Ήρωες - Άπαρτα βουνά....
Νίκος Γόδας :
"...με τη φανέλα του Ολυμπιακού, για την πατρίδα και τα ιδανικά μου"
13 Οκτώβρη 1944.
Το πανηγύρι που έχει στηθεί από την προηγούμενη μέρα στους δρόμους της Αθήνας, για την αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα, συνεχίζεται. Όμως, την ίδια ώρα στον Πειραιά ο ΕΛΑΣ δίνει μία από τις σημαντικότερες μάχες εναντίον του κατακτητή. Στόχος των μαχητών του ΕΛΑΣ ήταν η σωτηρία των λιμενικών εγκαταστάσεων, της Ηλεκτρικής Εταιρείας (ΠΑΟΥΕΡ) και όλων των εργοστασίων. Αν καταστρεφόταν το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής, το μόνο που παρήγε ηλεκτρική ενέργεια, η Αθήνα και ο Πειραιάς για πολλούς μήνες θα βυθίζονταν στο σκοτάδι. Για μεγάλο διάστημα δεν θα δούλευαν τα εργοστάσια και θα υπολειτουργούσε το λιμάνι, ενώ δεν θα λειτουργούσαν ούτε ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος ούτε και τα τραμ που εκτελούσαν τη γραμμή Αθήνας-Πειραιά.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει φρουρές στις παραπάνω στρατηγικές περιοχές, είχαν παγιδεύσει τα επίκαιρα σημεία, καθώς και τα κυριότερα κτίρια του Πειραιά με εκρηκτικές ύλες, ώστε με το πάτημα ενός κουμπιού να ανατινάζονταν όλα, με ανυπολόγιστες ζημιές και θύματα. Τα καλώδια ξεκινούσαν από ένα οχυρό των κατακτητών στην οδό Οδυσσέως. Αρχικά οι ειδικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να αποκόψουν τα καλώδια στην οδό 2ας Μεραρχίας και σε άλλα σημεία. Την υπεράσπιση του εργοστασίου της Ηλεκτρικής ανέλαβε το πρώτο από τα τέσσερα τάγματα του ΕΛΑΣ στον Πειραιά. Μια μέρα πριν, στις 12 Οκτώβρη του 1944, ολόκληρο το τάγμα τέθηκε σε επιφυλακή. Οι λόχοι πήραν θέσεις μάχης γύρω και μέσα στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής. Τα χαράματα στις 13 του Οκτώβρη οι Γερμανοί ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις της Shell και πήραν τον δρόμο για το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Μόλις έφτασαν κοντά, κατέβηκαν από τα φορτηγά και πλησίασαν τον μαντρότοιχο και την είσοδο του εργοστασίου. Εκείνη τη στιγμή δέχτηκαν πυρά μέσα από το εργοστάσιο και στη συνέχεια από τα γύρω σημεία. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε περίπου δυόμισι ώρες. Η έκβασή της ήταν νικηφόρα για τα τμήματα του ΕΛΑΣ. Η Ηλεκτρική είχε σωθεί! Ανάμεσα στους ΕΛΑΣίτες που έδωσαν τη μάχη της Ηλεκτρικής ήταν και ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής, επιθετικός του Ολυμπιακού, ο λοχαγός του επίλεκτου 5ου λόχου του ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς, ο Νίκος Γόδας (1).
Ο Γόδας γεννήθηκε το 1921. Ήταν παιδί ξεριζωμένων προσφύγων από το Αϊβαλί και ρίζωσε με την οικογένειά του στην Κοκκινιά. Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά μπάλα. Μερικά χρόνια πριν τον πόλεμο, στο ισόγειο του πατρικού του ανοίγει μια ταβέρνα, «Τα Αραπάκια». Η επιτυχία του (και) στην επιχείρηση του είναι τόσο μεγάλη, που όλοι οι αστέρες της εποχής περνάνε από «Τα Αραπάκια» για να πουν μερικά τραγούδια. Η μεγάλη αγάπη του Νίκου ήταν ο Ολυμπιακός. Μέσα στην Κατοχή το όνειρο του Γόδα γίνεται πραγματικότητα. Ντύνεται στα ερυθρόλευκα και δίνει αγώνες με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Όμως, δεν είναι οι μόνοι αγώνες που δίνει ο Νίκος. Ο Γόδας δίνει το «παρών» και στους αγώνες για τη λευτεριά και την κοινωνική αλλαγή. Εντάσσεται στον ΕΛΑΣ.
Από τα τέλη του ’42 είναι ο βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού. Σκοράρει στο 4-0 κατά του Εθνικού και κατά του Απόλλωνα. Είναι στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού όταν κερδίζει τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου που διοργανώνει ο δήμος Πειραιά τον Μάη του 1943 και στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων, τον Δεκέμβρη του 1943, όταν ο Θρύλος επικράτησε με 5-2 απέναντι πάλι στον Παναθηναϊκό. Αλλά ο Γόδας είναι «βασικός» και στους αγώνες για τη λευτεριά. Εκτός από τη μάχη της Ηλεκτρικής, τον συναντάμε να ηγείται του λόχου του στη μάχη που έγινε στις 7 του Μάρτη του ’44. Τον Δεκέμβρη του ’44 ο λόχος του Νίκου Γόδα πολεμά τους Άγγλους στον Πειραιά, στο νεκροταφείο της Ανάστασης.
Ο Σταμάτης Σκούρτης, σύντροφος του Γόδα και ανθυπολοχαγός στον ίδιο λόχο, διηγείται: «Οι μάχες με τα τανκ του Σκόμπι και τα αεροπλάνα, μέρες τώρα, γίνονταν σώμα με σώμα. Το νεκροταφείο, όσες δυνάμεις και να ρίχνει ο εχθρός, δεν μπορεί να το πάρει. Θυμάμαι τότε τον λοχαγό μου Νίκο Γόδα, που θα πει μισοαστεία – μισοσοβαρά: “Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, εμείς απ’ όλους τους άλλους ΕΛΑΣίτες είμαστε οι πιο προνομιούχοι. Όσοι από μας σκοτωθούμε είμαστε τυχεροί, γιατί θα θαφτούμε σε κανονικό και μάλιστα προνομιούχο μνήμα”!» (2)
Αρχές του 1945, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Γόδας, άρρωστος με πνευμονία, επιστρέφει για πρώτη φορά μετά τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Τον καρφώνουν. Συλλαμβάνεται. Ο Γόδας έμεινε στη φυλακή τρία χρόνια, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να σωθεί. Η «περιήγησή» του στην εξορία μόλις έχει αρχίσει. Φυλακές Αβέρωφ, Αίγινα, Κέρκυρα. Ο Γόδας μένει στη φυλακή τρία χρόνια, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να σωθεί, παρά τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλεται.
Ο Σταμάτης Σκούρτης κι ο Σπύρος Ανδρεάδης, και οι δύο μελλοθάνατοι που σώθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ΟΗΕ το 1949, είναι κατηγορηματικοί στο ότι η διοίκηση του Ολυμπιακού δεν ενδιαφέρθηκε να σώσει τον Γόδα, κάτι που γράφει στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει» (εκδόσεις Κιβωτός).
Δεν έκαναν τίποτε για να τον σώσουν εξαιτίας της πίστης του στις ιδέες του.
"Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί", είπε πιστός στο ταξικό του καθήκον, ο βιομήχανος και τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού, Μιχάλης Μανούσκος.
Ένας από τους σταθμούς, οι φυλακές της Αίγινας. Εκεί ο Νίκος παίζει μπάλα στην ποδοσφαιρική ομάδα που είχαν συγκροτήσει οι φυλακισμένοι. Κατόπιν στις φυλακές της Κέρκυρας. Στην απομόνωση. Με μοίρα προδιαγεγραμμένη: εκτέλεση.
Ο Γόδας μαζί με τα άλλα Πειραιωτάκια, τους συγκρατούμενούς του, τον Λούβαρη και τον Κουφαδάκη, ακόμα και λίγο πριν από το απόσπασμα σχεδιάζουν πώς θα στήσουν την ομάδα όταν θα ’βγαιναν από τη φυλακή. Οι σύντροφοί τους τους θυμούνται, όποτε το ραδιόφωνο της φυλακής μετέδιδε κάποιον αγώνα, αυτοί να ξεχωρίζουνε από τους υπόλοιπους, να ακούνε τον αγώνα, πότε να γελάνε, πότε να βρίζουνε, πότε να μουντζώνουνε.
Έχει μπει ο χειμώνας του ’48. Βρέχει ασταμάτητα.
Να πώς περιγράφει ο Σκούρτης τον Γόδα στη φυλακή, όταν του είπε ο Λούβαρης:
«“Σκέψου να μας πάρουνε, Νίκο, με τέτοια βροχή”.
“Δεν θα το ήθελα”.
“Γιατί;”
“H τσιριμονιά τελειώνει βιαστικά και δεν έχεις την άνεση να δεις τους μακελάρηδες κατάματα. Σαν βρέχει δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια, είναι και το νερό που τρέχει και δεν βλέπεις όπως πρέπει, είναι σα να σου κλείνουν τα μάτια με το έτσι θέλω. Εγώ θέλω να είναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα για να δω πόσο σίγουρος νιώθει αυτός που με σκοτώνει”». (3)
Το πανηγύρι που έχει στηθεί από την προηγούμενη μέρα στους δρόμους της Αθήνας, για την αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα, συνεχίζεται. Όμως, την ίδια ώρα στον Πειραιά ο ΕΛΑΣ δίνει μία από τις σημαντικότερες μάχες εναντίον του κατακτητή. Στόχος των μαχητών του ΕΛΑΣ ήταν η σωτηρία των λιμενικών εγκαταστάσεων, της Ηλεκτρικής Εταιρείας (ΠΑΟΥΕΡ) και όλων των εργοστασίων. Αν καταστρεφόταν το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής, το μόνο που παρήγε ηλεκτρική ενέργεια, η Αθήνα και ο Πειραιάς για πολλούς μήνες θα βυθίζονταν στο σκοτάδι. Για μεγάλο διάστημα δεν θα δούλευαν τα εργοστάσια και θα υπολειτουργούσε το λιμάνι, ενώ δεν θα λειτουργούσαν ούτε ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος ούτε και τα τραμ που εκτελούσαν τη γραμμή Αθήνας-Πειραιά.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει φρουρές στις παραπάνω στρατηγικές περιοχές, είχαν παγιδεύσει τα επίκαιρα σημεία, καθώς και τα κυριότερα κτίρια του Πειραιά με εκρηκτικές ύλες, ώστε με το πάτημα ενός κουμπιού να ανατινάζονταν όλα, με ανυπολόγιστες ζημιές και θύματα. Τα καλώδια ξεκινούσαν από ένα οχυρό των κατακτητών στην οδό Οδυσσέως. Αρχικά οι ειδικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να αποκόψουν τα καλώδια στην οδό 2ας Μεραρχίας και σε άλλα σημεία. Την υπεράσπιση του εργοστασίου της Ηλεκτρικής ανέλαβε το πρώτο από τα τέσσερα τάγματα του ΕΛΑΣ στον Πειραιά. Μια μέρα πριν, στις 12 Οκτώβρη του 1944, ολόκληρο το τάγμα τέθηκε σε επιφυλακή. Οι λόχοι πήραν θέσεις μάχης γύρω και μέσα στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής. Τα χαράματα στις 13 του Οκτώβρη οι Γερμανοί ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις της Shell και πήραν τον δρόμο για το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Μόλις έφτασαν κοντά, κατέβηκαν από τα φορτηγά και πλησίασαν τον μαντρότοιχο και την είσοδο του εργοστασίου. Εκείνη τη στιγμή δέχτηκαν πυρά μέσα από το εργοστάσιο και στη συνέχεια από τα γύρω σημεία. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε περίπου δυόμισι ώρες. Η έκβασή της ήταν νικηφόρα για τα τμήματα του ΕΛΑΣ. Η Ηλεκτρική είχε σωθεί! Ανάμεσα στους ΕΛΑΣίτες που έδωσαν τη μάχη της Ηλεκτρικής ήταν και ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής, επιθετικός του Ολυμπιακού, ο λοχαγός του επίλεκτου 5ου λόχου του ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς, ο Νίκος Γόδας (1).
Ο Γόδας γεννήθηκε το 1921. Ήταν παιδί ξεριζωμένων προσφύγων από το Αϊβαλί και ρίζωσε με την οικογένειά του στην Κοκκινιά. Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά μπάλα. Μερικά χρόνια πριν τον πόλεμο, στο ισόγειο του πατρικού του ανοίγει μια ταβέρνα, «Τα Αραπάκια». Η επιτυχία του (και) στην επιχείρηση του είναι τόσο μεγάλη, που όλοι οι αστέρες της εποχής περνάνε από «Τα Αραπάκια» για να πουν μερικά τραγούδια. Η μεγάλη αγάπη του Νίκου ήταν ο Ολυμπιακός. Μέσα στην Κατοχή το όνειρο του Γόδα γίνεται πραγματικότητα. Ντύνεται στα ερυθρόλευκα και δίνει αγώνες με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Όμως, δεν είναι οι μόνοι αγώνες που δίνει ο Νίκος. Ο Γόδας δίνει το «παρών» και στους αγώνες για τη λευτεριά και την κοινωνική αλλαγή. Εντάσσεται στον ΕΛΑΣ.
Από τα τέλη του ’42 είναι ο βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού. Σκοράρει στο 4-0 κατά του Εθνικού και κατά του Απόλλωνα. Είναι στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού όταν κερδίζει τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου που διοργανώνει ο δήμος Πειραιά τον Μάη του 1943 και στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων, τον Δεκέμβρη του 1943, όταν ο Θρύλος επικράτησε με 5-2 απέναντι πάλι στον Παναθηναϊκό. Αλλά ο Γόδας είναι «βασικός» και στους αγώνες για τη λευτεριά. Εκτός από τη μάχη της Ηλεκτρικής, τον συναντάμε να ηγείται του λόχου του στη μάχη που έγινε στις 7 του Μάρτη του ’44. Τον Δεκέμβρη του ’44 ο λόχος του Νίκου Γόδα πολεμά τους Άγγλους στον Πειραιά, στο νεκροταφείο της Ανάστασης.
Ο Σταμάτης Σκούρτης, σύντροφος του Γόδα και ανθυπολοχαγός στον ίδιο λόχο, διηγείται: «Οι μάχες με τα τανκ του Σκόμπι και τα αεροπλάνα, μέρες τώρα, γίνονταν σώμα με σώμα. Το νεκροταφείο, όσες δυνάμεις και να ρίχνει ο εχθρός, δεν μπορεί να το πάρει. Θυμάμαι τότε τον λοχαγό μου Νίκο Γόδα, που θα πει μισοαστεία – μισοσοβαρά: “Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, εμείς απ’ όλους τους άλλους ΕΛΑΣίτες είμαστε οι πιο προνομιούχοι. Όσοι από μας σκοτωθούμε είμαστε τυχεροί, γιατί θα θαφτούμε σε κανονικό και μάλιστα προνομιούχο μνήμα”!» (2)
Αρχές του 1945, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Γόδας, άρρωστος με πνευμονία, επιστρέφει για πρώτη φορά μετά τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Τον καρφώνουν. Συλλαμβάνεται. Ο Γόδας έμεινε στη φυλακή τρία χρόνια, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να σωθεί. Η «περιήγησή» του στην εξορία μόλις έχει αρχίσει. Φυλακές Αβέρωφ, Αίγινα, Κέρκυρα. Ο Γόδας μένει στη φυλακή τρία χρόνια, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να σωθεί, παρά τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλεται.
Ο Σταμάτης Σκούρτης κι ο Σπύρος Ανδρεάδης, και οι δύο μελλοθάνατοι που σώθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ΟΗΕ το 1949, είναι κατηγορηματικοί στο ότι η διοίκηση του Ολυμπιακού δεν ενδιαφέρθηκε να σώσει τον Γόδα, κάτι που γράφει στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει» (εκδόσεις Κιβωτός).
Δεν έκαναν τίποτε για να τον σώσουν εξαιτίας της πίστης του στις ιδέες του.
"Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί", είπε πιστός στο ταξικό του καθήκον, ο βιομήχανος και τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού, Μιχάλης Μανούσκος.
Ένας από τους σταθμούς, οι φυλακές της Αίγινας. Εκεί ο Νίκος παίζει μπάλα στην ποδοσφαιρική ομάδα που είχαν συγκροτήσει οι φυλακισμένοι. Κατόπιν στις φυλακές της Κέρκυρας. Στην απομόνωση. Με μοίρα προδιαγεγραμμένη: εκτέλεση.
Ο Γόδας μαζί με τα άλλα Πειραιωτάκια, τους συγκρατούμενούς του, τον Λούβαρη και τον Κουφαδάκη, ακόμα και λίγο πριν από το απόσπασμα σχεδιάζουν πώς θα στήσουν την ομάδα όταν θα ’βγαιναν από τη φυλακή. Οι σύντροφοί τους τους θυμούνται, όποτε το ραδιόφωνο της φυλακής μετέδιδε κάποιον αγώνα, αυτοί να ξεχωρίζουνε από τους υπόλοιπους, να ακούνε τον αγώνα, πότε να γελάνε, πότε να βρίζουνε, πότε να μουντζώνουνε.
Έχει μπει ο χειμώνας του ’48. Βρέχει ασταμάτητα.
Να πώς περιγράφει ο Σκούρτης τον Γόδα στη φυλακή, όταν του είπε ο Λούβαρης:
«“Σκέψου να μας πάρουνε, Νίκο, με τέτοια βροχή”.
“Δεν θα το ήθελα”.
“Γιατί;”
“H τσιριμονιά τελειώνει βιαστικά και δεν έχεις την άνεση να δεις τους μακελάρηδες κατάματα. Σαν βρέχει δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια, είναι και το νερό που τρέχει και δεν βλέπεις όπως πρέπει, είναι σα να σου κλείνουν τα μάτια με το έτσι θέλω. Εγώ θέλω να είναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα για να δω πόσο σίγουρος νιώθει αυτός που με σκοτώνει”». (3)
Είναι 19 του Νοέμβρη. Ημέρα Κυριακή. Ξημέρωμα.
Ο Γόδας οδηγείται στο απόσπασμα.
Ο Σκούρτης θυμάται:
«Ο Νίκος ζήτησε να τον εκτελέσουν με την ερυθρόλευκη φανέλα κατάσαρκα και το λευκό σορτς.
Κι αυτό γιατί ήταν αυθεντικός Ολυμπιακός, όπως και κομμουνιστής.
“Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού. Γεια σας, συναθλητές μου”, ήταν τα τελευταία λόγια του Νίκου φεύγοντας από τη φυλακή, όταν τον οδηγούσαν στο νησί Λαζαρέτο, στο λιμάνι της Κέρκυρας, για να τον εκτελέσουν. Ο Νίκος έφυγε σαν ήρωας. (…) Ο Νίκος Γόδας υπήρξε ένας πραγματικός ήρωας, ένας άνθρωπος που ξεπέρασε τον μέσο όρο, για να βρεθεί στο πάνθεον της κόκκινης ιστορίας, τιμώντας μέχρι την τελευταία του πνοή τις ιδέες που τον συνεπήραν στη σύντομη ζωή του…(4)
Χαράματα 19 του Νοέμβρη του ’48. Ο Γόδας εκτελέστηκε κοιτώντας τους δολοφόνους του στα μάτια και φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει», ο Σταμάτης Σκούρτης γράφει για την εκτέλεση: «…Ο ήλιος σκάει πίσω απ’ τα βουνά και δεν ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν απ’ το αίμα, ή ο ήλιος;» (5).
Για την απάντηση του Γόδα, όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία, ο Σκούρτης διηγείται: «Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή» (6).
Λίγο πριν από την εκτέλεσή του, σε ένα από τα γράμματά του, ο Νίκος Γόδας, αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας, έγραφε στην οικογένειά του: «Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου» (7).
(*) Από το βιβλίο των Νίκου Μπογιόπουλου – Δημήτρη Μηλάκα με τίτλο «ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ – Μια θρησκεία χωρίς απίστους», εκδόσεις ΚΨΜ)
1 Αλέξανδρος Ασωνίτης, «Στον τοίχο με κόκκινη φανέλα», Ελευθεροτυπία, 19/5/2002
2. www.redwiredfans.gate7.gr
3. www.redwiredfans.gate7.gr
4. www.redwiredfans.gate7.gr
5. Σταμάτης Σκούρτης, Ώσπου να ξημερώσει, εκδόσεις Κιβωτός.
6. Πάνος Γεραμάνης «Εξω αριστερά και έξω δεξιά» – Στα δίχτυα της πολιτικής», Κράμα τεύχος 17 και Ριζοσπάστης 23/2/2002
7. Aλέξανδρος Ασωνίτης, ό.π.
Ο Γόδας οδηγείται στο απόσπασμα.
Ο Σκούρτης θυμάται:
«Ο Νίκος ζήτησε να τον εκτελέσουν με την ερυθρόλευκη φανέλα κατάσαρκα και το λευκό σορτς.
Κι αυτό γιατί ήταν αυθεντικός Ολυμπιακός, όπως και κομμουνιστής.
“Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού. Γεια σας, συναθλητές μου”, ήταν τα τελευταία λόγια του Νίκου φεύγοντας από τη φυλακή, όταν τον οδηγούσαν στο νησί Λαζαρέτο, στο λιμάνι της Κέρκυρας, για να τον εκτελέσουν. Ο Νίκος έφυγε σαν ήρωας. (…) Ο Νίκος Γόδας υπήρξε ένας πραγματικός ήρωας, ένας άνθρωπος που ξεπέρασε τον μέσο όρο, για να βρεθεί στο πάνθεον της κόκκινης ιστορίας, τιμώντας μέχρι την τελευταία του πνοή τις ιδέες που τον συνεπήραν στη σύντομη ζωή του…(4)
Χαράματα 19 του Νοέμβρη του ’48. Ο Γόδας εκτελέστηκε κοιτώντας τους δολοφόνους του στα μάτια και φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει», ο Σταμάτης Σκούρτης γράφει για την εκτέλεση: «…Ο ήλιος σκάει πίσω απ’ τα βουνά και δεν ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν απ’ το αίμα, ή ο ήλιος;» (5).
Για την απάντηση του Γόδα, όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία, ο Σκούρτης διηγείται: «Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή» (6).
Λίγο πριν από την εκτέλεσή του, σε ένα από τα γράμματά του, ο Νίκος Γόδας, αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας, έγραφε στην οικογένειά του: «Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου» (7).
(*) Από το βιβλίο των Νίκου Μπογιόπουλου – Δημήτρη Μηλάκα με τίτλο «ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ – Μια θρησκεία χωρίς απίστους», εκδόσεις ΚΨΜ)
1 Αλέξανδρος Ασωνίτης, «Στον τοίχο με κόκκινη φανέλα», Ελευθεροτυπία, 19/5/2002
2. www.redwiredfans.gate7.gr
3. www.redwiredfans.gate7.gr
4. www.redwiredfans.gate7.gr
5. Σταμάτης Σκούρτης, Ώσπου να ξημερώσει, εκδόσεις Κιβωτός.
6. Πάνος Γεραμάνης «Εξω αριστερά και έξω δεξιά» – Στα δίχτυα της πολιτικής», Κράμα τεύχος 17 και Ριζοσπάστης 23/2/2002
7. Aλέξανδρος Ασωνίτης, ό.π.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΒΓΟΥ
Η ωμή και εν ψυχρώ πολιτική δολοφονία του Γιάννη Ζέβγου (Ταλαγάνη) έγινε στις 20 Μάρτη του 1947 και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα – ίσως το χαρακτηριστικότερο – της μονόπλευρης και αιματηρής τρομοκρατίας, που είχαν ξεδιπλώσει οι μοναρχοφασιστικές δυνάμεις της εποχής, με την καθοδήγηση και βοήθεια των Εγγλέζων και άλλων ξένων πατρώνων τους, ενάντια στο λαϊκοδημοκρατικό κίνημα και ιδιαίτερα το ΚΚΕ.
Ο Γ. Ζέβγος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ τότε και ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μεταπελευθερωτική κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», βρισκόταν από τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΕΑΜ. Αποστολή τους ήταν να αποκαλύψουν το όργιο της εγκληματικής τρομοκρατίας στη διεθνή Επιτροπή του ΟΗΕ, που, εγκαταστημένη εκείνη την περίοδο στη συμπρωτεύουσα, διερευνούσε… την κατάσταση στην ελληνική ύπαιθρο, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Πράγματι, ο Γ. Ζέβγος, από την πρώτη μέρα που έφτασε στη Θεσσαλονίκη, προχώρησε σε αλλεπάλληλα διαβήματα και καταγγελίες στην Επιτροπή του ΟΗΕ. Παρέδωσε πλήθος συγκεκριμένων στοιχείων και επώνυμες μαρτυρίες, για τραμπουκισμούς, ξυλοδαρμούς, καταστροφές κομματικών γραφείων και γραφείων εντύπων του ΕΑΜ και του κόμματος, καταστροφές περιουσιών, βιασμούς γυναικών και άλλες εγκληματικές ενέργειες, από τις διάφορες φασιστικές συμμορίες και τις κρατικές δυνάμεις «καταστολής». Παραθέτοντας σωρεία αδιαμφισβήτητων στοιχείων απέδειξε συγκεκριμένα ότι, ενώ το ΕΑΜ και η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ζητούσαν και πάλευαν, για ομαλές, ειρηνικές και δημοκρατικές εξελίξεις, οι αντιδραστικές δυνάμεις προχωρούσαν ήδη σ’ ένα συνεχώς εντεινόμενο εγκληματικό και τρομοκρατικό όργιο, καταπατώντας ακόμη και τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα του λαού.
Το πρωί της Πέμπτης, 20 Μάρτη 1947, ο Γ. Ζέβγος βγαίνει από το ξενοδοχείο «Αστόρια», όπου διέμενε και πηγαίνει στα γραφεία της εφημερίδας «Αγωνιστής». Εκεί, γράφει ένα ακόμη υπόμνημα προς την Επιτροπή του ΟΗΕ, με νέα στοιχεία διωγμών και αντιδημοκρατικών ενεργειών των μοναρχοφασιστών και των αρχών και προς το μεσημέρι πηγαίνει στο εστιατόριο «Ελβετικόν», όπου γευμάτιζε κάθε μέρα, αφού πρώτα πέρασε από το οδοντιατρείο της Στ. Κεφαλίδου.
Βγαίνοντας από το εστιατόριο και καθώς περπατά στο πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα από το κτίριο, όπου στεγαζόταν η διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ, συναντιέται με το θάνατο. Εκτελεστής ο Χρ. Βλάχος, κρεοπώλης από τις Σέρρες, πλαισιωμένος από δύο άλλα άτομα. Πυροβολεί, από πολύ κοντά, τρεις φορές τον κομμουνιστή ηγέτη και καθώς αυτός πέφτει θανάσιμα πληγωμένος, τον ξαναπυροβολεί, για τέταρτη φορά, μπροστά στα εμβρόντητα μάτια των περαστικών. Ο δράστης, όμως, δε δείχνει, να φοβάται για την πράξη του και δεν αξιοποιεί τη σύγχυση, που επικράτησε τις πρώτες στιγμές, για να εξαφανιστεί. Ετσι, μετά από λίγη ώρα, συλλαμβάνεται από πολίτες, που τον καταδίωξαν.
Η είδηση της δολοφονίας του Γ. Ζέβγου μαθεύτηκε γρήγορα και αναστάτωσε τους πάντες. Ο μοναρχοφασιστικός και φιλοκυβερνητικός Τύπος επιχείρησε να παρουσιάσει το στυγερό έγκλημα, σαν ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στους κόλπους της Αριστεράς, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ο δολοφόνος είχε κάνει, για ένα διάστημα, στο Μπούλκες. Η προσπάθεια, όμως, αυτή των εμπνευστών και οργανωτών της δολοφονίας έπεσε στο κενό και στράφηκε σε βάρος τους, όταν ο «Ριζοσπάστης», με συγκεκριμένα στοιχεία και αποδείξεις αποκάλυψε το προμελετημένο χαρακτήρα του εγκλήματος και τους εμπνευστές του.
Στις 3 Απρίλη 1947, δημοσιεύεται στο «Ρ» γράμμα του Νίκου Σιδηρόπουλου, ενός από την παρέα του δολοφόνου και δραπέτη επίσης από το Μπούλκες, ο οποίος αποκαλύπτει, ότι η δολοφονία οργανώθηκε από τις «εθνικόφρονες οργανώσεις», το Α2 και την ΕΣΑ του Γ` Σώματος Στρατού, υπό την υψηλή εποπτεία του υπουργού τότε Δημόσιας Τάξης, Ναπ. Ζέρβα. Αλλωστε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο, ότι βρίσκονταν τις ημέρες εκείνες στη Θεσσαλονίκη ολόκληρο κυβερνητικό κλιμάκιο, από τους Ν. Ζέρβα και τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Βόρειας Ελλάδας, Αλεξανδρή και Ροδόπουλο αντίστοιχα. Ο Ν. Σιδηρόπουλος αποκάλυψε, επίσης, ότι το σχέδιο ήταν ευρύτερο, αφού περιελάμβανε και τις δολοφονίες των: Γ. Πασαλίδη (μετέπειτα προέδρου της ΕΔΑ) και Αλέξ. Σακελαρόπουλου (μετέπειτα προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).
Ο δολοφόνος του Γ. Ζέβγου καταδικάστηκε – για τα μάτια – σε δύο χρόνια φυλακή, το 1948. Πολύ γρήγορα, όμως, τον απελευθερώνουν και τον φυγαδεύουν στην Αργεντινή. Χώρα, την οποία… προτιμούσαν ιδιαίτερα τότε οι απανταχού φασίστες.
Μετά από αρκετά χρόνια γυρίζει στην Ελλάδα και στις 20 Σεπτέμβρη του 1981, ως τρόφιμος του ψυχιατρείου της Λέρου πλέον, δίνει μια συνέντευξη στην «Ακρόπολη της Κυριακής», όπου ομολογεί και τα εξής: «Ολη μου η ζωή είναι αφιερωμένη στην πατρίδα, στους συμμάχους… Εγώ δούλευα για την ελληνική και τη συμμαχική αντικατασκοπία, πολεμούσα τους κομμουνιστές και τους Τούρκους… Ετσι, εκτέλεσα και την εντολή που πήρα από τους ανωτέρους μου, να σκοτώσω τον Γιάννη Ζέβγο. Εγώ έτρεξα. Επρεπε να υπακούσω. Η πατρίδα κινδύνευε, έπρεπε να την καθαρίσω από τους κομμουνιστές και τους Τούρκους… Και τον Σουλτάνο του ΚΚΕ έπρεπε να τον σκοτώσω».
Ετσι οργανώθηκε το στυγερό έγκλημα
Εκτενή αποσπάσματα από την επιστολή του Ν. Σιδηρόπουλου, που δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» στις 3/4/1947
Η επιστολή του Ν. Σιδηρόπουλου, που δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» στις 3/4/1947, δεν αποκάλυψε μόνο τους πραγματικούς δολοφόνους του Γ. Ζέβγου και τους εμπνευστές του. Στην πραγματικότητα, αποτέλεσε και αποτελεί μια αναμφισβήτητη μαρτυρία του γενικότερου εγκληματικού και τρομοκρατικού οργίου, που μαζί οι διάφορες μοναρχοφασιστικές συμμορίες και ο κρατικός μηχανισμός των αγγλόδουλων κυβερνήσεων ασκούσαν σε βάρος των δημοκρατών πολιτών και ιδιαίτερα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των κομμουνιστών.
Για το λόγο αυτό αναδημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματά της, όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε τότε στο «Ρ»:
«Ονομάζομαι Νικόλαος Σιδηρόπουλος, είμαι ηλικίας 33 ετών και από το χωριό Αλιστράτη των Σερρών, επάγγελμα καπνοπαραγωγός. Επειδή γίνανε και γίνονται ορισμένα πράγματα ασυμβίβαστα με τη συνείδησή μου, παρακαλώ να δημοσιευτούν τα παρακάτω γραφόμενά μου.
Από τις 10/2/47, ήρθα στην Ελλάδα, φεύγοντας από τον τόπο της αυτοεξορίας μου «Μπούλκες» νοσταλγώντας την πατρίδα μου. Εδώ όμως μόλις ήλθα στη Θεσσαλονίκη μας παρέλαβε το Γ` Σώμα Στρατού και μας τοποθέτησε στην ΕΣΑ Βαρδαρίου. Εκεί στην αρχή μας πίεσαν εκβιάζοντάς μας να καταθέσουμε άσχετα με την αλήθεια και τη ζωή μας στο Μπούλκες.
Η ανάκριση γινότανε στο Γραφείο Α2, Γ` Σ. Στρατού. Στην ΕΣΑ ενώ μας περιόριζαν μέσα, μας έλεγαν να λέμε στον κόσμο ότι είμαστε ελεύθεροι. Παράλληλα μας έλεγαν αν δεν υπογράψουμε αυτά που μας λένε, δεν καθαρίζεται η θέση μας. Πρέπει να υπογράψετε, γιατί έτσι θα σώσουμε την Ελλάδα από τους Σλάβους.
Ο Κύρου μας μίλησε προτού αρχίσει τις εργασίες η Επιτροπή. Παιδιά εσείς θα σώσετε την Ελλάδα και θα έχετε ότι θέλετε από μας κλπ. Μας πλήρωναν, εκτός που τρώγαμε στην ΕΣΑ, το Γ` Σ. 10.000 χιλιάδες την ημέρα. Επίσης και εκτός του ημερομισθίου μας δίναν και συγκεντρωμένα χρήματα π.χ. εμένα μου δώσαν δυο φορές από 50 χιλιάδες. Το Γιώργη Ζαφίρη (μάρτυρας του Κύρου) είδα να του δίνουν δυο φορές, μια φορά 100 χιλιάδες και άλλη μια φορά 150 χιλιάδες. Εγώ δεν εξετάστηκα σαν μάρτυρας στον ΟΗΕ, αλλά υπάρχει η κατάθεσή μου που έγινε στο γραφείο Α2 Γ` Σ.Σ. όπως ήθελε ο Κύρου και μου την έφεραν ύστερα από τρεις μέρες στην ΕΣΑ και την υπόγραψα.
Επίσης μου ζήτησαν και τους έκανα σχεδιάγραμμα του Μπούλκες. Ανακαλώ και διαψεύδω και τους άλλους ομοίους μου που εξετάστηκαν σα μάρτυρες της ελληνικής κυβερνήσεως μπροστά στον ΟΗΕ και συγκεκριμένα οι Αννίβας, Ζαφίρης, Βαλταδώρος, Σοβαλίκης… Στις 10/3/47 μας γράψανε στις εθνικόφρονες οργανώσεις πρώτον εμένα… Την εγγραφή την έκανε ο δικηγόρος Καραγιάννης που φέρεται και σαν πρόεδρος. Αμέσως φρόντισε να μας οπλίσει με περίστροφα, πιστόλια, χειροβομβίδες. Εμένα με δώσαν ένα γερμανικό πλακέ. Στο Χρήστο Βλάχο ένα γκολτς στο Λάζαρο Τσαούση Ναγκάν…
Στις 14/3 το Γ` Σ.Σ. ενέκρινε, όπως μου είπε ο Τσάκωνας να μας δώσει τον παραπάνω οπλισμό. Τα παραλάβαμε και μας τα έφερε ο Τσάκωνας και ο Βλάχος και μας τα μοίρασαν για να σκοτώσουμε το Ζέβγο, το δικηγόρο το Σακελαρόπουλο, το Δηλαβέρη και το γιατρό το Πασαλίδη. Μας είπαν ο Τσάκωνας και ο Βλάχος να μη φοβόμαστε από τους χωροφυλάκους, γιατί ό,τι θα κάνουμε είναι εις γνώσιν της Ασφάλειας και του Σώματος. Ζητήσαμε χρήματα και μας είπε ο Τσάκωνας να μη στενοχωριόμαστε, αρκεί να τελειώσουμε με το καλό τη δουλιά, (δηλαδή τους σκοτωμούς) και θα μας έχουν επάνου στα χέρια. Οσο για τα χρήματα, θα μας δώσει ο γενικός διοικητής Ροδόπουλος, όσα θέλουμε…
Παρακολούθηση
Στην παρακολούθηση του Ζέβγου, που γινόταν με επικεφαλής μας τον Τσάκωνα και το Βλάχο και με μας,… πήγαμε όλοι μαζί την Τρίτη 18/3/47 και παρακολουθήσαμε τον Ζέβγο, τον οποίο κανένας μας δεν εγνώριζε προσωπικά. Αλλά μας τον έδειξε τις προηγούμενες μέρες τμηματικά ο Μανώλης Κονιόρδος (βιομήχανος και της καταδιώξεως όπως έμαθα) που ερχόταν συχνά σε επαφή μαζί μας. Διαταγή είχαμε το Ζέβγο να τον σκοτώσουμε νύχτα και κρυφά μέσα στο ξενοδοχείο… Το βράδυ της ίδιας μέρας ώρα 8 μμ ο Ζέβγος πήγαινε για το ξενοδοχείο του. Δεν μπορέσαμε να του ρίξουμε κανείς από όλους γιατί είχε κόσμο…
…Την Πέμπτη το πρωί ήλθε ο Τσάκωνας ώρα 8.30 πμ και μας συγκέντρωσε και μας είπε να μείνουμε μέσα στην ΕΣΑ σε επιφυλακή. Ο Τσάκωνας πήρε τον Βλάχο και πήγαν στον υπουργό Ζέρβα. Οταν επέστρεψαν ήταν η ώρα 10.30 πμ. Με κάλεσαν ιδιαιτέρως εμένα και μου είπαν «τους βρήκαμε όλους μαζεμένους (Ζέρβα, κλπ) η δουλιά μας είναι εν τάξει. Είπαν να τον σκοτώσουμε ιδιαιτέρως το Ζέβγο, όπου τον βρούμε και όποια ώρα»…
…Με την πρώτη σφαίρα που δέχτηκε ο Ζέβγος γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς τα πίσω. Ο Βλάχος συνέχισε, έρριξε άλλες τρεις σφαίρες στην πλάτη του Ζέβγου, ο οποίος μόλις προχώρησε δυο βήματα έπεσε στην άκρη του τοίχου. Εμείς αμέσως φύγαμε σκορπισμένοι κι ένας – ένας συγκεντρωθήκαμε στην ΕΣΑ. Εκεί μάθαμε ότι ο Βλάχος πιάστηκε από την αστυνομία…
Από κει μας πήρε ο Τσάκωνας όλους πλην του Μπαϊπουλτίδη και πήγαμε στο Ε` τμήμα. Μόλις πήγαμε ένας ενωμοτάρχης ψηλός, μελαχρινός, γεμάτος, άνοιξε ένα παράθυρο που είναι προς το δρόμο της Εγνατίας και μας έδειξε το γραφείο του Σακελαρόπουλου, που φαινόταν πίσω απ’ την κόκκινη εκκλησία η γωνία του. Ο φόνος του Σακελαρόπουλου, θα γινόταν ως εξής: Θα μας ενίσχυε το Ε` τμήμα μ’ ένα αυτόματο, το οποίο μου είπε ο Τσάκωνας θα το πάρεις εσύ…
Ενώ όμως βρισκόμαστε στο Ε` τμήμα ήρθε κι ο βουλευτής Παπαδόπουλος του Κιλκίς (μου το πληροφόρησε ο Τσάκωνας), τον οποίο συνόδευε ένας άλλος. Κατόπιν από λίγα λεπτά της ώρας ήρθε ένας άλλος με στρατιωτική στολή και καλπάκι στο κεφάλι…
Εκεί ο Τσάκωνας μας είπε: «Παιδιά έχουμε διαταγή να αναβληθούν για δυο – τρεις μέρες οι εκτελέσεις». Ο Καραγιάννης από κει μας είπε δυο – δυο να φύγουμε και να πάμε στην ΕΣΑ και να μη βγούμε έξω…
Δέχουμαι αυτά που λέω να τα καταθέσω και μπροστά σε οποιαδήποτε επιτροπή, αρκεί να υπάρχουν εγγυήσεις, πως δε θα πάθω τίποτε.
Ολα αυτά τα καταγγέλλω μπροστά στον ελληνικό λαό για να μάθει την αλήθεια και δε δέχθηκα να γίνω εγκληματίας.
Σας στέλνω και μια φωτογραφία μου, που είμαι με ένα της ΕΣΑ, απάνου στη μοτοσικλέτα. Αυτά για την αλήθεια και ακρίβεια.
Με εκτίμησιν
Νικόλαος Σιδηρόπουλος»
Ο Γ. Ζέβγος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ τότε και ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μεταπελευθερωτική κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», βρισκόταν από τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΕΑΜ. Αποστολή τους ήταν να αποκαλύψουν το όργιο της εγκληματικής τρομοκρατίας στη διεθνή Επιτροπή του ΟΗΕ, που, εγκαταστημένη εκείνη την περίοδο στη συμπρωτεύουσα, διερευνούσε… την κατάσταση στην ελληνική ύπαιθρο, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Πράγματι, ο Γ. Ζέβγος, από την πρώτη μέρα που έφτασε στη Θεσσαλονίκη, προχώρησε σε αλλεπάλληλα διαβήματα και καταγγελίες στην Επιτροπή του ΟΗΕ. Παρέδωσε πλήθος συγκεκριμένων στοιχείων και επώνυμες μαρτυρίες, για τραμπουκισμούς, ξυλοδαρμούς, καταστροφές κομματικών γραφείων και γραφείων εντύπων του ΕΑΜ και του κόμματος, καταστροφές περιουσιών, βιασμούς γυναικών και άλλες εγκληματικές ενέργειες, από τις διάφορες φασιστικές συμμορίες και τις κρατικές δυνάμεις «καταστολής». Παραθέτοντας σωρεία αδιαμφισβήτητων στοιχείων απέδειξε συγκεκριμένα ότι, ενώ το ΕΑΜ και η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ζητούσαν και πάλευαν, για ομαλές, ειρηνικές και δημοκρατικές εξελίξεις, οι αντιδραστικές δυνάμεις προχωρούσαν ήδη σ’ ένα συνεχώς εντεινόμενο εγκληματικό και τρομοκρατικό όργιο, καταπατώντας ακόμη και τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα του λαού.
Το πρωί της Πέμπτης, 20 Μάρτη 1947, ο Γ. Ζέβγος βγαίνει από το ξενοδοχείο «Αστόρια», όπου διέμενε και πηγαίνει στα γραφεία της εφημερίδας «Αγωνιστής». Εκεί, γράφει ένα ακόμη υπόμνημα προς την Επιτροπή του ΟΗΕ, με νέα στοιχεία διωγμών και αντιδημοκρατικών ενεργειών των μοναρχοφασιστών και των αρχών και προς το μεσημέρι πηγαίνει στο εστιατόριο «Ελβετικόν», όπου γευμάτιζε κάθε μέρα, αφού πρώτα πέρασε από το οδοντιατρείο της Στ. Κεφαλίδου.
Βγαίνοντας από το εστιατόριο και καθώς περπατά στο πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα από το κτίριο, όπου στεγαζόταν η διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ, συναντιέται με το θάνατο. Εκτελεστής ο Χρ. Βλάχος, κρεοπώλης από τις Σέρρες, πλαισιωμένος από δύο άλλα άτομα. Πυροβολεί, από πολύ κοντά, τρεις φορές τον κομμουνιστή ηγέτη και καθώς αυτός πέφτει θανάσιμα πληγωμένος, τον ξαναπυροβολεί, για τέταρτη φορά, μπροστά στα εμβρόντητα μάτια των περαστικών. Ο δράστης, όμως, δε δείχνει, να φοβάται για την πράξη του και δεν αξιοποιεί τη σύγχυση, που επικράτησε τις πρώτες στιγμές, για να εξαφανιστεί. Ετσι, μετά από λίγη ώρα, συλλαμβάνεται από πολίτες, που τον καταδίωξαν.
Η είδηση της δολοφονίας του Γ. Ζέβγου μαθεύτηκε γρήγορα και αναστάτωσε τους πάντες. Ο μοναρχοφασιστικός και φιλοκυβερνητικός Τύπος επιχείρησε να παρουσιάσει το στυγερό έγκλημα, σαν ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στους κόλπους της Αριστεράς, εκμεταλλευόμενος το γεγονός πως ο δολοφόνος είχε κάνει, για ένα διάστημα, στο Μπούλκες. Η προσπάθεια, όμως, αυτή των εμπνευστών και οργανωτών της δολοφονίας έπεσε στο κενό και στράφηκε σε βάρος τους, όταν ο «Ριζοσπάστης», με συγκεκριμένα στοιχεία και αποδείξεις αποκάλυψε το προμελετημένο χαρακτήρα του εγκλήματος και τους εμπνευστές του.
Στις 3 Απρίλη 1947, δημοσιεύεται στο «Ρ» γράμμα του Νίκου Σιδηρόπουλου, ενός από την παρέα του δολοφόνου και δραπέτη επίσης από το Μπούλκες, ο οποίος αποκαλύπτει, ότι η δολοφονία οργανώθηκε από τις «εθνικόφρονες οργανώσεις», το Α2 και την ΕΣΑ του Γ` Σώματος Στρατού, υπό την υψηλή εποπτεία του υπουργού τότε Δημόσιας Τάξης, Ναπ. Ζέρβα. Αλλωστε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο, ότι βρίσκονταν τις ημέρες εκείνες στη Θεσσαλονίκη ολόκληρο κυβερνητικό κλιμάκιο, από τους Ν. Ζέρβα και τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Βόρειας Ελλάδας, Αλεξανδρή και Ροδόπουλο αντίστοιχα. Ο Ν. Σιδηρόπουλος αποκάλυψε, επίσης, ότι το σχέδιο ήταν ευρύτερο, αφού περιελάμβανε και τις δολοφονίες των: Γ. Πασαλίδη (μετέπειτα προέδρου της ΕΔΑ) και Αλέξ. Σακελαρόπουλου (μετέπειτα προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).
Ο δολοφόνος του Γ. Ζέβγου καταδικάστηκε – για τα μάτια – σε δύο χρόνια φυλακή, το 1948. Πολύ γρήγορα, όμως, τον απελευθερώνουν και τον φυγαδεύουν στην Αργεντινή. Χώρα, την οποία… προτιμούσαν ιδιαίτερα τότε οι απανταχού φασίστες.
Μετά από αρκετά χρόνια γυρίζει στην Ελλάδα και στις 20 Σεπτέμβρη του 1981, ως τρόφιμος του ψυχιατρείου της Λέρου πλέον, δίνει μια συνέντευξη στην «Ακρόπολη της Κυριακής», όπου ομολογεί και τα εξής: «Ολη μου η ζωή είναι αφιερωμένη στην πατρίδα, στους συμμάχους… Εγώ δούλευα για την ελληνική και τη συμμαχική αντικατασκοπία, πολεμούσα τους κομμουνιστές και τους Τούρκους… Ετσι, εκτέλεσα και την εντολή που πήρα από τους ανωτέρους μου, να σκοτώσω τον Γιάννη Ζέβγο. Εγώ έτρεξα. Επρεπε να υπακούσω. Η πατρίδα κινδύνευε, έπρεπε να την καθαρίσω από τους κομμουνιστές και τους Τούρκους… Και τον Σουλτάνο του ΚΚΕ έπρεπε να τον σκοτώσω».
Ετσι οργανώθηκε το στυγερό έγκλημα
Εκτενή αποσπάσματα από την επιστολή του Ν. Σιδηρόπουλου, που δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» στις 3/4/1947
Η επιστολή του Ν. Σιδηρόπουλου, που δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» στις 3/4/1947, δεν αποκάλυψε μόνο τους πραγματικούς δολοφόνους του Γ. Ζέβγου και τους εμπνευστές του. Στην πραγματικότητα, αποτέλεσε και αποτελεί μια αναμφισβήτητη μαρτυρία του γενικότερου εγκληματικού και τρομοκρατικού οργίου, που μαζί οι διάφορες μοναρχοφασιστικές συμμορίες και ο κρατικός μηχανισμός των αγγλόδουλων κυβερνήσεων ασκούσαν σε βάρος των δημοκρατών πολιτών και ιδιαίτερα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των κομμουνιστών.
Για το λόγο αυτό αναδημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματά της, όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε τότε στο «Ρ»:
«Ονομάζομαι Νικόλαος Σιδηρόπουλος, είμαι ηλικίας 33 ετών και από το χωριό Αλιστράτη των Σερρών, επάγγελμα καπνοπαραγωγός. Επειδή γίνανε και γίνονται ορισμένα πράγματα ασυμβίβαστα με τη συνείδησή μου, παρακαλώ να δημοσιευτούν τα παρακάτω γραφόμενά μου.
Από τις 10/2/47, ήρθα στην Ελλάδα, φεύγοντας από τον τόπο της αυτοεξορίας μου «Μπούλκες» νοσταλγώντας την πατρίδα μου. Εδώ όμως μόλις ήλθα στη Θεσσαλονίκη μας παρέλαβε το Γ` Σώμα Στρατού και μας τοποθέτησε στην ΕΣΑ Βαρδαρίου. Εκεί στην αρχή μας πίεσαν εκβιάζοντάς μας να καταθέσουμε άσχετα με την αλήθεια και τη ζωή μας στο Μπούλκες.
Η ανάκριση γινότανε στο Γραφείο Α2, Γ` Σ. Στρατού. Στην ΕΣΑ ενώ μας περιόριζαν μέσα, μας έλεγαν να λέμε στον κόσμο ότι είμαστε ελεύθεροι. Παράλληλα μας έλεγαν αν δεν υπογράψουμε αυτά που μας λένε, δεν καθαρίζεται η θέση μας. Πρέπει να υπογράψετε, γιατί έτσι θα σώσουμε την Ελλάδα από τους Σλάβους.
Ο Κύρου μας μίλησε προτού αρχίσει τις εργασίες η Επιτροπή. Παιδιά εσείς θα σώσετε την Ελλάδα και θα έχετε ότι θέλετε από μας κλπ. Μας πλήρωναν, εκτός που τρώγαμε στην ΕΣΑ, το Γ` Σ. 10.000 χιλιάδες την ημέρα. Επίσης και εκτός του ημερομισθίου μας δίναν και συγκεντρωμένα χρήματα π.χ. εμένα μου δώσαν δυο φορές από 50 χιλιάδες. Το Γιώργη Ζαφίρη (μάρτυρας του Κύρου) είδα να του δίνουν δυο φορές, μια φορά 100 χιλιάδες και άλλη μια φορά 150 χιλιάδες. Εγώ δεν εξετάστηκα σαν μάρτυρας στον ΟΗΕ, αλλά υπάρχει η κατάθεσή μου που έγινε στο γραφείο Α2 Γ` Σ.Σ. όπως ήθελε ο Κύρου και μου την έφεραν ύστερα από τρεις μέρες στην ΕΣΑ και την υπόγραψα.
Επίσης μου ζήτησαν και τους έκανα σχεδιάγραμμα του Μπούλκες. Ανακαλώ και διαψεύδω και τους άλλους ομοίους μου που εξετάστηκαν σα μάρτυρες της ελληνικής κυβερνήσεως μπροστά στον ΟΗΕ και συγκεκριμένα οι Αννίβας, Ζαφίρης, Βαλταδώρος, Σοβαλίκης… Στις 10/3/47 μας γράψανε στις εθνικόφρονες οργανώσεις πρώτον εμένα… Την εγγραφή την έκανε ο δικηγόρος Καραγιάννης που φέρεται και σαν πρόεδρος. Αμέσως φρόντισε να μας οπλίσει με περίστροφα, πιστόλια, χειροβομβίδες. Εμένα με δώσαν ένα γερμανικό πλακέ. Στο Χρήστο Βλάχο ένα γκολτς στο Λάζαρο Τσαούση Ναγκάν…
Στις 14/3 το Γ` Σ.Σ. ενέκρινε, όπως μου είπε ο Τσάκωνας να μας δώσει τον παραπάνω οπλισμό. Τα παραλάβαμε και μας τα έφερε ο Τσάκωνας και ο Βλάχος και μας τα μοίρασαν για να σκοτώσουμε το Ζέβγο, το δικηγόρο το Σακελαρόπουλο, το Δηλαβέρη και το γιατρό το Πασαλίδη. Μας είπαν ο Τσάκωνας και ο Βλάχος να μη φοβόμαστε από τους χωροφυλάκους, γιατί ό,τι θα κάνουμε είναι εις γνώσιν της Ασφάλειας και του Σώματος. Ζητήσαμε χρήματα και μας είπε ο Τσάκωνας να μη στενοχωριόμαστε, αρκεί να τελειώσουμε με το καλό τη δουλιά, (δηλαδή τους σκοτωμούς) και θα μας έχουν επάνου στα χέρια. Οσο για τα χρήματα, θα μας δώσει ο γενικός διοικητής Ροδόπουλος, όσα θέλουμε…
Παρακολούθηση
Στην παρακολούθηση του Ζέβγου, που γινόταν με επικεφαλής μας τον Τσάκωνα και το Βλάχο και με μας,… πήγαμε όλοι μαζί την Τρίτη 18/3/47 και παρακολουθήσαμε τον Ζέβγο, τον οποίο κανένας μας δεν εγνώριζε προσωπικά. Αλλά μας τον έδειξε τις προηγούμενες μέρες τμηματικά ο Μανώλης Κονιόρδος (βιομήχανος και της καταδιώξεως όπως έμαθα) που ερχόταν συχνά σε επαφή μαζί μας. Διαταγή είχαμε το Ζέβγο να τον σκοτώσουμε νύχτα και κρυφά μέσα στο ξενοδοχείο… Το βράδυ της ίδιας μέρας ώρα 8 μμ ο Ζέβγος πήγαινε για το ξενοδοχείο του. Δεν μπορέσαμε να του ρίξουμε κανείς από όλους γιατί είχε κόσμο…
…Την Πέμπτη το πρωί ήλθε ο Τσάκωνας ώρα 8.30 πμ και μας συγκέντρωσε και μας είπε να μείνουμε μέσα στην ΕΣΑ σε επιφυλακή. Ο Τσάκωνας πήρε τον Βλάχο και πήγαν στον υπουργό Ζέρβα. Οταν επέστρεψαν ήταν η ώρα 10.30 πμ. Με κάλεσαν ιδιαιτέρως εμένα και μου είπαν «τους βρήκαμε όλους μαζεμένους (Ζέρβα, κλπ) η δουλιά μας είναι εν τάξει. Είπαν να τον σκοτώσουμε ιδιαιτέρως το Ζέβγο, όπου τον βρούμε και όποια ώρα»…
…Με την πρώτη σφαίρα που δέχτηκε ο Ζέβγος γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς τα πίσω. Ο Βλάχος συνέχισε, έρριξε άλλες τρεις σφαίρες στην πλάτη του Ζέβγου, ο οποίος μόλις προχώρησε δυο βήματα έπεσε στην άκρη του τοίχου. Εμείς αμέσως φύγαμε σκορπισμένοι κι ένας – ένας συγκεντρωθήκαμε στην ΕΣΑ. Εκεί μάθαμε ότι ο Βλάχος πιάστηκε από την αστυνομία…
Από κει μας πήρε ο Τσάκωνας όλους πλην του Μπαϊπουλτίδη και πήγαμε στο Ε` τμήμα. Μόλις πήγαμε ένας ενωμοτάρχης ψηλός, μελαχρινός, γεμάτος, άνοιξε ένα παράθυρο που είναι προς το δρόμο της Εγνατίας και μας έδειξε το γραφείο του Σακελαρόπουλου, που φαινόταν πίσω απ’ την κόκκινη εκκλησία η γωνία του. Ο φόνος του Σακελαρόπουλου, θα γινόταν ως εξής: Θα μας ενίσχυε το Ε` τμήμα μ’ ένα αυτόματο, το οποίο μου είπε ο Τσάκωνας θα το πάρεις εσύ…
Ενώ όμως βρισκόμαστε στο Ε` τμήμα ήρθε κι ο βουλευτής Παπαδόπουλος του Κιλκίς (μου το πληροφόρησε ο Τσάκωνας), τον οποίο συνόδευε ένας άλλος. Κατόπιν από λίγα λεπτά της ώρας ήρθε ένας άλλος με στρατιωτική στολή και καλπάκι στο κεφάλι…
Εκεί ο Τσάκωνας μας είπε: «Παιδιά έχουμε διαταγή να αναβληθούν για δυο – τρεις μέρες οι εκτελέσεις». Ο Καραγιάννης από κει μας είπε δυο – δυο να φύγουμε και να πάμε στην ΕΣΑ και να μη βγούμε έξω…
Δέχουμαι αυτά που λέω να τα καταθέσω και μπροστά σε οποιαδήποτε επιτροπή, αρκεί να υπάρχουν εγγυήσεις, πως δε θα πάθω τίποτε.
Ολα αυτά τα καταγγέλλω μπροστά στον ελληνικό λαό για να μάθει την αλήθεια και δε δέχθηκα να γίνω εγκληματίας.
Σας στέλνω και μια φωτογραφία μου, που είμαι με ένα της ΕΣΑ, απάνου στη μοτοσικλέτα. Αυτά για την αλήθεια και ακρίβεια.
Με εκτίμησιν
Νικόλαος Σιδηρόπουλος»
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Μπροστάρης, Κουκουές, Μπολσεβίκος
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1915 στην Αμαλιάδα, όπου και πέρασε τα τρυφερά παιδικά του χρόνια. Είχε δύο αδελφές, την Αργεντίνα (πέθανε από φυματίωση στην Κατοχή) και την Ελένη (πέθανε μετά από φρικτά βασανιστήρια της χωροφυλακής το 1948) ενταγμένες και αυτές στο λαϊκό κίνημα. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, με την μικρή οικονομική άνεση που είχε ο πατέρας του, πήγε στην Αθήνα και τελείωσε την Νομική Σχολή Αθηνών. Ήδη από το Γυμνάσιο είχε έρθει σε επαφή με τις ιδέες της αριστεράς στους κόλπους των αγροτών. Στα μαθητικά του λοιπόν χρόνια εντάσσεται στην ΟΚΝΕ και από το 1934 γίνεται και μέλος του ΚΚΕ ενώ κατά την Κατοχή θα συμμετέχει και στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Το 1934 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά ενώ το 1936 θα καταδικαστεί ερήμην σε δύο χρόνια φυλάκιση για συμμετοχή σε αγροτικές κινητοποιήσεις. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια θα πάρει μέρος στο αντιφασιστικό μέτωπο Σοφούλη. Λίγους μήνες μετά θα συλληφθεί και θα εκτοπιστεί στην Ίο. Τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους θα πάρει χάρη για να στρατευθεί. Η δικτατορία του Μεταξά τον βρίσκει λοιπόν στρατιώτη. Και εκεί ο Νίκος Μπελογιάννης θα αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική δράση και με την κατηγορία της κομμουνιστικής δραστηριότητας θα καταδικαστεί σε 6 μήνες εξορία.
Μετά την εξορία ο Μπελογιάννης θα μπει πιο ενεργά στην παράνομη κομματική δουλειά σε συνθήκες σκληρές και απάνθρωπες. Τον Μάιο του 1938 συλλαμβάνεται εκ νέου και καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλάκιση. Η Κατοχή λοιπόν θα έρθει και θα βρει τον Νίκο Μπελογιάννη στις φυλακές τις Αίγινας. Αργότερα θα μεταφερθεί στην Ακροναυπλία. Βαριά άρρωστος θα μεταφερθεί στο Χαιδάρι και μετά στο Σωτηρία. Εκεί το 1943 θα αποδράσει από το νοσοκομείο και θα στελεχωθεί στο ΕΑΜ Πελοποννήσου. Εκεί τίθεται υπεύθυνος του εντύπου "Ελεύθερος Μοριάς" και αργότερα του εντύπου "Ελεύθερη Αχαΐα" με το ψευδώνυμο Πέτρος Φλογαΐτης.
Το 1947 μεταπηδά στην Στερεά Ελλάδα ως πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Στις σκληρές μάχες του Γράμμου το 1948 θα τραυματιστεί στο χέρι. Αργότερα θα βρεθεί με τους άλλους πολιτικούς πρόσφυγες του ΔΣΕ, στο Μπούλκες.
Οι κομματικές οργανώσεις στην Ελλάδα εν τω μεταξύ βρίσκονται υπό διάλυση. Η Ασφάλεια έχει καταφέρει ισχυρά πλήγματα στον παράνομο μηχανισμό και έχει διεισδύσει στις οργανώσεις. Το 1950 το ΠΓ. του ΚΚΕ αποφασίζει να στείλει στελέχη του παράνομα στην Ελλάδα για να ανασυντάξουν τις οργανώσεις και να τις εκκαθαρίσουν από τους χαφιέδες. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Ελεύθερη Ελλάδα που εκπέμπει από το Βουκουρέστι καλεί διαρκώς τις οργανώσεις να απομονώσουν τους χαφιέδες.
Έτσι το 1950, ο Νίκος Μπελογιάννης φθάνει παράνομα στην Ελλάδα με αργεντίνικο διαβατήριο και το όνομα Ερρίκος Πανόζ. Διαμένει για μικρό διάστημα στο ξενοδοχείο "Μέγα" στην οδό Σταδίου και αλλάζει αμέσως ταυτότητα με μια πλαστή με ελληνική υπηκοότητα.
Στις 21 Δεκεμβρίου ο Μπελογιάννης δεν εμφανίζεται στο προσυμφωνημένο ραντεβού που είχε με την γυναίκα και συντρόφισσα του Έλλη Παππά. Η ίδια θα μεταβεί την επόμενη σε ένα δεύτερο ραντεβού που είχε με έναν σύντροφο του κομματικού μηχανισμού με το όνομα Στάθη Δρομάζο. Το ραντεβού είναι στην γιάφκα του κόμματος στην οδό Πλαπούτα. Εκεί δεν θα βρει κανέναν. Όμως τα όργανα της Ασφάλειας που έχουν ήδη συλλάβει τον Μπελογιάννη και τον Δρομάζο την παρακολουθούν και την συλλαμβάνουν την επόμενη.
Η σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη
Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1950 η Ασφάλεια κάνει έφοδο στο σπίτι του δημοσιογράφου και θεατρικού κριτικού Στάθη Δρομάζου που δουλεύει στην εφημερίδα «Δημοκρατικός» και τον συλλαμβάνει. Την άλλη μέρα, στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συλλαμβάνεται, σε ένα από τα κρησφύγετα του στην οδό Πλαπούτα, ο Νίκος Μπελογιάννης, που είχε έρθει παράνομα από το εξωτερικό στην Ελλάδα ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο Νίκος Μπελογιάννης μαζί με το Νίκο Πλουμπίδη και τον Νίκο Βαβούδη επιβλέπουν τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ και φροντίζουν για την έκδοση της εφημερίδας «Δημοκρατικός» που είναι το νόμιμο προσωπείο του παράνομου ΚΚΕ. Τρεις μέρες μετά συλλαμβάνεται και η σύντροφος του Μπελογιάννη Έλλη Παππά, αδελφή της Διδώ Σωτηρίου και ακολουθεί πογκρόμ συλλήψεων, που ξεπέρασαν τις 90.
Στις 29 Δεκεμβρίου η Ασφάλεια ανακοινώνει την σύλληψη 30 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Στον τύπο αφήνεται να εννοηθεί ότι μερικά από αυτά στάλθηκαν από το εξωτερικό στην Ελλάδα για κατασκοπεία. Ονόματα δεν αναφέρονται. Τις συλλήψεις θα ακολουθήσουν άγριες ανακρίσεις που δεν θα αναφερθούν φυσικά στον τύπο. - Ανάμεσα τους και ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, που κατηγορείται για κατασκοπείας εξαιτίας του γεγονότος ότι σύχναζε στο καφενείο του Ζαχαράτου στο Σύνταγμα, που σύχναζαν οι απόστρατοι αξιωματικοί.
Από την ημέρα της σύλληψής τους, τα μέλη του ΚΚΕ βρίσκονται κλεισμένα στα μπουντρούμια της ειδικής ασφάλειας σε απόλυτη απομόνωση και δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Το κελί της Παππά κρατείται σκοτεινό 24 ώρες της μέρας ενώ αυτό του Μπελογιάννη φωτίζεται διαρκώς ώστε ο κρατούμενος να μην μπορεί να κοιμηθεί. Μια μονάχα φορά επιτρέπεται στην μητέρα του Βασιλική να δει το παιδί της και αυτό γιατί η ασφάλεια πίστευε ότι θα τον προέτρεπε να δηλώσει. Εκείνη φυσικά γνωρίζοντας τον δρόμο που έχει επιλέξει από καιρό το παιδί της δεν κάνει τίποτα τέτοιο. Η επικοινωνία του ζευγαριού γίνεται μέσω σκουπιδιών και κουρελιών.
Η δίκη Μπελογιάννη
Στις 19 Οκτωβρίου 1951, στο έκτακτο στρατοδικείο που στεγάζεται στο Αρσάκειο αρχίζει η πρώτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και 93 συντρόφων του, λίγες μέρες πριν την ορκωμοσία της κυβέρνησης Πλαστήρα, ο οποίος συνεχίζει να μιλά για μέτρα επιείκειας που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να ηρεμήσει ο τόπος. Πρόεδρος του στρατοδικείου που δικάζει το Μπελογιάννη και τους συντρόφους του είναι ο αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος και μέλος του ο ταγματάρχης τότε Γεώργιος Παπαδόπουλος, μέλη του ΙΔΕΑ.
Τα ξημερώματα της 16ης Νοεμβρίου 1951 εκδίδεται η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου που δικάζει με το νόμο 509. Από τους 93 κατηγορούμενους, οι 12 καταδικάζονται σε θάνατο. Ανάμεσα τους ο Μπελογιάννης και η σύντροφος του Έλλη Παππά.
Στις 16 Νοέμβρη, ώρα 3 το πρωί, το δικαστήριο καταδικάζει τον Μπελογιάννη και τους υπόλοιπους 10 συγκατηγορούμενούς του σε θάνατο. Την επόμενη ο πρωθυπουργός Πλαστήρας θα δηλώσει ότι οι κατηγορούμενοι δεν θα εκτελεστούν. Έτσι ο Μπελογιάννης μεταφέρεται στην Κέρκυρα όπου θα ολοκληρώσει την μελέτη που είχε ξεκινήσει να συγγράφει στην απομόνωση της ασφάλειας με τίτλο: "Οι ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας".
Μερικές μέρες μετά θα ανακαλυφθούν στην Γλυφάδα και την Καλλιθέα ασύρματοι σε γιάφκα του ΚΚΕ από τους οποίους τα μέλη στην Ελλάδα έρχονταν σε επαφή με μέλη στο εξωτερικό. Η ανακάλυψη αυτή θα δώσει νέα τροπή στην υπόθεση Μπελογιάννη.
Ο υπεύθυνος των ασυρμάτων Ν. Βαβούδης, αυτοκτονεί σε κρύπτη του σπιτιού του Νίκου Καλούμενου στην οδό Λυκούργου 13 στην Καλλιθέα. Ο Βαβούδης είχε πολλές φορές δηλώσει ότι δεν θα έπεφτε ποτέ ζωντανός στα χέρια του εχθρού. Ο Νίκος Μπελογιάννης στην νέα δίκη του θα αντικρούσει με πυγμή όλες τις κατηγορίες. Μιλάει για δίκες σκοπιμότητας, που έχουν ως απότερο στόχο, την συντήρηση του κλίματος ανωμαλίας στην χώρα. Αργότερα θα τονίσει υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, τους αγώνες του ΚΚΕ για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας .
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1952, ο Μπελογιάννης μεταφέρεται ξανά στην γενική ασφάλεια στην Αθήνα.
Ο γενικός διευθυντής της ασφάλειας Ι. Πανόπουλος θα καλέσει τον Μπελογιάννη στο γραφείο του και θα του πει: " Για την δική σου αξιοπρέπεια και την δική μας, δεν σου ζητάμε δήλωση. Σου ζητάμε μόνο να προσχωρήσεις σε εμάς και αύριο θα γίνεις και υπουργός!"
Στην συνέχεια του υπογραμμίζει οτι δεν θέλει να του αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα.
Ο Μπελογιάννης φυσικά αρνείται με χαμόγελο.
Είναι όμως η κυβέρνηση που αποφασίζει; Αποφασίζει το παρακράτος του ΙΔΕΑ και με τη σύμφωνη γνώμη των Αμερικανών, που αφενός θέλουν να ρίξουν τον Πλαστήρα αφετέρου θέλουν να εκτελέσουν το Μπελογιάννη, για να δείξουν ότι η ανταρσία των κομμουνιστών συνεχίζεται και μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Κατά τη διάρκεια της δίκης χιλιάδες είναι τα μηνύματα συμπαράστασης που μεταδίδουν οι ραδιοφωνικού σταθμοί Ανατολής και Δύσης.
Ανάμεσα σε αυτά και εκείνο του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ που η καρδιά του «τουφεκιζόταν κάθε πρωί στην Ελλάδα».
«Σ’ εσένα ελληνικέ λαέ, σ’ εσάς αδέλφια μου, μιλώ. Η ζωή ενός αγνού παιδιού σας, του Νίκου Μπελογιάννη βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτός ο άνθρωπος δε συμβολίζει μονάχα τη δική σας περηφάνια, Συμβολίζει την περηφάνια ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας. Ίσως ανάμεσα σ΄ αυτούς που ακούνε τούτη τη στιγμή την έκκληση μου να είναι και Έλληνες που έχουν διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις από του Νίκου Μπελογιάννη. Μα πιστεύω πως κάθε πολίτης άξιος να λέγεται Έλληνας, όλοι όσοι ξέρουν τι αξία έχει το θάρρος, η εντιμότητα, η πίστη , η αγάπη δεν μπορούν να μη θαυμάσουν τον τρόπο που το παλικάρι αυτό υπερασπίζεται τις ιδέες του στο δικαστήριο του θανάτου. Μέσα από τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες του ο ελληνικός λαός έφτιαξε τους ήρωες του. Κι ήταν εκείνοι που δεν προσκύνησαν, εκείνοι που με τη στάση τους με την ειλικρίνεια τους και με τις πράξεις τους έδειξαν ότι υπάρχει και άλλος τρόπος διαμαρτυρίας από τη χειρονομία που διάλεξε ο Σωκράτης. Ανάμεσα σε τέτοιους εθνικούς ήρωες πήρε τη θέση του ο Μπελογιάννης.
Αν δολοφονήσουν το Μπελογιάννη δε θα χάσει μόνο η Ελλάδα έναν αληθινό άνδρα, έναν αληθινό άνθρωπο. Θα χάσει και η ανθρωπότητα ένα γιο του θάρρους και της τιμής της. Ο Μπελογιάννης δε ζήτησε και δε ζητά την επιείκεια των δικαστηρίων του θανάτου. Θα έρθει η μέρα που οι δήμιοι του θα εκλιπαρούν την επιείκεια του ελληνικού λαού. Αδέλφια μου Έλληνες, εγώ ένας Τούρκος, ένας απλός ποιητής της χώρας μου εκφράζω του λαού μου τα αισθήματα πολύ περισσότερο απ΄ ότι οι διάφοροι πρωθυπουργοί της σημερινής Τουρκίας και απευθύνονται σ’ εσάς όλους τους πραγματικούς Έλληνες : Να σώσουμε το Νίκο Μπελογιάννη για το λαό της Ελλάδας, για το λαό της Τουρκίας, για όλους τους λαούς του κόσμο»
Η υπόθεση των ασυρμάτων
Στις 15 Νοεμβρίου, μία μέρα νωρίτερα από την έκδοση της απόφασης για το Μπελογιάννη ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ στο κρησφύγετο του ο ασυρματιστής Νίκος Βαβούδης. Ο Μπελογιάννης δεν είναι απλώς ένας κομμουνιστής που πρέπει να τιμωρηθεί αλλά κατάσκοπος που πρέπει να εκτελεστεί. Στις 19 Ιανουαρίου 1952, ημέρα που ανακοινώνεται ότι ο Μπελογιάννης θα δικαστεί ξανά βάσει των νεωτέρων στοιχείων που προέκυψαν από την ανακάλυψη των ασυρμάτων, η αστυνομία κάνει έφοδο και κλείνει την ημερήσια εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική» και στη συνέχεια κάνει το ίδιο και για την εβδομαδιαία εφημερίδα της ΕΔΑ «Φρουροί της Ειρήνης».
Σκοπός τους είναι να μην υπάρχουν αριστερές εφημερίδες κατά τη διάρκεια της δίκης. Λίγες μέρες πριν την έναρξη της δεύτερης δίκης του Μπελογιάννη, ο υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης Πλαστήρα, Κων/νος Ρέντης δηλώνει πως «η εν λόγω δίκη θα είναι διδακτική όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για όλες τις χώρες»
Η δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη από το τακτικό στρατοδικείο, υπό το στρατηγό Σίμο, κατηγορούμενοι είναι ερήμην ολόκληρη η ηγεσία του εκτός Ελλάδας ΚΚΕ, ενώ με την παρουσία στη δίκη 29 εντός Ελλάδας κομμουνιστές, αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952.
Η απόφαση εκδίδεται την 1η Μαρτίου 1952 και είναι η αναμενόμενη. Οχτώ καταδικάζονται σε θάνατο. Είναι οι Νίκος Μπελογιάννης, Δημήτρης Μπάτσης, Έλλη Παππά, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος, Χ. Τουλιάτος, Μ. Μπιομπιάνος και Λαζαρίδης.
Η ποινή της Έλλης Παππά θα μετατραπεί σε ισόβια λόγω της πρόσφατης μητρότητας.
Η Φωνή της Αμερικής συνυπογράφει την καταδίκη. «Η δίκη αυτή είναι από τα σπουδαιότερα παγκόσμια γεγονότα τα οποία εσημειώθησαν κατά το Φεβρουάριο του 1952. Αποτελεί δίδαγμα διά τον ελεύθερον κόσμον. Αποδεικνύει ότι τα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα δεν εμπνέονται από πολιτικούς σκοπούς αλλά αποτελούν οργανώσεις κατασκοπείας».
Βρισκόμαστε στο 1952 όπου ο ψυχρός πόλεμος έχει περάσει στη θερμότερη φάση του.
Την επόμενη μέρα της έκδοσης της απόφασης για τη καταδίκη σε θάνατο του Μπελογιάννη, η εφημερίδα «Βήμα» συνοδεύει το ρεπορτάζ με μια εκπληκτική φωτογραφία.
Ο άνθρωπος που μόλις πληροφορήθηκε ότι θα εκτελεστεί κοιτάει το φακό και χαμογελάει, κρατώντας στα χέρια του ένα γαρύφαλλο. Στο εξής ο Μπελογιάννης θα είναι «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», ονομασία που έδωσε και ο Πάμπλο Πικάσο στον πίνακα που ζωγράφισε με αφορμή την ίδια φωτογραφία. Η φωτογραφία που κάνει το γύρο του κόσμου, τραβήχτηκε από το Δήμο Σακελλαρίου, φωτορεπόρτερ τότε, διευθυντή φωτογραφίας στον ελληνικό κινηματογράφο μετά και αντάρτη στους Μαυροσκούφηδες του Άρη Βελουχιώτη λίγο πριν, συνεισφέρει στην ανάπτυξη του κινήματος για τη σωτηρία του Μπελογιάννη.
Μέσα σε μια βδομάδα η κυβέρνηση Πλαστήρα παίρνει 250.000 τηλεγραφήματα από όλον τον κόσμο που ζητούν τη σωτηρία του.
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ είναι ανάμεσα στους πρώτους.
Ακολουθούν σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής και 159 βουλευτές των δύο κομμάτων από την Αγγλία.
Ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν Πωλ Σατρ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Πάμπλο Πικάσο και χιλιάδες άλλοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι από όλο τον κόσμο προσπαθούν να σώσουν το Μπελογιάννη.
Σε αυτούς προστίθεται και η διαμαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος:
''Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή''
Το Ανώτατο Συμβούλιο Χαρίτων, που προσφεύγουν οι κατηγορούμενοι καθυστερεί να εκδώσει την απόφαση του και ο Πλαστήρας φοβάται ότι είναι δυνατόν να τους εκτελέσουν οι τραμπούκοι πριν εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, όπως το συνηθίζουν οι «σωτήρες του έθνους» και στέλνει τον υπουργό δικαιοσύνης Παπασπύρου στο βασιλιά για να του αποσπάσει γραπτή διαταγή που θα απαγορεύει την εκτέλεση πριν την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου των Χαρίτων. Το βασιλικό φιρμάνι απαγορεύει στο διευθυντή των φυλακών Καλλιθέας, όπου κρατούνται οι μελλοθάνατοι να τους παραδώσει για εκτέλεση, μέχρι νεωτέρας διαταγής.
Δώδεκα μέρες μετά την έκδοση της απόφασης ο Νίκος Πλουμπίδης, ο αρχηγός του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, ξέροντας ότι η Δεξιά αναζητά ένα αποδιοπομπαίο τράγο προσφέρει τον εαυτό του.
Στέλνει στον Τύπο το παρακάτω γράμμα:
«1. Εγώ και όχι ο Μπελογιάννης είμαι υπεύθυνος για την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ. Κατά συνέπεια ευθύνομαι για όλες τις πρωτοβουλίες και ενέργειες αυτής της οργάνωσης. 2. Δεν έχω σκοπό να παραστήσω τον γενναιόψυχο εκ του ασφαλούς. Δεσμεύομαι να παραδοθώ στις Αρχές για να δικαστώ, ευθύς μόλις η καταδίκη του φίλου μου και συντρόφου Μπελογιάννη ακυρωθεί. Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Υ.Γ. Πολλοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν τον γραφικό μου χαρακτήρα. Εντούτοις για το γνήσιο της επιστολής, προσθέτω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Αθήνα 12-3-1952.»
Η Δεξιά δεν αποδέχεται την προσφορά του και η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, προχωράει κανονικά. Η απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων είναι η αναμενόμενη. Οι αιτήσεις των Νίκου Μπελογιάννη, Έλλης Παππά, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νικού Καλούμενου απορρίπτονται. Οι άλλοι πήραν χάρη.
Μια εκτέλεση που ήταν δολοφονία
Τις Κυριακές δε γίνονται εκτελέσεις. Τις Κυριακές και τα μέλη του στρατοδικείου που καταδικάζουν σε θάνατο και τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος που εκτελούν τις θανατικές καταδίκες πάνε στην Εκκλησία. Μια εκτέλεση που γίνεται νύχτα θεωρείται δολοφονία. Οι εκτελέσεις γίνονται με την ανατολή του ήλιου για να μπορέσει ο μελλοθάνατος να δει το φως της μέρας για τελευταία φορά. Για τους μελλοθάνατους κομμουνιστές είναι έθιμο να γυρνούν να κοιτούν τον ήλιο πριν στηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο ήλιος θα ανατείλει σε πείσμα όλων των σκοταδιστών.
Είναι Κυριακή 30 Μαρτίου 1952.
Στις 2:50 μπαίνει στις φυλακές Καλλιθέας ο Βασιλικός Επίτροπος.
Ο υπαρχιφύλακας πηγαίνει στην πτέρυγα των μελλοθανάτων και μπαίνει στο κελί των Μπελογιάννη, Λαζαρίδη και Μπάτση. Πλησιάζει το Μπελογιάννη.
«Νίκο, σήκω»
Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:
«Πάμε για καθαρό αέρα;»
«Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση»
Ο Μπελογιάννης ζητά να αποχαιρετήσει την Έλλη. Οδηγείται έξω από το κελί της και εκείνη κλαίγοντας ζητά ν΄ ακολουθήσει τους συντρόφους της στο εκτελεστικό.
«Γεια χαρά Έλλη μου. Δεν πρόκειται να σε δω ποτέ πια» της είπε και προσπάθησε να τη φιλήσει από το κυκλικό παραθυράκι …
Και οι τέσσερις βρίσκονται έτοιμοι με χειροπέδες στα χέρια. Συνοδευόμενοι από υπαλλήλους της φυλακής οδηγούνται στο προαύλιο. Βγαίνοντας ο Μπελογιάννης στρέφει το πρόσωπο του στα κελιά και φωνάζει «Γεια σας παιδιά!» Στη συνέχεια αποχαιρέτησε τους φύλακες και οδηγήθηκαν σε μια αίθουσα που βρισκόταν στο προαύλιο όπου τους περίμενε ο στρατιωτικός ιερέας.
Στις 3 και 20 μετά τα μεσάνυχτα ξεκινά από της φυλακές της Καλλιθέας η πομπή του θανάτου. Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης, Καλούμενος, τέσσερις «εχθροί της πατρίδας» πρέπει να πεθάνουν γιατί αγάπησαν πολύ την πατρίδα. Σε λιγότερο από μια ώρα, στις 4 και 10, όλα έχουν τελειώσει για τους «προδότες». Ο ήλιος θέλει δύο ώρες ακόμα για να βγει. Η εκτέλεση θα γίνει υπό το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων.
Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελείται από άνδρες της ΕΣΑ.
Πυρ!
Κι ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Ηλίας Αργυριάδης και ο Νίκος Καλούμενος, ημέρα Κυριακή, χωρίς να δουν το φως της μέρας για τελευταία φορά, ξεκινούν για το ταξίδι τους στον άλλο κόσμο από μια αλάνα κοντά στη μάντρα του νοσοκομείου «Σωτηρία», σχεδόν δίπλα στο Πεντάγωνο. Θα μαζέψουν βιαστικά τα πτώματα, θα τα θάψουν γρήγορα, θα πλύνουν τα χέρια τους και θα παν στην εκκλησία να κάνουν το σταυρό τους σαν καλοί χριστιανοί που εκτέλεσαν το ελληνικό και το χριστιανικό καθήκον τους.
Μόλις το μαθε ο κόσμος πήρε τους δρόμους, έτρεχε με γαρύφαλλα και μύρα για να πλύνει το νωπό αίμα εκείνου που τους ξανάδωσε ελπίδα. Πένθιμα εμβατήρια και παιάνες από τη Μόσχα, το Πεκίνο, το Πιογκ-Γιαγκ, τη Ρώμη, το Παρίσι … τα σταυροδρόμια της Ανατολής, της Ασίας, της Ευρώπης … …
Το παγκόσμιο κίνημα συμπαράστασης στο Νίκο Μπελογιάννη
Η καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη σε θάνατο είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ενός μεγάλου διεθνούς κινήματος συμπαράστασης και κινητοποίησης για την αποτροπή της εκτέλεσής του. Πλήθος πολιτικών, συνδικαλιστικών αλλά και πάσης φύσεως οργανώσεων και συλλόγων καταδίκασαν με ψηφίσματά τους την απόφαση της καταδίκης του Μπελογιάννη. Μεγάλο ήταν το κίνημα συμπαράστασης από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με ευδιάκριτη εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο ενώ πολλές ήταν οι κινήσεις συμπαράστασης και από τις μεγάλες χώρες της Δύσης αλλά και από αλλού.
Η παγκόσμια αυτή κινητοποίηση πήρε διάφορες μορφές. Διοργανώθηκαν συγκεντρώσεις αλληλεγγύης και διαδηλώσεις, στάλθηκαν τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας προς την ελληνική κυβέρνηση και το παλάτι αλλά και τον ΟΗΕ, έγιναν συγκεντρώσεις υπογραφών, δηλώσεις επώνυμων υπέρ του Μπελογιάννη, γράφτηκαν άρθρα στον Τύπο και έγιναν ομιλίες στα ραδιόφωνα. Ξεχωριστή μορφή του κινήματος συμπαράστασης υπήρξε η καλλιτεχνική του διάσταση. Μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, το κίνημα συμπαράστασης μετατράπηκε σε κίνημα καταδίκης του εγκλήματος αλλά και τιμής της μνήμης του Μπελογιάννη ως συμβόλου πλέον τόσο του κομμουνιστικού όσο και ευρύτερα του προοδευτικού και φιλειρηνικού κινήματος.
Το 1952 ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια πραγματικότητα. Το σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχε μορφοποιηθεί ενώ η δυτική Ευρώπη κινούνταν στους ρυθμούς του σχεδίου Μάρσαλ και του ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος της Κορέας ήταν σε πλήρη εξέλιξη, στον όποιον έπαιρναν μέρος και έλληνες στρατιώτες. Η δίκη και καταδίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ως κατάσκοπων εντασσόταν μέσα σε αυτό το ψυχροπολεμικό πλαίσιο και γρήγορα μετατράπηκε σε διεθνή πολιτική αναμέτρηση των δύο κόσμων τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των διεθνών μαζικών κινητοποιήσεων.
Τα σοσιαλιστικά κράτη, με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση, έσπευσαν να διαδηλώσουν τη συμπαράστασή τους στους μελλοθάνατους και να καταγγείλουν την ελληνική κυβέρνηση ως κατάλοιπο του μισητού φασιστικού παρελθόντος και ανδρείκελου των νέων πολεμοκάπηλων, των Αμερικανών. Στις δυτικές χώρες, οι κινητοποιήσεις για τον Μπελογιάννη πήραν πλατύ και ετερόκλητο χαρακτήρα συσπειρώνοντας από τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης μέχρι κάθε μορφής φιλειρηνικές συλλογικότητες και προσωπικότητες που επίσης έβλεπαν στην εκτέλεση Μπελογιάννη την αναβίωση μαύρων σελίδων της γηραιάς Ηπείρου με ευθύνη των ΗΠΑ. Τα κομμουνιστικά κόμματα συνέδεσαν ευθέως την υπόθεση Μπελογιάννη με την αμερικανική επεμβατικότητα στις χώρες τους και στον κόσμο γενικότερα, ενώ οι παρεμβάσεις των πνευματικών ανθρώπων πρόβαλαν την κατάσταση στην Ελλάδα μέσα από ένα φιλελληνικό πλαίσιο που τόνιζε τη διαχρονική τραγωδία του τόπου. Η μεγάλη κινητοποίηση του πνευματικού κόσμου της Ευρώπης είχε σίγουρα να κάνει με την υψηλή ακόμη αίγλη της αντιφασιστικής αντίστασης και νίκης και του κύρους του κομμουνιστικού κινήματος με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση. Το κύρος αυτό το 1952 ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχε τραυματιστεί ακόμη από τις μετέπειτα διασπάσεις και συγκρούσεις που θα προέκυπταν μετά το θάνατο του Στάλιν και την καταδίκη της περιόδου διακυβέρνησής του από το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Η διεθνής κινητοποίηση για την αποτροπή της εκτέλεσης
Αμέσως μετά τη σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη, το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία έβαλε ως στόχο την πάλη για την απελευθέρωση του Μπελογιάννη και των άλλων αγωνιστών. Μέσα στη χώρα δεν ήταν φυσικά δυνατή η μαζική κινητοποίηση και διαμαρτυρία, έτσι βάρος έπεσε στην αποστολή τηλεγραφημάτων και υπομνημάτων των καταργημένων συνδικαλιστικών διοικήσεων όπως της ΓΣΕΕ και της ΠΑΣΕΓΕΣ, της ΕΠΟΝ και άλλων οργανώσεων στο εξωτερικό, στον ΟΗΕ, στις κυβερνήσεις και τις διεθνείς ενώσεις για τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Οι μητέρες των υπόδικων και πολιτικοί κρατούμενοι έστειλαν τηλεγραφήματα προς τον Στάλιν για τη διάσωσή τους.
Μετά την απόφαση θανατικής καταδίκης εμφανίστηκε πιο έντονα μια μαζική αντίδραση. Δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, συγγενείς φυλακισμένων και εξόριστων, επιτροπές επαγγελματικών κλάδων με επισκέψεις στο υπουργείο Δικαιοσύνης και σε παράγοντες της κυβέρνησης Πλαστήρα και βουλευτές της ΕΠΕΚ απαίτησαν τη ματαίωση των εκτελέσεων. Κάτω από την πίεση αυτή υπήρξε διαφοροποίηση ορισμένων βουλευτών της ΕΠΕΚ και εφημερίδων του χώρου όπως ο «Φιλελεύθερος» και η «Αλλαγή». Η ΕΔΑ ζήτησε την επιτάχυνση των μέτρων ειρήνευσης της χώρας και στα πλαίσια αυτά της αμνήστευσης των καταδικασμένων. Η κινητοποίηση για την αποτροπή της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των άλλων καταδικασμένων σε θάνατο πήρε μεγάλες διαστάσεις στο εξωτερικό.
Στον ΟΗΕ, το θέμα της καταδίκης του Μπελογιάννη έφεραν επανειλημμένα οι μόνιμοι αντιπρόσωποι της ΕΣΣΔ, Ι. Α. Μάλικ και Σ. Κ. Τσαράπκιν.
Διαβίβασαν στον ΟΗΕ όλα τα γράμματα του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, τα υπομνήματα των συγγενών τους αλλά και ελληνικών οργανώσεων που απευθύνονταν στον ΟΗΕ, αλλά και προς τη Σοβιετική Ένωση και τον Στάλιν.
Πολλές διεθνείς προσωπικότητες, μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας στην εποχή τους, συντάχθηκαν με το κίνημα συμπαράστασης στο Νίκο Μπελογιάννη.
Τηλεγράφημα στην ελληνική κυβέρνηση με την απαίτηση να αποτραπεί η εκτέλεση Μπελογιάννη έστειλε ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης Ζολιό Κιουρί, όπως και η γαλλική επιτροπή για τη γενική αμνηστία στην Ελλάδα που απαρτιζόταν από γερουσιαστές και βουλευτές, πρώην υπουργούς και τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Τέσσερις διάσημοι νοτιοαμερικάνοι καλλιτέχνες έκαναν κοινή παρέμβαση στην ελληνική κυβέρνηση:
«Να είσαστε βέβαιοι πως όλη η προοδευτική ανθρωπότητα θα κρίνει τη δράση σας σύμφωνα με τη στάση που θα δείξει η κυβέρνησή σας απέναντι σε πατριώτες αγωνιστές της ειρήνης, όπως ο Ν. Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του.»
Πάμπλο Νερούντα, Ζορζ Αμάντο, Κάρλο Βάλερ, Σικουέρος
Πολλοί εκπρόσωποι της γαλλικής διανόησης έστειλαν επίσης κοινό τηλεγράφημα στην ελληνική κυβέρνηση ζητούσαν να μην εφαρμοστεί η καταδίκη σε θάνατο και να γίνει μια δίκαια αναθεώρηση της δίκης. Ανάμεσά τους ήταν ο συγγραφέας Ζαν Κοκτό, ο εκδότης Γκαστόν Γκαλιμάρ, ο ζωγράφος Αντρέ Ματίς, ο Ρομέν Ρολάν και πολλοί άλλοι.
Ο Πολ Ελιάρ έκανε ξεχωριστή ραδιοφωνική δήλωση:
«Αυτές τις μέρες που γιορτάζουμε τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Βίκτορα Ουγκό, είναι αδύνατο να μην ακούσουν στην Ελλάδα, που με τόση ευγένεια την τραγούδησε ο μεγάλος ποιητής μας, τις φωνές της Γαλλίας που ζητούνε λευτεριά για το Μπελογιάννη και τους συντρόφους του.
Οι πατριώτες δεν είναι δυνατό να χαθούν. Το μόνο τους έγκλημα είναι η αγάπη προς την πατρίδα τους. Μονάχα οι ξένοι ιμπεριαλιστές μπορούσαν αν τους τιμωρήσουν γι’ αυτό.
Η Ελλάδα είναι η πατρίδα του ηρωισμού. Όλος ο κόσμος το ξέρει και γι’ αυτό τη βοηθάει ακόμα πιο πολύ.
Στο όνομα της αγάπης μας για τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά, στο όνομα των ανθρωπιστικών μας παραδόσεων που είναι γέννημα των ελληνικών παραδόσεων, να σώσουμε το Μπελογιάννη και τους συναγωνιστές του, να αναγκάσουμε την καταπίεση, την ωμότητα και την πολεμική απειλή να κάνουν ένα βήμα πίσω».
Από τη πλευρά της Εκκλησίας, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστόφορος ζήτησε με τηλεγράφημά του προς το αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδωνα να επέμβει για τη σωτηρία του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Πράγματι ο Σπυρίδωνας έκανε έκκληση στον βασιλιά Παύλο για την αναστολή των εκτελέσεων. Αίσθηση προκάλεσε η στροφή του, στην οποία θεωρούσε το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη ανώτερο αυτού των πρώτων χριστιανών μιας και αυτός δεν πίστευε στη μέλλουσα ζωή. Αντιτάχθηκαν επίσης στις εκτελέσεις καθολικοί επίσκοποι και ο επικεφαλής της εκκλησίας των μεταρρυθμιστών από την Ουγγαρία.
Από τους Ισπανούς δημοκράτες, μήνυμα συμπαράστασης έστειλε ο στρατηγός του δημοκρατικού στρατού Αντόνιο Κορντόν:
«Ο Μπελογιάννης μπροστά στους δικαστές του ήταν η ηρωική Ελλάδα όπως ο Γρηγόριο Λόπεζ Ραϊμούνδο μπροστά στους δεσμοφύλακες του Φράνκο ήταν η λαϊκή Ισπανία που έδειξε στη Βαρκελώνη την απόφασή της να συνεχίσει και να δυναμώσει τον αγώνα της κατά του Φράνκο και των αφεντικών του, ως το θρίαμβο της ανεξαρτησίας και της ειρήνης […] ».
Στη Σοβιετική Ένωση υπήρξαν πολλές εκκλήσεις υπέρ της σωτηρίας του Μπελογιάννη από μαζικούς φορείς και επιφανείς προσωπικότητες. Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο, αλλεπάλληλες ήταν οι εκπομπές από το ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας. Εκκλήσεις, δηλώσεις και αποφάσεις εκπροσώπων μαζικών φορέων και ενώσεων εργατών, υπαλλήλων, φοιτητών, μαθητών, επιστημονικών και καλλιτεχνικών ενώσεων, εργοστασίων και κάθε είδους επιτροπών δημοσιεύτηκαν μαζικά το ίδιο διάστημα στις λαϊκές δημοκρατίες της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Γερμανίας.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας εξαπέλυσε μια μεγάλης διάστασης καμπάνια για τη σωτηρία του Μπελογιάννη.
Στις 3 Μαρτίου έγινε ραδιοφωνική έκκληση από τον Μαρσέλ Κασέν, μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΓ, βουλευτή Παρισίων και διευθυντή της «Ουμανιτέ». Η εφημερίδα πρόβαλε την καμπάνια με τίτλο
«Πρέπει να σώσουμε το Μπελογιάννη» παροτρύνοντας την αποστολή γραμμάτων διαμαρτυρίας στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι.
Πολλοί βουλευτές και άλλων γαλλικών κομμάτων συμμετείχαν στο κίνημα συμπαράστασης, ριζοσπάστες, σοσιαλιστές αλλά και χριστιανοδημοκράτες, δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι των κομμάτων και ανεξάρτητοι. Οι βουλευτές του κόμματος των Προοδευτικών Δημοκρατών έστειλαν κοινή διαμαρτυρία μαζί με άλλους επιφανείς αξιωματούχους του πολιτικού τους χώρου.
Πολύμορφες κινητοποιήσεις οργανώθηκαν στην Ιταλία, την Αγγλία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ελβετία, τη Νορβηγία, τη Δανία, την Αίγυπτο, την Αυστραλία και αλλού.
Μετά την εκτέλεση – εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και τιμής της μνήμης του Μπελογιάννη
Με την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, η κινητοποίηση για τη σωτηρία του μετατράπηκε σε κίνημα διαμαρτυρίας και καταδίκης της δολοφονίας του από το ελληνικό κράτος.
Στη Σοβιετική Ένωση δημοσιεύτηκαν πολλά άρθρα και έγιναν εκδηλώσεις και ομιλίες για την καταδίκη της εκτέλεσης.
Ο Ιλιά Έρεμπουργκ έγραψε:
«Του κάκου οι αμερικάνοι και οι έλληνες που έπαψαν να είναι έλληνες νομίζουν πως στούπωσαν με το χώμα το στόμα του Νίκου Μπελογιάννη. Ο Μπελογιάννης πέθανε. Όμως ζει στις καρδιές εκατομμυρίων ελλήνων. Ζει στις καρδιές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων της γης. Εκείνη την ώρα που οι δήμιοι ανάφεραν το θάνατό του, ο Μπελογιάννης πέρασε στην αθανασία. Έγινε σημαία, σύμβολο, συνείδηση της Ελλάδας».
Στη Γαλλία το κύμα διαμαρτυρίας ήταν ανάλογο με τη μεγάλη κινητοποίηση για τη σωτηρία του.
Ο Πάμπλο Πικάσο δήλωσε:
«Το φως από τα λαδοφάναρα που φώτιζε το σκοτάδι μιας μαγιάτικης βραδιάς στη Μαδρίτη, τα ευγενικά πρόσωπα του τουφεκισμένου λαού, που τον δολοφόνησε ο ξένος άρπαγας στον πίνακα του Γκόγια, είναι η ίδια σπορά φρίκης που σπέρνει με τις ανοιχτές φούχτες των προβολέων πάνω στα ορθάνοιχτα στήθεια της Ελλάδας, μια κυβέρνηση που σκορπίζει το θάνατο, το φόβο και το μίσος. Ένα πελώριο άσπρο περιστέρι περνάει και αφήνει το οργισμένο του πένθος πάνω στη γη».
Ανάλογες δηλώσεις έκαναν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι όπως ο Πωλ Ελιάρ και ο πρόεδρος της εθνικής επιτροπής των συγγραφέων της Γαλλίας, Λουί Μαρτέν Σοφιέ, κ.ά.
Το βράδι της Κυριακής 30 Μαρτίου έγινε διαδήλωση διαμαρτυρίας έξω από την ελληνική πρεσβεία και το πλήθος έσπασε τα τζάμια του κτιρίου.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας διαδήλωσε με πολλούς τρόπους τη διαμαρτυρία του. Ο γενικός γραμματέας του κόμματος Ζακ Ντυκλό καταδίκασε την εκτέλεση Μπελογιάννη στη γαλλική βουλή ως αποτέλεσμα της πολιτικής των ΗΠΑ που έφερναν στη μνήμη τις μεθόδους του χιτλερικού Ράιχ και στιγμάτισε τη συνύπαρξη της Γαλλίας και της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
Την επόμενη μέρα, στις 3 Απριλίου, πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού με σύσσωμη τη συμμετοχή του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΓ, συνδικάτων και νεολαίας.
Στην Ιταλία επίσης, το Κομμουνιστικό Κόμμα οργάνωσε συγκέντρωση στη Ρώμη την ημέρα εκτέλεσης του Μπελογιάννη συνδέοντας την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα και την αμερικανική παρουσία στην Τεργέστη ενώ συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν στην υπόλοιπη χώρα.
Στις σοσιαλιστικές χώρες, εκτός από τις διαμαρτυρίες των μαζικών οργανώσεων, το όνομα του Νίκου Μπελογιάννη δόθηκε σε οδούς, εργοστάσια και άλλους τόπους και ομάδες εργασίας.
Στο Βουκουρέστι, η οδός Αθηνών μετονομάστηκε σε Νίκου Μπελογιάννη. Πολλές οδοί επίσης στην υπόλοιπη Ρουμανία, στην Ουγγαρία, στην Τσεχοσλοβακία πήραν το ίδιο όνομα όπως και πάρκα αλλά και εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Η πιο γνωστή περίπτωση μετονομασίας είναι το χωριό Μπελογιάννης (Beloiannisz) ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Ουγγαρία.
Η ανοικοδόμησή του άρχισε στις 6 Μαΐου 1950 και χτίστηκε από εθελοντές. Αρχικά ονομάστηκε Görögfalva, δηλαδή Ελληνοχώρι, αφού προοριζόταν να φιλοξενήσει εξόριστους Έλληνες.
Στις 3 Απριλίου 1952 μετονομάστηκε σε Μπελογιάννης (Beloiannisz στα ουγγρικά) προς τιμήν του Νίκου Μπελογιάννη. Τότε το χωριό είχε 1.850 κατοίκους.
Το ΚΚΕ αποφάσισε να δώσει το όνομα του Μπελογιάννη στην κεντρική κομματική σχολή του και επίσης η λαϊκή εξουσία στο μέλλον να δώσει το όνομά του στην πλατεία Ομόνοιας, την γενέτειρά του Αμαλιάδα και στην κορυφή του βουνού Γκόλιο του Γράμμου, όπου είχε τραυματιστεί το 1948.
Ο Μπελογιάννης στην τέχνη
Στην υπόθεση αποτροπής της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη στρατεύτηκαν γρήγορα και καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο εκπροσωπώντας διαφορετικές μορφές τέχνης. Η πιο διάσημη περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητα το σκίτσο του Πάμπλο Πικάσο που εικονογραφεί τον Μπελογιάννη όπως θα μείνει στη μνήμη, ως ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Ο Πικάσο, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας και πολέμιος του φασισμού και του πολέμου, εμπνέεται από τη φωτογραφία του Παναγιώτη Μήτσουρα από τη δίκη Μπελογιάννη που δημοσιεύεται στον Τύπο και δημιουργεί το διάσημο σκίτσο. Θα αναπαραχθεί αμέτρητες φορές έκτοτε για τις ανάγκες του κινήματος αποτροπής της εκτέλεσης και μετά την τέλεσή της, στα αφιερώματα στη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη.
Η εκτέλεση ενέπνευσε επίσης τον Γάλλο ζωγράφο Peter de Francia, που ζωγράφισε το 1953 τον πίνακα
«Η εκτέλεση του Μπελογιάννη». Ο πίνακας αποτελεί την πρώτη από τις τρεις μεγάλες μεταπολεμικές συνθέσεις, που φιλοτέχνησε ο Francia. Η δεύτερη είναι «Ο βομβαρδισμός του Sakiet» (1959), που αναφέρεται στο βομβαρδισμό του ομώνυμου τυνησιακού χωριού το 1958 από τα γαλλικά αεροπλάνα. Λίγο αργότερα, φιλοτεχνεί την «Αφρικανική φυλακή». Στην «εκτέλεση του Μπελογιάννη», ο ζωγράφος αποδίδει με εξπρεσιονιστικό τρόπο τους τρεις εκτελεσμένους• ο Μπελογιάννης διακρίνεται με το γαρύφαλλο στο ανοιχτό του χέρι ενώ οι δύο σύντροφοι του κείτονται νεκροί με τα χέρια ενωμένα. Το έργο αυτό παρέμεινε άγνωστο για περισσότερο από πενήντα χρόνια στο εργαστήριο του καλλιτέχνη προτού εκτεθεί στο κοινό.
Έργα μνημειακού χαρακτήρα δημιουργήθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες προς τιμήν του Μπελογιάννη.
Να αναφέρουμε εδώ το χάλκινο άγαλμα του από τον γλύπτη Graetz που ανεγέρθηκε στο Βερολίνο το 1952 με γερμανική επιγραφή και το μνημείο στο Krościenko της Πολωνίας με ελληνική και πολωνική επιγραφή. Το 2009 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του στην γενέτειρά του Αμαλιάδα.
Μετά την εξορία ο Μπελογιάννης θα μπει πιο ενεργά στην παράνομη κομματική δουλειά σε συνθήκες σκληρές και απάνθρωπες. Τον Μάιο του 1938 συλλαμβάνεται εκ νέου και καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλάκιση. Η Κατοχή λοιπόν θα έρθει και θα βρει τον Νίκο Μπελογιάννη στις φυλακές τις Αίγινας. Αργότερα θα μεταφερθεί στην Ακροναυπλία. Βαριά άρρωστος θα μεταφερθεί στο Χαιδάρι και μετά στο Σωτηρία. Εκεί το 1943 θα αποδράσει από το νοσοκομείο και θα στελεχωθεί στο ΕΑΜ Πελοποννήσου. Εκεί τίθεται υπεύθυνος του εντύπου "Ελεύθερος Μοριάς" και αργότερα του εντύπου "Ελεύθερη Αχαΐα" με το ψευδώνυμο Πέτρος Φλογαΐτης.
Το 1947 μεταπηδά στην Στερεά Ελλάδα ως πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Στις σκληρές μάχες του Γράμμου το 1948 θα τραυματιστεί στο χέρι. Αργότερα θα βρεθεί με τους άλλους πολιτικούς πρόσφυγες του ΔΣΕ, στο Μπούλκες.
Οι κομματικές οργανώσεις στην Ελλάδα εν τω μεταξύ βρίσκονται υπό διάλυση. Η Ασφάλεια έχει καταφέρει ισχυρά πλήγματα στον παράνομο μηχανισμό και έχει διεισδύσει στις οργανώσεις. Το 1950 το ΠΓ. του ΚΚΕ αποφασίζει να στείλει στελέχη του παράνομα στην Ελλάδα για να ανασυντάξουν τις οργανώσεις και να τις εκκαθαρίσουν από τους χαφιέδες. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Ελεύθερη Ελλάδα που εκπέμπει από το Βουκουρέστι καλεί διαρκώς τις οργανώσεις να απομονώσουν τους χαφιέδες.
Έτσι το 1950, ο Νίκος Μπελογιάννης φθάνει παράνομα στην Ελλάδα με αργεντίνικο διαβατήριο και το όνομα Ερρίκος Πανόζ. Διαμένει για μικρό διάστημα στο ξενοδοχείο "Μέγα" στην οδό Σταδίου και αλλάζει αμέσως ταυτότητα με μια πλαστή με ελληνική υπηκοότητα.
Στις 21 Δεκεμβρίου ο Μπελογιάννης δεν εμφανίζεται στο προσυμφωνημένο ραντεβού που είχε με την γυναίκα και συντρόφισσα του Έλλη Παππά. Η ίδια θα μεταβεί την επόμενη σε ένα δεύτερο ραντεβού που είχε με έναν σύντροφο του κομματικού μηχανισμού με το όνομα Στάθη Δρομάζο. Το ραντεβού είναι στην γιάφκα του κόμματος στην οδό Πλαπούτα. Εκεί δεν θα βρει κανέναν. Όμως τα όργανα της Ασφάλειας που έχουν ήδη συλλάβει τον Μπελογιάννη και τον Δρομάζο την παρακολουθούν και την συλλαμβάνουν την επόμενη.
Η σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη
Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1950 η Ασφάλεια κάνει έφοδο στο σπίτι του δημοσιογράφου και θεατρικού κριτικού Στάθη Δρομάζου που δουλεύει στην εφημερίδα «Δημοκρατικός» και τον συλλαμβάνει. Την άλλη μέρα, στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συλλαμβάνεται, σε ένα από τα κρησφύγετα του στην οδό Πλαπούτα, ο Νίκος Μπελογιάννης, που είχε έρθει παράνομα από το εξωτερικό στην Ελλάδα ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο Νίκος Μπελογιάννης μαζί με το Νίκο Πλουμπίδη και τον Νίκο Βαβούδη επιβλέπουν τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ και φροντίζουν για την έκδοση της εφημερίδας «Δημοκρατικός» που είναι το νόμιμο προσωπείο του παράνομου ΚΚΕ. Τρεις μέρες μετά συλλαμβάνεται και η σύντροφος του Μπελογιάννη Έλλη Παππά, αδελφή της Διδώ Σωτηρίου και ακολουθεί πογκρόμ συλλήψεων, που ξεπέρασαν τις 90.
Στις 29 Δεκεμβρίου η Ασφάλεια ανακοινώνει την σύλληψη 30 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Στον τύπο αφήνεται να εννοηθεί ότι μερικά από αυτά στάλθηκαν από το εξωτερικό στην Ελλάδα για κατασκοπεία. Ονόματα δεν αναφέρονται. Τις συλλήψεις θα ακολουθήσουν άγριες ανακρίσεις που δεν θα αναφερθούν φυσικά στον τύπο. - Ανάμεσα τους και ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, που κατηγορείται για κατασκοπείας εξαιτίας του γεγονότος ότι σύχναζε στο καφενείο του Ζαχαράτου στο Σύνταγμα, που σύχναζαν οι απόστρατοι αξιωματικοί.
Από την ημέρα της σύλληψής τους, τα μέλη του ΚΚΕ βρίσκονται κλεισμένα στα μπουντρούμια της ειδικής ασφάλειας σε απόλυτη απομόνωση και δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Το κελί της Παππά κρατείται σκοτεινό 24 ώρες της μέρας ενώ αυτό του Μπελογιάννη φωτίζεται διαρκώς ώστε ο κρατούμενος να μην μπορεί να κοιμηθεί. Μια μονάχα φορά επιτρέπεται στην μητέρα του Βασιλική να δει το παιδί της και αυτό γιατί η ασφάλεια πίστευε ότι θα τον προέτρεπε να δηλώσει. Εκείνη φυσικά γνωρίζοντας τον δρόμο που έχει επιλέξει από καιρό το παιδί της δεν κάνει τίποτα τέτοιο. Η επικοινωνία του ζευγαριού γίνεται μέσω σκουπιδιών και κουρελιών.
Η δίκη Μπελογιάννη
Στις 19 Οκτωβρίου 1951, στο έκτακτο στρατοδικείο που στεγάζεται στο Αρσάκειο αρχίζει η πρώτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και 93 συντρόφων του, λίγες μέρες πριν την ορκωμοσία της κυβέρνησης Πλαστήρα, ο οποίος συνεχίζει να μιλά για μέτρα επιείκειας που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να ηρεμήσει ο τόπος. Πρόεδρος του στρατοδικείου που δικάζει το Μπελογιάννη και τους συντρόφους του είναι ο αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος και μέλος του ο ταγματάρχης τότε Γεώργιος Παπαδόπουλος, μέλη του ΙΔΕΑ.
Τα ξημερώματα της 16ης Νοεμβρίου 1951 εκδίδεται η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου που δικάζει με το νόμο 509. Από τους 93 κατηγορούμενους, οι 12 καταδικάζονται σε θάνατο. Ανάμεσα τους ο Μπελογιάννης και η σύντροφος του Έλλη Παππά.
Στις 16 Νοέμβρη, ώρα 3 το πρωί, το δικαστήριο καταδικάζει τον Μπελογιάννη και τους υπόλοιπους 10 συγκατηγορούμενούς του σε θάνατο. Την επόμενη ο πρωθυπουργός Πλαστήρας θα δηλώσει ότι οι κατηγορούμενοι δεν θα εκτελεστούν. Έτσι ο Μπελογιάννης μεταφέρεται στην Κέρκυρα όπου θα ολοκληρώσει την μελέτη που είχε ξεκινήσει να συγγράφει στην απομόνωση της ασφάλειας με τίτλο: "Οι ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας".
Μερικές μέρες μετά θα ανακαλυφθούν στην Γλυφάδα και την Καλλιθέα ασύρματοι σε γιάφκα του ΚΚΕ από τους οποίους τα μέλη στην Ελλάδα έρχονταν σε επαφή με μέλη στο εξωτερικό. Η ανακάλυψη αυτή θα δώσει νέα τροπή στην υπόθεση Μπελογιάννη.
Ο υπεύθυνος των ασυρμάτων Ν. Βαβούδης, αυτοκτονεί σε κρύπτη του σπιτιού του Νίκου Καλούμενου στην οδό Λυκούργου 13 στην Καλλιθέα. Ο Βαβούδης είχε πολλές φορές δηλώσει ότι δεν θα έπεφτε ποτέ ζωντανός στα χέρια του εχθρού. Ο Νίκος Μπελογιάννης στην νέα δίκη του θα αντικρούσει με πυγμή όλες τις κατηγορίες. Μιλάει για δίκες σκοπιμότητας, που έχουν ως απότερο στόχο, την συντήρηση του κλίματος ανωμαλίας στην χώρα. Αργότερα θα τονίσει υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, τους αγώνες του ΚΚΕ για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας .
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1952, ο Μπελογιάννης μεταφέρεται ξανά στην γενική ασφάλεια στην Αθήνα.
Ο γενικός διευθυντής της ασφάλειας Ι. Πανόπουλος θα καλέσει τον Μπελογιάννη στο γραφείο του και θα του πει: " Για την δική σου αξιοπρέπεια και την δική μας, δεν σου ζητάμε δήλωση. Σου ζητάμε μόνο να προσχωρήσεις σε εμάς και αύριο θα γίνεις και υπουργός!"
Στην συνέχεια του υπογραμμίζει οτι δεν θέλει να του αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα.
Ο Μπελογιάννης φυσικά αρνείται με χαμόγελο.
Είναι όμως η κυβέρνηση που αποφασίζει; Αποφασίζει το παρακράτος του ΙΔΕΑ και με τη σύμφωνη γνώμη των Αμερικανών, που αφενός θέλουν να ρίξουν τον Πλαστήρα αφετέρου θέλουν να εκτελέσουν το Μπελογιάννη, για να δείξουν ότι η ανταρσία των κομμουνιστών συνεχίζεται και μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Κατά τη διάρκεια της δίκης χιλιάδες είναι τα μηνύματα συμπαράστασης που μεταδίδουν οι ραδιοφωνικού σταθμοί Ανατολής και Δύσης.
Ανάμεσα σε αυτά και εκείνο του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ που η καρδιά του «τουφεκιζόταν κάθε πρωί στην Ελλάδα».
«Σ’ εσένα ελληνικέ λαέ, σ’ εσάς αδέλφια μου, μιλώ. Η ζωή ενός αγνού παιδιού σας, του Νίκου Μπελογιάννη βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτός ο άνθρωπος δε συμβολίζει μονάχα τη δική σας περηφάνια, Συμβολίζει την περηφάνια ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας. Ίσως ανάμεσα σ΄ αυτούς που ακούνε τούτη τη στιγμή την έκκληση μου να είναι και Έλληνες που έχουν διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις από του Νίκου Μπελογιάννη. Μα πιστεύω πως κάθε πολίτης άξιος να λέγεται Έλληνας, όλοι όσοι ξέρουν τι αξία έχει το θάρρος, η εντιμότητα, η πίστη , η αγάπη δεν μπορούν να μη θαυμάσουν τον τρόπο που το παλικάρι αυτό υπερασπίζεται τις ιδέες του στο δικαστήριο του θανάτου. Μέσα από τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες του ο ελληνικός λαός έφτιαξε τους ήρωες του. Κι ήταν εκείνοι που δεν προσκύνησαν, εκείνοι που με τη στάση τους με την ειλικρίνεια τους και με τις πράξεις τους έδειξαν ότι υπάρχει και άλλος τρόπος διαμαρτυρίας από τη χειρονομία που διάλεξε ο Σωκράτης. Ανάμεσα σε τέτοιους εθνικούς ήρωες πήρε τη θέση του ο Μπελογιάννης.
Αν δολοφονήσουν το Μπελογιάννη δε θα χάσει μόνο η Ελλάδα έναν αληθινό άνδρα, έναν αληθινό άνθρωπο. Θα χάσει και η ανθρωπότητα ένα γιο του θάρρους και της τιμής της. Ο Μπελογιάννης δε ζήτησε και δε ζητά την επιείκεια των δικαστηρίων του θανάτου. Θα έρθει η μέρα που οι δήμιοι του θα εκλιπαρούν την επιείκεια του ελληνικού λαού. Αδέλφια μου Έλληνες, εγώ ένας Τούρκος, ένας απλός ποιητής της χώρας μου εκφράζω του λαού μου τα αισθήματα πολύ περισσότερο απ΄ ότι οι διάφοροι πρωθυπουργοί της σημερινής Τουρκίας και απευθύνονται σ’ εσάς όλους τους πραγματικούς Έλληνες : Να σώσουμε το Νίκο Μπελογιάννη για το λαό της Ελλάδας, για το λαό της Τουρκίας, για όλους τους λαούς του κόσμο»
Η υπόθεση των ασυρμάτων
Στις 15 Νοεμβρίου, μία μέρα νωρίτερα από την έκδοση της απόφασης για το Μπελογιάννη ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ στο κρησφύγετο του ο ασυρματιστής Νίκος Βαβούδης. Ο Μπελογιάννης δεν είναι απλώς ένας κομμουνιστής που πρέπει να τιμωρηθεί αλλά κατάσκοπος που πρέπει να εκτελεστεί. Στις 19 Ιανουαρίου 1952, ημέρα που ανακοινώνεται ότι ο Μπελογιάννης θα δικαστεί ξανά βάσει των νεωτέρων στοιχείων που προέκυψαν από την ανακάλυψη των ασυρμάτων, η αστυνομία κάνει έφοδο και κλείνει την ημερήσια εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική» και στη συνέχεια κάνει το ίδιο και για την εβδομαδιαία εφημερίδα της ΕΔΑ «Φρουροί της Ειρήνης».
Σκοπός τους είναι να μην υπάρχουν αριστερές εφημερίδες κατά τη διάρκεια της δίκης. Λίγες μέρες πριν την έναρξη της δεύτερης δίκης του Μπελογιάννη, ο υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης Πλαστήρα, Κων/νος Ρέντης δηλώνει πως «η εν λόγω δίκη θα είναι διδακτική όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για όλες τις χώρες»
Η δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη από το τακτικό στρατοδικείο, υπό το στρατηγό Σίμο, κατηγορούμενοι είναι ερήμην ολόκληρη η ηγεσία του εκτός Ελλάδας ΚΚΕ, ενώ με την παρουσία στη δίκη 29 εντός Ελλάδας κομμουνιστές, αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952.
Η απόφαση εκδίδεται την 1η Μαρτίου 1952 και είναι η αναμενόμενη. Οχτώ καταδικάζονται σε θάνατο. Είναι οι Νίκος Μπελογιάννης, Δημήτρης Μπάτσης, Έλλη Παππά, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος, Χ. Τουλιάτος, Μ. Μπιομπιάνος και Λαζαρίδης.
Η ποινή της Έλλης Παππά θα μετατραπεί σε ισόβια λόγω της πρόσφατης μητρότητας.
Η Φωνή της Αμερικής συνυπογράφει την καταδίκη. «Η δίκη αυτή είναι από τα σπουδαιότερα παγκόσμια γεγονότα τα οποία εσημειώθησαν κατά το Φεβρουάριο του 1952. Αποτελεί δίδαγμα διά τον ελεύθερον κόσμον. Αποδεικνύει ότι τα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα δεν εμπνέονται από πολιτικούς σκοπούς αλλά αποτελούν οργανώσεις κατασκοπείας».
Βρισκόμαστε στο 1952 όπου ο ψυχρός πόλεμος έχει περάσει στη θερμότερη φάση του.
Την επόμενη μέρα της έκδοσης της απόφασης για τη καταδίκη σε θάνατο του Μπελογιάννη, η εφημερίδα «Βήμα» συνοδεύει το ρεπορτάζ με μια εκπληκτική φωτογραφία.
Ο άνθρωπος που μόλις πληροφορήθηκε ότι θα εκτελεστεί κοιτάει το φακό και χαμογελάει, κρατώντας στα χέρια του ένα γαρύφαλλο. Στο εξής ο Μπελογιάννης θα είναι «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», ονομασία που έδωσε και ο Πάμπλο Πικάσο στον πίνακα που ζωγράφισε με αφορμή την ίδια φωτογραφία. Η φωτογραφία που κάνει το γύρο του κόσμου, τραβήχτηκε από το Δήμο Σακελλαρίου, φωτορεπόρτερ τότε, διευθυντή φωτογραφίας στον ελληνικό κινηματογράφο μετά και αντάρτη στους Μαυροσκούφηδες του Άρη Βελουχιώτη λίγο πριν, συνεισφέρει στην ανάπτυξη του κινήματος για τη σωτηρία του Μπελογιάννη.
Μέσα σε μια βδομάδα η κυβέρνηση Πλαστήρα παίρνει 250.000 τηλεγραφήματα από όλον τον κόσμο που ζητούν τη σωτηρία του.
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ είναι ανάμεσα στους πρώτους.
Ακολουθούν σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής και 159 βουλευτές των δύο κομμάτων από την Αγγλία.
Ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν Πωλ Σατρ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Πάμπλο Πικάσο και χιλιάδες άλλοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι από όλο τον κόσμο προσπαθούν να σώσουν το Μπελογιάννη.
Σε αυτούς προστίθεται και η διαμαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος:
''Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή''
Το Ανώτατο Συμβούλιο Χαρίτων, που προσφεύγουν οι κατηγορούμενοι καθυστερεί να εκδώσει την απόφαση του και ο Πλαστήρας φοβάται ότι είναι δυνατόν να τους εκτελέσουν οι τραμπούκοι πριν εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, όπως το συνηθίζουν οι «σωτήρες του έθνους» και στέλνει τον υπουργό δικαιοσύνης Παπασπύρου στο βασιλιά για να του αποσπάσει γραπτή διαταγή που θα απαγορεύει την εκτέλεση πριν την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου των Χαρίτων. Το βασιλικό φιρμάνι απαγορεύει στο διευθυντή των φυλακών Καλλιθέας, όπου κρατούνται οι μελλοθάνατοι να τους παραδώσει για εκτέλεση, μέχρι νεωτέρας διαταγής.
Δώδεκα μέρες μετά την έκδοση της απόφασης ο Νίκος Πλουμπίδης, ο αρχηγός του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, ξέροντας ότι η Δεξιά αναζητά ένα αποδιοπομπαίο τράγο προσφέρει τον εαυτό του.
Στέλνει στον Τύπο το παρακάτω γράμμα:
«1. Εγώ και όχι ο Μπελογιάννης είμαι υπεύθυνος για την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ. Κατά συνέπεια ευθύνομαι για όλες τις πρωτοβουλίες και ενέργειες αυτής της οργάνωσης. 2. Δεν έχω σκοπό να παραστήσω τον γενναιόψυχο εκ του ασφαλούς. Δεσμεύομαι να παραδοθώ στις Αρχές για να δικαστώ, ευθύς μόλις η καταδίκη του φίλου μου και συντρόφου Μπελογιάννη ακυρωθεί. Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Υ.Γ. Πολλοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν τον γραφικό μου χαρακτήρα. Εντούτοις για το γνήσιο της επιστολής, προσθέτω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Αθήνα 12-3-1952.»
Η Δεξιά δεν αποδέχεται την προσφορά του και η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, προχωράει κανονικά. Η απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων είναι η αναμενόμενη. Οι αιτήσεις των Νίκου Μπελογιάννη, Έλλης Παππά, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νικού Καλούμενου απορρίπτονται. Οι άλλοι πήραν χάρη.
Μια εκτέλεση που ήταν δολοφονία
Τις Κυριακές δε γίνονται εκτελέσεις. Τις Κυριακές και τα μέλη του στρατοδικείου που καταδικάζουν σε θάνατο και τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος που εκτελούν τις θανατικές καταδίκες πάνε στην Εκκλησία. Μια εκτέλεση που γίνεται νύχτα θεωρείται δολοφονία. Οι εκτελέσεις γίνονται με την ανατολή του ήλιου για να μπορέσει ο μελλοθάνατος να δει το φως της μέρας για τελευταία φορά. Για τους μελλοθάνατους κομμουνιστές είναι έθιμο να γυρνούν να κοιτούν τον ήλιο πριν στηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο ήλιος θα ανατείλει σε πείσμα όλων των σκοταδιστών.
Είναι Κυριακή 30 Μαρτίου 1952.
Στις 2:50 μπαίνει στις φυλακές Καλλιθέας ο Βασιλικός Επίτροπος.
Ο υπαρχιφύλακας πηγαίνει στην πτέρυγα των μελλοθανάτων και μπαίνει στο κελί των Μπελογιάννη, Λαζαρίδη και Μπάτση. Πλησιάζει το Μπελογιάννη.
«Νίκο, σήκω»
Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:
«Πάμε για καθαρό αέρα;»
«Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση»
Ο Μπελογιάννης ζητά να αποχαιρετήσει την Έλλη. Οδηγείται έξω από το κελί της και εκείνη κλαίγοντας ζητά ν΄ ακολουθήσει τους συντρόφους της στο εκτελεστικό.
«Γεια χαρά Έλλη μου. Δεν πρόκειται να σε δω ποτέ πια» της είπε και προσπάθησε να τη φιλήσει από το κυκλικό παραθυράκι …
Και οι τέσσερις βρίσκονται έτοιμοι με χειροπέδες στα χέρια. Συνοδευόμενοι από υπαλλήλους της φυλακής οδηγούνται στο προαύλιο. Βγαίνοντας ο Μπελογιάννης στρέφει το πρόσωπο του στα κελιά και φωνάζει «Γεια σας παιδιά!» Στη συνέχεια αποχαιρέτησε τους φύλακες και οδηγήθηκαν σε μια αίθουσα που βρισκόταν στο προαύλιο όπου τους περίμενε ο στρατιωτικός ιερέας.
Στις 3 και 20 μετά τα μεσάνυχτα ξεκινά από της φυλακές της Καλλιθέας η πομπή του θανάτου. Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης, Καλούμενος, τέσσερις «εχθροί της πατρίδας» πρέπει να πεθάνουν γιατί αγάπησαν πολύ την πατρίδα. Σε λιγότερο από μια ώρα, στις 4 και 10, όλα έχουν τελειώσει για τους «προδότες». Ο ήλιος θέλει δύο ώρες ακόμα για να βγει. Η εκτέλεση θα γίνει υπό το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων.
Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελείται από άνδρες της ΕΣΑ.
Πυρ!
Κι ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Ηλίας Αργυριάδης και ο Νίκος Καλούμενος, ημέρα Κυριακή, χωρίς να δουν το φως της μέρας για τελευταία φορά, ξεκινούν για το ταξίδι τους στον άλλο κόσμο από μια αλάνα κοντά στη μάντρα του νοσοκομείου «Σωτηρία», σχεδόν δίπλα στο Πεντάγωνο. Θα μαζέψουν βιαστικά τα πτώματα, θα τα θάψουν γρήγορα, θα πλύνουν τα χέρια τους και θα παν στην εκκλησία να κάνουν το σταυρό τους σαν καλοί χριστιανοί που εκτέλεσαν το ελληνικό και το χριστιανικό καθήκον τους.
Μόλις το μαθε ο κόσμος πήρε τους δρόμους, έτρεχε με γαρύφαλλα και μύρα για να πλύνει το νωπό αίμα εκείνου που τους ξανάδωσε ελπίδα. Πένθιμα εμβατήρια και παιάνες από τη Μόσχα, το Πεκίνο, το Πιογκ-Γιαγκ, τη Ρώμη, το Παρίσι … τα σταυροδρόμια της Ανατολής, της Ασίας, της Ευρώπης … …
Το παγκόσμιο κίνημα συμπαράστασης στο Νίκο Μπελογιάννη
Η καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη σε θάνατο είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ενός μεγάλου διεθνούς κινήματος συμπαράστασης και κινητοποίησης για την αποτροπή της εκτέλεσής του. Πλήθος πολιτικών, συνδικαλιστικών αλλά και πάσης φύσεως οργανώσεων και συλλόγων καταδίκασαν με ψηφίσματά τους την απόφαση της καταδίκης του Μπελογιάννη. Μεγάλο ήταν το κίνημα συμπαράστασης από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με ευδιάκριτη εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο ενώ πολλές ήταν οι κινήσεις συμπαράστασης και από τις μεγάλες χώρες της Δύσης αλλά και από αλλού.
Η παγκόσμια αυτή κινητοποίηση πήρε διάφορες μορφές. Διοργανώθηκαν συγκεντρώσεις αλληλεγγύης και διαδηλώσεις, στάλθηκαν τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας προς την ελληνική κυβέρνηση και το παλάτι αλλά και τον ΟΗΕ, έγιναν συγκεντρώσεις υπογραφών, δηλώσεις επώνυμων υπέρ του Μπελογιάννη, γράφτηκαν άρθρα στον Τύπο και έγιναν ομιλίες στα ραδιόφωνα. Ξεχωριστή μορφή του κινήματος συμπαράστασης υπήρξε η καλλιτεχνική του διάσταση. Μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, το κίνημα συμπαράστασης μετατράπηκε σε κίνημα καταδίκης του εγκλήματος αλλά και τιμής της μνήμης του Μπελογιάννη ως συμβόλου πλέον τόσο του κομμουνιστικού όσο και ευρύτερα του προοδευτικού και φιλειρηνικού κινήματος.
Το 1952 ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια πραγματικότητα. Το σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχε μορφοποιηθεί ενώ η δυτική Ευρώπη κινούνταν στους ρυθμούς του σχεδίου Μάρσαλ και του ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος της Κορέας ήταν σε πλήρη εξέλιξη, στον όποιον έπαιρναν μέρος και έλληνες στρατιώτες. Η δίκη και καταδίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ως κατάσκοπων εντασσόταν μέσα σε αυτό το ψυχροπολεμικό πλαίσιο και γρήγορα μετατράπηκε σε διεθνή πολιτική αναμέτρηση των δύο κόσμων τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των διεθνών μαζικών κινητοποιήσεων.
Τα σοσιαλιστικά κράτη, με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση, έσπευσαν να διαδηλώσουν τη συμπαράστασή τους στους μελλοθάνατους και να καταγγείλουν την ελληνική κυβέρνηση ως κατάλοιπο του μισητού φασιστικού παρελθόντος και ανδρείκελου των νέων πολεμοκάπηλων, των Αμερικανών. Στις δυτικές χώρες, οι κινητοποιήσεις για τον Μπελογιάννη πήραν πλατύ και ετερόκλητο χαρακτήρα συσπειρώνοντας από τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης μέχρι κάθε μορφής φιλειρηνικές συλλογικότητες και προσωπικότητες που επίσης έβλεπαν στην εκτέλεση Μπελογιάννη την αναβίωση μαύρων σελίδων της γηραιάς Ηπείρου με ευθύνη των ΗΠΑ. Τα κομμουνιστικά κόμματα συνέδεσαν ευθέως την υπόθεση Μπελογιάννη με την αμερικανική επεμβατικότητα στις χώρες τους και στον κόσμο γενικότερα, ενώ οι παρεμβάσεις των πνευματικών ανθρώπων πρόβαλαν την κατάσταση στην Ελλάδα μέσα από ένα φιλελληνικό πλαίσιο που τόνιζε τη διαχρονική τραγωδία του τόπου. Η μεγάλη κινητοποίηση του πνευματικού κόσμου της Ευρώπης είχε σίγουρα να κάνει με την υψηλή ακόμη αίγλη της αντιφασιστικής αντίστασης και νίκης και του κύρους του κομμουνιστικού κινήματος με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση. Το κύρος αυτό το 1952 ήταν πολύ μεγάλο και δεν είχε τραυματιστεί ακόμη από τις μετέπειτα διασπάσεις και συγκρούσεις που θα προέκυπταν μετά το θάνατο του Στάλιν και την καταδίκη της περιόδου διακυβέρνησής του από το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Η διεθνής κινητοποίηση για την αποτροπή της εκτέλεσης
Αμέσως μετά τη σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη, το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία έβαλε ως στόχο την πάλη για την απελευθέρωση του Μπελογιάννη και των άλλων αγωνιστών. Μέσα στη χώρα δεν ήταν φυσικά δυνατή η μαζική κινητοποίηση και διαμαρτυρία, έτσι βάρος έπεσε στην αποστολή τηλεγραφημάτων και υπομνημάτων των καταργημένων συνδικαλιστικών διοικήσεων όπως της ΓΣΕΕ και της ΠΑΣΕΓΕΣ, της ΕΠΟΝ και άλλων οργανώσεων στο εξωτερικό, στον ΟΗΕ, στις κυβερνήσεις και τις διεθνείς ενώσεις για τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Οι μητέρες των υπόδικων και πολιτικοί κρατούμενοι έστειλαν τηλεγραφήματα προς τον Στάλιν για τη διάσωσή τους.
Μετά την απόφαση θανατικής καταδίκης εμφανίστηκε πιο έντονα μια μαζική αντίδραση. Δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, συγγενείς φυλακισμένων και εξόριστων, επιτροπές επαγγελματικών κλάδων με επισκέψεις στο υπουργείο Δικαιοσύνης και σε παράγοντες της κυβέρνησης Πλαστήρα και βουλευτές της ΕΠΕΚ απαίτησαν τη ματαίωση των εκτελέσεων. Κάτω από την πίεση αυτή υπήρξε διαφοροποίηση ορισμένων βουλευτών της ΕΠΕΚ και εφημερίδων του χώρου όπως ο «Φιλελεύθερος» και η «Αλλαγή». Η ΕΔΑ ζήτησε την επιτάχυνση των μέτρων ειρήνευσης της χώρας και στα πλαίσια αυτά της αμνήστευσης των καταδικασμένων. Η κινητοποίηση για την αποτροπή της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των άλλων καταδικασμένων σε θάνατο πήρε μεγάλες διαστάσεις στο εξωτερικό.
Στον ΟΗΕ, το θέμα της καταδίκης του Μπελογιάννη έφεραν επανειλημμένα οι μόνιμοι αντιπρόσωποι της ΕΣΣΔ, Ι. Α. Μάλικ και Σ. Κ. Τσαράπκιν.
Διαβίβασαν στον ΟΗΕ όλα τα γράμματα του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, τα υπομνήματα των συγγενών τους αλλά και ελληνικών οργανώσεων που απευθύνονταν στον ΟΗΕ, αλλά και προς τη Σοβιετική Ένωση και τον Στάλιν.
Πολλές διεθνείς προσωπικότητες, μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας στην εποχή τους, συντάχθηκαν με το κίνημα συμπαράστασης στο Νίκο Μπελογιάννη.
Τηλεγράφημα στην ελληνική κυβέρνηση με την απαίτηση να αποτραπεί η εκτέλεση Μπελογιάννη έστειλε ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης Ζολιό Κιουρί, όπως και η γαλλική επιτροπή για τη γενική αμνηστία στην Ελλάδα που απαρτιζόταν από γερουσιαστές και βουλευτές, πρώην υπουργούς και τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Τέσσερις διάσημοι νοτιοαμερικάνοι καλλιτέχνες έκαναν κοινή παρέμβαση στην ελληνική κυβέρνηση:
«Να είσαστε βέβαιοι πως όλη η προοδευτική ανθρωπότητα θα κρίνει τη δράση σας σύμφωνα με τη στάση που θα δείξει η κυβέρνησή σας απέναντι σε πατριώτες αγωνιστές της ειρήνης, όπως ο Ν. Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του.»
Πάμπλο Νερούντα, Ζορζ Αμάντο, Κάρλο Βάλερ, Σικουέρος
Πολλοί εκπρόσωποι της γαλλικής διανόησης έστειλαν επίσης κοινό τηλεγράφημα στην ελληνική κυβέρνηση ζητούσαν να μην εφαρμοστεί η καταδίκη σε θάνατο και να γίνει μια δίκαια αναθεώρηση της δίκης. Ανάμεσά τους ήταν ο συγγραφέας Ζαν Κοκτό, ο εκδότης Γκαστόν Γκαλιμάρ, ο ζωγράφος Αντρέ Ματίς, ο Ρομέν Ρολάν και πολλοί άλλοι.
Ο Πολ Ελιάρ έκανε ξεχωριστή ραδιοφωνική δήλωση:
«Αυτές τις μέρες που γιορτάζουμε τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Βίκτορα Ουγκό, είναι αδύνατο να μην ακούσουν στην Ελλάδα, που με τόση ευγένεια την τραγούδησε ο μεγάλος ποιητής μας, τις φωνές της Γαλλίας που ζητούνε λευτεριά για το Μπελογιάννη και τους συντρόφους του.
Οι πατριώτες δεν είναι δυνατό να χαθούν. Το μόνο τους έγκλημα είναι η αγάπη προς την πατρίδα τους. Μονάχα οι ξένοι ιμπεριαλιστές μπορούσαν αν τους τιμωρήσουν γι’ αυτό.
Η Ελλάδα είναι η πατρίδα του ηρωισμού. Όλος ο κόσμος το ξέρει και γι’ αυτό τη βοηθάει ακόμα πιο πολύ.
Στο όνομα της αγάπης μας για τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά, στο όνομα των ανθρωπιστικών μας παραδόσεων που είναι γέννημα των ελληνικών παραδόσεων, να σώσουμε το Μπελογιάννη και τους συναγωνιστές του, να αναγκάσουμε την καταπίεση, την ωμότητα και την πολεμική απειλή να κάνουν ένα βήμα πίσω».
Από τη πλευρά της Εκκλησίας, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστόφορος ζήτησε με τηλεγράφημά του προς το αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδωνα να επέμβει για τη σωτηρία του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Πράγματι ο Σπυρίδωνας έκανε έκκληση στον βασιλιά Παύλο για την αναστολή των εκτελέσεων. Αίσθηση προκάλεσε η στροφή του, στην οποία θεωρούσε το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη ανώτερο αυτού των πρώτων χριστιανών μιας και αυτός δεν πίστευε στη μέλλουσα ζωή. Αντιτάχθηκαν επίσης στις εκτελέσεις καθολικοί επίσκοποι και ο επικεφαλής της εκκλησίας των μεταρρυθμιστών από την Ουγγαρία.
Από τους Ισπανούς δημοκράτες, μήνυμα συμπαράστασης έστειλε ο στρατηγός του δημοκρατικού στρατού Αντόνιο Κορντόν:
«Ο Μπελογιάννης μπροστά στους δικαστές του ήταν η ηρωική Ελλάδα όπως ο Γρηγόριο Λόπεζ Ραϊμούνδο μπροστά στους δεσμοφύλακες του Φράνκο ήταν η λαϊκή Ισπανία που έδειξε στη Βαρκελώνη την απόφασή της να συνεχίσει και να δυναμώσει τον αγώνα της κατά του Φράνκο και των αφεντικών του, ως το θρίαμβο της ανεξαρτησίας και της ειρήνης […] ».
Στη Σοβιετική Ένωση υπήρξαν πολλές εκκλήσεις υπέρ της σωτηρίας του Μπελογιάννη από μαζικούς φορείς και επιφανείς προσωπικότητες. Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο, αλλεπάλληλες ήταν οι εκπομπές από το ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας. Εκκλήσεις, δηλώσεις και αποφάσεις εκπροσώπων μαζικών φορέων και ενώσεων εργατών, υπαλλήλων, φοιτητών, μαθητών, επιστημονικών και καλλιτεχνικών ενώσεων, εργοστασίων και κάθε είδους επιτροπών δημοσιεύτηκαν μαζικά το ίδιο διάστημα στις λαϊκές δημοκρατίες της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Γερμανίας.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας εξαπέλυσε μια μεγάλης διάστασης καμπάνια για τη σωτηρία του Μπελογιάννη.
Στις 3 Μαρτίου έγινε ραδιοφωνική έκκληση από τον Μαρσέλ Κασέν, μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΓ, βουλευτή Παρισίων και διευθυντή της «Ουμανιτέ». Η εφημερίδα πρόβαλε την καμπάνια με τίτλο
«Πρέπει να σώσουμε το Μπελογιάννη» παροτρύνοντας την αποστολή γραμμάτων διαμαρτυρίας στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι.
Πολλοί βουλευτές και άλλων γαλλικών κομμάτων συμμετείχαν στο κίνημα συμπαράστασης, ριζοσπάστες, σοσιαλιστές αλλά και χριστιανοδημοκράτες, δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι των κομμάτων και ανεξάρτητοι. Οι βουλευτές του κόμματος των Προοδευτικών Δημοκρατών έστειλαν κοινή διαμαρτυρία μαζί με άλλους επιφανείς αξιωματούχους του πολιτικού τους χώρου.
Πολύμορφες κινητοποιήσεις οργανώθηκαν στην Ιταλία, την Αγγλία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ελβετία, τη Νορβηγία, τη Δανία, την Αίγυπτο, την Αυστραλία και αλλού.
Μετά την εκτέλεση – εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και τιμής της μνήμης του Μπελογιάννη
Με την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, η κινητοποίηση για τη σωτηρία του μετατράπηκε σε κίνημα διαμαρτυρίας και καταδίκης της δολοφονίας του από το ελληνικό κράτος.
Στη Σοβιετική Ένωση δημοσιεύτηκαν πολλά άρθρα και έγιναν εκδηλώσεις και ομιλίες για την καταδίκη της εκτέλεσης.
Ο Ιλιά Έρεμπουργκ έγραψε:
«Του κάκου οι αμερικάνοι και οι έλληνες που έπαψαν να είναι έλληνες νομίζουν πως στούπωσαν με το χώμα το στόμα του Νίκου Μπελογιάννη. Ο Μπελογιάννης πέθανε. Όμως ζει στις καρδιές εκατομμυρίων ελλήνων. Ζει στις καρδιές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων της γης. Εκείνη την ώρα που οι δήμιοι ανάφεραν το θάνατό του, ο Μπελογιάννης πέρασε στην αθανασία. Έγινε σημαία, σύμβολο, συνείδηση της Ελλάδας».
Στη Γαλλία το κύμα διαμαρτυρίας ήταν ανάλογο με τη μεγάλη κινητοποίηση για τη σωτηρία του.
Ο Πάμπλο Πικάσο δήλωσε:
«Το φως από τα λαδοφάναρα που φώτιζε το σκοτάδι μιας μαγιάτικης βραδιάς στη Μαδρίτη, τα ευγενικά πρόσωπα του τουφεκισμένου λαού, που τον δολοφόνησε ο ξένος άρπαγας στον πίνακα του Γκόγια, είναι η ίδια σπορά φρίκης που σπέρνει με τις ανοιχτές φούχτες των προβολέων πάνω στα ορθάνοιχτα στήθεια της Ελλάδας, μια κυβέρνηση που σκορπίζει το θάνατο, το φόβο και το μίσος. Ένα πελώριο άσπρο περιστέρι περνάει και αφήνει το οργισμένο του πένθος πάνω στη γη».
Ανάλογες δηλώσεις έκαναν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι όπως ο Πωλ Ελιάρ και ο πρόεδρος της εθνικής επιτροπής των συγγραφέων της Γαλλίας, Λουί Μαρτέν Σοφιέ, κ.ά.
Το βράδι της Κυριακής 30 Μαρτίου έγινε διαδήλωση διαμαρτυρίας έξω από την ελληνική πρεσβεία και το πλήθος έσπασε τα τζάμια του κτιρίου.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας διαδήλωσε με πολλούς τρόπους τη διαμαρτυρία του. Ο γενικός γραμματέας του κόμματος Ζακ Ντυκλό καταδίκασε την εκτέλεση Μπελογιάννη στη γαλλική βουλή ως αποτέλεσμα της πολιτικής των ΗΠΑ που έφερναν στη μνήμη τις μεθόδους του χιτλερικού Ράιχ και στιγμάτισε τη συνύπαρξη της Γαλλίας και της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
Την επόμενη μέρα, στις 3 Απριλίου, πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού με σύσσωμη τη συμμετοχή του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΓ, συνδικάτων και νεολαίας.
Στην Ιταλία επίσης, το Κομμουνιστικό Κόμμα οργάνωσε συγκέντρωση στη Ρώμη την ημέρα εκτέλεσης του Μπελογιάννη συνδέοντας την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα και την αμερικανική παρουσία στην Τεργέστη ενώ συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν στην υπόλοιπη χώρα.
Στις σοσιαλιστικές χώρες, εκτός από τις διαμαρτυρίες των μαζικών οργανώσεων, το όνομα του Νίκου Μπελογιάννη δόθηκε σε οδούς, εργοστάσια και άλλους τόπους και ομάδες εργασίας.
Στο Βουκουρέστι, η οδός Αθηνών μετονομάστηκε σε Νίκου Μπελογιάννη. Πολλές οδοί επίσης στην υπόλοιπη Ρουμανία, στην Ουγγαρία, στην Τσεχοσλοβακία πήραν το ίδιο όνομα όπως και πάρκα αλλά και εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Η πιο γνωστή περίπτωση μετονομασίας είναι το χωριό Μπελογιάννης (Beloiannisz) ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Ουγγαρία.
Η ανοικοδόμησή του άρχισε στις 6 Μαΐου 1950 και χτίστηκε από εθελοντές. Αρχικά ονομάστηκε Görögfalva, δηλαδή Ελληνοχώρι, αφού προοριζόταν να φιλοξενήσει εξόριστους Έλληνες.
Στις 3 Απριλίου 1952 μετονομάστηκε σε Μπελογιάννης (Beloiannisz στα ουγγρικά) προς τιμήν του Νίκου Μπελογιάννη. Τότε το χωριό είχε 1.850 κατοίκους.
Το ΚΚΕ αποφάσισε να δώσει το όνομα του Μπελογιάννη στην κεντρική κομματική σχολή του και επίσης η λαϊκή εξουσία στο μέλλον να δώσει το όνομά του στην πλατεία Ομόνοιας, την γενέτειρά του Αμαλιάδα και στην κορυφή του βουνού Γκόλιο του Γράμμου, όπου είχε τραυματιστεί το 1948.
Ο Μπελογιάννης στην τέχνη
Στην υπόθεση αποτροπής της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη στρατεύτηκαν γρήγορα και καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο εκπροσωπώντας διαφορετικές μορφές τέχνης. Η πιο διάσημη περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητα το σκίτσο του Πάμπλο Πικάσο που εικονογραφεί τον Μπελογιάννη όπως θα μείνει στη μνήμη, ως ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Ο Πικάσο, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας και πολέμιος του φασισμού και του πολέμου, εμπνέεται από τη φωτογραφία του Παναγιώτη Μήτσουρα από τη δίκη Μπελογιάννη που δημοσιεύεται στον Τύπο και δημιουργεί το διάσημο σκίτσο. Θα αναπαραχθεί αμέτρητες φορές έκτοτε για τις ανάγκες του κινήματος αποτροπής της εκτέλεσης και μετά την τέλεσή της, στα αφιερώματα στη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη.
Η εκτέλεση ενέπνευσε επίσης τον Γάλλο ζωγράφο Peter de Francia, που ζωγράφισε το 1953 τον πίνακα
«Η εκτέλεση του Μπελογιάννη». Ο πίνακας αποτελεί την πρώτη από τις τρεις μεγάλες μεταπολεμικές συνθέσεις, που φιλοτέχνησε ο Francia. Η δεύτερη είναι «Ο βομβαρδισμός του Sakiet» (1959), που αναφέρεται στο βομβαρδισμό του ομώνυμου τυνησιακού χωριού το 1958 από τα γαλλικά αεροπλάνα. Λίγο αργότερα, φιλοτεχνεί την «Αφρικανική φυλακή». Στην «εκτέλεση του Μπελογιάννη», ο ζωγράφος αποδίδει με εξπρεσιονιστικό τρόπο τους τρεις εκτελεσμένους• ο Μπελογιάννης διακρίνεται με το γαρύφαλλο στο ανοιχτό του χέρι ενώ οι δύο σύντροφοι του κείτονται νεκροί με τα χέρια ενωμένα. Το έργο αυτό παρέμεινε άγνωστο για περισσότερο από πενήντα χρόνια στο εργαστήριο του καλλιτέχνη προτού εκτεθεί στο κοινό.
Έργα μνημειακού χαρακτήρα δημιουργήθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες προς τιμήν του Μπελογιάννη.
Να αναφέρουμε εδώ το χάλκινο άγαλμα του από τον γλύπτη Graetz που ανεγέρθηκε στο Βερολίνο το 1952 με γερμανική επιγραφή και το μνημείο στο Krościenko της Πολωνίας με ελληνική και πολωνική επιγραφή. Το 2009 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του στην γενέτειρά του Αμαλιάδα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ
Πρώτη δίκη, Νοέμβρης 1951
«Την ευθύνη για το ότι η ελληνική γη είναι σπαρμένη με τάφους και ερείπια, τη φέρουν μόνο οι ξένοι ιμπεριαλιστές και οι έλληνες υπηρέτες τους…»
«Εμείς πιστεύουμε στην ορθότητα της θεωρίας, που γέννησαν τα μυαλά των πιο πρωτοπόρων ανθρώπων. Και το νόημα του αγώνα μας είναι η θεωρία αυτή να γίνει πραγματικότητα τόσο για την Ελλάδα όσο και για όλο τον κόσμο…»
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».
«Οι οργανωτές αυτής της δίκης, ντόπιοι και ξένοι, κατέβαλαν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κατασυκοφαντήσουν τον αγώνα του ΚΚΕ, χωρίς να διστάσουν ούτε μπροστά στη διαστρέβλωση γνωστών κειμένων. Απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες εμείς βρεθήκαμε τελείως ανυπεράσπιστοι, γιατί μέσα στα απομονωτήρια της ασφάλειας δε μας δόθηκε καθόλου ο χρόνος και η δυνατότητα να μελετήσουμε και να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα για την υπεράσπισή μας στοιχεία. Ετσι υποχρεωθήκαμε να παλέψουμε κάτω από απαράδεχτα άνισους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά, αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό, με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει να παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες. Και αν δεν υπήρχαν σήμερα οι έμποροι και οι κάπηλοι του μίσους, η συμβολή του ΚΚΕ στην ειρήνευση του τόπου θα είχε εκτιμηθεί όχι μόνο από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλόπιστους αντιπάλους μας. Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δε δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδος».
«Εμείς πιστεύουμε στην ορθότητα της θεωρίας, που γέννησαν τα μυαλά των πιο πρωτοπόρων ανθρώπων. Και το νόημα του αγώνα μας είναι η θεωρία αυτή να γίνει πραγματικότητα τόσο για την Ελλάδα όσο και για όλο τον κόσμο…»
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».
«Οι οργανωτές αυτής της δίκης, ντόπιοι και ξένοι, κατέβαλαν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κατασυκοφαντήσουν τον αγώνα του ΚΚΕ, χωρίς να διστάσουν ούτε μπροστά στη διαστρέβλωση γνωστών κειμένων. Απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες εμείς βρεθήκαμε τελείως ανυπεράσπιστοι, γιατί μέσα στα απομονωτήρια της ασφάλειας δε μας δόθηκε καθόλου ο χρόνος και η δυνατότητα να μελετήσουμε και να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα για την υπεράσπισή μας στοιχεία. Ετσι υποχρεωθήκαμε να παλέψουμε κάτω από απαράδεχτα άνισους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά, αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό, με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει να παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες. Και αν δεν υπήρχαν σήμερα οι έμποροι και οι κάπηλοι του μίσους, η συμβολή του ΚΚΕ στην ειρήνευση του τόπου θα είχε εκτιμηθεί όχι μόνο από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλόπιστους αντιπάλους μας. Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δε δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδος».
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΙΚΗΣ
Φεβρουάριος 1952
«Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ».
«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
«Θα έλεγα ότι “δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου”, γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα (…). Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;».
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας έχει στο λαό βαθιές ρίζες. Συνδέεται μαζί του με ακατάλυτους δεσμούς αίματος και δεν μπορεί κανείς να το εξοντώσει ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο στόχος μας ήταν και είναι να προστατέψουμε τα συμφέροντα του λαού και της χώρας μας…»
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω».
«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
«Θα έλεγα ότι “δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου”, γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα (…). Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;».
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας έχει στο λαό βαθιές ρίζες. Συνδέεται μαζί του με ακατάλυτους δεσμούς αίματος και δεν μπορεί κανείς να το εξοντώσει ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο στόχος μας ήταν και είναι να προστατέψουμε τα συμφέροντα του λαού και της χώρας μας…»
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω».
Πολιτικό αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη
«Η ζωή μου συνδέεται με την Ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του... Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ' αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
(Νίκος Μπελογιάννης, από την απολογία στην πρώτη δίκη).
Μεσάνυχτα Σαββάτου 29 προς Κυριακή 30 Μάρτη του 1952. Ο Νίκος Μπελογιάννης, με τους συντρόφους του Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση αντικρίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα.
Πώς φτάσαμε στο έγκλημα του αντιδραστικού μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος της Ελλάδας;
Μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο, στα τέλη Αυγούστου του 1949, οι δυνάμεις του πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ μετέφερε το κέντρο βάρους της δουλειάς του από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική μαζική πολιτική δράση. Ετσι, αποφασίζεται από την ΚΕ του ΚΚΕ, η αποστολή στελεχών της στην Ελλάδα για την οργάνωση της δράσης του παράνομου ΚΚΕ και της λαϊκής κοινωνικοπολιτικής πάλης. Πρώτη αποστολή είναι αυτή του Ν. Μπελογιάννη, αναπληρωματικού μέλους της ΚΕ του Κόμματος.
Ο Ν. Μπελογιάννης έφτασε παράνομα στην Αθήνα αρχές Ιούνη του 1950 και άρχισε τη δράση. Πολύ γρήγορα, ο κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός τον συλλαμβάνει στις 20 Δεκέμβρη του 1950.
Η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός στις 5 Γενάρη 1951. Η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του, με τον ΑΝ 509, το νόμο δηλαδή, με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1947, άρχισε στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του ίδιου έτους. Ο Ν. Μπελογιάννης καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά δεν εκτελείται. Θα ακολουθήσει και δεύτερη δίκη για κατασκοπία, με αφορμή την υπόθεση των ασυρμάτων, που ξεκίνησε στις 15 Φλεβάρη 1952 και τελείωσε την 1η Μάρτη του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η παγκόσμια λαϊκή κινητοποίηση δε στάθηκε δυνατή να εμποδίσει το έγκλημα της κυβέρνησης Πλαστήρα. Το καθεστώς χρειαζόταν αίμα για να τρομοκρατήσει το λαϊκό κίνημα. Το φοβόταν ακόμη και ηττημένο, όπως και το ΚΚΕ, γιατί γνώριζε τη δύναμή του στη συνείδηση του λαού. Ετσι, ο Ν. Μπελογιάννης πέρασε στην Ιστορία.
Η υπόθεση Μπελογιάννη διαδραματίστηκε σε μια χρονική περίοδο, που θα μπορούσε να ονομαστεί κρίσιμη. Κρίσιμη γενικά, καθώς και για το ΚΚΕ.
Η διεθνής και εσωτερική σημασία της είναι μεγάλη και δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, αν παρθούν υπόψη μια σειρά γεγονότα της:
-Απειλές για νέο παγκόσμιο πόλεμο και σειρά προκλήσεων από την πλευρά του ιμπεριαλισμού.
-Ενταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
-Προσπάθειες για συγκρότηση του άξονα Βελιγράδι - Αθήνα - Αγκυρα.
-Πόλεμος Κορέας.
-Ισχυρά και ταχύρρυθμα μέτρα στην Ελλάδα για τη θωράκιση του αστικού καθεστώτος, μετά τους μεγάλους κινδύνους που γνώρισε αυτό την προηγούμενη 10ετία.
-Και, βεβαίως, η συνολική στρατηγική δολιοφθοράς του ιμπεριαλισμού για την υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος.
Στρατηγική που, όπως αποδείχτηκε, έδινε ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν (και που έπαιξαν) ο οπορτουνισμός και η σοσιαλδημοκρατία της Δυτικής Ευρώπης.
Η υπόθεση Μπελογιάννη ξετυλίγεται ταυτόχρονα σ' ένα εσωτερικό πλαίσιο, όπου κυρίαρχα στοιχεία του είναι η αντικομμουνιστική υστερία με τις παντοειδείς διώξεις και η μεγάλη φτώχεια, στην οποία ζει η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Η κεφαλαιοκρατία, εγχώρια και ξένη, έχει μπήξει βαθιά πάνω τους τα νύχια της εκμετάλλευσης. Το σχέδιο Μάρσαλ, που είχε στο μεταξύ εισρεύσει, έδινε τεράστιου βάρους στήριγμα στην ολιγαρχία, ενώ γινόταν μοχλός καθυπόταξης των εργαζομένων στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης.
Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, σε άμεσο συνδυασμό με τη μη αποκρυστάλλωση ακόμη του δικομματισμού στο αστικό πολιτικό σύστημα, δηλαδή με την πολιτική ρευστότητα που υπήρχε στις λαϊκές δυνάμεις - κυρίως της εκλογικής βάσης του «Κέντρου» - μπορούσε να δημιουργήσει μια δυναμική, μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρές δυσκολίες στην ανασυγκρότηση του καπιταλισμού.
Πρόβαλλε, λοιπόν, ανάγλυφη η ανάγκη, να οργανώσει το ΚΚΕ την πάλη του λαού, συμβάλλοντας στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν τη λαϊκή πολιτική αντεπίθεση. Γεγονός που, όπως είναι επόμενο, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί δίχως το ΚΚΕ να είναι γερό, συσπειρωμένο και ιδεολογικοπολιτικά προετοιμασμένο για ένα τόσο σοβαρό καθήκον.
Η εξέλιξη της ταξικής πάλης τα 'φερε έτσι, ώστε αυτό το καθήκον να ξεπροβάλλει μέσα σ' ένα «καθεστώς» εκτελέσεων, βασανιστηρίων, διωγμών κάθε μορφής και γενικά πολλαπλών μεθόδων καταστολής που χρησιμοποιούσε το αστικό κράτος κατά των κομμουνιστών και όλων των αριστερών.
Πριν φτάσουμε στα γεγονότα της υπόθεσης Μπελογιάννη, είχαν προηγηθεί μια σειρά άλλα σημαντικά.
Το πρώτο και το κυριότερο είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ενα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων κομμουνιστών (μαζί και η καθοδήγηση του ΚΚΕ) βρισκόταν στην προσφυγιά, ένα άλλο στην παρανομία, στις φυλακές ή στις εξορίες και εκτός μόνο οι λιγότεροι.
Το ΚΚΕ προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του στην Ελλάδα και γενικότερα. Ταυτόχρονα (μαζί με την παράνομη δουλειά), να αξιοποιήσει τις όποιες νόμιμες δυνατότητες υπήρχαν. Στα πλαίσια αυτά, έκανε συμπράξεις με άλλα κόμματα και πρόσωπα, καταλήγοντας, την 1η Αυγούστου 1951, στην ίδρυση της ΕΔΑ.
Προηγήθηκε ο ερχομός στην Ελλάδα του Ν. Μπελογιάννη, αρχές Ιουνίου του 1950, με σκοπό την καθοδήγηση της δράσης του ΚΚΕ. Εξήμισι μήνες αργότερα ο Μπελογιάννης έπεσε στα χέρια της κρατικής Ασφάλειας. Βρισκόταν ήδη στις φυλακές, ως υπόδικος, όταν προκηρύχτηκαν οι βουλευτικές εκλογές στις 9 Σεπτέμβρη 1951.
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Μπελογιάννης έστειλε κρυφά από τη φυλακή στον παράνομο μηχανισμό το παρακάτω γράμμα:
«Αυτό να δοθεί σύντομα για το θείο μου:
1) Ιστορικό συλλήψεων κλπ. στάλθηκε στην αδερφή Ελλης.
2) Βάλτε μας καλούς δικηγόρους για να σας ειπούν λεπτομέρειες από τη δικογραφία.
3) Στη δίκη θα τους τρίψουμε τα μούτρα.
4) Αν γίνεται, βάλτε με τις τελευταίες ημέρες υποψήφιο στο συνδυασμό της Αθήνας, για να τους δημιουργήσουμε ζήτημα. Νομικό κώλυμα δεν υπάρχει.
5) Πολλά φιλιά».
Το ΠΓ συμφώνησε με την πρόταση να είναι ο Μπελογιάννης υποψήφιος στο συνδυασμό της ΕΔΑ στην Αθήνα. (Πρότεινε, μάλιστα, να είναι υποψήφιοι, εκτός από τον Μπελογιάννη, και μια σειρά άλλα στελέχη, όπως ο Ν. Πλουμπίδης). Κατανοούσε - και σωστά - ότι η σίγουρη εκλογή του Μπελογιάννη στη Βουλή, θα αποτελούσε ένα επιπλέον μέσο πίεσης, για ν' αποτραπεί η εκτέλεσή του.
Από τη στιγμή αυτή, άρχισε μια οξύτατη σύγκρουση, που συνεχίστηκε μέχρι την κατάθεση των συνδυασμών στο Πρωτοδικείο και κατέληξε να μείνει ο Μπελογιάννης έξω από τις υποψηφιότητες...
Ποιοι και γιατί συγκρούστηκαν εξαιτίας αυτής της απόφασης του ΠΓ;
Γιατί υπήρξαν αντιδράσεις σε ένα θέμα που ήταν και λογικό και δεν αποτελούσε μοναδική εξαίρεση; Πολιτικοί κρατούμενοι - κομμουνιστές και μη - που ήταν στις φυλακές και στις εξορίες, ήταν επίσης υποψήφιοι στις εκλογές του 1951.
Η μη υποψηφιότητα του Νίκου Μπελογιάννη στις βουλευτικές εκλογές της 9ης Σεπτέμβρη 1951, είναι ένα γεγονός με σκόπιμα υποτιμημένη τη σημασία του από ιστορικούς και πολιτικούς.
Σωστότερα, είναι ένα συγκλονιστικό ζήτημα συγκαλυμμένο στη βαθύτερη πολιτική ουσία του, αλλά και σε πολλά από τα συμβάντα που τη συνθέτουν ή την προσδιορίζουν.
Θα λέγαμε ότι αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, ή - διαφορετικά - την - τουλάχιστον εξ αντικειμένου - έκφραση απαρχής εξελίξεων που ακολούθησαν και που σχετίζονται άμεσα με την ίδια την παραπέρα πορεία του ΚΚΕ.
Το βασικό επιχείρημα, που προβλήθηκε κατά κόρον, για ν' απορριφθούν οι υποψηφιότητες, ήταν ο κίνδυνος να διαλυθεί η ΕΔΑ.
Προβλήθηκε, όμως, κι ένα ακόμα:
Οτι η εμμονή στην υποψηφιότητα θα είχε ως αποτέλεσμα (κι αν ακόμη η ΕΔΑ δε διαλυόταν με κρατική πράξη) την αποχώρηση απ' αυτήν σύμμαχων δυνάμεων, γεγονός που θα οδηγούσε το ΚΚΕ σε απομόνωση!
Το ΠΓ του ΚΚΕ δέχτηκε να μην είναι υποψήφιοι όλοι οι προταθέντες. Επέμενε, όμως, στην υποψηφιότητα του Μπελογιάννη. Αλλά οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν.
Στη μη υποψηφιότητα του Ν. Μπελογιάννη είναι γενικά γνωστό ότι ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η επιμονή του Μιχάλη Κύρκου, ο οποίος απειλούσε και εξεβίαζε με αποχώρηση από την ΕΔΑ, στην περίπτωση που αποφασιζόταν η υποψηφιότητα του Μπελογιάννη.
Βεβαίως, δεν ήταν μόνο ο Μ. Κύρκος που αντιδρούσε. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπήρχαν κι άλλοι, όχι μόνο συνεργαζόμενοι με το ΚΚΕ αλλά και κομμουνιστές.
Οπως γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος - ένας απ' αυτούς που επικροτούν τη μη υποψηφιότητα του Μπελογιάννη - «φοβόντουσαν ότι έτσι θα δώσουν επιχειρήματα να διαλυθεί η ΕΔΑ σαν συνδεδεμένη με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ!».
Γράφει σχετικά ο Σπ. Λιναρδάτος: «Αντιδρούν επίσης μερικά από τα στελέχη του ΚΚΕ που έχουν βγει από την εξορία και είναι νόμιμα (Αντώνης Μπριλάκης, Πότης Παρασκευόπουλος, Γιάννης Φιλίνης).
Σε μια σύσκεψη στο σπίτι του στρατηγού Μάντακα στην οδό Δεινοκράτους, φέρνει το θέμα ο Δ. Μαριόλης.
Ο Πασαλίδης διατυπώνει αμέσως τις αντιρρήσεις του.
Ο Μιχάλης Κύρκος λέει: "Τα τινάζετε όλα στον αέρα".
Ο Σπηλιόπουλος και ο Μάντακας συμφωνούν.
Οι άλλοι όμως επιμένουν να μην μπουν οι υποψηφιότητες.
Ο Ζάκκας δηλώνει ότι αποχωρεί.
Πραγματικά αποχωρεί και δεν παίρνει μέρος στις συσκέψεις της ΕΔΑ.
Εκείνο το βράδυ ο Γιάννης Κοκορέλλης προτείνει να δοθεί στον Τύπο ανακοίνωση ότι ο "Δημοκρατικός Συναγερμός" (νόμιμη έκφραση του ΚΚΕ) αποχώρησε από την ΕΔΑ.
Για μια βδομάδα όμως επικρατεί διάλυση...».
Το μόνιμο μοτίβο που λέγεται και γράφεται, απ' όσους εγκρίνουν τη στάση του Μ. Κύρκου και άλλων, είναι ότι προσπαθούσαν μ' αυτόν τον τρόπο να παρεμποδίσουν τη διάλυση της ΕΔΑ, να μη δώσει δηλαδή η ΕΔΑ πρόσχημα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς που επεδίωκαν να τη θέσουν εκτός νόμου.
Ωστόσο, κανένας από τους παραπάνω δεν απαντά στο απλό γεγονός:
ΓΙΑΤΙ ο Μ. Κύρκος ΑΠΟΧΩΡΗΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΔΑ - μαζί με τον Λ. Καραμαούνα - λίγους μήνες αργότερα, αφού στο μεταξύ ΕΙΧΕ ΕΚΛΕΓΕΙ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ;
ΑΝ ο λόγος της άρνησής του να συμφωνήσει με την υποψηφιότητα Μπελογιάννη, ΗΤΑΝ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΔΑ, ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕ;
Οι υποστηρικτές της στάσης του Μ. Κύρκου δεν απαντούν σ' αυτό το ερώτημα.
Δεν απαντούν, επίσης, στο αν ο ίδιος ο Μπελογιάννης έπαιρνε υπόψη του (ή όχι;) την πιθανότητα διάλυσης της ΕΔΑ, όταν έγραφε: «ΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, βάλτε με υποψήφιο...».
Ο Λ. Κύρκος, μάλιστα, γράφει, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τον πατέρα του, από τη μια, αλλά και να τον ανυψώσει από την άλλη:
«Ο Μιχ. Κύρκος αντιτάχθηκε στην ιδέα (στην τυχοδιωκτική στάση του Ζαχαριάδη). Η ΕΔΑ μόλις είχε συγκροτηθεί και έκανε τα πρώτα βήματα κάτω από αφόρητες πιέσεις. Το γάντζωμά της στη νόμιμη πολιτική σκηνή δεν έπρεπε να διακυβευτεί για κανένα λόγο. Το να περιληφθεί ο Μπελογιάννης στους συνδυασμούς έδινε στην αντίδραση το πρόσχημα να διαλύσει ίσως την ΕΔΑ. Ηταν μια πολύ λεπτή στιγμή και χρειάζονταν αυστηρές σταθμίσεις και όχι εντυπωσιακές κινήσεις!»
Ας δούμε, αρχικά, το ζήτημα της πιθανότητας να διαλυόταν η ΕΔΑ, αν ο Ν. Μπελογιάννης ήταν υποψήφιος στους συνδυασμούς της.
Το ότι η Ασφάλεια της Ελλάδας, η κυβέρνηση και οι αντιπρόσωποι των ΗΠΑ γνώριζαν πως μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ δρουν και οι κομμουνιστές, είναι πέρα για πέρα αναμφισβήτητο. Ασφαλώς και γνώριζαν ότι το ΚΚΕ συμμετείχε στη δημιουργία της, διαθέτοντας μάλιστα πολύ περισσότερες δυνάμεις από όλους τους άλλους μαζί. Πρέπει να είναι κανείς αφελής, για να ισχυριστεί το αντίθετο.
Το ερώτημα, λοιπόν, που φυσιολογικά τίθεται, είναι το εξής:
Γιατί η Δικαιοσύνη ενέκρινε και αναγνώρισε την ΕΔΑ ως νόμιμο κόμμα, αν και γνώριζε ότι εντός της δρα το ΚΚΕ;
Στις γραμμές της αστικής τάξης υπήρχαν βεβαίως δυνάμεις της, που αντετίθεντο στη νομιμοποίηση της ΕΔΑ. Ομως, είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι τμήματά της αντιμετώπιζαν το θέμα ευέλικτα. Δεν ήθελαν να έρθουν σε άμεση σύγκρουση με το λαϊκό αίσθημα.
Να τι γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος, σε σχέση με αυτό το θέμα: «Στο μεταξύ, μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο έχει ξεσπάσει διαμάχη, τόσο για την τύχη των κατηγορουμένων, όσο και την ΕΔΑ. Πολλοί βουλευτές και παράγοντες της ΕΠΕΚ υποστηρίζουν πως τυχόν θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις θα αποτελέσουν πλήγμα στο ειρηνευτικό πρόγραμμα του κόμματός τους και στο Κέντρο γενικότερα και ότι η υπόθεση Μπελογιάννη είναι παγίδα που τους έχουν στήσει οι Αμερικανοί και η Δεξιά. Ενώ ο Βενιζέλος, ο Ρέντης και ο ίδιος ο Πλαστήρας, με επανειλημμένες δηλώσεις τους, βεβαιώνουν ότι εξετάζεται η περίπτωση να διαλυθεί η ΕΔΑ και ότι η τελική απόφαση θα καθοριστεί από τα πορίσματα των ανακρίσεων, ο υφυπουργός "παρά τω πρωθυπουργώ" Ιωάννης Ιωσήφ, σε ομιλία του στην Κηφισιά, αποκρούει κάθε σκέψη για κατάργηση κομμάτων. Μόνο άτομα - υποστηρίζει - μπορούν να τιμωρούνται, όχι κόμματα. Τις ίδιες θέσεις υποστηρίζουν στα παρασκήνια και άλλοι υπουργοί (Γ. Καρτάλης, κ.λπ.) και δημόσια με την αρθρογραφία τους, τα ημιεπίσημα δημοσιογραφικά όργανα της ΕΠΕΚ ("Προοδευτική Αλλαγή" του Παπαπολίτη και "Προοδευτικός Φιλελεύθερος").
Και το "Βήμα" τάσσεται εναντίον της διαλύσεως της ΕΔΑ. Σε κύριο άρθρο του, στις 5 Φεβρουαρίου, γράφει ότι η ΕΔΑ αναμφισβήτητα ελέγχεται από την ηγεσία του ΚΚ.
Αλλά, αφού "ο κομμουνισμός διαθέτει υπό την αυστηράν του πειθαρχίαν αξιόλογον τμήμα του λαού μας", το πρόβλημα δε θα λυθεί με το να "τεθεί εκτός νόμου" η άκρα Αριστερά. Ο κομμουνιστικός μηχανισμός θα καταφεύγει, με τη μορφή της "φράξιας", σε άλλους προοδευτικούς πολιτικούς σχηματισμούς, όπου θα διαδραματίσουν αποφασιστικόν και ίσως επικινδυνωδέστερον ρόλον".
Το "Βήμα" προτείνει άλλη λύση για να αντιμετωπιστεί η άκρα Αριστερά: "Από αυτάς τας σκέψεις και όχι από προσήλωσιν εις αφελείς ή πονηρούς δογματισμούς περί... υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, που δεν έχουν καμίαν θέσιν εις την πολυπαθή αυτήν χώραν - γράφει - φθάνει κανείς εις το συμπέρασμα, ότι θα έπρεπε να περιορισθή το κράτος, προς το παρόν τουλάχιστον, εις την δίωξιν των ατόμων ή της ομάδος ή και ολόκληρης της προβαλλόμενης εκάστοτε ηγεσίας, όταν θα διαπιστώνεται το έγκλημα (...). Με συνετήν και ψύχραιμον αντιμετώπισιν (...) εις δίωξιν του εγκλήματος και παράλληλα εις έκθεσιν του σχηματισμού εις προοδευτικήν εξαφάνισιν διά πολιτικών και κοινωνικών μέσων θα επιτευχθούν πολύ θετικώτερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου"».
Οι παραπάνω - και άλλες - δυνάμεις της αστικής τάξης ήθελαν τη νόμιμη ύπαρξη της ΕΔΑ. Και όχι μόνο δυνάμεις του «κεντρώου», αλλά και του «δεξιού» χώρου. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης Παυσανία Λυκουρέζου, στελέχους του Παπαγικού «Συναγερμού», ο οποίος είπε: «Δεν είμαστε τόσο βλάκες για να σας διαλύσουμε. Αν το κάνουμε, δεν πρόκειται να δούμε κυβέρνηση ξανά, γιατί τότε οι οπαδοί σας θα πάνε με το Κέντρο και την ΕΠΕΚ».
Και μετά από ένα διάστημα, όχι μεγάλο, Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣ.
Γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος: «Κανένας λόγος δε γίνεται πια για διάλυση της ΕΔΑ. Αντίθετα, λίγες μέρες αφού αναλαμβάνει την πρωθυπουργία, ο Παπάγος δέχεται στο Πολιτικό Γραφείο τον πρόεδρο της ΕΔΑ Ι. Πασαλίδη, που του εκθέτει τις απόψεις του κόμματός του για την ανάγκη να ειρηνεύσει ο τόπος κ.λ. Στο τέλος της συνομιλίας φωτογραφίζεται μαζί του».
Βασικοί λόγοι για μη διάλυση της ΕΔΑ είναι και οι εξής:
Πρώτος: Η επιδίωξη της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να διατηρούν στην Ελλάδα μια δημοκρατική βιτρίνα. Αυτός ο ελιγμός επιβαλλόταν και εξαιτίας της πίεσης που ασκούσε η διεθνής γνώμη. Υπήρχε διεθνής κατακραυγή και κινητοποιήσεις, καθώς και καταγγελίες σε Διεθνείς Οργανισμούς για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα.
Δεύτερος λόγος: Εκτιμώντας σήμερα τα πράγματα, με βάση και τη συγκεντρωμένη εμπειρία από τις αλλεπάλληλες προσπάθειες διάλυσης του ΚΚΕ ή ενσωμάτωσής του στο αστικό πολιτικό σύστημα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η άρχουσα τάξη ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ΕΔΑ ως μοχλό κατά του ΚΚΕ, αξιοποιώντας ιδεολογικοπολιτικά δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ.
Ο χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων της παρείχε τέτοιες δυνατότητες. Δυνατότητες που αυξανόντουσαν, εξαιτίας της ήττας του επαναστατικού κινήματος, της διασποράς των κομματικών δυνάμεων (πολιτική προσφυγιά - Ελλάδα) και των εντεινόμενων διώξεων.
Από την άλλη, το ΚΚΕ είχε ανάγκη να δρα και μέσα από νόμιμα σχήματα, δηλαδή να αξιοποιεί τις συνθήκες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ, λοιπόν, χρειαζόταν χώρο αξιοποίησης των όποιων νόμιμων δυνατοτήτων, προς όφελος της λαϊκής πάλης.
Η άρχουσα τάξη, έχοντας υπέρ της έναν σαφέστατα υπέρτερο συσχετισμό δυνάμεων, μεθόδευε το δικό της στόχο.
Εγινε νηφάλια ανάλυση της κατάστασης από την ηγεσία της ΕΔΑ, προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνθήκες;
Μαρτυρίες και στοιχεία εκείνης της εποχής δείχνουν πως το κυρίαρχο ήταν ο πανικός, η διάθεση για υποχωρήσεις και ο φόβος της απομόνωσης του ΚΚΕ.
Ωστόσο, χάριν της υπογράμμισης του βασικού προβλήματος, που είναι η πάλη για την υπεράσπιση του ΚΚΕ και η σωτηρία του Μπελογιάννη, ας δεχτούμε ότι η διάλυση της ΕΔΑ ήταν επί θύραις.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι:
Επρεπε να υπάρξει τέτοιου μεγέθους υποχώρηση, δηλαδή να μην είναι ο Μπελογιάννης στα ψηφοδέλτια; Νομίζουμε πως η απάντηση πρέπει να είναι ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΟΧΙ.
Στο πρόσωπο του Μπελογιάννη οι Πλαστήρας - Παπάγος - Πιουριφόι χτυπούσαν το ΚΚΕ. Επομένως, το θέμα είναι αν έκαναν τα πρέποντα, όσοι όφειλαν, γι' αυτό το ζήτημα.
Το βέβαιο είναι ότι δεν έκαναν.
Υπήρξε, επίσης, κάτι ακόμα, το οποίο δεν έγινε, αν και μπορούσε να γίνει. Κάτι, για το οποίο κανένας δε δικαιούται να επικαλεστεί «τον κίνδυνο διάλυσης της ΕΔΑ».
Οταν, τελικά, ο Ν. Μπελογιάννης δε συμπεριλήφθηκε στους συνδυασμούς, ο Ν. Ζαχαριάδης έθεσε, ως εναλλακτική λύση, να πέσουν χιλιάδες ψηφοδέλτια στις κάλπες με το όνομα του Μπελογιάννη. Τα ψηφοδέλτια θα ήταν, φυσικά, άκυρα.
Ωστόσο, η τέτοιου είδους σίγουρη «εκλογή» θα αποτελούσε μια πολιτική πράξη όχι δίχως σημασία. Θα ήταν ένα ακόμα μέσο πίεσης.
Αυτή η «γραμμή» επίσης δεν υλοποιήθηκε...
Οτι υπήρξε τέτοια «γραμμή» το υπογραμμίζει ο ίδιος ο Ζαχαριάδης στο «μήνυμα από την άλλη μεριά». Γράφει:
«Ο Μπελογιάννης ασφαλώς θάβγαινε βουλευτής και αφτός ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί. Να προβληθεί η υποψηφιότητα του Νίκου και να ριχτούν χιλιάδες ψηφοδέλτια γι' αφτόν όλα αφτά είταν δυνατά και αν ακόμα επίσημα δεν τον ανακήρυτταν. Ο Μπελογιάννης και σαν "άκυρα" θα μπορούσε να συγκεντρώσει πολύ περισσότερους ψήφους απ' ό,τι χρειάζονταν, για να φανεί ότι ο λαός τον εκλέγει».
Το επιχείρημα, ότι τον Μπελογιάννη θα τον δολοφονούσαν κι αν ακόμα είχε εκλεγεί βουλευτής, αποτελεί υπεκφυγή και πρόκληση προς τους κομμουνιστές. Οχι γιατί μπορεί να αποκλειστεί και αυτό το ενδεχόμενο. Βεβαίως και δεν είναι σίγουρο ότι τον Μπελογιάννη δε θα τον δολοφονούσαν, αν είχε εκλεγεί βουλευτής.
Αλλά το υπ' αριθμόν ένα ζήτημα είναι το εξής: Οτι οι πάντες κρίνονται με βάση τη στάση που κράτησαν πρωταρχικά στο θέμα της υποψηφιότητας, δηλαδή στο θέμα της υπεράσπισης του ΚΚΕ.
Το γιατί αυτό δεν έγινε, βρίσκεται στο γεγονός ότι η ΕΔΑ, σε σχέση με το ΚΚΕ, είχε αρχίσει να αναβαθμίζεται στη συνείδηση διαφόρων, ενώ το ΚΚΕ είχε αρχίσει να υποβαθμίζεται. Αυτό είναι αναμφισβήτητο και δεν έχει καμιά σημασία αν γινόταν μη συνειδητά ή - από ορισμένους - συνειδητά.
Αν γινόταν από ανεντιμότητα ή προς αποφυγή μπελάδων... ή και τα δύο...
Να τι γράφει ο Μ. Γλέζος:
«Ποια πολιτική γραμμή έπρεπε να ακολουθηθεί; Από την ίδρυσή της το 1951, ως τη διάλυσή της το 1967, η ΕΔΑ αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα σε δύο πολιτικές γραμμές. Στην ανεδαφική γραμμή που απαιτούσε να επιβάλει το ΠΓ του ΚΚΕ και στην προσγειωμένη πολιτική γραμμή που διαμόρφωνε η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ (συνεργασία κομμουνιστών - σοσιαλιστών - αριστερών) άμεσα αντιμέτωπη με την ελληνική πραγματικότητα, όπως καθημερινά διαπλάσσονταν».
Είναι σαφέστατος ο Μ. Γλέζος. Και όχι μόνο ο Γλέζος, αλλά και άλλα τότε στελέχη του ΚΚΕ.
Ας ακούσουμε την αφήγηση του Παν. Κατερίνη: «Εμείς οι νεαροί βουλευτές διαπιστώσαμε αμέσως πως με την ΕΔΑ σαν να άνοιγαν οι πύλες να περάσει το προοδευτικό κίνημα στην ανοιχτή πολιτική ζωή και δράση. Οι υποψηφιότητες των Μπελογιάννη και Πλουμπίδη δημιουργούσαν σε όλους μας ανησυχία, και σ' εμάς που ήμαστε κομμουνιστές, ότι μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τη δυνατότητα της νόμιμης και μαζικής δράσης του κινήματος».
Οπως, δηλαδή, γράφει και ο Λ. Κύρκος: «Το γάντζωμα της ΕΔΑ στη νόμιμη πολιτική σκηνή δεν έπρεπε να διακυβευτεί για κανένα λόγο»
Οι μεγάλες δυσκολίες που δημιουργούσε η ήττα του επαναστατικού κινήματος, η κάθε είδους πίεση του ταξικού εχθρού, ήταν επόμενο να έχουν τις επιπτώσεις τους σε στοιχεία αστικής και μικροαστικής προέλευσης, όπως ήταν οι τότε συνεργαζόμενοι με το ΚΚΕ.
Αρκετοί από τους οποίους, μέσα από τη συνεργασία, επεδίωκαν την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων - κομματικών, πολιτικών, αλλά και προσωπικών.
Και υποχωρούσαν σε κινήσεις - χτυπήματα του εχθρού, που στόχευαν στην εξαφάνιση του ΚΚΕ, στην περιθωριοποίησή του, ή, αν αυτά αποδείχνονταν αδύνατα να πραγματοποιηθούν, στον ιδεολογικοπολιτικό ευνουχισμό του.
Μάλιστα, από ένα χρονικό σημείο και μετά, έθεσαν στην ημερήσια διάταξη κατηγορίες για τους δογματικούς, που ζουν εκτός Ελλάδας και επιμένουν να καθοδηγούν το κίνημα, ενώ αγνοούν τις συνθήκες και τις νέες εξελίξεις... Η αρχική άρνηση εξελίχθηκε σε ολομέτωπη επίθεση.
ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ, ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑΣ, ΤΗ ΒΑΦΤΙΖΑΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.
Αποκαλυπτικός και εδώ ο Σπ. Λιναρδάτος.
Γράφει:
«Στην περίοδο αυτή, που και στο Κέντρο και στη Δεξιά και στην Αριστερά, γίνονται έντονες ζυμώσεις για νέα σχήματα και η χώρα προσπαθεί ν' αναπροσαρμοστεί από την πολεμική στην ειρηνική περίοδο, η σύγχυση είναι γενική σε όλες τις παρατάξεις και τα κόμματα. Οι διαμάχες είναι ιδιαίτερα ζωηρές στην Αριστερά, που βρίσκεται πάντα σε σκληρή καταδίωξη. Το ΚΚΕ αγωνιζόμενο ν' ανασυγκροτηθεί, στρέφει τα πυρά του εναντίον των άλλων, μικρών κομμάτων και ομάδων της Αριστεράς. Επιδιώκει ή να τα θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του, ή να τα διαλύσει για να μην κινδυνεύει να του πάρουν τους οπαδούς του, εκμεταλλευόμενα τα σοβαρά λάθη της ηγεσίας του, την ήττα του και τον αποκλεισμό του από τη νόμιμη πολιτική ζωή. Αυτή η διαπάλη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί θα επηρεάσει τις εξελίξεις της δεκαετίας». Και πραγματικά τις επηρέασε. Οχι μόνο αυτής, αλλά και της επόμενης δεκαετίας...
Ο Σπ. Λιναρδάτος δίνει το κλίμα, που είχε διαμορφωθεί.
Αν τα παρακάτω γραφόμενά του διαβαστούν από κομμουνιστική σκοπιά, μπορούν να εξηγήσουν μια σειρά αρνητικά φαινόμενα.
Γράφει, λοιπόν, ο Σπ. Λιναρδάτος:
«Για να μην υπάρξουν ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό και να εφαρμοστεί πιστά η γραμμή της, η ηγεσία του ΚΚΕ στέλνει, με πλαστά διαβατήρια, στην Ελλάδα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη, παλιό μαθητή της Σχολής Ευελπίδων και ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ κατά την κατοχή. Εχει υποστηριχτεί πως ο Ζαχαριάδης, που ήταν "δαιμόνιος και αδίστακτος", έστειλε τον Μπελογιάννη, που "ήταν ιδεολόγος κομμουνιστής διανοούμενος και άνθρωπος με ευρύτερους προβληματισμούς" στην Ελλάδα για "να τον απομακρύνει από τον χώρο, όπου άρχισαν να αναπτύσσονται οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις" και γι' αυτό τον σύνδεσε με τις "διαβρωμένες" από την Ασφάλεια οργανώσεις στην Αθήνα. (Πότη Παρασκευόπουλου, «Ποιος σκότωσε τον Μπελογιάννη», σ. 14 - 15).
«Αν και ορισμένοι από τους ισχυρισμούς αυτούς είναι επιβεβαιωμένοι από το ιστορικό υλικό (όπως π. χ., ότι ο Ζαχαριάδης ήταν αδίστακτος στην εσωκομματική διαπάλη), δε νομίζω ότι προσφέρονται στοιχεία που να πείθουν, ότι ο Μπελογιάννης, όταν ξεκίνησε για την Ελλάδα, είχε οποιαδήποτε διαφωνία με τη γραμμή του Ζαχαριάδη και με τις εκκαθαρίσεις στο Κόμμα από τα "οπορτουνιστικά" στοιχεία. Φοβάμαι, τουλάχιστον ώσπου να υπάρξουν περισσότερα στοιχεία, ότι πρόκειται για μια αγιογράφηση του Μπελογιάννη, επηρεασμένη από την αληθινά ηρωική στάση του στο στρατοδικείο και στο εκτελεστικό απόσπασμα και προσαρμοσμένη στις σημερινές ανάγκες της διαπάλης στους κόλπους της Αριστεράς, που δε βλέπει το ιστορούμενο πρόσωπο με τις πραγματικές διαστάσεις και αντιφάσεις του στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή».
Αυτό το κλίμα εκφραζόταν στις καθημερινές σχέσεις με τρόπο πολλές φορές οξύτατο. Για παράδειγμα, μια σειρά στοιχεία δείχνουν ότι οι πολιτικές σχέσεις του Μπελογιάννη με τον Μ. Κύρκο (για την ακρίβεια, του ΚΚΕ με τον Κύρκο) δεν ήταν καλές.
Πιο σωστά, ήταν τεταμένες, εξέφραζαν οξυμένες αντιθέσεις.
Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν αυτήν τη διαπίστωση, δίνοντας το λόγο σε πρωταγωνιστές και σε άλλους συμμέτοχους στο δράμα.
Ο Κούλης Ζαμπαθάς, το σπίτι του οποίου χρησιμοποιήθηκε ως γιάφκα του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, γράφει στο γνωστό βιβλιαράκι του: «Κι όλο του παραπονιότανε (του Πλουμπίδη) πως αντί να πάει ο ίδιος για τις συνεννοήσεις τούστειλε άλλον... Ετσι τούγραφε ο Κύρκος γι' αυτόν τον άλλο. Ο άλλος αυτός, ήτανε ο Μπελογιάννης»...
Συνεχίζει ο Κ. Ζαμπαθάς: «Τι τα θέλεις, τούπε τότε ο Μπελογιάννης. Δεν τον αφήνεις τον παλιάνθρωπο».
Σε τηλεγράφημα του Μπελογιάννη προς το ΠΓ, την 26/6/1950, διαβάζουμε:
«Υπόθεση εφημερίδας είχε βαλτώσει σε μεγάλο σεχταρισμό από πλευρά μας και πολιτικάντικους λογαριασμούς από πλευρά του 22 Μιχάλη Κύρκου. Αν ο 22 δε δεχτεί να τη βγάλει τώρα αμέσως πρέπει να τραβήξουμε με Α. Φ. ή με τον 10 Χρηστάκος. Ολοι είναι άσπρος σκύλος μαύρος σκύλος και ο 22 μαζί. Μοναδική τους επιδίωξη να φτιάξουν κόμμα. Τους αλωνίζουν όλες οι κατασκοπείες».
(Νίκος Μπελογιάννης, από την απολογία στην πρώτη δίκη).
Μεσάνυχτα Σαββάτου 29 προς Κυριακή 30 Μάρτη του 1952. Ο Νίκος Μπελογιάννης, με τους συντρόφους του Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση αντικρίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα.
Πώς φτάσαμε στο έγκλημα του αντιδραστικού μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος της Ελλάδας;
Μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο, στα τέλη Αυγούστου του 1949, οι δυνάμεις του πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ μετέφερε το κέντρο βάρους της δουλειάς του από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική μαζική πολιτική δράση. Ετσι, αποφασίζεται από την ΚΕ του ΚΚΕ, η αποστολή στελεχών της στην Ελλάδα για την οργάνωση της δράσης του παράνομου ΚΚΕ και της λαϊκής κοινωνικοπολιτικής πάλης. Πρώτη αποστολή είναι αυτή του Ν. Μπελογιάννη, αναπληρωματικού μέλους της ΚΕ του Κόμματος.
Ο Ν. Μπελογιάννης έφτασε παράνομα στην Αθήνα αρχές Ιούνη του 1950 και άρχισε τη δράση. Πολύ γρήγορα, ο κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός τον συλλαμβάνει στις 20 Δεκέμβρη του 1950.
Η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός στις 5 Γενάρη 1951. Η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του, με τον ΑΝ 509, το νόμο δηλαδή, με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1947, άρχισε στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του ίδιου έτους. Ο Ν. Μπελογιάννης καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά δεν εκτελείται. Θα ακολουθήσει και δεύτερη δίκη για κατασκοπία, με αφορμή την υπόθεση των ασυρμάτων, που ξεκίνησε στις 15 Φλεβάρη 1952 και τελείωσε την 1η Μάρτη του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η παγκόσμια λαϊκή κινητοποίηση δε στάθηκε δυνατή να εμποδίσει το έγκλημα της κυβέρνησης Πλαστήρα. Το καθεστώς χρειαζόταν αίμα για να τρομοκρατήσει το λαϊκό κίνημα. Το φοβόταν ακόμη και ηττημένο, όπως και το ΚΚΕ, γιατί γνώριζε τη δύναμή του στη συνείδηση του λαού. Ετσι, ο Ν. Μπελογιάννης πέρασε στην Ιστορία.
Η υπόθεση Μπελογιάννη διαδραματίστηκε σε μια χρονική περίοδο, που θα μπορούσε να ονομαστεί κρίσιμη. Κρίσιμη γενικά, καθώς και για το ΚΚΕ.
Η διεθνής και εσωτερική σημασία της είναι μεγάλη και δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, αν παρθούν υπόψη μια σειρά γεγονότα της:
-Απειλές για νέο παγκόσμιο πόλεμο και σειρά προκλήσεων από την πλευρά του ιμπεριαλισμού.
-Ενταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
-Προσπάθειες για συγκρότηση του άξονα Βελιγράδι - Αθήνα - Αγκυρα.
-Πόλεμος Κορέας.
-Ισχυρά και ταχύρρυθμα μέτρα στην Ελλάδα για τη θωράκιση του αστικού καθεστώτος, μετά τους μεγάλους κινδύνους που γνώρισε αυτό την προηγούμενη 10ετία.
-Και, βεβαίως, η συνολική στρατηγική δολιοφθοράς του ιμπεριαλισμού για την υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος.
Στρατηγική που, όπως αποδείχτηκε, έδινε ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν (και που έπαιξαν) ο οπορτουνισμός και η σοσιαλδημοκρατία της Δυτικής Ευρώπης.
Η υπόθεση Μπελογιάννη ξετυλίγεται ταυτόχρονα σ' ένα εσωτερικό πλαίσιο, όπου κυρίαρχα στοιχεία του είναι η αντικομμουνιστική υστερία με τις παντοειδείς διώξεις και η μεγάλη φτώχεια, στην οποία ζει η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Η κεφαλαιοκρατία, εγχώρια και ξένη, έχει μπήξει βαθιά πάνω τους τα νύχια της εκμετάλλευσης. Το σχέδιο Μάρσαλ, που είχε στο μεταξύ εισρεύσει, έδινε τεράστιου βάρους στήριγμα στην ολιγαρχία, ενώ γινόταν μοχλός καθυπόταξης των εργαζομένων στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης.
Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, σε άμεσο συνδυασμό με τη μη αποκρυστάλλωση ακόμη του δικομματισμού στο αστικό πολιτικό σύστημα, δηλαδή με την πολιτική ρευστότητα που υπήρχε στις λαϊκές δυνάμεις - κυρίως της εκλογικής βάσης του «Κέντρου» - μπορούσε να δημιουργήσει μια δυναμική, μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρές δυσκολίες στην ανασυγκρότηση του καπιταλισμού.
Πρόβαλλε, λοιπόν, ανάγλυφη η ανάγκη, να οργανώσει το ΚΚΕ την πάλη του λαού, συμβάλλοντας στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν τη λαϊκή πολιτική αντεπίθεση. Γεγονός που, όπως είναι επόμενο, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί δίχως το ΚΚΕ να είναι γερό, συσπειρωμένο και ιδεολογικοπολιτικά προετοιμασμένο για ένα τόσο σοβαρό καθήκον.
Η εξέλιξη της ταξικής πάλης τα 'φερε έτσι, ώστε αυτό το καθήκον να ξεπροβάλλει μέσα σ' ένα «καθεστώς» εκτελέσεων, βασανιστηρίων, διωγμών κάθε μορφής και γενικά πολλαπλών μεθόδων καταστολής που χρησιμοποιούσε το αστικό κράτος κατά των κομμουνιστών και όλων των αριστερών.
Πριν φτάσουμε στα γεγονότα της υπόθεσης Μπελογιάννη, είχαν προηγηθεί μια σειρά άλλα σημαντικά.
Το πρώτο και το κυριότερο είναι ότι ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ενα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων κομμουνιστών (μαζί και η καθοδήγηση του ΚΚΕ) βρισκόταν στην προσφυγιά, ένα άλλο στην παρανομία, στις φυλακές ή στις εξορίες και εκτός μόνο οι λιγότεροι.
Το ΚΚΕ προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του στην Ελλάδα και γενικότερα. Ταυτόχρονα (μαζί με την παράνομη δουλειά), να αξιοποιήσει τις όποιες νόμιμες δυνατότητες υπήρχαν. Στα πλαίσια αυτά, έκανε συμπράξεις με άλλα κόμματα και πρόσωπα, καταλήγοντας, την 1η Αυγούστου 1951, στην ίδρυση της ΕΔΑ.
Προηγήθηκε ο ερχομός στην Ελλάδα του Ν. Μπελογιάννη, αρχές Ιουνίου του 1950, με σκοπό την καθοδήγηση της δράσης του ΚΚΕ. Εξήμισι μήνες αργότερα ο Μπελογιάννης έπεσε στα χέρια της κρατικής Ασφάλειας. Βρισκόταν ήδη στις φυλακές, ως υπόδικος, όταν προκηρύχτηκαν οι βουλευτικές εκλογές στις 9 Σεπτέμβρη 1951.
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Μπελογιάννης έστειλε κρυφά από τη φυλακή στον παράνομο μηχανισμό το παρακάτω γράμμα:
«Αυτό να δοθεί σύντομα για το θείο μου:
1) Ιστορικό συλλήψεων κλπ. στάλθηκε στην αδερφή Ελλης.
2) Βάλτε μας καλούς δικηγόρους για να σας ειπούν λεπτομέρειες από τη δικογραφία.
3) Στη δίκη θα τους τρίψουμε τα μούτρα.
4) Αν γίνεται, βάλτε με τις τελευταίες ημέρες υποψήφιο στο συνδυασμό της Αθήνας, για να τους δημιουργήσουμε ζήτημα. Νομικό κώλυμα δεν υπάρχει.
5) Πολλά φιλιά».
Το ΠΓ συμφώνησε με την πρόταση να είναι ο Μπελογιάννης υποψήφιος στο συνδυασμό της ΕΔΑ στην Αθήνα. (Πρότεινε, μάλιστα, να είναι υποψήφιοι, εκτός από τον Μπελογιάννη, και μια σειρά άλλα στελέχη, όπως ο Ν. Πλουμπίδης). Κατανοούσε - και σωστά - ότι η σίγουρη εκλογή του Μπελογιάννη στη Βουλή, θα αποτελούσε ένα επιπλέον μέσο πίεσης, για ν' αποτραπεί η εκτέλεσή του.
Από τη στιγμή αυτή, άρχισε μια οξύτατη σύγκρουση, που συνεχίστηκε μέχρι την κατάθεση των συνδυασμών στο Πρωτοδικείο και κατέληξε να μείνει ο Μπελογιάννης έξω από τις υποψηφιότητες...
Ποιοι και γιατί συγκρούστηκαν εξαιτίας αυτής της απόφασης του ΠΓ;
Γιατί υπήρξαν αντιδράσεις σε ένα θέμα που ήταν και λογικό και δεν αποτελούσε μοναδική εξαίρεση; Πολιτικοί κρατούμενοι - κομμουνιστές και μη - που ήταν στις φυλακές και στις εξορίες, ήταν επίσης υποψήφιοι στις εκλογές του 1951.
Η μη υποψηφιότητα του Νίκου Μπελογιάννη στις βουλευτικές εκλογές της 9ης Σεπτέμβρη 1951, είναι ένα γεγονός με σκόπιμα υποτιμημένη τη σημασία του από ιστορικούς και πολιτικούς.
Σωστότερα, είναι ένα συγκλονιστικό ζήτημα συγκαλυμμένο στη βαθύτερη πολιτική ουσία του, αλλά και σε πολλά από τα συμβάντα που τη συνθέτουν ή την προσδιορίζουν.
Θα λέγαμε ότι αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, ή - διαφορετικά - την - τουλάχιστον εξ αντικειμένου - έκφραση απαρχής εξελίξεων που ακολούθησαν και που σχετίζονται άμεσα με την ίδια την παραπέρα πορεία του ΚΚΕ.
Το βασικό επιχείρημα, που προβλήθηκε κατά κόρον, για ν' απορριφθούν οι υποψηφιότητες, ήταν ο κίνδυνος να διαλυθεί η ΕΔΑ.
Προβλήθηκε, όμως, κι ένα ακόμα:
Οτι η εμμονή στην υποψηφιότητα θα είχε ως αποτέλεσμα (κι αν ακόμη η ΕΔΑ δε διαλυόταν με κρατική πράξη) την αποχώρηση απ' αυτήν σύμμαχων δυνάμεων, γεγονός που θα οδηγούσε το ΚΚΕ σε απομόνωση!
Το ΠΓ του ΚΚΕ δέχτηκε να μην είναι υποψήφιοι όλοι οι προταθέντες. Επέμενε, όμως, στην υποψηφιότητα του Μπελογιάννη. Αλλά οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν.
Στη μη υποψηφιότητα του Ν. Μπελογιάννη είναι γενικά γνωστό ότι ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η επιμονή του Μιχάλη Κύρκου, ο οποίος απειλούσε και εξεβίαζε με αποχώρηση από την ΕΔΑ, στην περίπτωση που αποφασιζόταν η υποψηφιότητα του Μπελογιάννη.
Βεβαίως, δεν ήταν μόνο ο Μ. Κύρκος που αντιδρούσε. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπήρχαν κι άλλοι, όχι μόνο συνεργαζόμενοι με το ΚΚΕ αλλά και κομμουνιστές.
Οπως γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος - ένας απ' αυτούς που επικροτούν τη μη υποψηφιότητα του Μπελογιάννη - «φοβόντουσαν ότι έτσι θα δώσουν επιχειρήματα να διαλυθεί η ΕΔΑ σαν συνδεδεμένη με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ!».
Γράφει σχετικά ο Σπ. Λιναρδάτος: «Αντιδρούν επίσης μερικά από τα στελέχη του ΚΚΕ που έχουν βγει από την εξορία και είναι νόμιμα (Αντώνης Μπριλάκης, Πότης Παρασκευόπουλος, Γιάννης Φιλίνης).
Σε μια σύσκεψη στο σπίτι του στρατηγού Μάντακα στην οδό Δεινοκράτους, φέρνει το θέμα ο Δ. Μαριόλης.
Ο Πασαλίδης διατυπώνει αμέσως τις αντιρρήσεις του.
Ο Μιχάλης Κύρκος λέει: "Τα τινάζετε όλα στον αέρα".
Ο Σπηλιόπουλος και ο Μάντακας συμφωνούν.
Οι άλλοι όμως επιμένουν να μην μπουν οι υποψηφιότητες.
Ο Ζάκκας δηλώνει ότι αποχωρεί.
Πραγματικά αποχωρεί και δεν παίρνει μέρος στις συσκέψεις της ΕΔΑ.
Εκείνο το βράδυ ο Γιάννης Κοκορέλλης προτείνει να δοθεί στον Τύπο ανακοίνωση ότι ο "Δημοκρατικός Συναγερμός" (νόμιμη έκφραση του ΚΚΕ) αποχώρησε από την ΕΔΑ.
Για μια βδομάδα όμως επικρατεί διάλυση...».
Το μόνιμο μοτίβο που λέγεται και γράφεται, απ' όσους εγκρίνουν τη στάση του Μ. Κύρκου και άλλων, είναι ότι προσπαθούσαν μ' αυτόν τον τρόπο να παρεμποδίσουν τη διάλυση της ΕΔΑ, να μη δώσει δηλαδή η ΕΔΑ πρόσχημα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς που επεδίωκαν να τη θέσουν εκτός νόμου.
Ωστόσο, κανένας από τους παραπάνω δεν απαντά στο απλό γεγονός:
ΓΙΑΤΙ ο Μ. Κύρκος ΑΠΟΧΩΡΗΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΔΑ - μαζί με τον Λ. Καραμαούνα - λίγους μήνες αργότερα, αφού στο μεταξύ ΕΙΧΕ ΕΚΛΕΓΕΙ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ;
ΑΝ ο λόγος της άρνησής του να συμφωνήσει με την υποψηφιότητα Μπελογιάννη, ΗΤΑΝ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΔΑ, ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕ;
Οι υποστηρικτές της στάσης του Μ. Κύρκου δεν απαντούν σ' αυτό το ερώτημα.
Δεν απαντούν, επίσης, στο αν ο ίδιος ο Μπελογιάννης έπαιρνε υπόψη του (ή όχι;) την πιθανότητα διάλυσης της ΕΔΑ, όταν έγραφε: «ΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, βάλτε με υποψήφιο...».
Ο Λ. Κύρκος, μάλιστα, γράφει, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τον πατέρα του, από τη μια, αλλά και να τον ανυψώσει από την άλλη:
«Ο Μιχ. Κύρκος αντιτάχθηκε στην ιδέα (στην τυχοδιωκτική στάση του Ζαχαριάδη). Η ΕΔΑ μόλις είχε συγκροτηθεί και έκανε τα πρώτα βήματα κάτω από αφόρητες πιέσεις. Το γάντζωμά της στη νόμιμη πολιτική σκηνή δεν έπρεπε να διακυβευτεί για κανένα λόγο. Το να περιληφθεί ο Μπελογιάννης στους συνδυασμούς έδινε στην αντίδραση το πρόσχημα να διαλύσει ίσως την ΕΔΑ. Ηταν μια πολύ λεπτή στιγμή και χρειάζονταν αυστηρές σταθμίσεις και όχι εντυπωσιακές κινήσεις!»
Ας δούμε, αρχικά, το ζήτημα της πιθανότητας να διαλυόταν η ΕΔΑ, αν ο Ν. Μπελογιάννης ήταν υποψήφιος στους συνδυασμούς της.
Το ότι η Ασφάλεια της Ελλάδας, η κυβέρνηση και οι αντιπρόσωποι των ΗΠΑ γνώριζαν πως μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ δρουν και οι κομμουνιστές, είναι πέρα για πέρα αναμφισβήτητο. Ασφαλώς και γνώριζαν ότι το ΚΚΕ συμμετείχε στη δημιουργία της, διαθέτοντας μάλιστα πολύ περισσότερες δυνάμεις από όλους τους άλλους μαζί. Πρέπει να είναι κανείς αφελής, για να ισχυριστεί το αντίθετο.
Το ερώτημα, λοιπόν, που φυσιολογικά τίθεται, είναι το εξής:
Γιατί η Δικαιοσύνη ενέκρινε και αναγνώρισε την ΕΔΑ ως νόμιμο κόμμα, αν και γνώριζε ότι εντός της δρα το ΚΚΕ;
Στις γραμμές της αστικής τάξης υπήρχαν βεβαίως δυνάμεις της, που αντετίθεντο στη νομιμοποίηση της ΕΔΑ. Ομως, είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι τμήματά της αντιμετώπιζαν το θέμα ευέλικτα. Δεν ήθελαν να έρθουν σε άμεση σύγκρουση με το λαϊκό αίσθημα.
Να τι γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος, σε σχέση με αυτό το θέμα: «Στο μεταξύ, μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο έχει ξεσπάσει διαμάχη, τόσο για την τύχη των κατηγορουμένων, όσο και την ΕΔΑ. Πολλοί βουλευτές και παράγοντες της ΕΠΕΚ υποστηρίζουν πως τυχόν θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις θα αποτελέσουν πλήγμα στο ειρηνευτικό πρόγραμμα του κόμματός τους και στο Κέντρο γενικότερα και ότι η υπόθεση Μπελογιάννη είναι παγίδα που τους έχουν στήσει οι Αμερικανοί και η Δεξιά. Ενώ ο Βενιζέλος, ο Ρέντης και ο ίδιος ο Πλαστήρας, με επανειλημμένες δηλώσεις τους, βεβαιώνουν ότι εξετάζεται η περίπτωση να διαλυθεί η ΕΔΑ και ότι η τελική απόφαση θα καθοριστεί από τα πορίσματα των ανακρίσεων, ο υφυπουργός "παρά τω πρωθυπουργώ" Ιωάννης Ιωσήφ, σε ομιλία του στην Κηφισιά, αποκρούει κάθε σκέψη για κατάργηση κομμάτων. Μόνο άτομα - υποστηρίζει - μπορούν να τιμωρούνται, όχι κόμματα. Τις ίδιες θέσεις υποστηρίζουν στα παρασκήνια και άλλοι υπουργοί (Γ. Καρτάλης, κ.λπ.) και δημόσια με την αρθρογραφία τους, τα ημιεπίσημα δημοσιογραφικά όργανα της ΕΠΕΚ ("Προοδευτική Αλλαγή" του Παπαπολίτη και "Προοδευτικός Φιλελεύθερος").
Και το "Βήμα" τάσσεται εναντίον της διαλύσεως της ΕΔΑ. Σε κύριο άρθρο του, στις 5 Φεβρουαρίου, γράφει ότι η ΕΔΑ αναμφισβήτητα ελέγχεται από την ηγεσία του ΚΚ.
Αλλά, αφού "ο κομμουνισμός διαθέτει υπό την αυστηράν του πειθαρχίαν αξιόλογον τμήμα του λαού μας", το πρόβλημα δε θα λυθεί με το να "τεθεί εκτός νόμου" η άκρα Αριστερά. Ο κομμουνιστικός μηχανισμός θα καταφεύγει, με τη μορφή της "φράξιας", σε άλλους προοδευτικούς πολιτικούς σχηματισμούς, όπου θα διαδραματίσουν αποφασιστικόν και ίσως επικινδυνωδέστερον ρόλον".
Το "Βήμα" προτείνει άλλη λύση για να αντιμετωπιστεί η άκρα Αριστερά: "Από αυτάς τας σκέψεις και όχι από προσήλωσιν εις αφελείς ή πονηρούς δογματισμούς περί... υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, που δεν έχουν καμίαν θέσιν εις την πολυπαθή αυτήν χώραν - γράφει - φθάνει κανείς εις το συμπέρασμα, ότι θα έπρεπε να περιορισθή το κράτος, προς το παρόν τουλάχιστον, εις την δίωξιν των ατόμων ή της ομάδος ή και ολόκληρης της προβαλλόμενης εκάστοτε ηγεσίας, όταν θα διαπιστώνεται το έγκλημα (...). Με συνετήν και ψύχραιμον αντιμετώπισιν (...) εις δίωξιν του εγκλήματος και παράλληλα εις έκθεσιν του σχηματισμού εις προοδευτικήν εξαφάνισιν διά πολιτικών και κοινωνικών μέσων θα επιτευχθούν πολύ θετικώτερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου"».
Οι παραπάνω - και άλλες - δυνάμεις της αστικής τάξης ήθελαν τη νόμιμη ύπαρξη της ΕΔΑ. Και όχι μόνο δυνάμεις του «κεντρώου», αλλά και του «δεξιού» χώρου. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης Παυσανία Λυκουρέζου, στελέχους του Παπαγικού «Συναγερμού», ο οποίος είπε: «Δεν είμαστε τόσο βλάκες για να σας διαλύσουμε. Αν το κάνουμε, δεν πρόκειται να δούμε κυβέρνηση ξανά, γιατί τότε οι οπαδοί σας θα πάνε με το Κέντρο και την ΕΠΕΚ».
Και μετά από ένα διάστημα, όχι μεγάλο, Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣ.
Γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος: «Κανένας λόγος δε γίνεται πια για διάλυση της ΕΔΑ. Αντίθετα, λίγες μέρες αφού αναλαμβάνει την πρωθυπουργία, ο Παπάγος δέχεται στο Πολιτικό Γραφείο τον πρόεδρο της ΕΔΑ Ι. Πασαλίδη, που του εκθέτει τις απόψεις του κόμματός του για την ανάγκη να ειρηνεύσει ο τόπος κ.λ. Στο τέλος της συνομιλίας φωτογραφίζεται μαζί του».
Βασικοί λόγοι για μη διάλυση της ΕΔΑ είναι και οι εξής:
Πρώτος: Η επιδίωξη της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να διατηρούν στην Ελλάδα μια δημοκρατική βιτρίνα. Αυτός ο ελιγμός επιβαλλόταν και εξαιτίας της πίεσης που ασκούσε η διεθνής γνώμη. Υπήρχε διεθνής κατακραυγή και κινητοποιήσεις, καθώς και καταγγελίες σε Διεθνείς Οργανισμούς για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα.
Δεύτερος λόγος: Εκτιμώντας σήμερα τα πράγματα, με βάση και τη συγκεντρωμένη εμπειρία από τις αλλεπάλληλες προσπάθειες διάλυσης του ΚΚΕ ή ενσωμάτωσής του στο αστικό πολιτικό σύστημα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η άρχουσα τάξη ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ΕΔΑ ως μοχλό κατά του ΚΚΕ, αξιοποιώντας ιδεολογικοπολιτικά δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ.
Ο χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων της παρείχε τέτοιες δυνατότητες. Δυνατότητες που αυξανόντουσαν, εξαιτίας της ήττας του επαναστατικού κινήματος, της διασποράς των κομματικών δυνάμεων (πολιτική προσφυγιά - Ελλάδα) και των εντεινόμενων διώξεων.
Από την άλλη, το ΚΚΕ είχε ανάγκη να δρα και μέσα από νόμιμα σχήματα, δηλαδή να αξιοποιεί τις συνθήκες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ, λοιπόν, χρειαζόταν χώρο αξιοποίησης των όποιων νόμιμων δυνατοτήτων, προς όφελος της λαϊκής πάλης.
Η άρχουσα τάξη, έχοντας υπέρ της έναν σαφέστατα υπέρτερο συσχετισμό δυνάμεων, μεθόδευε το δικό της στόχο.
Εγινε νηφάλια ανάλυση της κατάστασης από την ηγεσία της ΕΔΑ, προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνθήκες;
Μαρτυρίες και στοιχεία εκείνης της εποχής δείχνουν πως το κυρίαρχο ήταν ο πανικός, η διάθεση για υποχωρήσεις και ο φόβος της απομόνωσης του ΚΚΕ.
Ωστόσο, χάριν της υπογράμμισης του βασικού προβλήματος, που είναι η πάλη για την υπεράσπιση του ΚΚΕ και η σωτηρία του Μπελογιάννη, ας δεχτούμε ότι η διάλυση της ΕΔΑ ήταν επί θύραις.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι:
Επρεπε να υπάρξει τέτοιου μεγέθους υποχώρηση, δηλαδή να μην είναι ο Μπελογιάννης στα ψηφοδέλτια; Νομίζουμε πως η απάντηση πρέπει να είναι ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΟΧΙ.
Στο πρόσωπο του Μπελογιάννη οι Πλαστήρας - Παπάγος - Πιουριφόι χτυπούσαν το ΚΚΕ. Επομένως, το θέμα είναι αν έκαναν τα πρέποντα, όσοι όφειλαν, γι' αυτό το ζήτημα.
Το βέβαιο είναι ότι δεν έκαναν.
Υπήρξε, επίσης, κάτι ακόμα, το οποίο δεν έγινε, αν και μπορούσε να γίνει. Κάτι, για το οποίο κανένας δε δικαιούται να επικαλεστεί «τον κίνδυνο διάλυσης της ΕΔΑ».
Οταν, τελικά, ο Ν. Μπελογιάννης δε συμπεριλήφθηκε στους συνδυασμούς, ο Ν. Ζαχαριάδης έθεσε, ως εναλλακτική λύση, να πέσουν χιλιάδες ψηφοδέλτια στις κάλπες με το όνομα του Μπελογιάννη. Τα ψηφοδέλτια θα ήταν, φυσικά, άκυρα.
Ωστόσο, η τέτοιου είδους σίγουρη «εκλογή» θα αποτελούσε μια πολιτική πράξη όχι δίχως σημασία. Θα ήταν ένα ακόμα μέσο πίεσης.
Αυτή η «γραμμή» επίσης δεν υλοποιήθηκε...
Οτι υπήρξε τέτοια «γραμμή» το υπογραμμίζει ο ίδιος ο Ζαχαριάδης στο «μήνυμα από την άλλη μεριά». Γράφει:
«Ο Μπελογιάννης ασφαλώς θάβγαινε βουλευτής και αφτός ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί. Να προβληθεί η υποψηφιότητα του Νίκου και να ριχτούν χιλιάδες ψηφοδέλτια γι' αφτόν όλα αφτά είταν δυνατά και αν ακόμα επίσημα δεν τον ανακήρυτταν. Ο Μπελογιάννης και σαν "άκυρα" θα μπορούσε να συγκεντρώσει πολύ περισσότερους ψήφους απ' ό,τι χρειάζονταν, για να φανεί ότι ο λαός τον εκλέγει».
Το επιχείρημα, ότι τον Μπελογιάννη θα τον δολοφονούσαν κι αν ακόμα είχε εκλεγεί βουλευτής, αποτελεί υπεκφυγή και πρόκληση προς τους κομμουνιστές. Οχι γιατί μπορεί να αποκλειστεί και αυτό το ενδεχόμενο. Βεβαίως και δεν είναι σίγουρο ότι τον Μπελογιάννη δε θα τον δολοφονούσαν, αν είχε εκλεγεί βουλευτής.
Αλλά το υπ' αριθμόν ένα ζήτημα είναι το εξής: Οτι οι πάντες κρίνονται με βάση τη στάση που κράτησαν πρωταρχικά στο θέμα της υποψηφιότητας, δηλαδή στο θέμα της υπεράσπισης του ΚΚΕ.
Το γιατί αυτό δεν έγινε, βρίσκεται στο γεγονός ότι η ΕΔΑ, σε σχέση με το ΚΚΕ, είχε αρχίσει να αναβαθμίζεται στη συνείδηση διαφόρων, ενώ το ΚΚΕ είχε αρχίσει να υποβαθμίζεται. Αυτό είναι αναμφισβήτητο και δεν έχει καμιά σημασία αν γινόταν μη συνειδητά ή - από ορισμένους - συνειδητά.
Αν γινόταν από ανεντιμότητα ή προς αποφυγή μπελάδων... ή και τα δύο...
Να τι γράφει ο Μ. Γλέζος:
«Ποια πολιτική γραμμή έπρεπε να ακολουθηθεί; Από την ίδρυσή της το 1951, ως τη διάλυσή της το 1967, η ΕΔΑ αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα σε δύο πολιτικές γραμμές. Στην ανεδαφική γραμμή που απαιτούσε να επιβάλει το ΠΓ του ΚΚΕ και στην προσγειωμένη πολιτική γραμμή που διαμόρφωνε η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ (συνεργασία κομμουνιστών - σοσιαλιστών - αριστερών) άμεσα αντιμέτωπη με την ελληνική πραγματικότητα, όπως καθημερινά διαπλάσσονταν».
Είναι σαφέστατος ο Μ. Γλέζος. Και όχι μόνο ο Γλέζος, αλλά και άλλα τότε στελέχη του ΚΚΕ.
Ας ακούσουμε την αφήγηση του Παν. Κατερίνη: «Εμείς οι νεαροί βουλευτές διαπιστώσαμε αμέσως πως με την ΕΔΑ σαν να άνοιγαν οι πύλες να περάσει το προοδευτικό κίνημα στην ανοιχτή πολιτική ζωή και δράση. Οι υποψηφιότητες των Μπελογιάννη και Πλουμπίδη δημιουργούσαν σε όλους μας ανησυχία, και σ' εμάς που ήμαστε κομμουνιστές, ότι μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τη δυνατότητα της νόμιμης και μαζικής δράσης του κινήματος».
Οπως, δηλαδή, γράφει και ο Λ. Κύρκος: «Το γάντζωμα της ΕΔΑ στη νόμιμη πολιτική σκηνή δεν έπρεπε να διακυβευτεί για κανένα λόγο»
Οι μεγάλες δυσκολίες που δημιουργούσε η ήττα του επαναστατικού κινήματος, η κάθε είδους πίεση του ταξικού εχθρού, ήταν επόμενο να έχουν τις επιπτώσεις τους σε στοιχεία αστικής και μικροαστικής προέλευσης, όπως ήταν οι τότε συνεργαζόμενοι με το ΚΚΕ.
Αρκετοί από τους οποίους, μέσα από τη συνεργασία, επεδίωκαν την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων - κομματικών, πολιτικών, αλλά και προσωπικών.
Και υποχωρούσαν σε κινήσεις - χτυπήματα του εχθρού, που στόχευαν στην εξαφάνιση του ΚΚΕ, στην περιθωριοποίησή του, ή, αν αυτά αποδείχνονταν αδύνατα να πραγματοποιηθούν, στον ιδεολογικοπολιτικό ευνουχισμό του.
Μάλιστα, από ένα χρονικό σημείο και μετά, έθεσαν στην ημερήσια διάταξη κατηγορίες για τους δογματικούς, που ζουν εκτός Ελλάδας και επιμένουν να καθοδηγούν το κίνημα, ενώ αγνοούν τις συνθήκες και τις νέες εξελίξεις... Η αρχική άρνηση εξελίχθηκε σε ολομέτωπη επίθεση.
ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ, ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑΣ, ΤΗ ΒΑΦΤΙΖΑΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.
Αποκαλυπτικός και εδώ ο Σπ. Λιναρδάτος.
Γράφει:
«Στην περίοδο αυτή, που και στο Κέντρο και στη Δεξιά και στην Αριστερά, γίνονται έντονες ζυμώσεις για νέα σχήματα και η χώρα προσπαθεί ν' αναπροσαρμοστεί από την πολεμική στην ειρηνική περίοδο, η σύγχυση είναι γενική σε όλες τις παρατάξεις και τα κόμματα. Οι διαμάχες είναι ιδιαίτερα ζωηρές στην Αριστερά, που βρίσκεται πάντα σε σκληρή καταδίωξη. Το ΚΚΕ αγωνιζόμενο ν' ανασυγκροτηθεί, στρέφει τα πυρά του εναντίον των άλλων, μικρών κομμάτων και ομάδων της Αριστεράς. Επιδιώκει ή να τα θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του, ή να τα διαλύσει για να μην κινδυνεύει να του πάρουν τους οπαδούς του, εκμεταλλευόμενα τα σοβαρά λάθη της ηγεσίας του, την ήττα του και τον αποκλεισμό του από τη νόμιμη πολιτική ζωή. Αυτή η διαπάλη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί θα επηρεάσει τις εξελίξεις της δεκαετίας». Και πραγματικά τις επηρέασε. Οχι μόνο αυτής, αλλά και της επόμενης δεκαετίας...
Ο Σπ. Λιναρδάτος δίνει το κλίμα, που είχε διαμορφωθεί.
Αν τα παρακάτω γραφόμενά του διαβαστούν από κομμουνιστική σκοπιά, μπορούν να εξηγήσουν μια σειρά αρνητικά φαινόμενα.
Γράφει, λοιπόν, ο Σπ. Λιναρδάτος:
«Για να μην υπάρξουν ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό και να εφαρμοστεί πιστά η γραμμή της, η ηγεσία του ΚΚΕ στέλνει, με πλαστά διαβατήρια, στην Ελλάδα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη, παλιό μαθητή της Σχολής Ευελπίδων και ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ κατά την κατοχή. Εχει υποστηριχτεί πως ο Ζαχαριάδης, που ήταν "δαιμόνιος και αδίστακτος", έστειλε τον Μπελογιάννη, που "ήταν ιδεολόγος κομμουνιστής διανοούμενος και άνθρωπος με ευρύτερους προβληματισμούς" στην Ελλάδα για "να τον απομακρύνει από τον χώρο, όπου άρχισαν να αναπτύσσονται οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις" και γι' αυτό τον σύνδεσε με τις "διαβρωμένες" από την Ασφάλεια οργανώσεις στην Αθήνα. (Πότη Παρασκευόπουλου, «Ποιος σκότωσε τον Μπελογιάννη», σ. 14 - 15).
«Αν και ορισμένοι από τους ισχυρισμούς αυτούς είναι επιβεβαιωμένοι από το ιστορικό υλικό (όπως π. χ., ότι ο Ζαχαριάδης ήταν αδίστακτος στην εσωκομματική διαπάλη), δε νομίζω ότι προσφέρονται στοιχεία που να πείθουν, ότι ο Μπελογιάννης, όταν ξεκίνησε για την Ελλάδα, είχε οποιαδήποτε διαφωνία με τη γραμμή του Ζαχαριάδη και με τις εκκαθαρίσεις στο Κόμμα από τα "οπορτουνιστικά" στοιχεία. Φοβάμαι, τουλάχιστον ώσπου να υπάρξουν περισσότερα στοιχεία, ότι πρόκειται για μια αγιογράφηση του Μπελογιάννη, επηρεασμένη από την αληθινά ηρωική στάση του στο στρατοδικείο και στο εκτελεστικό απόσπασμα και προσαρμοσμένη στις σημερινές ανάγκες της διαπάλης στους κόλπους της Αριστεράς, που δε βλέπει το ιστορούμενο πρόσωπο με τις πραγματικές διαστάσεις και αντιφάσεις του στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή».
Αυτό το κλίμα εκφραζόταν στις καθημερινές σχέσεις με τρόπο πολλές φορές οξύτατο. Για παράδειγμα, μια σειρά στοιχεία δείχνουν ότι οι πολιτικές σχέσεις του Μπελογιάννη με τον Μ. Κύρκο (για την ακρίβεια, του ΚΚΕ με τον Κύρκο) δεν ήταν καλές.
Πιο σωστά, ήταν τεταμένες, εξέφραζαν οξυμένες αντιθέσεις.
Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν αυτήν τη διαπίστωση, δίνοντας το λόγο σε πρωταγωνιστές και σε άλλους συμμέτοχους στο δράμα.
Ο Κούλης Ζαμπαθάς, το σπίτι του οποίου χρησιμοποιήθηκε ως γιάφκα του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, γράφει στο γνωστό βιβλιαράκι του: «Κι όλο του παραπονιότανε (του Πλουμπίδη) πως αντί να πάει ο ίδιος για τις συνεννοήσεις τούστειλε άλλον... Ετσι τούγραφε ο Κύρκος γι' αυτόν τον άλλο. Ο άλλος αυτός, ήτανε ο Μπελογιάννης»...
Συνεχίζει ο Κ. Ζαμπαθάς: «Τι τα θέλεις, τούπε τότε ο Μπελογιάννης. Δεν τον αφήνεις τον παλιάνθρωπο».
Σε τηλεγράφημα του Μπελογιάννη προς το ΠΓ, την 26/6/1950, διαβάζουμε:
«Υπόθεση εφημερίδας είχε βαλτώσει σε μεγάλο σεχταρισμό από πλευρά μας και πολιτικάντικους λογαριασμούς από πλευρά του 22 Μιχάλη Κύρκου. Αν ο 22 δε δεχτεί να τη βγάλει τώρα αμέσως πρέπει να τραβήξουμε με Α. Φ. ή με τον 10 Χρηστάκος. Ολοι είναι άσπρος σκύλος μαύρος σκύλος και ο 22 μαζί. Μοναδική τους επιδίωξη να φτιάξουν κόμμα. Τους αλωνίζουν όλες οι κατασκοπείες».
Ο ''Εφιάλτης'' ενός Ήρωα.....
Μάρτιος 1952 - Μάρτιος 2017 :
Ο πόλεμος της Λάσπης
Τα ιστορικά γεγονότα δεν ξαναγράφονται
27 Οκτωβρίου 2009, πεθαίνει η Έλλη Παππά.
Ο θάνατος της τροφοδοτεί ένα νέο κύκλο δημοσιευμάτων και προβολής τηλεοπτικών εκπομπών, ένα νέο κύκλο ιδεολογικο-πολιτικής αντιπαράθεσης σχετικό με γεγονότα των δεκαετιών 1940 και 1950.
Από την πλευρά του οπορτουνιστικού χώρου, περίσσεψαν οι έμμεσες και άμεσες επιθέσεις κατά του ΚΚΕ για τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, περίσσεψαν οι επιθέσεις στον Στάλιν και στον Ζαχαριάδη, αλλά και οι προσπάθειες να οικειοποιηθεί ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και τους Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Πλουμπίδη! Φαίνεται πως ορισμένοι θεωρούν ότι, η θέση δύο από τους χιλιάδες ήρωες του ΚΚΕ δε βρίσκεται στο Κόμμα που έτσι τους διαπαιδαγώγησε και που σε αυτό έμειναν πιστοί μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής τους, αλλά ότι βρίσκεται στην όχθη όπου έχουν μεταπηδήσει συγγενείς των εκτελεσμένων κομμουνιστών!..
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τόσα που γράφτηκαν και ειπώθηκαν αυτές τις μέρες για τις δίκες του 1951 και 1952 αντιστοίχως, ούτε μία καλή λέξη δε βρήκαν οι ρήτορες και οι συγγραφείς να πουν για το ΚΚΕ, λες και είναι δυνατό να ξεπηδούν Μπελογιάννηδες από παρθενογένεση. Λες και είναι δυνατό να ξεπηδούν από κόμματα τύπου ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Οι Μπελογιάννηδες δεν ανήκουν σε όλους
Ας μείνουν με τις απέλπιδες προσπάθειές τους. Τα ιστορικά γεγονότα δεν ξαναγράφονται. Αλλά και η νέα αντιπαράθεση που επιχειρούν μας είναι καλοδεχούμενη. Το ίδιο και η έμμεση προειδοποίηση που απηύθυναν ορισμένοι στο ΚΚΕ, ότι η Ελλη Παππά έχει αφήσει στο Μουσείο Μπενάκη έναν σφραγισμένο φάκελο που αφορά στις συλλήψεις, στις δίκες και στην υπόθεση Πλουμπίδη. Ας δημοσιεύσουν, λοιπόν, το φάκελο. Και αυτός καλοδεχούμενος...
Η προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας είναι πολύ δύσκολη και σύνθετη υπόθεση. Προϋποθέτει επιστημονική μεθοδολογία, εντοπισμό των βασικών αξόνων που καθορίζουν κάθε ιστορική περίοδο, αποφυγή της αποσπασματικότητας στην εξέταση των γεγονότων, όσο γίνεται μεγαλύτερη αμεροληψία, καθώς και εγκατάλειψη κάθε συναισθηματισμού και προκατάληψης, που αναπόφευκτα οδηγούν στον υποκειμενισμό. Και, κυρίως, προϋποθέτει συλλογική επεξεργασία, γιατί η γνώση και η ακέραια κρίση, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν στις πιο σκληρές και δύσκολες ώρες της ταξικής πάλης, απαιτούν πολλαπλές προσπάθειες, κοίταγμα και ξανακοίταγμα των γεγονότων.Ορισμένοι από τους παραπάνω λόγους συνηγορούν στο ότι κατά κανόνα οι πρωταγωνιστές των γεγονότων δεν μπορούν να γίνουν και οι πιο αντικειμενικοί κριτές τους, πολύ περισσότερο δεν ερμηνεύονται αυθεντικά οι πρωταγωνιστές μόνο από τις μαρτυρίες συγγενών και φίλων, όπως κάνει ο γιος του Νίκου Μπελογιάννη και της Ελλης Παππά
Αυτά ισχύουν με το παραπάνω, όταν επιχειρείται να γραφτούν τα γεγονότα μετά την πάροδο χρόνων και αφού στο μεταξύ έχει αλλάξει η ιδεολογική - πολιτική αφετηρία και τοποθέτηση του συγγραφέα - πρωταγωνιστή. Στην περίπτωση της Ελλης Παππά , αυτό το τελευταίο είναι αναμφισβήτητο, κρίνοντας από τα πολλά που είπε για τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και όσα έγραψε, είτε που αφηγήθηκε σε άλλους και έγραψαν (Διδώ Σωτηρίου, Πότης Παρασκευόπουλος κ.ά.).
Ποιες συνθήκες είχαν διαμορφωθεί διεθνώς και στο εσωτερικό της χώρας, αμέσως μετά το δίκαιο και ηρωικό αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), μέσα στις οποίες το ΚΚΕ ήταν υποχρεωμένο να δράσει, στην Ελλάδα και στην πολιτική προσφυγιά;
Ποια ζητήματα, που η ταξική πάλη είχε φέρει στην επιφάνεια, κρίνονταν εκείνα τα χρόνια για το Κόμμα και για το λαϊκό κίνημα;
Ποια ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα απασχολούσαν το ΚΚΕ, έχοντας οδηγήσει σε εσωκομματική διαπάλη για τις αιτίες της ήττας ενός μεγαλειώδους λαϊκού κινήματος των χρόνων 1941 - 1949, αλλά και για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει το ΚΚΕ μετά το 1949, πρώτα απ' όλα για τη στρατηγική του;
Αν παραγνωριστούν έστω και κάποιες από τις παραπάνω παραμέτρους, είναι αδύνατο να εξηγηθούν αντικειμενικά όλες οι πλευρές που αποτελούν συστατικά των υποθέσεων Μπελογιάννη και Πλουμπίδη. Πάντα με την επιφύλαξη ότι είναι δυνατό νεότερα και άγνωστα στοιχεία να συμπληρώσουν στο μέλλον μία ή περισσότερες πλευρές αυτών των δραματικών γεγονότων, μπορούμε να επικεντρώσουμε στα καίρια ζητήματα που αναδείχθηκαν εκείνα τα χρόνια.
Η αναζήτηση των αιτιών που ο αγώνας του ΔΣΕ δεν είχε νικηφόρα έκβαση απασχόλησε την ΚΕ του ΚΚΕ ήδη από τον Οκτώβρη του 1949 (6η Ολομέλεια στο Μπουρέλι της Αλβανίας). Στο μεταξύ, είχαν ήδη εκφραστεί διαφορετικές έως και αντίθετες προσεγγίσεις πριν και μετά την 6η Ολομέλεια που ο Μάρκος Βαφειάδης με γράμμα στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ είχε καταγγείλει τον Νίκο Ζαχαριάδη ως πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις και ως τον υπεύθυνο της ήττας του ΔΣΕ.Η κριτική εξέταση της πορείας του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος ήταν αναγκαίο και φυσικό να μην περιοριστεί στα χρόνια 1946 - 1949, αλλά να αγκαλιάσει ολόκληρη τη δεκαετία του 1940, γεγονός που εκφράστηκε με τη διεξαγωγή της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (Οκτώβρης 1950).
Το κύριο συμπέρασμα της 3ης Συνδιάσκεψης ήταν:
«Στην πρώτη κατοχή είχαμε λαθεμένη πολιτική γραμμή και όχι σωστή οργανωτική δουλειά. Γι' αυτό πέσαμε έξω, χάσαμε την επανάσταση. Στη δεύτερη κατοχή η γραμμή μας ήταν βασικά σωστή» (ΙΙΙ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΚΚΕ, σελ. 17-18, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ).
Ως αιτίες της ήττας η Συνδιάσκεψη θεώρησε τη μη λύση του προβλήματος των εφεδρειών του ΔΣΕ και το ζήτημα του ανεφοδιασμού των τμημάτων του ΔΣΕ του ΚΓΑΝΕ (Αρχηγείο Νότιας Ελλάδας).
Και συνέχιζε:
«Ωστε δε μπορέσαμε εξαιτίας αυτής της καθυστέρησής μας σ' αυτά τα δυο ζητήματα ν' αντεπεξέλθουμε αποτελεσματικά τόσο στον όγκο της αγγλοαμερικάνικης βοήθειας, που δίνονταν στο μοναρχοφασισμό, όσο και στην ανοιχτή προδοσία του Τίτο» (ό.π. σελ. 18).
Κύριοι φορείς των διαφωνιών που είχαν προκύψει, ήταν ο Μάρκος Βαφειάδης και ο Κώστας Καραγιώργης, που διαγράφτηκαν από το Κόμμα πριν από την 3ηΣυνδιάσκεψη, καθώς και ο Μήτσος Παρτσαλίδης. Επί της ουσίας, οι διαφωνίες επικεντρώνονταν στο ότι δεν έπρεπε το Κόμμα να ακολουθήσει το δρόμο της ένοπλης πάλης, αλλά το δρόμο της δημοκρατικής εξέλιξης (!), με τη συμμετοχή στις εκλογές του 1946. Τέθηκε επίσης έντονα σε αμφισβήτηση ότι το ΚΚΕ λειτουργούσε δημοκρατικά.
Διαπάλη διεξαγόταν και στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι λόγω των συνθηκών δεν εκφραζόταν με την ίδια ένταση.
Πρέπει να παρθεί υπόψη ότι ο προβληματισμός και η αντιπαράθεση διεξάγονταν σε συνθήκες υπονόμευσης και περικύκλωσης από τον ιμπεριαλισμό της Σοβιετικής Ενωσης και των νεοσύστατων Λαϊκών Δημοκρατιών, ανοιχτών απειλών εναντίον τους, πολεμικής προετοιμασίας, δημιουργίας του ΝΑΤΟ, πολέμου στην Κορεατική χερσόνησο και έντασης των εξοπλισμών. Στην ιμπεριαλιστική επίθεση στην Κορέα συμμετείχε και ελληνικό στράτευμα, η Ελλάδα γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ και λίγο αργότερα (1953) υπογραφόταν η ελληνοαμερικανική συμφωνία για την εγκατάσταση βάσεων στην Ελλάδα. Είχε προηγηθεί η ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με τη Σοβιετική Ενωση, η έξοδος της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ (Γραφείο Πληροφοριών) και η συμμαχία της με το ΝΑΤΟ, μέσω της διαμόρφωσης του τριγώνου Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας - Τουρκίας.
Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της Ελλάδας συνεχιζόταν ο ανηλεής διωγμός των κομμουνιστών και άλλων ΕΑΜιτών. Από τους βασικούς στόχους των κρατικών διωκτικών αρχών ήταν η εξάρθρωση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ. Αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια στιγμή επιδιωκόταν από εγχώριες αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, ακόμα και από τη γιουγκοσλαβική πρεσβεία, η δημιουργία ενός «εθνικού ΚΚΕ»!
Σε αυτές τις συνθήκες μεγιστοποιήθηκε η σημασία της νόμιμης δράσης και επιπλέον αντιπαρατέθηκε αυτή στην παράνομη. Μαζί τους μπλέχτηκε και το ζήτημα της πολιτικής των συμμαχιών του ΚΚΕ.
Μόνο με βάση το συνυπολογισμό όλων των προηγουμένων μπορεί να εξηγηθεί γιατί η εσωκομματική σύγκρουση, από το πλαίσιο της οποίας δεν έλειψε και ο φραξιονισμός, πήρε οξύτατη μορφή, ενώ εκφράστηκε και με εκατέρωθεν ακραίες ενέργειες, καθώς και με άδικους χαρακτηρισμούς, όπως αποδείχθηκε σε μια σειρά περιπτώσεις.
Γι' αυτό και δεν είναι αντικειμενικό να αποδίδονται σε προσωπικά κίνητρα του Ζαχαριάδη, οι χειρισμοί από αυτόν διαφόρων καταστάσεων, όπως, για παράδειγμα, ο χειρισμός του στο γράμμα που έστειλε στον Τύπο ο Νίκος Πλουμπίδης, με το οποίο υποσχόταν να παρουσιαστεί στην Ασφάλεια, αν ακυρωνόταν η θανατική ποινή του Μπελογιάννη.
Θυμίζουμε ότι τότε ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε χαρακτηρίσει την επιστολή του Πλουμπίδη ως κατασκεύασμα της Ασφάλειας και είχε δηλώσει ότι ο Πλουμπίδης βρισκόταν άρρωστος στο εξωτερικό.
Η παραπάνω ενέργεια του Νίκου Πλουμπίδη ήταν λαθεμένη και βρισκόταν έξω από το πλαίσιο της κομματικής λειτουργίας. Ο ίδιος ο Πλουμπίδης παραδέχθηκε στη συνέχεια ότι κακώς δε συνεννοήθηκε με την ηγεσία του Κόμματος γι' αυτήν την ενέργειά του, παρότι επέμενε ότι έπραξε το χρέος του προκειμένου να σωθεί ο Μπελογιάννης. Επίσης, ο Μπελογιάννης είχε θεωρήσει σωστή τη διάψευση της επιστολής Πλουμπίδη από το ραδιοφωνικό σταθμό του Κόμματος, ενώ είναι δεδομένο ότι απέκλειε να πάρει άλλος κομμουνιστής τη θέση του στο εκτελεστικό απόσπασμα, για να γλιτώσει ο ίδιος. Εξάλλου, το αστικό κράτος θα εκτελούσε και τους δύο. Οπως και έκανε.
Ενα από τα ζητήματα είναι γιατί οι βουλευτές της ΕΔΑ δεν πήγαν στο δικαστήριο ως μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά και γιατί δεν βρίσκονταν έξω από τις φυλακές της Καλλιθέας τη νύχτα που πήραν τους 4 για το Γουδή. Σε αυτό η Ελλη Παππά έχει απόλυτο δίκιο.
Αλλά ένα επίσης σοβαρό ζήτημα είναι η μη τοποθέτηση του Μπελογιάννη ως υποψήφιου βουλευτή στους συνδυασμούς της ΕΔΑ, αφού η σίγουρη εκλογή του, πράγματι, θα έδινε τη δυνατότητα να διεξαχθεί από καλύτερες θέσεις η πάλη για τη σωτηρία του. Αυτό η Ελλη Παππά δεν γνωρίζουμε αν το έχει κάπου σημειώσει. Γνωρίζουμε, όμως, ότι ουδέποτε το έθεσε δημοσίως.
Αντιφάσεις και ανακρίβειες
Μετά το θάνατο της ΄Ελλης Παππά είδαν το φως της δημοσιότητας τοποθετήσεις της για μια σειρά ζητήματα. Πολλές από αυτές τις τοποθετήσεις είναι ανακριβείς, αλλά και αντιφατικές, αν συγκριθούν με αντίστοιχες που έκανε για τα ίδια ζητήματα πριν από πολλά χρόνια.
1. Ο Λ. Μαυροειδής την ρώτησε , ποια ήταν η άποψή της για τη στάση του Ζαχαριάδη απέναντι στον Μπελογιάννη.
Και εκείνη απάντησε:
«Ο Ζαχαριάδης είχε ανάγκη να δημιουργήσειτον μύθο ενός μάρτυρα και τον μύθο ενός προδότη. Τον Μπελογιάννη τον χρησιμοποίησε στη θέση του μάρτυρα. Και τον Πλουμπίδη στη θέση του προδότη»
(Η ΑΥΓΗ, 1/11/2009).
Εδώ πια υπάρχει εμπάθεια και πλήρης διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Καταρχήν είναι απορίας άξιον το εξής:
Οσοι υποστηρίζουν ότι ο Ζαχαριάδης έπρεπε να συμφωνήσει με την επιστολή του Πλουμπίδη, άρα και με την παράδοσή του, πώς και γιατί θεωρούν ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας το να εκτελεστεί ο Πλουμπίδης αντί του Μπελογιάννη;
Πέρα από την άποψη που είχε ο Ζαχαριάδης για τον Πλουμπίδη, πώς και γιατί θεωρούν ότι είναι δυνατό να βάζει το Κόμμα στο ζύγι ποιο στέλεχός του θα εκτελεστεί και ποιο όχι;
Ο Μπελογιάννης ήταν ένα από τα στελέχη στα οποία ο Ζαχαριάδης είχε επενδύσει μεγάλες ελπίδες και τα ανέδειξε στο καθοδηγητικό όργανο του ΚΚΕ. Ο Μπελογιάννης προσλήφθηκε στην Κεντρική Επιτροπή ως αναπληρωματικό μέλος της (7η Ολομέλεια του 1950) και ορίστηκε επικεφαλής του παράνομου κομματικού μηχανισμού, γεγονός που έδειχνε το μέγεθος της εμπιστοσύνης που του είχε ο Ζαχαριάδης. Στη συνέχεια έγινε τακτικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ενώ ήδη βρισκόταν παράνομος στην Ελλάδα.
Και το ερώτημα είναι: Αποτελεί κατηγορία κατά του Ζαχαριάδη το γεγονός ότι επέλεξε ένα από τα καλύτερα στελέχη που διέθετε το ΚΚΕ ως επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού ή αποτελούσε χρέος του ένα τέτοιο στέλεχος να επιλέξει, που βεβαίως υπήρχε και ο κίνδυνος να χάσει τη ζωή του; Για κάθε κομμουνιστή, για κάθε αγωνιστή, η απάντηση είναι αυτονόητη.
Τα χρόνια εκείνα και αργότερα ήρθαν παράνομα στην Ελλάδα δεκάδες στελέχη του ΚΚΕ, μέλη του ΠΓ και της Κεντρικής Επιτροπής, ενώ άλλα στελέχη των ίδιων οργάνων βρίσκονταν συνέχεια στην Ελλάδα και καθοδηγούσαν τον παράνομο μηχανισμό. Ενας αριθμός πιάστηκαν και εκτελέστηκαν (Στέργιος Αναστασιάδης, Αρίστος Βασιλειάδης, Βασίλης Μαρκεζίνης, Κώστας Φαρμάκης κ.ά.). Αλλοι δεν πιάστηκαν (Γιώργης Γούσιας, Κώστας Κολιγιάννης κ.ά.).
2. Είναι ανακριβή εκείνα που έχει υποστηρίξει η Ελλη Παππά , ότι «Ο Μπελογιάννης δεν πίστευε σε αυτές τις παράνομες οργανώσεις. Ηταν εναντίον. Καθαρά εναντίον» (αναδημοσίευση στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1/11/2009) και ότι «Ο Νίκος ξανοιγόταν σε παλιούς πολιτικούς που μπορούσαν να έρθουν κοντά, να κάνουν ένα πλατύ κίνημα. Οπως έγινε μετά με την ΕΔΑ. Αυτό ήταν το όνειρό του. Αυτό ήταν το σχήμα που ήθελε» (αναδημοσίευση στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1/11/2009).
Είναι ανακριβή, γιατί στην πραγματικότητα συνέβαιναν τα ακριβώς αντίθετα, όπως είναι ιστορικά δεδομένο και όπως η ίδια η Ελλη Παππά έχει αναγνωρίσει πριν από πολλά χρόνια. Τότε ο Μπελογιάννης αναφερόταν σε οργανώσεις που θεωρούσε διαβρωμένες από τον εχθρό και υπογράμμιζε την ανάγκη της αποκεντρωμένης παράνομης οργάνωσης.
Η άποψη του Μπελογιάννη για τις παράνομες κομματικές οργανώσεις περιέχονταν στη γενική αντίληψη του ΚΚΕ και του ίδιου για το σωστό συνδυασμό της παράνομης με τη νόμιμη δράση και όχι στην εγκατάλειψη της πρώτης, δήθεν για να διεξαχθεί με επιτυχία η δεύτερη.
Ο Μπελογιάννης υλοποιούσε την πολιτική συμμαχιών του ΚΚΕ και έτσι ερχόταν σε επαφή με πολιτικά πρόσωπα άλλων κομμάτων και χώρων, πέρα από το γεγονός ότι είχε εκφραστεί με όχι και τόσο κολακευτικά λόγια για την ΕΔΑ...
3. Στα χρόνια της βαθιάς παρανομίας, μαζί με τον ηρωισμό χιλιάδων κομμουνιστών και κομμουνιστριών, συνυπήρχε και η στάση υποχώρησης άλλων, κάτω από την ισχυρή πίεση του ταξικού εχθρού. Σε αυτές τις συνθήκες, διογκώθηκε η κατά τα άλλα βάσιμη άποψη ότι στις γραμμές του Κόμματος υπήρχαν και άτομα που μετατράπηκαν σε όργανα της Ασφάλειας για να μην εκτελεστούν, με αποτέλεσμα η καχυποψία να βρίσκεται για αρκετούς στην ημερήσια διάταξη. Μια απλή ανάγνωση επιστολών του Νίκου Πλουμπίδη, τηλεγραφημάτων του Νίκου Βαβούδη και άλλων, επιβεβαιώνει την άσχημη συγκεκριμένη πραγματικότητα που διαμόρφωσαν εκείνες οι συνθήκες.
Από το «μικρόβιο» της καχυποψίας δεν είχε μείνει απρόσβλητη και η Ελλη Παππά . Επομένως, ενώ είναι δίκαιο το ότι επέκρινε τον Ζαχαριάδη για την πράγματι αβάσιμη άποψη που διαμόρφωσε για τον Πλουμπίδη, δεν παίρνει καν υπόψη ότι αυτή σε έναν βαθμό οφειλόταν στο γεγονός ότι αρκετοί κομμουνιστές - από τη νομιμότητα ή την παρανομία - είχαν την ίδια λαθεμένη άποψη για τον Πλουμπίδη, μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έστειλαν και σχετικές εκθέσεις στο Πολιτικό Γραφείο και προσωπικά στον Ζαχαριάδη, στις οποίες κατήγγειλαν τον Πλουμπίδη, τον Βαβούδη και άλλους ως πράκτορες του εχθρού. Η ίδια είχε αφήσει σαφείς υπαινιγμούς σχετικά με την κομματική ακεραιότητα του Ζαχαριάδη! Τα πράγματα, λοιπόν, δεν μπορεί να κρίνονται με δυο μέτρα και δύο σταθμά. Και ο Ζαχαριάδης καταγγέλθηκε ως πράκτορας, όμως δεν συνάντησε την ίδια ευαισθησία στην αβάσιμη εναντίον του κατηγορία.
4. Η Παππά έχει υποστηρίξει ότι είναι λίγο - πολύ κακόβουλο να λέγεται ότι ο Μπελογιάννης δεν τήρησε σε ορισμένες περιπτώσεις τα αναγκαία συνωμοτικά μέτρα. Ο ισχυρισμός της δεν είναι σωστός. Και δεν αποτελεί ασέβεια στην προσωπικότητά του, ούτε μειώνει στο ελάχιστο τον ηρωισμό του το να το επισημαίνεις. Αυτή ήταν η πραγματικότητα, δίχως να ευθύνεται πάντα εκείνος για την παραβίαση των συνωμοτικών κανόνων. Ευθύνονταν και σύντροφοι που ζούσαν στην προσφυγιά και που αγωνιούσαν να μάθουν από τους παράνομους νέα για τους δικούς τους που ζούσαν στην Ελλάδα. Εχει και τέτοια ο αγώνας.
5. Στη συνέντευξη που η Παππά έδωσε στον Λ. Μαυροειδή παλιότερα και που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό της, είπε μεταξύ άλλων:
«Αλλη περίεργη ιστορία με τον Αναστασιάδη. Ηταν μέλος του ΠΓ, έτσι; Είχε συλληφθεί, τον είχαν στην Ασφάλεια, κι από εκεί και πέρα χάθηκε. Τότε είχαμε μάθει πως τον είχαν σκοτώσει στην Ασφάλεια. Ομως, ποτέ κανείς δεν μίλησε για τον Αναστασιάδη. Ενα μέλος του ΠΓ να χάνεται στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και το Κόμμα να μην αναφέρει ποτέ ούτε το όνομά του, είναι τουλάχιστον ανεξήγητο. Τότε είχε ακουστεί πως είχε διαφωνήσει με τον Ζαχαριάδη για τον ένοπλο αγώνα...»
(Η ΑΥΓΗ, 3/11/2009).
Κανείς ποτέ δεν μίλησε; Ετσι ήταν; Και όμως δεν ήταν! Αλλά, Η ΑΥΓΗ δεν μπήκε καν στον κόπο να διασταυρώσει τη «μαρτυρία». Της αρκούσε ότι αυτή στρεφόταν κατά του Ζαχαριάδη... Ωστόσο, να πώς άνοιξε τις εργασίες της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (1950) ο Απόστολος Γκρόζος:
«Από την ΙΙΙ Συνδιάσκεψή μας λείπουν τα μέλη της ΚΕ και ΚΕΕ του Κόμματός μας που έπεσαν από τα δολοφονικά βόλια (...) οι σύντροφοι Στέργιος Αναστασιάδης ...» (ΙΙΙ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΚΚΕ, σελ. 11, Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ).
Τελικά το θέμα έγκειται στο ποια είναι η αφετηριακή ταξική σκοπιά μελέτης και ανάλυσης των γεγονότων. Και είναι τόσο πλούσιο το υλικό, που σίγουρα θα άξιζε να δοθεί συνέχεια για εκείνα τα χρόνια.
-Μάκης Μαΐλης - Ριζοσπάστης - Κυριακή 8 Νοέμβρη 2009-
Προσωπική άποψη: Όπως ήδη γράφτηκε, τα δύο πολυσέλιδα κείμενα της Παππά, ήταν κατατεθειμένα στο Μουσείο Μπενάκη με τη σαφή εντολή να δημοσιευτούν 6 μήνες μετά το θάνατό της. Λογικό; Ασφαλώς! Από τη στιγμή που μετά θάνατον δεν θα μπορούσε να υπάρξει διάλογος ή αντίλογος. Συνεπώς, οι σκοποί ήταν δύο : Αρχικά, να ξεσπάσει την όποια πίκρα της, απ' όπου κι αν προερχόταν και δεύτερον να σπιλώσει το ΚΚΕ.
Εκδίκηση μετά θάνατον; Κάπως έτσι. Γιατί η Ιστορία δεν απεικονίζεται με εμπαθείς αναφορές και ανακρίβειες.
Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΚΗ ΜΑΪΛΗ
Διαβάζοντας την επιστολή, αντιλαμβάνεσαι γιατί πανηγυρίζει ο αστικός Τύπος. Όχι, βεβαίως, επειδή σκοτίστηκαν για την ιστορική αλήθεια! Εκείνο που ενδιαφέρει την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, το ΒΗΜΑ, την ΑΥΓΗ και άλλες, είναι να αξιοποιούν ό,τι τις βολεύει για να χτυπήσουν το ΚΚΕ. Γι' αυτό αντιμετωπίζουν ως ιστορική πηγή καθετί που έχει γράψει η Ελλη Παππά, και τη συγκεκριμένη επιστολή.
Καμιά προσωπική μαρτυρία δεν αποτελεί ιστορική πηγή, παρά μόνο στην περίπτωση που επιβεβαιώνεται από επίσημα ντοκουμέντα. Αν το τελευταίο δεν συμβαίνει, απαραίτητη προϋπόθεση, για να θεωρηθεί η μαρτυρία ιστορική πηγή, είναι να υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες που να συμπίπτουν με την προσωπική μαρτυρία. Προϋπόθεση είναι ακόμα, όλες μαζί να συναρτώνται με την ολόπλευρη και λεπτομερή ανάλυση της εξεταζόμενης περιόδου. Διαφορετικά, η αξιοπιστία της μαρτυρίας μένει να αποδειχθεί.
Ομως αυτά είναι... λεπτομέρειες για όσους έχουν μόνιμο μέλημα την επίθεση κατά του ΚΚΕ.
Ετσι, με θριαμβευτικό ύφος η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ έγραψε (1/12/2009): «Νέα στοιχεία για Πλουμπίδη, Μπελογιάννη και Ζαχαριάδη. Η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη άφησε στο Ιστορικό Αρχείο του Μπενάκη δύο "φακέλους". Ο πρώτος με την "Υπόθεση Πλουμπίδη", ο δεύτερος για τον σταλινισμό και την ελληνική Αριστερά. Στην ιεραρχία του ΚΚΕ "ανέβαιναν" οι τυφλοί και τα πτώματα»!!!
Δίπλα στα παραπάνω, η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ παραθέτει δηλώσεις του γιου Μπελογιάννη, ο οποίος ΑΥΤΟΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΓΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΣΕ, ΑΛΛΑ ΤΑ ΑΚΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ! Αυτή κι αν είναι πρωτότυπη μαρτυρία...
Και τι λέει για τα κείμενα; Οτι «μιλάει ανοιχτά και με στοιχεία για τους πραγματικούς χαφιέδες του κομματικού μηχανισμού, που ήταν συνήθως υψηλόβαθμα στελέχη και άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά»!
Και συνεχίζει: «Υπήρχαν δύο ειδών μυστικοί πράκτορες, οι κρυφοί συνεργάτες της Δεξιάς και τα κομματόσκυλα που εκτελούσαν τις σταλινικές εντολές»!!
Για να καταλήξει: «Η δημοσιοποίηση των μαρτυριών της Ελλης Παππά θα αναστατώσει μόνο το "ανεξάρτητο" κρατίδιο του Περισσού»!
Ας έρθουμε όμως στην επιστολή :
Γράφει η Ελλη Παππά:
«Δεν ήταν εύκολο να είσαι μέλος του ΚΚΕ στα χρόνια του σταλινισμού - εκτός κι αν επιδίωξή σου ήταν "να ανέβεις" στην κομματική ιεραρχία. Προϋποθέσεις αυτής της ανόδου ήταν, πρώτον, να έχεις αυτή τη φιλοδοξία, δεύτερον, να κλείνεις τα μάτια και τα αυτιά σε όσα στραβά ή απαράδεκτα ή και ύποπτα διαπίστωνες. Με άλλα λόγια, να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με το ιησουιτικό δόγμα (...) και όπως αντιδρά ένα πτώμα σε όσα έβλεπες αν δεν ήσουν εκ κατασκευής τυφλός.(...) Κάθε φορά που διαπίστωνα κάτι στραβό κι ανάποδο βρισκόμουν σε σύγκρουση με το γενικότερο πνεύμα του Κόμματος, με αυτό που συνοπτικά άκουγε στο γενικότατο όρο "κομματικότητα»!
Η Ελλη Παππά υπήρξε στέλεχος του ΚΚΕ, μέλος της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ. Προφανώς, εννοεί ότι δεν ισχύουν και για την ίδια όσα γράφει παραπάνω.
Ο Μπελογιάννης και ο Πλουμπίδης ήταν ανώτατα στελέχη. Εννοεί ότι είχαν ως «επιδίωξη την άνοδο στην κομματική ιεραρχία» και ότι για να την επιτύχουν «έκλειναν τα μάτια και τα αυτιά σε όσα στραβά και απαράδεκτα ή και ύποπτα διαπίστωναν»; Οτι συμπεριφέρονταν «σύμφωνα με το ιησουιτικό δόγμα, αντιδρώντας όπως αντιδρά ένα πτώμα και ότι ήσαν εκ κατασκευής τυφλοί»;
Προφανώς δεν τα εννοεί ούτε γι' αυτούς. Τότε; Από άλλη «κοιλιά» βγήκαν αυτοί, όχι του ΚΚΕ;
Ακόμα: Τα δεκάδες μέλη της ΚΕ και του ΠΓ, που έχυσαν το αίμα τους, ήταν εκ ...κατασκευής (!) τυφλοί;
Από το 1941 μέχρι τα μέσα του 1950, η ΚΕ του ΚΚΕ απαρτίστηκε συνολικά από 74 στελέχη. Από αυτούς τους συντρόφους, οι 23 εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και από τις ελληνικές κυβερνήσεις ή σκοτώθηκαν στον εμφύλιο ή δολοφονήθηκαν:
Αναστασιάδης Στέργιος, Αραμπατζής Νίκος, Βασιλειάδης Αρίστος, Γαμβέτας Κώστας, Γκιουζέλης Στέφανος, Δημητρίου Γιώργης, Ερυθριάδης Γιώργης, Ζαγουρτζής Νίκος, Ζέβγος Γιάννης, Καββαδίας Βαγγέλης, Καλοδίκης Σπύρος, Κιαπές Ηλίας, Κτιστάκης Βαγγέλης, Λαζαρίδης Κώστας, Μαρκεζίνης Βασίλης, Μουζενίδης Αδάμ, Μπελογιάννης Νίκος, Παπαρήγας Μήτσος, Πλουμπίδης Νίκος, Τιμογιαννάκης Παναγιώτης (συνωνυμία με τον Π. Τιμογιαννάκη, ο οποίος πέθανε πολύ αργότερα), Τσιτήλος Γιώργης, Φαρμάκης Κώστας, Χατζήμαλης Κώστας.
Από τα υπόλοιπα 51 στελέχη, ένας μεγάλος αριθμός καταδικάστηκαν σε θάνατο, οι θανατικές ποινές δεν εκτελέστηκαν, όμως έμειναν στις φυλακές 10 - 15 χρόνια, όπως και η Ελλη Παππά.
Επιπλέον, με εξαίρεση τους Δ. Γληνό και Γ. Σιάντο, που πέθαναν από φυσικά αίτια (1943 και 1947, αντιστοίχως), πολλοί από τους παραπάνω 51 πέρασαν σχεδόν απ' όλες τις φυλακές και τις εξορίες και πριν από τον πόλεμο. Τον Νίκο Ζαχαριάδη έκλεισαν στα κάτεργα του Μεταξά επί 5 χρόνια.
Αυτά είναι ελάχιστα από τις περγαμηνές και τα ολοκαυτώματα του ΚΚΕ. Και έγιναν όλοι τους ολοκαύτωμα «χωρίς ανταλλάγματα και εξαργυρώσεις», όπως η ίδια γράφει για τον εαυτό της.
Υπήρξαν άραγε και στελέχη, τότε και αργότερα, που μπορεί να έκλειναν τα μάτια σε στραβά; Ασφαλώς υπήρξαν. Στελέχη με μικροαστική ψυχολογία, απ' αυτή που διαχέεται μπόλικη στην κοινωνία μας και βρωμίζει το ατόφιο εργατικό στοιχείο, καθώς και άνθρωποι αντιφατικοί. Ομως, τελικά, εκείνο που χαρακτηρίζει το ΚΚΕ είναι η ανιδιοτελής προσφορά.
Επομένως, πράγματι δεν ήταν εύκολο να είναι κανείς μέλος του ΚΚΕ (όπως δεν είναι και σήμερα), όχι όμως εξαιτίας αυτών που γράφει η Παππά.
Προκύπτει, επίσης, ότι η έννοια της κομματικότητας, την οποία η ίδια λοιδορεί, δεν έχει μόνο πολύ βαθύ περιεχόμενο, αλλά και ότι εκπληρώνεται μέχρι και τη στιγμή που ο κομμουνιστής θα αφήσει τη ζωή. Αρα η κομματικότητα είναι πολύ συγκεκριμένη και όχι «γενικότατος όρος».
Στην ίδια επιστολή, η Παππά συνεχίζει:
«Οσο ωριμάζεις, αρχίζεις να πιστεύεις πως η παρέμβασή σου για πράγματα και καταστάσεις που γνωρίζεις καλά - και από πρώτο χέρι - μπορούν να βοηθήσουν το Κόμμα να αποφύγει τις κακές - έως και ολέθριες - συνέπειες που μπορεί να έχει η κακή του πληροφόρηση, πράγμα όχι σπάνιο και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας και διωγμών».
«Εκεί αρχίζει η σύγκρουση που εσύ, μέσα στην καλή σου πίστη και στο ότι ενέργησες στα πλαίσια του καταστατικού, δεν μπορούσες να προβλέψεις. Από κει και πέρα αντιμετωπίζεις ποινές, αντιπαλότητες, εχθρότητες, ακόμη και εμπάθειες και μίση...».
Η ταξική πάλη είναι πολύ σκληρή. Και πρέπει αυτό το χαρακτηριστικό της να το παίρνει κανείς πολύ σοβαρά υπόψη του, όταν κρίνει πρόσωπα και γεγονότα. Δεν μπορεί όμως κανείς να δεχτεί ότι των άλλων είναι καρύδια και βροντούν, ενώ τα δικά της είναι σύκα!
Οπως η Παππά έκανε παρεμβάσεις στην καθοδήγηση του ΚΚΕ, πιστεύοντας ότι με αυτές θα βοηθήσει το Κόμμα να αποφύγει αρνητικές συνέπειες, έτσι έκαναν και άλλοι κομμουνιστές, πιστεύοντας ότι θα βοηθήσουν το Κόμμα. Σε συνθήκες μάλιστα παρανομίας και διωγμών που μπορούσε να υπάρχει και κακή πληροφόρηση, όπως η ίδια αναγνωρίζει.
Οταν άλλοι έκαναν καταγγελίες, ήταν «σταλινικοί», ύποπτοι, αριβίστες! Οταν όμως κατάγγελλε εκείνη, όλα ήταν μέλι γάλα!...
Βεβαίως υπήρξαν (κακώς) παρεμβάσεις σε βάρος του Ν. Πλουμπίδη, αλλά και η Παππά είχε καταγγείλει άλλους ως πράκτορες του εχθρού (για παράδειγμα, την Ρόζα Ιμβριώτη)! Αν το ΠΓ υιοθετούσε τις καταγγελίες της, αρκετοί θα είχαν διαγραφτεί με το στίγμα του πράκτορα!
-Μάκης Μαΐλης - Ριζοσπάστης - Κυριακή 6 Δεκέμβρη 2009-
Η πολεμική για την αποστολή Μπελογιάννη
Σχετικά με την αποστολή του Νίκου Μπελογιάννη έχει διεξαχθεί και συνεχίζεται ως τις μέρες μας έντονη ιδεολογικοπολιτική επίθεση κατά του ΚΚΕ, κυρίως από την πλευρά του οπορτουνιστικού χώρου. Στο επίκεντρο της επίθεσης βρίσκεται πρωταρχικά ο χαρακτήρας του ΚΚΕ ως κόμματος νέου τύπου, όπως επίσης και ο τότε ΓΓ της ΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης.
Τόσο στην προπολεμική περίοδο, όσο και στα χρόνια που αναφερόμαστε, στην επίθεση κατά του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη ως Γενικού Γραμματέα, πρωτοστάτησαν, φυσικά, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί μηχανισμοί της αστικής τάξης. Ωστόσο, πολλές φορές η παρέμβασή τους γινόταν σχεδόν περιττή, αφού το ρόλο τους αναλάβαιναν άλλοι, προερχόμενοι «εκ των έσω».
Για παράδειγμα, είναι μνημειώδης η συκοφαντική επίθεση του Γιάννη Πετσόπουλου, ο οποίος, σε βιβλίο του - λίβελο κατά του Ζαχαριάδη, τον κατηγορεί ότι «έσπασε» στα μπουντρούμια της Μεταξικής δικτατορίας και έγραψε ένα σοσιαλπατριωτικό γράμμα (εννοεί το πρώτο γράμμα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο), προκειμένου να σώσει τη ζωή του!
Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) ακολούθησε η 6ηΠλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (11-12 Μαρτίου 1956), η οποία καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη από ΓΓ της ΚΕ. Στη συνέχεια, η 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (18-24 Φεβρουαρίου 1957) τον καθαίρεσε από την ΚΕ και τον διέγραψε από μέλος του Κόμματος, ενώ αποφάσισε να διερευνήσει ολόκληρη την κομματική πορεία του, για να εξετάσει αν ήταν πράκτορας του εχθρού.
Ολα αυτά τα χρόνια, τόσο η αστική, όσο και η οπορτουνιστική προπαγάνδα έχουν υψώσει ένα αντιδημοκρατικό ιδεολογικό τείχος, με σκοπό να γίνει απροσπέλαστη, αν όχι να φαίνεται εκ προοιμίου αφερέγγυα και δογματική, κάθε άλλη φωνή που επιχειρεί να κρίνει αντικειμενικά τον Ζαχαριάδη.
Σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζεται και η αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα.Ο οπορτουνιστικός χώρος έχει υποστηρίξει ότι η αποστολή του Μπελογιάννη υπονόμευε την πορεία της πολιτικής και δημοκρατικής ομαλότητας, που, όπως ισχυρίζεται, είχε ξεκινήσει από τον Απρίλιο του 1950, με το σχηματισμό της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα - Σοφ. Βενιζέλου - Γ. Παπανδρέου.
Και αυτό γιατί:
«Οταν ο Μπελογιάννης έφυγε από το Βουκουρέστι, άφησε εκεί μια κομμουνιστική ηγεσία και ένα Κόμμα που μολονότι είχε ηττηθεί, δεν είχε αποβάλει την αντάρτικη στολή και την ψυχολογία του βουνού. Ο Ζαχαριάδης διακήρυσσε από το ραδιοφωνικό σταθμό που είχε εγκαταστήσει στις ανατολικές χώρες ότι οι αντάρτες κρατούν τα όπλα "παρά πόδα".
(...) Ετσι στο εσωτερικό της χώρας άρχισε να καλλιεργείται από το "σκληρό πυρήνα" της άκρας δεξιάς η ανησυχία ότι οι κομμουνιστές ετοιμάζουν τον "τρίτο γύρο"».
Ακόμα:
«Και ο Μπελογιάννης, σ' αυτή την υπόθεση (...) ήταν ο ιδεολόγος κομμουνιστής που αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και πνευματική ηρεμία τις συνέπειες ενός εμφυλίου πολέμου που, ενώ είχε λήξει από καιρό, οι "σκληροί" πυρήνες των αντιπάλων συντηρούσαν το κλίμα του τεχνητά, σ' ένα απίθανο και εθνικά επιζήμιο πολιτικό παιχνίδι».
Χαώδης είναι η απόσταση που χωρίζει αυτές τις απόψεις από κάθε έννοια επαναστατικής αντίληψης και πρακτικής, που περιλαμβάνει και την παράνομη, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε συνθήκες. Είναι άποψη που αρνείται κάθε έννοια στοιχειώδους αντίστασης απέναντι στην αιματοβαμμένη αστική εξουσία.
Παρόμοιες αντιλήψεις του οπορτουνιστικού χώρου δείχνουν επιπλέον τέλεια αδιαφορία για όσα συνέβαιναν στον κόσμο, που μέρος τους αποτελούσαν και οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οι τέτοιες απόψεις της ηττοπάθειας και της υποταγής εμπεριέχουν και το εχθρικό στοιχείο απέναντι στην πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης, που την τοποθετούν στη θέση της συνυπεύθυνης με τις ΗΠΑ για την πολιτική του «ψυχρού πολέμου». Κι ας κηρύχθηκε ο τελευταίος από τον ιμπεριαλισμό, κόντρα στη φιλειρηνική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Είναι γεγονός ότι η 6η Ολομέλεια (9 Οκτωβρίου 1949) είχε αποφασίσει:
«...στη χώρα ξεσπούν και φουντώνουν μεγάλοι λαϊκοί αγώνες, ενώ οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ, παρά τη μοναρχοφασιστική επιτυχία στο Βίτσι - Γράμμο, παραμένουν άθιχτες και με το όπλο παρά πόδα».
Ταυτόχρονα, η 6η Ολομέλεια είχε αποφασίσει την πλήρη αλλαγή της τακτικής του ΚΚΕ.
Συγκεκριμένα:
«α) Να σταματήσει σήμερα τον ένοπλο αγώνα αφήνοντας μόνο μικρά παρτιζάνικα τμήματα, σαν μέσο πίεσης για όσο το δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής του τόπου με βάση τις προτάσεις της Σ.Ε. και σαν μορφή άμυνας εναντίον του δολοφονικού οργίου των κρατικών και παρακρατικών οργάνων του μοναρχοφασισμού.
β) Να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δουλειάς του στην οργάνωση και καθοδήγηση των οικονομικών και πολιτικών αγώνων... (...)
γ) Στο κέντρο της προσοχής του Κόμματος πρέπει να μπει το πρόβλημα της υπεράσπισης της ειρήνης (...)
δ) Το Κόμμα πρέπει, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που υπάρχουν, να βγάλει στην Αθήνα νόμιμη, περιοδική, μαζική πολιτική εφημερίδα».
Με βάση αυτά τα ντοκουμέντα, πρέπει να προσεγγίζεται η ιστορική αλήθεια και για την «υπόθεση Μπελογιάννη», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην πολιτική του ΚΚΕ εντοπίζεται η αντίφαση, από τη μία να γίνεται λόγος για επαναστατική κατάσταση και, από την άλλη, να ακολουθείται (σωστά) η προηγούμενη πολιτική κατεύθυνση.
Ομως, η επίθεση για την αποστολή Μπελογιάννη έχει και τα συκοφαντικά χαρακτηριστικά της. Εξιστόρησε στο παρελθόν η Ελλη Παππά, που τα λεγόμενά της έγραψε Η ΑΥΓΗ μετά το θάνατό της:
«Ο Ζαχαριάδης είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον μύθο ενός μάρτυρα και τον μύθο ενός προδότη. Τον Μπελογιάννη τον χρησιμοποίησε στη θέση του μάρτυρα. Και τον Πλουμπίδη στη θέση του προδότη».
Τα ίδια έγραψαν οι Πότης Παρασκευόπουλος, Τάσος Βουρνάς κ.ά. Τα γεγονότα διαψεύδουν τέτοιες αυθαιρεσίες.
Η αποστολή του Μπελογιάννη ήταν αναγκαία και από την άποψη ότι χρειαζόταν να έρθει στην Ελλάδα κάποιο από τα πιο ικανά στελέχη που διέθετε τότε το ΚΚΕ. Και ήρθαν εκείνα τα χρόνια δεκάδες στελέχη από την προσφυγιά, για να βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση του Κόμματος. Ετσι έπρεπε να κάνει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα που σέβεται το όνομά του και την ιστορία του.
Εκείνα τα χρόνια ήρθε παράνομα η Ρούλα Κουκούλου, γυναίκα του Ζαχαριάδη, μέλος της ΚΕ. Επίσης, τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Βοντίσιος (Γούσιας), Κώστας Κολιγιάννης, Γιώργης Ερυθριάδης (Πετρής), πολλά μέλη της ΚΕ, όπως οι Αύρα Παρτσαλίδου, Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Βασίλης Ζάχος, Μήτσος Δάλλας και άλλοι. Ο Πλουμπίδης ζητούσε να έρθει στην Ελλάδα μέλος του ΠΓ, μετά τη σύλληψη του Αναστασιάδη.
Στον Μπελογιάννη το ΠΓ και η ΚΕ είχαν επενδύσει μεγάλες ελπίδες. Το έδειχναν η ανάδειξή του στην ΚΕ και η ευθύνη που του ανατέθηκε στον παράνομο μηχανισμό.
Ετσι, είναι απόλυτα ταιριαστές οι παρακάτω φράσεις:
«Για να μην υπάρξουν ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό και να εφαρμοστεί πιστά η γραμμή της, η ηγεσία του ΚΚΕ στέλνει με πλαστά διαβατήρια στην Ελλάδα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη, παλιό μαθητή της σχολής Ευελπίδων και ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή».
Ο Μπελογιάννης είχε γράψει στο ημερολόγιό του:
«...μια ζωή μονότονη, πληχτική, χωρίς σοβαρό περιεχόμενο. Οαση η Συνδιάσκεψη και η 6η Ολομέλεια. Ο καιρός περνάει με το διάβασμα και με την προσμονή να ριχτούμε από μέρα σε μέρα στη δουλειά και στη δράση».
Ιδιαίτερα σε εκείνες τις συνθήκες, στην Ελλάδα έπρεπε να έρθουν στελέχη σαν τον Μπελογιάννη, για τον οποίο ισχύουν στο ακέραιο τα λόγια του Στάλιν:
«Να θυμάστε, σύντροφοι, ότι μόνο εκείνα τα στελέχη είναι καλά, που δε φοβούνται τις δυσκολίες, που δεν κρύβονται από τις δυσκολίες, αλλά, αντίθετα, πηγαίνουν να συναντήσουν τις δυσκολίες για να τις υπερνικήσουν και να τις εξαλείψουν. Μόνο στην πάλη με τις δυσκολίες σφυρηλατούνται τα πραγματικά στελέχη».
Παρέμβαση της Παππά ...μετά θάνατον
Στα τόσα που γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τον Μπελογιάννη, μετά το θάνατο της Ελλης Παππά, οι ρήτορες και οι συγγραφείς επεδίωξαν να αποσυνδέσουν τον Μπελογιάννη από το πραγματικό γεγονός: Οτι έζησε και εκτελέστηκε ως στέλεχος του ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκαν, και συνεχίζουν να ισχυρίζονται, ότι ο Μπελογιάννης δεν ανήκει στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκει στη λεγόμενη «κομμουνιστική αριστερά» ή και γενικότερα στην «αριστερά»!
Ετσι, μετά τον Λ. Κύρκο, ο οποίος έγραψε ότι ο Μπερλινγκουέρ (να υπενθυμίσω εδώ, ότι μετά τον ιστορικό συμβιβασμό του και την συμμετοχή στην κυβέρνηση Αντρεότι, ο ''ανανεωτικός-οπορτούνα ολκής'' Μπερλινγκουέρ και το ΙΚΚ δεν έβρισκαν ούτε την ψήφο τους) του θύμισε αργότερα κάτι από τον Μπελογιάννη(!), πολλοί ακόμα από τον οπορτου-νιστικό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όπως οι Π. Παρασκευόπουλος, Τ. Βουρνάς κ.ά., έγραψαν παρόμοια φαιδρά, ενώ στην ΕΤ-3 (27/3/2010) ο συγγραφέας Β. Βασιλικός είπε ότι ο Μπελογιάννης ήταν ο Ελληνας Γκράμσι!..
Επίσης έχουν επιχειρήσει διάφοροι να «τεκμηριώσουν» το παράδοξο, ότι ο Μπελογιάννης, όπως και ο Πλουμπίδης, δεν ανήκουν στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκουν στον πολιτικό χώρο που βρίσκονται σήμερα τα συγγενικά τους πρόσωπα!..
Οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ. Και βεβαίως δεν ανήκουν πολιτικά στους συγγενείς τους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται οι τελευταίοι ιδεολογικά ή και κομματικά. Είναι τελείως διαφορετικοί οι συγγενικοί δεσμοί αίματος, από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών μας με το ΚΚΕ. Μόνον αυτοί οι δεσμοί μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά και πολιτικά.
22 Απριλίου 1998, στη ΝΕΤ, δίνουν συνέντευξη η Έλλη Παππά και η Διδώ Σωτηρίου.
Στα λεγόμενα τους απαντάει ο Ριζοσπάστης με το άρθρο ''Το ΚΚΕ γεννάει Μπελογιάννηδες''. Ανάμεσα στα άλλα γράφτηκαν τα εξής :
1. Ο Νίκος Μπελογιάννης δε δημιουργήθηκε από το πουθενά. Ο Νίκος Μπελογιάννης υπήρξε γνήσιο παιδί του ΚΚΕ . Στις γραμμές του διαπαιδαγωγήθηκε και αναπτύχθηκε, μέσα στις φυλακές, στην ΕΑΜική Αντίσταση, στο Δημοκρατικό Στρατό, στην παρανομία. Ουσιαστικά ο Μπελογιάννης , όντας στο ΚΚΕ από τα πρώτα εφηβικά χρόνια μέχρι το τέλος του, δε γνώρισε άλλη ζωή πέραν αυτής στο ΚΚΕ . Εκεί διαμόρφωσε την προσωπικότητά του. Δίχως το ΚΚΕ δε θα υπήρχε Μπελογιάννης . Οπως δε θα υπήρχαν και οι χιλιάδες επώνυμοι και μη επώνυμοι Μπελογιάννηδες που γέννησε τούτο το Κόμμα.
Και όμως, αυτό το οφθαλμοφανέστατο, αυτό το χιλιάδες φορές αποδεδειγμένο και θεμελιακής σημασίας θέμα, δε θεώρησαν άξιο λόγου να το αναφέρουν, ούτε για μια φορά, και οι Ελλη Παππά, Διδώ Σωτηρίου και οι δύο δημοσιογράφοι. Το προσπέρασαν ως μη υπάρχον. Και αν μεν οι δύο δημοσιογράφοι το παρέλειψαν λόγω άγνοιας (κάτι που δεν είναι το πιο πιθανό), οι δύο προσκαλεσμένες δε δικαιολογούνται, διότι γνωρίζουν...
Να σημειωθεί με την ευκαιρία, ότι μια σειρά ασχολούμενοι με την ιστορία του ΚΚΕ συνηθίζουν να διαχωρίζουν τα πρόσωπα από το Κόμμα, σαν να πρόκειται για δύο άσχετες μεταξύ τους οντότητες. Και το κάνουν αυτό, είτε για να εξυμνήσουν το πρόσωπο και να συκοφαντήσουν το Κόμμα, είτε για να εξυμνήσουν το πρόσωπο αποσιωπώντας το Κόμμα.
2. Η Παππά υποστήριξε ότι σήμερα δεν υπάρχουν επαναστάτες. Επομένως, ίσως έτσι να δικαιολογεί το ότι η ίδια μένει άστεγη, όπως είπε, αντιμετωπίζοντας μόνη της τη βροχή ή το λιοπύρι, δίχως κεραμίδια πάνω από το κεφάλι της.
Ενα δίδαγμα, ωστόσο, από την ιστορία του λαϊκού κινήματος, αλλά και απ' όσα η ίδια πέρασε, είναι, ότι μόνο η συλλογική δράση κάνει ικανό τον αγωνιστή ν' αντιμετωπίζει τις φουρτούνες, δηλαδή να βαδίζει σωστά. Οπως έγραφε ο Μπρεχτ, μόνο του το μάτι ή το χέρι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, ξεκομμένα από το σώμα.
Αλλά και το να μη θεωρεί ότι το ΚΚΕ είναι επαναστατικό κόμμα, όπως έμμεσα άφησε να εννοηθεί, την ίδια στιγμή που η ίδια απομονώνει τον Μαρξ απ' όλη την επαναστατική πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος μετά το 1917, είναι τελείως άστοχο. Γιατί, ναι μεν ο 20ός αιώνας παρήλθε ανεπιστρεπτί, όπως είπε, αλλά ο 21ος δε θα είναι ευοίωνος, αν το κομμουνιστικό κίνημα πετούσε τη θετική προσφορά του στον αιώνα που τελειώνει.
3. Η Διδώ Σωτηρίου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, είπε ότι σήμερα δε θα έγραφε κανένα σύνθημα στους τοίχους, αν και στο παρελθόν έγραφε πολλά.
Τα βάσανα, όμως, του λαού δεν έχουν τελειωμό. Και είναι γνωστοί, τόσο οι ένοχοι γι' αυτά, όσο και η αιτία. Οπως είναι γνωστός - και πέρα για πέρα δοκιμασμένος - και ο τρόπος που ο λαός θα λυτρωθεί απ' αυτά.
Το να ψάξει κανείς για τα λάθη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, είναι άλλο πράγμα, και είναι τελείως διαφορετικό, ή το να πετάει και το μωρό μαζί με τα νερά, ή το να αγνοεί την ύπαρξη οραμάτων σε εκατομμύρια ταπεινούς και καταφρονεμένους, σε εκατομμύρια κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές.
Το όραμα υπάρχει, η αναγκαιότητα υπάρχει, οι τοίχοι υπάρχουν και έχουμε άφθονη μπογιά και όρεξη για να γράψουμε συνθήματα, που αυτή τη φορά δε θα μπορέσει κανένας να τα σβήσει.
Και η αμετροέπεια συνεχίζεται :
«Λίγα ακόμα για το ζήτημα του Πλουμπίδη. Εμένα με βασάνισαν τρία σημεία:
1) Οταν ήρθε στη φυλακή η Κατερίνα Τριανταφ(υλλίδη) μου είπε: "Ο Πλουμπίδης είναι έξω φρενών μαζί σου γιατί πήγες στο σπίτι του Καλοφωλιά, ενώ στο είχε απαγορεύσει". Εγώ έμεινα κατάπληχτη, γιατί στο σπίτι του Καλοφ(ωλιά) πήγα ακριβώς ύστερα από συνεννόηση μαζί του (από κει θα παίρναμε επαφή με την οργάνωση μετά τη σύλληψη του Νίκου). Τότε το απέδωσα σε υπερβολικότητες της Κατερίνας. Μετά την καταγγελία για τον Πλ(ουμπίδη) με βασάνισε πολύ.
2) Η τοποθέτηση της Ειρήνης Καστανάκη σε τόσο σοβαρή δουλειά. Απ' αυτήν ξεκινάει στην υπόθεσή μας όλο το κορδόνι της παρακολούθησης. Ο Πλ.(ουμπίδη)όταν την έβαλε στη δουλειά μού είχε διαβάσει μια έκθεσή της στην οποία έλεγε πως υπέγραψε δήλωση στη Μακρόνησο ύστερα από βασανιστήρια, "που δεν έπαθε ούτε ο Χριστός". Του είχα πει τότε πως δεν μ' αρέσει εμένα αυτή η γυναίκα που διαφημίζει το τι πέρασε για να δικαιολογήσει τη δήλωσή της (τότε δεν ξέραμε ακόμη πως δεν έγιναν ατομικά βασανιστήρια στη Μακρον. στις γυναίκες). Οταν ήρθα στη φυλακή έμαθα από τις γυναίκες πως η Καστανάκη ουδέποτε είχε πάει στη Μακρ., ότι αντίθετα είχε συλληφθεί το 1948 με τους ιδιωτ. υπάλληλους, ότι αφέθηκε ελεύθερη, χωρίστηκε η δίκη της και δεν έγινε ποτέ (όπως και τώρα). Το έγραψα στον Πλ.(ουμπίδη) ρωτώντας τον πώς μας κορόιδεψε. Δεν πήρα απάντηση. Κι αυτό μ' απασχολεί πολύ.
3) Η υποχώρησή του στις εκλογές για να μην χάσουμε τον Κύρκο, ενώ είχαμε πεισθεί πριν πιαστώ πως ο Κύρκος ήταν ανοιχτός χαφιές και προβοκάτορας. Ομως όλα αυτά τα ήξερε ο Νίκος, τα δυο τελευταία τα συζητήσαμε στην Καλλιθέα, μα ποτέ δεν έδειξε να αμφέβαλε για την καλή πίστη του Πλ(ουμπίδη)».
Και τα έγραψε αυτά στην ίδια επιστολή όπου στη συνέχεια σωστά υπεραμυνόταν της αθωότητας του Πλουμπίδη.
Εξάλλου ήταν κατηγορηματική και για την Ρόζα Ιμβριώτη και για πολλές άλλες συγκρατούμενές της:
«Χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από την οργάνωση στοιχεία αντικομματικά - αντιηγετικά που έκαναν θραύση στις φυλακές και στις εξορίες (όπως κάτι δικηγορίνες που είχαμε εδώ) ή η Ρόζα Ιμβριώτη που στην εξορία έκανε καθαρά αντιηγετική δουλιά και κατά τη γνώμη μου είναι πράχτορας».
Κατηγορηματική ήταν και όσον αφορά τον Βαβούδη & τον Νίκο Ακριτίδη.
Εγραψε στον Ζαχαριάδη:
«Και - έξω απ' τους μικρούς - πραγματικός χαφιές είναι αυτός που βρίσκεται στην Αθήνα επικεφαλής της δουλειάς. Αν αυτός είναι πάντα ο Ακριτίδης, τότε χαφιές είναι ο Ακριτίδης».
Ακόμα:
«2) Τι συμβαίνει με τους κώδικες; Πριν αρχίσει η δεύτερη δίκη ο Μπάρμπας μού είχε γράψει πως αρχείο δεν κρατιόταν και δεν μπορούσαν να έχουν τίποτα στα χέρια τους. Αποδείχτηκε ότι είχαν πολλά στα χέρια τους. Σχηματίσαμε βαριές υπόνοιες για τον Βαβούδη. Ο Νίκος μάλιστα στην Καλλιθέα μου είπε πως ο Β. στην Κατοχή ήταν στον Τίτο και μπορεί να τον ψωνίσανε τότε. Για το Β. εγώ είχα υπόνοιες από τις εκλογές του 1950. Αλλοτε μπορώ να σας πω πού τις στήριζα. Τις είπα στο Μπάρμπα, που όμως δεν τις πήρε στα σοβαρά. Και μάλιστα του τις είπε σαν κριτική δική μου. Από τότε χρονολογείται και το άσβεστο μίσος του Β. για μένα που το πληροφορήθηκα πολύ αργά, μόλις είδα το αξιοθρήνητο σήμα για μένα και το Νίκο. Τις υπόνοιές μου για αυτόν τις διατηρώ. Κανείς δεν τον είδε νεκρό. Θα φρίξετε αν κάποτε μάθετε πώς δούλευε αυτός ο άνθρωπος. Μα και μόνο η προσπάθειά του να μας συκοφαντεί όλους και η τάση του να θέλει να πάρει όλη τη δουλειά στα χέρια του, δείχνουν πολλά. Ούτε και μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτοί έχουν στις γραμμές μας ένα πράχτορα και όχι δίχτυ από τέτοιους. Αν οι κώδικες δεν είναι από τον Βαβούδη, ποιος τους έδωσε; Σ' αυτό ίσως θα μπορούσε να δώσει απάντηση ο Μπάρμπας. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να το κάνει μόνο ο Ακριτίδης».
Επομένως, ούτε εκείνη ήταν απαλλαγμένη από τη γενικότερη τάση «χαφιεδολογίας» που υπήρχε στην ηγεσία του Κόμματος, βεβαίως σε συνθήκες που η Ασφάλεια κατέφερε ισχυρά χτυπήματα στις παράνομες οργανώσεις του, αλλά και σε συνθήκες εσωκομματικής ιδεολογικο-πολιτικής διαπάλης, την οποία αξιοποιούσε ο ταξικός εχθρός.
Το γεγονός ότι έκανε λαθεμένες εκτιμήσεις για πρόσωπα και πράγματα, εξηγείται, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να δικαιολογείται, παίρνοντας κανείς υπόψη τις δύσκολες και σύνθετες συνθήκες δράσης του ΚΚΕ. Ωστόσο, στις, μέχρι το θάνατό της, δημόσιες τοποθετήσεις, δεν έχει σταθεί αυτοκριτικά, ενώ έχει επιπλέον καταγγείλει άλλους που υπέπεσαν στα ίδια λάθη με τα δικά της.
Για τη μαρτυρία ως ιστορική πηγή
«...η μαρτυρία ως αναδρομική εξιστόρηση, μνήμη και αναστοχασμός, αποτυπώνει τα βιώματα, τις σκέψεις και τις εμπειρίες μιας εποχής, δανειζόμενη από την ύστερη γνώση και τις μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις».
Η αποδοχή αυτής της άποψης για τη μαρτυρία, είναι πιθανό να οδηγήσει στην αποδοχή μιας παραποιημένης πραγματικότητας, ακόμα και αν δεχθούμε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή που η μαρτυρία διαμορφωνόταν, πράγματι απεικόνιζε με ακρίβεια το ιστορούμενο γεγονός.
Γιατί οι μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις και η ύστερη γνώση, ίσως «δανείζουν» στη μαρτυρία, όμως δανείζοντας μπορεί και να την παραμορφώνουν. Αυτό συμβαίνει σε πάμπολλες περιπτώσεις. Τα στρώματα του χρόνου που συσσωρεύονται στη μνήμη, ανακατεμένα σε πολλούς και πολλές με την παθογένεια νέων ιδεολογικών τάσεων (οπορτουνιστικών), κάνουν τη μαρτυρία σύμβουλο κακό. Στην περίπτωση της, αυτό το τελευταίο είναι αναμφισβήτητο.
Επιπλέον υπάρχει το εξής ερώτημα: Με ποια κριτήρια θεωρείται φερέγγυα η τάδε ή η δείνα μαρτυρία της και με ποια κριτήρια δεν θεωρείται φερέγγυα κάποια άλλη;
Η μαρτυρία ενός μεμονωμένου προσώπου αναμφίβολα μετά την πάροδο χρόνων σημαδεύεται με συναισθηματικά κίνητρα, προσωπικά κριτήρια, αναστοχασμούς κλπ. Ομως, αυτά δεν ακυρώνουν τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει στη μαρτυρία του η πολιτική του τοποθέτηση. Πολύ περισσότερο, θα λέγαμε ότι το ατομικό ταξικό πρίσμα προσδιορίζει και τα συναισθηματικά κριτήρια και τους αναστοχασμούς.
Από την άλλη, η μαρτυρία δεν είναι από μόνη της Ιστορία. Για παράδειγμα, η μαρτυρία ενός «ανανήψαντος» (ή και πολλών), που πιστεύει ότι ήταν λάθος του να πολεμήσει στα 1946-1949, δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετήσει ότι κακώς διεξήχθη ο αγώνας του ΔΣΕ.
Σειρά λόγων, λοιπόν, συνηγορούν στο να μην είναι πολλές φορές οι πρωταγωνιστές και οι πιο αντικειμενικοί κριτές ιστορικών γεγονότων. Επιπλέον, οι πρωταγωνιστές δεν ερμηνεύονται αυθεντικά μόνο ή κυρίως από τις μαρτυρίες συγγενών και φίλων. Αυτό επιχειρείται σήμερα για τους Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, ενώ συμπίπτουν στους στόχους συγγενείς και αστική ιδεολογία. Γι' αυτό, οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις έχουν ελάχιστη ιστορική αξία. Τις εκμυστηρεύσεις έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον και με σαφή υπονοούμενα η Ελλη Παππά, κάνοντας συνεχείς αναφορές στο τι της είπε ή δεν της είπε ο Μπελογιάννης, ή τι εννοούσε για το ένα ή για το δείνα θέμα. Αστοχο.
Ούτε μπορεί να την διαψεύσει κανείς, αφού κανείς δεν ήταν παρών στην απομόνωση του κρατητηρίου, ούτε εκείνη μπορούσε να αποδείξει τα λεγόμενά της. Και αν υπολόγιζε ότι στους ισχυρισμούς, που έχει εγείρει, δίνει το ακαταμάχητο το αγωνιστικό της παρελθόν, επίσης αστόχησε. Γιατί, είπε τόσα στο παρελθόν, τα οποία στη συνέχεια «ξέχασε», ώστε έχει χάσει και το «ακαταμάχητο».
Η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας απαιτεί επιστημονική μεθοδολογία, ανάλυση όλων των βασικών παραγόντων που διαμόρφωσαν τα ιστορικά γεγονότα, μελέτη της διαλεκτικής σχέσης των διαφόρων παραγόντων, εργασία που απαιτεί συλλογικότητα και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την ατομική μαρτυρία.
Η ιστοριογραφία είναι ταξική. Δεν υπάρχει «ουδέτερη» συγγραφή, είτε αυτό το αντιλαμβάνεται ο ιστορικός που τοποθετείται με την αστική σκοπιά, είτε δεν το αντιλαμβάνεται.
-Ριζοσπάστης-Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-Κυριακή 18 Απρίλη 2010-
Τόσο στην προπολεμική περίοδο, όσο και στα χρόνια που αναφερόμαστε, στην επίθεση κατά του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη ως Γενικού Γραμματέα, πρωτοστάτησαν, φυσικά, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί μηχανισμοί της αστικής τάξης. Ωστόσο, πολλές φορές η παρέμβασή τους γινόταν σχεδόν περιττή, αφού το ρόλο τους αναλάβαιναν άλλοι, προερχόμενοι «εκ των έσω».
Για παράδειγμα, είναι μνημειώδης η συκοφαντική επίθεση του Γιάννη Πετσόπουλου, ο οποίος, σε βιβλίο του - λίβελο κατά του Ζαχαριάδη, τον κατηγορεί ότι «έσπασε» στα μπουντρούμια της Μεταξικής δικτατορίας και έγραψε ένα σοσιαλπατριωτικό γράμμα (εννοεί το πρώτο γράμμα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο), προκειμένου να σώσει τη ζωή του!
Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) ακολούθησε η 6ηΠλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (11-12 Μαρτίου 1956), η οποία καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη από ΓΓ της ΚΕ. Στη συνέχεια, η 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (18-24 Φεβρουαρίου 1957) τον καθαίρεσε από την ΚΕ και τον διέγραψε από μέλος του Κόμματος, ενώ αποφάσισε να διερευνήσει ολόκληρη την κομματική πορεία του, για να εξετάσει αν ήταν πράκτορας του εχθρού.
Ολα αυτά τα χρόνια, τόσο η αστική, όσο και η οπορτουνιστική προπαγάνδα έχουν υψώσει ένα αντιδημοκρατικό ιδεολογικό τείχος, με σκοπό να γίνει απροσπέλαστη, αν όχι να φαίνεται εκ προοιμίου αφερέγγυα και δογματική, κάθε άλλη φωνή που επιχειρεί να κρίνει αντικειμενικά τον Ζαχαριάδη.
Σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζεται και η αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα.Ο οπορτουνιστικός χώρος έχει υποστηρίξει ότι η αποστολή του Μπελογιάννη υπονόμευε την πορεία της πολιτικής και δημοκρατικής ομαλότητας, που, όπως ισχυρίζεται, είχε ξεκινήσει από τον Απρίλιο του 1950, με το σχηματισμό της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα - Σοφ. Βενιζέλου - Γ. Παπανδρέου.
Και αυτό γιατί:
«Οταν ο Μπελογιάννης έφυγε από το Βουκουρέστι, άφησε εκεί μια κομμουνιστική ηγεσία και ένα Κόμμα που μολονότι είχε ηττηθεί, δεν είχε αποβάλει την αντάρτικη στολή και την ψυχολογία του βουνού. Ο Ζαχαριάδης διακήρυσσε από το ραδιοφωνικό σταθμό που είχε εγκαταστήσει στις ανατολικές χώρες ότι οι αντάρτες κρατούν τα όπλα "παρά πόδα".
(...) Ετσι στο εσωτερικό της χώρας άρχισε να καλλιεργείται από το "σκληρό πυρήνα" της άκρας δεξιάς η ανησυχία ότι οι κομμουνιστές ετοιμάζουν τον "τρίτο γύρο"».
Ακόμα:
«Και ο Μπελογιάννης, σ' αυτή την υπόθεση (...) ήταν ο ιδεολόγος κομμουνιστής που αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και πνευματική ηρεμία τις συνέπειες ενός εμφυλίου πολέμου που, ενώ είχε λήξει από καιρό, οι "σκληροί" πυρήνες των αντιπάλων συντηρούσαν το κλίμα του τεχνητά, σ' ένα απίθανο και εθνικά επιζήμιο πολιτικό παιχνίδι».
Χαώδης είναι η απόσταση που χωρίζει αυτές τις απόψεις από κάθε έννοια επαναστατικής αντίληψης και πρακτικής, που περιλαμβάνει και την παράνομη, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε συνθήκες. Είναι άποψη που αρνείται κάθε έννοια στοιχειώδους αντίστασης απέναντι στην αιματοβαμμένη αστική εξουσία.
Παρόμοιες αντιλήψεις του οπορτουνιστικού χώρου δείχνουν επιπλέον τέλεια αδιαφορία για όσα συνέβαιναν στον κόσμο, που μέρος τους αποτελούσαν και οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οι τέτοιες απόψεις της ηττοπάθειας και της υποταγής εμπεριέχουν και το εχθρικό στοιχείο απέναντι στην πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης, που την τοποθετούν στη θέση της συνυπεύθυνης με τις ΗΠΑ για την πολιτική του «ψυχρού πολέμου». Κι ας κηρύχθηκε ο τελευταίος από τον ιμπεριαλισμό, κόντρα στη φιλειρηνική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Είναι γεγονός ότι η 6η Ολομέλεια (9 Οκτωβρίου 1949) είχε αποφασίσει:
«...στη χώρα ξεσπούν και φουντώνουν μεγάλοι λαϊκοί αγώνες, ενώ οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ, παρά τη μοναρχοφασιστική επιτυχία στο Βίτσι - Γράμμο, παραμένουν άθιχτες και με το όπλο παρά πόδα».
Ταυτόχρονα, η 6η Ολομέλεια είχε αποφασίσει την πλήρη αλλαγή της τακτικής του ΚΚΕ.
Συγκεκριμένα:
«α) Να σταματήσει σήμερα τον ένοπλο αγώνα αφήνοντας μόνο μικρά παρτιζάνικα τμήματα, σαν μέσο πίεσης για όσο το δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής του τόπου με βάση τις προτάσεις της Σ.Ε. και σαν μορφή άμυνας εναντίον του δολοφονικού οργίου των κρατικών και παρακρατικών οργάνων του μοναρχοφασισμού.
β) Να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δουλειάς του στην οργάνωση και καθοδήγηση των οικονομικών και πολιτικών αγώνων... (...)
γ) Στο κέντρο της προσοχής του Κόμματος πρέπει να μπει το πρόβλημα της υπεράσπισης της ειρήνης (...)
δ) Το Κόμμα πρέπει, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που υπάρχουν, να βγάλει στην Αθήνα νόμιμη, περιοδική, μαζική πολιτική εφημερίδα».
Με βάση αυτά τα ντοκουμέντα, πρέπει να προσεγγίζεται η ιστορική αλήθεια και για την «υπόθεση Μπελογιάννη», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην πολιτική του ΚΚΕ εντοπίζεται η αντίφαση, από τη μία να γίνεται λόγος για επαναστατική κατάσταση και, από την άλλη, να ακολουθείται (σωστά) η προηγούμενη πολιτική κατεύθυνση.
Ομως, η επίθεση για την αποστολή Μπελογιάννη έχει και τα συκοφαντικά χαρακτηριστικά της. Εξιστόρησε στο παρελθόν η Ελλη Παππά, που τα λεγόμενά της έγραψε Η ΑΥΓΗ μετά το θάνατό της:
«Ο Ζαχαριάδης είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον μύθο ενός μάρτυρα και τον μύθο ενός προδότη. Τον Μπελογιάννη τον χρησιμοποίησε στη θέση του μάρτυρα. Και τον Πλουμπίδη στη θέση του προδότη».
Τα ίδια έγραψαν οι Πότης Παρασκευόπουλος, Τάσος Βουρνάς κ.ά. Τα γεγονότα διαψεύδουν τέτοιες αυθαιρεσίες.
Η αποστολή του Μπελογιάννη ήταν αναγκαία και από την άποψη ότι χρειαζόταν να έρθει στην Ελλάδα κάποιο από τα πιο ικανά στελέχη που διέθετε τότε το ΚΚΕ. Και ήρθαν εκείνα τα χρόνια δεκάδες στελέχη από την προσφυγιά, για να βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση του Κόμματος. Ετσι έπρεπε να κάνει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα που σέβεται το όνομά του και την ιστορία του.
Εκείνα τα χρόνια ήρθε παράνομα η Ρούλα Κουκούλου, γυναίκα του Ζαχαριάδη, μέλος της ΚΕ. Επίσης, τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Βοντίσιος (Γούσιας), Κώστας Κολιγιάννης, Γιώργης Ερυθριάδης (Πετρής), πολλά μέλη της ΚΕ, όπως οι Αύρα Παρτσαλίδου, Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Βασίλης Ζάχος, Μήτσος Δάλλας και άλλοι. Ο Πλουμπίδης ζητούσε να έρθει στην Ελλάδα μέλος του ΠΓ, μετά τη σύλληψη του Αναστασιάδη.
Στον Μπελογιάννη το ΠΓ και η ΚΕ είχαν επενδύσει μεγάλες ελπίδες. Το έδειχναν η ανάδειξή του στην ΚΕ και η ευθύνη που του ανατέθηκε στον παράνομο μηχανισμό.
Ετσι, είναι απόλυτα ταιριαστές οι παρακάτω φράσεις:
«Για να μην υπάρξουν ταλαντεύσεις και στο εσωτερικό και να εφαρμοστεί πιστά η γραμμή της, η ηγεσία του ΚΚΕ στέλνει με πλαστά διαβατήρια στην Ελλάδα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Νίκο Μπελογιάννη και Νίκο Ακριτίδη, παλιό μαθητή της σχολής Ευελπίδων και ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή».
Ο Μπελογιάννης είχε γράψει στο ημερολόγιό του:
«...μια ζωή μονότονη, πληχτική, χωρίς σοβαρό περιεχόμενο. Οαση η Συνδιάσκεψη και η 6η Ολομέλεια. Ο καιρός περνάει με το διάβασμα και με την προσμονή να ριχτούμε από μέρα σε μέρα στη δουλειά και στη δράση».
Ιδιαίτερα σε εκείνες τις συνθήκες, στην Ελλάδα έπρεπε να έρθουν στελέχη σαν τον Μπελογιάννη, για τον οποίο ισχύουν στο ακέραιο τα λόγια του Στάλιν:
«Να θυμάστε, σύντροφοι, ότι μόνο εκείνα τα στελέχη είναι καλά, που δε φοβούνται τις δυσκολίες, που δεν κρύβονται από τις δυσκολίες, αλλά, αντίθετα, πηγαίνουν να συναντήσουν τις δυσκολίες για να τις υπερνικήσουν και να τις εξαλείψουν. Μόνο στην πάλη με τις δυσκολίες σφυρηλατούνται τα πραγματικά στελέχη».
Παρέμβαση της Παππά ...μετά θάνατον
Στα τόσα που γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τον Μπελογιάννη, μετά το θάνατο της Ελλης Παππά, οι ρήτορες και οι συγγραφείς επεδίωξαν να αποσυνδέσουν τον Μπελογιάννη από το πραγματικό γεγονός: Οτι έζησε και εκτελέστηκε ως στέλεχος του ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκαν, και συνεχίζουν να ισχυρίζονται, ότι ο Μπελογιάννης δεν ανήκει στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκει στη λεγόμενη «κομμουνιστική αριστερά» ή και γενικότερα στην «αριστερά»!
Ετσι, μετά τον Λ. Κύρκο, ο οποίος έγραψε ότι ο Μπερλινγκουέρ (να υπενθυμίσω εδώ, ότι μετά τον ιστορικό συμβιβασμό του και την συμμετοχή στην κυβέρνηση Αντρεότι, ο ''ανανεωτικός-οπορτούνα ολκής'' Μπερλινγκουέρ και το ΙΚΚ δεν έβρισκαν ούτε την ψήφο τους) του θύμισε αργότερα κάτι από τον Μπελογιάννη(!), πολλοί ακόμα από τον οπορτου-νιστικό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όπως οι Π. Παρασκευόπουλος, Τ. Βουρνάς κ.ά., έγραψαν παρόμοια φαιδρά, ενώ στην ΕΤ-3 (27/3/2010) ο συγγραφέας Β. Βασιλικός είπε ότι ο Μπελογιάννης ήταν ο Ελληνας Γκράμσι!..
Επίσης έχουν επιχειρήσει διάφοροι να «τεκμηριώσουν» το παράδοξο, ότι ο Μπελογιάννης, όπως και ο Πλουμπίδης, δεν ανήκουν στο ΚΚΕ, αλλά ότι ανήκουν στον πολιτικό χώρο που βρίσκονται σήμερα τα συγγενικά τους πρόσωπα!..
Οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ. Και βεβαίως δεν ανήκουν πολιτικά στους συγγενείς τους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται οι τελευταίοι ιδεολογικά ή και κομματικά. Είναι τελείως διαφορετικοί οι συγγενικοί δεσμοί αίματος, από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών μας με το ΚΚΕ. Μόνον αυτοί οι δεσμοί μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά και πολιτικά.
22 Απριλίου 1998, στη ΝΕΤ, δίνουν συνέντευξη η Έλλη Παππά και η Διδώ Σωτηρίου.
Στα λεγόμενα τους απαντάει ο Ριζοσπάστης με το άρθρο ''Το ΚΚΕ γεννάει Μπελογιάννηδες''. Ανάμεσα στα άλλα γράφτηκαν τα εξής :
1. Ο Νίκος Μπελογιάννης δε δημιουργήθηκε από το πουθενά. Ο Νίκος Μπελογιάννης υπήρξε γνήσιο παιδί του ΚΚΕ . Στις γραμμές του διαπαιδαγωγήθηκε και αναπτύχθηκε, μέσα στις φυλακές, στην ΕΑΜική Αντίσταση, στο Δημοκρατικό Στρατό, στην παρανομία. Ουσιαστικά ο Μπελογιάννης , όντας στο ΚΚΕ από τα πρώτα εφηβικά χρόνια μέχρι το τέλος του, δε γνώρισε άλλη ζωή πέραν αυτής στο ΚΚΕ . Εκεί διαμόρφωσε την προσωπικότητά του. Δίχως το ΚΚΕ δε θα υπήρχε Μπελογιάννης . Οπως δε θα υπήρχαν και οι χιλιάδες επώνυμοι και μη επώνυμοι Μπελογιάννηδες που γέννησε τούτο το Κόμμα.
Και όμως, αυτό το οφθαλμοφανέστατο, αυτό το χιλιάδες φορές αποδεδειγμένο και θεμελιακής σημασίας θέμα, δε θεώρησαν άξιο λόγου να το αναφέρουν, ούτε για μια φορά, και οι Ελλη Παππά, Διδώ Σωτηρίου και οι δύο δημοσιογράφοι. Το προσπέρασαν ως μη υπάρχον. Και αν μεν οι δύο δημοσιογράφοι το παρέλειψαν λόγω άγνοιας (κάτι που δεν είναι το πιο πιθανό), οι δύο προσκαλεσμένες δε δικαιολογούνται, διότι γνωρίζουν...
Να σημειωθεί με την ευκαιρία, ότι μια σειρά ασχολούμενοι με την ιστορία του ΚΚΕ συνηθίζουν να διαχωρίζουν τα πρόσωπα από το Κόμμα, σαν να πρόκειται για δύο άσχετες μεταξύ τους οντότητες. Και το κάνουν αυτό, είτε για να εξυμνήσουν το πρόσωπο και να συκοφαντήσουν το Κόμμα, είτε για να εξυμνήσουν το πρόσωπο αποσιωπώντας το Κόμμα.
2. Η Παππά υποστήριξε ότι σήμερα δεν υπάρχουν επαναστάτες. Επομένως, ίσως έτσι να δικαιολογεί το ότι η ίδια μένει άστεγη, όπως είπε, αντιμετωπίζοντας μόνη της τη βροχή ή το λιοπύρι, δίχως κεραμίδια πάνω από το κεφάλι της.
Ενα δίδαγμα, ωστόσο, από την ιστορία του λαϊκού κινήματος, αλλά και απ' όσα η ίδια πέρασε, είναι, ότι μόνο η συλλογική δράση κάνει ικανό τον αγωνιστή ν' αντιμετωπίζει τις φουρτούνες, δηλαδή να βαδίζει σωστά. Οπως έγραφε ο Μπρεχτ, μόνο του το μάτι ή το χέρι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, ξεκομμένα από το σώμα.
Αλλά και το να μη θεωρεί ότι το ΚΚΕ είναι επαναστατικό κόμμα, όπως έμμεσα άφησε να εννοηθεί, την ίδια στιγμή που η ίδια απομονώνει τον Μαρξ απ' όλη την επαναστατική πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος μετά το 1917, είναι τελείως άστοχο. Γιατί, ναι μεν ο 20ός αιώνας παρήλθε ανεπιστρεπτί, όπως είπε, αλλά ο 21ος δε θα είναι ευοίωνος, αν το κομμουνιστικό κίνημα πετούσε τη θετική προσφορά του στον αιώνα που τελειώνει.
3. Η Διδώ Σωτηρίου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, είπε ότι σήμερα δε θα έγραφε κανένα σύνθημα στους τοίχους, αν και στο παρελθόν έγραφε πολλά.
Τα βάσανα, όμως, του λαού δεν έχουν τελειωμό. Και είναι γνωστοί, τόσο οι ένοχοι γι' αυτά, όσο και η αιτία. Οπως είναι γνωστός - και πέρα για πέρα δοκιμασμένος - και ο τρόπος που ο λαός θα λυτρωθεί απ' αυτά.
Το να ψάξει κανείς για τα λάθη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, είναι άλλο πράγμα, και είναι τελείως διαφορετικό, ή το να πετάει και το μωρό μαζί με τα νερά, ή το να αγνοεί την ύπαρξη οραμάτων σε εκατομμύρια ταπεινούς και καταφρονεμένους, σε εκατομμύρια κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές.
Το όραμα υπάρχει, η αναγκαιότητα υπάρχει, οι τοίχοι υπάρχουν και έχουμε άφθονη μπογιά και όρεξη για να γράψουμε συνθήματα, που αυτή τη φορά δε θα μπορέσει κανένας να τα σβήσει.
Και η αμετροέπεια συνεχίζεται :
«Λίγα ακόμα για το ζήτημα του Πλουμπίδη. Εμένα με βασάνισαν τρία σημεία:
1) Οταν ήρθε στη φυλακή η Κατερίνα Τριανταφ(υλλίδη) μου είπε: "Ο Πλουμπίδης είναι έξω φρενών μαζί σου γιατί πήγες στο σπίτι του Καλοφωλιά, ενώ στο είχε απαγορεύσει". Εγώ έμεινα κατάπληχτη, γιατί στο σπίτι του Καλοφ(ωλιά) πήγα ακριβώς ύστερα από συνεννόηση μαζί του (από κει θα παίρναμε επαφή με την οργάνωση μετά τη σύλληψη του Νίκου). Τότε το απέδωσα σε υπερβολικότητες της Κατερίνας. Μετά την καταγγελία για τον Πλ(ουμπίδη) με βασάνισε πολύ.
2) Η τοποθέτηση της Ειρήνης Καστανάκη σε τόσο σοβαρή δουλειά. Απ' αυτήν ξεκινάει στην υπόθεσή μας όλο το κορδόνι της παρακολούθησης. Ο Πλ.(ουμπίδη)όταν την έβαλε στη δουλειά μού είχε διαβάσει μια έκθεσή της στην οποία έλεγε πως υπέγραψε δήλωση στη Μακρόνησο ύστερα από βασανιστήρια, "που δεν έπαθε ούτε ο Χριστός". Του είχα πει τότε πως δεν μ' αρέσει εμένα αυτή η γυναίκα που διαφημίζει το τι πέρασε για να δικαιολογήσει τη δήλωσή της (τότε δεν ξέραμε ακόμη πως δεν έγιναν ατομικά βασανιστήρια στη Μακρον. στις γυναίκες). Οταν ήρθα στη φυλακή έμαθα από τις γυναίκες πως η Καστανάκη ουδέποτε είχε πάει στη Μακρ., ότι αντίθετα είχε συλληφθεί το 1948 με τους ιδιωτ. υπάλληλους, ότι αφέθηκε ελεύθερη, χωρίστηκε η δίκη της και δεν έγινε ποτέ (όπως και τώρα). Το έγραψα στον Πλ.(ουμπίδη) ρωτώντας τον πώς μας κορόιδεψε. Δεν πήρα απάντηση. Κι αυτό μ' απασχολεί πολύ.
3) Η υποχώρησή του στις εκλογές για να μην χάσουμε τον Κύρκο, ενώ είχαμε πεισθεί πριν πιαστώ πως ο Κύρκος ήταν ανοιχτός χαφιές και προβοκάτορας. Ομως όλα αυτά τα ήξερε ο Νίκος, τα δυο τελευταία τα συζητήσαμε στην Καλλιθέα, μα ποτέ δεν έδειξε να αμφέβαλε για την καλή πίστη του Πλ(ουμπίδη)».
Και τα έγραψε αυτά στην ίδια επιστολή όπου στη συνέχεια σωστά υπεραμυνόταν της αθωότητας του Πλουμπίδη.
Εξάλλου ήταν κατηγορηματική και για την Ρόζα Ιμβριώτη και για πολλές άλλες συγκρατούμενές της:
«Χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα από την οργάνωση στοιχεία αντικομματικά - αντιηγετικά που έκαναν θραύση στις φυλακές και στις εξορίες (όπως κάτι δικηγορίνες που είχαμε εδώ) ή η Ρόζα Ιμβριώτη που στην εξορία έκανε καθαρά αντιηγετική δουλιά και κατά τη γνώμη μου είναι πράχτορας».
Κατηγορηματική ήταν και όσον αφορά τον Βαβούδη & τον Νίκο Ακριτίδη.
Εγραψε στον Ζαχαριάδη:
«Και - έξω απ' τους μικρούς - πραγματικός χαφιές είναι αυτός που βρίσκεται στην Αθήνα επικεφαλής της δουλειάς. Αν αυτός είναι πάντα ο Ακριτίδης, τότε χαφιές είναι ο Ακριτίδης».
Ακόμα:
«2) Τι συμβαίνει με τους κώδικες; Πριν αρχίσει η δεύτερη δίκη ο Μπάρμπας μού είχε γράψει πως αρχείο δεν κρατιόταν και δεν μπορούσαν να έχουν τίποτα στα χέρια τους. Αποδείχτηκε ότι είχαν πολλά στα χέρια τους. Σχηματίσαμε βαριές υπόνοιες για τον Βαβούδη. Ο Νίκος μάλιστα στην Καλλιθέα μου είπε πως ο Β. στην Κατοχή ήταν στον Τίτο και μπορεί να τον ψωνίσανε τότε. Για το Β. εγώ είχα υπόνοιες από τις εκλογές του 1950. Αλλοτε μπορώ να σας πω πού τις στήριζα. Τις είπα στο Μπάρμπα, που όμως δεν τις πήρε στα σοβαρά. Και μάλιστα του τις είπε σαν κριτική δική μου. Από τότε χρονολογείται και το άσβεστο μίσος του Β. για μένα που το πληροφορήθηκα πολύ αργά, μόλις είδα το αξιοθρήνητο σήμα για μένα και το Νίκο. Τις υπόνοιές μου για αυτόν τις διατηρώ. Κανείς δεν τον είδε νεκρό. Θα φρίξετε αν κάποτε μάθετε πώς δούλευε αυτός ο άνθρωπος. Μα και μόνο η προσπάθειά του να μας συκοφαντεί όλους και η τάση του να θέλει να πάρει όλη τη δουλειά στα χέρια του, δείχνουν πολλά. Ούτε και μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτοί έχουν στις γραμμές μας ένα πράχτορα και όχι δίχτυ από τέτοιους. Αν οι κώδικες δεν είναι από τον Βαβούδη, ποιος τους έδωσε; Σ' αυτό ίσως θα μπορούσε να δώσει απάντηση ο Μπάρμπας. Νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να το κάνει μόνο ο Ακριτίδης».
Επομένως, ούτε εκείνη ήταν απαλλαγμένη από τη γενικότερη τάση «χαφιεδολογίας» που υπήρχε στην ηγεσία του Κόμματος, βεβαίως σε συνθήκες που η Ασφάλεια κατέφερε ισχυρά χτυπήματα στις παράνομες οργανώσεις του, αλλά και σε συνθήκες εσωκομματικής ιδεολογικο-πολιτικής διαπάλης, την οποία αξιοποιούσε ο ταξικός εχθρός.
Το γεγονός ότι έκανε λαθεμένες εκτιμήσεις για πρόσωπα και πράγματα, εξηγείται, μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να δικαιολογείται, παίρνοντας κανείς υπόψη τις δύσκολες και σύνθετες συνθήκες δράσης του ΚΚΕ. Ωστόσο, στις, μέχρι το θάνατό της, δημόσιες τοποθετήσεις, δεν έχει σταθεί αυτοκριτικά, ενώ έχει επιπλέον καταγγείλει άλλους που υπέπεσαν στα ίδια λάθη με τα δικά της.
Για τη μαρτυρία ως ιστορική πηγή
«...η μαρτυρία ως αναδρομική εξιστόρηση, μνήμη και αναστοχασμός, αποτυπώνει τα βιώματα, τις σκέψεις και τις εμπειρίες μιας εποχής, δανειζόμενη από την ύστερη γνώση και τις μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις».
Η αποδοχή αυτής της άποψης για τη μαρτυρία, είναι πιθανό να οδηγήσει στην αποδοχή μιας παραποιημένης πραγματικότητας, ακόμα και αν δεχθούμε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή που η μαρτυρία διαμορφωνόταν, πράγματι απεικόνιζε με ακρίβεια το ιστορούμενο γεγονός.
Γιατί οι μεταγενέστερες συνειδητοποιήσεις και η ύστερη γνώση, ίσως «δανείζουν» στη μαρτυρία, όμως δανείζοντας μπορεί και να την παραμορφώνουν. Αυτό συμβαίνει σε πάμπολλες περιπτώσεις. Τα στρώματα του χρόνου που συσσωρεύονται στη μνήμη, ανακατεμένα σε πολλούς και πολλές με την παθογένεια νέων ιδεολογικών τάσεων (οπορτουνιστικών), κάνουν τη μαρτυρία σύμβουλο κακό. Στην περίπτωση της, αυτό το τελευταίο είναι αναμφισβήτητο.
Επιπλέον υπάρχει το εξής ερώτημα: Με ποια κριτήρια θεωρείται φερέγγυα η τάδε ή η δείνα μαρτυρία της και με ποια κριτήρια δεν θεωρείται φερέγγυα κάποια άλλη;
Η μαρτυρία ενός μεμονωμένου προσώπου αναμφίβολα μετά την πάροδο χρόνων σημαδεύεται με συναισθηματικά κίνητρα, προσωπικά κριτήρια, αναστοχασμούς κλπ. Ομως, αυτά δεν ακυρώνουν τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει στη μαρτυρία του η πολιτική του τοποθέτηση. Πολύ περισσότερο, θα λέγαμε ότι το ατομικό ταξικό πρίσμα προσδιορίζει και τα συναισθηματικά κριτήρια και τους αναστοχασμούς.
Από την άλλη, η μαρτυρία δεν είναι από μόνη της Ιστορία. Για παράδειγμα, η μαρτυρία ενός «ανανήψαντος» (ή και πολλών), που πιστεύει ότι ήταν λάθος του να πολεμήσει στα 1946-1949, δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετήσει ότι κακώς διεξήχθη ο αγώνας του ΔΣΕ.
Σειρά λόγων, λοιπόν, συνηγορούν στο να μην είναι πολλές φορές οι πρωταγωνιστές και οι πιο αντικειμενικοί κριτές ιστορικών γεγονότων. Επιπλέον, οι πρωταγωνιστές δεν ερμηνεύονται αυθεντικά μόνο ή κυρίως από τις μαρτυρίες συγγενών και φίλων. Αυτό επιχειρείται σήμερα για τους Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, ενώ συμπίπτουν στους στόχους συγγενείς και αστική ιδεολογία. Γι' αυτό, οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις έχουν ελάχιστη ιστορική αξία. Τις εκμυστηρεύσεις έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον και με σαφή υπονοούμενα η Ελλη Παππά, κάνοντας συνεχείς αναφορές στο τι της είπε ή δεν της είπε ο Μπελογιάννης, ή τι εννοούσε για το ένα ή για το δείνα θέμα. Αστοχο.
Ούτε μπορεί να την διαψεύσει κανείς, αφού κανείς δεν ήταν παρών στην απομόνωση του κρατητηρίου, ούτε εκείνη μπορούσε να αποδείξει τα λεγόμενά της. Και αν υπολόγιζε ότι στους ισχυρισμούς, που έχει εγείρει, δίνει το ακαταμάχητο το αγωνιστικό της παρελθόν, επίσης αστόχησε. Γιατί, είπε τόσα στο παρελθόν, τα οποία στη συνέχεια «ξέχασε», ώστε έχει χάσει και το «ακαταμάχητο».
Η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας απαιτεί επιστημονική μεθοδολογία, ανάλυση όλων των βασικών παραγόντων που διαμόρφωσαν τα ιστορικά γεγονότα, μελέτη της διαλεκτικής σχέσης των διαφόρων παραγόντων, εργασία που απαιτεί συλλογικότητα και σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την ατομική μαρτυρία.
Η ιστοριογραφία είναι ταξική. Δεν υπάρχει «ουδέτερη» συγγραφή, είτε αυτό το αντιλαμβάνεται ο ιστορικός που τοποθετείται με την αστική σκοπιά, είτε δεν το αντιλαμβάνεται.
-Ριζοσπάστης-Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ-Κυριακή 18 Απρίλη 2010-
Επίλογος
Προφανώς επήλθε ταραχή στους ιθύνοντες της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» και σε άλλους ταυτόχρονα, που αρέσκονται στο ρόλο του βοηθού για κάθε δημοσίευμα φτήνιας, αρκεί αυτό να στρέφεται κατά του ΚΚΕ και να «πουλάει» στους ανυποψίαστους. Η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», που αποκαλούσε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του κατασκόπους, έχει αναλάβει δήθεν την «υπεράσπισή» του, με βάση τα «θέσφατα» που είπε η Παππά !
Εγραψε στο κύριο άρθρο του «ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 16 Νοέμβρη 1951, δηλαδή τις ημέρες που ανακαλύφθηκαν από την Ασφάλεια οι ασύρματοι στην Καλλιθέα και στη Γλυφάδα:
«Αλλά η αποκάλυψις της νέας Κομμουνιστικής συνωμοσίας κατά την στιγμήν που έγινε, ήλθε λίαν επικαίρως να υπομνήση εις την Κυβέρνησιν ότι η λήψις των ειρηνευτικών μέτρων της πρέπει να είναι ΠΟΛΥ ΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ και ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ, ώστε να μη δυνηθούν να επωφεληθούν αυτής στοιχεία αμετανόητα και τα οποία απελευθερωνόμενα δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν την Κυβερνητικήν επιείκειαν παρά μόνον διά την προσφοράν και νέων φανατικών υπηρεσιών εις εκείνους που τους προστάζουν και τους τροφοδοτούν έξωθεν».
Παρ' όλα αυτά, «ΤΟ ΒΗΜΑ», για άλλη μια φορά, ανέλαβε το ρόλο του τιμητή απέναντι στο ΚΚΕ! Ετσι, με τον εκ του πονηρού αλλά και γελοίο τίτλο, Περισσός εναντίον Ελλης Παππά , «ΤΟ ΒΗΜΑ» της Κυριακής (25/4/2010) ανέλαβε με ένα δήθεν αντικειμενικό (δηλαδή ύπουλο) ρεπορτάζ να απαντήσει στα κείμενα του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ, Το ΚΚΕ γεννά Μπελογιάννηδες.
Και... «απάντησε»:
Μαζί με τον παραπάνω τίτλο, «ΤΟ ΒΗΜΑ» χρησιμοποίησε ως αναγγελτικό στην πρώτη σελίδα: ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Η άγνωστη μάχη για τον Μπελογιάννη.
Προτού δούμε άλλα θέματα του ΒΗΜΑΤΟΣ, ας σημειώσουμε ορισμένα για τα παραπάνω:
1. Το ΚΚΕ δεν ασχολείται προσωπικά με την Ελλη Παππά (πολύ περισσότερο με τον γιο της, όπως υποστηρίζει «ΤΟ ΒΗΜΑ»), όπως και με κανέναν από τους πρώην κομμουνιστές. Γενικώς, το ΚΚΕ θεωρεί ευτελισμό (εν ολίγοις ξεφτίλα) τις προσωπικές ενασχολήσεις. Μελετά την ηρωική ιστορία του με επιστημονική μεθοδολογία, για να βγάζει διδάγματα χρήσιμα για το παρόν και το μέλλον της ταξικής πάλης.
Το ΚΚΕ απαντά σε επιθέσεις στο πλαίσιο του γενικότερου ιδεολογικού μετώπου κατά της σύμπραξης του οπορτουνισμού και των αστικών μηχανισμών. Το κάνει αυτό και για τον Μπελογιάννη, και για τον Πλουμπίδη, και για τον Ζαχαριάδη, και για τον Βελουχιώτη, και για κάθε ιστορικό πρόσωπο που ο αστικοοπορτουνιστικός χώρος διαχωρίζει από το ΚΚΕ, για να στρέψει τις δικές του «αναλύσεις» κατά του ΚΚΕ.
2. Το ΚΚΕ δε δίνει μάχη για να διεκδικήσει τη μνήμη του Μπελογιάννη. Οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ και δε σκεφτήκαμε ούτε στιγμή να τους διεκδικήσουμε. Απλώς απαντάμε στη λαθροχειρία των αστικών μηχανισμών (π.χ. του ΒΗΜΑΤΟΣ), πολύ περισσότερο όταν αυτοί οι μηχανισμοί εξεγείρονται και από πάνω, επειδή λέμε ότι είναι τελείως διαφορετικοί οι συγγενικοί δεσμοί αίματος από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών μας με το ΚΚΕ και ότι μόνο οι δεύτεροι μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά και πολιτικά. Οχι οι συγγενικοί.
3. Ο Μπελογιάννης, κύριοι του ΒΗΜΑΤΟΣ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ. ΗΤΑΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ. Να τη σημειώνετε τη διαφορά, γιατί είναι τεράστια και όχι να κατατάσσετε τον Μπελογιάννη στην Αριστερά!!
Ενα από τα βασικά ζητήματα που «ΤΟ ΒΗΜΑ» απέκρυψε (το συνηθίζει) είναι οι δολοφόνοι του Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του (Αργυριάδης, Καλούμενος, Μπάτσης). Αυτό είναι το σημαντικό και όχι τα κουτσομπολιά που ονομάζουν ιστορία, τόσο αυτή η εφημερίδα, όσο και η Παππά (του είπα, μου είπε, του είπε, κ.λπ.).
Και το αντιλαμβάνονται όλοι οι έστω και λίγο μυημένοι, γιατί η εφημερίδα του Συγκροτήματος Λαμπράκη ΑΠΟΣΙΩΠΑ τη στάση του Πλαστήρα, του Ρέντη, του Παπασπύρου, του Καρτάλη και όλων των «κεντρώων» στην υπόθεση Μπελογιάννη.
Αλήθεια, μια που τόσο αρέσκονται να χρησιμοποιούν φράσεις και κείμενα της Παππά , γιατί δε δημοσιεύουν και το σχετικό γράμμα της, με το οποίο ψέλνει στον Πλαστήρα τα εξ αμάξης, το έτος 1952, κατατάσσοντάς τον στους δολοφόνους του Μπελογιάννη, ανάμεσα στον Πιουριφόι κ.ά.;
Αλλά τώρα βρισκόμαστε στο 2010. Τα πολλά χρόνια που πέρασαν από τις εκτελέσεις, αλλά και το ...τακτ που ίσως θεωρεί ότι πρέπει να δείχνει στους δημοσιογράφους των αστικών Μέσων, φαίνεται ότι εμποδίζουν και τον γιο της Παππά να πει την αλήθεια. Ετσι, δε δίστασε να αποδεχθεί (ΝΕΤ 19/4/2010) ότι ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν Κυριακή και νύχτα, επειδή οι δολοφόνοι φοβήθηκαν ότι ο Πλαστήρας μπορούσε να δώσει χάρη!.. ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΝ ΚΡΑΝΙΩ, αμφότεροι!
Δεύτερον ουσιώδες, που «ΤΟ ΒΗΜΑ» έκανε πως δεν είδε: Την εκφρασμένη θέληση του Μπελογιάννη να έρθει στην Ελλάδα, πολλούς μήνες προτού αποφασίσει το ΠΓ για την αποστολή του.
Το σημείωνε ο Μπελογιάννης αυτό στο ημερολόγιό του. Εγραψε στις 27 Νοέμβρη 1949:«Η κατάσταση που παρακολουθώ στην Ελλάδα μου γεννάει μια ανυπομονησία πότε να βρεθώ κάτω, αδιαφορώντας για τις συνθήκες και τις δυσκολίες που θα συναντήσω».
Αυτά, «ΤΟ ΒΗΜΑ» δεν τα είδε...
Και έγραψε αυτά που η Παππά «έχει η ίδια υποστηρίξει σε εκμυστηρεύσεις της, λιγότερο ή περισσότερο ευθέως, σχετικά με τις ευθύνες τόσο του Ζαχαριάδη, όσον αφορά για την αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα...».
Βεβαίως, ο Μπελογιάννης στάλθηκε στην Ελλάδα και γιατί το ήθελε, και με κομματική απόφαση. Το τελευταίο ο Ζαχαριάδης ουδέποτε το αρνήθηκε. Και γιατί έχει ευθύνη; Επειδή ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε; Τόσοι κομμουνιστές και τόσες κομμουνίστριες που ήρθαν παράνομα τι ήταν; (Ρούλα Κουκούλου, Χαρίλαος Φλωράκης, Αύρα Παρτσαλίδου και 10άδες ακόμα). Την αστική τάξη, δηλαδή την τάξη του ΒΗΜΑΤΟΣ που δολοφονεί, να δούνε και όχι το ΚΚΕ που μαχόταν και μάχεται. Οι αγώνες έχουν θυσίες.
Ομως «ΤΟ ΒΗΜΑ» παραμένει κι επιμένει στο ''Θέσφατο'' Παππά :
«Ο Νίκος παραήταν υπολογίσιμος σε σημείο που δεν μπορούσε να το αντέξει ο Ζαχαριάδης»!
Δηλαδή, ΤΟΝ ΕΣΤΕΙΛΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΕΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥ ΠΑΡΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ!
Τέτοιας ποιότητας γραπτά έχουν την αξίωση να τα θεωρήσει κάθε καλόπιστος άνθρωπος ως ιστορικά τεκμήρια!..
Τρίτον ουσιώδες, που «ΤΟ ΒΗΜΑ» επίσης έκανε πως δεν είδε, είναι οι αυτοδιαψεύσεις της συγγραφέως του Θέσφατου. Το Τμήμα Ιστορίας του ΚΚΕ τεκμηρίωσε, με γραπτά κείμενα της ίδιας, ότι η συγγραφεύς άλλα έλεγε και εννοούσε για τα ίδια θέματα το 1952 και άλλα πολλά χρόνια αργότερα.
Αλλά αυτά δεν έχουν καμία σημασία για «ΤΟ ΒΗΜΑ». Οι δυστυχείς αναγνώστες του θα ξαναδιαβάσουν τα ίδια και τα ίδια σε επόμενα δημοσιεύματα της εφημερίδας. Τα ίδια παραμύθια.
Ποιος αναγνώστης θα ψάξει να βρει την αλήθεια, σου λένε οι ιθύνοντες...
Πόσοι θα μάθουν ότι «ΤΟ ΒΗΜΑ» παρέθεσε τα 2/3 της επιστολής που έστειλε η συγγραφεύς στον Ζαχαριάδη και έφαγε το σημείο στο οποίο εξέφραζε την άποψη του Μπελογιάννη και τη δική της για τον Μιχάλη Κύρκο «... είχαμε πεισθεί πριν πιαστώ πως ο Κύρκος ήταν ανοιχτός χαφιές και προβοκάτορας»;
Τόσοι και τόσοι αγωνιστές και αγωνίστριες κρατήθηκαν μακριά από τη δημοσιότητα. Αντιμετώπισαν με σεμνότητα και με ανιδιοτέλεια την προσφορά τους, την είδαν ως υποχρέωση απέναντι στο λαό και τίποτα περισσότερο. Παράλληλα, στάθηκαν με σεβασμό απέναντι στο ΚΚΕ, είτε ήταν μέλη του, είτε οπαδοί του. Δεν εξαργύρωσαν την προσφορά τους με τη «δημοφιλία» περιφερόμενοι από κανάλι σε κανάλι. Και, κυρίως, δε μετέτρεψαν σε μελό και σε προσωπική ιστορία κορυφαίες ώρες του ΚΚΕ, όπως έκανε η Ελλη Παππά . Φαίνεται ότι έχει και ο εγωκεντρισμός τη δική του απόλαυση...
Γι' αυτούς τους αγωνιστές, που έμειναν στην αφάνεια, δεν ενδιαφέρονται, εννοείται, τα αστικά Μέσα, δίχως, φυσικά, να νοιάζεται κανείς από όλους αυτούς για το μη ενδιαφέρον των αστικών Μέσων...
Για παράδειγμα, τα τέσσερα από τα πέντε μέλη της οικογένειας του Νίκου Καλούμενου βρέθηκαν στο εδώλιο με την κατηγορία της κατασκοπείας. Το πέμπτο μέλος της δε δικάστηκε, γιατί ήταν μόλις 11 χρόνων. Εκτός από τον Ν. Καλούμενο, που ως γνωστόν εκτελέστηκε, δικάστηκαν στην ίδια δίκη (του Μπελογιάννη και των άλλων 28 κομμουνιστών) η Ουρανία Καλούμενου (γυναίκα του) και οι δύο κόρες τους, η Ρίτα Καλούμενου και η Μαρία Καλούμενου, 20 και 18 χρόνων, αντιστοίχως. Η Μαρία Καλούμενου καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 χρόνων. Τραγωδία έπληξε και την οικογένεια του Ηλία Αργυριάδη. Εκείνον τον εκτέλεσαν, η γυναίκα του Κατερίνα Δάλλα αυτοκτόνησε (το πιθανότερο την «αυτοκτόνησε» η Ασφάλεια), τα δύο κορίτσια τους έμειναν ορφανά.
Δεν έχουν επιχειρήματα οι του ΒΗΜΑΤΟΣ να αντιπαρατεθούν. Και η Ιστορία τούς είναι χρήσιμη μόνο όταν την κακοποιούν.
-Ριζοσπάστης - Κυριακή 2 Μάη 2010-
Εγραψε στο κύριο άρθρο του «ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 16 Νοέμβρη 1951, δηλαδή τις ημέρες που ανακαλύφθηκαν από την Ασφάλεια οι ασύρματοι στην Καλλιθέα και στη Γλυφάδα:
«Αλλά η αποκάλυψις της νέας Κομμουνιστικής συνωμοσίας κατά την στιγμήν που έγινε, ήλθε λίαν επικαίρως να υπομνήση εις την Κυβέρνησιν ότι η λήψις των ειρηνευτικών μέτρων της πρέπει να είναι ΠΟΛΥ ΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ και ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ, ώστε να μη δυνηθούν να επωφεληθούν αυτής στοιχεία αμετανόητα και τα οποία απελευθερωνόμενα δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν την Κυβερνητικήν επιείκειαν παρά μόνον διά την προσφοράν και νέων φανατικών υπηρεσιών εις εκείνους που τους προστάζουν και τους τροφοδοτούν έξωθεν».
Παρ' όλα αυτά, «ΤΟ ΒΗΜΑ», για άλλη μια φορά, ανέλαβε το ρόλο του τιμητή απέναντι στο ΚΚΕ! Ετσι, με τον εκ του πονηρού αλλά και γελοίο τίτλο, Περισσός εναντίον Ελλης Παππά , «ΤΟ ΒΗΜΑ» της Κυριακής (25/4/2010) ανέλαβε με ένα δήθεν αντικειμενικό (δηλαδή ύπουλο) ρεπορτάζ να απαντήσει στα κείμενα του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ, Το ΚΚΕ γεννά Μπελογιάννηδες.
Και... «απάντησε»:
- Κρύβοντας ουσιώδη ζητήματα με τα οποία καταπιάνονταν τα κείμενα του Τμήματος Ιστορίας.
- Επιλέγοντας κάποια αποσπάσματα που εκείνοι έκριναν όπως τους βόλευε. Πετσοκόβοντας άλλα και δημοσιεύοντάς τα κατά το... ήμισυ!
- Και, βέβαια, επαναλαμβάνοντας διάφορα που έχουν γράψει δεκάδες φορές, δίχως να προσθέτουν το παραμικρό, δίκην παπαγάλου, στηριγμένοι προφανώς στο αξίωμα «επανάληψις μήτηρ μαθήσεως».
- Αλλιώς: Πες πες κάτι θα μείνει...
Μαζί με τον παραπάνω τίτλο, «ΤΟ ΒΗΜΑ» χρησιμοποίησε ως αναγγελτικό στην πρώτη σελίδα: ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Η άγνωστη μάχη για τον Μπελογιάννη.
Προτού δούμε άλλα θέματα του ΒΗΜΑΤΟΣ, ας σημειώσουμε ορισμένα για τα παραπάνω:
1. Το ΚΚΕ δεν ασχολείται προσωπικά με την Ελλη Παππά (πολύ περισσότερο με τον γιο της, όπως υποστηρίζει «ΤΟ ΒΗΜΑ»), όπως και με κανέναν από τους πρώην κομμουνιστές. Γενικώς, το ΚΚΕ θεωρεί ευτελισμό (εν ολίγοις ξεφτίλα) τις προσωπικές ενασχολήσεις. Μελετά την ηρωική ιστορία του με επιστημονική μεθοδολογία, για να βγάζει διδάγματα χρήσιμα για το παρόν και το μέλλον της ταξικής πάλης.
Το ΚΚΕ απαντά σε επιθέσεις στο πλαίσιο του γενικότερου ιδεολογικού μετώπου κατά της σύμπραξης του οπορτουνισμού και των αστικών μηχανισμών. Το κάνει αυτό και για τον Μπελογιάννη, και για τον Πλουμπίδη, και για τον Ζαχαριάδη, και για τον Βελουχιώτη, και για κάθε ιστορικό πρόσωπο που ο αστικοοπορτουνιστικός χώρος διαχωρίζει από το ΚΚΕ, για να στρέψει τις δικές του «αναλύσεις» κατά του ΚΚΕ.
2. Το ΚΚΕ δε δίνει μάχη για να διεκδικήσει τη μνήμη του Μπελογιάννη. Οι Μπελογιάννηδες ανήκουν στο ΚΚΕ και δε σκεφτήκαμε ούτε στιγμή να τους διεκδικήσουμε. Απλώς απαντάμε στη λαθροχειρία των αστικών μηχανισμών (π.χ. του ΒΗΜΑΤΟΣ), πολύ περισσότερο όταν αυτοί οι μηχανισμοί εξεγείρονται και από πάνω, επειδή λέμε ότι είναι τελείως διαφορετικοί οι συγγενικοί δεσμοί αίματος από τους δεσμούς αίματος των ηρωικών νεκρών μας με το ΚΚΕ και ότι μόνο οι δεύτεροι μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά και πολιτικά. Οχι οι συγγενικοί.
3. Ο Μπελογιάννης, κύριοι του ΒΗΜΑΤΟΣ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ. ΗΤΑΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ. Να τη σημειώνετε τη διαφορά, γιατί είναι τεράστια και όχι να κατατάσσετε τον Μπελογιάννη στην Αριστερά!!
Ενα από τα βασικά ζητήματα που «ΤΟ ΒΗΜΑ» απέκρυψε (το συνηθίζει) είναι οι δολοφόνοι του Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του (Αργυριάδης, Καλούμενος, Μπάτσης). Αυτό είναι το σημαντικό και όχι τα κουτσομπολιά που ονομάζουν ιστορία, τόσο αυτή η εφημερίδα, όσο και η Παππά (του είπα, μου είπε, του είπε, κ.λπ.).
Και το αντιλαμβάνονται όλοι οι έστω και λίγο μυημένοι, γιατί η εφημερίδα του Συγκροτήματος Λαμπράκη ΑΠΟΣΙΩΠΑ τη στάση του Πλαστήρα, του Ρέντη, του Παπασπύρου, του Καρτάλη και όλων των «κεντρώων» στην υπόθεση Μπελογιάννη.
Αλήθεια, μια που τόσο αρέσκονται να χρησιμοποιούν φράσεις και κείμενα της Παππά , γιατί δε δημοσιεύουν και το σχετικό γράμμα της, με το οποίο ψέλνει στον Πλαστήρα τα εξ αμάξης, το έτος 1952, κατατάσσοντάς τον στους δολοφόνους του Μπελογιάννη, ανάμεσα στον Πιουριφόι κ.ά.;
Αλλά τώρα βρισκόμαστε στο 2010. Τα πολλά χρόνια που πέρασαν από τις εκτελέσεις, αλλά και το ...τακτ που ίσως θεωρεί ότι πρέπει να δείχνει στους δημοσιογράφους των αστικών Μέσων, φαίνεται ότι εμποδίζουν και τον γιο της Παππά να πει την αλήθεια. Ετσι, δε δίστασε να αποδεχθεί (ΝΕΤ 19/4/2010) ότι ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν Κυριακή και νύχτα, επειδή οι δολοφόνοι φοβήθηκαν ότι ο Πλαστήρας μπορούσε να δώσει χάρη!.. ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΝ ΚΡΑΝΙΩ, αμφότεροι!
Δεύτερον ουσιώδες, που «ΤΟ ΒΗΜΑ» έκανε πως δεν είδε: Την εκφρασμένη θέληση του Μπελογιάννη να έρθει στην Ελλάδα, πολλούς μήνες προτού αποφασίσει το ΠΓ για την αποστολή του.
Το σημείωνε ο Μπελογιάννης αυτό στο ημερολόγιό του. Εγραψε στις 27 Νοέμβρη 1949:«Η κατάσταση που παρακολουθώ στην Ελλάδα μου γεννάει μια ανυπομονησία πότε να βρεθώ κάτω, αδιαφορώντας για τις συνθήκες και τις δυσκολίες που θα συναντήσω».
Αυτά, «ΤΟ ΒΗΜΑ» δεν τα είδε...
Και έγραψε αυτά που η Παππά «έχει η ίδια υποστηρίξει σε εκμυστηρεύσεις της, λιγότερο ή περισσότερο ευθέως, σχετικά με τις ευθύνες τόσο του Ζαχαριάδη, όσον αφορά για την αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα...».
Βεβαίως, ο Μπελογιάννης στάλθηκε στην Ελλάδα και γιατί το ήθελε, και με κομματική απόφαση. Το τελευταίο ο Ζαχαριάδης ουδέποτε το αρνήθηκε. Και γιατί έχει ευθύνη; Επειδή ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε; Τόσοι κομμουνιστές και τόσες κομμουνίστριες που ήρθαν παράνομα τι ήταν; (Ρούλα Κουκούλου, Χαρίλαος Φλωράκης, Αύρα Παρτσαλίδου και 10άδες ακόμα). Την αστική τάξη, δηλαδή την τάξη του ΒΗΜΑΤΟΣ που δολοφονεί, να δούνε και όχι το ΚΚΕ που μαχόταν και μάχεται. Οι αγώνες έχουν θυσίες.
Ομως «ΤΟ ΒΗΜΑ» παραμένει κι επιμένει στο ''Θέσφατο'' Παππά :
«Ο Νίκος παραήταν υπολογίσιμος σε σημείο που δεν μπορούσε να το αντέξει ο Ζαχαριάδης»!
Δηλαδή, ΤΟΝ ΕΣΤΕΙΛΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΕΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥ ΠΑΡΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ!
Τέτοιας ποιότητας γραπτά έχουν την αξίωση να τα θεωρήσει κάθε καλόπιστος άνθρωπος ως ιστορικά τεκμήρια!..
Τρίτον ουσιώδες, που «ΤΟ ΒΗΜΑ» επίσης έκανε πως δεν είδε, είναι οι αυτοδιαψεύσεις της συγγραφέως του Θέσφατου. Το Τμήμα Ιστορίας του ΚΚΕ τεκμηρίωσε, με γραπτά κείμενα της ίδιας, ότι η συγγραφεύς άλλα έλεγε και εννοούσε για τα ίδια θέματα το 1952 και άλλα πολλά χρόνια αργότερα.
Αλλά αυτά δεν έχουν καμία σημασία για «ΤΟ ΒΗΜΑ». Οι δυστυχείς αναγνώστες του θα ξαναδιαβάσουν τα ίδια και τα ίδια σε επόμενα δημοσιεύματα της εφημερίδας. Τα ίδια παραμύθια.
Ποιος αναγνώστης θα ψάξει να βρει την αλήθεια, σου λένε οι ιθύνοντες...
Πόσοι θα μάθουν ότι «ΤΟ ΒΗΜΑ» παρέθεσε τα 2/3 της επιστολής που έστειλε η συγγραφεύς στον Ζαχαριάδη και έφαγε το σημείο στο οποίο εξέφραζε την άποψη του Μπελογιάννη και τη δική της για τον Μιχάλη Κύρκο «... είχαμε πεισθεί πριν πιαστώ πως ο Κύρκος ήταν ανοιχτός χαφιές και προβοκάτορας»;
Τόσοι και τόσοι αγωνιστές και αγωνίστριες κρατήθηκαν μακριά από τη δημοσιότητα. Αντιμετώπισαν με σεμνότητα και με ανιδιοτέλεια την προσφορά τους, την είδαν ως υποχρέωση απέναντι στο λαό και τίποτα περισσότερο. Παράλληλα, στάθηκαν με σεβασμό απέναντι στο ΚΚΕ, είτε ήταν μέλη του, είτε οπαδοί του. Δεν εξαργύρωσαν την προσφορά τους με τη «δημοφιλία» περιφερόμενοι από κανάλι σε κανάλι. Και, κυρίως, δε μετέτρεψαν σε μελό και σε προσωπική ιστορία κορυφαίες ώρες του ΚΚΕ, όπως έκανε η Ελλη Παππά . Φαίνεται ότι έχει και ο εγωκεντρισμός τη δική του απόλαυση...
Γι' αυτούς τους αγωνιστές, που έμειναν στην αφάνεια, δεν ενδιαφέρονται, εννοείται, τα αστικά Μέσα, δίχως, φυσικά, να νοιάζεται κανείς από όλους αυτούς για το μη ενδιαφέρον των αστικών Μέσων...
Για παράδειγμα, τα τέσσερα από τα πέντε μέλη της οικογένειας του Νίκου Καλούμενου βρέθηκαν στο εδώλιο με την κατηγορία της κατασκοπείας. Το πέμπτο μέλος της δε δικάστηκε, γιατί ήταν μόλις 11 χρόνων. Εκτός από τον Ν. Καλούμενο, που ως γνωστόν εκτελέστηκε, δικάστηκαν στην ίδια δίκη (του Μπελογιάννη και των άλλων 28 κομμουνιστών) η Ουρανία Καλούμενου (γυναίκα του) και οι δύο κόρες τους, η Ρίτα Καλούμενου και η Μαρία Καλούμενου, 20 και 18 χρόνων, αντιστοίχως. Η Μαρία Καλούμενου καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 χρόνων. Τραγωδία έπληξε και την οικογένεια του Ηλία Αργυριάδη. Εκείνον τον εκτέλεσαν, η γυναίκα του Κατερίνα Δάλλα αυτοκτόνησε (το πιθανότερο την «αυτοκτόνησε» η Ασφάλεια), τα δύο κορίτσια τους έμειναν ορφανά.
Δεν έχουν επιχειρήματα οι του ΒΗΜΑΤΟΣ να αντιπαρατεθούν. Και η Ιστορία τούς είναι χρήσιμη μόνο όταν την κακοποιούν.
-Ριζοσπάστης - Κυριακή 2 Μάη 2010-
'Αρης Βελουχιώτης
|
|
Εισαγωγή
Ο Αρης Βελουχιώτης (Θανάσης Κλάρας) υπήρξε ένα από τα ηγετικά πρόσωπα της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, που ταυτίστηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ενάντια στη γερμανοϊταλική κατοχή.
Ο Αρης Βελουχιώτης επέδειξε εξαιρετικές οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητες, συμβάλλοντας σημαντικά, ως πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, στη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Τα παραπάνω, αποδεδειγμένα και σε μια σειρά σημαντικές μάχες (όπως π.χ. στο Γοργοπόταμο), οδήγησαν σε μια μυθοποίηση του Αρη Βελουχιώτη όπως και άλλων καπεταναίων ή μη. Η μυθοποίηση, κακός σύμβουλος για την επιστημονική έρευνα, αξιοποιήθηκε από πολλούς, με σκοπό να κτυπηθεί, έτσι ή αλλιώς το ΚΚΕ.
Στo πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, συχνά παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο Αρης αποτελεί ένα ιστορικό πρόσωπο, το οποίο διαμορφώθηκε και αναδείχθηκε μέσα από πολύ συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες (Κατοχή και Αντίσταση) και μέσα από πολύ συγκεκριμένες συλλογικές πολιτικές και ιδεολογικές δομές (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας).
Η ύπαρξη του ΚΚΕ αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα, που δεν καθορίζεται από τον α’ ή β’ ηγέτη του, όσο κι αν είναι σημαντικός ο ρόλος που αυτός επωμίζεται. Αυτό ισχύει για κάθε ηγετικό πρόσωπο, ισχύει και για τον Αρη, είτε τον Σαράφη, είτε άλλους. Με την έννοια αυτή, το να αποδίδεται με υπερμεγέθη τρόπο στον Αρη η ανάπτυξη και δράση του ΕΛΑΣ, δε δείχνει σεβασμό ούτε στο πρόσωπο.
Η μυθοποίηση εμπεριέχει εξ αντικειμένου την υπερβολή. Ομως, η υπερβολή των δυνατοτήτων του ηγέτη συνδέεται με την υποτίμηση του ρόλου των λαϊκών μαζών στη διαμόρφωση της ιστορικής εξέλιξης. Την ιστορία τη γράφουν οι τάξεις που είναι φορείς νέων, προοδευτικών σχέσεων παραγωγής. Ο ηγέτης ή οι ηγέτες, όποτε χρειάστηκε βρέθηκαν. Και βεβαίως η προσωπικότητα παίζει σημαντικό ρόλο, όμως μόνο ως εκφραστής των επιδιώξεων των πολλών, των μαζών, της συλλογικής θέλησης και δράσης μέσα στην αναγκαιότητα.
Στις περισσότερες καταγραφές του ζητήματος, λοιπόν, ο Αρης Βελουχιώτης παρουσιάζεται ως σύμβολο το οποίο εμπεριείχε απόλυτα και διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους χαρακτηριστικά (είτε του απόλυτου καλού είτε του απόλυτου κακού), ανάλογα με τις πολιτικές και ηθικές επιδιώξεις του κάθε μελετητή. Συγκεκριμένα, μέσα από μια πληθώρα αρθρογραφίας και βιβλιογραφίας, επιχειρείται, από αστούς και οπορτουνιστές ιστοριογράφους, η συκοφάντηση της ιστορικής πορείας του ΚΚΕ, των οργανωτικών αρχών λειτουργίας του, καθώς και το κτύπημα της πολιτικής του σήμερα.
Από ποιους λοιπόν προβάλλεται ο Αρης και από ποια πλευρά, έχει ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση των διαφόρων αναλύσεων. Για παράδειγμα, όταν ένας συγγραφέας διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, επειδή το ΚΚΕ δε συμφώνησε με τον Αρη το 1945 για τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα, είναι αρκετό για να θέσει σε προβληματισμό τον κάθε καλοπροαίρετο παρατηρητή, όταν ο συγγραφέας ομολογεί ότι τάσσεται υπέρ της «Συμφωνίας της Βάρκιζας»…
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Θανάσης Κλάρας γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1905 στη Λαμία. Καταγόταν από οικογένεια σχετικά εύπορη με τα κριτήρια της εποχής. Τα εφηβικά του χρόνια πέρασαν εν μέσω έντονων πολιτικών αναταραχών και ζυμώσεων (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, «εθνικός διχασμός», πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, άνοδος των εργατικών αγώνων, κρατικές παρεμβάσεις και διώξεις κατά του ΚΚΕ και του συνδικαλιστικού κινήματος κλπ.).
Με το ΚΚΕ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή μετά την κάθοδό του στην Αθήνα το 1923, μέσω του Τάκη Φίτσου, φοιτητή της Νομικής και έπειτα στελέχους του ΚΚΕ. Το 1925-1926 κλήθηκε στο Στρατό. Τότε γνώρισε τις συνέπειες της πολιτικής του ταυτότητας ως κομμουνιστή και οδηγήθηκε στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου (τόπος μαρτυρίου για όσους στρατιώτες κρίνονταν ύποπτοι για τα κοινωνικά τους φρονήματα).
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ένταξή του στο Κόμμα και την επιβολή της Μεταξικής δικτατορίας, η ζωή του Αρη μοιράστηκε μεταξύ των διαφόρων κομματικών χρεώσεων, των συνεπειών, των διώξεων (φυλακές, εξορίες κλπ.) και περιστασιακών βιοποριστικών δραστηριοτήτων (ως οικοδόμος, μπογιατζής κ.ά.).
Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, ο Κλάρας συνελήφθη και στάλθηκε στην Αίγινα το 1938 και από εκεί στις φυλακές της Κέρκυρας το 1939, όπου υπέγραψε «δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού». Σύμφωνα με το γράμμα που έστειλε ο αδερφός του Βελουχιώτη, ο Μπάμπης Κλάρας, στο Νίκο Ζαχαριάδη το 1945, την προηγούμενη της δημοσίευσης της αποκηρύξεως του Αρη, ο Θανάσης Κλάρας τη δήλωση «δεν την αρνήθηκε ποτέ, πάντα την καταδίκαζε και πάντα ζητούσε να δικαστεί γι’ αυτό από κομματικό δικαστήριο». Οι λόγοι που οδήγησαν στη δήλωση ανάγονται από τον ίδιο στη συγκεκριμένη «ψυχολογική εκείνη στιγμή».
Φορείς της αναπαραγωγής του κλασσικού ιδεολογικο-πολιτικού αντι-ΚΚΕ μοτίβου υποστήριξαν αναφορικά με την υπόθεση της δήλωσης Βελουχιώτη, πως «για μιαν ακόμη φορά και κατά τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, αποδείχτηκε πως η απάνθρωπη φετιχοποίηση της «δήλωσης», που είχε καθιερώσει η ηγεσία του ΚΚΕ, κάθε άλλο παρά την εύκολη και γρήγορη, την καλλίτερη και επωφελέστερη αξιοποίηση των στελεχών του εξασφάλιζε».
Για τις τέτοιες τοποθετήσεις χρειάζεται να σημειωθούν τα εξής:
α) Τη φυσική εξόντωση των αγωνιστών δεν την έκανε το ΚΚΕ ή η ηγεσία του, αλλά ο κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους, γεγονός που ... διαφεύγει. Διατυπώνοντας όμως την άποψη πως ο υπεύθυνος για την εξόντωση των κομμουνιστών στις φυλακές δεν ήταν ο κατασταλτικός μηχανισμός, αλλά η «ξεροκεφαλιά» της ηγεσίας του ΚΚΕ, εμμέσως πλην σαφώς αυτό που πραγματοποιείται εν τέλει είναι η απενοχοποίηση των διωκτών.
β) Αν η υπόθεση της «δήλωσης αποκήρυξης του κομμουνισμού» ήταν απλά ΜΙΑ ΤΥΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, όπου τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος θα μπορούσαν να υπογράφουν και να φεύγουν συνεχίζοντας μετά τη δουλειά τους, δε θα είχε νόημα από πλευράς κατασταλτικού μηχανισμού ούτε η σύλληψη, ούτε και η επιμονή στην υπογραφή. Άλλωστε, η επιμονή του κατασταλτικού μηχανισμού στη δήλωση αποκήρυξης δεν αφορούσε τόσο τη φυσική, όσο την ηθική εξόντωση των μελών και οπαδών του κόμματος. Αποσκοπούσε να εμφανίσει τους κομμουνιστές και το ΚΚΕ ως αφερέγγυους και αναξιόπιστους, που λένε μεγάλα λόγια και που τα «διπλώνουν» μόλις στριμωχθούν. Και εκεί ακριβώς έγκειται η σπουδαιότητά της.
Επιπλέον, η παραπάνω άποψη, παραγνωρίζει τη γενικότερη πολιτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί εκείνα τα χρόνια, κατά την οποία «η δήλωση είχε καταντήσει επιδημική νόσος», ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις «δηλωσιών» που στρέφονταν ενάντια στο ΚΚΕ μετατρεπόμενοι σε χαφιέδες (με πιο γνωστά παραδείγματα τα ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ Μιχαηλίδη, Μανωλέα και Τυρίμο).
Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός ότι τότε ακόμα και «Κεντρική Επιτροπή» δημιούργησε η Κρατική Ασφάλεια, τη λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση», η οποία λειτουργούσε παράλληλα με την «Παλιά Κεντρική Επιτροπή», ενώ έβγαιναν και δύο «Ριζοσπάστες» αντιστοίχως.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Αμέσως μετά την απόρριψη του Ιταλικού τελεσιγράφου (28.10.1940) από την Κυβέρνηση Μεταξά και την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, οι έγκλειστοι κομμουνιστές στα ξερονήσια και τις φυλακές ζήτησαν από τις Αρχές να σταλούν στο μέτωπο να αγωνιστούν κατά των επιδρομέων. Ομως η Ασφάλεια (Κ. Μανιαδάκης) ζητούσε πρώτα να κάνουν «δήλωση μετάνοιας» και μετά θα τους έστελνε στο Μέτωπο! Οσοι δεν κατάφεραν να δραπετεύσουν παραδόθηκαν μετέπειτα στους κατακτητές και εκατοντάδες από αυτούς εκτελέστηκαν. Οι κομμουνιστές του Μετώπου πολέμησαν παλικαρίσια, ενώ ξεχωριστός υπήρξε ο ρόλος των Κομματικών Στρατιωτικών Οργανώσεων.
Η ανάπτυξη και διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που είχε εκφραστεί από την πρώτη στιγμή της ιταλικής επιδρομής με το Α΄ ανοιχτό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη (31.10.1940), έλαβε τη μορφή επίσημης απόφασης από την 6η Ολομέλεια της ΚΕ (1.7.1941), η οποία αποφάσισε τη δημιουργία του ΕΑΜ, και αργότερα από την 7η Ολομέλεια (αρχές Σεπτέμβρη 1941).
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Κλάρας στρατεύθηκε σε μονάδα αντιαεροπορικού πυροβολικού, ενώ μετά την ήττα επέστρεψε στην υπό κατοχή πλέον Αθήνα, στην οποία και συνέχισε με τα υπόλοιπα στελέχη του ΚΚΕ την προσπάθεια ανασυγκρότησης των κομματικών οργανώσεων. Τον Ιούλιο του 1941 ο Κλάρας ζήτησε να συνδεθεί με την ΚΕ και να κάνει ό,τι δουλειά του ανατεθεί. Οταν ο Αρης με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ ξεκίνησε για το βουνό, η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ως εξής:
α) Διάσπαρτες ένοπλες ομάδες ανταρτών είχαν σχηματισθεί ήδη, μόλις δύο μήνες μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Ελλάδας από τους Γερμανοϊταλούς και Βούλγαρους, στα τέλη Ιούνη του 1941 στην περιοχή της Μακεδονίας με εντολή του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ. Η σημασία που έδινε το Κομμουνιστικό Κόμμα στον ένοπλο αγώνα διατυπώνεται ξεκάθαρα και από την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (1-3 Ιουλίου 1941), όπου υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά: «Οργανώνοντας ακούραστα τον αγώνα για τα καθημερινά ζητήματα όλων των λαϊκών στρωμάτων και την ένοπλη αντίσταση στους κατακτητές, το κόμμα και ο κάθε κομμουνιστής ξεχωριστά οφείλει να προσανατολίζεται έγκαιρα και σωστά στα σοβαρά γεγονότα…να οργανώνει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας». Την ανάγκη οργάνωσης της ένοπλης αντίστασης επισήμανε και η 7η Ολομέλεια.
β) Στις 16 Αυγούστου του 1941 ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ). Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941. Στο μεταξύ είχαν ξεκινήσει από το ΚΚΕ οι διεργασίες δημιουργίας στρατιωτικών καθοδηγητικών πυρήνων.
γ) Αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ και στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων, ο Κλάρας ανέλαβε με οδηγία της ΚΕ τη συγκρότηση του αντάρτικου και στις αρχές Νοεμβρίου του 1941 ξεκίνησε την πρώτη σχετική περιοδεία του, συνοδευόμενος και από άλλα μέλη και στελέχη του Κόμματος, ενώ βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία και συνεννόηση με τις διάφορες κομματικές οργανώσεις στην επαρχία, οι οποίες του παρείχαν την απαιτούμενη υποστήριξη σε έμψυχο δυναμικό και άψυχο υλικό.
Με άλλα λόγια: ο ένοπλος αγώνας ενάντια στους φασίστες κατακτητές είχε ξεκινήσει, αποσπασματικά, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αμέσως μετά την έναρξη της περιόδου της Κατοχής.
Η περιοδεία του Αρη κράτησε αρκετούς μήνες στις περιοχές της Φθιώτιδας, Θεσσαλίας και Ευρυτανίας. Με την επιστροφή του στην Αθήνα υπέβαλε την έκθεσή του στην ΚΕ και πήρε εντολή να συνεργαστεί με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας του ΚΚΕ για τη δημιουργία ένοπλων ομάδων αντίστασης στη Ρούμελη. Ετσι, κατά τα τέλη Μάρτη - αρχές Απρίλη του 1942 η πρώτη ομάδα υπό την αρχηγία του Αρη Βελουχιώτη βγήκε από τη Σπερχειάδα.
Πριν ασχοληθούμε με την πορεία ανάπτυξης του αντάρτικου και το ρόλο του Αρη Βελουχιώτη σε αυτή την προσπάθεια, έχει σημασία να σταθούμε για λίγο και να απαντήσουμε σε ένα τελευταίο ζήτημα, το οποίο αναπαράγεται σε μέρος της βιβλιογραφίας: τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στον ένοπλο αγώνα.
Σε σχέση με αυτό, ορισμένοι ιστοριογράφοι υποστηρίζουν πως το ΚΚΕ είτε ήταν αντίθετο, είτε υπονόμευε, είτε προσέδιδε δευτερεύουσα σημασία στο αντάρτικο κίνημα. Πρόκειται για ιστορική ανακρίβεια, η οποία εμπεριέχει πολιτική σκοπιμότητα.
Οπως είδαμε και νωρίτερα, το ΚΚΕ είχε από πολύ νωρίς διαπιστώσει την ανάγκη ένοπλης αντίστασης στον κατακτητή. Βέβαια, η μετατροπή των διασκορπισμένων και ολιγάριθμων αντάρτικων ομάδων σε αξιόμαχο απελευθερωτικό λαϊκό στρατό με δράση σε εθνική κλίμακα δεν πραγματοποιήθηκε σε μια νύχτα και χωρίς δυσκολίες. Αλλωστε, για να αναπτυχθεί ένας ένοπλος αγώνας πρέπει να στηρίζεται πρώτα απ’ όλα και πάνω σε μια πλατύτερη οργανωμένη πολιτική λαϊκή βάση. Και τα θεμέλια αυτής άρχισαν να μπαίνουν με τη συγκρότηση του ΕΑΜ. Ηταν σωστή η άποψη ότι γερό αντάρτικο κίνημα δεν μπορεί να υπάρχει δίχως γερό πολιτικό κίνημα στις πόλεις.
Η προσφορά του Βελουχιώτη στη δημιουργία των πρώτων ΕΛΑΣίτικων τμημάτων, αλλά και στη σύσταση των αρχηγείων του ΕΛΑΣ, υπήρξε σημαντική. Σε αυτόν αποδίδεται η έμπνευση και αποκρυστάλλωση διαφόρων οργανωτικών δομών του ΕΛΑΣ, καθώς και η καθιέρωση μιας σειράς από ηθικούς και στρατιωτικούς κανόνες λειτουργίας του αντάρτικου. Η θριαμβευτική είσοδος της πρώτης ανταρτοομάδας στο χωριό Δομνίτσα της Ευρυτανίας με επικεφαλής τον Βελουχιώτη εγκαινίασε και μια νέα τακτική επαφής του νεοϊδρυθέντος λαϊκού απελευθερωτικού στρατού με τις λαϊκές μάζες, η οποία θα αποβεί ιδιαίτερα επιτυχής στην ενημέρωση και τόνωση του ηθικού των δεύτερων, καθώς και στην ανάπτυξη των γραμμών και του κύρους των πρώτων.
Η σταδιακή εκκαθάριση όλο και ευρύτερων τμημάτων της επαρχιακής Ελλάδας από τους τοπικούς αντιπροσώπους του αστικού κράτους και των οργάνων του (τα αποσπάσματα χωροφυλακής), έδωσε το έναυσμα και αποτέλεσε τη βάση για την ανάδειξη νέων μορφών λαϊκής εξουσίας και κυριαρχίας.
Η διαμορφούμενη αυτή κατάσταση δεν άφησε αδιάφορες τις δυνάμεις κατοχής. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε η πρώτη νίκη του ΕΛΑΣ ενάντια σε ιταλικό καταδιωκτικό απόσπασμα που είχε σταλεί για να αναχαιτίσει τη δραστηριότητά τους.
Το Φλεβάρη του 1943 ο Βελουχιώτης κατέβηκε στην Αθήνα και ενημέρωσε την ηγεσία του ΚΚΕ σε θέματα που αφορούσαν την ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος και του αντάρτικου. Στις 10 Μάρτη στάλθηκε και πάλι, ως καπετάνιος πλέον του πενταμελούς Αρχηγείου Ρούμελης, στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας.
Οι αντικειμενικά αυξανόμενες ανάγκες συντονισμού του ραγδαία αναπτυσσόμενου αντάρτικου οδήγησαν το Μάη του 1943 στη συγκρότηση του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Ο Βελουχιώτης επωμίστηκε την ευθύνη του καπετάνιου του ΓΣ του ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό αρχηγό το στρατηγό Στέφανο Σαράφη και πολιτικό αντιπρόσωπο του ΕΑΜ τον Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη).
Στην ιστοριογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη πως οι πρακτικές του Αρη συχνά ξεπερνούσαν τα όρια.
Συχνά παρατίθεται το παράδειγμα του κτηματία Μαραθέα, ο οποίος προκειμένου να τιμωρήσει τους πεινασμένους χωρικούς που έκαναν έφοδο στις κατάμεστες με τρόφιμα αποθήκες του, θέλοντας να εξασφαλίσουν κάποια τροφή, κάλεσε τους Ιταλούς να «επιβάλουν την τάξη», με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και το θάνατο 11 ανθρώπων.
Ο Βελουχιώτης διέταξε την εκτέλεση του κτηματία και την ομηροποίηση του υιού του προς αποφυγήν αντιποίνων κατά των χωρικών, ενώ παράλληλα απαίτησε την αποζημίωση των οικογενειών των χωρικών που εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς.
Μπορεί να διαφωνήσει με τη στάση αυτή του ΕΛΑΣ ο κάθε καλόπιστος άνθρωπος που σκέφτεται ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΣ με ταξικό τρόπο;
Στη βία των αδικητών αντιτάχθηκε η βία του λαϊκού δίκιου.
Ετσι έδρασε ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις του ΕΑΜ.
Με βάση την υποστήριξη του λαϊκού δίκιου, απέναντι στη βία των κατακτητών, του αστικού κράτους και των οργάνων του.
Μέσα σε συνθήκες κατοχής, πείνας και ένοπλου αγώνα, θα ήταν υπερβολικά απλό να πει κανείς πως δεν υπήρξαν και υπερβολές ή υπερβάσεις. Αλλά σε ποια λαϊκή εξέγερση δεν υπήρξαν (αστικές επαναστάσεις, κ.ά.); Θα ήταν όμως σίγουρα ιστορικά απαράδεκτη υπερβολή η αναγωγή τους σε κανόνα με σκοπό (έμμεσο ή άμεσο) τη δυσφήμιση, την αναίρεση ή υποτίμηση του δίκαιου αγώνα και των θυσιών του ΕΛΑΣ, αλλά και την νομιμοποίηση της κρατικής και ταξικής βίας.
Οι τέτοιες «καταγγελτικές» απόψεις αποσιωπούν τη βιαιότητα της εξουσίας που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, όπως εκφράστηκε με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
Υπερπλουτισμός αστών και γαιοκτημόνων εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού που στην κυριολεξία πέθαινε από πείνα.
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ : ανελέητη δίωξη των ΕΑΜιτών, βασανιστήρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτελέσεις, ψυχολογικός πόλεμος.
'Ηταν και η δράση ένοπλων δυνάμεων (ΕΔΕΣ - «Τάγματα Ασφαλείας», κ.ά.) για να κτυπηθεί το ΕΑΜ.
Γύρω και από το θέμα της αντιμετώπισής τους από τον ΕΛΑΣ δημιουργήθηκε εντέχνως ολόκληρος θόρυβος, ο οποίος, όσον αφορά για παράδειγμα την Πελοπόννησο (1944), ΑΠΟΚΡΥΠΤΕΙ τη δράση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» (φόνοι αμάχων, βιασμοί γυναικών, εμπρησμοί, κ.ά.).
Ο ΕΛΑΣ με την παρουσία και του Αρη Βελουχιώτη, αντιμετώπισε τα «Τάγματα» με το δίκιο του αγωνιζόμενου και δεινοπαθούντος λαού. Οσον αφορά τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ, μπορεί να τις δει κανείς έξω από το πλαίσιο της ταξικής πάλης που διεξαγόταν; Δε θα ήταν αντικειμενικό να τις προσεγγίσουμε έξω από το παραπάνω πλαίσιο.
Η υπογράμμιση των κοινωνικών και οικονομικών βάσεων της βίας την περίοδο που πραγματευόμαστε αποκτά σήμερα ιδιαίτερη σημασία, υπό το πρίσμα των αυξανόμενων «κρουσμάτων» της αστικής ιστοριογραφίας αναφορικά με το θέμα, κατά την οποία «η βία…αυτονομείται από το ερώτημα ποια κοινωνική τάξη την επιδιώκει κάθε φορά και για ποιο σκοπό».
Μια άλλη πλευρά αφορά στην εκτίμηση του Βελουχιώτη για το Βρετανικό παράγοντα όπως αυτή αναπτύχθηκε μέσα από την επαφή και σχέση που είχαν οι δύο πλευρές στη συνεργασία τους ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις.
Διατυπώνεται η άποψη, που είναι κυρίαρχη, ότι ο Αρης είχε αντιληφθεί το ρόλο των Εγγλέζων και ότι είχε «μετρήσει» σωστά τις πραγματικές προθέσεις τους, καθότι τους είχε γνωρίσει καλά και από κοντά στα βουνά.
Το θέμα είναι συζητήσιμο. Βεβαίως, μετά τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» η τοποθέτηση του Αρη απέναντι στους Βρετανούς ήταν σαφής. Το ίδιο και τα όσα έγραφε στο γράμμα του το Σεπτέμβρη του 1943, προς το Πολιτικό Γραφείο, όπου υπογράμμιζε πως χειρότεροι από τους Αγγλους δεν είναι ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί. Ομως δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που και ο ίδιος ο Βελουχιώτης, βρέθηκε να τονίζει τη σημασία του κοινού αγώνα και να εξυμνεί τη συμβολή των συμμάχων σε αυτόν.
ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ ’44 ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ
Λίγο πριν από τις μάχες του Δεκέμβρη 1944 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των καπεταναίων του ΕΛΑΣ στη Λαμία. Για πολλούς μελετητές η τοποθέτησή του στη σύσκεψη αποτέλεσε το σημείο της αντίστροφης μέτρησης για το τελικό αποτέλεσμα των όσων διαδραματίστηκαν στη συνέχεια.
Ωστόσο, τίποτε δε στοιχειοθετεί την επιχειρηματολογία περί ρήξης με τη στρατηγική του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Εκεί που εστιαζόταν η κριτική του Αρη, ήταν οι επιδιώξεις των Εγγλέζων και η μορφή της πάλης.
Ο Αρης Βελουχιώτης επέλεξε την ένοπλη πάλη και καταδίκασε τη «Συμφωνία της Βάρκιζας».
Και έχει δικαιωθεί ως προς αυτά.
Ομως δεν εξέφραζε άλλη στρατηγική αντίληψη από εκείνη που εκφραζόταν από πλευράς ΚΚΕ και ΕΑΜ. Το ΚΚΕ τασσόταν υπέρ της ομαλής δημοκρατικής μετάβασης με το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης που θα προχωρούσε στη διενέργεια εκλογών, για να αποφασίσει ο λαός.
Σύμφωνα με την έκθεση του Μπάμπη Κλάρα στο Ζαχαριάδη, μετά τις μάχες του Δεκέμβρη, «ο Αρης πιστεύει ότι με μια σωστή γραμμή και μια ικανή ηγεσία, θα μπορούσε να νικήσει ο λαός. Σε αυτό αντιτάσσεται τελευταίο, ένα επιχείρημα: Κι αν για μια στιγμή, τις πρώτες μέρες νικούσε ο λαός, οι Αγγλοι θα έκαναν πάλι απόβαση και θα τον συνέτριβαν. Δεν είναι όμως έτσι. Γιατί αν τις πρώτες μέρες νικούσε ο λαός και ολοκλήρωνε αμέσως τη νίκη του με την άμεση εγκαθίδρυση μιας πανδημοκρατικής κυβέρνησης, τα πράγματα θα έπαιρναν άλλη μορφή, και από εσωτερική και από διεθνή άποψη».
Ομως προκύπτει το ερώτημα: Ποια ήταν η σωστή γραμμή;
Ο Αρης πουθενά δε διατυπώνει κάποια διαφορετική εναλλακτική πρόταση στρατηγικής από του ΚΚΕ, πέρα από τη θέση του για συνέχιση του ένοπλου αγώνα.
Στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, 9 Μάη 1945», αναφέρεται σχετικά με το ζήτημα της στρατηγικής και το θέμα της εξουσίας:
«Το ΚΚΕ έδωσε στον αγώνα χιλιάδες από τα καλύτερα παιδιά του. Δημιούργησε πρότυπα στάσης ζωής μέσα από ένα μαζικό ηρωισμό, που κλόνισε το αστικό πολιτικό σύστημα και οδήγησε τα αστικά κόμματα σε απομαζικοποίηση και ανυποληψία (…) Ηταν αναγκαίο να μελετηθεί η τακτική του αντιπάλου (Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων) και να προσαρμοστεί ανάλογα η στρατηγική του ΚΚΕ. Εφόσον ο ταξικός αντίπαλος προετοιμαζόταν για την «επόμενη μέρα του πολέμου», για τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις, έπρεπε να κάνει το ίδιο από τη δική του σκοπιά και ο λαϊκός παράγοντας (...). Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και ενδιάμεση πολιτική εξουσία μεταξύ της αστικής και της επαναστατικής εργατικής εξουσίας. Η ικανότητα του ΚΚ να επιβεβαιώνει τον ανεξάρτητο ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό ρόλο του εκφράζεται με την επιστημονική θεμελίωση της στρατηγικής του, κατά συνέπεια με την αντικειμενική ανάλυση του καπιταλισμού, με την ορθή ανάλυση της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, την τακτική του ταξικού αντίπαλου. Συνδέεται, τελικά, με την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού».
Στο πλαίσιο της ίδιας αντίληψης, που παραγνώριζε την αντίθεση αστική τάξη - εργατική τάξη, κινούνταν και η πολιτική αντίληψη του Αρη. Οι εκτιμήσεις του αναφορικά με την ανάγκη οργάνωσης και διεξαγωγής ένοπλου αγώνα, δεν συγκροτούν από μόνες τους επαναστατική πολιτική. Γιατί η ένοπλη πάλη δεν αποτελεί σκοπό, αλλά μέσον προς την επίτευξη του στόχου.
Το γεγονός ήταν πως το ΚΚΕ υπέταξε την πάλη για την πολιτική εξουσία «στις εθνικοαπελευθερωτικές επιδιώξεις και τότε που οι συνθήκες επέβαλαν, ιδίως μετά το 1943, να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας ως αποτέλεσμα της αντιστασιακής πάλης και έπαθλο του ένοπλου αγώνα. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιουλίου 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την «εθνική ενότητα». Και δε διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις μιας πορείας που θα είχε μεγάλες πιθανότητες να οδηγήσει στη νίκη».
Το Φλεβάρη-Μάρτη του 1945 ο Αρης ήρθε σε επαφή με στελέχη του ΚΚΕ, προκειμένου να προωθήσει τις απόψεις του. Σε συνάντηση με αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στα Τρίκαλα του προτάθηκε να γυρίσει μαζί της στην Αθήνα, ώστε να αναλάβει επικεφαλής στην υπό ίδρυση «Συνομοσπονδία Εθνικών Αγωνιστών».
Ο Αρης αρνήθηκε.
Στη διάρκεια μετάβασής του στη Ρούμελη «πήρε την απόφαση να παραβιάσει την κομματική πειθαρχία και μαζί με τον Τάκη Φίτσο παρουσιάσθηκε ξαφνικά μέσα σε ένα κομματικό αχτίφ και κατήγγειλε ανοιχτά την πολιτική της ηγεσίας», προτείνοντας τη δημιουργία ενός «Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ), που θα πάλευε για την Εθνική ανεξαρτησία και Ελευθερία και για τη Δημοκρατία».
Αξίζει να σημειωθεί, πως το ΜΕΑ δεν αποτελούσε απλά μια αφηρημένη πρόταση: συνοδευόταν από σχετική Διακήρυξη καθώς και Προγραμματικές Θέσεις, ενώ απευθυνόταν σε ΕΑΜίτες και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος (τους οποίους και στρατολογούσε).
Ούτε στις θέσεις του ΜΕΑ εκφράζεται άλλη αντίληψη σε σχέση με αυτή της στρατηγικής του ΚΚΕ.
Στις 2 Μάρτη ο Αρης έγραψε και πάλι στην ηγεσία του ΚΚΕ επαναλαμβάνοντας τις διαφωνίες του και προειδοποιώντας πως «ξαναρχίζει την ένοπλη δράση».
Ο Σιάντος, αφού του υπογράμμισε την ανάγκη προσανατολισμού του Κόμματος προς τη μαζική πολιτική δράση, του απάντησε ότι με τον ένοπλο αγώνα του τη δεδομένη στιγμή θα έβλαπτε.
Του πρότεινε να πάει στην Αθήνα, ενώ στην περίπτωση που δε συμφωνούσε, του σύστησε να μείνει κρυμμένος.
Υπό την επίδραση αντιφάσεων στη πολιτική συμμαχιών του διεθνούς και εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος, καθώς και της διαμορφούμενης κατάστασης στο εσωτερικό, η ηγεσία του ΚΚΕ προσανατολιζόταν προς την ανάπτυξη της μαζικής πολιτικής δουλειάς. Ταυτόχρονα καλούσε τον Αρη να μεταβεί στην Αθήνα και να μείνει «σαν εφεδρεία», παύοντας κάθε «εμφάνιση και δράση μέχρις ότου δούμε την εξέλιξη της κατάστασης».
Η ηγεσία του κόμματος, επιδιώκοντας την επαναπροσέγγιση με το Βελουχιώτη, έστειλε τον Αρίστο Βασιλειάδη να τον συναντήσει με σκοπό να βρεθεί διέξοδος από την παρούσα κατάσταση. Μετά από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις (στις οποίες πήραν μέρος και άλλα στελέχη της Αντίστασης και του Κόμματος) «ο Αρης δέχτηκε να συγκρατήσει την ανάπτυξη της δράσης του με την προϋπόθεση ότι θα γίνει συνάντηση με αντιπροσωπία της καθοδήγησης».
Στη συνάντηση αυτή, που πραγματοποιήθηκε στις 17 και 18 Μαρτίου, επιτεύχθηκε «συμφωνία να αναστείλει ο Αρης κάθε εκδήλωση, ως που να αποφασίσει το ΠΓ να δεχτεί την αρχική του πρόταση να φύγει στο εξωτερικό».
Εντούτοις, μια βδομάδα μόλις μετά (στις 24 Μάρτη), ο Βελουχιώτης απηύθυνε επιστολή «προς όλα τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ» στην οποία επαναλάμβανε για άλλη μια φορά τις απόψεις και τις διαφωνίες του.
Η 11η Ολομέλεια της ΚΕ (5-10 Απρίλη) καταδίκασε τη στάση του, αναφέροντας πως «ο Κλάρας, αφού μια φορά πρόδωσε και αποκήρυξε το ΚΚΕ γιατί λύγισε μπροστά στην τρομοκρατία του Μανιαδάκη, ξαναζήτησε στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα να ξαναγοράσει με το αίμα του την προδοσία του εκείνη που αναγνώρισε και καταδίκασε. Το ΚΚΕ του έδωσε τη δυνατότητα αυτή. Σήμερα όμως σε μια δύσκολη και κρίσιμη στιγμή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίνει το ΚΚΕ με την τυχοδιωκτική και ύποπτη στάση του που μονάχα τον εχθρό ωφελεί. Στο ΚΚΕ δεν έχει θέση κανένας, οσοδήποτε ψηλά και αν στέκει και οσοδήποτε μεγάλος και αν είναι, όταν οι πράξεις του δεν συμβιβάζονται με το κοινό συμφέρον και όταν παραβιάζεται η δημοκρατική εσωκομματική πειθαρχία».
Ανάλογη ήταν η τοποθέτηση του Ν. Ζαχαριάδη κατά την 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 1950, όπου ανάμεσα σε άλλα είχε πει για τον Αρη: «Ηταν ένας μικροαστός τυχοδιώκτης… Και έπειτα είχε αξιώσεις ηγέτη και καθοδηγητή. Το Κόμμα και όταν σήκωσε δική του μπαντιέρα, του έδωσε τη δυνατότητα και τον βοήθησε να σκεφτεί και να διορθώσει το στραβοπάτημά του. Δεν το έκανε όμως αυτό και πήγε και έφαγε το κεφάλι του».
Η απόφαση της διαγραφής δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» στις 16 Ιούνη 1945 (ημέρα του θανάτου του Αρη).
Η χρονική στιγμή και ο τρόπος με τον οποίο γνωστοποιήθηκε στον Αρη η διαγραφή και η αποκήρυξή του από το Κόμμα, αποτελεί επίσης πεδίο αντιπαραθέσεων.
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ''ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ'' υποστηρίζουν ότι ο Βελουχιώτης έμαθε την εν λόγω απόφαση από το «Ριζοσπάστη» την ημέρα της αυτοκτονίας του (αναπαράγοντας και ενισχύοντας είτε άμεσα είτε εμμέσως πλην σαφώς τον ισχυρισμό ότι ήταν το ΚΚΕ που οδήγησε τον Αρη στο συγκεκριμένο τέλος).
Αυτό βέβαια θα ήταν αδύνατον, αφού, όπως προαναφέραμε, Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του Άρη.
Αυτό που όντως είχε προηγηθεί, ήταν μια καταγγελία της δράσης του Αρη μετά τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», η οποία και δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 12ης Ιούνη του 1945 του «Ριζοσπάστη».
Σε αυτό αναφερόταν σχετικά πως :
«η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήρθαν από διάφορες κομματικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοιχτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Αρη Βελουχιώτη… Ο Βελουχιώτης και ύστερα από τη σύναψη της συμφωνίας της Βάρκιζας συνέχισε τη δράση του. Η δράση αυτή που μονάχα την αντίδραση θα μπορούσε να εξυπηρετήσει γιατί της έδινε όπλα για να κτυπά το ΚΚΕ, να παραβιάζει τη συμφωνία της Βάρκιζας και να δικαιολογεί τα εγκλήματά της, δεν επιτρέπει καμιά καθυστέρηση για την ανοιχτή καταγγελία του Αρη Βελουχιώτη».
Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Άρης ενημερώθηκε έπειτα από συζήτηση με στέλεχος του ΚΚΕ για το περιεχόμενο εσωκομματικού γράμματος που κυκλοφόρησε στις οργανώσεις του κόμματος, μετά την 11η Ολομέλεια.
ΑΛΛΟΤΕ στο εσωκομματικό αυτό κείμενο, και ΑΛΛΟΤΕ σε δημοσίευση του Ριζοσπάστη στις 12 Ιούνη αποδίδεται και το γνωστό «ούτε ψωμί, ούτε νερό στο δηλωσία - μιζέρια Αρη».
ΤΕΤΟΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΣΤΟ ''ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ'' ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ, ενώ το κείμενο που κυκλοφόρησε στις οργανώσεις δε σώζεται σήμερα, οπότε και καθίσταται αδύνατη η διασταύρωσή του.
Κατά τη διάρκεια του Απρίλη, η Περιφερειακή Επιτροπή Κόνιτσας του ΚΚΕ βρισκόταν σε επαφή με τον Αρη.
Στην επιστολή του Γραμματέα της ΠΕ στις 17.4.1945 αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Αγαπητέ μας σύντροφε Αρη… προχωρήσατε και σε ενέργειες τέτοιες που όχι μόνον ζημιώνουν αλλά απομακρύνουν κάθε διάθεση που ίσως ήταν έτοιμη να σας βοηθήσει. Συν/στή Αρη. Βάλατε χέρι και στα πυρομαχικά μας, που γι’ αυτό είμαι άμεσα υπεύθυνος και φέρω ακεραίαν την ευθύνην απέναντι στο κόμμα μας… Δεν μπορώ να καταλάβω σ. Αρη πως πήρες τέτοια τολμηρή και καθαρώς αντικομματική απόφαση, μήπως έχεις σκοπό να πολεμήσεις αντί τους Μπουραντάδες τους συντρόφους σου;… Στο κάτω-κάτω δεν είμεθα ανδρείκελα καθενός και πρέπει να σεβαστείς τους συντρόφους που πολεμούν πιστά πλάι σου… Πιστεύω και περιμένω να μην επαναληφθεί και ακόμη να επιστραφούν ό,τι πάρθηκαν… Πάντως όπως πάει η κατάστασις σε όλη την χώρα γρήγορα θα πάρουμε το κλαρί. Γι’ αυτό μην απομακρύνετε τις διαθέσεις των παλικαριών με τις τέτοιες ενέργειές σας… Γεια χαρά σε όλα τα παλικάρια και… το πολύ θάρρος και οι τολμηρές και χωρίς ερώτηση αποφάσεις βλάπτουν θανάσιμα το Κόμμα μας».
Στην επικοινωνία αυτή διακρίνουμε το φιλικό και συντροφικό κλίμα στο οποίο αυτή διεξάγεται.
Μέχρι και την τελευταία στιγμή οι σύντροφοι του Αρη, προσπαθούν να τον παροτρύνουν να συγκρατήσει τις δραστηριότητές του, που γίνονται χωρίς συνεννόηση ή και σε αντίθεση με τις αποφάσεις του κόμματος.
Στις 29 Μάη επέστρεψε στην Αθήνα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης ο Ζαχαριάδης, αναπτερώνοντας το ηθικό του ΕΑΜικού κόσμου γενικότερα αλλά και του Αρη ειδικότερα, ο οποίος επεδίωξε συνάντηση μαζί του προκειμένου να του εκθέσει τις απόψεις του. Από την έλευση του Ζαχαριάδη μέχρι και το θάνατο του Βελουχιώτη μεσολάβησαν περίπου δύο εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό ο Αρης βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Αθήνα.
Η κάθοδός του όμως δεν ήταν χωρίς εμπόδια : την ομάδα του καταδίωκε εκείνη την περίοδο το 118 Τάγμα Εθνοφυλακής.
Στις 15 Ιουνίου περικυκλωμένος από τις κυβερνητικές δυνάμεις αποκλείστηκε μαζί με την ομάδα του στη χαράδρα του Φάγγου κοντά στην Αρτα. Συνειδητοποιώντας πως δεν υπήρχε διέξοδος διαφυγής, πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει.
Η «τελική πράξη του δράματος» ολοκληρώθηκε με μια χαρακτηριστική πράξη βαρβαρότητας: τα κεφάλια των Αρη και Τζαβέλα κόπηκαν και κρεμάστηκαν σε δημόσια θέα σε φανοστάτη της πλατείας των Τρικάλων.
Το ζήτημα του Αρη Βελουχιώτη, δίχως περαιτέρω εξέλιξη, ξανάνοιξε στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1957, όπου σημειώθηκε συγκεκριμένα πως «το Κόμμα πρέπει να εξετάσει και να δώσει συγκεκριμένη απάντηση για τον Αρη, Σιάντο, Ζεύγο, Καραγιώργη, Πλουμπίδη κ.ά. και να τους αποκαταστήσει».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Το ΚΚΕ, με εξαίρεση εκείνο το διάστημα, καθώς και το διάστημα λίγων μηνών μετά το θάνατο του Αρη, ουδέποτε αποδέχθηκε τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», παρά το γεγονός ότι ορισμένες φορές αντιμετώπιζε τον Αρη με ανοίκειους χαρακτηρισμούς, όπως στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (1950).
Ανεξάρτητα από υπερβολές στη διατύπωσή της, η αποκήρυξη και διαγραφή του Βελουχιώτη από το ΚΚΕ στηρίζεται στο ότι ο Αρης είχε παραβιάσει την κομματική πειθαρχία, αξιοποιώντας για το σκοπό της συγκρότησης του νέου αντάρτικου τη φήμη και το σεβασμό που είχε κατακτήσει τα προηγούμενα χρόνια ως αρχικαπετάνιος και στέλεχος του κόμματος. Λειτούργησε μεμονωμένα, σπασμωδικά, όχι συλλογικά και με υπομονή.
Δεν ήταν η γνώμη του Βελουχιώτη που καταδικάστηκε από το Κόμμα, αλλά η επίμονη πρακτική εφαρμογή της απειθαρχίας που επέφερε διάσπαση και εντάσεις στο κίνημα.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι αρχή της λειτουργίας και συγκρότησης του ΚΚΕ, που δίχως αυτή καθίσταται αδύνατη η ύπαρξη του Κόμματος. Το πλαίσιο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι αρκετά ευρύχωρο για να συζητήσει κανείς, να εκφράσει τη διαφωνία του έντονα, να πείσει ή να πειστεί.
Σε ποιο βαθμό μπορεί να ισχύει ο ισχυρισμός, πως η τύχη της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική αν είχαν υιοθετηθεί οι απόψεις του Αρη στη δεδομένη χρονική στιγμή, είναι δύσκολο να πει κανείς.
Μια τέτοια διατύπωση είναι σαφώς υπεραπλουστευμένη και αντιεπιστημονική, μια και κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα και να υποστηρίξει με τόση σιγουριά το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα. Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα είναι πως, αν ο Αρης είχε πειθαρχήσει και δεν οδηγούνταν στην τραγική κατάληξη, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στον ένοπλο λαϊκό αγώνα των χρόνων 1946-1949.
Επίλογος
16 Ιούνη 1945. Που ο κομμουνιστής, ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο πρωτοπόρος αγωνιστής στην πάλη κατά του ιμπεριαλισμού και του φασισμού, για μια Ελλάδα λεύτερη, ανεξάρτητη, της λαοκρατίας και όχι της πλουτοκρατίας, για την Ελλάδα της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, θα φύγει από τη ζωή. Ο Αρης, κυκλωμένος, λένε οι μαρτυρίες, από τους διώκτες του, θα δώσει ο ίδιος το τέλος με το ατομικό του περίστροφο, για να περάσει στην αιωνιότητα ως σύμβολο αντίστασης.
Η διαδρομή από τον Θανάση Κλάρα μέχρι το γνήσιο παιδί του ΚΚΕ, τον Αρη Βελουχιώτη, είναι η διαδρομή που επιβεβαιώνει το ίδιο το μήνυμα του ΚΚΕ σε όλη την ιστορική του πορεία: Οσο αυτός ο λαός θα σηκώνει το ανάστημά του, τίποτα δεν πάει χαμένο, τίποτα δεν μπορεί να το σκεπάσει η λήθη, το όραμα θα γίνει πραγματικότητα, ο τελικός λόγος της Ιστορίας θα είναι υπέρ των ανυπεράσπιστων και των αδικημένων.
Την ίδια μέρα που ο Αρης πέρασε στην «αθανασία», έξω από τη Μεσούντα, καταδιωκόμενος από δυνάμεις του εχθρού, μαζί του στο θάνατο τον ακολούθησε και ο πιστός του αντάρτης, ο Τζαβέλας. Η τελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε με τον κανιβαλισμό και τη θηριωδία του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος. Οι δύο νεκροί σύντροφοι θα αποκεφαλιστούν και τα κεφάλια τους θα μείνουν κρεμασμένα από τις 18 έως τις 20 Ιούνη σ' ένα φανοστάτη στα Τρίκαλα.
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τις σχέσεις του Αρη με το ΚΚΕ. Ομως, ο αρμοδιότερος να μιλήσει είναι ο ίδιος ο Αρης. Και το έκανε:
«...Αν στη ζωή μου υπάρχει ένα σημείο που με συγκίνηση και με υπερηφάνεια αφάνταστη από καιρού σε καιρό γυρίζω και βλέπω, είναι ακριβώς η εποχή που μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Διαπαιδαγωγήθηκα ταξικά, έμαθα το συμφέρο μου, πέταξα τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό στα μούτρα της λωποδύτριας μπουρζουαζίας και ρίχτηκα με πίστη, με θέληση, με ηρωισμό στον αγώνα για τις εργαζόμενες μάζες. Εκτοτε δεν έχω στο ενεργητικό μου παρά φυλακίσεις για πάλη επαναστατική. Μιλάν τα γεγονότα, μιλάει αυτή η αλήθεια. Ούτε ΜΙΑ ΚΗΛΙΔΑ. Είναι αυτό σε βάρος μου; Είναι αυτό στοιχείο ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα; ΤΙΜΗ ΜΟΥ ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ότι γλίτωσα απ' τη διαφθορά της συνείδησης, στην οποία με οδηγούσε το ληστρικό αστικό καθεστώς και κόσμησα τον Κλάρα που φερόντανε τροχάδην στον γκρεμό με ΑΓΝΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ στοιχεία και μόνο με τέτοια. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξαγνίζει και δημιουργεί αγωνιστές αφοσιωμένους στη μεγάλη υπόθεση του προλεταριάτου. Είναι το μόνο κόμμα που οδηγεί τους εκμεταλλευόμενους στον ιστορικό δρόμο: Στην οριστική απελευθέρωση του προλεταριάτου. Στο κόμμα αυτό έδωσα όλη μου τη ζωή και θα συνεχίσω να δίνω όσες δυνάμεις μου απομείναν στον αγώνα του, για το ψωμί των εργαζομένων, κατά των φόρων και των πολέμων, για την επανάσταση».
(Θανάσης Κλάρας, επιστολή στον «Ριζοσπάστη», 9/9/1931)
Αυτός ήταν ο δρόμος που «μεταμόρφωσε» τον Θανάση Κλάρα σε Αρη Βελουχιώτη. Ο δρόμος του ΚΚΕ. Ο Αρης ήταν κομμουνιστής, ήταν γέννημα - θρέμμα του ΚΚΕ, πιστός στρατιώτης του, ακόμη κι όταν διαφωνούσε με επιλογές του Κόμματος. Ακόμη και μετά τη διαγραφή του, όταν διαφώνησε, μετά τη Βάρκιζα. Ετσι γεννήθηκε ο Κλάρας ως Αρης Βελουχιώτης. Κι έτσι πέθανε. Ως παιδί του ΚΚΕ. Γι' αυτό συνεχίζει να συνεγείρει το νου και τις καρδιές των ανθρώπων.
Ριζοσπάστης, 16/6/2010
Είχε δίκιο;
Ο Αρης Βελουχιώτης αντιτάχθηκε στη Συμφωνία της Βάρκιζας και τη χαρακτήρισε λαθεμένη. Στο διάστημα Φλεβάρης - Απρίλης 1945 ανέλαβε με δική του ευθύνη πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση νέου αντάρτικου στρατού, παρά την αντίθετη απόφαση του ΚΚΕ, του οποίου η 11η Ολομέλεια της ΚΕ (Απρίλης 1945) τον διέγραψε. Αργότερα, κυρίως από την αρχή της δεκαετίας του 1960, εκ μέρους του Κόμματος υπήρξαν πράξεις πολιτικής αποκατάστασης του Αρη. Αυτό αποτυπώθηκε και στον Α' τόμο Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918 - 1949, που γράφει: «Ο Αρης, ζυμωμένος και ατσαλωμένος στο ΚΚΕ και στο λαϊκό κίνημα, αναδείχτηκε, με την ηρωική δράση του, σε ατρόμητο πολεμιστή και σε γνήσιο λαϊκό ηγέτη. Η τραγική θυσία του συγκίνησε βαθιά τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και όλους τους πατριώτες».
Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη στις 16 Ιούλη 2011 αποφάσισε την επίσημη πολιτική αποκατάσταση του Αρη Βελουχιώτη. Θεωρεί ότι είχε δίκιο ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Παράλληλα, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη σημειώνει ότι :
η διαφωνία του Αρη με τη Συμφωνία της Βάρκιζας δε δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του Κόμματος και την παραβίαση από αυτόν της κομματικής πειθαρχίας, καθώς και την αξιοποίηση από τον Αρη της φήμης και του σεβασμού που είχε κατακτήσει την προηγούμενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ.
Παράλληλα, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, κατήγγειλε την απόπειρα της αστικής και οπορτουνιστικής προπαγάνδας και ιστοριογραφίας, που παίρνουν δήθεν υπό την προστασία τους τον Αρη, για να επιτεθούν στο ΚΚΕ.
Οπως σημειώνει :
«στη λαϊκή συνείδηση, ο Αρης Βελουχιώτης είναι ταυτισμένος με την ηρωική πορεία του ΚΚΕ, τον αγώνα για την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Ο Αρης Βελουχιώτης τάχθηκε υπέρ της ένοπλης πάλης, που την απορρίπτουν όσοι επιχειρούν να τον οικειοποιηθούν».
Ο Αρης Βελουχιώτης (Θανάσης Κλάρας) υπήρξε ένα από τα ηγετικά πρόσωπα της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, που ταυτίστηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ενάντια στη γερμανοϊταλική κατοχή.
Ο Αρης Βελουχιώτης επέδειξε εξαιρετικές οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητες, συμβάλλοντας σημαντικά, ως πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, στη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Τα παραπάνω, αποδεδειγμένα και σε μια σειρά σημαντικές μάχες (όπως π.χ. στο Γοργοπόταμο), οδήγησαν σε μια μυθοποίηση του Αρη Βελουχιώτη όπως και άλλων καπεταναίων ή μη. Η μυθοποίηση, κακός σύμβουλος για την επιστημονική έρευνα, αξιοποιήθηκε από πολλούς, με σκοπό να κτυπηθεί, έτσι ή αλλιώς το ΚΚΕ.
Στo πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, συχνά παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο Αρης αποτελεί ένα ιστορικό πρόσωπο, το οποίο διαμορφώθηκε και αναδείχθηκε μέσα από πολύ συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες (Κατοχή και Αντίσταση) και μέσα από πολύ συγκεκριμένες συλλογικές πολιτικές και ιδεολογικές δομές (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας).
Η ύπαρξη του ΚΚΕ αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα, που δεν καθορίζεται από τον α’ ή β’ ηγέτη του, όσο κι αν είναι σημαντικός ο ρόλος που αυτός επωμίζεται. Αυτό ισχύει για κάθε ηγετικό πρόσωπο, ισχύει και για τον Αρη, είτε τον Σαράφη, είτε άλλους. Με την έννοια αυτή, το να αποδίδεται με υπερμεγέθη τρόπο στον Αρη η ανάπτυξη και δράση του ΕΛΑΣ, δε δείχνει σεβασμό ούτε στο πρόσωπο.
Η μυθοποίηση εμπεριέχει εξ αντικειμένου την υπερβολή. Ομως, η υπερβολή των δυνατοτήτων του ηγέτη συνδέεται με την υποτίμηση του ρόλου των λαϊκών μαζών στη διαμόρφωση της ιστορικής εξέλιξης. Την ιστορία τη γράφουν οι τάξεις που είναι φορείς νέων, προοδευτικών σχέσεων παραγωγής. Ο ηγέτης ή οι ηγέτες, όποτε χρειάστηκε βρέθηκαν. Και βεβαίως η προσωπικότητα παίζει σημαντικό ρόλο, όμως μόνο ως εκφραστής των επιδιώξεων των πολλών, των μαζών, της συλλογικής θέλησης και δράσης μέσα στην αναγκαιότητα.
Στις περισσότερες καταγραφές του ζητήματος, λοιπόν, ο Αρης Βελουχιώτης παρουσιάζεται ως σύμβολο το οποίο εμπεριείχε απόλυτα και διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους χαρακτηριστικά (είτε του απόλυτου καλού είτε του απόλυτου κακού), ανάλογα με τις πολιτικές και ηθικές επιδιώξεις του κάθε μελετητή. Συγκεκριμένα, μέσα από μια πληθώρα αρθρογραφίας και βιβλιογραφίας, επιχειρείται, από αστούς και οπορτουνιστές ιστοριογράφους, η συκοφάντηση της ιστορικής πορείας του ΚΚΕ, των οργανωτικών αρχών λειτουργίας του, καθώς και το κτύπημα της πολιτικής του σήμερα.
Από ποιους λοιπόν προβάλλεται ο Αρης και από ποια πλευρά, έχει ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση των διαφόρων αναλύσεων. Για παράδειγμα, όταν ένας συγγραφέας διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, επειδή το ΚΚΕ δε συμφώνησε με τον Αρη το 1945 για τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα, είναι αρκετό για να θέσει σε προβληματισμό τον κάθε καλοπροαίρετο παρατηρητή, όταν ο συγγραφέας ομολογεί ότι τάσσεται υπέρ της «Συμφωνίας της Βάρκιζας»…
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Θανάσης Κλάρας γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1905 στη Λαμία. Καταγόταν από οικογένεια σχετικά εύπορη με τα κριτήρια της εποχής. Τα εφηβικά του χρόνια πέρασαν εν μέσω έντονων πολιτικών αναταραχών και ζυμώσεων (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, «εθνικός διχασμός», πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, άνοδος των εργατικών αγώνων, κρατικές παρεμβάσεις και διώξεις κατά του ΚΚΕ και του συνδικαλιστικού κινήματος κλπ.).
Με το ΚΚΕ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή μετά την κάθοδό του στην Αθήνα το 1923, μέσω του Τάκη Φίτσου, φοιτητή της Νομικής και έπειτα στελέχους του ΚΚΕ. Το 1925-1926 κλήθηκε στο Στρατό. Τότε γνώρισε τις συνέπειες της πολιτικής του ταυτότητας ως κομμουνιστή και οδηγήθηκε στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου (τόπος μαρτυρίου για όσους στρατιώτες κρίνονταν ύποπτοι για τα κοινωνικά τους φρονήματα).
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ένταξή του στο Κόμμα και την επιβολή της Μεταξικής δικτατορίας, η ζωή του Αρη μοιράστηκε μεταξύ των διαφόρων κομματικών χρεώσεων, των συνεπειών, των διώξεων (φυλακές, εξορίες κλπ.) και περιστασιακών βιοποριστικών δραστηριοτήτων (ως οικοδόμος, μπογιατζής κ.ά.).
Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, ο Κλάρας συνελήφθη και στάλθηκε στην Αίγινα το 1938 και από εκεί στις φυλακές της Κέρκυρας το 1939, όπου υπέγραψε «δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού». Σύμφωνα με το γράμμα που έστειλε ο αδερφός του Βελουχιώτη, ο Μπάμπης Κλάρας, στο Νίκο Ζαχαριάδη το 1945, την προηγούμενη της δημοσίευσης της αποκηρύξεως του Αρη, ο Θανάσης Κλάρας τη δήλωση «δεν την αρνήθηκε ποτέ, πάντα την καταδίκαζε και πάντα ζητούσε να δικαστεί γι’ αυτό από κομματικό δικαστήριο». Οι λόγοι που οδήγησαν στη δήλωση ανάγονται από τον ίδιο στη συγκεκριμένη «ψυχολογική εκείνη στιγμή».
Φορείς της αναπαραγωγής του κλασσικού ιδεολογικο-πολιτικού αντι-ΚΚΕ μοτίβου υποστήριξαν αναφορικά με την υπόθεση της δήλωσης Βελουχιώτη, πως «για μιαν ακόμη φορά και κατά τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, αποδείχτηκε πως η απάνθρωπη φετιχοποίηση της «δήλωσης», που είχε καθιερώσει η ηγεσία του ΚΚΕ, κάθε άλλο παρά την εύκολη και γρήγορη, την καλλίτερη και επωφελέστερη αξιοποίηση των στελεχών του εξασφάλιζε».
Για τις τέτοιες τοποθετήσεις χρειάζεται να σημειωθούν τα εξής:
α) Τη φυσική εξόντωση των αγωνιστών δεν την έκανε το ΚΚΕ ή η ηγεσία του, αλλά ο κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους, γεγονός που ... διαφεύγει. Διατυπώνοντας όμως την άποψη πως ο υπεύθυνος για την εξόντωση των κομμουνιστών στις φυλακές δεν ήταν ο κατασταλτικός μηχανισμός, αλλά η «ξεροκεφαλιά» της ηγεσίας του ΚΚΕ, εμμέσως πλην σαφώς αυτό που πραγματοποιείται εν τέλει είναι η απενοχοποίηση των διωκτών.
β) Αν η υπόθεση της «δήλωσης αποκήρυξης του κομμουνισμού» ήταν απλά ΜΙΑ ΤΥΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, όπου τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος θα μπορούσαν να υπογράφουν και να φεύγουν συνεχίζοντας μετά τη δουλειά τους, δε θα είχε νόημα από πλευράς κατασταλτικού μηχανισμού ούτε η σύλληψη, ούτε και η επιμονή στην υπογραφή. Άλλωστε, η επιμονή του κατασταλτικού μηχανισμού στη δήλωση αποκήρυξης δεν αφορούσε τόσο τη φυσική, όσο την ηθική εξόντωση των μελών και οπαδών του κόμματος. Αποσκοπούσε να εμφανίσει τους κομμουνιστές και το ΚΚΕ ως αφερέγγυους και αναξιόπιστους, που λένε μεγάλα λόγια και που τα «διπλώνουν» μόλις στριμωχθούν. Και εκεί ακριβώς έγκειται η σπουδαιότητά της.
Επιπλέον, η παραπάνω άποψη, παραγνωρίζει τη γενικότερη πολιτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί εκείνα τα χρόνια, κατά την οποία «η δήλωση είχε καταντήσει επιδημική νόσος», ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις «δηλωσιών» που στρέφονταν ενάντια στο ΚΚΕ μετατρεπόμενοι σε χαφιέδες (με πιο γνωστά παραδείγματα τα ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ Μιχαηλίδη, Μανωλέα και Τυρίμο).
Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός ότι τότε ακόμα και «Κεντρική Επιτροπή» δημιούργησε η Κρατική Ασφάλεια, τη λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση», η οποία λειτουργούσε παράλληλα με την «Παλιά Κεντρική Επιτροπή», ενώ έβγαιναν και δύο «Ριζοσπάστες» αντιστοίχως.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Αμέσως μετά την απόρριψη του Ιταλικού τελεσιγράφου (28.10.1940) από την Κυβέρνηση Μεταξά και την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, οι έγκλειστοι κομμουνιστές στα ξερονήσια και τις φυλακές ζήτησαν από τις Αρχές να σταλούν στο μέτωπο να αγωνιστούν κατά των επιδρομέων. Ομως η Ασφάλεια (Κ. Μανιαδάκης) ζητούσε πρώτα να κάνουν «δήλωση μετάνοιας» και μετά θα τους έστελνε στο Μέτωπο! Οσοι δεν κατάφεραν να δραπετεύσουν παραδόθηκαν μετέπειτα στους κατακτητές και εκατοντάδες από αυτούς εκτελέστηκαν. Οι κομμουνιστές του Μετώπου πολέμησαν παλικαρίσια, ενώ ξεχωριστός υπήρξε ο ρόλος των Κομματικών Στρατιωτικών Οργανώσεων.
Η ανάπτυξη και διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που είχε εκφραστεί από την πρώτη στιγμή της ιταλικής επιδρομής με το Α΄ ανοιχτό γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη (31.10.1940), έλαβε τη μορφή επίσημης απόφασης από την 6η Ολομέλεια της ΚΕ (1.7.1941), η οποία αποφάσισε τη δημιουργία του ΕΑΜ, και αργότερα από την 7η Ολομέλεια (αρχές Σεπτέμβρη 1941).
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Κλάρας στρατεύθηκε σε μονάδα αντιαεροπορικού πυροβολικού, ενώ μετά την ήττα επέστρεψε στην υπό κατοχή πλέον Αθήνα, στην οποία και συνέχισε με τα υπόλοιπα στελέχη του ΚΚΕ την προσπάθεια ανασυγκρότησης των κομματικών οργανώσεων. Τον Ιούλιο του 1941 ο Κλάρας ζήτησε να συνδεθεί με την ΚΕ και να κάνει ό,τι δουλειά του ανατεθεί. Οταν ο Αρης με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ ξεκίνησε για το βουνό, η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ως εξής:
α) Διάσπαρτες ένοπλες ομάδες ανταρτών είχαν σχηματισθεί ήδη, μόλις δύο μήνες μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Ελλάδας από τους Γερμανοϊταλούς και Βούλγαρους, στα τέλη Ιούνη του 1941 στην περιοχή της Μακεδονίας με εντολή του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ. Η σημασία που έδινε το Κομμουνιστικό Κόμμα στον ένοπλο αγώνα διατυπώνεται ξεκάθαρα και από την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (1-3 Ιουλίου 1941), όπου υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά: «Οργανώνοντας ακούραστα τον αγώνα για τα καθημερινά ζητήματα όλων των λαϊκών στρωμάτων και την ένοπλη αντίσταση στους κατακτητές, το κόμμα και ο κάθε κομμουνιστής ξεχωριστά οφείλει να προσανατολίζεται έγκαιρα και σωστά στα σοβαρά γεγονότα…να οργανώνει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας». Την ανάγκη οργάνωσης της ένοπλης αντίστασης επισήμανε και η 7η Ολομέλεια.
β) Στις 16 Αυγούστου του 1941 ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ). Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941. Στο μεταξύ είχαν ξεκινήσει από το ΚΚΕ οι διεργασίες δημιουργίας στρατιωτικών καθοδηγητικών πυρήνων.
γ) Αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ και στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων, ο Κλάρας ανέλαβε με οδηγία της ΚΕ τη συγκρότηση του αντάρτικου και στις αρχές Νοεμβρίου του 1941 ξεκίνησε την πρώτη σχετική περιοδεία του, συνοδευόμενος και από άλλα μέλη και στελέχη του Κόμματος, ενώ βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία και συνεννόηση με τις διάφορες κομματικές οργανώσεις στην επαρχία, οι οποίες του παρείχαν την απαιτούμενη υποστήριξη σε έμψυχο δυναμικό και άψυχο υλικό.
Με άλλα λόγια: ο ένοπλος αγώνας ενάντια στους φασίστες κατακτητές είχε ξεκινήσει, αποσπασματικά, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αμέσως μετά την έναρξη της περιόδου της Κατοχής.
Η περιοδεία του Αρη κράτησε αρκετούς μήνες στις περιοχές της Φθιώτιδας, Θεσσαλίας και Ευρυτανίας. Με την επιστροφή του στην Αθήνα υπέβαλε την έκθεσή του στην ΚΕ και πήρε εντολή να συνεργαστεί με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας του ΚΚΕ για τη δημιουργία ένοπλων ομάδων αντίστασης στη Ρούμελη. Ετσι, κατά τα τέλη Μάρτη - αρχές Απρίλη του 1942 η πρώτη ομάδα υπό την αρχηγία του Αρη Βελουχιώτη βγήκε από τη Σπερχειάδα.
Πριν ασχοληθούμε με την πορεία ανάπτυξης του αντάρτικου και το ρόλο του Αρη Βελουχιώτη σε αυτή την προσπάθεια, έχει σημασία να σταθούμε για λίγο και να απαντήσουμε σε ένα τελευταίο ζήτημα, το οποίο αναπαράγεται σε μέρος της βιβλιογραφίας: τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στον ένοπλο αγώνα.
Σε σχέση με αυτό, ορισμένοι ιστοριογράφοι υποστηρίζουν πως το ΚΚΕ είτε ήταν αντίθετο, είτε υπονόμευε, είτε προσέδιδε δευτερεύουσα σημασία στο αντάρτικο κίνημα. Πρόκειται για ιστορική ανακρίβεια, η οποία εμπεριέχει πολιτική σκοπιμότητα.
Οπως είδαμε και νωρίτερα, το ΚΚΕ είχε από πολύ νωρίς διαπιστώσει την ανάγκη ένοπλης αντίστασης στον κατακτητή. Βέβαια, η μετατροπή των διασκορπισμένων και ολιγάριθμων αντάρτικων ομάδων σε αξιόμαχο απελευθερωτικό λαϊκό στρατό με δράση σε εθνική κλίμακα δεν πραγματοποιήθηκε σε μια νύχτα και χωρίς δυσκολίες. Αλλωστε, για να αναπτυχθεί ένας ένοπλος αγώνας πρέπει να στηρίζεται πρώτα απ’ όλα και πάνω σε μια πλατύτερη οργανωμένη πολιτική λαϊκή βάση. Και τα θεμέλια αυτής άρχισαν να μπαίνουν με τη συγκρότηση του ΕΑΜ. Ηταν σωστή η άποψη ότι γερό αντάρτικο κίνημα δεν μπορεί να υπάρχει δίχως γερό πολιτικό κίνημα στις πόλεις.
Η προσφορά του Βελουχιώτη στη δημιουργία των πρώτων ΕΛΑΣίτικων τμημάτων, αλλά και στη σύσταση των αρχηγείων του ΕΛΑΣ, υπήρξε σημαντική. Σε αυτόν αποδίδεται η έμπνευση και αποκρυστάλλωση διαφόρων οργανωτικών δομών του ΕΛΑΣ, καθώς και η καθιέρωση μιας σειράς από ηθικούς και στρατιωτικούς κανόνες λειτουργίας του αντάρτικου. Η θριαμβευτική είσοδος της πρώτης ανταρτοομάδας στο χωριό Δομνίτσα της Ευρυτανίας με επικεφαλής τον Βελουχιώτη εγκαινίασε και μια νέα τακτική επαφής του νεοϊδρυθέντος λαϊκού απελευθερωτικού στρατού με τις λαϊκές μάζες, η οποία θα αποβεί ιδιαίτερα επιτυχής στην ενημέρωση και τόνωση του ηθικού των δεύτερων, καθώς και στην ανάπτυξη των γραμμών και του κύρους των πρώτων.
Η σταδιακή εκκαθάριση όλο και ευρύτερων τμημάτων της επαρχιακής Ελλάδας από τους τοπικούς αντιπροσώπους του αστικού κράτους και των οργάνων του (τα αποσπάσματα χωροφυλακής), έδωσε το έναυσμα και αποτέλεσε τη βάση για την ανάδειξη νέων μορφών λαϊκής εξουσίας και κυριαρχίας.
Η διαμορφούμενη αυτή κατάσταση δεν άφησε αδιάφορες τις δυνάμεις κατοχής. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε η πρώτη νίκη του ΕΛΑΣ ενάντια σε ιταλικό καταδιωκτικό απόσπασμα που είχε σταλεί για να αναχαιτίσει τη δραστηριότητά τους.
Το Φλεβάρη του 1943 ο Βελουχιώτης κατέβηκε στην Αθήνα και ενημέρωσε την ηγεσία του ΚΚΕ σε θέματα που αφορούσαν την ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος και του αντάρτικου. Στις 10 Μάρτη στάλθηκε και πάλι, ως καπετάνιος πλέον του πενταμελούς Αρχηγείου Ρούμελης, στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας.
Οι αντικειμενικά αυξανόμενες ανάγκες συντονισμού του ραγδαία αναπτυσσόμενου αντάρτικου οδήγησαν το Μάη του 1943 στη συγκρότηση του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Ο Βελουχιώτης επωμίστηκε την ευθύνη του καπετάνιου του ΓΣ του ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό αρχηγό το στρατηγό Στέφανο Σαράφη και πολιτικό αντιπρόσωπο του ΕΑΜ τον Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη).
Στην ιστοριογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη πως οι πρακτικές του Αρη συχνά ξεπερνούσαν τα όρια.
Συχνά παρατίθεται το παράδειγμα του κτηματία Μαραθέα, ο οποίος προκειμένου να τιμωρήσει τους πεινασμένους χωρικούς που έκαναν έφοδο στις κατάμεστες με τρόφιμα αποθήκες του, θέλοντας να εξασφαλίσουν κάποια τροφή, κάλεσε τους Ιταλούς να «επιβάλουν την τάξη», με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και το θάνατο 11 ανθρώπων.
Ο Βελουχιώτης διέταξε την εκτέλεση του κτηματία και την ομηροποίηση του υιού του προς αποφυγήν αντιποίνων κατά των χωρικών, ενώ παράλληλα απαίτησε την αποζημίωση των οικογενειών των χωρικών που εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς.
Μπορεί να διαφωνήσει με τη στάση αυτή του ΕΛΑΣ ο κάθε καλόπιστος άνθρωπος που σκέφτεται ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΣ με ταξικό τρόπο;
Στη βία των αδικητών αντιτάχθηκε η βία του λαϊκού δίκιου.
Ετσι έδρασε ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις του ΕΑΜ.
Με βάση την υποστήριξη του λαϊκού δίκιου, απέναντι στη βία των κατακτητών, του αστικού κράτους και των οργάνων του.
Μέσα σε συνθήκες κατοχής, πείνας και ένοπλου αγώνα, θα ήταν υπερβολικά απλό να πει κανείς πως δεν υπήρξαν και υπερβολές ή υπερβάσεις. Αλλά σε ποια λαϊκή εξέγερση δεν υπήρξαν (αστικές επαναστάσεις, κ.ά.); Θα ήταν όμως σίγουρα ιστορικά απαράδεκτη υπερβολή η αναγωγή τους σε κανόνα με σκοπό (έμμεσο ή άμεσο) τη δυσφήμιση, την αναίρεση ή υποτίμηση του δίκαιου αγώνα και των θυσιών του ΕΛΑΣ, αλλά και την νομιμοποίηση της κρατικής και ταξικής βίας.
Οι τέτοιες «καταγγελτικές» απόψεις αποσιωπούν τη βιαιότητα της εξουσίας που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, όπως εκφράστηκε με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
Υπερπλουτισμός αστών και γαιοκτημόνων εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού που στην κυριολεξία πέθαινε από πείνα.
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ : ανελέητη δίωξη των ΕΑΜιτών, βασανιστήρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτελέσεις, ψυχολογικός πόλεμος.
'Ηταν και η δράση ένοπλων δυνάμεων (ΕΔΕΣ - «Τάγματα Ασφαλείας», κ.ά.) για να κτυπηθεί το ΕΑΜ.
Γύρω και από το θέμα της αντιμετώπισής τους από τον ΕΛΑΣ δημιουργήθηκε εντέχνως ολόκληρος θόρυβος, ο οποίος, όσον αφορά για παράδειγμα την Πελοπόννησο (1944), ΑΠΟΚΡΥΠΤΕΙ τη δράση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» (φόνοι αμάχων, βιασμοί γυναικών, εμπρησμοί, κ.ά.).
Ο ΕΛΑΣ με την παρουσία και του Αρη Βελουχιώτη, αντιμετώπισε τα «Τάγματα» με το δίκιο του αγωνιζόμενου και δεινοπαθούντος λαού. Οσον αφορά τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ, μπορεί να τις δει κανείς έξω από το πλαίσιο της ταξικής πάλης που διεξαγόταν; Δε θα ήταν αντικειμενικό να τις προσεγγίσουμε έξω από το παραπάνω πλαίσιο.
Η υπογράμμιση των κοινωνικών και οικονομικών βάσεων της βίας την περίοδο που πραγματευόμαστε αποκτά σήμερα ιδιαίτερη σημασία, υπό το πρίσμα των αυξανόμενων «κρουσμάτων» της αστικής ιστοριογραφίας αναφορικά με το θέμα, κατά την οποία «η βία…αυτονομείται από το ερώτημα ποια κοινωνική τάξη την επιδιώκει κάθε φορά και για ποιο σκοπό».
Μια άλλη πλευρά αφορά στην εκτίμηση του Βελουχιώτη για το Βρετανικό παράγοντα όπως αυτή αναπτύχθηκε μέσα από την επαφή και σχέση που είχαν οι δύο πλευρές στη συνεργασία τους ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις.
Διατυπώνεται η άποψη, που είναι κυρίαρχη, ότι ο Αρης είχε αντιληφθεί το ρόλο των Εγγλέζων και ότι είχε «μετρήσει» σωστά τις πραγματικές προθέσεις τους, καθότι τους είχε γνωρίσει καλά και από κοντά στα βουνά.
Το θέμα είναι συζητήσιμο. Βεβαίως, μετά τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» η τοποθέτηση του Αρη απέναντι στους Βρετανούς ήταν σαφής. Το ίδιο και τα όσα έγραφε στο γράμμα του το Σεπτέμβρη του 1943, προς το Πολιτικό Γραφείο, όπου υπογράμμιζε πως χειρότεροι από τους Αγγλους δεν είναι ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί. Ομως δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που και ο ίδιος ο Βελουχιώτης, βρέθηκε να τονίζει τη σημασία του κοινού αγώνα και να εξυμνεί τη συμβολή των συμμάχων σε αυτόν.
ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ ’44 ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ
Λίγο πριν από τις μάχες του Δεκέμβρη 1944 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των καπεταναίων του ΕΛΑΣ στη Λαμία. Για πολλούς μελετητές η τοποθέτησή του στη σύσκεψη αποτέλεσε το σημείο της αντίστροφης μέτρησης για το τελικό αποτέλεσμα των όσων διαδραματίστηκαν στη συνέχεια.
Ωστόσο, τίποτε δε στοιχειοθετεί την επιχειρηματολογία περί ρήξης με τη στρατηγική του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Εκεί που εστιαζόταν η κριτική του Αρη, ήταν οι επιδιώξεις των Εγγλέζων και η μορφή της πάλης.
Ο Αρης Βελουχιώτης επέλεξε την ένοπλη πάλη και καταδίκασε τη «Συμφωνία της Βάρκιζας».
Και έχει δικαιωθεί ως προς αυτά.
Ομως δεν εξέφραζε άλλη στρατηγική αντίληψη από εκείνη που εκφραζόταν από πλευράς ΚΚΕ και ΕΑΜ. Το ΚΚΕ τασσόταν υπέρ της ομαλής δημοκρατικής μετάβασης με το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης που θα προχωρούσε στη διενέργεια εκλογών, για να αποφασίσει ο λαός.
Σύμφωνα με την έκθεση του Μπάμπη Κλάρα στο Ζαχαριάδη, μετά τις μάχες του Δεκέμβρη, «ο Αρης πιστεύει ότι με μια σωστή γραμμή και μια ικανή ηγεσία, θα μπορούσε να νικήσει ο λαός. Σε αυτό αντιτάσσεται τελευταίο, ένα επιχείρημα: Κι αν για μια στιγμή, τις πρώτες μέρες νικούσε ο λαός, οι Αγγλοι θα έκαναν πάλι απόβαση και θα τον συνέτριβαν. Δεν είναι όμως έτσι. Γιατί αν τις πρώτες μέρες νικούσε ο λαός και ολοκλήρωνε αμέσως τη νίκη του με την άμεση εγκαθίδρυση μιας πανδημοκρατικής κυβέρνησης, τα πράγματα θα έπαιρναν άλλη μορφή, και από εσωτερική και από διεθνή άποψη».
Ομως προκύπτει το ερώτημα: Ποια ήταν η σωστή γραμμή;
Ο Αρης πουθενά δε διατυπώνει κάποια διαφορετική εναλλακτική πρόταση στρατηγικής από του ΚΚΕ, πέρα από τη θέση του για συνέχιση του ένοπλου αγώνα.
Στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, 9 Μάη 1945», αναφέρεται σχετικά με το ζήτημα της στρατηγικής και το θέμα της εξουσίας:
«Το ΚΚΕ έδωσε στον αγώνα χιλιάδες από τα καλύτερα παιδιά του. Δημιούργησε πρότυπα στάσης ζωής μέσα από ένα μαζικό ηρωισμό, που κλόνισε το αστικό πολιτικό σύστημα και οδήγησε τα αστικά κόμματα σε απομαζικοποίηση και ανυποληψία (…) Ηταν αναγκαίο να μελετηθεί η τακτική του αντιπάλου (Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων) και να προσαρμοστεί ανάλογα η στρατηγική του ΚΚΕ. Εφόσον ο ταξικός αντίπαλος προετοιμαζόταν για την «επόμενη μέρα του πολέμου», για τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις, έπρεπε να κάνει το ίδιο από τη δική του σκοπιά και ο λαϊκός παράγοντας (...). Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και ενδιάμεση πολιτική εξουσία μεταξύ της αστικής και της επαναστατικής εργατικής εξουσίας. Η ικανότητα του ΚΚ να επιβεβαιώνει τον ανεξάρτητο ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό ρόλο του εκφράζεται με την επιστημονική θεμελίωση της στρατηγικής του, κατά συνέπεια με την αντικειμενική ανάλυση του καπιταλισμού, με την ορθή ανάλυση της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, την τακτική του ταξικού αντίπαλου. Συνδέεται, τελικά, με την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού».
Στο πλαίσιο της ίδιας αντίληψης, που παραγνώριζε την αντίθεση αστική τάξη - εργατική τάξη, κινούνταν και η πολιτική αντίληψη του Αρη. Οι εκτιμήσεις του αναφορικά με την ανάγκη οργάνωσης και διεξαγωγής ένοπλου αγώνα, δεν συγκροτούν από μόνες τους επαναστατική πολιτική. Γιατί η ένοπλη πάλη δεν αποτελεί σκοπό, αλλά μέσον προς την επίτευξη του στόχου.
Το γεγονός ήταν πως το ΚΚΕ υπέταξε την πάλη για την πολιτική εξουσία «στις εθνικοαπελευθερωτικές επιδιώξεις και τότε που οι συνθήκες επέβαλαν, ιδίως μετά το 1943, να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας ως αποτέλεσμα της αντιστασιακής πάλης και έπαθλο του ένοπλου αγώνα. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιουλίου 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την «εθνική ενότητα». Και δε διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις μιας πορείας που θα είχε μεγάλες πιθανότητες να οδηγήσει στη νίκη».
Το Φλεβάρη-Μάρτη του 1945 ο Αρης ήρθε σε επαφή με στελέχη του ΚΚΕ, προκειμένου να προωθήσει τις απόψεις του. Σε συνάντηση με αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στα Τρίκαλα του προτάθηκε να γυρίσει μαζί της στην Αθήνα, ώστε να αναλάβει επικεφαλής στην υπό ίδρυση «Συνομοσπονδία Εθνικών Αγωνιστών».
Ο Αρης αρνήθηκε.
Στη διάρκεια μετάβασής του στη Ρούμελη «πήρε την απόφαση να παραβιάσει την κομματική πειθαρχία και μαζί με τον Τάκη Φίτσο παρουσιάσθηκε ξαφνικά μέσα σε ένα κομματικό αχτίφ και κατήγγειλε ανοιχτά την πολιτική της ηγεσίας», προτείνοντας τη δημιουργία ενός «Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ), που θα πάλευε για την Εθνική ανεξαρτησία και Ελευθερία και για τη Δημοκρατία».
Αξίζει να σημειωθεί, πως το ΜΕΑ δεν αποτελούσε απλά μια αφηρημένη πρόταση: συνοδευόταν από σχετική Διακήρυξη καθώς και Προγραμματικές Θέσεις, ενώ απευθυνόταν σε ΕΑΜίτες και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος (τους οποίους και στρατολογούσε).
Ούτε στις θέσεις του ΜΕΑ εκφράζεται άλλη αντίληψη σε σχέση με αυτή της στρατηγικής του ΚΚΕ.
Στις 2 Μάρτη ο Αρης έγραψε και πάλι στην ηγεσία του ΚΚΕ επαναλαμβάνοντας τις διαφωνίες του και προειδοποιώντας πως «ξαναρχίζει την ένοπλη δράση».
Ο Σιάντος, αφού του υπογράμμισε την ανάγκη προσανατολισμού του Κόμματος προς τη μαζική πολιτική δράση, του απάντησε ότι με τον ένοπλο αγώνα του τη δεδομένη στιγμή θα έβλαπτε.
Του πρότεινε να πάει στην Αθήνα, ενώ στην περίπτωση που δε συμφωνούσε, του σύστησε να μείνει κρυμμένος.
Υπό την επίδραση αντιφάσεων στη πολιτική συμμαχιών του διεθνούς και εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος, καθώς και της διαμορφούμενης κατάστασης στο εσωτερικό, η ηγεσία του ΚΚΕ προσανατολιζόταν προς την ανάπτυξη της μαζικής πολιτικής δουλειάς. Ταυτόχρονα καλούσε τον Αρη να μεταβεί στην Αθήνα και να μείνει «σαν εφεδρεία», παύοντας κάθε «εμφάνιση και δράση μέχρις ότου δούμε την εξέλιξη της κατάστασης».
Η ηγεσία του κόμματος, επιδιώκοντας την επαναπροσέγγιση με το Βελουχιώτη, έστειλε τον Αρίστο Βασιλειάδη να τον συναντήσει με σκοπό να βρεθεί διέξοδος από την παρούσα κατάσταση. Μετά από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις (στις οποίες πήραν μέρος και άλλα στελέχη της Αντίστασης και του Κόμματος) «ο Αρης δέχτηκε να συγκρατήσει την ανάπτυξη της δράσης του με την προϋπόθεση ότι θα γίνει συνάντηση με αντιπροσωπία της καθοδήγησης».
Στη συνάντηση αυτή, που πραγματοποιήθηκε στις 17 και 18 Μαρτίου, επιτεύχθηκε «συμφωνία να αναστείλει ο Αρης κάθε εκδήλωση, ως που να αποφασίσει το ΠΓ να δεχτεί την αρχική του πρόταση να φύγει στο εξωτερικό».
Εντούτοις, μια βδομάδα μόλις μετά (στις 24 Μάρτη), ο Βελουχιώτης απηύθυνε επιστολή «προς όλα τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ» στην οποία επαναλάμβανε για άλλη μια φορά τις απόψεις και τις διαφωνίες του.
Η 11η Ολομέλεια της ΚΕ (5-10 Απρίλη) καταδίκασε τη στάση του, αναφέροντας πως «ο Κλάρας, αφού μια φορά πρόδωσε και αποκήρυξε το ΚΚΕ γιατί λύγισε μπροστά στην τρομοκρατία του Μανιαδάκη, ξαναζήτησε στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα να ξαναγοράσει με το αίμα του την προδοσία του εκείνη που αναγνώρισε και καταδίκασε. Το ΚΚΕ του έδωσε τη δυνατότητα αυτή. Σήμερα όμως σε μια δύσκολη και κρίσιμη στιγμή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίνει το ΚΚΕ με την τυχοδιωκτική και ύποπτη στάση του που μονάχα τον εχθρό ωφελεί. Στο ΚΚΕ δεν έχει θέση κανένας, οσοδήποτε ψηλά και αν στέκει και οσοδήποτε μεγάλος και αν είναι, όταν οι πράξεις του δεν συμβιβάζονται με το κοινό συμφέρον και όταν παραβιάζεται η δημοκρατική εσωκομματική πειθαρχία».
Ανάλογη ήταν η τοποθέτηση του Ν. Ζαχαριάδη κατά την 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 1950, όπου ανάμεσα σε άλλα είχε πει για τον Αρη: «Ηταν ένας μικροαστός τυχοδιώκτης… Και έπειτα είχε αξιώσεις ηγέτη και καθοδηγητή. Το Κόμμα και όταν σήκωσε δική του μπαντιέρα, του έδωσε τη δυνατότητα και τον βοήθησε να σκεφτεί και να διορθώσει το στραβοπάτημά του. Δεν το έκανε όμως αυτό και πήγε και έφαγε το κεφάλι του».
Η απόφαση της διαγραφής δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» στις 16 Ιούνη 1945 (ημέρα του θανάτου του Αρη).
Η χρονική στιγμή και ο τρόπος με τον οποίο γνωστοποιήθηκε στον Αρη η διαγραφή και η αποκήρυξή του από το Κόμμα, αποτελεί επίσης πεδίο αντιπαραθέσεων.
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ''ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ'' υποστηρίζουν ότι ο Βελουχιώτης έμαθε την εν λόγω απόφαση από το «Ριζοσπάστη» την ημέρα της αυτοκτονίας του (αναπαράγοντας και ενισχύοντας είτε άμεσα είτε εμμέσως πλην σαφώς τον ισχυρισμό ότι ήταν το ΚΚΕ που οδήγησε τον Αρη στο συγκεκριμένο τέλος).
Αυτό βέβαια θα ήταν αδύνατον, αφού, όπως προαναφέραμε, Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του Άρη.
Αυτό που όντως είχε προηγηθεί, ήταν μια καταγγελία της δράσης του Αρη μετά τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», η οποία και δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 12ης Ιούνη του 1945 του «Ριζοσπάστη».
Σε αυτό αναφερόταν σχετικά πως :
«η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήρθαν από διάφορες κομματικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοιχτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Αρη Βελουχιώτη… Ο Βελουχιώτης και ύστερα από τη σύναψη της συμφωνίας της Βάρκιζας συνέχισε τη δράση του. Η δράση αυτή που μονάχα την αντίδραση θα μπορούσε να εξυπηρετήσει γιατί της έδινε όπλα για να κτυπά το ΚΚΕ, να παραβιάζει τη συμφωνία της Βάρκιζας και να δικαιολογεί τα εγκλήματά της, δεν επιτρέπει καμιά καθυστέρηση για την ανοιχτή καταγγελία του Αρη Βελουχιώτη».
Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Άρης ενημερώθηκε έπειτα από συζήτηση με στέλεχος του ΚΚΕ για το περιεχόμενο εσωκομματικού γράμματος που κυκλοφόρησε στις οργανώσεις του κόμματος, μετά την 11η Ολομέλεια.
ΑΛΛΟΤΕ στο εσωκομματικό αυτό κείμενο, και ΑΛΛΟΤΕ σε δημοσίευση του Ριζοσπάστη στις 12 Ιούνη αποδίδεται και το γνωστό «ούτε ψωμί, ούτε νερό στο δηλωσία - μιζέρια Αρη».
ΤΕΤΟΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΣΤΟ ''ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ'' ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ, ενώ το κείμενο που κυκλοφόρησε στις οργανώσεις δε σώζεται σήμερα, οπότε και καθίσταται αδύνατη η διασταύρωσή του.
Κατά τη διάρκεια του Απρίλη, η Περιφερειακή Επιτροπή Κόνιτσας του ΚΚΕ βρισκόταν σε επαφή με τον Αρη.
Στην επιστολή του Γραμματέα της ΠΕ στις 17.4.1945 αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Αγαπητέ μας σύντροφε Αρη… προχωρήσατε και σε ενέργειες τέτοιες που όχι μόνον ζημιώνουν αλλά απομακρύνουν κάθε διάθεση που ίσως ήταν έτοιμη να σας βοηθήσει. Συν/στή Αρη. Βάλατε χέρι και στα πυρομαχικά μας, που γι’ αυτό είμαι άμεσα υπεύθυνος και φέρω ακεραίαν την ευθύνην απέναντι στο κόμμα μας… Δεν μπορώ να καταλάβω σ. Αρη πως πήρες τέτοια τολμηρή και καθαρώς αντικομματική απόφαση, μήπως έχεις σκοπό να πολεμήσεις αντί τους Μπουραντάδες τους συντρόφους σου;… Στο κάτω-κάτω δεν είμεθα ανδρείκελα καθενός και πρέπει να σεβαστείς τους συντρόφους που πολεμούν πιστά πλάι σου… Πιστεύω και περιμένω να μην επαναληφθεί και ακόμη να επιστραφούν ό,τι πάρθηκαν… Πάντως όπως πάει η κατάστασις σε όλη την χώρα γρήγορα θα πάρουμε το κλαρί. Γι’ αυτό μην απομακρύνετε τις διαθέσεις των παλικαριών με τις τέτοιες ενέργειές σας… Γεια χαρά σε όλα τα παλικάρια και… το πολύ θάρρος και οι τολμηρές και χωρίς ερώτηση αποφάσεις βλάπτουν θανάσιμα το Κόμμα μας».
Στην επικοινωνία αυτή διακρίνουμε το φιλικό και συντροφικό κλίμα στο οποίο αυτή διεξάγεται.
Μέχρι και την τελευταία στιγμή οι σύντροφοι του Αρη, προσπαθούν να τον παροτρύνουν να συγκρατήσει τις δραστηριότητές του, που γίνονται χωρίς συνεννόηση ή και σε αντίθεση με τις αποφάσεις του κόμματος.
Στις 29 Μάη επέστρεψε στην Αθήνα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης ο Ζαχαριάδης, αναπτερώνοντας το ηθικό του ΕΑΜικού κόσμου γενικότερα αλλά και του Αρη ειδικότερα, ο οποίος επεδίωξε συνάντηση μαζί του προκειμένου να του εκθέσει τις απόψεις του. Από την έλευση του Ζαχαριάδη μέχρι και το θάνατο του Βελουχιώτη μεσολάβησαν περίπου δύο εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό ο Αρης βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Αθήνα.
Η κάθοδός του όμως δεν ήταν χωρίς εμπόδια : την ομάδα του καταδίωκε εκείνη την περίοδο το 118 Τάγμα Εθνοφυλακής.
Στις 15 Ιουνίου περικυκλωμένος από τις κυβερνητικές δυνάμεις αποκλείστηκε μαζί με την ομάδα του στη χαράδρα του Φάγγου κοντά στην Αρτα. Συνειδητοποιώντας πως δεν υπήρχε διέξοδος διαφυγής, πήρε την απόφαση να αυτοκτονήσει.
Η «τελική πράξη του δράματος» ολοκληρώθηκε με μια χαρακτηριστική πράξη βαρβαρότητας: τα κεφάλια των Αρη και Τζαβέλα κόπηκαν και κρεμάστηκαν σε δημόσια θέα σε φανοστάτη της πλατείας των Τρικάλων.
Το ζήτημα του Αρη Βελουχιώτη, δίχως περαιτέρω εξέλιξη, ξανάνοιξε στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1957, όπου σημειώθηκε συγκεκριμένα πως «το Κόμμα πρέπει να εξετάσει και να δώσει συγκεκριμένη απάντηση για τον Αρη, Σιάντο, Ζεύγο, Καραγιώργη, Πλουμπίδη κ.ά. και να τους αποκαταστήσει».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Το ΚΚΕ, με εξαίρεση εκείνο το διάστημα, καθώς και το διάστημα λίγων μηνών μετά το θάνατο του Αρη, ουδέποτε αποδέχθηκε τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», παρά το γεγονός ότι ορισμένες φορές αντιμετώπιζε τον Αρη με ανοίκειους χαρακτηρισμούς, όπως στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (1950).
Ανεξάρτητα από υπερβολές στη διατύπωσή της, η αποκήρυξη και διαγραφή του Βελουχιώτη από το ΚΚΕ στηρίζεται στο ότι ο Αρης είχε παραβιάσει την κομματική πειθαρχία, αξιοποιώντας για το σκοπό της συγκρότησης του νέου αντάρτικου τη φήμη και το σεβασμό που είχε κατακτήσει τα προηγούμενα χρόνια ως αρχικαπετάνιος και στέλεχος του κόμματος. Λειτούργησε μεμονωμένα, σπασμωδικά, όχι συλλογικά και με υπομονή.
Δεν ήταν η γνώμη του Βελουχιώτη που καταδικάστηκε από το Κόμμα, αλλά η επίμονη πρακτική εφαρμογή της απειθαρχίας που επέφερε διάσπαση και εντάσεις στο κίνημα.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι αρχή της λειτουργίας και συγκρότησης του ΚΚΕ, που δίχως αυτή καθίσταται αδύνατη η ύπαρξη του Κόμματος. Το πλαίσιο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι αρκετά ευρύχωρο για να συζητήσει κανείς, να εκφράσει τη διαφωνία του έντονα, να πείσει ή να πειστεί.
Σε ποιο βαθμό μπορεί να ισχύει ο ισχυρισμός, πως η τύχη της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική αν είχαν υιοθετηθεί οι απόψεις του Αρη στη δεδομένη χρονική στιγμή, είναι δύσκολο να πει κανείς.
Μια τέτοια διατύπωση είναι σαφώς υπεραπλουστευμένη και αντιεπιστημονική, μια και κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα και να υποστηρίξει με τόση σιγουριά το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα. Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα είναι πως, αν ο Αρης είχε πειθαρχήσει και δεν οδηγούνταν στην τραγική κατάληξη, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στον ένοπλο λαϊκό αγώνα των χρόνων 1946-1949.
Επίλογος
16 Ιούνη 1945. Που ο κομμουνιστής, ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο πρωτοπόρος αγωνιστής στην πάλη κατά του ιμπεριαλισμού και του φασισμού, για μια Ελλάδα λεύτερη, ανεξάρτητη, της λαοκρατίας και όχι της πλουτοκρατίας, για την Ελλάδα της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, θα φύγει από τη ζωή. Ο Αρης, κυκλωμένος, λένε οι μαρτυρίες, από τους διώκτες του, θα δώσει ο ίδιος το τέλος με το ατομικό του περίστροφο, για να περάσει στην αιωνιότητα ως σύμβολο αντίστασης.
Η διαδρομή από τον Θανάση Κλάρα μέχρι το γνήσιο παιδί του ΚΚΕ, τον Αρη Βελουχιώτη, είναι η διαδρομή που επιβεβαιώνει το ίδιο το μήνυμα του ΚΚΕ σε όλη την ιστορική του πορεία: Οσο αυτός ο λαός θα σηκώνει το ανάστημά του, τίποτα δεν πάει χαμένο, τίποτα δεν μπορεί να το σκεπάσει η λήθη, το όραμα θα γίνει πραγματικότητα, ο τελικός λόγος της Ιστορίας θα είναι υπέρ των ανυπεράσπιστων και των αδικημένων.
Την ίδια μέρα που ο Αρης πέρασε στην «αθανασία», έξω από τη Μεσούντα, καταδιωκόμενος από δυνάμεις του εχθρού, μαζί του στο θάνατο τον ακολούθησε και ο πιστός του αντάρτης, ο Τζαβέλας. Η τελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε με τον κανιβαλισμό και τη θηριωδία του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος. Οι δύο νεκροί σύντροφοι θα αποκεφαλιστούν και τα κεφάλια τους θα μείνουν κρεμασμένα από τις 18 έως τις 20 Ιούνη σ' ένα φανοστάτη στα Τρίκαλα.
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τις σχέσεις του Αρη με το ΚΚΕ. Ομως, ο αρμοδιότερος να μιλήσει είναι ο ίδιος ο Αρης. Και το έκανε:
«...Αν στη ζωή μου υπάρχει ένα σημείο που με συγκίνηση και με υπερηφάνεια αφάνταστη από καιρού σε καιρό γυρίζω και βλέπω, είναι ακριβώς η εποχή που μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Διαπαιδαγωγήθηκα ταξικά, έμαθα το συμφέρο μου, πέταξα τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό στα μούτρα της λωποδύτριας μπουρζουαζίας και ρίχτηκα με πίστη, με θέληση, με ηρωισμό στον αγώνα για τις εργαζόμενες μάζες. Εκτοτε δεν έχω στο ενεργητικό μου παρά φυλακίσεις για πάλη επαναστατική. Μιλάν τα γεγονότα, μιλάει αυτή η αλήθεια. Ούτε ΜΙΑ ΚΗΛΙΔΑ. Είναι αυτό σε βάρος μου; Είναι αυτό στοιχείο ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα; ΤΙΜΗ ΜΟΥ ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ότι γλίτωσα απ' τη διαφθορά της συνείδησης, στην οποία με οδηγούσε το ληστρικό αστικό καθεστώς και κόσμησα τον Κλάρα που φερόντανε τροχάδην στον γκρεμό με ΑΓΝΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ στοιχεία και μόνο με τέτοια. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξαγνίζει και δημιουργεί αγωνιστές αφοσιωμένους στη μεγάλη υπόθεση του προλεταριάτου. Είναι το μόνο κόμμα που οδηγεί τους εκμεταλλευόμενους στον ιστορικό δρόμο: Στην οριστική απελευθέρωση του προλεταριάτου. Στο κόμμα αυτό έδωσα όλη μου τη ζωή και θα συνεχίσω να δίνω όσες δυνάμεις μου απομείναν στον αγώνα του, για το ψωμί των εργαζομένων, κατά των φόρων και των πολέμων, για την επανάσταση».
(Θανάσης Κλάρας, επιστολή στον «Ριζοσπάστη», 9/9/1931)
Αυτός ήταν ο δρόμος που «μεταμόρφωσε» τον Θανάση Κλάρα σε Αρη Βελουχιώτη. Ο δρόμος του ΚΚΕ. Ο Αρης ήταν κομμουνιστής, ήταν γέννημα - θρέμμα του ΚΚΕ, πιστός στρατιώτης του, ακόμη κι όταν διαφωνούσε με επιλογές του Κόμματος. Ακόμη και μετά τη διαγραφή του, όταν διαφώνησε, μετά τη Βάρκιζα. Ετσι γεννήθηκε ο Κλάρας ως Αρης Βελουχιώτης. Κι έτσι πέθανε. Ως παιδί του ΚΚΕ. Γι' αυτό συνεχίζει να συνεγείρει το νου και τις καρδιές των ανθρώπων.
Ριζοσπάστης, 16/6/2010
Είχε δίκιο;
Ο Αρης Βελουχιώτης αντιτάχθηκε στη Συμφωνία της Βάρκιζας και τη χαρακτήρισε λαθεμένη. Στο διάστημα Φλεβάρης - Απρίλης 1945 ανέλαβε με δική του ευθύνη πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση νέου αντάρτικου στρατού, παρά την αντίθετη απόφαση του ΚΚΕ, του οποίου η 11η Ολομέλεια της ΚΕ (Απρίλης 1945) τον διέγραψε. Αργότερα, κυρίως από την αρχή της δεκαετίας του 1960, εκ μέρους του Κόμματος υπήρξαν πράξεις πολιτικής αποκατάστασης του Αρη. Αυτό αποτυπώθηκε και στον Α' τόμο Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918 - 1949, που γράφει: «Ο Αρης, ζυμωμένος και ατσαλωμένος στο ΚΚΕ και στο λαϊκό κίνημα, αναδείχτηκε, με την ηρωική δράση του, σε ατρόμητο πολεμιστή και σε γνήσιο λαϊκό ηγέτη. Η τραγική θυσία του συγκίνησε βαθιά τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και όλους τους πατριώτες».
Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη στις 16 Ιούλη 2011 αποφάσισε την επίσημη πολιτική αποκατάσταση του Αρη Βελουχιώτη. Θεωρεί ότι είχε δίκιο ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Παράλληλα, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη σημειώνει ότι :
η διαφωνία του Αρη με τη Συμφωνία της Βάρκιζας δε δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του Κόμματος και την παραβίαση από αυτόν της κομματικής πειθαρχίας, καθώς και την αξιοποίηση από τον Αρη της φήμης και του σεβασμού που είχε κατακτήσει την προηγούμενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ.
Παράλληλα, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, κατήγγειλε την απόπειρα της αστικής και οπορτουνιστικής προπαγάνδας και ιστοριογραφίας, που παίρνουν δήθεν υπό την προστασία τους τον Αρη, για να επιτεθούν στο ΚΚΕ.
Οπως σημειώνει :
«στη λαϊκή συνείδηση, ο Αρης Βελουχιώτης είναι ταυτισμένος με την ηρωική πορεία του ΚΚΕ, τον αγώνα για την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Ο Αρης Βελουχιώτης τάχθηκε υπέρ της ένοπλης πάλης, που την απορρίπτουν όσοι επιχειρούν να τον οικειοποιηθούν».
Νίκος Πλουμπίδης
14 Αυγούστου 1954: Όταν «έφυγε» ο… «Μπάρμπας»
Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου του 1954 πέφτει νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο Νίκος Πλουμπίδης, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. «Πέφτει», πιστός στο ΚΚΕ και στα ιδανικά του, άξιος κομμουνιστής ηγέτης. Αυτός ήταν ο Ν. Πλουμπίδης, ο κόκκινος δάσκαλος, ο γνωστός Μπάρμπας. Ξεχωριστός κομμουνιστής- λαϊκός αγωνιστής που ποτέ δεν διαχωρίστηκε από το κόμμα του και που κανείς δεν είναι σε θέση να τον διαχωρίσει, πολύ περισότερο να τον φέρει σε αντιπαράθεση μ' αυτό.
Στη συνέχεια παραθέτουμε το κείμενο επιστολής του Νίκου Πλουμπίδη, που έγραψε από τη φυλακή, τα Χριστούγεννα του 1952. Στην επιστολή απαντά στην σε βάρος του κατηγορία της ηγεσίας του ΚΚΕ περί συνεργασίας του με τον εχθρό.
«Τιμή μου εγώ έχω πάνω απ’ όλα την τιμή του κόμματος»
«Αυτό που επείγει δεν είναι η ανασκευή της κατηγορίας, αυτό θα το κάνει το κόμμα αργότερα, αλλά η διαφύλαξη της ενότητας του κόμματος και η εμπιστοσύνη στην ηγεσία του κόμματος. Η ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ δεν οφείλεται σε προσωπικούς λόγους, αλλά στη φροντίδα της Κεντρικής Επιτροπής να προφυλάξει το κόμμα από έναν υποτιθέμενο σοβαρό εχθρό. Η ανακοίνωση είναι έκφραση των υπαρχόντων ερωτηματικών που γεννήθηκαν στην Κεντρική Επιτροπή από ενδείξεις και από γνώμες μου πάνω σε σοβαρά προβλήματα. Η ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ οσοδήποτε οδυνηρή είναι για μένα και έτσι όπως είναι, πάλι είναι ΣΕΒΑΣΤΗ. Εκείνοι που με αγαπούν και με σέβονται οφείλουν να πειθαρχήσουν στο κόμμα, να διαφυλάξουν την ενότητα του κόμματος και να έχουν εμπιστοσύνη στην ηγεσία. Και να είναι βέβαιοι ότι το κόμμα θα τα ελέγξει τα πράγματα, θα αναγνωρίσει τα λάθη του και θα αποκαταστήσει την αλήθεια, ανεξάρτητα αν εγώ στο μεταξύ θα έχω πεθάνει κάτω από το στίγμα του προδότη. Εκείνοι που λένε ότι πρέπει να υπερασπίσω την τιμή μου και να μιλήσω είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, κάνουν αντικομματική δουλειά. Παίζουν το παιχνίδι της Ασφάλειας που έθετε στη διάθεσή μου όλα τα μέσα αν ήθελα να μιλήσω. Τιμή μου εγώ έχω πάνω απ’ όλα την τιμή του κόμματος. Εγώ εκείνα που δίδασκα τα εφάρμοζα πρώτος εγώ. Ήμουν πιστός στο κόμμα τότε που με περιέβαλε με τη στοργή του και με ανέβαζε στα ανώτατα αξιώματά του, είμαι πιστός τώρα που καλά ή κακά, δίκαια ή άδικα με κατηγορεί και με στιγματίζει. Θα παραμείνω για πάντα πιστός και θα πεθάνω κομμουνιστής. Μην παρασύρεστε από το συναίσθημα, μη γίνετε πιόνια στα χέρια του εχθρού. Η προσωποποίηση του κόμματος είναι η ηγεσία του. Καθένας που στρέφεται ενάντια της ηγεσίας, στρέφεται ενάντια στο κόμμα και κάνει τη δουλειά της Ασφάλειας. Όποιος μιλάει ενάντια στην ηγεσία του κόμματος ή είναι χαφιές ή άρχισε να γλιστράει και θα γίνει χαφιές στα σίγουρα. Μέσα από τα σίδερα της φυλακής και από το κρεβάτι του θανάτου εκφράζω την απόλυτη εκτίμησή μου και την απεριόριστη εμπιστοσύνη μου ….. Κρατιέμαι με τα δόντια στη ζωή για να δώσω ακόμα δυο μάχες, τη μάχη της δίκης και τη μάχη του εκτελεστικού αποσπάσματος. Τελειώνω και σας φιλώ όλους. Θα προφτάσω; Θα με αφήσουν;».
Σκηνοθετημένη κατηγορία
Ο Πλουμπίδης, παρά την επιδείνωση της υγείας του, τα «κατάφερε». Στο στρατοδικείο που τον καταδίκασε σε θάνατο, στην απολογία του, ήταν καταπέλτης κατά των κατηγόρων του και των εχθρών του ΚΚΕ.
Στην απολογία του (Ιούλιος 1953) μεταξύ των άλλων είπε:
«Η υπόθεση που δικάζεται, δεν είναι υπόθεσις κοινή. Δεν είναι υπόθεσις κατασκοπείας αλλά είναι υπόθεσις πολιτική. Είναι υπόθεσι ιδεολογική. δεν δικάζετε τον Πλουμπίδη σαν δράστη του άλφα ή του βήτα εγκλήματος, αλλά τον δικάζετε σαν κομμουνιστή ηγέτη. Δεν δικάζετε τους ερήμην δικαζόμενους Ζαχαριάδην, Ιωαννίδην, Μπαρτζιώταν, Βλαντάν, Ρούσον και λοιπούς σαν δράστας εγκλημάτων αλλά σαν ηγεσία του ΚΚΕ. Χαρακτηριστικό του πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου της δίκης είναι η διχογνωμία εάν πρέπει να γίνη η δίκη αυτή η όχι. Υπήρξαν δύο απόψεις. Η μία ήτο ότι είναι συμφερώτερον να μην γίνη η δίκη αλλά να συνεχίζεται η κατάστασις της συγχύσεως και του διχασμού των κομμουνιστών αν ο Πλουμπίδης είναι προδότης ή όχι. Και ακόμα να μη γίνη η δίκη γιατί με τη δίκη αυτή θα δοθή η ευκαιρία εις τον κομμουνισμόν να διεξαγάγη εκστρατείαν προπαγάνδας. Η δευτέρα άποψις ήτο ότι πρέπει να γίνη η δίκη γιατί ο Πλουμπίδης από ψευτοφιλότιμο ή θα αναγκαστή να προβή σε αποκαλύψεις, οπότε θα έχωμε συμφέρον ή αν δεν αποκαλύψη θα αναλάβει τις ευθύνες οπότε θα αντιμετωπίση το εκτελεστικόν απόσπασμα και οι ερήμην δικαζόμενοι θα καταδικασθούν εις θάνατον έτσι που μετά τη νομιμοποίησι του κόμματος που θα επακολουθήση την ειρήνευσιν του κόσμου να μην μπορούν να έλθουν στην Ελλάδα και το κόμμα να αποκεφαλισθή.
Η δίκη ορίσθη. Κατά την προετοιμάσιαν της δίκης οι αντικομουνιστικοί κύκλοι και οι εχθροί του λαού προσπάθησαν με κάθε μέσον να δυσφημίσουν το ΚΚΕ και τους ηγέτας του. Εφθασαν στο σημείο να δημοσιεύσουν εις εφημερίδα ψέυτικες δηλώσεις μου, προς δήθεν ανώτερο αξιωματικό της στρατιωτικής δικαιοσύνης, που αποδεικνύουν ότι ο Πλουμπίδης είναι αποστάτης, είναι προδότης στις τάξεις του κόμματος, ότι οι κομμουνιστές ηγέτες είναι δολοφόνοι και ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα ύπουλο με σκοπούς ανομολόγητους. Φοβούνται τις αποκαλύψεις του προδότου και αποφάσισαν την δολοφονία του. Ακόμη εδημοσίευσαν ψεύτικη και φανταστική συνέντευξι μου σε απογευματινή εφημερίδα για να παρουσιάσουν τον προδότη Πλουμπίδη στρεφόμενον εναντίον του Ζαχαριάδη, δηλαδή του αρχηγού του κόμματός μας. Αλλά και κατά την διαδικασίαν, κύριοι, τινές των αστυνομικών προσπάθησαν να ηρωποιήσουν τον Πλουμπίδη, να τον παρουσιάσουν μέντωρα, μορφωμένο κ.λ.π. Είναι τυχαίο αυτό; Οχι είναι πολιτικό ζήτημα. Αυτό έγινε- κατά τη γνώμη μου- για το λόγο ό,τι αν ο Πλουμπίδης θιγόμενος από τη συνεχιζόμενην πολιτική εναντίον του από το κόμμα, μπορεί να προβή εις αποκαλύψεις. Ακόμη ο κ. Πανόπουλος στην απάντηση του στην επιστολή μου για τον Μπελογιάννη με απεκάλεσε ιδεολόγο κομμουνιστή, υπερήφανο, τίμιο κ.λ.π. Στη χθεσινή κατάθεσί του, όταν ηρωτήθη αν είναι- από το συνήγορό μου- ο Πλουμπίδης ιδεολόγος, ο κ. Πανόπουλος που τότε είπεν τον Πλουμπίδη ιδεολόγο διότι ήθελε να αφήση την εντύπωσι ότι ο Πλουμπίδης είναι προδότης και σήμερα που πιάστηκε, ότι ο Πλουμπίδης δεν προδίδει το κόμμα του, απήντησε ότι ο Πλουμπίδης είναι κομμουνιστής. Αυτό είναι σοβαρό, κύριοι.
Οι σκοποί των αντικομμουνιστικών κύκλων με τη δίκη αυτή και με τη σκηνοθετημένη κατηγορία της δίκης είναι σαφείς. Είναι η συνέχεια της σκηνοθετημένης κατηγορίας που έγινε με τη δίκη Μπελογιάννη, με τη διαφορά ότι τότε μεν έγινε η δίκη εκείνη σε εποχή ψυχρού πολέμου, αυτή δε διεξάγεται όταν αρχίζη η διεθνής ειρήνευσις να κάνη τα πρώτα της βήματα. Οι σκοποί που επιδιώκονται είναι σαφέις: Αντιπερισπασμός στη διεθνή ειρήνευσι. Όπως ο Σίγμαν Ρη εις την Κορέα φέρει εμπόδια εις την ανακωχή, όπως ο Αντενάουερ, ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας δεν θέλει την ενοποίηση της Γερμανίας για να μπορή να μεταβάλη τη Δυτική Γερμανία σε φρούριο επιθέσεως, έτσι και η Ελλάς μεταβάλεται σε στήλη, σε βάθρο, σε προπομπό των κύκλων των διεθνών που αντιδρούν στην ειρήνη.
Σήμερα, κύριοι, δεν δικάζετε άτομα. Δικάζετε το ΚΚΕ. Και επ αυτού δηλώνω, παρ όλον ότι σήμερα όχι μόνον δεν έχω την τιμή να εκπροσωπώ το κόμμα μου, αλλά έχω και πολεμικήν εναντίον μου, δηλώνω, ότι αναλαμβάνω πλήρως τας ευθύνας δια την πολιτική του κόμματός μου…».
Το τελευταίο γράμμα
Ο Πλουμπίδης κρατήθηκε, όπως ο ίδιος έλεγε στην επιστολή του, «με δόντια στη ζωή» για να δώσει τις δύο τελευταίες μάχες, της δίκης και του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Λίγες ώρες πριν την εκτέλεση του έγραψε το τελευταίο του γράμμα:
«Αγαπημένοι μου,
Σας γράφω τις τελευταίες μου γραμμές. Είναι η πρώτη ώρα της 14ης Αυγούστου 1954. Με ξύπνησαν για να με ειδοποιήσουν ότι το πρωί θα γίνει η εκτέλεσή μου. Τις τελευταίες αυτές ώρες που μου απομένουν τις αφιερώνω στους αγαπημένους μου.
Εκείνο που έχω να σας πω είναι ότι ΠΟΤΕ μου ΔΕΝ υπήρξα προδότης, όπως με αποκαλούν οι κατήγοροί μου. Πάντα υπηρέτησα πιστά την ιδεολογία μου πιστεύοντας ότι εξυπηρετώ το λαό. Συγχωρώ τους κατηγόρους μου για τις πίκρες που μου ‘δωσαν την ώρα που χρειαζόμουν συμπάθεια και κατανόηση. Σας παρακαλώ και σας όλους να συγχωρήσετε και σεις τους κατηγόρους μου. Αυτό θα είναι για μένα ανακούφιση.
Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στον πεθερό μου και πεθερά μου. Στον αγαπητό μου Βρασίδα, Δημοσθένη και γυναίκα του, που μου παραστάθηκαν στοργικά στη φυλάκισή μου. Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στις αδελφές μου που ταλαιπωρούνταν να με επισκέπτονται κάθε εβδομάδα.
Αποχαιρετώ τ’ αδέλφια μου Σπύρο και Γιώργη. Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου σ’ όλους, γνωστούς και αγνώστους, για τη συμπαράστασή τους ή την καλοσύνη που έδειξαν απέναντί μου στις κακές ώρες της ζωής μου. Στα ανίψια μου και ιδιαίτερα τη Γεωργία εύχομαι κάθε ευτυχία.
Στην αγαπημένη μου Ιουλία, που μου στάθηκε αγαπημένη συντρόφισσα στα λίγα χρόνια της ζωής μας, εκφράζω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη για τη στοργή και την αγάπη της. Της εύχομαι να ζήσει τη ζωή της και να ευτυχήσει.
Στο αγαπημένο μου παιδί το ΔΗΜΗΤΡΗ εύχομαι να γίνει ΜΕΓΑΛΟΣ και ΧΡΗΣΙΜΟΣ άνθρωπος για το καλό το δικό του και του ελληνικού λαού.
Σας αφήνω γεια
Νίκος
Φυλακή – Σανατόριο 13 προς 14 Αυγούστου 1954
Υ.Γ. Μη λυπάστε, εγώ τώρα θα ησυχάσω. Σας εύχομαι όλων ευτυχία. Ο θάνατος είναι μια αλλαγή της ύλης. Έτσι είναι.»
*Ημεροδρόμος*
Δύο άρθρα από τον Ριζοσπάστη -
Φόρος τιμής στον ''Κόκκινο Δάσκαλο''
''Ήταν ψυχωμένος άνθρωπος ο Πλουμπίδης, δεν λύγισε καθόλου. Άκουσα το πυρ, σωριάστηκε ο άνθρωπος κάτω, δεν ήταν κλειστά τα μάτια του, τα χέρια του πρέπει να ήταν δεμένα, και ύστερα είδα και τον αστυνομικό που πήγε και του έριξε τη χαριστική βολή''.
Το χρονικό...
Είναι νύχτα ακόμα, ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα, 14 Αυγούστου 1954, όταν ο αρχιφύλακας της Γενικής Ασφάλειας Ν. Πέττας,που τον επισκέφθηκε στο κελί της φυλακής του, στο νοσοκομείο "Σωτηρία", τον ξύπνησε και του ανακοινώνει ότι θα εκτελεστεί σε λίγες ώρες. Ο Ν. Πλουμπίδης σηκώνεται, πλένεται και φοράει το καλό του κοστούμι. Στις 3.30 μεταφέρεται σιδεροδέσμιος στην κλούβα του Τμήματος Μεταγωγών και η τελευταία πορεία του αρχίζει. Προορισμός το Δαφνί, όπου σε μια χαράδρα, κοντά στην Αγια Μαρίνα, θα γίνει η εκτέλεση.
Η συγκεκριμένη εκτέλεση ήταν και η μοναδική, που παρακολούθησαν δημοσιογράφοι. Ενας από αυτούς ήταν και ο Σόλωνας Γρηγοριάδης που τότε εργαζόταν στην εφημερίδα "Ακρόπολη". Η περιγραφή που παραθέτουμε παρακάτω είναι δική του.
"Ηταν χαράματα 14 Αυγούστου, βρεθήκαμε σε μια πλαγιά στο Δαφνί, που μας είχαν ορίσει, μαζί με άλλους συναδέλφους μου. Κάπου εκεί κοντά μας είχαν οδηγήσει τον Πλουμπίδη από τις 4.30 το πρωί της ίδιας μέρας, μέσα σ' αυτοκίνητο του Τμήματος Μεταγωγών. Γύρω στις πέντε, διακρίναμε ένα αυτοκίνητο να κινείται προς την κατεύθυνσή μας. Σταμάτησε, όχι μακριά μας. Ανοιξε η πόρτα και είδαμε τον Πλουμπίδη και τη συνοδεία του, δεμένο ακόμα και τότε με τις χειροπέδες, να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο. Φορούσε μαύρο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο... ήτανε γιορτινός. Προχωρώντας στον τόπο της εκτέλεσης, που τον οδηγούσαν, πέρασε δίπλα από μας τους δημοσιογράφους που περιμέναμε. Κοντοστάθηκε, στράφηκε προς το μέρος μας, χαιρέτησε εγκάρδια και με θαυμαστή ψυχραιμία μας είπε: "Γεια σας παιδιά. Μπράβο, όλο νιάτα βλέπω μπροστά μου. Σας εύχομαι καλή σταδιοδρομία, να 'στε πάντα καλά. Βλέπετε, εγώ σε λίγο φεύγω με ψεύτικες κι άδικες κατηγορίες". Ο Πλουμπίδης προχώρησε λίγο πιο πέρα. Τον σταμάτησαν κοντά στον τόπο της εκτέλεσης, όπου ήταν παραταγμένο το εκτελεστικό απόσπασμα και παραβρίσκονταν εκεί: ο αστυνομικός διευθυντής Κροντήρης, ο βασιλικός επίτροπος Πολυχρονόπουλος, ο γραμματέας του Στρατοδικείου Σκορδίλης και δύναμη αστυνομικών. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος διέταξε τους στρατιώτες να παρουσιάσουν όπλα. "Παρουσιάστε Αρμ". Και αμέσως ο γραμματέας Σκορδίλης διάβασε επίσημα την απόφαση του Στρατοδικείου, που καταδίκαζε τον Πλουμπίδη σε θάνατο. Κατόπιν ο βασιλικός επίτροπος ρώτησε τον Πλουμπίδη αν είχε καμιά τελευταία επιθυμία. Ο Πλουμπίδης τότε, είπε: "Υπήρξα τίμιος αγωνιστής, πάλεψα για το καλό του λαού και για το Κόμμα μου. Αφήνω στο γιο μου φεύγοντας ένα τίμιο όνομα"".
Ο Νίκος Πλουμπίδης έπεσε νεκρός, αλλά ακόμη και το άψυχο σώμα του φόβιζε ακόμη τη μισαλλόδοξη ξενόδουλη εξουσία. Ετσι φρόντισαν στα γρήγορα να ξεμπερδέψουν και με αυτό.
Ο "Ρ" μίλησε με τον Γ. Μπαρμπαγάλα που την επόμενη μέρα της εκτέλεσης έθαψε κανονικά το σώμα του Πλουμπίδη . Μας διηγήθηκε πώς ένιωσε ό ίδιος, αλλά και αυτά που του είχε εξιστορήσει ο τότε γνωστός του Γ. Μπεκιάρης,δημοτικός υπάλληλος Χαϊδαρίου, που εκείνο το πρωινό είχε πάρει εντολή από τη Χωροφυλακή, να πάει στις 4 τα ξημερώματα στο Αστυνομικό Τμήμα Χαϊδαρίου με φορτηγό του Δήμου για "ειδική αποστολή".
"Οταν κατάλαβα- του είχε πει - τι επρόκειτο να γίνει, ένιωσα φοβερή δυσφορία και ξαφνικά όλο μου το κορμί γέμισε με κόκκινα εξανθήματα, με είχε πιάσει τρεμούλα... Μετά την εκτέλεση οι χωροφύλακες μου ζήτησαν να βοηθήσω στη μεταφορά του άψυχου κορμιού του, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Ετσι, μόνοι τους, τον έσυραν μέχρι το φορτηγό και τον πέταξαν μέσα σ' αυτό. Μπήκαμε στο φορτηγό και πήγαμε στο νεκροταφείο του Αη - Γιώργη, όπου τον έθαψαν πρόχειρα".
Την επόμενη μέρα οι συγγενείς της γυναίκας του Πλουμπίδη , της Ιουλίας, πήγαν και βρήκαν τον Γ. Μπαρμπαγάλα και του ζήτησαν να πάει στο νεκροταφείο για να θάψει το νεκρό.
"Οταν φτάσαμε εκεί, είδαμε ότι το σώμα του νεκρού δεν ήταν καλά θαμμένο. Αρχισα να σκάβω. Ο νεκρός, όταν τον βγάλαμε έξω, φόραγε ακόμα το κοστούμι του και τα γυαλιά του ήταν στην τσέπη του! Οταν τον βγάλαμε έξω οι συγγενείς του καθάρισαν το σώμα του, εγώ άνοιξα εκεί δίπλα έναν τάφο και τον θάψαμε. Ο Μπαρμπαγάλας φανερά συγκινημένος θυμήθηκε ότι ακόμα και σ' αυτή την ιερή στιγμή το νεκροταφείο ήταν ζωσμένο με χωροφύλακες. Φαίνεται ότι το άψυχο κορμί του Πλουμπίδη τους φόβιζε ακόμα..."
"Την επόμενη μέρα το πρωί, οι συγγενείς μου πήγαν στην ασφάλεια και ζήτησαν άδεια για να θάψουν τον Νίκο" θυμάται η Ιουλία Πλουμπίδου ,που έμαθε το τραγικό γεγονός της εκτέλεσης μέσα στις φυλακές Αβέρωφ.
"Η άδεια πράγματι τους δόθηκε και πήγαν στο νεκροταφείο του Αη - Γιώργη με συνοδεία αστυνομικών και μαζί με τον Μπαρμπαγάλα, που έκανε την εκταφή και την ταφή του σώματος του Νίκου".
Δε σεβάστηκαν ούτε το μνημείο του...
Πάνω από τον τάφο του Πλουμπίδη, ο γλύπτης Κ. Κλουβάτος φιλοτέχνησε μια πλάκα. Κατά τη διάρκεια όμως της Χούντας και συγκεκριμένα στις 26.8.1968, ο δήμαρχος Χαϊδαρίου Β. Ξανθάκος,ύστερα από πιέσεις των χουντικών και του ίδιου του ΓΕΣ, έστειλε εργάτες και καταστρέψανε το μνημείο. Μάλιστα με έγγραφό του το ΓΕΣ αναρωτιόταν: "πόσο μπορεί να υπάρχει ακόμα αυτό το μνημείο ντροπής"...
Αργότερα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η ΠΕΑΕΑ έκανε αγώνες προκειμένου να στηθεί ένα μνημείο στο χώρο της εκτέλεσης και ενώ όλες οι διαδικασίες είχαν ολοκληρωθεί ο υπουργός Εσωτερικών Γ. Γεννηματάς δεν υπέγραψε το σχετικό έγγραφο για την παραχώρηση του χώρου.
Το χρονικό...
Είναι νύχτα ακόμα, ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα, 14 Αυγούστου 1954, όταν ο αρχιφύλακας της Γενικής Ασφάλειας Ν. Πέττας,που τον επισκέφθηκε στο κελί της φυλακής του, στο νοσοκομείο "Σωτηρία", τον ξύπνησε και του ανακοινώνει ότι θα εκτελεστεί σε λίγες ώρες. Ο Ν. Πλουμπίδης σηκώνεται, πλένεται και φοράει το καλό του κοστούμι. Στις 3.30 μεταφέρεται σιδεροδέσμιος στην κλούβα του Τμήματος Μεταγωγών και η τελευταία πορεία του αρχίζει. Προορισμός το Δαφνί, όπου σε μια χαράδρα, κοντά στην Αγια Μαρίνα, θα γίνει η εκτέλεση.
Η συγκεκριμένη εκτέλεση ήταν και η μοναδική, που παρακολούθησαν δημοσιογράφοι. Ενας από αυτούς ήταν και ο Σόλωνας Γρηγοριάδης που τότε εργαζόταν στην εφημερίδα "Ακρόπολη". Η περιγραφή που παραθέτουμε παρακάτω είναι δική του.
"Ηταν χαράματα 14 Αυγούστου, βρεθήκαμε σε μια πλαγιά στο Δαφνί, που μας είχαν ορίσει, μαζί με άλλους συναδέλφους μου. Κάπου εκεί κοντά μας είχαν οδηγήσει τον Πλουμπίδη από τις 4.30 το πρωί της ίδιας μέρας, μέσα σ' αυτοκίνητο του Τμήματος Μεταγωγών. Γύρω στις πέντε, διακρίναμε ένα αυτοκίνητο να κινείται προς την κατεύθυνσή μας. Σταμάτησε, όχι μακριά μας. Ανοιξε η πόρτα και είδαμε τον Πλουμπίδη και τη συνοδεία του, δεμένο ακόμα και τότε με τις χειροπέδες, να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο. Φορούσε μαύρο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο... ήτανε γιορτινός. Προχωρώντας στον τόπο της εκτέλεσης, που τον οδηγούσαν, πέρασε δίπλα από μας τους δημοσιογράφους που περιμέναμε. Κοντοστάθηκε, στράφηκε προς το μέρος μας, χαιρέτησε εγκάρδια και με θαυμαστή ψυχραιμία μας είπε: "Γεια σας παιδιά. Μπράβο, όλο νιάτα βλέπω μπροστά μου. Σας εύχομαι καλή σταδιοδρομία, να 'στε πάντα καλά. Βλέπετε, εγώ σε λίγο φεύγω με ψεύτικες κι άδικες κατηγορίες". Ο Πλουμπίδης προχώρησε λίγο πιο πέρα. Τον σταμάτησαν κοντά στον τόπο της εκτέλεσης, όπου ήταν παραταγμένο το εκτελεστικό απόσπασμα και παραβρίσκονταν εκεί: ο αστυνομικός διευθυντής Κροντήρης, ο βασιλικός επίτροπος Πολυχρονόπουλος, ο γραμματέας του Στρατοδικείου Σκορδίλης και δύναμη αστυνομικών. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος διέταξε τους στρατιώτες να παρουσιάσουν όπλα. "Παρουσιάστε Αρμ". Και αμέσως ο γραμματέας Σκορδίλης διάβασε επίσημα την απόφαση του Στρατοδικείου, που καταδίκαζε τον Πλουμπίδη σε θάνατο. Κατόπιν ο βασιλικός επίτροπος ρώτησε τον Πλουμπίδη αν είχε καμιά τελευταία επιθυμία. Ο Πλουμπίδης τότε, είπε: "Υπήρξα τίμιος αγωνιστής, πάλεψα για το καλό του λαού και για το Κόμμα μου. Αφήνω στο γιο μου φεύγοντας ένα τίμιο όνομα"".
Ο Νίκος Πλουμπίδης έπεσε νεκρός, αλλά ακόμη και το άψυχο σώμα του φόβιζε ακόμη τη μισαλλόδοξη ξενόδουλη εξουσία. Ετσι φρόντισαν στα γρήγορα να ξεμπερδέψουν και με αυτό.
Ο "Ρ" μίλησε με τον Γ. Μπαρμπαγάλα που την επόμενη μέρα της εκτέλεσης έθαψε κανονικά το σώμα του Πλουμπίδη . Μας διηγήθηκε πώς ένιωσε ό ίδιος, αλλά και αυτά που του είχε εξιστορήσει ο τότε γνωστός του Γ. Μπεκιάρης,δημοτικός υπάλληλος Χαϊδαρίου, που εκείνο το πρωινό είχε πάρει εντολή από τη Χωροφυλακή, να πάει στις 4 τα ξημερώματα στο Αστυνομικό Τμήμα Χαϊδαρίου με φορτηγό του Δήμου για "ειδική αποστολή".
"Οταν κατάλαβα- του είχε πει - τι επρόκειτο να γίνει, ένιωσα φοβερή δυσφορία και ξαφνικά όλο μου το κορμί γέμισε με κόκκινα εξανθήματα, με είχε πιάσει τρεμούλα... Μετά την εκτέλεση οι χωροφύλακες μου ζήτησαν να βοηθήσω στη μεταφορά του άψυχου κορμιού του, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Ετσι, μόνοι τους, τον έσυραν μέχρι το φορτηγό και τον πέταξαν μέσα σ' αυτό. Μπήκαμε στο φορτηγό και πήγαμε στο νεκροταφείο του Αη - Γιώργη, όπου τον έθαψαν πρόχειρα".
Την επόμενη μέρα οι συγγενείς της γυναίκας του Πλουμπίδη , της Ιουλίας, πήγαν και βρήκαν τον Γ. Μπαρμπαγάλα και του ζήτησαν να πάει στο νεκροταφείο για να θάψει το νεκρό.
"Οταν φτάσαμε εκεί, είδαμε ότι το σώμα του νεκρού δεν ήταν καλά θαμμένο. Αρχισα να σκάβω. Ο νεκρός, όταν τον βγάλαμε έξω, φόραγε ακόμα το κοστούμι του και τα γυαλιά του ήταν στην τσέπη του! Οταν τον βγάλαμε έξω οι συγγενείς του καθάρισαν το σώμα του, εγώ άνοιξα εκεί δίπλα έναν τάφο και τον θάψαμε. Ο Μπαρμπαγάλας φανερά συγκινημένος θυμήθηκε ότι ακόμα και σ' αυτή την ιερή στιγμή το νεκροταφείο ήταν ζωσμένο με χωροφύλακες. Φαίνεται ότι το άψυχο κορμί του Πλουμπίδη τους φόβιζε ακόμα..."
"Την επόμενη μέρα το πρωί, οι συγγενείς μου πήγαν στην ασφάλεια και ζήτησαν άδεια για να θάψουν τον Νίκο" θυμάται η Ιουλία Πλουμπίδου ,που έμαθε το τραγικό γεγονός της εκτέλεσης μέσα στις φυλακές Αβέρωφ.
"Η άδεια πράγματι τους δόθηκε και πήγαν στο νεκροταφείο του Αη - Γιώργη με συνοδεία αστυνομικών και μαζί με τον Μπαρμπαγάλα, που έκανε την εκταφή και την ταφή του σώματος του Νίκου".
Δε σεβάστηκαν ούτε το μνημείο του...
Πάνω από τον τάφο του Πλουμπίδη, ο γλύπτης Κ. Κλουβάτος φιλοτέχνησε μια πλάκα. Κατά τη διάρκεια όμως της Χούντας και συγκεκριμένα στις 26.8.1968, ο δήμαρχος Χαϊδαρίου Β. Ξανθάκος,ύστερα από πιέσεις των χουντικών και του ίδιου του ΓΕΣ, έστειλε εργάτες και καταστρέψανε το μνημείο. Μάλιστα με έγγραφό του το ΓΕΣ αναρωτιόταν: "πόσο μπορεί να υπάρχει ακόμα αυτό το μνημείο ντροπής"...
Αργότερα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η ΠΕΑΕΑ έκανε αγώνες προκειμένου να στηθεί ένα μνημείο στο χώρο της εκτέλεσης και ενώ όλες οι διαδικασίες είχαν ολοκληρωθεί ο υπουργός Εσωτερικών Γ. Γεννηματάς δεν υπέγραψε το σχετικό έγγραφο για την παραχώρηση του χώρου.
Πλούσια δράση, ακούραστος αγωνιστής
Ο Ν. Πλουμπίδης γεννήθηκε στο χωριό Λαγκάδια της Αρκαδίας στις 31 Δεκέμβρη 1902, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Παρά τη φτώχεια κατάφερε με πολλές στερήσεις να τελειώσει το διδασκαλείο Πύργου, τον Ιούλη 1924 και τον ίδιο χρόνο διορίστηκε δάσκαλος σε ένα χωριό της Ελασσόνας. Από τα πρώτα κιόλας βήματα πήρε μέρος στη συνδικαλιστική κίνηση της Δασκαλικής Ομοσπονδίας για αύξηση των μισθών των δασκάλων.
Το 1926 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Πήρε μέρος στη μεγάλη φοιτητική απεργία του 1929. Σε μια από τις φοιτητικές διαδηλώσεις πιάστηκε και βασανίστηκε στην Ασφάλεια. Εχει προσβληθεί από φυματίωση και οι γιατροί δεν του δίνουν ζωή περισσότερο από λίγους μήνες. «Αφού πρόκειται να πεθάνω σε έξι μήνες, ας τους ζήσω όσο μπορώ πιο έντονα, πιο αγωνιστικά», ήταν η απάντηση του Πλουμπίδη .
Συνεχίζει τη δράση του στο δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα και εκλέγεται μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων. Απ' αυτή τη θέση συμβάλλει στην οργάνωση πολλών απεργιακών αγώνων του κλάδου του. Το Μάρτη του 1931 πιάνεται για τη συνδικαλιστική του δράση και καταδικάζεται. Στα τέλη του ίδιου χρόνου απολύεται από δάσκαλος και ασχολείται αποκλειστικά στην κομματική δουλιά.
Με τη δικτατορία του Μεταξά, ο Ν. Πλουμπίδης , περνά στην παρανομία. Το 1937 βρίσκεται στο Βόλο, καθοδηγητής του Γραφείου Περιοχής Θεσσαλίας, το '38 γυρνάει στην Αθήνα και στη σύσκεψη του Ιούνη του '38 εκλέγεται μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Στη συνέχεια πηγαίνει καθοδηγητής του Γραφείου Περιοχής Μακεδονίας - Θράκης και το Μάη του 1939 πιάνεται στην Αθήνα όταν κατεβαίνει για κομματική δουλιά, όπου βασανίζεται απάνθρωπα στην Ασφάλεια. Ο γιατρός της Ασφάλειας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη, καθώς ο κίνδυνος να πεθάνει ο Ν. Πλουμπίδης είναι μεγάλος. Αναγκάζονται να τον στείλουν στη φυλακή - σανατόριο της «Σωτηρίας», σε αυστηρή απομόνωση. Δεν του επιτρέπουν να βγει στο προαύλιο και να μιλήσει με κανέναν ή να δεχτεί επισκέψεις.
Το Γενάρη του 1942, στα χρόνια της Κατοχής, αφού ολοκληρώνει την ποινή του, εξορίζεται στην Τρίπολη για δύο χρόνια. Εκεί συνδέεται με την Κομματική Οργάνωση της Τρίπολης και το Φλεβάρη δραπετεύει και έρχεται στην Αθήνα. Το Δεκέμβρη, στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ εκλέγεται μέλος της ΚΕ και στην Ολομέλεια, μέλος του ΠΓ.
Δουλεύει ακούραστα για την ανάπτυξη του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης. Είναι ένας από τους καθοδηγητές των μεγάλων κινητοποιήσεων του λαού της Αθήνας ενάντια στους χιτλεροφασίστες κατακτητές. Παίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδιαίτερα στη μεγάλη διαδήλωση στις 5 Μάρτη 1943 ενάντια στην επιστράτευση.
Στη διάρκεια του εμφυλίου παραμένει στην Αθήνα. Στην παρανομία και κάτω από δύσκολες συνθήκες συνεχίζει την κομματική δουλιά. Δυνατό χτύπημα για τον Ν. Πλουμπίδη είναι η σύλληψη και καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη. Με το γνωστό γράμμα προς τους συνηγόρους του Μπελογιάννη προσφέρεται να παρουσιαστεί και να δικαστεί αυτός, ζητώντας να μετατραπεί η θανατική ποινή του Μπελογιάννη.
Ο Νίκος Πλουμπίδης συλλαμβάνεται στις 25 Νοέμβρη του 1952. Κρατείται από τότε ως την έναρξη της δίκης στις 24 Ιούλη 1953, ημέρα Παρασκευή. Μαζί του δίκαζαν ερήμην και τους Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα, Μ. Πορφυρογένη, Π. Ρούσο, Λ. Στρίγγο, Μ. Βλαντά, Γ. Βοντίτσιο - Γούσια κ.ά. Βασική κατηγορία του καθεστώτος εναντίον τους ήταν η «παράβαση» του ΑΝ 375 της μεταξικής δικτατορίας περί κατασκοπίας.
Λίγο πριν τη σύλληψή του και μετά, μέχρι την εκτέλεσή του περνάει την πιο δύσκολη φάση της ζωής του. Η αντίδραση εκμεταλλεύεται την άδικη κατηγορία από την ηγεσία του Κόμματος, για να χτυπήσει το ίδιο το ΚΚΕ και το αριστερό κίνημα. Σ' αυτή τη μεγάλη δοκιμασία, ο Πλουμπίδης μένει αταλάντευτος. Υπερασπίζεται το Κόμμα και τη γραμμή του, δίνοντας ένα υπέροχο παράδειγμα ήθους, αρετής και αυτοθυσίας.
Οσο για εκείνους που επιμένουν ακόμα και 50 χρόνια μετά την εκτέλεσή του να χρησιμοποιούν την υπόθεση Πλουμπίδη ενάντια στο ΚΚΕ, η απάντηση έρχεται από τον ίδιο, με ένα γράμμα - ντοκουμέντο:
«Εκείνοι που με αγαπούν και με σέβονται οφείλουν να πειθαρχήσουν στο Κόμμα, να διαφυλάξουν την Ενότητά του και να έχουν εμπιστοσύνη στην ηγεσία του. Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα έχω την τιμή του Κόμματος. Εγώ, εκείνα που δίδασκα τα εφαρμόζω πρώτος εγώ. Ημουν πιστός στο Κόμμα τότε που με περιέβαλε με στοργή και με ανέβαζε στα ανώτερα αξιώματά του, είμαι πιστός και τώρα που -καλά ή κακά, δίκαια ή άδικα- με κατηγορεί και με στιγματίζει. Θα παραμείνω για πάντα πιστός και θα πεθάνω κομμουνιστής».
«Σήμερα δικάζετε το ΚΚΕ»
Το στρατοδικείο τον καταδίκασε δύο φορές σε θάνατο. Σε όλη τη διάρκεια της δίκης του δε σταματάει στιγμή να υπερασπίζει αυτά που πίστευε: «Σήμερα, κύριοι, δε δικάζετε άτομα. Δικάζετε το ΚΚΕ. Και επ' αυτού δηλώνω, παρόλο ότι σήμερα όχι μόνο δεν έχω την τιμή να εκπροσωπώ το Κόμμα μου, αλλά έχω και πολεμική εναντίον μου, δηλώνω, ότι αναλαμβάνω πλήρως τις ευθύνες για την πολιτική του Κόμματός μου»... «Ματαιοπονείτε, αν πιστεύετε ότι θα με κάνετε να στραφώ ενάντια στο Κόμμα μου», απάντησε στον πρόεδρο του δικαστηρίου με σταθερή φωνή, όταν αυτός προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη λαθεμένη απόφαση.
Ο Ν. Πλουμπίδης άκουσε ψύχραιμος την καταδικαστική απόφαση και στους δημοσιογράφους απάντησε: «Θα αντιμετωπίσω το θάνατο σαν Ελληνας κομμουνιστής, όπως αντιμετώπισα και την κατηγορία σε όλη την ακροαματική διαδικασία. Θα πεθάνω ήσυχος και γιατί αρκετό σπόρο έσπειρα και γιατί χιλιάδες νέοι Ελληνες θα πάρουν τη θέση μου μέχρι τη νίκη του λαού».
Λίγες στιγμές πριν την εκτέλεσή του στο Δαφνί, δηλώνει στον επικεφαλής του αποσπάσματος και τον ιερέα που βρισκόταν στον τόπο της εκτέλεση: «Δεν έχω κανένα βάρος στη συνείδησή μου. Μόνο σας ξαναλέω: Υπήρξα τίμιος αγωνιστής, πάλεψα για το καλό του λαού και για το Κόμμα μου. Κι αφήνω στο γιο μου φεύγοντας ένα τίμιο όνομα». Με τα λόγια αυτά ο αγωνιστής - κομμουνιστής σφράγισε τη ζωή του, μια ζωή αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην υπόθεση της εργατικής τάξης και του ελληνικού λαού.
*Ριζοσπάστης*
Ο Ν. Πλουμπίδης γεννήθηκε στο χωριό Λαγκάδια της Αρκαδίας στις 31 Δεκέμβρη 1902, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Παρά τη φτώχεια κατάφερε με πολλές στερήσεις να τελειώσει το διδασκαλείο Πύργου, τον Ιούλη 1924 και τον ίδιο χρόνο διορίστηκε δάσκαλος σε ένα χωριό της Ελασσόνας. Από τα πρώτα κιόλας βήματα πήρε μέρος στη συνδικαλιστική κίνηση της Δασκαλικής Ομοσπονδίας για αύξηση των μισθών των δασκάλων.
Το 1926 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Πήρε μέρος στη μεγάλη φοιτητική απεργία του 1929. Σε μια από τις φοιτητικές διαδηλώσεις πιάστηκε και βασανίστηκε στην Ασφάλεια. Εχει προσβληθεί από φυματίωση και οι γιατροί δεν του δίνουν ζωή περισσότερο από λίγους μήνες. «Αφού πρόκειται να πεθάνω σε έξι μήνες, ας τους ζήσω όσο μπορώ πιο έντονα, πιο αγωνιστικά», ήταν η απάντηση του Πλουμπίδη .
Συνεχίζει τη δράση του στο δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα και εκλέγεται μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων. Απ' αυτή τη θέση συμβάλλει στην οργάνωση πολλών απεργιακών αγώνων του κλάδου του. Το Μάρτη του 1931 πιάνεται για τη συνδικαλιστική του δράση και καταδικάζεται. Στα τέλη του ίδιου χρόνου απολύεται από δάσκαλος και ασχολείται αποκλειστικά στην κομματική δουλιά.
Με τη δικτατορία του Μεταξά, ο Ν. Πλουμπίδης , περνά στην παρανομία. Το 1937 βρίσκεται στο Βόλο, καθοδηγητής του Γραφείου Περιοχής Θεσσαλίας, το '38 γυρνάει στην Αθήνα και στη σύσκεψη του Ιούνη του '38 εκλέγεται μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Στη συνέχεια πηγαίνει καθοδηγητής του Γραφείου Περιοχής Μακεδονίας - Θράκης και το Μάη του 1939 πιάνεται στην Αθήνα όταν κατεβαίνει για κομματική δουλιά, όπου βασανίζεται απάνθρωπα στην Ασφάλεια. Ο γιατρός της Ασφάλειας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη, καθώς ο κίνδυνος να πεθάνει ο Ν. Πλουμπίδης είναι μεγάλος. Αναγκάζονται να τον στείλουν στη φυλακή - σανατόριο της «Σωτηρίας», σε αυστηρή απομόνωση. Δεν του επιτρέπουν να βγει στο προαύλιο και να μιλήσει με κανέναν ή να δεχτεί επισκέψεις.
Το Γενάρη του 1942, στα χρόνια της Κατοχής, αφού ολοκληρώνει την ποινή του, εξορίζεται στην Τρίπολη για δύο χρόνια. Εκεί συνδέεται με την Κομματική Οργάνωση της Τρίπολης και το Φλεβάρη δραπετεύει και έρχεται στην Αθήνα. Το Δεκέμβρη, στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ εκλέγεται μέλος της ΚΕ και στην Ολομέλεια, μέλος του ΠΓ.
Δουλεύει ακούραστα για την ανάπτυξη του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης. Είναι ένας από τους καθοδηγητές των μεγάλων κινητοποιήσεων του λαού της Αθήνας ενάντια στους χιτλεροφασίστες κατακτητές. Παίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδιαίτερα στη μεγάλη διαδήλωση στις 5 Μάρτη 1943 ενάντια στην επιστράτευση.
Στη διάρκεια του εμφυλίου παραμένει στην Αθήνα. Στην παρανομία και κάτω από δύσκολες συνθήκες συνεχίζει την κομματική δουλιά. Δυνατό χτύπημα για τον Ν. Πλουμπίδη είναι η σύλληψη και καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη. Με το γνωστό γράμμα προς τους συνηγόρους του Μπελογιάννη προσφέρεται να παρουσιαστεί και να δικαστεί αυτός, ζητώντας να μετατραπεί η θανατική ποινή του Μπελογιάννη.
Ο Νίκος Πλουμπίδης συλλαμβάνεται στις 25 Νοέμβρη του 1952. Κρατείται από τότε ως την έναρξη της δίκης στις 24 Ιούλη 1953, ημέρα Παρασκευή. Μαζί του δίκαζαν ερήμην και τους Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα, Μ. Πορφυρογένη, Π. Ρούσο, Λ. Στρίγγο, Μ. Βλαντά, Γ. Βοντίτσιο - Γούσια κ.ά. Βασική κατηγορία του καθεστώτος εναντίον τους ήταν η «παράβαση» του ΑΝ 375 της μεταξικής δικτατορίας περί κατασκοπίας.
Λίγο πριν τη σύλληψή του και μετά, μέχρι την εκτέλεσή του περνάει την πιο δύσκολη φάση της ζωής του. Η αντίδραση εκμεταλλεύεται την άδικη κατηγορία από την ηγεσία του Κόμματος, για να χτυπήσει το ίδιο το ΚΚΕ και το αριστερό κίνημα. Σ' αυτή τη μεγάλη δοκιμασία, ο Πλουμπίδης μένει αταλάντευτος. Υπερασπίζεται το Κόμμα και τη γραμμή του, δίνοντας ένα υπέροχο παράδειγμα ήθους, αρετής και αυτοθυσίας.
Οσο για εκείνους που επιμένουν ακόμα και 50 χρόνια μετά την εκτέλεσή του να χρησιμοποιούν την υπόθεση Πλουμπίδη ενάντια στο ΚΚΕ, η απάντηση έρχεται από τον ίδιο, με ένα γράμμα - ντοκουμέντο:
«Εκείνοι που με αγαπούν και με σέβονται οφείλουν να πειθαρχήσουν στο Κόμμα, να διαφυλάξουν την Ενότητά του και να έχουν εμπιστοσύνη στην ηγεσία του. Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα έχω την τιμή του Κόμματος. Εγώ, εκείνα που δίδασκα τα εφαρμόζω πρώτος εγώ. Ημουν πιστός στο Κόμμα τότε που με περιέβαλε με στοργή και με ανέβαζε στα ανώτερα αξιώματά του, είμαι πιστός και τώρα που -καλά ή κακά, δίκαια ή άδικα- με κατηγορεί και με στιγματίζει. Θα παραμείνω για πάντα πιστός και θα πεθάνω κομμουνιστής».
«Σήμερα δικάζετε το ΚΚΕ»
Το στρατοδικείο τον καταδίκασε δύο φορές σε θάνατο. Σε όλη τη διάρκεια της δίκης του δε σταματάει στιγμή να υπερασπίζει αυτά που πίστευε: «Σήμερα, κύριοι, δε δικάζετε άτομα. Δικάζετε το ΚΚΕ. Και επ' αυτού δηλώνω, παρόλο ότι σήμερα όχι μόνο δεν έχω την τιμή να εκπροσωπώ το Κόμμα μου, αλλά έχω και πολεμική εναντίον μου, δηλώνω, ότι αναλαμβάνω πλήρως τις ευθύνες για την πολιτική του Κόμματός μου»... «Ματαιοπονείτε, αν πιστεύετε ότι θα με κάνετε να στραφώ ενάντια στο Κόμμα μου», απάντησε στον πρόεδρο του δικαστηρίου με σταθερή φωνή, όταν αυτός προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη λαθεμένη απόφαση.
Ο Ν. Πλουμπίδης άκουσε ψύχραιμος την καταδικαστική απόφαση και στους δημοσιογράφους απάντησε: «Θα αντιμετωπίσω το θάνατο σαν Ελληνας κομμουνιστής, όπως αντιμετώπισα και την κατηγορία σε όλη την ακροαματική διαδικασία. Θα πεθάνω ήσυχος και γιατί αρκετό σπόρο έσπειρα και γιατί χιλιάδες νέοι Ελληνες θα πάρουν τη θέση μου μέχρι τη νίκη του λαού».
Λίγες στιγμές πριν την εκτέλεσή του στο Δαφνί, δηλώνει στον επικεφαλής του αποσπάσματος και τον ιερέα που βρισκόταν στον τόπο της εκτέλεση: «Δεν έχω κανένα βάρος στη συνείδησή μου. Μόνο σας ξαναλέω: Υπήρξα τίμιος αγωνιστής, πάλεψα για το καλό του λαού και για το Κόμμα μου. Κι αφήνω στο γιο μου φεύγοντας ένα τίμιο όνομα». Με τα λόγια αυτά ο αγωνιστής - κομμουνιστής σφράγισε τη ζωή του, μια ζωή αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην υπόθεση της εργατικής τάξης και του ελληνικού λαού.
*Ριζοσπάστης*
Απόψε που σκοτώνουν τον Πλουμπίδη
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ''Ατέχνως'' στις 14/08/2016 - Επιμέλεια : Σφυροδρέπανος)
Σήμερα συμπληρώνονται 52 χρόνια από την εκτέλεση του αξέχαστου αγωνιστή του κομμουνιστικού κινήματος, του Νίκου Πλουμπίδη. Με αυτήν την αφορμή αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε στο Ατέχνως κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Κούλη Ζαμπαθά “Νίκος Μπελογιάννης – Νίκος Πλουμπίδης – κουβέντες και σκέψεις που κάναμε μαζί στα στερνά της ζωής τους ” από τις εκδόσεις Δωρικός. Θυμίζουμε πως ο Κούλης Ζαμπαθάς είχε φιλοξενήσει κρυφά, σε καιρούς άγριας παρανομίας και καταδίωξης των κομμουνιστών, τον Πλουμπίδη και τον Μπελογιάννη στο σπίτι του. Και στις σελίδες του βιβλίου του, περιγράφει γλαφυρά κάποιες ιδιαίτερες, ανθρώπινες στιγμές και πτυχές της προσωπικότητας των δύο ηρώων, που συνέδεσαν το όνομά τους με το ΚΚΕ, την αυταπάρνηση και τη θυσία για μια καλύτερη κοινωνία. Θυμίζουμε επίσης πως το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του συγγραφέα, χάρη στην επιμέλεια της κόρης του, Φαίδρας, που σημειώνει στον πρόλογο τα εξής:
Δίνοντας ένα κείμενο στη δημοσιότητα που το'γραψε κάποιος άλλος νιώθεις ένα περίεργο συναίσθημα να σε καίει βαθιά, ιδιαίτερα δε όταν το κείμενο αυτό το'χει γράψει ο πατέρας σου που δεν υπάρχει. Έσκυψα ευλαβικά πάνω στις χειρόγραφες σελίδες του που ακολουθούν και που δείχνουν όλη την απλότητα και το μεγαλείο του ανθρώπου, όπου κι αν ανήκει αυτός, είτε στον πνευματικό είτε στον πολιτιστικό χώρο. Έτσι αισθάνομαι να εκπληρώνω το καθήκον μου και στη μνήμη του πατέρα μου και στη μνήμη εκείνων για τους οποίους τόγραψε. Το βιβλίο αυτό, κληρονομιά όχι μόνο δική μου, αλλά και όλων όσων αγωνίστηκαν κι αγωνίζονται με συνέπεια για την ειρήνη και τον κόσμο, ας θεωρηθεί σπονδή στον τάφο του συγγραφέα.
Έμεινε σπίτι πιότερο από δεκαπέντε μέρες. Ήταν ένας άνθρωπος αγνός, γεμάτος καλοσύνη κι ευγένεια. Μας αγάπησε. όπως τον αγαπήσαμε και μεις. Η καλοσύνη του κι η απλότητά του δεν είχαν όρια. Ήταν ένας ασκητής γεμάτος αγνότητα. Λιτοδίαιτος μέχρι τρέλας. Απ’ το τραπέζι δεν έλειπε τίποτα κι όμως έτρωγε σαν ένα μικρούλικο σπουργιτάκι και μονάχα μια φορά την ημέρα. Το μεσημέρι.
-Το στομάχι δεν πρέπει να το καλοσυνηθίζεις, μας έλεγε στο τραπέζι. Μπορεί να μείνεις νηστικός μέρες αν το φέρει η ανάγκη. Τότε δεν σε πειράζει και πολύ η έλλειψη του φαγητού. Για τούτο δεν πολυτρώω. Έπειτα και το στομάχι μου είναι χάλια.
Στον καιρό που' μεινε σπίτι τα έξοδα του σπιτιού τα πλήρωνε όλα αυτός. Ούτε κουβέντα να πληρώσω εγώ τίποτα. Θέλησε να μας δώσει λεπτά. Δεν τα πήρα. Δε μου χρειάζονταν λεπτά για ένα χρέος ιερό στην υπόθεση του λαού.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες ώσπου να φύγει. Σαν έλειπα στο γραφείο μιλούσε με τη γυναίκα μου για χίλια δύο πράγματα. Της έλεγε για τη ζωή του, για τους αγώνες του. Για μια παλιά του αρρώστεια που τον άφησε με ένα πλεμόνι. Τώρα όμως είχαν όλα περάσει αφού παντρεύτηκε κιόλας κι έκανε και παιδί. Τα απογεύματα καθισμένοι όλοι μας σιμά του μια και βρίσκονταν πάντα ξαπλωμένος στο ντιβάνι, μιλούσαμε με τις ώρες για χίλια δύο πράματα.
Μας μίλαγε για τη γυναίκα του την Ιουλία που βρίσκονταν στη φυλακή καταδικασμένη ισόβια, για το γιο του που μεγάλωνε χωρίς πατέρα και μάνα. Πολλές φορές τα πρωινά συντρόφευε τη γυναίκα μου στην κουζίνα. Ήταν τις ώρες που δεν είχε δουλειά και είχε τελειώσει το διάβασμα των εφημερίδων. Έπρεπε να κοιτάξει όλο τον τύπο, να κρατήσει σημειώσεις σε ένα τετράδιο για ό,τι ενδιέφερε το Κόμμα κι ύστερα να καθίσει για το δεύτερο καφέ. Του άρεσε αυτός ο δεύτερος καφές. Τον πίνανε παρέα με τη γυναίκα μου στις έντεκα. Κείνη την ώρα βρίσκανε καιρό να τα πούνε. Εγώ κι η Φαίδρα λείπαμε. Ο ένας στη δουλειά κι η άλλη σκολειό. Η Βάσω θα ψώνιζε πρωί-πρωί για το φαΐ και θα'φερνε τις εφημερίδες. Ποτές δεν τις αγόραζε όλες από το ίδιο κιόσκι. Αυτό θα μπορούσε να βάνει σε υποψία τον περιπτερά για το τι θέλαμε τόσες εφημερίδες φτωχοί άνθρωποι: Ήξερα τι ρόλο παίζανε οι περιπτεράδες τούτα τα χρόνια. Έβλεπα πολλούς της ασφάλειας που τους ήξερα απ’ τον καιρό που με τραβολογήσανε στο Τμήμα, να κάνουνε την πρωινή βεγγέρα τους σε πολλά κιόσκια καθώς περνούσα με το τρόλεϊ για το γραφείο. Όλα αυτά τάχα σκεφτεί και του τάπα. Τ'άρεσε η σκέψη μου. Έτσι οι εφημερίδες αγοραζόντουσαν από τρία τέσσερα περίπτερα έξω από τη δική μας εφημερίδα που την παίρναμε από δικό μας περιπτερά.
Έτσι, μετά το διάβασμα για να μην στεναχωριέται τού κανε η γυναίκα μου συντροφιά. Κοίταζε να ξεκλέψει ώρες απ’ τις δουλειές του σπιτιού κι απ’ το μαγέρεμα για να του κάνει παρέα. Πολλές φορές τη συντρόφευε κείνος στην κουζίνα την ώρα που μαγείρευε. Κείνη σαν τον έβλεπε αναστατώνονταν. Καθόλου δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα όπως και το τι ήταν για όλους εμάς στο Κόμμα. Ωστόσο διαιστανότανε πως πρέπει να'ταν κάποιος πολύ μεγάλος, γι’ αυτό και τούτη της η αναστάτωση.
–Σας παρακαλώ θείε, τού λεγε, μείνετε μέσα, θάρθω αμέσως.–Μη σου κάνει εντύπωση, της έλεγε. Στο σπίτι που μέναμε με τη γυναίκα μου και το παιδί μας βοηθούσα κι εγώ. Το παιδί ήταν μωρό. Η γυναίκα μου δεν ήταν για μένα μονάχα η σύντροφός μου, μα κι ο άμεσος συνεργάτης μου. Όταν εκείνη έλειπε, εγώ έπρεπε να φροντίσω για το παιδί. Για τούτο δε μου κάνει καμιά εντύπωση. Στην παρανομία δεν μπορούμε να ζητούμε καλοπέραση κι ευκολίες.
Με αυτή του την καλοσύνη, την απλότητα και την καταδεχτικότητά του είχε κερδίσει όλους μας. Εγώ τόσο τον σεβόμουνα που μου'φερνε δυσκολία αυτή μας η οικειότητα. Δεν ήξερα πώς να του φερθώ. Απ’ τη μια μεριά ήξερα ποιος ήτανε και τι αντιπροσώπευε για το λαό στη δουλωμένη Ελλάδα κι απ’ την άλλη μέναμε τόσο μαζί και τόσο οικεία. Είναι σωστό αυτό που λένε, πως τους μεγάλους δεν πρέπει να τους βλέπεις με τις παντούφλες γιατί η απόσταση που σας χωρίζει στενεύει πολύ.
Για τις γυναίκες στο σπίτι ήταν άλλο. Για αυτές ήταν μονάχα ο “θείος”. Ποτές δε ρώτησαν να μάθουν ποιος ήτανε για το Κόμμα ούτε και που ρώτησαν ποτέ για το όνομά του. Τους έφτανε ότι στο σπίτι μας, σε αυτό το τιμημένο φτωχόσπιτο, έμενε εκείνος! Τίποτ’ άλλο. Το όνομά του και το πόστο του το'ξερα μονάχα εγώ. Για τούτο και στεναχωριόμουνα. Πώς να κρατήσω την απόσταση που μας χώριζε;Κείνος δεν κοίταζε ποτές του αυτά. Ήταν απλός και καλός με όλους μας και πιότερο με τις δικές μου. Σωστός ηγέτης. Γι’ αυτό κι αυτές τον ελάτρευαν.
Όλους στο σπίτι μας αγάπησε χωρίς να βάνει ανάμεσά μας της ηγεσίας το τείχος. Μπορούσες λοιπόν να μη πεθάνεις για αυτόν και το Κόμμα;
Μας μίλαγε με συγκίνηση για τα μέρη που γύρισε. Για όσα γνώρισε κι είδε. Για το χωριό του τα Λαγκάδια, έτσι που βρίσκεται σκαρφαλωμένο ψηλά στα βουνά της Γορτυνίας. Για το νερόμυλο του πατέρα του. Γι’ αυτόν τον ίδιο το γέρο του πού ταν αγνός και περήφανος σαν τα ελάτια των βουνών τους. Για τη μητέρα του την τόσο καλοσυνάτη, τη γεμάτη νοικοκυρωσύνη κι αγάπη στους δικούς της και στους φτωχούς. Για το πώς έβγαλε το Γυμνάσιο στη Δημητσάνα χωρίς λεφτά και γεμάτος στέρηση και φτώχεια τρώγοντας μονάχα ελιές και ψωμί που τα' στελναν από το χωριό του. Μέρες μεγάλες ήταν γι’ αυτόν σαν μπόραγε να αγοράσει λίγο τυρί για το φτωχό του το δείπνο. Το γέρο του το θυμότανε με συγκίνηση.
Σαν κάποτε μας έλεγε, τον βρίσανε στο χωριό για το γιο που'βγαλε, κείνος περήφανα απάντησε σε όλους τους χωριανούς του:
Αν ο γιος μου πιστεύει στον κομμουνισμό, πάει να πει πως είναι κάτι πολύ δίκαιο και καλό για να το πιστεύει εκείνος. Μια λοιπόν και το πιστεύει ο γιος μου πρέπει να το πιστέψω κι εγώ.
Με πόση πίκρα θυμότανε το νερόμυλο τους που τον πήρε του γέρου του με μπαμπεσιά ο πιο στενός συγγενής τους.
Γύρισα μας έλεγε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα, συνδυάζοντας την αγάπη μου στη φύση με τη δουλειά μου στο Κόμμα. Δρασκέλισα όλα τα βουνά της. Κανένας δεν μπόραγε να με φτάσει στ’ ανέβασμα και στο περπάτημα. Παρέα μου είχα το τσοπανόσκυλο μου και τη μαγκούρα μου. Τι πιστό και πόσο ωραίο σκυλί. Όταν μ’ αρρώστησε και το'χασα ένοιωσα για πρώτη φορά να γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα. Τώρα κλεισμένος από σπίτι σε σπίτι, νοσταλγώ το πράσινο, το φως, τον ήλιο, που τα'χασα πια. Σαν κυκλοφορώ από ανάγκη στο δρόμο, φοβάμαι πως θα με γνωρίσουν και θα με πιάσουν απ’ τη λευκότητα του προσώπου μου μια και δεν τ’ αγγίζουν ποτέ οι αχτίνες του ήλιου. Τόση λαχτάρα νοιώθω για λίγο πράσινο, για ένα κομμάτι βουνού.
Βασούλα μου, έλεγε στη γυναίκα μου. Θέλω να ανοίγεις την πόρτα της κουζίνας για να με βλέπει ο ήλιος και να για να καμαρώνω τούτο το ξεροβούνι που βρίσκεται ψηλότερα από το σπίτι σας.
Αγαπούσε το λαό μέχρι τρέλας. Ήταν καλός σαν άγιος, μα και αυστηρός όσο και αδέκαστος. Αλίμονό σου αν σ’ έπιανε σκάρτο όχι σε πράξη μονάχα, μα και στη σκέψη σου ακόμα. Τον λάτρευα μα και τον έτρεμα. Έτρεμα για το κάθε τι που μ’ αφορούσε ως και τη σκέψη μου μη και μπορούσε να με ρίξει στα μάτια του. Κι εκείνος μ’ αγάπαγε πολύ. Μα μ’ έλεγε όμως “σορόπι”. Βλέπεις ήταν η ποίηση στη μέση. Αγάπαγε κάθε άνθρωπο που' ταν αγνός και τίμιος. Τον αδερφό του ούτε που ήθελε να τον ακούση. Είναι ένα χαμένο κορμί μου' λεγε. Άνθρωπος της ταβέρνας. Μακρυά από το λαό κι από τους δρόμους μας.
Πάνω σ’ αυτό, μας μίλησε με θαυμασμό και συγκίνηση για μια δεκαεξάχρονη κοπελίτσα που γνώρισε πριν από πολλά χρόνια σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας. Ήταν στα πρώτα χρόνια της κομματικής του ζωής. Σε μια του περιοδεία είχε πιάσει μια φοβερή βαρυχειμωνιά. Άρρωστος απ’ τη φυματίωση κι αδύνατος, ύστερα από μια αιμόπτυση πούχε κάνει κείνες τις μέρες, έτρεμε σαν την καλαμιά μες στο κρύο και στο ξεροβόρι. Το χωριατόσπιτο που θάμενε εκείνο το βράδυ ήταν ενός φτωχού συντρόφου. Μια φτωχοκάμαρα για μια ολάκερη φαμίλια. Το βράδυ πέσανε να πλαγιάσουνε κατάχαμα, μ’ όλα τα στρωσίδια και τις βελέντζες, τα πόδια του ήταν ξυλιασμένα από το κρύο. Έτρεμε. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Η κοπελιά τον ένοιωθε να τρέμει έτσι ως κείτονταν πλάι του. Την πήραν τα δάκρυα και για μια στιγμή μ’ όλη την αθωότητα και τη συστολή της παρθένας, πήρε τα πόδια του, ανασήκωσε το μισοφόρι της και τάβαλε κατάσαρκα στην κοιλιά της να τα ζεστάνει. Αυτό δεν το ξέχασε ποτέ του. Πώς να μην αγαπάει τέτοιο λαό και πώς να μην έχει δοσμένο το είναι του στους κατατρεγμένους και στους φτωχούς ξοτάρηδες κι αργάτες; Για τούτη την αγάπη στο λαό μας μίλαγε όλες τις μέρες που'μεινε κοντά μας. Περίμενα πότε να τελειώσει η δουλειά μου για να τρέξω στο σπίτι κοντά του. Για ένα μονάχα έτρεμα. Για το δυνατό το μεγάλο και βασανιστικό του βήχα. Τα βράδια σαν πέφταμε να κοιμηθούμε, παρακάλαγα την Παναγιά να μην τον πιάσει ο βήχας. Σαν τον έπιανε πεταγόμαστε ολόρθοι κι εγώ κι η γυναίκα μου. Αν ακούγονταν ο βήχας του; Στο σπίτι δεν ερχόταν κανένας. Είχαμε κόψει τις βεγγέρες. Απ’ αυτό είμαστε ήσυχοι. Τα βράδια καμουφλάραμε τα παραθύρια και τους φεγγίτες για το φως. Ούτε μιλιά, ούτε ραδιόφωνο για να φαίνεται πως στο σπίτι δ βρισκόταν κανένας. Μα ο βήχας πώς θα κρυβότανε; Οι περιπολίες της αστυνομίας δίναν και παίρναν. Ο σκοπός περνοδιάβαινε όλη τη νύχτα. Πολλές φορές ακούγαμε το σουλάτσο του στη γωνιά του σπιτιού και κάτω απόναν θεόρατο ευκάλυπτο που' κρυβε σχεδόν ολόκληρο το σπίτι. Αν ακουγόταν ο βήχας;
–Μη φοβάσαι τους αστυφύλακες μούλεγε. Είναι παιδιά του λαού. Τους χαφιέδες να φοβάσαι μονάχα.
Εγώ ωστόσο δεν ησύχαζα. Αν ψυλλιάζονταν τίποτα ο φασίστας του απάνω πατώματος; Τότες είμαστε χαμένοι. Σαν του είπα τους φόβους μου, μ’ απάντησε.
–Μη σε νοιάζει. Πρέπει να υπάρξει ο χαφιές που θα δείξει το σπίτι. Όπου πιάσανε δικούς μας, το σπίτι το'δειξε μονάχα χαφιές. Γι’ αυτό ησύχασε.
Εγώ όμως δεν το'βγαζα απ’ το μυαλό μου. Γι’ αυτό σαν έβγαινα τα πρωινά απ’ την πόρτα μας, έβηχα σαν νά'μουνα άρρωστος βαριά από χτικιό. Οι γειτόνοι ακούγοντας να βήχω έτσι δε θα παραξενεύονταν αν ακούγανε τέτοιο βήχα τα βράδυα στο σπίτι. Σαν αντάμωνα πολλές φορές το νοικάρη του απάνω πατώματος, κείνον το χίτη που δούλευε σοφέρ, καμωνόμουνα πως πνίγομαι στο βήχα.
Ήταν για λύπηση ο καημένος ο μπάρμπας σαν τον έπιανε ο βήχας. Δάγκωνε το μαντήλι του, κοκκίνιζε και πεταγόντουσαν τα μάτια του όξω. Εμείς τρέμαμε δίνοντάς του νερό. Το στήθος του φούσκωνε έτοιμο να κρεπάρει. Κι έκανε ώρα ως να συνέλθει. Τον μπάρμπα, έπρεπε να το φυλάξουμε όπως μπορούσαμε. Ήταν για μας το μεγαλύτερο χρέος. Για δυο νοιαζόμαστε. Για κείνον και για το κορίτσι μας. Έτσι κυλούσαν οι μέρες μας. Κείνος διάβασε όλους τους λογοτέχνες όσους δεν είχε διαβάσει και δεν τους ήξερε, παίρνοντας τα βιβλία τους απ’ τη βιβλιοθήκη μου. Στο κάθε έργο έδινε την αξία του. Τα πιότερα τα' βγαζε σκάρτα. Τότε μούλεγε πετώντας τα.
–Για ποιον γράφετε τα έργα σας; Για τον εαυτό σας ή για το λαό; Μάθετε να γράφετε μονάχα για το λαό. Τότε θάσαστε και θα λεγόσαστε λογοτέχνες.
Μου ζήτησε να του αγοράσω από κανένα παλαιοπωλείο την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως του Ξένου.
–Είναι πολύ ωραίο τούτο το βιβλίο, μούπε. Είναι απ’ τα πρώτα βιβλία που διάβασα μαθητής ακόμα στο Γυμνάσιο. Μ’ άρεσε πολύ μόλη του την καθαρεύουσα.
Του το αγόρασα στην πρώτη του έκδοση. Χάρηκε σαν παιδί. Η απόχτηση ενός καλού βιβλίου για κείνους που αγαπάνε είναι η πιο μεγάλη χαρά.
–Ξέρεις, μούπε για μια στιγμή, η βιβλιοθήκη του Κόμματος ήταν περίφημη. Εγώ τη φρόντιζα, κι εγώ την πλούτιζα με όλες τις νέες εκδόσεις. Τώρα όλα χαθήκανε.
Άρχισε ύστερα απ’ τον Ξένο να διαβάζει Λουντέμη. Σαν αποτέλειωσε όλα του τα βιβλία, του'δωσα και τα “Πλοία δεν άραξαν”. Τ'αφηνα τελευταίο. Ήταν το βιβλίο που πήρε το Κρατικό βραβείο στα 1938. Σαν τ’ άνοιξε, στάθηκε με το πρώτο στην αφιέρωση. Ο Μενέλαος όξω απ’ το δικό μου αντίτυπο είχε χαρίσει κι άλλο ένα στη γυναίκα μου που την αγαπούσε σαν αδελφή. Έτυχε να του δώσω το δεύτερο.
Η αφιέρωση γράφει: “Στη Βασούλα την αδερφή μου και αδερφή της ψυχής μου. Και αδερφή της ψυχής του αδερφού μου Κούλη“. Σαν τη διάβασε, γύρισε με κοίταξε και μούπε σκασμένος στα γέλια:
–Δε στο λέω εγώ; Εσείς οι λογοτέχνες όσο καλοί κι αν είσαστε, σας αρέσει να σοροπιάζετε. Ακούς στην αδερφή της ψυχής μου και αδερφή της ψυχής του αδερφού μου;
Έτσι περνούσαν οι μέρες μας. Με δουλειά, με συμβουλές, με κριτική πάνω σε όλα τα θέματα και με γέλια.
Σήμερα συμπληρώνονται 52 χρόνια από την εκτέλεση του αξέχαστου αγωνιστή του κομμουνιστικού κινήματος, του Νίκου Πλουμπίδη. Με αυτήν την αφορμή αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε στο Ατέχνως κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Κούλη Ζαμπαθά “Νίκος Μπελογιάννης – Νίκος Πλουμπίδης – κουβέντες και σκέψεις που κάναμε μαζί στα στερνά της ζωής τους ” από τις εκδόσεις Δωρικός. Θυμίζουμε πως ο Κούλης Ζαμπαθάς είχε φιλοξενήσει κρυφά, σε καιρούς άγριας παρανομίας και καταδίωξης των κομμουνιστών, τον Πλουμπίδη και τον Μπελογιάννη στο σπίτι του. Και στις σελίδες του βιβλίου του, περιγράφει γλαφυρά κάποιες ιδιαίτερες, ανθρώπινες στιγμές και πτυχές της προσωπικότητας των δύο ηρώων, που συνέδεσαν το όνομά τους με το ΚΚΕ, την αυταπάρνηση και τη θυσία για μια καλύτερη κοινωνία. Θυμίζουμε επίσης πως το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του συγγραφέα, χάρη στην επιμέλεια της κόρης του, Φαίδρας, που σημειώνει στον πρόλογο τα εξής:
Δίνοντας ένα κείμενο στη δημοσιότητα που το'γραψε κάποιος άλλος νιώθεις ένα περίεργο συναίσθημα να σε καίει βαθιά, ιδιαίτερα δε όταν το κείμενο αυτό το'χει γράψει ο πατέρας σου που δεν υπάρχει. Έσκυψα ευλαβικά πάνω στις χειρόγραφες σελίδες του που ακολουθούν και που δείχνουν όλη την απλότητα και το μεγαλείο του ανθρώπου, όπου κι αν ανήκει αυτός, είτε στον πνευματικό είτε στον πολιτιστικό χώρο. Έτσι αισθάνομαι να εκπληρώνω το καθήκον μου και στη μνήμη του πατέρα μου και στη μνήμη εκείνων για τους οποίους τόγραψε. Το βιβλίο αυτό, κληρονομιά όχι μόνο δική μου, αλλά και όλων όσων αγωνίστηκαν κι αγωνίζονται με συνέπεια για την ειρήνη και τον κόσμο, ας θεωρηθεί σπονδή στον τάφο του συγγραφέα.
Έμεινε σπίτι πιότερο από δεκαπέντε μέρες. Ήταν ένας άνθρωπος αγνός, γεμάτος καλοσύνη κι ευγένεια. Μας αγάπησε. όπως τον αγαπήσαμε και μεις. Η καλοσύνη του κι η απλότητά του δεν είχαν όρια. Ήταν ένας ασκητής γεμάτος αγνότητα. Λιτοδίαιτος μέχρι τρέλας. Απ’ το τραπέζι δεν έλειπε τίποτα κι όμως έτρωγε σαν ένα μικρούλικο σπουργιτάκι και μονάχα μια φορά την ημέρα. Το μεσημέρι.
-Το στομάχι δεν πρέπει να το καλοσυνηθίζεις, μας έλεγε στο τραπέζι. Μπορεί να μείνεις νηστικός μέρες αν το φέρει η ανάγκη. Τότε δεν σε πειράζει και πολύ η έλλειψη του φαγητού. Για τούτο δεν πολυτρώω. Έπειτα και το στομάχι μου είναι χάλια.
Στον καιρό που' μεινε σπίτι τα έξοδα του σπιτιού τα πλήρωνε όλα αυτός. Ούτε κουβέντα να πληρώσω εγώ τίποτα. Θέλησε να μας δώσει λεπτά. Δεν τα πήρα. Δε μου χρειάζονταν λεπτά για ένα χρέος ιερό στην υπόθεση του λαού.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες ώσπου να φύγει. Σαν έλειπα στο γραφείο μιλούσε με τη γυναίκα μου για χίλια δύο πράγματα. Της έλεγε για τη ζωή του, για τους αγώνες του. Για μια παλιά του αρρώστεια που τον άφησε με ένα πλεμόνι. Τώρα όμως είχαν όλα περάσει αφού παντρεύτηκε κιόλας κι έκανε και παιδί. Τα απογεύματα καθισμένοι όλοι μας σιμά του μια και βρίσκονταν πάντα ξαπλωμένος στο ντιβάνι, μιλούσαμε με τις ώρες για χίλια δύο πράματα.
Μας μίλαγε για τη γυναίκα του την Ιουλία που βρίσκονταν στη φυλακή καταδικασμένη ισόβια, για το γιο του που μεγάλωνε χωρίς πατέρα και μάνα. Πολλές φορές τα πρωινά συντρόφευε τη γυναίκα μου στην κουζίνα. Ήταν τις ώρες που δεν είχε δουλειά και είχε τελειώσει το διάβασμα των εφημερίδων. Έπρεπε να κοιτάξει όλο τον τύπο, να κρατήσει σημειώσεις σε ένα τετράδιο για ό,τι ενδιέφερε το Κόμμα κι ύστερα να καθίσει για το δεύτερο καφέ. Του άρεσε αυτός ο δεύτερος καφές. Τον πίνανε παρέα με τη γυναίκα μου στις έντεκα. Κείνη την ώρα βρίσκανε καιρό να τα πούνε. Εγώ κι η Φαίδρα λείπαμε. Ο ένας στη δουλειά κι η άλλη σκολειό. Η Βάσω θα ψώνιζε πρωί-πρωί για το φαΐ και θα'φερνε τις εφημερίδες. Ποτές δεν τις αγόραζε όλες από το ίδιο κιόσκι. Αυτό θα μπορούσε να βάνει σε υποψία τον περιπτερά για το τι θέλαμε τόσες εφημερίδες φτωχοί άνθρωποι: Ήξερα τι ρόλο παίζανε οι περιπτεράδες τούτα τα χρόνια. Έβλεπα πολλούς της ασφάλειας που τους ήξερα απ’ τον καιρό που με τραβολογήσανε στο Τμήμα, να κάνουνε την πρωινή βεγγέρα τους σε πολλά κιόσκια καθώς περνούσα με το τρόλεϊ για το γραφείο. Όλα αυτά τάχα σκεφτεί και του τάπα. Τ'άρεσε η σκέψη μου. Έτσι οι εφημερίδες αγοραζόντουσαν από τρία τέσσερα περίπτερα έξω από τη δική μας εφημερίδα που την παίρναμε από δικό μας περιπτερά.
Έτσι, μετά το διάβασμα για να μην στεναχωριέται τού κανε η γυναίκα μου συντροφιά. Κοίταζε να ξεκλέψει ώρες απ’ τις δουλειές του σπιτιού κι απ’ το μαγέρεμα για να του κάνει παρέα. Πολλές φορές τη συντρόφευε κείνος στην κουζίνα την ώρα που μαγείρευε. Κείνη σαν τον έβλεπε αναστατώνονταν. Καθόλου δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα όπως και το τι ήταν για όλους εμάς στο Κόμμα. Ωστόσο διαιστανότανε πως πρέπει να'ταν κάποιος πολύ μεγάλος, γι’ αυτό και τούτη της η αναστάτωση.
–Σας παρακαλώ θείε, τού λεγε, μείνετε μέσα, θάρθω αμέσως.–Μη σου κάνει εντύπωση, της έλεγε. Στο σπίτι που μέναμε με τη γυναίκα μου και το παιδί μας βοηθούσα κι εγώ. Το παιδί ήταν μωρό. Η γυναίκα μου δεν ήταν για μένα μονάχα η σύντροφός μου, μα κι ο άμεσος συνεργάτης μου. Όταν εκείνη έλειπε, εγώ έπρεπε να φροντίσω για το παιδί. Για τούτο δε μου κάνει καμιά εντύπωση. Στην παρανομία δεν μπορούμε να ζητούμε καλοπέραση κι ευκολίες.
Με αυτή του την καλοσύνη, την απλότητα και την καταδεχτικότητά του είχε κερδίσει όλους μας. Εγώ τόσο τον σεβόμουνα που μου'φερνε δυσκολία αυτή μας η οικειότητα. Δεν ήξερα πώς να του φερθώ. Απ’ τη μια μεριά ήξερα ποιος ήτανε και τι αντιπροσώπευε για το λαό στη δουλωμένη Ελλάδα κι απ’ την άλλη μέναμε τόσο μαζί και τόσο οικεία. Είναι σωστό αυτό που λένε, πως τους μεγάλους δεν πρέπει να τους βλέπεις με τις παντούφλες γιατί η απόσταση που σας χωρίζει στενεύει πολύ.
Για τις γυναίκες στο σπίτι ήταν άλλο. Για αυτές ήταν μονάχα ο “θείος”. Ποτές δε ρώτησαν να μάθουν ποιος ήτανε για το Κόμμα ούτε και που ρώτησαν ποτέ για το όνομά του. Τους έφτανε ότι στο σπίτι μας, σε αυτό το τιμημένο φτωχόσπιτο, έμενε εκείνος! Τίποτ’ άλλο. Το όνομά του και το πόστο του το'ξερα μονάχα εγώ. Για τούτο και στεναχωριόμουνα. Πώς να κρατήσω την απόσταση που μας χώριζε;Κείνος δεν κοίταζε ποτές του αυτά. Ήταν απλός και καλός με όλους μας και πιότερο με τις δικές μου. Σωστός ηγέτης. Γι’ αυτό κι αυτές τον ελάτρευαν.
Όλους στο σπίτι μας αγάπησε χωρίς να βάνει ανάμεσά μας της ηγεσίας το τείχος. Μπορούσες λοιπόν να μη πεθάνεις για αυτόν και το Κόμμα;
Μας μίλαγε με συγκίνηση για τα μέρη που γύρισε. Για όσα γνώρισε κι είδε. Για το χωριό του τα Λαγκάδια, έτσι που βρίσκεται σκαρφαλωμένο ψηλά στα βουνά της Γορτυνίας. Για το νερόμυλο του πατέρα του. Γι’ αυτόν τον ίδιο το γέρο του πού ταν αγνός και περήφανος σαν τα ελάτια των βουνών τους. Για τη μητέρα του την τόσο καλοσυνάτη, τη γεμάτη νοικοκυρωσύνη κι αγάπη στους δικούς της και στους φτωχούς. Για το πώς έβγαλε το Γυμνάσιο στη Δημητσάνα χωρίς λεφτά και γεμάτος στέρηση και φτώχεια τρώγοντας μονάχα ελιές και ψωμί που τα' στελναν από το χωριό του. Μέρες μεγάλες ήταν γι’ αυτόν σαν μπόραγε να αγοράσει λίγο τυρί για το φτωχό του το δείπνο. Το γέρο του το θυμότανε με συγκίνηση.
Σαν κάποτε μας έλεγε, τον βρίσανε στο χωριό για το γιο που'βγαλε, κείνος περήφανα απάντησε σε όλους τους χωριανούς του:
Αν ο γιος μου πιστεύει στον κομμουνισμό, πάει να πει πως είναι κάτι πολύ δίκαιο και καλό για να το πιστεύει εκείνος. Μια λοιπόν και το πιστεύει ο γιος μου πρέπει να το πιστέψω κι εγώ.
Με πόση πίκρα θυμότανε το νερόμυλο τους που τον πήρε του γέρου του με μπαμπεσιά ο πιο στενός συγγενής τους.
Γύρισα μας έλεγε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα, συνδυάζοντας την αγάπη μου στη φύση με τη δουλειά μου στο Κόμμα. Δρασκέλισα όλα τα βουνά της. Κανένας δεν μπόραγε να με φτάσει στ’ ανέβασμα και στο περπάτημα. Παρέα μου είχα το τσοπανόσκυλο μου και τη μαγκούρα μου. Τι πιστό και πόσο ωραίο σκυλί. Όταν μ’ αρρώστησε και το'χασα ένοιωσα για πρώτη φορά να γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα. Τώρα κλεισμένος από σπίτι σε σπίτι, νοσταλγώ το πράσινο, το φως, τον ήλιο, που τα'χασα πια. Σαν κυκλοφορώ από ανάγκη στο δρόμο, φοβάμαι πως θα με γνωρίσουν και θα με πιάσουν απ’ τη λευκότητα του προσώπου μου μια και δεν τ’ αγγίζουν ποτέ οι αχτίνες του ήλιου. Τόση λαχτάρα νοιώθω για λίγο πράσινο, για ένα κομμάτι βουνού.
Βασούλα μου, έλεγε στη γυναίκα μου. Θέλω να ανοίγεις την πόρτα της κουζίνας για να με βλέπει ο ήλιος και να για να καμαρώνω τούτο το ξεροβούνι που βρίσκεται ψηλότερα από το σπίτι σας.
Αγαπούσε το λαό μέχρι τρέλας. Ήταν καλός σαν άγιος, μα και αυστηρός όσο και αδέκαστος. Αλίμονό σου αν σ’ έπιανε σκάρτο όχι σε πράξη μονάχα, μα και στη σκέψη σου ακόμα. Τον λάτρευα μα και τον έτρεμα. Έτρεμα για το κάθε τι που μ’ αφορούσε ως και τη σκέψη μου μη και μπορούσε να με ρίξει στα μάτια του. Κι εκείνος μ’ αγάπαγε πολύ. Μα μ’ έλεγε όμως “σορόπι”. Βλέπεις ήταν η ποίηση στη μέση. Αγάπαγε κάθε άνθρωπο που' ταν αγνός και τίμιος. Τον αδερφό του ούτε που ήθελε να τον ακούση. Είναι ένα χαμένο κορμί μου' λεγε. Άνθρωπος της ταβέρνας. Μακρυά από το λαό κι από τους δρόμους μας.
Πάνω σ’ αυτό, μας μίλησε με θαυμασμό και συγκίνηση για μια δεκαεξάχρονη κοπελίτσα που γνώρισε πριν από πολλά χρόνια σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας. Ήταν στα πρώτα χρόνια της κομματικής του ζωής. Σε μια του περιοδεία είχε πιάσει μια φοβερή βαρυχειμωνιά. Άρρωστος απ’ τη φυματίωση κι αδύνατος, ύστερα από μια αιμόπτυση πούχε κάνει κείνες τις μέρες, έτρεμε σαν την καλαμιά μες στο κρύο και στο ξεροβόρι. Το χωριατόσπιτο που θάμενε εκείνο το βράδυ ήταν ενός φτωχού συντρόφου. Μια φτωχοκάμαρα για μια ολάκερη φαμίλια. Το βράδυ πέσανε να πλαγιάσουνε κατάχαμα, μ’ όλα τα στρωσίδια και τις βελέντζες, τα πόδια του ήταν ξυλιασμένα από το κρύο. Έτρεμε. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Η κοπελιά τον ένοιωθε να τρέμει έτσι ως κείτονταν πλάι του. Την πήραν τα δάκρυα και για μια στιγμή μ’ όλη την αθωότητα και τη συστολή της παρθένας, πήρε τα πόδια του, ανασήκωσε το μισοφόρι της και τάβαλε κατάσαρκα στην κοιλιά της να τα ζεστάνει. Αυτό δεν το ξέχασε ποτέ του. Πώς να μην αγαπάει τέτοιο λαό και πώς να μην έχει δοσμένο το είναι του στους κατατρεγμένους και στους φτωχούς ξοτάρηδες κι αργάτες; Για τούτη την αγάπη στο λαό μας μίλαγε όλες τις μέρες που'μεινε κοντά μας. Περίμενα πότε να τελειώσει η δουλειά μου για να τρέξω στο σπίτι κοντά του. Για ένα μονάχα έτρεμα. Για το δυνατό το μεγάλο και βασανιστικό του βήχα. Τα βράδια σαν πέφταμε να κοιμηθούμε, παρακάλαγα την Παναγιά να μην τον πιάσει ο βήχας. Σαν τον έπιανε πεταγόμαστε ολόρθοι κι εγώ κι η γυναίκα μου. Αν ακούγονταν ο βήχας του; Στο σπίτι δεν ερχόταν κανένας. Είχαμε κόψει τις βεγγέρες. Απ’ αυτό είμαστε ήσυχοι. Τα βράδια καμουφλάραμε τα παραθύρια και τους φεγγίτες για το φως. Ούτε μιλιά, ούτε ραδιόφωνο για να φαίνεται πως στο σπίτι δ βρισκόταν κανένας. Μα ο βήχας πώς θα κρυβότανε; Οι περιπολίες της αστυνομίας δίναν και παίρναν. Ο σκοπός περνοδιάβαινε όλη τη νύχτα. Πολλές φορές ακούγαμε το σουλάτσο του στη γωνιά του σπιτιού και κάτω απόναν θεόρατο ευκάλυπτο που' κρυβε σχεδόν ολόκληρο το σπίτι. Αν ακουγόταν ο βήχας;
–Μη φοβάσαι τους αστυφύλακες μούλεγε. Είναι παιδιά του λαού. Τους χαφιέδες να φοβάσαι μονάχα.
Εγώ ωστόσο δεν ησύχαζα. Αν ψυλλιάζονταν τίποτα ο φασίστας του απάνω πατώματος; Τότες είμαστε χαμένοι. Σαν του είπα τους φόβους μου, μ’ απάντησε.
–Μη σε νοιάζει. Πρέπει να υπάρξει ο χαφιές που θα δείξει το σπίτι. Όπου πιάσανε δικούς μας, το σπίτι το'δειξε μονάχα χαφιές. Γι’ αυτό ησύχασε.
Εγώ όμως δεν το'βγαζα απ’ το μυαλό μου. Γι’ αυτό σαν έβγαινα τα πρωινά απ’ την πόρτα μας, έβηχα σαν νά'μουνα άρρωστος βαριά από χτικιό. Οι γειτόνοι ακούγοντας να βήχω έτσι δε θα παραξενεύονταν αν ακούγανε τέτοιο βήχα τα βράδυα στο σπίτι. Σαν αντάμωνα πολλές φορές το νοικάρη του απάνω πατώματος, κείνον το χίτη που δούλευε σοφέρ, καμωνόμουνα πως πνίγομαι στο βήχα.
Ήταν για λύπηση ο καημένος ο μπάρμπας σαν τον έπιανε ο βήχας. Δάγκωνε το μαντήλι του, κοκκίνιζε και πεταγόντουσαν τα μάτια του όξω. Εμείς τρέμαμε δίνοντάς του νερό. Το στήθος του φούσκωνε έτοιμο να κρεπάρει. Κι έκανε ώρα ως να συνέλθει. Τον μπάρμπα, έπρεπε να το φυλάξουμε όπως μπορούσαμε. Ήταν για μας το μεγαλύτερο χρέος. Για δυο νοιαζόμαστε. Για κείνον και για το κορίτσι μας. Έτσι κυλούσαν οι μέρες μας. Κείνος διάβασε όλους τους λογοτέχνες όσους δεν είχε διαβάσει και δεν τους ήξερε, παίρνοντας τα βιβλία τους απ’ τη βιβλιοθήκη μου. Στο κάθε έργο έδινε την αξία του. Τα πιότερα τα' βγαζε σκάρτα. Τότε μούλεγε πετώντας τα.
–Για ποιον γράφετε τα έργα σας; Για τον εαυτό σας ή για το λαό; Μάθετε να γράφετε μονάχα για το λαό. Τότε θάσαστε και θα λεγόσαστε λογοτέχνες.
Μου ζήτησε να του αγοράσω από κανένα παλαιοπωλείο την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως του Ξένου.
–Είναι πολύ ωραίο τούτο το βιβλίο, μούπε. Είναι απ’ τα πρώτα βιβλία που διάβασα μαθητής ακόμα στο Γυμνάσιο. Μ’ άρεσε πολύ μόλη του την καθαρεύουσα.
Του το αγόρασα στην πρώτη του έκδοση. Χάρηκε σαν παιδί. Η απόχτηση ενός καλού βιβλίου για κείνους που αγαπάνε είναι η πιο μεγάλη χαρά.
–Ξέρεις, μούπε για μια στιγμή, η βιβλιοθήκη του Κόμματος ήταν περίφημη. Εγώ τη φρόντιζα, κι εγώ την πλούτιζα με όλες τις νέες εκδόσεις. Τώρα όλα χαθήκανε.
Άρχισε ύστερα απ’ τον Ξένο να διαβάζει Λουντέμη. Σαν αποτέλειωσε όλα του τα βιβλία, του'δωσα και τα “Πλοία δεν άραξαν”. Τ'αφηνα τελευταίο. Ήταν το βιβλίο που πήρε το Κρατικό βραβείο στα 1938. Σαν τ’ άνοιξε, στάθηκε με το πρώτο στην αφιέρωση. Ο Μενέλαος όξω απ’ το δικό μου αντίτυπο είχε χαρίσει κι άλλο ένα στη γυναίκα μου που την αγαπούσε σαν αδελφή. Έτυχε να του δώσω το δεύτερο.
Η αφιέρωση γράφει: “Στη Βασούλα την αδερφή μου και αδερφή της ψυχής μου. Και αδερφή της ψυχής του αδερφού μου Κούλη“. Σαν τη διάβασε, γύρισε με κοίταξε και μούπε σκασμένος στα γέλια:
–Δε στο λέω εγώ; Εσείς οι λογοτέχνες όσο καλοί κι αν είσαστε, σας αρέσει να σοροπιάζετε. Ακούς στην αδερφή της ψυχής μου και αδερφή της ψυχής του αδερφού μου;
Έτσι περνούσαν οι μέρες μας. Με δουλειά, με συμβουλές, με κριτική πάνω σε όλα τα θέματα και με γέλια.
Μακρόνησος:
Η άγρια δολοφονία του Γιώργη Σαμπατάκου στις 6 Αυγούστου 1949
Την 5η Αυγούστου 1949 το φασιστικό θεριό διψάει για αίμα. Η διοίκηση του ΑΕΤΟ του Κολαστηρίου της Μακρονήσου προχωρεί στην εφαρμογή των σχεδίων της. Αυτή η συγκροτημένη, η πειθαρχημένη στην ιδεολογία της αντίσταση πρέπει να σπάσει, γιατί στέκεται εμπόδιο στην ανάνηψη αυτών που υποχώρησαν, έκαναν την πρώτη δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης των ΕΑΜοκομμουνιστών. Το «Σύρμα», ο «κλωβός των αμετανόητων κομμουνιστών» πρέπει να διαλυθεί. Αυτή ήταν η εντολή.
Στις 5 Αυγούστου το απόγευμα, όλο σχεδόν το «Σύρμα» βρίσκεται κατανεμημένο στα διάφορα συνεργεία για την οικοδόμηση των φούρνων, που όταν τελείωναν θα έβγαζαν 20.000 κουραμάνες τη μέρα για το στρατό. Δουλεύαμε σαν σκλάβοι κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη των μαγκουροφόρων Αλφαμιτών.
Ερχονται δύο - τρεις Αλφαμίτες από το Β' Γραφείο και ζητούν με κατάλογο τους πέντε συναγωνιστές:
Σαμπατάκο Γιώργη, Σοφρονά Χρήστο, Στυλιανό Δημήτρη, Στατήρη Νικήτα, Τσολακίδη Νίκο.
Το γεγονός αμέσως έγινε γνωστό σ' όλο το εργοτάξιο. Σουρούπωσε και γυρίσαμε στον Κλωβό, με τη σκέψη μας στους πέντε συναγωνιστές. Τα προηγούμενα γεγονότα, οι διαδόσεις που σκόπιμα διοχέτευε η διοίκηση, μας προβλημάτιζαν, όμως πιστεύαμε στη θέληση, την πίστη των συντρόφων. Νύχτωσε και δε γύρισαν. Η αγωνία κορυφώθηκε γιατί ξέραμε πως η κτηνωδία των βασανιστών δεν είχε όρια... Το πρωί της 6ης Αυγούστου μάθαμε πού έφθασε η εγκληματική ενέργεια της διοίκησης. Τους πέντε συντρόφους μας ΤΟΥΣ ΒΑΣΑΝΙΖΑΝ ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ. Κανένας δε λύγισε. Κανένας δεν υπέκυψε στα βασανιστήρια των κτηνανθρώπων. Ομως, έξω από το Αναρρωτήριο, μια στρατιωτική κουβέρτα σκέπαζε ένα ράντζο και δήλωνε πως πάνω εκεί κείτονταν ένας νεκρός.
H τραγική είδηση
Η αγωνία των συναγωνιστών στο «Σύρμα» κορυφώθηκε, όταν έγινε γνωστό το γεγονός. Επρεπε, με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία, να μάθουμε ποιος ήταν. Τι έγινε εκείνη τη νύχτα της εγκληματικής δραματικής επιχείρησης της διοίκησης, για να σπάσει το «Σύρμα», το μεγάλο γι' αυτήν εμπόδιο στο έργο της «Εθνικής Αναμόρφωσης» που ήθελαν πάντοτε να παρουσιάζουν στους «μεγάλους» ντόπιους και ξένους «επισκέπτες». Επρεπε να μάθουμε για την τύχη των συντρόφων μας που πέρασαν από την απάνθρωπη δοκιμασία εκείνη τη νύχτα, έπειτα από τόσες διαδόσεις που σκόπιμα η διοίκηση έβαλε σε κυκλοφορία, για να μας τρομοκρατήσει, και που έπαιρναν τώρα την υλοποίησή τους. Ενας από μας, ο Φώτης Φλεβοτόμος, διέφυγε από το συνεργείο και με κίνδυνο να έχει και αυτός τις ίδιες δοκιμασίες κτηνωδίας, αν τον έπιαναν, τόλμησε και έφθασε στο Αναρρωτήριο, για να μας φέρει το θλιβερό μαντάτο. Οταν σήκωσε την κουβέρτα και αντίκρισε το ωχρό πρόσωπο του Γιώργη μέσα στα αίματα, λύγισαν τα γόνατά του. Εσκυψε, του έδωσε το στερνό φιλί για όλους εμάς τους συντρόφους του, τη μάνα του, τον πατέρα του, τα αδέλφια του και με ευθύνη της βαριάς του αποστολής, έφθασε να μας φέρει την τραγική αυτή είδηση. Το «Σύρμα» και αυτή τη φορά, νίκησε τη βία, όμως το τίμημα ήταν βαρύ. Ενας νεκρός και τέσσερις βαριά τραυματίες. Δύο στο Αναρρωτήριο με τσακισμένα τα μέλη τους, υπό αυστηρή φρούρηση, και δύο, που από τα βασανιστήρια σταμάτησαν τα ούρα τους, στο «401» Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Φριχτή νύχτα
Οταν ένας - ένας γύριζε στο «Σύρμα», μετά τη σχετική ανάρρωσή του, διηγούνταν τη φρικτή εκείνη βραδιά της δοκιμασίας που άρχιζε με ψυχολογικά και περνούσε σε σωματικά βασανιστήρια, για να σπάσουν, να υποκύψουν, να παραδοθούν...
Οταν μας πήραν από τους φούρνους, μας πήγαν στο Α2 και ο αξιωματικός διέταξε και μας έβαλαν σε μια μεγάλη σκηνή, σκοτεινή με ένα σκοπό Αλφαμίτη έξω από την κλειστή πόρτα. Ημασταν μέσα σε ένα σκοτάδι. Σε μια περισυλλογή τι θα μας κάνουν, πώς θα αντιδράσουμε από την πρώτη στιγμή. Εμπαιναν δυο-τρεις Αλφαμίτες μέσα στη σκηνή, μας έριχναν τους προβολείς, τους φακούς πάνω μας, στα πρόσωπά μας. Μας έβριζαν με χυδαίες εκφράσεις και κατέληγαν «θα κάνετε όλοι δήλωση μετάνοιας, αποκήρυξη του ΕΑΜοκομμουνισμού ή θα πεθάνετε, το "Σύρμα" θα το διαλύσουμε». Μια σιωπηλή αγωνία επικρατεί στη σκηνή. Σε μια στιγμή, ακούγεται ποδοβολητό που σπάει τη νεκρική σιγή. Ερχονται. Μια άγρια φωνή λέει: «Σαμπατάκος». Εισορμούν τέσσερις αλφαμίτες. «Σήκω ρε πούστη, κομμούνι». Τον αρπάζουν, του ρίχνουν κατακεφαλιές. «Ο κύριος φοιτητής. Εσύ είσαι ο καθοδηγητής εκεί μέσα; Απόψε θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις» και του ρίχνουν κλοτσιές και γροθιές ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ. «Πάμε στο Α2 να υπογράψεις, να τελειώνεις». Τον πήραν τα σκυλιά, για το Α2. Δεν υπέκυψε και έπειτα στο σκοτάδι στην κόλαση και εμείς να ακούμε τα βογκητά του και τις βρισιές των βασανιστών. Αυτό είναι πιο χειρότερο από το να βασανίζεσαι ο ίδιος. Ετσι ήρθε η σειρά μας. Ενας - ένας στο Α2 και μετά στο σκοτάδι, στην άγρια νύχτα του Μακρονησιού, ανυπεράσπιστοι στα χέρια των βασανιστών.
«Λυσσασμένα σκυλιά...»
Να πώς διηγείται ο Στυλιανού και συμπληρώνει ο Σοφρονάς τη φονική εκείνη βραδιά, που επέζησαν χάρη στην περιποίηση στο νοσοκομείο των συναγωνιστών και ορισμένων συντρόφων γιατρών:
Μετά που μας πήγαν έναν - έναν στο Α2 και αρνιόμασταν να κάνουμε δήλωση, μας έριχναν με κλοτσιές και γροθιές στο κεφάλι, μέσα σε μια σκοτεινή μεγάλη σκηνή, μακριά, όπως κατάλαβα, απ' αυτή που μας είχαν πρώτα όλους μαζί. Γύρω σου να στέκονται όρθιοι με τα στειλιάρια στο χέρι, σαν λιοντάρια έτοιμοι να σε κατασπαράξουν, οι βασανιστές, οι Αλφαμίτες. Ψωμάς, Σκαρπέλης, Λώρης, Κατσιμίχας, Χούλιας, Γκάσιος και τρεις άλλοι που πρώτη φορά τους βλέπαμε. Το «Πάρτε τον αυτόν τον ΕΑΜοκομμουνιστή, τον ΕΑΜοβούλγαρο», που είπε ο αξιωματικός του Α2 στις πεινασμένες και διψασμένες από αίμα ύαινες, είχε σημασία. Αρχισαν δήθεν με το καλό τις πιέσεις για δήλωση. Οι δυο - τρεις να προσπαθούν να κρατήσουν τους άλλους, που προσπαθούσαν να πέσουν πάνω σου, να σου λένε: «Κάνε μια δήλωση να γλιτώσεις». «Μην είσαι κορόιδο ρε, οι άλλοι έκαναν». «Θέλεις να τους αφήσουμε να σε λιώσουν;».
Εικονικές εκτελέσεις
Επεσαν μερικές φάπες, γροθιές, κλοτσιές, στυλιαριές. «Απόψε δεν έχει, ή θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις». «Λέγε ρε ΕΑΜοβούλγαρε». Οχι, δεν κάνω! Τότε έπεσαν πάνω μου, λυσσασμένα σκυλιά. Χτυπούσαν όπου ήταν. Αδέσποτα, ανοργάνωτα. Μ' έσερναν από τα μαλλιά και με πήγαν έξω από τη σκηνή. Ακουγα τα βογκητά, μάλλον του Γιώργη. Μέσα στο σκοτάδι, στο ύψωμα, στήνουν έναν και πυροβολούν. Τον αρπάζουν και τον ρίχνουν από την άλλη πλευρά. Μετά άλλον, το ίδιο, τον πετάνε πίσω. Ηρθε η σειρά μου. «Θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις, όπως οι άλλοι;» «Οχι, δεν κάνω», ήταν η απάντηση. Με στήσανε, όπως όπως, οι δυο και από απέναντι μου έριξαν. Είδα τις λάμψεις των πυροβολισμών και άκουσα. Μ' άρπαξαν και με πέταξαν πίσω από το υψωματάκι. Μας έκαναν εικονική εκτέλεση για να εκφοβίσουν τους υπόλοιπους και να σπάσουν. Ξύπνησα σ' ένα θάλαμο αναρρωτηρίου σ' ένα ράντζο. Δεν μπορούσα να ουρήσω. Την άλλη μέρα με έστειλαν στο «401» Νοσοκομείο. Και αφού δεν πέτυχαν τίποτα με κανέναν από τους πέντε, άρχισαν πάλι μέσα στο σκοτάδι σε έναν έναν ανελέητο ξύλο, ανοργάνωτο. Να βλέπεις το σύντροφό σου να τον κάνουν λιώμα, να σπαρταράει η καρδιά σου. Να βλέπεις να προσπαθεί να προφυλάξει το κεφάλι και του τσακίζουν τα χέρια και τα πόδια και τέλος να μένει πλέον ανήμπορος. Είναι άραγε νεκρός; Να λες ας έρθει η σειρά μου να τελειώνω... Αυτός γλίτωσε. Δεν υπέκυψε. Στάθηκε ο Ανθρωπος όρθιος απέναντι στη βία, το φασισμό. Αμετανόητος κομμουνιστής.
Ηταν ο Γιώργης Σαμπατάκος, φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Ετσι πέρασε η σειρά και των πέντε. Μας λιώσανε, μας σακάτεψαν, σκότωσαν τον Γιώργη, λέει ο μαθηματικός Σοφρονάς, όμως κανείς δεν υποχώρησε, δεν υπέκυψε, δεν πήραν από κανέναν την ατιμωτική δήλωση μετάνοιας. Το «Σύρμα» νίκησε τη βία, το φασισμό. Η διοίκηση αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πιο πέρα προσπάθειά της για τη διάλυση του «Κλωβού των Αμετανόητων».
Νίκος ΜΑΛΑΜΟΓΛΟΥ - Κρατούμενος στο «Σύρμα»
Στις 5 Αυγούστου το απόγευμα, όλο σχεδόν το «Σύρμα» βρίσκεται κατανεμημένο στα διάφορα συνεργεία για την οικοδόμηση των φούρνων, που όταν τελείωναν θα έβγαζαν 20.000 κουραμάνες τη μέρα για το στρατό. Δουλεύαμε σαν σκλάβοι κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη των μαγκουροφόρων Αλφαμιτών.
Ερχονται δύο - τρεις Αλφαμίτες από το Β' Γραφείο και ζητούν με κατάλογο τους πέντε συναγωνιστές:
Σαμπατάκο Γιώργη, Σοφρονά Χρήστο, Στυλιανό Δημήτρη, Στατήρη Νικήτα, Τσολακίδη Νίκο.
Το γεγονός αμέσως έγινε γνωστό σ' όλο το εργοτάξιο. Σουρούπωσε και γυρίσαμε στον Κλωβό, με τη σκέψη μας στους πέντε συναγωνιστές. Τα προηγούμενα γεγονότα, οι διαδόσεις που σκόπιμα διοχέτευε η διοίκηση, μας προβλημάτιζαν, όμως πιστεύαμε στη θέληση, την πίστη των συντρόφων. Νύχτωσε και δε γύρισαν. Η αγωνία κορυφώθηκε γιατί ξέραμε πως η κτηνωδία των βασανιστών δεν είχε όρια... Το πρωί της 6ης Αυγούστου μάθαμε πού έφθασε η εγκληματική ενέργεια της διοίκησης. Τους πέντε συντρόφους μας ΤΟΥΣ ΒΑΣΑΝΙΖΑΝ ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ. Κανένας δε λύγισε. Κανένας δεν υπέκυψε στα βασανιστήρια των κτηνανθρώπων. Ομως, έξω από το Αναρρωτήριο, μια στρατιωτική κουβέρτα σκέπαζε ένα ράντζο και δήλωνε πως πάνω εκεί κείτονταν ένας νεκρός.
H τραγική είδηση
Η αγωνία των συναγωνιστών στο «Σύρμα» κορυφώθηκε, όταν έγινε γνωστό το γεγονός. Επρεπε, με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία, να μάθουμε ποιος ήταν. Τι έγινε εκείνη τη νύχτα της εγκληματικής δραματικής επιχείρησης της διοίκησης, για να σπάσει το «Σύρμα», το μεγάλο γι' αυτήν εμπόδιο στο έργο της «Εθνικής Αναμόρφωσης» που ήθελαν πάντοτε να παρουσιάζουν στους «μεγάλους» ντόπιους και ξένους «επισκέπτες». Επρεπε να μάθουμε για την τύχη των συντρόφων μας που πέρασαν από την απάνθρωπη δοκιμασία εκείνη τη νύχτα, έπειτα από τόσες διαδόσεις που σκόπιμα η διοίκηση έβαλε σε κυκλοφορία, για να μας τρομοκρατήσει, και που έπαιρναν τώρα την υλοποίησή τους. Ενας από μας, ο Φώτης Φλεβοτόμος, διέφυγε από το συνεργείο και με κίνδυνο να έχει και αυτός τις ίδιες δοκιμασίες κτηνωδίας, αν τον έπιαναν, τόλμησε και έφθασε στο Αναρρωτήριο, για να μας φέρει το θλιβερό μαντάτο. Οταν σήκωσε την κουβέρτα και αντίκρισε το ωχρό πρόσωπο του Γιώργη μέσα στα αίματα, λύγισαν τα γόνατά του. Εσκυψε, του έδωσε το στερνό φιλί για όλους εμάς τους συντρόφους του, τη μάνα του, τον πατέρα του, τα αδέλφια του και με ευθύνη της βαριάς του αποστολής, έφθασε να μας φέρει την τραγική αυτή είδηση. Το «Σύρμα» και αυτή τη φορά, νίκησε τη βία, όμως το τίμημα ήταν βαρύ. Ενας νεκρός και τέσσερις βαριά τραυματίες. Δύο στο Αναρρωτήριο με τσακισμένα τα μέλη τους, υπό αυστηρή φρούρηση, και δύο, που από τα βασανιστήρια σταμάτησαν τα ούρα τους, στο «401» Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Φριχτή νύχτα
Οταν ένας - ένας γύριζε στο «Σύρμα», μετά τη σχετική ανάρρωσή του, διηγούνταν τη φρικτή εκείνη βραδιά της δοκιμασίας που άρχιζε με ψυχολογικά και περνούσε σε σωματικά βασανιστήρια, για να σπάσουν, να υποκύψουν, να παραδοθούν...
Οταν μας πήραν από τους φούρνους, μας πήγαν στο Α2 και ο αξιωματικός διέταξε και μας έβαλαν σε μια μεγάλη σκηνή, σκοτεινή με ένα σκοπό Αλφαμίτη έξω από την κλειστή πόρτα. Ημασταν μέσα σε ένα σκοτάδι. Σε μια περισυλλογή τι θα μας κάνουν, πώς θα αντιδράσουμε από την πρώτη στιγμή. Εμπαιναν δυο-τρεις Αλφαμίτες μέσα στη σκηνή, μας έριχναν τους προβολείς, τους φακούς πάνω μας, στα πρόσωπά μας. Μας έβριζαν με χυδαίες εκφράσεις και κατέληγαν «θα κάνετε όλοι δήλωση μετάνοιας, αποκήρυξη του ΕΑΜοκομμουνισμού ή θα πεθάνετε, το "Σύρμα" θα το διαλύσουμε». Μια σιωπηλή αγωνία επικρατεί στη σκηνή. Σε μια στιγμή, ακούγεται ποδοβολητό που σπάει τη νεκρική σιγή. Ερχονται. Μια άγρια φωνή λέει: «Σαμπατάκος». Εισορμούν τέσσερις αλφαμίτες. «Σήκω ρε πούστη, κομμούνι». Τον αρπάζουν, του ρίχνουν κατακεφαλιές. «Ο κύριος φοιτητής. Εσύ είσαι ο καθοδηγητής εκεί μέσα; Απόψε θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις» και του ρίχνουν κλοτσιές και γροθιές ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ. «Πάμε στο Α2 να υπογράψεις, να τελειώνεις». Τον πήραν τα σκυλιά, για το Α2. Δεν υπέκυψε και έπειτα στο σκοτάδι στην κόλαση και εμείς να ακούμε τα βογκητά του και τις βρισιές των βασανιστών. Αυτό είναι πιο χειρότερο από το να βασανίζεσαι ο ίδιος. Ετσι ήρθε η σειρά μας. Ενας - ένας στο Α2 και μετά στο σκοτάδι, στην άγρια νύχτα του Μακρονησιού, ανυπεράσπιστοι στα χέρια των βασανιστών.
«Λυσσασμένα σκυλιά...»
Να πώς διηγείται ο Στυλιανού και συμπληρώνει ο Σοφρονάς τη φονική εκείνη βραδιά, που επέζησαν χάρη στην περιποίηση στο νοσοκομείο των συναγωνιστών και ορισμένων συντρόφων γιατρών:
Μετά που μας πήγαν έναν - έναν στο Α2 και αρνιόμασταν να κάνουμε δήλωση, μας έριχναν με κλοτσιές και γροθιές στο κεφάλι, μέσα σε μια σκοτεινή μεγάλη σκηνή, μακριά, όπως κατάλαβα, απ' αυτή που μας είχαν πρώτα όλους μαζί. Γύρω σου να στέκονται όρθιοι με τα στειλιάρια στο χέρι, σαν λιοντάρια έτοιμοι να σε κατασπαράξουν, οι βασανιστές, οι Αλφαμίτες. Ψωμάς, Σκαρπέλης, Λώρης, Κατσιμίχας, Χούλιας, Γκάσιος και τρεις άλλοι που πρώτη φορά τους βλέπαμε. Το «Πάρτε τον αυτόν τον ΕΑΜοκομμουνιστή, τον ΕΑΜοβούλγαρο», που είπε ο αξιωματικός του Α2 στις πεινασμένες και διψασμένες από αίμα ύαινες, είχε σημασία. Αρχισαν δήθεν με το καλό τις πιέσεις για δήλωση. Οι δυο - τρεις να προσπαθούν να κρατήσουν τους άλλους, που προσπαθούσαν να πέσουν πάνω σου, να σου λένε: «Κάνε μια δήλωση να γλιτώσεις». «Μην είσαι κορόιδο ρε, οι άλλοι έκαναν». «Θέλεις να τους αφήσουμε να σε λιώσουν;».
Εικονικές εκτελέσεις
Επεσαν μερικές φάπες, γροθιές, κλοτσιές, στυλιαριές. «Απόψε δεν έχει, ή θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις». «Λέγε ρε ΕΑΜοβούλγαρε». Οχι, δεν κάνω! Τότε έπεσαν πάνω μου, λυσσασμένα σκυλιά. Χτυπούσαν όπου ήταν. Αδέσποτα, ανοργάνωτα. Μ' έσερναν από τα μαλλιά και με πήγαν έξω από τη σκηνή. Ακουγα τα βογκητά, μάλλον του Γιώργη. Μέσα στο σκοτάδι, στο ύψωμα, στήνουν έναν και πυροβολούν. Τον αρπάζουν και τον ρίχνουν από την άλλη πλευρά. Μετά άλλον, το ίδιο, τον πετάνε πίσω. Ηρθε η σειρά μου. «Θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις, όπως οι άλλοι;» «Οχι, δεν κάνω», ήταν η απάντηση. Με στήσανε, όπως όπως, οι δυο και από απέναντι μου έριξαν. Είδα τις λάμψεις των πυροβολισμών και άκουσα. Μ' άρπαξαν και με πέταξαν πίσω από το υψωματάκι. Μας έκαναν εικονική εκτέλεση για να εκφοβίσουν τους υπόλοιπους και να σπάσουν. Ξύπνησα σ' ένα θάλαμο αναρρωτηρίου σ' ένα ράντζο. Δεν μπορούσα να ουρήσω. Την άλλη μέρα με έστειλαν στο «401» Νοσοκομείο. Και αφού δεν πέτυχαν τίποτα με κανέναν από τους πέντε, άρχισαν πάλι μέσα στο σκοτάδι σε έναν έναν ανελέητο ξύλο, ανοργάνωτο. Να βλέπεις το σύντροφό σου να τον κάνουν λιώμα, να σπαρταράει η καρδιά σου. Να βλέπεις να προσπαθεί να προφυλάξει το κεφάλι και του τσακίζουν τα χέρια και τα πόδια και τέλος να μένει πλέον ανήμπορος. Είναι άραγε νεκρός; Να λες ας έρθει η σειρά μου να τελειώνω... Αυτός γλίτωσε. Δεν υπέκυψε. Στάθηκε ο Ανθρωπος όρθιος απέναντι στη βία, το φασισμό. Αμετανόητος κομμουνιστής.
Ηταν ο Γιώργης Σαμπατάκος, φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Ετσι πέρασε η σειρά και των πέντε. Μας λιώσανε, μας σακάτεψαν, σκότωσαν τον Γιώργη, λέει ο μαθηματικός Σοφρονάς, όμως κανείς δεν υποχώρησε, δεν υπέκυψε, δεν πήραν από κανέναν την ατιμωτική δήλωση μετάνοιας. Το «Σύρμα» νίκησε τη βία, το φασισμό. Η διοίκηση αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πιο πέρα προσπάθειά της για τη διάλυση του «Κλωβού των Αμετανόητων».
Νίκος ΜΑΛΑΜΟΓΛΟΥ - Κρατούμενος στο «Σύρμα»
H κορύφωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Το παρακάτω άρθρο είναι αφιερωμένο στην μνήμη και τον αγώνα του Δημήτρη Τατάκη.
«Ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω εσύ που με φως γεμίζεις αιθέρα το παν, ω, για δέστε με πόσο άδικα πάσχω!» (Από τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου)
Ο Δημήτρης Τατάκης ήταν μέλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ Ναυτικών κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου. Υπήρξε καπετάνιος της ΟΕΝΟ με πλούσια και πολύπλευρη συνδικαλιστική δράση. Με την αρχή του 1946 οι αρχές τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στην Μακρόνησο. Τα εγκλήματα που του καταλόγισαν δεν ήταν άλλα απο την ιδιότητά του ώς μέλος του ΚΚΕ. Αν ο Τατάκης αποκύρησσε αυτή του την ιδιότητα θα περνούσε μερικούς μήνες φυλακή και μετά θα επέστρεφε στην φυσιολογική του ζωή. Όμως ο Δημήτρης Τατάκης ήταν βαθειά επαναστάτης και κομμουνιστής και αντιλαμβάνονταν την ίδια την έννοια της ύπαρξης του ως συσσωμάτωμα ιδεών και πράξης. Έτσι του ήταν οργανικά αδύνατο να δηλώσει...
Το αντίσκηνο του Τατάκη ήταν το τελευταίο αντίσκηνο της απομονωμένης πτέρυγας των πολιτικών κρατουμένων, εκεί κρατούνταν τα μέλη του ΚΚΕ.
Εκεί κρατούνταν οι αμετανόητοι και η εντολή για αυτούς, άνδρες και γυναίκες ήταν : "Καθημερινή περιποίηση".
Στόχος αυτής της περιποίησης, ήταν να πεθάνουν όλοι σιγά σιγά απο τις κακουχίες.
Για τον Τατάκη οι δήμιοι είχαν απο την αρχή βάλει στοίχημα να τον σπάσουν.
Τον έδερναν καθημερινά 2 και 3 φορές, άτσαλα με χέρια, πόδια, ρόπαλα, σίδερα και ότι άλλο γεννούσε το άρρωστο μυαλό τους.
Ήταν όλοι αλφαμίτες και μάλιστα από τα διαλεχτά αποβράσματα του στρατού, (παλιοί παρακρατικοί, ποινικοί κτλ). Ο αρχιδήμιος ΚΟΘΡΑΣ, όταν "ανέλαβε" τον Τατάκη διέταξε να βασανίζεται με προσοχή για να μην μένουν μεγάλα σημάδια. Αυτό είχε οριστεί έτσι από τον διοικητή του ΣΦΑ Σούλη, γιατί ήδη η καρτερικότητα του Τατάκη είχε φθάσει μέχρι τα βουνά και τον ΔΣΕ και κινδύνευε να λάβει παγκόσμια απήχηση.
Αργότερα ο Σούλης καθαιρέθηκε και την θέση του πήρε ο Μηλιάδης.
Ο λόγος ήταν οτι ο Σούλης βίαζε κρατούμενους (!).
Ο Μηλιάδης είχε αναθέσει γραπτώς και εν λευκώ στον Κοθρά να ξεκάνει τον Τατάκη και εκείνος βλέποντας πως με το ξύλο δεν άλλαζε τίποτα, ανάθεσε στον Βορριά της Μακρονήσου, που όπως λέγανε οι κομμουνιστές κράταγε μαχαίρι, να κάνει την δουλειά.
Έτσι ο Τατάκης δέθηκε καθιστός σε εδραία θέση, σε ένα σιδερένιο πάσσαλο στα βράχια.
Παράλληλα εφάρμοζαν και άλλα βασανιστήρια.
Τον ρίχναν με τα ρούχα στην θάλασσα και μετά τον άφηναν όρθιο στον αέρα για ώρες μέχρι που εκείνος λιποθυμούσε.
Άλλες φορές τον βασάνιζαν επι 24ώρου βάσεως για να μην μπορεί να κοιμηθεί.
Ο Τατάκης χαμογελούσε πάντα και τους μαστίγωνε με το πνεύμα του.
Καμιά φορά ζητούσε νερό (τον τάιζαν μόνο παστές σαρδέλες και ανά μία μέρα του δίναν λίγο νερό μέσα στο οποίο ουρούσαν) και οι βασανιστές του του απαντούσαν: "Θα σου φέρουμε παπά".
16 Δεκεμβρίου, η Διοίκηση των φυλακών πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με κάθε τρόπο θα΄σβηνε η Απομόνωση. Εφταναν οι εκλογές. Το μεγάλο κακό θα σταματούσε. Δεν έπρεπε να γλιτώσει έτσι ο Τατάκης κι η συντροφιά του. Είχαν γίνει πολλοί.
Οδήγησε λοιπόν σε συγκέντρωση τους φυλακισμένους. Θα έβγαζε λόγο κάποιος του "Γραφείου Ηθικής Αγωγής". Ολα ήταν προμελετημένα. Χασισοπότες απ' τις Στρατιωτικές Φυλακές βρίσκονταν εκεί, εφοδιασμένοι με σύρματα, με κοτρόνια, με πέτρες. Δίνεται το σύνθημα. Ορμούν πάνω στα παιδιά της Απομόνωσης. Ποτέ δεν ξανάγινε σ' εκείνη τη σκληρή γη, την αιματοποτισμένη, αυτός ο χαλασμός. Γκρέμιζαν παλικάρια από ψηλούς βράχους στη θάλασσα. Χτυπούσαν όπου βρίσκανε. Γδέρνανε οι αρβύλες τα στήθια των παλικαριών. Γέμισε βογγητό πάλι ο τόπος.
Οι άλλοι φυλακισμένοι σάστισαν μπροστά στο κακό. Ακούστηκε μια φωνή άγρια: "Οι πολίτες να τραβήξουν πάνω στις σκηνές τους! Γρήγορα"! Σε λίγο οι βασανιστές μάζευαν τα πληγιασμένα κορμιά από τους βράχους, από τη θάλασσα, και τα πήγαν στην Απομόνωση. Ρίξανε το καθένα στ' ατομικό του αντίσκηνο.
Η νύχτα σκέπασε το Μακρονήσι.
Εν τω μεταξύ, ο Αθηναικός τύπος έμαθε για τον Τατάκη και τα νέα ταξίδεψαν και στο εξωτερικό. Πολύς κόσμος ζητούσε να του αποδοθεί χάρει αλλά οι κυβερνήσεις του παλατιού δεν ήθελαν να ακούσουν λέξη.
Κάποια στιγμή, οι δήμιοί του βαρέθηκαν να τον βασανίζουν. ΤΟΝ ΑΦΗΣΑΝ, ΔΕΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΑΣΑΛΟ, ΧΩΡΙΣ ΤΡΟΦΗ & ΝΕΡΟ, ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ.
Ώσπου, νύχτα ήταν πάλι, μια φωνή ακούστηκε. "ΠΕΘΑΙΝΩ ... ΠΕΘΑΙΝΩ...".
Ηταν η φωνή του Τατάκη. Υστερα έσβησε. Ενα σούσουρο ακολούθησε. Ποδοβολητό. Σα να κουβαλούσανε κάποιον. Δεν μπορούσε κανένας να δει.
Έτσι, ο Τατάκης με το πρόσωπο του πάντα στην ανατολή ξεψύχησε και πέρασε στον μύθο...
Την άλλη μέρα τ' αντίσκηνο του Τατάκη ήταν άδειο, με το μπογαλάκι του και το παγούρι πεταμένο σε μιαν άκρη. Τον πήραν και τον θάψανε στο Λαύριο - οι δικοί του το έμαθαν αργότερα, μ' ένα "συλλυπητήριο" τηλεγράφημα του διοικητή της Σ.Φ.Α.
Οι φίλοι και συγκρατούμενοί του τον θυμούνταν σαν τον σύγχρονο Προμηθέα δεσμώτη.
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Μια φορά είχε πάει ο γιατρός της φυλακής να τον δει. Ακουσε, πως είχε μείνει τριανταδυό μέρες και τριανταδυό νύχτες άγρυπνος, γυμνός, χειμώνα καιρό να σπρώχνεται στην παγωμένη θάλασσα, να στεγνώνει με τον άνεμο, να βασανίζεται, να ματώνει, χωρίς μια στιγμή να πει "αφήστε με", χωρίς να πλαγιάσει. Δεν το πίστευε ο γιατρός. Πήγε κοντά του. Είδε ένα νέο άντρα, να χαμογελάει...
- Εσύ ανέτρεψες την επιστήμη, του είπε.
Ο Τατάκης όλο χαμογελούσε. Οχι τώρα. Κι όταν βασανιζόταν ακόμα. Δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση στο γιατρό. Λίγο - λίγο άρχισαν να τον παραδέχονται κι οι βασανιστές του. Καταλάβαιναν πια πως δεν μπορούσαν να τον κάνουν να λυγίσει. Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως θα σταματούσε ο παιδεμός. Η διαταγή, διαταγή. Αλλά να, τις άλλες ώρες, έρχονταν να του προσφέρουν δειλά ένα τσιγάρο, να τον ρωτήσουν "πώς παν τα κέφια", "πώς τα περνάει".
- Καλά, καλά, τους απαντούσε ο Τατάκης με το ίδιο, τ' ακίνητο χαμόγελό του. Καμιά πίκρα δεν είχε στα μάτια. Κανένα παράπονο στα χείλη. Ξέρει πως έτσι έπρεπε να σταθεί. Δε γινόταν αλλιώς. Ηταν κάτι πολύ φυσικό γι' αυτόν νάναι ο Ανθρωπος, δυνατότερος κι απ' την πιο ανελέητη βία.
Ο Δημήτρης Τατάκης, ο καπετάνιος, είχε πεί απο τότε που τον φέρανε στο Μακρονήσι "Δεν γίνεται να δηλώσω". Μέτρησε τη ζωή, μέτρησε το θάνατο και διάλεξε πως θα ζούσε για να πεθάνει. Δε θα πέθαινε για να ζήσει. Από κει και πέρα, ό,τι και να ερχόταν, το περίμενε όπως η γη το νερό. Και στεκόταν όρθιος πάνω στο Βράχο. Πότε τον φόρτωναν και με πέτρες. Πότε του λέγανε να σηκώνει το ένα του πόδι.
- Από τέτοια, παιδιά, έννοια σας. Μη στενοχωριόσαστε...
Χαμογελούσε. Κι αγνάντευε τη θάλασσα. Τα μεγάφωνα του Μακρονησιού έπαιζαν τραγούδια. Κάθε τόσο, τα'κοβε ο σπήκερ. "Η Μακρόνησος είναι ο φάρος της ελευθερίας".
Φάνηκε μπροστά του ο βασανιστής.
- Απόψε θα υπογράψεις Τατάκη, του είπε. Πρέπει να τη διαλύσουμε την απομόνωση. Κι όταν υπογράψεις εσύ θα τη διαλύσουμε...
Πάλι το χαμόγελο.
- Βάζουμε στοίχημα πως θα υπογράψεις;
- Θα το χάσεις το στοίχημα.
- Ρε βάζεις στοίχημα;
- Θα το χάσεις.
Επεσε πάνω του ο βασανιστής. Τόνε χτυπούσε με το "μπαμπού", με τις αρβύλες, με τις γροθιές, τον γκρέμιζε στους βράχους, του έσφιγγε το λαιμό. Απόκαμε το θηρίο. Ανάσαινε βαριά. Εσταζε ιδρώτα. Ο άλλος χαμογελούσε πάντα μέσα στα αίματα. Τότε χυμάει ο βασανιστής μ' ένα ουρλιαχτό, του δαγκώνει τ' αφτί, να το κόψει. Σηκώνεται αφρισμένος. Πνίγεται. Τρέμει. Δεν μπορεί πια να μη φωνάζει:
- Τη μάνα μου να μου λέγανε, την πατρίδα μου να μου λέγανε, το θεό να μου λέγανε, θα τους πρόδινα για να γλιτώσω...
Φεύγει σκουντουφλώντας με σκυμένο το κεφάλι. Κι ο Τατάκης, ο καπετάνιος, καθώς είναι πεσμένος μπρούμυτα στο σκληρό χώμα του Μακρονησιού, με τις πληγές και με τη χαρά της νίκης στο πρόσωπο, του φωνάζει ήρεμα.
- ΨΙΤ. ΤΟ'ΧΑΣΕΣ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ....
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με κείμενα - μαρτυρίες των συγκρατουμένων στη Μακρόνησο συντρόφων του, Διονύση Γεωργάτου και του αξέχαστου Γιάννη Παλαβού (βλέπε «Ρ» 26/1/2003), ο ηρωϊκός Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης, μετά από βασανιστήρια 33 ημερών, υπέκυψε στις 9 προς 10 Γενάρη 1950.
Ο Δημήτρης Τατάκης ήταν μέλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ Ναυτικών κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου. Υπήρξε καπετάνιος της ΟΕΝΟ με πλούσια και πολύπλευρη συνδικαλιστική δράση. Με την αρχή του 1946 οι αρχές τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στην Μακρόνησο. Τα εγκλήματα που του καταλόγισαν δεν ήταν άλλα απο την ιδιότητά του ώς μέλος του ΚΚΕ. Αν ο Τατάκης αποκύρησσε αυτή του την ιδιότητα θα περνούσε μερικούς μήνες φυλακή και μετά θα επέστρεφε στην φυσιολογική του ζωή. Όμως ο Δημήτρης Τατάκης ήταν βαθειά επαναστάτης και κομμουνιστής και αντιλαμβάνονταν την ίδια την έννοια της ύπαρξης του ως συσσωμάτωμα ιδεών και πράξης. Έτσι του ήταν οργανικά αδύνατο να δηλώσει...
Το αντίσκηνο του Τατάκη ήταν το τελευταίο αντίσκηνο της απομονωμένης πτέρυγας των πολιτικών κρατουμένων, εκεί κρατούνταν τα μέλη του ΚΚΕ.
Εκεί κρατούνταν οι αμετανόητοι και η εντολή για αυτούς, άνδρες και γυναίκες ήταν : "Καθημερινή περιποίηση".
Στόχος αυτής της περιποίησης, ήταν να πεθάνουν όλοι σιγά σιγά απο τις κακουχίες.
Για τον Τατάκη οι δήμιοι είχαν απο την αρχή βάλει στοίχημα να τον σπάσουν.
Τον έδερναν καθημερινά 2 και 3 φορές, άτσαλα με χέρια, πόδια, ρόπαλα, σίδερα και ότι άλλο γεννούσε το άρρωστο μυαλό τους.
Ήταν όλοι αλφαμίτες και μάλιστα από τα διαλεχτά αποβράσματα του στρατού, (παλιοί παρακρατικοί, ποινικοί κτλ). Ο αρχιδήμιος ΚΟΘΡΑΣ, όταν "ανέλαβε" τον Τατάκη διέταξε να βασανίζεται με προσοχή για να μην μένουν μεγάλα σημάδια. Αυτό είχε οριστεί έτσι από τον διοικητή του ΣΦΑ Σούλη, γιατί ήδη η καρτερικότητα του Τατάκη είχε φθάσει μέχρι τα βουνά και τον ΔΣΕ και κινδύνευε να λάβει παγκόσμια απήχηση.
Αργότερα ο Σούλης καθαιρέθηκε και την θέση του πήρε ο Μηλιάδης.
Ο λόγος ήταν οτι ο Σούλης βίαζε κρατούμενους (!).
Ο Μηλιάδης είχε αναθέσει γραπτώς και εν λευκώ στον Κοθρά να ξεκάνει τον Τατάκη και εκείνος βλέποντας πως με το ξύλο δεν άλλαζε τίποτα, ανάθεσε στον Βορριά της Μακρονήσου, που όπως λέγανε οι κομμουνιστές κράταγε μαχαίρι, να κάνει την δουλειά.
Έτσι ο Τατάκης δέθηκε καθιστός σε εδραία θέση, σε ένα σιδερένιο πάσσαλο στα βράχια.
Παράλληλα εφάρμοζαν και άλλα βασανιστήρια.
Τον ρίχναν με τα ρούχα στην θάλασσα και μετά τον άφηναν όρθιο στον αέρα για ώρες μέχρι που εκείνος λιποθυμούσε.
Άλλες φορές τον βασάνιζαν επι 24ώρου βάσεως για να μην μπορεί να κοιμηθεί.
Ο Τατάκης χαμογελούσε πάντα και τους μαστίγωνε με το πνεύμα του.
Καμιά φορά ζητούσε νερό (τον τάιζαν μόνο παστές σαρδέλες και ανά μία μέρα του δίναν λίγο νερό μέσα στο οποίο ουρούσαν) και οι βασανιστές του του απαντούσαν: "Θα σου φέρουμε παπά".
16 Δεκεμβρίου, η Διοίκηση των φυλακών πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με κάθε τρόπο θα΄σβηνε η Απομόνωση. Εφταναν οι εκλογές. Το μεγάλο κακό θα σταματούσε. Δεν έπρεπε να γλιτώσει έτσι ο Τατάκης κι η συντροφιά του. Είχαν γίνει πολλοί.
Οδήγησε λοιπόν σε συγκέντρωση τους φυλακισμένους. Θα έβγαζε λόγο κάποιος του "Γραφείου Ηθικής Αγωγής". Ολα ήταν προμελετημένα. Χασισοπότες απ' τις Στρατιωτικές Φυλακές βρίσκονταν εκεί, εφοδιασμένοι με σύρματα, με κοτρόνια, με πέτρες. Δίνεται το σύνθημα. Ορμούν πάνω στα παιδιά της Απομόνωσης. Ποτέ δεν ξανάγινε σ' εκείνη τη σκληρή γη, την αιματοποτισμένη, αυτός ο χαλασμός. Γκρέμιζαν παλικάρια από ψηλούς βράχους στη θάλασσα. Χτυπούσαν όπου βρίσκανε. Γδέρνανε οι αρβύλες τα στήθια των παλικαριών. Γέμισε βογγητό πάλι ο τόπος.
Οι άλλοι φυλακισμένοι σάστισαν μπροστά στο κακό. Ακούστηκε μια φωνή άγρια: "Οι πολίτες να τραβήξουν πάνω στις σκηνές τους! Γρήγορα"! Σε λίγο οι βασανιστές μάζευαν τα πληγιασμένα κορμιά από τους βράχους, από τη θάλασσα, και τα πήγαν στην Απομόνωση. Ρίξανε το καθένα στ' ατομικό του αντίσκηνο.
Η νύχτα σκέπασε το Μακρονήσι.
Εν τω μεταξύ, ο Αθηναικός τύπος έμαθε για τον Τατάκη και τα νέα ταξίδεψαν και στο εξωτερικό. Πολύς κόσμος ζητούσε να του αποδοθεί χάρει αλλά οι κυβερνήσεις του παλατιού δεν ήθελαν να ακούσουν λέξη.
Κάποια στιγμή, οι δήμιοί του βαρέθηκαν να τον βασανίζουν. ΤΟΝ ΑΦΗΣΑΝ, ΔΕΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΑΣΑΛΟ, ΧΩΡΙΣ ΤΡΟΦΗ & ΝΕΡΟ, ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ.
Ώσπου, νύχτα ήταν πάλι, μια φωνή ακούστηκε. "ΠΕΘΑΙΝΩ ... ΠΕΘΑΙΝΩ...".
Ηταν η φωνή του Τατάκη. Υστερα έσβησε. Ενα σούσουρο ακολούθησε. Ποδοβολητό. Σα να κουβαλούσανε κάποιον. Δεν μπορούσε κανένας να δει.
Έτσι, ο Τατάκης με το πρόσωπο του πάντα στην ανατολή ξεψύχησε και πέρασε στον μύθο...
Την άλλη μέρα τ' αντίσκηνο του Τατάκη ήταν άδειο, με το μπογαλάκι του και το παγούρι πεταμένο σε μιαν άκρη. Τον πήραν και τον θάψανε στο Λαύριο - οι δικοί του το έμαθαν αργότερα, μ' ένα "συλλυπητήριο" τηλεγράφημα του διοικητή της Σ.Φ.Α.
Οι φίλοι και συγκρατούμενοί του τον θυμούνταν σαν τον σύγχρονο Προμηθέα δεσμώτη.
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Μια φορά είχε πάει ο γιατρός της φυλακής να τον δει. Ακουσε, πως είχε μείνει τριανταδυό μέρες και τριανταδυό νύχτες άγρυπνος, γυμνός, χειμώνα καιρό να σπρώχνεται στην παγωμένη θάλασσα, να στεγνώνει με τον άνεμο, να βασανίζεται, να ματώνει, χωρίς μια στιγμή να πει "αφήστε με", χωρίς να πλαγιάσει. Δεν το πίστευε ο γιατρός. Πήγε κοντά του. Είδε ένα νέο άντρα, να χαμογελάει...
- Εσύ ανέτρεψες την επιστήμη, του είπε.
Ο Τατάκης όλο χαμογελούσε. Οχι τώρα. Κι όταν βασανιζόταν ακόμα. Δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση στο γιατρό. Λίγο - λίγο άρχισαν να τον παραδέχονται κι οι βασανιστές του. Καταλάβαιναν πια πως δεν μπορούσαν να τον κάνουν να λυγίσει. Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως θα σταματούσε ο παιδεμός. Η διαταγή, διαταγή. Αλλά να, τις άλλες ώρες, έρχονταν να του προσφέρουν δειλά ένα τσιγάρο, να τον ρωτήσουν "πώς παν τα κέφια", "πώς τα περνάει".
- Καλά, καλά, τους απαντούσε ο Τατάκης με το ίδιο, τ' ακίνητο χαμόγελό του. Καμιά πίκρα δεν είχε στα μάτια. Κανένα παράπονο στα χείλη. Ξέρει πως έτσι έπρεπε να σταθεί. Δε γινόταν αλλιώς. Ηταν κάτι πολύ φυσικό γι' αυτόν νάναι ο Ανθρωπος, δυνατότερος κι απ' την πιο ανελέητη βία.
Ο Δημήτρης Τατάκης, ο καπετάνιος, είχε πεί απο τότε που τον φέρανε στο Μακρονήσι "Δεν γίνεται να δηλώσω". Μέτρησε τη ζωή, μέτρησε το θάνατο και διάλεξε πως θα ζούσε για να πεθάνει. Δε θα πέθαινε για να ζήσει. Από κει και πέρα, ό,τι και να ερχόταν, το περίμενε όπως η γη το νερό. Και στεκόταν όρθιος πάνω στο Βράχο. Πότε τον φόρτωναν και με πέτρες. Πότε του λέγανε να σηκώνει το ένα του πόδι.
- Από τέτοια, παιδιά, έννοια σας. Μη στενοχωριόσαστε...
Χαμογελούσε. Κι αγνάντευε τη θάλασσα. Τα μεγάφωνα του Μακρονησιού έπαιζαν τραγούδια. Κάθε τόσο, τα'κοβε ο σπήκερ. "Η Μακρόνησος είναι ο φάρος της ελευθερίας".
Φάνηκε μπροστά του ο βασανιστής.
- Απόψε θα υπογράψεις Τατάκη, του είπε. Πρέπει να τη διαλύσουμε την απομόνωση. Κι όταν υπογράψεις εσύ θα τη διαλύσουμε...
Πάλι το χαμόγελο.
- Βάζουμε στοίχημα πως θα υπογράψεις;
- Θα το χάσεις το στοίχημα.
- Ρε βάζεις στοίχημα;
- Θα το χάσεις.
Επεσε πάνω του ο βασανιστής. Τόνε χτυπούσε με το "μπαμπού", με τις αρβύλες, με τις γροθιές, τον γκρέμιζε στους βράχους, του έσφιγγε το λαιμό. Απόκαμε το θηρίο. Ανάσαινε βαριά. Εσταζε ιδρώτα. Ο άλλος χαμογελούσε πάντα μέσα στα αίματα. Τότε χυμάει ο βασανιστής μ' ένα ουρλιαχτό, του δαγκώνει τ' αφτί, να το κόψει. Σηκώνεται αφρισμένος. Πνίγεται. Τρέμει. Δεν μπορεί πια να μη φωνάζει:
- Τη μάνα μου να μου λέγανε, την πατρίδα μου να μου λέγανε, το θεό να μου λέγανε, θα τους πρόδινα για να γλιτώσω...
Φεύγει σκουντουφλώντας με σκυμένο το κεφάλι. Κι ο Τατάκης, ο καπετάνιος, καθώς είναι πεσμένος μπρούμυτα στο σκληρό χώμα του Μακρονησιού, με τις πληγές και με τη χαρά της νίκης στο πρόσωπο, του φωνάζει ήρεμα.
- ΨΙΤ. ΤΟ'ΧΑΣΕΣ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ....
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με κείμενα - μαρτυρίες των συγκρατουμένων στη Μακρόνησο συντρόφων του, Διονύση Γεωργάτου και του αξέχαστου Γιάννη Παλαβού (βλέπε «Ρ» 26/1/2003), ο ηρωϊκός Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης, μετά από βασανιστήρια 33 ημερών, υπέκυψε στις 9 προς 10 Γενάρη 1950.
ΔΗΜ. ΤΑΤΑΚΗΣ:
Οι κομμουνιστές έχουν τα δικά τους πλάνα να ξεπεράσουν
Μήτσος Τατάκης, Γενικός Γραμματέας της ΟΕΝΟ, που δολοφονήθηκε στις 9 προς 10 Γενάρη του 1950 με φρικτά βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες. Δε λύγισε.
Γεννήθηκε το 1913 στην Ανδρο. Αμέσως μόλις τελείωσε το σχολείο μπαρκάρισε και δούλεψε αρκετά χρόνια στα καράβια. Αρχικά ως δόκιμος και κατόπιν ως αξιωματικός καταστρώματος. Ναυτεργάτες που τον γνώρισαν και που δούλεψαν μαζί του μιλάνε για την ευθύτητα του χαρακτήρα του, την απλότητα και τη σεμνότητά του. Ηταν αγαπητός απ” όλο τον κόσμο.
Τη δεκαετία του 1930, όπου ο Τατάκης έκανε τα πρώτα του βήματα στη θάλασσα, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα μετρούσε ήδη πλούσια πείρα και αγώνες. Από τα πρώτα στελέχη της Ενωσης Ναυτίλων Αξιωματικών κι αργότερα της θρυλικής Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕNO). Πρωτοστάτησε στην υλοποίηση του συνθήματος της ΟΕΝΟ «Τα πλοία εν κινήσει», προσφέρθηκε ως εθελοντής και είχε συμβολή στην οργάνωση της απόβασης στη Νορμανδία. Μαζί με τους άλλους συντρόφους, έδωσαν τη μάχη και κατέκτησαν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραψε η ΟΕΝΟ, η οποία προέβλεπε πολύ σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες ζωής, δουλειάς, αμοιβής στα καράβια.
Γι” αυτήν την προσφορά της ΟΕΝΟ στον αντιφασιστικό, εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα αλλά και στον αγώνα για τα δικαιώματα των ναυτεργατών, οι εφοπλιστές και το αστικό κράτος κυνήγησαν μέχρι θανάτου τον Τατάκη και τους συντρόφους του.
Το 1948, ο Τατάκης πιάστηκε από τον ταξικό εχθρό και στάλθηκε εξορία, αρχικά στην Ικαρία και από κει, λίγους μήνες μετά, στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, την περιβόητη ΣΦΑ στο Μακρονήσι.
Ο Τατάκης έφτασε στο Μακρονήσι στις 5 Νοέμβρη 1948. Με το που πάτησε το πόδι του στη ΣΦΑ δέχτηκε τον πρώτο, συνήθη, κύκλο βασανιστηρίων υποδοχής των νέων κρατουμένων. Ρίχτηκε στον κλωβό της απομόνωσης και μαζί με τους υπόλοιπους «αδήλωτους» συγκρατούμενούς του, πέρασε μια σειρά βασανιστηρίων, δίχως όμως να υποκύψει στη βία και στον εκβιασμό της δήλωσης.
Στις 14 Μάη 1949 μεταφέρθηκε στη Γενική Ασφάλεια της Αθήνας για ανάκριση. Σύντομα, όμως, οι ανακριτές – βασανιστές του αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για «αμετανόητο» κομμουνιστή και ότι δεν επρόκειτο να λυγίσει μπροστά στην ανάκριση. Ετσι αποφάσισαν να τον στείλουν και πάλι στη Μακρόνησο για περαιτέρω …«αναμόρφωση».
Οταν στις 8 του Ιούνη 1949 έφτασε ξανά στη ΣΦΑ, οι δεσμοφύλακες του επιφύλασσαν ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, σχεδιασμένο να τον εξοντώσει, είτε ψυχικά είτε σωματικά: Την ορθοστασία μέχρι θανάτου!
Επρόκειτο για ένα ιδιότυπο και ταυτόχρονα διεστραμμένα απάνθρωπο βασανιστήριο: Ο κρατούμενος ριχνόταν αρχικά στη θάλασσα φορτωμένος με όλα τα πράγματα ως το λαιμό. Κατόπιν, και αφού μουσκευόταν μέχρι το μεδούλι, στηνόταν όρθιος, ακίνητος και αμίλητος, με δύο φρουρούς να τον επιτηρούν μέρα-νύχτα, μην επιτρέποντάς του να καθίσει ούτε στιγμή ή να μιλήσει με κανέναν. Μόνο κατά τη διάρκεια του φαγητού του επιτρεπόταν να καθίσει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστηρά, με το ρολόι.
Ταυτόχρονα με τη σωματική κόπωση, ο κρατούμενος έπρεπε να δέχεται βουβά και όλες τις προκλήσεις, τους εξευτελισμούς, τις ύβρεις των δεσμοφυλάκων-βασανιστών του.
Το όλο μαρτύριο λάμβανε χώρα πάνω σε έναν βράχο, στην παραλιακή ακτή της ΣΦΑ, μπροστά στις σκηνές των χιλιάδων κρατουμένων της Μακρονήσου. Και αυτό, γιατί το «σπάσιμο» του αγωνιστή έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε κοινή θέα, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» όλων. Κάθε ατομικό «σπάσιμο» στόχευε στο να αποτελέσει χτύπημα, να προκαλέσει ρήγμα στην αγωνιστική διάθεση και ηθικό του συνόλου.
Ο Τατάκης, όμως, βλέποντας το σχέδιο του εχθρού, ετοίμαζε ήδη το δικό του αντισχέδιο. Ηξερε πως η μάχη αυτή που καλούνταν να δώσει, δεν αφορούσε μονάχα τον εαυτό του, τη δική του τιμή και υπόσταση ως αγωνιστή – στελέχους του ΚΚΕ, αλλά και τους χιλιάδες άλλους συντρόφους και συναγωνιστές του.
Και η πρώτη πράξη της αντίστασης επρόκειτο να λάβει χώρα από την πρώτη κιόλας μέρα. Λαμβάνοντας το πρωινό τσάι από το μάγειρα, συνοδεία του ίδιου του αρχιβασανιστή Κοθρά, ο Τατάκης αποφάσισε να αψηφήσει την απαγόρευση του καθίσματος, αναλογιζόμενος ότι ακόμα και αυτά τα 2-3 λεπτά ξεκούρασης που θα κέρδιζε θα του ήταν πολύτιμα ενόψει της ολοήμερης και ολονύχτιας ορθοστασίας που είχε μπροστά του και που θα μπορούσε να διαρκέσει βδομάδες.
— Τατάκη, το τσάι θα το πιεις όρθιος, διέταξε απειλητικά ο αρχιβασανιστής Κοθράς.
— Οι άνθρωποι το τσάι το πίνουν καθιστοί, Κοθρά, απάντησε αγέρωχα οΤατάκης, προκαλώντας το μένος του βασανιστή του, ο οποίος έπεσε με λύσσα πάνω του, με γροθιές, κλοτσιές και βουρδουλιές.
Τα νέα του ανυπότακτου «καπετάνιου» εξαπλώθηκαν γρήγορα στον καταυλισμό. Ολοι, δεσμοφύλακες και κρατούμενοι, αδημονούσαν πλέον να δουν ποιος θα έβγαινε νικητής από αυτή τη μάχη. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη, κ.ο.κ. Ωσπου, μια μέρα, ο αλφαμίτης, βλέποντας ότι δεν ήταν δυνατό να σπάσει την αντίσταση του αγωνιστή, παραιτήθηκε πια από τον άσκοπο αγώνα. Ο Τατάκης είχε κερδίσει, επιβάλλοντας το δίλεπτο του τσαγιού. Μια μικρή, πρώτη νίκη, σε έναν αγώνα ακόμα μακρύ και δύσκολο.
Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο «καπετάνιος» δε λύγιζε. Οι κρατούμενοι αντλούσαν κουράγιο και οι βασανιστές του Μακρονησιού έχαναν την υπομονή τους.
— Βάζεις στοίχημα, Τατάκη, πως θα υπογράψεις δήλωση; τον ρώτησε ο Κοθράς μετά από μια βδομάδα μαρτυρίου.
— Οχι, Κοθρά, του απαντάει. Δεν βάζω στοίχημα. Γιατί είσαι φτωχός και σε λυπάμαι, θα χάσεις το στοίχημα.
Και οι μέρες έρχονται και παρέρχονται η μία μετά την άλλη, οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, οι παραισθήσεις μόνιμος σύντροφος, γύρω από τους αστράγαλους σχηματίζονται δακτύλιοι από αίμα.
Ο Τατάκης τραβούσε πια για το 20ήμερο. Η ψυχή παλεύει με το σώμα, τους πόνους και την κόπωση του μαρτυρίου. 30ή, 31η, 32η, 33η μέρα. Η επίσημη γνώμη των γιατρών της ΣΦΑ ήταν πως κανείς δεν μπορούσε να υπερβεί εκ φύσεως τις 12-15 μέρες ενός τέτοιου μαρτυρίου. Και όμως, οΤατάκης έμεινε όρθιος 33 ολόκληρες μέρες και νύχτες. Δεν έσπασε. Δεν υπέγραψε.
Οταν οι δήμιοί του τον ρώτησαν «γιατί το έκανες αυτό, Τατάκη;» εκείνος απάντησε:
«Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».
Οι σύντροφοι και συναγωνιστές του στη ΣΦΑ τον χαιρέτισαν ως έναν «Νέο Προμηθέα».
(Απόσπασμα από ομιλία του Σάββα Τσιμπόγλου, προέδρου της ΠΕΜΕΝ, σε εκδήλωση τιμής για τον Δημήτρη Τατάκη. Τα εικαστικά είναι του Γιώργου Φαρσακίδη)
Γεννήθηκε το 1913 στην Ανδρο. Αμέσως μόλις τελείωσε το σχολείο μπαρκάρισε και δούλεψε αρκετά χρόνια στα καράβια. Αρχικά ως δόκιμος και κατόπιν ως αξιωματικός καταστρώματος. Ναυτεργάτες που τον γνώρισαν και που δούλεψαν μαζί του μιλάνε για την ευθύτητα του χαρακτήρα του, την απλότητα και τη σεμνότητά του. Ηταν αγαπητός απ” όλο τον κόσμο.
Τη δεκαετία του 1930, όπου ο Τατάκης έκανε τα πρώτα του βήματα στη θάλασσα, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα μετρούσε ήδη πλούσια πείρα και αγώνες. Από τα πρώτα στελέχη της Ενωσης Ναυτίλων Αξιωματικών κι αργότερα της θρυλικής Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕNO). Πρωτοστάτησε στην υλοποίηση του συνθήματος της ΟΕΝΟ «Τα πλοία εν κινήσει», προσφέρθηκε ως εθελοντής και είχε συμβολή στην οργάνωση της απόβασης στη Νορμανδία. Μαζί με τους άλλους συντρόφους, έδωσαν τη μάχη και κατέκτησαν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραψε η ΟΕΝΟ, η οποία προέβλεπε πολύ σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες ζωής, δουλειάς, αμοιβής στα καράβια.
Γι” αυτήν την προσφορά της ΟΕΝΟ στον αντιφασιστικό, εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα αλλά και στον αγώνα για τα δικαιώματα των ναυτεργατών, οι εφοπλιστές και το αστικό κράτος κυνήγησαν μέχρι θανάτου τον Τατάκη και τους συντρόφους του.
Το 1948, ο Τατάκης πιάστηκε από τον ταξικό εχθρό και στάλθηκε εξορία, αρχικά στην Ικαρία και από κει, λίγους μήνες μετά, στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, την περιβόητη ΣΦΑ στο Μακρονήσι.
Ο Τατάκης έφτασε στο Μακρονήσι στις 5 Νοέμβρη 1948. Με το που πάτησε το πόδι του στη ΣΦΑ δέχτηκε τον πρώτο, συνήθη, κύκλο βασανιστηρίων υποδοχής των νέων κρατουμένων. Ρίχτηκε στον κλωβό της απομόνωσης και μαζί με τους υπόλοιπους «αδήλωτους» συγκρατούμενούς του, πέρασε μια σειρά βασανιστηρίων, δίχως όμως να υποκύψει στη βία και στον εκβιασμό της δήλωσης.
Στις 14 Μάη 1949 μεταφέρθηκε στη Γενική Ασφάλεια της Αθήνας για ανάκριση. Σύντομα, όμως, οι ανακριτές – βασανιστές του αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για «αμετανόητο» κομμουνιστή και ότι δεν επρόκειτο να λυγίσει μπροστά στην ανάκριση. Ετσι αποφάσισαν να τον στείλουν και πάλι στη Μακρόνησο για περαιτέρω …«αναμόρφωση».
Οταν στις 8 του Ιούνη 1949 έφτασε ξανά στη ΣΦΑ, οι δεσμοφύλακες του επιφύλασσαν ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, σχεδιασμένο να τον εξοντώσει, είτε ψυχικά είτε σωματικά: Την ορθοστασία μέχρι θανάτου!
Επρόκειτο για ένα ιδιότυπο και ταυτόχρονα διεστραμμένα απάνθρωπο βασανιστήριο: Ο κρατούμενος ριχνόταν αρχικά στη θάλασσα φορτωμένος με όλα τα πράγματα ως το λαιμό. Κατόπιν, και αφού μουσκευόταν μέχρι το μεδούλι, στηνόταν όρθιος, ακίνητος και αμίλητος, με δύο φρουρούς να τον επιτηρούν μέρα-νύχτα, μην επιτρέποντάς του να καθίσει ούτε στιγμή ή να μιλήσει με κανέναν. Μόνο κατά τη διάρκεια του φαγητού του επιτρεπόταν να καθίσει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστηρά, με το ρολόι.
Ταυτόχρονα με τη σωματική κόπωση, ο κρατούμενος έπρεπε να δέχεται βουβά και όλες τις προκλήσεις, τους εξευτελισμούς, τις ύβρεις των δεσμοφυλάκων-βασανιστών του.
Το όλο μαρτύριο λάμβανε χώρα πάνω σε έναν βράχο, στην παραλιακή ακτή της ΣΦΑ, μπροστά στις σκηνές των χιλιάδων κρατουμένων της Μακρονήσου. Και αυτό, γιατί το «σπάσιμο» του αγωνιστή έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε κοινή θέα, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» όλων. Κάθε ατομικό «σπάσιμο» στόχευε στο να αποτελέσει χτύπημα, να προκαλέσει ρήγμα στην αγωνιστική διάθεση και ηθικό του συνόλου.
Ο Τατάκης, όμως, βλέποντας το σχέδιο του εχθρού, ετοίμαζε ήδη το δικό του αντισχέδιο. Ηξερε πως η μάχη αυτή που καλούνταν να δώσει, δεν αφορούσε μονάχα τον εαυτό του, τη δική του τιμή και υπόσταση ως αγωνιστή – στελέχους του ΚΚΕ, αλλά και τους χιλιάδες άλλους συντρόφους και συναγωνιστές του.
Και η πρώτη πράξη της αντίστασης επρόκειτο να λάβει χώρα από την πρώτη κιόλας μέρα. Λαμβάνοντας το πρωινό τσάι από το μάγειρα, συνοδεία του ίδιου του αρχιβασανιστή Κοθρά, ο Τατάκης αποφάσισε να αψηφήσει την απαγόρευση του καθίσματος, αναλογιζόμενος ότι ακόμα και αυτά τα 2-3 λεπτά ξεκούρασης που θα κέρδιζε θα του ήταν πολύτιμα ενόψει της ολοήμερης και ολονύχτιας ορθοστασίας που είχε μπροστά του και που θα μπορούσε να διαρκέσει βδομάδες.
— Τατάκη, το τσάι θα το πιεις όρθιος, διέταξε απειλητικά ο αρχιβασανιστής Κοθράς.
— Οι άνθρωποι το τσάι το πίνουν καθιστοί, Κοθρά, απάντησε αγέρωχα οΤατάκης, προκαλώντας το μένος του βασανιστή του, ο οποίος έπεσε με λύσσα πάνω του, με γροθιές, κλοτσιές και βουρδουλιές.
Τα νέα του ανυπότακτου «καπετάνιου» εξαπλώθηκαν γρήγορα στον καταυλισμό. Ολοι, δεσμοφύλακες και κρατούμενοι, αδημονούσαν πλέον να δουν ποιος θα έβγαινε νικητής από αυτή τη μάχη. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη, κ.ο.κ. Ωσπου, μια μέρα, ο αλφαμίτης, βλέποντας ότι δεν ήταν δυνατό να σπάσει την αντίσταση του αγωνιστή, παραιτήθηκε πια από τον άσκοπο αγώνα. Ο Τατάκης είχε κερδίσει, επιβάλλοντας το δίλεπτο του τσαγιού. Μια μικρή, πρώτη νίκη, σε έναν αγώνα ακόμα μακρύ και δύσκολο.
Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο «καπετάνιος» δε λύγιζε. Οι κρατούμενοι αντλούσαν κουράγιο και οι βασανιστές του Μακρονησιού έχαναν την υπομονή τους.
— Βάζεις στοίχημα, Τατάκη, πως θα υπογράψεις δήλωση; τον ρώτησε ο Κοθράς μετά από μια βδομάδα μαρτυρίου.
— Οχι, Κοθρά, του απαντάει. Δεν βάζω στοίχημα. Γιατί είσαι φτωχός και σε λυπάμαι, θα χάσεις το στοίχημα.
Και οι μέρες έρχονται και παρέρχονται η μία μετά την άλλη, οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, οι παραισθήσεις μόνιμος σύντροφος, γύρω από τους αστράγαλους σχηματίζονται δακτύλιοι από αίμα.
Ο Τατάκης τραβούσε πια για το 20ήμερο. Η ψυχή παλεύει με το σώμα, τους πόνους και την κόπωση του μαρτυρίου. 30ή, 31η, 32η, 33η μέρα. Η επίσημη γνώμη των γιατρών της ΣΦΑ ήταν πως κανείς δεν μπορούσε να υπερβεί εκ φύσεως τις 12-15 μέρες ενός τέτοιου μαρτυρίου. Και όμως, οΤατάκης έμεινε όρθιος 33 ολόκληρες μέρες και νύχτες. Δεν έσπασε. Δεν υπέγραψε.
Οταν οι δήμιοί του τον ρώτησαν «γιατί το έκανες αυτό, Τατάκη;» εκείνος απάντησε:
«Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».
Οι σύντροφοι και συναγωνιστές του στη ΣΦΑ τον χαιρέτισαν ως έναν «Νέο Προμηθέα».
(Απόσπασμα από ομιλία του Σάββα Τσιμπόγλου, προέδρου της ΠΕΜΕΝ, σε εκδήλωση τιμής για τον Δημήτρη Τατάκη. Τα εικαστικά είναι του Γιώργου Φαρσακίδη)
Ο ΗΡΩΑΣ Κώστας Περιβόλας
«Λίγες ώρες προτού ξημερώσει η 17η Αυγούστου 1944, πολλά γερμανικά αυτοκίνητα κατάφορτα Γερμανούς στρατιώτες και πλούσιο πολεμικό υλικό, περικυκλώσανε τη Νίκαια στα σημεία εξόδου της για Πειραιά, Κερατσίνι, Άνω Κορυδαλλό, Γ’ Νεκροταφείο.
Μαζί με τους Γερμανούς, είχαν έρθει κι εκατοντάδες τσολιαδοντυμένοι ταγματασφαλίτες και χωροφύλακες –συνεργάτες του στυγνού καταχτητή- για να λάβουν μέρος στην εγκληματική επιχείρηση. Το γενικό πρόσταγμα σε αυτό το ανθρωποκτόνο και αδελφοκτόνο έργο είχαν δυο πρώην Έλληνες αξιωματικοί. Ο συνταγματάρχης Ι. Πλυτζανόπουλος και ο ταγματάρχης Γ. Σγούρος.
Βρέθηκα στο χώρο του μπλόκου από νωρίς. Το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στην πλατεία Οσίας Ξένης, όταν τα χαράματα άκουσα τα χωνιά των συνεργατών του κατακτητή να ουρλιάζουν έξω, σκορπίζοντας την τρομερή απειλή.
«Όλοι οι άντρες από 14 μέχρι 60 χρονώ, να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης με τις αστυνομικές τους ταυτότητες στα χέρια μέσα σε πέντε λεπτά. Μετά τη λήξη της προθεσμίας, όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα εκτελούνται επί τόπου».
Ήταν επόμενο, η είδηση να με αναστατώσει. Αποχαιρέτισα τότε βιαστικά τους δικούς μου και βγήκα στο δρόμο, με κατεύθυνση την πλατεία. Όταν έφτασα κοντά στο φαρμακείο που βρίσκεται στη γωνία Κύπρου-Θείρων, με σταμάτησε ένας ταγματασφαλίτης κι αφού διαπίστωσε από την αστυνομική μου ταυτότητα την ηλικία μου, με οδήγησε στη θέση που έπρεπε να καθίσω. Τότε πρόσεξα ότι εκεί ήταν συγκεντρωμένοι αρκετοί άντρες που είχαν έρθει πριν από μένα και κάθονταν ανακούρκουδα ή γονατιστοί ο ένας δίπλα στον άλλο κατά πεντάδες, με διαφορά ηλικίας πέντε χρόνια η μια πεντάδα από την άλλη και με μέτωπο τα Κιλικιανά.
Αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη σειρά με τις πεντάδες που άρχιζε από τη γωνία Κύπρου-Θείρων, συγκεντρώνονταν τα νέα παιδιά από 15 ως 20 χρονώ, ακολουθούσανε σε παράλληλη γραμμή οι πεντάδες με τους άντρες από 21 ως 25 χρονώ, και οι παράλληλες γραμμές με τις πεντάδες φτάνανε μέχρι τους ηλικιωμένους, τους εξηντάρηδες και πάνω.
Για να κυκλοφορούν ελεύθερα τα εκτελεστικά όργανα του μπλόκου (οι Γερμανοί, οι συνεργάτες τους και οι προδότες), υπήρχαν διάκενα ανάμεσα στις σειρές με τις πεντάδες. Κι ακόμα, για να κυκλοφορούν οι μάρτυρες της Εθνικής Αντίστασης που είχανε συλληφθεί από τα όργανα του κατακτητή.
Είχα καθίσει ανακούρκουδα πάνω στο ζεστό αυγουστιάτικο χώμα της πλατείας, όπως κάθονταν άλλωστε και όσοι άντρες είχανε οδηγηθεί ως τότε εκεί και παρακολουθούσα γύρω την όλη κίνηση με σφιγμένα χείλη, ενώ οι πεντάδες όλο και πύκνωναν με την προσέλευση και άλλων ανδρών, που σκεφτικοί και σιωπηλοί προχωρούσανε να καταλάβουν τη θέση τους. Κάθε τόσο ακούγονταν γύρω πυροβολισμοί, κρότοι από αυτόματα όπλα, φωνές άγριες, σκληρές βρισιές.
Σε τέσσερα επίκαιρα σημεία της πλατείας, οι Γερμανοί είχανε στήσει πολυβόλα με στόχο τον ανυπεράσπιστο κόσμο της πλατείας, έτοιμοι να «χτυπήσουν» με την παραμικρή αιτία. Και είναι αλήθεια ότι κάποια ώρα «χτύπησαν» άγρια, σ’ ένα σημείο της πλατείας. Στο μεταξύ, ο ήλιος έπεφτε από ψηλά όλο και πιο καυτερός, πύρωνε τα μούτρα και τ’ αυτιά, μάζευε τον ιδρώτα στα κορμιά. Και παρόλο που κουράζονταν τα πόδια, επειδή παραμέναμε στη θέση μας γονατιστοί ή ανακούρκουδα, δεν είχαμε την ευχέρεια να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για να σηκωθούμε όρθιοι, γιατί τα πυρά του εχθρού ήταν έτοιμα να μας χτυπήσουν. Καμιά φορά που μερικοί «άτακτοι» από τις πεντάδες σηκώνανε λίγο το κορμί για να ξεμουδιάσουν, οι πιο τολμηροί μόλις τους προσέχανε, φωνάζανε ανήσυχα:
-Καθίστε κάτω!... Καθίστε ήσυχα να δούμε τι θα γίνουμε… Δε βλέπετε τον κίνδυνο που μας παραμονεύει απ’ ολούθε;…
Από τις οκτώ κι έπειτα η δραστηριότητα των Γερμανών, μαζί με τους εθνοπροδότες συνεργάτες τους για την εφαρμογή του εγκληματικού έργου τους, εκδηλώθηκε έντονη. Ανάμεσα στα διάκενα αρχίσανε να εμφανίζονται σκληροί και προκλητικοί, πότε σε μικρές ομάδες, πότε μεμονωμένοι, τα όργανα του κατακτητή μαζί με τους συνεργάτες τους και κάποιους προδότες που περνοδιαβαίνανε ρίχνοντας πάνω μας το γεμάτο μοχθηρία βλέμμα τους.
Κάθε τόσο, μερικοί σταματούσανε απότομα κοντά στις πεντάδες και με κλοτσιές ή σκαμπιλιές σηκώνανε έναν, δυο, τρεις, όσους άντρες θέλανε, είτε γιατί τους είχανε αναγνωρίσει από τη δράση τους σε αντιστασιακή οργάνωση, είτε για να εκδικηθούν παλιά προσωπική τους υπόθεση, κι ακόμα, είτε για τη φάτσα τους… δεν τους άρεσε ή τους προκαλούσε. Οπότε, τους οδηγούσανε προσωρινά σ΄ ένα χώρο της πλατείας, έξω από το γωνιακό καφενείο που βρίσκεται δίπλα στο φούρνο του μακαρίτη Χ. Θεοδωρίδη (από την οδό Θείρων) με προέκταση το επιπλάδικο του Βίδου.
Για κείνους που έζησαν το δράμα του μπλόκου, ο εν λόγω χώρος είχε χαρακτηριστεί χώρος μελλοθανάτων, γιατί μετά τη συγκέντρωση εκεί αρκετού αριθμού πατριωτών, είτε προέρχονταν αυτοί από κείνους που είχανε συλληφθεί με υπόδειξη των προδοτών μέσα στην πλατεία της Οσίας Ξένης, είτε είχανε συλληφθεί σε διάφορα σημεία της Νίκαιας με την κατηγορία ότι αποτελούν επικίνδυνα στοιχεία, κάθε τόσο, σε μικρές ομάδες, ακολουθούσανε ένα Γερμανό που τους οδηγούσε στη μάντρα της οδού Κιλικίας για εκτέλεση.
Υπάρχει μαρτυρία Νικαιώτη ότι στον τρομερό εκείνο χώρο που είχε λίγη σκιά, κάποια στιγμή ήρθε βιαστικά ένας νέος άντρας ίσαμε είκοσι πέντε χρονώ και μη γνωρίζοντας σίγουρα, προχώρησε και κάθισε γονατιστός κοντά στους μελλοθάνατους, παρά τ’ ανήσυχα βλέμματα και τα σχετικά νοήματα πολλών αντρών από τις κοντινές πεντάδες ν’ απομακρυνθεί από την επικίνδυνη εκείνη θέση. Τελικά, δεν τους αντιλήφθηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μαζί με τους επιλεγέντες για εκτέλεση στη μάντρα…
Κάποια στιγμή έγινε ένας δυνατός θόρυβος κι ανάμεσα από ένα τσούρμο Γερμανούς, ταγματασφαλίτες και προδότες, πρόβαλε από τα κοντινά διάκενα τρικλίζοντας ένα λεβεντόκορμο παλικάρι, με το πουκάμισο που φορούσε σχισμένο και ματωμένο, με αίματα στο κούτελο και στα μπράτσα, με τα μαλλιά του άτακτα και σκονισμένα – σημάδια χαρακτηριστικά της απάνθρωπης δοκιμασίας που είχε υποστεί – αλλά και μ’ ένα βλέμμα σκληρό και γεμάτο περιφρόνηση για τα ανθρώπινα κατακάθια που τον συνοδεύανε.
Ήταν, όπως ψιθυρίστηκε, ο Κώστας Περιβόλας, ένα από τα αγνά παλικάρια της Νίκαιας που είχε ενταχθεί στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας. Ώσπου σε λίγο, όταν όλος ο συρφετός των κτηνανθρώπων έφτασε κοντά μας, ακολουθώντας τα μετά κόπου σερνάμενα βήματα του Περιβόλα, ένας ταγματασφαλίτης, που κρατούσε στα χέρια του ένα κλαρί δέντρου με ρόζους και κάθε τόσο τον χτυπούσε παθιασμένα στα πλευρά, έσκυψε πάνω του και του είπε άγρια:
- Μαρτύρα, μωρέ!... Τήρα έναν έναν όλους εδώ κατάματα και πες μας, δείξε μας, ποιος ή ποιοι ήταν στην οργάνωση μαζί σου;…
Και σε μας οργισμένα:
-Σηκώστε ρε τα κεφάλια σας και τηράτε τον βαθιά στα μάτια…
Φυσικά εμείς, υποταγμένοι στην προσταγή του στυγνού ταγματασφαλίτη, είχαμε στρέψει λοξά το βλέμμα, στο σημείο απ’ όπου περνούσε ο Κώστας και τον κοιτάζαμε, όχι βέβαια με φόβο μην υποδείξει κανένα για συνεργάτη του στον πατριωτικό αγώνα, αλλά με βαθύ πόνο ψυχής για την τραγική κατάσταση που τον είχανε φέρει οι ελεεινοί οργανωτές του μπλόκου. Με το κεφάλι γερμένο δεξιά και πασχίζοντας ν’ αντέξει στους πόνους του, ο Κώστας Περιβόλας συνέχιζε το δρόμο του μέσα από τα διάκενα τρικλίζοντας.
-Λέγε ρε καθίκι, λέγε ρε βρωμόσκυλο, λέγε ποιους γνωρίζεις...., με αυτές τις φριχτές και άλλες ακατανόμαστες λέξεις συνέχιζε να πιέζει τον ήρωα ο ίδιος ταγματασφαλίτης. Και κάθε τόσο του ‘δινε απανωτές χαστουκιές…
-Σας είπα… Δεν πρόκειται ν’ απαντήσω σ’ αυτό που ρωτάτε… Μην επιμένετε…
Ήταν τα μόνα λόγια που βγαίνανε σβησμένα από τα χείλη του ανάμεσα από τη βαριά του ανάσα.
Τον παραλάβανε μετά εκεί δυο άλλοι ταγματασφαλίτες κι ένας Γερμανός – το ίδιο αιμοβόροι – και πέσανε πάνω του με μπουνιές και χαστούκια. Αλλά ο Περιβόλας δεν ήταν από τα παλικάρια που λυγίζουν εύκολα. Αντιστεκότανε, πάλευε σκληρά με τους βασανιστές του.
Απογοητευτήκανε τότε τα θεριά και τον παραδώσανε στον αρχηγό του μπλόκου, τον Ι. Πλυτζανόπουλο.
-Μίλα, μωρέ… Μίλα, γιατί θα σε σκοτώσω, φώναζε οργισμένα ο στιγματισμένος αξιωματικός. Και μαστίγωνε απανωτά το παλικάρι.
Όμως ο Περιβόλας πάλι δεν αποκρινότανε. Μονάχα φώναζε σε κάθε μαστίγωμα και μετά βογκούσε χαμηλόφωνα.
Τότε ο Πλυτζανόπουλος τον έσπρωξε απότομα, τον έριξε στο έδαφος και άρχισε να τον κλωτσά.
Το παλικάρι σπάραζε από τους φριχτούς πόνους του ώσπου, τη σκληρή εκείνη στιγμή, νιώθοντας ίσως τη ζωή του να φτάνει στο τέρμα της η'' και γιατί ήθελε να εξαγριώσει τον Πλυτζανόπουλο, άξαφνα, άρπαξε το ένα χέρι του βασανιστή και άρχισε να το δαγκώνει με αγανάχτηση, με οργή, με πείσμα,να τον πληγώσει, να του αφήσει σημάδια, σαν να ήθελε έτσι να τον τιμωρήσει με τις ελάχιστες δυνάμεις που του είχανε απομείνει για την κτηνώδη συμπεριφορά του.
- Ωχ!... τσίριξε τότε ο Ι. Πλυτζανόπουλος, προσπαθώντας να τραβήξει το χέρι του από τα δόντια του Περιβόλα.
Ακούσανε τον αρχηγό τους οι ταγματασφαλίτες και οι χωροφύλακες και τρέξανε σε βοήθεια. Σαν τα κοράκια χιμήξανε πάνω στο παλικάρι, έτοιμοι να τον λιντσάρουν. Και δώστου τον χτυπούσανε, τον δέρνανε συνεχώς.
Τότε ο Ι. Πλυτζανόπουλος τράβηξε από την τσέπη του με το άλλο χέρι το πιστόλι του και το άδειασε στα μυαλά του Κώστα Περιβόλα».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Μαζί με τους Γερμανούς, είχαν έρθει κι εκατοντάδες τσολιαδοντυμένοι ταγματασφαλίτες και χωροφύλακες –συνεργάτες του στυγνού καταχτητή- για να λάβουν μέρος στην εγκληματική επιχείρηση. Το γενικό πρόσταγμα σε αυτό το ανθρωποκτόνο και αδελφοκτόνο έργο είχαν δυο πρώην Έλληνες αξιωματικοί. Ο συνταγματάρχης Ι. Πλυτζανόπουλος και ο ταγματάρχης Γ. Σγούρος.
Βρέθηκα στο χώρο του μπλόκου από νωρίς. Το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στην πλατεία Οσίας Ξένης, όταν τα χαράματα άκουσα τα χωνιά των συνεργατών του κατακτητή να ουρλιάζουν έξω, σκορπίζοντας την τρομερή απειλή.
«Όλοι οι άντρες από 14 μέχρι 60 χρονώ, να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης με τις αστυνομικές τους ταυτότητες στα χέρια μέσα σε πέντε λεπτά. Μετά τη λήξη της προθεσμίας, όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα εκτελούνται επί τόπου».
Ήταν επόμενο, η είδηση να με αναστατώσει. Αποχαιρέτισα τότε βιαστικά τους δικούς μου και βγήκα στο δρόμο, με κατεύθυνση την πλατεία. Όταν έφτασα κοντά στο φαρμακείο που βρίσκεται στη γωνία Κύπρου-Θείρων, με σταμάτησε ένας ταγματασφαλίτης κι αφού διαπίστωσε από την αστυνομική μου ταυτότητα την ηλικία μου, με οδήγησε στη θέση που έπρεπε να καθίσω. Τότε πρόσεξα ότι εκεί ήταν συγκεντρωμένοι αρκετοί άντρες που είχαν έρθει πριν από μένα και κάθονταν ανακούρκουδα ή γονατιστοί ο ένας δίπλα στον άλλο κατά πεντάδες, με διαφορά ηλικίας πέντε χρόνια η μια πεντάδα από την άλλη και με μέτωπο τα Κιλικιανά.
Αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη σειρά με τις πεντάδες που άρχιζε από τη γωνία Κύπρου-Θείρων, συγκεντρώνονταν τα νέα παιδιά από 15 ως 20 χρονώ, ακολουθούσανε σε παράλληλη γραμμή οι πεντάδες με τους άντρες από 21 ως 25 χρονώ, και οι παράλληλες γραμμές με τις πεντάδες φτάνανε μέχρι τους ηλικιωμένους, τους εξηντάρηδες και πάνω.
Για να κυκλοφορούν ελεύθερα τα εκτελεστικά όργανα του μπλόκου (οι Γερμανοί, οι συνεργάτες τους και οι προδότες), υπήρχαν διάκενα ανάμεσα στις σειρές με τις πεντάδες. Κι ακόμα, για να κυκλοφορούν οι μάρτυρες της Εθνικής Αντίστασης που είχανε συλληφθεί από τα όργανα του κατακτητή.
Είχα καθίσει ανακούρκουδα πάνω στο ζεστό αυγουστιάτικο χώμα της πλατείας, όπως κάθονταν άλλωστε και όσοι άντρες είχανε οδηγηθεί ως τότε εκεί και παρακολουθούσα γύρω την όλη κίνηση με σφιγμένα χείλη, ενώ οι πεντάδες όλο και πύκνωναν με την προσέλευση και άλλων ανδρών, που σκεφτικοί και σιωπηλοί προχωρούσανε να καταλάβουν τη θέση τους. Κάθε τόσο ακούγονταν γύρω πυροβολισμοί, κρότοι από αυτόματα όπλα, φωνές άγριες, σκληρές βρισιές.
Σε τέσσερα επίκαιρα σημεία της πλατείας, οι Γερμανοί είχανε στήσει πολυβόλα με στόχο τον ανυπεράσπιστο κόσμο της πλατείας, έτοιμοι να «χτυπήσουν» με την παραμικρή αιτία. Και είναι αλήθεια ότι κάποια ώρα «χτύπησαν» άγρια, σ’ ένα σημείο της πλατείας. Στο μεταξύ, ο ήλιος έπεφτε από ψηλά όλο και πιο καυτερός, πύρωνε τα μούτρα και τ’ αυτιά, μάζευε τον ιδρώτα στα κορμιά. Και παρόλο που κουράζονταν τα πόδια, επειδή παραμέναμε στη θέση μας γονατιστοί ή ανακούρκουδα, δεν είχαμε την ευχέρεια να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για να σηκωθούμε όρθιοι, γιατί τα πυρά του εχθρού ήταν έτοιμα να μας χτυπήσουν. Καμιά φορά που μερικοί «άτακτοι» από τις πεντάδες σηκώνανε λίγο το κορμί για να ξεμουδιάσουν, οι πιο τολμηροί μόλις τους προσέχανε, φωνάζανε ανήσυχα:
-Καθίστε κάτω!... Καθίστε ήσυχα να δούμε τι θα γίνουμε… Δε βλέπετε τον κίνδυνο που μας παραμονεύει απ’ ολούθε;…
Από τις οκτώ κι έπειτα η δραστηριότητα των Γερμανών, μαζί με τους εθνοπροδότες συνεργάτες τους για την εφαρμογή του εγκληματικού έργου τους, εκδηλώθηκε έντονη. Ανάμεσα στα διάκενα αρχίσανε να εμφανίζονται σκληροί και προκλητικοί, πότε σε μικρές ομάδες, πότε μεμονωμένοι, τα όργανα του κατακτητή μαζί με τους συνεργάτες τους και κάποιους προδότες που περνοδιαβαίνανε ρίχνοντας πάνω μας το γεμάτο μοχθηρία βλέμμα τους.
Κάθε τόσο, μερικοί σταματούσανε απότομα κοντά στις πεντάδες και με κλοτσιές ή σκαμπιλιές σηκώνανε έναν, δυο, τρεις, όσους άντρες θέλανε, είτε γιατί τους είχανε αναγνωρίσει από τη δράση τους σε αντιστασιακή οργάνωση, είτε για να εκδικηθούν παλιά προσωπική τους υπόθεση, κι ακόμα, είτε για τη φάτσα τους… δεν τους άρεσε ή τους προκαλούσε. Οπότε, τους οδηγούσανε προσωρινά σ΄ ένα χώρο της πλατείας, έξω από το γωνιακό καφενείο που βρίσκεται δίπλα στο φούρνο του μακαρίτη Χ. Θεοδωρίδη (από την οδό Θείρων) με προέκταση το επιπλάδικο του Βίδου.
Για κείνους που έζησαν το δράμα του μπλόκου, ο εν λόγω χώρος είχε χαρακτηριστεί χώρος μελλοθανάτων, γιατί μετά τη συγκέντρωση εκεί αρκετού αριθμού πατριωτών, είτε προέρχονταν αυτοί από κείνους που είχανε συλληφθεί με υπόδειξη των προδοτών μέσα στην πλατεία της Οσίας Ξένης, είτε είχανε συλληφθεί σε διάφορα σημεία της Νίκαιας με την κατηγορία ότι αποτελούν επικίνδυνα στοιχεία, κάθε τόσο, σε μικρές ομάδες, ακολουθούσανε ένα Γερμανό που τους οδηγούσε στη μάντρα της οδού Κιλικίας για εκτέλεση.
Υπάρχει μαρτυρία Νικαιώτη ότι στον τρομερό εκείνο χώρο που είχε λίγη σκιά, κάποια στιγμή ήρθε βιαστικά ένας νέος άντρας ίσαμε είκοσι πέντε χρονώ και μη γνωρίζοντας σίγουρα, προχώρησε και κάθισε γονατιστός κοντά στους μελλοθάνατους, παρά τ’ ανήσυχα βλέμματα και τα σχετικά νοήματα πολλών αντρών από τις κοντινές πεντάδες ν’ απομακρυνθεί από την επικίνδυνη εκείνη θέση. Τελικά, δεν τους αντιλήφθηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μαζί με τους επιλεγέντες για εκτέλεση στη μάντρα…
Κάποια στιγμή έγινε ένας δυνατός θόρυβος κι ανάμεσα από ένα τσούρμο Γερμανούς, ταγματασφαλίτες και προδότες, πρόβαλε από τα κοντινά διάκενα τρικλίζοντας ένα λεβεντόκορμο παλικάρι, με το πουκάμισο που φορούσε σχισμένο και ματωμένο, με αίματα στο κούτελο και στα μπράτσα, με τα μαλλιά του άτακτα και σκονισμένα – σημάδια χαρακτηριστικά της απάνθρωπης δοκιμασίας που είχε υποστεί – αλλά και μ’ ένα βλέμμα σκληρό και γεμάτο περιφρόνηση για τα ανθρώπινα κατακάθια που τον συνοδεύανε.
Ήταν, όπως ψιθυρίστηκε, ο Κώστας Περιβόλας, ένα από τα αγνά παλικάρια της Νίκαιας που είχε ενταχθεί στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας. Ώσπου σε λίγο, όταν όλος ο συρφετός των κτηνανθρώπων έφτασε κοντά μας, ακολουθώντας τα μετά κόπου σερνάμενα βήματα του Περιβόλα, ένας ταγματασφαλίτης, που κρατούσε στα χέρια του ένα κλαρί δέντρου με ρόζους και κάθε τόσο τον χτυπούσε παθιασμένα στα πλευρά, έσκυψε πάνω του και του είπε άγρια:
- Μαρτύρα, μωρέ!... Τήρα έναν έναν όλους εδώ κατάματα και πες μας, δείξε μας, ποιος ή ποιοι ήταν στην οργάνωση μαζί σου;…
Και σε μας οργισμένα:
-Σηκώστε ρε τα κεφάλια σας και τηράτε τον βαθιά στα μάτια…
Φυσικά εμείς, υποταγμένοι στην προσταγή του στυγνού ταγματασφαλίτη, είχαμε στρέψει λοξά το βλέμμα, στο σημείο απ’ όπου περνούσε ο Κώστας και τον κοιτάζαμε, όχι βέβαια με φόβο μην υποδείξει κανένα για συνεργάτη του στον πατριωτικό αγώνα, αλλά με βαθύ πόνο ψυχής για την τραγική κατάσταση που τον είχανε φέρει οι ελεεινοί οργανωτές του μπλόκου. Με το κεφάλι γερμένο δεξιά και πασχίζοντας ν’ αντέξει στους πόνους του, ο Κώστας Περιβόλας συνέχιζε το δρόμο του μέσα από τα διάκενα τρικλίζοντας.
-Λέγε ρε καθίκι, λέγε ρε βρωμόσκυλο, λέγε ποιους γνωρίζεις...., με αυτές τις φριχτές και άλλες ακατανόμαστες λέξεις συνέχιζε να πιέζει τον ήρωα ο ίδιος ταγματασφαλίτης. Και κάθε τόσο του ‘δινε απανωτές χαστουκιές…
-Σας είπα… Δεν πρόκειται ν’ απαντήσω σ’ αυτό που ρωτάτε… Μην επιμένετε…
Ήταν τα μόνα λόγια που βγαίνανε σβησμένα από τα χείλη του ανάμεσα από τη βαριά του ανάσα.
Τον παραλάβανε μετά εκεί δυο άλλοι ταγματασφαλίτες κι ένας Γερμανός – το ίδιο αιμοβόροι – και πέσανε πάνω του με μπουνιές και χαστούκια. Αλλά ο Περιβόλας δεν ήταν από τα παλικάρια που λυγίζουν εύκολα. Αντιστεκότανε, πάλευε σκληρά με τους βασανιστές του.
Απογοητευτήκανε τότε τα θεριά και τον παραδώσανε στον αρχηγό του μπλόκου, τον Ι. Πλυτζανόπουλο.
-Μίλα, μωρέ… Μίλα, γιατί θα σε σκοτώσω, φώναζε οργισμένα ο στιγματισμένος αξιωματικός. Και μαστίγωνε απανωτά το παλικάρι.
Όμως ο Περιβόλας πάλι δεν αποκρινότανε. Μονάχα φώναζε σε κάθε μαστίγωμα και μετά βογκούσε χαμηλόφωνα.
Τότε ο Πλυτζανόπουλος τον έσπρωξε απότομα, τον έριξε στο έδαφος και άρχισε να τον κλωτσά.
Το παλικάρι σπάραζε από τους φριχτούς πόνους του ώσπου, τη σκληρή εκείνη στιγμή, νιώθοντας ίσως τη ζωή του να φτάνει στο τέρμα της η'' και γιατί ήθελε να εξαγριώσει τον Πλυτζανόπουλο, άξαφνα, άρπαξε το ένα χέρι του βασανιστή και άρχισε να το δαγκώνει με αγανάχτηση, με οργή, με πείσμα,να τον πληγώσει, να του αφήσει σημάδια, σαν να ήθελε έτσι να τον τιμωρήσει με τις ελάχιστες δυνάμεις που του είχανε απομείνει για την κτηνώδη συμπεριφορά του.
- Ωχ!... τσίριξε τότε ο Ι. Πλυτζανόπουλος, προσπαθώντας να τραβήξει το χέρι του από τα δόντια του Περιβόλα.
Ακούσανε τον αρχηγό τους οι ταγματασφαλίτες και οι χωροφύλακες και τρέξανε σε βοήθεια. Σαν τα κοράκια χιμήξανε πάνω στο παλικάρι, έτοιμοι να τον λιντσάρουν. Και δώστου τον χτυπούσανε, τον δέρνανε συνεχώς.
Τότε ο Ι. Πλυτζανόπουλος τράβηξε από την τσέπη του με το άλλο χέρι το πιστόλι του και το άδειασε στα μυαλά του Κώστα Περιβόλα».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Απόστολος Χατζηβασιλείου:
Μια τραγική ηρωική μορφή
Ανάμεσα στα ηρωικά παλικάρια του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, που σύρθηκαν στην τρομερή μάντρα της οδού Κιλικίας για εκτέλεση, προβάλλει στη μνήμη μου –παρόλο που κύλησαν από τότε 46 ολόκληρα χρόνια- σαν η πιο τραγική ηρωική μορφή, ο Απόστολος Χατζηβασιλείου.
Χωρίς υπερβολή, η εμφάνιση του Χατζηβασιλείου εκείνο το πρωί στην πλατεία της Οσίας Ξένης ήταν κάτι σαν αναπαράσταση των παθών του Χριστού. Κι αν ο Χατζηβασιλείου δε φορούσε το ακάνθινο στεφάνι, κι αν δεν έσερνε το σταυρό του μαρτυρίου του προχωρώντας από τα διάκενα στο Γολγοθά του –στη μάντρα-, ωστόσο, το σακατεμένο από τα άγρια χτυπήματα κορμί του, το τρυπημένο ένα του μάτι με χυμένο το ασπράδι του στο μάγουλό του, το πληγιασμένο θαρρείς από πολλές χαρακιές ξυραφιού πρόσωπό του, κι ακόμα, η σκληρή διαπόμπευση του με τα ηχηρά χάχανα, τους χλευασμούς και τις αισχρές χειρονομίες πάνω του, που μονάχα με τα μαρτύρια του Χριστού, μπορούν να συγκριθούν.
Προχωρούσε από τα διάκενα, με βήματα αργά και άτονα, τρικλίζοντας. Ένα μαντίλι κατακόκκινο από αίματα κρατούσε στο χέρι του, που του χρησίμευε για να σκουπίζει κάθε τόσο τα πληγιασμένα του μάγουλα που ξερνούσανε αίμα.
Τον συνόδευε ένας Γερμανός και δυο τσολιαδοντυμένοι συνεργάτες του και κάθε τόσο τον χτυπούσαν στα διάφορα σημεία του κορμιού του, ο Γερμανός με τον υποκόπανο του όπλου του και οι ταγματασφαλίτες, ο ένας με μια ξύλινη βέργα κι ο άλλος με κλοτσιές και με μπουνιές.
-Έλα, κυρ λοχαγέ… Μη μας παιδεύεις άλλο… Πάρε την απόφαση και δείξε μας, ποιοι από τους άντρες σου –συγγνώμη! Από τους στρατιώτες σου ήθελα να πω-, κάθονται τώρα γύρω μας και σε βλέπουν;…
Τούτα κι άλλα παρόμοια λόγια του έλεγε ο ένας από τους δυο ταγματασφαλίτες, συμπληρώνοντας, «γιατί… γιατί αλλιώτικα θα βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να σε οδηγήσουμε στο μπαμ… μπαμ…».
Κι ο άλλος ταγματασφαλίτης, ξεκαρδισμένος στα γέλια για το «νόστιμο» αστείο του συναδέλφου του, στην προσπάθεια φαίνεται να δώσει πιο «εύθυμο» τόνο στη σκηνή, χραπ, κάθε τόσο έδινε και μια δυνατή σφαλιάρα στο σβέρκο του παλικαριού.
Ο Απόστολος Χατζηβασιλείου, κλονιζότανε για μια στιγμή, λυγίζανε τα γόνατά του, έδειχνε έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος, όμως τελικά συγκρατιότανε, ισορροπούσε.
Και ανασαίνοντας βαθιά, καθώς μας κοιτούσε με σβησμένο το βλέμμα του, ψέλλιζε:
-Πατριώτες!... κοιτάξτε με άφοβα στα μάτια!... Δεν πρόκειται να γίνω προδότης.
Τον είχε σηκώσει ανάμεσα από την ανθρωποθάλασσα της πλατείας ο προδότης Πατράνης, με αλαλαγμούς θριάμβου.
-Ω!... Ω!... να κι ο κυρ λοχαγός… Κυρ λοχαγέ, πρόσθεσε κοροϊδευτικά, λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι σας συλλαμβάνω…
Και το σιχαμερό σκουλήκι της φυλής μας, ρίχτηκε πάνω στον αξέχαστο Αποστόλη με παθιασμένο μίσος.
Όπως στην περίπτωση του Περιβόλα, κι εδώ εφαρμόστηκε η ίδια τακτική. Προσπάθεια να καταφέρουν το παλικάρι με χίλια δυο βασανιστήρια να μαρτυρήσει, δηλαδή να προδώσει φίλους και συνεργάτες του στον απελευθερωτικό αγώνα, όσους θ’ αναγνώριζε ανάμεσα στο πλήθος.
Αλλά ο Αποστόλης στάθηκε υπέροχος, πραγματικός ήρωας. Δε λύγισε και δε μίλησε, δε μαρτύρησε. Όπως είχε περιφρονήσει τους ελεεινούς υπανθρώπους που τον περιτριγυρίζανε, είχε περιφρονήσει θαρρείς και τους τρομερούς πόνους του κορμιού του. Ή, κι αν δεν μπορούσε να τους περιφρονήσει ολότελα, όμως, τους κρατούσε καρτερικά στα δόντια.
Ώσπου αργότερα ο Αποστόλης Χατζηβασιλείου, αφού με την επίμονη άρνησή του να προδώσει σκόρπισε την απογοήτευση στους βασανιστές του, οδηγήθηκε μισοπεθαμένος στη μάντρα για εκτέλεση.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Χωρίς υπερβολή, η εμφάνιση του Χατζηβασιλείου εκείνο το πρωί στην πλατεία της Οσίας Ξένης ήταν κάτι σαν αναπαράσταση των παθών του Χριστού. Κι αν ο Χατζηβασιλείου δε φορούσε το ακάνθινο στεφάνι, κι αν δεν έσερνε το σταυρό του μαρτυρίου του προχωρώντας από τα διάκενα στο Γολγοθά του –στη μάντρα-, ωστόσο, το σακατεμένο από τα άγρια χτυπήματα κορμί του, το τρυπημένο ένα του μάτι με χυμένο το ασπράδι του στο μάγουλό του, το πληγιασμένο θαρρείς από πολλές χαρακιές ξυραφιού πρόσωπό του, κι ακόμα, η σκληρή διαπόμπευση του με τα ηχηρά χάχανα, τους χλευασμούς και τις αισχρές χειρονομίες πάνω του, που μονάχα με τα μαρτύρια του Χριστού, μπορούν να συγκριθούν.
Προχωρούσε από τα διάκενα, με βήματα αργά και άτονα, τρικλίζοντας. Ένα μαντίλι κατακόκκινο από αίματα κρατούσε στο χέρι του, που του χρησίμευε για να σκουπίζει κάθε τόσο τα πληγιασμένα του μάγουλα που ξερνούσανε αίμα.
Τον συνόδευε ένας Γερμανός και δυο τσολιαδοντυμένοι συνεργάτες του και κάθε τόσο τον χτυπούσαν στα διάφορα σημεία του κορμιού του, ο Γερμανός με τον υποκόπανο του όπλου του και οι ταγματασφαλίτες, ο ένας με μια ξύλινη βέργα κι ο άλλος με κλοτσιές και με μπουνιές.
-Έλα, κυρ λοχαγέ… Μη μας παιδεύεις άλλο… Πάρε την απόφαση και δείξε μας, ποιοι από τους άντρες σου –συγγνώμη! Από τους στρατιώτες σου ήθελα να πω-, κάθονται τώρα γύρω μας και σε βλέπουν;…
Τούτα κι άλλα παρόμοια λόγια του έλεγε ο ένας από τους δυο ταγματασφαλίτες, συμπληρώνοντας, «γιατί… γιατί αλλιώτικα θα βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να σε οδηγήσουμε στο μπαμ… μπαμ…».
Κι ο άλλος ταγματασφαλίτης, ξεκαρδισμένος στα γέλια για το «νόστιμο» αστείο του συναδέλφου του, στην προσπάθεια φαίνεται να δώσει πιο «εύθυμο» τόνο στη σκηνή, χραπ, κάθε τόσο έδινε και μια δυνατή σφαλιάρα στο σβέρκο του παλικαριού.
Ο Απόστολος Χατζηβασιλείου, κλονιζότανε για μια στιγμή, λυγίζανε τα γόνατά του, έδειχνε έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος, όμως τελικά συγκρατιότανε, ισορροπούσε.
Και ανασαίνοντας βαθιά, καθώς μας κοιτούσε με σβησμένο το βλέμμα του, ψέλλιζε:
-Πατριώτες!... κοιτάξτε με άφοβα στα μάτια!... Δεν πρόκειται να γίνω προδότης.
Τον είχε σηκώσει ανάμεσα από την ανθρωποθάλασσα της πλατείας ο προδότης Πατράνης, με αλαλαγμούς θριάμβου.
-Ω!... Ω!... να κι ο κυρ λοχαγός… Κυρ λοχαγέ, πρόσθεσε κοροϊδευτικά, λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι σας συλλαμβάνω…
Και το σιχαμερό σκουλήκι της φυλής μας, ρίχτηκε πάνω στον αξέχαστο Αποστόλη με παθιασμένο μίσος.
Όπως στην περίπτωση του Περιβόλα, κι εδώ εφαρμόστηκε η ίδια τακτική. Προσπάθεια να καταφέρουν το παλικάρι με χίλια δυο βασανιστήρια να μαρτυρήσει, δηλαδή να προδώσει φίλους και συνεργάτες του στον απελευθερωτικό αγώνα, όσους θ’ αναγνώριζε ανάμεσα στο πλήθος.
Αλλά ο Αποστόλης στάθηκε υπέροχος, πραγματικός ήρωας. Δε λύγισε και δε μίλησε, δε μαρτύρησε. Όπως είχε περιφρονήσει τους ελεεινούς υπανθρώπους που τον περιτριγυρίζανε, είχε περιφρονήσει θαρρείς και τους τρομερούς πόνους του κορμιού του. Ή, κι αν δεν μπορούσε να τους περιφρονήσει ολότελα, όμως, τους κρατούσε καρτερικά στα δόντια.
Ώσπου αργότερα ο Αποστόλης Χατζηβασιλείου, αφού με την επίμονη άρνησή του να προδώσει σκόρπισε την απογοήτευση στους βασανιστές του, οδηγήθηκε μισοπεθαμένος στη μάντρα για εκτέλεση.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Διαμάντω Κουμπάκη
Αρχηγός της ΟΠΛΑ στην Νίκαια
Κατά το μεσημέρι, οι εκτελεστές του μπλόκου προχώρησαν και σε τούτο το ανοσιούργημα. Σηκώσανε από την πλατεία της Οσίας Ξένης 52 παλικαρόπουλα, τα φορτώσανε σε αυτοκίνητα και τα πήγανε στα βόρεια σημεία της πόλης, στα Αρμένικα της Νεάπολης. Κι εκεί, μέσα σε μια άλλη μάντρα –του Κόκκινου- τα εκτελέσανε.
Αιτία;
Γιατί η ομάδα της ΟΠΛΑ, που βρισκόταν στην περιοχή δεν είχε παρουσιαστεί στην πλατεία της Οσίας Ξένης ξέροντας το κακό που την περίμενε και κρυβόταν κάπου. Φαίνεται όμως ότι ελεεινοί καταδότες ενημερώσανε τους Γερμανούς και τα όργανά τους.
Οπότε οι τελευταίοι αρχίσανε να ερευνούν την περιοχή για να συλλάβουν πατριώτες.
Και η ομάδα τους, σε κάποια φάση, για να μην περικυκλωθεί από τα φασιστικά στοιχεία του μπλόκου, έριξε ριπή πολυβόλου και τραυμάτισε πολύ σοβαρά ένα Γερμανό αξιωματικό, είπαν. Σαν αντίποινα για το σοβαρό τραυματισμό του Γερμανού αξιωματικού που δεν επέζησε, οδηγηθήκανε τα 52 παλικαρόπουλα στη μάντρα του Κόκκινου.
Την ίδια μέρα -17 Αυγούστου 1944- μια ομάδα γερμανοτσολιάδες και χωροφύλακες πιάσανε ύστερα από επίμονη καταδίωξη στην περιοχή Αρμένικα της Νεάπολης, τη Διαμάντω Κουμπάκη, την πιο δυναμική και θαρραλέα γυναικεία μορφή της ΟΠΛΑ, στην περιοχή της Νίκαιας.
Ήταν επικεφαλής μιας άλλης ομάδας και προφυλαγμένη κάπου εκεί περίμενε να περάσει η δύσκολη μέρα, αλλά κάποια ώρα έπεσε σπιουνιά και βρήκανε τα ίχνη της και τη συλλάβανε.
Με αλαλαγμούς χαράς, την οδηγήσανε τότε στην πλατεία της Οσίας Ξένης, ξυλοκοπώντας την άγρια κι από κει στη μάντρα της οδού Κιλικίας όπου την εκτελέσανε μαζί με τις άλλες γυναικείες ηρωικές μορφές, την Αθηνά Μαύρου, την Καλλιόπη Μαγνήσαλη.
Για τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους, η σύλληψη της Διαμάντως Κουμπάκη θεωρήθηκε σαν μια σημαντική επιτυχία, γιατί ήταν γνωστό το όνομά της στην περιοχή για τις σοβαρές ζημιές που προκαλούσε συχνά στις κινήσεις τους, με την ομάδα της.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Αιτία;
Γιατί η ομάδα της ΟΠΛΑ, που βρισκόταν στην περιοχή δεν είχε παρουσιαστεί στην πλατεία της Οσίας Ξένης ξέροντας το κακό που την περίμενε και κρυβόταν κάπου. Φαίνεται όμως ότι ελεεινοί καταδότες ενημερώσανε τους Γερμανούς και τα όργανά τους.
Οπότε οι τελευταίοι αρχίσανε να ερευνούν την περιοχή για να συλλάβουν πατριώτες.
Και η ομάδα τους, σε κάποια φάση, για να μην περικυκλωθεί από τα φασιστικά στοιχεία του μπλόκου, έριξε ριπή πολυβόλου και τραυμάτισε πολύ σοβαρά ένα Γερμανό αξιωματικό, είπαν. Σαν αντίποινα για το σοβαρό τραυματισμό του Γερμανού αξιωματικού που δεν επέζησε, οδηγηθήκανε τα 52 παλικαρόπουλα στη μάντρα του Κόκκινου.
Την ίδια μέρα -17 Αυγούστου 1944- μια ομάδα γερμανοτσολιάδες και χωροφύλακες πιάσανε ύστερα από επίμονη καταδίωξη στην περιοχή Αρμένικα της Νεάπολης, τη Διαμάντω Κουμπάκη, την πιο δυναμική και θαρραλέα γυναικεία μορφή της ΟΠΛΑ, στην περιοχή της Νίκαιας.
Ήταν επικεφαλής μιας άλλης ομάδας και προφυλαγμένη κάπου εκεί περίμενε να περάσει η δύσκολη μέρα, αλλά κάποια ώρα έπεσε σπιουνιά και βρήκανε τα ίχνη της και τη συλλάβανε.
Με αλαλαγμούς χαράς, την οδηγήσανε τότε στην πλατεία της Οσίας Ξένης, ξυλοκοπώντας την άγρια κι από κει στη μάντρα της οδού Κιλικίας όπου την εκτελέσανε μαζί με τις άλλες γυναικείες ηρωικές μορφές, την Αθηνά Μαύρου, την Καλλιόπη Μαγνήσαλη.
Για τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους, η σύλληψη της Διαμάντως Κουμπάκη θεωρήθηκε σαν μια σημαντική επιτυχία, γιατί ήταν γνωστό το όνομά της στην περιοχή για τις σοβαρές ζημιές που προκαλούσε συχνά στις κινήσεις τους, με την ομάδα της.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρ. Ευστρατιάδη: «Με το μαστίγιο… από το μπλόκο της Νίκαιας μέχρι και το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1990).
Αθηνά Μπενέκου:
Η ηρωική «κόκκινη δασκάλα» του Μοριά
«...Μη ζητάτε να σας πω γιατί ήρθα στην Τρίπολη και τι γίνεται στο βουνό, γιατί δεν είμαι τόσο αφελής να εκθέσω μια σειρά κόσμο που αγωνίζεται για τη λευτεριά του. Το έγκλημά μου είναι ότι αγάπησα το λαό και πήρα την υπόθεσή του σαν δική μου, για το λυτρωμό του... Οσο για κείνους που κρατούν τον αγώνα του λαού στο βουνό, σας λέγω ότι ξεπληρώνουν το χρέος τους και δεν είναι "συμμορίτες", όπως τους λέτε. Τίποτε άλλο, ας με οδηγήσετε στο απόσπασμα...».
|
Η Αθηνά Μπενέκου γεννήθηκε το 1920, στη Ζούπαινα - σήμερα Αγ. Ανάργυροι Λακωνίας. Σπούδασε δασκάλα. Στέλεχος της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αλληλεγγύης στην Κατοχή, πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις, κάνοντας το χρέος της σα δασκάλα και αγωνίστρια, για την απελευθέρωση του λαού, για την επιβίωσή του μέσα σε σκληρές συνθήκες.
Οργανώθηκε στο ΚΚΕ το 1943 και δούλεψε ως στέλεχος Αχτίδας και μετά ως μέλος της ΠΕ Λακωνίας. Καταδιωκόμενη για την αντιστασιακή της δράση, βγήκε στο βουνό. Σε συνθήκες που ο λαός βρήκε απέναντί του με νέα στολή τους γερμανοντυμένους της Κατοχής, να υπηρετούν τώρα την εδραίωση της αστικής εξουσίας, τις συμμορίες του Κατσαρέα, του Παυλάκου, του Καμαρινέα, του Μαγγανά, να δολοφονούν και να βασανίζουν χιλιάδες αγωνιστές σε όλη την Ελλάδα και στη Λακωνία, η Αθηνά συνέχισε τον αγώνα, για να μη λυγίσει ο λαός στην τρομοκρατία, για να οργανωθεί η λαϊκή αντεπίθεση.
Εκλέχθηκε μέλος της ΝΕ Λακωνίας του ΚΚΕ και συνέβαλε να διατηρηθούν και να μη διαλυθούν οι παράνομες ΚΟ της Λακωνίας, παρά το δολοφονικό όργιο. Από το καλοκαίρι του 1947 ήταν μέλος του ΓΠ Πελοποννήσου. Το Νοέμβρη του 1947 μπήκε στην Τρίπολη για να ανασυγκροτήσει το δίκτυο υποδοχής καταδιωκόμενων αγωνιστών, που θα έρχονταν από την Αθήνα, για να καταταγούν στο ΔΣΕ. Επίσης, ανέλαβε να συγκεντρώσει, σε συνεργασία με την Οργάνωση του ΚΚΕ στην Τρίπολη και με την ηγεσία των κρατούμενων αγωνιστών στις φυλακές της πόλης, πληροφορίες για τη διάταξη και τη δύναμη των κυβερνητικών δυνάμεων, προκειμένου στις αρχές του 1948 να πραγματοποιηθεί προγραμματισμένη επίθεση των 1ου, 2ου και 3ου συγκροτημάτων του Δημοκρατικού Στρατού στην Τρίπολη, για την απελευθέρωση των 500 περίπου κρατουμένων στις φυλακές και την αντιμετώπιση του προβλήματος του ανεφοδιασμού των αντάρτικων δυνάμεων με πυρομαχικά.
Η Αθηνά Μπενέκου, στις 29/11/47 πιάστηκε και καταδικάστηκε από το Εκτακτο Στρατοδικείο της Τρίπολης έξι φορές σε θάνατο (πως μπορείς να σκοτώσεις έναν άνθρωπο 6 φορές...), τη μεθεπόμενη μέρα 1/12/1947. Εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 8/12/1947.
Οργανώθηκε στο ΚΚΕ το 1943 και δούλεψε ως στέλεχος Αχτίδας και μετά ως μέλος της ΠΕ Λακωνίας. Καταδιωκόμενη για την αντιστασιακή της δράση, βγήκε στο βουνό. Σε συνθήκες που ο λαός βρήκε απέναντί του με νέα στολή τους γερμανοντυμένους της Κατοχής, να υπηρετούν τώρα την εδραίωση της αστικής εξουσίας, τις συμμορίες του Κατσαρέα, του Παυλάκου, του Καμαρινέα, του Μαγγανά, να δολοφονούν και να βασανίζουν χιλιάδες αγωνιστές σε όλη την Ελλάδα και στη Λακωνία, η Αθηνά συνέχισε τον αγώνα, για να μη λυγίσει ο λαός στην τρομοκρατία, για να οργανωθεί η λαϊκή αντεπίθεση.
Εκλέχθηκε μέλος της ΝΕ Λακωνίας του ΚΚΕ και συνέβαλε να διατηρηθούν και να μη διαλυθούν οι παράνομες ΚΟ της Λακωνίας, παρά το δολοφονικό όργιο. Από το καλοκαίρι του 1947 ήταν μέλος του ΓΠ Πελοποννήσου. Το Νοέμβρη του 1947 μπήκε στην Τρίπολη για να ανασυγκροτήσει το δίκτυο υποδοχής καταδιωκόμενων αγωνιστών, που θα έρχονταν από την Αθήνα, για να καταταγούν στο ΔΣΕ. Επίσης, ανέλαβε να συγκεντρώσει, σε συνεργασία με την Οργάνωση του ΚΚΕ στην Τρίπολη και με την ηγεσία των κρατούμενων αγωνιστών στις φυλακές της πόλης, πληροφορίες για τη διάταξη και τη δύναμη των κυβερνητικών δυνάμεων, προκειμένου στις αρχές του 1948 να πραγματοποιηθεί προγραμματισμένη επίθεση των 1ου, 2ου και 3ου συγκροτημάτων του Δημοκρατικού Στρατού στην Τρίπολη, για την απελευθέρωση των 500 περίπου κρατουμένων στις φυλακές και την αντιμετώπιση του προβλήματος του ανεφοδιασμού των αντάρτικων δυνάμεων με πυρομαχικά.
Η Αθηνά Μπενέκου, στις 29/11/47 πιάστηκε και καταδικάστηκε από το Εκτακτο Στρατοδικείο της Τρίπολης έξι φορές σε θάνατο (πως μπορείς να σκοτώσεις έναν άνθρωπο 6 φορές...), τη μεθεπόμενη μέρα 1/12/1947. Εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 8/12/1947.
Στέφανος Σαράφης
Ήταν 31η Μάη του 1957, όταν ο δοξασμένος στους λαϊκούς αγώνες ηγέτης του ΕΛΑΣ, βγαλμένος απ' τα σπλάχνα του λαού στρατηγός Στέφανος Σαράφης, στέλεχος του ΚΚΕ και βουλευτής της ΕΔΑ, σκοτώθηκε στη Λεωφόρο Αλίμου από αυτοκίνητο της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής που οδηγούσε ο Αμερικανός σμηνίας Μάριο Μουζάλι.
To πόρισμα των επίσημων αρχών δεν ήταν δύσκολο να βγει. «Τροχαίο» ατύχημα. Στη λαϊκή συνείδηση η ετυμηγορία εκφράστηκε αυθόρμητα, αποφασιστικά, μ' αυτό το αλάνθαστο αισθητήριο που διαθέτουν οι απλοί άνθρωποι από την πείρα της ζωής και του αγώνα. Ο στρατηγός που έταξε τον εαυτό του, τη ζωή του σαν απλός στρατιώτης στην υπηρεσία του δίκιου των ανθρώπων του μόχθου, δολοφονήθηκε. Και δολοφονήθηκε γιατί πάντα ήταν ταγμένος στην αντίπερα όχθη απ' αυτή του κατεστημένου, καθοδηγούμενος από την πίστη ότι το μέλλον θα 'ναι καλύτερο, όταν ο λαός γίνει αφέντης στον τόπο του.
Ο Σαράφης ήταν άνθρωπος που ενσάρκωνε τους πόθους και την ελπίδα μιας Ελλάδας ελεύθερης, ανεξάρτητης χωρίς ξένους και ντόπιους καταχτητές. Κι αυτό ήταν το θανάσιμο «αμάρτημα» που όπλισε τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές προστάτες του ξενόδουλου καθεστώτος της άρχουσας τάξης της χώρας, με τη δολοφονική απόφαση. Όμως τούτος ο λαός, αναδείχνει ηγέτες γιατί ξέρει να γράφει τη δική του ιστορία, τα δικά του έπη. Έτσι, κι αν ο Στέφανος Σαράφης πλήρωσε και με το αίμα του για τα ιδανικά του λαού, πέρασε στην ιστορία του κινήματος σαν φωτεινό ορόσημο μιας περιόδου που διδάσκει τις επόμενες γενιές, να πορευτούν το δρόμο του μέλλοντος.
To πόρισμα των επίσημων αρχών δεν ήταν δύσκολο να βγει. «Τροχαίο» ατύχημα. Στη λαϊκή συνείδηση η ετυμηγορία εκφράστηκε αυθόρμητα, αποφασιστικά, μ' αυτό το αλάνθαστο αισθητήριο που διαθέτουν οι απλοί άνθρωποι από την πείρα της ζωής και του αγώνα. Ο στρατηγός που έταξε τον εαυτό του, τη ζωή του σαν απλός στρατιώτης στην υπηρεσία του δίκιου των ανθρώπων του μόχθου, δολοφονήθηκε. Και δολοφονήθηκε γιατί πάντα ήταν ταγμένος στην αντίπερα όχθη απ' αυτή του κατεστημένου, καθοδηγούμενος από την πίστη ότι το μέλλον θα 'ναι καλύτερο, όταν ο λαός γίνει αφέντης στον τόπο του.
Ο Σαράφης ήταν άνθρωπος που ενσάρκωνε τους πόθους και την ελπίδα μιας Ελλάδας ελεύθερης, ανεξάρτητης χωρίς ξένους και ντόπιους καταχτητές. Κι αυτό ήταν το θανάσιμο «αμάρτημα» που όπλισε τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές προστάτες του ξενόδουλου καθεστώτος της άρχουσας τάξης της χώρας, με τη δολοφονική απόφαση. Όμως τούτος ο λαός, αναδείχνει ηγέτες γιατί ξέρει να γράφει τη δική του ιστορία, τα δικά του έπη. Έτσι, κι αν ο Στέφανος Σαράφης πλήρωσε και με το αίμα του για τα ιδανικά του λαού, πέρασε στην ιστορία του κινήματος σαν φωτεινό ορόσημο μιας περιόδου που διδάσκει τις επόμενες γενιές, να πορευτούν το δρόμο του μέλλοντος.
Στη μακρόχρονη πορεία του, στην πολιτική ζωή του τόπου, στους στρατιωτικούς αγώνες, στις κάθε φορά επιλογές του, άγρυπνη και επίμονη υπήρξε η επιδίωξη της αντίδρασης και των ξένων να κερδίσουν στο δικό τους - ταξικό - πόλο, να πάρουν με το μέρος τους τον αθάνατο στρατηγό, σωστά αποτιμώντας τις αρετές του, με μια εξαίρεση: Την απέραντη αγάπη του Στέφανου Σαράφη στον ήρωα λαό μας, τη θέλησή του πρώτα το λαό να υπηρετήσει με συνέπεια, σ' αυτόν να προσφέρει τη γνώση, την εμπειρία, την παλικαριά, την ευθύτητά του και όλες τις άλλες αρετές που τον κοσμούσαν. Γι' αυτό, τον Στέφανο Σαράφη τον κέρδισε ο ΛΑΟΣ. Σε κάθε περίπτωση που οι αρετές αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με όποιες πρωτοβουλίες, προτάσεις, επιδιώξεις των αντιδραστικών δυνάμεων και των ξένων, ο στρατηγός Σαράφης ήταν σε θέση να βγάζει σωστά συμπεράσματα. Μόνιμη πυξίδα της πολιτικής και στρατιωτικής πορείας και των επιλογών του υπήρξε η αγάπη του στο λαό, η συνέπειά του απέναντι σ' αυτόν. Αυτή τον οδήγησε. Οι διωγμοί κατά του Σαράφη, μετά το 1935, «βοήθησαν» να γνωρίσει καλύτερα τους κομμουνιστές, στην περίοδο της 4ης Αυγούστου και - αργότερα - στην κατοχή.
Επιλέγει τον ΕΛΑΣ
Το Γενάρη 1943 ο στρατηγός Σαράφης βρίσκεται στη Θεσσαλία. Ολη του τη σκέψη απασχολούσε η δημιουργία ενωμένου αντάρτικου στρατού και συνεπώς η συνεργασία με ΕΑΜ και ΕΛΑΣ. Σύγκρουση με αυτές τις δυνάμεις σήμαινε εμφύλιο πόλεμο. Περιοδεύοντας τη Θεσσαλία, ο στρατηγός διαπίστωσε ότι αρκετοί από τους αξιωματικούς των ομάδων Κωστόπουλου, Σίμου Βλάχου κ.ά. πιο πολύ έβλεπαν σαν αντίπαλο το ΕΑΜ, παρά τον κατακτητή.
Με τις προκλήσεις Κωστόπουλου, το τμήμα του, μαζί και ο στρατηγός Σαράφης, αφοπλίζονται. Στη διάρκεια κράτησής τους διαπιστώνει ότι οι ΕΛΑΣίτες πιο πολύ φρόντιζαν τους αφοπλισμένους, παρά τον εαυτό τους. Σε συνάντηση με τον Τάσο Λευτεριά και τον Ηλία Μανιάτη τούς επετράπη ελευθερία κινήσεων. Παρ' όλα αυτά, ενώ οι αφοπλισμένοι αξιωματικοί φοβούνταν για τη ζωή τους, ο Σαράφης συλλογιζόταν: Δεν έχω καμιά ψυχική επαφή μ' αυτούς. Καμιά αλληλεγγύη, μικροσυμφέροντα, εγωισμοί, έλλειψη κάθε πειθαρχίας και σεβασμού. «Συνέκρινα - ΓΡΑΦΕΙ - αυτούς, με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και το λαό και κατέληγα στο συμπέρασμα ότι κακώς πηγαίνουμε να φτιάξουμε ξεχωριστό στρατό, αντάρτικο στις διαταγές των Αγγλων. Οι ΕΛΑΣίτες αποδείχνονται ανώτεροι σε οργάνωση - πειθαρχία, θάρρος, αλληλεγγύη, συμπεριφορά στο λαό».
Στις 7 Απρίλη 1943 ανακοινώνεται στον Σαράφη ότι είναι ελεύθερος:
Αν θέλετε, ελάτε στον ΕΛΑΣ ή κάντε ομάδα στη Θεσσαλία.
Τα ίδια ακούει στη συνάντηση με ΑΡΗ και ΣΑΜΑΡΙΝΙΩΤΗ.
Οχι, απαντά, ζητώ να αναλάβω υπηρεσία στον ΕΛΑΣ.
Ελεύθερος, κατεβαίνει - με ταξίδι ημερών - στην Αθήνα για συνάντηση με την ΚΕ του ΕΑΜ.
Πριν ξεκινήσει, εντυπωσιάζεται από τη Συνέλευση 500 ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Κολοκυθιά : ''Με απόλυτη ισότητα'', ΓΡΑΦΕΙ , '' έλεγαν ελεύθερα τη γνώμη τους όσοι ζήτησαν να μιλήσουν. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος οργάνωσης της Συνέλευσης, η πειθαρχία, η ελευθερία, η απλότητα. Η ορθή κρίση και η ώριμη σκέψη των ανταρτών. Η συμμετοχή τους στις αποφάσεις της διοίκησης''.
Φεύγοντας για Αθήνα, διακρίνει καθαρά στα πρόσωπα των ανταρτών που τον γνωρίζουν τη χαρά και τα αισθήματα της αγάπης τους. Στην Αθήνα, μετά τη συνάντησή του με την ΚΕ του ΕΑΜ, οριστικοποιείται η θέση του στρατηγού Σαράφη στον ΕΛΑΣ. Υστερα από νέα πορεία 9 ημερών από Αθήνα, φτάνει στις 19 Μάη 1943, στην Καλοσκοπή Ρούμελης, όπου τον περίμενε ο ΑΡΗΣ. Σ' όλη αυτή τη διαδρομή εδραιώνει τις εντυπώσεις του για την ποιότητα του ΕΛΑΣ, το υψηλό ηθικό των ανταρτών, το θετικό ρόλο των οργανώσεων του ΕΑΜ.
Την ίδια μέρα γίνεται η πρώτη συνεδρίαση της Διοίκησης του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, που θα διευθύνει όλο τον αγώνα. Καμιά διαταγή Αγγλων δε θα εκτελείται πια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Στρατηγείου. Η ανάπτυξη του αγώνα στην περίοδο που ακολούθησε ως την απελευθέρωση, βρήκε τον ΕΛΑΣ (χωρίς να υπολογίζονται οι δυνάμεις Αθήνας, Σάμου και Μυτιλήνης) με 43.700 οπλίτες και 5.240 αξιωματικούς. Από τους τελευταίους οι 2.300 προέρχονταν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού.
Οι υπόλοιποι ήταν καπεταναίοι (1.070), των σχολών του ΕΛΑΣ (1.270) ή αναγνωρισμένοι από την ΠΕΕΑ.
Μετακατοχικές διώξεις και αγώνες
Οι συνέπειες της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα και σε συνέχεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού υπέβαλαν, μαζί με τους άλλους αγωνιστές και τον στρατηγό Σαράφη σε μεγάλες δοκιμασίες. Ο Σαράφης, που δύο φορές πιάστηκε, πριν βγει στον ΕΛΑΣ, από τους παλιούς κατακτητές και αφέθηκε σύντομα ελεύθερος, δέχτηκε στη χώρα μας όλη τη μισαλλοδοξία των μοναρχοφασιστών, ακόμα και παλιών συμπολεμιστών του. Εκτοπίζεται στη Λήμνο, από το 1946 έως το 1948 και σε συνέχεια στη Μακρόνησο, όπου γνωρίζει από κοντά το εγκληματικό όργιο των ιδρυτών της, ανάμεσα στους οποίους φιγουράρουν παλιοί του γνώριμοι, όπως ο στρατηγός Βεντήρης, ο Παν. Κανελλόπουλος κ.ά.
Επιλέγει τον ΕΛΑΣ
Το Γενάρη 1943 ο στρατηγός Σαράφης βρίσκεται στη Θεσσαλία. Ολη του τη σκέψη απασχολούσε η δημιουργία ενωμένου αντάρτικου στρατού και συνεπώς η συνεργασία με ΕΑΜ και ΕΛΑΣ. Σύγκρουση με αυτές τις δυνάμεις σήμαινε εμφύλιο πόλεμο. Περιοδεύοντας τη Θεσσαλία, ο στρατηγός διαπίστωσε ότι αρκετοί από τους αξιωματικούς των ομάδων Κωστόπουλου, Σίμου Βλάχου κ.ά. πιο πολύ έβλεπαν σαν αντίπαλο το ΕΑΜ, παρά τον κατακτητή.
Με τις προκλήσεις Κωστόπουλου, το τμήμα του, μαζί και ο στρατηγός Σαράφης, αφοπλίζονται. Στη διάρκεια κράτησής τους διαπιστώνει ότι οι ΕΛΑΣίτες πιο πολύ φρόντιζαν τους αφοπλισμένους, παρά τον εαυτό τους. Σε συνάντηση με τον Τάσο Λευτεριά και τον Ηλία Μανιάτη τούς επετράπη ελευθερία κινήσεων. Παρ' όλα αυτά, ενώ οι αφοπλισμένοι αξιωματικοί φοβούνταν για τη ζωή τους, ο Σαράφης συλλογιζόταν: Δεν έχω καμιά ψυχική επαφή μ' αυτούς. Καμιά αλληλεγγύη, μικροσυμφέροντα, εγωισμοί, έλλειψη κάθε πειθαρχίας και σεβασμού. «Συνέκρινα - ΓΡΑΦΕΙ - αυτούς, με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και το λαό και κατέληγα στο συμπέρασμα ότι κακώς πηγαίνουμε να φτιάξουμε ξεχωριστό στρατό, αντάρτικο στις διαταγές των Αγγλων. Οι ΕΛΑΣίτες αποδείχνονται ανώτεροι σε οργάνωση - πειθαρχία, θάρρος, αλληλεγγύη, συμπεριφορά στο λαό».
Στις 7 Απρίλη 1943 ανακοινώνεται στον Σαράφη ότι είναι ελεύθερος:
Αν θέλετε, ελάτε στον ΕΛΑΣ ή κάντε ομάδα στη Θεσσαλία.
Τα ίδια ακούει στη συνάντηση με ΑΡΗ και ΣΑΜΑΡΙΝΙΩΤΗ.
Οχι, απαντά, ζητώ να αναλάβω υπηρεσία στον ΕΛΑΣ.
Ελεύθερος, κατεβαίνει - με ταξίδι ημερών - στην Αθήνα για συνάντηση με την ΚΕ του ΕΑΜ.
Πριν ξεκινήσει, εντυπωσιάζεται από τη Συνέλευση 500 ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Κολοκυθιά : ''Με απόλυτη ισότητα'', ΓΡΑΦΕΙ , '' έλεγαν ελεύθερα τη γνώμη τους όσοι ζήτησαν να μιλήσουν. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος οργάνωσης της Συνέλευσης, η πειθαρχία, η ελευθερία, η απλότητα. Η ορθή κρίση και η ώριμη σκέψη των ανταρτών. Η συμμετοχή τους στις αποφάσεις της διοίκησης''.
Φεύγοντας για Αθήνα, διακρίνει καθαρά στα πρόσωπα των ανταρτών που τον γνωρίζουν τη χαρά και τα αισθήματα της αγάπης τους. Στην Αθήνα, μετά τη συνάντησή του με την ΚΕ του ΕΑΜ, οριστικοποιείται η θέση του στρατηγού Σαράφη στον ΕΛΑΣ. Υστερα από νέα πορεία 9 ημερών από Αθήνα, φτάνει στις 19 Μάη 1943, στην Καλοσκοπή Ρούμελης, όπου τον περίμενε ο ΑΡΗΣ. Σ' όλη αυτή τη διαδρομή εδραιώνει τις εντυπώσεις του για την ποιότητα του ΕΛΑΣ, το υψηλό ηθικό των ανταρτών, το θετικό ρόλο των οργανώσεων του ΕΑΜ.
Την ίδια μέρα γίνεται η πρώτη συνεδρίαση της Διοίκησης του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, που θα διευθύνει όλο τον αγώνα. Καμιά διαταγή Αγγλων δε θα εκτελείται πια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Στρατηγείου. Η ανάπτυξη του αγώνα στην περίοδο που ακολούθησε ως την απελευθέρωση, βρήκε τον ΕΛΑΣ (χωρίς να υπολογίζονται οι δυνάμεις Αθήνας, Σάμου και Μυτιλήνης) με 43.700 οπλίτες και 5.240 αξιωματικούς. Από τους τελευταίους οι 2.300 προέρχονταν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού.
Οι υπόλοιποι ήταν καπεταναίοι (1.070), των σχολών του ΕΛΑΣ (1.270) ή αναγνωρισμένοι από την ΠΕΕΑ.
Μετακατοχικές διώξεις και αγώνες
Οι συνέπειες της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα και σε συνέχεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού υπέβαλαν, μαζί με τους άλλους αγωνιστές και τον στρατηγό Σαράφη σε μεγάλες δοκιμασίες. Ο Σαράφης, που δύο φορές πιάστηκε, πριν βγει στον ΕΛΑΣ, από τους παλιούς κατακτητές και αφέθηκε σύντομα ελεύθερος, δέχτηκε στη χώρα μας όλη τη μισαλλοδοξία των μοναρχοφασιστών, ακόμα και παλιών συμπολεμιστών του. Εκτοπίζεται στη Λήμνο, από το 1946 έως το 1948 και σε συνέχεια στη Μακρόνησο, όπου γνωρίζει από κοντά το εγκληματικό όργιο των ιδρυτών της, ανάμεσα στους οποίους φιγουράρουν παλιοί του γνώριμοι, όπως ο στρατηγός Βεντήρης, ο Παν. Κανελλόπουλος κ.ά.
Ο ελληνικός λαός, δύο χρόνια μετά, τιμώντας τους αγώνες του Στέφανου Σαράφη, τον εκλέγει βουλευτή, μαζί με άλλους 6 εξόριστους αγωνιστές του Αη-Στράτη και 3 ακόμα βουλευτές της ΕΔΑ, παρόλο που οι εκλογές του Σεπτέμβρη 1951, δύο χρόνια μόνο μετά τον εμφύλιο, γίνονται μέσα σ' ένα όργιο βίας, νοθείας και αποκλεισμών. Κόντρα όμως στη θέληση του λαού, καραδοκεί η λεγόμενη αδέκαστη δικαιοσύνη, που ακυρώνει την εκλογή των εξόριστων. Ο ελληνικός λαός θα απαντήσει πάλι στις εκλογές του Φλεβάρη 1956, όπου, στους 132 βουλευτές της Δημοκρατικής Ενωσης, οι 18 είναι βουλευτές της ΕΔΑ κι ανάμεσά τους ο Σαράφης.
Στη Βουλή ανοιχτά καταγγέλλει την εγκατάσταση ατομικών βάσεων των ΗΠΑ στη χώρα μας. Και στις 31 Μάη, 15 μόλις μήνες από την εκλογή του, η ιμπεριαλιστική τρομοκρατία θα βάλει πάλι τη σφραγίδα της. Στη θέση όπου σήμερα στήθηκε το άγαλμα του στρατηγού στον Αλιμο, αυτοκίνητο με Αμερικανό λοχία θα σκοτώσει τον ένδοξο στρατηγό καθώς διέσχιζε το δρόμο...
Είναι η περίοδος του ψυχρού πολέμου, που η ιμπεριαλιστική τρομοκρατία, κρατική, παρακρατική και του υποκόσμου, οργιάζει σε όλο τον κόσμο, στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στις χώρες της Μεσογείου. Είναι αυτή που δεκάδες φορές δεν κατάφερε να εξοντώσει τον Φιντέλ Κάστρο. Είναι η τρομοκρατία που σκοτώνει ακόμα και δικούς τους, εκλεγμένους Προέδρους. Είναι αυτοί που, έξι χρόνια αργότερα, θα δολοφονήσουν, στις 22 Μάη 1963, τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Αυτοί που δολοφονούν πολιτικούς ηγέτες σε Ιταλία - Ισπανία κ.α. Είναι αυτοί που καπηλεύονται σήμερα την τρομοκρατία, που οι ίδιοι διδάσκουν και τη χρηματοδοτούν. Την οποία και σήμερα χρησιμοποιούν για να νομιμοποιήσουν σε διεθνή κλίμακα τα εγκλήματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ενάντια στους λαούς.
Η δολοφονία του στρατηγού - στα 67 του χρόνια - συγκλόνισε τον ελληνικό λαό. Την επόμενη της δολοφονίας του η ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτηρίζει το θάνατο του στρατηγού ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ: Ο ελληνικός λαός, γράφει, έχασε από χθες έναν ηγέτη του, τον Γραμματέα της ΕΔΑ, στρατηγό Στέφανο Σαράφη, αρχηγό του δοξασμένου Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, του ΕΛΑΣ, που Αμερικανός αεροπόρος σκότωσε με το αυτοκίνητό του. Η ζωή του, ζωή αγνού πατριώτη, ήταν αφιερωμένη στο λαό, στην προκοπή του Εθνους μας. Ο στρατηγός Σαράφης, συνεπής, δημοκράτης, αντιτάχθηκε στα δικτατορικά καθεστώτα, γι' αυτό διώχτηκε από τη δικτατορία Πάγκαλου και Μεταξά, που τον κράτησε 3 χρόνια εξόριστο στη Μήλο.
Η αφοσίωσή του στην πατρίδα, οι στρατιωτικές του ικανότητες τον ανέδειξαν αρχηγό του ΕΛΑΣ. Το ξενόδουλο καθεστώς μεταχειρίστηκε κάθε μέσο για να λυγίσει τον στρατηγό Σαράφη. Να αποστερήσει το λαό και το αγωνιζόμενο έθνος από έναν λαοφιλή και συνεπή ηγέτη του. Ο στρατηγός Σαράφης και από το βήμα της Βουλής συνέχισε να αγωνίζεται με αυταπάρνηση για τα συμφέροντα του έθνους και του λαού. Πολέμησε με εθνική περηφάνια και αδιαλλαξία την ξενοκρατία. Ποτέ δε συμβιβάστηκε με τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Το παράδειγμά του θα διδάσκει, για πάντα, τις νεότερες γενιές...
*Ριζοσπάστης & Οικοδόμος*
Στη Βουλή ανοιχτά καταγγέλλει την εγκατάσταση ατομικών βάσεων των ΗΠΑ στη χώρα μας. Και στις 31 Μάη, 15 μόλις μήνες από την εκλογή του, η ιμπεριαλιστική τρομοκρατία θα βάλει πάλι τη σφραγίδα της. Στη θέση όπου σήμερα στήθηκε το άγαλμα του στρατηγού στον Αλιμο, αυτοκίνητο με Αμερικανό λοχία θα σκοτώσει τον ένδοξο στρατηγό καθώς διέσχιζε το δρόμο...
Είναι η περίοδος του ψυχρού πολέμου, που η ιμπεριαλιστική τρομοκρατία, κρατική, παρακρατική και του υποκόσμου, οργιάζει σε όλο τον κόσμο, στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στις χώρες της Μεσογείου. Είναι αυτή που δεκάδες φορές δεν κατάφερε να εξοντώσει τον Φιντέλ Κάστρο. Είναι η τρομοκρατία που σκοτώνει ακόμα και δικούς τους, εκλεγμένους Προέδρους. Είναι αυτοί που, έξι χρόνια αργότερα, θα δολοφονήσουν, στις 22 Μάη 1963, τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Αυτοί που δολοφονούν πολιτικούς ηγέτες σε Ιταλία - Ισπανία κ.α. Είναι αυτοί που καπηλεύονται σήμερα την τρομοκρατία, που οι ίδιοι διδάσκουν και τη χρηματοδοτούν. Την οποία και σήμερα χρησιμοποιούν για να νομιμοποιήσουν σε διεθνή κλίμακα τα εγκλήματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ενάντια στους λαούς.
Η δολοφονία του στρατηγού - στα 67 του χρόνια - συγκλόνισε τον ελληνικό λαό. Την επόμενη της δολοφονίας του η ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτηρίζει το θάνατο του στρατηγού ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ: Ο ελληνικός λαός, γράφει, έχασε από χθες έναν ηγέτη του, τον Γραμματέα της ΕΔΑ, στρατηγό Στέφανο Σαράφη, αρχηγό του δοξασμένου Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, του ΕΛΑΣ, που Αμερικανός αεροπόρος σκότωσε με το αυτοκίνητό του. Η ζωή του, ζωή αγνού πατριώτη, ήταν αφιερωμένη στο λαό, στην προκοπή του Εθνους μας. Ο στρατηγός Σαράφης, συνεπής, δημοκράτης, αντιτάχθηκε στα δικτατορικά καθεστώτα, γι' αυτό διώχτηκε από τη δικτατορία Πάγκαλου και Μεταξά, που τον κράτησε 3 χρόνια εξόριστο στη Μήλο.
Η αφοσίωσή του στην πατρίδα, οι στρατιωτικές του ικανότητες τον ανέδειξαν αρχηγό του ΕΛΑΣ. Το ξενόδουλο καθεστώς μεταχειρίστηκε κάθε μέσο για να λυγίσει τον στρατηγό Σαράφη. Να αποστερήσει το λαό και το αγωνιζόμενο έθνος από έναν λαοφιλή και συνεπή ηγέτη του. Ο στρατηγός Σαράφης και από το βήμα της Βουλής συνέχισε να αγωνίζεται με αυταπάρνηση για τα συμφέροντα του έθνους και του λαού. Πολέμησε με εθνική περηφάνια και αδιαλλαξία την ξενοκρατία. Ποτέ δε συμβιβάστηκε με τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Το παράδειγμά του θα διδάσκει, για πάντα, τις νεότερες γενιές...
*Ριζοσπάστης & Οικοδόμος*
Ο ηρωικός Κώστας Ξυδέας
Το άρθρο αυτό θα το αφιερώσουμε σε μια από τις πιο αγαπητές μας μορφές του ΔΣΕ.
Έναν πραγματικό κομμουνιστή και ηθικότατο μαχητή και άνθρωπο
Ο Κώστας Ξυδέας γεννήθηκε στο χωριό Σαϊδόνα της Μάνης το 1907, από οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων. Πατέρας του ήταν ο Θωμάς και μητέρα του η Χριστίτσα Ξυδέα. Η οικογένεια τους αποτελούνταν από 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Κατά τη μεταξική δικτατορία, υπήρξε μέλος αντιδικτατορικής οργάνωσης υπό τον Κ. Κλαμπατσέα, από τη Σαϊδόνα. Στην περίοδο του Αλβανικού, ο Κώστας Ξυδέας πολέμησε ως λοχίας του πεζικού και τραυματίστηκε ελαφρά δύο φορές.
Το καλοκαίρι του 1941 με τους Ηλία Νοέα, Θεόδωρο και Λεωνίδα Ξυδέα, έγινε μέλος της άρτια δημιουργηθήσας αντιστασιακής οργάνωσης, "Νέα Φιλική Εταιρεία", με έδρα την Καλαμάτα, η οποία, λίγο αργότερα ενώθηκε με το ΕΑΜ Μεσσηνίας . Τον χειμώνα του 1942, με δική του πρωτοβουλία, συγκροτήθηκε ένοπλη ομάδα 20 ανδρών, προκειμένου να αρχίσει, στον Ταϋγετο, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας.
Στις 27 με 28 Μαρτίου του 1941 η ομάδα αυτή, με αρχηγούς τους τους Ηλία Νοέα και Κώστα Ξυδέα, χτύπησε ιταλικό απόσπασμα στη θέση Καρδαρά της Σαϊδόνας, προξενώντας σε αυτό μεγάλες απώλειες. Η ενέργεια αυτή αποτελεί μια από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις στη χώρα μας κατά των κατακτητών. Κάτω από τις απειλές των Ιταλών, ότι θα καταστρέψουν όχι μόνο τη Σαϊδόνα, αλλά και πολλά άλλα χωριά των γύρω δήμων, καθώς και από την πίεση που άσκησαν πολλοί παράγοντες, υπερίσχυσαν ηττοπαθείς απόψεις και έτσι το κίνημα, αντί να προχωρήσει μπροστά, υποχώρησε.
Οι άπειροι ακόμα αγωνιστές έδωσαν εμπιστοσύνη στις άφθονες υποσχέσεις για αμνηστία των ιταλικών αρχών κατοχής και παραδόθηκαν. Αμέσως οδηγήθηκαν στις ιταλικές φυλακές Καλαμάτας. Πέρασαν από ιταλικό στρατοδικείο και ο μεν Ηλίας Νοέας καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, ο δε Κ. Ξυδέας και οι άλλοι αντάρτες σε πολυετείς φυλακίσεις. Με την ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής, ο φασίστας Μουσολίνι χάρισε ένα μέρος της ποινής και έτσι ο Κ. Ξυδέας ελευθερώθηκε. Γύρισε, για λίγο, στο χωριό του και την οικογένειά του και στη συνέχεια κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Η συμφωνία της Βάρκιζας, βρήκε τον Κ. Ξυδέα, από τον Ιούλη του 1944, αξιωματικό της λαϊκής πολιτοφυλακής στα πάτρια εδάφη του. Δεν παράδωσε τον οπλισμό του και αρνήθηκε να λάβει μέρος στο δημοψήφισμα του 1946. Με τους Δημήτρη Καστάνη, Θωμά Κουμπαράκο, Π. Ξυπόλητο, Ν. Καστάνη, Π. Κομπότη, Γ. Ξυδέα κ.ά. κατέφυγε στον Ταϋγετο όπου κρύβονταν και ετοιμάζονταν για νέο ανταρτοπόλεμο. Μετά τη δημιουργία του ΔΣΕ, ο Κ. Ξυδέας βρέθηκε έτοιμος για τον καινούριο αγώνα. Έτσι με το δεύτερο αντάρτικο ο Κώστας Ξυδέας θα λάβει μέρος σε πολλές μάχες του ΔΣΠ και θα διακριθεί για τις μεγάλες στρατιωτικές, πολιτικές και στρατηγικές του ικανότητες. Χάρη στις ικανότητές του αυτές πέρασε από όλα τα στάδια αξιωμάτων του ΔΣΕ. Ομαδάρχης, διμοιρίτης, λοχαγός - καπετάνιος, ταγματάρχης με την αριθ. 18/185/3-1-1948 διαταγή του Γενικού Αρχηγείου και από τις αρχές Νοέμβρη 1948, ανέλαβε τη διοίκηση του Αρχηγείου Ταϋγέτου.
Υπήρξε πάντα ανιδιοτελής και θυσίασε όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και τις ζωές της οικογένειάς του. Μαζί του χάθηκαν η γυναίκα του Σταθούλα και τα δύο τους παιδιά Αλέξανδρος και Χρήστος - Στάλιν, 2 και 7 χρόνων αντίστοιχα. Παρά τα λίγα γράμματα που ήξερε, απόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου, στις ώρες της ξεκούρασης διάβαζε και έγραφε τακτικά. Στους αντάρτες που τον αγαπούσαν ξεχωριστά και τον θαύμαζαν, απάγγελνε συχνά ποιήματα του Βάρναλη που πάντα τον συγκινούσε ιδιαίτερα.
Το τέλος του Κ. Ξυδέα ήταν όμοιο με το τέλος των περισσότερων αγωνιστών του ΔΣΕ. Το τέλος του ήρθε στην θέση "Λάκκα Καρβέλι" στην περιοχή Πηγάδια Μεσσηνίας στις 13/6/1949. Περικυκλωθείς από μεικτό απόσπασμα χωροφυλακής, στρατού, ΜΕΑ και Χιτών και παρά τα κρυοπαγήματα, από τα οποία υπέφερε ήδη από τον αλβανικό, αρνήθηκε να παραδοθεί και αφού, για μισή και πλέον ώρα, αντέταξε πεισματική αντίσταση, σκοτώθηκε επί τόπου με τον σωματοφύλακά του, νεαρό φοιτητή Νίκο Περδικέα, από το Προάστειο.
Το νεκρό κορμί του Κώστα Ξυδέα, καρφωμένο πάνω σε μια πρόχειρη σκάλα, οδηγήθηκε στην Καλαμάτα, όπου και διαπομπεύτηκε από τους παρακρατικούς, το στρατό και τη χωροφυλακή. Ανάλογες φωτογραφίες τραβήχτηκαν και δημοσιεύτηκαν σε τοπικές εφημερίδες με τον τίτλο "Ο Ταύγετος αναπνέει". Πόσο τραγικό την ώρα που ο Ταύγετος στέναζε κάτω από την μπότα του μοναρχοφασισμού και το μαχαίρι του λερού παρακράτους...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Στα χωριά του, καθώς και συναγωνιστές του εν ζωή, λένε ότι τον πρόδωσε επ' αμοιβή λύτρων, κάποιος αντάρτης με το ψευδώνυμο Τίτο και αληθινό επώνυμο Κομποτής. Τα λύτρα αυτά, έγιναν ενοικιαζόμενα δωμάτια στην Στούπα....
Το καλοκαίρι του 1941 με τους Ηλία Νοέα, Θεόδωρο και Λεωνίδα Ξυδέα, έγινε μέλος της άρτια δημιουργηθήσας αντιστασιακής οργάνωσης, "Νέα Φιλική Εταιρεία", με έδρα την Καλαμάτα, η οποία, λίγο αργότερα ενώθηκε με το ΕΑΜ Μεσσηνίας . Τον χειμώνα του 1942, με δική του πρωτοβουλία, συγκροτήθηκε ένοπλη ομάδα 20 ανδρών, προκειμένου να αρχίσει, στον Ταϋγετο, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας.
Στις 27 με 28 Μαρτίου του 1941 η ομάδα αυτή, με αρχηγούς τους τους Ηλία Νοέα και Κώστα Ξυδέα, χτύπησε ιταλικό απόσπασμα στη θέση Καρδαρά της Σαϊδόνας, προξενώντας σε αυτό μεγάλες απώλειες. Η ενέργεια αυτή αποτελεί μια από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις στη χώρα μας κατά των κατακτητών. Κάτω από τις απειλές των Ιταλών, ότι θα καταστρέψουν όχι μόνο τη Σαϊδόνα, αλλά και πολλά άλλα χωριά των γύρω δήμων, καθώς και από την πίεση που άσκησαν πολλοί παράγοντες, υπερίσχυσαν ηττοπαθείς απόψεις και έτσι το κίνημα, αντί να προχωρήσει μπροστά, υποχώρησε.
Οι άπειροι ακόμα αγωνιστές έδωσαν εμπιστοσύνη στις άφθονες υποσχέσεις για αμνηστία των ιταλικών αρχών κατοχής και παραδόθηκαν. Αμέσως οδηγήθηκαν στις ιταλικές φυλακές Καλαμάτας. Πέρασαν από ιταλικό στρατοδικείο και ο μεν Ηλίας Νοέας καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, ο δε Κ. Ξυδέας και οι άλλοι αντάρτες σε πολυετείς φυλακίσεις. Με την ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής, ο φασίστας Μουσολίνι χάρισε ένα μέρος της ποινής και έτσι ο Κ. Ξυδέας ελευθερώθηκε. Γύρισε, για λίγο, στο χωριό του και την οικογένειά του και στη συνέχεια κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Η συμφωνία της Βάρκιζας, βρήκε τον Κ. Ξυδέα, από τον Ιούλη του 1944, αξιωματικό της λαϊκής πολιτοφυλακής στα πάτρια εδάφη του. Δεν παράδωσε τον οπλισμό του και αρνήθηκε να λάβει μέρος στο δημοψήφισμα του 1946. Με τους Δημήτρη Καστάνη, Θωμά Κουμπαράκο, Π. Ξυπόλητο, Ν. Καστάνη, Π. Κομπότη, Γ. Ξυδέα κ.ά. κατέφυγε στον Ταϋγετο όπου κρύβονταν και ετοιμάζονταν για νέο ανταρτοπόλεμο. Μετά τη δημιουργία του ΔΣΕ, ο Κ. Ξυδέας βρέθηκε έτοιμος για τον καινούριο αγώνα. Έτσι με το δεύτερο αντάρτικο ο Κώστας Ξυδέας θα λάβει μέρος σε πολλές μάχες του ΔΣΠ και θα διακριθεί για τις μεγάλες στρατιωτικές, πολιτικές και στρατηγικές του ικανότητες. Χάρη στις ικανότητές του αυτές πέρασε από όλα τα στάδια αξιωμάτων του ΔΣΕ. Ομαδάρχης, διμοιρίτης, λοχαγός - καπετάνιος, ταγματάρχης με την αριθ. 18/185/3-1-1948 διαταγή του Γενικού Αρχηγείου και από τις αρχές Νοέμβρη 1948, ανέλαβε τη διοίκηση του Αρχηγείου Ταϋγέτου.
Υπήρξε πάντα ανιδιοτελής και θυσίασε όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και τις ζωές της οικογένειάς του. Μαζί του χάθηκαν η γυναίκα του Σταθούλα και τα δύο τους παιδιά Αλέξανδρος και Χρήστος - Στάλιν, 2 και 7 χρόνων αντίστοιχα. Παρά τα λίγα γράμματα που ήξερε, απόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου, στις ώρες της ξεκούρασης διάβαζε και έγραφε τακτικά. Στους αντάρτες που τον αγαπούσαν ξεχωριστά και τον θαύμαζαν, απάγγελνε συχνά ποιήματα του Βάρναλη που πάντα τον συγκινούσε ιδιαίτερα.
Το τέλος του Κ. Ξυδέα ήταν όμοιο με το τέλος των περισσότερων αγωνιστών του ΔΣΕ. Το τέλος του ήρθε στην θέση "Λάκκα Καρβέλι" στην περιοχή Πηγάδια Μεσσηνίας στις 13/6/1949. Περικυκλωθείς από μεικτό απόσπασμα χωροφυλακής, στρατού, ΜΕΑ και Χιτών και παρά τα κρυοπαγήματα, από τα οποία υπέφερε ήδη από τον αλβανικό, αρνήθηκε να παραδοθεί και αφού, για μισή και πλέον ώρα, αντέταξε πεισματική αντίσταση, σκοτώθηκε επί τόπου με τον σωματοφύλακά του, νεαρό φοιτητή Νίκο Περδικέα, από το Προάστειο.
Το νεκρό κορμί του Κώστα Ξυδέα, καρφωμένο πάνω σε μια πρόχειρη σκάλα, οδηγήθηκε στην Καλαμάτα, όπου και διαπομπεύτηκε από τους παρακρατικούς, το στρατό και τη χωροφυλακή. Ανάλογες φωτογραφίες τραβήχτηκαν και δημοσιεύτηκαν σε τοπικές εφημερίδες με τον τίτλο "Ο Ταύγετος αναπνέει". Πόσο τραγικό την ώρα που ο Ταύγετος στέναζε κάτω από την μπότα του μοναρχοφασισμού και το μαχαίρι του λερού παρακράτους...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Στα χωριά του, καθώς και συναγωνιστές του εν ζωή, λένε ότι τον πρόδωσε επ' αμοιβή λύτρων, κάποιος αντάρτης με το ψευδώνυμο Τίτο και αληθινό επώνυμο Κομποτής. Τα λύτρα αυτά, έγιναν ενοικιαζόμενα δωμάτια στην Στούπα....
Καπετάν Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου)
Ο Τσαπάγιεφ της Ρούμελης
Ποιος ήταν ο Διαμαντής;
Επαναστατικό όνομα, αγωνιστικό ψευδώνυμο. Που το πήρε από ένα τυχαίο περιστατικό και το 'κανε απέθαντο (Πήγε σε μια παράνομη σύσκεψη στη Λαμία, προπολεμικά. Επεσαν σε παρακολούθηση. Ξέφυγε. Στο κοντινό χωριό Κόμα καταφθάνουν οι χωροφύλακες. Στο καφενείο που κάθισε, έριξαν μια ματιά. Εσύ πώς λέγεσαι; ρώτησαν. Διαμαντής, απάντησε. Οι Διαμανταίοι είχανε καλό όνομα στο χωριό. Δεν τον γνώριζαν. Και γλίτωσε. Οταν βγήκε αντάρτης, το ανέσυρε από το παρελθόν και έγινε ο Καπετάν Διαμαντής).
Κατά κόσμον Γιάννης Αλεξάνδρου. Ο πατέρας του Κομνάς. Από αγροτική οικογένεια. Γεννήθηκε στην Κάτω Αγόριανη το 1914. Ο προπάππος του, Λουκάς Αλεξάνδρου, συμπολεμιστής του Δυσσέα Αντρούτσου, στο Χάνι της Γραβιάς (Οταν θα 'ρθει «το πλήρωμα του χρόνου» - στο νέο '21 - θ' ακολουθήσει τα χνάρια του). Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αμφίκλεια (Δαδί). Οργανώνεται στην ΟΚΝΕ (Ενωση Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας). Φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Συμμετέχει δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες. Στον Πόλεμο του 1940, πολεμιστής στο αλβανικό μέτωπο (Πρέπει να 'ταν χειριστής οπλοπολυβόλου. Γιατί σ' αυτό το όπλο μέχρι το θάνατό του θα έχει ιδιαίτερη αδυναμία).
Στην Κατοχή βρίσκεται στο χωριό του. Και όλη του η σκέψη είναι στην Αντίσταση. Το 1941 συγκροτείται το Κομματικό Γραφείο στο οποίο μετέχει. Συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση του κόσμου στο ΕΑΜ. Στις αρχές του 1942 έρχεται ο Αρης και βολιδοσκοπεί τα πράγματα για ένοπλο αγώνα. Γίνεται στο σπίτι του Κοφίνη η σύσκεψη με αυτό το θέμα. Τον Ιούλη του 1942 βγαίνει στον Παρνασσό η περίφημη «8η Ομάδα» ανταρτών.
Σ' αυτή την Ομάδα των πρωτοπόρων, ο Διαμαντής είναι ο ουσιαστικός αρχηγός. Με το οπλοπολυβόλο στον ώμο (που τους το παρέδωσε αξιωματικός χωροφυλακής) και με το «φύλλο πορείας» - εντολής της Αχτιδικής Επιτροπής του ΚΚΕ, παίρνει τον ανήφορο για τον Παρνασσό. Κι ούτε καν περνάει υποψία από το μυαλό του πως αυτή η «ανάβαση» θα κάνει θρυλικό το όνομά του. Και θα τον οδηγήσει στην αθανασία! Στον ΕΛΑΣ ο Διαμαντής θα φανερώσει τις μεγάλες πολιτικές, οργανωτικές και στρατιωτικές του ικανότητες. Στο Γοργοπόταμο θα του ανατεθεί μια από τις πιο υπεύθυνες αποστολές. Θα αναδειχτεί σε πολιτικό καθοδηγητή του Αρχηγείου Παρνασσίδας. Οταν ο ΕΛΑΣ θα γίνει ταχτικός στρατός, θα είναι καπετάνιος στο 34 Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας με χώρο ευθύνης κυρίως την Αττικοβοιωτία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Το Δεκέμβρη του 1944, με την ένοπλη επέμβαση των Αγγλων, πήρε μέρος με το Σύνταγμά του στη Μάχη της Αθήνας. Υπερασπίστηκε ηρωικά τον Τομέα του Σανατορίου «Σωτηρία». Ονομάστηκε ταγματάρχης.
Μετά τη Βάρκιζα αναγκάστηκε να βγει στον Παρνασσό καταδιωκόμενος. Το 1946 σχημάτισε την πρώτη ομάδα ένοπλων καταδιωκομένων. Συνέβαλε στη συγκρότηση του ΔΣΕ στην Παρνασσίδα και στη Ρούμελη. Επικεφαλής του Αρχηγείου Παρνασσίδας, το 1947 έδωσε μεγάλες μάχες στην Αράχοβα, στη Λοκρίδα, στην Αμφισσα. Κατατρόπωσε τον αντίπαλο και τον ανάγκασε να κλειστεί στα κέντρα του. Αχρήστευσε τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Λευτέρωσε όλο τον ορεινό όγκο της Ρούμελης. Τμήματα επίλεκτα του ΔΣΕ πάτησαν την Εύβοια, τον Ελικώνα και Κιθαιρώνα. Εφτασαν και στην Πάρνηθα.
Το 1948 ο Διαμαντής αναλαμβάνει διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ (Πρώην Αρχηγείο Ρούμελης). Ονομάζεται συνταγματάρχης και στη συνέχεια υποστράτηγος.
Από τη θέση αυτή αναδεικνύονται οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη), υποστράτηγο, διοικητή της 1ης Μεραρχίας, τέλος του 1948 χτυπούν την Καρδίτσα. Και αρχές του 1949 καταλαμβάνουν το Καρπενήσι, που το κρατούν επί ένα 20ήμερο. Επιτυχία μεγάλης σημασίας, που συνοδεύεται με παρασημοφορία τους από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Μέσα από αυτούς τους αγώνες, ο Διαμαντής απόχτησε μεγάλο κύρος. Είναι ένας από τους πιο ικανούς και αγαπητούς λαογέννητους ηγέτες. Τον λατρεύουν οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ και ο λαός. Τον υπολογίζουν σοβαρά, τον θαυμάζουν αλλά και τον τρέμουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί του αντίπαλοι. Η δράση του, η ταχτική του, οι ελιγμοί του γίνονται θέμα μελέτης στα επιτελεία του τακτικού στρατού. Και μάθημα στη Σχολή Ευελπίδων.
Ατρωτος έμεινε ο Διαμαντής, από το 1940 μέχρι το 1949. Πάντα μπροστάρης, σε μάχες, σε ενέδρες, σε κλοιούς, σε ελιγμούς. Νηστικός, διψασμένος, ταλαιπωρημένος (Ακόμα κι ατσίγαρος, η μεγάλη αδυναμία του). Πάντα στις δύσκολες στιγμές με το οπλοπολυβόλο στο χέρι, ας ήτανε στρατηγός (Χαρακτηριστικές μάχες: Πυργούλι και Γέφυρα Κοράκου). Ακούραστος όμως, με ατσάλινα νεύρα και ανθεκτικός. Χιλιάδες οι ριπές να τον σημαδεύουν, να τον χτυπάνε, μα να μην τον πετυχαίνουν. Αλεξίσφαιρος! Δεν τον κόλλησε σφαίρα. Κι έρχεται στις 21 Ιούνη του 1949, στον Αϊ - Γιάννη, ψηλά απ' τα Μάρμαρα, το άτιμο το φαρμακερό βόλι και τον αφήνει στον τόπο!..
Ηταν μια δόξα του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ ο Διαμαντής. Αντιστράτηγος πια, τιμημένος νεκρός. Απώλεια για το κίνημά μας. Τον κλαίει ακόμα ο λαός μας και οι αντάρτες που επέζησαν. Οι μοναρχοφασίστες που τον έπιασαν σκοτωμένον, ήθελαν να του κόψουνε το κεφάλι. Ο στρατηγός τους δεν το επέτρεψε. «Αφήστε τον, είπε. Μας ξεφτίλισε ζωντανός. Να μη μας ξεφτιλίσει και νεκρός».
Επαναστατικό όνομα, αγωνιστικό ψευδώνυμο. Που το πήρε από ένα τυχαίο περιστατικό και το 'κανε απέθαντο (Πήγε σε μια παράνομη σύσκεψη στη Λαμία, προπολεμικά. Επεσαν σε παρακολούθηση. Ξέφυγε. Στο κοντινό χωριό Κόμα καταφθάνουν οι χωροφύλακες. Στο καφενείο που κάθισε, έριξαν μια ματιά. Εσύ πώς λέγεσαι; ρώτησαν. Διαμαντής, απάντησε. Οι Διαμανταίοι είχανε καλό όνομα στο χωριό. Δεν τον γνώριζαν. Και γλίτωσε. Οταν βγήκε αντάρτης, το ανέσυρε από το παρελθόν και έγινε ο Καπετάν Διαμαντής).
Κατά κόσμον Γιάννης Αλεξάνδρου. Ο πατέρας του Κομνάς. Από αγροτική οικογένεια. Γεννήθηκε στην Κάτω Αγόριανη το 1914. Ο προπάππος του, Λουκάς Αλεξάνδρου, συμπολεμιστής του Δυσσέα Αντρούτσου, στο Χάνι της Γραβιάς (Οταν θα 'ρθει «το πλήρωμα του χρόνου» - στο νέο '21 - θ' ακολουθήσει τα χνάρια του). Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αμφίκλεια (Δαδί). Οργανώνεται στην ΟΚΝΕ (Ενωση Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας). Φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Συμμετέχει δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες. Στον Πόλεμο του 1940, πολεμιστής στο αλβανικό μέτωπο (Πρέπει να 'ταν χειριστής οπλοπολυβόλου. Γιατί σ' αυτό το όπλο μέχρι το θάνατό του θα έχει ιδιαίτερη αδυναμία).
Στην Κατοχή βρίσκεται στο χωριό του. Και όλη του η σκέψη είναι στην Αντίσταση. Το 1941 συγκροτείται το Κομματικό Γραφείο στο οποίο μετέχει. Συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση του κόσμου στο ΕΑΜ. Στις αρχές του 1942 έρχεται ο Αρης και βολιδοσκοπεί τα πράγματα για ένοπλο αγώνα. Γίνεται στο σπίτι του Κοφίνη η σύσκεψη με αυτό το θέμα. Τον Ιούλη του 1942 βγαίνει στον Παρνασσό η περίφημη «8η Ομάδα» ανταρτών.
Σ' αυτή την Ομάδα των πρωτοπόρων, ο Διαμαντής είναι ο ουσιαστικός αρχηγός. Με το οπλοπολυβόλο στον ώμο (που τους το παρέδωσε αξιωματικός χωροφυλακής) και με το «φύλλο πορείας» - εντολής της Αχτιδικής Επιτροπής του ΚΚΕ, παίρνει τον ανήφορο για τον Παρνασσό. Κι ούτε καν περνάει υποψία από το μυαλό του πως αυτή η «ανάβαση» θα κάνει θρυλικό το όνομά του. Και θα τον οδηγήσει στην αθανασία! Στον ΕΛΑΣ ο Διαμαντής θα φανερώσει τις μεγάλες πολιτικές, οργανωτικές και στρατιωτικές του ικανότητες. Στο Γοργοπόταμο θα του ανατεθεί μια από τις πιο υπεύθυνες αποστολές. Θα αναδειχτεί σε πολιτικό καθοδηγητή του Αρχηγείου Παρνασσίδας. Οταν ο ΕΛΑΣ θα γίνει ταχτικός στρατός, θα είναι καπετάνιος στο 34 Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας με χώρο ευθύνης κυρίως την Αττικοβοιωτία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Το Δεκέμβρη του 1944, με την ένοπλη επέμβαση των Αγγλων, πήρε μέρος με το Σύνταγμά του στη Μάχη της Αθήνας. Υπερασπίστηκε ηρωικά τον Τομέα του Σανατορίου «Σωτηρία». Ονομάστηκε ταγματάρχης.
Μετά τη Βάρκιζα αναγκάστηκε να βγει στον Παρνασσό καταδιωκόμενος. Το 1946 σχημάτισε την πρώτη ομάδα ένοπλων καταδιωκομένων. Συνέβαλε στη συγκρότηση του ΔΣΕ στην Παρνασσίδα και στη Ρούμελη. Επικεφαλής του Αρχηγείου Παρνασσίδας, το 1947 έδωσε μεγάλες μάχες στην Αράχοβα, στη Λοκρίδα, στην Αμφισσα. Κατατρόπωσε τον αντίπαλο και τον ανάγκασε να κλειστεί στα κέντρα του. Αχρήστευσε τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Λευτέρωσε όλο τον ορεινό όγκο της Ρούμελης. Τμήματα επίλεκτα του ΔΣΕ πάτησαν την Εύβοια, τον Ελικώνα και Κιθαιρώνα. Εφτασαν και στην Πάρνηθα.
Το 1948 ο Διαμαντής αναλαμβάνει διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ (Πρώην Αρχηγείο Ρούμελης). Ονομάζεται συνταγματάρχης και στη συνέχεια υποστράτηγος.
Από τη θέση αυτή αναδεικνύονται οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη), υποστράτηγο, διοικητή της 1ης Μεραρχίας, τέλος του 1948 χτυπούν την Καρδίτσα. Και αρχές του 1949 καταλαμβάνουν το Καρπενήσι, που το κρατούν επί ένα 20ήμερο. Επιτυχία μεγάλης σημασίας, που συνοδεύεται με παρασημοφορία τους από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Μέσα από αυτούς τους αγώνες, ο Διαμαντής απόχτησε μεγάλο κύρος. Είναι ένας από τους πιο ικανούς και αγαπητούς λαογέννητους ηγέτες. Τον λατρεύουν οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ και ο λαός. Τον υπολογίζουν σοβαρά, τον θαυμάζουν αλλά και τον τρέμουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί του αντίπαλοι. Η δράση του, η ταχτική του, οι ελιγμοί του γίνονται θέμα μελέτης στα επιτελεία του τακτικού στρατού. Και μάθημα στη Σχολή Ευελπίδων.
Ατρωτος έμεινε ο Διαμαντής, από το 1940 μέχρι το 1949. Πάντα μπροστάρης, σε μάχες, σε ενέδρες, σε κλοιούς, σε ελιγμούς. Νηστικός, διψασμένος, ταλαιπωρημένος (Ακόμα κι ατσίγαρος, η μεγάλη αδυναμία του). Πάντα στις δύσκολες στιγμές με το οπλοπολυβόλο στο χέρι, ας ήτανε στρατηγός (Χαρακτηριστικές μάχες: Πυργούλι και Γέφυρα Κοράκου). Ακούραστος όμως, με ατσάλινα νεύρα και ανθεκτικός. Χιλιάδες οι ριπές να τον σημαδεύουν, να τον χτυπάνε, μα να μην τον πετυχαίνουν. Αλεξίσφαιρος! Δεν τον κόλλησε σφαίρα. Κι έρχεται στις 21 Ιούνη του 1949, στον Αϊ - Γιάννη, ψηλά απ' τα Μάρμαρα, το άτιμο το φαρμακερό βόλι και τον αφήνει στον τόπο!..
Ηταν μια δόξα του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ ο Διαμαντής. Αντιστράτηγος πια, τιμημένος νεκρός. Απώλεια για το κίνημά μας. Τον κλαίει ακόμα ο λαός μας και οι αντάρτες που επέζησαν. Οι μοναρχοφασίστες που τον έπιασαν σκοτωμένον, ήθελαν να του κόψουνε το κεφάλι. Ο στρατηγός τους δεν το επέτρεψε. «Αφήστε τον, είπε. Μας ξεφτίλισε ζωντανός. Να μη μας ξεφτιλίσει και νεκρός».
«Διαμαντή τον λέγανε, οι φασίστες έτρεμαν…» –
Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής),
ο θρυλικός καπετάνιος της Ρούμελης
"Στο τρίτο δεκαήμερο του Ιούνη έφτασε ως εμάς η είδηση ότι σκοτώθηκε ο Διαμαντής. Στην αρχή δεν την πιστεύαμε. Τη θεωρούσαμε προπαγανδιστικό κόλπο. Πόσες φορές δεν κυκλοφορούσαν ψεύτικες ειδήσεις για θανάτους αγωνιστών! Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Δεν θέλαμε κιόλας να το πιστέψουμε. Μείναμε, όμως, άφωνοι όταν έπεσε στα χέρια μας μια εφημερίδα “Ακρόπολις”, που είχε τον Διαμαντή νεκρό. Όσο κι αν φρόντισε ο Γκούρας να την εξαφανίσει για να μην την δουν όλοι οι μαχητές που ήταν κοντά μας κι επηρεαστούν, το κακό είχε γίνει. Ο Διαμαντής είχε σκοτωθεί, ο κυβερνητικός στρατός κατάφερε να δώσει το μεγαλύτερο πλήγμα στο ΔΣ Ρούμελης, στο κίνημα της περιοχής μας. Γι’ αυτό και πανηγύριζε".*
Στις 21 του Ιούνη 1949 πέφτει νεκρός από βόλι ο θρυλικός Καπετάν Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου), υποστράτηγος, διοικητής της 2ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και στέλεχος του ΚΚΕ.
Ο Διαμαντής υπήρξε λαογέννητος ηγέτης με τεράστιο κύρος σε δικούς κι εχθρούς. Ήταν ο διοικητής που αγαπούσαν οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ και ο λαός και που θαύμαζαν ―αν και τον έτρεμαν και τον μισούσαν―, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί του αντίπαλοι. Οι στρατιωτικές μέθοδοι που εφάρμοσε ο καπετάνιος της Ρούμελης έγιναν αντικείμενο μελέτης στα επιτελεία του κυβερνητικού στρατού και μάθημα στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ο θάνατός του συντάραξε τη Ρούμελη που τον έκλαψε απ’ άκρη σ’ άκρη και σκόρπισε θλίψη στους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ και στο λαό, που έχασαν έναν από τους πιο αγαπητούς ηγέτες τους.
Ο Γιάννης Αλεξάνδρου, του Κομνά, γεννήθηκε το 1914 στην Κάτω Αγόριανη (Λιλαία) του νομού Φωκίδας, από αγροτική οικογένεια. Ο παππούς του Λουκάς Αλεξάνδρου, υπήρξε συμπολεμιστής του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς. Μόλις έβγαλε το γυμνάσιο οργανώθηκε στην Ένωση Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ). Θα γίνει μέλος του ΚΚΕ όντας φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη και θα συμμετέχει ενεργά και αγωνιστικά στο φοιτητικό και λαϊκό κίνημα.
Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και στην Κατοχή (1941) ήταν από τους πρωτεργάτες της οργάνωσης της Αντίστασης στο χωριό του και στην ευρύτερη περιοχή, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Στις αρχές του 1942 θα συναντηθεί με τον Άρη Βελουχιώτη που προσπαθεί να δώσει σάρκα και οστά στον ένοπλο αγώνα, και τον Ιούλη του ίδιου χρόνου θα βγει στον Παρνασσό, αποτελούμενη από ένοπλους αντάρτες, η περίφημη «8η Ομάδα». Της ομάδας ηγείται ο καπετάν Διαμαντής.
Χαρακτηριστικό της ευστροφίας και των ικανοτήτων του να αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις είναι το περιστατικό στο οποίο οφείλεται το αγωνιστικό του ψευδώνυμο «Διαμαντής», όπως το περιγράφει ο Γιώργης Μωραΐτης: «Πήγε σε μια παράνομη σύσκεψη στη Λαμία, προπολεμικά. Έπεσαν σε παρακολούθηση. Ξέφυγε. Στο κοντινό χωριό Κόμα καταφθάνουν οι χωροφύλακες. Στο καφενείο που κάθισε, έριξαν μια ματιά. Εσύ πώς λέγεσαι; ρώτησαν. Διαμαντής, απάντησε. Οι Διαμανταίοι είχανε καλό όνομα στο χωριό. Δεν τον γνώριζαν. Και γλίτωσε. Όταν βγήκε αντάρτης, το ανέσυρε από το παρελθόν και έγινε ο Καπετάν Διαμαντής».
Στις 21 του Ιούνη 1949 πέφτει νεκρός από βόλι ο θρυλικός Καπετάν Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου), υποστράτηγος, διοικητής της 2ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και στέλεχος του ΚΚΕ.
Ο Διαμαντής υπήρξε λαογέννητος ηγέτης με τεράστιο κύρος σε δικούς κι εχθρούς. Ήταν ο διοικητής που αγαπούσαν οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ και ο λαός και που θαύμαζαν ―αν και τον έτρεμαν και τον μισούσαν―, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί του αντίπαλοι. Οι στρατιωτικές μέθοδοι που εφάρμοσε ο καπετάνιος της Ρούμελης έγιναν αντικείμενο μελέτης στα επιτελεία του κυβερνητικού στρατού και μάθημα στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Ο θάνατός του συντάραξε τη Ρούμελη που τον έκλαψε απ’ άκρη σ’ άκρη και σκόρπισε θλίψη στους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ και στο λαό, που έχασαν έναν από τους πιο αγαπητούς ηγέτες τους.
Ο Γιάννης Αλεξάνδρου, του Κομνά, γεννήθηκε το 1914 στην Κάτω Αγόριανη (Λιλαία) του νομού Φωκίδας, από αγροτική οικογένεια. Ο παππούς του Λουκάς Αλεξάνδρου, υπήρξε συμπολεμιστής του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς. Μόλις έβγαλε το γυμνάσιο οργανώθηκε στην Ένωση Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ). Θα γίνει μέλος του ΚΚΕ όντας φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη και θα συμμετέχει ενεργά και αγωνιστικά στο φοιτητικό και λαϊκό κίνημα.
Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και στην Κατοχή (1941) ήταν από τους πρωτεργάτες της οργάνωσης της Αντίστασης στο χωριό του και στην ευρύτερη περιοχή, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Στις αρχές του 1942 θα συναντηθεί με τον Άρη Βελουχιώτη που προσπαθεί να δώσει σάρκα και οστά στον ένοπλο αγώνα, και τον Ιούλη του ίδιου χρόνου θα βγει στον Παρνασσό, αποτελούμενη από ένοπλους αντάρτες, η περίφημη «8η Ομάδα». Της ομάδας ηγείται ο καπετάν Διαμαντής.
Χαρακτηριστικό της ευστροφίας και των ικανοτήτων του να αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις είναι το περιστατικό στο οποίο οφείλεται το αγωνιστικό του ψευδώνυμο «Διαμαντής», όπως το περιγράφει ο Γιώργης Μωραΐτης: «Πήγε σε μια παράνομη σύσκεψη στη Λαμία, προπολεμικά. Έπεσαν σε παρακολούθηση. Ξέφυγε. Στο κοντινό χωριό Κόμα καταφθάνουν οι χωροφύλακες. Στο καφενείο που κάθισε, έριξαν μια ματιά. Εσύ πώς λέγεσαι; ρώτησαν. Διαμαντής, απάντησε. Οι Διαμανταίοι είχανε καλό όνομα στο χωριό. Δεν τον γνώριζαν. Και γλίτωσε. Όταν βγήκε αντάρτης, το ανέσυρε από το παρελθόν και έγινε ο Καπετάν Διαμαντής».
Μέσα από τη δράση της «8ης Ομάδας» θ’ αρχίσουν να ξεδιπλώνονται οι πολιτικές, οργανωτικές και στρατιωτικές του ικανότητες. Ο Διαμαντής θα συμμετέχει στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου αναλαμβάνοντας μια από τις πιο υπεύθυνες αποστολές και στη συνέχεια θ’ αναδειχτεί πολιτικός καθοδηγητής του Αρχηγείου ΕΛΑΣ Παρνασσίδας.
Όταν ο ΕΛΑΣ θα γίνει ταχτικός στρατός, ο Διαμαντής θα βρεθεί στη θέση του καπετάνιου στο 34ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας, με χώρο ευθύνης κυρίως την Αττικοβοιωτία. Μετά από πολλές μάχες, τον Δεκέμβρη του ΄44, στην ένοπλη επέμβαση των Άγγλων, συμμετέχει με το Σύνταγμά του στη Μάχη της Αθήνας και υπερασπίζεται με ηρωισμό τον τομέα του Σανατορίου «Σωτηρία». Παίρνει το βαθμό του ταγματάρχη.
Μετά την απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας αναγκάζεται καταδιωκόμενος να βγει στο βουνό. Εκεί, στον Παρνασσό, θα σχηματίσει το 1946 την πρώτη ομάδα ενόπλων της περιοχής και θα συμβάλλει στη συγκρότηση του ΔΣΕ στην Παρνασσίδα και στη Ρούμελη.
Ως επικεφαλής του Αρχηγείου Παρνασσίδας, το 1947 θα δώσει σημαντικές μάχες (Αράχοβα, Λοκρίδα, Άμφισσα) και θα ελευθερώσει όλο τον ορεινό όγκο της Ρούμελης. Οι ικανότητές του και η δράση του μαθεύονται παντού. Το όνομά του προφέρεται από συναγωνιστές και εχθρούς με δέος. Οι αντίπαλοι τον φοβούνται, οι φασίστες τον τρέμουν.
Το 1948 ο Καπετάν Διαμαντής αναλαμβάνει διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ (πρώην Αρχηγείο Ρούμελης). Ονομάζεται συνταγματάρχης και στη συνέχεια υποστράτηγος. Από τη θέση αυτή αναδεικνύονται πλήρως οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Καπετάν Γιώτη, υποστράτηγο Χαρίλαο Φλωράκη, διοικητή της 1ης Μεραρχίας, στις αρχές του 1949 καταλαμβάνουν το Καρπενήσι (στις 20-21 Γενάρη 1949 – ίσως η κορυφαία επιχείρηση του ΔΣΕ στη Ρούμελη), και το κρατούν για είκοσι μέρες. Ήταν επιτυχία μεγάλης πολιτικοστρατιωτικής σημασίας, που συνοδεύτηκε με παρασημοφορία τους από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Ο Διαμαντής είχε πολλά ψυχικά και ηθικά χαρίσματα. Ήταν ψύχραιμος, αποφασιστικός και υπομονετικός στα δύσκολα. Τέρας αντοχής, οδηγούσε τις ατέλειωτες πορείες από βουνό σε βουνό φορτωμένος, αν και διοικητής, το βαρύ οπλοπολυβόλο, χωρίς ν’ αγκομαχά ή να παραπονιέται, νηστικός και άυπνος. Ενθάρρυνε τους αδύναμους και υπήρχαν φορές που στερούταν ακόμα και την πενιχρή μερίδα του για να φάει κάποιος μαχητής ή μαχήτρια που λιγοθυμούσε.
Να, πώς τον θυμάται ο Χαρίλαος, πολλά χρόνια αργότερα: «Ο Διαμαντής ήταν καλόκαρδος και το χαρακτηριστικό του ήτανε το γέλιο. Ήτανε άνθρωπος που γελούσε» (βλέπε περισσότερα παρακάτω).
Τον χαρακτήριζε η άκαμπτη επιμονή. Δεν σταματούσε, αν η αποστολή (μικρή η μεγαλύτερη δεν τη ξεχώριζε) δεν ολοκληρωνόταν. Έβρισκε πάντα τρόπους να ξεπερνάει τις μεγαλύτερες δυσκολίες και εμπόδια, χωρίς αυτά να φτάνουν προς τα κάτω (μαχητές) και κυρίως χωρίς να χάνει τον προσανατολισμό του.
Ήταν σεμνός, απλός και καταδεχτικός με όλους. Ανιδιοτελής, δεν προέβαλλε τον εαυτό του, αναδείκνυε τα λάθη του, έκανε πρώτος αυτοκριτική μετά τη μάχη και παρακινούσε το ίδιο να κάνουν κι οι άλλοι. Μετά απ’ αυτά δεν είναι ν’ απορεί κανείς γιατί ο Καπετάν Διαμαντής είχε κατακτήσει, εκτός από την εμπιστοσύνη, και τις καρδιές των μαχητών του.
Ισάξια και πάνω ίσως απ’ όλα τ’ άλλα, ο Διαμαντής ήταν ατρόμητος πολεμιστής και μεγάλος μάστορας της πολεμικής τέχνης. Δίνοντας εκατοντάδες μάχες στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ έκανε πολλούς μεγαλογαλονάδες του κυβερνητικού στρατού ν’ αναγνωρίσουν το μεγαλείο της ευφυΐας του και την υπεροχή του και ακόμα και αυτοί που, από εγωισμό, δεν το έκαναν ανοιχτά, από τις καταγραμμένες διαταγές τους στις πολεμικές επιχειρήσεις φαίνεται ότι όχι απλά τον υπολόγιζαν μα και τον φοβούνταν.
Όταν ο ΕΛΑΣ θα γίνει ταχτικός στρατός, ο Διαμαντής θα βρεθεί στη θέση του καπετάνιου στο 34ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας, με χώρο ευθύνης κυρίως την Αττικοβοιωτία. Μετά από πολλές μάχες, τον Δεκέμβρη του ΄44, στην ένοπλη επέμβαση των Άγγλων, συμμετέχει με το Σύνταγμά του στη Μάχη της Αθήνας και υπερασπίζεται με ηρωισμό τον τομέα του Σανατορίου «Σωτηρία». Παίρνει το βαθμό του ταγματάρχη.
Μετά την απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας αναγκάζεται καταδιωκόμενος να βγει στο βουνό. Εκεί, στον Παρνασσό, θα σχηματίσει το 1946 την πρώτη ομάδα ενόπλων της περιοχής και θα συμβάλλει στη συγκρότηση του ΔΣΕ στην Παρνασσίδα και στη Ρούμελη.
Ως επικεφαλής του Αρχηγείου Παρνασσίδας, το 1947 θα δώσει σημαντικές μάχες (Αράχοβα, Λοκρίδα, Άμφισσα) και θα ελευθερώσει όλο τον ορεινό όγκο της Ρούμελης. Οι ικανότητές του και η δράση του μαθεύονται παντού. Το όνομά του προφέρεται από συναγωνιστές και εχθρούς με δέος. Οι αντίπαλοι τον φοβούνται, οι φασίστες τον τρέμουν.
Το 1948 ο Καπετάν Διαμαντής αναλαμβάνει διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ (πρώην Αρχηγείο Ρούμελης). Ονομάζεται συνταγματάρχης και στη συνέχεια υποστράτηγος. Από τη θέση αυτή αναδεικνύονται πλήρως οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Καπετάν Γιώτη, υποστράτηγο Χαρίλαο Φλωράκη, διοικητή της 1ης Μεραρχίας, στις αρχές του 1949 καταλαμβάνουν το Καρπενήσι (στις 20-21 Γενάρη 1949 – ίσως η κορυφαία επιχείρηση του ΔΣΕ στη Ρούμελη), και το κρατούν για είκοσι μέρες. Ήταν επιτυχία μεγάλης πολιτικοστρατιωτικής σημασίας, που συνοδεύτηκε με παρασημοφορία τους από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Ο Διαμαντής είχε πολλά ψυχικά και ηθικά χαρίσματα. Ήταν ψύχραιμος, αποφασιστικός και υπομονετικός στα δύσκολα. Τέρας αντοχής, οδηγούσε τις ατέλειωτες πορείες από βουνό σε βουνό φορτωμένος, αν και διοικητής, το βαρύ οπλοπολυβόλο, χωρίς ν’ αγκομαχά ή να παραπονιέται, νηστικός και άυπνος. Ενθάρρυνε τους αδύναμους και υπήρχαν φορές που στερούταν ακόμα και την πενιχρή μερίδα του για να φάει κάποιος μαχητής ή μαχήτρια που λιγοθυμούσε.
Να, πώς τον θυμάται ο Χαρίλαος, πολλά χρόνια αργότερα: «Ο Διαμαντής ήταν καλόκαρδος και το χαρακτηριστικό του ήτανε το γέλιο. Ήτανε άνθρωπος που γελούσε» (βλέπε περισσότερα παρακάτω).
Τον χαρακτήριζε η άκαμπτη επιμονή. Δεν σταματούσε, αν η αποστολή (μικρή η μεγαλύτερη δεν τη ξεχώριζε) δεν ολοκληρωνόταν. Έβρισκε πάντα τρόπους να ξεπερνάει τις μεγαλύτερες δυσκολίες και εμπόδια, χωρίς αυτά να φτάνουν προς τα κάτω (μαχητές) και κυρίως χωρίς να χάνει τον προσανατολισμό του.
Ήταν σεμνός, απλός και καταδεχτικός με όλους. Ανιδιοτελής, δεν προέβαλλε τον εαυτό του, αναδείκνυε τα λάθη του, έκανε πρώτος αυτοκριτική μετά τη μάχη και παρακινούσε το ίδιο να κάνουν κι οι άλλοι. Μετά απ’ αυτά δεν είναι ν’ απορεί κανείς γιατί ο Καπετάν Διαμαντής είχε κατακτήσει, εκτός από την εμπιστοσύνη, και τις καρδιές των μαχητών του.
Ισάξια και πάνω ίσως απ’ όλα τ’ άλλα, ο Διαμαντής ήταν ατρόμητος πολεμιστής και μεγάλος μάστορας της πολεμικής τέχνης. Δίνοντας εκατοντάδες μάχες στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ έκανε πολλούς μεγαλογαλονάδες του κυβερνητικού στρατού ν’ αναγνωρίσουν το μεγαλείο της ευφυΐας του και την υπεροχή του και ακόμα και αυτοί που, από εγωισμό, δεν το έκαναν ανοιχτά, από τις καταγραμμένες διαταγές τους στις πολεμικές επιχειρήσεις φαίνεται ότι όχι απλά τον υπολόγιζαν μα και τον φοβούνταν.
Ο Καπετάν Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης) θυμάται:
«Τον Διαμαντή τον γνώρισα το Μάρτη του 1943 στο Μαυρολιθάρι, που ήταν τότε εκπρόσωπος του ΕΑΜ στο Αρχηγείο Παρνασσίδας. Από την πρώτη στιγμή συνδεθήκαμε ιδιαίτερα και μου έκανε εντύπωση για την απλότητά του, όπως εντύπωση μου έκανε και η λιτότητα που τον διέκρινε στην εμφάνιση και στη διαβίωση. Στις σχέσεις του με τους αντάρτες έδινε όλα τα χαρακτηριστικά ενός λαϊκού ηγέτη. Από τότε ήταν στενή η συνεργασία μας, ως τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Ανήκαμε κι οι δυο στην 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, που, μετέπειτα εξελίχτηκε στη 2η Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Ο Διαμαντής ήταν καλόκαρδος και το χαρακτηριστικό του ήτανε το γέλιο. Ήτανε άνθρωπος που γελούσε. Θα μου μείνει αξέχαστη μια σκηνή στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη 1944:
»Στην επιχείρηση που έγινε ενάντια στους Εγγλέζους, οι οποίοι ήσαν εγκατεστημένοι στα ξενοδοχεία της Κηφισιάς, ένας αντάρτης σύνδεσμος του Διαμαντή βρήκε μια φορητή μικρή κινηματογραφική μηχανή. Ήρθε κι έδωσε τη μηχανή σε μένα και τη δερμάτινη θήκη της μηχανής στο Διαμαντή, γιατί η θήκη ήταν δερμάτινη και το δέρμα την εποχή εκείνη ήταν δυσεύρετο. Φυσικά, θα μου μείνουν αξέχαστα τα ξεκαρδιστικά γέλια του Διαμαντή για την τέτοια επιλογή του συνδέσμου του, ο οποίος εκτίμησε περισσότερο τη δερμάτινη θήκη από την ίδια τη μηχανή.
»Με το Διαμαντή ξανανταμώσαμε αρχές του 1947 στη Γκιώνα. Στη συνέχεια περάσαμε στον Παρνασσό και από τότε συνεργαστήκαμε στενά μέχρι τον ηρωικό θάνατό του. Οργανώσαμε μαζί πολλές επιχειρήσεις ―την επιχείρηση Καρδίτσας, Καρπενησιού, Βάλτου και πολλές άλλες. Μου είναι δύσκολο να βρω κατάλληλες λέξεις να περιγράψω τα χαρίσματα και τις ικανότητες του Διαμαντή. Δεν μιλάω, φυσικά, για τις στρατιωτικές του ικανότητες και ιδιαίτερα για την ταχτική του αντίληψη. Αυτές έχουν αναγνωριστεί και από τους αντιπάλους. Θα αναφερθώ σ’ ένα χαρακτηριστικά γεγονός που μαρτυράει το ήθος και την κομματικότητα:
»Ήτανε Απρίλης του ’47. Ήμασταν οι δυο μας στο χωριό Κολοκυθιά της ορεινής Παρνασσίδας, όταν ήρθε κάποιο διοικητικό στέλεχος μιας στρατιωτικής μονάδας κι έκανε παράπονα στο Διαμαντή για τον κομματικό υπεύθυνο της μονάδας, ότι είναι νέος κλπ. Ο Διαμαντής τον άκουσε και του είπε χαρακτηριστικά: Εμένα και ένα αετόπουλο να μου έβαζε το κόμμα σαν καθοδηγητή, θα το δεχόμουνα…».
Η αναγνώριση του αντιπάλου
«Στο βιβλίο “Ο θάνατος ενός Ταξιάρχου” του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, που κυκλοφόρησε το 2001 (από τις εκδόσεις «Φιλίστωρ») και στη σελίδα 56 αναφέρεται: Ό υποστράτηγος Ζαφειρόπουλος αλλά και ο ταξίαρχος Παναγιωτόπουλος, ημιεπίσημοι εκφραστές της άποψης του ΓΕΣ, επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τη δυσερμήνευτη απραξία, αναφέροντας ότι δεδομένης της «αντιμετωπιζόμενης γνωστής και από το παρελθόν επιδεξιότητος, πονηρίας, δραστηριότητος και ευελιξίας του Διαμαντή και της παρατηρηθείσης κοπώσεως εις τας μονάδας της ΑΣΔΣΕ, αποφασίστηκε αναστολή της περαιτέρω καταδίωξης των ανταρτών, καθώς κρίθηκε ότι οι νέες συνθήκες επέβαλλαν προσαρμογήν διατάξεως και ολίγων ημερών ανάπαυσιν των μονάδων απολύτως αναγκαία εις αυτάς (σ.σ εννοεί το διάστημα αμέσως μετά το Λιδωρίκι)».
Ενώ μιλάνε για αναστολή δίωξης, συνέχιζαν τη δίωξη του Διαμαντή και της μικρής δύναμης του, με μια ταξιαρχία, 10 τάγματα, αεροπορία και πυροβολικό.
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο υποστράτηγος Ζαφειρόπουλος χαρακτηρίζει τον Διαμαντή: «Έμπειρο και ικανό αρχηγό», ο δε ταξίαρχος Παναγιωτόπουλος, συνοψίζοντας τη δράση του Διαμαντή και της 2ης Μεραρχίας, επισημαίνει ότι: «Υπήρξεν αντίπαλος πείσμων, αποφασιστικός, πειθαρχών, αφοσιωμένος εις την αποστολήν του και απολύτως γνώστης του χώρου ενέργειας του», (σελ. 20).
Ένας άλλος ταξίαρχος: Ό Αχιλλέας Δημοτάκης εξαίρει τη στάση του Διαμαντή απέναντι στον Μίμη (σ.σ. το Μαρκόπουλο), όσο καιρό τον είχε μαζί του. Μάλιστα αυτός ισχυρίζεται ότι δεν ήταν αιμοβόρος (ο Διαμαντής), όπως τον παριστάνουν οι εφημερίδες” (γράφει ο Λεων. Καλλιβρετάκης στη σελίδα 80 του βιβλίου του).
Αλλά και ο επικεφαλής όλων των κυβερνητικών δυνάμεων στη Ρούμελη, ο αντιστράτηγος Τσακαλώτος, σκληρός κι εγωιστής, απέφυγε να δώσει κάποιο χαρακτηρισμό για τις ικανότητες του Διαμαντή, αλλά στις διαταγές του προς τους επικεφαλής των τμημάτων του τόνιζε: «ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ και μόνον ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ»! Ήταν ο βασικός στόχος του, όταν οι δυο Μεραρχίες I και II κινήθηκαν ΝΑ του Καρπενησίου, το Φλεβάρη του 1949. Αναγνώριζε έτσι τη μεγάλη αξία του (σελ. 480 από τα Αρχ. Εμ. Πολ. ΓΕΣ).»*
***
Στις 21 του Ιούνη 1949 ένα βόλι θα ρίξει στην αιματοποτισμένη γη της Ρούμελης τον σταυραετό της. «Απλός σαν χωριάτης, σεμνός, σαν άγιος, αθόρυβος και αφανής, σαν ήρωας»…
Το άψυχο κορμί του Διαμαντή θα πέσει στα χέρια τμήματος του κυβερνητικού στρατού. Στέκονται σαστισμένοι, δεν πιστεύουν ότι έχουν στα χέρια τους νεκρό τον θρυλικό Διαμαντή. Κάποιοι φανατισμένοι θα θελήσουν να του κόψουν το κεφάλι για να το διαπομπεύσουν, μια συνηθισμένη πρακτική αυτών που ήθελαν να σώσουν την Ελλάδα απ’ τους κομμουνιστές. Τότε, δίχως σκέψη, ο διοικητής τους τους λέει: «Αφήστε τον. Μας ξεφτίλισε ζωντανός. Να μη μας ξεφτιλίσει και νεκρός».
Το μικρό μας αφιέρωμα θα κλείσει με τα λόγια και λίγους στίχους του μαχητή του ΔΣΕ Αποστόλη Κουφάκη:
«Διαμαντή τον λέγανε, οι φασίστες έτρεμαν.
Βουνά και κάμποι ελεύθερα ανασαίνανε.
Τον τραγουδάει ο Παρνασσός, τον μολογάει η Γκιώνα,
τον καμαρώνουν τα Βαρδούσια. Είναι πάντα γελαστός.
Η Λιάκουρα αφουγκράζεται, βουή σκεπάζει τα Βαρδούσια.
Που ’ναι ο Διαμαντής; Τουφεκιές ακούγονται.
Η Λιάκουρα αναστενάζει, καλεί τα παλληκάρια.
Εδώ μαζί μας είναι, με τον Διάκο κουβεντιάζει.
Ο σύντροφος Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου, από την Κάτω Αγόριανη Παρνασσίδας), διοικητής του Αρχηγείου Ρούμελης 2ης Μεραρχίας, ο σταυραετός της Ρούμελης, σκοτώθηκε στις 21/6/1949 βορειοανατολικά του Αη Γιάννη των Μαρμάρων Φθιώτιδας, απέναντι από την τοποθεσία Παπα τ’ Αλώνια, σε απόσταση 1.500 μέτρων από την εκκλησία.
Τιμή και δόξα στον ατρόμητο αθάνατο στρατηλάτη. Ο αετός της Ρούμελης, λιοντάρι, τον έτρεμαν οι εχθροί και εθνοπροδότες. Από τους πρώτους, 1942-1949, παραδειγματικά μας δίδασκε στον αγώνα για Δημοκρατία, Σοσιαλισμό. Πρόσεχε τους αντάρτες σαν παιδιά του. Λαϊκός ηγέτης, αφοσιωμένος στον αγώνα και στον άνθρωπο, αγνός, ντόμπρος, απλός, σεμνός, συνεπής, ήρεμος, γελαστός, σωστός κομμουνιστής.
Έζησα τρία χρόνια μαζί του και του χρωστάω, δίχως καμιά υπερβολή, μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα τα καλά που μου έδωσε. Αιώνια η μνήμη του.»
Βιβλιογραφία – πηγές:
(1) Χρήστου Θεοχαράτου, «Χαρίλαος Φλωράκης και λαϊκό κίνημα (λόγος αναιρετικός)» Τόμος Α΄, εκδ. Τυποεκδοτική, Αθήνα 2001.
(2) Γιώργη Μωραΐτη, στα 66 χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή). Στον Ριζοσπάστη της 27 Ιούνη 1999 και στο περιοδικό ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ (τ. 166, Απρίλης – Ιούνης 2015).
*(3) Κώστα Δ. Πεντεδέκα: «88 Μονάδα χώρου. Διλοχία Γκούρα της ΙΙ Μεραρχίας του θρυλικού Διαμαντή», εκδ. ΕΝΤΟΣ
(4) Γούσια (Γιώργη Βοντίτσιου): «ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ». Άρθρο στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», Ιούλης 1949 (δίτομη έκδοση του Ριζοσπάστη, Αθήνα 1996).
(5) Περιοδικό ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ (τ. 131, Ιούλης – Σεπτέμβρης 2006).
(6) Αποστόλη Κουφάκη: «Θυσίες για μια καλύτερη ζωή, το σοσιαλισμό. Μαρτυρία ενός μαχητή του ΔΣΕ», εκδ. Α/συνεχεια, Αθήνα 2013.
**Κατιούσα**
«Τον Διαμαντή τον γνώρισα το Μάρτη του 1943 στο Μαυρολιθάρι, που ήταν τότε εκπρόσωπος του ΕΑΜ στο Αρχηγείο Παρνασσίδας. Από την πρώτη στιγμή συνδεθήκαμε ιδιαίτερα και μου έκανε εντύπωση για την απλότητά του, όπως εντύπωση μου έκανε και η λιτότητα που τον διέκρινε στην εμφάνιση και στη διαβίωση. Στις σχέσεις του με τους αντάρτες έδινε όλα τα χαρακτηριστικά ενός λαϊκού ηγέτη. Από τότε ήταν στενή η συνεργασία μας, ως τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Ανήκαμε κι οι δυο στην 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, που, μετέπειτα εξελίχτηκε στη 2η Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Ο Διαμαντής ήταν καλόκαρδος και το χαρακτηριστικό του ήτανε το γέλιο. Ήτανε άνθρωπος που γελούσε. Θα μου μείνει αξέχαστη μια σκηνή στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη 1944:
»Στην επιχείρηση που έγινε ενάντια στους Εγγλέζους, οι οποίοι ήσαν εγκατεστημένοι στα ξενοδοχεία της Κηφισιάς, ένας αντάρτης σύνδεσμος του Διαμαντή βρήκε μια φορητή μικρή κινηματογραφική μηχανή. Ήρθε κι έδωσε τη μηχανή σε μένα και τη δερμάτινη θήκη της μηχανής στο Διαμαντή, γιατί η θήκη ήταν δερμάτινη και το δέρμα την εποχή εκείνη ήταν δυσεύρετο. Φυσικά, θα μου μείνουν αξέχαστα τα ξεκαρδιστικά γέλια του Διαμαντή για την τέτοια επιλογή του συνδέσμου του, ο οποίος εκτίμησε περισσότερο τη δερμάτινη θήκη από την ίδια τη μηχανή.
»Με το Διαμαντή ξανανταμώσαμε αρχές του 1947 στη Γκιώνα. Στη συνέχεια περάσαμε στον Παρνασσό και από τότε συνεργαστήκαμε στενά μέχρι τον ηρωικό θάνατό του. Οργανώσαμε μαζί πολλές επιχειρήσεις ―την επιχείρηση Καρδίτσας, Καρπενησιού, Βάλτου και πολλές άλλες. Μου είναι δύσκολο να βρω κατάλληλες λέξεις να περιγράψω τα χαρίσματα και τις ικανότητες του Διαμαντή. Δεν μιλάω, φυσικά, για τις στρατιωτικές του ικανότητες και ιδιαίτερα για την ταχτική του αντίληψη. Αυτές έχουν αναγνωριστεί και από τους αντιπάλους. Θα αναφερθώ σ’ ένα χαρακτηριστικά γεγονός που μαρτυράει το ήθος και την κομματικότητα:
»Ήτανε Απρίλης του ’47. Ήμασταν οι δυο μας στο χωριό Κολοκυθιά της ορεινής Παρνασσίδας, όταν ήρθε κάποιο διοικητικό στέλεχος μιας στρατιωτικής μονάδας κι έκανε παράπονα στο Διαμαντή για τον κομματικό υπεύθυνο της μονάδας, ότι είναι νέος κλπ. Ο Διαμαντής τον άκουσε και του είπε χαρακτηριστικά: Εμένα και ένα αετόπουλο να μου έβαζε το κόμμα σαν καθοδηγητή, θα το δεχόμουνα…».
Η αναγνώριση του αντιπάλου
«Στο βιβλίο “Ο θάνατος ενός Ταξιάρχου” του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, που κυκλοφόρησε το 2001 (από τις εκδόσεις «Φιλίστωρ») και στη σελίδα 56 αναφέρεται: Ό υποστράτηγος Ζαφειρόπουλος αλλά και ο ταξίαρχος Παναγιωτόπουλος, ημιεπίσημοι εκφραστές της άποψης του ΓΕΣ, επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τη δυσερμήνευτη απραξία, αναφέροντας ότι δεδομένης της «αντιμετωπιζόμενης γνωστής και από το παρελθόν επιδεξιότητος, πονηρίας, δραστηριότητος και ευελιξίας του Διαμαντή και της παρατηρηθείσης κοπώσεως εις τας μονάδας της ΑΣΔΣΕ, αποφασίστηκε αναστολή της περαιτέρω καταδίωξης των ανταρτών, καθώς κρίθηκε ότι οι νέες συνθήκες επέβαλλαν προσαρμογήν διατάξεως και ολίγων ημερών ανάπαυσιν των μονάδων απολύτως αναγκαία εις αυτάς (σ.σ εννοεί το διάστημα αμέσως μετά το Λιδωρίκι)».
Ενώ μιλάνε για αναστολή δίωξης, συνέχιζαν τη δίωξη του Διαμαντή και της μικρής δύναμης του, με μια ταξιαρχία, 10 τάγματα, αεροπορία και πυροβολικό.
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο υποστράτηγος Ζαφειρόπουλος χαρακτηρίζει τον Διαμαντή: «Έμπειρο και ικανό αρχηγό», ο δε ταξίαρχος Παναγιωτόπουλος, συνοψίζοντας τη δράση του Διαμαντή και της 2ης Μεραρχίας, επισημαίνει ότι: «Υπήρξεν αντίπαλος πείσμων, αποφασιστικός, πειθαρχών, αφοσιωμένος εις την αποστολήν του και απολύτως γνώστης του χώρου ενέργειας του», (σελ. 20).
Ένας άλλος ταξίαρχος: Ό Αχιλλέας Δημοτάκης εξαίρει τη στάση του Διαμαντή απέναντι στον Μίμη (σ.σ. το Μαρκόπουλο), όσο καιρό τον είχε μαζί του. Μάλιστα αυτός ισχυρίζεται ότι δεν ήταν αιμοβόρος (ο Διαμαντής), όπως τον παριστάνουν οι εφημερίδες” (γράφει ο Λεων. Καλλιβρετάκης στη σελίδα 80 του βιβλίου του).
Αλλά και ο επικεφαλής όλων των κυβερνητικών δυνάμεων στη Ρούμελη, ο αντιστράτηγος Τσακαλώτος, σκληρός κι εγωιστής, απέφυγε να δώσει κάποιο χαρακτηρισμό για τις ικανότητες του Διαμαντή, αλλά στις διαταγές του προς τους επικεφαλής των τμημάτων του τόνιζε: «ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ και μόνον ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ»! Ήταν ο βασικός στόχος του, όταν οι δυο Μεραρχίες I και II κινήθηκαν ΝΑ του Καρπενησίου, το Φλεβάρη του 1949. Αναγνώριζε έτσι τη μεγάλη αξία του (σελ. 480 από τα Αρχ. Εμ. Πολ. ΓΕΣ).»*
***
Στις 21 του Ιούνη 1949 ένα βόλι θα ρίξει στην αιματοποτισμένη γη της Ρούμελης τον σταυραετό της. «Απλός σαν χωριάτης, σεμνός, σαν άγιος, αθόρυβος και αφανής, σαν ήρωας»…
Το άψυχο κορμί του Διαμαντή θα πέσει στα χέρια τμήματος του κυβερνητικού στρατού. Στέκονται σαστισμένοι, δεν πιστεύουν ότι έχουν στα χέρια τους νεκρό τον θρυλικό Διαμαντή. Κάποιοι φανατισμένοι θα θελήσουν να του κόψουν το κεφάλι για να το διαπομπεύσουν, μια συνηθισμένη πρακτική αυτών που ήθελαν να σώσουν την Ελλάδα απ’ τους κομμουνιστές. Τότε, δίχως σκέψη, ο διοικητής τους τους λέει: «Αφήστε τον. Μας ξεφτίλισε ζωντανός. Να μη μας ξεφτιλίσει και νεκρός».
Το μικρό μας αφιέρωμα θα κλείσει με τα λόγια και λίγους στίχους του μαχητή του ΔΣΕ Αποστόλη Κουφάκη:
«Διαμαντή τον λέγανε, οι φασίστες έτρεμαν.
Βουνά και κάμποι ελεύθερα ανασαίνανε.
Τον τραγουδάει ο Παρνασσός, τον μολογάει η Γκιώνα,
τον καμαρώνουν τα Βαρδούσια. Είναι πάντα γελαστός.
Η Λιάκουρα αφουγκράζεται, βουή σκεπάζει τα Βαρδούσια.
Που ’ναι ο Διαμαντής; Τουφεκιές ακούγονται.
Η Λιάκουρα αναστενάζει, καλεί τα παλληκάρια.
Εδώ μαζί μας είναι, με τον Διάκο κουβεντιάζει.
Ο σύντροφος Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου, από την Κάτω Αγόριανη Παρνασσίδας), διοικητής του Αρχηγείου Ρούμελης 2ης Μεραρχίας, ο σταυραετός της Ρούμελης, σκοτώθηκε στις 21/6/1949 βορειοανατολικά του Αη Γιάννη των Μαρμάρων Φθιώτιδας, απέναντι από την τοποθεσία Παπα τ’ Αλώνια, σε απόσταση 1.500 μέτρων από την εκκλησία.
Τιμή και δόξα στον ατρόμητο αθάνατο στρατηλάτη. Ο αετός της Ρούμελης, λιοντάρι, τον έτρεμαν οι εχθροί και εθνοπροδότες. Από τους πρώτους, 1942-1949, παραδειγματικά μας δίδασκε στον αγώνα για Δημοκρατία, Σοσιαλισμό. Πρόσεχε τους αντάρτες σαν παιδιά του. Λαϊκός ηγέτης, αφοσιωμένος στον αγώνα και στον άνθρωπο, αγνός, ντόμπρος, απλός, σεμνός, συνεπής, ήρεμος, γελαστός, σωστός κομμουνιστής.
Έζησα τρία χρόνια μαζί του και του χρωστάω, δίχως καμιά υπερβολή, μεγάλη ευγνωμοσύνη για όλα τα καλά που μου έδωσε. Αιώνια η μνήμη του.»
Βιβλιογραφία – πηγές:
(1) Χρήστου Θεοχαράτου, «Χαρίλαος Φλωράκης και λαϊκό κίνημα (λόγος αναιρετικός)» Τόμος Α΄, εκδ. Τυποεκδοτική, Αθήνα 2001.
(2) Γιώργη Μωραΐτη, στα 66 χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή). Στον Ριζοσπάστη της 27 Ιούνη 1999 και στο περιοδικό ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ (τ. 166, Απρίλης – Ιούνης 2015).
*(3) Κώστα Δ. Πεντεδέκα: «88 Μονάδα χώρου. Διλοχία Γκούρα της ΙΙ Μεραρχίας του θρυλικού Διαμαντή», εκδ. ΕΝΤΟΣ
(4) Γούσια (Γιώργη Βοντίτσιου): «ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ». Άρθρο στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», Ιούλης 1949 (δίτομη έκδοση του Ριζοσπάστη, Αθήνα 1996).
(5) Περιοδικό ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ (τ. 131, Ιούλης – Σεπτέμβρης 2006).
(6) Αποστόλη Κουφάκη: «Θυσίες για μια καλύτερη ζωή, το σοσιαλισμό. Μαρτυρία ενός μαχητή του ΔΣΕ», εκδ. Α/συνεχεια, Αθήνα 2013.
**Κατιούσα**
Περιστατικά από την δράση του Διαμαντή
Αντάρτες στον Σταθμό του Μπράλου
Παίρνοντας θέσεις μάχης
Μπαίνοντας το 1947, το συγκλονιστικότερο γεγονός από τη δράση των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ήταν η επιχείρηση στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μπράλου (Γραβιάς), την Κυριακή 12 Γενάρη 1947, με αρχηγό τον καπετάν Διαμαντή.
Αυτό το γεγονός - όπως έγραψε ο «Ριζοσπάστης», αλλά και οι άλλες εφημερίδες - «επισκίασε όλες τις ειδήσεις του 48ωρου». Σύμφωνα δε με το Αρχείο του Στρατού, υπήρξε «η πλέον χαρακτηριστική εκδήλωσις της κ/συμμοριακής δράσεως εις την Ανατολικήν Στερεάν Ελλάδα, εις μικράν σχετικώς απόστασιν από της πρωτευούσης».
Παραθέτουμε (με μικρές μόνο περικοπές): Τα ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη». Το κείμενο του Αρχείου Στρατού. Τις ζωντανές αναμνήσεις τριών πρωταγωνιστών της επιχείρησης, του Γιώργη Κουτρούκη, του Κώστα Πεντεδέκα και του Γιώργη Δημόπουλου. Και, τέλος, κατάλογο των ανταρτών που μετείχαν στην επιχείρηση.
1. Πώς έγινε η επιχείρηση
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» - Τρίτη 14.1.1947
«Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, τα δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα και τις αφηγήσεις των επιβατών της αμαξοστοιχίας, η επιχείρηση έγινε ως εξής:
Δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα του Σαββάτου, 11/1/1947, από τη Λαμία ανέφεραν ότι στην Παρνασσίδα και συγκεκριμένα ανάμεσα στα χωριά Στρώμη και Καλοσκοπή είχε εμφανιστεί 300μελής ομάδα ανταρτών υπό τον καπετάν Αίαντα1 (μόνιμο υπολοχαγό Ραχούτη, από το Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδας). Τμήμα του συγκροτήματος αυτού των ανταρτών ενήργησε την επιχείρηση. Ομάδα ανταρτών μπήκε στον περίβολο του σταθμού, ενώ άλλοι αντάρτες κατέλαβαν τα γύρω υψώματα.
Στις 1 παρά τέταρτο η αμαξοστοιχία Αθήνας - Γραβιάς μπήκε στο σταθμό. Μόλις σταμάτησε, ακούστηκαν ριπές από τα υψώματα και οι αντάρτες που βρίσκονταν στο σταθμό οπλισμένοι με αυτόματα κάλεσαν τους επιβάτες να κατέβουν από το τρένο και να χωριστούν οι πολίτες από τους στρατιωτικούς. Αμύνθηκαν πυροβολώντας κατά των ανταρτών οι λοχαγοί Σταθακόπουλος, Νικολόπουλος κι ο χωροφύλακας Καστανάς. Και οι τρεις σκοτώθηκαν. Οι αντάρτες δεν είχαν καμιά απώλεια. Οι αντάρτες είπαν στους επιβάτες: "Μη φοβάστε. Πάρτε τα πράγματά σας και κατεβείτε από το τρένο". Υστερα τους μίλησε ο Αίας 2 για το πώς έγινε το αντάρτικο και τι επιδιώκει, έριξε τις ευθύνες για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην κυβέρνηση κι εξέφρασε τη λύπη του για τους τρεις νεκρούς στρατιωτικούς που δεν επρόκειτο όπως είπε, να πάθουν τίποτε, αν δεν προέβαλαν αντίσταση.
Κατά την ανταλλαγή πυρών, τραυματίστηκαν ελαφρά ο φύλακας της γραμμής Κοτρώτσος, ένας εργάτης της γραμμής και ο υπομηχανοστασιάρχης Κόμης. Οι δύο πρώτοι βρίσκονταν κοντά στον χωροφύλακα που αμύνθηκε και σκοτώθηκε και ο τρίτος τραυματίστηκε από εξοστρακισμό σφαίρας.
Στο μεταξύ, έφτασαν στο σταθμό και τα αυτοκίνητα που έφερναν επιβάτες από τη Λαμία και τη Λάρισα για την αμαξοστοιχία που θα γύριζε στην Αθήνα3. Οι αντάρτες, αφού έμειναν μιάμιση ώρα στο σταθμό, ανατίναξαν με νάρκη την καπνοδόχο της ατμομηχανής, έβαλαν φωτιά στην αμαξοστοιχία (κάηκαν 2 βαγόνια από τα οποία το ένα είχε βενζίνη) και έφυγαν με αυτοκίνητα της ΥΕΚΑ που βρίσκονταν στο σταθμό, παίρνοντας μαζί τους 20 περίπου στρατιωτικούς, από τους οποίους ένας ήταν υπολοχαγός και άλλος ανθυπολοχαγός. Οι αντάρτες φόρτωσαν σε αυτοκίνητο και διάφορα εφόδια που βρήκαν στην αμαξοστοιχία. Πήραν επίσης και το ταμείο του σταθμού.
Οι αντάρτες αναγνώρισαν στο σταθμό τον αρχηγό της Χ της περιφέρειας Καργάκο, τον οποίο δεν πείραξαν. Του συνέστησαν μόνο "να μη φέρεται άσχημα στους πολίτες" και τον άφησαν ελεύθερο. Ζήτησαν τους αστυφύλακες συνοδούς του τρένου. Πολλοί στρατιωτικοί (εκτός των συλληφθέντων) είχαν φορέσει πολιτικά ρούχα και δεν αναγνωρίστηκαν από τους αντάρτες. Οι ένοπλοι μοναρχικοί του χωριού Μπράλος όταν αντελήφθησαν τα γεγονότα πυροβολούσαν.
Μετά την αποχώρηση των ανταρτών, εμφανίστηκαν 150 περίπου στρατιώτες και ένοπλοι μοναρχικοί που με υπόδειξη διαφόρων έπιασαν τους δημοκρατικούς σιδηροδρομικούς και επιβάτες. Κατά τη σύλληψη, ήταν παρών και ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης, ο οποίος βεβαίωσε τους στρατιώτες και ένοπλους μοναρχικούς ότι κανένας από όσους συνέλαβαν δεν ευθύνεται σε τίποτα, γιατί οι αντάρτες "ενήργησαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας και δεν ενήργησαν καμίαν σύλληψιν προσωπικού". Τα ίδια επιβεβαίωσε και ο Καργάκος. Υστερα από αυτά, οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και ο στρατός έφυγε. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, πέθανε από συγκοπή ο έμπορος της Λαμίας Β. Γιαννούκος. Ατμομηχανή από την Τιθορέα πήγε στη Γραβιά και παρέλαβε το τρένο που έφτασε στον Πειραιά χθες το πρωί στις 3.25, ενώ έπρεπε να φθάσει στις 9.30 της Κυριακής».
Συμπληρωματικά τηλεγραφήματα:
«Με τους αντάρτες ήταν και ο καπετάν Διαμαντής. Οι αντάρτες που έδειξαν διάθεση να καταστρέψουν το ταχυδρομείο των εφημερίδων, εμποδίστηκαν από τον καπετάνιο τους. Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης βρίσκονταν στο σταθμό κατά την επιχείρηση και διέφυγε με τον ακόλουθο του και λίγους στρατιωτικούς αμυνόμενους.
Πληροφορία αναφέρει ότι κατά την ολιγόλεπτη συμπλοκή σκοτώθηκαν και 5 επιβάτες. Οι αγνοούμενοι στρατιωτικοί είναι οι λοχαγοί Καραμπολάκης και Μάνος και 15 στρατιώτες αδειούχοι. Το κτίριο του σταθμού έπαθε αρκετές ζημιές. Κατά των ανταρτών κινήθηκαν με αυτοκίνητα από τη Λαμία τμήματα στρατού και τάγμα χωροφυλακής».
Απογευματινό τηλεγράφημα ανέφερε ότι «Οι αντάρτες κατευθυνόμενοι εις Οίτην εκυκλώθησαν παρά των στρατιωτικών δυνάμεων και της χωροφυλακής και συνάπτεται μάχη».
Τηλεγράφημα προς το υπουργείο Δημόσιας Τάξης περιέχει και τις εξής πληροφορίες: «Οι απαχθέντες είναι οι λοχαγοί πυροβολικού Μάνος και Καρδουλάκης, οι ανθυπολοχαγοί Παναγιώτου και Μωραϊτόπουλος, 15 στρατιώτες και 6 χωροφύλακες. Κινούνται κατά των 70 ανταρτών ισχυραί δυνάμεις εκ διαφόρων κατευθύνσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες της χωροφυλακής Λαμίας, όχι απόλυτα εξακριβωμένες, που διαβιβάστηκαν στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, όλοι οι συλληφθέντες στο σταθμό Γραβιάς, πολίτες, αξιωματικοί, στρατιώτες και χωροφύλακες αφέθηκαν ελεύθεροι.
Παίρνοντας θέσεις μάχης
Μπαίνοντας το 1947, το συγκλονιστικότερο γεγονός από τη δράση των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ήταν η επιχείρηση στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μπράλου (Γραβιάς), την Κυριακή 12 Γενάρη 1947, με αρχηγό τον καπετάν Διαμαντή.
Αυτό το γεγονός - όπως έγραψε ο «Ριζοσπάστης», αλλά και οι άλλες εφημερίδες - «επισκίασε όλες τις ειδήσεις του 48ωρου». Σύμφωνα δε με το Αρχείο του Στρατού, υπήρξε «η πλέον χαρακτηριστική εκδήλωσις της κ/συμμοριακής δράσεως εις την Ανατολικήν Στερεάν Ελλάδα, εις μικράν σχετικώς απόστασιν από της πρωτευούσης».
Παραθέτουμε (με μικρές μόνο περικοπές): Τα ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη». Το κείμενο του Αρχείου Στρατού. Τις ζωντανές αναμνήσεις τριών πρωταγωνιστών της επιχείρησης, του Γιώργη Κουτρούκη, του Κώστα Πεντεδέκα και του Γιώργη Δημόπουλου. Και, τέλος, κατάλογο των ανταρτών που μετείχαν στην επιχείρηση.
1. Πώς έγινε η επιχείρηση
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» - Τρίτη 14.1.1947
«Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, τα δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα και τις αφηγήσεις των επιβατών της αμαξοστοιχίας, η επιχείρηση έγινε ως εξής:
Δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα του Σαββάτου, 11/1/1947, από τη Λαμία ανέφεραν ότι στην Παρνασσίδα και συγκεκριμένα ανάμεσα στα χωριά Στρώμη και Καλοσκοπή είχε εμφανιστεί 300μελής ομάδα ανταρτών υπό τον καπετάν Αίαντα1 (μόνιμο υπολοχαγό Ραχούτη, από το Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδας). Τμήμα του συγκροτήματος αυτού των ανταρτών ενήργησε την επιχείρηση. Ομάδα ανταρτών μπήκε στον περίβολο του σταθμού, ενώ άλλοι αντάρτες κατέλαβαν τα γύρω υψώματα.
Στις 1 παρά τέταρτο η αμαξοστοιχία Αθήνας - Γραβιάς μπήκε στο σταθμό. Μόλις σταμάτησε, ακούστηκαν ριπές από τα υψώματα και οι αντάρτες που βρίσκονταν στο σταθμό οπλισμένοι με αυτόματα κάλεσαν τους επιβάτες να κατέβουν από το τρένο και να χωριστούν οι πολίτες από τους στρατιωτικούς. Αμύνθηκαν πυροβολώντας κατά των ανταρτών οι λοχαγοί Σταθακόπουλος, Νικολόπουλος κι ο χωροφύλακας Καστανάς. Και οι τρεις σκοτώθηκαν. Οι αντάρτες δεν είχαν καμιά απώλεια. Οι αντάρτες είπαν στους επιβάτες: "Μη φοβάστε. Πάρτε τα πράγματά σας και κατεβείτε από το τρένο". Υστερα τους μίλησε ο Αίας 2 για το πώς έγινε το αντάρτικο και τι επιδιώκει, έριξε τις ευθύνες για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην κυβέρνηση κι εξέφρασε τη λύπη του για τους τρεις νεκρούς στρατιωτικούς που δεν επρόκειτο όπως είπε, να πάθουν τίποτε, αν δεν προέβαλαν αντίσταση.
Κατά την ανταλλαγή πυρών, τραυματίστηκαν ελαφρά ο φύλακας της γραμμής Κοτρώτσος, ένας εργάτης της γραμμής και ο υπομηχανοστασιάρχης Κόμης. Οι δύο πρώτοι βρίσκονταν κοντά στον χωροφύλακα που αμύνθηκε και σκοτώθηκε και ο τρίτος τραυματίστηκε από εξοστρακισμό σφαίρας.
Στο μεταξύ, έφτασαν στο σταθμό και τα αυτοκίνητα που έφερναν επιβάτες από τη Λαμία και τη Λάρισα για την αμαξοστοιχία που θα γύριζε στην Αθήνα3. Οι αντάρτες, αφού έμειναν μιάμιση ώρα στο σταθμό, ανατίναξαν με νάρκη την καπνοδόχο της ατμομηχανής, έβαλαν φωτιά στην αμαξοστοιχία (κάηκαν 2 βαγόνια από τα οποία το ένα είχε βενζίνη) και έφυγαν με αυτοκίνητα της ΥΕΚΑ που βρίσκονταν στο σταθμό, παίρνοντας μαζί τους 20 περίπου στρατιωτικούς, από τους οποίους ένας ήταν υπολοχαγός και άλλος ανθυπολοχαγός. Οι αντάρτες φόρτωσαν σε αυτοκίνητο και διάφορα εφόδια που βρήκαν στην αμαξοστοιχία. Πήραν επίσης και το ταμείο του σταθμού.
Οι αντάρτες αναγνώρισαν στο σταθμό τον αρχηγό της Χ της περιφέρειας Καργάκο, τον οποίο δεν πείραξαν. Του συνέστησαν μόνο "να μη φέρεται άσχημα στους πολίτες" και τον άφησαν ελεύθερο. Ζήτησαν τους αστυφύλακες συνοδούς του τρένου. Πολλοί στρατιωτικοί (εκτός των συλληφθέντων) είχαν φορέσει πολιτικά ρούχα και δεν αναγνωρίστηκαν από τους αντάρτες. Οι ένοπλοι μοναρχικοί του χωριού Μπράλος όταν αντελήφθησαν τα γεγονότα πυροβολούσαν.
Μετά την αποχώρηση των ανταρτών, εμφανίστηκαν 150 περίπου στρατιώτες και ένοπλοι μοναρχικοί που με υπόδειξη διαφόρων έπιασαν τους δημοκρατικούς σιδηροδρομικούς και επιβάτες. Κατά τη σύλληψη, ήταν παρών και ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης, ο οποίος βεβαίωσε τους στρατιώτες και ένοπλους μοναρχικούς ότι κανένας από όσους συνέλαβαν δεν ευθύνεται σε τίποτα, γιατί οι αντάρτες "ενήργησαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας και δεν ενήργησαν καμίαν σύλληψιν προσωπικού". Τα ίδια επιβεβαίωσε και ο Καργάκος. Υστερα από αυτά, οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και ο στρατός έφυγε. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, πέθανε από συγκοπή ο έμπορος της Λαμίας Β. Γιαννούκος. Ατμομηχανή από την Τιθορέα πήγε στη Γραβιά και παρέλαβε το τρένο που έφτασε στον Πειραιά χθες το πρωί στις 3.25, ενώ έπρεπε να φθάσει στις 9.30 της Κυριακής».
Συμπληρωματικά τηλεγραφήματα:
«Με τους αντάρτες ήταν και ο καπετάν Διαμαντής. Οι αντάρτες που έδειξαν διάθεση να καταστρέψουν το ταχυδρομείο των εφημερίδων, εμποδίστηκαν από τον καπετάνιο τους. Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης βρίσκονταν στο σταθμό κατά την επιχείρηση και διέφυγε με τον ακόλουθο του και λίγους στρατιωτικούς αμυνόμενους.
Πληροφορία αναφέρει ότι κατά την ολιγόλεπτη συμπλοκή σκοτώθηκαν και 5 επιβάτες. Οι αγνοούμενοι στρατιωτικοί είναι οι λοχαγοί Καραμπολάκης και Μάνος και 15 στρατιώτες αδειούχοι. Το κτίριο του σταθμού έπαθε αρκετές ζημιές. Κατά των ανταρτών κινήθηκαν με αυτοκίνητα από τη Λαμία τμήματα στρατού και τάγμα χωροφυλακής».
Απογευματινό τηλεγράφημα ανέφερε ότι «Οι αντάρτες κατευθυνόμενοι εις Οίτην εκυκλώθησαν παρά των στρατιωτικών δυνάμεων και της χωροφυλακής και συνάπτεται μάχη».
Τηλεγράφημα προς το υπουργείο Δημόσιας Τάξης περιέχει και τις εξής πληροφορίες: «Οι απαχθέντες είναι οι λοχαγοί πυροβολικού Μάνος και Καρδουλάκης, οι ανθυπολοχαγοί Παναγιώτου και Μωραϊτόπουλος, 15 στρατιώτες και 6 χωροφύλακες. Κινούνται κατά των 70 ανταρτών ισχυραί δυνάμεις εκ διαφόρων κατευθύνσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες της χωροφυλακής Λαμίας, όχι απόλυτα εξακριβωμένες, που διαβιβάστηκαν στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, όλοι οι συλληφθέντες στο σταθμό Γραβιάς, πολίτες, αξιωματικοί, στρατιώτες και χωροφύλακες αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης με τη συνοδεία του κατά την επιχείρηση "είχον εισέλθει εις εν γειτονικόν πανδοχείον διά να γευματίσουν". Αντάρτες υπό τον Διαμαντή τους ζήτησαν να παραδοθούν. Ο κ. Ασημάκης και η φρουρά του αμύνθηκαν και βγήκαν από το πανδοχείο. Επακολούθησε μάχη με τους αντάρτες που πήραν θέσεις πίσω από τα κτίσματα και "ούτω εδόθη ευκαιρία εις τον Ταξίαρχον να διαφύγει και να φθάση εις γειτονικόν χωρίον"».
Τα στρατιωτικά τμήματα υπό τον Ταξίαρχον κ. Αντωνόπουλον που κινήθηκαν κατά των ανταρτών ήρθαν σε επαφή μαζί τους και ενεπλάκησαν σε μάχη κοντά στο χωριό Αποστολάτες 4. «Οι συμμορίτες μαχόμενοι εγκατέλειψαν τους συλληφθέντας ιδιώτας και εκ των συλληφθέντων αξιωματικών δύο εφέδρους ανθυπολοχαγούς. Επίσης διέφυγον και αρκετοί στρατιώται».
Εγινε γνωστό ότι οι αντάρτες είχαν πληροφορηθεί ότι θα περνούσε από τη Γραβιά για να επιθεωρήσει τη φρουρά Λαμίας ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού κ. Γιαντζής. Ο Σωματάρχης, όμως, είχε περάσει την προηγούμενη μέρα, «γεγονός όπερ διέφυγε την προσοχήν των συμμοριτών, οι οποίοι εξέλαβον τον κ. Ασημάκη ως τον κ. Γιαντζήν, δεδομένου ότι και αυτός έφερεν ερυθράν ταινίαν εις το πηλήκιόν του».
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» Τετάρτη 15.1. 1947
«Η επιχείρηση της Γραβιάς απασχολούσε και χθες την ειδησεογραφία του Αθηναϊκού Τύπου. Ιδιαίτερα απασχολούνται οι σχετικές ειδήσεις που σε πολλά σημεία αλληλοσυγκρούονται με την παρουσία και τη στάση κατά την επιχείρηση του Ταξίαρχου κ. Ασημάκη.
Σύμφωνα με τηλεγράφημα που ανακοίνωσε το υπουργείο Στρατιωτικών: "Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης μετά της συνοδείας του είχεν εισέλθει εις εν πανδοχείον γειτονικόν του σταθμού διά να γευματίσουν". Και επακολουθεί περιγραφή του πώς αμύνθηκε ο κ. Ταξίαρχος και πώς διέφυγε από τους αντάρτες.
Η "Καθημερινή" όμως, σε σχετικό τηλεγράφημα της από τη Λαμία, γράφει: "Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης με τον στρατιώτην Απ. Αϊβαλιώτην κατέφυγεν εις το αποχωρητήριον του σταθμού και ήρχισε βάλλων με αυτόματον...Ως χθες το πρωί δεν υπήρχαν νεότερες πληροφορίες σχετικά με την έκβασιν της μάχης που είχε αρχίσει μεταξύ των ανταρτών που ενήργησαν την επιχείρηση της Γραβιάς υπό τον Διαμαντήν (Σ. «Ρ» και όχι υπό τον λοχαγόν Ραχούτη όπως γράψαμε χθες) και των στρατιωτικών δυνάμεων υπό τον Ταξίαρχον κ. Αντωνόπουλο κοντά στο χωριό Αποστολάτες. Τα στρατιωτικά τμήματα είχον κινηθεί υπερκεραστικώς και δεν απέμεινεν εις τους συμμορίτας ειμή μια δύσβατος και ορεινή οδός την οποίαν τα στρατιωτικά τμήματα προσπάθησαν επίσης να φράξουν. Οι αντάρτες κρατούν ακόμη 2 Ταγματάρχες (και όχι λοχαγούς όπως είχε ανακοινωθεί προχθές) των οποίων τα ονόματα δεν έγιναν γνωστά. Τα τμήματα βρίσκονται σε επαφή με τους αντάρτες και "συνάπτουν" συμπλοκάς κατά διαλείμματα". Οι δύο ανθυπολοχαγοί και 15 στρατιώτες που αφέθηκαν ελεύθεροι δήλωσαν ότι δεν κακοποιήθηκαν από τους αντάρτες».
Τα στρατιωτικά τμήματα υπό τον Ταξίαρχον κ. Αντωνόπουλον που κινήθηκαν κατά των ανταρτών ήρθαν σε επαφή μαζί τους και ενεπλάκησαν σε μάχη κοντά στο χωριό Αποστολάτες 4. «Οι συμμορίτες μαχόμενοι εγκατέλειψαν τους συλληφθέντας ιδιώτας και εκ των συλληφθέντων αξιωματικών δύο εφέδρους ανθυπολοχαγούς. Επίσης διέφυγον και αρκετοί στρατιώται».
Εγινε γνωστό ότι οι αντάρτες είχαν πληροφορηθεί ότι θα περνούσε από τη Γραβιά για να επιθεωρήσει τη φρουρά Λαμίας ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού κ. Γιαντζής. Ο Σωματάρχης, όμως, είχε περάσει την προηγούμενη μέρα, «γεγονός όπερ διέφυγε την προσοχήν των συμμοριτών, οι οποίοι εξέλαβον τον κ. Ασημάκη ως τον κ. Γιαντζήν, δεδομένου ότι και αυτός έφερεν ερυθράν ταινίαν εις το πηλήκιόν του».
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» Τετάρτη 15.1. 1947
«Η επιχείρηση της Γραβιάς απασχολούσε και χθες την ειδησεογραφία του Αθηναϊκού Τύπου. Ιδιαίτερα απασχολούνται οι σχετικές ειδήσεις που σε πολλά σημεία αλληλοσυγκρούονται με την παρουσία και τη στάση κατά την επιχείρηση του Ταξίαρχου κ. Ασημάκη.
Σύμφωνα με τηλεγράφημα που ανακοίνωσε το υπουργείο Στρατιωτικών: "Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης μετά της συνοδείας του είχεν εισέλθει εις εν πανδοχείον γειτονικόν του σταθμού διά να γευματίσουν". Και επακολουθεί περιγραφή του πώς αμύνθηκε ο κ. Ταξίαρχος και πώς διέφυγε από τους αντάρτες.
Η "Καθημερινή" όμως, σε σχετικό τηλεγράφημα της από τη Λαμία, γράφει: "Ο Ταξίαρχος κ. Ασημάκης με τον στρατιώτην Απ. Αϊβαλιώτην κατέφυγεν εις το αποχωρητήριον του σταθμού και ήρχισε βάλλων με αυτόματον...Ως χθες το πρωί δεν υπήρχαν νεότερες πληροφορίες σχετικά με την έκβασιν της μάχης που είχε αρχίσει μεταξύ των ανταρτών που ενήργησαν την επιχείρηση της Γραβιάς υπό τον Διαμαντήν (Σ. «Ρ» και όχι υπό τον λοχαγόν Ραχούτη όπως γράψαμε χθες) και των στρατιωτικών δυνάμεων υπό τον Ταξίαρχον κ. Αντωνόπουλο κοντά στο χωριό Αποστολάτες. Τα στρατιωτικά τμήματα είχον κινηθεί υπερκεραστικώς και δεν απέμεινεν εις τους συμμορίτας ειμή μια δύσβατος και ορεινή οδός την οποίαν τα στρατιωτικά τμήματα προσπάθησαν επίσης να φράξουν. Οι αντάρτες κρατούν ακόμη 2 Ταγματάρχες (και όχι λοχαγούς όπως είχε ανακοινωθεί προχθές) των οποίων τα ονόματα δεν έγιναν γνωστά. Τα τμήματα βρίσκονται σε επαφή με τους αντάρτες και "συνάπτουν" συμπλοκάς κατά διαλείμματα". Οι δύο ανθυπολοχαγοί και 15 στρατιώτες που αφέθηκαν ελεύθεροι δήλωσαν ότι δεν κακοποιήθηκαν από τους αντάρτες».
2. Τα γεγονότα της Γραβιάς
ΑΡΧΕΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
«Την 12ην Ιανουαρίου ένας εκ των συντρόφων του Αρχισυμμορίτου Αρη Βελουχιώτη ο Διαμαντής... προσέβαλεν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Γραβιάς την αμαξοστοιχίαν Λαμίας - Αθηνών. Την κύριαν δύναμιν επιθέσεως απετέλεσαν 70 περίπου επίλεκτοι Κ/Σ. Εις την εκτέλεσιν της προσβολής της αμαξοστοιχίας αποφασιστική υπήρξεν η συμβολή των κομμουνιστών, οι οποίοι είχον επιβιβασθή της αμαξοστοιχίας ως αθώοι ταξιδιώται εκ Λαμίας και των αυτοαμυνιτών της περιοχής Γραβιάς, οι οποίοι ανέμενον εις τον σταθμόν την άφιξιν της αμαξοστοιχίας διά να μεταβούν δήθεν εις Αθήνας.
Επί της αμαξοστοιχίας επέβαινον, πλην του Ταξιάρχου (σ.σ. Ασημάκη) και των πολιτών επιβατών, περί τους 20 άοπλοι στρατιώται, 4 λοχαγοί και 2 έφεδροι ανθυπολοχαγοί αδειούχοι.
Η επίθεσις εξεδηλώθη αιφνιδιαστικώς την 14.00 και ευθύς μετά την άφιξιν της αμαξοστοιχίας εις τον σταθμόν Γραβιάς, διά ταυτοχρόνου ενόπλου δράσεως των κομμουνιστών επιβατών, των αυτοαμυνιτών, οι οποίοι ανέμενον τις τον σταθμόν και των Κ/Σ οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και εξόρμησαν με αλαλαγμούς εκ των παρακειμένων υψωμάτων.
Πρώτη φροντίς των αυτοαμυνιτών υπήρξεν η καταστροφή των τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συσκευών του σταθμού. Επηκολούθησεν πανδαιμόνιον κραυγών και πυροβολισμών εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, σύγχυσις και πανικός. Όσοι εκ των στρατιωτικών επιχείρησαν να προβάλλουν αντίστασιν εθερίσθησαν υπό ριπών των αυτομάτων των Κ/Σ. Πρώτοι εφονεύθησαν οι λοχαγοί Σταθακόπουλος Ιωάννης και Νικολόπουλος Γεώργιος και ο χωροφύλαξ Καστανάς. Εντός ελαχίστων λεπτών της ώρας άλλοι 18 στρατιωτικοί, πολίται και σιδηροδρομικοί υπάλληλοι έπιπτον εντός των οχημάτων νεκροί ή τραυματίαι. Οι λοιποί, περί τους 22, μεταξύ των οποίων και 2 λοχαγοί και 2 ανθυπολοχαγοί, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Μόνο ο Ταξίαρχος και ο συνοδός του οπλίτης, βάλλοντας δι' αυτομάτου, το οποίον έφερον μαζί των, κατόρθωσαν να διαφύγουν...
Οι Κ/Σ διέφυγον ευχερώς εις Οίτην. Ισχυραί δυνάμεις στρατού και χωροφυλακής, αι οποίαι απεστάλησαν την ιδίαν ημέραν εκ Λαμίας και Λεβαδείας προς καταδίωξίν των, ουδέν επέτυχον. Την επομένην διά λόγους εντυπωσιακούς και διά να αποδειχθεί δήθεν ότι οι Κ/Σ στρέφονται μόνον κατά των "μοναρχοφασιστών" αφήκαν ελεύθερους τους 2 εφέδρους ανθυπολοχαγούς και 15 εκ των αιχμαλωτισθέντων οπλιτών».
ΑΡΧΕΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
«Την 12ην Ιανουαρίου ένας εκ των συντρόφων του Αρχισυμμορίτου Αρη Βελουχιώτη ο Διαμαντής... προσέβαλεν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Γραβιάς την αμαξοστοιχίαν Λαμίας - Αθηνών. Την κύριαν δύναμιν επιθέσεως απετέλεσαν 70 περίπου επίλεκτοι Κ/Σ. Εις την εκτέλεσιν της προσβολής της αμαξοστοιχίας αποφασιστική υπήρξεν η συμβολή των κομμουνιστών, οι οποίοι είχον επιβιβασθή της αμαξοστοιχίας ως αθώοι ταξιδιώται εκ Λαμίας και των αυτοαμυνιτών της περιοχής Γραβιάς, οι οποίοι ανέμενον εις τον σταθμόν την άφιξιν της αμαξοστοιχίας διά να μεταβούν δήθεν εις Αθήνας.
Επί της αμαξοστοιχίας επέβαινον, πλην του Ταξιάρχου (σ.σ. Ασημάκη) και των πολιτών επιβατών, περί τους 20 άοπλοι στρατιώται, 4 λοχαγοί και 2 έφεδροι ανθυπολοχαγοί αδειούχοι.
Η επίθεσις εξεδηλώθη αιφνιδιαστικώς την 14.00 και ευθύς μετά την άφιξιν της αμαξοστοιχίας εις τον σταθμόν Γραβιάς, διά ταυτοχρόνου ενόπλου δράσεως των κομμουνιστών επιβατών, των αυτοαμυνιτών, οι οποίοι ανέμενον τις τον σταθμόν και των Κ/Σ οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και εξόρμησαν με αλαλαγμούς εκ των παρακειμένων υψωμάτων.
Πρώτη φροντίς των αυτοαμυνιτών υπήρξεν η καταστροφή των τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συσκευών του σταθμού. Επηκολούθησεν πανδαιμόνιον κραυγών και πυροβολισμών εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, σύγχυσις και πανικός. Όσοι εκ των στρατιωτικών επιχείρησαν να προβάλλουν αντίστασιν εθερίσθησαν υπό ριπών των αυτομάτων των Κ/Σ. Πρώτοι εφονεύθησαν οι λοχαγοί Σταθακόπουλος Ιωάννης και Νικολόπουλος Γεώργιος και ο χωροφύλαξ Καστανάς. Εντός ελαχίστων λεπτών της ώρας άλλοι 18 στρατιωτικοί, πολίται και σιδηροδρομικοί υπάλληλοι έπιπτον εντός των οχημάτων νεκροί ή τραυματίαι. Οι λοιποί, περί τους 22, μεταξύ των οποίων και 2 λοχαγοί και 2 ανθυπολοχαγοί, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Μόνο ο Ταξίαρχος και ο συνοδός του οπλίτης, βάλλοντας δι' αυτομάτου, το οποίον έφερον μαζί των, κατόρθωσαν να διαφύγουν...
Οι Κ/Σ διέφυγον ευχερώς εις Οίτην. Ισχυραί δυνάμεις στρατού και χωροφυλακής, αι οποίαι απεστάλησαν την ιδίαν ημέραν εκ Λαμίας και Λεβαδείας προς καταδίωξίν των, ουδέν επέτυχον. Την επομένην διά λόγους εντυπωσιακούς και διά να αποδειχθεί δήθεν ότι οι Κ/Σ στρέφονται μόνον κατά των "μοναρχοφασιστών" αφήκαν ελεύθερους τους 2 εφέδρους ανθυπολοχαγούς και 15 εκ των αιχμαλωτισθέντων οπλιτών».
3. Από Γκιώνα ορμώμενοι
Του ΓΙΩΡΓΗ ΚΟΥΤΡΟΥΚΗ
«Εκείνες τις ημέρες ήρθε ο Νίκος Τριανταφύλλου. Εκπρόσωπος της ΚΟΠ Στερεάς και με εντολή για το αντάρτικο όλης της Ρούμελης. Χωρίσαμε από τους Παλαιολόγου - Μπελή. Μας έδωσαν μια διμοιρία. Γίναμε το Αρχηγείο Γκιώνας - Παρνασσού με το Διαμαντή αρχηγό και εγώ επίτροπος. Η μία από τις τρεις διμοιρίες ονομάστηκε Αρχηγείο Λοκρίδος. Αρχηγός ο Πελοπίδας, πολιτικός ο Ανάποδος, στρατιωτικός ο Αίας (Δημ. Κουτσοδόντης). Θα κινιόταν μαζί μας μέχρι να μπορέσει να περάσει στη Λοκρίδα.
Στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) ετοιμάσαμε το σχέδιο επιχείρησης στο σιδηροδρομικό σταθμό Μπράλου - Γραβιάς. Κατεβήκαμε από νύχτα 12/1/1947 στην κοιλάδα καμιά διακοσαριά μέτρα από το σταθμό και καλυφθήκαμε σ' ένα ποταμάκι με πυκνά πλατάνια. Ηταν τόλμημα, το λημέριασμα ως το απόγευμα μέσα στο χαμηλό και ανάμεσα σε δημόσιους δρόμους εκείνο μέρος. Ένας τσοπάνος που έπεσε απάνω μας τον κρατήσαμε όλη την ημέρα κοντά μας. Μια ομάδα, έξι επίλεκτων, με αυτόματα κρυμμένα σε χωριάτικες κάπες μπήκε από νωρίτερα στο σταθμό με τον κόσμο που περίμενε το τρένο. Το τρένο ήρθε κατά τις 2 μ.μ. Τότε εκδηλώθηκαν οι κομάντος μας, την ίδια στιγμή που ορμούσαμε κι εμείς με φωνές τρέχοντας στο σταθμό. Είχαν αποσυνδέσει τη μηχανή απ' τα βαγόνια και χτύπησαν ένα δύο στρατιωτικούς που αποπειράθηκαν να αντισταθούν.
Πιάσαμε καμιά εικοσαριά στρατιώτες και χωροφύλακες, δύο έφεδρους ανθυπολοχαγούς και δύο ηλικιωμένους λοχαγούς. Από τα χαρτιά τους βρήκαμε ότι είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας και πήγαιναν στη φρουρά της Λαμίας. Κατηγορούνταν για το φόνο του γραμματέα της Καισαριανής που είχε γίνει πριν λίγους μήνες. Το ομολόγησαν, ισχυριζόμενοι ότι απλώς φύλαγαν τσίλιες στο φόνο. Τους περάσαμε ανταρτοδικείο. Δεν ήταν δυνατό να συγχωρεθούν. Η ποινή του θανάτου δεν είχε καταργηθεί.
Η σύγχυση του κόσμου στην ώρα της επιχείρησης, είναι ευνόητη. Τους καθησυχάσαμε. Δυο πακέτα τσιγάρα «Άσσος Παπαστράτου» από μια κοπέλα Αμφισιώτισσα, ήταν δώρο πολυτελείας. Στον κόσμο εξηγήσαμε με λίγα λόγια τους σκοπούς του αγώνα μας. Βλέπω το Διαμαντή να ντουφεκάει στην κάτω άκρη του Σταθμού προς τα έξω. «Τι κάνεις εκεί;». Ένας καραβανάς μου ξέφυγε, λέει. Υστερα μάθαμε και πήγαμε να σκάσουμε απ' το κακό μας, ότι ήταν ο ταξίαρχος Ασημάκης, διοικητής φρουράς Λαμίας. Ο οδηγός του Κ. Ζαρίφης, κοντοχωριανός μου, ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων. Τον καθησύχασα. Όπως και το διευθυντή του Σιδηροδρομικού Σταθμού Βασίλη Λέκο, επίσης κοντοχωριανό μου. Από την Κυσέλη και οι δύο.
Τους στρατιωτικούς τους πήραμε μαζί μας, στην Ανω Κάνιανη. Ο ένας ανθυπολοχαγός ήταν ντόπιος, γιος του παπά του χωριού. Συνομήλικός μου περίπου, δικηγόρος Τάκης Παπαναγιώτου. Ηρθε η παπαδιά και παρακαλούσε. Τη διαβεβαίωσα ότι δεν είχε να πάθει τίποτα ο γιος της. Με καλούσε για φαγητό στο σπίτι της. Δε δέχτηκα. Σε λίγο της έστειλα το γιο της ελεύθερο. Τους άλλους στην εκκλησία του χωριού. Τους είπα μερικές κουβέντες και στον «επαναστατικό οίστρο» μου, τους λέω: «Ρούχα δεν έχουμε ούτε για τον εαυτό μας. Αν θέλετε κατεβάστε καμιά εικόνα για να μην ξαπλώσετε πάνω στις πλάκες του δαπέδου». Αυτό το κατέθεσε ένας ενωματάρχης στη δίκη μου στο Κακουργιοδικείο Λαμίας το 1955. Είχε θιγεί η ευσέβεια του ανθρώπου. Και μάλιστα για να επιβαρύνει τη θέση μου - όπως νόμιζε - κατέθεσε ότι εγώ τους είχα απολύσει την άλλη μέρα χωρίς γνώση του Διαμαντή. Αρα είχα εξουσία. Πράγματι, ο Διαμαντής είχε μείνει με τρεις - τέσσερις αντάρτες στην Κάτω Κάνιανη. Την ώρα που τους έβγαζα στο δρόμο έξω από το χωριό, να ο Διαμαντής. Αυτοί πάγωσαν. Εμείς είχαμε συνεννοηθεί με το Διαμαντή για το τι θα τους κάναμε.
Τους είπε κι αυτός δύο λόγια και τους άφησε».
Του ΓΙΩΡΓΗ ΚΟΥΤΡΟΥΚΗ
«Εκείνες τις ημέρες ήρθε ο Νίκος Τριανταφύλλου. Εκπρόσωπος της ΚΟΠ Στερεάς και με εντολή για το αντάρτικο όλης της Ρούμελης. Χωρίσαμε από τους Παλαιολόγου - Μπελή. Μας έδωσαν μια διμοιρία. Γίναμε το Αρχηγείο Γκιώνας - Παρνασσού με το Διαμαντή αρχηγό και εγώ επίτροπος. Η μία από τις τρεις διμοιρίες ονομάστηκε Αρχηγείο Λοκρίδος. Αρχηγός ο Πελοπίδας, πολιτικός ο Ανάποδος, στρατιωτικός ο Αίας (Δημ. Κουτσοδόντης). Θα κινιόταν μαζί μας μέχρι να μπορέσει να περάσει στη Λοκρίδα.
Στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) ετοιμάσαμε το σχέδιο επιχείρησης στο σιδηροδρομικό σταθμό Μπράλου - Γραβιάς. Κατεβήκαμε από νύχτα 12/1/1947 στην κοιλάδα καμιά διακοσαριά μέτρα από το σταθμό και καλυφθήκαμε σ' ένα ποταμάκι με πυκνά πλατάνια. Ηταν τόλμημα, το λημέριασμα ως το απόγευμα μέσα στο χαμηλό και ανάμεσα σε δημόσιους δρόμους εκείνο μέρος. Ένας τσοπάνος που έπεσε απάνω μας τον κρατήσαμε όλη την ημέρα κοντά μας. Μια ομάδα, έξι επίλεκτων, με αυτόματα κρυμμένα σε χωριάτικες κάπες μπήκε από νωρίτερα στο σταθμό με τον κόσμο που περίμενε το τρένο. Το τρένο ήρθε κατά τις 2 μ.μ. Τότε εκδηλώθηκαν οι κομάντος μας, την ίδια στιγμή που ορμούσαμε κι εμείς με φωνές τρέχοντας στο σταθμό. Είχαν αποσυνδέσει τη μηχανή απ' τα βαγόνια και χτύπησαν ένα δύο στρατιωτικούς που αποπειράθηκαν να αντισταθούν.
Πιάσαμε καμιά εικοσαριά στρατιώτες και χωροφύλακες, δύο έφεδρους ανθυπολοχαγούς και δύο ηλικιωμένους λοχαγούς. Από τα χαρτιά τους βρήκαμε ότι είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας και πήγαιναν στη φρουρά της Λαμίας. Κατηγορούνταν για το φόνο του γραμματέα της Καισαριανής που είχε γίνει πριν λίγους μήνες. Το ομολόγησαν, ισχυριζόμενοι ότι απλώς φύλαγαν τσίλιες στο φόνο. Τους περάσαμε ανταρτοδικείο. Δεν ήταν δυνατό να συγχωρεθούν. Η ποινή του θανάτου δεν είχε καταργηθεί.
Η σύγχυση του κόσμου στην ώρα της επιχείρησης, είναι ευνόητη. Τους καθησυχάσαμε. Δυο πακέτα τσιγάρα «Άσσος Παπαστράτου» από μια κοπέλα Αμφισιώτισσα, ήταν δώρο πολυτελείας. Στον κόσμο εξηγήσαμε με λίγα λόγια τους σκοπούς του αγώνα μας. Βλέπω το Διαμαντή να ντουφεκάει στην κάτω άκρη του Σταθμού προς τα έξω. «Τι κάνεις εκεί;». Ένας καραβανάς μου ξέφυγε, λέει. Υστερα μάθαμε και πήγαμε να σκάσουμε απ' το κακό μας, ότι ήταν ο ταξίαρχος Ασημάκης, διοικητής φρουράς Λαμίας. Ο οδηγός του Κ. Ζαρίφης, κοντοχωριανός μου, ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων. Τον καθησύχασα. Όπως και το διευθυντή του Σιδηροδρομικού Σταθμού Βασίλη Λέκο, επίσης κοντοχωριανό μου. Από την Κυσέλη και οι δύο.
Τους στρατιωτικούς τους πήραμε μαζί μας, στην Ανω Κάνιανη. Ο ένας ανθυπολοχαγός ήταν ντόπιος, γιος του παπά του χωριού. Συνομήλικός μου περίπου, δικηγόρος Τάκης Παπαναγιώτου. Ηρθε η παπαδιά και παρακαλούσε. Τη διαβεβαίωσα ότι δεν είχε να πάθει τίποτα ο γιος της. Με καλούσε για φαγητό στο σπίτι της. Δε δέχτηκα. Σε λίγο της έστειλα το γιο της ελεύθερο. Τους άλλους στην εκκλησία του χωριού. Τους είπα μερικές κουβέντες και στον «επαναστατικό οίστρο» μου, τους λέω: «Ρούχα δεν έχουμε ούτε για τον εαυτό μας. Αν θέλετε κατεβάστε καμιά εικόνα για να μην ξαπλώσετε πάνω στις πλάκες του δαπέδου». Αυτό το κατέθεσε ένας ενωματάρχης στη δίκη μου στο Κακουργιοδικείο Λαμίας το 1955. Είχε θιγεί η ευσέβεια του ανθρώπου. Και μάλιστα για να επιβαρύνει τη θέση μου - όπως νόμιζε - κατέθεσε ότι εγώ τους είχα απολύσει την άλλη μέρα χωρίς γνώση του Διαμαντή. Αρα είχα εξουσία. Πράγματι, ο Διαμαντής είχε μείνει με τρεις - τέσσερις αντάρτες στην Κάτω Κάνιανη. Την ώρα που τους έβγαζα στο δρόμο έξω από το χωριό, να ο Διαμαντής. Αυτοί πάγωσαν. Εμείς είχαμε συνεννοηθεί με το Διαμαντή για το τι θα τους κάναμε.
Τους είπε κι αυτός δύο λόγια και τους άφησε».
4. Σχέδιο και επιτυχία
του ΚΩΣΤΑ ΠΕΝΤΕΔΕΚΑ
«Οταν το 1946, στις 28 Οκτώβρη, συγκροτήθηκε το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), στην Τσούκα Αντιχασίων, για το συντονισμό και την ενιαία καθοδήγηση των ανταρτών, στα διάφορα μέρη της Ελλάδας, στη Ρούμελη υπήρχαν δύο συγκροτήματα. Το ένα στα βουνά Παρνασσός - Γκιώνα - Βαρδούσια με αρχηγό τον Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου), με 39 ένοπλους καταδιωκόμενους και το άλλο, στο βουνό Οίτη και στην περιοχή της Ορεινής Δυτικής Φθιώτιδας, με επικεφαλής τους Μπελή και Κ. Παλαιολόγου με 52 μαχητές. Είχαν και τα δύο καλή δράση, ιδιαίτερα το Νοέμβρη μήνα είχαν χτυπήσει και διαλύσει τους σταθμούς Χωροφυλακής στο Μαυρολιθάρι, Κροκύλι, Πύργο και Γαρδίκι και τις παρακρατικές συμμορίες που βασάνιζαν τους κατοίκους της περιοχής.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις που κινήθηκαν ενάντιά τους, έπαθαν πανωλεθρία. Ένα τάγμα και δύο λόχοι διαλύθηκαν και όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν, εγκατέλειψαν τον οπλισμό τους κι επέστρεψαν στις βάσεις τους πανικόβλητοι.
Στην ιστορία του ΓΕΣ αναφέρεται: «Τα ατυχήματα αυτά είχον ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτικήν αποτυχία της προσχεδιασθείσης επιχειρήσεως διά την εκκαθάρισιν των δυτικών Δήμων Φθιώτιδος» (σελ. 172, Α' τόμος).
Για το λόγο αυτό, εκτός από το στρατό, έστειλαν κι ένα μεγάλο απόσπασμα χωροφυλακής 80, περίπου, χωροφύλακες με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Δημοσθένη Χαλντούπη από τη Μενδενίτσα, το οποίο έπιασε θέσεις στα υψώματα του χωριού Κυριακοχώρι, ενώ ο αξιωματικός Κρανιάς με το τάγμα του είχε φτάσει ως τα διπλανά χωριά Κολοκυθιά - Αργύρια.
Τα δύο συγκροτήματα των ανταρτών είχαν ενωθεί στις αρχές του Δεκέμβρη, στο χωριό Γαρδίκι κι αποφάσισαν να χτυπήσουν το απόσπασμα Χωροφυλακής. Και στις 6 Δεκέμβρη του 1946, οργάνωσαν καλά την επιχείρηση και με ορμητική επίθεση όχι μόνο το διέλυσαν, αλλά το εξολόθρευσαν εντελώς. Γλίτωσαν ελάχιστοι και ο διοικητής τους.
Ενωμένα τα συγκροτήματα συνέχισαν τη δράση τους όλο το Δεκέμβρη.
Στις 12/12/1946, διέλυσαν το σταθμό Χωροφυλακής Κρίκελου και μοίρασαν στους κατοίκους τα τρόφιμα, ρούχα κλπ., που τα κρατούσε η επιτροπή "εθνικοφρόνων", ενώ τα έστελνε η ΟΥΝΡΑ 6 για τον πληθυσμό της περιοχής. Το ίδιο είχε γίνει στο χωριό Αργύρια.
Στις 31 Δεκέμβρη διέλυσαν την υποδιοίκηση Χωροφυλακής Υπάτης, αιχμαλώτισαν όλους τους χωροφύλακες και το διοικητή, όσους βέβαια δεν είχαν σκοτωθεί κατά την επίθεση. Εκεί σκοτώθηκε και ο στρατιωτικός του συγκροτήματος Διαμαντή, ο μόνιμος αξιωματικός Βαγγέλης Χείλαρης (Εύριπος), ενώ σ' όλες τις άλλες ενέργειες δεν είχαμε παρά μόνο έναν τραυματία, τον Τάκη Παπαϊωάννου, δάσκαλο, στη διάλυση του αποσπάσματος χωροφυλακής.
Στις 5 Γενάρη του 1947, ενώ βρίσκονταν και τα δύο συγκροτήματα στο χωριό Μάρμαρα, όπου είχαν επιστρέψει μετά τη μάχη της Υπάτης κι έμειναν μέσα στο χωριό, γιατί είχε πολλά χιόνια, αποφάσισαν να χωρίσουν και να κινηθούν προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Μαζί με το Διαμαντή και το τμήμα του, το οποίο ενισχύθηκε με μια διμοιρία από το τμήμα του Μπελή - Παλαιολόγου, κινήθηκαν και οι συναγωνιστές Νίκος Τριανταφύλλου, μέλος της Κομματικής Οργάνωσης Περιοχής του ΚΚΕ, και ο Γιώργης Γεωργιάδης, μόνιμος αξιωματικός, που τότε είχαν φτάσει στα Μάρμαρα, ο πρώτος από τη Λαμία κι ο δεύτερος από το Μπούλκες. Αποφασίστηκε να γίνει επιχείρηση στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μπράλου, την ώρα που θα 'φτανε το τρένο.
Για το σκοπό αυτό κινήθηκε το τμήμα προς το χωριό Ανατολή, πρώτο σταθμό. Ο καιρός ήταν πολύ κακός. Ανέβηκαν την ανηφόρα μέσα στο δάσος με πολύ χιόνι κι ώσπου να περάσουν το άδεντρο οροπέδιο, υπέφεραν από το δυνατό βοριά. Έφτασαν στο χωριό ξεπαγιασμένοι. Το χωριό είναι χτισμένο σε μια πλαγιά προς την ανατολική πλευρά ενός υψώματος και αραιοκατοικημένο. Οι κάτοικοι αιφνιδιάστηκαν στη χειμωνιάτικη νύχτα, όπως κοιμόντουσαν δίπλα στα τζάκια τους. Πετάχτηκαν επάνω πρόθυμοι να φιλοξενήσουν τους νυχτερινούς επισκέπτες. Έτρεξαν να φέρουν ξύλα για τη φωτιά να ζεσταθεί περισσότερο το μικρό τους χειμωνιάτικο δωμάτιο. Δίψαγαν για νέα κι όλο ρωτούσαν για την εξέλιξη της κατάστασης και γύρω τους και γενικά. Έδειχναν ευχαριστημένοι από το διώξιμο των παρακρατικών συμμοριών και στεναχωρήθηκαν όταν είδαν ότι έφευγε πάλι το τμήμα την επόμενη.
Η νυχτερινή αναστάτωση ήταν μια ευχάριστη νότα γι' αυτούς μέσα στη χειμωνιάτικη μοναξιά τους.
Η επόμενη διανυκτέρευση έγινε στο χωριό Μαυρολιθάρι που είναι μεγαλύτερο σε πληθυσμό και τα σπίτια πιο κοντά το ένα στο άλλο, όλα όμως, καμένα απ' τους Γερμανούς κατακτητές. Οι κάτοικοί του δεν είχαν προλάβει ν' αποκαταστήσουν όλες τις ζημιές. Παρ' όλα αυτά, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περάσουν μια ευχάριστη νύχτα οι φιλοξενούμενοί τους. Ορισμένοι, μάλιστα, ήταν τυχεροί γιατί έφαγαν και πρωτοχρονιάτικο μπακλαβά. Οπως ο Διαμαντής, ο Κουτρούκης κι εγώ, που μείναμε στο σπίτι του Δρόσου Φαράντζου. Η αγωνίστρια Θυμιούλα (η οποία έφυγε πρόσφατα απ' τη ζωή) είχε φυλάξει μερικούς για μας.
Στην Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) έμεινε το τμήμα δύο μέρες και προετοίμασε το σχέδιο για την επιχείρηση στο σταθμό του Μπράλου, αφού συγκέντρωσε ο Διαμαντής ό,τι πληροφορίες χρειαζόταν από την οργάνωση του χωριού.
Το σχέδιο προέβλεπε: Κατάληψη της επιβατικής αμαξοστοιχίας που έφτανε από Αθήνα στις 2 μμ. Αποβίβαση και αιχμαλωσία όλων των στρατιωτικών που θα ταξίδευαν και άλλες λεπτομέρειες, τις οποίες ανακοίνωσε η Διοίκηση: Διαμαντής - Κουτρούκης, στο τμήμα λίγο πριν την επιχείρηση.
Επειδή ο σταθμός Μπράλου είναι στην αρχή της πεδιάδας που υπάρχει ανάμεσα στα βουνά Παρνασσό, νότια και Καλλίδρομο, βόρεια και απέχει από την Καλοσκοπή περί τα 15-16 χιλιόμετρα, αποφασίστηκε να ξεκινήσει νύχτα όλο το τμήμα και να φτάσει μια ώρα πριν ξημερώσει κοντά στο σταθμό, χωρίς να γίνει αντιληπτή η κίνησή του από τους κατοίκους των χωριών Πάνω και Κάτω Κάνιανης, απ' τα οποία έπρεπε να περάσει. Ο καιρός ήταν κατάλληλος. Μια νύχτα χωρίς σύννεφα, αλλά με πολύ κρύο γεναριάτικο. Αυτό βοηθούσε στη γρήγορη πορεία κι όλο το τμήμα έφτασε στην ώρα του σε ένα γούπατο νοτιοδυτικά του σταθμού, όπου και έμεινε ακίνητο, αφού πήρε όλα τα μέτρα. Ένας τσοπάνης που έφτασε κοντά με τα πρόβατα, κρατήθηκε απ' το τμήμα.
Εκεί η διοίκηση ανέλυσε το σχέδιο και καθόρισε τις αποστολές των διμοιριών κι ομάδων. Ξεχώρισε τους μαχητές που είχαν ντυθεί με χωριάτικα ρούχα και είχαν κάτω από τις κάπες τους αυτόματα όπλα. Ηταν έξι παλιοί αντάρτες. Αυτοί θα πήγαιναν στο σταθμό λίγο πριν φτάσει το τρένο, μαζί με όσους τυχόν κατοίκους θα ταξίδευαν. Αποστολή τους ήταν να ενεργήσουν μόλις κάνει στάση η αμαξοστοιχία, να διακόψουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του σταθμού, ν' αποσυνδέσουν τη μηχανή απ' τα βαγόνια και να χτυπήσουν τυχόν αντίσταση που θα βρουν, ώσπου να φτάσει όλη η δύναμη του τμήματος, η οποία θα κινηθεί λίγο πριν φτάσει η αμαξοστοιχία και θα μείνει στον πλατανιά, που ήταν νότια του σταθμού, για να τρέξει αμέσως μόλις κάνει στάση.
Όταν έφτασε η αμαξοστοιχία, ακριβώς στις 2 μ.μ., έτρεξε όλο το τμήμα. Ακούστηκαν πυροβολισμοί αυτομάτου. Κάποιοι μαχητές έβαλαν σε αξιωματικούς που αντιστάθηκαν. Διαδόθηκε αμέσως πως σκοτώθηκαν δύο λοχαγοί. Αιχμαλωτίστηκαν περί τους είκοσι και παραπάνω στρατιωτικοί. Ένας ανώτερος αξιωματικός έφυγε μ' ένα φαντάρο. Του έβαλαν από μακριά. Ηταν ο Ταξίαρχος Ασημάκης, διοικητής φρουράς Λαμίας, όπως μαθεύτηκε αργότερα. Τη γλίτωσε. Οι πολίτες επιβάτες συγκεντρώθηκαν όλοι σε μια αίθουσα δίπλα στο σταθμαρχείο. Ο Διαμαντής, που παρακολουθούσε την εκτέλεση του σχεδίου, μου είπε ν' αναλάβω την περιφρούρησή τους, να μην κυκλοφορούν στο χώρο του σταθμού, μήπως έχουμε κανένα ατύχημα, να τους καθησυχάσω ώσπου να τελειώσει η επιχείρηση.
Όλα τέλειωσαν γρήγορα και κανονικά κι αναχώρησε όλο το τμήμα χωρίς καμιά απώλεια, παίρνοντας μαζί του και όλους τους στρατιωτικούς - στρατιώτες, χωροφύλακες και τέσσερις αξιωματικούς, δύο έφεδρους ανθυπολοχαγούς και δύο μόνιμους λοχαγούς. Τους πολίτες τους άφησε όλους ελεύθερους. Αφού πρώτα τους είπαν λίγα λόγια ότι είναι τμήμα του ΔΣΕ που αναγκάστηκε να πάρει πάλι τα όπλα για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του λαού και για τη Λευτεριά κι ανεξαρτησία της Ελλάδας. Στο βλέμμα τους διακρινόταν η μετατροπή των αισθημάτων τους. Ενώ στην αρχή ανησύχησαν πολύ, μετά άλλαξαν και πολλοί χάρηκαν. Μια γυναίκα που με είχε φιλοξενήσει στην κατοχή και καθόταν σε μια γωνιά κλαίγοντας, άρχισε να γελάει από χαρά όταν της μίλησα και με γνώρισε. Ηταν η μάνα του Βασίλη Παπαγεωργίου από την Ελάτεια.
Είχε συμπτυχθεί όλο το τμήμα στο χωριό Κάνιανη, όταν ακούστηκαν πυρά από τμήματα στρατού στην περιοχή του σταθμού. Συνεχίσαμε ανενόχλητοι την πορεία μας για την Πάνω Κάνιανη, όπου και διανυκτερεύσαμε. Εκεί αφέθηκαν ελεύθεροι και όλοι οι στρατιωτικοί, εκτός από τους δύο λοχαγούς, που στην Κατοχή είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας και εκτελέστηκαν.
Το τμήμα πέρασε από την Καλοσκοπή και κατέληξε στο Μαυρολιθάρι. Εναντίον μας είχε κινηθεί ένα ολόκληρο τάγμα, το οποίο στάθμευσε στα υψώματα του χωριού Δρέμισα. Αποφασίσαμε να το χτυπήσουμε κατά την κίνησή του και στήσαμε ενέδρα μέχρι το μεσημέρι. Ακούστηκαν πολλοί πυροβολισμοί κοντά από την πλευρά της Καστριώτισσας. Ηταν το τάγμα του Κρανιά, το οποίο είχε αιφνιδιάσει 4 αντάρτες που είχε στείλει ο Διαμαντής στη Δάφνη. Είχε προχωρήσει στην Καστριώτισσα όπου υπήρχαν άλλοι δύο αντάρτες κι αιχμαλώτισε τον έναν.
Επειδή δεν υπήρχαν πληροφορίες, διέταξε ο Διαμαντής και κινήθηκε όλο το τμήμα προς τον Αϊ-Λια πάνω από το Μαυρολιθάρι. Η πορεία γινόταν μέσα στο δάσος με πολύ χιόνι και δυνατό κρύο. Πάγωνε κάθε ακάλυπτο μέρος του σώματος. Τα χέρια όσων κράταγαν οπλοπολυβόλο ξύλιασαν. Κατευθύνθηκε όλο το τμήμα νοτιοδυτικά σε μια ρεματιά που υπήρχε κάποιος μύλος εγκαταλειμμένος κοντά στο χωριό Δάφνη. Κι εκεί το κρύο ήταν φοβερό. Την επομένη πήρε ο Διαμαντής επαφή με τους κατοίκους της Δάφνης. Το χωριό ήταν ελεύθερο. Τα τμήματα στρατού δεν κινήθηκαν ως τις 17 του Μάρτη. Είχαν οχυρωθεί πάνω από το Μαυρολιθάρι. Στις 18/3/1947 οργανώθηκε επίθεση ενάντιά τους από το Αρχηγείο Ρούμελης.
Το ΑΡ είχε συγκροτηθεί στις 25 Γενάρη 1947 στο χωριό Αργύρια από τους: Γούσια (Γιώργη Βοντίτσιο), Νίκο Τριανταφύλλου, Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη), Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου) και Ερμή (Βασίλη Πριόβολο).
του ΚΩΣΤΑ ΠΕΝΤΕΔΕΚΑ
«Οταν το 1946, στις 28 Οκτώβρη, συγκροτήθηκε το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), στην Τσούκα Αντιχασίων, για το συντονισμό και την ενιαία καθοδήγηση των ανταρτών, στα διάφορα μέρη της Ελλάδας, στη Ρούμελη υπήρχαν δύο συγκροτήματα. Το ένα στα βουνά Παρνασσός - Γκιώνα - Βαρδούσια με αρχηγό τον Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου), με 39 ένοπλους καταδιωκόμενους και το άλλο, στο βουνό Οίτη και στην περιοχή της Ορεινής Δυτικής Φθιώτιδας, με επικεφαλής τους Μπελή και Κ. Παλαιολόγου με 52 μαχητές. Είχαν και τα δύο καλή δράση, ιδιαίτερα το Νοέμβρη μήνα είχαν χτυπήσει και διαλύσει τους σταθμούς Χωροφυλακής στο Μαυρολιθάρι, Κροκύλι, Πύργο και Γαρδίκι και τις παρακρατικές συμμορίες που βασάνιζαν τους κατοίκους της περιοχής.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις που κινήθηκαν ενάντιά τους, έπαθαν πανωλεθρία. Ένα τάγμα και δύο λόχοι διαλύθηκαν και όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν, εγκατέλειψαν τον οπλισμό τους κι επέστρεψαν στις βάσεις τους πανικόβλητοι.
Στην ιστορία του ΓΕΣ αναφέρεται: «Τα ατυχήματα αυτά είχον ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτικήν αποτυχία της προσχεδιασθείσης επιχειρήσεως διά την εκκαθάρισιν των δυτικών Δήμων Φθιώτιδος» (σελ. 172, Α' τόμος).
Για το λόγο αυτό, εκτός από το στρατό, έστειλαν κι ένα μεγάλο απόσπασμα χωροφυλακής 80, περίπου, χωροφύλακες με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Δημοσθένη Χαλντούπη από τη Μενδενίτσα, το οποίο έπιασε θέσεις στα υψώματα του χωριού Κυριακοχώρι, ενώ ο αξιωματικός Κρανιάς με το τάγμα του είχε φτάσει ως τα διπλανά χωριά Κολοκυθιά - Αργύρια.
Τα δύο συγκροτήματα των ανταρτών είχαν ενωθεί στις αρχές του Δεκέμβρη, στο χωριό Γαρδίκι κι αποφάσισαν να χτυπήσουν το απόσπασμα Χωροφυλακής. Και στις 6 Δεκέμβρη του 1946, οργάνωσαν καλά την επιχείρηση και με ορμητική επίθεση όχι μόνο το διέλυσαν, αλλά το εξολόθρευσαν εντελώς. Γλίτωσαν ελάχιστοι και ο διοικητής τους.
Ενωμένα τα συγκροτήματα συνέχισαν τη δράση τους όλο το Δεκέμβρη.
Στις 12/12/1946, διέλυσαν το σταθμό Χωροφυλακής Κρίκελου και μοίρασαν στους κατοίκους τα τρόφιμα, ρούχα κλπ., που τα κρατούσε η επιτροπή "εθνικοφρόνων", ενώ τα έστελνε η ΟΥΝΡΑ 6 για τον πληθυσμό της περιοχής. Το ίδιο είχε γίνει στο χωριό Αργύρια.
Στις 31 Δεκέμβρη διέλυσαν την υποδιοίκηση Χωροφυλακής Υπάτης, αιχμαλώτισαν όλους τους χωροφύλακες και το διοικητή, όσους βέβαια δεν είχαν σκοτωθεί κατά την επίθεση. Εκεί σκοτώθηκε και ο στρατιωτικός του συγκροτήματος Διαμαντή, ο μόνιμος αξιωματικός Βαγγέλης Χείλαρης (Εύριπος), ενώ σ' όλες τις άλλες ενέργειες δεν είχαμε παρά μόνο έναν τραυματία, τον Τάκη Παπαϊωάννου, δάσκαλο, στη διάλυση του αποσπάσματος χωροφυλακής.
Στις 5 Γενάρη του 1947, ενώ βρίσκονταν και τα δύο συγκροτήματα στο χωριό Μάρμαρα, όπου είχαν επιστρέψει μετά τη μάχη της Υπάτης κι έμειναν μέσα στο χωριό, γιατί είχε πολλά χιόνια, αποφάσισαν να χωρίσουν και να κινηθούν προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Μαζί με το Διαμαντή και το τμήμα του, το οποίο ενισχύθηκε με μια διμοιρία από το τμήμα του Μπελή - Παλαιολόγου, κινήθηκαν και οι συναγωνιστές Νίκος Τριανταφύλλου, μέλος της Κομματικής Οργάνωσης Περιοχής του ΚΚΕ, και ο Γιώργης Γεωργιάδης, μόνιμος αξιωματικός, που τότε είχαν φτάσει στα Μάρμαρα, ο πρώτος από τη Λαμία κι ο δεύτερος από το Μπούλκες. Αποφασίστηκε να γίνει επιχείρηση στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μπράλου, την ώρα που θα 'φτανε το τρένο.
Για το σκοπό αυτό κινήθηκε το τμήμα προς το χωριό Ανατολή, πρώτο σταθμό. Ο καιρός ήταν πολύ κακός. Ανέβηκαν την ανηφόρα μέσα στο δάσος με πολύ χιόνι κι ώσπου να περάσουν το άδεντρο οροπέδιο, υπέφεραν από το δυνατό βοριά. Έφτασαν στο χωριό ξεπαγιασμένοι. Το χωριό είναι χτισμένο σε μια πλαγιά προς την ανατολική πλευρά ενός υψώματος και αραιοκατοικημένο. Οι κάτοικοι αιφνιδιάστηκαν στη χειμωνιάτικη νύχτα, όπως κοιμόντουσαν δίπλα στα τζάκια τους. Πετάχτηκαν επάνω πρόθυμοι να φιλοξενήσουν τους νυχτερινούς επισκέπτες. Έτρεξαν να φέρουν ξύλα για τη φωτιά να ζεσταθεί περισσότερο το μικρό τους χειμωνιάτικο δωμάτιο. Δίψαγαν για νέα κι όλο ρωτούσαν για την εξέλιξη της κατάστασης και γύρω τους και γενικά. Έδειχναν ευχαριστημένοι από το διώξιμο των παρακρατικών συμμοριών και στεναχωρήθηκαν όταν είδαν ότι έφευγε πάλι το τμήμα την επόμενη.
Η νυχτερινή αναστάτωση ήταν μια ευχάριστη νότα γι' αυτούς μέσα στη χειμωνιάτικη μοναξιά τους.
Η επόμενη διανυκτέρευση έγινε στο χωριό Μαυρολιθάρι που είναι μεγαλύτερο σε πληθυσμό και τα σπίτια πιο κοντά το ένα στο άλλο, όλα όμως, καμένα απ' τους Γερμανούς κατακτητές. Οι κάτοικοί του δεν είχαν προλάβει ν' αποκαταστήσουν όλες τις ζημιές. Παρ' όλα αυτά, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περάσουν μια ευχάριστη νύχτα οι φιλοξενούμενοί τους. Ορισμένοι, μάλιστα, ήταν τυχεροί γιατί έφαγαν και πρωτοχρονιάτικο μπακλαβά. Οπως ο Διαμαντής, ο Κουτρούκης κι εγώ, που μείναμε στο σπίτι του Δρόσου Φαράντζου. Η αγωνίστρια Θυμιούλα (η οποία έφυγε πρόσφατα απ' τη ζωή) είχε φυλάξει μερικούς για μας.
Στην Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) έμεινε το τμήμα δύο μέρες και προετοίμασε το σχέδιο για την επιχείρηση στο σταθμό του Μπράλου, αφού συγκέντρωσε ο Διαμαντής ό,τι πληροφορίες χρειαζόταν από την οργάνωση του χωριού.
Το σχέδιο προέβλεπε: Κατάληψη της επιβατικής αμαξοστοιχίας που έφτανε από Αθήνα στις 2 μμ. Αποβίβαση και αιχμαλωσία όλων των στρατιωτικών που θα ταξίδευαν και άλλες λεπτομέρειες, τις οποίες ανακοίνωσε η Διοίκηση: Διαμαντής - Κουτρούκης, στο τμήμα λίγο πριν την επιχείρηση.
Επειδή ο σταθμός Μπράλου είναι στην αρχή της πεδιάδας που υπάρχει ανάμεσα στα βουνά Παρνασσό, νότια και Καλλίδρομο, βόρεια και απέχει από την Καλοσκοπή περί τα 15-16 χιλιόμετρα, αποφασίστηκε να ξεκινήσει νύχτα όλο το τμήμα και να φτάσει μια ώρα πριν ξημερώσει κοντά στο σταθμό, χωρίς να γίνει αντιληπτή η κίνησή του από τους κατοίκους των χωριών Πάνω και Κάτω Κάνιανης, απ' τα οποία έπρεπε να περάσει. Ο καιρός ήταν κατάλληλος. Μια νύχτα χωρίς σύννεφα, αλλά με πολύ κρύο γεναριάτικο. Αυτό βοηθούσε στη γρήγορη πορεία κι όλο το τμήμα έφτασε στην ώρα του σε ένα γούπατο νοτιοδυτικά του σταθμού, όπου και έμεινε ακίνητο, αφού πήρε όλα τα μέτρα. Ένας τσοπάνης που έφτασε κοντά με τα πρόβατα, κρατήθηκε απ' το τμήμα.
Εκεί η διοίκηση ανέλυσε το σχέδιο και καθόρισε τις αποστολές των διμοιριών κι ομάδων. Ξεχώρισε τους μαχητές που είχαν ντυθεί με χωριάτικα ρούχα και είχαν κάτω από τις κάπες τους αυτόματα όπλα. Ηταν έξι παλιοί αντάρτες. Αυτοί θα πήγαιναν στο σταθμό λίγο πριν φτάσει το τρένο, μαζί με όσους τυχόν κατοίκους θα ταξίδευαν. Αποστολή τους ήταν να ενεργήσουν μόλις κάνει στάση η αμαξοστοιχία, να διακόψουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του σταθμού, ν' αποσυνδέσουν τη μηχανή απ' τα βαγόνια και να χτυπήσουν τυχόν αντίσταση που θα βρουν, ώσπου να φτάσει όλη η δύναμη του τμήματος, η οποία θα κινηθεί λίγο πριν φτάσει η αμαξοστοιχία και θα μείνει στον πλατανιά, που ήταν νότια του σταθμού, για να τρέξει αμέσως μόλις κάνει στάση.
Όταν έφτασε η αμαξοστοιχία, ακριβώς στις 2 μ.μ., έτρεξε όλο το τμήμα. Ακούστηκαν πυροβολισμοί αυτομάτου. Κάποιοι μαχητές έβαλαν σε αξιωματικούς που αντιστάθηκαν. Διαδόθηκε αμέσως πως σκοτώθηκαν δύο λοχαγοί. Αιχμαλωτίστηκαν περί τους είκοσι και παραπάνω στρατιωτικοί. Ένας ανώτερος αξιωματικός έφυγε μ' ένα φαντάρο. Του έβαλαν από μακριά. Ηταν ο Ταξίαρχος Ασημάκης, διοικητής φρουράς Λαμίας, όπως μαθεύτηκε αργότερα. Τη γλίτωσε. Οι πολίτες επιβάτες συγκεντρώθηκαν όλοι σε μια αίθουσα δίπλα στο σταθμαρχείο. Ο Διαμαντής, που παρακολουθούσε την εκτέλεση του σχεδίου, μου είπε ν' αναλάβω την περιφρούρησή τους, να μην κυκλοφορούν στο χώρο του σταθμού, μήπως έχουμε κανένα ατύχημα, να τους καθησυχάσω ώσπου να τελειώσει η επιχείρηση.
Όλα τέλειωσαν γρήγορα και κανονικά κι αναχώρησε όλο το τμήμα χωρίς καμιά απώλεια, παίρνοντας μαζί του και όλους τους στρατιωτικούς - στρατιώτες, χωροφύλακες και τέσσερις αξιωματικούς, δύο έφεδρους ανθυπολοχαγούς και δύο μόνιμους λοχαγούς. Τους πολίτες τους άφησε όλους ελεύθερους. Αφού πρώτα τους είπαν λίγα λόγια ότι είναι τμήμα του ΔΣΕ που αναγκάστηκε να πάρει πάλι τα όπλα για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του λαού και για τη Λευτεριά κι ανεξαρτησία της Ελλάδας. Στο βλέμμα τους διακρινόταν η μετατροπή των αισθημάτων τους. Ενώ στην αρχή ανησύχησαν πολύ, μετά άλλαξαν και πολλοί χάρηκαν. Μια γυναίκα που με είχε φιλοξενήσει στην κατοχή και καθόταν σε μια γωνιά κλαίγοντας, άρχισε να γελάει από χαρά όταν της μίλησα και με γνώρισε. Ηταν η μάνα του Βασίλη Παπαγεωργίου από την Ελάτεια.
Είχε συμπτυχθεί όλο το τμήμα στο χωριό Κάνιανη, όταν ακούστηκαν πυρά από τμήματα στρατού στην περιοχή του σταθμού. Συνεχίσαμε ανενόχλητοι την πορεία μας για την Πάνω Κάνιανη, όπου και διανυκτερεύσαμε. Εκεί αφέθηκαν ελεύθεροι και όλοι οι στρατιωτικοί, εκτός από τους δύο λοχαγούς, που στην Κατοχή είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας και εκτελέστηκαν.
Το τμήμα πέρασε από την Καλοσκοπή και κατέληξε στο Μαυρολιθάρι. Εναντίον μας είχε κινηθεί ένα ολόκληρο τάγμα, το οποίο στάθμευσε στα υψώματα του χωριού Δρέμισα. Αποφασίσαμε να το χτυπήσουμε κατά την κίνησή του και στήσαμε ενέδρα μέχρι το μεσημέρι. Ακούστηκαν πολλοί πυροβολισμοί κοντά από την πλευρά της Καστριώτισσας. Ηταν το τάγμα του Κρανιά, το οποίο είχε αιφνιδιάσει 4 αντάρτες που είχε στείλει ο Διαμαντής στη Δάφνη. Είχε προχωρήσει στην Καστριώτισσα όπου υπήρχαν άλλοι δύο αντάρτες κι αιχμαλώτισε τον έναν.
Επειδή δεν υπήρχαν πληροφορίες, διέταξε ο Διαμαντής και κινήθηκε όλο το τμήμα προς τον Αϊ-Λια πάνω από το Μαυρολιθάρι. Η πορεία γινόταν μέσα στο δάσος με πολύ χιόνι και δυνατό κρύο. Πάγωνε κάθε ακάλυπτο μέρος του σώματος. Τα χέρια όσων κράταγαν οπλοπολυβόλο ξύλιασαν. Κατευθύνθηκε όλο το τμήμα νοτιοδυτικά σε μια ρεματιά που υπήρχε κάποιος μύλος εγκαταλειμμένος κοντά στο χωριό Δάφνη. Κι εκεί το κρύο ήταν φοβερό. Την επομένη πήρε ο Διαμαντής επαφή με τους κατοίκους της Δάφνης. Το χωριό ήταν ελεύθερο. Τα τμήματα στρατού δεν κινήθηκαν ως τις 17 του Μάρτη. Είχαν οχυρωθεί πάνω από το Μαυρολιθάρι. Στις 18/3/1947 οργανώθηκε επίθεση ενάντιά τους από το Αρχηγείο Ρούμελης.
Το ΑΡ είχε συγκροτηθεί στις 25 Γενάρη 1947 στο χωριό Αργύρια από τους: Γούσια (Γιώργη Βοντίτσιο), Νίκο Τριανταφύλλου, Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη), Διαμαντή (Γιάννη Αλεξάνδρου) και Ερμή (Βασίλη Πριόβολο).
5. Η ομάδα Κομάντος
του ΓΙΩΡΓΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Στο χωριό Δάφνη καθίσαμε 3-4 μέρες. Και ύστερα ξεκινήσαμε για το χωριό Στρόμη. Στείλαμε στο χωριό άνθρωπο να πάρει πληροφορίες.
Αλλά μέσα ήταν κρυμμένοι, ένας λόχος ΜΑΥδες και χωροφύλακες και μας τραυματίσανε δυο παιδιά. Το Στάθη το Σχοινά από το Μόδι, που δεν πρόλαβε να ξεφύγει, τραυματισμένος, τον έπιασαν και του έκοψαν το κεφάλι. Το τμήμα μας προχώρησε μέχρι τον Παρνασσό και ξαναεπέστρεψε.
Στις αρχές Γενάρη, η διοίκηση του Αρχηγείου οργάνωσε την επιχείρηση στο Σταθμό Μπράλου.
Η επιχείρηση έγινε με το πρότυπο των κομάντος. Ο Γ. Γεωργιάδης, στρατιωτικός υπεύθυνος, πρώτον επέλεξε εμένα και με ενημέρωσε. Στην επιχείρηση θα παίρναμε μέρος 8 κομάντος και ένας βομβιστής.
Όταν σουρούπωσε ξεκινήσαμε. Φτάσαμε μέσα στον κάμπο του Μπράλου, βρήκαμε ένα μικρό ρεματάκι και καμουφλαριστήκαμε να μείνουμε μέχρι το μεσημέρι οπότε θα γινόταν η επιχείρηση. Όμως, το σύνθημα και το παρασύνθημα δεν ανταποκρίθηκαν στην πραγματικότητα. Γιατί το σύνθημα εκκίνησης των κομάντος να μπούμε μέσα στο σταθμό ήταν το σφύριγμα του τρένου. Όταν το τρένο έφτασε στο σταθμό του Δαδιού, σφύριξε, όταν έφυγε από το Δαδί για τη Σουβάλα ξανασφύριξε. Οταν όμως έφυγε από τη Σουβάλα για το σταθμό της Γραβιάς δε σφύριξε. Οι κομάντος φτάσαμε στο σταθμό 10 λεπτά μετά από το τρένο.
Είδαμε να τρέχουν προς το σταθμό ένας παπάς και δύο γυναίκες. Βγήκαμε από την κρυψώνα μας και ρωτήσαμε τον παπά γιατί τρέχουν. Εκείνος απάντησε: "Ηρθε το τρένο και δε θα το προλάβουμε". Με ανοιχτό βάδισμα φτάσαμε στο σταθμό όταν τουλάχιστον οι μισοί επιβάτες είχαν κατεβεί από το τρένο.
Χωρίς να χάσουμε την ψυχραιμία μας πιάσαμε τις θέσεις μας. Δέκα μέτρα δίπλα από μένα ήταν δύο λοχαγοί. Φυσικά ήταν εύκολο πράγμα να ρίξω, δε θα είχε όμως επιτυχία η επιχείρηση. Επιτυχία θα είχαμε μόνο όταν χτυπούσαμε το χωροφύλακα που έκανε έλεγχο στους επιβάτες.
Αυτό κι έγινε. Με ταχύτητα ρίξαμε μια ριπή στο χωροφύλακα και μια άλλη ριπή στους δύο λοχαγούς. Ο ένας λοχαγός πρόλαβε κι έβγαλε το πιστόλι του. Ταυτόχρονα ρίξαμε ριπές στον αέρα και απευθυνθήκαμε με φωνές προς τους φαντάρους: "Φανταράκια, είμαστε αδέρφια, μη μας πολεμάτε, εμείς πολεμάμε τους κατακτητές τους Αμερικάνους".
Ένας φαντάρος πέταξε το όπλο του και ήρθε εκεί ακριβώς που του υποδείχναμε. Σε συνέχεια παραδοθήκανε 40 φαντάροι, 4 ανθυπασπιστές και 2 λοχαγοί. Στις φωνές: "Πολίτες, ψηλά τα χέρια!..", όλοι οι επιβάτες, περίπου 280, ύψωσαν τα χέρια και προχώρησαν στο μέρος που τους υποδείχναμε.
Σε 16 περίπου λεπτά έφτασε το τμήμα μας αναπτυγμένο σε διάταξη μάχης. Ο Νίκος Τριανταφύλλου μάζεψε τους επιβάτες να τους μιλήσει. Όμως προτού τους μιλήσει τους είπε να κατεβάσουν τα χέρια τους. Αυτοί από το φόβο τους δεν τα κατέβαζαν, οπότε οι αντάρτες τους ανάγκασαν να τα κατεβάσουν. Μετά την ομιλία βάλαμε φωτιά στο τρένο, στις αποθήκες και στο σταθμό. Και φύγαμε με κατεύθυνση το χωριό Κάνιανη με μεγάλες αποστάσεις.
Οι απώλειες του εχθρού: Ένας χωροφύλακας και 2 λοχαγοί. Απώλειες δικές μας: Καμία. Απώλειες των επιβατών: Ένας οπλίτης ελαφριά τραυματίας στον αστράγαλο από βλήμα που εξοστρακίστηκε. Οι πολίτες και οι φαντάροι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Λάφυρα: 36 όπλα, οπλοπολυβόλα και αυτόματα, 12 χειροβομβίδες μιλς.
Επιτυχία της επιχείρησης 100%.
Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία θεωρείται το θάρρος και ο ενθουσιασμός που δώσαμε στα χωριά και σ' όλη την περιφέρεια. Γιατί ήταν η πρώτη μάχη που έγινε σε κάμπο, μέρα μεσημέρι, και μάλιστα λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Από την Κάτω Κάνιανη στις βραδινές ώρες, η Διοίκηση έδωσε εντολή να συμπτυχθούμε στην Απάνω Κάνιανη. Πλην μιας ομάδας που έμεινε σαν οπισθοφυλακή στα υψώματα της Κάτω Κάνιανης. Μαζί της ήτανε ο Γεωργιάδης, ο Νίκος Τριανταφύλλου κι εγώ. Το πρωί το παρατηρητήριο είδε μια ολόκληρη εχθρική ταξιαρχία να κινείται από το σταθμό του Μπράλου με 4 τανκς προς τα Καστέλια. Κι ένα τάγμα κατευθύνθηκε προς την Κάτω Κάνιανη. Η ομάδα του Ντρίζα, που ήταν οπισθοφυλακή, είχε πάρει θέσεις μάχης και επιτέθηκε. Οι τρεις ανιχνευτές του εχθρού χτυπηθήκανε. Άναψε η μάχη. Ένα αυτοκίνητο στρατιωτικό φορτηγό ανατινάχθηκε. Ο Δημήτρης Γλυκός και ο Γιώργης Ντόσκας αρπάξανε από ένα οπλοπολυβόλο, οχυρωθήκανε στις γωνιές των σπιτιών και βάλανε κατά του εχθρικού τάγματος. Το τάγμα διαλύθηκε. Οι φαντάροι σκόρπισαν μέσα στον κάμπο.
Οι απώλειες του εχθρού ήτανε 7 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Απώλειες δικές μας, καμιά. Λάφυρα που πήραμε: Τρία οπλοπολυβόλα, ένα αυτόματο και 14 όπλα».
του ΓΙΩΡΓΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Στο χωριό Δάφνη καθίσαμε 3-4 μέρες. Και ύστερα ξεκινήσαμε για το χωριό Στρόμη. Στείλαμε στο χωριό άνθρωπο να πάρει πληροφορίες.
Αλλά μέσα ήταν κρυμμένοι, ένας λόχος ΜΑΥδες και χωροφύλακες και μας τραυματίσανε δυο παιδιά. Το Στάθη το Σχοινά από το Μόδι, που δεν πρόλαβε να ξεφύγει, τραυματισμένος, τον έπιασαν και του έκοψαν το κεφάλι. Το τμήμα μας προχώρησε μέχρι τον Παρνασσό και ξαναεπέστρεψε.
Στις αρχές Γενάρη, η διοίκηση του Αρχηγείου οργάνωσε την επιχείρηση στο Σταθμό Μπράλου.
Η επιχείρηση έγινε με το πρότυπο των κομάντος. Ο Γ. Γεωργιάδης, στρατιωτικός υπεύθυνος, πρώτον επέλεξε εμένα και με ενημέρωσε. Στην επιχείρηση θα παίρναμε μέρος 8 κομάντος και ένας βομβιστής.
Όταν σουρούπωσε ξεκινήσαμε. Φτάσαμε μέσα στον κάμπο του Μπράλου, βρήκαμε ένα μικρό ρεματάκι και καμουφλαριστήκαμε να μείνουμε μέχρι το μεσημέρι οπότε θα γινόταν η επιχείρηση. Όμως, το σύνθημα και το παρασύνθημα δεν ανταποκρίθηκαν στην πραγματικότητα. Γιατί το σύνθημα εκκίνησης των κομάντος να μπούμε μέσα στο σταθμό ήταν το σφύριγμα του τρένου. Όταν το τρένο έφτασε στο σταθμό του Δαδιού, σφύριξε, όταν έφυγε από το Δαδί για τη Σουβάλα ξανασφύριξε. Οταν όμως έφυγε από τη Σουβάλα για το σταθμό της Γραβιάς δε σφύριξε. Οι κομάντος φτάσαμε στο σταθμό 10 λεπτά μετά από το τρένο.
Είδαμε να τρέχουν προς το σταθμό ένας παπάς και δύο γυναίκες. Βγήκαμε από την κρυψώνα μας και ρωτήσαμε τον παπά γιατί τρέχουν. Εκείνος απάντησε: "Ηρθε το τρένο και δε θα το προλάβουμε". Με ανοιχτό βάδισμα φτάσαμε στο σταθμό όταν τουλάχιστον οι μισοί επιβάτες είχαν κατεβεί από το τρένο.
Χωρίς να χάσουμε την ψυχραιμία μας πιάσαμε τις θέσεις μας. Δέκα μέτρα δίπλα από μένα ήταν δύο λοχαγοί. Φυσικά ήταν εύκολο πράγμα να ρίξω, δε θα είχε όμως επιτυχία η επιχείρηση. Επιτυχία θα είχαμε μόνο όταν χτυπούσαμε το χωροφύλακα που έκανε έλεγχο στους επιβάτες.
Αυτό κι έγινε. Με ταχύτητα ρίξαμε μια ριπή στο χωροφύλακα και μια άλλη ριπή στους δύο λοχαγούς. Ο ένας λοχαγός πρόλαβε κι έβγαλε το πιστόλι του. Ταυτόχρονα ρίξαμε ριπές στον αέρα και απευθυνθήκαμε με φωνές προς τους φαντάρους: "Φανταράκια, είμαστε αδέρφια, μη μας πολεμάτε, εμείς πολεμάμε τους κατακτητές τους Αμερικάνους".
Ένας φαντάρος πέταξε το όπλο του και ήρθε εκεί ακριβώς που του υποδείχναμε. Σε συνέχεια παραδοθήκανε 40 φαντάροι, 4 ανθυπασπιστές και 2 λοχαγοί. Στις φωνές: "Πολίτες, ψηλά τα χέρια!..", όλοι οι επιβάτες, περίπου 280, ύψωσαν τα χέρια και προχώρησαν στο μέρος που τους υποδείχναμε.
Σε 16 περίπου λεπτά έφτασε το τμήμα μας αναπτυγμένο σε διάταξη μάχης. Ο Νίκος Τριανταφύλλου μάζεψε τους επιβάτες να τους μιλήσει. Όμως προτού τους μιλήσει τους είπε να κατεβάσουν τα χέρια τους. Αυτοί από το φόβο τους δεν τα κατέβαζαν, οπότε οι αντάρτες τους ανάγκασαν να τα κατεβάσουν. Μετά την ομιλία βάλαμε φωτιά στο τρένο, στις αποθήκες και στο σταθμό. Και φύγαμε με κατεύθυνση το χωριό Κάνιανη με μεγάλες αποστάσεις.
Οι απώλειες του εχθρού: Ένας χωροφύλακας και 2 λοχαγοί. Απώλειες δικές μας: Καμία. Απώλειες των επιβατών: Ένας οπλίτης ελαφριά τραυματίας στον αστράγαλο από βλήμα που εξοστρακίστηκε. Οι πολίτες και οι φαντάροι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Λάφυρα: 36 όπλα, οπλοπολυβόλα και αυτόματα, 12 χειροβομβίδες μιλς.
Επιτυχία της επιχείρησης 100%.
Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία θεωρείται το θάρρος και ο ενθουσιασμός που δώσαμε στα χωριά και σ' όλη την περιφέρεια. Γιατί ήταν η πρώτη μάχη που έγινε σε κάμπο, μέρα μεσημέρι, και μάλιστα λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Από την Κάτω Κάνιανη στις βραδινές ώρες, η Διοίκηση έδωσε εντολή να συμπτυχθούμε στην Απάνω Κάνιανη. Πλην μιας ομάδας που έμεινε σαν οπισθοφυλακή στα υψώματα της Κάτω Κάνιανης. Μαζί της ήτανε ο Γεωργιάδης, ο Νίκος Τριανταφύλλου κι εγώ. Το πρωί το παρατηρητήριο είδε μια ολόκληρη εχθρική ταξιαρχία να κινείται από το σταθμό του Μπράλου με 4 τανκς προς τα Καστέλια. Κι ένα τάγμα κατευθύνθηκε προς την Κάτω Κάνιανη. Η ομάδα του Ντρίζα, που ήταν οπισθοφυλακή, είχε πάρει θέσεις μάχης και επιτέθηκε. Οι τρεις ανιχνευτές του εχθρού χτυπηθήκανε. Άναψε η μάχη. Ένα αυτοκίνητο στρατιωτικό φορτηγό ανατινάχθηκε. Ο Δημήτρης Γλυκός και ο Γιώργης Ντόσκας αρπάξανε από ένα οπλοπολυβόλο, οχυρωθήκανε στις γωνιές των σπιτιών και βάλανε κατά του εχθρικού τάγματος. Το τάγμα διαλύθηκε. Οι φαντάροι σκόρπισαν μέσα στον κάμπο.
Οι απώλειες του εχθρού ήτανε 7 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Απώλειες δικές μας, καμιά. Λάφυρα που πήραμε: Τρία οπλοπολυβόλα, ένα αυτόματο και 14 όπλα».
6. Ποιοι συμμετείχαν:
Ο Κώστας Πεντεδέκας δίνει τον παρακάτω κατάλογο ανταρτών - όσο θυμάται. Και προσθέτει: Αρχηγός ο Διαμαντής. Πολιτικός Επίτροπος ο Γ. Κουτρούκης. Ο Ν. Τριανταφύλλου εκπρόσωπος περιοχής Στερεάς του ΚΚΕ. Ο Γ. Γεωργιάδης, μόνιμος αξιωματικός, που ήρθε από το Μπούλκες. Ολη η δύναμη δεν ξεπερνούσε τους 50 μαχητές. Από αυτούς ζουν μόνο τρεις: Κουτρούκης, Γκούρας και Πεντεδέκας. Ονόματα μαχητών από το Αρχηγείο Οίτης, που πήραν μέρος στην επιχείρηση, δε θυμάται.
Αλεξάνδρου Γιάννης (Διαμαντής), Τριανταφύλλου Νίκος, Γεωργιάδης Γιώργης, Κουτρούκης Γιώργος, Βλαχούτσικος Γιώργος (Ευβοιώτης), Γιαννόπουλος Θύμιος (Τσότρας), Γλυκός Δημήτρης, Δημόπουλος Γιώργος, Δρούκαλης Θανάσης (Γκούρας), Διένης Νίκος (Παπούας), Καψής Θύμιος (Ανάποδος), Καρβελάς Φίλιππος, Καρούμπης Γιώργος (Γαύρος), Κουτσοδόντης Δημήτρης (Αίας), Κοκοβός Αγγελος (Γιαλίστρας), Λαγογιάννης Θανάσης (Τίνης), Μανώλης Γιάννης (Αλογάρης), Μάμαλης Στέργιος (Γεροδήμος), Ντρίζας Λεωνίδας, Ρούλιας Θανάσης, Σιάτρας Γκόλφης (Σβάρνας), Σιαμήτρος Νίκος, Σιαμπάνης Κώστας (Δαφνομήλης), Σωτηρόπουλος Φάνης (Παρνασσός), Τριανταφύλλου Γιώργος (Μολιώτης), Τζίτζηρας Λουκάς (Πλιατσικολούκας), Σύρος Γιάννης (Συρόγιαννος), Αρκουμάνης Χαράλαμπος (Τρομάρας), Μανιάς Νίκος (Νικοτσάρας), Πεντεδέκας Κώστας, Λάσκος Παντελής (Πελοπίδας), Παπάρας Φώτης, Μαφούνης Γιάννης.
H ενέδρα στο Μάτι του Λύκου
Το Μάτι του Λύκου ή Λυκομάτι είναι μιά ορεινή δύσβατη περιοχή της Γκιώνας κοντά στην ορεινή Παρνασσίδα. Η τοποθεσία είναι ένα στενό ρηχό φαράγγι με μία μονάχα είσοδο και μιά έξοδο. Εδώ τον Μάη του 1947 ο καπετάν Διαμαντής έστησε μιά από τις μεγαλύτερες ενέδρες της ιστορίας του ΔΣΕ.
Τον Μάη του 1947, οι δυνάμεις του ΔΣΕ στον Παρνασσό ήταν ακόμα αρκετά μεγάλες και ισχυρές. Ο κυβερνητικός στρατός είχε πολλαπλώς επιχειρήσει να τις καταστρέψει χωρίς μεγάλη επιτυχία. Εκείνον τον Μάη ο Ε.Σ. κατείχε μερικά κεφαλοχώρια και θέσεις στα βουνά αυτά και είχε περιορίσει αρκετά τις επιχειρήσεις του. Έτσι επιστρατεύθηκε ο γνωστός εγκληματίας της κατοχής και της λευκής τρομοκρατίας, Μπούρος. Στην Λαμία συγκεντρώθηκε ένα ενισχυμένο τάγμα μαυροσκούφηδων των ΛΟΚ και με επικεφαλής τον Μπούρο ξεκίνησε για την ορεινή Παρνασσίδα για να χτυπήσει τους αντάρτες. Ο κυβερνητικός στρατός ήλπιζε ότι οι εξειδικευμένες μονάδες καταδρομών με τον άρτιο εξοπλισμό τους θα κατάφερναν να πλήξουν δραστικά τα τμήματα του ΔΣΕ λόγω της ανώτερης εκπαίδευσής τους. Επιπροσθέτως, τα ΛΟΚ ήταν σώματα που γνώριζαν να μάχονται και μεμονωμένα και έτσι ίσως πετύχαιναν εκεί που η τακτική μάχη απέτυχε.
Το αρχηγείο του Παρνασσού έλαβε μέσω των Κ.Π. (Κέντρα Πληροφοριών) γρήγορα γνώση του περιστατικού. Αποφασίζεται λοιπόν το άμεσο χτύπημα του τμήματος του Μπούρου. Ο Διαμαντής που αναλαμβάνει προσωπικά την ενέδρα διαλέγει την τοποθεσία Λύκου Μάτι. Η τοποθεσία αποτελεί όπως είπαμε ιδανικό χώρο και επιπροσθέτως και το μοναδικό πέρασμα για τα βουνά. Άμεσα επιλέγεται μιά ομάδα 75 αξιόμαχων ανταρτών και μιά μέρα πριν ακροβολίζονται στις πλαγιές της τοποθεσίας. Μικρό τμήμα των ανταρτών 10 - 15 άτομα τοποθετείται κρυμμένο στο "έμπα" του φαραγγιού.
Για την επιχείρηση χρησιμοποιείται ο λόχος Παπαφλέσσα.
Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 25 Μαΐου του 1947, το τάγμα του Μπούρου εισέρχεται στο φαράγγι του Λύκου Μάτι.
Ο Διαμαντής και το τμήμα του ΔΣΕ τους παρακολουθούν από το σκοτάδι.
Δεν ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος. Οι αντάρτες περιμένουν τις οδηγίες του Διαμαντή.
Ο εχθρός πρέπει να περάσει βαθειά στο φαράγγι.
Το σύνθημα δίνεται με σφυρίγματα και η νύχτα γίνεται μέρα απο τους πυροβολισμούς.
Οι κυβερνητικοί πανικοβάλλονται. Δέχονται πυρά από δεξιά και αριστερά. Δοκιμάζουν να γυρίσουν πίσω.
Στην έξοδο του φαραγγιού τους περιμένουν κι άλλοι μαχητές.
Ελάχιστοι καταφέρνουν να διαφύγουν, ανάμεσά τους και ο Μπούρος.
Το τάγμα των ΛΟΚ έχει ολοκληρωτικά διαλυθεί.
Οι ελάχιστοι φαντάροι που επιβιώνουν φθάνουν κακήν κακώς στην Λαμία. Στον τόπο της ενέδρας οι αντάρτες πιάνουν καμιά εικοσαριά αιχμαλώτους.
Οι ΛΟΚατζήδες γνήσιοι ψευτοπαλικαράδες του στρατού τα έχουν χαμένα, μερικοί σχολιάζουν μάγκικα "Μωρέ μπράβο ενέδρα!".
Οι μαχητές του ΔΣΕ το ακούν και γελάνε, η φράση αυτή έμεινε ανέκδοτο στην Μεραρχία του Διαμαντή.
Η επιτυχημένη ενέδρα στο Μάτι του Λύκου επέφερε στους αντάρτες αρκετό και πλούσιο υλικό και εφόδια. Περίπου 15 ολοκαίνουρια αυτόματα και πολλά τουφέκια, σφαίρες και χειροβομβίδες. Επίσης καταλήφθηκε ιματισμός και άρβυλα αναγκαία για τις διαρκείς μετακινήσεις του ΔΣΕ.
Οι απώλειες του στρατού ήταν βαριές. Περίπου 30 νεκροί ΛΟΚ και άγνωστο πόσοι τραυματίες.
Ο ΔΣΕ από την δική του μεριά έχασε 4 μαχητές και είχε 12 ελαφρά τραυματισμένους. Το ηθικό αντίκτυπο της νίκης αυτής απέναντι στους ΛΟΚατζήδες (γνωστούς εγκληματίες κατά αιχμαλώτων και πολιτών) ήταν μεγάλο για τους μαχητές του ΔΣΕ. Η ενέδρα μνημονεύθηκε και σε τεύχος του περιοδικού "Μαχητής".
Τον Μάη του 1947, οι δυνάμεις του ΔΣΕ στον Παρνασσό ήταν ακόμα αρκετά μεγάλες και ισχυρές. Ο κυβερνητικός στρατός είχε πολλαπλώς επιχειρήσει να τις καταστρέψει χωρίς μεγάλη επιτυχία. Εκείνον τον Μάη ο Ε.Σ. κατείχε μερικά κεφαλοχώρια και θέσεις στα βουνά αυτά και είχε περιορίσει αρκετά τις επιχειρήσεις του. Έτσι επιστρατεύθηκε ο γνωστός εγκληματίας της κατοχής και της λευκής τρομοκρατίας, Μπούρος. Στην Λαμία συγκεντρώθηκε ένα ενισχυμένο τάγμα μαυροσκούφηδων των ΛΟΚ και με επικεφαλής τον Μπούρο ξεκίνησε για την ορεινή Παρνασσίδα για να χτυπήσει τους αντάρτες. Ο κυβερνητικός στρατός ήλπιζε ότι οι εξειδικευμένες μονάδες καταδρομών με τον άρτιο εξοπλισμό τους θα κατάφερναν να πλήξουν δραστικά τα τμήματα του ΔΣΕ λόγω της ανώτερης εκπαίδευσής τους. Επιπροσθέτως, τα ΛΟΚ ήταν σώματα που γνώριζαν να μάχονται και μεμονωμένα και έτσι ίσως πετύχαιναν εκεί που η τακτική μάχη απέτυχε.
Το αρχηγείο του Παρνασσού έλαβε μέσω των Κ.Π. (Κέντρα Πληροφοριών) γρήγορα γνώση του περιστατικού. Αποφασίζεται λοιπόν το άμεσο χτύπημα του τμήματος του Μπούρου. Ο Διαμαντής που αναλαμβάνει προσωπικά την ενέδρα διαλέγει την τοποθεσία Λύκου Μάτι. Η τοποθεσία αποτελεί όπως είπαμε ιδανικό χώρο και επιπροσθέτως και το μοναδικό πέρασμα για τα βουνά. Άμεσα επιλέγεται μιά ομάδα 75 αξιόμαχων ανταρτών και μιά μέρα πριν ακροβολίζονται στις πλαγιές της τοποθεσίας. Μικρό τμήμα των ανταρτών 10 - 15 άτομα τοποθετείται κρυμμένο στο "έμπα" του φαραγγιού.
Για την επιχείρηση χρησιμοποιείται ο λόχος Παπαφλέσσα.
Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 25 Μαΐου του 1947, το τάγμα του Μπούρου εισέρχεται στο φαράγγι του Λύκου Μάτι.
Ο Διαμαντής και το τμήμα του ΔΣΕ τους παρακολουθούν από το σκοτάδι.
Δεν ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος. Οι αντάρτες περιμένουν τις οδηγίες του Διαμαντή.
Ο εχθρός πρέπει να περάσει βαθειά στο φαράγγι.
Το σύνθημα δίνεται με σφυρίγματα και η νύχτα γίνεται μέρα απο τους πυροβολισμούς.
Οι κυβερνητικοί πανικοβάλλονται. Δέχονται πυρά από δεξιά και αριστερά. Δοκιμάζουν να γυρίσουν πίσω.
Στην έξοδο του φαραγγιού τους περιμένουν κι άλλοι μαχητές.
Ελάχιστοι καταφέρνουν να διαφύγουν, ανάμεσά τους και ο Μπούρος.
Το τάγμα των ΛΟΚ έχει ολοκληρωτικά διαλυθεί.
Οι ελάχιστοι φαντάροι που επιβιώνουν φθάνουν κακήν κακώς στην Λαμία. Στον τόπο της ενέδρας οι αντάρτες πιάνουν καμιά εικοσαριά αιχμαλώτους.
Οι ΛΟΚατζήδες γνήσιοι ψευτοπαλικαράδες του στρατού τα έχουν χαμένα, μερικοί σχολιάζουν μάγκικα "Μωρέ μπράβο ενέδρα!".
Οι μαχητές του ΔΣΕ το ακούν και γελάνε, η φράση αυτή έμεινε ανέκδοτο στην Μεραρχία του Διαμαντή.
Η επιτυχημένη ενέδρα στο Μάτι του Λύκου επέφερε στους αντάρτες αρκετό και πλούσιο υλικό και εφόδια. Περίπου 15 ολοκαίνουρια αυτόματα και πολλά τουφέκια, σφαίρες και χειροβομβίδες. Επίσης καταλήφθηκε ιματισμός και άρβυλα αναγκαία για τις διαρκείς μετακινήσεις του ΔΣΕ.
Οι απώλειες του στρατού ήταν βαριές. Περίπου 30 νεκροί ΛΟΚ και άγνωστο πόσοι τραυματίες.
Ο ΔΣΕ από την δική του μεριά έχασε 4 μαχητές και είχε 12 ελαφρά τραυματισμένους. Το ηθικό αντίκτυπο της νίκης αυτής απέναντι στους ΛΟΚατζήδες (γνωστούς εγκληματίες κατά αιχμαλώτων και πολιτών) ήταν μεγάλο για τους μαχητές του ΔΣΕ. Η ενέδρα μνημονεύθηκε και σε τεύχος του περιοδικού "Μαχητής".
Ο Διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ καπετάν Διαμαντής
(Γιάννης Αλεξάνδρου)
Οι τελευταίες μέρες
Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
16 Σαββάτον: 16 χιλ. Λαμίας ανατινάχθηκε αυτοκίνητο από νάρκη κατεστράφη. Από άλλη νάρκη υψ. Νταουκλή. Σκοτώθηκε Μάυς και τραυματίστηκαν άλλοι. Άλλο αυτοκίνητο ανατινάχτηκε ανάμεσα Μακρακώμη – Αϊ-Γιώργη.
19 Μ. Τρίτη: Ανατινάχθηκε και καταστράφηκε αυτοκίνητο από νάρκη ανάμεσα Ομβριακή – Καΐτσα.
20 Μ. Τετάρτη: 55 Μονάδα με ιππικό κατέλαβαν Τσούκα. 55 πήρε λάφυρα ένα Πολυβόλο, πολλά τρόφιμα.
24 Κυριακή: Ώρα 4 περνάμε ποτάμι Μόρνου – ομάδες μας καταλαμβάνουν διαδοχικά υψώματα – Ψηλής Ράχης – Καλοσύρτη – Άνω Ύψωμα Μουσονίτσας – εχθρός από Συκιά βάζει με όλμους και Πολ/λα μεμακρυσμένα – από Νταού περισσότερο μεμακρυσμένα. Ώρα 11 λόχος νεολαίας εγκαθίσταται Αν. Υψ. Μουσονίτσας και δέχεται επίθεση 613 Τάγματος από Νταού. Αρχικώς ανατρέπει εχθρό, αργότερα δέχεται σοβαρότερη πίεση και εγκαταλείπει ύψωμα. Άλλο εχθρικό τάγμα 530 κινιέται πλευρά μας – φάλαγγά μας – περνάει Αϊ-Λια – δρομολόγιό της βάλλεται. Έχουμε δύο τραυματίες – από μάχη λιποτάχτησαν ή αγνοούνται 8 κοπέλες. Άλλη εχθρική διλοχία επιτίθεται Καλοσύρτη όπου Βραχωρίτης με δύναμή του. Βράδυ μηχανισμούς μας κινούμε για Σνάνι – με μάχιμα τμήματα ώρα 24 αποσυρόμαστε. Γκούρας χτυπάει διμοιρία 571. Σαρμανίτσα απώλειαι εχθρ. 6 νεκροί, παίρνουν λάφυρα. Μεταφέρουμε τραυματία Κουτσικάκη – παιδί γέροντα που πνίγηκε.
25 Δευτέρα: Ώρα 6 συναντούμε μηχανισμούς Σνάνι – Σταυρό αφήνουμε διμοιρία παραμείνει μέχρι 10 ώρα – φωνάζω θυμωμένα για επιτελάρχη. Ξεκινούμε με μηχανισμούς – ακολουθούμε δρομολόγιο ρεματιάς – είναι πολύ κουραστικό και έχουμε πολλά ανεβοκατεβάσματα – Μαρκόπουλος2 σε κακά χάλια – Αεροπορία μυδραλιοβολεί Βαρδούσια και διμοιρία μας Σταυρό – τραυματίαι μας, ανακαλύπτει ρεματιά – Ντακότα μας βομβαρδίζει – δύο τραυματίες – ώρα 10 φτάνουμε Αρτοτίνα. Εχθρός δεν εκδηλώνει κίνηση εναντίον μας – Καλύβια συναντώ Ζώη – Μπαμπάνη – Λώλο – δεν υπάρχουν τρόφιμα – σφάζουμε ένα μουλάρι – παίρνουμε από λούφα λίγο αλεύρι δουλεύουμε με ασύρματο Τρούμαν3. – Ζαχαριάδη στείλαμε4 από κορυφογραμμή. 1 τραυματίας από αεροπορία. Μένουμε με επίτροπο Ζώη – είμαστε πεινασμένοι – Ζώης έχει κάνει φάλαγγα μα δεν έχει συνοχή – μαχητές μας πεινασμένοι, κουρασμένοι, εξαντλημένοι, αλλά ξαπλωμένοι εδώ και κει έχει πολλά χιλιόμετρα. 88 Μονάδα βράδυ ενεργεί Βαρδάτα – Ασωπό για σφάγια.
26 Τρίτη: Σκέψεις μας πώς να ξεκουράσουμε μαχητές μας – πώς τους τροφοδοτήσουμε – είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαραίτητη μια ανάπαυλα. Να ενεργήσουμε για τρόφιμα είναι αδύνατο, γιατί κινδυνεύουμε να μας μείνουν όλοι στο δρόμο – έχουμε κρούσματα λιποθυμιών από εξάντληση – Χώρο Ευρυτανίας υπάρχουν λίγα αποθέματα και το μόνο μέρος που θα μας εξασφαλίσει λίγη ανάπαυση. Έτσι αποφασίζουμε να κινηθούμε για κει – από ώρα 4 ξεκινάμε για υψώματα Γραμμένης και ώρα 7 φθάνουμε – πήραμε ζώα από Λώλο και φορτώσαμε ασυρμάτους μας – αεροπορία κάνει αναγνώριση και δε διαπιστώνει τίποτα. Επίτροπος καλεί ταξίαρχο5 τραπέζι και κάνει συζήτηση. Έχουμε ταλαντεύσεις στο πιο δρομολόγιο να διαλέξουμε – Κοκός εκδηλώνει εγωισμούς, τον αποκαλεί τέρας, είναι πολύ εγωπαθής – αναγνωρίζει σφάλμα του σε απειλή μου ότι θα διαγραφεί από ΚΚΕ – σκέψεις μου για συστηματοποίηση Κ.Π.6 με ασύρματους. Ώρα 7 ξεκινάμε και ακολουθούμε δρομολόγιο Παλούκοβας μέχρι Γραμμένη, βρέχει – τραγουδάμε – ώρα 24 φθάνουμε Ρέμα και παραμένουμε στεγνώνουμε στα σπίτια. Τη μέρα αυτή θύμωσα και με επιμελητάδες είπα Λώλο συγκεντρώσει όλο τον κόσμο και να τον φέρει στη Μεραρχία – Μπαμπάνης πάει με συνεργείο του για απόκρυψη πυρομαχικών. Οξυές – Στάγια – δρόμος μας λιποθυμάει ένας – Γραμμένη συναντώ Λαδά – του έμειναν 4 αιχμάλωτοι μόνο – και δύο πολίτες – του δίνω κατεύθυνση – τμήμα του δυστύχησε πολύ – μετέφερε ασύρματο. 88 Μονάδα δέχεται πυρά από Καταβόθρα και Πριόνια και συμπτύσσεται Ζαγγανά.
27 Τετάρτη: Ώρα 5.30 ξεκινούμε – ανάμεσα Λεύκα – Μακρινή – στήνουμε ασύρματο – πήραμε όλες επαφές – φέρνω 7 και ο ίδιος γεννήτρια. Ώρα 14 ξεκινάω σχεδόν μόνος μου και προχωρώ για συνάντηση τμημάτων που έχουν προχωρήσει. Ο ανήφορος της Αμπλιανής κουράζει και μένα – κάνω πολλές στάσεις στο δρόμο κάνω και σκοποβολή με το πιστόλι Μαρκόπουλου – το άνοιγμα της φάλαγγας μεγαλώνει και όταν η κεφαλή φτάνει χώρο Τσικλίτσας η ουρά βρίσκεται στο λημέρι Α.Ρ. Αναγνωριστικό αεροπλάνο ρίχνει ριπές Οξυά – Παλούκοβα – απόγευμα ψάχνει χώρο Τσικλίτσας – ώρα 21 φθάνω καταυλισμό – Καραγιώργης 8 πάει για τρόφιμα – στέλνω έρθει ασύρματος 66 μονάδας, μιλάμε με επίτροπο και Παύλο και προετοιμάζουμε το πάρσιμο τροφίμων – φτιάξαμε λίγο κατσαμάκι. 65 Μονάδα αντιμετωπίζει επί 5 ώρες εχθρό Λεπούχι απώλειες εχθρού 20.
28 Πέμπτη: Από ώρα 11 144 9 και μαχητές του λόχου Ασφαλείας – ξεκινάν για Μεγάλο Χωριό – Καρίτσα 17210 και – 66 μονάδα βρίσκονται Καστανούλα – Ρωσκά – περιμένω να γίνει μηχανάκι, αδημονώ για ασύρματο, δεν έχουμε καμιά επαφή εχθρού – μαλώνω ασυρματιστές γιατί έχουν ανεπίδοτα τηλεγραφ. 1 μηνός – ετοιμάζουμε Σιλαίου με ασύρματο για πληροφορίες από Αρτοτίνα – ειδοποιούμε 172 έρθει Τσικλίτσα – έρχεται ψωμί από Ρωσκά – δύο βόδια και αργότερα άλλα 10 – μαθαίνουμε νέα για Γράμμο. Τομέας Πύργου Στρατσάνης – εχθρός βρίσκεται Μουσονίτσα – Αϊ-Λια Μαύρο και από Βίγλα κατεβαίνει Καστέλια. Βλαχοβούνι εχθρός οργανώσει θέσεις – ομάδες Π.Ε. (Πολιτικών Επιτρόπων) Λαμίας και υπαίθρου χτύπησαν εχθρικό αυτοκίνητο στο δρόμο Λαμίας Δομοκό, σκότωσαν 11 φαντάρους, πήραν λάφυρα.
29 Παρασκευή: 172 κινιέται από Ρωσκά ώρα 15… φθάνει Τσικλίτσα ώρα 15 ακούονται ριπές όλμων προς Τέρνο – στέλνω Σιαφάκα με ομάδα ανέβει αυχένα – μεσημέρι ήρθε Χρυσόστομος – μιλάμε για δουλειές του και για Τριχωνίδα – σκέφτουμαι για τεχνική που θα ακολουθήσουμε – μιλάω Στέλιο 11 να αναλάβει δουλειά τομέα Δ.Φθ. – συνεργαζόμαστε με Καπούλα – παίρνω σακάκι και δίκοχο – ήρθε Νώντας – Δρούζος – άνδρες έχουν ψωμί και συσσίτιο. Εχουν κέφι – επίτροπος πάει να μιλήσει 172 Ταξίαρχο. Ώρα 16… είμαι στη σκηνή – ρίχνει χαλάζι – καιρός βουρκωμένος – τραγουδάω σιγανά, κλέφτικα. Συρογιάννενα μου θυμίζει παλαιούς αγωνιστές μας Αραχωβίτη – Αγοργιανίτη που έπεσαν – Γανωμένος που επιτέθηκε Πλάτανο συμπτύσσεται – ριπές ακούονται προς Καστανιά – 144 δεν ήρθε – αεροπλάνο κάνει αναγνώριση, Παπαϊωάννου μου λέει για επιχείρηση Μπερίκων – Κοκός διώχνεται από ασύρματο. Ομάδες Π.Ε. χτύπησαν φυλάκιο Χατζηγιαννέικα με 6 νεκρούς – έβαλαν δύο νάρκες.
30 Σάββατο: Καιρός καθαρός – 144 δε φάνηκε ακόμα – Κλιμάκιό μας λέει για λάθος μας που δε δώσαμε ραδ. Πλούσια δράση παίρνουμε ανοιχτή – και σήμερα τμήματα έχουν και ψωμί και φαγητό – σημείωμα Κατσόγιαννου12 αναφέρει ότι εχθρός βρήκε από αποθέματα 2 χιλιάδες αλεύρι – ζάχαρι – Βρήκε βενζίνη κλπ. – με πιάνει πονοκέφαλος – αεροπλάνο κάνει αναγνώριση – κινήσεις φαίνονται κέδρο. Μίλησα με Παπαϊωάννου για αποστολή του και τομέα Δωρίδας – αποκρυσταλλωμένη γνώμη για Στέλιο Παπούα – Παπαϊωάννου – ειδοποιώ Μαγγλάρα για λόχο 172 παίρνουμε. Γκούρας πέρασε Παρνασσό με 9 ομάδες.
Χαρακτηριστικά στο Μήνα: Μεγάλες πορείες – σοβαροί ελιγμοί – καλή δράση – μεγάλη κούραση – εξάντληση, διαρροή – δίνουμε σκληρά χτυπήματα εχθρό – πιάνουμε Ταξίαρχο – πεινάμε – εχθρός ακολουθεί τακτική συνεχούς κινήσεως για κούραση και εξάντλησή μας – δική μας μαζικών χτυπημάτων – παίρνουμε πολλές ποσότητες πυρομαχικών – Γράμμα13 ασκεί γενικότερη επίδραση ηθικό εχθρού – φθάνει να τον κτυπάς και δεν κάνει βήμα – κινιέσαι επάνω του και το βάζει στα πόδια – Προοπτική μας: δυνατότερα χτυπήματα – επιμελητειακά αποθέματα – στρατολογία – κερδίσουμε μάχη χώρου – κλείσουμε εχθρό κέντρα του – επεκτείνουμε δράση Παρνασσό – Ελικώνα – Λοκρίδα – αναπτύξουμε σαμποταριστική δράση – αναπτύξουμε δίχτυ πληροφοριών.
ΜΑΪΟΣ
1 Κυριακή: Ώρα 5 μετακινούμε Σ. Δ.14 μας υπό ύψ. Τσικλίτσας Ψηλό Σταυρό – περιμένω λίγο πίσω – βλέπω να έρχονται από Καστανούλα 144 – έρχεται για τρόφιμα – εχθρική διλοχία κινιέται προς Πλατάνι – άλλη εχθρική διλοχία κινιέται Αγγάθι – έρχεται κινητό Λ…15 Περιοχή Παρνασσού υπάρχουν μόνο Χωροφύλακες Μάυ και λίγος στρατός – Γκούρας ενεργήσει σε σοβαρό στόχο – Νώντας κατέχει Καράβι και βράδυ κινηθεί για Οίτη επιμελητειακή κυρίως δράση.
2 Δευτέρα: Ώρα 6 ξεκινά με επίτροπο καθυστερημένα η φάλαγγα. Είχε προχωρήσει και αναγκάστηκε να αλλάξει δρομολόγιο στον αυχένα Δενδρούλι – Κοκκινιά – Προς Καράβι – γιατί Αρένα κατέχει εχθρός – στέλνουμε στηρίγματα Δενδρούλι – Καράβι – Τύμπανο – Ταμπούρια, εχθρός κατέχει Πλάτη – Αγγάθι τριγωνομετρικό Αρένα – Πλατάνι – Αράχωβα – κινεί δύο διμοιρίας προς Αετό χτυπιένται και επιτύχουν Κουμπί – ώρα 15.20 μηχανισμοί και ένα λόχο κινούμε μέσω Πριόνι για Οξυές – 19 ώρα μάχιμα τμήματα από Δενδρούλι – Καράβι προς Οξυές – Παπαϊωάννου με δύο ομάδες που κατέχει Πριόνι κινιέται για Αρτοτίνα – αφήνουμε Μαρκόπουλο με Καριοφύλλη – Περικλής μένει για 66 μονάδα. Γκούρας ενεργεί Αγόριανη παίρνει 1.000 οκάδες τρόφιμα ετοιμάζεται για Σερνικάκι.
3 Τρίτη: Ώρα φτάνουμε Οξυές – βρίσκουμε εκεί Ματσούκα και τμήματα μετατοπιζόμεθα λίγο για κάλυψη – παίρνουμε διάταξη διμοιρία Οξυά – Λέχος – Παλούκι – στέλνουμε για πληροφορίες – Κυριακοχώρι – προωθούμε Στέλιο Ξεροβούνι – κάνει πολύ κρύο – φυσάει – διμοιρία Οξυάς εγκαταλείπει ύψωμα μόνο από πίεση αεροπορίας – έχει σε σύμπτυξη 6 τραυματίες – 3 αγνοούμενους – εχθρός καταλαμβάνει Οξυά – επιτίθεται Ψηλή Ράχη – με λίγα πυρά ανακόπτεται επίθεση – Ώρα 5 κινούμαστε για Παλούκι – Παλούκι παίρνουμε πληροφορίες – μηχανισμός κινιέται από Ξεβούνισμα – Ξεροβούνι – λόχοι από Παλούκι – Γιδοβούνι υψ. Δάφνης – Ανατολή – Γάτσιος μένει με λόχο Πορτοκάλι – Νώντας Αη – Γιάννη Μάρμαρα – Καρακούνης ετοιμάζεται επιχείρηση Πύργο – εχθρός κατέχει Κοτρώνι – Κοτρωνάκια – υψ. Δρέμισσα – Αν. Μουσονίτσας – Από Δενδρούλι πάει προς Αβόρανη – βρίσκω Λώλο – ετοιμάζει ψωμί Καλύβια – Παπούας πάει ασύρματο – βρίσκουμε ξεκομμένους – στέλνω απάντηση σε προσωπική 16 – Βουκερίδη σχόλιο για Ρούμελη.
4 Τετάρτη: Ώρα 6 περνούμε από Αργύρια – βρίσκω Μπαμπάνη – μιλάμε για πυρομαχικά και μαθαίνω για Νώντα – Καρακώνη – εχθρός που ερεύνησε Τριανταφυλλιά – πήραν σφάγια Γκούρα – ώρα 6.30 φθάνω από τους τελευταίους υψ. Κολοκυθιάς – αεροπλάνο ώρα 9 – ακούονται πυρά Πορτοκάλι – Πάθαινα – από Παθούλα κινιέται εχθρός προς Σαράντενα. Εχθρόν… επιτίθεται με ένα τάγμα – χρησιμοποιεί πολύ πυροβολικό – όλμους – Λόχος Γάτσιου κρατάει θέσεις μέχρι 18 ώρα. Προξενεί απώλειες εχθρό – δικές μας 7 τραυματίες, 1 νεκρός – Νώντας βρίσκεται τελευταίο χώρο κάλυψης για ενέργεια στη Μεσοχώρι και το βράδυ ενεργεί – εχθρικό τάγμα καταλαμβάνει Καράπαπα – δυο άλλες φάλαγγες κινούνται προς Μακρυκάμπη – αποφασίζουμε ελιγμό από Μετερίζια – εχθρικόν τάγμα Αη – Λια – Κυδωνιά – κινιέται ενισχύει επιτιθέμενο Πορτοκάλι – Στέλνω σύνδεσμο Γάτσο πάρει πυρομαχικά και χτυπάει διαδοχικά εχθρό κορυφογραμμή – ώρα 8.30 ξεκινάμε – Περνάω από τηλέφωνο – αφήνω Μασσάλα με ασύρματο και Διμοιρία Καρεντώνη υψ. Μαρμάρων Νοσοκομείο.
5 Πέμπτη: Ώρα 6 γέρνουμε Μετερίζια προς Δάφνο – εγώ με πολλούς πεζούς κόβω απ” τα ρέματα – πιθανόν οι δύο φάλαγγες να διακρίνονται όταν πολυπροσέξει κανείς από υψ. Κροκυλιού – Γάτσος αργεί να φανεί – έρχεται αργά και σταματάει Μετερίζια όπου έχει διάταξη Βραχωρίτης – ώρα 8.30 κατακλιζόμαστε Αη – Λια Δάφνου – εχθρός από Γουλινά προωθείται Β. υψ. Κολοκυθιάς – κρατάει παρακάτω διάταξη – Γαρδίκι κορυφογραμμή. Σαράντενας με τρία τάγματα και δύο ορειβατικά πυροβόλα – Αν. υψ. Κολοκυθιάς – Γουλινά με τάγμα – Νώντας μετά Μεσοχώρι κρατάει Πάθαινα – Κουματζέλης Περιστέρι – Μασσάλας Ξεροβούνι – σκεφτόμαστε για επιχείρηση – αποφασίζουμε 144 με 3 λόχους ενεργήσει Βελούχι – εμείς με Γάτσο κρατήσουμε Λίππα – Παπούας ξεκινάει για Λίππα – Παπαϊωάννου με Σούρουπο ξεκινάει με Πυθαγόρα Κουτρούκη – ώρα 22 ξεκινάει και Παύλος, Βραχωρίτης – ώρα 12 ξεκινάμε υπόλοιποι για Λίππα – δίνουμε Δ/γες σε όλα τα τμήματα για έντονη δράση.
6 Παρασκευή: Στην πορεία προς Λίππα νυστάζω πολύ – μένω δυο τρεις φορές πίσω από φάλαγγα – ώρα 3.30 φθάνω καταυλισμό Ν. Λίππας – από πρωί 144 μπλέκεται σε συμπλοκή Γέφυρα Αγλαβίστας σκοτώνει 4 Μάυ και πιάνει 6 – Παύλος μπλέκεται στο Σεβεδίκο όπου αμύνονται οι Μάυ – σκεφτόμαστε για επιχείρηση στο Κάλλιο – βράδυ ενεργούμε με 3 ομάδες λόχου ασφαλείας – αεροπορία μυδραλιοβολεί Σεβεδίκο Στραούζα υψ. – από Οξυά εχθρικό τάγμα κατεβαίνει Αγ. Κων/νο – Γραίκιζα – άλλη δύναμη μπαίνουν Αργύρια – λόχος 172 μας αναφέρει 55 μονάδα ότι πέρασε Νότια – ειδοποιούμε Στέλιο – στέλνουμε αποστολή για πυρομαχικά γύρισε δεν πήγε από εχθρό – 66 μονάδα δε φαίνεται – Κλιμάκιο επίσης πρωινές επαφές – συσσίτιο – κατσαμάκι και κρέας βοδινό – 4 ομάδες 144 στο σημείο εφόδου δέχονται πυρά από Νώτα – 16 αγνοούμενοι, 1 νεκρός – 1 τραυματίας – χάσαμε 3 οπλοπολυβόλα – εχθρός κίνησε σοβαρές δυνάμεις και 144 αναγκάζεται νύχτα περάσει Γκιώνα.
7 Σάββατον: Ώρα 4 φθάνουν τμήματα από επιχείρηση Καλλίου – φέρνουν 120 σφάγια μικρά – 6 βόδια – και 202 οκάδες αλεύρι – Πρωί φτιάνουν κατσαμάκι – παίρνουμε καλύτερα μέτρα ασφαλείας – αεροπορία ερευνά Παληοξάρια – ένας λόχος ασφαλείας δεν ήρθε – ούτε ο βοηθός Κοτρωνιά. Το μεσημέρι από Ψηλή Ράχη κινιέται εχθρικό τάγμα προς Λίππα και Λευκαδίτη – Διμοιρία μας δεν έχει αντιληφθεί εχθρό – άλλο εχθρικό τάγμα ήρθε από Ξερή Ράχη – Γρανίτσα – πιστεύουμε ότι έρχονται για μας – όμως συνεχίζει για Στενό – 144 βρίσκεται Σπιθάρια ΝΑ. υψ. Λευκαδίτη – Τον ειδοποιούμε για πέρασμα – δεν έχει σε θέση περάση – και ώρα 3 κινούμαστε για Ξερή Ράχη. Απώλειες δικές μας 1 νεκρός – 4 τραυματίες ο ένας έπεσε χέρια εχθρού – εχθρού 5 νεκροί. Σε διείσδυσή μας εχθρός κινητοποιεί περιοχή Λιδωρικίου 72 Ταξ. και 3 ΕΣΠ δύο φάλαγγες κατεβαίνουν Μάργαρι – Σπερχειού.
8 Κυριακή: Φέγγουμε Δάφνο – εχθρός μας αντιλαμβάνεται – φαίνεται ότι έμαθε Σ. Δ. Μεραρχίας – ώρα 9 φθάνουμε Ξερή Ράχη – τμήματα πολύ κουρασμένα και χωρίς συνοχή – ώρα 10 εχθρός από Βλαχοβούνι κινεί διλοχία του και καταλαμβάνει Λαδικού – ώρα 12 άλλο εχθρικό τμήμα καταλαμβάνει υψ. Δάφνου – Πυρομαχικά δεν έχουμε – υπολογίζω ότι ξέρουν για Σ. Δ. και αναγκαζόμαστε ελιχθούμε μέρα προς Σταυρό Αρτοτίνας. Από ρεματιά διακρίνουμε εχθρική φάλαγγα κινούμενη από Ψηλή Ράχη προς Πορτοκάλι – μένουμε ρεματιά μέχρι βράδυ – είμαι αναποφάσιστος στην κατεύθυνση που θα πάρουμε – τελικά καταλήγω για Σνάνι – δεν έχουμε πληροφορίες – στέλνω περίπολο με Κόκκινο από Γιδοβούνι – άνδρες μας πολύ κουρασμένοι – πορεία δύσκολη – δίνουμε πρόβατα Λώλο – παίρνουμε πυρομαχικά.
9 Δευτέρα: Ώρα 6 φθάνουμε δάσος Σνάνι – εχθρός βρίσκεται και υψ. Ξεροβουνιού – αεροδρομίου στέλνουμε λόχο ασφαλείας πιάσει Ζερελάκι – στέλνουμε περιπόλους προς Σταυρό Μουσονίτσας και Μετερίζια. 144 βρίσκεται Παλιοβούνι – προσανατολίζεται για πέρασμα Οίτη – περνάει εχθρός κατέχει φτερόλακα – Ξεροβούνι Στρώμνης – Κοτρωνάκι – Αη Λια Μαύρου 17 – Νώντας δε φαίνεται – ούτε Γκούρας – εχθρός προωθείται Παλούκι Πύργου – πιάνει αντερείσματα Κυριακοχωρίου – Αργυρίων – κατέχει υψ. Ανατολής – μένομε Σνάνι – αεροπλάνο ερευνά περιοχή Μουσονίτσας – προσπαθούμε μαζεύουμε τμήματα – το βράδυ έβρεξε λίγο.
10 Τρίτη: Μένουμε όλη τη μέρα σε Σνάνι – πιάνουμε Σταυρό Μουσονίτσας επιτηρ. φυλάκια Σταυρό Αρτοτίνας – Μετερίζια Σνάνι – έχει ομίχλη και κάπου κάπου ο καιρός καθαρίζει – εχθρός απόγευμα έχει παρακάτω Δ/ξη 18 – τάγμα Πριόνια – Καταβόθρες – τάγμα υψ. Γκούρας – τάγμα Ξεροβούνι Στρώμνης ανεξακρίβωτος δύναμις Μαύρο – τάγμα Παλιοκλήσι – τάγμα Ξεροβούνι Μαρμάρων – Γουλινά ανεξακρίβωτος δύναμις Πορτοκάλι – Ψηλή Ράχη στηρίγματα δύο ταγμάτων και πυροβολικό – με ανεπτυγμένη δύναμη των προς Κυριακοχώρι και Αργύρια – τάγμα Λαδικού – ανεξακρίβωτος δύναμις Γραίκιζα – ώρα 14 ελαφρό τμήμα εχθρού βγαίνει Μετερίζια – προωθούμαι γι” αυτό με τρεις ομάδες και καταλαμβάνω Γιδοβούνι – όλες μας προσπάθειες πώς θα περάσουμε δυνάμεις μας Οίτη έξω κλοιού – μένει απραγματοποίητο και προσανατολίζονται για ελιγμό Β. Σπερχειάδος και με Νώντα – ώρα 20 ελισσόμαστε προς Λεύκα – πορεία μας μεγάλη και πρέπει να φθάσουμε πριν φέξει – σε όλο δρόμο τρέχουμε – 144 πήρε επαφή με εχθρό Οίτη – βράδυ πέφτουμε σε εχθρό Πάθαινα – 1 τραυματίας – 5 λιποτάχτες – Παπούας ενήργησε Καστέλια.
11 Τετάρτη: Ώρα 4.30 φθάνουμε Λεύκα – επιτελάρχης λέει συνεχίσουμε στέλνουμε μια ομάδα Αη Λια Μανδρίτσας – Σιαφάκας με δυο ομάδες κατέχει δασωμένο αντέρεισμα που βλέπει Ψηλή Ράχη – στέλνω ακόμα μια ομάδα Κατσόγιαννο για αλεύρι Αμπλιανη – Χριστόφορο ελέγξει Καράβι – καιρός μέχρι μεσημέρι ανταριασμένος – υπό παρατήρηση Κυδωνιά – Δρέντα – Δενδρούλι δε φαίνεται εχθρός – ειδοποιούμε Μαγγλάρα για υποδοχή τμημάτων – παίρνουμε τηλεγράφημα από Πυθαγόρα – δεν πραγματοποίησε πέρασμα – βρήκε εχθρό Πάθαινα – Νώντας είχε. Βρίσκεται Ν. Πλαγιές Γουλινάς – διλοχία από υψ. Μαρμάρων καταλαμβάνει Γουλινά – σκέψεις για πέρασμα Β. Σπερχειού ή υψ. Στάγιας – υποδείχνουμε Πουγκάκια – ώρα 21 ξεκινάμε για Αμπλιανη – εγώ φεύγω ώρα 23.30 βρήκαμε 1.000 σφαίρες υψ. Λεύκας.
12 Πέμπτη: Ώρα 5 φθάνω Λημέρι – διακρίνουμε εχθρό Ψηλή Ράχη. Κινούνται με μεταγωγικά Ταμπούρια – πάνε ανεφοδιαστούν – άλλη φάλαγγα ανεφοδιασμού έρχεται από Κρίκελο – συναντιούνται Τύμπανο. Παίρνουμε από Κλιμάκιο χώρο Βουλγάρας Αγράφων εχθρός ενεργεί με μεγάλες δυνάμεις εκκαθαριστικές – 144 να μην περάσει βόρεια – Προσανατολίζεται για Αγκάθι – εχθρός από Γαρδίκι καταλαμβάνει Αη Θόδωρο – υψ. Κυριακοχωρίου – κατέχει Πορτοκάλι – Σιαφάκα Ταμπούρια – Μηλιά Γιδοβούνι με τρία τάγματα. Από Λαδικού έρχεται Κυδωνιά άλλο τάγμα – βράδυ παραμένουμε στο ίδιο μέρος – δεν πιάνουμε ταμπούρια.
13 Παρασκευή: Από χαράματα ακούονται πυρά προς Αγκάθι στέλνουμε διμοιρία από Καράβι στα Ταμπούρια – εχθρός κινιέται από Πορτοκάλι προς Ταμπούρια – κινούμε και άλλη διμοιρία Ταμπούρια – αεροπορία τακ 19 μυδραλιοβολεί. – Πάει και δεύτερη διμοιρία – κάτω από σοβαρή πίεση αναγκάζονται συμπτυχθούν – 144 χωρίς σφαίρες πέφτει εχθρική διάταξη δίνει θύματα – σκορπάει – Δ/ση έρχεται με λίγους – μάχη συνεχίζεται ολόκληρη μέρα από διαδοχικές θέσεις – Καράβι – Δενδρούλι – Τύμπανο – εχθρός εκμεταλλεύεται κατάσταση τμημάτων και είναι εξαγριωμένος – Πέφτουν στη μάχη Ριζομάρκος – Μπέρτσας – Αμαλία – Κ. Καρατζάς – Παπής και άλλοι – βράδυ ελισσόμαστε Τούφα – τμήματα νηστικά πορεύονται χωρίς απόδοση.
14 Σάββατον: Ώρα 4 φθάνουμε και παραμένουμε εκεί – με διμοιρία Ταμπούρια – Πυθαγόρας – Παύλος – Κουτρούκης βραδυπορούντες – Τομέας μικρού, μεγάλου Χωριού ησυχία – Περικλής βρίσκεται Σάπιο πηγάδι για τρόφιμα από Καρίτσα – αφήνουμε Ζαχαρία με βραδυπορούντες – εχθρός καταλαμβάνει Φονηά – Τσικλίστα – αντέρεισμα Κέδρου – κατεβαίνουν μέχρι Κρικελιώτη – ώρα 20 ξεκινάμε – δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει για πού – ώρα 22 φθάνουμε Ταμπούρια και αποφασίζουμε – ώρα 23.30. Φθάνουμε Ανιάδα. Βρίσκουμε Βραχωρίτη είχε χτυπηθεί Σύγγρελο – αποφασίζουμε για Μυριδιά και ξεκινάμε – Νώντας ενεργήσει Υπάτη.
15 Κυριακή: Ώρα 4 φθάνουμε Βόρεια πλευρά Τσούκας και καταυλιζόμαστε – έχουμε καθυστερημένους – αλεύρι έμεινε – άνδρες 2 μέρες τελείως νηστικοί – βράδυ σφάζουμε μουλάρια και ξεκινούμε ώρα 24 για Λασπιώτικο – Βραχωρίτης έμεινε αδικαιολόγητα – Κουτρούκης μπροστά στη διαρροή των ομάδων του μένει απαθής – Σερέτης – Ζορμοπλ… μένουν.
16 Δευτέρα: Ώρα 3 φθάνουμε και καταυλιζόμαστε – έχουμε ξεκομμένους – εχθρός έχει διάταξη ράχες – Κεράκια – Κοκκάλια – Κουμπί και μέχρι Καστανούλα με σκοπό εμποδίσει πέρασμά μας Ανατολικά – δύναμή του περίπου 6 τάγματα – Οίτη Μακρυκάμπη – δεν έχει τίποτα – εχθρός είναι απέναντί μας ακούονται όλες οι κουβέντες – από ώρα 19 σε κίνηση – ώρα 21 περνάμε εχθρική διάταξη χωρίς να μας αντιληφθούν – όλη μέρα νηστικοί.
17 Τρίτη: Ώρα 4 φθάνουμε Χονδρογιάννη – καιρός βροχερός – βρίσκουμε άλογο – φτιάχνουμε φαγητό – φάλαγγα αυτοκινήτων με τρόφιμα κινούνται προς ράχες – ώρα… στέλνουμε Πίπη Τσιτούρα για αναγνώριση – ώρα 20 ξεκινάμε μέσω Πίτσι Κανάλλια για Γαύρο – περνούμε ποτάμι ανηφοριά Αη Θόδωρο και με σύντομη πορεία φθάνουμε Γαύρο – πορεία δύσκολη έχουμε εξαντληθεί – Χονδρογιάννη βρέθηκαν πυρομαχικά.
18 Τετάρτη: Ώρα 5 φθάνουμε Γαύρο – Αη Θόδωρο βρίσκουμε βακαλάο εχθρού. Επισιτιστικό πρόβλημα μας απασχολεί σοβαρά – επιχείρηση για λύσιμό του δύσκολο εξ αιτίας του δεν υπάρχει επί πολλές μέρες καπνό. Στέλνουμε Παύλο και Μανούκα για να συντονίσουν με Νώντα επιμελητειακή επιχείρηση – παραγγέλνουμε Χαρίση να μας έχει Τσέλιου Μαντριά τρόφιμα – ώρα… ξεκινάμε για Νικολίτσι – εκεί φτιάχνουν φαγητό – παραπλανιόμαστε και βαδίζουμε όλη νύχτα – παρατηρείται σε όλη τη φάλαγγα νευρικότητα – μας μένουν 2 ομάδες ασφαλείας – και απ” το λόχο.
19 Πέμπτη: Ώρα 4 φθάνουμε Νικολίτσι όπου και καταυλιζόμαστε κεφαλάρι χωριού – μάθαμε Λώλος έφερε λίγα πρόβατα – ερευνούμε και τα βρίσκουμε – σφάζουμε 10 – τα υπόλοιπα προορίζονται για μαζί μας – υπομονή κοπέλες για χόρτα – ασύρματοί μας χάλασαν – δεν έχουμε νέα – πληροφορήθηκα ότι Μασσάλας αιφνιδιάστηκε Αργύρια – εχθρός βρίσκεται από Γιδοβούνι και σε όλη κορυφογραμμή Σαράνταινας – Μιχάλης με 10 έπεσε ενέδρα και βγήκε μόνος του Αρτοτινά Καλύβια – ακούονται όλμοι προς Οίτη – σκεπτόμαστε να κινηθούμε προς Γκιώνα – Παπαϊωάννου έχει λίγα σφάγια από επιχείρηση – είδα σημείωμά του – Νώντας χτύπησε εχθρική διλοχία Πάθαινα, επί 8 ώρες την ανέτρεψε. Απώλειες 5 νεκροί τραυματ. – ώρα 12 ξεκινάμε για Δοκίμη.
20 Παρασκευή: Ώρα 4 φθάνουμε Δοκίμη και προχωρούμε Βρύση – κοντά Τσέλιου – παραμένουμε – εχθρική Ταξιαρχία κατεβαίνει από Γιδοβούνι Παλούκι – Πορτοκάλι – προς Σπερχειάδα – από ώρα 17 χτυπιόμαστε με πλαγιοφυλακή της Δοκίμης – Νώντας βρίσκεται Αη Λια Νεοχωρίου – εχθρός τομέα Οίτης βρίσκεται Καταβόθρα και Τσιγκλέρι – μας φέρνουν 120 οκάδες αλεύρι και μπολογούρι – Χαρίση – καπνό ψωμί κλπ. – Δρόσος μας πληροφορεί για Ι Μεραρχία – Ζάχος Μ… δεν έκαμε καλή δουλειά – πήραμε σημείωμά του – πήραμε αλληλογραφία από Γκούρα – από Κλιμάκιο – από Μαγγλάρα – Γκούρα χάλασε ασύρματος – ζητάει 22Νο 20 – σούρουπο κατεβαίνουμε Χαρίσην – αφήνουμε Πυθαγόρα – Γάτσο για ξεκούραση.
21 Σάββατον: Ώρα 2 ξεκινάμε για Κούτρα – βαδίζουμε αργά και φέγγουμε Αη Λια Πύργου – ώρα 6 καταυλιζόμαστε – εχθρός παραμένει Δοκίμη – αεροπλάνο ρίχνει προκηρύξεις και μυδραλιοβολεί Κούτρα – εχθρός δεν υπάρχει τρίγωνο – τέλειωσε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις – συνέλευση ομάδας Κοκκινόπουλου – συνεργασία με Καπάλα – Κοκκινόπουλο – Ζαχόπουλο – ώρα… ξεκινάμε για Λημέρι ΑΡ και ώρα 19.30 φθάνουμε.
22 Κυριακή: Παίρνουμε ορισμένα όπλα – πυρομαχικά – κρύβουμε χαλασμένους Τρούμαν – στέλνουμε Αποστολή για ασύρματο Αμπλιανη – αποστολή για Παπαϊωάννου – Φωκίωνα να μαζέψει ξεκομμένους – στέλνω γράμμα Κ. Π. – Χονδρογιάννη – Καραπλιούλη για Συνεφιά και Κοκκινόπουλο – ώρα 16.30 ξεκινάμε για Τριανταφυλλιά – μέχρι Νταού κάνουμε 2.30 ώρες – ώρα 19 φθάνουμε – δε βρίσκουμε μηχανισμό Παπούα – βλέπουμε τορό ζώου που πάει προς Μνήματα – δεν παρατηρούμε καμιά εχθρική κίνηση.
23 Δευτέρα: Ώρα 4 ξεκινάω με 3 ομάδες και ολμάκι για Μνήματα ψάχνουμε για Νώντα – επρόκειτο ενεργήσει Καστέλλια – Μνήματα δεν υπάρχει – ψάχνουμε Καβαλαριά για λάφυρα – παίρνω αντίσκηνα – στέλνουμε Ζαγγανά για Νώντα – εχθρό δεν παρατηρούμε πουθενά – ριπές και όλμοι ακούονται προς Σπερχειάδα – Υπάτη – Πάθενα σ” ένα παρατηρητήριο. Από Μνήματα βλέπω κάμπο της Γραβιάς – μου θυμίζει μια σειρά πράγματα – Τσεκούρας – θα μου δώσεις μια κουταλιά κατσαμάκι θα σκοτώσω ένα – στενοχωριέμαι για ασύρματο – δεν μπορούμε να βοηθήσουμε Ι Μεραρχία – 13.30 εχθρικές δυνάμεις από Σταυρό Μουσονίτσας σε Αη Λια – ριπές που ακούστηκαν…
24 Τρίτη: Σ. Δ. κινιέται για Πάτωμα Β. Δ. Φτερόλακα – από ώρα 3 – Λόχος Δ/σεως ανεβαίνει Ξεροβούνι, Καλοσκοπή – στέλνουμε συνδέσμους για Νώντα – Παπούα προς Ζαγγανά και Κάνιανη κατορθώνουμε το βράδυ να πάρουμε επαφή – διαπιστώνουμε εχθρό στο Τσικλέρ – άλλος εχθρός παραμένει Αη Λια Μουσονίτσας – Καρακλιούμ ο Γκούρας δέχεται πυρά – άνδρες δεν έχουν συσσίτιο – σφάζουν και ένα γ.21 βράζουμε συνεχώς χόρτα – με τάγμα δεν πετύχαμε επαφή – βράδυ συσκεπτόμαστε – καταλήγουμε να περιμένουμε το τάγμα και αύριο.
Παπούας έχει παράπονο – παίρνουμε ασύρματό του – στέλνουμε για πετρέλαιο.
25 Τετάρτη: Παραμένουμε ίδιο μέρος – εχθρός εκδηλώνει κίνηση διμοιρίας Δ. Τσικλεριού – από Αη Λια Μουσονίτσας κατεβαίνει αντέρεισμα Αν. Μουσονίτσας – Νώντας ήρθε Τριανταφυλλιά – ώρα 12 πήρα σημείωμα Βουδούρη – ομάδα Παπαφλέσσα στέλνω Λύκου Μάτι – βράδυ φτιάχνουμε φαγητό – έρχεται Παύλος – αργότερα Νώντας – ώρα 24 ξεκινάμε για Ζαγγανά προκειμένου ενεργήσουμε Καστέλλια. Στην πορεία γελάσαμε αρκετά με τους λογαριασμούς του Γιωργουλή.
26 Πέμπτη: Ωρα 4.30 φθάνουμε Αη Λια Ζαγγανά – ώρα 11 εχθρός κινείται προς Ζαγγανά – εμπλεκόμαστε – χρησιμοποιεί όλμους προωθεί τμήματά του απ” τ” αριστερά – εξαναγκάζεται γυρίσει Διπλοπίτα όπου αγκιστρώνεται από όλμο τραυματίζεται σοβαρά ο σύνδεσμός μου Γιώργος Σιότροπος – Γιωργούλης – 17 χρονών ένα από τα λαμπρότερα παιδιά – αναθρεμμένος μέσα στην επανάσταση – πήρε όλα τα εφόδια και εξελίχθηκε ραγδαία και έγινε ο αγνότερος επαναστάτης – παιδί αγράμματο μα με κρίση – τον διέκρινε ευθύτητα και ο πόνος για τη δουλειά – η φιλοδοξία του ήταν να αναδειχτεί σ” ένα σοβαρό στέλεχος και τον βοηθούσα όσο μπορούσα – μικρός στην ηλικία και πάνω στην ανάπτυξή του δεν μπόρεσε ποτέ να χορτάσει σ” όλο τον καιρό της δυστυχίας – όμως ποτέ δεν πείραξε κάτι και ούτε παρασυρόταν – στη μεταφορά του ξεψύχησε – το βράδυ αποσυρθήκαμε Τριανταφυλλιά – μάθαμε για Πεντεδέκα και στείλαμε σύνδεσμο.
27 Παρασκευή: Πρωινές ώρες Καρμάλης δεν είχε φανεί – βάδισμά μου από Μνήματα προς Τριανταφυλλιά ακούσαμε σφυρίγματα – υποθέσαμε πως Πεντεδέκας έφερε σφάγια από Αγια Θυμνιά – σε λίγο είδαμε τον ίδιο – Καρμάλη δεν τον συνήντησε – είχε 70 οκάδες αλεύρι και 4 οκάδες λάδι που τα πήραμε και φτιάξαμε φαγητό στο τμήμα.
Επιτελάρχης μου πρότεινε να ελιχθούμε προς… απεναντίας εχθρός συνεχίζει τις εκκαθαριστικές του. Από Πύργο Οίτη κατεβαίνει Παληοκλήσι – κρατάει Ξεροβούνι – Παύλιανη – κορυφογραμμή Σαράνταινας – Παρνασσό ενεργεί από 20/5 με 4 τάγματα – βράδυ ξεκινάμε για Λίππα.
28 Σάββατον: Ώρα 2 βρισκόμαστε κοντά Συκιά – οι ώρες δε μας παίρνουν για Λίππα – εξαναγκαζόμαστε πάμε Λάζον – εχθρός βάζει από Ν. αντέρεισμα Συκιάς – και από Ψηλή Ράχη – έχει ενέδρα – αγνοείται Μανούκας και Χριστόφορος – Λάζον μαγειρεύουμε τα πρόβατα και μουλάρι – Νώντας παίρνει διάταξη Τριανταφυλλιά – Πεντεδέκας προς Κωσκά – ομάδα εχθρ. κινιέται προς Λάζον – χτυπιέται και επιφέρει – μέχρι ώρα 16 καμιά εχθρική κίνηση – ίδια ώρα εχθρός καταλαμβάνει Ξεροβούνι – Καλοσκοπή συνεχίζουμε πορεία – στέλνουμε για Νώντα.
29 Κυριακή: Ώρα 2 φτάνουμε Φτερόλακα – στέλνουμε 4 ομάδες Λυρίτσα Νώντας δε φαίνεται.
Εμπλοκές σε δύο οπλ/λα – εχθρός καταλαμβάνει πρώτο ύψωμα στέλνουμε διμοιρία Γκιώνα και κινούμε μηχανισμό – ομάδες κάνουν αγώνα καθυστέρησης εχθρού – ώρα 8 ομάδες συμπτύσσονται προς Γκιώνα – εχθρός συνεχίζει επίθεσή του υψ. Γκιώνας – άλλη διμοιρία από 51 βγήκε 5 ώρα – μάχη συνεχίζεται όλη μέρα και τελικά κρατούμε μέχρι αργά το απόγευμα Λυρίτσα και ελισσόμαστε στην Πλαγιά Ζαγγανά – αεροπορία όλη τη μέρα λύσσαξε – σκοτώθηκε Παναγιώτου – Νταβαρίνος – τραυματίζεται Μακεδόνας – ώρα 18 από Μάρμαρα κινεί διλοχία προς αντερείσματα Κάνιανης – βράδυ και ώρα 20 ξεκινάμε περνούμε από άκρη Κουκουβίστας – Πεντεδέκας κινήθηκε αργότερα – Νταβαρίνος ένα πολύ καλό παιδί. Νταβαρίνος άφησε επαναστάτες…
30 Δευτέρα: Ώρα 2 εχθρός αυχένα Βίγλα Μαρμάρων μας αντιλαμβάνεται και βάζει – εξαναγκαζόμαστε ελιχθούμε από δεξιό ύψωμα ανάμεσα Μάρμαρα αυχένα – ανεβαίνουμε – ύψωμα δεν κατέχεται φτιάχνουμε δυο ομάδες και ξεκινάμε – κατεύθυνση Παύλιανης – κάποιος φασίστας φωνάζει απόψε δε θα περάσετε – βάζουν – εμείς περνάμε – εχθρός εκδηλώνει πυρά και από Μάρμαρα δεν αντιλαμβάνεται πέρασμά μας – η ώρα πέρασε και εξαναγκαζόμαστε καλυφθούμε Β.Α. μεσόραχου και στην άκρη του δρόμου Καλοσκοπής Παύλιανης – Πεντεδέκας μάλλον δεν πέρασε – εχθρός κρατάει Ξεροβούνι Παύλιανης και ώρα 16 ακούγονται φωνές Πυργάκι – αεροπορία ερευνά και σήμερα Χάνι Ζαγγανά – Ανδρες μας τελείως νηστικοί για δεύτερη μέρα – είναι πολύ κουρασμένοι και κοιμούνται – καιρός μισοσυννεφιασμένος ρίχνει λίγες σταλαματιές – ώρα 17 εχθρική διλοχία κινείται από Αγία Τριάδα προς Παύλιανη – πλαγιοφυλακή της περνάει στο υψ. που κατέχουμε – 3 πέφτουν πάνω μας – σκοτώνουμε έναν και ένα μεταγωγικό – το βράδυ αλλάζουμε κατεύθυνση και κινούμαστε για Γκούρα – περνάμε εχθρική διάταξη.
31 Τρίτη: ώρα 4.30 φθάνουμε υψ. Γκούρας και καλυπτόμαστε – εχθρός κινιέται προς Καταβόθρες και βράδυ φθάνει Σέμπι – αεροπλάνο κάνει αναγνώριση – μας υπολογίζουν για Πριόνια – σ” όλο το δασωμένο βάζουν πυρά – απόγευμα μετακινούμαστε υψ. Μαύρου – από παρατήρηση εχθρός φαίνεται Ξεροβούνι – Γκιώνα – Τριανταφυλλιά – Μουσονίτσα – Χούνη προς Ζερελάκι – Ξεροβούνι – Τσικλέρ – Πορτοκάλι – Ψηλή Ράχη – ώρα 16 πηγαίνω Κοτρώνι για αναγνώριση – ώρα 18 φάλαγγα κατεβαίνει προς Κοτρώνι – Σούρουπο συνεχίζουμε για Αη Λια Νεχωριού – στη ρεματιά ψήνουμε κρέας.
Χαρακτηριστικά στο μήνα: Εχθρός σ” όλο το παραπάνω διάστημα ενεργεί εκκαθαριστικές Ρούμελη και Θεσσαλία – παντελής έλλειψη τροφίμων εξαντλεί τους μαχητές μας και έχουμε σοβαρή διαρροή – δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε δυνατά χτυπήματα – εχθρός τέλος του μήνα αποθρασύνεται σκορπάει τις δυνάμεις του – κάνει σειρά ενεδρών – το μαχητικότερο κλιμάκιό μας η 144 ταξιαρχία σχεδόν δεν υπάρχει – έχει σκορπίσει στα φαράγγια των Δ. Σ. οι μαχητές μας σε διάστημα 2 ημερών δεν έχουν βάλει μπουκιά στο στόμα τους – το φαγητό τους είναι κάπου κάπου λίγο κατσαμάκι – μουλάρι, άλογο, γαϊδούρι ή χόρτα και λίγο αλεύρι – νύχτα δεν κοιμήθηκαν ποτέ – πορείες εξαντλητικές.
ΙΟΥΝΙΟΣ
1 Τετάρτη: Ώρα 3 φθάνουμε αντέρεισμα Αη Λια και μένουμε – εχθρός κατέχει και Ζερελάκι – ώρα 8 κατεβαίνουμε προς Πύργο για να πάμε Αη Γιάννη Μαρμάρων – εχθρός φαίνεται στον Αη Κων/νο Διλόφου – διακρίνουμε φωτιά στου Τσέλιου, εξαναγκαζόμαστε σταματήσουμε πλησίον Πύργου – έρχεται Συνεφιάς – σφάζουμε ένα άλογο – κονομάμε 7 οκάδες αλεύρι – παίρνουμε επαφή με Νώντα – βρίσκεται μισή ώρα κοντά μας – δοκίμασα κεράσια – μαθαίνουμε για στριμώγματα Χαρίση – για ενέδρα Ζαχαριάδη και χάσιμο ασυρμάτου – το βράδυ κινούμαστε για Νικολίτσι με Νώντα – να περάσουμε από μέσα εχθρικής διάταξης – οδηγός ο Τσέλιος.
2 Πέμπτη: Φεύγουμε Δοκίμη και εξαναγκαζόμαστε καλυφθούμε επί Νότιες όχθες του ποταμού κοντά στο….Υπόλοιποι ελισσόμαστε προς Νικολίτσι μεσημέρι φθάνουμε κερασιές – μαζεύουμε χόρτα και μαγειρεύουμε με κρέας – δίνουμε λίγο κρέας και στο τάγμα Τσ… – Μπαμπάνης δεν ήρθε που πήγε για αλεύρι – αφήνουμε κατεύθυνση και το σούρουπο κινούμαστε για Αη Λια Πίτσι – αφήνουμε μια διμοιρία στο γαύρο για επιμελητειακή επιχείρηση προς Λάσπη.
3 Παρασκευή: Θαμπά μπαίνουμε χωριό Πίτσι μαχητές ρίχνονται κερασιές – εξαναγκάζομαι τους διώξω και κυνηγήσω – κορυφή χωριού είμαστε μέρα – ανεβαίνουμε Αη Λια – ώρα 9 εχθρός καταλαμβάνει Καρυές και κατευθύνεται θέσεις μας – αφήνουμε διμοιρία Νώντα τους αντιμετωπίσει – υπόλοιποι ελισσόμαστε προς Κούκο – από βαθιές γραμμές – στο Μύλο έρχεται Μπαμπάνης με 20 οκάδες αλεύρι – το μοιράζουμε – Πυθαγόρας βρίσκεται Πουγκάκια στέλνω σημείωμα για συνεννόηση – μετά συμπλοκή Αη Λια εχθρός στρέφεται προς Πουγκάκια – ανεβαίνει στον Αη Θόδωρο Γαρδικιού – από Σαράνταινα κατεβαίνει Κούκο – το βράδυ μαγειρεύουμε στον Κούκο κατσαμάκι – ώρα 24 ξεκινάμε για περιοχή Λάσπης – Αποστολόπουλος δεν ήρθε.
4 Σάββατον: Ώρα 3 φθάνουμε δρόμο Κρικέλου και καταυλιζόμαστε λίγο – συνεχίζουμε και μένουμε στο απέναντι μέρος. Εκεί ακούσαμε να κόβουν ξύλα – βρίσκουμε κάποιο Σιαφάκα Λασπρώνη 22 – μας έδωσε ως μια οκά ψωμί – μάθαμε από Κοτσαϊμάνη για εκκαθάριση στον τομέα Δυτικής Στερεάς – εχθρός επέμεινε ακόμα. Υστερα από 16 μέρες – το μεσημέρι εχθρική διμοιρία κινιέται στο Νεραϊδοβούνι – κατευθύνεται Μυρίδη – βράδυ κινούμαστε για Συγκρέλο – για εξεύρεση τροφίμων – γυρίζει περίπολος – μας πληροφορεί ότι υπάρχει εχθρός – εξαναγκαζόμαστε επιστρέφουμε δάσος Λάσπης – καιρός μισοβροχερός.
5 Κυριακή: Παραμένουμε πάλι Λασπιώτικο – Σιαφάκας μας δίνει 8 οκάδες βρίζα και μαγειρεύουμε – πυρά ακούγονται προς Πουγκάκια και προς Τούφα – εχθρικός λόχος κινιέται από Νεράκια – Νεραϊδοβούνι – με κατεύθυνση Μυρίδη – αποφασίζουμε περάσουμε Βόρεια για εξεύρεση τροφίμων – η εξάντληση φαίνεται ζωηρή στα πρόσωπα των μαχητών μας – επιτελάρχης23 με παρακάλεσε να τον αφήσουμε – Σιαφάκας τον παρελαμβάνει με χίλια βάσανα – ώρα 18 ξεκινάμε για το πέρασμα – πάνω από 50 εχθρ. αυτοκίνητα κινούνται από Ράχη προς Καρπενήσι – δύσκολα βαδίζω αυτό το βράδυ με πονάει η κοιλιά μου τρομερά – ζαλάδες – τα πόδια από δρόμο μέχρι Αγιοι Απόστολοι το κάναμε δυο ώρες – αιφνιδιάστηκε Κούμαρος 24.
6 Δευτέρα: Ώρα 3 φθάνουμε υψ. Μαυρίλου 100 μέτρα ΝΔ χωριού και παραμένουμε – ημέρα κάνουμε παρατήρηση δε φαίνεται τίποτα – Μερκαδόραχη είδαμε μεμονωμένα άτομα – μαζεύουμε χόρτα και μαγειρεύουμε – στέλνουμε για κεράσια – Κλιτσάκι και Μπαμπάνη στέλνουμε στον Αη Χαράλαμπο για τρόφιμα – Νιχώρι συναντούν Κλιτσάκι με 16 οκάδες καλαμπόκι το μαγειρεύουμε και συνεχίζουμε – μας πληροφορούν για σύνδεση του Κλιτσάκι – το βράδυ κινούμαστε για Νιχώρι – τρώμε το καλαμπόκι – Δ/ση 55 Μονάδας συνένωση – αλλάζουμε σκέψεις και παραμένουμε Β. Α. Νιχωριού σε Κλιτσάκι στέλνουμε Στόκα.
7 Τρίτη: Ώρα 1.30 Δ/ση 55 κινιέται για συνάντηση τμήματός της. Εχθρός από Κόκκαλα κινιέται εκκαθαριστικά προς Παλιόκερδο – Δ/ση 55 ξεκόβεται – Κλιτσάκης έχασε Μπαμπάνη – δε βρήκε τρόφιμα παρά 20 οκάδες καλαμπόκι – στέλνουμε να το φέρουν – σκεφτόμαστε να περάσουμε προς Φουρνιώτικα, μάθαμε για σύλληψη Παπούα 25 και 2 άλλων στελεχών – δεν έχουμε μαγειρέψουμε τίποτα – από Λουφατζήδες κατοίκους Παλιοκάστρου παίρνουμε 20 οκάδες καλαμπόκι και 5 οκάδες άλευρα.
Κλιτσάκης φέρνει άλλες 15 – μαγειρεύουμε καλαμπόκι και κατσαμάκι – οι μισοί πηγαίνουν για κεράσια Ζίρυμα – εχθρός πήρε ως 55 με 70 οκ. αλεύρι και 3 ζώα – από γελάδες κατοίκων – 71 Ταξιαρχία έχει διάταξη Πετράλωνα – υψ. Βράχας – Κόκκαλα – 95 μονάδα βρίσκει λόχο της – αποφασίζουμε μείνουμε στο ίδιο περίπου σημείο – στέλνουμε Θεογιάννη για τρόφιμα.
8 Τετάρτη: Ώρα 2 έρχονται απ” τα κεράσια και φέρνουν αρκετά – ώρα 3 μοιράζουμε το κατσαμάκι – ώρα 5 μοιράζουμε το καλαμπόκι – ώρα 5.30 μετακινούμαστε και λημεριάζουμε – μένουμε στο Ανατολικό υψ. του Νεχωριού στην Πλαγιά του – λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικότερα μένει η 55 μονάδα η Πλαγιά είναι πυκνά δασωμένη από ανακατεμένα χαμηλά και ψηλά δένδρα και έλατα – μεσημέρι εχθρικές κινήσεις φαίνονται Πικροβούνι. Πιθανόν εχθρός ενεργήσει παραπάνω χώρο – φθάνει όμως βγήκε τυχαία ή από τυχόν ερεύνηση Λασπιώτικο – Καραγιώργης με δυο τρία κορίτσια ήρθε Νεχώρι – Παύλος φέρνει από Λουφατζήδες Μερκάδας 15 οκάδες καλαμπόκι – στέλνουμε αλευροποίηση με Κατσόγιαννο – σκεφτόμαστε κινηθούμε Βορειότερα για εξεύρεση τροφίμων – αποφεύγουμε τυχόν ενέργεια εχθρού – ειδοποιήσαμε Κατσώνη επιστρέφει – στείλαμε Καραγιώργη για ανακάλυψη καταφυγίου – έρχεται Μπαμπάνης – ώρα 22 ξεκινάμε για Παληόκαστρο.
9 Πέμπτη: ώρα 3 φθάνουμε καλυπτόμαστε ΒΔ χωριού. Παρούσης ερωτάει για πατριώτες του για Καλεμπάνη – Λόχος Κέντρου βρίσκεται Καρρά ράχη – φτιάνουμε ένα κατσαμάκι – εχθρική κίνηση δεν εκδηλώνεται – στο Πικροβούνι εξακολουθεί παραμένει εχθρός – από Πετράλωνα αποσύρεται – έπιασαν πολίτες σπηλιές – ηρωισμοί και σώσιμο ορισμένων οικογενειών Χουλιάρα – βρίσκουμε περίπου 100 οκάδες καλαμπόκι – από παρατήρηση – Πυρκαϊά γίνεται Χονδρογιάννη – σκεφτόμαστε για ελιγμό για εφοδιασμό προς Πάπα – ελισσόμαστε προς Νεχώρι 26 για Αη Χαράλαμπο.
10 Παρασκευή: Ώρα 1 ξεκινάμε για Παύλο και ώρα 6 φθάνουμε σε δημόσιο ανάμεσα Νεχώρι Παληόκαστρο όπου και διανυκτερεύουμε – εχθρός δεν υπάρχει Κόκκαλα – ούτε Πικροβούνι – αραιοί πυροβολισμοί ακούγονται προς Χονδρογιάννη – φτιάχνουμε κατσαμάκι και το βράδυ φασόλια – στέλνουμε για κεράσια – μήλα – πατάτες – πιάνουμε Αη Λια Νεχωριού – ώρα 24 ξεκινάμε Αη Χαράλαμπο 55 μονάδα μένει εκεί – αποστολή της ενεργήσει Ασπρόκαμπο για σφάγια – Τυμφρηστό για κρυμμένες κονσέρβες.
11 Σάββατον: Έχουμε φάει πολλά κεράσια – βαδίζω τελευταίος στη φάλαγγα – μέχρι υψώματα Αη Χαράλαμπου κάνουμε 3 ώρες – ώρα 3 φθάνουμε και σταματάμε. Κατσώνης μας στέλνει μια γελάδα – στέλνουμε και Κατσόγιαννο στον Κλιτσάκη για εξεύρεση τροφίμων – έρχεται αποστολή από Θεογιάννη με λίγα τρόφιμα – Πληροφορίες ότι εχθρός από Κόκκαλα αποσύρθηκε Τριφύλα – μια διλοχία επιστρέφει και ομάδα Γερακοφωλιά – Διαβάζουμε «Καθημερινή» της 2/6 μιλάει για διάλυση Κλιμακίου 27 – με αποκαλεί Πονηρό – από Κούμαρο ξεκόπηκε Σοφοκλής και Χόντος – ήρθε Αγία Τριάδα – μιλάει για αιφνιδιασμό και χάσιμο οπλισμού Κούμαρο – μαθαίνουμε νέα από Βοριαλή – διάγγελμα Ζαχαριάδη – εχθρός αποσύρει δυνάμεις από περιοχή μας για μέτωπο – μαζέψαμε ωραία κεράσια.
12 Κυριακή: Μοιράζουμε από μια οκά ψωμί στους μαχητές μας – κάνουμε τρία συσσίτια – στέλνουμε δυο φορτία στο μύλο Παληοκάστρου για άλεσμα – παίρνουμε ένα φακό από 55 μονάδα – για ενέργεια χώρο Ρεντίνας – εγκρίνουμε – 14 προς 15 πρέπει να βρίσκεται με τρόφιμα Χώρο Νεχωριού – για πέρασμα Νότια – παρατηρητήριο σημειώνει 28 εχθρό Κόκκαλα – περίπολος επιβεβαιώνει – τρώμε αρκετά κεράσια – μαχητές μας σήμερα είναι ξεκούραστοι – αναπολώ περασμένα – σκέφτουμαι μια σειρά νεκρούς μας αγωνιστές – διαβάζω εφημερίδα – Μάο τσε Τουγκ – υποδείχνω επίτροπο για ασύρματο – … με φως κλπ – δικαιολογείται – έρχεται Παπαγγέλης Δ/της της Πολ/κής – Σοφοκλής μου διηγείται για Κούμαρο – πώς έχασε οπλισμό – Νώντας – ώρα 4 φεύγουμε για ΝΔ Παληόκαστρο.
13 Δευτέρα: Ωρα 3.30 φθάνουμε στο Λημέρι – μαγειρεύουμε φασόλια – βράδυ κατσαμάκι – στέλνουμε για κεράσια στο Μύλο – διαβάζω Δ.Σ. 29 και έτσι πολεμήσαμε στο Στάλιγκραντ – από Αη Λια Παληοκάστρου κινείται φάλαγγα προς κατεύθυνσή μας – μετακινούμαστε – διαπιστώνουμε ότι η 55 μονάδα ήταν Παλαιόκαστρο – βράδυ παραμένουμε ίδιο μέρος – δεν ήρθε Κλιτσάκης με Κατσόγιαννο – βράδυ παραμένουμε ίδιο μέρος – στέλνουμε για κεράσια.
14 Τρίτη: Προς κατεύθυνσή μας κινιέται φάλαγγα από Αη Λια Παλαιοκάστρου – μετακινούμαστε λίγο – διαπιστώνουμε ότι είναι 55 μονάδα – λόχος εχθρ. κινείται από Αη Γιώργη – δίκαστρο και εγκαθίσταται Παναγιά Παλαιοκάστρου. Ανατινάζεται νάρκη – Παρούσης δεν επέστρεψε – βράδυ μετακινούμαστε με 55 μονάδα Αη Λια Νεχωριού – Νεχώρι βρίσκουμε Κατσόγιαννο, Κλιτσάκη – φέρνουν 3 γελάδια – Αλέθουμε καλαμπόκι.
15 Τετάρτη: Παραμένουμε Αη Λια Νεχωριού – εχθρός δεν εκδηλώνει καμιά κίνηση – στέλνουμε Κλιτσάκη για Στόκα Πετράλωνα – ώρα 10 Παύλος ξεκινάει για Αγίους Αποστόλους για παρατήρηση προς Ευρυτανία ετοιμάσει πέρασμα – ώρα 14 ξεκινάμε για Αγ. Αποστόλους – ώρα 21 βρισκόμαστε Μαυρίλο – τρώμε κεράσια – ώρα 21.30 στην έξοδο χωριού έρχεται σύνδ. από Παύλο 30 με πληροφορίες για Δήμο Ευρυτάνων – εχθρός κατέχει Νεραϊδοβούνι – υψ. Λάσπης – Μυρίκης τριγωνομετρικό – βλέπουμε δύσκολο το πέρασμα και επιστρέφουμε Ν.Δ. αντέρεισμα Νεχωριού (εκκλησάκι).
16 Πέμπτη: Φθάνουμε ώρα 2 – Παύλος ώρα 9 έρχεται από Αγ. Αποστόλους – αποφασίζουμε βράδυ περάσουμε προς Χονδρογιάννη – εχθρός δεν κατέχει Κόκκαλα – Στόκας ήρθε με λίγα σφάγια σφάζουμε και μαγειρεύουμε – ώρα 12 εχθρός κινιέται προς Νεχώρι από Β. Αντέρεισμα – ειδοποιούμε όλους συγκεντρωθούν. 55 μονάδα δεν παίρνει κρέας το εγκαταλείπει – Τασία άφησε χλαίνη της – Ζαχαρόπουλος και Καρακώστας γίνονται αντιληπτοί από εχθρό τους τουφεκάει – προς κατεύθυνσή μας ρίχνει πολλά πυρά – ανεβαίνουμε από πάνω πιάνουμε θέσεις και περιμένουμε.
Ώρα 16 εχθρός κινιέται Μαύρος εγκαθίσταται εκεί – ώρα 19 κατεβαίνουμε Αυχένα – ώρα 20 ξεκινάμε για πέρασμα Ν. – οδηγοί μας ρίχνουν δύσβατο μέρος – εξαναγκαζόμαστε επιστρέψουμε – Λιποτακτούν Τσεκούρας, Κοτούζης.
17 Παρασκευή: Ώρα 2 φθάνουμε ιδιώματα (Β. αντέρεισμα Νεχωριού). Παρατηρητήριο Αγ. Αποστόλων δε φάνηκε ούτε Στόκας – εχθρός από Μαυρίλο ώρα 9 ξεκινάει προς Αγ. Αποστόλους – πάει για εξερεύνηση στο σημείο που ήμαστε χθες – διμοιρία μας στα Ταμπούρια παρατηρεί εχθρό στα Κόκκαλα – εχθρός επιστρέφει Μαυρίλο – βράδυ κινούμαστε για Ν. Καρπενησίου ώρα 19.30 – ώρα 21 βρισκόμαστε Ζηρίλια – φθάνουμε κεράσια – και ώρα 21.30 συντασσόμαστε για κίνηση – από Ζηρίλια μέχρι Μεγ. Κάψη έχουμε 15 λιποτάκτες Λούφας 31. Μεγ. Κάψη χάνω φάλαγγα – τρέχω παίρνω άλλο δρόμο – τέλος επιστρέφουμε και παίρνουμε τον κατ. δρόμο – δε βρίσκω τη φάλαγγα – συνεχίζω φθάνω Τυμφρηστό – σκοπός εχθρού βήχει – φωνάζω ποιος είναι – δεν απαντά – Κατσόγιαννος νομίζει για σκύλο – ψάχνω για το δρόμο.
18 Σάββατον: Ώρα 2 ακούω μερικές ριπές και πυροβολισμούς – εχθρός αντιλήφθηκε τη φάλαγγα – συνεχίζω από δύσβατο μέρος προς 959 υψ. δυσκολευόμαστε πολύ – πριν κατεβούμε ρέμα ακούμε πίσω μας πατήματα – ώρα 4.30 φθάνουμε 959 σε λίγο έρχεται Αλεξίου με διμοιρία μου διηγείται για τη φάλαγγα – συνεχίζουμε μαζί προς τα Κάτω – φθάνουμε κοντά Παληοέλατα – ακούμε φωνές – υπάρχει εχθρός παραμένουμε μέσα στο δάσος και καθόμαστε όλη μέρα – υπάρχουν μεγάλες φτέρες – …
Χωρίς να “ρθουν κοντά μας – είμαστε όλοι 12 – στεναχωριέμαι για τη φάλαγγα – δεν ξέρω αν πέρασε και πού βρίσκεται – αποφασίζω κινηθούμε για Αργύρια – είναι το σημείο που πιστεύω στη σύνδεση – ανηφορίζω Κοκκάλια – Κούκο – δεν έχω κανένα να ξέρει δρομολόγιο – ώρα 20 ξεκινάμε για Γαρδίκι με δρομολόγιο κορυφογραμμής. Χάνουμε και βγαίνουμε δάσος Παληοχωριού.
19 Κυριακή: Το λίγο κρέας που είχαμε το φτιάσαμε χθες βράδυ – τώρα ελάχιστο αλεύρι υπάρχει στα σακίδια ορισμένων – ώρα 2 βρισκόμαστε Ν. Παληοχωριού – σε μια συστάδα έλατα – προς το Σπανό – ώρα 9 εχθρική ομάδα ανέβηκε Αη Λια Παληοχωριού – Αη Θόδωρο παρατηρούμε εχθρό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. (Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στον «Ριζοσπάστη» από τις 5 Ιούλη του 1998).
2. Μαρκόπουλος είναι ο ταξίαρχος του στρατού που αιχμαλωτίστηκε στο Λιδωρίκι.
3. Τελευταίου τύπου ασύρματος. Τα λεγόμενα «τρουμανάκια»! Λειτουργούσαν με χειροκίνητο διναμό. Τα παίρναμε λάφυρα απ” το στρατό.
4. Εννοεί τηλεγράφημα.
5. Εννοεί τον Μαρκόπουλο.
6. ΚΠ = Κέντρο Πληροφοριών.
7. Μεταφέρω.
8. Μάλλον Καραγιώργος.
9. 144 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
10. 172 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
11. Εννοεί τον Στέλιο Μασιάλα, ταγματάρχη.
12. Κατσόγιαννος. Είναι αυτός που όταν πιάστηκε δήλωσε ότι σκότωσε τον Διαμαντή.
13. Δεν ξέρουμε περί τίνος πρόκειται.
14. ΣΔ = Σταθμός Διοίκησης.
15. Αγνωστο τι σημαίνει.
16. Πρέπει να είναι προσωπική επίθεση.
17. Μαύρο = Μαυρολιθάρι.
18. Διάταξη.
19. Ταχτικά μυδραλιοβολεί.
20. Πρόκειται για ασύρματο νούμερο 22.
21. Ένα γάιδαρο.
22. Ισως Λασπιώτη (απ” το χωριό Λάσπη).
23. Επιτελάρχης ήταν ο Κ. Αυδής, μόνιμος αξιωματικός. Ξέμεινε από την εξάντληση. Πιάστηκε αιχμάλωτος και εκτελέστηκε.
24. Κούμαρος (Θανάσης Βλαχογιώργος), λοχαγός.
25. Παπούας (Νίκος Διένης, από Καστέλια). Πιάστηκε και εκτελέστηκε.
26. Το χωριό αναφέρεται Νεχώρι και αλλού Νοχώρι και Νιχώρι.
27. ΚΓΑΝΕ = Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας.
28. Επισημαίνει.
29. Περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός».
30. Πρέπει να είναι ο Παύλος Μπέικος, επίτροπος της 144 Ταξιαρχίας.
31. Είναι αυτοί που ξεκόβονταν και κρύβονταν («έκαναν λούφα») χωρίς να παραδοθούν.
16 Σαββάτον: 16 χιλ. Λαμίας ανατινάχθηκε αυτοκίνητο από νάρκη κατεστράφη. Από άλλη νάρκη υψ. Νταουκλή. Σκοτώθηκε Μάυς και τραυματίστηκαν άλλοι. Άλλο αυτοκίνητο ανατινάχτηκε ανάμεσα Μακρακώμη – Αϊ-Γιώργη.
19 Μ. Τρίτη: Ανατινάχθηκε και καταστράφηκε αυτοκίνητο από νάρκη ανάμεσα Ομβριακή – Καΐτσα.
20 Μ. Τετάρτη: 55 Μονάδα με ιππικό κατέλαβαν Τσούκα. 55 πήρε λάφυρα ένα Πολυβόλο, πολλά τρόφιμα.
24 Κυριακή: Ώρα 4 περνάμε ποτάμι Μόρνου – ομάδες μας καταλαμβάνουν διαδοχικά υψώματα – Ψηλής Ράχης – Καλοσύρτη – Άνω Ύψωμα Μουσονίτσας – εχθρός από Συκιά βάζει με όλμους και Πολ/λα μεμακρυσμένα – από Νταού περισσότερο μεμακρυσμένα. Ώρα 11 λόχος νεολαίας εγκαθίσταται Αν. Υψ. Μουσονίτσας και δέχεται επίθεση 613 Τάγματος από Νταού. Αρχικώς ανατρέπει εχθρό, αργότερα δέχεται σοβαρότερη πίεση και εγκαταλείπει ύψωμα. Άλλο εχθρικό τάγμα 530 κινιέται πλευρά μας – φάλαγγά μας – περνάει Αϊ-Λια – δρομολόγιό της βάλλεται. Έχουμε δύο τραυματίες – από μάχη λιποτάχτησαν ή αγνοούνται 8 κοπέλες. Άλλη εχθρική διλοχία επιτίθεται Καλοσύρτη όπου Βραχωρίτης με δύναμή του. Βράδυ μηχανισμούς μας κινούμε για Σνάνι – με μάχιμα τμήματα ώρα 24 αποσυρόμαστε. Γκούρας χτυπάει διμοιρία 571. Σαρμανίτσα απώλειαι εχθρ. 6 νεκροί, παίρνουν λάφυρα. Μεταφέρουμε τραυματία Κουτσικάκη – παιδί γέροντα που πνίγηκε.
25 Δευτέρα: Ώρα 6 συναντούμε μηχανισμούς Σνάνι – Σταυρό αφήνουμε διμοιρία παραμείνει μέχρι 10 ώρα – φωνάζω θυμωμένα για επιτελάρχη. Ξεκινούμε με μηχανισμούς – ακολουθούμε δρομολόγιο ρεματιάς – είναι πολύ κουραστικό και έχουμε πολλά ανεβοκατεβάσματα – Μαρκόπουλος2 σε κακά χάλια – Αεροπορία μυδραλιοβολεί Βαρδούσια και διμοιρία μας Σταυρό – τραυματίαι μας, ανακαλύπτει ρεματιά – Ντακότα μας βομβαρδίζει – δύο τραυματίες – ώρα 10 φτάνουμε Αρτοτίνα. Εχθρός δεν εκδηλώνει κίνηση εναντίον μας – Καλύβια συναντώ Ζώη – Μπαμπάνη – Λώλο – δεν υπάρχουν τρόφιμα – σφάζουμε ένα μουλάρι – παίρνουμε από λούφα λίγο αλεύρι δουλεύουμε με ασύρματο Τρούμαν3. – Ζαχαριάδη στείλαμε4 από κορυφογραμμή. 1 τραυματίας από αεροπορία. Μένουμε με επίτροπο Ζώη – είμαστε πεινασμένοι – Ζώης έχει κάνει φάλαγγα μα δεν έχει συνοχή – μαχητές μας πεινασμένοι, κουρασμένοι, εξαντλημένοι, αλλά ξαπλωμένοι εδώ και κει έχει πολλά χιλιόμετρα. 88 Μονάδα βράδυ ενεργεί Βαρδάτα – Ασωπό για σφάγια.
26 Τρίτη: Σκέψεις μας πώς να ξεκουράσουμε μαχητές μας – πώς τους τροφοδοτήσουμε – είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαραίτητη μια ανάπαυλα. Να ενεργήσουμε για τρόφιμα είναι αδύνατο, γιατί κινδυνεύουμε να μας μείνουν όλοι στο δρόμο – έχουμε κρούσματα λιποθυμιών από εξάντληση – Χώρο Ευρυτανίας υπάρχουν λίγα αποθέματα και το μόνο μέρος που θα μας εξασφαλίσει λίγη ανάπαυση. Έτσι αποφασίζουμε να κινηθούμε για κει – από ώρα 4 ξεκινάμε για υψώματα Γραμμένης και ώρα 7 φθάνουμε – πήραμε ζώα από Λώλο και φορτώσαμε ασυρμάτους μας – αεροπορία κάνει αναγνώριση και δε διαπιστώνει τίποτα. Επίτροπος καλεί ταξίαρχο5 τραπέζι και κάνει συζήτηση. Έχουμε ταλαντεύσεις στο πιο δρομολόγιο να διαλέξουμε – Κοκός εκδηλώνει εγωισμούς, τον αποκαλεί τέρας, είναι πολύ εγωπαθής – αναγνωρίζει σφάλμα του σε απειλή μου ότι θα διαγραφεί από ΚΚΕ – σκέψεις μου για συστηματοποίηση Κ.Π.6 με ασύρματους. Ώρα 7 ξεκινάμε και ακολουθούμε δρομολόγιο Παλούκοβας μέχρι Γραμμένη, βρέχει – τραγουδάμε – ώρα 24 φθάνουμε Ρέμα και παραμένουμε στεγνώνουμε στα σπίτια. Τη μέρα αυτή θύμωσα και με επιμελητάδες είπα Λώλο συγκεντρώσει όλο τον κόσμο και να τον φέρει στη Μεραρχία – Μπαμπάνης πάει με συνεργείο του για απόκρυψη πυρομαχικών. Οξυές – Στάγια – δρόμος μας λιποθυμάει ένας – Γραμμένη συναντώ Λαδά – του έμειναν 4 αιχμάλωτοι μόνο – και δύο πολίτες – του δίνω κατεύθυνση – τμήμα του δυστύχησε πολύ – μετέφερε ασύρματο. 88 Μονάδα δέχεται πυρά από Καταβόθρα και Πριόνια και συμπτύσσεται Ζαγγανά.
27 Τετάρτη: Ώρα 5.30 ξεκινούμε – ανάμεσα Λεύκα – Μακρινή – στήνουμε ασύρματο – πήραμε όλες επαφές – φέρνω 7 και ο ίδιος γεννήτρια. Ώρα 14 ξεκινάω σχεδόν μόνος μου και προχωρώ για συνάντηση τμημάτων που έχουν προχωρήσει. Ο ανήφορος της Αμπλιανής κουράζει και μένα – κάνω πολλές στάσεις στο δρόμο κάνω και σκοποβολή με το πιστόλι Μαρκόπουλου – το άνοιγμα της φάλαγγας μεγαλώνει και όταν η κεφαλή φτάνει χώρο Τσικλίτσας η ουρά βρίσκεται στο λημέρι Α.Ρ. Αναγνωριστικό αεροπλάνο ρίχνει ριπές Οξυά – Παλούκοβα – απόγευμα ψάχνει χώρο Τσικλίτσας – ώρα 21 φθάνω καταυλισμό – Καραγιώργης 8 πάει για τρόφιμα – στέλνω έρθει ασύρματος 66 μονάδας, μιλάμε με επίτροπο και Παύλο και προετοιμάζουμε το πάρσιμο τροφίμων – φτιάξαμε λίγο κατσαμάκι. 65 Μονάδα αντιμετωπίζει επί 5 ώρες εχθρό Λεπούχι απώλειες εχθρού 20.
28 Πέμπτη: Από ώρα 11 144 9 και μαχητές του λόχου Ασφαλείας – ξεκινάν για Μεγάλο Χωριό – Καρίτσα 17210 και – 66 μονάδα βρίσκονται Καστανούλα – Ρωσκά – περιμένω να γίνει μηχανάκι, αδημονώ για ασύρματο, δεν έχουμε καμιά επαφή εχθρού – μαλώνω ασυρματιστές γιατί έχουν ανεπίδοτα τηλεγραφ. 1 μηνός – ετοιμάζουμε Σιλαίου με ασύρματο για πληροφορίες από Αρτοτίνα – ειδοποιούμε 172 έρθει Τσικλίτσα – έρχεται ψωμί από Ρωσκά – δύο βόδια και αργότερα άλλα 10 – μαθαίνουμε νέα για Γράμμο. Τομέας Πύργου Στρατσάνης – εχθρός βρίσκεται Μουσονίτσα – Αϊ-Λια Μαύρο και από Βίγλα κατεβαίνει Καστέλια. Βλαχοβούνι εχθρός οργανώσει θέσεις – ομάδες Π.Ε. (Πολιτικών Επιτρόπων) Λαμίας και υπαίθρου χτύπησαν εχθρικό αυτοκίνητο στο δρόμο Λαμίας Δομοκό, σκότωσαν 11 φαντάρους, πήραν λάφυρα.
29 Παρασκευή: 172 κινιέται από Ρωσκά ώρα 15… φθάνει Τσικλίτσα ώρα 15 ακούονται ριπές όλμων προς Τέρνο – στέλνω Σιαφάκα με ομάδα ανέβει αυχένα – μεσημέρι ήρθε Χρυσόστομος – μιλάμε για δουλειές του και για Τριχωνίδα – σκέφτουμαι για τεχνική που θα ακολουθήσουμε – μιλάω Στέλιο 11 να αναλάβει δουλειά τομέα Δ.Φθ. – συνεργαζόμαστε με Καπούλα – παίρνω σακάκι και δίκοχο – ήρθε Νώντας – Δρούζος – άνδρες έχουν ψωμί και συσσίτιο. Εχουν κέφι – επίτροπος πάει να μιλήσει 172 Ταξίαρχο. Ώρα 16… είμαι στη σκηνή – ρίχνει χαλάζι – καιρός βουρκωμένος – τραγουδάω σιγανά, κλέφτικα. Συρογιάννενα μου θυμίζει παλαιούς αγωνιστές μας Αραχωβίτη – Αγοργιανίτη που έπεσαν – Γανωμένος που επιτέθηκε Πλάτανο συμπτύσσεται – ριπές ακούονται προς Καστανιά – 144 δεν ήρθε – αεροπλάνο κάνει αναγνώριση, Παπαϊωάννου μου λέει για επιχείρηση Μπερίκων – Κοκός διώχνεται από ασύρματο. Ομάδες Π.Ε. χτύπησαν φυλάκιο Χατζηγιαννέικα με 6 νεκρούς – έβαλαν δύο νάρκες.
30 Σάββατο: Καιρός καθαρός – 144 δε φάνηκε ακόμα – Κλιμάκιό μας λέει για λάθος μας που δε δώσαμε ραδ. Πλούσια δράση παίρνουμε ανοιχτή – και σήμερα τμήματα έχουν και ψωμί και φαγητό – σημείωμα Κατσόγιαννου12 αναφέρει ότι εχθρός βρήκε από αποθέματα 2 χιλιάδες αλεύρι – ζάχαρι – Βρήκε βενζίνη κλπ. – με πιάνει πονοκέφαλος – αεροπλάνο κάνει αναγνώριση – κινήσεις φαίνονται κέδρο. Μίλησα με Παπαϊωάννου για αποστολή του και τομέα Δωρίδας – αποκρυσταλλωμένη γνώμη για Στέλιο Παπούα – Παπαϊωάννου – ειδοποιώ Μαγγλάρα για λόχο 172 παίρνουμε. Γκούρας πέρασε Παρνασσό με 9 ομάδες.
Χαρακτηριστικά στο Μήνα: Μεγάλες πορείες – σοβαροί ελιγμοί – καλή δράση – μεγάλη κούραση – εξάντληση, διαρροή – δίνουμε σκληρά χτυπήματα εχθρό – πιάνουμε Ταξίαρχο – πεινάμε – εχθρός ακολουθεί τακτική συνεχούς κινήσεως για κούραση και εξάντλησή μας – δική μας μαζικών χτυπημάτων – παίρνουμε πολλές ποσότητες πυρομαχικών – Γράμμα13 ασκεί γενικότερη επίδραση ηθικό εχθρού – φθάνει να τον κτυπάς και δεν κάνει βήμα – κινιέσαι επάνω του και το βάζει στα πόδια – Προοπτική μας: δυνατότερα χτυπήματα – επιμελητειακά αποθέματα – στρατολογία – κερδίσουμε μάχη χώρου – κλείσουμε εχθρό κέντρα του – επεκτείνουμε δράση Παρνασσό – Ελικώνα – Λοκρίδα – αναπτύξουμε σαμποταριστική δράση – αναπτύξουμε δίχτυ πληροφοριών.
ΜΑΪΟΣ
1 Κυριακή: Ώρα 5 μετακινούμε Σ. Δ.14 μας υπό ύψ. Τσικλίτσας Ψηλό Σταυρό – περιμένω λίγο πίσω – βλέπω να έρχονται από Καστανούλα 144 – έρχεται για τρόφιμα – εχθρική διλοχία κινιέται προς Πλατάνι – άλλη εχθρική διλοχία κινιέται Αγγάθι – έρχεται κινητό Λ…15 Περιοχή Παρνασσού υπάρχουν μόνο Χωροφύλακες Μάυ και λίγος στρατός – Γκούρας ενεργήσει σε σοβαρό στόχο – Νώντας κατέχει Καράβι και βράδυ κινηθεί για Οίτη επιμελητειακή κυρίως δράση.
2 Δευτέρα: Ώρα 6 ξεκινά με επίτροπο καθυστερημένα η φάλαγγα. Είχε προχωρήσει και αναγκάστηκε να αλλάξει δρομολόγιο στον αυχένα Δενδρούλι – Κοκκινιά – Προς Καράβι – γιατί Αρένα κατέχει εχθρός – στέλνουμε στηρίγματα Δενδρούλι – Καράβι – Τύμπανο – Ταμπούρια, εχθρός κατέχει Πλάτη – Αγγάθι τριγωνομετρικό Αρένα – Πλατάνι – Αράχωβα – κινεί δύο διμοιρίας προς Αετό χτυπιένται και επιτύχουν Κουμπί – ώρα 15.20 μηχανισμοί και ένα λόχο κινούμε μέσω Πριόνι για Οξυές – 19 ώρα μάχιμα τμήματα από Δενδρούλι – Καράβι προς Οξυές – Παπαϊωάννου με δύο ομάδες που κατέχει Πριόνι κινιέται για Αρτοτίνα – αφήνουμε Μαρκόπουλο με Καριοφύλλη – Περικλής μένει για 66 μονάδα. Γκούρας ενεργεί Αγόριανη παίρνει 1.000 οκάδες τρόφιμα ετοιμάζεται για Σερνικάκι.
3 Τρίτη: Ώρα φτάνουμε Οξυές – βρίσκουμε εκεί Ματσούκα και τμήματα μετατοπιζόμεθα λίγο για κάλυψη – παίρνουμε διάταξη διμοιρία Οξυά – Λέχος – Παλούκι – στέλνουμε για πληροφορίες – Κυριακοχώρι – προωθούμε Στέλιο Ξεροβούνι – κάνει πολύ κρύο – φυσάει – διμοιρία Οξυάς εγκαταλείπει ύψωμα μόνο από πίεση αεροπορίας – έχει σε σύμπτυξη 6 τραυματίες – 3 αγνοούμενους – εχθρός καταλαμβάνει Οξυά – επιτίθεται Ψηλή Ράχη – με λίγα πυρά ανακόπτεται επίθεση – Ώρα 5 κινούμαστε για Παλούκι – Παλούκι παίρνουμε πληροφορίες – μηχανισμός κινιέται από Ξεβούνισμα – Ξεροβούνι – λόχοι από Παλούκι – Γιδοβούνι υψ. Δάφνης – Ανατολή – Γάτσιος μένει με λόχο Πορτοκάλι – Νώντας Αη – Γιάννη Μάρμαρα – Καρακούνης ετοιμάζεται επιχείρηση Πύργο – εχθρός κατέχει Κοτρώνι – Κοτρωνάκια – υψ. Δρέμισσα – Αν. Μουσονίτσας – Από Δενδρούλι πάει προς Αβόρανη – βρίσκω Λώλο – ετοιμάζει ψωμί Καλύβια – Παπούας πάει ασύρματο – βρίσκουμε ξεκομμένους – στέλνω απάντηση σε προσωπική 16 – Βουκερίδη σχόλιο για Ρούμελη.
4 Τετάρτη: Ώρα 6 περνούμε από Αργύρια – βρίσκω Μπαμπάνη – μιλάμε για πυρομαχικά και μαθαίνω για Νώντα – Καρακώνη – εχθρός που ερεύνησε Τριανταφυλλιά – πήραν σφάγια Γκούρα – ώρα 6.30 φθάνω από τους τελευταίους υψ. Κολοκυθιάς – αεροπλάνο ώρα 9 – ακούονται πυρά Πορτοκάλι – Πάθαινα – από Παθούλα κινιέται εχθρός προς Σαράντενα. Εχθρόν… επιτίθεται με ένα τάγμα – χρησιμοποιεί πολύ πυροβολικό – όλμους – Λόχος Γάτσιου κρατάει θέσεις μέχρι 18 ώρα. Προξενεί απώλειες εχθρό – δικές μας 7 τραυματίες, 1 νεκρός – Νώντας βρίσκεται τελευταίο χώρο κάλυψης για ενέργεια στη Μεσοχώρι και το βράδυ ενεργεί – εχθρικό τάγμα καταλαμβάνει Καράπαπα – δυο άλλες φάλαγγες κινούνται προς Μακρυκάμπη – αποφασίζουμε ελιγμό από Μετερίζια – εχθρικόν τάγμα Αη – Λια – Κυδωνιά – κινιέται ενισχύει επιτιθέμενο Πορτοκάλι – Στέλνω σύνδεσμο Γάτσο πάρει πυρομαχικά και χτυπάει διαδοχικά εχθρό κορυφογραμμή – ώρα 8.30 ξεκινάμε – Περνάω από τηλέφωνο – αφήνω Μασσάλα με ασύρματο και Διμοιρία Καρεντώνη υψ. Μαρμάρων Νοσοκομείο.
5 Πέμπτη: Ώρα 6 γέρνουμε Μετερίζια προς Δάφνο – εγώ με πολλούς πεζούς κόβω απ” τα ρέματα – πιθανόν οι δύο φάλαγγες να διακρίνονται όταν πολυπροσέξει κανείς από υψ. Κροκυλιού – Γάτσος αργεί να φανεί – έρχεται αργά και σταματάει Μετερίζια όπου έχει διάταξη Βραχωρίτης – ώρα 8.30 κατακλιζόμαστε Αη – Λια Δάφνου – εχθρός από Γουλινά προωθείται Β. υψ. Κολοκυθιάς – κρατάει παρακάτω διάταξη – Γαρδίκι κορυφογραμμή. Σαράντενας με τρία τάγματα και δύο ορειβατικά πυροβόλα – Αν. υψ. Κολοκυθιάς – Γουλινά με τάγμα – Νώντας μετά Μεσοχώρι κρατάει Πάθαινα – Κουματζέλης Περιστέρι – Μασσάλας Ξεροβούνι – σκεφτόμαστε για επιχείρηση – αποφασίζουμε 144 με 3 λόχους ενεργήσει Βελούχι – εμείς με Γάτσο κρατήσουμε Λίππα – Παπούας ξεκινάει για Λίππα – Παπαϊωάννου με Σούρουπο ξεκινάει με Πυθαγόρα Κουτρούκη – ώρα 22 ξεκινάει και Παύλος, Βραχωρίτης – ώρα 12 ξεκινάμε υπόλοιποι για Λίππα – δίνουμε Δ/γες σε όλα τα τμήματα για έντονη δράση.
6 Παρασκευή: Στην πορεία προς Λίππα νυστάζω πολύ – μένω δυο τρεις φορές πίσω από φάλαγγα – ώρα 3.30 φθάνω καταυλισμό Ν. Λίππας – από πρωί 144 μπλέκεται σε συμπλοκή Γέφυρα Αγλαβίστας σκοτώνει 4 Μάυ και πιάνει 6 – Παύλος μπλέκεται στο Σεβεδίκο όπου αμύνονται οι Μάυ – σκεφτόμαστε για επιχείρηση στο Κάλλιο – βράδυ ενεργούμε με 3 ομάδες λόχου ασφαλείας – αεροπορία μυδραλιοβολεί Σεβεδίκο Στραούζα υψ. – από Οξυά εχθρικό τάγμα κατεβαίνει Αγ. Κων/νο – Γραίκιζα – άλλη δύναμη μπαίνουν Αργύρια – λόχος 172 μας αναφέρει 55 μονάδα ότι πέρασε Νότια – ειδοποιούμε Στέλιο – στέλνουμε αποστολή για πυρομαχικά γύρισε δεν πήγε από εχθρό – 66 μονάδα δε φαίνεται – Κλιμάκιο επίσης πρωινές επαφές – συσσίτιο – κατσαμάκι και κρέας βοδινό – 4 ομάδες 144 στο σημείο εφόδου δέχονται πυρά από Νώτα – 16 αγνοούμενοι, 1 νεκρός – 1 τραυματίας – χάσαμε 3 οπλοπολυβόλα – εχθρός κίνησε σοβαρές δυνάμεις και 144 αναγκάζεται νύχτα περάσει Γκιώνα.
7 Σάββατον: Ώρα 4 φθάνουν τμήματα από επιχείρηση Καλλίου – φέρνουν 120 σφάγια μικρά – 6 βόδια – και 202 οκάδες αλεύρι – Πρωί φτιάνουν κατσαμάκι – παίρνουμε καλύτερα μέτρα ασφαλείας – αεροπορία ερευνά Παληοξάρια – ένας λόχος ασφαλείας δεν ήρθε – ούτε ο βοηθός Κοτρωνιά. Το μεσημέρι από Ψηλή Ράχη κινιέται εχθρικό τάγμα προς Λίππα και Λευκαδίτη – Διμοιρία μας δεν έχει αντιληφθεί εχθρό – άλλο εχθρικό τάγμα ήρθε από Ξερή Ράχη – Γρανίτσα – πιστεύουμε ότι έρχονται για μας – όμως συνεχίζει για Στενό – 144 βρίσκεται Σπιθάρια ΝΑ. υψ. Λευκαδίτη – Τον ειδοποιούμε για πέρασμα – δεν έχει σε θέση περάση – και ώρα 3 κινούμαστε για Ξερή Ράχη. Απώλειες δικές μας 1 νεκρός – 4 τραυματίες ο ένας έπεσε χέρια εχθρού – εχθρού 5 νεκροί. Σε διείσδυσή μας εχθρός κινητοποιεί περιοχή Λιδωρικίου 72 Ταξ. και 3 ΕΣΠ δύο φάλαγγες κατεβαίνουν Μάργαρι – Σπερχειού.
8 Κυριακή: Φέγγουμε Δάφνο – εχθρός μας αντιλαμβάνεται – φαίνεται ότι έμαθε Σ. Δ. Μεραρχίας – ώρα 9 φθάνουμε Ξερή Ράχη – τμήματα πολύ κουρασμένα και χωρίς συνοχή – ώρα 10 εχθρός από Βλαχοβούνι κινεί διλοχία του και καταλαμβάνει Λαδικού – ώρα 12 άλλο εχθρικό τμήμα καταλαμβάνει υψ. Δάφνου – Πυρομαχικά δεν έχουμε – υπολογίζω ότι ξέρουν για Σ. Δ. και αναγκαζόμαστε ελιχθούμε μέρα προς Σταυρό Αρτοτίνας. Από ρεματιά διακρίνουμε εχθρική φάλαγγα κινούμενη από Ψηλή Ράχη προς Πορτοκάλι – μένουμε ρεματιά μέχρι βράδυ – είμαι αναποφάσιστος στην κατεύθυνση που θα πάρουμε – τελικά καταλήγω για Σνάνι – δεν έχουμε πληροφορίες – στέλνω περίπολο με Κόκκινο από Γιδοβούνι – άνδρες μας πολύ κουρασμένοι – πορεία δύσκολη – δίνουμε πρόβατα Λώλο – παίρνουμε πυρομαχικά.
9 Δευτέρα: Ώρα 6 φθάνουμε δάσος Σνάνι – εχθρός βρίσκεται και υψ. Ξεροβουνιού – αεροδρομίου στέλνουμε λόχο ασφαλείας πιάσει Ζερελάκι – στέλνουμε περιπόλους προς Σταυρό Μουσονίτσας και Μετερίζια. 144 βρίσκεται Παλιοβούνι – προσανατολίζεται για πέρασμα Οίτη – περνάει εχθρός κατέχει φτερόλακα – Ξεροβούνι Στρώμνης – Κοτρωνάκι – Αη Λια Μαύρου 17 – Νώντας δε φαίνεται – ούτε Γκούρας – εχθρός προωθείται Παλούκι Πύργου – πιάνει αντερείσματα Κυριακοχωρίου – Αργυρίων – κατέχει υψ. Ανατολής – μένομε Σνάνι – αεροπλάνο ερευνά περιοχή Μουσονίτσας – προσπαθούμε μαζεύουμε τμήματα – το βράδυ έβρεξε λίγο.
10 Τρίτη: Μένουμε όλη τη μέρα σε Σνάνι – πιάνουμε Σταυρό Μουσονίτσας επιτηρ. φυλάκια Σταυρό Αρτοτίνας – Μετερίζια Σνάνι – έχει ομίχλη και κάπου κάπου ο καιρός καθαρίζει – εχθρός απόγευμα έχει παρακάτω Δ/ξη 18 – τάγμα Πριόνια – Καταβόθρες – τάγμα υψ. Γκούρας – τάγμα Ξεροβούνι Στρώμνης ανεξακρίβωτος δύναμις Μαύρο – τάγμα Παλιοκλήσι – τάγμα Ξεροβούνι Μαρμάρων – Γουλινά ανεξακρίβωτος δύναμις Πορτοκάλι – Ψηλή Ράχη στηρίγματα δύο ταγμάτων και πυροβολικό – με ανεπτυγμένη δύναμη των προς Κυριακοχώρι και Αργύρια – τάγμα Λαδικού – ανεξακρίβωτος δύναμις Γραίκιζα – ώρα 14 ελαφρό τμήμα εχθρού βγαίνει Μετερίζια – προωθούμαι γι” αυτό με τρεις ομάδες και καταλαμβάνω Γιδοβούνι – όλες μας προσπάθειες πώς θα περάσουμε δυνάμεις μας Οίτη έξω κλοιού – μένει απραγματοποίητο και προσανατολίζονται για ελιγμό Β. Σπερχειάδος και με Νώντα – ώρα 20 ελισσόμαστε προς Λεύκα – πορεία μας μεγάλη και πρέπει να φθάσουμε πριν φέξει – σε όλο δρόμο τρέχουμε – 144 πήρε επαφή με εχθρό Οίτη – βράδυ πέφτουμε σε εχθρό Πάθαινα – 1 τραυματίας – 5 λιποτάχτες – Παπούας ενήργησε Καστέλια.
11 Τετάρτη: Ώρα 4.30 φθάνουμε Λεύκα – επιτελάρχης λέει συνεχίσουμε στέλνουμε μια ομάδα Αη Λια Μανδρίτσας – Σιαφάκας με δυο ομάδες κατέχει δασωμένο αντέρεισμα που βλέπει Ψηλή Ράχη – στέλνω ακόμα μια ομάδα Κατσόγιαννο για αλεύρι Αμπλιανη – Χριστόφορο ελέγξει Καράβι – καιρός μέχρι μεσημέρι ανταριασμένος – υπό παρατήρηση Κυδωνιά – Δρέντα – Δενδρούλι δε φαίνεται εχθρός – ειδοποιούμε Μαγγλάρα για υποδοχή τμημάτων – παίρνουμε τηλεγράφημα από Πυθαγόρα – δεν πραγματοποίησε πέρασμα – βρήκε εχθρό Πάθαινα – Νώντας είχε. Βρίσκεται Ν. Πλαγιές Γουλινάς – διλοχία από υψ. Μαρμάρων καταλαμβάνει Γουλινά – σκέψεις για πέρασμα Β. Σπερχειού ή υψ. Στάγιας – υποδείχνουμε Πουγκάκια – ώρα 21 ξεκινάμε για Αμπλιανη – εγώ φεύγω ώρα 23.30 βρήκαμε 1.000 σφαίρες υψ. Λεύκας.
12 Πέμπτη: Ώρα 5 φθάνω Λημέρι – διακρίνουμε εχθρό Ψηλή Ράχη. Κινούνται με μεταγωγικά Ταμπούρια – πάνε ανεφοδιαστούν – άλλη φάλαγγα ανεφοδιασμού έρχεται από Κρίκελο – συναντιούνται Τύμπανο. Παίρνουμε από Κλιμάκιο χώρο Βουλγάρας Αγράφων εχθρός ενεργεί με μεγάλες δυνάμεις εκκαθαριστικές – 144 να μην περάσει βόρεια – Προσανατολίζεται για Αγκάθι – εχθρός από Γαρδίκι καταλαμβάνει Αη Θόδωρο – υψ. Κυριακοχωρίου – κατέχει Πορτοκάλι – Σιαφάκα Ταμπούρια – Μηλιά Γιδοβούνι με τρία τάγματα. Από Λαδικού έρχεται Κυδωνιά άλλο τάγμα – βράδυ παραμένουμε στο ίδιο μέρος – δεν πιάνουμε ταμπούρια.
13 Παρασκευή: Από χαράματα ακούονται πυρά προς Αγκάθι στέλνουμε διμοιρία από Καράβι στα Ταμπούρια – εχθρός κινιέται από Πορτοκάλι προς Ταμπούρια – κινούμε και άλλη διμοιρία Ταμπούρια – αεροπορία τακ 19 μυδραλιοβολεί. – Πάει και δεύτερη διμοιρία – κάτω από σοβαρή πίεση αναγκάζονται συμπτυχθούν – 144 χωρίς σφαίρες πέφτει εχθρική διάταξη δίνει θύματα – σκορπάει – Δ/ση έρχεται με λίγους – μάχη συνεχίζεται ολόκληρη μέρα από διαδοχικές θέσεις – Καράβι – Δενδρούλι – Τύμπανο – εχθρός εκμεταλλεύεται κατάσταση τμημάτων και είναι εξαγριωμένος – Πέφτουν στη μάχη Ριζομάρκος – Μπέρτσας – Αμαλία – Κ. Καρατζάς – Παπής και άλλοι – βράδυ ελισσόμαστε Τούφα – τμήματα νηστικά πορεύονται χωρίς απόδοση.
14 Σάββατον: Ώρα 4 φθάνουμε και παραμένουμε εκεί – με διμοιρία Ταμπούρια – Πυθαγόρας – Παύλος – Κουτρούκης βραδυπορούντες – Τομέας μικρού, μεγάλου Χωριού ησυχία – Περικλής βρίσκεται Σάπιο πηγάδι για τρόφιμα από Καρίτσα – αφήνουμε Ζαχαρία με βραδυπορούντες – εχθρός καταλαμβάνει Φονηά – Τσικλίστα – αντέρεισμα Κέδρου – κατεβαίνουν μέχρι Κρικελιώτη – ώρα 20 ξεκινάμε – δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει για πού – ώρα 22 φθάνουμε Ταμπούρια και αποφασίζουμε – ώρα 23.30. Φθάνουμε Ανιάδα. Βρίσκουμε Βραχωρίτη είχε χτυπηθεί Σύγγρελο – αποφασίζουμε για Μυριδιά και ξεκινάμε – Νώντας ενεργήσει Υπάτη.
15 Κυριακή: Ώρα 4 φθάνουμε Βόρεια πλευρά Τσούκας και καταυλιζόμαστε – έχουμε καθυστερημένους – αλεύρι έμεινε – άνδρες 2 μέρες τελείως νηστικοί – βράδυ σφάζουμε μουλάρια και ξεκινούμε ώρα 24 για Λασπιώτικο – Βραχωρίτης έμεινε αδικαιολόγητα – Κουτρούκης μπροστά στη διαρροή των ομάδων του μένει απαθής – Σερέτης – Ζορμοπλ… μένουν.
16 Δευτέρα: Ώρα 3 φθάνουμε και καταυλιζόμαστε – έχουμε ξεκομμένους – εχθρός έχει διάταξη ράχες – Κεράκια – Κοκκάλια – Κουμπί και μέχρι Καστανούλα με σκοπό εμποδίσει πέρασμά μας Ανατολικά – δύναμή του περίπου 6 τάγματα – Οίτη Μακρυκάμπη – δεν έχει τίποτα – εχθρός είναι απέναντί μας ακούονται όλες οι κουβέντες – από ώρα 19 σε κίνηση – ώρα 21 περνάμε εχθρική διάταξη χωρίς να μας αντιληφθούν – όλη μέρα νηστικοί.
17 Τρίτη: Ώρα 4 φθάνουμε Χονδρογιάννη – καιρός βροχερός – βρίσκουμε άλογο – φτιάχνουμε φαγητό – φάλαγγα αυτοκινήτων με τρόφιμα κινούνται προς ράχες – ώρα… στέλνουμε Πίπη Τσιτούρα για αναγνώριση – ώρα 20 ξεκινάμε μέσω Πίτσι Κανάλλια για Γαύρο – περνούμε ποτάμι ανηφοριά Αη Θόδωρο και με σύντομη πορεία φθάνουμε Γαύρο – πορεία δύσκολη έχουμε εξαντληθεί – Χονδρογιάννη βρέθηκαν πυρομαχικά.
18 Τετάρτη: Ώρα 5 φθάνουμε Γαύρο – Αη Θόδωρο βρίσκουμε βακαλάο εχθρού. Επισιτιστικό πρόβλημα μας απασχολεί σοβαρά – επιχείρηση για λύσιμό του δύσκολο εξ αιτίας του δεν υπάρχει επί πολλές μέρες καπνό. Στέλνουμε Παύλο και Μανούκα για να συντονίσουν με Νώντα επιμελητειακή επιχείρηση – παραγγέλνουμε Χαρίση να μας έχει Τσέλιου Μαντριά τρόφιμα – ώρα… ξεκινάμε για Νικολίτσι – εκεί φτιάχνουν φαγητό – παραπλανιόμαστε και βαδίζουμε όλη νύχτα – παρατηρείται σε όλη τη φάλαγγα νευρικότητα – μας μένουν 2 ομάδες ασφαλείας – και απ” το λόχο.
19 Πέμπτη: Ώρα 4 φθάνουμε Νικολίτσι όπου και καταυλιζόμαστε κεφαλάρι χωριού – μάθαμε Λώλος έφερε λίγα πρόβατα – ερευνούμε και τα βρίσκουμε – σφάζουμε 10 – τα υπόλοιπα προορίζονται για μαζί μας – υπομονή κοπέλες για χόρτα – ασύρματοί μας χάλασαν – δεν έχουμε νέα – πληροφορήθηκα ότι Μασσάλας αιφνιδιάστηκε Αργύρια – εχθρός βρίσκεται από Γιδοβούνι και σε όλη κορυφογραμμή Σαράνταινας – Μιχάλης με 10 έπεσε ενέδρα και βγήκε μόνος του Αρτοτινά Καλύβια – ακούονται όλμοι προς Οίτη – σκεπτόμαστε να κινηθούμε προς Γκιώνα – Παπαϊωάννου έχει λίγα σφάγια από επιχείρηση – είδα σημείωμά του – Νώντας χτύπησε εχθρική διλοχία Πάθαινα, επί 8 ώρες την ανέτρεψε. Απώλειες 5 νεκροί τραυματ. – ώρα 12 ξεκινάμε για Δοκίμη.
20 Παρασκευή: Ώρα 4 φθάνουμε Δοκίμη και προχωρούμε Βρύση – κοντά Τσέλιου – παραμένουμε – εχθρική Ταξιαρχία κατεβαίνει από Γιδοβούνι Παλούκι – Πορτοκάλι – προς Σπερχειάδα – από ώρα 17 χτυπιόμαστε με πλαγιοφυλακή της Δοκίμης – Νώντας βρίσκεται Αη Λια Νεοχωρίου – εχθρός τομέα Οίτης βρίσκεται Καταβόθρα και Τσιγκλέρι – μας φέρνουν 120 οκάδες αλεύρι και μπολογούρι – Χαρίση – καπνό ψωμί κλπ. – Δρόσος μας πληροφορεί για Ι Μεραρχία – Ζάχος Μ… δεν έκαμε καλή δουλειά – πήραμε σημείωμά του – πήραμε αλληλογραφία από Γκούρα – από Κλιμάκιο – από Μαγγλάρα – Γκούρα χάλασε ασύρματος – ζητάει 22Νο 20 – σούρουπο κατεβαίνουμε Χαρίσην – αφήνουμε Πυθαγόρα – Γάτσο για ξεκούραση.
21 Σάββατον: Ώρα 2 ξεκινάμε για Κούτρα – βαδίζουμε αργά και φέγγουμε Αη Λια Πύργου – ώρα 6 καταυλιζόμαστε – εχθρός παραμένει Δοκίμη – αεροπλάνο ρίχνει προκηρύξεις και μυδραλιοβολεί Κούτρα – εχθρός δεν υπάρχει τρίγωνο – τέλειωσε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις – συνέλευση ομάδας Κοκκινόπουλου – συνεργασία με Καπάλα – Κοκκινόπουλο – Ζαχόπουλο – ώρα… ξεκινάμε για Λημέρι ΑΡ και ώρα 19.30 φθάνουμε.
22 Κυριακή: Παίρνουμε ορισμένα όπλα – πυρομαχικά – κρύβουμε χαλασμένους Τρούμαν – στέλνουμε Αποστολή για ασύρματο Αμπλιανη – αποστολή για Παπαϊωάννου – Φωκίωνα να μαζέψει ξεκομμένους – στέλνω γράμμα Κ. Π. – Χονδρογιάννη – Καραπλιούλη για Συνεφιά και Κοκκινόπουλο – ώρα 16.30 ξεκινάμε για Τριανταφυλλιά – μέχρι Νταού κάνουμε 2.30 ώρες – ώρα 19 φθάνουμε – δε βρίσκουμε μηχανισμό Παπούα – βλέπουμε τορό ζώου που πάει προς Μνήματα – δεν παρατηρούμε καμιά εχθρική κίνηση.
23 Δευτέρα: Ώρα 4 ξεκινάω με 3 ομάδες και ολμάκι για Μνήματα ψάχνουμε για Νώντα – επρόκειτο ενεργήσει Καστέλλια – Μνήματα δεν υπάρχει – ψάχνουμε Καβαλαριά για λάφυρα – παίρνω αντίσκηνα – στέλνουμε Ζαγγανά για Νώντα – εχθρό δεν παρατηρούμε πουθενά – ριπές και όλμοι ακούονται προς Σπερχειάδα – Υπάτη – Πάθενα σ” ένα παρατηρητήριο. Από Μνήματα βλέπω κάμπο της Γραβιάς – μου θυμίζει μια σειρά πράγματα – Τσεκούρας – θα μου δώσεις μια κουταλιά κατσαμάκι θα σκοτώσω ένα – στενοχωριέμαι για ασύρματο – δεν μπορούμε να βοηθήσουμε Ι Μεραρχία – 13.30 εχθρικές δυνάμεις από Σταυρό Μουσονίτσας σε Αη Λια – ριπές που ακούστηκαν…
24 Τρίτη: Σ. Δ. κινιέται για Πάτωμα Β. Δ. Φτερόλακα – από ώρα 3 – Λόχος Δ/σεως ανεβαίνει Ξεροβούνι, Καλοσκοπή – στέλνουμε συνδέσμους για Νώντα – Παπούα προς Ζαγγανά και Κάνιανη κατορθώνουμε το βράδυ να πάρουμε επαφή – διαπιστώνουμε εχθρό στο Τσικλέρ – άλλος εχθρός παραμένει Αη Λια Μουσονίτσας – Καρακλιούμ ο Γκούρας δέχεται πυρά – άνδρες δεν έχουν συσσίτιο – σφάζουν και ένα γ.21 βράζουμε συνεχώς χόρτα – με τάγμα δεν πετύχαμε επαφή – βράδυ συσκεπτόμαστε – καταλήγουμε να περιμένουμε το τάγμα και αύριο.
Παπούας έχει παράπονο – παίρνουμε ασύρματό του – στέλνουμε για πετρέλαιο.
25 Τετάρτη: Παραμένουμε ίδιο μέρος – εχθρός εκδηλώνει κίνηση διμοιρίας Δ. Τσικλεριού – από Αη Λια Μουσονίτσας κατεβαίνει αντέρεισμα Αν. Μουσονίτσας – Νώντας ήρθε Τριανταφυλλιά – ώρα 12 πήρα σημείωμα Βουδούρη – ομάδα Παπαφλέσσα στέλνω Λύκου Μάτι – βράδυ φτιάχνουμε φαγητό – έρχεται Παύλος – αργότερα Νώντας – ώρα 24 ξεκινάμε για Ζαγγανά προκειμένου ενεργήσουμε Καστέλλια. Στην πορεία γελάσαμε αρκετά με τους λογαριασμούς του Γιωργουλή.
26 Πέμπτη: Ωρα 4.30 φθάνουμε Αη Λια Ζαγγανά – ώρα 11 εχθρός κινείται προς Ζαγγανά – εμπλεκόμαστε – χρησιμοποιεί όλμους προωθεί τμήματά του απ” τ” αριστερά – εξαναγκάζεται γυρίσει Διπλοπίτα όπου αγκιστρώνεται από όλμο τραυματίζεται σοβαρά ο σύνδεσμός μου Γιώργος Σιότροπος – Γιωργούλης – 17 χρονών ένα από τα λαμπρότερα παιδιά – αναθρεμμένος μέσα στην επανάσταση – πήρε όλα τα εφόδια και εξελίχθηκε ραγδαία και έγινε ο αγνότερος επαναστάτης – παιδί αγράμματο μα με κρίση – τον διέκρινε ευθύτητα και ο πόνος για τη δουλειά – η φιλοδοξία του ήταν να αναδειχτεί σ” ένα σοβαρό στέλεχος και τον βοηθούσα όσο μπορούσα – μικρός στην ηλικία και πάνω στην ανάπτυξή του δεν μπόρεσε ποτέ να χορτάσει σ” όλο τον καιρό της δυστυχίας – όμως ποτέ δεν πείραξε κάτι και ούτε παρασυρόταν – στη μεταφορά του ξεψύχησε – το βράδυ αποσυρθήκαμε Τριανταφυλλιά – μάθαμε για Πεντεδέκα και στείλαμε σύνδεσμο.
27 Παρασκευή: Πρωινές ώρες Καρμάλης δεν είχε φανεί – βάδισμά μου από Μνήματα προς Τριανταφυλλιά ακούσαμε σφυρίγματα – υποθέσαμε πως Πεντεδέκας έφερε σφάγια από Αγια Θυμνιά – σε λίγο είδαμε τον ίδιο – Καρμάλη δεν τον συνήντησε – είχε 70 οκάδες αλεύρι και 4 οκάδες λάδι που τα πήραμε και φτιάξαμε φαγητό στο τμήμα.
Επιτελάρχης μου πρότεινε να ελιχθούμε προς… απεναντίας εχθρός συνεχίζει τις εκκαθαριστικές του. Από Πύργο Οίτη κατεβαίνει Παληοκλήσι – κρατάει Ξεροβούνι – Παύλιανη – κορυφογραμμή Σαράνταινας – Παρνασσό ενεργεί από 20/5 με 4 τάγματα – βράδυ ξεκινάμε για Λίππα.
28 Σάββατον: Ώρα 2 βρισκόμαστε κοντά Συκιά – οι ώρες δε μας παίρνουν για Λίππα – εξαναγκαζόμαστε πάμε Λάζον – εχθρός βάζει από Ν. αντέρεισμα Συκιάς – και από Ψηλή Ράχη – έχει ενέδρα – αγνοείται Μανούκας και Χριστόφορος – Λάζον μαγειρεύουμε τα πρόβατα και μουλάρι – Νώντας παίρνει διάταξη Τριανταφυλλιά – Πεντεδέκας προς Κωσκά – ομάδα εχθρ. κινιέται προς Λάζον – χτυπιέται και επιφέρει – μέχρι ώρα 16 καμιά εχθρική κίνηση – ίδια ώρα εχθρός καταλαμβάνει Ξεροβούνι – Καλοσκοπή συνεχίζουμε πορεία – στέλνουμε για Νώντα.
29 Κυριακή: Ώρα 2 φτάνουμε Φτερόλακα – στέλνουμε 4 ομάδες Λυρίτσα Νώντας δε φαίνεται.
Εμπλοκές σε δύο οπλ/λα – εχθρός καταλαμβάνει πρώτο ύψωμα στέλνουμε διμοιρία Γκιώνα και κινούμε μηχανισμό – ομάδες κάνουν αγώνα καθυστέρησης εχθρού – ώρα 8 ομάδες συμπτύσσονται προς Γκιώνα – εχθρός συνεχίζει επίθεσή του υψ. Γκιώνας – άλλη διμοιρία από 51 βγήκε 5 ώρα – μάχη συνεχίζεται όλη μέρα και τελικά κρατούμε μέχρι αργά το απόγευμα Λυρίτσα και ελισσόμαστε στην Πλαγιά Ζαγγανά – αεροπορία όλη τη μέρα λύσσαξε – σκοτώθηκε Παναγιώτου – Νταβαρίνος – τραυματίζεται Μακεδόνας – ώρα 18 από Μάρμαρα κινεί διλοχία προς αντερείσματα Κάνιανης – βράδυ και ώρα 20 ξεκινάμε περνούμε από άκρη Κουκουβίστας – Πεντεδέκας κινήθηκε αργότερα – Νταβαρίνος ένα πολύ καλό παιδί. Νταβαρίνος άφησε επαναστάτες…
30 Δευτέρα: Ώρα 2 εχθρός αυχένα Βίγλα Μαρμάρων μας αντιλαμβάνεται και βάζει – εξαναγκαζόμαστε ελιχθούμε από δεξιό ύψωμα ανάμεσα Μάρμαρα αυχένα – ανεβαίνουμε – ύψωμα δεν κατέχεται φτιάχνουμε δυο ομάδες και ξεκινάμε – κατεύθυνση Παύλιανης – κάποιος φασίστας φωνάζει απόψε δε θα περάσετε – βάζουν – εμείς περνάμε – εχθρός εκδηλώνει πυρά και από Μάρμαρα δεν αντιλαμβάνεται πέρασμά μας – η ώρα πέρασε και εξαναγκαζόμαστε καλυφθούμε Β.Α. μεσόραχου και στην άκρη του δρόμου Καλοσκοπής Παύλιανης – Πεντεδέκας μάλλον δεν πέρασε – εχθρός κρατάει Ξεροβούνι Παύλιανης και ώρα 16 ακούγονται φωνές Πυργάκι – αεροπορία ερευνά και σήμερα Χάνι Ζαγγανά – Ανδρες μας τελείως νηστικοί για δεύτερη μέρα – είναι πολύ κουρασμένοι και κοιμούνται – καιρός μισοσυννεφιασμένος ρίχνει λίγες σταλαματιές – ώρα 17 εχθρική διλοχία κινείται από Αγία Τριάδα προς Παύλιανη – πλαγιοφυλακή της περνάει στο υψ. που κατέχουμε – 3 πέφτουν πάνω μας – σκοτώνουμε έναν και ένα μεταγωγικό – το βράδυ αλλάζουμε κατεύθυνση και κινούμαστε για Γκούρα – περνάμε εχθρική διάταξη.
31 Τρίτη: ώρα 4.30 φθάνουμε υψ. Γκούρας και καλυπτόμαστε – εχθρός κινιέται προς Καταβόθρες και βράδυ φθάνει Σέμπι – αεροπλάνο κάνει αναγνώριση – μας υπολογίζουν για Πριόνια – σ” όλο το δασωμένο βάζουν πυρά – απόγευμα μετακινούμαστε υψ. Μαύρου – από παρατήρηση εχθρός φαίνεται Ξεροβούνι – Γκιώνα – Τριανταφυλλιά – Μουσονίτσα – Χούνη προς Ζερελάκι – Ξεροβούνι – Τσικλέρ – Πορτοκάλι – Ψηλή Ράχη – ώρα 16 πηγαίνω Κοτρώνι για αναγνώριση – ώρα 18 φάλαγγα κατεβαίνει προς Κοτρώνι – Σούρουπο συνεχίζουμε για Αη Λια Νεχωριού – στη ρεματιά ψήνουμε κρέας.
Χαρακτηριστικά στο μήνα: Εχθρός σ” όλο το παραπάνω διάστημα ενεργεί εκκαθαριστικές Ρούμελη και Θεσσαλία – παντελής έλλειψη τροφίμων εξαντλεί τους μαχητές μας και έχουμε σοβαρή διαρροή – δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε δυνατά χτυπήματα – εχθρός τέλος του μήνα αποθρασύνεται σκορπάει τις δυνάμεις του – κάνει σειρά ενεδρών – το μαχητικότερο κλιμάκιό μας η 144 ταξιαρχία σχεδόν δεν υπάρχει – έχει σκορπίσει στα φαράγγια των Δ. Σ. οι μαχητές μας σε διάστημα 2 ημερών δεν έχουν βάλει μπουκιά στο στόμα τους – το φαγητό τους είναι κάπου κάπου λίγο κατσαμάκι – μουλάρι, άλογο, γαϊδούρι ή χόρτα και λίγο αλεύρι – νύχτα δεν κοιμήθηκαν ποτέ – πορείες εξαντλητικές.
ΙΟΥΝΙΟΣ
1 Τετάρτη: Ώρα 3 φθάνουμε αντέρεισμα Αη Λια και μένουμε – εχθρός κατέχει και Ζερελάκι – ώρα 8 κατεβαίνουμε προς Πύργο για να πάμε Αη Γιάννη Μαρμάρων – εχθρός φαίνεται στον Αη Κων/νο Διλόφου – διακρίνουμε φωτιά στου Τσέλιου, εξαναγκαζόμαστε σταματήσουμε πλησίον Πύργου – έρχεται Συνεφιάς – σφάζουμε ένα άλογο – κονομάμε 7 οκάδες αλεύρι – παίρνουμε επαφή με Νώντα – βρίσκεται μισή ώρα κοντά μας – δοκίμασα κεράσια – μαθαίνουμε για στριμώγματα Χαρίση – για ενέδρα Ζαχαριάδη και χάσιμο ασυρμάτου – το βράδυ κινούμαστε για Νικολίτσι με Νώντα – να περάσουμε από μέσα εχθρικής διάταξης – οδηγός ο Τσέλιος.
2 Πέμπτη: Φεύγουμε Δοκίμη και εξαναγκαζόμαστε καλυφθούμε επί Νότιες όχθες του ποταμού κοντά στο….Υπόλοιποι ελισσόμαστε προς Νικολίτσι μεσημέρι φθάνουμε κερασιές – μαζεύουμε χόρτα και μαγειρεύουμε με κρέας – δίνουμε λίγο κρέας και στο τάγμα Τσ… – Μπαμπάνης δεν ήρθε που πήγε για αλεύρι – αφήνουμε κατεύθυνση και το σούρουπο κινούμαστε για Αη Λια Πίτσι – αφήνουμε μια διμοιρία στο γαύρο για επιμελητειακή επιχείρηση προς Λάσπη.
3 Παρασκευή: Θαμπά μπαίνουμε χωριό Πίτσι μαχητές ρίχνονται κερασιές – εξαναγκάζομαι τους διώξω και κυνηγήσω – κορυφή χωριού είμαστε μέρα – ανεβαίνουμε Αη Λια – ώρα 9 εχθρός καταλαμβάνει Καρυές και κατευθύνεται θέσεις μας – αφήνουμε διμοιρία Νώντα τους αντιμετωπίσει – υπόλοιποι ελισσόμαστε προς Κούκο – από βαθιές γραμμές – στο Μύλο έρχεται Μπαμπάνης με 20 οκάδες αλεύρι – το μοιράζουμε – Πυθαγόρας βρίσκεται Πουγκάκια στέλνω σημείωμα για συνεννόηση – μετά συμπλοκή Αη Λια εχθρός στρέφεται προς Πουγκάκια – ανεβαίνει στον Αη Θόδωρο Γαρδικιού – από Σαράνταινα κατεβαίνει Κούκο – το βράδυ μαγειρεύουμε στον Κούκο κατσαμάκι – ώρα 24 ξεκινάμε για περιοχή Λάσπης – Αποστολόπουλος δεν ήρθε.
4 Σάββατον: Ώρα 3 φθάνουμε δρόμο Κρικέλου και καταυλιζόμαστε λίγο – συνεχίζουμε και μένουμε στο απέναντι μέρος. Εκεί ακούσαμε να κόβουν ξύλα – βρίσκουμε κάποιο Σιαφάκα Λασπρώνη 22 – μας έδωσε ως μια οκά ψωμί – μάθαμε από Κοτσαϊμάνη για εκκαθάριση στον τομέα Δυτικής Στερεάς – εχθρός επέμεινε ακόμα. Υστερα από 16 μέρες – το μεσημέρι εχθρική διμοιρία κινιέται στο Νεραϊδοβούνι – κατευθύνεται Μυρίδη – βράδυ κινούμαστε για Συγκρέλο – για εξεύρεση τροφίμων – γυρίζει περίπολος – μας πληροφορεί ότι υπάρχει εχθρός – εξαναγκαζόμαστε επιστρέφουμε δάσος Λάσπης – καιρός μισοβροχερός.
5 Κυριακή: Παραμένουμε πάλι Λασπιώτικο – Σιαφάκας μας δίνει 8 οκάδες βρίζα και μαγειρεύουμε – πυρά ακούγονται προς Πουγκάκια και προς Τούφα – εχθρικός λόχος κινιέται από Νεράκια – Νεραϊδοβούνι – με κατεύθυνση Μυρίδη – αποφασίζουμε περάσουμε Βόρεια για εξεύρεση τροφίμων – η εξάντληση φαίνεται ζωηρή στα πρόσωπα των μαχητών μας – επιτελάρχης23 με παρακάλεσε να τον αφήσουμε – Σιαφάκας τον παρελαμβάνει με χίλια βάσανα – ώρα 18 ξεκινάμε για το πέρασμα – πάνω από 50 εχθρ. αυτοκίνητα κινούνται από Ράχη προς Καρπενήσι – δύσκολα βαδίζω αυτό το βράδυ με πονάει η κοιλιά μου τρομερά – ζαλάδες – τα πόδια από δρόμο μέχρι Αγιοι Απόστολοι το κάναμε δυο ώρες – αιφνιδιάστηκε Κούμαρος 24.
6 Δευτέρα: Ώρα 3 φθάνουμε υψ. Μαυρίλου 100 μέτρα ΝΔ χωριού και παραμένουμε – ημέρα κάνουμε παρατήρηση δε φαίνεται τίποτα – Μερκαδόραχη είδαμε μεμονωμένα άτομα – μαζεύουμε χόρτα και μαγειρεύουμε – στέλνουμε για κεράσια – Κλιτσάκι και Μπαμπάνη στέλνουμε στον Αη Χαράλαμπο για τρόφιμα – Νιχώρι συναντούν Κλιτσάκι με 16 οκάδες καλαμπόκι το μαγειρεύουμε και συνεχίζουμε – μας πληροφορούν για σύνδεση του Κλιτσάκι – το βράδυ κινούμαστε για Νιχώρι – τρώμε το καλαμπόκι – Δ/ση 55 Μονάδας συνένωση – αλλάζουμε σκέψεις και παραμένουμε Β. Α. Νιχωριού σε Κλιτσάκι στέλνουμε Στόκα.
7 Τρίτη: Ώρα 1.30 Δ/ση 55 κινιέται για συνάντηση τμήματός της. Εχθρός από Κόκκαλα κινιέται εκκαθαριστικά προς Παλιόκερδο – Δ/ση 55 ξεκόβεται – Κλιτσάκης έχασε Μπαμπάνη – δε βρήκε τρόφιμα παρά 20 οκάδες καλαμπόκι – στέλνουμε να το φέρουν – σκεφτόμαστε να περάσουμε προς Φουρνιώτικα, μάθαμε για σύλληψη Παπούα 25 και 2 άλλων στελεχών – δεν έχουμε μαγειρέψουμε τίποτα – από Λουφατζήδες κατοίκους Παλιοκάστρου παίρνουμε 20 οκάδες καλαμπόκι και 5 οκάδες άλευρα.
Κλιτσάκης φέρνει άλλες 15 – μαγειρεύουμε καλαμπόκι και κατσαμάκι – οι μισοί πηγαίνουν για κεράσια Ζίρυμα – εχθρός πήρε ως 55 με 70 οκ. αλεύρι και 3 ζώα – από γελάδες κατοίκων – 71 Ταξιαρχία έχει διάταξη Πετράλωνα – υψ. Βράχας – Κόκκαλα – 95 μονάδα βρίσκει λόχο της – αποφασίζουμε μείνουμε στο ίδιο περίπου σημείο – στέλνουμε Θεογιάννη για τρόφιμα.
8 Τετάρτη: Ώρα 2 έρχονται απ” τα κεράσια και φέρνουν αρκετά – ώρα 3 μοιράζουμε το κατσαμάκι – ώρα 5 μοιράζουμε το καλαμπόκι – ώρα 5.30 μετακινούμαστε και λημεριάζουμε – μένουμε στο Ανατολικό υψ. του Νεχωριού στην Πλαγιά του – λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικότερα μένει η 55 μονάδα η Πλαγιά είναι πυκνά δασωμένη από ανακατεμένα χαμηλά και ψηλά δένδρα και έλατα – μεσημέρι εχθρικές κινήσεις φαίνονται Πικροβούνι. Πιθανόν εχθρός ενεργήσει παραπάνω χώρο – φθάνει όμως βγήκε τυχαία ή από τυχόν ερεύνηση Λασπιώτικο – Καραγιώργης με δυο τρία κορίτσια ήρθε Νεχώρι – Παύλος φέρνει από Λουφατζήδες Μερκάδας 15 οκάδες καλαμπόκι – στέλνουμε αλευροποίηση με Κατσόγιαννο – σκεφτόμαστε κινηθούμε Βορειότερα για εξεύρεση τροφίμων – αποφεύγουμε τυχόν ενέργεια εχθρού – ειδοποιήσαμε Κατσώνη επιστρέφει – στείλαμε Καραγιώργη για ανακάλυψη καταφυγίου – έρχεται Μπαμπάνης – ώρα 22 ξεκινάμε για Παληόκαστρο.
9 Πέμπτη: ώρα 3 φθάνουμε καλυπτόμαστε ΒΔ χωριού. Παρούσης ερωτάει για πατριώτες του για Καλεμπάνη – Λόχος Κέντρου βρίσκεται Καρρά ράχη – φτιάνουμε ένα κατσαμάκι – εχθρική κίνηση δεν εκδηλώνεται – στο Πικροβούνι εξακολουθεί παραμένει εχθρός – από Πετράλωνα αποσύρεται – έπιασαν πολίτες σπηλιές – ηρωισμοί και σώσιμο ορισμένων οικογενειών Χουλιάρα – βρίσκουμε περίπου 100 οκάδες καλαμπόκι – από παρατήρηση – Πυρκαϊά γίνεται Χονδρογιάννη – σκεφτόμαστε για ελιγμό για εφοδιασμό προς Πάπα – ελισσόμαστε προς Νεχώρι 26 για Αη Χαράλαμπο.
10 Παρασκευή: Ώρα 1 ξεκινάμε για Παύλο και ώρα 6 φθάνουμε σε δημόσιο ανάμεσα Νεχώρι Παληόκαστρο όπου και διανυκτερεύουμε – εχθρός δεν υπάρχει Κόκκαλα – ούτε Πικροβούνι – αραιοί πυροβολισμοί ακούγονται προς Χονδρογιάννη – φτιάχνουμε κατσαμάκι και το βράδυ φασόλια – στέλνουμε για κεράσια – μήλα – πατάτες – πιάνουμε Αη Λια Νεχωριού – ώρα 24 ξεκινάμε Αη Χαράλαμπο 55 μονάδα μένει εκεί – αποστολή της ενεργήσει Ασπρόκαμπο για σφάγια – Τυμφρηστό για κρυμμένες κονσέρβες.
11 Σάββατον: Έχουμε φάει πολλά κεράσια – βαδίζω τελευταίος στη φάλαγγα – μέχρι υψώματα Αη Χαράλαμπου κάνουμε 3 ώρες – ώρα 3 φθάνουμε και σταματάμε. Κατσώνης μας στέλνει μια γελάδα – στέλνουμε και Κατσόγιαννο στον Κλιτσάκη για εξεύρεση τροφίμων – έρχεται αποστολή από Θεογιάννη με λίγα τρόφιμα – Πληροφορίες ότι εχθρός από Κόκκαλα αποσύρθηκε Τριφύλα – μια διλοχία επιστρέφει και ομάδα Γερακοφωλιά – Διαβάζουμε «Καθημερινή» της 2/6 μιλάει για διάλυση Κλιμακίου 27 – με αποκαλεί Πονηρό – από Κούμαρο ξεκόπηκε Σοφοκλής και Χόντος – ήρθε Αγία Τριάδα – μιλάει για αιφνιδιασμό και χάσιμο οπλισμού Κούμαρο – μαθαίνουμε νέα από Βοριαλή – διάγγελμα Ζαχαριάδη – εχθρός αποσύρει δυνάμεις από περιοχή μας για μέτωπο – μαζέψαμε ωραία κεράσια.
12 Κυριακή: Μοιράζουμε από μια οκά ψωμί στους μαχητές μας – κάνουμε τρία συσσίτια – στέλνουμε δυο φορτία στο μύλο Παληοκάστρου για άλεσμα – παίρνουμε ένα φακό από 55 μονάδα – για ενέργεια χώρο Ρεντίνας – εγκρίνουμε – 14 προς 15 πρέπει να βρίσκεται με τρόφιμα Χώρο Νεχωριού – για πέρασμα Νότια – παρατηρητήριο σημειώνει 28 εχθρό Κόκκαλα – περίπολος επιβεβαιώνει – τρώμε αρκετά κεράσια – μαχητές μας σήμερα είναι ξεκούραστοι – αναπολώ περασμένα – σκέφτουμαι μια σειρά νεκρούς μας αγωνιστές – διαβάζω εφημερίδα – Μάο τσε Τουγκ – υποδείχνω επίτροπο για ασύρματο – … με φως κλπ – δικαιολογείται – έρχεται Παπαγγέλης Δ/της της Πολ/κής – Σοφοκλής μου διηγείται για Κούμαρο – πώς έχασε οπλισμό – Νώντας – ώρα 4 φεύγουμε για ΝΔ Παληόκαστρο.
13 Δευτέρα: Ωρα 3.30 φθάνουμε στο Λημέρι – μαγειρεύουμε φασόλια – βράδυ κατσαμάκι – στέλνουμε για κεράσια στο Μύλο – διαβάζω Δ.Σ. 29 και έτσι πολεμήσαμε στο Στάλιγκραντ – από Αη Λια Παληοκάστρου κινείται φάλαγγα προς κατεύθυνσή μας – μετακινούμαστε – διαπιστώνουμε ότι η 55 μονάδα ήταν Παλαιόκαστρο – βράδυ παραμένουμε ίδιο μέρος – δεν ήρθε Κλιτσάκης με Κατσόγιαννο – βράδυ παραμένουμε ίδιο μέρος – στέλνουμε για κεράσια.
14 Τρίτη: Προς κατεύθυνσή μας κινιέται φάλαγγα από Αη Λια Παλαιοκάστρου – μετακινούμαστε λίγο – διαπιστώνουμε ότι είναι 55 μονάδα – λόχος εχθρ. κινείται από Αη Γιώργη – δίκαστρο και εγκαθίσταται Παναγιά Παλαιοκάστρου. Ανατινάζεται νάρκη – Παρούσης δεν επέστρεψε – βράδυ μετακινούμαστε με 55 μονάδα Αη Λια Νεχωριού – Νεχώρι βρίσκουμε Κατσόγιαννο, Κλιτσάκη – φέρνουν 3 γελάδια – Αλέθουμε καλαμπόκι.
15 Τετάρτη: Παραμένουμε Αη Λια Νεχωριού – εχθρός δεν εκδηλώνει καμιά κίνηση – στέλνουμε Κλιτσάκη για Στόκα Πετράλωνα – ώρα 10 Παύλος ξεκινάει για Αγίους Αποστόλους για παρατήρηση προς Ευρυτανία ετοιμάσει πέρασμα – ώρα 14 ξεκινάμε για Αγ. Αποστόλους – ώρα 21 βρισκόμαστε Μαυρίλο – τρώμε κεράσια – ώρα 21.30 στην έξοδο χωριού έρχεται σύνδ. από Παύλο 30 με πληροφορίες για Δήμο Ευρυτάνων – εχθρός κατέχει Νεραϊδοβούνι – υψ. Λάσπης – Μυρίκης τριγωνομετρικό – βλέπουμε δύσκολο το πέρασμα και επιστρέφουμε Ν.Δ. αντέρεισμα Νεχωριού (εκκλησάκι).
16 Πέμπτη: Φθάνουμε ώρα 2 – Παύλος ώρα 9 έρχεται από Αγ. Αποστόλους – αποφασίζουμε βράδυ περάσουμε προς Χονδρογιάννη – εχθρός δεν κατέχει Κόκκαλα – Στόκας ήρθε με λίγα σφάγια σφάζουμε και μαγειρεύουμε – ώρα 12 εχθρός κινιέται προς Νεχώρι από Β. Αντέρεισμα – ειδοποιούμε όλους συγκεντρωθούν. 55 μονάδα δεν παίρνει κρέας το εγκαταλείπει – Τασία άφησε χλαίνη της – Ζαχαρόπουλος και Καρακώστας γίνονται αντιληπτοί από εχθρό τους τουφεκάει – προς κατεύθυνσή μας ρίχνει πολλά πυρά – ανεβαίνουμε από πάνω πιάνουμε θέσεις και περιμένουμε.
Ώρα 16 εχθρός κινιέται Μαύρος εγκαθίσταται εκεί – ώρα 19 κατεβαίνουμε Αυχένα – ώρα 20 ξεκινάμε για πέρασμα Ν. – οδηγοί μας ρίχνουν δύσβατο μέρος – εξαναγκαζόμαστε επιστρέψουμε – Λιποτακτούν Τσεκούρας, Κοτούζης.
17 Παρασκευή: Ώρα 2 φθάνουμε ιδιώματα (Β. αντέρεισμα Νεχωριού). Παρατηρητήριο Αγ. Αποστόλων δε φάνηκε ούτε Στόκας – εχθρός από Μαυρίλο ώρα 9 ξεκινάει προς Αγ. Αποστόλους – πάει για εξερεύνηση στο σημείο που ήμαστε χθες – διμοιρία μας στα Ταμπούρια παρατηρεί εχθρό στα Κόκκαλα – εχθρός επιστρέφει Μαυρίλο – βράδυ κινούμαστε για Ν. Καρπενησίου ώρα 19.30 – ώρα 21 βρισκόμαστε Ζηρίλια – φθάνουμε κεράσια – και ώρα 21.30 συντασσόμαστε για κίνηση – από Ζηρίλια μέχρι Μεγ. Κάψη έχουμε 15 λιποτάκτες Λούφας 31. Μεγ. Κάψη χάνω φάλαγγα – τρέχω παίρνω άλλο δρόμο – τέλος επιστρέφουμε και παίρνουμε τον κατ. δρόμο – δε βρίσκω τη φάλαγγα – συνεχίζω φθάνω Τυμφρηστό – σκοπός εχθρού βήχει – φωνάζω ποιος είναι – δεν απαντά – Κατσόγιαννος νομίζει για σκύλο – ψάχνω για το δρόμο.
18 Σάββατον: Ώρα 2 ακούω μερικές ριπές και πυροβολισμούς – εχθρός αντιλήφθηκε τη φάλαγγα – συνεχίζω από δύσβατο μέρος προς 959 υψ. δυσκολευόμαστε πολύ – πριν κατεβούμε ρέμα ακούμε πίσω μας πατήματα – ώρα 4.30 φθάνουμε 959 σε λίγο έρχεται Αλεξίου με διμοιρία μου διηγείται για τη φάλαγγα – συνεχίζουμε μαζί προς τα Κάτω – φθάνουμε κοντά Παληοέλατα – ακούμε φωνές – υπάρχει εχθρός παραμένουμε μέσα στο δάσος και καθόμαστε όλη μέρα – υπάρχουν μεγάλες φτέρες – …
Χωρίς να “ρθουν κοντά μας – είμαστε όλοι 12 – στεναχωριέμαι για τη φάλαγγα – δεν ξέρω αν πέρασε και πού βρίσκεται – αποφασίζω κινηθούμε για Αργύρια – είναι το σημείο που πιστεύω στη σύνδεση – ανηφορίζω Κοκκάλια – Κούκο – δεν έχω κανένα να ξέρει δρομολόγιο – ώρα 20 ξεκινάμε για Γαρδίκι με δρομολόγιο κορυφογραμμής. Χάνουμε και βγαίνουμε δάσος Παληοχωριού.
19 Κυριακή: Το λίγο κρέας που είχαμε το φτιάσαμε χθες βράδυ – τώρα ελάχιστο αλεύρι υπάρχει στα σακίδια ορισμένων – ώρα 2 βρισκόμαστε Ν. Παληοχωριού – σε μια συστάδα έλατα – προς το Σπανό – ώρα 9 εχθρική ομάδα ανέβηκε Αη Λια Παληοχωριού – Αη Θόδωρο παρατηρούμε εχθρό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. (Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στον «Ριζοσπάστη» από τις 5 Ιούλη του 1998).
2. Μαρκόπουλος είναι ο ταξίαρχος του στρατού που αιχμαλωτίστηκε στο Λιδωρίκι.
3. Τελευταίου τύπου ασύρματος. Τα λεγόμενα «τρουμανάκια»! Λειτουργούσαν με χειροκίνητο διναμό. Τα παίρναμε λάφυρα απ” το στρατό.
4. Εννοεί τηλεγράφημα.
5. Εννοεί τον Μαρκόπουλο.
6. ΚΠ = Κέντρο Πληροφοριών.
7. Μεταφέρω.
8. Μάλλον Καραγιώργος.
9. 144 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
10. 172 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
11. Εννοεί τον Στέλιο Μασιάλα, ταγματάρχη.
12. Κατσόγιαννος. Είναι αυτός που όταν πιάστηκε δήλωσε ότι σκότωσε τον Διαμαντή.
13. Δεν ξέρουμε περί τίνος πρόκειται.
14. ΣΔ = Σταθμός Διοίκησης.
15. Αγνωστο τι σημαίνει.
16. Πρέπει να είναι προσωπική επίθεση.
17. Μαύρο = Μαυρολιθάρι.
18. Διάταξη.
19. Ταχτικά μυδραλιοβολεί.
20. Πρόκειται για ασύρματο νούμερο 22.
21. Ένα γάιδαρο.
22. Ισως Λασπιώτη (απ” το χωριό Λάσπη).
23. Επιτελάρχης ήταν ο Κ. Αυδής, μόνιμος αξιωματικός. Ξέμεινε από την εξάντληση. Πιάστηκε αιχμάλωτος και εκτελέστηκε.
24. Κούμαρος (Θανάσης Βλαχογιώργος), λοχαγός.
25. Παπούας (Νίκος Διένης, από Καστέλια). Πιάστηκε και εκτελέστηκε.
26. Το χωριό αναφέρεται Νεχώρι και αλλού Νοχώρι και Νιχώρι.
27. ΚΓΑΝΕ = Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας.
28. Επισημαίνει.
29. Περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός».
30. Πρέπει να είναι ο Παύλος Μπέικος, επίτροπος της 144 Ταξιαρχίας.
31. Είναι αυτοί που ξεκόβονταν και κρύβονταν («έκαναν λούφα») χωρίς να παραδοθούν.
Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής, μια σπάνια μαρτυρία του ασυρματιστή του
21 Ιούνη 1949 σκοτώνεται σε μάχη στα Μάρμαρα Φθιώτιδας ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ από τα μαθητικά του χρόνια και αργότερα, όντας φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έγινε μέλος του ΚΚΕ. Συμμετείχε δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες, ενώ όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος πολέμησε στο μέτωπο. Από τους πρώτους αντάρτες στον Παρνασσό, μετείχε στην ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου» (902.gr). Μετά τη Βάρκιζα πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του ΔΣΕ Παρνασσίδας και Ρούμελης.
Το 1948 με το βαθμό του υποστράτηγου διορίστηκε από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Από τη θέση αυτή αναδείχθηκαν οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη – Γιώτη, υποστράτηγο, διοικητή της Ι Μεραρχίας, τέλος του 1948 χτύπησαν την Καρδίτσα, ενώ στις αρχές του 1949 κατέλαβαν το Καρπενήσι, το οποίο κράτησαν επί ένα 20ήμερο» (902.gr).
Σήμερα δημοσιεύουμε τη μαρτυρία του ασυρματιστή του Διαμαντή, Νίκου Μανιά, σμηναγού ε.α., όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του με τίτλο «Στον ασύρματο της Ρούμελης». Μια σπάνια και μοναδική μαρτυρία, ενός ανθρώπου που ήταν στο τμήμα του Διαμαντή όταν δέχτηκαν την επίθεση του κυβερνητικού στρατού. Πολύτιμη ιστορική μαρτυρία.
Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής
'Υστερα από πολλές περιπλανήσεις και πορείες μέσα σε περιοχή γεμάτη στρατό, είχε έρθει και μεγάλο τμήμα από την Πελοπόννησο, βρεθήκαμε ανάμεσα στο Γαρδίκι Ομιλαίων και Αργύρια, πιο κάτω. Το μέρος ήταν πιασμένο. Πάμε να περάσουμε. Μας βάζουν πυρά. Δεν πήραν κανέναν. Προχωρούμε σιγά σιγά. Κλεινόμαστε σ’ ένα ύψωμα κάτω χαμηλά στη ρεματιά. Όλη τη μέρα έτοιμοι για μάχη. Απέναντι έβαζαν φωτιές στα μαντριά και τις καλύβες. Έψαχναν, πυροβολούσαν, μα εμάς δεν μας ενόχλησαν. Ίσως δεν μας πήραν χαμπάρι που ήμασταν ή ήθελαν να μας πιάσουν ζωντανούς.
Κατά το δειλινό φθάσαμε σιγά σιγά κοντά στα Μάρμαρα. Στην άκρη του αντερείσματος που βρίσκεται ανατολικά τους και που φτάνει μέχρι κάτω στη ρεματιά. Κολλήσαμε σα βδέλλες στο χείλος του αντερείσματος. Ήμασταν εγώ, ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ο Γιώργος Σαφάκας, ο Ηλίας Μανούκας, ο Κώστας Καραγιώργος, ο Θανάσης Κούμαρος, ο Θανάσης Σκαλτσάς, ο Γιώργος Ραυτόπουλος, η Μ. Κάιλα, η Τασία Σφήκα, αδελφή του Βασίλη Σφήκα που πέθανε στην Τασκένδη. Κι άλλοι, πού να θυμάμαι. Πέρασε πάνω από μισός αιώνας. Θα ήμασταν περίπου 50-60 άτομα. Λοιπόν, κολλάμε στην άκρη στο αντέρεισμα. Κάτω χαμηλά ήταν χαμηλό και γυμνό. Είχε φαγωσιές από βροχές και πλημμύρες. Ο Διαμαντής πιάνει την άκρη της προεξοχής του αντερείσματος που είχε κλίση προς τα κάτω. Παίρνει ένα οπλοπολυβόλο και μαζεύει μερικές σφαίρες και κάθεται μόνος του εκεί σκοπευτής.
Ήταν ηλιοβασίλεμα. Ακουστήκαν κάτι φωνές πιο πάνω. Βλέπουμε τρεις στρατιώτες να ’ρχονται προς τα κάτω, δηλαδή προς το μέρος μας, ψάχνοντας στους θάμνους. Ο ένας ξέκοψε και συνέχισε να βαδίζει προς το μέρος μας. Σταμάτησε λίγο πιο πάνω και είπε στους άλλους δυο που τον περίμεναν πως δεν είδε τίποτα. Γύρνα, του λένε εκείνοι. Γύρισε εκείνος και πήγαινε προς τα πάνω. Έτοιμοι ήμασταν να ρίξουμε. Κρατήσαμε την ανάσα μας. Μας έμεινε τώρα ο θάνατος. Όλη τη νύχτα βαδίζαμε. Πέφτουμε κάτω στη ρεματιά και βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο μέρος. Τα πόδια δεν κρατούν άλλο. Ο ένας σέρνει τον άλλο.
Βρεθήκαμε στην ανατολική πλευρά του αντερείσματος. Στην πλαγιά που κατέληγε κάτω ανατολικά στη μεγάλη ξηρορεματιά κι άρχιζε το βουνό της Οίτης. Να φανταστείτε πως απ’ το ύψωμα του αντερείσματος μέχρι τη μεγάλη ρεματιά ήταν δεν ήταν 600 μέτρα. Εμείς ήμασταν στο μέσο. Είχε γουπατάκια γυμνά με φτέρες, είχε και έλατα, κέδρα κι άλλους θάμνους. Αυτό το μέρος λέγεται Αϊ-Γιάννης. Τρυπώσαμε μέσα στα ελατάκια και τις ψηλές φτέρες.
Ήταν η καταραμένη μέρα, 21 Ιούνη 1949. Βλέπουμε κάτω στο δρόμο στρατό με μεταγωγικά. Περνούσαν τη ρεματιά και τραβούσαν προς την Καστριώτισσα. Χαρήκαμε. Είπαμε μέσα μας πως φεύγουν και θα τη γλιτώσουμε. Αμ δε. Άξαφνα βλέπουμε να σταματούν, να κάνουν μεταβολή και να γυρίζουν πίσω. Πώς και γιατί έγινε αυτό δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε. Κάποιος μας έφυγε, πήγε παραδόθηκε και μαρτύρησε πως ήμασταν σ’ αυτό το μέρος.
Άκουσα το Διαμαντή να λέει στον Σαφάκα:
-«Κοίτα ρε Γιώργο ποιος μας λείπει».
Και πράγματι, έλειπε μια αγωνίστρια. Δεν βάσταξε άλλο το φριχτό μαρτύριο.
-«Α τη στρίγγλα», είπε ο Διαμαντής. «Μας πρόδωσε».
Δεν άργησαν να φτάσουν από πάνω απ’ το αντέρεισμα, που ήταν μυρμήγκια ο στρατός, μαζί με σκυλιά που γάβγιζαν. Το πήραν παγανιά. Άρχιζαν να φωνάζουν. Εδώ κάτω είναι, έλεγαν και τα σκυλιά γάβγιζαν μαζί τους. Εκείνη την κρίσιμη ιστορική στιγμή, γίνεται μικρό συμβούλιο σ’ αυτό το αλωνάκι με τις φτέρες που ήμασταν όλοι μαζεμένοι και πανικοβλημένοι.
Ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ένας Θύμιος, ο Ραυτόπουλος κι εγώ, λέμε τι πρέπει να κάνουμε.
-«Τα όπλα στα χέρια, λέει ο Διαμαντής, δε θα πάμε προς τα κάτω γιατί είναι πιασμένο, ούτε καταπάνω γιατί είναι γεμάτο στρατό. Θα βαδίσουμε παράλληλα να βγούμε στη βρύση που πάει για Καστριώτισσα και να ξεφύγουμε. Στο δρόμο αυτό θα πολεμήσουμε κι όποιος γλιτώσει. Εσύ Νίκο, γυρίζει και μου λέει ο αετός, πήγαινε καμιά 50αριά μέτρα πιο πέρα κι ό,τι δεις να ’ρθεις να το πεις».
Έτσι κι έγινε. Πήγα σιγά σιγά. Κάθομαι πίσω από ένα έλατο. Πιο πέρα στα 30-40 μέτρα βλέπω ένα στρατιώτη. Κοίταγα και κρυβόμουν. Κοίταγε κι εκείνος και κρυβόταν. Παίζαμε κρυφτούλι. Τρέχω και λέω στον Διαμαντή.
-«Αρχηγέ είναι κι από μπροστά μας».
Ώσπου να τα πω αυτά, πλάκωσαν από πάνω με φωνές, χουγιαχτά, σκυλιά και θόρυβο. Γελούσαν.
-«Εδώ είναι ρε παιδιά».
Και τι δεν άκουγες. Πανικός. Οι περισσότεροι κάναμε τον κατήφορο. Την ώρα εκείνη ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Κι ένα «ωχ». Μπορεί να σκοτώθηκε τότε ο Διαμαντής, μπορεί και όχι, να σκοτώθηκε αργότερα γιατί οι πυροβολισμοί αυξήθηκαν. Μπορεί και να τους αντιστάθηκε. Μπορεί το «ωχ» να ήταν άλλου. Ποιος τον σκότωσε; Μπορεί αυτοί ή κανένας δικός μας. Δεν ξέρω, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά. Άκουσα τον πυροβολισμό και το «ωχ». Αυτό το λέω υπεύθυνα και είναι αληθινό γεγονός κι ας το κρίνει η ιστορία.
Φτάνω πιο κάτω. Δεν πήγα μέχρι τη ρεματιά. Το μέρος ήταν απότομο, πολύ κατηφοριαστό, με κάτι πλάκες γλιστερές, έτρεχε λίγο νερό και κατέληγε σε μια λίμπα γεμάτη. Πέφτω μέσα στο νερό απ’ τη γλιστερή κρεμαστή και βλέπω κόκκινο το νερό. Λίγο χτύπησα στο κεφάλι με το όπλο μου και μάτωσε και χρωμάτισε το νερό. Πού να σκεφτώ τώρα αίματα και κολοκύθια. Κάνω 5 βήματα κι ακούω μέσα από ένα πυκνό θάμνο.
-«Εϊ, Εϊ. Μην πάτε κάτω στη ρεματιά θα σας πιάσουν».
Ήταν ο Γ. Ραυτόπουλος κρυμμένος, δεν μπορούσε να τρέξει γιατί έπασχε από άσθμα. Γλίτωσε και κατέφυγε στην Πολωνία σαν πολιτικός πρόσφυγας. Κάτω στο ρέμα όσοι πήγαιναν έπεφταν απάνω τους και πιάνονταν. Κάτω ακούγονταν ντουφεκιές, φωνές, χαμός.
-«Παραδοθείτε», φώναζαν. Πιάστηκε ο τάδε. Πιάστηκε ο Σαφάκας.
Ένας φώναζε με τον τηλεβόα:
-Παραδοθείτε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι.
Τρέχω παράλληλα. Είχε ντούσκα. Πίσω δυο σύντροφοι, η Μαρούλα Κάιλα, η Τασία Σφήκα και κάνα δυο άλλοι. Εγώ μπροστά. Για μια στιγμή περνάμε ένα γούπατο και βγαίνουμε σ’ ένα υψωματάκι και βρεθήκαμε απέναντί τους στα 200 μέτρα. Μας ρίχνουν μερικές ριπές για εκφοβισμό. Γυρίζω και βλέπω ένα φαντάρο πεσμένο με οπλοπολυβόλο και έναν όρθιο να μας κοιτάνε με ένταση και να φωνάζουν:
-«Παραδοθείτε ρε παιδιά. Τι χαζομάρες είναι αυτές;».
Τρέχουμε. Ανεβαίνουμε. Πίσω μας ήταν ένα χωματένιο φυσικό τειχάκι. Οι ριπές περνούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο που στο αντέρεισμα ήταν μια γλυψιά. Ίσως παλιά να έγινε πυρκαγιά κι ήταν γυμνό. Μόνο φτέρες και ξεκινούσε από το υψηλότερο μέρος του αντερείσματος μέχρι τη ρεματιά και πλάτος γύρω στα 100 μέτρα. Μόλις μας είδαν στο ξέφωτο από πάνω άρχισαν να βάζουν και να τρέχουν προς τα εμάς. Κοπήκαμε. Εγώ ήμουν γρήγορος στα πόδια και συνέχισα παράλληλα και προς τα πάνω. Οι άλλοι πήραν τον κατήφορο για το ρέμα όπου ίσως και πιάστηκαν. Με ακολούθησε μόνο η Τασία Σφήκα κλαίοντας.
-«Μην κλαις της έλεγα. Τώρα θα βγούμε στη βρύση και θα γλιτώσουμε».
Πέρασα το ξέφωτο και μπήκα στο δασωμένο. Η Τασία κοντά μου ασθμαίνοντας και μουτσοκλέοντας. Πλησιάζω στα 100 μέτρα στη βρύση και τι να δω. Γεμάτο φαντάρους και μεταγωγικά. Τότε γυρίζω πίσω. Κρύβω το όπλο μου, είχα δυο χειροβομβίδες «μιλς» για το τέλος μου και τον εχθρό.
Με την ψυχή στα δόντια
Από το ρέμα φώναζαν: Δυο βρίσκονται στο δασωμένο. Τρέξτε να τους πιάσετε. Και ω του θαύματος. Τι να πω ρε παιδιά. Εκεί που έφευγα βρήκα ένα μέρος κατάλληλο για κρυψώνα.
Ήταν μια πέτρα μεγάλη κι είχε σα σπηλιούλα η οποία μεγάλωνε, μ’ ένα πυκνό κλείδωνα. Ήταν μια μικρή σπηλιά. Ούτε παραγγελιά να την είχα. Βλέπετε τι πράγματα συμβαίνουν στην πολυτάραχη ζωή του ανθρώπου; Αργότερα το μετάνιωσα γιατί δεν πήγα καταπάνω τους να με σκοτώσουν και να γλιτώσω τα άλλα χειρότερα που υπέφερα. Χωνόμαστε μέσα. Η χειροβομβίδα έτοιμη για δράση. Ήταν μεσημέρι. Καλοκαιρινή μέρα, μεγάλη.
Ακούμε κάποια στιγμή:
-«Βρε είναι εκεί κοντά. Τρουπώσανε σε μια πέτρα», λέει ένας.
«Άντε ρε που κυνηγάτε τον κόσμο σα να ’ναι λαγοί, λέει ένας άλλος».
Θάρρεψα απ’ αυτό λίγο. Ίσως να ’ταν κανένα παιδί δικό μας, Ελασίτης. Ένας δικός μας ανέβηκε σ’ ένα έλατο. Τον είδαν.
-«Κατέβα κάτω ρε», του φώναζαν.
-«Δεν κατεβαίνω», έλεγε αυτός.
Έριξαν και τον σκότωσαν. Όλα αυτά τα άκουγα απ’ την κρυψώνα. Νύχτωσε. Έβαζαν φωτιά στο μέρος, έκαιγαν τα κούτσουρα και τα ξερόκλαδα για να φέγγει και να μας δουν και να μας πιάσουν.
Ξεκινάω για τα Μάρμαρα. Αντίθετα από εκεί που πηγαίναμε. Δηλαδή, γυρίζαμε πίσω. Η Τασία δεν έπαψε να κλαίει. Ήταν περίπου μεσάνυχτα. Έφαγε καναδυό χαστούκια να πάψει. Κάποιος γλίστρησε τη νύχτα στο δάσος κι έκανε το σύνθημα τσ – τσ – τσ που κάναμε όταν είχαμε λούφα. Αμέσως αποκρίθηκε η Τασία. Εγώ της βούλωσα το στόμα, γιατί δεν ήξερα μήπως ήταν παγίδα. Όλη την ώρα βαδίζαμε για το ύψωμα του αντερείσματος, να βγούμε στο δρόμο που βγαίνει στα Μάρμαρα. Βάδιζα 10 μέτρα κι αφουγκραζόμουν. Είχα οξεία ακοή, ασυρματιστής ήμουν. Άκουγα τα πάντα. Τη νύχτα φώναζαν απ’ τον τηλεβόα. Με τη χαρακτηριστική φωνή του ένας εκφωνητής που δεν έμοιαζε η φωνή του με τη ρουμελιώτικη διάλεκτο ή μοτίβο, αλλά φαινόταν πως ήταν νησιώτης ή Πειραιώτης. Φώναζε λοιπόν, το θυμάμαι σαν τώρα, μέσα στη νύχτα:
- «Συναγωνιστήήή. Σήμερον σκοτώθηκε ο Διαμαντής, ο λοχαγός Σαφάκας πιάστηκε, πολλοί παραδόθηκαν, ο Γράμμος έπεσε κι όλοι έφυγαν για Αλβανία. Εσείς τι κάθεστε; Γιατί δεν παραδίνεστε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι; Αν μέχρι αύριο στις 9 το πρωί δεν παραδοθείτε στον εθνικό στρατό, όποιος συλλαμβάνεται θα εκτελείται επί τόπου. Εντάξει;».
Αυτά άκουγα και προσεχτικά τραβούσα για τη ράχη του αντερείσματος και να φύγω για τα Μάρμαρα που βρισκόταν ακριβώς πίσω και κάτω απ’ την άλλη πλευρά. Μέχρι να φτάσω στο ύψωμα θα ήταν περίπου μεσάνυχτα. Αστροφεγγιά. Έφτασα πίσω από ένα κέδρο φουντωτό και έβαλα αυτί και μάτι να δω κίνηση πάνω στο πλατάνι, να ακούσω θόρυβο ή φωνή. Το ύψωμα ήταν ίσιο και γυμνό, μόνο φτέρες και θα είχε πλάτος 50-60 μέτρα και μάκρος πολύ μεγάλο. Αφουγκράστηκα και κοίταζα μην έχουν στήσει ενέδρα με πολυβόλο. Δεν είδα, τουλάχιστον σε 50 μέτρα κάτι τέτοιο. Μόνο πιο κάτω στα 150 μέτρα περίπου, βοσκούσαν δυο άλογα ή μουλάρια.
Λέω της Τασίας να ετοιμαστεί να τρέξουμε γρήγορα το γυμνό και να μπούμε στο δασωμένο. Έτσι κι έγινε. Τρέχουμε γρήγορα και μπαίνουμε στο δάσος. Ήταν κατηφοριαστό το μέρος. Και κατά σύμπτωση πέσαμε στη στράτα. Ήταν όλο πέτρες και το χώμα δουλεμένο απ’ τα μεταγωγικά και τις αρβύλες του στρατού. Κατάλαβα πως πέρασε πολύς κόσμος από εκεί αλλά δεν ήξερα πού κατευθύνθηκε. Μου καρφώθηκε στο μυαλό να πάω στο χωριό. Ήξερα πως ήταν ακατοίκητο εδώ και 2 χρόνια, αν όχι παραπάνω. Ετοιμαζόμουν να πάω στην πλατεία όπου εκεί ήταν και βρύση. Μόλις φτάνουμε στο κορφινό σπίτι, ακούγω γαύγισμα σκυλιού απ’ την πλατεία. Μ’ έβαλε σε υποψία, πού βρέθηκε ζωντανό σε νεκρό κι έρημο χωριό. Αλλάζω γνώμη και πηδώ τη μάντρα του πρώτου σπιτιού. Μπήκαμε μέσα στην αυλή. Ήταν μικρή, το σπιτάκι μικρό και η αυλή χορταριασμένη, όλο τσουκνίδα. Ανοιχτή μια ξυλόπορτα σπασμένη. Μπαίνουμε μέσα και ανεβαίνουμε στο ταβάνι. Εκεί μας πήρε ο ύπνος. Το πρωί με την ανατολή του ηλίου με ξυπνάει κλαίοντας η Τασία.
-«Γιατί κλαις; Τι θέλεις;».
-«Κοίτα» μου λέει.
Έσκυψα και κοίταξα απ’ το άνοιγμα της οροφής, στρατό με τις καραβάνες να κατεβαίνει απ’ το υψωματάκι που βρισκόταν πάνω απ’ το χωριό, στην πλατεία για συσσίτιο. Φωνές, θόρυβος, χαλασμός. Είχαν βάλει καζάνια στην πλατεία και μοίραζαν συσσίτιο.
Καθίσαμε όλη μέρα εκεί στο ταβάνι. Πεινούσα. Στη μικρή αυλή ήταν μια κερασιά με κεράσια. Κατέβηκα με χίλιες προφυλάξεις και έφαγα κάμποσα κεράσια κι έδωσα και στην Τασία. Κατά το δειλινό άκουσα φωνές και συζήτηση πιο κάτω στο δρόμο.
Ένας έλεγε: «Θα τον πάτε έξω απ’ το χωριό και θα τον εκτελέσετε».
'Υστερα από λίγο ακούστηκε ο πυροβολισμός. Έκλαψα πικρά. Μάτωσε η ψυχή μου. Ποιο παλικάρι να πλήρωσε με τη ζωή του αυτή τη τραγωδία; Μ’ έπιασε μελαγχολία και αγωνία. Δε φοβήθηκα αλλά πεισμάτωσα περισσότερο. Άλλωστε σε τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει καιρός να φοβηθείς. Βλέπεις το θάνατο πάντοτε μπροστά σου και τον συνηθίζεις.
Σαν νύχτωσε, φεύγουμε απ’ αυτό το σπιτάκι και τρέχοντας προς τα κάτω περάσαμε έναν κήπο, θυμάμαι, γεμάτο δέντρα καρποφόρα, τα περισσότερα κερασιές. Φτάσαμε στη ρεματιά και πηγαίναμε για το Νικολίτσι. Στο δρόμο τη νύχτα πέσαμε σε μια χαράδρα πυκνοδασωμένη κι όσο να την περάσουμε στην άλλη άκρη, μας πήραν τα χαράματα. Εκεί έχασα τα μισά μαλλιά απ’ το κεφάλι μου. Είχα πολύ πυκνό μαλλί. Το ’χασα στα δέντρα. Βγήκε ο ήλιος και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου δρόμο πολύ αλεσμένο. Κατάλαβα. Πέρασε στρατός. Πλησιάζουμε στο δρόμο και κρυβόμαστε 7-8 μέτρα μακριά του, μέσα σ’ ένα πυκνό θάμνο. Καθίσαμε μέχρι το μεσημέρι. Σε λίγο ακούγεται θόρυβος, ποδοβολητό και φωνές.
Κοιτάω στο δρόμο, απ’ το θάμνο πιο κάτω έρχονταν στρατός με μεταγωγικά φορτωμένα τσουβάλια, κάσες κι άλλα τρόφιμα. Οι στρατιώτες οι περισσότεροι ήταν καβάλα και τα όπλα τους χιαστί. Έλεγαν διάφορα. Πέρασαν μπροστά μας χωρίς να μας αντιληφθούν, αφού ήμασταν καλά κρυμμένοι. Αυτή η φάλαγγα κατευθύνονταν προς το Γαρδίκι Ομιλαίων μάλλον.
Αφού πέρασαν και κατέβηκε πολύ ο ήλιος σηκωθήκαμε και φεύγοντας φτάσαμε σ’ ένα καλυβάκι που ήταν χωμένο σε κάτι μεγάλες μουριές και η σκεπή του ήταν με τσίγκο. Ανέβηκα στη σκεπή και τι να δω. Όλη η σκεπή ήταν σκεπασμένη από μούρες άσπρες, άλλες σταφιδιασμένες κι άλλες φρέσκες και πολλές ακρίδες να τις τρώνε. Ρίχτηκα με λαιμαργία κι άρχισα να τρώω μούρες χωρίς διάκριση, ούτε λογαριάζοντας τις ακρίδες. Η Τασία κάθονταν κάτω και προσπαθούσε να φτάσει τα μούρα απ’ τα κλωνάρια.
Φύγαμε για το χωριό Μαυρίλο. Κοιτάμε αν υπάρχει κίνηση στο χωριό. Δεν υπήρχε. Πήγαμε στον πλάτανο στη πλατεία. Υπήρχε κακαβολίθι και στάχτη. Κάποιοι είχαν βράσει καλαμποκόσπυρα. Ποιοι να ’ταν; Δεν ξέρω. Βλέπω κάποιον να βγαίνει από ένα σοκάκι και να ’ρχεται προς τα μάς. Ήταν ντυμένος χωριάτικα με μαύρη τσούκνα και ταγάρι στον ώμο.
Με τη χειροβομβίδα στο χέρι του φωνάζω:
-Ποιος είσαι εσύ;-
-«Δικός σας», μου λέει.
-«Πέτα το ταγάρι και με τα χέρια ψηλά έλα».
Ήταν ένας που είχε μύλο εκεί κοντά. Κι αυτός με την οικογένειά του κυνηγημένος. Την είχε σε μια χαράδρα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Ήταν δικός μας πράγματι.
-«Εδώ πιο πάνω είναι τμήματα του στρατού, μου λέει. Πιο πέρα σ’ εκείνο το δασωμένο υψωματάκι είναι κι ο Ηρακλής με καμιά δεκαριά».
Ο Ηρακλής είχε γλιτώσει, όταν σκοτωνόταν ο γίγαντας Διαμαντής. Θα τον βρούμε λίγο αργότερα πάνω απ’ το Νιοχώρι. Στο Μαυρίλο νύχτωσε, ο μυλωνάς έφυγε κι εγώ με την Τασία πιάσαμε ένα ακρινό σπίτι κι ανεβήκαμε στο ταβάνι. Εκεί ψάχνοντας βρήκα ένα σακουλάκι αλάτι και κάτι ξεροφάσουλα. Πώς όμως να τα βράσω; Φωτιά δεν είχα. Έγλειφα λίγο αλάτι.
Είχα ξεπλυθεί τελείως. Τη νύχτα ακουστήκαν φωνές και θόρυβος προς την εκκλησία, στη πλατεία. Κοιτάζω, άναψαν φωτιά για καζάνι. Κατά τα χαράματα ήρθε ένας σύνδεσμος προφανώς καβάλα σε άλογο, κάτι είπε και σε λίγο βλέπω όλο το τμήμα να συντάσσεται και να φεύγει προς νότο. Πέρασε μια ώρα. Σκέφθηκα να πάω στην εκκλησία που ήταν φωτιά, να πάρω και να βράσω τα φασόλια. Κατέβηκα στο δρόμο και με χίλιες προφυλάξεις πήγα και πήρα ένα δαυλί με φωτιά. Πήγα στο σπίτι και άναψα μπροστά στην αυλή φωτιά κι έβρασα τα φασόλια. Για να έχω πάντα όμως φωτιά κονόμησα ένα κομμάτι ίσκα κι αυτή διατηρούσε φωτιά μέχρι να ανταμώσουμε τον Ηρακλή. Πράγματα δηλαδή αρχέγονα. Τα λέγω και δεν τα πιστεύω ο ίδιος. Κι όμως, είναι όπως τα λέω. Αληθινά.
Το πρωί άρχισα να ερευνώ το σπίτι. Ήταν αρχοντικό. Φαίνεται πως ήταν Αμερικάνοι αυτοί που ζούσαν εκεί. Συρόμενες πόρτες χώριζαν τα δωμάτια. Βρίσκω μια μικρή βιβλιοθήκη. Ήταν βιβλία γυμνασίου. Αρχαία, μαθηματικά, φυσική. Άρχισα να τα ξεφυλλίζω με ενδιαφέρον. Ήρθε στο νου μου η ειρηνική ζωή που έκανα κι εγώ πριν από λίγα χρόνια στο γυμνάσιο. Αμέσως τ’ αφήνω γιατί μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο μέσα στο σπίτι. Φώναζα λίγο: «Αν είσαι άνθρωπος βγες. Είμαι καλός άνθρωπος κι εγώ». Πήγα σ’ όλα τα δωμάτια, κάτω στο ισόγειο που ήταν τα παχνιά για τα ζώα, τίποτα. Κανένα ίχνος ζωής.
Εκεί μπροστά στο ισόγειο στην είσοδο ήταν μια μικρή κερασιά φορτωμένη μεγάλα ώριμα κεράσια. Άρχισα να τσιμπολογώ, όταν ακούγω μια φωνή να λέει: «Εδώ έλα να φας καλά κεράσια».
Φοβήθηκα κι έτρεξα στο ταβάνι. Βρίσκω την Τασία τρομοκρατημένη και να κλαίει.
-«Άκουσες, είδες τίποτα;» της λέω
-«Δε βλέπεις;».
Γυρνάω το κεφάλι προς τα πίσω μέσα από τη χαραμάδα της σκεπής και τι να δω. Δυο φαντάροι με τα όπλα χιαστί κρεμασμένα, έτρωγαν κεράσια από δυο φουντωτές κερασιές τραβώντας τα κλωνάρια. Αυτοί μιλούσαν και κουβέντιαζαν χωρίς να μας δουν εμάς.
Καθίσαμε εκεί ως το βράδυ, ώσπου καταφτάνει ένα τμήμα στρατού και μπαίνοντας στο χωριό ψάχνανε τα σπίτια και κόβανε ολόκληρα κλωνάρια κερασιές και τις κουβαλούσαν κάτω στην εκκλησία στον πλάτανο κι εκεί τα μάζευαν. Ήρθαν και στο γειτονικό σπίτι. Συζητούσαν, έκοβαν κερασοκλώναρα. Μάλιστα ένας έλεγε: «Ο αδελφός μου ήταν στο Ζέρβα». Το βράδυ έφυγαν .
Βιογραφικό Νίκου Μανιά
Νίκος Μανιάς (Νικοτσάρας) σμηναγός ε.α. «Στον ασύρματο της Ρούμελης». (Αναμνήσεις του αεροπόρου, πρωτοπόρου κομμουνιστή στη γενέτειρά του Μενδενίτσα Λοκρίδας, επικεφαλής του Εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής, μέλους της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ στη Λοκρίδα κατά την Κατοχή, συνεργάτη του περιοδικού της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» και επί τρία χρόνια ασυρματιστή στο Αρχηγείο του ΔΣΕ στη Ρούμελη και στη 2η Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο Ν. Μανιάς βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, όπου σπούδασε ηλεκτρονικός και βραβεύθηκε για τη δουλειά του του από το Υπουργείο Βιομηχανίας της ΕΣΣΔ. Μετά τον επαναπατρισμό του και μέχρι το θάνατό του, το 1999, συνέχισε τον αγώνα του από τις γραμμές του ΚΚΕ.
*Από το Ατέχνως*
Το 1948 με το βαθμό του υποστράτηγου διορίστηκε από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Από τη θέση αυτή αναδείχθηκαν οι στρατηγικές του ικανότητες και τα ηγετικά του προσόντα. Μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη – Γιώτη, υποστράτηγο, διοικητή της Ι Μεραρχίας, τέλος του 1948 χτύπησαν την Καρδίτσα, ενώ στις αρχές του 1949 κατέλαβαν το Καρπενήσι, το οποίο κράτησαν επί ένα 20ήμερο» (902.gr).
Σήμερα δημοσιεύουμε τη μαρτυρία του ασυρματιστή του Διαμαντή, Νίκου Μανιά, σμηναγού ε.α., όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του με τίτλο «Στον ασύρματο της Ρούμελης». Μια σπάνια και μοναδική μαρτυρία, ενός ανθρώπου που ήταν στο τμήμα του Διαμαντή όταν δέχτηκαν την επίθεση του κυβερνητικού στρατού. Πολύτιμη ιστορική μαρτυρία.
Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής
'Υστερα από πολλές περιπλανήσεις και πορείες μέσα σε περιοχή γεμάτη στρατό, είχε έρθει και μεγάλο τμήμα από την Πελοπόννησο, βρεθήκαμε ανάμεσα στο Γαρδίκι Ομιλαίων και Αργύρια, πιο κάτω. Το μέρος ήταν πιασμένο. Πάμε να περάσουμε. Μας βάζουν πυρά. Δεν πήραν κανέναν. Προχωρούμε σιγά σιγά. Κλεινόμαστε σ’ ένα ύψωμα κάτω χαμηλά στη ρεματιά. Όλη τη μέρα έτοιμοι για μάχη. Απέναντι έβαζαν φωτιές στα μαντριά και τις καλύβες. Έψαχναν, πυροβολούσαν, μα εμάς δεν μας ενόχλησαν. Ίσως δεν μας πήραν χαμπάρι που ήμασταν ή ήθελαν να μας πιάσουν ζωντανούς.
Κατά το δειλινό φθάσαμε σιγά σιγά κοντά στα Μάρμαρα. Στην άκρη του αντερείσματος που βρίσκεται ανατολικά τους και που φτάνει μέχρι κάτω στη ρεματιά. Κολλήσαμε σα βδέλλες στο χείλος του αντερείσματος. Ήμασταν εγώ, ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ο Γιώργος Σαφάκας, ο Ηλίας Μανούκας, ο Κώστας Καραγιώργος, ο Θανάσης Κούμαρος, ο Θανάσης Σκαλτσάς, ο Γιώργος Ραυτόπουλος, η Μ. Κάιλα, η Τασία Σφήκα, αδελφή του Βασίλη Σφήκα που πέθανε στην Τασκένδη. Κι άλλοι, πού να θυμάμαι. Πέρασε πάνω από μισός αιώνας. Θα ήμασταν περίπου 50-60 άτομα. Λοιπόν, κολλάμε στην άκρη στο αντέρεισμα. Κάτω χαμηλά ήταν χαμηλό και γυμνό. Είχε φαγωσιές από βροχές και πλημμύρες. Ο Διαμαντής πιάνει την άκρη της προεξοχής του αντερείσματος που είχε κλίση προς τα κάτω. Παίρνει ένα οπλοπολυβόλο και μαζεύει μερικές σφαίρες και κάθεται μόνος του εκεί σκοπευτής.
Ήταν ηλιοβασίλεμα. Ακουστήκαν κάτι φωνές πιο πάνω. Βλέπουμε τρεις στρατιώτες να ’ρχονται προς τα κάτω, δηλαδή προς το μέρος μας, ψάχνοντας στους θάμνους. Ο ένας ξέκοψε και συνέχισε να βαδίζει προς το μέρος μας. Σταμάτησε λίγο πιο πάνω και είπε στους άλλους δυο που τον περίμεναν πως δεν είδε τίποτα. Γύρνα, του λένε εκείνοι. Γύρισε εκείνος και πήγαινε προς τα πάνω. Έτοιμοι ήμασταν να ρίξουμε. Κρατήσαμε την ανάσα μας. Μας έμεινε τώρα ο θάνατος. Όλη τη νύχτα βαδίζαμε. Πέφτουμε κάτω στη ρεματιά και βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο μέρος. Τα πόδια δεν κρατούν άλλο. Ο ένας σέρνει τον άλλο.
Βρεθήκαμε στην ανατολική πλευρά του αντερείσματος. Στην πλαγιά που κατέληγε κάτω ανατολικά στη μεγάλη ξηρορεματιά κι άρχιζε το βουνό της Οίτης. Να φανταστείτε πως απ’ το ύψωμα του αντερείσματος μέχρι τη μεγάλη ρεματιά ήταν δεν ήταν 600 μέτρα. Εμείς ήμασταν στο μέσο. Είχε γουπατάκια γυμνά με φτέρες, είχε και έλατα, κέδρα κι άλλους θάμνους. Αυτό το μέρος λέγεται Αϊ-Γιάννης. Τρυπώσαμε μέσα στα ελατάκια και τις ψηλές φτέρες.
Ήταν η καταραμένη μέρα, 21 Ιούνη 1949. Βλέπουμε κάτω στο δρόμο στρατό με μεταγωγικά. Περνούσαν τη ρεματιά και τραβούσαν προς την Καστριώτισσα. Χαρήκαμε. Είπαμε μέσα μας πως φεύγουν και θα τη γλιτώσουμε. Αμ δε. Άξαφνα βλέπουμε να σταματούν, να κάνουν μεταβολή και να γυρίζουν πίσω. Πώς και γιατί έγινε αυτό δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε. Κάποιος μας έφυγε, πήγε παραδόθηκε και μαρτύρησε πως ήμασταν σ’ αυτό το μέρος.
Άκουσα το Διαμαντή να λέει στον Σαφάκα:
-«Κοίτα ρε Γιώργο ποιος μας λείπει».
Και πράγματι, έλειπε μια αγωνίστρια. Δεν βάσταξε άλλο το φριχτό μαρτύριο.
-«Α τη στρίγγλα», είπε ο Διαμαντής. «Μας πρόδωσε».
Δεν άργησαν να φτάσουν από πάνω απ’ το αντέρεισμα, που ήταν μυρμήγκια ο στρατός, μαζί με σκυλιά που γάβγιζαν. Το πήραν παγανιά. Άρχιζαν να φωνάζουν. Εδώ κάτω είναι, έλεγαν και τα σκυλιά γάβγιζαν μαζί τους. Εκείνη την κρίσιμη ιστορική στιγμή, γίνεται μικρό συμβούλιο σ’ αυτό το αλωνάκι με τις φτέρες που ήμασταν όλοι μαζεμένοι και πανικοβλημένοι.
Ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ένας Θύμιος, ο Ραυτόπουλος κι εγώ, λέμε τι πρέπει να κάνουμε.
-«Τα όπλα στα χέρια, λέει ο Διαμαντής, δε θα πάμε προς τα κάτω γιατί είναι πιασμένο, ούτε καταπάνω γιατί είναι γεμάτο στρατό. Θα βαδίσουμε παράλληλα να βγούμε στη βρύση που πάει για Καστριώτισσα και να ξεφύγουμε. Στο δρόμο αυτό θα πολεμήσουμε κι όποιος γλιτώσει. Εσύ Νίκο, γυρίζει και μου λέει ο αετός, πήγαινε καμιά 50αριά μέτρα πιο πέρα κι ό,τι δεις να ’ρθεις να το πεις».
Έτσι κι έγινε. Πήγα σιγά σιγά. Κάθομαι πίσω από ένα έλατο. Πιο πέρα στα 30-40 μέτρα βλέπω ένα στρατιώτη. Κοίταγα και κρυβόμουν. Κοίταγε κι εκείνος και κρυβόταν. Παίζαμε κρυφτούλι. Τρέχω και λέω στον Διαμαντή.
-«Αρχηγέ είναι κι από μπροστά μας».
Ώσπου να τα πω αυτά, πλάκωσαν από πάνω με φωνές, χουγιαχτά, σκυλιά και θόρυβο. Γελούσαν.
-«Εδώ είναι ρε παιδιά».
Και τι δεν άκουγες. Πανικός. Οι περισσότεροι κάναμε τον κατήφορο. Την ώρα εκείνη ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Κι ένα «ωχ». Μπορεί να σκοτώθηκε τότε ο Διαμαντής, μπορεί και όχι, να σκοτώθηκε αργότερα γιατί οι πυροβολισμοί αυξήθηκαν. Μπορεί και να τους αντιστάθηκε. Μπορεί το «ωχ» να ήταν άλλου. Ποιος τον σκότωσε; Μπορεί αυτοί ή κανένας δικός μας. Δεν ξέρω, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά. Άκουσα τον πυροβολισμό και το «ωχ». Αυτό το λέω υπεύθυνα και είναι αληθινό γεγονός κι ας το κρίνει η ιστορία.
Φτάνω πιο κάτω. Δεν πήγα μέχρι τη ρεματιά. Το μέρος ήταν απότομο, πολύ κατηφοριαστό, με κάτι πλάκες γλιστερές, έτρεχε λίγο νερό και κατέληγε σε μια λίμπα γεμάτη. Πέφτω μέσα στο νερό απ’ τη γλιστερή κρεμαστή και βλέπω κόκκινο το νερό. Λίγο χτύπησα στο κεφάλι με το όπλο μου και μάτωσε και χρωμάτισε το νερό. Πού να σκεφτώ τώρα αίματα και κολοκύθια. Κάνω 5 βήματα κι ακούω μέσα από ένα πυκνό θάμνο.
-«Εϊ, Εϊ. Μην πάτε κάτω στη ρεματιά θα σας πιάσουν».
Ήταν ο Γ. Ραυτόπουλος κρυμμένος, δεν μπορούσε να τρέξει γιατί έπασχε από άσθμα. Γλίτωσε και κατέφυγε στην Πολωνία σαν πολιτικός πρόσφυγας. Κάτω στο ρέμα όσοι πήγαιναν έπεφταν απάνω τους και πιάνονταν. Κάτω ακούγονταν ντουφεκιές, φωνές, χαμός.
-«Παραδοθείτε», φώναζαν. Πιάστηκε ο τάδε. Πιάστηκε ο Σαφάκας.
Ένας φώναζε με τον τηλεβόα:
-Παραδοθείτε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι.
Τρέχω παράλληλα. Είχε ντούσκα. Πίσω δυο σύντροφοι, η Μαρούλα Κάιλα, η Τασία Σφήκα και κάνα δυο άλλοι. Εγώ μπροστά. Για μια στιγμή περνάμε ένα γούπατο και βγαίνουμε σ’ ένα υψωματάκι και βρεθήκαμε απέναντί τους στα 200 μέτρα. Μας ρίχνουν μερικές ριπές για εκφοβισμό. Γυρίζω και βλέπω ένα φαντάρο πεσμένο με οπλοπολυβόλο και έναν όρθιο να μας κοιτάνε με ένταση και να φωνάζουν:
-«Παραδοθείτε ρε παιδιά. Τι χαζομάρες είναι αυτές;».
Τρέχουμε. Ανεβαίνουμε. Πίσω μας ήταν ένα χωματένιο φυσικό τειχάκι. Οι ριπές περνούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο που στο αντέρεισμα ήταν μια γλυψιά. Ίσως παλιά να έγινε πυρκαγιά κι ήταν γυμνό. Μόνο φτέρες και ξεκινούσε από το υψηλότερο μέρος του αντερείσματος μέχρι τη ρεματιά και πλάτος γύρω στα 100 μέτρα. Μόλις μας είδαν στο ξέφωτο από πάνω άρχισαν να βάζουν και να τρέχουν προς τα εμάς. Κοπήκαμε. Εγώ ήμουν γρήγορος στα πόδια και συνέχισα παράλληλα και προς τα πάνω. Οι άλλοι πήραν τον κατήφορο για το ρέμα όπου ίσως και πιάστηκαν. Με ακολούθησε μόνο η Τασία Σφήκα κλαίοντας.
-«Μην κλαις της έλεγα. Τώρα θα βγούμε στη βρύση και θα γλιτώσουμε».
Πέρασα το ξέφωτο και μπήκα στο δασωμένο. Η Τασία κοντά μου ασθμαίνοντας και μουτσοκλέοντας. Πλησιάζω στα 100 μέτρα στη βρύση και τι να δω. Γεμάτο φαντάρους και μεταγωγικά. Τότε γυρίζω πίσω. Κρύβω το όπλο μου, είχα δυο χειροβομβίδες «μιλς» για το τέλος μου και τον εχθρό.
Με την ψυχή στα δόντια
Από το ρέμα φώναζαν: Δυο βρίσκονται στο δασωμένο. Τρέξτε να τους πιάσετε. Και ω του θαύματος. Τι να πω ρε παιδιά. Εκεί που έφευγα βρήκα ένα μέρος κατάλληλο για κρυψώνα.
Ήταν μια πέτρα μεγάλη κι είχε σα σπηλιούλα η οποία μεγάλωνε, μ’ ένα πυκνό κλείδωνα. Ήταν μια μικρή σπηλιά. Ούτε παραγγελιά να την είχα. Βλέπετε τι πράγματα συμβαίνουν στην πολυτάραχη ζωή του ανθρώπου; Αργότερα το μετάνιωσα γιατί δεν πήγα καταπάνω τους να με σκοτώσουν και να γλιτώσω τα άλλα χειρότερα που υπέφερα. Χωνόμαστε μέσα. Η χειροβομβίδα έτοιμη για δράση. Ήταν μεσημέρι. Καλοκαιρινή μέρα, μεγάλη.
Ακούμε κάποια στιγμή:
-«Βρε είναι εκεί κοντά. Τρουπώσανε σε μια πέτρα», λέει ένας.
«Άντε ρε που κυνηγάτε τον κόσμο σα να ’ναι λαγοί, λέει ένας άλλος».
Θάρρεψα απ’ αυτό λίγο. Ίσως να ’ταν κανένα παιδί δικό μας, Ελασίτης. Ένας δικός μας ανέβηκε σ’ ένα έλατο. Τον είδαν.
-«Κατέβα κάτω ρε», του φώναζαν.
-«Δεν κατεβαίνω», έλεγε αυτός.
Έριξαν και τον σκότωσαν. Όλα αυτά τα άκουγα απ’ την κρυψώνα. Νύχτωσε. Έβαζαν φωτιά στο μέρος, έκαιγαν τα κούτσουρα και τα ξερόκλαδα για να φέγγει και να μας δουν και να μας πιάσουν.
Ξεκινάω για τα Μάρμαρα. Αντίθετα από εκεί που πηγαίναμε. Δηλαδή, γυρίζαμε πίσω. Η Τασία δεν έπαψε να κλαίει. Ήταν περίπου μεσάνυχτα. Έφαγε καναδυό χαστούκια να πάψει. Κάποιος γλίστρησε τη νύχτα στο δάσος κι έκανε το σύνθημα τσ – τσ – τσ που κάναμε όταν είχαμε λούφα. Αμέσως αποκρίθηκε η Τασία. Εγώ της βούλωσα το στόμα, γιατί δεν ήξερα μήπως ήταν παγίδα. Όλη την ώρα βαδίζαμε για το ύψωμα του αντερείσματος, να βγούμε στο δρόμο που βγαίνει στα Μάρμαρα. Βάδιζα 10 μέτρα κι αφουγκραζόμουν. Είχα οξεία ακοή, ασυρματιστής ήμουν. Άκουγα τα πάντα. Τη νύχτα φώναζαν απ’ τον τηλεβόα. Με τη χαρακτηριστική φωνή του ένας εκφωνητής που δεν έμοιαζε η φωνή του με τη ρουμελιώτικη διάλεκτο ή μοτίβο, αλλά φαινόταν πως ήταν νησιώτης ή Πειραιώτης. Φώναζε λοιπόν, το θυμάμαι σαν τώρα, μέσα στη νύχτα:
- «Συναγωνιστήήή. Σήμερον σκοτώθηκε ο Διαμαντής, ο λοχαγός Σαφάκας πιάστηκε, πολλοί παραδόθηκαν, ο Γράμμος έπεσε κι όλοι έφυγαν για Αλβανία. Εσείς τι κάθεστε; Γιατί δεν παραδίνεστε να φάτε ψωμί και να κοιμηθείτε ήσυχοι; Αν μέχρι αύριο στις 9 το πρωί δεν παραδοθείτε στον εθνικό στρατό, όποιος συλλαμβάνεται θα εκτελείται επί τόπου. Εντάξει;».
Αυτά άκουγα και προσεχτικά τραβούσα για τη ράχη του αντερείσματος και να φύγω για τα Μάρμαρα που βρισκόταν ακριβώς πίσω και κάτω απ’ την άλλη πλευρά. Μέχρι να φτάσω στο ύψωμα θα ήταν περίπου μεσάνυχτα. Αστροφεγγιά. Έφτασα πίσω από ένα κέδρο φουντωτό και έβαλα αυτί και μάτι να δω κίνηση πάνω στο πλατάνι, να ακούσω θόρυβο ή φωνή. Το ύψωμα ήταν ίσιο και γυμνό, μόνο φτέρες και θα είχε πλάτος 50-60 μέτρα και μάκρος πολύ μεγάλο. Αφουγκράστηκα και κοίταζα μην έχουν στήσει ενέδρα με πολυβόλο. Δεν είδα, τουλάχιστον σε 50 μέτρα κάτι τέτοιο. Μόνο πιο κάτω στα 150 μέτρα περίπου, βοσκούσαν δυο άλογα ή μουλάρια.
Λέω της Τασίας να ετοιμαστεί να τρέξουμε γρήγορα το γυμνό και να μπούμε στο δασωμένο. Έτσι κι έγινε. Τρέχουμε γρήγορα και μπαίνουμε στο δάσος. Ήταν κατηφοριαστό το μέρος. Και κατά σύμπτωση πέσαμε στη στράτα. Ήταν όλο πέτρες και το χώμα δουλεμένο απ’ τα μεταγωγικά και τις αρβύλες του στρατού. Κατάλαβα πως πέρασε πολύς κόσμος από εκεί αλλά δεν ήξερα πού κατευθύνθηκε. Μου καρφώθηκε στο μυαλό να πάω στο χωριό. Ήξερα πως ήταν ακατοίκητο εδώ και 2 χρόνια, αν όχι παραπάνω. Ετοιμαζόμουν να πάω στην πλατεία όπου εκεί ήταν και βρύση. Μόλις φτάνουμε στο κορφινό σπίτι, ακούγω γαύγισμα σκυλιού απ’ την πλατεία. Μ’ έβαλε σε υποψία, πού βρέθηκε ζωντανό σε νεκρό κι έρημο χωριό. Αλλάζω γνώμη και πηδώ τη μάντρα του πρώτου σπιτιού. Μπήκαμε μέσα στην αυλή. Ήταν μικρή, το σπιτάκι μικρό και η αυλή χορταριασμένη, όλο τσουκνίδα. Ανοιχτή μια ξυλόπορτα σπασμένη. Μπαίνουμε μέσα και ανεβαίνουμε στο ταβάνι. Εκεί μας πήρε ο ύπνος. Το πρωί με την ανατολή του ηλίου με ξυπνάει κλαίοντας η Τασία.
-«Γιατί κλαις; Τι θέλεις;».
-«Κοίτα» μου λέει.
Έσκυψα και κοίταξα απ’ το άνοιγμα της οροφής, στρατό με τις καραβάνες να κατεβαίνει απ’ το υψωματάκι που βρισκόταν πάνω απ’ το χωριό, στην πλατεία για συσσίτιο. Φωνές, θόρυβος, χαλασμός. Είχαν βάλει καζάνια στην πλατεία και μοίραζαν συσσίτιο.
Καθίσαμε όλη μέρα εκεί στο ταβάνι. Πεινούσα. Στη μικρή αυλή ήταν μια κερασιά με κεράσια. Κατέβηκα με χίλιες προφυλάξεις και έφαγα κάμποσα κεράσια κι έδωσα και στην Τασία. Κατά το δειλινό άκουσα φωνές και συζήτηση πιο κάτω στο δρόμο.
Ένας έλεγε: «Θα τον πάτε έξω απ’ το χωριό και θα τον εκτελέσετε».
'Υστερα από λίγο ακούστηκε ο πυροβολισμός. Έκλαψα πικρά. Μάτωσε η ψυχή μου. Ποιο παλικάρι να πλήρωσε με τη ζωή του αυτή τη τραγωδία; Μ’ έπιασε μελαγχολία και αγωνία. Δε φοβήθηκα αλλά πεισμάτωσα περισσότερο. Άλλωστε σε τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει καιρός να φοβηθείς. Βλέπεις το θάνατο πάντοτε μπροστά σου και τον συνηθίζεις.
Σαν νύχτωσε, φεύγουμε απ’ αυτό το σπιτάκι και τρέχοντας προς τα κάτω περάσαμε έναν κήπο, θυμάμαι, γεμάτο δέντρα καρποφόρα, τα περισσότερα κερασιές. Φτάσαμε στη ρεματιά και πηγαίναμε για το Νικολίτσι. Στο δρόμο τη νύχτα πέσαμε σε μια χαράδρα πυκνοδασωμένη κι όσο να την περάσουμε στην άλλη άκρη, μας πήραν τα χαράματα. Εκεί έχασα τα μισά μαλλιά απ’ το κεφάλι μου. Είχα πολύ πυκνό μαλλί. Το ’χασα στα δέντρα. Βγήκε ο ήλιος και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου δρόμο πολύ αλεσμένο. Κατάλαβα. Πέρασε στρατός. Πλησιάζουμε στο δρόμο και κρυβόμαστε 7-8 μέτρα μακριά του, μέσα σ’ ένα πυκνό θάμνο. Καθίσαμε μέχρι το μεσημέρι. Σε λίγο ακούγεται θόρυβος, ποδοβολητό και φωνές.
Κοιτάω στο δρόμο, απ’ το θάμνο πιο κάτω έρχονταν στρατός με μεταγωγικά φορτωμένα τσουβάλια, κάσες κι άλλα τρόφιμα. Οι στρατιώτες οι περισσότεροι ήταν καβάλα και τα όπλα τους χιαστί. Έλεγαν διάφορα. Πέρασαν μπροστά μας χωρίς να μας αντιληφθούν, αφού ήμασταν καλά κρυμμένοι. Αυτή η φάλαγγα κατευθύνονταν προς το Γαρδίκι Ομιλαίων μάλλον.
Αφού πέρασαν και κατέβηκε πολύ ο ήλιος σηκωθήκαμε και φεύγοντας φτάσαμε σ’ ένα καλυβάκι που ήταν χωμένο σε κάτι μεγάλες μουριές και η σκεπή του ήταν με τσίγκο. Ανέβηκα στη σκεπή και τι να δω. Όλη η σκεπή ήταν σκεπασμένη από μούρες άσπρες, άλλες σταφιδιασμένες κι άλλες φρέσκες και πολλές ακρίδες να τις τρώνε. Ρίχτηκα με λαιμαργία κι άρχισα να τρώω μούρες χωρίς διάκριση, ούτε λογαριάζοντας τις ακρίδες. Η Τασία κάθονταν κάτω και προσπαθούσε να φτάσει τα μούρα απ’ τα κλωνάρια.
Φύγαμε για το χωριό Μαυρίλο. Κοιτάμε αν υπάρχει κίνηση στο χωριό. Δεν υπήρχε. Πήγαμε στον πλάτανο στη πλατεία. Υπήρχε κακαβολίθι και στάχτη. Κάποιοι είχαν βράσει καλαμποκόσπυρα. Ποιοι να ’ταν; Δεν ξέρω. Βλέπω κάποιον να βγαίνει από ένα σοκάκι και να ’ρχεται προς τα μάς. Ήταν ντυμένος χωριάτικα με μαύρη τσούκνα και ταγάρι στον ώμο.
Με τη χειροβομβίδα στο χέρι του φωνάζω:
-Ποιος είσαι εσύ;-
-«Δικός σας», μου λέει.
-«Πέτα το ταγάρι και με τα χέρια ψηλά έλα».
Ήταν ένας που είχε μύλο εκεί κοντά. Κι αυτός με την οικογένειά του κυνηγημένος. Την είχε σε μια χαράδρα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Ήταν δικός μας πράγματι.
-«Εδώ πιο πάνω είναι τμήματα του στρατού, μου λέει. Πιο πέρα σ’ εκείνο το δασωμένο υψωματάκι είναι κι ο Ηρακλής με καμιά δεκαριά».
Ο Ηρακλής είχε γλιτώσει, όταν σκοτωνόταν ο γίγαντας Διαμαντής. Θα τον βρούμε λίγο αργότερα πάνω απ’ το Νιοχώρι. Στο Μαυρίλο νύχτωσε, ο μυλωνάς έφυγε κι εγώ με την Τασία πιάσαμε ένα ακρινό σπίτι κι ανεβήκαμε στο ταβάνι. Εκεί ψάχνοντας βρήκα ένα σακουλάκι αλάτι και κάτι ξεροφάσουλα. Πώς όμως να τα βράσω; Φωτιά δεν είχα. Έγλειφα λίγο αλάτι.
Είχα ξεπλυθεί τελείως. Τη νύχτα ακουστήκαν φωνές και θόρυβος προς την εκκλησία, στη πλατεία. Κοιτάζω, άναψαν φωτιά για καζάνι. Κατά τα χαράματα ήρθε ένας σύνδεσμος προφανώς καβάλα σε άλογο, κάτι είπε και σε λίγο βλέπω όλο το τμήμα να συντάσσεται και να φεύγει προς νότο. Πέρασε μια ώρα. Σκέφθηκα να πάω στην εκκλησία που ήταν φωτιά, να πάρω και να βράσω τα φασόλια. Κατέβηκα στο δρόμο και με χίλιες προφυλάξεις πήγα και πήρα ένα δαυλί με φωτιά. Πήγα στο σπίτι και άναψα μπροστά στην αυλή φωτιά κι έβρασα τα φασόλια. Για να έχω πάντα όμως φωτιά κονόμησα ένα κομμάτι ίσκα κι αυτή διατηρούσε φωτιά μέχρι να ανταμώσουμε τον Ηρακλή. Πράγματα δηλαδή αρχέγονα. Τα λέγω και δεν τα πιστεύω ο ίδιος. Κι όμως, είναι όπως τα λέω. Αληθινά.
Το πρωί άρχισα να ερευνώ το σπίτι. Ήταν αρχοντικό. Φαίνεται πως ήταν Αμερικάνοι αυτοί που ζούσαν εκεί. Συρόμενες πόρτες χώριζαν τα δωμάτια. Βρίσκω μια μικρή βιβλιοθήκη. Ήταν βιβλία γυμνασίου. Αρχαία, μαθηματικά, φυσική. Άρχισα να τα ξεφυλλίζω με ενδιαφέρον. Ήρθε στο νου μου η ειρηνική ζωή που έκανα κι εγώ πριν από λίγα χρόνια στο γυμνάσιο. Αμέσως τ’ αφήνω γιατί μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο μέσα στο σπίτι. Φώναζα λίγο: «Αν είσαι άνθρωπος βγες. Είμαι καλός άνθρωπος κι εγώ». Πήγα σ’ όλα τα δωμάτια, κάτω στο ισόγειο που ήταν τα παχνιά για τα ζώα, τίποτα. Κανένα ίχνος ζωής.
Εκεί μπροστά στο ισόγειο στην είσοδο ήταν μια μικρή κερασιά φορτωμένη μεγάλα ώριμα κεράσια. Άρχισα να τσιμπολογώ, όταν ακούγω μια φωνή να λέει: «Εδώ έλα να φας καλά κεράσια».
Φοβήθηκα κι έτρεξα στο ταβάνι. Βρίσκω την Τασία τρομοκρατημένη και να κλαίει.
-«Άκουσες, είδες τίποτα;» της λέω
-«Δε βλέπεις;».
Γυρνάω το κεφάλι προς τα πίσω μέσα από τη χαραμάδα της σκεπής και τι να δω. Δυο φαντάροι με τα όπλα χιαστί κρεμασμένα, έτρωγαν κεράσια από δυο φουντωτές κερασιές τραβώντας τα κλωνάρια. Αυτοί μιλούσαν και κουβέντιαζαν χωρίς να μας δουν εμάς.
Καθίσαμε εκεί ως το βράδυ, ώσπου καταφτάνει ένα τμήμα στρατού και μπαίνοντας στο χωριό ψάχνανε τα σπίτια και κόβανε ολόκληρα κλωνάρια κερασιές και τις κουβαλούσαν κάτω στην εκκλησία στον πλάτανο κι εκεί τα μάζευαν. Ήρθαν και στο γειτονικό σπίτι. Συζητούσαν, έκοβαν κερασοκλώναρα. Μάλιστα ένας έλεγε: «Ο αδελφός μου ήταν στο Ζέρβα». Το βράδυ έφυγαν .
Βιογραφικό Νίκου Μανιά
Νίκος Μανιάς (Νικοτσάρας) σμηναγός ε.α. «Στον ασύρματο της Ρούμελης». (Αναμνήσεις του αεροπόρου, πρωτοπόρου κομμουνιστή στη γενέτειρά του Μενδενίτσα Λοκρίδας, επικεφαλής του Εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής, μέλους της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ στη Λοκρίδα κατά την Κατοχή, συνεργάτη του περιοδικού της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» και επί τρία χρόνια ασυρματιστή στο Αρχηγείο του ΔΣΕ στη Ρούμελη και στη 2η Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο Ν. Μανιάς βρέθηκε πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, όπου σπούδασε ηλεκτρονικός και βραβεύθηκε για τη δουλειά του του από το Υπουργείο Βιομηχανίας της ΕΣΣΔ. Μετά τον επαναπατρισμό του και μέχρι το θάνατό του, το 1999, συνέχισε τον αγώνα του από τις γραμμές του ΚΚΕ.
*Από το Ατέχνως*
Μένη Παπαηλιού η "Θύελλα"
Η Μένη Παπαηλιού ήταν μια από τις πιο γενναίες και παρόλα αυτά πιο άγνωστες μορφές της Εθνικής Αντίστασης. Κατάγονταν από την Καλλιθέα της Αθήνας και δούλευε ράφτρα από μικρή, για να συμπληρώσει το φτωχό εισόδημα της οικογένειάς της. Παντρεύτηκε, όπως πολλά κορίτσια της εποχής, μικρή και με προξενιό χωρίς καν να έχει γνωρίσει τον άνδρα με τον οποίο θα ζούσε την υπόλοιπη ζωή της. Την πάντρεψαν με έναν χωροφύλακα. Όλα έδειχναν ότι η Mένη, θα γίνονταν αυτό που πολλές γυναίκες της εποχής έγιναν χωρίς τα γράμματα και το σχολείο. Θα έμενε στο σπίτι για να γεννήσει τα παιδιά της, ήσυχη και υποταγμένη, μέχρι μια μέρα που θα την έπαιρναν για το κοιμητήρι με το φέρετρο.
Η Μένη Παπαηλιού όμως δεν έγινε αυτό, έγινε η "Θύελλα"...
Ο πόλεμος βρήκε την Μένη στα τριάντα της ήδη με τρία παιδιά που δυσκολεύονταν πολύ να τα θρέψει. Ο σύζυγός της δούλευε στην Χωροφυλακή. Ο Μπουραντάς τότε στρατολογούσε για λογαριασμό της Γκεστάπο πολλούς απλούς πολίτες, οι οποίοι έναντι ενός πιάτου φαγητό για αυτούς και το σπιτικό τους, στέλνονταν στο βουνό για να καταταγούν στον ΕΛΑΣ και να λειτουργήσουν σαν χαφιέδες της Ασφάλειας. Έτσι η Μένη εστάλη και αυτή με την εντολή του συζύγου της και έναντι ενός παχυλού ποσού. Η Μένη όμως δεν ήταν τέτοια ψυχή. Αντ'αυτού, κατατάχθηκε πλήρως στον ΕΛΑΣ και έδρασε όπως τόσοι άλλοι αγωνιστές της εποχής. Η γενναιότητά της έμεινε μνημειώδης και απέσπασε τον θαυμασμό πολλών συντρόφων και συναγωνιστών της. Τραυματίσθηκε μάλιστα και στον μηρό σε μια μάχη του ΕΛΑΣ με μια μονάδα Ιταλών.
Χαρακτηριστικό της αποφασιστικότητάς της ήταν, ότι μετά μια μάχη με τους Γερμανούς, η Μένη βρήκε ένα όμορφο μαύρο παντελόνι και το φόρεσε αμέσως. Για καιρό οι διοικητές της προσπαθούσαν να την πείσουν να το βγάλει για να διατηρηθεί η στρατιωτική ομοιομορφία, όμως η Μένη αρνούνταν να πειθαρχήσει. Μονάχα όταν μια νεαρή συμπολεμίστριά της της το ζήτησε γλυκά γλυκά εκείνη δέχτηκε και τοποθέτησε από τότε το ρούχο στο σακίδιό της.
Μεγάλο βάσανο για την "Θύελλα" ήταν το γεγονός ότι στην Αθήνα δεν μπορούσε να κατέβει πια για να δει τα παιδιά της. Το λεγε και το ξανάλεγε στους αξιωματικούς και έτσι ήταν η μόνη της Μεραρχίας της που πήρε άδεια τον Νοέμβρη του 1944 να κατέβει στην Αθήνα για να τα δει. Όμως η μοίρα δεν στάθηκε τόσο ευγενική όσο ήταν η ίδια η Μένη. Τα Δεκεμβριανά την πέτυχαν στην Αθήνα, κι εκεί όμως η Μένη Παπαηλιού δεν ξέχασε το χρέος και την αποστολή της. Αμέσως κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και πήρε το όπλο ενάντια στους Άγγλους και τους ντόπιους χαφιέδες τους.
Προς το τέλος του ματωμένου Δεκέμβρη, η "Θύελλα", έχασε την ζωή της στο απόσπασμα των προδοτών στην Καλλιθέα. Πριν πεθάνει άφησε στα παιδιά της δύο ποιήματα γραμμένα με το αίμα της. Της είχαν αρνηθεί και το μελάνι...
Η Μένη Παπαηλιού όμως δεν έγινε αυτό, έγινε η "Θύελλα"...
Ο πόλεμος βρήκε την Μένη στα τριάντα της ήδη με τρία παιδιά που δυσκολεύονταν πολύ να τα θρέψει. Ο σύζυγός της δούλευε στην Χωροφυλακή. Ο Μπουραντάς τότε στρατολογούσε για λογαριασμό της Γκεστάπο πολλούς απλούς πολίτες, οι οποίοι έναντι ενός πιάτου φαγητό για αυτούς και το σπιτικό τους, στέλνονταν στο βουνό για να καταταγούν στον ΕΛΑΣ και να λειτουργήσουν σαν χαφιέδες της Ασφάλειας. Έτσι η Μένη εστάλη και αυτή με την εντολή του συζύγου της και έναντι ενός παχυλού ποσού. Η Μένη όμως δεν ήταν τέτοια ψυχή. Αντ'αυτού, κατατάχθηκε πλήρως στον ΕΛΑΣ και έδρασε όπως τόσοι άλλοι αγωνιστές της εποχής. Η γενναιότητά της έμεινε μνημειώδης και απέσπασε τον θαυμασμό πολλών συντρόφων και συναγωνιστών της. Τραυματίσθηκε μάλιστα και στον μηρό σε μια μάχη του ΕΛΑΣ με μια μονάδα Ιταλών.
Χαρακτηριστικό της αποφασιστικότητάς της ήταν, ότι μετά μια μάχη με τους Γερμανούς, η Μένη βρήκε ένα όμορφο μαύρο παντελόνι και το φόρεσε αμέσως. Για καιρό οι διοικητές της προσπαθούσαν να την πείσουν να το βγάλει για να διατηρηθεί η στρατιωτική ομοιομορφία, όμως η Μένη αρνούνταν να πειθαρχήσει. Μονάχα όταν μια νεαρή συμπολεμίστριά της της το ζήτησε γλυκά γλυκά εκείνη δέχτηκε και τοποθέτησε από τότε το ρούχο στο σακίδιό της.
Μεγάλο βάσανο για την "Θύελλα" ήταν το γεγονός ότι στην Αθήνα δεν μπορούσε να κατέβει πια για να δει τα παιδιά της. Το λεγε και το ξανάλεγε στους αξιωματικούς και έτσι ήταν η μόνη της Μεραρχίας της που πήρε άδεια τον Νοέμβρη του 1944 να κατέβει στην Αθήνα για να τα δει. Όμως η μοίρα δεν στάθηκε τόσο ευγενική όσο ήταν η ίδια η Μένη. Τα Δεκεμβριανά την πέτυχαν στην Αθήνα, κι εκεί όμως η Μένη Παπαηλιού δεν ξέχασε το χρέος και την αποστολή της. Αμέσως κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και πήρε το όπλο ενάντια στους Άγγλους και τους ντόπιους χαφιέδες τους.
Προς το τέλος του ματωμένου Δεκέμβρη, η "Θύελλα", έχασε την ζωή της στο απόσπασμα των προδοτών στην Καλλιθέα. Πριν πεθάνει άφησε στα παιδιά της δύο ποιήματα γραμμένα με το αίμα της. Της είχαν αρνηθεί και το μελάνι...
«Θύελλα» (Μένη Παπαηλιού)
Η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης
(Άγνωστη μαρτυρία και φωτογραφίες)
Ανάμεσα στις χιλιάδες γυναίκες και άντρες που υπηρέτησαν υψηλά ιδανικά και πολέμησαν στην Εθνική Αντίσταση, κάποια πρόσωπα ξεχώρισαν και έγιναν σύμβολα του αγώνα του λαού μας και τα ονόματά τους αναγράφονται στα κεφάλαια της Ιστορίας που διαβάζουν οι νεώτερες γενιές. Το γεγονός αυτό δεν το επεδίωξαν, βέβαια, οι ίδιοι (έζησαν και έδρασαν ηρωικά, όχι για να ξεχωρίσουν από τους συναγωνιστές τους αλλά εκτελώντας το χρέος τους απέναντι στο λαό και τη συνείδησή τους), ούτε μειώνει την προσφορά των χιλιάδων ηρώων της Αντίστασης που ο πολύς κόσμος δεν θα μάθει ποτέ τα ονόματά τους. Μια τέτοια περίπτωση ανάμεσα στις γυναίκες της Εθνικής μας Αντίστασης που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την κοινωνική προκοπή, αποτελεί η Μένη Παπαηλιού – Ψυχράμη που, με το αντάρτικο ψευδώνυμο «Θύελλα», η δράση της πέρασε στο λαϊκό θρύλο.
Η Θύελλα, πρωταντάρτισσα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ήταν στο Τάγμα Θανάτου με λοχαγό τον Ντίνο Γιαννόπουλο και τον καπετάν Φώτη Παρνασιώτη, ενώ πολέμησε και στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Έλαβε μέρος στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, σε μάχες στην Ευρυτανία, τα Άγραφα και αλλού. Δεν ήξερε τι πάει να πει φόβος και είχε αποχτήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να ξεχωρίζουν.
Η κόρη της Κική Σιμιτοπούλου σημειώνει: Η Θύελλα «δεν δίσταζε να κουβαλά, να μεταφέρει τραυματίες σε ασφαλή μέρη αψηφώντας τους κινδύνους για τη ζωή της. Σε μια μάχη είχε μεταφέρει στους ώμους της, την ίδια μέρα, 24 τραυματίες. Πάντα με το χαμόγελο, καβάλα στο άλογό της ήταν σε διαρκή δράση, ένα πραγματικό παλικάρι που πάντα τολμούσε και έτσι της έδωσαν το όνομα “Θύελλα”. Τον Δεκέμβρη του 1944, όταν κατέβηκε η μεραρχία της στη Φυλή Αττικής για τη “μάχη της Ομόνοιας”, στη “Θύελλα” δόθηκε 24ωρη άδεια για νάρθει να δει τα τρία παιδιά της. Ήρθε, μας είδε, μας αποχαιρέτησε. Εκείνη έφυγε για πάντα μακριά μας. Μα ξέρουμε πολύ καλά πως δεν μας εγκατέλειψε. Μεγάλη η περηφάνια μας για σένα.» Η Θύελλα έδωσε τη ζωή της για την Αντίσταση.
Στα λίγα που γνωρίζουμε για τη Θύελλα έρχεται να προστεθεί η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά, αξιωματικού του στρατού των ΗΠΑ, απεσταλμένου της υπηρεσίας πληροφοριών OSS στο βουνό. Ο Κ. Κουβαράς θα γνωρίσει τη Θύελλα στα πλαίσια της αποστολής του και θα προσπαθήσει να συνδεθεί ερωτικά μαζί της, παραβλέποντας τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας του λαϊκού στρατού. Η Θύελλα θα αρνηθεί με αποφασιστικότητα και θα τον βάλει στη θέση του. Σύμφωνα με τον Κ. Κουβαρά θα ακολουθήσουν αρκετές συναντήσεις στις οποίες η Θύελλα θα του διηγηθεί την ζωή της στο διάστημα μέχρι να καταταγεί στον ΕΛΑΣ.
Για την πειθαρχία και τις σχέσεις των δύο φύλων στον ΕΛΑΣ
«Η πειθαρχία ανάμεσα στους αντάρτες είναι θαυμάσια. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού στρατού η πειθαρχία είναι ζήτημα συνείδησης! Όταν οι αντάρτες μπαίνουν σ’ ένα χωριό δε ζητάνε τίποτε και δεν αρπάζουν τίποτε. Δεν αγγίζουν ούτε φρούτα από τα δέντρα. Πρόβλημα γυναίκας δεν υπάρχει επίσης σε τούτο το στρατό! Ο βιασμός και η κλεψιά τιμωρούνται με θάνατο, αλλά ελάχιστες είναι οι ευκαιρίες για τέτοια τιμωρία, γιατί οι αντάρτες καταλαβαίνουν πως οφείλουν να υπομένουν τα πάντα για χάρη του μεγάλου αγώνα. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη προθυμία για δράση από μέρους των νεαρότερων ανταρτών. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρχει μια άμιλλα μεταξύ τους.
Όλη αυτή η καλή συμπεριφορά είναι φυσικά το αποτέλεσμα της διαφωτιστικής δουλειάς από τα πάνω, της τέλειας οργάνωσης που υπάρχει στην κάθε μονάδα, καθώς επίσης της εθελοντικής προσχώρησης στο αντάρτικο και των υψηλών ιδανικών που εμπνέουν στους μαχητές του. Ο καθένας που γίνεται αντάρτης ξέρει με ακρίβεια γιατί το έκανε και είναι πολύ σοβαρός στο χρέος που ανέλαβε. Οι τυχοδιώκτες και οι χαραμοφάηδες δε διαλέγουν συνήθως μια τόσο δύσκολη ζωή.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, που παρουσιάζουμε σήμερα, εκτός από τα βιογραφικά στοιχεία της Θύελλας, καταδεικνύεται με τη μορφή του «πριν» και του «μετά» η ποιοτική διαφορά στη ζωή των γυναικών (στην προκείμενη περίπτωση) που ενστερνίστηκαν τα ιδανικά της εαμικής Αντίστασης και πήραν μέρος σ’ αυτή. Η ζωή τους απόχτησε το νόημα που δεν είχε και, στην πλειονότητά τους, αγνοούσαν την ύπαρξή του. Εντασσόμενες στην εαμική Αντίσταση και πολεμώντας για τη λευτεριά, αλλά και για μια άλλη Ελλάδα, οι γυναίκες κατάφερναν να χειραφετηθούν από τα δεσμά της παλιάς κοινωνίας που τις ήθελε διπλά καταπιεσμένες (από το σύστημα της οικονομικής εκμετάλλευσης και από τον άντρα) και στις ελεύθερες περιοχές καταχτούσαν για πρώτη φορά δικαιώματα και την ισοτιμία. Παράλληλα, μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, ξεπηδά η ηθική υπεροχή των ανταρτών και ανταρτισσών του ΕΛΑΣ, που υπεράσπιζαν ιδανικά και αξίες με αυταπάρνηση και αναπτυγμένο το αίσθημα της προσφοράς και της θυσίας χωρίς να υπολογίζουν «κόστος», διαμορφώνοντας στη συνείδησή τους (χωρίς να το γνωρίζουν εκείνη την περίοδο) το μεγαλείο που θα εκφραστεί γιγαντωμένο στα χρόνια της ηρωικής εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στη σύγκρουση που θα ακολουθήσει με το αστικό πολιτικό σύστημα και τον σύμμαχό του αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Το κείμενο του Κώστα Κουβαρά για τη Θύελλα που παρουσιάζουμε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙ τον Σεπτέμβρη του 1976 (από όπου η μεταγραφή) και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του. Γράφτηκε στις αρχές του 1945, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη γνωριμία του με τη Θύελλα. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι επίσης του Κώστα Κουβαρά και δημοσιεύτηκαν στο ίδιο τεύχος του ΑΝΤΙ. Όμως πριν προχωρήσουμε στη μαρτυρία ας δούμε πρώτα μερικά επιπλέον στοιχεία για τον συντάκτη της.
Ο Κώστας Κουβαράς (1911-1979) Αμερικανός αξιωματικός ελληνικής καταγωγής. με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας» ήταν επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής ΠΕΡΙΚΛΗΣ που συνδέθηκε με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, από τα τέλη του Απρίλη 1944 μέχρι την απελευθέρωση, ενώ παρέμεινε στην Ελλάδα για εννιά μήνες και μετά την απελευθέρωση. Ανήκε στο λεγόμενο Labour Desc, ένα παρακλάδι της μοναδικής εκείνη την εποχή αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών OSS (Office of Strategic Services), που ήταν επιφορτισμένο με τη σύνδεση και παρακολούθηση των ευρωπαϊκών κινημάτων αντίστασης με ευρύτερη λαϊκή βάση. Σε αυτή την υπηρεσία (το αρχηγείο ήταν εγκατεστημένο στο Κάιρο) έστελνε απευθείας τις εκθέσεις του ο Κ. Κουβαράς.
Ο Κ. Κουβαράς ήταν ανιψιός του στοχαστή, αγωνιστή δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Καρβούνη (1880-1947) στιχουργού μεταξύ άλλων και του αντάρτικου ύμνου «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» (Βροντάει ο Όλυμπος), τον οποίο συνάντησε στο βουνό.
Τον Οκτώβρη του 1944 μπαίνει με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ στην απελευθερωμένη Αθήνα, συνδέεται με την ανώτερη αμερικανική αποστολή και γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των Δεκεμβριανών και της τρομοκρατίας ενάντια στο εαμικό κίνημα, γεγονότα τα οποία αναφέρει λεπτομερώς στις εκθέσεις του προς την υπηρεσία του.
Τι προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο
«Την εποχή που βρισκόμουν στο Βουνό, πίστευα — και δε νομίζω πως είχα λαθέψει— ότι η πολιτική του ΕΑΜ ήταν να δεχτεί, μετά την Απελευθέρωση, την ετυμηγορία του λαού, και ότι η ηγεσία του ΕΑΜ είχε την πεποίθηση ότι ο ελληνικός λαός θα τη δικαίωνε. Το συμπέρασμά μου ήταν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγαπούσε και υποστήριζε το ΕΑΜ κι ότι, επιπλέον, το ΕΑΜ είχε κάθε λόγο και δικαίωμα να προσδοκά ότι αυτό θα αναλάμβανε μεταπολεμικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Στο κάτω-κάτω, ποιο δικαίωμα είχαν οι Βρετανοί να διευθύνουν τις υποθέσεις της Ελλάδας; Έβλεπα όμως, παράλληλα, την αντίδραση να δυναμώνει, τα παλιά κόμματα να κινούνται, τελικά, για την ανακατάληψη της εξουσίας.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ διέπραξαν το μεγάλο σφάλμα να πιστέψουν ότι με τη δύναμη που διέθεταν μέσα στο λαό, θα ήταν ακατανίκητα. Δε λογάριασαν πως είχαν να παλέψουν με λύκους κι αλεπούδες. Όταν τα πράγματα φτάσανε στο αδιέξοδο, οι Βρετανοί και η Δεξιά δε δίστασαν να προκαλέσουν τον εμφύλιο πόλεμο για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Έχυσαν άφθονο το αίμα του ελληνικού λαού κι έτσι δίχασαν το έθνος. Το επόμενο βήμα ήταν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα προπαγάνδας για να κερδίσουν με το μέρος τους τους ταλαντευόμενους. Με τον τρόπο αυτό στήθηκε το Κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς που κατόρθωσε να διευθύνει τις τύχες της Ελλάδας τα επόμενα τριάντα χρόνια. Η τρομοκρατία της Δεξιάς άρχισε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Ανακαλείται στις ΗΠΑ τον Ιούνη του 1945 και αποστρατεύεται. Στη συνέχεια δραστηριοποιείται πολιτικά εκφράζοντας την αλληλεγγύη του στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Τον Μάρτη του 1947 καταθέτει στην επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας με ντοκουμέντα τη συνεργασία του Ναπ. Ζέρβα (ΕΔΕΣ) με τους Γερμανούς. Διώκεται από το καθεστώς Μακάρθι («μαύρη λίστα») με επιπτώσεις στην επιστημονική-επαγγελματική του πορεία.
Ο Κώστας Κουβαράς βαθιά δημοκράτης αναλαμβάνει στις ΗΠΑ ενεργό αντιδικτατορική δράση ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών (1967), ενισχύοντας τις αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και εκφράζει έμπρακτα την αλληλεγγύη και στήριξή του υπέρ του δοκιμαζόμενου κυπριακού λαού.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από δημοσιεύματά του στον τύπο και από το βιβλίο του «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ» (μετάφραση: Γιάννης Κρητικός, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1976) όπου, σε μορφή ημερολογίου, καταθέτει την μαρτυρία του για την Αντίσταση.
Η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά: Θύελλα, η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης
Αντάρτισσες είδαμε για πρώτη φορά στο Καρπενήσι, ένα μήνα μετά την είσοδό μας στην Ελλάδα. Ντυμένες σαν άντρες πολεμιστές, με σοβαρά πρόσωπα, αυτές οι κοπέλες μοιραζόντουσαν ίσα με τους άντρες τη σκληρή αντάρτικη ζωή. Οι αντάρτες τις σεβόντουσαν από κάθε άποψη γιατί μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες είχαν ήδη αποδείξει την αξία τους στη μάχη. Όταν φτάσαμε στο Καρπενήσι τον Μάη του 1944, οργανωνότανε μόλις μια γυναικεία μονάδα σαν μέρος της XIII Αντάρτικης Μεραρχίας. Οι περισσότερες κοπέλες ήταν καινούργιες στο αντάρτικο, αλλά ανάμεσά τους υπήρχανε μερικές που ανήκανε σε αντάρτικες μονάδες αρκετό διάστημα. Δεν χρειαζότανε να τις ξέρεις για να ξεχωρίσεις αυτές τις «βετεράνες». Το παρουσιαστικό κι η συμπεριφορά τους ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή των νεοφερμένων. Είχαν αυτοπεποίθηση. Δρούσαν σαν ώριμοι μαχητές με όλη την έννοια της λέξης. Μια απ’ τις κοπέλες τράβηξε την προσοχή μου και σε λίγο ρώτησα τον αντάρτη συνοδό μας γι’ αυτήν.
Το όνομά της ήταν Θύελλα! Ψευδώνυμο φυσικά. Το πραγματικό της όνομα δεν ήταν γνωστό στο συνοδό μας. Έπειτα, έμαθα μέρος της ιστορίας της. Δυο χρόνια τώρα, είπε ο συνοδός μας, η Θύελλα έπαιρνε μέρος σ’όλες τις αντάρτικες εκστρατείες μαζί με τους άντρες.
Στην αρχή ήταν η μόνη κοπέλα, μετά ήλθε και μια άλλη. Οι δυο αυτές κοπέλες συμπεριφερόντουσαν και πολεμούσαν σαν άντρες και οι υπόλοιποι αντάρτες τους φερόντουσαν σαν ίσοι. «Τις σεβόμαστε σαν αδελφές μας», είπε ο Παύλος. Ποτέ δεν γεννήθηκε κανένα ζήτημα στη μονάδα, παρόλο που οι κοπέλες ζούσαν και καμιά φορά ακόμα κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο με τους άντρες.
Γνωρίστηκα με τη Θύελλα λίγο καιρό μετά απ’ αυτό και οι δυο μας γίναμε καλοί φίλοι. Μια μέρα, αφού πήρα φωτογραφίες της μονάδας της, πήγαμε ένα περίπατο λίγο έξω από την πόλη. Εκεί, κάτω απ’ τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου, και μπροστά σε μια συναρπαστική θέα από ψηλά βουνά, μικρές κοιλάδες και βαθιές χαράδρες, έγινα ρομαντικός, προσπάθησα να τη δω σα γυναίκα.
Η ηθική στους μαχητές της Αντίστασης ήταν αυστηρή και ήξερα ότι θα γινότανε σοβαρό θέμα, αν μαθευότανε η αδυναμία μου για το άλλο φύλο. Παρόλο που ανήκαμε σε ξένη αποστολή, και η θέση μας ήταν διαφορετική από των υπολοίπων ανταρτών, για τέτοιο παραστράτημα δεν θα ήταν εύκολο ν’ απαλλαγεί κανείς! Μόλις πριν λίγες μέρες, ένας απ’ τους ηγέτες του ΕΑΜ που μας εγκατέστησε στο όμορφο σπίτι μιας χήρας με μια κόρη, μας προειδοποίησε: «Υπάρχει μια όμορφη κοπέλα στο σπίτι αυτό, κοιτάχτε να μη γίνει κανένα θέμα. Είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί σε τέτοια ζητήματα εδώ!».
Η Θύελλα παρόλα αυτά ήταν μια ελκυστική κοπέλα και καθώς αφήσαμε την Αίγυπτο τέσσερις μήνες ήδη, δεν είχαμε δει γυναίκα ούτε από μακριά· έτσι, αυτή τη ρομαντική στιγμή, τα ξέχασα όλα και θέλησα να τη φιλήσω!
Η έκφραση που πήραν τα μάτια της ήταν κάτι απίστευτο και που θα θυμάμαι για πάντα. Έμεινε εμβρόντητη! Για μια στιγμή έμοιαζε σαν το μοναχικό ζαρκάδι που καταλαβαίνει τον κίνδυνο δίπλα του. Όμως το «όχι» της ήταν εμφατικό κι αμέσως συγκεντρώθηκε κι είπε με σταθερό τόνο: «Δεν υπάρχει καιρός για έρωτες, συναγωνιστή. Έχουμε ένα μεγάλο καθήκον μπροστά μας και δεν πρέπει να πισωδρομήσουμε!».
Ένα χαμόγελο θαυμασμού, ανάμικτου με δυσπιστία, πρέπει να φάνηκε στα χείλη μου γιατί έσπευσε να προσθέσει: «Μη με παρεξηγείς, συναγωνιστή Οδυσσέα. Δεν είμαι απ’ αυτές τις ηθικές και κάνω έτσι. Πριν να πάω στο αντάρτικο του ΕΛΑΣ ζούσα με τον άντρα μου και τα δυο μου παιδιά κι είχα κι ερωμένο. Άλλαξα όμως από τότε!».
Είτε μου άρεσε είτε όχι, η φιλία μου με τη Θύελλα ήταν γραφτό να μείνει πλατωνική. Προσπάθησα να της εξηγήσω τη θεωρία για «λίγο δουλειά και λίγο παιχνίδι», αλλά κι αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Ήταν σοβαρή κι αποφασισμένη για το σκοπό που είχε βάλει και δεν μπορούσα να μη θαυμάσω το χαρακτήρα της. Εξ άλλου ήταν ένας πραγματικά ενδιαφέρων άνθρωπος και κάθε που βλεπόμαστε, την κατάφερνα να μου λέει και λίγο από την ιστορία της ζωής της, ώσπου ήρθε καιρός και δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο να μου πει.
Η Θύελλα ήταν από εργατική οικογένεια και είχε ζήσει την περισσότερη ζωή της στην Αθήνα. Εκεί πήγε και στο σχολείο μέχρι το Γυμνάσιο. Παντρεύτηκε μετά και σε μικρή ηλικία, μ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε, αλλά που κατάφερε να ζήσει μαζί του ήσυχα για πολλά χρόνια. Τα ενδιαφέροντά της εκείνη την εποχή ήταν σαν και των περισσότερων άλλων γυναικών: η διασκέδαση. Ο άντρας της προσπαθούσε να της δώσει ό,τι μπορούσε με το μικρό μισθό ενός κατώτερου αξιωματικού της Χωροφυλακής. Έπειτα ήρθε η Κατοχή κι η ζωή δυσκόλεψε πολύ περισσότερο.
Κατά τη διάρκεια της πείνας του 1941, η οικογένειά της υπόφερε ανείπωτες στερήσεις. Ευτυχώς όμως, ο άντρας της μετατέθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από την Αθήνα σαν τοπικός αρχηγός της Χωροφυλακής, κι εκείνη τη στιγμή, το πρόβλημα διατροφής της οικογένειάς της μετριάστηκε. Σ’ αυτή την πόλη η ανήσυχη φύση της Θύελλας φάνηκε για πρώτη φορά. Στην απουσία άλλων ενδιαφερόντων για πιο συναρπαστική ζωή, απόχτησε ενδιαφέρον στον πατριωτισμό και το Κίνημα της Αντίστασης.
Η μικρή πόλη ήταν πέρασμα που οδηγούσε από την Αθήνα προς τ’ αντάρτικα λημέρια, στα βουνά, και χρησιμοποιότανε συχνά από τους αγγελιαφόρους και για να περνούν τους νεοσύλλεκτους προς τα βουνά. Στην αρχή η Θύελλα έδινε τροφή σ’ αυτούς που περνούσαν· έπειτα έγινε αγγελιαφόρος — σύνδεσμος ανάμεσα στα χωριά της περιφέρειας. Εκείνο τον καιρό απόκτησε κι ερωμένο, έναν οργανωμένο στην Αντίσταση.
Η Θύελλα κατάφερνε να κρύβει το ερωτικό της μπλέξιμο από τον άντρα της, προφασιζόμενη πάντα την Αντίσταση. Όμως, ούτε αυτό άρεσε στον άντρα της. Οι αντάρτες μπορεί να είναι εντάξει, σκεφτότανε, αλλά τι θα πάθαινε ο ίδιος αν μαθευότανε ότι η γυναίκα του ήταν ανακατεμένη μαζί τους; Εξάλλου, είχε οδηγίες από τους ανωτέρους του να καταδιώκει το παράνομο κίνημα. Μέχρι τότε η Θύελλα δούλευε για το δεξιό κίνημα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Εκτός από τις συγκινήσεις, η υπόθεση είχε και λίγα χρήματα, που εισπράττανε από το κίνημα οι άνθρωποι που προσφέρανε τις υπηρεσίες τους σ’ αυτό, κι αυτό στην αρχή άρεσε στη Θύελλα. Έπειτα, μια ωραία ημέρα ήλθε σ’ επαφή με το αριστερό κίνημα. Μια γειτονοπούλα της ζήτησε να βοηθήσει και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. «Σα γυναίκα του αρχηγού της αστυνομίας, είναι καθήκον σου να βοηθήσεις», της είπε. Για ένα διάστημα, έτσι, η Θύελλα βοηθούσε και τους δεξιούς και τους αριστερούς. Εκείνη την εποχή δεν είχε αρχίσει ακόμα η ένοπλη σύγκρουση των δύο κινημάτων, και της Θύελλας της άρεσε η ιδέα πως ήταν ο μόνος φιλικός κρίκος ανάμεσα σε ιδεολογικούς αντίπαλους.
Η περίοδος της διπλής σύνδεσης δεν κράτησε πολύ. Σύντομα άρχισε να συμπαθεί περισσότερο τους αριστερούς. «Ήταν καλύτεροι άνθρωποι», μου είπε. «Οι άλλοι μιλούσαν για λεφτά όλη την ώρα, και μετά από λίγο, αυτό μου προξενούσε αηδία». Άρχισε να αισθάνεται ότι ήταν λάθος να πληρώνεται κανείς για πατριωτικές πράξεις κι η φτωχοντυμένη ιδεολογία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μιλούσε πιο έντονα στην καρδιά της. Όταν οι καβγάδες με τον άντρα της γίνανε συχνοί και ανυπόφοροι, τον άφησε κι ανέβηκε στα βουνά. Εκεί, στην αρχή έγινε νοσοκόμα και αργότερα συντάχτηκε με τους άντρες μαχητές και έτσι απόχτησε τη διάκριση της «Πρώτης Αντάρτισσας», της Ελλάδας.
Όταν πρωτοσυνάντησα εγώ τη Θύελλα, ήταν ήδη φανατική στις ιδέες της. Τα μαρξιστικά διδάγματα που είχε ακούσει κι αφομοιώσει, είχαν βάλει μια νέα θρησκεία στην καρδιά της που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Είχε αποκτήσει μια άκρα ηθική και μια ξέφρενη επιθυμία να πολεμήσει γι’ αυτό που πίστευε σωστό.
Στα εικοσιπέντε της η Θύελλα, ήταν όμορφη, αλλά τα σκληρά χαρακτηριστικά της προδίνανε τη δύσκολη ζωή που περνούσε τα τελευταία χρόνια. Τα μαλλιά της, μάλλον κοντά, τα κρεμούσε κοτσίδες στο λαιμό της και τα έδενε όμορφα μ’ ένα κομμάτι σπάγγο. Ζώντας με τους άντρες για τόσο καιρό, απόκτησε τη συνήθεια να θεωρεί τον εαυτό της σαν ένα απ’ αυτούς. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτήν και τους άντρες ήταν το καθαρό της πρόσωπο και τα τακτοποιημένα ρούχα της. Φορούσε πάντοτε στο κεφάλι της το συνηθισμένο στρατιωτικό δίκοχο, με τα διακριτικά του ΕΛΑΣ κεντημένα επάνω του. Ένα χακί αμπέχονο, παντελόνι μπλε και βαριές αρβύλες με καρφιά, αποτελούσαν το ντύσιμό της, που συμπληρώνονταν από το ιταλικό της ντουφέκι και τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος.
Η ιστορία του χοντρού μπλε παντελονιού, το οποίο η Θύελλα δεν αποχωριζότανε ποτέ, είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Σε μια από τις συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Ζέρβα, η Θύελλα έπιασε έναν συνταγματάρχη! Στον υπεροπτικό στρατιωτικό δεν άρεσε καθόλου η ιδέα ότι αιχμαλωτίστηκε από μια γυναίκα κι έκφρασε τη οργή του γι’ αυτό. Αλλά η Θύελλα δεν αστειευότανε και θύμωσε ακόμα περισσότερο απ’ την αναίδεια του αιχμαλώτου της. Έτσι λοιπόν, όπλισε το ντουφέκι της, έτοιμο να πυροβολήσει, και διάταξε το συνταγματάρχη να βγάλει το παντελόνι του. Μια και δεν αστειευότανε, ο συνταγματάρχης αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Έπειτα, η Θύελλα έβγαλε τη φούστα της και τον διάταξε να τη φορέσει. Από τότε φορούσε πάντοτε το λάφυρο της κι αρνιότανε να το ανταλλάξει με οτιδήποτε άλλο. Όταν η γυναικεία μονάδα πρωτοοργανώθηκε, ο επικεφαλής αξιωματικός διάταξε τη Θύελλα να αλλάξει το μπλε παντελόνι της μ’ ένα χακί, για να είναι ομοιόμορφη με την υπόλοιπη μονάδα. Αυτή αρνήθηκε να υπακούσει και η υπόθεση οδηγήθηκε στο διοικητή της μεραρχίας, που αποφάσισε ότι η Θύελλα είχε με το σπαθί της κερδίσει το δικαίωμα να είναι διαφορετική, στην περίπτωση του μπλε παντελονιού!
Το Νοέμβρη (1944) η Θύελλα ήρθε στην Αθήνα. Ήταν αυτό ένα είδος θριάμβου γι’ αυτήν. Στους δρόμους της πόλης, οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω της να τη θαυμάσουν και να τη ρωτήσουν πράγματα. Φορούσε ακριβώς τα ίδια που είχε και στο βουνό, με το μπλε παντελόνι, ντουφέκι, φυσεκλίκια και τα ρέστα. Δυο μέρες μετά την άφιξή της, ο στρατηγός Σκόμπυ έβγαλε διαταγή κι απαγόρευε στους αντάρτες να φέρουν όπλα μέσα στην πόλη. Η Θύελλα έγινε έξω φρενών! «Φοβούνται που μας βλέπουν οπλισμένους!» μου είπε. Αλλά συμμορφώθηκε με τη διαταγή γιατί το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε βγάλει, κάτω από βρετανική πίεση, μια παρόμοια διαταγή κι αυτό ήταν αρκετό για να καλμάρει το θυμό της Θύελλας.
Τα Δεκεμβριανά ξέσπασαν, και δεν ξανάδα τη Θύελλα ποτέ. Σήμερα μια γυναίκα, μέλος του Κινήματος Αντίστασης, μου είπε πως η Θύελλα σκοτώθηκε πολεμώντας τους Άγγλους στους δρόμους της Αθήνας.
Έκλαψα το χαμό αυτής της γενναίας κοπέλας, όχι τόσο γιατί ήρθε στην άνοιξη της ζωής της, όσο γιατί ήρθε από τη σφαίρα ενός πρώην συμμάχου κι όχι του εχθρού που μισούσε τόσο πολύ.
Το να πεθάνει πολεμώντας, ήταν ένα ταιριαστό τέλος γι’ αυτή τη μοντέρνα Αμαζόνα!
6 του Μάρτη 1945
*Ατέχνως & Οικοδόμος*
Η Θύελλα, πρωταντάρτισσα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ήταν στο Τάγμα Θανάτου με λοχαγό τον Ντίνο Γιαννόπουλο και τον καπετάν Φώτη Παρνασιώτη, ενώ πολέμησε και στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Έλαβε μέρος στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, σε μάχες στην Ευρυτανία, τα Άγραφα και αλλού. Δεν ήξερε τι πάει να πει φόβος και είχε αποχτήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να ξεχωρίζουν.
Η κόρη της Κική Σιμιτοπούλου σημειώνει: Η Θύελλα «δεν δίσταζε να κουβαλά, να μεταφέρει τραυματίες σε ασφαλή μέρη αψηφώντας τους κινδύνους για τη ζωή της. Σε μια μάχη είχε μεταφέρει στους ώμους της, την ίδια μέρα, 24 τραυματίες. Πάντα με το χαμόγελο, καβάλα στο άλογό της ήταν σε διαρκή δράση, ένα πραγματικό παλικάρι που πάντα τολμούσε και έτσι της έδωσαν το όνομα “Θύελλα”. Τον Δεκέμβρη του 1944, όταν κατέβηκε η μεραρχία της στη Φυλή Αττικής για τη “μάχη της Ομόνοιας”, στη “Θύελλα” δόθηκε 24ωρη άδεια για νάρθει να δει τα τρία παιδιά της. Ήρθε, μας είδε, μας αποχαιρέτησε. Εκείνη έφυγε για πάντα μακριά μας. Μα ξέρουμε πολύ καλά πως δεν μας εγκατέλειψε. Μεγάλη η περηφάνια μας για σένα.» Η Θύελλα έδωσε τη ζωή της για την Αντίσταση.
Στα λίγα που γνωρίζουμε για τη Θύελλα έρχεται να προστεθεί η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά, αξιωματικού του στρατού των ΗΠΑ, απεσταλμένου της υπηρεσίας πληροφοριών OSS στο βουνό. Ο Κ. Κουβαράς θα γνωρίσει τη Θύελλα στα πλαίσια της αποστολής του και θα προσπαθήσει να συνδεθεί ερωτικά μαζί της, παραβλέποντας τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας του λαϊκού στρατού. Η Θύελλα θα αρνηθεί με αποφασιστικότητα και θα τον βάλει στη θέση του. Σύμφωνα με τον Κ. Κουβαρά θα ακολουθήσουν αρκετές συναντήσεις στις οποίες η Θύελλα θα του διηγηθεί την ζωή της στο διάστημα μέχρι να καταταγεί στον ΕΛΑΣ.
Για την πειθαρχία και τις σχέσεις των δύο φύλων στον ΕΛΑΣ
«Η πειθαρχία ανάμεσα στους αντάρτες είναι θαυμάσια. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού στρατού η πειθαρχία είναι ζήτημα συνείδησης! Όταν οι αντάρτες μπαίνουν σ’ ένα χωριό δε ζητάνε τίποτε και δεν αρπάζουν τίποτε. Δεν αγγίζουν ούτε φρούτα από τα δέντρα. Πρόβλημα γυναίκας δεν υπάρχει επίσης σε τούτο το στρατό! Ο βιασμός και η κλεψιά τιμωρούνται με θάνατο, αλλά ελάχιστες είναι οι ευκαιρίες για τέτοια τιμωρία, γιατί οι αντάρτες καταλαβαίνουν πως οφείλουν να υπομένουν τα πάντα για χάρη του μεγάλου αγώνα. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη προθυμία για δράση από μέρους των νεαρότερων ανταρτών. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρχει μια άμιλλα μεταξύ τους.
Όλη αυτή η καλή συμπεριφορά είναι φυσικά το αποτέλεσμα της διαφωτιστικής δουλειάς από τα πάνω, της τέλειας οργάνωσης που υπάρχει στην κάθε μονάδα, καθώς επίσης της εθελοντικής προσχώρησης στο αντάρτικο και των υψηλών ιδανικών που εμπνέουν στους μαχητές του. Ο καθένας που γίνεται αντάρτης ξέρει με ακρίβεια γιατί το έκανε και είναι πολύ σοβαρός στο χρέος που ανέλαβε. Οι τυχοδιώκτες και οι χαραμοφάηδες δε διαλέγουν συνήθως μια τόσο δύσκολη ζωή.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, που παρουσιάζουμε σήμερα, εκτός από τα βιογραφικά στοιχεία της Θύελλας, καταδεικνύεται με τη μορφή του «πριν» και του «μετά» η ποιοτική διαφορά στη ζωή των γυναικών (στην προκείμενη περίπτωση) που ενστερνίστηκαν τα ιδανικά της εαμικής Αντίστασης και πήραν μέρος σ’ αυτή. Η ζωή τους απόχτησε το νόημα που δεν είχε και, στην πλειονότητά τους, αγνοούσαν την ύπαρξή του. Εντασσόμενες στην εαμική Αντίσταση και πολεμώντας για τη λευτεριά, αλλά και για μια άλλη Ελλάδα, οι γυναίκες κατάφερναν να χειραφετηθούν από τα δεσμά της παλιάς κοινωνίας που τις ήθελε διπλά καταπιεσμένες (από το σύστημα της οικονομικής εκμετάλλευσης και από τον άντρα) και στις ελεύθερες περιοχές καταχτούσαν για πρώτη φορά δικαιώματα και την ισοτιμία. Παράλληλα, μέσα από τη μαρτυρία του Κ. Κουβαρά, ξεπηδά η ηθική υπεροχή των ανταρτών και ανταρτισσών του ΕΛΑΣ, που υπεράσπιζαν ιδανικά και αξίες με αυταπάρνηση και αναπτυγμένο το αίσθημα της προσφοράς και της θυσίας χωρίς να υπολογίζουν «κόστος», διαμορφώνοντας στη συνείδησή τους (χωρίς να το γνωρίζουν εκείνη την περίοδο) το μεγαλείο που θα εκφραστεί γιγαντωμένο στα χρόνια της ηρωικής εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στη σύγκρουση που θα ακολουθήσει με το αστικό πολιτικό σύστημα και τον σύμμαχό του αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Το κείμενο του Κώστα Κουβαρά για τη Θύελλα που παρουσιάζουμε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙ τον Σεπτέμβρη του 1976 (από όπου η μεταγραφή) και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του. Γράφτηκε στις αρχές του 1945, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη γνωριμία του με τη Θύελλα. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι επίσης του Κώστα Κουβαρά και δημοσιεύτηκαν στο ίδιο τεύχος του ΑΝΤΙ. Όμως πριν προχωρήσουμε στη μαρτυρία ας δούμε πρώτα μερικά επιπλέον στοιχεία για τον συντάκτη της.
Ο Κώστας Κουβαράς (1911-1979) Αμερικανός αξιωματικός ελληνικής καταγωγής. με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας» ήταν επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής ΠΕΡΙΚΛΗΣ που συνδέθηκε με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, από τα τέλη του Απρίλη 1944 μέχρι την απελευθέρωση, ενώ παρέμεινε στην Ελλάδα για εννιά μήνες και μετά την απελευθέρωση. Ανήκε στο λεγόμενο Labour Desc, ένα παρακλάδι της μοναδικής εκείνη την εποχή αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών OSS (Office of Strategic Services), που ήταν επιφορτισμένο με τη σύνδεση και παρακολούθηση των ευρωπαϊκών κινημάτων αντίστασης με ευρύτερη λαϊκή βάση. Σε αυτή την υπηρεσία (το αρχηγείο ήταν εγκατεστημένο στο Κάιρο) έστελνε απευθείας τις εκθέσεις του ο Κ. Κουβαράς.
Ο Κ. Κουβαράς ήταν ανιψιός του στοχαστή, αγωνιστή δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Καρβούνη (1880-1947) στιχουργού μεταξύ άλλων και του αντάρτικου ύμνου «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» (Βροντάει ο Όλυμπος), τον οποίο συνάντησε στο βουνό.
Τον Οκτώβρη του 1944 μπαίνει με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ στην απελευθερωμένη Αθήνα, συνδέεται με την ανώτερη αμερικανική αποστολή και γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των Δεκεμβριανών και της τρομοκρατίας ενάντια στο εαμικό κίνημα, γεγονότα τα οποία αναφέρει λεπτομερώς στις εκθέσεις του προς την υπηρεσία του.
Τι προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο
«Την εποχή που βρισκόμουν στο Βουνό, πίστευα — και δε νομίζω πως είχα λαθέψει— ότι η πολιτική του ΕΑΜ ήταν να δεχτεί, μετά την Απελευθέρωση, την ετυμηγορία του λαού, και ότι η ηγεσία του ΕΑΜ είχε την πεποίθηση ότι ο ελληνικός λαός θα τη δικαίωνε. Το συμπέρασμά μου ήταν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγαπούσε και υποστήριζε το ΕΑΜ κι ότι, επιπλέον, το ΕΑΜ είχε κάθε λόγο και δικαίωμα να προσδοκά ότι αυτό θα αναλάμβανε μεταπολεμικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Στο κάτω-κάτω, ποιο δικαίωμα είχαν οι Βρετανοί να διευθύνουν τις υποθέσεις της Ελλάδας; Έβλεπα όμως, παράλληλα, την αντίδραση να δυναμώνει, τα παλιά κόμματα να κινούνται, τελικά, για την ανακατάληψη της εξουσίας.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ διέπραξαν το μεγάλο σφάλμα να πιστέψουν ότι με τη δύναμη που διέθεταν μέσα στο λαό, θα ήταν ακατανίκητα. Δε λογάριασαν πως είχαν να παλέψουν με λύκους κι αλεπούδες. Όταν τα πράγματα φτάσανε στο αδιέξοδο, οι Βρετανοί και η Δεξιά δε δίστασαν να προκαλέσουν τον εμφύλιο πόλεμο για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Έχυσαν άφθονο το αίμα του ελληνικού λαού κι έτσι δίχασαν το έθνος. Το επόμενο βήμα ήταν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα προπαγάνδας για να κερδίσουν με το μέρος τους τους ταλαντευόμενους. Με τον τρόπο αυτό στήθηκε το Κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς που κατόρθωσε να διευθύνει τις τύχες της Ελλάδας τα επόμενα τριάντα χρόνια. Η τρομοκρατία της Δεξιάς άρχισε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κουβαρά «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ»).
Ανακαλείται στις ΗΠΑ τον Ιούνη του 1945 και αποστρατεύεται. Στη συνέχεια δραστηριοποιείται πολιτικά εκφράζοντας την αλληλεγγύη του στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Τον Μάρτη του 1947 καταθέτει στην επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας με ντοκουμέντα τη συνεργασία του Ναπ. Ζέρβα (ΕΔΕΣ) με τους Γερμανούς. Διώκεται από το καθεστώς Μακάρθι («μαύρη λίστα») με επιπτώσεις στην επιστημονική-επαγγελματική του πορεία.
Ο Κώστας Κουβαράς βαθιά δημοκράτης αναλαμβάνει στις ΗΠΑ ενεργό αντιδικτατορική δράση ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών (1967), ενισχύοντας τις αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και εκφράζει έμπρακτα την αλληλεγγύη και στήριξή του υπέρ του δοκιμαζόμενου κυπριακού λαού.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από δημοσιεύματά του στον τύπο και από το βιβλίο του «OSS: Με την κεντρική του ΕΑΜ» (μετάφραση: Γιάννης Κρητικός, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1976) όπου, σε μορφή ημερολογίου, καταθέτει την μαρτυρία του για την Αντίσταση.
Η μαρτυρία του Κώστα Κουβαρά: Θύελλα, η πρωταντάρτισσα της Ρούμελης
Αντάρτισσες είδαμε για πρώτη φορά στο Καρπενήσι, ένα μήνα μετά την είσοδό μας στην Ελλάδα. Ντυμένες σαν άντρες πολεμιστές, με σοβαρά πρόσωπα, αυτές οι κοπέλες μοιραζόντουσαν ίσα με τους άντρες τη σκληρή αντάρτικη ζωή. Οι αντάρτες τις σεβόντουσαν από κάθε άποψη γιατί μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες είχαν ήδη αποδείξει την αξία τους στη μάχη. Όταν φτάσαμε στο Καρπενήσι τον Μάη του 1944, οργανωνότανε μόλις μια γυναικεία μονάδα σαν μέρος της XIII Αντάρτικης Μεραρχίας. Οι περισσότερες κοπέλες ήταν καινούργιες στο αντάρτικο, αλλά ανάμεσά τους υπήρχανε μερικές που ανήκανε σε αντάρτικες μονάδες αρκετό διάστημα. Δεν χρειαζότανε να τις ξέρεις για να ξεχωρίσεις αυτές τις «βετεράνες». Το παρουσιαστικό κι η συμπεριφορά τους ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή των νεοφερμένων. Είχαν αυτοπεποίθηση. Δρούσαν σαν ώριμοι μαχητές με όλη την έννοια της λέξης. Μια απ’ τις κοπέλες τράβηξε την προσοχή μου και σε λίγο ρώτησα τον αντάρτη συνοδό μας γι’ αυτήν.
Το όνομά της ήταν Θύελλα! Ψευδώνυμο φυσικά. Το πραγματικό της όνομα δεν ήταν γνωστό στο συνοδό μας. Έπειτα, έμαθα μέρος της ιστορίας της. Δυο χρόνια τώρα, είπε ο συνοδός μας, η Θύελλα έπαιρνε μέρος σ’όλες τις αντάρτικες εκστρατείες μαζί με τους άντρες.
Στην αρχή ήταν η μόνη κοπέλα, μετά ήλθε και μια άλλη. Οι δυο αυτές κοπέλες συμπεριφερόντουσαν και πολεμούσαν σαν άντρες και οι υπόλοιποι αντάρτες τους φερόντουσαν σαν ίσοι. «Τις σεβόμαστε σαν αδελφές μας», είπε ο Παύλος. Ποτέ δεν γεννήθηκε κανένα ζήτημα στη μονάδα, παρόλο που οι κοπέλες ζούσαν και καμιά φορά ακόμα κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο με τους άντρες.
Γνωρίστηκα με τη Θύελλα λίγο καιρό μετά απ’ αυτό και οι δυο μας γίναμε καλοί φίλοι. Μια μέρα, αφού πήρα φωτογραφίες της μονάδας της, πήγαμε ένα περίπατο λίγο έξω από την πόλη. Εκεί, κάτω απ’ τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου, και μπροστά σε μια συναρπαστική θέα από ψηλά βουνά, μικρές κοιλάδες και βαθιές χαράδρες, έγινα ρομαντικός, προσπάθησα να τη δω σα γυναίκα.
Η ηθική στους μαχητές της Αντίστασης ήταν αυστηρή και ήξερα ότι θα γινότανε σοβαρό θέμα, αν μαθευότανε η αδυναμία μου για το άλλο φύλο. Παρόλο που ανήκαμε σε ξένη αποστολή, και η θέση μας ήταν διαφορετική από των υπολοίπων ανταρτών, για τέτοιο παραστράτημα δεν θα ήταν εύκολο ν’ απαλλαγεί κανείς! Μόλις πριν λίγες μέρες, ένας απ’ τους ηγέτες του ΕΑΜ που μας εγκατέστησε στο όμορφο σπίτι μιας χήρας με μια κόρη, μας προειδοποίησε: «Υπάρχει μια όμορφη κοπέλα στο σπίτι αυτό, κοιτάχτε να μη γίνει κανένα θέμα. Είμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί σε τέτοια ζητήματα εδώ!».
Η Θύελλα παρόλα αυτά ήταν μια ελκυστική κοπέλα και καθώς αφήσαμε την Αίγυπτο τέσσερις μήνες ήδη, δεν είχαμε δει γυναίκα ούτε από μακριά· έτσι, αυτή τη ρομαντική στιγμή, τα ξέχασα όλα και θέλησα να τη φιλήσω!
Η έκφραση που πήραν τα μάτια της ήταν κάτι απίστευτο και που θα θυμάμαι για πάντα. Έμεινε εμβρόντητη! Για μια στιγμή έμοιαζε σαν το μοναχικό ζαρκάδι που καταλαβαίνει τον κίνδυνο δίπλα του. Όμως το «όχι» της ήταν εμφατικό κι αμέσως συγκεντρώθηκε κι είπε με σταθερό τόνο: «Δεν υπάρχει καιρός για έρωτες, συναγωνιστή. Έχουμε ένα μεγάλο καθήκον μπροστά μας και δεν πρέπει να πισωδρομήσουμε!».
Ένα χαμόγελο θαυμασμού, ανάμικτου με δυσπιστία, πρέπει να φάνηκε στα χείλη μου γιατί έσπευσε να προσθέσει: «Μη με παρεξηγείς, συναγωνιστή Οδυσσέα. Δεν είμαι απ’ αυτές τις ηθικές και κάνω έτσι. Πριν να πάω στο αντάρτικο του ΕΛΑΣ ζούσα με τον άντρα μου και τα δυο μου παιδιά κι είχα κι ερωμένο. Άλλαξα όμως από τότε!».
Είτε μου άρεσε είτε όχι, η φιλία μου με τη Θύελλα ήταν γραφτό να μείνει πλατωνική. Προσπάθησα να της εξηγήσω τη θεωρία για «λίγο δουλειά και λίγο παιχνίδι», αλλά κι αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Ήταν σοβαρή κι αποφασισμένη για το σκοπό που είχε βάλει και δεν μπορούσα να μη θαυμάσω το χαρακτήρα της. Εξ άλλου ήταν ένας πραγματικά ενδιαφέρων άνθρωπος και κάθε που βλεπόμαστε, την κατάφερνα να μου λέει και λίγο από την ιστορία της ζωής της, ώσπου ήρθε καιρός και δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο να μου πει.
Η Θύελλα ήταν από εργατική οικογένεια και είχε ζήσει την περισσότερη ζωή της στην Αθήνα. Εκεί πήγε και στο σχολείο μέχρι το Γυμνάσιο. Παντρεύτηκε μετά και σε μικρή ηλικία, μ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε, αλλά που κατάφερε να ζήσει μαζί του ήσυχα για πολλά χρόνια. Τα ενδιαφέροντά της εκείνη την εποχή ήταν σαν και των περισσότερων άλλων γυναικών: η διασκέδαση. Ο άντρας της προσπαθούσε να της δώσει ό,τι μπορούσε με το μικρό μισθό ενός κατώτερου αξιωματικού της Χωροφυλακής. Έπειτα ήρθε η Κατοχή κι η ζωή δυσκόλεψε πολύ περισσότερο.
Κατά τη διάρκεια της πείνας του 1941, η οικογένειά της υπόφερε ανείπωτες στερήσεις. Ευτυχώς όμως, ο άντρας της μετατέθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από την Αθήνα σαν τοπικός αρχηγός της Χωροφυλακής, κι εκείνη τη στιγμή, το πρόβλημα διατροφής της οικογένειάς της μετριάστηκε. Σ’ αυτή την πόλη η ανήσυχη φύση της Θύελλας φάνηκε για πρώτη φορά. Στην απουσία άλλων ενδιαφερόντων για πιο συναρπαστική ζωή, απόχτησε ενδιαφέρον στον πατριωτισμό και το Κίνημα της Αντίστασης.
Η μικρή πόλη ήταν πέρασμα που οδηγούσε από την Αθήνα προς τ’ αντάρτικα λημέρια, στα βουνά, και χρησιμοποιότανε συχνά από τους αγγελιαφόρους και για να περνούν τους νεοσύλλεκτους προς τα βουνά. Στην αρχή η Θύελλα έδινε τροφή σ’ αυτούς που περνούσαν· έπειτα έγινε αγγελιαφόρος — σύνδεσμος ανάμεσα στα χωριά της περιφέρειας. Εκείνο τον καιρό απόκτησε κι ερωμένο, έναν οργανωμένο στην Αντίσταση.
Η Θύελλα κατάφερνε να κρύβει το ερωτικό της μπλέξιμο από τον άντρα της, προφασιζόμενη πάντα την Αντίσταση. Όμως, ούτε αυτό άρεσε στον άντρα της. Οι αντάρτες μπορεί να είναι εντάξει, σκεφτότανε, αλλά τι θα πάθαινε ο ίδιος αν μαθευότανε ότι η γυναίκα του ήταν ανακατεμένη μαζί τους; Εξάλλου, είχε οδηγίες από τους ανωτέρους του να καταδιώκει το παράνομο κίνημα. Μέχρι τότε η Θύελλα δούλευε για το δεξιό κίνημα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Εκτός από τις συγκινήσεις, η υπόθεση είχε και λίγα χρήματα, που εισπράττανε από το κίνημα οι άνθρωποι που προσφέρανε τις υπηρεσίες τους σ’ αυτό, κι αυτό στην αρχή άρεσε στη Θύελλα. Έπειτα, μια ωραία ημέρα ήλθε σ’ επαφή με το αριστερό κίνημα. Μια γειτονοπούλα της ζήτησε να βοηθήσει και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. «Σα γυναίκα του αρχηγού της αστυνομίας, είναι καθήκον σου να βοηθήσεις», της είπε. Για ένα διάστημα, έτσι, η Θύελλα βοηθούσε και τους δεξιούς και τους αριστερούς. Εκείνη την εποχή δεν είχε αρχίσει ακόμα η ένοπλη σύγκρουση των δύο κινημάτων, και της Θύελλας της άρεσε η ιδέα πως ήταν ο μόνος φιλικός κρίκος ανάμεσα σε ιδεολογικούς αντίπαλους.
Η περίοδος της διπλής σύνδεσης δεν κράτησε πολύ. Σύντομα άρχισε να συμπαθεί περισσότερο τους αριστερούς. «Ήταν καλύτεροι άνθρωποι», μου είπε. «Οι άλλοι μιλούσαν για λεφτά όλη την ώρα, και μετά από λίγο, αυτό μου προξενούσε αηδία». Άρχισε να αισθάνεται ότι ήταν λάθος να πληρώνεται κανείς για πατριωτικές πράξεις κι η φτωχοντυμένη ιδεολογία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μιλούσε πιο έντονα στην καρδιά της. Όταν οι καβγάδες με τον άντρα της γίνανε συχνοί και ανυπόφοροι, τον άφησε κι ανέβηκε στα βουνά. Εκεί, στην αρχή έγινε νοσοκόμα και αργότερα συντάχτηκε με τους άντρες μαχητές και έτσι απόχτησε τη διάκριση της «Πρώτης Αντάρτισσας», της Ελλάδας.
Όταν πρωτοσυνάντησα εγώ τη Θύελλα, ήταν ήδη φανατική στις ιδέες της. Τα μαρξιστικά διδάγματα που είχε ακούσει κι αφομοιώσει, είχαν βάλει μια νέα θρησκεία στην καρδιά της που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Είχε αποκτήσει μια άκρα ηθική και μια ξέφρενη επιθυμία να πολεμήσει γι’ αυτό που πίστευε σωστό.
Στα εικοσιπέντε της η Θύελλα, ήταν όμορφη, αλλά τα σκληρά χαρακτηριστικά της προδίνανε τη δύσκολη ζωή που περνούσε τα τελευταία χρόνια. Τα μαλλιά της, μάλλον κοντά, τα κρεμούσε κοτσίδες στο λαιμό της και τα έδενε όμορφα μ’ ένα κομμάτι σπάγγο. Ζώντας με τους άντρες για τόσο καιρό, απόκτησε τη συνήθεια να θεωρεί τον εαυτό της σαν ένα απ’ αυτούς. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτήν και τους άντρες ήταν το καθαρό της πρόσωπο και τα τακτοποιημένα ρούχα της. Φορούσε πάντοτε στο κεφάλι της το συνηθισμένο στρατιωτικό δίκοχο, με τα διακριτικά του ΕΛΑΣ κεντημένα επάνω του. Ένα χακί αμπέχονο, παντελόνι μπλε και βαριές αρβύλες με καρφιά, αποτελούσαν το ντύσιμό της, που συμπληρώνονταν από το ιταλικό της ντουφέκι και τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος.
Η ιστορία του χοντρού μπλε παντελονιού, το οποίο η Θύελλα δεν αποχωριζότανε ποτέ, είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Σε μια από τις συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Ζέρβα, η Θύελλα έπιασε έναν συνταγματάρχη! Στον υπεροπτικό στρατιωτικό δεν άρεσε καθόλου η ιδέα ότι αιχμαλωτίστηκε από μια γυναίκα κι έκφρασε τη οργή του γι’ αυτό. Αλλά η Θύελλα δεν αστειευότανε και θύμωσε ακόμα περισσότερο απ’ την αναίδεια του αιχμαλώτου της. Έτσι λοιπόν, όπλισε το ντουφέκι της, έτοιμο να πυροβολήσει, και διάταξε το συνταγματάρχη να βγάλει το παντελόνι του. Μια και δεν αστειευότανε, ο συνταγματάρχης αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Έπειτα, η Θύελλα έβγαλε τη φούστα της και τον διάταξε να τη φορέσει. Από τότε φορούσε πάντοτε το λάφυρο της κι αρνιότανε να το ανταλλάξει με οτιδήποτε άλλο. Όταν η γυναικεία μονάδα πρωτοοργανώθηκε, ο επικεφαλής αξιωματικός διάταξε τη Θύελλα να αλλάξει το μπλε παντελόνι της μ’ ένα χακί, για να είναι ομοιόμορφη με την υπόλοιπη μονάδα. Αυτή αρνήθηκε να υπακούσει και η υπόθεση οδηγήθηκε στο διοικητή της μεραρχίας, που αποφάσισε ότι η Θύελλα είχε με το σπαθί της κερδίσει το δικαίωμα να είναι διαφορετική, στην περίπτωση του μπλε παντελονιού!
Το Νοέμβρη (1944) η Θύελλα ήρθε στην Αθήνα. Ήταν αυτό ένα είδος θριάμβου γι’ αυτήν. Στους δρόμους της πόλης, οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω της να τη θαυμάσουν και να τη ρωτήσουν πράγματα. Φορούσε ακριβώς τα ίδια που είχε και στο βουνό, με το μπλε παντελόνι, ντουφέκι, φυσεκλίκια και τα ρέστα. Δυο μέρες μετά την άφιξή της, ο στρατηγός Σκόμπυ έβγαλε διαταγή κι απαγόρευε στους αντάρτες να φέρουν όπλα μέσα στην πόλη. Η Θύελλα έγινε έξω φρενών! «Φοβούνται που μας βλέπουν οπλισμένους!» μου είπε. Αλλά συμμορφώθηκε με τη διαταγή γιατί το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε βγάλει, κάτω από βρετανική πίεση, μια παρόμοια διαταγή κι αυτό ήταν αρκετό για να καλμάρει το θυμό της Θύελλας.
Τα Δεκεμβριανά ξέσπασαν, και δεν ξανάδα τη Θύελλα ποτέ. Σήμερα μια γυναίκα, μέλος του Κινήματος Αντίστασης, μου είπε πως η Θύελλα σκοτώθηκε πολεμώντας τους Άγγλους στους δρόμους της Αθήνας.
Έκλαψα το χαμό αυτής της γενναίας κοπέλας, όχι τόσο γιατί ήρθε στην άνοιξη της ζωής της, όσο γιατί ήρθε από τη σφαίρα ενός πρώην συμμάχου κι όχι του εχθρού που μισούσε τόσο πολύ.
Το να πεθάνει πολεμώντας, ήταν ένα ταιριαστό τέλος γι’ αυτή τη μοντέρνα Αμαζόνα!
6 του Μάρτη 1945
*Ατέχνως & Οικοδόμος*
Ηλέκτρα Αποστόλου
«...Αν
δεν συντρέχουν λόγοι εξαιρετικοί για την μετονομασία μιας οδού με το
όνομα της Ελληνίδας ηρωίδας της Εθνικής αντίστασης, ποιοι εξαιρετικοί
λόγοι συντρέχουν για να φέρει η πλατεία το όνομα της Βικτωρίας της
Αγγλίας, μήπως για να θυμόμαστε πως μετά τη Γερμανοφασιστική κατοχή
δοκιμάσαμε τα τανκς και τα αεροπλάνα του Σκόμπυ;...»
*** Ιουλία Πλουμπίδου, «Ηλέκτρα Αποστόλου», στην Εθνική Αντίσταση, τεύχ. 55. σελ. 57-58, Ιούλης-Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1987. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Ιουλία Πλουμπίδου αναφερόταν στο εξής περιστατικό: Η ΠΕΑΕΑ είχε ζητήσει να μετονομαστεί η οδός Ελπίδας (τόπος μαρτυρίας της ηρωίδας) σε οδό Ηλέκτρας Αποστόλου. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από τη Νομαρχία με το σκεπτικό πως «δεν συντρέχουν οι εξαιρετικοί λόγοι που απαιτούνται σύμφωνα με το νόμο για τη μετονομασία».
******
«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ιατροδικαστής Πέτρος Τζαφέρης, μεταβάς σήμερον την 26ην Ιουλίου 1944 εις το ενταύθα νεκροτομείον, ενήργησα λεπτομερή αυτοψίαν και νεκροψίαν επί του πτώματος αγνώστου γυναικός ετών 39 περίπου.
Πληροφορίαι: Μετεφέρθη διά του υπ' αριθμ. 375 εγγράφου του Σταθμού Α` Βοηθειών, παραληφθείσα εκ του ξενοδοχείου "Κρυστάλ".
Νεκροψία: Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπή ατέχνως και ανωμάλως διά μαχαιριδίου. Κατά το πρόσθιον τμήμα της κόμης παρατηρείται φρύξις των τριχών. Από της ρινός και του στόματος φαίνεται έρευσεν αίμα. Από της μιας μασχάλης προς την ετέραν διά του στήθους και συνεχιζόμενα όπισθεν του κορμού υπάρχουσι δύο παράλληλα αποτυπώματα, δίδοντα την εντύπωσιν ότι παρήχθησαν εκ της πιέσεως χοντρού σχοινίου. Φαίνεται ότι το σώμα της θανούσης απαιωρήθη εν ζωή διά των μασχαλών. Κατά τους καρπούς των χειρών παρατηρούνται εντυπώματα εκ σχοινίου. Κατά τη ράχιν της ρινός και αμφοτέρας τας παρειάς και τα βλέφαρα παρατηρούνται εκχυμώσεις κυανώδεις ως και εξοίδησις. Οι χαρακτήρες δεικνύουσι ότι εγένετο συνεπεία γρονθοκοπημάτων. Κατά τας οπισθίας επιφανείας αμφοτέρων των βραχιόνων παρατηρούνται εκχυμώσεις. Κατά τους γλουτούς, μηρούς, κνήμας και άκρους πόδας, υπάρχουσι εκχυμώσεις συρρέουσαι ταινιοειδείς, χρώματος κυανώδους, λίαν πυκναί και έντονοι. Κατά τα κατώτερα των κνημών και άκρους πόδας, παρατηρείται εξοίδωσις κυανού βαθμού. Αι εκχυμώσεις αύται ως και οι των βραχιόνων, παρήχθησαν κατόπιν δράσεων σκληρών και αμβλέων οργάνων (μαστιγίων, βουνεύρων, πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κλπ.), βιαιότατα κατενεχθέντων. Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν των τριχών. Κατά τη ραχιαίαν επιφάνειαν του αριστερού άκρου του ποδός παρατηρείται έγκαυμα δευτέρου βαθμού εκτάσεως ταλλήρου. Κατά τη μετατάρσιον χώραν του αυτού ποδός έτερον έγκαυμα δίδον όμως τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου. Αι τρίχες των μηρών και κνημών παρουσιάζουν φρύξιν. Φαίνεται ότι εγκαύματα και φρύξις οφείλονται εις επίθεσιν κατ' αυτά ανημμένων σιγαρέτων.
Η διάνοιξις των μαλακών μορίων της κεφαλής έδειξεν εκχυμώσεις κατ' αυτά. Η διάνοιξις της κρανιακής κάμψης έδειξεν οίδημα της λεπτής μήνιγγος και διεύρυνσιν των αγγείων αυτής. Ο στόμαχος περιείχε τροφάς εξ άρτου και ντομάτας.
Συμπέρασμα: Επί του πτώματος βεβαιούνται κακώσεις προκληθείσαι εκ μαστιγώσεως ήτις εγένετο διά διαφόρων οργάνων (μαστιγίου, βουνεύρου, αλύσεως, πλεκτού σύρματος), άτινα έδρασαν αλλεπαλλήλως και βιαιότατα, ως και κακώσεις εξ απαιωρήσεως από των μασχαλών, επίσης εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ' όσον τα εγκαύματα είναι μικράς εκτάσεως.
Σημείωσις: Η ταυτότης της θανούσης εξηκριβώθη υπό της Σημάνσεως, ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ' αριθ. 59953. Το πτώμα ανήκε εις την Αποστόλου Ηλέκτραν του Νικολάου».
******
Παραθέσαμε ολόκληρη την ιατροδικαστική έκθεση γύρω από τις συνθήκες θανάτου της ηρωικής αυτής γυναίκας, της κομμουνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου, δεδομένου ότι δεν μπορεί καμία άλλη περιγραφή να περιγράψει με μεγαλύτερη ακρίβεια το μαρτύριό της. Ενα μαρτύριο που είχε και συνέχεια, παρόλο που συνηθίζεται ο θάνατος να προκαλεί το στοιχειώδη σεβασμό των ζωντανών στους νεκρούς : Την επομένη, 27 Ιουλίου 1944, το πτώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου βρέθηκε πεταμένο στους δρόμους της Αθήνας. Φαίνεται πως το μίσος των ελληνόφωνων και γερμανόφωνων αρχών κατοχής απέναντι στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης δε σταματούσε με το θάνατο. Πόσο μάλλον, όταν αυτοί οι αγωνιστές είχαν επιδείξει κι έναν ξεχωριστό ηρωισμό.
Ποια, όμως, ήταν τούτη εδώ η αγωνίστρια, που συγκέντρωσε πάνω της τόσο μένος;
Ξεχωριστή κομμουνίστρια
Η Ηλέκτρα Αποστόλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1912 και σε ηλικία 14 χρονών, το 1926, οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ. Υπάρχουν, όμως, και μαρτυρίες που λένε πως με το λαϊκό κίνημα συνδέθηκε το 1925, όταν ήταν 13 ετών. Η Μέλπω Αξιώτη, για παράδειγμα, περιγράφει ως εξής το πολιτικό βάπτισμα της νεαρής κομμουνίστριας : «Στα 1925, τότε που το ΚΚΕ έμπαινε μέσα στο στίβο της εθνικής ζωής κι άρχιζε τη μεγάλη πορεία του, μια μέρα σ' έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας στεκόταν ένα κοριτσάκι με δύο μαύρες κοτσιδούλες κι ένα κολλαριστό άσπρο φουστανάκι κι έριχνε κρυφές ματιές τριγύρω. "Βρε τι κάνεις εδώ;", της λέει ένας γνωστός που περνά και που ήξερε καλά την οικογένεια. "Σουτ, του γνέφει η μικρή, μην πεις τίποτα στο σπίτι. Μοιράζω προκηρύξεις". Από τότε αρχίζει η πολιτική δράση της Ηλέκτρας Αποστόλου. Ηταν τότε 13 χρονών. Καταγόταν από αστική οικογένεια. Μα, από μικρό παιδί είχε προσέξει τη φτώχεια και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο, και το μυαλό της άρχισε να ψάχνει για να καταλάβει τις αιτίες που χώριζαν την κοινωνία στα δύο, και τον τρόπο για να λείψουν οι αδικίες». Τα ίδια υποστηρίζει πάνω - κάτω και ο Ν. Κιτόπουλος, προσθέτοντας πως το οικογενειακό της περιβάλλον οδήγησε την Ηλέκτρα στην ανάγκη να συγκρουστεί μαζί του και στο τέλος, σε ηλικία 18 ετών, να φύγει από το σπίτι της.
Εν πάση περιπτώσει, η Ηλέκτρα πολύ γρήγορα έγινε από τα πιο δραστήρια στελέχη της ΟΚΝΕ στην πρωτεύουσα, ενώ το 1930 αναδείχτηκε μέλος της καθοδήγησης της ΟΚΝΕ Αθήνας και, ταυτόχρονα, έγινε μέλος του ΚΚΕ. Στα 1933 διηύθυνε την εφημερίδα της ΟΚΝΕ «ΝΕΟΛΑΙΑ», είχε υπό την ευθύνη της το τμήμα της εργαζόμενης νεολαίας και ανέπτυξε ξεχωριστή δραστηριότητα στην οργάνωση της αντιφασιστικής πάλης του λαού, όπου το ΚΚΕ είχε ρίξει ιδιαίτερο βάρος. Ηταν τέτοια η δράση της Ηλέκτρας στον τομέα αυτό, που πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Αντιφασιστικό και Αντιπολεμικό Συνέδριο Γυναικών, που έγινε στο Παρίσι, ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας.Το 1935 πήρε μέρος στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Νέων (ΚΔΝ), εκπροσωπώντας μαζί με άλλους Ελληνες νεολαίους την ΟΚΝΕ. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Β. Μπαρτζιώτα, ο ίδιος και η Ηλέκτρα έμειναν για ένα διάστημα στη Μόσχα, αυτός ως εκπρόσωπος της ΟΚΝΕ στην ΚΔΝ κι εκείνη ως βοηθός του. «Χρησιμοποιήσαμε - γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας - το διάστημα αυτό για να πλουτίσουμε τις θεωρητικές μας γνώσεις και ν' αφομοιώσουμε την πλούσια ενιαιομετωπική πείρα του διεθνούς κινήματος νέων».
Οταν γύρισε στην Ελλάδα, η Ηλέκτρα έγινε μέλος του Γραφείου της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Για την επαναστατική της δράση, φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές. Η Μεταξική Δικτατορία την έκλεισε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ κι όταν αποφυλακίστηκε πέρασε στην παρανομία και στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε γραμματέας του Γραφείου της ΟΚΝΕ Μακεδονίας - Θράκης. Το 1939, όμως, συλλήφθηκε και στάλθηκε εξορία στην Ανάφη. Σύμφωνα, όμως, με τον Κ. Μπίρκα, η Ηλέκτρα έφτασε εξόριστη στην Ανάφη «μια μέρα του Ιούλη του 1938». Τέλος πάντων, λίγο πριν εξοριστεί στην Ανάφη, κατά τη μεταγωγή της, γέννησε στο κρατητήριο την κόρη της.
Η αξεπέραστη πατριώτισσα
Το Σεπτέμβρη του 1942, η Ηλέκτρα δραπέτευσε από το Τμήμα Μεταγωγών Αθήνας. Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που τη γνώρισαν, η ίδια περιέγραφε ως εξής εκείνη τη δραπέτευσή της7: «Απ' τό νησί (σ.σ. απ' την Ανάφη) έκανα αίτηση, σε συνεννόηση με την ομάδα, να μεταφερθώ στο νοσοκομείο για εγχείρηση στο στομάχι. Υστερ' από πολλά, η αίτησή μου έγινε δεκτή και μ' έφεραν συνοδεία με το παιδί μου στο Τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας. Εκεί περίμενα μερικές μέρες για να αδειάσει θέση στο Νοσοκομείο. Οσο περνούσαν οι μέρες, τόσο το αποφάσιζα να το σκάσω από κει μέσα, παρόλο που 'χαμε πει να το σκάσω απ' το νοσοκομείο... Ζητάω από κάτι γυναίκες της Εθνικής Αλληλεγγύης να μου φέρουν ένα παλιοφούστανο κι ένα τσεμπέρι και αφού μου τα 'φεραν, τους παραδίδω το παιδί. Ολα τώρα τα 'χα έτοιμα και περίμενα. Τ' απόγευμα, μόλις άρχισε να σουρουπώνει, κάθισα στη συνηθισμένη μου θέση στο κατώφλι του κρατητηρίου. Τέτοια ώρα, μου άνοιγαν λίγο κάθε βράδυ για να πάρω αέρα. Εκανα την άρρωστη και την αδιάφορη και δεν κοιτούσα καθόλου το σκοπό. Μόλις σουρούπωσε, περνάει κατά τύχη ένας χωροφύλακας και μου δίνει μια τσανάκα με μακαρόνια να του τα φυλάξω, ώσπου να γυρίσει. Απ' τον ουρανό τα γύρευα και μου 'ρθαν στη γη. Κοιτάω να δω τι γίνεται ο σκοπός. Είχε γυρίσει την πλάτη του και κουβέντιαζε με μια γυναίκα. Πετιέμαι σαν αστραπή μέσα στο κρατητήριο, αλλάζω βιαστικά, βάζω το τσεμπέρι στο κεφάλι, παίρνω την τσανάκα με τα μακαρόνια στο χέρι και δρόμο για την έξοδο. Περνάω την αυλή χωρίς να βιάζομαι και φτάνω στο σκοπό της μεγάλης σιδερένια πόρτας. "Καληνύχτα" του λέω. "Καληνύχτα κυρά μου", απαντάει. Εγινε, όπως είχα υπολογίσει. Με πέρασε για μία απ' τις καθαρίστριες. Βγαίνω στο δρόμο και περπατάω σιγά - σιγά, ώσπου να στρίψω τη γωνιά. Μόλις έστριψα, παρατάω τα μακαρόνια σ' ένα πεζούλι και το βάζω στα πόδια, ώσπου χάθηκα μέσα στο πλήθος».Αμέσως μετά τη δραπέτευσή της, η Ηλέκτρα ανέλαβε την καθοδήγηση της οργάνωσης «Λεύτερη Νέα» και με την ίδρυση της ΕΠΟΝ έγινε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της. Στη συνέχεια, πέρασε στην κομματική δουλιά κι έγινε μέλος της καθοδήγησης και υπεύθυνη της διαφώτισης της ΚΟΑ. Ηταν η επικεφαλής της ομάδας που έφτιαχνε το έντυπο προπαγανδιστικό υλικό στην Αθήνα, βοηθώντας τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις κατά των κατακτητών.
Η Ηλέκτρα συλλήφθηκε από την Ειδική Ασφάλεια - που έδρευε στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» - στις 25 Ιουλίου του 1944, βασανίστηκε απάνθρωπα και δολοφονήθηκε. Δολοφόνοι της, όπως αποκάλυψε μετά την απελευθέρωση ο «Ριζοσπάστης», ήταν ο Λάμπου, που αργότερα έγινε υποστράτηγος Χωροφυλακής με συνεργάτες τον Παρθενίου, ένα κατακάθι της κοινωνίας, και τον Μηνά Καθρέπτη (δεξί χέρι του Παρθενίου), χαρακτηριστική περίπτωση κτηνανθρώπου.
Η Ηλέκτρα, ως κομμουνίστρια, λαϊκή αγωνίστρια και πατριώτισσα, κράτησε υπέροχη στάση απέναντι στους βασανιστές της. ''Από άνθρωπο του ΕΛΑΣ που είχαμε και μέσα στην "Ειδική Ασφάλεια" - γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας - ''μάθαμε για τα βασανιστήρια και την ηρωική στάση της αξέχαστης Ηλέκτρας μας... ''
Η ηρωική μας Ηλέκτρα απαντούσε αγέρωχα στις ερωτήσεις των βασανιστών της:
- Από πού είσαι;
- Από την Ελλάδα!
- Πού κατοικείς;
- Στην Ελλάδα!
- Πώς σε λένε;
- Είμαι Ελληνίδα!
- Ποιοι είναι οι συνεργάτες σου;
- Ολοι οι Ελληνες!.
Ιερό σύμβολο του λαού και του Κόμματος
Αυτή ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου κι έτσι θα τη γνωρίζουν όλες οι επόμενες γενιές των Ελλήνων και των κομμουνιστών. Στο τελευταίο τεύχος της ΚΟΜΕΠ πριν την απελευθέρωση, η Αύρα Παρτσαλίδου έχει ένα άρθρο για την Ηλέκτρα, όπου, μεταξύ άλλων, γράφει10: «Το παραμορφωμένο, καμένο σώμα της Ηλέκτρας υψώνεται σαν φοβερό σύμβολο της ανεξάντλητης δύναμης του λαού και του Κόμματός του - του ΚΚΕ - της απέραντης αφοσίωσης των μελών του στην υπόθεση του ελληνικού λαού. Είναι το σύμβολο χιλιάδων Ελλήνων, που πέθαναν κάτω από τα βόλια των φασιστών κατακτητών και των ντόπιων υπηρετών τους. Είναι το σύμβολο της ελληνικής λευτεριάς που ζυγώνει... Μέσα απ' το καμένο κορμί της Ηλέκτρας, μέσ' απ' τη στάχτη της, ξαναγεννιούνται χιλιάδες καινούριοι αγωνιστές. Μέσ' απ' τα ματωμένα κορμιά της ατέλειωτης στρατιάς των ηρώων μας, γεννιέται η λεύτερη, λαοκρατούμενη Ελλάδα».
Σ' ένα άλλο άρθρο της, γραμμένο στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, η Αύρα Παρτσαλίδου σημειώνει για την Ηλέκτρα : «Με την ηρωική της ζωή και το μαρτυρικό της θάνατο, έγινε το σύμβολο της μαχόμενης γυναίκας του τόπου μας... Τώρα η Ηλέκτρα είναι μια μεγάλη ηρωίδα. Τ' όνομά της έχει φτάσει μακριά, πέρα απ' τα σύνορα της πατρίδας μας. Τη διεκδικούν οι αγωνιζόμενες γυναίκες όλου του κόσμου σαν ηρωίδα του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος. Αν μπορούσαν οι νεκροί να μιλήσουν, η Ηλέκτρα θα μας έλεγε σεμνά και με την απλότητα που τη χαρακτήριζε: "Τέτοια έγινα, γιατί τέτοια μ' έκανε το κόμμα μου".
Ποια ήτανε ακόμα η Ηλέκτρα;
Η Ηλέκτρα ήταν ένα άξιο και γενναίο παιδί του περήφανου κι αδούλωτου λαού μας, που 'χει χύσει άφθονο το αίμα του για να λευτερώσει τον τόπο μας απ' τους κάθε λογής κατακτητές και ντόπιους εχθρούς».
*** Ιουλία Πλουμπίδου, «Ηλέκτρα Αποστόλου», στην Εθνική Αντίσταση, τεύχ. 55. σελ. 57-58, Ιούλης-Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1987. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Ιουλία Πλουμπίδου αναφερόταν στο εξής περιστατικό: Η ΠΕΑΕΑ είχε ζητήσει να μετονομαστεί η οδός Ελπίδας (τόπος μαρτυρίας της ηρωίδας) σε οδό Ηλέκτρας Αποστόλου. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από τη Νομαρχία με το σκεπτικό πως «δεν συντρέχουν οι εξαιρετικοί λόγοι που απαιτούνται σύμφωνα με το νόμο για τη μετονομασία».
******
«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ιατροδικαστής Πέτρος Τζαφέρης, μεταβάς σήμερον την 26ην Ιουλίου 1944 εις το ενταύθα νεκροτομείον, ενήργησα λεπτομερή αυτοψίαν και νεκροψίαν επί του πτώματος αγνώστου γυναικός ετών 39 περίπου.
Πληροφορίαι: Μετεφέρθη διά του υπ' αριθμ. 375 εγγράφου του Σταθμού Α` Βοηθειών, παραληφθείσα εκ του ξενοδοχείου "Κρυστάλ".
Νεκροψία: Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπή ατέχνως και ανωμάλως διά μαχαιριδίου. Κατά το πρόσθιον τμήμα της κόμης παρατηρείται φρύξις των τριχών. Από της ρινός και του στόματος φαίνεται έρευσεν αίμα. Από της μιας μασχάλης προς την ετέραν διά του στήθους και συνεχιζόμενα όπισθεν του κορμού υπάρχουσι δύο παράλληλα αποτυπώματα, δίδοντα την εντύπωσιν ότι παρήχθησαν εκ της πιέσεως χοντρού σχοινίου. Φαίνεται ότι το σώμα της θανούσης απαιωρήθη εν ζωή διά των μασχαλών. Κατά τους καρπούς των χειρών παρατηρούνται εντυπώματα εκ σχοινίου. Κατά τη ράχιν της ρινός και αμφοτέρας τας παρειάς και τα βλέφαρα παρατηρούνται εκχυμώσεις κυανώδεις ως και εξοίδησις. Οι χαρακτήρες δεικνύουσι ότι εγένετο συνεπεία γρονθοκοπημάτων. Κατά τας οπισθίας επιφανείας αμφοτέρων των βραχιόνων παρατηρούνται εκχυμώσεις. Κατά τους γλουτούς, μηρούς, κνήμας και άκρους πόδας, υπάρχουσι εκχυμώσεις συρρέουσαι ταινιοειδείς, χρώματος κυανώδους, λίαν πυκναί και έντονοι. Κατά τα κατώτερα των κνημών και άκρους πόδας, παρατηρείται εξοίδωσις κυανού βαθμού. Αι εκχυμώσεις αύται ως και οι των βραχιόνων, παρήχθησαν κατόπιν δράσεων σκληρών και αμβλέων οργάνων (μαστιγίων, βουνεύρων, πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κλπ.), βιαιότατα κατενεχθέντων. Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν των τριχών. Κατά τη ραχιαίαν επιφάνειαν του αριστερού άκρου του ποδός παρατηρείται έγκαυμα δευτέρου βαθμού εκτάσεως ταλλήρου. Κατά τη μετατάρσιον χώραν του αυτού ποδός έτερον έγκαυμα δίδον όμως τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου. Αι τρίχες των μηρών και κνημών παρουσιάζουν φρύξιν. Φαίνεται ότι εγκαύματα και φρύξις οφείλονται εις επίθεσιν κατ' αυτά ανημμένων σιγαρέτων.
Η διάνοιξις των μαλακών μορίων της κεφαλής έδειξεν εκχυμώσεις κατ' αυτά. Η διάνοιξις της κρανιακής κάμψης έδειξεν οίδημα της λεπτής μήνιγγος και διεύρυνσιν των αγγείων αυτής. Ο στόμαχος περιείχε τροφάς εξ άρτου και ντομάτας.
Συμπέρασμα: Επί του πτώματος βεβαιούνται κακώσεις προκληθείσαι εκ μαστιγώσεως ήτις εγένετο διά διαφόρων οργάνων (μαστιγίου, βουνεύρου, αλύσεως, πλεκτού σύρματος), άτινα έδρασαν αλλεπαλλήλως και βιαιότατα, ως και κακώσεις εξ απαιωρήσεως από των μασχαλών, επίσης εγκαύματα εν ζωή και μετά θάνατον γενόμενα. Ο θάνατος οφείλεται κυρίως εις τας κακώσεις καθ' όσον τα εγκαύματα είναι μικράς εκτάσεως.
Σημείωσις: Η ταυτότης της θανούσης εξηκριβώθη υπό της Σημάνσεως, ένθα ήτο σεσημασμένη ως κομμουνίστρια υπ' αριθ. 59953. Το πτώμα ανήκε εις την Αποστόλου Ηλέκτραν του Νικολάου».
******
Παραθέσαμε ολόκληρη την ιατροδικαστική έκθεση γύρω από τις συνθήκες θανάτου της ηρωικής αυτής γυναίκας, της κομμουνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου, δεδομένου ότι δεν μπορεί καμία άλλη περιγραφή να περιγράψει με μεγαλύτερη ακρίβεια το μαρτύριό της. Ενα μαρτύριο που είχε και συνέχεια, παρόλο που συνηθίζεται ο θάνατος να προκαλεί το στοιχειώδη σεβασμό των ζωντανών στους νεκρούς : Την επομένη, 27 Ιουλίου 1944, το πτώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου βρέθηκε πεταμένο στους δρόμους της Αθήνας. Φαίνεται πως το μίσος των ελληνόφωνων και γερμανόφωνων αρχών κατοχής απέναντι στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης δε σταματούσε με το θάνατο. Πόσο μάλλον, όταν αυτοί οι αγωνιστές είχαν επιδείξει κι έναν ξεχωριστό ηρωισμό.
Ποια, όμως, ήταν τούτη εδώ η αγωνίστρια, που συγκέντρωσε πάνω της τόσο μένος;
Ξεχωριστή κομμουνίστρια
Η Ηλέκτρα Αποστόλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1912 και σε ηλικία 14 χρονών, το 1926, οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ. Υπάρχουν, όμως, και μαρτυρίες που λένε πως με το λαϊκό κίνημα συνδέθηκε το 1925, όταν ήταν 13 ετών. Η Μέλπω Αξιώτη, για παράδειγμα, περιγράφει ως εξής το πολιτικό βάπτισμα της νεαρής κομμουνίστριας : «Στα 1925, τότε που το ΚΚΕ έμπαινε μέσα στο στίβο της εθνικής ζωής κι άρχιζε τη μεγάλη πορεία του, μια μέρα σ' έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας στεκόταν ένα κοριτσάκι με δύο μαύρες κοτσιδούλες κι ένα κολλαριστό άσπρο φουστανάκι κι έριχνε κρυφές ματιές τριγύρω. "Βρε τι κάνεις εδώ;", της λέει ένας γνωστός που περνά και που ήξερε καλά την οικογένεια. "Σουτ, του γνέφει η μικρή, μην πεις τίποτα στο σπίτι. Μοιράζω προκηρύξεις". Από τότε αρχίζει η πολιτική δράση της Ηλέκτρας Αποστόλου. Ηταν τότε 13 χρονών. Καταγόταν από αστική οικογένεια. Μα, από μικρό παιδί είχε προσέξει τη φτώχεια και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο, και το μυαλό της άρχισε να ψάχνει για να καταλάβει τις αιτίες που χώριζαν την κοινωνία στα δύο, και τον τρόπο για να λείψουν οι αδικίες». Τα ίδια υποστηρίζει πάνω - κάτω και ο Ν. Κιτόπουλος, προσθέτοντας πως το οικογενειακό της περιβάλλον οδήγησε την Ηλέκτρα στην ανάγκη να συγκρουστεί μαζί του και στο τέλος, σε ηλικία 18 ετών, να φύγει από το σπίτι της.
Εν πάση περιπτώσει, η Ηλέκτρα πολύ γρήγορα έγινε από τα πιο δραστήρια στελέχη της ΟΚΝΕ στην πρωτεύουσα, ενώ το 1930 αναδείχτηκε μέλος της καθοδήγησης της ΟΚΝΕ Αθήνας και, ταυτόχρονα, έγινε μέλος του ΚΚΕ. Στα 1933 διηύθυνε την εφημερίδα της ΟΚΝΕ «ΝΕΟΛΑΙΑ», είχε υπό την ευθύνη της το τμήμα της εργαζόμενης νεολαίας και ανέπτυξε ξεχωριστή δραστηριότητα στην οργάνωση της αντιφασιστικής πάλης του λαού, όπου το ΚΚΕ είχε ρίξει ιδιαίτερο βάρος. Ηταν τέτοια η δράση της Ηλέκτρας στον τομέα αυτό, που πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Αντιφασιστικό και Αντιπολεμικό Συνέδριο Γυναικών, που έγινε στο Παρίσι, ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας.Το 1935 πήρε μέρος στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Νέων (ΚΔΝ), εκπροσωπώντας μαζί με άλλους Ελληνες νεολαίους την ΟΚΝΕ. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Β. Μπαρτζιώτα, ο ίδιος και η Ηλέκτρα έμειναν για ένα διάστημα στη Μόσχα, αυτός ως εκπρόσωπος της ΟΚΝΕ στην ΚΔΝ κι εκείνη ως βοηθός του. «Χρησιμοποιήσαμε - γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας - το διάστημα αυτό για να πλουτίσουμε τις θεωρητικές μας γνώσεις και ν' αφομοιώσουμε την πλούσια ενιαιομετωπική πείρα του διεθνούς κινήματος νέων».
Οταν γύρισε στην Ελλάδα, η Ηλέκτρα έγινε μέλος του Γραφείου της ΚΕ της ΟΚΝΕ. Για την επαναστατική της δράση, φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές. Η Μεταξική Δικτατορία την έκλεισε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ κι όταν αποφυλακίστηκε πέρασε στην παρανομία και στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε γραμματέας του Γραφείου της ΟΚΝΕ Μακεδονίας - Θράκης. Το 1939, όμως, συλλήφθηκε και στάλθηκε εξορία στην Ανάφη. Σύμφωνα, όμως, με τον Κ. Μπίρκα, η Ηλέκτρα έφτασε εξόριστη στην Ανάφη «μια μέρα του Ιούλη του 1938». Τέλος πάντων, λίγο πριν εξοριστεί στην Ανάφη, κατά τη μεταγωγή της, γέννησε στο κρατητήριο την κόρη της.
Η αξεπέραστη πατριώτισσα
Το Σεπτέμβρη του 1942, η Ηλέκτρα δραπέτευσε από το Τμήμα Μεταγωγών Αθήνας. Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που τη γνώρισαν, η ίδια περιέγραφε ως εξής εκείνη τη δραπέτευσή της7: «Απ' τό νησί (σ.σ. απ' την Ανάφη) έκανα αίτηση, σε συνεννόηση με την ομάδα, να μεταφερθώ στο νοσοκομείο για εγχείρηση στο στομάχι. Υστερ' από πολλά, η αίτησή μου έγινε δεκτή και μ' έφεραν συνοδεία με το παιδί μου στο Τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας. Εκεί περίμενα μερικές μέρες για να αδειάσει θέση στο Νοσοκομείο. Οσο περνούσαν οι μέρες, τόσο το αποφάσιζα να το σκάσω από κει μέσα, παρόλο που 'χαμε πει να το σκάσω απ' το νοσοκομείο... Ζητάω από κάτι γυναίκες της Εθνικής Αλληλεγγύης να μου φέρουν ένα παλιοφούστανο κι ένα τσεμπέρι και αφού μου τα 'φεραν, τους παραδίδω το παιδί. Ολα τώρα τα 'χα έτοιμα και περίμενα. Τ' απόγευμα, μόλις άρχισε να σουρουπώνει, κάθισα στη συνηθισμένη μου θέση στο κατώφλι του κρατητηρίου. Τέτοια ώρα, μου άνοιγαν λίγο κάθε βράδυ για να πάρω αέρα. Εκανα την άρρωστη και την αδιάφορη και δεν κοιτούσα καθόλου το σκοπό. Μόλις σουρούπωσε, περνάει κατά τύχη ένας χωροφύλακας και μου δίνει μια τσανάκα με μακαρόνια να του τα φυλάξω, ώσπου να γυρίσει. Απ' τον ουρανό τα γύρευα και μου 'ρθαν στη γη. Κοιτάω να δω τι γίνεται ο σκοπός. Είχε γυρίσει την πλάτη του και κουβέντιαζε με μια γυναίκα. Πετιέμαι σαν αστραπή μέσα στο κρατητήριο, αλλάζω βιαστικά, βάζω το τσεμπέρι στο κεφάλι, παίρνω την τσανάκα με τα μακαρόνια στο χέρι και δρόμο για την έξοδο. Περνάω την αυλή χωρίς να βιάζομαι και φτάνω στο σκοπό της μεγάλης σιδερένια πόρτας. "Καληνύχτα" του λέω. "Καληνύχτα κυρά μου", απαντάει. Εγινε, όπως είχα υπολογίσει. Με πέρασε για μία απ' τις καθαρίστριες. Βγαίνω στο δρόμο και περπατάω σιγά - σιγά, ώσπου να στρίψω τη γωνιά. Μόλις έστριψα, παρατάω τα μακαρόνια σ' ένα πεζούλι και το βάζω στα πόδια, ώσπου χάθηκα μέσα στο πλήθος».Αμέσως μετά τη δραπέτευσή της, η Ηλέκτρα ανέλαβε την καθοδήγηση της οργάνωσης «Λεύτερη Νέα» και με την ίδρυση της ΕΠΟΝ έγινε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της. Στη συνέχεια, πέρασε στην κομματική δουλιά κι έγινε μέλος της καθοδήγησης και υπεύθυνη της διαφώτισης της ΚΟΑ. Ηταν η επικεφαλής της ομάδας που έφτιαχνε το έντυπο προπαγανδιστικό υλικό στην Αθήνα, βοηθώντας τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις κατά των κατακτητών.
Η Ηλέκτρα συλλήφθηκε από την Ειδική Ασφάλεια - που έδρευε στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» - στις 25 Ιουλίου του 1944, βασανίστηκε απάνθρωπα και δολοφονήθηκε. Δολοφόνοι της, όπως αποκάλυψε μετά την απελευθέρωση ο «Ριζοσπάστης», ήταν ο Λάμπου, που αργότερα έγινε υποστράτηγος Χωροφυλακής με συνεργάτες τον Παρθενίου, ένα κατακάθι της κοινωνίας, και τον Μηνά Καθρέπτη (δεξί χέρι του Παρθενίου), χαρακτηριστική περίπτωση κτηνανθρώπου.
Η Ηλέκτρα, ως κομμουνίστρια, λαϊκή αγωνίστρια και πατριώτισσα, κράτησε υπέροχη στάση απέναντι στους βασανιστές της. ''Από άνθρωπο του ΕΛΑΣ που είχαμε και μέσα στην "Ειδική Ασφάλεια" - γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας - ''μάθαμε για τα βασανιστήρια και την ηρωική στάση της αξέχαστης Ηλέκτρας μας... ''
Η ηρωική μας Ηλέκτρα απαντούσε αγέρωχα στις ερωτήσεις των βασανιστών της:
- Από πού είσαι;
- Από την Ελλάδα!
- Πού κατοικείς;
- Στην Ελλάδα!
- Πώς σε λένε;
- Είμαι Ελληνίδα!
- Ποιοι είναι οι συνεργάτες σου;
- Ολοι οι Ελληνες!.
Ιερό σύμβολο του λαού και του Κόμματος
Αυτή ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου κι έτσι θα τη γνωρίζουν όλες οι επόμενες γενιές των Ελλήνων και των κομμουνιστών. Στο τελευταίο τεύχος της ΚΟΜΕΠ πριν την απελευθέρωση, η Αύρα Παρτσαλίδου έχει ένα άρθρο για την Ηλέκτρα, όπου, μεταξύ άλλων, γράφει10: «Το παραμορφωμένο, καμένο σώμα της Ηλέκτρας υψώνεται σαν φοβερό σύμβολο της ανεξάντλητης δύναμης του λαού και του Κόμματός του - του ΚΚΕ - της απέραντης αφοσίωσης των μελών του στην υπόθεση του ελληνικού λαού. Είναι το σύμβολο χιλιάδων Ελλήνων, που πέθαναν κάτω από τα βόλια των φασιστών κατακτητών και των ντόπιων υπηρετών τους. Είναι το σύμβολο της ελληνικής λευτεριάς που ζυγώνει... Μέσα απ' το καμένο κορμί της Ηλέκτρας, μέσ' απ' τη στάχτη της, ξαναγεννιούνται χιλιάδες καινούριοι αγωνιστές. Μέσ' απ' τα ματωμένα κορμιά της ατέλειωτης στρατιάς των ηρώων μας, γεννιέται η λεύτερη, λαοκρατούμενη Ελλάδα».
Σ' ένα άλλο άρθρο της, γραμμένο στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, η Αύρα Παρτσαλίδου σημειώνει για την Ηλέκτρα : «Με την ηρωική της ζωή και το μαρτυρικό της θάνατο, έγινε το σύμβολο της μαχόμενης γυναίκας του τόπου μας... Τώρα η Ηλέκτρα είναι μια μεγάλη ηρωίδα. Τ' όνομά της έχει φτάσει μακριά, πέρα απ' τα σύνορα της πατρίδας μας. Τη διεκδικούν οι αγωνιζόμενες γυναίκες όλου του κόσμου σαν ηρωίδα του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος. Αν μπορούσαν οι νεκροί να μιλήσουν, η Ηλέκτρα θα μας έλεγε σεμνά και με την απλότητα που τη χαρακτήριζε: "Τέτοια έγινα, γιατί τέτοια μ' έκανε το κόμμα μου".
Ποια ήτανε ακόμα η Ηλέκτρα;
Η Ηλέκτρα ήταν ένα άξιο και γενναίο παιδί του περήφανου κι αδούλωτου λαού μας, που 'χει χύσει άφθονο το αίμα του για να λευτερώσει τον τόπο μας απ' τους κάθε λογής κατακτητές και ντόπιους εχθρούς».
Ελεύθεροι σκοπευτές του ΔΣΕ
Στα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας υπήρχαν ομάδες ελευθέρων σκοπευτών που συνήθως υπάγονταν στις ανώτερες διοικήσεις - ταξιαρχίες, τάγματα - και που δρούσαν ως ανεξάρτητα τμήματα.
Στην περιοχή Πηλίου - Μαυροβουνίου οι ομάδες Ελεύθερων Σκοπευτών ανήκαν στο Τάγμα Πηλίου που και αυτό ανήκε στην 123 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
Οι μαχητές και οι μαχήτριες που ανήκαν στους Ελεύθερους Σκοπευτές ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία, αλλά έμπειροι και αποφασισμένοι, με ξεχωριστές, θα μπορούσε να πει κανένας ικανότητες και εκπαίδευση, σκληραγωγημένοι και ικανοί να αντιμετωπίσουν τις πιο αντίξοες και απρόβλεπτες καιρικές ή φυσικές συνθήκες, με σιδερένια νεύρα, με καλή γνώση της περιοχής στην οποία δρούσαν και ζούσαν και βέβαια με πίστη στο ΚΚΕ και στον Αγώνα.
Συχνά έμπαιναν στις στρατοκρατούμενες πόλεις για διάφορες επικίνδυνες αποστολές, παίζοντας τη ζωή τους «κορώνα-γράμματα», για να χτυπήσουν κάποιο στρατιωτικό στόχο, να αιχμαλωτίσουν κάποιο πρόσωπο, «γλώσσα», και να το μεταφέρουν στην έδρα τους για πληροφορίες, να έρθουν σε επαφή με κάποιο Κλιμάκιο του παράνομου ΚΚΕ ή της ΕΠΟΝ ή άλλης Οργάνωσης, να μεταφέρουν στο βουνό φάρμακα ή ιατρικά εργαλεία και άλλα υλικά, να κάνουν κάποιο σαμποτάζ, για να τιμωρήσουν κάποιον για εγκλήματα σε βάρος του Λαού ή οικογενειών Αγωνιστών, να συλλέξουν πληροφορίες ή να πραγματοποιήσουν άλλες αποστολές. Συνήθως δρούσαν δυο μαζί, πιο σπάνια ένας και πιο σπάνια τρεις.
Ερχόμαστε στο Μάη του 1949, τον όπως πάντα μυρωμένο Μάη του Πηλίου. Με διαταγή της διοίκησής τους, δυο Ελεύθεροι Σκοπευτές, που ανήκαν στην Ανεξάρτητη Ομάδα Πηλίου, Βολιώτες και οι δυο, από τη Νέα Ιωνία, Επονίτες, 20-21 χρονών, ο Παναγιώτης Πανακάκης και ο Παναγιώτης Καλούμενος, φοιτητές, στις 7 του Μάη, το σούρουπο, κατεβαίνουν από το βουνό, περνούν απαρατήρητοι τα εξωτερικά φυλάκια του Στρατού που υπήρχαν περιφερειακά γύρω από την πόλη και που για τους Ελεύθερους σκοπευτές ήταν «παιγνίδι» να τα περάσουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και πηγαίνουν στο σπίτι του Καλούμενου στη Ν. Ιωνία όπου και διανυκτέρευσαν.
Λογικά ήταν μια καλή «γιάφκα» για την όποια αποστολή τους, για να αφήσουν τα στρατιωτικά ρούχα, να τα αλλάξουν με πολιτικά. Ισως ο Καλούμενος να είχε ξαναχρησιμοποιήσει το σπίτι του πατέρα του. Από την πλευρά του, ο πατέρας Καλούμενος πρέπει να αιφνιδιάστηκε με την άφιξη του γιου του και του συντρόφου του, βλέποντας και τα πολλά πυρομαχικά που κουβαλούσαν και την άλλη μέρα πρωί - πρωί πήγε στη Χωροφυλακή και «δήλωσε» την άφιξη των δυο ανταρτών, πράγμα που δύσκολα εξηγείται και συγχωρείται και τότε και σήμερα.
Ομως πρέπει να λάβει κανένας υπόψη του την τότε κατάσταση, το κράτος του ζόφου, του τρόμου, των εκτελέσεων, δολοφονιών, βασανιστηρίων που είχε στήσει το βασιλομοναρχικό, το σε μεγάλη έκταση δωσιλογικό καθεστώς, όπου σε πολλές περιπτώσεις βασανιστές ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που βασάνιζαν τους Αγωνιστές στη διάρκεια της Κατοχής από τη μια και το γεγονός ότι η φιλοξενία οιουδήποτε, έστω και για λίγες ώρες έπρεπε να δηλώνεται στις «αρχές» και από την άλλη το γεγονός ότι ο πατέρας του νεαρού Επονίτη Καλούμενου μάλλον τα «είχε καλά» με τη Χωροφυλακή, γιατί και η συμπεριφορά του στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν «καθαρή». Και όπως συνάγεται από τη συνέχεια, ο γιος Καλούμενος μάλλον δε φαντάστηκε ότι ο πατέρας του θα τους πρόδιδε.
Ετσι, είτε γιατί φοβόταν για το «τομαράκι» του, είτε γιατί δε συμφωνούσε με τις επιλογές του γιου του, πήγε και τους πρόδωσε στη Χωροφυλακή.
Από τα ψεύτικα στοιχεία που διέδωσαν τις επόμενες μέρες οι «αρχές», υποτίθεται ότι ο στόχος των δυο Επονιτών ήταν το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Καλούμενου.
Ομως τίποτα δεν το αποδείχνει αυτό. Και ναι μεν τα Υδραγωγεία των μεγάλων πόλεων ήταν στρατιωτικοί στόχοι για τον Δημοκρατικό Στρατό, παράδειγμα το Υδραγωγείο Ιωαννίνων που το τίναξε μια ομάδα του Μηχανικού του ΔΣΕ, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα όσα στοιχεία υπάρχουν δε συνηγορούν ότι το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας ήταν στόχος.
Η Νέα Ιωνία ήταν εργατούπολη - προσφυγούπολη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταλαιπωρηθεί ο κόσμος της με την έλλειψη νερού έστω και για λίγες μέρες. Αλλωστε στα υλικά που βρέθηκαν μετά τη μάχη που έδωσαν οι δυο Επονίτες, δεν αναφέρθηκαν γραπτά, στις ελεγχόμενες και λογοκρινόμενες εφημερίδες ή έστω προφορικά, δυναμίτες και άλλο ανάλογο υλικό ούτε και χρησιμοποιήθηκε τέτοιο υλικό.
Η αποστολή των δυο Επονιτών μάλλον ήταν να μεταφέρουν φάρμακα για το Αναρρωτήριο του ΔΣΕ στο Πήλιο και ίσως και άλλα υλικά και ενδεχόμενα να πάρουν επαφή με κάποια Οργάνωση.
Ο πατέρας λοιπόν του Καλούμενου πήγε και ενημέρωσε τη Χωροφυλακή νωρίς το πρωί στις 8 του Μάη. Την ίδια ώρα, ανέβαινε προς το σπίτι η Επονίτισα, αρραβωνιαστικιά του Καλούμενου να τον συναντήσει. Αγνωστο από ποιον και πώς ενημερώθηκε η κοπέλα. Αυτή προχωρώντας προς το σπίτι, βλέπει μεγάλη δύναμη Χωροφυλακής να κατευθύνεται προς τα εκεί.
Τρέχει γρήγορα, φτάνει πριν τους χωροφύλακες και ενημερώνει τους δυο μαχητές οι οποίοι φυσικά καταλαβαίνουν ότι έχουν προδοθεί και ότι πρέπει να ακυρώσουν την αποστολή τους. Περνούν σε ένα διπλανό συγγενικό σπίτι με πρόθεση να διαφύγουν από εκεί, από την αντίθετη πλευρά. Διαπιστώνουν όμως ότι και από εκεί είναι κλεισμένος ο δρόμος, ότι είναι περικυκλωμένοι, δεν υπάρχει διέξοδος, παντού χωροφύλακες.
Δυο λύσεις υπήρχαν. Να παραδοθούν, κάτι αδιανόητο για Ελεύθερο Σκοπευτή ή να πολεμήσουν ως το τέλος. Αποφάσισαν να πολεμήσουν ως το θάνατο και σίγουρα χαιρετήθηκαν μεταξύ τους με τη γνωστή «ευχή» στους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ σε τέτοιες περιπτώσεις, «άντε καλό βόλι», αφού έκρυψαν σε απυρόβλητο σημείο του σπιτιού τις δυο γυναίκες που ήταν εκεί και οι οποίες επέζησαν και αφού κατέστρεψαν ότι έγγραφα είχαν μαζί τους.
Οι Ελεύθεροι Σκοπευτές ανάλογα με την αποστολή τους, ήταν συνήθως οπλισμένοι, με οπλοπολυβόλο «Μπρεντ», όχι πάντα, με αυτόματο «Στάγιερ» ή «Τόμσον», πιστόλια ή περίστροφα και μαχαίρια ή τα όμορφα σπαθάκια του ΔΣΕ.
Τους προτάθηκε να παραδοθούν, αρνήθηκαν και γύρω στις εφτά το πρωί η μάχη άρχισε. Μπορεί να συμπεράνει κανένας ότι η πρόταση αυτή τους έγινε πολλές φορές, με διάφορες υποσχέσεις, αλλά είναι επίσης σίγουρο και από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ότι η απάντηση ήταν η γνωστή των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ:
«Οι αντάρτες δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν».
Γύρω από το σπίτι έχει συγκεντρωθεί μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων που αδυνατεί να τα βγάλει πέρα με τους δυο Επονίτες που αλλάζουν συνέχεια θέσεις και χτυπούν στο «ψαχνό», ενώ στις γύρω γειτονιές οι άνθρωποι προσπαθούν να μάθουν τι συμβαίνει. Αλλωστε, τότε ψιθυριζόταν ότι η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο Βόλο και ίσως η αποστολή των να είχε κάποια σχέση με αυτό.
Οσο οι χωροφύλακες αδυνατούσαν να τους εξοντώσουν και που από την αντίστασή τους καταλάβαιναν ότι έχουν να κάνουν με αποφασισμένους και έμπειρους μαχητές του ΔΣΕ, εφοδιασμένους με αρκετά πυρομαχικά και χειροβομβίδες, τόσο αυξάνονταν οι προτάσεις παράδοσής τους.
Ετσι, ύστερα από ώρες μάχης, αργά το μεσημέρι η Χωροφυλακή «κάνει την ανάγκη φιλοτιμία» και ζητά τη βοήθεια του Στρατού. Καταφτάνει μεγάλη δύναμη Στρατού, συνοδευόμενη από ένα άρμα μάχης. Αρχίζουν πάλι οι υποσχέσεις εναλλασσόμενες από βρισιές, αλλά η μάχη συνεχίζεται, ενώ το άρμα μάχης χτυπά με τα πολυβόλα και το κανόνι γκρεμίζοντας τοίχους.
Προς το απόγευμα σκοτώνεται ο Πανακάκης ενώ συνεχίζει να πολεμά μόνος ο Καλούμενος που είναι αποφασισμένος να τηρήσει τον Ορκο του στο ΔΣΕ όπως τον τήρησε πριν λίγο ο Πανακάκης που ήδη είχε περάσει στο Πάνθεο των Λαϊκών Αγωνιστών.
Αργά το απόγευμα, ύστερα από πολλές ώρες μάχης, τα πυρομαχικά του Καλούμενου τελειώνουν και δίνει τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας για να μη συλληφθεί, έχοντας κάνει με το σύντροφό του το σπιτάκι εκεί στη Δορυλαίου και Ικονίου ένα από τα «Κάστρα» του Αγώνα, ενώ:
«Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός
λαός μαζί με τους νεκρούς του»
και στο μικρό σπιτάκι - Κάστρο,
«απ΄ το φεγγίτη η Λευτεριά κοιτάει κι αναστενάζει».
Πέρασε πολλή ώρα όσο να τολμήσουν οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες να μπουν στο σπίτι και να αντικρίσουν τα δυο άψυχα σώματα, έχοντας δυσκολία να πιστέψουν ότι μόνο δυο μαχητές του ΔΣΕ κράτησαν όλη μέρα ένα λόχο χωροφυλάκων και ένα λόχο στρατού.
Από εκεί και πέρα, τα ελάχιστα «επίσημα» στοιχεία που υπάρχουν, στις εφημερίδες του Βόλου που λογοκρίνονταν, είναι ψεύτικα, διαστρεβλωμένα, συκοφαντικά. Ισως τα μόνα αληθινά να είναι ότι τα πτώματα των δυο Επονιτών μεταφέρθηκαν με ένα κάρο και «εκτέθηκαν» για ώρες μπροστά στη Διοίκηση της Χωροφυλακής Βόλου, ραντίζοντας με το αίμα τους την τελευταία τους διαδρομή και ότι φρόντισαν να θαφτούν «ανεπίσημα» ο πατέρας ή η μητριά του Καλούμενου.
Φυσικά με την ολοήμερη μάχη που όλος ο Βόλος την άκουγε και ιδιαίτερα η Νέα Ιωνία, οι άνθρωποι αναρωτιόνταν ποιοι να είναι αυτοί που πολεμούσαν όλη μέρα, ενώ χαροκαμένες μανάδες που οι δικοί τους, άντρες και γυναίκες είχαν περάσει από το «Καζανάκι», τον τόπο εκτελέσεων στο Βόλο, σκούπιζαν κρυφά τα δάκρυά τους.
Στην περιοχή Πηλίου - Μαυροβουνίου οι ομάδες Ελεύθερων Σκοπευτών ανήκαν στο Τάγμα Πηλίου που και αυτό ανήκε στην 123 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
Οι μαχητές και οι μαχήτριες που ανήκαν στους Ελεύθερους Σκοπευτές ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία, αλλά έμπειροι και αποφασισμένοι, με ξεχωριστές, θα μπορούσε να πει κανένας ικανότητες και εκπαίδευση, σκληραγωγημένοι και ικανοί να αντιμετωπίσουν τις πιο αντίξοες και απρόβλεπτες καιρικές ή φυσικές συνθήκες, με σιδερένια νεύρα, με καλή γνώση της περιοχής στην οποία δρούσαν και ζούσαν και βέβαια με πίστη στο ΚΚΕ και στον Αγώνα.
Συχνά έμπαιναν στις στρατοκρατούμενες πόλεις για διάφορες επικίνδυνες αποστολές, παίζοντας τη ζωή τους «κορώνα-γράμματα», για να χτυπήσουν κάποιο στρατιωτικό στόχο, να αιχμαλωτίσουν κάποιο πρόσωπο, «γλώσσα», και να το μεταφέρουν στην έδρα τους για πληροφορίες, να έρθουν σε επαφή με κάποιο Κλιμάκιο του παράνομου ΚΚΕ ή της ΕΠΟΝ ή άλλης Οργάνωσης, να μεταφέρουν στο βουνό φάρμακα ή ιατρικά εργαλεία και άλλα υλικά, να κάνουν κάποιο σαμποτάζ, για να τιμωρήσουν κάποιον για εγκλήματα σε βάρος του Λαού ή οικογενειών Αγωνιστών, να συλλέξουν πληροφορίες ή να πραγματοποιήσουν άλλες αποστολές. Συνήθως δρούσαν δυο μαζί, πιο σπάνια ένας και πιο σπάνια τρεις.
Ερχόμαστε στο Μάη του 1949, τον όπως πάντα μυρωμένο Μάη του Πηλίου. Με διαταγή της διοίκησής τους, δυο Ελεύθεροι Σκοπευτές, που ανήκαν στην Ανεξάρτητη Ομάδα Πηλίου, Βολιώτες και οι δυο, από τη Νέα Ιωνία, Επονίτες, 20-21 χρονών, ο Παναγιώτης Πανακάκης και ο Παναγιώτης Καλούμενος, φοιτητές, στις 7 του Μάη, το σούρουπο, κατεβαίνουν από το βουνό, περνούν απαρατήρητοι τα εξωτερικά φυλάκια του Στρατού που υπήρχαν περιφερειακά γύρω από την πόλη και που για τους Ελεύθερους σκοπευτές ήταν «παιγνίδι» να τα περάσουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και πηγαίνουν στο σπίτι του Καλούμενου στη Ν. Ιωνία όπου και διανυκτέρευσαν.
Λογικά ήταν μια καλή «γιάφκα» για την όποια αποστολή τους, για να αφήσουν τα στρατιωτικά ρούχα, να τα αλλάξουν με πολιτικά. Ισως ο Καλούμενος να είχε ξαναχρησιμοποιήσει το σπίτι του πατέρα του. Από την πλευρά του, ο πατέρας Καλούμενος πρέπει να αιφνιδιάστηκε με την άφιξη του γιου του και του συντρόφου του, βλέποντας και τα πολλά πυρομαχικά που κουβαλούσαν και την άλλη μέρα πρωί - πρωί πήγε στη Χωροφυλακή και «δήλωσε» την άφιξη των δυο ανταρτών, πράγμα που δύσκολα εξηγείται και συγχωρείται και τότε και σήμερα.
Ομως πρέπει να λάβει κανένας υπόψη του την τότε κατάσταση, το κράτος του ζόφου, του τρόμου, των εκτελέσεων, δολοφονιών, βασανιστηρίων που είχε στήσει το βασιλομοναρχικό, το σε μεγάλη έκταση δωσιλογικό καθεστώς, όπου σε πολλές περιπτώσεις βασανιστές ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που βασάνιζαν τους Αγωνιστές στη διάρκεια της Κατοχής από τη μια και το γεγονός ότι η φιλοξενία οιουδήποτε, έστω και για λίγες ώρες έπρεπε να δηλώνεται στις «αρχές» και από την άλλη το γεγονός ότι ο πατέρας του νεαρού Επονίτη Καλούμενου μάλλον τα «είχε καλά» με τη Χωροφυλακή, γιατί και η συμπεριφορά του στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν «καθαρή». Και όπως συνάγεται από τη συνέχεια, ο γιος Καλούμενος μάλλον δε φαντάστηκε ότι ο πατέρας του θα τους πρόδιδε.
Ετσι, είτε γιατί φοβόταν για το «τομαράκι» του, είτε γιατί δε συμφωνούσε με τις επιλογές του γιου του, πήγε και τους πρόδωσε στη Χωροφυλακή.
Από τα ψεύτικα στοιχεία που διέδωσαν τις επόμενες μέρες οι «αρχές», υποτίθεται ότι ο στόχος των δυο Επονιτών ήταν το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Καλούμενου.
Ομως τίποτα δεν το αποδείχνει αυτό. Και ναι μεν τα Υδραγωγεία των μεγάλων πόλεων ήταν στρατιωτικοί στόχοι για τον Δημοκρατικό Στρατό, παράδειγμα το Υδραγωγείο Ιωαννίνων που το τίναξε μια ομάδα του Μηχανικού του ΔΣΕ, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα όσα στοιχεία υπάρχουν δε συνηγορούν ότι το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας ήταν στόχος.
Η Νέα Ιωνία ήταν εργατούπολη - προσφυγούπολη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταλαιπωρηθεί ο κόσμος της με την έλλειψη νερού έστω και για λίγες μέρες. Αλλωστε στα υλικά που βρέθηκαν μετά τη μάχη που έδωσαν οι δυο Επονίτες, δεν αναφέρθηκαν γραπτά, στις ελεγχόμενες και λογοκρινόμενες εφημερίδες ή έστω προφορικά, δυναμίτες και άλλο ανάλογο υλικό ούτε και χρησιμοποιήθηκε τέτοιο υλικό.
Η αποστολή των δυο Επονιτών μάλλον ήταν να μεταφέρουν φάρμακα για το Αναρρωτήριο του ΔΣΕ στο Πήλιο και ίσως και άλλα υλικά και ενδεχόμενα να πάρουν επαφή με κάποια Οργάνωση.
Ο πατέρας λοιπόν του Καλούμενου πήγε και ενημέρωσε τη Χωροφυλακή νωρίς το πρωί στις 8 του Μάη. Την ίδια ώρα, ανέβαινε προς το σπίτι η Επονίτισα, αρραβωνιαστικιά του Καλούμενου να τον συναντήσει. Αγνωστο από ποιον και πώς ενημερώθηκε η κοπέλα. Αυτή προχωρώντας προς το σπίτι, βλέπει μεγάλη δύναμη Χωροφυλακής να κατευθύνεται προς τα εκεί.
Τρέχει γρήγορα, φτάνει πριν τους χωροφύλακες και ενημερώνει τους δυο μαχητές οι οποίοι φυσικά καταλαβαίνουν ότι έχουν προδοθεί και ότι πρέπει να ακυρώσουν την αποστολή τους. Περνούν σε ένα διπλανό συγγενικό σπίτι με πρόθεση να διαφύγουν από εκεί, από την αντίθετη πλευρά. Διαπιστώνουν όμως ότι και από εκεί είναι κλεισμένος ο δρόμος, ότι είναι περικυκλωμένοι, δεν υπάρχει διέξοδος, παντού χωροφύλακες.
Δυο λύσεις υπήρχαν. Να παραδοθούν, κάτι αδιανόητο για Ελεύθερο Σκοπευτή ή να πολεμήσουν ως το τέλος. Αποφάσισαν να πολεμήσουν ως το θάνατο και σίγουρα χαιρετήθηκαν μεταξύ τους με τη γνωστή «ευχή» στους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ σε τέτοιες περιπτώσεις, «άντε καλό βόλι», αφού έκρυψαν σε απυρόβλητο σημείο του σπιτιού τις δυο γυναίκες που ήταν εκεί και οι οποίες επέζησαν και αφού κατέστρεψαν ότι έγγραφα είχαν μαζί τους.
Οι Ελεύθεροι Σκοπευτές ανάλογα με την αποστολή τους, ήταν συνήθως οπλισμένοι, με οπλοπολυβόλο «Μπρεντ», όχι πάντα, με αυτόματο «Στάγιερ» ή «Τόμσον», πιστόλια ή περίστροφα και μαχαίρια ή τα όμορφα σπαθάκια του ΔΣΕ.
Τους προτάθηκε να παραδοθούν, αρνήθηκαν και γύρω στις εφτά το πρωί η μάχη άρχισε. Μπορεί να συμπεράνει κανένας ότι η πρόταση αυτή τους έγινε πολλές φορές, με διάφορες υποσχέσεις, αλλά είναι επίσης σίγουρο και από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ότι η απάντηση ήταν η γνωστή των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ:
«Οι αντάρτες δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν».
Γύρω από το σπίτι έχει συγκεντρωθεί μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων που αδυνατεί να τα βγάλει πέρα με τους δυο Επονίτες που αλλάζουν συνέχεια θέσεις και χτυπούν στο «ψαχνό», ενώ στις γύρω γειτονιές οι άνθρωποι προσπαθούν να μάθουν τι συμβαίνει. Αλλωστε, τότε ψιθυριζόταν ότι η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο Βόλο και ίσως η αποστολή των να είχε κάποια σχέση με αυτό.
Οσο οι χωροφύλακες αδυνατούσαν να τους εξοντώσουν και που από την αντίστασή τους καταλάβαιναν ότι έχουν να κάνουν με αποφασισμένους και έμπειρους μαχητές του ΔΣΕ, εφοδιασμένους με αρκετά πυρομαχικά και χειροβομβίδες, τόσο αυξάνονταν οι προτάσεις παράδοσής τους.
Ετσι, ύστερα από ώρες μάχης, αργά το μεσημέρι η Χωροφυλακή «κάνει την ανάγκη φιλοτιμία» και ζητά τη βοήθεια του Στρατού. Καταφτάνει μεγάλη δύναμη Στρατού, συνοδευόμενη από ένα άρμα μάχης. Αρχίζουν πάλι οι υποσχέσεις εναλλασσόμενες από βρισιές, αλλά η μάχη συνεχίζεται, ενώ το άρμα μάχης χτυπά με τα πολυβόλα και το κανόνι γκρεμίζοντας τοίχους.
Προς το απόγευμα σκοτώνεται ο Πανακάκης ενώ συνεχίζει να πολεμά μόνος ο Καλούμενος που είναι αποφασισμένος να τηρήσει τον Ορκο του στο ΔΣΕ όπως τον τήρησε πριν λίγο ο Πανακάκης που ήδη είχε περάσει στο Πάνθεο των Λαϊκών Αγωνιστών.
Αργά το απόγευμα, ύστερα από πολλές ώρες μάχης, τα πυρομαχικά του Καλούμενου τελειώνουν και δίνει τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας για να μη συλληφθεί, έχοντας κάνει με το σύντροφό του το σπιτάκι εκεί στη Δορυλαίου και Ικονίου ένα από τα «Κάστρα» του Αγώνα, ενώ:
«Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός
λαός μαζί με τους νεκρούς του»
και στο μικρό σπιτάκι - Κάστρο,
«απ΄ το φεγγίτη η Λευτεριά κοιτάει κι αναστενάζει».
Πέρασε πολλή ώρα όσο να τολμήσουν οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες να μπουν στο σπίτι και να αντικρίσουν τα δυο άψυχα σώματα, έχοντας δυσκολία να πιστέψουν ότι μόνο δυο μαχητές του ΔΣΕ κράτησαν όλη μέρα ένα λόχο χωροφυλάκων και ένα λόχο στρατού.
Από εκεί και πέρα, τα ελάχιστα «επίσημα» στοιχεία που υπάρχουν, στις εφημερίδες του Βόλου που λογοκρίνονταν, είναι ψεύτικα, διαστρεβλωμένα, συκοφαντικά. Ισως τα μόνα αληθινά να είναι ότι τα πτώματα των δυο Επονιτών μεταφέρθηκαν με ένα κάρο και «εκτέθηκαν» για ώρες μπροστά στη Διοίκηση της Χωροφυλακής Βόλου, ραντίζοντας με το αίμα τους την τελευταία τους διαδρομή και ότι φρόντισαν να θαφτούν «ανεπίσημα» ο πατέρας ή η μητριά του Καλούμενου.
Φυσικά με την ολοήμερη μάχη που όλος ο Βόλος την άκουγε και ιδιαίτερα η Νέα Ιωνία, οι άνθρωποι αναρωτιόνταν ποιοι να είναι αυτοί που πολεμούσαν όλη μέρα, ενώ χαροκαμένες μανάδες που οι δικοί τους, άντρες και γυναίκες είχαν περάσει από το «Καζανάκι», τον τόπο εκτελέσεων στο Βόλο, σκούπιζαν κρυφά τα δάκρυά τους.
Ειρήνη Γκίνη
«Σας συγχαίρω για την κόρη που γεννήσατε»
Στις 25 Ιούλη του 1946 το έκτακτο Στρατοδικείο Γιαννιτσών καταδικάζει σε
θάνατο 7 άτομα με την κατηγορία ότι αποτελούσαν την ένοπλη ομάδα ΝΟΦ
(Λαϊκό Απλευθερωτικό Μέτωπο). Ανάμεσα τους και μια γυναίκα, η δασκάλα
Ειρήνη Γκίνη. Ηταν «συμμορίτες», «αυτονομιστές» και «κακούργοι» κατά το
κατηγορητήριο.
[«Επτά ακόμα εχθροί της πατρίδας, επτά όργανα της αναρχίας και των ξένων… έπεσαν σήμερα υπό τας σφαίρας της Δικαιοσύνης της Πατρίδας… άπαντες ανταπέδωσαν τη ζητωκραυγή της Γκίνη την στιγμήν ακριβώς που η ομοβροντία του αποσπάσματος εξήπλωσε καταγής τα πτώματα επτά κοινωνικών και εθνικών αποβρασμάτων…» («ΦΩΣ» της Θεσσαλονίκης, Ιούλη 1946)]
«Η Ειρήνη Γκίνη, τόσο στην κατάθεσή της, όσο και στην απολογία της είπε ότι είναι στέλεχος της ΝΟΦ και ότι όχι μόνο δεν έχει καμμιά σχέση με τις αυτονομιστικές κινήσεις, αντίθετα αγωνίζεται εναντίον των αυτονομιστικών ραδιουργιών που υποκινούν οι Αγγλοι. (…) Πρέπει να σημειωθεί ότι όπως αποκαλύφθηκε πανηγυρικά στη δίκη η Ειρήνη Γκίνη πολέμησε σ’ όλη την περίοδο της κατοχής με αυτοθυσία και ηρωισμό τους Οχρανίτες του Κάλτσεφ» («Ριζοσπάστης» 27/7/1946).
Η Μίρκα είχε πάρει μέρος σε πολλές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ και ήταν μία από τους επικεφαλής στην ανατίναξη της αμαξοστοιχίας των Γερμανών στο Μουχαρέμ Χάνι, κοντά στην Εδεσσα, τον Αύγουστο του 1944. Την επομένη, 26/7/1946, εκτελούνται. Για πρώτη φορά ο ελληνικός στρατός τουφεκίζει γυναίκα. Ήταν μόλις 23 ετών… Ηταν επίσης μια από τις πρώτες εκτελέσεις με βάση το διαβόητο Γ” Ψήφισμα που ακολούθησε τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 και οδήγησε σε εκατόμβες κομμουνιστών.
Την παραμονή της εκτέλεσής της, στη φυλακή η Ειρήνη Γκίνη τραγουδούσε όλη τη νύχτα. Το ίδιο και στο αυτοκίνητο που τους μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης. Αντίκρισε το εκτελεστικό απόσπασμα με ψυχραιμία και παλικαριά.
Ο αστικός Τύπος την επόμενη ημέρα έγραφε:
«…Οι εκτελεσθέντες αντίκρισαν ψυχραίμως το εκτελεστικόν απόσπασμα. Η νηπιαγωγός Ειρήνη Γκίνη έψαλλε τον Υμνον της Διεθνούς και εζητοκραύγαζεν υπέρ του ΚΚΕ».
Γράφει σε γράμμα προς τον πατέρα της, ένας από τους φαντάρους του εκτελεστικού αποσπάσματος της Μίρκας και των 6 συντρόφων της:
«… Σας συγχαίρω για την κόρη που γεννήσατε. Αυτή δέχθηκε το θάνατο με το γέλιο στο στόμα, ηρωϊκά και ψύχραιμα, τραγουδώντας. Ολοι που παραβρεθήκαμε στην περίεργη και άγρια εκείνη εικόνα θαυμάσαμε. Κατά τις 5.30′ η ώρα εγώ πλησίασα κοντά της και τη ρώτησα μήπως θέλει τίποτα να γράψω στους γονείς της. Αυτή με κοίταξε ήσυχα και μου είπε: «Εγώ πεθαίνω σαν τίμιος άνθρωπος για κάτι στο οποίο ολοκληρωτικά πιστεύω. Για την καλυτέρευση όχι προσωπικά της δικής μου ζωής, αλλά για τη ζωή όλων των ανθρώπων…».
(Από το βιβλίο «Μορφές ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας», εκδ. Νέα Ελλάδα 1953)
Ποια ήταν η Ειρήνη Γκίνη
Η Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα) γεννήθηκε το 1923 κοντά στο χωριό Ξανθόγεια (Ρουσίλοβο) της Εδεσσας. Οι γονείς της ήταν φτωχοί αγρότες σλαβομακεδόνες.
*«Από μικρή ακόμα γεύτηκε τις πίκρες και τα βάσανα της ζωής. Εμεινε ορφανή από μητέρα και μεγάλωσε μέσα σε χίλια βάσανα και δυσκολίες. Η έλλειψη της μητρικής στοργής θέριευε τη δική της αγάπη στους βασανισμένους και κατατρεγμένους. Οι δυσκολίες της ζωής που γνώρισε από τα πρώτα βήματα, της δημιούργησαν χαρακτήρα αποφασιστικό, θαρραλέο, αγωνιστικό».
*«Οταν τέλειωσε το δημοτικό σχολειό του χωριού της επειδή διακρίνονταν στη μάθηση, ο πατέρας της παρ” όλο που ήταν πάμπτωχος την έστειλε να σπουδάσει στο διδασκαλείο Νηπιαγωγών Καστοριάς. Απ” εκεί βγήκε νηπιαγωγός το 1939.
Το 1940 διορίστηκε προσωρινά νηπιαγωγός σ” ένα χωριό της Εδεσσας. Κι όλο το χωριό αγαπά και σέβεται τη μικρή αλλά επιβλητική δασκαλίτσα. «Καλή δασκαλίτσα», έτσι έλεγε όλο το χωριό για τη Μίρκα.
Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί για πολύ την ήσυχη ζωή του χωριού στο σχολειό. Ο φασισμός του Μουσολίνι, οι χιτλερικοί φασίστες κατακλύζουν την Ελλάδα. Αρχίζουν οι κρεμάλες, τα στρατόπεδα, οι φυλακές, οι μαζικές εκτελέσεις, η πείνα, οι βιασμοί, η ταπείνωση. Η Μίρκα οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Απ” το 1942 δουλεύει στο χωριό της παράνομα. Ξεσηκώνει τα κορίτσια της επαρχίας στον απελευθερωτικό αγώνα. Μαζί οργανώνουν και στέλνουν αντάρτες στον ΕΛΑΣ. Και η ίδια το 1943 κατατάσσεται στα αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ στο Καϊμακτσαλάν.
Η Μίρκα δουλεύει σα στέλεχος της ΕΠΟΝ στους σλαβομακεδόνες νέους και νέες. Γίνεται ο εμψυχωτής της φλογερής νεολαίας μας, στον αγώνα για το διώξιμο του καταχτητή.
Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια και τα αδιάκοπα χτυπήματα του ΕΛΑΣ, ανάγκασαν τους χιτλερικούς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Οι ελασίτες ελευθερωτές μπαίνουν σε πόλεις και χωριά. Ο λαός πανηγυρίζει την απελευθέρωσή του.
Αλλά δεν πρόλαβε πολύν καιρό να χαρεί τη λευτεριά του. Καινούργιοι καταχτητές έρχονται. Οι «σύμμαχοι» αγγλοαμερικάνοι. Αγριος διωγμός των μαχητών της αντίστασης.
Πιο άγριος είναι ο διωγμός των σλαβομακεδόνων. Μ” αυτό τον τρόπο πάνε να ανάψουν το φυλετικό μίσος, να σπείρουν τη διχόνοια, να χωρίσουν τους έλληνες από τους σλαβομακεδόνες για να μπορέσουν έτσι πιο εύκολα να περάσουν τις αλυσίδες σε έλληνες και σλαβομακεδόνες.
Η Μίρκα, άγρια καταδιωκόμενη, αναγκάζεται να κρύβεται από χωριό σε χωριό και αργότερα να φύγει στο βουνό. Οργανώνει τη μαχητική αυτοάμυνα των χωρικών ενάντια στους μπουραντάδες – βασανιστές του λαού.
Το νέο αντάρτικο, η καινούργια αντίσταση έχει αρχίσει να δημιουργείται κι η Μίρκα είναι απ” τους οργανωτές της στην περιφέρεια της Εδεσσας.
Ηταν καλοκαίρι του 1946. Στο δάσος του Πότσε της Εδεσσας κρύβονταν η μικρή ανταρτοομάδα του Καϊμακτσαλάν. Ενα πρωϊ 200 χωροφύλακες και μαυροσκούφηδες κύκλωσαν όλο το μέρος.
Η Μίρκα ήταν με άλλους 6 συντρόφους, όλους άοπλους. Μόνο αυτή είχε ένα παραμπέλ. Η θαρραλέα αγωνίστρια δε χάνει το θάρρος της. Σηκώνει το παραμπέλ και σκοπεύει. Αλλά οι σφαίρες της είναι λίγες κι εκείνοι είναι πολλοί, έτσι πέφτει στα χέρια τους μαζί με τους συντρόφους της.
Στην ασφάλεια τρομερά τη βασάνισαν τη Μίρκα οι δήμιοι βασανιστές. Της σκίζουν τα ρούχα, την δέρνουν και της πετάνε παγωμένο νερό. Την επόμενη μέρα θα μεταφερθεί στην Έδεσσα όπου νέα μαρτύρια θα της επιβληθούν. Την δέρνουν με ρόπαλα, την ξεσκίζουν με μαχαίρια, τις ξεριζώνουν τα μαλλιά και της κάνουν ηλεκτροσόκ. Στην δίκη δεν μπορεί καν να σταθεί όρθια απο τα βασανιστήρια. Η Μίρκα όμως έραψε το στόμα και δεν έβγαζε μιλιά. Δεν λέει ούτε ένα όνομα. Περήφανα και καρτερικά υπομένει όλα τα βασανιστήρια. Και ακόμα, εμψυχώνει τους συγκατηγορούμενούς της συντρόφους. «Ράψτε τα στόματα σύντροφοι! Ούτε κουβέντα στους προδότες!» (από το ίδιο).
Αργότερα, ο ΔΣΕ θα χαρίσει μιά κορυφή του Γράμμου, ένα κάστρο του, στην Ειρήνη Γκίνη την αδικοσκοτωμένη δασκάλα...
[«Επτά ακόμα εχθροί της πατρίδας, επτά όργανα της αναρχίας και των ξένων… έπεσαν σήμερα υπό τας σφαίρας της Δικαιοσύνης της Πατρίδας… άπαντες ανταπέδωσαν τη ζητωκραυγή της Γκίνη την στιγμήν ακριβώς που η ομοβροντία του αποσπάσματος εξήπλωσε καταγής τα πτώματα επτά κοινωνικών και εθνικών αποβρασμάτων…» («ΦΩΣ» της Θεσσαλονίκης, Ιούλη 1946)]
«Η Ειρήνη Γκίνη, τόσο στην κατάθεσή της, όσο και στην απολογία της είπε ότι είναι στέλεχος της ΝΟΦ και ότι όχι μόνο δεν έχει καμμιά σχέση με τις αυτονομιστικές κινήσεις, αντίθετα αγωνίζεται εναντίον των αυτονομιστικών ραδιουργιών που υποκινούν οι Αγγλοι. (…) Πρέπει να σημειωθεί ότι όπως αποκαλύφθηκε πανηγυρικά στη δίκη η Ειρήνη Γκίνη πολέμησε σ’ όλη την περίοδο της κατοχής με αυτοθυσία και ηρωισμό τους Οχρανίτες του Κάλτσεφ» («Ριζοσπάστης» 27/7/1946).
Η Μίρκα είχε πάρει μέρος σε πολλές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ και ήταν μία από τους επικεφαλής στην ανατίναξη της αμαξοστοιχίας των Γερμανών στο Μουχαρέμ Χάνι, κοντά στην Εδεσσα, τον Αύγουστο του 1944. Την επομένη, 26/7/1946, εκτελούνται. Για πρώτη φορά ο ελληνικός στρατός τουφεκίζει γυναίκα. Ήταν μόλις 23 ετών… Ηταν επίσης μια από τις πρώτες εκτελέσεις με βάση το διαβόητο Γ” Ψήφισμα που ακολούθησε τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 και οδήγησε σε εκατόμβες κομμουνιστών.
Την παραμονή της εκτέλεσής της, στη φυλακή η Ειρήνη Γκίνη τραγουδούσε όλη τη νύχτα. Το ίδιο και στο αυτοκίνητο που τους μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης. Αντίκρισε το εκτελεστικό απόσπασμα με ψυχραιμία και παλικαριά.
Ο αστικός Τύπος την επόμενη ημέρα έγραφε:
«…Οι εκτελεσθέντες αντίκρισαν ψυχραίμως το εκτελεστικόν απόσπασμα. Η νηπιαγωγός Ειρήνη Γκίνη έψαλλε τον Υμνον της Διεθνούς και εζητοκραύγαζεν υπέρ του ΚΚΕ».
Γράφει σε γράμμα προς τον πατέρα της, ένας από τους φαντάρους του εκτελεστικού αποσπάσματος της Μίρκας και των 6 συντρόφων της:
«… Σας συγχαίρω για την κόρη που γεννήσατε. Αυτή δέχθηκε το θάνατο με το γέλιο στο στόμα, ηρωϊκά και ψύχραιμα, τραγουδώντας. Ολοι που παραβρεθήκαμε στην περίεργη και άγρια εκείνη εικόνα θαυμάσαμε. Κατά τις 5.30′ η ώρα εγώ πλησίασα κοντά της και τη ρώτησα μήπως θέλει τίποτα να γράψω στους γονείς της. Αυτή με κοίταξε ήσυχα και μου είπε: «Εγώ πεθαίνω σαν τίμιος άνθρωπος για κάτι στο οποίο ολοκληρωτικά πιστεύω. Για την καλυτέρευση όχι προσωπικά της δικής μου ζωής, αλλά για τη ζωή όλων των ανθρώπων…».
(Από το βιβλίο «Μορφές ηρώων της νεολαίας της Ελλάδας», εκδ. Νέα Ελλάδα 1953)
Ποια ήταν η Ειρήνη Γκίνη
Η Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα) γεννήθηκε το 1923 κοντά στο χωριό Ξανθόγεια (Ρουσίλοβο) της Εδεσσας. Οι γονείς της ήταν φτωχοί αγρότες σλαβομακεδόνες.
*«Από μικρή ακόμα γεύτηκε τις πίκρες και τα βάσανα της ζωής. Εμεινε ορφανή από μητέρα και μεγάλωσε μέσα σε χίλια βάσανα και δυσκολίες. Η έλλειψη της μητρικής στοργής θέριευε τη δική της αγάπη στους βασανισμένους και κατατρεγμένους. Οι δυσκολίες της ζωής που γνώρισε από τα πρώτα βήματα, της δημιούργησαν χαρακτήρα αποφασιστικό, θαρραλέο, αγωνιστικό».
*«Οταν τέλειωσε το δημοτικό σχολειό του χωριού της επειδή διακρίνονταν στη μάθηση, ο πατέρας της παρ” όλο που ήταν πάμπτωχος την έστειλε να σπουδάσει στο διδασκαλείο Νηπιαγωγών Καστοριάς. Απ” εκεί βγήκε νηπιαγωγός το 1939.
Το 1940 διορίστηκε προσωρινά νηπιαγωγός σ” ένα χωριό της Εδεσσας. Κι όλο το χωριό αγαπά και σέβεται τη μικρή αλλά επιβλητική δασκαλίτσα. «Καλή δασκαλίτσα», έτσι έλεγε όλο το χωριό για τη Μίρκα.
Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί για πολύ την ήσυχη ζωή του χωριού στο σχολειό. Ο φασισμός του Μουσολίνι, οι χιτλερικοί φασίστες κατακλύζουν την Ελλάδα. Αρχίζουν οι κρεμάλες, τα στρατόπεδα, οι φυλακές, οι μαζικές εκτελέσεις, η πείνα, οι βιασμοί, η ταπείνωση. Η Μίρκα οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Απ” το 1942 δουλεύει στο χωριό της παράνομα. Ξεσηκώνει τα κορίτσια της επαρχίας στον απελευθερωτικό αγώνα. Μαζί οργανώνουν και στέλνουν αντάρτες στον ΕΛΑΣ. Και η ίδια το 1943 κατατάσσεται στα αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ στο Καϊμακτσαλάν.
Η Μίρκα δουλεύει σα στέλεχος της ΕΠΟΝ στους σλαβομακεδόνες νέους και νέες. Γίνεται ο εμψυχωτής της φλογερής νεολαίας μας, στον αγώνα για το διώξιμο του καταχτητή.
Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια και τα αδιάκοπα χτυπήματα του ΕΛΑΣ, ανάγκασαν τους χιτλερικούς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Οι ελασίτες ελευθερωτές μπαίνουν σε πόλεις και χωριά. Ο λαός πανηγυρίζει την απελευθέρωσή του.
Αλλά δεν πρόλαβε πολύν καιρό να χαρεί τη λευτεριά του. Καινούργιοι καταχτητές έρχονται. Οι «σύμμαχοι» αγγλοαμερικάνοι. Αγριος διωγμός των μαχητών της αντίστασης.
Πιο άγριος είναι ο διωγμός των σλαβομακεδόνων. Μ” αυτό τον τρόπο πάνε να ανάψουν το φυλετικό μίσος, να σπείρουν τη διχόνοια, να χωρίσουν τους έλληνες από τους σλαβομακεδόνες για να μπορέσουν έτσι πιο εύκολα να περάσουν τις αλυσίδες σε έλληνες και σλαβομακεδόνες.
Η Μίρκα, άγρια καταδιωκόμενη, αναγκάζεται να κρύβεται από χωριό σε χωριό και αργότερα να φύγει στο βουνό. Οργανώνει τη μαχητική αυτοάμυνα των χωρικών ενάντια στους μπουραντάδες – βασανιστές του λαού.
Το νέο αντάρτικο, η καινούργια αντίσταση έχει αρχίσει να δημιουργείται κι η Μίρκα είναι απ” τους οργανωτές της στην περιφέρεια της Εδεσσας.
Ηταν καλοκαίρι του 1946. Στο δάσος του Πότσε της Εδεσσας κρύβονταν η μικρή ανταρτοομάδα του Καϊμακτσαλάν. Ενα πρωϊ 200 χωροφύλακες και μαυροσκούφηδες κύκλωσαν όλο το μέρος.
Η Μίρκα ήταν με άλλους 6 συντρόφους, όλους άοπλους. Μόνο αυτή είχε ένα παραμπέλ. Η θαρραλέα αγωνίστρια δε χάνει το θάρρος της. Σηκώνει το παραμπέλ και σκοπεύει. Αλλά οι σφαίρες της είναι λίγες κι εκείνοι είναι πολλοί, έτσι πέφτει στα χέρια τους μαζί με τους συντρόφους της.
Στην ασφάλεια τρομερά τη βασάνισαν τη Μίρκα οι δήμιοι βασανιστές. Της σκίζουν τα ρούχα, την δέρνουν και της πετάνε παγωμένο νερό. Την επόμενη μέρα θα μεταφερθεί στην Έδεσσα όπου νέα μαρτύρια θα της επιβληθούν. Την δέρνουν με ρόπαλα, την ξεσκίζουν με μαχαίρια, τις ξεριζώνουν τα μαλλιά και της κάνουν ηλεκτροσόκ. Στην δίκη δεν μπορεί καν να σταθεί όρθια απο τα βασανιστήρια. Η Μίρκα όμως έραψε το στόμα και δεν έβγαζε μιλιά. Δεν λέει ούτε ένα όνομα. Περήφανα και καρτερικά υπομένει όλα τα βασανιστήρια. Και ακόμα, εμψυχώνει τους συγκατηγορούμενούς της συντρόφους. «Ράψτε τα στόματα σύντροφοι! Ούτε κουβέντα στους προδότες!» (από το ίδιο).
Αργότερα, ο ΔΣΕ θα χαρίσει μιά κορυφή του Γράμμου, ένα κάστρο του, στην Ειρήνη Γκίνη την αδικοσκοτωμένη δασκάλα...
Νίκος Πλουμπίδης
Ιούλιος 1953 : Η δίκη του Νίκου Πλουμπίδη.
Ο Νίκος Πλουμπίδης είχε οργανώσει την εξέγερση του αθηναϊκού λαού στις 5 Μαρτίου 1943, τη γενική πολιτική απεργία και το παλλαϊκό συλλαλητήριο που ματαίωσε τα σχέδια των Γερμανών και των κουίνσλινγκς να προχωρήσουν σε πολιτική επιστράτευση και να στείλουν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία.
Ο Πλουμπίδης, προκειμένου να σωθεί ο Μπελογιάννης, από το εκτελεστικό απόσπασμα, με επιστολή του στον αρχηγό της αστυνομίας προσφέρθηκε να παρουσιαστεί στις Αρχές και να δικαστεί σαν καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, με τον όρο να μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του φίλου και συντρόφου του.
Η επιστολή του Ν. Πλουμπίδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Προοδευτική Αλλαγή" στις 16 Μαρτίου (1952) όπου ανέφερε:
«1. Εγώ και όχι ο Μπελογιάννης είμαι υπεύθυνος για την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ.
Κατά συνέπεια ευθύνομαι για όλες τις πρωτοβουλίες και ενέργειες αυτής της οργάνωσης.
2. Δεν έχω σκοπό να παραστήσω τον γενναιόψυχο εκ του ασφαλούς. Δεσμεύομαι να παραδοθώ στις
Αρχές για να δικαστώ, ευθύς μόλις η καταδίκη του φίλου μου και συντρόφου Μπελογιάνη ακυρωθεί.
Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
Υ.Γ. Πολλοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν τον γραφικό μου χαρακτήρα. Εντούτοις για το γνήσιο της επιστολής, προσθέτω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Αθήνα 12-3-1952.»
Λίγους μήνες πριν εκτελεστεί έγραψε το τελευταίο γράμμα του στη γυναίκα του Ιουλία. "Δεν ξέρω αν φτάσουν στην εκτέλεση και γιατί η διεθνής και εσωτερική κατάσταση δε το σηκώνει και γιατί η μη εκτέλεση τους συμφέρει για να διαιωνίζεται η σύγχυση αν είμαι χαφιές ή όχι. Δε βρίσκω άλλη λύση από το Να με αποκηρύξεις. Να πάρεις διαζύγιο σε βάρος μου για οποιαδήποτε λόγο. Ακόμα το παιδί μας να μη φέρει το όνομα μου, αλλά το δικό σου, είτε σιωπηρά είτε υιοθετημένο από απ' τα παιδιά. Τέλος δέχομαι ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ αποφασίσετε αρκεί να μη θίγεται το κόμμα. Μη διστάσετε στην απόφαση σας από συναισθηματισμούς ή από το αν πονέσω"
Χαράματα 14ης Αυγούστου 1954, στην Αγία Μαρίνα, στο Δαφνί. Πέντε η ώρα το πρωί. Αχάραγα. Ένα αυτοκίνητο μεταφέρει δεμένο με χειροπέδες τον Νίκο Πλουμπίδη στον τόπο εκτέλεσής του. Λίγο μετά πέφτει νεκρός.
«Εξετελέσθη ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ, αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος» και «δεν εδέχθη ούτε να κοινωνήση, ούτε να του δέσουν τους οφθαλμούς του»... (οι εφημερίδες της εποχής).
Στην κυβέρνηση βρισκόταν ο «Ελληνικός Συναγερμός», η «Δεξιά», του Παπάγου. Όπως δυο χρόνια πριν, το Μάρτη του 1952, στην κυβέρνηση βρισκόταν το «Κέντρο», με επικεφαλής τον Πλαστήρα, που πήρε την ευθύνη για την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.
Ο Νίκος Πλουμπίδης, πιάστηκε στις 25 Νοέμβρη του 1952 κι έμεινε στη φυλακή ως την έναρξη της δίκης στις 24 Ιούλη 1953, ημέρα Παρασκευή. Μαζί του δίκαζαν ερήμην και τους Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα, Μ. Πορφυρογένη, Π. Ρούσο, Λ. Στρίγγο, Μ. Βλαντά, Γ. Βοντίτσιο - Γούσια κ.ά.
Βασική κατηγορία του καθεστώτος εναντίον τους ήταν η «παραβίαση» του ΑΝ 375 της μεταξικής δικτατορίας περί κατασκοπίας. Ενα καθεστώς, που είχε ως βασικότερο στήριγμά του τους Αμερικανούς, δίκαζε για κατασκοπία τους κομμουνιστές, τους πρωτοπόρους του απελευθερωτικού αγώνα.
Η δίκη ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα 3 Αυγούστου του 1953 με την έκδοση της απόφασης. Ο Πλουμπίδης και η καθοδήγηση του ΚΚΕ καταδικάστηκαν δυο φορές σε θάνατο. Ο Πλουμπίδης αντιμετώπισε την υπόθεση με πίστη στο Κόμμα, έως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας το σεβασμό ακόμη και των αντιπάλων του. Εδωσε τη μάχη της υπεράσπισης του Κόμματος και του εαυτού του ως κομμουνιστή - λαϊκού αγωνιστή, στέλνοντας στο καθεστώς το σαφέστατο μήνυμα να μην περιμένει τίποτα απ' αυτόν.
Με την έγνοια του Κόμματος κατά νου, άφησε παρακαταθήκη ένα γράμμα - ντοκουμέντο, απάντηση αποστομωτική σε όσους ως και σήμερα προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την υπόθεση Πλουμπίδη για να πλήξουν το ΚΚΕ : «Εκείνοι που με αγαπούν και με σέβονται οφείλουν να πειθαρχήσουν στο Κόμμα, να διαφυλάξουν την Ενότητά του και να έχουν εμπιστοσύνη στην ηγεσία του. Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα, έχω την τιμή του Κόμματος».
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ & Η ΑΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Έντεκα μέρες μετά από τη δεύτερη δίκη Μπελογιάννη, στις 12/3/1952, ο Ν. Πλουμπίδης έστειλε με τους δικηγόρους του Μπελογιάννη επιστολή στον I. Πανόπουλο, γενικό διευθυντή της Αστυνομίας Πόλεων.
Με την επιστολή ο Πλουμπίδης δήλωνε πως «καθοδηγητής του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ ήμουν εγώ και όχι ο Μπελογιάννης» και δεσμευόταν ότι θα παρουσιαστεί να δικαστεί αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του Ν. Μπελογιάννη.
Η ηγεσία του ΚΚΕ κατήγγειλε την επιστολή του Πλουμπίδη ως πλαστή, μεθοδευμένη από την Ασφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο το ΠΓ καταδίκασε έμμεσα την ενέργεια του Πλουμπίδη, που ήταν αντικαταστατική καθώς αποτελούσε παραβίαση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και των κανόνων συνωμοτικότητας και επαγρύπνησης. Ο Πλουμπίδης υπεράσπισε την ενέργειά του, ως ανταπόκριση στο γενικό κάλεσμα του ΠΓ προς όλα τα μέλη και στελέχη να κάνουν οτιδήποτε για τη σωτηρία του Ν. Μπελογιάννη.
Σχεδόν τρεις μήνες μετά από την εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ πήρε απόφαση «Για τον Νίκο Πλουμπίδη (Μπάρμπα)» (25/7/1952), με την οποία χαρακτήρισε τον Πλουμπίδη «προβοκάτορα».
Ο Πλουμπίδης, απομονωμένος και χαρακτηρισμένος από την ηγεσία του Κόμματος ως πράκτορας, όχι μόνο δεν αποκήρυξε, αλλά και υπεράσπισε το ΚΚΕ. Όπως έγραψε σε επιστολές του, θεωρούσε ότι ήταν θύμα συγκυριών και προβοκατόρικα διοχετευμένων παραπλανητικών πληροφοριών από στελέχη, ίσως και πράκτορα που δρούσε μέσα από τα ανώτατα καθοδηγητικά όργανα. Δήλωσε ότι η Ιστορία θα αποκαταστήσει την αδικία σε βάρος τού. Με την απολογία του στη δίκη εξέφρασε την προσήλωσή του στο ΚΚΕ. Η στάση του Πλουμπίδη ήταν ηρωική και μεγαλειώδης. Η απόφαση του ΠΓ για τον Πλουμπίδη ήταν άδικη. Στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες που έδιναν στελέχη του Κόμματος από την Ελλάδα, καθώς και σε παραβιάσεις του κομματικού - καταστατικού πλαισίου από τον Πλουμπίδη.
Η 9η Ολομέλεια (1958) διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την κατηγορία του προβοκάτορα και του χαφιέ και αποφάσισε την αποκατάστασή του.
Σήμερα, με βάση και τη συγκεντρωμένη εμπειρία, είναι βέβαιο ότι η ''Δεξιά του Παπάγου'' επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη της ΕΔΑ, προκειμένου να υπονομεύσει το ΚΚΕ. Ήλπιζε ότι θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ως μοχλό ενάντιά του, εκμεταλλευόμενη δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ, αλλά και δυνάμεις του ΚΚΕ με οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις.
Η Ασφάλεια διέδιδε προβοκατόρικες φήμες, κατασκευασμένα σενάρια, με σκοπό να σπείρει τη σύγχυση και την αμφιβολία ανάμεσα στους κομμουνιστές, να συσκοτίσει τα πραγματικά γεγονότα, διαδίδοντας ότι το τάδε μέλος του ΠΓ ή της ΚΕ ήταν όργανό της.
Η πολιτική καχυποψία τροφοδοτούνταν και από τη σκόπιμα διαφοροποιημένη και προβοκατόρικη στάση αστών πολιτικών και επικεφαλής των διωκτικών αρχών απέναντι σε στελέχη του ΚΚΕ, όπως του αρχιασφαλίτη Ιωάννη Πανόπουλου. που καθύβριζε δημόσια τον Μπελογιάννη, ενώ επαινούσε τον Πλουμπίδη.
Σε αυτό το κλίμα κατηγορήθηκε και ο Πλουμπίδης ως χαφιές. Από αυτό το κλίμα δεν ήταν απαλλαγμένος ούτε ο ίδιος, ούτε άλλα στελέχη του ΚΚΕ που αργότερα, όταν διαχωρίστηκαν ιδεολογικο-πολιτικά και οργανωτικά από το ΚΚΕ, εμφανίστηκαν να καταγγέλλουν τη λεγόμενη «πρακτορολογία του Κόμματος» (π.χ. Ε. Παππά, υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στο «Δοκίμιο Ιστορίας» για τη γνώμη της για την Ρ. Ιμβριώτη, τις υποψίες της για τον Ν. Βαβούδη κ.λπ.)
Στο δεύτερο τόμο του «Δοκιμίου Ιστορίας» του ΚΚΕ υπάρχει συγκεκριμένη ανάλυση σε σχέση με το πώς διαμορφώθηκε ένα τέτοιο κλίμα στα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ που δρούσαν στην παρανομία:
«Ενέργειες στελεχών, που συνιστούσαν είτε αντικαταστατικές παραβιάσεις (φραξιονισμό ή παραβίαση αποφάσεων) είτε οπορτουνιστικές παλινωδίες ή και επιπόλαιες ενέργειες, ερμηνεύτηκαν ως πράξεις συνεργασίας με τον ταξικό αντίπαλο. Με το ίδιο σκεπτικό εξηγήθηκαν και σοβαρά λάθη που διαπράχτηκαν στα χρόνια της Κατοχής. Και αυτό, γιατί δε συνειδητοποιούνταν οι πραγματικές αιτίες των λαθών, αν και οι αντίστοιχες επιλογές δεν έβρισκαν τη στήριξη μεγάλου μέρους της κομματικής βάσης. Αυτό το κλίμα ήταν ένας επιπρόσθετος παράγοντας που εμπόδιζε μια σε βάθος προγραμματική συζήτηση. Για παράδειγμα, διαφορές που εκδηλώνονταν στα κομματικά όργανα, δεν αποτελούσαν πάντα αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης, δεν καταβαλλόταν πάντα προσπάθεια γενίκευσης των συμπερασμάτων. Η επίδραση όλων των προηγούμενων παραγόντων γινόταν περισσότερο έντονη σε συνθήκες ήττας και με την καθοδήγηση του Κόμματος να λειτουργεί εκτός Ελλάδας, ενώ στο εσωτερικό της ΚΕ είχε γίνει φανερή η εσωκομματική διαπάλη με την ταυτόχρονη αμφισβήτηση του Ζαχαριάδη από κάποια κεντρικά στελέχη, όχι μόνο για πολιτικές ευθύνες που του απέδιδαν, αλλά και για την κομματική - ηθική του υπόσταση. Έτσι, η εσωκομματική διαπάλη αναπτυσσόταν και οξυνόταν με επίκεντρο τον προσδιορισμό του στρατηγικού στόχου, αλλά και τις εκτιμήσεις για το παρελθόν και την πολιτική γραμμή που έπρεπε στο εξής να δρομολογηθεί. Επίσης, υπεισερχόταν στην ερμηνεία πολιτικών πρωτοβουλιών, παραλείψεων ή και λαθών ανώτερων στελεχών του Κόμματος, που δρούσαν σε συνθήκες οι οποίες δυσκόλευαν την επικοινωνία και τη συλλογική ανάληψη της ευθύνης. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μια οπορτουνιστική παρέκκλιση βοηθάει εξ' αντικειμένου τον ταξικό εχθρό. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι κάθε οπορτουνιστής είναι υποχρεωτικά και πράκτορας του αστικού κράτους».
Ο Νίκος Πλουμπίδης είχε οργανώσει την εξέγερση του αθηναϊκού λαού στις 5 Μαρτίου 1943, τη γενική πολιτική απεργία και το παλλαϊκό συλλαλητήριο που ματαίωσε τα σχέδια των Γερμανών και των κουίνσλινγκς να προχωρήσουν σε πολιτική επιστράτευση και να στείλουν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία.
Ο Πλουμπίδης, προκειμένου να σωθεί ο Μπελογιάννης, από το εκτελεστικό απόσπασμα, με επιστολή του στον αρχηγό της αστυνομίας προσφέρθηκε να παρουσιαστεί στις Αρχές και να δικαστεί σαν καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, με τον όρο να μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του φίλου και συντρόφου του.
Η επιστολή του Ν. Πλουμπίδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Προοδευτική Αλλαγή" στις 16 Μαρτίου (1952) όπου ανέφερε:
«1. Εγώ και όχι ο Μπελογιάννης είμαι υπεύθυνος για την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ.
Κατά συνέπεια ευθύνομαι για όλες τις πρωτοβουλίες και ενέργειες αυτής της οργάνωσης.
2. Δεν έχω σκοπό να παραστήσω τον γενναιόψυχο εκ του ασφαλούς. Δεσμεύομαι να παραδοθώ στις
Αρχές για να δικαστώ, ευθύς μόλις η καταδίκη του φίλου μου και συντρόφου Μπελογιάνη ακυρωθεί.
Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
Υ.Γ. Πολλοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν τον γραφικό μου χαρακτήρα. Εντούτοις για το γνήσιο της επιστολής, προσθέτω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Αθήνα 12-3-1952.»
Λίγους μήνες πριν εκτελεστεί έγραψε το τελευταίο γράμμα του στη γυναίκα του Ιουλία. "Δεν ξέρω αν φτάσουν στην εκτέλεση και γιατί η διεθνής και εσωτερική κατάσταση δε το σηκώνει και γιατί η μη εκτέλεση τους συμφέρει για να διαιωνίζεται η σύγχυση αν είμαι χαφιές ή όχι. Δε βρίσκω άλλη λύση από το Να με αποκηρύξεις. Να πάρεις διαζύγιο σε βάρος μου για οποιαδήποτε λόγο. Ακόμα το παιδί μας να μη φέρει το όνομα μου, αλλά το δικό σου, είτε σιωπηρά είτε υιοθετημένο από απ' τα παιδιά. Τέλος δέχομαι ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ αποφασίσετε αρκεί να μη θίγεται το κόμμα. Μη διστάσετε στην απόφαση σας από συναισθηματισμούς ή από το αν πονέσω"
Χαράματα 14ης Αυγούστου 1954, στην Αγία Μαρίνα, στο Δαφνί. Πέντε η ώρα το πρωί. Αχάραγα. Ένα αυτοκίνητο μεταφέρει δεμένο με χειροπέδες τον Νίκο Πλουμπίδη στον τόπο εκτέλεσής του. Λίγο μετά πέφτει νεκρός.
«Εξετελέσθη ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ, αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος» και «δεν εδέχθη ούτε να κοινωνήση, ούτε να του δέσουν τους οφθαλμούς του»... (οι εφημερίδες της εποχής).
Στην κυβέρνηση βρισκόταν ο «Ελληνικός Συναγερμός», η «Δεξιά», του Παπάγου. Όπως δυο χρόνια πριν, το Μάρτη του 1952, στην κυβέρνηση βρισκόταν το «Κέντρο», με επικεφαλής τον Πλαστήρα, που πήρε την ευθύνη για την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.
Ο Νίκος Πλουμπίδης, πιάστηκε στις 25 Νοέμβρη του 1952 κι έμεινε στη φυλακή ως την έναρξη της δίκης στις 24 Ιούλη 1953, ημέρα Παρασκευή. Μαζί του δίκαζαν ερήμην και τους Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα, Μ. Πορφυρογένη, Π. Ρούσο, Λ. Στρίγγο, Μ. Βλαντά, Γ. Βοντίτσιο - Γούσια κ.ά.
Βασική κατηγορία του καθεστώτος εναντίον τους ήταν η «παραβίαση» του ΑΝ 375 της μεταξικής δικτατορίας περί κατασκοπίας. Ενα καθεστώς, που είχε ως βασικότερο στήριγμά του τους Αμερικανούς, δίκαζε για κατασκοπία τους κομμουνιστές, τους πρωτοπόρους του απελευθερωτικού αγώνα.
Η δίκη ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα 3 Αυγούστου του 1953 με την έκδοση της απόφασης. Ο Πλουμπίδης και η καθοδήγηση του ΚΚΕ καταδικάστηκαν δυο φορές σε θάνατο. Ο Πλουμπίδης αντιμετώπισε την υπόθεση με πίστη στο Κόμμα, έως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας το σεβασμό ακόμη και των αντιπάλων του. Εδωσε τη μάχη της υπεράσπισης του Κόμματος και του εαυτού του ως κομμουνιστή - λαϊκού αγωνιστή, στέλνοντας στο καθεστώς το σαφέστατο μήνυμα να μην περιμένει τίποτα απ' αυτόν.
Με την έγνοια του Κόμματος κατά νου, άφησε παρακαταθήκη ένα γράμμα - ντοκουμέντο, απάντηση αποστομωτική σε όσους ως και σήμερα προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την υπόθεση Πλουμπίδη για να πλήξουν το ΚΚΕ : «Εκείνοι που με αγαπούν και με σέβονται οφείλουν να πειθαρχήσουν στο Κόμμα, να διαφυλάξουν την Ενότητά του και να έχουν εμπιστοσύνη στην ηγεσία του. Τιμή μου εγώ, πάνω απ' όλα, έχω την τιμή του Κόμματος».
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ & Η ΑΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Έντεκα μέρες μετά από τη δεύτερη δίκη Μπελογιάννη, στις 12/3/1952, ο Ν. Πλουμπίδης έστειλε με τους δικηγόρους του Μπελογιάννη επιστολή στον I. Πανόπουλο, γενικό διευθυντή της Αστυνομίας Πόλεων.
Με την επιστολή ο Πλουμπίδης δήλωνε πως «καθοδηγητής του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ ήμουν εγώ και όχι ο Μπελογιάννης» και δεσμευόταν ότι θα παρουσιαστεί να δικαστεί αν μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του Ν. Μπελογιάννη.
Η ηγεσία του ΚΚΕ κατήγγειλε την επιστολή του Πλουμπίδη ως πλαστή, μεθοδευμένη από την Ασφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο το ΠΓ καταδίκασε έμμεσα την ενέργεια του Πλουμπίδη, που ήταν αντικαταστατική καθώς αποτελούσε παραβίαση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και των κανόνων συνωμοτικότητας και επαγρύπνησης. Ο Πλουμπίδης υπεράσπισε την ενέργειά του, ως ανταπόκριση στο γενικό κάλεσμα του ΠΓ προς όλα τα μέλη και στελέχη να κάνουν οτιδήποτε για τη σωτηρία του Ν. Μπελογιάννη.
Σχεδόν τρεις μήνες μετά από την εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ πήρε απόφαση «Για τον Νίκο Πλουμπίδη (Μπάρμπα)» (25/7/1952), με την οποία χαρακτήρισε τον Πλουμπίδη «προβοκάτορα».
Ο Πλουμπίδης, απομονωμένος και χαρακτηρισμένος από την ηγεσία του Κόμματος ως πράκτορας, όχι μόνο δεν αποκήρυξε, αλλά και υπεράσπισε το ΚΚΕ. Όπως έγραψε σε επιστολές του, θεωρούσε ότι ήταν θύμα συγκυριών και προβοκατόρικα διοχετευμένων παραπλανητικών πληροφοριών από στελέχη, ίσως και πράκτορα που δρούσε μέσα από τα ανώτατα καθοδηγητικά όργανα. Δήλωσε ότι η Ιστορία θα αποκαταστήσει την αδικία σε βάρος τού. Με την απολογία του στη δίκη εξέφρασε την προσήλωσή του στο ΚΚΕ. Η στάση του Πλουμπίδη ήταν ηρωική και μεγαλειώδης. Η απόφαση του ΠΓ για τον Πλουμπίδη ήταν άδικη. Στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες που έδιναν στελέχη του Κόμματος από την Ελλάδα, καθώς και σε παραβιάσεις του κομματικού - καταστατικού πλαισίου από τον Πλουμπίδη.
Η 9η Ολομέλεια (1958) διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την κατηγορία του προβοκάτορα και του χαφιέ και αποφάσισε την αποκατάστασή του.
Σήμερα, με βάση και τη συγκεντρωμένη εμπειρία, είναι βέβαιο ότι η ''Δεξιά του Παπάγου'' επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την ύπαρξη της ΕΔΑ, προκειμένου να υπονομεύσει το ΚΚΕ. Ήλπιζε ότι θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ως μοχλό ενάντιά του, εκμεταλλευόμενη δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ, αλλά και δυνάμεις του ΚΚΕ με οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις.
Η Ασφάλεια διέδιδε προβοκατόρικες φήμες, κατασκευασμένα σενάρια, με σκοπό να σπείρει τη σύγχυση και την αμφιβολία ανάμεσα στους κομμουνιστές, να συσκοτίσει τα πραγματικά γεγονότα, διαδίδοντας ότι το τάδε μέλος του ΠΓ ή της ΚΕ ήταν όργανό της.
Η πολιτική καχυποψία τροφοδοτούνταν και από τη σκόπιμα διαφοροποιημένη και προβοκατόρικη στάση αστών πολιτικών και επικεφαλής των διωκτικών αρχών απέναντι σε στελέχη του ΚΚΕ, όπως του αρχιασφαλίτη Ιωάννη Πανόπουλου. που καθύβριζε δημόσια τον Μπελογιάννη, ενώ επαινούσε τον Πλουμπίδη.
Σε αυτό το κλίμα κατηγορήθηκε και ο Πλουμπίδης ως χαφιές. Από αυτό το κλίμα δεν ήταν απαλλαγμένος ούτε ο ίδιος, ούτε άλλα στελέχη του ΚΚΕ που αργότερα, όταν διαχωρίστηκαν ιδεολογικο-πολιτικά και οργανωτικά από το ΚΚΕ, εμφανίστηκαν να καταγγέλλουν τη λεγόμενη «πρακτορολογία του Κόμματος» (π.χ. Ε. Παππά, υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στο «Δοκίμιο Ιστορίας» για τη γνώμη της για την Ρ. Ιμβριώτη, τις υποψίες της για τον Ν. Βαβούδη κ.λπ.)
Στο δεύτερο τόμο του «Δοκιμίου Ιστορίας» του ΚΚΕ υπάρχει συγκεκριμένη ανάλυση σε σχέση με το πώς διαμορφώθηκε ένα τέτοιο κλίμα στα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ που δρούσαν στην παρανομία:
«Ενέργειες στελεχών, που συνιστούσαν είτε αντικαταστατικές παραβιάσεις (φραξιονισμό ή παραβίαση αποφάσεων) είτε οπορτουνιστικές παλινωδίες ή και επιπόλαιες ενέργειες, ερμηνεύτηκαν ως πράξεις συνεργασίας με τον ταξικό αντίπαλο. Με το ίδιο σκεπτικό εξηγήθηκαν και σοβαρά λάθη που διαπράχτηκαν στα χρόνια της Κατοχής. Και αυτό, γιατί δε συνειδητοποιούνταν οι πραγματικές αιτίες των λαθών, αν και οι αντίστοιχες επιλογές δεν έβρισκαν τη στήριξη μεγάλου μέρους της κομματικής βάσης. Αυτό το κλίμα ήταν ένας επιπρόσθετος παράγοντας που εμπόδιζε μια σε βάθος προγραμματική συζήτηση. Για παράδειγμα, διαφορές που εκδηλώνονταν στα κομματικά όργανα, δεν αποτελούσαν πάντα αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης, δεν καταβαλλόταν πάντα προσπάθεια γενίκευσης των συμπερασμάτων. Η επίδραση όλων των προηγούμενων παραγόντων γινόταν περισσότερο έντονη σε συνθήκες ήττας και με την καθοδήγηση του Κόμματος να λειτουργεί εκτός Ελλάδας, ενώ στο εσωτερικό της ΚΕ είχε γίνει φανερή η εσωκομματική διαπάλη με την ταυτόχρονη αμφισβήτηση του Ζαχαριάδη από κάποια κεντρικά στελέχη, όχι μόνο για πολιτικές ευθύνες που του απέδιδαν, αλλά και για την κομματική - ηθική του υπόσταση. Έτσι, η εσωκομματική διαπάλη αναπτυσσόταν και οξυνόταν με επίκεντρο τον προσδιορισμό του στρατηγικού στόχου, αλλά και τις εκτιμήσεις για το παρελθόν και την πολιτική γραμμή που έπρεπε στο εξής να δρομολογηθεί. Επίσης, υπεισερχόταν στην ερμηνεία πολιτικών πρωτοβουλιών, παραλείψεων ή και λαθών ανώτερων στελεχών του Κόμματος, που δρούσαν σε συνθήκες οι οποίες δυσκόλευαν την επικοινωνία και τη συλλογική ανάληψη της ευθύνης. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μια οπορτουνιστική παρέκκλιση βοηθάει εξ' αντικειμένου τον ταξικό εχθρό. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι κάθε οπορτουνιστής είναι υποχρεωτικά και πράκτορας του αστικού κράτους».
Σπάνιες φωτογραφίες και ντοκουμέντα από το αρχείο του Νίκου Πλουμπίδη
Το αρχείο του Νίκου και της Ιουλίας Πλουμπίδη – Παπαχρίστου, που παρέμενε επί μισό αιώνα ένα οικογενειακό, εφτασφράγιστο μυστικό, παραδόθηκε το 2005 από τον γιο τους Δημήτρη Πλουμπίδη στο Μουσείο Μπενάκη και βρίσκεται από τότε στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου ταξινομημένο και προσιτό στην επιστημονική έρευνα.
Πρόκειται για μεγάλο σε όγκο και αξία υλικό (βιογραφικά και αυτοβιογραφικά σημειώματα, έγγραφα που αφορούν την κομματική τους δράση, αποφάσεις δικαστηρίων, αλληλογραφία της φυλακής, φάκελο της δίκης Πλουμπίδη, σημειώματα από την παρανομία, φωτογραφίες, αποκόμματα τύπου κ.ά.) που παρέδωσαν στη σύντροφο του Νίκου Πλουμπίδη ο πατέρας της Απόστολος και ο αδελφός της Δημοσθένης Παπαχρίστου, όταν εκείνη αποφυλακίστηκε το 1959 και που η Ιουλία Πλουμπίδη – Παπαχρίστου συνέχισε να το εμπλουτίζει ως το θάνατό της.
Ο –αναλυτικός- κατάλογος του αρχείου εκδόθηκε το 2008 από το Μουσείο Μπενάκη, με ταξινόμηση-επιμέλεια Αλέκου Π. Ζάννα και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα –μικρό- δείγμα τεκμηρίων (κυρίως φωτογραφιών) και βιογραφικά στοιχεία (σε μορφή χρονολογίου) των Νίκου και Ιουλίας Πλουμπίδη.
Παραθέτουμε το Χρονολόγιο Νίκου Πλουμπίδη, για το οποίο σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης: «Για τη σύναξη της μικρής αυτής βιογραφίας χρησιμοποιήθηκε δακτυλόγραφο αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Πλουμπίδη (φωτοτυπία του απόκειται στο αρχείο), στο οποίο ο Ν. Πλουμπίδης περιγράφει την κομματική του δράση ως το 1948. Επίσης ελήφθησαν υπ’ όψιν ένα ακόμη χειρόγραφο με την ένδειξη «Πλήρης κομματική ταυτότητα και δράση του συντ. Νίκου Πλουμπίδη» και το έγγραφο με τίτλο «Ημερομηνίες που σ’ αυτές αναφέρονται τα γεγονότα και ενέργειες που έχουν σχέση με την εξέταση της υπόθεσης Πλουμπίδη» (δακτυλόγραφο με την υπογραφή του Ηλία Ρούνη, 20/11/1957) από το ίδιο αρχείο». Επίσης φωτογραφίες και άλλα ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται στην ίδια έκδοση.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ
1902 Γέννηση του Νίκου Πλουμπίδη (31 Δεκεμβρίου) στα Λαγκάδια Γορτυνίας.
1922-1924 Υπηρετεί τη θητεία του στο στρατό και λίγο πριν από την αναχώρηση της μονάδας του το μέτωπο στη Μικρά Ασία καταρρέει. Στη συνέχεια σπουδάζει στο διδασκαλείο Πύργου και διορίζεται δάσκαλος στη Βούρμπα (Μηλέα) της Ελασσόνας τον Σεπτέμβριο του 1924.
1925 Εντάσσεται στο Κομμουνιστικό κίνημα και πρωτοστατεί σε αγροτικές και εργατικές κινητοποιήσεις στην περιοχή της Ελασσόνας.
1929-1931 Βρίσκεται στην Αθήνα για μετεκπαίδευση ως δάσκαλος και προσβάλλεται από φυματίωση μετά τη φοιτητική απεργία του 1929, στην οποία έλαβε μέρος και ξυλοκοπήθηκε άγρια. Λίγο αργότερα, με τον νόμο για το «ιδιώνυμο», απολύθηκε από τη δημόσια εκπαίδευση. ― Αναλαμβάνει ηγετικές θέσεις στα συνδικάτα των Δημοσίων Υπαλλήλων και το 1931 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για υποκίνηση σε απεργία. Αποφυλακίζεται μετά από έρανο των Δημοσίων Υπαλλήλων. ― Στη λεγόμενη «φραξιονιστική πάλη», εντός του ΚΚΕ, ανήκε στην αριστερή τάση του Γ. Σιάντου.
1932 Καταλαμβάνει διάφορες θέσεις στην κομματική και συνδικαλιστική ιεραρχία του ΚΚΕ (μέλος του προεδρείου της Ενωμένης Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας) και στις εκλογές του 1932 είναι υποψήφιος βουλευτής του Ενιαίου Μετώπου. Την ίδια χρονιά νοσηλεύεται σε σανατόριο στην ΕΣΣΔ, εκπροσωπεί την «Ενωτική ΓΣΕΕ» στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή και σπουδάζει στο «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων στην Ανατολή» (KUTV). Τον Ιανουάριο του 1934 αποκτά την ιδιότητα του στελέχους της «Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς» (Προφιντέρν).
1933 Καθοδηγητικό στέλεχος του δημοσιοϋπαλληλικού τομέα και υποψήφιος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου στις εκλογές.
1935 Στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Πηγαίνει στη Μόσχα για νοσηλεία και συνεχίζει τις σπουδές του στη «Σχολή Λενίντσκι». ― Ως μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ μετέχει στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (25 Ιουλίου – 21 Αυγούστου). ― Αναλαμβάνει χρέη γραμματέα της Ενωτικής ΓΣΕΕ.
1936 Υποψήφιος του ΚΚΕ στην Αθήνα και τη Λάρισα στις βουλευτικές εκλογές. ― Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά συνεχίζει την κομματική και συνδικαλιστική του δράση.
1937 Καθοδηγητής, μετά το πρώτο κύμα συλλήψεων, των οργανώσεων Βόλου και Θεσσαλονίκης.
1938 Μετά τη σύλληψη των μελών της Γραμματείας της ΚΕ γίνεται μέλος του Πολιτικού Γραφείου από τον Γ. Σιάντο και μετά τη σύλληψη του τελευταίου δημιουργεί τη λεγόμενη «Παλιά Κεντρική Επιτροπή», στο τέλος του 1938, με τους Μήτσο Παπαγιάννη, Βαγγέλη Κτιστάκη, Σοφία Βιτσαρά, Χρήστο Κανάκη κ.ά.
1939 Συλλαμβάνεται τον Μάιο και καταδικάζεται, αρχικά, σε φυλάκιση 5 ετών και διετή εξορία και στη συνέχεια η ποινή μειώνεται σε 2 χρόνια και έξι μήνες.
[«Εγεννήθηκα στα τέλη Δεκέμβρη του 1902. Διορίσθηκα δάσκαλος το 1924. Έγινα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1925. Απολύθηκα από δάσκαλος το 1931 και αφοσιώθηκα πλέρια στο Λαϊκό Επαναστατικό κίνημα. Το κόμμα μου, αναγνωρίζοντας τις πράξεις μου με ανέβασε σε όλα τα σκαλοπάτια της Κομματικής ιεραρχίας. Ταξίδεψα στο εξωτερικό. Φυλακίστηκα πολλές φορές. Τελευταία πιάστηκα από προδοσία το Νοέμβρη του 1952. Σε δυο μέρες μετά τη σύλληψή μου, το Π.Γ. από λαθεμένες ενδείξεις και από υποβολιμαίες από τον εχθρό πληροφορίες με χαρακτήρισε προδότη.
Εγώ ήμουν, είμαι και θα παραμείνω πιστός στο Κόμμα μου, στον Κομμουνισμό και στη λαϊκή υπόθεση. Θάρθη καιρός που οι κατήγοροί μου -οι τίμιοι και οι καλόπιστοι- θα ντρέπονται για την ελαφρότητα που έδειξαν απέναντί μου. Του Αύγουστο του 1953 καταδικάστηκα δις σε θάνατο. Η αναίρεση στον Άρειο Πάγο απερρίφθη. Τώρα περιμένω το Συμβούλιο Χαρίτων και κλεισμένος στο κελί της απομόνωσης περιμένω το θάνατο, είτε από το εκτελεστικό απόσπασμα ή από την αρρώστια. Πήρα συντρόφισσά μου την Ιουλία Α. Παπαχρίστου.»]
1940 Με την κήρυξη του πολέμου, όντας πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές του σανατορίου της «Σωτηρίας», θεωρεί πλαστή τη γνωστή επιστολή Ζαχαριάδη, η οποία καλεί σε συστράτευση εναντίον του κατακτητή, θέση που αργότερα ανασκευάζει.
1942 Μετά την αποφυλάκισή του εξορίζεται στην Τρίπολη και δραπετεύει τον Μάιο από το εκεί σανατόριο. Αναλαμβάνει πολιτική και συνδικαλιστική δράση στην Αθήνα, όπου θα παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Εκλέγεται μέλος του Π.Γ. και μετέχει στη δεύτερη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (20-23 Δεκεμβρίου).
1943 Λαμβάνει ενεργό μέρος στην οργάνωση της εαμικής αντίστασης και συμμετέχει στη σύσκέψη για την ίδρυση της ΕΠΟΝ στις 23 Φεβρουαρίου. Έχει επίσης καίριο οργανωτικό ρόλο στη μεγάλη διαδήλωση της 5ης Μαρτίου, με την οποία ματαιώθηκε η ευρεία πολιτική επιστράτευση Ελλήνων εργατών που θα επάνδρωναν τα γερμανικά εργοστάσια (το αντίστοιχο του Service de Travail Obligatoire – S.T.O. στη Γαλλία).
1944 Στη 10η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Ιανουάριος) επανεκλέγεται στο Πολιτικό Γραφείο.
1945 Επανεκλογή του στο Πολιτικό Γραφείο στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (5-10 Απριλίου). ― Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Οκτώβριος), μετά την επιστροφή Ζαχαριάδη (Ιούνιος) εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ταμίας, αλλά όχι και στο Π.Γ. του Κόμματος.
1946 Περνάει στην παρανομία και οργανώνει μαζί με τον Στέργιο Αναστασιάδη τον παράνομο μηχανισμό.
1947-1949 Στην 3η Ολομέλεια (κλιμάκιο της Αθήνας), σε συνθήκες παρανομίας και εμφυλίου πολέμου εκφράζει επιφυλάξεις σχετικά με τη γραμμή του ΚΚΕ όσον αφορά τη δυνατότητα εξασφάλισης εφεδρειών για τον Δημοκρατικό Στρατό από τις πόλεις. ― Τα χρόνια της παρανομίας (1947-1952) έχει ηγετικό ρόλο στις κομματικές οργανώσεις της Αθήνας και το 1949, μετά τις αθρόες συλλήψεις, εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος του κλιμακίου της Αθήνας ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, χωρίς να είναι μέλος του Πολιτικού Γραφείου.
1950 Ίδρυση της «Δημοκρατικής Παράταξης», όπου είχε κεντρικό ρόλο.
1951 Ίδρυση ΕΔΝΕ και ΕΔΑ, όπου επίσης είχε ουσιαστικό ρόλο. ― Με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ ο Νίκος Πλουμπίδης καλείται να διευθύνει την εκλογική μάχη του Κόμματος στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου. ― Ενδείξεις δυσπιστίας, όσον αφορά το πρόσωπό του, από την ηγεσία του Κόμματος στο εξωτερικό.
1952 Αρχίζουν να συγκεντρώνονται εκθέσεις εναντίον του Νίκου Πλουμπίδη από τον κομματικό μηχανισμό (Ιανουάριος). ― Μετά την καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη σε δεύτερο βαθμό, ο Νίκος Πλουμπίδης με επιστολή του προς τον συνήγορο του Μπελογιάννη Άγγελο Τσουκαλά αναλαμβάνει όλη την ευθύνη για όσα κατηγορείται ο Μπελογιάννης, και προτείνει να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να δικαστεί, υπό τον όρο ότι δεν θα εκτελεστεί ο Μπελογιάννης. Σχεδόν αμέσως ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ («Ελεύθερη Ελλάδα») μεταδίδει ότι η επιστολή του Πλουμπίδη είναι πλαστή και κατασκευασμένη από την αστυνομία. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ραδιοσταθμού ο Πλουμπίδης είναι άρρωστος και νοσηλεύεται στο εξωτερικό. Τελικά, ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελείται στις 3 Μαρτίου και στις 25 Ιουλίου το Πολιτικό Γραφείο συντάσσει ογκώδη έκθεση, όπου ο Νίκος Πλουμπίδης περιγράφεται ως προδότης και χαφιές, την οποία ο ίδιος αγνοεί. ― Ο Νίκος Πλουμπίδης συλλαμβάνεται στις 25 Νοεμβρίου και δύο μέρες αργότερα πληροφορείται από το κομματικό ραδιόφωνο τις βαρύτατες κατηγορίες εναντίον του.
1953 Δικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο (23 Ιουλίου-3 Αυγούστου) και η δίκη του παίρνει τεράστια δημοσιότητα. Καταδικάζεται σε θάνατο.
1954 Εκτελείται στο Δαφνί στις 14 Αυγούστου. Την επομένη της εκτέλεσής του, που κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μεταδίδει ότι ο Πλουμπίδης δεν εκτελέστηκε και βρίσκεται εκτός Ελλάδος.
1957 Συγκροτείται στην εξορία, από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, εξεταστική επιτροπή από τον Ηλία Ρούνη κ.ά., της οποίας το πόρισμα, που ακυρώνει το εναντίον του κατηγορητήριο, υπέγραψαν οι Νίκος Βατουσιανός και Μήτσος Κωτούζας.
1958 Λαμβάνεται απόφαση για «αποκατάσταση της μνήμης» των Κώστα Καραγιώργη, Νίκου Πλουμπίδη και Γιώργη Σιάντου, που δημοσιοποιείται πολύ αργότερα.»
*Οικοδόμος*
Πρόκειται για μεγάλο σε όγκο και αξία υλικό (βιογραφικά και αυτοβιογραφικά σημειώματα, έγγραφα που αφορούν την κομματική τους δράση, αποφάσεις δικαστηρίων, αλληλογραφία της φυλακής, φάκελο της δίκης Πλουμπίδη, σημειώματα από την παρανομία, φωτογραφίες, αποκόμματα τύπου κ.ά.) που παρέδωσαν στη σύντροφο του Νίκου Πλουμπίδη ο πατέρας της Απόστολος και ο αδελφός της Δημοσθένης Παπαχρίστου, όταν εκείνη αποφυλακίστηκε το 1959 και που η Ιουλία Πλουμπίδη – Παπαχρίστου συνέχισε να το εμπλουτίζει ως το θάνατό της.
Ο –αναλυτικός- κατάλογος του αρχείου εκδόθηκε το 2008 από το Μουσείο Μπενάκη, με ταξινόμηση-επιμέλεια Αλέκου Π. Ζάννα και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα –μικρό- δείγμα τεκμηρίων (κυρίως φωτογραφιών) και βιογραφικά στοιχεία (σε μορφή χρονολογίου) των Νίκου και Ιουλίας Πλουμπίδη.
Παραθέτουμε το Χρονολόγιο Νίκου Πλουμπίδη, για το οποίο σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης: «Για τη σύναξη της μικρής αυτής βιογραφίας χρησιμοποιήθηκε δακτυλόγραφο αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Πλουμπίδη (φωτοτυπία του απόκειται στο αρχείο), στο οποίο ο Ν. Πλουμπίδης περιγράφει την κομματική του δράση ως το 1948. Επίσης ελήφθησαν υπ’ όψιν ένα ακόμη χειρόγραφο με την ένδειξη «Πλήρης κομματική ταυτότητα και δράση του συντ. Νίκου Πλουμπίδη» και το έγγραφο με τίτλο «Ημερομηνίες που σ’ αυτές αναφέρονται τα γεγονότα και ενέργειες που έχουν σχέση με την εξέταση της υπόθεσης Πλουμπίδη» (δακτυλόγραφο με την υπογραφή του Ηλία Ρούνη, 20/11/1957) από το ίδιο αρχείο». Επίσης φωτογραφίες και άλλα ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται στην ίδια έκδοση.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ
1902 Γέννηση του Νίκου Πλουμπίδη (31 Δεκεμβρίου) στα Λαγκάδια Γορτυνίας.
1922-1924 Υπηρετεί τη θητεία του στο στρατό και λίγο πριν από την αναχώρηση της μονάδας του το μέτωπο στη Μικρά Ασία καταρρέει. Στη συνέχεια σπουδάζει στο διδασκαλείο Πύργου και διορίζεται δάσκαλος στη Βούρμπα (Μηλέα) της Ελασσόνας τον Σεπτέμβριο του 1924.
1925 Εντάσσεται στο Κομμουνιστικό κίνημα και πρωτοστατεί σε αγροτικές και εργατικές κινητοποιήσεις στην περιοχή της Ελασσόνας.
1929-1931 Βρίσκεται στην Αθήνα για μετεκπαίδευση ως δάσκαλος και προσβάλλεται από φυματίωση μετά τη φοιτητική απεργία του 1929, στην οποία έλαβε μέρος και ξυλοκοπήθηκε άγρια. Λίγο αργότερα, με τον νόμο για το «ιδιώνυμο», απολύθηκε από τη δημόσια εκπαίδευση. ― Αναλαμβάνει ηγετικές θέσεις στα συνδικάτα των Δημοσίων Υπαλλήλων και το 1931 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για υποκίνηση σε απεργία. Αποφυλακίζεται μετά από έρανο των Δημοσίων Υπαλλήλων. ― Στη λεγόμενη «φραξιονιστική πάλη», εντός του ΚΚΕ, ανήκε στην αριστερή τάση του Γ. Σιάντου.
1932 Καταλαμβάνει διάφορες θέσεις στην κομματική και συνδικαλιστική ιεραρχία του ΚΚΕ (μέλος του προεδρείου της Ενωμένης Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας) και στις εκλογές του 1932 είναι υποψήφιος βουλευτής του Ενιαίου Μετώπου. Την ίδια χρονιά νοσηλεύεται σε σανατόριο στην ΕΣΣΔ, εκπροσωπεί την «Ενωτική ΓΣΕΕ» στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή και σπουδάζει στο «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων στην Ανατολή» (KUTV). Τον Ιανουάριο του 1934 αποκτά την ιδιότητα του στελέχους της «Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς» (Προφιντέρν).
1933 Καθοδηγητικό στέλεχος του δημοσιοϋπαλληλικού τομέα και υποψήφιος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου στις εκλογές.
1935 Στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Πηγαίνει στη Μόσχα για νοσηλεία και συνεχίζει τις σπουδές του στη «Σχολή Λενίντσκι». ― Ως μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ μετέχει στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (25 Ιουλίου – 21 Αυγούστου). ― Αναλαμβάνει χρέη γραμματέα της Ενωτικής ΓΣΕΕ.
1936 Υποψήφιος του ΚΚΕ στην Αθήνα και τη Λάρισα στις βουλευτικές εκλογές. ― Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά συνεχίζει την κομματική και συνδικαλιστική του δράση.
1937 Καθοδηγητής, μετά το πρώτο κύμα συλλήψεων, των οργανώσεων Βόλου και Θεσσαλονίκης.
1938 Μετά τη σύλληψη των μελών της Γραμματείας της ΚΕ γίνεται μέλος του Πολιτικού Γραφείου από τον Γ. Σιάντο και μετά τη σύλληψη του τελευταίου δημιουργεί τη λεγόμενη «Παλιά Κεντρική Επιτροπή», στο τέλος του 1938, με τους Μήτσο Παπαγιάννη, Βαγγέλη Κτιστάκη, Σοφία Βιτσαρά, Χρήστο Κανάκη κ.ά.
1939 Συλλαμβάνεται τον Μάιο και καταδικάζεται, αρχικά, σε φυλάκιση 5 ετών και διετή εξορία και στη συνέχεια η ποινή μειώνεται σε 2 χρόνια και έξι μήνες.
[«Εγεννήθηκα στα τέλη Δεκέμβρη του 1902. Διορίσθηκα δάσκαλος το 1924. Έγινα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1925. Απολύθηκα από δάσκαλος το 1931 και αφοσιώθηκα πλέρια στο Λαϊκό Επαναστατικό κίνημα. Το κόμμα μου, αναγνωρίζοντας τις πράξεις μου με ανέβασε σε όλα τα σκαλοπάτια της Κομματικής ιεραρχίας. Ταξίδεψα στο εξωτερικό. Φυλακίστηκα πολλές φορές. Τελευταία πιάστηκα από προδοσία το Νοέμβρη του 1952. Σε δυο μέρες μετά τη σύλληψή μου, το Π.Γ. από λαθεμένες ενδείξεις και από υποβολιμαίες από τον εχθρό πληροφορίες με χαρακτήρισε προδότη.
Εγώ ήμουν, είμαι και θα παραμείνω πιστός στο Κόμμα μου, στον Κομμουνισμό και στη λαϊκή υπόθεση. Θάρθη καιρός που οι κατήγοροί μου -οι τίμιοι και οι καλόπιστοι- θα ντρέπονται για την ελαφρότητα που έδειξαν απέναντί μου. Του Αύγουστο του 1953 καταδικάστηκα δις σε θάνατο. Η αναίρεση στον Άρειο Πάγο απερρίφθη. Τώρα περιμένω το Συμβούλιο Χαρίτων και κλεισμένος στο κελί της απομόνωσης περιμένω το θάνατο, είτε από το εκτελεστικό απόσπασμα ή από την αρρώστια. Πήρα συντρόφισσά μου την Ιουλία Α. Παπαχρίστου.»]
1940 Με την κήρυξη του πολέμου, όντας πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές του σανατορίου της «Σωτηρίας», θεωρεί πλαστή τη γνωστή επιστολή Ζαχαριάδη, η οποία καλεί σε συστράτευση εναντίον του κατακτητή, θέση που αργότερα ανασκευάζει.
1942 Μετά την αποφυλάκισή του εξορίζεται στην Τρίπολη και δραπετεύει τον Μάιο από το εκεί σανατόριο. Αναλαμβάνει πολιτική και συνδικαλιστική δράση στην Αθήνα, όπου θα παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Εκλέγεται μέλος του Π.Γ. και μετέχει στη δεύτερη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (20-23 Δεκεμβρίου).
1943 Λαμβάνει ενεργό μέρος στην οργάνωση της εαμικής αντίστασης και συμμετέχει στη σύσκέψη για την ίδρυση της ΕΠΟΝ στις 23 Φεβρουαρίου. Έχει επίσης καίριο οργανωτικό ρόλο στη μεγάλη διαδήλωση της 5ης Μαρτίου, με την οποία ματαιώθηκε η ευρεία πολιτική επιστράτευση Ελλήνων εργατών που θα επάνδρωναν τα γερμανικά εργοστάσια (το αντίστοιχο του Service de Travail Obligatoire – S.T.O. στη Γαλλία).
1944 Στη 10η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Ιανουάριος) επανεκλέγεται στο Πολιτικό Γραφείο.
1945 Επανεκλογή του στο Πολιτικό Γραφείο στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (5-10 Απριλίου). ― Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Οκτώβριος), μετά την επιστροφή Ζαχαριάδη (Ιούνιος) εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ταμίας, αλλά όχι και στο Π.Γ. του Κόμματος.
1946 Περνάει στην παρανομία και οργανώνει μαζί με τον Στέργιο Αναστασιάδη τον παράνομο μηχανισμό.
1947-1949 Στην 3η Ολομέλεια (κλιμάκιο της Αθήνας), σε συνθήκες παρανομίας και εμφυλίου πολέμου εκφράζει επιφυλάξεις σχετικά με τη γραμμή του ΚΚΕ όσον αφορά τη δυνατότητα εξασφάλισης εφεδρειών για τον Δημοκρατικό Στρατό από τις πόλεις. ― Τα χρόνια της παρανομίας (1947-1952) έχει ηγετικό ρόλο στις κομματικές οργανώσεις της Αθήνας και το 1949, μετά τις αθρόες συλλήψεις, εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος του κλιμακίου της Αθήνας ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, χωρίς να είναι μέλος του Πολιτικού Γραφείου.
1950 Ίδρυση της «Δημοκρατικής Παράταξης», όπου είχε κεντρικό ρόλο.
1951 Ίδρυση ΕΔΝΕ και ΕΔΑ, όπου επίσης είχε ουσιαστικό ρόλο. ― Με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ ο Νίκος Πλουμπίδης καλείται να διευθύνει την εκλογική μάχη του Κόμματος στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου. ― Ενδείξεις δυσπιστίας, όσον αφορά το πρόσωπό του, από την ηγεσία του Κόμματος στο εξωτερικό.
1952 Αρχίζουν να συγκεντρώνονται εκθέσεις εναντίον του Νίκου Πλουμπίδη από τον κομματικό μηχανισμό (Ιανουάριος). ― Μετά την καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη σε δεύτερο βαθμό, ο Νίκος Πλουμπίδης με επιστολή του προς τον συνήγορο του Μπελογιάννη Άγγελο Τσουκαλά αναλαμβάνει όλη την ευθύνη για όσα κατηγορείται ο Μπελογιάννης, και προτείνει να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να δικαστεί, υπό τον όρο ότι δεν θα εκτελεστεί ο Μπελογιάννης. Σχεδόν αμέσως ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ («Ελεύθερη Ελλάδα») μεταδίδει ότι η επιστολή του Πλουμπίδη είναι πλαστή και κατασκευασμένη από την αστυνομία. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ραδιοσταθμού ο Πλουμπίδης είναι άρρωστος και νοσηλεύεται στο εξωτερικό. Τελικά, ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελείται στις 3 Μαρτίου και στις 25 Ιουλίου το Πολιτικό Γραφείο συντάσσει ογκώδη έκθεση, όπου ο Νίκος Πλουμπίδης περιγράφεται ως προδότης και χαφιές, την οποία ο ίδιος αγνοεί. ― Ο Νίκος Πλουμπίδης συλλαμβάνεται στις 25 Νοεμβρίου και δύο μέρες αργότερα πληροφορείται από το κομματικό ραδιόφωνο τις βαρύτατες κατηγορίες εναντίον του.
1953 Δικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο (23 Ιουλίου-3 Αυγούστου) και η δίκη του παίρνει τεράστια δημοσιότητα. Καταδικάζεται σε θάνατο.
1954 Εκτελείται στο Δαφνί στις 14 Αυγούστου. Την επομένη της εκτέλεσής του, που κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μεταδίδει ότι ο Πλουμπίδης δεν εκτελέστηκε και βρίσκεται εκτός Ελλάδος.
1957 Συγκροτείται στην εξορία, από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, εξεταστική επιτροπή από τον Ηλία Ρούνη κ.ά., της οποίας το πόρισμα, που ακυρώνει το εναντίον του κατηγορητήριο, υπέγραψαν οι Νίκος Βατουσιανός και Μήτσος Κωτούζας.
1958 Λαμβάνεται απόφαση για «αποκατάσταση της μνήμης» των Κώστα Καραγιώργη, Νίκου Πλουμπίδη και Γιώργη Σιάντου, που δημοσιοποιείται πολύ αργότερα.»
*Οικοδόμος*
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΑΝΟΣ - ''ΚΑΡΔΑΡΑΣ''
ΟΜΑΔΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΟΠΛΑ
ΕΤΩΝ 18
Ο Στέλιος Σπανός ή «Καρδάρας» ήταν μια από τις πιο ηρωικές μορφές του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς. Ένα παλικάρι που «έπαιρνε την πέτρα και την έστυβε», όπως λένε όσοι τον γνώρισαν. Ήταν το αγαπημένο παιδί της Κοκκινιάς και ο ήρωας της φτωχολογιάς. Ομαδάρχης της ΟΠΛΑ που μπήκε στην ένοπλη δράση από τα 18 του και η σύντομη ζωή του αποτέλεσε θρύλο και όχι μόνο για την Κοκκινιά.
Ήταν ένας απ τους ηρωικότερους σαμποτέρ της αντίστασης που ανατίναζε αυτοκίνητα και αποθήκες. Ένας σαλταδόρος της Κατοχής που έκλεβε τρόφιμα απ τους Γερμανούς και τα μοίραζε στον κόσμο που πεινούσε.
Πολλοί επιβίωσαν από τα τρόφιμα που τους προμήθευε ο Στέλιος, ο οποίος ήταν από τους πρώτους διακριθέντες, στη μάχη της Κοκκινιάς.
Οι Γερμανοί προσπάθησαν πολλές φορές να τον πιάσουν.
Απέτυχαν, αλλά έκαναν τη δουλειά τους οι ταγματασφαλίτες και η πανταχού παρούσα προδοσία.
18 Αυγούστου του 1944, μια μέρα μετά το μπλόκο της Κοκκινιάς, του είχαν στήσει ενέδρα σε μια στέρνα στον Άη Γιάννη το Ρέντη.
Τον έσυραν στον Άγιο Διονύση στη Δραπετσώνα και τον εκτέλεσαν.
Πρώτα όμως τον βασάνισαν φρικτά. Μέχρι και τα γεννητικά όργανα του έκοψαν.
Ο Στέλιος ήταν μόλις 18 χρονών και ο Πειραιάς θρήνησε ένα από τα παιδιά του που θυσιάστηκαν στη μάχη κατά των κατακτητών και όσων συνεργάστηκαν μαζί τους....
Τον άδικο χαμό του 18χρονου λεβέντη θρήνησε όλος ο Πειραιάς, μαζί και ο Μιχάλης Γενίτσαρης, που έκανε το θρήνο του τραγούδι. Να πως περιγράφει την απήχηση που είχε το τραγούδι στον σκλαβωμένο Έλληνα. «Μόλις έβαλα μουσική και το 'παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες και αντάρτες, και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε. Με βάλανε και το 'παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του ήρωα. Όταν το τραγουδούσα όλος ο κόσμος έκλαιγε».
Ήταν ένας απ τους ηρωικότερους σαμποτέρ της αντίστασης που ανατίναζε αυτοκίνητα και αποθήκες. Ένας σαλταδόρος της Κατοχής που έκλεβε τρόφιμα απ τους Γερμανούς και τα μοίραζε στον κόσμο που πεινούσε.
Πολλοί επιβίωσαν από τα τρόφιμα που τους προμήθευε ο Στέλιος, ο οποίος ήταν από τους πρώτους διακριθέντες, στη μάχη της Κοκκινιάς.
Οι Γερμανοί προσπάθησαν πολλές φορές να τον πιάσουν.
Απέτυχαν, αλλά έκαναν τη δουλειά τους οι ταγματασφαλίτες και η πανταχού παρούσα προδοσία.
18 Αυγούστου του 1944, μια μέρα μετά το μπλόκο της Κοκκινιάς, του είχαν στήσει ενέδρα σε μια στέρνα στον Άη Γιάννη το Ρέντη.
Τον έσυραν στον Άγιο Διονύση στη Δραπετσώνα και τον εκτέλεσαν.
Πρώτα όμως τον βασάνισαν φρικτά. Μέχρι και τα γεννητικά όργανα του έκοψαν.
Ο Στέλιος ήταν μόλις 18 χρονών και ο Πειραιάς θρήνησε ένα από τα παιδιά του που θυσιάστηκαν στη μάχη κατά των κατακτητών και όσων συνεργάστηκαν μαζί τους....
Τον άδικο χαμό του 18χρονου λεβέντη θρήνησε όλος ο Πειραιάς, μαζί και ο Μιχάλης Γενίτσαρης, που έκανε το θρήνο του τραγούδι. Να πως περιγράφει την απήχηση που είχε το τραγούδι στον σκλαβωμένο Έλληνα. «Μόλις έβαλα μουσική και το 'παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες και αντάρτες, και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε. Με βάλανε και το 'παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του ήρωα. Όταν το τραγουδούσα όλος ο κόσμος έκλαιγε».
Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη
Ο Κώστας Βιδάλης γεννήθηκε το 1904 στην Αθήνα. Εργάζονταν στον Ριζοσπάστη απο το 1924 ενώ βρέθηκε ανταποκριτής του και στον ισπανικό εμφύλιο το 1937. Αφού επέστρεψε απο την Ισπανία, εξορίζεται στα Κύθηρα. Αργότερα, το 1941 γίνεται μέλος του ΚΚΕ ενώ πήρε μέρος και στην κατοχική αντίσταση τασσόμενος στην κεντρική διαφώτιση του ΕΑΜ.
Ο Κώστας Βιδάλης αναχώρησε για την Λάρισα πρωί στις 8:30 της 11ης Αυγούστου του 1946 με το λεωφορείο. Σκοπός του ήταν να φέρει στο φως και την εφημερίδα του ντοκουμέντα και συνεντεύξεις απο τις συμμορίες του παρακράτους και την διαβόητη ΕΒΕΝ που δρούσαν στην περιοχή.
Απο μέρες έλεγε στον διευθυντή του "Ρ" Κώστα Καραγεώργη
-Θέλω να πάω στην Θεσσαλία, να μάθουμε τι γίνεται εκεί.
-Όχι, να μην πας, του απάνταγε κοφτά εκείνος.
Ο Βιδάλης δεν ησύχαζε, κάθε φορά που έρχονταν νέα ή φήμες για τα όργια και τις ωμότητες στην Θεσσαλία, εκείνος επαναλάμβανε την πρότασή του και ο Καραγιώργης, έχοντας βέβαια ακέραιο το αισθητήριο της κατάστασης, εκεί τον απέρριπτε.
Το Σάββατο 10-08-1946, ο Βιδάλης πρότεινε για τέταρτη φορά στον Καραγιώργη να πάει στην Θεσσαλία. Του είπε " Δεν είναι τίμιο αυτό που κάνουμε. Δεν μπορεί να γίνονται αυτά που γίνονται και εμείς να περιμένουμε τις μπούρδες του Θεοτόκη. Επιμένω να φύγω αύριο".
Ο Καραγιώργης αυτή τη φορά και με πολλές επιφυλάξεις υποχώρησε. Τον χαιρετάει και ο Βιδαλης χαμογελάει, λίγα λεπτά μετά ο Βιδάλης κατεβαίνει τις σκάλες απο τα γραφεία του "Ρ", πετυχαίνει πρόσωπο με πρόσωπο τον Θανάση Τσουπαρόπουλο, απόφοιτο Νομικής διευθυντή πριν 2 μήνες στην "Αναγέννηση" του Βόλου, που τώρα ήταν και αυτός συντάκτης του "Ρ".
Εκείνος τον ρωτάει:
-Πού πας Κώστα;
-Θανάση γειά σου, φεύγω, πάω στην Θεσσαλία!
-Πού πας Κώστα; Η Θεσσαλία ληστοκρατείται!
-Το ξέρω αλλά πάω.
-Κώστα πρόσεχε !!!
Το πρωί της Κυριακής, ο Βιδάλης βρίσκονταν ήδη στο λεωφορείο. Η παρουσία του εκεί επισημάνθηκε κατά τον έλεγχο στο λεωφορείο, στην Θήβα απο μέλη της ΕΒΕΝ και στα Φάρσαλα απο έλεγχο των Σούρληδων. Το βράδυ στην Λάρισα ο Βιδάλης έμεινε στο ξενοδοχείο '' Ολύμπιον''. Την επόμενη το πρωί, πηγαίνει στο πρακτορείο εφημερίδων του Σ. Δημητρακόπουλου όπου βρίσκει τον υπάλληλο Παντελή Αντωνιάδη.
-Είμαι δημοσιογράφος από την Αθήνα. Θέλω να βρώ τον κύριο Περραιβό. Μπορείτε να με βοηθήσετε παρακαλώ;
-Πολύ ευχαρίστως! Ο κύριος Περραιβός απο τότε που έκλεισε την εφημερίδα του περνά τον καιρό στο καφενείο " Πανελλήνιο", μάλιστα τώρα ίσως τον βρήτε εκεί.
Ο Βιδάλης βρήκε πράγματι τον Περραιβό, παλιό δημοσιογράφο και κάθονται μαζί στο καφενείο. Μιλούν αρκετά αλλά με επιφύλαξη. Ο Περραιβός τον ενημερώνει " Ο Σούρλας σφάζει στους κάμπους , η χωροφυλακή κοιμάται. Στις πόλεις σφάζουν άλλοι. Στα βουνά έχει εξαπολυθεί ο στρατός και απο στρατηγούς που έρχονται εδώ έμαθα οτι πρόκειται για οργανωμένη επίθεση με σκοπό να νοθεύσουν το δημοψήφισμα και να μας παραδώσουν υποταγμένους στον Γεώργιο. Έχει ανοίξει εμφύλιος πόλεμος". Μετά τον ρώτησε:
-Πότε ήρθες εσύ;
-Χθες το βράδυ.
-Σήκω και φύγε αμέσως, πριν σε επισημάνουν!
Ο Βιδάλης δεν έφυγε. "Δεν ξεκόλλαγε" αναφέρει ο Περραιβός, απο το καφενείο. Ο Περραιβός περίμενε να τον ξαναδεί απο το καφενείο για νε τον φυγαδεύσει απο το μέρος αλλά δεν τον ξαναείδε ποτέ. Την ίδια συζήτηση του έκανε και ο Τάκης Γεωργίου όταν ο Βιδάλης τον συνάντησε αργότερα.
"Μάζεψέ τα γρήγορα" του είχε πεί.
Αργότερα ο Κώστας Βιδάλης πήγε στα γραφεία του "Ημερήσιου Κήρυκα" στην γωνία Κούμα και Σκαρλάτου Σούτσου. Εκεί γνωρίζει τον διευθυντή Μιχάλη Χαδέλλη, τον αρχισυντάκτη Μήτσο Ξενάκη, και τους δημοσιογράφους Γραμματίδη και Βαρθαλήτη. Του σύστησαν να εγκαταλείψει την πρόθεσή του να συναντήσει τον Σούρλα και να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα μπορεί στην Αθήνα. Τα μέλη της εφημερίδας, αν και η γραμμή της ήταν δεξιά, πλαισίωσαν με συμπάθεια τον Βιδάλη και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν όσο μπορούσαν. Την ίδια ημέρα ο Βιδάλης επισκέφθηκε και την χωροφυλακή. Τότε διοικητής Θεσσαλίας ήταν ο Μ. Μαντούβαλος και υποδιοικητής ο αντισυνταγματάρχης Π Κουμάνταρος. Τις δύο επόμενες μέρες επισκέφθηκε διάφορους δικηγόρους και πολιτευόμενους.
Από την πρώτη μέρα, ο Βιδάλης παρακολουθείται ανοιχτά απο χωροφύλακες με πολιτικά. Οι χωροφύλακες ρωτάνε όποιον ο Βιδάλης συναντά για το τι ειπώθηκε ανάμεσά τους. Διενεργούνται αρκετές ανακρίσεις. Οι επαφές του Βιδάλη αναγκάζονται να του μιλάνε πολύ συγκρατημένα.
Το μεσημέρι της 3ης Αυγούστου του 1946, ο Βιδάλης γευμάτισε με τον Τάκη Γραμματίδη και τον Σ. Ρουμάνο στο εστιατόριο "Ερμής". Τους χαιρετά για να φύγει με το τραίνο των 15:30 για τον Βόλο και απο εκεί για την Αθήνα. Πηγαίνει στο "Ολύμπιον" για να ετοιμάσει τα πράγματά του. Στον δρόμο ξανασυναντά τυχαία τον Τάκη Γεωργίου.
-Ακόμα εδώ είσαι εσυ; Σου είπα φύγε θα σε σκοτώσουν!
-Φεύγω το απόγευμα, απαντά ο Βιδάλης με χαμόγελο και χαιρετιούνται.
Το ποιός ειδοποίησε τους χωροφύλακες για την αποχώρηση του Βιδάλη δεν είναι γνωστό. Ο Πέτρος Βαρθαλίτης γνώριζε το όνομα και το είχε αναφέρει στον Κώστα Περραιβό ο οποίος όμως πεθαίνοντας αιφνίδια δεν πρόλαβε να το αποκαλύψει. Η χωροφυλακή αφού ειδοποιείται απο τον εν λόγω άνδρα ειδοποιεί τους Σούρληδες.
Οι Σούρληδες πήδησαν στο τραίνο στο διάστημα μεταξύ Λάρισας και Αθήνας στην στάση Πλατύκαμπος (Χάλκη) για έλεγχο. Ήταν 12 με 14 σε αριθμό . Το τί συνέβη το ξέρουμε απο επιβάτη του συρμού που είδε την απαγωγή του Βιδάλη και δέχθηκε να καταθέσει τα όσα έιδε στον "Ρ".
Στο ίδιο βαγόνι με τον Βιδάλη επέβαινε και ένας κατώτερος και ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού όπως και αρκετοί συνάδελφοί τους σε άλλα βαγόνια. Αυτοί δεν έκαναν καμία κίνηση και απλά παρακολουθούσαν την απαγωγή. Απο το τραίνο κατέβασαν τον Βιδάλη και έναν ακόμα. Ο άλλος δεν είναι γνωστό για το αν ήταν "καρφί" του Σούρλα ή κάποιο άτυχο θύμα του. Και η μοίρα του παραμένει άγνωστη. Με τους ένοπλους είναι και ο Σπύρος Τριτάρης και αυτός είναι που αφηγήθηκε τα γεγονότα στον Λάζαρο Αρσενίου, την πηγή μας. Ο Βιδάλης παραμένει ήρεμος και αξιοπρεπής. Οι Σούρληδες κάνουν χωρατά και αστεία για να τον ξεγελάσουν.
Εκείνος ρωτάει:
-Γιατί με πιάσατε και που με πάτε;
-Δεν είναι τίποτα, στον αρχηγό σε πάμε για ανάκριση, απαντούν οι δήμιοί του.
Φθάνουν στο χωριό "Μέλια" όπου στρατοπεδεύουν οι Σούρληδες, με δύναμη περίπου 200 ανδρών.
Ο "στρατός" είναι μια συμμορία ληστών , βιαστών, βίαια στρατολογημένων και τραμπούκων. Ο "αρχηγός" τους Γρηγόρης Σούρλας, ένα ακατέργαστο, άξεστο γομάρι που του αρέσει να έχει εξουσία και να χύνει αίμα. Όλο το μπουλούκι τους οι Σούρληδες το'χουν μοιρασμένο σε ομάδες με έναν-δυο ψημένους αρχηγούς και μάζα τους φοβισμένους υπόλοιπους. Υπαρχηγός είναι ο αδερφός του Γρηγόρη, Χρήστος Σούρλας. Στην Μέλια, η συμμορία πηγαίνει τον Βιδάλη στο μοναδικό μαγαζί του χωριού, το μικτό μπακάλικο-καφενείο του Χαρ. Τσιτσικλή.
Πριν μπούνε ο Βιδάλης ρωτάει δείχνοντας στο βουνό βόρεια.
-Ποιό βουνό ειν'αυτό ?
-Ο Κίσαβος , του απαντάνε
-Αυτός είναι λοιπόν ο Κίσσαβος που βγάζει τις νόστιμες πατάτες.
Ο Βιδάλης πιά ξέρει που βρίσκεται. Στην περιοχή έχει ξαναέρθει τον Αύγουστο του 1944 σε ομιλία του ΕΑΜ. Οι ένοπλοι τον μπάζουν στο μαγαζί και κάθονται μαζί του στο τραπέζι της αριστερής γωνίας. Παραγέλνουν για τους εαυτούς τους ούζα και για τον Βιδάλη "λουκούμι με νερά". Αρχίζουν να μιλάνε στους γύρω για το κατόρθωμά τους και για τον ίδιο τον Βιδάλη λένε: " Είναι δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, τον λένε Βιδάλη, τον πιάσαμε με εντολή απο την Αθήνα". Ο Βιδάλης μένει ακίνητος και σκεπτικός. Μόνο εκείνος γνωρίζει τις σκέψεις του, που είναι οι σκέψεις ενός μελλοθάνατου... Οι κάτοικοι της Μέλιας με διάφορες προφάσεις πηγαίνουν να τον δούν, λένε οτι από την αρχή το κατάλαβαν οτι θα τον σκοτώσουν. Ηταν ευνόητο απο τα φερσίματα των Σούρληδων. Ούτε τον είχαν ακούσει τότε σαν όνομα αλλά τον συμπάθησαν έτσι όμορφος που ήταν και σοβαρός. Το χωριό ακόμα και σήμερα τον θυμάται. Κανείς δεν τολμάει να τον βοηθήσει, τότε ακόμα και οι δεξιοί το τρέμανε το παρακράτος.
Τα υπόλοιπα γεγονότα, μας είναι γνωστά απο αυτόπτη μάρτυρα, ιδιοκτήτη λεωφορείου που το είχαν επιτάξει οι Σούρληδες και η μαρτυρία του έγινε στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.
Κατά τις 9 παίρνουν τον Βιδάλη απο το καφενείο και τον πηγαίνουν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό 20 λεπτά απο το χωριό. Λίγο πιο μετά είχανε το αρχηγείο τους. "Είχαμε κατασκηνώσει στα Αλώνια ανάμεσα Μελιά - Χάλαη 700 μέτρα απο την σιδηροδρομική γραμμή. Εγώ δεν τον είδα τον Βιδάλη άκουσα όμως οτι φέρανε έναν δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη και οτι θα τον περάσουνε μαχαίρι. Ηταν κοντά δέκα η ώρα. Αυτό που ξέρω είναι οτι ο άνθρωπος μαρτύρησε μέχρι να πεθάνει. Τον πήγανε στα χωράφια, τον γδύσανε και του πηρανε τα παπούτσια. Είχε μείνει μόνο με την φανέλα. Την βαλίτσα του την πήρε ο Τζωρτζ, όπως και τις σημειώσεις του, και τα ρούχα ο Κωσταντάρας. Ο Τζωρτζ ανάκρινε πάντα όσους πιάνανε. Ήτανε απο την Κύπρο και μορφωμένος. Ήξερε και τα αγγλικά.
Ο Βιδάλης υπέφερε βάναυσα, στην αρχή άρχισαν να τον χτυπάνε με ρόπαλα και τελειώσανε τα βασανιστήρια στις 4 το πρωί όταν ήταν πια νεκρός. Τον ρώταγαν διάφορα, δεν άκουσα τι, αλλά εκεινος δεν είπε τίποτα. Μετά τραβήχτηκαν λίγο παρά πέρα και αργότερα ένας, αφου είδε οτι δεν είχε συνέρθει πιά του έριξε 3-4 σφαίρες. Μετά βάλανε το πτώμα σε ένα αυτοκίνητο και το πέταξαν στην θέση Κούμια ανάμεσα στα χωράφια Δρίβα και Χονδρινάσιου. Για μέρες έμενε άταφος ο Βιδάλης καθώς όλοι φοβόντουσαν αν τον πλησιάσουν. Μόνο ένας πιτσιρικάς που πέρναγε απο εκεί τυχαία είδε ένα σώμα που φόραγε μια ματωμένη φανέλα. Το χέρι του ήταν κομμένο στον καρπό και πεσμένο παραδίπλα. Μέρες τρώγανε το σώμα τα σκυλιά και σκόρπισαν τα κόκκαλά του, ώσπου η γριά τότε Σουλτάνα Τζουβάρα τα μάζεψε και τα έθαψε σε άγνωστο μέχρι σήμερα ταφο κοντά στην Κούμια. Αργότερα αρκετές γυναίκες του χωριού του κάνανε τρισάγιο ενώ πρόσφατα και επιτροπή του ΚΚΕ και του δημοσιογραφικού κόσμου κατάθεσε στεφάνι σε λειτουργία που έγινε στο όνομά του.
Ο Κώστας Βιδάλης αναχώρησε για την Λάρισα πρωί στις 8:30 της 11ης Αυγούστου του 1946 με το λεωφορείο. Σκοπός του ήταν να φέρει στο φως και την εφημερίδα του ντοκουμέντα και συνεντεύξεις απο τις συμμορίες του παρακράτους και την διαβόητη ΕΒΕΝ που δρούσαν στην περιοχή.
Απο μέρες έλεγε στον διευθυντή του "Ρ" Κώστα Καραγεώργη
-Θέλω να πάω στην Θεσσαλία, να μάθουμε τι γίνεται εκεί.
-Όχι, να μην πας, του απάνταγε κοφτά εκείνος.
Ο Βιδάλης δεν ησύχαζε, κάθε φορά που έρχονταν νέα ή φήμες για τα όργια και τις ωμότητες στην Θεσσαλία, εκείνος επαναλάμβανε την πρότασή του και ο Καραγιώργης, έχοντας βέβαια ακέραιο το αισθητήριο της κατάστασης, εκεί τον απέρριπτε.
Το Σάββατο 10-08-1946, ο Βιδάλης πρότεινε για τέταρτη φορά στον Καραγιώργη να πάει στην Θεσσαλία. Του είπε " Δεν είναι τίμιο αυτό που κάνουμε. Δεν μπορεί να γίνονται αυτά που γίνονται και εμείς να περιμένουμε τις μπούρδες του Θεοτόκη. Επιμένω να φύγω αύριο".
Ο Καραγιώργης αυτή τη φορά και με πολλές επιφυλάξεις υποχώρησε. Τον χαιρετάει και ο Βιδαλης χαμογελάει, λίγα λεπτά μετά ο Βιδάλης κατεβαίνει τις σκάλες απο τα γραφεία του "Ρ", πετυχαίνει πρόσωπο με πρόσωπο τον Θανάση Τσουπαρόπουλο, απόφοιτο Νομικής διευθυντή πριν 2 μήνες στην "Αναγέννηση" του Βόλου, που τώρα ήταν και αυτός συντάκτης του "Ρ".
Εκείνος τον ρωτάει:
-Πού πας Κώστα;
-Θανάση γειά σου, φεύγω, πάω στην Θεσσαλία!
-Πού πας Κώστα; Η Θεσσαλία ληστοκρατείται!
-Το ξέρω αλλά πάω.
-Κώστα πρόσεχε !!!
Το πρωί της Κυριακής, ο Βιδάλης βρίσκονταν ήδη στο λεωφορείο. Η παρουσία του εκεί επισημάνθηκε κατά τον έλεγχο στο λεωφορείο, στην Θήβα απο μέλη της ΕΒΕΝ και στα Φάρσαλα απο έλεγχο των Σούρληδων. Το βράδυ στην Λάρισα ο Βιδάλης έμεινε στο ξενοδοχείο '' Ολύμπιον''. Την επόμενη το πρωί, πηγαίνει στο πρακτορείο εφημερίδων του Σ. Δημητρακόπουλου όπου βρίσκει τον υπάλληλο Παντελή Αντωνιάδη.
-Είμαι δημοσιογράφος από την Αθήνα. Θέλω να βρώ τον κύριο Περραιβό. Μπορείτε να με βοηθήσετε παρακαλώ;
-Πολύ ευχαρίστως! Ο κύριος Περραιβός απο τότε που έκλεισε την εφημερίδα του περνά τον καιρό στο καφενείο " Πανελλήνιο", μάλιστα τώρα ίσως τον βρήτε εκεί.
Ο Βιδάλης βρήκε πράγματι τον Περραιβό, παλιό δημοσιογράφο και κάθονται μαζί στο καφενείο. Μιλούν αρκετά αλλά με επιφύλαξη. Ο Περραιβός τον ενημερώνει " Ο Σούρλας σφάζει στους κάμπους , η χωροφυλακή κοιμάται. Στις πόλεις σφάζουν άλλοι. Στα βουνά έχει εξαπολυθεί ο στρατός και απο στρατηγούς που έρχονται εδώ έμαθα οτι πρόκειται για οργανωμένη επίθεση με σκοπό να νοθεύσουν το δημοψήφισμα και να μας παραδώσουν υποταγμένους στον Γεώργιο. Έχει ανοίξει εμφύλιος πόλεμος". Μετά τον ρώτησε:
-Πότε ήρθες εσύ;
-Χθες το βράδυ.
-Σήκω και φύγε αμέσως, πριν σε επισημάνουν!
Ο Βιδάλης δεν έφυγε. "Δεν ξεκόλλαγε" αναφέρει ο Περραιβός, απο το καφενείο. Ο Περραιβός περίμενε να τον ξαναδεί απο το καφενείο για νε τον φυγαδεύσει απο το μέρος αλλά δεν τον ξαναείδε ποτέ. Την ίδια συζήτηση του έκανε και ο Τάκης Γεωργίου όταν ο Βιδάλης τον συνάντησε αργότερα.
"Μάζεψέ τα γρήγορα" του είχε πεί.
Αργότερα ο Κώστας Βιδάλης πήγε στα γραφεία του "Ημερήσιου Κήρυκα" στην γωνία Κούμα και Σκαρλάτου Σούτσου. Εκεί γνωρίζει τον διευθυντή Μιχάλη Χαδέλλη, τον αρχισυντάκτη Μήτσο Ξενάκη, και τους δημοσιογράφους Γραμματίδη και Βαρθαλήτη. Του σύστησαν να εγκαταλείψει την πρόθεσή του να συναντήσει τον Σούρλα και να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα μπορεί στην Αθήνα. Τα μέλη της εφημερίδας, αν και η γραμμή της ήταν δεξιά, πλαισίωσαν με συμπάθεια τον Βιδάλη και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν όσο μπορούσαν. Την ίδια ημέρα ο Βιδάλης επισκέφθηκε και την χωροφυλακή. Τότε διοικητής Θεσσαλίας ήταν ο Μ. Μαντούβαλος και υποδιοικητής ο αντισυνταγματάρχης Π Κουμάνταρος. Τις δύο επόμενες μέρες επισκέφθηκε διάφορους δικηγόρους και πολιτευόμενους.
Από την πρώτη μέρα, ο Βιδάλης παρακολουθείται ανοιχτά απο χωροφύλακες με πολιτικά. Οι χωροφύλακες ρωτάνε όποιον ο Βιδάλης συναντά για το τι ειπώθηκε ανάμεσά τους. Διενεργούνται αρκετές ανακρίσεις. Οι επαφές του Βιδάλη αναγκάζονται να του μιλάνε πολύ συγκρατημένα.
Το μεσημέρι της 3ης Αυγούστου του 1946, ο Βιδάλης γευμάτισε με τον Τάκη Γραμματίδη και τον Σ. Ρουμάνο στο εστιατόριο "Ερμής". Τους χαιρετά για να φύγει με το τραίνο των 15:30 για τον Βόλο και απο εκεί για την Αθήνα. Πηγαίνει στο "Ολύμπιον" για να ετοιμάσει τα πράγματά του. Στον δρόμο ξανασυναντά τυχαία τον Τάκη Γεωργίου.
-Ακόμα εδώ είσαι εσυ; Σου είπα φύγε θα σε σκοτώσουν!
-Φεύγω το απόγευμα, απαντά ο Βιδάλης με χαμόγελο και χαιρετιούνται.
Το ποιός ειδοποίησε τους χωροφύλακες για την αποχώρηση του Βιδάλη δεν είναι γνωστό. Ο Πέτρος Βαρθαλίτης γνώριζε το όνομα και το είχε αναφέρει στον Κώστα Περραιβό ο οποίος όμως πεθαίνοντας αιφνίδια δεν πρόλαβε να το αποκαλύψει. Η χωροφυλακή αφού ειδοποιείται απο τον εν λόγω άνδρα ειδοποιεί τους Σούρληδες.
Οι Σούρληδες πήδησαν στο τραίνο στο διάστημα μεταξύ Λάρισας και Αθήνας στην στάση Πλατύκαμπος (Χάλκη) για έλεγχο. Ήταν 12 με 14 σε αριθμό . Το τί συνέβη το ξέρουμε απο επιβάτη του συρμού που είδε την απαγωγή του Βιδάλη και δέχθηκε να καταθέσει τα όσα έιδε στον "Ρ".
Στο ίδιο βαγόνι με τον Βιδάλη επέβαινε και ένας κατώτερος και ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού όπως και αρκετοί συνάδελφοί τους σε άλλα βαγόνια. Αυτοί δεν έκαναν καμία κίνηση και απλά παρακολουθούσαν την απαγωγή. Απο το τραίνο κατέβασαν τον Βιδάλη και έναν ακόμα. Ο άλλος δεν είναι γνωστό για το αν ήταν "καρφί" του Σούρλα ή κάποιο άτυχο θύμα του. Και η μοίρα του παραμένει άγνωστη. Με τους ένοπλους είναι και ο Σπύρος Τριτάρης και αυτός είναι που αφηγήθηκε τα γεγονότα στον Λάζαρο Αρσενίου, την πηγή μας. Ο Βιδάλης παραμένει ήρεμος και αξιοπρεπής. Οι Σούρληδες κάνουν χωρατά και αστεία για να τον ξεγελάσουν.
Εκείνος ρωτάει:
-Γιατί με πιάσατε και που με πάτε;
-Δεν είναι τίποτα, στον αρχηγό σε πάμε για ανάκριση, απαντούν οι δήμιοί του.
Φθάνουν στο χωριό "Μέλια" όπου στρατοπεδεύουν οι Σούρληδες, με δύναμη περίπου 200 ανδρών.
Ο "στρατός" είναι μια συμμορία ληστών , βιαστών, βίαια στρατολογημένων και τραμπούκων. Ο "αρχηγός" τους Γρηγόρης Σούρλας, ένα ακατέργαστο, άξεστο γομάρι που του αρέσει να έχει εξουσία και να χύνει αίμα. Όλο το μπουλούκι τους οι Σούρληδες το'χουν μοιρασμένο σε ομάδες με έναν-δυο ψημένους αρχηγούς και μάζα τους φοβισμένους υπόλοιπους. Υπαρχηγός είναι ο αδερφός του Γρηγόρη, Χρήστος Σούρλας. Στην Μέλια, η συμμορία πηγαίνει τον Βιδάλη στο μοναδικό μαγαζί του χωριού, το μικτό μπακάλικο-καφενείο του Χαρ. Τσιτσικλή.
Πριν μπούνε ο Βιδάλης ρωτάει δείχνοντας στο βουνό βόρεια.
-Ποιό βουνό ειν'αυτό ?
-Ο Κίσαβος , του απαντάνε
-Αυτός είναι λοιπόν ο Κίσσαβος που βγάζει τις νόστιμες πατάτες.
Ο Βιδάλης πιά ξέρει που βρίσκεται. Στην περιοχή έχει ξαναέρθει τον Αύγουστο του 1944 σε ομιλία του ΕΑΜ. Οι ένοπλοι τον μπάζουν στο μαγαζί και κάθονται μαζί του στο τραπέζι της αριστερής γωνίας. Παραγέλνουν για τους εαυτούς τους ούζα και για τον Βιδάλη "λουκούμι με νερά". Αρχίζουν να μιλάνε στους γύρω για το κατόρθωμά τους και για τον ίδιο τον Βιδάλη λένε: " Είναι δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, τον λένε Βιδάλη, τον πιάσαμε με εντολή απο την Αθήνα". Ο Βιδάλης μένει ακίνητος και σκεπτικός. Μόνο εκείνος γνωρίζει τις σκέψεις του, που είναι οι σκέψεις ενός μελλοθάνατου... Οι κάτοικοι της Μέλιας με διάφορες προφάσεις πηγαίνουν να τον δούν, λένε οτι από την αρχή το κατάλαβαν οτι θα τον σκοτώσουν. Ηταν ευνόητο απο τα φερσίματα των Σούρληδων. Ούτε τον είχαν ακούσει τότε σαν όνομα αλλά τον συμπάθησαν έτσι όμορφος που ήταν και σοβαρός. Το χωριό ακόμα και σήμερα τον θυμάται. Κανείς δεν τολμάει να τον βοηθήσει, τότε ακόμα και οι δεξιοί το τρέμανε το παρακράτος.
Τα υπόλοιπα γεγονότα, μας είναι γνωστά απο αυτόπτη μάρτυρα, ιδιοκτήτη λεωφορείου που το είχαν επιτάξει οι Σούρληδες και η μαρτυρία του έγινε στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.
Κατά τις 9 παίρνουν τον Βιδάλη απο το καφενείο και τον πηγαίνουν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό 20 λεπτά απο το χωριό. Λίγο πιο μετά είχανε το αρχηγείο τους. "Είχαμε κατασκηνώσει στα Αλώνια ανάμεσα Μελιά - Χάλαη 700 μέτρα απο την σιδηροδρομική γραμμή. Εγώ δεν τον είδα τον Βιδάλη άκουσα όμως οτι φέρανε έναν δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη και οτι θα τον περάσουνε μαχαίρι. Ηταν κοντά δέκα η ώρα. Αυτό που ξέρω είναι οτι ο άνθρωπος μαρτύρησε μέχρι να πεθάνει. Τον πήγανε στα χωράφια, τον γδύσανε και του πηρανε τα παπούτσια. Είχε μείνει μόνο με την φανέλα. Την βαλίτσα του την πήρε ο Τζωρτζ, όπως και τις σημειώσεις του, και τα ρούχα ο Κωσταντάρας. Ο Τζωρτζ ανάκρινε πάντα όσους πιάνανε. Ήτανε απο την Κύπρο και μορφωμένος. Ήξερε και τα αγγλικά.
Ο Βιδάλης υπέφερε βάναυσα, στην αρχή άρχισαν να τον χτυπάνε με ρόπαλα και τελειώσανε τα βασανιστήρια στις 4 το πρωί όταν ήταν πια νεκρός. Τον ρώταγαν διάφορα, δεν άκουσα τι, αλλά εκεινος δεν είπε τίποτα. Μετά τραβήχτηκαν λίγο παρά πέρα και αργότερα ένας, αφου είδε οτι δεν είχε συνέρθει πιά του έριξε 3-4 σφαίρες. Μετά βάλανε το πτώμα σε ένα αυτοκίνητο και το πέταξαν στην θέση Κούμια ανάμεσα στα χωράφια Δρίβα και Χονδρινάσιου. Για μέρες έμενε άταφος ο Βιδάλης καθώς όλοι φοβόντουσαν αν τον πλησιάσουν. Μόνο ένας πιτσιρικάς που πέρναγε απο εκεί τυχαία είδε ένα σώμα που φόραγε μια ματωμένη φανέλα. Το χέρι του ήταν κομμένο στον καρπό και πεσμένο παραδίπλα. Μέρες τρώγανε το σώμα τα σκυλιά και σκόρπισαν τα κόκκαλά του, ώσπου η γριά τότε Σουλτάνα Τζουβάρα τα μάζεψε και τα έθαψε σε άγνωστο μέχρι σήμερα ταφο κοντά στην Κούμια. Αργότερα αρκετές γυναίκες του χωριού του κάνανε τρισάγιο ενώ πρόσφατα και επιτροπή του ΚΚΕ και του δημοσιογραφικού κόσμου κατάθεσε στεφάνι σε λειτουργία που έγινε στο όνομά του.
Κώστας Βιδάλης, ο αγωνιστής «κύριος συνάδελφος»
Στις 11 Αυγούστου του 1946 ο συντάκτης του Ριζοσπάστη Κώστας Βιδάλης, βρισκόμενος σε δημοσιογραφική αποστολή, φτάνει στη Λάρισα. Εκεί πιάνεται από τη συμμορία παρακρατικών του Σούρλα. Μετά από λίγες μέρες βρίσκεται δολοφονημένος με το κορμί του φριχτά παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια, στη θέση Κούμια του χωριού Μελία Λάρισας. Τα τελευταία λόγια του, λίγο πριν ξεψυχήσει, ήταν: «Το ΕΑΜ θα νικήσει!»…
Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό να τοποθετήσει κανείς έναν άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις, κι όταν μάλιστα αυτός ο άνθρωπος είναι ένα τόσο αγαπημένο του πρόσωπο, που χάθηκε με έναν τέτοιο τραγικό τρόπο. Δεν είναι εύκολο να συλλάβεις το βαθμό της ανθρωπιάς του, της καλοσύνης του, της λεβεντιάς του, γιατί η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η λεβεντιά δεν έχουν βαθμούς, είναι απέραντες.
Και τον «κύριο συνάδελφο» ―όπως τον αποκαλούσαν με αγάπη οι δημοσιογράφοι κι οι φίλοι του― γιατί χρησιμοποιούσε το «κύριε συνάδελφε», ενδεικτικό της μετριοφροσύνης του, για όλο τον κόσμο, από τους κλητήρες, ως τους διευθυντές και διαχειριστές της εφημερίδας, και του ’μεινε ο τίτλος. Τον «κύριο συνάδελφο» τον ζωντάνευε μια ανθρώπινη ζεστασιά, μια απέραντη αγάπη για το συνάνθρωπό του.
Σεβαστός κι αγαπητός σε όλους, όχι μόνο στους φίλους, αλλά και στους αντίπαλους. Δεν υπήρχε άνθρωπος που τον γνώρισε και να μην τον αγαπούσε, να μην τον εκτιμούσε, να μη θαύμαζε την καλή του καρδιά, την απέραντη καλοσύνη του, την υψηλή συναίσθηση της ευθύνης στην εκτέλεση του δημοσιογραφικού του χρέους, τη λεβεντιά του, την ντομπροσύνη του.
Είχε δοθεί σύψυχα στο λειτούργημα που έταξε τον εαυτό του: στη δημοσιογραφία. Και ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα ένας αγωνιστής δημοσιογράφος. Συγκροτημένος, θαρραλέος και τολμηρός, ανυποχώρητος. Στεκόταν κοντά στο βασανισμένο λαό, πάλευε για το ψωμί του. Έσκυβε πάνω στον πόνο και το μόχθο του εργάτη, του αγρότη, αγωνιζόταν για τις ελευθερίες του. Έτσι ένιωθε τη δημοσιογραφία, σαν αγωνιστική, σαν καθήκον, σαν λειτούργημα και όχι μόνο σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Το ’δειξε αυτό σ’ όλη του τη ζωή και ιδιαίτερα με τον τραγικό του θάνατο, θεωρούσε πάντα πως το χρέος ενός δημοσιογράφου ήταν να είναι ένας αγωνιστής του λαού, να ζει από κοντά τη ζωή του, να συμμερίζεται τη μοίρα του, τις ελπίδες και τις αγωνίες του, τις πίκρες και τις χαρές του. Και να προσπαθεί να τον βοηθάει, να τον ανακουφίζει, να τον συνδράμει. Να ξεσκεπάζει ό,τι μηχανορραφούνε σε βάρος του, τις αθλιότητες, τις μεσαιωνικές συνθήκες που ζει και να δίνει τη μάχη γι’ αυτόν.
[«…«Βούλγαρε»! τον αποκαλούν. Και ατάραχος απαντά: «Λάθος, κύριε, Έλληνας χριστιανός, πραγματικός κομμουνιστής!» Η ανάκρισις βάσταξε μέχρι τις 12 μ. χωρίς κακοποίηση. Σε μια στιγμή ο Σούρλας απομακρύνεται και μπαίνοντας στο τζιπ φεύγει. Σε λίγο κουστωδία κακούργων πέφτει στον ατυχή Βιδάλη. Τον παραμορφώνουν κυριολεκτικά. Ατάραχος τα υπομένει λέγοντας: «Το ΕΑΜ θα νικήσει». Στις 3 τα χαράματα παραλαμβάνεται ο ατυχής γυμνός εντελώς και οδηγείται στον Γολγοθά. Εις την θέσιν Κούμια Μελίας εις το χωράφι του Χρήστου Νταούτη στο δρόμο μαστιγώνεται άγρια.]
[Τα πρόβατα μακριά βελάζουν, εδώ ο ατυχής δέχεται δεκάδες μαχαιριές από τον κακούργο Τζώρτζη. Δεν έχει ξεψυχήσει. «Ζήτω το ΕΑΜ!» φωνάζει. «Ζήτω οι αγωνιστές!». Οι συμμορίται του αποκόβουν τας παρειάς για να μην φωνάζει. Συγκεντρώνει τις δυνάμεις του. Ένα ΕΑΜ, ΕΑΜ ακούγεται μαζί με έναν πυροβολισμό. Οι κακούργοι αποτελείωσαν τον ήρωα Βιδάλη. Το πρωί τα σκυλιά έγλειφαν τα αίματα και μαζί και τα όρνεα, έτρωγαν τις σάρκες του. Ο ατυχής έμεινε άταφος μέρες. Το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του το έφαγαν τα όρνεα και τα σκυλιά. Ένα μέρος ετάφη.
Αιώνια σου η μνήμη ήρωα.
Ένας αγωνιστής της Αντιστάσεως Λαρίσης
ΙΩΑΝΝΗΣ…»
Απόσπασμα γράμματος που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον «Ρίζο της Δευτέρας» 18/8/1947]
Πιστός στο χρέος που έταξε στον εαυτό του ―να δείχνει στο λαό την αλήθεια, αγωνιζόμενος για τις πεποιθήσεις του― προσπαθούσε πάντα να καταγγέλνει την αδικία, τη βαρβαρότητα, την καταπάτηση όλων των ανθρωπίνων αξιών, δίνοντας, όταν χρειάστηκε, και την ίδια του τη ζωή.
Ήταν μια επιλογή της ζωής του ο αγώνας αυτός ο δημοσιογραφικός από τα πρώτα του κι όλος βήματα, όταν τέλειωσε το γυμνάσιο δουλεύοντας, ταυτόχρονα, σαν παιδί καφενείου, πλένοντας φλυτζάνια και σερβίροντας καφέδες, εκεί κάπου στην Κολοκυνθού, κοντά στο Καπνοκοπτήριο, και κατόπι σαν περβολάρης στους μπαξέδες της ίδιας περιοχής. Έτσι κατόρθωσε να πάρει ένα χαρτί και να γραφτεί στα Νομικά, στο Πανεπιστήμιο.
Γιατί η μάνα του η «κυρά Αθηνά», όπως την αποκαλούσε ―είχε μιαν απέραντη στοργή και τρυφεράδα γι’ αυτήν την πολυβασανισμένη γυναίκα― σαν πέθανε ο άντρας της δύσκολα μπορούσε να ζήσει τους δυο γιους της ράβοντας και νοικοκυρεύοντας τις «καλοπαντρεμένες» αδελφές της ― με πλούσιους, δηλαδή, άντρες.
[«…Μορφές σαν του Κώστα Βιδάλη που πέρασαν σαν αστραπή αρετής, λεβεντιάς, συνέπειας και πίστης, ευθύνης, φωτίσανε και φωτίζουν το δημοσιογραφικό ορίζοντα. Είναι το δικό τους παράδειγμα που ιδιαίτερα τούτο το δύσκολο καιρό θυμίζει σε κάθε δημοσιογράφο που βαστάει πένα, που ’χει μηχανές, φακούς, όλα αυτά τα υπερσύγχρονα μέσα ενημέρωσης, πως όλ’ αυτά έναν μόνο σκοπό πρέπει να ’χουν κι έναν να κυνηγούν: την αλήθεια. Nα υπηρετούν την ειρήνη, την πρόοδο, το λαό μας, τον άνθρωπο…»
Νίκος Καραντηνός
Εκδήλωση στο χωριό Μελία Λάρισας, στον τόπο που ξεψύχησε ο Κ. Βιδάλης, 16/11/1986]
Εκείνη την εποχή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, για να ανακουφίσει τη μάνα του και να φροντίσει και τον άρρωστο αδελφό του, μπήκε σε μια εφημερίδα σαν παιδί για όλες τις δουλειές. Και έμεινε στο δημοσιογραφικό κλάδο και αναδείχτηκε ένας από τους πιο γνήσιους, τους πιο θαρραλέους και ανιδιοτελής και σεμνούς δημοσιογράφους, ένας υψηλόφρονας μύστης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
[«…δεν θέλω κι ούτε μπορώ να κλάψω τον Κώστα Βιδάλη. Έπεσε τίμιος αγωνιστής. Στη μάχη απάνω για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία και τη συνώνυμή τους δημοκρατία, δεν κλαίνε όσους αποκορυφώνουν την υπηρεσία τους με την υπέρτατη ατομική τους θυσία. Η αγωνιστική ισοτιμία που θεμελιώνεται πάνω στην κοινή απόφαση για κάθε θυσία δεν επιτρέπει δάκρυα λύπης για τους συντρόφους που χάνουμε. Τον ζωντανεύουμε στην ψυχή μας, όπως όλους που πέφτουν στο μεγάλο κι ωραίον αγώνα. Ανεμίζει τα λάβαρά μας η θύμηση του και μας κράζει: «Εμπρός! Πάντα εμπρός!»
Νίκος Καρβούνης
Ριζοσπάστης 2/9/1946]
Δε χάριζε με την πένα του κάστανα στους εκμεταλλευτές που κουμαντάρανε την ελληνική οικονομία και ένα σκάνδαλο που ξεσκέπασε στα χρόνια της 4ης Αυγούστου ―δε θυμάμαι ακριβώς τι, δεν τον γνώριζα τότε*― τον έστειλε εξορία στα Κύθηρα. Και εκεί, με ένα λεξικό και ένα βιβλίο στο χέρι, κατόρθωσε να καλυτερεύσει τα λίγα γαλλικούλια που ήξερε, κι έμαθε αγγλικά και γερμανικά που τόσο τον βοήθησαν στην κατοχή, όταν πέρναγε μπροστά από τα μάτια των γερμανών τις λινοτυπικές μηχανές, για το βουνό, δίνοντάς τους τσιγάρο και πιάνοντας την κουβέντα, τσάτρα πάτρα, μαζί τους.
Αγνός και πεντακάθαρος, τίμιος κι αδέκαστος δεν παρασύρθηκε ποτέ από το κύκλωμα της ελληνικής ολιγαρχίας και γνωρίζοντας το ρόλο που έπαιζε κάθε συγκρότημα στη μοίρα και στα πάθητα του κοσμάκη, συνδέθηκε με τις λαϊκές μάζες και πρωτοστάτησε σε όλους τους προοδευτικούς δημοσιογραφικούς αγώνες. Η προλεταριακή του συνείδηση, η δίψα του για δικαιοσύνη τον έφεραν κοντά στο αριστερό κίνημα.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία, στάλθηκε απεσταλμένος στις περιοχές του Λαϊκού Μετώπου. Εκεί έζησε τη ζωή των ισπανών αγωνιστών που παλεύανε ηρωικά ενάντια στο φασισμό. Πολύ επέδρασε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και την πιο πέρα πορεία του η αποστολή αυτή. Μιλούσε πάντα με τόσο ενθουσιασμό για τους ισπανούς δημοκράτες μαχητές, για την πίστη τους στον αγώνα, για τις θυσίες τους και με θλίψη που δεν κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας το σκοπό τους. Αισιόδοξος όμως, όπως πάντα, είχε την πεποίθηση ότι μια μέρα ο ισπανικός λαός θα βρει ―θα κερδίσει― τη λευτεριά του.
Η «Πρωία» ―η εφημερίδα που δούλευε την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά― τον έστειλε με αποστολή στην Ήπειρο, να γράψει για τα Ηπειροχώρια, για τα προβλήματα των αγροτών, τη φτωχική ζωή τους. Εκεί σκαρφάλωσε τα βουνά, ποδαρόδρομο, σε πατήματα, πάνω από φαράγγια και γκρεμούς, μαζί με πραματευτάδες που μετακινούσαν την πραμάτεια τους στους ώμους των γυναικών. Θυμάμαι τη συγκίνηση και την αγανάκτησή του την εποχή που γύρισε και άρχισε να γράφει. Ένα από τα άρθρα του, ιδιαίτερα, η «Ζαλίγκα» έκανε αίσθηση.
[Ζαλιγκομένες γερά ―διηγιόταν― με βαρύ ασήκωτο φορτίο στη ράχη, σα ζώα προχωρούσαν οι γυναίκες στους κατσικόδρομους πάνω από τους γκρεμούς που δεν μπορούσαν να περάσουν τα μουλάρια. Ανέβαιναν πλαγιές, φτάναν στις κορφές για να κατέβουν από την άλλη πάντα να παραδώσουν το εμπόρευμα του πραματευτή. Διπλωμένη ―έγραφε― η μέση, σκυφτό το κεφάλι, το αποχαυνωμένο από την κούραση μάτι άγρυπνο και προσεχτικό μην παραπατήσει το πόδι και βρεθούν στην άβυσσο. Κι αν έπειτα από ώρες πορεία, ξυστά-ξυστά στα βράχια ―συνέχιζε― στέκονταν κάπου οι δύσμοιρες αυτές γυναίκες, να ξαποστάσουν και κάθονταν χωρίς να βγάλουν από τη ράχη τη ζαλίγκα, τα βλέφαρά τους έπεφταν βαριά από το μόχθο και την προσπάθεια. Και η φύση γύρω ―αφηγόταν― οργίαζε. Μα οι δύστυχες πώς να νιώσουν, να συγκινηθούν από την ομορφιά της, που τις είχε αφανίσει η κούραση και έκαιγε η μέση τους από το σκοινί της ζαλίγκας!]
[«…Είναι γνωστό το «ρητό» ότι η δημοσιογραφία (η ελληνική κυρίως!) οδηγεί παντού υπό τον όρο να την αφήσεις την κατάλληλη στιγμή. Και είναι παραπάνω από γνωστά όχι ένα και δυο παραδείγματα δημοσιογράφων που χρησιμοποίησαν το επάγγελμα αυτό σαν αφετηρία για τυχοδιωκτικά άλματα (όχι σπάνια με εκβιαστική βάση), αφύσικα και αδικαιολόγητα προς τα «πάνω» ή προς την περιουσία. Ο Βιδάλης, που σαν οικονομικός και έπειτα πολιτικός ρεπόρτερ ήταν μπασμένος ως τις λεπτομέρειες στα βρώμικα άδυτα της νεοελληνικής κοινωνίας, των οικονομικών σκανδάλων της, των διαφόρων οικονομικών «συγκροτημάτων», που ήξερε όλες τις «λοβιτούρες», έβγαινε αγνός από το μακροβούτι αυτό μέσα στη βρωμιά. Κατά τον ίδιο τρόπο αρνήθηκε επίσης να «κολλήσει» κοντά σε κανέναν από τους ιδιοκτήτες των αστικών εφημερίδων που δούλευε για να γίνει ο έμπιστος αρχισυντάκτης ή «διευθυντής του σε βάρος των συναδέλφων, αλλά και της συνείδησής του. Έμεινε ηθικά παστρικός, περήφανος, ανεξάρτητος κι αυτά έφερε και μέσα στο Κόμμα μας και στη δική μας δημοσιογραφία…»
Κώστας Καραγιώργης
(διευθυντής Ριζοσπάστη)
Ριζοσπάστης 25/8/1946]
Η αγανάκτησή του ήταν απερίγραπτη γιατί η κοινωνία κατάντησε δούλα τη γυναίκα και ο άντρας σκλάβα του. Μιλούσε πάντα με στοργή για τη γυναίκα και τα τόσα δεινά της και τοποθετούσε σωστά το πρόβλημα, θα πρέπει μια μέρα η γυναίκα να σπάσει τα δεσμά της και να πάρει η ίδια τις τύχες της στα χέρια της. Ν’ αγωνιστεί για ν’ αποκτήσει τη θέση που της ανήκει στην κοινωνία μας, σαν ισότιμη του άντρα.
Στην αρχή της δικτατορίας του Μεταξά ο Κώστας είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για την οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τα σύνδρομα ναζισμού – φασισμού που μας οδηγούσαν σε έναν καινούριο πόλεμο. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα στον ορίζοντα, πολλοί όμως φρονούσαν ότι θα αποφευχθεί. Ο Κώστας πίστευε πως όλα μάς οδηγούσαν σε έναν καινούργιο πόλεμο και αυτό έγραφε στο βιβλίο του. Ο Χίτλερ είχε προσαρτήσει τους Σουδίτες όταν τέλειωσε το έργο του.
― Και τώρα ―μου είπε σαν μου το διάβασε― και τώρα πού πάμε; Πόλεμος. Θα φέρει όμως το σοσιαλισμό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη; Θάρθει και σε μας ο πόλεμος σε λίγο και θα μας αφανίσει. Όλη η Ευρώπη θα είναι ερείπια σαν τελειώσει, θ’ απελευθερωθεί όμως από το ζυγό των εκμεταλλευτών της; Θα φθάσουμε εκεί που στοχεύουμε, που ελπίζουμε, ή θα ξαναρχίσουμε πάλι από την αρχή τον αγώνα;
Το βιβλίο αυτό «Η Οικονομική Κατάσταση στην Ευρώπη μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και πού μας οδηγεί», χάθηκε. Είχα παραδώσει τα χειρόγραφα στον Καραγιώργη, που ήταν τότε διευθυντής του Ριζοσπάστη, για να επιμεληθεί την έκδοσή τους, όπως είχε παρθεί απόφαση στο Ρίζο μετά τον τραγικό θάνατο του Κώστα. Του τα παράδωσα μαζί με ό,τι άλλο γραφτό του Κώστα υπήρχε στο σπίτι. Τότε που μας έκλεισαν την εφημερίδα, ανέβηκα στα γραφεία της οδού Εδουάρδου Λω (σήμερα Χρ. Λαδά) μήπως βρω τίποτα. Δεν έχω ούτε δείγμα της γραφής του. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είχαν εγκαταλείψει τα γραφεία και είχαν βγει στην παρανομία. Ο μόνος που έμενε και τα φύλαγε ήταν ο Μανώλης Γλέζος. Ψάξαμε παντού. Δε βρήκαμε τίποτα. Δεν υπήρχε κανένα χαρτί στα συρτάρια των γραφείων. Μόνο το πορτραίτο του Κώστα που είχε φτιάξει ο Πρωτοπάτσης στο βουνό, στην κατοχή, βρήκα. Το ξεκρέμασα και το πήρα. Είναι το μόνο που σώθηκε. Αργότερα έμαθα πως ο Καραγιώργης πήρε τα χειρόγραφα μαζί με άλλα διάφορα ντοκουμέντα. Τα ’βαλε σε έναν τενεκέ και τον έχτισε σ’ έναν τοίχο, πριν βγει στην παρανομία. Με τα χρόνια το σπίτι κατεδαφίστηκε και χάθηκαν.
[«…Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η αυτοθυσία του Βιδάλη είναι παράδειγμα και για τις επόμενες γενιές. Δεν είναι λοιπόν κάποια «μουσειακή» εκδήλωση αλλά ερέθισμα, κέντρισμα, να ξανασκύψουμε στην ιστορία του λαϊκού κινήματος και να αντλήσουμε συμπεράσματα για το σήμερα. Ένα τέτοιο συμπέρασμα υπάρχει σε ένα παράπλευρο δίπλα στην προτομή. Είναι τα ίδια τα λόγια του Βιδάλη:
Να γράφεις απλά και τίμια για το λαό».
Μιχάλης Κάσσης
γλύπτης που φιλοτέχνησε την προτομή του Κ. Βιδάλη]
Η χιτλερική κατοχή τον βρήκε πανέτοιμο για να ολοκληρώσει την πορεία του. Από το δεύτερο κιόλας μήνα δούλεψε, μαζί με τον αχώριστο φίλο του Δημήτρη Χατζή, με τόλμη, παλικαριά κι αυτοθυσία για την έκδοση του παράνομου τύπου. Έστησαν παράνομα τυπογραφεία, βρήκαν λινοτυπικές μηχανές, στοιχεία. Η πρώτη παράνομη εφημερίδα, ο Ριζοσπάστης, κυκλοφόρησε από το καλοκαίρι του 1941. Γραφόταν ολόκληρη στο σπίτι του. Αν και είχαμε παντρευτεί, είχαμε κρατήσει και τα δυο μας σπίτια για την παράνομη δουλειά.
Ήταν ένα σπιτάκι στα Εξάρχεια. Στο τέρμα της Εμ. Μπενάκη και Καλλιδρομίου, πάνω στο λόφο. Ανέβαινες αμέτρητα σκαλιά σμιλεμένα στο βράχο. Δυο δωματιάκια με ένα αντρεδάκι στη μέση. Εκεί μαζευόταν ο Κώστας Καραγιώργης, ο Θανάσης Χατζής, ο Δημήτρης Χατζής και ο Κώστας και έγραφαν το Ρίζο. Από κει φεύγαν τα χαρτιά για τα παράνομα τυπογραφεία. Έγραφαν κι άλλοι δημοσιογράφοι ―αργότερα― στον παράνομο Ρίζο, δε γνώριζαν όμως το σπιτάκι. Στο σπίτι αυτό αποφασίστηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά και η «Ελεύθερη Ελλάδα» πριν κυκλοφορήσει στο βουνό. Ο Κώστας έγινε η ψυχή της εφημερίδας αυτής, τόσο στην παράνομη Αθήνα, όσο και στα ελεύθερα βουνά. Το σπίτι αυτό έχει μερικές αλλαγές, κάτι κάγκελα που πρόσθεσαν στην είσοδο, αλλά υπάρχει ώσαμε σήμερα.
Όταν είχαν αρχίσει τα πράγματα να σφίγγουν στην Αθήνα για τους αγωνιστές της αντίστασης, φώναξε μια μέρα ο διευθυντής του Ριζοσπάστη τον Κώστα για να του αναθέσει μια αποστολή στο Παρίσι. Να πάει σαν ανταποκριτής της εφημερίδας. Δεν του απάντησε αμέσως. Του είπε άσε με να το σκεφτώ. Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Με πήρε και κατεβήκαμε στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί καθισμένος πάνω σ’ ένα βράχο, αγνάντευε τη θάλασσα, αμίλητος. Σε μια στιγμή γύρισε απότομα και μούπε:
― Με στέλνουν ανταποκριτή στο Παρίσι και σένα μαζί μου. Αύριο όμως θα πω πως δεν μπορώ να φύγω. Πρώτα απ’ όλα πώς θ’ αφήσουμε τη θεια σου, γριά γυναίκα, ολομόναχη. Δεν ήταν δική του συγγενής, αλλά νοιαζόταν γι’ αυτήν. Και έπειτα πώς μπορώ να ζήσω σε ξένους τόπους μακριά από την Ελλάδα, χωρίς ν’ αγναντεύω τη γαλάζια θάλασσα και τον καταγάλανο ουρανό της. Δε φύγαμε. Ο Ριζοσπάστης έστειλε το Βάσο Γεωργίου.
Δεν ήταν η αποστολή αυτή η τελευταία που τον οδήγησε στο θάνατο. Κανείς δεν τον έστειλε στη Θεσσαλία, στο στόμα του λύκου. Πήγε μόνος του, θεληματικά. Και ο Καραγιώργης ―ο διευθυντής του Ριζοσπάστη― και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να μην τον αφήσουν να φύγει. Δεν άκουγε όμως. Μέρες είχε μείνει άγρυπνος, με φουρτουνιασμένη καρδιά, με την αγωνία πως οι Σούρληδες καίγαν τα χωριά, άρπαζαν το βιος του κοσμάκη, έδερναν μέχρι θανάτου τους αγρότες, βιάζαν γυναίκες, σκότωναν αγωνιστές.
― Αυτή τη φορά, μου ’λεγε, δεν πρόκειται ν’ ακούσω κανέναν. Η Θεσσαλία έχει γίνει ένα απέραντο σφαγείο. Όσοι γλύτωσαν από των γερμανών το βόλι, σφάζονται σαν αρνιά. Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάνω τη δουλειά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας, ν’ αποκαλύψω τους δράστες. Κοπέλες σαν τα κρύα νερά βιάζονται, το καταλαβαίνεις; Το βιος του αγρότη λεηλατιέται και μεις καθόμαστε στα γραφεία και φλυαρούμε και δεν πάμε να δούμε τι γίνεται.
[«…Παίρνουμε απ’ τα τσακισμένα, απ’ το μαρτύριο δάκτυλά σου το όπλο την πένα σου σύντροφε Κώστα κι ορκιζόμαστε πάνω σ’ αυτή: Να συνεχίσουμε το έργο σου. Να γράφουμε, να καταγγέλλουμε, να ξεσκεπάζουμε και να χτυπάμε τους εχθρούς του λαού — τους εχθρούς σου! Όπως θα το ’κανες εσύ.
Κι όταν τις μεταμεσονύκτιες ώρες του δημοσιογραφικού καμάτου, η πυρετική ταινία των γεγονότων θα ξετυλίγει μπροστά μας τα καθημερινά δράματά της και τους εικοσιτετράωρους βραχνάδες της, θα σηκώνουμε τα μάτια και θα κοιτάμε εκεί ψηλά, τη μορφή σου και θα ’ναι τότε σαν να κουδουνίζει ξανά στ’ αυτιά μας το παιχνιδιάρικο γέλιο της πληθωρικής αισιοδοξίας σου:
— Όλα θα πάνε καλά, κύριε Συνάδελφε!»
Απόστολος Σπήλιος
Ριζοσπάστης 21/8/1946]
Κάθε μεσημέρι μου ερχόταν όλο και πιο φουρτουνιασμένος.
― Πρέπει να ενημερώσουμε τον Ελληνικό λαό και τη διεθνή κοινή γνώμη για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, πρέπει ο κόσμος να μάθει και θα μάθει όταν πάμε να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια, θα πάω να μαζέψω στοιχεία να τα δημοσιεύσουμε σε μια σειρά ανταποκρίσεις.
Του κάκου όλοι οι συνεργάτες του, οι φίλοι του προσπάθησαν να τον σταματήσουν, να τον αποτρέψουν να φύγει στην επικίνδυνη αυτή αποστολή.
― Δεν είναι τίμιο αυτό που κάνουμε, έλεγε στον Καραγιώργη στις μεσημεριανές συσκέψεις των δημοσιογράφων. Καίγεται ο κόσμος, το καταλαβαίνετε;
[«Νομίζω ότι η σημερινή παρουσία του κόσμου εδώ, φανερώνει τη γενική εκτίμηση και τιμή στη μνήμη του Βιδάλη, από ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού όλων των πολιτικών παρατάξεων. Και αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Δείχνει την αξία του Βιδάλη».
Χαρίλαος Φλωράκης
Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ
Εκδήλωση για τα 40 χρόνια από τη δολοφονία του Κ. Βιδάλη. Θέατρο της Ρωμαϊκής Αγοράς, 14/7/1986]
[Είναι η πρώτη φορά ―μου ’λεγε σαν γύριζε― που θα κάνω εκείνο που με προστάζει η συνείδηση μου. Το πήρα απόφαση και τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Δεν προσπάθησα να τον σταματήσω, αν κι έτρεμε το φυλοκάρδι μου. Ήξερα πως εκείνο που προείχε γι’ αυτόν ήταν το δημοσιογραφικό του καθήκον. Δε θα μπορούσε να ζήσει αλλιώς. Μα κι αν προσπαθούσα να τον εμποδίσω, δε θα μ’ άκουγε. Όταν αποφάσιζε κάτι, τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Ήταν πολύ πεισματάρης όταν αυτό που αποφάσιζε εξυπηρετούσε το λαό. Και το πέτυχε να φύγει, έστω και αν αυτό ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
― Τι σημασία έχει κύριοι συνάδελφοι, είπε στους συνεργάτες του στην τελευταία σύσκεψη στο Ριζοσπάστη. Τι σημασία έχει ο κίνδυνος ενός ανθρώπου μπροστά σ’ αυτό το κακό που γίνεται σήμερα.
Έφυγε για το μεγάλο του ταξίδι χωρίς γυρισμό, το μεσημέρι στις 11 Αυγούστου. Είχαμε πάει μαζί σε ένα γάμο δυο πολύ αγαπητών μας φίλων.
― Χαιρέτησέ τους κι από μένα ―μου είπε με το ανοιχτόκαρδό του χαμόγελο μόλις τέλειωσε η στέψη― εγώ φεύγω. Έχω δουλειά.
Σαν γύρισα στο σπίτι είχε πάρει το βαλιτσάκι του και είχε φύγει σαν σίφουνας, όπως έμαθα. Έτσι πήγε ολόισια στο θάνατο, σε έναν αφάνταστα μαρτυρικό θάνατο. Το κορμί του, το χιλιοβασανισμένο του κορμί που το πετσόκοψαν οι κακούργοι χασάπηδες του περιβόητου Σούρλα, που είχαν εκπαιδευτεί στα στρατόπεδα των ναζήδων, το κράτησε για πάντα η Θεσσαλία, η Θεσσαλία αυτή που τόσο αγάπησε και που ’γραψε γι’ αυτήν τη «Μάχη της Σοδειάς».]
Κάτια Βιδάλη
* Οικονομικά σκάνδαλα που αφορούσαν το τραστ Μποδοσάκη
Το βασικό κείμενο το έγραψε η Κάτια Βιδάλη, σύντροφος του Κ. Βιδάλη και αποτέλεσε τον πρόλογο στο βιβλίο του Λάζαρου Αρσενίου «Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη», εκδόσεις Αφών Τολίδη (χωρίς χρονολογία).
Πηγή των ένθετων αποσπασμάτων και φωτογραφιών (όπου δεν αναφέρεται ξεχωριστά), το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, Ήρωας, μάρτυρας, κομμουνιστής, δημοσιογράφος», έκδοση της Συντακτικής Επιτροπής του Ριζοσπάστη, της ΚΟΒ του Ριζοσπάστη και των ΚΟ Τυποεκδοτικής, 1989.
*Οικοδόμος*
Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό να τοποθετήσει κανείς έναν άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις, κι όταν μάλιστα αυτός ο άνθρωπος είναι ένα τόσο αγαπημένο του πρόσωπο, που χάθηκε με έναν τέτοιο τραγικό τρόπο. Δεν είναι εύκολο να συλλάβεις το βαθμό της ανθρωπιάς του, της καλοσύνης του, της λεβεντιάς του, γιατί η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η λεβεντιά δεν έχουν βαθμούς, είναι απέραντες.
Και τον «κύριο συνάδελφο» ―όπως τον αποκαλούσαν με αγάπη οι δημοσιογράφοι κι οι φίλοι του― γιατί χρησιμοποιούσε το «κύριε συνάδελφε», ενδεικτικό της μετριοφροσύνης του, για όλο τον κόσμο, από τους κλητήρες, ως τους διευθυντές και διαχειριστές της εφημερίδας, και του ’μεινε ο τίτλος. Τον «κύριο συνάδελφο» τον ζωντάνευε μια ανθρώπινη ζεστασιά, μια απέραντη αγάπη για το συνάνθρωπό του.
Σεβαστός κι αγαπητός σε όλους, όχι μόνο στους φίλους, αλλά και στους αντίπαλους. Δεν υπήρχε άνθρωπος που τον γνώρισε και να μην τον αγαπούσε, να μην τον εκτιμούσε, να μη θαύμαζε την καλή του καρδιά, την απέραντη καλοσύνη του, την υψηλή συναίσθηση της ευθύνης στην εκτέλεση του δημοσιογραφικού του χρέους, τη λεβεντιά του, την ντομπροσύνη του.
Είχε δοθεί σύψυχα στο λειτούργημα που έταξε τον εαυτό του: στη δημοσιογραφία. Και ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα ένας αγωνιστής δημοσιογράφος. Συγκροτημένος, θαρραλέος και τολμηρός, ανυποχώρητος. Στεκόταν κοντά στο βασανισμένο λαό, πάλευε για το ψωμί του. Έσκυβε πάνω στον πόνο και το μόχθο του εργάτη, του αγρότη, αγωνιζόταν για τις ελευθερίες του. Έτσι ένιωθε τη δημοσιογραφία, σαν αγωνιστική, σαν καθήκον, σαν λειτούργημα και όχι μόνο σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Το ’δειξε αυτό σ’ όλη του τη ζωή και ιδιαίτερα με τον τραγικό του θάνατο, θεωρούσε πάντα πως το χρέος ενός δημοσιογράφου ήταν να είναι ένας αγωνιστής του λαού, να ζει από κοντά τη ζωή του, να συμμερίζεται τη μοίρα του, τις ελπίδες και τις αγωνίες του, τις πίκρες και τις χαρές του. Και να προσπαθεί να τον βοηθάει, να τον ανακουφίζει, να τον συνδράμει. Να ξεσκεπάζει ό,τι μηχανορραφούνε σε βάρος του, τις αθλιότητες, τις μεσαιωνικές συνθήκες που ζει και να δίνει τη μάχη γι’ αυτόν.
[«…«Βούλγαρε»! τον αποκαλούν. Και ατάραχος απαντά: «Λάθος, κύριε, Έλληνας χριστιανός, πραγματικός κομμουνιστής!» Η ανάκρισις βάσταξε μέχρι τις 12 μ. χωρίς κακοποίηση. Σε μια στιγμή ο Σούρλας απομακρύνεται και μπαίνοντας στο τζιπ φεύγει. Σε λίγο κουστωδία κακούργων πέφτει στον ατυχή Βιδάλη. Τον παραμορφώνουν κυριολεκτικά. Ατάραχος τα υπομένει λέγοντας: «Το ΕΑΜ θα νικήσει». Στις 3 τα χαράματα παραλαμβάνεται ο ατυχής γυμνός εντελώς και οδηγείται στον Γολγοθά. Εις την θέσιν Κούμια Μελίας εις το χωράφι του Χρήστου Νταούτη στο δρόμο μαστιγώνεται άγρια.]
[Τα πρόβατα μακριά βελάζουν, εδώ ο ατυχής δέχεται δεκάδες μαχαιριές από τον κακούργο Τζώρτζη. Δεν έχει ξεψυχήσει. «Ζήτω το ΕΑΜ!» φωνάζει. «Ζήτω οι αγωνιστές!». Οι συμμορίται του αποκόβουν τας παρειάς για να μην φωνάζει. Συγκεντρώνει τις δυνάμεις του. Ένα ΕΑΜ, ΕΑΜ ακούγεται μαζί με έναν πυροβολισμό. Οι κακούργοι αποτελείωσαν τον ήρωα Βιδάλη. Το πρωί τα σκυλιά έγλειφαν τα αίματα και μαζί και τα όρνεα, έτρωγαν τις σάρκες του. Ο ατυχής έμεινε άταφος μέρες. Το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του το έφαγαν τα όρνεα και τα σκυλιά. Ένα μέρος ετάφη.
Αιώνια σου η μνήμη ήρωα.
Ένας αγωνιστής της Αντιστάσεως Λαρίσης
ΙΩΑΝΝΗΣ…»
Απόσπασμα γράμματος που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον «Ρίζο της Δευτέρας» 18/8/1947]
Πιστός στο χρέος που έταξε στον εαυτό του ―να δείχνει στο λαό την αλήθεια, αγωνιζόμενος για τις πεποιθήσεις του― προσπαθούσε πάντα να καταγγέλνει την αδικία, τη βαρβαρότητα, την καταπάτηση όλων των ανθρωπίνων αξιών, δίνοντας, όταν χρειάστηκε, και την ίδια του τη ζωή.
Ήταν μια επιλογή της ζωής του ο αγώνας αυτός ο δημοσιογραφικός από τα πρώτα του κι όλος βήματα, όταν τέλειωσε το γυμνάσιο δουλεύοντας, ταυτόχρονα, σαν παιδί καφενείου, πλένοντας φλυτζάνια και σερβίροντας καφέδες, εκεί κάπου στην Κολοκυνθού, κοντά στο Καπνοκοπτήριο, και κατόπι σαν περβολάρης στους μπαξέδες της ίδιας περιοχής. Έτσι κατόρθωσε να πάρει ένα χαρτί και να γραφτεί στα Νομικά, στο Πανεπιστήμιο.
Γιατί η μάνα του η «κυρά Αθηνά», όπως την αποκαλούσε ―είχε μιαν απέραντη στοργή και τρυφεράδα γι’ αυτήν την πολυβασανισμένη γυναίκα― σαν πέθανε ο άντρας της δύσκολα μπορούσε να ζήσει τους δυο γιους της ράβοντας και νοικοκυρεύοντας τις «καλοπαντρεμένες» αδελφές της ― με πλούσιους, δηλαδή, άντρες.
[«…Μορφές σαν του Κώστα Βιδάλη που πέρασαν σαν αστραπή αρετής, λεβεντιάς, συνέπειας και πίστης, ευθύνης, φωτίσανε και φωτίζουν το δημοσιογραφικό ορίζοντα. Είναι το δικό τους παράδειγμα που ιδιαίτερα τούτο το δύσκολο καιρό θυμίζει σε κάθε δημοσιογράφο που βαστάει πένα, που ’χει μηχανές, φακούς, όλα αυτά τα υπερσύγχρονα μέσα ενημέρωσης, πως όλ’ αυτά έναν μόνο σκοπό πρέπει να ’χουν κι έναν να κυνηγούν: την αλήθεια. Nα υπηρετούν την ειρήνη, την πρόοδο, το λαό μας, τον άνθρωπο…»
Νίκος Καραντηνός
Εκδήλωση στο χωριό Μελία Λάρισας, στον τόπο που ξεψύχησε ο Κ. Βιδάλης, 16/11/1986]
Εκείνη την εποχή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, για να ανακουφίσει τη μάνα του και να φροντίσει και τον άρρωστο αδελφό του, μπήκε σε μια εφημερίδα σαν παιδί για όλες τις δουλειές. Και έμεινε στο δημοσιογραφικό κλάδο και αναδείχτηκε ένας από τους πιο γνήσιους, τους πιο θαρραλέους και ανιδιοτελής και σεμνούς δημοσιογράφους, ένας υψηλόφρονας μύστης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
[«…δεν θέλω κι ούτε μπορώ να κλάψω τον Κώστα Βιδάλη. Έπεσε τίμιος αγωνιστής. Στη μάχη απάνω για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία και τη συνώνυμή τους δημοκρατία, δεν κλαίνε όσους αποκορυφώνουν την υπηρεσία τους με την υπέρτατη ατομική τους θυσία. Η αγωνιστική ισοτιμία που θεμελιώνεται πάνω στην κοινή απόφαση για κάθε θυσία δεν επιτρέπει δάκρυα λύπης για τους συντρόφους που χάνουμε. Τον ζωντανεύουμε στην ψυχή μας, όπως όλους που πέφτουν στο μεγάλο κι ωραίον αγώνα. Ανεμίζει τα λάβαρά μας η θύμηση του και μας κράζει: «Εμπρός! Πάντα εμπρός!»
Νίκος Καρβούνης
Ριζοσπάστης 2/9/1946]
Δε χάριζε με την πένα του κάστανα στους εκμεταλλευτές που κουμαντάρανε την ελληνική οικονομία και ένα σκάνδαλο που ξεσκέπασε στα χρόνια της 4ης Αυγούστου ―δε θυμάμαι ακριβώς τι, δεν τον γνώριζα τότε*― τον έστειλε εξορία στα Κύθηρα. Και εκεί, με ένα λεξικό και ένα βιβλίο στο χέρι, κατόρθωσε να καλυτερεύσει τα λίγα γαλλικούλια που ήξερε, κι έμαθε αγγλικά και γερμανικά που τόσο τον βοήθησαν στην κατοχή, όταν πέρναγε μπροστά από τα μάτια των γερμανών τις λινοτυπικές μηχανές, για το βουνό, δίνοντάς τους τσιγάρο και πιάνοντας την κουβέντα, τσάτρα πάτρα, μαζί τους.
Αγνός και πεντακάθαρος, τίμιος κι αδέκαστος δεν παρασύρθηκε ποτέ από το κύκλωμα της ελληνικής ολιγαρχίας και γνωρίζοντας το ρόλο που έπαιζε κάθε συγκρότημα στη μοίρα και στα πάθητα του κοσμάκη, συνδέθηκε με τις λαϊκές μάζες και πρωτοστάτησε σε όλους τους προοδευτικούς δημοσιογραφικούς αγώνες. Η προλεταριακή του συνείδηση, η δίψα του για δικαιοσύνη τον έφεραν κοντά στο αριστερό κίνημα.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία, στάλθηκε απεσταλμένος στις περιοχές του Λαϊκού Μετώπου. Εκεί έζησε τη ζωή των ισπανών αγωνιστών που παλεύανε ηρωικά ενάντια στο φασισμό. Πολύ επέδρασε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και την πιο πέρα πορεία του η αποστολή αυτή. Μιλούσε πάντα με τόσο ενθουσιασμό για τους ισπανούς δημοκράτες μαχητές, για την πίστη τους στον αγώνα, για τις θυσίες τους και με θλίψη που δεν κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας το σκοπό τους. Αισιόδοξος όμως, όπως πάντα, είχε την πεποίθηση ότι μια μέρα ο ισπανικός λαός θα βρει ―θα κερδίσει― τη λευτεριά του.
Η «Πρωία» ―η εφημερίδα που δούλευε την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά― τον έστειλε με αποστολή στην Ήπειρο, να γράψει για τα Ηπειροχώρια, για τα προβλήματα των αγροτών, τη φτωχική ζωή τους. Εκεί σκαρφάλωσε τα βουνά, ποδαρόδρομο, σε πατήματα, πάνω από φαράγγια και γκρεμούς, μαζί με πραματευτάδες που μετακινούσαν την πραμάτεια τους στους ώμους των γυναικών. Θυμάμαι τη συγκίνηση και την αγανάκτησή του την εποχή που γύρισε και άρχισε να γράφει. Ένα από τα άρθρα του, ιδιαίτερα, η «Ζαλίγκα» έκανε αίσθηση.
[Ζαλιγκομένες γερά ―διηγιόταν― με βαρύ ασήκωτο φορτίο στη ράχη, σα ζώα προχωρούσαν οι γυναίκες στους κατσικόδρομους πάνω από τους γκρεμούς που δεν μπορούσαν να περάσουν τα μουλάρια. Ανέβαιναν πλαγιές, φτάναν στις κορφές για να κατέβουν από την άλλη πάντα να παραδώσουν το εμπόρευμα του πραματευτή. Διπλωμένη ―έγραφε― η μέση, σκυφτό το κεφάλι, το αποχαυνωμένο από την κούραση μάτι άγρυπνο και προσεχτικό μην παραπατήσει το πόδι και βρεθούν στην άβυσσο. Κι αν έπειτα από ώρες πορεία, ξυστά-ξυστά στα βράχια ―συνέχιζε― στέκονταν κάπου οι δύσμοιρες αυτές γυναίκες, να ξαποστάσουν και κάθονταν χωρίς να βγάλουν από τη ράχη τη ζαλίγκα, τα βλέφαρά τους έπεφταν βαριά από το μόχθο και την προσπάθεια. Και η φύση γύρω ―αφηγόταν― οργίαζε. Μα οι δύστυχες πώς να νιώσουν, να συγκινηθούν από την ομορφιά της, που τις είχε αφανίσει η κούραση και έκαιγε η μέση τους από το σκοινί της ζαλίγκας!]
[«…Είναι γνωστό το «ρητό» ότι η δημοσιογραφία (η ελληνική κυρίως!) οδηγεί παντού υπό τον όρο να την αφήσεις την κατάλληλη στιγμή. Και είναι παραπάνω από γνωστά όχι ένα και δυο παραδείγματα δημοσιογράφων που χρησιμοποίησαν το επάγγελμα αυτό σαν αφετηρία για τυχοδιωκτικά άλματα (όχι σπάνια με εκβιαστική βάση), αφύσικα και αδικαιολόγητα προς τα «πάνω» ή προς την περιουσία. Ο Βιδάλης, που σαν οικονομικός και έπειτα πολιτικός ρεπόρτερ ήταν μπασμένος ως τις λεπτομέρειες στα βρώμικα άδυτα της νεοελληνικής κοινωνίας, των οικονομικών σκανδάλων της, των διαφόρων οικονομικών «συγκροτημάτων», που ήξερε όλες τις «λοβιτούρες», έβγαινε αγνός από το μακροβούτι αυτό μέσα στη βρωμιά. Κατά τον ίδιο τρόπο αρνήθηκε επίσης να «κολλήσει» κοντά σε κανέναν από τους ιδιοκτήτες των αστικών εφημερίδων που δούλευε για να γίνει ο έμπιστος αρχισυντάκτης ή «διευθυντής του σε βάρος των συναδέλφων, αλλά και της συνείδησής του. Έμεινε ηθικά παστρικός, περήφανος, ανεξάρτητος κι αυτά έφερε και μέσα στο Κόμμα μας και στη δική μας δημοσιογραφία…»
Κώστας Καραγιώργης
(διευθυντής Ριζοσπάστη)
Ριζοσπάστης 25/8/1946]
Η αγανάκτησή του ήταν απερίγραπτη γιατί η κοινωνία κατάντησε δούλα τη γυναίκα και ο άντρας σκλάβα του. Μιλούσε πάντα με στοργή για τη γυναίκα και τα τόσα δεινά της και τοποθετούσε σωστά το πρόβλημα, θα πρέπει μια μέρα η γυναίκα να σπάσει τα δεσμά της και να πάρει η ίδια τις τύχες της στα χέρια της. Ν’ αγωνιστεί για ν’ αποκτήσει τη θέση που της ανήκει στην κοινωνία μας, σαν ισότιμη του άντρα.
Στην αρχή της δικτατορίας του Μεταξά ο Κώστας είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για την οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τα σύνδρομα ναζισμού – φασισμού που μας οδηγούσαν σε έναν καινούριο πόλεμο. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα στον ορίζοντα, πολλοί όμως φρονούσαν ότι θα αποφευχθεί. Ο Κώστας πίστευε πως όλα μάς οδηγούσαν σε έναν καινούργιο πόλεμο και αυτό έγραφε στο βιβλίο του. Ο Χίτλερ είχε προσαρτήσει τους Σουδίτες όταν τέλειωσε το έργο του.
― Και τώρα ―μου είπε σαν μου το διάβασε― και τώρα πού πάμε; Πόλεμος. Θα φέρει όμως το σοσιαλισμό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη; Θάρθει και σε μας ο πόλεμος σε λίγο και θα μας αφανίσει. Όλη η Ευρώπη θα είναι ερείπια σαν τελειώσει, θ’ απελευθερωθεί όμως από το ζυγό των εκμεταλλευτών της; Θα φθάσουμε εκεί που στοχεύουμε, που ελπίζουμε, ή θα ξαναρχίσουμε πάλι από την αρχή τον αγώνα;
Το βιβλίο αυτό «Η Οικονομική Κατάσταση στην Ευρώπη μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και πού μας οδηγεί», χάθηκε. Είχα παραδώσει τα χειρόγραφα στον Καραγιώργη, που ήταν τότε διευθυντής του Ριζοσπάστη, για να επιμεληθεί την έκδοσή τους, όπως είχε παρθεί απόφαση στο Ρίζο μετά τον τραγικό θάνατο του Κώστα. Του τα παράδωσα μαζί με ό,τι άλλο γραφτό του Κώστα υπήρχε στο σπίτι. Τότε που μας έκλεισαν την εφημερίδα, ανέβηκα στα γραφεία της οδού Εδουάρδου Λω (σήμερα Χρ. Λαδά) μήπως βρω τίποτα. Δεν έχω ούτε δείγμα της γραφής του. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είχαν εγκαταλείψει τα γραφεία και είχαν βγει στην παρανομία. Ο μόνος που έμενε και τα φύλαγε ήταν ο Μανώλης Γλέζος. Ψάξαμε παντού. Δε βρήκαμε τίποτα. Δεν υπήρχε κανένα χαρτί στα συρτάρια των γραφείων. Μόνο το πορτραίτο του Κώστα που είχε φτιάξει ο Πρωτοπάτσης στο βουνό, στην κατοχή, βρήκα. Το ξεκρέμασα και το πήρα. Είναι το μόνο που σώθηκε. Αργότερα έμαθα πως ο Καραγιώργης πήρε τα χειρόγραφα μαζί με άλλα διάφορα ντοκουμέντα. Τα ’βαλε σε έναν τενεκέ και τον έχτισε σ’ έναν τοίχο, πριν βγει στην παρανομία. Με τα χρόνια το σπίτι κατεδαφίστηκε και χάθηκαν.
[«…Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η αυτοθυσία του Βιδάλη είναι παράδειγμα και για τις επόμενες γενιές. Δεν είναι λοιπόν κάποια «μουσειακή» εκδήλωση αλλά ερέθισμα, κέντρισμα, να ξανασκύψουμε στην ιστορία του λαϊκού κινήματος και να αντλήσουμε συμπεράσματα για το σήμερα. Ένα τέτοιο συμπέρασμα υπάρχει σε ένα παράπλευρο δίπλα στην προτομή. Είναι τα ίδια τα λόγια του Βιδάλη:
Να γράφεις απλά και τίμια για το λαό».
Μιχάλης Κάσσης
γλύπτης που φιλοτέχνησε την προτομή του Κ. Βιδάλη]
Η χιτλερική κατοχή τον βρήκε πανέτοιμο για να ολοκληρώσει την πορεία του. Από το δεύτερο κιόλας μήνα δούλεψε, μαζί με τον αχώριστο φίλο του Δημήτρη Χατζή, με τόλμη, παλικαριά κι αυτοθυσία για την έκδοση του παράνομου τύπου. Έστησαν παράνομα τυπογραφεία, βρήκαν λινοτυπικές μηχανές, στοιχεία. Η πρώτη παράνομη εφημερίδα, ο Ριζοσπάστης, κυκλοφόρησε από το καλοκαίρι του 1941. Γραφόταν ολόκληρη στο σπίτι του. Αν και είχαμε παντρευτεί, είχαμε κρατήσει και τα δυο μας σπίτια για την παράνομη δουλειά.
Ήταν ένα σπιτάκι στα Εξάρχεια. Στο τέρμα της Εμ. Μπενάκη και Καλλιδρομίου, πάνω στο λόφο. Ανέβαινες αμέτρητα σκαλιά σμιλεμένα στο βράχο. Δυο δωματιάκια με ένα αντρεδάκι στη μέση. Εκεί μαζευόταν ο Κώστας Καραγιώργης, ο Θανάσης Χατζής, ο Δημήτρης Χατζής και ο Κώστας και έγραφαν το Ρίζο. Από κει φεύγαν τα χαρτιά για τα παράνομα τυπογραφεία. Έγραφαν κι άλλοι δημοσιογράφοι ―αργότερα― στον παράνομο Ρίζο, δε γνώριζαν όμως το σπιτάκι. Στο σπίτι αυτό αποφασίστηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά και η «Ελεύθερη Ελλάδα» πριν κυκλοφορήσει στο βουνό. Ο Κώστας έγινε η ψυχή της εφημερίδας αυτής, τόσο στην παράνομη Αθήνα, όσο και στα ελεύθερα βουνά. Το σπίτι αυτό έχει μερικές αλλαγές, κάτι κάγκελα που πρόσθεσαν στην είσοδο, αλλά υπάρχει ώσαμε σήμερα.
Όταν είχαν αρχίσει τα πράγματα να σφίγγουν στην Αθήνα για τους αγωνιστές της αντίστασης, φώναξε μια μέρα ο διευθυντής του Ριζοσπάστη τον Κώστα για να του αναθέσει μια αποστολή στο Παρίσι. Να πάει σαν ανταποκριτής της εφημερίδας. Δεν του απάντησε αμέσως. Του είπε άσε με να το σκεφτώ. Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Με πήρε και κατεβήκαμε στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί καθισμένος πάνω σ’ ένα βράχο, αγνάντευε τη θάλασσα, αμίλητος. Σε μια στιγμή γύρισε απότομα και μούπε:
― Με στέλνουν ανταποκριτή στο Παρίσι και σένα μαζί μου. Αύριο όμως θα πω πως δεν μπορώ να φύγω. Πρώτα απ’ όλα πώς θ’ αφήσουμε τη θεια σου, γριά γυναίκα, ολομόναχη. Δεν ήταν δική του συγγενής, αλλά νοιαζόταν γι’ αυτήν. Και έπειτα πώς μπορώ να ζήσω σε ξένους τόπους μακριά από την Ελλάδα, χωρίς ν’ αγναντεύω τη γαλάζια θάλασσα και τον καταγάλανο ουρανό της. Δε φύγαμε. Ο Ριζοσπάστης έστειλε το Βάσο Γεωργίου.
Δεν ήταν η αποστολή αυτή η τελευταία που τον οδήγησε στο θάνατο. Κανείς δεν τον έστειλε στη Θεσσαλία, στο στόμα του λύκου. Πήγε μόνος του, θεληματικά. Και ο Καραγιώργης ―ο διευθυντής του Ριζοσπάστη― και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να μην τον αφήσουν να φύγει. Δεν άκουγε όμως. Μέρες είχε μείνει άγρυπνος, με φουρτουνιασμένη καρδιά, με την αγωνία πως οι Σούρληδες καίγαν τα χωριά, άρπαζαν το βιος του κοσμάκη, έδερναν μέχρι θανάτου τους αγρότες, βιάζαν γυναίκες, σκότωναν αγωνιστές.
― Αυτή τη φορά, μου ’λεγε, δεν πρόκειται ν’ ακούσω κανέναν. Η Θεσσαλία έχει γίνει ένα απέραντο σφαγείο. Όσοι γλύτωσαν από των γερμανών το βόλι, σφάζονται σαν αρνιά. Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάνω τη δουλειά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας, ν’ αποκαλύψω τους δράστες. Κοπέλες σαν τα κρύα νερά βιάζονται, το καταλαβαίνεις; Το βιος του αγρότη λεηλατιέται και μεις καθόμαστε στα γραφεία και φλυαρούμε και δεν πάμε να δούμε τι γίνεται.
[«…Παίρνουμε απ’ τα τσακισμένα, απ’ το μαρτύριο δάκτυλά σου το όπλο την πένα σου σύντροφε Κώστα κι ορκιζόμαστε πάνω σ’ αυτή: Να συνεχίσουμε το έργο σου. Να γράφουμε, να καταγγέλλουμε, να ξεσκεπάζουμε και να χτυπάμε τους εχθρούς του λαού — τους εχθρούς σου! Όπως θα το ’κανες εσύ.
Κι όταν τις μεταμεσονύκτιες ώρες του δημοσιογραφικού καμάτου, η πυρετική ταινία των γεγονότων θα ξετυλίγει μπροστά μας τα καθημερινά δράματά της και τους εικοσιτετράωρους βραχνάδες της, θα σηκώνουμε τα μάτια και θα κοιτάμε εκεί ψηλά, τη μορφή σου και θα ’ναι τότε σαν να κουδουνίζει ξανά στ’ αυτιά μας το παιχνιδιάρικο γέλιο της πληθωρικής αισιοδοξίας σου:
— Όλα θα πάνε καλά, κύριε Συνάδελφε!»
Απόστολος Σπήλιος
Ριζοσπάστης 21/8/1946]
Κάθε μεσημέρι μου ερχόταν όλο και πιο φουρτουνιασμένος.
― Πρέπει να ενημερώσουμε τον Ελληνικό λαό και τη διεθνή κοινή γνώμη για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, πρέπει ο κόσμος να μάθει και θα μάθει όταν πάμε να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια, θα πάω να μαζέψω στοιχεία να τα δημοσιεύσουμε σε μια σειρά ανταποκρίσεις.
Του κάκου όλοι οι συνεργάτες του, οι φίλοι του προσπάθησαν να τον σταματήσουν, να τον αποτρέψουν να φύγει στην επικίνδυνη αυτή αποστολή.
― Δεν είναι τίμιο αυτό που κάνουμε, έλεγε στον Καραγιώργη στις μεσημεριανές συσκέψεις των δημοσιογράφων. Καίγεται ο κόσμος, το καταλαβαίνετε;
[«Νομίζω ότι η σημερινή παρουσία του κόσμου εδώ, φανερώνει τη γενική εκτίμηση και τιμή στη μνήμη του Βιδάλη, από ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού όλων των πολιτικών παρατάξεων. Και αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Δείχνει την αξία του Βιδάλη».
Χαρίλαος Φλωράκης
Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ
Εκδήλωση για τα 40 χρόνια από τη δολοφονία του Κ. Βιδάλη. Θέατρο της Ρωμαϊκής Αγοράς, 14/7/1986]
[Είναι η πρώτη φορά ―μου ’λεγε σαν γύριζε― που θα κάνω εκείνο που με προστάζει η συνείδηση μου. Το πήρα απόφαση και τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Δεν προσπάθησα να τον σταματήσω, αν κι έτρεμε το φυλοκάρδι μου. Ήξερα πως εκείνο που προείχε γι’ αυτόν ήταν το δημοσιογραφικό του καθήκον. Δε θα μπορούσε να ζήσει αλλιώς. Μα κι αν προσπαθούσα να τον εμποδίσω, δε θα μ’ άκουγε. Όταν αποφάσιζε κάτι, τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Ήταν πολύ πεισματάρης όταν αυτό που αποφάσιζε εξυπηρετούσε το λαό. Και το πέτυχε να φύγει, έστω και αν αυτό ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
― Τι σημασία έχει κύριοι συνάδελφοι, είπε στους συνεργάτες του στην τελευταία σύσκεψη στο Ριζοσπάστη. Τι σημασία έχει ο κίνδυνος ενός ανθρώπου μπροστά σ’ αυτό το κακό που γίνεται σήμερα.
Έφυγε για το μεγάλο του ταξίδι χωρίς γυρισμό, το μεσημέρι στις 11 Αυγούστου. Είχαμε πάει μαζί σε ένα γάμο δυο πολύ αγαπητών μας φίλων.
― Χαιρέτησέ τους κι από μένα ―μου είπε με το ανοιχτόκαρδό του χαμόγελο μόλις τέλειωσε η στέψη― εγώ φεύγω. Έχω δουλειά.
Σαν γύρισα στο σπίτι είχε πάρει το βαλιτσάκι του και είχε φύγει σαν σίφουνας, όπως έμαθα. Έτσι πήγε ολόισια στο θάνατο, σε έναν αφάνταστα μαρτυρικό θάνατο. Το κορμί του, το χιλιοβασανισμένο του κορμί που το πετσόκοψαν οι κακούργοι χασάπηδες του περιβόητου Σούρλα, που είχαν εκπαιδευτεί στα στρατόπεδα των ναζήδων, το κράτησε για πάντα η Θεσσαλία, η Θεσσαλία αυτή που τόσο αγάπησε και που ’γραψε γι’ αυτήν τη «Μάχη της Σοδειάς».]
Κάτια Βιδάλη
* Οικονομικά σκάνδαλα που αφορούσαν το τραστ Μποδοσάκη
Το βασικό κείμενο το έγραψε η Κάτια Βιδάλη, σύντροφος του Κ. Βιδάλη και αποτέλεσε τον πρόλογο στο βιβλίο του Λάζαρου Αρσενίου «Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη», εκδόσεις Αφών Τολίδη (χωρίς χρονολογία).
Πηγή των ένθετων αποσπασμάτων και φωτογραφιών (όπου δεν αναφέρεται ξεχωριστά), το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, Ήρωας, μάρτυρας, κομμουνιστής, δημοσιογράφος», έκδοση της Συντακτικής Επιτροπής του Ριζοσπάστη, της ΚΟΒ του Ριζοσπάστη και των ΚΟ Τυποεκδοτικής, 1989.
*Οικοδόμος*
ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ
Εικόνα χαμογελαστή, λείψανο φτωχικό μας,
το θώρι σου σαν όνειρο και το χαμόγελο ίσκιος
κι η σύναξή μας η ορφανή του κάκου σε προσμένει να μπεις με τον αγέρα σου και την απλοκαρδιά σου πως μπαίνει στο λιμάνι της φρεγάτα αρματωμένη,
που σέρνει στο κατάστρωμα τα τρία καλά του κόσμου,
το θάρρος, την αγνότητα και την αδερφοσύνη.
Εμένα με σταυρώσανε καθώς σταυρώνουν όλους τους ταπεινούς οι αδιάντροποι, τους ήρωες οι προδότες·
καθώς του πύργου τα σκυλιά, που τα ’μαθε αιμοβόρα με νήστεια και με γύμναση μαυρόψυχος αφέντης,
φτωχού διαβάτη ρίχνονται και τον κατασπαράζουν,
έτσι με κατασπάραξαν μπουλούκι οι σταυρωτήδες.
Νύχτα, χωστά σε αγριότοπον με τράβηξαν δεμένον
και την ψυχή κομματιαστά μου βγάλαν κόμπους κόμπους
και πνίξανε τους βόγγους μου, σκεπάσαν τους σπασμούς μου
να μην ακούσει ο ουρανός, να μην ιδούν τ’ αστέρια.
Μ’ αν δεν ακούει ο ουρανός, τ’ αστέρια κι αν δέν βλέπουν
τις μαχαιριές τις ένιωσε κατάκαρδα ο λαός μας
κι όσο βαθιά τόνε πονούν τόσο τόνε θεριεύουν
καθώς ο κλάδος την ελιά, το σκάψιμο τ’ αμπέλι.
Βασίλης Ρώτας
(Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ, Αθήνα 1961) - *Οικοδόμος*
Εικόνα χαμογελαστή, λείψανο φτωχικό μας,
το θώρι σου σαν όνειρο και το χαμόγελο ίσκιος
κι η σύναξή μας η ορφανή του κάκου σε προσμένει να μπεις με τον αγέρα σου και την απλοκαρδιά σου πως μπαίνει στο λιμάνι της φρεγάτα αρματωμένη,
που σέρνει στο κατάστρωμα τα τρία καλά του κόσμου,
το θάρρος, την αγνότητα και την αδερφοσύνη.
Εμένα με σταυρώσανε καθώς σταυρώνουν όλους τους ταπεινούς οι αδιάντροποι, τους ήρωες οι προδότες·
καθώς του πύργου τα σκυλιά, που τα ’μαθε αιμοβόρα με νήστεια και με γύμναση μαυρόψυχος αφέντης,
φτωχού διαβάτη ρίχνονται και τον κατασπαράζουν,
έτσι με κατασπάραξαν μπουλούκι οι σταυρωτήδες.
Νύχτα, χωστά σε αγριότοπον με τράβηξαν δεμένον
και την ψυχή κομματιαστά μου βγάλαν κόμπους κόμπους
και πνίξανε τους βόγγους μου, σκεπάσαν τους σπασμούς μου
να μην ακούσει ο ουρανός, να μην ιδούν τ’ αστέρια.
Μ’ αν δεν ακούει ο ουρανός, τ’ αστέρια κι αν δέν βλέπουν
τις μαχαιριές τις ένιωσε κατάκαρδα ο λαός μας
κι όσο βαθιά τόνε πονούν τόσο τόνε θεριεύουν
καθώς ο κλάδος την ελιά, το σκάψιμο τ’ αμπέλι.
Βασίλης Ρώτας
(Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου, ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ, Αθήνα 1961) - *Οικοδόμος*
Η μάχη και ο θάνατος του καπετάν Κρόνου
Ο Κώστας Αντωνόπουλος (Κρόνος) υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ στην Βοιωτία. Γεννήθηκε στο χωριό Πάπα Δομοκού και υπηρέτησε στην σχολή ευελπίδων. Αργότερα με τον βαθμό του ανθυπασπιστή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του ελληνοιταλικού μέτωπου. Με την κατοχή εντάσσεται στον ΕΛΑΣ Βοιωτίας και εξελίσσεται σε ένα από τους πιο γνωστούς καπετάνιους. Διωγμένος μετά την Βάρκιζα εντάσσεται στον ΔΣΕ με τον βαθμό του λοχαγού. Θα χάσει την ζωή του ηρωικά στην μάχη της Αλυκής Ξηρονομής στις 29/03/1948.
Να πώς περιγράφει τη μάχη και το θάνατο του καπετάν Κρόνου στο βιβλίο του «Η Βοιωτία στον αγώνα», ο Τάκης Κόλλιας:
«...Ο Κρόνος δίνει εντολή στον Παπασταμάτη με την ομάδα του να κόψει την πορεία της ομάδας του εχθρού, που βάδιζε αμέριμνα, χωρίς να αντιληφθεί τίποτα. Πράγματι, ξεκίνησε ο Παπασταμάτης, όμως η ομάδα είχε προπορευθεί και δεν τα κατάφερε να την κόψει. Εν τω μεταξύ η μάχη εκδηλώθηκε...Η ώρα περνούσε. Η μάχη ήταν πολύ σκληρή, γιατί γινόταν από πολύ κοντινή απόσταση. Για μια στιγμή, βρεθήκαμε με τον Κρόνο σε ένα τσουγκάρι και, όπως αυτός ήταν καθισμένος στο γόνατο, εγώ όρθιος, και παρακολουθούσε τη μάχη με τα κιάλια, μας ήρθε μια ριπή.
-"Κώστα", του λέω, "μας ήρθε ριπή".
-"Από πού;", μου λέει. "Εδώ που είμαστε κάτω, δε μας πιάνουν σφαίρες".
Γυρίζει αριστερά. Μας χώριζε ένα μικρό ρέμα με λίγα πεύκα. Κοιτάει με τα κιάλια και βλέπει την ομάδα που μας πλαγιοέβαλλε.
-"Να πού είναι. Πήγαινε πιο κάτω. Πες στον Φίτσιο να πάει λίγο ψηλότερα και να τους βάλει μέσα στον κλοιό".
Πάνω από μας, στα δεκαπέντε μέτρα περίπου, ήταν μια ομάδα δική μας, με ομαδάρχη τον Χαράλαμπο Κυπραίο από τη Λιβαδειά. Ο Κρόνος μένει μόνος του. Εγώ ξεκίνησα για τον Φίτσιο. Ηταν μια κατηφόρα με ένα σωρό βράχια. Οπως κατέβαινα, αυτός με το οπλοπολυβόλο απέναντί μας έβαλλε συνέχεια. Δεν τα κατάφερε να με πάρει. Βρήκα τον Φίτσιο. Του έδωσα την εντολή και γύρισα να πάω στον Κρόνο. Εκεί βρήκα καθισμένο σε μια πέτρα τον Βασίλη Γεωργαντά από το Σχηματάρι.
-"Ασ' τα", μου λέει. "Με έχει πιάσει το στομάχι άσχημα".
Τον άφησα και ξεκίνησα. Δε θα ήμουν παραπάνω από πενήντα μέτρα, εγώ χαμηλά και ο Κρόνος πιο ψηλά. Σηκώθηκε όρθιος ο Κρόνος και μου λέει:
-"Τάκη, κάθισε κάτω κι έρχομαι κι εγώ". Δεν πρόφτασε να κάνει πέντε βήματα και ακούω ένα "οχ". Αμέσως φωνάζω:
-"Κώστα, Κώστα!"
Τίποτα... Από πάνω, μου λέει ο Κυπραίος:
-"Μη φωνάζεις, σκοτώθηκε".
Τρέχω στον Φίτσιο και του λέω τι έγινε.
-"Πάρε και κανέναν άλλον", μου λέει, "αν μπορέσετε να τον πάρετε ή να πάρετε τα πράγματά του".
Ολα τα πράγματά του ήταν ένας χαρτοφύλακας με ένα χάρτη και το πιστόλι του, το οποίο, όταν το πήρε ο Στρατός, το έκανε ...δώρο στον τότε υπουργό Στρατιωτικών, Στράτο! Πήρα τον Γιώργο τον Βακράκη και κάναμε μια προσπάθεια για να φτάσουμε στον Κρόνο. Αυτός όμως που ήταν απέναντι από το ρέμα μας έβαλλε συνέχεια και για μια στιγμή με τραυμάτισε στο γοφό. Ενιωσα ένα πράγμα σαν ρεύμα, χωρίς να πονάω καθόλου. Ηταν στο ψαχνό, αλλά δεν μπορούσα να κινηθώ καθόλου, παρά τις προσπάθειες. Ο Βακράκης ήταν λίγο πιο πίσω μου.
-"Γιώργο, χτυπήθηκα", είπα.
-"Μην κουνιέσαι, θα πάω εγώ".
Εκανε και αυτός κάποιες προσπάθειες, όμως χτυπήθηκε και αυτός στο πόδι και έτσι ο Κρόνος έμεινε. Επεσε ύστερα από λίγο στα χέρια του εχθρού. Εμείς σιγά - σιγά ανεβήκαμε λίγο ψηλότερα.Εν τω μεταξύ ήρθε και άλλη δύναμη του εχθρού από την Ξηρονομή. Ανέβηκε στο Κορομήλι και έτσι βρεθήκαμε ανάμεσα σε δυο πυρά. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι που νύχτωσε.
Οι απώλειες του Στρατού ήταν - από πληροφορίες, βέβαια - αρκετές. Ενώ οι δικές μας ήταν ο Κρόνος, ο Κυπραίος από τη Λιβαδειά, ο Κεφαλάς από τα Κούκουρα, ο Καρβούνης από το Ζερίκι, ο Κατσίβελος από τα Χώστια και ο Κιθαιρώνας από την Κοκκινιά. Τραυματίες οι Βακράκης από την Αγόριανη, Κόλλιας από τη Θήβα, Μέξης από τα Βάγια και Σωτήρης Λάμπρου από το Μαυρομάτι, που ήταν τραυματίας από όλμο πολύ βαριά και δεν μπορέσαμε να τον μεταφέρουμε. Τον αφήσαμε εκεί. Συνήλθε μετά από δυο μέρες.
Τον βρήκαν κάποιοι χωρικοί, τον παρέδωσαν στην Αστυνομία και δικάστηκε σε ισόβια. Ηταν ένας από τα τέσσερα αδέλφια - δυο αγόρια και δυο κορίτσια - της οικογένειας Λάμπρου από το Μαυρομάτι, που ήταν και οι τέσσερις αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού.Με το πέσιμο της νύχτας η μάχη άρχισε να κοπάζει. Τα πυρά να αραιώνουν. Επρεπε πάση θυσία να φύγουμε από κει. Σιγά - σιγά και με πολλή προφύλαξη περάσαμε στην Παναΐτσα, πήραμε νερό και ανεβήκαμε στο ύψωμα ανατολικά από τον Παλιόπυργο Ξηρονομής. Περάσαμε δυτικά από την Ξηρονομή, με κατεύθυνση τον Ελικώνα...».
Να πώς περιγράφει τη μάχη και το θάνατο του καπετάν Κρόνου στο βιβλίο του «Η Βοιωτία στον αγώνα», ο Τάκης Κόλλιας:
«...Ο Κρόνος δίνει εντολή στον Παπασταμάτη με την ομάδα του να κόψει την πορεία της ομάδας του εχθρού, που βάδιζε αμέριμνα, χωρίς να αντιληφθεί τίποτα. Πράγματι, ξεκίνησε ο Παπασταμάτης, όμως η ομάδα είχε προπορευθεί και δεν τα κατάφερε να την κόψει. Εν τω μεταξύ η μάχη εκδηλώθηκε...Η ώρα περνούσε. Η μάχη ήταν πολύ σκληρή, γιατί γινόταν από πολύ κοντινή απόσταση. Για μια στιγμή, βρεθήκαμε με τον Κρόνο σε ένα τσουγκάρι και, όπως αυτός ήταν καθισμένος στο γόνατο, εγώ όρθιος, και παρακολουθούσε τη μάχη με τα κιάλια, μας ήρθε μια ριπή.
-"Κώστα", του λέω, "μας ήρθε ριπή".
-"Από πού;", μου λέει. "Εδώ που είμαστε κάτω, δε μας πιάνουν σφαίρες".
Γυρίζει αριστερά. Μας χώριζε ένα μικρό ρέμα με λίγα πεύκα. Κοιτάει με τα κιάλια και βλέπει την ομάδα που μας πλαγιοέβαλλε.
-"Να πού είναι. Πήγαινε πιο κάτω. Πες στον Φίτσιο να πάει λίγο ψηλότερα και να τους βάλει μέσα στον κλοιό".
Πάνω από μας, στα δεκαπέντε μέτρα περίπου, ήταν μια ομάδα δική μας, με ομαδάρχη τον Χαράλαμπο Κυπραίο από τη Λιβαδειά. Ο Κρόνος μένει μόνος του. Εγώ ξεκίνησα για τον Φίτσιο. Ηταν μια κατηφόρα με ένα σωρό βράχια. Οπως κατέβαινα, αυτός με το οπλοπολυβόλο απέναντί μας έβαλλε συνέχεια. Δεν τα κατάφερε να με πάρει. Βρήκα τον Φίτσιο. Του έδωσα την εντολή και γύρισα να πάω στον Κρόνο. Εκεί βρήκα καθισμένο σε μια πέτρα τον Βασίλη Γεωργαντά από το Σχηματάρι.
-"Ασ' τα", μου λέει. "Με έχει πιάσει το στομάχι άσχημα".
Τον άφησα και ξεκίνησα. Δε θα ήμουν παραπάνω από πενήντα μέτρα, εγώ χαμηλά και ο Κρόνος πιο ψηλά. Σηκώθηκε όρθιος ο Κρόνος και μου λέει:
-"Τάκη, κάθισε κάτω κι έρχομαι κι εγώ". Δεν πρόφτασε να κάνει πέντε βήματα και ακούω ένα "οχ". Αμέσως φωνάζω:
-"Κώστα, Κώστα!"
Τίποτα... Από πάνω, μου λέει ο Κυπραίος:
-"Μη φωνάζεις, σκοτώθηκε".
Τρέχω στον Φίτσιο και του λέω τι έγινε.
-"Πάρε και κανέναν άλλον", μου λέει, "αν μπορέσετε να τον πάρετε ή να πάρετε τα πράγματά του".
Ολα τα πράγματά του ήταν ένας χαρτοφύλακας με ένα χάρτη και το πιστόλι του, το οποίο, όταν το πήρε ο Στρατός, το έκανε ...δώρο στον τότε υπουργό Στρατιωτικών, Στράτο! Πήρα τον Γιώργο τον Βακράκη και κάναμε μια προσπάθεια για να φτάσουμε στον Κρόνο. Αυτός όμως που ήταν απέναντι από το ρέμα μας έβαλλε συνέχεια και για μια στιγμή με τραυμάτισε στο γοφό. Ενιωσα ένα πράγμα σαν ρεύμα, χωρίς να πονάω καθόλου. Ηταν στο ψαχνό, αλλά δεν μπορούσα να κινηθώ καθόλου, παρά τις προσπάθειες. Ο Βακράκης ήταν λίγο πιο πίσω μου.
-"Γιώργο, χτυπήθηκα", είπα.
-"Μην κουνιέσαι, θα πάω εγώ".
Εκανε και αυτός κάποιες προσπάθειες, όμως χτυπήθηκε και αυτός στο πόδι και έτσι ο Κρόνος έμεινε. Επεσε ύστερα από λίγο στα χέρια του εχθρού. Εμείς σιγά - σιγά ανεβήκαμε λίγο ψηλότερα.Εν τω μεταξύ ήρθε και άλλη δύναμη του εχθρού από την Ξηρονομή. Ανέβηκε στο Κορομήλι και έτσι βρεθήκαμε ανάμεσα σε δυο πυρά. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι που νύχτωσε.
Οι απώλειες του Στρατού ήταν - από πληροφορίες, βέβαια - αρκετές. Ενώ οι δικές μας ήταν ο Κρόνος, ο Κυπραίος από τη Λιβαδειά, ο Κεφαλάς από τα Κούκουρα, ο Καρβούνης από το Ζερίκι, ο Κατσίβελος από τα Χώστια και ο Κιθαιρώνας από την Κοκκινιά. Τραυματίες οι Βακράκης από την Αγόριανη, Κόλλιας από τη Θήβα, Μέξης από τα Βάγια και Σωτήρης Λάμπρου από το Μαυρομάτι, που ήταν τραυματίας από όλμο πολύ βαριά και δεν μπορέσαμε να τον μεταφέρουμε. Τον αφήσαμε εκεί. Συνήλθε μετά από δυο μέρες.
Τον βρήκαν κάποιοι χωρικοί, τον παρέδωσαν στην Αστυνομία και δικάστηκε σε ισόβια. Ηταν ένας από τα τέσσερα αδέλφια - δυο αγόρια και δυο κορίτσια - της οικογένειας Λάμπρου από το Μαυρομάτι, που ήταν και οι τέσσερις αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού.Με το πέσιμο της νύχτας η μάχη άρχισε να κοπάζει. Τα πυρά να αραιώνουν. Επρεπε πάση θυσία να φύγουμε από κει. Σιγά - σιγά και με πολλή προφύλαξη περάσαμε στην Παναΐτσα, πήραμε νερό και ανεβήκαμε στο ύψωμα ανατολικά από τον Παλιόπυργο Ξηρονομής. Περάσαμε δυτικά από την Ξηρονομή, με κατεύθυνση τον Ελικώνα...».
Kώστας Αυδής - Ηρωική μορφή του αγώνα
Ο Κώστας Αυδής έπεσε στις 8 Αυγούστου του 1949 νεκρός από τις σφαίρες του αποσπάσματος. Μόνο του έγκλημα υπήρξε η αμέριστη, ανιδιοτελής προσφορά του στον ελληνικό λαό και την πατρίδα του.
Η μορφή του Κώστα Αυδή, Έλληνα αξιωματικού, κομμουνιστή και αγωνιστή είναι ίσως όχι μοναδική στην ελληνική ιστορία. Είναι όμως σαφέστατα και αδιαμφισβήτητα ξεχωριστή. Βαθιά πατριωτική και προοδευτική ακτινοβολεί με την δική της ξεχωριστή λάμψη και διδάσκει με την ζωή, την δράση και την θυσία της.
Ο Κώστας Αυδής γεννήθηκε το 1908 στους κόλπους μιας ευκατάστατης οικογένειας στο χωριό Λεπενού του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Σπούδασε στην σχολή ΄Ευελπίδων και το 1930 αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού πυροβολικού. Δημοκράτης στις πεποιθήσεις του, δεν συμβιβάστηκε με την μεταξική δικτατορία και παραιτήθηκε. Το 1940, με την έναρξη του πολέμου, ζητά την επάνοδό του στο στράτευμα για να πολεμήσει. Η αίτησή του απορρίπτεται από τον γερμανόφιλο δικτάτορα με την αιτιολογία των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Το 1942, ο Αυδής προσχωρεί στο ΕΑΜ και τον Ιούνη του 1943 αναλαμβάνει στρατιωτικός διοικητής στο αρχηγείο Βάλτου του ΕΛΑΣ. Οι ικανότητές του, η προσωπικότητά του και η πείρα του δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την γρήγορη ανάπτυξη των ΕΑΜικών οργανώσεων στην περιοχή που ως τα τότε θεωρούνταν τσιφλίκι του ΕΔΕΣ και του Στυλιανού Χούτα. Το φθινόπωρο του 1943, έως και το 1944, παίρνει ενεργό μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ στον Βάλτο, στην Άρτα και αλλού. Ιδιαίτερη πολεμική δοκιμασία αποτελεί η σκληρή μάχη του Τετράκωμου Ηπείρου τον χειμώνα του 1943-1944, όπου ο Αυδής αποδεικνύει το εξαιρετικό του στρατηγικό ταλέντο και κερδίζει τον θαυμασμό του Άρη Βελουχιώτη. Με την συγκρότηση της 7ης Ταξιαρχίας που διοικούσε ο Στάθης Αρέθας, ανέλαβε επιτελάρχης της, ανεκτίμητη δε, παραμένει η προσφορά του στην μάχη της Αμφιλοχίας και τον συντονισμό της.
Μετά την Βάρκιζα χιτοσυμμορίτες, χωροφύλακες και παρακρατικοί τον καταδιώκουν, τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν. Με την απαλλαγή του 1946, αποφυλακίζεται και σε καιρούς δύσκολους γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Του ανατίθεται η παράνομη δουλειά στο Αγρίνιο. Εκεί αποτελεί στήριγμα για εκατοντάδες καταδιωκόμενους αγωνιστές. Αργότερα του ανατίθεται η οργάνωση και η καθοδήγηση της Αυτοάμυνας στην περιοχή της Δυτικής Στερεάς. Στόχος του είναι η υπεράσπιση, η προστασία και η βοήθεια των αγωνιστών ολόκληρης της περιοχής. Με τεράστια μεθοδικότητα, ο Αυδής προετοιμάζει και δίνει μάχες για να πετύχει τον σκοπό του. Προετοιμάζει την συγκρότηση των πρώτων ενόπλων ομάδων του ΔΣΕ στην Δυτική Στερεά και λίγους μήνες μετά περνά μέσω Αθήνας στα ένοπλα τμήματα του ΔΣΕ στην Ρούμελη.
Στο βουνό, τοποθετείται ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας του Διαμαντή προσφέροντας ξανά στον σκοπό του σοσιαλισμού και της λαϊκής κυριαρχίας όλες τις ικανότητες και τις γνώσεις του. Σημαντικότερο από όλα του τα χαρίσματα θα αποτελέσει η ικανότητά του να διοικεί και να παραδειγματίζει μέσα από την δική του προσωπική στάση και παράδειγμα.
Μετά την διάλυση της μεραρχίας Διαμαντή, εξαντλημένος και άρρωστος πιάνεται αιχμάλωτος στην Λάσπη Τυμφρηστού, στις 3 Ιούλη του 1949. Οδηγείται μέσω Μακρακώμης στη Λαμία και στην συνέχεια στην Λάρισα. Στο στρατοδικείο του απαγγέλλονται κατηγορίες υπευθύνου εκπόνησης σχεδίου για την κατάληψη από τον ΔΣΕ της Καρδίτσας, Καρπενησίου, Αμφιλοχίας και άλλων κωμοπόλεων και χωριών της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Με αξιοπρέπεια και θάρρος κατακεραυνώνει τους δικαστές του μιλώντας για εθνική υποταγή και δουλοπρέπεια.
Το στρατοδικείο αποφασίζει στις 3/8/1949 την ποινή του θανάτου για τον Κώστα Αυδή. Του επιδικάζουν 5 εις θάνατον. Στα γρήγορα και μόλις 5 ημέρες μετά, ο Κώστας Αυδής μεταφέρεται σε άγνωστη τοποθεσία και εκτελείται...
Η μορφή του Κώστα Αυδή, Έλληνα αξιωματικού, κομμουνιστή και αγωνιστή είναι ίσως όχι μοναδική στην ελληνική ιστορία. Είναι όμως σαφέστατα και αδιαμφισβήτητα ξεχωριστή. Βαθιά πατριωτική και προοδευτική ακτινοβολεί με την δική της ξεχωριστή λάμψη και διδάσκει με την ζωή, την δράση και την θυσία της.
Ο Κώστας Αυδής γεννήθηκε το 1908 στους κόλπους μιας ευκατάστατης οικογένειας στο χωριό Λεπενού του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Σπούδασε στην σχολή ΄Ευελπίδων και το 1930 αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού πυροβολικού. Δημοκράτης στις πεποιθήσεις του, δεν συμβιβάστηκε με την μεταξική δικτατορία και παραιτήθηκε. Το 1940, με την έναρξη του πολέμου, ζητά την επάνοδό του στο στράτευμα για να πολεμήσει. Η αίτησή του απορρίπτεται από τον γερμανόφιλο δικτάτορα με την αιτιολογία των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Το 1942, ο Αυδής προσχωρεί στο ΕΑΜ και τον Ιούνη του 1943 αναλαμβάνει στρατιωτικός διοικητής στο αρχηγείο Βάλτου του ΕΛΑΣ. Οι ικανότητές του, η προσωπικότητά του και η πείρα του δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την γρήγορη ανάπτυξη των ΕΑΜικών οργανώσεων στην περιοχή που ως τα τότε θεωρούνταν τσιφλίκι του ΕΔΕΣ και του Στυλιανού Χούτα. Το φθινόπωρο του 1943, έως και το 1944, παίρνει ενεργό μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ στον Βάλτο, στην Άρτα και αλλού. Ιδιαίτερη πολεμική δοκιμασία αποτελεί η σκληρή μάχη του Τετράκωμου Ηπείρου τον χειμώνα του 1943-1944, όπου ο Αυδής αποδεικνύει το εξαιρετικό του στρατηγικό ταλέντο και κερδίζει τον θαυμασμό του Άρη Βελουχιώτη. Με την συγκρότηση της 7ης Ταξιαρχίας που διοικούσε ο Στάθης Αρέθας, ανέλαβε επιτελάρχης της, ανεκτίμητη δε, παραμένει η προσφορά του στην μάχη της Αμφιλοχίας και τον συντονισμό της.
Μετά την Βάρκιζα χιτοσυμμορίτες, χωροφύλακες και παρακρατικοί τον καταδιώκουν, τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν. Με την απαλλαγή του 1946, αποφυλακίζεται και σε καιρούς δύσκολους γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Του ανατίθεται η παράνομη δουλειά στο Αγρίνιο. Εκεί αποτελεί στήριγμα για εκατοντάδες καταδιωκόμενους αγωνιστές. Αργότερα του ανατίθεται η οργάνωση και η καθοδήγηση της Αυτοάμυνας στην περιοχή της Δυτικής Στερεάς. Στόχος του είναι η υπεράσπιση, η προστασία και η βοήθεια των αγωνιστών ολόκληρης της περιοχής. Με τεράστια μεθοδικότητα, ο Αυδής προετοιμάζει και δίνει μάχες για να πετύχει τον σκοπό του. Προετοιμάζει την συγκρότηση των πρώτων ενόπλων ομάδων του ΔΣΕ στην Δυτική Στερεά και λίγους μήνες μετά περνά μέσω Αθήνας στα ένοπλα τμήματα του ΔΣΕ στην Ρούμελη.
Στο βουνό, τοποθετείται ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας του Διαμαντή προσφέροντας ξανά στον σκοπό του σοσιαλισμού και της λαϊκής κυριαρχίας όλες τις ικανότητες και τις γνώσεις του. Σημαντικότερο από όλα του τα χαρίσματα θα αποτελέσει η ικανότητά του να διοικεί και να παραδειγματίζει μέσα από την δική του προσωπική στάση και παράδειγμα.
Μετά την διάλυση της μεραρχίας Διαμαντή, εξαντλημένος και άρρωστος πιάνεται αιχμάλωτος στην Λάσπη Τυμφρηστού, στις 3 Ιούλη του 1949. Οδηγείται μέσω Μακρακώμης στη Λαμία και στην συνέχεια στην Λάρισα. Στο στρατοδικείο του απαγγέλλονται κατηγορίες υπευθύνου εκπόνησης σχεδίου για την κατάληψη από τον ΔΣΕ της Καρδίτσας, Καρπενησίου, Αμφιλοχίας και άλλων κωμοπόλεων και χωριών της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Με αξιοπρέπεια και θάρρος κατακεραυνώνει τους δικαστές του μιλώντας για εθνική υποταγή και δουλοπρέπεια.
Το στρατοδικείο αποφασίζει στις 3/8/1949 την ποινή του θανάτου για τον Κώστα Αυδή. Του επιδικάζουν 5 εις θάνατον. Στα γρήγορα και μόλις 5 ημέρες μετά, ο Κώστας Αυδής μεταφέρεται σε άγνωστη τοποθεσία και εκτελείται...
Ο θάνατος του στρατηγού Ευρυπίδη Μπακιρτζή
Απέναντι από το όμορφο νησάκι της Ικαρίας βρίσκονται οι Φούρνοι. Ένα σύμπλεγμα νήσων με άγρια ομορφιά που στα βυζαντινά χρόνια χρησίμευε ως ορμητήριο κουρσάρων. Από το 1946, οι Φούρνοι χρησιμοποιήθηκαν από το αστικό μοναρχικό κράτος σαν τόπος εξορίας κομμουνιστών και αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Εδώ ανάμεσα σε άλλους εκτοπίσθηκε και ο στρατηγός του ΕΛΑΣ Ευριπίδης Μπακιρτζής.
Στις 8 Μαΐου 1947 σκάει σαν βόμβα η είδηση: Ο Μπακιρτζής σκοτώθηκε! Αυτοκτόνησε!
Τα ερωτήματα πέφτουν βροχή από την οικογένεια και τους συντρόφους του. Πως? Γιατί ? Ο αστικός τύπος δίνει ύποπτα μικρή έκταση. Αμφιβολίες για τον τρόπο θανάτου του στρατηγού αρχίζουν να δημιουργούνται και ο τύπος επιμένει να κρατά σιωπή ιχθύος. Μετά από πολλές πιέσεις της οικογένειάς του και των συγκρατούμενών του, μια εξεταστική επιτροπή φθάνει από την κυβέρνηση στο νησί. Μαζί τους, θα ενωθεί μετά από απαίτηση της Οργάνωσης Πολιτικών Εξόριστων και της οικογένειάς του και μια αντιπροσωπεία 4 αξιωματικών του ΕΛΑΣ.
Ο στρατηγός Μπακιρτζής, έμπειρο επιτελικό μυαλό του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ, έμενε σε ένα μικρό διώροφο σπιτάκι στο επάνω πάτωμα. Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία μιας χήρας που είχε έναν γιο που τότε υπηρετούσε στον στρατό. Ο στρατηγός την μοιραία ημέρα ετοιμάζονταν να βγει για μια βόλτα με τους συνεξόριστούς του. Μαζί τους ήταν και ο εργολάβος Αθηνών Δ. Π. που αργότερα κατέθεσε την μαρτυρία του. "Είδαμε τον Ευριπίδη στο μπαλκόνι με το πουκάμισο. Είχε κοπεί στο ξύρισμα για αυτό και άργησε. Μας είπε ότι κατεβαίνει. Λίγο μετά ακούστηκε ένας πυροβολισμό. Τρέξαμε επάνω και είδαμε τον στρατηγό πεσμένο στο κρεβάτι με μια πληγή στο στήθος. Το πιστόλι που τον σκότωσε ήταν πεσμένο κοντά του όμως κάψα ή στο άσπρο πουκάμισο ή κάπνα δεν είδαμε. "
Πως είχε βρεθεί όμως πιστόλι στα πράγματα του Ευριπίδη Μπακιρτζή;
Αφενός ο εξονυχιστικός έλεγχος των αρχών δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αφετέρου, στο ότι ο Μπακιρτζής δεν είχε κοντά του πιστόλι συνηγορούν δύο ακόμα σύντροφοί του που τον γνώριζαν καλά και κατάθεσαν στις αρχές. Η κόρη του Ευριπίδη Μπακιρτζή που αρνείται κατηγορηματικά την κατοχή όπλου από τον πατέρα της και ο συνεξόριστος του θανόντος, ναυτεργάτης και πιστός φίλος του στρατηγού Χ. Σ.
Ο τελευταίος αναφέρει :
"Εγώ που τον ήξερα τον στρατηγό και πολλές φορές τον βοηθούσαν να φτιάξει τις βαλίτσες του ξέρω ίσως καλύτερα από όλους. Ο Ευριπίδης δεν είχε πιστόλι"
Η κόρη του στρατηγού και η αδελφή του Μπακιρτζή ζήτησε από τον εισαγγελέα Σάμου να γίνει εκταφή του νεκρού που τάφηκε άρον άρον στο νησί και εμπεριστατωμένη εξέταση στην υπόθεση. Γιατί όπως είπαν ο στρατηγός δεν είχε κανένα λόγο να αυτοκτονήσει. Μάλιστα πριν μερικές ημέρες, είχε με γράμμα του ζητήσει ορισμένα βιβλία από την αδελφή του σχετικά με ένα στρατιωτικό-πολιτικό θέμα για την Μέση Ανατολή, για το οποίο επιθυμούσε να συγγράψει μια πραγματεία.
"Πως γίνεται", ρωτούν οι συγγενείς του, "ένας άνθρωπος που επιθυμεί να αφαιρέσει την ζωή του να είναι έτοιμος για μια τόσο βαθιά πνευματική εργασία;" . Τελικώς ο εισαγγελέας δέχθηκε μονάχα την εκταφή του νεκρού για να γίνει μεταφορά και ταφή του στην Θεσσαλονίκη με την αυστηρή συμμετοχή μόνο των συγγενών του. Ένα περίεργα μεγάλο κλιμάκιο χωροφυλάκων συνόδευσε το κορμί του στρατηγού στο τελευταίο του σπίτι στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Τέλος η υπόθεση έκλεισε με πυκνό σκοτάδι να ρίχνεται επάνω της. Γύρω από το θέμα της πιθανολογούμενης δολοφονίας του στρατηγού, πολλά συζητήθηκαν και από τους συνεξόριστούς του. Ορισμένοι μιλούσαν για μια επίσκεψη που είχε ο στρατηγός τρεις ημέρες πριν τον θάνατό του, από ένα άτομο "βρώμικο". Αυτό το άτομο καταδείκνυαν ως αυτουργό και πράκτορα της ασφάλειας. Έτσι σιγά-σιγά το θλιβερό γεγονός σκεπάστηκε και χάθηκε στην λήθη.
Εδώ ανάμεσα σε άλλους εκτοπίσθηκε και ο στρατηγός του ΕΛΑΣ Ευριπίδης Μπακιρτζής.
Στις 8 Μαΐου 1947 σκάει σαν βόμβα η είδηση: Ο Μπακιρτζής σκοτώθηκε! Αυτοκτόνησε!
Τα ερωτήματα πέφτουν βροχή από την οικογένεια και τους συντρόφους του. Πως? Γιατί ? Ο αστικός τύπος δίνει ύποπτα μικρή έκταση. Αμφιβολίες για τον τρόπο θανάτου του στρατηγού αρχίζουν να δημιουργούνται και ο τύπος επιμένει να κρατά σιωπή ιχθύος. Μετά από πολλές πιέσεις της οικογένειάς του και των συγκρατούμενών του, μια εξεταστική επιτροπή φθάνει από την κυβέρνηση στο νησί. Μαζί τους, θα ενωθεί μετά από απαίτηση της Οργάνωσης Πολιτικών Εξόριστων και της οικογένειάς του και μια αντιπροσωπεία 4 αξιωματικών του ΕΛΑΣ.
Ο στρατηγός Μπακιρτζής, έμπειρο επιτελικό μυαλό του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ, έμενε σε ένα μικρό διώροφο σπιτάκι στο επάνω πάτωμα. Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία μιας χήρας που είχε έναν γιο που τότε υπηρετούσε στον στρατό. Ο στρατηγός την μοιραία ημέρα ετοιμάζονταν να βγει για μια βόλτα με τους συνεξόριστούς του. Μαζί τους ήταν και ο εργολάβος Αθηνών Δ. Π. που αργότερα κατέθεσε την μαρτυρία του. "Είδαμε τον Ευριπίδη στο μπαλκόνι με το πουκάμισο. Είχε κοπεί στο ξύρισμα για αυτό και άργησε. Μας είπε ότι κατεβαίνει. Λίγο μετά ακούστηκε ένας πυροβολισμό. Τρέξαμε επάνω και είδαμε τον στρατηγό πεσμένο στο κρεβάτι με μια πληγή στο στήθος. Το πιστόλι που τον σκότωσε ήταν πεσμένο κοντά του όμως κάψα ή στο άσπρο πουκάμισο ή κάπνα δεν είδαμε. "
Πως είχε βρεθεί όμως πιστόλι στα πράγματα του Ευριπίδη Μπακιρτζή;
Αφενός ο εξονυχιστικός έλεγχος των αρχών δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αφετέρου, στο ότι ο Μπακιρτζής δεν είχε κοντά του πιστόλι συνηγορούν δύο ακόμα σύντροφοί του που τον γνώριζαν καλά και κατάθεσαν στις αρχές. Η κόρη του Ευριπίδη Μπακιρτζή που αρνείται κατηγορηματικά την κατοχή όπλου από τον πατέρα της και ο συνεξόριστος του θανόντος, ναυτεργάτης και πιστός φίλος του στρατηγού Χ. Σ.
Ο τελευταίος αναφέρει :
"Εγώ που τον ήξερα τον στρατηγό και πολλές φορές τον βοηθούσαν να φτιάξει τις βαλίτσες του ξέρω ίσως καλύτερα από όλους. Ο Ευριπίδης δεν είχε πιστόλι"
Η κόρη του στρατηγού και η αδελφή του Μπακιρτζή ζήτησε από τον εισαγγελέα Σάμου να γίνει εκταφή του νεκρού που τάφηκε άρον άρον στο νησί και εμπεριστατωμένη εξέταση στην υπόθεση. Γιατί όπως είπαν ο στρατηγός δεν είχε κανένα λόγο να αυτοκτονήσει. Μάλιστα πριν μερικές ημέρες, είχε με γράμμα του ζητήσει ορισμένα βιβλία από την αδελφή του σχετικά με ένα στρατιωτικό-πολιτικό θέμα για την Μέση Ανατολή, για το οποίο επιθυμούσε να συγγράψει μια πραγματεία.
"Πως γίνεται", ρωτούν οι συγγενείς του, "ένας άνθρωπος που επιθυμεί να αφαιρέσει την ζωή του να είναι έτοιμος για μια τόσο βαθιά πνευματική εργασία;" . Τελικώς ο εισαγγελέας δέχθηκε μονάχα την εκταφή του νεκρού για να γίνει μεταφορά και ταφή του στην Θεσσαλονίκη με την αυστηρή συμμετοχή μόνο των συγγενών του. Ένα περίεργα μεγάλο κλιμάκιο χωροφυλάκων συνόδευσε το κορμί του στρατηγού στο τελευταίο του σπίτι στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Τέλος η υπόθεση έκλεισε με πυκνό σκοτάδι να ρίχνεται επάνω της. Γύρω από το θέμα της πιθανολογούμενης δολοφονίας του στρατηγού, πολλά συζητήθηκαν και από τους συνεξόριστούς του. Ορισμένοι μιλούσαν για μια επίσκεψη που είχε ο στρατηγός τρεις ημέρες πριν τον θάνατό του, από ένα άτομο "βρώμικο". Αυτό το άτομο καταδείκνυαν ως αυτουργό και πράκτορα της ασφάλειας. Έτσι σιγά-σιγά το θλιβερό γεγονός σκεπάστηκε και χάθηκε στην λήθη.
Η εξόντωση της διοίκησης του 1ου Τάγματος ΕΛΑΣ Αθήνας
Μια φευγαλέα σκέψη περιέργειας έγινε η αιτία για την εξόντωση της διοίκησης του λαογέννητου Τάγματος του ΕΛΑΣ, το Γενάρη του 1944
-Στάθη έλα μέσα, φώναξε ο Βασίλης, ο αείμνηστος τ/ρχης μας (ο Γιώργης Προβελέγγιος που είχε το ψευδώνυμο Βασίλης στον ΕΛΑΣ ).
-Στάθη έλα, κλείσε την πόρτα κι έμπα μέσα σε παρακαλώ, επανέλαβε ο Βασίλης.
-Στάθη, κλείσε την πόρτα! φώναξε και ο Πέτρος (ήταν το ψευδώνυμο του 2ου Καπετάνιου του τάγματος).
-Στάθη κλείσε την πόρτα!! του φώναξαν, όλοι μαζί και ο Μήτσος ο επιτελής μας (ήταν μόνιμος επιλοχίας του αστικού στρατού) και ο μικρός ο Αντωνάκης (ακολούθησε από κοντά πάντα τον Πέτρο) που βρίσκονταν στα σκαλιά του διαδρόμου μέσα από την εξώπορτα του σπιτιού.
Ο Στάθης (ήταν ο 1ος καπετάνιος του τάγματος, τραμβαγέρης, από τη Λευκάδα, παλιό μέλος του Κόμματος) όμως, εξακολούθησε να έχει μισάνοιχτη την πόρτα και να κοιτάζει κατά πέρα το μεγάλο δρόμο (οδός Αλικαρνασσού, είναι ο παράλληλος της Κωνσταντινουπόλεως που έχει τις ράγες και τον διασχίζει ο σιδηρόδρομος, από την Αθήνα προς Πειραιά) προς το νοτιά, προς το Φάληρο. Παρακολουθούσε το θέαμα που γινότανε, τον κόσμο να τρέχει να κρυφτεί από τους όλμους τους μεγάλους των 7,5 (ιταλικούς) που κάνανε μεγάλους κρότους και αναστατώνανε την περιοχή.
Δεν προλάβαμε να ξαναφωνάξουμε και το κακό δεν άργησε να γίνει, έπεσε ένας όλμος κάτω στο δρόμο μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, ξύλινη εξωτερική πόρτα δίφυλλη, από τη μέση και πάνω είχε 2 παραθυράκια ημικρυστάλλινα καγκελοφραγμένα. (Την νέα Διοίκηση του τάγματος είχε βρει ο Πέτρος, γιατί την προηγούμενη που είχαμε στην οδό Χαονίας, εκεί κοντά την επισήμανε ο εχθρός και μας την είχε χαλάσει με τους όλμους. Σκοτώθηκαν όλοι οι σύνδεσμοί μας στο επάνω δώμα που ήσαν. Είχε μπει ένας όλμος μεγάλος των 7,5 από το φεγγίτη, τους σκότωσε όλους, τρύπησε το πάτωμα, την οροφή που κοιμόμαστε κάτω όλη η διοίκηση. Από το χώμα και τις σκόνες όπως ξυπνήσαμε δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο και ξεκινήσαμε γρήγορα για τη νέα μας Διοίκηση).
Η έκρηξη του όλμου
Το σπίτι ήταν ημιδιώροφη (πίσω από τη «Βίο») μονοκατοικία. Ανοιγες την πόρτα, ανέβαινες στο διάδρομο που είχε 6-7 σκαλοπάτια, αριστερά και δεξιά είχε τις πόρτες των δωματίων. Ο Βασίλης και ο Πέτρος στέκονταν στο διάδρομο δεν είχαν προλάβει να μπουν μέσα σε δωμάτιο. Οταν ακούστηκε ένας φοβερός βρόντος, μπήκε από την εξώπορτα ένας κουρνιαχτός σκόνης - ρεύματος. Ο Πέτρος ένιωσε σαν να του έπεσε ένα ντουβάρι στο δεξί ώμο κι έπεσε κάτω ξάπλα στο διάδρομο, ταυτόχρονα έπεσε και ο Βασίλης με το κεφάλι του επάνω στο στήθος του Πέτρου, είχε κιτρινίσει στο πρόσωπο είχε μια αμυχή πάνω από τη φοβορίτα του κι έβγαζε αίμα, επίσης και ο Πέτρος διαπίστωσε ότι είχε μια τσαγκρουνιά στο κεφάλι, χωρίς να νιώθει τίποτε το ιδιαίτερο. Αλλά ο ώμος του κατάλαβε ότι κάτι έπαθε και σε λίγο έγινε βαρύς, κάπως τον πονούσε.
Τότε συρθήκαμε από το διάδρομο που ήταν πλακοστρωμένος, προς το δωμάτιο αριστερά, ήταν ανοιχτή η πόρτα και είχε πάτωμα. Ξαφνικά ακούμε ένα γοερό κλάμα σαν αλύχτισμα που σου έσκιζε τα σωθικά. Εκλαιγαν ο Μήτσος με το μικρό Αντωνάκη (ήταν γύρω στα 15 του) βγάζοντας αναφιλητά, ακούγοντας το Μήτσο περισσότερο να σκούζει παρά να μπορεί να μιλήσει, βγάζοντας άναρθρες φωνές: "ο Στάθης μας πάει σκοτώθηκε" και να μη μπορεί να σταματήσει το αναφιλητό του. Πάει, λέει ο Βασίλης, ο καλός μας σύντροφος ο Στάθης κι έβγαζε δάκρυα που με δυσκολία προσπαθούσε να τα συγκρατήσει. Ακούστηκε και η φωνή του Αντωνάκη, «Πέτρο - Πετράκη πού είσαι» κι έκλαιγαν, σαν να γινότανε μια συγχορδία θρήνου, τους ακούγαμε και τους δύο!
Σε λίγα λεπτά κατέφθασαν τραυματιοφορείς μας, βγήκαμε από την πίσω πόρτα του σπιτιού, πήγαμε με αυτοκίνητο σε πρόχειρο σταθμό ιατρικό στην οδό Αγίου Μελετίου. Δέσανε τα τραύματά μας, βάλανε επιδέσμους στα κεφάλια του Βασίλη και του Πέτρου που του επιδέσανε και το δεξί ώμο και του τοποθετήσανε το χέρι σε στηθόδεσμο. Επίσης, επιδέσανε και τα τραύματα του Μήτσου και του Αντωνάκη που ήταν τραυματισμένοι από τα θραύσματα του όλμου στα πόδια τους. Του αγαπημένου 1ου Καπετάνιου μας του Στάθη, όπως μάθαμε, ο όλμος του είχε φάει όλο το πρόσωπο και δεν πρόλαβε να πει κιχ.
Με το αυτοκίνητο του τάγματος, στη συνέχεια, τους Βασίλη και Πέτρο τους πήγαν στο νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας την «Αγία Ολγα». Η κατάσταση εκεί ήταν τραγική, δεν περιγράφεται. Υπήρχε θρήνος και οδυρμός. Ολα τα κρεβάτια ήταν κατειλημμένα, όλοι οι διάδρομοι ήταν πιασμένοι με χτυπημένους πάνω σε ράντζα. Αλλά ήταν και πολλοί χτυπημένοι με κομμένα πόδια, χέρια, τραυματισμένοι στο σώμα. Ηταν στο δάπεδο, πάνω σε κουρελούδες. Οι λυγμοί ήταν συνεχείς από τους πόνους.
Ο Βασίλης είχε βαρύνει πολύ από το θραύσμα που είχε στο κεφάλι. Ο Πέτρος είχε χτυπηθεί επιπόλαια στο κεφάλι από τον όλμο, μόνο τον ενοχλούσε ο ώμος του -η πληγή του ήταν στην κορυφή του και το θραύσμα ήταν μέσα. Τότε με μεγάλο κόπο βασανιστικά αλλά αποφασιστικά έπιασε γιατρούς και νοσοκόμους και εξοικονομήθηκε κρεβάτι για το Βασίλη, τον έβαλε να ξαπλώσει. Ο Πέτρος ήταν ανήσυχος για τον ταγματάρχη του, μέσα στο κακό που γινότανε σ' όλο το νοσοκομείο. Ιδιαίτερα οι χειρουργοί ήταν κλεισμένοι στο χειρουργείο, δουλεύανε εντατικά, χωρίς να παίρνουν ανάσα, να προλάβουν όσους έχουν ανάγκη.
Μπαίνει μέσα, πιάνει τον επικεφαλής χειρουργό σχεδόν από το χέρι, τον Αντώνη Γαρυφαλλίδη. Πήγανε γρήγορα στο Βασίλη. Τον πήρανε και τον έβαλε αμέσως στο χειρουργείο. Ο Πέτρος βγήκε απέξω. Περίμενε, δεν ξέρει πόση ώρα, αγωνιώντας. Οταν ο γιατρός βγήκε έξω κατηφής, χωρίς να μιλήσει κατάλαβε ότι η υπόθεση δεν είχε καμιά ελπίδα, ήταν χαμένη. Τον πήγε, πιάνοντας από το χέρι τον τ/ρχη του, και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι σαν να ήταν κανένα παιδάκι και ξάπλωσε ο Πέτρος μαζεμένος κάτω στα πόδια του.
Τον σ. Πέτρο τον πήρε ο ύπνος δεν ξέρει πόσες ώρες. Τον ξύπνησε ένας αξιωματικός φορώντας τη στολή του, ήταν ο αδελφός του. Ο γιατρός έψαχνε στο νοσοκομείο να βρει τον μικρότερο αδελφό τους, που έμαθε ότι ήταν βαριά χτυπημένος και, αντί αυτόν, ψάχνοντας βρήκε τον μεγαλύτερο, τον Πέτρο. Τον φίλησε και όταν τον είδε να ξυπνάει, του είπε γρήγορα να φύγουνε, γιατί είχε δοθεί διαταγή του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ να γίνει υποχώρηση από την Αθήνα. Ο Πέτρος έφερε αντίρρηση, γιατί δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σ. Βασίλη. Μα καλά, του λέει ο αδελφός του, ο τ/ρχης σου είναι καταδικασμένος πρέπει να χαθείς και συ; Εσύ είσαι γερός, γνωστός αξ/κός του ΕΛΑΣ και οι Χίτες που θα 'ρθούν εδώ θα σε καθαρίσουν. Παρ' όλη την πίεση που δέχτηκε δεν εξαναγκάστηκε να ακολουθήσει τον μεγάλο του αδελφό. Τον άφησε να φύγει μόνο του θυμωμένο, νιώθοντας, ότι δεν υπήρχε κανένα νόημα, που δεν μπόρεσε να τον πάρει μαζί του.
Αξιος ηγέτης
Ο Πέτρος ξανακοιμήθηκε. Ξύπνησε μετά από καμιά ώρα, οπότε είδε, πάλι, τον αδελφό του πάνω από το κεφάλι του - είχε κάνει αρκετό δρόμο πεζοπορία μετάνιωσε και ξαναγύρισε. Σήκωσε τον αδελφό του, τον πήρε μαζί του. Οσον αφορά στο σ. Βασίλη, έμαθε τα νέα μετά όταν γύρισε ο σ. Πέτρος στην Αθήνα. Εμαθε ότι, όταν η σ. Αικατερίνη Προβελέγγιου έμαθε τον τραυματισμό του γιου της πήγε στο νοσοκομείο τον βρήκε και τον πήρε στο σπίτι στην Αθήνα, βαδίζοντας με τα πόδια και με προφυλάξεις. Μετά τον πήγε σε γιατρούς, αλλά δε σωνότανε ο γιος της τραγικής μάνας. Ο σ. Γιώργης, σε καμιά 15αριά μέρες, πέθανε. Ο σ. Γιώργος Προβελέγγιος υπήρξε μάρτυρας της ηρωικής αντίστασης του λαού μας ενάντια στο φασισμό, στα μαύρα χρόνια της κατοχής (1941-1944). Αγνός λαϊκός αγωνιστής - κομμουνιστής, παρά την άσχημη υγεία του, επιτέλεσε το καθήκον του για την επιβίωση του λαού μας και την απελευθέρωση της χώρας από τον καταχτητή, την ντόπια φασιστική ολιγαρχία και τους «συμμάχους» Αγγλους «προστάτες μας».
Ο σ. Γιώργος Προβελέγγιος, μετά το τέλος των σπουδών του (πολιτικός μηχανικός), κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Φοίτησε στη σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και πήρε το βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού στον πόλεμο του '40. Πολέμησε στην Αλβανία και μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επέστρεψε στην οικογένειά του στην Αθήνα που έμενε στην οδό Κεραμεικού, στο Μεταξουργείο. Επέστρεψε από τους τελευταίους, στις 30-5-1941, χτυπημένος από ινώδη φυματίωση και στους δυο πνεύμονες. Παρ' όλα αυτά, πήρε, αμέσως, επαφή με την κομματική του οργάνωση. Αμέσως νοσηλεύτηκε στο Σανατόριο της Πάρνηθας και όταν την κατέλαβαν οι Γερμανοί αναγκάστηκε να φύγει, νοίκιασε ένα σπίτι στη Φιλοθέη για καθαρό αέρα και ανέπτυξε δραστηριότητα στην Εθνική Αντίσταση.
Το '42, κυνηγημένος, έφυγε από το σπίτι με τον αδελφό του Κώστα και μπήκε στο "Σωτηρία" με το ψευδώνυμο Βασίλης Παπαρηγόπουλος, αναπτύσσοντας δράση στο ΕΑΜ. Το '43 εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Αθήνας ως διοικητής του 1ου τάγματος (αναδείχτηκε ικανότατος αξιωματικός στις οδομαχίες της Αθήνας κι εμείς καμαρώναμε, το θεωρούσαμε τιμή ν' αγωνιζόμαστε κάτω από τις διαταγές του.
Σήμερα ζει ο γιος του που πήρε το όνομά του, Γιώργης Προβελέγγιος, του 4ου Συντάγματος της 2ης Ταξιαρχίας του 1ου Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας που καπετάνιος του ήταν ο αείμνηστος Νέστορας (Σπύρος Κωτσάκης που μας άφησε το ντοκουμέντο βιβλίο του, για τον ΕΛΑΣ της Αθήνας).
-Στάθη έλα, κλείσε την πόρτα κι έμπα μέσα σε παρακαλώ, επανέλαβε ο Βασίλης.
-Στάθη, κλείσε την πόρτα! φώναξε και ο Πέτρος (ήταν το ψευδώνυμο του 2ου Καπετάνιου του τάγματος).
-Στάθη κλείσε την πόρτα!! του φώναξαν, όλοι μαζί και ο Μήτσος ο επιτελής μας (ήταν μόνιμος επιλοχίας του αστικού στρατού) και ο μικρός ο Αντωνάκης (ακολούθησε από κοντά πάντα τον Πέτρο) που βρίσκονταν στα σκαλιά του διαδρόμου μέσα από την εξώπορτα του σπιτιού.
Ο Στάθης (ήταν ο 1ος καπετάνιος του τάγματος, τραμβαγέρης, από τη Λευκάδα, παλιό μέλος του Κόμματος) όμως, εξακολούθησε να έχει μισάνοιχτη την πόρτα και να κοιτάζει κατά πέρα το μεγάλο δρόμο (οδός Αλικαρνασσού, είναι ο παράλληλος της Κωνσταντινουπόλεως που έχει τις ράγες και τον διασχίζει ο σιδηρόδρομος, από την Αθήνα προς Πειραιά) προς το νοτιά, προς το Φάληρο. Παρακολουθούσε το θέαμα που γινότανε, τον κόσμο να τρέχει να κρυφτεί από τους όλμους τους μεγάλους των 7,5 (ιταλικούς) που κάνανε μεγάλους κρότους και αναστατώνανε την περιοχή.
Δεν προλάβαμε να ξαναφωνάξουμε και το κακό δεν άργησε να γίνει, έπεσε ένας όλμος κάτω στο δρόμο μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, ξύλινη εξωτερική πόρτα δίφυλλη, από τη μέση και πάνω είχε 2 παραθυράκια ημικρυστάλλινα καγκελοφραγμένα. (Την νέα Διοίκηση του τάγματος είχε βρει ο Πέτρος, γιατί την προηγούμενη που είχαμε στην οδό Χαονίας, εκεί κοντά την επισήμανε ο εχθρός και μας την είχε χαλάσει με τους όλμους. Σκοτώθηκαν όλοι οι σύνδεσμοί μας στο επάνω δώμα που ήσαν. Είχε μπει ένας όλμος μεγάλος των 7,5 από το φεγγίτη, τους σκότωσε όλους, τρύπησε το πάτωμα, την οροφή που κοιμόμαστε κάτω όλη η διοίκηση. Από το χώμα και τις σκόνες όπως ξυπνήσαμε δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο και ξεκινήσαμε γρήγορα για τη νέα μας Διοίκηση).
Η έκρηξη του όλμου
Το σπίτι ήταν ημιδιώροφη (πίσω από τη «Βίο») μονοκατοικία. Ανοιγες την πόρτα, ανέβαινες στο διάδρομο που είχε 6-7 σκαλοπάτια, αριστερά και δεξιά είχε τις πόρτες των δωματίων. Ο Βασίλης και ο Πέτρος στέκονταν στο διάδρομο δεν είχαν προλάβει να μπουν μέσα σε δωμάτιο. Οταν ακούστηκε ένας φοβερός βρόντος, μπήκε από την εξώπορτα ένας κουρνιαχτός σκόνης - ρεύματος. Ο Πέτρος ένιωσε σαν να του έπεσε ένα ντουβάρι στο δεξί ώμο κι έπεσε κάτω ξάπλα στο διάδρομο, ταυτόχρονα έπεσε και ο Βασίλης με το κεφάλι του επάνω στο στήθος του Πέτρου, είχε κιτρινίσει στο πρόσωπο είχε μια αμυχή πάνω από τη φοβορίτα του κι έβγαζε αίμα, επίσης και ο Πέτρος διαπίστωσε ότι είχε μια τσαγκρουνιά στο κεφάλι, χωρίς να νιώθει τίποτε το ιδιαίτερο. Αλλά ο ώμος του κατάλαβε ότι κάτι έπαθε και σε λίγο έγινε βαρύς, κάπως τον πονούσε.
Τότε συρθήκαμε από το διάδρομο που ήταν πλακοστρωμένος, προς το δωμάτιο αριστερά, ήταν ανοιχτή η πόρτα και είχε πάτωμα. Ξαφνικά ακούμε ένα γοερό κλάμα σαν αλύχτισμα που σου έσκιζε τα σωθικά. Εκλαιγαν ο Μήτσος με το μικρό Αντωνάκη (ήταν γύρω στα 15 του) βγάζοντας αναφιλητά, ακούγοντας το Μήτσο περισσότερο να σκούζει παρά να μπορεί να μιλήσει, βγάζοντας άναρθρες φωνές: "ο Στάθης μας πάει σκοτώθηκε" και να μη μπορεί να σταματήσει το αναφιλητό του. Πάει, λέει ο Βασίλης, ο καλός μας σύντροφος ο Στάθης κι έβγαζε δάκρυα που με δυσκολία προσπαθούσε να τα συγκρατήσει. Ακούστηκε και η φωνή του Αντωνάκη, «Πέτρο - Πετράκη πού είσαι» κι έκλαιγαν, σαν να γινότανε μια συγχορδία θρήνου, τους ακούγαμε και τους δύο!
Σε λίγα λεπτά κατέφθασαν τραυματιοφορείς μας, βγήκαμε από την πίσω πόρτα του σπιτιού, πήγαμε με αυτοκίνητο σε πρόχειρο σταθμό ιατρικό στην οδό Αγίου Μελετίου. Δέσανε τα τραύματά μας, βάλανε επιδέσμους στα κεφάλια του Βασίλη και του Πέτρου που του επιδέσανε και το δεξί ώμο και του τοποθετήσανε το χέρι σε στηθόδεσμο. Επίσης, επιδέσανε και τα τραύματα του Μήτσου και του Αντωνάκη που ήταν τραυματισμένοι από τα θραύσματα του όλμου στα πόδια τους. Του αγαπημένου 1ου Καπετάνιου μας του Στάθη, όπως μάθαμε, ο όλμος του είχε φάει όλο το πρόσωπο και δεν πρόλαβε να πει κιχ.
Με το αυτοκίνητο του τάγματος, στη συνέχεια, τους Βασίλη και Πέτρο τους πήγαν στο νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας την «Αγία Ολγα». Η κατάσταση εκεί ήταν τραγική, δεν περιγράφεται. Υπήρχε θρήνος και οδυρμός. Ολα τα κρεβάτια ήταν κατειλημμένα, όλοι οι διάδρομοι ήταν πιασμένοι με χτυπημένους πάνω σε ράντζα. Αλλά ήταν και πολλοί χτυπημένοι με κομμένα πόδια, χέρια, τραυματισμένοι στο σώμα. Ηταν στο δάπεδο, πάνω σε κουρελούδες. Οι λυγμοί ήταν συνεχείς από τους πόνους.
Ο Βασίλης είχε βαρύνει πολύ από το θραύσμα που είχε στο κεφάλι. Ο Πέτρος είχε χτυπηθεί επιπόλαια στο κεφάλι από τον όλμο, μόνο τον ενοχλούσε ο ώμος του -η πληγή του ήταν στην κορυφή του και το θραύσμα ήταν μέσα. Τότε με μεγάλο κόπο βασανιστικά αλλά αποφασιστικά έπιασε γιατρούς και νοσοκόμους και εξοικονομήθηκε κρεβάτι για το Βασίλη, τον έβαλε να ξαπλώσει. Ο Πέτρος ήταν ανήσυχος για τον ταγματάρχη του, μέσα στο κακό που γινότανε σ' όλο το νοσοκομείο. Ιδιαίτερα οι χειρουργοί ήταν κλεισμένοι στο χειρουργείο, δουλεύανε εντατικά, χωρίς να παίρνουν ανάσα, να προλάβουν όσους έχουν ανάγκη.
Μπαίνει μέσα, πιάνει τον επικεφαλής χειρουργό σχεδόν από το χέρι, τον Αντώνη Γαρυφαλλίδη. Πήγανε γρήγορα στο Βασίλη. Τον πήρανε και τον έβαλε αμέσως στο χειρουργείο. Ο Πέτρος βγήκε απέξω. Περίμενε, δεν ξέρει πόση ώρα, αγωνιώντας. Οταν ο γιατρός βγήκε έξω κατηφής, χωρίς να μιλήσει κατάλαβε ότι η υπόθεση δεν είχε καμιά ελπίδα, ήταν χαμένη. Τον πήγε, πιάνοντας από το χέρι τον τ/ρχη του, και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι σαν να ήταν κανένα παιδάκι και ξάπλωσε ο Πέτρος μαζεμένος κάτω στα πόδια του.
Τον σ. Πέτρο τον πήρε ο ύπνος δεν ξέρει πόσες ώρες. Τον ξύπνησε ένας αξιωματικός φορώντας τη στολή του, ήταν ο αδελφός του. Ο γιατρός έψαχνε στο νοσοκομείο να βρει τον μικρότερο αδελφό τους, που έμαθε ότι ήταν βαριά χτυπημένος και, αντί αυτόν, ψάχνοντας βρήκε τον μεγαλύτερο, τον Πέτρο. Τον φίλησε και όταν τον είδε να ξυπνάει, του είπε γρήγορα να φύγουνε, γιατί είχε δοθεί διαταγή του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ να γίνει υποχώρηση από την Αθήνα. Ο Πέτρος έφερε αντίρρηση, γιατί δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σ. Βασίλη. Μα καλά, του λέει ο αδελφός του, ο τ/ρχης σου είναι καταδικασμένος πρέπει να χαθείς και συ; Εσύ είσαι γερός, γνωστός αξ/κός του ΕΛΑΣ και οι Χίτες που θα 'ρθούν εδώ θα σε καθαρίσουν. Παρ' όλη την πίεση που δέχτηκε δεν εξαναγκάστηκε να ακολουθήσει τον μεγάλο του αδελφό. Τον άφησε να φύγει μόνο του θυμωμένο, νιώθοντας, ότι δεν υπήρχε κανένα νόημα, που δεν μπόρεσε να τον πάρει μαζί του.
Αξιος ηγέτης
Ο Πέτρος ξανακοιμήθηκε. Ξύπνησε μετά από καμιά ώρα, οπότε είδε, πάλι, τον αδελφό του πάνω από το κεφάλι του - είχε κάνει αρκετό δρόμο πεζοπορία μετάνιωσε και ξαναγύρισε. Σήκωσε τον αδελφό του, τον πήρε μαζί του. Οσον αφορά στο σ. Βασίλη, έμαθε τα νέα μετά όταν γύρισε ο σ. Πέτρος στην Αθήνα. Εμαθε ότι, όταν η σ. Αικατερίνη Προβελέγγιου έμαθε τον τραυματισμό του γιου της πήγε στο νοσοκομείο τον βρήκε και τον πήρε στο σπίτι στην Αθήνα, βαδίζοντας με τα πόδια και με προφυλάξεις. Μετά τον πήγε σε γιατρούς, αλλά δε σωνότανε ο γιος της τραγικής μάνας. Ο σ. Γιώργης, σε καμιά 15αριά μέρες, πέθανε. Ο σ. Γιώργος Προβελέγγιος υπήρξε μάρτυρας της ηρωικής αντίστασης του λαού μας ενάντια στο φασισμό, στα μαύρα χρόνια της κατοχής (1941-1944). Αγνός λαϊκός αγωνιστής - κομμουνιστής, παρά την άσχημη υγεία του, επιτέλεσε το καθήκον του για την επιβίωση του λαού μας και την απελευθέρωση της χώρας από τον καταχτητή, την ντόπια φασιστική ολιγαρχία και τους «συμμάχους» Αγγλους «προστάτες μας».
Ο σ. Γιώργος Προβελέγγιος, μετά το τέλος των σπουδών του (πολιτικός μηχανικός), κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Φοίτησε στη σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και πήρε το βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού στον πόλεμο του '40. Πολέμησε στην Αλβανία και μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επέστρεψε στην οικογένειά του στην Αθήνα που έμενε στην οδό Κεραμεικού, στο Μεταξουργείο. Επέστρεψε από τους τελευταίους, στις 30-5-1941, χτυπημένος από ινώδη φυματίωση και στους δυο πνεύμονες. Παρ' όλα αυτά, πήρε, αμέσως, επαφή με την κομματική του οργάνωση. Αμέσως νοσηλεύτηκε στο Σανατόριο της Πάρνηθας και όταν την κατέλαβαν οι Γερμανοί αναγκάστηκε να φύγει, νοίκιασε ένα σπίτι στη Φιλοθέη για καθαρό αέρα και ανέπτυξε δραστηριότητα στην Εθνική Αντίσταση.
Το '42, κυνηγημένος, έφυγε από το σπίτι με τον αδελφό του Κώστα και μπήκε στο "Σωτηρία" με το ψευδώνυμο Βασίλης Παπαρηγόπουλος, αναπτύσσοντας δράση στο ΕΑΜ. Το '43 εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Αθήνας ως διοικητής του 1ου τάγματος (αναδείχτηκε ικανότατος αξιωματικός στις οδομαχίες της Αθήνας κι εμείς καμαρώναμε, το θεωρούσαμε τιμή ν' αγωνιζόμαστε κάτω από τις διαταγές του.
Σήμερα ζει ο γιος του που πήρε το όνομά του, Γιώργης Προβελέγγιος, του 4ου Συντάγματος της 2ης Ταξιαρχίας του 1ου Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας που καπετάνιος του ήταν ο αείμνηστος Νέστορας (Σπύρος Κωτσάκης που μας άφησε το ντοκουμέντο βιβλίο του, για τον ΕΛΑΣ της Αθήνας).
Αντώνης Αγγελούλης (Βρατσάνος)
Ο θρυλικός αρχιμπουρλοτιέρης του ΕΛΑΣ
Διοικητής της Ταξιαρχίας Σαμποτέρ του ΔΣΕ
«Για τους σαμποταριστές μας δεν υπάρχουνε φραγμοί
Το φανέρωσαν στην πάλη, στα γεφύρια, στη γραμμή.
Τα χέρια κάτω από τη γη, τη γη την πατρική,
εκδίκηση στον κάθε εχθρό, ΕΚΔΙΚΗΣΗ – ΦΩΤΙΑ – ΦΩΤΙΑ!..»
(Από το τραγούδι των μπουρλοτιέρηδων του ΔΣΕ)
Με τη στρατιωτική του καθοδήγηση και δράση έγινε φόβος και τρόμος για τους Γερμανούς καταχτητές στην περιοχή του Ολύμπου και, στη συνέχεια, για τον καθοδηγούμενο από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές κυβερνητικό στρατό στις κορφές του Γράμμου και του Βίτσι. Με την αταλάντευτη πορεία ως το τέλος της ζωής του, μένοντας πιστός στις αρχές και στα ιδανικά για τα οποία δεν δίστασε ποτέ να αναμετρηθεί με τον θάνατο, πέρασε στο πάνθεον των ηρώων του λαϊκού επαναστατικού κινήματος που έμειναν για πάντα ήρωες στη λαϊκή συνείδηση και μνήμη.
Ο Αντώνης Αγγελούλης, ο θρυλικός Βρατσάνος, γεννήθηκε στη Λάρισα το 1919. Την πρώτη του επαφή με τα εκρηκτικά και τις ανατινάξεις την απόχτησε σε πολύ νεαρή ηλικία δουλεύοντας δίπλα στον πατέρα του στα φουρνέλα στο άνοιγμα δρόμων.
Στο αλβανικό μέτωπο πολέμησε γενναία τους Ιταλούς και Γερμανούς εισβολείς, συμμετέχοντας σε σαμποταριστικές ενέργειες ως έφεδρος ανθυπολοχαγός του Μηχανικού – δυναμιτιστής καταστροφών.
Με την κατάρρευση του μετώπου περνάει στις γραμμές της ΕΑΜικής Αντίστασης, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Στον ΕΛΑΣ αποχτά το ψευδώνυμο Βρατσάνος που στην πορεία θα το τιμήσει με σαμποταριστικές επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονταν από βαθιά γνώση, σχεδιασμό, πονηριά, εφευρετικότητα και απαράμιλλο ηρωισμό στην εκτέλεσή τους που προκάλεσαν τεράστιες απώλειες και προβλήματα στον εχθρό. Επιχειρήσεις που οι εκρήξεις τους «ακούστηκαν» μέχρι την Ευρώπη, με την αποτελεσματικότητά τους επηρέασαν την τροπή του πολέμου και ανάγκασαν τους στρατηγούς εχθρών και συμμάχων να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν με θαυμασμό και σεβασμό τους μπουρλοτιέρηδες του ΕΛΑΣ και τον καπετάνιο τους.
«[…]Το μαζικό σαμποτάζ είναι εκδήλωση της ηθικοπολιτικής ανωτερότητας, του μαζικού επαναστατικού ηρωισμού και του υψηλού επιθετικού πνεύματος. Η σωστή ταχτική και τεχνική του χρησιμοποίηση φέρνει μεγάλα ηθικά και υλικά αποτελέσματα. Για το δικό μας Λαϊκό Επαναστατικό Στρατό πρέπει ν’ αποβεί αναπόσπαστο κομμάτι από την ταχτική μας, σύντροφος στην καθημερινή ζωή και δράση μας. […] Όταν όλοι μας κάνουμε στο ακέραιο το καθήκον, εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες και κατακτήσουμε το μαζικό σαμποτάζ, θα εξαναγκάσουμε τον εχθρό να πληρώνει ακριβά κάθε του κίνηση, θα του παραλύσουμε τον κρατικό του μηχανισμό.
Στην ύπαιθρο και στις πόλεις πρέπει να αναπτύξουμε ένα ανελέητο καταστροφικό σαμποτάζ, έναν αμείλιχτο και εξοντωτικό ναρκοπόλεμο. Να τρέμουν οι κάθε λογής δήμιοι, βασανιστές και τρομοκράτες του Λαού, να περνούν εφιαλτικές νύχτες. Ο σαμποταριστικός-ελευθεροσκοπικός κίνδυνος θα τους παρακολουθεί, σε κάθε τους βήμα.[…]»
[Απόσπασμα από το άρθρο του Αντ. Βρατσάνου, Αντισυνταγματάρχη Μηχανικού, ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός, τ. 3, Μάρτης 1949]
Το Τάγμα Μηχανικού Ολύμπου του ΕΛΑΣ με διοικητή τον Βρατσάνο, αποτελούνταν από δύο λόχους σαμποτέρ, έναν λόχο πολυβόλων και 500 άντρες και έδρασε στην περιοχή του Ολύμπου, όπου την περίοδο 1942 – 1944 ανατίναξε συνολικά 48.000 μέτρα σιδηροδρομικών γραμμών, 36 γέφυρες, 47 σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, κατάστρεψε 20 αμαξοστοιχίες γεμάτες έμψυχο δυναμικό και πολεμικό υλικό και 12 ατμομηχανές, διέκοψε τη σιδηροδρομική συγκοινωνία για 1.324 ώρες και προκάλεσε στον εχθρό απώλειες 3.065 αξιωματικών και στρατιωτών.
Κορυφαίο επίτευγμα της αντιστασιακής σαμποταριστικής δράσης του Αντώνη Βρατσάνου είναι η υπό την καθοδήγησή του ανατίναξη από το Τάγμα Μηχανικού, της «Ταχείας 53» (γερμανικής αμαξοστοιχίας που κατευθυνόταν στο Ανατολικό Μέτωπο), στις 23 Φλεβάρη του 1944. Η στρατηγικής σημασίας επιχείρηση αυτή θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα σαμποτάζ στην Ευρώπη κατά των Γερμανών ναζί. Η αμαξοστοιχία ήταν γεμάτη με Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες και η ανατίναξή της στοίχισε στους κατακτητές 450 νεκρούς, μεταξύ των οποίων ένας στρατηγός με το επιτελείο του και 150 αξιωματικοί της Βέρμαχτ. Στην επιχείρηση αυτή ο Βρατσάνος τραυματίζεται σοβαρά από θραύσμα στο κεφάλι και το τραύμα αυτό θα τον ταλαιπωρεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το φανέρωσαν στην πάλη, στα γεφύρια, στη γραμμή.
Τα χέρια κάτω από τη γη, τη γη την πατρική,
εκδίκηση στον κάθε εχθρό, ΕΚΔΙΚΗΣΗ – ΦΩΤΙΑ – ΦΩΤΙΑ!..»
(Από το τραγούδι των μπουρλοτιέρηδων του ΔΣΕ)
Με τη στρατιωτική του καθοδήγηση και δράση έγινε φόβος και τρόμος για τους Γερμανούς καταχτητές στην περιοχή του Ολύμπου και, στη συνέχεια, για τον καθοδηγούμενο από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές κυβερνητικό στρατό στις κορφές του Γράμμου και του Βίτσι. Με την αταλάντευτη πορεία ως το τέλος της ζωής του, μένοντας πιστός στις αρχές και στα ιδανικά για τα οποία δεν δίστασε ποτέ να αναμετρηθεί με τον θάνατο, πέρασε στο πάνθεον των ηρώων του λαϊκού επαναστατικού κινήματος που έμειναν για πάντα ήρωες στη λαϊκή συνείδηση και μνήμη.
Ο Αντώνης Αγγελούλης, ο θρυλικός Βρατσάνος, γεννήθηκε στη Λάρισα το 1919. Την πρώτη του επαφή με τα εκρηκτικά και τις ανατινάξεις την απόχτησε σε πολύ νεαρή ηλικία δουλεύοντας δίπλα στον πατέρα του στα φουρνέλα στο άνοιγμα δρόμων.
Στο αλβανικό μέτωπο πολέμησε γενναία τους Ιταλούς και Γερμανούς εισβολείς, συμμετέχοντας σε σαμποταριστικές ενέργειες ως έφεδρος ανθυπολοχαγός του Μηχανικού – δυναμιτιστής καταστροφών.
Με την κατάρρευση του μετώπου περνάει στις γραμμές της ΕΑΜικής Αντίστασης, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Στον ΕΛΑΣ αποχτά το ψευδώνυμο Βρατσάνος που στην πορεία θα το τιμήσει με σαμποταριστικές επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονταν από βαθιά γνώση, σχεδιασμό, πονηριά, εφευρετικότητα και απαράμιλλο ηρωισμό στην εκτέλεσή τους που προκάλεσαν τεράστιες απώλειες και προβλήματα στον εχθρό. Επιχειρήσεις που οι εκρήξεις τους «ακούστηκαν» μέχρι την Ευρώπη, με την αποτελεσματικότητά τους επηρέασαν την τροπή του πολέμου και ανάγκασαν τους στρατηγούς εχθρών και συμμάχων να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν με θαυμασμό και σεβασμό τους μπουρλοτιέρηδες του ΕΛΑΣ και τον καπετάνιο τους.
«[…]Το μαζικό σαμποτάζ είναι εκδήλωση της ηθικοπολιτικής ανωτερότητας, του μαζικού επαναστατικού ηρωισμού και του υψηλού επιθετικού πνεύματος. Η σωστή ταχτική και τεχνική του χρησιμοποίηση φέρνει μεγάλα ηθικά και υλικά αποτελέσματα. Για το δικό μας Λαϊκό Επαναστατικό Στρατό πρέπει ν’ αποβεί αναπόσπαστο κομμάτι από την ταχτική μας, σύντροφος στην καθημερινή ζωή και δράση μας. […] Όταν όλοι μας κάνουμε στο ακέραιο το καθήκον, εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες και κατακτήσουμε το μαζικό σαμποτάζ, θα εξαναγκάσουμε τον εχθρό να πληρώνει ακριβά κάθε του κίνηση, θα του παραλύσουμε τον κρατικό του μηχανισμό.
Στην ύπαιθρο και στις πόλεις πρέπει να αναπτύξουμε ένα ανελέητο καταστροφικό σαμποτάζ, έναν αμείλιχτο και εξοντωτικό ναρκοπόλεμο. Να τρέμουν οι κάθε λογής δήμιοι, βασανιστές και τρομοκράτες του Λαού, να περνούν εφιαλτικές νύχτες. Ο σαμποταριστικός-ελευθεροσκοπικός κίνδυνος θα τους παρακολουθεί, σε κάθε τους βήμα.[…]»
[Απόσπασμα από το άρθρο του Αντ. Βρατσάνου, Αντισυνταγματάρχη Μηχανικού, ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός, τ. 3, Μάρτης 1949]
Το Τάγμα Μηχανικού Ολύμπου του ΕΛΑΣ με διοικητή τον Βρατσάνο, αποτελούνταν από δύο λόχους σαμποτέρ, έναν λόχο πολυβόλων και 500 άντρες και έδρασε στην περιοχή του Ολύμπου, όπου την περίοδο 1942 – 1944 ανατίναξε συνολικά 48.000 μέτρα σιδηροδρομικών γραμμών, 36 γέφυρες, 47 σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, κατάστρεψε 20 αμαξοστοιχίες γεμάτες έμψυχο δυναμικό και πολεμικό υλικό και 12 ατμομηχανές, διέκοψε τη σιδηροδρομική συγκοινωνία για 1.324 ώρες και προκάλεσε στον εχθρό απώλειες 3.065 αξιωματικών και στρατιωτών.
Κορυφαίο επίτευγμα της αντιστασιακής σαμποταριστικής δράσης του Αντώνη Βρατσάνου είναι η υπό την καθοδήγησή του ανατίναξη από το Τάγμα Μηχανικού, της «Ταχείας 53» (γερμανικής αμαξοστοιχίας που κατευθυνόταν στο Ανατολικό Μέτωπο), στις 23 Φλεβάρη του 1944. Η στρατηγικής σημασίας επιχείρηση αυτή θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα σαμποτάζ στην Ευρώπη κατά των Γερμανών ναζί. Η αμαξοστοιχία ήταν γεμάτη με Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες και η ανατίναξή της στοίχισε στους κατακτητές 450 νεκρούς, μεταξύ των οποίων ένας στρατηγός με το επιτελείο του και 150 αξιωματικοί της Βέρμαχτ. Στην επιχείρηση αυτή ο Βρατσάνος τραυματίζεται σοβαρά από θραύσμα στο κεφάλι και το τραύμα αυτό θα τον ταλαιπωρεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Για να πραγματοποιηθούν τα σπουδαία αυτά κατορθώματα, έδωσαν τη ζωή τους τριάντα από τα καλύτερα παλικάρια του μηχανικού και τέσσερα του πεζικού. Σαράντα δύο τραυματίστηκαν και πέντε έμειναν σακάτηδες. Πολλοί άλλοι, που ξεπερνούν τους εκατόν πενήντα, βρίσκονται σε κατάσταση προφυματική και πάσχουν από πλευρίτιδες, που τις άρπαξαν σε ολονύχτιες ενέδρες, κάτω από βροχές και χιονοθύελλες, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Σήμερα αργοπεθαίνουν στα χωριά τους, χωρίς καμιά κρατική περίθαλψη και στοργή. Και δε φτάνει αυτό. Τα «εθνικά κομιτάτα», οι σούρληδες, οι εασαδίτες, που γέμισαν την εθνοφυλακή, τους δέρνουν και τους κάνουν λιώμα το κεφάλι στο πεζοδρόμιο με το τακούνι των παπουτσιών τους», θα γράψει το 1944 ο Βρατσάνος στο βιβλίο του «Βροντάει ο Όλυμπος», όπου περιγράφει τη δράση του Τάγματος Μηχανικού Ολύμπου και παράλληλα καταγγέλλει την τρομοκρατία του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος και την παραχάραξη της ιστορίας της Αντίστασης από την αντίδραση και τους Άγγλους ιμπεριαλιστές.
Για την ανατίναξη της «Ταχείας 53» και τα άλλα στρατιωτικά κατορθώματά του, ο Αντώνης Βρατσάνος παρασημοφορήθηκε από τον στρατάρχη Χάρολντ Αλεξάντερ, διοικητή των δυνάμεων της Μέσης Ανατολής και Ανώτατο Διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου. Όμως, μετά την απελευθέρωση, σε μια «ασυνήθιστη» πράξη, ξένη προς τα «πρωτόκολλα» της βρετανικής αυτοκρατορίας, ο Βρατσάνος επισκέπτεται την αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα και επιστρέφει τις τιμές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα, καταγγέλλοντας το μεταβαρκιζιανό κράτος που καταδιώκει και εξασκεί φονική βία στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Η περήφανη αυτή πράξη του ήταν το προοίμιο αυτού που θα ακολουθούσε: Τον Ιούλη του 1946 ο Αντώνης Βρατσάνος βρίσκεται ξανά στην πρώτη γραμμή του ένοπλου αγώνα, αυτή τη φορά κατά της νέας αγγλοαμερικάνικης κατοχής.
Για την ανατίναξη της «Ταχείας 53» και τα άλλα στρατιωτικά κατορθώματά του, ο Αντώνης Βρατσάνος παρασημοφορήθηκε από τον στρατάρχη Χάρολντ Αλεξάντερ, διοικητή των δυνάμεων της Μέσης Ανατολής και Ανώτατο Διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου. Όμως, μετά την απελευθέρωση, σε μια «ασυνήθιστη» πράξη, ξένη προς τα «πρωτόκολλα» της βρετανικής αυτοκρατορίας, ο Βρατσάνος επισκέπτεται την αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα και επιστρέφει τις τιμές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα, καταγγέλλοντας το μεταβαρκιζιανό κράτος που καταδιώκει και εξασκεί φονική βία στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Η περήφανη αυτή πράξη του ήταν το προοίμιο αυτού που θα ακολουθούσε: Τον Ιούλη του 1946 ο Αντώνης Βρατσάνος βρίσκεται ξανά στην πρώτη γραμμή του ένοπλου αγώνα, αυτή τη φορά κατά της νέας αγγλοαμερικάνικης κατοχής.
«Τα άρματα μάχης και θωρακισμένα οχήματα είναι μέσα αναγνώρισης, διείσδυσης και διάσπασης του αμυντικού συστήματος. Ακόμα, χρησιμοποιούνται και σαν μέσα συνοδείας, κάλυψης και παρατήρησης.
Με τη σύγχρονη τεχνική τους βελτίωση, την ενίσχυση του θώρακα και του οπλισμού τους, απόχτησαν στο πεδίο της μάχης μια υπεροχή, που πολλές φορές ξεπερνά τα όρια της πραγματικής πολεμικής τους αξίας. Η υπεροχή αυτή, γίνεται περισσότερο αισθητή κι έχει σοβαρή επίδραση πάνω στο ηθικό των μαχητών, που δεν γνωρίζουν τις ιδιότητες και τους τρόπους αντιμετώπισης των Α. Μάχης.
Για μαχητές όμως, που έχουν εξασκηθεί στην καταπολέμησή τους και είναι αποφασισμένοι ν’ αντισταθούν, χάνουν αρκετές απ’ τις μαχητικές τους ικανότητες και περιορίζουν τις θεαματικές επιδείξεις τους.
Από τη ζωή και τη δράση του Δ.Σ. έχουμε πολλά παραδείγματα, που δείχνουν πως στη μορφή αυτή του αγώνα, καθυστερούμε σοβαρά. Το άρθρο μας αυτό, έχει σκοπό, να βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των Α. Μάχης και να εξοπλίσει τους μαχητές και τα στελέχη μας με τις στοιχειώδεις γνώσεις, για τις τεχνικές και ταχτικές τους ιδιότητες ώστε να τα πλησιάζουν και να τα καταστρέφουν με τέχνη και πονηριά, γνωρίζοντας τα αδύνατα και τρωτά τους σημεία.»
[Η εισαγωγή του άρθρου του Αντ. Βρατσάνου, Αντισυνταγματάρχη Μηχανικού, Ο ΑΝΤΙΑΡΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός, τ. 7, Ιούλης 1948. Το σχεδιάγραμμα από το ίδιο άρθρο.]
Στις 6 Οκτώβρη του 1947, με απόφαση του Αρχηγείου Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας του ΔΣΕ, ιδρύεται η Σχολή Αξιωματικών Μηχανικού-Σαμποτέρ του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΜΓΑ) του ΔΣΕ. Με την ίδια διαταγή ο Βρατσάνος που ήταν μέλος του Γενικού Αρχηγείου τοποθετείται διευθυντής της Σχολής.
Ο Δημήτρης Κατσής, μαθητής στη β΄ σειρά της ΣΑΜΓΑ (και αργότερα εκπαιδευτής ο ίδιος στη γ΄ σειρά), που θα συνδέσει την πολεμική του δράση με τη διοίκηση του Βρατσάνου και θα φτάσει να γίνει διοικητής τάγματος σαμποτέρ, θα γράψει στα απομνημονεύματά του για τον διοικητή του: «Ο Αντώνης Βρατσάνος ήταν ο αναγνωρισμένος ηγήτορας των σαμποταρι-στικών σχηματισμών του ΔΣΕ. Αγνός αξιωματικός λαϊκού τύπου με εξαιρετικές στρατιωτικές και διοικητικές ικανότητες, με υπέροχο ταλέντο και άρτια κατάρτιση μηχανικού μπουρλοτιέρη, με τεράστια πολεμική και σαμποταριστική εμπειρία στο παρελθόν. Η θαυμάσια και λαμπρή δράση των τμημάτων μηχανικού του Ολύμπου στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης συνδέονταν με το όνομα του. Ήταν ένας απ’ τους πιο δημοφιλείς ηγέτες του ΔΣΕ και δίκαια έχαιρε της μεγάλης εκτίμησης όχι μονάχα ανάμεσα στους σαμποταριστές, αλλά και σε όλους τους μαχητές και διοικητές του ΔΣΕ. Αυτοί που έζησαν μαζί του, γνωρίζουν ότι ο Βρατσάνος στο κάθε του βήμα, στον πόλεμο, την εκπαίδευση, την πορεία, την ανάπαυλα, στις πιο δύσκολες στιγμές της αντάρτικης ζωής, παντού δεν άφηνε στιγμή που να μην εμπνέει τους κατώτερούς του με τα παράδειγμα των καλύτερων επαναστατικών παραδόσεων του λαού μας.»
Το Μηχανικό ή σαμποτέρ ήταν επίλεκτα τμήματα εξειδικευμένα σε διάφορα όπλα και εκρηκτικές ύλες. Εκτός του συνηθισμένου οπλισμού είχαν στη διάθεσή τους δυναμίτη, νάρκες, τα φοβερά και τρομερά αντιαρματικά πάντζερ-φάου και τα αποτελεσματικά αγγλικά πίατ, εύφλεκτες ύλες, καλώδια κλπ. Η δουλειά των σαμποτέρ ήταν πολύ επικίνδυνη και απαιτούσε από τους μαχητές και τις μαχήτριες, εκτός από ανδρεία και πνεύμα αυτοθυσίας, εφευρετικότητα και επιδεξιότητα, καθώς και ειδικές ικανότητες που αποχτιόνταν με καλή εκπαίδευση. Στην εκπαίδευση σημαντική συμβολή κατείχαν οι σχετικές εκδόσεις και η αρθρογραφία που λάβαινε χώρα στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» και σε άλλα έντυπα του ΔΣΕ.
Ο Αντώνης Αγγελούλης (Βρατσάνος) εκτός από καταξιωμένος διοικητής ήταν και ένας ακούραστος συγγραφέας. Ανάμεσα στις συνεχείς πορείες και μάχες πάντα εκμεταλλευόταν τον λιγοστό «ελεύθερο» χρόνο για να γράψει εγχειρίδια και άρθρα που έδιναν πολύτιμη βοήθεια στους αξιωματικούς και μαχητές σαμποταριστές του ΔΣΕ.
Τον Γενάρη του 1948 κυκλοφόρησε η μπροσούρα του με τίτλο «Βοήθημα Καταστροφών-Ναρκοπολέμου», ένα βιβλίο πολύ χρήσιμο για τους αξιωματικούς και μαχητές των μονάδων σαμποτέρ. Παράλληλα, εξειδικευμένα άρθρα του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» την περίοδο 1948-49.
«Είναι ολοφάνερο, πως από τη φύση του όπλου και τη σοβαρότητα της αποστολής του το Μηχανικό είναι ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες που σε συνεργασία και με τα άλλα όπλα συντελεί στο κέρδισμα της μάχης. Ιδιαίτερα στον ανταρτοπόλεμο, οι καταστροφές και ο ναρκοπόλεμος έχουν ξεχωριστή σημασία. Η πείρα του Εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, καθώς και όλων των κινημάτων αντίστασης στις κατεχόμενες χώρες απόδειξε πως τα σαμποτάζ και η συστηματική εξάρθρωση και παρενόχληση των συγκοινωνιών του εχθρού, εκτός από τις σοβαρές απώλειες σε έμψυχο υλικό και μηχανικά μέσα, εμποδίζουν τον ανεφοδιασμό, την μεταφορά ενισχύσεων, απομονώνουν τον εχθρό από τις βάσεις του, φέρνουν κλονισμό στα νεύρα του και εξασκούν σοβαρή επίδραση στην κατάπτωση του ηθικού του.
[…] Οι Λαϊκοί αγωνιστές που παλεύουν μέσα απ’ τις γραμμές του Δημοκρατικού μας Στρατού με την ιδιότητα του Δυναμιτιστή, πρέπει νάχουν βαθιά συναίσθηση της σοβαρότητας της αποστολής τους. Η αποφασιστικότητα, η παλικαριά, η περιφρόνηση μπροστά στον κίνδυνο και η βαθιά προσήλωση στην εκπλήρωση του μαχητικού καθήκοντος, είναι συστατικά στοιχεία, που συγκροτούν τον Δυναμιτιστή του Λαϊκού μας Στρατού και που θα πρέπει παράλληλα και δίχως άλλο να συμβαδίζουν με την επίμονη εξάσκηση για την τεχνική κατάρτιση και προπαρασκευή του στην εκτέλεση των καταστροφών.»
[Αντώνη Αγγελούλη (Βρατσάνου), ΒΟΗΘΗΜΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ – ΝΑΡΚΟΠΟΛΕΜΟΥ, Γενικό Αρχηγείο ΔΣΕ, 1947]
Τμήματα Μηχανικού ή σαμποτέρ δρούσαν σε όλες τις μονάδες του ΔΣΕ: ομάδες, διμοιρίες, λόχοι, τάγματα. Τον Απρίλη του 1949 δημιουργήθηκε με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ η Ταξιαρχία Μηχανικού – Σαμποτέρ με διοικητή τον συνταγματάρχη Αντώνη Αγγελούλη (Βρατσάνο). Τη σημασία των μονάδων του Μηχανικού-σαμποτέρ εξάρουν οι ίδιοι οι στρατηγοί του κυβερνητικού στρατού που στις αναφορές τους στο Γενικό Επιτελείο παραδέχτηκαν την αποτελεσματική δράση τους και ότι το 50% των απωλειών των δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού οφειλόταν στο ναρκοπόλεμο.
Με την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού ο Βρατσάνος βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στην πρωτεύουσα της ΣΣΔ του Ουζμπεκιστάν, Τασκένδη. Εκεί, μετά την 6η Ολομέλεια το 1956 διαγράφεται από το ΚΚΕ. Στη συνέχεια μεταβαίνει στη Ρουμανία. Θα ζήσει συνολικά 33 χρόνια στην αναγκαστική υπερορία, χωρίς να αποχωριστεί τις ιδέες του και τους συναγωνιστές του.
Ο Αντώνης Βρατσάνος από τη Ρουμανία αγωνίστηκε ακατάπαυστα για τον ελεύθερο, χωρίς όρους, επαναπατρισμό όλων των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που είχαν καταφύγει στις Λαϊκές Δημοκρατίες μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και που η μισαλλοδοξία των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων κρατούσε μακριά από την πατρίδα.
Επίμονος ερευνητής ιστορικών στοιχείων από τα χρόνια της Αντίστασης, θα ταξιδέψει σε ξένες χώρες και θα ερευνήσει τα αρχεία του πολέμου. Πνεύμα ανήσυχο και ανυπόταχτο, με επιστολές και άλλες δημόσιες παρεμβάσεις του θα καταγγέλλει όταν χρειάζεται την παραπληροφόρηση και θα αποκαθιστά πάντα με αδιάσειστα στοιχεία την στρεβλή παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων από τους «σύγχρονους» ιστορικούς και δημοσιολογούντες.
«Όπως πάντα, έτσι κι αυτή τη φορά δεν ξέχασε να μας υπενθυμίσει και να υπογραμμίσει (σ.σ. ο Βρατσάνος) ό,τι είχε σχέση με την καλή συμπεριφορά μας στην πορεία, την πειθαρχία του τμήματος, την ατομική και ομαδική του εμφάνιση και γενικά την κάθε μας εκδήλωση. Ότι η κίνησή μας θα πρέπει να είναι υποδειγματική, ώστε το πέρασμά μας να δημιουργεί παντού τις καλύτερες εντυπώσεις στο λαό της περιοχής και στ’ άλλα αντάρτικα τμήματα. Το πέρασμα των σαμποταριστικών σχηματισμών να προκαλεί δικαιολογημένα τη χαρά και τον ενθουσιασμό των πάντων, ότι οι μπουρλοτιέρηδες θα πρέπει να ξεχωρίζουν με το καλό παράδειγμά τους απ’ όλα τα άλλα τμήματα, στον πόλεμο, την πειθαρχία, την εμφάνισή τους, την άριστη συμπεριφορά απέναντι στη ψυχαγωγία.
Ο διοικητής μας πάντα επιδίωκε και το πετύχαινε τα τμήματα του σαμποτέρ να ξεχωρίζουν απ’ την καλή πλευρά, να αποτελούν το υπόδειγμα ανάμεσα στους άλλους αντάρτικους σχηματισμούς. Η ψυχαγωγία των τμημάτων, οι ομαδικοί χοροί, τα επαναστατικά τραγούδια να είναι παντοτινό φαινόμενο στο τμήμα. Αυτές οι επαναστατικές ιδέες, συνταγή του διοικητή, έγιναν για μας τους νεαρούς αξιωματικούς και διοικητές των μελλοντικών σαμποταριστικών σχηματισμών κτήμα στην κατοπινή καθημερινή συμπεριφορά μας. Για τη συμπεριφορά των σαμποταριστικών σχηματισμών, για τη μαχητική τους διάκριση στις μάχες συχνά ακούγονταν τα λόγια: «Περνάει το τμήμα των σαμποτέρ». «Την αποστολή αυτή την ανέλαβαν οι σαμποταριστές». «Εδώ έχουν διάταξη οι λεβέντες του Βρατσάνου» κ.λ.π., κ.λ.π.»
[Δημήτρη Ν. Κατσή, ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΔΣΕ 1946-1949, Β΄τόμος, 1998]
Ο Αντώνης Αγγελούλης, ο θρυλικός αρχιμπουλοτιέρης Βρατσάνος, ανήκε στη «δρακογενιά» των επαναστατών-λαϊκών αγωνιστών που έφυγαν από τη ζωή χωρίς να δει και να ζήσει ο ίδιος την ουσιαστική αναγνώριση και αποκατάσταση από τη μεριά της πολιτείας των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης και της εποποιίας του ΔΣΕ. Σε μια ακόμα συμβολική πράξη διαμαρτυρίας και καταγγελίας, όταν επαναπατρίστηκε αρνήθηκε να κάνει αίτηση για αναγνώριση από την πολιτεία της αντιστασιακής του δράσης.
Στις 25 Νοέμβρη του 2008, από το κρεβάτι ενός νοσοκομείου, κίνησε για το τελευταίο ταξίδι του, όπως πορεύτηκε στην πολυκύμαντη ζωή του: περήφανος και αξιοπρεπής, ήσυχος «όπως εκείνος που ’χει κάνει το καθήκον του». Δίχως να χαρεί τη δικαίωση των αγώνων και των θυσιών όλων εκείνων που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της λεύτερης και σοσιαλιστικής πατρίδας. Αφήνοντας βαριά και τίμια παρακαταθήκη το μπαρούτι και τα γραφτά του στις γενιές που κρατούν αναμμένο το φιτίλι του αγώνα.
*Ατέχνως & Οικοδόμος*
Στις 25 Νοέμβρη του 2008, από το κρεβάτι ενός νοσοκομείου, κίνησε για το τελευταίο ταξίδι του, όπως πορεύτηκε στην πολυκύμαντη ζωή του: περήφανος και αξιοπρεπής, ήσυχος «όπως εκείνος που ’χει κάνει το καθήκον του». Δίχως να χαρεί τη δικαίωση των αγώνων και των θυσιών όλων εκείνων που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της λεύτερης και σοσιαλιστικής πατρίδας. Αφήνοντας βαριά και τίμια παρακαταθήκη το μπαρούτι και τα γραφτά του στις γενιές που κρατούν αναμμένο το φιτίλι του αγώνα.
*Ατέχνως & Οικοδόμος*
Στέλεχος της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης - Ακίνδυνος Αλβανός
Παραθέτουμε αποσπάσματα της απολογίας που έδωσε στους στρατοδίκες μια εμβληματική μορφή του κομμουνιστικού κινήματος, το στέλεχος της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης, Ακίνδυνος Αλβανός (το συνωμοτικό του όνομα ήταν «Γιώργης»).
Ο Α. Αλβανός ήταν 38 ετών, και καταγόταν από την Αγία Παρασκευή Μυτιλήνης. Εργάτης λατομείου, μετέπειτα (το 1945) Νομάρχης Βέροιας. Μέλος του ΚΚΕ από το 1932. Φυλακισμένος στην Ακροναυπλία, δραπέτευσε στα 1943. Τομεάρχης στον Ανατολικό Τομέα, ενώ υπήρξε η «ψυχή» της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης.
Μέσα από την «απολογία» του –που ουσιαστικά ήταν μια καταγγελία του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος και των ξένων προστατών του- ξεδιπλώνετε όλη η πολιτική κατάσταση της εποχής.
Αποσπάσματα, λοιπόν απ’ την κατάθεση του Ακίνδυνου Αλβανού:
Πρόεδρος: Κατηγορούμενε, γνωρίζεις την κατηγορία σου. Τι απολογείσαι;
Κατηγορούμενος: «Είμαι από το χωριό Αγία Παρασκευή Μυτιλήνης. Το 1932 οργανώθηκα στο ΚΚΕ γιατί είναι κόμμα της εργατικής τάξης. Είμαι εργάτης και συλλογικά ανήκω σ’ αυτό. Από τότε που οργανώθηκα στο κόμμα, με την καθοδήγησή του, πάλεψα για την εξυπηρέτηση του εργαζόμενου λαού και για ζητήματα του χωριού, κυρίως για τους ακτήμονες. Σαν πρόεδρος του Συνεταιρισμού ακτημόνων, πάλεψα να πάρω τα τσιφλίκια, τα ανταλλάξιμα. Η δουλειά μου αυτή χαρακτηρίστηκε αναρχική και εκτοπίστηκα ένα χρόνο στη Σύκινο. Πάλεψα επίσης ενάντια στους φόρους και τους φοροεισπράκτορες που έρχονται και πανικοβάλλουν τον κόσμο. Παλέψαμε για την αναστολή των ενταλμάτων, για να τα πληρώσουν οι αγρότες όταν θα έχουν συγκομιδή.
Η αναστολή πέτυχε, αλλά εγώ φυλακίστηκα επτά μήνες για αντίσταση κατά της αρχής. Οι δυο φυλακίσεις μου δεν προήλθαν από την προσπάθειά μου να ευνοήσω το άτομό μου, αλλά γιατί πάλευα για την καλυτέρευση της ζωής της τάξης που υπηρετεί το συμφέρον του λαού, γιατί έτσι θα βελτίωνα και το ατομικό μου συμφέρον.
Την 4η Αυγούστου περνώ όλα τα βασανιστήρια της Ασφάλειας και κλείνομαι στο κάτεργο της Ακροναυπλίας, στην Ελληνική Βαστίλη. Με έκλεισαν μέσα επ’ άριστον, έως ότου κάνω δήλωση.
Κάθισα επτά χρόνια. Δεν αναγνώρισα την κυβέρνηση. Δεν αποκήρυξα τον κομμουνισμό, γιατί πίστευα και πιστεύω ότι μονάχα μ’ αυτόν θα ζήσει ο λαός την καλυτέρευση της ζωής που περιμένει.
Μέσα στην Ακροναυπλία ήμασταν αρκετοί κομμουνιστές, περίπου χίλιοι. Όμως, απ’ όσους πέρασαν, μόνο εξακόσιοι επιβίωσαν. Οι άλλοι πέθαναν από φυματίωση και άλλες αρρώστιες.
Όταν μας χτύπησε ο Ιταλικός φασισμός, και εισέβαλαν στην πατρίδα μας, ζητήσαμε από την κυβέρνηση να μας βγάλει για να πολεμήσουμε. Κάναμε υπόμνημα όλοι οι φυλακισμένοι γι’ αυτό το σκοπό. Αντί γι’ αυτό, ενίσχυσαν τη φρουρά και μας φύλαγαν ακόμη πιο σίγουρα.
Στο μέτωπο πολέμησαν δυο αδέλφια μου. Ο ένας σκοτώθηκε.
Εδώ πρέπει να τονίσω και το ανοιχτό γράμμα του αρχηγού Νίκου Ζαχαριάδη, που καλούσε τον ελληνικό λαό, τους κομμουνιστές και κάθε σπίτι, να γίνει φρούριο για να διώξουν τον εισβολέα. Και αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει τους κομμουνιστές. Αναγνωρίσαμε την κυβέρνηση, παρόλο που μας είχε μέσα. Θέλαμε να πολεμήσουμε για την πατρίδα. Αυτό το τονίζω, γιατί δείχνει τον πατριωτισμό των κομμουνιστών και για να δείξω ότι δεν ήμασταν όπως θέλουν να μας χαρακτηρίζουν.
Η φρουρά έρχεται σε επαφή με τους πρώτους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που ήρθαν, με σκοπό να μας παραδίνει έναν-έναν.
Μας φύλαγαν χωροφύλακες, παρά τους βομβαρδισμούς που γίνονταν στο λιμάνι. Οι βομβαρδισμοί ήταν συχνοί επειδή έφευγαν από κει τα Αγγλικά πλοία. Παρέδωσαν στους Γερμανούς δυο χιλιάδες κομμουνιστές στις φυλακές, στα ξερονήσια και στα στρατόπεδα και τον αρχηγό μας, Νίκο Ζαχαριάδη, από την Ασφάλεια. Όταν ήρθαν και άλλα στρατεύματα και οι Ιταλοί οχύρωσαν το μέρος, επειδή ήταν λιμάνι και για να μην κάνουν αποβίβαση οι Εγγλέζοι, διέλυσαν το στρατόπεδο κι εμάς, που ήμασταν μέσα στα οχυρά, μας έστειλαν όλους σε άλλα στρατόπεδα. Μάλιστα έβγαλαν άτομα από τα στρατόπεδα και τα τουφέκισαν, γιατί έγιναν σαμποτάζ από το ΕΑΜ σε ένα εργοστάσιο.
Εμένα μαζί με άλλους μας μετέφεραν στη «Σωτηρία», σε ένα ξεχωριστό μέρος που είχαν κάνει σαν φυλακή και μας φύλαγαν εκεί. Δε βγαίναμε καθόλου. Αυτή η δουλειά γίνεται το 1943. Κάθισα εκεί δυο μήνες και με τη βοήθεια του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Αθηνών, δραπετεύσαμε και φύγαμε, καθείς για εκεί που τον καλούσε το καθήκον.
Εγώ μαζί με άλλους, τράβηξα για τη Μακεδονία και ανέβηκα στην ελεύθερη Ελλάδα. Οργάνωσα το νοσοκομείο ανταρτών στο χωριό Αβδέλλες και από κει πέρασα στη Βέροια, στο Γιδά, στη Νάουσα, κλπ.
Εδώ πρέπει να τονίσω πως σ’ αυτή την περίοδο, με την εισβολή των κατακτητών, παρουσιάζεται κατάσταση πανικού και ο λαός δεν ξέρει από ποιον να ζητήσει συμβολή, τι πρέπει να κάνει. Η κυβέρνηση με το βασιλιά και την ακολουθία της, τραβάνε για το Κάιρο. Άλλοι πλουτοκράτες κοιτάνε να γλιτώσουν. Άλλη μερίδα έχει μια παθητικότητα και δίνει μια απογοήτευση στο λαό. Άλλη μερίδα είναι φασιστική, όπως η 5η φάλαγγα που πρόδωσε και το στρατ».
Πρόεδρος: Να περιοριστείς στις κατηγορίες σου. Αυτά δεν ενδιαφέρουν την υπόθεση.
Κατηγορούμενος: Εννοώ τον Τσολάκογλου. Η κατάσταση εξελίσσεται έτσι, ώστε οι κομμουνιστές και τα άλλα μικρά κόμματα, που αποτελούνται από γνήσιους πατριώτες, να δίνουν θάρρος στο λαό, για την επίθεση και την απελευθέρωση του τόπου. Έχουμε ένα σωρό αγώνες να απαριθμήσουμε.
Εδώ, δυστυχώς, όταν ακούσουν ότι κάποιος είναι ΕΑΜίτης, φτάνει για να τον χαρακτηρίσουν δεν ξέρω κι εγώ πως. Και από τους συγκατηγορούμενούς μου, παρατήρησα ότι ντρέπονται και φοβούνται να το πουν. Το ΕΑΜ δεν ήταν κόμμα. Ήταν εθνικός συνασπισμός. Και συγκέντρωνε κόσμο από όλα τα στρώματα του λαού, από τον εργάτη, αγρότη, βιοτέχνη, επιστήμονα, μέχρι τον κληρικό. Και είδαμε στο Εθνικό Συμβούλιο πως αντιπροσωπευόταν.
Εκτός από το ΕΑΜ, υπήρχε και το μαχητικό μέρος του, ο ΕΛΑΣ. Εδώ κατηγορήθηκε ο ΕΛΑΣ ότι δεν πολέμησε, αλλά ότι έριξε μόνο μερικές πιστολιές. Αυτό είναι ντροπή για το κίνημα Εθνικής Αντίστασης της Ελλάδας, που φημίζεται στο εξωτερικό».
Πρόεδρος: Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κατηγορία σου;
Κατηγορούμενος: Παρέλειψα να απαντήσω στο μάρτυρα Σκουλαρίκη και να του πω ότι η κυβέρνηση, φεύγοντας από δω, είχε δώσει εντολή να κρύψουν τους φακέλους των κομμουνιστών.
Όχι μόνο δεν έγινε αυτό, αλλά επιπλέον τους παρέδωσαν στους Γερμανούς και εδώ έχουν τη φωτογραφία μου στην Ασφάλεια.
Το 1943 έρχομαι στη Μακεδονία. Ο κάμπος του Γιδά ήταν η μόνη περιφέρεια που είχε απ’ όλες τις παρατάξεις. Και όλα τα στρατεύματα των κατακτητών περνούσαν από κει, όταν έπρεπε να κινηθούν στα μετόπισθεν. Δεν είναι μικρό πράγμα ότι η περιφέρεια της Βέροιας βαστά όλη τη Μακεδονία. Και όπως τη βαστά, μπορεί να αντιμετωπίσει όποιον περάσει και όποιον θέλει να τραβήξει παραπέρα. Γι’ αυτό και η περιφέρεια είχε μεγάλη σημασία. Σ’ αυτήν πήγα κι εγώ. Θα σας πω τη δράση μου εκεί.
Στην Κρύα Βρύση ήταν ο Πούλος, ο οποίος εξορμούσε σ’ όλο τον κάμπο και λεηλατούσε τα πάντα.
Ήταν και ο Μιχάλ-Αγάς που έκανε το ίδιο. Ήταν από την άλλη μεριά και ο Κισσά –Μπαζάκ, που έκανε την ίδια δουλειά, όπως η Π.Α.Ο, που διαλύθηκε.
Ειδικότερα για τους κομμουνιστές έχει μιλήσει ο ίδιος ο Τσόρτσιλ. Μίλησε για το ελληνικό μικρό, πατριωτικό κομμουνιστικό κόμμα. Φυσικά, τώρα το αρνούνται. Παρουσιάζουν τα πράγματα όποτε θέλουν έτσι και όποτε θέλουν αλλιώς. Όπως τον ΕΛΑΣ, ο οποίος πήρε συγχαρητήρια από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και έδωσε ένα σωρό μάχες με τους Γερμανούς. Στο τέλος είπαν ότι έγινε κομματικός αγώνας. Μετά την απελευθέρωση δε θα πούμε για την Εθνική Κυβέρνηση.
Πρόεδρος: Αυτά δε μας ενδιαφέρουν.
Κατηγορούμενος: Ωστόσο πρέπει να ξέρετε ότι φαγώθηκαν όλα τα ψώνια στο Λίβανο και κατέβηκε η αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ που έκανε το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης και τα υπουργεία περιορίστηκαν σε επτά μόνο. Παρ’ όλα αυτά, εμείς, με τον πατριωτισμό μας, που δε θέλαμε να γίνει εμφύλιος πόλεμος, δεχτήκαμε με επτά υπουργεία να γίνει Εθνική Κυβέρνηση, για να περάσουμε ομαλά στην πολιτική ζωή, χωρίς αιματοχυσία. Είναι γνωστά τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Δεν ήμασταν εμείς που τα προκαλέσαμε.
Πρόεδρος: Κάνεις απολογία δική σου ή του ΕΑΜ;
Κατηγορούμενος: Είπατε πολλές περικοκλάδες, γι’ αυτό απαντώ. Η κατηγορία προέρχεται ύστερα από μια κατάσταση που δημιουργήθηκε και θα πρέπει να την αναλύσω.
Πρόεδρος: Δεν χρειάζεται ανάλυση. Τα είπε ο Παπαγεωργίου.
Κατηγορούμενος: Ο Παπαγεωργίου τα είπε για τον εαυτό του. Εγώ δυο λόγια θα πω για το ζήτημα της μεταδεκεμβριανής κατάστασης.
Από τους ΕΛΑΣίτες και τους ΕΑΜίτες είχαμε μέχρι τις εκλογές 1.500 σκοτωμένους, από κρατικά και παρακρατικά όργανα, δέκα επτά χιλιάδες (17.000) φυλακισμένους και κάπου εκατό χιλιάδες σκόρπιους εδώ κι εκεί.
Κι όλα αυτά ενώ η Βάρκιζα έλεγε ότι θα κατέβουμε σε πολιτικό αγώνα και ότι δεν έπρεπε να χτυπιόμαστε εδώ. Αυτό όμως δεν έγινε. Οι κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε άλλο, παρά να κατευθύνουν την κατάσταση πιο αποφασιστικά για να χτυπήσουν την αριστερά. Μέχρι τότε άφηναν τις συμμορίες να δρουν ανενόχλητες. Έγιναν νόθες εκλογές....
Πρόεδρος: Ψήφισε το 5% και απείχε το 95%. Τα ξέρουμε όλα αυτά.
Κατηγορούμενος: Και από τότε άρχισαν να χρησιμοποιούν καινούργια μέσα και αναρχίες και έφτασαν μέχρι τα στρατοδικεία. Φυσικά υπήρχε και η τρομοκρατία. Τα κρατικά όργανα άρχισαν ξυλοδαρμούς, ακόμα και λιντσάρισμα. Εδώ στη Θεσσαλονίκη, όπως ανέφερε με όλη του την ειλικρίνεια κάποιος συγκατηγορούμενός μου από ένα χωριό, το Χαρμάνκιοϊ (Κορδελιό), κατέβαιναν οι τραμπούκοι και τους έκαναν πολλά. Δε ρώτησες, όμως κύριε πρόεδρε. Τι έκανε σ’ αυτούς η αρχή; Τους τιμώρησε; Από εδώ βγαίνει ότι έπρεπε ο λαός να αμυνθεί απ’ τα εγκληματικά μέτρα που έπαιρναν τα κρατικά και τα παρακρατικά όργανα. Εμείς, επειδή στη Βάρκιζα είχαμε υπογράψει να μην κατέβουμε σε ένοπλο αγώνα, απαγορεύσαμε σε όλους να πιάσουν όπλα. Σαν παράδειγμα σας αναφέρω τον Βελουχιώτη. Τον είχε αποκηρύξει το κόμμα γιατί δε δέχτηκε τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Επομένως, ο λαός έπρεπε να υπερασπίσει τον εαυτό του με το μαζικό του όγκο. Έγινε ζήτημα να χτυπηθούν οπωσδήποτε οι τραμπούκοι με τα μέσα αυτά. Έπρεπε να αυτοαμυνθεί ο λαός.
Εδώ στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η πλατιά ή Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, που είχε δυο σκοπούς. Ο ένας ήταν να διαφωτιστεί ο κόσμος για το πως να αμυνθεί και ο άλλος, να ορμήσουν με ξύλα και με πέτρες να χτυπήσουν τους τραμπούκους. Η οργάνωση δεν είχε στρατό. Κάθε σπίτι, κάθε συνοικία, κάθε τετράγωνο, θα έπρεπε να αμυνθεί. Και αυτή τη δουλειά την ανέλαβα εγώ....
Ο Ακίνδυνος Αλβανός μαζί με 46 συντρόφους του δικάστηκε σε θάνατο.
Απ' το βιβλίο του Τάσου Κατσαρού αντιγράφουμε:
Στις 17 Οκτωβρίου 1947, στις 6:40 το πρωί, εκτελέστηκαν πίσω από το Γεντί Κουλέ οι πρώτοι δέκα, οι θεωρούμενοι ως πιο επικίνδυνοι – ανάμεσά τους ο Αλβανός και ο Παπαγεωργίου.
Ο Αλβανός, με αντάρτικα τραγούδια, εμψύχωνε τους υπόλοιπους. Σε λίγο ακολούθησαν και οι άλλοι. (…) ο επικεφαλής του αποσπάσματος, υπίλαρχος Γκίλας, ο οποίος (…) άρχισε να τους ειρωνεύεται, λέγοντάς τους: «εκεί που θα πάτε, καλή αντάμωση» και διάφορα τέτοια λόγια.
Τότε ο Αλβανός αιφνιδιαστικά του επιτίθεται και τον χτυπάει στο μάτι με τις χειροπέδες. Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι «ατάραχος ο Έλλην Αξιωματικός, χωρίς να δείξει ότι θυμώνει, προχώρησε για να συνεχίσει το έργο του».
Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται στο γεγονός ότι τον Αξιωματικό τον πήγαν βιαστικά στο νοσοκομείο γιατί έχασε το μάτι του. Τουλάχιστον αυτό, το βεβαιώνουν άνθρωποι που είδαν αργότερα τον Γκίλα.
Στον τόπο της εκτέλεσης αρνήθηκαν όλοι να κοινωνήσουν, μέσω του Αλβανού, ο οποίος έδιωξε περήφανα τον παπά, λέγοντάς του ότι άφεση αμαρτιών έχουν ανάγκη οι πραγματικοί εγκληματίες του λαού, που μάλιστα τυχαίνει να είναι πολύ «καλοί χριστιανοί», οι τότε συνεργάτες των Γερμανών, οι σημερινοί συνεργάτες των Άγγλων και σίγουρα αυτοί που τραβούν τη σκανδάλη τη στιγμή αυτή, για να απονείμουν δικαιοσύνη «χριστιανικού τύπου». Προέτρεψε, λοιπόν, το παπά να πάει σ’ αυτούς.
Ο Α. Αλβανός ήταν 38 ετών, και καταγόταν από την Αγία Παρασκευή Μυτιλήνης. Εργάτης λατομείου, μετέπειτα (το 1945) Νομάρχης Βέροιας. Μέλος του ΚΚΕ από το 1932. Φυλακισμένος στην Ακροναυπλία, δραπέτευσε στα 1943. Τομεάρχης στον Ανατολικό Τομέα, ενώ υπήρξε η «ψυχή» της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης.
Μέσα από την «απολογία» του –που ουσιαστικά ήταν μια καταγγελία του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος και των ξένων προστατών του- ξεδιπλώνετε όλη η πολιτική κατάσταση της εποχής.
Αποσπάσματα, λοιπόν απ’ την κατάθεση του Ακίνδυνου Αλβανού:
Πρόεδρος: Κατηγορούμενε, γνωρίζεις την κατηγορία σου. Τι απολογείσαι;
Κατηγορούμενος: «Είμαι από το χωριό Αγία Παρασκευή Μυτιλήνης. Το 1932 οργανώθηκα στο ΚΚΕ γιατί είναι κόμμα της εργατικής τάξης. Είμαι εργάτης και συλλογικά ανήκω σ’ αυτό. Από τότε που οργανώθηκα στο κόμμα, με την καθοδήγησή του, πάλεψα για την εξυπηρέτηση του εργαζόμενου λαού και για ζητήματα του χωριού, κυρίως για τους ακτήμονες. Σαν πρόεδρος του Συνεταιρισμού ακτημόνων, πάλεψα να πάρω τα τσιφλίκια, τα ανταλλάξιμα. Η δουλειά μου αυτή χαρακτηρίστηκε αναρχική και εκτοπίστηκα ένα χρόνο στη Σύκινο. Πάλεψα επίσης ενάντια στους φόρους και τους φοροεισπράκτορες που έρχονται και πανικοβάλλουν τον κόσμο. Παλέψαμε για την αναστολή των ενταλμάτων, για να τα πληρώσουν οι αγρότες όταν θα έχουν συγκομιδή.
Η αναστολή πέτυχε, αλλά εγώ φυλακίστηκα επτά μήνες για αντίσταση κατά της αρχής. Οι δυο φυλακίσεις μου δεν προήλθαν από την προσπάθειά μου να ευνοήσω το άτομό μου, αλλά γιατί πάλευα για την καλυτέρευση της ζωής της τάξης που υπηρετεί το συμφέρον του λαού, γιατί έτσι θα βελτίωνα και το ατομικό μου συμφέρον.
Την 4η Αυγούστου περνώ όλα τα βασανιστήρια της Ασφάλειας και κλείνομαι στο κάτεργο της Ακροναυπλίας, στην Ελληνική Βαστίλη. Με έκλεισαν μέσα επ’ άριστον, έως ότου κάνω δήλωση.
Κάθισα επτά χρόνια. Δεν αναγνώρισα την κυβέρνηση. Δεν αποκήρυξα τον κομμουνισμό, γιατί πίστευα και πιστεύω ότι μονάχα μ’ αυτόν θα ζήσει ο λαός την καλυτέρευση της ζωής που περιμένει.
Μέσα στην Ακροναυπλία ήμασταν αρκετοί κομμουνιστές, περίπου χίλιοι. Όμως, απ’ όσους πέρασαν, μόνο εξακόσιοι επιβίωσαν. Οι άλλοι πέθαναν από φυματίωση και άλλες αρρώστιες.
Όταν μας χτύπησε ο Ιταλικός φασισμός, και εισέβαλαν στην πατρίδα μας, ζητήσαμε από την κυβέρνηση να μας βγάλει για να πολεμήσουμε. Κάναμε υπόμνημα όλοι οι φυλακισμένοι γι’ αυτό το σκοπό. Αντί γι’ αυτό, ενίσχυσαν τη φρουρά και μας φύλαγαν ακόμη πιο σίγουρα.
Στο μέτωπο πολέμησαν δυο αδέλφια μου. Ο ένας σκοτώθηκε.
Εδώ πρέπει να τονίσω και το ανοιχτό γράμμα του αρχηγού Νίκου Ζαχαριάδη, που καλούσε τον ελληνικό λαό, τους κομμουνιστές και κάθε σπίτι, να γίνει φρούριο για να διώξουν τον εισβολέα. Και αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει τους κομμουνιστές. Αναγνωρίσαμε την κυβέρνηση, παρόλο που μας είχε μέσα. Θέλαμε να πολεμήσουμε για την πατρίδα. Αυτό το τονίζω, γιατί δείχνει τον πατριωτισμό των κομμουνιστών και για να δείξω ότι δεν ήμασταν όπως θέλουν να μας χαρακτηρίζουν.
Η φρουρά έρχεται σε επαφή με τους πρώτους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που ήρθαν, με σκοπό να μας παραδίνει έναν-έναν.
Μας φύλαγαν χωροφύλακες, παρά τους βομβαρδισμούς που γίνονταν στο λιμάνι. Οι βομβαρδισμοί ήταν συχνοί επειδή έφευγαν από κει τα Αγγλικά πλοία. Παρέδωσαν στους Γερμανούς δυο χιλιάδες κομμουνιστές στις φυλακές, στα ξερονήσια και στα στρατόπεδα και τον αρχηγό μας, Νίκο Ζαχαριάδη, από την Ασφάλεια. Όταν ήρθαν και άλλα στρατεύματα και οι Ιταλοί οχύρωσαν το μέρος, επειδή ήταν λιμάνι και για να μην κάνουν αποβίβαση οι Εγγλέζοι, διέλυσαν το στρατόπεδο κι εμάς, που ήμασταν μέσα στα οχυρά, μας έστειλαν όλους σε άλλα στρατόπεδα. Μάλιστα έβγαλαν άτομα από τα στρατόπεδα και τα τουφέκισαν, γιατί έγιναν σαμποτάζ από το ΕΑΜ σε ένα εργοστάσιο.
Εμένα μαζί με άλλους μας μετέφεραν στη «Σωτηρία», σε ένα ξεχωριστό μέρος που είχαν κάνει σαν φυλακή και μας φύλαγαν εκεί. Δε βγαίναμε καθόλου. Αυτή η δουλειά γίνεται το 1943. Κάθισα εκεί δυο μήνες και με τη βοήθεια του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Αθηνών, δραπετεύσαμε και φύγαμε, καθείς για εκεί που τον καλούσε το καθήκον.
Εγώ μαζί με άλλους, τράβηξα για τη Μακεδονία και ανέβηκα στην ελεύθερη Ελλάδα. Οργάνωσα το νοσοκομείο ανταρτών στο χωριό Αβδέλλες και από κει πέρασα στη Βέροια, στο Γιδά, στη Νάουσα, κλπ.
Εδώ πρέπει να τονίσω πως σ’ αυτή την περίοδο, με την εισβολή των κατακτητών, παρουσιάζεται κατάσταση πανικού και ο λαός δεν ξέρει από ποιον να ζητήσει συμβολή, τι πρέπει να κάνει. Η κυβέρνηση με το βασιλιά και την ακολουθία της, τραβάνε για το Κάιρο. Άλλοι πλουτοκράτες κοιτάνε να γλιτώσουν. Άλλη μερίδα έχει μια παθητικότητα και δίνει μια απογοήτευση στο λαό. Άλλη μερίδα είναι φασιστική, όπως η 5η φάλαγγα που πρόδωσε και το στρατ».
Πρόεδρος: Να περιοριστείς στις κατηγορίες σου. Αυτά δεν ενδιαφέρουν την υπόθεση.
Κατηγορούμενος: Εννοώ τον Τσολάκογλου. Η κατάσταση εξελίσσεται έτσι, ώστε οι κομμουνιστές και τα άλλα μικρά κόμματα, που αποτελούνται από γνήσιους πατριώτες, να δίνουν θάρρος στο λαό, για την επίθεση και την απελευθέρωση του τόπου. Έχουμε ένα σωρό αγώνες να απαριθμήσουμε.
Εδώ, δυστυχώς, όταν ακούσουν ότι κάποιος είναι ΕΑΜίτης, φτάνει για να τον χαρακτηρίσουν δεν ξέρω κι εγώ πως. Και από τους συγκατηγορούμενούς μου, παρατήρησα ότι ντρέπονται και φοβούνται να το πουν. Το ΕΑΜ δεν ήταν κόμμα. Ήταν εθνικός συνασπισμός. Και συγκέντρωνε κόσμο από όλα τα στρώματα του λαού, από τον εργάτη, αγρότη, βιοτέχνη, επιστήμονα, μέχρι τον κληρικό. Και είδαμε στο Εθνικό Συμβούλιο πως αντιπροσωπευόταν.
Εκτός από το ΕΑΜ, υπήρχε και το μαχητικό μέρος του, ο ΕΛΑΣ. Εδώ κατηγορήθηκε ο ΕΛΑΣ ότι δεν πολέμησε, αλλά ότι έριξε μόνο μερικές πιστολιές. Αυτό είναι ντροπή για το κίνημα Εθνικής Αντίστασης της Ελλάδας, που φημίζεται στο εξωτερικό».
Πρόεδρος: Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κατηγορία σου;
Κατηγορούμενος: Παρέλειψα να απαντήσω στο μάρτυρα Σκουλαρίκη και να του πω ότι η κυβέρνηση, φεύγοντας από δω, είχε δώσει εντολή να κρύψουν τους φακέλους των κομμουνιστών.
Όχι μόνο δεν έγινε αυτό, αλλά επιπλέον τους παρέδωσαν στους Γερμανούς και εδώ έχουν τη φωτογραφία μου στην Ασφάλεια.
Το 1943 έρχομαι στη Μακεδονία. Ο κάμπος του Γιδά ήταν η μόνη περιφέρεια που είχε απ’ όλες τις παρατάξεις. Και όλα τα στρατεύματα των κατακτητών περνούσαν από κει, όταν έπρεπε να κινηθούν στα μετόπισθεν. Δεν είναι μικρό πράγμα ότι η περιφέρεια της Βέροιας βαστά όλη τη Μακεδονία. Και όπως τη βαστά, μπορεί να αντιμετωπίσει όποιον περάσει και όποιον θέλει να τραβήξει παραπέρα. Γι’ αυτό και η περιφέρεια είχε μεγάλη σημασία. Σ’ αυτήν πήγα κι εγώ. Θα σας πω τη δράση μου εκεί.
Στην Κρύα Βρύση ήταν ο Πούλος, ο οποίος εξορμούσε σ’ όλο τον κάμπο και λεηλατούσε τα πάντα.
Ήταν και ο Μιχάλ-Αγάς που έκανε το ίδιο. Ήταν από την άλλη μεριά και ο Κισσά –Μπαζάκ, που έκανε την ίδια δουλειά, όπως η Π.Α.Ο, που διαλύθηκε.
Ειδικότερα για τους κομμουνιστές έχει μιλήσει ο ίδιος ο Τσόρτσιλ. Μίλησε για το ελληνικό μικρό, πατριωτικό κομμουνιστικό κόμμα. Φυσικά, τώρα το αρνούνται. Παρουσιάζουν τα πράγματα όποτε θέλουν έτσι και όποτε θέλουν αλλιώς. Όπως τον ΕΛΑΣ, ο οποίος πήρε συγχαρητήρια από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και έδωσε ένα σωρό μάχες με τους Γερμανούς. Στο τέλος είπαν ότι έγινε κομματικός αγώνας. Μετά την απελευθέρωση δε θα πούμε για την Εθνική Κυβέρνηση.
Πρόεδρος: Αυτά δε μας ενδιαφέρουν.
Κατηγορούμενος: Ωστόσο πρέπει να ξέρετε ότι φαγώθηκαν όλα τα ψώνια στο Λίβανο και κατέβηκε η αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ που έκανε το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης και τα υπουργεία περιορίστηκαν σε επτά μόνο. Παρ’ όλα αυτά, εμείς, με τον πατριωτισμό μας, που δε θέλαμε να γίνει εμφύλιος πόλεμος, δεχτήκαμε με επτά υπουργεία να γίνει Εθνική Κυβέρνηση, για να περάσουμε ομαλά στην πολιτική ζωή, χωρίς αιματοχυσία. Είναι γνωστά τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Δεν ήμασταν εμείς που τα προκαλέσαμε.
Πρόεδρος: Κάνεις απολογία δική σου ή του ΕΑΜ;
Κατηγορούμενος: Είπατε πολλές περικοκλάδες, γι’ αυτό απαντώ. Η κατηγορία προέρχεται ύστερα από μια κατάσταση που δημιουργήθηκε και θα πρέπει να την αναλύσω.
Πρόεδρος: Δεν χρειάζεται ανάλυση. Τα είπε ο Παπαγεωργίου.
Κατηγορούμενος: Ο Παπαγεωργίου τα είπε για τον εαυτό του. Εγώ δυο λόγια θα πω για το ζήτημα της μεταδεκεμβριανής κατάστασης.
Από τους ΕΛΑΣίτες και τους ΕΑΜίτες είχαμε μέχρι τις εκλογές 1.500 σκοτωμένους, από κρατικά και παρακρατικά όργανα, δέκα επτά χιλιάδες (17.000) φυλακισμένους και κάπου εκατό χιλιάδες σκόρπιους εδώ κι εκεί.
Κι όλα αυτά ενώ η Βάρκιζα έλεγε ότι θα κατέβουμε σε πολιτικό αγώνα και ότι δεν έπρεπε να χτυπιόμαστε εδώ. Αυτό όμως δεν έγινε. Οι κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε άλλο, παρά να κατευθύνουν την κατάσταση πιο αποφασιστικά για να χτυπήσουν την αριστερά. Μέχρι τότε άφηναν τις συμμορίες να δρουν ανενόχλητες. Έγιναν νόθες εκλογές....
Πρόεδρος: Ψήφισε το 5% και απείχε το 95%. Τα ξέρουμε όλα αυτά.
Κατηγορούμενος: Και από τότε άρχισαν να χρησιμοποιούν καινούργια μέσα και αναρχίες και έφτασαν μέχρι τα στρατοδικεία. Φυσικά υπήρχε και η τρομοκρατία. Τα κρατικά όργανα άρχισαν ξυλοδαρμούς, ακόμα και λιντσάρισμα. Εδώ στη Θεσσαλονίκη, όπως ανέφερε με όλη του την ειλικρίνεια κάποιος συγκατηγορούμενός μου από ένα χωριό, το Χαρμάνκιοϊ (Κορδελιό), κατέβαιναν οι τραμπούκοι και τους έκαναν πολλά. Δε ρώτησες, όμως κύριε πρόεδρε. Τι έκανε σ’ αυτούς η αρχή; Τους τιμώρησε; Από εδώ βγαίνει ότι έπρεπε ο λαός να αμυνθεί απ’ τα εγκληματικά μέτρα που έπαιρναν τα κρατικά και τα παρακρατικά όργανα. Εμείς, επειδή στη Βάρκιζα είχαμε υπογράψει να μην κατέβουμε σε ένοπλο αγώνα, απαγορεύσαμε σε όλους να πιάσουν όπλα. Σαν παράδειγμα σας αναφέρω τον Βελουχιώτη. Τον είχε αποκηρύξει το κόμμα γιατί δε δέχτηκε τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Επομένως, ο λαός έπρεπε να υπερασπίσει τον εαυτό του με το μαζικό του όγκο. Έγινε ζήτημα να χτυπηθούν οπωσδήποτε οι τραμπούκοι με τα μέσα αυτά. Έπρεπε να αυτοαμυνθεί ο λαός.
Εδώ στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η πλατιά ή Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, που είχε δυο σκοπούς. Ο ένας ήταν να διαφωτιστεί ο κόσμος για το πως να αμυνθεί και ο άλλος, να ορμήσουν με ξύλα και με πέτρες να χτυπήσουν τους τραμπούκους. Η οργάνωση δεν είχε στρατό. Κάθε σπίτι, κάθε συνοικία, κάθε τετράγωνο, θα έπρεπε να αμυνθεί. Και αυτή τη δουλειά την ανέλαβα εγώ....
Ο Ακίνδυνος Αλβανός μαζί με 46 συντρόφους του δικάστηκε σε θάνατο.
Απ' το βιβλίο του Τάσου Κατσαρού αντιγράφουμε:
Στις 17 Οκτωβρίου 1947, στις 6:40 το πρωί, εκτελέστηκαν πίσω από το Γεντί Κουλέ οι πρώτοι δέκα, οι θεωρούμενοι ως πιο επικίνδυνοι – ανάμεσά τους ο Αλβανός και ο Παπαγεωργίου.
Ο Αλβανός, με αντάρτικα τραγούδια, εμψύχωνε τους υπόλοιπους. Σε λίγο ακολούθησαν και οι άλλοι. (…) ο επικεφαλής του αποσπάσματος, υπίλαρχος Γκίλας, ο οποίος (…) άρχισε να τους ειρωνεύεται, λέγοντάς τους: «εκεί που θα πάτε, καλή αντάμωση» και διάφορα τέτοια λόγια.
Τότε ο Αλβανός αιφνιδιαστικά του επιτίθεται και τον χτυπάει στο μάτι με τις χειροπέδες. Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι «ατάραχος ο Έλλην Αξιωματικός, χωρίς να δείξει ότι θυμώνει, προχώρησε για να συνεχίσει το έργο του».
Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται στο γεγονός ότι τον Αξιωματικό τον πήγαν βιαστικά στο νοσοκομείο γιατί έχασε το μάτι του. Τουλάχιστον αυτό, το βεβαιώνουν άνθρωποι που είδαν αργότερα τον Γκίλα.
Στον τόπο της εκτέλεσης αρνήθηκαν όλοι να κοινωνήσουν, μέσω του Αλβανού, ο οποίος έδιωξε περήφανα τον παπά, λέγοντάς του ότι άφεση αμαρτιών έχουν ανάγκη οι πραγματικοί εγκληματίες του λαού, που μάλιστα τυχαίνει να είναι πολύ «καλοί χριστιανοί», οι τότε συνεργάτες των Γερμανών, οι σημερινοί συνεργάτες των Άγγλων και σίγουρα αυτοί που τραβούν τη σκανδάλη τη στιγμή αυτή, για να απονείμουν δικαιοσύνη «χριστιανικού τύπου». Προέτρεψε, λοιπόν, το παπά να πάει σ’ αυτούς.