνική πρόοδο. Η θυσία μας θα γινόταν παράδειγμα για μίμηση», θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα ο εξόριστος Ντίνος Καλτσούνης.
Ο Μανώλης Περλορέντζος ήταν τυπογράφος, από την Αθήνα όπου έφτασε πρόσφυγας από τη Μ. Ασία. Βρισκόταν στην Ανάφη από την κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936 και ήταν ο υπεύθυνος της εφημερίδας «Αντιφασίστας». Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο θάλαμο συνεδριάσεων της Ομάδας, με τιμητική φρουρά στην οποία συμμετείχαν όσοι σύντροφοί του μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους.
«Ξεκινήσαμε για την ταφή μαζί με όλο το χωριό. Οι νησιώτες πάντα μας συμπαραστέκονταν σ’ όλες τις εκδηλώσεις μας. Καθώς πηγαίναμε για την εκκλησία, πολλοί Ιταλοί, παρά τη διαταγή που είχαν ήταν να μην κυκλοφορούν έξω την ώρα της κηδείας, ωστόσο τα στρατευμένα εργατόπαιδα της Ιταλίας ανέβηκαν στις στέγες των σπιτιών και χαιρετούσαν το νεκρό μας σε στάση προσοχής. (Η φρουρά των Ιταλών είχε κομματικό πυρήνα). Το πιο τραγικό είναι ότι μέχρι να διαβάσουν οι παπάδες τη νεκρώσιμη ακολουθία λιποθύμησαν πέντε σύντροφοι από την πείνα και την εξάντληση. Έτσι τη μέρα της Μεγάλης Γιορτής θάψαμε τον αξέχαστο σύντροφό μας Μανώλη Περλορέντζο, από την Αθήνα».
Την ώρα που το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο οι γυναίκες του χωριού πιάνουν τα μοιρολόγια, ενώ η χορωδία μέσα σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης τραγουδά επαναστατικά τραγούδια. Σε λίγο όλες οι φωνές ενώνονται σε μια ιαχή που ο δυνατός αέρας την σηκώνει πάνω απ’ τα κύματα του Αιγαίου και την ταξιδεύει όπου μάχεται το φως με το σκοτάδι: «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, χαίρε, ω χαίρε λευτεριά».
Όπως αναφέρει η Μάργκαρετ Κένα στο βιβλίο της: «Ο Αποστολίδης και ο Περλορέντζος ενταφιάστηκαν σε γειτονικούς τάφους. (…) Αργότερα τα οστά των εξορίστων ξεθάφτηκαν σύμφωνα με το έθιμο του νησιού (…)Μια οικογένεια από το νησί έστειλε την κόρη της να τοποθετήσει τα οστά σε «ασφαλισμένο μέρος», τυλιγμένα με το λάβαρο της ομάδας, μέχρι να κτισθεί κάποιος τάφος για να τοποθετηθούν. (…) Τα μέλη της ομάδας συνήθιζαν να την αποκαλούν με το σοβιετοποιημένο παρατσούκλι “Ανούσκα”. (…) Δεν υπάρχουν πληροφορίες που βρίσκονται σήμερα».
Ακόμα περίπου είκοσι εξόριστοι πέθαναν στην Ανάφη από την πείνα. Σαράντα μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» στη Θεσσαλονίκη και εκτελέστηκαν επειδή αρνήθηκαν να αποδεχτούν την βουλγαρική υπηκοότητα που ήθελαν να τους επιβάλουν οι φασίστες. Άλλοι κατάφεραν να δραπετεύσουν και κατέφυγαν στο βουνό όπου πολέμησαν για τη λευτεριά ενάντια στους καταχτητές. Πολλοί μεταφέρθηκαν σε άλλους τόπους εξορίας ή φυλακίστηκαν, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που στη συνέχεια έπεσαν από τα βόλια του φασισμού και της ντόπιας αντίδρασης μπροστά στη μάντρα της Καισαριανής και τόσων ακόμα θυσιαστηρίων, γράφοντας με το αίμα τους από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας του λαού μας στους μακρόχρονους αγώνες του για λευτεριά, προκοπή και κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο πόλεμος τέλειωσε με εκατομμύρια θύματα και με τη συντριβή του φασισμού, με την απροσμέτρητη συμβολή του Κόκκινου Στρατού. Και παρά την συνεχή προσπάθεια της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας για παραχάραξη ή, πιο σωστά, για ξαναγράψιμο της Ιστορίας με υποβιβασμό του ρόλου του Κόκκινου Στρατού και της καθοριστικής συμβολής της Σοβιετικής Ένωσης στην έκβαση του πολέμου και τη συντριβή του φασισμού, ό,τι γράφεται με αίμα δεν ξεγράφεται. Ο Κόκκινος Στρατός παραμένει ζωντανό σύμβολο της συνεισφοράς του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, στην εξέλιξή του.
1) Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργη Ζάρκου «Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων Ανάφης – ΟΣΠΕΑ», όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Κώστα Γκριτζώνα «Ομάδες Συμβίωσης», εκδόσεις Φιλίστωρ, 2001.
2) Ντίνος Καλτσούνης, γράμμα στο Ριζοσπάστη (22/2/1976)
3) Ντίνος Καλτσούνης, ό.π.
4) Μάργκαρετ Κένα «Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο της Μάργκαρετ Κένα.
-atexnos.gr-
Η περιπετειώδης απόδραση των εξόριστων κομμουνιστών του Αη Στράτη στις 17 Ιούνη του 1943
Απ’ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, απ’ όταν ο Αη Στράτης άρχισε να χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας των κομμουνιστών (κατά πάσα πιθανότητα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄20), μέχρι τον Ιούνη του 1943, έγιναν δυο επιτυχημένες αποδράσεις. Η πρώτη τον Σεπτέμβρη του 1936, στην οποία συμμετείχαν οι Τάκης Φίτσιος, Απόστολος Γκρόζος και Μάρκος Βαφειάδης και για την οποία λέγεται πως συνέβαλε και ο Θανάσης Κλάρας (αργότερα Άρης Βελουχιώτης). Η δεύτερη στις 14 Ιούλη του 1940 και συμμετείχαν οι Μ. Ζαχαράτος, Γ. Γουλημάρης, Σπ. Καλοδίκης, Θαν. Στράντζαλης, Ιάκ. Γαβριηλίδης, Θεόφ. Παλιούρας, Κ. Γαμβέτας και Παν. Σιαντής.
Το ξημέρωμα της 17 Ιούνη του 1943, ένα καΐκι δένει σ’ έναν απόμερο όρμο του Αη Στράτη. Από μέσα ξεπηδούν οι μαχητές του ΕΛΑΝ (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό – ο «ΕΛΑΣ της θάλασσας») Θανάσης Στράντζαλης και Νίκος Χουρμούζης. Με την καθοδήγηση του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ έχει οργανωθεί η απόδραση των εξόριστων που κρατούνται στο νησί από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. Όσοι δηλαδή επέζησαν από την άνιση μάχη με τον θάνατο από πείνα (33 αγωνιστές νεκροί από πείνα το διάστημα από 6 Νοέμβρη 1941- αρχές Μάρτη 1942) που τους επέβαλαν οι δεσμοφύλακες τους, συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών.
Ανάμεσα στους επιζήσαντες εξόριστους που συμμετέχουν στην επιχείρηση είναι ο δάσκαλος και λογοτέχνης Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου-ντοκουμέντου ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941, ο οποίος σε άλλο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, περιγράφει με συναρπαστικό τρόπο όλα τα στάδια της επιχείρησης της απόδρασης.
“Ο Γραμματέας μπήκε απ την πόρτα του υπογείου. Ανέβηκε τη μικρή σκάλα και στάθηκε μπροστά μας. Όλοι προσέξαμε, πως το σβησμένο τσιγάρο έτρεμε στο χέρι του. Κατάπιε το σάλιο, σκύβοντας, σα να πονούσε ο λαιμός του, κι ανεβοκατέβηκε το καρύδι. Έβρεξε τα στεγνά χείλη με τη γλώσσα, έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα.
– Σύντροφοι!
Με δυσκολία βγήκε η φωνή κι ήταν τραχιά, ξερή, τρεμουλιαστή.
– Μα τι έπαθα; μουρμούρισε. Δώστε-μου λίγο νερό.
Τώρα σιγουρευτήκαμε πια. Η προφητεία του Μπάμπη βγήκε αληθινή. Μόνο ποιοι θα είχαν σειρά. «Καλύτερα όλοι μαζί», ψιθύρισε κάποιος στις πλάτες μου. «Διαφορετικά και για κείνους…και για τους άλλους, που θα μείνουν…».
Ο Γραμματέας ήπιε νερό, άναψε το τσιγάρο και χαμογέλασε μ έναν τρόπο κρύο.
– Σύντροφοι! είπε ξανά. Ύστερα από απόφαση του Κόμματος θα δραπετεύσουμε.
Ούτε ένας ψίθυρος, ούτε μια κίνηση, ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα δάκρυ. Τίποτε! Θες η είδηση ήταν μεγάλη και δεν τη χωρούσε η καρδιά, θες η πηγή της συγκίνησης είχε στερέψει, κανένας δε σάλεψε.
– Να βάλετε τα καινουργότερα ρούχα, όσοι έχετε, κι από μέσα να φορέσετε δυο αλλαξιές. Προσέχτε. Ν αποφύγουμε κάθε περιττή κίνηση. Να ετοιμαστούμε, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αν μας πάρουν είδηση…αφορμή θέλουν.
Χωριστήκαμε σε ομάδες, κι όταν σκοτίδιασε καλά, ξεκινήσαμε -κάθε δέκα λεφτά και μια ομάδα- για τον Αη-Δημήτρη. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε και πιο πολύ οι γυναίκες. Κάθε λίγο και λιγάκι έπρεπε να καθήσουν, για να πάρουν μιαν ανάσα. Σηκώναμε στις πλάτες και τα παιδιά, το Γιαννάκη, και το Μανωλάκη. Ήταν ένα φλόκαρο, μα εμείς δεν είμασταν πιο γεροί.
Ο μουντζουρωμένος Καϊκτσής, αφού βεβαιώθηκε, πως όλα έγιναν με τάξη και ακρίβεια, ξεκίνησε τελευταίος. Σε μια ραχούλα τρεμόσβηνε φωτιά. Ζύγωσε. Δυο τσομπανόπουλα έψηναν καβούρια σε μια παλιοκαραβάνα και στην πλαγιά, απ την άλλη πάντα, έβοσκε ένα κοπάδι πρόβατα.
– Γειά-σας, ωρέ!
Εκείνα γύρισαν, φοβισμένα.
– Με γνωρίζετε; Ποιος είμαι;
Στο μεταξύ είχε βγάλει τον επίδεσμο και είχε πλυθεί. Κείνα συνήρθαν γρήγορα και χαμογέλασαν.
– Ο Στράντζαλους! Ο Στράντζαλους!
Ο Θανάσης ο Στράντζαλης είχε κάνει χρόνια εξόριστος στο νησί και ήταν υπεύθυνος για τις εξωτερικές δουλιές της Ομάδας. Πήγαινε στα χωράφια, έμπαινε στα σπίτια μοναχός, αν δεν έβρισκε τούς νοικοκυραίους, ζύγιαζε, φόρτωνε τα γαϊδούρια κι απ τη μια ράχη φώναζε στην άλλη: «Ε ε ε ε ε! ! Αριστείδη! Πήρα 30 οκάδες κριθάρι κι είκοσι κουκιά». «Καλά, Στράντζαλου, καλά!».
– Εδώ πίσω έχω ένα υποβρύχιο, θέλετε να σας πάρω στην Αιγυπτο;
– Όχι! Όχι! Στράντζαλου, άρχισαν τα κλαψουρίσματα.
– Τότε, να μην πήτε σε κανένα τίποτα.
– Όχι! δεν θα πούμε. Μη μας παίρνεις.
Δυο μέρες αργότερα, όταν η Αστυνομία ειδοποίησε με βάρκα τη Λήμνο κι ήρθε η Γκεστάπο κι άρχισε να δέρνει στο σωρό και να απειλεί, πως θα κρεμάσει και θα κάψει, τα δυο παιδιά μαρτύρησαν στους γονείς τους. Το χαμπέρι πέταξε από στόμα σε στόμα κι έφτασε στ αυτιά της κοπέλας, που είχε ανταμώσει στο δρόμο τον κεφαλοδεμένο Καϊκτσή. Έτσι διαδόθηκε, πως ήρθε ο Στράντζαλης με υποβρύχιο και τους πήρε στην Αίγυπτο. Οι αρχές πήγαν και παρεκάλεσαν τους Γερμανούς και γλύτωσε το χωριό.”
Ο αέρας λυσσομανάει και τα κύματα ορθώνονται πελώρια και σκάνε με δύναμη στα βράχια. Το παλιό καΐκι, ταλαιπωρημένο από τις φουρτούνες πολλών χρόνων, δεν εμπνέει σιγουριά. Οι εξόριστοι όμως δεν έχουν άλλη επιλογή. Για να γλιτώσουν την επερχόμενη εκτέλεση μόνο ένας δρόμος υπάρχει: η απόδραση. Εμπιστεύονται τους συντρόφους τους. Τον Βασίλη Υψηλάντη, το Νίκο Σοφιά, ιδιοκτήτη και κυβερνήτη του σκάφους και τους σκληροτράχηλους ναύτες του ΕΛΑΝ, Θανάση Στράντζαλη και Νίκο Χουρμούζη που αναλαμβάνουν τη φρούρηση της επιχείρησης.
Συνεχίζει ο Κώστας Μπόσης στις ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του:
“Ξαπλώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον σα σαρδέλες, άπλωσαν ένα πανί από πάνω, αποχαιρετήσαμε τη σκληρή ζωή της εξορίας και τους νεκρούς συντρόφους και ξεκινήσαμε. Το καΐκι χοροπηδούσε και τα κύματα, χτυπώντας με ορμή στο κατάστρωμα, μας κουκούλωσαν. Μα κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν παραπονέθηκε και, πιστεύω, πως και κανένας δε φοβήθηκε.”
Με υπεράνθρωπες προσπάθειες το καΐκι καταφέρνει να κρατάει την πορεία του προς τη Χαλκιδική, αφού χρειάστηκε πρώτα να αδειάσουν τα αμπάρια από το «περιττό βάρος». Οι εξόριστοι που είχαν να φάνε ψωμί περισσότερο από δυο χρόνια, αναγκάζονται με πόνο στην καρδιά να πετάξουν με τα χέρια τους στο βυθό της θάλασσας πολλά τσουβάλια γεμάτα στάρι. Κάποια στιγμή το καΐκι σκεπάζεται από ένα τεράστιο κύμα και ένας εξόριστος βρίσκεται στα φουρτουνιασμένα νερά. Με δυσκολία το πλήρωμα τον τραβάει πάλι πίσω στη ζωή. Γράφει ο K. Μπόσης:
“Ξημερώσαμε μακριά. Πίσω μας είχε χαθεί το νησί. Μπροστά μας το Άγιο Όρος όλο και ζύγωνε. Η θάλασσα, κουρασμένη απ το πάλαιμα μιας βδομάδας, άρχισε να πέφτει και τ απόγιομα αποκοιμήθηκε ήσυχα. Ένα αεροπλάνο πέρασε ψηλά και κατά το νοτιά, στον πρώτο κάβο, φάνηκε ένα καΐκι.
– Αν είναι το καταδιωκτικό! μουρμούρισε κάποιος, πού ήταν ξαπλωμένος στην άκρη.
– Μπορεί να είναι κανένα μαυραγορίτικο, απάντησε ο διπλανός, σηκώνοντας λίγο το πανί να δεί.
– Κατά πού έχει πλώρη;
– Δεν φαίνεται σημαία;
– Είναι μακριά, ρωτούσαν οι μεσαίοι.
Ο Θανάσης πέρασε ανάμεσα, προσέχοντας μη μας πατήσει.
– Ησυχία, σύντροφοι! Δεν είναι τίποτα.
Έστησε το πολυβόλο στην πρύμνη, το καμουφλάρισε με το σακάκι του και ξάπλωσε μες το νερό, βάζοντας το χέρι στην σκαντάλη. Το καΐκι, μόλις πέρασε τον κάβο, ξανοίχτηκε, έκανε μικρή στροφή και τράβηξε βόριο-ανατολικά.”
Στις 18 του Ιούνη 1943 το πλήρωμα και οι 62 (κατά μια άλλη εκδοχή 61) κομμουνιστές εξόριστοι, καταπονημένοι μα ελεύθεροι, πατούσαν ξανά στεριά. Η γη της Χαλκιδικής ήταν γι’ αυτούς ο πρώτος σταθμός της λευτεριάς και παράλληλα η αφετηρία για καινούργιους αγώνες. Μέσα από τα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ, οι περισσότεροι θα δώσουν τη ζωή τους στις μάχες για τη λευτεριά και την προκοπή του λαού.
-atexnos.gr-
Το ξημέρωμα της 17 Ιούνη του 1943, ένα καΐκι δένει σ’ έναν απόμερο όρμο του Αη Στράτη. Από μέσα ξεπηδούν οι μαχητές του ΕΛΑΝ (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό – ο «ΕΛΑΣ της θάλασσας») Θανάσης Στράντζαλης και Νίκος Χουρμούζης. Με την καθοδήγηση του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ έχει οργανωθεί η απόδραση των εξόριστων που κρατούνται στο νησί από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. Όσοι δηλαδή επέζησαν από την άνιση μάχη με τον θάνατο από πείνα (33 αγωνιστές νεκροί από πείνα το διάστημα από 6 Νοέμβρη 1941- αρχές Μάρτη 1942) που τους επέβαλαν οι δεσμοφύλακες τους, συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών.
Ανάμεσα στους επιζήσαντες εξόριστους που συμμετέχουν στην επιχείρηση είναι ο δάσκαλος και λογοτέχνης Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου-ντοκουμέντου ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941, ο οποίος σε άλλο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, περιγράφει με συναρπαστικό τρόπο όλα τα στάδια της επιχείρησης της απόδρασης.
“Ο Γραμματέας μπήκε απ την πόρτα του υπογείου. Ανέβηκε τη μικρή σκάλα και στάθηκε μπροστά μας. Όλοι προσέξαμε, πως το σβησμένο τσιγάρο έτρεμε στο χέρι του. Κατάπιε το σάλιο, σκύβοντας, σα να πονούσε ο λαιμός του, κι ανεβοκατέβηκε το καρύδι. Έβρεξε τα στεγνά χείλη με τη γλώσσα, έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα.
– Σύντροφοι!
Με δυσκολία βγήκε η φωνή κι ήταν τραχιά, ξερή, τρεμουλιαστή.
– Μα τι έπαθα; μουρμούρισε. Δώστε-μου λίγο νερό.
Τώρα σιγουρευτήκαμε πια. Η προφητεία του Μπάμπη βγήκε αληθινή. Μόνο ποιοι θα είχαν σειρά. «Καλύτερα όλοι μαζί», ψιθύρισε κάποιος στις πλάτες μου. «Διαφορετικά και για κείνους…και για τους άλλους, που θα μείνουν…».
Ο Γραμματέας ήπιε νερό, άναψε το τσιγάρο και χαμογέλασε μ έναν τρόπο κρύο.
– Σύντροφοι! είπε ξανά. Ύστερα από απόφαση του Κόμματος θα δραπετεύσουμε.
Ούτε ένας ψίθυρος, ούτε μια κίνηση, ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα δάκρυ. Τίποτε! Θες η είδηση ήταν μεγάλη και δεν τη χωρούσε η καρδιά, θες η πηγή της συγκίνησης είχε στερέψει, κανένας δε σάλεψε.
– Να βάλετε τα καινουργότερα ρούχα, όσοι έχετε, κι από μέσα να φορέσετε δυο αλλαξιές. Προσέχτε. Ν αποφύγουμε κάθε περιττή κίνηση. Να ετοιμαστούμε, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αν μας πάρουν είδηση…αφορμή θέλουν.
Χωριστήκαμε σε ομάδες, κι όταν σκοτίδιασε καλά, ξεκινήσαμε -κάθε δέκα λεφτά και μια ομάδα- για τον Αη-Δημήτρη. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε και πιο πολύ οι γυναίκες. Κάθε λίγο και λιγάκι έπρεπε να καθήσουν, για να πάρουν μιαν ανάσα. Σηκώναμε στις πλάτες και τα παιδιά, το Γιαννάκη, και το Μανωλάκη. Ήταν ένα φλόκαρο, μα εμείς δεν είμασταν πιο γεροί.
Ο μουντζουρωμένος Καϊκτσής, αφού βεβαιώθηκε, πως όλα έγιναν με τάξη και ακρίβεια, ξεκίνησε τελευταίος. Σε μια ραχούλα τρεμόσβηνε φωτιά. Ζύγωσε. Δυο τσομπανόπουλα έψηναν καβούρια σε μια παλιοκαραβάνα και στην πλαγιά, απ την άλλη πάντα, έβοσκε ένα κοπάδι πρόβατα.
– Γειά-σας, ωρέ!
Εκείνα γύρισαν, φοβισμένα.
– Με γνωρίζετε; Ποιος είμαι;
Στο μεταξύ είχε βγάλει τον επίδεσμο και είχε πλυθεί. Κείνα συνήρθαν γρήγορα και χαμογέλασαν.
– Ο Στράντζαλους! Ο Στράντζαλους!
Ο Θανάσης ο Στράντζαλης είχε κάνει χρόνια εξόριστος στο νησί και ήταν υπεύθυνος για τις εξωτερικές δουλιές της Ομάδας. Πήγαινε στα χωράφια, έμπαινε στα σπίτια μοναχός, αν δεν έβρισκε τούς νοικοκυραίους, ζύγιαζε, φόρτωνε τα γαϊδούρια κι απ τη μια ράχη φώναζε στην άλλη: «Ε ε ε ε ε! ! Αριστείδη! Πήρα 30 οκάδες κριθάρι κι είκοσι κουκιά». «Καλά, Στράντζαλου, καλά!».
– Εδώ πίσω έχω ένα υποβρύχιο, θέλετε να σας πάρω στην Αιγυπτο;
– Όχι! Όχι! Στράντζαλου, άρχισαν τα κλαψουρίσματα.
– Τότε, να μην πήτε σε κανένα τίποτα.
– Όχι! δεν θα πούμε. Μη μας παίρνεις.
Δυο μέρες αργότερα, όταν η Αστυνομία ειδοποίησε με βάρκα τη Λήμνο κι ήρθε η Γκεστάπο κι άρχισε να δέρνει στο σωρό και να απειλεί, πως θα κρεμάσει και θα κάψει, τα δυο παιδιά μαρτύρησαν στους γονείς τους. Το χαμπέρι πέταξε από στόμα σε στόμα κι έφτασε στ αυτιά της κοπέλας, που είχε ανταμώσει στο δρόμο τον κεφαλοδεμένο Καϊκτσή. Έτσι διαδόθηκε, πως ήρθε ο Στράντζαλης με υποβρύχιο και τους πήρε στην Αίγυπτο. Οι αρχές πήγαν και παρεκάλεσαν τους Γερμανούς και γλύτωσε το χωριό.”
Ο αέρας λυσσομανάει και τα κύματα ορθώνονται πελώρια και σκάνε με δύναμη στα βράχια. Το παλιό καΐκι, ταλαιπωρημένο από τις φουρτούνες πολλών χρόνων, δεν εμπνέει σιγουριά. Οι εξόριστοι όμως δεν έχουν άλλη επιλογή. Για να γλιτώσουν την επερχόμενη εκτέλεση μόνο ένας δρόμος υπάρχει: η απόδραση. Εμπιστεύονται τους συντρόφους τους. Τον Βασίλη Υψηλάντη, το Νίκο Σοφιά, ιδιοκτήτη και κυβερνήτη του σκάφους και τους σκληροτράχηλους ναύτες του ΕΛΑΝ, Θανάση Στράντζαλη και Νίκο Χουρμούζη που αναλαμβάνουν τη φρούρηση της επιχείρησης.
Συνεχίζει ο Κώστας Μπόσης στις ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του:
“Ξαπλώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον σα σαρδέλες, άπλωσαν ένα πανί από πάνω, αποχαιρετήσαμε τη σκληρή ζωή της εξορίας και τους νεκρούς συντρόφους και ξεκινήσαμε. Το καΐκι χοροπηδούσε και τα κύματα, χτυπώντας με ορμή στο κατάστρωμα, μας κουκούλωσαν. Μα κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν παραπονέθηκε και, πιστεύω, πως και κανένας δε φοβήθηκε.”
Με υπεράνθρωπες προσπάθειες το καΐκι καταφέρνει να κρατάει την πορεία του προς τη Χαλκιδική, αφού χρειάστηκε πρώτα να αδειάσουν τα αμπάρια από το «περιττό βάρος». Οι εξόριστοι που είχαν να φάνε ψωμί περισσότερο από δυο χρόνια, αναγκάζονται με πόνο στην καρδιά να πετάξουν με τα χέρια τους στο βυθό της θάλασσας πολλά τσουβάλια γεμάτα στάρι. Κάποια στιγμή το καΐκι σκεπάζεται από ένα τεράστιο κύμα και ένας εξόριστος βρίσκεται στα φουρτουνιασμένα νερά. Με δυσκολία το πλήρωμα τον τραβάει πάλι πίσω στη ζωή. Γράφει ο K. Μπόσης:
“Ξημερώσαμε μακριά. Πίσω μας είχε χαθεί το νησί. Μπροστά μας το Άγιο Όρος όλο και ζύγωνε. Η θάλασσα, κουρασμένη απ το πάλαιμα μιας βδομάδας, άρχισε να πέφτει και τ απόγιομα αποκοιμήθηκε ήσυχα. Ένα αεροπλάνο πέρασε ψηλά και κατά το νοτιά, στον πρώτο κάβο, φάνηκε ένα καΐκι.
– Αν είναι το καταδιωκτικό! μουρμούρισε κάποιος, πού ήταν ξαπλωμένος στην άκρη.
– Μπορεί να είναι κανένα μαυραγορίτικο, απάντησε ο διπλανός, σηκώνοντας λίγο το πανί να δεί.
– Κατά πού έχει πλώρη;
– Δεν φαίνεται σημαία;
– Είναι μακριά, ρωτούσαν οι μεσαίοι.
Ο Θανάσης πέρασε ανάμεσα, προσέχοντας μη μας πατήσει.
– Ησυχία, σύντροφοι! Δεν είναι τίποτα.
Έστησε το πολυβόλο στην πρύμνη, το καμουφλάρισε με το σακάκι του και ξάπλωσε μες το νερό, βάζοντας το χέρι στην σκαντάλη. Το καΐκι, μόλις πέρασε τον κάβο, ξανοίχτηκε, έκανε μικρή στροφή και τράβηξε βόριο-ανατολικά.”
Στις 18 του Ιούνη 1943 το πλήρωμα και οι 62 (κατά μια άλλη εκδοχή 61) κομμουνιστές εξόριστοι, καταπονημένοι μα ελεύθεροι, πατούσαν ξανά στεριά. Η γη της Χαλκιδικής ήταν γι’ αυτούς ο πρώτος σταθμός της λευτεριάς και παράλληλα η αφετηρία για καινούργιους αγώνες. Μέσα από τα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ, οι περισσότεροι θα δώσουν τη ζωή τους στις μάχες για τη λευτεριά και την προκοπή του λαού.
-atexnos.gr-
Μίμης Βρονταμίτης
O καπετάνιος που έσωζε ανθρώπινες ζωές στη Μακρόνησο και βοηθούσε τους εξόριστους φαντάρους με κίνδυνο της ζωής του
Το διήμερο 29 Φλεβάρη – 1 Μάρτη του 1948 γράφεται στη Μακρόνησο μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας που συναγωνίζεται στη φρίκη τις θηριωδίες των ναζί καταχτητών.
Το προσχεδιασμένο μακελειό αρχίζει μετά από προβοκάτσια (σκηνοθετημένη «αναταραχή») που στήνουν μια ομάδα Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδας), όταν τα πολυβόλα από τον Λόχο Διοικήσεως αρχίζουν να θερίζουν τους κρατούμενους φαντάρους. Η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών κάνει λόγο για 17 νεκρούς και 61 τραυματίες.
Την επόμενη μέρα σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού υπό τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη βάλει αδιακρίτως κατά των φαντάρων. Οι ακτές, οι πλαγιές, όλοι οι χώροι όπου κυκλοφορούσαν φαντάροι γεμίζουν πτώματα. Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των νεκρών! Ο γιατρός του Α’ τάγματος Γεωργιλάκος θα βεβαιώσει πολλά χρόνια αργότερα ότι ο ίδιος υπέγραψε τα πιστοποιητικά θανάτου 180 φαντάρων. Όμως τα αθώα θύματα του κράτους των «εθνικοφρόνων» είναι πολύ περισσότερα.
Εκείνη την εποχή ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης από τη Τζιά, έχει επιταχτεί με το καΐκι του «Άγιος Νικόλαος», για το δρομολόγιο Λαύριο-Μακρόνησος. Μεταφέρει καθημερινά κρατούμενους φαντάρους, πολιτικούς εξόριστους, αξιωματικούς και επισκέπτες, καθώς και τρόφιμα και βαρέλια με νερό. Ο ίδιος, τον Ιούλη του 1987 θα θελήσει να πετάξει από πάνω του το δυσβάσταχτο βάρος που κουβαλούσε για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες. Ο καπετάν Μίμης θα συναντήσει στο Λαύριο τον Μακρονησιώτη ερευνητή Φίλιππα Γελαδόπουλο και με πόνο ψυχής θα του μιλήσει για τα 350 πτώματα φαντάρων που μέτρησε φορτώνοντας τα ο ίδιος στο καΐκι του υπό την απειλή των όπλων και οδήγησε στα ανοιχτά του Κάβο Ντόρο όπου ένστολοι του Πολεμικού Ναυτικού τα παραλάμβαναν και «τα φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας»…
Στη Μακρόνησο εκτοπίστηκαν δεκάδες χιλιάδες φαντάροι που στη συντριπτική τους πλειοψηφία συμμετείχαν στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και… δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο υπόδουλο στους αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές επίσημο ελληνικό κράτος. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τη διαταγή συγκρότησης του κολαστήριου της Μακρονήσου (όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Φ. Γελαδόπουλου «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948»):
''Απεφασίσθει ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα, δια να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας των παρεσύροντο από τα απατηλά συνθήματα των ερυθρών''!
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν άνθρωπο με αγνά αισθήματα για τον συνάνθρωπό του. Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης προερχόταν από οικογένεια με δεξιές καταβολές και παράδοση και ο ίδιος ανήκε ιδεολογικά στο χώρο της δεξιάς. Ήταν άνθρωπος ντόμπρος, καθαρός, ένας μπεσαλής εργάτης της θάλασσας που ίδρωνε για να βγάλει τίμια το ψωμί του. Μετά τη μεταπολίτευση, όταν οι δικτάτορες Παπαδόπουλος και Παττακός, που βρίσκονταν εκτοπισμένοι στη Τζιά, του προτείνουν μέσω τρίτου προσώπου να τους φυγαδεύσει έναντι γερής αμοιβής, τους στέλνει την εξής απάντηση: «Δεν θέλω τα εκατομμύρια σας. Είμαι τίμιος άνθρωπος και θα μείνω τίμιος σ’ όλη μου τη ζωή».
Την περίοδο που βρίσκεται στη Μακρόνησο (1947-49), οι εικόνες που αντικρίζει καθημερινά τον γεμίζουν με οργή και αηδία. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τις κακουχίες των εξόριστων, τα μαρτύρια της πείνας και της δίψας, τους βασανισμούς, τις δολοφονίες, το αίμα των αθώων παιδιών του λαού που τρέχει μπροστά στα μάτια του. Με τη σφαγή του Φλεβάρη-Μάρτη 1948 αποφασίζει να αναλάβει δράση. Βοηθάει με κάθε τρόπο τους εξόριστους φαντάρους φυγαδεύοντας τραυματίες στο Λαύριο, προμηθεύοντάς τους στα κρυφά τρόφιμα, νερό και φάρμακα, κυριολεκτικά με κίνδυνο της ζωής του αφού αν τον έπιαναν τον «περίμενε» στο στρατοδικείο το Γ΄ Ψήφισμα…
Ο καπετάν Μίμης όμως «αδιαφορεί. Σκοπός του να κάμει το χρέος του σαν άνθρωπος – στον όποιο άνθρωπο. Τρόμος, στη Μακρόνησο κόλαση. Σκοτάδι σ’ όλη τη χώρα. Σιγή νεκροταφείου. Έτσι διάβαιναν τα χρόνια. Επί τέλους φώτισε η αυγή. Το χαμόγελο ήρθε πάλι στα χείλη του κόσμου. Ο Μίμης ο Βρονταμίτης, ο θαλασσόλυκος, δεν ανέχτηκε άλλο τη φίμωση. Φίμωση που άλλοι τον υποχρέωσαν. Και μια μέρα, μέσα στο σιδηροπωλείο του ΒΕΡΒΕΡΗ, πρόβαλε όλο το ηθικό του ανάστημα. Άνοιξε την καρδιά του. Τα φανέρωσε όλα. Διαλεύκανε το μεγάλο, το τρομερό έγκλημα που συντελέστηκε στη Μακρόνησο στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη 1948». (Φίλιππας Γελαδόπουλος: «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις Αλφειός, 1994).
Το προσχεδιασμένο μακελειό αρχίζει μετά από προβοκάτσια (σκηνοθετημένη «αναταραχή») που στήνουν μια ομάδα Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδας), όταν τα πολυβόλα από τον Λόχο Διοικήσεως αρχίζουν να θερίζουν τους κρατούμενους φαντάρους. Η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών κάνει λόγο για 17 νεκρούς και 61 τραυματίες.
Την επόμενη μέρα σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού υπό τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη βάλει αδιακρίτως κατά των φαντάρων. Οι ακτές, οι πλαγιές, όλοι οι χώροι όπου κυκλοφορούσαν φαντάροι γεμίζουν πτώματα. Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των νεκρών! Ο γιατρός του Α’ τάγματος Γεωργιλάκος θα βεβαιώσει πολλά χρόνια αργότερα ότι ο ίδιος υπέγραψε τα πιστοποιητικά θανάτου 180 φαντάρων. Όμως τα αθώα θύματα του κράτους των «εθνικοφρόνων» είναι πολύ περισσότερα.
Εκείνη την εποχή ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης από τη Τζιά, έχει επιταχτεί με το καΐκι του «Άγιος Νικόλαος», για το δρομολόγιο Λαύριο-Μακρόνησος. Μεταφέρει καθημερινά κρατούμενους φαντάρους, πολιτικούς εξόριστους, αξιωματικούς και επισκέπτες, καθώς και τρόφιμα και βαρέλια με νερό. Ο ίδιος, τον Ιούλη του 1987 θα θελήσει να πετάξει από πάνω του το δυσβάσταχτο βάρος που κουβαλούσε για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες. Ο καπετάν Μίμης θα συναντήσει στο Λαύριο τον Μακρονησιώτη ερευνητή Φίλιππα Γελαδόπουλο και με πόνο ψυχής θα του μιλήσει για τα 350 πτώματα φαντάρων που μέτρησε φορτώνοντας τα ο ίδιος στο καΐκι του υπό την απειλή των όπλων και οδήγησε στα ανοιχτά του Κάβο Ντόρο όπου ένστολοι του Πολεμικού Ναυτικού τα παραλάμβαναν και «τα φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας»…
Στη Μακρόνησο εκτοπίστηκαν δεκάδες χιλιάδες φαντάροι που στη συντριπτική τους πλειοψηφία συμμετείχαν στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και… δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο υπόδουλο στους αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές επίσημο ελληνικό κράτος. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τη διαταγή συγκρότησης του κολαστήριου της Μακρονήσου (όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Φ. Γελαδόπουλου «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948»):
''Απεφασίσθει ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα, δια να υποστούν αποτοξίνωσιν, διότι κατά την κατοχήν ήσαν έφηβοι και λόγω της ηλικίας των παρεσύροντο από τα απατηλά συνθήματα των ερυθρών''!
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν άνθρωπο με αγνά αισθήματα για τον συνάνθρωπό του. Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης προερχόταν από οικογένεια με δεξιές καταβολές και παράδοση και ο ίδιος ανήκε ιδεολογικά στο χώρο της δεξιάς. Ήταν άνθρωπος ντόμπρος, καθαρός, ένας μπεσαλής εργάτης της θάλασσας που ίδρωνε για να βγάλει τίμια το ψωμί του. Μετά τη μεταπολίτευση, όταν οι δικτάτορες Παπαδόπουλος και Παττακός, που βρίσκονταν εκτοπισμένοι στη Τζιά, του προτείνουν μέσω τρίτου προσώπου να τους φυγαδεύσει έναντι γερής αμοιβής, τους στέλνει την εξής απάντηση: «Δεν θέλω τα εκατομμύρια σας. Είμαι τίμιος άνθρωπος και θα μείνω τίμιος σ’ όλη μου τη ζωή».
Την περίοδο που βρίσκεται στη Μακρόνησο (1947-49), οι εικόνες που αντικρίζει καθημερινά τον γεμίζουν με οργή και αηδία. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τις κακουχίες των εξόριστων, τα μαρτύρια της πείνας και της δίψας, τους βασανισμούς, τις δολοφονίες, το αίμα των αθώων παιδιών του λαού που τρέχει μπροστά στα μάτια του. Με τη σφαγή του Φλεβάρη-Μάρτη 1948 αποφασίζει να αναλάβει δράση. Βοηθάει με κάθε τρόπο τους εξόριστους φαντάρους φυγαδεύοντας τραυματίες στο Λαύριο, προμηθεύοντάς τους στα κρυφά τρόφιμα, νερό και φάρμακα, κυριολεκτικά με κίνδυνο της ζωής του αφού αν τον έπιαναν τον «περίμενε» στο στρατοδικείο το Γ΄ Ψήφισμα…
Ο καπετάν Μίμης όμως «αδιαφορεί. Σκοπός του να κάμει το χρέος του σαν άνθρωπος – στον όποιο άνθρωπο. Τρόμος, στη Μακρόνησο κόλαση. Σκοτάδι σ’ όλη τη χώρα. Σιγή νεκροταφείου. Έτσι διάβαιναν τα χρόνια. Επί τέλους φώτισε η αυγή. Το χαμόγελο ήρθε πάλι στα χείλη του κόσμου. Ο Μίμης ο Βρονταμίτης, ο θαλασσόλυκος, δεν ανέχτηκε άλλο τη φίμωση. Φίμωση που άλλοι τον υποχρέωσαν. Και μια μέρα, μέσα στο σιδηροπωλείο του ΒΕΡΒΕΡΗ, πρόβαλε όλο το ηθικό του ανάστημα. Άνοιξε την καρδιά του. Τα φανέρωσε όλα. Διαλεύκανε το μεγάλο, το τρομερό έγκλημα που συντελέστηκε στη Μακρόνησο στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη 1948». (Φίλιππας Γελαδόπουλος: «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις Αλφειός, 1994).
Μαρτυρία για τον Μίμη Βρονταμίτη, από τον τραυματία στη σφαγή της Μακρονήσου, Βάσο Σαλιάρη :
«Εμάς τους δέκα τραυματίες μας κατέβασαν στην παραλία. Το κύμα, όμως, σάρωνε και μες στη θεομηνία κανένας καπετάνιος καϊκιού δεν αποτολμούσε να μας περάσει στο Λαύριο. Αγωνία, τι θα απογίνουμε, και οι τραυματίες να βογκούν και να αιμορραγούν.
Τότε ένα άφοβο παλικάρι, ο καπετάνιος Μίμης, το αποφάσισε, μας έβαλε στο αμπάρι και ξεκίνησε. Ο καπετάνιος για χάρη μας έπαιξε τη ζωή του κορόνα – γράμματα.
Μαζί μας συνοδοί δύο γιατροί, ο ανθυπολοχαγός Λεωνίδας Γεωργιλάκος και ο στρατιώτης Πριόβολος. Η θάλασσα σφόδρα τρικυμισμένη και έτοιμη να μας καταπιεί. Ο καπετάν Μίμης, όμως, σωστός θαλασσόλυκος, κρατούσε γερά το τιμόνι. Εμείς σταυροκοπιόμαστε. Οι γιατροί σφουγγίζουν τις πληγές μας.
Με τα πολλά ο Καπετάν Μίμης μας πέρασε στο Λαύριο. Είχαμε για την ώρα σωθεί.»
(Συλλογικό έργο: «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος. Τόμος Α΄», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
«Εμάς τους δέκα τραυματίες μας κατέβασαν στην παραλία. Το κύμα, όμως, σάρωνε και μες στη θεομηνία κανένας καπετάνιος καϊκιού δεν αποτολμούσε να μας περάσει στο Λαύριο. Αγωνία, τι θα απογίνουμε, και οι τραυματίες να βογκούν και να αιμορραγούν.
Τότε ένα άφοβο παλικάρι, ο καπετάνιος Μίμης, το αποφάσισε, μας έβαλε στο αμπάρι και ξεκίνησε. Ο καπετάνιος για χάρη μας έπαιξε τη ζωή του κορόνα – γράμματα.
Μαζί μας συνοδοί δύο γιατροί, ο ανθυπολοχαγός Λεωνίδας Γεωργιλάκος και ο στρατιώτης Πριόβολος. Η θάλασσα σφόδρα τρικυμισμένη και έτοιμη να μας καταπιεί. Ο καπετάν Μίμης, όμως, σωστός θαλασσόλυκος, κρατούσε γερά το τιμόνι. Εμείς σταυροκοπιόμαστε. Οι γιατροί σφουγγίζουν τις πληγές μας.
Με τα πολλά ο Καπετάν Μίμης μας πέρασε στο Λαύριο. Είχαμε για την ώρα σωθεί.»
(Συλλογικό έργο: «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος. Τόμος Α΄», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
Η πολύτιμη μαρτυρία του καπετάν Μίμη Βρονταμίτη στον Φίλιππα Γελαδόπουλο, για τη σφαγή της Μακρονήσου :
«Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια, καιρός πια να τα ειπώ όλα, την αλήθεια να ειπώ κυρ-Φίλιππα. Έζησα, όλα τα δραματικά γεγονότα, στο νησί, το 1948. Ο στρατός μας, με είχε επιταγμένο μαζί με το καΐκι μου ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ επί μισθό, οκτώ χιλιάδες δρχ. το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη 1948, ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους, πέρα μακριά στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο 3ο τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη ΝΕΚΡΟΣ. Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι ακόμα δυό γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους, τους ταχτοποιούσαμε στριμωχτά στο αμπάρι, οι αλφαμίτες Χούμης και Δημητρός Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στο Σκαλούμπακα, το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα – θα μπατάρει το καΐκι. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διάταξε. Τι να ’κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν, τη νύχτα, στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ. Εκεί στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ, περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες, παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου.» (Φίλιππας Γελαδόπουλος: «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις Αλφειός, 1994).
«Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια, καιρός πια να τα ειπώ όλα, την αλήθεια να ειπώ κυρ-Φίλιππα. Έζησα, όλα τα δραματικά γεγονότα, στο νησί, το 1948. Ο στρατός μας, με είχε επιταγμένο μαζί με το καΐκι μου ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ επί μισθό, οκτώ χιλιάδες δρχ. το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη 1948, ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους, πέρα μακριά στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο 3ο τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη ΝΕΚΡΟΣ. Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι ακόμα δυό γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους, τους ταχτοποιούσαμε στριμωχτά στο αμπάρι, οι αλφαμίτες Χούμης και Δημητρός Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στο Σκαλούμπακα, το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα – θα μπατάρει το καΐκι. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διάταξε. Τι να ’κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν, τη νύχτα, στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ. Εκεί στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ, περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες, παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου.» (Φίλιππας Γελαδόπουλος: «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις Αλφειός, 1994).
Μια ακόμα μαρτυρία για τον Μίμη Βρονταμίτη (από το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου) :
«Αγαπητέ φίλε και σύντροφε Φίλιππα Γελαδόπουλε. Σου γράφω για την τυχαία γνωριμία μου με τον καπετάν Δημήτρη Βρονταμίτη, στο χωριό μου το ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ της Χαλκιδικής, το μήνα Μάιο 1975. Ένα απόγευμα μπαίνοντας στο εστιατόριο του αδελφού μου Παναγιώτη Γκιώτη, σ’ ένα τραπέζι κάθονταν ο φίλος και συγχωριανός μου Στρατής Χάρκας Ναυτικός, με κάποιον άγνωστον για μένα.
Έλα να σε κεράσουμε ούζο, μου λέει. Από δω φίλε, ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, ήρθε να παραλάβει το καΐκι μου τον ΑΓΙΟ ΣΤΕΦΑΝΟ. Εγώ λοιπόν ευχήθηκα στον άγνωστό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, Καπετάν Δημήτρη Βρονταμίτη, καλορίζικο και καλοτάξιδο και μετά του λέω… Από πού είσαι καπετάνιε; και μου λέει. Από τη Τζιά είμαι. Τότε τον ρώτησα. Η Τζιά είναι καλό νησί; Γιατί το έχω δει από μακριά, μου φάνηκε ξερονήσι και ασβεστόπετρα. Τότε μου λέει. Από που το είδες; Και του είπα. Από την Μακρόνησο. Μου λέει ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης. Έκανες στην Μακρόνησο; Και σε ποιο τάγμα; Του λέω στο 3ο τάγμα και στο 1ο τάγμα. Μου λέει: Εμένα δεν με γνωρίζεις; Εγώ είχα το καΐκι τον Αη Νικόλα που σας έφερνα τρόφιμα. Του είπα. Δεν σε γνωρίζω, γιατί δεν έτυχε να βρεθώ σε αγγαρεία στο καΐκι.
Τότε μου λέει. Ήσουν στα γεγονότα του Φεβρουαρίου – Μαρτίου 1948; και του λέω, πως δεν ήμουν, τότε πού μας σκότωσαν καμιά τρακοσαριά! Τότε ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, πήρε ένα ύφος κάπως αγανάκτησης και σταθερά μου λέει. Για 300 τους είχατε; Τότε του λέω. Καπετάνιε μέσα σε κείνη την κόλαση, ποιος τους είδε; Και ποιος τους μέτρησε; Έτσι όλοι υπολογίζαμε. Και τότε λέει: Τους μέτρησα έναν – έναν, τους μέτρησα έναν – έναν, για να μην τους ξεχάσω, και ήταν 350 και ήταν 350. Τους πήγαινα μακριά από τη Μακρόνησο στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ στο βαπόρι που περίμενε κι εκεί τους έδεναν σε σκουριασμένες σιδερένιες καδένες και πλεμάτια κι έτσι όλους τους σκοτωμένους τους φουντάριζαν στο πέλαγος.
Αυτά μας είπε ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, που ήρθε στο ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ, ν’ αγοράσει από τον Στρατή Χάρκα, το καΐκι ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ το μήνα Μάιο 1975».
Νίκος Γκιώτης
(Θεσσαλονίκη)
«Αγαπητέ φίλε και σύντροφε Φίλιππα Γελαδόπουλε. Σου γράφω για την τυχαία γνωριμία μου με τον καπετάν Δημήτρη Βρονταμίτη, στο χωριό μου το ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ της Χαλκιδικής, το μήνα Μάιο 1975. Ένα απόγευμα μπαίνοντας στο εστιατόριο του αδελφού μου Παναγιώτη Γκιώτη, σ’ ένα τραπέζι κάθονταν ο φίλος και συγχωριανός μου Στρατής Χάρκας Ναυτικός, με κάποιον άγνωστον για μένα.
Έλα να σε κεράσουμε ούζο, μου λέει. Από δω φίλε, ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, ήρθε να παραλάβει το καΐκι μου τον ΑΓΙΟ ΣΤΕΦΑΝΟ. Εγώ λοιπόν ευχήθηκα στον άγνωστό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, Καπετάν Δημήτρη Βρονταμίτη, καλορίζικο και καλοτάξιδο και μετά του λέω… Από πού είσαι καπετάνιε; και μου λέει. Από τη Τζιά είμαι. Τότε τον ρώτησα. Η Τζιά είναι καλό νησί; Γιατί το έχω δει από μακριά, μου φάνηκε ξερονήσι και ασβεστόπετρα. Τότε μου λέει. Από που το είδες; Και του είπα. Από την Μακρόνησο. Μου λέει ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης. Έκανες στην Μακρόνησο; Και σε ποιο τάγμα; Του λέω στο 3ο τάγμα και στο 1ο τάγμα. Μου λέει: Εμένα δεν με γνωρίζεις; Εγώ είχα το καΐκι τον Αη Νικόλα που σας έφερνα τρόφιμα. Του είπα. Δεν σε γνωρίζω, γιατί δεν έτυχε να βρεθώ σε αγγαρεία στο καΐκι.
Τότε μου λέει. Ήσουν στα γεγονότα του Φεβρουαρίου – Μαρτίου 1948; και του λέω, πως δεν ήμουν, τότε πού μας σκότωσαν καμιά τρακοσαριά! Τότε ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, πήρε ένα ύφος κάπως αγανάκτησης και σταθερά μου λέει. Για 300 τους είχατε; Τότε του λέω. Καπετάνιε μέσα σε κείνη την κόλαση, ποιος τους είδε; Και ποιος τους μέτρησε; Έτσι όλοι υπολογίζαμε. Και τότε λέει: Τους μέτρησα έναν – έναν, τους μέτρησα έναν – έναν, για να μην τους ξεχάσω, και ήταν 350 και ήταν 350. Τους πήγαινα μακριά από τη Μακρόνησο στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ στο βαπόρι που περίμενε κι εκεί τους έδεναν σε σκουριασμένες σιδερένιες καδένες και πλεμάτια κι έτσι όλους τους σκοτωμένους τους φουντάριζαν στο πέλαγος.
Αυτά μας είπε ο καπετάν Δημήτρης Βρονταμίτης, που ήρθε στο ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ, ν’ αγοράσει από τον Στρατή Χάρκα, το καΐκι ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ το μήνα Μάιο 1975».
Νίκος Γκιώτης
(Θεσσαλονίκη)
Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης πέθανε στη Τζιά, στις 3 Μάρτη του 1992. Το επίσημο κράτος συνεχίζει να αποσιωπά το φριχτό αυτό έγκλημα και να κρατά κρυμμένα στο σκοτάδι τα επίσημα στοιχεία από τα αρχεία του για τη σφαγή στη Μακρόνησο και για την κατάληξη των εκατοντάδων νεκρών. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ…
-atexnos.gr & οικοδόμος.gr-
-atexnos.gr & οικοδόμος.gr-
Ελ Ντάμπα
Στρατόπεδο συγκέντρωσης κομμουνιστών και αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης
*αφιερωμένο στη μνήμη του θείου μου Βασίλη Γεννηματά, που ήταν ''τρελός και παλικάρι''*
Η Ελ Ντάμπα είχε συνδέσει την ύπαρξή της με την περίοδο της μάχης του EL ALAMEIN κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί πρωτο-οδηγήθηκαν οι αιχμάλωτοι Γερμανοί (και όχι μόνο) που πιάστηκαν κατά την περίφημη αυτή μάχη. Αργότερα, με πρόσχημα τα λεγόμενα «Δεκεμβριανά» η κυβέρνηση Παπανδρέου σε συνεννόηση με τους Άγγλους βρήκε τρόπο να ξαποστείλει από τα πόδια της τους ΕΑΜίτες-ΕΛΑΣίτες.
Συγκεκριμένα:
Στις 3 του Δεκέμβρη του 1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια που είχε δώσει για το συλλαλητήριο του ΕΑΜ και παράλληλα δίνει εντολή επίθεσης της αστυνομίας και του παρακράτους εναντίον του άοπλου πλήθους, με τη συγκατάβαση φυσικά του Σκόμπυ. Αποτέλεσμα 24 νεκροί και 160 τραυματίες. Τις μέρες που ακολούθησαν οι Αγγλοι άρχισαν ένα άγριο κι εκτεταμένο πογκρόμ συλλήψεων. Από παιδιά μέχρι γέρους, ανεξαρτήτου μόρφωσης και πολιτικών πεποιθήσεων, συλλαμβάνονται και οδηγούνται αρχικά στο Γουδί και στη συνέχεια στο Χασάνι το οποίο είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Για την Ελ Ντάμπα έφυγαν τρεις αποστολές από το Χασάνι με τα πλοία «Μανίλγα», «Καμερόνια» και «Φρίντα». Δυστυχώς όμως, δεν έχει εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των ομήρων που «φιλοξενήθηκαν» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπολογίζεται από τα διάφορα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από τους ελνταμπίτες, πως αυτός μόνον για το στρατόπεδο τους έφθανε τους 8-10.000 ομήρους.
Από την Ελ Ντάμπα πέρασαν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που αργότερα χάρισαν το γέλιο στον ελληνικό λαό ή τον έκαναν να δακρύσει. Ένας από τους χαρισματικούς αυτούς ανθρώπους που πολλοί τον πρόλαβαν στο θέατρο και άλλοι στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, είταν ο αείμνηστος ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Μόλις γύρισε πίσω, έκατσε κι έγραψε τις εμπειρίες του από τα «σύρματα» και το 1980 το χρονικό εκδίδεται από την «Σύγχρονη Εποχή».
Αξίζει όμως ν’ αφιερώσουμε μερικές αράδες στον ελνταμπίτη ηθοποιό και ζωγράφο.
«Νάμαστε λοιπόν στην Αίγυπτο. Βρισκόμασταν μήπως στο τέρμα του ταξιδιού μας; Αμ’ αυτό δε το μάθαμε στην Ελλάδα και θα το μαθαίναμε εδώ που βλέπουμε μόνο Εγγλέζους; Από το Πορτ-Σάιντ δεν είδαμε τίποτε εκτός από έναν παράξενο κίτρινο ήλιο, γιατί αμέσως από το καράβι μας φορτώσανε σε κάτι βαγόνια («Ιπποι οκτώ») και ξεκινήσαμε ξανά προς το άγνωστο. Μας είχαν φορτώσει όπως οι Γερμανοί φόρτωναν τους Εβραίους, μόνο που δεν είμαστε τόσο στριμωγμένοι και η πόρτα του βαγονιού είταν ανοιχτή. Ετσι μπορούσαμε να βλέπουμε κατά τη διαδρομή την Αίγυπτο. Σε κάθε σταθμό που σταματούσαμε για λίγο, μερικοί Αιγύπτιοι ξεφεύγανε από την επιτήρηση της Αγγλικής Στρατιωτικής Αστυνομίας , πλησιάζανε την πόρτα του βαγονιού και μας προσφέρανε τσιγάρα «ανταλλαγή». Και βάζανε οι όμηροι πουκάμισα, πουλόβερ, κασκόλ, και τα δίνανε για ένα πακέτο θλιβερά τσιγάρα… Εδωσα κι εγώ ένα κασκόλ που είχα και πήρα τσιγάρα. Σε κάθε σταθμό γινότανε και μια περίεργη μάχη. Την τελευταία στιγμή, καθώς έφευγε το τρένο, οι… αντίπαλοι προσπαθούσαν ν’ αρπάξουν το «είδος» χωρίς να δώσουν το δικό τους ή δίνανε την τελευταία στιγμή οι Αιγύπτιοι το πακέτο και πολλές φορές αντί για τσιγάρα ήτανε γεμάτο με χαρτιά. Νάχεις δώσει το πουλόβερ σου για ένα πακέτο τσιγάρα και να παίρνεις ένα κουτί χαρτιά! Καλά το πουλόβερ, μα να σου μένει η λαχτάρα του τσιγάρου… Και η Α.Σ.Α της Αγγλικής Αυτοκρατορίας να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Περάσαμε τη μέρα μας διασχίζοντας την Αίγυπτο, αλληλοκλεβόμενοι με τους Αιγυπτίους, θαυμάζοντας τους παραποτάμους του Νείλου και πότε-πότε στενάζοντας την μοίρα μας,
Δακρύζοντας για τους δικούς μας που όλο και τους αφήναμε πιο μακριά μας.
Νύχτωνε για τα καλά. Τη Γεναριάτικη μέρα που στην Αίγυπτο ήτανε σαν Ανοιξη, την διαδέχθηκε καθώς έπεσε το βράδυ, μια φοβερή παγωνιά. Κλείσαμε την πόρτα του βαγονιού και όλοι μαζί ζαρώσαμε σε μια γωνιά. Το κρύο ήταν ανυπόφορο και δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι. Ρίξαμε τις κουβέρτες μας πάνω στα κεφάλια μας, μα τίποτα δεν μας έσωζε από την παγωνιά. Μπήκε πάλι σ’ ενέργεια το κόλπο της φωτιάς. Ανάψαμε χαρτιά μέσα στο βαγόνι. Και πάλι δε θυσίασα τα γράμματα για μισό λεπτό ζεστασιάς.
Κατά τις τρεις τη νύχτα σταμάτησε το τρένο στη μέση της ερημιάς. Μας κατεβάσανε, βαγόνι-βαγόνι και μας πήγανε εκεί κοντά σε μια παράγκα και μας έδωσαν μια κούπα τσάι και λίγα μουχλιασμένα μπισκότα. Καθώς ήμαστε στην ουρά, λέει ένας του βαγονιού μου στον Αράπη που μας έκανε διανομή:
-Βάλε μπόλικο βρε σκατά.
-Σκατά να φας, του απάντησε ο Αράπης.
Μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό. Τρεις η ώρα, νύχτα μέσα στην έρημο, και ν’ ακούς μια τόσο πολυμεταχειρισμένη λέξη, κι όχι καν στη γλώσσα του Καμπρόν μα ελληνικότατα! Αυτό μας έδωσε κουράγιο. Βρισκόμασταν κάπου που ακόμα και οι Αράπηδες μιλάνε ελληνικά. Ξανακλειστήκαμε στις σιδηροδρομικές φυλακές μας και ξεκινήσαμε πάλι τουρτουρίζοντας και μασώντας τα μουχλιασμένα μπισκότα της Αγγλικής Αυτοκρατορίας. Δεν κλείσαμε μάτι. Είχε βγει ο ήλιος για καλά, όταν αράξαμε στην…Ιθάκη.
Και για να πάρω θάρρος ξανάφερα στη σκέψη μου τους στίχους του ποιητή:
Σα βγης στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο «Εσατζή» μη φοβάσαι.
Τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρης.
Αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον άγριο «Εσατζή» δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανής μεσ’ στην ψυχή σου,
κι αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Και η Ιθάκη για μένα ήτανε η ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ. Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχανε οι Εγγλέζοι μέσα στα αφρικανικά χώματα. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια».
Με τον Μίμη Φωτόπουλο στο Camp 380 ήταν και ο πατέρας του γράφοντος, δημοσιογράφος Αλέξης Καρρέρ. Το 2004 βάζοντας σε κάποια τάξη τα αρχεία του πατέρα μου, έπεσε στα χέρια μου ένα ντοσιέ που μου τράβηξε την προσοχή. Εγραφε: Ελ-Ντάμπα, Αθήνα 1946. Μέσα υπήρχαν κιτρινισμένα από την πολυκαιρία χειρόγραφα με γράμματα που μόλις φαίνονταν.
Το περιεχόμενό τους είχε πρωτοδημοσιευτεί σε συνέχειες (σε πρώτη μορφή), στην απογευματινή εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» αρχής γενομένης την 21η Μαρτίου του 1945. Είναι ένα μέρος της ιστορίας του πατέρα μου που άξιζε να βγει στην επιφάνεια γιατί πρόσφερε ένα ντοκουμέντο στη μεγάλη εποποιία του λαού μας που λέγεται ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.
Τις αράδες αυτές τις αφιερώνω πρωτίστως στον πατέρα μου αλλά και σε κάθε σύντροφο ή συναγωνιστή που πολέμησε ή έδωσε και τη ζωή του για τη λευτεριά της πατρίδας μας από την ξένη ακρίδα κι έμεινε πάντα ένα με το λαό για το λαό. Και κυρίως στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Έτσι θα κλείσουμε μ’ ένα πρωτόλειο κείμενο του Αλέξη Καρρέρ η Αλέξη Ακύλα στο βουνό.
«Μέσα στη φούρια για το στήσιμο της μεγάλης σκηνής, το μάτι του πήρε στα πεταχτά κάτι που τον γέμισε χαρά και αισιοδοξία. Ενιωσε ένα φτερούγισμα μέσα του, κάτι σα χάδι, σα γυναικείο αγκάλιασμα. Τίποτα δεν χάνεται, όλα σβήνουν, μα κάπου πάντα ένα φωτάκι, μια ηλιαχτίδα, ένα δένδρο, ένα αγριολούλουδο, ένας βράχος που είναι δεμένος μαζί τους, σε στεριώνουν πάλι στη ζωή.
Πέρα από τους αμμόλοφους, ανάμεσα σε δύο υψώματα, το μάτι του πήρε μια μικρή γαλάζια πινελιά, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση. Ηταν η θάλασσα, η θάλασσα της Μεσόγειος, η θάλασσα που σ’ ενώνει με την πατρίδα με ό,τι αγάπησες πιο πολύ, με ότι θυμήθηκες για να μεγαλώσεις, να γίνεις άντρας. Δεν είσαι χαμένος στην έρημο. Υπάρχει εκεί η θάλασσα που θα σε ξαναφέρει κάποτε στις ρίζες σου.
Φτάνοντας εκεί τα ξημερώματα με το τρένο, ο Γιάννης Αχτύπης, είδε καρφωμένη πάνω σ’ ένα στύλο μια επιγραφή: “EL-DABA” κι ύστερα πιο κάτω μια θάλασσα από σκηνές, από συρματοπλέγματα από στύλους , με δυνατά φώτα που έριχναν προβολείς κι έξω από το στρατόπεδο.
Πριν φτάσουμε στην Ελ-Ντάμπα, από τη μισάνοιχτη πόρτα του βαγονιού, όπου στεκόταν ένας στρατιώτης του αγγλικού στρατού με το αυτόματο στο χέρι, είδαμε φευγαλέα μια άλλη επιγραφή που έγραφε “EL ALAMEIN”.
Τότε κατάλαβα που βρισκόμασταν γιατί προηγούμενα μας είχαν φορτώσει σ’ ένα τρένο κατεβάζοντάς μας πάντα υπό την απειλή των όπλων, από το επιταγμένο φορτηγό ποστάλε που μας είχε φέρει από το Φάληρο στο Πορτ-Σάιντ Και το ταξίδι κράτησε όλη νύχτα, με το τρένο να μουγκρίζει, να ταρακουνιέται με απότομα τινάγματα. Και σαν είδαμε την επιγραφή “EL ALAMEIN”, το σκονισμένο μυαλό μας από την αγρύπνια και τη κούραση, σα να καθάρισε για λίγο και τα μάτια προσεχτικά αναζήτησαν το τοπίο το ξακουστό. Ηταν σπαρμένο. Όσο έτρεχε το τρένο, με λογιών-λογιών σιδερικά, κατεβασμένα αεροπλάνα, αυτοκίνητα, μηχανοκίνητα, σαμπρέλες, χαρτοκιβώτια. Όλα θυμήματα σαραβαλιασμένα κι άχρηστα τώρα, στη μεγάλη μάχη που είχαμε παρακολουθήσει από τα κρυφά ραδιόφωνα στην Αθήνα με αγωνία, με λαχτάρα θα φώτιζε άραγε κι από τούτη τη μεριά; Και η Αλεξάνδρεια δεν έπεσε και η Μόσχα δεν έπεσε.
Μα μείς τώρα, πως βρισκόμαστε εδώ, κατάμεσα στην άμμο; Κείται ένα δεντρί στον ορίζοντα , μόνο κολώνες ηλεκτρικές και συρματοπλέγματα και θάλασσα και σκηνές.
Διαδεχόμαστε εδώ Γερμανούς αιχμαλώτους του “EL ALAMEIN” . Που να τους πήγαιναν άραγε τώρα; Αυτό το στρατόπεδο χωράει ίσαμε 8.000 και πάνω άτομα. Δέκα άνθρωποι σε κάθε σκηνή. Και πάνω στο καραβόπανο, στη μέσα μεριά, θυμήματα των Γερμανών αιχμαλώτων. Μπα, δεν ήταν πατριωτικά ή πολεμικά. Συναισθηματικά, ερωτικά, οικογενειακά, όπως όλοι οι φαντάροι του κόσμου, πριν γίνουν φαντάροι.
Ο Γιάννης Αχτύπης, καθώς κοιτάζει και διαβάζει τα γραμμένα στο καραβόπανο με λογιών-λογιών χαρακτήρες (Maria ich liebe dich fur immer, Johannes), αναθυμάται μερικά γράμματα που είχαν στείλει στους αρραβωνιαστικούς τους, στους άντρες τους, στα παιδιά τους, κοπέλες και γυναίκες της Γερμανίας, ταλαιπωρημένα γράμματα, μα φυλαγμένα με προσοχή σε κάποιο πορτοφόλι που ο ιδιοκτήτης του είχε πέσει σε μάχη με τους αντάρτες ή είχε αιχμαλωτιστεί. Και φωτογραφία με αφιερώσεις στον Πέτερ με αγάπη και προσμονή και από δίπλα παιδικά σχεδιάσματα με χρωματιστά μολύβια Meinem Lieben Vater. Ηταν και μερικά γράμματα που επέμεναν «περιμένουμε όλοι να γυρίσεις νικητής», μα αυτός ήταν τώρα κάτω από το χώμα.
Ο Γιάννης Αχτύπης δεν κατάλαβε πως χώρισε η ομάδα που θα έμενε στη σκηνή μ’ αυτόν. Είχαν γνωριστεί στο καράβι, είχαν γνωριστεί στο τρένο; Πάντως δεν ήταν καμιά επιλογή. Μάλλον έτσι στην τύχη. Ηταν ένας νέος εργάτης οικοδόμος, ήταν δύο τραπεζικοί υπάλληλοι, ένας λουστραδόρος, ένας εμποροϋπάλληλος,, ένας φυσικός, ένας φοιτητής της φιλολογίας κι ένα παιδί σχεδόν που δεν προφτάσει ακόμα να ξεκινήσει τη ζωή του, ήταν δεν ήταν 15 χρόνων.
Αυτοί θα μένανε μαζί μερικούς μήνες, μια ολάκερη ζωή. Ποιος ξέρει πότε μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος. Γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος εναντίον των Γερμανών. Ηταν και η συνέχεια. Ηταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που τον όριζαν».
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ
-Από τους δρόμους και τα σπίτια
Βάρκα γιαλό
Απ’ τους δρόμους και τα σπίτια
Μας μαζεύουν σαν κατσίκια
Οχ, τριαλαρί,λαρό
Βάρκα γιαλό
-Μας επήγανε στο τμήμα
Κι ύστερα σε κάποιο σύρμα
Μα οι Άγγλοι καθώς πρέπει
Μας αδειάσανε την τσέπη
-Δηλαδή με άλλα λόγια
μας επήραν τα ρολόγια
και με ξύλο και φοβέρες
επερνούσανε οι μέρες
Και μια μέρα μάνι-μάνι
μας επήγαν στο λιμάνι
-Στις μαούνες μας εβάλαν
σε καράβι μας μπαρκάραν
-Μες στ’ αμπάρια μας εκλείσαν
Κι απ’ την πείνα μας ψοφήσαν.
-Τρεις μέρες μες στο πλοίο
επεθάναμε απ’ το κρύο.
Στο Πορτ-Σάιν μας εβγάλαν
Και στο τρένο μας εβάλαν
Μας επήγαν στην Ελ Ντάμπα
Και μας βάλανε μια στάμπα.
-Μας εκλείσανε στο σύρμα
Και μας βάλανε μια φίρμα.
Δέκα-δέκα στα τσαντίρια
Και άρχισαν τα μαρτύρια
αραπάδες μας φυλάγαν
Και οι Αγγλοι μας μετράγαν.
-Όλοι μέσα ξαπλωμένοι
Κάτω απ’ την πείνα λιγωμένοι.
-Μας εδίναν τη βδομάδα
Ένα σύκο τη δεκάδα.
Μας ταΐζουν και μπιζέλια
Που δίνουν στα κουνέλια.
Μας εδίναν και φιστίκια
Που τα τρώγαν τα κατσίκια.
Με σκουλήκια το ψωμί μας
Και με άμμο το φαί μας.
-Μέσ’ την ψείρα και την ψώρα
Ζούσαμε μέχρι τώρα.
Κάναμε απεργία πείνας
Για να πάμε στην Αθήνα
Τανκς εφέραν είκοσι τρία
Για να λύσει η απεργία.
-Μας εβάλανε νηστεία
Μέρες είκοσι και μία.
Μα εμείς καλά κρατάμε
Και τα τρόφιμα πετάμε.
-Τότε αλλαξιές μας δίνουνε
Και τα τρόφιμα πληθύναν.
Τότε δίνουν και παπούτσια
Ξυραφάκια και μια βούρτσα.
Κι’ ύστερα από μια βδομάδα
Το χακί για την Ελλάδα.
-Δεν φοβόμαστε τη βία
Θέλουμε Λαοκρατία.
Ψήφος στη Δημοκρατία
Μαύρο στη Βασιλεία.
-atexnos.gr-
Συγκεκριμένα:
Στις 3 του Δεκέμβρη του 1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια που είχε δώσει για το συλλαλητήριο του ΕΑΜ και παράλληλα δίνει εντολή επίθεσης της αστυνομίας και του παρακράτους εναντίον του άοπλου πλήθους, με τη συγκατάβαση φυσικά του Σκόμπυ. Αποτέλεσμα 24 νεκροί και 160 τραυματίες. Τις μέρες που ακολούθησαν οι Αγγλοι άρχισαν ένα άγριο κι εκτεταμένο πογκρόμ συλλήψεων. Από παιδιά μέχρι γέρους, ανεξαρτήτου μόρφωσης και πολιτικών πεποιθήσεων, συλλαμβάνονται και οδηγούνται αρχικά στο Γουδί και στη συνέχεια στο Χασάνι το οποίο είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Για την Ελ Ντάμπα έφυγαν τρεις αποστολές από το Χασάνι με τα πλοία «Μανίλγα», «Καμερόνια» και «Φρίντα». Δυστυχώς όμως, δεν έχει εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός των ομήρων που «φιλοξενήθηκαν» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπολογίζεται από τα διάφορα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από τους ελνταμπίτες, πως αυτός μόνον για το στρατόπεδο τους έφθανε τους 8-10.000 ομήρους.
Από την Ελ Ντάμπα πέρασαν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι που αργότερα χάρισαν το γέλιο στον ελληνικό λαό ή τον έκαναν να δακρύσει. Ένας από τους χαρισματικούς αυτούς ανθρώπους που πολλοί τον πρόλαβαν στο θέατρο και άλλοι στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, είταν ο αείμνηστος ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος. Μόλις γύρισε πίσω, έκατσε κι έγραψε τις εμπειρίες του από τα «σύρματα» και το 1980 το χρονικό εκδίδεται από την «Σύγχρονη Εποχή».
Αξίζει όμως ν’ αφιερώσουμε μερικές αράδες στον ελνταμπίτη ηθοποιό και ζωγράφο.
«Νάμαστε λοιπόν στην Αίγυπτο. Βρισκόμασταν μήπως στο τέρμα του ταξιδιού μας; Αμ’ αυτό δε το μάθαμε στην Ελλάδα και θα το μαθαίναμε εδώ που βλέπουμε μόνο Εγγλέζους; Από το Πορτ-Σάιντ δεν είδαμε τίποτε εκτός από έναν παράξενο κίτρινο ήλιο, γιατί αμέσως από το καράβι μας φορτώσανε σε κάτι βαγόνια («Ιπποι οκτώ») και ξεκινήσαμε ξανά προς το άγνωστο. Μας είχαν φορτώσει όπως οι Γερμανοί φόρτωναν τους Εβραίους, μόνο που δεν είμαστε τόσο στριμωγμένοι και η πόρτα του βαγονιού είταν ανοιχτή. Ετσι μπορούσαμε να βλέπουμε κατά τη διαδρομή την Αίγυπτο. Σε κάθε σταθμό που σταματούσαμε για λίγο, μερικοί Αιγύπτιοι ξεφεύγανε από την επιτήρηση της Αγγλικής Στρατιωτικής Αστυνομίας , πλησιάζανε την πόρτα του βαγονιού και μας προσφέρανε τσιγάρα «ανταλλαγή». Και βάζανε οι όμηροι πουκάμισα, πουλόβερ, κασκόλ, και τα δίνανε για ένα πακέτο θλιβερά τσιγάρα… Εδωσα κι εγώ ένα κασκόλ που είχα και πήρα τσιγάρα. Σε κάθε σταθμό γινότανε και μια περίεργη μάχη. Την τελευταία στιγμή, καθώς έφευγε το τρένο, οι… αντίπαλοι προσπαθούσαν ν’ αρπάξουν το «είδος» χωρίς να δώσουν το δικό τους ή δίνανε την τελευταία στιγμή οι Αιγύπτιοι το πακέτο και πολλές φορές αντί για τσιγάρα ήτανε γεμάτο με χαρτιά. Νάχεις δώσει το πουλόβερ σου για ένα πακέτο τσιγάρα και να παίρνεις ένα κουτί χαρτιά! Καλά το πουλόβερ, μα να σου μένει η λαχτάρα του τσιγάρου… Και η Α.Σ.Α της Αγγλικής Αυτοκρατορίας να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Περάσαμε τη μέρα μας διασχίζοντας την Αίγυπτο, αλληλοκλεβόμενοι με τους Αιγυπτίους, θαυμάζοντας τους παραποτάμους του Νείλου και πότε-πότε στενάζοντας την μοίρα μας,
Δακρύζοντας για τους δικούς μας που όλο και τους αφήναμε πιο μακριά μας.
Νύχτωνε για τα καλά. Τη Γεναριάτικη μέρα που στην Αίγυπτο ήτανε σαν Ανοιξη, την διαδέχθηκε καθώς έπεσε το βράδυ, μια φοβερή παγωνιά. Κλείσαμε την πόρτα του βαγονιού και όλοι μαζί ζαρώσαμε σε μια γωνιά. Το κρύο ήταν ανυπόφορο και δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι. Ρίξαμε τις κουβέρτες μας πάνω στα κεφάλια μας, μα τίποτα δεν μας έσωζε από την παγωνιά. Μπήκε πάλι σ’ ενέργεια το κόλπο της φωτιάς. Ανάψαμε χαρτιά μέσα στο βαγόνι. Και πάλι δε θυσίασα τα γράμματα για μισό λεπτό ζεστασιάς.
Κατά τις τρεις τη νύχτα σταμάτησε το τρένο στη μέση της ερημιάς. Μας κατεβάσανε, βαγόνι-βαγόνι και μας πήγανε εκεί κοντά σε μια παράγκα και μας έδωσαν μια κούπα τσάι και λίγα μουχλιασμένα μπισκότα. Καθώς ήμαστε στην ουρά, λέει ένας του βαγονιού μου στον Αράπη που μας έκανε διανομή:
-Βάλε μπόλικο βρε σκατά.
-Σκατά να φας, του απάντησε ο Αράπης.
Μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό. Τρεις η ώρα, νύχτα μέσα στην έρημο, και ν’ ακούς μια τόσο πολυμεταχειρισμένη λέξη, κι όχι καν στη γλώσσα του Καμπρόν μα ελληνικότατα! Αυτό μας έδωσε κουράγιο. Βρισκόμασταν κάπου που ακόμα και οι Αράπηδες μιλάνε ελληνικά. Ξανακλειστήκαμε στις σιδηροδρομικές φυλακές μας και ξεκινήσαμε πάλι τουρτουρίζοντας και μασώντας τα μουχλιασμένα μπισκότα της Αγγλικής Αυτοκρατορίας. Δεν κλείσαμε μάτι. Είχε βγει ο ήλιος για καλά, όταν αράξαμε στην…Ιθάκη.
Και για να πάρω θάρρος ξανάφερα στη σκέψη μου τους στίχους του ποιητή:
Σα βγης στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο «Εσατζή» μη φοβάσαι.
Τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρης.
Αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,
τον άγριο «Εσατζή» δε θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανής μεσ’ στην ψυχή σου,
κι αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Και η Ιθάκη για μένα ήτανε η ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ. Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχανε οι Εγγλέζοι μέσα στα αφρικανικά χώματα. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια».
Με τον Μίμη Φωτόπουλο στο Camp 380 ήταν και ο πατέρας του γράφοντος, δημοσιογράφος Αλέξης Καρρέρ. Το 2004 βάζοντας σε κάποια τάξη τα αρχεία του πατέρα μου, έπεσε στα χέρια μου ένα ντοσιέ που μου τράβηξε την προσοχή. Εγραφε: Ελ-Ντάμπα, Αθήνα 1946. Μέσα υπήρχαν κιτρινισμένα από την πολυκαιρία χειρόγραφα με γράμματα που μόλις φαίνονταν.
Το περιεχόμενό τους είχε πρωτοδημοσιευτεί σε συνέχειες (σε πρώτη μορφή), στην απογευματινή εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» αρχής γενομένης την 21η Μαρτίου του 1945. Είναι ένα μέρος της ιστορίας του πατέρα μου που άξιζε να βγει στην επιφάνεια γιατί πρόσφερε ένα ντοκουμέντο στη μεγάλη εποποιία του λαού μας που λέγεται ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.
Τις αράδες αυτές τις αφιερώνω πρωτίστως στον πατέρα μου αλλά και σε κάθε σύντροφο ή συναγωνιστή που πολέμησε ή έδωσε και τη ζωή του για τη λευτεριά της πατρίδας μας από την ξένη ακρίδα κι έμεινε πάντα ένα με το λαό για το λαό. Και κυρίως στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Έτσι θα κλείσουμε μ’ ένα πρωτόλειο κείμενο του Αλέξη Καρρέρ η Αλέξη Ακύλα στο βουνό.
«Μέσα στη φούρια για το στήσιμο της μεγάλης σκηνής, το μάτι του πήρε στα πεταχτά κάτι που τον γέμισε χαρά και αισιοδοξία. Ενιωσε ένα φτερούγισμα μέσα του, κάτι σα χάδι, σα γυναικείο αγκάλιασμα. Τίποτα δεν χάνεται, όλα σβήνουν, μα κάπου πάντα ένα φωτάκι, μια ηλιαχτίδα, ένα δένδρο, ένα αγριολούλουδο, ένας βράχος που είναι δεμένος μαζί τους, σε στεριώνουν πάλι στη ζωή.
Πέρα από τους αμμόλοφους, ανάμεσα σε δύο υψώματα, το μάτι του πήρε μια μικρή γαλάζια πινελιά, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση. Ηταν η θάλασσα, η θάλασσα της Μεσόγειος, η θάλασσα που σ’ ενώνει με την πατρίδα με ό,τι αγάπησες πιο πολύ, με ότι θυμήθηκες για να μεγαλώσεις, να γίνεις άντρας. Δεν είσαι χαμένος στην έρημο. Υπάρχει εκεί η θάλασσα που θα σε ξαναφέρει κάποτε στις ρίζες σου.
Φτάνοντας εκεί τα ξημερώματα με το τρένο, ο Γιάννης Αχτύπης, είδε καρφωμένη πάνω σ’ ένα στύλο μια επιγραφή: “EL-DABA” κι ύστερα πιο κάτω μια θάλασσα από σκηνές, από συρματοπλέγματα από στύλους , με δυνατά φώτα που έριχναν προβολείς κι έξω από το στρατόπεδο.
Πριν φτάσουμε στην Ελ-Ντάμπα, από τη μισάνοιχτη πόρτα του βαγονιού, όπου στεκόταν ένας στρατιώτης του αγγλικού στρατού με το αυτόματο στο χέρι, είδαμε φευγαλέα μια άλλη επιγραφή που έγραφε “EL ALAMEIN”.
Τότε κατάλαβα που βρισκόμασταν γιατί προηγούμενα μας είχαν φορτώσει σ’ ένα τρένο κατεβάζοντάς μας πάντα υπό την απειλή των όπλων, από το επιταγμένο φορτηγό ποστάλε που μας είχε φέρει από το Φάληρο στο Πορτ-Σάιντ Και το ταξίδι κράτησε όλη νύχτα, με το τρένο να μουγκρίζει, να ταρακουνιέται με απότομα τινάγματα. Και σαν είδαμε την επιγραφή “EL ALAMEIN”, το σκονισμένο μυαλό μας από την αγρύπνια και τη κούραση, σα να καθάρισε για λίγο και τα μάτια προσεχτικά αναζήτησαν το τοπίο το ξακουστό. Ηταν σπαρμένο. Όσο έτρεχε το τρένο, με λογιών-λογιών σιδερικά, κατεβασμένα αεροπλάνα, αυτοκίνητα, μηχανοκίνητα, σαμπρέλες, χαρτοκιβώτια. Όλα θυμήματα σαραβαλιασμένα κι άχρηστα τώρα, στη μεγάλη μάχη που είχαμε παρακολουθήσει από τα κρυφά ραδιόφωνα στην Αθήνα με αγωνία, με λαχτάρα θα φώτιζε άραγε κι από τούτη τη μεριά; Και η Αλεξάνδρεια δεν έπεσε και η Μόσχα δεν έπεσε.
Μα μείς τώρα, πως βρισκόμαστε εδώ, κατάμεσα στην άμμο; Κείται ένα δεντρί στον ορίζοντα , μόνο κολώνες ηλεκτρικές και συρματοπλέγματα και θάλασσα και σκηνές.
Διαδεχόμαστε εδώ Γερμανούς αιχμαλώτους του “EL ALAMEIN” . Που να τους πήγαιναν άραγε τώρα; Αυτό το στρατόπεδο χωράει ίσαμε 8.000 και πάνω άτομα. Δέκα άνθρωποι σε κάθε σκηνή. Και πάνω στο καραβόπανο, στη μέσα μεριά, θυμήματα των Γερμανών αιχμαλώτων. Μπα, δεν ήταν πατριωτικά ή πολεμικά. Συναισθηματικά, ερωτικά, οικογενειακά, όπως όλοι οι φαντάροι του κόσμου, πριν γίνουν φαντάροι.
Ο Γιάννης Αχτύπης, καθώς κοιτάζει και διαβάζει τα γραμμένα στο καραβόπανο με λογιών-λογιών χαρακτήρες (Maria ich liebe dich fur immer, Johannes), αναθυμάται μερικά γράμματα που είχαν στείλει στους αρραβωνιαστικούς τους, στους άντρες τους, στα παιδιά τους, κοπέλες και γυναίκες της Γερμανίας, ταλαιπωρημένα γράμματα, μα φυλαγμένα με προσοχή σε κάποιο πορτοφόλι που ο ιδιοκτήτης του είχε πέσει σε μάχη με τους αντάρτες ή είχε αιχμαλωτιστεί. Και φωτογραφία με αφιερώσεις στον Πέτερ με αγάπη και προσμονή και από δίπλα παιδικά σχεδιάσματα με χρωματιστά μολύβια Meinem Lieben Vater. Ηταν και μερικά γράμματα που επέμεναν «περιμένουμε όλοι να γυρίσεις νικητής», μα αυτός ήταν τώρα κάτω από το χώμα.
Ο Γιάννης Αχτύπης δεν κατάλαβε πως χώρισε η ομάδα που θα έμενε στη σκηνή μ’ αυτόν. Είχαν γνωριστεί στο καράβι, είχαν γνωριστεί στο τρένο; Πάντως δεν ήταν καμιά επιλογή. Μάλλον έτσι στην τύχη. Ηταν ένας νέος εργάτης οικοδόμος, ήταν δύο τραπεζικοί υπάλληλοι, ένας λουστραδόρος, ένας εμποροϋπάλληλος,, ένας φυσικός, ένας φοιτητής της φιλολογίας κι ένα παιδί σχεδόν που δεν προφτάσει ακόμα να ξεκινήσει τη ζωή του, ήταν δεν ήταν 15 χρόνων.
Αυτοί θα μένανε μαζί μερικούς μήνες, μια ολάκερη ζωή. Ποιος ξέρει πότε μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος. Γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος εναντίον των Γερμανών. Ηταν και η συνέχεια. Ηταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που τον όριζαν».
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ
-Από τους δρόμους και τα σπίτια
Βάρκα γιαλό
Απ’ τους δρόμους και τα σπίτια
Μας μαζεύουν σαν κατσίκια
Οχ, τριαλαρί,λαρό
Βάρκα γιαλό
-Μας επήγανε στο τμήμα
Κι ύστερα σε κάποιο σύρμα
Μα οι Άγγλοι καθώς πρέπει
Μας αδειάσανε την τσέπη
-Δηλαδή με άλλα λόγια
μας επήραν τα ρολόγια
και με ξύλο και φοβέρες
επερνούσανε οι μέρες
Και μια μέρα μάνι-μάνι
μας επήγαν στο λιμάνι
-Στις μαούνες μας εβάλαν
σε καράβι μας μπαρκάραν
-Μες στ’ αμπάρια μας εκλείσαν
Κι απ’ την πείνα μας ψοφήσαν.
-Τρεις μέρες μες στο πλοίο
επεθάναμε απ’ το κρύο.
Στο Πορτ-Σάιν μας εβγάλαν
Και στο τρένο μας εβάλαν
Μας επήγαν στην Ελ Ντάμπα
Και μας βάλανε μια στάμπα.
-Μας εκλείσανε στο σύρμα
Και μας βάλανε μια φίρμα.
Δέκα-δέκα στα τσαντίρια
Και άρχισαν τα μαρτύρια
αραπάδες μας φυλάγαν
Και οι Αγγλοι μας μετράγαν.
-Όλοι μέσα ξαπλωμένοι
Κάτω απ’ την πείνα λιγωμένοι.
-Μας εδίναν τη βδομάδα
Ένα σύκο τη δεκάδα.
Μας ταΐζουν και μπιζέλια
Που δίνουν στα κουνέλια.
Μας εδίναν και φιστίκια
Που τα τρώγαν τα κατσίκια.
Με σκουλήκια το ψωμί μας
Και με άμμο το φαί μας.
-Μέσ’ την ψείρα και την ψώρα
Ζούσαμε μέχρι τώρα.
Κάναμε απεργία πείνας
Για να πάμε στην Αθήνα
Τανκς εφέραν είκοσι τρία
Για να λύσει η απεργία.
-Μας εβάλανε νηστεία
Μέρες είκοσι και μία.
Μα εμείς καλά κρατάμε
Και τα τρόφιμα πετάμε.
-Τότε αλλαξιές μας δίνουνε
Και τα τρόφιμα πληθύναν.
Τότε δίνουν και παπούτσια
Ξυραφάκια και μια βούρτσα.
Κι’ ύστερα από μια βδομάδα
Το χακί για την Ελλάδα.
-Δεν φοβόμαστε τη βία
Θέλουμε Λαοκρατία.
Ψήφος στη Δημοκρατία
Μαύρο στη Βασιλεία.
-atexnos.gr-
«Τι Εάμ κ’ Ελιάς ρε;… Κουκουέ ρε!!…»
Ανέκδοτα του αγώνα
Το χιούμορ αποτέλεσε «διέξοδο» για χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές που βίωναν τις σκληρές και πολύ συχνά απάνθρωπες συνθήκες της φυλακής και της εξορίας, για δεκαετίες ολόκληρες τον εικοστό αιώνα. Χιούμορ που αναμφίβολα προερχόταν από τους ίδιους τους ανθρώπους, όμως πολλές φορές πήγαζε αβίαστα και από την «τριβή» των κρατουμένων με την καθημερινότητα, τις ίδιες τις συνθήκες διαβίωσης, τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και με τους δεσμοφύλακες τους, το επίπεδο των οποίων ήταν τις περισσότερες φορές αρκετά κάτω του «αναμενόμενου»…
Πολλές μαρτυρίες με περιστατικά που προκαλούν γέλιο έχουν μεταφερθεί από στόμα σε στόμα και είναι τυχεροί όσοι από τους νεώτερους το ’φερε η ζωή να βρεθούν μπροστά σε τέτοιες αφηγήσεις. Όμως η μοίρα του προφορικού λόγου είναι συνήθως να μην αντέχει στο χρόνο και να σβήνει μαζί με τους λιγοστούς πια εκπροσώπους της γενιάς των πολεμιστών που αναμετρήθηκε με τα πέτρινα χρόνια και άντεξε.
Όσα στάθηκε δυνατό και καταγράφηκαν θα μείνουν για να θυμίζουν στις νεώτερες γενιές ότι ο αγώνας για μια καλύτερη κοινωνία δεν μπορεί να είναι ξεκομμένος από τις εκφάνσεις της ίδιας της ζωής που παλεύεις ν’ αλλάξεις. Και το χιούμορ είναι σαν το αλάτι, που «νοστιμίζει» τη ζωή όσο δύσκολη κι αν είναι.
Σήμερα παρουσιάζουμε δέκα μικρές χιουμοριστικές ιστορίες από τα Ανέκδοτα του αγώνα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Γιώργη Μωραΐτη «Ατζέντα Ιτζεδίν» (Αθήνα 2013, ιδ. έκδοση).
Στο βιβλίο αυτό (ο συγγραφέας το έχει αφιερώσει στην ΚΝΕ) ο μαχητής του ΔΣΕ, παλαίμαχος δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, Γιώργης Μωραΐτης φέρνει στη δημοσιότητα τις σελίδες μιας μικροσκοπικής ατζέντας-ημερολογίου του 1960, όπου, έγκλειστος ως πολιτικός κρατούμενος στο φρούριο Ιτζεδίν στην Κρήτη, κατέγραφε συντομογραφικά διάφορα γεγονότα, πληροφορίες, αποσπάσματα βιβλίων, στίχους ποιητών, συναισθηματικές στιγμές, δράσεις των κρατούμενων συντρόφων του και άλλα. Ένα μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Ανέκδοτα του Αγώνα» περιλαμβάνει συγκινητικές και χιουμοριστικές μικρές ιστορίες για αγωνιστές και γεγονότα, καθώς και ποιήματα του συγγραφέα γραμμένα στην παρανομία και στις φυλακές.
«Σχώρα με αγαπητέ αναγνώστη, «αμαρτία ξομολογημένη θαρρώ δεν είναι αμαρτία». Μ’ αρέσουν τ’ ανέκδοτα. Κάτι παραπάνω, έχω σ’ αυτά μεγάλη αδυναμία. Μπορώ να πω, με τραβούσαν πάντα περισσότερο απ’ άλλες προφορικές αφηγήσεις. Ίσως γιατί περιέχουν το εύθυμο στοιχείο άφθονο. Μ’ ευχαριστούσε πολύ να τ’ ακούω από απλούς ανθρώπους του λαού ή και να τα διαβάζω με βουλιμία σαν «τα κάλιαζα» γραμμένα. Ξέρω πολλά. Εδώ όμως, θα γράψω λίγα. Σκέφτηκα να περιοριστώ μόνο σε ανέκδοτα του αγώνα. Ξεκίνησα από τούτες τις αφορμές: Η αθάνατη εποποιία της Αντίστασης, κι ύστερα οι ταλαιπωρίες της ως τα σήμερα, είχε και την εύθυμη πλευρά της. Αυτή, που συμπληρώνει την άλλη, τη σοβαρή, γραφτή είναι σχεδόν άγνωστη. Πολύ λίγα στοιχεία της έχουν περάσει σε διάφορα αναγνώσματα…» (Από τον πρόλογο του συγγραφέα).
1) E, πολίτη!… 5 λεπτά
Σε ένα χωριό της Μακεδονίας στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Στο καφενείο παίζαμε χαρτιά. Έρχεται ένας χωροφύλακας και με φωνάζει:
– Έ πολίτη! Έ πολίτη!
Οι άλλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Εγώ σκυμμένος στα χαρτιά δε βγάζω μιλιά.
– Έ, πολίτη!…
Εγώ το κορόιδο. Ανακατώνω τα χαρτιά. Ο χωροφύλακας έρχεται κοντά μου.
– Έ, πολίτη. Σένα κρένω πολίτη, λέει και με τραβάει απ’ τις πλάτες.
– Τι θέλεις; του λέω.
– Σε θέλει 5 λεπτά στο τμήμα ο διοικητής. 5 λεπτά!
Μόλις άκουσα ότι με θέλει ο διοικητής, με κάψαν τα κρεμμύδια. Σηκώθηκα και πάω να πάρω από την κρεμάστρα το παλτό μου.
Με βλέπει ο χωροφύλακας και αρχίζει το βιολί του.
– Έ πολίτη. Άστο το παλτό. Τι να το κάνεις, 5 λεπτά.
Εγώ δεν τον άκουσα. Πήρα το παλτό και πήγαμε στο τμήμα.
5 λεπτά μου είπε ο χωροφύλακας στο καφενείο. 12 χρόνια βγάζω φυλακή.
2) Το… ατσάλι
Ένας βασικός στόχος, του Κράτους, του Υπουργείου και των Διευθύνσεων των Φυλακών κατά των Πολιτικών Κρατουμένων, στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ήταν τα βιβλία, τα τετράδια, γενικά τα χαρτιά μας. Στις συχνές έρευνες στα κελιά και στους θαλάμους μας, οι φύλακες έπεφταν απάνω σαν τα «κοράκια». Τα ανακάτωναν, τα ψάχναν, τα ’παιρναν. Τα συγκέντρωναν «σωρό» στο Αρχιφυλακείο και κρατούσαν ο,τι έβρισκαν «επιλήψιμον». Ακόμα και γράμματα των οικογενειών μας, που είχαν λογοκριθεί. Ο,τι «σατανικό» μπορούσε να βάνει ο νους του ανθρώπου, για να μας κάνουν κακό. «Δεν είχαν το θεό τους». Κι ας έκαναν στο εκκλησάκι του Κάτεργου, τις Κυριακές και τις γιορτές, 100 σταυρούς.
Την πιο μεγάλη αδυναμία και μανία όμως, είχαν οι «άτιμοι» στα βιβλία. Γιατί ήξεραν ότι εξόν από τα επιτρεπόμενα βάζαμε μέσα και απαγορευμένα. Και τα φυλάγαμε «σαν τα μάτια μας». Πιο άγρια επίθεση δεχόμασταν στα βιβλία μα και στα χαρτιά μας, όταν μας έκαναν μεταγωγή. Τότε είχαμε φοβερό ψάξιμο και εκεί απ’ όπου φεύγαμε και εκεί όπου πηγαίναμε. Άνοιγαν τα μπαγάζια μας, τ’ άπλωναν στο προαύλιο και τα ψάχνανε επί ώρες. «Θεάρεστο έργο».
Σ’ αυτές τις έρευνες, πάντως, πολλές φορές, οι «έξυπνοι» φύλακες και οι «πανέξυπνοι» αρχιφύλακες και υπαρχιφύλακες την πάθαιναν κιόλας. Και γίνονταν «ρεζίλι των σκυλιών»!
Ένα τέτοιο περιστατικό έγινε ανέκδοτο. Από κάποια φυλακή μια ομάδα πολιτικών κρατουμένων, με πειθαρχική μεταγωγή, βρέθηκε στη Γιούρα. Στην εξονυχιστική έρευνα, στόχος να βρεθούν κομμουνιστικά βιβλία. Επικεφαλής της έρευνας ο αρχιφύλακας «κάθαρμα», που έκανε και τον «έξυπνο». Ξεχνάω τ’ όνομα του. Ένας σύντροφος ανάμεσα στ’ άλλα βιβλία, είχε και του Οστρόφσκι το «Πώς δενόταν τ’ ατσάλι». Ένα βιβλίο που το είχαμε «Ευαγγέλιο». Και βέβαια απαγορευόταν. Λοιπόν το παίρνει στα χέρια του ο αρχιφύλακας. Το κοίταξε καλά. Διάβασε τον τίτλο. Απ’ την πολλή «εξυπνάδα» του, το άφησε. Δεν το κράτησε. Και ρωτάει τον κρατούμενο: «Σιδηρουργός είσαι»; Ο σύντροφος, ξεχνώ τ’ όνομά του, ξαφνιάστηκε. Αλλά είχε την ετοιμότητα να του απαντήσει: «Ε, τι να κάνουμε; Να βγάζουμε το ψωμάκι μας»!… Έγινε της «τρελής», όταν μαθεύτηκε αυτό στις Φυλακές και στα Στρατόπεδα.
3) Τι Εαμ κ’ Ελιάς. Κονισμός
Σ’ ένα αρβανιτοχώρι της Αττικής, στην πλατεία μέσα σε πυκνό ακροατήριο μιλούσε ένα Εαμικό στέλεχος. Είπε πολλά, ώρες ολόκληρες. Και μιλούσε ωραία, με πάθος, με περίφημα σχήματα λόγου. Όλοι κρέμονταν από το στόμα του.
Έλα όμως που του διέφυγε κάτι σοβαρό λες κι ήταν αμαρτία να το φωνάξει. Είπε, είπε, είπε για ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, μάλλιασε η γλώσσα του, ξεταμπάνιασε και τ’ αυτιά των χωριανών. Αλλά ούτε μια φορά δεν ανέφερε ΚΚΕ.
Είδε κι απόειδε ένας νεαρός φλογερός και κατακόκκινος αρβανίτης, περίμενε, έκανε υπομονή, δεν άντεξε. Του χώνεται λοιπόν με φωνές εκεί που κόντευε να τελειώσει ο ρήτορας ικανοποιημένος για την επιτυχία του.
– Τι Εαμ κ’ Ελιάς, ρε; Κουκουέ ρε, Κονισμός ρε. Ξίνισε (ξύπνησε) ο κόσμος τώρα!
Ήταν αναμμένος από θυμό, έκανε χειρονομίες. Ο ρήτορας δεν περίμενε τέτοιο ρεζιλίκι και κατέβηκε απ’ την εξέδρα καταπράσινος. Αμ πώς;
* Σημ.: Από αφήγηση Νίκου Μανιά, αεροπόρου, στελέχους της ΕΠΟΝ, ασυρματιστή του Διαμαντή στο ΔΣΕ
4) Η «Καπνοσακούλα»!
Μετά την απελευθέρωση ένας αγωνιστής της Αντίστασης καταδικάστηκε σε θάνατο στο στρατοδικείο της Χαλκίδας. Μετά την ανακοίνωση της θανατικής καταδίκης, ως συνήθως, ο πρόεδρος ρώτησε τον κρατούμενο αν έχει να πει τίποτα. Μπορούσε δηλαδή έστω και τότε να γλιτώσει την εκτέλεση αν δήλωνε ότι αποκηρύσσει τον αγώνα και την ιδεολογία του.
– Μάλιστα κύριε πρόεδρε! Απάντησε το παλικάρι και σηκώθηκε ορθό.
Αυτό ξάφνιασε το ακροατήριο. Πολλοί άρχισαν να ψιθυρίζουν. Φοβήθηκε «θα κάνει δήλωση». «Θα αποκηρύξει». «Αμ είναι γλυκιά η ζωή»…
Κι ο πρόεδρος κάτι τέτοιο περίμενε. Γιατί αυτό ήξερε από πείρα. Απαντούσαν πως κάτι έχουν να πουν όσοι θέλανε να γλιτώσουν το κεφάλι τους. Ενώ οι άλλοι, οι «αμετανόητοι», συνήθως αδιαφορούσαν και για την απόφαση και για την ερώτηση του.
– Ορίστε: Λέγε παιδί μου. Πρόφερε ο πρόεδρος μειδιώντας με χαρά.
Ο καταδικασμένος σήκωσε ψηλά το κεφάλι, τον κάρφωσε με τα μάτια του. Και τούδωσε μια απάντηση Καραϊσκακική.
– Άμα με σκοτώσουν κ. πρόεδρε σου χαρίζω… τ’ απαυτά μ’ να τα κάνεις καπνοσακούλα!…
Τον έκαναν αρπαχτόν οι χωροφύλακες τον οδήγησαν στη φυλακή και σε λίγες μέρες αντιμετώπισε περήφανα το εκτελεστικό απόσπασμα.
* Σημ.: Το γεγονός αυτό και το όνομα του αγωνιστή κάπου είχε δημοσιευτεί. Αλλά δεν το θυμάμαι.
5) Τι είναι κομμινισμός! (Το κατά Παπαλεβέντην Α’ Ευαγγέλιο)
Στον Άι-Βλάση –τη μια απ’ τις τρεις εκκλησιές του Δαδιού (Αμφίκλειας)- λειτουργούσε ένας ψηλός ξερακιανός μαυρογένης κι αλέγρος πάπαρος, από κείνους που «τα 12 βαγγέλια τα βγάζαν 13», ο Παπαλεβέντης με τ’ όνομα, ο παπά Κωστής. Μια Κυριακή στα χρόνια της 4ης Αυγούστους, ο παπάς ερμηνεύοντας το Βαγγέλιο ξαπόλυσε τους μύδρους του ενάντια στον κομμουνισμό. Η διχτατορία του Μεταξά, πιο πολύ από πριν, τότε χρησιμοποιούσε ακόμα τον άμβωνα για να κατακεραυνώνει τους «αντίχριστους» κουκουέδες.
Πούθε ν’ αρχίσει όμως και πώς να πείσει ο δόλιος ο Παπαλεβέντης τους «χοντροκέφαλους» Δαδιώτες ή μάλλον τις Δαδιώτισσες. Έπρεπε να τα κάνει λιανά και φυσικά να αρχίσει από τον «ορισμό» του κομμουνισμού. Σκέφτηκε λίγο – ήταν δα πανέξυπνος – και το βρήκε. Έβαλε πρώτα το ερώτημα με ύφος Μαγδαληνής και με χαμηλό αλλά ειρωνικό τόνο. Η προφορά του ήταν ιδιόμορφη:
-Ξέρετε αγαπητοί Χριστιανοί τι είναι ο κομινισμόοος;
Ύψωσε τη φωνή του για να απαντήσει. Βίαιος, ορμητικός σα χείμαρρος. Άστραψε και βρόντηξε. Με στόμφο, μορφασμούς και χειρονομίες.
-Κοοομιιινιισμόοοος, αγαπητοί χριστιανοί είν τούτο το πράμα: ο Γιάννης της αφτηνης, να πιάν τη Μαρία της αλλ' νής, να ντη κάν ο,τι θέλ!
Το ποίμνιό του, που είχε κοκαλώσει, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Κι ο παπάς ικανοποιημένος χάιδεψε απαλά τη γενειάδα του και κορδώθηκε. Τέτοια «διάνα» δεν είχε πετύχει άλλη φορά.
6) …Το «δελτίο» άντρα
Ήταν στα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής, σε μια πόλη. Ο άντρας ήταν άνεργος. Δω-κει σταύρωνε κάνα μισό μεροκάματο. Στο σπίτι πείνα και των γονέων! Η γυναίκα του όμως όλο και τα βόλευε. Ήταν κι ομορφούλα… Βέβαια στην κατοχή υπήρχε το σύστημα των δελτίων. Η γυναίκα άρχιζε να φέρνει στο σπίτι όχι μόνο το λίγο αλεύρι των διανομών ή το κομματάκι ψωμί αλλά και κονσέρβες. Μια, δυο, τρεις το πράγμα δε σοκάριζε. Ύστερα όμως…
Ο άντρας ψυλλιάστηκε. Οι κονσέρβες δε σταματούσαν να μπαίνουν στο φτωχόσπιτο.
– Πού τις βρίσκεις γυναίκα;
– Μα σου είπα άντρα, το δελτίο μας!
Ο άντρας κρυφογελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Μα δεν προχωρούσε πιο πέρα. Μια μέρα ξαναρώτησε:
– Πού τις βρίσκεις τις κονσέρβες, γυναίκα;
– Ε, δεν τρώγεσαι! Απάντησε εκείνη νευριασμένα. Φάε και μη μιλάς…
Ο ταλαίπωρος ο σύζυγος της άτιμης κατοχής δεν ξαναμίλησε. “Φως φανάρι”. Η σύζυγος πήγαινε με Ιταλούς.
Ήρθε ο χειμώνας. Κάτι καρβουνάκια στο μαγκάλι πού να ζεστάνουν την κάμαρα; Η κακομοίρα η γυναίκα ένα βραδάκι γυρίζοντας απ’ τη βίζιτα παγωμένη, το καβάλησε. Κάθισε στην καρέκλα, άνοιξε τα σκέλια και ζεσταινότανε στο μαγκάλι. Τα πόδια της αρχίζανε να παρδαλίζουν.
Δεν βάσταξε πια ο σύζυγος. Τα λόγια του ειπώθηκαν σοβαρά σοβαρά. Στο τέλος όμως του ξέφυγε ένα χαχάνισμα.
– Τραβήξου απ’ το μαγκάλι γυναίκα. Θα κάψεις το δελτίο!
Και χαθήκαμε…
7) Το πάθημα του χωροφύλακα
Ένας χωροφύλακας μόλις τέλειωσε τη σχολή, διορίστηκε στην Ακροναυπλία. Φαίνεται όμως πως στη σχολή δεν είχε μάθει καλά το μάθημα και την έπαθε.
Μια μέρα εκεί που έκαναν βόλτα, πλησίασε δυο κρατούμενους. Άνοιξε κουβέντα και στα πολλά στα λίγα τους πέταξε το γνωστό τροπάρι.
– Ε, εσείς θέλετε και είστε φυλακή!
– Πώς θέλουμε, υπάρχουν άνθρωποι που να θέλουν να μένουν στα κάτεργα; Είπε ο ένας.
– Αν θέλετε μπορείτε αμέσως να απολυθείτε! Δήλωσε σοβαρά ο χωροφύλακας.
Οι άλλοι έκαναν πως ξαφνιάστηκαν. Απ’ την αρχή τον έκοψαν και πήγαν να του κάνουν «ψιλό γαζί».
– Τι; Πρώτη φορά τ’ ακούμε αυτό.
– Να, άμα κάνετε μια δήλωση φεύγετε…
– Τι; Τι δήλωση είναι αυτή και δεν τη ξέρουμε.
– Να, μόλις υπογράψετε ένα χαρτί…
– Τι λες βρε παιδάκι μου, για κανόνισέ τα…
– Θα πάω αμέσως στον κ. Διοικητή.
Τρέχει, λοιπόν, χαρούμενος στο διοικητή της φρουράς. Σαν τα κατάφερνε να αποσπάσει «δήλωση» από δυο κρατούμενους μπορεί να έπαιρνε και κανένα γαλόνι. Και τι κρατούμενους. Μεγάλα στελέχια του φάνηκαν! Μπήκε στο γραφείο του διοικητή κατακόκκινος και λαχανιασμένος.
– Κύριε διοικητά! Δύο κρατούμενοι θέλουν να κάνουν δήλωση!
– Τι λες βρε παιδί μου. Πού τους ανακάλυψες; Μπράβο! Μπράβο!
Στην αρχή σα να τον πίστεψε ο διοικητής.
– Ποιοι είναι; Ρώτησε. Πώς τους λένε;
– Δεν ξέρω. Να σας τους δείξω.
Τον τράβηξε στο παράθυρο. Κάτω στο προαύλιο ο Αραμπατζής με το Γεωργίου έκαναν βόλτες και γελούσαν.
– Αυτοί;
Ο διοικητής γύρισε απότομα, του δωσε μια μούτζα κι έσκασε στα γέλια.
– Βρε βλάκα. Βρε ανόητε. Βρε μαλάκα! Ου να χαθείς βρε. Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί… «Παλιές καραβάνες». Σε δούλεψαν. Χάσου από δω κι άλλη φορά να προσέχεις.
Ύστερα μουρμούριζε μόνος του στο γραφείο του:
– Βρε τους δαιμόνιους… Τι μου σκάρωσαν. Βρε ρεζιλίκι!
* Σημ.: Αυτό είναι από τον Παντελή Κιουρτσή
8) Οι ποιητές!…
Προπολεμικά στην Ακροναυπλία ορισμένοι πολιτικοί κρατούμενοι καταγίνονταν με την «κατασκευή» στίχων. Τάχουν αυτά οι φυλακές. Μάλιστα σχηματίσανε και ολόκληρο όμιλο. Αλλά δύο απ’ αυτούς «έπιαναν πουλιά στον αέρα».
Ο Κεφαλλονίτης ο Μεμάς κι ένας στενός φίλος του, καλή τους ώρα. Κάποτε ο Μεμάς έδωσε μερικά ποιήματά του στον μεγάλο Δάσκαλο, Δημήτρη Γληνό να τα δει και να του πει η γνώμη του. Με κρύα καρδιά περίμενε την απάντηση. Οι μέρες περνούσαν κι ο δάσκαλος δεν έβγαζε λέξη, λες και ήθελε να βασανίσει τον «ποιητή». Μια μέρα όμως πλησίασε το Μεμά και του είπε:
– Τα διάβασα. Καλά είναι. Τα καταφέρνεις…
Καμάρι, λοιπόν, ο Μεμάς. Ψήλωσε ακόμα ένα μπόι. Τι καλά αν σταματούσε εκεί η συζήτηση. Μα ο δάσκαλος τον άφησε να ανασάνει και συνέχισε:
Αλλά… Καλύτερα να ασχοληθείς με καμιά άλλη δουλειά.
«Ταμπλάς» βάρεσε το Μεμά. Όνειρα και σχέδια για μια θέση στο στερέωμα των ποιητών κατέρρευσαν. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε. Συνέχισε να θητεύει στη μούσα. Έλεγε αργότερα: Άμα την «ψωνίσεις» δεν είναι εύκολο να ξεκόψεις.
Όσο για το φίλο του δεν ξέρουμε τι είπε ο δάσκαλος. Αλλά κ’ εκείνος συνέχισε τη δουλειά με πάθος. Είχε μια κλίση στη «σατυρική» ποίηση!…
*Σημείωση: Με τον Μεμά (Γεράσιμο Ποδαρά) ήμασταν στη φυλακή της Αίγινας. Μας το αφηγήθηκε ο ίδιος.
9) Οι «λυρικοί» φεύγουν!
Πάλι για τους ποιητές. Μια μέρα φέραν στο κάτεργο της Ακροναυπλίας δυο νέα ταλέντα. Βρήκαν το «σινάφι» και πιάσανε γνωριμία. Φαίνονταν σα δυο αστέρια λαμπερά, με λυρική φλέβα και υπόσχονταν πολλά. Η πρώτη βδομάδα κύλησε καλά. Μα ύστερα… «Βαριά η καλογερική». Όχι βέβαια η ποίηση -μη γίνει καμιά παρεξήγηση- «θεός φυλάξει». Αυτήν την έπαιζαν στα δάχτυλα οι νεαροί. Η φυλακή! Η καταραμένη η κλεισούρα μέσα στους τέσσερις τοίχους!
Τα παιδιά ζορίστηκαν. «Δεν είναι ζωή τούτη». «Δεν υποφέρεται»… Θόλωσε το μυαλό τους. Στέρεψε κι η ποιητική φλέβα τους. Και μια ωραία πρωία μην τους είδατε μην τους απαντήσατε. Υπογράψανε μια «δηλωσούλα» και αποφυλακίστηκαν αμέσως.
– Τι έγιναν τα παιδιά; Δεν τα βλέπω. Γιατί δεν κατέβηκαν ακόμα απ’ το θάλαμο; ρώτησε ο Μεμάς. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του γιατί οι νεαροί φαίνονταν νάχουν μέσα τους όχι μόνο ποιητική μα και επαναστατική φλόγα. Κάτι λόγια παχιά και μεγάλα που έλεγαν!…
Έκαναν δύο βόλτες στο προαύλιο σιωπηλοί. Ύστερα ο Μεμάς μουρμούρισε:
– Λες να πάθουμε κ’ εμείς κανά χνέρι με το ψώνιο που κολλήσαμε;
Ο φίλος του όμως τον καθησύχασε γελώντας.
– Δεν έχουμε φόβο εμείς συνάδελφε… Αυτοί ήταν λυρικοί!… Εμείς είμαστε σατυρικοί!
* Σημ.: Κι αυτό από αφήγηση του Μεμά.
10) Ο καπετάν Μπάφας!
Στο Ζέλι της Λοκρίδας πήγε ένα συγκρότημα ανταρτών να συγκροτήσει στην Κατοχή οργανώσεις. Καπετάνιος ήταν ένας παλιός φυγόδικος με τη φουστανέλα του, τα τσαπράζια του, τη γενειάδα του και μια μακριά σπάθα. Από πολιτική γρι δε σκάμπαζε. Αλλά μια που έπρεπε να οργανώσει το λαό τι να έκανε; Και τι λαό είχε αυτό το χωριό; Όλοι κτηνοτρόφοι. Αγρίμια! Χάνονταν στους λόγγους και άντε να τους βρεις. Μόνο τις Κυριακές μπορούσε να τους καλιάσεις. Και η αποστολή του καπετάν Μπάφα ήταν δύσκολη. Οργανώσεις θέλετε; Θα τις έχετε! Μη σας νοιάζει, είπε, στην καθοδήγηση. Και ξεκίνησε.
Ξημερώνοντας Κυριακή έφεξε στο Ζέλι. Πρώτη φορά πατούσαν αντάρτες στο χωριό κι ο κόσμος ανάκατα άντρες, γυναίκες παιδιά, γέροι γριές μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλησιάς. Να τους δουν και να τους καμαρώσουν!
Εκεί ο Μπάφας τους μίλησε. «Ο Θεός και η ψυχή του» τι είπε. Ύστερα τους διέταξε να μπουν σε μια γραμμή όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Αφού έγινε η γραμμή πηδάει στην κορφή, τραβάει τη σπάθα και χαράζει τα «σύνορα» κάθε οργάνωσης. Και διατάζει:
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο ΕΑΜ!
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο εφεδρικό ΕΛΑΣ!
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο ΕΠΟΝ!*
Προχωράει.
-Εσείς από δω μέχρι δω θα είσαστε στην Αλληλεγγύη.
Και τραβά κορδόνι.
Έγιναν όλες οι οργανώσεις, αλλά περίσσεψε κ’ ένα φτερό. Γυρίζει ο Μπάφας στον πολιτικό. Και τον ρωτάει:
-Αυτούνους τι να τους κάμουμε; Μην αστοχήσαμε τίποτις;
Ο άλλος γελούσε. Και κούναε το κεφάλι. Πάμε χαμένοι!
-Ξεχάσαμε το… Κουκουέ!
-Τι ’πες ορέ!… Λέει ο Μπάφας. Ωχ μάνα μ’! Καήκαμαν!…
Αλλά δεν τα χάνει. Σηκώνει ψηλά τη σπάθα, την κραδαίνει και φωνάζει:
-Εσείς ούλοι από δω και πίσω, θα είσαστε στο Κάπα Κάπα!
Έ, τι έγινε! Όταν μαθεύτηκαν αυτά στα Αρχηγεία και στα χωριά. Δεν περιγράφεται.
*Πρέπει να διευκρινίσουμε: Στην ΕΠΟΝ κατατάχτηκαν και γριές εξηντάρες και στο ΕΑΜ και παιδαρέλια. Όλα ισοπεδώθηκαν, φύλο, ηλικία «πλήρης ισότη»!
-atexnos.gr & oikodomos.gr-
Πολλές μαρτυρίες με περιστατικά που προκαλούν γέλιο έχουν μεταφερθεί από στόμα σε στόμα και είναι τυχεροί όσοι από τους νεώτερους το ’φερε η ζωή να βρεθούν μπροστά σε τέτοιες αφηγήσεις. Όμως η μοίρα του προφορικού λόγου είναι συνήθως να μην αντέχει στο χρόνο και να σβήνει μαζί με τους λιγοστούς πια εκπροσώπους της γενιάς των πολεμιστών που αναμετρήθηκε με τα πέτρινα χρόνια και άντεξε.
Όσα στάθηκε δυνατό και καταγράφηκαν θα μείνουν για να θυμίζουν στις νεώτερες γενιές ότι ο αγώνας για μια καλύτερη κοινωνία δεν μπορεί να είναι ξεκομμένος από τις εκφάνσεις της ίδιας της ζωής που παλεύεις ν’ αλλάξεις. Και το χιούμορ είναι σαν το αλάτι, που «νοστιμίζει» τη ζωή όσο δύσκολη κι αν είναι.
Σήμερα παρουσιάζουμε δέκα μικρές χιουμοριστικές ιστορίες από τα Ανέκδοτα του αγώνα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Γιώργη Μωραΐτη «Ατζέντα Ιτζεδίν» (Αθήνα 2013, ιδ. έκδοση).
Στο βιβλίο αυτό (ο συγγραφέας το έχει αφιερώσει στην ΚΝΕ) ο μαχητής του ΔΣΕ, παλαίμαχος δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, Γιώργης Μωραΐτης φέρνει στη δημοσιότητα τις σελίδες μιας μικροσκοπικής ατζέντας-ημερολογίου του 1960, όπου, έγκλειστος ως πολιτικός κρατούμενος στο φρούριο Ιτζεδίν στην Κρήτη, κατέγραφε συντομογραφικά διάφορα γεγονότα, πληροφορίες, αποσπάσματα βιβλίων, στίχους ποιητών, συναισθηματικές στιγμές, δράσεις των κρατούμενων συντρόφων του και άλλα. Ένα μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Ανέκδοτα του Αγώνα» περιλαμβάνει συγκινητικές και χιουμοριστικές μικρές ιστορίες για αγωνιστές και γεγονότα, καθώς και ποιήματα του συγγραφέα γραμμένα στην παρανομία και στις φυλακές.
«Σχώρα με αγαπητέ αναγνώστη, «αμαρτία ξομολογημένη θαρρώ δεν είναι αμαρτία». Μ’ αρέσουν τ’ ανέκδοτα. Κάτι παραπάνω, έχω σ’ αυτά μεγάλη αδυναμία. Μπορώ να πω, με τραβούσαν πάντα περισσότερο απ’ άλλες προφορικές αφηγήσεις. Ίσως γιατί περιέχουν το εύθυμο στοιχείο άφθονο. Μ’ ευχαριστούσε πολύ να τ’ ακούω από απλούς ανθρώπους του λαού ή και να τα διαβάζω με βουλιμία σαν «τα κάλιαζα» γραμμένα. Ξέρω πολλά. Εδώ όμως, θα γράψω λίγα. Σκέφτηκα να περιοριστώ μόνο σε ανέκδοτα του αγώνα. Ξεκίνησα από τούτες τις αφορμές: Η αθάνατη εποποιία της Αντίστασης, κι ύστερα οι ταλαιπωρίες της ως τα σήμερα, είχε και την εύθυμη πλευρά της. Αυτή, που συμπληρώνει την άλλη, τη σοβαρή, γραφτή είναι σχεδόν άγνωστη. Πολύ λίγα στοιχεία της έχουν περάσει σε διάφορα αναγνώσματα…» (Από τον πρόλογο του συγγραφέα).
1) E, πολίτη!… 5 λεπτά
Σε ένα χωριό της Μακεδονίας στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Στο καφενείο παίζαμε χαρτιά. Έρχεται ένας χωροφύλακας και με φωνάζει:
– Έ πολίτη! Έ πολίτη!
Οι άλλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Εγώ σκυμμένος στα χαρτιά δε βγάζω μιλιά.
– Έ, πολίτη!…
Εγώ το κορόιδο. Ανακατώνω τα χαρτιά. Ο χωροφύλακας έρχεται κοντά μου.
– Έ, πολίτη. Σένα κρένω πολίτη, λέει και με τραβάει απ’ τις πλάτες.
– Τι θέλεις; του λέω.
– Σε θέλει 5 λεπτά στο τμήμα ο διοικητής. 5 λεπτά!
Μόλις άκουσα ότι με θέλει ο διοικητής, με κάψαν τα κρεμμύδια. Σηκώθηκα και πάω να πάρω από την κρεμάστρα το παλτό μου.
Με βλέπει ο χωροφύλακας και αρχίζει το βιολί του.
– Έ πολίτη. Άστο το παλτό. Τι να το κάνεις, 5 λεπτά.
Εγώ δεν τον άκουσα. Πήρα το παλτό και πήγαμε στο τμήμα.
5 λεπτά μου είπε ο χωροφύλακας στο καφενείο. 12 χρόνια βγάζω φυλακή.
2) Το… ατσάλι
Ένας βασικός στόχος, του Κράτους, του Υπουργείου και των Διευθύνσεων των Φυλακών κατά των Πολιτικών Κρατουμένων, στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ήταν τα βιβλία, τα τετράδια, γενικά τα χαρτιά μας. Στις συχνές έρευνες στα κελιά και στους θαλάμους μας, οι φύλακες έπεφταν απάνω σαν τα «κοράκια». Τα ανακάτωναν, τα ψάχναν, τα ’παιρναν. Τα συγκέντρωναν «σωρό» στο Αρχιφυλακείο και κρατούσαν ο,τι έβρισκαν «επιλήψιμον». Ακόμα και γράμματα των οικογενειών μας, που είχαν λογοκριθεί. Ο,τι «σατανικό» μπορούσε να βάνει ο νους του ανθρώπου, για να μας κάνουν κακό. «Δεν είχαν το θεό τους». Κι ας έκαναν στο εκκλησάκι του Κάτεργου, τις Κυριακές και τις γιορτές, 100 σταυρούς.
Την πιο μεγάλη αδυναμία και μανία όμως, είχαν οι «άτιμοι» στα βιβλία. Γιατί ήξεραν ότι εξόν από τα επιτρεπόμενα βάζαμε μέσα και απαγορευμένα. Και τα φυλάγαμε «σαν τα μάτια μας». Πιο άγρια επίθεση δεχόμασταν στα βιβλία μα και στα χαρτιά μας, όταν μας έκαναν μεταγωγή. Τότε είχαμε φοβερό ψάξιμο και εκεί απ’ όπου φεύγαμε και εκεί όπου πηγαίναμε. Άνοιγαν τα μπαγάζια μας, τ’ άπλωναν στο προαύλιο και τα ψάχνανε επί ώρες. «Θεάρεστο έργο».
Σ’ αυτές τις έρευνες, πάντως, πολλές φορές, οι «έξυπνοι» φύλακες και οι «πανέξυπνοι» αρχιφύλακες και υπαρχιφύλακες την πάθαιναν κιόλας. Και γίνονταν «ρεζίλι των σκυλιών»!
Ένα τέτοιο περιστατικό έγινε ανέκδοτο. Από κάποια φυλακή μια ομάδα πολιτικών κρατουμένων, με πειθαρχική μεταγωγή, βρέθηκε στη Γιούρα. Στην εξονυχιστική έρευνα, στόχος να βρεθούν κομμουνιστικά βιβλία. Επικεφαλής της έρευνας ο αρχιφύλακας «κάθαρμα», που έκανε και τον «έξυπνο». Ξεχνάω τ’ όνομα του. Ένας σύντροφος ανάμεσα στ’ άλλα βιβλία, είχε και του Οστρόφσκι το «Πώς δενόταν τ’ ατσάλι». Ένα βιβλίο που το είχαμε «Ευαγγέλιο». Και βέβαια απαγορευόταν. Λοιπόν το παίρνει στα χέρια του ο αρχιφύλακας. Το κοίταξε καλά. Διάβασε τον τίτλο. Απ’ την πολλή «εξυπνάδα» του, το άφησε. Δεν το κράτησε. Και ρωτάει τον κρατούμενο: «Σιδηρουργός είσαι»; Ο σύντροφος, ξεχνώ τ’ όνομά του, ξαφνιάστηκε. Αλλά είχε την ετοιμότητα να του απαντήσει: «Ε, τι να κάνουμε; Να βγάζουμε το ψωμάκι μας»!… Έγινε της «τρελής», όταν μαθεύτηκε αυτό στις Φυλακές και στα Στρατόπεδα.
3) Τι Εαμ κ’ Ελιάς. Κονισμός
Σ’ ένα αρβανιτοχώρι της Αττικής, στην πλατεία μέσα σε πυκνό ακροατήριο μιλούσε ένα Εαμικό στέλεχος. Είπε πολλά, ώρες ολόκληρες. Και μιλούσε ωραία, με πάθος, με περίφημα σχήματα λόγου. Όλοι κρέμονταν από το στόμα του.
Έλα όμως που του διέφυγε κάτι σοβαρό λες κι ήταν αμαρτία να το φωνάξει. Είπε, είπε, είπε για ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, μάλλιασε η γλώσσα του, ξεταμπάνιασε και τ’ αυτιά των χωριανών. Αλλά ούτε μια φορά δεν ανέφερε ΚΚΕ.
Είδε κι απόειδε ένας νεαρός φλογερός και κατακόκκινος αρβανίτης, περίμενε, έκανε υπομονή, δεν άντεξε. Του χώνεται λοιπόν με φωνές εκεί που κόντευε να τελειώσει ο ρήτορας ικανοποιημένος για την επιτυχία του.
– Τι Εαμ κ’ Ελιάς, ρε; Κουκουέ ρε, Κονισμός ρε. Ξίνισε (ξύπνησε) ο κόσμος τώρα!
Ήταν αναμμένος από θυμό, έκανε χειρονομίες. Ο ρήτορας δεν περίμενε τέτοιο ρεζιλίκι και κατέβηκε απ’ την εξέδρα καταπράσινος. Αμ πώς;
* Σημ.: Από αφήγηση Νίκου Μανιά, αεροπόρου, στελέχους της ΕΠΟΝ, ασυρματιστή του Διαμαντή στο ΔΣΕ
4) Η «Καπνοσακούλα»!
Μετά την απελευθέρωση ένας αγωνιστής της Αντίστασης καταδικάστηκε σε θάνατο στο στρατοδικείο της Χαλκίδας. Μετά την ανακοίνωση της θανατικής καταδίκης, ως συνήθως, ο πρόεδρος ρώτησε τον κρατούμενο αν έχει να πει τίποτα. Μπορούσε δηλαδή έστω και τότε να γλιτώσει την εκτέλεση αν δήλωνε ότι αποκηρύσσει τον αγώνα και την ιδεολογία του.
– Μάλιστα κύριε πρόεδρε! Απάντησε το παλικάρι και σηκώθηκε ορθό.
Αυτό ξάφνιασε το ακροατήριο. Πολλοί άρχισαν να ψιθυρίζουν. Φοβήθηκε «θα κάνει δήλωση». «Θα αποκηρύξει». «Αμ είναι γλυκιά η ζωή»…
Κι ο πρόεδρος κάτι τέτοιο περίμενε. Γιατί αυτό ήξερε από πείρα. Απαντούσαν πως κάτι έχουν να πουν όσοι θέλανε να γλιτώσουν το κεφάλι τους. Ενώ οι άλλοι, οι «αμετανόητοι», συνήθως αδιαφορούσαν και για την απόφαση και για την ερώτηση του.
– Ορίστε: Λέγε παιδί μου. Πρόφερε ο πρόεδρος μειδιώντας με χαρά.
Ο καταδικασμένος σήκωσε ψηλά το κεφάλι, τον κάρφωσε με τα μάτια του. Και τούδωσε μια απάντηση Καραϊσκακική.
– Άμα με σκοτώσουν κ. πρόεδρε σου χαρίζω… τ’ απαυτά μ’ να τα κάνεις καπνοσακούλα!…
Τον έκαναν αρπαχτόν οι χωροφύλακες τον οδήγησαν στη φυλακή και σε λίγες μέρες αντιμετώπισε περήφανα το εκτελεστικό απόσπασμα.
* Σημ.: Το γεγονός αυτό και το όνομα του αγωνιστή κάπου είχε δημοσιευτεί. Αλλά δεν το θυμάμαι.
5) Τι είναι κομμινισμός! (Το κατά Παπαλεβέντην Α’ Ευαγγέλιο)
Στον Άι-Βλάση –τη μια απ’ τις τρεις εκκλησιές του Δαδιού (Αμφίκλειας)- λειτουργούσε ένας ψηλός ξερακιανός μαυρογένης κι αλέγρος πάπαρος, από κείνους που «τα 12 βαγγέλια τα βγάζαν 13», ο Παπαλεβέντης με τ’ όνομα, ο παπά Κωστής. Μια Κυριακή στα χρόνια της 4ης Αυγούστους, ο παπάς ερμηνεύοντας το Βαγγέλιο ξαπόλυσε τους μύδρους του ενάντια στον κομμουνισμό. Η διχτατορία του Μεταξά, πιο πολύ από πριν, τότε χρησιμοποιούσε ακόμα τον άμβωνα για να κατακεραυνώνει τους «αντίχριστους» κουκουέδες.
Πούθε ν’ αρχίσει όμως και πώς να πείσει ο δόλιος ο Παπαλεβέντης τους «χοντροκέφαλους» Δαδιώτες ή μάλλον τις Δαδιώτισσες. Έπρεπε να τα κάνει λιανά και φυσικά να αρχίσει από τον «ορισμό» του κομμουνισμού. Σκέφτηκε λίγο – ήταν δα πανέξυπνος – και το βρήκε. Έβαλε πρώτα το ερώτημα με ύφος Μαγδαληνής και με χαμηλό αλλά ειρωνικό τόνο. Η προφορά του ήταν ιδιόμορφη:
-Ξέρετε αγαπητοί Χριστιανοί τι είναι ο κομινισμόοος;
Ύψωσε τη φωνή του για να απαντήσει. Βίαιος, ορμητικός σα χείμαρρος. Άστραψε και βρόντηξε. Με στόμφο, μορφασμούς και χειρονομίες.
-Κοοομιιινιισμόοοος, αγαπητοί χριστιανοί είν τούτο το πράμα: ο Γιάννης της αφτηνης, να πιάν τη Μαρία της αλλ' νής, να ντη κάν ο,τι θέλ!
Το ποίμνιό του, που είχε κοκαλώσει, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Κι ο παπάς ικανοποιημένος χάιδεψε απαλά τη γενειάδα του και κορδώθηκε. Τέτοια «διάνα» δεν είχε πετύχει άλλη φορά.
6) …Το «δελτίο» άντρα
Ήταν στα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής, σε μια πόλη. Ο άντρας ήταν άνεργος. Δω-κει σταύρωνε κάνα μισό μεροκάματο. Στο σπίτι πείνα και των γονέων! Η γυναίκα του όμως όλο και τα βόλευε. Ήταν κι ομορφούλα… Βέβαια στην κατοχή υπήρχε το σύστημα των δελτίων. Η γυναίκα άρχιζε να φέρνει στο σπίτι όχι μόνο το λίγο αλεύρι των διανομών ή το κομματάκι ψωμί αλλά και κονσέρβες. Μια, δυο, τρεις το πράγμα δε σοκάριζε. Ύστερα όμως…
Ο άντρας ψυλλιάστηκε. Οι κονσέρβες δε σταματούσαν να μπαίνουν στο φτωχόσπιτο.
– Πού τις βρίσκεις γυναίκα;
– Μα σου είπα άντρα, το δελτίο μας!
Ο άντρας κρυφογελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Μα δεν προχωρούσε πιο πέρα. Μια μέρα ξαναρώτησε:
– Πού τις βρίσκεις τις κονσέρβες, γυναίκα;
– Ε, δεν τρώγεσαι! Απάντησε εκείνη νευριασμένα. Φάε και μη μιλάς…
Ο ταλαίπωρος ο σύζυγος της άτιμης κατοχής δεν ξαναμίλησε. “Φως φανάρι”. Η σύζυγος πήγαινε με Ιταλούς.
Ήρθε ο χειμώνας. Κάτι καρβουνάκια στο μαγκάλι πού να ζεστάνουν την κάμαρα; Η κακομοίρα η γυναίκα ένα βραδάκι γυρίζοντας απ’ τη βίζιτα παγωμένη, το καβάλησε. Κάθισε στην καρέκλα, άνοιξε τα σκέλια και ζεσταινότανε στο μαγκάλι. Τα πόδια της αρχίζανε να παρδαλίζουν.
Δεν βάσταξε πια ο σύζυγος. Τα λόγια του ειπώθηκαν σοβαρά σοβαρά. Στο τέλος όμως του ξέφυγε ένα χαχάνισμα.
– Τραβήξου απ’ το μαγκάλι γυναίκα. Θα κάψεις το δελτίο!
Και χαθήκαμε…
7) Το πάθημα του χωροφύλακα
Ένας χωροφύλακας μόλις τέλειωσε τη σχολή, διορίστηκε στην Ακροναυπλία. Φαίνεται όμως πως στη σχολή δεν είχε μάθει καλά το μάθημα και την έπαθε.
Μια μέρα εκεί που έκαναν βόλτα, πλησίασε δυο κρατούμενους. Άνοιξε κουβέντα και στα πολλά στα λίγα τους πέταξε το γνωστό τροπάρι.
– Ε, εσείς θέλετε και είστε φυλακή!
– Πώς θέλουμε, υπάρχουν άνθρωποι που να θέλουν να μένουν στα κάτεργα; Είπε ο ένας.
– Αν θέλετε μπορείτε αμέσως να απολυθείτε! Δήλωσε σοβαρά ο χωροφύλακας.
Οι άλλοι έκαναν πως ξαφνιάστηκαν. Απ’ την αρχή τον έκοψαν και πήγαν να του κάνουν «ψιλό γαζί».
– Τι; Πρώτη φορά τ’ ακούμε αυτό.
– Να, άμα κάνετε μια δήλωση φεύγετε…
– Τι; Τι δήλωση είναι αυτή και δεν τη ξέρουμε.
– Να, μόλις υπογράψετε ένα χαρτί…
– Τι λες βρε παιδάκι μου, για κανόνισέ τα…
– Θα πάω αμέσως στον κ. Διοικητή.
Τρέχει, λοιπόν, χαρούμενος στο διοικητή της φρουράς. Σαν τα κατάφερνε να αποσπάσει «δήλωση» από δυο κρατούμενους μπορεί να έπαιρνε και κανένα γαλόνι. Και τι κρατούμενους. Μεγάλα στελέχια του φάνηκαν! Μπήκε στο γραφείο του διοικητή κατακόκκινος και λαχανιασμένος.
– Κύριε διοικητά! Δύο κρατούμενοι θέλουν να κάνουν δήλωση!
– Τι λες βρε παιδί μου. Πού τους ανακάλυψες; Μπράβο! Μπράβο!
Στην αρχή σα να τον πίστεψε ο διοικητής.
– Ποιοι είναι; Ρώτησε. Πώς τους λένε;
– Δεν ξέρω. Να σας τους δείξω.
Τον τράβηξε στο παράθυρο. Κάτω στο προαύλιο ο Αραμπατζής με το Γεωργίου έκαναν βόλτες και γελούσαν.
– Αυτοί;
Ο διοικητής γύρισε απότομα, του δωσε μια μούτζα κι έσκασε στα γέλια.
– Βρε βλάκα. Βρε ανόητε. Βρε μαλάκα! Ου να χαθείς βρε. Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί… «Παλιές καραβάνες». Σε δούλεψαν. Χάσου από δω κι άλλη φορά να προσέχεις.
Ύστερα μουρμούριζε μόνος του στο γραφείο του:
– Βρε τους δαιμόνιους… Τι μου σκάρωσαν. Βρε ρεζιλίκι!
* Σημ.: Αυτό είναι από τον Παντελή Κιουρτσή
8) Οι ποιητές!…
Προπολεμικά στην Ακροναυπλία ορισμένοι πολιτικοί κρατούμενοι καταγίνονταν με την «κατασκευή» στίχων. Τάχουν αυτά οι φυλακές. Μάλιστα σχηματίσανε και ολόκληρο όμιλο. Αλλά δύο απ’ αυτούς «έπιαναν πουλιά στον αέρα».
Ο Κεφαλλονίτης ο Μεμάς κι ένας στενός φίλος του, καλή τους ώρα. Κάποτε ο Μεμάς έδωσε μερικά ποιήματά του στον μεγάλο Δάσκαλο, Δημήτρη Γληνό να τα δει και να του πει η γνώμη του. Με κρύα καρδιά περίμενε την απάντηση. Οι μέρες περνούσαν κι ο δάσκαλος δεν έβγαζε λέξη, λες και ήθελε να βασανίσει τον «ποιητή». Μια μέρα όμως πλησίασε το Μεμά και του είπε:
– Τα διάβασα. Καλά είναι. Τα καταφέρνεις…
Καμάρι, λοιπόν, ο Μεμάς. Ψήλωσε ακόμα ένα μπόι. Τι καλά αν σταματούσε εκεί η συζήτηση. Μα ο δάσκαλος τον άφησε να ανασάνει και συνέχισε:
Αλλά… Καλύτερα να ασχοληθείς με καμιά άλλη δουλειά.
«Ταμπλάς» βάρεσε το Μεμά. Όνειρα και σχέδια για μια θέση στο στερέωμα των ποιητών κατέρρευσαν. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε. Συνέχισε να θητεύει στη μούσα. Έλεγε αργότερα: Άμα την «ψωνίσεις» δεν είναι εύκολο να ξεκόψεις.
Όσο για το φίλο του δεν ξέρουμε τι είπε ο δάσκαλος. Αλλά κ’ εκείνος συνέχισε τη δουλειά με πάθος. Είχε μια κλίση στη «σατυρική» ποίηση!…
*Σημείωση: Με τον Μεμά (Γεράσιμο Ποδαρά) ήμασταν στη φυλακή της Αίγινας. Μας το αφηγήθηκε ο ίδιος.
9) Οι «λυρικοί» φεύγουν!
Πάλι για τους ποιητές. Μια μέρα φέραν στο κάτεργο της Ακροναυπλίας δυο νέα ταλέντα. Βρήκαν το «σινάφι» και πιάσανε γνωριμία. Φαίνονταν σα δυο αστέρια λαμπερά, με λυρική φλέβα και υπόσχονταν πολλά. Η πρώτη βδομάδα κύλησε καλά. Μα ύστερα… «Βαριά η καλογερική». Όχι βέβαια η ποίηση -μη γίνει καμιά παρεξήγηση- «θεός φυλάξει». Αυτήν την έπαιζαν στα δάχτυλα οι νεαροί. Η φυλακή! Η καταραμένη η κλεισούρα μέσα στους τέσσερις τοίχους!
Τα παιδιά ζορίστηκαν. «Δεν είναι ζωή τούτη». «Δεν υποφέρεται»… Θόλωσε το μυαλό τους. Στέρεψε κι η ποιητική φλέβα τους. Και μια ωραία πρωία μην τους είδατε μην τους απαντήσατε. Υπογράψανε μια «δηλωσούλα» και αποφυλακίστηκαν αμέσως.
– Τι έγιναν τα παιδιά; Δεν τα βλέπω. Γιατί δεν κατέβηκαν ακόμα απ’ το θάλαμο; ρώτησε ο Μεμάς. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του γιατί οι νεαροί φαίνονταν νάχουν μέσα τους όχι μόνο ποιητική μα και επαναστατική φλόγα. Κάτι λόγια παχιά και μεγάλα που έλεγαν!…
Έκαναν δύο βόλτες στο προαύλιο σιωπηλοί. Ύστερα ο Μεμάς μουρμούρισε:
– Λες να πάθουμε κ’ εμείς κανά χνέρι με το ψώνιο που κολλήσαμε;
Ο φίλος του όμως τον καθησύχασε γελώντας.
– Δεν έχουμε φόβο εμείς συνάδελφε… Αυτοί ήταν λυρικοί!… Εμείς είμαστε σατυρικοί!
* Σημ.: Κι αυτό από αφήγηση του Μεμά.
10) Ο καπετάν Μπάφας!
Στο Ζέλι της Λοκρίδας πήγε ένα συγκρότημα ανταρτών να συγκροτήσει στην Κατοχή οργανώσεις. Καπετάνιος ήταν ένας παλιός φυγόδικος με τη φουστανέλα του, τα τσαπράζια του, τη γενειάδα του και μια μακριά σπάθα. Από πολιτική γρι δε σκάμπαζε. Αλλά μια που έπρεπε να οργανώσει το λαό τι να έκανε; Και τι λαό είχε αυτό το χωριό; Όλοι κτηνοτρόφοι. Αγρίμια! Χάνονταν στους λόγγους και άντε να τους βρεις. Μόνο τις Κυριακές μπορούσε να τους καλιάσεις. Και η αποστολή του καπετάν Μπάφα ήταν δύσκολη. Οργανώσεις θέλετε; Θα τις έχετε! Μη σας νοιάζει, είπε, στην καθοδήγηση. Και ξεκίνησε.
Ξημερώνοντας Κυριακή έφεξε στο Ζέλι. Πρώτη φορά πατούσαν αντάρτες στο χωριό κι ο κόσμος ανάκατα άντρες, γυναίκες παιδιά, γέροι γριές μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλησιάς. Να τους δουν και να τους καμαρώσουν!
Εκεί ο Μπάφας τους μίλησε. «Ο Θεός και η ψυχή του» τι είπε. Ύστερα τους διέταξε να μπουν σε μια γραμμή όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Αφού έγινε η γραμμή πηδάει στην κορφή, τραβάει τη σπάθα και χαράζει τα «σύνορα» κάθε οργάνωσης. Και διατάζει:
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο ΕΑΜ!
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο εφεδρικό ΕΛΑΣ!
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο ΕΠΟΝ!*
Προχωράει.
-Εσείς από δω μέχρι δω θα είσαστε στην Αλληλεγγύη.
Και τραβά κορδόνι.
Έγιναν όλες οι οργανώσεις, αλλά περίσσεψε κ’ ένα φτερό. Γυρίζει ο Μπάφας στον πολιτικό. Και τον ρωτάει:
-Αυτούνους τι να τους κάμουμε; Μην αστοχήσαμε τίποτις;
Ο άλλος γελούσε. Και κούναε το κεφάλι. Πάμε χαμένοι!
-Ξεχάσαμε το… Κουκουέ!
-Τι ’πες ορέ!… Λέει ο Μπάφας. Ωχ μάνα μ’! Καήκαμαν!…
Αλλά δεν τα χάνει. Σηκώνει ψηλά τη σπάθα, την κραδαίνει και φωνάζει:
-Εσείς ούλοι από δω και πίσω, θα είσαστε στο Κάπα Κάπα!
Έ, τι έγινε! Όταν μαθεύτηκαν αυτά στα Αρχηγεία και στα χωριά. Δεν περιγράφεται.
*Πρέπει να διευκρινίσουμε: Στην ΕΠΟΝ κατατάχτηκαν και γριές εξηντάρες και στο ΕΑΜ και παιδαρέλια. Όλα ισοπεδώθηκαν, φύλο, ηλικία «πλήρης ισότη»!
-atexnos.gr & oikodomos.gr-
«Αντιμετώπισις πιθανών προθέσεων κομμουνισμού»
Στις 29 Αυγούστου του 1949 μετά την πτώση του υψώματος Κάμενικ λήγει η τελική φάση της μάχης στον Γράμμο ανάμεσα στον Δημοκρατικό Στρατό και τον κυβερνητικό στρατό και ο ΔΣΕ υποχρεώνεται να υποχωρήσει συντεταγμένα στο έδαφος της Αλβανίας.
Ο τρίχρονος ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού, η κορυφαία περίοδος της ταξικής πάλης στη χώρα μας κατά τον εικοστό αιώνα, λήγει με οδυνηρές συνέπειες για τους ηττημένους.
Δεκάδες χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, αγωνιστές, οικογένειες και παιδιά βρίσκουν καταφύγιο στην αναγκαστική υπερορία. Χιλιάδες είναι τα θύματα, στην μεγάλη πλειοψηφία τους κομμουνιστές, της μανίας για εκδίκηση του κράτους (και του παρακράτους) των «νικητών»· οι δολοφονημένοι, οι εκτελεσμένοι στα αποσπάσματα, οι σωματικά και ψυχικά σακατεμένοι από τα βασανιστήρια, οι φυλακισμένοι και οι εκτοπισμένοι στα ξερονήσια, όσοι κρύβονται για να γλιτώσουν.
Ενδεικτική του κλίματος που ακολούθησε της λήξης του εμφυλίου είναι η διαταγή που εκδίδει ο Αρχιστράτηγος Παπάγος δυο μήνες μετά την κατάπαυση του πυρός στο Γράμμο, με την οποία δίνονται αναλυτικές οδηγίες στον στρατό και στις επίσημες διωκτικές αρχές και δυνάμεις καταστολής του κρατικού μηχανισμού, για την αποτελεσματική εκτέλεση του «έργου» τους. Μερίδιο στην εκτέλεση αυτού του «έργου» θα έχουν και οι «χωρικοί» (βλ. κάτω φωτογραφία), πολλοί από τους οποίους θα συνεχίσουν το κυνήγι κεφαλών που είχαν αρχίσει πριν καν ακόμα υπογραφεί η συμφωνία της Βάρκιζας…
Το έγγραφο που παραθέτουμε προέρχεται από τα αρχεία εμφυλίου πολέμου της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και περιλαμβάνεται στην έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα, Εμφύλιος Πόλεμος – Από την Κόνιτσα ως το Γράμμο και το Βίτσι, 2014.
Ο τρίχρονος ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού, η κορυφαία περίοδος της ταξικής πάλης στη χώρα μας κατά τον εικοστό αιώνα, λήγει με οδυνηρές συνέπειες για τους ηττημένους.
Δεκάδες χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, αγωνιστές, οικογένειες και παιδιά βρίσκουν καταφύγιο στην αναγκαστική υπερορία. Χιλιάδες είναι τα θύματα, στην μεγάλη πλειοψηφία τους κομμουνιστές, της μανίας για εκδίκηση του κράτους (και του παρακράτους) των «νικητών»· οι δολοφονημένοι, οι εκτελεσμένοι στα αποσπάσματα, οι σωματικά και ψυχικά σακατεμένοι από τα βασανιστήρια, οι φυλακισμένοι και οι εκτοπισμένοι στα ξερονήσια, όσοι κρύβονται για να γλιτώσουν.
Ενδεικτική του κλίματος που ακολούθησε της λήξης του εμφυλίου είναι η διαταγή που εκδίδει ο Αρχιστράτηγος Παπάγος δυο μήνες μετά την κατάπαυση του πυρός στο Γράμμο, με την οποία δίνονται αναλυτικές οδηγίες στον στρατό και στις επίσημες διωκτικές αρχές και δυνάμεις καταστολής του κρατικού μηχανισμού, για την αποτελεσματική εκτέλεση του «έργου» τους. Μερίδιο στην εκτέλεση αυτού του «έργου» θα έχουν και οι «χωρικοί» (βλ. κάτω φωτογραφία), πολλοί από τους οποίους θα συνεχίσουν το κυνήγι κεφαλών που είχαν αρχίσει πριν καν ακόμα υπογραφεί η συμφωνία της Βάρκιζας…
Το έγγραφο που παραθέτουμε προέρχεται από τα αρχεία εμφυλίου πολέμου της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και περιλαμβάνεται στην έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα, Εμφύλιος Πόλεμος – Από την Κόνιτσα ως το Γράμμο και το Βίτσι, 2014.
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ
ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ
ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΓΕΣ/Α1
Αριθ. Πρωτ. 245340
Αριθ. Φακ. 4009/1
ΒΣΤ 902/31.10.49
Α.Α Αντ.3
ΘΕΜΑ:- Αντιμετώπισις πιθανών προθέσεων
κομμουνισμού
ΠΡΟΣ:- Α’-Β’-Γ΄ΣΣ
ΣΚΕ – ΑΣΔΕΝ – Αρχ. Χωρ/κής
ΚΟΙΝ:- Υπουργ. Δημ. Τάξεως (Γραφ. Υπουργού)
Α1-Α2/ΓΕΣ – Α/ΓΕΣ – ΔΥΠ
ΒΣΑ – ΣΟΗΠΕ/Κλ. Επιχ.
1.- Η Κομμουνιστική ηγεσία εις το εκδοθέν ανακοινωθέν της μεταξύ άλλων τονίζει ότι οι συμμορίται δεν κατέθεσαν τα όπλα και ότι παραμένουν άγρυπνοι και εν επιφυλακή.
2.- Δεν είναι γνωστόν πότε και τίνι τρόπω θα δράσουν οι εις τα όμορα κράτη καταφυγόντες και καραδοκούντες.
3.- Ασχέτως όμως προς την μελλοντικήν δράσιν τούτων ο κομμουνισμός εις ολόκληρον την χώραν εργάζεται πυρετωδώς δια των διεσπαρμένων πανταχού μικροομάδων.
Εξ εγκύρων και πλήρως εξηκριβωμένων πληροφοριών περιελθουσών ημίν η ΚΣ ηγεσία εις τας ομάδας τας δρώσας εις Δ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ-ΗΠΕΙΡΟΝ και ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ανέθεσε τας εξής αποστολάς, καθοριζομένου διά τινας τούτων και του τρόπου ενεργείας:
α) Συγκέντρωσιν και αποστολήν πληροφοριών. Χρήσιν των όπλων των ομάδων μόνον εις περίπτωσιν κινδύνου.
β) Ανάπτυξιν του λαϊκού κινήματος εις την ύπαιθρον δι’ αναθέσεως πολιτικής εργασίας εις τους μαχητάς (πολιτική δουλειά).
γ) Προσαρμογήν της νέας τακτικής με τας νέας συνθήκας. Κύριον χαρακτηριστικόν ταύτης η δράσις κατά μικράς ομάδας ευκίνητους. Αποφυγή των απωλειών και κοπώσεων και μελετημέναι ενέργειαι ώστε να επιτυγχάνηται ταχεία συγκέντρωσις και αποκέντρωσις των τμημάτων αναλόγως της καταστάσεως.
δ) Λύσιν του επισιτιστικού ζητήματος δια των επιτοπίων πόρων και εκ των κρυμμένων αποθηκών εφοδίων και πυρ/κών.
ε) Λήψιν των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας δι’ επαγρυπνήσεως. Αι γιάφκες – στέκια και αποθήκαι δεν πρέπει να είναι γνωστοί εις πολλούς.
στ) Εξασφάλισιν εκδοτικού μηχανισμού δια τας προκηρύξεις, τα νέα και την προπαγάνδαν εν γένει.
ζ) Αποφυγήν αντιλαϊκών εκδηλώσεων, σεβασμόν εις την περιουσίαν του λαού και αποφυγήν ενεργειών αντιτιθεμένων εις το λαϊκόν αίσθημα, απαγόρευσιν ανατινάξεων υδραγωγείων ή γεφυρών καθόσον δεν εξυπηρετούν στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς, τιμωρίαν των αποδεδειγμένως δολοφόνων του λαού.
η) Οργανωτικήν συγκρότησιν όλων των τμημάτων. Η δύναμίς των να μη υπερβαίνη τους 50 άνδρας. Θα αποτελείται από ομάδες κρούσεως, ομάδα πληροφοριών, ομάδα επιμελητειακήν. Σταθμός Διοικήσεως του τμήματος δεν θα υφίσταται ουδέ περιττή δύναμις ομάδος διοικήσεως.
θ) Οργάνωσιν δικτύου πληροφοριών χώρου και στενήν συνεργασίαν μετά των γειτονικών ομάδων.
4.- Παρομοίας αποστολάς θα έχουν και αι εις την ζώνην Γ΄ΣΣ δρώσαι ομάδες με την διαφοράν, ότι εις την ζώνην ταύτην θα είναι δυνατή και μεγάλης εκτάσεως καταδρομή εκ της ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ με δυνατότητα επανεισόδου εις την βάσιν της καταδρομικής ομάδος.
5.- Προς αποτελεσματικήν αντιμετώπισιν των σχεδίων της Κομμουνιστικής ηγεσίας ως και εις προηγούμενας οδηγίας ετονίσθη, δέον να είναι ανάλογος και η δράσις των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατού – Χωρ/κής – ΜΕΑ).
6.- Δια την αντιμετώπισαν επανεισόδου εξεδόθησαν επανειλημμένως οδηγίαι και τελικώς η υπ’ αρ. 245327/4009/1/20.10.49 διαταγή μου.
7.- Δια την εξάρθρωσιν όμως της όλης ανταρτικής δράσεως των μικροομάδων και της συνωμοτικής εργασίας του Κομμουνισμού, κρίνω σκόπιμον να τονίσω και αύθις ότι αι διοικήσεις μετά πάθους δέον να αξιοποιήσουν τα ΜΕΑ, να επιδιώξουν την στενήν συνεργασίαν μετά της χωροφυλακής και να διαθέτουν τας δυνάμεις των εις τρόπον ώστε:
α) Να οργανώσουν πλήρες δίκτυον πληροφοριών εις την ζώνην ευθύνης των.
β) Να εξαρθρώσουν ολόκληρον το συνωμοτικόν κομμουνιστικόν δίκτυον της ζώνης των δι’ ανακαλύψεως γιαφκών, στεκιών, αποθηκών και ατόμων χρησιμοποιουμένων ως ΠΕ.
γ) Να εντείνουν την προσοχήν των εις την διείσδυσιν των Κ εις τα αστικά κέντρα και εις την προσπάθειαν αναβιώσεως των κομματικών οργανώσεων με βάσιν τους πολιτικούς Επτρόπους ή διαφόρους κρυπτομένους συνοδοιπόρους.
δ) Να έχουν υπ’ όψιν τας παραπλανητικάς ενεργείας δήθεν συνεργασίας μετά στρατού μελών τίνων των ΚΣ, άτινα παραδίδονται και παρέχουν αναξίας λόγου πληροφορίας, ή υποδεικνύουν ασήμαντους κρύπτας οπλισμού.
ε) Να μη ταλαιπωρούν τα τμήματα στρατού εις επιχειρήσεις της μέχρι τούδε εφαρμοζομένης μορφής. Να δίδηται πρωτοβουλία εις τας μονάδας.
Ζώνη δράσεως και ευθύνης – αποστολή – μέσα και να ζητώνται αποτελέσματα.
Εις εκάστην περίπτωσιν απαιτείται και κατάλληλος τρόπος ενεργείας. Ο τρόπος ούτος θα αναζητηθή από τον υπεύθυνον διοικητήν, αρκεί να αναπτύξη ούτος το δίκτυον των πληροφοριών, να κινητοποίηση τον πληθυσμόν και να στερήση τας ΚΣ ομάδας των γνωστών στηριγμάτων δράσεώς των.
Ως επανειλημμένως ετονίσθη η νυκτερινή δράσις μικρών τμημάτων του Εθν. στρατού θα αποτελή τον εφιάλτην των Κ ομάδων και θα ματαιώση τας προσπαθείας των. Η δύναμις των αποσπασμάτων τούτων θα είναι ανάλογος προς την αντιμετωπιζομένην ΚΣ δύναμιν και πρέπει εκάστη διοίκησις εις το ζήτημα τούτον να είναι λίαν εύκαμπτος, άλλοτε αυξάνουσα και άλλοτε ελαττούσα την δύναμιν των αποσπασμάτων, συμφώνως προς την εφαρμοζομένην τακτικήν των ΚΣ ομάδων.
7.- Εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι με την παρούσαν κατάστασιν η αποστολή των ενόπλων δυνάμεων εις ό,τι αφορά την εξάρθρωσαν του συνωμοτικού Κ δικτύου δεν είναι αποστολή μόνον πολεμική, αλλά κυρίως αστυνομική με την ευρείαν εννοιάν της.
Τα Σώματα ασφαλείας (Χωρ/κή, Αστυνομία Πόλεων) έχουν τον πρωτεύοντα ρόλον και αποτελούν τον οφθαλμόν των κατά τόπους στρατιωτικών διοικήσεων και στρατιωτικών μονάδων.
Οι ένοπλοι χωρικοί (ΜΕΑ) αποτελούν το καλλίτερον στήριγμα δράσεως στρατού και χωροφυλακής, τους καλλίτερους πληροφοριοδότας δια κάθε ενέργειαν, αλλά και τους αγρύπνους φρουρούς κατά πάσης εισβολής μικροομάδων, υπό τον όρον να οργανωθούν καλώς και να αξιοποιηθούν πλήρως.
8.- Αναμένω όπως κατανοηθή παρά πάντων η ανάγκη της ενιαίας και συστηματικής εργασίας προς αντιμετώπισιν των σατανικών και καταχθόνιων σχεδίων της Κ ηγεσίας.
Τονίζω και αύθις ότι μη συντονισμέναι και άστοχοι ενέργεια των Ενόπλων δυνάμεων θα δώσουν την ευκαιρίαν εις το να οργανωθή εις την χώραν και καταστή εκ νέου επικίνδυνος κατ’ άλλον τρόπον και με άλλην μορφήν ο Κομμουνισμός.
Έχομεν τας αναγκαίουσας δυνάμεις και μέσα και πρέπει να αναπτύξωμεν την ενδεικνυομένην δραστηριότητα, ώστε να ματαιώσωμεν τας επιδιώξεις της Κ ηγεσίας.
9.- Το Υπουργ. Δημ. Τάξεως (Γραφ. Υπουργού) προς ο κοινοποιείται η παρούσα παρακαλείται να εκδώση σχετικάς οδηγίας του εις τα Σώματα Ασφαλείας.
10.- Η παρούσα να μη κοινοποιηθή εις κατωτέρας των εις όσας κοινοποιείται ήδη μονάδας. Να ληφθή μέριμνα δια την εξασφάλισιν του απορρήτου. Βάσει της παρούσης να εκδοθώσι προφορικαί διαταγαί και οδηγίαι.
Αρχιστράτηγος Α. ΠΑΠΑΓΟΣ
Θ.Π./Κ.Κ.
Τ.Υ.
Σ.σ.: Οι υπογραμμίσεις είναι του εγγράφου.
ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ
ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
ΑΓΕΣ/Α1
Αριθ. Πρωτ. 245340
Αριθ. Φακ. 4009/1
ΒΣΤ 902/31.10.49
Α.Α Αντ.3
ΘΕΜΑ:- Αντιμετώπισις πιθανών προθέσεων
κομμουνισμού
ΠΡΟΣ:- Α’-Β’-Γ΄ΣΣ
ΣΚΕ – ΑΣΔΕΝ – Αρχ. Χωρ/κής
ΚΟΙΝ:- Υπουργ. Δημ. Τάξεως (Γραφ. Υπουργού)
Α1-Α2/ΓΕΣ – Α/ΓΕΣ – ΔΥΠ
ΒΣΑ – ΣΟΗΠΕ/Κλ. Επιχ.
1.- Η Κομμουνιστική ηγεσία εις το εκδοθέν ανακοινωθέν της μεταξύ άλλων τονίζει ότι οι συμμορίται δεν κατέθεσαν τα όπλα και ότι παραμένουν άγρυπνοι και εν επιφυλακή.
2.- Δεν είναι γνωστόν πότε και τίνι τρόπω θα δράσουν οι εις τα όμορα κράτη καταφυγόντες και καραδοκούντες.
3.- Ασχέτως όμως προς την μελλοντικήν δράσιν τούτων ο κομμουνισμός εις ολόκληρον την χώραν εργάζεται πυρετωδώς δια των διεσπαρμένων πανταχού μικροομάδων.
Εξ εγκύρων και πλήρως εξηκριβωμένων πληροφοριών περιελθουσών ημίν η ΚΣ ηγεσία εις τας ομάδας τας δρώσας εις Δ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ-ΗΠΕΙΡΟΝ και ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ανέθεσε τας εξής αποστολάς, καθοριζομένου διά τινας τούτων και του τρόπου ενεργείας:
α) Συγκέντρωσιν και αποστολήν πληροφοριών. Χρήσιν των όπλων των ομάδων μόνον εις περίπτωσιν κινδύνου.
β) Ανάπτυξιν του λαϊκού κινήματος εις την ύπαιθρον δι’ αναθέσεως πολιτικής εργασίας εις τους μαχητάς (πολιτική δουλειά).
γ) Προσαρμογήν της νέας τακτικής με τας νέας συνθήκας. Κύριον χαρακτηριστικόν ταύτης η δράσις κατά μικράς ομάδας ευκίνητους. Αποφυγή των απωλειών και κοπώσεων και μελετημέναι ενέργειαι ώστε να επιτυγχάνηται ταχεία συγκέντρωσις και αποκέντρωσις των τμημάτων αναλόγως της καταστάσεως.
δ) Λύσιν του επισιτιστικού ζητήματος δια των επιτοπίων πόρων και εκ των κρυμμένων αποθηκών εφοδίων και πυρ/κών.
ε) Λήψιν των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας δι’ επαγρυπνήσεως. Αι γιάφκες – στέκια και αποθήκαι δεν πρέπει να είναι γνωστοί εις πολλούς.
στ) Εξασφάλισιν εκδοτικού μηχανισμού δια τας προκηρύξεις, τα νέα και την προπαγάνδαν εν γένει.
ζ) Αποφυγήν αντιλαϊκών εκδηλώσεων, σεβασμόν εις την περιουσίαν του λαού και αποφυγήν ενεργειών αντιτιθεμένων εις το λαϊκόν αίσθημα, απαγόρευσιν ανατινάξεων υδραγωγείων ή γεφυρών καθόσον δεν εξυπηρετούν στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς, τιμωρίαν των αποδεδειγμένως δολοφόνων του λαού.
η) Οργανωτικήν συγκρότησιν όλων των τμημάτων. Η δύναμίς των να μη υπερβαίνη τους 50 άνδρας. Θα αποτελείται από ομάδες κρούσεως, ομάδα πληροφοριών, ομάδα επιμελητειακήν. Σταθμός Διοικήσεως του τμήματος δεν θα υφίσταται ουδέ περιττή δύναμις ομάδος διοικήσεως.
θ) Οργάνωσιν δικτύου πληροφοριών χώρου και στενήν συνεργασίαν μετά των γειτονικών ομάδων.
4.- Παρομοίας αποστολάς θα έχουν και αι εις την ζώνην Γ΄ΣΣ δρώσαι ομάδες με την διαφοράν, ότι εις την ζώνην ταύτην θα είναι δυνατή και μεγάλης εκτάσεως καταδρομή εκ της ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ με δυνατότητα επανεισόδου εις την βάσιν της καταδρομικής ομάδος.
5.- Προς αποτελεσματικήν αντιμετώπισιν των σχεδίων της Κομμουνιστικής ηγεσίας ως και εις προηγούμενας οδηγίας ετονίσθη, δέον να είναι ανάλογος και η δράσις των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατού – Χωρ/κής – ΜΕΑ).
6.- Δια την αντιμετώπισαν επανεισόδου εξεδόθησαν επανειλημμένως οδηγίαι και τελικώς η υπ’ αρ. 245327/4009/1/20.10.49 διαταγή μου.
7.- Δια την εξάρθρωσιν όμως της όλης ανταρτικής δράσεως των μικροομάδων και της συνωμοτικής εργασίας του Κομμουνισμού, κρίνω σκόπιμον να τονίσω και αύθις ότι αι διοικήσεις μετά πάθους δέον να αξιοποιήσουν τα ΜΕΑ, να επιδιώξουν την στενήν συνεργασίαν μετά της χωροφυλακής και να διαθέτουν τας δυνάμεις των εις τρόπον ώστε:
α) Να οργανώσουν πλήρες δίκτυον πληροφοριών εις την ζώνην ευθύνης των.
β) Να εξαρθρώσουν ολόκληρον το συνωμοτικόν κομμουνιστικόν δίκτυον της ζώνης των δι’ ανακαλύψεως γιαφκών, στεκιών, αποθηκών και ατόμων χρησιμοποιουμένων ως ΠΕ.
γ) Να εντείνουν την προσοχήν των εις την διείσδυσιν των Κ εις τα αστικά κέντρα και εις την προσπάθειαν αναβιώσεως των κομματικών οργανώσεων με βάσιν τους πολιτικούς Επτρόπους ή διαφόρους κρυπτομένους συνοδοιπόρους.
δ) Να έχουν υπ’ όψιν τας παραπλανητικάς ενεργείας δήθεν συνεργασίας μετά στρατού μελών τίνων των ΚΣ, άτινα παραδίδονται και παρέχουν αναξίας λόγου πληροφορίας, ή υποδεικνύουν ασήμαντους κρύπτας οπλισμού.
ε) Να μη ταλαιπωρούν τα τμήματα στρατού εις επιχειρήσεις της μέχρι τούδε εφαρμοζομένης μορφής. Να δίδηται πρωτοβουλία εις τας μονάδας.
Ζώνη δράσεως και ευθύνης – αποστολή – μέσα και να ζητώνται αποτελέσματα.
Εις εκάστην περίπτωσιν απαιτείται και κατάλληλος τρόπος ενεργείας. Ο τρόπος ούτος θα αναζητηθή από τον υπεύθυνον διοικητήν, αρκεί να αναπτύξη ούτος το δίκτυον των πληροφοριών, να κινητοποίηση τον πληθυσμόν και να στερήση τας ΚΣ ομάδας των γνωστών στηριγμάτων δράσεώς των.
Ως επανειλημμένως ετονίσθη η νυκτερινή δράσις μικρών τμημάτων του Εθν. στρατού θα αποτελή τον εφιάλτην των Κ ομάδων και θα ματαιώση τας προσπαθείας των. Η δύναμις των αποσπασμάτων τούτων θα είναι ανάλογος προς την αντιμετωπιζομένην ΚΣ δύναμιν και πρέπει εκάστη διοίκησις εις το ζήτημα τούτον να είναι λίαν εύκαμπτος, άλλοτε αυξάνουσα και άλλοτε ελαττούσα την δύναμιν των αποσπασμάτων, συμφώνως προς την εφαρμοζομένην τακτικήν των ΚΣ ομάδων.
7.- Εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι με την παρούσαν κατάστασιν η αποστολή των ενόπλων δυνάμεων εις ό,τι αφορά την εξάρθρωσαν του συνωμοτικού Κ δικτύου δεν είναι αποστολή μόνον πολεμική, αλλά κυρίως αστυνομική με την ευρείαν εννοιάν της.
Τα Σώματα ασφαλείας (Χωρ/κή, Αστυνομία Πόλεων) έχουν τον πρωτεύοντα ρόλον και αποτελούν τον οφθαλμόν των κατά τόπους στρατιωτικών διοικήσεων και στρατιωτικών μονάδων.
Οι ένοπλοι χωρικοί (ΜΕΑ) αποτελούν το καλλίτερον στήριγμα δράσεως στρατού και χωροφυλακής, τους καλλίτερους πληροφοριοδότας δια κάθε ενέργειαν, αλλά και τους αγρύπνους φρουρούς κατά πάσης εισβολής μικροομάδων, υπό τον όρον να οργανωθούν καλώς και να αξιοποιηθούν πλήρως.
8.- Αναμένω όπως κατανοηθή παρά πάντων η ανάγκη της ενιαίας και συστηματικής εργασίας προς αντιμετώπισιν των σατανικών και καταχθόνιων σχεδίων της Κ ηγεσίας.
Τονίζω και αύθις ότι μη συντονισμέναι και άστοχοι ενέργεια των Ενόπλων δυνάμεων θα δώσουν την ευκαιρίαν εις το να οργανωθή εις την χώραν και καταστή εκ νέου επικίνδυνος κατ’ άλλον τρόπον και με άλλην μορφήν ο Κομμουνισμός.
Έχομεν τας αναγκαίουσας δυνάμεις και μέσα και πρέπει να αναπτύξωμεν την ενδεικνυομένην δραστηριότητα, ώστε να ματαιώσωμεν τας επιδιώξεις της Κ ηγεσίας.
9.- Το Υπουργ. Δημ. Τάξεως (Γραφ. Υπουργού) προς ο κοινοποιείται η παρούσα παρακαλείται να εκδώση σχετικάς οδηγίας του εις τα Σώματα Ασφαλείας.
10.- Η παρούσα να μη κοινοποιηθή εις κατωτέρας των εις όσας κοινοποιείται ήδη μονάδας. Να ληφθή μέριμνα δια την εξασφάλισιν του απορρήτου. Βάσει της παρούσης να εκδοθώσι προφορικαί διαταγαί και οδηγίαι.
Αρχιστράτηγος Α. ΠΑΠΑΓΟΣ
Θ.Π./Κ.Κ.
Τ.Υ.
Σ.σ.: Οι υπογραμμίσεις είναι του εγγράφου.
Αστικές και οπορτουνιστικές ερμηνείες
για το Δεκέμβρη του 1944
Στις 3 Δεκέμβρη 1944, έγινε μεγάλο συλλαλητήριο με απόφαση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην Πλατεία Συντάγματος, κόντρα στην απόφαση κυβέρνησης Παπανδρέου και Αγγλων για διάλυση του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής όχι όμως και της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου (ένοπλα αστικά τμήματα).
Είχαν αποφασίσει επίσης γενική απεργία τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη.
Το συλλαλητήριο χτυπήθηκε με τα όπλα αφήνοντας 21 νεκρούς και 140 τραυματίες.
Στις 4 Δεκέμβρη μια τεράστια διαδήλωση συνοδεύει τα θύματα της ένοπλης αστικής βίας στην «τελευταία τους κατοικία». Μπροστά δέσποζε το πανό που έγραφε: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Οι αστοί ξαναχτυπούν με όπλα.
Έτσι άρχισε η ένοπλη σύγκρουση του ηρωικού Δεκέμβρη που κράτησε 33 μέρες.
Σήμερα παρουσιάζουμε ένα μέρος της εισαγωγής από την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», «Δεκέμβρης του '44 κρίσιμη ταξική σύγκρουση» που επιμελήθηκε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, για τον ηρωικό ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη του 1944, εναντίον του βρετανικού στρατού στην Ελλάδα και των εγχώριων συμμάχων του, υπήρξε σκληρή και συνεχίζεται αμείωτη, παρά το γεγονός ότι μας χωρίζουν εβδομήντα χρόνια από εκείνα τα γεγονότα. Μάλιστα, ανάλογα και με την κάθε φορά πολιτική συγκυρία, η διαπάλη αποκτά πιο οξυμένο χαρακτήρα. Δείχνει και αυτό με τον δικό του τρόπο, πόσο επίκαιρα είναι μια σειρά βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από εκείνον τον μεγάλο λαϊκό αγώνα.
Για τον Γεώργιο Παπανδρέου, πρωθυπουργό στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» από τον Απρίλη του 1944 έως τις αρχές Γενάρη 1945, ο Δεκέμβρης ήταν «Στάσις και έγκλημα»1 του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, μιας ένοπλης μειοψηφίας, όπως έλεγε. Τον ίδιο χαρακτηρισμό έχουν δώσει για τον Δεκέμβρη σειρά αστών πολιτικών εκείνης της περιόδου και μεταγενέστεροι, όπως ο Θεμιστοκλής Τσάτσος.2 Δεν αναφερόμαστε στους χαρακτηρισμούς που έχει δώσει στον Δεκέμβρη η προπαγάνδα της φασιστικής εκδοχής, γιατί βασικά καλύπτεται από τους προηγούμενους αστούς πολιτικούς.
Σύμφωνα με άλλους του σοσιαλδημοκρατικού τόξου, όπως ο δικηγόρος Σταύρος Κανελλόπουλος, στέλεχος του ΕΑΜ και της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), ο Δεκέμβρης ήταν μια «πεπονόφλουδα της αγγλικής πολιτικής».3 Πρόκειται για ευρύτατα διαδεδομένη άποψη, ιδιαίτερα στις άμεσες μετά τον Δεκέμβρη δεκαετίες, που με διάφορες παραλλαγές έχουν υιοθετήσει μια σειρά ιστορικών. Για παράδειγμα, ο Περικλής Ροδάκης έγραψε: «Το Δεκέμβρη 1944 τον επέβαλαν οι Αγγλοι (...) Το ΚΚΕ και ΕΑΜ (...) σύρθηκε στη σύγκρουση. Μπορούσε να αποφύγει αυτήν την σύγκρουση, όπως έκαναν κι όλα τα ΚΚ της Δ. Ευρώπης».4
Στο χώρο της λαθολογίας κινήθηκε και ο Λεωνίδας Κύρκος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο Δεκέμβρης «...από πολιτική πλευρά υπήρξε τραγικό λάθος».5
Οι εκτιμήσεις αυτές, δεν είναι απλώς λαθεμένες, αλλά επιπλέον συμβάλλουν στην καταπολέμηση του επαναστατικού κινήματος και στην ενσωμάτωσή του στο σύστημα. Και γράφονταν αυτά, ενώ ένας λαός είχε πάρει τα όπλα και έδινε απλόχερα ακόμα και τη ζωή του.
Από τους νεότερους της αστικής ιστοριογραφίας, ο Μαρκ Μαζάουερ, θέτει τα ερωτήματα :
''Επρόκειτο για την αρχή της κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές ή για μια αυθόρμητη αντίδραση της Αριστεράς ενάντια στην βία και τις προκλήσεις της Δεξιάς;''. 6
Θεωρώντας ότι αυτό το ερώτημα ακόμα δεν έχει απαντηθεί, ενώ κάνει λόγο για τη «Δεξιά» μόνο, παρακάμπτοντας επιτήδεια το ρόλο των «Κεντρώων» κομμάτων.
Ισχυρίζεται, επιπλέον, πως η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης «είχε κάνει ξεκάθαρο στην ηγεσία του ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος ότι δεν επικροτούσε την κατάληψη της εξουσίας διά της βίας», επειδή «οι διαπραγματεύσεις του Τσόρτσιλ με τον Στάλιν είχαν καταλήξει σε μια συμφωνία που η Ελλάδα τότε αγνοούσε και η οποία παρέδιδε ρητά τη χώρα στη βρετανική σφαίρα επιρροής».7
Ηταν αντίθετη η σοβιετική πλευρά με τον ένοπλο αγώνα του Δεκέμβρη;
Δεν έχουν βρεθεί αρχειακά ντοκουμέντα που να επιβεβαιώνουν την απάντηση θετικά ή αρνητικά. Όμως, έχει αναφερθεί μαρτυρία για θετική θέση του συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπόφ,8 επικεφαλής της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής που βρισκόταν τότε στην Ελλάδα, ενώ στις 15 - 26 Δεκέμβρη 1944, ο Τρ. Κοστόφ έστειλε ραδιοτηλεγράφημα προς τον Γ. Σιάντο, σχετικά με τη γνώμη του Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, όπου αναφερόταν:
«Ο παππούς συμβουλεύει ο αγώνας να συνεχιστεί. Εμείς κάνουμε καθετί το δυνατό».9
Ως συνέπεια, είναι ανεδαφική η άποψη του Μαζάουερ, ο οποίος απλώς επαναφέρει το γνωστό και χιλιοειπωμένο έως και σήμερα «μοίρασμα του κόσμου» από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», που χυδαιοποιεί τα όρια της διαπάλης σοσιαλισμού - καπιταλισμού και συσκοτίζει το γεγονός ότι αυτά τα όρια καθορίζονταν από τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και όχι από κάποιες υπόγειες συμφωνίες.
Τα ίδια, δηλαδή για συμφωνία Τσόρτσιλ - Στάλιν τον Οκτώβρη του 1944 στη Μόσχα, που οι βάσεις της είχαν τεθεί από το Μάη, έγραψε και ο Βάσος Μαθιόπουλος: «...στις αρχές Μαΐου του 1944 κρινόταν στην πραγματικότητα η μετα-πολεμική μοίρα της Ελλάδας, τουλάχιστον για τριάντα χρόνια». Πρόσθεσε επίσης ότι «... στην πραγματικότητα ανεξάρτητη έγινε η χώρα από τις 24 Ιουλίου 1974, ημέρα που κατέρρευσε η δικτατορία των συνταγματαρχών».10 Είναι φανερή η προσπάθεια του συγγραφέα να συγκαλύψει τη συμμαχία ανάμεσα στις ξένες και ελληνικές αστικές δυνάμεις και την απροκάλυπτα δολοφονική στάση τους απέναντι στο ΕΑΜικό κίνημα. Δεν εξηγεί επιπλέον, τι άλλαξε επί της ουσίας μετά το 1974 στις διασυμμαχικές αστικές σχέσεις και γενικά στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, όσον αφορά την ταξική τους στόχευση απέναντι στο ΚΚΕ και στο εργατικό - λαϊκό κίνημα.
Όμως, τα αστικά συμφέροντα, όπως και τα εργατικά, είναι παγκοσμίως ενιαία για κάθε πλευρά και δεν διαχωρίζονται με βάση την εθνική κυριαρχία. Έτσι, μόνο ως προπαγανδιστικό πυροτέχνημα μπορεί να εκληφθεί ο ισχυρισμός του ίδιου: «...Αν οι παράγοντες - κυβέρνηση και ΕΑΜ - συμφωνούσαν πραγματικά, ότι η υπόθεση του τόπου ήταν αποκλειστικά και κυρίαρχα δική τους κι όχι του στρατηγού Σκόμπι και του διπλωματικού συμβούλου Ρέτζιναλντ Λήπερ, ίσως ο Δεκέμβρης να είχε αποφευχθεί...»!11
Αντιγράφοντας ουσιαστικά τους Παπανδρέου και Τσάτσο, ο Στάθης Καλύβας, του πανεπιστημίου Γέιλ, έγραψε ότι «Τα Δεκεμβριανά ήταν στρατιωτικό κίνημα...».12
Προσπερνά έτσι και κρύβει, διά της διαστρέβλωσης, την πραγματικότητα ότι στις 33 μέρες του Δεκέμβρη συμμετείχε στον αγώνα ένας τεράστιος όγκος λαϊκών μαζών και όχι κάποιοι πραξικοπηματίες που καιροφυλακτούσαν στο σκοτάδι. Η θέση των τελευταίων βρίσκεται στην τάξη που υπερασπίζει ο Καλύβας, ο οποίος επίσης υποστήριξε: «Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου αναβαπτίστηκαν ως εθνικόφρονες και αντικομμουνιστές κάθε λογής δοσίλογοι».
«Ξεχνά» ότι την πρώτη κυβέρνηση των δοσιλόγων (Γεωργίου Τσολάκογλου) είχε χαιρετίσει το 1941 σχεδόν το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου (Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος, Δημ. Μάξιμος, Κ. Τσαλδάρης, Στέφ. Στεφανόπουλος, Πέτρος Ράλλης, Θεόδ. Πάγκαλος, Στυλ. Γονατάς, Θεόδ. Τουρκοβασίλης και πλειάδα άλλων).13 Επιπλέον: Η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ανεξάρτητα από το ότι συγκροτήθηκαν τελικά το 1943, είχε προταθεί στους Γερμανούς από την κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941, την κυβέρνηση που συνεχάρη ο αστικός πολιτικός κόσμος. Δηλαδή, τότε που όχι μόνο δεν είχε υπάρξει ο Δεκέμβρης, αλλά δεν υπήρχαν ούτε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, ενώ το ΚΚΕ αριθμούσε μερικές εκατοντάδες μέλη.
Ο ίδιος (ο Καλύβας) θεωρεί ως «σημαντικό άρθρο»14 κείμενο του Γρηγόρη Φαράκου (1996), στο οποίο ο τελευταίος υποστήριξε: «...το σύνδρομο της κατάληψης της εξουσίας με σταλινικό τρόπο υπήρχε στην ηγεσία του ΚΚΕ. Η ηγεσία του κόμματος δεν είχε, ουσιαστικά, απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη, δηλαδή, κατάληψη της εξουσίας. Βέβαια, το ΚΚΕ ήθελε και διακήρυσσε την πολιτική της εθνικής ενότητας, κυρίως όμως στον βαθμό που η πολιτική αυτή θα του άνοιγε την προοπτική της εξουσίας».
Θα ήταν τελείως παράδοξο αν το ΚΚΕ, ακολουθώντας την πολιτική της «εθνικής ενότητας» (ανεξάρτητα από το ότι αυτή ήταν λαθεμένη), παραμέριζε από τον ορίζοντά του την προοπτική της εξουσίας. Όμως, ο συγγραφέας δεν πήρε καν υπόψη του ότι το ΚΚΕ ακολούθησε τον κοινοβουλευτικό δρόμο συμμετέχοντας στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» μετά από το Λίβανο, και πίστευε ότι θα επέβαλλε τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών, τις οποίες εκτιμούσε ότι θα κέρδιζε το ΕΑΜ. Άρα τα περί βίαιης κατάληψης της εξουσίας ήταν ανύπαρκτα.
Αλλά υπάρχει και το εξής ερώτημα:
Γιατί, είναι θεμιτή η χρήση της αστικής βίας, ενώ είναι αθέμιτη (τάχα σταλινικής αντίληψης...) η χρήση της λαϊκής βίας ενάντια σε μια μειοψηφία - δυνάστη της πλειοψηφίας του πληθυσμού;
Και γιατί δεν είναι δημοκρατική κάθε μορφή πάλης (και η ένοπλη), όταν ένας λαός έτσι θα αποφασίσει να κάνει;
Αντί επιλόγου
Ο Δεκέμβρης του 1944 ήταν συνέχεια της πάλης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην Κατοχή, του απελευθερωτικού κινήματος, στο οποίο ηγήθηκε το ΚΚΕ. Ηταν το προοίμιο της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), της κορυφαίας ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, που, εξ αντικειμένου, διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και τα προηγούμενα χρόνια, τον Δεκέμβρη πρόβαλε με μεγαλύτερη οξύτητα, καθώς είχε φύγει από τη μέση ο παράγοντας της ξένης Κατοχής.
Στις μάχες των 33 ημερών, πρωταρχικά αναδείχτηκαν η μαζική - λαϊκή οργάνωση και αυτενέργεια, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη και η πολιτική επαγρύπνηση, μαζί με την αυτοθυσία σ' έναν αγώνα που δόθηκε με πρωταγωνιστές την εργατική τάξη και το κόμμα της, το ΚΚΕ.
Παραπομπές:
1. Γεωργίου Παπανδρέου, «Ο Δεκέμβριος 1944», «Καθημερινή», 2 Μάρτη 1948.
2. Θ. Δ. Τσάτσου, «Ο Δεκέμβριος 1944», Αθήναι, 1945, Βιβλιοθήκη του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
3. Ιωάννα Παπαθανασίου, «"Διαμάντι της Αντίστασης" ή "Πεπονόφλουδα της αγγλικής πολιτικής"», στο Συλλογικό, «Δεκέμβρης 1944, Μύθοι και Πραγματικότητες», σελ. 55, έκδ. «Η Αυγή», 8 Δεκέμβρη 2013.
4. Περικλή Ροδάκη, «Δεκέμβρης 1944», σελ. 215, εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα, 1984.
5. Λεωνίδας Κύρκος, «Ανατρεπτικά», σελ. 129, εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 1995.
6. Mark Mazower, «Πρόλογος» στο Συλλογικό, «Μετά τον Πόλεμο», σελ. 14, εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2004.
7. Ο.π.
8. Σύμφωνα με μία μαρτυρία που αφορά τη σοβιετική στρατιωτική αποστολή: «Ηταν σύμβουλοι διαπιστευμένοι. Δεν εκδηλώνονταν παρά μονάχα σε έναν άνθρωπο, τον καθοδηγητή του Κόμματος. Δεν ήταν άνθρωποι που φλυαρούσαν. Πάντως, γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι εκεί που έπρεπε να πάρουν θέση για θέματα καθοριστικά, παίρνανε. Οχι οι ίδιοι, έπαιρνε η Σοβιετική Ένωση. Φυσικά, ήταν ενημερωμένοι, έπαιρναν μέρος σε συσκέψεις με την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά είχαν και ξεχωριστές συναντήσεις. Στις παραμονές της σύγκρουσης του Δεκέμβρη, ο Ποπόφ γνωρίζει και συστήνει όχι συνθηκολόγηση, αλλά στάση ενεργητική». (Φοίβος Ο. Οικονομίδης, «Το σύνδρομο του Οδυσσέα», σελ. 37, εκδ. «Ορφέας», Αθήνα, 1999. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε μαγνητοφωνημένη συνομιλία του με τον Βάσο Γεωργίου (27 Νοέμβρη 1997), προσωπικό γραμματέα του Γ. Σιάντου).
9. Κεντρικά Κομματικά Αρχεία ΚΚ Βουλγαρίας, όπως παρατίθεται στο «Φοίβος Οικονομίδης, Ο Δεκέμβρης του '44 και η διεθνής σημασία του», σελ. 67, εκδ. «Ορφέας», Αθήνα, 2005.
10. Βάσος Π. Μαθιόπουλος, «Ο Δεκέμβριος του 1944», σελ. 90, εκδ. «Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη», Αθήνα, 1994.
11. Ο.π., σελ. 357.
12. Stathis Kalyvas@Skalyvas
13. Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα», σελ. 165, έκδ. «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959.
14. Στάθης Καλύβας, «Η επιλογή της βίαιης ρήξης», «Το Βήμα», 5 Δεκεμβρίου 2004.
*Ριζοσπάστης*
Είχαν αποφασίσει επίσης γενική απεργία τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη.
Το συλλαλητήριο χτυπήθηκε με τα όπλα αφήνοντας 21 νεκρούς και 140 τραυματίες.
Στις 4 Δεκέμβρη μια τεράστια διαδήλωση συνοδεύει τα θύματα της ένοπλης αστικής βίας στην «τελευταία τους κατοικία». Μπροστά δέσποζε το πανό που έγραφε: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Οι αστοί ξαναχτυπούν με όπλα.
Έτσι άρχισε η ένοπλη σύγκρουση του ηρωικού Δεκέμβρη που κράτησε 33 μέρες.
Σήμερα παρουσιάζουμε ένα μέρος της εισαγωγής από την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», «Δεκέμβρης του '44 κρίσιμη ταξική σύγκρουση» που επιμελήθηκε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, για τον ηρωικό ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη του 1944, εναντίον του βρετανικού στρατού στην Ελλάδα και των εγχώριων συμμάχων του, υπήρξε σκληρή και συνεχίζεται αμείωτη, παρά το γεγονός ότι μας χωρίζουν εβδομήντα χρόνια από εκείνα τα γεγονότα. Μάλιστα, ανάλογα και με την κάθε φορά πολιτική συγκυρία, η διαπάλη αποκτά πιο οξυμένο χαρακτήρα. Δείχνει και αυτό με τον δικό του τρόπο, πόσο επίκαιρα είναι μια σειρά βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από εκείνον τον μεγάλο λαϊκό αγώνα.
Για τον Γεώργιο Παπανδρέου, πρωθυπουργό στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» από τον Απρίλη του 1944 έως τις αρχές Γενάρη 1945, ο Δεκέμβρης ήταν «Στάσις και έγκλημα»1 του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, μιας ένοπλης μειοψηφίας, όπως έλεγε. Τον ίδιο χαρακτηρισμό έχουν δώσει για τον Δεκέμβρη σειρά αστών πολιτικών εκείνης της περιόδου και μεταγενέστεροι, όπως ο Θεμιστοκλής Τσάτσος.2 Δεν αναφερόμαστε στους χαρακτηρισμούς που έχει δώσει στον Δεκέμβρη η προπαγάνδα της φασιστικής εκδοχής, γιατί βασικά καλύπτεται από τους προηγούμενους αστούς πολιτικούς.
Σύμφωνα με άλλους του σοσιαλδημοκρατικού τόξου, όπως ο δικηγόρος Σταύρος Κανελλόπουλος, στέλεχος του ΕΑΜ και της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), ο Δεκέμβρης ήταν μια «πεπονόφλουδα της αγγλικής πολιτικής».3 Πρόκειται για ευρύτατα διαδεδομένη άποψη, ιδιαίτερα στις άμεσες μετά τον Δεκέμβρη δεκαετίες, που με διάφορες παραλλαγές έχουν υιοθετήσει μια σειρά ιστορικών. Για παράδειγμα, ο Περικλής Ροδάκης έγραψε: «Το Δεκέμβρη 1944 τον επέβαλαν οι Αγγλοι (...) Το ΚΚΕ και ΕΑΜ (...) σύρθηκε στη σύγκρουση. Μπορούσε να αποφύγει αυτήν την σύγκρουση, όπως έκαναν κι όλα τα ΚΚ της Δ. Ευρώπης».4
Στο χώρο της λαθολογίας κινήθηκε και ο Λεωνίδας Κύρκος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο Δεκέμβρης «...από πολιτική πλευρά υπήρξε τραγικό λάθος».5
Οι εκτιμήσεις αυτές, δεν είναι απλώς λαθεμένες, αλλά επιπλέον συμβάλλουν στην καταπολέμηση του επαναστατικού κινήματος και στην ενσωμάτωσή του στο σύστημα. Και γράφονταν αυτά, ενώ ένας λαός είχε πάρει τα όπλα και έδινε απλόχερα ακόμα και τη ζωή του.
Από τους νεότερους της αστικής ιστοριογραφίας, ο Μαρκ Μαζάουερ, θέτει τα ερωτήματα :
''Επρόκειτο για την αρχή της κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές ή για μια αυθόρμητη αντίδραση της Αριστεράς ενάντια στην βία και τις προκλήσεις της Δεξιάς;''. 6
Θεωρώντας ότι αυτό το ερώτημα ακόμα δεν έχει απαντηθεί, ενώ κάνει λόγο για τη «Δεξιά» μόνο, παρακάμπτοντας επιτήδεια το ρόλο των «Κεντρώων» κομμάτων.
Ισχυρίζεται, επιπλέον, πως η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης «είχε κάνει ξεκάθαρο στην ηγεσία του ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος ότι δεν επικροτούσε την κατάληψη της εξουσίας διά της βίας», επειδή «οι διαπραγματεύσεις του Τσόρτσιλ με τον Στάλιν είχαν καταλήξει σε μια συμφωνία που η Ελλάδα τότε αγνοούσε και η οποία παρέδιδε ρητά τη χώρα στη βρετανική σφαίρα επιρροής».7
Ηταν αντίθετη η σοβιετική πλευρά με τον ένοπλο αγώνα του Δεκέμβρη;
Δεν έχουν βρεθεί αρχειακά ντοκουμέντα που να επιβεβαιώνουν την απάντηση θετικά ή αρνητικά. Όμως, έχει αναφερθεί μαρτυρία για θετική θέση του συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπόφ,8 επικεφαλής της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής που βρισκόταν τότε στην Ελλάδα, ενώ στις 15 - 26 Δεκέμβρη 1944, ο Τρ. Κοστόφ έστειλε ραδιοτηλεγράφημα προς τον Γ. Σιάντο, σχετικά με τη γνώμη του Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, όπου αναφερόταν:
«Ο παππούς συμβουλεύει ο αγώνας να συνεχιστεί. Εμείς κάνουμε καθετί το δυνατό».9
Ως συνέπεια, είναι ανεδαφική η άποψη του Μαζάουερ, ο οποίος απλώς επαναφέρει το γνωστό και χιλιοειπωμένο έως και σήμερα «μοίρασμα του κόσμου» από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», που χυδαιοποιεί τα όρια της διαπάλης σοσιαλισμού - καπιταλισμού και συσκοτίζει το γεγονός ότι αυτά τα όρια καθορίζονταν από τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και όχι από κάποιες υπόγειες συμφωνίες.
Τα ίδια, δηλαδή για συμφωνία Τσόρτσιλ - Στάλιν τον Οκτώβρη του 1944 στη Μόσχα, που οι βάσεις της είχαν τεθεί από το Μάη, έγραψε και ο Βάσος Μαθιόπουλος: «...στις αρχές Μαΐου του 1944 κρινόταν στην πραγματικότητα η μετα-πολεμική μοίρα της Ελλάδας, τουλάχιστον για τριάντα χρόνια». Πρόσθεσε επίσης ότι «... στην πραγματικότητα ανεξάρτητη έγινε η χώρα από τις 24 Ιουλίου 1974, ημέρα που κατέρρευσε η δικτατορία των συνταγματαρχών».10 Είναι φανερή η προσπάθεια του συγγραφέα να συγκαλύψει τη συμμαχία ανάμεσα στις ξένες και ελληνικές αστικές δυνάμεις και την απροκάλυπτα δολοφονική στάση τους απέναντι στο ΕΑΜικό κίνημα. Δεν εξηγεί επιπλέον, τι άλλαξε επί της ουσίας μετά το 1974 στις διασυμμαχικές αστικές σχέσεις και γενικά στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, όσον αφορά την ταξική τους στόχευση απέναντι στο ΚΚΕ και στο εργατικό - λαϊκό κίνημα.
Όμως, τα αστικά συμφέροντα, όπως και τα εργατικά, είναι παγκοσμίως ενιαία για κάθε πλευρά και δεν διαχωρίζονται με βάση την εθνική κυριαρχία. Έτσι, μόνο ως προπαγανδιστικό πυροτέχνημα μπορεί να εκληφθεί ο ισχυρισμός του ίδιου: «...Αν οι παράγοντες - κυβέρνηση και ΕΑΜ - συμφωνούσαν πραγματικά, ότι η υπόθεση του τόπου ήταν αποκλειστικά και κυρίαρχα δική τους κι όχι του στρατηγού Σκόμπι και του διπλωματικού συμβούλου Ρέτζιναλντ Λήπερ, ίσως ο Δεκέμβρης να είχε αποφευχθεί...»!11
Αντιγράφοντας ουσιαστικά τους Παπανδρέου και Τσάτσο, ο Στάθης Καλύβας, του πανεπιστημίου Γέιλ, έγραψε ότι «Τα Δεκεμβριανά ήταν στρατιωτικό κίνημα...».12
Προσπερνά έτσι και κρύβει, διά της διαστρέβλωσης, την πραγματικότητα ότι στις 33 μέρες του Δεκέμβρη συμμετείχε στον αγώνα ένας τεράστιος όγκος λαϊκών μαζών και όχι κάποιοι πραξικοπηματίες που καιροφυλακτούσαν στο σκοτάδι. Η θέση των τελευταίων βρίσκεται στην τάξη που υπερασπίζει ο Καλύβας, ο οποίος επίσης υποστήριξε: «Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου αναβαπτίστηκαν ως εθνικόφρονες και αντικομμουνιστές κάθε λογής δοσίλογοι».
«Ξεχνά» ότι την πρώτη κυβέρνηση των δοσιλόγων (Γεωργίου Τσολάκογλου) είχε χαιρετίσει το 1941 σχεδόν το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου (Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος, Δημ. Μάξιμος, Κ. Τσαλδάρης, Στέφ. Στεφανόπουλος, Πέτρος Ράλλης, Θεόδ. Πάγκαλος, Στυλ. Γονατάς, Θεόδ. Τουρκοβασίλης και πλειάδα άλλων).13 Επιπλέον: Η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ανεξάρτητα από το ότι συγκροτήθηκαν τελικά το 1943, είχε προταθεί στους Γερμανούς από την κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941, την κυβέρνηση που συνεχάρη ο αστικός πολιτικός κόσμος. Δηλαδή, τότε που όχι μόνο δεν είχε υπάρξει ο Δεκέμβρης, αλλά δεν υπήρχαν ούτε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, ενώ το ΚΚΕ αριθμούσε μερικές εκατοντάδες μέλη.
Ο ίδιος (ο Καλύβας) θεωρεί ως «σημαντικό άρθρο»14 κείμενο του Γρηγόρη Φαράκου (1996), στο οποίο ο τελευταίος υποστήριξε: «...το σύνδρομο της κατάληψης της εξουσίας με σταλινικό τρόπο υπήρχε στην ηγεσία του ΚΚΕ. Η ηγεσία του κόμματος δεν είχε, ουσιαστικά, απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη, δηλαδή, κατάληψη της εξουσίας. Βέβαια, το ΚΚΕ ήθελε και διακήρυσσε την πολιτική της εθνικής ενότητας, κυρίως όμως στον βαθμό που η πολιτική αυτή θα του άνοιγε την προοπτική της εξουσίας».
Θα ήταν τελείως παράδοξο αν το ΚΚΕ, ακολουθώντας την πολιτική της «εθνικής ενότητας» (ανεξάρτητα από το ότι αυτή ήταν λαθεμένη), παραμέριζε από τον ορίζοντά του την προοπτική της εξουσίας. Όμως, ο συγγραφέας δεν πήρε καν υπόψη του ότι το ΚΚΕ ακολούθησε τον κοινοβουλευτικό δρόμο συμμετέχοντας στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» μετά από το Λίβανο, και πίστευε ότι θα επέβαλλε τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών, τις οποίες εκτιμούσε ότι θα κέρδιζε το ΕΑΜ. Άρα τα περί βίαιης κατάληψης της εξουσίας ήταν ανύπαρκτα.
Αλλά υπάρχει και το εξής ερώτημα:
Γιατί, είναι θεμιτή η χρήση της αστικής βίας, ενώ είναι αθέμιτη (τάχα σταλινικής αντίληψης...) η χρήση της λαϊκής βίας ενάντια σε μια μειοψηφία - δυνάστη της πλειοψηφίας του πληθυσμού;
Και γιατί δεν είναι δημοκρατική κάθε μορφή πάλης (και η ένοπλη), όταν ένας λαός έτσι θα αποφασίσει να κάνει;
Αντί επιλόγου
Ο Δεκέμβρης του 1944 ήταν συνέχεια της πάλης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην Κατοχή, του απελευθερωτικού κινήματος, στο οποίο ηγήθηκε το ΚΚΕ. Ηταν το προοίμιο της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), της κορυφαίας ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, που, εξ αντικειμένου, διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και τα προηγούμενα χρόνια, τον Δεκέμβρη πρόβαλε με μεγαλύτερη οξύτητα, καθώς είχε φύγει από τη μέση ο παράγοντας της ξένης Κατοχής.
Στις μάχες των 33 ημερών, πρωταρχικά αναδείχτηκαν η μαζική - λαϊκή οργάνωση και αυτενέργεια, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη και η πολιτική επαγρύπνηση, μαζί με την αυτοθυσία σ' έναν αγώνα που δόθηκε με πρωταγωνιστές την εργατική τάξη και το κόμμα της, το ΚΚΕ.
Παραπομπές:
1. Γεωργίου Παπανδρέου, «Ο Δεκέμβριος 1944», «Καθημερινή», 2 Μάρτη 1948.
2. Θ. Δ. Τσάτσου, «Ο Δεκέμβριος 1944», Αθήναι, 1945, Βιβλιοθήκη του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
3. Ιωάννα Παπαθανασίου, «"Διαμάντι της Αντίστασης" ή "Πεπονόφλουδα της αγγλικής πολιτικής"», στο Συλλογικό, «Δεκέμβρης 1944, Μύθοι και Πραγματικότητες», σελ. 55, έκδ. «Η Αυγή», 8 Δεκέμβρη 2013.
4. Περικλή Ροδάκη, «Δεκέμβρης 1944», σελ. 215, εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα, 1984.
5. Λεωνίδας Κύρκος, «Ανατρεπτικά», σελ. 129, εκδ. «Προσκήνιο», Αθήνα, 1995.
6. Mark Mazower, «Πρόλογος» στο Συλλογικό, «Μετά τον Πόλεμο», σελ. 14, εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2004.
7. Ο.π.
8. Σύμφωνα με μία μαρτυρία που αφορά τη σοβιετική στρατιωτική αποστολή: «Ηταν σύμβουλοι διαπιστευμένοι. Δεν εκδηλώνονταν παρά μονάχα σε έναν άνθρωπο, τον καθοδηγητή του Κόμματος. Δεν ήταν άνθρωποι που φλυαρούσαν. Πάντως, γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι εκεί που έπρεπε να πάρουν θέση για θέματα καθοριστικά, παίρνανε. Οχι οι ίδιοι, έπαιρνε η Σοβιετική Ένωση. Φυσικά, ήταν ενημερωμένοι, έπαιρναν μέρος σε συσκέψεις με την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά είχαν και ξεχωριστές συναντήσεις. Στις παραμονές της σύγκρουσης του Δεκέμβρη, ο Ποπόφ γνωρίζει και συστήνει όχι συνθηκολόγηση, αλλά στάση ενεργητική». (Φοίβος Ο. Οικονομίδης, «Το σύνδρομο του Οδυσσέα», σελ. 37, εκδ. «Ορφέας», Αθήνα, 1999. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε μαγνητοφωνημένη συνομιλία του με τον Βάσο Γεωργίου (27 Νοέμβρη 1997), προσωπικό γραμματέα του Γ. Σιάντου).
9. Κεντρικά Κομματικά Αρχεία ΚΚ Βουλγαρίας, όπως παρατίθεται στο «Φοίβος Οικονομίδης, Ο Δεκέμβρης του '44 και η διεθνής σημασία του», σελ. 67, εκδ. «Ορφέας», Αθήνα, 2005.
10. Βάσος Π. Μαθιόπουλος, «Ο Δεκέμβριος του 1944», σελ. 90, εκδ. «Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη», Αθήνα, 1994.
11. Ο.π., σελ. 357.
12. Stathis Kalyvas@Skalyvas
13. Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα», σελ. 165, έκδ. «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959.
14. Στάθης Καλύβας, «Η επιλογή της βίαιης ρήξης», «Το Βήμα», 5 Δεκεμβρίου 2004.
*Ριζοσπάστης*
Για τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη
«Έρχονται τώρα οι "αγριότητες". Τέτοιες γένηκαν με τούτη τη διαφορά:
α) Πολύ πιο πολλές γένηκαν και γίνονται από την αντίδραση.
β) Απ' τις άλλες οι περισσότερες σκηνοθετήθηκαν απ' την αντίδραση που και τίποτα αν δεν κάναμε πάλι θα σκηνοθετούσε σε βάρος μας "αγριότητες"
γ) φρόντισα και έψαξα να βρω, μα ούτε μια περίπτωση υπάρχει, που νάχει δοθεί σαν γραμμή του ΚΚΕ να γίνουν αγριότητες. Όμως αγριότητες έγιναν και τέτοιες έκαναν και μέλη του Κόμματος. Τέτοια μέλη που, είτε προβοκάτορες ήταν, είτε που δεν ήταν άξια να'ναι μέλη του Κόμματος. Φυσικά οι πράξεις που κάναν τα μέλη του Κόμματος δημιουργούν ευθύνες και για το ίδιο. Μα μια που το ΚΚΕ δεν έδωσε τέτοια γραμμή και αυτούς που έκαναν υπερβασίες και τις υπερβασίες τις ίδιες τις απεκήρυξε και τις αποκηρύσσει, δε δημιουργείται ζήτημα ηθικής τάξης για το ΚΚΕ. Γιατί το Κόμμα μας έχει το θάρρος να διακηρύξει ότι τέτοιες περιπτώσεις, όπως του Κορώνη (καθηγητής Πολυτεχνείου), είτε της ηθοποιού Παπαδάκη, δεν μπορούν να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά»
(Από την εισήγηση του Νίκου Ζαχαριάδη στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ - 1945).
Η επίθεση
Όλο και πιο πυκνά το τελευταίο διάστημα εμφανίζονται δημοσιεύματα, βιβλία - ένθετα σε εφημερίδες, ντοκιμαντέρ, αφιερώματα στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, θεατρικές παραστάσεις που στοχεύουν στη διαστρέβλωση της Ιστορίας του ΚΚΕ. Πρωταρχική θέση κατέχει για μια ακόμα φορά η δεκαετία του 1940, οπότε οι εργατικές - λαϊκές μάζες βγήκαν στο προσκήνιο της Ιστορίας. Οι πρωταγωνιστές της επίθεσης μπορούν να αναζητηθούν στην πληθώρα των αστικών και οπορτουνιστικών πολιτικών δυνάμεων. Ακροδεξιοί, φιλελεύθεροι δημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες, οπορτουνιστές εναλλάσσονται στο γαϊτανάκι της απόπειρας ηθικής απαξίωσης της Ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος, ανασύροντας τα «καινούρια» επιχειρήματά τους από το παλιό και γνωστό αντικομμουνιστικό οπλοστάσιο που αναπαράγεται μονότονα, ακολουθώντας την πεπατημένη του γκεμπελικού «πες πες κάτι θα μείνει».
Τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ της αντικομμουνιστικής υστερίας η υπόθεση της δολοφονίας της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη στις 21 Δεκέμβρη 1944. Η «ιστορία» της Ελένης Παπαδάκη πέρασε πρόσφατα από τα τηλεοπτικά πλατό του ΣΚΑΪ, για να αναπαραχθεί στη συνέχεια από τις στήλες του «Κυριακάτικου Βήματος», με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Για την Ελένη».
Κοινή συνισταμένη η κατηγορία κατά του ΚΚΕ για τη δολοφονία της ηθοποιού. Πρώτος στόχος, ο ηθικός στιγματισμός της μεγαλύτερης ιστορικά ανάτασης του εργατικού - λαϊκού κινήματος (1941 - 1949) που κλόνισε την αστική εξουσία στη χώρα μας. Απώτερος στόχος, η αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων εργατικών - λαϊκών μαζών που συνθλίβονται στη στενωπό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της οικονομικής κρίσης και των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων.
Η διαρκής - σχεδόν λοβοτομική - αστική υπόδειξη ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια άρνησης της καπιταλιστικής εξουσίας θα φέρει στο προσκήνιο το «δολοφονικό κομμουνισμό», δηλώνει ταυτόχρονα και τους φόβους της καπιταλιστικής εξουσίας. Φόβους, που μπορεί να είναι δυσανάλογοι με τη σημερινή κατάσταση του εργατικού - λαϊκού κινήματος, αλλά είναι βάσιμοι στο βαθμό που οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται.
Για τους παραπάνω λόγους, μέσα από μεμονωμένα παραδείγματα, επιχειρείται η συσκότιση της ιστορικής πραγματικότητας μιας ολόκληρης εποχής. Έτσι, ο δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ μας «πληροφόρησε» ότι η Ελένη Παπαδάκη «δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ (...) ένα παραστρατιωτικό τμήμα, ένα βραχίονα του ΚΚΕ, το οποίο οργίασε κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών».
Δείχνοντας το «δέντρο» της δολοφονίας Παπαδάκη, επιχειρούν ταχυδακτυλουργικά να αποκρύψουν το «δάσος» των Δεκεμβριανών. Ως αποτέλεσμα, απομένει η εντύπωση της ΟΠΛΑ «που οργίαζε κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών», ενώ «χάνεται» από το προσκήνιο η προσπάθεια της αστικής τάξης να διατηρήσει την εξουσία της με κάθε μέσο, ενάντια στις θελήσεις και τις επιθυμίες της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και σε συνεργασία με τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών, αυτούς που αιματοκύλησαν το λαό, και τους συμμάχους τους Βρετανούς, που έσπευσαν να διασώσουν την αστική εξουσία και να προασπίσουν και τα δικά τους συμφέροντα.
Κάτω από το χαλί, λοιπόν, οι επιθέσεις στις 3 και 4 Δεκέμβρη 1944 εναντίον άοπλων διαδηλωτών, ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ στον εξοπλισμό των πρώην ταγματασφαλιτών και των χιτών, ΣΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟ συνοικιών της Αθήνας, ΣΤΟ ΕΜΠΑΡΓΚΟ ΦΑΡΜΑΚΩΝ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΧΕ Ο ΕΛΑΣ, στην ομηρία χιλιάδων αγωνιστών που μεταφέρθηκαν στα σύρματα της Μέσης Ανατολής, στη δολοφονία εκατοντάδων άλλων. Για να μη μιλήσουμε για το τρομοκρατικό όργιο που ακολούθησε το Δεκέμβρη και τη συμφωνία της Βάρκιζας. Κι όλα αυτά δεν τα αναφέρουμε για να συμψηφίσουμε νεκρούς και θύματα, αλλά για να αναδείξουμε την επιλεκτική μνήμη των αστών δημοσιολόγων, που υποκρίνονται ότι κόπτονται για την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Έτσι και αλλιώς, είναι άλλο πράγμα η σχεδιασμένη πολιτικά και στρατιωτικά δολοφονία μάχιμων ή αθώων και άλλο πράγμα μια δολοφονία, όπως της Παπαδάκη, που όχι μόνο δεν εντασσόταν, αλλά, πολύ περισσότερο, υπονόμευε τις πολιτικές στοχεύσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Όπως άλλο πράγμα είναι η φαρισαϊκή κριτική της βίας «απ' όπου και αν προέρχεται» και άλλο πράγμα η καταδίκη της βίας που αποσκοπεί στο χτύπημα του εργατικού - λαϊκού κινήματος ή που αξιοποιείται για ένα τέτοιο χτύπημα.
Στην πρώτη αντίληψη καταφεύγουν οι αστοί που αδιαφορούν για τη βία της ταξικής εκμετάλλευσης και των ιμπεριαλιστικών πολέμων και στρέφονται αποκλειστικά ενάντια στη βία που στοχεύει στην ανατροπή της εξουσίας τους. Στη δεύτερη προσβλέπουν οι επαναστάτες που στοχεύουν στην ανατροπή του καπιταλισμού.
α) Πολύ πιο πολλές γένηκαν και γίνονται από την αντίδραση.
β) Απ' τις άλλες οι περισσότερες σκηνοθετήθηκαν απ' την αντίδραση που και τίποτα αν δεν κάναμε πάλι θα σκηνοθετούσε σε βάρος μας "αγριότητες"
γ) φρόντισα και έψαξα να βρω, μα ούτε μια περίπτωση υπάρχει, που νάχει δοθεί σαν γραμμή του ΚΚΕ να γίνουν αγριότητες. Όμως αγριότητες έγιναν και τέτοιες έκαναν και μέλη του Κόμματος. Τέτοια μέλη που, είτε προβοκάτορες ήταν, είτε που δεν ήταν άξια να'ναι μέλη του Κόμματος. Φυσικά οι πράξεις που κάναν τα μέλη του Κόμματος δημιουργούν ευθύνες και για το ίδιο. Μα μια που το ΚΚΕ δεν έδωσε τέτοια γραμμή και αυτούς που έκαναν υπερβασίες και τις υπερβασίες τις ίδιες τις απεκήρυξε και τις αποκηρύσσει, δε δημιουργείται ζήτημα ηθικής τάξης για το ΚΚΕ. Γιατί το Κόμμα μας έχει το θάρρος να διακηρύξει ότι τέτοιες περιπτώσεις, όπως του Κορώνη (καθηγητής Πολυτεχνείου), είτε της ηθοποιού Παπαδάκη, δεν μπορούν να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά»
(Από την εισήγηση του Νίκου Ζαχαριάδη στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ - 1945).
Η επίθεση
Όλο και πιο πυκνά το τελευταίο διάστημα εμφανίζονται δημοσιεύματα, βιβλία - ένθετα σε εφημερίδες, ντοκιμαντέρ, αφιερώματα στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, θεατρικές παραστάσεις που στοχεύουν στη διαστρέβλωση της Ιστορίας του ΚΚΕ. Πρωταρχική θέση κατέχει για μια ακόμα φορά η δεκαετία του 1940, οπότε οι εργατικές - λαϊκές μάζες βγήκαν στο προσκήνιο της Ιστορίας. Οι πρωταγωνιστές της επίθεσης μπορούν να αναζητηθούν στην πληθώρα των αστικών και οπορτουνιστικών πολιτικών δυνάμεων. Ακροδεξιοί, φιλελεύθεροι δημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες, οπορτουνιστές εναλλάσσονται στο γαϊτανάκι της απόπειρας ηθικής απαξίωσης της Ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος, ανασύροντας τα «καινούρια» επιχειρήματά τους από το παλιό και γνωστό αντικομμουνιστικό οπλοστάσιο που αναπαράγεται μονότονα, ακολουθώντας την πεπατημένη του γκεμπελικού «πες πες κάτι θα μείνει».
Τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ της αντικομμουνιστικής υστερίας η υπόθεση της δολοφονίας της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη στις 21 Δεκέμβρη 1944. Η «ιστορία» της Ελένης Παπαδάκη πέρασε πρόσφατα από τα τηλεοπτικά πλατό του ΣΚΑΪ, για να αναπαραχθεί στη συνέχεια από τις στήλες του «Κυριακάτικου Βήματος», με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Για την Ελένη».
Κοινή συνισταμένη η κατηγορία κατά του ΚΚΕ για τη δολοφονία της ηθοποιού. Πρώτος στόχος, ο ηθικός στιγματισμός της μεγαλύτερης ιστορικά ανάτασης του εργατικού - λαϊκού κινήματος (1941 - 1949) που κλόνισε την αστική εξουσία στη χώρα μας. Απώτερος στόχος, η αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων εργατικών - λαϊκών μαζών που συνθλίβονται στη στενωπό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της οικονομικής κρίσης και των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων.
Η διαρκής - σχεδόν λοβοτομική - αστική υπόδειξη ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια άρνησης της καπιταλιστικής εξουσίας θα φέρει στο προσκήνιο το «δολοφονικό κομμουνισμό», δηλώνει ταυτόχρονα και τους φόβους της καπιταλιστικής εξουσίας. Φόβους, που μπορεί να είναι δυσανάλογοι με τη σημερινή κατάσταση του εργατικού - λαϊκού κινήματος, αλλά είναι βάσιμοι στο βαθμό που οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται.
Για τους παραπάνω λόγους, μέσα από μεμονωμένα παραδείγματα, επιχειρείται η συσκότιση της ιστορικής πραγματικότητας μιας ολόκληρης εποχής. Έτσι, ο δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ μας «πληροφόρησε» ότι η Ελένη Παπαδάκη «δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ (...) ένα παραστρατιωτικό τμήμα, ένα βραχίονα του ΚΚΕ, το οποίο οργίασε κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών».
Δείχνοντας το «δέντρο» της δολοφονίας Παπαδάκη, επιχειρούν ταχυδακτυλουργικά να αποκρύψουν το «δάσος» των Δεκεμβριανών. Ως αποτέλεσμα, απομένει η εντύπωση της ΟΠΛΑ «που οργίαζε κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών», ενώ «χάνεται» από το προσκήνιο η προσπάθεια της αστικής τάξης να διατηρήσει την εξουσία της με κάθε μέσο, ενάντια στις θελήσεις και τις επιθυμίες της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και σε συνεργασία με τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών, αυτούς που αιματοκύλησαν το λαό, και τους συμμάχους τους Βρετανούς, που έσπευσαν να διασώσουν την αστική εξουσία και να προασπίσουν και τα δικά τους συμφέροντα.
Κάτω από το χαλί, λοιπόν, οι επιθέσεις στις 3 και 4 Δεκέμβρη 1944 εναντίον άοπλων διαδηλωτών, ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ στον εξοπλισμό των πρώην ταγματασφαλιτών και των χιτών, ΣΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟ συνοικιών της Αθήνας, ΣΤΟ ΕΜΠΑΡΓΚΟ ΦΑΡΜΑΚΩΝ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΧΕ Ο ΕΛΑΣ, στην ομηρία χιλιάδων αγωνιστών που μεταφέρθηκαν στα σύρματα της Μέσης Ανατολής, στη δολοφονία εκατοντάδων άλλων. Για να μη μιλήσουμε για το τρομοκρατικό όργιο που ακολούθησε το Δεκέμβρη και τη συμφωνία της Βάρκιζας. Κι όλα αυτά δεν τα αναφέρουμε για να συμψηφίσουμε νεκρούς και θύματα, αλλά για να αναδείξουμε την επιλεκτική μνήμη των αστών δημοσιολόγων, που υποκρίνονται ότι κόπτονται για την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Έτσι και αλλιώς, είναι άλλο πράγμα η σχεδιασμένη πολιτικά και στρατιωτικά δολοφονία μάχιμων ή αθώων και άλλο πράγμα μια δολοφονία, όπως της Παπαδάκη, που όχι μόνο δεν εντασσόταν, αλλά, πολύ περισσότερο, υπονόμευε τις πολιτικές στοχεύσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Όπως άλλο πράγμα είναι η φαρισαϊκή κριτική της βίας «απ' όπου και αν προέρχεται» και άλλο πράγμα η καταδίκη της βίας που αποσκοπεί στο χτύπημα του εργατικού - λαϊκού κινήματος ή που αξιοποιείται για ένα τέτοιο χτύπημα.
Στην πρώτη αντίληψη καταφεύγουν οι αστοί που αδιαφορούν για τη βία της ταξικής εκμετάλλευσης και των ιμπεριαλιστικών πολέμων και στρέφονται αποκλειστικά ενάντια στη βία που στοχεύει στην ανατροπή της εξουσίας τους. Στη δεύτερη προσβλέπουν οι επαναστάτες που στοχεύουν στην ανατροπή του καπιταλισμού.
Η υπόθεση
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση, στις 20 Οκτώβρη 1944, το ΔΣ του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) αποφάσισε τη διαγραφή ορισμένων ηθοποιών με την κατηγορία της συνεργασίας με τον καταχτητή. Παράλληλα, στην απόφαση προβλεπόταν η επικύρωσή της από προσεχή Γενική Συνέλευση του ΣΕΗ. Ανάμεσα στους ηθοποιούς που καταδικάστηκαν ως συνεργάτες των καταχτητών ήταν και η πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου Ελένη Παπαδάκη.
Η Ελένη Παπαδάκη διαμαρτυρήθηκε γι' αυτή την απόφαση αποστέλλοντας επιστολή τόσο προς τον υπουργό Παιδείας, όσο και προς το ΣΕΗ. Παρ' όλα αυτά, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους της που κατηγορούνταν, δεν πήρε μέρος στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΗ, στις 24 Νοέμβρη 1944. Προτίμησε να αποστείλει μια επιστολή. Η Γενική Συνέλευση του ΣΕΗ αποφάσισε τη διαγραφή της από το σωματείο, στηριζόμενη στο ότι η Παπαδάκη διατηρούσε σχέση με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη και με αξιωματικό των ναζί.
Στις 3 Δεκέμβρη χτυπήθηκε η πορεία του ΕΑΜ ενάντια στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια ξεκίνησε η μάχη της Αθήνας. Στις 33 μέρες που ακολούθησαν η εργατική τάξη και ο λαός της Αθήνας έδωσαν μια άνιση μάχη ενάντια στα ένοπλα σώματα της αστικής τάξης (Ιερός Λόχος, Ταξιαρχία Ρίμινι, Χωροφυλακή, πρώην ταγματασφαλίτες και άλλοι που εξοπλίστηκαν από τους Βρετανούς) και το βρετανικό στρατό.
Στις 21 Δεκέμβρη, η Ελένη Παπαδάκη συνελήφθη από τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή Πατησίων - Γαλατσίου στο σπίτι του Γραμματέα του ΕΑΜ Θεάτρου, Δημήτρη Μυράτ. Τόσο ο ίδιος, όσο και φιλικά πρόσωπα της Παπαδάκη ενημερώθηκαν ότι θα ακολουθήσει μια ανάκριση και θα απελευθερωθεί σύντομα 1.
Η ενημέρωση δεν ήταν αποπροσανατολιστική, αφού όπως μαρτυρά ο Βασίλης Μπαρτζιώτας (Φάνης):
«Όταν τμήματα της Λαϊκής Πολιτοφυλακής συνέλαβαν τη γνωστή ηθοποιό Παπαδάκη, ερωμένη του αρχικουίσλιγκ Γιάννη Ράλλη, δώσαμε εντολή να μην πειραχτεί. Είχαμε να μάθουμε πολλά από αυτή»2.
Σε αντίθεση με αυτή την ενημέρωση και τις εντολές που δόθηκαν στη Λαϊκή Πολιτοφυλακή, το βράδυ της 21ης Δεκέμβρη η Ελένη Παπαδάκη μεταφέρθηκε στην Ούλεν, όπου και δολοφονήθηκε από ομάδα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο καπετάν Ορέστης, στέλεχος της Λαϊκής Πολιτοφυλακής Πατησίων.
Ο καπετάν Ορέστης είχε κινήσει ήδη υποψίες αναφορικά με τη δράση του. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν καταγγελίες εναντίον του ότι συνελάμβανε φίλα προσκείμενους στο ΕΑΜ ή ακόμα και μέλη του, μόνο και μόνο για να αποσπά χρήματα και πολύτιμα είδη από τους ίδιους ή τους συγγενείς τους. Γι' αυτό το ΕΑΜ Πατησίων είχε αξιώσει από την τοπική Λαϊκή Πολιτοφυλακή να ειδοποιείται για τις συλλήψεις και να παραβρίσκεται σε αυτές ένας αντιπρόσωπός του για να αποτραπούν παρεκτροπές. Στην περίπτωση της Παπαδάκη εκπρόσωπος του ΕΑΜ ορίστηκε ο φοιτητής Ιατρικής Κώστας Μπιλιράκης 3. Για τον ίδιο λόγο, είχε αποσταλεί στην τοπική Λαϊκή Πολιτοφυλακή ο παλιός Ακροναυπλιώτης και λοχαγός του ΕΛΑΣ Νίκος Ανδρικίδης 4.
Μετά τη δολοφονία της Παπαδάκη, όπως σημειώνει ο Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας), καπετάνιος του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας:
«Ο Ανδρικίδης εντόπισε γρήγορα σαν υπεύθυνους του εγκλήματος τον Ορέστη της Πολιτοφυλακής των Πατησίων και δύο αμέσως συνεργάτες του. Ερεύνησε τη ζωή και τη δράση του και ανακάλυψε κι άλλες πράξεις και ενέργειές του βρώμικες και ύποπτες. Προχωρώντας η ανάκριση, αποκαλύφθηκε ότι ο Ορέστης ήταν πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις στις γραμμές μας»5.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι υπαίτιοι δικάστηκαν από Ανταρτοδικείο, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δημόσια στην Πλατεία Κολιάτσου 6.
Όπως λοιπόν είναι φανερό από τα προηγούμενα, η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη δεν εντασσόταν σε ένα σχεδιασμό του ΚΚΕ ή του ΕΑΜ. Πολύ περισσότερο, η Λαϊκή Πολιτοφυλακή είχε λάβει συγκεκριμένες εντολές να μην πειράξει την Ελένη Παπαδάκη και όταν έγινε γνωστή η δολοφονία της, εντοπίστηκαν οι υπεύθυνοι και η τιμωρία τους ήταν άμεση και αποφασιστική. Τέλος, το ΚΚΕ δημοσιοποίησε τις συνθήκες της δολοφονίας, όπως και την τιμωρία των υπευθύνων και προχώρησε σε δημόσια πολιτική τοποθέτηση στο ανώτερο επίπεδο, όπως δείχνει και η προαναφερόμενη εισήγηση του Ν. Ζαχαριάδη.
Το ίδιο συνέβη και από την πλευρά του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος. Ο Νίκος Ανδρικίδης κλήθηκε το 1976 να δώσει έκθεση στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών αναφορικά με τα γεγονότα που αφορούσαν τη δολοφονία της Παπαδάκη.
Αυτό δεν μπορούσε να γίνει νωρίτερα, εξαιτίας του ότι αρχικά υπερίσχυσε το αστικό ψηφοδέλτιο στις εκλογές του ΣΕΗ και, στη συνέχεια, λόγω των πολύχρονων διώξεων του Νίκου Ανδρικίδη (απελευθερώθηκε μόλις το 1964), αλλά και των νομικών περιορισμών και απαγορεύσεων με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπο το συνδικαλιστικό κίνημα στο πλαίσιο του αστικού μετεμφυλιακού κράτους, αλλά και της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Η αξιοποίηση της υπόθεσης από την αστική προπαγάνδα
Η υπόθεση της δολοφονίας Παπαδάκη δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο από την αντίπερα όχθη. Μετά το Δεκέμβρη και την απαράδεκτη για την εργατική τάξη και το λαϊκό κίνημα συμφωνία της Βάρκιζας, η υπόθεση της Παπαδάκη χρησιμοποιήθηκε για να εντείνει την αστική πτωματολογία, ενός ακόμα γκεμπελικού όπλου στη φαρέτρα της αστικής προπαγάνδας, που δρούσε από κοινού με την αστική καταστολή.
Ηταν η εποχή που ο Βρετανός συνδικαλιστής και απεσταλμένος του Ουίνστον Τσόρτσιλ, σερ Ουόλτερ Σιτρίν, «ανακάλυπτε» πηγάδια με χιλιάδες πτώματα - θύματα του ΕΛΑΣ στην Πετρούπολη και τον Κορυδαλλό 7, ενώ άλλα πτώματα ξεθάφτηκαν και μεταφέρθηκαν ως «σφαγιασθέντες» από τον ΕΛΑΣ στην «έκθεση» του Περιστερίου για να αναγνωρισθούν, υποτίθεται, από τους συγγενείς τους. Όμως, ανάμεσα στα πτώματα βρίσκονταν μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Τις ίδιες μέρες, οι αστικές εφημερίδες δημοσιοποιούσαν ονόματα νεκρών, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν ακόμα και όμηροι που είχαν πιαστεί από τους Άγγλους και είχαν σταλεί στην Ελ Ντάμπα 8. Μάλιστα, στη βάση αυτών των χαλκευμένων στοιχείων στηρίχθηκαν οι κατηγορίες, με τις οποίες καταδικάστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί αγωνιστές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της αντικομμουνιστικής υστερίας, η δολοφονία της Παπαδάκη αποτέλεσε «θείο δώρο» προς την ελληνική αστική τάξη και τους συμμάχους της. Η ένταξη της υπόθεσης στην οργανωμένη πτωματολογία της εποχής αποδεικνύεται εξάλλου και από το ρετουσάρισμα με κάρβουνο της φωτογραφίας του πτώματος της Ελένης Παπαδάκη που δημοσιεύτηκε εκείνες τις μέρες, όπως μαρτυρά ο φωτογράφος Μανώλης Κασιμάτης 9.
Ετσι και αλλιώς, η αστική Δικαιοσύνη δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την τιμωρία των ενόχων της δολοφονίας. Η Αστυνομία συνέλαβε ορισμένα από τα μέλη της Πολιτοφυλακής Πατησίων - Γαλατσίου, οι οποίοι καταδικάστηκαν τον Ιούνη του 1945 και τον Ιούλη του 1946 και εκτελέστηκαν στις 21 Φλεβάρη του 1948, όχι για τη δολοφονία της Παπαδάκη (γι' αυτήν ομολόγησε μόνο ένας από τους 11, ο Βλάσης Μακαρώνας), αλλά συνολικά για «εγκλήματα» της Πολιτοφυλακής10.
Παράλληλα, η αστική Δικαιοσύνη δίκασε τον Ανδρικίδη επειδή διέταξε την εκτέλεση των υπαίτιων της δολοφονίας Παπαδάκη. Ο Ανδρικίδης μάλιστα θα καταδικαζόταν σε θάνατο, αν δεν υπήρχε η κατάθεση του Δημήτρη Μυράτ, που υποστήριξε ότι χωρίς την παρέμβαση του Ανδρικίδη θα είχαν χάσει τη ζωή τους και άλλοι αθώοι. Έπειτα από αυτό, ο Ανδρικίδης καταδικάστηκε σε ισόβια 11.
Η δολοφονία τότε και σήμερα
Η υπόθεση της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με την περίοδο του Δεκέμβρη, αλλά και με αντίστοιχες περιόδους, όποτε στο προσκήνιο της Ιστορίας μπαίνουν με τους αγώνες τους ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες, δίνοντας έναν αγώνα ζωής ή θανάτου με τους εκμεταλλευτές τους.
Σε τέτοιες περιόδους, από την Παρισινή Κομμούνα έως και σήμερα, η ταχεία ριζοσπαστικοποίηση πολιτικά ανώριμων μαζών μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε πράξεις που δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του οργανωμένου μαζικού εργατικού κινήματος, που πολύ περισσότερο στρέφονται τελικά εναντίον του. Πόσο μάλλον, αφού σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, οι χαφιέδες και οι προβοκάτορες της αστικής εξουσίας προσπαθούν να παρασύρουν τις ανώριμες μάζες σε τέτοια «παραστρατήματα», όταν δεν τα στήνουν οι ίδιοι, προκειμένου να συκοφαντήσουν τη λαϊκή επαναστατική βία συνολικά, να συσπειρώσουν το στρατόπεδο της αντεπανάστασης, να αποκόψουν ταλαντευόμενα στρώματα ή και συμμάχους από το στρατόπεδο της επανάστασης ή ακόμα και να προξενήσουν ρήγματα στο εσωτερικό του.
Παρόμοιους σκοπούς εξυπηρετούν και οι σημερινοί απολογητές της αστικής εξουσίας. Δεν τους ενδιαφέρουν τα ιστορικά γεγονότα της δολοφονίας της Παπαδάκη, απλά αξιοποιούν το δεδομένο ταλέντο και τη δολοφονία της για να συκοφαντήσουν το εργατικό - λαϊκό κίνημα της περιόδου και ειδικά την πολιτική του πρωτοπορία, το ΚΚΕ.
Τότε όπως και σήμερα θέλουν να ταυτίσουν τη μαζική λαϊκή αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας με τη δράση των εγκληματικών συμμοριών. Υπερασπίζονται την Παπαδάκη για να αποκρύψουν ότι υπερασπίζονται την αστική εξουσία, που είναι συνώνυμη της βίας και της εκμετάλλευσης της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού τόσο σε περιόδους «κοινωνικής ειρήνης», όσο και σε αυτές του ταξικού πολέμου. Νομίζουν ότι με αυτά τα τερτίπια θα αποφύγουν τη νέα επαναστατική ανάταση του κινήματος.
Γι' αυτό ακριβώς η διαρκής και επίμονη αποκάλυψη των χαλκεύσεων της αστικής τάξης και των δημοσιολόγων της και ταυτόχρονα η γνώση και η υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας αποτελούν ένα από τα απαραίτητα όπλα της σύγχρονης εργατικής - λαϊκής πάλης.
Παραπομπές
1. Πολύβιος Μαρσάν, «Ελένη Παπαδάκη. Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», Εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001, σελ. 347, 349.
2. Βασίλης Γ. Μπαρτζιώτας, «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1979, σελ. 403.
3. Πολύβιος Μαρσάν, «Ελένη Παπαδάκη. Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», Εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001, σελ. 344 - 345.
4. Νίκος Ανδρικίδης, «28 χρόνια στα κάτεργα κρατούμενος για ελευθερία, δημοκρατία και σοσιαλισμό (1936-1964)», Εκδόσεις Β. Γιαννίκου - Β. Κάλδη, Αθήνα 1998, σελ. 91 - 93.
5. Σπύρος Α. Κωτσάκης, «Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σελ. 211 - 212.
6. Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944» στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), «Δεκέμβρης του '44. Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2015, σελ. 228.
7. Δημήτρης Σέρβος, «Οι Αγγλοι και οι συνέπειες της συνθηκολόγησης για το λαϊκό κίνημα», «Ριζοσπάστης», 12 Φλεβάρη 1998.
8. Αναλυτικές αποδείξεις για τα χαλκευμένα στοιχεία που περιείχε η έκθεση Σιτρίν βρίσκονται στο «Το Ελληνικό Κατύν», Εκδοση της ΚΟΑ του ΚΚΕ - Εκδοτικός Οργανισμός «Ρήγας», Αθήνα 1945.
9. Ο Μανώλης Κασιμάτης είναι φωτογράφος που έχει επιμεληθεί την έκδοση «Φωτογραφίζοντας το Δεκέμβρη», τομ. Ι & ΙΙ, Πολιτιστική Εταιρεία «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ», Αθήνα 2008.
10. «Η εκτέλεσις 20 καταδίκων», «Ελευθερία», 22 Φλεβάρη 1948.
11. Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944» στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), «Δεκέμβρης του '44. Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2015, σελ. 228.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση, στις 20 Οκτώβρη 1944, το ΔΣ του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) αποφάσισε τη διαγραφή ορισμένων ηθοποιών με την κατηγορία της συνεργασίας με τον καταχτητή. Παράλληλα, στην απόφαση προβλεπόταν η επικύρωσή της από προσεχή Γενική Συνέλευση του ΣΕΗ. Ανάμεσα στους ηθοποιούς που καταδικάστηκαν ως συνεργάτες των καταχτητών ήταν και η πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου Ελένη Παπαδάκη.
Η Ελένη Παπαδάκη διαμαρτυρήθηκε γι' αυτή την απόφαση αποστέλλοντας επιστολή τόσο προς τον υπουργό Παιδείας, όσο και προς το ΣΕΗ. Παρ' όλα αυτά, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους της που κατηγορούνταν, δεν πήρε μέρος στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΗ, στις 24 Νοέμβρη 1944. Προτίμησε να αποστείλει μια επιστολή. Η Γενική Συνέλευση του ΣΕΗ αποφάσισε τη διαγραφή της από το σωματείο, στηριζόμενη στο ότι η Παπαδάκη διατηρούσε σχέση με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη και με αξιωματικό των ναζί.
Στις 3 Δεκέμβρη χτυπήθηκε η πορεία του ΕΑΜ ενάντια στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια ξεκίνησε η μάχη της Αθήνας. Στις 33 μέρες που ακολούθησαν η εργατική τάξη και ο λαός της Αθήνας έδωσαν μια άνιση μάχη ενάντια στα ένοπλα σώματα της αστικής τάξης (Ιερός Λόχος, Ταξιαρχία Ρίμινι, Χωροφυλακή, πρώην ταγματασφαλίτες και άλλοι που εξοπλίστηκαν από τους Βρετανούς) και το βρετανικό στρατό.
Στις 21 Δεκέμβρη, η Ελένη Παπαδάκη συνελήφθη από τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή Πατησίων - Γαλατσίου στο σπίτι του Γραμματέα του ΕΑΜ Θεάτρου, Δημήτρη Μυράτ. Τόσο ο ίδιος, όσο και φιλικά πρόσωπα της Παπαδάκη ενημερώθηκαν ότι θα ακολουθήσει μια ανάκριση και θα απελευθερωθεί σύντομα 1.
Η ενημέρωση δεν ήταν αποπροσανατολιστική, αφού όπως μαρτυρά ο Βασίλης Μπαρτζιώτας (Φάνης):
«Όταν τμήματα της Λαϊκής Πολιτοφυλακής συνέλαβαν τη γνωστή ηθοποιό Παπαδάκη, ερωμένη του αρχικουίσλιγκ Γιάννη Ράλλη, δώσαμε εντολή να μην πειραχτεί. Είχαμε να μάθουμε πολλά από αυτή»2.
Σε αντίθεση με αυτή την ενημέρωση και τις εντολές που δόθηκαν στη Λαϊκή Πολιτοφυλακή, το βράδυ της 21ης Δεκέμβρη η Ελένη Παπαδάκη μεταφέρθηκε στην Ούλεν, όπου και δολοφονήθηκε από ομάδα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο καπετάν Ορέστης, στέλεχος της Λαϊκής Πολιτοφυλακής Πατησίων.
Ο καπετάν Ορέστης είχε κινήσει ήδη υποψίες αναφορικά με τη δράση του. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν καταγγελίες εναντίον του ότι συνελάμβανε φίλα προσκείμενους στο ΕΑΜ ή ακόμα και μέλη του, μόνο και μόνο για να αποσπά χρήματα και πολύτιμα είδη από τους ίδιους ή τους συγγενείς τους. Γι' αυτό το ΕΑΜ Πατησίων είχε αξιώσει από την τοπική Λαϊκή Πολιτοφυλακή να ειδοποιείται για τις συλλήψεις και να παραβρίσκεται σε αυτές ένας αντιπρόσωπός του για να αποτραπούν παρεκτροπές. Στην περίπτωση της Παπαδάκη εκπρόσωπος του ΕΑΜ ορίστηκε ο φοιτητής Ιατρικής Κώστας Μπιλιράκης 3. Για τον ίδιο λόγο, είχε αποσταλεί στην τοπική Λαϊκή Πολιτοφυλακή ο παλιός Ακροναυπλιώτης και λοχαγός του ΕΛΑΣ Νίκος Ανδρικίδης 4.
Μετά τη δολοφονία της Παπαδάκη, όπως σημειώνει ο Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας), καπετάνιος του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας:
«Ο Ανδρικίδης εντόπισε γρήγορα σαν υπεύθυνους του εγκλήματος τον Ορέστη της Πολιτοφυλακής των Πατησίων και δύο αμέσως συνεργάτες του. Ερεύνησε τη ζωή και τη δράση του και ανακάλυψε κι άλλες πράξεις και ενέργειές του βρώμικες και ύποπτες. Προχωρώντας η ανάκριση, αποκαλύφθηκε ότι ο Ορέστης ήταν πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις στις γραμμές μας»5.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι υπαίτιοι δικάστηκαν από Ανταρτοδικείο, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δημόσια στην Πλατεία Κολιάτσου 6.
Όπως λοιπόν είναι φανερό από τα προηγούμενα, η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη δεν εντασσόταν σε ένα σχεδιασμό του ΚΚΕ ή του ΕΑΜ. Πολύ περισσότερο, η Λαϊκή Πολιτοφυλακή είχε λάβει συγκεκριμένες εντολές να μην πειράξει την Ελένη Παπαδάκη και όταν έγινε γνωστή η δολοφονία της, εντοπίστηκαν οι υπεύθυνοι και η τιμωρία τους ήταν άμεση και αποφασιστική. Τέλος, το ΚΚΕ δημοσιοποίησε τις συνθήκες της δολοφονίας, όπως και την τιμωρία των υπευθύνων και προχώρησε σε δημόσια πολιτική τοποθέτηση στο ανώτερο επίπεδο, όπως δείχνει και η προαναφερόμενη εισήγηση του Ν. Ζαχαριάδη.
Το ίδιο συνέβη και από την πλευρά του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος. Ο Νίκος Ανδρικίδης κλήθηκε το 1976 να δώσει έκθεση στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών αναφορικά με τα γεγονότα που αφορούσαν τη δολοφονία της Παπαδάκη.
Αυτό δεν μπορούσε να γίνει νωρίτερα, εξαιτίας του ότι αρχικά υπερίσχυσε το αστικό ψηφοδέλτιο στις εκλογές του ΣΕΗ και, στη συνέχεια, λόγω των πολύχρονων διώξεων του Νίκου Ανδρικίδη (απελευθερώθηκε μόλις το 1964), αλλά και των νομικών περιορισμών και απαγορεύσεων με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπο το συνδικαλιστικό κίνημα στο πλαίσιο του αστικού μετεμφυλιακού κράτους, αλλά και της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Η αξιοποίηση της υπόθεσης από την αστική προπαγάνδα
Η υπόθεση της δολοφονίας Παπαδάκη δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο από την αντίπερα όχθη. Μετά το Δεκέμβρη και την απαράδεκτη για την εργατική τάξη και το λαϊκό κίνημα συμφωνία της Βάρκιζας, η υπόθεση της Παπαδάκη χρησιμοποιήθηκε για να εντείνει την αστική πτωματολογία, ενός ακόμα γκεμπελικού όπλου στη φαρέτρα της αστικής προπαγάνδας, που δρούσε από κοινού με την αστική καταστολή.
Ηταν η εποχή που ο Βρετανός συνδικαλιστής και απεσταλμένος του Ουίνστον Τσόρτσιλ, σερ Ουόλτερ Σιτρίν, «ανακάλυπτε» πηγάδια με χιλιάδες πτώματα - θύματα του ΕΛΑΣ στην Πετρούπολη και τον Κορυδαλλό 7, ενώ άλλα πτώματα ξεθάφτηκαν και μεταφέρθηκαν ως «σφαγιασθέντες» από τον ΕΛΑΣ στην «έκθεση» του Περιστερίου για να αναγνωρισθούν, υποτίθεται, από τους συγγενείς τους. Όμως, ανάμεσα στα πτώματα βρίσκονταν μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Τις ίδιες μέρες, οι αστικές εφημερίδες δημοσιοποιούσαν ονόματα νεκρών, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν ακόμα και όμηροι που είχαν πιαστεί από τους Άγγλους και είχαν σταλεί στην Ελ Ντάμπα 8. Μάλιστα, στη βάση αυτών των χαλκευμένων στοιχείων στηρίχθηκαν οι κατηγορίες, με τις οποίες καταδικάστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί αγωνιστές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της αντικομμουνιστικής υστερίας, η δολοφονία της Παπαδάκη αποτέλεσε «θείο δώρο» προς την ελληνική αστική τάξη και τους συμμάχους της. Η ένταξη της υπόθεσης στην οργανωμένη πτωματολογία της εποχής αποδεικνύεται εξάλλου και από το ρετουσάρισμα με κάρβουνο της φωτογραφίας του πτώματος της Ελένης Παπαδάκη που δημοσιεύτηκε εκείνες τις μέρες, όπως μαρτυρά ο φωτογράφος Μανώλης Κασιμάτης 9.
Ετσι και αλλιώς, η αστική Δικαιοσύνη δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την τιμωρία των ενόχων της δολοφονίας. Η Αστυνομία συνέλαβε ορισμένα από τα μέλη της Πολιτοφυλακής Πατησίων - Γαλατσίου, οι οποίοι καταδικάστηκαν τον Ιούνη του 1945 και τον Ιούλη του 1946 και εκτελέστηκαν στις 21 Φλεβάρη του 1948, όχι για τη δολοφονία της Παπαδάκη (γι' αυτήν ομολόγησε μόνο ένας από τους 11, ο Βλάσης Μακαρώνας), αλλά συνολικά για «εγκλήματα» της Πολιτοφυλακής10.
Παράλληλα, η αστική Δικαιοσύνη δίκασε τον Ανδρικίδη επειδή διέταξε την εκτέλεση των υπαίτιων της δολοφονίας Παπαδάκη. Ο Ανδρικίδης μάλιστα θα καταδικαζόταν σε θάνατο, αν δεν υπήρχε η κατάθεση του Δημήτρη Μυράτ, που υποστήριξε ότι χωρίς την παρέμβαση του Ανδρικίδη θα είχαν χάσει τη ζωή τους και άλλοι αθώοι. Έπειτα από αυτό, ο Ανδρικίδης καταδικάστηκε σε ισόβια 11.
Η δολοφονία τότε και σήμερα
Η υπόθεση της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με την περίοδο του Δεκέμβρη, αλλά και με αντίστοιχες περιόδους, όποτε στο προσκήνιο της Ιστορίας μπαίνουν με τους αγώνες τους ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες, δίνοντας έναν αγώνα ζωής ή θανάτου με τους εκμεταλλευτές τους.
Σε τέτοιες περιόδους, από την Παρισινή Κομμούνα έως και σήμερα, η ταχεία ριζοσπαστικοποίηση πολιτικά ανώριμων μαζών μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε πράξεις που δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του οργανωμένου μαζικού εργατικού κινήματος, που πολύ περισσότερο στρέφονται τελικά εναντίον του. Πόσο μάλλον, αφού σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, οι χαφιέδες και οι προβοκάτορες της αστικής εξουσίας προσπαθούν να παρασύρουν τις ανώριμες μάζες σε τέτοια «παραστρατήματα», όταν δεν τα στήνουν οι ίδιοι, προκειμένου να συκοφαντήσουν τη λαϊκή επαναστατική βία συνολικά, να συσπειρώσουν το στρατόπεδο της αντεπανάστασης, να αποκόψουν ταλαντευόμενα στρώματα ή και συμμάχους από το στρατόπεδο της επανάστασης ή ακόμα και να προξενήσουν ρήγματα στο εσωτερικό του.
Παρόμοιους σκοπούς εξυπηρετούν και οι σημερινοί απολογητές της αστικής εξουσίας. Δεν τους ενδιαφέρουν τα ιστορικά γεγονότα της δολοφονίας της Παπαδάκη, απλά αξιοποιούν το δεδομένο ταλέντο και τη δολοφονία της για να συκοφαντήσουν το εργατικό - λαϊκό κίνημα της περιόδου και ειδικά την πολιτική του πρωτοπορία, το ΚΚΕ.
Τότε όπως και σήμερα θέλουν να ταυτίσουν τη μαζική λαϊκή αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας με τη δράση των εγκληματικών συμμοριών. Υπερασπίζονται την Παπαδάκη για να αποκρύψουν ότι υπερασπίζονται την αστική εξουσία, που είναι συνώνυμη της βίας και της εκμετάλλευσης της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού τόσο σε περιόδους «κοινωνικής ειρήνης», όσο και σε αυτές του ταξικού πολέμου. Νομίζουν ότι με αυτά τα τερτίπια θα αποφύγουν τη νέα επαναστατική ανάταση του κινήματος.
Γι' αυτό ακριβώς η διαρκής και επίμονη αποκάλυψη των χαλκεύσεων της αστικής τάξης και των δημοσιολόγων της και ταυτόχρονα η γνώση και η υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας αποτελούν ένα από τα απαραίτητα όπλα της σύγχρονης εργατικής - λαϊκής πάλης.
Παραπομπές
1. Πολύβιος Μαρσάν, «Ελένη Παπαδάκη. Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», Εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001, σελ. 347, 349.
2. Βασίλης Γ. Μπαρτζιώτας, «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1979, σελ. 403.
3. Πολύβιος Μαρσάν, «Ελένη Παπαδάκη. Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», Εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001, σελ. 344 - 345.
4. Νίκος Ανδρικίδης, «28 χρόνια στα κάτεργα κρατούμενος για ελευθερία, δημοκρατία και σοσιαλισμό (1936-1964)», Εκδόσεις Β. Γιαννίκου - Β. Κάλδη, Αθήνα 1998, σελ. 91 - 93.
5. Σπύρος Α. Κωτσάκης, «Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σελ. 211 - 212.
6. Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944» στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), «Δεκέμβρης του '44. Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2015, σελ. 228.
7. Δημήτρης Σέρβος, «Οι Αγγλοι και οι συνέπειες της συνθηκολόγησης για το λαϊκό κίνημα», «Ριζοσπάστης», 12 Φλεβάρη 1998.
8. Αναλυτικές αποδείξεις για τα χαλκευμένα στοιχεία που περιείχε η έκθεση Σιτρίν βρίσκονται στο «Το Ελληνικό Κατύν», Εκδοση της ΚΟΑ του ΚΚΕ - Εκδοτικός Οργανισμός «Ρήγας», Αθήνα 1945.
9. Ο Μανώλης Κασιμάτης είναι φωτογράφος που έχει επιμεληθεί την έκδοση «Φωτογραφίζοντας το Δεκέμβρη», τομ. Ι & ΙΙ, Πολιτιστική Εταιρεία «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ», Αθήνα 2008.
10. «Η εκτέλεσις 20 καταδίκων», «Ελευθερία», 22 Φλεβάρη 1948.
11. Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944» στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), «Δεκέμβρης του '44. Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2015, σελ. 228.
Γιατί ο Μεταξάς ΗΤΑΝ φασίστας!
Στα πρώτα χρόνια της «μεταπολίτευσης» το αστικό πολιτικό σύστημα που διαδέχθηκε τη χούντα είχε μερικές «κόκκινες γραμμές», τις οποίες και σεβόταν υποδειγματικά. Οι πνευματικές ελίτ του συστήματος καταδίκαζαν μετά βδελυγμίας κάθε «εκτροπή» (δικός τους όρος) του αστικού συστήματος στο παρελθόν προς καταστάσεις δικτατορικές ή φασιστικές. Ας μην ξεχνάμε ότι η νομιμοποιητική και εξωραϊστική βάση του νέου συστήματος ήταν η αντιδικτατορική αντίσταση των αστικών δυνάμεων έστω και αν αυτή συνοψιζόταν στην έκρηξη βομβών ικανών να προκαλέσουν την επέμβαση των Ευρωπαίων κηδεμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, αποφεύγοντας την «εκτροπή» της λαϊκής εξέγερσης. Σε αυτό το πλαίσιο οι ίδιες αυτές ελίτ δεν παρέλειπαν κάθε Αύγουστο να καταδικάζουν το καθεστώς της «4ης Αυγούστου», τη δικτατορία δηλαδή του Μεταξά – για ειδικούς λόγους (ο Μεταξάς πέθανε το 1941, ο Γεώργιος επέστρεψε στη χώρα το 1946 για να τη σώσει από τον κομμουνισμό…) ξεχνούσαν τον Γεώργιο Β’ Γλύξμπουργκ, καθόλα συνεταίρο του Μεταξά στη δικτατορία.
Αυτά γίνονταν τον παλιό καιρό, όταν η «μεταπολίτευση» ήταν στις δόξες της. Σήμερα πυκνώνουν οι προερχόμενες από την ίδια αστική ελίτ απόψεις περί του αγαθοεργούς ρόλου του Ιωάννη Μεταξά. Μαντεύει κανείς ότι σε λίγο θα γίνει και πρότυπο ο δικτάτορας. Εξωραΐζονται σήμερα γύρω μας οι φυλακίσεις, οι εκτοπίσεις, οι διωγμοί αθώων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι «προληπτικές συλλήψεις», οι επιθέσεις σε απεργούς, η καταστολή… στο Μεταξά θα κολλήσουμε τώρα! Σε αυτό το κλίμα στην πολύ γνωστή ιστοσελίδα του Protagon.gr δημοσιεύθηκε, στις 7 Αυγούστου, «επετειακό» σημείωμα του Γιώργου Λυκοκάπη με ενδεικτικό τίτλο «Γιατί ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας».
Δεν ήταν γιατί το λέει ο Πάξτον! Η επιστράτευση ενός διάσημου ιστορικού – γνωστή τακτική αυτή – προσδίδει επιστημονικό κύρος σε όποιο ρηχό και ασήμαντο σημείωμα ή άρθρο! Ο Πάξτον λοιπόν φέρεται να λέει (λέει πολλά ο Πάξτον, αυτό το λίγο όμως άρεσε στον σημειογράφο μας…) ότι για να έχουμε φασισμό πρέπει να έχουμε «μαζικό ριζοσπαστικό κόμμα», δηλαδή φασιστικό κίνημα… «Ο Μουσολίνι είχε τους Μελανοχίτωνές του, ο Χίτλερ τα Τάγματα εφόδου», λέει – εννοεί τα παραστρατιωτικά σώματα που είχε το φασιστικό και το ναζιστικό κόμμα στην Ιταλία και τη Γερμανία αντίστοιχα. Ο Μεταξάς, διαπιστώνει, δεν είχε τέτοια, άρα δεν ήταν φασίστας! Παρεμπιπτόντως, ο σημειογράφος δε χάνει την ευκαιρία να ψέξει τη μαρξιστική αριστερά που στην περίπτωση αυτή (όπως παντού και πάντα – υπονοεί) δεν κατάλαβε τίποτα! Δεν κατάλαβε δηλαδή ότι τα φασιστικο-ναζιστικά κόμματα έχουν «ισχυρή λαϊκή στήριξη». Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι η «ισχυρή λαϊκή στήριξη» δε βοήθησε τον Χίτλερ να κερδίσει εκλογές στις οποίες κανόνισε να κατέβει μόνος του απαγορεύοντας καθετί που βρισκόταν αριστερά της δεξιάς. Θα βοηθούσε εξαιρετικά τον όποιο σημειογράφο να ρίξει μια ματιά στα κείμενα της «μαρξιστικής αριστεράς» που μελετά το φασισμό από τη δεκαετία του 1930 – χωρίς να περιμένει τον Πάξτον!
Εκτός από τον Πάξτον, που φέρεται να βεβαιώνει ότι ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας, έχουμε και τις ίδιες τις αρετές του δικτάτορα που, κατά τον σημειογράφο, οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Ο Μεταξάς δεν συμμερίστηκε τον «ακραίο εθνικισμό» των Μουσολίνι και Χίτλερ, δεν είχε σχέση με «στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς», δεν ήταν ρατσιστής και αγαπούσε ακόμα και τους Εβραίους!!! Επιπλέον, δεν ήταν χαρισματικός (εννοεί όπως ο Μιχαλολιάκος; Αυτό ομολογώ δεν το κατάλαβα!). Είχε δε συνεργάτες όπως ο Κορυζής ή ο Σεφέρης (κατώτερος διπλωματικός υπάλληλος ήταν τότε) – για εύλογους λόγους παραλείπεται ο Μανιαδάκης και άλλοι θαυμάσιοι. Τέλος, φέρεται να έφερε κάποια τάξη στη χώρα: «Συχνά μιλάμε για τον Μεταξά θεωρώντας ότι πριν είχαμε έναν δημοκρατικό παράδεισο»! Άρα…
Θα μπορούσαμε να μείνουμε στην εύθυμη πλευρά του σημειώματος η οποία κορυφώνεται από την υπολανθάνουσα παραίνεση του αρθρογράφου στη σημερινή ακροδεξιά να πάρει παράδειγμα από τον Μεταξά και όχι από τον Μιχαλολιάκο. Τα αναγραφόμενα όμως και το ψάρεμα σε θολά νερά που υποκρύπτουν υποχρεώνουν σε κάποιες απαντήσεις.
Πρώτον: Ο Μεταξάς ήταν φασίστας. Το πρόβλημά του ήταν ότι στη χώρα που κυβερνούσε δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθεί ένα «κλασικό» φασιστικό καθεστώς. Η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τη βρετανική γεωπολιτική κυριαρχία και στο Λονδίνο δε θα ήθελαν να μοιάζει με το μουσολινικό και το χιτλερικό καθεστώς κανένας από τους προστατευόμενους από τη Βρετανία τοπικούς ηγετίσκους. Ο πόλεμος πλησίαζε και δεν υπήρχε καιρός για παρεξηγήσεις. Για το λόγο αυτό ολόκληρα τμήματα της ελληνικής πολιτικής – μεταξύ τους η εξωτερική πολιτική και ο στρατός – ανατέθηκαν απευθείας στο Παλάτι, στον Γεώργιο τον Β’ δηλαδή.
Δεύτερον: Ο Μεταξάς δε συμβιβάστηκε ποτέ με την ιστορική συγκυρία που τον εμπόδιζε να εγκαταστήσει κλασικό φασιστικό καθεστώς στη χώρα του. Διέλυσε τις προηγούμενες ελληνικές φασιστικές οργανώσεις (μεταξύ τους την «Τρία Έψιλον» και τα αιματοβαμμένα τάγματα εφόδου της, τους «Χαλυβδόκρανους») μόνο και μόνο για να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη «συγκυβέρνηση» με τον Γεώργιο Β’. Πρόκειται για την ΕΟΝ – την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας – η οποία ιδρύθηκε, στελεχώθηκε και οργανώθηκε στη βάση των πιο σκληρών φασιστικών νεολαιίστικων οργανώσεων. Το «όραμά» της ήταν ο Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός (το Τρίτο Ράιχ σε ελληνική εκτέλεση) που θα ήταν χιλιόχρονος (όπως και το κατά τον Γκαίμπελς Ράιχ!). Οι στολές, η εκπαίδευση της ΕΟΝ ήταν παραστρατιωτικές και το πρόσχημα για την κατεπείγουσα δημιουργία της ήταν η ανάγκη προάσπισης του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην κομμουνιστική επιθετικότητα που μόλις είχε εκδηλωθεί στην Ισπανία (τον Ιούλη του 1936 έγινε το πραξικόπημα των εθνικιστών στρατηγών ενάντια στη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας και ξεκίνησε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος).
Τρίτον: Το σημείωμα του κ. Λυκοκάπη συνοδεύεται από μία φωτογραφία που μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις. Ο Μεταξάς βρίσκεται ανάμεσα σε στελέχη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου – πολιτικά, στρατιωτικά, παραστρατιωτικά – που όλοι τους χαιρετούν ναζιστικά. Προς Θεού δεν είναι αυτό που φαίνεται! Στον κατά τον κ. Λυκοκάπη Μεταξά «όποιος Ελληνας πιστεύει στον Χίτλερ (…) είναι κακόπιστος». Άρα αποκλείεται οι συνέλληνες του Μεταξά στην φωτογραφία να μιμούνται Γερμανούς ναζί. Μάλλον υψώνουν το χέρι για να κρύψουν τον ήλιο που τους εμποδίζει να ατενίσουν το χιλιόχρονο μέλλον του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού…. Αμ πώς!!!
*Γιώργος Μαργαρίτης (Από Ριζοσπάστη)*
Αυτά γίνονταν τον παλιό καιρό, όταν η «μεταπολίτευση» ήταν στις δόξες της. Σήμερα πυκνώνουν οι προερχόμενες από την ίδια αστική ελίτ απόψεις περί του αγαθοεργούς ρόλου του Ιωάννη Μεταξά. Μαντεύει κανείς ότι σε λίγο θα γίνει και πρότυπο ο δικτάτορας. Εξωραΐζονται σήμερα γύρω μας οι φυλακίσεις, οι εκτοπίσεις, οι διωγμοί αθώων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι «προληπτικές συλλήψεις», οι επιθέσεις σε απεργούς, η καταστολή… στο Μεταξά θα κολλήσουμε τώρα! Σε αυτό το κλίμα στην πολύ γνωστή ιστοσελίδα του Protagon.gr δημοσιεύθηκε, στις 7 Αυγούστου, «επετειακό» σημείωμα του Γιώργου Λυκοκάπη με ενδεικτικό τίτλο «Γιατί ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας».
Δεν ήταν γιατί το λέει ο Πάξτον! Η επιστράτευση ενός διάσημου ιστορικού – γνωστή τακτική αυτή – προσδίδει επιστημονικό κύρος σε όποιο ρηχό και ασήμαντο σημείωμα ή άρθρο! Ο Πάξτον λοιπόν φέρεται να λέει (λέει πολλά ο Πάξτον, αυτό το λίγο όμως άρεσε στον σημειογράφο μας…) ότι για να έχουμε φασισμό πρέπει να έχουμε «μαζικό ριζοσπαστικό κόμμα», δηλαδή φασιστικό κίνημα… «Ο Μουσολίνι είχε τους Μελανοχίτωνές του, ο Χίτλερ τα Τάγματα εφόδου», λέει – εννοεί τα παραστρατιωτικά σώματα που είχε το φασιστικό και το ναζιστικό κόμμα στην Ιταλία και τη Γερμανία αντίστοιχα. Ο Μεταξάς, διαπιστώνει, δεν είχε τέτοια, άρα δεν ήταν φασίστας! Παρεμπιπτόντως, ο σημειογράφος δε χάνει την ευκαιρία να ψέξει τη μαρξιστική αριστερά που στην περίπτωση αυτή (όπως παντού και πάντα – υπονοεί) δεν κατάλαβε τίποτα! Δεν κατάλαβε δηλαδή ότι τα φασιστικο-ναζιστικά κόμματα έχουν «ισχυρή λαϊκή στήριξη». Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι η «ισχυρή λαϊκή στήριξη» δε βοήθησε τον Χίτλερ να κερδίσει εκλογές στις οποίες κανόνισε να κατέβει μόνος του απαγορεύοντας καθετί που βρισκόταν αριστερά της δεξιάς. Θα βοηθούσε εξαιρετικά τον όποιο σημειογράφο να ρίξει μια ματιά στα κείμενα της «μαρξιστικής αριστεράς» που μελετά το φασισμό από τη δεκαετία του 1930 – χωρίς να περιμένει τον Πάξτον!
Εκτός από τον Πάξτον, που φέρεται να βεβαιώνει ότι ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας, έχουμε και τις ίδιες τις αρετές του δικτάτορα που, κατά τον σημειογράφο, οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Ο Μεταξάς δεν συμμερίστηκε τον «ακραίο εθνικισμό» των Μουσολίνι και Χίτλερ, δεν είχε σχέση με «στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς», δεν ήταν ρατσιστής και αγαπούσε ακόμα και τους Εβραίους!!! Επιπλέον, δεν ήταν χαρισματικός (εννοεί όπως ο Μιχαλολιάκος; Αυτό ομολογώ δεν το κατάλαβα!). Είχε δε συνεργάτες όπως ο Κορυζής ή ο Σεφέρης (κατώτερος διπλωματικός υπάλληλος ήταν τότε) – για εύλογους λόγους παραλείπεται ο Μανιαδάκης και άλλοι θαυμάσιοι. Τέλος, φέρεται να έφερε κάποια τάξη στη χώρα: «Συχνά μιλάμε για τον Μεταξά θεωρώντας ότι πριν είχαμε έναν δημοκρατικό παράδεισο»! Άρα…
Θα μπορούσαμε να μείνουμε στην εύθυμη πλευρά του σημειώματος η οποία κορυφώνεται από την υπολανθάνουσα παραίνεση του αρθρογράφου στη σημερινή ακροδεξιά να πάρει παράδειγμα από τον Μεταξά και όχι από τον Μιχαλολιάκο. Τα αναγραφόμενα όμως και το ψάρεμα σε θολά νερά που υποκρύπτουν υποχρεώνουν σε κάποιες απαντήσεις.
Πρώτον: Ο Μεταξάς ήταν φασίστας. Το πρόβλημά του ήταν ότι στη χώρα που κυβερνούσε δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθεί ένα «κλασικό» φασιστικό καθεστώς. Η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τη βρετανική γεωπολιτική κυριαρχία και στο Λονδίνο δε θα ήθελαν να μοιάζει με το μουσολινικό και το χιτλερικό καθεστώς κανένας από τους προστατευόμενους από τη Βρετανία τοπικούς ηγετίσκους. Ο πόλεμος πλησίαζε και δεν υπήρχε καιρός για παρεξηγήσεις. Για το λόγο αυτό ολόκληρα τμήματα της ελληνικής πολιτικής – μεταξύ τους η εξωτερική πολιτική και ο στρατός – ανατέθηκαν απευθείας στο Παλάτι, στον Γεώργιο τον Β’ δηλαδή.
Δεύτερον: Ο Μεταξάς δε συμβιβάστηκε ποτέ με την ιστορική συγκυρία που τον εμπόδιζε να εγκαταστήσει κλασικό φασιστικό καθεστώς στη χώρα του. Διέλυσε τις προηγούμενες ελληνικές φασιστικές οργανώσεις (μεταξύ τους την «Τρία Έψιλον» και τα αιματοβαμμένα τάγματα εφόδου της, τους «Χαλυβδόκρανους») μόνο και μόνο για να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη «συγκυβέρνηση» με τον Γεώργιο Β’. Πρόκειται για την ΕΟΝ – την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας – η οποία ιδρύθηκε, στελεχώθηκε και οργανώθηκε στη βάση των πιο σκληρών φασιστικών νεολαιίστικων οργανώσεων. Το «όραμά» της ήταν ο Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός (το Τρίτο Ράιχ σε ελληνική εκτέλεση) που θα ήταν χιλιόχρονος (όπως και το κατά τον Γκαίμπελς Ράιχ!). Οι στολές, η εκπαίδευση της ΕΟΝ ήταν παραστρατιωτικές και το πρόσχημα για την κατεπείγουσα δημιουργία της ήταν η ανάγκη προάσπισης του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην κομμουνιστική επιθετικότητα που μόλις είχε εκδηλωθεί στην Ισπανία (τον Ιούλη του 1936 έγινε το πραξικόπημα των εθνικιστών στρατηγών ενάντια στη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας και ξεκίνησε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος).
Τρίτον: Το σημείωμα του κ. Λυκοκάπη συνοδεύεται από μία φωτογραφία που μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις. Ο Μεταξάς βρίσκεται ανάμεσα σε στελέχη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου – πολιτικά, στρατιωτικά, παραστρατιωτικά – που όλοι τους χαιρετούν ναζιστικά. Προς Θεού δεν είναι αυτό που φαίνεται! Στον κατά τον κ. Λυκοκάπη Μεταξά «όποιος Ελληνας πιστεύει στον Χίτλερ (…) είναι κακόπιστος». Άρα αποκλείεται οι συνέλληνες του Μεταξά στην φωτογραφία να μιμούνται Γερμανούς ναζί. Μάλλον υψώνουν το χέρι για να κρύψουν τον ήλιο που τους εμποδίζει να ατενίσουν το χιλιόχρονο μέλλον του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού…. Αμ πώς!!!
*Γιώργος Μαργαρίτης (Από Ριζοσπάστη)*
Κώστας Κάππος – Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του
Ένα κεφάλαιο της αγωνιστικής διαδρομής του Κώστα Κάππου ήταν τα φριχτά βασανιστήρια που δέχτηκε από τα όργανα της αμερικανοκίνητης χούντας των συνταγματαρχών (1967-74). Βασανιστήρια που λίγο έλειψε να του κόψουν το νήμα της ζωής, αφήνοντας για πάντα τα σημάδια τους.
Μεταφέρουμε ένα μοναδικό ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί», τον Σεπτέμβρη του 1974. Φωτογραφίες από τα σημάδια των βασανιστηρίων στο κορμί του Κώστα Κάππου, εικόνες – ντοκουμέντα που μαρτυρούν τη διαστροφική μανία των βασανιστών του, καθώς και την αλύγιστη αντοχή του κομμουνιστή που αρνείται να προδώσει τις ιδέες του και τους συντρόφους του.
Στον τίτλο του δημοσιεύματος το περιοδικό αναφέρεται στο “λεξικό του τρόμου”. Χαρακτηριστικός και ο υπότιτλος: “Η φρίκη στην ψυχρή γλώσσα της ιατρικής”…
***
Ονομάζεται Κώστας Κάππος, είναι ηλικίας 37 ετών, πατέρας ενός ανήλικου αγοριού. Στις 25 Απριλίου 1968 το απόγευμα συνελήφθη. Κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια ένα μήνα και μετά οδηγήθηκε στο Διόνυσο. Βασανίστηκε ένα μήνα εκεί και τον ξανάφεραν στην Ασφάλεια Αθηνών, από όπου οδηγήθηκε στη Λέρο. Καμιά κατηγορία δεν απαγγέλθηκε σε βάρος του. Κανένας μάρτυρας δεν τον κατάγγειλε για τίποτα. Η δουλειά του ήταν λογιστής. Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος από τη φύση του… Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτή την δοκίμασε στο Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. Όσοι τον ήξεραν πριν, είδαν ότι, τόσο η φυσιογνωμία του, όσο και η διάπλασή του είχαν αλλοιωθεί. Τα βασανιστήρια είχαν αλλοιώσει τη διάπλαση και τη μορφή του.
Δεκαέξι βασανιστές, εκτός από εκείνους που έδιναν μόνο ξύλο, όργωσαν κυριολεκτικά το κορμί του. Νοσηρές διάνοιες, σατανικοί εφευρέτες. Τέσσερις στο Διόνυσο, 12 στο Μπογιάτι. Μετά τις 500 περίπου ώρες των βασανιστηρίων, που συνολικά πέρασε σε μπουντρούμια, στις φυλακές, στα κρατητήρια και στις απομονώσεις, είναι τώρα σε θέση να εξηγήσει ένα λεξικό. Το λεξικό των μαρτυρίων του:
Μεταφέρουμε ένα μοναδικό ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί», τον Σεπτέμβρη του 1974. Φωτογραφίες από τα σημάδια των βασανιστηρίων στο κορμί του Κώστα Κάππου, εικόνες – ντοκουμέντα που μαρτυρούν τη διαστροφική μανία των βασανιστών του, καθώς και την αλύγιστη αντοχή του κομμουνιστή που αρνείται να προδώσει τις ιδέες του και τους συντρόφους του.
Στον τίτλο του δημοσιεύματος το περιοδικό αναφέρεται στο “λεξικό του τρόμου”. Χαρακτηριστικός και ο υπότιτλος: “Η φρίκη στην ψυχρή γλώσσα της ιατρικής”…
***
Ονομάζεται Κώστας Κάππος, είναι ηλικίας 37 ετών, πατέρας ενός ανήλικου αγοριού. Στις 25 Απριλίου 1968 το απόγευμα συνελήφθη. Κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια ένα μήνα και μετά οδηγήθηκε στο Διόνυσο. Βασανίστηκε ένα μήνα εκεί και τον ξανάφεραν στην Ασφάλεια Αθηνών, από όπου οδηγήθηκε στη Λέρο. Καμιά κατηγορία δεν απαγγέλθηκε σε βάρος του. Κανένας μάρτυρας δεν τον κατάγγειλε για τίποτα. Η δουλειά του ήταν λογιστής. Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος από τη φύση του… Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτή την δοκίμασε στο Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. Όσοι τον ήξεραν πριν, είδαν ότι, τόσο η φυσιογνωμία του, όσο και η διάπλασή του είχαν αλλοιωθεί. Τα βασανιστήρια είχαν αλλοιώσει τη διάπλαση και τη μορφή του.
Δεκαέξι βασανιστές, εκτός από εκείνους που έδιναν μόνο ξύλο, όργωσαν κυριολεκτικά το κορμί του. Νοσηρές διάνοιες, σατανικοί εφευρέτες. Τέσσερις στο Διόνυσο, 12 στο Μπογιάτι. Μετά τις 500 περίπου ώρες των βασανιστηρίων, που συνολικά πέρασε σε μπουντρούμια, στις φυλακές, στα κρατητήρια και στις απομονώσεις, είναι τώρα σε θέση να εξηγήσει ένα λεξικό. Το λεξικό των μαρτυρίων του:
«ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ»: Έτσι έλεγαν οι δεσμοφύλακες κάτι λαμαρίνες που χτυπούσαν επί 12 ώρες συνέχεια πάνω από το κελί του στο Διόνυσο. Άρχιζαν στις 7 το απόγευμα και τέλειωναν στις 7 το πρωί. Ο Κάππος λέει ότι γι’ αυτή τη δουλειά σχηματίζονταν τέσσερις βάρδιες «χειριστών».
«ΠΑΥΛΟΣ»: Φανατικός βασανιστής. Πιθανόν να πρόκειται για ψευδώνυμο. Ο Κάππος τον συνάντησε μόνο μια βραδιά όταν τον υπόβαλε σε «ειδικά βασανιστήρια». Από τότε, η αναφορά και μόνο στο όνομα αυτό σήμαινε τρόμο. Του έλεγαν: «θα φωνάξουμε τον Παύλο». Κατά την άποψη τού Κάππου, ο βασανιστής αυτός ήταν «περιοδεύων». Πρέπει να επισκεπτόταν πολλούς κρατούμενους. Ήταν ένα είδος «δασκάλου» για τους «άτσαλους» βασανιστές. Μεθοδικός και προσεχτικός.
«ΠΑΥΛΟΣ»: Φανατικός βασανιστής. Πιθανόν να πρόκειται για ψευδώνυμο. Ο Κάππος τον συνάντησε μόνο μια βραδιά όταν τον υπόβαλε σε «ειδικά βασανιστήρια». Από τότε, η αναφορά και μόνο στο όνομα αυτό σήμαινε τρόμο. Του έλεγαν: «θα φωνάξουμε τον Παύλο». Κατά την άποψη τού Κάππου, ο βασανιστής αυτός ήταν «περιοδεύων». Πρέπει να επισκεπτόταν πολλούς κρατούμενους. Ήταν ένα είδος «δασκάλου» για τους «άτσαλους» βασανιστές. Μεθοδικός και προσεχτικός.
«ΚΑΡΦΙ»: Ήταν μια από τις μεθόδους του «Παύλου». Του έδεναν με χειροπέδες τα χέρια και τον κρεμούσαν για μισή ώρα από ένα καρφί στον τοίχο.
Συνέπειες: Αφυδάτωση και συρροή αίματος στα χέρια, αφού το βάρος του σώματος έπεφτε σ’ αυτά.
«ΛΑΚΚΟΣ»: Ένας λάκκος στο χώμα όσο το μπόι ενός ανθρώπου. Αυτό έγινε στο Διόνυσο. Τον έκλεισαν μέσα και τον σκέπασαν με λαμαρίνες και χώμα. Έξη ώρες έμεινε εκεί και όταν διαπίστωσαν οι φρουροί ότι είχε χάσει τις αισθήσεις του, τον έδεσαν κι έβαλαν μέσα έναν φαντάρο, που άρχισε να τον χτυπάει μέχρι λιποθυμίας.
Συνέπειες: Αφυδάτωση και συρροή αίματος στα χέρια, αφού το βάρος του σώματος έπεφτε σ’ αυτά.
«ΛΑΚΚΟΣ»: Ένας λάκκος στο χώμα όσο το μπόι ενός ανθρώπου. Αυτό έγινε στο Διόνυσο. Τον έκλεισαν μέσα και τον σκέπασαν με λαμαρίνες και χώμα. Έξη ώρες έμεινε εκεί και όταν διαπίστωσαν οι φρουροί ότι είχε χάσει τις αισθήσεις του, τον έδεσαν κι έβαλαν μέσα έναν φαντάρο, που άρχισε να τον χτυπάει μέχρι λιποθυμίας.
*«…Ουλώδεις ραβδώσεις 10 – 15 εκατοστών, προκληθείσαι προφανώς εκ τέμνοντος οργάνου».
*«…Ουλώδεις ρικνώσεις κατ’ αμφοτέρους τους δείκτας, συνεπεία τραυματισμών αυτών εξ αμβλέως οργάνου».
*«…Κατά την αριστεράν λαγόνιον περιοχήν πυορροούσα εξηλκωμένη επιφάνεια εκτάσεως 10 – 15 εκατοστών και βάθους τριών εκατοστών, λόγω χημικού εγκαύματος εξ εναποθέσεως υδρασβέστου».
«ΑΚΙΝΗΣΙΑ»: Με έναν σπάγκο έδεσαν το λαιμό με τα γεννητικά του όργανα. Σκυμμένος καθώς ήταν δεν μπορούσε να κάνει καμιά κίνηση ούτε μπρος, ούτε πίσω, ούτε στο πλάι. Το βασανιστήριο αυτό το εφάρμοζαν στο Μπογιάτι και το έλεγαν και «διαρκή επίκυψη».
«ΤΣΙΜΕΝΤΟ»: Από τις 10 το βράδυ του έδεσαν τα χέρια σε μια ζώνη που του φόρεσαν στη μέση. Του έδεσαν τα πόδια και καθώς ήταν μπρούμυτα, δεμένος πάνω σ’ ένα κρεβάτι, έβαλαν στη ράχη του ένα σάκο με τσιμέντο. Κατά τις πρωινές ώρες, είπε ο Κάππος, κόπηκε η αναπνοή του και θα πέθαινε από ασφυξία, αν δεν κατέβαλλε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φέρει το νύχι του μικρού του δάκτυλου στο τσουβάλι, να το σκίσει και μετά από μια ώρα να αδειάσει το τσιμέντο από το τσουβάλι. Ανάπνευσε, αλλά σε λίγο το πήραν είδηση οι φρουροί, τον έλυσαν και τον χτύπησαν.
«ΤΣΙΜΕΝΤΟ»: Από τις 10 το βράδυ του έδεσαν τα χέρια σε μια ζώνη που του φόρεσαν στη μέση. Του έδεσαν τα πόδια και καθώς ήταν μπρούμυτα, δεμένος πάνω σ’ ένα κρεβάτι, έβαλαν στη ράχη του ένα σάκο με τσιμέντο. Κατά τις πρωινές ώρες, είπε ο Κάππος, κόπηκε η αναπνοή του και θα πέθαινε από ασφυξία, αν δεν κατέβαλλε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φέρει το νύχι του μικρού του δάκτυλου στο τσουβάλι, να το σκίσει και μετά από μια ώρα να αδειάσει το τσιμέντο από το τσουβάλι. Ανάπνευσε, αλλά σε λίγο το πήραν είδηση οι φρουροί, τον έλυσαν και τον χτύπησαν.
«ΑΣΒΕΣΤΗΣ»: Τον έσκισαν με ξιφολόγχη στην κοιλιά, τον έδεσαν ανάσκελα στο κρεβάτι, έβαλαν επάνω στην πληγή ένα κομμάτι άσβεστη ξερό. Το έγκαυμα δεν έχει κλείσει ακόμα.
«ΠΕΙΝΑ»: Παροχή νερού.
«ΔΙΨΑ»: Παροχή φαγητού.
Μεθοδευμένες «δουλειές» και λεξικό άψογο. Στην επταετία μπορούσε ο καθένας να το «σπουδάσει», αδιάφορο να ήταν γυναίκα ή άντρας, παιδί ή μεγάλος, εργάτης ή διανοούμενος, δυνατός ή αδύνατος.
*Κατιούσα*
«ΠΕΙΝΑ»: Παροχή νερού.
«ΔΙΨΑ»: Παροχή φαγητού.
Μεθοδευμένες «δουλειές» και λεξικό άψογο. Στην επταετία μπορούσε ο καθένας να το «σπουδάσει», αδιάφορο να ήταν γυναίκα ή άντρας, παιδί ή μεγάλος, εργάτης ή διανοούμενος, δυνατός ή αδύνατος.
*Κατιούσα*
Η μάχη της οικογένειας Πέτρουλα
για να πάρει το πτώμα του Σωτήρη
21 Ιουλίου 1965, πέφτει στο οδόστρωμα της Σταδίου χτυπημένος από τα κλομπ της αστυνομικής βίας και από τα δακρυγόνα, ο αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας στη διάρκεια μεγάλης διαδήλωσης.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Αντώνη Πέτρουλα (συγγενή του Σωτήρη) “η Οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή”, όπου εξιστορεί πώς αποκάλυψε το τραγικό νέο στον πατέρα του παιδιού και τον αγώνα δρόμου που χρειάστηκε να καταβάλουν, για να πάρουν στα χέρια τους το πτώμα του Σωτήρη και να τον κλάψουν, προτού τον θάψουν στα μουλωχτά οι αρχές, που ήθελαν να αποτρέψουν μια νέα ιατροδικαστική έκθεση.
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Σωτήρη –παλικάρι τώρα πια είκοσι χρονών- έγινε το 1962, ένα καλοκαιρινό απόγευμα στα γραφεία της ΕΔΑ. Ξαφνικά όπως βάδιζα αμέριμνος, μου έκοψε τον δρόμο ένας λεβέντης νεαρός –δύο μέτρα σχεδόν- πέφτοντας στην αγκαλιά μου. Με έσφιγγε δυνατά, με φιλούσε και με αποκαλούσε «θείο». Σάστισα προς στιγμή. Ποιος στα αλήθεια ήταν αυτός ο λεβέντης ανιψιός που εγώ δε γνώριζα; Τα χαρακτηριστικά του πολύ γνωστά. Κατάλαβε την αμηχανία μου και με προσγείωσε εγκαίρως. Το τι ένιωσα εκείνη την ώρα δεν περιγράφεται. Όχι μόνο χαρά και υπερηφάνεια, κάτι πιο έντονο και δυνατό. Κι αυτός να χαμογελά και να δηλώνει με υπερηφάνεια πως το Πετρουλαίικο ζει, δεν έσβησε και ούτε μπορεί να χαθεί εύκολα.
Γνώριζε τα πάντα σχετικά με τους κατατρεγμούς της οικογέ-νειας. Γνώριζε και το μαρτύριο που έζησαν οι γονείς του μέχρι να κατορθώσουν να φτάσουν στην Αθήνα και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να μάθουν κάτι συγκεκριμένο για την πολιτική του δράση. Για να μην τους ξαναθυμίζει τα περασμένα και τις λαχτάρες που πέρασαν μέχρι να καταφέρουν να γλιτώσουν από το βέβαιο θάνατο… Με παρακάλεσε για όλους αυτούς τους λόγους να μη μάθουν για τη συνάντησή μας οι γονείς του.
Είχε πολύ καθαρό μυαλό κι αξιόλογο προβληματισμό για τις πολιτικοϊδεολογικές εξελίξεις της εποχής. Δε συμφωνούσε πάντα με την «εισήγηση». Από τις πιο βασικές διαφωνίες του ήταν η πριμοδότηση του Κέντρου (του Παπανδρέου) στις εκλογές του 1964 και η στήριξη της πολιτικής του. Ο Σωτήρης ήθελε πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Ήθελε πιο επαναστατική την ΕΔΑ. Είχε ανατεθεί στην κεντρική καθοδήγηση της νεολαίας η ευθύνη να τον μεταπείσει ή τουλάχιστον να χαμηλώσει τους τόνους για το γενικότερο καλό του κινήματος.
Λίγο πριν από τα Ιουλιανά και τη συνδιάσκεψη της νεολαίας, ζήτησε να με συναντήσει ο γενικός γραμματέας της νεολαίας Λαμπράκη, με τον οποίο γνωριζόμασταν αρκετά καλά από τις φυλακές. Αφού με ενημέρωσε για τα προβλήματα που ταλάνιζαν τη νεολαία και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν –υπήρχε φόβος μέχρι και διάσπασης- με παρακάλεσε να επιδιώξω μια συνάντηση με τον Σωτήρη ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Συναντήθηκα πολύ σύντομα με τον Σωτήρη, χωρίς φυσικά να τον μεταπείσω –γιατί οι περισσότερες σκέψεις και θέσεις του ήταν σωστές. Συμφωνήσαμε ωστόσο να αποφευχθούν ακρότητες όπως η διάσπαση στη συνδιάσκεψη της σπουδάζουσας που θα γινόταν εκείνες τις μέρες. Ταυτόχρονα ενημέρωσα και το γραμματέα της νεολαίας και ζήτησα να υπάρξει και από την πλευρά τους σύνεση και αυτοσυγκράτηση.
Οι εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες εκείνες τις μέρες, που δεν άφηναν περιθώρια για περιττές κουβέντες. Μέχρι που ήρθε εκείνο το μοιραίο βράδυ της 23ης του Ιούλη (1965). Όταν επέστρεψα στα γραφεία της Αυγής, ώρα δέκα ακριβώς το βράδυ, μου ανήγγειλαν τα τραγικά μαντάτα: πως ο ανιψιός μου ήταν νεκρός και δεκάδες άλλοι τραυματίες. Τι κάνουμε τώρα; Τα γεγονότα τρέχουν, δεν περιμένουν. Το παλικάρι το σκότωσαν. Το δολοφόνησαν. Θα προσπαθούσαν, πιθανώς, να το εξαφανίσουν. Για όλα ήταν ικανοί και καλά εκπαιδευμένοι. Δεν έπρεπε να τους επιτραπεί να «ασελγήσουν» πάνω στο σώμα του παλικαριού.
Έπρεπε να βιαστούμε, να διεκδικήσουμε, χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή, τον νεκρό πριν προλάβουν να τον εξαφανίσουν.
Στα γραφεία της Αυγής συρρέει κόσμος πολύς, ζητώντας να μάθει λεπτομέρειες. Ανάμεσά τους και οι δικηγόροι Γιαννόπουλος και Μανδηλαράς. Αποφασίζουμε να πάμε στο νεκροτομείο, για να ζητήσουμε από τον ιατροδικαστή Καψάσκη να μας ενημερώσει τι γνωρίζει για τα γεγονότα και πού βρίσκεται ο νεκρός. Την ώρα που φτάσαμε και οι τρεις στο νεκροτομείο και μιλούσαμε με τον κύριο Καψάσκη, σταμάτησε ένα ασθενοφόρο που μετέφερε ένα φέρετρο. Στο φέρετρο αυτό βρισκόταν το παλικάρι, ο Σωτήρης, τυλιγμένος με ένα άσπρο σεντόνι γεμάτο αίματα (χρειάστηκε να το ανοίξω και να σηκώσω το σεντόνι από το πρόσωπο για να βεβαιωθώ πως ήταν ο Σωτήρης). Στη συνέχεια είπαμε στον κύριο Καψάσκη ποιος ήμουν, την ιδιότητά μας και ζητήσαμε να μας παραδώσει τον νεκρό. Αρνήθηκε όμως να το κάνει λόγω του ακατάλληλου της ώρας. Αφού του τονίσαμε πως θα επανερχόμασταν το πρωί πριν από τις οχτώ να τον παραλάβουμε, τον καταστήσαμε υπεύθυνο για τυχόν εξαφάνισή του.
Μετά έπρεπε να ενημερωθούν οι γονείς του το συντομότερο, πριν αιφνιδιαστούν από τους δολοφόνους. Ποιος έχει το ψυχικό κουράγιο να τους αναγγείλει το τραγικό μαντάτο; Όσο και αν μου είναι επώδυνο να επωμιστώ μια τόσο τρομερή ευθύνη, κατανοώ ταυτόχρονα πως δε μπορεί να γίνει διαφορετικά. Εγώ θα έπρεπε να μεταφέρω το οδυνηρό μαντάτο στους γονείς. Χρέος βαρύ κι ασήκωτο απέναντι σε ζωντανούς και σκοτωμένους.
Για να συναντήσω την οικογένεια τέτοια ώρα, έπρεπε να γνωρίζω πού ακριβώς έμεναν, κάτι που δυστυχώς αγνοούσα. Το μόνο που γνώριζα ήταν το όνομα της περιοχής: Περιβόλια. Να πας όμως τα μεσάνυχτα στα περιβόλια και να ζητάς την οικογένεια Πέτρουλα δεν ήταν λογικό. Ευτυχώς πάνω στην παραζάλη, μας έβγαλε από το αδιέξοδο ένας νεαρός φοιτητής, φίλος του Σωτήρη, που συνέπεσε να περάσει από τα γραφεία της Αυγής και γνώριζε πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι. Κρίθηκε σκόπιμο από την οργάνωση της νεολαίας να μας συνοδεύσει και κάποιος νομικός. Επελέγη ο Πάγκαλος, που ήταν και στο κεντρικό συμβούλιο της Νεολαίας Λαμπράκη.
Φτάσαμε κάποια στιγμή κι οι τρεις στο σπίτι και όπως ήταν φυσικό βρήκαμε όλη την οικογένεια ξάγρυπνη και αναστατωμένη, μια και το παλικάρι τους δεν είχε φανεί ακόμα. Η παρουσία μου τέτοια ώρα –και για πρώτη φορά- προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη αγωνία και ένταση. Υποχρεώθηκα να παίξω θέατρο. Τους είπα αρχικά το πρώτο ψέμα, ότι ο Σωτήρης, καθώς και πολλοί άλλοι, ήταν βαριά τραυματίας στο νοσοκομείο. Σκόπευα να ενημερώσω ξεχωριστά τον πατέρα για το τι ακριβώς είχε συμβεί και να χειριστεί αυτός όπως νόμιζε καλύτερα το τραγικό συμβάν. Περίμενα πως θα είχα τη συμπαράσταση και του νομικού συμβούλου, κυρίου Θ. Πάγκαλου, ώστε να βρω χρόνο να ενημερώσω πληρέστερα τον πατέρα. Δυστυχώς έμεινα αβοήθητος από το νομικό σύμβουλο.
Όση ώρα μείναμε σπίτι κι εγώ αράδιαζα του κόσμου τα παραμύθια, δεν άνοιξε το στόμα του να πει μια λέξη.
Οι ώρες περνούσαν γρήγορα και τα παραμύθια δε γινόταν να συνεχιστούν. Βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, πήρα λίγο παράμερα τον πατέρα και του συνέστησα να κρατηθεί σταθερά στα πόδια του γιατί τα πραγματικά γεγονότα ήταν πολύ πιο τραγικά απ’ ότι τα είχε διαισθανθεί. Έπρεπε να βρει τη δύναμη και το κουράγιο να σταθεί όρθιος –να μη γονατίσει και να μην υποκύψει σε κανενός είδους πιέσεις και εκβιασμούς. Το υποσχέθηκε και τήρησε το λόγο του με συνέπεια μέχρι τέλους (…).
Επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκαμε μόνο τα αδέλφια του Σωτήρη. Τους γονείς του, απ’ ό,τι μας είπαν τα παιδιά, πήγε η Ασφάλεια και τους πήρε μόλις που είχαμε φύγει εμείς. Όλα έδειχναν πως είχαν θέσει σε εφαρμογή τα γνωστά μέσα του εξαναγκασμού, της «πειθούς» με κάθε τρόπο. Απάνω που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε με τα παιδιά για το νεκροτομείο προς αναζήτηση του νεκρού, επέστρεψαν ευτυχώς και οι γονείς, κυριολεκτικά συντετριμμένοι.
Από την Ασφάλεια έμαθε και η μάνα για τη δολοφονία του παιδιού της και ξέσπασε θρήνος και οδυρμός. Προσφέρθηκαν οι "καλοί χριστιανοί" να αναλάβουν τα έξοδα της κηδείας. Θα μεριμνούσαν και για καμιά σύνταξη κι άλλα πολλά. Κι αφού δεν έγινε αποδεκτή η προσφορά τους, τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στο σπίτι.
Ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το νεκροτομείο, με την πρόθεση να παραλάβουμε το νεκρό. Φτάσαμε πριν ακόμη ξημερώσει για τα καλά κι αφού πληροφορήσαμε τον κύριο Καψάσκη πού απέβλεπε η επίσκεψή μας, αυτός μας δήλωσε κυνικά πως το νεκρό τον είχε πάρει τη νύχτα η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και ότι αυτός δε γνώριζε τίποτα περισσότερο. Αφήσαμε τη μάνα με τα παιδιά κι εγώ με τον πατέρα και το νομικό σύμβουλο Πάγκαλο φύγαμε αμέσως για την Αστυνομική Διεύθυνση.
Στο δεύτερο όροφο συναντήσαμε τον αξιωματικό υπηρεσίας. Ήταν ένας υπαστυνόμος που δυστυχώς δε συγκράτησα το όνομά του. Του χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ και μια συγνώμη. Του είπαμε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε χωρίς περιττές κουβέντες. Μας είπε επί λέξει: ο νεκρός βρίσκεται στο Γ’ Νεκροταφείο (Κοκκινιάς). Πρέπει να βιαστείτε γιατί θα τον κηδέψουν.
Πραγματικά όπως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, είχαν αυτή την πρόθεση και μόνο επειδή οι κανονισμοί της εκκλησίας δεν επέτρεπαν να ιερουργούν πριν από την ανατολή του ηλίου απετράπη κάτι τέτοιο.
Τότε μόνο λύθηκε επιτέλους και η γλώσσα του νομικού συμβούλου για να επισημάνει στον εν λόγω υπάλληλο πως η πράξη αυτή ήταν πέρα για πέρα αντισυνταγματική… κι άλλα τέτοια χαζά. Λες και όλα τα άλλα που διαδραματίζονταν εκείνες τις μέρες ήταν συνταγματικά… Εγώ τον προέτρεπα να αφήσει το σύνταγμα κατά μέρος και να φύγουμε το συντομότερο να προλάβουμε τα χειρότερα. Μέχρι και ο υπαστυνόμος του συνέστησε να το πράξει χωρίς χρονοτριβή. Το αυτοκίνητο που είχε τότε ο Πάγκαλος ήταν ένα Φολκσβάγκεν (χελώνα) και πήγαινε ανάλογα, δηλ σαν χελώνα. Του πρότεινα να το εγκαταλείψουμε και να πάρουμε το πρώτο ταξί που θα βρίσκαμε. Έτσι κι έγινε.
Φτάσαμε πολύ σύντομα στο νεκροταφείο. Επικρατούσε σιγή και η παρουσία της αστυνομίας ήταν πολύ διακριτική. Άρχισα να υποπτεύομαι τα χειρότερα –ότι μας έδωσαν σκόπιμα λάθος πληροφορίες- και χωρίς καθυστέρηση μπήκα στο νεκροθάλαμο και άρχισα να ανοίγω τα φέρετρα. Στα δύο πρώτα που έλεγξα ήταν ηλικιωμένες γυναίκες –είχα αρχίσει να παραμιλώ και να κακολογώ τους πάντες πως μας παραπλάνησαν. Όταν έφτασα στο τρίτο φέρετρο (το πιο μικρό σε μέγεθος) και το άνοιξα, πήρα βαθιά ανάσα και σταμάτησα να κακολογώ. Αντίκρισα το παλικάρι. Του είχαν λυγίσει τα γόνατα για να κλείσει το φέρετρο. Ήταν τυλιγμένος με το λευκό σεντόνι που τον είχα πρωτοδεί τη νύχτα. Άρχισε στο μεταξύ να παίρνει για καλά η μέρα και η παρουσία της αστυνομίας να γίνεται πιο έντονη. Σε τι απέβλεπαν; Κανείς δε γνώριζε με σιγουριά. Έπρεπε να λάβουμε τα μέτρα μας.
Πήρα αμέσως τηλέφωνο στα γραφεία της ΕΔΑ Κοκκινιάς να στείλουν το συντομότερο κόσμο στο νεκροταφείο. Πήρα και στα γραφεία της Αυγής στην Αθήνα να κάνουν και από την Αθήνα το ίδιο. Στη συνέχεια τηλεφώνησα στο δικηγορικό γραφείο Γιαννόπουλου-Μανδηλαρά να έρθουν κι αυτοί στο νεκροταφείο. Είχαμε αποφασίσει από το προηγούμενο βράδυ να ζητήσουμε να γίνει καινούρια νεκροψία από άλλους ιατροδικαστές γιατί ο κύριος Καψάσκης ήταν ανυπόληπτος και συνένοχος σε προαποφα-σισμένες διαγνώσεις.
(…) Τελικά έγινε δεκτό το αίτημά μας για διεξαγωγή καινούριας νεκροψίας και μεταφέρθηκε ο νεκρός στο νεκροτομείο της Αθήνας. Εδώ ήταν αβάσταχτη η ένταση και η αγωνία. Τη διαδικασία τη βλέπαμε κι εμείς σε μικρή απόσταση από την τζαμαρία. Παρακολουθούσαμε τα πάντα… Προσπαθούσα –όσο μπορούσα- να απασχολώ τον πατέρα ώστε να μην κοιτάζει. Ήταν αφάνταστα οδυνηρά τα όσα βλέπαμε.
Κάποια στιγμή πήρε τέλος το μαρτύριο αυτό. Ολοκλήρωσαν οι ειδικοί το έργο τους. Τώρα εμείς έπρεπε να πάρουμε το νεκρό και να τον μεταφέρουμε σπίτι του για το τελετουργικό. Να πλυθεί, να στολιστεί, να κλαφτεί και να ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι χωρίς γυρισμό. Αυτό μας το αρνούνταν προκλητικά και κατηγορηματικά οι δολοφόνοι. Όταν όμως η πειθώ δε γίνεται αποδεκτή, τότε αναγκαστικά παραμερίζεται και παίρνει τη θέση της το επαναστατικό δίκαιο.
Στο νεκροτομείο εκείνη την ώρα βρισκόμασταν πέντε έξι άτομα, καθώς και ο τότε βουλευτής της ΕΔΑ Ηλιόπουλος και ο εκπρό-σωπος του κράτους κύριος Καψάσκης, ο οποίος μου είχε δηλώσει με πολύ κυνικό τρόπο πως χωρίς την εντολή του υπουργού Δημόσιας Τάξης ήταν αδύνατο να μας παραδώσει το νεκρό. Τότε του δήλωσα κι εγώ με επίσημο και κατηγορηματικό τόνο: είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω τους άγραφους νόμους της πατρίδας μου. Ταυτόχρονα έκλεισα όλες τις πόρτες του νεκροτομείου τονίζοντάς του: Δίπλα στο φέρετρο του νεκρού μας θα προστεθεί το δικό σου και όσων άλλων βρισκόμασταν εκείνη την ώρα κοντά σου.
Όπως φάνηκε, κατάλαβε πολύ καλά τα όσα του είπα. Κι ενώ μέχρι τότε του ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει με τον κύριο υπουργό, τον εντόπισε στο άψε σβήσε. Κοιμόταν το γαϊδούρι στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Τον ενημέρωσε για όλα όσα συνέβαιναν στο νεκροτομείο και τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που έτειναν να πάρουν τα γεγονότα. Χρειάστηκε να του μιλήσω κι εγώ στο τηλέφωνο, για να του τονίσω ότι πέρα από τους γραπτούς νόμους που περιλάμβανε το σύνταγμα της χώρας και τους οποίους παραβίαζαν ασύστολα, υπήρχαν και οι άγραφοι νόμοι της Μάνης, που κανείς μέχρι τότε δεν είχε διανοηθεί να αγνοήσει κι ότι θα του ήταν πολύ χρήσιμο να τους γνωρίζει. Έκαναν τελικά την ανάγκη τους «φιλοτιμία». Δέχτηκαν να μας παραδώσουν το νεκρό, να τον κλάψουμε και να τον τιμήσουμε όπως εμείς ξέραμε, με βάση τα ξεχωριστά ήθη κι έθιμα της Μάνης. Από εδώ και πέρα τα πράγματα εξελίχθηκαν χωρίς παρακρατικές παρεμβάσεις.
Μου είναι πολύ οδυνηρή η περιγραφή των γεγονότων εκείνης της εποχής. Νιώθω ανήμπορος να τη συνεχίσω. Υπάρχουν άλλωστε πάρα πολλά ντοκουμέντα γύρω από τα όσα επακολούθησαν τότε, ώστε να μην προσθέτουν κάτι πιο σημαντικό οι δικές μου επισημάνσεις. Η συμμετοχή του κόσμου στην κηδεία ήταν εκπληκτική. Η κεφαλή της πορείας είχε φτάσει στο Γ’ Νεκροταφείο και η ουρά βρισκόταν ακόμα στα Περιβόλια, στο σπίτι.
Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι οι εκκλήσεις που κάναμε τότε και μέσω των οργανώσεων και μέσω του τύπου, ζητώντας απ’ όσους γνώριζαν κάτι συγκεκριμένο για όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ να έρθουν σε επαφή με την οικογένεια και τους δικηγόρους μας. Χωρίς όμως να βρούμε ανάλογη ανταπόκριση. Γιατί εκείνα τα χρόνια όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…
Η νέα νεκροψία που έγινε δεν μπόρεσε να αναιρέσει το πόρισμα του Καψάσκη (τις αιτίες θανάτου) η οποία απέδιδε το θάνατο του Σωτήρη σε έκρηξη δακρυγόνων πολύ κοντά στο κεφάλι του. Αυτό φυσικά σήμαινε πως το παλικάρι βρισκόταν πεσμένο στο έδαφος. Πώς όμως βρέθηκε στο έδαφος. Ποιος ή ποιοι το έριξαν; Ποιοι τον μετέφεραν στο ασθενοφόρο; Πού τον πήγαν μετά μέχρι να τον φέρουν στο νεκροτομείο, ώρα έντεκα και μισή περίπου; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δε δόθηκε καμία πειστική απάντηση. Η ουσία είναι ότι το παλικάρι το δολοφόνησαν. Τα υπόλοιπα θα μείνουν αναπάντητα. Η κηδεία τελείωσε με ξεχωριστή και πρωτοφανή συμμετοχή του λαού.
Στην πορεία από το σπίτι στο νεκροταφείο ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι που έγραψε ο Μίκης εκείνο το βράδυ, «Σωτήρη Πέτρουλα, σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η λευτεριά», από χιλιάδες στόματα και το ακούγαμε πολλά χρόνια μετά.
Καιρός τώρα να μαζέψουμε τα κομμάτια μας (…) Εκτός αυτού έχει προκύψει ένα καινούριο και πολύ σοβαρό πρόβλημα με το μικρότερο αδελφό του Σωτήρη, τον Παναγιώτη. Είναι να πάει φαντάρος σε λίγο. Και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να κάνει ολόκληρη την οικογένεια να τρέμει κυριολεκτικά για τη ζωή του, ύστερα από τα όσα συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια στα στρατευμένα παιδιά που είχαν αντιφασιστικές καταβολές.
Σκεφτόμουν πώς θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτό το μαρτύριο. Δυστυχώς δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια. Μόνο αν αποφάσιζε να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η δοκιμασία. Επειδή δε γνώριζα τις δικές του επιθυμίες, θεώρησα σωστό να μιλήσω πρώτα με τον ίδιο και μετά να κάνω οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Δέχτηκε με ικανοποίηση την πρότασή μου και συμφωνήσαμε να περιμένουμε απάντησα από την πλευρά της οργάνωσης και μετά να ενημερώσουμε την οικογένεια.
Αφού πήραμε την έγκριση, οι υπόλοιπες μικρολεπτομέρειες τελείωσαν χωρίς πρόσθετες δυσκολίες. Μόνο όταν έφτασε στον τελικό προορισμό του έγινε γνωστή η «εξαφάνισή του». Τέλος καλό όλα καλά.
*Κατιούσα*
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Αντώνη Πέτρουλα (συγγενή του Σωτήρη) “η Οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή”, όπου εξιστορεί πώς αποκάλυψε το τραγικό νέο στον πατέρα του παιδιού και τον αγώνα δρόμου που χρειάστηκε να καταβάλουν, για να πάρουν στα χέρια τους το πτώμα του Σωτήρη και να τον κλάψουν, προτού τον θάψουν στα μουλωχτά οι αρχές, που ήθελαν να αποτρέψουν μια νέα ιατροδικαστική έκθεση.
Η πρώτη μου συνάντηση με τον Σωτήρη –παλικάρι τώρα πια είκοσι χρονών- έγινε το 1962, ένα καλοκαιρινό απόγευμα στα γραφεία της ΕΔΑ. Ξαφνικά όπως βάδιζα αμέριμνος, μου έκοψε τον δρόμο ένας λεβέντης νεαρός –δύο μέτρα σχεδόν- πέφτοντας στην αγκαλιά μου. Με έσφιγγε δυνατά, με φιλούσε και με αποκαλούσε «θείο». Σάστισα προς στιγμή. Ποιος στα αλήθεια ήταν αυτός ο λεβέντης ανιψιός που εγώ δε γνώριζα; Τα χαρακτηριστικά του πολύ γνωστά. Κατάλαβε την αμηχανία μου και με προσγείωσε εγκαίρως. Το τι ένιωσα εκείνη την ώρα δεν περιγράφεται. Όχι μόνο χαρά και υπερηφάνεια, κάτι πιο έντονο και δυνατό. Κι αυτός να χαμογελά και να δηλώνει με υπερηφάνεια πως το Πετρουλαίικο ζει, δεν έσβησε και ούτε μπορεί να χαθεί εύκολα.
Γνώριζε τα πάντα σχετικά με τους κατατρεγμούς της οικογέ-νειας. Γνώριζε και το μαρτύριο που έζησαν οι γονείς του μέχρι να κατορθώσουν να φτάσουν στην Αθήνα και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να μάθουν κάτι συγκεκριμένο για την πολιτική του δράση. Για να μην τους ξαναθυμίζει τα περασμένα και τις λαχτάρες που πέρασαν μέχρι να καταφέρουν να γλιτώσουν από το βέβαιο θάνατο… Με παρακάλεσε για όλους αυτούς τους λόγους να μη μάθουν για τη συνάντησή μας οι γονείς του.
Είχε πολύ καθαρό μυαλό κι αξιόλογο προβληματισμό για τις πολιτικοϊδεολογικές εξελίξεις της εποχής. Δε συμφωνούσε πάντα με την «εισήγηση». Από τις πιο βασικές διαφωνίες του ήταν η πριμοδότηση του Κέντρου (του Παπανδρέου) στις εκλογές του 1964 και η στήριξη της πολιτικής του. Ο Σωτήρης ήθελε πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Ήθελε πιο επαναστατική την ΕΔΑ. Είχε ανατεθεί στην κεντρική καθοδήγηση της νεολαίας η ευθύνη να τον μεταπείσει ή τουλάχιστον να χαμηλώσει τους τόνους για το γενικότερο καλό του κινήματος.
Λίγο πριν από τα Ιουλιανά και τη συνδιάσκεψη της νεολαίας, ζήτησε να με συναντήσει ο γενικός γραμματέας της νεολαίας Λαμπράκη, με τον οποίο γνωριζόμασταν αρκετά καλά από τις φυλακές. Αφού με ενημέρωσε για τα προβλήματα που ταλάνιζαν τη νεολαία και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν –υπήρχε φόβος μέχρι και διάσπασης- με παρακάλεσε να επιδιώξω μια συνάντηση με τον Σωτήρη ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Συναντήθηκα πολύ σύντομα με τον Σωτήρη, χωρίς φυσικά να τον μεταπείσω –γιατί οι περισσότερες σκέψεις και θέσεις του ήταν σωστές. Συμφωνήσαμε ωστόσο να αποφευχθούν ακρότητες όπως η διάσπαση στη συνδιάσκεψη της σπουδάζουσας που θα γινόταν εκείνες τις μέρες. Ταυτόχρονα ενημέρωσα και το γραμματέα της νεολαίας και ζήτησα να υπάρξει και από την πλευρά τους σύνεση και αυτοσυγκράτηση.
Οι εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες εκείνες τις μέρες, που δεν άφηναν περιθώρια για περιττές κουβέντες. Μέχρι που ήρθε εκείνο το μοιραίο βράδυ της 23ης του Ιούλη (1965). Όταν επέστρεψα στα γραφεία της Αυγής, ώρα δέκα ακριβώς το βράδυ, μου ανήγγειλαν τα τραγικά μαντάτα: πως ο ανιψιός μου ήταν νεκρός και δεκάδες άλλοι τραυματίες. Τι κάνουμε τώρα; Τα γεγονότα τρέχουν, δεν περιμένουν. Το παλικάρι το σκότωσαν. Το δολοφόνησαν. Θα προσπαθούσαν, πιθανώς, να το εξαφανίσουν. Για όλα ήταν ικανοί και καλά εκπαιδευμένοι. Δεν έπρεπε να τους επιτραπεί να «ασελγήσουν» πάνω στο σώμα του παλικαριού.
Έπρεπε να βιαστούμε, να διεκδικήσουμε, χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή, τον νεκρό πριν προλάβουν να τον εξαφανίσουν.
Στα γραφεία της Αυγής συρρέει κόσμος πολύς, ζητώντας να μάθει λεπτομέρειες. Ανάμεσά τους και οι δικηγόροι Γιαννόπουλος και Μανδηλαράς. Αποφασίζουμε να πάμε στο νεκροτομείο, για να ζητήσουμε από τον ιατροδικαστή Καψάσκη να μας ενημερώσει τι γνωρίζει για τα γεγονότα και πού βρίσκεται ο νεκρός. Την ώρα που φτάσαμε και οι τρεις στο νεκροτομείο και μιλούσαμε με τον κύριο Καψάσκη, σταμάτησε ένα ασθενοφόρο που μετέφερε ένα φέρετρο. Στο φέρετρο αυτό βρισκόταν το παλικάρι, ο Σωτήρης, τυλιγμένος με ένα άσπρο σεντόνι γεμάτο αίματα (χρειάστηκε να το ανοίξω και να σηκώσω το σεντόνι από το πρόσωπο για να βεβαιωθώ πως ήταν ο Σωτήρης). Στη συνέχεια είπαμε στον κύριο Καψάσκη ποιος ήμουν, την ιδιότητά μας και ζητήσαμε να μας παραδώσει τον νεκρό. Αρνήθηκε όμως να το κάνει λόγω του ακατάλληλου της ώρας. Αφού του τονίσαμε πως θα επανερχόμασταν το πρωί πριν από τις οχτώ να τον παραλάβουμε, τον καταστήσαμε υπεύθυνο για τυχόν εξαφάνισή του.
Μετά έπρεπε να ενημερωθούν οι γονείς του το συντομότερο, πριν αιφνιδιαστούν από τους δολοφόνους. Ποιος έχει το ψυχικό κουράγιο να τους αναγγείλει το τραγικό μαντάτο; Όσο και αν μου είναι επώδυνο να επωμιστώ μια τόσο τρομερή ευθύνη, κατανοώ ταυτόχρονα πως δε μπορεί να γίνει διαφορετικά. Εγώ θα έπρεπε να μεταφέρω το οδυνηρό μαντάτο στους γονείς. Χρέος βαρύ κι ασήκωτο απέναντι σε ζωντανούς και σκοτωμένους.
Για να συναντήσω την οικογένεια τέτοια ώρα, έπρεπε να γνωρίζω πού ακριβώς έμεναν, κάτι που δυστυχώς αγνοούσα. Το μόνο που γνώριζα ήταν το όνομα της περιοχής: Περιβόλια. Να πας όμως τα μεσάνυχτα στα περιβόλια και να ζητάς την οικογένεια Πέτρουλα δεν ήταν λογικό. Ευτυχώς πάνω στην παραζάλη, μας έβγαλε από το αδιέξοδο ένας νεαρός φοιτητής, φίλος του Σωτήρη, που συνέπεσε να περάσει από τα γραφεία της Αυγής και γνώριζε πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι. Κρίθηκε σκόπιμο από την οργάνωση της νεολαίας να μας συνοδεύσει και κάποιος νομικός. Επελέγη ο Πάγκαλος, που ήταν και στο κεντρικό συμβούλιο της Νεολαίας Λαμπράκη.
Φτάσαμε κάποια στιγμή κι οι τρεις στο σπίτι και όπως ήταν φυσικό βρήκαμε όλη την οικογένεια ξάγρυπνη και αναστατωμένη, μια και το παλικάρι τους δεν είχε φανεί ακόμα. Η παρουσία μου τέτοια ώρα –και για πρώτη φορά- προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη αγωνία και ένταση. Υποχρεώθηκα να παίξω θέατρο. Τους είπα αρχικά το πρώτο ψέμα, ότι ο Σωτήρης, καθώς και πολλοί άλλοι, ήταν βαριά τραυματίας στο νοσοκομείο. Σκόπευα να ενημερώσω ξεχωριστά τον πατέρα για το τι ακριβώς είχε συμβεί και να χειριστεί αυτός όπως νόμιζε καλύτερα το τραγικό συμβάν. Περίμενα πως θα είχα τη συμπαράσταση και του νομικού συμβούλου, κυρίου Θ. Πάγκαλου, ώστε να βρω χρόνο να ενημερώσω πληρέστερα τον πατέρα. Δυστυχώς έμεινα αβοήθητος από το νομικό σύμβουλο.
Όση ώρα μείναμε σπίτι κι εγώ αράδιαζα του κόσμου τα παραμύθια, δεν άνοιξε το στόμα του να πει μια λέξη.
Οι ώρες περνούσαν γρήγορα και τα παραμύθια δε γινόταν να συνεχιστούν. Βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, πήρα λίγο παράμερα τον πατέρα και του συνέστησα να κρατηθεί σταθερά στα πόδια του γιατί τα πραγματικά γεγονότα ήταν πολύ πιο τραγικά απ’ ότι τα είχε διαισθανθεί. Έπρεπε να βρει τη δύναμη και το κουράγιο να σταθεί όρθιος –να μη γονατίσει και να μην υποκύψει σε κανενός είδους πιέσεις και εκβιασμούς. Το υποσχέθηκε και τήρησε το λόγο του με συνέπεια μέχρι τέλους (…).
Επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκαμε μόνο τα αδέλφια του Σωτήρη. Τους γονείς του, απ’ ό,τι μας είπαν τα παιδιά, πήγε η Ασφάλεια και τους πήρε μόλις που είχαμε φύγει εμείς. Όλα έδειχναν πως είχαν θέσει σε εφαρμογή τα γνωστά μέσα του εξαναγκασμού, της «πειθούς» με κάθε τρόπο. Απάνω που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε με τα παιδιά για το νεκροτομείο προς αναζήτηση του νεκρού, επέστρεψαν ευτυχώς και οι γονείς, κυριολεκτικά συντετριμμένοι.
Από την Ασφάλεια έμαθε και η μάνα για τη δολοφονία του παιδιού της και ξέσπασε θρήνος και οδυρμός. Προσφέρθηκαν οι "καλοί χριστιανοί" να αναλάβουν τα έξοδα της κηδείας. Θα μεριμνούσαν και για καμιά σύνταξη κι άλλα πολλά. Κι αφού δεν έγινε αποδεκτή η προσφορά τους, τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στο σπίτι.
Ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το νεκροτομείο, με την πρόθεση να παραλάβουμε το νεκρό. Φτάσαμε πριν ακόμη ξημερώσει για τα καλά κι αφού πληροφορήσαμε τον κύριο Καψάσκη πού απέβλεπε η επίσκεψή μας, αυτός μας δήλωσε κυνικά πως το νεκρό τον είχε πάρει τη νύχτα η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και ότι αυτός δε γνώριζε τίποτα περισσότερο. Αφήσαμε τη μάνα με τα παιδιά κι εγώ με τον πατέρα και το νομικό σύμβουλο Πάγκαλο φύγαμε αμέσως για την Αστυνομική Διεύθυνση.
Στο δεύτερο όροφο συναντήσαμε τον αξιωματικό υπηρεσίας. Ήταν ένας υπαστυνόμος που δυστυχώς δε συγκράτησα το όνομά του. Του χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ και μια συγνώμη. Του είπαμε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε χωρίς περιττές κουβέντες. Μας είπε επί λέξει: ο νεκρός βρίσκεται στο Γ’ Νεκροταφείο (Κοκκινιάς). Πρέπει να βιαστείτε γιατί θα τον κηδέψουν.
Πραγματικά όπως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, είχαν αυτή την πρόθεση και μόνο επειδή οι κανονισμοί της εκκλησίας δεν επέτρεπαν να ιερουργούν πριν από την ανατολή του ηλίου απετράπη κάτι τέτοιο.
Τότε μόνο λύθηκε επιτέλους και η γλώσσα του νομικού συμβούλου για να επισημάνει στον εν λόγω υπάλληλο πως η πράξη αυτή ήταν πέρα για πέρα αντισυνταγματική… κι άλλα τέτοια χαζά. Λες και όλα τα άλλα που διαδραματίζονταν εκείνες τις μέρες ήταν συνταγματικά… Εγώ τον προέτρεπα να αφήσει το σύνταγμα κατά μέρος και να φύγουμε το συντομότερο να προλάβουμε τα χειρότερα. Μέχρι και ο υπαστυνόμος του συνέστησε να το πράξει χωρίς χρονοτριβή. Το αυτοκίνητο που είχε τότε ο Πάγκαλος ήταν ένα Φολκσβάγκεν (χελώνα) και πήγαινε ανάλογα, δηλ σαν χελώνα. Του πρότεινα να το εγκαταλείψουμε και να πάρουμε το πρώτο ταξί που θα βρίσκαμε. Έτσι κι έγινε.
Φτάσαμε πολύ σύντομα στο νεκροταφείο. Επικρατούσε σιγή και η παρουσία της αστυνομίας ήταν πολύ διακριτική. Άρχισα να υποπτεύομαι τα χειρότερα –ότι μας έδωσαν σκόπιμα λάθος πληροφορίες- και χωρίς καθυστέρηση μπήκα στο νεκροθάλαμο και άρχισα να ανοίγω τα φέρετρα. Στα δύο πρώτα που έλεγξα ήταν ηλικιωμένες γυναίκες –είχα αρχίσει να παραμιλώ και να κακολογώ τους πάντες πως μας παραπλάνησαν. Όταν έφτασα στο τρίτο φέρετρο (το πιο μικρό σε μέγεθος) και το άνοιξα, πήρα βαθιά ανάσα και σταμάτησα να κακολογώ. Αντίκρισα το παλικάρι. Του είχαν λυγίσει τα γόνατα για να κλείσει το φέρετρο. Ήταν τυλιγμένος με το λευκό σεντόνι που τον είχα πρωτοδεί τη νύχτα. Άρχισε στο μεταξύ να παίρνει για καλά η μέρα και η παρουσία της αστυνομίας να γίνεται πιο έντονη. Σε τι απέβλεπαν; Κανείς δε γνώριζε με σιγουριά. Έπρεπε να λάβουμε τα μέτρα μας.
Πήρα αμέσως τηλέφωνο στα γραφεία της ΕΔΑ Κοκκινιάς να στείλουν το συντομότερο κόσμο στο νεκροταφείο. Πήρα και στα γραφεία της Αυγής στην Αθήνα να κάνουν και από την Αθήνα το ίδιο. Στη συνέχεια τηλεφώνησα στο δικηγορικό γραφείο Γιαννόπουλου-Μανδηλαρά να έρθουν κι αυτοί στο νεκροταφείο. Είχαμε αποφασίσει από το προηγούμενο βράδυ να ζητήσουμε να γίνει καινούρια νεκροψία από άλλους ιατροδικαστές γιατί ο κύριος Καψάσκης ήταν ανυπόληπτος και συνένοχος σε προαποφα-σισμένες διαγνώσεις.
(…) Τελικά έγινε δεκτό το αίτημά μας για διεξαγωγή καινούριας νεκροψίας και μεταφέρθηκε ο νεκρός στο νεκροτομείο της Αθήνας. Εδώ ήταν αβάσταχτη η ένταση και η αγωνία. Τη διαδικασία τη βλέπαμε κι εμείς σε μικρή απόσταση από την τζαμαρία. Παρακολουθούσαμε τα πάντα… Προσπαθούσα –όσο μπορούσα- να απασχολώ τον πατέρα ώστε να μην κοιτάζει. Ήταν αφάνταστα οδυνηρά τα όσα βλέπαμε.
Κάποια στιγμή πήρε τέλος το μαρτύριο αυτό. Ολοκλήρωσαν οι ειδικοί το έργο τους. Τώρα εμείς έπρεπε να πάρουμε το νεκρό και να τον μεταφέρουμε σπίτι του για το τελετουργικό. Να πλυθεί, να στολιστεί, να κλαφτεί και να ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι χωρίς γυρισμό. Αυτό μας το αρνούνταν προκλητικά και κατηγορηματικά οι δολοφόνοι. Όταν όμως η πειθώ δε γίνεται αποδεκτή, τότε αναγκαστικά παραμερίζεται και παίρνει τη θέση της το επαναστατικό δίκαιο.
Στο νεκροτομείο εκείνη την ώρα βρισκόμασταν πέντε έξι άτομα, καθώς και ο τότε βουλευτής της ΕΔΑ Ηλιόπουλος και ο εκπρό-σωπος του κράτους κύριος Καψάσκης, ο οποίος μου είχε δηλώσει με πολύ κυνικό τρόπο πως χωρίς την εντολή του υπουργού Δημόσιας Τάξης ήταν αδύνατο να μας παραδώσει το νεκρό. Τότε του δήλωσα κι εγώ με επίσημο και κατηγορηματικό τόνο: είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω τους άγραφους νόμους της πατρίδας μου. Ταυτόχρονα έκλεισα όλες τις πόρτες του νεκροτομείου τονίζοντάς του: Δίπλα στο φέρετρο του νεκρού μας θα προστεθεί το δικό σου και όσων άλλων βρισκόμασταν εκείνη την ώρα κοντά σου.
Όπως φάνηκε, κατάλαβε πολύ καλά τα όσα του είπα. Κι ενώ μέχρι τότε του ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει με τον κύριο υπουργό, τον εντόπισε στο άψε σβήσε. Κοιμόταν το γαϊδούρι στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Τον ενημέρωσε για όλα όσα συνέβαιναν στο νεκροτομείο και τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που έτειναν να πάρουν τα γεγονότα. Χρειάστηκε να του μιλήσω κι εγώ στο τηλέφωνο, για να του τονίσω ότι πέρα από τους γραπτούς νόμους που περιλάμβανε το σύνταγμα της χώρας και τους οποίους παραβίαζαν ασύστολα, υπήρχαν και οι άγραφοι νόμοι της Μάνης, που κανείς μέχρι τότε δεν είχε διανοηθεί να αγνοήσει κι ότι θα του ήταν πολύ χρήσιμο να τους γνωρίζει. Έκαναν τελικά την ανάγκη τους «φιλοτιμία». Δέχτηκαν να μας παραδώσουν το νεκρό, να τον κλάψουμε και να τον τιμήσουμε όπως εμείς ξέραμε, με βάση τα ξεχωριστά ήθη κι έθιμα της Μάνης. Από εδώ και πέρα τα πράγματα εξελίχθηκαν χωρίς παρακρατικές παρεμβάσεις.
Μου είναι πολύ οδυνηρή η περιγραφή των γεγονότων εκείνης της εποχής. Νιώθω ανήμπορος να τη συνεχίσω. Υπάρχουν άλλωστε πάρα πολλά ντοκουμέντα γύρω από τα όσα επακολούθησαν τότε, ώστε να μην προσθέτουν κάτι πιο σημαντικό οι δικές μου επισημάνσεις. Η συμμετοχή του κόσμου στην κηδεία ήταν εκπληκτική. Η κεφαλή της πορείας είχε φτάσει στο Γ’ Νεκροταφείο και η ουρά βρισκόταν ακόμα στα Περιβόλια, στο σπίτι.
Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι οι εκκλήσεις που κάναμε τότε και μέσω των οργανώσεων και μέσω του τύπου, ζητώντας απ’ όσους γνώριζαν κάτι συγκεκριμένο για όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ να έρθουν σε επαφή με την οικογένεια και τους δικηγόρους μας. Χωρίς όμως να βρούμε ανάλογη ανταπόκριση. Γιατί εκείνα τα χρόνια όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…
Η νέα νεκροψία που έγινε δεν μπόρεσε να αναιρέσει το πόρισμα του Καψάσκη (τις αιτίες θανάτου) η οποία απέδιδε το θάνατο του Σωτήρη σε έκρηξη δακρυγόνων πολύ κοντά στο κεφάλι του. Αυτό φυσικά σήμαινε πως το παλικάρι βρισκόταν πεσμένο στο έδαφος. Πώς όμως βρέθηκε στο έδαφος. Ποιος ή ποιοι το έριξαν; Ποιοι τον μετέφεραν στο ασθενοφόρο; Πού τον πήγαν μετά μέχρι να τον φέρουν στο νεκροτομείο, ώρα έντεκα και μισή περίπου; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δε δόθηκε καμία πειστική απάντηση. Η ουσία είναι ότι το παλικάρι το δολοφόνησαν. Τα υπόλοιπα θα μείνουν αναπάντητα. Η κηδεία τελείωσε με ξεχωριστή και πρωτοφανή συμμετοχή του λαού.
Στην πορεία από το σπίτι στο νεκροταφείο ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι που έγραψε ο Μίκης εκείνο το βράδυ, «Σωτήρη Πέτρουλα, σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η λευτεριά», από χιλιάδες στόματα και το ακούγαμε πολλά χρόνια μετά.
Καιρός τώρα να μαζέψουμε τα κομμάτια μας (…) Εκτός αυτού έχει προκύψει ένα καινούριο και πολύ σοβαρό πρόβλημα με το μικρότερο αδελφό του Σωτήρη, τον Παναγιώτη. Είναι να πάει φαντάρος σε λίγο. Και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να κάνει ολόκληρη την οικογένεια να τρέμει κυριολεκτικά για τη ζωή του, ύστερα από τα όσα συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια στα στρατευμένα παιδιά που είχαν αντιφασιστικές καταβολές.
Σκεφτόμουν πώς θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτό το μαρτύριο. Δυστυχώς δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια. Μόνο αν αποφάσιζε να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η δοκιμασία. Επειδή δε γνώριζα τις δικές του επιθυμίες, θεώρησα σωστό να μιλήσω πρώτα με τον ίδιο και μετά να κάνω οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Δέχτηκε με ικανοποίηση την πρότασή μου και συμφωνήσαμε να περιμένουμε απάντησα από την πλευρά της οργάνωσης και μετά να ενημερώσουμε την οικογένεια.
Αφού πήραμε την έγκριση, οι υπόλοιπες μικρολεπτομέρειες τελείωσαν χωρίς πρόσθετες δυσκολίες. Μόνο όταν έφτασε στον τελικό προορισμό του έγινε γνωστή η «εξαφάνισή του». Τέλος καλό όλα καλά.
*Κατιούσα*
|
|
Υστερόγραφο
15 Ιούλη 1965. Η άρνηση του βασιλιά να υπογράψει την αποπομπή του φιλοβασιλικού Πέτρου Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου.
Λίγες ώρες μετά, πριν ακόμη παραιτηθεί γραπτά ο Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος διορίζει την πρώτη κυβέρνηση των αποστατών υπό τον Γ. Αθανασιάδη-Νόβα. Από εδώ και εμπρός ξεκινά η μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση μετά τον Εμφύλιο που θα κρατήσει περίπου 70 ημέρες.
Έξι ημέρες αργότερα δολοφονείται ο αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Γεννημένος στο Οίτυλο της Μάνης, ο Πέτρουλας,
εμβληματική μορφή της αριστεράς και της αριστερής αμφισβήτησης της πολιτικής γραμμής της ΕΔΑ της εποχής, έχασε τη ζωή του στη διασταύρωση της οδού Σταδίου με τις οδούς Εδουάρδου Λω και Χρ. Λαδά κάτω από αδιευκρίνιστες μέχρι σήμερα συνθήκες –πολλοί υποστηρίζουν ότι είχε στοχοποιηθεί και στραγγαλίστηκε- σε μια από τις μαχητικές λαϊκές διαδηλώσεις.
Ο Μάκης Παπούλιας, επιστήθιος φίλος, συμμαθητής και συναγωνιστής του Σωτήρη Πέτρουλα, έζησε και θυμάται:
-Την καραμανλική τρομοκρατία, την ΕΚΟΦ, τις μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις.
-Τις νυχτερινές "επιχειρήσεις" της σπουδάζουσας στην Ακρόπολη και τα κτίρια της Αθήνας.
-Την απαγωγή της σορού και την απόπειρα του κράτους να θάψει κρυφά τον νεκρό αγωνιστή.
-Την αποφασιστικότητα και την άμεση κινητοποίηση των συντρόφων του που ματαίωσαν αυτά τα σχέδια.
(«Σε χρόνο μηδέν, ο κόσμος της Αριστεράς από την Κοκκινιά, τον Πειραιά και τις γύρω συνοικίες γέμισε το Γ’ Νεκροταφείο έτσι ώστε ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους…»)
-Την πορεία με το φέρετρο στους ώμους που ξεκίνησε από το σπίτι του Πέτρουλα στον Κολωνό και περνώντας μέσα από τις λαϊκές συνοικίες έφτασε στο κέντρο να έχει 200.000 κόσμο.
-Τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα («Τούμπα – Τούμπα πού θα πας /Το κεφάλι σου θα φας», φώναζαν μεταξύ άλλων οι διαδηλωτές)
-Τον φίλο και συναγωνιστή στην ανθρώπινή του διάσταση.
-Τους «Φίλους Νέων Χωρών» (Φ.Ν.Χ.), την «Αναγέννηση» και την εξ αριστερών αμφισβήτηση της πολιτικής γραμμής της ηγεσίας της ΕΔΑ, μέσα από την οποία "εκφραζόταν" τότε και το ΚΚΕ που όμως βρισκόταν στην παρανομία.
-Το τραγούδι «Στα περβόλια» (Στίχοι και μουσική, Μίκη Θεοδωράκη από «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού») που τραγουδήθηκε πολλές φορές δίπλα στο φέρετρο την τελευταία νύχτα…
Ο συνομιλητής μας περιγράφει και κάποια γεγονότα που δεν είναι σήμερα ευρύτερα γνωστά, όπως ότι κατά σύμπτωση στο ξενοδοχείο ΕΣΠΕΡΙΑ, στο σημείο δηλαδή ακριβώς που χτυπήθηκε η πορεία και δολοφονήθηκε ο Πέτρουλας (Σταδίου και Εδουάρδου Λω), είχαν καταλύσει Γάλλοι δημοσιογράφοι του περιοδικού PARIS MATCH οι οποίοι κινηματογράφησαν όλη τη σκηνή. Θα μπορούσε λοιπόν να βρεθεί και ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας –οι ηθικοί και πολιτικοί αυτουργοί ήταν έτσι κι αλλιώς γνωστοί.
15 Ιούλη 1965. Η άρνηση του βασιλιά να υπογράψει την αποπομπή του φιλοβασιλικού Πέτρου Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου.
Λίγες ώρες μετά, πριν ακόμη παραιτηθεί γραπτά ο Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος διορίζει την πρώτη κυβέρνηση των αποστατών υπό τον Γ. Αθανασιάδη-Νόβα. Από εδώ και εμπρός ξεκινά η μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση μετά τον Εμφύλιο που θα κρατήσει περίπου 70 ημέρες.
Έξι ημέρες αργότερα δολοφονείται ο αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Γεννημένος στο Οίτυλο της Μάνης, ο Πέτρουλας,
εμβληματική μορφή της αριστεράς και της αριστερής αμφισβήτησης της πολιτικής γραμμής της ΕΔΑ της εποχής, έχασε τη ζωή του στη διασταύρωση της οδού Σταδίου με τις οδούς Εδουάρδου Λω και Χρ. Λαδά κάτω από αδιευκρίνιστες μέχρι σήμερα συνθήκες –πολλοί υποστηρίζουν ότι είχε στοχοποιηθεί και στραγγαλίστηκε- σε μια από τις μαχητικές λαϊκές διαδηλώσεις.
Ο Μάκης Παπούλιας, επιστήθιος φίλος, συμμαθητής και συναγωνιστής του Σωτήρη Πέτρουλα, έζησε και θυμάται:
-Την καραμανλική τρομοκρατία, την ΕΚΟΦ, τις μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις.
-Τις νυχτερινές "επιχειρήσεις" της σπουδάζουσας στην Ακρόπολη και τα κτίρια της Αθήνας.
-Την απαγωγή της σορού και την απόπειρα του κράτους να θάψει κρυφά τον νεκρό αγωνιστή.
-Την αποφασιστικότητα και την άμεση κινητοποίηση των συντρόφων του που ματαίωσαν αυτά τα σχέδια.
(«Σε χρόνο μηδέν, ο κόσμος της Αριστεράς από την Κοκκινιά, τον Πειραιά και τις γύρω συνοικίες γέμισε το Γ’ Νεκροταφείο έτσι ώστε ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους…»)
-Την πορεία με το φέρετρο στους ώμους που ξεκίνησε από το σπίτι του Πέτρουλα στον Κολωνό και περνώντας μέσα από τις λαϊκές συνοικίες έφτασε στο κέντρο να έχει 200.000 κόσμο.
-Τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα («Τούμπα – Τούμπα πού θα πας /Το κεφάλι σου θα φας», φώναζαν μεταξύ άλλων οι διαδηλωτές)
-Τον φίλο και συναγωνιστή στην ανθρώπινή του διάσταση.
-Τους «Φίλους Νέων Χωρών» (Φ.Ν.Χ.), την «Αναγέννηση» και την εξ αριστερών αμφισβήτηση της πολιτικής γραμμής της ηγεσίας της ΕΔΑ, μέσα από την οποία "εκφραζόταν" τότε και το ΚΚΕ που όμως βρισκόταν στην παρανομία.
-Το τραγούδι «Στα περβόλια» (Στίχοι και μουσική, Μίκη Θεοδωράκη από «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού») που τραγουδήθηκε πολλές φορές δίπλα στο φέρετρο την τελευταία νύχτα…
Ο συνομιλητής μας περιγράφει και κάποια γεγονότα που δεν είναι σήμερα ευρύτερα γνωστά, όπως ότι κατά σύμπτωση στο ξενοδοχείο ΕΣΠΕΡΙΑ, στο σημείο δηλαδή ακριβώς που χτυπήθηκε η πορεία και δολοφονήθηκε ο Πέτρουλας (Σταδίου και Εδουάρδου Λω), είχαν καταλύσει Γάλλοι δημοσιογράφοι του περιοδικού PARIS MATCH οι οποίοι κινηματογράφησαν όλη τη σκηνή. Θα μπορούσε λοιπόν να βρεθεί και ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας –οι ηθικοί και πολιτικοί αυτουργοί ήταν έτσι κι αλλιώς γνωστοί.
HAPPY BIRTHDAY TO ΧΟΥΝΤΑ
(Ακατάλληλο για νεοφασίστες κάτω των 17 ετών)
Ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, ο γνωστός σκιτσογράφος ΚΥΡ (Γιάννης Κυριακόπουλος) σχολιάζει με την πένα του έργα και ημέρες της δικτατορίας των συνταγματαρχών, από τη στήλη του στην Απογευματινή :
Για να διαβάζεται πιο εύκολα κόψαμε την ιστοριούλα και την παρουσιάζουμε παρακάτω κομμάτι κομμάτι. Σαν εισαγωγή, κάτω από τον κεντρικό τίτλο, ο ΚΥΡ σημειώνει: «Ο κ. Εισαγγελεύς απηγόρευσε την «Εμμανουέλα» ως ταινία ανήθικη! Τι περίεργον! Εδώ επί 7 χρόνια επαίζετο το πορνό «21η Απριλίου» και δεν ευρέθη ούτε ένας εισαγγελέας να το απαγορεύση! Και επειδή μεθαύριο εορτάζουμε τα οκτώ χρόνια από την πρεμιέρα του πορνό, κλέψαμε το έργο απ’ την ταινιοθήκη της ΕΣΑ για να σας το προβάλουμε! (Η ταινία είναι ακατάλληλος για νεοφασίστες κάτω των 17 ετών)».
Για να διαβάζεται πιο εύκολα κόψαμε την ιστοριούλα και την παρουσιάζουμε παρακάτω κομμάτι κομμάτι. Σαν εισαγωγή, κάτω από τον κεντρικό τίτλο, ο ΚΥΡ σημειώνει: «Ο κ. Εισαγγελεύς απηγόρευσε την «Εμμανουέλα» ως ταινία ανήθικη! Τι περίεργον! Εδώ επί 7 χρόνια επαίζετο το πορνό «21η Απριλίου» και δεν ευρέθη ούτε ένας εισαγγελέας να το απαγορεύση! Και επειδή μεθαύριο εορτάζουμε τα οκτώ χρόνια από την πρεμιέρα του πορνό, κλέψαμε το έργο απ’ την ταινιοθήκη της ΕΣΑ για να σας το προβάλουμε! (Η ταινία είναι ακατάλληλος για νεοφασίστες κάτω των 17 ετών)».
Αναμνήσεις από την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή
Στρατόπεδο Χαϊδαριού, Κυριακή απόγευμα, 30 τ’ Απρίλη 1944.
…Σε μια στιγμή βλέπουμε το Ναπολέοντα Σουκατζίδη κι ανέβαινε στο διοικητήριο, μαζί με τους Ακροναυπλιώτες Μήτσο Κωνσταντινίδη, Ζαφείρη Βεκίδη, Γιώργο Αθανασιάδη, Μανώλη Βοσνάκη και τον Τροχίδη. Αυτοί όλοι ήτανε προϊστάμενοι στα διάφορα συνεργεία του στρατοπέδου. Σε δέκα λεπτά βγήκανε από το γραφείο του Γερμανού διοικητή και μάθαμε πως τους είπε:
-Να παραδώσουν τα συνεργεία με τα κλειδιά και τα εργαλεία σε άλλους που να μην είναι μεταξο-κρατούμενοι, γιατί αυτοί, αύριο το πρωί, θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο.
Σε λίγη ώρα το θανατικό μήνυμα άπλωσε από στόμα σε στόμα, και το στρατόπεδο σκεπάστηκε από τις μαύρες φτερούγες του Χάρου. Στις 5 χτύπησε το καμπανάκι συγκέντρωσης και ο Φίσερ, ο διοικητής, φώναξε τα ονόματα πάνω από εκατό πατριωτών από την Εύβοια. Αυτή η ομάδα των Ευβοέων μαζεύτηκε στην αποθήκη του Μπλοκ 21 για να πάρει τα πράγματά της γιατί αύριο το πρωί θα μεταφερόταν στο καινούργιο στρατόπεδο του Δομοκού. Όταν ακούστηκε «αποστολή στο Δομοκό» όλοι άρχισαν να σκέφτονται: Αύριο ίσως γίνουν εκτελέσεις. Να 'ναι, όμως, αυτοί ή άλλοι;
Παίρνουμε συσσίτιο κι ανεβαίνουμε στους θαλάμους. Οι μπουκιές σκάλωσαν στο λαιμό μας και δεν πήγαιναν κάτω.
Αυτή τη φοβερή ατμόσφαιρα προσπαθούν να τη σπάσουν με χορό και τραγούδι οι Ακροναυπλιώτες. Πιάνουν τις κιθάρες και ο Φώτης Σαντομοίρης με το βιολί του, ανοίγουν το χορό του Ζαλόγγου. «Στη στεριά δε δε ζη το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά…». Ο Γιώργος ο Γκότσης πρώτος, και ξοπίσω, σε μεγάλο κύκλο, ο Νικολόπουλος, ο Γεωργακούνης, ο Κατσανιώτης, ο Κουλαμπάς, ο Βλάσης και άλλοι. Σε λίγο πιάνουν οι Κρητικοί τον πεντοζάλη. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης πρώτος κι αγκαλιαστά οι άλλοι φτεροπόδαροι Κρητικοί, ο Μαμαλάκης, ο Τσιτήλος, ο Παναγιώτης Κορναράκης, ο Βαλεντάκης, ο Μαριακάκης, χορεύουν και τραγουδούν.
Κατά τις 10 το βράδυ, βάρεσε σιωπητήριο, κι ένας ένας άπλωνε το ρουχισμό του για ύπνο. Όλοι πλάγιασαν μα κανείς δεν κοιμήθηκε. Με το ξημέρωμα έγινε συγκέντρωση των Χαλκιδέων στην πλατεία των μαγειρείων. Ύστερα από ονομαστικό προσκλητήριο τους φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα που περίμεναν έξω από τη μεγάλη πόρτα και δρόμο κατά την Αθήνα. Στις 7 η ώρα πήραμε την πρωινή μπλουγουρόσουπα και στις 8 κάναμε συγκέντρωση και προσκλητήριο. Τότε βλέπουμε στις γύρω σκοπιές πολλούς Γερμανούς με κράνη και πολυβόλα ξέσκεπα, στραμμένα κατ’ επάνω μας.
Κείνη τη στιγμή έφτασε η εσωτερική φρουρά με το διοικητή Φίσερ και τον Αυστριακό υποδιοικητή. Ο Αντώνης Βαρθολομαίος φώναξε «προσοχή!» και ο Ναπολέων Σουκατζίδης έδωσε αναφορά στο Φίσερ. Ο Αυστριακός έκανε επιθεώρηση στις εκατονταρχίες και πήρε τον Βασίλη Γεωργακούνη και τον έστειλε στη δουλιά του υδραγωγείου, που έκανε από καιρό. Ύστερα, ο διοικητής έδωσε στο Ναπολέοντα Σουκατζίδη έναν κατάλογο και του είπε να μας εξηγήσει πως όσοι ακούσουν τα ονόματά τους να βγουν και να σχηματίσουν πεντάδες, λίγο πιο πέρα, γιατί θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Απ’ τους πρώτους που ακούστηκε το όνομά τους ήταν ο Βλάσης Βαλασόπουλος, ο Σκλάβαινας, ο Κορναράκης, ο Μαμαλάκης και ο νεαρός σπουδαστής του Πολυτεχνείου Θανασάκης Τούμπας, που πέταξε ψηλά το μπερέ του και φώναξε: «Ζήτω η λευτεριά» και σαν έγινε σωστό πενηντάρι, τους είπε να πάρουν τα ρούχα τους και να συγκεντρωθούν πάλι έξω από τα μαγειρεία. Τα ρούχα να είναι λίγα γιατί το ταξίδι θα είναι μακρινό…
Ύστερα φωνάχτηκαν ακόμα πενήντα ονόματα. Σ’ αυτούς ήταν και ο Γιώργος Αθανασιάδης, μα ο διοικητής τον κράτησε παράμερα και του είπε:
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Δεν θα πας στο άλλο στρατόπεδο.
Στο τρίτο πενηντάρι, φώναξε και το όνομα του Αντώνη Βαρθολομαίου, του χιλιάρχου μας, που ήταν ο ψηλότερος άντρας του Χαϊδαριού, αμέσως έπειτα ακούμε: «Σουκατζίδης Ναπολέων!». Κόπηκε η ανάσα μας. ο διοικητής τον κύτταξε καλά, την ώρα που παράδινε τον κατάλογο, τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του. ο Ναπολέων πήγε στο θάλαμο και γύρισε έχοντας στον ώμο του μια μικρή κόκκινη πατανία. Ο Ναπολέων, ο ιδεολόγος, πήρε την κόκκινη κουβέρτα για να του γίνει σάβανο…
Τέλος, σαν διάβασε ο Φίσερ και το 4ο πενηντάρι, κι έγιναν σωστοί διακόσοι νοματαίοι, έφεραν και τέσσερις από την απομόνωση. Αυτοί ήταν ο Γιώργος Χαλάρης, δυο άγνωστοι και ο Ακροναυπλιώτης Ζάγκας. Αυτός ήτανε ο μόνος που πιάστηκε από τους εικοσιοχτώ δραπέτες της ομάδας Παρτσαλίδη.
Εμείς οι άλλοι περιμένουμε στη θέση μας πολλή ώρα και βλέπουμε τους μελλοθάνατους που στήνουν το χορό έξω απ’ τα μαγειρεία. Ο Φώτης Σαντομοίρης παίζει με το βιολί του και τα παλληκάρια τραγουδούν όλα μαζί.
Κείνη τη στιγμή ο Φίσερ με τον Αυστριακό πήγαν στα μαγειρεία και φώναξε το Ναπολέοντα και το Βαρθολομαίο τον Αντώνη. Μίλησε μαζί τους κι αυτοί κουνούσαν τα χέρια αρνητικά. Το τι είπαν το άκουσε ο Ζήσης ο ζωγράφος και ο γιατρός Αντώνης Φλούτζης, που στέκονταν εκεί κοντά και ήταν από τους λίγους Ακροναυπλιώτες που γλύτωσαν την ομαδική εκτέλεση. Ο Φίσερ τους έκανε πρόταση να τους αντικαταστήσει με δυο άλλους κι εκείνοι δεν δέχτηκαν τέτοιου είδους ταπεινή συναλλαγή. Προτίμησαν τον παλικαρίσιο θάνατο.
Στις 10 η ώρα το πρωί ήρθαν οι κλούβες και τους στοίβαξαν μέσα. Οι μελλοθάνατοι τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Το βιολί του Φώτη Σαντομοίρη σκορπά τους στερνούς του ήχους…
Το βράδυ μάθαμε πως τους εκτέλεσαν όλους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με πολυβόλα. Στάθηκαν παλικαρίσια μπρος στο θάνατο. Το κροτάλισμα των πολυβόλων δεν μπόρεσε να καλύψει τους στίχους του Σολωμού:
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη,
των Ελλήνων τα ιερά…».
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Ομοσπονδίας Οικοδόμων Ελλάδας «ΠΑΝΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ», τον Απρίλη του 1978.)
…Σε μια στιγμή βλέπουμε το Ναπολέοντα Σουκατζίδη κι ανέβαινε στο διοικητήριο, μαζί με τους Ακροναυπλιώτες Μήτσο Κωνσταντινίδη, Ζαφείρη Βεκίδη, Γιώργο Αθανασιάδη, Μανώλη Βοσνάκη και τον Τροχίδη. Αυτοί όλοι ήτανε προϊστάμενοι στα διάφορα συνεργεία του στρατοπέδου. Σε δέκα λεπτά βγήκανε από το γραφείο του Γερμανού διοικητή και μάθαμε πως τους είπε:
-Να παραδώσουν τα συνεργεία με τα κλειδιά και τα εργαλεία σε άλλους που να μην είναι μεταξο-κρατούμενοι, γιατί αυτοί, αύριο το πρωί, θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο.
Σε λίγη ώρα το θανατικό μήνυμα άπλωσε από στόμα σε στόμα, και το στρατόπεδο σκεπάστηκε από τις μαύρες φτερούγες του Χάρου. Στις 5 χτύπησε το καμπανάκι συγκέντρωσης και ο Φίσερ, ο διοικητής, φώναξε τα ονόματα πάνω από εκατό πατριωτών από την Εύβοια. Αυτή η ομάδα των Ευβοέων μαζεύτηκε στην αποθήκη του Μπλοκ 21 για να πάρει τα πράγματά της γιατί αύριο το πρωί θα μεταφερόταν στο καινούργιο στρατόπεδο του Δομοκού. Όταν ακούστηκε «αποστολή στο Δομοκό» όλοι άρχισαν να σκέφτονται: Αύριο ίσως γίνουν εκτελέσεις. Να 'ναι, όμως, αυτοί ή άλλοι;
Παίρνουμε συσσίτιο κι ανεβαίνουμε στους θαλάμους. Οι μπουκιές σκάλωσαν στο λαιμό μας και δεν πήγαιναν κάτω.
Αυτή τη φοβερή ατμόσφαιρα προσπαθούν να τη σπάσουν με χορό και τραγούδι οι Ακροναυπλιώτες. Πιάνουν τις κιθάρες και ο Φώτης Σαντομοίρης με το βιολί του, ανοίγουν το χορό του Ζαλόγγου. «Στη στεριά δε δε ζη το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά…». Ο Γιώργος ο Γκότσης πρώτος, και ξοπίσω, σε μεγάλο κύκλο, ο Νικολόπουλος, ο Γεωργακούνης, ο Κατσανιώτης, ο Κουλαμπάς, ο Βλάσης και άλλοι. Σε λίγο πιάνουν οι Κρητικοί τον πεντοζάλη. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης πρώτος κι αγκαλιαστά οι άλλοι φτεροπόδαροι Κρητικοί, ο Μαμαλάκης, ο Τσιτήλος, ο Παναγιώτης Κορναράκης, ο Βαλεντάκης, ο Μαριακάκης, χορεύουν και τραγουδούν.
Κατά τις 10 το βράδυ, βάρεσε σιωπητήριο, κι ένας ένας άπλωνε το ρουχισμό του για ύπνο. Όλοι πλάγιασαν μα κανείς δεν κοιμήθηκε. Με το ξημέρωμα έγινε συγκέντρωση των Χαλκιδέων στην πλατεία των μαγειρείων. Ύστερα από ονομαστικό προσκλητήριο τους φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα που περίμεναν έξω από τη μεγάλη πόρτα και δρόμο κατά την Αθήνα. Στις 7 η ώρα πήραμε την πρωινή μπλουγουρόσουπα και στις 8 κάναμε συγκέντρωση και προσκλητήριο. Τότε βλέπουμε στις γύρω σκοπιές πολλούς Γερμανούς με κράνη και πολυβόλα ξέσκεπα, στραμμένα κατ’ επάνω μας.
Κείνη τη στιγμή έφτασε η εσωτερική φρουρά με το διοικητή Φίσερ και τον Αυστριακό υποδιοικητή. Ο Αντώνης Βαρθολομαίος φώναξε «προσοχή!» και ο Ναπολέων Σουκατζίδης έδωσε αναφορά στο Φίσερ. Ο Αυστριακός έκανε επιθεώρηση στις εκατονταρχίες και πήρε τον Βασίλη Γεωργακούνη και τον έστειλε στη δουλιά του υδραγωγείου, που έκανε από καιρό. Ύστερα, ο διοικητής έδωσε στο Ναπολέοντα Σουκατζίδη έναν κατάλογο και του είπε να μας εξηγήσει πως όσοι ακούσουν τα ονόματά τους να βγουν και να σχηματίσουν πεντάδες, λίγο πιο πέρα, γιατί θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Απ’ τους πρώτους που ακούστηκε το όνομά τους ήταν ο Βλάσης Βαλασόπουλος, ο Σκλάβαινας, ο Κορναράκης, ο Μαμαλάκης και ο νεαρός σπουδαστής του Πολυτεχνείου Θανασάκης Τούμπας, που πέταξε ψηλά το μπερέ του και φώναξε: «Ζήτω η λευτεριά» και σαν έγινε σωστό πενηντάρι, τους είπε να πάρουν τα ρούχα τους και να συγκεντρωθούν πάλι έξω από τα μαγειρεία. Τα ρούχα να είναι λίγα γιατί το ταξίδι θα είναι μακρινό…
Ύστερα φωνάχτηκαν ακόμα πενήντα ονόματα. Σ’ αυτούς ήταν και ο Γιώργος Αθανασιάδης, μα ο διοικητής τον κράτησε παράμερα και του είπε:
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Δεν θα πας στο άλλο στρατόπεδο.
Στο τρίτο πενηντάρι, φώναξε και το όνομα του Αντώνη Βαρθολομαίου, του χιλιάρχου μας, που ήταν ο ψηλότερος άντρας του Χαϊδαριού, αμέσως έπειτα ακούμε: «Σουκατζίδης Ναπολέων!». Κόπηκε η ανάσα μας. ο διοικητής τον κύτταξε καλά, την ώρα που παράδινε τον κατάλογο, τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του. ο Ναπολέων πήγε στο θάλαμο και γύρισε έχοντας στον ώμο του μια μικρή κόκκινη πατανία. Ο Ναπολέων, ο ιδεολόγος, πήρε την κόκκινη κουβέρτα για να του γίνει σάβανο…
Τέλος, σαν διάβασε ο Φίσερ και το 4ο πενηντάρι, κι έγιναν σωστοί διακόσοι νοματαίοι, έφεραν και τέσσερις από την απομόνωση. Αυτοί ήταν ο Γιώργος Χαλάρης, δυο άγνωστοι και ο Ακροναυπλιώτης Ζάγκας. Αυτός ήτανε ο μόνος που πιάστηκε από τους εικοσιοχτώ δραπέτες της ομάδας Παρτσαλίδη.
Εμείς οι άλλοι περιμένουμε στη θέση μας πολλή ώρα και βλέπουμε τους μελλοθάνατους που στήνουν το χορό έξω απ’ τα μαγειρεία. Ο Φώτης Σαντομοίρης παίζει με το βιολί του και τα παλληκάρια τραγουδούν όλα μαζί.
Κείνη τη στιγμή ο Φίσερ με τον Αυστριακό πήγαν στα μαγειρεία και φώναξε το Ναπολέοντα και το Βαρθολομαίο τον Αντώνη. Μίλησε μαζί τους κι αυτοί κουνούσαν τα χέρια αρνητικά. Το τι είπαν το άκουσε ο Ζήσης ο ζωγράφος και ο γιατρός Αντώνης Φλούτζης, που στέκονταν εκεί κοντά και ήταν από τους λίγους Ακροναυπλιώτες που γλύτωσαν την ομαδική εκτέλεση. Ο Φίσερ τους έκανε πρόταση να τους αντικαταστήσει με δυο άλλους κι εκείνοι δεν δέχτηκαν τέτοιου είδους ταπεινή συναλλαγή. Προτίμησαν τον παλικαρίσιο θάνατο.
Στις 10 η ώρα το πρωί ήρθαν οι κλούβες και τους στοίβαξαν μέσα. Οι μελλοθάνατοι τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Το βιολί του Φώτη Σαντομοίρη σκορπά τους στερνούς του ήχους…
Το βράδυ μάθαμε πως τους εκτέλεσαν όλους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με πολυβόλα. Στάθηκαν παλικαρίσια μπρος στο θάνατο. Το κροτάλισμα των πολυβόλων δεν μπόρεσε να καλύψει τους στίχους του Σολωμού:
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη,
των Ελλήνων τα ιερά…».
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Ομοσπονδίας Οικοδόμων Ελλάδας «ΠΑΝΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ», τον Απρίλη του 1978.)
Η γιορτή της ειρήνης και της αγάπης (Μακρόνησος 1948)
Έτσι, φτάσαμε ως τη Μεγάλη Δευτέρα. Στο πρωινό προσκλητήριο κατέβηκε κι ο διοικητής* μαζί με το επιτελείο του. Δεν ανησυχήσαμε. Αξιωματικοί και αλφαμίτες ήταν άοπλοι.
Ο διοικητής ανέβηκε πάνω σ’ ένα πεζούλι, κορδώθηκε κι άρχισε να μιλάει:
—Αρχίζει ή αναδημιουργία του τάγματος μας. Ηθική και υλική. Θα ξηλώσωμεν αυτά τα γύφτικα τσαντίρια και θα δημιουργήσουμε ένα καταυλισμόν εφάμιλλον των ευρωπαϊκών στρατώνων, ώστε να έχετε ανέσεις και να διάγητε βίον ευχάριστον. Θα αφιερώσω την ζωήν μου για σας. Θα βρήτε στοργήν και δικαίαν μεταχείρισιν. Θα σας αναπλάσω και θα εκριζώσω εκ των ψυχών σας το κομμουνιστικόν μίασμα και θα σας εμβαπτίσω εις τα ελληνικά νάματα.
Δεν μπόρεσε τ’ αφτί μου να πάρει περισσότερα γιατί κάμποσοι διπλανοί μου άρχισαν να κρυφογελάνε με τα λόγια του διοικητή κι έτσι δεν άκουσα ούτε πώς τέλειωσε το λόγο του.
Απ’ την άλλη κιόλας μέρα άρχισε το «δημιουργικό» έργο. Καλέσανε όλους τους ειδικούς: πολιτικούς μηχανικούς, αρχιτέκτονες, εργολάβους, ψευτοεργολάβους, καλφάδες, μαστόρους. Αποτέλεσαν το τεχνικό επιτελείο. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα. Εμείς, η μάζα, κάναμε ό,τι μας διατάζανε. Ξηλώναμε τις σκηνές. Κουβαλούσαμε αγκωνάρια. Χτυπούσαμε καλέμι. Δουλεύαμε κασμά και φτυάρι. Δούλεψε και φουρνέλο μεριές μεριές. Ανακαλύψαμε και δυο τούρκικους ομαδικούς τάφους. Είκοσι νεκροκεφαλές και κάτι μακριές κοκάλες.
Με το σουρούπωμα σταματούσαμε. Το συσσίτιο, όπως πάντα, της φτωχομάνας: Σπανακόρυζο (καναδέζικο) και κρεμυδόζουμο. Ή κάτι παρόμοιο.
Στον ύπνο πέφταμε ξεροί. Είχαν σταματήσει τα καψόνια για την αποκήρυξη.
Μια βδομάδα κράτησε ο οργασμός. Το Μέγα Σάββατο όλα είχαν πάρει τέλος. Τα καινούργια τσαντίρια ήταν στημένα, ο χώρος για το προσκλητήριο έτοιμος. Μεγάφωνα —που τα βγάλαμε χουγιάστρες— στήθηκαν κι όλα είχαν σοβαντιστεί κάτασπρα και γαλάζια. Γλάστρες με λουλούδια, γύψινα αγαλματάκια — προτομές του Κολοκοτρώνη και του Μιαούλη, μικροσκοπικοί Παρθενώνες, σημαιοστολισμός…
Σε κάμποσες ώρες η Ανάσταση, ξημερώνει Λαμπρή.
Κάτι πραγματικά άλλαζε στο τάγμα… Ο καινούργιος διοικητής φως φανερό πως εφαρμόζει άλλη ταχτική.
Γαλήνια, γλυκιά, ήσυχη νύχτα. Το φεγγάρι τα μόρφαινε όλα. Κι η θάλασσα; Να την κόβεις με το μαχαίρι. Άνοιξη, βλέπεις. Αλλού θάχανε μπουμπουκιάσει τα δέντρα. Χίλιων λογιών αγριολούλουδα θα στόλιζαν την καταπράσινη γη. Πέρα η αντικρινή πολιτεία ολόφωτη. Εκεί οι άνθρωποι ετοιμάζονταν για την εκκλησιά, για την Ανάσταση…
Ο ύπνος με νανούριζε. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα κιόλας χωρίς χιτώνιο, χωρίς τη χοντρή φανέλα, χωρίς άρβυλα… Ξάπλωσα κλείνοντας τα μάτια…
Πόσο άραγες να κοιμήθηκα; Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ…
Ένα χέρι μ’ αρπάζει δυνατά και με σέρνει απ’ τα μαλλιά έξω απ’ τη σκηνή. Συνήρθα μεμιάς. Δεν ήταν όνειρο. Αυτό γινόταν σε όλους γύρω μου…
Μάζωξαν καμιά τρακοσαριά νοματέους, μισόγυμνους, ξυπόλητους. Γύρω γύρω αλφαμίτες εξαγριωμένοι. Ένας αξιωματικός μάς πρόσταξε να τρέχουμε ένας ένας γύρω από τον καταυλισμό. Οι αλφαμίτες «αναπτυχθήκανε», ανά πέντε περίπου μέτρα ένας. Αρχίσαμε το τρέξιμο σαν βρυκολακιασμένοι και καθώς περνούσαμε μπροστά απ’ τους αλφαμίτες αυτοί μάς κοπανούσαν με συρματόσκοινα και ζωστήρες…
Και τρέχαμε πιο πολύ μπας και καταφέρουμε με τη γρηγοράδα να γλιτώσουμε το κοπάνισμα.
Ξυπόλητοι καθώς ήμασταν νιώθαμε τις πατούσες να πληγιάζουν και να πονάνε. Τα κορμιά αυλακώνονταν απ’ τα συρματόσκοινα. Άρχισαν τα ξεφωνητά.
Λυσσάγανε οι αλφαμίτες ακούγοντας τις φωνές και χτυπούσαν πιο μανιασμένα.
Ένας απόκανε, σωριάστηκε χάμω. Ήταν ο πρώτος.
Κλονίστηκα. Είπα μέσα μου μια στιγμή: «Όπου νάναι η σειρά μου…». "Έτρεχα, μα τα μάτια μου δεν ξεκολλούσαν απ’ αυτόν που είχε σωριαστεί.
Έτσι καθώς ήταν με τη μούρη πάνω στο χώμα και ξερνούσε αίμα, τον άρπαξαν τρεις-τέσσερις αλφαμίτες. Μεμιάς έκανα μια βρωμερή σκέψη: «Έτσι γλιτώνω κάμποσες βουρδουλιές…». Μιλούσε μέσα μου το ζωώδικο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Μα σαν είδα τους αλφαμίτες να τον ποδοπατάνε στα μούτρα, στα πλευρά, στην κοιλιά, ένιωσα να με ζεματάει η ντροπή για τη σκέψη που έκανα.
Τρέχω, τρέχω όλο και πιο γοργά, χωρίς να κοιτάζω δεξιά μήτε ζερβά, πασχίζοντας να μην ακούω θρήνους και βογγητά. Τη σκέψη μου την κυβερνάει ένας σκοπός: να μην πέσω!
Ωστόσο τρέμω το συρματόσκοινο. Σαν γλιτώνω από κανένα χτύπημα νιώθω κάποιο ξαλάφρωμα, λες πως κερδίζω κάτι…
Μούρχεται να ξεφωνίσω. Δε βαστάω άλλο. Ωστόσο κρατιέμαι. Κρατιέμαι ως τη στιγμή που το συρματόσκοινο αυλακώνει ζεματιστό το σβέρκο μου.
— Μάνα μου! ξεφωνίζω μ’ όλη τη δύναμή μου κι όμως τρέχω σαν τρελός.
Δεύτερος, ύστερα τρίτος. Πέφτουν, ενώ άλλοι βγαίνουν φωνάζοντας: αποκηρύχνω!...
Είναι λίγοι ακόμα, είναι μετρημένοι. Οι αλφαμίτες τούς τραβάνε παράμερα, τους καλοπιάνουν, τους πάνε στο γραφείο για τη δήλωση.
Εμείς οι άλλοι τρέχουμε τώρα σαν καλικάντζαροι, εντελώς μηχανικά. Όλοι φοβόμαστε μην πέσουμε, τρέμουμε και με τη σκέψη ακόμα πως μπορεί να μην αντέξουμε ως το τέλος…
Καλικάντζαροι εμείς, θεριά οι αλφαμίτες. Τόση ώρα κι ακόμα κρατάμε. Έχουν λυσσάζει, αγκομαχάνε κι αυτοί.
Σκέφτομαι κάποια στιγμή: Αν φορούσα το χιτώνιο! Αν φορούσα τ’ άρβυλα! Τι μούρθε και τάβγαλα. Πώς διάολο έκανα τέτοια κουτουράδα;».
Τώρα πια δεν τρέχω με τη δύναμη που πρωτάρχισα. Όλο και βαραίνω. Όλο και πιο σιγά. Τα πόδια μου τα νιώθω μολύβι και το στόμα στεγνό. Η γλώσσα μου ίδια ξεροψημένη τηγανίτα. Το κεφάλι μου θαρρώ πως το κεντάνε εκατομμύρια καρφοβελόνες.
Πόσο αργά κυλάει η νύχτα…
Να ξημέρωνε τουλάχιστο.
Θαρρώ πώς όλα έχουν σταματήσει, ο χρόνος, η ελπίδα.
Μονάχα ο βούρδουλας πέφτει βαρύς στο κεφάλι, στα πλευρά, στα καλάμια, στο ραχοκόκαλο. Τα μπράτσα μου είναι ματωμένα, απ’ το κεφάλι μου κυλάει αίμα, φτύνω αίμα.
Τρέχουμε, τρέχουμε, όμως τώρα πέφτουν πολλοί, άλλοι, πριν πέσουν, κοντοζυγώνουν τους αλφαμίτες και φωνάζουν: αποκηρύχνω!
Ολοένα γινόμαστε λιγότεροι, όμως τρέχουμε, τρέχουμε…
Νιώθω την ψυχή μου —να εδώ στα δόντια μου— να σπαρταράει και περιμένω από στιγμή σε στιγμή να σωριαστώ.
Οι αλφαμίτες κοπανάνε αλύπητα. Ωστόσο περίεργο. Σα να μη νιώθω πια πόνο. Είμαι όλο σκοτωμένες σάρκες και παλεύω να κρατηθώ στα πόδια μου, όρθιος, να μην πέσω.
Εκεί, καθώς σερνόμαστε, πέφτει ξερνώντας ο μπροστινός μου. Σταμάτησα κι εγώ βαριανασαίνοντας σαν ατμομηχανή. Σταματάμε όλοι — κάπου δεκαπέντε νοματαίοι.
Μαζεύονται κοντά μας κ’ οι αλφαμίτες. Είναι διπλάσιοι από μάς, ιδρωκοπημένοι, κατάκοποι.
Ανεβαίνει, σ’ ένα πεζούλι ο αξιωματικός που είχε δώσει τη διαταγή του τρεξίματος, και μάς λέει αγριεμένος:
—Ρε Βούλγαροι, αποκηρύχτε, αλλιώς θα σας χώσω στον τάφο. Ένα λεπτό έχετε καιρό, αποφασίστε.
Όλα γύριζαν μπροστά μου. Θάρρεψα πως περπατούσα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια απάνω.
Ή φωνή ξανακούστηκε σαν καμουτσί που πλαταγιάζει:
—Μισό λεπτό ακόμα! Βούλγαροι, τομάρια, αποκηρύχτε, αλλιώς σας περιμένει ψόφος!
Τομάρια! Ένα δάκρυ γλίστρησε στην μπλαβιασμένη μούρη μου πάνω απ’ το πηγμένο αίμα…
—Όποιος αποκηρύξει ένα βήμα μπρος! ούρλιαξε. Ο διπλανός μου έκανε το βήμα. Κλονίστηκα για μια στιγμή. Λίγο ακόμα κι εγώ. Μα κρατήθηκα. Κρατήθηκαν κι οι άλλοι, ασάλευτοι, βουβοί.
—Στή θάλασσα, στη θάλασσα! μούγκρισε το αγρίμι κ’ οι άλφαμίτες ρίχτηκαν να μας αποτελειώσουν.
Ένα φοβερό τρεχαλητό αρχίνησε. Τρέχαμε κατά τη θάλασσα. Κάποιος άρπαξε μια στο κεφάλι, έβγανε γοερή φωνή και σωριάστηκε χάμω. Ποιος να του δώσει βοήθεια;
Σαν φτάσαμε στη θάλασσα σταθήκαμε.
—Γκρεμίστε τους, γκρεμίστε τους! πρόσταξε ο αξιωματικός τρέχοντας.
Πάγωσα Ήμουν ένας ζωντανός νεκρός.
— Σταθείτε, σταθείτε, θ’ αποκηρ…
Μα δεν πρόλαβα ν’ αποτελειώσω. Μια σπρωξιά μ’ έριξε στη θάλασσα. Τα νερά ένα μπόι βάθος, ξέχωρα που μας πετροβολούσαν. Δεν ξέραμε όλοι κολύμπι. Μα κι όσοι ξέραμε δεν είχαμε πια δύναμη. Το παγωμένο νερό μάς έφερε τρεμούλα. Ο ένας γαντζωνόταν απ’ τον άλλο, μα οι πέτρες έτσι έβρισκαν στόχο παρ’ όλο το σκοτάδι. Αραιώσαμε…
Κάποια στιγμή έκανα να κρυφτώ σ’ ένα βραχάκι, να ξεράσω το θαλασσόνερο, να πάρω μισή ανάσα, ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Ο αλφαμίτης με πήρε μυρουδιά, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε πάνω μου έτοιμος να με χτυπήσει κατακέφαλα. Ζάρωσα και περίμενα. Έτρεμα. Ήθελα ν’ ανασάνω βαθιά, μα ένας κόμπος μ’ έπνιγε. Ήμουν έτοιμος να τον παρακαλέσω να με λυπηθεί, να του μολογήσω πως δεν αντέχω άλλο, να μη με χτυπήσει μια που κι αυτός ήταν σαν κι έμενα φαντάρος. Μα κρατήθηκα. Δεν έβγαλα μιλιά, αν θυμάμαι καλά. Μπορεί πάλι και να μου ξέφυγαν δυο-τρία λόγια παρακαλεστικά. Δε θυμάμαι… Ποιος μπορεί να κουμαντάρει τον εαυτό του σε τέτοιες ώρες; Ο αλφαμίτης που στεκόταν σαν χάρος από πάνω μου δε με κοπάνισε… Άπλωσε τη χερούκλα του και με τράβηξε.
—Μπρος, στον κύριο αξιωματικό! είπε και μούδωσε μια δυνατή κλωτσιά.
Παραπέρα, ανάμεσα στα βράχια, μισός μέσα στη θάλασσα μισός απόξω, καθόταν ένας φαντάρος ανακούρκουδα γελώντας χωρίς λόγο. Ήταν ο Καφταντζής.
Λίγο πιο πέρα που κουφάλιαζαν τα βράχια, στη μεγάλη σπηλιά, όπως λέγαμε, καρτερούσαν οι αξιωματικοί.
Ήμασταν πέντε. Μόλις κρατιόμασταν στα πόδια. Δεν ήμουνα πια ζωντανή ψυχή. Ένα κουρέλι, ένα τίποτα, έτοιμος να δώσω ό,τι μου ζητήσουν. Ωστόσο προσπαθούσα να κρατηθώ, να μη σωριαστώ. Τα μάτια μου έπεσαν στον διπλανό μου. Ολόγυμνος. Έσταζε αίμα. Στο πρόσωπό του σπίθιζαν δυο φωτίτσες.
Ό αξιωματικός μάς ζύγωσε. Κόλλησε το πιστόλι στην καρδιά του διπλανού μου κι ένας αλφαμίτης άρχισε να του στραμπουλίζει το χέρι.
—Αποκηρύχνεις, ρε, ναι ή όχι;
Έκλεισα τα μάτια και περίμενα τη σειρά μου. Αχ, ας έκλεινα τα μάτια για πάντα! Ναι, για πάντα!
—Είμαι τίμιος, ακούστηκε σβησμένος απ’ τον πόνο. Πήρα κουράγιο. Ήρθε η σειρά μου.
—Αποκηρύχνεις, ρε, ναι ή όχι;
Δε χρειάστηκε πια να σκεφτώ. Κάτι είπα… Ύστερα, ύστερα πια δε θυμάμαι… Το παγωμένο θαλασσόνερο με ζωντάνεψε. Στεκόμουνα πάλι όρθιος, πλάι μου δυο ακόμα.
Ο αξιωματικός στριγγλίζει:
—Μίλα, ρε! Ναι ή όχι;
Απόκριση δεν πήρε καμιά. Αρπάζει το συρματόσχοινο από το χέρι ενός αλφαμίτη κι αρχίζει να χτυπάει. Το σύρμα κολλάει σαν βδέλλα στο μουσκεμένο κορμί και νιώθω το πετσί μου να σκίζεται. Μας αρχίζουν τις κλωτσιές και μάς σωριάζουν χάμω. Τούφες τούφες ξεριζώνουν τα μαλλιά, νιώθω τις αρβυλόπροκες να μου σιδερώνουν τη μούρη, μου στραμπουλίζουν το ζερβί μου χέρι… Η σπηλιά αντιβουίζει απ’ τα ξεφωνητά. Για να πνίξουν τα ξεφωνητά μας πυροβολούν με τα πιστόλια τους καμιά δεκαριά φορές στον αέρα και σύγχρονα μάς μπουκώνουν το στόμα με κουρέλια… (Αργότερα μάθαμε πως κάποιοι που άκουσαν τις φωνές μας, το πιστολίδι κ’ ύστερα τη βουβαμάρα, βγάλανε το συμπέρασμα πως μας ξέκαναν). Μερικοί αποκήρυξαν…
…Ανάρια ανάρια ακούγονται βογγητά. Κάνω ν’ ανοίξω τα μάτια, τίποτα. Δοκιμάζω να κουνηθώ, μα δεν τα καταφέρνω. Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Τα χέρια δε δουλεύουν, μήτε τα πόδια. Μουλιάζω στο αίμα και το κορμί μου καίει. Έτσι αποκαμωμένος ακούω μόνο τ’ αγκομαχητά που ολοένα σβήνουν. Γιατί σβήνουν; Η αγωνία αρχίζει να με σφίγγει. Γιατί σβήνουν τ’ αγκομαχητά; Ήθελα να κλάψω, να κλάψω δυνατά, μα δάκρυ δεν κυλάει.
Ακούω καλά.
Απ’ την απέναντι πολιτεία φτάνουν αχνά στ’ αφτιά μου γλυκόηχοι χτύποι… Είναι η Ανάσταση και χτυπάνε οι καμπάνες στις εκκλησιές. Είναι η μεγάλη γιορτή της Αγάπης και της Ειρήνης ανάμεσα στους ανθρώπους… Χτυπάνε οι καμπάνες…
***
Έτσι «γιορτάστηκε» η Λαμπρή στο Β' Τάγμα. Τα Πάθη του Χριστού τελείωσαν με την Ανάσταση. Τα πάθη των σκαπανέων συνεχίστηκαν και μετά το Πάσχα. Η διαταγή του Τζανετάτου «τάξις και εργασία» έγινε «σύνθημα» σ’ όλο το Στρατόπεδο. Σύνθημα που… γκρέμιζε τον κομμουνισμόν από τας καρδίας των πλανηθέντων και έχτιζε… και τι δεν έχτιζε!...
Το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο «Μακρονήσι» του Φίλιππα Γελαδόπουλου περιλαμβάνεται στην δίτομη συγκλονιστική Ιστορία της Μακρονήσου, του Νίκου Μάργαρη (1966), καθώς και στο βιβλίο του Αντώνη Ι. Φλούντζη «Στο κολαστήριο της Μακρονήσου» (εκδ. Φιλιππότη, 1984).
*Οικοδόμος*
(*) Διοικητής ήταν ο δήμιος Γεώργιος Τζανετάτος.
Στην «Ιστορία της Μακρονήσου», του Νίκου Μάργαρη διαβάζουμε ότι ο Τζανετάτος ήταν «μόνιμος λοχαγός Πυρ)κού σε αποστρατεία. Το 1947 ανεκλήθη στο Στρατό και διορίζεται υποδιοικητής στο Κέντρο Διερχομένων Πειραιώς με διοικητή τον ταγματάρχη Γ. Ραΐση και υπασπιστή τον υπολοχαγό Πυρ)κού Δημ. Παλπάνα (που αργότερα τοποθετήθηκε στη ΣΟΑ). Το επιτελείο αυτό ανήκει στη δύναμη της ΒΧΙ και φροντίζει για τη μετακόμιση στη Μακρόνησο των αποστολών που αποβιβάζονται στον Πειραιά. Το Φεβρουάριο του 1948 μετατίθεται στη Μακρόνησο και με το βαθμό του ταγματάρχη αναλαμβάνει τη Διοίκηση στο Β΄ Τάγμα Σκαπανέων. Ήταν άνθρωπος εμπαθής, στενοκέφαλος και πολύ εγωιστής. Οι γραμματικές του γνώσεις και γενικά το πνευματικό του επίπεδο ήταν πολύ χαμηλά. (Β.)».
Ο Αντώνης Ι. Φλούντζης πιάστηκε, βασανίστηκε και κρατήθηκε για 24 συνολικά χρόνια σε διάφορα στρατόπεδα – φυλακές και τόπους εξορίας (και στη Μακρόνησο), και σαν γιατρός που ήταν πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους συγκρατούμενούς του και στους κατοίκους των τόπων της εξορίας του. Αφού παραθέτει και ο ίδιος στο βιβλίο του το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο του Φ. Γελαδόπουλου, σημειώνει:
«Παρέθεσα το απόσπασμα αυτό για να δείξω ως πού φτάνει η ξετσιπωσιά και το θράσος των υμνητών του Τζανετάτου κι όλων των άλλων αδίστακτων κι ασυνείδητων αναμορφωτών που ανέλαβαν και υλοποίησαν το θαύμα της Μακρονήσου. Γι’ αυτούς ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Η ψυχολογική και σωματική βία, οι νεκροί, οι τρελοί, οι σακάτηδες είναι παραμύθια ανάξια λόγου.»
Και μιας κι ο λόγος περί ξετσιπωσιάς, ας δούμε πώς παρουσιάζεται από τους ξετσίπωτους υποστηρικτές των «αναμορφωτών» ο υπάνθρωπος Τζανετάτος:
«Από της 17ης Φεβρουαρίου 1948 που ο Γεώργιος Τζανετάτος ανέλαβε την Διοίκησιν του Τάγματος έργα πολιτισμένα και ειρηνικά, έργα που δείχνουν την ανωτερότητα των σκέψεων και προσπαθειών χτίστηκαν εκεί που μέχρι χθες δεν υπήρχε παρά χώμα και πέτρα …Τώρα ο επισκέπτης σαν θαρθεί στο Τάγμα μας, θα μείνει έκθαμβος και έκπληκτος μπροστά στα τόσα δημιουργήματα, που η άοκνος εργασία των στρατιωτών μας εδημιούργησε με το τραγούδι στο στόμα και την Ελλάδα στην καρδιά.» (Και αυτό από την «Ιστορία της Μακρονήσου», του Νίκου Μάργαρη.
*Οικοδόμος*
Ο διοικητής ανέβηκε πάνω σ’ ένα πεζούλι, κορδώθηκε κι άρχισε να μιλάει:
—Αρχίζει ή αναδημιουργία του τάγματος μας. Ηθική και υλική. Θα ξηλώσωμεν αυτά τα γύφτικα τσαντίρια και θα δημιουργήσουμε ένα καταυλισμόν εφάμιλλον των ευρωπαϊκών στρατώνων, ώστε να έχετε ανέσεις και να διάγητε βίον ευχάριστον. Θα αφιερώσω την ζωήν μου για σας. Θα βρήτε στοργήν και δικαίαν μεταχείρισιν. Θα σας αναπλάσω και θα εκριζώσω εκ των ψυχών σας το κομμουνιστικόν μίασμα και θα σας εμβαπτίσω εις τα ελληνικά νάματα.
Δεν μπόρεσε τ’ αφτί μου να πάρει περισσότερα γιατί κάμποσοι διπλανοί μου άρχισαν να κρυφογελάνε με τα λόγια του διοικητή κι έτσι δεν άκουσα ούτε πώς τέλειωσε το λόγο του.
Απ’ την άλλη κιόλας μέρα άρχισε το «δημιουργικό» έργο. Καλέσανε όλους τους ειδικούς: πολιτικούς μηχανικούς, αρχιτέκτονες, εργολάβους, ψευτοεργολάβους, καλφάδες, μαστόρους. Αποτέλεσαν το τεχνικό επιτελείο. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα. Εμείς, η μάζα, κάναμε ό,τι μας διατάζανε. Ξηλώναμε τις σκηνές. Κουβαλούσαμε αγκωνάρια. Χτυπούσαμε καλέμι. Δουλεύαμε κασμά και φτυάρι. Δούλεψε και φουρνέλο μεριές μεριές. Ανακαλύψαμε και δυο τούρκικους ομαδικούς τάφους. Είκοσι νεκροκεφαλές και κάτι μακριές κοκάλες.
Με το σουρούπωμα σταματούσαμε. Το συσσίτιο, όπως πάντα, της φτωχομάνας: Σπανακόρυζο (καναδέζικο) και κρεμυδόζουμο. Ή κάτι παρόμοιο.
Στον ύπνο πέφταμε ξεροί. Είχαν σταματήσει τα καψόνια για την αποκήρυξη.
Μια βδομάδα κράτησε ο οργασμός. Το Μέγα Σάββατο όλα είχαν πάρει τέλος. Τα καινούργια τσαντίρια ήταν στημένα, ο χώρος για το προσκλητήριο έτοιμος. Μεγάφωνα —που τα βγάλαμε χουγιάστρες— στήθηκαν κι όλα είχαν σοβαντιστεί κάτασπρα και γαλάζια. Γλάστρες με λουλούδια, γύψινα αγαλματάκια — προτομές του Κολοκοτρώνη και του Μιαούλη, μικροσκοπικοί Παρθενώνες, σημαιοστολισμός…
Σε κάμποσες ώρες η Ανάσταση, ξημερώνει Λαμπρή.
Κάτι πραγματικά άλλαζε στο τάγμα… Ο καινούργιος διοικητής φως φανερό πως εφαρμόζει άλλη ταχτική.
Γαλήνια, γλυκιά, ήσυχη νύχτα. Το φεγγάρι τα μόρφαινε όλα. Κι η θάλασσα; Να την κόβεις με το μαχαίρι. Άνοιξη, βλέπεις. Αλλού θάχανε μπουμπουκιάσει τα δέντρα. Χίλιων λογιών αγριολούλουδα θα στόλιζαν την καταπράσινη γη. Πέρα η αντικρινή πολιτεία ολόφωτη. Εκεί οι άνθρωποι ετοιμάζονταν για την εκκλησιά, για την Ανάσταση…
Ο ύπνος με νανούριζε. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα κιόλας χωρίς χιτώνιο, χωρίς τη χοντρή φανέλα, χωρίς άρβυλα… Ξάπλωσα κλείνοντας τα μάτια…
Πόσο άραγες να κοιμήθηκα; Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ…
Ένα χέρι μ’ αρπάζει δυνατά και με σέρνει απ’ τα μαλλιά έξω απ’ τη σκηνή. Συνήρθα μεμιάς. Δεν ήταν όνειρο. Αυτό γινόταν σε όλους γύρω μου…
Μάζωξαν καμιά τρακοσαριά νοματέους, μισόγυμνους, ξυπόλητους. Γύρω γύρω αλφαμίτες εξαγριωμένοι. Ένας αξιωματικός μάς πρόσταξε να τρέχουμε ένας ένας γύρω από τον καταυλισμό. Οι αλφαμίτες «αναπτυχθήκανε», ανά πέντε περίπου μέτρα ένας. Αρχίσαμε το τρέξιμο σαν βρυκολακιασμένοι και καθώς περνούσαμε μπροστά απ’ τους αλφαμίτες αυτοί μάς κοπανούσαν με συρματόσκοινα και ζωστήρες…
Και τρέχαμε πιο πολύ μπας και καταφέρουμε με τη γρηγοράδα να γλιτώσουμε το κοπάνισμα.
Ξυπόλητοι καθώς ήμασταν νιώθαμε τις πατούσες να πληγιάζουν και να πονάνε. Τα κορμιά αυλακώνονταν απ’ τα συρματόσκοινα. Άρχισαν τα ξεφωνητά.
Λυσσάγανε οι αλφαμίτες ακούγοντας τις φωνές και χτυπούσαν πιο μανιασμένα.
Ένας απόκανε, σωριάστηκε χάμω. Ήταν ο πρώτος.
Κλονίστηκα. Είπα μέσα μου μια στιγμή: «Όπου νάναι η σειρά μου…». "Έτρεχα, μα τα μάτια μου δεν ξεκολλούσαν απ’ αυτόν που είχε σωριαστεί.
Έτσι καθώς ήταν με τη μούρη πάνω στο χώμα και ξερνούσε αίμα, τον άρπαξαν τρεις-τέσσερις αλφαμίτες. Μεμιάς έκανα μια βρωμερή σκέψη: «Έτσι γλιτώνω κάμποσες βουρδουλιές…». Μιλούσε μέσα μου το ζωώδικο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Μα σαν είδα τους αλφαμίτες να τον ποδοπατάνε στα μούτρα, στα πλευρά, στην κοιλιά, ένιωσα να με ζεματάει η ντροπή για τη σκέψη που έκανα.
Τρέχω, τρέχω όλο και πιο γοργά, χωρίς να κοιτάζω δεξιά μήτε ζερβά, πασχίζοντας να μην ακούω θρήνους και βογγητά. Τη σκέψη μου την κυβερνάει ένας σκοπός: να μην πέσω!
Ωστόσο τρέμω το συρματόσκοινο. Σαν γλιτώνω από κανένα χτύπημα νιώθω κάποιο ξαλάφρωμα, λες πως κερδίζω κάτι…
Μούρχεται να ξεφωνίσω. Δε βαστάω άλλο. Ωστόσο κρατιέμαι. Κρατιέμαι ως τη στιγμή που το συρματόσκοινο αυλακώνει ζεματιστό το σβέρκο μου.
— Μάνα μου! ξεφωνίζω μ’ όλη τη δύναμή μου κι όμως τρέχω σαν τρελός.
Δεύτερος, ύστερα τρίτος. Πέφτουν, ενώ άλλοι βγαίνουν φωνάζοντας: αποκηρύχνω!...
Είναι λίγοι ακόμα, είναι μετρημένοι. Οι αλφαμίτες τούς τραβάνε παράμερα, τους καλοπιάνουν, τους πάνε στο γραφείο για τη δήλωση.
Εμείς οι άλλοι τρέχουμε τώρα σαν καλικάντζαροι, εντελώς μηχανικά. Όλοι φοβόμαστε μην πέσουμε, τρέμουμε και με τη σκέψη ακόμα πως μπορεί να μην αντέξουμε ως το τέλος…
Καλικάντζαροι εμείς, θεριά οι αλφαμίτες. Τόση ώρα κι ακόμα κρατάμε. Έχουν λυσσάζει, αγκομαχάνε κι αυτοί.
Σκέφτομαι κάποια στιγμή: Αν φορούσα το χιτώνιο! Αν φορούσα τ’ άρβυλα! Τι μούρθε και τάβγαλα. Πώς διάολο έκανα τέτοια κουτουράδα;».
Τώρα πια δεν τρέχω με τη δύναμη που πρωτάρχισα. Όλο και βαραίνω. Όλο και πιο σιγά. Τα πόδια μου τα νιώθω μολύβι και το στόμα στεγνό. Η γλώσσα μου ίδια ξεροψημένη τηγανίτα. Το κεφάλι μου θαρρώ πως το κεντάνε εκατομμύρια καρφοβελόνες.
Πόσο αργά κυλάει η νύχτα…
Να ξημέρωνε τουλάχιστο.
Θαρρώ πώς όλα έχουν σταματήσει, ο χρόνος, η ελπίδα.
Μονάχα ο βούρδουλας πέφτει βαρύς στο κεφάλι, στα πλευρά, στα καλάμια, στο ραχοκόκαλο. Τα μπράτσα μου είναι ματωμένα, απ’ το κεφάλι μου κυλάει αίμα, φτύνω αίμα.
Τρέχουμε, τρέχουμε, όμως τώρα πέφτουν πολλοί, άλλοι, πριν πέσουν, κοντοζυγώνουν τους αλφαμίτες και φωνάζουν: αποκηρύχνω!
Ολοένα γινόμαστε λιγότεροι, όμως τρέχουμε, τρέχουμε…
Νιώθω την ψυχή μου —να εδώ στα δόντια μου— να σπαρταράει και περιμένω από στιγμή σε στιγμή να σωριαστώ.
Οι αλφαμίτες κοπανάνε αλύπητα. Ωστόσο περίεργο. Σα να μη νιώθω πια πόνο. Είμαι όλο σκοτωμένες σάρκες και παλεύω να κρατηθώ στα πόδια μου, όρθιος, να μην πέσω.
Εκεί, καθώς σερνόμαστε, πέφτει ξερνώντας ο μπροστινός μου. Σταμάτησα κι εγώ βαριανασαίνοντας σαν ατμομηχανή. Σταματάμε όλοι — κάπου δεκαπέντε νοματαίοι.
Μαζεύονται κοντά μας κ’ οι αλφαμίτες. Είναι διπλάσιοι από μάς, ιδρωκοπημένοι, κατάκοποι.
Ανεβαίνει, σ’ ένα πεζούλι ο αξιωματικός που είχε δώσει τη διαταγή του τρεξίματος, και μάς λέει αγριεμένος:
—Ρε Βούλγαροι, αποκηρύχτε, αλλιώς θα σας χώσω στον τάφο. Ένα λεπτό έχετε καιρό, αποφασίστε.
Όλα γύριζαν μπροστά μου. Θάρρεψα πως περπατούσα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια απάνω.
Ή φωνή ξανακούστηκε σαν καμουτσί που πλαταγιάζει:
—Μισό λεπτό ακόμα! Βούλγαροι, τομάρια, αποκηρύχτε, αλλιώς σας περιμένει ψόφος!
Τομάρια! Ένα δάκρυ γλίστρησε στην μπλαβιασμένη μούρη μου πάνω απ’ το πηγμένο αίμα…
—Όποιος αποκηρύξει ένα βήμα μπρος! ούρλιαξε. Ο διπλανός μου έκανε το βήμα. Κλονίστηκα για μια στιγμή. Λίγο ακόμα κι εγώ. Μα κρατήθηκα. Κρατήθηκαν κι οι άλλοι, ασάλευτοι, βουβοί.
—Στή θάλασσα, στη θάλασσα! μούγκρισε το αγρίμι κ’ οι άλφαμίτες ρίχτηκαν να μας αποτελειώσουν.
Ένα φοβερό τρεχαλητό αρχίνησε. Τρέχαμε κατά τη θάλασσα. Κάποιος άρπαξε μια στο κεφάλι, έβγανε γοερή φωνή και σωριάστηκε χάμω. Ποιος να του δώσει βοήθεια;
Σαν φτάσαμε στη θάλασσα σταθήκαμε.
—Γκρεμίστε τους, γκρεμίστε τους! πρόσταξε ο αξιωματικός τρέχοντας.
Πάγωσα Ήμουν ένας ζωντανός νεκρός.
— Σταθείτε, σταθείτε, θ’ αποκηρ…
Μα δεν πρόλαβα ν’ αποτελειώσω. Μια σπρωξιά μ’ έριξε στη θάλασσα. Τα νερά ένα μπόι βάθος, ξέχωρα που μας πετροβολούσαν. Δεν ξέραμε όλοι κολύμπι. Μα κι όσοι ξέραμε δεν είχαμε πια δύναμη. Το παγωμένο νερό μάς έφερε τρεμούλα. Ο ένας γαντζωνόταν απ’ τον άλλο, μα οι πέτρες έτσι έβρισκαν στόχο παρ’ όλο το σκοτάδι. Αραιώσαμε…
Κάποια στιγμή έκανα να κρυφτώ σ’ ένα βραχάκι, να ξεράσω το θαλασσόνερο, να πάρω μισή ανάσα, ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Ο αλφαμίτης με πήρε μυρουδιά, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε πάνω μου έτοιμος να με χτυπήσει κατακέφαλα. Ζάρωσα και περίμενα. Έτρεμα. Ήθελα ν’ ανασάνω βαθιά, μα ένας κόμπος μ’ έπνιγε. Ήμουν έτοιμος να τον παρακαλέσω να με λυπηθεί, να του μολογήσω πως δεν αντέχω άλλο, να μη με χτυπήσει μια που κι αυτός ήταν σαν κι έμενα φαντάρος. Μα κρατήθηκα. Δεν έβγαλα μιλιά, αν θυμάμαι καλά. Μπορεί πάλι και να μου ξέφυγαν δυο-τρία λόγια παρακαλεστικά. Δε θυμάμαι… Ποιος μπορεί να κουμαντάρει τον εαυτό του σε τέτοιες ώρες; Ο αλφαμίτης που στεκόταν σαν χάρος από πάνω μου δε με κοπάνισε… Άπλωσε τη χερούκλα του και με τράβηξε.
—Μπρος, στον κύριο αξιωματικό! είπε και μούδωσε μια δυνατή κλωτσιά.
Παραπέρα, ανάμεσα στα βράχια, μισός μέσα στη θάλασσα μισός απόξω, καθόταν ένας φαντάρος ανακούρκουδα γελώντας χωρίς λόγο. Ήταν ο Καφταντζής.
Λίγο πιο πέρα που κουφάλιαζαν τα βράχια, στη μεγάλη σπηλιά, όπως λέγαμε, καρτερούσαν οι αξιωματικοί.
Ήμασταν πέντε. Μόλις κρατιόμασταν στα πόδια. Δεν ήμουνα πια ζωντανή ψυχή. Ένα κουρέλι, ένα τίποτα, έτοιμος να δώσω ό,τι μου ζητήσουν. Ωστόσο προσπαθούσα να κρατηθώ, να μη σωριαστώ. Τα μάτια μου έπεσαν στον διπλανό μου. Ολόγυμνος. Έσταζε αίμα. Στο πρόσωπό του σπίθιζαν δυο φωτίτσες.
Ό αξιωματικός μάς ζύγωσε. Κόλλησε το πιστόλι στην καρδιά του διπλανού μου κι ένας αλφαμίτης άρχισε να του στραμπουλίζει το χέρι.
—Αποκηρύχνεις, ρε, ναι ή όχι;
Έκλεισα τα μάτια και περίμενα τη σειρά μου. Αχ, ας έκλεινα τα μάτια για πάντα! Ναι, για πάντα!
—Είμαι τίμιος, ακούστηκε σβησμένος απ’ τον πόνο. Πήρα κουράγιο. Ήρθε η σειρά μου.
—Αποκηρύχνεις, ρε, ναι ή όχι;
Δε χρειάστηκε πια να σκεφτώ. Κάτι είπα… Ύστερα, ύστερα πια δε θυμάμαι… Το παγωμένο θαλασσόνερο με ζωντάνεψε. Στεκόμουνα πάλι όρθιος, πλάι μου δυο ακόμα.
Ο αξιωματικός στριγγλίζει:
—Μίλα, ρε! Ναι ή όχι;
Απόκριση δεν πήρε καμιά. Αρπάζει το συρματόσχοινο από το χέρι ενός αλφαμίτη κι αρχίζει να χτυπάει. Το σύρμα κολλάει σαν βδέλλα στο μουσκεμένο κορμί και νιώθω το πετσί μου να σκίζεται. Μας αρχίζουν τις κλωτσιές και μάς σωριάζουν χάμω. Τούφες τούφες ξεριζώνουν τα μαλλιά, νιώθω τις αρβυλόπροκες να μου σιδερώνουν τη μούρη, μου στραμπουλίζουν το ζερβί μου χέρι… Η σπηλιά αντιβουίζει απ’ τα ξεφωνητά. Για να πνίξουν τα ξεφωνητά μας πυροβολούν με τα πιστόλια τους καμιά δεκαριά φορές στον αέρα και σύγχρονα μάς μπουκώνουν το στόμα με κουρέλια… (Αργότερα μάθαμε πως κάποιοι που άκουσαν τις φωνές μας, το πιστολίδι κ’ ύστερα τη βουβαμάρα, βγάλανε το συμπέρασμα πως μας ξέκαναν). Μερικοί αποκήρυξαν…
…Ανάρια ανάρια ακούγονται βογγητά. Κάνω ν’ ανοίξω τα μάτια, τίποτα. Δοκιμάζω να κουνηθώ, μα δεν τα καταφέρνω. Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Τα χέρια δε δουλεύουν, μήτε τα πόδια. Μουλιάζω στο αίμα και το κορμί μου καίει. Έτσι αποκαμωμένος ακούω μόνο τ’ αγκομαχητά που ολοένα σβήνουν. Γιατί σβήνουν; Η αγωνία αρχίζει να με σφίγγει. Γιατί σβήνουν τ’ αγκομαχητά; Ήθελα να κλάψω, να κλάψω δυνατά, μα δάκρυ δεν κυλάει.
Ακούω καλά.
Απ’ την απέναντι πολιτεία φτάνουν αχνά στ’ αφτιά μου γλυκόηχοι χτύποι… Είναι η Ανάσταση και χτυπάνε οι καμπάνες στις εκκλησιές. Είναι η μεγάλη γιορτή της Αγάπης και της Ειρήνης ανάμεσα στους ανθρώπους… Χτυπάνε οι καμπάνες…
***
Έτσι «γιορτάστηκε» η Λαμπρή στο Β' Τάγμα. Τα Πάθη του Χριστού τελείωσαν με την Ανάσταση. Τα πάθη των σκαπανέων συνεχίστηκαν και μετά το Πάσχα. Η διαταγή του Τζανετάτου «τάξις και εργασία» έγινε «σύνθημα» σ’ όλο το Στρατόπεδο. Σύνθημα που… γκρέμιζε τον κομμουνισμόν από τας καρδίας των πλανηθέντων και έχτιζε… και τι δεν έχτιζε!...
Το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο «Μακρονήσι» του Φίλιππα Γελαδόπουλου περιλαμβάνεται στην δίτομη συγκλονιστική Ιστορία της Μακρονήσου, του Νίκου Μάργαρη (1966), καθώς και στο βιβλίο του Αντώνη Ι. Φλούντζη «Στο κολαστήριο της Μακρονήσου» (εκδ. Φιλιππότη, 1984).
*Οικοδόμος*
(*) Διοικητής ήταν ο δήμιος Γεώργιος Τζανετάτος.
Στην «Ιστορία της Μακρονήσου», του Νίκου Μάργαρη διαβάζουμε ότι ο Τζανετάτος ήταν «μόνιμος λοχαγός Πυρ)κού σε αποστρατεία. Το 1947 ανεκλήθη στο Στρατό και διορίζεται υποδιοικητής στο Κέντρο Διερχομένων Πειραιώς με διοικητή τον ταγματάρχη Γ. Ραΐση και υπασπιστή τον υπολοχαγό Πυρ)κού Δημ. Παλπάνα (που αργότερα τοποθετήθηκε στη ΣΟΑ). Το επιτελείο αυτό ανήκει στη δύναμη της ΒΧΙ και φροντίζει για τη μετακόμιση στη Μακρόνησο των αποστολών που αποβιβάζονται στον Πειραιά. Το Φεβρουάριο του 1948 μετατίθεται στη Μακρόνησο και με το βαθμό του ταγματάρχη αναλαμβάνει τη Διοίκηση στο Β΄ Τάγμα Σκαπανέων. Ήταν άνθρωπος εμπαθής, στενοκέφαλος και πολύ εγωιστής. Οι γραμματικές του γνώσεις και γενικά το πνευματικό του επίπεδο ήταν πολύ χαμηλά. (Β.)».
Ο Αντώνης Ι. Φλούντζης πιάστηκε, βασανίστηκε και κρατήθηκε για 24 συνολικά χρόνια σε διάφορα στρατόπεδα – φυλακές και τόπους εξορίας (και στη Μακρόνησο), και σαν γιατρός που ήταν πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους συγκρατούμενούς του και στους κατοίκους των τόπων της εξορίας του. Αφού παραθέτει και ο ίδιος στο βιβλίο του το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο του Φ. Γελαδόπουλου, σημειώνει:
«Παρέθεσα το απόσπασμα αυτό για να δείξω ως πού φτάνει η ξετσιπωσιά και το θράσος των υμνητών του Τζανετάτου κι όλων των άλλων αδίστακτων κι ασυνείδητων αναμορφωτών που ανέλαβαν και υλοποίησαν το θαύμα της Μακρονήσου. Γι’ αυτούς ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Η ψυχολογική και σωματική βία, οι νεκροί, οι τρελοί, οι σακάτηδες είναι παραμύθια ανάξια λόγου.»
Και μιας κι ο λόγος περί ξετσιπωσιάς, ας δούμε πώς παρουσιάζεται από τους ξετσίπωτους υποστηρικτές των «αναμορφωτών» ο υπάνθρωπος Τζανετάτος:
«Από της 17ης Φεβρουαρίου 1948 που ο Γεώργιος Τζανετάτος ανέλαβε την Διοίκησιν του Τάγματος έργα πολιτισμένα και ειρηνικά, έργα που δείχνουν την ανωτερότητα των σκέψεων και προσπαθειών χτίστηκαν εκεί που μέχρι χθες δεν υπήρχε παρά χώμα και πέτρα …Τώρα ο επισκέπτης σαν θαρθεί στο Τάγμα μας, θα μείνει έκθαμβος και έκπληκτος μπροστά στα τόσα δημιουργήματα, που η άοκνος εργασία των στρατιωτών μας εδημιούργησε με το τραγούδι στο στόμα και την Ελλάδα στην καρδιά.» (Και αυτό από την «Ιστορία της Μακρονήσου», του Νίκου Μάργαρη.
*Οικοδόμος*
Συν/χης Κ. Δαβάκης:
Εδώ είναι η θέση μας – όχι στη Μέση Ανατολή –
γιατί εδώ είναι οι κατακτητές
Την περίοδο πριν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο μόνιμος αξιωματικός αντισυνταγματάρχης Κώστας Δαβάκης είχε γνωριστεί πολύ καλά με τον επίσης μόνιμο αξιωματικό εν ενεργεία λοχαγό Βασίλη Βενετσανόπουλο, που υπηρετούσε στο Λόχο Ευζώνων Ανακτορικής Φρουράς, ο οποίος είχε την έδρα του στη γωνία Βασ. Σοφίας και Ηρώδου Αττικού, εκεί που είναι τώρα το Τμήμα Ασφαλείας της Προεδρικής Φρουράς· εκεί συναντιούνται ο Κωνσταντίνος Δαβάκης με τον Βασίλη Βενετσανόπουλο, ο οποίος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Αντιφασιστικής Δημοκρατικής Κίνησης Κατώτερων Αξιωματικών.
Οι συχνές επισκέψεις του Κωνσταντίνου Δαβάκη στο Λόχο Ευζώνων Ανακτορικής Φρουράς -όπου τον έβλεπαν αρκετοί αξιωματικοί μέλη της αντιφασιστικής κίνησης, που επισκέπτονταν κι αυτοί τον Βασίλη Βενετσανόπουλο για τις δουλειές τους- έδιναν αίγλη στην Αντιφασιστική Κίνηση, γιατί ο Δαβάκης ήταν πολύ γνωστός σε όλους τους αξιωματικούς για την επιτελική του κατάρτιση και τις δημοκρατικές του ιδέες και πράξεις, για τις οποίες και είχε αποταχτεί.
Η Στρατιωτική Επιθεώρηση, όργανο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, συχνά δημοσίευε στρατιωτικά άρθρα του Κωνσταντίνου Δαβάκη, ιδιαίτερα με θέματα γύρω από το σοβαρό ρόλο των τεθωρακισμένων μονάδων στο σημερινό πόλεμο. Κι επειδή την ίδια αυτή χρονική περίοδο δημοσίευε και στη Γαλλία, ο διεθνώς γνωστός σχολιογράφος, ανώτερος αξιωματικός του Γαλλικού Στρατού, Ντε Γκολ, άρθρα για το ίδιο θέμα, δηλαδή για τη σημαντική επίδραση των τεθωρακισμένων μονάδων στο σημερινό πόλεμο, εμείς, οι κατώτεροι αξιωματικοί, αποκαλούσαμε στις μεταξύ μας συζητήσεις τον Κώστα Δαβάκη ως τον Ντε Γκολ της Ελλάδας.
Προς τα μέσα του 1939, αν θυμάμαι καλά την ημερομηνία, τον Κώστα Δαβάκη τον ανακάλεσαν στην υπηρεσία και του ανάθεσαν αμέσως τη διοίκηση ενός ισχυρού στρατιωτικού αποσπάσματος στο συνοριακό τομέα Καστοριάς, για τον οποίο ο Δαβάκης αναχώρησε αμέσως και ανέλαβε τη διοίκησή του. Κι η τοποθέτησή του αυτή έγινε εν όψει επικείμενης πιθανόν επίθεσης των Ιταλών φασιστών εναντίον της Ελλάδας, η οποία πραγματικά έγινε στις 28 Οκτώβρη του 1940. Ο Δαβάκης, που με το στρατιωτικό του απόσπασμα ήταν πάνω στην κατεύθυνση που επιτίθενταν οι Ιταλοί φασίστες, αντιστάθηκε ηρωικά και ανέκοψε την προέλαση των εισβολέων.
Ο Δαβάκης, στις σκληρές μάχες με τους φασίστες του Μουσολίνι, τραυματίστηκε σοβαρά, και το ρόλο της αναχαίτησης των εισβολέων ανέλαβε στη θέση του ο γενναίος και επιτελικά καταρτισμένος αξιωματικός, ταγματάρχης τότε, Γιάννης Καραβίας, ο οποίος πέτυχε, με τα τμήματά του, τη συνέχιση της αναχαίτισης των Ιταλών και σε συνέχεια την ανατροπή και άμεση καταδίωξή τους. Είναι γνωστή τελικά η ήττα των Ιταλών του Μουσολίνι στα αλβανικά βουνά από τα στρατεύματά μας, που αρχικά τα διοίκησε, κατά την έναρξη της επίθεσης, ο Κωνσταντίνος Δαβάκης, που έγινε θρύλος, όπως και ο κατοπινός συνεχιστής των μαχών για την αντιμετώπιση των Ιταλών φασιστών Γιάννης Καραβίας.
Μετά τη λήξη του νικηφόρου ιταλο-ελληνικού πολέμου στην Αλβανία, ο ήρωας πια της Πίνδου Κωνσταντίνος Δαβάκης, συμβούλευε τους Έλληνες αξιωματικούς, ότι η θέση τους ήταν στην Ελλάδα κι όχι στη Μέση Ανατολή, προς την οποία έφευγαν τότε αξιωματικοί και πολίτες. Εδώ είναι η θέση μας, γιατί εδώ είναι οι κατακτητές, κι εδώ πρέπει να μείνουμε και εμείς οι αξιωματικοί, που πρέπει να πάρουμε μέρος στον αγώνα αντίστασης εναντίον τους.
Δυστυχώς, τον Δαβάκη τον πιάσαν γρήγορα οι Ιταλοί κατακτητές για τη στάση του αυτή και τον μετέφεραν με πλοίο προς την Ιταλία. Το πλοίο που τον μετέφερε τορπιλίστηκε, πιθανότατα από τους ίδιους τους φασίστες Ιταλούς, κι ο θρυλικός Δαβάκης χάθηκε έτσι στα πελάγη της Αδριατικής.
Σε μια εκπομπή του ραδιοσταθμού της Αθήνας μετά τον πόλεμο, άκουγα που μιλούσε ο αδελφός του Κώστα Δαβάκη, ένας φαρμακοποιός από την Καλλιθέα Αττικής. Έλεγε στην ομιλία του όσα έλεγε και ο αδελφός του Κώστας Δαβάκης, και ενημέρωνε τους Έλληνες αξιωματικούς ότι εδώ είναι η θέση τους, και τα υπόλοιπα που μόλις αναφέραμε.
Η θέση αυτή του Κώστα Δαβάκη έπαιξε σίγουρα κι αυτή το θετικό ρόλο της στην οργάνωση και ανάπτυξη της κατοπινής ένδοξης Εθνικής Αντίστασης στην πατρίδα μας. Στην οποία Εθνική Αντίσταση, πρώτη θέση θα είχε οπωσδήποτε και ο ίδιος ο θρύλος της Πίνδου Κώστας Δαβάκης, αν ζούσε και δε χανόταν στην Αδριατική από τις ύπουλες ενέργειες των κατακτητών.
(Από το βιβλίο του Βασίλη Βενετσανόπουλου “ΠΑΡΩΝ”, Μια ζωή στην πρώτη γραμμή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004)
Οι συχνές επισκέψεις του Κωνσταντίνου Δαβάκη στο Λόχο Ευζώνων Ανακτορικής Φρουράς -όπου τον έβλεπαν αρκετοί αξιωματικοί μέλη της αντιφασιστικής κίνησης, που επισκέπτονταν κι αυτοί τον Βασίλη Βενετσανόπουλο για τις δουλειές τους- έδιναν αίγλη στην Αντιφασιστική Κίνηση, γιατί ο Δαβάκης ήταν πολύ γνωστός σε όλους τους αξιωματικούς για την επιτελική του κατάρτιση και τις δημοκρατικές του ιδέες και πράξεις, για τις οποίες και είχε αποταχτεί.
Η Στρατιωτική Επιθεώρηση, όργανο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, συχνά δημοσίευε στρατιωτικά άρθρα του Κωνσταντίνου Δαβάκη, ιδιαίτερα με θέματα γύρω από το σοβαρό ρόλο των τεθωρακισμένων μονάδων στο σημερινό πόλεμο. Κι επειδή την ίδια αυτή χρονική περίοδο δημοσίευε και στη Γαλλία, ο διεθνώς γνωστός σχολιογράφος, ανώτερος αξιωματικός του Γαλλικού Στρατού, Ντε Γκολ, άρθρα για το ίδιο θέμα, δηλαδή για τη σημαντική επίδραση των τεθωρακισμένων μονάδων στο σημερινό πόλεμο, εμείς, οι κατώτεροι αξιωματικοί, αποκαλούσαμε στις μεταξύ μας συζητήσεις τον Κώστα Δαβάκη ως τον Ντε Γκολ της Ελλάδας.
Προς τα μέσα του 1939, αν θυμάμαι καλά την ημερομηνία, τον Κώστα Δαβάκη τον ανακάλεσαν στην υπηρεσία και του ανάθεσαν αμέσως τη διοίκηση ενός ισχυρού στρατιωτικού αποσπάσματος στο συνοριακό τομέα Καστοριάς, για τον οποίο ο Δαβάκης αναχώρησε αμέσως και ανέλαβε τη διοίκησή του. Κι η τοποθέτησή του αυτή έγινε εν όψει επικείμενης πιθανόν επίθεσης των Ιταλών φασιστών εναντίον της Ελλάδας, η οποία πραγματικά έγινε στις 28 Οκτώβρη του 1940. Ο Δαβάκης, που με το στρατιωτικό του απόσπασμα ήταν πάνω στην κατεύθυνση που επιτίθενταν οι Ιταλοί φασίστες, αντιστάθηκε ηρωικά και ανέκοψε την προέλαση των εισβολέων.
Ο Δαβάκης, στις σκληρές μάχες με τους φασίστες του Μουσολίνι, τραυματίστηκε σοβαρά, και το ρόλο της αναχαίτησης των εισβολέων ανέλαβε στη θέση του ο γενναίος και επιτελικά καταρτισμένος αξιωματικός, ταγματάρχης τότε, Γιάννης Καραβίας, ο οποίος πέτυχε, με τα τμήματά του, τη συνέχιση της αναχαίτισης των Ιταλών και σε συνέχεια την ανατροπή και άμεση καταδίωξή τους. Είναι γνωστή τελικά η ήττα των Ιταλών του Μουσολίνι στα αλβανικά βουνά από τα στρατεύματά μας, που αρχικά τα διοίκησε, κατά την έναρξη της επίθεσης, ο Κωνσταντίνος Δαβάκης, που έγινε θρύλος, όπως και ο κατοπινός συνεχιστής των μαχών για την αντιμετώπιση των Ιταλών φασιστών Γιάννης Καραβίας.
Μετά τη λήξη του νικηφόρου ιταλο-ελληνικού πολέμου στην Αλβανία, ο ήρωας πια της Πίνδου Κωνσταντίνος Δαβάκης, συμβούλευε τους Έλληνες αξιωματικούς, ότι η θέση τους ήταν στην Ελλάδα κι όχι στη Μέση Ανατολή, προς την οποία έφευγαν τότε αξιωματικοί και πολίτες. Εδώ είναι η θέση μας, γιατί εδώ είναι οι κατακτητές, κι εδώ πρέπει να μείνουμε και εμείς οι αξιωματικοί, που πρέπει να πάρουμε μέρος στον αγώνα αντίστασης εναντίον τους.
Δυστυχώς, τον Δαβάκη τον πιάσαν γρήγορα οι Ιταλοί κατακτητές για τη στάση του αυτή και τον μετέφεραν με πλοίο προς την Ιταλία. Το πλοίο που τον μετέφερε τορπιλίστηκε, πιθανότατα από τους ίδιους τους φασίστες Ιταλούς, κι ο θρυλικός Δαβάκης χάθηκε έτσι στα πελάγη της Αδριατικής.
Σε μια εκπομπή του ραδιοσταθμού της Αθήνας μετά τον πόλεμο, άκουγα που μιλούσε ο αδελφός του Κώστα Δαβάκη, ένας φαρμακοποιός από την Καλλιθέα Αττικής. Έλεγε στην ομιλία του όσα έλεγε και ο αδελφός του Κώστας Δαβάκης, και ενημέρωνε τους Έλληνες αξιωματικούς ότι εδώ είναι η θέση τους, και τα υπόλοιπα που μόλις αναφέραμε.
Η θέση αυτή του Κώστα Δαβάκη έπαιξε σίγουρα κι αυτή το θετικό ρόλο της στην οργάνωση και ανάπτυξη της κατοπινής ένδοξης Εθνικής Αντίστασης στην πατρίδα μας. Στην οποία Εθνική Αντίσταση, πρώτη θέση θα είχε οπωσδήποτε και ο ίδιος ο θρύλος της Πίνδου Κώστας Δαβάκης, αν ζούσε και δε χανόταν στην Αδριατική από τις ύπουλες ενέργειες των κατακτητών.
(Από το βιβλίο του Βασίλη Βενετσανόπουλου “ΠΑΡΩΝ”, Μια ζωή στην πρώτη γραμμή, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ: «Ήλθε και η καπελιέρα μου. Έκτακτη!»…
Στιγμιότυπα από το «Ημερολόγιο» του φασίστα, δικτάτορα, του «Μεγάλου Έλληνα» σύμφωνα με το «Σκάι» και την «Καθημερινή»
Λέγεται πως ο Μεταξάς ήταν "φτωχός".
Στην σελίδα 91 του ημερολογίου του, βάζει κι επικεφαλίδα : Προσωπικές οικονομικές δυσχέρειες!
Για να δούμε τις "δυσχέρειες" αυτές...μήπως κι ήταν ευχέρειες και μάλιστα μεγάλες!
"Περιουσιακώς ετακτοποιήθημεν", γράφει στη σελίδα 84α - 31/7/1911 κι εν συνεχεία, "βεβαίως πολλά ακόμη είναι εκκρεμή ολόγυρα και, αν κλείσω το μάτι ή δεν κρατήσω καλά το τιμόνι, ημπορούν να φέρουν ανωμαλίας μεγάλας. Αλλά, το τιμόνι το κρατώ -σφιχτά, δεν αμφιβάλλουμε, αφού πρόκειται για λεφτά- και το μάτι θα είναι ανοικτό".
Άρα : Εφόσον θα κρατάει σφιχτά το "τιμόνι" -διάβαζε "πουγκί" & θα' χει "ανοιχτό" το μάτι, προφανώς αυτό που κοίταζε τον κόσμο στις βιτρίνες των παπουτσήδικων και ετοιματζίδικων της οδού Αιόλου...το μάτι του "πατέρα" δικτάτορα - ανωμαλίαι δεν θα υπάρξουν!
Και δεν υπήρξαν "οικονομικές δυσχέρειες" στη ζωή του εφεξής ποτέ, γιατί πράγματι "περιουσιακώς" ήταν λαμπρά τακτοποιημένο, από το 1911!
Ορίστε και τα στοιχεία :
Μήνας τώρα με απασχολεί το ζήτημα της προικός της Μαριάνθης. Πως θα την πληρώσω; Αι οικονομίαι του δευτέρου έτους του γάμου μου είναι μηδαμιναί. 85β - 4/9/1911.
Ξέρετε πολλούς ...φτωχούς, που αν τους απασχολεί κάτι, δεν είναι τα έξοδα της ίδιας τους της ζωής, αλλά : ότι το "δεύτερον έτος" του χρυσοφόρου γάμου των δεν απέφερε τόσα, ώστε να καταβάλλουν 25.000 δραχμές (χρυσές βεβαίως, του 1911), που υπεσχέθησαν ως προίκα της αδελφής τους;
Αλήθεια, ξέρετε πολλούς "φτωχούς" που να τους περισσεύουν άνω των 70.000 δρχ. το χρόνο (η αντιστοιχία του 1966 όταν δημοσιεύτηκε το Ημερολόγιο προς τις 4.000 του 1911) και να τις βρίσκουν και λίγες;
Για τέτοιου είδους "φτωχό" μιλάμε.
Όμως ο "φτωχούλης" βολευόταν κουτσά-στραβά με μεγάλες "οικονομικές επιφάνειες" που αναγνωρίζονταν απο τράπεζες κι είχε δυνατότητες δανείων και άλλων κομπινών :
Απεφάσισα να δανεισθώ από την Τράπεζαν. Κατ' αρχάς εζήτησα 20 χιλιάδας. Βλέπων όμως τας δυσκολίας, περιωρίσθην εις 10 χιλιάδας.
Κι εδώ μπαίνουμε σε ένα θεματάκι, που αφορά την κυρία Λέλα. Γράφει ότι "περιωρίσθη" να ζητήση δάνειο 10 αντί 20 χιλιάδων από την Τράπεζα "διότι δεν έχει να παράσχη εγγυήσεις, επειδή η προίξ μου είναι αδιατίμητος. Τώρα βλέπω τα λάθη μου και την σχεδόν ένοχον συγκαταβατικότητα μου. Ένοχον, διότι νυμφευόμενος έπρεπε να εξασφαλίσω την Μαριάνθην".
Αυτά γράφονται για να τα διαβάσει η αγαπητή του Λέλα, η πολύφερνος!
Τότε, από κούρασιν, από απειρίαν, από απογοήτευσιν, από δειλίαν, ατολμίαν, δεν εσκέφθην, δεν εξήτασα που θα μας κατήντα το αδιατίμητον της προικός. Δεν ήτο αυτό, άλλωστε, η αρχική συμφωνία μας...
Όπου παρεμβαίνει η "άγρυπνος" κυρία Λέλα και λογοκρίνει όσα εκθέτουν τον πατρικό της οίκον. Γιατί, όλα κι όλα! Όχι και να διασύρη τον οίκον της, ο "Γιαννάκης" της, γράφων ποία ήτο η "αρχική συμφωνία" της αγοραπωλησίας της με τον μπαμπά της! Ψαλίδι λοιπόν!
Στο ίδιο αυτό Ημερολόγιο, νεαρός ανθυπολοχαγίσκος εν Ναυπλίω το 1896 έγραφε αγανακτισμένος περί γάμων-πορνειών, για λεφτά κλπ. Σε πλήρη συνέπεια ο ίδιος....και προίκα, ύστερα από λίγα χρόνια, και παζάρια και "αρχικάς συμφωνίας" περί της προικός, παρά την ....κούραση...ποια κούραση ο κηφήνας; Την απειρία, την απογοήτευση του, τάχα μου τη δειλία και την ατολμία. Ο..που δεν εσκέφθη, δεν εξήτασε. Ο άδολος, ο αδιάφορος για χρήματα και "ότι πέραν του αμώμου έρωτος".
Και δώστου γκρίνια μετά, εν ημερολογίω πάντα, για να διαβάσει και να τα σβήσει μετά τον θάνατο του η Λέλα του. Χώρια το που τον κατάντησε το αδιατίμητον της προικός, όχι του έρωτος το αδιατίμητον!
Από τιμή, άλλο τίποτα! Και από καθαρόν έρωτα, όλες οι τιμές και τα αδιατίμητα. Ανεκτίμητα!
Ενόμιζα ότι ημπορούσα να θέσω εγγύησιν τα ενοίκια των μαγαζείων. Δια μέσου του Δούσμανη (Βίκτωρ Δούσμανης-στρατιωτικός) εζήτησα την συνδρομήν του Παπαφράγκου (δικαστής) και τώρα από αυτόν και τον Μάξιμον (Δημήτριος Μάξιμος-τραπεζίτης) εξαρτάται το δάνειον. Ιδού πως λογαριάζω : 10 χιλιάδες από δάνειον, 4 χιλιάδες από πώλησιν του μαγαζείου της μητέρας (ο Τάσος μας δίδει 3 χιλιάδες μόνον), 3 χιλιάδες οικονομίας μου μέχρις Ιανουαρίου και 2 χιλιάδες που έδωσα πέρυσι, το όλον 19 χιλιάδες. Μένουν άλλαι 6 χιλιάδες. Εάν ευρεθή περίστασις, πωλώ το μερίδιον εις το πλοίον. Ίσως δώση και αυτό τόκους. 86 - 4/9/1911.
Κι αν τα ανωτέρω είναι ενδείξεις, υπάρχει η σαφής δήλωση του για το ύψος της περιουσίας του, της κτηματικής μόνο. Ζήτησε από τον Θάνο Μπασιά να μπει εγγυητής του προς τη Λαϊκή Τράπεζα για το δάνειο που γύρευε. Εκείνος στην αρχή δίσταζε. Όταν όμως άκουσε πως η περιουσία του Μεταξά συνέκειτο εκ 400.000 δραχμών σε ακίνητα εν Αθήναις, μα και κτήματα εν Αιγύπτω, δέχθηκε αμέσως. 91β-20/9/1911.
(ακίνητα 400 χιλιάδων δραχμών στην Αθήνα του 1911, ξεπερνούσαν στην αξία των 40 εκατομμυρίων στην Αθήνα του 1966).
Θρασύτατος, λοιπόν, λέγοντας ότι υπήρξε τάχα φτωχός. Τσιγγούνης, ναι. Αφόρητος! Φτωχός όμως όχι! Οικονομικώς αρριβίστας, του τυπικώτερου είδους. Κάνοντας ένα γάμο συμφέροντος -όλοι αυτοί "τας ηγάπησαν κατόπιν", παίρνοντας μια προίκα τεράστια, ευρισκόμενος ξαφνικά με στέρεα περιουσιακά στοιχεία & κτηματικά. Σε μια Αθήνα που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, γινόμενη από χωριό, μεγαλούπολη, ανάμεσα σε δυό πολέμους. Κι όλα αυτά, στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Μα τι άλλο χρειαζόταν δηλαδή για να ανέλθει ένας τόσο "ευνοημένος" και με τέτοιο χαρακτήρα :
Δουλόφρων και πανούργος, πιστός δήθεν και πραγματικά άπιστος σε όλους, κυνικός και αδίστακτος, κόλακας και ραδιούργος, αρχομανής και με χρηματικά μέσα ουκ ολίγα.
Να μην ξανακουστεί, λοιπόν το "φτωχός"!
Ο Παπάγος είναι φίλος. 120α-8/5/1912. Δυστυχώς ο Βενιζέλος χάνει συνεχώς έδαφος. Οι νέοι υπουργοί του, ιδίως ο Τσιριμώκος (πατήρ όχι ο Ηλίας Τσιριμώκος) και ο Στράτος, τον ζημιώνουν τρομερά. Φαντάσου, ο Τ. έστειλε τα παιδιά και την νταντά μαζί με αντιτορπιλλικό εις την Αιδηψόν, ο αθεόφοβος! Αλλά γίνονται και πολύ χειρότερα φαίνεται. Ο Βενιζέλος δεν τα θέλει, αλλά γίνεται θύμα των εκμεταλ-λευτών του. 136α - 8/8/1912.
136β - 7α, 9/8/1912. Εδιάβαζα ένα μυθιστόρημα. Έφθασα εις ένα μέρος, όπου δύο αντερασταί πρόκειται να μονομαχήσουν ως εξής : Εκάθησαν ο καθείς εις ένα βαρέλι με μπαρούτι και άναψε ο καθείς μίαν θρυαλλίδαν. Εκείνος που θα ανετινάσσετο πρώτος, θα εγίνετο κομμάτια.
Μάλιστα. Ότι δηλαδή μόλις έσκαγε η οποιαδήποτε θρυαλλίδα, ο ένας θα την έκανε δια τας αιωνίους μονάς και ο άλλος θα έπαιρνε το κορίτσι. Βρε τι σπίρτο ήταν ο ανήρ! Δε...η πνευματική του τροφή...απαράμιλλος!!!
Καβούρια οι τσέπες σου!
Εφάγαμε εις τα Παναθήναια και έπειτα εκαθήσαμεν εις το θέατρον του Γκρέκα. Το δείπνον δεν μου εκόστισε πολύ. Τέσσερα πρόσωπα. Εγώ, η Μαριάνθη, η μητέρα και ο Θεόφραστος, 10 δρχ. Εις του Γκρέκα δεν ήσαν σπουδαία πράγματα. Δεν επήγαμεν εις το Τριανόν διότι έβαλαν είσοδον μίαν δραχμή το άτομον. Η κονσομασιόν όχι υποχρεωτική, αλλά πάντα κάτι θα πάρη κανείς. 136αβ - 9/8/1912.
Οποία ποιότης ανθρώπου. "Στοργικός γιός" και "αδελφός", που "υπεραγαπά" μάνα και αδελφή, να μετράει και να τσιγγουνεύεται και τη δραχμή, όταν τις βγάζει ένα βράδυ έξω.
Είχαμε τον Θεόφραστον και την Μαριάνθην και έφαγαν απόψε μαζί μας. Είχαμε βιδελάκι (μοσχάρι) ψητό, σαλάτα, κολοκυθάκια, τυρί, φρούτα και έξω από την πόρτα! 137β -11/8/1912.
Οι "ευγενείς" και οι "κόμητες"! Χίλιες φορές ο απλός λαός! Εμείς δεν θα διανοούμασταν καν να γράψουμε κάτι τέτοιο, για τον αδελφό ή την αδελφή μας.
Το βράδυ της 12ης Αυγούστου 1912 είναι καλεσμένος στους Δούσμανη, στην Κηφισιά. Τρώνε έξω.
Εις το Μεγάλον Ξενοδοχείον και ήτο εκεί όλη η Κηφισιά, πολλοί των εχόντων βίλλας και πλείστοι εξ Αθηνών, τέλος όλη η αριστοκρατία. Και ακολουθεί κουτσομπολιόν. Για τον Β., την Ε., την Ν., την Κ.Λ., τα παιδιά της, τον Τ., την Λ., την Δ. κ.α. 138α - 13/8/1912. (Εδώ πέφτει λογοκρισία από την κυρία Λέλα, που αφήνει μόνο τα αρχικά των "λαμπρών" ονομάτων για να μην χαλάσουν οι σχέσεις της).
139β - 13/8/1912 : Όταν εσυλλογίσθην, ότι μερικές φορές εσκέφθημεν και εφλυαρήσαμεν δι' αυτά τα πρόσωπα, πως θα τα σχετισθώμεν και πως θα έμβωμεν;
142-3, 17/8/1912 : Λοιπόν, χθες το πρωΐ που ετοιμαζόμουν να σου γράψω, έρχεται το αμάξι του Βενιζέλου να με παραλάβη κατεπειγόντως. Εννοείς, λοιπόν, ότι χθες ελησμόνησαν πως με έδιωξαν από το Επιτελείον, πως με είπαν ανίκανον, ανισόρροπον, κλπ. Και ο μεν Βενιζέλος με έκαμε κατ' ουσίαν υφυπουργόν και αρχηγόν του Επιτελείου. Λοιπόν, χθες το απόγευμα εκάλεσα τμηματάρχας και αξιωμα-τικούς του Επιτελείου και τους έδιδα τας οδηγίας μου. Μεταξύ αυτών και ο Πάσχος. Σήμερον ήλθε και έλαβε τας οδηγίας μου ο Ζυμβρακάκης. Μη σου περάση η ιδέα ότι όλα αυτά μου έκαμαν την παραμικρήν εντύπωσιν. Μου έρχεται να γελάσω δια το κωμικόν της περιπτώσεως. Βλέπεις ότι πρέπει κανείς να κρατά πόζα με όλους! Εννοείται ότι εις όλα αυτά έκαμα τον αδιάφορον. Μη με πάρης δια υποκριτήν σε παρακαλώ! Σήμερον λοιπόν, όλο το υπουργείον δουλεύει. Εγώ, εννοείται όχι. Το επιβλέπω αφ' υψηλού! Το γράμμα το σφραγίζω με βουλοκέρι. Εξέταζε την σφραγίδα. Θα είναι πάντα εκείνη με το οικόσημο μας.
Βρε το κοκκοράκι! Έδινε οδηγίες και εντολές, ο απλός διαβιβαστής! Δηλαδή τις οδηγίες του Υπουργού, εν προκειμένω του Βενιζέλου! Πρέπει να άλλαξε ίσαμε δέκα σώβρακα από τη χαρά του...έπεσε ένας προβολέας επάνω του...άλλο αν τον έψαχνε καμιά ώρα! Το γράμμα, που αντέγραψε και στο Ημερολόγιο προοριζόταν για την μαντάμ Λέλα που παραθέριζε στην Τήνο.
Προσπάθησα να το αποφύγω, παρ' όλη την τιμήν που μου γίνεται και επακολουθούσας αμοιβάς, διότι είμαι βέβαιος ότι θα αμειφθώ. Αλλά τι να κάμω; "Δεν έχομεν εις ποίον άλλον να καταφύγωμεν. Το κράτος αποτείνεται εις σε". Τι να κάμω; Noblesse oblige...147β - 23/8/1912.
Έπαρση η αμοιβάδα! Και υποκριτής και Φαρισαίος!
Εννοείς ότι δι' όλα αυτά θα πληρωθώ από το Δημόσιον γερά! 148β - 23/8/1912.
Σήμερον έτρεχα όλην την ημέραν δια τας προετοιμασίας. Έπρεπε να επισκευασθούν στολαί, να αλλα-χθούν ασημένια και κόκκινα στολίδια, να επαργυρωθή η παλάσκα, λουριά, να κοιλωθή το σπαθί. Έπειτα να παραγγείλω ένα κοστούμι σακκάκι από μπλέ μαρέν κι ένα επανωφόρι χειμωνιάτικο. Έπειτα επιθεώ-ρησις φράκου, σμόκιν, ρεδιγκότας κλπ. Μένει να αγοράσω καπέλο ψηλό, καπέλο μαλακό, κολάρα, λαιμοδέτες, γάντια και χίλια-δυό ψιλοπράγματα. Παρήγγειλα παπούτσια λουστρίνια στρατιωτικά, παπούτσια αμερικάνικα πολιτικά και που να θυμάμαι να σου τα είπω όλα! Ίσως το μόνο καλόν του ταξιδίου μου, θα είναι να πληρώσω τα ρουχικά μου χωρίς να εξοδεύσω από την τσέπη μου.
Τέλος, ετοιμάσθηκαν όλα και το μόνο που λείπει είναι η καπελιέρα, την οποίαν θα παραγγείλω μιαν ημέραν πριν φύγω. Εγώ άρχισα να νομίζω μήπως και δεν φύγω διόλου και δι' αυτό δεν επήρα ακόμα την καπελιέρα. 149β - 30/8/1912.
Ήρθε η καπελιέρα μου! Έκτακτη! Χωράει το ψηλό, δύο ημίψηλα, δύο στρατιωτικά, το λοφίον με το κουτί του και έχει ακόμα τόπον! 153β - 4/9/1912
Αν δεν μου δώσουν αρκετά χρήματα, δεν πηγαίνω πουθενά, τους το είπα καθαρά! 153α - 3/9/1912
Ο Κορομηλάς μου έδωσε τώρα δια το ταξίδι μου και τας πρώτας ημέρας διαμονής 1600 φράγκα και μου είπε να μη συλλογισθώ τα χρήματα. Άμα χρειασθώ να του τηλεγραφήσω, να κάμω ότι μου χρειάζεται και να μη στενοχωρηθώ από τίποτε!
Είμαι περίεργος να ήξευρα τι κομφούζιο θα εγίνετο, εαν δεν ανακατευόμουνα εγώ. Να σου ειπώ, όσον και είμαι μετριόφρων, αυτή τη φορά κτυπά εις τα μάτια και τα δικά μου ακόμη. 153β - 3/9/1912.
Μεθαύριον, Δευτέραν, θα έχω σύσκεψιν με τον Κορομηλάν και τον Διάδοχον. Έγινα ως, βλέπεις, μεγάλος άνθρωπος. 151β - 1/9/1912.
Εκρεμάστηκαν από εμέ. Με ήξευραν, αλλ' έως την στιγμήν δεν με είχαν ανάγκη. Άμα περάσει η τρικυμία, θα με ξεχάσουν πάλιν. Μόνο ο κακομοίρης ο (πρίγκηψ) Ανδρέας ...149α - 23/8/1912.
Φαντάσου: συμβούλιον από τας 5 έως τας 6 και από τας 7 έως τις 8:30. Έγινα διπλωμάτης. Πρέπει να βάλω και μονόκλ. Να σου ειπώ : Πρέπει να ανταμειφθώ. Και πως; Το ξεύρεις. Μόλις γυρίσω, ο Μεγαλειότατος, ενθουσιασμένος από το έργον μου, με καλεί και με διορίζει...ηξεύρεις, υπασπιστήν του!
142β - 18/8/1912.
Από τον ενθουσιασμόν του (ο Μεγαλειότατος πάντα) μου αυξάνει το επιμίσθιον εις 400 δρχ. το μήνα. Ιδού μια λύσις. Στο κάτω-κάτω δέχομαι να μου δίδουν το μήνα 400 δρχ παραπάνω από τον μισθόν μου και να μη με διορίσουν απολύτως τίποτε! Ειλικρινώς, το δέχομαι. Και μάλιστα δέχομαι να μου ειπούν :
Δεν κάνεις δια τίποτε, κάτσε στο σπίτι σου! Μα, επι τέλους, βρωμά η Αθήνα από ματαιοδόξους. Εμένα βρήκαν; 152αβ - 1/9/1912.
Όλος αυτός ο ναρκισσισμός απευθύνεται προς την "πολύφερνη" συμβία του. Η οποία διαρκώς τον σνομπάρει, κατα πώς φαίνεται, κάνοντας την "πρακτική" και την "αφιλόδοξη" τάχα. Της δείχνει πως ο ρεαλισμός του είναι δυνατότερος από τη ματαιοδοξία του! Έτσι, "έμμεσα" ανωτεροποιείται στα μάτια της! Δηλαδή, θαρρεί πως σκαρφαλώνει στο ψηλότερο επίπεδο, από της από σόι πορτοφόλας αγαπητής του Λέλας, σαν κι ελόγου του, καθώς κι εκείνη, δήθεν, είναι υπεράνω τιμών και αξιωμάτων!
Στην σελίδα 91 του ημερολογίου του, βάζει κι επικεφαλίδα : Προσωπικές οικονομικές δυσχέρειες!
Για να δούμε τις "δυσχέρειες" αυτές...μήπως κι ήταν ευχέρειες και μάλιστα μεγάλες!
"Περιουσιακώς ετακτοποιήθημεν", γράφει στη σελίδα 84α - 31/7/1911 κι εν συνεχεία, "βεβαίως πολλά ακόμη είναι εκκρεμή ολόγυρα και, αν κλείσω το μάτι ή δεν κρατήσω καλά το τιμόνι, ημπορούν να φέρουν ανωμαλίας μεγάλας. Αλλά, το τιμόνι το κρατώ -σφιχτά, δεν αμφιβάλλουμε, αφού πρόκειται για λεφτά- και το μάτι θα είναι ανοικτό".
Άρα : Εφόσον θα κρατάει σφιχτά το "τιμόνι" -διάβαζε "πουγκί" & θα' χει "ανοιχτό" το μάτι, προφανώς αυτό που κοίταζε τον κόσμο στις βιτρίνες των παπουτσήδικων και ετοιματζίδικων της οδού Αιόλου...το μάτι του "πατέρα" δικτάτορα - ανωμαλίαι δεν θα υπάρξουν!
Και δεν υπήρξαν "οικονομικές δυσχέρειες" στη ζωή του εφεξής ποτέ, γιατί πράγματι "περιουσιακώς" ήταν λαμπρά τακτοποιημένο, από το 1911!
Ορίστε και τα στοιχεία :
Μήνας τώρα με απασχολεί το ζήτημα της προικός της Μαριάνθης. Πως θα την πληρώσω; Αι οικονομίαι του δευτέρου έτους του γάμου μου είναι μηδαμιναί. 85β - 4/9/1911.
Ξέρετε πολλούς ...φτωχούς, που αν τους απασχολεί κάτι, δεν είναι τα έξοδα της ίδιας τους της ζωής, αλλά : ότι το "δεύτερον έτος" του χρυσοφόρου γάμου των δεν απέφερε τόσα, ώστε να καταβάλλουν 25.000 δραχμές (χρυσές βεβαίως, του 1911), που υπεσχέθησαν ως προίκα της αδελφής τους;
Αλήθεια, ξέρετε πολλούς "φτωχούς" που να τους περισσεύουν άνω των 70.000 δρχ. το χρόνο (η αντιστοιχία του 1966 όταν δημοσιεύτηκε το Ημερολόγιο προς τις 4.000 του 1911) και να τις βρίσκουν και λίγες;
Για τέτοιου είδους "φτωχό" μιλάμε.
Όμως ο "φτωχούλης" βολευόταν κουτσά-στραβά με μεγάλες "οικονομικές επιφάνειες" που αναγνωρίζονταν απο τράπεζες κι είχε δυνατότητες δανείων και άλλων κομπινών :
Απεφάσισα να δανεισθώ από την Τράπεζαν. Κατ' αρχάς εζήτησα 20 χιλιάδας. Βλέπων όμως τας δυσκολίας, περιωρίσθην εις 10 χιλιάδας.
Κι εδώ μπαίνουμε σε ένα θεματάκι, που αφορά την κυρία Λέλα. Γράφει ότι "περιωρίσθη" να ζητήση δάνειο 10 αντί 20 χιλιάδων από την Τράπεζα "διότι δεν έχει να παράσχη εγγυήσεις, επειδή η προίξ μου είναι αδιατίμητος. Τώρα βλέπω τα λάθη μου και την σχεδόν ένοχον συγκαταβατικότητα μου. Ένοχον, διότι νυμφευόμενος έπρεπε να εξασφαλίσω την Μαριάνθην".
Αυτά γράφονται για να τα διαβάσει η αγαπητή του Λέλα, η πολύφερνος!
Τότε, από κούρασιν, από απειρίαν, από απογοήτευσιν, από δειλίαν, ατολμίαν, δεν εσκέφθην, δεν εξήτασα που θα μας κατήντα το αδιατίμητον της προικός. Δεν ήτο αυτό, άλλωστε, η αρχική συμφωνία μας...
Όπου παρεμβαίνει η "άγρυπνος" κυρία Λέλα και λογοκρίνει όσα εκθέτουν τον πατρικό της οίκον. Γιατί, όλα κι όλα! Όχι και να διασύρη τον οίκον της, ο "Γιαννάκης" της, γράφων ποία ήτο η "αρχική συμφωνία" της αγοραπωλησίας της με τον μπαμπά της! Ψαλίδι λοιπόν!
Στο ίδιο αυτό Ημερολόγιο, νεαρός ανθυπολοχαγίσκος εν Ναυπλίω το 1896 έγραφε αγανακτισμένος περί γάμων-πορνειών, για λεφτά κλπ. Σε πλήρη συνέπεια ο ίδιος....και προίκα, ύστερα από λίγα χρόνια, και παζάρια και "αρχικάς συμφωνίας" περί της προικός, παρά την ....κούραση...ποια κούραση ο κηφήνας; Την απειρία, την απογοήτευση του, τάχα μου τη δειλία και την ατολμία. Ο..που δεν εσκέφθη, δεν εξήτασε. Ο άδολος, ο αδιάφορος για χρήματα και "ότι πέραν του αμώμου έρωτος".
Και δώστου γκρίνια μετά, εν ημερολογίω πάντα, για να διαβάσει και να τα σβήσει μετά τον θάνατο του η Λέλα του. Χώρια το που τον κατάντησε το αδιατίμητον της προικός, όχι του έρωτος το αδιατίμητον!
Από τιμή, άλλο τίποτα! Και από καθαρόν έρωτα, όλες οι τιμές και τα αδιατίμητα. Ανεκτίμητα!
Ενόμιζα ότι ημπορούσα να θέσω εγγύησιν τα ενοίκια των μαγαζείων. Δια μέσου του Δούσμανη (Βίκτωρ Δούσμανης-στρατιωτικός) εζήτησα την συνδρομήν του Παπαφράγκου (δικαστής) και τώρα από αυτόν και τον Μάξιμον (Δημήτριος Μάξιμος-τραπεζίτης) εξαρτάται το δάνειον. Ιδού πως λογαριάζω : 10 χιλιάδες από δάνειον, 4 χιλιάδες από πώλησιν του μαγαζείου της μητέρας (ο Τάσος μας δίδει 3 χιλιάδες μόνον), 3 χιλιάδες οικονομίας μου μέχρις Ιανουαρίου και 2 χιλιάδες που έδωσα πέρυσι, το όλον 19 χιλιάδες. Μένουν άλλαι 6 χιλιάδες. Εάν ευρεθή περίστασις, πωλώ το μερίδιον εις το πλοίον. Ίσως δώση και αυτό τόκους. 86 - 4/9/1911.
Κι αν τα ανωτέρω είναι ενδείξεις, υπάρχει η σαφής δήλωση του για το ύψος της περιουσίας του, της κτηματικής μόνο. Ζήτησε από τον Θάνο Μπασιά να μπει εγγυητής του προς τη Λαϊκή Τράπεζα για το δάνειο που γύρευε. Εκείνος στην αρχή δίσταζε. Όταν όμως άκουσε πως η περιουσία του Μεταξά συνέκειτο εκ 400.000 δραχμών σε ακίνητα εν Αθήναις, μα και κτήματα εν Αιγύπτω, δέχθηκε αμέσως. 91β-20/9/1911.
(ακίνητα 400 χιλιάδων δραχμών στην Αθήνα του 1911, ξεπερνούσαν στην αξία των 40 εκατομμυρίων στην Αθήνα του 1966).
Θρασύτατος, λοιπόν, λέγοντας ότι υπήρξε τάχα φτωχός. Τσιγγούνης, ναι. Αφόρητος! Φτωχός όμως όχι! Οικονομικώς αρριβίστας, του τυπικώτερου είδους. Κάνοντας ένα γάμο συμφέροντος -όλοι αυτοί "τας ηγάπησαν κατόπιν", παίρνοντας μια προίκα τεράστια, ευρισκόμενος ξαφνικά με στέρεα περιουσιακά στοιχεία & κτηματικά. Σε μια Αθήνα που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, γινόμενη από χωριό, μεγαλούπολη, ανάμεσα σε δυό πολέμους. Κι όλα αυτά, στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Μα τι άλλο χρειαζόταν δηλαδή για να ανέλθει ένας τόσο "ευνοημένος" και με τέτοιο χαρακτήρα :
Δουλόφρων και πανούργος, πιστός δήθεν και πραγματικά άπιστος σε όλους, κυνικός και αδίστακτος, κόλακας και ραδιούργος, αρχομανής και με χρηματικά μέσα ουκ ολίγα.
Να μην ξανακουστεί, λοιπόν το "φτωχός"!
Ο Παπάγος είναι φίλος. 120α-8/5/1912. Δυστυχώς ο Βενιζέλος χάνει συνεχώς έδαφος. Οι νέοι υπουργοί του, ιδίως ο Τσιριμώκος (πατήρ όχι ο Ηλίας Τσιριμώκος) και ο Στράτος, τον ζημιώνουν τρομερά. Φαντάσου, ο Τ. έστειλε τα παιδιά και την νταντά μαζί με αντιτορπιλλικό εις την Αιδηψόν, ο αθεόφοβος! Αλλά γίνονται και πολύ χειρότερα φαίνεται. Ο Βενιζέλος δεν τα θέλει, αλλά γίνεται θύμα των εκμεταλ-λευτών του. 136α - 8/8/1912.
136β - 7α, 9/8/1912. Εδιάβαζα ένα μυθιστόρημα. Έφθασα εις ένα μέρος, όπου δύο αντερασταί πρόκειται να μονομαχήσουν ως εξής : Εκάθησαν ο καθείς εις ένα βαρέλι με μπαρούτι και άναψε ο καθείς μίαν θρυαλλίδαν. Εκείνος που θα ανετινάσσετο πρώτος, θα εγίνετο κομμάτια.
Μάλιστα. Ότι δηλαδή μόλις έσκαγε η οποιαδήποτε θρυαλλίδα, ο ένας θα την έκανε δια τας αιωνίους μονάς και ο άλλος θα έπαιρνε το κορίτσι. Βρε τι σπίρτο ήταν ο ανήρ! Δε...η πνευματική του τροφή...απαράμιλλος!!!
Καβούρια οι τσέπες σου!
Εφάγαμε εις τα Παναθήναια και έπειτα εκαθήσαμεν εις το θέατρον του Γκρέκα. Το δείπνον δεν μου εκόστισε πολύ. Τέσσερα πρόσωπα. Εγώ, η Μαριάνθη, η μητέρα και ο Θεόφραστος, 10 δρχ. Εις του Γκρέκα δεν ήσαν σπουδαία πράγματα. Δεν επήγαμεν εις το Τριανόν διότι έβαλαν είσοδον μίαν δραχμή το άτομον. Η κονσομασιόν όχι υποχρεωτική, αλλά πάντα κάτι θα πάρη κανείς. 136αβ - 9/8/1912.
Οποία ποιότης ανθρώπου. "Στοργικός γιός" και "αδελφός", που "υπεραγαπά" μάνα και αδελφή, να μετράει και να τσιγγουνεύεται και τη δραχμή, όταν τις βγάζει ένα βράδυ έξω.
Είχαμε τον Θεόφραστον και την Μαριάνθην και έφαγαν απόψε μαζί μας. Είχαμε βιδελάκι (μοσχάρι) ψητό, σαλάτα, κολοκυθάκια, τυρί, φρούτα και έξω από την πόρτα! 137β -11/8/1912.
Οι "ευγενείς" και οι "κόμητες"! Χίλιες φορές ο απλός λαός! Εμείς δεν θα διανοούμασταν καν να γράψουμε κάτι τέτοιο, για τον αδελφό ή την αδελφή μας.
Το βράδυ της 12ης Αυγούστου 1912 είναι καλεσμένος στους Δούσμανη, στην Κηφισιά. Τρώνε έξω.
Εις το Μεγάλον Ξενοδοχείον και ήτο εκεί όλη η Κηφισιά, πολλοί των εχόντων βίλλας και πλείστοι εξ Αθηνών, τέλος όλη η αριστοκρατία. Και ακολουθεί κουτσομπολιόν. Για τον Β., την Ε., την Ν., την Κ.Λ., τα παιδιά της, τον Τ., την Λ., την Δ. κ.α. 138α - 13/8/1912. (Εδώ πέφτει λογοκρισία από την κυρία Λέλα, που αφήνει μόνο τα αρχικά των "λαμπρών" ονομάτων για να μην χαλάσουν οι σχέσεις της).
139β - 13/8/1912 : Όταν εσυλλογίσθην, ότι μερικές φορές εσκέφθημεν και εφλυαρήσαμεν δι' αυτά τα πρόσωπα, πως θα τα σχετισθώμεν και πως θα έμβωμεν;
142-3, 17/8/1912 : Λοιπόν, χθες το πρωΐ που ετοιμαζόμουν να σου γράψω, έρχεται το αμάξι του Βενιζέλου να με παραλάβη κατεπειγόντως. Εννοείς, λοιπόν, ότι χθες ελησμόνησαν πως με έδιωξαν από το Επιτελείον, πως με είπαν ανίκανον, ανισόρροπον, κλπ. Και ο μεν Βενιζέλος με έκαμε κατ' ουσίαν υφυπουργόν και αρχηγόν του Επιτελείου. Λοιπόν, χθες το απόγευμα εκάλεσα τμηματάρχας και αξιωμα-τικούς του Επιτελείου και τους έδιδα τας οδηγίας μου. Μεταξύ αυτών και ο Πάσχος. Σήμερον ήλθε και έλαβε τας οδηγίας μου ο Ζυμβρακάκης. Μη σου περάση η ιδέα ότι όλα αυτά μου έκαμαν την παραμικρήν εντύπωσιν. Μου έρχεται να γελάσω δια το κωμικόν της περιπτώσεως. Βλέπεις ότι πρέπει κανείς να κρατά πόζα με όλους! Εννοείται ότι εις όλα αυτά έκαμα τον αδιάφορον. Μη με πάρης δια υποκριτήν σε παρακαλώ! Σήμερον λοιπόν, όλο το υπουργείον δουλεύει. Εγώ, εννοείται όχι. Το επιβλέπω αφ' υψηλού! Το γράμμα το σφραγίζω με βουλοκέρι. Εξέταζε την σφραγίδα. Θα είναι πάντα εκείνη με το οικόσημο μας.
Βρε το κοκκοράκι! Έδινε οδηγίες και εντολές, ο απλός διαβιβαστής! Δηλαδή τις οδηγίες του Υπουργού, εν προκειμένω του Βενιζέλου! Πρέπει να άλλαξε ίσαμε δέκα σώβρακα από τη χαρά του...έπεσε ένας προβολέας επάνω του...άλλο αν τον έψαχνε καμιά ώρα! Το γράμμα, που αντέγραψε και στο Ημερολόγιο προοριζόταν για την μαντάμ Λέλα που παραθέριζε στην Τήνο.
Προσπάθησα να το αποφύγω, παρ' όλη την τιμήν που μου γίνεται και επακολουθούσας αμοιβάς, διότι είμαι βέβαιος ότι θα αμειφθώ. Αλλά τι να κάμω; "Δεν έχομεν εις ποίον άλλον να καταφύγωμεν. Το κράτος αποτείνεται εις σε". Τι να κάμω; Noblesse oblige...147β - 23/8/1912.
Έπαρση η αμοιβάδα! Και υποκριτής και Φαρισαίος!
Εννοείς ότι δι' όλα αυτά θα πληρωθώ από το Δημόσιον γερά! 148β - 23/8/1912.
Σήμερον έτρεχα όλην την ημέραν δια τας προετοιμασίας. Έπρεπε να επισκευασθούν στολαί, να αλλα-χθούν ασημένια και κόκκινα στολίδια, να επαργυρωθή η παλάσκα, λουριά, να κοιλωθή το σπαθί. Έπειτα να παραγγείλω ένα κοστούμι σακκάκι από μπλέ μαρέν κι ένα επανωφόρι χειμωνιάτικο. Έπειτα επιθεώ-ρησις φράκου, σμόκιν, ρεδιγκότας κλπ. Μένει να αγοράσω καπέλο ψηλό, καπέλο μαλακό, κολάρα, λαιμοδέτες, γάντια και χίλια-δυό ψιλοπράγματα. Παρήγγειλα παπούτσια λουστρίνια στρατιωτικά, παπούτσια αμερικάνικα πολιτικά και που να θυμάμαι να σου τα είπω όλα! Ίσως το μόνο καλόν του ταξιδίου μου, θα είναι να πληρώσω τα ρουχικά μου χωρίς να εξοδεύσω από την τσέπη μου.
Τέλος, ετοιμάσθηκαν όλα και το μόνο που λείπει είναι η καπελιέρα, την οποίαν θα παραγγείλω μιαν ημέραν πριν φύγω. Εγώ άρχισα να νομίζω μήπως και δεν φύγω διόλου και δι' αυτό δεν επήρα ακόμα την καπελιέρα. 149β - 30/8/1912.
Ήρθε η καπελιέρα μου! Έκτακτη! Χωράει το ψηλό, δύο ημίψηλα, δύο στρατιωτικά, το λοφίον με το κουτί του και έχει ακόμα τόπον! 153β - 4/9/1912
Αν δεν μου δώσουν αρκετά χρήματα, δεν πηγαίνω πουθενά, τους το είπα καθαρά! 153α - 3/9/1912
Ο Κορομηλάς μου έδωσε τώρα δια το ταξίδι μου και τας πρώτας ημέρας διαμονής 1600 φράγκα και μου είπε να μη συλλογισθώ τα χρήματα. Άμα χρειασθώ να του τηλεγραφήσω, να κάμω ότι μου χρειάζεται και να μη στενοχωρηθώ από τίποτε!
Είμαι περίεργος να ήξευρα τι κομφούζιο θα εγίνετο, εαν δεν ανακατευόμουνα εγώ. Να σου ειπώ, όσον και είμαι μετριόφρων, αυτή τη φορά κτυπά εις τα μάτια και τα δικά μου ακόμη. 153β - 3/9/1912.
Μεθαύριον, Δευτέραν, θα έχω σύσκεψιν με τον Κορομηλάν και τον Διάδοχον. Έγινα ως, βλέπεις, μεγάλος άνθρωπος. 151β - 1/9/1912.
Εκρεμάστηκαν από εμέ. Με ήξευραν, αλλ' έως την στιγμήν δεν με είχαν ανάγκη. Άμα περάσει η τρικυμία, θα με ξεχάσουν πάλιν. Μόνο ο κακομοίρης ο (πρίγκηψ) Ανδρέας ...149α - 23/8/1912.
Φαντάσου: συμβούλιον από τας 5 έως τας 6 και από τας 7 έως τις 8:30. Έγινα διπλωμάτης. Πρέπει να βάλω και μονόκλ. Να σου ειπώ : Πρέπει να ανταμειφθώ. Και πως; Το ξεύρεις. Μόλις γυρίσω, ο Μεγαλειότατος, ενθουσιασμένος από το έργον μου, με καλεί και με διορίζει...ηξεύρεις, υπασπιστήν του!
142β - 18/8/1912.
Από τον ενθουσιασμόν του (ο Μεγαλειότατος πάντα) μου αυξάνει το επιμίσθιον εις 400 δρχ. το μήνα. Ιδού μια λύσις. Στο κάτω-κάτω δέχομαι να μου δίδουν το μήνα 400 δρχ παραπάνω από τον μισθόν μου και να μη με διορίσουν απολύτως τίποτε! Ειλικρινώς, το δέχομαι. Και μάλιστα δέχομαι να μου ειπούν :
Δεν κάνεις δια τίποτε, κάτσε στο σπίτι σου! Μα, επι τέλους, βρωμά η Αθήνα από ματαιοδόξους. Εμένα βρήκαν; 152αβ - 1/9/1912.
Όλος αυτός ο ναρκισσισμός απευθύνεται προς την "πολύφερνη" συμβία του. Η οποία διαρκώς τον σνομπάρει, κατα πώς φαίνεται, κάνοντας την "πρακτική" και την "αφιλόδοξη" τάχα. Της δείχνει πως ο ρεαλισμός του είναι δυνατότερος από τη ματαιοδοξία του! Έτσι, "έμμεσα" ανωτεροποιείται στα μάτια της! Δηλαδή, θαρρεί πως σκαρφαλώνει στο ψηλότερο επίπεδο, από της από σόι πορτοφόλας αγαπητής του Λέλας, σαν κι ελόγου του, καθώς κι εκείνη, δήθεν, είναι υπεράνω τιμών και αξιωμάτων!
28 Οκτώβρη:
«Όλοι μαζί», ε; Αλήθεια;
«Να είμαστε όλοι μαζί», «να είμαστε ενωμένοι», «είδατε πόσα καταφέρνουμε όταν είμαστε όλοι ενωμένοι;»… όπως την 28η Οκτωβρίου 1940.
Τα γνωστά κλισέ. Τα ίδια και τα ίδια.
Συγγνώμη, αλλά δεν θα συμμετάσχουμε σε αυτό το μεθύσι της γενικής συμφιλίωσης.
Συγγνώμη, επίσης, που δεν διαβάζουμε ούτε την 28η Οκτώβρη, ούτε την ΕΑΜική αντίσταση, ούτε την Επανάσταση του ’21, ούτε τίποτα απ’ όσα προχώρησαν την Ελλάδα και τον κόσμο ένα βήμα μπροστά, ως αποτέλεσμα είτε της «ενότητας» των προβάτων με τους λύκους, είτε ως αποτέλεσμα της «διαπραγμάτευσης» των προβάτων με τους λύκους.
Άλλωστε αυτού τους είδους η «ενότητα» δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά. Σε καμία περίοδο. Σε καμία κοινωνία αντιτιθέμενων συμφερόντων.
Αλλού και όχι «μαζί» ήταν οι Έλληνες που μήδισαν από εκείνους που πολεμούσαν τους Πέρσες.
Αλλού και όχι «μαζί» με εκείνους που πήγαν στο Βισί ήταν οι Γάλλοι που πολεμούσαν τους ναζί.
Αλλού και όχι «μαζί» ήταν οι Καραϊσκάκηδες από τους Νενέκους.
Αλλού και όχι «μαζί» ήταν ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ από τους Μακάρθι.
Αλλιώς τιμούν την 28η Οκτώβρη αυτοί που δέχονταν τα βόλια του ναζί, με τους άλλους που ενώθηκαν με τον ναζί.
Αυτό το «όλοι μαζί» υπάρχει μόνο στα «όλοι μαζί τα φάγαμε» των Πάγκαλων. Μόνο όσοι απουσίαζαν και απουσιάζουν από τους αγώνες και τις αγωνίες του ελληνικού λαού προσπαθούσαν και προσπαθούν – πάντα – να κρύψουν την απουσία τους πίσω από την «αθώα» φρασούλα: «Όλοι οι Ελληνες μαζί»…
Όμως, η Ιστορία και η αλήθεια είναι πεισματάρικα πράγματα.
Και επιμένουν: Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, δεν ήταν «όλοι οι Ελληνες μαζί». «Μαζί» και «ενωμένος», για να επιστρέψουμε στην 28η Οκτώβρη και κυρίως σε όσα συμβολίζει, ήταν, πράγματι, ο ελληνικός λαός.
Όμως:
α) Όταν ο ελληνικός λαός πολεμούσε τον φασισμό στο μέτωπο και μετά στα βουνά και στις πόλεις, υπήρχαν και εκείνοι που είχαν πάρει τον «πατριωτισμό» τους και – μαζί με το χρυσό της χώρας – τον είχαν φυγαδεύσει στα ασφαλέστατα «χαρακώματα» του Καΐρου και του Λονδίνου.
β) Ενώ ο ελληνικός λαός μαχόταν το φασισμό και το ναζισμό, διεκδικώντας για αντίτιμο μια Ελλάδα της λευτεριάς, της δημοκρατίας και της λαϊκής αναδημιουργίας, υπήρχαν και εκείνοι που το 1944 έσπευδαν να συνταχθούν με τη βασιλική «εξόριστη» κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Ήταν, μάλιστα, τόσο «διαθέσιμοι» στην υπηρεσία των Ανακτόρων, που για το λόγο αυτό «βραβεύονταν» με την ανάθεση ρόλου πρωθυπουργού της «κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας».
γ) Υπήρχαν, φυσικά, και εκείνοι που συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ. Ήταν οι δοσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοντυμένοι. Στους οποίους, αν και προδότες, οι του Καΐρου και του Λονδίνου, όταν επέστρεψαν, στο πλαίσιο της «εθνικής τους ενότητας», επιδαψίλευσαν τιμές και αξιώματα…
Όχι και «όλοι ενωμένοι», λοιπόν. Διότι, πολύ απλά:
Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι ο Μεταξάς είπε «Όχι» το 1940; Το δικό του «Όχι» γιορτάζουμε σήμερα;
Η’ μήπως ισχύει εκείνο που έλεγε για τον Μεταξά ο κεντρώος πολιτικός, ο Καφαντάρης, ότι δηλαδή: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ»; (1).
Όπως θα δούμε, το «Όχι» του Μεταξά δεν ήταν «Όχι» κατά του φασιστικού Άξονα. Δεν είχε φυσικά καμία σχέση με το «Όχι» του ελληνικού λαού. Το «όχι» του Μεταξά ήταν ένα τόσο δα … μικρούλι και ξέπνοο «όχι».
Το λέμε εξαρχής και θα το εξηγήσουμε:
Σε εκείνες τις ιστορικές συνθήκες το «όχι» του Μεταξά ήταν το «Ναι» του φασιστικού καθεστώτος της μεταξικής δικτατορίας υπέρ της Αγγλίας και όχι υπέρ των ελευθεριών του ελληνικού λαού. Και τούτο για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι το ελληνικό κράτος, οι προύχοντες, οι κοτζαμπάσηδες του ελληνικού κράτους (και όχι φυσικά ο πένητας ελληνικός λαός) είχαν άρρηκτους δεσμούς διαπλοκής με το βρετανικό κεφάλαιο.
Δεύτερον, διότι σε κρίσιμες στιγμές (όπως ένας Παγκόσμιος Πόλεμος) οι επιλογές στρατοπέδου από τους «Μεταξάδες» δεν γίνονται με βάση την ιδεολογία τους. Οι «Μεταξάδες» επιλέγουν συμμάχους σύμφωνα με τα ταξικά συμφέροντα που αυτοί εκπροσωπούν. Και τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούσε ο Μεταξάς και το καθεστώς του, ήταν απολύτως εξαρτημένα και διασυνδεδεμένα με την Αγγλία. Γεγονός που δεν θα μπορούσε να παραβλέψει ο – και κατά τα άλλα – πολύ καλός φίλος του Γκαίμπελς, ο Μεταξάς.
Τα γνωστά κλισέ. Τα ίδια και τα ίδια.
Συγγνώμη, αλλά δεν θα συμμετάσχουμε σε αυτό το μεθύσι της γενικής συμφιλίωσης.
Συγγνώμη, επίσης, που δεν διαβάζουμε ούτε την 28η Οκτώβρη, ούτε την ΕΑΜική αντίσταση, ούτε την Επανάσταση του ’21, ούτε τίποτα απ’ όσα προχώρησαν την Ελλάδα και τον κόσμο ένα βήμα μπροστά, ως αποτέλεσμα είτε της «ενότητας» των προβάτων με τους λύκους, είτε ως αποτέλεσμα της «διαπραγμάτευσης» των προβάτων με τους λύκους.
Άλλωστε αυτού τους είδους η «ενότητα» δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά. Σε καμία περίοδο. Σε καμία κοινωνία αντιτιθέμενων συμφερόντων.
Αλλού και όχι «μαζί» ήταν οι Έλληνες που μήδισαν από εκείνους που πολεμούσαν τους Πέρσες.
Αλλού και όχι «μαζί» με εκείνους που πήγαν στο Βισί ήταν οι Γάλλοι που πολεμούσαν τους ναζί.
Αλλού και όχι «μαζί» ήταν οι Καραϊσκάκηδες από τους Νενέκους.
Αλλού και όχι «μαζί» ήταν ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ από τους Μακάρθι.
Αλλιώς τιμούν την 28η Οκτώβρη αυτοί που δέχονταν τα βόλια του ναζί, με τους άλλους που ενώθηκαν με τον ναζί.
Αυτό το «όλοι μαζί» υπάρχει μόνο στα «όλοι μαζί τα φάγαμε» των Πάγκαλων. Μόνο όσοι απουσίαζαν και απουσιάζουν από τους αγώνες και τις αγωνίες του ελληνικού λαού προσπαθούσαν και προσπαθούν – πάντα – να κρύψουν την απουσία τους πίσω από την «αθώα» φρασούλα: «Όλοι οι Ελληνες μαζί»…
Όμως, η Ιστορία και η αλήθεια είναι πεισματάρικα πράγματα.
Και επιμένουν: Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, δεν ήταν «όλοι οι Ελληνες μαζί». «Μαζί» και «ενωμένος», για να επιστρέψουμε στην 28η Οκτώβρη και κυρίως σε όσα συμβολίζει, ήταν, πράγματι, ο ελληνικός λαός.
Όμως:
α) Όταν ο ελληνικός λαός πολεμούσε τον φασισμό στο μέτωπο και μετά στα βουνά και στις πόλεις, υπήρχαν και εκείνοι που είχαν πάρει τον «πατριωτισμό» τους και – μαζί με το χρυσό της χώρας – τον είχαν φυγαδεύσει στα ασφαλέστατα «χαρακώματα» του Καΐρου και του Λονδίνου.
β) Ενώ ο ελληνικός λαός μαχόταν το φασισμό και το ναζισμό, διεκδικώντας για αντίτιμο μια Ελλάδα της λευτεριάς, της δημοκρατίας και της λαϊκής αναδημιουργίας, υπήρχαν και εκείνοι που το 1944 έσπευδαν να συνταχθούν με τη βασιλική «εξόριστη» κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Ήταν, μάλιστα, τόσο «διαθέσιμοι» στην υπηρεσία των Ανακτόρων, που για το λόγο αυτό «βραβεύονταν» με την ανάθεση ρόλου πρωθυπουργού της «κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας».
γ) Υπήρχαν, φυσικά, και εκείνοι που συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ. Ήταν οι δοσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοντυμένοι. Στους οποίους, αν και προδότες, οι του Καΐρου και του Λονδίνου, όταν επέστρεψαν, στο πλαίσιο της «εθνικής τους ενότητας», επιδαψίλευσαν τιμές και αξιώματα…
Όχι και «όλοι ενωμένοι», λοιπόν. Διότι, πολύ απλά:
- Άλλο πράγμα αυτοί που πολεμούσαν και τραγουδούσαν«το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ τη πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά» κι άλλο πράγμα οι «παπατζήδες» που (στις 2-5-1944) σε ομιλία τους στην Αλεξάνδρεια, παρουσία των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, έκαναν λόγο για τη «βρωμιά του ΕΑΜ»!
- Άλλο πράγμα αυτοί που πολέμησαν τον Χίτλερ και με τα ίδια όπλα πολέμησαν τον Τσόρτσιλ και τον Βαν Φλιτ, κι άλλο πράγμα αυτοί που όντας από καιρό έτοιμοι να υπηρετήσουν τους «συμμάχους» πάσχιζαν να «διορθωθεί η κατάσταση», δηλαδή να καταπνιγεί κάθε εγχείρημα λαϊκής κυριαρχίας στον τόπο, και για το λόγο αυτό τηλεγραφούσαν στον Τσόρτσιλ τα εξής: «Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν». (Γεώργιος Παπανδρέου, 22/9/1944, τηλεγράφημα προς τον Τσόρτσιλ).
- Άλλο πράγμα αυτοί που έδωσαν την ψυχή, την καρδιά και το αίμα τους για τη λευτεριά της Ελλάδας και για τη σωτηρία του λαού, κι άλλο πράγμα οι μαυραγορίτες, τα κόμματα και οι εφημερίδες τους που έφταναν να δίνουν ακόμα και το παράγγελμα των εκτελεστικών αποσπασμάτων (!), αυτοί που κράδαιναν ενάντια στο μεγαλειώδες κίνημα της Αντίστασης τη «νομιμότητα» του κατακτητή και των ντόπιων οργάνων του και έγραφαν: «Καλώς συνετάγη ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Έλληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών». («Καθημερινή», 1/6/1941).
- Άλλο πράγμα αυτοί που δονείται η ψυχή τους από το πατριωτικό, αντιφασιστικό και διεθνιστικό μήνυμα της 28ης Οκτώβρη και άλλο πράγμα αυτοί που 76 χρόνια μετά διακηρύσσουν ότι αυτός ο τόπος «χρειάζεται Μεταξάδες» όπως έλεγε από βήματος Βουλής ο χρυσαυγίτης υποφυρερίσκος, ο βουλευτής Παππάς.
- Άλλο πράγμα η δημοκρατία, κι άλλο πράγμα το «δημοκρατικό τόξο» που περιλαμβάνει τους Γεωργιάδη – Βορίδη που ήταν βουλευτές του ΛΑΟΣ όταν ο τότε αρχηγός τους, ο Καρατζαφέρης, επισκεπτόταν ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 2011 το σπίτι του Μεταξά σε ένδειξη… «σεβασμού και μνήμης».
- Άλλο πράγμα η ιστορική αλήθεια κι άλλο πράγμα η «Καθημερινή» που δεν έλειψε ποτέ από τα εκδοτικά εκείνα συγκροτήματα που επιδαψιλεύουν δάφνες στον «πατριώτη» Μεταξά που «είπε το Όχι». Μάλιστα η «Καθημερινή» το έχει πάει και παραπέρα. Ειδικά σε εκείνο το αφιέρωμά της για τον φασίστα Μεταξά, στις 4/8/2007 (ανήμερα, δηλαδή, της κήρυξης της δικτατορίας της «4ης Αυγούστου») όταν και ισχυριζόταν ότι η διακυβέρνηση Μεταξά, εκτός από πατριωτική» που ήταν, πορεύτηκε και με «χαρακτηριστικά φιλολαϊκού»καθεστώτος…
Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι ο Μεταξάς είπε «Όχι» το 1940; Το δικό του «Όχι» γιορτάζουμε σήμερα;
Η’ μήπως ισχύει εκείνο που έλεγε για τον Μεταξά ο κεντρώος πολιτικός, ο Καφαντάρης, ότι δηλαδή: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ»; (1).
Όπως θα δούμε, το «Όχι» του Μεταξά δεν ήταν «Όχι» κατά του φασιστικού Άξονα. Δεν είχε φυσικά καμία σχέση με το «Όχι» του ελληνικού λαού. Το «όχι» του Μεταξά ήταν ένα τόσο δα … μικρούλι και ξέπνοο «όχι».
Το λέμε εξαρχής και θα το εξηγήσουμε:
Σε εκείνες τις ιστορικές συνθήκες το «όχι» του Μεταξά ήταν το «Ναι» του φασιστικού καθεστώτος της μεταξικής δικτατορίας υπέρ της Αγγλίας και όχι υπέρ των ελευθεριών του ελληνικού λαού. Και τούτο για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι το ελληνικό κράτος, οι προύχοντες, οι κοτζαμπάσηδες του ελληνικού κράτους (και όχι φυσικά ο πένητας ελληνικός λαός) είχαν άρρηκτους δεσμούς διαπλοκής με το βρετανικό κεφάλαιο.
Δεύτερον, διότι σε κρίσιμες στιγμές (όπως ένας Παγκόσμιος Πόλεμος) οι επιλογές στρατοπέδου από τους «Μεταξάδες» δεν γίνονται με βάση την ιδεολογία τους. Οι «Μεταξάδες» επιλέγουν συμμάχους σύμφωνα με τα ταξικά συμφέροντα που αυτοί εκπροσωπούν. Και τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούσε ο Μεταξάς και το καθεστώς του, ήταν απολύτως εξαρτημένα και διασυνδεδεμένα με την Αγγλία. Γεγονός που δεν θα μπορούσε να παραβλέψει ο – και κατά τα άλλα – πολύ καλός φίλος του Γκαίμπελς, ο Μεταξάς.
Για να αντιληφθεί κανείς τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα που παίζονταν στην Ελλάδα και το μέγεθος της οικονομικής επιρροής της Αγγλίας στη χώρα είναι ενδεικτικό το εξής στοιχείο:
Το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1932 έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό χρέος ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα.
Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και μόλις το 1,65% ήταν ιταλικά (2).
Όσο για τον Μεταξά, τον Μάη του 1940, λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου, έλεγε στην «Ντέιλι Τέλεγκραφ»: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ότι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» (4)
Επομένως, ήταν τέτοια η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία, που το μεταξικό καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να σταθεί απέναντί της. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που οι ίδιοι οι Άγγλοι αποτιμούσαν το (φασιστικό) καθεστώς Μεταξά, το οποίο με την εγκαθίδρυσή του όχι μόνο δεν περιόρισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία.
Ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοβρετανικές σχέσεις: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα» (3).
Την ίδια εποχή, στις 6/5/1940, παραμονές του πολέμου, επαναλάμβανε (ο Μεταξάς): «Είναι φυσικό, κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Άγγλους και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία, με τους Γερμανούς. Η διαφορά των πολιτευμάτων δεν παίζει ρόλο (…). Και η Ιταλία στο βάθος, τη φιλία προς την Αγγλία ζητά. Μόνο που αυτή ακολουθεί το δρόμο του μεγάλου, ενώ εμείς είμαστε μικροί» (5)
Αλλά ακόμα και πριν από την κήρυξη της δικτατορίας του, ο Μεταξάς ήταν σαφής: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι» (6)
Η΄μήπως το μεγαλείο της απόκρουσης του φασίστα εισβολέα τον Οκτώβρη του ’40 ανήκει στον Μεταξά;
Ας δώσουμε το λόγο σε κάποιους υπεράνω υποψίας:
Και επειδή έτσι ήταν τα πράγματα, γι’ αυτό και το 1945, λίγο πριν η πλουτοκρατία και οι έξωθεν βαστάζοι της ξεκινήσουν το μεγάλο αιματοκύλισμα του εμφυλίου πολέμου, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου στον επίσημό της εορτασμό συντελέστηκε υπό την απόλυτη απουσία του λαού. Οργανώσεις χιτών και βασιλοφρόνων, απ’ αυτούς που το μόνο που δεν είχαν κάνει ήταν να πολεμήσουν στο αλβανικό μέτωπο, δηλαδή, με σημαίες και συνθήματα κατά των βαλκανικών γειτόνων παρέλασαν μέσα στη γενική αδιαφορία του λαού. Πήραν μέρος επίσης η επίσημη κυβέρνηση κι οι πολιτικοί αρχηγοί της Δεξιάς και του Κέντρου. Την ίδια ώρα, και παρά την τρομοκρατία των χιτών και της αστυνομίας, χιλιάδες λαού πήραν μέρος στις συγκεντρώσεις του ΕΑΜ που οργανώθηκαν σε πολλές συνοικίες της Αθήνας.
Το «Όχι» λοιπόν του Μεταξά δεν είχε τίποτα το «πατριωτικό». Ήταν… «συμφεροντολογικό». Και μάλιστα υπό την πιο ιταμή εκδοχή του «συμφέροντος». Δηλαδή του συμφέροντος ενός ταξικού καθεστώτος που, παρά τη διαφορά των πολιτευμάτων, συνέχιζε αδιατάρακτα την πρόσδεση της Ελλάδας υπό το «αγγλικό δόγμα» και αντιμετώπιζε τη χώρα ως «ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1932 έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό χρέος ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα.
Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και μόλις το 1,65% ήταν ιταλικά (2).
Όσο για τον Μεταξά, τον Μάη του 1940, λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου, έλεγε στην «Ντέιλι Τέλεγκραφ»: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ότι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» (4)
Επομένως, ήταν τέτοια η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία, που το μεταξικό καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να σταθεί απέναντί της. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που οι ίδιοι οι Άγγλοι αποτιμούσαν το (φασιστικό) καθεστώς Μεταξά, το οποίο με την εγκαθίδρυσή του όχι μόνο δεν περιόρισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία.
Ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοβρετανικές σχέσεις: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα» (3).
Την ίδια εποχή, στις 6/5/1940, παραμονές του πολέμου, επαναλάμβανε (ο Μεταξάς): «Είναι φυσικό, κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Άγγλους και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία, με τους Γερμανούς. Η διαφορά των πολιτευμάτων δεν παίζει ρόλο (…). Και η Ιταλία στο βάθος, τη φιλία προς την Αγγλία ζητά. Μόνο που αυτή ακολουθεί το δρόμο του μεγάλου, ενώ εμείς είμαστε μικροί» (5)
Αλλά ακόμα και πριν από την κήρυξη της δικτατορίας του, ο Μεταξάς ήταν σαφής: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι» (6)
Η΄μήπως το μεγαλείο της απόκρουσης του φασίστα εισβολέα τον Οκτώβρη του ’40 ανήκει στον Μεταξά;
Ας δώσουμε το λόγο σε κάποιους υπεράνω υποψίας:
- Ο αντιστράτηγος Δημ. Καθενιώτης (πρώην αρχηγός Γεν. Επιτελείου) ήταν που δήλωσε πως η ανδρεία και η αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού διόρθωσαν τα σχέδια του Γεν.Επιτελείου του Μεταξά, τα οποία χαρακτήριζε μια «υπερσυντηρητική δειλία».
- Ο αντιστράτηγος Ι. Κωτούλας ήταν που δήλωσε πως η δικτατορία του Μεταξά και ο βασιλιάς απέκλεισαν όλους τους δημοκρατικούς αξιωματικούς από το στρατό σε αυτή την εξαιρετική προσπάθεια και γι’ αυτό θα έπρεπε να δικασθούν από μια ειδική επιτροπή συμπληρώνοντας ότι «η νίκη οφείλεται κυρίως στο μαχόμενο λαό που πραγματικά απέκρουσε την επίθεση».
- Ο αντιστράτηγος Σκανδάλης ήταν που δήλωσε ότι δεν λήφθηκαν τα κατάλληλα μέτρα από τη δικτατορία για την αντιμετώπιση της ιταλικής επιθέσεως. Ότι ο δικτάτορας είχε απλώς την πρόθεση να αντιτάξει μια ελαφρά αντίσταση και κατόπιν να συνθηκολογήσει με το πρόσχημα ότι ήταν αδύνατον να αντιμετωπισθούν τα γεγονότα. Ότι ήταν ο λαός που διέψευσε τις προθέσεις του και πως ο βασιλιάς κι ο Μεταξάς δεν δείχθηκαν αντάξιοι προς την πρωτοβουλία του λαού και το πατριωτικό του πνεύμα.
- Ο αντιστράτηγος Εδιππίδης ήταν που είπε ότι το Γεν.Επιτελείο δεν εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα τη νίκη του στρατού και πως το αλβανικό έπος οφείλεται αποκλειστικά στον υπέροχο ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών.
- Ο υποστράτηγος Καλογεράς είναι που έγραψε πως η χώρα δεν προπαρασκευάσθηκε στρατιωτικά, ότι η δικτατορία ξόδεψε το χρήμα του λαού για τους σκοπούς της και ότι αν ο Μεταξάς ζούσε κατά τη γερμανική εισβολή θα συνθηκολογούσε όπως έκανε ο Τσολάκογλου.
- Ο ναύαρχος Δεμέστιχας ήταν που είπε πως ο Μεταξάς επιθυμούσε να διευθύνει έναν πόλεμο που να δυναμώνει τη δικτατορία του και ότι η τιμή του «ΟΧΙ» στον φασίστα επιδρομέα ανήκει στο έθνος σαν ένα σύνολο.
- Ο ναύαρχος Κολιαλέξης ήταν που είπε πως το καθεστώς Μεταξά και ο βασιλιάς πρόδωσαν τον αγώνα του λαού καθώς διέταξε αποστράτευση ενώ ο στρατός ακόμα πολεμούσε.
Και επειδή έτσι ήταν τα πράγματα, γι’ αυτό και το 1945, λίγο πριν η πλουτοκρατία και οι έξωθεν βαστάζοι της ξεκινήσουν το μεγάλο αιματοκύλισμα του εμφυλίου πολέμου, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου στον επίσημό της εορτασμό συντελέστηκε υπό την απόλυτη απουσία του λαού. Οργανώσεις χιτών και βασιλοφρόνων, απ’ αυτούς που το μόνο που δεν είχαν κάνει ήταν να πολεμήσουν στο αλβανικό μέτωπο, δηλαδή, με σημαίες και συνθήματα κατά των βαλκανικών γειτόνων παρέλασαν μέσα στη γενική αδιαφορία του λαού. Πήραν μέρος επίσης η επίσημη κυβέρνηση κι οι πολιτικοί αρχηγοί της Δεξιάς και του Κέντρου. Την ίδια ώρα, και παρά την τρομοκρατία των χιτών και της αστυνομίας, χιλιάδες λαού πήραν μέρος στις συγκεντρώσεις του ΕΑΜ που οργανώθηκαν σε πολλές συνοικίες της Αθήνας.
Το «Όχι» λοιπόν του Μεταξά δεν είχε τίποτα το «πατριωτικό». Ήταν… «συμφεροντολογικό». Και μάλιστα υπό την πιο ιταμή εκδοχή του «συμφέροντος». Δηλαδή του συμφέροντος ενός ταξικού καθεστώτος που, παρά τη διαφορά των πολιτευμάτων, συνέχιζε αδιατάρακτα την πρόσδεση της Ελλάδας υπό το «αγγλικό δόγμα» και αντιμετώπιζε τη χώρα ως «ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Αυτή ήταν η σχέση του Μεταξά με τον «πατριωτισμό». Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά :
Το ρετσινόλαδο και ο πάγος ήταν από τις κυριότερες μεθόδους βασανισμού για την απόσπαση «ομολογιών» και «δηλώσεως μετανοίας».
Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου εφαρμοζόταν περίπου με τον παρακάτω τρόπο: Στο τραπέζι του ανακριτή – βασανιστή υπήρχαν τρία ποτήρια, το ένα με 30 δράμια, το άλλο με 75 και το τρίτο με 100 δράμια ρετσινόλαδο. Αν ο ανακρινόμενος δεν ομολογούσε ή δεν υπέγραφε του έδιναν να πιει το πρώτο ποτήρι. Στην περίπτωση που αρνιόταν και έφερνε αντίσταση άρχιζαν το άγριο ξυλοκόπημα, τη φάλαγγα ή χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους βασανισμού. Ύστερα από μισή ώρα, εφόσον ο αρχιβασανιστής – ανακριτής το έκρινε σκόπιμο, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο ανάκρισης και ο κρατούμενος έπινε το δεύτερο ποτήρι των 75 δραμιών. Αν η αντίσταση του κρατουμένου ήταν μεγάλη, ύστερα από ένα τετράωρο γινόταν και η τρίτη «ανάκρισις» και τον υποχρέωναν να πιει ένα ποτήρι των 100 δραμιών. Σ’ αυτό το διάστημα και αρκετές ώρες ύστερα από την επενέργεια του καθαρτικού, ο κρατούμενος ήταν κλεισμένος στο κελί του και δεν του επέτρεπαν να πάει στο αποχωρητήριο αποτέλεσμα ήταν ότι ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος και το κελί, στο οποίο τον άφηναν κλεισμένο τέσσερις, πέντε και περισσότερες μέρες, αληθινός υπόνομος.
Το δεύτερο βασανιστήριο ήταν η στήλη πάγου. Ανέβαζαν τον κρατούμενο στην ταράτσα της Ασφάλειας και τον υποχρέωναν να καθίσει γυμνός πάνω σε μια στήλη πάγου. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με του ρετσινόλαδου. Ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος. Πολλές φορές οι βασανιστές τον υποχρέωναν να κάθεται τόση πολλή ώρα πάνω στον πάγο, ώστε ορισμένοι κρατούμενοι πάθαιναν κρυοπαγήματα (…).
Άλλο βασανιστήριο ήταν το τράβηγμα των νυχιών με τσιμπίδες.
Σε άλλους έβαζαν σπίρτα στα νύχια και τα άναβαν ή τους έκαιγαν το κορμί με τσιγάρο.
Άλλους τους χτυπούσαν με σακουλάκια άμμο στα πόδια.
Το ξύλο και τα βασανιστήρια γίνονταν συνήθως στην ταράτσα της Γενικής ή Ειδικής Ασφάλειας για να μην ακούγονται οι φωνές του κρατουμένου (…).
Οι βασανιστές του Κ. Μανιαδάκη χρησιμοποιούσαν και πολλά άλλα μέσα για να αποσπάσουν «ομολογίες» ή «δηλώσεις» και να υποτάξουν τους δημοκράτες στο φασιστικό καθεστώς.
Μια μεσαιωνική μέθοδος βασανισμού που χρησιμοποιούσαν ήταν το σιδερένιο στεφάνι. Το περνούσαν στο κεφάλι του κρατουμένου και το έσφιγγαν σιγά σιγά όσο προχωρούσε η ανάκριση.
Άλλο μέσο ήταν η περίφημη «πιπεριά» που προκαλούσε φοβερό άγχος στον κρατούμενο και η «γάτα» που καταξέσκιζε τις σάρκες.
Η πιο συνηθισμένη μέθοδος ήταν η «φάλαγγα». Αφού επί ώρες έδερναν οι βασανιστές τον κρατούμενο στα πέλματα με δεμένα πόδια σ’ ένα κρεβάτι ή μια καρέκλα, ύστερα τον υποχρέωναν να τρέχει ξυπόλυτος στην ταράτσα της Ασφάλειας.
Η ίδια ομάδα βασανιστών στην Ασφάλεια χρησιμοποιούσε και μια ακόμα βάρβαρη μέθοδο: Αφού έκανε κομμάτια τον κρατούμενο από το ξύλο, τον περιέλουζε κατόπιν με κουβάδες βρώμικο νερό (…).
Υπολογίζεται ότι εκτός από τους δεκάδες αγωνιστές που πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες και τις εκατοντάδες που παραδόθηκαν από το ξενοκίνητο καθεστώς της 4ης Αυγούστου στους Γερμανοϊταλούς κατακτητές και εκτελέστηκαν, 12 τουλάχιστον δολοφονήθηκαν στην περίοδο της 4ης Αυγούστου κατά τον ίδιο τρόπο στα διάφορα φασιστικά κάτεργα.
Γενική αρχή του καθεστώτος ήταν «σακατεύετε, αλλά μη σκοτώνετε». Οι αφηνιασμένοι βασανιστές δεν μπορούσαν πάντα να συγκρατήσουν το «ζήλο» τους σε ορισμένα όρια. Έπειτα, πολλές δολοφονίες έγιναν προμελετημένα, γιατί το καθεστώς ήθελε να «ξεπαστρέψει» και μερικούς για να φοβηθούν και να «σπάζουν» ευκολότερα οι άλλοι. Σε πολλές δεκάδες φτάνουν οι πολίτες που τρελάθηκαν, έγιναν φυματικοί ή ανάπηροι ή υπέφεραν για πολλά χρόνια ύστερα από τα βασανιστήρια (…)» (7).
Από τις τάξεις αυτού, του φασιστικού και δολοφονικού μεταξικού καθεστώτος, από τις τάξεις εκείνων που διόρισαν πρωθυπουργό τον Μεταξά το 1936, τους απόντες από το μεγαλειώδες «Όχι» του ελληνικού λαού στα βουνά, στις πόλεις και στα χωριά, βγήκαν οι δοσίλογοι, οι γερμανοτσολιάδες και οι ταγματασφαλίτες.
Αυτοί που όταν ο ελληνικός λαός πολεμούσε και απελευθέρωνε τη χώρα από τους κατακτητές, εκείνοι έδιναν τον παρακάτω όρκο:
«Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως ΕΙΣ ΤΑΣ ΔΙΑΤΑΓΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΑΔΟΛΦΟΥ ΧΙΤΛΕΡ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθεισομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς, ότι διά μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ».
(Ο Όρκος των Ταγμάτων Ασφαλείας)…
- για ένα καθεστώς που δολοφονούσε εργάτες, όπως δολοφόνησε ο Μεταξάς τους καπνεργάτες το ’36.
- Για ένα καθεστώς που διέπραξε το αδιανόητο: Παρέδωσε στην Γκεστάπο (και μάλιστα μετά από το ιστορικό γράμμα του Ζαχαριάδη) τους πραγματικούς πατριώτες, τους Έλληνες δημοκράτες και κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους, που ζητούσαν να πολεμήσουν τον εισβολέα.
- Που διέδιδε τα «φώτα του ελληνικού πολιτισμού» μέσω των πρακτικών του Έλληνα «Μέγκελε», του αρχιδολοφόνου (και κατοπινού βουλευτή της ΕΡΕ) Μανιαδάκη, δεξί χέρι του Μεταξά, που πολλές από τις μεθόδους του στα μπουντρούμια της Ασφάλειας εφαρμόστηκαν στα χιτλερικά στρατόπεδα και στα μπουντρούμια των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής.
- Δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό ένα καθεστώς, μέσω του οποίου, όπως ο ίδιος ο Μεταξάς έλεγε: «Η Ελλάδα έγινε ένα Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό…».
- Ένα καθεστώς που μετά τη στάση πληρωμών του 1932, κι ενώ η Ελλάδα πλήρωνε μετά από συμφωνίες με τους δανειστές το 30% των τόκων που χρωστούσε, εκείνο – το καθεστώς Μεταξά – εξασφάλισε σε τοκογλύφους και κερδοσκόπους αποπληρωμές που έφτασαν μέχρι και το 43%.
- Δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό ένα καθεστώς που περιγράφεται ως εξής:
Το ρετσινόλαδο και ο πάγος ήταν από τις κυριότερες μεθόδους βασανισμού για την απόσπαση «ομολογιών» και «δηλώσεως μετανοίας».
Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου εφαρμοζόταν περίπου με τον παρακάτω τρόπο: Στο τραπέζι του ανακριτή – βασανιστή υπήρχαν τρία ποτήρια, το ένα με 30 δράμια, το άλλο με 75 και το τρίτο με 100 δράμια ρετσινόλαδο. Αν ο ανακρινόμενος δεν ομολογούσε ή δεν υπέγραφε του έδιναν να πιει το πρώτο ποτήρι. Στην περίπτωση που αρνιόταν και έφερνε αντίσταση άρχιζαν το άγριο ξυλοκόπημα, τη φάλαγγα ή χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους βασανισμού. Ύστερα από μισή ώρα, εφόσον ο αρχιβασανιστής – ανακριτής το έκρινε σκόπιμο, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο ανάκρισης και ο κρατούμενος έπινε το δεύτερο ποτήρι των 75 δραμιών. Αν η αντίσταση του κρατουμένου ήταν μεγάλη, ύστερα από ένα τετράωρο γινόταν και η τρίτη «ανάκρισις» και τον υποχρέωναν να πιει ένα ποτήρι των 100 δραμιών. Σ’ αυτό το διάστημα και αρκετές ώρες ύστερα από την επενέργεια του καθαρτικού, ο κρατούμενος ήταν κλεισμένος στο κελί του και δεν του επέτρεπαν να πάει στο αποχωρητήριο αποτέλεσμα ήταν ότι ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος και το κελί, στο οποίο τον άφηναν κλεισμένο τέσσερις, πέντε και περισσότερες μέρες, αληθινός υπόνομος.
Το δεύτερο βασανιστήριο ήταν η στήλη πάγου. Ανέβαζαν τον κρατούμενο στην ταράτσα της Ασφάλειας και τον υποχρέωναν να καθίσει γυμνός πάνω σε μια στήλη πάγου. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με του ρετσινόλαδου. Ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος. Πολλές φορές οι βασανιστές τον υποχρέωναν να κάθεται τόση πολλή ώρα πάνω στον πάγο, ώστε ορισμένοι κρατούμενοι πάθαιναν κρυοπαγήματα (…).
Άλλο βασανιστήριο ήταν το τράβηγμα των νυχιών με τσιμπίδες.
Σε άλλους έβαζαν σπίρτα στα νύχια και τα άναβαν ή τους έκαιγαν το κορμί με τσιγάρο.
Άλλους τους χτυπούσαν με σακουλάκια άμμο στα πόδια.
Το ξύλο και τα βασανιστήρια γίνονταν συνήθως στην ταράτσα της Γενικής ή Ειδικής Ασφάλειας για να μην ακούγονται οι φωνές του κρατουμένου (…).
Οι βασανιστές του Κ. Μανιαδάκη χρησιμοποιούσαν και πολλά άλλα μέσα για να αποσπάσουν «ομολογίες» ή «δηλώσεις» και να υποτάξουν τους δημοκράτες στο φασιστικό καθεστώς.
Μια μεσαιωνική μέθοδος βασανισμού που χρησιμοποιούσαν ήταν το σιδερένιο στεφάνι. Το περνούσαν στο κεφάλι του κρατουμένου και το έσφιγγαν σιγά σιγά όσο προχωρούσε η ανάκριση.
Άλλο μέσο ήταν η περίφημη «πιπεριά» που προκαλούσε φοβερό άγχος στον κρατούμενο και η «γάτα» που καταξέσκιζε τις σάρκες.
Η πιο συνηθισμένη μέθοδος ήταν η «φάλαγγα». Αφού επί ώρες έδερναν οι βασανιστές τον κρατούμενο στα πέλματα με δεμένα πόδια σ’ ένα κρεβάτι ή μια καρέκλα, ύστερα τον υποχρέωναν να τρέχει ξυπόλυτος στην ταράτσα της Ασφάλειας.
Η ίδια ομάδα βασανιστών στην Ασφάλεια χρησιμοποιούσε και μια ακόμα βάρβαρη μέθοδο: Αφού έκανε κομμάτια τον κρατούμενο από το ξύλο, τον περιέλουζε κατόπιν με κουβάδες βρώμικο νερό (…).
Υπολογίζεται ότι εκτός από τους δεκάδες αγωνιστές που πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες και τις εκατοντάδες που παραδόθηκαν από το ξενοκίνητο καθεστώς της 4ης Αυγούστου στους Γερμανοϊταλούς κατακτητές και εκτελέστηκαν, 12 τουλάχιστον δολοφονήθηκαν στην περίοδο της 4ης Αυγούστου κατά τον ίδιο τρόπο στα διάφορα φασιστικά κάτεργα.
Γενική αρχή του καθεστώτος ήταν «σακατεύετε, αλλά μη σκοτώνετε». Οι αφηνιασμένοι βασανιστές δεν μπορούσαν πάντα να συγκρατήσουν το «ζήλο» τους σε ορισμένα όρια. Έπειτα, πολλές δολοφονίες έγιναν προμελετημένα, γιατί το καθεστώς ήθελε να «ξεπαστρέψει» και μερικούς για να φοβηθούν και να «σπάζουν» ευκολότερα οι άλλοι. Σε πολλές δεκάδες φτάνουν οι πολίτες που τρελάθηκαν, έγιναν φυματικοί ή ανάπηροι ή υπέφεραν για πολλά χρόνια ύστερα από τα βασανιστήρια (…)» (7).
Από τις τάξεις αυτού, του φασιστικού και δολοφονικού μεταξικού καθεστώτος, από τις τάξεις εκείνων που διόρισαν πρωθυπουργό τον Μεταξά το 1936, τους απόντες από το μεγαλειώδες «Όχι» του ελληνικού λαού στα βουνά, στις πόλεις και στα χωριά, βγήκαν οι δοσίλογοι, οι γερμανοτσολιάδες και οι ταγματασφαλίτες.
Αυτοί που όταν ο ελληνικός λαός πολεμούσε και απελευθέρωνε τη χώρα από τους κατακτητές, εκείνοι έδιναν τον παρακάτω όρκο:
«Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως ΕΙΣ ΤΑΣ ΔΙΑΤΑΓΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΑΔΟΛΦΟΥ ΧΙΤΛΕΡ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθεισομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς, ότι διά μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ».
(Ο Όρκος των Ταγμάτων Ασφαλείας)…
Αντίθετα, οι πραγματικοί πατριώτες, αυτοί που μαζί με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού έδωσαν τον αγώνα για το ψωμί, την τιμή και τη λευτεριά του λαού, ήταν οι άλλοι.
Και οι όρκοι τους ήταν αυτοί:
«Εγώ, παιδί του Ελληνικού Λαού, ορκίζομαι ν’ αγωνιστώ πιστά στις τάξεις του ΕΛΑΣ για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα, να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιός του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά και την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστής του Έθνους και του λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω εάν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δεν γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο του».
(Ο Όρκος της πρώτης αντάρτικης ομάδας του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη που έγραψε ο Άρης Βελουχιώτης και δόθηκε το 1942 στη Γραμμένη Οξιά).
«Ορκίζομαι στον Ελληνικό Λαό και τη συνείδησή μου, ότι θ’ αγωνισθώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό. Ότι θα αγωνιστώ για την περιφρούρηση των συμφερόντων του Ελληνικού Λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό θα εκτελώ ευσυνείδητα και πειθαρχικά τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου οργάνων και θ’ αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζη σαν άτομο και σαν αγωνιστή του Εργαζόμενου Ελληνικού Λαού».
(Ο Όρκος του Ελασίτη, όπως δημοσιεύτηκε στον «Απελευθερωτή», όργανο της ΚΕ του ΕΛΑΣ, Αθήνα 27 Απριλίου 1943)
Αυτοί ήταν οι πατριώτες που είπαν το «Όχι» μαζί με λαό. Αυτοί, οι κυνηγημένοι από το καθεστώς Μεταξά πριν τον πόλεμο, οι κυνηγημένοι ΕΑΜίτες από το μετά Βάρκιζα τρομοκρατικό όργιο και από το μετεμφυλιακό καθεστώς. Αυτοί ήταν που όταν χρειάστηκε έδειξαν το πώς οι πατριώτες αγαπούν την Ελλάδα.
Όπως ακριβώς το είχε πει ο Μπελογιάννης στους στρατοδίκες του:
«Με την καρδιά τους και με το αίμα τους».
Αυτοί πολέμησαν τον κατακτητή.
Αυτοί πολέμησαν τον φασίστα.
Αντίθετα κάποιοι άλλοι επιδίδονταν στην προπαγάνδα της υποταγής.
Το μήνυμα του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου προς τον λαό ήταν να… κάτσει ήσυχος.
Στις 29 Απρίλη 1941, δύο μέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους ναζί η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ», έγραφε στο κύριο θέμα της :
«Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Έτσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο – και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ’ ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης (…). Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας. Τα λέγομεν διά να τονίσωμεν τη βασικήν κατά τη γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων. Αυτή η ηπειρωτική σύλληψις της υποστάσεώς μας πρέπει να αποτελέση το πλαίσιον μέσα εις το οποίον θα κινηθούμε. Η τύχη μας είναι εφεξής αρρήκτως συνδεδεμένη προς την τύχη της γηραιάς Ηπείρου της οποίας αποτελούμεν τη νοτιοανατολικήν εσχατιάν».
Αντίστοιχο και το μήνυμα της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:
«Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος. Η θέλησις των Ελλήνων, όπως εντός του ειρηνικού πλαισίου, το οποίο εξασφαλίζει εις αυτούς ο τερματισμός του πολέμου, αναπτύξουν όλας των τας ικανότητας και όλας των τας πρωτοβουλίας, θα δώση ασφαλώς αφορμήν διά να εκδηλωθούν όλαι εκείναι αι κεκρυμμέναι αρεταί της φυλής μας, αι οποίαι είτε εξ αδιαφορίας, είτε εξ αισθημάτων ηλαττωμένης αλληλεγγύης δεν είχον ανέλθει εις την επιφάνειαν τους τελευταίους καιρούς. Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν -περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».
Κόντρα στα κηρύγματα της υποταγής, στην προπαγάνδα της συνθηκολόγησης που διατεινόταν ότι η κατοχή σήμαινε το… τέλος του πολέμου και ότι οι Γερμανοί κατακτητές εμφορούντο από «τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού», ο λαός μας ακολούθησε τον άλλο δρόμο.
Ο λαός ακολούθησε το δικό του μεγαλειώδη δρόμο, τον αγώνα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, όπως τον είχε περιγράψει ήδη από την έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου – μέσα από τα μπουντρούμια της Ασφάλειας – ο Νίκος Ζαχαριάδης στο ιστορικό του πρώτο γράμμα της 31 Οκτώβρη 1940:
«Προς το λαό της Ελλάδας
Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα (…)»
Και το γράμμα του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κατέληγε:
«Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας» (8).
Ο λαός μας, με πρωτοπόρο τον ανθό του, αρνούμενος την υποταγή στον εισβολέα τον Οκτώβρη του ‘40, αρνούμενος την καταχνιά της κατοχής που πλάκωσε τη χώρα τον Απρίλη του ’41, πιάνοντας το νήμα του ‘21, απειθαρχώντας στα κελεύσματα της συνθηκολόγησης, παλεύοντας κόντρα στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση και διεκδικώντας για έπαθλο την λύτρωση από κάθε εκμετάλλευση, χωρίς να διαπραγματευτεί τίποτα από την τιμή και την Ιστορία του, τράβηξε το δρόμο του μεγαλείου και της θυσίας, όπως ακριβώς περιγραφόταν, αργότερα, σε εκείνο το πανό του ΕΑΜ:
«Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα»
***
(1) Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 – 1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344
(2) «Ιστορία Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών» τόμος ΙΕ, σελ. 335-338
(3) Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ 25
(4) «Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76
(5) Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστης», τόμος Δ’, σελ. 467
(6) Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», τόμος Δ’, σελ. 77.
(7) Σπύρου Λιναρδάτου, «Η 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Θεμέλιο»
(8) «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 9- 10 και Νίκος Ζαχαριάδης: «Ιστορικά Διλήμματα- Ιστορικές Απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα 1940- 1945», εκδόσεις Καστανιώτη, Πετρόπουλος – Χατζηδημητράκος, Αθήνα 2011, σελ. 31.
*Νίκος Μπογιόπουλος*
Και οι όρκοι τους ήταν αυτοί:
«Εγώ, παιδί του Ελληνικού Λαού, ορκίζομαι ν’ αγωνιστώ πιστά στις τάξεις του ΕΛΑΣ για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα, να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιός του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά και την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστής του Έθνους και του λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω εάν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δεν γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο του».
(Ο Όρκος της πρώτης αντάρτικης ομάδας του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη που έγραψε ο Άρης Βελουχιώτης και δόθηκε το 1942 στη Γραμμένη Οξιά).
«Ορκίζομαι στον Ελληνικό Λαό και τη συνείδησή μου, ότι θ’ αγωνισθώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό. Ότι θα αγωνιστώ για την περιφρούρηση των συμφερόντων του Ελληνικού Λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό θα εκτελώ ευσυνείδητα και πειθαρχικά τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου οργάνων και θ’ αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζη σαν άτομο και σαν αγωνιστή του Εργαζόμενου Ελληνικού Λαού».
(Ο Όρκος του Ελασίτη, όπως δημοσιεύτηκε στον «Απελευθερωτή», όργανο της ΚΕ του ΕΛΑΣ, Αθήνα 27 Απριλίου 1943)
Αυτοί ήταν οι πατριώτες που είπαν το «Όχι» μαζί με λαό. Αυτοί, οι κυνηγημένοι από το καθεστώς Μεταξά πριν τον πόλεμο, οι κυνηγημένοι ΕΑΜίτες από το μετά Βάρκιζα τρομοκρατικό όργιο και από το μετεμφυλιακό καθεστώς. Αυτοί ήταν που όταν χρειάστηκε έδειξαν το πώς οι πατριώτες αγαπούν την Ελλάδα.
Όπως ακριβώς το είχε πει ο Μπελογιάννης στους στρατοδίκες του:
«Με την καρδιά τους και με το αίμα τους».
Αυτοί πολέμησαν τον κατακτητή.
Αυτοί πολέμησαν τον φασίστα.
Αντίθετα κάποιοι άλλοι επιδίδονταν στην προπαγάνδα της υποταγής.
Το μήνυμα του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου προς τον λαό ήταν να… κάτσει ήσυχος.
Στις 29 Απρίλη 1941, δύο μέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους ναζί η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ», έγραφε στο κύριο θέμα της :
«Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Έτσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο – και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ’ ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης (…). Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας. Τα λέγομεν διά να τονίσωμεν τη βασικήν κατά τη γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων. Αυτή η ηπειρωτική σύλληψις της υποστάσεώς μας πρέπει να αποτελέση το πλαίσιον μέσα εις το οποίον θα κινηθούμε. Η τύχη μας είναι εφεξής αρρήκτως συνδεδεμένη προς την τύχη της γηραιάς Ηπείρου της οποίας αποτελούμεν τη νοτιοανατολικήν εσχατιάν».
Αντίστοιχο και το μήνυμα της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:
«Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος. Η θέλησις των Ελλήνων, όπως εντός του ειρηνικού πλαισίου, το οποίο εξασφαλίζει εις αυτούς ο τερματισμός του πολέμου, αναπτύξουν όλας των τας ικανότητας και όλας των τας πρωτοβουλίας, θα δώση ασφαλώς αφορμήν διά να εκδηλωθούν όλαι εκείναι αι κεκρυμμέναι αρεταί της φυλής μας, αι οποίαι είτε εξ αδιαφορίας, είτε εξ αισθημάτων ηλαττωμένης αλληλεγγύης δεν είχον ανέλθει εις την επιφάνειαν τους τελευταίους καιρούς. Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν -περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».
Κόντρα στα κηρύγματα της υποταγής, στην προπαγάνδα της συνθηκολόγησης που διατεινόταν ότι η κατοχή σήμαινε το… τέλος του πολέμου και ότι οι Γερμανοί κατακτητές εμφορούντο από «τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού», ο λαός μας ακολούθησε τον άλλο δρόμο.
Ο λαός ακολούθησε το δικό του μεγαλειώδη δρόμο, τον αγώνα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, όπως τον είχε περιγράψει ήδη από την έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου – μέσα από τα μπουντρούμια της Ασφάλειας – ο Νίκος Ζαχαριάδης στο ιστορικό του πρώτο γράμμα της 31 Οκτώβρη 1940:
«Προς το λαό της Ελλάδας
Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα (…)»
Και το γράμμα του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κατέληγε:
«Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας» (8).
Ο λαός μας, με πρωτοπόρο τον ανθό του, αρνούμενος την υποταγή στον εισβολέα τον Οκτώβρη του ‘40, αρνούμενος την καταχνιά της κατοχής που πλάκωσε τη χώρα τον Απρίλη του ’41, πιάνοντας το νήμα του ‘21, απειθαρχώντας στα κελεύσματα της συνθηκολόγησης, παλεύοντας κόντρα στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση και διεκδικώντας για έπαθλο την λύτρωση από κάθε εκμετάλλευση, χωρίς να διαπραγματευτεί τίποτα από την τιμή και την Ιστορία του, τράβηξε το δρόμο του μεγαλείου και της θυσίας, όπως ακριβώς περιγραφόταν, αργότερα, σε εκείνο το πανό του ΕΑΜ:
«Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα»
***
(1) Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 – 1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344
(2) «Ιστορία Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών» τόμος ΙΕ, σελ. 335-338
(3) Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ 25
(4) «Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76
(5) Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστης», τόμος Δ’, σελ. 467
(6) Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», τόμος Δ’, σελ. 77.
(7) Σπύρου Λιναρδάτου, «Η 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Θεμέλιο»
(8) «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 9- 10 και Νίκος Ζαχαριάδης: «Ιστορικά Διλήμματα- Ιστορικές Απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα 1940- 1945», εκδόσεις Καστανιώτη, Πετρόπουλος – Χατζηδημητράκος, Αθήνα 2011, σελ. 31.
*Νίκος Μπογιόπουλος*
Ντέιβιντ Μπάλφουρ:
Ο ρασοφόρος Βρετανός πράκτορας
Τις μέρες της απελευθέρωσης από τους ναζί, μαζί με τις βρετανικές δυνάμεις επέστρεψε στην Αθήνα ένα πρόσωπο γνώριμο στους κύκλους της καλής κοινωνίας της πρωτεύουσας από τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Μόνο που αυτή τη φορά, αντί για τα ράσα τα γένια και την ιδιότητα του κληρικού με την οποία τον είχαν γνωρίσει, ο γνωστός τους, φορούσε κομψά κουστούμια και υπηρετούσε σε θέση κλειδί στην βρετανική πρεσβεία.
Ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ, γόνος μιας μεγάλης αγγλικής οικογένειας, που ανέδειξε πρωθυπουργούς, στρατηγούς και ναυάρχους, ως σύνδεσμος της βρετανικής πρεσβείας με τον αστικό πολιτικό κόσμο της χώρας, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα δραματικά γεγονότα της εποχής, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 έως και το 1947.
Ένας Βρετανός πράκτορας στον Άθω
Ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ, καθολικός το θρήσκευμα, εντάχθηκε σε νεαρή ηλικία στην Ιντέλιτζενς Σέρβις. Εκπαιδεύτηκε σε σχολές κατασκοπείας, έμαθε αρκετές ξένες γλώσσες, ανάμεσά τους πολωνικά και ελληνικά και ανέλαβε ειδικό ρόλο σε χώρες πρώτης προτεραιότητας για τη βρετανική πολιτική.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 βαφτίστηκε ορθόδοξος σε εκκλησία λευκορώσων εμιγκρέδων στο Παρίσι. Το 1934 πήγε στο Άγιον Όρος όπου συνδέθηκε με το ρώσο λόγιο καλόγερο Σωφρόνιο Ζαχάρωφ.
Στον Άθω εκάρη μοναχός, πήρε το όνομα Δημήτριος και ένα χρόνο μετά , το 1935, κατέβηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στο Ιερατικό Τάγμα του Αγίου Παντελεήμονος που είχε ιδρύσει ο τότε μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων Φωστίνης (στη συνέχεια Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή στα χρόνια του πολέμου, και Χίου μετά τον πόλεμο και την απομάκρυνση του ΕΑΜικού μητροπολίτη Ιωακείμ Στρουμπή, είναι ο μητροπολίτης ο οποίος δήλωνε στα χρόνια της κατοχής πως «είναι καλύτερα σαράντα χρόνια με τους Γερμανούς παρά μια ώρα με το ΕΑΜ»).
Ο «πατήρ Δημήτριος» των ανακτόρων
Ο Παντελεήμων χειροτόνησε τον Δημήτριο ιερέα ανοίγοντάς του έτσι την πόρτα των εκκλησιαστικών κύκλων της πρωτεύουσας. Στη συνέχεια ο Δημήτριος ενεγράφη στο μοναχολόγιο της μονής Πεντέλης και διορίστηκε εφημέριος στον Ευαγγελισμό. Γρήγορα απόκτησε φήμη μορφωμένου κληρικού. Ζούσε μέσα στο νοσοκομείο και δίδασκε παράλληλα στο Βρετανικό Συμβούλιο. Παράλληλα ανέλαβε ιερατικά καθήκοντα στο παρεκκλήσι των ανακτόρων. Με το ράσο του ορθόδοξου αρχιμανδρίτη, ο πατήρ Δημήτριος όπως ήταν γνωστός στους κύκλους του Κολωνακίου, ήταν το μάτι και το αυτί της Ιντέλιτζενς Σέρβις στις ανώτερες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας.
Μεγιστάνες του πλούτου, πολιτικοί, στρατηγοί, όπως ο Αλέξανδρος Παπάγος στο σπίτι του οποίου πήγαινε συχνά για να κάνει αγιασμό, διπλωμάτες και τα μέλη των οικογενειών τους, είχαν εξομολόγο τον ρασοφόρο πράκτορα που μπορούσε έτσι να μαθαίνει όλα τα μυστικά της αθηναϊκής ζωής από τα πιο μικρά έως τα πιο σημαντικά.
Και το κυριότερο: Ως ιερέας των ανακτόρων ήταν εξομολόγος μελών της βασιλικής οικογενείας, όπως η πριγκίπισσα Νικολάου, η ρωσικής καταγωγής γυναίκα του πρίγκιπα Νικολάου γιου του βασιλιά Γεωργίου Α΄, και μητέρα της γυναίκας του αντιβασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Πέτρου (Σόλωνα Γρηγοριάδη «Εllis Waterhouse — O πράκτορας που ήρθε από την ομίχλη…», Αθήνα 1987).
Λίγο πριν από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα o Μπάλφουρ εγκατέλειψε την Ελλάδα και πήγε στη Μέση Ανατολή.
Στο Κάιρο της ίντριγκας και των δολοπλοκιών
Εκεί χωρίς τα ράσα πλέον, δίπλα στον Βρετανό πρεσβευτή Λήπερ καθοδηγεί Έλληνες αστούς πολιτικούς και συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής της εξόριστης κυβέρνησης. Πολλά στοιχεία για τη δράση του στο Κάιρο εκείνη την περίοδο δεν έχουν γίνει γνωστά. Από τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν προκύπτει ότι ήταν εκφραστής της πλέον σκληρής γραμμής απέναντι στο ΕΑΜ και ο εισηγητής για το στήσιμο πολλών από τις παγίδες σε βάρος του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος τις οποίες έστησαν Βρετανοί και αστοί πολιτικοί «τοκιστές και σουλατσαδόροι» που περιφέρονταν στο Κάιρο.
Ο Π. Σιφναίος (δημοσιογράφος και πολιτικός, συνεργάτης του Σπ. Μαρκεζίνη, υπουργός Προεδρίας στην κυβέρνηση Παπάγου μετά το 1952 και Παιδείας στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη που διόρισε ο Παπαδόπουλος το 1973) στο ημερολόγιο που κρατούσε όταν βρισκόταν στο Κάιρο, για τις επαφές του με τον βασιλιά Γεώργιο, τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και τους άλλους αστούς πολιτικούς, αναφέρεται σε ορισμένα σημεία και στον Μπάλφουρ. Στην εγγραφή της 15ης Φεβρουαρίου 1944 ο Μπάλφουρ «εξομολογείται» στον Σιφναίο πως ο «Τσουδερός (σ.σ. πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης του Καΐρου) έκανε άσχημα να καταδικάσει τα Τάγματα Ασφαλείας».
Τρεις μέρες μετά ο Σιφναίος γράφει: «Ο Μπάλφουρ επιρρίπτει ευθύνας αγγλικών σφαλμάτων εις ΜΟ4 αλλά και εις Τσουδερόν . Ουδέποτε μας εκτύπησε την γροθιά του, όπως έκαμε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αν εζήτει εντόνως να ενισχυθούν αι εθνικαί οργανώσεις θα εγίνετο. Και σήμερα δύναται να γίνη».
Αδιάλλακτος απέναντι στο ΕΑΜ
Ο πρεσβευτής Λήπερ και ο Μπάλφουρ είχαν την πλέον αδιάλλακτη στάση απέναντι στο ΕΑΜ. Στις διαφορές της τακτικής (γιατί ο στρατηγικός στόχος ήταν ο ίδιος: η απομόνωση του ΕΑΜ) μεταξύ των πολιτικών στελεχών του Καΐρου και στρατιωτικών μελών της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα (που είχαν επι τόπου εικόνα της τεράστιας απήχησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ) κάνει σαφή αναφορά σε υπόμνημά του προς το βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο το 1943 ο αρμόδιος για θέματα της Μέσης Ανατολής Μόιν:
«… Τα βρετανικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα απαιτούν όπως μεταπολεμικώς εδραιωθή εις την Ελλάδα σταθερά και φιλική κυβέρνησις (…) Υφίσταται βασική διαφορά απόψεων εις το θέμα της αντιμετωπίσεως του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αι υπηρεσίαι (σ.σ. τα μέλη της στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά) πιστεύουν ειλικρινώς ότι η συνέχισις της συνεργασίας με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι αναγκαία δια την διεξαγωγήν του πολέμου εις την Ελλάδα. Η βρετανική πρεσβεία εις την Ελλάδα (σ.σ. εννοεί στην εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου) είναι εις τον αυτόν βαθμόν πεπεισμένη ότι η συνέχισις της συνεργασίας με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα ήτο ολεθρία δια το μέλλον των ελληνοβρετανικών σχέσεων και κατά συνέπειαν θα εζημίωνε την στρατηγικήν μας θέσιν εις την Ανατολικήν Μεσόγειον. Πρόκειται περί της αμέσου συγκρούσεως μεταξύ της βραχυπροθέσμου και της μακροπροθέσμου αντιμετωπίσεως» («Το Βήμα 27.2.1972).
Ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ, γόνος μιας μεγάλης αγγλικής οικογένειας, που ανέδειξε πρωθυπουργούς, στρατηγούς και ναυάρχους, ως σύνδεσμος της βρετανικής πρεσβείας με τον αστικό πολιτικό κόσμο της χώρας, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα δραματικά γεγονότα της εποχής, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 έως και το 1947.
Ένας Βρετανός πράκτορας στον Άθω
Ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ, καθολικός το θρήσκευμα, εντάχθηκε σε νεαρή ηλικία στην Ιντέλιτζενς Σέρβις. Εκπαιδεύτηκε σε σχολές κατασκοπείας, έμαθε αρκετές ξένες γλώσσες, ανάμεσά τους πολωνικά και ελληνικά και ανέλαβε ειδικό ρόλο σε χώρες πρώτης προτεραιότητας για τη βρετανική πολιτική.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 βαφτίστηκε ορθόδοξος σε εκκλησία λευκορώσων εμιγκρέδων στο Παρίσι. Το 1934 πήγε στο Άγιον Όρος όπου συνδέθηκε με το ρώσο λόγιο καλόγερο Σωφρόνιο Ζαχάρωφ.
Στον Άθω εκάρη μοναχός, πήρε το όνομα Δημήτριος και ένα χρόνο μετά , το 1935, κατέβηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στο Ιερατικό Τάγμα του Αγίου Παντελεήμονος που είχε ιδρύσει ο τότε μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων Φωστίνης (στη συνέχεια Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή στα χρόνια του πολέμου, και Χίου μετά τον πόλεμο και την απομάκρυνση του ΕΑΜικού μητροπολίτη Ιωακείμ Στρουμπή, είναι ο μητροπολίτης ο οποίος δήλωνε στα χρόνια της κατοχής πως «είναι καλύτερα σαράντα χρόνια με τους Γερμανούς παρά μια ώρα με το ΕΑΜ»).
Ο «πατήρ Δημήτριος» των ανακτόρων
Ο Παντελεήμων χειροτόνησε τον Δημήτριο ιερέα ανοίγοντάς του έτσι την πόρτα των εκκλησιαστικών κύκλων της πρωτεύουσας. Στη συνέχεια ο Δημήτριος ενεγράφη στο μοναχολόγιο της μονής Πεντέλης και διορίστηκε εφημέριος στον Ευαγγελισμό. Γρήγορα απόκτησε φήμη μορφωμένου κληρικού. Ζούσε μέσα στο νοσοκομείο και δίδασκε παράλληλα στο Βρετανικό Συμβούλιο. Παράλληλα ανέλαβε ιερατικά καθήκοντα στο παρεκκλήσι των ανακτόρων. Με το ράσο του ορθόδοξου αρχιμανδρίτη, ο πατήρ Δημήτριος όπως ήταν γνωστός στους κύκλους του Κολωνακίου, ήταν το μάτι και το αυτί της Ιντέλιτζενς Σέρβις στις ανώτερες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας.
Μεγιστάνες του πλούτου, πολιτικοί, στρατηγοί, όπως ο Αλέξανδρος Παπάγος στο σπίτι του οποίου πήγαινε συχνά για να κάνει αγιασμό, διπλωμάτες και τα μέλη των οικογενειών τους, είχαν εξομολόγο τον ρασοφόρο πράκτορα που μπορούσε έτσι να μαθαίνει όλα τα μυστικά της αθηναϊκής ζωής από τα πιο μικρά έως τα πιο σημαντικά.
Και το κυριότερο: Ως ιερέας των ανακτόρων ήταν εξομολόγος μελών της βασιλικής οικογενείας, όπως η πριγκίπισσα Νικολάου, η ρωσικής καταγωγής γυναίκα του πρίγκιπα Νικολάου γιου του βασιλιά Γεωργίου Α΄, και μητέρα της γυναίκας του αντιβασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Πέτρου (Σόλωνα Γρηγοριάδη «Εllis Waterhouse — O πράκτορας που ήρθε από την ομίχλη…», Αθήνα 1987).
Λίγο πριν από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα o Μπάλφουρ εγκατέλειψε την Ελλάδα και πήγε στη Μέση Ανατολή.
Στο Κάιρο της ίντριγκας και των δολοπλοκιών
Εκεί χωρίς τα ράσα πλέον, δίπλα στον Βρετανό πρεσβευτή Λήπερ καθοδηγεί Έλληνες αστούς πολιτικούς και συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής της εξόριστης κυβέρνησης. Πολλά στοιχεία για τη δράση του στο Κάιρο εκείνη την περίοδο δεν έχουν γίνει γνωστά. Από τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν προκύπτει ότι ήταν εκφραστής της πλέον σκληρής γραμμής απέναντι στο ΕΑΜ και ο εισηγητής για το στήσιμο πολλών από τις παγίδες σε βάρος του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος τις οποίες έστησαν Βρετανοί και αστοί πολιτικοί «τοκιστές και σουλατσαδόροι» που περιφέρονταν στο Κάιρο.
Ο Π. Σιφναίος (δημοσιογράφος και πολιτικός, συνεργάτης του Σπ. Μαρκεζίνη, υπουργός Προεδρίας στην κυβέρνηση Παπάγου μετά το 1952 και Παιδείας στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη που διόρισε ο Παπαδόπουλος το 1973) στο ημερολόγιο που κρατούσε όταν βρισκόταν στο Κάιρο, για τις επαφές του με τον βασιλιά Γεώργιο, τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και τους άλλους αστούς πολιτικούς, αναφέρεται σε ορισμένα σημεία και στον Μπάλφουρ. Στην εγγραφή της 15ης Φεβρουαρίου 1944 ο Μπάλφουρ «εξομολογείται» στον Σιφναίο πως ο «Τσουδερός (σ.σ. πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης του Καΐρου) έκανε άσχημα να καταδικάσει τα Τάγματα Ασφαλείας».
Τρεις μέρες μετά ο Σιφναίος γράφει: «Ο Μπάλφουρ επιρρίπτει ευθύνας αγγλικών σφαλμάτων εις ΜΟ4 αλλά και εις Τσουδερόν . Ουδέποτε μας εκτύπησε την γροθιά του, όπως έκαμε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αν εζήτει εντόνως να ενισχυθούν αι εθνικαί οργανώσεις θα εγίνετο. Και σήμερα δύναται να γίνη».
Αδιάλλακτος απέναντι στο ΕΑΜ
Ο πρεσβευτής Λήπερ και ο Μπάλφουρ είχαν την πλέον αδιάλλακτη στάση απέναντι στο ΕΑΜ. Στις διαφορές της τακτικής (γιατί ο στρατηγικός στόχος ήταν ο ίδιος: η απομόνωση του ΕΑΜ) μεταξύ των πολιτικών στελεχών του Καΐρου και στρατιωτικών μελών της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα (που είχαν επι τόπου εικόνα της τεράστιας απήχησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ) κάνει σαφή αναφορά σε υπόμνημά του προς το βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο το 1943 ο αρμόδιος για θέματα της Μέσης Ανατολής Μόιν:
«… Τα βρετανικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα απαιτούν όπως μεταπολεμικώς εδραιωθή εις την Ελλάδα σταθερά και φιλική κυβέρνησις (…) Υφίσταται βασική διαφορά απόψεων εις το θέμα της αντιμετωπίσεως του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αι υπηρεσίαι (σ.σ. τα μέλη της στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά) πιστεύουν ειλικρινώς ότι η συνέχισις της συνεργασίας με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι αναγκαία δια την διεξαγωγήν του πολέμου εις την Ελλάδα. Η βρετανική πρεσβεία εις την Ελλάδα (σ.σ. εννοεί στην εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου) είναι εις τον αυτόν βαθμόν πεπεισμένη ότι η συνέχισις της συνεργασίας με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα ήτο ολεθρία δια το μέλλον των ελληνοβρετανικών σχέσεων και κατά συνέπειαν θα εζημίωνε την στρατηγικήν μας θέσιν εις την Ανατολικήν Μεσόγειον. Πρόκειται περί της αμέσου συγκρούσεως μεταξύ της βραχυπροθέσμου και της μακροπροθέσμου αντιμετωπίσεως» («Το Βήμα 27.2.1972).
Ο Λίβανος και οι αιχμάλωτοι του Παπανδρέου
Αλλά και τις παραμονές της διάσκεψης στο Λίβανο ο Λήπερ και ο Μπάλφουρ πρωταγωνιστούν, αυτή τη φορά με τον Γεώργιο Παπανδρέου, στις ίντριγκες για να πατήσει η ΕΑΜική ηγεσία τις πεπονόφλουδες που της έστηναν.
Στο ημερολόγιο του Σιφναίου διαβάζουμε:
23 Απριλίου: «Ο Παπανδρέου σπίτι μου: »Εγώ εχάραξα την γραμμήν εις τον Λήπερ. Είναι μια υπηρεσία που προσέφερα στην Ελλάδα». Πιστεύει ότι η αντιπροσωπεία ΕΑΜ-ΠΕΕΑ δεν θα φθάσει στο Κάιρο».
24 Απριλίου: «Ο Μπάλφουρ πιστεύει και αυτός θεωρίαν Παπανδρέου: »θα προσκληθή το ΕΑΜ, αλλά θα επιρριφθή εις αυτούς άρνησις συμπράξεως». Βενιζέλος (σ.σ. πρωθυπουργός μόλις για 12 μέρες) απεπέμφθη. Εντολή ανετέθη Παπανδρέου (σ.σ. αυτός κρίθηκε από τους Άγγλους πιο ικανός για να κάνει τη βρώμικη δουλειά)» ( Σπύρου Μαρκεζίνη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας 1936-1975», τόμος πρώτος, σ. 401 και 404, εκδόσεις Πάπυρος).
Λήπερ και Μπάλφουρ οργανώνουν το συνέδριο του Λιβάνου με τα γνωστά καταστροφικά για το λαϊκό κίνημα αποτελέσματα. Αυτοί μεθόδευσαν την πλήρη απομόνωση των αντιπροσώπων από την Ελλάδα με το πρόσχημα ότι έπρεπε να είναι ανεπηρέαστοι από το περιβάλλον. Στην πραγματικότητα ήθελαν οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ να μην έχουν καμία δυνατότητα επαφής με τα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και έτσι να είναι πιο «εύκολοι» στις παγίδες που τους έστηνε το υποχείριό τους, ο Παπανδρέου. Και δυστυχώς έτσι έγινε.
Οι υπάλληλοι της βρετανικής πρεσβείας μαζί με αξιωματικούς της 9ης Στρατιάς ανακάλυψαν το χωριό Ντουρ ελ Σουέιρ, ένα θέρετρο στην κορφή του όρους Λίβανος. Εκεί βρισκόταν το κοσμοπολίτικο ξενοδοχείο «Δάσος της Βουλώνης» που επιτάχθηκε. Σε ένα κοντινό ξενοδοχείο έμεναν ο Λήπερ και οι συνεργάτες του. Στο «Δάσος της Βουλώνης» λοιπόν χωρίς καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο, χωρίς αλληλογραφία, και χωρίς δημοσιογράφους οι εκπρόσωποι από την Ελλάδα ήταν ουσιαστικά αιχμάλωτοι του Παπανδρέου και των Άγγλων.
Ο Μπάλφουρ ήταν επί της υποδοχής στο αεροδρόμιο του Καΐρου όπου έφτασε η αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ το Μάιο του 1944. Ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, μέλος της αντιπροσωπείας, γράφει γι αυτή τη συνάντηση: «Κατ’ αρχήν, όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Καΐρου, μας υποδέχτηκε εκ μέρους της αγγλικής πρεσβείας ο συνταγματάρχης Μπάλφουρ. Εγώ μπήκα στο δικό του αυτοκίνητο και οι δυό μας φύγαμε από το αεροδρόμιο για το ξενοδοχείο «Σέπερτς» όπου θα μέναμε. Πηγαίνοντας τον ρώτησα αν έχει έρθει ποτέ στην Ελλάδα και μου απάντησε αρνητικά. Κατόπιν, όταν διηγούμην τα σχετικά στον Γιώργο Σεφέρη, που ήταν τότε πρεσβευτής στην Αίγυπτο μου απάντησε: «Μα δεν ξέρεις ότι ο Μπάλφουρ ήταν παπάς και λειτουργούσε στον «Ευαγγελισμό» στην Αθήνα; Γνωστός ως Παπα-Δημήτρης ανήκε στις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων». Εγώ δεν τον αναγνώρισα, μολονότι έκανε μαθήματα αγγλικών στην Αθήνα και η γυναίκα μου Έλλη ήταν μαθήτρια του. Και όχι μόνο αυτό. Όταν πέθανε η μητέρα μου τον είχα συναντήσει κι αυτόν στον «Ευαγγελισμό» σαν παπά. Δεν τον γνώρισα όμως τώρα, γιατί είχε πια ξυριστεί και χωρίς τα ράσα ήταν αγνώριστος. Άλλωστε ούτε καν το φανταζόμουνα» ( Αγγ. Αγγελόπουλου «Από την Κατοχή στον Εμφύλιο», σ. 73, 74, Αθήνα 1994).
Μετά την επιστροφή του στην απελευθερωμένη από τους ναζί Αθήνα ο Μπάλφουρ εγκαταστάθηκε στο κτίριο της Γραμματείας του Πολιτικού Τμήματος της Βρετανικής Πρεσβείας, στην οδό Πλουτάρχου 2 στο Κολωνάκι. Σύμφωνα με την επίσημη ιδιότητά του, ήταν ο εντεταλμένος του Φόρειν Όφις. Όμως ουσιαστικά έδρασε ως αρχηγός της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Ελλάδα και ως μέλος της βρετανικής «τετρανδρίας» που αποτελούσε την υπερκυβέρνηση εκείνων των τραγικών ημερών.
Τα άλλα μέλη της «τετρανδρίας» ήταν ο υπουργός αρμόδιος για θέματα της Μέσης Ανατολής Χάρολντ Μακ Μίλαν (μετέπειτα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, επί των ημερών του υπογράφτηκαν οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου για την Κύπρο, που ήταν η αρχή του τέλους των προσπαθειών για ένα ελεύθερο νησί), ο πρεσβευτής Ρέτζιναλντ Λήπερ και ο στρατηγός Σκόμπυ ( στοιχεία για τη δράση της «τετρανδρίας» περιλαμβάνονται στο βιβλίο του δημοσιογράφου Σπ. Θεοδωρόπουλου «Από το δόγμα Τρούμαν, στο δόγμα Χούντα»).
Ο Μπάλφουρ δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα τις μέρες των Δεκεμβριανών και υπήρξε ένας από τους εμπνευστές της ιδέας για τον ορισμό αντιβασιλιά. Ο ίδιος τον Απρίλιο του ’45 θα βρεθεί πίσω (ουσιαστικά την εκβίασε) και από την αποπομπή του πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα και το σχηματισμό κυβέρνησης υπό το ναύαρχο Βούλγαρη («αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει απόψε» είπε σε κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο το Σάββατο 7 Απριλίου σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» της επομένης, βλ. και «Λαϊκή Φωνή» Θεσσαλονίκης 10.4.1945, και Σπ. Μαρκεζίνη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος 1936-1975», τ. Β΄. σ. 133, 134).
Τον επόμενο ενάμιση χρόνο ο Μπάλφουρ είχε σημαντική συμμετοχή στην οργάνωση και εξάπλωση του κύματος βίας και τρομοκρατίας. Στόχος του ήταν, όπως σημειώνει ο Σπύρος Μαρκεζίνης («Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος 1936-1975», τ. Β΄. σ. 150 και 201) να οδηγήσει τη χώρα στον Εμφύλιο για να συντρίψει οριστικά την Αριστερά.
Το ρόλο του Μπάλφουρ κατήγγειλε ο Κώστας Καραγιώργης σε σειρά πρωτοσέλιδων σημειωμάτων στο «Ριζοσπάστη», με την υπογραφή του, στις 23, 25 και 26 Ιανουαρίου 1947.
Ο «πατήρ Δημήτριος» εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1947 για να αναλάβει υπηρεσία σε μια άλλη «καυτή περιοχή», την Παλαιστίνη. Ένα διάστημα έζησε και στο Νεπάλ.
*Ημεροδρόμος*
Αλλά και τις παραμονές της διάσκεψης στο Λίβανο ο Λήπερ και ο Μπάλφουρ πρωταγωνιστούν, αυτή τη φορά με τον Γεώργιο Παπανδρέου, στις ίντριγκες για να πατήσει η ΕΑΜική ηγεσία τις πεπονόφλουδες που της έστηναν.
Στο ημερολόγιο του Σιφναίου διαβάζουμε:
23 Απριλίου: «Ο Παπανδρέου σπίτι μου: »Εγώ εχάραξα την γραμμήν εις τον Λήπερ. Είναι μια υπηρεσία που προσέφερα στην Ελλάδα». Πιστεύει ότι η αντιπροσωπεία ΕΑΜ-ΠΕΕΑ δεν θα φθάσει στο Κάιρο».
24 Απριλίου: «Ο Μπάλφουρ πιστεύει και αυτός θεωρίαν Παπανδρέου: »θα προσκληθή το ΕΑΜ, αλλά θα επιρριφθή εις αυτούς άρνησις συμπράξεως». Βενιζέλος (σ.σ. πρωθυπουργός μόλις για 12 μέρες) απεπέμφθη. Εντολή ανετέθη Παπανδρέου (σ.σ. αυτός κρίθηκε από τους Άγγλους πιο ικανός για να κάνει τη βρώμικη δουλειά)» ( Σπύρου Μαρκεζίνη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας 1936-1975», τόμος πρώτος, σ. 401 και 404, εκδόσεις Πάπυρος).
Λήπερ και Μπάλφουρ οργανώνουν το συνέδριο του Λιβάνου με τα γνωστά καταστροφικά για το λαϊκό κίνημα αποτελέσματα. Αυτοί μεθόδευσαν την πλήρη απομόνωση των αντιπροσώπων από την Ελλάδα με το πρόσχημα ότι έπρεπε να είναι ανεπηρέαστοι από το περιβάλλον. Στην πραγματικότητα ήθελαν οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ να μην έχουν καμία δυνατότητα επαφής με τα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και έτσι να είναι πιο «εύκολοι» στις παγίδες που τους έστηνε το υποχείριό τους, ο Παπανδρέου. Και δυστυχώς έτσι έγινε.
Οι υπάλληλοι της βρετανικής πρεσβείας μαζί με αξιωματικούς της 9ης Στρατιάς ανακάλυψαν το χωριό Ντουρ ελ Σουέιρ, ένα θέρετρο στην κορφή του όρους Λίβανος. Εκεί βρισκόταν το κοσμοπολίτικο ξενοδοχείο «Δάσος της Βουλώνης» που επιτάχθηκε. Σε ένα κοντινό ξενοδοχείο έμεναν ο Λήπερ και οι συνεργάτες του. Στο «Δάσος της Βουλώνης» λοιπόν χωρίς καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο, χωρίς αλληλογραφία, και χωρίς δημοσιογράφους οι εκπρόσωποι από την Ελλάδα ήταν ουσιαστικά αιχμάλωτοι του Παπανδρέου και των Άγγλων.
Ο Μπάλφουρ ήταν επί της υποδοχής στο αεροδρόμιο του Καΐρου όπου έφτασε η αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ το Μάιο του 1944. Ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, μέλος της αντιπροσωπείας, γράφει γι αυτή τη συνάντηση: «Κατ’ αρχήν, όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Καΐρου, μας υποδέχτηκε εκ μέρους της αγγλικής πρεσβείας ο συνταγματάρχης Μπάλφουρ. Εγώ μπήκα στο δικό του αυτοκίνητο και οι δυό μας φύγαμε από το αεροδρόμιο για το ξενοδοχείο «Σέπερτς» όπου θα μέναμε. Πηγαίνοντας τον ρώτησα αν έχει έρθει ποτέ στην Ελλάδα και μου απάντησε αρνητικά. Κατόπιν, όταν διηγούμην τα σχετικά στον Γιώργο Σεφέρη, που ήταν τότε πρεσβευτής στην Αίγυπτο μου απάντησε: «Μα δεν ξέρεις ότι ο Μπάλφουρ ήταν παπάς και λειτουργούσε στον «Ευαγγελισμό» στην Αθήνα; Γνωστός ως Παπα-Δημήτρης ανήκε στις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων». Εγώ δεν τον αναγνώρισα, μολονότι έκανε μαθήματα αγγλικών στην Αθήνα και η γυναίκα μου Έλλη ήταν μαθήτρια του. Και όχι μόνο αυτό. Όταν πέθανε η μητέρα μου τον είχα συναντήσει κι αυτόν στον «Ευαγγελισμό» σαν παπά. Δεν τον γνώρισα όμως τώρα, γιατί είχε πια ξυριστεί και χωρίς τα ράσα ήταν αγνώριστος. Άλλωστε ούτε καν το φανταζόμουνα» ( Αγγ. Αγγελόπουλου «Από την Κατοχή στον Εμφύλιο», σ. 73, 74, Αθήνα 1994).
Μετά την επιστροφή του στην απελευθερωμένη από τους ναζί Αθήνα ο Μπάλφουρ εγκαταστάθηκε στο κτίριο της Γραμματείας του Πολιτικού Τμήματος της Βρετανικής Πρεσβείας, στην οδό Πλουτάρχου 2 στο Κολωνάκι. Σύμφωνα με την επίσημη ιδιότητά του, ήταν ο εντεταλμένος του Φόρειν Όφις. Όμως ουσιαστικά έδρασε ως αρχηγός της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Ελλάδα και ως μέλος της βρετανικής «τετρανδρίας» που αποτελούσε την υπερκυβέρνηση εκείνων των τραγικών ημερών.
Τα άλλα μέλη της «τετρανδρίας» ήταν ο υπουργός αρμόδιος για θέματα της Μέσης Ανατολής Χάρολντ Μακ Μίλαν (μετέπειτα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, επί των ημερών του υπογράφτηκαν οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου για την Κύπρο, που ήταν η αρχή του τέλους των προσπαθειών για ένα ελεύθερο νησί), ο πρεσβευτής Ρέτζιναλντ Λήπερ και ο στρατηγός Σκόμπυ ( στοιχεία για τη δράση της «τετρανδρίας» περιλαμβάνονται στο βιβλίο του δημοσιογράφου Σπ. Θεοδωρόπουλου «Από το δόγμα Τρούμαν, στο δόγμα Χούντα»).
Ο Μπάλφουρ δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα τις μέρες των Δεκεμβριανών και υπήρξε ένας από τους εμπνευστές της ιδέας για τον ορισμό αντιβασιλιά. Ο ίδιος τον Απρίλιο του ’45 θα βρεθεί πίσω (ουσιαστικά την εκβίασε) και από την αποπομπή του πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα και το σχηματισμό κυβέρνησης υπό το ναύαρχο Βούλγαρη («αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει απόψε» είπε σε κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο το Σάββατο 7 Απριλίου σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» της επομένης, βλ. και «Λαϊκή Φωνή» Θεσσαλονίκης 10.4.1945, και Σπ. Μαρκεζίνη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος 1936-1975», τ. Β΄. σ. 133, 134).
Τον επόμενο ενάμιση χρόνο ο Μπάλφουρ είχε σημαντική συμμετοχή στην οργάνωση και εξάπλωση του κύματος βίας και τρομοκρατίας. Στόχος του ήταν, όπως σημειώνει ο Σπύρος Μαρκεζίνης («Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος 1936-1975», τ. Β΄. σ. 150 και 201) να οδηγήσει τη χώρα στον Εμφύλιο για να συντρίψει οριστικά την Αριστερά.
Το ρόλο του Μπάλφουρ κατήγγειλε ο Κώστας Καραγιώργης σε σειρά πρωτοσέλιδων σημειωμάτων στο «Ριζοσπάστη», με την υπογραφή του, στις 23, 25 και 26 Ιανουαρίου 1947.
Ο «πατήρ Δημήτριος» εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1947 για να αναλάβει υπηρεσία σε μια άλλη «καυτή περιοχή», την Παλαιστίνη. Ένα διάστημα έζησε και στο Νεπάλ.
*Ημεροδρόμος*
Το «παιδομάζωμα», η Φρειδερίκη
και το δουλεμπόριο της εθνικοφροσύνης
Φέτος (2016) η άθλια αντικομμουνιστική καραμέλα περί «παιδομαζώματος», γεννημένη στα καταγώγια του μετεμφυλιακού κράτους, επανήλθε. Φρόντισε εφημερίδα των Αθηνών, η οποία με αφορμή την 29η Αυγούστου που είναι η ημερομηνία λήξης του Εμφυλίου πολέμου, έσπευσε να τροφοδοτήσει τους αναγνώστες της με βιβλίο αφιερωμένο «Στην τελική νίκη του Εθνικού στρατού, στο χρονολόγιο των μαχών και στο παιδομάζωμα».
Κατ’ αρχάς, όποιος επιθυμεί να έχει εικόνα της αλήθειας όσον αφορά το ζήτημα του λεγόμενου «παιδομαζώματος» δεν έχει παρά να προμηθευτεί δυο πραγματικά σπουδαία βιβλία. «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια» του Δημήτρη Σέρβου και την «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους» του Βασίλη Ραφαηλίδη.
Από εκεί και πέρα δεν έχουμε παρά να υπενθυμίσουμε στους τυφλοπόντικες της Ιστορίας τις αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως τη δεκαετία του ’90, δηλαδή 50 χρόνια μετά την άθλια αντικομμουνιστική προπαγάνδα περί «παιδομαζώματος». Αποκαλύψεις ότι το πραγματικό παιδομάζωμα διεπράχθη, αλλά από τους «αναμορφωτές του έθνους».
Μετεμφυλιακά καταγώγια
Ας δούμε, πριν, τι ισχυρίζονταν τα καταγώγια:
«Εκ των κομμουνιστικών θρανίων επέρασαν μέχρι σήμερον ουχί μόνον οι 28.000 αρπαγέντες Ελληνόπαιδες, αλλά και έτεροι …νεαροί συμμορίται, οίτινες εξεπαιδεύθησαν συστηματικώς εις τα κομμουνιστικά σχολεία, σύνολο δηλαδή 50.000 και άνω προσώπων, τα οποία ετράφησαν και τρέφονται και θα τρέφονται με το μαρξιστικόν γάλα και θα δέχονται το κομμουνιστικόν εμβόλιον»!!
Αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «μεταμεληθέντα» – χαφιέ Γ. Χ. Μανούκα με τίτλο «Παιδομάζωμα» που εκδόθηκε το «χουντικό» έτος 1969,σύμφωνα με την οποία οι κομμουνιστές «έκλεβαν» κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου τα παιδιά της Ελλάδας και τα «φυλάκιζαν στο σιδηρούν παραπέτασμα» για να τα κάνουν «γενίτσαρους»…
Πρόκειται για δείγμα της προπαγάνδας του μετεμφυλιακού κράτους, που έστησαν στη χώρα οι Αγγλοαμερικάνοι, οι χίτες, το παλάτι και τα φερέφωνα τους του αστικού πολιτικού κόσμου.
Ομολογίες παλιανθρωπιάς
Όπως είπαμε, η υπόθεση του παιδομαζώματος επανήλθε στην επικαιρότητα τη δεκαετία του ‘90, αλλά με τη μορφή, πλέον, της ομολογίας.
Ήταν οι ίδιοι οι πάτρωνες των αποβρασμάτων που μετά την ήττα του ελληνικού λαού στον Εμφύλιο στιγμάτισαν τη ζωή αυτού του τόπου που τους έβγαλαν στη σέντρα.
Ανάμεσά τους μέχρι και οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» ανακάλυψαν τον Απρίλη του 1996 ότι πράγματι υπήρξε στην Ελλάδα παιδομάζωμα, μόνο που αυτό ήταν το τερατώδες έργο εκείνων που κατηγορούσαν τους κομμουνιστές για πράγματα που οι ίδιοι έκαναν.
Το πραγματικό παιδομάζωμα γινόταν από τη Φρειδερίκη και τους «φιλέλληνες» Αμερικανούς «μπίζνεσμαν» σε συνεργασία με τους μηχανισμούς του αστικού ελληνικού κράτους και την «ευλογία» υψηλά ισταμένων της Εκκλησίας.
Γινόταν από τα όργανα της «βασιλομήτορος», που, αφού στη δίνη του Εμφυλίου άρπαζαν βρέφη και παιδιά, τα στοίβαζαν στα «αναμορφωτήρια» της εθνικοφροσύνης, αναμένοντας αγοραστές για να τα πουλήσουν!
Άλλωστε, μεταξύ των λόγων που αναφέρονταν στην ανάγκη απόσπασης των παιδιών από τις ρίζες τους ήταν η «μόλυνσή τους» από «κομμουνιστικά γονίδια»! Χώρος υποδοχής για την «αποστείρωση» των «συμμοριτόπληκτων» παιδιών αποτέλεσαν οι ΗΠΑ και άλλες χώρες του δυτικού πολιτισμού…
Εκεί, μέσω του υπερωκεανίου «Φρειδερίκη» και με την εποπτεία του Ελληνοαμερικανού Σ. Σπανός (θαμώνας του παλατιού και πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ τη δεκαετία του ’50), περίπου 15.000 «παιδιά – εμπορεύματα», παραδόθηκαν για υιοθεσία από τα «ευαγή» ιδρύματα, έναντι 4.000 δολαρίων το κεφάλι! Όσο για τους γονείς τους, όταν μετεμφυλιακά τα αναζητούσαν, εισέπρατταν την απάντηση ότι πέθαναν…
Απόφαση διάσωσης των Ελληνόπουλων
Την ίδια ώρα που οι έμποροι λευκής σάρκας επιδίδονταν στην …εφαρμογή των «αρχών» τους περί «Πατρίδος – Θρησκείας – Οικογένειας», κατηγορούσαν τους κομμουνιστές για «παιδομάζωμα»!
Πρόθεση των «δημίων κομμουνιστών» – σύμφωνα με το ασφαλίτικο έντυπο που προαναφέρθηκε – ήταν «να σαρώσουν μια γενεά Ελληνοπαίδων, να τη σύρουν εις το παραπέτασμα… να τη βομβαρδίσουν με «μαρξιστικάς βόμβας» διά να εξαληφθή η θρησκεία των, να διαστραφούν τα εθνικά των ιδανικά, να αχρηστευθή η μητρική των γλώσσα, να αντικατασταθούν αι ιστορικαί, πνευματικαί και ηθικαί παραδόσεις των, να εκλείψουν όλα τα φυλετικά και εθνικά γνωρίσματά των…».
Και το ερώτημα που έθετε το σκυλολόι του μοναρχοφασισμού ήταν εύληπτο:
«Ποιος διαβεβαιώνει ότι οι απαχθέντες Ελληνόπαιδες, οίτινες υπέστησαν τον πνευματικόν και ηθικόν θάνατον εκ της αγωγής και διδασκαλίας του κομμουνισμού… δε θα προβούν και εις τον φυσικόν θάνατον των γονέων των;»!
Έτσι η μη «αποκήρυξη του παιδομαζώματος» έφτασε να αποτελεί «έγκλημα» ισότιμο της μη «αποκήρυξης του κομμουνισμού», επισείοντας την ποινή του θανάτου από τα μετεμφυλιακά στρατοδικεία…
Αυτή ήταν η γκεμπελική αντίδραση της εθελόδουλης αστικής τάξης της Ελλάδας από τη στιγμή που η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) και ο ΔΣΕ αποφάσισαν να σώσουν τα παιδιά, προχωρώντας από το Μάρτη του 1948 (μετά τη θετική ανταπόκριση των σοσιαλιστικών χωρών) στη φυγάδευση των παιδιών που αποτελούσαν μαζικά θύματα των βομβαρδισμών με αμερικανικές βόμβες «Ναπάλμ», που εκτόξευε η «Βασιλική Αεροπορία» κατά του αγωνιζόμενου λαού.
Έσωσαν 28.000 παιδιά, που αποτελούσαν τα υποψήφια θύματα της πείνας και της αρρώστιας, λόγω του αποκλεισμού που επέβαλαν οι ιμπεριαλιστές στις ελεύθερες περιοχές της χώρας. Παιδιά υποψήφια – εμπόρευμα στα παραρτήματα δουλεμπορίας της Φρειδερίκης, στη Μακρόνησο, στη Γυάρο, στη Λέρο και τις 50 περίπου «βασιλικές παιδουπόλεις»…
Άθλια προπαγάνδα
Όλοι οι μηχανισμοί του μετεμφυλιακού κράτους υπήρξαν αρωγοί της σχετικής προπαγάνδας. Σύμφωνα με αυτήν, τα παιδιά «αρπάχθηκαν», παρά τη θέληση τη δική τους και των γονιών τους, λιμοκτονούσαν στις σοσιαλιστικές χώρες, έπεφταν θύματα μαρτυρικής εκμετάλλευσης, υπέστησαν πλύση εγκεφάλου για να γίνουν «κομμουνιστές γενίτσαροι»… Εκδηλώθηκε δε και πλήθος ενεργειών για «διεθνή καταδίκη της γενοκτονίας»…
Η αλήθεια ήταν από τότε γνωστή
Η αλήθεια, φυσικά, ήταν διαφορετική. Ας σημειωθεί ότι η ΠΔΚ, μέσω του υπουργού Παιδείας, καθηγητή Ιατρικής Πέτρου Κόκκαλη, δήλωνε τη συμφωνία της για τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για την κατάσταση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, εφόσον η έρευνα αυτή γινόταν και στα στρατόπεδα της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας (Γ. Ζωίδης). Η Φρειδερίκη βέβαια ποτέ δε δέχτηκε τέτοια έρευνα…
Ας δούμε, όμως, μερικά στοιχεία της …«κομμουνιστικής θηριωδίας»:
Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά του «παιδομαζώματος» βρέθηκαν και πάλι στις ρίζες τους. Στους δικούς τους ανθρώπους, με την πατρίδα, τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την παράδοση, άσβεστα.
Ποια ήταν όμως η κατάσταση που επικρατούσε στα «αναμορφωτήρια» της Φρειδερίκης;
Την περιγράφει ο Γιώργος Χατζάτογλου, ένα από’ τα παιδιά του παιδομαζώματος της Φρειδερίκης:
«(…) Το στρατόπεδο είχε φρουρά και ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα 4 μέτρα ύψος. Υπήρχαν παιδιά ηλικίας από 2 μέχρι 16 και 17 χρόνων, που έκλαιγαν γιατί είχαν με τη βία αποχωριστεί απ’ τους γονείς τους. Μέναμε σε τολ, που το καλοκαίρι οι λαμαρίνες τους καίγανε και το χειμώνα πάγωναν. Κοιμόμασταν σε σιδερένια κρεβάτια, σε τρεις σειρές και χωρισμένα κατά 25άδες. Με την άφιξή μας στο Καστρί, μας μοίρασαν στρατιωτικές φόρμες. Πρώτο μέλημά τους ήταν να μας στείλουν ιεροκήρυκα, να δημιουργήσουν κατηχητικά και στελέχη προσκόπων. Θυμάμαι ότι σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη μια μορφή ενός αγριανθρώπου γενειοφόρου με μια χατζάρα στο στόμα, που έσταζε αίμα, να αρπάζει απ’ την αγκαλιά της μάνας το παιδί της. Επίσης, στους τοίχους υπήρχαν συνθήματα για το έθνος και τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γίνονταν η διαπαιδαγώγηση και η νουθέτηση για τη «μάνα μας» τη Βασίλισσα. Νύχτα – μέρα αυτά διαρκώς μας έλεγαν (…)».
Πέραν των 15.000 παιδιών που πουλήθηκαν από τη Φρειδερίκη έναντι 4.000 δολαρίων το κεφάλι, ποια ήταν η τύχη των υπόλοιπων 20.000 περίπου παιδιών που αρπάχτηκαν στην πιο τρυφερή τους ηλικία (από 5-6 χρόνων μέχρι 16-17) και που μέχρι το 1968 ο αριθμός τους στις παιδουπόλεις έφτασε τα 36.562;
Αφού τα άρπαζαν για να τα «αναμορφώσουν» ώστε να «αποτελέσουν τους πυρήνας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», κατά τις ανακοινώσεις του Βασιλικού Ιδρύματος, τα στοίβαζαν στην εκμετάλλευση και την αμορφωσιά.
«Κανένα απ’ τα έγκλειστα παιδιά, όχι μόνο δεν πήγε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά δεν τέλειωσε καν τη δευτεροβάθμια. Ένας πολύ μικρός αριθμός κοριτσιών πήγε μέχρι 2η ή 3η τάξη του Γυμνασίου. Μόνο ελάχιστες εξαιρέσεις υπήρχαν και αυτές κάτω απ’ την προσωπική προσπάθεια και κόπο των ίδιων των παιδιών. Τα ήθελαν αμόρφωτα και ανίκανα ν’ αναπτύξουν την προσωπικότητά τους. Όσα κορίτσια δεν επέστρεψαν στα χωριά τους κι αργότερα εγκαταστάθηκαν στις μεγαλουπόλεις, μετατράπηκαν σε φτηνή εργατική δύναμη στα μεγάλα υφαντουργεία και καπνεργοστάσια (Ρετσίνα, Καρέλα, Σφαέλου, Λαναρά, Παπαστράτου, Κεράνη, κλπ.).
Την ίδια στιγμή, αυτά τα “ιδρύματα” αποτελούσαν μια άκρως κερδοφόρα επιχείρηση, όπου τα παιδιά χρησίμευαν ως τζάμπα εργάτες. Σύμφωνα με τον απολογισμό δράσης για τη δεκαετία 1947 – 1957, τα κέρδη του ιδρύματος “Βασιλική Πρόνοια Βορείου Ελλάδος” απ’ την εκμετάλλευση της υποχρεωτικής εργασίας των κοριτσιών των παιδουπόλεων ανέρχονταν σε πολλά εκατομμύρια δραχμές (…)ι μόνο σ’ ένα χρόνο το Βασιλικό Ίδρυμα της Φλώρινας – με τιμές 1949 – είχε κέρδη 1.005.000 δραχμές! Τα κέρδη αυτά προέρχονταν απ’ την πώληση 170.608 φορεμάτων, 90.936 πήχεων υφάσματος. Στα 22 ταπητουργεία – κιλιμοποιεία, όπου πάλι κορίτσια απ’ το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης εργάζονταν χωρίς αμοιβή, κατασκευάστηκαν χιλιάδες χαλιά, που πουλήθηκαν στην εσωτερική αγορά και στο εξωτερικό. Το 1968 (!), τα ταπητουργεία της Φρειδερίκης έφθαναν τα …65» (Ριζοσπάστης, 1/3/2009) .
***
Η αποστολή παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες ξεκίνησε στις 10 Απρίλη του 1948 με πρωτοβουλία των ίδιων των αγωνιστών του ΔΣΕ υλοποιήθηκε με τη φροντίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών και αφορούσε συνολικά 28.000 παιδιά.
Αποτέλεσε μέτρο αναγκαίο για να σωθούν τα παιδιά από τους βομβαρδισμούς του μοναρχοφασιστικού στρατού και την πείνα. Οι οικογένειές τους ήταν κυνηγημένες από τους μοναρχοφασίστες ή δολοφονημένες ή στις φυλακές και τις εξορίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει φροντίδα για τα παιδιά ή να συγκεντρώνονται από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς και να μεταφέρονται στα ιδρύματα-γκέτο της Φρειδερίκης που είχε εξαπολύσει το πραγματικό παιδομάζωμα .
Η αποστολή παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έσωσε τη ζωή τους. Τα παιδιά αυτά διαπαιδαγωγήθηκαν, μορφώθηκαν και γλίτωσαν τις συνέπειες της εξαφάνισης από τη δράση της Φρειδερίκης.
Αντίθετα, από τα παιδιά του πραγματικού παιδομαζώματος, το ένα μέρος τους υπήρξε θύμα «αναμόρφωσης», βαναυσότητας και εκμετάλλευσης, το άλλος μέρος τους (με τον συντριπτικό τους αριθμό να μην το γνωρίζει ακόμα!) υπήρξε θύμα αρπαγής και αγοραπωλησίας. Όσοι ανακάλυψαν την αλήθεια την δεκαετία του ‘90, ανακάλυψαν – για πρώτη, ίσως, φορά – και την Ελλάδα!
Το λιγότερο που υποχρεούνταν προς αυτούς τους χιλιάδες ανθρώπους το σημερινό κράτος – το οποίο υπηρετούν τα θρασίμια που αναμηρυκάζουν την ασφαλίτικη μετεμφυλιακή προπαγάνδα – θα ήταν να ρίξει άπλετο φως στην απίστευτη αυτή υπόθεση της κλοπής και της μεταφοράς των παιδιών στις ΗΠΑ, να ανοίξει τα αρχεία των παράνομων υιοθεσιών από τα κολαστήρια της Φρειδερίκης, ώστε να μπορέσουν – όσα από τα θύματα της «εθνικοφροσύνης» θα το κατάφερναν – να ξαναενώσουν το νήμα της ζωής τους. Το κράτος των αστών και των σμπίρων τους, αν και έχουν περάσει 20 χρόνια από την αποκάλυψη, δεν το έπραξε ποτέ.
***
Για περισσότερα στοιχεία:
Δημήτρης Σέρβος, Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, εκδ. Σύγχρονη Εποχή
Μαργαρίτης Γιώργος, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, εκδ. Βιβλιόραμα)
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=5016449
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=5010949
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=4969094
*Νίκος Μπογιόπουλος*
Κατ’ αρχάς, όποιος επιθυμεί να έχει εικόνα της αλήθειας όσον αφορά το ζήτημα του λεγόμενου «παιδομαζώματος» δεν έχει παρά να προμηθευτεί δυο πραγματικά σπουδαία βιβλία. «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια» του Δημήτρη Σέρβου και την «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους» του Βασίλη Ραφαηλίδη.
Από εκεί και πέρα δεν έχουμε παρά να υπενθυμίσουμε στους τυφλοπόντικες της Ιστορίας τις αποκαλύψεις που ήρθαν στο φως τη δεκαετία του ’90, δηλαδή 50 χρόνια μετά την άθλια αντικομμουνιστική προπαγάνδα περί «παιδομαζώματος». Αποκαλύψεις ότι το πραγματικό παιδομάζωμα διεπράχθη, αλλά από τους «αναμορφωτές του έθνους».
Μετεμφυλιακά καταγώγια
Ας δούμε, πριν, τι ισχυρίζονταν τα καταγώγια:
«Εκ των κομμουνιστικών θρανίων επέρασαν μέχρι σήμερον ουχί μόνον οι 28.000 αρπαγέντες Ελληνόπαιδες, αλλά και έτεροι …νεαροί συμμορίται, οίτινες εξεπαιδεύθησαν συστηματικώς εις τα κομμουνιστικά σχολεία, σύνολο δηλαδή 50.000 και άνω προσώπων, τα οποία ετράφησαν και τρέφονται και θα τρέφονται με το μαρξιστικόν γάλα και θα δέχονται το κομμουνιστικόν εμβόλιον»!!
Αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «μεταμεληθέντα» – χαφιέ Γ. Χ. Μανούκα με τίτλο «Παιδομάζωμα» που εκδόθηκε το «χουντικό» έτος 1969,σύμφωνα με την οποία οι κομμουνιστές «έκλεβαν» κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου τα παιδιά της Ελλάδας και τα «φυλάκιζαν στο σιδηρούν παραπέτασμα» για να τα κάνουν «γενίτσαρους»…
Πρόκειται για δείγμα της προπαγάνδας του μετεμφυλιακού κράτους, που έστησαν στη χώρα οι Αγγλοαμερικάνοι, οι χίτες, το παλάτι και τα φερέφωνα τους του αστικού πολιτικού κόσμου.
Ομολογίες παλιανθρωπιάς
Όπως είπαμε, η υπόθεση του παιδομαζώματος επανήλθε στην επικαιρότητα τη δεκαετία του ‘90, αλλά με τη μορφή, πλέον, της ομολογίας.
Ήταν οι ίδιοι οι πάτρωνες των αποβρασμάτων που μετά την ήττα του ελληνικού λαού στον Εμφύλιο στιγμάτισαν τη ζωή αυτού του τόπου που τους έβγαλαν στη σέντρα.
Ανάμεσά τους μέχρι και οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» ανακάλυψαν τον Απρίλη του 1996 ότι πράγματι υπήρξε στην Ελλάδα παιδομάζωμα, μόνο που αυτό ήταν το τερατώδες έργο εκείνων που κατηγορούσαν τους κομμουνιστές για πράγματα που οι ίδιοι έκαναν.
Το πραγματικό παιδομάζωμα γινόταν από τη Φρειδερίκη και τους «φιλέλληνες» Αμερικανούς «μπίζνεσμαν» σε συνεργασία με τους μηχανισμούς του αστικού ελληνικού κράτους και την «ευλογία» υψηλά ισταμένων της Εκκλησίας.
Γινόταν από τα όργανα της «βασιλομήτορος», που, αφού στη δίνη του Εμφυλίου άρπαζαν βρέφη και παιδιά, τα στοίβαζαν στα «αναμορφωτήρια» της εθνικοφροσύνης, αναμένοντας αγοραστές για να τα πουλήσουν!
Άλλωστε, μεταξύ των λόγων που αναφέρονταν στην ανάγκη απόσπασης των παιδιών από τις ρίζες τους ήταν η «μόλυνσή τους» από «κομμουνιστικά γονίδια»! Χώρος υποδοχής για την «αποστείρωση» των «συμμοριτόπληκτων» παιδιών αποτέλεσαν οι ΗΠΑ και άλλες χώρες του δυτικού πολιτισμού…
Εκεί, μέσω του υπερωκεανίου «Φρειδερίκη» και με την εποπτεία του Ελληνοαμερικανού Σ. Σπανός (θαμώνας του παλατιού και πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ τη δεκαετία του ’50), περίπου 15.000 «παιδιά – εμπορεύματα», παραδόθηκαν για υιοθεσία από τα «ευαγή» ιδρύματα, έναντι 4.000 δολαρίων το κεφάλι! Όσο για τους γονείς τους, όταν μετεμφυλιακά τα αναζητούσαν, εισέπρατταν την απάντηση ότι πέθαναν…
Απόφαση διάσωσης των Ελληνόπουλων
Την ίδια ώρα που οι έμποροι λευκής σάρκας επιδίδονταν στην …εφαρμογή των «αρχών» τους περί «Πατρίδος – Θρησκείας – Οικογένειας», κατηγορούσαν τους κομμουνιστές για «παιδομάζωμα»!
Πρόθεση των «δημίων κομμουνιστών» – σύμφωνα με το ασφαλίτικο έντυπο που προαναφέρθηκε – ήταν «να σαρώσουν μια γενεά Ελληνοπαίδων, να τη σύρουν εις το παραπέτασμα… να τη βομβαρδίσουν με «μαρξιστικάς βόμβας» διά να εξαληφθή η θρησκεία των, να διαστραφούν τα εθνικά των ιδανικά, να αχρηστευθή η μητρική των γλώσσα, να αντικατασταθούν αι ιστορικαί, πνευματικαί και ηθικαί παραδόσεις των, να εκλείψουν όλα τα φυλετικά και εθνικά γνωρίσματά των…».
Και το ερώτημα που έθετε το σκυλολόι του μοναρχοφασισμού ήταν εύληπτο:
«Ποιος διαβεβαιώνει ότι οι απαχθέντες Ελληνόπαιδες, οίτινες υπέστησαν τον πνευματικόν και ηθικόν θάνατον εκ της αγωγής και διδασκαλίας του κομμουνισμού… δε θα προβούν και εις τον φυσικόν θάνατον των γονέων των;»!
Έτσι η μη «αποκήρυξη του παιδομαζώματος» έφτασε να αποτελεί «έγκλημα» ισότιμο της μη «αποκήρυξης του κομμουνισμού», επισείοντας την ποινή του θανάτου από τα μετεμφυλιακά στρατοδικεία…
Αυτή ήταν η γκεμπελική αντίδραση της εθελόδουλης αστικής τάξης της Ελλάδας από τη στιγμή που η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) και ο ΔΣΕ αποφάσισαν να σώσουν τα παιδιά, προχωρώντας από το Μάρτη του 1948 (μετά τη θετική ανταπόκριση των σοσιαλιστικών χωρών) στη φυγάδευση των παιδιών που αποτελούσαν μαζικά θύματα των βομβαρδισμών με αμερικανικές βόμβες «Ναπάλμ», που εκτόξευε η «Βασιλική Αεροπορία» κατά του αγωνιζόμενου λαού.
Έσωσαν 28.000 παιδιά, που αποτελούσαν τα υποψήφια θύματα της πείνας και της αρρώστιας, λόγω του αποκλεισμού που επέβαλαν οι ιμπεριαλιστές στις ελεύθερες περιοχές της χώρας. Παιδιά υποψήφια – εμπόρευμα στα παραρτήματα δουλεμπορίας της Φρειδερίκης, στη Μακρόνησο, στη Γυάρο, στη Λέρο και τις 50 περίπου «βασιλικές παιδουπόλεις»…
Άθλια προπαγάνδα
Όλοι οι μηχανισμοί του μετεμφυλιακού κράτους υπήρξαν αρωγοί της σχετικής προπαγάνδας. Σύμφωνα με αυτήν, τα παιδιά «αρπάχθηκαν», παρά τη θέληση τη δική τους και των γονιών τους, λιμοκτονούσαν στις σοσιαλιστικές χώρες, έπεφταν θύματα μαρτυρικής εκμετάλλευσης, υπέστησαν πλύση εγκεφάλου για να γίνουν «κομμουνιστές γενίτσαροι»… Εκδηλώθηκε δε και πλήθος ενεργειών για «διεθνή καταδίκη της γενοκτονίας»…
- Από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδας Σπυρίδωνα (αλλά και την Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής μέχρι τον πάπα!), που από άμβωνος τα Χριστούγεννα του ’49 κατακεραύνωνε τους «άπιστους» για το «έγκλημα, το οποίον έχει διαπραχθή εις βάρος της Ελλάδος, με δήμιους κράτη τινά του σιδηρού παραπετάσματος και μάρτυρας χιλιάδες αθώα παιδιά».
- Από την Αμερικανική Πρεσβεία, που διατεινόταν ότι «η υπό των κομμουνιστοσυμμοριτών απαγωγή 28.000 Ελληνοπαίδων, αντιπροσωπεύει εν εκ των μεγαλύτερων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας».
- Από την Ακαδημία Αθηνών, που τελούσε «μετέχουσα της οδύνης και της αγανακτήσεως του ελληνικού λαού διά τη μισηράν αρπαγήν χιλιάδων Ελληνοπαίδων… και τη βίαιαν τούτων αποκόμισιν εις ξένας κομμουνιστικάς χώρας προς τον ανίερον σκοπόν της εκριζώσεως του τε εθνικού φρονήματος…»
- Μέχρι, βεβαίως, από τη Φρειδερίκη που προσέφυγε στον ΟΗΕ (!) για να ζητήσει, διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών Τσαλδάρη,στις 28/9/48, την επιστροφή των «χιλιάδων παιδιών απαχθέντων από τους γονείς των, (που) έχουν ήδη εκτοπισθεί υπό των ορδών αναρχικών… και… εξωθούμενα να μισήσουν τη χώρα των, ταύτα θα αποτελέσουν μια ημέρα ομάδα νέων γενιτσάρων»…
Η αλήθεια ήταν από τότε γνωστή
Η αλήθεια, φυσικά, ήταν διαφορετική. Ας σημειωθεί ότι η ΠΔΚ, μέσω του υπουργού Παιδείας, καθηγητή Ιατρικής Πέτρου Κόκκαλη, δήλωνε τη συμφωνία της για τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για την κατάσταση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, εφόσον η έρευνα αυτή γινόταν και στα στρατόπεδα της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας (Γ. Ζωίδης). Η Φρειδερίκη βέβαια ποτέ δε δέχτηκε τέτοια έρευνα…
Ας δούμε, όμως, μερικά στοιχεία της …«κομμουνιστικής θηριωδίας»:
- Από το σύνολο των 25.000 περίπου Ελληνόπουλων που κατέφυγαν στις σοσιαλιστικές χώρες, το 90% έπασχαν από πνευμονικές παθήσεις, βρογχικά, νευρικές παθήσεις, ψώρα, ρευματικά κλπ. Στις 30/1/52 και ενώ η μοναρχοφασιστική προπαγάνδα περί λιμοκτονίας των παιδιών στο «σιδηρούν παραπέτασμα» οργιάζει, η Κόλμπι,παρατηρήτρια του ΟΗΕ – μέλος της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία του Παιδιού, δηλώνει μετά από επίσκεψη στην Τσεχοσλοβακία: «Τα Ελληνόπουλα είναι τόσο λαμπρά από άποψη υγείας και γενικά δείχνουν τόσο ευτυχισμένα, ώστε θα ήταν ευτύχημα αν τα παιδιά σ’ όλον τον κόσμο είχαν τέτοια όψη».
- Στις 22/8/49 ο Ρ. Γκασλοπέν, γενικός διευθυντής του Ερυθρού Σταυρού, γράφει στον Πέτρο Κόκκαλη για τα Ελληνόπουλα: «Οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ ικανοποιητικές».
- Από το σύνολο των παιδιών, το 60% ήταν εντελώς αγράμματα, ενώ μόλις το 4% είχε μόρφωση πάνω από τη Γ’ τάξη. Με βάση τα στοιχεία του 1979 και έπειτα από 30 χρόνια πολιτικής προσφυγιάς, 786 παιδιά είχαν αποφοιτήσει ή φοιτούσαν σε Πανεπιστήμια και άλλα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (στοιχεία από το βιβλίο «Μείναμε Ελληνες», Θ. Μητσόπουλου).
Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά του «παιδομαζώματος» βρέθηκαν και πάλι στις ρίζες τους. Στους δικούς τους ανθρώπους, με την πατρίδα, τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την παράδοση, άσβεστα.
Ποια ήταν όμως η κατάσταση που επικρατούσε στα «αναμορφωτήρια» της Φρειδερίκης;
Την περιγράφει ο Γιώργος Χατζάτογλου, ένα από’ τα παιδιά του παιδομαζώματος της Φρειδερίκης:
«(…) Το στρατόπεδο είχε φρουρά και ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα 4 μέτρα ύψος. Υπήρχαν παιδιά ηλικίας από 2 μέχρι 16 και 17 χρόνων, που έκλαιγαν γιατί είχαν με τη βία αποχωριστεί απ’ τους γονείς τους. Μέναμε σε τολ, που το καλοκαίρι οι λαμαρίνες τους καίγανε και το χειμώνα πάγωναν. Κοιμόμασταν σε σιδερένια κρεβάτια, σε τρεις σειρές και χωρισμένα κατά 25άδες. Με την άφιξή μας στο Καστρί, μας μοίρασαν στρατιωτικές φόρμες. Πρώτο μέλημά τους ήταν να μας στείλουν ιεροκήρυκα, να δημιουργήσουν κατηχητικά και στελέχη προσκόπων. Θυμάμαι ότι σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη μια μορφή ενός αγριανθρώπου γενειοφόρου με μια χατζάρα στο στόμα, που έσταζε αίμα, να αρπάζει απ’ την αγκαλιά της μάνας το παιδί της. Επίσης, στους τοίχους υπήρχαν συνθήματα για το έθνος και τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γίνονταν η διαπαιδαγώγηση και η νουθέτηση για τη «μάνα μας» τη Βασίλισσα. Νύχτα – μέρα αυτά διαρκώς μας έλεγαν (…)».
Πέραν των 15.000 παιδιών που πουλήθηκαν από τη Φρειδερίκη έναντι 4.000 δολαρίων το κεφάλι, ποια ήταν η τύχη των υπόλοιπων 20.000 περίπου παιδιών που αρπάχτηκαν στην πιο τρυφερή τους ηλικία (από 5-6 χρόνων μέχρι 16-17) και που μέχρι το 1968 ο αριθμός τους στις παιδουπόλεις έφτασε τα 36.562;
Αφού τα άρπαζαν για να τα «αναμορφώσουν» ώστε να «αποτελέσουν τους πυρήνας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», κατά τις ανακοινώσεις του Βασιλικού Ιδρύματος, τα στοίβαζαν στην εκμετάλλευση και την αμορφωσιά.
«Κανένα απ’ τα έγκλειστα παιδιά, όχι μόνο δεν πήγε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά δεν τέλειωσε καν τη δευτεροβάθμια. Ένας πολύ μικρός αριθμός κοριτσιών πήγε μέχρι 2η ή 3η τάξη του Γυμνασίου. Μόνο ελάχιστες εξαιρέσεις υπήρχαν και αυτές κάτω απ’ την προσωπική προσπάθεια και κόπο των ίδιων των παιδιών. Τα ήθελαν αμόρφωτα και ανίκανα ν’ αναπτύξουν την προσωπικότητά τους. Όσα κορίτσια δεν επέστρεψαν στα χωριά τους κι αργότερα εγκαταστάθηκαν στις μεγαλουπόλεις, μετατράπηκαν σε φτηνή εργατική δύναμη στα μεγάλα υφαντουργεία και καπνεργοστάσια (Ρετσίνα, Καρέλα, Σφαέλου, Λαναρά, Παπαστράτου, Κεράνη, κλπ.).
Την ίδια στιγμή, αυτά τα “ιδρύματα” αποτελούσαν μια άκρως κερδοφόρα επιχείρηση, όπου τα παιδιά χρησίμευαν ως τζάμπα εργάτες. Σύμφωνα με τον απολογισμό δράσης για τη δεκαετία 1947 – 1957, τα κέρδη του ιδρύματος “Βασιλική Πρόνοια Βορείου Ελλάδος” απ’ την εκμετάλλευση της υποχρεωτικής εργασίας των κοριτσιών των παιδουπόλεων ανέρχονταν σε πολλά εκατομμύρια δραχμές (…)ι μόνο σ’ ένα χρόνο το Βασιλικό Ίδρυμα της Φλώρινας – με τιμές 1949 – είχε κέρδη 1.005.000 δραχμές! Τα κέρδη αυτά προέρχονταν απ’ την πώληση 170.608 φορεμάτων, 90.936 πήχεων υφάσματος. Στα 22 ταπητουργεία – κιλιμοποιεία, όπου πάλι κορίτσια απ’ το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης εργάζονταν χωρίς αμοιβή, κατασκευάστηκαν χιλιάδες χαλιά, που πουλήθηκαν στην εσωτερική αγορά και στο εξωτερικό. Το 1968 (!), τα ταπητουργεία της Φρειδερίκης έφθαναν τα …65» (Ριζοσπάστης, 1/3/2009) .
***
Η αποστολή παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες ξεκίνησε στις 10 Απρίλη του 1948 με πρωτοβουλία των ίδιων των αγωνιστών του ΔΣΕ υλοποιήθηκε με τη φροντίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών και αφορούσε συνολικά 28.000 παιδιά.
Αποτέλεσε μέτρο αναγκαίο για να σωθούν τα παιδιά από τους βομβαρδισμούς του μοναρχοφασιστικού στρατού και την πείνα. Οι οικογένειές τους ήταν κυνηγημένες από τους μοναρχοφασίστες ή δολοφονημένες ή στις φυλακές και τις εξορίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει φροντίδα για τα παιδιά ή να συγκεντρώνονται από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς και να μεταφέρονται στα ιδρύματα-γκέτο της Φρειδερίκης που είχε εξαπολύσει το πραγματικό παιδομάζωμα .
Η αποστολή παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έσωσε τη ζωή τους. Τα παιδιά αυτά διαπαιδαγωγήθηκαν, μορφώθηκαν και γλίτωσαν τις συνέπειες της εξαφάνισης από τη δράση της Φρειδερίκης.
Αντίθετα, από τα παιδιά του πραγματικού παιδομαζώματος, το ένα μέρος τους υπήρξε θύμα «αναμόρφωσης», βαναυσότητας και εκμετάλλευσης, το άλλος μέρος τους (με τον συντριπτικό τους αριθμό να μην το γνωρίζει ακόμα!) υπήρξε θύμα αρπαγής και αγοραπωλησίας. Όσοι ανακάλυψαν την αλήθεια την δεκαετία του ‘90, ανακάλυψαν – για πρώτη, ίσως, φορά – και την Ελλάδα!
Το λιγότερο που υποχρεούνταν προς αυτούς τους χιλιάδες ανθρώπους το σημερινό κράτος – το οποίο υπηρετούν τα θρασίμια που αναμηρυκάζουν την ασφαλίτικη μετεμφυλιακή προπαγάνδα – θα ήταν να ρίξει άπλετο φως στην απίστευτη αυτή υπόθεση της κλοπής και της μεταφοράς των παιδιών στις ΗΠΑ, να ανοίξει τα αρχεία των παράνομων υιοθεσιών από τα κολαστήρια της Φρειδερίκης, ώστε να μπορέσουν – όσα από τα θύματα της «εθνικοφροσύνης» θα το κατάφερναν – να ξαναενώσουν το νήμα της ζωής τους. Το κράτος των αστών και των σμπίρων τους, αν και έχουν περάσει 20 χρόνια από την αποκάλυψη, δεν το έπραξε ποτέ.
***
Για περισσότερα στοιχεία:
Δημήτρης Σέρβος, Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, εκδ. Σύγχρονη Εποχή
Μαργαρίτης Γιώργος, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, εκδ. Βιβλιόραμα)
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=5016449
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=5010949
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=4969094
*Νίκος Μπογιόπουλος*
Εκκλησία – Κατοχή – Χούντα:
Ας μιλήσουμε, λοιπόν…
Το εκκλησιαστικό ιερατείο έχει κριθεί. Και για την Κατοχή, τότε που όρκιζε «κυβερνήσεις» δοσίλογων. Και για την επταετία, τότε που «διάβαζε» υπηρετώντας τη χούντα.Κρίνεται από τη μαυρίλα που αποπνέουν εκλεκτοί μητροπολίτες – υμνητές του χρυσαυγιτισμού. Αφού, όμως, ο κ.Ιερώνυμος θέλει να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για την στάση της ιεραρχίας απέναντι στην Κατοχή και στην χούντα, πολύ ευχαρίστως.
Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής: Τα του Φίλη με τα θρησκευτικά είναι τριτεύουσας αξίας. Όχι γιατί δεν πρέπει να επέλθει η αντικατάσταση του κατηχητικού μαθήματος των θρησκευτικών με το μάθημα της θρησκειολογίας, αλλά γιατί η κυβέρνηση του κ. Φίλη αν ενδιαφερόταν για την ουσία του θέματος – κι αυτό είναι οι σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας – θα το είχαμε καταλάβει. Θα το είχαμε καταλάβει και όταν η παρούσα κυβέρνηση υποδεχόταν με τιμές αρχηγού κράτους τα… λείψανα της αγίας Βαρβάρας και κυρίως θα το είχαμε αντιληφθεί με τις θέσεις του κ. Τσίπρα για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αλλά, όπως είδαμε, και εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει το υφιστάμενο καθεστώς, που σημαίνει αναπαραγωγή της σύμφυσης Κράτους – Εκκλησίας.
Ως εκ τούτου η υπόθεση με το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την προηγούμενη υπόθεση με τις ταυτότητες, όπου εντελώς τριτεύοντα ζητήματα αξιοποιούνται στο πινγκ – πονγκ του ψευδο-εκσυγχρονισμού με τον σκοταδισμό για να συγκαλυφθούν τα ουσιώδη, μέσω της συνδαύλισης αντιθέσεων δευτερεύουσας σημασίας που πλασάρονται σαν δήθεν «κυρίαρχες» για να απασχολείται η κατά τα άλλα γονατισμένη και εξανδραποδιζόμενη κοινωνία.
Από εκεί και πέρα, όμως, αφού ο κ. Ιερώνυμος θέλει να μιλήσουμε για την στάση της ιεραρχίας απέναντι στην Κατοχή και στην χούντα, πολύ ευχαρίστως:
Κατοχή
Από τους 7.000 περίπου κληρικούς της εποχής της Κατοχής, πάνω από τους μισούς πήραν ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ενώ όμως οι απλοί κληρικοί, ως γνήσια παιδιά του λαού, έδιναν το πατριωτικό «παρών», το ιερατείο όχι απλώς «απουσίαζε», αλλά αποτελούσε και στήριγμα των κατακτητών και της εγχώριας αντίδρασης.
Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, διορίστηκε στη θέση του από την κατοχική «κυβέρνηση» του Τσολάκογλου. Στις επιστολές του προς την «κυβέρνηση» των προδοτών, ο Δαμασκηνός ευλογούσε τους «Κουίσλινγκ», δηλώνοντας ότι «αποβλέπομεν μετά βαθείας εκτιμήσεως προς την τολμηράν πρωτοβουλίαν την οποίαν αναλάβατε», ενώ χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση με τους κατακτητές σαν «μέτρον ανάγκης»…
Από την πλευρά τους, οι επικεφαλής του Αγίου Όρους έστειλαν μέχρι και επιστολή προς τον Χίτλερ, με την οποία καλούσαν την «Υμετέρα Εξοχότητα»(σ.σ: τον Χίτλερ) να «αναλάβη υπό την υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν» το Αγιο Όρος…
«Εξοχότατε, οι βαθυσεβάστως υποσημειούμενοι Αντιπρόσωποι των Είκοσιν Ιερών Βασιλικών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών του Αγίου Όρους Αθω, λαμβάνομεν την εξαιρετικήν τιμήν ν’ απευθυνθώμεν προς την Υμετέραν Εξοχότητα και παρακαλέσωμεν Αυτήν θερμώς, όπως, ευαρεστημένη, αναλάβη υπό την Υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν τον Ιερόν τούτον Τόπον (…) Οι μοναχοί του Όρους Αθω οθενδήποτε και αν κατάγονται θα διατηρήσουσιν τα κτήματα και τα πρότερα αυτών δικαιώματα και θ’ απολαύουσιν, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως, πλήρους ισότητος δικαιωμάτων και προνομίων (…). Την διατήρησιν του καθεστώτος τούτου της αυτονόμου μοναχικής πολιτείας, ικανοποιούντος πλήρως άπαντας τους εν Αγίω Ορειεν ασκουμένους ανεξαρτήτως εθνικότητος Ορθοδόξους μοναχούς και εναρμονιζόμενοι προς τον σκοπόν και την αποστολήν αυτών, παρακαλούμεν και ικετεύομεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα όπως αναλάβη υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν Αυτής. Τον Βασιλέα των Βασιλευόντων και Κύριον των Κυριευόντων εξ όλης ψυχής και καρδίας ικετεύοντες, όπως επιδαψιλεύση τη Υμετέρα Εξοχότητι υγείαν και μακροημέρευσιν επ’ αγαθώ του ενδόξου Γερμανικού Έθνους. Υποσημειούμε βαθυσεβάστως».
Η επιστολή έχει συνταχθεί «Εν Αγίω Ορει τη 13/26 Απριλίου 1941» και απευθύνεται «Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Αρχικαγκελλάριον του ενδόξου Γερμανικού Κράτους Κύριον Αδόλφον Χίτλερ εις Βερολίνον»…
Πρόκειται για την επιστολή που έστειλαν προς τον Χίτλερ – μια μέρα πριν (!) η Βέρμαχτ μπει στην Αθήνα – οι μονές του Αγίου Όρους «ικετεύοντες» να τους θέσει «υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν» του!
(σσ: Φοβόμαστε ότι εκτός από «χρυσόβουλα» βυζαντινών αυτοκρατόρων, φιρμάνια Σλάβων φυλάρχων και χοτζέτια σουλτάνων, δεν αποκλείεται οι «Άγιοι Πατέρες» να διαθέτουν και διατάγματα του …Χίτλερ που να «αποδεικνύουν» τα ιδιοκτησιακά τους «δικαιώματα» επί λιμνών, βουνών, θαλασσών και κυρίως οικοδομικών «φιλέτων» της ελληνικής επικράτειας…).
Όσο για Μητροπολίτες, όπως ο Φλωρίνης, ο Εδέσσης, ο Αιτωλοακαρνανίας, ο Φθιώτιδας, υποδέχονταν τα Ες-Ες με δοξολογίες υπέρ «του μεγάλου γερμανικού έθνους» και με κηρύγματα ότι «τάσσεται ο ελληνικός λαός παρά τω πλευρώ των δυνάμεων του Άξονος»…
Φυσικά, υπήρχαν και Μητροπολίτες που τίμησαν το σχήμα τους, όπως ο Κοζάνης Ιωακείμ ή ο Ηλείας Αντώνιος, που στάθηκαν δίπλα στο ΕΑΜ. Μόνο που αυτούς η Ιεραρχία τους κυνήγησε και τους καθαίρεσε…
Ας επιστρέψουμε στον Δαμασκηνό. Αυτός είχε εκδιώξει από το θρόνο τον Χρύσανθο, ο οποίος με τη σειρά του ομολογούσε αργότερα ότι αυτός ήταν που καθοδηγούσε τον Γρίβα και τη φασιστική οργάνωση των Χιτών και αποκαλούσε τα Τάγματα Ασφαλείας σαν «τελευταία εφεδρεία» του Έθνους…
Γνωστός είναι ο ρόλος του Δαμασκηνού ως συνεργάτης των Άγγλων, αφού πρώτα είχε ορκίσει τις «κυβερνήσεις» των γερμανοτσολιάδων, των Λογοθετόπουλου και Ράλλη. Οι Άγγλοι, μετά τη συνάντηση του Δαμασκηνού με τον Τσόρτσιλ στα «Δεκεμβριανά», τον όρισαν έως και αντιβασιλέα της χώρας.
Η εξαργύρωση της στάσης του Δαμασκηνού στο ματοκύλισμα του λαού από τους ιμπεριαλιστές, υπήρξε πλήρης. Αλλά κι αυτός στάθηκε στο «ύψος» του. Υπό την ηγεσία του, το 1946, η έκτακτη σύνοδος της Ιεραρχίας εξέδωσε την ποιμαντορική εγκύκλιο για την καταδίκη της Αριστεράς.
Υπό την καθοδήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της 30/5/47 τασσόταν παρά τω πλευρώ του μοναρχοφασιστικού εμφυλιοπολεμικού κράτους και «αφόριζε» σαν «εθνικώς εγκληματικόν κίνημα» (!) τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ.
Αργότερα, το 1949, δήλωνε «υπερήφανος» για την «εθνικήν κολυμβήθραν» της Μακρονήσου… Εκεί, δε, στη Μακρόνησο, «μεγαλούργησε» σειρά από αρχιμανδρίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο περίπου των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του Εμφυλίου…
Ο Δαμασκηνός, επίσης, ήταν εκείνος που το ’48 ευλογούσε τα εκτελεστικά αποσπάσματα των στρατοδικείων, αφού, όπως έλεγε, για τους δολοφονηθέντες δημοκράτες, επρόκειτο για «καταδικασθέντες εις θάνατον κατόπιν νομίμου και δημοσίας διαδικασίας»…
Φυσικά, δεν είναι μόνο το εν Ελλάδι ιερατείο που εκείνη την εποχή διακονούσε τη «μαυρίλα».
Το Φανάρι, για παράδειγμα, εξέδωσε το ’49 δήλωση – προειδοποίηση αφορισμού των ομογενών που εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες, ενώ το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας έσπευδε να αποστείλει το ’49 συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Παπάγο «επ’ ευκαιρία οριστικής συντριβής των εχθρών της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος» (σ.σ: των κομμουνιστών)…
Και βέβαια δεν είναι μόνο το ιερατείο της Ορθοδοξίας.
Το 1948 η Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος «καταδίκασε απεριφράστως τον άθεον κομμουνισμόν»,ενώ ήδη από το ’44 ο Πάπας Πίος, συνεργάτης πολλών εγκληματιών ναζί, καταδικάζει τους κομμουνιστές, επειδή αρνούνται το «φυσικόν δικαίωμα της ιδιοκτησίας» και λίγο αργότερα απαγορεύει την ταφή των κομμουνιστών, εάν πριν το θάνατό τους δεν είχαν δώσει «δημοσία απόδειξη μετανοίας»…
Χούντα
Η ηγεσία της Εκκλησίας υπήρξε σταθερός βραχίονας επιβολής της αντιδραστικής πολιτικής του μετεμφυλιακού κράτους. Το επιστέγασμα της κοσμικής «μαυρίλας» που εκπροσωπούσε ήταν η στάση της κατά την περίοδο της χούντας.
Παράλληλα με το επίσημο ιερατείο, καθοριστικός για την εμπέδωση του σκοταδιστικού κηρύγματος στη δημόσια ζωή ήταν ο ρόλος που έπαιξαν τα διάφορα παραθρησκευτικά σωματεία. Το κυριότερο από αυτά, η «Ζωή»,ιδρύθηκε το 1907 και επιφανές της στέλεχος υπήρξε ο Ιερώνυμος, ο πρωθιερέας της Φρειδερίκης και κατοπινά ο εκλεκτός της χούντας των συνταγματαρχών στη θέση του Αρχιεπισκόπου.
Το θεάρεστο έργο της «Ζωής», σε συνεργασία πάντα με τη Φρειδερίκη, ήταν να ηγηθεί στο «πνευματικό μέρος του αντικομμουνιστικού αγώνος». Για το σκοπό αυτό, το μοναρχοφασιστικό κράτος τής διαθέτει ένα πλατύ δίκτυο οργανώσεων και μηχανισμών. Σε αντάλλαγμα «των υπηρεσιών προς το έθνος» που προσφέρουν οι διάφορες χριστιανοφασιστικές οργανώσεις, το κράτος τούς παρέχει κάθε είδους διευκολύνσεις.
Είναι ενδεικτικό:
Εκείνη την εποχή μόνο τρεις οργανισμοί είχαν απαλλαγεί από το χαρτόσημο: Τα ανάκτορα, η πρεσβεία των ΗΠΑ και η «Ζωή»…Ας σημειωθεί ότι η «Ζωή» είχε στις τάξεις της τις ΧΜΟ, τις «Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες», στους στρατώνες των οποίων οι πνευματικοί καθοδηγητές των στρατωνιζομένων τους εξόπλιζαν με στόχο τον «αγώνα της χριστιανικής Ελλάδας κατά του άθεου κομμουνισμού».
Ο ρόλος αυτών των σωματείων αντανακλάται περίφημα στην πολιτική διαδρομή των ατόμων που απάρτιζαν τα υψηλά τους κλιμάκια.Το «βαρύ πυροβολικό» της «Ζωής» ήταν οι πανεπιστημιακοί Τσιριντάνης και Ράμμος, ο ψυχίατρος Ασπιώτης, ο οικονομολόγος Μερτικόπουλος, οι αρχιμανδρίτες Ξένος και Παρασκευόπουλος, και οι θεολόγοι Παυλίδης και Μουρατίδης.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Κάπως έτσι φτάσαμε στη χούντα, όταν δηλαδή «ο Αρχιεπίσκοπος ήταν τότε απορροφημένος στις μελέτες του», όπως δήλωσε για τον μακαριστό Χριστόδουλο ο εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Συνόδου (4/3/2001).
Εντούτοις, κάθε άλλο παρά «απασχολημένο» με το …διάβασμα ήταν το ιερατείο την επταετία. Γνώριζε πολύ καλά και από πρώτο χέρι τη βαρβαρότητα της δικτατορίας. Το ομολογεί, άλλωστε, ο ίδιος ο Ιερώνυμος, ο αρχιεπίσκοπος της χούντας, ο οποίος στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για τις αναφορές που έφταναν στο γραφείο του για τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ – ΕΣΑ (αναφορές που προφανώς περνούσαν από τα χέρια τού τότε αρχιγραμματέα του και κατοπινού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου…)
Το τι έπραξε η ηγεσία της Εκκλησίας είναι γνωστό. Είναι χαμένος κόπος να αναζητήσει κανείς έστω και μια διαφοροποίηση από έστω και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Εκκλησίας εκείνης της περιόδου απέναντι στους συνταγματάρχες του «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών». Δεν το λέμε εμείς. Ήταν 15/7/1999 όταν ο μητροπολίτης Λέρου, μεταξύ των άλλων, ζητώντας συγνώμη γιατί την περίοδο της χούντας η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν στάθηκε στο ύψος της, δηλώνει:«Δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο της Ιεράς Συνόδου που να είναι αντάξιο της αποστολής της».
Μεταπολίτευση
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης – και όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την επταετία – η ιεραρχία προσπαθεί να φτιάξει την δική της «ιστορία» για την τακτική την περίοδο της χούντας. Όποιος, όμως, θέλει να διαπιστώσει το βαθμό της «αποχουντοποίησης» του ιερατείου, δεν έχει παρά να ανατρέξει στις φυλλάδες των αμετανόητων της χούντας, όπως ο «Ελεύθερος Κόσμος». Εκεί θα διαπιστώσει ποιοι αρθρογραφούσαν ακόμα και μετά από το 1974. Μέχρι και κατοπινοί αρχιεπίσκοποι…
Η Εκκλησία «τους», λοιπόν, κρίθηκε για την επταετία. Τότε που «διάβαζε» υπηρετώντας τη χούντα. Κρίθηκε όταν το 1/3 των δεσποτάδων ανέβαινε τα σκαλιά της ιεραρχίας με εφόδιο τη θητεία των «Αγίων» στο κολαστήριο της Μακρονήσου.
Κρίνεται καθημερινά που η προσφορά των ταπεινών και φτωχών πιστών γίνεται παχυλό παγκάρι στα θησαυροφυλάκια της αμύθητης εκκλησιαστικής περιουσίας.
Κρίνεται στις χιλιάδες ιστορίες που σου διηγούνται στα χωριά για τους «πάπαρδους» και τους «Άγιους Πρεβέζης».
Κρίνεται από τα καραγκιοζιλίκια τύπου «παπαροκάδων» μέχρι τη μαυρίλα που αποπνέουν οι μητροπολίτες υμνητές του χρυσαυγιτισμού.
Ναι, λέει ο νυν Αρχιεπίσκοπος, αλλά ο ρόλος της Εκκλησίας την επταετία ήταν«συνεπής και αδιάβλητος» διότι η χούντα είχε παρέμβει στο εσωτερικό της.
Πράγματι:
Το ανώμαλο εκκλησιαστικό καθεστώς είχε ξεκινήσει το 1967, όταν η χούντα κατάργησε τη νόμιμη ιεραρχία και διόρισε οχταμελή Σύνοδο που εξέλεξε ως αρχιεπίσκοπο τον (τότε) Ιερώνυμο. Στη συνέχεια, τοποθετήθηκαν άνθρωποι των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων σε πάνω από τριάντα μητροπόλεις. Το 1974, επί χούντας Ιωαννίδη, παραιτείται ο Ιερώνυμος και καλείται η παλιά ιεραρχία για να εκλέξει νέο αρχιεπίσκοπο. Εκλέγεται ο Σεραφείμ και στη συνέχεια απομακρύνονται οι 12 από τους αντικανονικά εκλεγμένους μητροπολίτες, ανάμεσά τους και αυτοί που έκαναν το 1993 την προσφυγή στο ΣτΕ.
Όμως:
Είναι, λοιπόν, από το θρόνο στον οποίο βρίσκεται σήμερα ο κ.Ιερώνυμος που μόλις πριν από λίγα χρόνια η παρούσα ιεραρχία τιμούσε την χουντική ιεραρχία από την οποία – πολύ καθυστερημένα – προσπαθεί να πάρει αποστάσεις το σώμα που εκπροσωπεί όχι ως πρόσωπο αλλά ως θεσμός ο νυν αρχιεπίσκοπος.
Και κάτι ακόμα: Ήταν ο προκάτοχος του σημερινού αρχιεπισκόπου, ο Χριστόδουλος, που στη διδακτορική διατριβή του, που την υπέβαλε στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, η χούντα των συνταγματαρχών εμφανίζεται σαν «Επανάστασις της 21ης Απριλίου». Και φυσικά αυτό έχει την πολυσήμαντη σημασία του καθώς η διατριβή δεν υποβλήθηκε τα χρόνια της χούντας (όταν ο Χριστόδουλος δεν ήξερε τι συνέβαινε γιατί… διάβαζε).
Υποβλήθηκε το 1981.
Εφτά ολόκληρα χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας.
*Νίκος Μπογιόπουλος*
Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής: Τα του Φίλη με τα θρησκευτικά είναι τριτεύουσας αξίας. Όχι γιατί δεν πρέπει να επέλθει η αντικατάσταση του κατηχητικού μαθήματος των θρησκευτικών με το μάθημα της θρησκειολογίας, αλλά γιατί η κυβέρνηση του κ. Φίλη αν ενδιαφερόταν για την ουσία του θέματος – κι αυτό είναι οι σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας – θα το είχαμε καταλάβει. Θα το είχαμε καταλάβει και όταν η παρούσα κυβέρνηση υποδεχόταν με τιμές αρχηγού κράτους τα… λείψανα της αγίας Βαρβάρας και κυρίως θα το είχαμε αντιληφθεί με τις θέσεις του κ. Τσίπρα για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αλλά, όπως είδαμε, και εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει το υφιστάμενο καθεστώς, που σημαίνει αναπαραγωγή της σύμφυσης Κράτους – Εκκλησίας.
Ως εκ τούτου η υπόθεση με το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την προηγούμενη υπόθεση με τις ταυτότητες, όπου εντελώς τριτεύοντα ζητήματα αξιοποιούνται στο πινγκ – πονγκ του ψευδο-εκσυγχρονισμού με τον σκοταδισμό για να συγκαλυφθούν τα ουσιώδη, μέσω της συνδαύλισης αντιθέσεων δευτερεύουσας σημασίας που πλασάρονται σαν δήθεν «κυρίαρχες» για να απασχολείται η κατά τα άλλα γονατισμένη και εξανδραποδιζόμενη κοινωνία.
Από εκεί και πέρα, όμως, αφού ο κ. Ιερώνυμος θέλει να μιλήσουμε για την στάση της ιεραρχίας απέναντι στην Κατοχή και στην χούντα, πολύ ευχαρίστως:
Κατοχή
Από τους 7.000 περίπου κληρικούς της εποχής της Κατοχής, πάνω από τους μισούς πήραν ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ενώ όμως οι απλοί κληρικοί, ως γνήσια παιδιά του λαού, έδιναν το πατριωτικό «παρών», το ιερατείο όχι απλώς «απουσίαζε», αλλά αποτελούσε και στήριγμα των κατακτητών και της εγχώριας αντίδρασης.
Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, διορίστηκε στη θέση του από την κατοχική «κυβέρνηση» του Τσολάκογλου. Στις επιστολές του προς την «κυβέρνηση» των προδοτών, ο Δαμασκηνός ευλογούσε τους «Κουίσλινγκ», δηλώνοντας ότι «αποβλέπομεν μετά βαθείας εκτιμήσεως προς την τολμηράν πρωτοβουλίαν την οποίαν αναλάβατε», ενώ χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση με τους κατακτητές σαν «μέτρον ανάγκης»…
Από την πλευρά τους, οι επικεφαλής του Αγίου Όρους έστειλαν μέχρι και επιστολή προς τον Χίτλερ, με την οποία καλούσαν την «Υμετέρα Εξοχότητα»(σ.σ: τον Χίτλερ) να «αναλάβη υπό την υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν» το Αγιο Όρος…
«Εξοχότατε, οι βαθυσεβάστως υποσημειούμενοι Αντιπρόσωποι των Είκοσιν Ιερών Βασιλικών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών του Αγίου Όρους Αθω, λαμβάνομεν την εξαιρετικήν τιμήν ν’ απευθυνθώμεν προς την Υμετέραν Εξοχότητα και παρακαλέσωμεν Αυτήν θερμώς, όπως, ευαρεστημένη, αναλάβη υπό την Υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν τον Ιερόν τούτον Τόπον (…) Οι μοναχοί του Όρους Αθω οθενδήποτε και αν κατάγονται θα διατηρήσουσιν τα κτήματα και τα πρότερα αυτών δικαιώματα και θ’ απολαύουσιν, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως, πλήρους ισότητος δικαιωμάτων και προνομίων (…). Την διατήρησιν του καθεστώτος τούτου της αυτονόμου μοναχικής πολιτείας, ικανοποιούντος πλήρως άπαντας τους εν Αγίω Ορειεν ασκουμένους ανεξαρτήτως εθνικότητος Ορθοδόξους μοναχούς και εναρμονιζόμενοι προς τον σκοπόν και την αποστολήν αυτών, παρακαλούμεν και ικετεύομεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα όπως αναλάβη υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν Αυτής. Τον Βασιλέα των Βασιλευόντων και Κύριον των Κυριευόντων εξ όλης ψυχής και καρδίας ικετεύοντες, όπως επιδαψιλεύση τη Υμετέρα Εξοχότητι υγείαν και μακροημέρευσιν επ’ αγαθώ του ενδόξου Γερμανικού Έθνους. Υποσημειούμε βαθυσεβάστως».
Η επιστολή έχει συνταχθεί «Εν Αγίω Ορει τη 13/26 Απριλίου 1941» και απευθύνεται «Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Αρχικαγκελλάριον του ενδόξου Γερμανικού Κράτους Κύριον Αδόλφον Χίτλερ εις Βερολίνον»…
Πρόκειται για την επιστολή που έστειλαν προς τον Χίτλερ – μια μέρα πριν (!) η Βέρμαχτ μπει στην Αθήνα – οι μονές του Αγίου Όρους «ικετεύοντες» να τους θέσει «υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν» του!
(σσ: Φοβόμαστε ότι εκτός από «χρυσόβουλα» βυζαντινών αυτοκρατόρων, φιρμάνια Σλάβων φυλάρχων και χοτζέτια σουλτάνων, δεν αποκλείεται οι «Άγιοι Πατέρες» να διαθέτουν και διατάγματα του …Χίτλερ που να «αποδεικνύουν» τα ιδιοκτησιακά τους «δικαιώματα» επί λιμνών, βουνών, θαλασσών και κυρίως οικοδομικών «φιλέτων» της ελληνικής επικράτειας…).
Όσο για Μητροπολίτες, όπως ο Φλωρίνης, ο Εδέσσης, ο Αιτωλοακαρνανίας, ο Φθιώτιδας, υποδέχονταν τα Ες-Ες με δοξολογίες υπέρ «του μεγάλου γερμανικού έθνους» και με κηρύγματα ότι «τάσσεται ο ελληνικός λαός παρά τω πλευρώ των δυνάμεων του Άξονος»…
Φυσικά, υπήρχαν και Μητροπολίτες που τίμησαν το σχήμα τους, όπως ο Κοζάνης Ιωακείμ ή ο Ηλείας Αντώνιος, που στάθηκαν δίπλα στο ΕΑΜ. Μόνο που αυτούς η Ιεραρχία τους κυνήγησε και τους καθαίρεσε…
Ας επιστρέψουμε στον Δαμασκηνό. Αυτός είχε εκδιώξει από το θρόνο τον Χρύσανθο, ο οποίος με τη σειρά του ομολογούσε αργότερα ότι αυτός ήταν που καθοδηγούσε τον Γρίβα και τη φασιστική οργάνωση των Χιτών και αποκαλούσε τα Τάγματα Ασφαλείας σαν «τελευταία εφεδρεία» του Έθνους…
Γνωστός είναι ο ρόλος του Δαμασκηνού ως συνεργάτης των Άγγλων, αφού πρώτα είχε ορκίσει τις «κυβερνήσεις» των γερμανοτσολιάδων, των Λογοθετόπουλου και Ράλλη. Οι Άγγλοι, μετά τη συνάντηση του Δαμασκηνού με τον Τσόρτσιλ στα «Δεκεμβριανά», τον όρισαν έως και αντιβασιλέα της χώρας.
Η εξαργύρωση της στάσης του Δαμασκηνού στο ματοκύλισμα του λαού από τους ιμπεριαλιστές, υπήρξε πλήρης. Αλλά κι αυτός στάθηκε στο «ύψος» του. Υπό την ηγεσία του, το 1946, η έκτακτη σύνοδος της Ιεραρχίας εξέδωσε την ποιμαντορική εγκύκλιο για την καταδίκη της Αριστεράς.
Υπό την καθοδήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της 30/5/47 τασσόταν παρά τω πλευρώ του μοναρχοφασιστικού εμφυλιοπολεμικού κράτους και «αφόριζε» σαν «εθνικώς εγκληματικόν κίνημα» (!) τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ.
Αργότερα, το 1949, δήλωνε «υπερήφανος» για την «εθνικήν κολυμβήθραν» της Μακρονήσου… Εκεί, δε, στη Μακρόνησο, «μεγαλούργησε» σειρά από αρχιμανδρίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο περίπου των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του Εμφυλίου…
Ο Δαμασκηνός, επίσης, ήταν εκείνος που το ’48 ευλογούσε τα εκτελεστικά αποσπάσματα των στρατοδικείων, αφού, όπως έλεγε, για τους δολοφονηθέντες δημοκράτες, επρόκειτο για «καταδικασθέντες εις θάνατον κατόπιν νομίμου και δημοσίας διαδικασίας»…
Φυσικά, δεν είναι μόνο το εν Ελλάδι ιερατείο που εκείνη την εποχή διακονούσε τη «μαυρίλα».
Το Φανάρι, για παράδειγμα, εξέδωσε το ’49 δήλωση – προειδοποίηση αφορισμού των ομογενών που εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες, ενώ το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας έσπευδε να αποστείλει το ’49 συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Παπάγο «επ’ ευκαιρία οριστικής συντριβής των εχθρών της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος» (σ.σ: των κομμουνιστών)…
Και βέβαια δεν είναι μόνο το ιερατείο της Ορθοδοξίας.
Το 1948 η Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος «καταδίκασε απεριφράστως τον άθεον κομμουνισμόν»,ενώ ήδη από το ’44 ο Πάπας Πίος, συνεργάτης πολλών εγκληματιών ναζί, καταδικάζει τους κομμουνιστές, επειδή αρνούνται το «φυσικόν δικαίωμα της ιδιοκτησίας» και λίγο αργότερα απαγορεύει την ταφή των κομμουνιστών, εάν πριν το θάνατό τους δεν είχαν δώσει «δημοσία απόδειξη μετανοίας»…
Χούντα
Η ηγεσία της Εκκλησίας υπήρξε σταθερός βραχίονας επιβολής της αντιδραστικής πολιτικής του μετεμφυλιακού κράτους. Το επιστέγασμα της κοσμικής «μαυρίλας» που εκπροσωπούσε ήταν η στάση της κατά την περίοδο της χούντας.
Παράλληλα με το επίσημο ιερατείο, καθοριστικός για την εμπέδωση του σκοταδιστικού κηρύγματος στη δημόσια ζωή ήταν ο ρόλος που έπαιξαν τα διάφορα παραθρησκευτικά σωματεία. Το κυριότερο από αυτά, η «Ζωή»,ιδρύθηκε το 1907 και επιφανές της στέλεχος υπήρξε ο Ιερώνυμος, ο πρωθιερέας της Φρειδερίκης και κατοπινά ο εκλεκτός της χούντας των συνταγματαρχών στη θέση του Αρχιεπισκόπου.
Το θεάρεστο έργο της «Ζωής», σε συνεργασία πάντα με τη Φρειδερίκη, ήταν να ηγηθεί στο «πνευματικό μέρος του αντικομμουνιστικού αγώνος». Για το σκοπό αυτό, το μοναρχοφασιστικό κράτος τής διαθέτει ένα πλατύ δίκτυο οργανώσεων και μηχανισμών. Σε αντάλλαγμα «των υπηρεσιών προς το έθνος» που προσφέρουν οι διάφορες χριστιανοφασιστικές οργανώσεις, το κράτος τούς παρέχει κάθε είδους διευκολύνσεις.
Είναι ενδεικτικό:
Εκείνη την εποχή μόνο τρεις οργανισμοί είχαν απαλλαγεί από το χαρτόσημο: Τα ανάκτορα, η πρεσβεία των ΗΠΑ και η «Ζωή»…Ας σημειωθεί ότι η «Ζωή» είχε στις τάξεις της τις ΧΜΟ, τις «Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες», στους στρατώνες των οποίων οι πνευματικοί καθοδηγητές των στρατωνιζομένων τους εξόπλιζαν με στόχο τον «αγώνα της χριστιανικής Ελλάδας κατά του άθεου κομμουνισμού».
Ο ρόλος αυτών των σωματείων αντανακλάται περίφημα στην πολιτική διαδρομή των ατόμων που απάρτιζαν τα υψηλά τους κλιμάκια.Το «βαρύ πυροβολικό» της «Ζωής» ήταν οι πανεπιστημιακοί Τσιριντάνης και Ράμμος, ο ψυχίατρος Ασπιώτης, ο οικονομολόγος Μερτικόπουλος, οι αρχιμανδρίτες Ξένος και Παρασκευόπουλος, και οι θεολόγοι Παυλίδης και Μουρατίδης.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
- Οι Τσιριντάνης και Μερτικόπουλος θα διοριστούν αργότερα μέλη υπηρεσιακών κυβερνήσεων, ενώ ο Τσιριντάνης, ειδικότερα, ήταν υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Δόβα, που έκανε τις εκλογές βίας και νοθείας, το ’61.
- Οι Παρασκευόπουλος και Ξένος θα ενθρονιστούν μητροπολίτες από τον Αρχιεπίσκοπο της χούντας Ιερώνυμο. Ο Παρασκευόπουλος είναι αυτός που ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης «θα αφήσει εποχή», με την περίφημη προσφώνησή του στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, που την παρομοίαζε με την Παναγία. Ο Ξένος, δε, θα γίνει αργότερα μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων.
- Όσο για τον Μουρατίδη, υπήρξε ο «ιδεολογικός καθοδηγητής» των τριών Κύπριων μητροπολιτών, στην προσπάθειά τους να εκθρονίσουν τον Μακάριο το 1972.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη χούντα, όταν δηλαδή «ο Αρχιεπίσκοπος ήταν τότε απορροφημένος στις μελέτες του», όπως δήλωσε για τον μακαριστό Χριστόδουλο ο εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Συνόδου (4/3/2001).
Εντούτοις, κάθε άλλο παρά «απασχολημένο» με το …διάβασμα ήταν το ιερατείο την επταετία. Γνώριζε πολύ καλά και από πρώτο χέρι τη βαρβαρότητα της δικτατορίας. Το ομολογεί, άλλωστε, ο ίδιος ο Ιερώνυμος, ο αρχιεπίσκοπος της χούντας, ο οποίος στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για τις αναφορές που έφταναν στο γραφείο του για τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ – ΕΣΑ (αναφορές που προφανώς περνούσαν από τα χέρια τού τότε αρχιγραμματέα του και κατοπινού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου…)
Το τι έπραξε η ηγεσία της Εκκλησίας είναι γνωστό. Είναι χαμένος κόπος να αναζητήσει κανείς έστω και μια διαφοροποίηση από έστω και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Εκκλησίας εκείνης της περιόδου απέναντι στους συνταγματάρχες του «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών». Δεν το λέμε εμείς. Ήταν 15/7/1999 όταν ο μητροπολίτης Λέρου, μεταξύ των άλλων, ζητώντας συγνώμη γιατί την περίοδο της χούντας η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν στάθηκε στο ύψος της, δηλώνει:«Δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο της Ιεράς Συνόδου που να είναι αντάξιο της αποστολής της».
Μεταπολίτευση
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης – και όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την επταετία – η ιεραρχία προσπαθεί να φτιάξει την δική της «ιστορία» για την τακτική την περίοδο της χούντας. Όποιος, όμως, θέλει να διαπιστώσει το βαθμό της «αποχουντοποίησης» του ιερατείου, δεν έχει παρά να ανατρέξει στις φυλλάδες των αμετανόητων της χούντας, όπως ο «Ελεύθερος Κόσμος». Εκεί θα διαπιστώσει ποιοι αρθρογραφούσαν ακόμα και μετά από το 1974. Μέχρι και κατοπινοί αρχιεπίσκοποι…
Η Εκκλησία «τους», λοιπόν, κρίθηκε για την επταετία. Τότε που «διάβαζε» υπηρετώντας τη χούντα. Κρίθηκε όταν το 1/3 των δεσποτάδων ανέβαινε τα σκαλιά της ιεραρχίας με εφόδιο τη θητεία των «Αγίων» στο κολαστήριο της Μακρονήσου.
Κρίνεται καθημερινά που η προσφορά των ταπεινών και φτωχών πιστών γίνεται παχυλό παγκάρι στα θησαυροφυλάκια της αμύθητης εκκλησιαστικής περιουσίας.
Κρίνεται στις χιλιάδες ιστορίες που σου διηγούνται στα χωριά για τους «πάπαρδους» και τους «Άγιους Πρεβέζης».
Κρίνεται από τα καραγκιοζιλίκια τύπου «παπαροκάδων» μέχρι τη μαυρίλα που αποπνέουν οι μητροπολίτες υμνητές του χρυσαυγιτισμού.
Ναι, λέει ο νυν Αρχιεπίσκοπος, αλλά ο ρόλος της Εκκλησίας την επταετία ήταν«συνεπής και αδιάβλητος» διότι η χούντα είχε παρέμβει στο εσωτερικό της.
Πράγματι:
Το ανώμαλο εκκλησιαστικό καθεστώς είχε ξεκινήσει το 1967, όταν η χούντα κατάργησε τη νόμιμη ιεραρχία και διόρισε οχταμελή Σύνοδο που εξέλεξε ως αρχιεπίσκοπο τον (τότε) Ιερώνυμο. Στη συνέχεια, τοποθετήθηκαν άνθρωποι των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων σε πάνω από τριάντα μητροπόλεις. Το 1974, επί χούντας Ιωαννίδη, παραιτείται ο Ιερώνυμος και καλείται η παλιά ιεραρχία για να εκλέξει νέο αρχιεπίσκοπο. Εκλέγεται ο Σεραφείμ και στη συνέχεια απομακρύνονται οι 12 από τους αντικανονικά εκλεγμένους μητροπολίτες, ανάμεσά τους και αυτοί που έκαναν το 1993 την προσφυγή στο ΣτΕ.
Όμως:
- Δεν έχουν περάσει δα και πολλά χρόνια από τις 6/9/1998 όταν ο Χριστόδουλος τίμησε τον επί χούντας προκαθήμενο της Εκκλησίας τελώντας στην Τήνο τρισάγιο στον τάφο του Ιερώνυμου. Τι άλλο τίμησε τότε η ιεραρχία αν όχι τον εκλεκτό της χούντας του Παπαδόπουλου, την εποχή του οποίου (Ιερώνυμου) ο Χριστόδουλος διατέλεσε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου.
- Ήταν στις 3/2/2002 όταν ο Χριστόδουλος τιμούσε (πάλι) τα έργα και τις ημέρες του χουντικού αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, μιλώντας για«παρεξηγημένο» αρχιεπίσκοπο και απευθύνοντας ύμνους για «το πνευματικό έργο και τα οράματά του».
- Ήταν 2/5/2007 όταν ο μονίμως …αδιάβαστος Χριστόδουλος είχε επισκεφτεί την Κύπρο όπου διέπραξε το «θαύμα» να αποδώσει τιμές και να καταθέσει στεφάνι στον τάφο του Γρίβα… Η’ μήπως ο Γρίβας δεν ήταν συνεργάτης της χούντας, ο ιθύνοντας νους μιας σειράς από απόπειρες δολοφονίας κατά του Μακάριου, ο συνένοχος του φασιστικού πραξικοπήματος που έδωσε το πρόσχημα για την είσοδο του Αττίλα στο νησί, και φυσικά ο ιδρυτής των «Χιτών» επί Κατοχής;…
Είναι, λοιπόν, από το θρόνο στον οποίο βρίσκεται σήμερα ο κ.Ιερώνυμος που μόλις πριν από λίγα χρόνια η παρούσα ιεραρχία τιμούσε την χουντική ιεραρχία από την οποία – πολύ καθυστερημένα – προσπαθεί να πάρει αποστάσεις το σώμα που εκπροσωπεί όχι ως πρόσωπο αλλά ως θεσμός ο νυν αρχιεπίσκοπος.
Και κάτι ακόμα: Ήταν ο προκάτοχος του σημερινού αρχιεπισκόπου, ο Χριστόδουλος, που στη διδακτορική διατριβή του, που την υπέβαλε στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, η χούντα των συνταγματαρχών εμφανίζεται σαν «Επανάστασις της 21ης Απριλίου». Και φυσικά αυτό έχει την πολυσήμαντη σημασία του καθώς η διατριβή δεν υποβλήθηκε τα χρόνια της χούντας (όταν ο Χριστόδουλος δεν ήξερε τι συνέβαινε γιατί… διάβαζε).
Υποβλήθηκε το 1981.
Εφτά ολόκληρα χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας.
*Νίκος Μπογιόπουλος*
«Κατέφθασαν τανκς εις την Ακρόπολιν»
Οι επίσημες εκθέσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τον Δεκέμβρη του ’44 είναι αποκαλυπτικές για την καταστροφική μανία των Βρετανών στρατιωτών στην Ακρόπολη, την ίδια στιγμή που σημάδευαν τον λαό της Αθήνας, τους ΕΑΜιτες και ΕΛΑΣίτες που μάχονταν με λιανοντούφεκα ενάντια στη νέα συμμαχική σκλαβιά.
Δεκέμβρης του ’44. Δύο μήνες πριν η Απελευθέρωση. Δύο μήνες αργότερα, οι «δημοκράτες», «σύμμαχοι» και «απελευθερωτές» ρίχνουν τις μάσκες και αποφασίζουν να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα, να αλυσοδέσουν στο δικό τους άρμα τον ελληνικό λαό. Η «πολιτισμένη» αυτοκρατορία βομβαρδίζει ανελέητα. Ο λαός μάχεται και αντιστέκεται. Οι «σύμμαχοι» μακελάρηδες δεν ορρωδούν προ ουδενός… ούτε μπροστά στα ερείπια της ιστορικής μνήμης.
Δεν δίστασαν να κάνουν την Ακρόπολη πολυβολείο, να σπάσουν, να λεηλατήσουν, να βρωμίσουν, να ρημάξουν, να αρπάξουν ως οι νέοι κατακτητές. Οι εκθέσεις που συντάσσονταν εκείνες ακριβώς τις ημέρες από τους αρχαιολόγους και τους αρχαιοφύλακες της Ακρόπολης είναι ανατριχιαστικές και εξοργιστικές.
Ο αρχιφύλακας της Ακρόπολης Δημήτριος Διαμαντής σε εκτενή αναφορά προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας (το έγγραφο έχει δημοσιεύσει ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος στο βιβλίο του «Πρόχειρον Αρχαιολογικόν. 1828- 2012» (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρείας) γράφει :
«Περί τα ξημερώματα της 7 – 12 – 44, περί την 3ην π.μ. κατέφθασαν τανκς εις την Ακροπόλιν και ανήλθον επ’ αυτής δύο λόχοι Αγγλων με πολύ μεγάλον και βαρύν οπλισμόν και κατασκευάσαντες διάφορα οχυρώματα πρόχειρα ήρχισαν σφοδράν μάχην με τους πέριξ ευρισκόμενους ενόπλους».
Ο αρχιφύλακας αναφέρει ότι οι Αγγλοι του ζήτησαν τα κλειδιά του Μουσείου και του μιναρέ του Παρθενώνα. Εκείνος παρέδωσε τα κλειδιά στον νυκτοφύλακα με την εντολή να ανοίξει τις κενές αίθουσες του Μουσείου, εκείνες στις οποίες στρατωνίζονταν οι Ιταλοί και Γερμανοί στη διάρκεια της Κατοχή. Αλλά όταν ο νυχτοφύλακας έφτασε στο Μουσείο «οι Αγγλοι είχαν ήδη παραβιάσεις όλας τας θύρας και είχον εισέλθει εντός όλων των αιθουσών, ότι μόνον των κενών αιθουσών, αλλά και εις εκείνας ένθα εφυλάσσοντο αρχαιότητες και εντός του μικρού μουσείου. Μετά ταύτα εξεδίωξαν τον νυχτοφύλακα και απηγόρευσαν εις πάντα Ελληνα να ανέρχεται εις την Ακρόπολιν». Στον αρχιφύλακα απαγορεύτηκε η έξοδος από το σπίτι του ενώ όπως ο ίδιος αναφέρει «υπέστην εκ μέρους τούτων πολλάς έρευνας εις την οικίαν μου».
Στις 17 Δεκεμβρίου ο αρχιφύλακας προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι του Διευθυντή της Ακρόπολης, Ιω. Μηλιάδη και γράφει σχετικά:
«Μου συνέστησε να καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια προς περιφρούρησιν και διατήρησιν των Αρχαιοτήτων της Ακροπόλεως, αι οποίαι κατά την ρήσιν του αξίζουν περισσότερο και αυτής της ζωής μας».
Στις 31 Δεκεμβρίου επισκέπτεται μαζί με τον Έφορο Αρχαιοτήτων, Γ. Μπακαλάκη τον Κεραμεικό όπου διαπιστώνουν ότι οι αποθήκες ήταν ανοιχτές και είχαν διαρρηχθεί.
Στην επίσημη έκθεσή του ο Γ. Μπακαλάκης είναι αποκαλυπτικός για τα δεινά που υπέστη η Ακρόπολη:
«Εις την είσοδον της Ακροπόλεως (πύλην Beulé) εγκατεστάθη πολυβολείον δια την ασφάλειαν του οποίου μετεφέρθησαν εκεί εκτός των αρχαίων ενεπιγράφων λίθων, αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών μεγάλη ποσότης κ της ειδικής ξυλείας, της χρησιμοποιουμένης δια τα ικριώματα της αναστηλώσεως των αρχαίων. Πυροβολείον εγκατεστάθη ωσαύτως και παρά την ΝΑ. γωνίαν του δεξιά τω εισερχομένω πύργου, όπου εκτός διαφόρων γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών μετεφέρθη εκεί και το ήμισυ του μαρμαρίνου κορμού του ίππου, του κειμένου προηγουμένως ολίγον κάτωθεν του πρώτου πλατυσκάλου της κλίμακος της Ακροπόλεως. Δια το πολυβολείον τούτο μετεκινήθησαν ακόμη και μέρη του ενεπιγράφου επιστυλίου του ιερού της Αφροδίτης Πανδήμου».
Οι Βρετανοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Μουσείο της Ακρόπολης και προέβησαν σε καταστροφές πρωτοφανείς. Ο Εφορος Αρχαιοτήτων Γ. Μπακαλάκης αναφέρει:
«Το δάπεδον των αιθουσών αυτών παρουσιάζει όψιν ακαθάρτου δρόμου. Εντός του γραφείου της Ακροπόλεως οι στρατιώτες διέρρηξαν την βιβλιοθήκην, πολλά εκ των βιβλίων της οποίας διήρπασαν ή έκαψαν. Ανέτρεψαν, διεσκόρπισαν και έκαυσαν το Αρχείον της Ακροπόλεως. Εκ της προθήκης διαφόρων υλικών αφήρεσαν όλην την γραφικής ύλης, τον έντιτλον χάρτη, τα υπέρ των φυλάκων πωλούμενα δελτάρια και βιβλιάρια, 3 οκάδες σαπούνι, μίαν δερμάτινην θήκην φωτογραφικής μηχανής και διάφορα άλλα αντικείμενα (…). Διήρπασαν και έκαυσαν πολλά επιστημονικά βιβλία, άλλα δε έρριψαν εις τα σκουπίδια. Έκλεισαν τα παράθυρα της μικράς αιθούσης, όπου οι δύο γνήσιαι μετόπαι του Παρθενώνος, διά ξύλων και σάκκων άμμου, διότι επολυβόλουν εκείθεν (…)».
Οι Αγγλοι στρατιώτες με μανία ρήμαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους και δεν δίσταζαν να ανάβουν ακόμα και φωτιές πάνω στην Ακρόπολη!
Ο Εφορος Αρχαιοτήτων περιγράφει: «Εντός των αποθηκών της αναστηλώσεως εν τη Πινακοθήκη οι στρατιώται διέρρηξαν τα πάντα και κυρίως τας προθήκας όπου εφυλάσσοντο διάφορα τεμάχια και εργαλεία της ως άνω Δ/σεως. Εκεί οι στρατιώται ανάπτουν πυρ παρά τον μαρμάρινον βόρειον του κτιρίου τοίχον, ο οποίος σήμερον είναι κατάμαυρος, αύριον δε θα μεταβληθεί εις άσβεστον. Πολλαπλαί παρακλήσεις και συστάσεις μας εις τους επί κεφαλής αξιωματικούς ουδόλως μεταβάλλουν την κατάστασιν».
Για να στήσουν τα πολυβολεία «κατέσκαψαν και εξήγαγον εις τεμάχια πλάκας του δαπέδου της εσωτερικής στοάς των Προπυλαίων. Όλο το αρχιτεκτονικόν υλικόν, το κατακείμενον εσωτερικώς και αριστερά των Προπυλαίων ετροφοδότησε τα κατά μήκος του βορείου τείχους της Ακροπόλεως πολυβολείο, πολλά αρχαία έσπασαν και εκ την χρησιμοποιήσεως, αλλά και εκ βλημάτων των βαλλόμενων αντιπάλων. Πολυβολεία εστήθησαν δι’ αναλόγου τρόπου και εις όλον το νότιον τείχος του οποίου μάλιστα οι κιμώνειοι δόμοι ετρυπήθησαν εις διάφορα σημεία και μετεβλήθησαν εις πολεμίστρας».
Είναι, δε, περισσότερο από βέβαιο ότι άρπαξαν ακόμα και αρχαία αντικείμενα, όπως προκύπτει από τη λεπτομερή εξέταση της κατάστασης στην οποία είχε καταντήσει ο χώρος.
«Εις το δάπεδον της αιθούσης του Παρθενώνος κείνται λύχνοι ακατάγραφοι και ακαθάριστοι, ευρήματα Κοίλης. Ότι θα πήραν εξ αυτούς αρκετούς αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι μερικούς εξ αυτών ανεύρον εις την πρώτην αίθουσαν των πώρινων εναετίων. Εκ του νοτίου παραθύρου της αιθούσης ταύτης έβαλον πολυβόλον και προ αυτού έπεσεν όλμος. Κατεστράφησαν γενικών όλα τα τζάμια του Μουσείου, όλαι αι θύραι και μέγα μέρος των προθηκών και ραφιών (…). Εκτός των ραφιών, τα οποία ελήφθησαν εκείθεν η καύσιμος και οχυρωματική ύλη, ανέτρεψαν και διάφορα κιβώτια, τα οποία περιείχαν διάφορα ειδώλια, πήλινα, αρχαϊκών χρόνων. Πήραν προφανώς τα κιβώτια, αλλά και μέρος ίσως του περιεχομένου των. Προ δύο κιβωτίων περιεχόντων χάλκινα ευρήματα, ευρίσκονται πολλαί λαβαί και άλλα τεμάχια επί του εδάφους. Αυτό σημαίνει ότι εγένετο κάποια διαλογή ευρημάτων».
Και να πως περιγράφει όλα αυτά ο λόγος του Ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, στις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Τα μπαρ είναι γεμάτα ξένους φαντάρους,/ οι εγγλέζοι ανεβοκατεβαίνουν στα μπορντέλα και στα μεγάλα σπίτια/ μεθυσμένοι περνάνε αγκαλιά με τις πουτάνες στα Χαυτεία/ κι ο ηλεκτροφωτισμένος Παρθενώνας πάντα να πλέει πάνου απ’ την Πολιτεία/ έτσι άσπρος έτσι ανάλαφρος ο Παρθενώνας μες στη νύχτα/ σαν μυστικό μετέωρο καράβι που δεν ήξερες πια τι κουβαλάει/ κι ο Μπάρμπα Στάθης να επιμένει:/ «δε μοιάζει μ’ άσπρο περιστέρι;» Τι περιστέρι;/ Από βραδίς είχανε δει που ανέβαζαν κανόνια/ εγγλέζικα κανόνια στην Ακρόπολη. Πού να το βάλει νους ανθρώπου;/ Οχιά που ζέσταινες στον κόρφο σου καημένη Ρωμιοσύνη.»
*Ημεροδρόμος*
Δεκέμβρης του ’44. Δύο μήνες πριν η Απελευθέρωση. Δύο μήνες αργότερα, οι «δημοκράτες», «σύμμαχοι» και «απελευθερωτές» ρίχνουν τις μάσκες και αποφασίζουν να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα, να αλυσοδέσουν στο δικό τους άρμα τον ελληνικό λαό. Η «πολιτισμένη» αυτοκρατορία βομβαρδίζει ανελέητα. Ο λαός μάχεται και αντιστέκεται. Οι «σύμμαχοι» μακελάρηδες δεν ορρωδούν προ ουδενός… ούτε μπροστά στα ερείπια της ιστορικής μνήμης.
Δεν δίστασαν να κάνουν την Ακρόπολη πολυβολείο, να σπάσουν, να λεηλατήσουν, να βρωμίσουν, να ρημάξουν, να αρπάξουν ως οι νέοι κατακτητές. Οι εκθέσεις που συντάσσονταν εκείνες ακριβώς τις ημέρες από τους αρχαιολόγους και τους αρχαιοφύλακες της Ακρόπολης είναι ανατριχιαστικές και εξοργιστικές.
Ο αρχιφύλακας της Ακρόπολης Δημήτριος Διαμαντής σε εκτενή αναφορά προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας (το έγγραφο έχει δημοσιεύσει ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος στο βιβλίο του «Πρόχειρον Αρχαιολογικόν. 1828- 2012» (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρείας) γράφει :
«Περί τα ξημερώματα της 7 – 12 – 44, περί την 3ην π.μ. κατέφθασαν τανκς εις την Ακροπόλιν και ανήλθον επ’ αυτής δύο λόχοι Αγγλων με πολύ μεγάλον και βαρύν οπλισμόν και κατασκευάσαντες διάφορα οχυρώματα πρόχειρα ήρχισαν σφοδράν μάχην με τους πέριξ ευρισκόμενους ενόπλους».
Ο αρχιφύλακας αναφέρει ότι οι Αγγλοι του ζήτησαν τα κλειδιά του Μουσείου και του μιναρέ του Παρθενώνα. Εκείνος παρέδωσε τα κλειδιά στον νυκτοφύλακα με την εντολή να ανοίξει τις κενές αίθουσες του Μουσείου, εκείνες στις οποίες στρατωνίζονταν οι Ιταλοί και Γερμανοί στη διάρκεια της Κατοχή. Αλλά όταν ο νυχτοφύλακας έφτασε στο Μουσείο «οι Αγγλοι είχαν ήδη παραβιάσεις όλας τας θύρας και είχον εισέλθει εντός όλων των αιθουσών, ότι μόνον των κενών αιθουσών, αλλά και εις εκείνας ένθα εφυλάσσοντο αρχαιότητες και εντός του μικρού μουσείου. Μετά ταύτα εξεδίωξαν τον νυχτοφύλακα και απηγόρευσαν εις πάντα Ελληνα να ανέρχεται εις την Ακρόπολιν». Στον αρχιφύλακα απαγορεύτηκε η έξοδος από το σπίτι του ενώ όπως ο ίδιος αναφέρει «υπέστην εκ μέρους τούτων πολλάς έρευνας εις την οικίαν μου».
Στις 17 Δεκεμβρίου ο αρχιφύλακας προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι του Διευθυντή της Ακρόπολης, Ιω. Μηλιάδη και γράφει σχετικά:
«Μου συνέστησε να καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια προς περιφρούρησιν και διατήρησιν των Αρχαιοτήτων της Ακροπόλεως, αι οποίαι κατά την ρήσιν του αξίζουν περισσότερο και αυτής της ζωής μας».
Στις 31 Δεκεμβρίου επισκέπτεται μαζί με τον Έφορο Αρχαιοτήτων, Γ. Μπακαλάκη τον Κεραμεικό όπου διαπιστώνουν ότι οι αποθήκες ήταν ανοιχτές και είχαν διαρρηχθεί.
Στην επίσημη έκθεσή του ο Γ. Μπακαλάκης είναι αποκαλυπτικός για τα δεινά που υπέστη η Ακρόπολη:
«Εις την είσοδον της Ακροπόλεως (πύλην Beulé) εγκατεστάθη πολυβολείον δια την ασφάλειαν του οποίου μετεφέρθησαν εκεί εκτός των αρχαίων ενεπιγράφων λίθων, αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών μεγάλη ποσότης κ της ειδικής ξυλείας, της χρησιμοποιουμένης δια τα ικριώματα της αναστηλώσεως των αρχαίων. Πυροβολείον εγκατεστάθη ωσαύτως και παρά την ΝΑ. γωνίαν του δεξιά τω εισερχομένω πύργου, όπου εκτός διαφόρων γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών μετεφέρθη εκεί και το ήμισυ του μαρμαρίνου κορμού του ίππου, του κειμένου προηγουμένως ολίγον κάτωθεν του πρώτου πλατυσκάλου της κλίμακος της Ακροπόλεως. Δια το πολυβολείον τούτο μετεκινήθησαν ακόμη και μέρη του ενεπιγράφου επιστυλίου του ιερού της Αφροδίτης Πανδήμου».
Οι Βρετανοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Μουσείο της Ακρόπολης και προέβησαν σε καταστροφές πρωτοφανείς. Ο Εφορος Αρχαιοτήτων Γ. Μπακαλάκης αναφέρει:
«Το δάπεδον των αιθουσών αυτών παρουσιάζει όψιν ακαθάρτου δρόμου. Εντός του γραφείου της Ακροπόλεως οι στρατιώτες διέρρηξαν την βιβλιοθήκην, πολλά εκ των βιβλίων της οποίας διήρπασαν ή έκαψαν. Ανέτρεψαν, διεσκόρπισαν και έκαυσαν το Αρχείον της Ακροπόλεως. Εκ της προθήκης διαφόρων υλικών αφήρεσαν όλην την γραφικής ύλης, τον έντιτλον χάρτη, τα υπέρ των φυλάκων πωλούμενα δελτάρια και βιβλιάρια, 3 οκάδες σαπούνι, μίαν δερμάτινην θήκην φωτογραφικής μηχανής και διάφορα άλλα αντικείμενα (…). Διήρπασαν και έκαυσαν πολλά επιστημονικά βιβλία, άλλα δε έρριψαν εις τα σκουπίδια. Έκλεισαν τα παράθυρα της μικράς αιθούσης, όπου οι δύο γνήσιαι μετόπαι του Παρθενώνος, διά ξύλων και σάκκων άμμου, διότι επολυβόλουν εκείθεν (…)».
Οι Αγγλοι στρατιώτες με μανία ρήμαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους και δεν δίσταζαν να ανάβουν ακόμα και φωτιές πάνω στην Ακρόπολη!
Ο Εφορος Αρχαιοτήτων περιγράφει: «Εντός των αποθηκών της αναστηλώσεως εν τη Πινακοθήκη οι στρατιώται διέρρηξαν τα πάντα και κυρίως τας προθήκας όπου εφυλάσσοντο διάφορα τεμάχια και εργαλεία της ως άνω Δ/σεως. Εκεί οι στρατιώται ανάπτουν πυρ παρά τον μαρμάρινον βόρειον του κτιρίου τοίχον, ο οποίος σήμερον είναι κατάμαυρος, αύριον δε θα μεταβληθεί εις άσβεστον. Πολλαπλαί παρακλήσεις και συστάσεις μας εις τους επί κεφαλής αξιωματικούς ουδόλως μεταβάλλουν την κατάστασιν».
Για να στήσουν τα πολυβολεία «κατέσκαψαν και εξήγαγον εις τεμάχια πλάκας του δαπέδου της εσωτερικής στοάς των Προπυλαίων. Όλο το αρχιτεκτονικόν υλικόν, το κατακείμενον εσωτερικώς και αριστερά των Προπυλαίων ετροφοδότησε τα κατά μήκος του βορείου τείχους της Ακροπόλεως πολυβολείο, πολλά αρχαία έσπασαν και εκ την χρησιμοποιήσεως, αλλά και εκ βλημάτων των βαλλόμενων αντιπάλων. Πολυβολεία εστήθησαν δι’ αναλόγου τρόπου και εις όλον το νότιον τείχος του οποίου μάλιστα οι κιμώνειοι δόμοι ετρυπήθησαν εις διάφορα σημεία και μετεβλήθησαν εις πολεμίστρας».
Είναι, δε, περισσότερο από βέβαιο ότι άρπαξαν ακόμα και αρχαία αντικείμενα, όπως προκύπτει από τη λεπτομερή εξέταση της κατάστασης στην οποία είχε καταντήσει ο χώρος.
«Εις το δάπεδον της αιθούσης του Παρθενώνος κείνται λύχνοι ακατάγραφοι και ακαθάριστοι, ευρήματα Κοίλης. Ότι θα πήραν εξ αυτούς αρκετούς αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι μερικούς εξ αυτών ανεύρον εις την πρώτην αίθουσαν των πώρινων εναετίων. Εκ του νοτίου παραθύρου της αιθούσης ταύτης έβαλον πολυβόλον και προ αυτού έπεσεν όλμος. Κατεστράφησαν γενικών όλα τα τζάμια του Μουσείου, όλαι αι θύραι και μέγα μέρος των προθηκών και ραφιών (…). Εκτός των ραφιών, τα οποία ελήφθησαν εκείθεν η καύσιμος και οχυρωματική ύλη, ανέτρεψαν και διάφορα κιβώτια, τα οποία περιείχαν διάφορα ειδώλια, πήλινα, αρχαϊκών χρόνων. Πήραν προφανώς τα κιβώτια, αλλά και μέρος ίσως του περιεχομένου των. Προ δύο κιβωτίων περιεχόντων χάλκινα ευρήματα, ευρίσκονται πολλαί λαβαί και άλλα τεμάχια επί του εδάφους. Αυτό σημαίνει ότι εγένετο κάποια διαλογή ευρημάτων».
Και να πως περιγράφει όλα αυτά ο λόγος του Ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, στις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Τα μπαρ είναι γεμάτα ξένους φαντάρους,/ οι εγγλέζοι ανεβοκατεβαίνουν στα μπορντέλα και στα μεγάλα σπίτια/ μεθυσμένοι περνάνε αγκαλιά με τις πουτάνες στα Χαυτεία/ κι ο ηλεκτροφωτισμένος Παρθενώνας πάντα να πλέει πάνου απ’ την Πολιτεία/ έτσι άσπρος έτσι ανάλαφρος ο Παρθενώνας μες στη νύχτα/ σαν μυστικό μετέωρο καράβι που δεν ήξερες πια τι κουβαλάει/ κι ο Μπάρμπα Στάθης να επιμένει:/ «δε μοιάζει μ’ άσπρο περιστέρι;» Τι περιστέρι;/ Από βραδίς είχανε δει που ανέβαζαν κανόνια/ εγγλέζικα κανόνια στην Ακρόπολη. Πού να το βάλει νους ανθρώπου;/ Οχιά που ζέσταινες στον κόρφο σου καημένη Ρωμιοσύνη.»
*Ημεροδρόμος*
«Να φύγουν οι Άγγλοι»!
Η επιχείρηση για την εγκατάσταση της φωτεινής επιγραφής στην Ακρόπολη, με το σύνθημα κατά της αγγλικής επέμβασης, που διαδόθηκε σ' όλο τον κόσμο
Εκείνο το βράδυ της Δευτέρας του Φλεβάρη του 1947, σε μια περίοδο όπου ο ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα, η Αθήνα «φωτίζεται» από μια επιγραφή που εμφανίζεται στη βορινή μετόπη της Ακρόπολης και γράφει: «Να φύγουν οι Άγγλοι»! Ήταν το αποτέλεσμα μιας παράτολμης επιχείρησης, που οργανώθηκε από το ΚΚΕ και αναπτέρωσε το φρόνημα του λαού.
Ο Μαρίνος Πετρούνιας που συμμετείχε στην παράτολμη αυτή επιχείρηση, γράφει στο Ριζοσπάστη (26/1/2001):
Η επιχείρηση
Πολλές είναι οι πράξεις ηρωισμού, αυταπάρνησης και αντίστασης που πραγματοποίησαν αγωνιστές - κομμουνιστές όχι μόνο στην περίοδο της τριπλής κατοχής, αλλά και αργότερα, όταν την μπότα των Γερμανών ήρθε να αντικαταστήσει η μπότα των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών. Πράξεις που στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, τόνωναν το ηθικό του αδούλωτου λαού μας αλλά και βοηθούσαν να ενημερωθεί όλη η ανθρωπότητα για την τραγική κατάσταση που ζούσε ο ελληνικός λαός τότε, όταν «όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Τότε, που η τρομοκρατία του κράτους και παρακράτους της Δεξιάς, υπό την καθοδήγηση των «προστατών» μας Αγγλων συμμάχων, επιδίωκαν να εξανδραποδίσουν τον ελληνικό λαό, να τον κάνουν υποζύγιό τους.
Είναι γνωστό ότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, στα Δεκεμβριανά, είχε διατάξει τα αγγλικά στρατεύματα να φέρονται σαν σε κατοχική χώρα. Και, ταυτόχρονα, επιδίδονταν στο σφαγιασμό του λαού για να μην μπορέσει να σηκώσει κεφάλι. Ο λαός, όμως δε λύγισε, είχε το στήριγμά του το ΚΚΕ - τους κομμουνιστές, αυτοί στάθηκαν ταμπούρι υπερηφάνειας κι έβαλαν τα στήθη τους μπροστά στους μακελάρηδες, να τους κόψουν τη φόρα του κατατρεγμού και του ολέθρου, να αντιμετωπίσουν με όποια θυσία τους, τους μεγάλους εγκληματίες.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές ύψωσαν επιβλητική τεράστια φωτεινή επιγραφή, στο παγκόσμιο σύμβολο της ανθρωπιάς και της προόδου, στην Ακρόπολη. Ετσι, κατάφεραν να στιγματιστεί στα πέρατα του κόσμου το μεγάλο έγκλημα των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών, της απρόκλητης ωμής επέμβασης τους σε βάρος της Ελλάδας, ζητώντας, ταυτόχρονα, τη συμπαράσταση των άλλων λαών. Για την τοποθέτηση της επιγραφής είχε καταστρωθεί ειδικό επιτελικό σχέδιο και συγκεκριμένα: Πριν μια βδομάδα, τότε, το Φλεβάρη του 1947, πήγαμε δύο μέλη του κόμματος, όπως δείχνει η σχετική φωτογραφία, επάνω στην Ακρόπολη σε ώρα επισκεπτηρίου. Αφού διερευνήσαμε και αναγνωρίσαμε το χώρο καταλήξαμε στη θέση που έπρεπε να τοποθετηθεί η φωτεινή πινακίδα, ώστε να φαίνεται καλύτερα.
Η θέση αυτή ήταν στη βορινή μετόπη της Ακρόπολης- δεξιά του Ερεχθείου.Κρίναμε ότι ήταν το πιο κατάλληλο μέρος ώστε να φανεί από όλη, σχεδόν, την Αθήνα και ιδιαίτερα από το επίσημο κέντρο, τις πλατείες Συντάγματος και Ομόνοιας. Επισημάναμε από πού θα γινόταν η άνοδος και το μπάσιμο στο χώρο που είχαμε επιλέξει. Η όλη «επιχείρηση» θα γινότανε ιχνηλατώντας, να μη μας πάρει κανένας χαμπάρι. Και, όλα αυτά, έπρεπε να γίνουν με απόλυτη ακρίβεια. Αφού έγινε αυτή η προετοιμασία, αποχωρήσαμε από την Ακρόπολη απόλυτα ευχαριστημένοι, αφού είχαμε και τη φωτογραφία μας, ενθύμιο!
Η εξέλιξη της επιχείρησης
Αρχίζοντας αμέσως, συνεχίσαμε την προετοιμασία για την επιχείρηση. Επιλέξαμε τους πιο κατάλληλους αγωνιστές για τη συγκεκριμένη αποστολή. Βρήκαμε τους ειδικούς τεχνίτες αγωνιστές (μαραγκούς, ηλεκτρολόγους και τους χώρους που θα κάναμε την τεχνική κατασκευή κοντά στην Ακρόπολη, ώστε να μας εξυπηρετήσει και στη μεταφορά της) και σε μερικές μέρες είμαστε έτοιμοι να δράσουμε.
Ξεκινήσαμε απογευματάκι. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Είχαμε πάρει αρκετούς αγωνιστές, άντρες και κοπέλες, ο καθένας στη θέση του. Μαζί μας είχαμε και τους τεχνικούς για ότι χρειαζότανε. Η επιγραφή ήταν μεγάλη και βαριά, είχε μεγάλο μάκρος. Το κάθε γράμμα της είχε ένα μέτρο ύψος και, περίπου, 120 λαμπτήρες. Ήθελε μεγάλη προσοχή στη μεταφορά της. Μάλιστα, όταν ο δρόμος που κάναμε ήταν ανηφορικός και πολλές φορές είχε μεγάλο ανέβασμα, περνούσαμε μέσα από δέντρα μέχρι να φτάσουμε την άσφαλτο στους πρόποδες της Ακρόπολης κάτω από το Ερέχθειο. Μπροστά πήγαινε ο σ. Στάθης. Όταν φτάσαμε στην άσφαλτο σταθήκαμε και γίναμε όλοι ζευγάρια. Είχα την ευθύνη της περιφρούρησης της συνοδείας. Ήμουνα «ζευγάρι» με τη σ. Γιούλα και ελέγχαμε την κάθε κίνηση που μπορούσε να παρουσιαστεί. Είμαστε αρκετά ζευγάρια πάνω στο δρόμο σκόρπια, ενώ προχωρούσαμε ανεβάζοντας την επιγραφή στην Ακρόπολη από το πέρασμα που είχαμε υπόψη μας.
Οι τεχνικοί ακολουθούσαν την επιγραφή. Τα ζευγάρια στο δρόμο είχαν σκορπίσει και το καθένα, σε απόσταση από το άλλο στις παρυφές του δρόμου, είχε πιάσει το πόστο του. Το δικό μας ζευγάρι είχε πιάσει θέση στην άκρη δεξιά προς την είσοδο της Ακρόπολης. Περνούσε η ώρα και η δουλιά ώσπου, κάποια στιγμή, σε απόσταση είδα να προβάλει κάποιος αστυφύλακας. Τότε, κάθισα ήσυχα πάνω σε μια πέτρα και πήρα στα γόνατά μου τη συντρόφισσα που κάναμε το ζευγάρι σαν κοπέλα μου. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα... ζευγαράκια και το περιστατικό πέρασε, έληξε χωρίς να συμβεί τίποτα.
Σε λίγο η επιγραφή είχε μπει στη θέση της. Ο σ. ηλεκτρολόγος έκανε τη σύνδεση με ηλεκτροφόρο σύρμα μιας κολόνας του ηλεκτρικού και, στη συνέχεια, τον παρατήρησα να περνάει το καλώδιο που έρχονταν από την επιγραφή σ' ένα πεύκο και να βάζει διακόπτη στο καλώδιο. Στο σημείο αυτό, άρχισαν να αποχωρούν οι δυνάμεις μας, να κατεβαίνουν χωρίς θόρυβο στην πόλη. Μόλις αποχώρησαν όλοι, έτρεξα έστριψα το διακόπτη και είδαμε την επιγραφή να ανάβει. Τότε, αυθόρμητα, φώναξα: Άναψε, άναψε και θυμήθηκα, από το γυμνάσιο, την Κύρου ανάβαση του Ξενοφώντα, όταν φώναξε με αγωνία: Θάλαττα - θάλαττα! Δεν κράτησε όμως πολύ, έσβησε το σύνθημα... Τότε έτρεξε ο ένας ηλεκτρολόγος, κάτι έφτιαξε και άναψε σταθερά.
Έφυγα με το Στάθη και περπατώντας βιαστικά φτάσαμε στο Σύνταγμα. Πήγαμε προς τη Μ. Βρετάνια και σταθήκαμε πάνω στα σκαλιά της εισόδου του ξενοδοχείου, ξεχειλίζοντας από χαρά, καθώς βλέπαμε την όμορφη επιγραφή μας να λάμπει και καμαρώναμε.
Τη φωτεινή επιγραφή -όπως μου είπε- την είχε δει και ο σ. Ν. Κυριακίδης, βαδίζοντας την οδό Αιόλου.
Αναμμένη η επιγραφή έμεινε αρκετή ώρα, γιατί όπως μάθαμε εκ των υστέρων οι αξιωματικοί της Αστυνομίας δεν πλησιάσανε αμέσως να τη σβήσουν, φοβούμενοι ότι την είχαμε παγιδευμένη με ηλεκτρικό.
Η καθοδήγηση μας είχε δώσει ηθικούς επαίνους για την επιτυχία μας. Και, μετά από μερικές μέρες, γιορτάσαμε με την καθοδήγηση και με ένα μικρό τσιμπούσι.
Μαρίνος ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ
Ο Μαρίνος Πετρούνιας που συμμετείχε στην παράτολμη αυτή επιχείρηση, γράφει στο Ριζοσπάστη (26/1/2001):
Η επιχείρηση
Πολλές είναι οι πράξεις ηρωισμού, αυταπάρνησης και αντίστασης που πραγματοποίησαν αγωνιστές - κομμουνιστές όχι μόνο στην περίοδο της τριπλής κατοχής, αλλά και αργότερα, όταν την μπότα των Γερμανών ήρθε να αντικαταστήσει η μπότα των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών. Πράξεις που στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, τόνωναν το ηθικό του αδούλωτου λαού μας αλλά και βοηθούσαν να ενημερωθεί όλη η ανθρωπότητα για την τραγική κατάσταση που ζούσε ο ελληνικός λαός τότε, όταν «όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Τότε, που η τρομοκρατία του κράτους και παρακράτους της Δεξιάς, υπό την καθοδήγηση των «προστατών» μας Αγγλων συμμάχων, επιδίωκαν να εξανδραποδίσουν τον ελληνικό λαό, να τον κάνουν υποζύγιό τους.
Είναι γνωστό ότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, στα Δεκεμβριανά, είχε διατάξει τα αγγλικά στρατεύματα να φέρονται σαν σε κατοχική χώρα. Και, ταυτόχρονα, επιδίδονταν στο σφαγιασμό του λαού για να μην μπορέσει να σηκώσει κεφάλι. Ο λαός, όμως δε λύγισε, είχε το στήριγμά του το ΚΚΕ - τους κομμουνιστές, αυτοί στάθηκαν ταμπούρι υπερηφάνειας κι έβαλαν τα στήθη τους μπροστά στους μακελάρηδες, να τους κόψουν τη φόρα του κατατρεγμού και του ολέθρου, να αντιμετωπίσουν με όποια θυσία τους, τους μεγάλους εγκληματίες.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές ύψωσαν επιβλητική τεράστια φωτεινή επιγραφή, στο παγκόσμιο σύμβολο της ανθρωπιάς και της προόδου, στην Ακρόπολη. Ετσι, κατάφεραν να στιγματιστεί στα πέρατα του κόσμου το μεγάλο έγκλημα των Αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών, της απρόκλητης ωμής επέμβασης τους σε βάρος της Ελλάδας, ζητώντας, ταυτόχρονα, τη συμπαράσταση των άλλων λαών. Για την τοποθέτηση της επιγραφής είχε καταστρωθεί ειδικό επιτελικό σχέδιο και συγκεκριμένα: Πριν μια βδομάδα, τότε, το Φλεβάρη του 1947, πήγαμε δύο μέλη του κόμματος, όπως δείχνει η σχετική φωτογραφία, επάνω στην Ακρόπολη σε ώρα επισκεπτηρίου. Αφού διερευνήσαμε και αναγνωρίσαμε το χώρο καταλήξαμε στη θέση που έπρεπε να τοποθετηθεί η φωτεινή πινακίδα, ώστε να φαίνεται καλύτερα.
Η θέση αυτή ήταν στη βορινή μετόπη της Ακρόπολης- δεξιά του Ερεχθείου.Κρίναμε ότι ήταν το πιο κατάλληλο μέρος ώστε να φανεί από όλη, σχεδόν, την Αθήνα και ιδιαίτερα από το επίσημο κέντρο, τις πλατείες Συντάγματος και Ομόνοιας. Επισημάναμε από πού θα γινόταν η άνοδος και το μπάσιμο στο χώρο που είχαμε επιλέξει. Η όλη «επιχείρηση» θα γινότανε ιχνηλατώντας, να μη μας πάρει κανένας χαμπάρι. Και, όλα αυτά, έπρεπε να γίνουν με απόλυτη ακρίβεια. Αφού έγινε αυτή η προετοιμασία, αποχωρήσαμε από την Ακρόπολη απόλυτα ευχαριστημένοι, αφού είχαμε και τη φωτογραφία μας, ενθύμιο!
Η εξέλιξη της επιχείρησης
Αρχίζοντας αμέσως, συνεχίσαμε την προετοιμασία για την επιχείρηση. Επιλέξαμε τους πιο κατάλληλους αγωνιστές για τη συγκεκριμένη αποστολή. Βρήκαμε τους ειδικούς τεχνίτες αγωνιστές (μαραγκούς, ηλεκτρολόγους και τους χώρους που θα κάναμε την τεχνική κατασκευή κοντά στην Ακρόπολη, ώστε να μας εξυπηρετήσει και στη μεταφορά της) και σε μερικές μέρες είμαστε έτοιμοι να δράσουμε.
Ξεκινήσαμε απογευματάκι. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Είχαμε πάρει αρκετούς αγωνιστές, άντρες και κοπέλες, ο καθένας στη θέση του. Μαζί μας είχαμε και τους τεχνικούς για ότι χρειαζότανε. Η επιγραφή ήταν μεγάλη και βαριά, είχε μεγάλο μάκρος. Το κάθε γράμμα της είχε ένα μέτρο ύψος και, περίπου, 120 λαμπτήρες. Ήθελε μεγάλη προσοχή στη μεταφορά της. Μάλιστα, όταν ο δρόμος που κάναμε ήταν ανηφορικός και πολλές φορές είχε μεγάλο ανέβασμα, περνούσαμε μέσα από δέντρα μέχρι να φτάσουμε την άσφαλτο στους πρόποδες της Ακρόπολης κάτω από το Ερέχθειο. Μπροστά πήγαινε ο σ. Στάθης. Όταν φτάσαμε στην άσφαλτο σταθήκαμε και γίναμε όλοι ζευγάρια. Είχα την ευθύνη της περιφρούρησης της συνοδείας. Ήμουνα «ζευγάρι» με τη σ. Γιούλα και ελέγχαμε την κάθε κίνηση που μπορούσε να παρουσιαστεί. Είμαστε αρκετά ζευγάρια πάνω στο δρόμο σκόρπια, ενώ προχωρούσαμε ανεβάζοντας την επιγραφή στην Ακρόπολη από το πέρασμα που είχαμε υπόψη μας.
Οι τεχνικοί ακολουθούσαν την επιγραφή. Τα ζευγάρια στο δρόμο είχαν σκορπίσει και το καθένα, σε απόσταση από το άλλο στις παρυφές του δρόμου, είχε πιάσει το πόστο του. Το δικό μας ζευγάρι είχε πιάσει θέση στην άκρη δεξιά προς την είσοδο της Ακρόπολης. Περνούσε η ώρα και η δουλιά ώσπου, κάποια στιγμή, σε απόσταση είδα να προβάλει κάποιος αστυφύλακας. Τότε, κάθισα ήσυχα πάνω σε μια πέτρα και πήρα στα γόνατά μου τη συντρόφισσα που κάναμε το ζευγάρι σαν κοπέλα μου. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα... ζευγαράκια και το περιστατικό πέρασε, έληξε χωρίς να συμβεί τίποτα.
Σε λίγο η επιγραφή είχε μπει στη θέση της. Ο σ. ηλεκτρολόγος έκανε τη σύνδεση με ηλεκτροφόρο σύρμα μιας κολόνας του ηλεκτρικού και, στη συνέχεια, τον παρατήρησα να περνάει το καλώδιο που έρχονταν από την επιγραφή σ' ένα πεύκο και να βάζει διακόπτη στο καλώδιο. Στο σημείο αυτό, άρχισαν να αποχωρούν οι δυνάμεις μας, να κατεβαίνουν χωρίς θόρυβο στην πόλη. Μόλις αποχώρησαν όλοι, έτρεξα έστριψα το διακόπτη και είδαμε την επιγραφή να ανάβει. Τότε, αυθόρμητα, φώναξα: Άναψε, άναψε και θυμήθηκα, από το γυμνάσιο, την Κύρου ανάβαση του Ξενοφώντα, όταν φώναξε με αγωνία: Θάλαττα - θάλαττα! Δεν κράτησε όμως πολύ, έσβησε το σύνθημα... Τότε έτρεξε ο ένας ηλεκτρολόγος, κάτι έφτιαξε και άναψε σταθερά.
Έφυγα με το Στάθη και περπατώντας βιαστικά φτάσαμε στο Σύνταγμα. Πήγαμε προς τη Μ. Βρετάνια και σταθήκαμε πάνω στα σκαλιά της εισόδου του ξενοδοχείου, ξεχειλίζοντας από χαρά, καθώς βλέπαμε την όμορφη επιγραφή μας να λάμπει και καμαρώναμε.
Τη φωτεινή επιγραφή -όπως μου είπε- την είχε δει και ο σ. Ν. Κυριακίδης, βαδίζοντας την οδό Αιόλου.
Αναμμένη η επιγραφή έμεινε αρκετή ώρα, γιατί όπως μάθαμε εκ των υστέρων οι αξιωματικοί της Αστυνομίας δεν πλησιάσανε αμέσως να τη σβήσουν, φοβούμενοι ότι την είχαμε παγιδευμένη με ηλεκτρικό.
Η καθοδήγηση μας είχε δώσει ηθικούς επαίνους για την επιτυχία μας. Και, μετά από μερικές μέρες, γιορτάσαμε με την καθοδήγηση και με ένα μικρό τσιμπούσι.
Μαρίνος ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ
Γιώργης Τρικαλινός:
"Ο κομμουνιστής πρέπει να καταξιώνεται καθημερινά.
Καλύτερη προπαγάνδα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός"
Ο Γιώργης Τρικαλινός γεννήθηκε στον Αλμυρό Μαγνησίας το Σεπτέμβρη του 1914. Από τα χρόνια που ήταν ακόμα μαθητής Γυμνασίου δέχτηκε την επίδραση της μαρξιστικής ιδεολογίας και του ανερχόμενου εργατικού κινήματος. Σε ηλικία 18 χρόνων οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ, όντας πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επί 65 ολόκληρα χρόνια έδρασε από τις γραμμές του ΚΚΕ. Το 1951 εκλέχτηκε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ και αργότερα τακτικό μέλος της. Παρέμεινε στην ΚΕ μέχρι το 1987 (12ο Συνέδριο).
Ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή βιβλίων. Έγραψε τα "292 μέρες μετά τον Γράμμο - Βίτσι", "Αλμυρός, στιγμές από την ιστορία του", "Δρόμος μακρύς και δύσκολος" και άλλα. Επί πολλά χρόνια ήταν εκδότης του μεταδικτατορικού "Ριζοσπάστη". Πέθανε τον Μάρτη του 1997.
Από τον φίλο του ιστολογίου (http://e-oikodomos.blogspot.gr) Τζουμερκιώτη:
"Οικοδόμε, καλημέρα. Σου στέλνω τρία ιστορικά τεκμήρια και πιστεύω πως, αν θέλουμε να έχουμε ανθρώπους με πολιτική συνείδηση-ιδιαίτερα νέους-πρέπει να τα διαβάσουν οπωσδήποτε.
Α. Την προσφυγή που κατέθεσε ο Γιώργης Τρικαλινός κατά της υπ’ αριθμ’ 19/29.12.1973 με την οποία εξορίστηκε στη Γυάρο.
Β. Ιατρική Γνωμάτευση που βεβαιώνει τα βασανιστήρια που υπέστη.
Γ. Γράμμα των κρατουμένων από τη Γυάρο.
Δεν πρόκειται να σχολιάσω τίποτε, γιατί εμένα ο Γιώργης Τρικαλινός με σημάδεψε στη ζωή μου και μου καθόρισε αξίες και ιδανικά.
Απλά, παραθέτω ένα απόσπασμα από συνέντευξή του στο Ριζοσπάστη (7/2/1988):
«Οσο πιστεύεις και αγωνίζεσαι για ανώτερα ιδανικά και η ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο, τόσο λιγότερο τη σκέφτεσαι και την υπολογίζεις. Τόσο πιο πολύ νιώθεις λυτρωμένος, λεύτερος", έλεγε σε μια συνέντευξή του στο "Ριζοσπάστη", στις 7/2/1988, ο Γ. Τρικαλινός. Και πρόσθετε: "μας κατηγορούν ότι είμαστε ενταγμένοι στο ΚΚΕ, στρατευμένοι και αυτό είναι σαν σκλαβιά. Εμείς τους λέμε ναι, είμαστε στρατευμένοι στην Ελλάδα και στο λαό, αγωνιζόμαστε για τα ιδανικά μας με πάθος και είμαστε έτοιμοι να δώσουμε και τη ζωή μας, για να εκπληρωθούν τα ιδανικά αυτά. Το ΚΚΕ, το κόμμα της εργατικής τάξης και όλου του εργαζόμενου λαού, αυτά τα ιδανικά τα έχει με αίμα γραμμένα στο λάβαρό του. Γι' αυτό και είμαστε ενταγμένοι. Με δική μας θέληση και επιλογή, είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι...
Ο αγώνας μας είναι σκληρός, μακρόχρονος, πολύ δύσκολος, με επιτυχίες και αποτυχίες, με ανηφοριές και κατηφοριές. Εγώ τουλάχιστον, από το 1932 που είμαι μέλος του Κόμματος αυτό είδα. Δύσκολος είναι ο δρόμος, κακοτράχαλος.Αυτό πρέπει πάντα να το έχουμε υπόψη μας, ειδικά εσείς οι νέοι. Να μην είμαστε απαισιόδοξοι και απογοητευόμαστε από προσωρινές αποτυχίες...
Ούτε να είμαστε υπεραισιόδοξοι και να παίρνουν τα μυαλά μας αέρα από ορισμένες επιτυχίες. Πρέπει ψύχραιμα να μελετάμε, να βγάζουμε τα απαραίτητα, χρήσιμα για το μέλλον, συμπεράσματα. Να αντιπαλεύουμε τις δυσκολίες...
Οι κομμουνιστές, τα μέλη και στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ, πρέπει να στέκονται επικεφαλής της πάλης για τα λαϊκά προβλήματα, να καταξιώνονται καθημερινά. Κανένας δεν καταξιώνεται μια για πάντα. Ιδιαίτερα σήμερα, στις συνθήκες αυτές που ζούμε, με την πολύπλευρη επίθεση που δεχόμαστε από τους μηχανισμούς της άρχουσας τάξης. Να είμαστε μπροστάρηδες και να δίνουμε το παράδειγμα. Η καλύτερη προπαγάνδα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Αμα είσαι εντάξει εσύ μη φοβάσαι. Εντάξει απέναντι στους γονείς σου, απέναντι στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου, απέναντι στο Κόμμα. Αν είσαι συνεπής και δεν έχεις παραλείψεις, μη φοβάσαι τίποτα. Θα έχεις το πρόσωπό σου καθαρό...".
Με Εξαιρετική Τιμή
Ο Τζουμερκιώτης"
Ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή βιβλίων. Έγραψε τα "292 μέρες μετά τον Γράμμο - Βίτσι", "Αλμυρός, στιγμές από την ιστορία του", "Δρόμος μακρύς και δύσκολος" και άλλα. Επί πολλά χρόνια ήταν εκδότης του μεταδικτατορικού "Ριζοσπάστη". Πέθανε τον Μάρτη του 1997.
Από τον φίλο του ιστολογίου (http://e-oikodomos.blogspot.gr) Τζουμερκιώτη:
"Οικοδόμε, καλημέρα. Σου στέλνω τρία ιστορικά τεκμήρια και πιστεύω πως, αν θέλουμε να έχουμε ανθρώπους με πολιτική συνείδηση-ιδιαίτερα νέους-πρέπει να τα διαβάσουν οπωσδήποτε.
Α. Την προσφυγή που κατέθεσε ο Γιώργης Τρικαλινός κατά της υπ’ αριθμ’ 19/29.12.1973 με την οποία εξορίστηκε στη Γυάρο.
Β. Ιατρική Γνωμάτευση που βεβαιώνει τα βασανιστήρια που υπέστη.
Γ. Γράμμα των κρατουμένων από τη Γυάρο.
Δεν πρόκειται να σχολιάσω τίποτε, γιατί εμένα ο Γιώργης Τρικαλινός με σημάδεψε στη ζωή μου και μου καθόρισε αξίες και ιδανικά.
Απλά, παραθέτω ένα απόσπασμα από συνέντευξή του στο Ριζοσπάστη (7/2/1988):
«Οσο πιστεύεις και αγωνίζεσαι για ανώτερα ιδανικά και η ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο, τόσο λιγότερο τη σκέφτεσαι και την υπολογίζεις. Τόσο πιο πολύ νιώθεις λυτρωμένος, λεύτερος", έλεγε σε μια συνέντευξή του στο "Ριζοσπάστη", στις 7/2/1988, ο Γ. Τρικαλινός. Και πρόσθετε: "μας κατηγορούν ότι είμαστε ενταγμένοι στο ΚΚΕ, στρατευμένοι και αυτό είναι σαν σκλαβιά. Εμείς τους λέμε ναι, είμαστε στρατευμένοι στην Ελλάδα και στο λαό, αγωνιζόμαστε για τα ιδανικά μας με πάθος και είμαστε έτοιμοι να δώσουμε και τη ζωή μας, για να εκπληρωθούν τα ιδανικά αυτά. Το ΚΚΕ, το κόμμα της εργατικής τάξης και όλου του εργαζόμενου λαού, αυτά τα ιδανικά τα έχει με αίμα γραμμένα στο λάβαρό του. Γι' αυτό και είμαστε ενταγμένοι. Με δική μας θέληση και επιλογή, είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι...
Ο αγώνας μας είναι σκληρός, μακρόχρονος, πολύ δύσκολος, με επιτυχίες και αποτυχίες, με ανηφοριές και κατηφοριές. Εγώ τουλάχιστον, από το 1932 που είμαι μέλος του Κόμματος αυτό είδα. Δύσκολος είναι ο δρόμος, κακοτράχαλος.Αυτό πρέπει πάντα να το έχουμε υπόψη μας, ειδικά εσείς οι νέοι. Να μην είμαστε απαισιόδοξοι και απογοητευόμαστε από προσωρινές αποτυχίες...
Ούτε να είμαστε υπεραισιόδοξοι και να παίρνουν τα μυαλά μας αέρα από ορισμένες επιτυχίες. Πρέπει ψύχραιμα να μελετάμε, να βγάζουμε τα απαραίτητα, χρήσιμα για το μέλλον, συμπεράσματα. Να αντιπαλεύουμε τις δυσκολίες...
Οι κομμουνιστές, τα μέλη και στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ, πρέπει να στέκονται επικεφαλής της πάλης για τα λαϊκά προβλήματα, να καταξιώνονται καθημερινά. Κανένας δεν καταξιώνεται μια για πάντα. Ιδιαίτερα σήμερα, στις συνθήκες αυτές που ζούμε, με την πολύπλευρη επίθεση που δεχόμαστε από τους μηχανισμούς της άρχουσας τάξης. Να είμαστε μπροστάρηδες και να δίνουμε το παράδειγμα. Η καλύτερη προπαγάνδα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Αμα είσαι εντάξει εσύ μη φοβάσαι. Εντάξει απέναντι στους γονείς σου, απέναντι στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου, απέναντι στο Κόμμα. Αν είσαι συνεπής και δεν έχεις παραλείψεις, μη φοβάσαι τίποτα. Θα έχεις το πρόσωπό σου καθαρό...".
Με Εξαιρετική Τιμή
Ο Τζουμερκιώτης"
Αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία
-Από https://erodotos.wordpress.com-
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον πως κατασκευάζονται ορισμένες «ιστορικές αλήθειες» που στη συνέχεια αποκρυσταλλώνονται στην συλλογική μνήμη του παρελθόντος και φέρονται ως γενικά αποδεκτά γεγονότα. Έτσι γίνεται ιδιαίτερα δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την Ιστορία από την προπαγάνδα. Η «ψυχροπολεμική» ιστοριογραφία είναι γεμάτη από τέτοια δείγματα γραφής.
Ομολογουμένως υπήρξε μια μικρή περίοδος αναλαμπής στην ιστορική έρευνα τη δεκαετία του 1990, όταν «ελεύθεροι» πια από τις πιέσεις του παρελθόντος, πολλοί ιστορικοί-μελετητές της Δύσης έκαναν αξιόλογες προσπάθειες να προσεγγίσουν τη σοβιετική Ιστορία πέρα από στερεότυπα και στεγανά (βοήθησε και το άνοιγμα των Αρχείων της ΕΣΣΔ). Σύντομα όμως αυτή η περίοδος έκλεισε και επιστρέψαμε στη χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα του παρελθόντος.
Επιχειρώντας μια μεθοδολογική-αναλυτική προσέγγιση του αντικομμουνισμού ως αναθεώρηση της Ιστορίας κρίναμε χρήσιμη τη συγκέντρωση και δημοσίευση σειράς άρθρων, μελετών, κλπ. που καταπιάνονται με το συγκεκριμένο θέμα.
Ο αιώνιος "φταίχτης"
«Το φάντασμα του Ιωσήφ Στάλιν πλανάται πάνω από τον Περισσό» (Βήμα, 27/11/2008). Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τον Προσυνεδριακό Διάλογο και τις «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό», το Κόμμα βρέθηκε στο επίκεντρο μιας ολομέτωπης, πολύπλευρης και πολύμορφης επίθεσης. Η Ελευθεροτυπία της 7/11/2008 τις χαρακτήρισε «επανάληψη της τραγωδίας σε κακόγουστη φάρσα», ενώ το φύλλο της 5/11/2008 έκανε λόγο για «αναχρονισμό του ΚΚΕ» και «εμμονή στις πιο αντιδημοκρατικές εποχές του κινήματος». Η Ημερησία της 15/11/2008 πήγε ένα βήμα παραπέρα «προειδοποιώντας» πως «αν δινόταν ποτέ η ευκαιρία στο ΚΚΕ να εφαρμόσει τη θεωρία του στην Ελλάδα θα …καταργούσε την ατομική ιδιοκτησία σε όλα τα μέσα παραγωγής… και βέβαια η χώρα θα βυθιζόταν σε εμφύλιο πόλεμο».
Σύσσωμος ο αστικός Τύπος «ξαναθυμήθηκε» τα εγκλήματα του σφαγέα Στάλιν, στο άτομο του οποίου προσωποποιείται – σκόπιμα – μια ολόκληρη κοινωνικοπολιτική διαδικασία. Το θέμα όμως δεν είναι ο Στάλιν. Άλλωστε, από τις ίδιες τις Θέσεις δεν προκύπτει κανένας «καθαγιασμός», «εξαγνισμός», «αναστήλωση» ή κάτι τέτοιο (αναρωτιέται κανείς αν αυτοί που κάνουν «κριτική» έχουν καν διαβάσει το κείμενο…). Ο Στάλιν δεν είναι παρά το «περιτύλιγμα», το «προκάλυμμα» μιας ουσιαστικότερης πολεμικής που έχει απώτερο στόχο τον σοσιαλισμό, την αναγκαιότητα και επικαιρότητά του. Στα πλαίσια αυτής της πολεμικής, η κατασκευή «εγκλημάτων», η πτωματολογία και η καλλιέργεια του φόβου της «κόκκινης τρομοκρατίας», κατείχαν πάντοτε κυρίαρχη θέση στο οπλοστάσιο του αντικομμουνισμού.
Η 75η επέτειος του «γκολοντομόρ»
Στην Ελευθεροτυπία της 18/11/2008 δημοσιεύτηκε ανταπόκριση του Θ. Αυγερινού από τη Μόσχα, όπου μεταξύ άλλων έγραφε: «Ολόκληρη η εβδομάδα που τρέχει είναι αφιερωμένη από την ηγεσία της Ουκρανίας στην 75η επέτειο του «γκολοντομόρ» που σημαίνει τον …εξαναγκασμό σε λιμοκτονία… της περιόδου 1932-33…». Επ’ αφορμής, ο πρόεδρος της χώρας Γιούσενκο «κάλεσε τόσο τον Πάπα Βενέδικτο όσο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο να προσευχηθούν για τα εκατομμύρια των θυμάτων μεταξύ των Ουκρανών», που «υπολογίζονται» σε 39 εκατομμύρια (στο διάστημα 1929-1979)!
Σύμφωνα με τον συγγραφέα «η ιδέα της «γενοκτονίας διά της πείνας», που υποτίθεται ότι οργάνωσε ειδικά για την Ουκρανία η σοβιετική κυβέρνηση, είναι ένα γνωστό στους μελετητές και δοκιμασμένο στερεότυπο του ψυχρού πολέμου, για την κατασκευή του οποίου εργάστηκαν επί πολλά χρόνια στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στο Κογκρέσο, με πρωτοπαλίκαρο τον Τζέιμς Μέις, ο οποίος κατέγραφε «ανώνυμες προφορικές μαρτυρίες», που με λίγο μαγείρεμα γίνονταν ακολούθως επιστημονικά και ιστορικά ντοκουμέντα, κατά σύμπτωση αυτά στα οποία σήμερα στηρίζεται και η «πορτοκαλί ιστορική σχολή»».
Βεβαίως οι ενστάσεις του ανταποκριτή της Ελευθεροτυπίας έγκεινται κυρίως στην «εθνοκεντρική» μετάφραση της «σταλινικής καταπίεσης» επισημαίνοντας ότι οι ρωσικοί πληθυσμοί άλλων περιοχών υπέφεραν περισσότερο. Και καταλήγει: «Ανατριχιαστικές οι εκ των υστέρων ερμηνείες της Ιστορίας, μακάβριες οι στατιστικές και πονεμένα τα επιχειρήματα για σκοτεινές εποχές, αλλά τι άλλο να πεις για τα αρρωστημένα μυαλά, που σκαλίζουν τους τάφους μπας και στήσουν καμιά βολική αναθεωρητική ιστορία, σαν αυτή που λέει π.χ. ότι καλό πράγμα οι φασίστες και οι δωσίλογοι, γιατί κατά βάθος πολεμούσαν τον κομμουνισμό και τη σοβιετική εξουσία».
Και όμως, τέτοιες απόψεις και «δεδομένα» συνθέτουν σήμερα την κυρίαρχη εικόνα του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Μιας εικόνας, που αναπαράγεται με κάθε μορφή, τρόπο και μέσο που διαθέτει η αστική τάξη πραγμάτων. Ακραία ή όχι, η θεωρία περί «γενοκτονίας διά της πείνας» αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας γενικότερης πολεμικής κατά του σοσιαλισμού, που χρησιμοποιείται από όλους όσοι τον αντιπαλεύουν, ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικής απόχρωσης.
Πώς λοιπόν κατασκευάζονται τα αντικομμουνιστικά ψεύδη και πώς μετατρέπονται σε «Ιστορία»;
«Φτιάξε μου τις εικόνες»…«Φτιάξε μου τις εικόνες και θα φτιάξω τον πόλεμο»: William R. Hearst, μεγιστάνας του Τύπου, στα πλαίσια δημιουργίας κατάλληλου κλίματος μεταξύ της κοινής γνώμης ενόψει της Αμερικανικής εισβολής στην Κούβα το 1898 (περιοδικό Time, 27/10/1947).1
Στις 18 Φεβρουαρίου 1935 εφημερίδες που ανήκαν στον Hearst, όπως η New York Evening Journal και η Chicago American, άρχισαν να δημοσιεύουν σειρά άρθρων καταγγέλλοντας μια ανθρωπιστική καταστροφή άνευ προηγουμένου, ένα λιμό στη σοβιετική Ουκρανία με τουλάχιστον 6 εκατομμύρια θύματα: συνέπεια ενός σκληρού, απάνθρωπου, ανθρωποφάγου κομμουνιστικού καθεστώτος.
Βέβαια, ο αντικομμουνισμός στον αστικό Τύπο όπου Γης δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο.
Στις 6/10/1928 για παράδειγμα, η γαλλική La Gazette θα κάνει λόγο για επικείμενο πραξικόπημα των κομμουνιστών με σκοπό να ματοκυλίσουν τη χώρα.
Η βρετανική London Daily Telegram έγραψε στις 28/11/1930 για «αιματηρές σφαγές» στην ΕΣΣΔ και βουνά από «αποκρουστικά πτώματα».
Αντίστοιχα το πρωτοσέλιδο της ελληνικής Πατρίς στις 18/2/1930 προειδοποιούσε: «Φωτιά, αίμα, καταστροφή: ιδού τα συνθήματα του κομμουνισμού»!
Σχεδόν πάντοτε τα δημοσιεύματα αυτά ακολουθούσαν επιθέσεις, διώξεις και απαγορεύσεις κατά του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Η αρθρογραφία του λιμού, που συνοδευόταν και από τις ανάλογες φωτογραφίες φρίκης (σκελετωμένα παιδιά, πτώματα κλπ.), έφερε την υπογραφή ενός Thomas Walker. Ο συγγραφέας παρουσιαζόταν στους αναγνώστες ως «διακεκριμένος δημοσιογράφος, μελετητής των Ρωσικών ζητημάτων, που ξόδεψε πολλά χρόνια περιοδεύοντας στη Σοβιετική Ένωση». Παράλληλα τονιζόταν πως ο ίδιος «ρίσκαρε τη ζωή του για να τραβήξει τις φωτογραφίες του λιμού». (Chicago American, 25/2/1935).
Το «σενάριο» ήταν τόσο κακότεχνα φτιαγμένο που δεν άργησε να καταρρεύσει: Κατ’ αρχάς, ο T. Walker δε βρέθηκε ποτέ στις περιοχές που υποτίθεται ότι είδε, κατέγραψε και φωτογράφισε τα «γεγονότα». Πράγματι, ο «επί χρόνια ταξιδευτής της ΕΣΣΔ», επισκέφτηκε τη χώρα μόλις μια φορά το φθινόπωρο του 1934, έμεινε στη Μόσχα από τις 13 ως τις 18 Οκτωβρίου και από κει πήρε τον υπερσιβηρικό για τα σύνορα με τη Μαντζουρία (Κίνα), από όπου εξήλθε στις 25 του ίδιου μήνα.2
Κατά δεύτερον, οι φωτογραφίες «που τράβηξε με ρίσκο της ζωής του» κίνησαν αμέσως υποψίες.
Ορισμένες ήταν σαφώς ετεροχρονισμένες, αφού οι στρατιώτες που απεικονίζονταν φορούσαν στολές του τσαρικού ή ακόμα και του αυστροουγγρικού στρατού. Είχαν δηλαδή τραβηχτεί από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άλλες ήταν από τον λιμό του 1921-1922 στην περιοχή του Βόλγα (αποτέλεσμα του πολέμου, της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και του εμφυλίου).3
Το «κερασάκι» στην όλη υπόθεση ήρθε τον Ιούλη του 1935, όταν ο T. Walker βρέθηκε έγκλειστος στις φυλακές της Νέας Υόρκης. Ο T. Walker δεν ήταν καν T. Walker. Ηταν Robert Green, «ένας κατάδικος φυγάς από τις Κρατικές Φυλακές του Κολοράντο, απ’ όπου δραπέτευσε… ενώ εξέτιε 8ετή ποινή κάθειρξης για πλαστογραφία»!
Ο R. Green παραδέχτηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι οι φωτογραφίες δεν ήταν δικές του και ότι η όλη ιστορία δεν ήταν παρά μια απάτη.4 Και όμως, οι «αποδείξεις» του Walker (ή τύπου Walker) συνεχίζουν να αποτελούν οργανικό τμήμα του αντικομμουνιστικού οπλοστασίου μέχρι τις μέρες μας, από το Χάρβαρντ και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό μέχρι την ΕΕ και την «πορτοκαλί» κυβέρνηση της καπιταλιστικής πλέον Ουκρανίας.
Η προπαγάνδα των ναζί
Η μαύρη προπαγάνδα ούτε άρχισε ούτε τελείωσε εκεί. Πρώτοι «ανέδειξαν» το θέμα οι ναζί το 1933. «Από τη στιγμή που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία», αναφέρει σχετική σοβιετική έκθεση της εποχής, «παρατηρήθηκε μια αυξανόμενη κινητικότητα στις δραστηριότητες των γερμανικών εθνικών σοβιέτ και μεταξύ των γερμανικών συμβουλίων στην Ουκρανία… Η χιτλερική κυβέρνηση μέσω των παγγερμανικών της οργανώσεων εκτόξευσε μέσα από τον φασιστικό Τύπο μια εκτεταμένη αντισοβιετική καμπάνια περί λιμού στην Ουκρανία, οργάνωσε εκθέσεις φωτογραφιών λιμοκτονούντων Ουκρανών και δημοσίευσε προβοκατόρικες δηλώσεις του γερμανικού πληθυσμού της Ουκρανίας που ζητούσε βοήθεια».
Η καμπάνια, που τιτλοφορούνταν «Αδέρφια σε Ανάγκη», εκτός από τη γενικότερη δαιμονοποίηση του κομμουνισμού, είχε σκοπό τη δημιουργία ανάλογου κλίματος στην κοινή γνώμη (ντόπια και διεθνή) ενόψει της επερχόμενης επίθεσης κατά της χώρας των Σοβιέτ. 5
Ετσι το 1935 οι ναζιστικές Αρχές έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα στις «αποκαλύψεις» του Hearst.
Στις 25 Ιανουαρίου 1935 το επίσημο όργανο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος Voelkischer Beobachter δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Ο William Hearst για τον καταστροφικό λιμό στη Σοβιετική Ρωσία». Άλλωστε δεν ήταν κρυφό ότι ο ίδιος ο Hearst, όπως και μεγάλη μερίδα του αστικού κόσμου τότε, έβλεπε με θετικό μάτι τις «λύσεις» που προσέφερε ο φασισμός μπροστά στο αναπτυσσόμενο εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα. Μήνες πριν την καμπάνια για τον «σοβιετικό λιμό» είχε επισκεφτεί τη ναζιστική Γερμανία, όπου και συναντήθηκε με κορυφαία στελέχη του καθεστώτος, μεταξύ των οποίων ο Ernst Hanfstaengel (Υπουργός Τύπου του Ράιχ) και ο Χίτλερ. Ηταν επί χρόνια χρηματοδότης του Μουσολίνι.6
Ο ανταποκριτής των New York Times στη Γερμανία σχολίασε σχετικά: «υπήρξε μια νέα έκρηξη της «προπαγάνδας της πείνας» στον Γερμανικό και Αυστριακό Τύπο, με εκκλήσεις για βοήθεια στα «δυστυχή θύματα του Σοβιετικού λιμού». Στο Βερολίνο η καμπάνια συνοδευόταν από φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί νωρίτερα. Κάποιες μάλιστα ήταν από το λιμό του Βόλγα το 1921-1922. Αυτό είναι ένα αγαπημένο κόλπο των προπαγανδιστών κατά του μπολσεβικισμού».7 Οι φωτογραφίες αυτές, που εμφανίστηκαν αρχικά σε εκδόσεις των ναζί το 1933-1934 (των Ditloff και Laubenheimer), ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ταυτόσημες με τα «πειστήρια» του Walker.
Άλλες «πηγές» του λιμού, που αξιοποιούνται μέχρι και σήμερα ως «αποδεικτικά στοιχεία» των «εγκλημάτων του κομμουνισμού», αποτελούν: 8
— Ο W. Chamberlin, που το 1934 μίλησε για 7.500.000 θύματα. Υπήρξε μέλος του ΔΣ της Αμερικανικής Επιτροπής για την Απελευθέρωση από τον Μπολσεβικισμό (AMCOLIB), ενός αντικομμουνιστικού οργανισμού που επιχορηγούνταν σε ποσοστό 90% από την CIA.
— Ο O. Schiller, που το 1943 έκανε λόγο για 7.000.000 νεκρούς. Ο ίδιος ήταν στέλεχος του ναζιστικού κόμματος και υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση της Ουκρανικής αγροτικής οικονομίας στη διάρκεια της Κατοχής, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της γερμανικής πολεμικής μηχανής.
— Για 7.500.000 έγραψε επίσης το 1953 ο N. Prychodko. Πρόκειται για έναν Ουκρανό εθνικιστή και συνεργάτη των Ναζί, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε στο κατοχικό Υπουργείο Πολιτισμού και Εκπαίδευσης της Ουκρανίας.
Για την Ιστορία, αξίζει να σημειώσουμε ότι, όταν το θέμα του λιμού ανέκυψε στη Βουλή των Λόρδων της Μ. Βρετανίας τον Ιούλη του 1934, το Foreign Office απάντησε πως «δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει τον ισχυρισμό ότι η Σοβιετική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική εσκεμμένης εξαθλίωσης των αγροτικών περιοχών της χώρας, ή ότι η πολιτική αυτή είχε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα».9
Κολεκτιβοποίηση και ταξική πάλη
Παρότι είναι αδύνατο να αναπτύξουμε ικανοποιητικά το κεφάλαιο αυτό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στα περιορισμένα όρια ενός άρθρου (αίτια, προκλήσεις, επιτεύγματα αλλά και λάθη, υπερβολές κλπ.), οφείλουμε ωστόσο να αναδείξουμε ορισμένες πτυχές, που άπτονται άμεσα του θέματος που εξετάζουμε.
Η κολεκτιβοποίηση υπήρξε πεδίο έντονης ταξικής πάλης, γεγονός που σκόπιμα υποτιμάται ή αποσιωπάται από την αστική ιστοριογραφία. Η πάλη αυτή, η οποία έλαβε διάφορες μορφές παθητικής (δολιοφθορά, άρνηση συγκομιδής) ή ενεργητικής αντίδρασης (ένοπλες επιθέσεις, δολοφονίες, καταστροφές κολχόζ), εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας, καθώς και στις αγροτικές περιοχές που υπήρξαν ενεργές στη διάρκεια του εμφυλίου με το πλευρό της αντεπανάστασης. Πράγματι, τα επεισόδια κατά της κολεκτιβοποίησης στις εν λόγω περιοχές ήταν πολλαπλάσια του αντίστοιχου εθνικού μέσου όρου.10
Κατά συνέπεια, πολλές επαρχίες της ΕΣΣΔ (και όχι μόνο της Ουκρανίας) υπέφεραν από ελλείψεις σε τρόφιμα και πείνα. Οχι όμως για τους λόγους ή στο βαθμό που ισχυρίζεται η αντικομμουνιστική αναθεώρηση της Ιστορίας. Αν μη τι άλλο, ο ουκρανικός πληθυσμός εμφανίζεται στις επίσημες απογραφές να αυξάνεται κατά 7% περίπου, από 29 εκατ. το 1927 (και όχι 81 όπως τους «μέτρησε» ο σημερινός πρόεδρος Γιούσενκο για να εμφανίσει αργότερα κάποια εντυπωσιακή μείωση) σε 31 το 1939. Δηλαδή 2% λιγότερο απ’ ό,τι ο αντίστοιχος Ρωσικός. Αυτό όμως δε στοιχειοθετεί «γενοκτονία».13
Οι Ουκρανοί εθνικιστές-αντεπαναστάτες και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Η Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών (OUN) συστάθηκε το 1927. Υπήρξε μετεξέλιξη του Συνδέσμου Ουκρανών Εθνικιστών, μιας οργάνωσης που προέκυψε από την ενοποιητική προσπάθεια τριών άλλων σχημάτων το 1925 (της Ενωσης Ουκρανών Φασιστών, της Ουκρανικής Εθνικιστικής Ομοσπονδίας και της Ενωσης για την Απελευθέρωση της Ουκρανίας). Τη μαγιά αποτέλεσαν Ουκρανοί εθνικιστές αντεπαναστάτες, οι οποίοι μετά τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης κατέφυγαν ως επί το πλείστον στο εξωτερικό. Το πρόγραμμα της OUN ήταν τέτοιο που ακόμα και η Κοινωνία των Εθνών τη χαρακτήρισε τον Ιανουάριο του 1932 ως τρομοκρατική οργάνωση.
Οι Ουκρανοί εθνικιστές, συνεπικουρούμενοι από την Εκκλησία, ανέπτυξαν σημαντική αντισοβιετική δραστηριότητα καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930, προωθώντας παράλληλα τις θέσεις και τις απόψεις του φασισμού. Έγραφε για παράδειγμα τον Οκτώβριο του 1938, τεύχος της Church Life, όργανο των Ουκρανών Καθολικών στον Καναδά: «Ο σπουδαιότερος άνδρας την παρούσα στιγμή είναι ο Αδόλφος Χίτλερ… Μαζί με τον Μουσολίνι αντιστάθηκε της Μπολσεβίκικης εισβολής στην Ευρώπη, πάτησε στον λαιμό των Μπολσεβίκων στην Ισπανία, διακηρύσσοντας πως δε θα τους επιτρέψουν να προχωρήσουν πέραν της ηλίθιας Ρωσίας τους!… Ο Χίτλερ σώζει την Ευρώπη και τον πολιτισμό της από τους Μπολσεβίκους».
Με την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία, εθνικιστές της OUN συγκρότησαν σώματα (τα λεγόμενα Nachtigall και Roland), τα οποία ενσωματώθηκαν και πολέμησαν μαζί με τη φασιστική στρατιωτική μηχανή. Τα εγκλήματα των μονάδων αυτών κατά του άμαχου πληθυσμού στη διάρκεια της κατοχής της Σοβιετικής Ουκρανίας, υπήρξαν απαράμιλλα σε έκταση και σκληρότητα. Παρά τις «προσδοκίες» τους, οι εθνικιστές βρέθηκαν αντιμέτωποι με την καθολική απόρριψη από πλευράς Ουκρανικού πληθυσμού. Σαφώς απογοητευμένος, ο διορισμένος από τους ναζί στο Κίεβο ιερέας Ohienko, ανέφερε τότε σε επιστολή του προς ένα φίλο: «Βρίσκομαι εδώ ήδη για πολλούς μήνες, αλλά δεν μπορώ να βρω πνευματική γαλήνη. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ο Μπολσεβικισμός τα άλλαξε όλα… Ο κόσμος είναι επιθετικός και μας θεωρούν εχθρούς… Απόλυτη ασέβεια… Παντού μας δακτυλοδείχνουν με εχθρότητα… Όλοι οι Ουκρανοί που έρχονται απ’ έξω (Ουκρανοί εθνικιστές) χαρακτηρίζονται φασιστικοί πράκτορες, μισθοφόροι του Χίτλερ, πράγμα που ομολογουμένως είναι εν μέρει αληθές…».
Μέλη της OUN παρέμειναν στη Σοβιετική Ένωση και μετά την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων προκειμένου να συνεχίσουν τη διαλυτική, αντισοβιετική τους δραστηριότητα.15
Στο 2ο μέρος θα δούμε πώς οι πρώην συνεργάτες των ναζί μετατράπηκαν σε «θύματα του σταλινισμού» και «μαχητές της ελευθερίας», τι ρόλο έπαιξαν «έγκριτα» πανεπιστημιακά ιδρύματα όπως το Harvard και το Stanford στην κατασκευή της λεγόμενης «μαύρης Ιστορίας της Σοβιετικής Ενωσης» φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, στα Ψηφίσματα της ΕΕ και στην ποινικοποίηση της «μη-αναγνώρισης», από την πορτοκαλί κυβέρνηση της Ουκρανίας.
1. Στο «απόγειό» του ο Hearst διέθετε πάνω από 30 εφημερίδες και περιοδικά μόνο στις ΗΠΑ, μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ΜΜΕ παγκοσμίως. Θεωρείται ο «πατέρας» της κίτρινης δημοσιογραφίας. H ζωή του ενέπνευσε την ταινία «Citizen Cain». Εκλέχθηκε δύο φορές στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
2. The Nation, 13/3/1935
3. Daily Worker, 21/2/1935, New York Times, 16/8/1935
4. New York Times, 16/8/1935 και Daily Worker, 20/8/1935
5. Κρατικά Αρχεία Ουκρανίας TsDAHOU, αρ.1/20/6426 του 1933, όπως παρατίθεται στο Martin T (2001) «The Affirmative Action Empire» (London: Cornell University Press) σελ.328-329
6. Swanberg W A (1961) «Citizen Hearst» (New York: Charles Scribner) σελ. 443 και Gunther J (1936) «Inside Europe» (New York: Harper Bros) σελ.179
7. New York Times, 10/2/1935
8. Παρατίθενται στο Tottle D (1987) «Fraud, Famine and Fascism» (Toronto: Progress Press) σελ.46-49
9. Ο.π. σελ.48
10. Κρατικά Αρχεία Ουκρανίας TsDAHOU, αρ.1/20/3184 και 3185 (1930), 1/20/3195 (1927-1930) και 1/20/2522 (1927-1931), στο Martin T, ο.π. σελ.293-294
11.Mazepa I (1934) «Ukraine under Bolshevik Rule», στο Slavonic Review, τεύχος Ιανουαρίου, σελ. 342-343
12. Schuman F L (1957) «Russia since 1917» (New York) σελ. 151-152
13. Βλέπε Soviet Union Information Bureau (1929) «The Soviet Union: Facts, Descriptions, Statistics» (Washington, D.C.) και Turin S (1944) «The USSR: An Economic and Social Survey» (London)
14.Mandel W (1985) «Soviet but not Russian» (Edmonton: University of Alberta Press) σελ. 238-239
15. Βλέπε Tottle D, ο.π. σελ. 101-119
2ο μέρος
Στο προηγούμενο 1ο μέρος είδαμε πώς κατασκευάστηκε και προωθήθηκε η προπαγάνδα του «λιμού» από τον αστικό Τύπο και τους ναζί, τι ρόλο έπαιξαν οι Ουκρανοί εθνικιστές αντεπαναστάτες (και μετέπειτα δοσίλογοι), καθώς και ποια ιστορική απάντηση έδωσε ο ίδιος ο λαός της σοβιετικής Ουκρανίας μετέχοντας μαζικά στον αντιφασιστικό αγώνα. Η αναδρομή μας στη διαχρονική πορεία του ψέματος συνεχίζει με τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Από συνεργάτες των ναζί «μαχητές της ελευθερίας»
«Το θάρρος του συζύγου σας και η πίστη του στην ελευθερία θα αποτελεί μια συνεχή πηγή έμπνευσης για όλους όσους πολεμούν για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση» Επιστολή του Προέδρου των ΗΠΑ Ρίγκαν στη χήρα του Yaroslav Stetsko, ανώτατου στελέχους της OUN και συνεργάτη των ναζί, η οποία διαβάστηκε στη Συνδιάσκεψη του Παγκόσμιου Αντικομμουνιστικού Συνδέσμου στις 7 Σεπτέμβρη 1986.
Αποχαρακτηρισμένα πρώην απόρρητα έγγραφα του Εθνικού Συμβουλίου των ΗΠΑ αποκαλύπτουν μέρος της τακτικής του ιμπεριαλισμού κατά της Σοβιετικής Ενωσης αμέσως μετά τον πόλεμο. Ετσι, η Οδηγία 4/Α του Δεκέμβρη 1947 έκανε λόγο για εκτεταμένη αντικομμουνιστική προπαγάνδα μέσω των ΜΜΕ «με ανώνυμες εκδόσεις, πλαστογραφίες και τη χρηματοδότηση βιβλίων». Ο σχεδιασμός προέβλεπε επίσης «πολιτικές δραστηριότητες», όπως «η αξιοποίηση μεταναστών (σ.σ. που εγκατέλειψαν την ΕΣΣΔ με την ήττα του Άξονα) και αυτομολούντων, η στήριξη πολιτικών κομμάτων», «παραστρατιωτικές δραστηριότητες», όπως «η ενίσχυση ένοπλων ομάδων και σαμποτάζ» και «οικονομικές δραστηριότητες»1.
Στα πλαίσια αυτά, πρώην συνεργάτες των ναζί από τις σοσιαλιστικές χώρες εντάχθηκαν στην πρώτη γραμμή της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας:
α) Εκπαιδευόμενοι για επιχειρήσεις υπονόμευσης μέσα στη Σοβιετική Ένωση,
β) Στελεχώνοντας τους μηχανισμούς της αντι-σοβιετικής προπαγάνδας, όπως το Radio Liberty, Free Europe και η Φωνή της Αμερικής (όπως, π.χ., ο «δικός» μας Κωνσταντίν Κρομιάδης, ο οποίος αφού διατέλεσε διοικητής του Αρχηγείου της πέμπτης φάλαγγας του Α. Βλασόφ, προσελήφθη στο Radio Liberty της Γερμανίας),
γ) αξιοποιούμενοι ως «ζωντανοί μάρτυρες του κομμουνιστικού τρόμου». Ο «Ουκρανικός λιμός» δεν ήταν παρά μία από τις πολλές εκδηλώσεις της παραπάνω επιχείρησης 2.
Ο J. Loftus (πρώην εισαγγελέας του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ επί Ειδικών Θεμάτων) περιέγραψε στο βιβλίο του The Belarus Secret πως πραγματοποιήθηκε η «εξυγίανση» των πρώην δοσιλόγων, ώστε να τους επιτραπεί η είσοδος στις χώρες του «ελεύθερου κόσμου» και να επαναχρησιμοποιηθούν ως δοσίλογοι. Στα ίδια τα Πρακτικά της Αμερικανικής Γερουσίας (1948) διαπιστώνεται ότι «αναμφίβολα κάθε ένας εξ αυτών φέρει σήμερα νέο όνομα» και «προβάλλει τον εαυτό του ως μάρτυρα της σοβιετικής καταπίεσης». Παρ’ όλα αυτά, σύντομα η OUN βαφτίστηκε αντιστασιακή οργάνωση, που «πολέμησε εξίσου, τόσο τους Γερμανούς όσο και τους Σοβιετικούς», ενώ έως το 1952 οι ΗΠΑ δέχτηκαν πάνω από 400.000 «εκπατρισμένους» από τη σοβιετική Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, κλπ. 3.
Το 1959 το Κογκρέσο των ΗΠΑ πήγε ένα βήμα παραπέρα υιοθετώντας το «Ψήφισμα για τα Αιχμάλωτα Έθνη». Ο George Keenan (στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αρχιτέκτονας της πολιτικής της «περικύκλωσης-containment»), σχολίασε σχετικά στα απομνημονεύματά του: «Αυτό το Ψήφισμα δέσμευσε τις ΗΠΑ για την «απελευθέρωση» 22 «εθνών», δύο εκ των οποίων δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα, και εκ των οποίων ενός η ονομασία υπήρξε εφεύρεση του υπουργείου προπαγάνδας των ναζί στη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου» 4.
Η αντικομμουνιστική προπαγάνδα οξύνεται. Από το Harvard στο Stanford
Το 1953 και 1955 εκδόθηκε ένα από τα πρώτα «κλασικά» δείγματα της ψυχροπολεμικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας αναφορικά με τον «Ουκρανικό λιμό», το δίτομο Black Deeds of the Kremlin («Μελανές Πράξεις του Κρεμλίνου»). Την έκδοση επιμελήθηκαν δύο εμιγκρέδικες οργανώσεις με τα ονόματα «Ουκρανικός Σύλλογος Θυμάτων του Ρωσικού Κομμουνιστικού Τρόμου» και «Παγκόσμια Ομοσπονδία Ουκρανών Πρώην Πολιτικών Κρατουμένων και Θυμάτων του Σοβιετικού Καθεστώτος»! Ανάμεσα στις «πηγές» ήταν διάφορες εκδόσεις της OUN, τα δημοσιεύματα του Hearst, οι φωτογραφίες του Walker, της Voelkischer Beobachter (του κύριου δημοσιογραφικού οργάνου του ναζιστικού κόμματος), κ.ά. Το έργο έγινε δεκτό ως «αποδεικτικό στοιχείο» στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την «Κομμουνιστική Επιθετικότητα».
Παράλληλα, στην προσπάθεια δυσφήμισης του σοσιαλισμού, επιστρατεύτηκαν και τα «έγκυρα» αστικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως το Harvard και το Stanford.
Αμέσως μετά τον πόλεμο το Γραφείο Πολιτικού Συντονισμού του State Department (μετέπειτα τμήμα της CIA) ανέθεσε σε μια ομάδα ιστορικών του Harvard να πάρουν συνεντεύξεις μεταξύ εκείνων που είχαν εγκαταλείψει την ΕΣΣΔ. Εκτός από τη συλλογή πληροφοριών, το πρόγραμμα είχε σκοπό να προσφέρει τις ανάλογες καταθέσεις «αυτοπτών μαρτύρων» (πολλές φορές ανώνυμων ή με ψεύτικο όνομα), που στη συνέχεια θα στοιχειοθετούσαν τα «εγκλήματα του κομμουνισμού». Πάνω σε αυτά τα «στοιχεία» στηρίχτηκαν πολλές μετέπειτα εκδόσεις για τον «Ουκρανικό λιμό», όπως, π.χ., το The Ninth Circle («Ένατος Κύκλος») του O. Woropay, που χρηματοδοτήθηκε από το Τμήμα Ουκρανικών Σπουδών του Harvard με αφορμή την «50ή επέτειο του λιμού» και προλογίστηκε από τον περιβόητο James Mace.
Ο ίδιος υπήρξε επίσης ένας από τους βασικούς συντελεστές της έκθεσης για το «λιμό» που πραγματοποιήθηκε το 1983 υπό την αιγίδα (και πάλι) του Harvard. Μεταξύ των φωτογραφικών εκθεμάτων-«ντοκουμέντων» της «σοβιετικής βαρβαρότητας» βρίσκονταν ξανά φωτογραφίες του Walker, της Voelkischer Beobachter, των Ditloff και Laubenheimer, κλπ.
Το 1986 εκδόθηκε ακόμη ένα βιβλίο με το ίδιο θέμα, το Harvest of Sorrow («Ο Θερισμός της Λύπης»). Το έργο υπέγραφε ο Robert Conquest, ένας από τους πλέον πολυγραφότατους και αναπαραγόμενους συγγραφείς στη χώρα μας και διεθνώς, θεωρούμενος εν πολλοίς ως «αυθεντία» στη σοβιετική πολιτική και ιστορία. Έχει γράψει βιβλία όπως το Soviet Nationalities Policy in Practice («Σοβιετική Πολιτική έναντι των Εθνοτήτων στην Πράξη»), το The Last Empire: Nationality and the Soviet Future («Η Τελευταία Αυτοκρατορία: Εθνικότητα και το Σοβιετικό Μέλλον»), το Killer Nations («Δολοφόνα Έθνη»), κ.ά.
Ποιος ήταν λοιπόν ο R. Conquest;
Το 1944 υπηρετούσε ως στρατιωτικός σύνδεσμος των Βρετανών στη Βουλγαρία. Μετά τον πόλεμο προσελήφθη από το Φόρεϊν Οφις στο Τμήμα Πληροφοριών και Έρευνας (IRD, πρώην Γραφείο Πληροφοριών για τον Κομμουνισμό) με σκοπό να συμβάλει βιβλιογραφικά στη λεγόμενη μαύρη ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1956. Οι «δραστηριότητες» του IRD στόχευαν στην υπονόμευση του κομμουνιστικού κινήματος διεθνώς, στη δημιουργία κλίματος φόβου έναντι του «ερυθρού κινδύνου», στην κατασκευή ανάλογων «ειδήσεων» και στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης τόσο στην ίδια τη Βρετανία όσο και στο εξωτερικό.
Οι αποκαλύψεις που έλαβαν χώρα το 1977 σχετικά με τις διασυνδέσεις που διατηρούσε με φασιστικές οργανώσεις και στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα, ανάγκασαν τη βρετανική κυβέρνηση να προχωρήσει επίσημα στη διάλυσή του. Ταυτόχρονα, έγινε γνωστό ότι πάνω από 100 από τους πλέον γνωστούς δημοσιογράφους της χώρας λάμβαναν συστηματικά τα υλικά και τις πληροφορίες για άρθρα τους από το IRD. Τα άρθρα αυτά εμφανίζονταν με τη σειρά τους στις πλέον «έγκυρες» αστικές εφημερίδες, όπως, π.χ., οι Financial Times, οι Times, ο Economist, η Daily Mail, η Daily Mirror, η Express, κ.ά. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Guardian, σχεδόν το 1/3 των βιβλίων του R. Conquest αγοράστηκαν από τον Οίκο Praeger, ο οποίος φημιζόταν για την έκδοση έργων κατά παραγγελία της CIA 5.
Στη συνέχεια ο R. Conquest προσελήφθη στο Ίδρυμα Hoover του Πανεπιστημίου Stanford. Σύμφωνα με τον ίδιο τον H. Hoover (31ο Πρόεδρο των ΗΠΑ) σκοπός του ιδρύματος ήταν η παραγωγή βιβλίων και άλλων υλικών, τα οποία θα «επιδείκνυαν τα δεινά των δογμάτων του Καρλ Μαρξ και θα επιβεβαίωναν την ισχύ του αμερικανικού συστήματος». Το Ίδρυμα λογοδοτούσε όχι στο πανεπιστήμιο αλλά στους χορηγούς, που αποτελούσαν και το Διοικητικό του Συμβούλιο. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του ξεπερνούσε τα 15 εκατ. δολάρια το χρόνο, ενώ λάμβανε σε «δωρεές» πάνω από 150 εκατ. δολάρια. Στους χρηματοδότες-μάνατζερ του Ιδρύματος (Board of Overseers) συμπεριλαμβάνονταν μεγιστάνες, όπως οι Joseph Coors και Shelby Cullom Davis, πολυεθνικές των ΜΜΕ, όπως η New America Corporation του Rupert Murdock, πολυεθνικές του πετρελαίου, όπως η Exxon Corporation, κ.ά. Για την ιστορία και μόνο να αναφέρουμε πως η Exxon υπήρξε η μετεξέλιξη της Standard Oil, το μεγαλύτερο μονοπώλιο πετρελαίου στην αυγή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μια εταιρεία που ο Αμερικανός δικαστής Charles Clarke καταδίκασε στις 22 Σεπτέμβρη 1947 ως «εχθρό του έθνους» επειδή στη διάρκεια του πολέμου προμήθευε με καύσιμα τόσο τις δυνάμεις των Συμμάχων όσο και του Άξονα!
Ιδιοκτήτες της ήταν οι Rockefeller. Το Ίδρυμα Rockefeller χρηματοδότησε το 1946 τη δημιουργία στο πανεπιστήμιο της Columbia του Ινστιτούτου Ερευνών για Ζητήματα Κομμουνισμού 6.
Ας επανέλθουμε όμως στο «Θερισμό της Λύπης» του R. Conquest. Το βιβλίο, που ανέβαζε τα «θύματα του λιμού» σε 14.500.000 (!), υπήρξε η γραπτή εκδοχή αντίστοιχου «ντοκιμαντέρ» με τίτλο «Ο Θερισμός της Απελπισίας», που χρηματοδότησαν οι οργανώσεις «Ουκρανική Καναδική Επιτροπή» και «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Ελεύθερων Ουκρανών» (ιδεολογικοί και φυσικοί απόγονοι της OUN) και πρωτοεμφανίστηκε στις τηλεοράσεις το 1985.
Πηγές του R. Conquest; Από τις 237 παραπομπές που «στοιχειοθετούν» το κεφάλαιο για το «λιμό» οι μισές και πλέον προέρχονται από μαρτυρίες εμιγκρέδων εθνικιστών, 50 εξ αυτών παραπέμπουν στο έργο «Μελανές Πράξεις του Κρεμλίνου» και 14 στο «Ένατος Κύκλος». «Στοιχεία» αντλούνται ακόμη από εκδόσεις της OUN, όπως το «Κομμουνισμός, ο Εχθρός της Ανθρωπότητας», από τις γνωστές «προφορικές μαρτυρίες» του Harvard, από τα δημοσιεύματα του Hearst, καθώς και από τα «πορίσματα» της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την «Κομμουνιστική Επιθετικότητα» της περιόδου του μακαρθισμού. Οσο για τις εικόνες-«πειστήρια», δεν είναι άλλες από τις ίδιες εκείνες ετεροχρονισμένες φωτογραφίες που αναπαράγονται ξανά και ξανά από το 1933 και έπειτα 7.
Εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν επίσης στη δημιουργία του παραπάνω «ντοκιμαντέρ». Μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο «υπεύθυνος έρευνας» της ταινίας Marco Carynnyk «απηλλάγη» επειδή -σύμφωνα με τον παραγωγό S. Nowitsky – «δεν παρήγε το κατάλληλο υλικό». Αργότερα ο Carynnyk παραδέχτηκε ότι ελάχιστες από τις φωτογραφίες ήταν αυθεντικές, ενώ καμιά απολύτως δεν ήταν από το «λιμό» του 1932-1933. Ερωτώμενος σχετικά ένας Ουκρανός εθνικιστής καθηγητής πανεπιστημίου, ο Orest Subtelny, παραδέχτηκε μεν ότι οι φωτογραφίες ήταν κυρίως από το 1921-1922, τόνισε όμως ότι πολύ απλά η ταινία δε θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο χωρίς αυτές: «Πρέπει να δημιουργείται αντίκτυπος στο μάτι. Θέλεις να δείξεις πώς είναι ο κόσμος όταν πεθαίνει από πείνα. Τα λιμοκτονούντα παιδιά είναι λιμοκτονούντα παιδιά». Παρ’ όλα αυτά, το εν λόγω «ντοκιμαντέρ» έλαβε μια σειρά από διακρίσεις, όπως, π.χ., το Χρυσό Μετάλλιο στο 28ο Φεστιβάλ Διεθνούς Κινηματογράφου και Τηλεόρασης στη Νέα Υόρκη (1985), ενώ παράλληλα στον Καναδά έγιναν προσπάθειες να συμπεριληφθεί η «γενοκτονία του λιμού» στα σχολικά βιβλία 8.
Στο σήμερα
Όσοι περίμεναν πως η νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση το 1989-1991 θα σήμαινε και «χαλάρωση» του αντικομμουνισμού, σίγουρα διαψεύστηκαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ διεξήγαγαν άλλη μια «επίσημη έρευνα» για τον «Ουκρανικό λιμό», η οποία κατέληξε ότι επρόκειτο για «εσκεμμένη γενοκτονία». Το 2003 η Καναδική Γερουσία υιοθέτησε ομόφωνα ένα ψήφισμα με το οποίο καλούσε την κυβέρνηση της χώρας να αναγνωρίσει τον «Ουκρανικό λιμό-γενοκτονία». Πλήθος μνημείων ανεγέρθηκαν στην Ουάσιγκτον και άλλες πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά.
Στις 16 Σεπτέμβρη 2008, ο David J. Kramer (αναπληρωματικός γραμματέας για τη Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εργασία της αμερικανικής κυβέρνησης) μετέφερε στα πλαίσια της 75ης επετείου της «Ουκρανικής γενοκτονίας διά της πείνας» τις εξής σχετικές «επισημάνσεις» του Προέδρου Τζ. Μπους: «Εκατομμύρια πέθαναν γιατί αντιστάθηκαν στο βάρβαρο καθεστώς του Στάλιν. Τιμούμε τη μνήμη τους και ορκιζόμαστε ποτέ να μην ξεχάσουμε τα δεινά τους. Καθώς ενθυμούμαστε τον αγώνα τους, καταδικάζουμε επίσης όλες τις αυταρχικές κυβερνήσεις που τρομοκράτησαν τους λαούς τους στο παρελθόν και που συνεχίζουν (σ.σ. να τους τρομοκρατούν), συνεχίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον αγώνα μας για ελευθερία και ασφάλεια για όλους τους ανθρώπους» 9.
Η αντικομμουνιστική προπαγάνδα του «λιμού», όμως, δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ. Μετά το περιβόητο «Αντικομμουνιστικό Μνημόνιο» (που τελικά δεν κατάφερε να περάσει από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 2006), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε τον περασμένο μήνα ειδικό ψήφισμα σχετικά με το «λιμό στην Ουκρανία», χαρακτηρίζοντάς τον ένα «αποκρουστικό έγκλημα κατά του ουκρανικού λαού και κατά της ανθρωπότητας», το οποίο «σχεδιάστηκε ωμά και απάνθρωπα από το καθεστώς Στάλιν, ώστε διά της βίας να προχωρήσει η σοβιετική πολιτική στον τομέα της γεωργίας» 10.
Στην ίδια την Ουκρανία, η «πορτοκαλιά» κυβέρνηση του Γιούστσενκο δρομολόγησε το 2006 σχέδιο νόμου που ποινικοποιούσε τη δημόσια άρνηση της «γενοκτονίας», με πρόστιμα για τους παραβάτες και πρόσθετες κυρώσεις για όσους εργάζονταν ειδικά στο δημόσιο. Όμως, παρά την τρομοκρατία, το ξαναγράψιμο των σχολικών βιβλίων, το «βομβαρδισμό» των συνειδήσεων από τα ΜΜΕ, κλπ. η αντικομμουνιστική καμπάνια της καπιταλιστικής πλέον Ουκρανίας δε φαίνεται να απέδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ετσι, σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου, «η συντριπτική πλειοψηφία των Ουκρανών σε ποσοστό 60,8% απορρίπτει την αντικομμουνιστική ερμηνεία του λιμού του ’32-’33 και μόνο το 26,2% την αποδέχεται»11.
Πάντως, αξίζει να σημειώσουμε πως ανάλογες ζυμώσεις για την ποινικοποίηση της «μη αναγνώρισης» έχουν δρομολογηθεί και στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βρισκόμαστε άραγε ενώπιον του ενδεχόμενου να ζητηθεί και πάλι από τους κομμουνιστές να κάνουν «δηλώσεις μετανοίας» με αφορμή το συγκεκριμένο ζήτημα;
Εν κατακλείδι
Εξετάζοντας μια ειδικότερη πτυχή του αντικομμουνισμού επιχειρήσαμε να αναδείξουμε πώς διαμορφώθηκε διαχρονικά η συλλογική συνείδηση της Ιστορίας που προωθεί ο ιμπεριαλισμός σε σχέση με το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Ακολουθήσαμε τη διαδρομή του ψέματος μέσα στο χρόνο. Είδαμε πώς αυτό συντέθηκε, εμπλουτίστηκε και συμπληρώθηκε κατά καιρούς από τα μονοπώλια (Hearst, Murdock, Rockefeller), τον ιμπεριαλισμό, το φασισμό και τις αστικές «δημοκρατίες», τις δυνάμεις της αντεπανάστασης, τα αστικά ΜΜΕ και τα «έγκριτα» πανεπιστημιακά ιδρύματα. Είδαμε πώς οι αντεπαναστάτες έγιναν δολιοφθορείς, στη συνέχεια συνεργάτες των ναζί, μετά «θύματα του σταλινισμού» και «μαχητές της ελευθερίας», και σήμερα τιμώνται ως «αντιστασιακοί» ή ψηφίζουν νόμους διώκοντας εκείνους που 60 και πλέον χρόνια πριν νίκησαν το φασισμό με τίμημα την ίδια τους τη ζωή.
Οι στόχοι του αντικομμουνισμού, από τότε μέχρι και τις μέρες μας, παραμένουν ίδιοι και απαράλλακτοι: Η αμαύρωση του σοσιαλιστικού οράματος, η κατασυκοφάντηση της ταξικής πάλης, η χειραγώγηση των υπό εκμετάλλευση, η ιδεολογική και πολιτική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης, το χτύπημα του κινήματος σε διεθνές και ντόπιο επίπεδο. Η Ιστορία μπορεί να καταγράφεται από τους «νικητές», τελικά όμως γράφεται από τους λαούς. Από εκείνους εξαρτάται και το αν η κατασυκοφάντηση των αγώνων και των κατακτήσεων του παρελθόντος θα περάσει ή θα πεταχτεί στα αζήτητα της Ιστορίας. Εκεί που της αρμόζει…
Παραπομπές
1. Final Report of the Select Committee to Study Governmental Operations with Respect to Intelligence Activities, Γερουσία των ΗΠΑ, τόμος IV, σελ. 26
2. Blum W (1986) «CIA: A Forgotten History» (London: Zed Books) σελ. 126-127, Littman S (1983) «The Rauca Case» (Ontario: Paperjacks) σελ. 156, http://www.answers.com/topic/constantine-kromiadi
3. Loftus J (1982) «The Belarus Secret» (New York: A. Knopf) σελ. 101-104
4. Keenan G «Memoirs: 1950-1963», τόμος 2ος (Boston: Brown and Co) σελ. 97-99
5. The Guardian, 27/1/1978
6. Soley L C (1995) «Leasing the Ivory Tower» (South End Press) σελ. 109-110 και Higham C (1983) «Trading with the Enemy» (Delacorte Press) σελ. 32-62
7. Conquest R (1986) «Harvest of Sorrow» (Edmonton: University of Alberta press) σελ. 376-396 και Tottle D (1987) «Fraud, Famine and Fascism» (Toronto: Progress Press) σελ. 87-88
8. Βλέπε Challenge-Desafio, 25/2/1987, Toronto Star, 20/11/1983, Village Voice, 12/1/1988 και Tottle D, ό.π. κεφ. 7
9. Foreign Relations of the United States, released on 17/9/2008
10. «Ριζοσπάστης», 25/10/2008
11. «Ριζοσπάστης», 19/11/2006
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ
Πηγή: «Ριζοσπάστης», 30/11/2008 και 7/12/2008
Ο αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία
Κατίν:
Από τον Γκαίμπελς στους κινηματογράφους
Η διαχρονικότητα ενός ψέματος
«Έδωσα οδηγίες να γίνει η ευρύτερη δυνατή εκμετάλλευση αυτού του προπαγανδιστικού υλικού. Θα μπορέσουμε να επιζήσουμε με αυτό για μια-δυο βδομάδες» (Τζ. Γκαίμπελς για το Κατίν, «Απομνημονεύματα», 14 Απριλίου 1943)1.
«Αισθήματα έκπληξης και μετάνοιας θα νιώσουν εκείνοι οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν τόσο καλά την υπουλότητα και ιδιοφυΐα της προπαγανδιστικής μηχανής του Γκαίμπελς, πέφτουν θύματα της παγίδας που η ίδια έστησε» («The Times», 28 Απριλίου 1943, αντιδρώντας στην αβίαστη και άμεση υιοθέτηση της ναζιστικής προπαγάνδας από την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου).
«Υπολογίζουμε το ενδεχόμενο να πάμε την αντισοβιετική καμπάνια πολύ μακριά, αλλά αισθανόμαστε ότι δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τη Γενική Συνέλευση (του ΟΗΕ) για ένα τόσο πολύτιμο προπαγανδιστικό σκοπό. Μπορούμε να αναδείξουμε τη σφαγή στο Κατίν…» (Ντοκουμέντα του US Department of State / Foreign Relations of the United States, «Σχέσεις ΗΠΑ-ΟΗΕ», τόμος ΙΙΙ, 1952-1954, σελ. 13).
«Η σφαγή στο δάσος του Κατίν υπήρξε μια εγκληματική πράξη ιστορικής εμβέλειας με μακρόχρονες πολιτικές συνέπειες»(Benjamin B. Fisher, Τμήμα Ιστορίας του Κέντρου Έρευνας Πληροφοριών της CIA, 14 Απριλίου 2007).
«Πολιτικοί και συγγενείς θυμάτων στην Πολωνία υπήρξαν οι πρώτοι που παρακολούθησαν την παγκόσμια πρεμιέρα του «Κατίν», μιας ταινίας για τη σοβιετική σφαγή 22.000 Πολωνών στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (United Press International, 18 Σεπτεμβρίου 2007).
«Οι Πολωνοί ξαναζούν τη σφαγή στο Κατίν»! Με αυτό τον τίτλο η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» αναδημοσίευσε (στο φύλλο της 22-23 Σεπτεμβρίου 2007) το σχετικό άρθρο της γαλλικής «LE MONDE», βάζοντας υπέρτιτλο: «Τον Μάιο του 1940 η μυστική αστυνομία του Στάλιν εκτέλεσε εν ψυχρώ 22.000 Πολωνούς. Η νέα ταινία του κορυφαίου σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα ρίχνει αλάτι σε μια ανοιχτή πληγή».
Όπως διαβάζουμε στη συνέχεια, η εν λόγω ταινία, η οποία προβάλλεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες της Πολωνίας – προσεχώς και στην Ελλάδα – «φωτίζει ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια της ιστορίας της χώρας».
Πράγματι φωτίζει; ΄Η μήπως προάγει την ιστορική τύφλωση ως προϊόν μαζικής κατανάλωσης, αναπαράγοντας με όρους μεγάλης οθόνης ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα το οποίο αξιοποιήθηκε διαχρονικά εξίσου από όλες τις πολιτικές εκφάνσεις του αντικομμουνισμού, από το φασισμό ως την αστική «δημοκρατία», τις αντεπαναστατικές δυνάμεις στην Ανατολική Ευρώπη κλπ.;
Για να απαντήσουμε όμως επί της ουσίας στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν, εκεί που ξεκίνησαν όλα.
Ένας τελευταίος προπαγανδιστικός άσος στο μανίκι του Γκαίμπελς
Βρισκόμαστε στις 13 Απριλίου 1943. Περίπου δύο μήνες μετά τη συντριβή της φασιστικής στρατιωτικής μηχανής στο Στάλινγκραντ – που σηματοδότησε τη ριζική στροφή στον ρου του πολέμου – ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βερολίνου ανακοίνωσε την «ανακάλυψη» από την Wehrmacht (Βέρμαχτ) ενός μαζικού τάφου 3.000 Πολωνών αξιωματικών σε μια περιοχή στο δάσος του Κατίν, κοντά στο Σμολένσκ (στη συνέχεια ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 15.000 με 22.000-25.700, σύμφωνα με τη «Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού»!). Ένοχος αυτού του εγκλήματος: Ο εβραιομπολσεβικισμός. Το μήνυμα της ανακάλυψης που διατρανώθηκε σε όλους τους τόνους και με όλα τα μέσα: Ο κίνδυνος του προελαύνοντος κομμουνιστικού τέρατος, το οποίο απειλούσε πλέον να πατήσει το πόδι του στις περιοχές του δυτικού πολιτισμού.
Η σοβιετική «Πράβντα» απάντησε άμεσα και στις 19 του ίδιου μήνα έγραψε: «Έχοντας συνείδηση της οργής ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας για τις σφαγές που διέπραξαν σε βάρος ειρηνικών (σ.σ. φιλήσυχων) πολιτών και ιδιαίτερα Εβραίων, οι Γερμανοί προσπαθούν τώρα να εγείρουν το μίσος ευκολόπιστων ανθρώπων ενάντια στους Εβραίους. Γι’ αυτό τον λόγο εφηύραν μια ολόκληρη συλλογή από «Εβραίους κομισάριους», οι οποίοι, όπως ισχυρίζονται, συμμετείχαν στη δολοφονία των 10.000 Πολωνών αξιωματικών. Για τόσο έμπειρους παραχαράκτες δεν ήταν και δύσκολο να εφεύρουν ονόματα ανθρώπων, που ποτέ δεν υπήρξαν – Λεβ Ρίμπακ, Αβραάμ Μπορίσοβιτς, Πάουλ Μπροντνίσκι, Χάιμ Φίνμπεργκ. Αυτά τα πρόσωπα δεν υπήρξαν ποτέ, είτε στο «Παράρτημα Σμολένσκ της OGPU» είτε σε κανένα άλλο τμήμα της NKVD (σ.σ. όργανα του σοβιετικού κράτους που κατηγορήθηκαν για το έγκλημα)». Ακόμα και αναλύσεις της CIA αναγνώρισαν το «ελάττωμα» στην επιχειρηματολογία των Ναζί περί «εβραιομπολσεβικικών σφαγών», παραδεχόμενοι το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα των θυμάτων ήταν Πολωνοί εβραϊκής καταγωγής 2. Και δεν ήταν μόνο αυτό.
Όπως ήδη αναφέραμε, ο ίδιος ο Γκαίμπελς, σε καταχώριση στο ημερολόγιό του (14 Απριλίου 1943), εξέφρασε την πεποίθηση ότι η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προπαγανδιστικής εκμετάλλευσης για τουλάχιστον «μια-δυο βδομάδες». Σε μια άλλη καταχώριση με ημερομηνία 8 Μαΐου 1943 ανέφερε πως «δυστυχώς στους τάφους του Κατίν βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες… Είναι απαραίτητο αυτή η πληροφορία να παραμείνει άκρως απόρρητη. Αν ποτέ ερχόταν εν γνώσει του εχθρού, η όλη υπόθεση του Κατίν θα κατέρρεε».
Και όμως, έξι δεκαετίες και πλέον μετά, η προπαγάνδα του Γκαίμπελς καλά κρατεί…
«Διεθνής διάσταση»
Επιδιώκοντας να προσδώσουν διεθνή διάσταση και «αντικειμενικότητα» στα αποτελέσματα της «έρευνας», οι ναζιστικές αρχές ενσωμάτωσαν στο εγχείρημα τον Πολωνικό Ερυθρό Σταυρό (ο ίδιος ο Ερυθρός Σταυρός, αν και εκλήθη, αρνήθηκε να συμμετάσχει), καθώς και μια 12μελή «Διεθνή Επιτροπή», οι οποίοι και επικύρωσαν τα πορίσματα αυτής. Αξίζει να σημειωθεί πως η πολυεθνική σύνθεση της Επιτροπής αποτελεί ακόμα και σήμερα επιχείρημα στο οπλοστάσιο του ιστορικού αναθεωρητισμού κατά των Σοβιετικών. Επιχείρημα που σημειωτέον διατυπώθηκε για πρώτη φορά από την ομάδα υπεράσπισης των Ναζί στις Δίκες της Νυρεμβέργης.
Προφανώς το γεγονός ότι όλα τα μέλη της προέρχονταν από κράτη – δορυφόρους του Γ΄ Ράιχ (πλην της Ελβετίας) δε θεωρήθηκε ούτε τότε, ούτε και σήμερα, άξιο προβληματισμού.
Ούτε το ότι η Επιτροπή παρέμεινε στο χώρο μόλις δύο μέρες εξετάζοντας 9 (!) προεπιλεγμένα από τους Ναζί πτώματα προτού συντάξει την έκθεσή της. ΄Η το γεγονός ότι πολλοί από τους συμμετέχοντες στη λεγόμενη «Διεθνή Επιτροπή», όπως ο Τσεχοσλοβάκος καθηγητής της ιατροδικαστικής F. Hajek ή ο Βούλγαρος ιατροδικαστής M. Markov ανακάλεσαν αργότερα, καταθέτοντας ότι τα πορίσματα ήταν προκατασκευασμένα και υπεγράφησαν υπό καθεστώς πίεσης και φόβου (ο τελευταίος μάλιστα κατέθεσε σχετικά ως μάρτυρας κατηγορίας στις Δίκες της Νυρεμβέργης). Ακόμα και ο Τσόρτσιλ είχε δηλώσει στις 24 Απριλίου 1943 πως «είμαστε οπωσδήποτε αντίθετοι σε κάθε υποτιθέμενη «έρευνα» που θα διεξαγόταν από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ή οιονδήποτε άλλο οργανισμό από οιαδήποτε άλλη περιοχή υπό γερμανική κυριαρχία. Μια τέτοια έρευνα θα ήταν απάτη και τα συμπεράσματά της προϊόν τρομοκρατίας»3. Αυτά βέβαια ειπώθηκαν τότε. Ωστόσο, δε θα περάσει πολύς χρόνος ωσότου το Κατίν μεταφερθεί από το προπαγανδιστικό οπλοστάσιο των Ναζί σε εκείνο του «ελεύθερου κόσμου».
Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση υιοθετεί τη ναζιστική εκδοχή – Η αντίδραση των Σοβιετικών
Ήδη από την επομένη κιόλας της ανακοίνωσης του Ραδιοφώνου του Βερολίνου, η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του στρατηγού Σικόρσκι είχε αποδεχτεί πλήρως τα συμπεράσματα των Ναζί αναφορικά με τη σοβιετική ενοχή. Το ίδιο έτος δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο από τον Πολωνό κόμη Geoffrey Potocki de Montalk το «Μανιφέστο του Κατίν», που επίσης κατηγορούσε τους Σοβιετικούς για τη σφαγή. Η στάση αυτή των Πολωνών εμιγκρέδων να αποδεχτούν τόσο αβίαστα τη γερμανική προπαγάνδα προκάλεσε ακόμα και την αντίδραση του αστικού Τύπου της Αγγλίας (βλέπε απόφθεγμα των «Times» στην εισαγωγή).
Ο Αμερικανός καθηγητής G. Furr είναι πιο κατηγορηματικός: «Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν οι Ναζί έσφαζαν τους Πολωνούς σε τεράστιους αριθμούς, επέλεξαν να πιστέψουν την εκδοχή των Ναζί! Ουδέποτε έθεσαν ερωτήματα γύρω από την ιστορία των Ναζί. Απλά την αποδέχτηκαν. Αν πραγματικά νοιάζονταν για αυτούς τους ανθρώπους, γιατί να το κάνουν αυτό;
Έπραξαν κατ’ αυτό τον τρόπο γιατί υπήρξαν πολύ πιο εχθρικοί έναντι των Σοβιετικών απ’ ό,τι υπήρξαν ποτέ για τους Γερμανούς. Η πολωνική κυβέρνηση ήταν οι ίδιοι φασίστες»4.
Η σοβιετική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα και στις 25 Απριλίου 1943 ο λαϊκός επίτροπος επί των Εξωτερικών Υποθέσεων Β. Μολότοφ επέδωσε στον Πολωνό απεσταλμένο Ρόμερ κείμενο, στο οποίο τόνιζε μεταξύ άλλων: «Η εχθρική προς τη Σοβιετική Κυβέρνηση συκοφαντική εκστρατεία που άρχισαν οι Γερμανοί φασίστες με το ζήτημα των από τους ίδιους διαπραχθέντων φόνων Πολωνών αξιωματικών στην περιοχή Σμολένσκ στο κατεχόμενο από τα γερμανικά στρατεύματα έδαφος, υποστηρίχθη εξ αρχής από την Πολωνική Κυβέρνηση και με κάθε τρόπο υποδαυλίζεται από τον πολωνικό Τύπο. Η Πολωνική Κυβέρνηση όχι μόνο δεν απέκρουσε την ελεεινή συκοφαντία κατά της ΕΣΣΔ, μα ούτε καν θεώρησε αναγκαίο να απευθύνει προς τη Σοβιετική Κυβέρνηση μια οιαδήποτε ερώτηση ή διευκρίνιση για το ζήτημα αυτό…Την εποχή που οι λαοί της Σοβιετικής Ενωσης χύνουν το αίμα τους σε τραχείς αγώνες με τη χιτλερική Γερμανία και με σκληρές μάχες κατορθώνουν τη συντριβή και την ήττα του κοινού εχθρού του ρωσικού και του πολωνικού λαού και την απελευθέρωση όλων των φιλελεύθερων δημοκρατικών χωρών, η Πολωνική Κυβέρνηση για να εξευμενίσει την τυραννία του Χίτλερ καταφέρνει το προδοτικό χτύπημα κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Η Σοβιετική Κυβέρνηση γνωρίζει πως η εχθρική αυτή εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ενωσης διεξάγεται από την Πολωνική Κυβέρνηση η οποία αποβλέπει με τη χρησιμοποίηση της χιτλερικής συκοφαντίας να ασκήσει πίεση κατά της Σοβιετικής Κυβέρνησης με σκοπό να της αποσπάσει εδαφικές παραχωρήσεις και να σφετεριστεί μέρος της σοβιετικής Ουκρανίας, της σοβιετικής Λευκορωσίας και της σοβιετικής Λετονίας» 5.
Η Επιτροπή Burdenko και η αποδόμηση του ναζιστικού ψέματος
Με την απελευθέρωση της περιοχής από τον Κόκκινο Στρατό το Σεπτέμβριο του 1943 συστάθηκε μια ειδική επιτροπή υπό τον ακαδημαϊκό N. Burdenko προκειμένου να ερευνήσει το ζήτημα. Το πόρισμα της Επιτροπής ολοκληρώθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1944 και αντέκρουε ένα προς ένα όλα τα σημεία της γερμανικής έρευνας. Ενδεικτικά, μπορούμε να σταθούμε στα εξής 6:
1. Αναφορικά με τη θέση των μαζικών τάφων: Οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν ότι το δάσος του Κατίν ήταν μια απομονωμένη περιοχή που χρησίμευε ως τόπος εκτελέσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα, όμως, το Κατίν υπήρξε ένας πολυσύχναστος χώρος, τον οποίο οι ντόπιοι κάτοικοι επισκέπτονταν συχνά ως τόπο αναψυχής και διακοπών. Ειδικότερα, η ακριβής περιοχή όπου ανακαλύφθηκαν οι τάφοι αποτελούσε δημοφιλή προορισμό για τους Πιονιέρους για θερινές κατασκηνώσεις. Βρισκόταν δε μόλις λίγα μέτρα από την εθνική οδό Σμολένσκ – Βιτέμπσκ, την οποία διέσχιζαν χιλιάδες άνθρωποι σε καθημερινή βάση.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν μια τέτοια περιοχή να αποτελεί τόπο μαζικών εκτελέσεων και τάφων;
Ηταν δυνατό να μην το αντιληφθεί κανείς;
Τουναντίον, με την έλευση των γερμανικών στρατευμάτων, το δάσος του Κατίν έκλεισε για τον κόσμο προκειμένου να «φιλοξενήσει» τις στρατιωτικές μονάδες που φρουρούσαν την περιοχή.
2. Οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο των εκτελέσεων είχαν παραχθεί στη Γερμανία (γεγονός που επιβεβαιώνεται, όπως είδαμε νωρίτερα, και από τις ημερολογιακές καταχωρίσεις του Γκαίμπελς).
Το δε διαμέτρημά τους δεν ανταποκρινόταν σε κανέναν τύπο όπλου που παρήγε η Σοβιετική Ένωση.
Τα χέρια των εκτελεσθέντων ήταν δεμένα με σκοινί που επίσης δεν παραγόταν τότε στην ΕΣΣΔ.
3. Στα πτώματα βρέθηκαν έγγραφα, επιστολές, αποδείξεις, κ.ά. με ημερομηνίες που έπονταν της γερμανικής εισβολής (οι Γερμανοί είχαν ισχυριστεί πως οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς αξιωματικούς την Άνοιξη του 1940).
Αξίζει να σημειωθεί και πως στην ίδια τη Γερμανική Έκθεση Amtliches Material zum Massenmord von Katyn (Berlin: Zentralverlag der NSDAP, Franz Eher Nachf. G. m.b. H., 1943) αναπαράγεται στη σελίδα 330 ένα έγγραφο από πτώμα στο Κατίν με καταχωρημένη ημερομηνία «20 Οκτωβρίου 1941», όταν δηλαδή η περιοχή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή εδώ και μήνες.7
Σημείωση :
4. Επιπλέον, η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε πως ο βαθμός αποσύνθεσης των θυμάτων δε δικαιολογούσε τους γερμανικούς ισχυρισμούς. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν και από την αμερικανική αποστολή (από την Πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα) που παρευρίσκονταν στην έρευνα. Ο Βρετανός ιστορικός G. Roberts παραθέτει στο έργο του «Stalin’s Wars» ορισμένα αποσπάσματα από τα ιδιωτικά έγγραφα του Πρέσβη Harriman.
Στην υποσημείωση αρ. 29, σελ. 400 ο Roberts καταγράφει τον Harriman να συνοψίζει τα συμπεράσματα της κόρης του (που μετείχε στην αποστολή) ως εξής: «Από τα αποδεικτικά στοιχεία γενικά και από την κατάθεση, η Kathleen και το μέλος της Πρεσβείας πιστεύουν ότι σε κάθε περίπτωση η σφαγή πραγματοποιήθηκε από τους Γερμανούς». Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι παρατηρήσεις της Kathleen Harriman αναφορικά με το πόσο «φρέσκα» φαίνονταν τα πτώματα, στοιχείο που αποτέλεσε μείζον ζήτημα και για την Επιτροπή Burdenko. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Γερμανών τα πτώματα βρίσκονταν θαμμένα επί τρία ολόκληρα καλοκαίρια, όταν το υπέδαφος ήταν ζεστό και η αποσύνθεση θα υπήρξε ραγδαία. Αντίθετα, οι Σοβιετικοί συμπέραναν πως οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς το Φθινόπωρο του 1941, οπότε βρίσκονταν θαμμένοι μόνο ένα καλοκαίρι (1942) 8.
Δεκάδες μάρτυρες κατέθεσαν στην Επιτροπή, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι οι οποίοι είχαν καταναγκαστεί από την Γκεστάπο να υπογράψουν ως «μάρτυρες» στη Γερμανική έκθεση. Ωστόσο, η Έκθεση Burdenko θα απορριφθεί εν συνεχεία στο σύνολό της από την αστική ιστοριογραφία ως «σοβιετικό προπαγανδιστικό κατασκεύασμα», ενώ αντίστοιχα τα συμπεράσματα του ναζιστικού πορίσματος θα υιοθετηθούν ασυζητητί.
Από το οπλοστάσιο των ναζί στο οπλοστάσιο της «δημοκρατίας»…
Μέχρι και το 1945 διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ αναφέρονταν στην υπόθεση Κατίν ως «προπαγάνδα των Ναζί»9.
Στις 19 Ιουνίου του 1945, οι «New York Times», δημοσίευσαν μια ανταπόκριση από τη Στοκχόλμη με τίτλο «Η ιστορία με τους τάφους του Κατίν χαρακτηρίστηκε μαύρη απάτη».
Το άρθρο βασιζόταν στις καταθέσεις του τελευταίου επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών (κατασκοπίας) των SS, Walter Schellenberg, σε ανακρίσεις των Συμμάχων, και συγκεκριμένα έγραφε:
«Στοκχόλμη, Σουηδία, Ιούνιος 28 – Η ιστορία με τους μαζικούς τάφους στο Κατίν, που προκάλεσε το παγκόσμιο αίσθημα πριν δύο χρόνια, υπήρξε μια προπαγανδιστική παράσταση που έστησαν οι Γκαίμπελς και Ρίμπεντροπ ώστε να προκληθεί ρήγμα μεταξύ της Ρωσίας και των Δυτικών Συμμάχων, αναφέρει μια έκθεση που λάβαμε μέσω ειδικών καναλιών και επιβεβαιώνεται από ένα μήνυμα από το Όσλο απόψε. Ανακοινώθηκε πως ένας στενός συνεργάτης του Χίμλερ, ο αρχηγός μονάδας των SS Schellenberg, κατέθεσε αυτή την απίστευτη πληροφορία κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης στο Αρχηγείο των Συμμάχων στη Γερμανία την περασμένη Τρίτη…Απόψε, λάβαμε από το Όσλο μια έκθεση που επιβεβαιώνει τα παραπάνω, κατά την οποία ο Eric Johansen – ένας φυλακισμένος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Sachsenhausen της Γερμανίας που πρόσφατα επαναπατρίστηκε – καταθέτει μια ενδιαφέρουσα ιστορία αναφορικά με τη γερμανική παραγωγή ψευδών ντοκουμέντων αναγνώρισης για τα πτώματα των μαζικών τάφων στο Κατίν.»
Στον ίδιο τόνο και η γερμανική εφημερίδα «Nordwest – Nachrichten», που εκδιδόταν στη βρετανική ζώνη κατοχής, η οποία δημοσίευσε στο φύλλο της 4ης Ιανουαρίου 1946 (έτος 2ο, αρ. φύλλου 1) πρωτοσέλιδο με τίτλο: «Ετσι ήταν το Κατίν. Μαζική δολοφονία στην Πολωνία αποκαλύφθηκε ως ναζιστικό έγκλημα». Σύντομα, όμως, τα πράγματα θα λάμβαναν άλλη τροπή…
Το 1946, ο επικεφαλής της Σοβιετικής Εισαγγελίας στις Δίκες της Νυρεμβέργης, Roman A. Rudenko, πρότεινε να συμπεριληφθεί σε αυτές και η υπόθεση του Κατίν, με το σκεπτικό πως αποτελούσε «μια από τις σημαντικότερες εγκληματικές πράξεις για την οποία ευθύνονται εγκληματίες πολέμου…». Ωστόσο, η αμερικανική και βρετανική πλευρά αρνήθηκαν να στηρίξουν το αίτημα, περιορίζοντας τη διαδικασία της ανάκρισης σε έξι μόλις καταθέσεις (3 υπέρ της σοβιετικής ενοχής και 3 υπέρ της ναζιστικής) μπλοκάροντας ουσιαστικά την εκδίκαση της υπόθεσης 10.
Για ποιο λόγο η Σοβιετική Ένωση να θέσει την υπόθεση στην αρμοδιότητα ενός διεθνούς δικαστηρίου τη στιγμή που υποτίθεται ότι πάσχιζε να συγκαλύψει την «ενοχή» της, διεξάγοντας έρευνες που χαρακτηρίστηκαν παρωδία και κατασκευάζοντας Εκθέσεις που απορρίφθηκαν ως χαλκευμένες;
Γιατί να μπλοκάρουν οι «Σύμμαχοι» τη διαδικασία;
Οι Δίκες της Νυρεμβέργης μπορεί να μην κατέληξαν σε απόφαση για το Κατίν αυτό καθαυτό, ανέδειξαν, ωστόσο, ορισμένα επιμέρους στοιχεία που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση:
Πρώτον, έφεραν στο φως έγγραφα που αποτύπωναν την πολιτική των ναζί έναντι των Πολωνών και έκαναν λόγο για προσχεδιασμένες «εκτελέσεις χιλιάδων» αντιπροσώπων της πολωνικής ελίτ (γιατρών, διανοούμενων, κλπ. – οι αξιωματικοί του πολωνικού στρατού, όπως αυτοί που εκτελέστηκαν στο Κατίν, προέρχονταν αποκλειστικά από τέτοια στρώματα) με σκοπό τη μετατροπή της Πολωνίας σε αγροτική αποικία «σκλάβων της Μεγάλης Γερμανικής Παγκόσμιας Αυτοκρατορίας»11.
Το δεύτερο έχει να κάνει με την εκδίκαση της υπόθεσης του «Γκέτο της Βαρσοβίας». Τον Απρίλη του 1943 οι ναζιστικές αρχές αποφάσισαν να «ξεμπερδέψουν» με τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης. Στο εγχείρημα αυτό, προσπάθησαν να παρασύρουν και Πολωνούς από τις λεγόμενες «Άριες συνοικίες», προβάλλοντας ως «κίνητρο» τις «τρομοκρατικές ενέργειες» των αντιστασιακών της Βαρσοβίας και τα «εγκλήματα του εβραιομπολσεβικισμού» στο Κατίν.
Ωστόσο, η προπαγάνδα δεν επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έκπληκτος, ο Γερμανός διοικητής των SS στην έκθεσή του στο Βερολίνο, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά του γκέτο, «οι μονάδες μας δέχτηκαν πυρά ξανά και ξανά απ’ έξω από το γκέτο, από το Αριο τμήμα της Βαρσοβίας. Ομάδες εφόδου επιτέθηκαν αμέσως στις εν λόγω περιοχές πετυχαίνοντας τη σύλληψη 35 Πολωνών συμμοριτών, κομμουνιστών, οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν χωρίς αναβολή. Σήμερα επαναλήφθηκε το ίδιο και θεωρήσαμε απαραίτητο να εκτελέσουμε και άλλους συμμορίτες, οι οποίοι πέφτοντας από τις σφαίρες ζητωκραύγαζαν «Ζήτω η Πολωνία!», «Ζήτω η Σοβιετική Ένωση!»12
Αυτούς τους πραγματικούς ήρωες επιχειρούν σήμερα οι ποικιλόμορφοι θιασώτες του ιστορικού αναθεωρητισμού να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου…
Το 1951 – 1952, με αφορμή τον πόλεμο της Κορέας, συστάθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ η Επιτροπή Madden (υπό τον Ρεπουμπλικανό R. J. Madden), η οποία κατέληξε στο «συμπέρασμα» πως οι Πολωνοί αξιωματικοί δολοφονήθηκαν από τους Σοβιετικούς και πρότεινε την παραπομπή της ΕΣΣΔ στο Διεθνές Δικαστήριο.
Ανάμεσα σε εκείνους που κατέθεσαν στην Επιτροπή ήταν και ο Dr. Otto Stahmer, σύμβουλος του Γκέρινγκ (του νο. 2 στην ιεραρχία των ναζί) στις Δίκες της Νυρεμβέργης! Η όλη υπόθεση θεωρήθηκε μεταξύ άλλων και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για προπαγανδιστική δουλειά στους Αμερικανούς πολίτες πολωνικής ή άλλης ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής που έως τότε στήριζαν παραδοσιακά το κόμμα των Δημοκρατικών.13
Το Κατίν καταλαμβάνει από τότε περίοπτη θέση στο οπλοστάσιο του ιμπεριαλισμού. Σε έκθεση του υπουργείου των Εσωτερικών των ΗΠΑ (State Department) με την ένδειξη «Απόρρητος» και ημερομηνία 7 Ιουλίου 1952, ξεδιπλώνονται συνοπτικά οι συνομιλίες ΗΠΑ – Βρετανίας για τη χάραξη κοινής στρατηγικής στον ΟΗΕ. Στο κείμενο αυτό, εκτός από τη σημασία της χρησιμοποίησης της «ομπρέλας του ΟΗΕ» προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ΝΑΤΟ, αναφέρεται και η ανάγκη αξιοποίησης του Οργανισμού για αντισοβιετική προπαγάνδα. Ένα από τα δύο ζητήματα που «προσφέρονται» για το σκοπό αυτό δεν είναι άλλο από το Κατίν. Η πρόταση για «χρήση διαφόρων οργάνων του ΟΗΕ ως πλατφόρμες προπαγάνδας για τη Δύση», με την προώθηση «προβλημάτων» όπως η «σφαγή στο Κατίν», επαναλαμβάνεται και σε εμπιστευτικό έγγραφο της 16ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.14
Ο αντίλογος στην αντικομμουνιστική αυτή πολεμική προερχόταν πολλές φορές από φωνές που δε θα περίμενε κανείς. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Alexander Werth (1901 – 1969), γόνου εξόριστων τσαρικών εμιγκρέδων του Λονδίνου, ο οποίος διατέλεσε πολεμικός ανταποκριτής του BBC και των London Sunday Times στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπήρξε ανταποκριτής της Guardian στη Μόσχα. Στο έργο του «Russia at War: 1941 – 1945» (Η Ρωσία σε πόλεμο: 1941 – 1945) που εκδόθηκε το 1964 (και επανακυκλοφόρησε το 1984 και το 2000 – Caroll & Graf edition, New York), ο Werth, κάθε άλλο παρά κομμουνιστής, διατύπωσε ξεκάθαρες ενστάσεις και προβληματισμούς αναφορικά με την εκδοχή της σοβιετικής ενοχής για το Κατίν. Ταυτόχρονα, επισήμανε την ομοιότητα της τεχνικής των μαζικών δολοφονιών στο Κατίν με τις αναρίθμητες άλλες περιπτώσεις που έλαβαν χώρα από την Γκεστάπο στις κατεχόμενες από τους ναζί περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης. Σε μια άλλη περίπτωση, ένας πρώην Γερμανός στρατιώτης που ζούσε στην περιοχή του Surrey της Αγγλίας, παρενέβη με επιστολή του σε συζήτηση που είχε ανοίξει μέσα από τις στήλες των «The Times» το 1971 σχετικά με το Κατίν, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Ως Γερμανός στρατιώτης, πεπεισμένος εκείνη την περίοδο για το δίκαιο της υπόθεσής μας, έλαβα μέρος σε πολλές μάχες και επιχειρήσεις κατά την εκστρατεία στη Ρωσία… Θυμάμαι καλά το θόρυβο όταν ξέσπασαν τα νέα το 1943 γύρω από την ανακάλυψη ενός αποτρόπαιου μαζικού τάφου κοντά στο Κατίν, μιας περιοχής που τότε απειλούνταν από τον Κόκκινο Στρατό. Ο Τζόζεφ Γκαίμπελς, όπως δείχνουν τα ιστορικά στοιχεία, είχε εξαπατήσει πολλούς ανθρώπους. Άλλωστε, αυτή ήταν η δουλειά του, και λίγοι θα αμφισβητήσουν τη σχεδόν απόλυτη ικανότητά του σ’ αυτή. Αυτό που πραγματικά προκαλεί έκπληξη, ωστόσο, είναι ότι (σ.σ. η ικανότητα του Γκαίμπελς στην εξαπάτηση) μπορεί να εμφανίζεται ακόμα στις σελίδες των Times 30 χρόνια αργότερα. Γράφοντας εκ πείρας δε νομίζω ότι εκείνη την ύστατη στιγμή του πολέμου ο Γκαίμπελς κατάφερε να ξεγελάσει και πολλούς Γερμανούς στρατιώτες στη Ρωσία για το ζήτημα του Κατίν…Οι Γερμανοί στρατιώτες γνώριζαν πολύ καλά για τις εκτελέσεις στο πίσω μέρος του κεφαλιού… εμείς, οι Γερμανοί στρατιώτες, γνωρίζαμε πως οι Πολωνοί αξιωματικοί δεν εξολοθρεύτηκαν από κανέναν άλλο παρά από τους δικούς μας».15
…στο οπλοστάσιο της αντεπανάστασης
Τη δεκαετία του 1980, το Κατίν αποτέλεσε ιδεολογικοπολιτικό επιχείρημα των δυνάμεων της αντεπανάστασης, τόσο στην Πολωνία όσο και στη Σοβιετική Ένωση. Τα γεγονότα και οι προβοκάτσιες προμήνυαν τα όσα θα επακολουθούσαν μετά τις ανατροπές.
Ας σταθούμε ενδεικτικά μόνο σε ένα: Στις 30 του Οκτώβρη 1989, μετέβη στο Κατίν – με την άδεια και τις ευλογίες του Γκορμπατσόφ – πολυάριθμη αντιπροσωπεία Πολωνών, μελών μιας οργάνωσης με την επωνυμία «Οικογένειες των Θυμάτων του Κατίν», προκειμένου να επισκεφτεί το μνημείο που είχαν στήσει εκεί οι Σοβιετικοί. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Zbigniew Brzezinski (Μπρεζίνσκι), ο πρώην σύμβουλος για ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, μέλος τότε της Συμβουλευτικής Επιτροπής Διεθνών Πληροφοριών του Προέδρου Μπους (πατρός) και πρωταγωνιστικός παράγοντας στην αντικομμουνιστική εκστρατεία των Ηνωμένων Πολιτειών (με «πλούσιο» βιογραφικό που εκτείνεται από την πολύμορφη και ολομέτωπη υποστήριξη των Μουζαχεντίν στο Αφγανιστάν ως την ενεργό διαβρωτική – διαλυτική δουλειά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα της Πολωνίας).
Οι συγκεντρωμένοι τέλεσαν λειτουργία και ανάρτησαν πανό με συνθήματα υπέρ της αντικομμου-νιστικής πολωνικής οργάνωσης «Αλληλεγγύη». Ένας από τους «πενθούντες» τοποθέτησε μια πινακίδα που έγραφε «NKVD» καλύπτοντας τη λέξη «Ναζί», ώστε η επιγραφή στο μνημείο να φαίνεται ως εξής: «Στη μνήμη των Πολωνών αξιωματικών που δολοφονήθηκαν από τη NKVD το 1941». Στη συνέχεια, ο Μπρεζίνσκι έκανε δηλώσεις, οι οποίες μεταδόθηκαν με έμφαση και από τη σοβιετική τηλεόραση. Ανάμεσα σε άλλα είπε: «Είναι πολύ σημαντικό για μένα να ειπωθεί η αλήθεια (!) για το τι πραγματικά συνέβη, γιατί μόνο μέσω της αλήθειας μπορεί η νέα σοβιετική ηγεσία να αποστασιοποιηθεί από τα εγκλήματα του Στάλιν και της NKVD… Το γεγονός ότι η σοβιετική κυβέρνηση μου έδωσε τη δυνατότητα να βρίσκομαι εδώ – και οι Σοβιετικοί γνωρίζουν τις απόψεις μου – συμβολίζει τη ρήξη με το σταλινισμό που αντιπροσωπεύει η περεστρόικα»16.
Και το 1992 επήλθε επιτέλους η «απόλυτη» και «πέραν πάσης αμφιβολίας» «δικαίωση» των υποστηρικτών της σοβιετικής ενοχής με την παρουσίαση από τον Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν στον Πολωνό ομόλογό του Λεχ Βαλέσα αντιγράφων μιας σειράς αρχειακών «ντοκουμέντων» που «επιβεβαίωναν» τη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών από τις σοβιετικές αρχές (με την υπογραφή φυσικά του Ι. Β. Στάλιν).
Περιλάμβαναν μεταξύ άλλων:
α) Ένα κείμενο του Μπέρια στο οποίο πρότεινε την εκτέλεση 25.700 Πολωνών,
β) ένα απόσπασμα από τη διαταγή του Πολιτικού Γραφείου για την εκτέλεση και
γ) ένα σημείωμα του επικεφαλής της KGB Shelepin προς τον Χρουστσόφ σχετικά με την εκτέλεση 21.857 Πολωνών και την ανάγκη καταστροφής των σχετικών εγγράφων.
Τα έγγραφα αυτά αποτέλεσαν έκτοτε το σημαντικότερο επιχείρημα του ιστορικού αναθεωρητισμού αναφορικά με το Κατίν.
Το στοιχείο που παραλείπεται από όλες τις σχετικές προσεγγίσεις του θέματος είναι το εξής πολύ σημαντικό: Ότι η κύρια χρήση των εν λόγω εγγράφων ήταν άλλη. Πράγματι, τα συγκεκριμένα «ντοκουμέντα» είχαν προσκομιστεί (μόλις «εντοπισθέντα») από τη νομική ομάδα του Γιέλτσιν στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας προκειμένου να επισυναφθούν ως «πειστήρια» για την επιδιωκόμενη κήρυξη του ΚΚΣΕ ως «οργάνωσης αντισυνταγματικής».
Η υπεράσπιση εξέφρασε από την πρώτη στιγμή αμφιβολίες αναφορικά με την αυθεντικότητα των εγγράφων. Οι ενδείξεις που υποδείκνυαν πλαστογραφία ήταν πολλές:
α) Η πλήρης ταύτιση των ημερομηνιών της αποστολής του κειμένου Μπέρια και της απόφασης του Πολιτικού Γραφείου (5 Μάρτη 1940). «Στην πρακτική των συνεδριάσεων του Πολιτικού Γραφείου δε συνέβη ποτέ κάτι παρόμοιο», αναφέρει ο Γιούρι Σλομπότκιν, ένας εκ των δύο μελών της υπεράσπισης που κλήθηκαν να δώσουν μια νομική εκτίμηση επί των εγγράφων. «Υπήρχε απόσταση χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας της αποστολής του ενός ή του άλλου εγγράφου και της πρότασης να εξεταστεί κάποιο ζήτημα στη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου από την ίδια τη συνεδρίαση και δεν ήταν μικρότερη από 5-6 μέρες».
β) Η απόφαση του ΠΓ είχε, μεταξύ άλλων, τις υπογραφές των Καγκάνοβιτς και Καλίνιν, οι οποίοι ωστόσο ήταν απόντες από τη 13η Σύνοδο του οργάνου το Μάρτη του 1940!
γ) Πολλές λεπτομέρειες που αφορούν την «τυπική» σύνταξη των εν λόγω κειμένων ή τη διαδικασία λήψης παρόμοιων αποφάσεων υπήρξαν περιέργως παράτυπες (θέση υπογραφών, το γεγονός ότι το μόνο σώμα με την αρμοδιότητα να εξουσιοδοτήσει την υψίστη των ποινών ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο της ΕΣΣΔ – τέτοια αιτήματα δεν υποβάλλονταν ποτέ στο ΠΓ, κλπ.).
δ) Τα έγγραφα που κατατέθηκαν ήταν φωτοαντίγραφα. Τόσο στο Συνταγματικό Δικαστήριο, όσο και από την πολωνική πλευρά στη συνέχεια, ζητήθηκαν επίμονα τα πρωτότυπα. Ως τα σήμερα, τα κείμενα αυτά δεν έχουν κάνει την εμφάνισή τους.
ε) Ο Shelepin αρνήθηκε γνώση του κειμένου που υποτίθεται πως φέρει την υπογραφή του. Τουναντίον, ερωτηθείς, δήλωσε πως οι γνώσεις του για το Κατίν την περίοδο που ήταν επικεφαλής της KGB περιορίζονταν στα εκάστοτε δημοσιεύματα του Τύπου…
Δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι, χωρίς να αποδέχονται απαραίτητα τη σοβιετική εκδοχή των γεγονότων, παραδέχονται ταυτόχρονα πως «τέτοια έγγραφα δε θα γίνονταν ποτέ δεκτά σε ένα δικαστήριο» ως αποδεικτικά στοιχεία. Και όντως, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν τα συμπεριέλαβε στην απόφασή του στις 30 του Νοέμβρη 1992 17.
Κατίν: Όπλο του αντικομμουνισμού και του ιστορικού αναθεωρητισμού
Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν πτόησε την επιθετικότητα του ιστορικού αναθεωρητισμού. Οι υπέρμαχοι της «σοβιετικής ενοχής» συνεχίζουν την αντικομμουνιστική σταυροφορία τους, εξαπολύοντας μύδρους ακόμα και εναντίον όσων απλά τολμούν να ζητήσουν μια νηφαλιότερη, αντικειμενική και επιστημονική μελέτη των ιστορικών δεδομένων. Παραλληλίζονται με τους «αρνητές του Ολοκαυτώματος», χαρακτηρίζονται «λάτρεις του Στάλιν», κλπ. Υπάρχουν βέβαια και «όρια». Ετσι, όταν μια «νέα» μελέτη, βασισμένη σε αεροφωτογραφίες της Luftwaffe (Λουφτβάφε) και προηγούμενες «έρευνες» της CIA, βρέθηκε πρόσφατα σε τυπογραφείο της Πολωνίας, ο υπεύθυνος σύνταξης αρνήθηκε κατηγορηματικά να προχωρήσει στην εκτύπωση πλέον των 20 σελίδων με το αιτιολογικό – συν τοις άλλοις – ότι πρόδιδαν «σε απαράδεκτο βαθμό την υπογραφή της CIA» 18.
Η ουσία του ζητήματος στην υπόθεση Κατίν δεν έχει να κάνει με την ιστορική έρευνα. Δεν έχει να κάνει με κάποια ανθρωπιστική ευαισθησία για περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου. Άλλωστε, όταν ο Γενικός Εισαγγελέας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζήτησε το 1998 από τον Πολωνό υπουργό Δικαιοσύνης να διενεργηθεί επίσημη έρευνα γύρω από το θάνατο 83.500 Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου (κατά τον σοβιετο-πολωνικό πόλεμο του 1919-1921), οι οποίοι πέθαναν σε άθλιες συνθήκες σε πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε. Καμιά ευαισθησία δεν επέδειξαν οι απανταχού αστοί «ανθρωπιστές», που αντιμετώπισαν το θέμα με χλευασμό και ειρωνεία.
Η ουσία είναι αλλού. Την περίοδο 1989-1991, όταν στη Σοβιετική Ένωση είχε ξεκινήσει ήδη η αποδόμηση του σοσιαλιστικού παρελθόντος μέσω της ταύτισης κομμουνισμού και φασισμού, Χίτλερ και Στάλιν, υπήρξαν φωνές που προειδοποιούσαν πως η επιμονή της Πολωνίας στο ζήτημα του Κατίν υπέκρυπτε ένα βαθύτερο νόημα: «Ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν καλύτερη – ή ακόμα ότι ήταν χειρότερη – απ’ ό,τι η ναζιστική Γερμανία» και πως η ΕΣΣΔ υπήρξε «εξίσου υπεύθυνη» για το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου 19!
Η άποψη ενός μη κομμουνιστή Αμερικανού ακαδημαϊκού είναι χαρακτηριστική. Γράφει ο Grover Furr:
«Ορίστε η άποψή μου: Κανείς δε νοιάζεται για το τι συνέβη στους Πολωνούς αξιωματικούς! Κανείς, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των Πολωνών. Ακόμα, κανείς δε νοιάστηκε ποτέ, ακόμα και την περίοδο που συνέβη!…από τότε, η «Σφαγή του Κατίν» αποτέλεσε ένα ραβδί για να χτυπούνε τους Σοβιετικούς. Ακόμα είναι μια επιπλέον «απόδειξη» ότι «ο κομμουνισμός είναι κακό πράγμα»…
…Ήδη με αποκαλούν έναν παλιο-λάτρη του Στάλιν επειδή επιμένω στα αποδεικτικά στοιχεία, επειδή δεν προσκυνώ τον ναό ανειλικρινών αντικομμουνιστών ιστορικών των οποίων τα έργα αποτελούν ντροπή για το επάγγελμα του ιστορικού…Η «Σφαγή του Κατίν» δεν αποτελεί ένα ιστορικό ζήτημα -αποτελεί ένα ΟΠΛΟ… Το χρησιμοποιείς για να κάνεις πόλεμο «στην άλλη πλευρά», και μόνο αυτό» 20.
Εν κατακλείδι.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναδείξει το εύρος της ιστορικής αποδόμησης στο οποίο προτίθεται να προβεί ο ιμπεριαλισμός στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της ιστορικής μνήμης. Οι κομμουνιστές δε φοβούνται την αλήθεια. Τουναντίον, την αποζητούν με το ίδιο πάθος και τόλμη, με τα οποία ρίχνονται στις καθημερινές και διαχρονικές μάχες για την προάσπιση των λαϊκών – εργατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αντίστοιχα, όμως, και με τον ίδιο ζήλο, καταπολεμούν τη συκοφαντία και το ψέμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ολες οι αναφορές στα ημερολόγια του Τζ. Γκαίμπελς από την αγγλική μετάφραση: Goebbels J (1948) «The Goebbels Diaries (1942-1943)», μετάφραση Louis P. Lochner (New York: Doubleday & Company)
2. «Πράβντα» 19 Απρίλη 1943 και Fisher B «The Katyn Controversy: Stalin’s Killing Field»,
3. Ηλεκτρονικό άρθρο στον δικτυότοπο Κέντρου Μελέτης Πληροφοριών της CIA, 14 Απρίλη 2007 3. Βλέπε Fowler M (1985) «Winston S. Churchill. Philosopher and Statesman» (Lanham, MD: University Press of America) και Mukhin Y I (1995) «Katyn Detective» (Moskva: Firma Svetoton LTD)
4. Furr G. στο http://chss.montclair.edu/english/furr/pol/discuss-katyn041806r.html
5. Οπως αναδημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη», 10 Μάη 1943
6. Ολόκληρη η Εκθεση Burdenko μπορεί να βρεθεί εδώ: http://katyn.codis.ru/cccp054.htm
7. Όπως παρατίθεται στο Furr G., όπως πριν.
8. Roberts G «Stalin’s Wars» (New Haven: YaleUniversity Press) σελ.171-172 και 400
9. United States Department of State / Foreign relations of the United States: diplomatic papers: the Conference of Berlin (the Potsdam Conference), 1945, Volume II (1945), σελ. 803
10. Βλέπε Experts of Nuremberg Archives: Nikzor.org – 59η Ημέρα, Πέμπτη, 14 Φλεβάρη 1946 και Conot R E (1984) «Justice at Nuremberg» (New York: Carol & Graf Publishers) σελ. 454
11. Ντοκουμέντο αρ. EC-344 (16), Πρακτικά Δικών Νυρεμβέργης, 14 Δεκέμβρη 1945, τόμος 3ος, σελ.576-581
12. Ντοκουμέντο αρ. 1061-PS, Πρακτικά Δικών Νυρεμβέργης, επισυναπτόμενο έγγραφο στον τόμο 3.
13. Fisher B, όπως πριν και US Congress, House of Representatives, Select Committee on the Katyn Forest Massacre, 82d Congress, 1st and 2nd Session, 1951-1952, 7 parts (Washington, DC: US Government Printing Office, 1952)
14. Βλέπε United States Department of State / Foreign relations of the United States, 1952-1954. United Nations affairs, Volume III (1952-1954), σελ. 13 και 15
15. Οπωςπαρατίθεταιστο Rule E, «The Katyn Massacre», ηλεκτρονικήδημοσίευση (Ιούλης 2002), στοhttp://www.stalinsociety.org.uk/katyn.html
16. BBC News: Commemoration of Victims of Katyn Massacre, November 1, 1989και Associated Press: Brzezinski: Soviets Should Take Responsibility for Katyn Massacre, October 30, 1989
17. Βλέπε Γιούρι Σλομπότκιν «Κατίν: Πώς και γιατί οι χιτλερικοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς αξιωματικούς», στο «Ριζοσπάστη», 29/5/2005, Mukhin Y I (1995) όπως πριν, και G Furr στο http://holocaustcontroversies.blogspot.com/2007/03/andnow-for-something-not-completely.html
18. Fisher B, όπως πριν.
19. Βλέπε Nina Tumarkin (1994) «The Living and the Dead: The Rise and Fall of the Cult of World War II in Russia» (New York: Basic Books) σελ.140
20. Furr G. στο http://chss.montclair.edu/english/furr/pol/discuss-katyn041806r.html
Του Αναστάση Γκίκα
συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Κατίν:
Όταν η Ιστορία πλαστογραφείται και
κατασκευάζεται από την αρχή
Ο κομμουνισμός στο εδώλιο με πλαστά ντοκουμέντα - Η «ανακάλυψη» των εγγράφων Κατίν
16 Οκτωβρίου 1992.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου ήδη από τις 26 Μάη ως οργάνωση αντισυνταγματική. Επρόκειτο, βεβαίως, για μια δίκη σκοπιμότητας, η οποία στόχο δεν είχε απλά να θέσει το Κομμουνιστικό Κόμμα εκτός νόμου, αλλά και να το εξοντώσει πολιτικά και ηθικά στη συνείδηση του κόσμου, να διαγράψει την προσφορά και να αμαυρώσει τον ιστορικό του ρόλο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.Τη μέρα εκείνη, λοιπόν, κατά τη συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι εκπρόσωποι της πλευράς του Μπ. Γιέλτσιν (εκ των πρωταγωνιστών της ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας και πρώτου Προέδρου της καπιταλιστικής πλέον Ρωσίας), Σ. Σαχράι και Α. Μακάροφ, ανακοίνωσαν στους συνηγόρους της υπεράσπισης την προσθήκη στα υλικά της υπόθεσης ορισμένων «μόλις εντοπισθέντων» στα Αρχεία, «άκρως απόρρητων» εγγράφων, τα οποία «αποδείκνυαν» την ευθύνη των ανώτατων καθοδηγητικών οργάνων του Κομμουνιστικού Κόμματος για τη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν.
Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, τα έγγραφα αυτά «ανακαλύφθηκαν» σε σφραγισμένο φάκελο με την επονομασία «πακέτο Νο 1» και αφορούσαν:
α) Ένα τετρασέλιδο κείμενο, με αριθμό 794/Β και ημερομηνία 5 Μαρτίου 1940, στο οποίο ο Λαϊκός Επίτροπος για τις Εσωτερικές Υποθέσεις Λ. Μπέρια πρότεινε στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) την εκτέλεση 25.700 Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου,
β) Το απόσπασμα από τα Πρακτικά της 13ης Συνόδου του Πολιτικού Γραφείου, με αριθμό Ρ13/144 και ημερομηνία επίσης 5 Μαρτίου 1940, όπου «εγκρινόταν» το αίτημα Μπέρια, και
γ) Μια επιστολή του τότε επικεφαλής της KGB Α. Σεπέλιν προς τον Ν. Χρουστσόφ, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1959 και θέμα την καταστροφή των παραπάνω εγγράφων.
Η υπεράσπιση έγειρε εξ αρχής ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων (που συν τοις άλλοις προσκομίστηκαν ως φωτοαντίγραφα και όχι τα γνήσια), διαπιστώνοντας αμέσως μια σειρά από προβλήματα, παρατυπίες και λάθη στη σύνταξη, στον τρόπο γραφής, στις υπογραφές τους, κ.ο.κ. Μία από τις πλέον εξόφθαλμες ενδείξεις παραποίησης ήταν βεβαίως η πλήρης ταύτιση των ημερομηνιών των δύο πρώτων εγγράφων, πράγμα που ήταν αδύνατο. Ακολούθως, ζητήθηκαν τα πρωτότυπα, ώστε να υποβληθούν σε γραφολογικές εξετάσεις και να πιστοποιηθεί – ή μη – η γνησιότητά τους. Παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για την επικείμενη προσκόμιση των «αυθεντικών» αρχειακών ντοκουμέντων, τα επίμαχα κείμενα δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Και βεβαίως το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν τα συμπεριέλαβε καν στην απόφασή του στις 30 Νοέμβρη 1992. Ούτε σε μια στημένη δίκη σκοπιμότητας δεν μπόρεσαν να σταθούν.Ούτε όμως η πολωνική κυβέρνηση έμεινε ικανοποιημένη. Έχοντας παραλάβει τα ίδια έγγραφα στις 14 Οκτωβρίου 1992 κατ’ εντολή του Γιέλτσιν και διά χειρός του αρχειοθέτη Π. Πιχόι, ζήτησε επίσης να της παρουσιαστούν τα πρωτότυπα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έχει συμβεί έως τις μέρες μας.
Το μόνο που έγινε, εν τέλει, ήταν η «διόρθωση» της ημερομηνίας του πρώτου εγγράφου (πρόταση Μπέρια). Ετσι, η 5η Μάρτη 1940 έγινε «…Μάρτης 1940» (χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία). Με αυτή τη μορφή περιελήφθη στον 6ο τόμο των υλικών της δίκης και με αυτή τη μορφή το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Όμως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ούτε αυτή η «διόρθωση» υπήρξε αρκετή, ώστε να καλύψει τις ατασθαλίες των πλαστογράφων.
Τα προβλήματα των εγγράφων
Οι παρατηρήσεις μιας σειράς νομικών και ιστορικών – ερευνητών αναφορικά με τη φόρμα και το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων, γεννούν ομολογουμένως πολλά ερωτήματα.
— Καταρχάς, για την πρόταση Μπέρια: Η έλλειψη συγκεκριμένης ημερομηνίας, από μόνη της, αποτελεί ιδιαίτερα ανορθόδοξη πρακτική για ένα ντοκουμέντο τέτοιας σημασίας. Ακόμη πιο σοβαρό όμως είναι το εξής. Περαιτέρω αρχειακή έρευνα έδειξε πως στα πρακτικά των εξερχομένων ντοκουμέντων της NKVD, τα έγγραφα 793/Β, 794/Β (αυτό δηλαδή που μας ενδιαφέρει εν τω προκειμένω) και 795/Β είχαν καταχωρηθεί με ημερομηνία 29 Φλεβάρη 1940. Πώς γίνεται, λοιπόν, ένα έγγραφο, το οποίο είχε σταλεί (και επομένως συνταχθεί) τέλη Φλεβάρη, να αναγράφει «…Μάρτης 1940»;
— Το έγγραφο αυτό υποτίθεται πως επιδόθηκε από τον ίδιο τον Μπέρια στον Στάλιν κατά τη συνεδρίαση του ΠΓ στις 5 Μάρτη, στην οποία δήθεν έλαβε μέρος. Όμως στα πρακτικά των συναντήσεων εκείνης της ημέρας δεν εμφανίζεται ο Μπέρια. Ο τελευταίος συναντήθηκε με τον Στάλιν στις 27 Φλεβάρη και ξανά στις 7 Μάρτη, όχι όμως ενδιάμεσα.
— Άλλα λάθη αφορούν σημαντικές αποκλίσεις από την καθιερωμένη σύνταξη τέτοιων κειμένων (τα ντοκουμέντα της NKVD ακολουθούσαν αυστηρό πρωτόκολλο στον τρόπο γραφής τους). Αποκλίσεις που έχουν να κάνουν με τη διατύπωση του αιτήματος, τη θέση των υπογραφών, τον τρόπο της υπογραφής, κ.ά. Από το συγκεκριμένο κείμενο λείπουν επίσης τα αρχικά του δακτυλογράφου στην άνω αριστερή γωνία (τυπική πρακτική για έγγραφα της NKVD που γινόταν για ευνόητους λόγους ασφαλείας). Λείπουν μια σειρά χαρακτηριστικά ενός «άκρως απόρρητου» κειμένου, όπως π.χ. τα ονόματα όλων όσοι είχαν δει ή ήταν παραλήπτες του συγκεκριμένου εγγράφου, ο αριθμός των αντιγράφων, κ.ο.κ.
— Στο κείμενο υπάρχουν οι υπογραφές των μελών του ΠΓ Στάλιν, Βοροσίλοφ, Μολότοφ, Μικογιάν, Καλίνιν και Καγκάνοβιτς. Οι δύο τελευταίοι όμως δεν ήταν παρόντες στην 13η Σύνοδο του ΠΓ στις 5 Μαρτίου 1940, πώς λοιπόν θα μπορούσαν να έχουν υπογράψει;
— Η επιστολή του Σεπέλιν προς τον Χρουστσόφ είναι ομολογουμένως το πιο αδύναμο απ’ όλα τα ντοκουμέντα, αφού η προχειρότητα με την οποία γράφτηκε είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Δεν υπάρχουν ούτε υπογραφές, ούτε σφραγίδα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, ούτε αριθμός πρωτοκόλλου, ούτε κάποια από τις συνήθεις ενδείξεις για τέτοιου είδους έγγραφα (π.χ. εμπιστευτικό, απόρρητο, κλπ.), ενώ η απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της 5ης Μάρτη του 1940 αναφέρεται ως απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ (ενώ τότε δεν ονομαζόταν ακόμη έτσι).
Ολες οι παραπάνω παρατηρήσεις αφορούν βεβαίως μόνο τα έγγραφα αυτά καθαυτά και όχι μια σειρά άλλα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με σημαντικά προβλήματα στη διαδικασία λήψης τέτοιων αποφάσεων, τον τρόπο σύστασης μιας τρόικας, κ.ο.κ.
Η δικαστική έρευνα διακόπτεται
Η δικαστική «εξέταση» των εγκληματικών ευθυνών για το Κατίν συνεχίστηκε στη Ρωσία και μετά τη λήξη της δίκης του ΚΚΣΕ. Τερματίστηκε όμως τον Σεπτέμβρη του 2004 λόγω «έλλειψης εγκλήματος»! Επίσης, το Μάρτη του 2005 ο Γενικός Στρατιωτικός Εισαγγελέας της Ρωσίας ακύρωσε τη συμφωνία με την Πολωνία, σύμφωνα με την οποία η πρώτη όφειλε να προσκομίσει στη δεύτερη όλα τα ντοκουμέντα σχετικά με την έρευνα της υπόθεσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, μόλις 67 από τους 183 τόμους της διενεργηθείσας έρευνας μπόρεσαν να εξεταστούν. Οι υπόλοιποι θεωρήθηκαν ότι εμπεριείχαν «κρατικά μυστικά» και χαρακτηρίστηκαν απόρρητοι. Η υπόθεση έκλεισε άρον – άρον.
Μόλις 22 νεκροί αναγνωρίστηκαν. Αφού η σοβιετική ενοχή ήταν «δεδομένη», γιατί σταμάτησε η δικαστική έρευνα; Γιατί εγκαταλείφθηκε τόσο απότομα μια διαδικασία που πήρε τόσα χρόνια και θα μπορούσε – ενδεχομένως – να δώσει τέλος στη σπέκουλα γύρω από το θέμα;
«Ζωντανοί νεκροί» και ομολογίες Γερμανών
Το 2006 εκδόθηκαν στην Πολωνία τα απομνημονεύματα ενός επιφανούς Πολωνού νομικού εν ονόματι Ρ. Μπεζάνεκ. Επρόκειτο για τον νο.1105 νεκρό στις λίστες των θυμάτων του Κατίν, που είχε προκύψει το 1943 από την «έρευνα» των Ναζί. Βεβαίως, ο Μπεζάνεκ, νεαρός υπολοχαγός τότε, δεν ήταν πουθενά πέριξ του Κατίν το 1940 (βρισκόταν στη πολωνική πόλη του Ράντομ), ούτε βεβαίως εκτελέστηκε από τους «κόκκινους». Τουναντίον, έζησε για πάρα πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Και όμως, σύμφωνα με τον πολωνικό Ερυθρό Σταυρό (που μετείχε στην «έρευνα» των Ναζί για το Κατίν), το «πτώμα» του Μπεζάνεκ είχε αναγνωριστεί και ταυτοποιηθεί, βάσει επαγγελματικών καρτών και άλλων εγγράφων που «βρέθηκαν» πάνω του (Αρχείο GARFEF.7021, op.114, 35). Και δεν είναι το μόνο «θύμα» του Κατίν που κατόπιν βρέθηκε ζωντανό (όπως π.χ. ο Ζίγκνιου Μποτούσκαγια, κ.ά.).
Τα απομνημονεύματα του Μπεζάνεκ ήρθαν απλά να μας υπενθυμίσουν για μια ακόμη φορά το εξής παράδοξο: Εφόσον η μαζική εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών έγινε μυστικά από τους Σοβιετικούς, σε μια επιχείρηση που προφανώς δεν ήθελαν ποτέ να μάθει κανείς, γιατί όλοι σχεδόν οι εκτελεσθέντες βρέθηκαν κατόπιν από τους Ναζί με όλα τους τα στρατιωτικά διακριτικά, με ένα σωρό έγγραφα, ταυτότητες, φωτογραφίες, επιστολές, κ.ο.κ. που «πιστοποιούσαν» την ταυτότητά τους;
Μήπως η μαρτυρία αυτή ενισχύει την εκδοχή της κατασκευής του εγκλήματος από τους Ναζί;
Ας θυμηθούμε και πάλι το δημοσίευμα των «New York Times» στις 19 Ιούνη 1945, όπου, ένας πρώην έγκλειστος του στρατοπέδου συγκέντρωσης Sachsenhausen της Γερμανίας παραδέχτηκε πως μετείχε στην «παραγωγή ψευδών ντοκουμέντων αναγνώρισης για τα πτώματα των μαζικών τάφων στο Κατίν».
Αξίζει να σημειωθεί πως, ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση των απομνημονευμάτων του «ζωντανού – νεκρού» Μπεζάνεκ, το 2005, Ρώσοι ιστορικοί που μελετούσαν τα Κεντρικά Αρχεία του υπουργείου Άμυνας στο Ποντόλσκ, έκαναν γνωστή την ύπαρξη ενός ολόκληρου αρχείου με καταγεγραμμένες καταθέσεις Γερμανών στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν λάβει προσωπικά μέρος στη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν (TSAMO, Αρχείο 35, op.11280, d.798, 1.175).
Τίποτε από όλα αυτά βεβαίως δεν κρίθηκε άξιο αναφοράς από τα αστικά ΜΜΕ.
Νέες δηλώσεις και αποκαλύψεις
Με αφορμή την αναβίωση του «ενδιαφέροντος» για το Κατίν, που προκάλεσε η γνωστή ταινία του Βάιντα το 2008, ο Γιούρι Ζούκοφ, ένας εκ των πλέον γνωστών και σεβαστών ιστορικών της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, δήλωσε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, πως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τού ζητήθηκε να ερευνήσει τα Αρχεία του Προέδρου (όπου εμπεριέχονταν και ο επίμαχος «φάκελος Νο.1»), προκειμένου να βρει στοιχεία για τις δήθεν «εγκληματικές δραστηριότητες» του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενόψει της δίκης του τελευταίου στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Στη διάρκεια της μελέτης αυτής των Αρχείων, του παρέδωσαν ένα πακέτο με 30 περίπου φωτοτυπίες ντοκουμέντων για διάφορα θέματα. Μεταξύ αυτών και μια μονοσέλιδη (όχι τετρασέλιδη, όπως εμφανίστηκε αργότερα) αναφορά – πρόταση του Μπέρια για την εκτέλεση 2 – 3 χιλιάδων (και όχι 25.700) Πολωνών αξιωματικών, ενόχων για εγκλήματα πολέμου και άλλα εγκλήματα. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αρχειοθετηθεί η εν λόγω αναφορά έδειχνε πως το αίτημα είχε τελικά απορριφθεί. Ωστόσο, εφόσον ήταν φωτοαντίγραφο, ο Ζούκοφ ζήτησε να του προσκομιστεί το πρωτότυπο κείμενο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επρόκειτο για κόπια της γνήσιας πρότασης Μπέρια, η οποία εν συνεχεία «τροποποιήθηκε», προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς των Γιέλτσιν και λοιπών;
Ένα είναι σίγουρο: Το πόρισμα της ανεξάρτητης εγκληματολογικής έρευνας, που ξεκίνησε στις 5 Νοέμβρη 2007 και κατέληξε στις 31 Μάρτη 2009, έδειξε πως στο έγγραφο Μπέρια είχαν «δουλέψει» διαφορετικές γραφομηχανές, ενισχύοντας σημαντικά την εκδοχή της πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα, στην έρευνα αυτή, που διενεργήθηκε από το Ειδικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο «Μόλοκοφ Ε.Π.» (αρ. πορίσματος Νο 016/07-Ι), τονίζονταν μεταξύ άλλων πως «τα προαναφερθέντα σημάδια είναι σημαντικά, σταθερά και στο σύνολό τους αρκετά για να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι τα αποσπάσματα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στις ψηφιακές φωτογραφίες της πρώτης, δεύτερης και τρίτης σελίδας…και το απόσπασμα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στην ψηφιακή φωτογραφία της τέταρτης σελίδας του συγκεκριμένου Γράμματος τυπώθηκαν σε διαφορετικές δακτυλογραφικές ατομικές μηχανές…».
Βεβαίως, επρόκειτο για εγκληματολογική έρευνα που διεξήχθη σε ψηφιακές φωτογραφίες του επίμαχου εγγράφου και όχι επί του πρωτοτύπου. Γι’ αυτό και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ) συγκρότησε ειδική επιτροπή, ζητώντας πρόσβαση στα γνήσια ντοκουμέντα. Οι αρχές της απαγόρευσαν την πρόσβαση στα συγκεκριμένα έγγραφα, ενώ έθεσαν εμπόδια και σε οποιαδήποτε άλλη διερεύνηση σχετικών με την υπόθεση υλικών. Οι κομμουνιστές όμως επέμειναν. Κατά τη διάρκεια της τακτικής συνεδρίασης της Κρατικής Δούμας στις 12 Φλεβάρη 2010 ο βουλευτής του ΚΚΡΟ (και πρώην Γενικός Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ) Βίκτορ Ιλιούχιν κατέθεσε εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος αίτημα για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, με αντικείμενο την εις βάθος διερεύνηση της υπόθεσης Κατίν.
Αντ’ αυτού, στις 28 Απρίλη 2010 τα περιβόητα «έγγραφα του Κατίν» αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο «κατ’ εντολήν» του ίδιου του Ρώσου Προέδρου. Η κίνηση αυτή, που χαιρετίστηκε μετά βαΐων και κλάδων, με πρωτοσέλιδα και βαρύγδουπους τίτλους, από σύσσωμο τον αστικό κόσμο, τα ΜΜΕ, κλπ., ήρθε για να αποστομώσει δήθεν τους επικριτές των ντοκουμέντων. Όμως επρόκειτο για τα ίδια ντοκουμέντα, που ήταν γνωστά από καιρό, οι ίδιες ψηφιακές φωτογραφίες που είχαν υποβληθεί σε εγκληματολογικές εξετάσεις, κ.ο.κ. Η εμφάνιση και εξέταση των πρωτοτύπων θα έλυνε μια για πάντα το ζήτημα. Γιατί, λοιπόν, η ρωσική κυβέρνηση αρνείται την πρόσβαση σε αυτά στους ειδικούς, στους μελετητές, στις εξεταστικές επιτροπές, στους ίδιους τους Πολωνούς που ακόμη τα αναζητούν;
Πρόσφατα, όμως, νέα στοιχεία και αποκαλύψεις ήρθαν στο φως, εγείροντας αμφιβολίες και προβληματισμούς, όχι μόνο για τα επίμαχα έγγραφα, αλλά και γενικά για το ποιόν, την αξιοπιστία των Ρωσικών Αρχείων.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 3 Ιούνη 2010, ο Βίκτορ Ιλιούχιν δήλωσε πως στις 25 και 26 Μάη ήρθε σε επαφή μαζί του ένας εκ των «πρωταγωνιστών» της πλαστογράφησης των ντοκουμέντων για το Κατίν – και όχι μόνο. Η καταγγελία δεν ήταν ανώνυμη (αν και για λόγους ασφαλείας ο καταγγέλλων ζήτησε να μην αποκαλυφθεί – προς το παρόν – το όνομά του), ούτε αόριστη. Υποδείχθηκαν συγκεκριμένες τοποθεσίες, κατονομάστηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ προς περαιτέρω επαλήθευση των λεγομένων του, ο καταγγέλλων προσκόμισε μια σειρά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ιστορικών «ντοκουμέντων», όπως φύλλα χαρτιού της δεκαετίας του 1940, πλαστές σφραγίδες, υπογραφές, κ.ά.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή
Σύμφωνα με τον ίδιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 συγκροτήθηκε, υπό την αιγίδα των Υπηρεσιών Ασφαλείας του τότε Προέδρου Μπ. Γιέλτσιν, μια ομάδα ειδικών, με σκοπό την πλαστογράφηση μιας σειράς εγγράφων σχετικών με σημαντικά γεγονότα της σοβιετικής περιόδου. Η ομάδα εργάστηκε αρχικά σε εγκαταστάσεις που στο παρελθόν ανήκαν στη ΚΕ του ΚΚΣΕ στο χωριό Ναγκόρνογιε (1991 – 1996), ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην περιοχή Ζαρέτσιε. Δίπλα στην ομάδα αυτή, όπου μετείχαν επίσης εκπρόσωποι των υπηρεσιών ασφαλείας και στελέχη του μηχανισμού του Προέδρου, δούλευε ακόμη μια επιτροπή από το 6ο Ινστιτούτο (Μολτσάνοφ) του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η «παραγγελία», τα κείμενα προς πλαστογράφηση ή κατασκευή, παρέχονταν από τους Π. Πιχόι (πρώην επικεφαλής των Ρωσικών Αρχείων), Μ. Πολταράνιν (από το περιβάλλον του Προέδρου) και Γ. Ρογκόζιν (αναπληρωτή αρχηγού της υπηρεσίας Ασφαλείας του Προέδρου). Η «παραγγελία» μπορεί να αφορούσε την εξολοκλήρου κατασκευή ενός εγγράφου ή την παραποίηση ήδη υπάρχοντος αρχειακού υλικού (με την προσθήκη κειμένου, υπογραφών, κ.ο.κ.). Εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια ντοκουμέντα τροφοδοτήθηκαν στα επίσημα Αρχεία της Ρωσίας τα επόμενα χρόνια.
Ο καταγγέλλων δήλωσε πως, μεταξύ των εγγράφων με τα οποία καταπιάστηκε η ομάδα του και ο ίδιος προσωπικά, ήταν και το επίμαχο κείμενο της πρότασης Μπέρια. Το έγγραφο κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Κρεμλίνου, τους δόθηκε το περιεχόμενο και εκείνοι ασχολήθηκαν με την «τεχνική» πλευρά του ζητήματος. Ο ίδιος πρόσθεσε την υπογραφή του Μπέρια, καθώς και τις υπογραφές των μελών του Πολιτικού Γραφείου. Προς υποστήριξη των λεγομένων του, παρουσίασε μια σειρά εντύπων της περιόδου, του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι), της Κεντρικής Επιτροπής, κ.ά., και μάλιστα υπογεγραμμένων. Πολλά από αυτά τα έντυπα ήταν κενά (με σκοπό να «συμπληρωθούν» αργότερα), ενώ στη φόρμα ταίριαζαν απόλυτα με τα επίμαχα ντοκουμέντα. Επίσης, παρουσίασε μια σειρά από σφραγίδες (του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών και άλλων δομών του σοβιετικού κράτους) που χρησιμοποιήθηκαν στην πλαστογράφηση των κειμένων, ενώ εξήγησε και τον τρόπο τοποθέτησής τους σε ένα έγγραφο προκειμένου να φαίνονται γνήσιες.
Προσκόμισε δε ένα ολόκληρο αρχείο (Ειδικό Αρχείο 29, τόμος 7ος) με το χαρακτηρισμό «απόρρητο» και «δεν υπόκειται σε αποχαρακτηρισμό», το οποίο περιήλθε στα χέρια του στα πλαίσια της συμμετοχής του στην εν λόγω ομάδα (και σύμφωνα με τον Β. Ιλιούχιν πολύ δύσκολα θα μπορούσε να είχε βρεθεί στην κατοχή του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο).
Τέλος, για την επιστολή Σελέπιν στον Χρουστσόφ (το 3ο επίμαχο έγγραφο της υπόθεσης), ο καταγγέλλων υπέδειξε ως συντάκτη του τον συνταγματάρχη Κλίμοφ, τονίζοντας πως μια απλή γραφολογική εξέταση του γραφικού του χαρακτήρα θα ήταν αρκετή, ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δεσμεύτηκε δε, να προσκομίσει σύντομα και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Η μάχη των συνειδήσεων συνεχίζεται
Όλα τα παραπάνω, είτε ληφθούν υπόψη ως αποδείξεις είτε απλά ως ενδείξεις, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων του Κατίν, που ομολογουμένως αποτελούν και το «βαρύ πυροβολικό» της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς, που φέρει ως ενόχους του εγκλήματος τους Σοβιετικούς (πέραν των ισχυρισμών των Ναζί). Βεβαίως, όλα αυτά έρχονται απλά να προστεθούν στη μακρά λίστα των αποδεικτικών στοιχείων και ιστορικών πηγών, που αναδεικνύουν, όχι μόνο τον υπεύθυνο του εγκλήματος αλλά και τη διαχρονική σκοπιμότητα γύρω από την προπαγάνδα του Κατίν (βλέπε Έκθεση Burdenko, Πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης, σχετικές αναφορές στα αρχεία των ΗΠΑ και της Βρετανίας, ομολογίες Γερμανών στρατιωτικών που μετείχαν στο έγκλημα, κ.ά.).
Όταν η ρωσική κυβέρνηση ανάρτησε τις ψηφιακές φωτογραφίες των επίμαχων εγγράφων στο διαδίκτυο έγινε κυριολεκτικά σάλος στο ντόπιο και διεθνή Τύπο.
Τι από τα παραπάνω είδατε να αναπαράγεται ως είδηση – ή απλά ως ερώτημα – για τη διατήρηση ορισμένων έστω προσχημάτων αντικειμενικότητας; Η απάντηση είναι απολύτως τίποτε.
Όπως και κανένα ερώτημα δε διατυπώθηκε ποτέ για το γεγονός ότι η ρωσική κυβέρνηση αρνείται πεισματικά μέχρι και σήμερα να προσκομίσει τα γνήσια έγγραφα προς μελέτη και εξέταση από τους ιστορικούς ή άλλους εμπειρογνώμονες και ειδικούς. Γιατί;
Διότι πολύ απλά ΔΕΝ τους ενδιαφέρει η ιστορική αλήθεια. Αυτή δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο σε αυτήν την υπόθεση. Η ουσία των εγγράφων έγκειται στους λόγους για τους οποίους πρωτο-«ανακαλύφθηκαν». Στη δίκη και καταδίκη του κομμουνισμού.
Στην παραχάραξη και κατασκευή εκ νέου της Ιστορίας και της ιστορικής μνήμης του λαού, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών.
Στη χρεοκοπία στη συνείδησή τους της σοσιαλιστικής προοπτικής, ιδιαίτερα τώρα, σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός, με αφορμή και την κρίση, αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά το πραγματικό, αποκρουστικό του πρόσωπο.
Πρόκειται για μια πραγματική μάχη συνειδήσεων.
Και έπεται συνέχεια…
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
16 Οκτωβρίου 1992.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου ήδη από τις 26 Μάη ως οργάνωση αντισυνταγματική. Επρόκειτο, βεβαίως, για μια δίκη σκοπιμότητας, η οποία στόχο δεν είχε απλά να θέσει το Κομμουνιστικό Κόμμα εκτός νόμου, αλλά και να το εξοντώσει πολιτικά και ηθικά στη συνείδηση του κόσμου, να διαγράψει την προσφορά και να αμαυρώσει τον ιστορικό του ρόλο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.Τη μέρα εκείνη, λοιπόν, κατά τη συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι εκπρόσωποι της πλευράς του Μπ. Γιέλτσιν (εκ των πρωταγωνιστών της ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας και πρώτου Προέδρου της καπιταλιστικής πλέον Ρωσίας), Σ. Σαχράι και Α. Μακάροφ, ανακοίνωσαν στους συνηγόρους της υπεράσπισης την προσθήκη στα υλικά της υπόθεσης ορισμένων «μόλις εντοπισθέντων» στα Αρχεία, «άκρως απόρρητων» εγγράφων, τα οποία «αποδείκνυαν» την ευθύνη των ανώτατων καθοδηγητικών οργάνων του Κομμουνιστικού Κόμματος για τη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν.
Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, τα έγγραφα αυτά «ανακαλύφθηκαν» σε σφραγισμένο φάκελο με την επονομασία «πακέτο Νο 1» και αφορούσαν:
α) Ένα τετρασέλιδο κείμενο, με αριθμό 794/Β και ημερομηνία 5 Μαρτίου 1940, στο οποίο ο Λαϊκός Επίτροπος για τις Εσωτερικές Υποθέσεις Λ. Μπέρια πρότεινε στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) την εκτέλεση 25.700 Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου,
β) Το απόσπασμα από τα Πρακτικά της 13ης Συνόδου του Πολιτικού Γραφείου, με αριθμό Ρ13/144 και ημερομηνία επίσης 5 Μαρτίου 1940, όπου «εγκρινόταν» το αίτημα Μπέρια, και
γ) Μια επιστολή του τότε επικεφαλής της KGB Α. Σεπέλιν προς τον Ν. Χρουστσόφ, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1959 και θέμα την καταστροφή των παραπάνω εγγράφων.
Η υπεράσπιση έγειρε εξ αρχής ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων (που συν τοις άλλοις προσκομίστηκαν ως φωτοαντίγραφα και όχι τα γνήσια), διαπιστώνοντας αμέσως μια σειρά από προβλήματα, παρατυπίες και λάθη στη σύνταξη, στον τρόπο γραφής, στις υπογραφές τους, κ.ο.κ. Μία από τις πλέον εξόφθαλμες ενδείξεις παραποίησης ήταν βεβαίως η πλήρης ταύτιση των ημερομηνιών των δύο πρώτων εγγράφων, πράγμα που ήταν αδύνατο. Ακολούθως, ζητήθηκαν τα πρωτότυπα, ώστε να υποβληθούν σε γραφολογικές εξετάσεις και να πιστοποιηθεί – ή μη – η γνησιότητά τους. Παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για την επικείμενη προσκόμιση των «αυθεντικών» αρχειακών ντοκουμέντων, τα επίμαχα κείμενα δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Και βεβαίως το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν τα συμπεριέλαβε καν στην απόφασή του στις 30 Νοέμβρη 1992. Ούτε σε μια στημένη δίκη σκοπιμότητας δεν μπόρεσαν να σταθούν.Ούτε όμως η πολωνική κυβέρνηση έμεινε ικανοποιημένη. Έχοντας παραλάβει τα ίδια έγγραφα στις 14 Οκτωβρίου 1992 κατ’ εντολή του Γιέλτσιν και διά χειρός του αρχειοθέτη Π. Πιχόι, ζήτησε επίσης να της παρουσιαστούν τα πρωτότυπα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έχει συμβεί έως τις μέρες μας.
Το μόνο που έγινε, εν τέλει, ήταν η «διόρθωση» της ημερομηνίας του πρώτου εγγράφου (πρόταση Μπέρια). Ετσι, η 5η Μάρτη 1940 έγινε «…Μάρτης 1940» (χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία). Με αυτή τη μορφή περιελήφθη στον 6ο τόμο των υλικών της δίκης και με αυτή τη μορφή το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Όμως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ούτε αυτή η «διόρθωση» υπήρξε αρκετή, ώστε να καλύψει τις ατασθαλίες των πλαστογράφων.
Τα προβλήματα των εγγράφων
Οι παρατηρήσεις μιας σειράς νομικών και ιστορικών – ερευνητών αναφορικά με τη φόρμα και το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων, γεννούν ομολογουμένως πολλά ερωτήματα.
— Καταρχάς, για την πρόταση Μπέρια: Η έλλειψη συγκεκριμένης ημερομηνίας, από μόνη της, αποτελεί ιδιαίτερα ανορθόδοξη πρακτική για ένα ντοκουμέντο τέτοιας σημασίας. Ακόμη πιο σοβαρό όμως είναι το εξής. Περαιτέρω αρχειακή έρευνα έδειξε πως στα πρακτικά των εξερχομένων ντοκουμέντων της NKVD, τα έγγραφα 793/Β, 794/Β (αυτό δηλαδή που μας ενδιαφέρει εν τω προκειμένω) και 795/Β είχαν καταχωρηθεί με ημερομηνία 29 Φλεβάρη 1940. Πώς γίνεται, λοιπόν, ένα έγγραφο, το οποίο είχε σταλεί (και επομένως συνταχθεί) τέλη Φλεβάρη, να αναγράφει «…Μάρτης 1940»;
— Το έγγραφο αυτό υποτίθεται πως επιδόθηκε από τον ίδιο τον Μπέρια στον Στάλιν κατά τη συνεδρίαση του ΠΓ στις 5 Μάρτη, στην οποία δήθεν έλαβε μέρος. Όμως στα πρακτικά των συναντήσεων εκείνης της ημέρας δεν εμφανίζεται ο Μπέρια. Ο τελευταίος συναντήθηκε με τον Στάλιν στις 27 Φλεβάρη και ξανά στις 7 Μάρτη, όχι όμως ενδιάμεσα.
— Άλλα λάθη αφορούν σημαντικές αποκλίσεις από την καθιερωμένη σύνταξη τέτοιων κειμένων (τα ντοκουμέντα της NKVD ακολουθούσαν αυστηρό πρωτόκολλο στον τρόπο γραφής τους). Αποκλίσεις που έχουν να κάνουν με τη διατύπωση του αιτήματος, τη θέση των υπογραφών, τον τρόπο της υπογραφής, κ.ά. Από το συγκεκριμένο κείμενο λείπουν επίσης τα αρχικά του δακτυλογράφου στην άνω αριστερή γωνία (τυπική πρακτική για έγγραφα της NKVD που γινόταν για ευνόητους λόγους ασφαλείας). Λείπουν μια σειρά χαρακτηριστικά ενός «άκρως απόρρητου» κειμένου, όπως π.χ. τα ονόματα όλων όσοι είχαν δει ή ήταν παραλήπτες του συγκεκριμένου εγγράφου, ο αριθμός των αντιγράφων, κ.ο.κ.
— Στο κείμενο υπάρχουν οι υπογραφές των μελών του ΠΓ Στάλιν, Βοροσίλοφ, Μολότοφ, Μικογιάν, Καλίνιν και Καγκάνοβιτς. Οι δύο τελευταίοι όμως δεν ήταν παρόντες στην 13η Σύνοδο του ΠΓ στις 5 Μαρτίου 1940, πώς λοιπόν θα μπορούσαν να έχουν υπογράψει;
— Η επιστολή του Σεπέλιν προς τον Χρουστσόφ είναι ομολογουμένως το πιο αδύναμο απ’ όλα τα ντοκουμέντα, αφού η προχειρότητα με την οποία γράφτηκε είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Δεν υπάρχουν ούτε υπογραφές, ούτε σφραγίδα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, ούτε αριθμός πρωτοκόλλου, ούτε κάποια από τις συνήθεις ενδείξεις για τέτοιου είδους έγγραφα (π.χ. εμπιστευτικό, απόρρητο, κλπ.), ενώ η απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της 5ης Μάρτη του 1940 αναφέρεται ως απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ (ενώ τότε δεν ονομαζόταν ακόμη έτσι).
Ολες οι παραπάνω παρατηρήσεις αφορούν βεβαίως μόνο τα έγγραφα αυτά καθαυτά και όχι μια σειρά άλλα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με σημαντικά προβλήματα στη διαδικασία λήψης τέτοιων αποφάσεων, τον τρόπο σύστασης μιας τρόικας, κ.ο.κ.
Η δικαστική έρευνα διακόπτεται
Η δικαστική «εξέταση» των εγκληματικών ευθυνών για το Κατίν συνεχίστηκε στη Ρωσία και μετά τη λήξη της δίκης του ΚΚΣΕ. Τερματίστηκε όμως τον Σεπτέμβρη του 2004 λόγω «έλλειψης εγκλήματος»! Επίσης, το Μάρτη του 2005 ο Γενικός Στρατιωτικός Εισαγγελέας της Ρωσίας ακύρωσε τη συμφωνία με την Πολωνία, σύμφωνα με την οποία η πρώτη όφειλε να προσκομίσει στη δεύτερη όλα τα ντοκουμέντα σχετικά με την έρευνα της υπόθεσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, μόλις 67 από τους 183 τόμους της διενεργηθείσας έρευνας μπόρεσαν να εξεταστούν. Οι υπόλοιποι θεωρήθηκαν ότι εμπεριείχαν «κρατικά μυστικά» και χαρακτηρίστηκαν απόρρητοι. Η υπόθεση έκλεισε άρον – άρον.
Μόλις 22 νεκροί αναγνωρίστηκαν. Αφού η σοβιετική ενοχή ήταν «δεδομένη», γιατί σταμάτησε η δικαστική έρευνα; Γιατί εγκαταλείφθηκε τόσο απότομα μια διαδικασία που πήρε τόσα χρόνια και θα μπορούσε – ενδεχομένως – να δώσει τέλος στη σπέκουλα γύρω από το θέμα;
«Ζωντανοί νεκροί» και ομολογίες Γερμανών
Το 2006 εκδόθηκαν στην Πολωνία τα απομνημονεύματα ενός επιφανούς Πολωνού νομικού εν ονόματι Ρ. Μπεζάνεκ. Επρόκειτο για τον νο.1105 νεκρό στις λίστες των θυμάτων του Κατίν, που είχε προκύψει το 1943 από την «έρευνα» των Ναζί. Βεβαίως, ο Μπεζάνεκ, νεαρός υπολοχαγός τότε, δεν ήταν πουθενά πέριξ του Κατίν το 1940 (βρισκόταν στη πολωνική πόλη του Ράντομ), ούτε βεβαίως εκτελέστηκε από τους «κόκκινους». Τουναντίον, έζησε για πάρα πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Και όμως, σύμφωνα με τον πολωνικό Ερυθρό Σταυρό (που μετείχε στην «έρευνα» των Ναζί για το Κατίν), το «πτώμα» του Μπεζάνεκ είχε αναγνωριστεί και ταυτοποιηθεί, βάσει επαγγελματικών καρτών και άλλων εγγράφων που «βρέθηκαν» πάνω του (Αρχείο GARFEF.7021, op.114, 35). Και δεν είναι το μόνο «θύμα» του Κατίν που κατόπιν βρέθηκε ζωντανό (όπως π.χ. ο Ζίγκνιου Μποτούσκαγια, κ.ά.).
Τα απομνημονεύματα του Μπεζάνεκ ήρθαν απλά να μας υπενθυμίσουν για μια ακόμη φορά το εξής παράδοξο: Εφόσον η μαζική εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών έγινε μυστικά από τους Σοβιετικούς, σε μια επιχείρηση που προφανώς δεν ήθελαν ποτέ να μάθει κανείς, γιατί όλοι σχεδόν οι εκτελεσθέντες βρέθηκαν κατόπιν από τους Ναζί με όλα τους τα στρατιωτικά διακριτικά, με ένα σωρό έγγραφα, ταυτότητες, φωτογραφίες, επιστολές, κ.ο.κ. που «πιστοποιούσαν» την ταυτότητά τους;
Μήπως η μαρτυρία αυτή ενισχύει την εκδοχή της κατασκευής του εγκλήματος από τους Ναζί;
Ας θυμηθούμε και πάλι το δημοσίευμα των «New York Times» στις 19 Ιούνη 1945, όπου, ένας πρώην έγκλειστος του στρατοπέδου συγκέντρωσης Sachsenhausen της Γερμανίας παραδέχτηκε πως μετείχε στην «παραγωγή ψευδών ντοκουμέντων αναγνώρισης για τα πτώματα των μαζικών τάφων στο Κατίν».
Αξίζει να σημειωθεί πως, ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση των απομνημονευμάτων του «ζωντανού – νεκρού» Μπεζάνεκ, το 2005, Ρώσοι ιστορικοί που μελετούσαν τα Κεντρικά Αρχεία του υπουργείου Άμυνας στο Ποντόλσκ, έκαναν γνωστή την ύπαρξη ενός ολόκληρου αρχείου με καταγεγραμμένες καταθέσεις Γερμανών στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν λάβει προσωπικά μέρος στη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν (TSAMO, Αρχείο 35, op.11280, d.798, 1.175).
Τίποτε από όλα αυτά βεβαίως δεν κρίθηκε άξιο αναφοράς από τα αστικά ΜΜΕ.
Νέες δηλώσεις και αποκαλύψεις
Με αφορμή την αναβίωση του «ενδιαφέροντος» για το Κατίν, που προκάλεσε η γνωστή ταινία του Βάιντα το 2008, ο Γιούρι Ζούκοφ, ένας εκ των πλέον γνωστών και σεβαστών ιστορικών της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, δήλωσε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, πως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τού ζητήθηκε να ερευνήσει τα Αρχεία του Προέδρου (όπου εμπεριέχονταν και ο επίμαχος «φάκελος Νο.1»), προκειμένου να βρει στοιχεία για τις δήθεν «εγκληματικές δραστηριότητες» του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενόψει της δίκης του τελευταίου στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Στη διάρκεια της μελέτης αυτής των Αρχείων, του παρέδωσαν ένα πακέτο με 30 περίπου φωτοτυπίες ντοκουμέντων για διάφορα θέματα. Μεταξύ αυτών και μια μονοσέλιδη (όχι τετρασέλιδη, όπως εμφανίστηκε αργότερα) αναφορά – πρόταση του Μπέρια για την εκτέλεση 2 – 3 χιλιάδων (και όχι 25.700) Πολωνών αξιωματικών, ενόχων για εγκλήματα πολέμου και άλλα εγκλήματα. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αρχειοθετηθεί η εν λόγω αναφορά έδειχνε πως το αίτημα είχε τελικά απορριφθεί. Ωστόσο, εφόσον ήταν φωτοαντίγραφο, ο Ζούκοφ ζήτησε να του προσκομιστεί το πρωτότυπο κείμενο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επρόκειτο για κόπια της γνήσιας πρότασης Μπέρια, η οποία εν συνεχεία «τροποποιήθηκε», προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς των Γιέλτσιν και λοιπών;
Ένα είναι σίγουρο: Το πόρισμα της ανεξάρτητης εγκληματολογικής έρευνας, που ξεκίνησε στις 5 Νοέμβρη 2007 και κατέληξε στις 31 Μάρτη 2009, έδειξε πως στο έγγραφο Μπέρια είχαν «δουλέψει» διαφορετικές γραφομηχανές, ενισχύοντας σημαντικά την εκδοχή της πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα, στην έρευνα αυτή, που διενεργήθηκε από το Ειδικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο «Μόλοκοφ Ε.Π.» (αρ. πορίσματος Νο 016/07-Ι), τονίζονταν μεταξύ άλλων πως «τα προαναφερθέντα σημάδια είναι σημαντικά, σταθερά και στο σύνολό τους αρκετά για να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι τα αποσπάσματα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στις ψηφιακές φωτογραφίες της πρώτης, δεύτερης και τρίτης σελίδας…και το απόσπασμα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στην ψηφιακή φωτογραφία της τέταρτης σελίδας του συγκεκριμένου Γράμματος τυπώθηκαν σε διαφορετικές δακτυλογραφικές ατομικές μηχανές…».
Βεβαίως, επρόκειτο για εγκληματολογική έρευνα που διεξήχθη σε ψηφιακές φωτογραφίες του επίμαχου εγγράφου και όχι επί του πρωτοτύπου. Γι’ αυτό και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ) συγκρότησε ειδική επιτροπή, ζητώντας πρόσβαση στα γνήσια ντοκουμέντα. Οι αρχές της απαγόρευσαν την πρόσβαση στα συγκεκριμένα έγγραφα, ενώ έθεσαν εμπόδια και σε οποιαδήποτε άλλη διερεύνηση σχετικών με την υπόθεση υλικών. Οι κομμουνιστές όμως επέμειναν. Κατά τη διάρκεια της τακτικής συνεδρίασης της Κρατικής Δούμας στις 12 Φλεβάρη 2010 ο βουλευτής του ΚΚΡΟ (και πρώην Γενικός Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ) Βίκτορ Ιλιούχιν κατέθεσε εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος αίτημα για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, με αντικείμενο την εις βάθος διερεύνηση της υπόθεσης Κατίν.
Αντ’ αυτού, στις 28 Απρίλη 2010 τα περιβόητα «έγγραφα του Κατίν» αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο «κατ’ εντολήν» του ίδιου του Ρώσου Προέδρου. Η κίνηση αυτή, που χαιρετίστηκε μετά βαΐων και κλάδων, με πρωτοσέλιδα και βαρύγδουπους τίτλους, από σύσσωμο τον αστικό κόσμο, τα ΜΜΕ, κλπ., ήρθε για να αποστομώσει δήθεν τους επικριτές των ντοκουμέντων. Όμως επρόκειτο για τα ίδια ντοκουμέντα, που ήταν γνωστά από καιρό, οι ίδιες ψηφιακές φωτογραφίες που είχαν υποβληθεί σε εγκληματολογικές εξετάσεις, κ.ο.κ. Η εμφάνιση και εξέταση των πρωτοτύπων θα έλυνε μια για πάντα το ζήτημα. Γιατί, λοιπόν, η ρωσική κυβέρνηση αρνείται την πρόσβαση σε αυτά στους ειδικούς, στους μελετητές, στις εξεταστικές επιτροπές, στους ίδιους τους Πολωνούς που ακόμη τα αναζητούν;
Πρόσφατα, όμως, νέα στοιχεία και αποκαλύψεις ήρθαν στο φως, εγείροντας αμφιβολίες και προβληματισμούς, όχι μόνο για τα επίμαχα έγγραφα, αλλά και γενικά για το ποιόν, την αξιοπιστία των Ρωσικών Αρχείων.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 3 Ιούνη 2010, ο Βίκτορ Ιλιούχιν δήλωσε πως στις 25 και 26 Μάη ήρθε σε επαφή μαζί του ένας εκ των «πρωταγωνιστών» της πλαστογράφησης των ντοκουμέντων για το Κατίν – και όχι μόνο. Η καταγγελία δεν ήταν ανώνυμη (αν και για λόγους ασφαλείας ο καταγγέλλων ζήτησε να μην αποκαλυφθεί – προς το παρόν – το όνομά του), ούτε αόριστη. Υποδείχθηκαν συγκεκριμένες τοποθεσίες, κατονομάστηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ προς περαιτέρω επαλήθευση των λεγομένων του, ο καταγγέλλων προσκόμισε μια σειρά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ιστορικών «ντοκουμέντων», όπως φύλλα χαρτιού της δεκαετίας του 1940, πλαστές σφραγίδες, υπογραφές, κ.ά.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή
Σύμφωνα με τον ίδιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 συγκροτήθηκε, υπό την αιγίδα των Υπηρεσιών Ασφαλείας του τότε Προέδρου Μπ. Γιέλτσιν, μια ομάδα ειδικών, με σκοπό την πλαστογράφηση μιας σειράς εγγράφων σχετικών με σημαντικά γεγονότα της σοβιετικής περιόδου. Η ομάδα εργάστηκε αρχικά σε εγκαταστάσεις που στο παρελθόν ανήκαν στη ΚΕ του ΚΚΣΕ στο χωριό Ναγκόρνογιε (1991 – 1996), ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην περιοχή Ζαρέτσιε. Δίπλα στην ομάδα αυτή, όπου μετείχαν επίσης εκπρόσωποι των υπηρεσιών ασφαλείας και στελέχη του μηχανισμού του Προέδρου, δούλευε ακόμη μια επιτροπή από το 6ο Ινστιτούτο (Μολτσάνοφ) του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η «παραγγελία», τα κείμενα προς πλαστογράφηση ή κατασκευή, παρέχονταν από τους Π. Πιχόι (πρώην επικεφαλής των Ρωσικών Αρχείων), Μ. Πολταράνιν (από το περιβάλλον του Προέδρου) και Γ. Ρογκόζιν (αναπληρωτή αρχηγού της υπηρεσίας Ασφαλείας του Προέδρου). Η «παραγγελία» μπορεί να αφορούσε την εξολοκλήρου κατασκευή ενός εγγράφου ή την παραποίηση ήδη υπάρχοντος αρχειακού υλικού (με την προσθήκη κειμένου, υπογραφών, κ.ο.κ.). Εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια ντοκουμέντα τροφοδοτήθηκαν στα επίσημα Αρχεία της Ρωσίας τα επόμενα χρόνια.
Ο καταγγέλλων δήλωσε πως, μεταξύ των εγγράφων με τα οποία καταπιάστηκε η ομάδα του και ο ίδιος προσωπικά, ήταν και το επίμαχο κείμενο της πρότασης Μπέρια. Το έγγραφο κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Κρεμλίνου, τους δόθηκε το περιεχόμενο και εκείνοι ασχολήθηκαν με την «τεχνική» πλευρά του ζητήματος. Ο ίδιος πρόσθεσε την υπογραφή του Μπέρια, καθώς και τις υπογραφές των μελών του Πολιτικού Γραφείου. Προς υποστήριξη των λεγομένων του, παρουσίασε μια σειρά εντύπων της περιόδου, του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι), της Κεντρικής Επιτροπής, κ.ά., και μάλιστα υπογεγραμμένων. Πολλά από αυτά τα έντυπα ήταν κενά (με σκοπό να «συμπληρωθούν» αργότερα), ενώ στη φόρμα ταίριαζαν απόλυτα με τα επίμαχα ντοκουμέντα. Επίσης, παρουσίασε μια σειρά από σφραγίδες (του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών και άλλων δομών του σοβιετικού κράτους) που χρησιμοποιήθηκαν στην πλαστογράφηση των κειμένων, ενώ εξήγησε και τον τρόπο τοποθέτησής τους σε ένα έγγραφο προκειμένου να φαίνονται γνήσιες.
Προσκόμισε δε ένα ολόκληρο αρχείο (Ειδικό Αρχείο 29, τόμος 7ος) με το χαρακτηρισμό «απόρρητο» και «δεν υπόκειται σε αποχαρακτηρισμό», το οποίο περιήλθε στα χέρια του στα πλαίσια της συμμετοχής του στην εν λόγω ομάδα (και σύμφωνα με τον Β. Ιλιούχιν πολύ δύσκολα θα μπορούσε να είχε βρεθεί στην κατοχή του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο).
Τέλος, για την επιστολή Σελέπιν στον Χρουστσόφ (το 3ο επίμαχο έγγραφο της υπόθεσης), ο καταγγέλλων υπέδειξε ως συντάκτη του τον συνταγματάρχη Κλίμοφ, τονίζοντας πως μια απλή γραφολογική εξέταση του γραφικού του χαρακτήρα θα ήταν αρκετή, ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δεσμεύτηκε δε, να προσκομίσει σύντομα και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Η μάχη των συνειδήσεων συνεχίζεται
Όλα τα παραπάνω, είτε ληφθούν υπόψη ως αποδείξεις είτε απλά ως ενδείξεις, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων του Κατίν, που ομολογουμένως αποτελούν και το «βαρύ πυροβολικό» της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς, που φέρει ως ενόχους του εγκλήματος τους Σοβιετικούς (πέραν των ισχυρισμών των Ναζί). Βεβαίως, όλα αυτά έρχονται απλά να προστεθούν στη μακρά λίστα των αποδεικτικών στοιχείων και ιστορικών πηγών, που αναδεικνύουν, όχι μόνο τον υπεύθυνο του εγκλήματος αλλά και τη διαχρονική σκοπιμότητα γύρω από την προπαγάνδα του Κατίν (βλέπε Έκθεση Burdenko, Πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης, σχετικές αναφορές στα αρχεία των ΗΠΑ και της Βρετανίας, ομολογίες Γερμανών στρατιωτικών που μετείχαν στο έγκλημα, κ.ά.).
Όταν η ρωσική κυβέρνηση ανάρτησε τις ψηφιακές φωτογραφίες των επίμαχων εγγράφων στο διαδίκτυο έγινε κυριολεκτικά σάλος στο ντόπιο και διεθνή Τύπο.
Τι από τα παραπάνω είδατε να αναπαράγεται ως είδηση – ή απλά ως ερώτημα – για τη διατήρηση ορισμένων έστω προσχημάτων αντικειμενικότητας; Η απάντηση είναι απολύτως τίποτε.
Όπως και κανένα ερώτημα δε διατυπώθηκε ποτέ για το γεγονός ότι η ρωσική κυβέρνηση αρνείται πεισματικά μέχρι και σήμερα να προσκομίσει τα γνήσια έγγραφα προς μελέτη και εξέταση από τους ιστορικούς ή άλλους εμπειρογνώμονες και ειδικούς. Γιατί;
Διότι πολύ απλά ΔΕΝ τους ενδιαφέρει η ιστορική αλήθεια. Αυτή δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο σε αυτήν την υπόθεση. Η ουσία των εγγράφων έγκειται στους λόγους για τους οποίους πρωτο-«ανακαλύφθηκαν». Στη δίκη και καταδίκη του κομμουνισμού.
Στην παραχάραξη και κατασκευή εκ νέου της Ιστορίας και της ιστορικής μνήμης του λαού, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών.
Στη χρεοκοπία στη συνείδησή τους της σοσιαλιστικής προοπτικής, ιδιαίτερα τώρα, σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός, με αφορμή και την κρίση, αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά το πραγματικό, αποκρουστικό του πρόσωπο.
Πρόκειται για μια πραγματική μάχη συνειδήσεων.
Και έπεται συνέχεια…
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Συνοψίζοντας ...
Κατίν»: Πες – πες κάτι θα μείνει…
Κάθε φορά που ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός αντιπαρατίθεται με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό, η δυτική προπαγάνδα για να διαμορφώσει το κλίμα που επιθυμεί επιστρατεύει «αμαρτωλές ιστορίες» από την περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης ώστε συνειρμικά αυτές να χρεωθούν στη σημερινή Ρωσία.
Φυσικά δεν είναι ότι ξεχνούν πως η Ρωσία του Πούτιν δεν είναι η Ρωσία της ΕΣΣΔ, αλλά η δική τους, η καπιταλιστική Ρωσία. Απλώς γνωρίζουν πως αυτά είναι «ψιλά γράμματα» στο παιχνίδι της διαμόρφωσης μιας μαζικής ψυχολογίας που θέλουν να την κατευθύνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να ξεχωρίσει «τη βούρτσα από την… βούρτσα».
Μόνιμα θύματα της παραπάνω πρακτικής είναι η αλήθεια που τη θέση της παίρνει το ψέμα και η ιστορική πραγματικότητα που τη θέση της παίρνει η πλαστογραφία της Ιστορίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο στοχεύουν σε τρεις κατευθύνσεις:
α) ο ενδοιμπεριαλιστικός «πόλεμος» τροφοδοτείται,
β) το μιαρό «σιδηρούν παραπέτασμα» συνεχίζει να βρίσκεται στο ιδεολογικό τους στόχαστρο
και ταυτόχρονα,
γ) η άθλια θεωρία των «δυο άκρων» μέσω της συκοφαντικής συσχέτισης του ναζισμού με τον κομμουνισμού αναπαράγεται (και μάλιστα αναπαράγεται από εκείνους που σήμερα ενισχύουν τους ναζί στην Ουκρανία…).
Από τα πιο προσφιλή θέματα στο πλαίσιο αυτής της τακτικής είναι το «Κατίν». Μια σειρά δυτικά ΜΜΕ, με αφορμή τα γεγονότα στην Ουκρανία, θυμήθηκαν (όπως ήταν αναμενόμενο) το Κατίν για να «αποδείξουν» πως «όπως σφάζει σήμερα η Ρωσία έτσι έσφαζε και πριν από 70 χρόνια»…
Το τι γίνεται σήμερα στην Ουκρανία ανάμεσα στην (καπιταλιστική) Ρωσία και στην (καπιταλιστική) Δύση το βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας.
Πάμε, λοιπόν, να δούμε τι πραγματικά έγινε, τότε:
Τον Απρίλη του 1943, η ναζιστική Γερμανία ανακοινώνει ότι ανακάλυψε μαζικούς τάφους Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν, η δολοφονία των οποίων αποδίδεται στους «Εβραιομπολσεβίκους». Από εκείνη τη στιγμή, ξεκινά μια εκστρατεία συντήρησης της προβοκάτσιας που κρατάει μέχρι τις μέρες μας. Μάλιστα, σήμερα, η «αξιοπιστία» της συκοφαντίας καθίσταται ευκολότερη, αφού πλέον δεν υπάρχει η ΕΣΣΔ για να υπερασπιστεί τον εαυτό της και που όσο υπήρχε οι παραχαράκτες είχαν εξευτελιστεί.
Ας δούμε ποια είναι η αλήθεια, όπως αποκαλύφθηκε από την επιτροπή υπό τον ακαδημαϊκό Μπουρντένκο (σσ: η Έκθεση Burdenko στο:http://katyn.codis.ru/cccp054.htm):
1) Οι Σοβιετικοί βρίσκονταν στο Κατίν μέχρι τον Ιούνη του 1941 οπότε και άρχισε η επίθεση του Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ. Άρα, κατά τους ναζί, η δολοφονία των Πολωνών διαπράχτηκε πριν από τον Ιούνη του 1941. Κι όμως τα στοιχεία από την εκταφή αποδεικνύουν ότι πάνω σε πτώματα του Κατίν βρέθηκαν έγγραφα με ημερομηνία «20 Οκτωβρίου 1941». Όμως εκείνη την περίοδο, τον Οκτώβρη του ’41, στο Κατίν δεν υπήρχαν Σοβιετικοί. Την περιοχή είχαν καταλάβει οι Γερμανοί, μήνες πριν (Παρεμπιπτόντως: Στις 20 Οκτώβρη 1941 οι Σοβιετικοί είχαν άλλες…δουλειές. Έδιναν τη μάχη της Μόσχας ενάντια στους ναζί)…
2) Μέλη της «διεθνούς» επιτροπής που συνέστησε ο ίδιος ο Γκαίμπελς για να «στοιχειοθετηθεί το έγκλημα από τους Σοβιετικούς», αποκάλυψαν (όπως ο Βούλγαρος ιατροδικαστής Μάρκοφ και ο Τσεχοσλοβάκος καθηγητής Χάγιεκ) ότι τα πτώματα ήταν ιατροδικαστικώς αδύνατο να είχαν θανατωθεί το διάστημα που κατείχαν την περιοχή οι Σοβιετικοί και προσδιόριζαν ως χρόνο ταφής τους τα τέλη του ’41, αρχές του ’42. Ενόσω, δηλαδή, η περιοχή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή…
3) Στους τάφους υπήρχαν κάλυκες από σφαίρες των 7,65mm και αρκετές των 9mm. Επίσης, σε αυτές των 7,65mm υπήρχε ο κωδικός «Geko». Παράλληλα, σημαντικός αριθμός θυμάτων βρέθηκε με τα χέρια δεμένα με ειδικό είδος σπάγκου.
Σημείο πρώτο:Όπλα και σφαίρες των 7,65mm και των 9mm εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν στην ΕΣΣΔ. Υπήρχαν στη Γερμανία…
Σημείο δεύτερο: Η συντομογραφία «Geko» ανήκε στο εργοστάσιο παραγωγής σφαιρών «Genshovik». Το εργοστάσιο ήταν γερμανικό…
Σημείο τρίτο: Το είδος σπάγκου με το οποίο ήταν δεμένα τα θύματα δεν παραγόταν στην ΕΣΣΔ. Παραγόταν στη Γερμανία…
4) Ακόμα και ο Τσόρτσιλ, όταν ο Γκαίμπελς έστησε την προβοκάτσια του Κατίν, είχε δηλώσει στις 24 Απρίλη 1943: «Είμαστε οπωσδήποτε αντίθετοι σε κάθε υποτιθέμενη «έρευνα» που θα διεξαγόταν από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ή οιονδήποτε άλλο οργανισμό από οιαδήποτε άλλη περιοχή υπό γερμανική κυριαρχία. Μια τέτοια έρευνα θα ήταν απάτη και τα συμπεράσματά της προϊόν τρομοκρατίας» (Fowler M (1985) «Winston S. Churchill. Philosopher and Statesman» (Lanham, MD: University Press of America).
5) Στο ημερολόγιο του Γκαίμπελς (Goebbels J (1948) «The Goebbels Diaries (1942-1943)», μετάφραση Louis P. Lochner (New York: Doubleday & Company) με εγγραφή στις 14/4/1943 διαβάζουμε για το Κατίν: «Έδωσα οδηγίες να γίνει η ευρύτερη δυνατή εκμετάλλευση αυτού του προπαγανδιστικού υλικού. Θα μπορέσουμε να επιζήσουμε με αυτό για μια-δυο βδομάδες». Σε επόμενη εγγραφή, στις 8/5/1943, αναφέρονται τα εξής: «…δυστυχώς στους τάφους του Κατίν βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες… Είναι απαραίτητο αυτή η πληροφορία να παραμείνει άκρως απόρρητη. Αν ποτέ ερχόταν εν γνώσει του εχθρού, η όλη υπόθεση του Κατίν θα κατέρρεε»…
Από τα παραπάνω είναι προφανές: Ο Γκαίμπελς, όπως είχε πράξει και με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, έτσι και στην υπόθεση του Κατίν, έστησε μια προβοκάτσια (την οποία αξιοποιεί έκτοτε η «δημοκρατική» Δύση), για να ενοχοποιήσει τους κομμουνιστές και την ΕΣΣΔ. Και τούτο παρά το γεγονός ότι ακόμα και ο Αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα (σ.σ.: όπως καταγράφει στο βιβλίο του «Stalin’s Wars» o Βρετανός ιστορικός G. Roberts) ομολογούσε στα ιδιωτικά του έγγραφα το 1944, ότι: «Σε κάθε περίπτωση η σφαγή πραγματοποιήθηκε από τους Γερμανούς».
Σημείωση: Το 1946, ο επικεφαλής της Σοβιετικής Εισαγγελίας στις δίκες της Νυρεμβέργης, ο Ρομάν Ρουντένκο, ζήτησε να συμπεριληφθεί σε αυτές και η υπόθεση του Κατίν, τονίζοντας ότι συνιστούσε «μία από τις σημαντικότερες εγκληματικές πράξεις για την οποία ευθύνονται εγκληματίες πολέμου…».Ωστόσο οι Αμερικάνοι το αρνήθηκαν. Αλήθεια, γιατί να ζητήσει η Σοβιετική Ένωση να τεθεί το Κατίν υπό την εξέταση ενός διεθνούς δικαστηρίου αν ήταν ένοχη; Και γιατί αν ήταν ένοχη να της κάνουν τη χάρη οι Αμερικάνοι να μπλοκάρουν τη διερεύνηση ενός εγκλήματος που η ίδια η Σοβιετική Ένωση είχε ζητήσει;…
Ας δούμε τώρα τη «βερσιόν» όπως αυτή σκηνοθετήθηκε μετά την πτώση της ΕΣΣΔ:
Το σενάριο «του σοβιετικού εγκλήματος» στο Κατίν επανεκδόθηκε το 1992. Τότε το γιελτσινικό καθεστώς, κατά τη διάρκεια της δίκης που στήθηκε στη Ρωσία ενάντια στο ΚΚΣΕ, υποτίθεται ότι «ανακάλυψε» νέα «ντοκουμέντα», σύμφωνα με τα οποία το έγκλημα στο Κατίν διαπράχτηκε από την ΕΣΣΔ. Τα «στοιχεία» εστάλησαν και στον Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία.
Τα «ντοκουμέντα» περιλάμβαναν:
– ένα υποτιθέμενο έγγραφο του 1940 του Λ. Μπέρια προς το Πολιτικό Γραφείο (ΠΓ) του Κόμματος που ζητούσε άδεια για την εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών,
– απόσπασμα από την υποτιθέμενη απόφαση του ΠΓ που έδινε τη σχετική άδεια στον Μπέρια και
– σημείωμα του επικεφαλής της KGB, του Σέπελιν, προς τον Χρουστσόφ το 1959, με την υπόμνηση ότι έπρεπε να καταστραφούν τα έγγραφα που «αποδείκνυαν» το έγκλημα των Σοβιετικών στο Κατίν.
Έχουμε και λέμε:
α) Τα «ντοκουμέντα» ήταν τόσο εμφανώς πλαστά που δεν έγιναν δεκτά ούτε κι από αυτό το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας επί εποχής Γιέλτσιν, όπου δικαζόταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ)
β) Από το 1992 κυκλοφορούν πλήθος κόπιες από αυτά τα πλαστά φωτοαντίγραφα των υποτιθέμενων ντοκουμέντων. Τα πρωτότυπα, όμως, ουδέποτε εμφανίστηκαν, παρότι ζητήθηκαν και από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας κι από την πολωνική κυβέρνηση…
γ) Στο υποτιθέμενο έγγραφο του Μπέρια υπάρχουν οι υπογραφές των Στάλιν, Μολότοφ, Μικογιάν, Βοροσίλοφ, αλλά και των Καγκάνοβιτς και Καλίνιν. Μόνο που στη συγκεκριμένη, τη 13η Σύνοδο του ΠΓ το Μάρτη του 1940, οι δύο τελευταίοι απουσίαζαν. Οι παραχαράκτες, όμως, πρόσθεσαν από κεκτημένη προβοκατόρικη ταχύτητα και τα δικά τους ονόματα στο πλαστό τους έγγραφο…
δ) Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το ΠΓ των μπολσεβίκων ήταν τόσο ανόητο, ώστε να καταγράφει σε επίσημα έγγραφα την άδειά του για μαζικές εκτελέσεις 20.000 ανθρώπων, πώς εξηγείται ότι το «σημείωμα» του Μπέρια και η «απόφαση» του ΠΓ φέρουν την ίδια ημερομηνία «5 Μαρτίου 1940»;
Στην ιστορία των συνεδριάσεων του ΠΓ δεν υπάρχει προηγούμενο της αυθημερόν εξέτασης κάποιου ζητήματος. Η απόσταση που χώριζε την ημερομηνία του εγγράφου για τη συζήτηση κάποιου ζητήματος μέχρι την ένταξη του συγκεκριμένου ζητήματος στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης ήταν τουλάχιστον μια βδομάδα. Αυτό δεν το πρόσεξαν οι παραχαράκτες…
ε) Ο Σελέπιν που υποτίθεται είχε στείλει «έγγραφο» στον Χρουστσόφ να καταστραφούν τα στοιχεία για το Κατίν, όταν ρωτήθηκε, το αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Αλλά, πέρα από αυτό, είναι δυνατόν ολόκληρος επικεφαλής της KGB να γράφει στο έγγραφό του ότι η απόφαση για την εκτέλεση των Πολωνών το 1940 πάρθηκε από το «Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ» και να μη γνωρίζει ΟΤΙ ΤΟ 1940 ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΚΚΣΕ;
Το 1940 υπήρχε ΠΚΚ(μπ), δηλαδή Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπολσεβίκοι).
ΣΕ ΚΚΣΕ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΜΟΝΟ ΜΕΤΑ ΤΟ 1952.
Αλλά ούτε αυτό το πρόσεξαν οι παραχαράκτες…
***
Η προβοκάτσια για το Κατίν, αυτό το γκεμπελικό «πες – πες κάτι θα μείνει», διαρκεί πολλές δεκαετίες. Τη συκοφαντία την αναπαράγει ακόμα και η Ρωσία (του Πούτιν…).
Στη συκοφαντία έχουν συμμετάσχει πολλοί και διάφοροι όλα αυτά τα χρόνια – και στην Ελλάδα.
Και πάντα βρίσκονται οι πρόθυμοι να τη συνεχίζουν – και στην Ελλάδα.
Το δικαίωμά τους στον ΑΥΤΟΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟ , όπως έχουμε τονίσει και παλιότερα, είναι αναφαίρετο…
Κάθε φορά που ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός αντιπαρατίθεται με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό, η δυτική προπαγάνδα για να διαμορφώσει το κλίμα που επιθυμεί επιστρατεύει «αμαρτωλές ιστορίες» από την περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης ώστε συνειρμικά αυτές να χρεωθούν στη σημερινή Ρωσία.
Φυσικά δεν είναι ότι ξεχνούν πως η Ρωσία του Πούτιν δεν είναι η Ρωσία της ΕΣΣΔ, αλλά η δική τους, η καπιταλιστική Ρωσία. Απλώς γνωρίζουν πως αυτά είναι «ψιλά γράμματα» στο παιχνίδι της διαμόρφωσης μιας μαζικής ψυχολογίας που θέλουν να την κατευθύνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να ξεχωρίσει «τη βούρτσα από την… βούρτσα».
Μόνιμα θύματα της παραπάνω πρακτικής είναι η αλήθεια που τη θέση της παίρνει το ψέμα και η ιστορική πραγματικότητα που τη θέση της παίρνει η πλαστογραφία της Ιστορίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο στοχεύουν σε τρεις κατευθύνσεις:
α) ο ενδοιμπεριαλιστικός «πόλεμος» τροφοδοτείται,
β) το μιαρό «σιδηρούν παραπέτασμα» συνεχίζει να βρίσκεται στο ιδεολογικό τους στόχαστρο
και ταυτόχρονα,
γ) η άθλια θεωρία των «δυο άκρων» μέσω της συκοφαντικής συσχέτισης του ναζισμού με τον κομμουνισμού αναπαράγεται (και μάλιστα αναπαράγεται από εκείνους που σήμερα ενισχύουν τους ναζί στην Ουκρανία…).
Από τα πιο προσφιλή θέματα στο πλαίσιο αυτής της τακτικής είναι το «Κατίν». Μια σειρά δυτικά ΜΜΕ, με αφορμή τα γεγονότα στην Ουκρανία, θυμήθηκαν (όπως ήταν αναμενόμενο) το Κατίν για να «αποδείξουν» πως «όπως σφάζει σήμερα η Ρωσία έτσι έσφαζε και πριν από 70 χρόνια»…
Το τι γίνεται σήμερα στην Ουκρανία ανάμεσα στην (καπιταλιστική) Ρωσία και στην (καπιταλιστική) Δύση το βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας.
Πάμε, λοιπόν, να δούμε τι πραγματικά έγινε, τότε:
Τον Απρίλη του 1943, η ναζιστική Γερμανία ανακοινώνει ότι ανακάλυψε μαζικούς τάφους Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν, η δολοφονία των οποίων αποδίδεται στους «Εβραιομπολσεβίκους». Από εκείνη τη στιγμή, ξεκινά μια εκστρατεία συντήρησης της προβοκάτσιας που κρατάει μέχρι τις μέρες μας. Μάλιστα, σήμερα, η «αξιοπιστία» της συκοφαντίας καθίσταται ευκολότερη, αφού πλέον δεν υπάρχει η ΕΣΣΔ για να υπερασπιστεί τον εαυτό της και που όσο υπήρχε οι παραχαράκτες είχαν εξευτελιστεί.
Ας δούμε ποια είναι η αλήθεια, όπως αποκαλύφθηκε από την επιτροπή υπό τον ακαδημαϊκό Μπουρντένκο (σσ: η Έκθεση Burdenko στο:http://katyn.codis.ru/cccp054.htm):
1) Οι Σοβιετικοί βρίσκονταν στο Κατίν μέχρι τον Ιούνη του 1941 οπότε και άρχισε η επίθεση του Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ. Άρα, κατά τους ναζί, η δολοφονία των Πολωνών διαπράχτηκε πριν από τον Ιούνη του 1941. Κι όμως τα στοιχεία από την εκταφή αποδεικνύουν ότι πάνω σε πτώματα του Κατίν βρέθηκαν έγγραφα με ημερομηνία «20 Οκτωβρίου 1941». Όμως εκείνη την περίοδο, τον Οκτώβρη του ’41, στο Κατίν δεν υπήρχαν Σοβιετικοί. Την περιοχή είχαν καταλάβει οι Γερμανοί, μήνες πριν (Παρεμπιπτόντως: Στις 20 Οκτώβρη 1941 οι Σοβιετικοί είχαν άλλες…δουλειές. Έδιναν τη μάχη της Μόσχας ενάντια στους ναζί)…
2) Μέλη της «διεθνούς» επιτροπής που συνέστησε ο ίδιος ο Γκαίμπελς για να «στοιχειοθετηθεί το έγκλημα από τους Σοβιετικούς», αποκάλυψαν (όπως ο Βούλγαρος ιατροδικαστής Μάρκοφ και ο Τσεχοσλοβάκος καθηγητής Χάγιεκ) ότι τα πτώματα ήταν ιατροδικαστικώς αδύνατο να είχαν θανατωθεί το διάστημα που κατείχαν την περιοχή οι Σοβιετικοί και προσδιόριζαν ως χρόνο ταφής τους τα τέλη του ’41, αρχές του ’42. Ενόσω, δηλαδή, η περιοχή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή…
3) Στους τάφους υπήρχαν κάλυκες από σφαίρες των 7,65mm και αρκετές των 9mm. Επίσης, σε αυτές των 7,65mm υπήρχε ο κωδικός «Geko». Παράλληλα, σημαντικός αριθμός θυμάτων βρέθηκε με τα χέρια δεμένα με ειδικό είδος σπάγκου.
Σημείο πρώτο:Όπλα και σφαίρες των 7,65mm και των 9mm εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν στην ΕΣΣΔ. Υπήρχαν στη Γερμανία…
Σημείο δεύτερο: Η συντομογραφία «Geko» ανήκε στο εργοστάσιο παραγωγής σφαιρών «Genshovik». Το εργοστάσιο ήταν γερμανικό…
Σημείο τρίτο: Το είδος σπάγκου με το οποίο ήταν δεμένα τα θύματα δεν παραγόταν στην ΕΣΣΔ. Παραγόταν στη Γερμανία…
4) Ακόμα και ο Τσόρτσιλ, όταν ο Γκαίμπελς έστησε την προβοκάτσια του Κατίν, είχε δηλώσει στις 24 Απρίλη 1943: «Είμαστε οπωσδήποτε αντίθετοι σε κάθε υποτιθέμενη «έρευνα» που θα διεξαγόταν από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ή οιονδήποτε άλλο οργανισμό από οιαδήποτε άλλη περιοχή υπό γερμανική κυριαρχία. Μια τέτοια έρευνα θα ήταν απάτη και τα συμπεράσματά της προϊόν τρομοκρατίας» (Fowler M (1985) «Winston S. Churchill. Philosopher and Statesman» (Lanham, MD: University Press of America).
5) Στο ημερολόγιο του Γκαίμπελς (Goebbels J (1948) «The Goebbels Diaries (1942-1943)», μετάφραση Louis P. Lochner (New York: Doubleday & Company) με εγγραφή στις 14/4/1943 διαβάζουμε για το Κατίν: «Έδωσα οδηγίες να γίνει η ευρύτερη δυνατή εκμετάλλευση αυτού του προπαγανδιστικού υλικού. Θα μπορέσουμε να επιζήσουμε με αυτό για μια-δυο βδομάδες». Σε επόμενη εγγραφή, στις 8/5/1943, αναφέρονται τα εξής: «…δυστυχώς στους τάφους του Κατίν βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες… Είναι απαραίτητο αυτή η πληροφορία να παραμείνει άκρως απόρρητη. Αν ποτέ ερχόταν εν γνώσει του εχθρού, η όλη υπόθεση του Κατίν θα κατέρρεε»…
Από τα παραπάνω είναι προφανές: Ο Γκαίμπελς, όπως είχε πράξει και με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, έτσι και στην υπόθεση του Κατίν, έστησε μια προβοκάτσια (την οποία αξιοποιεί έκτοτε η «δημοκρατική» Δύση), για να ενοχοποιήσει τους κομμουνιστές και την ΕΣΣΔ. Και τούτο παρά το γεγονός ότι ακόμα και ο Αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα (σ.σ.: όπως καταγράφει στο βιβλίο του «Stalin’s Wars» o Βρετανός ιστορικός G. Roberts) ομολογούσε στα ιδιωτικά του έγγραφα το 1944, ότι: «Σε κάθε περίπτωση η σφαγή πραγματοποιήθηκε από τους Γερμανούς».
Σημείωση: Το 1946, ο επικεφαλής της Σοβιετικής Εισαγγελίας στις δίκες της Νυρεμβέργης, ο Ρομάν Ρουντένκο, ζήτησε να συμπεριληφθεί σε αυτές και η υπόθεση του Κατίν, τονίζοντας ότι συνιστούσε «μία από τις σημαντικότερες εγκληματικές πράξεις για την οποία ευθύνονται εγκληματίες πολέμου…».Ωστόσο οι Αμερικάνοι το αρνήθηκαν. Αλήθεια, γιατί να ζητήσει η Σοβιετική Ένωση να τεθεί το Κατίν υπό την εξέταση ενός διεθνούς δικαστηρίου αν ήταν ένοχη; Και γιατί αν ήταν ένοχη να της κάνουν τη χάρη οι Αμερικάνοι να μπλοκάρουν τη διερεύνηση ενός εγκλήματος που η ίδια η Σοβιετική Ένωση είχε ζητήσει;…
Ας δούμε τώρα τη «βερσιόν» όπως αυτή σκηνοθετήθηκε μετά την πτώση της ΕΣΣΔ:
Το σενάριο «του σοβιετικού εγκλήματος» στο Κατίν επανεκδόθηκε το 1992. Τότε το γιελτσινικό καθεστώς, κατά τη διάρκεια της δίκης που στήθηκε στη Ρωσία ενάντια στο ΚΚΣΕ, υποτίθεται ότι «ανακάλυψε» νέα «ντοκουμέντα», σύμφωνα με τα οποία το έγκλημα στο Κατίν διαπράχτηκε από την ΕΣΣΔ. Τα «στοιχεία» εστάλησαν και στον Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία.
Τα «ντοκουμέντα» περιλάμβαναν:
– ένα υποτιθέμενο έγγραφο του 1940 του Λ. Μπέρια προς το Πολιτικό Γραφείο (ΠΓ) του Κόμματος που ζητούσε άδεια για την εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών,
– απόσπασμα από την υποτιθέμενη απόφαση του ΠΓ που έδινε τη σχετική άδεια στον Μπέρια και
– σημείωμα του επικεφαλής της KGB, του Σέπελιν, προς τον Χρουστσόφ το 1959, με την υπόμνηση ότι έπρεπε να καταστραφούν τα έγγραφα που «αποδείκνυαν» το έγκλημα των Σοβιετικών στο Κατίν.
Έχουμε και λέμε:
α) Τα «ντοκουμέντα» ήταν τόσο εμφανώς πλαστά που δεν έγιναν δεκτά ούτε κι από αυτό το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας επί εποχής Γιέλτσιν, όπου δικαζόταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ)
β) Από το 1992 κυκλοφορούν πλήθος κόπιες από αυτά τα πλαστά φωτοαντίγραφα των υποτιθέμενων ντοκουμέντων. Τα πρωτότυπα, όμως, ουδέποτε εμφανίστηκαν, παρότι ζητήθηκαν και από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας κι από την πολωνική κυβέρνηση…
γ) Στο υποτιθέμενο έγγραφο του Μπέρια υπάρχουν οι υπογραφές των Στάλιν, Μολότοφ, Μικογιάν, Βοροσίλοφ, αλλά και των Καγκάνοβιτς και Καλίνιν. Μόνο που στη συγκεκριμένη, τη 13η Σύνοδο του ΠΓ το Μάρτη του 1940, οι δύο τελευταίοι απουσίαζαν. Οι παραχαράκτες, όμως, πρόσθεσαν από κεκτημένη προβοκατόρικη ταχύτητα και τα δικά τους ονόματα στο πλαστό τους έγγραφο…
δ) Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το ΠΓ των μπολσεβίκων ήταν τόσο ανόητο, ώστε να καταγράφει σε επίσημα έγγραφα την άδειά του για μαζικές εκτελέσεις 20.000 ανθρώπων, πώς εξηγείται ότι το «σημείωμα» του Μπέρια και η «απόφαση» του ΠΓ φέρουν την ίδια ημερομηνία «5 Μαρτίου 1940»;
Στην ιστορία των συνεδριάσεων του ΠΓ δεν υπάρχει προηγούμενο της αυθημερόν εξέτασης κάποιου ζητήματος. Η απόσταση που χώριζε την ημερομηνία του εγγράφου για τη συζήτηση κάποιου ζητήματος μέχρι την ένταξη του συγκεκριμένου ζητήματος στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης ήταν τουλάχιστον μια βδομάδα. Αυτό δεν το πρόσεξαν οι παραχαράκτες…
ε) Ο Σελέπιν που υποτίθεται είχε στείλει «έγγραφο» στον Χρουστσόφ να καταστραφούν τα στοιχεία για το Κατίν, όταν ρωτήθηκε, το αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Αλλά, πέρα από αυτό, είναι δυνατόν ολόκληρος επικεφαλής της KGB να γράφει στο έγγραφό του ότι η απόφαση για την εκτέλεση των Πολωνών το 1940 πάρθηκε από το «Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ» και να μη γνωρίζει ΟΤΙ ΤΟ 1940 ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΚΚΣΕ;
Το 1940 υπήρχε ΠΚΚ(μπ), δηλαδή Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπολσεβίκοι).
ΣΕ ΚΚΣΕ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΜΟΝΟ ΜΕΤΑ ΤΟ 1952.
Αλλά ούτε αυτό το πρόσεξαν οι παραχαράκτες…
***
Η προβοκάτσια για το Κατίν, αυτό το γκεμπελικό «πες – πες κάτι θα μείνει», διαρκεί πολλές δεκαετίες. Τη συκοφαντία την αναπαράγει ακόμα και η Ρωσία (του Πούτιν…).
Στη συκοφαντία έχουν συμμετάσχει πολλοί και διάφοροι όλα αυτά τα χρόνια – και στην Ελλάδα.
Και πάντα βρίσκονται οι πρόθυμοι να τη συνεχίζουν – και στην Ελλάδα.
Το δικαίωμά τους στον ΑΥΤΟΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟ , όπως έχουμε τονίσει και παλιότερα, είναι αναφαίρετο…
O Λένιν, ο Κεμάλ και ο Πόντος:
Η προπαγάνδα του «Κεμαλομπολσεβικισμού»
Περί «κεμαλομπολσεβικισμού»
Πρόσφατα το ιδεολόγημα περί «κεμαλομπολσεβικισμού», προϊόν λιγότερο φωτεινών περιόδων της ελληνικής Ιστορίας και αναπόσπαστο τμήμα του οπλοστασίου του αντικομμουνισμού από την δικτατορία του Πάγκαλου μέχρι την Χούντα των Συνταγματαρχών, αναβίωσε και πάλι σε άρθρο με τίτλο «Οι ευθύνες του ΚΚΕ και ο Φιλοκεμαλισμός στην Ελλάδα».
Συνοδευόμενο από πομπώδεις εκφράσεις (όπως π.χ. «υποκριτές γραμματείς και φαρισαίοι της Αριστεράς», «ενδοτισμός» της Αριστεράς, κ.α.), διαστρεβλώσεις και συγχύσεις (που ταύτιζαν π.χ. αυθαίρετα τις θέσεις του Ριζοσπάστη με τις αντίστοιχες της κ. Ρεπούση), το εν λόγω δημοσίευμα προσπάθησε να στοιχειοθετήσει μια ιστορικοφανή «εχθρική στάση» των κομμουνιστών έναντι του ποντιακού λαού.
Επιχειρώντας μια σύντομη και κατά το δυνατόν πληρέστερη απάντηση θα ήταν χρήσιμο να αφήσουμε στην άκρη τους συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς που διατυπώνονται στο κείμενο, προσανατολίζοντας την συζήτηση προς μια περισσότερο εποικοδομητική βάση. Εξετάζοντας λοιπόν πτυχές του ιστορικού παρελθόντος που, είτε από άγνοια είτε από πολιτική σκοπιμότητα, αποσιωπούνται και διαστρεβλώνονται θα μπορούσαμε να σταθούμε επιγραμματικά στα εξής.
Τα γενεσιουργά αίτια της καταστροφής της Μικράς Ασίας και του Πόντου δεν μπορούν δυστυχώς να αποδοθούν αναλυτικά στα πλαίσια ενός άρθρου. Είχαν να κάνουν με ένα συνδυασμό παραγόντων που παρουσιάζουμε εδώ κωδικοποιημένα:
Α) με την άνοδο του τουρκικού αστικού εθνικισμού,
Β) την επιδίωξη συγκρότησης ενός έθνους κράτους στο οποίο η ανερχόμενη τουρκική αστική τάξη θα μπορούσε να αναπαραχθεί ως κυρίαρχη δύναμη και που το ισχυρό ελληνικό και αρμένικο κεφάλαιο αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο,
Γ) με την διείσδυση του γερμανικού ιμπεριαλισμού στις αγορές της Ανατολής και την ταύτιση του χριστιανικού στοιχείου με τα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των ανταγωνιστών του,
Δ) τις συγκεκριμένες επιδιώξεις και επιλογές της ελληνικής και ελληνοποντιακής πολιτικοοικονομικής ηγεσίας, κλπ.
Δεν αποτελεί έκπληξη γιατί οι συνυπεύθυνες για την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολής κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, πάσχισαν από την επομένη κιόλας ημέρα να αποπροσανα-τολίσουν τις προσφυγικές μάζες που κατέφθαναν στις ελληνικές ακτές μετατοπίζοντας τις ευθύνες, από τους κατεξοχήν υπαίτιους, στους κομμουνιστές. Για όλα έφταιγε…ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι και τα κατά τόπους «μίσθαρνα όργανα της Μόσχας»!
Και όμως, η στάση της νεαρής σοβιετικής πολιτείας έναντι των Ποντίων έχει μνημονευτεί από πολλούς. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος, αφηγούμενος τα γεγονότα, τόνισε πως «όταν η νέα σοβιετική εξουσία έβγαλε την χώρα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν εγκατέλειψε τον ελληνισμό του Πόντου στο έλεος των τσέτηδων. Τον βοήθησε και πάλι να αμυνθεί.» Για να προσθέσει σε μια άλλη περίπτωση πως «οι άθεοι κομμουνιστές εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους ‘χριστιανούς’ Αγγλογάλλους.»[1]
Ο Σκουλούδης έγραψε επίσης πως «εις πολλάς περιστάσεις οι Τούρκοι συνέλαβον ολόκληρους πληθυσμούς, με σκοπόν να τους εκτοπίσουν και οι Μπολσεβίκοι εξηγόραζον από τους Τούρκους τους πληθυσμούς αυτούς. Εκτός αυτού έθετον εις την διάθεσιν των Ελλήνων και πλοία ίνα μεταφέρουν αυτούς από Τραπεζούντος εις τα έναντι ρωσικά παράλια.»[2]
«Μα ο Λένιν έδωσε στον Κεμάλ όπλα!» αναφωνούν ορισμένοι. Η σοβιετο-τουρκική προσέγγιση πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εφαρμογής της πολιτικής για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθε-ρωτικών, αντιαποικιακών κινημάτων. Ναι, η νεαρή σοβιετική κυβέρνηση βοήθησε υλικά και στρατιωτικά το κίνημα του Κεμάλ, ως κίνημα αστικό-εθνικοαπελευθερωτικό, το οποίο αντιμαχόταν τη φεουδαρχία, την ιμπεριαλιστική διείσδυση και τον διαμελισμό μιας χώρας. Αυτό δεν σημαίνει πως συμμεριζόταν το ιδεολογικό του περιεχόμενο, το οποίο ήταν εθνικιστικό / αστικό, ή τις μεθόδους εφαρμογής του.
Επιπλέον, συνυπολογίζοντας τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (καπιταλιστική περικύκλωση, ξένη στρατιωτική επέμβαση, κλπ.), η επαναστατημένη χώρα των Σοβιέτ είχε γνώση των κινδύνων που απέρρεαν από μια ενδεχόμενη μετατροπή της Τουρκίας σε στρατηγικό προγεφύρωμα εναντίον της ΕΣΣΔ.
«Υπερβολές», θα πει κάποιος. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν μια τέτοια πρόθεση. Και όμως η συμφωνία μεταξύ Ποντίων και Αρμενίων, η οποία μεταβιβάστηκε τηλεγραφικώς στον Βενιζέλο στις 3 Ιανουαρίου 1920, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«1) παρακαλούν οι αντιπροσωπείες Ποντίων και Αρμενίων τη μεγάλη Δύναμη, που ενδεχομένως θα αναλάβει την εντολή στην περιοχή, να αποστείλει το ταχύτερον στρατιωτικές συμμαχικές δυνάμεις για να αναχαιτίσουν την προώθηση των Μπολσεβίκων και
2) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να παράσχει βοήθεια στους Έλληνες του Πόντου για να αντισταθούν, με την συνεργασία και του αρμένικου στρατού, στις κανονικές τουρκικές δυνάμεις, ενώ ο αρμενικός στρατός θα εμποδίζει την κάθοδο των Μπολσεβίκων. Ακόμη,
3) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει με στρατό και υλικό την οργάνωση του αρμενικού στρατού.»[3]
Και ακόμα: «Μπροστά στην αδυναμία των Συμμάχων να σταματήσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού και να ισχυροποιήσουν τον αγώνα του Ντενίκιν, που υποχωρούσε –είχε δε αναγγελθεί μάλιστα και η πτώσις του Ροστώφ της νότιας Ρωσίας- [ο Καθενιώτης] πήρε την πρωτοβουλία να απευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη στους στρατιωτικούς διοικητές Άγγλων και Γάλλων, για να τους εκθέσει πως οι ποντιακές εθελοντικές μονάδες θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμες στους Συμμάχους στις τότε συνθήκες και μάλιστα μετά τη συνεχή υποχώρηση του Ντενίκιν και την αποτυχία των προσδοκιών του Άγγλου αρμοστή στον Καύκασο Wardrop για την απόκρουση της καθόδου του μπολσεβικισμού στον Καύκασο.»[4]
Ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα είχε ήδη επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Παρόλα αυτά, η νεαρή σοβιετική εξουσία επιχείρησε επανειλημμένως να προσεγγίσει την Ελλάδα και να αποκαταστήσει τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις, από το 1920 ακόμα, την ίδια δηλαδή χρονιά που η συμμετοχή της στην απαράδεκτη στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία έλαβε άδοξο τέλος.
Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε (η Ελλάδα αναγνώρισε τελικά την Σοβιετική Ένωση στις 8 Μαρτίου του 1924, υπέγραψε δε το πρώτο εμπορικό σύμφωνο δύο χρόνια μετά, το 1926).
Με αφορμή τη συζήτηση περί αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Σοβιετικής Ρωσίας, ο Σταύρος Κανονίδης (διανοούμενος ποντιακής καταγωγής) τόνισε το 1921: «Δεν πρέπει να λησμονήσει η ελληνική κοινή γνώμη ότι η στάσις του ελληνικού βασιλείου απέναντι της Δημοκρατίας των Σοβιέτ ευθύς εξ αρχής υπήρξεν εξαιρετικώς κακόπιστος και άστοχος. Μια από τις απαισιωτέρας πράξεις τη βενιζελικής κυριαρχίας υπήρξεν η εκστρατεία της Νοτίου Ρωσίας, εις την οποίαν δια πρώτην φοράν καθ’ όλην την ελληνική ιστορίαν, τα ελληνικά όπλα εχρησιμοποιήθησαν προς εξυπηρέτησιν ξένων ποταπών συμφερόντων και προς εκβιασμόν της θελήσεως ενός λαού επιζητούντος την πολιτικήν και οικονομικήν του απελευθέρωσιν.»[5]
Ένα όμως επιπρόσθετο στοιχείο, που σπανίως αναδεικνύεται από την κρατούσα ιστοριογραφία, είναι το γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι επιχείρησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Ποντίους με σκοπό την στήριξη του αγώνα τους, προσφέροντας υλικο-στρατιωτική βοήθεια.
Πράγματι, στις 27 Απριλίου 1920, ο Έλληνας πρόξενος στην Τιφλίδα έστειλε επιστολή στον ύπατο αρμοστή Κανελλόπουλο (ο οποίος με τη σειρά του το γνωστοποίησε στο Υπουργείο των Εξωτερικών), όπου έγραφε τα εξής: «Ημετέρα επιτροπή Νοβορωσίσκ συνοδεύουσα κομισαίρ Μπολσεβίκων, οίτινες ανεγνώρισαν σύστασιν αρχών συμβουλίου Ποντίων Βατούμ, ανακοινοί ότι αυτοβούλως προτάσει ημετέρου συμβουλίου Νοβορωσίσκ μπολσεβικικαί αρχαί συνενοηθήσαι μετά Μόσχας δέχονται υποβοηθήσωσι αγώνα Ποντίων επιτρέπουσαι οργάνωσιν επί τόπου, προσφέρουσι όπλα, όχι αξιωματικούς. Ερωτώσι τι δύναται συνεισφέρη Ελληνική κυβέρνησις εις αγώνα Ποντίων.»
Η απάντηση που έλαβαν οι Μπολσεβίκοι στην πρότασή τους για βοήθεια του αγώνα του ποντιακού ελληνισμού ήταν τόσο άμεση όσο και κατηγορηματικά αρνητική.[6]
Τέλος αξιομνημόνευτη υπήρξε η προσπάθεια της Σοβιετικής Ρωσίας για διαμεσολάβηση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς προκειμένου να επιτευχθεί ειρηνική λύση στη διαμορφούμενη κατάσταση στην Μικρά Ασία. Ο ιστορικός –και τότε γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ (Κ)- Γιάννης Κορδάτος αναφέρει σχετικά πως τον Απρίλη του 1922 κατέφθασε μυστικά στην Ελλάδα απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του Υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών της Σοβιετικής Ρωσίας. Είχε εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα μεσολάβησης της χώρας του για ειρηνικό τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου μέσα από επαφές που θα είχε με την ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (αυτός ο τρόπος άφιξης του ξένου απεσταλμένου και η μέθοδος διερεύνησης οφείλονταν στην ανυπαρξία διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών). Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Γ. Κορδάτο, τον ενημέρωσε για τον σκοπό της παρουσίας του και του ζήτησε να ανακοινώσει στην ελληνική κυβέρνηση την άφιξή του, καθώς και την επιθυμία της χώρας του για μεσολάβηση στο μικρασιατικό ζήτημα. Η πρότασή του περιελάμβανε την υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Κεμάλ και καθεστώς αυτονομίας για την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ως αντάλλαγμα ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει, έστω και defacto, τη σοβιετική εξουσία.
Ο σοβιετικός απεσταλμένος τόνισε μεταξύ άλλων: «Γι’ αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στην Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μία μεριά τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες.»[7]
Ο ηγέτης του ΣΕΚΕ (Κ) συναντήθηκε με τον Ν. Στράτο (αντιπολίτευση τότε) και τον Α. Καρτάλη (υπουργό στην Κυβέρνηση Γούναρη) προκειμένου να τους μεταφέρει τις σοβιετικές προτάσεις χωρίς, ωστόσο, θετικό αποτέλεσμα. Ο τελευταίος μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος ο Κορδάτος, τον έβρισε και τον έδιωξε. Αυτά λοιπόν όσον αφορά την στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας έναντι των γεγονότων, των προσώπων και των πραγμάτων που καθόρισαν τις εξελίξεις στην περιοχή την συγκεκριμένη περίοδο.
Πως αντιμετώπισαν όμως τους πρόσφυγες τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα; Και εδώ υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Η βενιζελική παράταξη προχώρησε σε γεωγραφική κατανομή των προσφυγικών πληθυσμών με βάση το μέγιστο γι’ αυτούς εκλογικό όφελος (παρότι ορισμένες περιοχές δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν βιοποριστικά τους πρόσφυγες με αποτέλεσμα πολλοί να πεθάνουν ή να γίνουν μετανάστες), τους στοίβαξε σε συνοικισμούς-γκέτο, διαιωνίζοντας με κάθε τρόπο τις διαχωριστικές γραμμές γηγενών-προσφύγων ώστε να εξασφαλίζεται ες αεί η πολιτική «κηδεμονία» τους.[8]
Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς», των «εθνικοφρόνων», καλούσαν για τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους», κλπ.[9]
«Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους ‘αμύνης’ κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις».
«Κηρύγματα ερεθισμού και λυσσώδους εμπάθειας απευθύνονται καθημερινώς προς τον αυτόχθονα πληθυσμόν. Και οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται ‘λεφούσι’, χαρακτηρίζονται ‘Τούρκοι’, απειλούνται με εξόντωσιν.»[10]
Είναι πραγματικά αποκαλυπτική η στάση των λεγόμενων «πατριωτών» και «εθνικοφρόνων» της εποχής έναντι των προσφύγων, ενώ αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την προσπάθεια που πραγματοποιεί ο ίδιος ιδεολογικοπολιτικός χώρος σήμερα να καπηλευτεί την ποντιακή (τουρκοποντιακή και ρωσοποντιακή) ψήφο.
Οι κομμουνιστές έδωσαν τότε μια τιτάνια μάχη καταγγέλλοντας –στον αγώνα τους να καταργήσουν στην πράξη- τις διαχωριστικές γραμμές που ήθελε να επιβάλλει ο αστικός κόσμος μεταξύ προσφύγων και γηγενών εργαζομένων στην λογική του «διαίρει και βασίλευε».
«Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες», έγραφε ο «Ριζοσπάστης» στις 7 Σεπτεμβρίου 1929.
«Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν…ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη.»
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στάθηκε ειλικρινά δίπλα στους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πόλεις όπου το κομμουνιστικό κίνημα και οι ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις κατείχαν ηγεμονική θέση, όπως η Καβάλα, οι πρόσφυγες εντάχθηκαν αμέσως στην τοπική κοινωνία, τα κρούσματα ρατσισμού ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, ενώ τα σωματεία μερίμνησαν από πολύ νωρίς για την επαγγελματική τους εκπαίδευση και την πετυχημένη ένταξή τους στην παραγωγή.
Εν κατακλείδι, «αναρωτιέστε» κύριε συγγραφέα του επίμαχου άρθρου «αν εδώ και 80 χρόνια διδάσκονταν η πραγματική ιστορία στα ελληνόπουλα για τον ρόλο των Μπολσεβίκων και του Λένιν στην Μικρασιατική Καταστροφή και στη γενοκτονία των ποντίων από τον Κεμάλ, ποια θα ήταν η πορεία της Αριστεράς στην πατρίδα μας…»
Το ζήτημα είναι πως αυτά που ισχυρίζεστε αναπαράγονται εδώ και δεκαετίες με κάθε μέσο και σε κάθε ευκαιρία. Το ότι αυτή η αντικομμουνιστική προπαγάνδα δεν «έπιασε», δεν οφείλεται στην έλλειψη ζήλου από πλευράς των εκάστοτε κρατούντων, αλλά στο γεγονός ότι οι όποιες συκοφαντίες και ψεύδη κατέρρεαν πάντοτε στην συνείδηση του προσφυγικού κόσμου από την πραγματικότητα της καθημερινής δράσης και στάσης των κομμουνιστών δίπλα στους αγώνες και τα προβλήματά του.
Γι’ αυτό και οι προσφυγικοί συνοικισμοί μετατράπηκαν στην Κατοχή σε πραγματικά κάστρα της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης και γι’ αυτό οι πρόσφυγες εντάχθηκαν κατά χιλιάδες στους αγώνες του λαού μας για ειρήνη, ανεξαρτησία, εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες μαζί με το ΚΚΕ.
Υ.Γ. Δεν γνωρίζω από πού προκύπτει ο ισχυρισμός σας ότι το ΚΚΕ δεν ψήφισε την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων. Σας παραπέμπω όμως στα Πρακτικά της Βουλής, τόμος Δ, Η4, σελ.228 και στη σχετική συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994, ώστε να διαπιστώσετε και ιδίοις όμμασι ότι ο εν λόγω νόμος (2194/94) ψηφίστηκε ομόφωνα.
[1] Διδώ Σωτηρίου (1985) «Η Μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (Αθήνα: Κέδρος) σελ.89-90 και εφημερίδα «ΝΕΑ» 1/9/1972
[2] Φωτιάδης Κ (2004) «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία) σελ.209
[3] Έκθεση Δ. Καθενιώτη «Το ζήτημα του Πόντου», όπως παρατίθεται στο Λαμψίδης Ο (2002) «Προσπάθειες στρατιωτικής οργανώσεως των ελληνοποντίων» σελ.91
[4] Έκθεση Δ. Καθενιώτη, όπως πριν, σελ.96
[5] Όπως παρατίθεται στο Φωτιάδης Κ (2004) όπως πριν, σελ.344-345
[6] Τα σχετικά έγγραφα του Υπουργείου των Εξωτερικών παρατίθενται στο Φωτιάδης Κ (2004), όπως πριν, σελ.455
[7] Κορδάτος Γ. (1955) «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII(Αθήνα: 20ς αιώνας) σελ.567
[8] «Πατρίς» 23/11/1935
[9] «Καθημερινή» 16/7/1928 και 19/7/1928
[10] «Ακρόπολις» 6/2/1936
https://erodotos.wordpress.com
Πρόσφατα το ιδεολόγημα περί «κεμαλομπολσεβικισμού», προϊόν λιγότερο φωτεινών περιόδων της ελληνικής Ιστορίας και αναπόσπαστο τμήμα του οπλοστασίου του αντικομμουνισμού από την δικτατορία του Πάγκαλου μέχρι την Χούντα των Συνταγματαρχών, αναβίωσε και πάλι σε άρθρο με τίτλο «Οι ευθύνες του ΚΚΕ και ο Φιλοκεμαλισμός στην Ελλάδα».
Συνοδευόμενο από πομπώδεις εκφράσεις (όπως π.χ. «υποκριτές γραμματείς και φαρισαίοι της Αριστεράς», «ενδοτισμός» της Αριστεράς, κ.α.), διαστρεβλώσεις και συγχύσεις (που ταύτιζαν π.χ. αυθαίρετα τις θέσεις του Ριζοσπάστη με τις αντίστοιχες της κ. Ρεπούση), το εν λόγω δημοσίευμα προσπάθησε να στοιχειοθετήσει μια ιστορικοφανή «εχθρική στάση» των κομμουνιστών έναντι του ποντιακού λαού.
Επιχειρώντας μια σύντομη και κατά το δυνατόν πληρέστερη απάντηση θα ήταν χρήσιμο να αφήσουμε στην άκρη τους συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς που διατυπώνονται στο κείμενο, προσανατολίζοντας την συζήτηση προς μια περισσότερο εποικοδομητική βάση. Εξετάζοντας λοιπόν πτυχές του ιστορικού παρελθόντος που, είτε από άγνοια είτε από πολιτική σκοπιμότητα, αποσιωπούνται και διαστρεβλώνονται θα μπορούσαμε να σταθούμε επιγραμματικά στα εξής.
Τα γενεσιουργά αίτια της καταστροφής της Μικράς Ασίας και του Πόντου δεν μπορούν δυστυχώς να αποδοθούν αναλυτικά στα πλαίσια ενός άρθρου. Είχαν να κάνουν με ένα συνδυασμό παραγόντων που παρουσιάζουμε εδώ κωδικοποιημένα:
Α) με την άνοδο του τουρκικού αστικού εθνικισμού,
Β) την επιδίωξη συγκρότησης ενός έθνους κράτους στο οποίο η ανερχόμενη τουρκική αστική τάξη θα μπορούσε να αναπαραχθεί ως κυρίαρχη δύναμη και που το ισχυρό ελληνικό και αρμένικο κεφάλαιο αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο,
Γ) με την διείσδυση του γερμανικού ιμπεριαλισμού στις αγορές της Ανατολής και την ταύτιση του χριστιανικού στοιχείου με τα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των ανταγωνιστών του,
Δ) τις συγκεκριμένες επιδιώξεις και επιλογές της ελληνικής και ελληνοποντιακής πολιτικοοικονομικής ηγεσίας, κλπ.
Δεν αποτελεί έκπληξη γιατί οι συνυπεύθυνες για την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολής κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, πάσχισαν από την επομένη κιόλας ημέρα να αποπροσανα-τολίσουν τις προσφυγικές μάζες που κατέφθαναν στις ελληνικές ακτές μετατοπίζοντας τις ευθύνες, από τους κατεξοχήν υπαίτιους, στους κομμουνιστές. Για όλα έφταιγε…ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι και τα κατά τόπους «μίσθαρνα όργανα της Μόσχας»!
Και όμως, η στάση της νεαρής σοβιετικής πολιτείας έναντι των Ποντίων έχει μνημονευτεί από πολλούς. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος, αφηγούμενος τα γεγονότα, τόνισε πως «όταν η νέα σοβιετική εξουσία έβγαλε την χώρα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν εγκατέλειψε τον ελληνισμό του Πόντου στο έλεος των τσέτηδων. Τον βοήθησε και πάλι να αμυνθεί.» Για να προσθέσει σε μια άλλη περίπτωση πως «οι άθεοι κομμουνιστές εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους ‘χριστιανούς’ Αγγλογάλλους.»[1]
Ο Σκουλούδης έγραψε επίσης πως «εις πολλάς περιστάσεις οι Τούρκοι συνέλαβον ολόκληρους πληθυσμούς, με σκοπόν να τους εκτοπίσουν και οι Μπολσεβίκοι εξηγόραζον από τους Τούρκους τους πληθυσμούς αυτούς. Εκτός αυτού έθετον εις την διάθεσιν των Ελλήνων και πλοία ίνα μεταφέρουν αυτούς από Τραπεζούντος εις τα έναντι ρωσικά παράλια.»[2]
«Μα ο Λένιν έδωσε στον Κεμάλ όπλα!» αναφωνούν ορισμένοι. Η σοβιετο-τουρκική προσέγγιση πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εφαρμογής της πολιτικής για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθε-ρωτικών, αντιαποικιακών κινημάτων. Ναι, η νεαρή σοβιετική κυβέρνηση βοήθησε υλικά και στρατιωτικά το κίνημα του Κεμάλ, ως κίνημα αστικό-εθνικοαπελευθερωτικό, το οποίο αντιμαχόταν τη φεουδαρχία, την ιμπεριαλιστική διείσδυση και τον διαμελισμό μιας χώρας. Αυτό δεν σημαίνει πως συμμεριζόταν το ιδεολογικό του περιεχόμενο, το οποίο ήταν εθνικιστικό / αστικό, ή τις μεθόδους εφαρμογής του.
Επιπλέον, συνυπολογίζοντας τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (καπιταλιστική περικύκλωση, ξένη στρατιωτική επέμβαση, κλπ.), η επαναστατημένη χώρα των Σοβιέτ είχε γνώση των κινδύνων που απέρρεαν από μια ενδεχόμενη μετατροπή της Τουρκίας σε στρατηγικό προγεφύρωμα εναντίον της ΕΣΣΔ.
«Υπερβολές», θα πει κάποιος. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν μια τέτοια πρόθεση. Και όμως η συμφωνία μεταξύ Ποντίων και Αρμενίων, η οποία μεταβιβάστηκε τηλεγραφικώς στον Βενιζέλο στις 3 Ιανουαρίου 1920, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«1) παρακαλούν οι αντιπροσωπείες Ποντίων και Αρμενίων τη μεγάλη Δύναμη, που ενδεχομένως θα αναλάβει την εντολή στην περιοχή, να αποστείλει το ταχύτερον στρατιωτικές συμμαχικές δυνάμεις για να αναχαιτίσουν την προώθηση των Μπολσεβίκων και
2) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να παράσχει βοήθεια στους Έλληνες του Πόντου για να αντισταθούν, με την συνεργασία και του αρμένικου στρατού, στις κανονικές τουρκικές δυνάμεις, ενώ ο αρμενικός στρατός θα εμποδίζει την κάθοδο των Μπολσεβίκων. Ακόμη,
3) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει με στρατό και υλικό την οργάνωση του αρμενικού στρατού.»[3]
Και ακόμα: «Μπροστά στην αδυναμία των Συμμάχων να σταματήσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού και να ισχυροποιήσουν τον αγώνα του Ντενίκιν, που υποχωρούσε –είχε δε αναγγελθεί μάλιστα και η πτώσις του Ροστώφ της νότιας Ρωσίας- [ο Καθενιώτης] πήρε την πρωτοβουλία να απευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη στους στρατιωτικούς διοικητές Άγγλων και Γάλλων, για να τους εκθέσει πως οι ποντιακές εθελοντικές μονάδες θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμες στους Συμμάχους στις τότε συνθήκες και μάλιστα μετά τη συνεχή υποχώρηση του Ντενίκιν και την αποτυχία των προσδοκιών του Άγγλου αρμοστή στον Καύκασο Wardrop για την απόκρουση της καθόδου του μπολσεβικισμού στον Καύκασο.»[4]
Ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα είχε ήδη επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Παρόλα αυτά, η νεαρή σοβιετική εξουσία επιχείρησε επανειλημμένως να προσεγγίσει την Ελλάδα και να αποκαταστήσει τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις, από το 1920 ακόμα, την ίδια δηλαδή χρονιά που η συμμετοχή της στην απαράδεκτη στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία έλαβε άδοξο τέλος.
Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε (η Ελλάδα αναγνώρισε τελικά την Σοβιετική Ένωση στις 8 Μαρτίου του 1924, υπέγραψε δε το πρώτο εμπορικό σύμφωνο δύο χρόνια μετά, το 1926).
Με αφορμή τη συζήτηση περί αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Σοβιετικής Ρωσίας, ο Σταύρος Κανονίδης (διανοούμενος ποντιακής καταγωγής) τόνισε το 1921: «Δεν πρέπει να λησμονήσει η ελληνική κοινή γνώμη ότι η στάσις του ελληνικού βασιλείου απέναντι της Δημοκρατίας των Σοβιέτ ευθύς εξ αρχής υπήρξεν εξαιρετικώς κακόπιστος και άστοχος. Μια από τις απαισιωτέρας πράξεις τη βενιζελικής κυριαρχίας υπήρξεν η εκστρατεία της Νοτίου Ρωσίας, εις την οποίαν δια πρώτην φοράν καθ’ όλην την ελληνική ιστορίαν, τα ελληνικά όπλα εχρησιμοποιήθησαν προς εξυπηρέτησιν ξένων ποταπών συμφερόντων και προς εκβιασμόν της θελήσεως ενός λαού επιζητούντος την πολιτικήν και οικονομικήν του απελευθέρωσιν.»[5]
Ένα όμως επιπρόσθετο στοιχείο, που σπανίως αναδεικνύεται από την κρατούσα ιστοριογραφία, είναι το γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι επιχείρησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Ποντίους με σκοπό την στήριξη του αγώνα τους, προσφέροντας υλικο-στρατιωτική βοήθεια.
Πράγματι, στις 27 Απριλίου 1920, ο Έλληνας πρόξενος στην Τιφλίδα έστειλε επιστολή στον ύπατο αρμοστή Κανελλόπουλο (ο οποίος με τη σειρά του το γνωστοποίησε στο Υπουργείο των Εξωτερικών), όπου έγραφε τα εξής: «Ημετέρα επιτροπή Νοβορωσίσκ συνοδεύουσα κομισαίρ Μπολσεβίκων, οίτινες ανεγνώρισαν σύστασιν αρχών συμβουλίου Ποντίων Βατούμ, ανακοινοί ότι αυτοβούλως προτάσει ημετέρου συμβουλίου Νοβορωσίσκ μπολσεβικικαί αρχαί συνενοηθήσαι μετά Μόσχας δέχονται υποβοηθήσωσι αγώνα Ποντίων επιτρέπουσαι οργάνωσιν επί τόπου, προσφέρουσι όπλα, όχι αξιωματικούς. Ερωτώσι τι δύναται συνεισφέρη Ελληνική κυβέρνησις εις αγώνα Ποντίων.»
Η απάντηση που έλαβαν οι Μπολσεβίκοι στην πρότασή τους για βοήθεια του αγώνα του ποντιακού ελληνισμού ήταν τόσο άμεση όσο και κατηγορηματικά αρνητική.[6]
Τέλος αξιομνημόνευτη υπήρξε η προσπάθεια της Σοβιετικής Ρωσίας για διαμεσολάβηση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς προκειμένου να επιτευχθεί ειρηνική λύση στη διαμορφούμενη κατάσταση στην Μικρά Ασία. Ο ιστορικός –και τότε γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ (Κ)- Γιάννης Κορδάτος αναφέρει σχετικά πως τον Απρίλη του 1922 κατέφθασε μυστικά στην Ελλάδα απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του Υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών της Σοβιετικής Ρωσίας. Είχε εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα μεσολάβησης της χώρας του για ειρηνικό τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου μέσα από επαφές που θα είχε με την ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (αυτός ο τρόπος άφιξης του ξένου απεσταλμένου και η μέθοδος διερεύνησης οφείλονταν στην ανυπαρξία διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών). Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Γ. Κορδάτο, τον ενημέρωσε για τον σκοπό της παρουσίας του και του ζήτησε να ανακοινώσει στην ελληνική κυβέρνηση την άφιξή του, καθώς και την επιθυμία της χώρας του για μεσολάβηση στο μικρασιατικό ζήτημα. Η πρότασή του περιελάμβανε την υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Κεμάλ και καθεστώς αυτονομίας για την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ως αντάλλαγμα ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει, έστω και defacto, τη σοβιετική εξουσία.
Ο σοβιετικός απεσταλμένος τόνισε μεταξύ άλλων: «Γι’ αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στην Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μία μεριά τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες.»[7]
Ο ηγέτης του ΣΕΚΕ (Κ) συναντήθηκε με τον Ν. Στράτο (αντιπολίτευση τότε) και τον Α. Καρτάλη (υπουργό στην Κυβέρνηση Γούναρη) προκειμένου να τους μεταφέρει τις σοβιετικές προτάσεις χωρίς, ωστόσο, θετικό αποτέλεσμα. Ο τελευταίος μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος ο Κορδάτος, τον έβρισε και τον έδιωξε. Αυτά λοιπόν όσον αφορά την στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας έναντι των γεγονότων, των προσώπων και των πραγμάτων που καθόρισαν τις εξελίξεις στην περιοχή την συγκεκριμένη περίοδο.
Πως αντιμετώπισαν όμως τους πρόσφυγες τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα; Και εδώ υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Η βενιζελική παράταξη προχώρησε σε γεωγραφική κατανομή των προσφυγικών πληθυσμών με βάση το μέγιστο γι’ αυτούς εκλογικό όφελος (παρότι ορισμένες περιοχές δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν βιοποριστικά τους πρόσφυγες με αποτέλεσμα πολλοί να πεθάνουν ή να γίνουν μετανάστες), τους στοίβαξε σε συνοικισμούς-γκέτο, διαιωνίζοντας με κάθε τρόπο τις διαχωριστικές γραμμές γηγενών-προσφύγων ώστε να εξασφαλίζεται ες αεί η πολιτική «κηδεμονία» τους.[8]
Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς», των «εθνικοφρόνων», καλούσαν για τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους», κλπ.[9]
«Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους ‘αμύνης’ κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις».
«Κηρύγματα ερεθισμού και λυσσώδους εμπάθειας απευθύνονται καθημερινώς προς τον αυτόχθονα πληθυσμόν. Και οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται ‘λεφούσι’, χαρακτηρίζονται ‘Τούρκοι’, απειλούνται με εξόντωσιν.»[10]
Είναι πραγματικά αποκαλυπτική η στάση των λεγόμενων «πατριωτών» και «εθνικοφρόνων» της εποχής έναντι των προσφύγων, ενώ αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την προσπάθεια που πραγματοποιεί ο ίδιος ιδεολογικοπολιτικός χώρος σήμερα να καπηλευτεί την ποντιακή (τουρκοποντιακή και ρωσοποντιακή) ψήφο.
Οι κομμουνιστές έδωσαν τότε μια τιτάνια μάχη καταγγέλλοντας –στον αγώνα τους να καταργήσουν στην πράξη- τις διαχωριστικές γραμμές που ήθελε να επιβάλλει ο αστικός κόσμος μεταξύ προσφύγων και γηγενών εργαζομένων στην λογική του «διαίρει και βασίλευε».
«Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες», έγραφε ο «Ριζοσπάστης» στις 7 Σεπτεμβρίου 1929.
«Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν…ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη.»
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στάθηκε ειλικρινά δίπλα στους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πόλεις όπου το κομμουνιστικό κίνημα και οι ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις κατείχαν ηγεμονική θέση, όπως η Καβάλα, οι πρόσφυγες εντάχθηκαν αμέσως στην τοπική κοινωνία, τα κρούσματα ρατσισμού ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, ενώ τα σωματεία μερίμνησαν από πολύ νωρίς για την επαγγελματική τους εκπαίδευση και την πετυχημένη ένταξή τους στην παραγωγή.
Εν κατακλείδι, «αναρωτιέστε» κύριε συγγραφέα του επίμαχου άρθρου «αν εδώ και 80 χρόνια διδάσκονταν η πραγματική ιστορία στα ελληνόπουλα για τον ρόλο των Μπολσεβίκων και του Λένιν στην Μικρασιατική Καταστροφή και στη γενοκτονία των ποντίων από τον Κεμάλ, ποια θα ήταν η πορεία της Αριστεράς στην πατρίδα μας…»
Το ζήτημα είναι πως αυτά που ισχυρίζεστε αναπαράγονται εδώ και δεκαετίες με κάθε μέσο και σε κάθε ευκαιρία. Το ότι αυτή η αντικομμουνιστική προπαγάνδα δεν «έπιασε», δεν οφείλεται στην έλλειψη ζήλου από πλευράς των εκάστοτε κρατούντων, αλλά στο γεγονός ότι οι όποιες συκοφαντίες και ψεύδη κατέρρεαν πάντοτε στην συνείδηση του προσφυγικού κόσμου από την πραγματικότητα της καθημερινής δράσης και στάσης των κομμουνιστών δίπλα στους αγώνες και τα προβλήματά του.
Γι’ αυτό και οι προσφυγικοί συνοικισμοί μετατράπηκαν στην Κατοχή σε πραγματικά κάστρα της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης και γι’ αυτό οι πρόσφυγες εντάχθηκαν κατά χιλιάδες στους αγώνες του λαού μας για ειρήνη, ανεξαρτησία, εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες μαζί με το ΚΚΕ.
Υ.Γ. Δεν γνωρίζω από πού προκύπτει ο ισχυρισμός σας ότι το ΚΚΕ δεν ψήφισε την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων. Σας παραπέμπω όμως στα Πρακτικά της Βουλής, τόμος Δ, Η4, σελ.228 και στη σχετική συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994, ώστε να διαπιστώσετε και ιδίοις όμμασι ότι ο εν λόγω νόμος (2194/94) ψηφίστηκε ομόφωνα.
[1] Διδώ Σωτηρίου (1985) «Η Μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (Αθήνα: Κέδρος) σελ.89-90 και εφημερίδα «ΝΕΑ» 1/9/1972
[2] Φωτιάδης Κ (2004) «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία) σελ.209
[3] Έκθεση Δ. Καθενιώτη «Το ζήτημα του Πόντου», όπως παρατίθεται στο Λαμψίδης Ο (2002) «Προσπάθειες στρατιωτικής οργανώσεως των ελληνοποντίων» σελ.91
[4] Έκθεση Δ. Καθενιώτη, όπως πριν, σελ.96
[5] Όπως παρατίθεται στο Φωτιάδης Κ (2004) όπως πριν, σελ.344-345
[6] Τα σχετικά έγγραφα του Υπουργείου των Εξωτερικών παρατίθενται στο Φωτιάδης Κ (2004), όπως πριν, σελ.455
[7] Κορδάτος Γ. (1955) «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII(Αθήνα: 20ς αιώνας) σελ.567
[8] «Πατρίς» 23/11/1935
[9] «Καθημερινή» 16/7/1928 και 19/7/1928
[10] «Ακρόπολις» 6/2/1936
https://erodotos.wordpress.com
Και στη Λαοκρατία πιστεύουμε…
Κάποιοι θέλουν να φτιάξουν έναν καινούργιο καμβά μνήμης με επίσημες «αλήθειες», γι’ αυτό έχουν πάρει ένα τεράστιο σφουγγάρι μπας και καταφέρουν να σβήσουν οδυνηρά γεγονότα της ιστορίας. Γιατί, η σημασία που έχει η γνώση του παρελθόντος είναι αδιαμφισβήτητη, κυρίως σε περιόδους όπου κυριαρχούν αναπόφευκτοι πολιτικοί αστικοί μετασχηματισμοί και μεγάλες κοινωνικές αβεβαιότητες. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι διαμάχες για το παρελθόν είναι τόσο εξέχουσες, ώστε να προκαλούν σοβαρές αντιπαραθέσεις, καθώς αφορούν τις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Αθήνα…Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1944, ένα άγημα Γερμανών φασιστών κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Μετά από τρεισήμισι χρόνια Κατοχής, οι Γερμανοί ηττημένοι έφευγαν από την πόλη. Το παράδοξο ήταν, πως οι γύρω συνοικίες είχαν ήδη απελευθερωθεί από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και μάλιστα κάτοικοι του κέντρου μετέβαιναν καθημερινά σε αυτές για να συμμετέχουν στους πανηγυρισμούς, τις παρελάσεις του και τις γιορτές του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ που πραγματοποιούνταν στους κεντρικούς δρόμους.
Ωστόσο, με την αποχώρηση των φασιστών, το Ά Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, ενώ θα μπορούσε να είχε καταλάβει το κέντρο της Αθήνας, άρα και την εξουσία, υπακούοντας στο γράμμα του Λιβάνου, εν τέλει περιορίστηκε στην τήρηση της τάξης και στην περιφρούρηση και προστασία των δημοσίων υποδομών. Έξι μέρες αργότερα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο επονομαζόμενος και «Παπατζής», ύψωσε και επίσημα την Ελληνική σημαία στην Ακρόπολη, παρουσία του Βρετανού Στρατηγού Σερ Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι, ο οποίος είχε καταπλεύσει στον Πειραιά με 4000 Βρετανούς στρατιώτες και την Ινδική ταξιαρχία των Γκούργκας.
Αθήνα…Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1944, ένα άγημα Γερμανών φασιστών κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Μετά από τρεισήμισι χρόνια Κατοχής, οι Γερμανοί ηττημένοι έφευγαν από την πόλη. Το παράδοξο ήταν, πως οι γύρω συνοικίες είχαν ήδη απελευθερωθεί από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και μάλιστα κάτοικοι του κέντρου μετέβαιναν καθημερινά σε αυτές για να συμμετέχουν στους πανηγυρισμούς, τις παρελάσεις του και τις γιορτές του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ που πραγματοποιούνταν στους κεντρικούς δρόμους.
Ωστόσο, με την αποχώρηση των φασιστών, το Ά Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, ενώ θα μπορούσε να είχε καταλάβει το κέντρο της Αθήνας, άρα και την εξουσία, υπακούοντας στο γράμμα του Λιβάνου, εν τέλει περιορίστηκε στην τήρηση της τάξης και στην περιφρούρηση και προστασία των δημοσίων υποδομών. Έξι μέρες αργότερα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο επονομαζόμενος και «Παπατζής», ύψωσε και επίσημα την Ελληνική σημαία στην Ακρόπολη, παρουσία του Βρετανού Στρατηγού Σερ Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι, ο οποίος είχε καταπλεύσει στον Πειραιά με 4000 Βρετανούς στρατιώτες και την Ινδική ταξιαρχία των Γκούργκας.
Είχε προηγηθεί ήδη από τον Μάη του 1944 στη Βηρυτό, στο ξενοδοχείο «Δάσος της Βουλώνης», η σύσκεψη που έμεινε στην ιστορία ως «Συμφωνία του Λιβάνου», μεταξύ του ΕΑΜ και του διορισμένου από τον Τσόρτσιλ, αφού πρώτα αυτοπροτάθηκε, πρωθυπουργού της Ελλάδας, Γεωργίου Παπανδρέου.
Στο τηλεγράφημα που έστειλε στον Τσόρτσιλ αναφέρει: «Ενώπιον της διαμορφωθείσης, κρισίμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών μπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν»[ Ελευθεροτυπία. Αφιέρωμα: Γεώργιος Παπανδρέου 30 Οκτωβρίου 1999]
Δηλαδή, ο «Παπατζής», που γνωρίζει ότι ήταν ένας πρωθυπουργός χωρίς χώρα και υπό τις διαταγές του Βρετανού διπλωμάτη Ρέτζιναλντ «Ρεξ» Γουίλντιγκ Άλλεν Λήπερ, ζητά επέμβαση ξένων στρατευμάτων στην Ελλάδα και δυστυχώς την νομιμοποίησή του την πρόσφερε το ΕΑΜ! Ωστόσο, όσα ακολούθησαν της συμφωνίας του Λιβάνου έχουν μεγάλη ιστορική αξία γιατί αποτελούν το ορόσημο των Δεκεμβριανών, αλλά και της μετέπειτα εμφύλιας σύγκρουσης. Όπως είχε επισημάνει ο εξαιρετικός ιστορικός Νίκος Σβορώνος για την συμφωνία του Λιβάνου: «Δεν υπάρχει νομίζω πλέον καμία αμφιβολία για την πολιτική του Τσόρτσιλ και την απόφαση του να εξουδετερώσει με κάθε μέσο, πολιτικό ή στρατιωτικό τις δυνάμεις του ΕΑΜ που ήξερε ότι αντιτίθενται στην πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας». [Βασίλη Καρδάση: Από το Λίβανο στο Δεκέμβρη. Ιστορικά Ελευθεροτυπία Τόμος 1]
Όμως, πρόθεση τούτου του σημειώματος δεν είναι να ασχοληθεί με την κατά τα άλλα αποκαλυπτική πολλών πραγμάτων, συμφωνία του Λιβάνου. Εδώ θα ασχοληθούμε με ένα γέννημα θρέμμα της αστικής τάξης, τον Γεώργιο «Παπατζή» Παπανδρέου, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δήλωνε «Σταυροφόρος της Εθνικής Ενώσεως»…
Τον «μύθο» του ο Παπανδρέου αρχίζει να τον κτίζει ήδη από την περίοδο που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βασιζόμενος στα Βρετανο-γαλλικά στρατεύματα, χωρίζει την Ελλάδα στα δυο, δημιουργώντας το «Κράτος της Θεσσαλονίκης» (που περιλάμβανε τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου), και ταυτόχρονα στέλνει τον στόλο της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» να αποκλείσει τον Πειραιά και να βομβαρδίσει την Αθήνα.
Ο Παπανδρέου, πιστός ακόλουθός του, ορίζεται εκπρόσωπος της κυβέρνησης του «Κράτους της Θεσσαλονίκης», αρχικά στην Λέσβο και λίγο αργότερα διοικητής, λέει, του Αιγαίου με έδρα τη Χίο! Μετά το τέλος αυτού του ιδιότυπου εμφυλίου πολέμου, που στην ουσία ήταν μια πολύπλευρη αστική σύγκρουση, μια διαμάχη, ανάμεσα στις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ, και την προκήρυξη εκλογών, ο Παπανδρέου κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής Λέσβου, χωρίς να εκλεγεί. Διορίστηκε, όμως, υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γονατά…
Ένα ιδανικό του Παπανδρέου που τον χαρακτήριζε ήταν ο αρρωστημένος αντικομμουνισμός του. Χαρακτήριζε, ήδη από το 1929, τους κομμουνιστές «κοινωνική μάστιγα», συνέδεε τον κομμουνισμό με τον σλαβικό επεκτατισμό και πίστευε « ότι η καθ’ολοκληρίαν εξαφάνιση του αποτελεί συμφέρον και του συνόλου αλλά και αυτής της εργατικής τάξεως»[Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής συνεδρία 18-6-1929)
Βέβαια, την περίοδο εκείνη οι κομμουνιστές ήταν μια ασήμαντη μειοψηφία, και παράλληλα, τα αστικά τζάκια, το παλάτι, και ο στρατός θεωρούσαν την πολιτική αποκλειστικό τους προνόμιο, άρα δεν θα αφήνανε τον εργαζόμενο λαό να εισβάλει στην διαχείριση των πολιτειακών θεσμών. Ο Παπανδρέου, λοιπόν, ήταν πιστός στα κελεύσματα της τάξης του, έστω και αν πρόβαλε σε όλη την διάρκεια την ζωής του, την διαφωνία του με τον βασιλικό θεσμό, τον οποίο θεωρούσε πολιτικά ξεπερασμένο. Αρκεί, όμως, αυτό για να τον καταξιώσει ως «Γέρο της Δημοκρατίας»;
******
Οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1930, η φασιστική χούντα του Ιωάννη Μεταξά, ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή, έφεραν τον εργαζόμενο λαό και την κομμουνιστική ιδεολογία στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής, θέτοντας τουλάχιστον υπό αμφισβήτηση την αστική εξουσία. Μάλιστα, η αδράνεια ή η συνεργασία των πολιτικών τζακιών με τους φασίστες κατακτητές οδήγησε πολλά από αυτά στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Χαρακτηριστικά: Ο Ν. Πλαστήρας, θαυμαστής των καθεστώτων τόσο του Μουσολίνι όσο και του Χίτλερ, αλλά πολιτικός αντίπαλος του Μεταξά, από την ηλιόλουστη Νίκαια της Γαλλίας όπου κατοικούσε, καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)». (Ο αστικός κόσμος στην κατοχή Ριζοσπάστης) Να σημειωθεί, ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν μόλις περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Λίγο μετά την είσοδο της φασιστικής μπότας στην Αθήνα, ο δήμαρχός της, Αμβρόσιος Πλυτάς, αφού πρώτα προέτρεψε τους Αθηναίους «όπως επιδείξωσι τάξιν, αξιοπρέπειαν και ευγένειαν» απέναντι στα φασιστικά στρατεύματα, στη συνέχεια απαίτησε: «Όπου υψούτε ελληνική σημαία πρέπει δεξιά της να υψούται και η Γερμανική». Κατόπιν, έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη «όλων των Αθηναίων προς τον ένδοξον Φύρερ του Γερμανικού λαού».( Ριζοσπάστης: Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 6 Απρίλη 1941)
Η γνωστή εφημερίδα «Καθημερινή» συμπλήρωνε: «Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος[…] Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν». («Καθημερινή», την Τρίτη, 29 Απριλίου του 1941)
Ενώ, μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Τσολάκογλου , πρώτη-πρώτη η «σεβαστή» σύγκλητος του Πανεπιστημίου της Αθήνας έστελνε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στο οποίο ανέφερε: «Η Σύγκλητος του Εθνικού Πανεπιστημίου χαίρουσα επί τη συγκροτήσει της Εθνικής Κυβερνήσεως υποβάλλει τα θερμά αυτής συγχαρητήρια διά τήν είς τάς στιβαράς χείρας της Υμετέρας εξοχότητος ανάθεσιν την προεδρίας αυτής.» Και διαβεβαίωναν ότι εντασσόταν «παρά το πλευρόν είς το εξόχως Μέγα Πατριωτικόν αυτής έργον». (Νίκος Ψυρούκης Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας Τόμος 1 Εκδόσεις Επικαιρότητα)
Στις 7-5-1941 ο Τσολάκογλου κάλεσε σε σύσκεψη όλους τους αρχηγούς των αστικών κομμάτων. Στην σύσκεψη αυτή πήραν μέρος: ο Πάγκαλος, ο Γονατάς, ο Οθωναίος, ο Μάξιμος, ο Τσαλδάρης, ο Κανελλόπουλος, ο Μερκούρης, ο Πεσματζόγλου, ο Ράλλης, ο Δηλιγιάννης, ο Βελέντζας και βέβαια ο Γεώργιος «Παπατζής» Παπανδρέου. Στην επίσημη ανακοίνωση μετά την σύσκεψη διαβάζουμε: «Ο κ. πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της κυβερνήσεως Πάντες αναγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς[…]» (Νίκος Ψυρούκης ο.π)
Ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους για να διαχειριστούν και να υπερασπιστούν άμεσα και κυρίως μακροπρόθεσμα την εξουσία της τάξης τους.
Βέβαια, ο Γεώργιος «Παπατζής» Παπανδρέου με αυτή του την υπογραφή επέδειξε την ταξική συνέπειά του, καθώς κανείς από τους αστούς πολιτικούς, ούτε όμως και οι φασίστες κατακτητές, ήθελαν αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Μην αμελούμε πως ο δωσίλογος Πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος διαλαλούσε, πως ανέλαβε καθήκοντα μόνο και μόνο για να καταπολεμήσει την: «Εαμοκομμουνιστικήν ανταρσίαν», ενώ ο διάδοχός του Ιωάννης Ράλλης μόλις ανέλαβε καθήκοντα στις 7 Απριλίου 1943 δηλώνει: «Υψώ την σημαίαν του αντικομμουνιστικού αγώνος. Δεύτε οι πιστοί παρά εμέ» και υποστήριζε πως η μόνη δουλειά του ήταν να παραδώσει την «πόλιν ελευθέραν από αναρχικούς στους συμμάχους» (Γ.Ι Ράλλη: Ο Ιωάννης Δ Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου. Αθήνα 1947)
Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωριστεί στον Παπανδρέου το πόσο καλός «Παπατζής» ήταν, γιατί φρόντισε να μην μπλεχτεί ενεργά με τους εγχώριους «κουίσλινγκ», να μην έχει καμία επαφή με τα αντιστασιακά λαϊκά κινήματα και ταυτόχρονα να εργάζεται από το παρασκήνιο για να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί μακροπρόθεσμα την εξουσία της τάξης του. Πρώτο του καθήκον και άμεση προτεραιότητά του ήταν η καταπολέμηση του ΕΑΜ, που είχε εδραιώσει την δύναμή του σχεδόν σε όλη την Ελλάδα πριν από την οπισθοχώρηση των Γερμανικών φασιστικών στρατευμάτων.
Ήδη από το 1943, ο Παπανδρέου διαλαλούσε πως «Σήμερον σχηματίζεται νέα μορφή του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Δυο παγκόσμια μέτωπα διαμορφώνονται ο Κομμουνιστικός πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξονισμός» [Γεώργιος Παπανδρέου. Πολιτικός Λόγος. Απάνθισμα. Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS)
Ναι!
Λέξη δεν έβγαλε ποτέ του για τον φασισμό!
Σαφές δείγμα των απόψεων και θέσεων του «Γέρου της Δημοκρατίας» αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Σκοτεινή ήτο η κατάστασις της Ελλάδος όταν ανελάβομεν την Αρχή τον Απρίλιον του 1944. Ο Ελληνικός Λαός ήτο υπόδουλος όχι μόνον είς την Γερμανική αλλά και εις την Εαμικήν-και δια να είμεθα κυριολεκτικώτεροι-εις την κομμουνιστικήν τυρανίαν. Και πρέπει να υπομνησθή ότι εις την Ελλάδα τότε δεν ηπειλείτο απλώς η επιβολή της Κομμουνιστικής τυραννίας, την οποίαν έπρεπε να αποτρέψωμεν. Η Κομμουνιστική Κατοχή είχεν ουσιαστικώς συντελεστή, και ωφείλαμεν ν΄ αγωνισθώμεν να την ανατρέψωμεν. Και ο αθλος εφαινετο υπεράνθρωπος». (Γεώργιος Παπανδρέου ο.π)
Ο «Παπατζής» ως πρωθυπουργός είναι που δίνει την διαταγή στον αρχηγό της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ (κι ας έλεγε ο Έβερτ πως μόνος του πήρε την πρωτοβουλία) να χτυπήσει το πλήθος που διαδήλωνε στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, δίνοντας ταυτόχρονα το έναυσμα για την στρατιωτική επέμβαση της Βρετανίας στην Ελλάδα. Το λαϊκό κίνημα αντιμετωπίστηκε με γνήσιο χιτλερικό τρόπο από το Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1944 (σχέδιο «ΜΑΝΝΑ»), ενώ ακόμα ο πόλεμος εναντίον της Γερμανίας μαινόταν σε όλα τα μέτωπα. Οι Βρετανοί σύμμαχοι του «Παπατζή» δε δίστασαν να τραβήξουν από το μέτωπο της Ιταλίας τον στρατηγό Χάρολντ Αλεξάντερ και να παρατάξουν, από τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, στην Αθήνα, υπό τη διοίκησή του, περισσότερους από 30.000 στρατιώτες που, κλιμακωτά αλλά σχετικά σύντομα, έφτασαν τις 60.000. Ταυτόχρονα, έστειλαν 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα. Παράλληλα, μονάδες του αγγλικού στόλου από τον Πειραιά κανονιοβολούσαν με τα πυροβόλα τους την πρωτεύουσα, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον συνεχή ανεφοδιασμό των στρατευμάτων. Τέτοια δύναμη δεν παρέταξαν οι Βρετανοί στην Ελλάδα ούτε στην εισβολή των Γερμανών, ούτε και στην μάχη της Κρήτης!
Ο αξιοθρήνητος Παπανδρέου δηλώνει: «Και σήμερον έχομεν την συνείδηση μας ήρεμον ότι δεν επταίσαμεν. Ολόκληρος η ευθύνη ενώπιον της Ιστορίας και ενώπιον του Έθνους βαρύνει την ηγεσίαν της Άκρας Αριστεράς» (Μηχανή Του Χρόνου: Το ματωμένο συλλαλητήριο)
Ήταν τέτοια η αναισχυντία του Γεωργίου Παπανδρέου, που έφτασε να θεωρεί προσωπικό του άθλο τα Δεκεμβριανά: «Η πολιτική της Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιξε τας πύλας της Ελλάδος, εις τρόπον ώστε στις 3 Δεκεμβρίου 1944, αντί να είμεθα ημείς εξόριστοι και το ΕΑΜ κράτος, να είμεθα ημείς το Κράτος και το ΕΑΜ Στάσις» και χαρακτήριζε τα Δεκεμβριανά «αναίμακτος απελευθέρωσις». (Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής 18 Μαΐου 1946).
Λογικά όλα αυτά καθώς ο Παπανδρέου θεωρούσε τον εαυτό του κάτι σαν σούπερ ήρωα που έδινε έναν αγώνα ζωής και θανάτου με τον κομμουνισμό. Ο αγώνας αυτός ήταν τρομερός και αμφίρροπος, γιατί «η σκληρώτης του αγώνος δεν ευρίσκεται μόνον εις το γεγονός ότι ο Κομμουνισμός χρησιμοποιεί βίαν. Ότι ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει τον Κομμουνισμό είναι ότι στην βίαν προσθέτει τον δόλον. Και είναι από τα κύρια όπλα του. Ολόκληρος η Ιστορία του Κομμουνισμού είναι μια Ιστορία αδιάκοπων μεταμορφώσεων-μια Ιστορία προσωπείων, με τα οποία επιδιώκει την παραπλάνηση και της Νεότητος και των Μαζών» (Γεώργιος Παπανδρέου ο.π).
Νομίζω πως στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να τονίσω, πως τα Δεκεμβριανά ξεκίνησαν όταν ο Παπανδρέου, με εντολή του Λίπερ συγκαλεί σύσκεψη όλων των υπουργών της κυβέρνησής του «που δεν ανήκουν στην ΕΑΜική παράταξη» και υπογράφουν «μιαν απόφαση του υπουργικού συμβουλίου που διατάσει» την πολιτοφυλακή του ΕΑΜ να παραδώσει τα όπλα στην σχηματιζόμενη από τους Βρετανούς εθνοφυλακή! Οι υπουργοί του ΕΑΜ που δεν έχουν προσκληθεί στην σύσκεψη αρνούνται να υπογράψουν και παραιτούνται… (Φοίβος Οικονομίδης Οι 33 Ματωμένες Μέρες. Εκδόσεις Ε Ιστορικά)
Τα υπόλοιπα τα έγραψε ο λαός στους δρόμους με το αίμα του…
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ουσιαστικά απών από οποιαδήποτε δράση του λαού εναντίον των φασιστών, ήταν ένας ικανός αστός πολιτικός που υπηρέτησε σωστά την τάξη του μα και τους Βρετανούς πάτρωνές του. Στάθηκε δε στο ύψος των περιστάσεων όταν χρειάστηκε να σπαταλήσει το αίμα του λαού του, παίρνοντας πολιτικές αποφάσεις οι οποίες άνοιγαν τον δρόμο για την βρετανική στρατιωτική επέμβαση και τον εμφύλιο πόλεμο. Χαρακτηριστικές του θέματος είναι οι εντολές του Τσόρτσιλ προς τον άμεσο προϊστάμενο του διακοσμητικού πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, στρατηγό Σκόμπι: «Μην διστάζετε να ενεργείτε σαν να ευρίσκεσθε σε μια κατεχόμενη πόλη όπου θα ξεσπούσε μια τοπική εξέγερσις. Το καλύτερο θα ήταν, βέβαια, τις διαταγές σας να συνυπογράψει κάποια ελληνική κυβέρνησις, και ο Λιπερ θα ζητήσει από τον Παπανδρέου να παραμείνει στην θέση του για να μας βοηθήσει». (Ουίστον Τσόρτσιλ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος Τόμος Δ΄ Εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία)
Για την δικτατορία της αστικής τάξης, που είχε και έχει τον αντικομμουνισμό ως σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς της, πράγματι δικαιολογείται ο τίτλος «Γέρος της Δημοκρατίας», γιατί ο Παπανδρέου ανήκει σε αυτά τα κατακάθια, που κατά κανόνα τηρούσαν τις συμφωνίες που έκαναν με τα αφεντικά τους.
Στο τηλεγράφημα που έστειλε στον Τσόρτσιλ αναφέρει: «Ενώπιον της διαμορφωθείσης, κρισίμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών μπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν»[ Ελευθεροτυπία. Αφιέρωμα: Γεώργιος Παπανδρέου 30 Οκτωβρίου 1999]
Δηλαδή, ο «Παπατζής», που γνωρίζει ότι ήταν ένας πρωθυπουργός χωρίς χώρα και υπό τις διαταγές του Βρετανού διπλωμάτη Ρέτζιναλντ «Ρεξ» Γουίλντιγκ Άλλεν Λήπερ, ζητά επέμβαση ξένων στρατευμάτων στην Ελλάδα και δυστυχώς την νομιμοποίησή του την πρόσφερε το ΕΑΜ! Ωστόσο, όσα ακολούθησαν της συμφωνίας του Λιβάνου έχουν μεγάλη ιστορική αξία γιατί αποτελούν το ορόσημο των Δεκεμβριανών, αλλά και της μετέπειτα εμφύλιας σύγκρουσης. Όπως είχε επισημάνει ο εξαιρετικός ιστορικός Νίκος Σβορώνος για την συμφωνία του Λιβάνου: «Δεν υπάρχει νομίζω πλέον καμία αμφιβολία για την πολιτική του Τσόρτσιλ και την απόφαση του να εξουδετερώσει με κάθε μέσο, πολιτικό ή στρατιωτικό τις δυνάμεις του ΕΑΜ που ήξερε ότι αντιτίθενται στην πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας». [Βασίλη Καρδάση: Από το Λίβανο στο Δεκέμβρη. Ιστορικά Ελευθεροτυπία Τόμος 1]
Όμως, πρόθεση τούτου του σημειώματος δεν είναι να ασχοληθεί με την κατά τα άλλα αποκαλυπτική πολλών πραγμάτων, συμφωνία του Λιβάνου. Εδώ θα ασχοληθούμε με ένα γέννημα θρέμμα της αστικής τάξης, τον Γεώργιο «Παπατζή» Παπανδρέου, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δήλωνε «Σταυροφόρος της Εθνικής Ενώσεως»…
Τον «μύθο» του ο Παπανδρέου αρχίζει να τον κτίζει ήδη από την περίοδο που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βασιζόμενος στα Βρετανο-γαλλικά στρατεύματα, χωρίζει την Ελλάδα στα δυο, δημιουργώντας το «Κράτος της Θεσσαλονίκης» (που περιλάμβανε τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου), και ταυτόχρονα στέλνει τον στόλο της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» να αποκλείσει τον Πειραιά και να βομβαρδίσει την Αθήνα.
Ο Παπανδρέου, πιστός ακόλουθός του, ορίζεται εκπρόσωπος της κυβέρνησης του «Κράτους της Θεσσαλονίκης», αρχικά στην Λέσβο και λίγο αργότερα διοικητής, λέει, του Αιγαίου με έδρα τη Χίο! Μετά το τέλος αυτού του ιδιότυπου εμφυλίου πολέμου, που στην ουσία ήταν μια πολύπλευρη αστική σύγκρουση, μια διαμάχη, ανάμεσα στις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ, και την προκήρυξη εκλογών, ο Παπανδρέου κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής Λέσβου, χωρίς να εκλεγεί. Διορίστηκε, όμως, υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γονατά…
Ένα ιδανικό του Παπανδρέου που τον χαρακτήριζε ήταν ο αρρωστημένος αντικομμουνισμός του. Χαρακτήριζε, ήδη από το 1929, τους κομμουνιστές «κοινωνική μάστιγα», συνέδεε τον κομμουνισμό με τον σλαβικό επεκτατισμό και πίστευε « ότι η καθ’ολοκληρίαν εξαφάνιση του αποτελεί συμφέρον και του συνόλου αλλά και αυτής της εργατικής τάξεως»[Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής συνεδρία 18-6-1929)
Βέβαια, την περίοδο εκείνη οι κομμουνιστές ήταν μια ασήμαντη μειοψηφία, και παράλληλα, τα αστικά τζάκια, το παλάτι, και ο στρατός θεωρούσαν την πολιτική αποκλειστικό τους προνόμιο, άρα δεν θα αφήνανε τον εργαζόμενο λαό να εισβάλει στην διαχείριση των πολιτειακών θεσμών. Ο Παπανδρέου, λοιπόν, ήταν πιστός στα κελεύσματα της τάξης του, έστω και αν πρόβαλε σε όλη την διάρκεια την ζωής του, την διαφωνία του με τον βασιλικό θεσμό, τον οποίο θεωρούσε πολιτικά ξεπερασμένο. Αρκεί, όμως, αυτό για να τον καταξιώσει ως «Γέρο της Δημοκρατίας»;
******
Οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1930, η φασιστική χούντα του Ιωάννη Μεταξά, ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή, έφεραν τον εργαζόμενο λαό και την κομμουνιστική ιδεολογία στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής, θέτοντας τουλάχιστον υπό αμφισβήτηση την αστική εξουσία. Μάλιστα, η αδράνεια ή η συνεργασία των πολιτικών τζακιών με τους φασίστες κατακτητές οδήγησε πολλά από αυτά στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Χαρακτηριστικά: Ο Ν. Πλαστήρας, θαυμαστής των καθεστώτων τόσο του Μουσολίνι όσο και του Χίτλερ, αλλά πολιτικός αντίπαλος του Μεταξά, από την ηλιόλουστη Νίκαια της Γαλλίας όπου κατοικούσε, καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)». (Ο αστικός κόσμος στην κατοχή Ριζοσπάστης) Να σημειωθεί, ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν μόλις περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Λίγο μετά την είσοδο της φασιστικής μπότας στην Αθήνα, ο δήμαρχός της, Αμβρόσιος Πλυτάς, αφού πρώτα προέτρεψε τους Αθηναίους «όπως επιδείξωσι τάξιν, αξιοπρέπειαν και ευγένειαν» απέναντι στα φασιστικά στρατεύματα, στη συνέχεια απαίτησε: «Όπου υψούτε ελληνική σημαία πρέπει δεξιά της να υψούται και η Γερμανική». Κατόπιν, έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη «όλων των Αθηναίων προς τον ένδοξον Φύρερ του Γερμανικού λαού».( Ριζοσπάστης: Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 6 Απρίλη 1941)
Η γνωστή εφημερίδα «Καθημερινή» συμπλήρωνε: «Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος[…] Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν». («Καθημερινή», την Τρίτη, 29 Απριλίου του 1941)
Ενώ, μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Τσολάκογλου , πρώτη-πρώτη η «σεβαστή» σύγκλητος του Πανεπιστημίου της Αθήνας έστελνε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στο οποίο ανέφερε: «Η Σύγκλητος του Εθνικού Πανεπιστημίου χαίρουσα επί τη συγκροτήσει της Εθνικής Κυβερνήσεως υποβάλλει τα θερμά αυτής συγχαρητήρια διά τήν είς τάς στιβαράς χείρας της Υμετέρας εξοχότητος ανάθεσιν την προεδρίας αυτής.» Και διαβεβαίωναν ότι εντασσόταν «παρά το πλευρόν είς το εξόχως Μέγα Πατριωτικόν αυτής έργον». (Νίκος Ψυρούκης Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας Τόμος 1 Εκδόσεις Επικαιρότητα)
Στις 7-5-1941 ο Τσολάκογλου κάλεσε σε σύσκεψη όλους τους αρχηγούς των αστικών κομμάτων. Στην σύσκεψη αυτή πήραν μέρος: ο Πάγκαλος, ο Γονατάς, ο Οθωναίος, ο Μάξιμος, ο Τσαλδάρης, ο Κανελλόπουλος, ο Μερκούρης, ο Πεσματζόγλου, ο Ράλλης, ο Δηλιγιάννης, ο Βελέντζας και βέβαια ο Γεώργιος «Παπατζής» Παπανδρέου. Στην επίσημη ανακοίνωση μετά την σύσκεψη διαβάζουμε: «Ο κ. πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της κυβερνήσεως Πάντες αναγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς[…]» (Νίκος Ψυρούκης ο.π)
Ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους για να διαχειριστούν και να υπερασπιστούν άμεσα και κυρίως μακροπρόθεσμα την εξουσία της τάξης τους.
Βέβαια, ο Γεώργιος «Παπατζής» Παπανδρέου με αυτή του την υπογραφή επέδειξε την ταξική συνέπειά του, καθώς κανείς από τους αστούς πολιτικούς, ούτε όμως και οι φασίστες κατακτητές, ήθελαν αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Μην αμελούμε πως ο δωσίλογος Πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος διαλαλούσε, πως ανέλαβε καθήκοντα μόνο και μόνο για να καταπολεμήσει την: «Εαμοκομμουνιστικήν ανταρσίαν», ενώ ο διάδοχός του Ιωάννης Ράλλης μόλις ανέλαβε καθήκοντα στις 7 Απριλίου 1943 δηλώνει: «Υψώ την σημαίαν του αντικομμουνιστικού αγώνος. Δεύτε οι πιστοί παρά εμέ» και υποστήριζε πως η μόνη δουλειά του ήταν να παραδώσει την «πόλιν ελευθέραν από αναρχικούς στους συμμάχους» (Γ.Ι Ράλλη: Ο Ιωάννης Δ Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου. Αθήνα 1947)
Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωριστεί στον Παπανδρέου το πόσο καλός «Παπατζής» ήταν, γιατί φρόντισε να μην μπλεχτεί ενεργά με τους εγχώριους «κουίσλινγκ», να μην έχει καμία επαφή με τα αντιστασιακά λαϊκά κινήματα και ταυτόχρονα να εργάζεται από το παρασκήνιο για να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί μακροπρόθεσμα την εξουσία της τάξης του. Πρώτο του καθήκον και άμεση προτεραιότητά του ήταν η καταπολέμηση του ΕΑΜ, που είχε εδραιώσει την δύναμή του σχεδόν σε όλη την Ελλάδα πριν από την οπισθοχώρηση των Γερμανικών φασιστικών στρατευμάτων.
Ήδη από το 1943, ο Παπανδρέου διαλαλούσε πως «Σήμερον σχηματίζεται νέα μορφή του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Δυο παγκόσμια μέτωπα διαμορφώνονται ο Κομμουνιστικός πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξονισμός» [Γεώργιος Παπανδρέου. Πολιτικός Λόγος. Απάνθισμα. Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS)
Ναι!
Λέξη δεν έβγαλε ποτέ του για τον φασισμό!
Σαφές δείγμα των απόψεων και θέσεων του «Γέρου της Δημοκρατίας» αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Σκοτεινή ήτο η κατάστασις της Ελλάδος όταν ανελάβομεν την Αρχή τον Απρίλιον του 1944. Ο Ελληνικός Λαός ήτο υπόδουλος όχι μόνον είς την Γερμανική αλλά και εις την Εαμικήν-και δια να είμεθα κυριολεκτικώτεροι-εις την κομμουνιστικήν τυρανίαν. Και πρέπει να υπομνησθή ότι εις την Ελλάδα τότε δεν ηπειλείτο απλώς η επιβολή της Κομμουνιστικής τυραννίας, την οποίαν έπρεπε να αποτρέψωμεν. Η Κομμουνιστική Κατοχή είχεν ουσιαστικώς συντελεστή, και ωφείλαμεν ν΄ αγωνισθώμεν να την ανατρέψωμεν. Και ο αθλος εφαινετο υπεράνθρωπος». (Γεώργιος Παπανδρέου ο.π)
Ο «Παπατζής» ως πρωθυπουργός είναι που δίνει την διαταγή στον αρχηγό της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ (κι ας έλεγε ο Έβερτ πως μόνος του πήρε την πρωτοβουλία) να χτυπήσει το πλήθος που διαδήλωνε στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, δίνοντας ταυτόχρονα το έναυσμα για την στρατιωτική επέμβαση της Βρετανίας στην Ελλάδα. Το λαϊκό κίνημα αντιμετωπίστηκε με γνήσιο χιτλερικό τρόπο από το Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1944 (σχέδιο «ΜΑΝΝΑ»), ενώ ακόμα ο πόλεμος εναντίον της Γερμανίας μαινόταν σε όλα τα μέτωπα. Οι Βρετανοί σύμμαχοι του «Παπατζή» δε δίστασαν να τραβήξουν από το μέτωπο της Ιταλίας τον στρατηγό Χάρολντ Αλεξάντερ και να παρατάξουν, από τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, στην Αθήνα, υπό τη διοίκησή του, περισσότερους από 30.000 στρατιώτες που, κλιμακωτά αλλά σχετικά σύντομα, έφτασαν τις 60.000. Ταυτόχρονα, έστειλαν 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα. Παράλληλα, μονάδες του αγγλικού στόλου από τον Πειραιά κανονιοβολούσαν με τα πυροβόλα τους την πρωτεύουσα, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον συνεχή ανεφοδιασμό των στρατευμάτων. Τέτοια δύναμη δεν παρέταξαν οι Βρετανοί στην Ελλάδα ούτε στην εισβολή των Γερμανών, ούτε και στην μάχη της Κρήτης!
Ο αξιοθρήνητος Παπανδρέου δηλώνει: «Και σήμερον έχομεν την συνείδηση μας ήρεμον ότι δεν επταίσαμεν. Ολόκληρος η ευθύνη ενώπιον της Ιστορίας και ενώπιον του Έθνους βαρύνει την ηγεσίαν της Άκρας Αριστεράς» (Μηχανή Του Χρόνου: Το ματωμένο συλλαλητήριο)
Ήταν τέτοια η αναισχυντία του Γεωργίου Παπανδρέου, που έφτασε να θεωρεί προσωπικό του άθλο τα Δεκεμβριανά: «Η πολιτική της Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιξε τας πύλας της Ελλάδος, εις τρόπον ώστε στις 3 Δεκεμβρίου 1944, αντί να είμεθα ημείς εξόριστοι και το ΕΑΜ κράτος, να είμεθα ημείς το Κράτος και το ΕΑΜ Στάσις» και χαρακτήριζε τα Δεκεμβριανά «αναίμακτος απελευθέρωσις». (Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής 18 Μαΐου 1946).
Λογικά όλα αυτά καθώς ο Παπανδρέου θεωρούσε τον εαυτό του κάτι σαν σούπερ ήρωα που έδινε έναν αγώνα ζωής και θανάτου με τον κομμουνισμό. Ο αγώνας αυτός ήταν τρομερός και αμφίρροπος, γιατί «η σκληρώτης του αγώνος δεν ευρίσκεται μόνον εις το γεγονός ότι ο Κομμουνισμός χρησιμοποιεί βίαν. Ότι ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει τον Κομμουνισμό είναι ότι στην βίαν προσθέτει τον δόλον. Και είναι από τα κύρια όπλα του. Ολόκληρος η Ιστορία του Κομμουνισμού είναι μια Ιστορία αδιάκοπων μεταμορφώσεων-μια Ιστορία προσωπείων, με τα οποία επιδιώκει την παραπλάνηση και της Νεότητος και των Μαζών» (Γεώργιος Παπανδρέου ο.π).
Νομίζω πως στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να τονίσω, πως τα Δεκεμβριανά ξεκίνησαν όταν ο Παπανδρέου, με εντολή του Λίπερ συγκαλεί σύσκεψη όλων των υπουργών της κυβέρνησής του «που δεν ανήκουν στην ΕΑΜική παράταξη» και υπογράφουν «μιαν απόφαση του υπουργικού συμβουλίου που διατάσει» την πολιτοφυλακή του ΕΑΜ να παραδώσει τα όπλα στην σχηματιζόμενη από τους Βρετανούς εθνοφυλακή! Οι υπουργοί του ΕΑΜ που δεν έχουν προσκληθεί στην σύσκεψη αρνούνται να υπογράψουν και παραιτούνται… (Φοίβος Οικονομίδης Οι 33 Ματωμένες Μέρες. Εκδόσεις Ε Ιστορικά)
Τα υπόλοιπα τα έγραψε ο λαός στους δρόμους με το αίμα του…
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ουσιαστικά απών από οποιαδήποτε δράση του λαού εναντίον των φασιστών, ήταν ένας ικανός αστός πολιτικός που υπηρέτησε σωστά την τάξη του μα και τους Βρετανούς πάτρωνές του. Στάθηκε δε στο ύψος των περιστάσεων όταν χρειάστηκε να σπαταλήσει το αίμα του λαού του, παίρνοντας πολιτικές αποφάσεις οι οποίες άνοιγαν τον δρόμο για την βρετανική στρατιωτική επέμβαση και τον εμφύλιο πόλεμο. Χαρακτηριστικές του θέματος είναι οι εντολές του Τσόρτσιλ προς τον άμεσο προϊστάμενο του διακοσμητικού πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, στρατηγό Σκόμπι: «Μην διστάζετε να ενεργείτε σαν να ευρίσκεσθε σε μια κατεχόμενη πόλη όπου θα ξεσπούσε μια τοπική εξέγερσις. Το καλύτερο θα ήταν, βέβαια, τις διαταγές σας να συνυπογράψει κάποια ελληνική κυβέρνησις, και ο Λιπερ θα ζητήσει από τον Παπανδρέου να παραμείνει στην θέση του για να μας βοηθήσει». (Ουίστον Τσόρτσιλ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος Τόμος Δ΄ Εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία)
Για την δικτατορία της αστικής τάξης, που είχε και έχει τον αντικομμουνισμό ως σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς της, πράγματι δικαιολογείται ο τίτλος «Γέρος της Δημοκρατίας», γιατί ο Παπανδρέου ανήκει σε αυτά τα κατακάθια, που κατά κανόνα τηρούσαν τις συμφωνίες που έκαναν με τα αφεντικά τους.