Να λες πάντα την αλήθεια, γιατί είναι ατιμωτικό
για τον ελεύθερο άνθρωπο να θεωρείται ψεύτης.
Σοφοκλής
Από την Απελευθέρωση στον Δεκέμβρη 1944
Χρονικό μιας προσχεδιασμένης σύγκρουσης
Κρατήστε τους γιους σας στο σπίτι, μανάδες της Αθήνας. Ή ανάψτε για αυτούς τις λαμπάδες απόψε τη νύχτα. Ο γέρος της Downing Street φέρνει πίσω τον βασιλιά σας - Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ο Κρις Γουντχάουζ, επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έγραψε πολύ αργότερα ότι ο απλός Ελληνας είχε τέσσερις επιλογές απέναντι στο κατοχικό καθεστώς:
«Να καθίσει ήσυχα χωρίς να κάνει τίποτα, να δραπετεύσει από τη χώρα, να συνεργαστεί με τον εχθρό, να πολεμήσει τον εχθρό».
Και συνεχίζει :
«Όσοι διάλεξαν ένα από τα δυο πρώτα, φάνηκαν πιο έξυπνοι από την άποψη του προσωπικού τους συμφέροντος, όπως απέδειξαν τα κατοπινά γεγονότα. Όσοι διάλεξαν το τρίτο, βρέθηκαν να ακολουθούν τους πρώτους σε κοντινή απόσταση. Όσοι όμως προτίμησαν το τέταρτο, διέπραξαν φαινομενικά ένα ανόητο στην καλύτερη περίπτωση σφάλμα και στη χειρότερη έγκλημα».
Πράγματι, νίκησε το αντιΕΑΜικό μπλοκ, με τις μοναρχικές δυνάμεις και τον δοσιλογισμό να επικρατούν συντριπτικά στο εσωτερικό του, διαμόρφωσε τη μεταπολεμική ελληνική ιδιαιτερότητα, όπου οι συνεργάτες και οι δοσίλογοι δικαιώθηκαν και στελέχωσαν το μετεμφυλιακό κράτος ενώ οι μαχητές της Αντίστασης αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες, βρέθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες ή απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Όσα συνέβησαν, γεγονότα μοναδικά σε ολόκληρη την Ευρώπη, μετέτρεψαν τους νικητές και απελευθερωτές της Ελλάδας, σε κυνηγημένους. Γιατί;
Το πολιτικό τοπίο διαμορφώθηκε με βάση τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις των Βρετανών.
Ο Κρις Γουντχάουζ, επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έγραψε πολύ αργότερα ότι ο απλός Ελληνας είχε τέσσερις επιλογές απέναντι στο κατοχικό καθεστώς:
«Να καθίσει ήσυχα χωρίς να κάνει τίποτα, να δραπετεύσει από τη χώρα, να συνεργαστεί με τον εχθρό, να πολεμήσει τον εχθρό».
Και συνεχίζει :
«Όσοι διάλεξαν ένα από τα δυο πρώτα, φάνηκαν πιο έξυπνοι από την άποψη του προσωπικού τους συμφέροντος, όπως απέδειξαν τα κατοπινά γεγονότα. Όσοι διάλεξαν το τρίτο, βρέθηκαν να ακολουθούν τους πρώτους σε κοντινή απόσταση. Όσοι όμως προτίμησαν το τέταρτο, διέπραξαν φαινομενικά ένα ανόητο στην καλύτερη περίπτωση σφάλμα και στη χειρότερη έγκλημα».
Πράγματι, νίκησε το αντιΕΑΜικό μπλοκ, με τις μοναρχικές δυνάμεις και τον δοσιλογισμό να επικρατούν συντριπτικά στο εσωτερικό του, διαμόρφωσε τη μεταπολεμική ελληνική ιδιαιτερότητα, όπου οι συνεργάτες και οι δοσίλογοι δικαιώθηκαν και στελέχωσαν το μετεμφυλιακό κράτος ενώ οι μαχητές της Αντίστασης αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες, βρέθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες ή απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Όσα συνέβησαν, γεγονότα μοναδικά σε ολόκληρη την Ευρώπη, μετέτρεψαν τους νικητές και απελευθερωτές της Ελλάδας, σε κυνηγημένους. Γιατί;
Το πολιτικό τοπίο διαμορφώθηκε με βάση τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις των Βρετανών.
Παραμονές της απελευθέρωσης της Αθήνας, στις 9 Οκτωβρίου, διεξάγεται η συνάντηση Τσόρτσιλ και Στάλιν στη Μόσχα με επίδικο τις μεταπολεμικές εξελίξεις σε Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη. Όσα συζητήθηκαν ή συμφωνήθηκαν σε αυτήν τη συνάντηση μπορούμε μόνο να τα υποθέσουμε, λαμβάνοντας υπόψη τη μετέπειτα στάση των δύο μεγάλων συμμάχων. Ενδεικτική για όσα θεωρεί ότι αποκόμισε το Λονδίνο από αυτήν τη συνάντηση είναι η επιστολή του Τσόρτσιλ προς τον Ιντεν στις 7 Νοεμβρίου: «Αφού έχουμε πληρώσει στη Ρωσία το τίμημα για να έχουμε ελευθερία δράσεως στην Ελλάδα, δεν πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικές δυνάμεις για να υποστηρίξουμε τη βασιλική ελληνική κυβέρνηση Παπανδρέου [...] Περιμένω ανοιχτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουμε επιλέξει προσεκτικά το έδαφος».
Εκτός βέβαια από τη διεκδίκηση της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής της, ο Τσόρτσιλ διατυπώνει με ευκρίνεια και σιδερένια αποφασιστικότητα τη στρατηγική συντριβής και περιθωριοποίησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Αυτή την κατεύθυνση υπηρετεί το σχέδιο Manna που έχουν εκπονήσει και υλοποιούν οι Βρετανοί από τον Σεπτέμβριο του 1944, με στόχο την ισχυροποίηση της νέας κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ και την εγκατάσταση βρετανικού στρατού στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αποκαλυπτική για τις βρετανικές επιδιώξεις είναι επίσης η Συμφωνία της Λισσαβώνας, η οποία αποτελούσε μια «συμφωνία κυρίων» ανάμεσα σε Γερμανούς και Βρετανούς που εξασφάλιζε τη μετάβαση της εξουσίας από τους πρώτους στους δεύτερους. Οι Γερμανοί εξασφάλιζαν τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων τους χωρίς βρετανική ενόχληση και οι Βρετανοί τον απαραίτητο χρόνο για την ομαλή μετάβαση στη δική τους κυριαρχία.
Υπενθυμίζουμε ότι οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής της Κρήτης συνθηκολογούν στις 9 Μαΐου 1945 και παραδίδουν τον οπλισμό τους στις 23 Μαΐου, όταν φθάνει στο νησί βρετανική στρατιωτική δύναμη. Οι Βρετανοί επιδίωκαν να κρατήσουν με κάθε τίμημα τον έλεγχο της Ελλάδας και να αποκαταστήσουν την προπολεμική τάξη πραγμάτων προστατεύοντας τους θαλάσσιους δρόμους προς την Ινδία και τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής· κι αυτό αποκτούσε ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα από τη στιγμή που έχασαν κάθε δυνατότητα ελέγχου στη Γιουγκοσλαβία μετά τις εξελίξεις του 1943-44 με την κυριαρχία του Τίτο. Εγγύηση για αυτούς τους στόχους αποτελούσε η επάνοδος του Γεωργίου Β' και εμπόδιο καθοριστικής σημασίας το ΕΑΜ, γι’ αυτό όποια τακτική και αν ακολουθούσε, η συντριβή του αποτελούσε μόνιμο στόχο τους.
Σε αυτόν ακριβώς τον στόχο ευθυγραμμίστηκαν η νέα αστική τάξη και τα κοινωνικά μεσοστρώματα που αναδύθηκαν από την κόλαση της Κατοχής και αισθάνονταν μια ιδιαίτερη ταξική ανασφάλεια, ειδικά για τα κατοχικά υπερκέρδη τα οποία είχαν συσσωρεύσει, ως επί το πλείστον, με αθέμιτα μέσα.
Αντίστοιχες επιδιώξεις είχε και το μειοψηφικό αλλά πολυπληθές και δυναμικό πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό του δωσιλογισμού και των Ταγμάτων Ασφαλείας - για τους συνεργάτες των κατακτητών οι ομαλές πολιτικές εξελίξεις ισοδυναμούσαν τουλάχιστον με προσαγωγή στη Δικαιοσύνη, ενώ, αντίθετα, το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης με το ΕΑΜ αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο σωτηρίας.
Τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών τάξεων και ομάδων μπορούσαν να υπηρετηθούν μόνο με ανηλεή κοινωνικό πόλεμο που θα έφτανε αδίστακτα πέρα από τα όρια μιας πολιτικής κρατικής καταστολής και διώξεων.
Σε αυτή την κατεύθυνση, από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής ακόμη, συγκροτείται ένα ακροδεξιό καθοδηγητικό κέντρο με επιτελικά στελέχη τον Χρήστο Ζαλοκώστα και τον Σπύρο Μαρκεζίνη και στόχο την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την επαναφορά της προπολεμικής τάξης πραγμάτων με εγγυητή τη μοναρχία. Η ευέλικτη και αποτελεσματική αυτή ομάδα, εξασφαλίζοντας οικονομικούς πόρους από τους μαυραγορίτες και τη μεγαλοαστική τάξη της Αθήνας, αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση των αντιΕΑΜικών οργανώσεων, την οργάνωση και τον συντονισμό δυναμικών ενεργειών ενάντια στους κομμουνιστές.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1944, σε συνεννόηση με τον κατοχικό αρχηγό Χωροφυλακής, στρατηγό Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αθηνών από τον Γεώργιο Παπανδρέου, αναλαμβάνουν να διασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των Ταγμάτων Ασφαλείας προς την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» και τον συντονισμό όλων των αντιΕΑΜικών ένοπλων οργανώσεων στην προοπτική της σύγκρουσης με τον ΕΛΑΣ.
Για το αντιΕΑΜικό μπλοκ, επομένως, η σύγκρουση με το ΕΑΜ ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα επιλογή, την οποία ακολούθησε με αταλάντευτη αποφασιστικότητα.
Εκτός βέβαια από τη διεκδίκηση της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής της, ο Τσόρτσιλ διατυπώνει με ευκρίνεια και σιδερένια αποφασιστικότητα τη στρατηγική συντριβής και περιθωριοποίησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Αυτή την κατεύθυνση υπηρετεί το σχέδιο Manna που έχουν εκπονήσει και υλοποιούν οι Βρετανοί από τον Σεπτέμβριο του 1944, με στόχο την ισχυροποίηση της νέας κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ και την εγκατάσταση βρετανικού στρατού στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αποκαλυπτική για τις βρετανικές επιδιώξεις είναι επίσης η Συμφωνία της Λισσαβώνας, η οποία αποτελούσε μια «συμφωνία κυρίων» ανάμεσα σε Γερμανούς και Βρετανούς που εξασφάλιζε τη μετάβαση της εξουσίας από τους πρώτους στους δεύτερους. Οι Γερμανοί εξασφάλιζαν τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων τους χωρίς βρετανική ενόχληση και οι Βρετανοί τον απαραίτητο χρόνο για την ομαλή μετάβαση στη δική τους κυριαρχία.
Υπενθυμίζουμε ότι οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής της Κρήτης συνθηκολογούν στις 9 Μαΐου 1945 και παραδίδουν τον οπλισμό τους στις 23 Μαΐου, όταν φθάνει στο νησί βρετανική στρατιωτική δύναμη. Οι Βρετανοί επιδίωκαν να κρατήσουν με κάθε τίμημα τον έλεγχο της Ελλάδας και να αποκαταστήσουν την προπολεμική τάξη πραγμάτων προστατεύοντας τους θαλάσσιους δρόμους προς την Ινδία και τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής· κι αυτό αποκτούσε ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα από τη στιγμή που έχασαν κάθε δυνατότητα ελέγχου στη Γιουγκοσλαβία μετά τις εξελίξεις του 1943-44 με την κυριαρχία του Τίτο. Εγγύηση για αυτούς τους στόχους αποτελούσε η επάνοδος του Γεωργίου Β' και εμπόδιο καθοριστικής σημασίας το ΕΑΜ, γι’ αυτό όποια τακτική και αν ακολουθούσε, η συντριβή του αποτελούσε μόνιμο στόχο τους.
Σε αυτόν ακριβώς τον στόχο ευθυγραμμίστηκαν η νέα αστική τάξη και τα κοινωνικά μεσοστρώματα που αναδύθηκαν από την κόλαση της Κατοχής και αισθάνονταν μια ιδιαίτερη ταξική ανασφάλεια, ειδικά για τα κατοχικά υπερκέρδη τα οποία είχαν συσσωρεύσει, ως επί το πλείστον, με αθέμιτα μέσα.
Αντίστοιχες επιδιώξεις είχε και το μειοψηφικό αλλά πολυπληθές και δυναμικό πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό του δωσιλογισμού και των Ταγμάτων Ασφαλείας - για τους συνεργάτες των κατακτητών οι ομαλές πολιτικές εξελίξεις ισοδυναμούσαν τουλάχιστον με προσαγωγή στη Δικαιοσύνη, ενώ, αντίθετα, το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης με το ΕΑΜ αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο σωτηρίας.
Τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών τάξεων και ομάδων μπορούσαν να υπηρετηθούν μόνο με ανηλεή κοινωνικό πόλεμο που θα έφτανε αδίστακτα πέρα από τα όρια μιας πολιτικής κρατικής καταστολής και διώξεων.
Σε αυτή την κατεύθυνση, από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής ακόμη, συγκροτείται ένα ακροδεξιό καθοδηγητικό κέντρο με επιτελικά στελέχη τον Χρήστο Ζαλοκώστα και τον Σπύρο Μαρκεζίνη και στόχο την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την επαναφορά της προπολεμικής τάξης πραγμάτων με εγγυητή τη μοναρχία. Η ευέλικτη και αποτελεσματική αυτή ομάδα, εξασφαλίζοντας οικονομικούς πόρους από τους μαυραγορίτες και τη μεγαλοαστική τάξη της Αθήνας, αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση των αντιΕΑΜικών οργανώσεων, την οργάνωση και τον συντονισμό δυναμικών ενεργειών ενάντια στους κομμουνιστές.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1944, σε συνεννόηση με τον κατοχικό αρχηγό Χωροφυλακής, στρατηγό Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αθηνών από τον Γεώργιο Παπανδρέου, αναλαμβάνουν να διασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των Ταγμάτων Ασφαλείας προς την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» και τον συντονισμό όλων των αντιΕΑΜικών ένοπλων οργανώσεων στην προοπτική της σύγκρουσης με τον ΕΛΑΣ.
Για το αντιΕΑΜικό μπλοκ, επομένως, η σύγκρουση με το ΕΑΜ ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα επιλογή, την οποία ακολούθησε με αταλάντευτη αποφασιστικότητα.
Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη στρατηγική, το ερώτημα είναι ποια πολιτική γραμμή ακολούθησε το ΕΑΜ και το ΚΚΕ;
Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ είχε πλήρη επίγνωση των βρετανικών σχεδίων, δεν έτρεφε αυταπάτες ούτε για τον χαρακτήρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας ούτε για τις επιδιώξεις και τους στόχους του αντιΕΑΜικού μπλοκ.
Τα δεδομένα που προκύπτουν από την αλληλογραφία και τις επαφές του ΚΚΕ με τα κομμουνιστικά κόμματα Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας αποδεικνύουν ότι η ΕΑΜική ηγεσία ανησυχούσε ιδιαίτερα για τους σχεδιασμούς των Βρετανών, το ενδεχόμενο στρατιωτικής τους επέμβασης στην Ελλάδα, τον ρόλο του Γ. Παπανδρέου και τα σχέδια φιλομοναρχικού πραξικοπήματος που προωθούσαν μοναρχικοί και ακροδεξιοί κύκλοι.
Τα συνεχή και πιεστικά αιτήματα του ΚΚΕ για πολεμική τροφοδοσία του ΕΛΑΣ και επισιτιστική βοήθεια για τους λιμοκτονούντες πληθυσμούς των πόλεων σε περίπτωση σύγκρουσης με τους Βρετανούς συναντούσαν την αδυναμία των ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας να ανταποκριθούν. Η επίγνωση ότι δεν θα πρέπει να υπολογίζουν παρά μόνο στις δικές τους δυνάμεις καθώς και τα όρια που έθετε η αδιαμφισβήτητη -όσο διαρκούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος- και αδιάσπαστη συμμαχία Μ Βρετανίας και ΕΣΣΔ διαμόρφωναν ένα σύνθετο και ασφυκτικό πλαίσιο επιλογών για το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Ετσι ερμηνεύονται οι αντιφάσεις και οι αναιρέσεις που παρατηρούνται τους τελευταίους μήνες πριν από την απελευθέρωση. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έφυγε για τον Λίβανο με συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, να καθοριστούν οι προγραμματικές κατευθύνσεις της Ενιαίας Κυβέρνησης με βάση τους σκοπούς της ΠΕΕΑ, να δοθούν κατ’ ελάχιστο οι μισές έδρες της κυβέρνησης και τα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών σε ΠΕΕΑ, ΕΑΜ, ΚΚΕ και να συγκροτηθεί ενιαίος στρατός. Και επέστρεψε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στις 5 Ιουνίου 1944, ο Σιάντος τηλεγραφεί στον Τίτο επισημαίνοντας: «Η αντιπροσωπεία μας στη Μέση Ανατολή παρέβη τις γραπτές οδηγίες πληρεξουσίου (που τους είχαν δοθεί). Η υπογραφείσα συμφωνία δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθώς βλάπτει τον εθνικό αγώνα».
Ωστόσο, σύντομα το ΚΚΕ αποδέχεται τη Συμφωνία του Λιβάνου και επιπλέον υπογράφει τον Σεπτέμβριο του '44 τη Συμφωνία της Καζέρτας, που προβλέπει μεταξύ άλλων ότι όλες οι αντάρτικες ομάδες τίθενται στις διαταγές της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία με τη σειρά της τις θέτει υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι.
ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Έξι ημέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, στις 18 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» φθάνει στην πρωτεύουσα και αναλαμβάνει έργο, με τους ΕΑΜικούς υπουργούς να στερούνται κάθε έρεισμα στα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών και να αναλαμβάνουν τα δύσκολα υπουργεία Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Δημοσίων Έργων, Γεωργίας και Εργασίας.
Η σιδερένια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ΕΑΜίτες υπουργοί και το πολιτικό κόστος που επωμίστηκαν τις αμέσως επόμενες εβδομάδες ερμηνεύουν την ανάθεση αυτών των υπουργείων στο ΕΑΜ.
Ο παλλαϊκός ενθουσιασμός, οι ελπίδες και οι προσδοκίες που πλημμυρίζουν τους δρόμους της Αθήνας εκείνες τις πρώτες ημέρες δεν μπορούν να κρύψουν την εικόνα καταστροφής που άφησαν πίσω τους οι κατακτητές.
Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος ήταν τεράστιο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο μόνο στην Ελλάδα η πείνα, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και ο υπερπληθωρισμός πήραν τέτοιες διαστάσεις, για μια σειρά από λόγους.
Τα πεινασμένα πλήθη που συνωστίζονταν στις ουρές για τα συσσίτια, οι επαίτες, τα ορφανά παιδιά που ζητιάνευαν στους δρόμους, τα πτώματα που εγκαταλείπονταν έξω από τα νεκροταφεία για να μη χάσουν το δελτίο σίτισης οι οικογένειές τους προμήνυαν το προφανές. Με τον παραγωγικό ιστό διαλυμένο, το δίκτυο μεταφορών κατεστραμμένο, τον πόλεμο να συνεχίζεται, χωρίς την ξένη βοήθεια, ήταν απολύτως σαφές ότι η Αθήνα βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο να βιώσει έναν ακόμη χειμώνα αντίστοιχο με εκείνο του 1941-42.
Αντίστοιχο πρόβλημα υπήρχε και σε αρκετές επαρχιακές πόλεις και καταγράφεται στις επιτάξεις αποθηκευτικών και εργοστασιακών χώρων και τη διανομή τροφίμων από το ΕΑΜ. Το πρωταρχικό αίτημα της ξένης βοήθειας και ταυτόχρονα της παραγωγικής ανασυγκρότησης αφορούσε ακριβώς αυτό το θεμελιώδες και επείγον καθήκον της λαϊκής επιβίωσης. Το πρόβλημα της τροφοδοσίας των πόλεων αλλά και της υπαίθρου είχε και τις αντίστοιχες στρατιωτικές συνέπειες, καθώς σε συνθήκες πενίας και υποσιτισμού δεν ήταν εύκολο ο ΕΛΑΣ να διατηρεί και να τροφοδοτεί το πολυάριθμο δυναμικό του χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα και τριβές με τις τοπικές κοινωνίες.
Στο επίπεδο της παραγωγής, οι προοπτικές ήταν ακόμη πιο δυσοίωνες. Οι Γερμανοί αποχωρώντας προχώρησαν σε εκτεταμένες καταστροφές σε εργοστάσια, μέσα μεταφοράς, οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, λιμάνια. Επιπλέον, ολόκληρο το οικοδόμημα της κατοχικής βιομηχανικής παραγωγής και των δημοσίων έργων, όπως ήταν φυσικό, έπαψε να υφίσταται, με δραματικά αποτελέσματα για τα ποσοστά ανεργίας, καθώς τα περισσότερα εργοστάσια, ορυχεία, βιοτεχνίες παρέμεναν κλειστά. Το πιστωτικό σύστημα εκκινούσε από σχεδόν μηδενική βάση.
Τα αποθεματικά της Τράπεζας της Ελλάδος σε λίρες και χρυσό είχαν μεταφερθεί στο Λονδίνο, ενώ οι συνολικές καταθέσεις των πέντε μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών (ΕΤΕ, Αθηνών, Εμπορική, Ιονική και Λαϊκή), από 14 εκατ. χρυσές λίρες τον Οκτώβριο του 1940, έφθαναν μόλις τις 186,7 χρυσές λίρες τον Οκτώβριο του 1944. 7
Στους τελευταίους μήνες της Κατοχής και τους πρώτους της απελευθέρωσης, ο υπερπληθωρισμός πήρε τρομακτικές διαστάσεις - ενώ ο μέσος τιμάριθμος του 1943 είχε αυξηθεί 415 φορές σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, τον Σεπτέμβριο του 1944 είχε αυξηθεί 15 εκατομμύρια φορές.
Η έκρηξη του πληθωρισμού εκμηδένιζε πλήρως την αξία της δραχμής και μαζί τους μισθούς και τα μεροκάματα δημιουργούσε συνθήκες αντιπραγματισμού (ανταλλαγή σε είδος) και καθιστούσε τη χρυσή λίρα μοναδικό αξιόπιστο νόμισμα.
Η νεόπλουτη τάξη κερδοσκόπων και μαυραγοριτών συνέχιζε και μετά την απελευθέρωση να κερδοσκοπεί ασύστολα, ιδιαίτερα σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων, των μισθοσυντήρητων, των εργατοϋπαλλήλων. Πρόκειται για ένα τοπίο όπου η ελπίδα και η αισιοδοξία συνυπήρχαν με μια βαθιά και αγεφύρωτη κοινωνική και ταξική πόλωση.
Τα μέτρα Ζολώτα
Οπως ήδη αναφέραμε, για προφανείς λόγους τα υπουργεία Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας παραχωρήθηκαν στο ΕΑΜ - αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι στο ΕΑΜ παραχωρήθηκε και η δυνατότητα άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τοποθετείται ο εκλεκτός του Γεωργίου Παπανδρέου Ξενοφών Ζολώτας, ο οποίος με έγγραφό του προς τους αρμόδιους υπουργούς και τους οικονομικούς αντιπροσώπους των Συμμάχων, την 1η Νοεμβρίου 1944, προτείνει ένα πακέτο μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, όπως αύξηση των αγαθών της συμμαχικής βοήθειας και διάθεσή τους προς πώληση στην αγορά, αύξηση των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης, όλων των ειδών του Ερυθρού Σταυρού (και ειδικότερα του ψωμιού στο πενταπλάσιο), περιορισμό των αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και του μισθού τους ώστε να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, φορολογία των κερδών του πολέμου, επικέντρωση στους έμμεσους φόρους, κατάργηση των δελτίων των απόρων, κατάρτιση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και έκδοση νέας δραχμής.
Σε γενικές γραμμές, αυτές είναι οι κατευθυντήριες που ακολούθησε η κυβέρνηση. Η οικονομική πολιτική διαμορφώθηκε από τον Ζολώτα και τέθηκε υπό τη συνεχή επίβλεψη των Βρετανών, οι οποίοι είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ είχε πλήρη επίγνωση των βρετανικών σχεδίων, δεν έτρεφε αυταπάτες ούτε για τον χαρακτήρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας ούτε για τις επιδιώξεις και τους στόχους του αντιΕΑΜικού μπλοκ.
Τα δεδομένα που προκύπτουν από την αλληλογραφία και τις επαφές του ΚΚΕ με τα κομμουνιστικά κόμματα Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας αποδεικνύουν ότι η ΕΑΜική ηγεσία ανησυχούσε ιδιαίτερα για τους σχεδιασμούς των Βρετανών, το ενδεχόμενο στρατιωτικής τους επέμβασης στην Ελλάδα, τον ρόλο του Γ. Παπανδρέου και τα σχέδια φιλομοναρχικού πραξικοπήματος που προωθούσαν μοναρχικοί και ακροδεξιοί κύκλοι.
Τα συνεχή και πιεστικά αιτήματα του ΚΚΕ για πολεμική τροφοδοσία του ΕΛΑΣ και επισιτιστική βοήθεια για τους λιμοκτονούντες πληθυσμούς των πόλεων σε περίπτωση σύγκρουσης με τους Βρετανούς συναντούσαν την αδυναμία των ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας να ανταποκριθούν. Η επίγνωση ότι δεν θα πρέπει να υπολογίζουν παρά μόνο στις δικές τους δυνάμεις καθώς και τα όρια που έθετε η αδιαμφισβήτητη -όσο διαρκούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος- και αδιάσπαστη συμμαχία Μ Βρετανίας και ΕΣΣΔ διαμόρφωναν ένα σύνθετο και ασφυκτικό πλαίσιο επιλογών για το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Ετσι ερμηνεύονται οι αντιφάσεις και οι αναιρέσεις που παρατηρούνται τους τελευταίους μήνες πριν από την απελευθέρωση. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έφυγε για τον Λίβανο με συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, να καθοριστούν οι προγραμματικές κατευθύνσεις της Ενιαίας Κυβέρνησης με βάση τους σκοπούς της ΠΕΕΑ, να δοθούν κατ’ ελάχιστο οι μισές έδρες της κυβέρνησης και τα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών σε ΠΕΕΑ, ΕΑΜ, ΚΚΕ και να συγκροτηθεί ενιαίος στρατός. Και επέστρεψε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στις 5 Ιουνίου 1944, ο Σιάντος τηλεγραφεί στον Τίτο επισημαίνοντας: «Η αντιπροσωπεία μας στη Μέση Ανατολή παρέβη τις γραπτές οδηγίες πληρεξουσίου (που τους είχαν δοθεί). Η υπογραφείσα συμφωνία δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθώς βλάπτει τον εθνικό αγώνα».
Ωστόσο, σύντομα το ΚΚΕ αποδέχεται τη Συμφωνία του Λιβάνου και επιπλέον υπογράφει τον Σεπτέμβριο του '44 τη Συμφωνία της Καζέρτας, που προβλέπει μεταξύ άλλων ότι όλες οι αντάρτικες ομάδες τίθενται στις διαταγές της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία με τη σειρά της τις θέτει υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι.
ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Έξι ημέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, στις 18 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» φθάνει στην πρωτεύουσα και αναλαμβάνει έργο, με τους ΕΑΜικούς υπουργούς να στερούνται κάθε έρεισμα στα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών και να αναλαμβάνουν τα δύσκολα υπουργεία Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Δημοσίων Έργων, Γεωργίας και Εργασίας.
Η σιδερένια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ΕΑΜίτες υπουργοί και το πολιτικό κόστος που επωμίστηκαν τις αμέσως επόμενες εβδομάδες ερμηνεύουν την ανάθεση αυτών των υπουργείων στο ΕΑΜ.
Ο παλλαϊκός ενθουσιασμός, οι ελπίδες και οι προσδοκίες που πλημμυρίζουν τους δρόμους της Αθήνας εκείνες τις πρώτες ημέρες δεν μπορούν να κρύψουν την εικόνα καταστροφής που άφησαν πίσω τους οι κατακτητές.
Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος ήταν τεράστιο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο μόνο στην Ελλάδα η πείνα, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και ο υπερπληθωρισμός πήραν τέτοιες διαστάσεις, για μια σειρά από λόγους.
Τα πεινασμένα πλήθη που συνωστίζονταν στις ουρές για τα συσσίτια, οι επαίτες, τα ορφανά παιδιά που ζητιάνευαν στους δρόμους, τα πτώματα που εγκαταλείπονταν έξω από τα νεκροταφεία για να μη χάσουν το δελτίο σίτισης οι οικογένειές τους προμήνυαν το προφανές. Με τον παραγωγικό ιστό διαλυμένο, το δίκτυο μεταφορών κατεστραμμένο, τον πόλεμο να συνεχίζεται, χωρίς την ξένη βοήθεια, ήταν απολύτως σαφές ότι η Αθήνα βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο να βιώσει έναν ακόμη χειμώνα αντίστοιχο με εκείνο του 1941-42.
Αντίστοιχο πρόβλημα υπήρχε και σε αρκετές επαρχιακές πόλεις και καταγράφεται στις επιτάξεις αποθηκευτικών και εργοστασιακών χώρων και τη διανομή τροφίμων από το ΕΑΜ. Το πρωταρχικό αίτημα της ξένης βοήθειας και ταυτόχρονα της παραγωγικής ανασυγκρότησης αφορούσε ακριβώς αυτό το θεμελιώδες και επείγον καθήκον της λαϊκής επιβίωσης. Το πρόβλημα της τροφοδοσίας των πόλεων αλλά και της υπαίθρου είχε και τις αντίστοιχες στρατιωτικές συνέπειες, καθώς σε συνθήκες πενίας και υποσιτισμού δεν ήταν εύκολο ο ΕΛΑΣ να διατηρεί και να τροφοδοτεί το πολυάριθμο δυναμικό του χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα και τριβές με τις τοπικές κοινωνίες.
Στο επίπεδο της παραγωγής, οι προοπτικές ήταν ακόμη πιο δυσοίωνες. Οι Γερμανοί αποχωρώντας προχώρησαν σε εκτεταμένες καταστροφές σε εργοστάσια, μέσα μεταφοράς, οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, λιμάνια. Επιπλέον, ολόκληρο το οικοδόμημα της κατοχικής βιομηχανικής παραγωγής και των δημοσίων έργων, όπως ήταν φυσικό, έπαψε να υφίσταται, με δραματικά αποτελέσματα για τα ποσοστά ανεργίας, καθώς τα περισσότερα εργοστάσια, ορυχεία, βιοτεχνίες παρέμεναν κλειστά. Το πιστωτικό σύστημα εκκινούσε από σχεδόν μηδενική βάση.
Τα αποθεματικά της Τράπεζας της Ελλάδος σε λίρες και χρυσό είχαν μεταφερθεί στο Λονδίνο, ενώ οι συνολικές καταθέσεις των πέντε μεγαλύτερων εμπορικών τραπεζών (ΕΤΕ, Αθηνών, Εμπορική, Ιονική και Λαϊκή), από 14 εκατ. χρυσές λίρες τον Οκτώβριο του 1940, έφθαναν μόλις τις 186,7 χρυσές λίρες τον Οκτώβριο του 1944. 7
Στους τελευταίους μήνες της Κατοχής και τους πρώτους της απελευθέρωσης, ο υπερπληθωρισμός πήρε τρομακτικές διαστάσεις - ενώ ο μέσος τιμάριθμος του 1943 είχε αυξηθεί 415 φορές σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, τον Σεπτέμβριο του 1944 είχε αυξηθεί 15 εκατομμύρια φορές.
Η έκρηξη του πληθωρισμού εκμηδένιζε πλήρως την αξία της δραχμής και μαζί τους μισθούς και τα μεροκάματα δημιουργούσε συνθήκες αντιπραγματισμού (ανταλλαγή σε είδος) και καθιστούσε τη χρυσή λίρα μοναδικό αξιόπιστο νόμισμα.
Η νεόπλουτη τάξη κερδοσκόπων και μαυραγοριτών συνέχιζε και μετά την απελευθέρωση να κερδοσκοπεί ασύστολα, ιδιαίτερα σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων, των μισθοσυντήρητων, των εργατοϋπαλλήλων. Πρόκειται για ένα τοπίο όπου η ελπίδα και η αισιοδοξία συνυπήρχαν με μια βαθιά και αγεφύρωτη κοινωνική και ταξική πόλωση.
Τα μέτρα Ζολώτα
Οπως ήδη αναφέραμε, για προφανείς λόγους τα υπουργεία Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας παραχωρήθηκαν στο ΕΑΜ - αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι στο ΕΑΜ παραχωρήθηκε και η δυνατότητα άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τοποθετείται ο εκλεκτός του Γεωργίου Παπανδρέου Ξενοφών Ζολώτας, ο οποίος με έγγραφό του προς τους αρμόδιους υπουργούς και τους οικονομικούς αντιπροσώπους των Συμμάχων, την 1η Νοεμβρίου 1944, προτείνει ένα πακέτο μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, όπως αύξηση των αγαθών της συμμαχικής βοήθειας και διάθεσή τους προς πώληση στην αγορά, αύξηση των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης, όλων των ειδών του Ερυθρού Σταυρού (και ειδικότερα του ψωμιού στο πενταπλάσιο), περιορισμό των αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και του μισθού τους ώστε να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, φορολογία των κερδών του πολέμου, επικέντρωση στους έμμεσους φόρους, κατάργηση των δελτίων των απόρων, κατάρτιση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και έκδοση νέας δραχμής.
Σε γενικές γραμμές, αυτές είναι οι κατευθυντήριες που ακολούθησε η κυβέρνηση. Η οικονομική πολιτική διαμορφώθηκε από τον Ζολώτα και τέθηκε υπό τη συνεχή επίβλεψη των Βρετανών, οι οποίοι είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Στις στήλες του «Ριζοσπάστη» αλλά και στις μαρτυρίες των ΕΑΜιτών υπουργών, καταγράφονται οι αλλεπάλληλες συσκέψεις των αρμόδιων υπουργών στο υπουργείο Οικονομικών με Βρετανούς και Αμερικανούς οικονομικούς συμβούλους, που ενέκριναν το πρόγραμμα σταθεροποίησης.
Σταδιακά αλλά αποφασιστικά, αξιοποιώντας τον αρκετά αποτελεσματικό εκβιασμό «ΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΤΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΣΑΣ ΛΕΜΕ, ΘΑ ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ», οι Βρετανοί έθεταν τις βάσεις του μεταπολεμικού καθεστώτος επιτροπείας. Έχοντας και το μαχαίρι και το πεπόνι της συμμαχικής βοήθειας, χρησιμοποιούσαν με συνέπεια και αποτελεσματικότητα το πανίσχυρο μέσο της παροχής της προς τους λιμοκτονούντες ελληνικούς πληθυσμούς, εκβιάζοντας ώστε να επιβάλλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν.
Η τεράστια έλλειψη αγαθών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δραχμή είχε χάσει πολύ μεγάλο μέρος της αξίας της και την εμπιστοσύνη της αγοράς οδήγησαν τις πρώτες μεταπολεμικές εβδομάδες σε έναν εκρηκτικό πληθωρισμό.
Η πρόταση Ζολώτα, που υιοθετήθηκε με τον νόμο 18 «Περί νομισματικής διαρρυθμίσεως», ήταν η δημιουργία μιας νέας δραχμής η οποία ισούταν με 50 δισ. παλαιές δραχμές. Αυτή η ισοτιμία πρακτικά σήμαινε ότι οι προπολεμικές καταθέσεις των μικροκαταθετών και αντίστοιχα τα χρέη των επιχειρηματιών ουσιαστικά εξανεμίστηκαν. Δηλαδή οι επιχειρηματίες που είχαν προπολεμικά χρέη προς τις τράπεζες ευνοήθηκαν, εν αντιθέσει με τους μισθοσυντήρητους που είχαν καταθέσεις και δεν πρόλαβαν να τις αποσύρουν πριν από τον πόλεμο, οι οποίοι έχασαν τις όποιες οικονομίες τους. Ετσι, στην κοινή γνώμη, στους φτωχούς μικροκαταθέτες, σχηματίστηκε η πεποίθηση ότι ο ΕΑΜικός υπουργός είχε την κύρια ευθύνη, αφού ήταν αυτός που έβαλε την καταστροφική υπογραφή.
Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τον εκβιασμό των Βρετανών για τον ορισμό πολύ χαμηλών ημερομισθίων και μισθών, καθώς και το απροκάλυπτο μποϊκοτάζ των Ελλήνων βιομηχάνων, με την άρνησή τους να ανοίξουν τα εργοστάσια, διογκώνοντας έτσι την ανεργία, έφερε την αντίδραση της οργανωμένης εργατικής τάξης αλλά και τις διαμαρτυρίες στο εσωτερικό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Επιπλέον, οι δεσμεύσεις του Γ. Παπανδρέου για βαριά φορολόγηση των πλουτισάντων επί Κατοχής είχαν την ίδια ακριβώς φερεγγυότητα με τις δηλώσεις υπέρ της λαοκρατίας που εκφώνησε στον περίφημο λόγο της απελευθέρωσης.
Οι εργαζόμενοι έβλεπαν ότι τα ημερομίσθια καθορίζονταν σε επίπεδα χαμηλότερα και από τα κατοχικά - κι αυτό γινόταν με συνευθύνη των υπουργών του ΕΑΜ.
Και μιλάμε για μια εργατική τάξη η οποία έχει ανδρωθεί στους μεγάλους αγώνες της Κατοχής, έχει αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, καθώς με την απελευθέρωση προσβλέπει σε μια νέα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων ριζικά διαφορετική, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν αυτοί που ελευθέρωσαν τη χώρα με το όπλο στο χέρι. Οι ηγεσίες των συνδικάτων ελέγχονται σχεδόν απόλυτα από το ΕΑΜ, καθώς από τον Αύγουστο του 1944 η Κεντρική Επιτροπή του ΕΕΑΜ έχει αποφασίσει τη μετονομασία του σε ΓΣΕΕ, ενώ στις ομοσπονδίες, τα εργατικά κέντρα και τα σωματεία αναλαμβάνουν διοικήσεις που ελέγχονται από τη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Το ΕΑΜ διαθέτει συντριπτική επιρροή μέσα στην εργατική τάξη, κάτι που επιβεβαιώνεται στις εκλογές δεκάδων σωματείων που διεξάγονται μέσα σ’ αυτό το μικρό διάστημα.
Το εργατικό κίνημα
Ολο το διάστημα του Νοεμβρίου οργανώνονται συνεχώς κινητοποιήσεις που προβάλλουν αιτήματα αύξησης των μισθών και της επισιτιστικής βοήθειας και αναδεικνύουν μια σειρά από ζητήματα κλάδων ή ομάδων της εργατικής τάξης. Οι κινητοποιήσεις αυτές, παρότι εκφράζουν τις ανάγκες της λαϊκής βάσης του ΕΑΜ και προκαλούν συνεχή κοινωνική και πολιτική πίεση, δεν αμφισβητούν παρά πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, οργανώνονται έτσι ώστε να εδραιώνουν τον ρόλο του εργασιακού κινήματος ως κοινωνικού εταίρου και να μη δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα ή να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί το ΕΑΜ για υπονόμευση της κυβερνητικής πολιτικής και της στρατηγικής επιλογής της εθνικής ενότητας και της οικονομικής ανασυγκρότησης.
Ετσι, στο κρίσιμο διάστημα των πρώτων 40 ημερών, το εργασιακό κίνημα περιορίστηκε σε κινητοποιήσεις και δράσεις χαμηλής έντασης, εγκλωβισμένο στη γραμμή της εθνικής ενότητας, της ταξικής συμφιλίωσης και της στήριξης της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη πλευρά, παλιά και νέα αστική τάξη και ιδιαίτερα τα νεόπλουτα αρπακτικά και παρασιτικά στρώματα συνέχιζαν ακάθεκτα τις δραστηριότητες πλουτισμού και συσσώρευσης, καταλήστευσης της ξένης βοήθειας, κρατούσαν κλειστά τα εργοστάσια, κερδοσκοπούσαν ασύστολα με τον χρυσό, τη λίρα, την παλιά και τη νέα δραχμή και υπονόμευαν ανοιχτά και απροκάλυπτα κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης κρατώντας κλειστά τα περισσότερα εργοστάσια.
Την 1η Δεκέμβρη οργανώνονται μεγάλες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις για το στρατιωτικό ζήτημα, ενώ 2.000 εργάτες της Ελληνικής Εριουργίας βάζουν σε κίνηση το εργοστάσιο με την άδεια του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Μετά τον καθορισμό των ημερομισθίων και πλησιάζοντας στα τέλη Νοέμβρη, ο ταξικός ανταγωνισμός οξύνεται και μαζί με την ταξική πόλωση διευρύνεται και η διάσταση ανάμεσα στα ΕΑΜικά υπουργεία και τα συνδικάτα. Η διάσταση αυτή θα γεφυρωθεί τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, καθώς η αντιπαράθεση για το στρατιωτικό ζήτημα οδηγούσε πλέον σε μετωπική σύγκρουση με το αντιΕΑΜικό μπλοκ -πρόκειται μάλλον για δυο πηγές έντασης που τροφοδοτούσε η μια την άλλη, καθώς η ταξική πόλωση δημιουργούσε το περιβάλλον ενός ακήρυχτου κοινωνικού εμφυλίου, το αποτέλεσμα του οποίου διαφαινόταν ωστόσο ότι δεν επρόκειτο να κριθεί στο κλασικό πεδίο των εργατικών συνδικαλιστικών αγώνων. Το αδιέξοδο στο στρατιωτικό ζήτημα οδηγούσε μοιραία τα πράγματα στο, ευνοϊκό για τη βρετανική πολιτική και το αντιΕΑΜικό μπλοκ, πεδίο της στρατιωτικής αναμέτρησης.
Άλλωστε, οι ομαλές δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις ενδεχομένως να οδηγούσαν σε εκλογικό θρίαμβο του ΕΑΜ, εξέλιξη που εγκυμονούσε κινδύνους για τη συνέχεια του αστικού καθεστώτος. Το ΕΑΜ, παρά τις αντιφάσεις και τις ταλαντεύσεις που σημειώνονται στην πολιτική του, παρά τις συμφωνίες που υπέγραψε, ήταν σταθερά προσανατολισμένο σε μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων, την οποία και διεκδίκησε στις σύνθετες και δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες. Δηλαδή στην περίοδο που η πολιτική γραμμή των λαϊκών μετώπων, εξαιρετικά αποτελεσματική στο διάστημα της Κατοχής, αναμετρούνταν μετά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της, καθώς η στρατηγική της αντίπαλης πλευράς ήταν σαφέστατα η ανάκτηση και διασφάλιση της αστικής εξουσίας και διαμέσου της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Ηταν, λοιπόν, το ΕΑΜ το μέτωπο το οποίο αναμετρήθηκε με όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα της δεκαετίας του '40, συσπειρώνοντας γύρω του τη λαϊκή εργαζόμενη πλειοψηφία και εκπροσωπώντας τα ταξικά της συμφέροντα
Για να επιβάλουν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που επιθυμούσαν, οι Βρετανοί ήταν υποχρεωμένοι να στηριχθούν στον μοναδικό ισχυρό αντίπαλο του ΕΑΜ. Ο παλιός πολιτικός κόσμος, απολύτως απαξιωμένος λόγω της στάσης του στα χρόνια της Κατοχής, τα δυναμικά τμήματα των κερδοσκόπων και των μαυραγοριτών και οι ένοπλες και ετοιμοπόλεμες ομάδες των Ταγμάτων Ασφαλείας και της κατοχικής Χωροφυλακής αποτελούσαν τα μόνα διαθέσιμα στη συγκεκριμένη περίοδο πολιτικά, οικονομικά/κοινωνικά και στρατιωτικά στηρίγματα για τη βρετανική πολιτική.
Και το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτές τις εξελίξεις ήταν ο ΕΛΑΣ.
Επομένως, ο αφοπλισμός ή η συντριβή του αποτελούσε μονόδρομο για το Λονδίνο.
Γι’ αυτό, σταδιακά, σε όλο το διάστημα των 47 πρώτων ημερών της απελευθέρωσης, οι Βρετανοί σε συνεργασία με το αντιΕΑΜικό μπλοκ συγκέντρωσαν στην πρωτεύουσα τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις, διέσωσαν και εξόπλισαν τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας και την κατάλληλη στιγμή ο Σκόμπι διέταξε τον μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Τον λόγο είχαν πλέον οι ξιφολόγχες.
Σταδιακά αλλά αποφασιστικά, αξιοποιώντας τον αρκετά αποτελεσματικό εκβιασμό «ΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΤΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΣΑΣ ΛΕΜΕ, ΘΑ ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ», οι Βρετανοί έθεταν τις βάσεις του μεταπολεμικού καθεστώτος επιτροπείας. Έχοντας και το μαχαίρι και το πεπόνι της συμμαχικής βοήθειας, χρησιμοποιούσαν με συνέπεια και αποτελεσματικότητα το πανίσχυρο μέσο της παροχής της προς τους λιμοκτονούντες ελληνικούς πληθυσμούς, εκβιάζοντας ώστε να επιβάλλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν.
Η τεράστια έλλειψη αγαθών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δραχμή είχε χάσει πολύ μεγάλο μέρος της αξίας της και την εμπιστοσύνη της αγοράς οδήγησαν τις πρώτες μεταπολεμικές εβδομάδες σε έναν εκρηκτικό πληθωρισμό.
Η πρόταση Ζολώτα, που υιοθετήθηκε με τον νόμο 18 «Περί νομισματικής διαρρυθμίσεως», ήταν η δημιουργία μιας νέας δραχμής η οποία ισούταν με 50 δισ. παλαιές δραχμές. Αυτή η ισοτιμία πρακτικά σήμαινε ότι οι προπολεμικές καταθέσεις των μικροκαταθετών και αντίστοιχα τα χρέη των επιχειρηματιών ουσιαστικά εξανεμίστηκαν. Δηλαδή οι επιχειρηματίες που είχαν προπολεμικά χρέη προς τις τράπεζες ευνοήθηκαν, εν αντιθέσει με τους μισθοσυντήρητους που είχαν καταθέσεις και δεν πρόλαβαν να τις αποσύρουν πριν από τον πόλεμο, οι οποίοι έχασαν τις όποιες οικονομίες τους. Ετσι, στην κοινή γνώμη, στους φτωχούς μικροκαταθέτες, σχηματίστηκε η πεποίθηση ότι ο ΕΑΜικός υπουργός είχε την κύρια ευθύνη, αφού ήταν αυτός που έβαλε την καταστροφική υπογραφή.
Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τον εκβιασμό των Βρετανών για τον ορισμό πολύ χαμηλών ημερομισθίων και μισθών, καθώς και το απροκάλυπτο μποϊκοτάζ των Ελλήνων βιομηχάνων, με την άρνησή τους να ανοίξουν τα εργοστάσια, διογκώνοντας έτσι την ανεργία, έφερε την αντίδραση της οργανωμένης εργατικής τάξης αλλά και τις διαμαρτυρίες στο εσωτερικό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Επιπλέον, οι δεσμεύσεις του Γ. Παπανδρέου για βαριά φορολόγηση των πλουτισάντων επί Κατοχής είχαν την ίδια ακριβώς φερεγγυότητα με τις δηλώσεις υπέρ της λαοκρατίας που εκφώνησε στον περίφημο λόγο της απελευθέρωσης.
Οι εργαζόμενοι έβλεπαν ότι τα ημερομίσθια καθορίζονταν σε επίπεδα χαμηλότερα και από τα κατοχικά - κι αυτό γινόταν με συνευθύνη των υπουργών του ΕΑΜ.
Και μιλάμε για μια εργατική τάξη η οποία έχει ανδρωθεί στους μεγάλους αγώνες της Κατοχής, έχει αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, καθώς με την απελευθέρωση προσβλέπει σε μια νέα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων ριζικά διαφορετική, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν αυτοί που ελευθέρωσαν τη χώρα με το όπλο στο χέρι. Οι ηγεσίες των συνδικάτων ελέγχονται σχεδόν απόλυτα από το ΕΑΜ, καθώς από τον Αύγουστο του 1944 η Κεντρική Επιτροπή του ΕΕΑΜ έχει αποφασίσει τη μετονομασία του σε ΓΣΕΕ, ενώ στις ομοσπονδίες, τα εργατικά κέντρα και τα σωματεία αναλαμβάνουν διοικήσεις που ελέγχονται από τη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Το ΕΑΜ διαθέτει συντριπτική επιρροή μέσα στην εργατική τάξη, κάτι που επιβεβαιώνεται στις εκλογές δεκάδων σωματείων που διεξάγονται μέσα σ’ αυτό το μικρό διάστημα.
Το εργατικό κίνημα
Ολο το διάστημα του Νοεμβρίου οργανώνονται συνεχώς κινητοποιήσεις που προβάλλουν αιτήματα αύξησης των μισθών και της επισιτιστικής βοήθειας και αναδεικνύουν μια σειρά από ζητήματα κλάδων ή ομάδων της εργατικής τάξης. Οι κινητοποιήσεις αυτές, παρότι εκφράζουν τις ανάγκες της λαϊκής βάσης του ΕΑΜ και προκαλούν συνεχή κοινωνική και πολιτική πίεση, δεν αμφισβητούν παρά πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, οργανώνονται έτσι ώστε να εδραιώνουν τον ρόλο του εργασιακού κινήματος ως κοινωνικού εταίρου και να μη δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα ή να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί το ΕΑΜ για υπονόμευση της κυβερνητικής πολιτικής και της στρατηγικής επιλογής της εθνικής ενότητας και της οικονομικής ανασυγκρότησης.
Ετσι, στο κρίσιμο διάστημα των πρώτων 40 ημερών, το εργασιακό κίνημα περιορίστηκε σε κινητοποιήσεις και δράσεις χαμηλής έντασης, εγκλωβισμένο στη γραμμή της εθνικής ενότητας, της ταξικής συμφιλίωσης και της στήριξης της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη πλευρά, παλιά και νέα αστική τάξη και ιδιαίτερα τα νεόπλουτα αρπακτικά και παρασιτικά στρώματα συνέχιζαν ακάθεκτα τις δραστηριότητες πλουτισμού και συσσώρευσης, καταλήστευσης της ξένης βοήθειας, κρατούσαν κλειστά τα εργοστάσια, κερδοσκοπούσαν ασύστολα με τον χρυσό, τη λίρα, την παλιά και τη νέα δραχμή και υπονόμευαν ανοιχτά και απροκάλυπτα κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης κρατώντας κλειστά τα περισσότερα εργοστάσια.
Την 1η Δεκέμβρη οργανώνονται μεγάλες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις για το στρατιωτικό ζήτημα, ενώ 2.000 εργάτες της Ελληνικής Εριουργίας βάζουν σε κίνηση το εργοστάσιο με την άδεια του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Μετά τον καθορισμό των ημερομισθίων και πλησιάζοντας στα τέλη Νοέμβρη, ο ταξικός ανταγωνισμός οξύνεται και μαζί με την ταξική πόλωση διευρύνεται και η διάσταση ανάμεσα στα ΕΑΜικά υπουργεία και τα συνδικάτα. Η διάσταση αυτή θα γεφυρωθεί τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, καθώς η αντιπαράθεση για το στρατιωτικό ζήτημα οδηγούσε πλέον σε μετωπική σύγκρουση με το αντιΕΑΜικό μπλοκ -πρόκειται μάλλον για δυο πηγές έντασης που τροφοδοτούσε η μια την άλλη, καθώς η ταξική πόλωση δημιουργούσε το περιβάλλον ενός ακήρυχτου κοινωνικού εμφυλίου, το αποτέλεσμα του οποίου διαφαινόταν ωστόσο ότι δεν επρόκειτο να κριθεί στο κλασικό πεδίο των εργατικών συνδικαλιστικών αγώνων. Το αδιέξοδο στο στρατιωτικό ζήτημα οδηγούσε μοιραία τα πράγματα στο, ευνοϊκό για τη βρετανική πολιτική και το αντιΕΑΜικό μπλοκ, πεδίο της στρατιωτικής αναμέτρησης.
Άλλωστε, οι ομαλές δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις ενδεχομένως να οδηγούσαν σε εκλογικό θρίαμβο του ΕΑΜ, εξέλιξη που εγκυμονούσε κινδύνους για τη συνέχεια του αστικού καθεστώτος. Το ΕΑΜ, παρά τις αντιφάσεις και τις ταλαντεύσεις που σημειώνονται στην πολιτική του, παρά τις συμφωνίες που υπέγραψε, ήταν σταθερά προσανατολισμένο σε μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων, την οποία και διεκδίκησε στις σύνθετες και δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες. Δηλαδή στην περίοδο που η πολιτική γραμμή των λαϊκών μετώπων, εξαιρετικά αποτελεσματική στο διάστημα της Κατοχής, αναμετρούνταν μετά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της, καθώς η στρατηγική της αντίπαλης πλευράς ήταν σαφέστατα η ανάκτηση και διασφάλιση της αστικής εξουσίας και διαμέσου της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Ηταν, λοιπόν, το ΕΑΜ το μέτωπο το οποίο αναμετρήθηκε με όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα της δεκαετίας του '40, συσπειρώνοντας γύρω του τη λαϊκή εργαζόμενη πλειοψηφία και εκπροσωπώντας τα ταξικά της συμφέροντα
Για να επιβάλουν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που επιθυμούσαν, οι Βρετανοί ήταν υποχρεωμένοι να στηριχθούν στον μοναδικό ισχυρό αντίπαλο του ΕΑΜ. Ο παλιός πολιτικός κόσμος, απολύτως απαξιωμένος λόγω της στάσης του στα χρόνια της Κατοχής, τα δυναμικά τμήματα των κερδοσκόπων και των μαυραγοριτών και οι ένοπλες και ετοιμοπόλεμες ομάδες των Ταγμάτων Ασφαλείας και της κατοχικής Χωροφυλακής αποτελούσαν τα μόνα διαθέσιμα στη συγκεκριμένη περίοδο πολιτικά, οικονομικά/κοινωνικά και στρατιωτικά στηρίγματα για τη βρετανική πολιτική.
Και το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτές τις εξελίξεις ήταν ο ΕΛΑΣ.
Επομένως, ο αφοπλισμός ή η συντριβή του αποτελούσε μονόδρομο για το Λονδίνο.
Γι’ αυτό, σταδιακά, σε όλο το διάστημα των 47 πρώτων ημερών της απελευθέρωσης, οι Βρετανοί σε συνεργασία με το αντιΕΑΜικό μπλοκ συγκέντρωσαν στην πρωτεύουσα τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις, διέσωσαν και εξόπλισαν τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας και την κατάλληλη στιγμή ο Σκόμπι διέταξε τον μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Τον λόγο είχαν πλέον οι ξιφολόγχες.
Έτσι "στήθηκαν" τα Δεκεμβριανά 1944
Ποιοι ήθελαν και (πώς) μεθόδευσαν τη σύγκρουση της Αθήνας
σκοτώνοντας άοπλους διαδηλωτές στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ.
Ένα από τα πλέον συζητημένα ζητήματα-ερωτήματα της πρόσφατης πολιτικής Ιστορίας μας είναι το ποιοι ήθελαν και για ποιο σκοπό μεθόδευσαν τη σύγκρουση που άρχισε στις 3 Δεκέμβρη 1944 στην Αθήνα.
Ας δούμε πώς φτάσαμε στα «Δεκεμβριανά».
Κατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στην Εθνική Αντίσταση πρωτοστάτησε το ΕΑΜ (κομμουνιστές (το αριστεροί έχασε την αξία του σαν λέξη πλέον), φιλελεύθεροι προοδευτικοί και δημοκράτες) είναι πασίγνωστο και γενικώς αποδεκτό. Οι μεταξικοί και βασιλόφρονες απουσίασαν σχεδόν καθολικά.
Όμως, όσο φούντωνε το εαμικό κίνημα αποκτώντας και οπλισμό από τις αντίπαλες (ιταλογερμανικές) κατοχικές δυνάμεις που εξουδετέρωνε, άρχιζε να ανησυχεί η άλλη παράταξη, (οι καθολικώς απόντες), ιδιαίτερα από το 1943 και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που οι ΕΑΜικοί συγκρότησαν την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 10 Μάρτη 1944.
Η άλλη πλευρά, με κύρια έκφραση τη «νόμιμη» Ελληνική Κυβέρνηση, γνωστή ως «Κυβέρνηση της Εξορίας» (αυτοί που την κοπάνησαν νύχτα και με τον χρυσό της χώρας αγκαλιά) στο Κάιρο, αποφάσισε να καλέσει εκπροσώπους των πολιτικών δυνάμεων σε Συνέδριο στον Λίβανο (Απρίλης – Μάης 1944), όπου και απέσπασε τη συναίνεση για συγκρότηση Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με συμμετοχή και 5-6 προσώπων από το ΕΑΜ όχι όμως σε νευραλγικά υπουργικά πόστα.
Όπερ και εγένετο, καθώς μετά από λίγους μήνες συζητήσεων και δισταγμού, το ΕΑΜ στις αρχές του Σεπτέμβρη 1944 πρότεινε εκπροσώπους για 6 υπουργικές θέσεις (Αλέξανδρος Σβώλος, Γιάννης Ζέβγος, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Άγγελος Αγγελόπουλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Νίκος Ασκούτσης) στην υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου Κυβέρνηση.
Στα τέλη του ίδιου μήνα πραγματοποιήθηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας μια άλλη συνάντηση, όπου είχαν προσκληθεί και οι αρχηγοί των δυο κυριότερων ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων του ελλαδικού χώρου – ο Στέφανος Σαράφης του ΕΛΑΣ και ο Ναπολέων Ζέρβας του ΕΔΕΣ –, καθώς και Βρετανοί Αξιωματούχοι. Εκεί, στις 27 Σεπτέμβρη υπογράφτηκε η Συμφωνία της Καζέρτας με κύρια σημεία:
α) Ολες οι ένοπλες δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, άρα και ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, θα υπάγονταν στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
β) Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας όριζε αρχιστράτηγο τον Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι.
γ) Οι δυνάμεις των ανταρτών δεν είχαν δικαίωμα να κινηθούν προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Έπρεπε να περιμένουν την άφιξη της Κυβέρνησης, που τη συνόδευαν και βρετανικές δυνάμεις και μια ελληνική ταξιαρχία, η οποία είχε βοηθήσει τους συμμάχους στο Ρίμινι και είχε «εκκαθαριστεί» από δημοκρατικούς στρατιώτες και αξιωματικούς προτού αναχωρήσει από το Κάιρο.
Τελικά, οι Γερμανοί αποσύρονταν από την Αθήνα (12.10.1944) και η Ελληνική Κυβέρνηση έφτασε στις 18 του Οκτώβρη.
Παρεμπιπτόντως, αν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν πρόθεση και σχέδιο να καταλάβουν την εξουσία με τα όπλα, γιατί δεν το έπραξαν εκείνο το «νεκρό» διάστημα;
Ακολούθησαν 45 μέρες που η Κυβέρνηση είχε προστριβές με το ΕΑΜ για ένα πολύ βασικό ζήτημα:
Ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε να αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ και να διατηρήσει δυνάμεις σαφώς αντι-ΕΑΜικές, αντι-ΕΛΑΣίτικες και ακόμα περισσότερο αντι-Κουκουέδικες.
Εκείνος ήθελε την ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι και τον Ιερό λόχο.
Οι επικίνδυνοι και ύποπτοι, για ένα Πρωθυπουργό που δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε πως ελευθερώθηκε η Ελλάδα, για βίαιη κατάληψη της εξουσίας ΕΑΜικοί ζήτησαν να διατηρήσουν κι αυτοί μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ισοδύναμη προς τα κυβερνητικά ένοπλα σώματα.
Μάλιστα, η πλευρά Παπανδρέου είχε επιπλέον στο πλευρό της τις δυνάμεις των Βρετανών (με τανκς και αεροπλάνα), άρα τι λόγους είχε να αγωνιά μήπως υπερτερούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ/ΚΚΕ;
Όμως, την 1η Δεκέμβρη 1944 ο Σκόμπι, εντελώς ξαφνικά και χωρίς να γνωρίζει τίποτα η κυβέρνηση της χώρας (sic), εκδίδει διαταγή για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ως τις 10 Δεκέμβρη!
Ας δούμε πώς φτάσαμε στα «Δεκεμβριανά».
Κατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στην Εθνική Αντίσταση πρωτοστάτησε το ΕΑΜ (κομμουνιστές (το αριστεροί έχασε την αξία του σαν λέξη πλέον), φιλελεύθεροι προοδευτικοί και δημοκράτες) είναι πασίγνωστο και γενικώς αποδεκτό. Οι μεταξικοί και βασιλόφρονες απουσίασαν σχεδόν καθολικά.
Όμως, όσο φούντωνε το εαμικό κίνημα αποκτώντας και οπλισμό από τις αντίπαλες (ιταλογερμανικές) κατοχικές δυνάμεις που εξουδετέρωνε, άρχιζε να ανησυχεί η άλλη παράταξη, (οι καθολικώς απόντες), ιδιαίτερα από το 1943 και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που οι ΕΑΜικοί συγκρότησαν την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 10 Μάρτη 1944.
Η άλλη πλευρά, με κύρια έκφραση τη «νόμιμη» Ελληνική Κυβέρνηση, γνωστή ως «Κυβέρνηση της Εξορίας» (αυτοί που την κοπάνησαν νύχτα και με τον χρυσό της χώρας αγκαλιά) στο Κάιρο, αποφάσισε να καλέσει εκπροσώπους των πολιτικών δυνάμεων σε Συνέδριο στον Λίβανο (Απρίλης – Μάης 1944), όπου και απέσπασε τη συναίνεση για συγκρότηση Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με συμμετοχή και 5-6 προσώπων από το ΕΑΜ όχι όμως σε νευραλγικά υπουργικά πόστα.
Όπερ και εγένετο, καθώς μετά από λίγους μήνες συζητήσεων και δισταγμού, το ΕΑΜ στις αρχές του Σεπτέμβρη 1944 πρότεινε εκπροσώπους για 6 υπουργικές θέσεις (Αλέξανδρος Σβώλος, Γιάννης Ζέβγος, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Άγγελος Αγγελόπουλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Νίκος Ασκούτσης) στην υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου Κυβέρνηση.
Στα τέλη του ίδιου μήνα πραγματοποιήθηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας μια άλλη συνάντηση, όπου είχαν προσκληθεί και οι αρχηγοί των δυο κυριότερων ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων του ελλαδικού χώρου – ο Στέφανος Σαράφης του ΕΛΑΣ και ο Ναπολέων Ζέρβας του ΕΔΕΣ –, καθώς και Βρετανοί Αξιωματούχοι. Εκεί, στις 27 Σεπτέμβρη υπογράφτηκε η Συμφωνία της Καζέρτας με κύρια σημεία:
α) Ολες οι ένοπλες δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, άρα και ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, θα υπάγονταν στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
β) Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας όριζε αρχιστράτηγο τον Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι.
γ) Οι δυνάμεις των ανταρτών δεν είχαν δικαίωμα να κινηθούν προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Έπρεπε να περιμένουν την άφιξη της Κυβέρνησης, που τη συνόδευαν και βρετανικές δυνάμεις και μια ελληνική ταξιαρχία, η οποία είχε βοηθήσει τους συμμάχους στο Ρίμινι και είχε «εκκαθαριστεί» από δημοκρατικούς στρατιώτες και αξιωματικούς προτού αναχωρήσει από το Κάιρο.
Τελικά, οι Γερμανοί αποσύρονταν από την Αθήνα (12.10.1944) και η Ελληνική Κυβέρνηση έφτασε στις 18 του Οκτώβρη.
Παρεμπιπτόντως, αν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν πρόθεση και σχέδιο να καταλάβουν την εξουσία με τα όπλα, γιατί δεν το έπραξαν εκείνο το «νεκρό» διάστημα;
Ακολούθησαν 45 μέρες που η Κυβέρνηση είχε προστριβές με το ΕΑΜ για ένα πολύ βασικό ζήτημα:
Ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε να αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ και να διατηρήσει δυνάμεις σαφώς αντι-ΕΑΜικές, αντι-ΕΛΑΣίτικες και ακόμα περισσότερο αντι-Κουκουέδικες.
Εκείνος ήθελε την ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι και τον Ιερό λόχο.
Οι επικίνδυνοι και ύποπτοι, για ένα Πρωθυπουργό που δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε πως ελευθερώθηκε η Ελλάδα, για βίαιη κατάληψη της εξουσίας ΕΑΜικοί ζήτησαν να διατηρήσουν κι αυτοί μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ισοδύναμη προς τα κυβερνητικά ένοπλα σώματα.
Μάλιστα, η πλευρά Παπανδρέου είχε επιπλέον στο πλευρό της τις δυνάμεις των Βρετανών (με τανκς και αεροπλάνα), άρα τι λόγους είχε να αγωνιά μήπως υπερτερούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ/ΚΚΕ;
Όμως, την 1η Δεκέμβρη 1944 ο Σκόμπι, εντελώς ξαφνικά και χωρίς να γνωρίζει τίποτα η κυβέρνηση της χώρας (sic), εκδίδει διαταγή για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ως τις 10 Δεκέμβρη!
Όπως είναι γνωστό, οι EAMικοί υπουργοί παραιτήθηκαν και το ΕΑΜ προκήρυξε γενική απεργία και οργάνωση συλλαλητηρίου την Κυριακή 3 Δεκέμβρη στην Πλατεία Συντάγματος.
Κι εκεί άρχισαν όλα όταν (όπως καταδεικνύεται με ντοκουμέντα και μαρτυρίες της εποχής) τα «όργανα της τάξεως» της κυβέρνησης Παπανδρέου (με τις πολιτικές και στρατιωτικές πλάτες των Βρετανών), αιματοκύλησαν το συλλαλητήριο ανοίγοντας πυρ εναντίον των άοπλων διαδηλωτών.
Για το ποιος προσχεδιασμένα ήρξατο χειρών αδίκων (δλδ. ποιός άρχισε πρώτος τις αδικοπραγίες), πλέον υπάρχουν πάμπολλα γραπτά ντοκουμέντα.
Ενδεικτικά:
* Όπως αναφέρει ο Βάσος Μαθιόπουλος στο βιβλίο του «Δεκέμβρης του 1944» (σελ. 120) σε μήνυμα που έστειλε ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ στις 7 Νοέμβρη 1944 προς τον Υπουργό του επί των εξωτερικών Άντονι Ήντεν, έγραφε: «Κατά τη γνώμη μου, αφού πληρώσαμε τόσα (με τη «συμφωνία των ποσοστών», παραχωρήσεις στον Στάλιν), περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν θα πρέπει να την αποφύγουμε, υπό τον όρο να διαλέξουμε καλά το έδαφός μας (χώρο- χρόνο- σχεδιασμό)»!
* Επίσης, σε άλλο μήνυμά του, στα μέσα Νοέμβρη 1944, δηλ. ένα 10ήμερο/15θήμερο πριν από τη Δεκεμβριανή τραγωδία στην Αθήνα, ο Τσώρτσιλ έγραφε: «Είναι ευτύχημα ότι η επικείμενη σύγκρουση με το ΕΑΜ γίνεται χωρίς να είναι ο βασιλιάς εκεί. Μπορούμε να παίξουμε πολύ καλύτερα το παιχνίδι μας υπέρ του Παπανδρέου από ό,τι θα μπορούσαμε αν θα εμφανιζόμασταν να επιβάλλουμε ένα μοναρχικό καθεστώς στην Ελλάδα»
* Κι όταν λίγες μέρες μετά άρχιζε η «επικείμενη» σύγκρουση, πάλι ο Τσώρτσιλ έγραψε ειδικές οδηγίες στον αρμόδιο στρατηγό Σκόμπι, διατάζοντάς τον: «Μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου... Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μόλις καταληφθείσαν πόλιν όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα»!
Να διευκρινιστεί, ότι αυτά γράφονταν από τον Τσώρτσιλ, ενώ οι δυνάμεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν είχαν ακόμη συγκρουστεί με Βρετανούς και προσπαθούσαν ή προσδοκούσαν να βρουν δρόμο συμπόρευσης (με αποστολή εκπροσώπων στον Σκόμπι για συνεννόηση). Ιδού, λοιπόν, ο βασικός υπαίτιος του εμπρησμού για τα «Δεκεμβριανά»!
Αλλά και ο εκλεκτός των Βρετανών, Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ομολογεί σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (2.3.1948), ότι είχε υποσχεθεί στον «μέγα ηγέτη» Τσώρτσιλ «Εξοπλισμό του Κράτους - Αφοπλισμό του ΕΑΜ», ενώ σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής τόνιζε: «Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Από την άλλη πλευρά τώρα, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν άραγε στόχο (και σχέδιο) να καταλάβουν διά των όπλων την εξουσία;
Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς, που έχουν μελετήσει τα σχετικά ντοκουμέντα της εποχής, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα κομματικό κείμενο ή αναφορά, από καμία μαρτυρία ή πηγή της Αριστεράς. Διότι, μπορεί να ήταν ευχή ή επιθυμία πολλών εαμικών, αλλά ήταν πέρα από τις προθέσεις και αποφάσεις της ηγεσίας του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Άλλωστε, παρ όλη την κοινωνικοπολιτική προβολή και αναγνώρισή του από τον ελληνικό λαό το ΕΑΜικό Κίνημα έδειξε πολλή υποχωρητικότητα (πήγε στον Λίβανο, μπήκε στην Κυβέρνηση, υπέγραψε τη Συμφωνία της Καζέρτας και δέχτηκε την στρατιωτική υπαγωγή του στον Σκόμπι, δεν εκμεταλλεύτηκε το κενό εξουσίας στην Αθήνα 12-18 του Οκτώβρη 1944).
Γιατί όλες αυτές οι υποχωρήσεις δεν εκτιμήθηκαν από την πλευρά του Πρωθυπουργού;
Μήπως είχε άλλα κατά νου;
Ποιος, λοιπόν, ή ποιοι από τους τρεις παράγοντες (οι Άγγλοι του Τσώρτσιλ, η Ελληνική Κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και η ΕΑΜική Ηγεσία) είχαν συνειδητά επιδιώξει να φτάσουν στη σύγκρουση που άρχισε με την αιματοχυσία άοπλων διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944;
Κάποιοι νεο-ιστορικοί, υποστηρικτές της άποψης ότι την κύρια ευθύνη για τα «Δεκεμβριανά» φέρουν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ προβάλλουν ως βασικό ντοκουμέντο την έκθεση του Θόδωρου Μακρίδη (ψευδώνυμο «Έκτορας») που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1946 με εντολή του Νίκου Ζαχαριάδη και απευθυνόταν στην ηγεσία του ΚΚΕ. Η εν λόγω έκθεση (54 χρόνια μετά τη συγγραφή της δημοσιεύτηκε ολόκληρη από τον Γρηγόρη Φαράκο στον Β' τόμο του βιβλίου του «Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία»/έκδοση 2000) αφορά όλη την περίοδο από την προετοιμασία ίδρυσης του ΕΛΑΣ ως και τη Βάρκιζα (12.2.1945). Ο Θ. Μακρίδης ήταν αξιωματικός του αστικού στρατού και κλήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1941. Από τα πρώτα μέλη της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση του ΕΛΑΣ και αργότερα ανέλαβε επιτελικό πόστο στο Γενικό Στρατηγείο.
*Ερώτηση : Η "εν λόγω έκθεση" ήταν κομματικό ντοκουμέντο & θα έπρεπε να βρίσκεται στο Αρχείο του ΚΚΕ. Πως βρέθηκε στα χέρια του Φαράκου; Την πήρε όταν ήταν Γ.Γ. του Κόμματος; Και την χρησιμοποίησε το 2000 για το βιβλίο του, αφού πλέον ανήκε στον Συνασπισμό; Που αποσκοπούσε αυτή η κίνηση;
Από ιστορική άποψη, η «έκθεση Μακρίδη» έρχεται να επιβεβαιώσει μια σειρά άλλες μαρτυρίες αλλά και να παρουσιάσει αναλυτικά στοιχεία γύρω από τη δράση του ΕΛΑΣ, την ποιοτική και ποσοτική δύναμή του κλπ. Από πολιτική άποψη, η έκθεση αποτελεί μια λεπτομερειακή παρουσίαση-ανάλυση της εσωτερικής αντιπαράθεσης μέσα στα πλαίσια της ηγεσίας του ΕΛΑΣ και ως ένα βαθμό και του ΚΚΕ για την πορεία και τον χαρακτήρα του αγώνα. Αναδείχνει τις ταλαντεύσεις και τις υποχωρήσεις απέναντι στο ζήτημα της εξουσίας των Άγγλων και των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Περιγράφει με στοιχεία την πορεία ανάπτυξης του ΕΛΑΣ και τις αδυναμίες που αποτύπωσε σ' αυτόν η ασαφής πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αναφέρεται εκτενώς στην αρνητική επίπτωση των συμφωνιών της Καζέρτας, της υπαγωγής στο Συμμαχικό Στρατηγείο, κλπ.
Σχετικά με τα «Δεκεμβριανά» ο Θ. Μακρίδης διαβεβαίωνε την ηγεσία του ΚΚΕ ότι «δεν ήταν τόσο τρομερή η κατάσταση όσο την φανταζόντουσαν γιατί ο ΕΛΑΣ έχασε μια μάχη και 5.000 μαχητές, αλλά διαθέτει 100.000 ακόμη εμπειροπόλεμους μαχητές που μπορούν να μάθουν τους Άγγλους και τα κοπέλια τους ότι δεν μας νίκησαν φθάνει να γίνει μια κατάλληλη ανακατάταξη και συγκέντρωση των δυνάμεων αυτών που θα χρειαστεί μια προθεσμία 20-30 ημερών».
Μάλιστα, ο Μακρίδης κάνει αναφορά σε σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας μετά την αποχώρηση των Γερμανών, για διαφωνίες που είχαν προκύψει μεταξύ των κομμουνιστών σχετικά με το θέμα και για άλλα δύο αντίστοιχα σχέδια κατάληψης της Αθήνας που συντάχθηκαν μέσα στο 1944. Επίσης, ισχυρίζεται ότι είχε πάρει εντολή από τον Ζέβγο να συντάξει το σχέδιο κατάληψης της Αττικής, τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν πλέον αναμενόταν η αποχώρηση των Γερμανών μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Αλλά, τελικά οι Γερμανοί δεν αποχώρησαν το 1943, οπότε το αρχικό σχέδιο δεν εφαρμόστηκε.
Έτσι, οι βασιζόμενοι αποκλειστικά στην «έκθεση Μακρίδη» υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από επιμέρους λεπτομέρειες και διαφωνίες, αυτή αποτελεί πειστήριο ότι το ΚΚΕ από το 1943 στόχευε στη βίαιη κατάληψη της Αθήνας άρα και της εξουσίας. Ωστόσο, απόψεις και θέσεις σαν του Θ. Μακρίδη ήταν έξω από τις ιεραρχήσεις της ηγεσίας ΕΑΜ/ΚΚΕ που λειτουργούσε αμυντικά απέναντι στην αντίπαλη παράταξη, τη λεγόμενη «εθνική».
*Παρατήρηση : Αναφορά του 1946! Μια "έκθεση" που αφορούσε γεγονότα και καταστάσεις 2 χρόνια πίσω! Αν ...
Διότι ΑΝ ήταν διαφορετικά τότε:
1) Γιατί η ηγεσία ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Άρη Βελουχιώτη (Νοέμβρης 1944) για τη χρησιμοποίηση όλου του δυναμικού των ενόπλων ανταρτών του ΕΛΑΣ από τη Στερεά και την Πελοπόννησο για την κατάληψη της Αθήνας και κατ' επέκταση της εξουσίας, κατά την αποχώρηση των Γερμανών;
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά στη διάρκεια των Δεκεμβριανών η ηγεσία ΕΑΜ/ΚΚΕ απομόνωσε τον Βελουχιώτη από τη Μάχη της Αθήνας απομακρύνοντάς τον στην Ήπειρο σε επιχειρήσεις εναντίον επουσιωδών «υπολειμμάτων» του ΕΔΕΣ.
2) Γιατί, αν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στόχευε εξ αρχής σε επιβολή κομμουνιστικού τύπου καθεστώτος, δεν εξαπέλυσε το στρατιωτικό του κίνημα στο κενό διάστημα από 12-18 Οκτωβρίου του 1944;
Αλλά και στη συνέχεια, μέχρι το αιματοκύλισμα του ειρηνικού συλλαλητηρίου της Κυριακής 3 Δεκέμβρη 1944 στο Σύνταγμα, γιατί ΕΑΜ/ΚΚΕ επέμεναν στις άοπλες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις προκειμένου να δείξουν με αυτές την ισχύ και την αντίθεσή τους στην αποικιοκρατικού τύπου βρετανική παρουσία/επέμβαση και να βάλουν την (όποια αριστερή) σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις;
3) Γιατί στο αιματοκύλισμα των διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος δεν απάντησαν άμεσα από το ΚΚΕ, καθώς όπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Όσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές».
4) Γιατί (αν το ΚΚΕ είχε προαποφασίσει τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας) ο ΕΛΑΣ καθυστερούσε την έναρξη επιχειρήσεων εναντίον των Βρετανών επί σχεδόν μια βδομάδα μετά την έκρηξη της Δεκεμβριανής σύγκρουσης; (σσ: Τα εν λόγω ζητήματα θέτει και ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «Δεκεμβριανά 1944, η Μάχη της Αθήνας»).
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΕΛΑΣ κινήθηκε για να εξουδετερώσει τις εστίες των ακροδεξιών/παρακρατικών και στράφηκε εναντίον των δύο άκρων της αντίπαλης διάταξης (Γουδή και Μακρυγιάννη), αφήνοντας ανέγγιχτο και αγγλοκρατούμενο το κέντρο της Αθήνας, ιδίως γύρω από το επιτελικό σημείο της Βουλής, όπου, ΑΝ ήθελε, είχε την ισχύ να την καταλάβει συλλαμβάνοντας και τον Γ. Παπανδρέου!
Αλλά και μεσούντων των Δεκεμβριανών, και ενώ οι Βρετανοί επέκτειναν τις επιθέσεις τους εναντίον του ΕΛΑΣ, ο Γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος στις 14/12/1944 πρότεινε τον τερματισμό των μαχών χωρίς όμως ανταπόκριση από το αντίπαλο στρατόπεδο (Αρχείο Αιγιαλίδη, Aide Memoire, 14 Δεκεμβρίου 1944, πηγή: ΕΛΙΑ).
Αυτά τα ίδια «γιατί» αποτελούν απάντηση και στον ισχυρισμό του νεο-ιστορικού Στάθη Καλύβα ότι «η απόφαση για τη σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944 είχε ληφθεί από το ΚΚΕ στις 27 Νοεμβρίου και επισημοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, οπότε και ξεκίνησαν για την Αθήνα μονάδες του ΕΛΑΣ Αττικής και Ρούμελης». (βλ. σχετικό άρθρο του «Οκτώ ερωτήματα για τον Δεκέμβριο του 1994» στην «Καθημερινή» - 7.12.2014).
Όχι μόνο, λοιπόν, ΔΕΝ υπήρχε πρόθεση και σχέδιο από την πλευρά ΕΑΜ/ΚΚΕ για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας διά των όπλων, αλλά, απεναντίας, από κομματικά ντοκουμέντα (και την περίοδο των Δεκεμβριανών) προκύπτει η σταθερή προσήλωση της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ στον δρόμο της «έντιμης απεμπλοκής». Αυτό μαρτυρά σχετική απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ στις 11 Δεκεμβρίου 1944 (Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 109, φ4/1/1, πηγή: ΑΣΚΙ).
Αλλά και στο φινάλε των Δεκεμβριανών (τερματίστηκαν στις 5-6 Γενάρη 1945), όταν το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ ζήτησε από την ηγεσία του ΚΚΕ την έγκριση να συνεχίσει τη σύγκρουση εκτός Αττικής, ο Γ. Σιάντος απέρριψε κάθε τέτοια συζήτηση επικαλούμενος την κομματική απόφαση για στρατιωτική απεμπλοκή και δρομολόγηση διαδικασιών ομαλοποίησης με πολιτικά μέσα (βλ. Ραδιοτηλεγράφημα Σιάντου προς Οργανώσεις – Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 145, φ7/32/289, 7 Ιανουαρίου 1945, πηγή: ΑΣΚΙ).
Επιπλέον, μια σημαντική παράμετρος – εν μέρει και επεξηγηματική για τη στάση ΕΑΜ/ΚΚΕ –, που πρέπει να υπογραμμισθεί, είναι το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ και κατ' επέκταση του ΕΑΜικού κινήματος, θεωρούσε ότι οι ήδη εκτεταμένες κατοχικές καταστροφές*, η πείνα και η εξαθλίωση των λαϊκών μαζών δεν επέτρεπαν τη συνέχιση ενός παρατεταμένου ένοπλου αγώνα με μαζική λαϊκή υποστήριξη και συμμετοχή. Πόσω μάλλον, που, αργά ή γρήγορα, η έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων θα προκαλούσε δυσεπίλυτα προβλήματα, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΒΡΕΤΑΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΝΑ ΔΙΑΚΟΨΟΥΝ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΤΡΟΦΙΜΑ & ΦΑΡΜΑΚΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και αντιτιθέμενοι και επικριτές της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12.2.1945), όπως το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, παραδέχονταν ότι ενώ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν στη διάθεσή τους 50.000 ετοιμοπόλεμους άντρες, η συνέχιση και επέκταση του ένοπλου αγώνα (βασικά στην ύπαιθρο χώρα) δεν θα μπορούσε ν' απαντήσει στην περαιτέρω ανθρωπιστική καταστροφή, που, αναπόφευκτα, θα προκαλούσε η κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων (βλ. Ι. Ζεύγος, «Η Λαϊκή Αντίσταση του Δεκέμβρη και το Νεοελληνικό Πρόβλημα», Αθήνα 1945, σελ. 64).
* Πάνω από 1.770 χωριά είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι δεν είχαν στέγη, ενώ η παραγωγή σιτηρών είχε μειωθεί κατά 40%.
Κι εκεί άρχισαν όλα όταν (όπως καταδεικνύεται με ντοκουμέντα και μαρτυρίες της εποχής) τα «όργανα της τάξεως» της κυβέρνησης Παπανδρέου (με τις πολιτικές και στρατιωτικές πλάτες των Βρετανών), αιματοκύλησαν το συλλαλητήριο ανοίγοντας πυρ εναντίον των άοπλων διαδηλωτών.
Για το ποιος προσχεδιασμένα ήρξατο χειρών αδίκων (δλδ. ποιός άρχισε πρώτος τις αδικοπραγίες), πλέον υπάρχουν πάμπολλα γραπτά ντοκουμέντα.
Ενδεικτικά:
* Όπως αναφέρει ο Βάσος Μαθιόπουλος στο βιβλίο του «Δεκέμβρης του 1944» (σελ. 120) σε μήνυμα που έστειλε ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ στις 7 Νοέμβρη 1944 προς τον Υπουργό του επί των εξωτερικών Άντονι Ήντεν, έγραφε: «Κατά τη γνώμη μου, αφού πληρώσαμε τόσα (με τη «συμφωνία των ποσοστών», παραχωρήσεις στον Στάλιν), περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν θα πρέπει να την αποφύγουμε, υπό τον όρο να διαλέξουμε καλά το έδαφός μας (χώρο- χρόνο- σχεδιασμό)»!
* Επίσης, σε άλλο μήνυμά του, στα μέσα Νοέμβρη 1944, δηλ. ένα 10ήμερο/15θήμερο πριν από τη Δεκεμβριανή τραγωδία στην Αθήνα, ο Τσώρτσιλ έγραφε: «Είναι ευτύχημα ότι η επικείμενη σύγκρουση με το ΕΑΜ γίνεται χωρίς να είναι ο βασιλιάς εκεί. Μπορούμε να παίξουμε πολύ καλύτερα το παιχνίδι μας υπέρ του Παπανδρέου από ό,τι θα μπορούσαμε αν θα εμφανιζόμασταν να επιβάλλουμε ένα μοναρχικό καθεστώς στην Ελλάδα»
* Κι όταν λίγες μέρες μετά άρχιζε η «επικείμενη» σύγκρουση, πάλι ο Τσώρτσιλ έγραψε ειδικές οδηγίες στον αρμόδιο στρατηγό Σκόμπι, διατάζοντάς τον: «Μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου... Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μόλις καταληφθείσαν πόλιν όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα»!
Να διευκρινιστεί, ότι αυτά γράφονταν από τον Τσώρτσιλ, ενώ οι δυνάμεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν είχαν ακόμη συγκρουστεί με Βρετανούς και προσπαθούσαν ή προσδοκούσαν να βρουν δρόμο συμπόρευσης (με αποστολή εκπροσώπων στον Σκόμπι για συνεννόηση). Ιδού, λοιπόν, ο βασικός υπαίτιος του εμπρησμού για τα «Δεκεμβριανά»!
Αλλά και ο εκλεκτός των Βρετανών, Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ομολογεί σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (2.3.1948), ότι είχε υποσχεθεί στον «μέγα ηγέτη» Τσώρτσιλ «Εξοπλισμό του Κράτους - Αφοπλισμό του ΕΑΜ», ενώ σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής τόνιζε: «Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Από την άλλη πλευρά τώρα, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν άραγε στόχο (και σχέδιο) να καταλάβουν διά των όπλων την εξουσία;
Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς, που έχουν μελετήσει τα σχετικά ντοκουμέντα της εποχής, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα κομματικό κείμενο ή αναφορά, από καμία μαρτυρία ή πηγή της Αριστεράς. Διότι, μπορεί να ήταν ευχή ή επιθυμία πολλών εαμικών, αλλά ήταν πέρα από τις προθέσεις και αποφάσεις της ηγεσίας του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Άλλωστε, παρ όλη την κοινωνικοπολιτική προβολή και αναγνώρισή του από τον ελληνικό λαό το ΕΑΜικό Κίνημα έδειξε πολλή υποχωρητικότητα (πήγε στον Λίβανο, μπήκε στην Κυβέρνηση, υπέγραψε τη Συμφωνία της Καζέρτας και δέχτηκε την στρατιωτική υπαγωγή του στον Σκόμπι, δεν εκμεταλλεύτηκε το κενό εξουσίας στην Αθήνα 12-18 του Οκτώβρη 1944).
Γιατί όλες αυτές οι υποχωρήσεις δεν εκτιμήθηκαν από την πλευρά του Πρωθυπουργού;
Μήπως είχε άλλα κατά νου;
Ποιος, λοιπόν, ή ποιοι από τους τρεις παράγοντες (οι Άγγλοι του Τσώρτσιλ, η Ελληνική Κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και η ΕΑΜική Ηγεσία) είχαν συνειδητά επιδιώξει να φτάσουν στη σύγκρουση που άρχισε με την αιματοχυσία άοπλων διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944;
Κάποιοι νεο-ιστορικοί, υποστηρικτές της άποψης ότι την κύρια ευθύνη για τα «Δεκεμβριανά» φέρουν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ προβάλλουν ως βασικό ντοκουμέντο την έκθεση του Θόδωρου Μακρίδη (ψευδώνυμο «Έκτορας») που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1946 με εντολή του Νίκου Ζαχαριάδη και απευθυνόταν στην ηγεσία του ΚΚΕ. Η εν λόγω έκθεση (54 χρόνια μετά τη συγγραφή της δημοσιεύτηκε ολόκληρη από τον Γρηγόρη Φαράκο στον Β' τόμο του βιβλίου του «Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία»/έκδοση 2000) αφορά όλη την περίοδο από την προετοιμασία ίδρυσης του ΕΛΑΣ ως και τη Βάρκιζα (12.2.1945). Ο Θ. Μακρίδης ήταν αξιωματικός του αστικού στρατού και κλήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1941. Από τα πρώτα μέλη της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση του ΕΛΑΣ και αργότερα ανέλαβε επιτελικό πόστο στο Γενικό Στρατηγείο.
*Ερώτηση : Η "εν λόγω έκθεση" ήταν κομματικό ντοκουμέντο & θα έπρεπε να βρίσκεται στο Αρχείο του ΚΚΕ. Πως βρέθηκε στα χέρια του Φαράκου; Την πήρε όταν ήταν Γ.Γ. του Κόμματος; Και την χρησιμοποίησε το 2000 για το βιβλίο του, αφού πλέον ανήκε στον Συνασπισμό; Που αποσκοπούσε αυτή η κίνηση;
Από ιστορική άποψη, η «έκθεση Μακρίδη» έρχεται να επιβεβαιώσει μια σειρά άλλες μαρτυρίες αλλά και να παρουσιάσει αναλυτικά στοιχεία γύρω από τη δράση του ΕΛΑΣ, την ποιοτική και ποσοτική δύναμή του κλπ. Από πολιτική άποψη, η έκθεση αποτελεί μια λεπτομερειακή παρουσίαση-ανάλυση της εσωτερικής αντιπαράθεσης μέσα στα πλαίσια της ηγεσίας του ΕΛΑΣ και ως ένα βαθμό και του ΚΚΕ για την πορεία και τον χαρακτήρα του αγώνα. Αναδείχνει τις ταλαντεύσεις και τις υποχωρήσεις απέναντι στο ζήτημα της εξουσίας των Άγγλων και των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Περιγράφει με στοιχεία την πορεία ανάπτυξης του ΕΛΑΣ και τις αδυναμίες που αποτύπωσε σ' αυτόν η ασαφής πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αναφέρεται εκτενώς στην αρνητική επίπτωση των συμφωνιών της Καζέρτας, της υπαγωγής στο Συμμαχικό Στρατηγείο, κλπ.
Σχετικά με τα «Δεκεμβριανά» ο Θ. Μακρίδης διαβεβαίωνε την ηγεσία του ΚΚΕ ότι «δεν ήταν τόσο τρομερή η κατάσταση όσο την φανταζόντουσαν γιατί ο ΕΛΑΣ έχασε μια μάχη και 5.000 μαχητές, αλλά διαθέτει 100.000 ακόμη εμπειροπόλεμους μαχητές που μπορούν να μάθουν τους Άγγλους και τα κοπέλια τους ότι δεν μας νίκησαν φθάνει να γίνει μια κατάλληλη ανακατάταξη και συγκέντρωση των δυνάμεων αυτών που θα χρειαστεί μια προθεσμία 20-30 ημερών».
Μάλιστα, ο Μακρίδης κάνει αναφορά σε σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας μετά την αποχώρηση των Γερμανών, για διαφωνίες που είχαν προκύψει μεταξύ των κομμουνιστών σχετικά με το θέμα και για άλλα δύο αντίστοιχα σχέδια κατάληψης της Αθήνας που συντάχθηκαν μέσα στο 1944. Επίσης, ισχυρίζεται ότι είχε πάρει εντολή από τον Ζέβγο να συντάξει το σχέδιο κατάληψης της Αττικής, τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν πλέον αναμενόταν η αποχώρηση των Γερμανών μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Αλλά, τελικά οι Γερμανοί δεν αποχώρησαν το 1943, οπότε το αρχικό σχέδιο δεν εφαρμόστηκε.
Έτσι, οι βασιζόμενοι αποκλειστικά στην «έκθεση Μακρίδη» υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από επιμέρους λεπτομέρειες και διαφωνίες, αυτή αποτελεί πειστήριο ότι το ΚΚΕ από το 1943 στόχευε στη βίαιη κατάληψη της Αθήνας άρα και της εξουσίας. Ωστόσο, απόψεις και θέσεις σαν του Θ. Μακρίδη ήταν έξω από τις ιεραρχήσεις της ηγεσίας ΕΑΜ/ΚΚΕ που λειτουργούσε αμυντικά απέναντι στην αντίπαλη παράταξη, τη λεγόμενη «εθνική».
*Παρατήρηση : Αναφορά του 1946! Μια "έκθεση" που αφορούσε γεγονότα και καταστάσεις 2 χρόνια πίσω! Αν ...
Διότι ΑΝ ήταν διαφορετικά τότε:
1) Γιατί η ηγεσία ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Άρη Βελουχιώτη (Νοέμβρης 1944) για τη χρησιμοποίηση όλου του δυναμικού των ενόπλων ανταρτών του ΕΛΑΣ από τη Στερεά και την Πελοπόννησο για την κατάληψη της Αθήνας και κατ' επέκταση της εξουσίας, κατά την αποχώρηση των Γερμανών;
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά στη διάρκεια των Δεκεμβριανών η ηγεσία ΕΑΜ/ΚΚΕ απομόνωσε τον Βελουχιώτη από τη Μάχη της Αθήνας απομακρύνοντάς τον στην Ήπειρο σε επιχειρήσεις εναντίον επουσιωδών «υπολειμμάτων» του ΕΔΕΣ.
2) Γιατί, αν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στόχευε εξ αρχής σε επιβολή κομμουνιστικού τύπου καθεστώτος, δεν εξαπέλυσε το στρατιωτικό του κίνημα στο κενό διάστημα από 12-18 Οκτωβρίου του 1944;
Αλλά και στη συνέχεια, μέχρι το αιματοκύλισμα του ειρηνικού συλλαλητηρίου της Κυριακής 3 Δεκέμβρη 1944 στο Σύνταγμα, γιατί ΕΑΜ/ΚΚΕ επέμεναν στις άοπλες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις προκειμένου να δείξουν με αυτές την ισχύ και την αντίθεσή τους στην αποικιοκρατικού τύπου βρετανική παρουσία/επέμβαση και να βάλουν την (όποια αριστερή) σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις;
3) Γιατί στο αιματοκύλισμα των διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος δεν απάντησαν άμεσα από το ΚΚΕ, καθώς όπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Όσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές».
4) Γιατί (αν το ΚΚΕ είχε προαποφασίσει τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας) ο ΕΛΑΣ καθυστερούσε την έναρξη επιχειρήσεων εναντίον των Βρετανών επί σχεδόν μια βδομάδα μετά την έκρηξη της Δεκεμβριανής σύγκρουσης; (σσ: Τα εν λόγω ζητήματα θέτει και ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «Δεκεμβριανά 1944, η Μάχη της Αθήνας»).
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΕΛΑΣ κινήθηκε για να εξουδετερώσει τις εστίες των ακροδεξιών/παρακρατικών και στράφηκε εναντίον των δύο άκρων της αντίπαλης διάταξης (Γουδή και Μακρυγιάννη), αφήνοντας ανέγγιχτο και αγγλοκρατούμενο το κέντρο της Αθήνας, ιδίως γύρω από το επιτελικό σημείο της Βουλής, όπου, ΑΝ ήθελε, είχε την ισχύ να την καταλάβει συλλαμβάνοντας και τον Γ. Παπανδρέου!
Αλλά και μεσούντων των Δεκεμβριανών, και ενώ οι Βρετανοί επέκτειναν τις επιθέσεις τους εναντίον του ΕΛΑΣ, ο Γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος στις 14/12/1944 πρότεινε τον τερματισμό των μαχών χωρίς όμως ανταπόκριση από το αντίπαλο στρατόπεδο (Αρχείο Αιγιαλίδη, Aide Memoire, 14 Δεκεμβρίου 1944, πηγή: ΕΛΙΑ).
Αυτά τα ίδια «γιατί» αποτελούν απάντηση και στον ισχυρισμό του νεο-ιστορικού Στάθη Καλύβα ότι «η απόφαση για τη σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944 είχε ληφθεί από το ΚΚΕ στις 27 Νοεμβρίου και επισημοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, οπότε και ξεκίνησαν για την Αθήνα μονάδες του ΕΛΑΣ Αττικής και Ρούμελης». (βλ. σχετικό άρθρο του «Οκτώ ερωτήματα για τον Δεκέμβριο του 1994» στην «Καθημερινή» - 7.12.2014).
Όχι μόνο, λοιπόν, ΔΕΝ υπήρχε πρόθεση και σχέδιο από την πλευρά ΕΑΜ/ΚΚΕ για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας διά των όπλων, αλλά, απεναντίας, από κομματικά ντοκουμέντα (και την περίοδο των Δεκεμβριανών) προκύπτει η σταθερή προσήλωση της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ στον δρόμο της «έντιμης απεμπλοκής». Αυτό μαρτυρά σχετική απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ στις 11 Δεκεμβρίου 1944 (Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 109, φ4/1/1, πηγή: ΑΣΚΙ).
Αλλά και στο φινάλε των Δεκεμβριανών (τερματίστηκαν στις 5-6 Γενάρη 1945), όταν το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ ζήτησε από την ηγεσία του ΚΚΕ την έγκριση να συνεχίσει τη σύγκρουση εκτός Αττικής, ο Γ. Σιάντος απέρριψε κάθε τέτοια συζήτηση επικαλούμενος την κομματική απόφαση για στρατιωτική απεμπλοκή και δρομολόγηση διαδικασιών ομαλοποίησης με πολιτικά μέσα (βλ. Ραδιοτηλεγράφημα Σιάντου προς Οργανώσεις – Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 145, φ7/32/289, 7 Ιανουαρίου 1945, πηγή: ΑΣΚΙ).
Επιπλέον, μια σημαντική παράμετρος – εν μέρει και επεξηγηματική για τη στάση ΕΑΜ/ΚΚΕ –, που πρέπει να υπογραμμισθεί, είναι το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ και κατ' επέκταση του ΕΑΜικού κινήματος, θεωρούσε ότι οι ήδη εκτεταμένες κατοχικές καταστροφές*, η πείνα και η εξαθλίωση των λαϊκών μαζών δεν επέτρεπαν τη συνέχιση ενός παρατεταμένου ένοπλου αγώνα με μαζική λαϊκή υποστήριξη και συμμετοχή. Πόσω μάλλον, που, αργά ή γρήγορα, η έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων θα προκαλούσε δυσεπίλυτα προβλήματα, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΒΡΕΤΑΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΝΑ ΔΙΑΚΟΨΟΥΝ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΤΡΟΦΙΜΑ & ΦΑΡΜΑΚΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και αντιτιθέμενοι και επικριτές της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12.2.1945), όπως το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, παραδέχονταν ότι ενώ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν στη διάθεσή τους 50.000 ετοιμοπόλεμους άντρες, η συνέχιση και επέκταση του ένοπλου αγώνα (βασικά στην ύπαιθρο χώρα) δεν θα μπορούσε ν' απαντήσει στην περαιτέρω ανθρωπιστική καταστροφή, που, αναπόφευκτα, θα προκαλούσε η κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων (βλ. Ι. Ζεύγος, «Η Λαϊκή Αντίσταση του Δεκέμβρη και το Νεοελληνικό Πρόβλημα», Αθήνα 1945, σελ. 64).
* Πάνω από 1.770 χωριά είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι δεν είχαν στέγη, ενώ η παραγωγή σιτηρών είχε μειωθεί κατά 40%.
Ποιοι άνοιξαν πυρ, λοιπόν;
Ήταν μια εκδήλωση διαμαρτυρίας του ΕΑΜ για τον αφοπλισμό. Ένα αφοπλισμό που ουσιαστικά σκόπευε στην μονόπλευρη διάλυση του ΕΛΑΣ. Διοργανώθηκε την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος.
Για τον επιδιωκόμενο μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπάρχει και επίσημη ομολογία του Γεωργίου Παπανδρέου, όπως προκύπτει από την επιστολή του στην «Καθημερινή» (2.3.1948) όπου αναφέρει:
«Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν.
Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: “Εξοπλισμός του Κράτους - Αφοπλισμός του ΕΑΜ”...»!
Και σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής:
«Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο;
Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην:
Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας!
Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Παρεμπιπτόντως, όπως γράφει ο ιστορικός Γ.Α. Λεονταρίτης, φαίνεται ότι η απαγόρευση προκάλεσε πιο μαζική συμμετοχή του εαμικού κόσμου στο συλλαλητήριο, και σχολιάζει:
«Δεν πρέπει να αποκλειστεί και η άποψη ότι απαγορεύτηκε η συγκέντρωση με τη βεβαιότητα ότι δεν θα πειθαρχήσει το ΕΑΜ και έτσι θα μπορούσε να καταγγελθεί ότι άρχισε την εξέγερση και ότι η Κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αμυνθεί ένοπλα…».
Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 άτομα/κατ' άλλες πηγές 28 ή 33 και να τραυματισθούν περίπου 150 (σ' αυτούς τους αριθμούς συγκλίνουν οι περισσότερες πηγές). Άγγλοι δημοσιογράφοι, που σοκαρισμένοι παρακολουθούσαν και κατέγραφαν από το ξενοδοχείο «Μ. Βρετανία» το μακελειό, ανέφεραν ότι πάνω από μία ώρα οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στο ψαχνό τους διαδηλωτές – παρά τις διαμαρτυρίες κάποιων παριστάμενων Βρετανών αξιωματικών – και ο τόπος γέμισε νεκρούς και τραυματίες, ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα (ανταπόκριση των «Times» του Λονδίνου στις 4/12).
Την επομένη (4 Δεκέμβρη), το ΕΑΜ εκτός από τη γενική απεργία – άγγιξε το 100%, καθώς κανένα εργοστάσιο δεν κινήθηκε, κανένα μαγαζί δεν άνοιξε – οργάνωσε νέα διαδήλωση. Η συμμετοχή του λαού της Αθήνας και του Πειραιά ήταν τεράστια – το πλήθος ξεπέρασε τις 600.000 –, σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους και μαχητικότητας, συνοδεύοντας τους νεκρούς της προηγούμενης μέρας στο Α' νεκροταφείο όπου έγινε η κηδεία τους.
Όταν ο όγκος της πένθιμης πομπής έφτασε στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές γονάτισαν, ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών και έψαλλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». («Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς, σε άνιση πάλη κι αγώνα...»). Από εκείνο το μεγαλειώδες δεύτερο συλλαλητήριο έχει μείνει στην Ιστορία – αποτυπωμένο και σε φωτογραφία – το σύνθημα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες κοπέλες: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα – ΕΑΜ».
Στην επιστροφή από το νεκροταφείο, όμως, πραγματοποιήθηκε νέα δολοφονική επίθεση κατά του πλήθους από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις» (κέντρο του ΕΔΕΣ), τη Γενική Ασφάλεια, καθώς κι από μέλη της Οργάνωσης Χ και πρώην ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας, με τραγικό απολογισμό άλλους 34 νεκρούς και 70 τραυματίες!
Την ίδια μέρα ο ΕΛΑΣ εξουδετέρωνε τη σφηκοφωλιά των Χιτών στο Θησείο (παρά την επέμβαση με άρματα μάχης των Βρετανών, οι οποίοι ωστόσο μπόρεσαν και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο αγγλοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας), ενώ ως το απόγευμα ο ΕΛΑΣ είχε καταφέρει να αφοπλίσει το 60% των αστυνομικών τμημάτων της πρωτεύουσας και σχεδόν όλων στον Πειραιά.
Στις 5 Δεκέμβρη και αφού οι διαδηλωτές χτυπιούνται για τρίτη συνεχή μέρα, δυνάμεις του ΕΛΑΣ χτυπούν ξανά κι αυτές και οι συγκρούσεις γενικεύονται. Ταυτόχρονα, μπαίνουν για τα καλά στη μάχη οι Εγγλέζοι χρησιμοποιώντας τανκς και εν συνεχεία βομβαρδιστικά αεροπλάνα!
Για το ποιοι άνοιξαν πυρ τη ματωμένη Κυριακή της 3ης Δεκέμβρη, κατά καιρούς διατυπώθηκαν διάφορες εκδοχές.
Οι κυριότερες:
α) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία
β) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας
γ) ότι πυροβόλησαν κάποιοι από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις.
Ποια είναι η αλήθεια;
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο (τότε) αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ (σσ. πατέρας του μετέπειτα προέδρου της ΝΔ Μιλτιάδη Έβερτ), παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (5.12.1958) ότι ο ίδιος έδωσε τη διαταγή:
«Βάσει των υπευθύνων διαταγών, τας οποίας είχα, διέταξα υπευθύνως την βιαίαν διάλυσίν των»! Υπηρεσιακά, λοιπόν, την εντολή την έδωσε ο Έβερτ, αλλά το θέμα είναι ποιος έδωσε την πολιτική εντολή στον Έβερτ.
Επ' αυτού, οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι το (δι)έπραξε ο Γ. Παπανδρέου, αλλά υπάρχει και η εκδοχή ότι ήταν δάχτυλος κύκλων της μοναρχικής Δεξιάς που είχαν πρόσβαση στα Σώματα Ασφαλείας και τον στρατό.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, εκείνο το αιματοβαμμένο βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου '44 δήλωνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών: «Σήμερα η συνείδησή μας είναι καθαρή. Όλη η ευθύνη ενώπιον της Ιστορίας και του Έθνους, ανήκει στους ηγέτες της άκρας αριστεράς», ισχυριζόμενος ότι «οι ομάδες των διαδηλωτών ήταν εξοπλισμένοι, πυροβόλησαν τα όργανα της τάξεως και αυτά αμυνόμενα αντιπυροβόλησαν και σημειώθηκαν θύματα»!..
Πώς όμως εξηγείται το γεγονός ότι μόνο οι διαδηλωτές είχαν θύματα, ενώ στα «αμυνόμενα όργανα της τάξεως που πυροβολήθηκαν» δεν υπήρξαν όχι νεκροί αλλά ούτε τραυματίες;
Επί πλέον, αυτόπτες μάρτυρες υπεράνω πάσης υποψίας τον διέψευδαν!
Όπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Όσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δεν νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε, εάν ήσαν οπλισμένοι, θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή»…
Ανάλογες δηλώσεις με την παραπάνω του Τζόουνς είχαν κάνει ο Αμερικανός πρεσβευτής Μακ Βη και ο βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας, λοχαγός Μακ Νιλ.
Αλλά και ο Heinz Richter στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση και οι συνέπειές της» έχει γράψει:
«Η απρόσκοπτη επιστροφή της ελληνικής αυτο-εξόριστης Κυβέρνησης τον Οκτώβρη του 1944 επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν επιδίωκαν σε καμιά περίπτωση ανάληψη της εξουσίας (...)
Οι Βρετανοί και η Κυβέρνηση, αντίθετα, επιδίωκαν την αντιπαράθεση, η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 3 του Δεκέμβρη 1944, όταν η ελληνική Αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια σε μια αποδεδειγμένα άοπλη διαδήλωση της Αριστεράς».
Να σημειωθεί ότι τα αιτήματα του συλλαλητηρίου ήταν «ομαλότητα, κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών μέσω άμεσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος και η προετοιμασία διενέργειας ελεύθερων εκλογών».
Επίσης, στο βιβλίο «Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης» των Μενέλαου Λουντέμη και Μέλπως Αξιώτη, αναφέρεται ότι στις 2 Δεκέμβρη ο Υπουργός Εφοδιασμού Θεμιστοκλής Τσάτσος είπε στον Βρετανό πρεσβευτή Λίπερ: «Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να δώσει στην Αστυνομία εντολή να σταματήσει τη διαδήλωση ακόμη και με τα όπλα».
Ακόμη αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο «Ο Δεκέμβριος 1944» του Βάσου Μαθιόπουλου, αναφέρεται ότι ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, Υφυπουργός στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1944, έχει γράψει: «…αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων, η απόφαση δική μου… Χρησιμοποιήσαμε 12.000» (σσ. από τις 27.000 ταγματασφαλίτες).
Αποκαλυπτική είναι και η ακόλουθη δήλωση του Γ. Παπανδρέου στις 30 Δεκέμβρη 1944: «Το ΕΑΜ μέχρι ηλιθιότητος, επιμένει στην πολιτική της εθνικής ενότητος».
Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι:
«Τα “Δεκεμβριανά” τα προκάλεσαν και τα ξεκίνησαν οι Άγγλοι, με την κυβέρνηση Παπανδρέου και τις αντιΕΑΜικές δυνάμεις.
Όχι “εν βρασμώ” ή από λάθος υπολογισμούς, αλλά μεθοδευμένα από καιρό».
Για τον επιδιωκόμενο μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπάρχει και επίσημη ομολογία του Γεωργίου Παπανδρέου, όπως προκύπτει από την επιστολή του στην «Καθημερινή» (2.3.1948) όπου αναφέρει:
«Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν.
Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: “Εξοπλισμός του Κράτους - Αφοπλισμός του ΕΑΜ”...»!
Και σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής:
«Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο;
Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην:
Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας!
Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Παρεμπιπτόντως, όπως γράφει ο ιστορικός Γ.Α. Λεονταρίτης, φαίνεται ότι η απαγόρευση προκάλεσε πιο μαζική συμμετοχή του εαμικού κόσμου στο συλλαλητήριο, και σχολιάζει:
«Δεν πρέπει να αποκλειστεί και η άποψη ότι απαγορεύτηκε η συγκέντρωση με τη βεβαιότητα ότι δεν θα πειθαρχήσει το ΕΑΜ και έτσι θα μπορούσε να καταγγελθεί ότι άρχισε την εξέγερση και ότι η Κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αμυνθεί ένοπλα…».
Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 άτομα/κατ' άλλες πηγές 28 ή 33 και να τραυματισθούν περίπου 150 (σ' αυτούς τους αριθμούς συγκλίνουν οι περισσότερες πηγές). Άγγλοι δημοσιογράφοι, που σοκαρισμένοι παρακολουθούσαν και κατέγραφαν από το ξενοδοχείο «Μ. Βρετανία» το μακελειό, ανέφεραν ότι πάνω από μία ώρα οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στο ψαχνό τους διαδηλωτές – παρά τις διαμαρτυρίες κάποιων παριστάμενων Βρετανών αξιωματικών – και ο τόπος γέμισε νεκρούς και τραυματίες, ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα (ανταπόκριση των «Times» του Λονδίνου στις 4/12).
Την επομένη (4 Δεκέμβρη), το ΕΑΜ εκτός από τη γενική απεργία – άγγιξε το 100%, καθώς κανένα εργοστάσιο δεν κινήθηκε, κανένα μαγαζί δεν άνοιξε – οργάνωσε νέα διαδήλωση. Η συμμετοχή του λαού της Αθήνας και του Πειραιά ήταν τεράστια – το πλήθος ξεπέρασε τις 600.000 –, σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους και μαχητικότητας, συνοδεύοντας τους νεκρούς της προηγούμενης μέρας στο Α' νεκροταφείο όπου έγινε η κηδεία τους.
Όταν ο όγκος της πένθιμης πομπής έφτασε στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές γονάτισαν, ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών και έψαλλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». («Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς, σε άνιση πάλη κι αγώνα...»). Από εκείνο το μεγαλειώδες δεύτερο συλλαλητήριο έχει μείνει στην Ιστορία – αποτυπωμένο και σε φωτογραφία – το σύνθημα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες κοπέλες: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα – ΕΑΜ».
Στην επιστροφή από το νεκροταφείο, όμως, πραγματοποιήθηκε νέα δολοφονική επίθεση κατά του πλήθους από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις» (κέντρο του ΕΔΕΣ), τη Γενική Ασφάλεια, καθώς κι από μέλη της Οργάνωσης Χ και πρώην ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας, με τραγικό απολογισμό άλλους 34 νεκρούς και 70 τραυματίες!
Την ίδια μέρα ο ΕΛΑΣ εξουδετέρωνε τη σφηκοφωλιά των Χιτών στο Θησείο (παρά την επέμβαση με άρματα μάχης των Βρετανών, οι οποίοι ωστόσο μπόρεσαν και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο αγγλοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας), ενώ ως το απόγευμα ο ΕΛΑΣ είχε καταφέρει να αφοπλίσει το 60% των αστυνομικών τμημάτων της πρωτεύουσας και σχεδόν όλων στον Πειραιά.
Στις 5 Δεκέμβρη και αφού οι διαδηλωτές χτυπιούνται για τρίτη συνεχή μέρα, δυνάμεις του ΕΛΑΣ χτυπούν ξανά κι αυτές και οι συγκρούσεις γενικεύονται. Ταυτόχρονα, μπαίνουν για τα καλά στη μάχη οι Εγγλέζοι χρησιμοποιώντας τανκς και εν συνεχεία βομβαρδιστικά αεροπλάνα!
Για το ποιοι άνοιξαν πυρ τη ματωμένη Κυριακή της 3ης Δεκέμβρη, κατά καιρούς διατυπώθηκαν διάφορες εκδοχές.
Οι κυριότερες:
α) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία
β) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας
γ) ότι πυροβόλησαν κάποιοι από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις.
Ποια είναι η αλήθεια;
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο (τότε) αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ (σσ. πατέρας του μετέπειτα προέδρου της ΝΔ Μιλτιάδη Έβερτ), παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (5.12.1958) ότι ο ίδιος έδωσε τη διαταγή:
«Βάσει των υπευθύνων διαταγών, τας οποίας είχα, διέταξα υπευθύνως την βιαίαν διάλυσίν των»! Υπηρεσιακά, λοιπόν, την εντολή την έδωσε ο Έβερτ, αλλά το θέμα είναι ποιος έδωσε την πολιτική εντολή στον Έβερτ.
Επ' αυτού, οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι το (δι)έπραξε ο Γ. Παπανδρέου, αλλά υπάρχει και η εκδοχή ότι ήταν δάχτυλος κύκλων της μοναρχικής Δεξιάς που είχαν πρόσβαση στα Σώματα Ασφαλείας και τον στρατό.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, εκείνο το αιματοβαμμένο βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου '44 δήλωνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών: «Σήμερα η συνείδησή μας είναι καθαρή. Όλη η ευθύνη ενώπιον της Ιστορίας και του Έθνους, ανήκει στους ηγέτες της άκρας αριστεράς», ισχυριζόμενος ότι «οι ομάδες των διαδηλωτών ήταν εξοπλισμένοι, πυροβόλησαν τα όργανα της τάξεως και αυτά αμυνόμενα αντιπυροβόλησαν και σημειώθηκαν θύματα»!..
Πώς όμως εξηγείται το γεγονός ότι μόνο οι διαδηλωτές είχαν θύματα, ενώ στα «αμυνόμενα όργανα της τάξεως που πυροβολήθηκαν» δεν υπήρξαν όχι νεκροί αλλά ούτε τραυματίες;
Επί πλέον, αυτόπτες μάρτυρες υπεράνω πάσης υποψίας τον διέψευδαν!
Όπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Όσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δεν νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε, εάν ήσαν οπλισμένοι, θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή»…
Ανάλογες δηλώσεις με την παραπάνω του Τζόουνς είχαν κάνει ο Αμερικανός πρεσβευτής Μακ Βη και ο βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας, λοχαγός Μακ Νιλ.
Αλλά και ο Heinz Richter στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση και οι συνέπειές της» έχει γράψει:
«Η απρόσκοπτη επιστροφή της ελληνικής αυτο-εξόριστης Κυβέρνησης τον Οκτώβρη του 1944 επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν επιδίωκαν σε καμιά περίπτωση ανάληψη της εξουσίας (...)
Οι Βρετανοί και η Κυβέρνηση, αντίθετα, επιδίωκαν την αντιπαράθεση, η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 3 του Δεκέμβρη 1944, όταν η ελληνική Αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια σε μια αποδεδειγμένα άοπλη διαδήλωση της Αριστεράς».
Να σημειωθεί ότι τα αιτήματα του συλλαλητηρίου ήταν «ομαλότητα, κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών μέσω άμεσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος και η προετοιμασία διενέργειας ελεύθερων εκλογών».
Επίσης, στο βιβλίο «Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης» των Μενέλαου Λουντέμη και Μέλπως Αξιώτη, αναφέρεται ότι στις 2 Δεκέμβρη ο Υπουργός Εφοδιασμού Θεμιστοκλής Τσάτσος είπε στον Βρετανό πρεσβευτή Λίπερ: «Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να δώσει στην Αστυνομία εντολή να σταματήσει τη διαδήλωση ακόμη και με τα όπλα».
Ακόμη αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο «Ο Δεκέμβριος 1944» του Βάσου Μαθιόπουλου, αναφέρεται ότι ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, Υφυπουργός στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1944, έχει γράψει: «…αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων, η απόφαση δική μου… Χρησιμοποιήσαμε 12.000» (σσ. από τις 27.000 ταγματασφαλίτες).
Αποκαλυπτική είναι και η ακόλουθη δήλωση του Γ. Παπανδρέου στις 30 Δεκέμβρη 1944: «Το ΕΑΜ μέχρι ηλιθιότητος, επιμένει στην πολιτική της εθνικής ενότητος».
Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι:
«Τα “Δεκεμβριανά” τα προκάλεσαν και τα ξεκίνησαν οι Άγγλοι, με την κυβέρνηση Παπανδρέου και τις αντιΕΑΜικές δυνάμεις.
Όχι “εν βρασμώ” ή από λάθος υπολογισμούς, αλλά μεθοδευμένα από καιρό».
Μια διαφωνία, μια απουσία κι ένας κομβικός ρόλος
Τη στιγμή της Απελευθέρωσης της Ελλάδας, και δη της Αθήνας, από τους ναζί (12 Οκτώβρη 1944), οι αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πιθανότατα θα μπορούσαν να θέσουν όλη τη χώρα υπό τη διακυβέρνηση της υπαρκτής Κυβέρνησης του Βουνού, της ΠΕΕΑ, υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, καταλαμβάνοντας έτσι ομαλά τη μετακατοχική εξουσία και δημιουργώντας τετελεσμένα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν εύκολα οι Βρετανοί και ο ελεγχόμενος απ’ αυτούς Γεώργιος Παπανδρέου. Ωστόσο, η κύρια γραμμή στο ΚΚΕ εκείνη την κρίσιμη εποχή υπήρξε η πολιτική επιλογή της συνεννόησης και της συνδιαλλαγής με τις προπολεμικές δυνάμεις, με τις οποίες είχε έρθει σε συμφωνία στον Λίβανο και στην Καζέρτα, προτάσσοντας τη δημοκρατική μετεξέλιξη της Ελλάδας και την οριστική απαλλαγή από τη μοναρχία.
Τη θέση της ρήξης και της στρατιωτικής σύγκρουσης εξέφραζε κυρίως ο Άρης Βελουχιώτης (κατά κόσμον Θανάσης Κλάρας), ο οποίος κατά τη συγκρότηση (2 Μάη 1943) του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ είχε οριστεί καπετάνιος, με τον Στέφανο Σαράφη στρατιωτικό αρχηγό, ενώ την τριανδρία συμπλήρωνε ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ Ανδρέας Τζήμας (με το ψευδώνυμο Βασίλης Σαμαρινιώτης).
Στις 29 Οκτωβρίου 1944 και με αφορμή την επέτειο του «ΟΧΙ», συγκαλείται στην πλατεία Ελευθερίας της Λαμίας πανηγυρική συγκέντρωση του ΕΑΜ με παμφθιωτική λαϊκή παρουσία. Ο Άρης Βελουχιώτης εκφωνεί από το μπαλκόνι του Δημαρχείου τον ιστορικό μακροσκελή πανηγυρικό λόγο.
Λίγες μέρες αργότερα (Νοέμβριος 1944), και έχοντας διαφωνήσει ριζικά με την επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου (είχε συγκροτηθεί 20 Οκτώβρη 1944), σε «Σύσκεψη των Καπεταναίων» στη Λαμία ο Άρης πρότεινε να ετοιμαστεί ο ΕΛΑΣ ν' αντιμετωπίσει αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους, λέγοντας: «Αν ζήσει κανένας σας, να θυμάται τα λόγια αυτά. Οι Εγγλέζοι θα σας σφάξουν όλους σαν αρνιά. Εγώ στα χέρια τους δεν θα πέσω, γιατί τα βουνά με ξέρουν. Με την πέτρα προσκέφαλο, την ψείρα συντροφιά, την κάπα σκέπασμα, δεν θα με ιδούνε ζωντανό στα χέρια τους. Αυτό θέλω να το θυμάστε, αν κανένας σας ζήσει..».
Μάλιστα λίγο πριν από τον τραγικό Δεκέμβρη του '44, ο Άρης έστειλε στην ηγεσία του ΚΚΕ σχέδιο προτείνοντας τη χρησιμοποίηση όλου του δυναμικού των ενόπλων ανταρτών του ΕΛΑΣ από τη Στερεά και την Πελοπόννησο για την κατάληψη της Αθήνας και κατ' επέκταση της εξουσίας, κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Εξάλλου, και ο στρατηγός Σαράφης στα απομνημονεύματά του μιλάει για πρόταση του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ να χτυπηθούν οι Εγγλέζοι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, που απορρίφτηκε από το ΚΚΕ. Και όχι μόνο οι εν λόγω προτάσεις δεν λήφθηκαν υπόψη, αλλά ο Βελουχιώτης κρατήθηκε σε απόσταση από την Αθήνα και έτσι δεν πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά, καθώς είχε σταλεί μαζί με τον στρατηγό Σαράφη στην Ήπειρο για να διαλύσουν τις υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα δυνάμεις του ΕΔΕΣ.
Τη θέση της ρήξης και της στρατιωτικής σύγκρουσης εξέφραζε κυρίως ο Άρης Βελουχιώτης (κατά κόσμον Θανάσης Κλάρας), ο οποίος κατά τη συγκρότηση (2 Μάη 1943) του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ είχε οριστεί καπετάνιος, με τον Στέφανο Σαράφη στρατιωτικό αρχηγό, ενώ την τριανδρία συμπλήρωνε ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ Ανδρέας Τζήμας (με το ψευδώνυμο Βασίλης Σαμαρινιώτης).
Στις 29 Οκτωβρίου 1944 και με αφορμή την επέτειο του «ΟΧΙ», συγκαλείται στην πλατεία Ελευθερίας της Λαμίας πανηγυρική συγκέντρωση του ΕΑΜ με παμφθιωτική λαϊκή παρουσία. Ο Άρης Βελουχιώτης εκφωνεί από το μπαλκόνι του Δημαρχείου τον ιστορικό μακροσκελή πανηγυρικό λόγο.
Λίγες μέρες αργότερα (Νοέμβριος 1944), και έχοντας διαφωνήσει ριζικά με την επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου (είχε συγκροτηθεί 20 Οκτώβρη 1944), σε «Σύσκεψη των Καπεταναίων» στη Λαμία ο Άρης πρότεινε να ετοιμαστεί ο ΕΛΑΣ ν' αντιμετωπίσει αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους, λέγοντας: «Αν ζήσει κανένας σας, να θυμάται τα λόγια αυτά. Οι Εγγλέζοι θα σας σφάξουν όλους σαν αρνιά. Εγώ στα χέρια τους δεν θα πέσω, γιατί τα βουνά με ξέρουν. Με την πέτρα προσκέφαλο, την ψείρα συντροφιά, την κάπα σκέπασμα, δεν θα με ιδούνε ζωντανό στα χέρια τους. Αυτό θέλω να το θυμάστε, αν κανένας σας ζήσει..».
Μάλιστα λίγο πριν από τον τραγικό Δεκέμβρη του '44, ο Άρης έστειλε στην ηγεσία του ΚΚΕ σχέδιο προτείνοντας τη χρησιμοποίηση όλου του δυναμικού των ενόπλων ανταρτών του ΕΛΑΣ από τη Στερεά και την Πελοπόννησο για την κατάληψη της Αθήνας και κατ' επέκταση της εξουσίας, κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Εξάλλου, και ο στρατηγός Σαράφης στα απομνημονεύματά του μιλάει για πρόταση του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ να χτυπηθούν οι Εγγλέζοι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, που απορρίφτηκε από το ΚΚΕ. Και όχι μόνο οι εν λόγω προτάσεις δεν λήφθηκαν υπόψη, αλλά ο Βελουχιώτης κρατήθηκε σε απόσταση από την Αθήνα και έτσι δεν πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά, καθώς είχε σταλεί μαζί με τον στρατηγό Σαράφη στην Ήπειρο για να διαλύσουν τις υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα δυνάμεις του ΕΔΕΣ.
Ο βρώμικος ρόλος του Παπανδρέου
Καταλυτικός για τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών, αλλά και γενικότερα για τον Εμφύλιο, υπήρξε ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο μετέπειτα «Γέρος της Δημοκρατίας», όχι μόνο γνώριζε την απόφαση και τα σχέδια του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ για «συντριβή του ΕΑΜ», σε χρόνο που θα ευνοούσε τους Άγγλους, αλλά ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας συμμετείχε ενεργά στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής.
Συγκεκριμένα, ο Γ. Παπανδρέου έφτασε από το Κάιρο στην Αθήνα στις 18 Οκτώβρη 1944 και δύο μέρες αργότερα σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή και έξι ΕΑΜικών Υπουργών. Τότε που μιλώντας σε λαοθάλασσα, υπό την πίεση των συνθημάτων του ΕΑΜικού πλήθους, εκστόμισε το ιστορικό ψέμα του «και εις την λαοκρατίαν πιστεύομεν»!
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και η δημιουργία εθνικού στρατού. Στις 5 Νοεμβρίου 1944 ο Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι ύστερα από συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι (διοικητής των Βρετανικών Δυνάμεων στην Ελλάδα), ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.
Όμως ο Σκόμπι, που κατ' εντολήν του Τσώρτσιλ είχε το γενικό πρόσταγμα, την 1η Δεκέμβρη κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ διαταγή-τελεσίγραφο για την άμεση αποστράτευση των ΕΑΜικών ανταρτικών δυνάμεων.
Συνεπώς, γίνεται φανερό ότι το κρίσιμο ζήτημα της αποστράτευσης/αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, ο
Γ. Παπανδρέου το χειρίστηκε με τέτοιον («ανένδοτο» και μονόπλευρο) τρόπο, επιδιώκοντας να παρασύρει το ΚΚΕ σε «Στάσιν» και να συντρίψει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Ακόμη, λοιπόν, και αν αποδώσει κανείς ευθύνες και στο ΚΚΕ – κυρίως για την εξέλιξη των «Δεκεμβριανών» –, συνάγεται αβίαστα ότι ο «αρχιτέκτονας της σύγκρουσης» σε αυτή τη φάση του Εμφυλίου ήταν ο Γ. Παπανδρέου! Αυτό προκύπτει, άλλωστε, από επιστολή του ιδίου στην «Καθημερινή» (δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου 1948).
Ιδού χαρακτηριστικά όσο και αποκαλυπτικά (βλέπε ενδιάμεσο σχολιασμό) αποσπάσματα:
«Η προσαρμογή του ΚΚΕ εις την Εθνικήν Ένωσιν (σσ. δηλ. η συμμετοχή στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας) έχει συντελεσθεί υπό την σιωπηράν προϋπόθεσιν της παρουσίας εν Ελλάδι σημαντικών βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων (...)
[Σχόλιο: Ο όρος «σιωπηρά προϋπόθεσις» σε ποια πλευρά αναφέρεται;
Στον ίδιο Γ. Παπανδρέου ως Πρωθυπουργό (που γνώριζε ή προσκαλούσε τη βρετανική παρουσία) ή στο ΚΚΕ (που υποτίθεται ότι είχε «μυστικά» ενημερωθεί και σιωπούσε);
Στην πρώτη περίπτωση ήταν δόλος, στη δεύτερη ήταν πρόσθετη ένδειξη υποχωρητικότητας του ΚΚΕ, άρα και ένδειξη ότι δεν απέβλεπε σε βίαιη κατάληψη της εξουσίας].
(...) «Διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι διά την Νίκην (σσ. κατά του ΕΛΑΣ – ΚΚΕ), έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας (27 Σεπτεμβρίου 1944)... Καθώς μόνον το Σύμφωνον της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ διά του αρχηγού του (Στέφανου Σαράφη) είχε υπογράψει την υπαγωγήν του εις το Βρετανικόν Στρατηγείον και προσεκάλεσε τους Βρετανούς εις την Ελλάδα, καθίστα συμμαχικώς εύκολον την παρουσίαν των Βρετανών» (...) Αλλά υπάρχει και το δεύτερον στάδιον, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
Διότι εφ’ όσον το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε, ήτο απλώς “η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους” (...).
[Σχόλιο: Άρα, η Συμφωνία ήταν δόλος από τη μία πλευρά, αλλά και ένδειξη υποχωρητικότητας του ΕΛΑΣ (ΚΚΕ) από την άλλη, παρά την εμμονή στον (μονόπλευρο) αφοπλισμό του ΕΛΑΣ; Ποιος λοιπόν ήθελε τα Δεκεμβριανά, που ο Γ. Παπανδρέου τα αξιολογεί στην επιστολή του ως «δώρον του Υψίστου»;]
(...) «Αλλά διά να έλθη ο Δεκέμβριος (του 1944) έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν του ΕΛΑΣ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον» (όπου αποφασίστηκε η συγκρότηση Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας)...
[Σχόλιο: Δηλαδή και η πρόσκληση στον Λίβανο ήταν δόλος; Ή μήπως οι υποχωρήσεις του ΕΛΑΣ-ΚΚΕ υποδηλώνουν από την πλευρά τους πρόθεση για πολιτική προς ομαλοποίηση δημοκρατικού πολιτεύματος με ισότιμη συμμετοχή όλων στην πολιτική ζωή;].
(...) «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος (1994) ημπορεί να θεωρηθεί “δώρον του Υψίστου”» (...)
[Σχόλιο: Πέραν του φρικιαστικού να θεωρείται ως «δώρον Υψίστου» μια πολυαίμακτη αλληλοσφαγή ανθρώπων. Μήπως ο Γ. Π. αποκαλύπτει έτσι ότι επεδίωκε την αιματοχυσία του Δεκέμβρη '44 και στην πρόσκληση γι’ αυτόν τον σκοπό του «μεγάλου ηγέτη» Τσώρτσιλ, ο οποίος επιδίωκε από πριν την «επικείμενη» σύγκρουση;]
(...) «Και διά να γίνη η Στάσις – το “δώρον του Υψίστου” – έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήσει την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική Αλήθεια».
Μάλιστα. Σαφέστερη ομολογία του προσχεδιασμένου εγκλήματος δεν μπορούσε να υπάρξει...
Καταλυτικός για τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών, αλλά και γενικότερα για τον Εμφύλιο, υπήρξε ο ρόλος του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο μετέπειτα «Γέρος της Δημοκρατίας», όχι μόνο γνώριζε την απόφαση και τα σχέδια του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ για «συντριβή του ΕΑΜ», σε χρόνο που θα ευνοούσε τους Άγγλους, αλλά ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας συμμετείχε ενεργά στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής.
Συγκεκριμένα, ο Γ. Παπανδρέου έφτασε από το Κάιρο στην Αθήνα στις 18 Οκτώβρη 1944 και δύο μέρες αργότερα σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή και έξι ΕΑΜικών Υπουργών. Τότε που μιλώντας σε λαοθάλασσα, υπό την πίεση των συνθημάτων του ΕΑΜικού πλήθους, εκστόμισε το ιστορικό ψέμα του «και εις την λαοκρατίαν πιστεύομεν»!
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και η δημιουργία εθνικού στρατού. Στις 5 Νοεμβρίου 1944 ο Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι ύστερα από συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι (διοικητής των Βρετανικών Δυνάμεων στην Ελλάδα), ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.
Όμως ο Σκόμπι, που κατ' εντολήν του Τσώρτσιλ είχε το γενικό πρόσταγμα, την 1η Δεκέμβρη κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ διαταγή-τελεσίγραφο για την άμεση αποστράτευση των ΕΑΜικών ανταρτικών δυνάμεων.
Συνεπώς, γίνεται φανερό ότι το κρίσιμο ζήτημα της αποστράτευσης/αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, ο
Γ. Παπανδρέου το χειρίστηκε με τέτοιον («ανένδοτο» και μονόπλευρο) τρόπο, επιδιώκοντας να παρασύρει το ΚΚΕ σε «Στάσιν» και να συντρίψει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Ακόμη, λοιπόν, και αν αποδώσει κανείς ευθύνες και στο ΚΚΕ – κυρίως για την εξέλιξη των «Δεκεμβριανών» –, συνάγεται αβίαστα ότι ο «αρχιτέκτονας της σύγκρουσης» σε αυτή τη φάση του Εμφυλίου ήταν ο Γ. Παπανδρέου! Αυτό προκύπτει, άλλωστε, από επιστολή του ιδίου στην «Καθημερινή» (δημοσιεύτηκε στις 2 Μαρτίου 1948).
Ιδού χαρακτηριστικά όσο και αποκαλυπτικά (βλέπε ενδιάμεσο σχολιασμό) αποσπάσματα:
«Η προσαρμογή του ΚΚΕ εις την Εθνικήν Ένωσιν (σσ. δηλ. η συμμετοχή στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας) έχει συντελεσθεί υπό την σιωπηράν προϋπόθεσιν της παρουσίας εν Ελλάδι σημαντικών βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων (...)
[Σχόλιο: Ο όρος «σιωπηρά προϋπόθεσις» σε ποια πλευρά αναφέρεται;
Στον ίδιο Γ. Παπανδρέου ως Πρωθυπουργό (που γνώριζε ή προσκαλούσε τη βρετανική παρουσία) ή στο ΚΚΕ (που υποτίθεται ότι είχε «μυστικά» ενημερωθεί και σιωπούσε);
Στην πρώτη περίπτωση ήταν δόλος, στη δεύτερη ήταν πρόσθετη ένδειξη υποχωρητικότητας του ΚΚΕ, άρα και ένδειξη ότι δεν απέβλεπε σε βίαιη κατάληψη της εξουσίας].
(...) «Διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι διά την Νίκην (σσ. κατά του ΕΛΑΣ – ΚΚΕ), έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας (27 Σεπτεμβρίου 1944)... Καθώς μόνον το Σύμφωνον της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ διά του αρχηγού του (Στέφανου Σαράφη) είχε υπογράψει την υπαγωγήν του εις το Βρετανικόν Στρατηγείον και προσεκάλεσε τους Βρετανούς εις την Ελλάδα, καθίστα συμμαχικώς εύκολον την παρουσίαν των Βρετανών» (...) Αλλά υπάρχει και το δεύτερον στάδιον, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
Διότι εφ’ όσον το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε, ήτο απλώς “η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους” (...).
[Σχόλιο: Άρα, η Συμφωνία ήταν δόλος από τη μία πλευρά, αλλά και ένδειξη υποχωρητικότητας του ΕΛΑΣ (ΚΚΕ) από την άλλη, παρά την εμμονή στον (μονόπλευρο) αφοπλισμό του ΕΛΑΣ; Ποιος λοιπόν ήθελε τα Δεκεμβριανά, που ο Γ. Παπανδρέου τα αξιολογεί στην επιστολή του ως «δώρον του Υψίστου»;]
(...) «Αλλά διά να έλθη ο Δεκέμβριος (του 1944) έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν του ΕΛΑΣ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον» (όπου αποφασίστηκε η συγκρότηση Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας)...
[Σχόλιο: Δηλαδή και η πρόσκληση στον Λίβανο ήταν δόλος; Ή μήπως οι υποχωρήσεις του ΕΛΑΣ-ΚΚΕ υποδηλώνουν από την πλευρά τους πρόθεση για πολιτική προς ομαλοποίηση δημοκρατικού πολιτεύματος με ισότιμη συμμετοχή όλων στην πολιτική ζωή;].
(...) «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος (1994) ημπορεί να θεωρηθεί “δώρον του Υψίστου”» (...)
[Σχόλιο: Πέραν του φρικιαστικού να θεωρείται ως «δώρον Υψίστου» μια πολυαίμακτη αλληλοσφαγή ανθρώπων. Μήπως ο Γ. Π. αποκαλύπτει έτσι ότι επεδίωκε την αιματοχυσία του Δεκέμβρη '44 και στην πρόσκληση γι’ αυτόν τον σκοπό του «μεγάλου ηγέτη» Τσώρτσιλ, ο οποίος επιδίωκε από πριν την «επικείμενη» σύγκρουση;]
(...) «Και διά να γίνη η Στάσις – το “δώρον του Υψίστου” – έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήσει την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική Αλήθεια».
Μάλιστα. Σαφέστερη ομολογία του προσχεδιασμένου εγκλήματος δεν μπορούσε να υπάρξει...
Πιέσεις - Διαταγές - Προκλήσεις
Στις 9 Νοεμβρίου έφθασε στην Αθήνα η 3η Ορεινή Ταξιαρχία, προερχόμενη από το μέτωπο της Ιταλίας όπου είχε «ματωθεί» με προσωπική εντολή του Τσώρτσιλ – με τρόπο ώστε να αποκτήσει χρήσιμες «δάφνες δόξας» ενόψει της ουσιαστικής αποστολής της στην Αθήνα.
Η πανηγυρική υποδοχή της έβγαλε στους δρόμους όλη τη δύναμη των αντιεαμικών χώρων στην Αθήνα. Είχαν επιτέλους τον «δικό τους» στρατό στην πρωτεύουσα. Οι Βρετανοί του στρατηγού Σκόμπυ θεώρησαν επίσης ότι η άφιξη αυτού του «επίσημου» ελληνικού στρατού επέτρεπε και επέβαλε τον αφοπλισμό των «ανεπίσημων» στρατών της Αντίστασης, του ΕΛΑΣ δηλαδή.
Το ΕΑΜ/ΚΚΕ, γνώριζαν καλά τον τρόπο συγκρότησης της Ορεινής Ταξιαρχίας από φιλοβασιλικά στοιχεία μετά την διάλυση του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής τον Απρίλιο του 1944, δεν αποδέχθηκε αυτή τη λογική. Η γύρω από τον «αφοπλισμό» διαμάχη τέθηκε έτσι σε τροχιά.
Οι πιέσεις από την πλευρά των Βρετανών, οι «διαταγές» του στρατηγού Σκόμπυ και οι αιματηρές προκλήσεις από τους έγκλειστους στα κεντρικά ξενοδοχεία «δοσίλογους» πολλαπλασιάστηκαν τις επόμενες ημέρες.
Η σχεδόν «επίσημη» μαζική απόδραση 668 στελεχών του κατοχικού κράτους από τις φυλακές Αβέρωφ βάρυνε το κλίμα.
Βρετανικές ενισχύσεις – ολόκληρη η 4η Ινδική Μεραρχία – έσπευσαν προς την Αθήνα και στο αεροδρόμιο του Ελληνικού εγκαταστάθηκαν σμήνη βρετανικών μαχητικών. Οι συσχετισμοί επέτρεπαν πλέον τα τελεσίγραφα.
Ο στρατηγός Σκόμπυ ζήτησε την αποστράτευση της Εθνικής Πολιτοφυλακής – των αστυνομικών δυνάμεων του ΕΑΜ – την 1η Δεκεμβρίου και του ΕΛΑΣ στις 10 Δεκεμβρίου. Μαζί του διαλυόταν ο ΕΔΕΣ στην Ήπειρο χωρίς όμως να θιγούν οι επίμαχες δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας, της αστυνομίας και χωροφυλακής ή έστω της ημιεπίσημης Χ του Γρίβα.
Η επιλεγμένη διαδικασία δεν διασφάλιζε το μέλλον – πολιτικό ή βιολογικό – της Αριστεράς και των αριστερών.
Στην ουσία επρόκειτο για την ολοκλήρωση προσεκτικών, όσο και αποφασιστικών, κινήσεων που είχαν ξεκινήσει τις παραμονές της Απελευθέρωσης.
Η «κρυφή» τοποθέτηση του Σπηλιωτόπουλου και του επιτελείου των «εθνικών δυνάμεων» στην στρατιωτική διοίκηση της Αθήνας.
Ο εξοπλισμός με βρετανικά όπλα – που έφθασαν με μικρά σκάφη στο Πόρτο Ράφτη πριν ακόμα αναχωρήσουν οι Γερμανοί από την Αθήνα – των έμπιστων μονάδων της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και της οργάνωσης Χ, η στρατιωτική οργάνωση – σε συντάγματα – των ενόπλων των «εθνικών οργανώσεων» και η στρατηγική τοποθέτησή τους στο κέντρο της Αθήνας κοντά στα κυβερνητικά κτίρια, η συνεχής ροή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία με κορύφωση την άφιξη της Ορεινής Ταξιαρχίας, η μεταφορά στελεχών της χωροφυλακής αλλά και του ΕΔΕΣ στην πρωτεύουσα, αποτέλεσαν ψηφίδες μιας στρατηγικής που εύλογα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς πραξικόπημα.
Την ίδια στιγμή η Αριστερά καταγγέλλονταν συνεχώς για «παραβιάσεις των συμφωνιών», ενώ «δοκιμαστικά» άρχιζαν και οι πρώτες δικαστικές διώξεις στελεχών της Αντίστασης.
Για το ΕΑΜ και την Αριστερά η κατάσταση πλησίαζε το αδιέξοδο. Οι δυνάμεις τους ήταν κυρίαρχες σε όλη την εκτός Αθηνών Ελλάδα. Όμως στην πρωτεύουσα χτίζονταν προσεκτικά ένα καθεστώς που καμία συμφωνία δεν είχε προβλέψει. Η βρετανική αποφασιστικότητα εμπόδιζε κάθε συζήτηση και ακύρωνε «εν τη γενέσει» κάθε εναλλακτικό σχέδιο. Μερικές κινήσεις εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης – η σύσκεψη των Καπεταναίων στη Λαμία στις 17 Νοεμβρίου και ο εορτασμός της 26ης επετείου από την ίδρυση του ΚΚΕ στις 19 του ίδιου μήνα – δεν έκαμψαν την επιμονή του Σκόμπυ. Από την άλλη η ηγεσία της Αριστεράς έπρεπε να λάβει υπόψη της τόσο την ανάγκη για εξωτερική επισιτιστική βοήθεια όσο και τις περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη σύγκρουση με τα συμμαχικά στρατεύματα ενώ ο πόλεμος διαρκούσε ακόμα. Το αδιέξοδο φαινόταν απόλυτο.
Την 1η Δεκεμβρίου εξαιτίας αυτού του αδιεξόδου αλλά και εσωτερικών προστριβών, οι υπουργοί της Αριστεράς παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Η τελευταία απάντησε σε αυτή την κίνηση με καταιγισμό διαταγμάτων κατά της Αριστεράς. Το ΕΑΜ και τα κόμματα της Αριστεράς οργάνωσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου και κήρυξαν γενική απεργία από την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου. Ο δρόμος προς τα Δεκεμβριανά είχε φθάσει στο τέλος του.
Η Αθήνα πεδίο μάχης
Η μεγάλη διαδήλωση της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου χτυπήθηκε στην πλατεία Συντάγματος από πυροβολισμούς που ρίχθηκαν από το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης της Αθήνας. Υπήρξαν νεκροί – 16 ή 17 – και πολλοί τραυματίες. Το πολιτικό μήνυμα της επίθεσης ήταν σαφές: οι Βρετανοί δεν θα υποχωρούσαν ακόμα και αν η στάση τους οδηγούσε σε λουτρό αίματος στη μόλις απελευθερωμένη Αθήνα. Στην ουσία επρόκειτο για την τελευταία στάση της πολιτικής πριν αναλάβουν την επίλυση των διαφορών τα όπλα. Από τις 2 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κινητοποιούσε τις δυνάμεις του.
Καθώς ξημέρωνε η Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το κλίμα στην Αθήνα γινόταν περισσότερο βαρύ και ηλεκτρισμένο. Τα αιματηρά γεγονότα στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ της προηγούμενης ημέρας προκάλεσαν νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας όπου περίσσευε η οργή. Η γενική απεργία παρέλυσε κάθε δραστηριότητα στο κέντρο της πόλης, η παροχή ηλεκτρικού διακόπηκε και, σε πολλές περιοχές, σταμάτησαν να λειτουργούν τα τηλέφωνα. Στον Πειραιά η εκφόρτωση των πλοίων σταμάτησε και τα περισσότερα από αυτά διατάχτηκαν να αγκυροβολήσουν έξω από το λιμάνι. Τον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος, ρίχνοντας φυλλάδια με τις διαταγές της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης, συμπλήρωναν οι φωνές και τα συνθήματα που αναπαράγονταν σε κάθε συνοικία από τα χωνιά των οργανώσεων της Αριστεράς, ΕΑΜ, Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), ΚΚΕ.
Προοδευτικά νέοι ήχοι προστέθηκαν στους προηγούμενους. Πυκνοί πυροβολισμοί ξεσπούσαν γύρω από το κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας. Μέλη των δεξιών οργανώσεων και δοσίλογοι (στελέχη του κατοχικού κράτους) «υπό περιορισμό» σε κεντρικά ξενοδοχεία χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ που αυτή τη φορά συνοδεύονταν από ενόπλους ΕΛΑΣίτες. Την ίδια στιγμή οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας καταλαμβάνουν τα αστυνομικά τμήματα και αφοπλίζουν τους αστυνομικούς. Σε λίγες ώρες είχαν καταληφθεί 17 τμήματα και ο οπλισμός του προσωπικού τους προστέθηκε στα όπλα του ΕΛΑΣ. Στο Θησείο και στα Πετράλωνα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συγκρούστηκαν με μερικές εκατοντάδες μέλη της Χ του Γρίβα. Όταν η κατάσταση έγινε δύσκολη για τους τελευταίους, ισχυρά βρετανικά αποσπάσματα επενέβησαν για να τους απεγκλωβίσουν και να τους μεταφέρουν στο κέντρο της πόλης.
Την επομένη, στις 5 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν ακόμα μια φορά μεγάλες διαδηλώσεις του ΕΑΜ στις συνοικίες. Ήταν όμως φανερό πλέον ότι τον λόγο είχαν τα όπλα. Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης είχε οπωσδήποτε αιφνιδιάσει και τα δύο στρατόπεδα. Στην αρχή των μαχών οι Βρετανοί είχαν στην Αθήνα και στον Πειραιά μία ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η, η οποία όμως είχε εξοπλιστεί για την περίσταση με μία επιλαρχία αρμάτων Sherman, των 35 τόνων, ακαταμάχητα για οποιοδήποτε όπλο που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να διαθέτει.
Υπήρχαν επίσης μονάδες αλεξιπτωτιστών και δύο τάγματα πεζικού που έφθασαν αεροπορικώς στην αρχή των γεγονότων, συνολικά 5.000 άνδρες. Αντίθετα υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα, η προστασία των οποίων έθετε προβλήματα στον γενικό διοικητή, τον στρατηγό Σκόμπυ.
Σε αυτές τις δυνάμεις προστέθηκαν τα πιστά στην κυβέρνηση Παπανδρέου ελληνικά στρατεύματα, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και των οργανώσεων τύπου Χ με 2.500 έως 3.000 ενόπλους.
Ως εφεδρεία αυτών των δυνάμεων υπολογίζονταν οι περίπου 12.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων δωσιλογικών σωμάτων που περίμεναν «έγκλειστοι» είτε στην Αθήνα είτε σε νησιά του Σαρωνικού.Ο όγκος των βρετανικών ενισχύσεων – τρεις μεραρχίες πεζικού, η 4η Ινδική, η 4η και 46η Βρετανικές, σε πρώτη φάση – θα έφθαναν στα μέσα Δεκεμβρίου.
Από την άλλη πλευρά η μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ της Αθήνας, το Α΄ Σώμα Στρατού, είχε μεν στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα, πολλά από τα οποία πιστόλια και περίστροφα. Επιπλέον, από την Απελευθέρωση και μετά, οι δυνάμεις του βρίσκονταν σε κατάσταση αποστράτευσης και στην ουσία έπρεπε να συγκροτηθούν από την αρχή. Ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά εξαρτιόταν από τη δυνατότητα αφοπλισμού των αντιπάλων του.
Οι μονάδες του ΕΛΑΣ της επαρχίας ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η ΧΙΙΙη μεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Αθήνα. Μία από τις καλύτερες μονάδες του όμως, το 2ο Σύνταγμα, αφοπλίστηκε από βρετανικά στρατεύματα στη Φιλοθέη, στο Κολέγιο Αθηνών, λίγο πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις, εξαιτίας απουσίας σαφών οδηγιών για την στάση απέναντι στον αγγλικό στρατό (...τους είδε μαύρους...νόμισε με φίλους πως θα κάνει...).
Οπωσδήποτε ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τον ΕΛΑΣ. Η ενίσχυση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Αθήνα από δυνάμεις της κεντρικής και της βόρειας Ελλάδας ήταν προβληματική εξαιτίας των αποστάσεων – χρειαζόταν 12 έως 15 ημέρες πορεία για την άφιξη δυνάμεων από την Θεσσαλία – της απουσίας μεταφορικών μέσων και της βρετανικής κυριαρχίας στον αέρα. Πάντως στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Αθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά ή και τη Θεσσαλία (η Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6.000 έως 7.000 ένοπλοι.
Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν προοδευτικά και τις πρώτες τουλάχιστον ημέρες πήραν τη μορφή κλεφτοπολέμου. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις ελληνικές μονάδες των αντιπάλων τους χωρίς όμως να εμπλακούν σε μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα. Πίστευαν ίσως ότι με τον τρόπο αυτό θα εξανάγκαζαν τους Βρετανούς να έρθουν σε συμβιβασμό καθώς δεν θα διέθεταν πλέον τοπικά στηρίγματα. Για τον λόγο αυτό οι μεμονωμένες βρετανικές μονάδες στην Αττική και στην επαρχία δεν δέχτηκαν επίθεση και μάλιστα μπόρεσαν να μετακινηθούν σχεδόν ελεύθερα.
Το σχέδιο αυτό δεν καρποφόρησε εξαιτίας της αδυναμίας του ΕΛΑΣ να νικήσει τόσο τις δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στο Γουδί μέχρι και τους Αμπελοκήπους, όσο και τις δυνάμεις της χωροφυλακής που βρίσκονταν οχυρωμένες στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, κάτω από την Ακρόπολη. Οι αποτυχίες αυτές οφείλονταν στην καθυστερημένη άφιξη των μονάδων του ΕΛΑΣ της επαρχίας, στην εμφανή κατωτερότητα του οπλισμού του ΕΛΑΣ της Αθήνας και προπαντός στην παρέμβαση των βρετανικών δυνάμεων κάθε φορά που η μάχη έφθανε σε κρίσιμο σημείο. Η κατάληψη από τον ΕΛΑΣ κτιρίων στην περιφέρεια και η ουσιαστική κυριαρχία του σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Αντίθετα οι βρετανικές δυνάμεις με την αδιάκοπη υποστήριξη των αεροπλάνων που πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν τις συνοικίες της πόλης και του ναυτικού πυροβολικού, εγκατέστησαν ένα προγεφύρωμα στο Φάληρο στο οποίο άρχισαν να συγκεντρώνουν ισχυρές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, άρχισαν να εξοπλίζουν εκ νέου τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας δημιουργώντας Τάγματα Εθνοφυλακής.
Οι πρώτες βρετανικές απώλειες συνέβησαν στις 6 Δεκεμβρίου στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της οδού Πανεπιστημίου όπου και καταλήφθηκαν τα γραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην οδό Κοραή. Η πρώτη όμως συγκροτημένη επίθεση του ΕΛΑΣ ενάντια σε βρετανικές δυνάμεις έγινε τι νύχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου στα Παραπήγματα, στο σημερινό Πάρκο της Ελευθερίας πίσω από το Μέγαρο Μουσικής. Στη λυσσαλέα σύγκρουση οι Βρετανοί είχαν 150 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Η αναμέτρηση έφθασε έτσι στη δεύτερη και σκληρότερη φάση της.
Η ολοκληρωτική σύγκρουση
Η βρετανική αντεπίθεση άρχισε στις 13 με 14 Δεκεμβρίου, καθώς έφθαναν οι πρώτες σημαντικές ενισχύσεις από το μέτωπο της Ιταλίας και ολοκληρωνόταν η συγκέντρωση στη Αθήνα των βρετανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν έως τότε στην ελληνική επαρχία. Οι πρώτες βρετανικές επιδιώξεις ήταν η εξασφάλιση του λιμανιού του Πειραιά και η διασφάλιση της σύνδεσής του με το πολιορκημένο κέντρο της Αθήνας. Οι άξονες της επίθεσης θα ήταν η λεωφόρος Συγγρού και, όταν εξασφαλιζόταν ο Πειραιάς, η οδός Πειραιώς. Εξυπακούεται ότι ταυτόχρονα έπρεπε να ενισχυθούν οι δυνάμεις που υπεράσπιζαν το μέτωπο της Αθήνας, τη γραμμή μάχης που ξεκινούσε από το Παναθηναϊκό Στάδιο και τον λόφο του Αρδηττού, έφθανε έως τους στενούς δρόμους στα δυτικά της Ομόνοιας, ενώ από του Μακρυγιάννη έφθανε έως το Πεδίο του Άρεως, τους Αμπελοκήπους και το Γουδί.
Ο ΕΛΑΣ
Οι Βρετανοί πίστευαν ότι, ύστερα από δέκα ημέρες συγκρούσεων, η μάχη πλησίαζε προς το τέλος της. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε πετύχει κανέναν από τους βασικούς στόχους του ενώ οι βρετανικές θέσεις είχαν σημαντικά ενισχυθεί. Οι απώλειες δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Έως τις 15 Δεκεμβρίου οι Βρετανοί είχαν 63 νεκρούς (11 αξιωματικούς), 228 τραυματίες και 235 αγνοούμενους αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Ο τελευταίος αντίθετα είχε χάσει – σύμφωνα με τις βρετανικές εκτιμήσεις – 4.000 μαχητές του από τους οποίους οι 2.900 ήταν αιχμάλωτοι στα χέρια των Βρετανών.
Οι βρετανικές εκτιμήσεις αποδείχθηκαν γρήγορα υπερβολικά αισιόδοξες. Ο ΕΛΑΣ – ιδιαίτερα τα εφεδρικά του τμήματα της Αθήνας που σήκωσαν το βάρος των συγκρούσεων – είχε την ικανότητα να αναγεννιέται έπειτα από κάθε σύγκρουση. Εθελοντές δεν έλειπαν και μόνο ο διαθέσιμος οπλισμός περιόριζε τις δυνατότητες του. Οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι βρετανικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση και πραγματοποίησαν αργές προόδους. Στον Πειραιά χρειάστηκαν διήμερες συγκρούσεις για να κλείσει ο σταθμός της Τερψιθέας και να ανοίξει για τα τεθωρακισμένα ο περιφερικός δρόμος της Καστέλας. Οι Γκούρκας, επίλεκτα ινδικά στρατεύματα, κατέλαβαν τέλος την κορυφή της Καστέλας και το μέτωπο μετακινήθηκε προς τις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και το ποδηλατοδρόμιο (το σημερινό γήπεδο Καραϊσκάκη). Μερικές προκυμαίες του κυρίως λιμανιού άρχισαν να λειτουργούν από τις 19, αποφασιστικοί όμως πρόοδοι έγιναν στις 25 του μήνα όταν καταλήφθηκαν τα Ψυγεία Φιξ. Η οδός Πειραιώς προς την Αθήνα, παρέμεινε όμως κλειστή για τους Βρετανούς.
Στις 18 η βρετανική επίθεση αναπτύχθηκε κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού, στηριγμένη στις σημαντικές ενισχύσεις που αποβιβάστηκαν στο Φάληρο. Ύστερα από πολύωρες μάχες οι Βρετανοί κατέλαβαν δύο στρατηγικά σημεία, τον λόφο Σικελίας και το εργοστάσιο του Φιξ. Όμως παράλληλες επιθέσεις προς του Φιλοπάππου και τον Αρδηττό απέτυχαν. Από την πλευρά του ο ΕΛΑΣ συνέχισε τις κινήσεις στην περιφέρεια χτυπώντας στη Σχολή Ευελπίδων και στις φυλακές Αβέρωφ. Οι τελευταίες «φιλοξενούσαν» σημαντικούς δοσίλογους (στελέχη του κατοχικού κράτους) και οι Βρετανοί οργάνωσαν τολμηρή επιχείρηση για την διάσωσή τους. Ο Ιωάννης Ράλλης, που βρίσκονταν εκεί φυλακισμένος, διέφυγε για να παραδοθεί αργότερα στους Βρετανούς. Την ίδια ώρα οι Βρετανοί γνώριζαν την πιο βαριά ήττα τους. Μονάδες του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις εγκαταστάσεις και στις υπηρεσίες της RAF στη Κηφισιά και ύστερα από σύντομη μάχη αιχμαλώτισαν το σύνολο των εκεί Βρετανών. Οι εκατοντάδες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν προς τον βορρά παρακολουθούμενοι από αγγλικά αεροπλάνα που τους έριχναν διαρκώς εφόδια, τρόφιμα και σοκολάτες. Για τα παιδιά των χωριών απ΄ όπου περνούσε η πομπή, ο βομβαρδισμός αυτός προκαλούσε γενική ευφορία.
Οι συνοικίες της Αθήνας δεν βομβαρδίζονταν με ζαχαρωτά. Οι αεροπορικές επιθέσεις γίνονταν αρχικά με ρουκέτες και πολυβολισμούς, οι στρατιωτικές εξελίξεις όμως παραμέρισαν τους δισταγμούς και προκάλεσαν βαρύτερους βομβαρδισμούς με βόμβες και τα πυροβόλα των πλοίων. Η επίθεση ενάντια στη Δραπετσώνα και τον λόφο του Νεκροταφείου της Αναστάσεως στον Πειραιά συνοδεύτηκε από βαρύ βομβαρδισμό από πλοία, αεροπλάνα και πυροβόλα, σχεδόν 4.000 βλήματα κάθε είδους. Το πυροβολικό του ΕΛΑΣ απαντούσε με τα τέσσερα έως έξι ορειβατικά πυροβόλα του ρίχνοντας μετρημένα βλήματα σε επιλεγμένους στόχους. Ο προτιμώμενος στόχος ήταν το κτίριο της Βρετανικής Πρεσβείας στο Κολωνάκι και τα Παλαιά Ανάκτορα όπου οι πρώην άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας μεταμορφώνονταν σε μονάδες εθνοφυλακής. Δεν ήταν όμως οι οβίδες του ΕΛΑΣ που ενοχλούσαν τους Βρετανούς και τους συμμάχους τους. Το κύριο όπλο του πρώτου ήταν οι νάρκες με τις οποίες παγίδευε τους δρόμους και τα κτίρια και τις οποίες χρησιμοποιούσε για να ανοίγει τρύπες στους τοίχους των κτιρίων που πολιορκούσε.
Η τελευταία φάση
Τις ημέρες των Χριστουγέννων η πολιτική διαπραγμάτευση φάνηκε προς στιγμήν να επανέρχεται στο προσκήνιο. Η τολμηρή επίσκεψη του Τσώρτσιλ και του Ήντεν στη φλεγόμενη Αθήνα – την ώρα που εξελισσόταν η τελευταία γερμανική αντεπίθεση στο μέτωπο των Αρδενών – ήταν περισσότερο μία επίδειξη αποφασιστικότητας παρά μία προσπάθεια αναζήτησης ειρηνικής λύσης. Οι επιδιώξεις παρέμειναν αναλλοίωτες ως προς την ουσία τους εμπεριέχοντας μόνο μικρές αλλαγές προσώπων. Ο λόγος δόθηκε ξανά στα όπλα και οι μάχες εξακολούθησαν με μεγαλύτερη ένταση. Η εκστρατεία του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο προκάλεσε την εύκολη κατάρρευση των δυνάμεων του Ζέρβα και έκανε ακόμα πιο επιτακτική για τους Βρετανούς την επίτευξη αποφασιστικής νίκης στην Αθήνα, το μοναδικό πλέον ανοικτό μέτωπο του πολέμου. Η συνεχής ροή βρετανικών ενισχύσεων και η ανάπτυξη των ελληνικών μονάδων της εθνοφυλακής με την στρατολόγηση όλων των αντιεαμικών χώρων έδινε σαφή πλέον υπεροχή στη βρετανική πλευρά.
Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στο Γκάζι, κατά μήκος της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια και στις ανατολικές συνοικίες όπου οι Βρετανοί εξαπέλυσαν επιθέσεις με τεθωρακισμένα στη Νέα Σμύρνη, στο Δουργούτι και στο Κατσιπόδι. Υπό πολλαπλές πιέσεις οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εκκένωσαν την κατεστραμμένη από τις πολυήμερες μάχες και τους βομβαρδισμούς Καισαριανή τις νυχτερινές ώρες της 29ης προς 30η Δεκεμβρίου. Μόνιμοι και έφεδροι αντάρτες και μαζί τους αρκετοί άμαχοι πέρασαν τον παγωμένο Υμηττό προς τα Μεσόγεια.
Η αντοχή του ΕΛΑΣ και η ικανότητά του ύστερα από κάθε χτύπημα που δέχονταν, εξακολουθούσε να απελπίζει τους Βρετανούς ιθύνοντες. Ο πόλεμος στη δυτική και κεντρική Ευρώπη μαίνονταν, και η κοινή γνώμη στην Αγγλία και στις ΗΠΑ είχε αρχίσει να αναρωτιέται σε τι ακριβώς αποσκοπούσε μία ελληνική εκστρατεία που απασχολούσε ήδη στοιχεία τεσσάρων βρετανικών μεραρχιών.
Καθώς τελείωνε ο χρόνος οι βρετανικές απώλειες άγγιζαν πλέον απαγορευτικά επίπεδα. Περισσότεροι από 1.500 Βρετανοί στρατιωτικοί είχαν τεθεί εκτός μάχης και από αυτούς οι 600 ήταν αιχμάλωτοι, η τύχη των οποίων μπορούσε να δημιουργήσει περιπλοκές στις αναμενόμενες διαπραγματεύσεις.
Ο ΕΛΑΣ δημιούργησε δύο ισχυρές συγκεντρώσεις δυνάμεων, μία στην Κυψέλη – Τουρκοβούνια – Πατήσια και μία στην Ακαδημία Πλάτωνος – Περιστέρι που απειλούσαν με ισχυρές αντεπιθέσεις κάθε προώθηση των Βρετανών. Η μεθοδική εκκαθάριση αυτών των πολυδαίδαλων συνοικιών εμπεριείχε των κίνδυνο να ξεπεράσουν οι βρετανικές απώλειες τα όρια του ανεκτού.
Ήδη πολλές φωνές στο Λονδίνο υπενθύμιζαν ότι η Βρετανία είχε ήδη περισσότερες απώλειες στη σύγκρουση με την ελληνική Αντίσταση από τις αντίστοιχες που είχε στις όποιες συγκρούσεις για την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944.
Την τελευταία εβδομάδα του πολέμου, η βρετανική τακτική άλλαξε. Επιδιώχθηκε η στήριξη στα νεοπαγή τάγματα εθνοφυλακής που είχαν συγκροτηθεί από μέλη των δεξιών οργανώσεων τύπου Χ, από χωροφύλακες της επαρχίας και, κυρίως, από μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας που, μετά τον αφοπλισμό τους, φρουρούνταν από τους Βρετανούς σε νησιά και σε φυλακές.
Τα τάγματα αυτά εξαπέλυσαν απελπισμένες επιθέσεις ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ, υπό βρετανική υποστήριξη, ενώ ανέλαβαν και το αιματηρό έργο της εκκαθάρισης των συνοικιακών δαιδάλων – των προσφυγικών ιδιαίτερα συνοικιών – σε Αθήνα και Πειραιά. Οι απώλειες τους υπήρξαν τρομακτικές – περισσότεροι ίσως από 2.000 νεκροί σε λίγες ημέρες – οι πιέσεις όμως που άσκησαν πάνω στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπήρξαν καθοριστικές για την συνέχεια.
Απέναντι σε έναν εξαντλημένο αντίπαλο του οποίου τα εφόδια βρίσκονταν στο τέλος τους, οι Βρετανοί μπόρεσαν να προετοιμάσουν τις στρατηγικές τους κινήσεις. Την προέλαση με τεθωρακισμένα κατά μήκος του Κηφισού και η αντίστοιχη από τη λεωφόρο Κηφισίας και το Γηροκομείο προς τα βόρεια. Αυτές οι δύο κινήσεις, που απειλούσαν την αποκοπή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους, επέβαλαν την υποχώρηση και την εγκατάλειψη της Αθήνας. Στις 5 Ιανουαρίου του 1945 η μάχη των 33 ημερών τελείωσε.
[Aπόσπασμα από το κεφάλαιο «Από τον Λίβανο έως τη Βάρκιζα» – Γιώργος Μαργαρίτης – 17ος τόμος της «Ιστορίας των Ελλήνων»- β΄ έκδοση, εκδ. Δομή, σελ. 49-68.]
Η πανηγυρική υποδοχή της έβγαλε στους δρόμους όλη τη δύναμη των αντιεαμικών χώρων στην Αθήνα. Είχαν επιτέλους τον «δικό τους» στρατό στην πρωτεύουσα. Οι Βρετανοί του στρατηγού Σκόμπυ θεώρησαν επίσης ότι η άφιξη αυτού του «επίσημου» ελληνικού στρατού επέτρεπε και επέβαλε τον αφοπλισμό των «ανεπίσημων» στρατών της Αντίστασης, του ΕΛΑΣ δηλαδή.
Το ΕΑΜ/ΚΚΕ, γνώριζαν καλά τον τρόπο συγκρότησης της Ορεινής Ταξιαρχίας από φιλοβασιλικά στοιχεία μετά την διάλυση του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής τον Απρίλιο του 1944, δεν αποδέχθηκε αυτή τη λογική. Η γύρω από τον «αφοπλισμό» διαμάχη τέθηκε έτσι σε τροχιά.
Οι πιέσεις από την πλευρά των Βρετανών, οι «διαταγές» του στρατηγού Σκόμπυ και οι αιματηρές προκλήσεις από τους έγκλειστους στα κεντρικά ξενοδοχεία «δοσίλογους» πολλαπλασιάστηκαν τις επόμενες ημέρες.
Η σχεδόν «επίσημη» μαζική απόδραση 668 στελεχών του κατοχικού κράτους από τις φυλακές Αβέρωφ βάρυνε το κλίμα.
Βρετανικές ενισχύσεις – ολόκληρη η 4η Ινδική Μεραρχία – έσπευσαν προς την Αθήνα και στο αεροδρόμιο του Ελληνικού εγκαταστάθηκαν σμήνη βρετανικών μαχητικών. Οι συσχετισμοί επέτρεπαν πλέον τα τελεσίγραφα.
Ο στρατηγός Σκόμπυ ζήτησε την αποστράτευση της Εθνικής Πολιτοφυλακής – των αστυνομικών δυνάμεων του ΕΑΜ – την 1η Δεκεμβρίου και του ΕΛΑΣ στις 10 Δεκεμβρίου. Μαζί του διαλυόταν ο ΕΔΕΣ στην Ήπειρο χωρίς όμως να θιγούν οι επίμαχες δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας, της αστυνομίας και χωροφυλακής ή έστω της ημιεπίσημης Χ του Γρίβα.
Η επιλεγμένη διαδικασία δεν διασφάλιζε το μέλλον – πολιτικό ή βιολογικό – της Αριστεράς και των αριστερών.
Στην ουσία επρόκειτο για την ολοκλήρωση προσεκτικών, όσο και αποφασιστικών, κινήσεων που είχαν ξεκινήσει τις παραμονές της Απελευθέρωσης.
Η «κρυφή» τοποθέτηση του Σπηλιωτόπουλου και του επιτελείου των «εθνικών δυνάμεων» στην στρατιωτική διοίκηση της Αθήνας.
Ο εξοπλισμός με βρετανικά όπλα – που έφθασαν με μικρά σκάφη στο Πόρτο Ράφτη πριν ακόμα αναχωρήσουν οι Γερμανοί από την Αθήνα – των έμπιστων μονάδων της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και της οργάνωσης Χ, η στρατιωτική οργάνωση – σε συντάγματα – των ενόπλων των «εθνικών οργανώσεων» και η στρατηγική τοποθέτησή τους στο κέντρο της Αθήνας κοντά στα κυβερνητικά κτίρια, η συνεχής ροή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία με κορύφωση την άφιξη της Ορεινής Ταξιαρχίας, η μεταφορά στελεχών της χωροφυλακής αλλά και του ΕΔΕΣ στην πρωτεύουσα, αποτέλεσαν ψηφίδες μιας στρατηγικής που εύλογα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς πραξικόπημα.
Την ίδια στιγμή η Αριστερά καταγγέλλονταν συνεχώς για «παραβιάσεις των συμφωνιών», ενώ «δοκιμαστικά» άρχιζαν και οι πρώτες δικαστικές διώξεις στελεχών της Αντίστασης.
Για το ΕΑΜ και την Αριστερά η κατάσταση πλησίαζε το αδιέξοδο. Οι δυνάμεις τους ήταν κυρίαρχες σε όλη την εκτός Αθηνών Ελλάδα. Όμως στην πρωτεύουσα χτίζονταν προσεκτικά ένα καθεστώς που καμία συμφωνία δεν είχε προβλέψει. Η βρετανική αποφασιστικότητα εμπόδιζε κάθε συζήτηση και ακύρωνε «εν τη γενέσει» κάθε εναλλακτικό σχέδιο. Μερικές κινήσεις εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης – η σύσκεψη των Καπεταναίων στη Λαμία στις 17 Νοεμβρίου και ο εορτασμός της 26ης επετείου από την ίδρυση του ΚΚΕ στις 19 του ίδιου μήνα – δεν έκαμψαν την επιμονή του Σκόμπυ. Από την άλλη η ηγεσία της Αριστεράς έπρεπε να λάβει υπόψη της τόσο την ανάγκη για εξωτερική επισιτιστική βοήθεια όσο και τις περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη σύγκρουση με τα συμμαχικά στρατεύματα ενώ ο πόλεμος διαρκούσε ακόμα. Το αδιέξοδο φαινόταν απόλυτο.
Την 1η Δεκεμβρίου εξαιτίας αυτού του αδιεξόδου αλλά και εσωτερικών προστριβών, οι υπουργοί της Αριστεράς παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Η τελευταία απάντησε σε αυτή την κίνηση με καταιγισμό διαταγμάτων κατά της Αριστεράς. Το ΕΑΜ και τα κόμματα της Αριστεράς οργάνωσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου και κήρυξαν γενική απεργία από την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου. Ο δρόμος προς τα Δεκεμβριανά είχε φθάσει στο τέλος του.
Η Αθήνα πεδίο μάχης
Η μεγάλη διαδήλωση της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου χτυπήθηκε στην πλατεία Συντάγματος από πυροβολισμούς που ρίχθηκαν από το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης της Αθήνας. Υπήρξαν νεκροί – 16 ή 17 – και πολλοί τραυματίες. Το πολιτικό μήνυμα της επίθεσης ήταν σαφές: οι Βρετανοί δεν θα υποχωρούσαν ακόμα και αν η στάση τους οδηγούσε σε λουτρό αίματος στη μόλις απελευθερωμένη Αθήνα. Στην ουσία επρόκειτο για την τελευταία στάση της πολιτικής πριν αναλάβουν την επίλυση των διαφορών τα όπλα. Από τις 2 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κινητοποιούσε τις δυνάμεις του.
Καθώς ξημέρωνε η Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το κλίμα στην Αθήνα γινόταν περισσότερο βαρύ και ηλεκτρισμένο. Τα αιματηρά γεγονότα στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ της προηγούμενης ημέρας προκάλεσαν νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας όπου περίσσευε η οργή. Η γενική απεργία παρέλυσε κάθε δραστηριότητα στο κέντρο της πόλης, η παροχή ηλεκτρικού διακόπηκε και, σε πολλές περιοχές, σταμάτησαν να λειτουργούν τα τηλέφωνα. Στον Πειραιά η εκφόρτωση των πλοίων σταμάτησε και τα περισσότερα από αυτά διατάχτηκαν να αγκυροβολήσουν έξω από το λιμάνι. Τον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος, ρίχνοντας φυλλάδια με τις διαταγές της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης, συμπλήρωναν οι φωνές και τα συνθήματα που αναπαράγονταν σε κάθε συνοικία από τα χωνιά των οργανώσεων της Αριστεράς, ΕΑΜ, Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), ΚΚΕ.
Προοδευτικά νέοι ήχοι προστέθηκαν στους προηγούμενους. Πυκνοί πυροβολισμοί ξεσπούσαν γύρω από το κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας. Μέλη των δεξιών οργανώσεων και δοσίλογοι (στελέχη του κατοχικού κράτους) «υπό περιορισμό» σε κεντρικά ξενοδοχεία χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ που αυτή τη φορά συνοδεύονταν από ενόπλους ΕΛΑΣίτες. Την ίδια στιγμή οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας καταλαμβάνουν τα αστυνομικά τμήματα και αφοπλίζουν τους αστυνομικούς. Σε λίγες ώρες είχαν καταληφθεί 17 τμήματα και ο οπλισμός του προσωπικού τους προστέθηκε στα όπλα του ΕΛΑΣ. Στο Θησείο και στα Πετράλωνα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συγκρούστηκαν με μερικές εκατοντάδες μέλη της Χ του Γρίβα. Όταν η κατάσταση έγινε δύσκολη για τους τελευταίους, ισχυρά βρετανικά αποσπάσματα επενέβησαν για να τους απεγκλωβίσουν και να τους μεταφέρουν στο κέντρο της πόλης.
Την επομένη, στις 5 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν ακόμα μια φορά μεγάλες διαδηλώσεις του ΕΑΜ στις συνοικίες. Ήταν όμως φανερό πλέον ότι τον λόγο είχαν τα όπλα. Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης είχε οπωσδήποτε αιφνιδιάσει και τα δύο στρατόπεδα. Στην αρχή των μαχών οι Βρετανοί είχαν στην Αθήνα και στον Πειραιά μία ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η, η οποία όμως είχε εξοπλιστεί για την περίσταση με μία επιλαρχία αρμάτων Sherman, των 35 τόνων, ακαταμάχητα για οποιοδήποτε όπλο που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να διαθέτει.
Υπήρχαν επίσης μονάδες αλεξιπτωτιστών και δύο τάγματα πεζικού που έφθασαν αεροπορικώς στην αρχή των γεγονότων, συνολικά 5.000 άνδρες. Αντίθετα υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα, η προστασία των οποίων έθετε προβλήματα στον γενικό διοικητή, τον στρατηγό Σκόμπυ.
Σε αυτές τις δυνάμεις προστέθηκαν τα πιστά στην κυβέρνηση Παπανδρέου ελληνικά στρατεύματα, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και των οργανώσεων τύπου Χ με 2.500 έως 3.000 ενόπλους.
Ως εφεδρεία αυτών των δυνάμεων υπολογίζονταν οι περίπου 12.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων δωσιλογικών σωμάτων που περίμεναν «έγκλειστοι» είτε στην Αθήνα είτε σε νησιά του Σαρωνικού.Ο όγκος των βρετανικών ενισχύσεων – τρεις μεραρχίες πεζικού, η 4η Ινδική, η 4η και 46η Βρετανικές, σε πρώτη φάση – θα έφθαναν στα μέσα Δεκεμβρίου.
Από την άλλη πλευρά η μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ της Αθήνας, το Α΄ Σώμα Στρατού, είχε μεν στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα, πολλά από τα οποία πιστόλια και περίστροφα. Επιπλέον, από την Απελευθέρωση και μετά, οι δυνάμεις του βρίσκονταν σε κατάσταση αποστράτευσης και στην ουσία έπρεπε να συγκροτηθούν από την αρχή. Ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά εξαρτιόταν από τη δυνατότητα αφοπλισμού των αντιπάλων του.
Οι μονάδες του ΕΛΑΣ της επαρχίας ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η ΧΙΙΙη μεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Αθήνα. Μία από τις καλύτερες μονάδες του όμως, το 2ο Σύνταγμα, αφοπλίστηκε από βρετανικά στρατεύματα στη Φιλοθέη, στο Κολέγιο Αθηνών, λίγο πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις, εξαιτίας απουσίας σαφών οδηγιών για την στάση απέναντι στον αγγλικό στρατό (...τους είδε μαύρους...νόμισε με φίλους πως θα κάνει...).
Οπωσδήποτε ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τον ΕΛΑΣ. Η ενίσχυση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Αθήνα από δυνάμεις της κεντρικής και της βόρειας Ελλάδας ήταν προβληματική εξαιτίας των αποστάσεων – χρειαζόταν 12 έως 15 ημέρες πορεία για την άφιξη δυνάμεων από την Θεσσαλία – της απουσίας μεταφορικών μέσων και της βρετανικής κυριαρχίας στον αέρα. Πάντως στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Αθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά ή και τη Θεσσαλία (η Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6.000 έως 7.000 ένοπλοι.
Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν προοδευτικά και τις πρώτες τουλάχιστον ημέρες πήραν τη μορφή κλεφτοπολέμου. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις ελληνικές μονάδες των αντιπάλων τους χωρίς όμως να εμπλακούν σε μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα. Πίστευαν ίσως ότι με τον τρόπο αυτό θα εξανάγκαζαν τους Βρετανούς να έρθουν σε συμβιβασμό καθώς δεν θα διέθεταν πλέον τοπικά στηρίγματα. Για τον λόγο αυτό οι μεμονωμένες βρετανικές μονάδες στην Αττική και στην επαρχία δεν δέχτηκαν επίθεση και μάλιστα μπόρεσαν να μετακινηθούν σχεδόν ελεύθερα.
Το σχέδιο αυτό δεν καρποφόρησε εξαιτίας της αδυναμίας του ΕΛΑΣ να νικήσει τόσο τις δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στο Γουδί μέχρι και τους Αμπελοκήπους, όσο και τις δυνάμεις της χωροφυλακής που βρίσκονταν οχυρωμένες στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, κάτω από την Ακρόπολη. Οι αποτυχίες αυτές οφείλονταν στην καθυστερημένη άφιξη των μονάδων του ΕΛΑΣ της επαρχίας, στην εμφανή κατωτερότητα του οπλισμού του ΕΛΑΣ της Αθήνας και προπαντός στην παρέμβαση των βρετανικών δυνάμεων κάθε φορά που η μάχη έφθανε σε κρίσιμο σημείο. Η κατάληψη από τον ΕΛΑΣ κτιρίων στην περιφέρεια και η ουσιαστική κυριαρχία του σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Αντίθετα οι βρετανικές δυνάμεις με την αδιάκοπη υποστήριξη των αεροπλάνων που πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν τις συνοικίες της πόλης και του ναυτικού πυροβολικού, εγκατέστησαν ένα προγεφύρωμα στο Φάληρο στο οποίο άρχισαν να συγκεντρώνουν ισχυρές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, άρχισαν να εξοπλίζουν εκ νέου τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας δημιουργώντας Τάγματα Εθνοφυλακής.
Οι πρώτες βρετανικές απώλειες συνέβησαν στις 6 Δεκεμβρίου στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της οδού Πανεπιστημίου όπου και καταλήφθηκαν τα γραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην οδό Κοραή. Η πρώτη όμως συγκροτημένη επίθεση του ΕΛΑΣ ενάντια σε βρετανικές δυνάμεις έγινε τι νύχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου στα Παραπήγματα, στο σημερινό Πάρκο της Ελευθερίας πίσω από το Μέγαρο Μουσικής. Στη λυσσαλέα σύγκρουση οι Βρετανοί είχαν 150 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Η αναμέτρηση έφθασε έτσι στη δεύτερη και σκληρότερη φάση της.
Η ολοκληρωτική σύγκρουση
Η βρετανική αντεπίθεση άρχισε στις 13 με 14 Δεκεμβρίου, καθώς έφθαναν οι πρώτες σημαντικές ενισχύσεις από το μέτωπο της Ιταλίας και ολοκληρωνόταν η συγκέντρωση στη Αθήνα των βρετανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν έως τότε στην ελληνική επαρχία. Οι πρώτες βρετανικές επιδιώξεις ήταν η εξασφάλιση του λιμανιού του Πειραιά και η διασφάλιση της σύνδεσής του με το πολιορκημένο κέντρο της Αθήνας. Οι άξονες της επίθεσης θα ήταν η λεωφόρος Συγγρού και, όταν εξασφαλιζόταν ο Πειραιάς, η οδός Πειραιώς. Εξυπακούεται ότι ταυτόχρονα έπρεπε να ενισχυθούν οι δυνάμεις που υπεράσπιζαν το μέτωπο της Αθήνας, τη γραμμή μάχης που ξεκινούσε από το Παναθηναϊκό Στάδιο και τον λόφο του Αρδηττού, έφθανε έως τους στενούς δρόμους στα δυτικά της Ομόνοιας, ενώ από του Μακρυγιάννη έφθανε έως το Πεδίο του Άρεως, τους Αμπελοκήπους και το Γουδί.
Ο ΕΛΑΣ
Οι Βρετανοί πίστευαν ότι, ύστερα από δέκα ημέρες συγκρούσεων, η μάχη πλησίαζε προς το τέλος της. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε πετύχει κανέναν από τους βασικούς στόχους του ενώ οι βρετανικές θέσεις είχαν σημαντικά ενισχυθεί. Οι απώλειες δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Έως τις 15 Δεκεμβρίου οι Βρετανοί είχαν 63 νεκρούς (11 αξιωματικούς), 228 τραυματίες και 235 αγνοούμενους αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Ο τελευταίος αντίθετα είχε χάσει – σύμφωνα με τις βρετανικές εκτιμήσεις – 4.000 μαχητές του από τους οποίους οι 2.900 ήταν αιχμάλωτοι στα χέρια των Βρετανών.
Οι βρετανικές εκτιμήσεις αποδείχθηκαν γρήγορα υπερβολικά αισιόδοξες. Ο ΕΛΑΣ – ιδιαίτερα τα εφεδρικά του τμήματα της Αθήνας που σήκωσαν το βάρος των συγκρούσεων – είχε την ικανότητα να αναγεννιέται έπειτα από κάθε σύγκρουση. Εθελοντές δεν έλειπαν και μόνο ο διαθέσιμος οπλισμός περιόριζε τις δυνατότητες του. Οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι βρετανικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση και πραγματοποίησαν αργές προόδους. Στον Πειραιά χρειάστηκαν διήμερες συγκρούσεις για να κλείσει ο σταθμός της Τερψιθέας και να ανοίξει για τα τεθωρακισμένα ο περιφερικός δρόμος της Καστέλας. Οι Γκούρκας, επίλεκτα ινδικά στρατεύματα, κατέλαβαν τέλος την κορυφή της Καστέλας και το μέτωπο μετακινήθηκε προς τις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και το ποδηλατοδρόμιο (το σημερινό γήπεδο Καραϊσκάκη). Μερικές προκυμαίες του κυρίως λιμανιού άρχισαν να λειτουργούν από τις 19, αποφασιστικοί όμως πρόοδοι έγιναν στις 25 του μήνα όταν καταλήφθηκαν τα Ψυγεία Φιξ. Η οδός Πειραιώς προς την Αθήνα, παρέμεινε όμως κλειστή για τους Βρετανούς.
Στις 18 η βρετανική επίθεση αναπτύχθηκε κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού, στηριγμένη στις σημαντικές ενισχύσεις που αποβιβάστηκαν στο Φάληρο. Ύστερα από πολύωρες μάχες οι Βρετανοί κατέλαβαν δύο στρατηγικά σημεία, τον λόφο Σικελίας και το εργοστάσιο του Φιξ. Όμως παράλληλες επιθέσεις προς του Φιλοπάππου και τον Αρδηττό απέτυχαν. Από την πλευρά του ο ΕΛΑΣ συνέχισε τις κινήσεις στην περιφέρεια χτυπώντας στη Σχολή Ευελπίδων και στις φυλακές Αβέρωφ. Οι τελευταίες «φιλοξενούσαν» σημαντικούς δοσίλογους (στελέχη του κατοχικού κράτους) και οι Βρετανοί οργάνωσαν τολμηρή επιχείρηση για την διάσωσή τους. Ο Ιωάννης Ράλλης, που βρίσκονταν εκεί φυλακισμένος, διέφυγε για να παραδοθεί αργότερα στους Βρετανούς. Την ίδια ώρα οι Βρετανοί γνώριζαν την πιο βαριά ήττα τους. Μονάδες του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις εγκαταστάσεις και στις υπηρεσίες της RAF στη Κηφισιά και ύστερα από σύντομη μάχη αιχμαλώτισαν το σύνολο των εκεί Βρετανών. Οι εκατοντάδες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν προς τον βορρά παρακολουθούμενοι από αγγλικά αεροπλάνα που τους έριχναν διαρκώς εφόδια, τρόφιμα και σοκολάτες. Για τα παιδιά των χωριών απ΄ όπου περνούσε η πομπή, ο βομβαρδισμός αυτός προκαλούσε γενική ευφορία.
Οι συνοικίες της Αθήνας δεν βομβαρδίζονταν με ζαχαρωτά. Οι αεροπορικές επιθέσεις γίνονταν αρχικά με ρουκέτες και πολυβολισμούς, οι στρατιωτικές εξελίξεις όμως παραμέρισαν τους δισταγμούς και προκάλεσαν βαρύτερους βομβαρδισμούς με βόμβες και τα πυροβόλα των πλοίων. Η επίθεση ενάντια στη Δραπετσώνα και τον λόφο του Νεκροταφείου της Αναστάσεως στον Πειραιά συνοδεύτηκε από βαρύ βομβαρδισμό από πλοία, αεροπλάνα και πυροβόλα, σχεδόν 4.000 βλήματα κάθε είδους. Το πυροβολικό του ΕΛΑΣ απαντούσε με τα τέσσερα έως έξι ορειβατικά πυροβόλα του ρίχνοντας μετρημένα βλήματα σε επιλεγμένους στόχους. Ο προτιμώμενος στόχος ήταν το κτίριο της Βρετανικής Πρεσβείας στο Κολωνάκι και τα Παλαιά Ανάκτορα όπου οι πρώην άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας μεταμορφώνονταν σε μονάδες εθνοφυλακής. Δεν ήταν όμως οι οβίδες του ΕΛΑΣ που ενοχλούσαν τους Βρετανούς και τους συμμάχους τους. Το κύριο όπλο του πρώτου ήταν οι νάρκες με τις οποίες παγίδευε τους δρόμους και τα κτίρια και τις οποίες χρησιμοποιούσε για να ανοίγει τρύπες στους τοίχους των κτιρίων που πολιορκούσε.
Η τελευταία φάση
Τις ημέρες των Χριστουγέννων η πολιτική διαπραγμάτευση φάνηκε προς στιγμήν να επανέρχεται στο προσκήνιο. Η τολμηρή επίσκεψη του Τσώρτσιλ και του Ήντεν στη φλεγόμενη Αθήνα – την ώρα που εξελισσόταν η τελευταία γερμανική αντεπίθεση στο μέτωπο των Αρδενών – ήταν περισσότερο μία επίδειξη αποφασιστικότητας παρά μία προσπάθεια αναζήτησης ειρηνικής λύσης. Οι επιδιώξεις παρέμειναν αναλλοίωτες ως προς την ουσία τους εμπεριέχοντας μόνο μικρές αλλαγές προσώπων. Ο λόγος δόθηκε ξανά στα όπλα και οι μάχες εξακολούθησαν με μεγαλύτερη ένταση. Η εκστρατεία του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο προκάλεσε την εύκολη κατάρρευση των δυνάμεων του Ζέρβα και έκανε ακόμα πιο επιτακτική για τους Βρετανούς την επίτευξη αποφασιστικής νίκης στην Αθήνα, το μοναδικό πλέον ανοικτό μέτωπο του πολέμου. Η συνεχής ροή βρετανικών ενισχύσεων και η ανάπτυξη των ελληνικών μονάδων της εθνοφυλακής με την στρατολόγηση όλων των αντιεαμικών χώρων έδινε σαφή πλέον υπεροχή στη βρετανική πλευρά.
Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στο Γκάζι, κατά μήκος της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια και στις ανατολικές συνοικίες όπου οι Βρετανοί εξαπέλυσαν επιθέσεις με τεθωρακισμένα στη Νέα Σμύρνη, στο Δουργούτι και στο Κατσιπόδι. Υπό πολλαπλές πιέσεις οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εκκένωσαν την κατεστραμμένη από τις πολυήμερες μάχες και τους βομβαρδισμούς Καισαριανή τις νυχτερινές ώρες της 29ης προς 30η Δεκεμβρίου. Μόνιμοι και έφεδροι αντάρτες και μαζί τους αρκετοί άμαχοι πέρασαν τον παγωμένο Υμηττό προς τα Μεσόγεια.
Η αντοχή του ΕΛΑΣ και η ικανότητά του ύστερα από κάθε χτύπημα που δέχονταν, εξακολουθούσε να απελπίζει τους Βρετανούς ιθύνοντες. Ο πόλεμος στη δυτική και κεντρική Ευρώπη μαίνονταν, και η κοινή γνώμη στην Αγγλία και στις ΗΠΑ είχε αρχίσει να αναρωτιέται σε τι ακριβώς αποσκοπούσε μία ελληνική εκστρατεία που απασχολούσε ήδη στοιχεία τεσσάρων βρετανικών μεραρχιών.
Καθώς τελείωνε ο χρόνος οι βρετανικές απώλειες άγγιζαν πλέον απαγορευτικά επίπεδα. Περισσότεροι από 1.500 Βρετανοί στρατιωτικοί είχαν τεθεί εκτός μάχης και από αυτούς οι 600 ήταν αιχμάλωτοι, η τύχη των οποίων μπορούσε να δημιουργήσει περιπλοκές στις αναμενόμενες διαπραγματεύσεις.
Ο ΕΛΑΣ δημιούργησε δύο ισχυρές συγκεντρώσεις δυνάμεων, μία στην Κυψέλη – Τουρκοβούνια – Πατήσια και μία στην Ακαδημία Πλάτωνος – Περιστέρι που απειλούσαν με ισχυρές αντεπιθέσεις κάθε προώθηση των Βρετανών. Η μεθοδική εκκαθάριση αυτών των πολυδαίδαλων συνοικιών εμπεριείχε των κίνδυνο να ξεπεράσουν οι βρετανικές απώλειες τα όρια του ανεκτού.
Ήδη πολλές φωνές στο Λονδίνο υπενθύμιζαν ότι η Βρετανία είχε ήδη περισσότερες απώλειες στη σύγκρουση με την ελληνική Αντίσταση από τις αντίστοιχες που είχε στις όποιες συγκρούσεις για την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944.
Την τελευταία εβδομάδα του πολέμου, η βρετανική τακτική άλλαξε. Επιδιώχθηκε η στήριξη στα νεοπαγή τάγματα εθνοφυλακής που είχαν συγκροτηθεί από μέλη των δεξιών οργανώσεων τύπου Χ, από χωροφύλακες της επαρχίας και, κυρίως, από μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας που, μετά τον αφοπλισμό τους, φρουρούνταν από τους Βρετανούς σε νησιά και σε φυλακές.
Τα τάγματα αυτά εξαπέλυσαν απελπισμένες επιθέσεις ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ, υπό βρετανική υποστήριξη, ενώ ανέλαβαν και το αιματηρό έργο της εκκαθάρισης των συνοικιακών δαιδάλων – των προσφυγικών ιδιαίτερα συνοικιών – σε Αθήνα και Πειραιά. Οι απώλειες τους υπήρξαν τρομακτικές – περισσότεροι ίσως από 2.000 νεκροί σε λίγες ημέρες – οι πιέσεις όμως που άσκησαν πάνω στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπήρξαν καθοριστικές για την συνέχεια.
Απέναντι σε έναν εξαντλημένο αντίπαλο του οποίου τα εφόδια βρίσκονταν στο τέλος τους, οι Βρετανοί μπόρεσαν να προετοιμάσουν τις στρατηγικές τους κινήσεις. Την προέλαση με τεθωρακισμένα κατά μήκος του Κηφισού και η αντίστοιχη από τη λεωφόρο Κηφισίας και το Γηροκομείο προς τα βόρεια. Αυτές οι δύο κινήσεις, που απειλούσαν την αποκοπή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους, επέβαλαν την υποχώρηση και την εγκατάλειψη της Αθήνας. Στις 5 Ιανουαρίου του 1945 η μάχη των 33 ημερών τελείωσε.
[Aπόσπασμα από το κεφάλαιο «Από τον Λίβανο έως τη Βάρκιζα» – Γιώργος Μαργαρίτης – 17ος τόμος της «Ιστορίας των Ελλήνων»- β΄ έκδοση, εκδ. Δομή, σελ. 49-68.]
Η Αληθινή εξέλιξη των γεγονότων του Δεκέμβρη 1944
Στο διάστημα 17 έως 20 Μάη 1944 συνήλθε στη Βηρυτό σύσκεψη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, που έμεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο του Λιβάνου». Στο Συνέδριο, συμμετείχαν ουσιαστικά το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ που είχαν στα χέρια τους την πραγματική εξουσία κι, από την άλλη, ήταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα. Ηταν κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, από τα τμήματα της άρχουσας τάξης που είχαν μεταβεί στην περιοχή μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα εγκαταλείποντας το λαό. Βεβαίως, συμμετείχαν και ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, αλλά επίσης χωρίς σημαντικό λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα.
Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, οι Αγγλοι και η άρχουσα τάξη της Ελλάδας επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν, δηλαδή, μια πιθανή διαγραφόμενη πορεία προς μια μεταπολεμική Ελλάδα του λαού της.
Από την άλλη, το ΕΑΜικό κίνημα πήρε μέρος στο συνέδριο, στο όνομα μιας ευρυτάτης εθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε αναγκαία, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην Ελλάδα ήταν συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Στο Συνέδριο Λιβάνου έγιναν φανερές οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης.
Ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε τα εξής:
«Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας... Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν... Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση τη μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν... Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είπε χαρακτηριστικά, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη - την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Ετσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες. Ηξερε τι έκανε. Επρεπε να βρει τρόπο, ώστε την απόφαση για επίθεση στο ΕΑΜ, ως μέσο για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης μετά την απελευθέρωση, για επανεγκαθίδρυση της εξουσίας της, να τη δρομολογήσει. Αυτό έκανε. Και γι' αυτό θεωρούσε πως έπρεπε να χτυπήσει εκεί που ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν σε βάρος του αστικού πολιτικού κόσμου. Στο ένοπλο τμήμα του λαού, τον ΕΛΑΣ.
Ετσι, η λύση που επρότεινε ο Παπανδρέου για να εκλείψουν όσα περιέγραφε και για να επιτευχθεί η περιβόητη εθνική ενότητα ήταν να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.
Στις 2 Σεπτέμβρη του 1944, έναν περίπου μήνα πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου, υποχωρώντας στους όρους αυτής της συμμετοχής που επέβαλε το Συνέδριο του Λιβάνου. «Πολιτικόν Πρόγραμμα της Κυβερνήσεως αποτελεί το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου», αυτή ήταν η πολιτική ουσία του προγράμματος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, με το οποίο άνοιγε το δρόμο για την εγκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα.
Μια υποχώρηση του ΕΑΜ έναντι του αστικού κόσμου; ΟΧΙ.
Γιατί το ΚΚΕ αποδέχτηκε τη Συμφωνία του Λιβάνου, πιστεύοντας ακράδαντα στην Ενότητα. Έβαλε, ωστόσο το ζήτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου, στη συνεδρίαση της ΚΕ του, που έγινε στις 2-3 Αυγούστου του 1944. Ο Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος, Γ. Σιάντος είχε εγκρίνει τη Συμφωνία του Λιβάνου για λογαριασμό του Κόμματος, με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ, λίγες μέρες πριν από τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη του 1944, λέγοντας μεταξύ άλλων:
Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι' αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του ''Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή''... Στην ίδια συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο Σιάντος αποδέχτηκε και την πρόταση του Αλ. Σβώλου, που περιόριζε το όλο πρόβλημα με τη συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δικαιολόγησε στις κομματικές οργανώσεις ως εξής αυτήν την εξέλιξη:
«Το ΠΓ θεώρησε ότι το Κόμμα μας δεν επιτρέπεται να μείνει έξω από την κυβέρνηση. Μια τέτοια στάση θα ενίσχυε ακριβώς εκείνες τις άκρες μερίδες που κάνουν το παν για να ματαιώσουν την ενότητα και να επιβάλουν αντιλαϊκό καθεστώς με πρόκληση του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου... Η είσοδός μας πείθει τα πλατιά στρώματα του λαού για την ειλικρίνεια της πολιτικής της εθνικής ενότητας που ακολουθούμε σ' όλη τη διάρκεια του εθνικού αγώνα. Αφοπλίζει την προπαγάνδα των πιο αντιδραστικών κύκλων. Βοηθάει στο σπάσιμο της διεθνούς απομόνωσης και κατασυκοφάντησης του αγώνα μας. Μας δίνει νέες δυνατότητες πάλης για την ενίσχυσή του. Φέρει σύγχυση στο στρατόπεδο των τρομοκρατικών αντιπάλων οργανώσεων. Μας βοηθάει να ανασυγκροτήσουμε τις λαϊκές δυνάμεις σε νέα ανώτερη βάση».
Στις 12 του Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα από το γερμανικό ιμπεριαλιστικό ζυγό. Είχε προϋπάρξει συμφωνία Αγγλων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των τελευταίων να μη χτυπηθούν οι δυνάμεις τους. Προσέβλεπαν στο να αποτελέσουν ένα επιπλέον εμπόδιο κατά την υποχώρησή τους στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού που απελευθέρωνε τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, αλλά τους χρειαζόταν, όπως αποδείχτηκε μετά το 1945, ως εφεδρεία για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας μεταπολεμικής εξέλιξης.
Στις 30 του Οκτώβρη, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη, ενώ στις 3 του Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν οριστικά την Ελλάδα.
Στις 18 του Οκτώβρη είχε φτάσει στην Αθήνα η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Η κρίσιμη ώρα έφτανε, για να ξεκαθαρίσει το ανοιχτό, άλυτο ζήτημα, που όμως ήταν το κυρίαρχο μετά την απελευθέρωση. Το ζήτημα της εξουσίας. Ποια τάξη θα κυριαρχούσε;
Οι κεφαλαιοκράτες ή η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, ο λαός, που απελευθέρωσε την Ελλάδα από την ξένη ιμπεριαλιστική κατοχή; Θα άφηναν το λαό να ανοίξει το δρόμο για τη λαοκρατούμενη Ελλάδα, να γίνει αφέντης στον τόπο του, οικοδομώντας τη δική του κοινωνία ή θα τσάκιζαν με κάθε μορφή και με την ένοπλη βία το κίνημά του;
Ο συσχετισμός των δυνάμεων έως την απελευθέρωση ήταν υπέρ του λαού και σε βάρος της άρχουσας τάξης.
Το ΕΑΜ συσπείρωνε τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που αγωνιζόταν κατά της Κατοχής, αλλά και προσβλέποντας σε καλύτερες μέρες μετά την απελευθέρωση. Οι απλοί άνθρωποι του μόχθου έδιναν τη ζωή τους για την απελευθέρωση από το γερμανικό ιμπεριαλιστικό ζυγό, για να μην επανέλθει ο τόπος σε χρόνια σαν της 4ης Αυγούστου (1936-1941, δικτατορία Μεταξά), ούτε και στα χρόνια πριν απ' αυτή, που ο λαός γνώρισε απίστευτες στερήσεις, περιπέτειες, εξαθλίωση. Αλλά και η αστική τάξη δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει την εξουσία και τα συμφέροντά της.
Με την έλευση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στην Ελλάδα, ο αστικός πολιτικός κόσμος, η άρχουσα τάξη και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Λαϊκής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση των ένοπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10η του Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, χωρίς τους υπουργούς του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Λαϊκής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κάλεσαν το λαό της Αθήνας και του Πειραιά σε συλλαλητήριο στις 3 του Δεκέμβρη. Πλατεία Συντάγματος. Χιλιάδες λαού συμμετείχαν σε μια τεράστια ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής πλουτοκρατίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 του Δεκέμβρη, η Αθήνα και ο Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης, από τη μεριά της άρχουσας τάξης, ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό αυτής της διαδήλωσης ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε.
Στις 33 μέρες των μαχών της Αθήνας και του Πειραιά, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ έγραψαν λαμπρές σελίδες. Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία έφτασαν στο επίπεδο που χαρακτηρίζει κάθε μαχόμενο λαϊκό κίνημα που έχει το δίκιο με το μέρος του. Δόθηκαν δεκάδες μάχες, αρκετές νικηφόρες.
«Ολοι στις επάλξεις του αγώνα. Ολοι στα οδοφράγματα», ήταν το διάγγελμα της ΚΕ του ΕΛΑΣ.
Δεν έγινε όμως δυνατόν να συγκεντρωθούν δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο βασικό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση, τα ένοπλα τμήματά της και τους Αγγλους στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Δεν υπήρχε τέτοιο σχέδιο και προετοιμασία με πανστρατιά.
Το Κόμμα το Δεκέμβρη και το λαϊκό κίνημα, δεν σκόπευαν σε τέτοιες προϋποθέσεις η'' έστω σχέδιο. Η ένοπλη σύγκρουση, δεν πήρε δηλαδή χαρακτηριστικά πάλης για την εξουσία. Ακόμα και στη διάρκειά της παρέμενε η θέση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Στις 5 Γενάρη 1945 άρχισε η αναγκαστική υποχώρηση του ΕΛΑΣ και χιλιάδων αγωνιστών. Ακολούθησε η συμφωνία της Βάρκιζας και ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ :
Πάντα εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς βέβαια, οι διάφοροι φωτεινοί παντογνώστες και κριτές, μπορούν να πούν ότι το ζήτημα της εξουσίας, ήταν καθοριστικό στρατηγικό ζήτημα. Για το οποίο, η πολιτική πρωτοπορία, δηλαδή το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ, η καθοδήγηση και ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του Αγώνα, με Αρχηγό το Κόμμα της Εργατικής Τάξης, ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ να εξασφαλίσουν, ΕΑΝ ΥΠΗΡΧΑΝ οι προϋποθέσεις της ''σωστής στρατηγικής''.
Επομένως, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΧΑΝ κατανοήσει και υπολογίσει τις αντικειμενικές συνθήκες, όπως και τον συσχετισμό των δυνάμεων.
ΝΑ ΕΙΧΑΝ προβλέψει και προνοήσει τις εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα όφειλαν να εφαρμόζουν σωστά τις νομοτέλειες (που σημαίνει, εν καιρώ πολέμου, να τηρούσαν τους νόμους) της ταξικής πάλης.
Κι επειδή, τυχαίνει να τα έχω ακούσει σε διάφορες παραλλαγές, όλα αυτά, από ανθρώπους που ακόμα και το μικρό τους δαχτυλάκι να χτυπήσουν, θα βάλουν τα κλάματα, μου' ρχεται στο μυαλό μια φρασούλα που έλεγε ο μπαμπάς μου, σε παντός είδους ξερόλες και αναλυτές : Ρε, δεν πάτε μέχρι τη γωνία να δείτε αν έρχομαι;
Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, οι Αγγλοι και η άρχουσα τάξη της Ελλάδας επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν, δηλαδή, μια πιθανή διαγραφόμενη πορεία προς μια μεταπολεμική Ελλάδα του λαού της.
Από την άλλη, το ΕΑΜικό κίνημα πήρε μέρος στο συνέδριο, στο όνομα μιας ευρυτάτης εθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε αναγκαία, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην Ελλάδα ήταν συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Στο Συνέδριο Λιβάνου έγιναν φανερές οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης.
Ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε τα εξής:
«Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας... Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν... Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση τη μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν... Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είπε χαρακτηριστικά, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη - την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Ετσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες. Ηξερε τι έκανε. Επρεπε να βρει τρόπο, ώστε την απόφαση για επίθεση στο ΕΑΜ, ως μέσο για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης μετά την απελευθέρωση, για επανεγκαθίδρυση της εξουσίας της, να τη δρομολογήσει. Αυτό έκανε. Και γι' αυτό θεωρούσε πως έπρεπε να χτυπήσει εκεί που ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν σε βάρος του αστικού πολιτικού κόσμου. Στο ένοπλο τμήμα του λαού, τον ΕΛΑΣ.
Ετσι, η λύση που επρότεινε ο Παπανδρέου για να εκλείψουν όσα περιέγραφε και για να επιτευχθεί η περιβόητη εθνική ενότητα ήταν να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.
Στις 2 Σεπτέμβρη του 1944, έναν περίπου μήνα πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου, υποχωρώντας στους όρους αυτής της συμμετοχής που επέβαλε το Συνέδριο του Λιβάνου. «Πολιτικόν Πρόγραμμα της Κυβερνήσεως αποτελεί το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου», αυτή ήταν η πολιτική ουσία του προγράμματος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, με το οποίο άνοιγε το δρόμο για την εγκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα.
Μια υποχώρηση του ΕΑΜ έναντι του αστικού κόσμου; ΟΧΙ.
Γιατί το ΚΚΕ αποδέχτηκε τη Συμφωνία του Λιβάνου, πιστεύοντας ακράδαντα στην Ενότητα. Έβαλε, ωστόσο το ζήτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου, στη συνεδρίαση της ΚΕ του, που έγινε στις 2-3 Αυγούστου του 1944. Ο Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος, Γ. Σιάντος είχε εγκρίνει τη Συμφωνία του Λιβάνου για λογαριασμό του Κόμματος, με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ, λίγες μέρες πριν από τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη του 1944, λέγοντας μεταξύ άλλων:
Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι' αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του ''Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή''... Στην ίδια συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο Σιάντος αποδέχτηκε και την πρόταση του Αλ. Σβώλου, που περιόριζε το όλο πρόβλημα με τη συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δικαιολόγησε στις κομματικές οργανώσεις ως εξής αυτήν την εξέλιξη:
«Το ΠΓ θεώρησε ότι το Κόμμα μας δεν επιτρέπεται να μείνει έξω από την κυβέρνηση. Μια τέτοια στάση θα ενίσχυε ακριβώς εκείνες τις άκρες μερίδες που κάνουν το παν για να ματαιώσουν την ενότητα και να επιβάλουν αντιλαϊκό καθεστώς με πρόκληση του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου... Η είσοδός μας πείθει τα πλατιά στρώματα του λαού για την ειλικρίνεια της πολιτικής της εθνικής ενότητας που ακολουθούμε σ' όλη τη διάρκεια του εθνικού αγώνα. Αφοπλίζει την προπαγάνδα των πιο αντιδραστικών κύκλων. Βοηθάει στο σπάσιμο της διεθνούς απομόνωσης και κατασυκοφάντησης του αγώνα μας. Μας δίνει νέες δυνατότητες πάλης για την ενίσχυσή του. Φέρει σύγχυση στο στρατόπεδο των τρομοκρατικών αντιπάλων οργανώσεων. Μας βοηθάει να ανασυγκροτήσουμε τις λαϊκές δυνάμεις σε νέα ανώτερη βάση».
Στις 12 του Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα από το γερμανικό ιμπεριαλιστικό ζυγό. Είχε προϋπάρξει συμφωνία Αγγλων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των τελευταίων να μη χτυπηθούν οι δυνάμεις τους. Προσέβλεπαν στο να αποτελέσουν ένα επιπλέον εμπόδιο κατά την υποχώρησή τους στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού που απελευθέρωνε τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, αλλά τους χρειαζόταν, όπως αποδείχτηκε μετά το 1945, ως εφεδρεία για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας μεταπολεμικής εξέλιξης.
Στις 30 του Οκτώβρη, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη, ενώ στις 3 του Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν οριστικά την Ελλάδα.
Στις 18 του Οκτώβρη είχε φτάσει στην Αθήνα η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Η κρίσιμη ώρα έφτανε, για να ξεκαθαρίσει το ανοιχτό, άλυτο ζήτημα, που όμως ήταν το κυρίαρχο μετά την απελευθέρωση. Το ζήτημα της εξουσίας. Ποια τάξη θα κυριαρχούσε;
Οι κεφαλαιοκράτες ή η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, ο λαός, που απελευθέρωσε την Ελλάδα από την ξένη ιμπεριαλιστική κατοχή; Θα άφηναν το λαό να ανοίξει το δρόμο για τη λαοκρατούμενη Ελλάδα, να γίνει αφέντης στον τόπο του, οικοδομώντας τη δική του κοινωνία ή θα τσάκιζαν με κάθε μορφή και με την ένοπλη βία το κίνημά του;
Ο συσχετισμός των δυνάμεων έως την απελευθέρωση ήταν υπέρ του λαού και σε βάρος της άρχουσας τάξης.
Το ΕΑΜ συσπείρωνε τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που αγωνιζόταν κατά της Κατοχής, αλλά και προσβλέποντας σε καλύτερες μέρες μετά την απελευθέρωση. Οι απλοί άνθρωποι του μόχθου έδιναν τη ζωή τους για την απελευθέρωση από το γερμανικό ιμπεριαλιστικό ζυγό, για να μην επανέλθει ο τόπος σε χρόνια σαν της 4ης Αυγούστου (1936-1941, δικτατορία Μεταξά), ούτε και στα χρόνια πριν απ' αυτή, που ο λαός γνώρισε απίστευτες στερήσεις, περιπέτειες, εξαθλίωση. Αλλά και η αστική τάξη δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει την εξουσία και τα συμφέροντά της.
Με την έλευση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στην Ελλάδα, ο αστικός πολιτικός κόσμος, η άρχουσα τάξη και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Λαϊκής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση των ένοπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10η του Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, χωρίς τους υπουργούς του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Λαϊκής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κάλεσαν το λαό της Αθήνας και του Πειραιά σε συλλαλητήριο στις 3 του Δεκέμβρη. Πλατεία Συντάγματος. Χιλιάδες λαού συμμετείχαν σε μια τεράστια ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής πλουτοκρατίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 του Δεκέμβρη, η Αθήνα και ο Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης, από τη μεριά της άρχουσας τάξης, ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό αυτής της διαδήλωσης ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε.
Στις 33 μέρες των μαχών της Αθήνας και του Πειραιά, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ έγραψαν λαμπρές σελίδες. Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία έφτασαν στο επίπεδο που χαρακτηρίζει κάθε μαχόμενο λαϊκό κίνημα που έχει το δίκιο με το μέρος του. Δόθηκαν δεκάδες μάχες, αρκετές νικηφόρες.
«Ολοι στις επάλξεις του αγώνα. Ολοι στα οδοφράγματα», ήταν το διάγγελμα της ΚΕ του ΕΛΑΣ.
Δεν έγινε όμως δυνατόν να συγκεντρωθούν δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο βασικό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση, τα ένοπλα τμήματά της και τους Αγγλους στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Δεν υπήρχε τέτοιο σχέδιο και προετοιμασία με πανστρατιά.
Το Κόμμα το Δεκέμβρη και το λαϊκό κίνημα, δεν σκόπευαν σε τέτοιες προϋποθέσεις η'' έστω σχέδιο. Η ένοπλη σύγκρουση, δεν πήρε δηλαδή χαρακτηριστικά πάλης για την εξουσία. Ακόμα και στη διάρκειά της παρέμενε η θέση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Στις 5 Γενάρη 1945 άρχισε η αναγκαστική υποχώρηση του ΕΛΑΣ και χιλιάδων αγωνιστών. Ακολούθησε η συμφωνία της Βάρκιζας και ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ :
Πάντα εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς βέβαια, οι διάφοροι φωτεινοί παντογνώστες και κριτές, μπορούν να πούν ότι το ζήτημα της εξουσίας, ήταν καθοριστικό στρατηγικό ζήτημα. Για το οποίο, η πολιτική πρωτοπορία, δηλαδή το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ, η καθοδήγηση και ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του Αγώνα, με Αρχηγό το Κόμμα της Εργατικής Τάξης, ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ να εξασφαλίσουν, ΕΑΝ ΥΠΗΡΧΑΝ οι προϋποθέσεις της ''σωστής στρατηγικής''.
Επομένως, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΧΑΝ κατανοήσει και υπολογίσει τις αντικειμενικές συνθήκες, όπως και τον συσχετισμό των δυνάμεων.
ΝΑ ΕΙΧΑΝ προβλέψει και προνοήσει τις εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα όφειλαν να εφαρμόζουν σωστά τις νομοτέλειες (που σημαίνει, εν καιρώ πολέμου, να τηρούσαν τους νόμους) της ταξικής πάλης.
Κι επειδή, τυχαίνει να τα έχω ακούσει σε διάφορες παραλλαγές, όλα αυτά, από ανθρώπους που ακόμα και το μικρό τους δαχτυλάκι να χτυπήσουν, θα βάλουν τα κλάματα, μου' ρχεται στο μυαλό μια φρασούλα που έλεγε ο μπαμπάς μου, σε παντός είδους ξερόλες και αναλυτές : Ρε, δεν πάτε μέχρι τη γωνία να δείτε αν έρχομαι;
|
|
Μεγάλη Βρετανία :
Πρώτιστος στόχος : να ''αλυσοδέσει'' την Ελλάδα
Τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επιδιώξεις τους καθόριζαν από την πρώτη στιγμή του πολέμου τη στρατηγική και τακτική των Αγγλων και μπροστά στην εκπλήρωσή τους δεν είχαν τον παραμικρό δισταγμό
Η Ελλάδα, χώρα μισοαποικιακή και βαθιά εξαρτημένη, με το βρετανικό κεφάλαιο να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αμέσως πριν τον πόλεμο περίοδο, αποτελούσε έναν από τους βασικούς στόχους της βρετανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. "Η βρετανική αυτοκρατορία, έγραφε ο Τσόρτσιλ προς τους Αμερικανούς το 1943, δεν μπορεί να εγκαταλείψει τις θέσεις της στη Μεσόγειο, δεν πρέπει να χάσει την Ελλάδα, γιατί αργότερα θα χάσει την Ιταλία και την Τουρκία".
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ''ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ''
Τρία ολόκληρα χρόνια, από το 1941 έως την απελευθέρωση, η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση αντιμετωπίζει καθημερινά την υποκριτική, διπρόσωπη και ύπουλη τακτική των Εγγλέζων. Τυπικά ήταν σύμμαχοι στο μεγάλο και κοινό αντιφασιστικό αγώνα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι διαθέσεις και η πρακτική τους κλιμακώνονταν από μη φιλικές, μέχρι απροκάλυπτα εχθρικές. Έκαναν ό,τι μπορούσαν και πέρναγε από το χέρι τους, για να σκάψουν το λάκκο του ΕΑΜ.
Η γνωστή και από παλιότερα τακτική τους του "διαίρει και βασίλευε" γνώρισε νέες μέρες... δόξας.
Η συκοφαντία και η εχθρική προπαγάνδα, μαζί με τις ραδιουργίες και τις ίντριγκες, ήταν οι πλέον συνηθισμένες μεθοδεύσεις τους. Στα πλαίσια αυτά, συνεργάστηκαν και αξιοποίησαν τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β', τον αστικό πολιτικό κόσμο της χώρας, ακόμη και συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, όπως ο επίσκοπος Δαμασκηνός.
Ενίσχυαν πολύμορφα, με όπλα, λίρες και άλλα εφόδια, άλλες αντάρτικες ομάδες (π.χ. ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ), για να αποδυναμώσουν την επιρροή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στο λαό και να τον στρέψουν ενάντια στην ΕΑΜική Αντίσταση, ενώ την ίδια στιγμή στερούσαν από την τελευταία και τα πλέον στοιχειώδη για τη διεξαγωγή του αντιφασιστικού αγώνα. Εφτασαν για την προώθηση των σκοπών τους, μέχρι και στη συγκρότηση ανάλογων οργανώσεων και ένοπλων ομάδων, ενώ δε δίστασαν να προχωρήσουν σε συνεργασία με τα Τάγματα Ασφάλειας και τους Χίτες, ακόμη και με τους Γερμανούς κατακτητές.
Η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, όμως, παρ' όλα όσα μετέρχονταν οι Εγγλέζοι, κατορθώνει να αναδειχτεί στη μοναδική ουσιαστικά αντιφασιστική και απελευθερωτική δύναμη στη χώρα. Η επιρροή της στο λαό δυναμώνει ραγδαία και σύντομα γίνεται η ψυχή και η συνείδηση του αγωνιζόμενου έθνους, η ελπίδα για ένα μεταπελευθερωτικό, λαοκρατικό αύριο της ανοικοδόμησης και της αναγέννησης. Η πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου, που συνεργάζεται με τους Εγγλέζους, στηρίζοντας στους τελευταίους τους δικούς της, ιδιοτελείς στόχους, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη συνεχώς επιρροή και κύρος του ΕΑΜ. Και καθώς, η στροφή του πολέμου, που σημαδεύτηκε από την ηρωική μάχη του Στάλιγκραντ (2 Φλεβάρη 1943), έχει πλέον ολοκληρωθεί και ο Κόκκινος Στρατός σημειώνει τη μία νίκη μετά την άλλη, ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός καταλαβαίνει πως πρέπει να χρησιμοποιήσει τα "μεγάλα μέσα" και προσανατολίζεται ανάλογα.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του ίδιου του Ουίν. Τσόρτσιλ, η ιδέα της επέμβασης γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της συνδιάσκεψης Τσόρτσιλ - Ρούσβελτ στο Κεμπέκ του Καναδά, όταν είδαν πως οι θέσεις του ΕΑΜ, για ομαλές και σύμφωνες με τη θέληση του λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις, έχουν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος της χώρας αδυνατεί να χειραγωγήσει τις εξελίξεις.
Γράφει σχετικά ο Τσόρτσιλ:
"Ηταν η πρώτη σκέψη, ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να επέμβουμε στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης".
Και λίγο μετά, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1943, γράφει πως είναι απαραίτητο να σταλούν 5.000 Βρετανοί στρατιώτες, "εάν οι Γερμανοί εγκαταλείψουν την Ελλάδα, με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα...".
Ενώ, σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό Εξωτερικών, Αντονι Ιντεν, το Νοέμβρη του 1943 σημειώνει: "Θα πρέπει το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή".
Ήδη, από την άνοιξη του 1943, έχει σχηματιστεί - και με τη σύμφωνη γνώμη και τη συνεργασία των Εγγλέζων - η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη. Βασικοί της στόχοι είναι η δημιουργία και η συγκρότηση των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας και η ένταση του αντικομμουνισμού, των διώξεων και των δολοφονιών αντιστασιακών στελεχών.
Κι ενώ, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχωρούσαν στον αφοπλισμό των ιταλικών δυνάμεων κατοχής και ενίσχυαν τον εξοπλισμό και το αξιόμαχο του αντάρτικου κινήματος, οι Γερμανοί οργανώνουν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (Οκτώβρης του 1943 έως το Φλεβάρη του 1944) και ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του Ζέρβα - υποκινούμενες από τους Βρετανούς - επιτίθενται ενάντια σε τμήματα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Την ίδια στιγμή (Νοέμβρης του 1943), ο πράκτορας των Εγγλέζων, Νεοζηλανδός λοχαγός Ντόναλντ Στοτ, πραγματοποιούσε στο σπίτι του διορισμένου δημάρχου Αθήνας, Αγ. Γεωργάτου, δύο χωριστές και αποκαλυπτικές για το περιεχόμενό τους συσκέψεις.
ΜΙΑ, με τον εξουσιοδοτημένο από το Βερολίνο Γερμανό αξιωματικό Λόος και ΜΙΑ, με τους ηγέτες των δωσιλογικών εθνικιστικών οργανώσεων, των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας Πόλεων, του ΕΔΕΣ Αθήνας, (Παπαγεωργίου, Παπαθανασόπουλου, Βεντήρη, Γρίβα, κλπ.).
Η πρώτη αποσκοπούσε στη διερεύνηση των δυνατοτήτων χωριστής αγγλογερμανικής συμφωνίας, με σκοπό την παύση του πολέμου, ώστε να σταματήσει η προέλαση του σοβιετικού "Κόκκινου Στρατού" στο ανατολικό μέτωπο.
Η δεύτερη, στην οποία παραβρέθηκε και αξιωματικός της Γκεστάπο, στόχευε στο ξεπέρασμα των διαφορών, που έχουν μεταξύ τους οι δοσιλογικές οργανώσεις και στη συνένωσή τους στην ομοσπονδιακή οργάνωση, Πανελλήνιος Απελευθερωτικός Σύνδεσμος. Κατέληξε δε στη σύνταξη και υπογραφή συμφώνου αντικομμουνιστικής συνεργασίας, που υπέγραψαν όλοι οι μετέχοντες αντιπρόσωποι.
Ταυτόχρονα, η βρετανική διπλωματία ερχόταν σε επαφή με την τουρκική κυβέρνηση και παζάρευε μαζί της την είσοδο της Τουρκίας στο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων (και ειδικότερα των Αγγλων...), με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Λήμνου και έξι νησιών των Δωδεκανήσων.
Τα σχέδια των Εγγλέζων, όμως, δεν καρποφορούν σε όση έκταση επιθυμούσαν. Εμφανώς απογοητευμένος ο Τσόρτσιλ σημειώνει στα απομνημονεύματά του, για τα σχετικά αποτελέσματα της διάσκεψης της Τεχεράνης (1 Δεκέμβρη του 1943):
"Οι αποφάσεις της Τεχεράνης επηρέασαν έμμεσα τη θέση της Ελλάδας... Οι σύμμαχοι δε θα αναλάβουν ποτέ πια μεγάλη απόβαση στη χώρα αυτή, αλλά και ήταν απίθανο να σταλούν αξιόλογες βρετανικές δυνάμεις στην περίπτωση γερμανικής αποχώρησης".
Το γεγονός, όμως, αυτό δεν πτοεί τους εκπροσώπους της βρετανικής αυτοκρατορίας. Μέσα στο 1944 ενέτειναν την εφαρμογή των διχαστικών ενεργειών τους και εκμεταλλευόμενοι και τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του κινήματος (συμφωνία του Λιβάνου, της Καζέρτας, κλπ.) δημιούργησαν προϋποθέσεις για την ανοιχτή, ένοπλη επέμβασή τους στην Ελλάδα και τη βίαιη επιβολή των αντιλαϊκών και διχαστικών επιδιώξεων και στόχων τους.
ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στις ακτές της δυτικής Πελοποννήσου, στις αρχές του Οκτώβρη 1944, αφού ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει το νότιο τμήμα της χώρας και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή της πρωτεύουσας. Είναι ολοφάνερο, πως η απόβαση αυτή δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στόχο, σχετικό με τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Γεγονός, που αποδείχνεται τόσο από τη συμφωνία Βρετανών - Γερμανών, σχετικά με την ανεμπόδιστη αποχώρηση των τελευταίων από την Ελλάδα, όσο και από ανάλογη δήλωση του Τσόρτσιλ, που έγινε στις 8 Δεκέμβρη 1944 στη βρετανική Βουλή:
"Τα αγγλικά στρατεύματα πραγματοποίησαν εισβολή στην Ελλάδα, η οποία δεν υπαγορευόταν από πολεμική αναγκαιότητα, επειδή η κατάσταση των Γερμανών στην Ελλάδα είχε καταστεί απελπιστική".
(Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, α` τόμος, σ. 485).
Στις 15 Οκτώβρη - τρεις μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας - έρχεται στην πρωτεύουσα ο στρατηγός Σκόμπι και τις ίδιες μέρες αποβιβάστηκαν στο Πασαλιμάνι και άλλα αγγλικά στρατεύματα.
Το σχέδιο "Μάνα"
Οι ενέργειες, όμως, αυτές ήταν ενταγμένες στο σχέδιο επέμβασης στην Ελλάδα, το οποίο ήταν από καιρό επεξεργασμένο και είχε την κωδική ονομασία "Μάνα". Για το σχέδιο αυτό σημειώνει ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του: "Το σχέδιο συνίστατο βασικά στην κατάληψη των Αθηνών και του αεροδρομίου των από μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, στο να εγκαταστήσουμε 4 σμήνη καταδιωκτικών, να εκκαθαρίσουμε το λιμάνι Πειραιώς, για την αποβίβαση μεταγενεστέρως ενισχύσεων... Η καθυστέρησις που εσημείωσαν οι Γερμανοί στην εκκένωσιν των Αθηνών μας υποχρέωσε να τροποποιήσουμε το σχέδιό μας. Τίποτε δεν έδειχνε μια προσεχή αναχώρησιν της φρουράς, δυνάμεων 10.000 ανδρών και γι' αυτόν τον λόγο, στις 13 Σεπτέμβρη ετηλεγράφησα στο στρατηγό Ουίλσον, για να του είπω να ετοιμάσει μια προκαταρκτική κάθοδο στην Πελοπόννησο, απ' όπου ο εχθρός ήδη υποχωρούσε προς τη διώρυγα της Κορίνθου. Από τα μεσάνυχτα της 13ης του Σεπτεμβρίου τα στρατεύματα του "Μάνα" ετέθησαν σε 48ωρη επιφυλακή. Διοικητής ήταν ο στρατηγός Σκόμπι... ".
Ήδη, από τις 12 Σεπτέμβρη και πάλι στις 22 του ίδιου μήνα, ο Γ. Παπανδρέου, φοβισμένος από τις παλλαϊκές διαστάσεις, που έπαιρνε η απελευθερωτική δράση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά και η ορμητική προέλαση του σοβιετικού στρατού στα Βαλκάνια, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ: "... Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρίσιμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν... ". (από το βιβλίο του Ν. Κεπέση: "Ο Δεκέμβρης του 1944", σ. 41).
Απελευθέρωση
Στις 18 Οκτώβρη έρχεται στην Αθήνα η κυβέρνηση της "Εθνικής Ενότητας". Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στη μεγαλειώδη συγκέντρωση του αθηναϊκού λαού, που έγινε στην πλατεία Συντάγματος, διακήρυξε ξανά ότι η κυβέρνηση έχει πρόγραμμα την οικονομική ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και των Σωμάτων Ασφαλείας από τους συνεργάτες των κατακτητών, την επιβολή σκληρών κυρώσεων κατά των προδοτών της πατρίδας, την αποκατάσταση κράτους δικαίου, που θα προασπίζει τα δικαιώματα του λαού, κλπ.
Πομπώδεις διακηρύξεις και μεγαλοστομίες, που διαψεύστηκαν οικτρά τις αμέσως επόμενες μέρες, καθώς σε ριζικά αντίθετη κατεύθυνση ήταν τα έργα τόσο του ιδίου όσο και των Εγγλέζων.
Να, πώς συνοψίζει τα γεγονότα των πρώτων μεταπελευθερωτικών ημερών και μέχρι το Δεκέμβρη, ο Ν. Κεπέσης, στο βιβλίο του "Ο Δεκέμβρης του 1944": "Παρ' όλ' αυτά και μόνο από τη μελέτη των γεγονότων της περιόδου εκείνης, χωρίς τη βοήθεια των στοιχείων απ' τα παρασκήνια, που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας μεταπολεμικά, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι η ανίερη συμμαχία των Αγγλων, της Δεξιάς και του Παπανδρέου, με την καθοδήγηση των πρώτων, δρούσε με βάση ένα "σχέδιο ενέργειας". Το σχέδιο εκείνο, επεξεργασμένο, όπως φαίνεται, από πριν από τους Άγγλους βασικά, προσαρμοζόταν κάθε τόσο, κάτω από την πίεση των πραγμάτων, χωρίς όμως να παρεκκλίνει από τη βασική του κατεύθυνση.
Το σχέδιο εκείνο, όπως συνάγεται από τη μελέτη όλων των γεγονότων, που διαδραματίστηκαν και τα ζήσαμε, απόβλεπε κυρίως στα εξής:
α. Εξοπλισμός των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν συνεργάτες των καταχτητών.
β. Ενίσχυση των θέσεών τους μέσα στα Σώματα Ασφαλείας, ενώ θα έπρεπε να εκκαθαρισθούν από τα δοσίλογα στοιχεία, όπως προβλέπανε οι συμφωνίες στο Λίβανο και την Καζέρτα.
γ. Τρενάρισμα της δίκης των μεγαλοδοσιλόγων, για να μη βγούνε στη φόρα τόσα και τόσα "άπλυτα".
δ. Οργάνωση προκλήσεων ενάντια στο λαό και το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ από τις τρομοκρατικές, παρακρατικές οργανώσεις της Δεξιάς, με δολοφονικές και άλλες έκνομες ενέργειες.
ε. Περιορισμό, βαθμιαία, των δικαιωμάτων του ΕΛΑΣ, όπως θα δούμε συγκεκριμένα παρακάτω, μέχρι και του σημείου να αξιώσουν το μονομερή αφοπλισμό και τη διάλυσή του".
Η συμφωνία Τσόρτσιλ - Χίτλερ
Λαϊκά δικαστήρια και παραδειγματική τιμωρία των συνεργατών του κατακτητή, απαιτούσε ο λαός, αλλά οι Εγγλέζοι και ο Γ. Παπανδρέου είχαν άλλα σχέδια...Το πλέον, ίσως, χαρακτηριστικό παράδειγμα και απόδειξη συνάμα της ακραία ιδιοτελούς, βαθιά αντιλαϊκής και παντελώς ανήθικης στάσης και τακτικής του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού αποτελεί η σχετική με την Ελλάδα συμφωνία του, με τον Χίτλερ. Προκειμένου να διευκολύνει το "πέρασμα" της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής και να δυσκολέψει την προέλαση του σοβιετικού "Κόκκινου Στρατού", ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δε δίστασε να κάνει κάτι μοναδικό στα χρονικά του πολέμου, ενώ αυτός ακόμη συνεχιζόταν.
Να, πώς περιγράφει το γεγονός ο Άλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής και Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ, σε συνέντευξή του στον Β. Μαθιόπουλο, που είχε δημοσιευτεί στο "Βήμα" στα 1976 (Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του ίδιου "Ο Δεκέμβριος του 1944"):
"Είμαι αυτήκοος μάρτυρας ενός γεγονότος, που μας είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη εντύπωση το φθινόπωρο του 1944. Θυμάμαι συγκεκριμένα ότι ο στρατηγός Γιοντλ, αρχηγός του Γενικού (γερμανικού) Επιτελείου, ήρθε μια μέρα και μου ανέφερε ότι επήλθε συμφωνία σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας, που αφορούσε την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε και όπως γνωρίζω ΜΟΝΑΔΙΚΗ σε όλο τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορούσε - όπως, τουλάχιστον, μου είπε ο Γιοντλ - την εκκένωση της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα χωρίς βρετανική ενόχληση. Η συμφωνία αυτή έγινε στη Λισαβόνα και το ποιος είχε την πρωτοβουλία δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι δεν έγινε σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά πολύ ψηλότερα, για να μην υπάρξουν ακριτομυθίες. Η πληροφορία για το περίεργο αυτό "τζέντλεμαν αγκρίμεντ" μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου προκάλεσε σε όσους το έμαθαν κατάπληξη. Και, πράγματι, οι Αγγλοι την τήρησαν. Τα γερμανικά πολεμικά και μεταγωγικά σκάφη φορτώθηκαν στρατό από τα ελληνικά νησιά - που εκκένωσαν - πέρασαν, το φθινόπωρο του 1944, ανενόχλητα μπροστά από τα μάτια των Βρετανών και ανάμεσα από τα βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν να παραχωρήσουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη στους Άγγλους αμαχητί και μ' αυτόν το τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και, βέβαια, ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάμεις, που κατείχαν το ελληνικό χώρο".
Πενήντα και πλέον χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες - χώρια οι 20.000, που έμειναν στην Κρήτη για αρκετό καιρό μετά την απελευθέρωση της χώρας - με όλον το βαρύ οπλισμό τους, κατάφεραν έτσι να αποχωρήσουν από την Ελλάδα, με μόνο αντίπαλο τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Δυνάμεις, που χρησιμοποιήθηκαν στους επόμενους μήνες, όχι μόνο στο ανατολικό μέτωπο, αλλά και στο δυτικό, απέναντι στις βρετανικές και αμερικανικές δυνάμεις. Στοιχείο, που ήταν προφανώς σε γνώση της βρετανικής ηγεσίας, αλλά δε στάθηκε δυνατό να εμποδίσει την άθλια συμφωνία. Είναι κι αυτό ένα γεγονός, που φανερώνει πόσο ήταν αποφασισμένος να κάνει οτιδήποτε ο Τσόρτσιλ, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ιμπεριαλιστικές βρετανικές επιδιώξεις και στόχους.
Η Ελλάδα, χώρα μισοαποικιακή και βαθιά εξαρτημένη, με το βρετανικό κεφάλαιο να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αμέσως πριν τον πόλεμο περίοδο, αποτελούσε έναν από τους βασικούς στόχους της βρετανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. "Η βρετανική αυτοκρατορία, έγραφε ο Τσόρτσιλ προς τους Αμερικανούς το 1943, δεν μπορεί να εγκαταλείψει τις θέσεις της στη Μεσόγειο, δεν πρέπει να χάσει την Ελλάδα, γιατί αργότερα θα χάσει την Ιταλία και την Τουρκία".
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ''ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ''
Τρία ολόκληρα χρόνια, από το 1941 έως την απελευθέρωση, η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση αντιμετωπίζει καθημερινά την υποκριτική, διπρόσωπη και ύπουλη τακτική των Εγγλέζων. Τυπικά ήταν σύμμαχοι στο μεγάλο και κοινό αντιφασιστικό αγώνα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι διαθέσεις και η πρακτική τους κλιμακώνονταν από μη φιλικές, μέχρι απροκάλυπτα εχθρικές. Έκαναν ό,τι μπορούσαν και πέρναγε από το χέρι τους, για να σκάψουν το λάκκο του ΕΑΜ.
Η γνωστή και από παλιότερα τακτική τους του "διαίρει και βασίλευε" γνώρισε νέες μέρες... δόξας.
Η συκοφαντία και η εχθρική προπαγάνδα, μαζί με τις ραδιουργίες και τις ίντριγκες, ήταν οι πλέον συνηθισμένες μεθοδεύσεις τους. Στα πλαίσια αυτά, συνεργάστηκαν και αξιοποίησαν τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β', τον αστικό πολιτικό κόσμο της χώρας, ακόμη και συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, όπως ο επίσκοπος Δαμασκηνός.
Ενίσχυαν πολύμορφα, με όπλα, λίρες και άλλα εφόδια, άλλες αντάρτικες ομάδες (π.χ. ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ), για να αποδυναμώσουν την επιρροή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στο λαό και να τον στρέψουν ενάντια στην ΕΑΜική Αντίσταση, ενώ την ίδια στιγμή στερούσαν από την τελευταία και τα πλέον στοιχειώδη για τη διεξαγωγή του αντιφασιστικού αγώνα. Εφτασαν για την προώθηση των σκοπών τους, μέχρι και στη συγκρότηση ανάλογων οργανώσεων και ένοπλων ομάδων, ενώ δε δίστασαν να προχωρήσουν σε συνεργασία με τα Τάγματα Ασφάλειας και τους Χίτες, ακόμη και με τους Γερμανούς κατακτητές.
Η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, όμως, παρ' όλα όσα μετέρχονταν οι Εγγλέζοι, κατορθώνει να αναδειχτεί στη μοναδική ουσιαστικά αντιφασιστική και απελευθερωτική δύναμη στη χώρα. Η επιρροή της στο λαό δυναμώνει ραγδαία και σύντομα γίνεται η ψυχή και η συνείδηση του αγωνιζόμενου έθνους, η ελπίδα για ένα μεταπελευθερωτικό, λαοκρατικό αύριο της ανοικοδόμησης και της αναγέννησης. Η πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου, που συνεργάζεται με τους Εγγλέζους, στηρίζοντας στους τελευταίους τους δικούς της, ιδιοτελείς στόχους, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη συνεχώς επιρροή και κύρος του ΕΑΜ. Και καθώς, η στροφή του πολέμου, που σημαδεύτηκε από την ηρωική μάχη του Στάλιγκραντ (2 Φλεβάρη 1943), έχει πλέον ολοκληρωθεί και ο Κόκκινος Στρατός σημειώνει τη μία νίκη μετά την άλλη, ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός καταλαβαίνει πως πρέπει να χρησιμοποιήσει τα "μεγάλα μέσα" και προσανατολίζεται ανάλογα.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του ίδιου του Ουίν. Τσόρτσιλ, η ιδέα της επέμβασης γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της συνδιάσκεψης Τσόρτσιλ - Ρούσβελτ στο Κεμπέκ του Καναδά, όταν είδαν πως οι θέσεις του ΕΑΜ, για ομαλές και σύμφωνες με τη θέληση του λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις, έχουν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος της χώρας αδυνατεί να χειραγωγήσει τις εξελίξεις.
Γράφει σχετικά ο Τσόρτσιλ:
"Ηταν η πρώτη σκέψη, ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να επέμβουμε στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης".
Και λίγο μετά, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1943, γράφει πως είναι απαραίτητο να σταλούν 5.000 Βρετανοί στρατιώτες, "εάν οι Γερμανοί εγκαταλείψουν την Ελλάδα, με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα...".
Ενώ, σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό Εξωτερικών, Αντονι Ιντεν, το Νοέμβρη του 1943 σημειώνει: "Θα πρέπει το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή".
Ήδη, από την άνοιξη του 1943, έχει σχηματιστεί - και με τη σύμφωνη γνώμη και τη συνεργασία των Εγγλέζων - η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη. Βασικοί της στόχοι είναι η δημιουργία και η συγκρότηση των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας και η ένταση του αντικομμουνισμού, των διώξεων και των δολοφονιών αντιστασιακών στελεχών.
Κι ενώ, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχωρούσαν στον αφοπλισμό των ιταλικών δυνάμεων κατοχής και ενίσχυαν τον εξοπλισμό και το αξιόμαχο του αντάρτικου κινήματος, οι Γερμανοί οργανώνουν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (Οκτώβρης του 1943 έως το Φλεβάρη του 1944) και ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του Ζέρβα - υποκινούμενες από τους Βρετανούς - επιτίθενται ενάντια σε τμήματα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Την ίδια στιγμή (Νοέμβρης του 1943), ο πράκτορας των Εγγλέζων, Νεοζηλανδός λοχαγός Ντόναλντ Στοτ, πραγματοποιούσε στο σπίτι του διορισμένου δημάρχου Αθήνας, Αγ. Γεωργάτου, δύο χωριστές και αποκαλυπτικές για το περιεχόμενό τους συσκέψεις.
ΜΙΑ, με τον εξουσιοδοτημένο από το Βερολίνο Γερμανό αξιωματικό Λόος και ΜΙΑ, με τους ηγέτες των δωσιλογικών εθνικιστικών οργανώσεων, των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας Πόλεων, του ΕΔΕΣ Αθήνας, (Παπαγεωργίου, Παπαθανασόπουλου, Βεντήρη, Γρίβα, κλπ.).
Η πρώτη αποσκοπούσε στη διερεύνηση των δυνατοτήτων χωριστής αγγλογερμανικής συμφωνίας, με σκοπό την παύση του πολέμου, ώστε να σταματήσει η προέλαση του σοβιετικού "Κόκκινου Στρατού" στο ανατολικό μέτωπο.
Η δεύτερη, στην οποία παραβρέθηκε και αξιωματικός της Γκεστάπο, στόχευε στο ξεπέρασμα των διαφορών, που έχουν μεταξύ τους οι δοσιλογικές οργανώσεις και στη συνένωσή τους στην ομοσπονδιακή οργάνωση, Πανελλήνιος Απελευθερωτικός Σύνδεσμος. Κατέληξε δε στη σύνταξη και υπογραφή συμφώνου αντικομμουνιστικής συνεργασίας, που υπέγραψαν όλοι οι μετέχοντες αντιπρόσωποι.
Ταυτόχρονα, η βρετανική διπλωματία ερχόταν σε επαφή με την τουρκική κυβέρνηση και παζάρευε μαζί της την είσοδο της Τουρκίας στο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων (και ειδικότερα των Αγγλων...), με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Λήμνου και έξι νησιών των Δωδεκανήσων.
Τα σχέδια των Εγγλέζων, όμως, δεν καρποφορούν σε όση έκταση επιθυμούσαν. Εμφανώς απογοητευμένος ο Τσόρτσιλ σημειώνει στα απομνημονεύματά του, για τα σχετικά αποτελέσματα της διάσκεψης της Τεχεράνης (1 Δεκέμβρη του 1943):
"Οι αποφάσεις της Τεχεράνης επηρέασαν έμμεσα τη θέση της Ελλάδας... Οι σύμμαχοι δε θα αναλάβουν ποτέ πια μεγάλη απόβαση στη χώρα αυτή, αλλά και ήταν απίθανο να σταλούν αξιόλογες βρετανικές δυνάμεις στην περίπτωση γερμανικής αποχώρησης".
Το γεγονός, όμως, αυτό δεν πτοεί τους εκπροσώπους της βρετανικής αυτοκρατορίας. Μέσα στο 1944 ενέτειναν την εφαρμογή των διχαστικών ενεργειών τους και εκμεταλλευόμενοι και τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του κινήματος (συμφωνία του Λιβάνου, της Καζέρτας, κλπ.) δημιούργησαν προϋποθέσεις για την ανοιχτή, ένοπλη επέμβασή τους στην Ελλάδα και τη βίαιη επιβολή των αντιλαϊκών και διχαστικών επιδιώξεων και στόχων τους.
ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στις ακτές της δυτικής Πελοποννήσου, στις αρχές του Οκτώβρη 1944, αφού ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει το νότιο τμήμα της χώρας και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή της πρωτεύουσας. Είναι ολοφάνερο, πως η απόβαση αυτή δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στόχο, σχετικό με τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Γεγονός, που αποδείχνεται τόσο από τη συμφωνία Βρετανών - Γερμανών, σχετικά με την ανεμπόδιστη αποχώρηση των τελευταίων από την Ελλάδα, όσο και από ανάλογη δήλωση του Τσόρτσιλ, που έγινε στις 8 Δεκέμβρη 1944 στη βρετανική Βουλή:
"Τα αγγλικά στρατεύματα πραγματοποίησαν εισβολή στην Ελλάδα, η οποία δεν υπαγορευόταν από πολεμική αναγκαιότητα, επειδή η κατάσταση των Γερμανών στην Ελλάδα είχε καταστεί απελπιστική".
(Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, α` τόμος, σ. 485).
Στις 15 Οκτώβρη - τρεις μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας - έρχεται στην πρωτεύουσα ο στρατηγός Σκόμπι και τις ίδιες μέρες αποβιβάστηκαν στο Πασαλιμάνι και άλλα αγγλικά στρατεύματα.
Το σχέδιο "Μάνα"
Οι ενέργειες, όμως, αυτές ήταν ενταγμένες στο σχέδιο επέμβασης στην Ελλάδα, το οποίο ήταν από καιρό επεξεργασμένο και είχε την κωδική ονομασία "Μάνα". Για το σχέδιο αυτό σημειώνει ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του: "Το σχέδιο συνίστατο βασικά στην κατάληψη των Αθηνών και του αεροδρομίου των από μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, στο να εγκαταστήσουμε 4 σμήνη καταδιωκτικών, να εκκαθαρίσουμε το λιμάνι Πειραιώς, για την αποβίβαση μεταγενεστέρως ενισχύσεων... Η καθυστέρησις που εσημείωσαν οι Γερμανοί στην εκκένωσιν των Αθηνών μας υποχρέωσε να τροποποιήσουμε το σχέδιό μας. Τίποτε δεν έδειχνε μια προσεχή αναχώρησιν της φρουράς, δυνάμεων 10.000 ανδρών και γι' αυτόν τον λόγο, στις 13 Σεπτέμβρη ετηλεγράφησα στο στρατηγό Ουίλσον, για να του είπω να ετοιμάσει μια προκαταρκτική κάθοδο στην Πελοπόννησο, απ' όπου ο εχθρός ήδη υποχωρούσε προς τη διώρυγα της Κορίνθου. Από τα μεσάνυχτα της 13ης του Σεπτεμβρίου τα στρατεύματα του "Μάνα" ετέθησαν σε 48ωρη επιφυλακή. Διοικητής ήταν ο στρατηγός Σκόμπι... ".
Ήδη, από τις 12 Σεπτέμβρη και πάλι στις 22 του ίδιου μήνα, ο Γ. Παπανδρέου, φοβισμένος από τις παλλαϊκές διαστάσεις, που έπαιρνε η απελευθερωτική δράση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά και η ορμητική προέλαση του σοβιετικού στρατού στα Βαλκάνια, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ: "... Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρίσιμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν... ". (από το βιβλίο του Ν. Κεπέση: "Ο Δεκέμβρης του 1944", σ. 41).
Απελευθέρωση
Στις 18 Οκτώβρη έρχεται στην Αθήνα η κυβέρνηση της "Εθνικής Ενότητας". Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στη μεγαλειώδη συγκέντρωση του αθηναϊκού λαού, που έγινε στην πλατεία Συντάγματος, διακήρυξε ξανά ότι η κυβέρνηση έχει πρόγραμμα την οικονομική ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και των Σωμάτων Ασφαλείας από τους συνεργάτες των κατακτητών, την επιβολή σκληρών κυρώσεων κατά των προδοτών της πατρίδας, την αποκατάσταση κράτους δικαίου, που θα προασπίζει τα δικαιώματα του λαού, κλπ.
Πομπώδεις διακηρύξεις και μεγαλοστομίες, που διαψεύστηκαν οικτρά τις αμέσως επόμενες μέρες, καθώς σε ριζικά αντίθετη κατεύθυνση ήταν τα έργα τόσο του ιδίου όσο και των Εγγλέζων.
Να, πώς συνοψίζει τα γεγονότα των πρώτων μεταπελευθερωτικών ημερών και μέχρι το Δεκέμβρη, ο Ν. Κεπέσης, στο βιβλίο του "Ο Δεκέμβρης του 1944": "Παρ' όλ' αυτά και μόνο από τη μελέτη των γεγονότων της περιόδου εκείνης, χωρίς τη βοήθεια των στοιχείων απ' τα παρασκήνια, που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας μεταπολεμικά, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι η ανίερη συμμαχία των Αγγλων, της Δεξιάς και του Παπανδρέου, με την καθοδήγηση των πρώτων, δρούσε με βάση ένα "σχέδιο ενέργειας". Το σχέδιο εκείνο, επεξεργασμένο, όπως φαίνεται, από πριν από τους Άγγλους βασικά, προσαρμοζόταν κάθε τόσο, κάτω από την πίεση των πραγμάτων, χωρίς όμως να παρεκκλίνει από τη βασική του κατεύθυνση.
Το σχέδιο εκείνο, όπως συνάγεται από τη μελέτη όλων των γεγονότων, που διαδραματίστηκαν και τα ζήσαμε, απόβλεπε κυρίως στα εξής:
α. Εξοπλισμός των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν συνεργάτες των καταχτητών.
β. Ενίσχυση των θέσεών τους μέσα στα Σώματα Ασφαλείας, ενώ θα έπρεπε να εκκαθαρισθούν από τα δοσίλογα στοιχεία, όπως προβλέπανε οι συμφωνίες στο Λίβανο και την Καζέρτα.
γ. Τρενάρισμα της δίκης των μεγαλοδοσιλόγων, για να μη βγούνε στη φόρα τόσα και τόσα "άπλυτα".
δ. Οργάνωση προκλήσεων ενάντια στο λαό και το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ από τις τρομοκρατικές, παρακρατικές οργανώσεις της Δεξιάς, με δολοφονικές και άλλες έκνομες ενέργειες.
ε. Περιορισμό, βαθμιαία, των δικαιωμάτων του ΕΛΑΣ, όπως θα δούμε συγκεκριμένα παρακάτω, μέχρι και του σημείου να αξιώσουν το μονομερή αφοπλισμό και τη διάλυσή του".
Η συμφωνία Τσόρτσιλ - Χίτλερ
Λαϊκά δικαστήρια και παραδειγματική τιμωρία των συνεργατών του κατακτητή, απαιτούσε ο λαός, αλλά οι Εγγλέζοι και ο Γ. Παπανδρέου είχαν άλλα σχέδια...Το πλέον, ίσως, χαρακτηριστικό παράδειγμα και απόδειξη συνάμα της ακραία ιδιοτελούς, βαθιά αντιλαϊκής και παντελώς ανήθικης στάσης και τακτικής του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού αποτελεί η σχετική με την Ελλάδα συμφωνία του, με τον Χίτλερ. Προκειμένου να διευκολύνει το "πέρασμα" της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής και να δυσκολέψει την προέλαση του σοβιετικού "Κόκκινου Στρατού", ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δε δίστασε να κάνει κάτι μοναδικό στα χρονικά του πολέμου, ενώ αυτός ακόμη συνεχιζόταν.
Να, πώς περιγράφει το γεγονός ο Άλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής και Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ, σε συνέντευξή του στον Β. Μαθιόπουλο, που είχε δημοσιευτεί στο "Βήμα" στα 1976 (Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του ίδιου "Ο Δεκέμβριος του 1944"):
"Είμαι αυτήκοος μάρτυρας ενός γεγονότος, που μας είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη εντύπωση το φθινόπωρο του 1944. Θυμάμαι συγκεκριμένα ότι ο στρατηγός Γιοντλ, αρχηγός του Γενικού (γερμανικού) Επιτελείου, ήρθε μια μέρα και μου ανέφερε ότι επήλθε συμφωνία σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας, που αφορούσε την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε και όπως γνωρίζω ΜΟΝΑΔΙΚΗ σε όλο τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορούσε - όπως, τουλάχιστον, μου είπε ο Γιοντλ - την εκκένωση της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα χωρίς βρετανική ενόχληση. Η συμφωνία αυτή έγινε στη Λισαβόνα και το ποιος είχε την πρωτοβουλία δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι δεν έγινε σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά πολύ ψηλότερα, για να μην υπάρξουν ακριτομυθίες. Η πληροφορία για το περίεργο αυτό "τζέντλεμαν αγκρίμεντ" μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου προκάλεσε σε όσους το έμαθαν κατάπληξη. Και, πράγματι, οι Αγγλοι την τήρησαν. Τα γερμανικά πολεμικά και μεταγωγικά σκάφη φορτώθηκαν στρατό από τα ελληνικά νησιά - που εκκένωσαν - πέρασαν, το φθινόπωρο του 1944, ανενόχλητα μπροστά από τα μάτια των Βρετανών και ανάμεσα από τα βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν να παραχωρήσουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη στους Άγγλους αμαχητί και μ' αυτόν το τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και, βέβαια, ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάμεις, που κατείχαν το ελληνικό χώρο".
Πενήντα και πλέον χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες - χώρια οι 20.000, που έμειναν στην Κρήτη για αρκετό καιρό μετά την απελευθέρωση της χώρας - με όλον το βαρύ οπλισμό τους, κατάφεραν έτσι να αποχωρήσουν από την Ελλάδα, με μόνο αντίπαλο τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Δυνάμεις, που χρησιμοποιήθηκαν στους επόμενους μήνες, όχι μόνο στο ανατολικό μέτωπο, αλλά και στο δυτικό, απέναντι στις βρετανικές και αμερικανικές δυνάμεις. Στοιχείο, που ήταν προφανώς σε γνώση της βρετανικής ηγεσίας, αλλά δε στάθηκε δυνατό να εμποδίσει την άθλια συμφωνία. Είναι κι αυτό ένα γεγονός, που φανερώνει πόσο ήταν αποφασισμένος να κάνει οτιδήποτε ο Τσόρτσιλ, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ιμπεριαλιστικές βρετανικές επιδιώξεις και στόχους.
Το στρατιωτικό ζήτημα και η σημασία του
Δεκέμβρη 1944
|
|
Ο ΕΛΑΣ, εμπειροπόλεμος και ετοιμοπόλεμος όπως ήταν, αποτελούσε τον σοβαρότερο ανασταλτικό παράγοντα στα σχέδια των Αγγλων και της ντόπιας ολιγαρχίας Το κύριο πρόβλημα των Αγγλων, της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας και των πολιτικών εκπροσώπων της ήταν η διασφάλιση των συμφερόντων τους στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η επιδίωξη αυτή εκ των πραγμάτων απαιτούσε την καθυπόταξη του λαϊκού κινήματος, την ποδηγέτηση δηλαδή και συντριβή των ΕΑΜικών αντιστασιακών οργανώσεων και του ΚΚΕ ως προϋπόθεση για την παλινόρθωση του προπολεμικού αστικού καθεστώτος στη χώρα.
Η Κατοχή και η Αντίσταση είχαν αλλάξει ριζικά τον πολιτικό χάρτη της χώρας. Τα παλιά αστικά κόμματα είχαν καταντήσει κόμματα - σφραγίδες κι αν είχαν επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο, μετά την Απελευθέρωση, αυτό οφειλόταν στις υποχωρήσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο Λίβανο και στην Καζέρτα. Από την άλλη μεριά, ο λαός, συσπειρωμένος στη συντριπτική του πλειοψηφία γύρω από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, με την πάλη του κατά του φασισμού, είχε ήδη δημιουργήσει από τα χρόνια της Κατοχής ένα νέο τύπο εξουσίας, που ξέφευγε από τα πλαίσια του αστικού συστήματος και έτεινε προς τη λαϊκοδημοκρατική και σοσιαλιστική αναγέννηση της χώρας.
Πέραν όμως αυτού, η ΕΑΜική - λαϊκή πλειοψηφία είχε κι ένα ακόμη σημαντικό ατού: Ηταν εξοπλισμένη, αφού είχε δημιουργήσει το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ και τις άλλες ένοπλες ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις. Συνεπώς, πρώτη επιδίωξη της ντόπιας και ξένης αντίδρασης ήταν να αφοπλίσει το λαό. Ο ΕΛΑΣ, εμπειροπόλεμος και ετοιμοπόλεμος όπως ήταν - με μάχιμη και εφεδρική δύναμη 130.000 περίπου ανδρών - αποτελούσε το σοβαρότερο ανασταλτικό παράγοντα στα σχέδιά της. Χωρίς τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, οι επιδιώξεις της ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Κι ακριβώς αυτό, η επιδίωξη δηλαδή να αφοπλιστεί το λαϊκό κίνημα για να μπορέσουν στη συνέχεια να το καθυποτάξουν, έφεραν ως αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά.
Το στρατιωτικό ζήτημα πριν την Απελευθέρωση
Η προσπάθεια διάλυσης του ΕΛΑΣ εντάχθηκε στα πλαίσια της λύσης του στρατιωτικού προβλήματος της χώρας μετά την Απελευθέρωση. Στα πλαίσια που υπαγόρευε δηλαδή η ανάγκη για τη συγκρότηση εθνικών ενόπλων δυνάμεων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Πρώτη νύξη στο πρόβλημα έγινε στο συνέδριο του Λιβάνου. Εκεί αποφασίστηκε ότι το μεταπολεμικό πολιτικό πρόβλημα της χώρας θα λυνόταν ειρηνικά μέσα από εκλογές για την ανάδειξη κυβέρνησης και Βουλής και μέσα από δημοψήφισμα, ώστε να αποφανθεί ο λαός αν θα καταργούσε ή όχι τη μοναρχία. Τα πράγματα θα οδηγούνταν σ' αυτή την εξέλιξη με ευθύνη κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου και με τη συμμετοχή όλων των παρατάξεων. Η κυβέρνηση αυτή θα αντιμετώπιζε και το στρατιωτικό ζήτημα με τη διάλυση των αντάρτικων και άλλων στρατιωτικών σωμάτων και τη συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία κλάσεων. Το στρατό αυτό θα στελέχωναν επαγγελματίες στρατιωτικοί και αντάρτες αρχηγοί που ήθελαν να ακολουθήσουν στρατιωτική καριέρα.
Να πώς περιγράφει τη λύση του στρατιωτικού ζητήματος ο Γ. Παπανδρέου, στις 18/10/1944, μιλώντας στο λαό της Αθήνας στο Σύνταγμα:
"Εν τη μερίμνη προς αποκατάστασιν του Ελευθέρου Ελληνικού κράτους, η κυβέρνησις θα επιδιώξη την ανασύνταξιν των ενόπλων δυνάμεων του Έθνους, με κριτήρια αποκλειστικώς εθνικά και Στρατιωτικά, όπως προσδιορίζει το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου. Θα αποδοθούν αι δίκαιαι τιμαί εις τους γενναίους αγωνιστάς των ανταρτικών μας δυνάμεων και τα στελέχη των θα εύρουν την πρέπουσα θέσιν εις τον ανασυντασσόμενον τακτικόν μας Στρατόν. Βάση του εθνικού μας Στρατού διά το μέλλον, όπως συνέβαινε ανέκαθεν εις την Ελλάδα και όπως συμβαίνει εις όλους τους Ελευθέρους λαούς, θα είναι η τακτική στρατολογία. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός διεκδικεί την τιμήν να είναι υπερασπιστής της Πατρίδος." ("Ντοκουμέντα της αντίστασης", εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 233 - 234).
Η λύση αυτή - ως γενικό περίγραμμα θέσεων - έβρισκε σύμφωνο και το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Αλλοι οι πραγματικοί σκοποί
Η ντόπια και ξένη αντίδραση, φυσικά, δεν επιθυμούσε να πραγματοποιήσει όσα υποσχόταν στα λόγια κι όσα αποδεχόταν στις συμφωνίες. Γνώριζε καλά πως δε θα μπορούσε να έχει υπό τον έλεγχό της και να χρησιμοποιήσει για τους αντιλαϊκούς της σκοπούς ένα στρατό με τις παραπάνω προδιαγραφές, όπως τις περιγράφει στο λόγο του ο Γ. Παπανδρέου. Αν γινόταν κανονική στρατολογία, η βάση του στρατού θα ήταν στη συντριπτική της πλειοψηφία ΕΑΜική και ΕΛΑΣίτικη. Αν ο στρατός στελεχωνόταν από αντιστασιακούς επαγγελματίες στρατιωτικούς και αντάρτικα στελέχη, το αποτέλεσμα θα ήταν πάλι το ίδιο. Η αντίδραση χρειαζόταν ένα στρατό του χεριού της κι αυτό σήμαινε πως οι ΕΑΜίτες και οι ΕΛΑΣίτες έπρεπε να αποκλειστούν, στόχος που πέρναγε αποκλειστικά μέσα από τη συντριβή του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος.
Ο Γ. Παπανδρέου, από την εποχή του Λιβάνου ακόμη, δεν έκρυβε αυτές του τις επιδιώξεις. Στις 13/7/1944, λίγες εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη - παρόλο που υποτίθεται ότι εξέφραζε, ως πρωθυπουργός, την κυβέρνηση "εθνικής ενότητας" - σε συνάντησή του με τον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ, Κ. Πυρομάγλου, ρωτούσε τον τελευταίο αν ο ΕΔΕΣ είναι σε θέση να διαλύσει τον ΕΛΑΣ.
Η απάντηση του Πυρομάγλου δεν τον ικανοποίησε.
Και ο Γ. Παπανδρέου ξεκαθάρισε στον συνομιλητή του:
"Τότε τον ΕΛΑΣ, θα τον διαλύσω με τους Άγγλους".
"Προ ή μετά την απελευθέρωσιν, κύριε πρόεδρε;".
"Μετά την απελευθέρωσιν"
(Κ. Πυρομάγλου: "Η Εθνική Αντίστασις", Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, σελ. 274).
Ακριβώς σ' αυτή τη γραμμή κινήθηκε και αυτή τη γραμμή υπηρέτησε. Αλλά και οι Εγγλέζοι, που ήταν οι εμπνευστές, καθοδηγητές και στη συνέχεια οι εκτελεστές αυτής της υπόθεσης έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ενδεικτικό των προθέσεών τους είναι το παρακάτω τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ προς τον υπουργό του επί των Εξωτερικών, Α. Ιντεν, στις 7/11/44: "Ελπίζω - έλεγε ο Τσόρτσιλ - ότι η ελληνική ταξιαρχία θα φτάσει σύντομα και ότι δε θα διστάσει να ανοίγει πυρ, όπου είναι αναγκαίο... Χρειαζόμαστε άλλες 8 με 10 χιλιάδες στρατιώτες για να κρατήσουμε για λογαριασμό της ελληνικής κυβερνήσεως, την πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη. Το θέμα επεκτάσεως της ελληνικής εξουσίας πρέπει να το εξετάσουμε αργότερα".
Η αντίδραση οδηγούσε τα πράγματα σε ρήξη με το ΕΑΜικό κίνημα και στήριξε αυτές της τις επιδιώξεις στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονταν στην Ελλάδα, στις αντικομμουνιστικές οργανώσεις των συνεργατών των Γερμανών και κάθε λογής δοσιλόγων, καθώς και στα στρατιωτικά σώματα Ελλήνων πραιτοριανών που είχε υπό τον έλεγχό της. Η Ορεινή Ταξιαρχία, π.χ., για την οποία κάνει λόγο στο τηλεγράφημά του ο Τσόρτσιλ, αλλά και ο Ιερός Λόχος είχαν δημιουργηθεί από ακραιφνή ακροδεξιά και φασιστικά στοιχεία, μετά την καταστολή του κινήματος της Μέσης Ανατολής.
Το στρατιωτικό ζήτημα οδηγεί στη ρήξη
Οι διεργασίες γύρω από τη λύση του στρατιωτικού προβλήματος ξεκίνησαν στις αρχές Νοέμβρη 1944. Στις 3/11 ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την Ελλάδα απ' άκρη σ' άκρη με εξαίρεση τη Μήλο και την Κρήτη. Και ο Γ. Παπανδρέου - ύστερα από υπόδειξη του Σκόμπι και χωρίς να έχει ασχοληθεί με το θέμα το Υπουργικό Συμβούλιο - δήλωνε στις 5 Νοεμβρίου για το στρατιωτικό ζήτημα:
"Μετά τη συντελεσθείσαν πλήρην απελευθέρωσιν της Ελλάδος λήγει και η ηρωική μας αντίστασις. Είναι, επομένως, φυσικόν ότι επακολουθεί και η αποστράτευσις των ανταρτικών μας ομάδων αντιστάσεως ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία και ορίστηκε διά την 10η Δεκεμβρίου. Οι μόνιμοι αξιωματικοί των ανταρτικών σωμάτων επανέρχονται εις τον τακτικόν μας στρατόν, όπου θα εύρουν θέσιν ανάλογον με τας εθνικάς των υπηρεσίας. Οι έφεδροι αξιωματικοί, εάν επιθυμούν να μονιμοποιηθούν, θα εισέλθουν εις ειδικήν σχολή εκπαιδεύσεως. Αι λεπτομέρειαι του τρόπου αποστρατεύσεως θα καθορισθούν εν συνεννοήσει με τους αρχηγούς των ανταρτικών ομάδων στρατηγούς Σαράφην και Ζέρβαν"
(Γ. Παπανδρέου: "Κείμενα - Η απελευθέρωσις της Ελλάδος", εκδόσεις ΜΠΙΡΗΣ, σελ. 195 - 196).
Ο Παπανδρέου ψευδόταν ασυστόλως όταν επικαλούνταν την απελευθέρωση της χώρας ως αιτία για τη διάλυση των ανταρτικών σωμάτων και ιδιαίτερα του ΕΛΑΣ. Η χώρα δεν είχε απελευθερωθεί εξ ολοκλήρου. Αλλά, πέραν αυτού ο πόλεμος κατά του φασισμού συνεχιζόταν στην Ευρώπη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποστρατευτούν οι αντιστασιακές ένοπλες οργανώσεις στις απελευθερωμένες περιοχές. Τέλος, ο Παπανδρέου, ενώ εκφραζόταν ευκόλως και με σαφήνεια σε ό,τι αφορούσε το ενδεχόμενο διάλυσης των αντάρτικων δυνάμεων, ποιούσε σιγήν ιχθύος σχετικά με τη διάλυση των στρατιωτικών σωμάτων της Μ. Ανατολής. Οι προθέσεις του, καθώς και αυτές των Βρετανών καθοδηγητών του ήταν καθαρές.
Ωμές επεμβάσεις του Σκόμπι
Μετά τις παραπάνω δηλώσεις Παπανδρέου αρχιστράτηγος - βάσει της συμφωνίας του Λιβάνου - των υπό δημιουργία νέων ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και επιφορτισμένος με το καθήκον της ανασυγκρότησης τους, ανέλαβε ο δημοκρατικός στρατηγός Οθωναίος, ο οποίος όμως δεν έμεινε και για πολύ στη θέση αυτή. Αναλαμβάνοντας καθήκοντα, όρισε επιτελάρχη του τον αρχηγό του ΕΛΑΣ στρατηγό Στ. Σαράφη. Όμως ο Σκόμπι είχε διαφορετική γνώμη. Σε ρόλο επικυρίαρχου της Ελλάδας, όχι μόνο απέρριψε αυτή την επιλογή του Οθωναίου, αλλά και του υπέδειξε ότι στη θέση του επιτελάρχη έπρεπε να τοποθετηθεί ο ΧΙΤΗΣ στρατηγός Βεντήρης. Η εξέλιξη αυτή και η δουλική στάση του πρωθυπουργού Παπανδρέου στις απαιτήσεις των Αγγλων οδήγησαν το στρατηγό Οθωναίο σε παραίτηση.
Στις 9/11 ένας νέος παράγοντας προστέθηκε στο στρατιωτικό ζήτημα. Έφθασαν στην Αθήνα οι πραιτοριανοί της Ορεινής Ταξιαρχίας, με αποστολή καθορισμένη από τον ίδιο τον Τσόρτσιλ να ανοίγουν πυρ κατά του λαϊκού κινήματος, όπου κρίνουν αναγκαίο. Τα πράγματα περιπλέκονταν ακόμη περισσότερο και ο Παπανδρέου κατ' επιταγήν των Βρετανών υπαναχωρούσε από την αρχική συμφωνία για διάλυση όλων των ανταρτικών και άλλων στρατιωτικών δυνάμεων της Μ. Ανατολής και τη δημιουργία εθνικού στρατού μέσα από την τακτική στρατολογία με την κλήση κλάσεων.
Η Κατοχή και η Αντίσταση είχαν αλλάξει ριζικά τον πολιτικό χάρτη της χώρας. Τα παλιά αστικά κόμματα είχαν καταντήσει κόμματα - σφραγίδες κι αν είχαν επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο, μετά την Απελευθέρωση, αυτό οφειλόταν στις υποχωρήσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο Λίβανο και στην Καζέρτα. Από την άλλη μεριά, ο λαός, συσπειρωμένος στη συντριπτική του πλειοψηφία γύρω από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, με την πάλη του κατά του φασισμού, είχε ήδη δημιουργήσει από τα χρόνια της Κατοχής ένα νέο τύπο εξουσίας, που ξέφευγε από τα πλαίσια του αστικού συστήματος και έτεινε προς τη λαϊκοδημοκρατική και σοσιαλιστική αναγέννηση της χώρας.
Πέραν όμως αυτού, η ΕΑΜική - λαϊκή πλειοψηφία είχε κι ένα ακόμη σημαντικό ατού: Ηταν εξοπλισμένη, αφού είχε δημιουργήσει το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ και τις άλλες ένοπλες ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις. Συνεπώς, πρώτη επιδίωξη της ντόπιας και ξένης αντίδρασης ήταν να αφοπλίσει το λαό. Ο ΕΛΑΣ, εμπειροπόλεμος και ετοιμοπόλεμος όπως ήταν - με μάχιμη και εφεδρική δύναμη 130.000 περίπου ανδρών - αποτελούσε το σοβαρότερο ανασταλτικό παράγοντα στα σχέδιά της. Χωρίς τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, οι επιδιώξεις της ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Κι ακριβώς αυτό, η επιδίωξη δηλαδή να αφοπλιστεί το λαϊκό κίνημα για να μπορέσουν στη συνέχεια να το καθυποτάξουν, έφεραν ως αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά.
Το στρατιωτικό ζήτημα πριν την Απελευθέρωση
Η προσπάθεια διάλυσης του ΕΛΑΣ εντάχθηκε στα πλαίσια της λύσης του στρατιωτικού προβλήματος της χώρας μετά την Απελευθέρωση. Στα πλαίσια που υπαγόρευε δηλαδή η ανάγκη για τη συγκρότηση εθνικών ενόπλων δυνάμεων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Πρώτη νύξη στο πρόβλημα έγινε στο συνέδριο του Λιβάνου. Εκεί αποφασίστηκε ότι το μεταπολεμικό πολιτικό πρόβλημα της χώρας θα λυνόταν ειρηνικά μέσα από εκλογές για την ανάδειξη κυβέρνησης και Βουλής και μέσα από δημοψήφισμα, ώστε να αποφανθεί ο λαός αν θα καταργούσε ή όχι τη μοναρχία. Τα πράγματα θα οδηγούνταν σ' αυτή την εξέλιξη με ευθύνη κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου και με τη συμμετοχή όλων των παρατάξεων. Η κυβέρνηση αυτή θα αντιμετώπιζε και το στρατιωτικό ζήτημα με τη διάλυση των αντάρτικων και άλλων στρατιωτικών σωμάτων και τη συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία κλάσεων. Το στρατό αυτό θα στελέχωναν επαγγελματίες στρατιωτικοί και αντάρτες αρχηγοί που ήθελαν να ακολουθήσουν στρατιωτική καριέρα.
Να πώς περιγράφει τη λύση του στρατιωτικού ζητήματος ο Γ. Παπανδρέου, στις 18/10/1944, μιλώντας στο λαό της Αθήνας στο Σύνταγμα:
"Εν τη μερίμνη προς αποκατάστασιν του Ελευθέρου Ελληνικού κράτους, η κυβέρνησις θα επιδιώξη την ανασύνταξιν των ενόπλων δυνάμεων του Έθνους, με κριτήρια αποκλειστικώς εθνικά και Στρατιωτικά, όπως προσδιορίζει το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου. Θα αποδοθούν αι δίκαιαι τιμαί εις τους γενναίους αγωνιστάς των ανταρτικών μας δυνάμεων και τα στελέχη των θα εύρουν την πρέπουσα θέσιν εις τον ανασυντασσόμενον τακτικόν μας Στρατόν. Βάση του εθνικού μας Στρατού διά το μέλλον, όπως συνέβαινε ανέκαθεν εις την Ελλάδα και όπως συμβαίνει εις όλους τους Ελευθέρους λαούς, θα είναι η τακτική στρατολογία. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός διεκδικεί την τιμήν να είναι υπερασπιστής της Πατρίδος." ("Ντοκουμέντα της αντίστασης", εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 233 - 234).
Η λύση αυτή - ως γενικό περίγραμμα θέσεων - έβρισκε σύμφωνο και το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Αλλοι οι πραγματικοί σκοποί
Η ντόπια και ξένη αντίδραση, φυσικά, δεν επιθυμούσε να πραγματοποιήσει όσα υποσχόταν στα λόγια κι όσα αποδεχόταν στις συμφωνίες. Γνώριζε καλά πως δε θα μπορούσε να έχει υπό τον έλεγχό της και να χρησιμοποιήσει για τους αντιλαϊκούς της σκοπούς ένα στρατό με τις παραπάνω προδιαγραφές, όπως τις περιγράφει στο λόγο του ο Γ. Παπανδρέου. Αν γινόταν κανονική στρατολογία, η βάση του στρατού θα ήταν στη συντριπτική της πλειοψηφία ΕΑΜική και ΕΛΑΣίτικη. Αν ο στρατός στελεχωνόταν από αντιστασιακούς επαγγελματίες στρατιωτικούς και αντάρτικα στελέχη, το αποτέλεσμα θα ήταν πάλι το ίδιο. Η αντίδραση χρειαζόταν ένα στρατό του χεριού της κι αυτό σήμαινε πως οι ΕΑΜίτες και οι ΕΛΑΣίτες έπρεπε να αποκλειστούν, στόχος που πέρναγε αποκλειστικά μέσα από τη συντριβή του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος.
Ο Γ. Παπανδρέου, από την εποχή του Λιβάνου ακόμη, δεν έκρυβε αυτές του τις επιδιώξεις. Στις 13/7/1944, λίγες εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη - παρόλο που υποτίθεται ότι εξέφραζε, ως πρωθυπουργός, την κυβέρνηση "εθνικής ενότητας" - σε συνάντησή του με τον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ, Κ. Πυρομάγλου, ρωτούσε τον τελευταίο αν ο ΕΔΕΣ είναι σε θέση να διαλύσει τον ΕΛΑΣ.
Η απάντηση του Πυρομάγλου δεν τον ικανοποίησε.
Και ο Γ. Παπανδρέου ξεκαθάρισε στον συνομιλητή του:
"Τότε τον ΕΛΑΣ, θα τον διαλύσω με τους Άγγλους".
"Προ ή μετά την απελευθέρωσιν, κύριε πρόεδρε;".
"Μετά την απελευθέρωσιν"
(Κ. Πυρομάγλου: "Η Εθνική Αντίστασις", Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, σελ. 274).
Ακριβώς σ' αυτή τη γραμμή κινήθηκε και αυτή τη γραμμή υπηρέτησε. Αλλά και οι Εγγλέζοι, που ήταν οι εμπνευστές, καθοδηγητές και στη συνέχεια οι εκτελεστές αυτής της υπόθεσης έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ενδεικτικό των προθέσεών τους είναι το παρακάτω τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ προς τον υπουργό του επί των Εξωτερικών, Α. Ιντεν, στις 7/11/44: "Ελπίζω - έλεγε ο Τσόρτσιλ - ότι η ελληνική ταξιαρχία θα φτάσει σύντομα και ότι δε θα διστάσει να ανοίγει πυρ, όπου είναι αναγκαίο... Χρειαζόμαστε άλλες 8 με 10 χιλιάδες στρατιώτες για να κρατήσουμε για λογαριασμό της ελληνικής κυβερνήσεως, την πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη. Το θέμα επεκτάσεως της ελληνικής εξουσίας πρέπει να το εξετάσουμε αργότερα".
Η αντίδραση οδηγούσε τα πράγματα σε ρήξη με το ΕΑΜικό κίνημα και στήριξε αυτές της τις επιδιώξεις στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονταν στην Ελλάδα, στις αντικομμουνιστικές οργανώσεις των συνεργατών των Γερμανών και κάθε λογής δοσιλόγων, καθώς και στα στρατιωτικά σώματα Ελλήνων πραιτοριανών που είχε υπό τον έλεγχό της. Η Ορεινή Ταξιαρχία, π.χ., για την οποία κάνει λόγο στο τηλεγράφημά του ο Τσόρτσιλ, αλλά και ο Ιερός Λόχος είχαν δημιουργηθεί από ακραιφνή ακροδεξιά και φασιστικά στοιχεία, μετά την καταστολή του κινήματος της Μέσης Ανατολής.
Το στρατιωτικό ζήτημα οδηγεί στη ρήξη
Οι διεργασίες γύρω από τη λύση του στρατιωτικού προβλήματος ξεκίνησαν στις αρχές Νοέμβρη 1944. Στις 3/11 ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την Ελλάδα απ' άκρη σ' άκρη με εξαίρεση τη Μήλο και την Κρήτη. Και ο Γ. Παπανδρέου - ύστερα από υπόδειξη του Σκόμπι και χωρίς να έχει ασχοληθεί με το θέμα το Υπουργικό Συμβούλιο - δήλωνε στις 5 Νοεμβρίου για το στρατιωτικό ζήτημα:
"Μετά τη συντελεσθείσαν πλήρην απελευθέρωσιν της Ελλάδος λήγει και η ηρωική μας αντίστασις. Είναι, επομένως, φυσικόν ότι επακολουθεί και η αποστράτευσις των ανταρτικών μας ομάδων αντιστάσεως ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία και ορίστηκε διά την 10η Δεκεμβρίου. Οι μόνιμοι αξιωματικοί των ανταρτικών σωμάτων επανέρχονται εις τον τακτικόν μας στρατόν, όπου θα εύρουν θέσιν ανάλογον με τας εθνικάς των υπηρεσίας. Οι έφεδροι αξιωματικοί, εάν επιθυμούν να μονιμοποιηθούν, θα εισέλθουν εις ειδικήν σχολή εκπαιδεύσεως. Αι λεπτομέρειαι του τρόπου αποστρατεύσεως θα καθορισθούν εν συνεννοήσει με τους αρχηγούς των ανταρτικών ομάδων στρατηγούς Σαράφην και Ζέρβαν"
(Γ. Παπανδρέου: "Κείμενα - Η απελευθέρωσις της Ελλάδος", εκδόσεις ΜΠΙΡΗΣ, σελ. 195 - 196).
Ο Παπανδρέου ψευδόταν ασυστόλως όταν επικαλούνταν την απελευθέρωση της χώρας ως αιτία για τη διάλυση των ανταρτικών σωμάτων και ιδιαίτερα του ΕΛΑΣ. Η χώρα δεν είχε απελευθερωθεί εξ ολοκλήρου. Αλλά, πέραν αυτού ο πόλεμος κατά του φασισμού συνεχιζόταν στην Ευρώπη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποστρατευτούν οι αντιστασιακές ένοπλες οργανώσεις στις απελευθερωμένες περιοχές. Τέλος, ο Παπανδρέου, ενώ εκφραζόταν ευκόλως και με σαφήνεια σε ό,τι αφορούσε το ενδεχόμενο διάλυσης των αντάρτικων δυνάμεων, ποιούσε σιγήν ιχθύος σχετικά με τη διάλυση των στρατιωτικών σωμάτων της Μ. Ανατολής. Οι προθέσεις του, καθώς και αυτές των Βρετανών καθοδηγητών του ήταν καθαρές.
Ωμές επεμβάσεις του Σκόμπι
Μετά τις παραπάνω δηλώσεις Παπανδρέου αρχιστράτηγος - βάσει της συμφωνίας του Λιβάνου - των υπό δημιουργία νέων ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και επιφορτισμένος με το καθήκον της ανασυγκρότησης τους, ανέλαβε ο δημοκρατικός στρατηγός Οθωναίος, ο οποίος όμως δεν έμεινε και για πολύ στη θέση αυτή. Αναλαμβάνοντας καθήκοντα, όρισε επιτελάρχη του τον αρχηγό του ΕΛΑΣ στρατηγό Στ. Σαράφη. Όμως ο Σκόμπι είχε διαφορετική γνώμη. Σε ρόλο επικυρίαρχου της Ελλάδας, όχι μόνο απέρριψε αυτή την επιλογή του Οθωναίου, αλλά και του υπέδειξε ότι στη θέση του επιτελάρχη έπρεπε να τοποθετηθεί ο ΧΙΤΗΣ στρατηγός Βεντήρης. Η εξέλιξη αυτή και η δουλική στάση του πρωθυπουργού Παπανδρέου στις απαιτήσεις των Αγγλων οδήγησαν το στρατηγό Οθωναίο σε παραίτηση.
Στις 9/11 ένας νέος παράγοντας προστέθηκε στο στρατιωτικό ζήτημα. Έφθασαν στην Αθήνα οι πραιτοριανοί της Ορεινής Ταξιαρχίας, με αποστολή καθορισμένη από τον ίδιο τον Τσόρτσιλ να ανοίγουν πυρ κατά του λαϊκού κινήματος, όπου κρίνουν αναγκαίο. Τα πράγματα περιπλέκονταν ακόμη περισσότερο και ο Παπανδρέου κατ' επιταγήν των Βρετανών υπαναχωρούσε από την αρχική συμφωνία για διάλυση όλων των ανταρτικών και άλλων στρατιωτικών δυνάμεων της Μ. Ανατολής και τη δημιουργία εθνικού στρατού μέσα από την τακτική στρατολογία με την κλήση κλάσεων.
|
|
Ύστατη προσπάθεια του ΕΑΜ
Στα ύψη ανεβασμένο το κύρος του ΕΑΜ στο λαό
Σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτραπεί η ρήξη, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ πρότειναν τη συγκρότηση τμήματος ενιαίου εθνικού στρατού, που θα αποτελούνταν από την "ορεινή ταξιαρχία", τον "ιερό λόχο", τμήματα του ΕΔΕΣ και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ "ίση προς το άθροισμα των άνω δυνάμεων και με ίσον οπλισμόν".
Ο Γ. Παπανδρέου αποδέχτηκε αρχικά την πρόταση αυτή, για να την αναιρέσει στη συνέχεια, ύστερα από εντολή του στρατηγού Σκόμπι και του Βρετανού πρεσβευτή Λίπερ. Στις 28/11/44, μάλιστα, ανακοίνωσε ένα αλλοιωμένο κείμενο ως δήθεν συμφωνία με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, που, αν εφαρμοζόταν, έδινε τη δυνατότητα στους Εγγλέζους και τους ντόπιους συνεργάτες τους να αφοπλίσουν το λαϊκό κίνημα.
Καταρχήν, δινόταν η δυνατότητα στον ΕΔΕΣ να συμμετέχει στο τμήμα του εθνικού στρατού με δύναμη ανάλογη αυτής που θα συμμετείχε ο ΕΛΑΣ, πράγμα που ήταν έξω από τη συμφωνία.
Επίσης, έμεναν ανέπαφα τα στρατιωτικά τμήματα του Ιερού Λόχου και της Ορεινής Ταξιαρχίας, με αποτέλεσμα οι στρατιωτικές δυνάμεις της αντίδρασης να ήταν υπέρτερες του ΕΛΑΣ, αν αυτό γινόταν αποδεκτό. Ακόμη το τμήμα στρατού που θα συγκροτούνταν δε θα ήταν ενιαίο, αλλά θα αποτελούνταν από ασύνδετες μεταξύ τους δυνάμεις. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας λογικής - αν γινόταν αποδεχτή - δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Στο όνομα του δήθεν εθνικού στρατού, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα μπορούσαν με μια διαταγή να σταλθούν στα σύνορα και το λαϊκό κίνημα θα βρισκόταν έρμαιο κάτω από τις λόγχες των Βρετανών και των ντόπιων πραιτοριανών. Φυσικό κι επόμενο ήταν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να απορρίψουν τα τερτίπια του Παπανδρέου και των Εγγλέζων. Και κάτω από την αδιάλλακτη στάση της αντίδρασης η ρήξη πλέον ήταν αναπόφευκτη.
Οι Σβώλος - Καφαντάρης ξεσκεπάζουν τους υπεύθυνους
Για τη σημασία που είχε το στρατιωτικό ζήτημα στα Δεκεμβριανά και για το ποιοι ευθύνονταν για τη ρήξη είναι αποκαλυπτικό το άρθρο του Σβώλου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΜΑΧΗ" στις 5/12/1945:
"Στο σχέδιο συμφωνίας με την Αριστερά - λέει ο Σβώλος - που μονόγραψε ο κ. Παπανδρέου στις 22 Νοεμβρίου, όρισε ο ίδιος ρητά ότι θα διελύετο ουσιαστικά και η Ορεινή Ταξιαρχία, με τη χορήγηση αορίστου αδείας στους άνδρες της. Δυστυχώς ο Παπανδρέου μετέβαλε τη συμφωνία, γιατί όπως εξήγησε ο ίδιος πολλές φορές, η βρετανική κυβέρνηση (ειδικότερα η επιθυμία του Τσόρτσιλ) και η απόφαση των εδώ βρετανικών στρατιωτικών αρχών δεν επέτρεψαν τη διάλυση της ταξιαρχίας... Λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία του πρωθυπουργού να ανταποκριθεί, όπως έλεγε, στην απαίτηση του κ. Σκόμπι για τη διατήρηση της ορεινής ταξιαρχίας... Υποβάλαμε, ο σ. Ζέβγος, ο Τσιριμώκος κι εγώ στον Παπανδρέου, συνεννοημένοι με τον Σαρηγιάννη, ένα σχέδιο δημιουργίας μεικτού στρατιωτικού τμήματος που θ' απαρτίζετο από την υφισταμένη τότε Ορεινή Ταξιαρχία, τον Ιερό Λόχο, ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ που συμφωνήθηκε να έχει δύναμη και οπλισμό, ίσα με το σύνολο όλων των άλλων δυνάμεων που θα διατηρούνταν. Το τμήμα αυτό θα ήταν κάτι σαν μεραρχία, θα είχε όπως επίσης συμφωνήσαμε, ενιαία διοίκηση. Αναφέρθηκαν μάλιστα και ονόματα υποψηφίων μεράρχων... Δυστυχώς ο Παπανδρέου, ενώ συμφωνήσαμε στη βάση αυτή, δημοσίευσε την άλλη μέρα εντελώς αλλιώτικο το μέρος αυτό του σχεδίου μας, έτσι που εματαιώνετο ο σκοπός του... Το ξέσπασμα της δυσπιστίας από την πλευρά της Αριστεράς ήταν δικαιολογημένο και ευεξήγητο. Επιμείναμε ακόμα στη συνεννόηση. Ζητήσαμε από τον Παπανδρέου να επανέλθει στο αρχικό που είχε συμφωνηθεί, αλλά στο μεταξύ το ΚΚΕ, ζητώντας ριζικότερες λύσεις, ξαναγύρισε σ' εκείνο που και ο Παπανδρέου θεωρούσε λογικό, αλλά αδύνατο, επειδή δεν το επέτρεπαν οι Αγγλοι, στην ιδέα της αποστράτευσης όλων, Ορεινής Ταξιαρχίας, Ιερού Λόχου και ανταρτών. Ο Παπανδρέου στο σχέδιο που του ανέπτυξε ο Σιάντος, δεν αντέταξε παρά μόνο την άρνηση των Αγγλων και την αδυναμία του να μεταβάλει τις αντιλήψεις τους.".
Έτσι για χάρη των Εγγλέζων και των πραιτοριανών τους φτάσαμε στη Δεκεμβριανή σύγκρουση. Κι αυτό ακριβώς φώναξε στον Γ. Παπανδρέου ο Καφαντάρης στην πολιτική σύσκεψη των παρατάξεων (26/12/44), όταν ο Τσόρτσιλ ήρθε στην Αθήνα. "Αν ο κ. Παπανδρέου - είπε στη σύσκεψη ο Καφαντάρης - ενόμιζε ότι έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύρραξη θα όφειλε να διαλέξει άλλες αφορμές και όχι το ζήτημα των 2.000 πραιτοριανών, όταν μάλιστα είχε δεχτεί τη διάλυσή τους και κατόπιν υπαναχώρησε." (Π. Ρούσου, "Η Μεγάλη Πενταετία", τόμος Β`, σελ. 367 και "Λευκή Βίβλος ΕΑΜ", σελ. 61. ).
Η εμμονή των Εγγλέζων και της ντόπιας αντίδρασης για μονομερή και πάση θυσία αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος δεν άφησε κανένα περιθώριο συμβιβασμού πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα. Ετσι, επήλθε κυβερνητική κρίση, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η παραίτηση από την κυβέρνηση των ΕΑΜιτών υπουργών στη 1 προς 2 Δεκέμβρη του 1944. Αλλά δεν ήταν μόνο η αδιαλλαξία των αντιπάλων του ΕΑΜ που έσπρωξε ως εκεί τα πράγματα. Ηταν και η στάση των Βρετανών, που συμπεριφέρονταν σα να βρίσκονταν σε μία από τις αποικίες τους. Μια συμπεριφορά στην οποία ανταποκρίνονταν δουλικά οι εκπρόσωποι της ντόπιας ολιγαρχίας. Μια συμπεριφορά, την οποία ο λαός και οι δικοί του εκπρόσωποι - με νωπές τις μνήμες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα - δεν μπορούσαν να ανεχθούν.
Την πρώτη του Δεκέμβρη, ο λαός της Αθήνας, έκπληκτος, πληροφορούνταν από τον Τύπο διαταγή του Σκόμπι για αποστράτευση όλων των ανταρτών. Η διαταγή αυτή, πέραν του γεγονότος ότι προερχόταν από έναν ξένο στρατιωτικό που λειτουργούσε ως επικυρίαρχος κι όχι από την κυβέρνηση της χώρας, προχωρούσε ακόμη περισσότερο κι από το τελευταίο απαράδεκτο σχέδιο του Παπανδρέου, βάσει του οποίου μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ δε θα αφοπλιζόταν, αλλά θα παρέμενε εν ενεργεία, αποτελώντας τμήμα του υπό δημιουργία εθνικού στρατού.
Οι προθέσεις ήταν καθαρές : Ολοκληρωτική διάλυση του ΕΛΑΣ, αφοπλισμός του λαϊκού κινήματος, πλήρης κυριαρχία των βρετανικών στρατευμάτων, των δοσιλόγων, των συμμοριών των γερμανοντυμένων και των πραιτοριανών της Ορεινής Ταξιαρχίας και του "Ιερού Λόχου". Να σημειωθεί δε, ότι τη διαταγή του αυτή ο Σκόμπι φρόντισε να την τυπώσει και να την πετάξει με βρετανικά αεροπλάνα πάνω από τις περιοχές των ανταρτών, μην και μείνει κανείς απληροφόρητος για το ποιος ήταν το αφεντικό της Ελλάδας!!!
Όμως, ο Βρετανός στρατηγός δε σταμάτησε εκεί.
Με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, την ίδια μέρα, τόνιζε χωρίς περιστροφές: "Είμαι αποφασισμένος να επιτύχω εφ' όσον δύναμαι την εκτέλεσιν των σκοπών, οι οποίοι μου ανετέθησαν από την κυβέρνησιν μου". Δηλαδή, από την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας!!! Και συμπλήρωνε: "Στέκομαι σταθερά εις το πλευρόν της σημερινής συνταγματικής κυβερνήσεως, μέχρις ότου το ελληνικόν κράτος μπορεί να αποκατασταθεί με νόμιμον ένοπλον δύναμιν εις τας διαταγάς του και να μπορούν να γίνουν ελεύθεραι εκλογαί. Εάν όλοι μαζί δεν επιτύχωμεν αυτό, το νόμισμα δε θα κρατηθή σταθερόν και ο λαός δε θα τραφή. Εγώ θα προστατεύσω σάς και την κυβέρνησή σας εναντίον οιασδήποτε απόπειρας πραξικοπήματος οπονθεδήποτε προερχομένης ή άλλης πράξεως βιαίας και αντισυνταγματικής".
Το μήνυμα ήταν πεντακάθαρο: Υποταγή του λαού στις διαθέσεις και τις προθέσεις της συντήρησης, ντόπιας και ξένης.
Κι από πάνω απειλές ότι ο λαός θα πεινάσει, αν δε σκύψει το κεφάλι.
Για να μην μένει βέβαια καμιά αμφιβολία για τα παραπάνω, ο στρατηγός Σκόμπι σημείωνε: "Μένετε ήσυχοι, ότι η Μεγάλη Βρετανία, ένας νησιώτικος λαός, έχει βαθείαν αγάπη για την παλαιάν της σύμμαχον Ελλάδα και θα την υποστηρίξη"!! Θα υποστήριζε δηλαδή - όπως και έκανε - την Ελλάδα εγγλέζικο προτεκτοράτο!!! (για τη διαταγή και το διάγγελμα του Σκόμπι βλέπε: "Λευκή Βίβλος ΕΑΜ", σελ. 32 - 33).
Οι ΕΑΜίτες υπουργοί παραιτούνται
Η κατάσταση αυτή οδήγησε τους υπουργούς του ΕΑΜ που συμμετείχαν στην κυβέρνηση σε παραίτηση από τις κυβερνητικές τους θέσεις.
"Η παραίτησις μας - δήλωνε ο Η. Τσιριμώκος - ήταν απαραίτητη για να αποσαφηνισθεί η κατάσταση που περιήλθε σε αδιέξοδο από την αποτυχία κάθε προσπάθειας να βρεθεί λύση στο στρατιωτικό ζήτημα που να ικανοποιεί τις λαϊκές αξιώσεις. Όλων η ζωηρή επιθυμία και ευχή είναι η κρίση που προκαλείται, εκκαθαρίζοντας την ατμόσφαιραν, να οδηγήσει σε λύσεις που θα απομακρύνουν τον κίνδυνο της ένοπλης ρήξης και θα εξασφαλίζουν πραγματικά την ομαλότητα".
Και ο κομμουνιστής υπουργός Γ. Ζεύγος, μεταξύ άλλων, υπογράμμιζε:
"Άκουσα το διάγγελμα του στρατηγού Σκόμπι. Πιστεύω ότι τέτοιες ενέργειες στις οποίες συχνά προβαίνει ο κ. Σκόμπι δε συντελούν στην ομαλότητα της πολιτικής μας ζωής. Πριν λίγες μέρες κάλεσε στο γραφείο του, παρουσία και του πρεσβευτού της Μεγάλης Βρετανίας, εμένα και τον υπουργό των Οικονομικών, συναγωνιστή Σβώλον και μας ζήτησε τελεσιγραφικά μέσα σε 24 ώρες να του υποβάλουμε δηλώσεις υπεύθυνες ότι δεν εγκρίνουμε βίαιες πράξεις. Είναι περιττό να σας πω, ότι σαν υπουργοί κυβέρνησης ανεξάρτητου κράτους, αρνηθήκαμε οποιαδήποτε συζήτηση... Σήμερα, με ημερήσια διαταγή του, ζητεί μονομερή αποστράτευση... Πιστεύω ότι υπέρτατο χρέος στο Έθνος και στο Λαό μας, που πρόσφερε τόση συμβολή στο συμμαχικό αγώνα, επιβάλλει να υπερασπίσουμε τη μοναδική λύση στο φλέγον στρατιωτικό πρόβλημα. Και αυτή είναι να αποστρατευτούν όλες οι ένοπλες δυνάμεις ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, Ορεινή Ταξιαρχία, "Ιερός Λόχος" και σχηματισμοί της Αιγύπτου και να δημιουργηθεί μια πραγματική Εθνοφυλακή στη διάθεση του Έθνους και όχι της αντιδραστικής Δεξιάς. Ο ελληνικός λαός έχει μπροστά του όλα τα στοιχεία και είναι σε θέση να κρίνει μόνος του ποιος υπερασπίζει την ησυχία του και την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής ζωής"
("Λευκή Βίβλος ΕΑΜ", σελ. 34 - 35).
Κυβέρνηση - μαριονέτα των Εγγλέζων
Η παραίτηση των ΕΑΜιτών υπουργών, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να σημαίνει πτώση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου και αναζήτηση άλλης διάδοχης κυβερνητικής λύσης που θα πληρούσε τους όρους του Συμφώνου του Λιβάνου.
Ο λόγος είναι απλός.
Στο Λίβανο - ανεξαρτήτως της κριτικής που μπορεί να ασκήσει κανείς για όσα διαδραματίστηκαν εκεί - συμφωνήθηκε ότι η διάδοχη κατάσταση στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα θα ήταν μια κυβέρνηση με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, έως ότου γίνουν εκλογές και προκύψει εκλεγμένη κυβέρνηση και έως ότου γίνει δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού ζητήματος.
Στη βάση αυτή, έγινε κατορθωτό να πατήσει το πόδι του στη χώρα ο προπολεμικός αστικός πολιτικός κόσμος και ακριβώς γι' αυτό το λόγο δέχτηκε αυτός ο κόσμος και οι Εγγλέζοι καθοδηγητές του να έρθουν σε συνεννόηση με το ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ. Αν μπορούσαν να ρυθμίσουν αλλιώς τα πράγματα - και σύμφωνα πάντα με τα συμφέροντά τους - θα το είχαν κάνει χωρίς να έρθουν σε συμφωνία με το ΕΑΜικό κίνημα.
Συνεπώς, μια κυβέρνηση που δεν είχε εκλεγεί από το λαό και που είχε τη λαϊκή ανοχή χάρη στη συμμετοχή σ' αυτήν των ΕΑΜικών δυνάμεων ήταν κυβέρνηση στον αέρα, μετά την παραίτηση των ΕΑΜιτών υπουργών, γιατί ήταν κυβέρνηση χωρίς λαϊκό έρεισμα, μια κυβέρνηση κατά παράβαση των Συμφωνιών του Λιβάνου, κατά παράβαση δηλαδή των όρων πάνω στους οποίους δημιουργήθηκε. Κι όμως αυτή η κυβέρνηση συνέχισε να υπάρχει, αψηφώντας τη λαϊκή θέληση, με τη στήριξη των βρετανικών λογχών καθόλη τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ενώ στη συνέχεια ανασχηματιζόταν σύμφωνα με τις εντολές και τα συμφέροντα της Μ. Βρετανίας.
Οι γερμανοντυμένοι επιστρέφουν...
Το μέτωπο Βρετανών, ντόπιας αντίδρασης και κουίσλιγκς κατά του ΕΑΜ, μετά την Απελευθέρωση
Κύριος στόχος των Εγγλέζων και της ντόπιας αντίδρασης, από την πρώτη στιγμή της Απελευθέρωσης, ήταν η ισχυροποίηση της εξουσίας τους, στις απελευθερωμένες περιοχές, πρωτίστως στην Αθήνα και στη συνέχεια σε ολόκληρη τη χώρα. Ηδη, είχαν πετύχει αρκετά προς αυτήν την κατεύθυνση. Είχε σχηματιστεί η λεγόμενη κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που, τουλάχιστον από άποψη συσχετισμού, τους εξυπηρετούσε. Επίσης, είχε επιτευχθεί η, χωρίς αντιδράσεις, είσοδος των βρετανικών στρατευμάτων σε ελληνικό έδαφος κι αυτό αποτελούσε ισχυρό όπλο στα χέρια τους. Η ισχυροποίηση, όμως, της εξουσίας τους στις απελευθερωμένες περιοχές και ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα περνούσε απαραιτήτως από την αποδυνάμωση και συντριβή του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, των ΕΑΜικών οργανώσεων και του ΚΚΕ, από την αποδυνάμωση και συντριβή δηλαδή της μόνης πραγματικής εξουσίας που διέθετε ο τόπος και στήριζε ο λαός.
Διατηρείται ανέπαφο το κράτος των κουίσλιγκς
Οι Εγγλέζοι και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους δεν είχαν ενδοιασμούς για το πώς θα προχωρούσαν στην υλοποίηση των στόχων τους. Εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη διάθεση του ΕΑΜικού κινήματος για ομαλές ειρηνικές εξελίξεις, αποκομίζοντας έτσι τα μέγιστα των ωφελημάτων που ήταν δυνατόν να έχουν. Ταυτόχρονα, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην προχωρήσει η εκκαθάριση της χώρας, και του κρατικού μηχανισμού από τους δοσιλόγους, τους συνεργάτες των Γερμανών και τις ακροδεξιές - φασιστικές οργανώσεις. Διατήρησαν δηλαδή, όσο μπορούσαν ανέπαφο το κράτος των κουίσλιγκς ως βάση και στήριγμα της δικής τους πλέον εξουσίας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι γερμανοντυμένοι, οι προδότες, οι φασίστες και οι κάθε λογής δοσίλογοι ήταν ο μόνος - και ταυτόχρονα ο αναγκαίος γι' αυτούς - σύμμαχος ενάντια στο δημοκρατικό λαό, στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Στην επαρχία...
Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα οι Εγγλέζοι έδειξαν καθαρά τις προθέσεις τους. Στην Πελοπόννησο, απαγόρευσαν τις λαϊκές συγκεντρώσεις, εμπόδισαν την ελεύθερη μετακίνηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ, έθεσαν περιορισμούς στις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να προστατεύσουν τους ταγματασφαλίτες και τους υπόλοιπους συνεργάτες των Γερμανών.
Κι όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συνελάμβαναν γερμανοντυμένους και γερμανοοπλισμένους, οι Βρετανοί τους παραλάμβαναν, τους έκλειναν προσωρινά σε στρατόπεδα και στη συνέχεια τους μετέφεραν σε νησιά όπου τους εκγύμναζαν και τους προετοίμαζαν για να τους χρησιμοποιήσουν ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
Τα ίδια - κι ακόμη χειρότερα - έκαναν οι Εγγλέζοι και στις άλλες περιοχές της χώρας.
Στην Κέρκυρα, με το πρόσχημα ότι η περιοχή ήταν υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Ζέρβα, βρετανικό τμήμα στρατού, ενισχυμένο από δυνάμεις του ΕΔΕΣ και ταγματασφαλίτες, αφόπλισε το 10ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ.
Στην Ηπειρο, με το ίδιο επιχείρημα, ΕΔΕΣίτες και ταγματασφαλίτες συλλάμβαναν και βασάνιζαν τους ΕΑΜίτες, έχοντας τις ευλογίες των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Στην περιοχή της Δράμας, ο ταγματάρχης Μίλερ είχε δημιουργήσει βρετανικό κράτος εν κράτει. Συγκέντρωνε και εξόπλιζε τους συνεργάτες των Γερμανών και τους εξαπέλυε κατά των περιοχών του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.
Στα νησιά του Αιγαίου είχε αναβιώσει ο φασισμός σ' όλο του το μεγαλείο. Οι Βρετανοί μαζί με τον "Ιερό Λόχο" των πραιτοριανών και ο διορισμένος από την κυβέρνηση Παπανδρέου γενικός διοικητής Αιγαίου συνταγματάρχης Μπουρδάρας είχαν ουσιαστικά θέσει εκτός νόμου τις ΕΑΜικές οργανώσεις.
...και στην Αθήνα
Αλλά και στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Με την υποστήριξη της αντίδρασης και των Εγγλέζων, οι ομάδες ενόπλων γερμανοντυμένων και γερμανοεξοπλισμένων, που βρίσκονταν οχυρωμένες σε κτίρια και ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης ή σε αστυνομικά τμήματα, όχι μόνο δεν εκκαθαρίζονται, αλλά, αντίθετα, ενισχύονται ποικιλοτρόπως.
Το Γουδί και η Σχολή Χωροφυλακής, θα αποτελέσουν τα στρατόπεδα, όπου θα στρατωνίζεται, θα εκγυμνάζεται και θα προετοιμάζεται όλος αυτός ο συρφετός δοσιλόγων και ακροδεξιών, αντιΕΑΜικών, φασιστικών στοιχείων για καθημερινές εξορμήσεις ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
Στο Γουδί θα στρατωνιστούν και οι ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκωνα, που θα μεταφερθούν γι' αυτούς τους σκοπούς από τις Σπέτσες στην πρωτεύουσα.
Οι Χίτες είναι πάντα οχυρωμένοι στο Θησείο κι από κει εξορμούν προς το κέντρο της πόλης.
Οι ΕΔΕΣίτες του Παπαγεωργίου, κρατούν κεντρικά ξενοδοχεία.
Οι αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις - πέραν του ότι συγκέντρωναν, οργάνωναν, εξόπλιζαν και εκπαίδευαν κάθε λογής φασιστικές και αντιΕΑΜικές ομάδες - επιδίδονται οι ίδιες σε προκλήσεις σε βάρος του λαού της Αθήνας. Σχίζουν αφίσες του ΕΑΜ, επιτίθενται σε δημοκρατικούς πολίτες, τρομοκρατούν τις λαϊκές συνοικίες, δημιουργώντας συνεχώς επεισόδια κι όταν οι ντόπιες συμμορίες τους βρίσκονται σε κίνδυνο τρέχουν να τις σώσουν.
Ορισμένα παραδείγματα είναι πολύ χαρακτηριστικά για το τι συνέβαινε:
*Τρεις μέρες μετά την Απελευθέρωση, στις 15 Οκτώβρη του '44, μια ομάδα από Χίτες του Γρίβα που κρυβόταν στο ξενοδοχείο "Πάγγειο", στην Ομόνοια, εξαπολύει πυρ εναντίον λαϊκής διαδήλωσης. Ο λαός θα κυκλώσει το ξενοδοχείο, αλλά θα επέμβουν οι Εγγλέζοι και με υποσχέσεις προς τους εκπροσώπους του λαϊκού κινήματος, ότι θα τιμωρήσουν παραδειγματικά τους δολοφόνους, τους σώζουν από τη λαϊκή οργή. Αντί όμως για τιμωρία, παρείχαν προστασία στους Χίτες, μεταφέροντάς τους με ασφάλεια στο Θησείο.
*Την επομένη, εγκληματίες της ομάδας του Πανωλιάσκου - γνωστού σφαγέα του λαού από τα χρόνια της Κατοχής, με δράση στην περιοχή του Μεταξουργείου - οχυρωμένοι στο σπίτι του Πάγκαλου θα ανοίξουν πυρ εναντίον πολιτοφυλάκων του ΕΑΜ. Επακολουθεί σύγκρουση, αλλά κι αυτή τη φορά η επέμβαση των Αγγλων θα είναι σωτήρια για τους δολοφόνους. Ο Παπανδρέου ανακοινώνει ότι τους έπιασαν και τους κρατούν για να λογοδοτήσουν. Από την Αστυνομία όμως ανακοινώνεται ότι "ΟΥΔΕΙΣ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ"!!!
Τέτοια γεγονότα ήταν συνηθισμένα στη μεταπελευθερωτική Αθήνα και ο κατάλογός τους αρκετά μακρύς για να τον παραθέσει κανείς ολόκληρο.
Ο Τσακαλώτος ομολογεί
Τα όσα έχουμε, ήδη, αναφέρει επιβεβαιώνει με σαφή, κατηγορηματικό και εντυπωσιακά - θα λέγαμε - κυνικό τρόπο, στα απομνημονεύματά του, ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, ο οποίος υπήρξε διοικητής της περιβόητης Ορεινής Ταξιαρχίας των πραιτοριανών και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο πόλεμο 1946 - 1949 ως ηγετικό στρατιωτικό στέλεχος στον κυβερνητικό στρατό.
Αναφερόμενος στην περίοδο μετά την Απελευθέρωση και συγκεκριμένα στην πραγματική αποστολή της Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής υπό τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο (αρχηγός των Σωμάτων Ασφαλείας επί Κατοχής) που διόρισε ο Παπανδρέου λέει συγκεκριμένα: "Πρώται ενέργειαι της Στρατιωτικής Διοικήσεως ήσαν η οργάνωσις Επιτελείου, ο εξοπλισμός και στρατιωτική οργάνωσις των Εθνικών Ομάδων, η σύνταξις ενός σχεδίου ενεργείας προβλέποντος τη διατήρησιν της περιοχής των Αθηνών"
(Θρ. Τσακαλώτου: "40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος", ΑΘΗΝΑΙ 1960, τόμος Α`, σελ. 576).
Και ο στρατηγός Τσακαλώτος συνεχίζει, ακόμη πιο αποκαλυπτικά, ακόμη πιο κυνικά, να ομολογεί: "Αι απόρρητοι διαταγαί της κυβερνήσεως είναι κατηγορηματικαί: Καμία εμπιστοσύνη εις τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ και καμία συνεργασία διά την τήρηση της τάξεως. Ατυχώς, μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί δεν πειθαρχούν, έχοντες τη γνώμην ότι, εφ' όσον 5 υπουργοί του ΕΑΜ συμμετέχουν εις την κυβέρνησιν, πρέπει η τάξις να τηρηθή και διά των Μονάδων αυτού. Η τοιαύτη αντίληψις αποκρούεται με αγανάκτησιν και λαμβάνονται κυρώσεις εναντίον των. Διά τον συντονισμόν των ενεργειών, φθάνει ο Βρετανός συνταγματάρχης Σέπερτ, ως σύνδεσμος του Σκόμπι μετά του στρατιωτικού διοικητού (σ. σ. του Σπηλιωτόπουλου, δηλαδή). Συνεργάζονται αρμονικότατα και προσφέρουν εξαιρετικάς υπηρεσίας διά την επιτυχίαν του αγώνος της απελευθερώσεως. Δυστυχώς, με το αίμα του, κατά τον Δεκέμβριον, οπότε φονεύεται, επισφραγίζει την αγάπη του προς την Ελλάδα. Τα Τάγματα Ασφαλείας ευρίσκονται εις δυσχερεστάτην θέσιν, διότι έχουσι αποκηρυχτεί υπό της κυβερνήσεως ως προδοτικά. Καταλλήλως, όμως, ο στρατιωτικός διοικητής τα ειδοποιεί να συνεχίσωσι τας υπηρεσίας των με τη δήλωσιν - ουχί ακριβή - ότι θα τύχωσι συγνώμης. Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ, το οποίο επιμόνως ζητεί τη διάλυσίν των" (Θρ. Τσακαλώτου, στο ίδιο, σελ. 578).
Υστερα από όλα όσα ομολογεί ο στρατηγός Τσακαλώτος, τα σχόλια περιττεύουν!!!
Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα οι Εγγλέζοι έδειξαν καθαρά τις προθέσεις τους. Στην Πελοπόννησο, απαγόρευσαν τις λαϊκές συγκεντρώσεις, εμπόδισαν την ελεύθερη μετακίνηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ, έθεσαν περιορισμούς στις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να προστατεύσουν τους ταγματασφαλίτες και τους υπόλοιπους συνεργάτες των Γερμανών.
Κι όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συνελάμβαναν γερμανοντυμένους και γερμανοοπλισμένους, οι Βρετανοί τους παραλάμβαναν, τους έκλειναν προσωρινά σε στρατόπεδα και στη συνέχεια τους μετέφεραν σε νησιά όπου τους εκγύμναζαν και τους προετοίμαζαν για να τους χρησιμοποιήσουν ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
Τα ίδια - κι ακόμη χειρότερα - έκαναν οι Εγγλέζοι και στις άλλες περιοχές της χώρας.
Στην Κέρκυρα, με το πρόσχημα ότι η περιοχή ήταν υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Ζέρβα, βρετανικό τμήμα στρατού, ενισχυμένο από δυνάμεις του ΕΔΕΣ και ταγματασφαλίτες, αφόπλισε το 10ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ.
Στην Ηπειρο, με το ίδιο επιχείρημα, ΕΔΕΣίτες και ταγματασφαλίτες συλλάμβαναν και βασάνιζαν τους ΕΑΜίτες, έχοντας τις ευλογίες των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Στην περιοχή της Δράμας, ο ταγματάρχης Μίλερ είχε δημιουργήσει βρετανικό κράτος εν κράτει. Συγκέντρωνε και εξόπλιζε τους συνεργάτες των Γερμανών και τους εξαπέλυε κατά των περιοχών του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.
Στα νησιά του Αιγαίου είχε αναβιώσει ο φασισμός σ' όλο του το μεγαλείο. Οι Βρετανοί μαζί με τον "Ιερό Λόχο" των πραιτοριανών και ο διορισμένος από την κυβέρνηση Παπανδρέου γενικός διοικητής Αιγαίου συνταγματάρχης Μπουρδάρας είχαν ουσιαστικά θέσει εκτός νόμου τις ΕΑΜικές οργανώσεις.
...και στην Αθήνα
Αλλά και στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Με την υποστήριξη της αντίδρασης και των Εγγλέζων, οι ομάδες ενόπλων γερμανοντυμένων και γερμανοεξοπλισμένων, που βρίσκονταν οχυρωμένες σε κτίρια και ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης ή σε αστυνομικά τμήματα, όχι μόνο δεν εκκαθαρίζονται, αλλά, αντίθετα, ενισχύονται ποικιλοτρόπως.
Το Γουδί και η Σχολή Χωροφυλακής, θα αποτελέσουν τα στρατόπεδα, όπου θα στρατωνίζεται, θα εκγυμνάζεται και θα προετοιμάζεται όλος αυτός ο συρφετός δοσιλόγων και ακροδεξιών, αντιΕΑΜικών, φασιστικών στοιχείων για καθημερινές εξορμήσεις ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
Στο Γουδί θα στρατωνιστούν και οι ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκωνα, που θα μεταφερθούν γι' αυτούς τους σκοπούς από τις Σπέτσες στην πρωτεύουσα.
Οι Χίτες είναι πάντα οχυρωμένοι στο Θησείο κι από κει εξορμούν προς το κέντρο της πόλης.
Οι ΕΔΕΣίτες του Παπαγεωργίου, κρατούν κεντρικά ξενοδοχεία.
Οι αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις - πέραν του ότι συγκέντρωναν, οργάνωναν, εξόπλιζαν και εκπαίδευαν κάθε λογής φασιστικές και αντιΕΑΜικές ομάδες - επιδίδονται οι ίδιες σε προκλήσεις σε βάρος του λαού της Αθήνας. Σχίζουν αφίσες του ΕΑΜ, επιτίθενται σε δημοκρατικούς πολίτες, τρομοκρατούν τις λαϊκές συνοικίες, δημιουργώντας συνεχώς επεισόδια κι όταν οι ντόπιες συμμορίες τους βρίσκονται σε κίνδυνο τρέχουν να τις σώσουν.
Ορισμένα παραδείγματα είναι πολύ χαρακτηριστικά για το τι συνέβαινε:
*Τρεις μέρες μετά την Απελευθέρωση, στις 15 Οκτώβρη του '44, μια ομάδα από Χίτες του Γρίβα που κρυβόταν στο ξενοδοχείο "Πάγγειο", στην Ομόνοια, εξαπολύει πυρ εναντίον λαϊκής διαδήλωσης. Ο λαός θα κυκλώσει το ξενοδοχείο, αλλά θα επέμβουν οι Εγγλέζοι και με υποσχέσεις προς τους εκπροσώπους του λαϊκού κινήματος, ότι θα τιμωρήσουν παραδειγματικά τους δολοφόνους, τους σώζουν από τη λαϊκή οργή. Αντί όμως για τιμωρία, παρείχαν προστασία στους Χίτες, μεταφέροντάς τους με ασφάλεια στο Θησείο.
*Την επομένη, εγκληματίες της ομάδας του Πανωλιάσκου - γνωστού σφαγέα του λαού από τα χρόνια της Κατοχής, με δράση στην περιοχή του Μεταξουργείου - οχυρωμένοι στο σπίτι του Πάγκαλου θα ανοίξουν πυρ εναντίον πολιτοφυλάκων του ΕΑΜ. Επακολουθεί σύγκρουση, αλλά κι αυτή τη φορά η επέμβαση των Αγγλων θα είναι σωτήρια για τους δολοφόνους. Ο Παπανδρέου ανακοινώνει ότι τους έπιασαν και τους κρατούν για να λογοδοτήσουν. Από την Αστυνομία όμως ανακοινώνεται ότι "ΟΥΔΕΙΣ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ"!!!
Τέτοια γεγονότα ήταν συνηθισμένα στη μεταπελευθερωτική Αθήνα και ο κατάλογός τους αρκετά μακρύς για να τον παραθέσει κανείς ολόκληρο.
Ο Τσακαλώτος ομολογεί
Τα όσα έχουμε, ήδη, αναφέρει επιβεβαιώνει με σαφή, κατηγορηματικό και εντυπωσιακά - θα λέγαμε - κυνικό τρόπο, στα απομνημονεύματά του, ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, ο οποίος υπήρξε διοικητής της περιβόητης Ορεινής Ταξιαρχίας των πραιτοριανών και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο πόλεμο 1946 - 1949 ως ηγετικό στρατιωτικό στέλεχος στον κυβερνητικό στρατό.
Αναφερόμενος στην περίοδο μετά την Απελευθέρωση και συγκεκριμένα στην πραγματική αποστολή της Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής υπό τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο (αρχηγός των Σωμάτων Ασφαλείας επί Κατοχής) που διόρισε ο Παπανδρέου λέει συγκεκριμένα: "Πρώται ενέργειαι της Στρατιωτικής Διοικήσεως ήσαν η οργάνωσις Επιτελείου, ο εξοπλισμός και στρατιωτική οργάνωσις των Εθνικών Ομάδων, η σύνταξις ενός σχεδίου ενεργείας προβλέποντος τη διατήρησιν της περιοχής των Αθηνών"
(Θρ. Τσακαλώτου: "40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος", ΑΘΗΝΑΙ 1960, τόμος Α`, σελ. 576).
Και ο στρατηγός Τσακαλώτος συνεχίζει, ακόμη πιο αποκαλυπτικά, ακόμη πιο κυνικά, να ομολογεί: "Αι απόρρητοι διαταγαί της κυβερνήσεως είναι κατηγορηματικαί: Καμία εμπιστοσύνη εις τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ και καμία συνεργασία διά την τήρηση της τάξεως. Ατυχώς, μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί δεν πειθαρχούν, έχοντες τη γνώμην ότι, εφ' όσον 5 υπουργοί του ΕΑΜ συμμετέχουν εις την κυβέρνησιν, πρέπει η τάξις να τηρηθή και διά των Μονάδων αυτού. Η τοιαύτη αντίληψις αποκρούεται με αγανάκτησιν και λαμβάνονται κυρώσεις εναντίον των. Διά τον συντονισμόν των ενεργειών, φθάνει ο Βρετανός συνταγματάρχης Σέπερτ, ως σύνδεσμος του Σκόμπι μετά του στρατιωτικού διοικητού (σ. σ. του Σπηλιωτόπουλου, δηλαδή). Συνεργάζονται αρμονικότατα και προσφέρουν εξαιρετικάς υπηρεσίας διά την επιτυχίαν του αγώνος της απελευθερώσεως. Δυστυχώς, με το αίμα του, κατά τον Δεκέμβριον, οπότε φονεύεται, επισφραγίζει την αγάπη του προς την Ελλάδα. Τα Τάγματα Ασφαλείας ευρίσκονται εις δυσχερεστάτην θέσιν, διότι έχουσι αποκηρυχτεί υπό της κυβερνήσεως ως προδοτικά. Καταλλήλως, όμως, ο στρατιωτικός διοικητής τα ειδοποιεί να συνεχίσωσι τας υπηρεσίας των με τη δήλωσιν - ουχί ακριβή - ότι θα τύχωσι συγνώμης. Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ, το οποίο επιμόνως ζητεί τη διάλυσίν των" (Θρ. Τσακαλώτου, στο ίδιο, σελ. 578).
Υστερα από όλα όσα ομολογεί ο στρατηγός Τσακαλώτος, τα σχόλια περιττεύουν!!!
Η Ματωμένη Κυριακή του Δεκέμβρη 1944
|
|
Το ξημέρωμα της Κυριακής, 3ης του Δεκέμβρη 1944, έβρισκε το βασανισμένο λαό της Αθήνας και του Πειραιά στο πόδι. Οι προετοιμασίες, για το μεγάλο συλλαλητήριο, που είχε καλέσει η ΚΕ του ΕΑΜ, για την ίδια μέρα στην πλατεία Συντάγματος, έχουν φτάσει στην τελική τους φάση. Αλλωστε, οι μέρες που είχαν προηγηθεί ήταν γεμάτες ένταση και όλοι συναισθάνονταν την κρισιμότητα των στιγμών. Τη νύχτα της 30ής Νοέμβρη προς 1η Δεκέμβρη, μετά την ανακοίνωση - τελεσίγραφο του Γ. Παπανδρέου, πραγματοποιήθηκε ολονύχτια συνεδρίαση της ΚΕ του ΕΑΜ, η οποία συζήτησε τις εξελίξεις και αποφάσισε:
α. Να απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις των συμμάχων της Μ. Βρετανίας, της Σοβιετικής Ενωσης και των ΗΠΑ.
β. Να κηρυχτεί παλλαϊκή απεργία το Σάββατο, 2 του Δεκέμβρη
γ. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος στις 3/12, στις 11 το πρωί.
δ. Να ανασυγκροτηθεί η ΚΕ του ΕΛΑΣ
Την 1η Δεκέμβρη 1944 παραιτούνται από την κυβέρνηση της "Εθνικής Ενότητας" οι ΕΑΜίτες υπουργοί Αλ. Σβώλος, Γ. Ζεύγος, Μ. Πορφυρογένης, Ν. Ασκούτσης, Ηλ. Τσιριμώκος και Α. Αγγελόπουλος, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαταγή μονομερούς αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. Την ίδια στιγμή, πραγματοποιούνται μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις του λαού σ' όλη την Ελλάδα, ενάντια στην κυβέρνηση Παπανδρέου και την αγγλική επέμβαση.
Στις 2 Δεκέμβρη 1944, η απεργία σημειώνει τεράστια επιτυχία. Τα πάντα στην Αθήνα και τον Πειραιά είναι κλειστά, φανερώνοντας ξεκάθαρα τη θέληση του λαού.
Την ίδια στιγμή, αποβιβάζονται στο Φάληρο 6.000 Αγγλοι στρατιώτες και δύο φασιστικά, ελληνικά τάγματα από την Αίγυπτο.
Το πρωί της ίδιας μέρας, η ΚΕ του ΕΑΜ ζητά και παίρνει από την κυβέρνηση άδεια για το συλλαλητήριο της Κυριακής.
Μετά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, όμως, ο Γ. Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια.
Προφανώς, είτε για να δοκιμάσει την αντοχή και την αποφασιστικότητα του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος, είτε για να βρει "πάτημα", για τα όσα ήδη σχεδίαζε μαζί, με τους Αγγλους, για την επόμενη μέρα.
Η θέληση του λαού και η αντίδραση
3 Δεκέμβρη 1944: Το συλλαλητήριο ξεκινάει. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού πλημμυρίζουν τους δρόμους, που οδηγούν στο κέντρο της πρωτεύουσας και κατακλύζουν την πλατεία Συντάγματος και τη γύρω περιοχή. Τα συνθήματα "Οχι άλλη κατοχή", "Εθνικός Στρατός", "Λαοκρατία και όχι βασιλιά", "Παπανδρέου παραιτήσου" κυριαρχούν σ' όλα τα χείλη.
Ωρα 10.30' και ήδη, στην πλατεία Συντάγματος έχει συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος. Οι μεγάλες, όμως, φάλαγγες των λαϊκών συνοικιών βρίσκονται ακόμη στο δρόμο. Προχωρούν με τάξη, ειρηνικά, τραγουδώντας και φωνάζοντας συνθήματα, ανεμίζοντας τις τιμημένες σημαίες και τα λάβαρα του αγώνα.
Η ώρα πλησιάζει 11 και καθώς, οι ανθρώπινοι χείμαρροι φτάνουν στην πλατεία Συντάγματος και γεμίζουν ασφυκτικά το χώρο μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη, ρίχνονται εντελώς απροειδοποίητα και ύπουλα τα πρώτα δολοφονικά πυρά, από τα παλιά ανάκτορα και τη διεύθυνση της Αστυνομίας.
Αιματηρός ο απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης: 21 νεκροί και 140 τραυματίες.
Την ίδια ώρα, δέχονται ανάλογη επίθεση οι φάλαγγες των διαδηλωτών, που προχωρούσαν από την οδό Ηρώδη του Αττικού προς την πλατεία Συντάγματος.
Το βράδυ της ίδιας μέρας δολοφονούνται 7 αγωνιστές την ώρα που τοιχοκολλούν έντυπα του ΕΑΜ. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά, ο Αγγελος Εβερτ, διευθυντής της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας εκείνη την κρίσιμη περίοδο και γνωστός για τη σχέση του με τους Εγγλέζους, ομολόγησε ότι έδωσε την εντολή της δολοφονικής επίθεσης στην πλατεία Συντάγματος (δηλώσεις σε εφημερίδα "Ακρόπολη" 3/12/1958).
Στις 4 Δεκέμβρη 1944 κηρύσσεται γενική απεργία σ' όλη την Ελλάδα. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά οδηγεί τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Μέσα σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, αλλά και αγωνιστικής αποφασιστικότητας, ο λαός απαιτεί την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Ενα τεράστιο πανό στην κεφαλή της πορείας γράφει: "ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ Η' ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η' ΤΑ ΟΠΛΑ". Οταν η πομπή φτάνει στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές γονατίζουν. Ορκίζονται στους νεκρούς και ψάλλουν το πένθιμο εμβατήριο.
Στην επιστροφή από το νεκροταφείο τα πλήθη δέχονται και νέα, ένοπλη επίθεση από τους Χίτες.
Αλλοι 40 νεκροί και 70 τραυματίες βάφουν με το αίμα τους, τους αθηναϊκούς δρόμους.
Την άλλη μέρα και καθώς οι λαϊκές διαδηλώσεις συνεχίζονται, χτυπά και πάλι η Ασφάλεια, με τραγικό απολογισμό, ακόμη 30 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες.
Στρατιωτικός δικτάτορας ο Σκόμπι
Στο μεταξύ, ο Σκόμπι κλιμακώνει τις αντιλαϊκές και επιθετικές του ενέργειες, επιχειρώντας να αιφνιδιάσει και να υποτάξει με την ένοπλη βία το λαϊκό κίνημα.
Προχωρά στον αφοπλισμό τμημάτων της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Υποκαθιστώντας και τυπικά την κυβέρνηση Παπανδρέου και μιλώντας εξ ονόματός της κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, της 4ης Δεκέμβρη, βρετανικές δυνάμεις κυκλώνουν και αφοπλίζουν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙ μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Κάτω από την πίεση των δραματικών αυτών γεγονότων και ιδιαίτερα την παλλαϊκή κατακραυγή και καταδίκη, ο Γ. Παπανδρέου υποχρεώνεται να παραιτηθεί και να ζητήσει από τον Θ. Σοφούλη, να προχωρήσει στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Η επιλογή του προσώπου βρίσκει κατ' αρχή σύμφωνη και την ηγεσία του ΕΑΜ, αλλά λίγο μετά ο Γ. Παπανδρέου ανακαλεί την παραίτησή του, υποχωρώντας στην πίεση του Τσόρτσιλ και άλλων εξωελληνικών παραγόντων και αναλαμβάνοντας να σηκώσει μέχρι το τέλος τις ιστορικές και εγκληματικές του ευθύνες.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ παίρνουν τη διαταγή και αρχίζουν τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά. Την επομένη ο Σκόμπι θα πάρει διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη. Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση ο λαός έπρεπε να διαλέξει. Και διάλεξε τα όπλα.
Τα τηλεγραφήματα της αιώνιας καταισχύνης
Στις 5 Δεκέμβρη, ο Τσόρτσιλ στέλνει δύο τηλεγραφήματα, ένα προς τον πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας στην Αθήνα, Λίπερ, κι ένα προς τον Σκόμπι. Είναι δύο τηλεγραφήματα, αποκαλυπτικά για τις εγκληματικές προθέσεις και μεθόδους του αγγλικού ιμπεριαλισμού και αποτελούν μνημεία αντιλαϊκού κυνισμού και ωμότητας. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα και από τα δύο, έτσι όπως έχουν καταγραφεί στην ιστορία.
Τηλεγράφημα προς τον Λίπερ:
"Πρέπει να παρακινήσετε τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε, ότι εις την περίπτωσιν αυτήν θα τον υποστηρίξωμεν μ' όλας τας δυνάμεις. Παρήλθεν πλέον η εποχή καθ' ην μια οιαδήποτε ομάς Ελλήνων πολιτών ηδύνατο να ματαιώνει την εξέγερσιν του όχλου. Η μόνη ελπίς του είναι να εργασθεί μεθ' ημών διά την αποσόβησιν ενδεχομένης συμφοράς...
Ανέθεσα το όλον ζήτημα της αμύνης των Αθηνών και τη διατήρηση της εννόμου τάξεως εις τον στρατηγόν Σκόμπι και τον διαβεβαίωσα ότι θα τον ενισχύσωμεν με όσας δυνάμεις χρειάζεται προς τούτο. Τόσον εσείς, όσο και ο Παπανδρέου, πρέπει να συμμορφωθείτε προς τας οδηγίας του, εις ό,τι αφορά τη δημόσιαν τάξιν και την ασφάλειαν. Πρέπει να συνδράμετε τον στρατηγόν Σκόμπι με πάντα δυνατόν τρόπον και να εισηγηθείτε εις αυτόν τη λήψιν παντός μέτρου, το οποίον, κατά τη γνώμην σας, ήθελε καταστήσει το έργον του περισσότερον ευχερές και αποτελεσματικόν". (Οι υπογραμμίσεις είναι του Τσόρτσιλ) (Ο. Τσόρτσιλ, "Απομνημονεύματα", τόμ. 6ος, βιβλίο 1ο, σ. 256).
Ετσι αναφέρεται το τηλεγράφημα αυτό στα απομνημονεύματα του Βρετανού πρωθυπουργού. Σκόπιμα, προφανώς, ο Τσόρτσιλ δεν αναφέρει ένα χαρακτηριστικό, για τον ιμπεριαλιστικό, ωμό αυταρχισμό και την κατάλυση κάθε έννοιας εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας, απόσπασμα. Το απόσπασμα αυτό ήρθε στο φως το 1974, όταν δημοσιοποιήθηκαν τα αντίστοιχα αρχεία του Φόρεϊν Οφις. Να ποιο κομμάτι "αυτολογόκρινε" ο Τσόρτσιλ:
"Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς..." (Γ. Ανδρικόπουλου, "1944 Κρίσιμη χρονιά" τόμ. Β` αρ. 300).
Ανάλογης εγκληματικής περιφρόνησης προς τη θέληση του ελληνικού λαού και τα στοιχειώδη δικαιώματά του είναι και το τηλεγράφημα προς τον Σκόμπι:
"Κατόπιν συνεννοήσεως μετά του στρατηγού Ουίλσον (Ιταλία) έδωσα οδηγίες να σας αφήσει όλας τας δυνάμεις, τας οποίας διαθέτετε και να σας σταλούν, ει δυνατόν, ενισχύσεις. Είσθε υπεύθυνος διά την τήρησιν της τάξεως εις Αθήνας και διά την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν εις την πόλιν. Δύνασθε να λάβετε όλα τα μέτρα, που θα θεωρήσετε σκόπιμα διά τον έλεγχον των οδών και την παγίδευσιν των ταραξιών. Είναι φυσικόν ο ΕΛΑΣ να προσπαθήσει να παρατάξει γυναικόπαιδα εις τα σημεία όπου θα διεξαχθούν συγκρούσεις. Θα πρέπει να ενεργήσετε με σύνεσιν και να αποφύγετε σφάλματα, αλλά μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου, που θα επιχειρεί να επιτεθή κατά των βρετανικών δυνάμεων και κατά των ελληνικών, μετά των οποίων συνεργαζόμεθα. Το καλύτερον, φυσικά, θα ήτο εάν εις το έργον σας είχατε τη συμπαράστασιν μιας κυβερνήσεως και εάν ο Λίπερ έπειθε τον Παπανδρέου να παραμείνει εις τη θέσιν του και να σας βοηθήσει.
Ωστόσο, μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μίαν μόλις καταληφθείσα υπό του στρατού πόλιν, όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα (υπογραμμίσεις Τσόρτσιλ).
Εν συνεχεία, με τας ομάδας του ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν έξωθεν προς την πόλιν, θα πρέπει να είσθε ασφαλώς εις θέσιν, με τας δυνάμεις που διαθέτετε, να δώσετε εις μερικάς εξ αυτών ένα καλό μάθημα, το οποίον θα παραδειγματίση και τας άλλας. Δύνασθε να βασίζεσθε εις την υποστήριξίν μου διά πάσαν λογικήν και εύστοχον ενέργειαν, την οποίαν εν προκειμένω θα αποφασίσετε. Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν (υπογράμμιση Τσόρτσιλ). Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα δι' εσάς, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα, εάν αυτή είναι απαραίτητος" (Ο. Τσόρτσιλ, στο ίδιο, τόμ. 6ος, βιβλ. 1ο, σ. 255).
Αυθεντικές μαρτυρίες
Πολλά έχουν γραφτεί, για την αλήθεια των γεγονότων της ματωμένης εκείνης Κυριακής, 3 του Δεκέμβρη.
Η αντίδραση, εκμεταλλευόμενη την κατοπινή νίκη της, επιχείρησε, στην κυριολεξία, να στήσει την ιστορική αλήθεια με το κεφάλι κάτω και να αμαυρώσει τον ηρωικό αγώνα του λαού της πρωτεύουσας, να συκοφαντήσει το ΕΑΜ και ακόμη περισσότερο το ΚΚΕ. Η αλήθεια, βέβαια, έχει πλέον αποκαλυφθεί και ο εγκληματικός ρόλος των Εγγλέζων, καθώς και των ντόπιων υποτελών τους, είτε των πολιτικών είτε των πρώην γερμανοντυμένων ταγματασφαλιτών και Χιτών, είναι αδιαμφισβήτητος.
Περισσότερο, ως απόδοση τιμής στους εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά και στην άφθαστη γενναιότητα των εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών, που άοπλοι και με το κεφάλι ψηλά αντιμετώπισαν τα εγγλέζικα τανκ και, λιγότερο, για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα αυτοπτών και πέραν κάθε αμφισβήτησης μαρτύρων εκείνης της τραγικής μέρας (από το βιβλίο του Ν. Κεπέση, "Ο Δεκέμβρης του 1944").
Η μαρτυρία του Κ. Κουβαρά* "... Είδα τον κόσμο να έρχεται σε παράταξη, με τις σημαίες του - ελληνική, αμερικανική, βρετανική και ρωσική - μπροστά. Ηταν μια γιγάντια φάλαγγα, αλλά οι διαδηλωτές προχωρούσαν με τάξη, τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και φωνάζοντας συνθήματα... Ημασταν στον εξώστη του πρώτου πατώματος του ξενοδοχείου της "Μεγάλης Βρετανίας".
Η Αστυνομία είχε κινητοποιηθεί ολόκληρη, επιδείχνοντας τα καινούρια βρετανικά τουφέκια και "τόμιγκαν" για πρώτη φορά. Υπήρχαν, επίσης, ολόγυρα βρετανικά τανκ και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Στο πρώτο τανκ, στη γωνία μπροστά μας, ένας άντρας στεκόταν στον ανοιχτό πυργίσκο και βρισκόταν σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με το αρχηγείο του, αναφέροντας τα συμβαίνοντα.
Το μπροστινό τμήμα του συλλαλητηρίου είχε φτάσει στην άκρη της πλατείας, όπου βρισκόμασταν και καθώς παρατηρούσα προσεχτικά, άκουσα τους επικεφαλής να συζητούν με την Αστυνομία, μόλις δέκα μέτρα από κει που στεκόμασταν... Οι διαδηλωτές σπρώχνανε για να μπουν στην πλατεία, αλλά δε γινόταν καμιά συμπλοκή.
Ξαφνικά ένα παράγγελμα "τραβηχτείτε πίσω!" δόθηκε με μια στριγκιά στρατιωτική φωνή και όλοι οι αστυνομικοί υποχώρησαν κάπου είκοσι μέτρα, γονάτισαν κι άρχισαν να πυροβολούν. Τα πυρά ήταν πυκνά. Διακόσιοι αστυνομικοί έβαλλαν ταυτόχρονα, οι περισσότεροι με αυτόματα. Ενας από μας παρατήρησε τον αστυνομικό που γονάτισε λίγα μέτρα από το μέρος μας, και μας φώναξε "αυτός βαράει στο ψαχνό!". Κοιτάξαμε με προσοχή στο πλήθος και είδαμε αίμα... Ενα αγόρι, ως δεκαπέντε χρονών, είχε πέσει ακριβώς μπροστά μας, μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Ενα εικοσάχρονο κορίτσι ήταν γεμάτο αίματα λίγο πιο κάτω...
Οταν η Πανεπιστημίου άδειασε, μπορέσαμε να δούμε μόνο τους νεκρούς και τους πληγωμένους. Πτώματα ήταν σκόρπια παντού και σ' άλλα σημεία λίμνες από αίμα, που άφησαν μερικοί λαβωμένοι, τους οποίους φίλοι μετέφεραν αλλού...
"Στην πλατεία, στην πλατεία!", άρχισαν να φωνάζουν οι επικεφαλής των διαδηλωτών. Πυροβολισμοί δεν ακούγονταν πια και ο κόσμος ξεκίνησε για την πλατεία Συντάγματος με μεγάλη τάξη. Καθώς οι διαδηλωτές προχωρούσαν, συγκινητικές στιγμές ξετυλίγονταν μπρος στα μάτια μας. Οι νεκροί και οι λαβωμένοι είχαν μεταφερθεί και μόνο λίμνες αίματος έμειναν εδώ κι εκεί, για να θυμίζουν τι είχε συμβεί λίγα λεπτά πρωτύτερα. Ομάδες νέων σταματούσαν μπροστά στις λίμνες αυτές και οι αντιδράσεις ποικίλανε, ανάλογα με τα συναισθήματα του καθενός. Μερικοί κλαίγανε, άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι άλλοι ορκίζονταν εκδίκηση. Πολλοί μαζεύτηκαν γύρω από μια αιμάτινη λίμνη κοντά στον εξώστη μας, όπου ένα κορίτσι έκλαιγε από αρκετή ώρα και προσπαθούσε να προφυλάξει το χυμένο αίμα μιας φίλης της. Γνωστοί της δοκίμασαν να την απομακρύνουν, αλλά αρνήθηκε να κουνηθεί...".
* Ο Κ. Κουβαράς είναι Ελληνοαμερικανός και ήταν αρχηγός της μυστικής αμερικανικής αποστολής "Περικλής" στην κατεχόμενη Ελλάδα
Η μαρτυρία του Φρανκ Τσερβάζι * "... Μια ομάδα αστυνομικών πυροβολούσε το άοπλο πλήθος. Με μια κίνηση, λες και τη φύσηξε άγριος βοριάς, η συμπαγής μάζα του λαού έπεσε μπρούμυτα. Το ντουφεκίδι σταμάτησε. Ο λαός ξανασηκώθηκε πάλι σύσσωμος, τα τουφέκια άρχισαν πάλι να πυροβολούν κι οι χειροβομβίδες να πέφτουν σαν βροχή... Ο κ. Πούλος, ένας Αμερικανός ανταποκριτής, χίμηξε με τεντωμένα χέρια ανάμεσα στην Αστυνομία και το πλήθος, ζητώντας να σταματήσει το ντουφεκίδι. Τίποτε, όμως. Οι σφαίρες εξακολουθούσαν να πέφτουν σαν βροχή. Ανάμεσα στα άλλα πτώματα, ήταν ένα αγοράκι έξι χρονών και δίπλα του ένα κατάξανθο κοριτσάκι. Ετσι χύθηκε το πρώτο αίμα. Ετσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος".
* Ο Φ. Τσερβάζι ήταν δημοσιογράφος και το παραπάνω απόσπασμα δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση "Κόλιερς" εκείνης της εποχής
Η μαρτυρία ενός Αγγλου * "... Η πορεία πλησίαζε: Αντρες, γυναίκες και παιδιά βάδιζαν σε γραμμές ανά οχτώ ως δέκα. Η διαδήλωση δεν έδειχνε τίποτα το απειλητικό.
Την προσοχή μου τράβηξε πάλι στο μπαλκόνι (σ.σ. της τότε Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών) μια επιτακτική φωνή, που έμοιαζε σαν διαταγή στα ελληνικά... Ο κ. Σ. Μπάρμπερ του "Ηνωμένου Τύπου", μου εξήγησε αργότερα ότι η φωνή που είχα ακούσει ήταν διαταγή πυροβολισμού. Αμέσως οι αστυνομικοί άρχισαν να τραβούν τα κλείστρα των όπλων τους, όχι όμως με συντονισμό, σαν μια πειθαρχημένη ομάδα, αλλά δισταχτικά ο ένας μετά τον άλλον, δίνοντας την εντύπωση πως μερικοί από αυτούς δίσταζαν να υπακούσουν.
Οι αστυνομικοί άδειασαν τις σφαίρες των όπλων τους πάνω στους διαδηλωτές... Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν να πέφτουν... Οι αστυνομικοί έμοιαζαν πια σαν να φοβούνται να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και το θέαμα πρόσβαλε το αίσθημα ευπρέπειας κάθε Αγγλου, που έτυχε να παρακολουθεί...".
* Η μαρτυρία είναι του Βρετανού συνταγματάρχη Μπάιφορντ Τζόουνς, που παρακολούθησε τα δραματικά γεγονότα από το "καφενείο του Γιαννάκη", στο ισόγειο του κτιρίου, όπου στεγαζόταν τότε η Διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών
Κι άλλη μια μαρτυρία * "... Επρόκειτο περί μιας ειρηνικής και άοπλης διαμαρτυρίας του λαού και τούτο είναι τόσον βέβαιον, ώστε γυναίκες έφεραν μαζί τους ακόμη και τα μικρά παιδιά τους. Κάτω από το παράθυρό μου είδα με τα μάτια μου τα γεγονότα.
Είναι αφάνταστος ο ηρωισμός του λαού αυτού. Ορθιος και βαλλόμενος, προχωρούσε προς τον ορισθέντα τόπο της συγκέντρωσης. Γυναίκες και κορίτσια με το χαμόγελο στα χείλη, ακόμη και μετά τον σκοτωμό των συντρόφων των φώναζαν: "Ζήτω ο Τσόρτσιλ! Ζήτω ο Ρούσβελτ! Κάτω ο Παπανδρέου! Οχι βασιλιά!".
* Ετσι μετέδωσε τις δραματικές σκηνές ο ανταποκριτής της αμερικανικής εφημερίδας "Ηλιος του Σικάγου"
Και η ...μαρτυρία του Λίπερ
Αποκαλυπτικά είναι ακόμη και τα όσα γράφει ο τότε Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Ρ. Λίπερ, στο σχετικό βιβλίο του "Οταν ο Ελληνας συναντά Ελληνα":
"Οι πυροβολισμοί στην πλατεία Συντάγματος έλαβαν χώρα σε πλήρη θέα πολλών ξένων ανταποκριτών, που έμεναν στο ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία". Απέναντι στο ξενοδοχείο ήταν τα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας και ακριβώς σ' αυτή τη γωνία έγιναν οι ταραχές. Για τους ανταποκριτές, ήταν μια σπάνια ευκαιρία για τη μετάδοση νέων. Είχαν δει οι ίδιοι όλα τα γεγονότα και τα σχόλια γρήγορα έβγαιναν από τις γραφομηχανές τους. Σε λίγες ώρες ο κόσμος είχε την εντύπωση ότι η φασιστική ή σχεδόν φασιστική κυβέρνηση της Αθήνας είχε πυροβολήσει ενάντια στα άοπλα πλήθη. Αυτές οι γραφομηχανές έδωσαν στο ΕΑΜ μια μεγάλη νίκη εκείνη την ημέρα".
Και όμως δεν επρόκειτο για εντύπωση, αλλά για την πραγματικότητα, αν σ' αυτήν προσθέσουμε και τον απάνθρωπα εγκληματικό και πρωταγωνιστικό ρόλο των Εγγλέζων, μαζί και του Ρ. Λίπερ.
α. Να απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις των συμμάχων της Μ. Βρετανίας, της Σοβιετικής Ενωσης και των ΗΠΑ.
β. Να κηρυχτεί παλλαϊκή απεργία το Σάββατο, 2 του Δεκέμβρη
γ. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος στις 3/12, στις 11 το πρωί.
δ. Να ανασυγκροτηθεί η ΚΕ του ΕΛΑΣ
Την 1η Δεκέμβρη 1944 παραιτούνται από την κυβέρνηση της "Εθνικής Ενότητας" οι ΕΑΜίτες υπουργοί Αλ. Σβώλος, Γ. Ζεύγος, Μ. Πορφυρογένης, Ν. Ασκούτσης, Ηλ. Τσιριμώκος και Α. Αγγελόπουλος, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαταγή μονομερούς αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. Την ίδια στιγμή, πραγματοποιούνται μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις του λαού σ' όλη την Ελλάδα, ενάντια στην κυβέρνηση Παπανδρέου και την αγγλική επέμβαση.
Στις 2 Δεκέμβρη 1944, η απεργία σημειώνει τεράστια επιτυχία. Τα πάντα στην Αθήνα και τον Πειραιά είναι κλειστά, φανερώνοντας ξεκάθαρα τη θέληση του λαού.
Την ίδια στιγμή, αποβιβάζονται στο Φάληρο 6.000 Αγγλοι στρατιώτες και δύο φασιστικά, ελληνικά τάγματα από την Αίγυπτο.
Το πρωί της ίδιας μέρας, η ΚΕ του ΕΑΜ ζητά και παίρνει από την κυβέρνηση άδεια για το συλλαλητήριο της Κυριακής.
Μετά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, όμως, ο Γ. Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια.
Προφανώς, είτε για να δοκιμάσει την αντοχή και την αποφασιστικότητα του ΕΑΜ και του λαϊκού κινήματος, είτε για να βρει "πάτημα", για τα όσα ήδη σχεδίαζε μαζί, με τους Αγγλους, για την επόμενη μέρα.
Η θέληση του λαού και η αντίδραση
3 Δεκέμβρη 1944: Το συλλαλητήριο ξεκινάει. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού πλημμυρίζουν τους δρόμους, που οδηγούν στο κέντρο της πρωτεύουσας και κατακλύζουν την πλατεία Συντάγματος και τη γύρω περιοχή. Τα συνθήματα "Οχι άλλη κατοχή", "Εθνικός Στρατός", "Λαοκρατία και όχι βασιλιά", "Παπανδρέου παραιτήσου" κυριαρχούν σ' όλα τα χείλη.
Ωρα 10.30' και ήδη, στην πλατεία Συντάγματος έχει συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος. Οι μεγάλες, όμως, φάλαγγες των λαϊκών συνοικιών βρίσκονται ακόμη στο δρόμο. Προχωρούν με τάξη, ειρηνικά, τραγουδώντας και φωνάζοντας συνθήματα, ανεμίζοντας τις τιμημένες σημαίες και τα λάβαρα του αγώνα.
Η ώρα πλησιάζει 11 και καθώς, οι ανθρώπινοι χείμαρροι φτάνουν στην πλατεία Συντάγματος και γεμίζουν ασφυκτικά το χώρο μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη, ρίχνονται εντελώς απροειδοποίητα και ύπουλα τα πρώτα δολοφονικά πυρά, από τα παλιά ανάκτορα και τη διεύθυνση της Αστυνομίας.
Αιματηρός ο απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης: 21 νεκροί και 140 τραυματίες.
Την ίδια ώρα, δέχονται ανάλογη επίθεση οι φάλαγγες των διαδηλωτών, που προχωρούσαν από την οδό Ηρώδη του Αττικού προς την πλατεία Συντάγματος.
Το βράδυ της ίδιας μέρας δολοφονούνται 7 αγωνιστές την ώρα που τοιχοκολλούν έντυπα του ΕΑΜ. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά, ο Αγγελος Εβερτ, διευθυντής της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας εκείνη την κρίσιμη περίοδο και γνωστός για τη σχέση του με τους Εγγλέζους, ομολόγησε ότι έδωσε την εντολή της δολοφονικής επίθεσης στην πλατεία Συντάγματος (δηλώσεις σε εφημερίδα "Ακρόπολη" 3/12/1958).
Στις 4 Δεκέμβρη 1944 κηρύσσεται γενική απεργία σ' όλη την Ελλάδα. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά οδηγεί τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Μέσα σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, αλλά και αγωνιστικής αποφασιστικότητας, ο λαός απαιτεί την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Ενα τεράστιο πανό στην κεφαλή της πορείας γράφει: "ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ Η' ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η' ΤΑ ΟΠΛΑ". Οταν η πομπή φτάνει στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές γονατίζουν. Ορκίζονται στους νεκρούς και ψάλλουν το πένθιμο εμβατήριο.
Στην επιστροφή από το νεκροταφείο τα πλήθη δέχονται και νέα, ένοπλη επίθεση από τους Χίτες.
Αλλοι 40 νεκροί και 70 τραυματίες βάφουν με το αίμα τους, τους αθηναϊκούς δρόμους.
Την άλλη μέρα και καθώς οι λαϊκές διαδηλώσεις συνεχίζονται, χτυπά και πάλι η Ασφάλεια, με τραγικό απολογισμό, ακόμη 30 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες.
Στρατιωτικός δικτάτορας ο Σκόμπι
Στο μεταξύ, ο Σκόμπι κλιμακώνει τις αντιλαϊκές και επιθετικές του ενέργειες, επιχειρώντας να αιφνιδιάσει και να υποτάξει με την ένοπλη βία το λαϊκό κίνημα.
Προχωρά στον αφοπλισμό τμημάτων της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Υποκαθιστώντας και τυπικά την κυβέρνηση Παπανδρέου και μιλώντας εξ ονόματός της κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, της 4ης Δεκέμβρη, βρετανικές δυνάμεις κυκλώνουν και αφοπλίζουν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙ μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Κάτω από την πίεση των δραματικών αυτών γεγονότων και ιδιαίτερα την παλλαϊκή κατακραυγή και καταδίκη, ο Γ. Παπανδρέου υποχρεώνεται να παραιτηθεί και να ζητήσει από τον Θ. Σοφούλη, να προχωρήσει στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Η επιλογή του προσώπου βρίσκει κατ' αρχή σύμφωνη και την ηγεσία του ΕΑΜ, αλλά λίγο μετά ο Γ. Παπανδρέου ανακαλεί την παραίτησή του, υποχωρώντας στην πίεση του Τσόρτσιλ και άλλων εξωελληνικών παραγόντων και αναλαμβάνοντας να σηκώσει μέχρι το τέλος τις ιστορικές και εγκληματικές του ευθύνες.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ παίρνουν τη διαταγή και αρχίζουν τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά. Την επομένη ο Σκόμπι θα πάρει διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη. Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση ο λαός έπρεπε να διαλέξει. Και διάλεξε τα όπλα.
Τα τηλεγραφήματα της αιώνιας καταισχύνης
Στις 5 Δεκέμβρη, ο Τσόρτσιλ στέλνει δύο τηλεγραφήματα, ένα προς τον πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας στην Αθήνα, Λίπερ, κι ένα προς τον Σκόμπι. Είναι δύο τηλεγραφήματα, αποκαλυπτικά για τις εγκληματικές προθέσεις και μεθόδους του αγγλικού ιμπεριαλισμού και αποτελούν μνημεία αντιλαϊκού κυνισμού και ωμότητας. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα και από τα δύο, έτσι όπως έχουν καταγραφεί στην ιστορία.
Τηλεγράφημα προς τον Λίπερ:
"Πρέπει να παρακινήσετε τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε, ότι εις την περίπτωσιν αυτήν θα τον υποστηρίξωμεν μ' όλας τας δυνάμεις. Παρήλθεν πλέον η εποχή καθ' ην μια οιαδήποτε ομάς Ελλήνων πολιτών ηδύνατο να ματαιώνει την εξέγερσιν του όχλου. Η μόνη ελπίς του είναι να εργασθεί μεθ' ημών διά την αποσόβησιν ενδεχομένης συμφοράς...
Ανέθεσα το όλον ζήτημα της αμύνης των Αθηνών και τη διατήρηση της εννόμου τάξεως εις τον στρατηγόν Σκόμπι και τον διαβεβαίωσα ότι θα τον ενισχύσωμεν με όσας δυνάμεις χρειάζεται προς τούτο. Τόσον εσείς, όσο και ο Παπανδρέου, πρέπει να συμμορφωθείτε προς τας οδηγίας του, εις ό,τι αφορά τη δημόσιαν τάξιν και την ασφάλειαν. Πρέπει να συνδράμετε τον στρατηγόν Σκόμπι με πάντα δυνατόν τρόπον και να εισηγηθείτε εις αυτόν τη λήψιν παντός μέτρου, το οποίον, κατά τη γνώμην σας, ήθελε καταστήσει το έργον του περισσότερον ευχερές και αποτελεσματικόν". (Οι υπογραμμίσεις είναι του Τσόρτσιλ) (Ο. Τσόρτσιλ, "Απομνημονεύματα", τόμ. 6ος, βιβλίο 1ο, σ. 256).
Ετσι αναφέρεται το τηλεγράφημα αυτό στα απομνημονεύματα του Βρετανού πρωθυπουργού. Σκόπιμα, προφανώς, ο Τσόρτσιλ δεν αναφέρει ένα χαρακτηριστικό, για τον ιμπεριαλιστικό, ωμό αυταρχισμό και την κατάλυση κάθε έννοιας εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας, απόσπασμα. Το απόσπασμα αυτό ήρθε στο φως το 1974, όταν δημοσιοποιήθηκαν τα αντίστοιχα αρχεία του Φόρεϊν Οφις. Να ποιο κομμάτι "αυτολογόκρινε" ο Τσόρτσιλ:
"Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς..." (Γ. Ανδρικόπουλου, "1944 Κρίσιμη χρονιά" τόμ. Β` αρ. 300).
Ανάλογης εγκληματικής περιφρόνησης προς τη θέληση του ελληνικού λαού και τα στοιχειώδη δικαιώματά του είναι και το τηλεγράφημα προς τον Σκόμπι:
"Κατόπιν συνεννοήσεως μετά του στρατηγού Ουίλσον (Ιταλία) έδωσα οδηγίες να σας αφήσει όλας τας δυνάμεις, τας οποίας διαθέτετε και να σας σταλούν, ει δυνατόν, ενισχύσεις. Είσθε υπεύθυνος διά την τήρησιν της τάξεως εις Αθήνας και διά την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν εις την πόλιν. Δύνασθε να λάβετε όλα τα μέτρα, που θα θεωρήσετε σκόπιμα διά τον έλεγχον των οδών και την παγίδευσιν των ταραξιών. Είναι φυσικόν ο ΕΛΑΣ να προσπαθήσει να παρατάξει γυναικόπαιδα εις τα σημεία όπου θα διεξαχθούν συγκρούσεις. Θα πρέπει να ενεργήσετε με σύνεσιν και να αποφύγετε σφάλματα, αλλά μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου, που θα επιχειρεί να επιτεθή κατά των βρετανικών δυνάμεων και κατά των ελληνικών, μετά των οποίων συνεργαζόμεθα. Το καλύτερον, φυσικά, θα ήτο εάν εις το έργον σας είχατε τη συμπαράστασιν μιας κυβερνήσεως και εάν ο Λίπερ έπειθε τον Παπανδρέου να παραμείνει εις τη θέσιν του και να σας βοηθήσει.
Ωστόσο, μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μίαν μόλις καταληφθείσα υπό του στρατού πόλιν, όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα (υπογραμμίσεις Τσόρτσιλ).
Εν συνεχεία, με τας ομάδας του ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν έξωθεν προς την πόλιν, θα πρέπει να είσθε ασφαλώς εις θέσιν, με τας δυνάμεις που διαθέτετε, να δώσετε εις μερικάς εξ αυτών ένα καλό μάθημα, το οποίον θα παραδειγματίση και τας άλλας. Δύνασθε να βασίζεσθε εις την υποστήριξίν μου διά πάσαν λογικήν και εύστοχον ενέργειαν, την οποίαν εν προκειμένω θα αποφασίσετε. Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν (υπογράμμιση Τσόρτσιλ). Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα δι' εσάς, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα, εάν αυτή είναι απαραίτητος" (Ο. Τσόρτσιλ, στο ίδιο, τόμ. 6ος, βιβλ. 1ο, σ. 255).
Αυθεντικές μαρτυρίες
Πολλά έχουν γραφτεί, για την αλήθεια των γεγονότων της ματωμένης εκείνης Κυριακής, 3 του Δεκέμβρη.
Η αντίδραση, εκμεταλλευόμενη την κατοπινή νίκη της, επιχείρησε, στην κυριολεξία, να στήσει την ιστορική αλήθεια με το κεφάλι κάτω και να αμαυρώσει τον ηρωικό αγώνα του λαού της πρωτεύουσας, να συκοφαντήσει το ΕΑΜ και ακόμη περισσότερο το ΚΚΕ. Η αλήθεια, βέβαια, έχει πλέον αποκαλυφθεί και ο εγκληματικός ρόλος των Εγγλέζων, καθώς και των ντόπιων υποτελών τους, είτε των πολιτικών είτε των πρώην γερμανοντυμένων ταγματασφαλιτών και Χιτών, είναι αδιαμφισβήτητος.
Περισσότερο, ως απόδοση τιμής στους εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά και στην άφθαστη γενναιότητα των εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών, που άοπλοι και με το κεφάλι ψηλά αντιμετώπισαν τα εγγλέζικα τανκ και, λιγότερο, για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα αυτοπτών και πέραν κάθε αμφισβήτησης μαρτύρων εκείνης της τραγικής μέρας (από το βιβλίο του Ν. Κεπέση, "Ο Δεκέμβρης του 1944").
Η μαρτυρία του Κ. Κουβαρά* "... Είδα τον κόσμο να έρχεται σε παράταξη, με τις σημαίες του - ελληνική, αμερικανική, βρετανική και ρωσική - μπροστά. Ηταν μια γιγάντια φάλαγγα, αλλά οι διαδηλωτές προχωρούσαν με τάξη, τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και φωνάζοντας συνθήματα... Ημασταν στον εξώστη του πρώτου πατώματος του ξενοδοχείου της "Μεγάλης Βρετανίας".
Η Αστυνομία είχε κινητοποιηθεί ολόκληρη, επιδείχνοντας τα καινούρια βρετανικά τουφέκια και "τόμιγκαν" για πρώτη φορά. Υπήρχαν, επίσης, ολόγυρα βρετανικά τανκ και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Στο πρώτο τανκ, στη γωνία μπροστά μας, ένας άντρας στεκόταν στον ανοιχτό πυργίσκο και βρισκόταν σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με το αρχηγείο του, αναφέροντας τα συμβαίνοντα.
Το μπροστινό τμήμα του συλλαλητηρίου είχε φτάσει στην άκρη της πλατείας, όπου βρισκόμασταν και καθώς παρατηρούσα προσεχτικά, άκουσα τους επικεφαλής να συζητούν με την Αστυνομία, μόλις δέκα μέτρα από κει που στεκόμασταν... Οι διαδηλωτές σπρώχνανε για να μπουν στην πλατεία, αλλά δε γινόταν καμιά συμπλοκή.
Ξαφνικά ένα παράγγελμα "τραβηχτείτε πίσω!" δόθηκε με μια στριγκιά στρατιωτική φωνή και όλοι οι αστυνομικοί υποχώρησαν κάπου είκοσι μέτρα, γονάτισαν κι άρχισαν να πυροβολούν. Τα πυρά ήταν πυκνά. Διακόσιοι αστυνομικοί έβαλλαν ταυτόχρονα, οι περισσότεροι με αυτόματα. Ενας από μας παρατήρησε τον αστυνομικό που γονάτισε λίγα μέτρα από το μέρος μας, και μας φώναξε "αυτός βαράει στο ψαχνό!". Κοιτάξαμε με προσοχή στο πλήθος και είδαμε αίμα... Ενα αγόρι, ως δεκαπέντε χρονών, είχε πέσει ακριβώς μπροστά μας, μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Ενα εικοσάχρονο κορίτσι ήταν γεμάτο αίματα λίγο πιο κάτω...
Οταν η Πανεπιστημίου άδειασε, μπορέσαμε να δούμε μόνο τους νεκρούς και τους πληγωμένους. Πτώματα ήταν σκόρπια παντού και σ' άλλα σημεία λίμνες από αίμα, που άφησαν μερικοί λαβωμένοι, τους οποίους φίλοι μετέφεραν αλλού...
"Στην πλατεία, στην πλατεία!", άρχισαν να φωνάζουν οι επικεφαλής των διαδηλωτών. Πυροβολισμοί δεν ακούγονταν πια και ο κόσμος ξεκίνησε για την πλατεία Συντάγματος με μεγάλη τάξη. Καθώς οι διαδηλωτές προχωρούσαν, συγκινητικές στιγμές ξετυλίγονταν μπρος στα μάτια μας. Οι νεκροί και οι λαβωμένοι είχαν μεταφερθεί και μόνο λίμνες αίματος έμειναν εδώ κι εκεί, για να θυμίζουν τι είχε συμβεί λίγα λεπτά πρωτύτερα. Ομάδες νέων σταματούσαν μπροστά στις λίμνες αυτές και οι αντιδράσεις ποικίλανε, ανάλογα με τα συναισθήματα του καθενός. Μερικοί κλαίγανε, άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι άλλοι ορκίζονταν εκδίκηση. Πολλοί μαζεύτηκαν γύρω από μια αιμάτινη λίμνη κοντά στον εξώστη μας, όπου ένα κορίτσι έκλαιγε από αρκετή ώρα και προσπαθούσε να προφυλάξει το χυμένο αίμα μιας φίλης της. Γνωστοί της δοκίμασαν να την απομακρύνουν, αλλά αρνήθηκε να κουνηθεί...".
* Ο Κ. Κουβαράς είναι Ελληνοαμερικανός και ήταν αρχηγός της μυστικής αμερικανικής αποστολής "Περικλής" στην κατεχόμενη Ελλάδα
Η μαρτυρία του Φρανκ Τσερβάζι * "... Μια ομάδα αστυνομικών πυροβολούσε το άοπλο πλήθος. Με μια κίνηση, λες και τη φύσηξε άγριος βοριάς, η συμπαγής μάζα του λαού έπεσε μπρούμυτα. Το ντουφεκίδι σταμάτησε. Ο λαός ξανασηκώθηκε πάλι σύσσωμος, τα τουφέκια άρχισαν πάλι να πυροβολούν κι οι χειροβομβίδες να πέφτουν σαν βροχή... Ο κ. Πούλος, ένας Αμερικανός ανταποκριτής, χίμηξε με τεντωμένα χέρια ανάμεσα στην Αστυνομία και το πλήθος, ζητώντας να σταματήσει το ντουφεκίδι. Τίποτε, όμως. Οι σφαίρες εξακολουθούσαν να πέφτουν σαν βροχή. Ανάμεσα στα άλλα πτώματα, ήταν ένα αγοράκι έξι χρονών και δίπλα του ένα κατάξανθο κοριτσάκι. Ετσι χύθηκε το πρώτο αίμα. Ετσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος".
* Ο Φ. Τσερβάζι ήταν δημοσιογράφος και το παραπάνω απόσπασμα δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση "Κόλιερς" εκείνης της εποχής
Η μαρτυρία ενός Αγγλου * "... Η πορεία πλησίαζε: Αντρες, γυναίκες και παιδιά βάδιζαν σε γραμμές ανά οχτώ ως δέκα. Η διαδήλωση δεν έδειχνε τίποτα το απειλητικό.
Την προσοχή μου τράβηξε πάλι στο μπαλκόνι (σ.σ. της τότε Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών) μια επιτακτική φωνή, που έμοιαζε σαν διαταγή στα ελληνικά... Ο κ. Σ. Μπάρμπερ του "Ηνωμένου Τύπου", μου εξήγησε αργότερα ότι η φωνή που είχα ακούσει ήταν διαταγή πυροβολισμού. Αμέσως οι αστυνομικοί άρχισαν να τραβούν τα κλείστρα των όπλων τους, όχι όμως με συντονισμό, σαν μια πειθαρχημένη ομάδα, αλλά δισταχτικά ο ένας μετά τον άλλον, δίνοντας την εντύπωση πως μερικοί από αυτούς δίσταζαν να υπακούσουν.
Οι αστυνομικοί άδειασαν τις σφαίρες των όπλων τους πάνω στους διαδηλωτές... Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν να πέφτουν... Οι αστυνομικοί έμοιαζαν πια σαν να φοβούνται να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και το θέαμα πρόσβαλε το αίσθημα ευπρέπειας κάθε Αγγλου, που έτυχε να παρακολουθεί...".
* Η μαρτυρία είναι του Βρετανού συνταγματάρχη Μπάιφορντ Τζόουνς, που παρακολούθησε τα δραματικά γεγονότα από το "καφενείο του Γιαννάκη", στο ισόγειο του κτιρίου, όπου στεγαζόταν τότε η Διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών
Κι άλλη μια μαρτυρία * "... Επρόκειτο περί μιας ειρηνικής και άοπλης διαμαρτυρίας του λαού και τούτο είναι τόσον βέβαιον, ώστε γυναίκες έφεραν μαζί τους ακόμη και τα μικρά παιδιά τους. Κάτω από το παράθυρό μου είδα με τα μάτια μου τα γεγονότα.
Είναι αφάνταστος ο ηρωισμός του λαού αυτού. Ορθιος και βαλλόμενος, προχωρούσε προς τον ορισθέντα τόπο της συγκέντρωσης. Γυναίκες και κορίτσια με το χαμόγελο στα χείλη, ακόμη και μετά τον σκοτωμό των συντρόφων των φώναζαν: "Ζήτω ο Τσόρτσιλ! Ζήτω ο Ρούσβελτ! Κάτω ο Παπανδρέου! Οχι βασιλιά!".
* Ετσι μετέδωσε τις δραματικές σκηνές ο ανταποκριτής της αμερικανικής εφημερίδας "Ηλιος του Σικάγου"
Και η ...μαρτυρία του Λίπερ
Αποκαλυπτικά είναι ακόμη και τα όσα γράφει ο τότε Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Ρ. Λίπερ, στο σχετικό βιβλίο του "Οταν ο Ελληνας συναντά Ελληνα":
"Οι πυροβολισμοί στην πλατεία Συντάγματος έλαβαν χώρα σε πλήρη θέα πολλών ξένων ανταποκριτών, που έμεναν στο ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία". Απέναντι στο ξενοδοχείο ήταν τα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας και ακριβώς σ' αυτή τη γωνία έγιναν οι ταραχές. Για τους ανταποκριτές, ήταν μια σπάνια ευκαιρία για τη μετάδοση νέων. Είχαν δει οι ίδιοι όλα τα γεγονότα και τα σχόλια γρήγορα έβγαιναν από τις γραφομηχανές τους. Σε λίγες ώρες ο κόσμος είχε την εντύπωση ότι η φασιστική ή σχεδόν φασιστική κυβέρνηση της Αθήνας είχε πυροβολήσει ενάντια στα άοπλα πλήθη. Αυτές οι γραφομηχανές έδωσαν στο ΕΑΜ μια μεγάλη νίκη εκείνη την ημέρα".
Και όμως δεν επρόκειτο για εντύπωση, αλλά για την πραγματικότητα, αν σ' αυτήν προσθέσουμε και τον απάνθρωπα εγκληματικό και πρωταγωνιστικό ρόλο των Εγγλέζων, μαζί και του Ρ. Λίπερ.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ :
Έκθεση του επιτελάρχη του ΕΛΑΣ Κωνσταντίνου Λαγγουράνη
|
|
*Μέσα σε αγκύλες είναι τα αποσπάσματα της έκθεσης Λαγγουράνη πάνω στην οποία στηρίχθηκε το κείμενο*
Η έκθεση συντάχθηκε στα τέλη Ιανουαρίου 1945 με αποδέκτη τον Γ. Σιάντο. Το μέγεθος της είναι 4.182 λέξεις.
Δεν σώζεται ο συνημμένος πίνακας που αναφέρεται στην έκθεση, με την περιγραφή των εκατέρωθεν δυνάμεων, όπως άλλωστε και μεγάλο μέρος του προσωπικού του αρχείου, το οποίο κατασχέθηκε από τις κυβερνητικές αρχές την περίοδο μετά τα Δεκεμβριανά.
Προσχώρησε στον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1944. Στην ΠΕΕΑ ανέλαβε επιτελάρχης στην Ομάδα Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Μακεδονίας (ΟΜΜ). Την περίοδο των Δεκεμβριανών βρέθηκε στην Αθήνα και ανέλαβε Επιτελάρχης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ και κατόπιν σύνδεσμος του ΕΛΑΣ με το Αγγλικό στρατηγείο για την εκτέλεση της συμφωνίας της Βάρκιζας. Αμέσως μετά αποτάχθηκε από το Στρατό και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Το 1949 έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στην Αθήνα, ως αντίποινα για την στάση του την περίοδο της αντίστασης, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του. Πέθανε το 1953 σε ηλικία 55 ετών.
Η έκθεση του, αποτελεί μια πρώτη καταγραφή των Δεκεμβριανών λίγες ημέρες μετά την ανακωχή και την κατάπαυση του πυρός. Περιγράφει τα γεγονότα από την 1η Δεκεμβρίου 1944 μέχρι την υποχώρηση και τις τελευταίες μάχες εκτός Αθηνών, το δεκαήμερο 5 έως 15 Ιανουαρίου 1945..
ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ – Η 3Η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
[Η Κυβερνητική κρίση που είχε προκύψει για το Στρατιωτικό ζήτημα, κατέληξε στην παραίτηση των μελών της Αριστεράς την εσπέραν της 1ης Δεκεμβρίου. Ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου δεν δέχτηκε την πρόταση να διαλυθούν όλα τα ένοπλα σώματα, αντάρτικα, χωροφυλακή και Ορεινή ταξιαρχία, αλλά συνεφώνησε με τους Άγγλους Σκόμπυ και Λήπερ να παραμείνει η Ορεινή Ταξιαρχία, ενώ οι ταγματασφαλίτες και λοιποί ποικιλώνυμοι ένοπλοι παρέμεναν ελεύθεροι και οπλισμένοι.]
Το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1944, η Αστυνομία Πόλεων συγκεντρώνει στο κέντρο της Αθήνας πάνω από 2.500 άνδρες. Όλες οι οδικές αρτηρίες που οδηγούν προς την Πλατεία Συντάγματος αποκλείονται από τις Αστυνομικές Δυνάμεις.
Στις 10:30, περίπου η Πλατεία Συντάγματος γεμίζει από διαδηλωτές.
Η παρουσία της Αστυνομίας είναι έντονη, ωστόσο δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη επέμβασης.
Μέχρι που στη Λεωφόρο Β. Σοφίας, έξω από την πρωθυπουργική κατοικία, ακούγονται πυκνοί πυροβολισμοί. Στις 10:45, μία μεγάλη μάζα διαδηλωτών που ερχόταν από τη λεωφόρο Αμαλίας κατορθώνει να διασπάσει την αστυνομική ζώνη και να προσεγγίσει τον χώρο μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Η προπομπή της προχωρά μέχρι τη διασταύρωση της Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας, στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Από την είσοδο του κτιρίου αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί.
Ακολουθεί ένας καταιγισμός πυρών τόσο από την ταράτσα του κτιρίου όσο και από τα Παλαιά ανάκτορα.
Ο κόσμος υποχωρεί προς τις σκάλες της Πλατείας, στις οδούς Όθωνος και Γεωργίου καθώς και προς τη λεωφόρο Συγγρού στο βάθος.
Λίγη ώρα αργότερα από τη Δυτική πλευρά της πλατείας Συντάγματος μεγάλο πλήθος διαδηλωτών διασπά τον Αστυνομικό κλοιό στην οδού Ερμού και προχωρεί προς την πλατεία.
Η είδηση τη επίθεσης κυκλοφορεί αμέσως. Ο κόσμος όμως δεν παύει να συρρέει στο Σύνταγμα.
Στα γραφεία του Ριζοσπάστη στην οδό Όθωνος, οι ομιλητές της συγκέντρωσης εμφανίζονται στα μπαλκόνια.
Το πλήθος διαλύεται γύρω στις 2 το μεσημέρι. Γύρω στις 2:30 κάνουν την εμφάνιση τους Άγγλοι αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι δημιουργούν ανθρώπινο κλοιό σε σχηματισμό φάλαγγας γύρω από την πλατεία που σταδιακά εκκενώνεται.
Μέχρι το βράδυ κανένα νέο επεισόδιο δεν αναφέρεται.
Οι προφυλακές του ΕΛΑΣ αρχίζουν να κατεβαίνουν προς την πρωτεύουσα με το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ να φτάνει στη Φιλοθέη τις πρώτες πρωινές ώρες. Είναι μια από τις πιο εμπειροπόλεμες και συντεταγμένες ομάδες. Κατασκηνώνει στην περιοχή του Κολλεγίου Αθηνών. Κυκλώνεται από Αγγλικά θωρακισμένα αι παραδίδεται στους Εγγλέζους. Χίλιοι άνδρες με τον οπλισμό τους. Αποτέλεσε μια σημαντική επιτυχία για τους Άγγλους. Το Σύνταγμα προοριζόταν για τη δύναμη κρούσης στην πρώτη φάση της μάχης.
[Συγχρόνως τη νύκτα 3/4 Δεκεμβρίου οι Άγγλοι δια δόλου και επωφελούμενοι των διαταγών που είχαν τα τμήματα του ΕΛΑΣ να μην θίξουν Αγγλικά τμήματα, αφόπλισαν τμήμα του ορεινού ΕΛΑΣ (2ον Σύνταγμα) στο
Ψυχικό. Έτσι έγινε η αρχή επιθέσεως ων Βρετανών κατά του ΕΛΑΣ, εκτός της ενόπλου επεμβάσεως των στο συλλαλητήριο και συγκεντρώσεις 3 και 4 Δεκεμβρίου.]
Η γενική απεργία που κήρυξε το ΕΑΜ την 4η Δεκεμβρίου σημειώνει απόλυτη επιτυχία.
Η Αθήνα δίνει την εικόνα παράλυτης πόλης δίχως γκάζι, νερό και ηλεκτρικό.
Ώρα 4 το απόγευμα, εξελίσσεται μεγάλη διαδήλωση μετά την κηδεία των νεκρών του συλλαλητηρίου.
Στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Αιόλου, στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις», βρίσκονται οχυρωμένοι πάνοπλοι άνδρες των διαλυθέντων ταγμάτων ασφάλειας. Αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως τους συγκεντρωμένους στη Σταδίου και στην Πανεπιστημίου.
Ακολουθεί καταιγισμός πυρών από τη Γενική Ασφάλεια στη συμβολή των οδών Στουρνάρα και Πατησίων, καθώς και από το Δ’ Αστυνομικό Τμήμα, στη Γ’ Σεπτεμβρίου και Σολωμού. Τα θύματα, άοπλο πλήθος, είναι και πάλι πολλά. Λίγη ώρα αργότερα ακούγονται εκρήξεις και πυροβολισμοί. Το άοπλο πλήθος δίνει τη θέση του στους μαχητές του ΕΛΑΣ. Η μάχη της Αθήνας έχει αρχίσει.
[Ο ΕΛΑΣ των Αθηνών για να προστατεύσει τους άοπλους διαδηλωτάς και τον Αθηναϊκό λαό από την άδικη χρήση των όπλων που έκαναν τα όργανα ασφαλείας του Κράτους Παπανδρέου, με την συνδρομή μάλιστα των Άγγλων, αναγκάστηκε να προβεί στον αφοπλισμό των περισσοτέρων αστυνομικών τμημάτων και άρχισε την εκκαθάριση των εστιών των ταγματασφαλιτών, που είχαν καταλάβει διάφορα επίκαιρα κτίρια μέσα στην πόλη και έξω και είχαν μεταβάλλει σε φρούρια. Τα υπο συγκρότηση Τάγματα Εθνοφυλακής παρέδωσαν μόνα των τον οπλισμό των στην Ε.Π. και ΕΛΑΣ Αθηνών. Η εκκαθάριση των ενόπλων αντιστάσεων άρχισε μετά την ένοπλη επέμβαση κατά του συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου και συνεχίστηκε μέσα στην πόλη και την 4η Δεκεμβρίου.]
Τη στρατιωτική και πολιτική διεύθυνση της μάχης έχει η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ. Μέλη της οι Σιάντος, Μάντακας, Χατζημιχάλης και επιτελάρχης ο αντισυνταγματάρχης Λαγγουράνης.
Το σχέδιο ενέργειας του ΕΛΑΣ προβλέπει δύο φάσεις.
Στην πρώτη φάση, στόχος είναι η εξουδετέρωση των συνοικιακών αστυνομικών τμημάτων με σκοπό τον έλεγχο των συνοικιών και την εξασφάλιση οπλισμού.
Η δεύτερη φάση, προβλέπει εξουδετέρωση των σημαντικότερων κέντρων αντίστασης δηλ. της Αστυνομίας Πόλεων της Γενικής Ασφάλειας και του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Στόχος, η κατάληψη του Κέντρου και η εξουδετέρωση της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Το Απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Αθηνών ενεργεί επίθεση με 1.200 άνδρες.
Πρός τα αστυνομικά τμήματα των Αθηνών και το στρατηγείο της οργάνωσης Χ στο Θησείο. Την επίθεση κατά του στρατηγείου αναλαμβάνει το 4ο Σύνταγμα με δύναμη 400 ανδρών.
200 περίπου Χίτες υπερασπίζονται τα κτίρια της οργάνωσης μέχρι τις 7 το απόγευμα, οπότε και καταλαμβάνονται από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Ο απολογισμός, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΑΣ είναι 100 νεκροί και 40 αιχμάλωτοι.
Οι υπόλοιποι Χίτες φυγαδεύονται με τη βοήθεια Βρετανικών αρμάτων μάχης στα Παλαιά Ανάκτορα.
Σφοδρές μάχες διεξάγονται στα περισσότερα Αστυνομικά κτίρια των Αθηνών.
Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν καταλάβει 17 από τα 23 τμήματα της πρωτεύουσας με αποτέλεσμα οι συνοικίες των Αθηνών να είναι υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ.
Στις 5 Δεκεμβρίου οι μάχες εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή βόρεια της πλατείας Ομονοίας. Καταλαμβάνεται το Η’ Αστυνομικό τμήμα στην οδό Μαυρογένους και η διλοχία Χωροφυλακής στις οδούς Γ’ Σεπτεμβρίου και Δεριγνύ. Οι μάχες διεξάγονται στην ευρύτερη περιοχή Πατησίων – Γ’ Σεπτεμβρίου είναι σφοδρές και διαρκόυν μέχρι αργά το απόγευμα. Η Γενική Ασφάλεια στις οδούς Στουρνάρα και Πατησίων δεχόταν επιθέσεις τόσο από τα γύρω κτίρια όσο και από πυροβολικό εγκατεστημένο στο λόφο του Στρέφη, ενώ 50 περίπου Ελασίτες καταλαμβάνουν το Πολυτεχνείο το οποίο όμως ανακαταλαμβάνεται από τις Βρετανικές δυνάμεις τις απογευματινές ώρες.
Συγκρούσεις διεξάγονται στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα Γ’ Σεπτεμβρίου και Σολωμού, στο Αρχηγείο Χωροφυλακής Ιουλιανού 36 και στις περισσότερες πολυκατοικίες της οδού Πατησίων.
[Το Κράτος του Παπανδρέου περιορίσθει εις το κέντρο της πόλεως. Αι αντιστάσεις έπιπτον η μια μετά την άλλη.
Οι Άγγλοι έρριψαν όλας των τας δυνάμεις όχι μόνον κατά του ΕΛΑΣ αλλά και κατά του αμάχου πληθυσμού.
Τα πυρά των τανκς, τεθωρακισμένων αυτοκινήτων, τα πυρά της αεροπορίας, βομβαρδισμοί και πυροβολισμοί, όπως και τα πυρά του πυροβολικού, ερρίπτοντο αδιακρίτως όχι μόνο κατά των μαχητών, αλλά και κατά παντός οπλίτου εις τας οδούς, εντός των οικιών, εις τα οικίας και τους συνοικισμούς των Αθηνών και Πειραιώς.
Η συμμετοχή του λαού στο πλευρό των μαχητών σαν εκδήλωση αγανάκτησης κατά τις αδίκου αυτής επιθέσεως των Άγγλων, είναι αφάνταστος. Ανεγέρθησαν οδοφράγματα σε όλη την πόλη και σκάφτηκαν αντιαρματικά χαντάκια κάθετα στους δρόμους σκοπός ήταν να αντιδράσει ο λαός κατά των τανκς και να παρεμποδίσει την κίνηση τους. Οι πολιορκούμενοι αποκλείστηκαν από νερό και φωτιά και περιορίστηκαν στην Πλατεία Ομονοίας, Σύνταγμα και Κολωνάκι.]
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ
Σε όλη τη διάρκεια της 6ης Δεκεμβρίου νέες δυνάμεις του ΕΛΑΣ φθάνουν στην Αττική για την ενίσχυση του Α’ Σώματος Στρατού.
Η ενίσχυση των δυνάμεων επιτρέπει την επίθεση της ΙΙας Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στις εγκαταστάσεις της Σχολής Χωροφυλακής στο Γουδί. Οι μάχες ξεκινούν το πρωί της 7ης Δεκεμβρίου. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθενται από το Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» με βαρύ οπλισμό. Τμήματα της ΙΙΙης Ορεινής Ταξιαρχίας που βρισκόντουσαν προς εκκαθάριση περιοχών Καισαριανής – Βύρωνα αντιστέκονται σθεναρά. Η δεύτερη επίθεση γίνεται το μεσημέρι από την περιοχή του Άλσους Συγγρού και με κατεύθυνση προς Ζωγράφου και Γουδί. Και αυτή όμως η επίθεση αποκρούεται από την ΙΙΙη Ορεινή Ταξιαρχία καταλαμβάνοντας το νοσοκομείο Συγγρού στο ρέμα Καισαριανής στην οδό Ηριδανού.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου στις 5 το πρωί εκδηλώνεται μεγάλη επίθεση από το 1ο Σύνταγμα Αθηνών. Η άμυνα του στρατοπέδου γίνεται από τρεις γραμμές. Η πρώτη γραμμή βρίσκεται στις πολυκατοικίες των δρόμων που περιβάλλουν το Στρατόπεδο. Η δεύτερη γραμμή βρίσκεται στο μαντρότοιχο του Στρατοπέδου και η τρίτη εντός του στρατοπέδου. Η πρώτη επίθεση εκδηλώνεται σε φυλάκιο τοποθετημένο σε πολυκατοικία της διασταύρωσης των οδών Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου. Οι μάχες που ακολουθούν είναι σφοδρές. Το Αγγλικό πυροβολικό, που είχε καταλάβει την Ακρόπολη βάλει με συνεχόμενα πυρά. Στις 4 το μεσημέρι τα επιτιθέμενα τμήματα του ΕΛΑΣ μετά από μεγάλες απώλειες επιστρέφουν στη γραμμή εξορμήσεως που οριζόταν από τις οδούς Καρυάτιδων – Μισαραλιώτου. Οι συγκρούσεις μειώνονται αισθητά μετά τις 7 το απόγευμα. Η επιχείρηση επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες χωρίς την ίδια ένταση. Από το απόγευμα της 9ης Δεκεμβρίου νέες δυνάμεις του ΕΛΑΣ αρχίζουν να συγκεντρώνονται στο Κουκάκι. Τα ξημερώματα της 10ης Δεκεμβρίου επιτίθενται και ακολουθούν μάχες μέχρι το απόγευμα. Οι μάχες επαναλαμβάνονται στις 11 Δεκεμβρίου με την ίδια ένταση. Στις 8 το απόγευμα ξεκινά η τελευταία επίθεση του ΕΛΑΣ. Διαρκεί μέχρι τις 2 τα ξημερώματα της 12ης Δεκεμβρίου οπότε και λήγει η πολιορκία του Μακρυγιάννη. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν καταφέρνουν να καταλάβουν το Στρατόπεδο. Η στρατηγική του σημασία μεγάλη, αφού η κατάληψη του θα οδηγούσε απ’ ευθείας στο κέντρο της πόλης και στο στρατηγείο των Άγγλων στη Μεγάλη Βρετανία.
[Το συγκρότημα Μακρυγιάννη υπεστηρίχθει λυσσωδώς από τα πυρα των Αγγλικών τανκς. Αυτά είχαν μπει μέσα στον περίβολο και με τα συχνά πυρά των απαγόρευαν στους πολιορκητάς του ΕΛΑΣ να εισχωρήσουν από τα ρήγματα του μαντρότοιχου. Επί του βράχου της Ακροπόλεως πολυβόλα βαριά και πυροβόλα προστατευμένα από τα απαραβίαστα δια τους Έλληνας μαχητάς μνημεία του Παρθενώνος επέθετον τα πυρά των κατά των νώτων των πολιορκητών του Μακρυγιάννη τους έφερναν σε δύσκολη θέση.]
Οι δύο μεγάλοι στόχοι Μακρυγιάννης – Γουδί δεν καταλαμβάνονται. Παρόλα αυτά ο ΕΛΑΣ περικυκλώνει το κέντρο. Οι προφυλακές φτάνουν Χαλκοκονδύλη, τη Σωκράτους την Πλατεία Ψυρρή. Ελέγχει πλήρως τη Νεάπολη, τα Εξάρχεια μέχρι την πλατεία Κάνιγγος και νότια έως την οδό Αγίου Μάρκου – Αιόλου στην Αγορά.
Τη νύχτα της 11ης Δεκεμβρίου καταλαμβάνεται η Πολυκλινική Αθηνών στις οδούς Πειραιώς και Σωκράτους.
[Η επικοινωνία των Αγγλικών τμημάτων προς Πειραιά δια της Λεωφόρου Συγγρού κυρίως γίνεται μετά κόπου και μόνο με βαρέα τανκς που διέρχονται ταχέως και με πυροβολισμούς προς όλας τας κατευθύνσεις. Η προώθηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ είναι μέχρι της Πλατείας Ομονοίας (Πολυκλινική – οδός Ίωνος) Πλατείας Κάνιγγος, συνοικίας Πλάκας προς την Πλατεία Συντάγματος, κατά μήκος της Λ. Ακαδημίας. Παντού οι πολιορκούμενοι εγκατέστησαν συρματοπλέγματα και τανκς ως σημεία στηρίγματος εις τα σταυροδρόμια ]
ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΙ
Στις 12 Δεκεμβρίου καταφθάνει στην Αθήνα ο διοικητής Στρατευμάτων Μ. Ανατολής Αντιστράτηγος Αλεξάντερ. Την ίδια στιγμή ξεκινά η απόβαση Βρετανικών ενισχύσεων. Μέχρι την 15η Δεκεμβρίου έχουν καταφθάσει τουλάχιστον 2 Ταξιαρχίες με 6.000 άνδρες βαριά οπλισμένους. Η απόβαση συνεχίζεται και μετά τις 15 Δεκεμβρίου με δύο νέες ταξιαρχίες και πολεμικό υλικό. Ο όρμος Φαλήρου γεμίζει από Αγγλικές δυνάμεις.
Ο Στρατηγός Σκόμπυ φοβούμενος τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που πολιορκούν το κέντρο των Αθηνών μετακομίζει στην περιοχή Χασάνι, το σημερινό Ελληνικό. Έρχεται σε επαφή με το ΕΑΜ και προτείνει εκεχειρία με όρο την υποχώρηση του ΕΛΑΣ στην παλαιά του γραμμή και τον αφοπλισμό του Α’ σώματος στρατού. Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ζητά να αφοπλιστούν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις, εκτός της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας που θα απομακρυνόταν από την Αθήνα, ενώ απορρίπτει τον αφοπλισμό του Α’ Σώματος. Οι όροι αυτοί δεν γίνονται δεκτοί από τους Άγγλους. Στις 16 Δεκεμβρίου ο Σκόμπυ επαναλαμβάνει τις προτάσεις του. Με μια διαφορά όμως. Οι Βρετανικές ενισχύσεις έχουν τονώσει το ηθικό τους και η έκβαση των μαχών γέρνει σιγά-σιγά προς την Κυβερνητική πλευρά.
[Την 15η και 16η Δεκεμβρίου διεξήχθησαν σφοδρές μάχες στον Πειραιά προς το κέντρο της πόλεως και τον λόφον Καστέλλας. Εις τα πυρά των τανκς του πυροβολικου ξηράς και της αεροπορίας που επιτίθενται κατά των μαχητών και του άμαχου πληθυσμού αδιακρίτως ιδιότητας, προστέθηκαν από της πρωίας της 13ης Δεκεμβρίου σφοδρότατα πυρά του αγγλικού στόλου από Κερατσίνι και τα ανοικτά του Πειραιώς και όρμου Φαλήρου.]
Ο ΕΛΑΣ είχε αρχίσει να φθείρεται. Η φυσική αντοχή σε συνδυασμό με την έλλειψη πυρομαχικών και συγχρόνου οπλισμού δείχνουν σιγά-σιγά να τον προδίδουν. Οι μάχες συνεχίζονται μέσα στην Αθήνα, πίσω από τα οδοφράγματα που έστηνε ο ΕΛΑΣ, σώμα με σώμα. Με συνεχείς συγκρούσεις, καταλήψεις και ανακαταλήψεις κτιρίων.
[Ο ΕΛΑΣ με επικεφαλής τους μαχητάς των Αθηνών μάχεται υπεράνθρωπα με όλας του τας δυνάμεις. Σύσσωμος η μάζα του λαού των Αθηνών – Πειραιώς είναι μαζί του. Η πάλη προσέλαβε πραγματικήν παλλαϊκή μορφήν ενός λαού που καταβάλει όλας του τας δυνάμεις γιατί ξέρει ότι μάχεται για τη λευτεριά και την πολιτική του ανεξαρτησία μέσα στον τόπο του ενάντια σε ξένη άδικη κατοχή. Η μάχη μολαταύτα είναι σκληρή. δεν είναι μονάχα ο άνισος αγών και έλλειψη βαρέων μέσων: πυροβολικού, τάνκς, αεροπλάνα, αλλά και πυρομαχικά που λείπουν. Οι άνδρες μάχονται νύχτα μέρα μέσα στην πόλη, οι ίδιοι στην πρώτη γραμμή με πολλές απώλειες, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα να γίνει αντικατάστασις μονάδων. Η μόνη δυνατή αντικατάσταση είναι εκεί που πέφτουν οι πολεμιστές να καταφτάσουν άλλοι άοπλοι πολίτες, να αρπάζουν τα όπλα των σκοτωμένων ή τραυματιών και να συνεχίζουν τη μάχη με λίγα φυσίγγια που απέμειναν. Έτσι πολλές μονάδες ανανεώθηκαν με νέο αίμα δυο και τρεις φορές. Μοναδικό παράδειγμα που οι αγωνιστές ξεπέτιονται αυτόκλητοι για να αποθανατίσουν τη δύναμη της αντίστασης ενός λαού που δεν καταβάλλεται από τη βάρβαρη υλική βία.]
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η δεύτερη φάση της μάχης ξεκινά από το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου. Οι Βρετανικές δυνάμεις μαζί με τις κυβερνητικές ελέγχουν απόλυτα την περιοχή της Σχολής Χωροφυλακής και την περιοχή μεταξύ της πλατείας Συντάγματος και Ομονοίας.
Βασικό τους μέλημα είναι να ελέγχουν τις τρεις βασικές οδικές αρτηρίες:
α) Πανεπιστημίου – Σταδίου – Ακαδημίας,
β) Κηφισίας, Μεσογείων, Παπαδιαμαντοπούλου,
γ) Λεωφόρο Συγγρού μέσω της οποίας επικοινωνούσε το κέντρο με την παραλία το αεροδρόμιο Χασάνι.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ελέγχουν πολλές γειτονιές των Αθηνών, το συγκρότημα λόφων Φιλοπάππου – Νυμφών και Αρδηττού καθώς και τη νότια πλευρά της πόλης: Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα, Πετράλωνα.
Το 6ο Σύνταγμα Πειραιά ελέγχει τον όρμο Ελευσίνας – Σκαραμαγκά για να εξασφαλίζει την έλευση νέων στρατιωτικών τμημάτων από την Πελοπόννησο.
Στις 17 Δεκεμβρίου οι μάχες παρουσιάζουν σχετική ύφεση.
Στις 18 σημειώνεται μία σημαντική επιτυχία του ΕΛΑΣ. Τμήματα της 2ας Μεραρχίας διενεργούν αιφνιδιαστική επίθεση κατά του αρχηγείου της RAF στην Κηφισιά. Οι Βρετανικές δυνάμεις αποτελούμενες από 600 περίπου άνδρες ήταν εγκατεστημένες στα ξενοδοχεία Σέσιλ – Απέργη – Πεντελικό. Η επίθεση κράτησε όλη την ημέρα.
Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ καταλαμβάνουν τα τρία ξενοδοχεία και συλλαμβάνουν πάνω από 500 άνδρες. Οι απώλειες είναι μεγάλες και για τις δύο πλευρές: Νεκροί 80 Ελασίτες και 25 Εγγλέζοι. Ο αριθμός των τραυματιών ξεπερνάει τους 300.
Η σταδιακή κάμψη του ΕΛΑΣ ξεκινά την 19η Δεκεμβρίου. Οι Αγγλικές δυνάμεις αρχίζουν αργά αλλά σταθερά να εξασφαλίζουν τον έλεγχο νέων περιοχών.
Τεθωρακισμένες Μεραρχίες ελέγχουν πλήρως τις Λεωφόρους Συγγρού και Πειραιώς. Με βάση αυτές εξαπολύουν κάθετες επιθέσεις στις παρακείμενες περιοχές. Ένας από τους βασικούς τους σκοπούς είχε επιτυγχάνεται. Επιτίθενται από το λιμάνι του Πειραιά και την Πειραϊκή και καταλαμβάνουν το ύψωμα της Καστέλας και της Δραπετσώνας. Από τις Τζιτζιφιές και τον Ιππόδρομο εκδηλώνεται επίθεση κατά της Καλλιθέας και της Νέας Σμύρνης.
[Τα τμήματα του ΕΛΑΣ μάχονται μέχρι εξαντλήσεως, χωρίς να είναι δυνατή η αντικατάστασις των και με μεγάλη έλλειψη πυρομαχικών. Ο τομεύς Πειραιώς έχει ενισχυθεί με δύναμη 700 ανδρών του ορεινού ΕΛΑΣ (52 Σύνταγμα ΧΙΙΙ Μεραρχίας) και αριθμόν τινα βολών πυροβολικού, αλλ’ αι ανάγκαι της γραμμής μάχης είναι μεγάλαι λόγω της εκτάσεως που λαμβάνει το μέτωπον του αγώνος. Το Α’ Σώμα Στρατού έχει ενισχυθεί με το 9ον Σύνταγμα Πελοποννήσου (2 Τάγματα) μηχανοκίνητον πλην εκ 2 θωρακισμένων αυτοκινήτων και με αριθμόν τιναν πυρομαχικών ατομικού τυφεκίου και εκρηκτικών.]
Η άφιξη του Τσώρτσιλ στην Αθήνα την νύχτα της 25ης Δεκεμβρίου δείχνει καθαρά πως η μάχη κλείνει προς τη μεριά των Βρετανών. Τις προηγούμενες ημέρες ο ΕΛΑΣ είχε συμπτυχθεί απ’ το μεγαλύτερο μέρος των συνοικιών που κατείχε. Είχε εγκαταλειφθεί το Θησείο, η περιοχή Φιλοπάππου και το μεγαλύτερο τμήμα του Πειραιά. Η 3η ορεινή Ταξιαρχία με τη βοήθεια Πυροβολικού και Αεροπορίας καταφέρνει να καταλάβει την περιοχή της Καισαριανής. Η πτώση της Καισαριανής κρίνεται ως μία από τις καθοριστικότερες για την έκβαση της μάχης επιχείρηση των κυβερνητικών δυνάμεων.
[Την 29η Δεκεμβρίου. Η επιχείρηση κατά Ζέρβα είχε περατωθεί. Ούτος με μικρόν αριθμόν 2-1 ½ της δυνάμεως του και με χιλιάδα ομήρων κατηυθύνετο προς Κέρκυραν. [σ.σ. στο σημείο αυτό υπάρχει ιδιόχειρη σημείωση του Σιάντου «Το μέρος του Ζέρβα πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους της συγκρούσεως, την προετοιμασία και διεξαγωγήν της σε πολύ χονδρές γραμμές»] Δια την συνέχισιν της Μάχης των Αθηνών διετάσετο το Γενικό Στρατηγείο από της 29-12-44 να κατευθύνει δύο Μεραρχίας του την Ι και ΙΧ προς τους χώρους Άμφισσα – Λειβαδιά – Λαμία εν αναμονή νεοτέρων διατάξεων. Την 29η Δεκεμβρίου κατόπιν σκληρού καθ’ όλην την ημέραν αγώνος τα τμήματα της Καισαριανής αναγκάζονται να συμπτυχτούν την νύκτα. Ι Ταξιαρχία Α’ Σ. Στρατού δια Υμηττού προς Λιόπεσι ΙΙ/34 προς το Σύνταγμα του περιοχήν Αγ. Παρασκευής.Η Καισαριανή ισοπεδωθείσα από τα πυρά πυροβολικού και αεροπορίας περιήλθε εις χείρας των Άγγλων.]
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Βρετανός Πρωθυπουργός ζητάει την έναρξη διαπραγματεύσεων. Στις 26 Δεκεμβρίου συγκαλείται σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Συμμετέχουν Αγγλική αντιπροσωπεία, οι συμμαχικοί Πρεσβευτές και ελληνική αντιπροσωπεία απ’ όλα τα κόμματα και τις παρατάξεις. Η σύσκεψη καταλήγει σε ναυάγιο.
Η ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΤΥΞΗ
Οι βρετανικές δυνάμεις μέρα με τη μέρα κερδίζουν έδαφος. Η φθορά του ΕΛΑΣ διευρύνεται. Έχουν χαθεί πλέον και οι ανατολικές συνοικίες των Αθηνών. Η περιοχή ελέγχου του ΕΛΑΣ ορίζεται στην περίμετρο Λεωφόρος Κηφισίας – τέρμα Αμπελοκήπων, Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Βόρειες και δυτικές παρυφές Λυκαβηττού, οδός Σόλωνος – Πλατεία Κάνιγγος – παρυφές Ομόνοιας. Το σχέδιο των Βρετανών προβλέπει επίθεση από τις περιοχές Γουδί και Ρουφ.
Η Γενική επίθεση ξεκινά από την 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με σκοπό την εκκαθάριση των περιοχών Νεαπόλεως και Εξαρχείων στις 2 Ιανουαρίου.. Σφοδρές μάχες γίνονται στο τετράγωνο Τρικούπη – Διδότου – Μαυρομιχάλη – Ναυαρίνου, στο Πολυτεχνείο και το κτίριο της τηλεφωνικής εταιρείας στη γωνιά Κωλέτη και Μπενάκη.
Από τις 10 το βράδυ της 2ας Ιανουαρίου όλες οι Κυβερνητικές δυνάμεις έχουν θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο εκκαθάρισης των Αθηνών. Η περιοχή του Γηροκομείου καταλαμβάνεται το ίδιο βράδυ.
Στο Ψυχικό οι μάχες της 3ης Ιανουαρίου διαρκούν όλη τη μέρα και καταλήγουν σε συντριπτική ήττα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Βρετανικά άρματα μάχης εισχωρούν στον Κολωνό και το Περιστέρι. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στα Εξάρχεια υποχωρούν στην Κυψέλη. Τα εναπομείναντα τμήματα του Πειραιά αποκομμένα πλέον δείχνουν αδύναμα να κρατήσουν τις θέσεις τους. Είναι τα πρώτα που αυτόβουλα αρχίζουν σταδιακή αποχώρηση. Μετά την πτώση του Ψυχικού απειλείται άμεσα η γραμμή Καλογρέζας Νέας Ιωνίας.
Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ δίνει εντολή το απόγευμα της 4ης Ιανουαρίου για υποχώρηση η σύμπτυξη των δυνάμεων στις περιοχές Μάνδρα, Κάζα, Δεκέλεια, Μπογιάτι.
Η αποχώρηση ξεκινά στις 4:15 το πρωί της 5ης Ιανουαρίου.
Οι Βρετανοί την αντιλαμβάνονται πολύ αργά. Με διστακτικότητα εισχωρούν στις εγκαταλελειμμένες περιοχές. Επιτίθενται με στην οπισθοφυλακή του ΕΛΑΣ, το 54 Σύνταγμα Βόλου. Ο Στρατηγός Σκόμπυ αναγγέλλει το γεγονός με έκτακτο ανακοινωθέν: «Αι Μάχαι εις τα Αθήνας και τον Πειραιά κατέπαυσαν».
[ 4η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1945 : ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΜΠΤΥΞΗ
Γενικά όλα τα τμήματα, από 33 συνεχείς ημέρας μαχόμενα, είχαν φθάσει, αλλά και υπερβεί, το όριο της αντοχής. Ουδεμία αντικατάστασις προς ανάπαυσιν των μαχητών. Αι δε απώλειες υπερέβαινον κάθε όριον. Μόνο η συνεχής αντικατάστασις του έμψυχου υλικού μέσα στις ίδιες μονάδες έδινε τη συνέχεια της υποστάσεως των. Προς πρόληψιν υποχωρήσεως εν ημέρα από την πίεση του εχθρού και μάλιστα έξω των κατωκειμένων τόπων υπό τα δραστικά πυρά της δραστηριωτάτης εχθρικής αεροπορίας η Κ. Ε. του ΕΛΑΣ έδωσε το εσπέρας της 4ης Ιανουαρίου τη Διαταγήν της συμπτύξεως κατά τη διάρκεια της νυκτός 5ης Ιανουαρίου.
Η σύμπτυξη θα εγένετο προς Μάνδρα – Κάζα – Χασιά – Δεκελεία, στενωπούς Μπογιάτι με ελαφράν γραμμή ασφαλείας επί των στενωπών Δαφνί, Αν. Λιόσια, Μενίδι, Αμαρούσι, Μελίσσια, Πεντέλη. Η σύμπτυξης επραγματοποιήθει εγκαίρως και κανονικώς τη νύκτα 4/5 με διατήρηση της φυσιογνωμίας του πεδίου μάχης μέχρι των πρωινών ωρών.
Ο εχθρός κατά την επομένην έχασε την επαφήν των μαχητών του πεδίου μάχης Αθηνών – Πειραιώς. Αι αναγνωρίσεις του μολαταύτα εξεπέμφθησαν μετά μεσημβρίαν 5ης Ιανουαρίου και έφθασαν Κηφισιά – Ερυθραία από όπου δεν επροχώρησαν βορειότερα. Επίσης Μενίδι και στενωπούς Άνω Λιοσίων όπως και στην στενωπό Δαφνί.]
Η έκθεση συντάχθηκε στα τέλη Ιανουαρίου 1945 με αποδέκτη τον Γ. Σιάντο. Το μέγεθος της είναι 4.182 λέξεις.
Δεν σώζεται ο συνημμένος πίνακας που αναφέρεται στην έκθεση, με την περιγραφή των εκατέρωθεν δυνάμεων, όπως άλλωστε και μεγάλο μέρος του προσωπικού του αρχείου, το οποίο κατασχέθηκε από τις κυβερνητικές αρχές την περίοδο μετά τα Δεκεμβριανά.
Προσχώρησε στον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1944. Στην ΠΕΕΑ ανέλαβε επιτελάρχης στην Ομάδα Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Μακεδονίας (ΟΜΜ). Την περίοδο των Δεκεμβριανών βρέθηκε στην Αθήνα και ανέλαβε Επιτελάρχης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ και κατόπιν σύνδεσμος του ΕΛΑΣ με το Αγγλικό στρατηγείο για την εκτέλεση της συμφωνίας της Βάρκιζας. Αμέσως μετά αποτάχθηκε από το Στρατό και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Το 1949 έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στην Αθήνα, ως αντίποινα για την στάση του την περίοδο της αντίστασης, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του. Πέθανε το 1953 σε ηλικία 55 ετών.
Η έκθεση του, αποτελεί μια πρώτη καταγραφή των Δεκεμβριανών λίγες ημέρες μετά την ανακωχή και την κατάπαυση του πυρός. Περιγράφει τα γεγονότα από την 1η Δεκεμβρίου 1944 μέχρι την υποχώρηση και τις τελευταίες μάχες εκτός Αθηνών, το δεκαήμερο 5 έως 15 Ιανουαρίου 1945..
ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ – Η 3Η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
[Η Κυβερνητική κρίση που είχε προκύψει για το Στρατιωτικό ζήτημα, κατέληξε στην παραίτηση των μελών της Αριστεράς την εσπέραν της 1ης Δεκεμβρίου. Ο Πρωθυπουργός Παπανδρέου δεν δέχτηκε την πρόταση να διαλυθούν όλα τα ένοπλα σώματα, αντάρτικα, χωροφυλακή και Ορεινή ταξιαρχία, αλλά συνεφώνησε με τους Άγγλους Σκόμπυ και Λήπερ να παραμείνει η Ορεινή Ταξιαρχία, ενώ οι ταγματασφαλίτες και λοιποί ποικιλώνυμοι ένοπλοι παρέμεναν ελεύθεροι και οπλισμένοι.]
Το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1944, η Αστυνομία Πόλεων συγκεντρώνει στο κέντρο της Αθήνας πάνω από 2.500 άνδρες. Όλες οι οδικές αρτηρίες που οδηγούν προς την Πλατεία Συντάγματος αποκλείονται από τις Αστυνομικές Δυνάμεις.
Στις 10:30, περίπου η Πλατεία Συντάγματος γεμίζει από διαδηλωτές.
Η παρουσία της Αστυνομίας είναι έντονη, ωστόσο δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη επέμβασης.
Μέχρι που στη Λεωφόρο Β. Σοφίας, έξω από την πρωθυπουργική κατοικία, ακούγονται πυκνοί πυροβολισμοί. Στις 10:45, μία μεγάλη μάζα διαδηλωτών που ερχόταν από τη λεωφόρο Αμαλίας κατορθώνει να διασπάσει την αστυνομική ζώνη και να προσεγγίσει τον χώρο μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Η προπομπή της προχωρά μέχρι τη διασταύρωση της Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας, στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Από την είσοδο του κτιρίου αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί.
Ακολουθεί ένας καταιγισμός πυρών τόσο από την ταράτσα του κτιρίου όσο και από τα Παλαιά ανάκτορα.
Ο κόσμος υποχωρεί προς τις σκάλες της Πλατείας, στις οδούς Όθωνος και Γεωργίου καθώς και προς τη λεωφόρο Συγγρού στο βάθος.
Λίγη ώρα αργότερα από τη Δυτική πλευρά της πλατείας Συντάγματος μεγάλο πλήθος διαδηλωτών διασπά τον Αστυνομικό κλοιό στην οδού Ερμού και προχωρεί προς την πλατεία.
Η είδηση τη επίθεσης κυκλοφορεί αμέσως. Ο κόσμος όμως δεν παύει να συρρέει στο Σύνταγμα.
Στα γραφεία του Ριζοσπάστη στην οδό Όθωνος, οι ομιλητές της συγκέντρωσης εμφανίζονται στα μπαλκόνια.
Το πλήθος διαλύεται γύρω στις 2 το μεσημέρι. Γύρω στις 2:30 κάνουν την εμφάνιση τους Άγγλοι αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι δημιουργούν ανθρώπινο κλοιό σε σχηματισμό φάλαγγας γύρω από την πλατεία που σταδιακά εκκενώνεται.
Μέχρι το βράδυ κανένα νέο επεισόδιο δεν αναφέρεται.
Οι προφυλακές του ΕΛΑΣ αρχίζουν να κατεβαίνουν προς την πρωτεύουσα με το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ να φτάνει στη Φιλοθέη τις πρώτες πρωινές ώρες. Είναι μια από τις πιο εμπειροπόλεμες και συντεταγμένες ομάδες. Κατασκηνώνει στην περιοχή του Κολλεγίου Αθηνών. Κυκλώνεται από Αγγλικά θωρακισμένα αι παραδίδεται στους Εγγλέζους. Χίλιοι άνδρες με τον οπλισμό τους. Αποτέλεσε μια σημαντική επιτυχία για τους Άγγλους. Το Σύνταγμα προοριζόταν για τη δύναμη κρούσης στην πρώτη φάση της μάχης.
[Συγχρόνως τη νύκτα 3/4 Δεκεμβρίου οι Άγγλοι δια δόλου και επωφελούμενοι των διαταγών που είχαν τα τμήματα του ΕΛΑΣ να μην θίξουν Αγγλικά τμήματα, αφόπλισαν τμήμα του ορεινού ΕΛΑΣ (2ον Σύνταγμα) στο
Ψυχικό. Έτσι έγινε η αρχή επιθέσεως ων Βρετανών κατά του ΕΛΑΣ, εκτός της ενόπλου επεμβάσεως των στο συλλαλητήριο και συγκεντρώσεις 3 και 4 Δεκεμβρίου.]
Η γενική απεργία που κήρυξε το ΕΑΜ την 4η Δεκεμβρίου σημειώνει απόλυτη επιτυχία.
Η Αθήνα δίνει την εικόνα παράλυτης πόλης δίχως γκάζι, νερό και ηλεκτρικό.
Ώρα 4 το απόγευμα, εξελίσσεται μεγάλη διαδήλωση μετά την κηδεία των νεκρών του συλλαλητηρίου.
Στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Αιόλου, στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις», βρίσκονται οχυρωμένοι πάνοπλοι άνδρες των διαλυθέντων ταγμάτων ασφάλειας. Αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως τους συγκεντρωμένους στη Σταδίου και στην Πανεπιστημίου.
Ακολουθεί καταιγισμός πυρών από τη Γενική Ασφάλεια στη συμβολή των οδών Στουρνάρα και Πατησίων, καθώς και από το Δ’ Αστυνομικό Τμήμα, στη Γ’ Σεπτεμβρίου και Σολωμού. Τα θύματα, άοπλο πλήθος, είναι και πάλι πολλά. Λίγη ώρα αργότερα ακούγονται εκρήξεις και πυροβολισμοί. Το άοπλο πλήθος δίνει τη θέση του στους μαχητές του ΕΛΑΣ. Η μάχη της Αθήνας έχει αρχίσει.
[Ο ΕΛΑΣ των Αθηνών για να προστατεύσει τους άοπλους διαδηλωτάς και τον Αθηναϊκό λαό από την άδικη χρήση των όπλων που έκαναν τα όργανα ασφαλείας του Κράτους Παπανδρέου, με την συνδρομή μάλιστα των Άγγλων, αναγκάστηκε να προβεί στον αφοπλισμό των περισσοτέρων αστυνομικών τμημάτων και άρχισε την εκκαθάριση των εστιών των ταγματασφαλιτών, που είχαν καταλάβει διάφορα επίκαιρα κτίρια μέσα στην πόλη και έξω και είχαν μεταβάλλει σε φρούρια. Τα υπο συγκρότηση Τάγματα Εθνοφυλακής παρέδωσαν μόνα των τον οπλισμό των στην Ε.Π. και ΕΛΑΣ Αθηνών. Η εκκαθάριση των ενόπλων αντιστάσεων άρχισε μετά την ένοπλη επέμβαση κατά του συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου και συνεχίστηκε μέσα στην πόλη και την 4η Δεκεμβρίου.]
Τη στρατιωτική και πολιτική διεύθυνση της μάχης έχει η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ. Μέλη της οι Σιάντος, Μάντακας, Χατζημιχάλης και επιτελάρχης ο αντισυνταγματάρχης Λαγγουράνης.
Το σχέδιο ενέργειας του ΕΛΑΣ προβλέπει δύο φάσεις.
Στην πρώτη φάση, στόχος είναι η εξουδετέρωση των συνοικιακών αστυνομικών τμημάτων με σκοπό τον έλεγχο των συνοικιών και την εξασφάλιση οπλισμού.
Η δεύτερη φάση, προβλέπει εξουδετέρωση των σημαντικότερων κέντρων αντίστασης δηλ. της Αστυνομίας Πόλεων της Γενικής Ασφάλειας και του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Στόχος, η κατάληψη του Κέντρου και η εξουδετέρωση της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Το Απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Αθηνών ενεργεί επίθεση με 1.200 άνδρες.
Πρός τα αστυνομικά τμήματα των Αθηνών και το στρατηγείο της οργάνωσης Χ στο Θησείο. Την επίθεση κατά του στρατηγείου αναλαμβάνει το 4ο Σύνταγμα με δύναμη 400 ανδρών.
200 περίπου Χίτες υπερασπίζονται τα κτίρια της οργάνωσης μέχρι τις 7 το απόγευμα, οπότε και καταλαμβάνονται από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Ο απολογισμός, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΑΣ είναι 100 νεκροί και 40 αιχμάλωτοι.
Οι υπόλοιποι Χίτες φυγαδεύονται με τη βοήθεια Βρετανικών αρμάτων μάχης στα Παλαιά Ανάκτορα.
Σφοδρές μάχες διεξάγονται στα περισσότερα Αστυνομικά κτίρια των Αθηνών.
Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν καταλάβει 17 από τα 23 τμήματα της πρωτεύουσας με αποτέλεσμα οι συνοικίες των Αθηνών να είναι υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ.
Στις 5 Δεκεμβρίου οι μάχες εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή βόρεια της πλατείας Ομονοίας. Καταλαμβάνεται το Η’ Αστυνομικό τμήμα στην οδό Μαυρογένους και η διλοχία Χωροφυλακής στις οδούς Γ’ Σεπτεμβρίου και Δεριγνύ. Οι μάχες διεξάγονται στην ευρύτερη περιοχή Πατησίων – Γ’ Σεπτεμβρίου είναι σφοδρές και διαρκόυν μέχρι αργά το απόγευμα. Η Γενική Ασφάλεια στις οδούς Στουρνάρα και Πατησίων δεχόταν επιθέσεις τόσο από τα γύρω κτίρια όσο και από πυροβολικό εγκατεστημένο στο λόφο του Στρέφη, ενώ 50 περίπου Ελασίτες καταλαμβάνουν το Πολυτεχνείο το οποίο όμως ανακαταλαμβάνεται από τις Βρετανικές δυνάμεις τις απογευματινές ώρες.
Συγκρούσεις διεξάγονται στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα Γ’ Σεπτεμβρίου και Σολωμού, στο Αρχηγείο Χωροφυλακής Ιουλιανού 36 και στις περισσότερες πολυκατοικίες της οδού Πατησίων.
[Το Κράτος του Παπανδρέου περιορίσθει εις το κέντρο της πόλεως. Αι αντιστάσεις έπιπτον η μια μετά την άλλη.
Οι Άγγλοι έρριψαν όλας των τας δυνάμεις όχι μόνον κατά του ΕΛΑΣ αλλά και κατά του αμάχου πληθυσμού.
Τα πυρά των τανκς, τεθωρακισμένων αυτοκινήτων, τα πυρά της αεροπορίας, βομβαρδισμοί και πυροβολισμοί, όπως και τα πυρά του πυροβολικού, ερρίπτοντο αδιακρίτως όχι μόνο κατά των μαχητών, αλλά και κατά παντός οπλίτου εις τας οδούς, εντός των οικιών, εις τα οικίας και τους συνοικισμούς των Αθηνών και Πειραιώς.
Η συμμετοχή του λαού στο πλευρό των μαχητών σαν εκδήλωση αγανάκτησης κατά τις αδίκου αυτής επιθέσεως των Άγγλων, είναι αφάνταστος. Ανεγέρθησαν οδοφράγματα σε όλη την πόλη και σκάφτηκαν αντιαρματικά χαντάκια κάθετα στους δρόμους σκοπός ήταν να αντιδράσει ο λαός κατά των τανκς και να παρεμποδίσει την κίνηση τους. Οι πολιορκούμενοι αποκλείστηκαν από νερό και φωτιά και περιορίστηκαν στην Πλατεία Ομονοίας, Σύνταγμα και Κολωνάκι.]
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ
Σε όλη τη διάρκεια της 6ης Δεκεμβρίου νέες δυνάμεις του ΕΛΑΣ φθάνουν στην Αττική για την ενίσχυση του Α’ Σώματος Στρατού.
Η ενίσχυση των δυνάμεων επιτρέπει την επίθεση της ΙΙας Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στις εγκαταστάσεις της Σχολής Χωροφυλακής στο Γουδί. Οι μάχες ξεκινούν το πρωί της 7ης Δεκεμβρίου. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθενται από το Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» με βαρύ οπλισμό. Τμήματα της ΙΙΙης Ορεινής Ταξιαρχίας που βρισκόντουσαν προς εκκαθάριση περιοχών Καισαριανής – Βύρωνα αντιστέκονται σθεναρά. Η δεύτερη επίθεση γίνεται το μεσημέρι από την περιοχή του Άλσους Συγγρού και με κατεύθυνση προς Ζωγράφου και Γουδί. Και αυτή όμως η επίθεση αποκρούεται από την ΙΙΙη Ορεινή Ταξιαρχία καταλαμβάνοντας το νοσοκομείο Συγγρού στο ρέμα Καισαριανής στην οδό Ηριδανού.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου στις 5 το πρωί εκδηλώνεται μεγάλη επίθεση από το 1ο Σύνταγμα Αθηνών. Η άμυνα του στρατοπέδου γίνεται από τρεις γραμμές. Η πρώτη γραμμή βρίσκεται στις πολυκατοικίες των δρόμων που περιβάλλουν το Στρατόπεδο. Η δεύτερη γραμμή βρίσκεται στο μαντρότοιχο του Στρατοπέδου και η τρίτη εντός του στρατοπέδου. Η πρώτη επίθεση εκδηλώνεται σε φυλάκιο τοποθετημένο σε πολυκατοικία της διασταύρωσης των οδών Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου. Οι μάχες που ακολουθούν είναι σφοδρές. Το Αγγλικό πυροβολικό, που είχε καταλάβει την Ακρόπολη βάλει με συνεχόμενα πυρά. Στις 4 το μεσημέρι τα επιτιθέμενα τμήματα του ΕΛΑΣ μετά από μεγάλες απώλειες επιστρέφουν στη γραμμή εξορμήσεως που οριζόταν από τις οδούς Καρυάτιδων – Μισαραλιώτου. Οι συγκρούσεις μειώνονται αισθητά μετά τις 7 το απόγευμα. Η επιχείρηση επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες χωρίς την ίδια ένταση. Από το απόγευμα της 9ης Δεκεμβρίου νέες δυνάμεις του ΕΛΑΣ αρχίζουν να συγκεντρώνονται στο Κουκάκι. Τα ξημερώματα της 10ης Δεκεμβρίου επιτίθενται και ακολουθούν μάχες μέχρι το απόγευμα. Οι μάχες επαναλαμβάνονται στις 11 Δεκεμβρίου με την ίδια ένταση. Στις 8 το απόγευμα ξεκινά η τελευταία επίθεση του ΕΛΑΣ. Διαρκεί μέχρι τις 2 τα ξημερώματα της 12ης Δεκεμβρίου οπότε και λήγει η πολιορκία του Μακρυγιάννη. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν καταφέρνουν να καταλάβουν το Στρατόπεδο. Η στρατηγική του σημασία μεγάλη, αφού η κατάληψη του θα οδηγούσε απ’ ευθείας στο κέντρο της πόλης και στο στρατηγείο των Άγγλων στη Μεγάλη Βρετανία.
[Το συγκρότημα Μακρυγιάννη υπεστηρίχθει λυσσωδώς από τα πυρα των Αγγλικών τανκς. Αυτά είχαν μπει μέσα στον περίβολο και με τα συχνά πυρά των απαγόρευαν στους πολιορκητάς του ΕΛΑΣ να εισχωρήσουν από τα ρήγματα του μαντρότοιχου. Επί του βράχου της Ακροπόλεως πολυβόλα βαριά και πυροβόλα προστατευμένα από τα απαραβίαστα δια τους Έλληνας μαχητάς μνημεία του Παρθενώνος επέθετον τα πυρά των κατά των νώτων των πολιορκητών του Μακρυγιάννη τους έφερναν σε δύσκολη θέση.]
Οι δύο μεγάλοι στόχοι Μακρυγιάννης – Γουδί δεν καταλαμβάνονται. Παρόλα αυτά ο ΕΛΑΣ περικυκλώνει το κέντρο. Οι προφυλακές φτάνουν Χαλκοκονδύλη, τη Σωκράτους την Πλατεία Ψυρρή. Ελέγχει πλήρως τη Νεάπολη, τα Εξάρχεια μέχρι την πλατεία Κάνιγγος και νότια έως την οδό Αγίου Μάρκου – Αιόλου στην Αγορά.
Τη νύχτα της 11ης Δεκεμβρίου καταλαμβάνεται η Πολυκλινική Αθηνών στις οδούς Πειραιώς και Σωκράτους.
[Η επικοινωνία των Αγγλικών τμημάτων προς Πειραιά δια της Λεωφόρου Συγγρού κυρίως γίνεται μετά κόπου και μόνο με βαρέα τανκς που διέρχονται ταχέως και με πυροβολισμούς προς όλας τας κατευθύνσεις. Η προώθηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ είναι μέχρι της Πλατείας Ομονοίας (Πολυκλινική – οδός Ίωνος) Πλατείας Κάνιγγος, συνοικίας Πλάκας προς την Πλατεία Συντάγματος, κατά μήκος της Λ. Ακαδημίας. Παντού οι πολιορκούμενοι εγκατέστησαν συρματοπλέγματα και τανκς ως σημεία στηρίγματος εις τα σταυροδρόμια ]
ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΙ
Στις 12 Δεκεμβρίου καταφθάνει στην Αθήνα ο διοικητής Στρατευμάτων Μ. Ανατολής Αντιστράτηγος Αλεξάντερ. Την ίδια στιγμή ξεκινά η απόβαση Βρετανικών ενισχύσεων. Μέχρι την 15η Δεκεμβρίου έχουν καταφθάσει τουλάχιστον 2 Ταξιαρχίες με 6.000 άνδρες βαριά οπλισμένους. Η απόβαση συνεχίζεται και μετά τις 15 Δεκεμβρίου με δύο νέες ταξιαρχίες και πολεμικό υλικό. Ο όρμος Φαλήρου γεμίζει από Αγγλικές δυνάμεις.
Ο Στρατηγός Σκόμπυ φοβούμενος τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που πολιορκούν το κέντρο των Αθηνών μετακομίζει στην περιοχή Χασάνι, το σημερινό Ελληνικό. Έρχεται σε επαφή με το ΕΑΜ και προτείνει εκεχειρία με όρο την υποχώρηση του ΕΛΑΣ στην παλαιά του γραμμή και τον αφοπλισμό του Α’ σώματος στρατού. Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ζητά να αφοπλιστούν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις, εκτός της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας που θα απομακρυνόταν από την Αθήνα, ενώ απορρίπτει τον αφοπλισμό του Α’ Σώματος. Οι όροι αυτοί δεν γίνονται δεκτοί από τους Άγγλους. Στις 16 Δεκεμβρίου ο Σκόμπυ επαναλαμβάνει τις προτάσεις του. Με μια διαφορά όμως. Οι Βρετανικές ενισχύσεις έχουν τονώσει το ηθικό τους και η έκβαση των μαχών γέρνει σιγά-σιγά προς την Κυβερνητική πλευρά.
[Την 15η και 16η Δεκεμβρίου διεξήχθησαν σφοδρές μάχες στον Πειραιά προς το κέντρο της πόλεως και τον λόφον Καστέλλας. Εις τα πυρά των τανκς του πυροβολικου ξηράς και της αεροπορίας που επιτίθενται κατά των μαχητών και του άμαχου πληθυσμού αδιακρίτως ιδιότητας, προστέθηκαν από της πρωίας της 13ης Δεκεμβρίου σφοδρότατα πυρά του αγγλικού στόλου από Κερατσίνι και τα ανοικτά του Πειραιώς και όρμου Φαλήρου.]
Ο ΕΛΑΣ είχε αρχίσει να φθείρεται. Η φυσική αντοχή σε συνδυασμό με την έλλειψη πυρομαχικών και συγχρόνου οπλισμού δείχνουν σιγά-σιγά να τον προδίδουν. Οι μάχες συνεχίζονται μέσα στην Αθήνα, πίσω από τα οδοφράγματα που έστηνε ο ΕΛΑΣ, σώμα με σώμα. Με συνεχείς συγκρούσεις, καταλήψεις και ανακαταλήψεις κτιρίων.
[Ο ΕΛΑΣ με επικεφαλής τους μαχητάς των Αθηνών μάχεται υπεράνθρωπα με όλας του τας δυνάμεις. Σύσσωμος η μάζα του λαού των Αθηνών – Πειραιώς είναι μαζί του. Η πάλη προσέλαβε πραγματικήν παλλαϊκή μορφήν ενός λαού που καταβάλει όλας του τας δυνάμεις γιατί ξέρει ότι μάχεται για τη λευτεριά και την πολιτική του ανεξαρτησία μέσα στον τόπο του ενάντια σε ξένη άδικη κατοχή. Η μάχη μολαταύτα είναι σκληρή. δεν είναι μονάχα ο άνισος αγών και έλλειψη βαρέων μέσων: πυροβολικού, τάνκς, αεροπλάνα, αλλά και πυρομαχικά που λείπουν. Οι άνδρες μάχονται νύχτα μέρα μέσα στην πόλη, οι ίδιοι στην πρώτη γραμμή με πολλές απώλειες, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα να γίνει αντικατάστασις μονάδων. Η μόνη δυνατή αντικατάσταση είναι εκεί που πέφτουν οι πολεμιστές να καταφτάσουν άλλοι άοπλοι πολίτες, να αρπάζουν τα όπλα των σκοτωμένων ή τραυματιών και να συνεχίζουν τη μάχη με λίγα φυσίγγια που απέμειναν. Έτσι πολλές μονάδες ανανεώθηκαν με νέο αίμα δυο και τρεις φορές. Μοναδικό παράδειγμα που οι αγωνιστές ξεπέτιονται αυτόκλητοι για να αποθανατίσουν τη δύναμη της αντίστασης ενός λαού που δεν καταβάλλεται από τη βάρβαρη υλική βία.]
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η δεύτερη φάση της μάχης ξεκινά από το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου. Οι Βρετανικές δυνάμεις μαζί με τις κυβερνητικές ελέγχουν απόλυτα την περιοχή της Σχολής Χωροφυλακής και την περιοχή μεταξύ της πλατείας Συντάγματος και Ομονοίας.
Βασικό τους μέλημα είναι να ελέγχουν τις τρεις βασικές οδικές αρτηρίες:
α) Πανεπιστημίου – Σταδίου – Ακαδημίας,
β) Κηφισίας, Μεσογείων, Παπαδιαμαντοπούλου,
γ) Λεωφόρο Συγγρού μέσω της οποίας επικοινωνούσε το κέντρο με την παραλία το αεροδρόμιο Χασάνι.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ελέγχουν πολλές γειτονιές των Αθηνών, το συγκρότημα λόφων Φιλοπάππου – Νυμφών και Αρδηττού καθώς και τη νότια πλευρά της πόλης: Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα, Πετράλωνα.
Το 6ο Σύνταγμα Πειραιά ελέγχει τον όρμο Ελευσίνας – Σκαραμαγκά για να εξασφαλίζει την έλευση νέων στρατιωτικών τμημάτων από την Πελοπόννησο.
Στις 17 Δεκεμβρίου οι μάχες παρουσιάζουν σχετική ύφεση.
Στις 18 σημειώνεται μία σημαντική επιτυχία του ΕΛΑΣ. Τμήματα της 2ας Μεραρχίας διενεργούν αιφνιδιαστική επίθεση κατά του αρχηγείου της RAF στην Κηφισιά. Οι Βρετανικές δυνάμεις αποτελούμενες από 600 περίπου άνδρες ήταν εγκατεστημένες στα ξενοδοχεία Σέσιλ – Απέργη – Πεντελικό. Η επίθεση κράτησε όλη την ημέρα.
Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ καταλαμβάνουν τα τρία ξενοδοχεία και συλλαμβάνουν πάνω από 500 άνδρες. Οι απώλειες είναι μεγάλες και για τις δύο πλευρές: Νεκροί 80 Ελασίτες και 25 Εγγλέζοι. Ο αριθμός των τραυματιών ξεπερνάει τους 300.
Η σταδιακή κάμψη του ΕΛΑΣ ξεκινά την 19η Δεκεμβρίου. Οι Αγγλικές δυνάμεις αρχίζουν αργά αλλά σταθερά να εξασφαλίζουν τον έλεγχο νέων περιοχών.
Τεθωρακισμένες Μεραρχίες ελέγχουν πλήρως τις Λεωφόρους Συγγρού και Πειραιώς. Με βάση αυτές εξαπολύουν κάθετες επιθέσεις στις παρακείμενες περιοχές. Ένας από τους βασικούς τους σκοπούς είχε επιτυγχάνεται. Επιτίθενται από το λιμάνι του Πειραιά και την Πειραϊκή και καταλαμβάνουν το ύψωμα της Καστέλας και της Δραπετσώνας. Από τις Τζιτζιφιές και τον Ιππόδρομο εκδηλώνεται επίθεση κατά της Καλλιθέας και της Νέας Σμύρνης.
[Τα τμήματα του ΕΛΑΣ μάχονται μέχρι εξαντλήσεως, χωρίς να είναι δυνατή η αντικατάστασις των και με μεγάλη έλλειψη πυρομαχικών. Ο τομεύς Πειραιώς έχει ενισχυθεί με δύναμη 700 ανδρών του ορεινού ΕΛΑΣ (52 Σύνταγμα ΧΙΙΙ Μεραρχίας) και αριθμόν τινα βολών πυροβολικού, αλλ’ αι ανάγκαι της γραμμής μάχης είναι μεγάλαι λόγω της εκτάσεως που λαμβάνει το μέτωπον του αγώνος. Το Α’ Σώμα Στρατού έχει ενισχυθεί με το 9ον Σύνταγμα Πελοποννήσου (2 Τάγματα) μηχανοκίνητον πλην εκ 2 θωρακισμένων αυτοκινήτων και με αριθμόν τιναν πυρομαχικών ατομικού τυφεκίου και εκρηκτικών.]
Η άφιξη του Τσώρτσιλ στην Αθήνα την νύχτα της 25ης Δεκεμβρίου δείχνει καθαρά πως η μάχη κλείνει προς τη μεριά των Βρετανών. Τις προηγούμενες ημέρες ο ΕΛΑΣ είχε συμπτυχθεί απ’ το μεγαλύτερο μέρος των συνοικιών που κατείχε. Είχε εγκαταλειφθεί το Θησείο, η περιοχή Φιλοπάππου και το μεγαλύτερο τμήμα του Πειραιά. Η 3η ορεινή Ταξιαρχία με τη βοήθεια Πυροβολικού και Αεροπορίας καταφέρνει να καταλάβει την περιοχή της Καισαριανής. Η πτώση της Καισαριανής κρίνεται ως μία από τις καθοριστικότερες για την έκβαση της μάχης επιχείρηση των κυβερνητικών δυνάμεων.
[Την 29η Δεκεμβρίου. Η επιχείρηση κατά Ζέρβα είχε περατωθεί. Ούτος με μικρόν αριθμόν 2-1 ½ της δυνάμεως του και με χιλιάδα ομήρων κατηυθύνετο προς Κέρκυραν. [σ.σ. στο σημείο αυτό υπάρχει ιδιόχειρη σημείωση του Σιάντου «Το μέρος του Ζέρβα πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους της συγκρούσεως, την προετοιμασία και διεξαγωγήν της σε πολύ χονδρές γραμμές»] Δια την συνέχισιν της Μάχης των Αθηνών διετάσετο το Γενικό Στρατηγείο από της 29-12-44 να κατευθύνει δύο Μεραρχίας του την Ι και ΙΧ προς τους χώρους Άμφισσα – Λειβαδιά – Λαμία εν αναμονή νεοτέρων διατάξεων. Την 29η Δεκεμβρίου κατόπιν σκληρού καθ’ όλην την ημέραν αγώνος τα τμήματα της Καισαριανής αναγκάζονται να συμπτυχτούν την νύκτα. Ι Ταξιαρχία Α’ Σ. Στρατού δια Υμηττού προς Λιόπεσι ΙΙ/34 προς το Σύνταγμα του περιοχήν Αγ. Παρασκευής.Η Καισαριανή ισοπεδωθείσα από τα πυρά πυροβολικού και αεροπορίας περιήλθε εις χείρας των Άγγλων.]
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Βρετανός Πρωθυπουργός ζητάει την έναρξη διαπραγματεύσεων. Στις 26 Δεκεμβρίου συγκαλείται σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Συμμετέχουν Αγγλική αντιπροσωπεία, οι συμμαχικοί Πρεσβευτές και ελληνική αντιπροσωπεία απ’ όλα τα κόμματα και τις παρατάξεις. Η σύσκεψη καταλήγει σε ναυάγιο.
Η ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΤΥΞΗ
Οι βρετανικές δυνάμεις μέρα με τη μέρα κερδίζουν έδαφος. Η φθορά του ΕΛΑΣ διευρύνεται. Έχουν χαθεί πλέον και οι ανατολικές συνοικίες των Αθηνών. Η περιοχή ελέγχου του ΕΛΑΣ ορίζεται στην περίμετρο Λεωφόρος Κηφισίας – τέρμα Αμπελοκήπων, Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Βόρειες και δυτικές παρυφές Λυκαβηττού, οδός Σόλωνος – Πλατεία Κάνιγγος – παρυφές Ομόνοιας. Το σχέδιο των Βρετανών προβλέπει επίθεση από τις περιοχές Γουδί και Ρουφ.
Η Γενική επίθεση ξεκινά από την 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με σκοπό την εκκαθάριση των περιοχών Νεαπόλεως και Εξαρχείων στις 2 Ιανουαρίου.. Σφοδρές μάχες γίνονται στο τετράγωνο Τρικούπη – Διδότου – Μαυρομιχάλη – Ναυαρίνου, στο Πολυτεχνείο και το κτίριο της τηλεφωνικής εταιρείας στη γωνιά Κωλέτη και Μπενάκη.
Από τις 10 το βράδυ της 2ας Ιανουαρίου όλες οι Κυβερνητικές δυνάμεις έχουν θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο εκκαθάρισης των Αθηνών. Η περιοχή του Γηροκομείου καταλαμβάνεται το ίδιο βράδυ.
Στο Ψυχικό οι μάχες της 3ης Ιανουαρίου διαρκούν όλη τη μέρα και καταλήγουν σε συντριπτική ήττα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Βρετανικά άρματα μάχης εισχωρούν στον Κολωνό και το Περιστέρι. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στα Εξάρχεια υποχωρούν στην Κυψέλη. Τα εναπομείναντα τμήματα του Πειραιά αποκομμένα πλέον δείχνουν αδύναμα να κρατήσουν τις θέσεις τους. Είναι τα πρώτα που αυτόβουλα αρχίζουν σταδιακή αποχώρηση. Μετά την πτώση του Ψυχικού απειλείται άμεσα η γραμμή Καλογρέζας Νέας Ιωνίας.
Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ δίνει εντολή το απόγευμα της 4ης Ιανουαρίου για υποχώρηση η σύμπτυξη των δυνάμεων στις περιοχές Μάνδρα, Κάζα, Δεκέλεια, Μπογιάτι.
Η αποχώρηση ξεκινά στις 4:15 το πρωί της 5ης Ιανουαρίου.
Οι Βρετανοί την αντιλαμβάνονται πολύ αργά. Με διστακτικότητα εισχωρούν στις εγκαταλελειμμένες περιοχές. Επιτίθενται με στην οπισθοφυλακή του ΕΛΑΣ, το 54 Σύνταγμα Βόλου. Ο Στρατηγός Σκόμπυ αναγγέλλει το γεγονός με έκτακτο ανακοινωθέν: «Αι Μάχαι εις τα Αθήνας και τον Πειραιά κατέπαυσαν».
[ 4η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1945 : ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΜΠΤΥΞΗ
Γενικά όλα τα τμήματα, από 33 συνεχείς ημέρας μαχόμενα, είχαν φθάσει, αλλά και υπερβεί, το όριο της αντοχής. Ουδεμία αντικατάστασις προς ανάπαυσιν των μαχητών. Αι δε απώλειες υπερέβαινον κάθε όριον. Μόνο η συνεχής αντικατάστασις του έμψυχου υλικού μέσα στις ίδιες μονάδες έδινε τη συνέχεια της υποστάσεως των. Προς πρόληψιν υποχωρήσεως εν ημέρα από την πίεση του εχθρού και μάλιστα έξω των κατωκειμένων τόπων υπό τα δραστικά πυρά της δραστηριωτάτης εχθρικής αεροπορίας η Κ. Ε. του ΕΛΑΣ έδωσε το εσπέρας της 4ης Ιανουαρίου τη Διαταγήν της συμπτύξεως κατά τη διάρκεια της νυκτός 5ης Ιανουαρίου.
Η σύμπτυξη θα εγένετο προς Μάνδρα – Κάζα – Χασιά – Δεκελεία, στενωπούς Μπογιάτι με ελαφράν γραμμή ασφαλείας επί των στενωπών Δαφνί, Αν. Λιόσια, Μενίδι, Αμαρούσι, Μελίσσια, Πεντέλη. Η σύμπτυξης επραγματοποιήθει εγκαίρως και κανονικώς τη νύκτα 4/5 με διατήρηση της φυσιογνωμίας του πεδίου μάχης μέχρι των πρωινών ωρών.
Ο εχθρός κατά την επομένην έχασε την επαφήν των μαχητών του πεδίου μάχης Αθηνών – Πειραιώς. Αι αναγνωρίσεις του μολαταύτα εξεπέμφθησαν μετά μεσημβρίαν 5ης Ιανουαρίου και έφθασαν Κηφισιά – Ερυθραία από όπου δεν επροχώρησαν βορειότερα. Επίσης Μενίδι και στενωπούς Άνω Λιοσίων όπως και στην στενωπό Δαφνί.]
|
|
|
'Ηταν ολοφάνερα ένας Ελληνο - Αγγλικός πόλεμος
Μεταξύ του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας και του Πειραιά και των Εγγλέζων, που είχαν στο πλευρό τους, τους ακροδεξιούς και τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών φασιστών.
Τριάντα τρεις ολόκληρες μέρες, που είναι σφραγισμένες από το μεγαλείο της μαζικής λαϊκής αυτοθυσίας και πρωτοβουλίας, της μαχητικότητας και του δυναμισμού. Και ήταν αυτή ακριβώς, η μαζική λαϊκή συμμετοχή - μαζί με τον ηρωικό αγώνα των μαχητών του ΕΛΑΣ - που απέτρεψε τη στρατιωτική ολοκληρωτική νίκη των σαφώς πολλαπλάσιων αγγλικών δυνάμεων και υποχρέωσε τον Τσόρτσιλ στην αναζήτηση και πάλι πολιτικών λύσεων.
Σε ΔΥΟ ΦΑΣΕΙΣ μπορούν να χωριστούν τα γεγονότα του Δεκέμβρη.
Η ΠΡΩΤΗ, κρατά μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη. Στη διάρκειά της, ο ΕΛΑΣ και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, αφού θάβει τους δεκάδες νεκρούς του των πρώτων ημερών και αποκρούει την επίθεση, που εξαπόλυσαν οι Εγγλέζοι στις 6 του Δεκέμβρη, περνά σε αντεπίθεση και περιορίζει τις αγγλικές δυνάμεις στο κέντρο ουσιαστικά της Αθήνας, στο κράτος της "Σκομπίας", όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ, αρχίζει στις 18 Δεκέμβρη και κρατά μέχρι το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη, όταν με διαταγή του Α' ΣΣ ο ΕΛΑΣ αποσύρεται από την πρωτεύουσα.
Τα γεγονότα
Να, πώς περιγράφει τα γεγονότα εκείνα το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (Α' τόμος, σ. 490) :
"Στη μάχη του Δεκέμβρη, ΕΛΑΣ και λαός της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκονταν επί ποδός πολέμου. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ κρατούσαν γερά τις θέσεις τους.
Διεκδικούσαν τετράγωνο με τετράγωνο την περιοχή της πρωτεύουσας. Ενεργούσαν σοβαρές επιθετικές κρούσεις. Αχρήστευαν δεκάδες άρματα μάχης. Κατέρριπταν αεροπλάνα. Επιαναν αιχμαλώτους.
Ο λαός έστηνε οδοφράγματα. Ανοιγε αντιαρματικές τάφρους. Μετέφερε τραυματίες και τρόφιμα. Νέοι και γέροι, άντρες, γυναίκες έπαιρναν θέση στο μετερίζι της μεγάλης μάχης.
Κατά τα μέσα του Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ με ορμητικές επιθετικές ενέργειες υποχρέωσε τους Βρετανούς επιδρομείς να περιχαρακωθούν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το κράτος του Σκόμπι και του Παπανδρέου περιορίστηκε στο χώρο ανάμεσα στην Ομόνοια, την πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι, με ελάχιστα σημεία στήριξης έξω από το χώρο αυτό.
Η σοβαρή κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα, οι σημαντικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό και η καταδίκη της επέμβασης της Μ. Βρετανίας από τη δημοκρατική κοινή γνώμη των χωρών του εξωτερικού και της ίδιας της Αγγλίας, προκαλούσαν πολλές ανησυχίες στην αγγλική κυβέρνηση.
Το δράμα των Ελλήνων συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση
Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του γράφει ότι "στην Αγγλία υπήρχε πολύ σύγχυση. Οι "Τάιμς" και ο "Μαγχεστριανικός Φύλαξ" καταδίκασαν την αντιδραστική, όπως την αποκαλούσαν, πολιτική μας... Στη Βουλή των Κοινοτήτων ο σάλος υπήρξε μεγάλος...". Και προσθέτει: "Η μεγάλη πλειοψηφία του αμερικανικού Τύπου καταδίκασε αναφανδόν τη δράση μας, που τη χαρακτήρισε σαν νόθευση των αρχών υπέρ των οποίων πολεμούσαμε" (Απομνημονεύματα Ουίνστον Τσόρτσιλ, τ. 6, βιβλ. Α', σ. 258 και 265). Η αγγλική κυβέρνηση, ανήσυχη από τις εξελίξεις, αποφάσισε να κλείσει με γενική πολεμική ενέργεια το ελληνικό ζήτημα.
Αλλά, πριν αρχίσει τη γενική επίθεση, ο Τσόρτσιλ θεώρησε καλό να αναλάβει πρωτοβουλία, για διευθέτηση του ζητήματος, με πολιτικά μέσα, αφού και ο στρατηγός Αλεξάντερ τού είχε ήδη τηλεγραφικώς τονίσει πως στρατιωτική νίκη, στην περίπτωση που θα εξακολουθούσε τον αγώνα ο ΕΛΑΣ μετά την απώθησή του από την Αθήνα και την περιοχή της Αττικής, δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Ο τότε σύμβουλος του βασιλιά Γεωργίου, Π. Πιπινέλης, γράφει ότι το τηλεγράφημα του Αλεξάντερ προκάλεσε "βαθυτάτην εντύπωσιν" στον Τσόρτσιλ, ότι άρχισε να καταλαβαίνει πως ακόμη και με μια συντριπτική νίκη στην Αθήνα "δεν ήταν δυνατόν να λυθεί το ελληνικό πρόβλημα. Γι' αυτό, μαζί με τη συγκέντρωση στρατιωτικών ενισχύσεων, άρχισε να προσανατολίζεται στην ανάγκη κάποιας πολιτικής λύσεως, στην περίπτωση που ο ΕΛΑΣ δεν συνθηκολογούσε".(Π. Πιπινέλης, "Τα πολιτικά και διπλωματικά παρασκήνια", εφημ. Ακρόπολις (24.8.1958).
Η αγγλική επίθεση
Στις 17 Δεκέμβρη ο Σκόμπι περνά σε νέα επίθεση, αφού έχει κατάλληλα ενισχύσει τις δυνάμεις του. Οι συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά σφυροκοπούνται ανελέητα από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Οι ρουκέτες, οι βόμβες, τα τηλεβόλα και τα πολυβόλα σκορπούν τον όλεθρο του θανάτου. Ο συσχετισμός δύναμης είναι πλέον ολοφάνερα υπέρ των επιδρομέων και δημιουργείται δύσκολη κατάσταση για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αλλά οι Αγγλοι προχωρούν με μεγάλη δυσκολία. Οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Ο Τσόρτσιλ, όμως, θέλει οπωσδήποτε να ξεκαθαρίσει το ελληνικό ζήτημα και να "δέσει" την Ελλάδα στο άρμα του βρετανικού λέοντα. Γι' αυτό και στέλνει από την Ιταλία νέες, μεγάλες στρατιωτικές ενισχύσεις και εφόδια στον Σκόμπι. Και τούτο, παρ' ότι έχει ήδη εκδηλωθεί η αντεπίθεση των Γερμανών του στρατάρχη Ρούνστεντ στις Αρδένες και τις σοβαρές δυσκολίες, που αντιμετωπίζουν οι συμμαχικές δυνάμεις στο ιταλικό μέτωπο.
Γι' αυτά γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Ρούσος, στο βιβλίο του "Η μεγάλη πενταετία":
"Ανάμεσα στις 15 και 25 του Δεκέμβρη, φτάνουν στην Αθήνα, σε χρονικό διάστημα ρεκόρ, με 1.650 αεροπορικές πτήσεις, δυο ακόμα πλήρεις βρετανικές μεραρχίες, άλλες ισχυρές αποικιακές δυνάμεις πεζικού, συγκεκριμένα άλλη μια ταξιαρχία της 4ης Ινδικής Μεραρχίας, καθώς και δυο περίπου χιλιάδες τόνοι πολεμικό υλικό".
Γράφοντας μετά τον πόλεμο, για κείνες τις επιχειρήσεις κατά του ελληνικού λαού το Δεκέμβρη του 1944 και συγκρίνοντάς τες με την αποστολή του βρετανικού σώματος κατά των Ιταλών το 1941, ο Αλεξάντερ παρατηρεί: "Η επέμβασίς μας το 1944 υπήρξε περισσότερον επιτυχής, παρ' όλον ότι απετέλη εξ ίσου σημαντικήν θυσίαν δι' ημάς, δεδομένου ότι, όπως είπα, με μεγάλην δυσκολίαν ημπορούσα να στερηθώ τας τρεις μεραρχίας, που απέσυρα από το κύριον μέτωπον της Ιταλίας, διά να σώσω την Ελλάδα και να εμποδίσω από του να περιπέσει υπό τον κομμουνιστικόν ζυγόν" ("Καθημερινή" 14.3.1961)
''Ετσι έχουμε και μίαν άλλη κυνική ομολογία, πως ο Τσόρτσιλ έστειλε κατά του σύμμαχου ΕΑΜ το 1944 ουσιαστικότερη δύναμη, απ' ό,τι είχε στείλει στον πόλεμο κατά των φασιστών εισβολέων το 1941".
("Η μεγάλη πενταετία" τ. Β', σ.361).
Οι αντιμέτωπες στρατιωτικές δυνάμεις
Στις σκληρές συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 1944 βρέθηκαν αντιμέτωπες οι παρακάτω στρατιωτικές δυνάμεις:
Ο ΕΛΑΣ, στις πρώτες μέρες, διέθετε (σύμφωνα με την έκθεση που έκανε ο Γ. Σιάντος στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ - 1945) τις δυνάμεις του Α' Σ. Σ., με 4.500 περίπου άνδρες, οι οποίες ενισχύθηκαν στην πορεία και έφτασαν τις 10 - 12.000 άνδρες.
Σύμφωνα με τον Φ. Γρηγοριάδη, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έφτασαν τις 15.000 άνδρες.
Ο Σόλων Γρηγοριάδης ανεβάζει τη συνολική τους δύναμη, στους 17.800 άνδρες.
Γύρω στις 12.000 εξοπλισμένους άνδρες, υπολόγιζαν τη δύναμη του ΕΛΑΣ και οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τηλεγράφημα, που έστειλε ο Τσόρτσιλ στο Ρούσβελτ στις 17 Δεκέμβρη.
Απέναντι στις - χωρίς ουσιαστικά βαρύ οπλισμό - δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι Εγγλέζοι παρέταξαν* :
περισσότερους από 30.000 στρατιώτες, από τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, που κλιμακωτά και σχετικά γρήγορα έφθασαν τις 60.000.
80 αεροπλάνα.
200 τανκς και πολλά πυροβόλα.
Μονάδες του αγγλικού στόλου, με τα πυροβόλα τους, κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων.
Στο πλευρό των Αγγλων, πήραν μέρος επίσης, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι σχηματισμοί δοσιλόγων.
Προφανή και ιδιαίτερη σημασία και αξία έχει να σημειωθεί η συμμετοχή, στο πλευρό των Αγγλων, μεγάλου αριθμού ταγματασφαλιτών, πρώην συνεργατών των Γερμανών.
Η σχετική ομολογία του τότε υφυπουργού των Στρατιωτικών, στρατηγού Λέοντα Σπαή, είναι χαρακτηριστική: "Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου... Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε - αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί - στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού... Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα. Οπως ακόμα, ότι στα Δεκεμβριανά δεν πολέμησαν ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε ο Μακαρέζος (σ.σ. οι μετέπειτα Απριλιανοί δικτάτορες). Ο πρώτος, ήταν υπασπιστής του στρατηγού Παυσανία Κατσώτα, τότε στρατιωτικού διοικητή Αθηνών. Ο δεύτερος, ήταν γραμματέας στο υπασπιστήριό μου, ως υφυπουργός Στρατιωτικών"
(Αρθρο του στρατηγού Λ. Σπαή, στο περιοδικό "Πολιτικά Θέματα", 4 Δεκέμβρη 1976)
* Ο Αγγλος συγγραφέας 'Ερμαν αναφέρει ότι μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη βρίσκονταν στην Ελλάδα 22.600 Αγγλοι στρατιώτες, ενώ τμήματα μιας μεραρχίας ήταν έτοιμα να αποσταλούν στην Ελλάδα. Ο ίδιος αναφέρει, ότι στα τέλη του Δεκέμβρη, η δύναμη των Αγγλων έφθασε τις 60.000 στρατιώτες, ενώ προετοιμάζονται να αποσταλούν για ενίσχυση άλλες 18.000.
ΕΑΜ - ΕΛΑΣ
Αλλεπάλληλες και συνεχείς ήταν οι πρωτοβουλίες και οι προσπάθειες της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ - στη διάρκεια της μάχης του Δεκέμβρη - για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να υπάρξει ομαλή δημοκρατική διέξοδος. Ολες, όμως, συνάντησαν την κατηγορηματική άρνηση των Εγγλέζων ή τους όρους ταπείνωσης και υποταγής του λαού και της χώρας, που έθετε ο Σκόμπι.
Στις 6 του Δεκέμβρη, η ΚΕ του ΕΑΜ στέλνει τηλεγράφημα στον Αγγλο πρεσβευτή Λίπερ, όπου καταγγέλλει την απροσχημάτιστη επεμβατική πολιτική του Σκόμπι και καταλήγει: "Ζητάμε να ορισθεί Διασυμμαχική Επιτροπή από αντιπροσώπους των Συμμάχων χωρών Μ. Βρετανίας, Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Σοβιετικής Ενώσεως και της Γαλλίας, για να εξετάσει τη δημιουργηθείσα κατάσταση, διαπιστώσει τα αίτια που την προκάλεσαν και διαφωτίσει τις Σύμμαχες κυβερνήσεις, ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον οριστικά κάθε τέτοιου είδους επέμβαση".
Στις 7 του Δεκέμβρη στάλθηκε έκκληση της ΚΕ του ΕΑΜ, προς τους πρεσβευτές των τεσσάρων "μεγάλων δυνάμεων", καθώς και προς το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Η έκκληση κατέληγε: "... Καταγγέλλοντας την κατάφωρη αυτή παραβίαση των διασυμμαχικών αποφάσεων και συμφωνιών της Τεχεράνης και Καζέρτας και τον στραγγαλισμόν κάθε έννοιας δικαίου και ελευθερίας, ζητούμε να επέμβητε αμέσως, για να πάψη το πυρ των Βρετανικών Στρατευμάτων εναντίον του αγωνιζόμενου λαού. Να πάψουν οι Εγγλέζοι στρατιώτες να προστατεύουν τις συμμορίες των δωσιλόγων, να αποσυρθούν στους στρατώνες, γιατί ο Ελληνικός Λαός είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί με όλα τα μέσα τη ζωή και τις ελευθερίες του εναντίον οιουδήποτε κινδύνου".
Ακόμη και στα μέσα του Δεκέμβρη, όταν οι μάχες έχουν για τα καλά φουντώσει και οι Εγγλέζοι επιδρομείς έχουν περιοριστεί στο "κράτος της Σκομπίας", το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ επανέρχονται με προτάσεις ειρήνης και δημοκρατικής διεξόδου, κάνοντας όλες τις δυνατές υποχωρήσεις.
Στις 12 Δεκέμβρη, ο Μ. Πορφυρογένης, ύστερα από εντολή της ΚΕ του ΕΛΑΣ και με τη διαμεσολάβηση του Σταμ. Μερκούρη, ήρθε σε επαφή με τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι και συζήτησε μαζί του για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο Σκόμπι... δέχτηκε, απαιτώντας ταυτόχρονα, όμως, να τεθούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του και να παραδώσουν τα όπλα όσες βρίσκονται στην Αθήνα..! Ξαναβάζοντας, δηλαδή, το στρατιωτικό ζήτημα και απαιτώντας ουσιαστικά την άνευ όρων παράδοση του ΕΛΑΣ. Ηταν ολοφάνερο, ότι αυτός ήταν και παρέμενε ο βασικός και κύριος στόχος των Εγγλέζων. Αλλωστε, ο Τσόρτσιλ φρόντιζε να το υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία στους ευρισκόμενους στην Ελλάδα εκπροσώπους του. Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό τηλεγράφημα, που έστειλε στις 9 του Δεκέμβρη στον πρεσβευτή Λίπερ: "... Ο σκοπός είναι σαφής: Να συντριβεί το ΕΑΜ. Το σταμάτημα των μαχών υποτάσσεται σ' αυτό το σκοπό". (Ρ. Λίπερ, "Οταν Ελλην συναντά Ελληνα", σ. 118)
Το τρίτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, παρά τη σθεναρότατη και ηρωική αντίσταση του λαού της πρωτεύουσας και των μαχητών του ΕΛΑΣ, η στρατιωτική υπεροχή των Εγγλέζων γίνεται πλέον αισθητή. Επίσης, οι εφεδρείες του ΕΛΑΣ (σε έμψυχο δυναμικό και μέσα) δεν μπορούν να φθάσουν έγκαιρα στην Αθήνα. Εκτός αυτού, μέρος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, δίνει την ίδια περίπου χρονική περίοδο τη μάχη της διάλυσης των τμημάτων του Τσαούς Αντόν στην Ανατολική Μακεδονία (πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκέμβρη) και αυτών του Ναπ. Ζέρβα στην Ηπειρο (πραγματοποιήθηκε στις 21 έως 23 Δεκέμβρη).
Τη στιγμή, λοιπόν, αυτή - όπως άλλωστε το σχεδίαζε - και ενώ συνεχιζόταν αμείωτη η επίθεση των βρετανικών δυνάμεων, επέλεξε ο Τσόρτσιλ, για να ξεδιπλώσει τη δική του πρωτοβουλία πολιτικής δήθεν λύσης. Στις 25 Δεκέμβρη έρχεται ξαφνικά στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Ιντεν.
Στο αεροδρόμιο του Χασανίου, όπου προσγειώθηκε το αεροπλάνο του, ανταλλάσσει απόψεις με τον στρατηγό Αλεξάντερ, τον υπουργό της Μεσογείου Μακ Μίλαν και τον πρεσβευτή Λίπερ και αποφασίζουν να συγκαλέσουν σύσκεψη, στην οποία θα μετάσχουν αντιπρόσωποι του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, των αστικών κομμάτων και της κυβέρνησης Παπανδρέου. Τα σχετικά, με τη σύσκεψη αυτή, δόθηκαν στη δημοσιότητα τις αμέσως επόμενες μέρες, από το όργανο της ΚΕ του ΕΑΜ, "Ελεύθερη Ελλάδα", απ' όπου και αναδημοσιεύουμε ολόκληρο το κείμενο, διατηρώντας ακόμη και τον τότε τίτλο του.
Τριάντα τρεις ολόκληρες μέρες, που είναι σφραγισμένες από το μεγαλείο της μαζικής λαϊκής αυτοθυσίας και πρωτοβουλίας, της μαχητικότητας και του δυναμισμού. Και ήταν αυτή ακριβώς, η μαζική λαϊκή συμμετοχή - μαζί με τον ηρωικό αγώνα των μαχητών του ΕΛΑΣ - που απέτρεψε τη στρατιωτική ολοκληρωτική νίκη των σαφώς πολλαπλάσιων αγγλικών δυνάμεων και υποχρέωσε τον Τσόρτσιλ στην αναζήτηση και πάλι πολιτικών λύσεων.
Σε ΔΥΟ ΦΑΣΕΙΣ μπορούν να χωριστούν τα γεγονότα του Δεκέμβρη.
Η ΠΡΩΤΗ, κρατά μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη. Στη διάρκειά της, ο ΕΛΑΣ και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, αφού θάβει τους δεκάδες νεκρούς του των πρώτων ημερών και αποκρούει την επίθεση, που εξαπόλυσαν οι Εγγλέζοι στις 6 του Δεκέμβρη, περνά σε αντεπίθεση και περιορίζει τις αγγλικές δυνάμεις στο κέντρο ουσιαστικά της Αθήνας, στο κράτος της "Σκομπίας", όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ, αρχίζει στις 18 Δεκέμβρη και κρατά μέχρι το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη, όταν με διαταγή του Α' ΣΣ ο ΕΛΑΣ αποσύρεται από την πρωτεύουσα.
Τα γεγονότα
Να, πώς περιγράφει τα γεγονότα εκείνα το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (Α' τόμος, σ. 490) :
"Στη μάχη του Δεκέμβρη, ΕΛΑΣ και λαός της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκονταν επί ποδός πολέμου. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ κρατούσαν γερά τις θέσεις τους.
Διεκδικούσαν τετράγωνο με τετράγωνο την περιοχή της πρωτεύουσας. Ενεργούσαν σοβαρές επιθετικές κρούσεις. Αχρήστευαν δεκάδες άρματα μάχης. Κατέρριπταν αεροπλάνα. Επιαναν αιχμαλώτους.
Ο λαός έστηνε οδοφράγματα. Ανοιγε αντιαρματικές τάφρους. Μετέφερε τραυματίες και τρόφιμα. Νέοι και γέροι, άντρες, γυναίκες έπαιρναν θέση στο μετερίζι της μεγάλης μάχης.
Κατά τα μέσα του Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ με ορμητικές επιθετικές ενέργειες υποχρέωσε τους Βρετανούς επιδρομείς να περιχαρακωθούν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το κράτος του Σκόμπι και του Παπανδρέου περιορίστηκε στο χώρο ανάμεσα στην Ομόνοια, την πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι, με ελάχιστα σημεία στήριξης έξω από το χώρο αυτό.
Η σοβαρή κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα, οι σημαντικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό και η καταδίκη της επέμβασης της Μ. Βρετανίας από τη δημοκρατική κοινή γνώμη των χωρών του εξωτερικού και της ίδιας της Αγγλίας, προκαλούσαν πολλές ανησυχίες στην αγγλική κυβέρνηση.
Το δράμα των Ελλήνων συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση
Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του γράφει ότι "στην Αγγλία υπήρχε πολύ σύγχυση. Οι "Τάιμς" και ο "Μαγχεστριανικός Φύλαξ" καταδίκασαν την αντιδραστική, όπως την αποκαλούσαν, πολιτική μας... Στη Βουλή των Κοινοτήτων ο σάλος υπήρξε μεγάλος...". Και προσθέτει: "Η μεγάλη πλειοψηφία του αμερικανικού Τύπου καταδίκασε αναφανδόν τη δράση μας, που τη χαρακτήρισε σαν νόθευση των αρχών υπέρ των οποίων πολεμούσαμε" (Απομνημονεύματα Ουίνστον Τσόρτσιλ, τ. 6, βιβλ. Α', σ. 258 και 265). Η αγγλική κυβέρνηση, ανήσυχη από τις εξελίξεις, αποφάσισε να κλείσει με γενική πολεμική ενέργεια το ελληνικό ζήτημα.
Αλλά, πριν αρχίσει τη γενική επίθεση, ο Τσόρτσιλ θεώρησε καλό να αναλάβει πρωτοβουλία, για διευθέτηση του ζητήματος, με πολιτικά μέσα, αφού και ο στρατηγός Αλεξάντερ τού είχε ήδη τηλεγραφικώς τονίσει πως στρατιωτική νίκη, στην περίπτωση που θα εξακολουθούσε τον αγώνα ο ΕΛΑΣ μετά την απώθησή του από την Αθήνα και την περιοχή της Αττικής, δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Ο τότε σύμβουλος του βασιλιά Γεωργίου, Π. Πιπινέλης, γράφει ότι το τηλεγράφημα του Αλεξάντερ προκάλεσε "βαθυτάτην εντύπωσιν" στον Τσόρτσιλ, ότι άρχισε να καταλαβαίνει πως ακόμη και με μια συντριπτική νίκη στην Αθήνα "δεν ήταν δυνατόν να λυθεί το ελληνικό πρόβλημα. Γι' αυτό, μαζί με τη συγκέντρωση στρατιωτικών ενισχύσεων, άρχισε να προσανατολίζεται στην ανάγκη κάποιας πολιτικής λύσεως, στην περίπτωση που ο ΕΛΑΣ δεν συνθηκολογούσε".(Π. Πιπινέλης, "Τα πολιτικά και διπλωματικά παρασκήνια", εφημ. Ακρόπολις (24.8.1958).
Η αγγλική επίθεση
Στις 17 Δεκέμβρη ο Σκόμπι περνά σε νέα επίθεση, αφού έχει κατάλληλα ενισχύσει τις δυνάμεις του. Οι συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά σφυροκοπούνται ανελέητα από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Οι ρουκέτες, οι βόμβες, τα τηλεβόλα και τα πολυβόλα σκορπούν τον όλεθρο του θανάτου. Ο συσχετισμός δύναμης είναι πλέον ολοφάνερα υπέρ των επιδρομέων και δημιουργείται δύσκολη κατάσταση για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αλλά οι Αγγλοι προχωρούν με μεγάλη δυσκολία. Οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Ο Τσόρτσιλ, όμως, θέλει οπωσδήποτε να ξεκαθαρίσει το ελληνικό ζήτημα και να "δέσει" την Ελλάδα στο άρμα του βρετανικού λέοντα. Γι' αυτό και στέλνει από την Ιταλία νέες, μεγάλες στρατιωτικές ενισχύσεις και εφόδια στον Σκόμπι. Και τούτο, παρ' ότι έχει ήδη εκδηλωθεί η αντεπίθεση των Γερμανών του στρατάρχη Ρούνστεντ στις Αρδένες και τις σοβαρές δυσκολίες, που αντιμετωπίζουν οι συμμαχικές δυνάμεις στο ιταλικό μέτωπο.
Γι' αυτά γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Ρούσος, στο βιβλίο του "Η μεγάλη πενταετία":
"Ανάμεσα στις 15 και 25 του Δεκέμβρη, φτάνουν στην Αθήνα, σε χρονικό διάστημα ρεκόρ, με 1.650 αεροπορικές πτήσεις, δυο ακόμα πλήρεις βρετανικές μεραρχίες, άλλες ισχυρές αποικιακές δυνάμεις πεζικού, συγκεκριμένα άλλη μια ταξιαρχία της 4ης Ινδικής Μεραρχίας, καθώς και δυο περίπου χιλιάδες τόνοι πολεμικό υλικό".
Γράφοντας μετά τον πόλεμο, για κείνες τις επιχειρήσεις κατά του ελληνικού λαού το Δεκέμβρη του 1944 και συγκρίνοντάς τες με την αποστολή του βρετανικού σώματος κατά των Ιταλών το 1941, ο Αλεξάντερ παρατηρεί: "Η επέμβασίς μας το 1944 υπήρξε περισσότερον επιτυχής, παρ' όλον ότι απετέλη εξ ίσου σημαντικήν θυσίαν δι' ημάς, δεδομένου ότι, όπως είπα, με μεγάλην δυσκολίαν ημπορούσα να στερηθώ τας τρεις μεραρχίας, που απέσυρα από το κύριον μέτωπον της Ιταλίας, διά να σώσω την Ελλάδα και να εμποδίσω από του να περιπέσει υπό τον κομμουνιστικόν ζυγόν" ("Καθημερινή" 14.3.1961)
''Ετσι έχουμε και μίαν άλλη κυνική ομολογία, πως ο Τσόρτσιλ έστειλε κατά του σύμμαχου ΕΑΜ το 1944 ουσιαστικότερη δύναμη, απ' ό,τι είχε στείλει στον πόλεμο κατά των φασιστών εισβολέων το 1941".
("Η μεγάλη πενταετία" τ. Β', σ.361).
Οι αντιμέτωπες στρατιωτικές δυνάμεις
Στις σκληρές συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 1944 βρέθηκαν αντιμέτωπες οι παρακάτω στρατιωτικές δυνάμεις:
Ο ΕΛΑΣ, στις πρώτες μέρες, διέθετε (σύμφωνα με την έκθεση που έκανε ο Γ. Σιάντος στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ - 1945) τις δυνάμεις του Α' Σ. Σ., με 4.500 περίπου άνδρες, οι οποίες ενισχύθηκαν στην πορεία και έφτασαν τις 10 - 12.000 άνδρες.
Σύμφωνα με τον Φ. Γρηγοριάδη, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έφτασαν τις 15.000 άνδρες.
Ο Σόλων Γρηγοριάδης ανεβάζει τη συνολική τους δύναμη, στους 17.800 άνδρες.
Γύρω στις 12.000 εξοπλισμένους άνδρες, υπολόγιζαν τη δύναμη του ΕΛΑΣ και οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τηλεγράφημα, που έστειλε ο Τσόρτσιλ στο Ρούσβελτ στις 17 Δεκέμβρη.
Απέναντι στις - χωρίς ουσιαστικά βαρύ οπλισμό - δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι Εγγλέζοι παρέταξαν* :
περισσότερους από 30.000 στρατιώτες, από τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, που κλιμακωτά και σχετικά γρήγορα έφθασαν τις 60.000.
80 αεροπλάνα.
200 τανκς και πολλά πυροβόλα.
Μονάδες του αγγλικού στόλου, με τα πυροβόλα τους, κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων.
Στο πλευρό των Αγγλων, πήραν μέρος επίσης, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι σχηματισμοί δοσιλόγων.
Προφανή και ιδιαίτερη σημασία και αξία έχει να σημειωθεί η συμμετοχή, στο πλευρό των Αγγλων, μεγάλου αριθμού ταγματασφαλιτών, πρώην συνεργατών των Γερμανών.
Η σχετική ομολογία του τότε υφυπουργού των Στρατιωτικών, στρατηγού Λέοντα Σπαή, είναι χαρακτηριστική: "Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου... Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε - αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί - στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού... Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα. Οπως ακόμα, ότι στα Δεκεμβριανά δεν πολέμησαν ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε ο Μακαρέζος (σ.σ. οι μετέπειτα Απριλιανοί δικτάτορες). Ο πρώτος, ήταν υπασπιστής του στρατηγού Παυσανία Κατσώτα, τότε στρατιωτικού διοικητή Αθηνών. Ο δεύτερος, ήταν γραμματέας στο υπασπιστήριό μου, ως υφυπουργός Στρατιωτικών"
(Αρθρο του στρατηγού Λ. Σπαή, στο περιοδικό "Πολιτικά Θέματα", 4 Δεκέμβρη 1976)
* Ο Αγγλος συγγραφέας 'Ερμαν αναφέρει ότι μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη βρίσκονταν στην Ελλάδα 22.600 Αγγλοι στρατιώτες, ενώ τμήματα μιας μεραρχίας ήταν έτοιμα να αποσταλούν στην Ελλάδα. Ο ίδιος αναφέρει, ότι στα τέλη του Δεκέμβρη, η δύναμη των Αγγλων έφθασε τις 60.000 στρατιώτες, ενώ προετοιμάζονται να αποσταλούν για ενίσχυση άλλες 18.000.
ΕΑΜ - ΕΛΑΣ
Αλλεπάλληλες και συνεχείς ήταν οι πρωτοβουλίες και οι προσπάθειες της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ - στη διάρκεια της μάχης του Δεκέμβρη - για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να υπάρξει ομαλή δημοκρατική διέξοδος. Ολες, όμως, συνάντησαν την κατηγορηματική άρνηση των Εγγλέζων ή τους όρους ταπείνωσης και υποταγής του λαού και της χώρας, που έθετε ο Σκόμπι.
Στις 6 του Δεκέμβρη, η ΚΕ του ΕΑΜ στέλνει τηλεγράφημα στον Αγγλο πρεσβευτή Λίπερ, όπου καταγγέλλει την απροσχημάτιστη επεμβατική πολιτική του Σκόμπι και καταλήγει: "Ζητάμε να ορισθεί Διασυμμαχική Επιτροπή από αντιπροσώπους των Συμμάχων χωρών Μ. Βρετανίας, Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Σοβιετικής Ενώσεως και της Γαλλίας, για να εξετάσει τη δημιουργηθείσα κατάσταση, διαπιστώσει τα αίτια που την προκάλεσαν και διαφωτίσει τις Σύμμαχες κυβερνήσεις, ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον οριστικά κάθε τέτοιου είδους επέμβαση".
Στις 7 του Δεκέμβρη στάλθηκε έκκληση της ΚΕ του ΕΑΜ, προς τους πρεσβευτές των τεσσάρων "μεγάλων δυνάμεων", καθώς και προς το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Η έκκληση κατέληγε: "... Καταγγέλλοντας την κατάφωρη αυτή παραβίαση των διασυμμαχικών αποφάσεων και συμφωνιών της Τεχεράνης και Καζέρτας και τον στραγγαλισμόν κάθε έννοιας δικαίου και ελευθερίας, ζητούμε να επέμβητε αμέσως, για να πάψη το πυρ των Βρετανικών Στρατευμάτων εναντίον του αγωνιζόμενου λαού. Να πάψουν οι Εγγλέζοι στρατιώτες να προστατεύουν τις συμμορίες των δωσιλόγων, να αποσυρθούν στους στρατώνες, γιατί ο Ελληνικός Λαός είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί με όλα τα μέσα τη ζωή και τις ελευθερίες του εναντίον οιουδήποτε κινδύνου".
Ακόμη και στα μέσα του Δεκέμβρη, όταν οι μάχες έχουν για τα καλά φουντώσει και οι Εγγλέζοι επιδρομείς έχουν περιοριστεί στο "κράτος της Σκομπίας", το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ επανέρχονται με προτάσεις ειρήνης και δημοκρατικής διεξόδου, κάνοντας όλες τις δυνατές υποχωρήσεις.
Στις 12 Δεκέμβρη, ο Μ. Πορφυρογένης, ύστερα από εντολή της ΚΕ του ΕΛΑΣ και με τη διαμεσολάβηση του Σταμ. Μερκούρη, ήρθε σε επαφή με τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι και συζήτησε μαζί του για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο Σκόμπι... δέχτηκε, απαιτώντας ταυτόχρονα, όμως, να τεθούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του και να παραδώσουν τα όπλα όσες βρίσκονται στην Αθήνα..! Ξαναβάζοντας, δηλαδή, το στρατιωτικό ζήτημα και απαιτώντας ουσιαστικά την άνευ όρων παράδοση του ΕΛΑΣ. Ηταν ολοφάνερο, ότι αυτός ήταν και παρέμενε ο βασικός και κύριος στόχος των Εγγλέζων. Αλλωστε, ο Τσόρτσιλ φρόντιζε να το υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία στους ευρισκόμενους στην Ελλάδα εκπροσώπους του. Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό τηλεγράφημα, που έστειλε στις 9 του Δεκέμβρη στον πρεσβευτή Λίπερ: "... Ο σκοπός είναι σαφής: Να συντριβεί το ΕΑΜ. Το σταμάτημα των μαχών υποτάσσεται σ' αυτό το σκοπό". (Ρ. Λίπερ, "Οταν Ελλην συναντά Ελληνα", σ. 118)
Το τρίτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, παρά τη σθεναρότατη και ηρωική αντίσταση του λαού της πρωτεύουσας και των μαχητών του ΕΛΑΣ, η στρατιωτική υπεροχή των Εγγλέζων γίνεται πλέον αισθητή. Επίσης, οι εφεδρείες του ΕΛΑΣ (σε έμψυχο δυναμικό και μέσα) δεν μπορούν να φθάσουν έγκαιρα στην Αθήνα. Εκτός αυτού, μέρος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, δίνει την ίδια περίπου χρονική περίοδο τη μάχη της διάλυσης των τμημάτων του Τσαούς Αντόν στην Ανατολική Μακεδονία (πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκέμβρη) και αυτών του Ναπ. Ζέρβα στην Ηπειρο (πραγματοποιήθηκε στις 21 έως 23 Δεκέμβρη).
Τη στιγμή, λοιπόν, αυτή - όπως άλλωστε το σχεδίαζε - και ενώ συνεχιζόταν αμείωτη η επίθεση των βρετανικών δυνάμεων, επέλεξε ο Τσόρτσιλ, για να ξεδιπλώσει τη δική του πρωτοβουλία πολιτικής δήθεν λύσης. Στις 25 Δεκέμβρη έρχεται ξαφνικά στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Ιντεν.
Στο αεροδρόμιο του Χασανίου, όπου προσγειώθηκε το αεροπλάνο του, ανταλλάσσει απόψεις με τον στρατηγό Αλεξάντερ, τον υπουργό της Μεσογείου Μακ Μίλαν και τον πρεσβευτή Λίπερ και αποφασίζουν να συγκαλέσουν σύσκεψη, στην οποία θα μετάσχουν αντιπρόσωποι του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, των αστικών κομμάτων και της κυβέρνησης Παπανδρέου. Τα σχετικά, με τη σύσκεψη αυτή, δόθηκαν στη δημοσιότητα τις αμέσως επόμενες μέρες, από το όργανο της ΚΕ του ΕΑΜ, "Ελεύθερη Ελλάδα", απ' όπου και αναδημοσιεύουμε ολόκληρο το κείμενο, διατηρώντας ακόμη και τον τότε τίτλο του.
Οι συσκέψεις
|
|
Τα πρακτικά των δύο συσκέψεων για τη λύση της κρίσης
Η Αριστερά έκανε κι αυτή τη φορά το καθήκον της. Η σύσκεψη του πολιτικού κόσμου και των αντιπροσώπων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που κλήθηκε με πρωτοβουλία των κ. κ. Τσώρτσιλ και Ηντεν έγινε χθες στις 5μ.μ. στην Αγγλική Πρεσβεία. Από τη νύχτα είχε διαβαστεί μέσω του Σκόμπυ, η πρόσκληση προς την ΚΕ του ΕΛΑΣ να στείλει αντιπροσώπους. Από μέρους του ΕΛΑΣ πήραν μέρος στη σύσκεψη οι συναγωνιστές Γ. Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ και ο στρατηγός Μάντακας, μέλη της ΚΕ του ΕΛΑΣ και από μέρους του ΕΑΜ ο Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ συναγ. Παρτσαλίδης.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Οι τρεις συναγωνιστές με αυτοκίνητο του ΕΛΑΣ έφθασαν ως τα Εξάρχεια, όπου προηγουμένου του Ανθυπολοχαγού επικεφαλής του εκεί τμήματος του ΕΛΑΣ, επροχώρησαν μέχρι των πρώτων αγγλικών γραμμών. Ο ΕΛΑΣίτης Ανθυπολοχαγός κατά τη συμφωνία κρατούσε άσπρο μαντίλι, αντίστοιχα δε άσπρο μαντίλι κρατούσε και ο επικεφαλής Αγγλος. Οταν έφθασαν μέσα στις αγγλικές γραμμές επεβιβάσθηκαν αγγλικού αυτοκινήτου που τους μετέφερε στην Αγγλική Πρεσβεία. Στο μεταξύ, όπως είχε συμφωνηθεί, θα έπρεπε να είχε διακοπεί κάθε πολυβολισμός στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Ο Σκόμπυ παραβαίνοντας για μια ακόμη φορά και τη συμφωνία αυτή πολυβολούσε τις συνοικίες, ισχυρισθείς ότι έβαλλαν τα τηλεβόλα του ΕΛΑΣ στον Πειραιά, εναντίον του πολεμικού "Αίας" και της Σχολής Δοκίμων.
Οι δρόμοι από τους οποίους πέρασαν οι αντιπρόσωποί μας δεν εβάλλοντο. Ο συναγ. Σιάντος φορούσε στρατιωτικά με το σήμα ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και ο στρατηγός Μάντακας φορούσε στολή εκστρατείας.
Από μέρους των άλλων κομμάτων πήραν μέρος οι κ. κ. Σοφούλης, Καφαντάρης, δύο αντιπρόσωποι του Λαϊκού Κόμματος, ο Πλαστήρας και ο Παπανδρέου.
Της συσκέψεως προήδρευε ο μητροπολίτης Δαμασκηνός. Οι κ. κ. Τσώρτσιλ, Ηντεν, Μακ Μίλαν, Λήπερ και ο στρατηγός Αλεξάντερ πήραν μέρος στην έναρξη της συσκέψεως.
Κατά το ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου, κλήθηκε ως επίσημος παρατηρητής και ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών κ. Μακ Βη και ο αρχηγός της Σοβιετικής Αποστολής συνταγματάρχης Ποπώφ.
ΟΙ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΤΣΩΡΤΣΙΛ
Ο κ. Τσώρτσιλ που έφτασε στην Αθήνα προχτές το βράδυ αεροπορικώς, είχε τρίωρη συνομιλία με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και απλώς συναντήθηκε με τον Παπανδρέου. Χτες το πρωί τον κ. Τσώρτσιλ επισκέφτηκε ο Γάλλος πρεσβευτής κ. Μπαιλέν και ο αρχηγός της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα συνταγματάρχης Ποπόφ.
ΜΙΛΑ Ο ΤΣΩΡΤΣΙΛ
Μόλις άρχισε η σύσκεψη πήρε το λόγο ο Βρετανός Πρωθυπουργός κ. Τσώρτσιλ. Τόνισε ότι τα εκκρεμή ζητήματα δεν πρόκειται να λυθούν με τη βία, όμως είναι ανάγκη να δοθεί μια λύση στην πολύ άσκημη κατάσταση, που υπάρχει στην Ελλάδα. Εξήρε τον ηρωισμό του Ελληνικού Λαού εναντίων των Ιταλών και Γερμανών επιδρομέων και τον αγώνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παρατήρησε ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι του κ. Σκόμπυ και ότι τελικά το όλο ζήτημα θα το λύσει απερίσπαστος ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας. Καταλήγοντας είπε ότι αν τον χρειαστούν κατά τη σύσκεψη είναι στη διάθεσή τους.
Ο Γραμματέας του ΕΑΜ, Παρτσαλίδης, ρώτησε μετά το τέλος του λόγου του Τσώρτσιλ, γιατί δεν εκλήθηκε επίσημα το ΕΑΜ. Απάντησε ο κ. Ηντεν ότι εκλήθηκαν οι δυο παρατάξεις και με την πρόσκληση του ΕΛΑΣ συμπεριλαμβάνονταν και το ΕΑΜ. Αμέσως ύστερα αποχώρησαν οι κ. κ. Τσώρτσιλ και Ηντεν καθώς και οι άλλοι ξένοι.
"ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΕΤΕ"
Σε συνέχεια ο συν. Σιάντος, επειδή κανείς δεν έπαιρνε το λόγο, ρώτησε τον Πρόεδρο για το αντικείμενο της σύσκεψης.
Ο Μακαριότατος απάντησε: "Για να παραδώσετε τα όπλα".
ΣΙΑΝΤΟΣ: "Αν μας καλέσατε γι' αυτό, ελάτε να τα πάρετε. Νέο Λίβανο δεν πρόκειται να 'χουμε. Αν νομίσατε ότι ήρθαμε εδώ για να μας βρίσετε, να μας το πήτε, γιατί τότε θα είμαστε υποχρεωμένοι να αποχωρήσουμε. Αλλά στην περίπτωση αυτή θα φέρετε ακέραια την ευθύνη της ματαίωσης της σύσκεψης".
Μετά τη δήλωση του συν. Σιάντου οι παριστάμενοι είπαν αν πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση.
Ο κ. Καφαντάρης είπε ότι για να βρεθεί λύση πρέπει να λυθεί το πρώτο ζήτημα, της αντιβασιλείας και ρώτησε αν σ' αυτό συμφωνούν οι παριστάμενοι. Ο συν. Σιάντος δήλωσε αμέσως ότι η παράταξη που αντιπροσωπεύει είναι σύμφωνη με την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας.
Ο Σοφούλης αρνήθηκε να πει τη γνώμη του, γιατί δεν μπορεί να αποφασίζει μόνος.
Ο Μάξιμος μετά από πολλές επιφυλάξεις δέχτηκε σαν "αναγκαίον κακόν"
Τελικά το ζήτημα αυτό έμεινε εκκρεμές.
ΤΟ "ΚΑΤΗΓΟΡΩ" ΤΟΥ κ. ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ
Ο Παπανδρέου προσπάθησε έπειτα να δικαιολογήσει την εγκληματική πολιτική του. Ο κ. Καφαντάρης κατηγόρησε με δριμύτατες εκφράσεις τον Παπανδρέου, τον χαρακτήρισε ανάξιο πολιτικό και κυρίως υπεύθυνο για τη δραματική σημερινή κατάσταση και τόνισε ότι για 2.000 πραιτοριανούς της Ορεινής Ταξιαρχίας ματοκύλισε τον τόπο. Υπογράμμισε τελικά ότι τα εκκρεμή ζητήματα θα τα λύσει ο πολιτικός κόσμος της χώρας και όχι οι Αγγλοι. Βασιλεία για την Ελλάδα, είπε, είναι 4η Αυγούστου και φασισμός.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο Σοφούλης και ο Παπανδρέου αποχωρήσανε ενώ συνεχιζόταν η συζήτηση. Ο Παπανδρέου όμως ξαναγύρισε στην αίθουσα ύστερα από υπόδειξη των Αγγλων.
Ο Πλαστήρας κατηγόρησε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, γιατί με την "ασήμαντη" δράση τους κατά την Κατοχή γίνανε αιτία καταστροφών στη χώρα.
Ο συν. Σιάντος τον διέκοψε σε ζωηρό τόνο και του τόνισε ότι όταν ο Πλαστήρας παραθέριζε στη Νίκαια (της Γαλλίας), ο Ελληνικός Λαός πολεμούσε τους καταχτητές και η δράση του ΕΛΑΣ έχει αναγνωριστεί από τους Συμμάχους σαν πολύτιμη συμβολή στον κοινό αγώνα.
ΜΙΛΑ Ο ΣΥΝΑΓ. ΣΙΑΝΤΟΣ
Μίλησε κατόπιν ο συν. Σιάντος. Ανέφερε τις θυσίες και υποχωρήσεις που έκαναν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ για να εξασφαλιστεί ομαλή δημοκρατική εξέλιξη και σημείωσε ότι τίποτε δεν πραγματοποιήθηκε απ' όσα είχαν συμφωνηθεί. Ο κρατικός μηχανισμός έμεινε όπως ήταν επί Κατοχής, κανείς δοσίλογος δε δικάστηκε, εζήτησαν να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ, ενώ νύχτα μέρα μετέφεραν όπλα και εξόπλιζαν την 5η φάλαγγα. Απηύθυνε δριμύτατο κατηγορητήριο εναντίον του Παπανδρέου, που είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έβαψε τα χέρια του στο αίμα του ελληνικού λαού, αλλά και γιατί παρέσυρε του Αγγλους σ' έναν πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Για τον Παπανδρέου, είπε, δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση να συμμετάσχει σε Κυβέρνηση, ούτε και σαν απλός υφυπουργός.
Καυτηρίασε την επέμβαση των Αγγλων και τις ωμότητες που διαπράττουν. Εμείς πιστεύουμε, είπε, ότι ο αγώνας μας είναι απόλυτα δίκαιος. Δεν επροκαλέσαμε τη σημερινή κατάσταση που είναι πραγματικά άσκημη. Αμυνόμαστε για τα δικαιώματα του λαού. Ομως δε συζητάμε το ζήτημα των ευθυνών. Ούτε σεις μπορείτε να δικάσετε εμάς, ούτε εμείς εσάς. Κριτής είναι ο Λαός. Γι' αυτό και ζητούμε να γίνουν το ταχύτερο εκλογές.
Νομίζουμε ότι πρέπει να δοθεί λύση στη σημερινή κατάσταση, αρκεί να έχουμε τη διάθεση γι' αυτό.
Δυο είναι τα σημεία που πρέπει ν' αποτελέσουν τη βάση της συμφωνίας: Δημοκρατία και Ανεξαρτησία.
Η διαλλακτικότητα αυτή δεν πρέπει να νομιστεί αδυναμία. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τον αγώνα για τη Δημοκρατία και την Ανεξαρτησία και έχουμε όλη την Ελλάδα μαζί μας. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να υποταχθούμε.
"ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ"
Στο τέλος του λόγου του, ρώτησε ο Πλαστήρας πώς μπορεί να λυθεί το στρατιωτικό. Ο συν. Σιάντος του υπενθύμισε τη γνωστή θέση μας - γενική αποστράτευση, δημιουργία εθνικού στρατού κλπ.
Στο σημείο αυτό, ο Πλαστήρας ρώτησε ανήσυχος:
- Και τότε τι θα γίνουν τα 30 τάγματα του που επιστρατεύθηκαν;
Σιάντος: Εχετε 30 τάγματα; Και δεν τα στέλνετε να μας διαλύσετε αντί να στέλνετε Αγγλους;
Τελικά αποφασίστηκε να γίνει σήμερα στις 11 π.μ. ευρύτερη σύσκεψη των κομμάτων. Θα συζητηθούν το ζήτημα της αντιβασιλείας και το όλο πολιτικό ζήτημα και θα παρθούν αποφάσεις.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΣΥΣΚΕΨΗΣ
Χθες το μεσημέρι επαναλήφθηκε η σύσκεψη για τον τερματισμό της σύγκρουσης και τη λύση της πολιτικής κρίσης. Πήραν μέρος υπό την προεδρεία του Αρχιεπισκόπου, οι κ. κ. Καφαντάρης, Σοφούλης, Σοφιανόπουλος, Πλαστήρας, Μάξιμος, Μυλωνάς, Δραγούμης, Κ. Τσαλδάρης, Αλεξανδρής, Στεφανόπουλος, Πέτρος Ράλλης, Σπ. Θεοτόκης, Κανελλόπουλος, Γονατάς και Παπανδρέου. Από το ΕΑΜ πήραν μέρος οι συν. Σιάντος και Παρτσαλίδης. Είχαν οριστεί επίσης οι συναγ. Γεωργαλάς και Γαβριηλίδης, καθώς και ο συναγ. Σβώλος, αλλά δεν μπόρεσαν να μετάσχουν, γιατί οι προσκλήσεις δόθηκαν αργά και οι Αγγλοι δεν ανελάμβαναν την ευθύνη να τους εξασφαλίσουν τη μετάβαση, λόγω των διεξαγομένων εκείνη τη στιγμή επιχειρήσεων.
Όταν πήγαν οι συναγ. Σιάντος και Παρτσαλίδης, αντί για σύσκεψη βρήκαν παρακοινοβούλιο. Οταν ξανάρχισε η σύσκεψη, απάντησε ο κ. Καφαντάρης σε επίθεση που του είχε γίνει για όσα είπε προχθές.
ΜΙΛΑ Ο κ. ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ : Δεν είμαι συνήγορος της Αριστεράς. Τα όσα είπα για την Ορεινή Ταξιαρχία, δεν τα είπα για να υποστηρίξω την Αριστερά, αλλά για να καταδείξω, ότι ήταν λάθος να οδηγήσει ο κ. Παπανδρέου στη σύρραξη, χάρη της Ορεινής Ταξιαρχίας. Αν ο κ. Παπανδρέου ενόμιζε ότι έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύρραξη, θα όφειλε να διαλέξει άλλες αφορμές και όχι το ζήτημα της διατήρησης των 2.000 πραιτοριανών, όταν μάλιστα είχε δεχτεί τη διάλυσή τους και κατόπιν υπαναχώρησε.
Ο κ. Παπανδρέου ήρθε στην Αθήνα, αλλά δεν έκρινε αναγκαίο να καλέσει μια σύσκεψη των κομμάτων και να εξηγήσει τι έγινε στην Αίγυπτο. Με εντολή τίνος ήρθε πρωθυπουργός, αυτό δε μας το εξήγησε.
Αυτός δεν είναι δημοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης. Σήμερα μας φέρνει την παραίτησή του.
Δε με ενδιαφέρει τι θα κάνει. Το ζήτημα δε λύνεται με την παραίτηση Παπανδρέου, αλλά με την Αντιβασιλεία.
ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
- ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ: Η Αριστερά δήλωσε χτες ότι στη νέα Κυβέρνηση θα καταθέσουν τα όπλα. Μπορεί η Αριστερά να μας πει, τι εννοεί νέα Κυβέρνηση και με ποιους όρους θα καταθέσει τα όπλα;
- ΣΙΑΝΤΟΣ: Εμείς για τα όπλα, δεν έχουμε να σας πούμε τίποτε, προτού λυθούν τα βασικά ζητήματα. Τα όπλα είναι δική μας και των Αγγλων υπόθεση.
Το ζήτημα είναι: Ο πολιτικός κόσμος είναι διατεθειμένος να συγκροτήσει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, ναι ή όχι; Αν ναι, τότε να συζητήσουμε πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Συμφωνώ με τον κ. Καφαντάρη, ότι πρώτο βήμα για τη λύση του Ελληνικού ζητήματος είναι η Αντιβασιλεία, που θα οδηγήσει στη λύση του Κυβερνητικού ζητήματος. Δεν μπορούμε να παραδώσουμε τα όπλα στη λεγόμενη κυβέρνηση Παπανδρέου, γιατί μαζί της βρισκόμαστε σε εμπόλεμο κατάσταση, εκτός αν νομίζετε, ότι ο Παπανδρέου αποτελεί Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
- ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: ΔΕΝ ΕΙΠΑ, ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ - ΠΑΡΤΣΑΛΙΔΗΣ:
Χθες τέθηκε για λύση το ζήτημα της Αντιβασιλείας. Βλέπω ότι το ζήτημα αυτό παρακάμπτεται. Είναι κοινή συνείδηση, ότι αν υπήρχε Αντιβασιλεία, μπορούσε να αποφευχθεί η σύγκρουση, γιατί όταν στις 4 του Δεκέμβρη παραιτήθηκε ο Παπανδρέου και προσκλήθηκε ο κ. Σοφούλης, ήρθε δε σε επαφή μαζί του το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, θα ήταν δυνατό να σχηματιστεί Κυβέρνηση. Συνεπώς, πρωταρχική προϋπόθεση του τερματισμού της κρίσης είναι η Αντιβασιλεία.
Ο Κανελλόπουλος κάνει εμπαθή επίθεση κατά του ΕΑΜ.
- ΣΙΑΝΤΟΣ: Το καθήκον μας είναι, όχι να συζητάμε, αλλά να βρούμε μια λύση, που θα μας βγάλει από τη σημερινή κατάσταση. Επαναλαμβάνω την άποψη: Πρέπει να γίνει νέα Κυβέρνηση κοινής εμπιστοσύνης στην οποία θα παραδώσει ο στρατός του ΕΛΑΣ.
Μπροστά στην επιμονή των ΕΑΜικών αντιπροσώπων, ο Μακαριότατος ανακοινώνει ότι υπέρ της αντιβασιλείας εκηρύχτηκαν οι: Καφαντάρης, Σοφούλης, Σιάντος, Παρτσαλίδης, Μυλωνάς, Σοφιανόπουλος, Πλαστήρας, Μάξιμος, Γονατάς και Κανελλόπουλος.
Για την αναβολή οι Θεοτόκης, Ράλλης, Τσαλδάρης, Στεφανόπουλος και Παπανδρέου.
Με την ψηφοφορία αυτή θεωρήθηκε ότι λύθηκε το ζήτημα του θεσμού της Αντιβασιλείας και καλείται ο συν. Σιάντος να εκθέσει τις απόψεις του ΕΑΜ για τον τρόπο συγκρότησης της Κυβέρνησης και το πρόγραμμά της.
ΜΙΛΑ Ο ΣΥΝΑΓ. ΣΙΑΝΤΟΣ : Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί, πρέπει να είναι κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας. Το πρόγραμμά της πρέπει να είναι:
1. Τιμωρία των δοσιλόγων. Απαίτηση του λαού είναι να δώσει λόγο όποιος βαρύνεται για προδοτικές πράξεις.
2. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού. Οπως είναι συγκροτημένος σήμερα ο κρατικός μηχανισμός, με υπεύθυνους λειτουργούς στυλοβάτες της 4ης Αυγούστου και δοσιλόγους, δεν μπορεί να γίνει διοίκηση Κράτους ελεύθερου και δημοκρατικού.
3. Διάλυση της Χωροφυλακής. Με το Σώμα αυτό ο Μανιαδάκης και οι καταχτητές οργίασαν σε βάρος του λαού. Οσα στοιχεία της Χωροφυλακής είναι υγιή, να παραμείνουν αφού κριθούν από συμβούλιο. Η Αστυνομία Πόλεων, αφού περάσει από Συμβούλιο τα στελέχη της, να παραμείνει για την τάξη στην Αθήνα. Στην ύπαιθρο, θα αναλάβει η Εθνοφυλακή.
4. Δημιουργία Εθνικού Στρατού, με την αποστράτευση όλων των εθελοντικών σχηματισμών. Να κληθούν 2 έως 3 ηλικίες. Τα στελέχη του στρατού να περάσουν από Συμβούλια. Ετσι θα φτάσουμε στον τερματισμό της κρίσης. Ως προς τη σύνθεση της Κυβέρνησης, ζητούμε:
Πρωθυπουργός, πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης.
Ποσοστό συμμετοχής μας: 40 - 50%.
Τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τα υφυπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών.
Στο σημείο αυτό εξηγεί με ακαταμάχητα επιχειρήματα, γιατί πρέπει να δοθούν στην Αριστερά τα πιο πάνω υπουργεία.
Τελικά, ο Σιάντος πρότεινε να γίνουν: το δημοψήφισμα την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου και οι εκλογές τον Απρίλη.
ΟΙ ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΙ
Οι κ. κ. Π. Ράλλης, Θεοτόκης και Τσαλδάρης, αποχωρούν με τη δήλωση του πρώτου, ότι οι προτάσεις σημαίνουν κομμουνιστικοποίηση του κράτους.
Ο Πλαστήρας δήλωσε, ότι αν γίνουν δεκτές οι προτάσεις θα... φύγει από την Ελλάδα.
ΣΙΑΝΤΟΣ: Αυτό είναι ζήτημα δικό σας. Αλλά νομίζω ότι το κακό δεν είναι μεγάλο.
Ο κ. Μάξιμος προτείνει να γίνει συζήτηση για τις προτάσεις, αλλά ο κ. Σοφούλης διαμαρτύρεται.
Ο σ. Σιάντος παρακαλεί να διευκρινισθεί, στο τέλος, εάν η σύσκεψη οδηγήται σε ναυάγιο ή όχι.
Ο κ. Σοφούλης και ο Μακαριότατος δηλώνουν, ότι η συζήτηση θα επαναληφθεί αφού ανταλλαχθούν οι απόψεις των άλλων κομμάτων επί των προτάσεων της Αριστεράς. Τελικά αποφασίζεται να συνεχιστεί η σύσκεψη σε ημέρα που θα καθοριστεί.
Ο σ. Σιάντος δήλωσε στο Μακαριότατο, ότι ΑΝ στη νέα σύσκεψη θα κληθεί και ο Γονατάς, η Αριστερά δεν μπορεί να μετάσχει.
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΥΤΗ, αυτό προήλθε από την ειλικρινή επιθυμία της να μη ναυαγήσει η σύσκεψη".
Η Αριστερά έκανε κι αυτή τη φορά το καθήκον της. Η σύσκεψη του πολιτικού κόσμου και των αντιπροσώπων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που κλήθηκε με πρωτοβουλία των κ. κ. Τσώρτσιλ και Ηντεν έγινε χθες στις 5μ.μ. στην Αγγλική Πρεσβεία. Από τη νύχτα είχε διαβαστεί μέσω του Σκόμπυ, η πρόσκληση προς την ΚΕ του ΕΛΑΣ να στείλει αντιπροσώπους. Από μέρους του ΕΛΑΣ πήραν μέρος στη σύσκεψη οι συναγωνιστές Γ. Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ και ο στρατηγός Μάντακας, μέλη της ΚΕ του ΕΛΑΣ και από μέρους του ΕΑΜ ο Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ συναγ. Παρτσαλίδης.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Οι τρεις συναγωνιστές με αυτοκίνητο του ΕΛΑΣ έφθασαν ως τα Εξάρχεια, όπου προηγουμένου του Ανθυπολοχαγού επικεφαλής του εκεί τμήματος του ΕΛΑΣ, επροχώρησαν μέχρι των πρώτων αγγλικών γραμμών. Ο ΕΛΑΣίτης Ανθυπολοχαγός κατά τη συμφωνία κρατούσε άσπρο μαντίλι, αντίστοιχα δε άσπρο μαντίλι κρατούσε και ο επικεφαλής Αγγλος. Οταν έφθασαν μέσα στις αγγλικές γραμμές επεβιβάσθηκαν αγγλικού αυτοκινήτου που τους μετέφερε στην Αγγλική Πρεσβεία. Στο μεταξύ, όπως είχε συμφωνηθεί, θα έπρεπε να είχε διακοπεί κάθε πολυβολισμός στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Ο Σκόμπυ παραβαίνοντας για μια ακόμη φορά και τη συμφωνία αυτή πολυβολούσε τις συνοικίες, ισχυρισθείς ότι έβαλλαν τα τηλεβόλα του ΕΛΑΣ στον Πειραιά, εναντίον του πολεμικού "Αίας" και της Σχολής Δοκίμων.
Οι δρόμοι από τους οποίους πέρασαν οι αντιπρόσωποί μας δεν εβάλλοντο. Ο συναγ. Σιάντος φορούσε στρατιωτικά με το σήμα ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και ο στρατηγός Μάντακας φορούσε στολή εκστρατείας.
Από μέρους των άλλων κομμάτων πήραν μέρος οι κ. κ. Σοφούλης, Καφαντάρης, δύο αντιπρόσωποι του Λαϊκού Κόμματος, ο Πλαστήρας και ο Παπανδρέου.
Της συσκέψεως προήδρευε ο μητροπολίτης Δαμασκηνός. Οι κ. κ. Τσώρτσιλ, Ηντεν, Μακ Μίλαν, Λήπερ και ο στρατηγός Αλεξάντερ πήραν μέρος στην έναρξη της συσκέψεως.
Κατά το ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου, κλήθηκε ως επίσημος παρατηρητής και ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών κ. Μακ Βη και ο αρχηγός της Σοβιετικής Αποστολής συνταγματάρχης Ποπώφ.
ΟΙ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΤΣΩΡΤΣΙΛ
Ο κ. Τσώρτσιλ που έφτασε στην Αθήνα προχτές το βράδυ αεροπορικώς, είχε τρίωρη συνομιλία με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και απλώς συναντήθηκε με τον Παπανδρέου. Χτες το πρωί τον κ. Τσώρτσιλ επισκέφτηκε ο Γάλλος πρεσβευτής κ. Μπαιλέν και ο αρχηγός της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα συνταγματάρχης Ποπόφ.
ΜΙΛΑ Ο ΤΣΩΡΤΣΙΛ
Μόλις άρχισε η σύσκεψη πήρε το λόγο ο Βρετανός Πρωθυπουργός κ. Τσώρτσιλ. Τόνισε ότι τα εκκρεμή ζητήματα δεν πρόκειται να λυθούν με τη βία, όμως είναι ανάγκη να δοθεί μια λύση στην πολύ άσκημη κατάσταση, που υπάρχει στην Ελλάδα. Εξήρε τον ηρωισμό του Ελληνικού Λαού εναντίων των Ιταλών και Γερμανών επιδρομέων και τον αγώνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παρατήρησε ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι του κ. Σκόμπυ και ότι τελικά το όλο ζήτημα θα το λύσει απερίσπαστος ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας. Καταλήγοντας είπε ότι αν τον χρειαστούν κατά τη σύσκεψη είναι στη διάθεσή τους.
Ο Γραμματέας του ΕΑΜ, Παρτσαλίδης, ρώτησε μετά το τέλος του λόγου του Τσώρτσιλ, γιατί δεν εκλήθηκε επίσημα το ΕΑΜ. Απάντησε ο κ. Ηντεν ότι εκλήθηκαν οι δυο παρατάξεις και με την πρόσκληση του ΕΛΑΣ συμπεριλαμβάνονταν και το ΕΑΜ. Αμέσως ύστερα αποχώρησαν οι κ. κ. Τσώρτσιλ και Ηντεν καθώς και οι άλλοι ξένοι.
"ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΕΤΕ"
Σε συνέχεια ο συν. Σιάντος, επειδή κανείς δεν έπαιρνε το λόγο, ρώτησε τον Πρόεδρο για το αντικείμενο της σύσκεψης.
Ο Μακαριότατος απάντησε: "Για να παραδώσετε τα όπλα".
ΣΙΑΝΤΟΣ: "Αν μας καλέσατε γι' αυτό, ελάτε να τα πάρετε. Νέο Λίβανο δεν πρόκειται να 'χουμε. Αν νομίσατε ότι ήρθαμε εδώ για να μας βρίσετε, να μας το πήτε, γιατί τότε θα είμαστε υποχρεωμένοι να αποχωρήσουμε. Αλλά στην περίπτωση αυτή θα φέρετε ακέραια την ευθύνη της ματαίωσης της σύσκεψης".
Μετά τη δήλωση του συν. Σιάντου οι παριστάμενοι είπαν αν πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση.
Ο κ. Καφαντάρης είπε ότι για να βρεθεί λύση πρέπει να λυθεί το πρώτο ζήτημα, της αντιβασιλείας και ρώτησε αν σ' αυτό συμφωνούν οι παριστάμενοι. Ο συν. Σιάντος δήλωσε αμέσως ότι η παράταξη που αντιπροσωπεύει είναι σύμφωνη με την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας.
Ο Σοφούλης αρνήθηκε να πει τη γνώμη του, γιατί δεν μπορεί να αποφασίζει μόνος.
Ο Μάξιμος μετά από πολλές επιφυλάξεις δέχτηκε σαν "αναγκαίον κακόν"
Τελικά το ζήτημα αυτό έμεινε εκκρεμές.
ΤΟ "ΚΑΤΗΓΟΡΩ" ΤΟΥ κ. ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ
Ο Παπανδρέου προσπάθησε έπειτα να δικαιολογήσει την εγκληματική πολιτική του. Ο κ. Καφαντάρης κατηγόρησε με δριμύτατες εκφράσεις τον Παπανδρέου, τον χαρακτήρισε ανάξιο πολιτικό και κυρίως υπεύθυνο για τη δραματική σημερινή κατάσταση και τόνισε ότι για 2.000 πραιτοριανούς της Ορεινής Ταξιαρχίας ματοκύλισε τον τόπο. Υπογράμμισε τελικά ότι τα εκκρεμή ζητήματα θα τα λύσει ο πολιτικός κόσμος της χώρας και όχι οι Αγγλοι. Βασιλεία για την Ελλάδα, είπε, είναι 4η Αυγούστου και φασισμός.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ο Σοφούλης και ο Παπανδρέου αποχωρήσανε ενώ συνεχιζόταν η συζήτηση. Ο Παπανδρέου όμως ξαναγύρισε στην αίθουσα ύστερα από υπόδειξη των Αγγλων.
Ο Πλαστήρας κατηγόρησε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, γιατί με την "ασήμαντη" δράση τους κατά την Κατοχή γίνανε αιτία καταστροφών στη χώρα.
Ο συν. Σιάντος τον διέκοψε σε ζωηρό τόνο και του τόνισε ότι όταν ο Πλαστήρας παραθέριζε στη Νίκαια (της Γαλλίας), ο Ελληνικός Λαός πολεμούσε τους καταχτητές και η δράση του ΕΛΑΣ έχει αναγνωριστεί από τους Συμμάχους σαν πολύτιμη συμβολή στον κοινό αγώνα.
ΜΙΛΑ Ο ΣΥΝΑΓ. ΣΙΑΝΤΟΣ
Μίλησε κατόπιν ο συν. Σιάντος. Ανέφερε τις θυσίες και υποχωρήσεις που έκαναν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ για να εξασφαλιστεί ομαλή δημοκρατική εξέλιξη και σημείωσε ότι τίποτε δεν πραγματοποιήθηκε απ' όσα είχαν συμφωνηθεί. Ο κρατικός μηχανισμός έμεινε όπως ήταν επί Κατοχής, κανείς δοσίλογος δε δικάστηκε, εζήτησαν να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ, ενώ νύχτα μέρα μετέφεραν όπλα και εξόπλιζαν την 5η φάλαγγα. Απηύθυνε δριμύτατο κατηγορητήριο εναντίον του Παπανδρέου, που είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έβαψε τα χέρια του στο αίμα του ελληνικού λαού, αλλά και γιατί παρέσυρε του Αγγλους σ' έναν πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Για τον Παπανδρέου, είπε, δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση να συμμετάσχει σε Κυβέρνηση, ούτε και σαν απλός υφυπουργός.
Καυτηρίασε την επέμβαση των Αγγλων και τις ωμότητες που διαπράττουν. Εμείς πιστεύουμε, είπε, ότι ο αγώνας μας είναι απόλυτα δίκαιος. Δεν επροκαλέσαμε τη σημερινή κατάσταση που είναι πραγματικά άσκημη. Αμυνόμαστε για τα δικαιώματα του λαού. Ομως δε συζητάμε το ζήτημα των ευθυνών. Ούτε σεις μπορείτε να δικάσετε εμάς, ούτε εμείς εσάς. Κριτής είναι ο Λαός. Γι' αυτό και ζητούμε να γίνουν το ταχύτερο εκλογές.
Νομίζουμε ότι πρέπει να δοθεί λύση στη σημερινή κατάσταση, αρκεί να έχουμε τη διάθεση γι' αυτό.
Δυο είναι τα σημεία που πρέπει ν' αποτελέσουν τη βάση της συμφωνίας: Δημοκρατία και Ανεξαρτησία.
Η διαλλακτικότητα αυτή δεν πρέπει να νομιστεί αδυναμία. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τον αγώνα για τη Δημοκρατία και την Ανεξαρτησία και έχουμε όλη την Ελλάδα μαζί μας. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να υποταχθούμε.
"ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ"
Στο τέλος του λόγου του, ρώτησε ο Πλαστήρας πώς μπορεί να λυθεί το στρατιωτικό. Ο συν. Σιάντος του υπενθύμισε τη γνωστή θέση μας - γενική αποστράτευση, δημιουργία εθνικού στρατού κλπ.
Στο σημείο αυτό, ο Πλαστήρας ρώτησε ανήσυχος:
- Και τότε τι θα γίνουν τα 30 τάγματα του που επιστρατεύθηκαν;
Σιάντος: Εχετε 30 τάγματα; Και δεν τα στέλνετε να μας διαλύσετε αντί να στέλνετε Αγγλους;
Τελικά αποφασίστηκε να γίνει σήμερα στις 11 π.μ. ευρύτερη σύσκεψη των κομμάτων. Θα συζητηθούν το ζήτημα της αντιβασιλείας και το όλο πολιτικό ζήτημα και θα παρθούν αποφάσεις.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΣΥΣΚΕΨΗΣ
Χθες το μεσημέρι επαναλήφθηκε η σύσκεψη για τον τερματισμό της σύγκρουσης και τη λύση της πολιτικής κρίσης. Πήραν μέρος υπό την προεδρεία του Αρχιεπισκόπου, οι κ. κ. Καφαντάρης, Σοφούλης, Σοφιανόπουλος, Πλαστήρας, Μάξιμος, Μυλωνάς, Δραγούμης, Κ. Τσαλδάρης, Αλεξανδρής, Στεφανόπουλος, Πέτρος Ράλλης, Σπ. Θεοτόκης, Κανελλόπουλος, Γονατάς και Παπανδρέου. Από το ΕΑΜ πήραν μέρος οι συν. Σιάντος και Παρτσαλίδης. Είχαν οριστεί επίσης οι συναγ. Γεωργαλάς και Γαβριηλίδης, καθώς και ο συναγ. Σβώλος, αλλά δεν μπόρεσαν να μετάσχουν, γιατί οι προσκλήσεις δόθηκαν αργά και οι Αγγλοι δεν ανελάμβαναν την ευθύνη να τους εξασφαλίσουν τη μετάβαση, λόγω των διεξαγομένων εκείνη τη στιγμή επιχειρήσεων.
Όταν πήγαν οι συναγ. Σιάντος και Παρτσαλίδης, αντί για σύσκεψη βρήκαν παρακοινοβούλιο. Οταν ξανάρχισε η σύσκεψη, απάντησε ο κ. Καφαντάρης σε επίθεση που του είχε γίνει για όσα είπε προχθές.
ΜΙΛΑ Ο κ. ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ : Δεν είμαι συνήγορος της Αριστεράς. Τα όσα είπα για την Ορεινή Ταξιαρχία, δεν τα είπα για να υποστηρίξω την Αριστερά, αλλά για να καταδείξω, ότι ήταν λάθος να οδηγήσει ο κ. Παπανδρέου στη σύρραξη, χάρη της Ορεινής Ταξιαρχίας. Αν ο κ. Παπανδρέου ενόμιζε ότι έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύρραξη, θα όφειλε να διαλέξει άλλες αφορμές και όχι το ζήτημα της διατήρησης των 2.000 πραιτοριανών, όταν μάλιστα είχε δεχτεί τη διάλυσή τους και κατόπιν υπαναχώρησε.
Ο κ. Παπανδρέου ήρθε στην Αθήνα, αλλά δεν έκρινε αναγκαίο να καλέσει μια σύσκεψη των κομμάτων και να εξηγήσει τι έγινε στην Αίγυπτο. Με εντολή τίνος ήρθε πρωθυπουργός, αυτό δε μας το εξήγησε.
Αυτός δεν είναι δημοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης. Σήμερα μας φέρνει την παραίτησή του.
Δε με ενδιαφέρει τι θα κάνει. Το ζήτημα δε λύνεται με την παραίτηση Παπανδρέου, αλλά με την Αντιβασιλεία.
ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
- ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ: Η Αριστερά δήλωσε χτες ότι στη νέα Κυβέρνηση θα καταθέσουν τα όπλα. Μπορεί η Αριστερά να μας πει, τι εννοεί νέα Κυβέρνηση και με ποιους όρους θα καταθέσει τα όπλα;
- ΣΙΑΝΤΟΣ: Εμείς για τα όπλα, δεν έχουμε να σας πούμε τίποτε, προτού λυθούν τα βασικά ζητήματα. Τα όπλα είναι δική μας και των Αγγλων υπόθεση.
Το ζήτημα είναι: Ο πολιτικός κόσμος είναι διατεθειμένος να συγκροτήσει Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, ναι ή όχι; Αν ναι, τότε να συζητήσουμε πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Συμφωνώ με τον κ. Καφαντάρη, ότι πρώτο βήμα για τη λύση του Ελληνικού ζητήματος είναι η Αντιβασιλεία, που θα οδηγήσει στη λύση του Κυβερνητικού ζητήματος. Δεν μπορούμε να παραδώσουμε τα όπλα στη λεγόμενη κυβέρνηση Παπανδρέου, γιατί μαζί της βρισκόμαστε σε εμπόλεμο κατάσταση, εκτός αν νομίζετε, ότι ο Παπανδρέου αποτελεί Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
- ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: ΔΕΝ ΕΙΠΑ, ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ - ΠΑΡΤΣΑΛΙΔΗΣ:
Χθες τέθηκε για λύση το ζήτημα της Αντιβασιλείας. Βλέπω ότι το ζήτημα αυτό παρακάμπτεται. Είναι κοινή συνείδηση, ότι αν υπήρχε Αντιβασιλεία, μπορούσε να αποφευχθεί η σύγκρουση, γιατί όταν στις 4 του Δεκέμβρη παραιτήθηκε ο Παπανδρέου και προσκλήθηκε ο κ. Σοφούλης, ήρθε δε σε επαφή μαζί του το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, θα ήταν δυνατό να σχηματιστεί Κυβέρνηση. Συνεπώς, πρωταρχική προϋπόθεση του τερματισμού της κρίσης είναι η Αντιβασιλεία.
Ο Κανελλόπουλος κάνει εμπαθή επίθεση κατά του ΕΑΜ.
- ΣΙΑΝΤΟΣ: Το καθήκον μας είναι, όχι να συζητάμε, αλλά να βρούμε μια λύση, που θα μας βγάλει από τη σημερινή κατάσταση. Επαναλαμβάνω την άποψη: Πρέπει να γίνει νέα Κυβέρνηση κοινής εμπιστοσύνης στην οποία θα παραδώσει ο στρατός του ΕΛΑΣ.
Μπροστά στην επιμονή των ΕΑΜικών αντιπροσώπων, ο Μακαριότατος ανακοινώνει ότι υπέρ της αντιβασιλείας εκηρύχτηκαν οι: Καφαντάρης, Σοφούλης, Σιάντος, Παρτσαλίδης, Μυλωνάς, Σοφιανόπουλος, Πλαστήρας, Μάξιμος, Γονατάς και Κανελλόπουλος.
Για την αναβολή οι Θεοτόκης, Ράλλης, Τσαλδάρης, Στεφανόπουλος και Παπανδρέου.
Με την ψηφοφορία αυτή θεωρήθηκε ότι λύθηκε το ζήτημα του θεσμού της Αντιβασιλείας και καλείται ο συν. Σιάντος να εκθέσει τις απόψεις του ΕΑΜ για τον τρόπο συγκρότησης της Κυβέρνησης και το πρόγραμμά της.
ΜΙΛΑ Ο ΣΥΝΑΓ. ΣΙΑΝΤΟΣ : Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί, πρέπει να είναι κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας. Το πρόγραμμά της πρέπει να είναι:
1. Τιμωρία των δοσιλόγων. Απαίτηση του λαού είναι να δώσει λόγο όποιος βαρύνεται για προδοτικές πράξεις.
2. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού. Οπως είναι συγκροτημένος σήμερα ο κρατικός μηχανισμός, με υπεύθυνους λειτουργούς στυλοβάτες της 4ης Αυγούστου και δοσιλόγους, δεν μπορεί να γίνει διοίκηση Κράτους ελεύθερου και δημοκρατικού.
3. Διάλυση της Χωροφυλακής. Με το Σώμα αυτό ο Μανιαδάκης και οι καταχτητές οργίασαν σε βάρος του λαού. Οσα στοιχεία της Χωροφυλακής είναι υγιή, να παραμείνουν αφού κριθούν από συμβούλιο. Η Αστυνομία Πόλεων, αφού περάσει από Συμβούλιο τα στελέχη της, να παραμείνει για την τάξη στην Αθήνα. Στην ύπαιθρο, θα αναλάβει η Εθνοφυλακή.
4. Δημιουργία Εθνικού Στρατού, με την αποστράτευση όλων των εθελοντικών σχηματισμών. Να κληθούν 2 έως 3 ηλικίες. Τα στελέχη του στρατού να περάσουν από Συμβούλια. Ετσι θα φτάσουμε στον τερματισμό της κρίσης. Ως προς τη σύνθεση της Κυβέρνησης, ζητούμε:
Πρωθυπουργός, πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης.
Ποσοστό συμμετοχής μας: 40 - 50%.
Τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τα υφυπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών.
Στο σημείο αυτό εξηγεί με ακαταμάχητα επιχειρήματα, γιατί πρέπει να δοθούν στην Αριστερά τα πιο πάνω υπουργεία.
Τελικά, ο Σιάντος πρότεινε να γίνουν: το δημοψήφισμα την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου και οι εκλογές τον Απρίλη.
ΟΙ ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΙ
Οι κ. κ. Π. Ράλλης, Θεοτόκης και Τσαλδάρης, αποχωρούν με τη δήλωση του πρώτου, ότι οι προτάσεις σημαίνουν κομμουνιστικοποίηση του κράτους.
Ο Πλαστήρας δήλωσε, ότι αν γίνουν δεκτές οι προτάσεις θα... φύγει από την Ελλάδα.
ΣΙΑΝΤΟΣ: Αυτό είναι ζήτημα δικό σας. Αλλά νομίζω ότι το κακό δεν είναι μεγάλο.
Ο κ. Μάξιμος προτείνει να γίνει συζήτηση για τις προτάσεις, αλλά ο κ. Σοφούλης διαμαρτύρεται.
Ο σ. Σιάντος παρακαλεί να διευκρινισθεί, στο τέλος, εάν η σύσκεψη οδηγήται σε ναυάγιο ή όχι.
Ο κ. Σοφούλης και ο Μακαριότατος δηλώνουν, ότι η συζήτηση θα επαναληφθεί αφού ανταλλαχθούν οι απόψεις των άλλων κομμάτων επί των προτάσεων της Αριστεράς. Τελικά αποφασίζεται να συνεχιστεί η σύσκεψη σε ημέρα που θα καθοριστεί.
Ο σ. Σιάντος δήλωσε στο Μακαριότατο, ότι ΑΝ στη νέα σύσκεψη θα κληθεί και ο Γονατάς, η Αριστερά δεν μπορεί να μετάσχει.
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΥΤΗ, αυτό προήλθε από την ειλικρινή επιθυμία της να μη ναυαγήσει η σύσκεψη".
Η τελική έκβαση και η συμφωνία ανακωχής
Η διήμερη σύσκεψη, που προκάλεσε ο Τσόρτσιλ, έληξε χωρίς κανένα αποτέλεσμα, στις 27 του Δεκέμβρη.
Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού η εγγλέζικη ηγεσία απαιτούσε ουσιαστικά την άνευ όρων παράδοση του ΕΛΑΣ και την υποταγή της χώρας και του λαού στα βρετανικά σχέδια και στόχους. Τίποτε λιγότερο.
Ακόμη και οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας ήταν πλέον παρελθόν και ξεπερασμένες, για τον Τσόρτσιλ και δεν τις θεωρούσε πια ικανοποιητικές. Γεγονότα, που αποδείχνουν - εκτός των άλλων - πως η πρωτοβουλία της σύσκεψης αποτελούσε έναν υποκριτικό ελιγμό των Εγγλέζων, με σκοπό να διασκεδάσουν την εσωτερική και διεθνή κατακραυγή, για την εγκληματική επιδρομή τους στην Ελλάδα.
Το βράδυ της 27 Δεκέμβρη ο Τσόρτσιλ δηλώνει στους δημοσιογράφους: "Είμεθα απολύτως αποφασισμένοι, όπως ολόκληρος η περιοχή αυτή εκκαθαρισθεί από ενόπλους, οι οποίοι δεν ευρίσκονται υπό τον έλεγχο οιασδήποτε αναγνωρισμένης κυβερνήσεως... Θα χρησιμοποιήσωμεν οσασδήποτε δυνάμεις χρειασθώσι προς τούτο διά να επιτύχωμεν τον αντικειμενικόν μας αυτόν σκοπόν"
(Στρατ. Αλεξάντερ "Πολεμικά απομνημονεύματα" εφημ. "Καθημερινή" 12.3.1961).
Το απόγευμα της ίδιας μέρας και ενώ η σύσκεψη μόλις είχε λήξει, ο Τσόρτσιλ είχε συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και του ανακοίνωσε, πως θα ζητηθεί από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Γλύξμπουργκ, να τον διορίσει αντιβασιλιά. Ο Δαμασκηνός αποδέχτηκε και υποσχέθηκε στον Τσόρτσιλ, πως θα "επιχειρήσει το σχηματισμό κυβερνήσεως χωρίς τη συμμετοχή σ' αυτήν κομμουνιστών" ("Απομνημονεύματα", τ. 6, βιβλ. Α', σελ. 280)
Ο Δαμασκηνός ορίστηκε αντιβασιλιάς στις 31 του Δεκέμβρη.
Την ίδια μέρα, υπέβαλε την παραίτησή του ο Γ. Παπανδρέου, αφού είχε ολοκληρώσει πλέον το εγκληματικό του έργο.
Στις 3 Γενάρη του 1945 διορίστηκε πρωθυπουργός ο Νικόλαος Πλαστήρας.
Στο μεταξύ, από τις 27 Δεκέμβρη και ενώ ο Τσόρτσιλ βρίσκεται ακόμη στην Αθήνα και "κανονίζει" τα της εξουσίας του τόπου, οι εγγλέζικες στρατιωτικές δυνάμεις εξαπολύουν γενική επίθεση ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ. Οι μάχες που επακολούθησαν ήταν σκληρές. Η στρατιωτική, όμως, υπεροπλία των Βρετανών λυγίζει το μαχητικό φρόνημα και τη γενναία αντίσταση του λαού και των μαχητών του ΕΛΑΣ. Οι απώλειες είναι σοβαρές και οι εφεδρείες ανύπαρκτες, αφού ισχυρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ - που οδεύουν ήδη προς την Αθήνα - επρόκειτο να φθάσουν στην πρωτεύουσα στα τέλη του Γενάρη.
Στα πλαίσια των συνθηκών αυτών η ΚΕ του ΕΛΑΣ αποφάσισε τη σύμπτυξη των υπερασπιστών της Αθήνας και του Πειραιά, η οποία άρχισε το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη. Στην αρχή, μονάδες του Α' ΣΣ του ΕΛΑΣ επιχείρησαν να κρατηθούν σε θέσεις στον κάμπο της Αττικοβοιωτίας, αλλά τελικά υποχώρησαν - κάτω από την πίεση των υπέρτερων αντίπαλων δυνάμεων - στους γύρω ορεινούς όγκους. Οι βασικοί μηχανισμοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μεταφέρθηκαν προσωρινά στα Τρίκαλα.
Η ανακωχή
Την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, ακολούθησαν χιλιάδες λαού της Αθήνας που αντιλαμβάνονταν ότι αν έμεναν στην πρωτεύουσα θα ήταν έρμαιο στα χέρια των Εγγλέζων, των δοσιλόγων και κάθε λογής φασιστικών αντικομμουνιστικών στοιχείων. Επίσης, εκτός πρωτεύουσας μεταφέρθηκαν προσωρινά και οι μηχανισμοί της ΚΕ του του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Η ήττα, παρά το γεγονός ότι ήταν βαριά, δεν είχε πτοήσει το ηθικό και το φρόνημα των λαϊκών δυνάμεων, και η ηγεσία του κινήματος - όπως επιβεβαιώνεται και από το ανακοινωθέν της ΚΕ του ΕΛΑΣ που προαναφέραμε - έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να το τονώσει. Ηταν φυσικό άλλωστε. Ο κύριος όγκος του ΕΛΑΣ είχε μείνει ανέπαφος και κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Μπορεί βεβαίως να είχε χαθεί η πρωτεύουσα αλλά κυριαρχούσε, βάσιμα, η εντύπωση πως επρόκειτο για μια πρόσκαιρη νίκη του εχθρού και πως σύντομα θα αντιστρέφονταν τα πράγματα. Μάλιστα η εντύπωση αυτή είχε γίνει και τραγούδι στα χείλη του λαού:
"- Μας πήραν την Αθήνα - τραλά, λαλά, λαλά!
- Μας πήραν την Αθήνα - τραλά, λαλά, λαλά!
- Μας πήραν την Αθήνα - Τζούμ, τραλά, λαλά
- Μονάχα για ένα μήνα - Κάπα, Κάπα, Εψιλον, Κούκου, Κούκου, Ε".
Τα πράγματα βέβαια δεν εξελίχθηκαν όπως τα περιέγραφε ο καθ' όλα βάσιμος λαϊκός ενθουσιασμός.
Στις 9 Γενάρη του 1945 άρχισαν στο αρχηγείο του Σκόμπι οι διαπραγματεύσεις για σταμάτημα των εχθροπραξιών. Την ηγεσία του ΕΛΑΣ εκπροσώπησαν ο Γ. Ζεύγος, ο Δ. Παρτσαλίδης, ο ταγματάρχης Θ. Μακρίδης και ο ταγματάρχης Α. Αθηνέλλης. Οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε συμφωνία ανακωχής η οποία και υπογράφηκε στις 11/1/1945. Οφείλουμε δε να σημειώσουμε ότι τη συμφωνία υπογράφουν οι προαναφερόμενοι εκπρόσωποι του ΕΑΜικού κινήματος και ο στρατηγός Σκόμπι. Απουσιάζει η υπογραφή οποιουδήποτε εκπροσώπου του αστικού πολιτικού κόσμου της χώρας, ιδιαίτερα δε, εκπροσώπου της κυβέρνησης - μαριονέτας των Αθηνών. Ούτε τα προσχήματα δε φρόντισαν να κρατήσουν κι αυτό το γεγονός είναι η μέγιστη απόδειξη πως τα Δεκεμβριανά δεν ήταν εμφύλιος πόλεμος - όπως πολλοί ισχυρίζονται διαστρεβλώνοντας την ιστορία - αλλά πόλεμος για την ανεξαρτησία της Ελλάδας ενάντια στις βρετανικές δυνάμεις κατοχής.
Αναμφίβολα δεν μπορεί να χρεωθεί στην ηγεσία του ΕΑΜικού κινήματος ότι έκανε λάθος επιλογή επιδιώκοντας την παύση των εχθροπραξιών. Μια ανάπαυλα ήταν αναγκαία για τον ΕΛΑΣ ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη συνέχιση του αγώνα. Ομως οι όροι της ανακωχής, όπως καταγράφηκαν στο κείμενο της συμφωνίας ήταν δυσμενέστατοι για τον ΕΛΑΣ και δεν ανταποκρίνονταν στον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων. Βάσει της συμφωνίας ανακωχής οι εχθροπραξίες θα σταματούσαν τα μεσάνυχτα της 14ης Ιανουαρίου 1945. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχρεώνονταν μέχρι τις 18/1/45 να εκκενώσουν τις περιοχές της Αττικοβοιωτίας - Εύβοιας, ένα μεγάλο τμήμα του Νομού Φθιωτιδοφωκίδας και το μεγαλύτερο μέρος του Νομού Μαγνησίας. Επίσης έπρεπε να αποσυρθούν από τμήμα του Νομού Θεσσαλονίκης και την πόλη της Θεσσαλονίκης, από τα νησιά Ζάκυνθο, Κύθηρα και Σποράδες καθώς και απ' ολόκληρη τη βόρεια Πελοπόννησο ("Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ", τόμος Α', σελ. 495 - 496. Ολόκληρο το κείμενο της συμφωνίας ανακωχής: "Λευκή Βίβλος ΕΑΜ", σελ. 71 - 72).
Ετσι τελείωσε και από στρατιωτικής απόψεως ο Μεγάλος Δεκέμβρης του '44.
Το ΕΑΜικό κίνημα είχε αρκεστεί να διατηρήσει προς το παρόν τις ένοπλες δυνάμεις του και ως αντάλλαγμα γι' αυτό δέχτηκε να μεγιστοποιήσει την ήττα της Αθήνας, αφού με τη συμφωνία ανακωχής παραχώρησε στον εχθρό πολύ μεγαλύτερης έκτασης έδαφος απ' αυτό που ο ίδιος είχε κερδίσει με τη δύναμη των όπλων.
Ορισμένες βασικές εκτιμήσεις
Πολλές και διάφορες είναι οι εκτιμήσεις, που έχουν γραφτεί για τη μάχη του Δεκέμβρη και την τελική της έκβαση. Αρκετές απ' αυτές αφορούν επιμέρους ζητήματα και πλευρές των εξελίξεων κι ενώ έχουν οπωσδήποτε τη δική τους αξία και σημασία, όχι μόνο δεν αλλάζουν την ουσία ορισμένων, γενικότερων συμπερασμάτων, αλλά τα επιβεβαιώνουν με τον ένα ή άλλο τρόπο.
Ως τις πλέον ολοκληρωμένες και βαθύτερες εκτιμήσεις, για τη σημαντική αυτή στιγμή της νεότερης ιστορίας της χώρας, επιλέξαμε το σχετικό απόσπασμα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, το οποίο και παραθέτουμε ολόκληρο:
"Η σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944, που κράτησε 33 μέρες, στάθηκε ένας ηρωικός αγώνας για τη λευτεριά και έγραψε μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία της δημοκρατικής αντιιμπεριαλιστικής πάλης του ελληνικού λαού.
Οι μαχητές του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής, όλος ο λαός, πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση στους καινούριους κατακτητές. Τελικά, μπροστά στις υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις, η αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας - Πειραιά κάμφθηκε.
Στην έκβαση της μάχης του Δεκέμβρη, εκτός από την ανεπάρκεια των δυνάμεων και των πολεμικών μέσων του ΕΛΑΣ, έχουν συντελέσει και οι εξής παράγοντες : Η ηγεσία του Κόμματος αιφνιδιάστηκε από τα γεγονότα και αντέδρασε σπασμωδικά. Ανασυγκρότησε την ΚΕ του ΕΛΑΣ, χωρίς επιτελείο και μηχανισμό, που ανέλαβε τη διεύθυνση της μάχης της Αθήνας. Παραμέρισε το ΓΣ του ΕΛΑΣ, που διέθετε επιτελείο και υπηρεσίες και ανέθεσε στον Σαράφη και τον Αρη, με τις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, δευτερεύουσα αποστολή εναντίον του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο. Δε συγκέντρωσε έγκαιρα τις βασικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, που ήταν το κύριο μέτωπο και δεν οργάνωσε αποτελεσματική επίθεση από τις πρώτες μέρες. Επίσης δεν εμπόδισε τα διάσπαρτα στην ελληνική επαρχία βρετανικά στρατιωτικά τμήματα να μεταφερθούν στην Αθήνα και να πάρουν μέρος στις μάχες.
Ακόμη η ηγεσία του κινήματος, δεν είχε προβλέψει ότι η κατάσταση πιθανόν να οδηγούνταν από τους Αγγλους και την αντίδραση σε ένοπλη σύγκρουση με επίκεντρο την πρωτεύουσα. Σ' αυτό οφείλεται και η μη έγκαιρη κατάρτιση σχεδίου. Το σχέδιο αντιμετώπισης της κατάστασης καταρτίστηκε εκ των υστέρων, όταν οι Αγγλοι και η αντίδραση είχαν προχωρήσει στην ένοπλη επέμβαση και μάλιστα και τότε ακόμη δε στρέφονταν εναντίον τους, αλλά εναντίον των δυνάμεων της ελληνικής αντίδρασης".
Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού η εγγλέζικη ηγεσία απαιτούσε ουσιαστικά την άνευ όρων παράδοση του ΕΛΑΣ και την υποταγή της χώρας και του λαού στα βρετανικά σχέδια και στόχους. Τίποτε λιγότερο.
Ακόμη και οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας ήταν πλέον παρελθόν και ξεπερασμένες, για τον Τσόρτσιλ και δεν τις θεωρούσε πια ικανοποιητικές. Γεγονότα, που αποδείχνουν - εκτός των άλλων - πως η πρωτοβουλία της σύσκεψης αποτελούσε έναν υποκριτικό ελιγμό των Εγγλέζων, με σκοπό να διασκεδάσουν την εσωτερική και διεθνή κατακραυγή, για την εγκληματική επιδρομή τους στην Ελλάδα.
Το βράδυ της 27 Δεκέμβρη ο Τσόρτσιλ δηλώνει στους δημοσιογράφους: "Είμεθα απολύτως αποφασισμένοι, όπως ολόκληρος η περιοχή αυτή εκκαθαρισθεί από ενόπλους, οι οποίοι δεν ευρίσκονται υπό τον έλεγχο οιασδήποτε αναγνωρισμένης κυβερνήσεως... Θα χρησιμοποιήσωμεν οσασδήποτε δυνάμεις χρειασθώσι προς τούτο διά να επιτύχωμεν τον αντικειμενικόν μας αυτόν σκοπόν"
(Στρατ. Αλεξάντερ "Πολεμικά απομνημονεύματα" εφημ. "Καθημερινή" 12.3.1961).
Το απόγευμα της ίδιας μέρας και ενώ η σύσκεψη μόλις είχε λήξει, ο Τσόρτσιλ είχε συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και του ανακοίνωσε, πως θα ζητηθεί από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Γλύξμπουργκ, να τον διορίσει αντιβασιλιά. Ο Δαμασκηνός αποδέχτηκε και υποσχέθηκε στον Τσόρτσιλ, πως θα "επιχειρήσει το σχηματισμό κυβερνήσεως χωρίς τη συμμετοχή σ' αυτήν κομμουνιστών" ("Απομνημονεύματα", τ. 6, βιβλ. Α', σελ. 280)
Ο Δαμασκηνός ορίστηκε αντιβασιλιάς στις 31 του Δεκέμβρη.
Την ίδια μέρα, υπέβαλε την παραίτησή του ο Γ. Παπανδρέου, αφού είχε ολοκληρώσει πλέον το εγκληματικό του έργο.
Στις 3 Γενάρη του 1945 διορίστηκε πρωθυπουργός ο Νικόλαος Πλαστήρας.
Στο μεταξύ, από τις 27 Δεκέμβρη και ενώ ο Τσόρτσιλ βρίσκεται ακόμη στην Αθήνα και "κανονίζει" τα της εξουσίας του τόπου, οι εγγλέζικες στρατιωτικές δυνάμεις εξαπολύουν γενική επίθεση ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ. Οι μάχες που επακολούθησαν ήταν σκληρές. Η στρατιωτική, όμως, υπεροπλία των Βρετανών λυγίζει το μαχητικό φρόνημα και τη γενναία αντίσταση του λαού και των μαχητών του ΕΛΑΣ. Οι απώλειες είναι σοβαρές και οι εφεδρείες ανύπαρκτες, αφού ισχυρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ - που οδεύουν ήδη προς την Αθήνα - επρόκειτο να φθάσουν στην πρωτεύουσα στα τέλη του Γενάρη.
Στα πλαίσια των συνθηκών αυτών η ΚΕ του ΕΛΑΣ αποφάσισε τη σύμπτυξη των υπερασπιστών της Αθήνας και του Πειραιά, η οποία άρχισε το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη. Στην αρχή, μονάδες του Α' ΣΣ του ΕΛΑΣ επιχείρησαν να κρατηθούν σε θέσεις στον κάμπο της Αττικοβοιωτίας, αλλά τελικά υποχώρησαν - κάτω από την πίεση των υπέρτερων αντίπαλων δυνάμεων - στους γύρω ορεινούς όγκους. Οι βασικοί μηχανισμοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μεταφέρθηκαν προσωρινά στα Τρίκαλα.
Η ανακωχή
Την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, ακολούθησαν χιλιάδες λαού της Αθήνας που αντιλαμβάνονταν ότι αν έμεναν στην πρωτεύουσα θα ήταν έρμαιο στα χέρια των Εγγλέζων, των δοσιλόγων και κάθε λογής φασιστικών αντικομμουνιστικών στοιχείων. Επίσης, εκτός πρωτεύουσας μεταφέρθηκαν προσωρινά και οι μηχανισμοί της ΚΕ του του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Η ήττα, παρά το γεγονός ότι ήταν βαριά, δεν είχε πτοήσει το ηθικό και το φρόνημα των λαϊκών δυνάμεων, και η ηγεσία του κινήματος - όπως επιβεβαιώνεται και από το ανακοινωθέν της ΚΕ του ΕΛΑΣ που προαναφέραμε - έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να το τονώσει. Ηταν φυσικό άλλωστε. Ο κύριος όγκος του ΕΛΑΣ είχε μείνει ανέπαφος και κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Μπορεί βεβαίως να είχε χαθεί η πρωτεύουσα αλλά κυριαρχούσε, βάσιμα, η εντύπωση πως επρόκειτο για μια πρόσκαιρη νίκη του εχθρού και πως σύντομα θα αντιστρέφονταν τα πράγματα. Μάλιστα η εντύπωση αυτή είχε γίνει και τραγούδι στα χείλη του λαού:
"- Μας πήραν την Αθήνα - τραλά, λαλά, λαλά!
- Μας πήραν την Αθήνα - τραλά, λαλά, λαλά!
- Μας πήραν την Αθήνα - Τζούμ, τραλά, λαλά
- Μονάχα για ένα μήνα - Κάπα, Κάπα, Εψιλον, Κούκου, Κούκου, Ε".
Τα πράγματα βέβαια δεν εξελίχθηκαν όπως τα περιέγραφε ο καθ' όλα βάσιμος λαϊκός ενθουσιασμός.
Στις 9 Γενάρη του 1945 άρχισαν στο αρχηγείο του Σκόμπι οι διαπραγματεύσεις για σταμάτημα των εχθροπραξιών. Την ηγεσία του ΕΛΑΣ εκπροσώπησαν ο Γ. Ζεύγος, ο Δ. Παρτσαλίδης, ο ταγματάρχης Θ. Μακρίδης και ο ταγματάρχης Α. Αθηνέλλης. Οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε συμφωνία ανακωχής η οποία και υπογράφηκε στις 11/1/1945. Οφείλουμε δε να σημειώσουμε ότι τη συμφωνία υπογράφουν οι προαναφερόμενοι εκπρόσωποι του ΕΑΜικού κινήματος και ο στρατηγός Σκόμπι. Απουσιάζει η υπογραφή οποιουδήποτε εκπροσώπου του αστικού πολιτικού κόσμου της χώρας, ιδιαίτερα δε, εκπροσώπου της κυβέρνησης - μαριονέτας των Αθηνών. Ούτε τα προσχήματα δε φρόντισαν να κρατήσουν κι αυτό το γεγονός είναι η μέγιστη απόδειξη πως τα Δεκεμβριανά δεν ήταν εμφύλιος πόλεμος - όπως πολλοί ισχυρίζονται διαστρεβλώνοντας την ιστορία - αλλά πόλεμος για την ανεξαρτησία της Ελλάδας ενάντια στις βρετανικές δυνάμεις κατοχής.
Αναμφίβολα δεν μπορεί να χρεωθεί στην ηγεσία του ΕΑΜικού κινήματος ότι έκανε λάθος επιλογή επιδιώκοντας την παύση των εχθροπραξιών. Μια ανάπαυλα ήταν αναγκαία για τον ΕΛΑΣ ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη συνέχιση του αγώνα. Ομως οι όροι της ανακωχής, όπως καταγράφηκαν στο κείμενο της συμφωνίας ήταν δυσμενέστατοι για τον ΕΛΑΣ και δεν ανταποκρίνονταν στον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων. Βάσει της συμφωνίας ανακωχής οι εχθροπραξίες θα σταματούσαν τα μεσάνυχτα της 14ης Ιανουαρίου 1945. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχρεώνονταν μέχρι τις 18/1/45 να εκκενώσουν τις περιοχές της Αττικοβοιωτίας - Εύβοιας, ένα μεγάλο τμήμα του Νομού Φθιωτιδοφωκίδας και το μεγαλύτερο μέρος του Νομού Μαγνησίας. Επίσης έπρεπε να αποσυρθούν από τμήμα του Νομού Θεσσαλονίκης και την πόλη της Θεσσαλονίκης, από τα νησιά Ζάκυνθο, Κύθηρα και Σποράδες καθώς και απ' ολόκληρη τη βόρεια Πελοπόννησο ("Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ", τόμος Α', σελ. 495 - 496. Ολόκληρο το κείμενο της συμφωνίας ανακωχής: "Λευκή Βίβλος ΕΑΜ", σελ. 71 - 72).
Ετσι τελείωσε και από στρατιωτικής απόψεως ο Μεγάλος Δεκέμβρης του '44.
Το ΕΑΜικό κίνημα είχε αρκεστεί να διατηρήσει προς το παρόν τις ένοπλες δυνάμεις του και ως αντάλλαγμα γι' αυτό δέχτηκε να μεγιστοποιήσει την ήττα της Αθήνας, αφού με τη συμφωνία ανακωχής παραχώρησε στον εχθρό πολύ μεγαλύτερης έκτασης έδαφος απ' αυτό που ο ίδιος είχε κερδίσει με τη δύναμη των όπλων.
Ορισμένες βασικές εκτιμήσεις
Πολλές και διάφορες είναι οι εκτιμήσεις, που έχουν γραφτεί για τη μάχη του Δεκέμβρη και την τελική της έκβαση. Αρκετές απ' αυτές αφορούν επιμέρους ζητήματα και πλευρές των εξελίξεων κι ενώ έχουν οπωσδήποτε τη δική τους αξία και σημασία, όχι μόνο δεν αλλάζουν την ουσία ορισμένων, γενικότερων συμπερασμάτων, αλλά τα επιβεβαιώνουν με τον ένα ή άλλο τρόπο.
Ως τις πλέον ολοκληρωμένες και βαθύτερες εκτιμήσεις, για τη σημαντική αυτή στιγμή της νεότερης ιστορίας της χώρας, επιλέξαμε το σχετικό απόσπασμα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, το οποίο και παραθέτουμε ολόκληρο:
"Η σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944, που κράτησε 33 μέρες, στάθηκε ένας ηρωικός αγώνας για τη λευτεριά και έγραψε μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία της δημοκρατικής αντιιμπεριαλιστικής πάλης του ελληνικού λαού.
Οι μαχητές του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής, όλος ο λαός, πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση στους καινούριους κατακτητές. Τελικά, μπροστά στις υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις, η αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας - Πειραιά κάμφθηκε.
Στην έκβαση της μάχης του Δεκέμβρη, εκτός από την ανεπάρκεια των δυνάμεων και των πολεμικών μέσων του ΕΛΑΣ, έχουν συντελέσει και οι εξής παράγοντες : Η ηγεσία του Κόμματος αιφνιδιάστηκε από τα γεγονότα και αντέδρασε σπασμωδικά. Ανασυγκρότησε την ΚΕ του ΕΛΑΣ, χωρίς επιτελείο και μηχανισμό, που ανέλαβε τη διεύθυνση της μάχης της Αθήνας. Παραμέρισε το ΓΣ του ΕΛΑΣ, που διέθετε επιτελείο και υπηρεσίες και ανέθεσε στον Σαράφη και τον Αρη, με τις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, δευτερεύουσα αποστολή εναντίον του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο. Δε συγκέντρωσε έγκαιρα τις βασικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, που ήταν το κύριο μέτωπο και δεν οργάνωσε αποτελεσματική επίθεση από τις πρώτες μέρες. Επίσης δεν εμπόδισε τα διάσπαρτα στην ελληνική επαρχία βρετανικά στρατιωτικά τμήματα να μεταφερθούν στην Αθήνα και να πάρουν μέρος στις μάχες.
Ακόμη η ηγεσία του κινήματος, δεν είχε προβλέψει ότι η κατάσταση πιθανόν να οδηγούνταν από τους Αγγλους και την αντίδραση σε ένοπλη σύγκρουση με επίκεντρο την πρωτεύουσα. Σ' αυτό οφείλεται και η μη έγκαιρη κατάρτιση σχεδίου. Το σχέδιο αντιμετώπισης της κατάστασης καταρτίστηκε εκ των υστέρων, όταν οι Αγγλοι και η αντίδραση είχαν προχωρήσει στην ένοπλη επέμβαση και μάλιστα και τότε ακόμη δε στρέφονταν εναντίον τους, αλλά εναντίον των δυνάμεων της ελληνικής αντίδρασης".
Η ανακοίνωση του ΕΛΑΣ
Την μέρα της υποχώρησης, η ΚΕ του ΕΛΑΣ απευθύνθηκε στο λαό της Αθήνας και του Πειραιά με ανακοινωθέν, στο οποίο εξηγούσε - με πνεύμα αισιοδοξίας και σαφή προσπάθεια τόνωσης του ηθικού του λαού - τις αιτίες της υποχώρησης, δίνοντας ταυτόχρονα την υπόσχεση ότι ο αγώνας θα συνεχιστεί μέχρι τέλους.
Παραθέτουμε αυτό το ντοκουμέντο, όπως έχει δημοσιευτεί στη "Λευκή Βίβλο" του ΕΑΜ (σελ. 68 - 69):
"Οι υπερασπιστές της Αθήνας και του Πειραιά και ο αδούλωτος λαός τους, πολεμώντας με ασύγκριτο ηρωισμό και ιερό πάθος που μπορεί να 'χουν οι μαχητές της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της Ανεξαρτησίας, ξαναζωντάνεψαν και ελάμπρυναν με νέα υπέροχα κατορθώματα τις ωραιότερες σελίδες της εθνικής μας ιστορίας: το Μεσολόγγι, το Αρκάδι, το έπος της Αλβανίας και της Εθνικής Αντίστασης.
Περισσότερο από ένα μήνα κράτησαν το αθάνατο μέτωπο της Αθήνας και του Πειραιά, αντιμετωπίζοντας τα ασυγκρίτως ανώτερα μέσα του αντιπάλου. Αλλά ο εχθρός, αδυνατώντας να πλήξει τις στρατιωτικές μας δυνάμεις, εστράφη με εκδικητική μανία εναντίον των αμάχων. Ο στόλος, τα αεροπλάνα, τα κανόνια και τα τανκς του Τσώρτσιλ με χιλιάδες βλήματα καθημερινά, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες, σπέρνουν το θάνατο σε γυναικόπαιδα και γέροντες και ισοπεδώνουν τις λαϊκές συνοικίες. Πολλές χιλιάδες είναι τα θύματα των άνανδρων αυτών επιδρομών. Ολόκληρες συνοικίες, εργοστάσια, φτωχόσπιτα, νοσοκομεία εκονιορτοποιήθηκαν. Σκοπός του Σκόμπυ είναι να μεταβάλει την Αθήνα που σεβάστηκαν όλοι οι κατακτητές και επιδρομείς, σε σωρούς από ερείπια, σ' ένα απέραντο νεκροταφείο.
Μπροστά στη θηριώδη επιδρομική μανία του Σκόμπυ, η ΚΕ του ΕΛΑΣ για να γλιτώσει τους αμάχους από το βέβαιο θάνατο των βομβών και των μυδραλίων, για να περισώσει την Αθήνα και τον Πειραιά από οριστική καταστροφή, αποφάσισε και διέταξε τη σύμπτυξη των ηρωικών υπερασπιστών της πρωτεύουσας και του Πειραιά.
Η σύμπτυξη αυτή δεν είναι νίκη του Σκόμπυ. Είναι κάτι χειρότερο από μια Πύρρειο νίκη. Είναι ένα ανεξίτηλο στίγμα και μια αιώνια καταισχύνη, γιατί μόνο ο Σκόμπυ χρησιμοποίησε τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης σαν ασπίδα ενός εξοντωτικού πολέμου.
Πολίτες στα όπλα. Ο αγώνας συνεχίζεται. Θα διεξαχθεί με μεγαλύτερο ακόμη πάθος. Η Αθήνα και ο Πειραιάς είναι αδούλωτοι. Η Ελλάδα θα μείνει ελεύθερη. Η νίκη είναι δική μας. Ολοι και όλα για τη συντριβή του ελληνικού φασισμού. Για την Ελευθερία, για τη Δημοκρατία, για την Ανεξαρτησία της Χώρας. Για τον πολιτισμό και για το Μέλλον της Ελλάδας.
5 - 1 - 45
Η ΚΕ του ΕΛΑΣ
Ε. Μάντακας, Μ. Χατζημιχάλης, Γ. Σιάντος".
Μια κυνική ομολογία του Τσόρτσιλ
Το τέλος των εχθροπραξιών μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Βρετανών σχολιάζει με τρόπο εντυπωσιακά κυνικό στα απομνημονεύματά του ο Ου. Τσόρτσιλ, ομολογώντας απερίφραστα τους λόγους της βρετανικής επέμβασης στην Ελλάδα. Αφού παρουσιάζει περιφραστικά τους όρους της ανακωχής, ο Βρετανός πρωθυπουργός υπογραμμίζει: "Ετσι ετελείωσε η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες και που έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξει η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παραφορές μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγότερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του δυτικού κόσμου" (Ουίνστον Τσόρτσιλ: "2ος Παγκόσμιος Πόλεμος", Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τόμος ΣΤ' σελ. 352).
Παραθέτουμε αυτό το ντοκουμέντο, όπως έχει δημοσιευτεί στη "Λευκή Βίβλο" του ΕΑΜ (σελ. 68 - 69):
"Οι υπερασπιστές της Αθήνας και του Πειραιά και ο αδούλωτος λαός τους, πολεμώντας με ασύγκριτο ηρωισμό και ιερό πάθος που μπορεί να 'χουν οι μαχητές της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της Ανεξαρτησίας, ξαναζωντάνεψαν και ελάμπρυναν με νέα υπέροχα κατορθώματα τις ωραιότερες σελίδες της εθνικής μας ιστορίας: το Μεσολόγγι, το Αρκάδι, το έπος της Αλβανίας και της Εθνικής Αντίστασης.
Περισσότερο από ένα μήνα κράτησαν το αθάνατο μέτωπο της Αθήνας και του Πειραιά, αντιμετωπίζοντας τα ασυγκρίτως ανώτερα μέσα του αντιπάλου. Αλλά ο εχθρός, αδυνατώντας να πλήξει τις στρατιωτικές μας δυνάμεις, εστράφη με εκδικητική μανία εναντίον των αμάχων. Ο στόλος, τα αεροπλάνα, τα κανόνια και τα τανκς του Τσώρτσιλ με χιλιάδες βλήματα καθημερινά, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες, σπέρνουν το θάνατο σε γυναικόπαιδα και γέροντες και ισοπεδώνουν τις λαϊκές συνοικίες. Πολλές χιλιάδες είναι τα θύματα των άνανδρων αυτών επιδρομών. Ολόκληρες συνοικίες, εργοστάσια, φτωχόσπιτα, νοσοκομεία εκονιορτοποιήθηκαν. Σκοπός του Σκόμπυ είναι να μεταβάλει την Αθήνα που σεβάστηκαν όλοι οι κατακτητές και επιδρομείς, σε σωρούς από ερείπια, σ' ένα απέραντο νεκροταφείο.
Μπροστά στη θηριώδη επιδρομική μανία του Σκόμπυ, η ΚΕ του ΕΛΑΣ για να γλιτώσει τους αμάχους από το βέβαιο θάνατο των βομβών και των μυδραλίων, για να περισώσει την Αθήνα και τον Πειραιά από οριστική καταστροφή, αποφάσισε και διέταξε τη σύμπτυξη των ηρωικών υπερασπιστών της πρωτεύουσας και του Πειραιά.
Η σύμπτυξη αυτή δεν είναι νίκη του Σκόμπυ. Είναι κάτι χειρότερο από μια Πύρρειο νίκη. Είναι ένα ανεξίτηλο στίγμα και μια αιώνια καταισχύνη, γιατί μόνο ο Σκόμπυ χρησιμοποίησε τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης σαν ασπίδα ενός εξοντωτικού πολέμου.
Πολίτες στα όπλα. Ο αγώνας συνεχίζεται. Θα διεξαχθεί με μεγαλύτερο ακόμη πάθος. Η Αθήνα και ο Πειραιάς είναι αδούλωτοι. Η Ελλάδα θα μείνει ελεύθερη. Η νίκη είναι δική μας. Ολοι και όλα για τη συντριβή του ελληνικού φασισμού. Για την Ελευθερία, για τη Δημοκρατία, για την Ανεξαρτησία της Χώρας. Για τον πολιτισμό και για το Μέλλον της Ελλάδας.
5 - 1 - 45
Η ΚΕ του ΕΛΑΣ
Ε. Μάντακας, Μ. Χατζημιχάλης, Γ. Σιάντος".
Μια κυνική ομολογία του Τσόρτσιλ
Το τέλος των εχθροπραξιών μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Βρετανών σχολιάζει με τρόπο εντυπωσιακά κυνικό στα απομνημονεύματά του ο Ου. Τσόρτσιλ, ομολογώντας απερίφραστα τους λόγους της βρετανικής επέμβασης στην Ελλάδα. Αφού παρουσιάζει περιφραστικά τους όρους της ανακωχής, ο Βρετανός πρωθυπουργός υπογραμμίζει: "Ετσι ετελείωσε η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες και που έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξει η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παραφορές μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγότερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του δυτικού κόσμου" (Ουίνστον Τσόρτσιλ: "2ος Παγκόσμιος Πόλεμος", Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τόμος ΣΤ' σελ. 352).
ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΚΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ
Κτηνωδίες και εγκλήματα τον Δεκέμβρη του 1944
«Σεις… πολεμάτε σήμερα σαν πολίτες ολόκληρης της Ανθρωπότητας. Έλληνες πατριώτες! Κερδίζετε τον δικό μας αγώνα. Βρισκόμαστε στο πλευρό σας. Η ανθρωπότητα ολόκληρη θα θυμάται τη δική σας πάλη. Ζήτω η ελευθερία!»
Δημοκρατική Νεολαία της Αμερικής
(Ο χαιρετισμός στάλθηκε στον αγωνιζόμενο λαό της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944)
Η εξουσία «έπρεπε» να παραμείνει στα χέρια της αστικής τάξης, με κάθε τρόπο και μέσο. Για τον σκοπό αυτό οι «σύμμαχοι» Άγγλοι έπνιξαν στο αίμα τον ηρωικό λαό της Αθήνας και ισοπέδωσαν με τις βόμβες τους ολόκληρες συνοικίες, έχοντας στο πλευρό τους τις προδοτικές-δοσιλογικές οργανώσεις και κάθε λογής Έλληνες «κομμουνιστοφάγους» αποβράσματα και κοινούς εγκληματίες. Κατά τη διάρκεια των 33 ημερών της μάχης του Δεκέμβρη διαπράχτηκαν φριχτά εγκλήματα που στιγμάτισαν για πάντα και θα συνοδεύουν ως αιώνια ντροπή το πρόσωπο του «δυτικού πολιτισμού», απόδειξη μέχρι που μπορεί να φτάσει το σύστημα της εκμετάλλευσης για να κρατηθεί στη ζωή.
Οι ηρωικές σελίδες που έγραψαν οι λαογέννητες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, άνθρωποι κάθε ηλικίας, γυναίκες και νεολαία, τον ματωμένο Δεκέμβρη του ΄44 θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες, με αίμα, στην ιστορική μνήμη, σαν τα γράμματα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες επονίτισες στην ιστορική φωτογραφία από την πλατεία Συντάγματος, «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ Της ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ»: αιώνια δόξα και τιμή στους ήρωες, αιώνιο φως που φωτίζει τους δρόμους της ταξικής πάλης και της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Το κείμενο που ακολουθεί περιγράφει μερικές από τις θηριωδίες των Άγγλων «συμμάχων» και των ντόπιων λακέδων υποταχτικών τους, εναντίον των μαχητών του ΕΛΑΣ και του άμαχου πληθυσμού.
Δημοκρατική Νεολαία της Αμερικής
(Ο χαιρετισμός στάλθηκε στον αγωνιζόμενο λαό της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944)
Η εξουσία «έπρεπε» να παραμείνει στα χέρια της αστικής τάξης, με κάθε τρόπο και μέσο. Για τον σκοπό αυτό οι «σύμμαχοι» Άγγλοι έπνιξαν στο αίμα τον ηρωικό λαό της Αθήνας και ισοπέδωσαν με τις βόμβες τους ολόκληρες συνοικίες, έχοντας στο πλευρό τους τις προδοτικές-δοσιλογικές οργανώσεις και κάθε λογής Έλληνες «κομμουνιστοφάγους» αποβράσματα και κοινούς εγκληματίες. Κατά τη διάρκεια των 33 ημερών της μάχης του Δεκέμβρη διαπράχτηκαν φριχτά εγκλήματα που στιγμάτισαν για πάντα και θα συνοδεύουν ως αιώνια ντροπή το πρόσωπο του «δυτικού πολιτισμού», απόδειξη μέχρι που μπορεί να φτάσει το σύστημα της εκμετάλλευσης για να κρατηθεί στη ζωή.
Οι ηρωικές σελίδες που έγραψαν οι λαογέννητες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, άνθρωποι κάθε ηλικίας, γυναίκες και νεολαία, τον ματωμένο Δεκέμβρη του ΄44 θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες, με αίμα, στην ιστορική μνήμη, σαν τα γράμματα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες επονίτισες στην ιστορική φωτογραφία από την πλατεία Συντάγματος, «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ Της ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ»: αιώνια δόξα και τιμή στους ήρωες, αιώνιο φως που φωτίζει τους δρόμους της ταξικής πάλης και της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Το κείμενο που ακολουθεί περιγράφει μερικές από τις θηριωδίες των Άγγλων «συμμάχων» και των ντόπιων λακέδων υποταχτικών τους, εναντίον των μαχητών του ΕΛΑΣ και του άμαχου πληθυσμού.
Η αντίσταση του Δεκέμβρη δεν φανέρωσε μονάχα το μεγαλείο και τον ηρωισμό της λαϊκής ψυχής, αλλά ξεσκέπασε όλη τη κτηνωδία και την αιμοβορία του φασισμού. Οι αγριότητες που διέπραξαν οι Εγγλέζοι και οι σύμμαχοί τους Μπουραντάδες, τσολιάδες, ριμινίτες, εδεσίτες, χίτες και όλο το κατακάθι της προδοσίας σε βάρος των ελασιτών και του άμαχου πληθυσμού ξεπερνούν κάθε όριο. Δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε τη σύγκριση ανάμεσα στη συμπεριφορά των Άγγλων και των Γερμανών, γιατί και στις δυο περιπτώσεις ο λαός μας αντιμετώπισε καταχτητή. Ντρεπόμαστε ειλικρινά γιατί από τη σύγκριση αυτή βγαίνουν ζημιωμένοι οι Άγγλοι. Αμφιβάλλουμε αν οι σύμμαχοί μας έδειξαν τόση αγριότητα ενάντια στους Γερμανούς αιχμαλώτους, όση έδειξαν ενάντια στους ελασίτες. Αμφιβάλλουμε αν βομβάρδισαν με τόση μανία το Βερολίνο, με όση χτύπησαν την Καισαριανή και το Περιστέρι.
Από την πρώτη μέρα της σύγκρουσης φάνηκε πως οι Σκόμπυδες δεν πολεμούσαν μονάχα ενάντια στον ΕΛΑΣ αλλά ενάντια σ’ ολόκληρο το λαό. Σ’ όλη τη διάρκεια του Δεκέμβρη δε γίνηκε καμιά διάκριση ανάμεσα σε στρατό και σε αμάχους. Αυτό αποτελεί την τρανότερη απόδειξη πως η αντίσταση δεν ήτανε «γκαγκστερικό κίνημα» αλλά παλλαϊκή αντίσταση. Γι’ αυτό κι από την πρώτη μέρα της σύγκρουσης οι μπούκες των πυροβόλων της ξηράς, των τανκς και των πλοίων, γι’ αυτό και οι μπόμπες και ρουκέτες των αεροπλάνων, χτυπούσαν αποκλειστικά τις λαϊκές συνοικίες γκρεμίζοντας σπίτια και σκοτώνοντας γριές, γέρους και παιδιά. Μοναχά ο πρώτος βομβαρδισμός της Καισαριανής στις 6/12 στοίχισε 240 νεκρούς και τραυματίες. Τα σπίτια που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή δεν έχουν πάθει ούτε το 1/10 από τις ζημιές που έπαθαν κείνα που βρίσκονταν στα μετόπισθεν. Τα 75% από τα θύματα της Δεκεμβριανής Αντίστασης είναι άμαχοι.
Ας πάρουμε μια συνοικία που δεν χτυπήθηκε με τη λύσσα που χτυπήθηκαν άλλες, το Παγκράτι. Το 90% των καταστροφών γίνηκαν στις περιοχές Βαρνάβα – Βρυσούλα – Πλαστήρα που απείχαν πάνω από 700 μέτρα από τη γραμμή του μετώπου. Από το σύνολο των καταστροφών μόνο ένα 8% οφείλεται στον ΕΛΑΣ και αυτές σε σημεία απ’ όπου θα περνούσαν οι Σκόμπυδες και ήτανε απαραίτητη η κατασκευή οδοφραγμάτων. Ούτε μια ανατίναξη δε γίνηκε από τον ΕΛΑΣ που να μην ήτανε ζωτικά απαραίτητη για την άμυνα του μετώπου.
Να οι καταστροφές που προξένησαν τα άδοξα κανόνια και ρουκετοβόλα του Σκόμπυ:
Από την πρώτη μέρα της σύγκρουσης φάνηκε πως οι Σκόμπυδες δεν πολεμούσαν μονάχα ενάντια στον ΕΛΑΣ αλλά ενάντια σ’ ολόκληρο το λαό. Σ’ όλη τη διάρκεια του Δεκέμβρη δε γίνηκε καμιά διάκριση ανάμεσα σε στρατό και σε αμάχους. Αυτό αποτελεί την τρανότερη απόδειξη πως η αντίσταση δεν ήτανε «γκαγκστερικό κίνημα» αλλά παλλαϊκή αντίσταση. Γι’ αυτό κι από την πρώτη μέρα της σύγκρουσης οι μπούκες των πυροβόλων της ξηράς, των τανκς και των πλοίων, γι’ αυτό και οι μπόμπες και ρουκέτες των αεροπλάνων, χτυπούσαν αποκλειστικά τις λαϊκές συνοικίες γκρεμίζοντας σπίτια και σκοτώνοντας γριές, γέρους και παιδιά. Μοναχά ο πρώτος βομβαρδισμός της Καισαριανής στις 6/12 στοίχισε 240 νεκρούς και τραυματίες. Τα σπίτια που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή δεν έχουν πάθει ούτε το 1/10 από τις ζημιές που έπαθαν κείνα που βρίσκονταν στα μετόπισθεν. Τα 75% από τα θύματα της Δεκεμβριανής Αντίστασης είναι άμαχοι.
Ας πάρουμε μια συνοικία που δεν χτυπήθηκε με τη λύσσα που χτυπήθηκαν άλλες, το Παγκράτι. Το 90% των καταστροφών γίνηκαν στις περιοχές Βαρνάβα – Βρυσούλα – Πλαστήρα που απείχαν πάνω από 700 μέτρα από τη γραμμή του μετώπου. Από το σύνολο των καταστροφών μόνο ένα 8% οφείλεται στον ΕΛΑΣ και αυτές σε σημεία απ’ όπου θα περνούσαν οι Σκόμπυδες και ήτανε απαραίτητη η κατασκευή οδοφραγμάτων. Ούτε μια ανατίναξη δε γίνηκε από τον ΕΛΑΣ που να μην ήτανε ζωτικά απαραίτητη για την άμυνα του μετώπου.
Να οι καταστροφές που προξένησαν τα άδοξα κανόνια και ρουκετοβόλα του Σκόμπυ:
Αυτός είναι ο θλιβερός απολογισμός ενός βάρβαρου πολέμου, αλλά θα έμενε ατέλειωτος αν δεν αναφέραμε και την απερίγραπτη αγριότητα που δείχτηκε ενάντια στους ελασίτες αιχμαλώτους και τους αμάχους.
Στο κεφάλαιο αυτό οι «σύμμαχοι» συναγωνίστηκαν με επιτυχία τους αποχτηνωμένους ταγματασφαλίτες, Ριμινίτες, χωροφύλακες.
Εμείς τουλάχιστον δεν μπορούμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στον ελεύθερο σκοπευτή που δολοφονούσε ύπουλα γυναικόπαιδα που περίμεναν στην ουρά να πάρουν μια χούφτα μπιζέλια και στον «σύμμαχο» αεροπόρο ή τανκίστα που πυροβολούσε τις γυναικούλες και τα παιδιά της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Αη Γιάννη. Κι οι δυο τους είναι κοινοί εγκληματίες κι οι δυο τους αξίζουν εξ ίσου τον τίτλο του φασίστα δήμιου. Τα νοσοκομεία μας γέμιζαν από κομματιασμένες γριές και ακρωτηριασμένα παιδάκια.
Ποτέ το Διεθνές Δίκαιο δεν ξεκουρελιάστηκε τόσο πολύ όσο το Δεκέμβρη. Για τους Σκόμπυδες και τους λακέδες τους δεν υπήρχε τίποτα το ιερό. Οι πολυβολισμοί των νοσοκομείων, τραυματιοφορέων και των κηδειών ακόμα, ήτανε συνηθισμένο φαινόμενο. Και η πιο ολιγάνθρωπη συγκέντρωση σ’ ένα δρόμο ήτανε κίνδυνος – θάνατος. Οι αιχμάλωτοι τεμαχιζόντουσαν κυριολεκτικά από τους Εγγλέζους, τους χωροφύλακες και τους ριμινίτες. Θα χρειαζότανε τόμοι ολόκληροι για ν’ απαριθμήσει κανείς ένα προς ένα τα εγκλήματά τους.
Εδώ θ’ αναφέρουμε μερικά επεισόδια μονάχα από το ατέλειωτο ημερολόγιο της φρίκης και του εγκλήματος.
Στις 4/12 ο καπετάνιος του 6ου Λόχου Κατσιποδιού, πρώην υπενωματάρχης της χωροφυλακής Σπύρος Καρζής τραυματίστηκε σοβαρά από ελεύθερο σκοπευτή. Ο συναγωνιστής του Παναγιώτης Β. με κίνδυνο της ζωής του τον μεταφέρει στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών δίπλα στο Μηχανοκίνητο Τμήμα Αστυνομίας Πόλεων. Εκεί του γίνηκε αμέσως μετάγγιση αίματος και επέμβαση και οι γιατροί αποφάνθηκαν πως θα ζήσει. Τη στιγμή που ο σ. Παναγιώτης ετοιμαζότανε να φύγει εισβάλλουνε στο νοσοκομείο Μπουραντάδες και με τ’ αυτόματα στα χέρια άρχισαν να παίρνουν τους τραυματίες αιμόφυρτους και να τους οδηγούν έξω. Ο σ. Παναγιώτης για να γλιτώσει κατεβαίνει στο υπόγειο κι εκεί βρέθηκε μπροστά σ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα. Σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο κείτονταν 14 πτώματα που έφερναν όλα τραύματα στο πίσω μέρος του κρανίου. Είχαν εκτελεστεί από τους Μπουραντάδες! Με χίλια βάσανα κατάφερε να τους ξεφύγει χάρη στη βοήθεια του προσωπικού του Σταθμού. Ο Σπύρος Καρζής εχτελέστηκε την ίδια μέρα από τα κτήνη του Μηχανοκίνητου.
Στις 20/12 αιχμαλωτίζεται ο θρυλικός λοχαγός του 4ου Λόχου του Προτύπου Τάγματος Ορέστης, μαζί με 15 μαχητές στο Άλσος Κουπονιών. Οι Ριμινίτες τους κατακομμάτιασαν με σουγιάδες και ξιφολόγχες.
Στις 19/12 χωροφύλακες εξετέλεσαν στο σπίτι της οδού Σεβαστίας 24 (Κουπόνια), αφού τους βασάνισαν απάνθρωπα, τρεις τραυματίες του ΕΛΑΣ. Την ίδια μέρα εκτελέστηκαν ένας τραυματιοφορέας και άλλος ένας τραυματίας ελασίτης στη διασταύρωση Σεβαστίας- Ηλυσίων.
Στο σπίτι της οδού Ηλυσσίων 11Β εχτελέστηκαν από τους χτηνανθρώπους της χωροφυλακής άλλοι 4 τραυματίες. Οι κάτοικοι των γειτονικών σπιτιών υποχρεώθηκαν να τους θάψουν μαζί με άλλα 20 πτώματα εχτελεσθέντων στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου.
Στο άλσος των Κουπονιών εκτελέστηκαν άλλοι 5 αιχμάλωτοι και θάφτηκαν εκεί. Το Γενάρη τους ξέθαψαν και τους μετάφεραν σε άγνωστη κατεύθυνση. Στην ίδια συνοικία ένας ενωμοτάρχης της χωροφυλακής δολοφόνησε τον Δ. Ιωαννίδη (Παμφυλίας 9) επειδή βρέθηκε πάνω μια προκήρυξη με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου.
Στις 17/12 στη μάχη του Αρδηττού οι Σκόμπυδες σήκωσαν λευκή σημαία και ύπουλα τραυμάτισαν τον ελασίτη Γκίκα. Τον κατακρεούργησαν έπειτα με τους σουγιάδες.
Στις 25/12 μια ομάδα αντάρτες απομονώθηκε και αιχμαλωτίστηκε στο εργοστάσιο Φιξ. Οι εγγλέζοι τους έβγαλαν τα μάτια με τις ξιφολόγχες και έπειτα τους έσφαξαν σαν τα τραγιά. Ενός ελασίτη που παρακολουθούσε κρυμμένος τη φριχτή αυτή σκηνή, άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε λίγα λεπτά.
Στις 29/12 στην τελευταία μάχη της Καισαριανής πιάστηκε αιχμάλωτος ο ανθ/γός του αντάρτικου Λάζαρος Κεφαλίδης. Οι χωροφύλακες τον εκτέλεσαν την ίδια μέρα στην οδό Κριεζώτου. Από τους αιχμαλώτους που πιάστηκαν στην τελευταία μάχη της Καισαριανής δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Οι ριμινίτες κι οι χωροφύλακες διηγόντουσαν με αφάνταστη κτηνωδία στους κατοίκους των Κουπονιών πώς τους ξεκοίλιασαν με τις ξιφολόγχες. Ένας επιλοχίας περηφανευότανε πως δολοφόνησε 12 ελασίτες αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους κι ένα κορίτσι! Έπειτα από την άτιμη αυτή δολοφονία που γίνηκε μπροστά στα μάτια των «συμμάχων», λεηλάτησαν όλα τα σπίτια και κάψανε 3 τετράγωνα παράγκες.
Μα, όπως είπαμε, η λύσσα τους δεν ξέσπασε μονάχα στους τραυματίες και τους αιχμαλώτους. Οι όλμοι, το πυροβολικό, τα τανκς και τ’ αεροπλάνα έκαναν θραύση στους αμάχους. Οι συνοικίες μας ζούσαν κάτω από καταιγισμό φωτιάς και σίδερου. Με ιδιαίτερη λύσσα χτυπήθηκε η Καισαριανή και σε εκατοντάδες ανέρχονται τα θύματα της μαρτυρικής αυτής συνοικίας.
Στις 9/12 αγγλικά αεροπλάνα πολυβόλησαν τον άμαχο πληθυσμό στο Δουργούτι με αποτέλεσμα 3 νεκρούς και 8 τραυματίες. Την ίδια μέρα αγγλικό τανκ από την οδό Ρηγίλλης τραυμάτισε δυο γυναίκες στο Βατραχονήσι.
Στις 10/12 αγγλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν με δέσμες βομβών την Καισαριανή, την ώρα που ο κόσμος έκανε ουρά έξω από τους φούρνους. Ταυτόχρονα πολυβόλησαν το Βύρωνα και Ν. Ελβετία. Τα θύματα από τον άμαχο πληθυσμό ξεπέρασαν τα εκατό.
Στις 12/12 η Καισαριανή είχε άλλα 40 θύματα από όλμους, οβίδες και πολυβολισμούς. Την ίδια μέρα στον Υμηττό όλμοι και οβίδες καταστρέφουν τρία σπίτια κοντά στο Νοσοκομείο Ηλέκτρα και τραυματίζουν δυο γυναίκες κι ένα γέρο. Το Μετς βάλλεται από το πρωί μέχρι το βράδυ και κανένα σπίτι σχεδόν δεν έμεινε ανέπαφο.
Στις 15/12 πέφτουν όλμοι στο Άλσος Παγκρατίου, πλατεία Πλαστήρα, Προφήτη Ηλία. Τα θύματα ξεπερνούν τα 25.
Στις 17/12 οι Εγγλέζοι κατέλαβαν τις πολυκατοικίες του Δουργουτιού, αφού τις έκαναν κόσκινο με τα κανόνια και τα πολυβόλα των τανκς. Τα μεσάνυχτα έβγαλαν στο δρόμο όλους τους ένοικους, ακόμα γυναίκες με τα νυχτικά τους και με τα μωρά στην αγκαλιά. Τους συγκέντρωσαν με τους υποκόπανους σε μια γωνιά, ενώ οι γυναίκες ούρλιαζαν, τρελές από τον τρόμο τους και λιποθυμούσαν. Αφού τις τυράννησαν και τις εξευτέλισαν με κάθε τρόπο, τις άφησαν και κράτησαν τους άντρες. Αυτούς τους οδήγησαν στο γκαράζ της Λυών όπου τους παρέλαβαν οι Μπουραντάδες. Ενώ τα κτήνη του Μπουραντά τους κακοποιούσαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, οι Εγγλέζοι τους σφράγισαν στο μέτωπο με κόκκινη σφραγίδα και έπειτα τους έστειλαν στο Χασάνι. Το μπλόκο αυτό, που ξεπέρασε σε αγριότητα τις γερμανικές θηριωδίες, κράτησε μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι.
Το μαρτυρικό Δουργούτι αφού δοκίμασε τον καταχτητή, δοκίμαζε αυτή τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και τον «σύμμαχο». Όταν καταλήφθηκε ολόκληρη η συνοικία οι εγγλέζοι δεν ντράπηκαν να οργανώσουν και παρέλαση της νίκης. Παρέλασαν οι σκωτσέζοι παίζοντας τις πίπιζες, ενώ οι Σκόμπυδες πετούσαν στα κεφάλια του μισοπεθαμένου από την πείνα κόσμου κονσέρβες και ξεκαρδιζόντουσαν στα γέλια. Ο λαός μας δεν είναι ασυνήθιστος σε κτηνωδίες γιατί γνώρισε τον ζυγό των Τούρκων, των Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων. Η ελεεινή όμως παρέλαση της νίκης των «συμμάχων» είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Και στους αγριότερους ακόμα πολέμους τα νοσοκομεία και η σημαία του Ερυθρού Σταυρού γενικότερα θεωρούνται ιερά. Το Δεκέμβρη όμως οι «απελευθερωτές» κατάργησαν αυτές τις πολυτέλειες.
Στις 10/12 χτυπήθηκε από όλμο το παιδικό άσυλο της Καισαριανής, παρ’ όλο που στη στέγη του κυμάτιζε μια σημαία του ερυθρού σταυρού. Τραυματίστηκε σοβαρά ο Ε. Διαπαρός.
Στις 6/12 βομβαρδίστηκε με όλμους το πολυϊατρείο του Βύρωνα. Στις 7/12 η επίθεση επαναλήφθηκε τη φορά αυτή από αεροπλάνα.
Στις 9/12 χτυπήθηκε το Νοσοκομείο Αη Γιάννη.
Στις 14/12 οι Σκόμπυδες σκότωσαν στου Μετς τη νοσοκόμα Έφη Γεωργοπούλου καθώς και μια άλλη. Στις 15/12 άγγλοι έπιασαν το υπ’ αριθ. 2517 νοσοκομειακό αυτοκίνητο και αιχμαλώτισαν τους τραυματιοφορείς Π. Αυριλιώνη, Η. Ματσάτσα, Δ. Σωτηριάδη, Σ. Σαμαρά, Καλογήρου, ρούσσο και Μ. Σαμαρά που τους οδήγησαν στο Χασάνι.
Το Νοσοκομείο Ηλέκτρα τις τελευταίες μέρες βομβαρδιζότανε συστηματικά. Ήτανε απερίγραπτες οι σκηνές τρόμου που ξετυλίχτηκαν εκεί μέσα. Αδελφές φορτωμένες με δυο τραυματίες η κάθε μια κατρακυλούσαν στις σκάλες του υπογείου. Τραυματίες με τραύματα της κοιλιάς και του θώρακα σερνόντουσαν και ξερνούσαν αίμα προσπαθώντας να κατέβουν στο υπόγειο. Εκεί, στοιβαγμένα το ένα απάνω στο άλλο κείτονταν τα βασανισμένα σώματα των ελασιτών και των αμάχων.
Κάτι τέτοια αίσχη στιγματίζουν τον πολιτισμό και είμαστε βέβαιοι πως όταν η αλήθεια για τον Δεκέμβρη θα λάμψει, ο αγγλικός λαός θα πρέπει να κρύψει το πρόσωπό του από ντροπή.
Το κορύφωμα όμως της κτηνωδίας αποτέλεσε ο πολυβολισμός μιας… κηδείας. Στις 14/12 ενώ γινότανε η κηδεία 4 θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό και η νεκρική πομπή κατευθυνότανε προς το νεκροταφείο της Ν. Σμύρνης, δέχτηκε επίθεση από τρία Σπίτφαϊρ. Όταν τέλειωσε η επίθεση γύρω από το φέρετρο κείτονταν 2 τραυματίες κι ένας νεκρός, ο παπάς Πέτρος Συνοίκης. Απάνω στα θύματα μετρήθηκαν 30 τραύματα από σφαίρες…
«Αι αγριότητες του Δεκεμβρίου…» φωνάζει η αντίδραση… Τους απαντάμε: Δεν γίνηκαν απλώς αγριότητες, γίνηκαν χτηνωδίες και εγκλήματα που δεν μπορεί κανείς να τα περιγράψει! Αλλά γίνηκαν από σας και τους «συμμάχους» σας!
Στο κεφάλαιο αυτό οι «σύμμαχοι» συναγωνίστηκαν με επιτυχία τους αποχτηνωμένους ταγματασφαλίτες, Ριμινίτες, χωροφύλακες.
Εμείς τουλάχιστον δεν μπορούμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στον ελεύθερο σκοπευτή που δολοφονούσε ύπουλα γυναικόπαιδα που περίμεναν στην ουρά να πάρουν μια χούφτα μπιζέλια και στον «σύμμαχο» αεροπόρο ή τανκίστα που πυροβολούσε τις γυναικούλες και τα παιδιά της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Αη Γιάννη. Κι οι δυο τους είναι κοινοί εγκληματίες κι οι δυο τους αξίζουν εξ ίσου τον τίτλο του φασίστα δήμιου. Τα νοσοκομεία μας γέμιζαν από κομματιασμένες γριές και ακρωτηριασμένα παιδάκια.
Ποτέ το Διεθνές Δίκαιο δεν ξεκουρελιάστηκε τόσο πολύ όσο το Δεκέμβρη. Για τους Σκόμπυδες και τους λακέδες τους δεν υπήρχε τίποτα το ιερό. Οι πολυβολισμοί των νοσοκομείων, τραυματιοφορέων και των κηδειών ακόμα, ήτανε συνηθισμένο φαινόμενο. Και η πιο ολιγάνθρωπη συγκέντρωση σ’ ένα δρόμο ήτανε κίνδυνος – θάνατος. Οι αιχμάλωτοι τεμαχιζόντουσαν κυριολεκτικά από τους Εγγλέζους, τους χωροφύλακες και τους ριμινίτες. Θα χρειαζότανε τόμοι ολόκληροι για ν’ απαριθμήσει κανείς ένα προς ένα τα εγκλήματά τους.
Εδώ θ’ αναφέρουμε μερικά επεισόδια μονάχα από το ατέλειωτο ημερολόγιο της φρίκης και του εγκλήματος.
Στις 4/12 ο καπετάνιος του 6ου Λόχου Κατσιποδιού, πρώην υπενωματάρχης της χωροφυλακής Σπύρος Καρζής τραυματίστηκε σοβαρά από ελεύθερο σκοπευτή. Ο συναγωνιστής του Παναγιώτης Β. με κίνδυνο της ζωής του τον μεταφέρει στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών δίπλα στο Μηχανοκίνητο Τμήμα Αστυνομίας Πόλεων. Εκεί του γίνηκε αμέσως μετάγγιση αίματος και επέμβαση και οι γιατροί αποφάνθηκαν πως θα ζήσει. Τη στιγμή που ο σ. Παναγιώτης ετοιμαζότανε να φύγει εισβάλλουνε στο νοσοκομείο Μπουραντάδες και με τ’ αυτόματα στα χέρια άρχισαν να παίρνουν τους τραυματίες αιμόφυρτους και να τους οδηγούν έξω. Ο σ. Παναγιώτης για να γλιτώσει κατεβαίνει στο υπόγειο κι εκεί βρέθηκε μπροστά σ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα. Σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο κείτονταν 14 πτώματα που έφερναν όλα τραύματα στο πίσω μέρος του κρανίου. Είχαν εκτελεστεί από τους Μπουραντάδες! Με χίλια βάσανα κατάφερε να τους ξεφύγει χάρη στη βοήθεια του προσωπικού του Σταθμού. Ο Σπύρος Καρζής εχτελέστηκε την ίδια μέρα από τα κτήνη του Μηχανοκίνητου.
Στις 20/12 αιχμαλωτίζεται ο θρυλικός λοχαγός του 4ου Λόχου του Προτύπου Τάγματος Ορέστης, μαζί με 15 μαχητές στο Άλσος Κουπονιών. Οι Ριμινίτες τους κατακομμάτιασαν με σουγιάδες και ξιφολόγχες.
Στις 19/12 χωροφύλακες εξετέλεσαν στο σπίτι της οδού Σεβαστίας 24 (Κουπόνια), αφού τους βασάνισαν απάνθρωπα, τρεις τραυματίες του ΕΛΑΣ. Την ίδια μέρα εκτελέστηκαν ένας τραυματιοφορέας και άλλος ένας τραυματίας ελασίτης στη διασταύρωση Σεβαστίας- Ηλυσίων.
Στο σπίτι της οδού Ηλυσσίων 11Β εχτελέστηκαν από τους χτηνανθρώπους της χωροφυλακής άλλοι 4 τραυματίες. Οι κάτοικοι των γειτονικών σπιτιών υποχρεώθηκαν να τους θάψουν μαζί με άλλα 20 πτώματα εχτελεσθέντων στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου.
Στο άλσος των Κουπονιών εκτελέστηκαν άλλοι 5 αιχμάλωτοι και θάφτηκαν εκεί. Το Γενάρη τους ξέθαψαν και τους μετάφεραν σε άγνωστη κατεύθυνση. Στην ίδια συνοικία ένας ενωμοτάρχης της χωροφυλακής δολοφόνησε τον Δ. Ιωαννίδη (Παμφυλίας 9) επειδή βρέθηκε πάνω μια προκήρυξη με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου.
Στις 17/12 στη μάχη του Αρδηττού οι Σκόμπυδες σήκωσαν λευκή σημαία και ύπουλα τραυμάτισαν τον ελασίτη Γκίκα. Τον κατακρεούργησαν έπειτα με τους σουγιάδες.
Στις 25/12 μια ομάδα αντάρτες απομονώθηκε και αιχμαλωτίστηκε στο εργοστάσιο Φιξ. Οι εγγλέζοι τους έβγαλαν τα μάτια με τις ξιφολόγχες και έπειτα τους έσφαξαν σαν τα τραγιά. Ενός ελασίτη που παρακολουθούσε κρυμμένος τη φριχτή αυτή σκηνή, άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε λίγα λεπτά.
Στις 29/12 στην τελευταία μάχη της Καισαριανής πιάστηκε αιχμάλωτος ο ανθ/γός του αντάρτικου Λάζαρος Κεφαλίδης. Οι χωροφύλακες τον εκτέλεσαν την ίδια μέρα στην οδό Κριεζώτου. Από τους αιχμαλώτους που πιάστηκαν στην τελευταία μάχη της Καισαριανής δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Οι ριμινίτες κι οι χωροφύλακες διηγόντουσαν με αφάνταστη κτηνωδία στους κατοίκους των Κουπονιών πώς τους ξεκοίλιασαν με τις ξιφολόγχες. Ένας επιλοχίας περηφανευότανε πως δολοφόνησε 12 ελασίτες αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους κι ένα κορίτσι! Έπειτα από την άτιμη αυτή δολοφονία που γίνηκε μπροστά στα μάτια των «συμμάχων», λεηλάτησαν όλα τα σπίτια και κάψανε 3 τετράγωνα παράγκες.
Μα, όπως είπαμε, η λύσσα τους δεν ξέσπασε μονάχα στους τραυματίες και τους αιχμαλώτους. Οι όλμοι, το πυροβολικό, τα τανκς και τ’ αεροπλάνα έκαναν θραύση στους αμάχους. Οι συνοικίες μας ζούσαν κάτω από καταιγισμό φωτιάς και σίδερου. Με ιδιαίτερη λύσσα χτυπήθηκε η Καισαριανή και σε εκατοντάδες ανέρχονται τα θύματα της μαρτυρικής αυτής συνοικίας.
Στις 9/12 αγγλικά αεροπλάνα πολυβόλησαν τον άμαχο πληθυσμό στο Δουργούτι με αποτέλεσμα 3 νεκρούς και 8 τραυματίες. Την ίδια μέρα αγγλικό τανκ από την οδό Ρηγίλλης τραυμάτισε δυο γυναίκες στο Βατραχονήσι.
Στις 10/12 αγγλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν με δέσμες βομβών την Καισαριανή, την ώρα που ο κόσμος έκανε ουρά έξω από τους φούρνους. Ταυτόχρονα πολυβόλησαν το Βύρωνα και Ν. Ελβετία. Τα θύματα από τον άμαχο πληθυσμό ξεπέρασαν τα εκατό.
Στις 12/12 η Καισαριανή είχε άλλα 40 θύματα από όλμους, οβίδες και πολυβολισμούς. Την ίδια μέρα στον Υμηττό όλμοι και οβίδες καταστρέφουν τρία σπίτια κοντά στο Νοσοκομείο Ηλέκτρα και τραυματίζουν δυο γυναίκες κι ένα γέρο. Το Μετς βάλλεται από το πρωί μέχρι το βράδυ και κανένα σπίτι σχεδόν δεν έμεινε ανέπαφο.
Στις 15/12 πέφτουν όλμοι στο Άλσος Παγκρατίου, πλατεία Πλαστήρα, Προφήτη Ηλία. Τα θύματα ξεπερνούν τα 25.
Στις 17/12 οι Εγγλέζοι κατέλαβαν τις πολυκατοικίες του Δουργουτιού, αφού τις έκαναν κόσκινο με τα κανόνια και τα πολυβόλα των τανκς. Τα μεσάνυχτα έβγαλαν στο δρόμο όλους τους ένοικους, ακόμα γυναίκες με τα νυχτικά τους και με τα μωρά στην αγκαλιά. Τους συγκέντρωσαν με τους υποκόπανους σε μια γωνιά, ενώ οι γυναίκες ούρλιαζαν, τρελές από τον τρόμο τους και λιποθυμούσαν. Αφού τις τυράννησαν και τις εξευτέλισαν με κάθε τρόπο, τις άφησαν και κράτησαν τους άντρες. Αυτούς τους οδήγησαν στο γκαράζ της Λυών όπου τους παρέλαβαν οι Μπουραντάδες. Ενώ τα κτήνη του Μπουραντά τους κακοποιούσαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, οι Εγγλέζοι τους σφράγισαν στο μέτωπο με κόκκινη σφραγίδα και έπειτα τους έστειλαν στο Χασάνι. Το μπλόκο αυτό, που ξεπέρασε σε αγριότητα τις γερμανικές θηριωδίες, κράτησε μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι.
Το μαρτυρικό Δουργούτι αφού δοκίμασε τον καταχτητή, δοκίμαζε αυτή τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και τον «σύμμαχο». Όταν καταλήφθηκε ολόκληρη η συνοικία οι εγγλέζοι δεν ντράπηκαν να οργανώσουν και παρέλαση της νίκης. Παρέλασαν οι σκωτσέζοι παίζοντας τις πίπιζες, ενώ οι Σκόμπυδες πετούσαν στα κεφάλια του μισοπεθαμένου από την πείνα κόσμου κονσέρβες και ξεκαρδιζόντουσαν στα γέλια. Ο λαός μας δεν είναι ασυνήθιστος σε κτηνωδίες γιατί γνώρισε τον ζυγό των Τούρκων, των Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων. Η ελεεινή όμως παρέλαση της νίκης των «συμμάχων» είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Και στους αγριότερους ακόμα πολέμους τα νοσοκομεία και η σημαία του Ερυθρού Σταυρού γενικότερα θεωρούνται ιερά. Το Δεκέμβρη όμως οι «απελευθερωτές» κατάργησαν αυτές τις πολυτέλειες.
Στις 10/12 χτυπήθηκε από όλμο το παιδικό άσυλο της Καισαριανής, παρ’ όλο που στη στέγη του κυμάτιζε μια σημαία του ερυθρού σταυρού. Τραυματίστηκε σοβαρά ο Ε. Διαπαρός.
Στις 6/12 βομβαρδίστηκε με όλμους το πολυϊατρείο του Βύρωνα. Στις 7/12 η επίθεση επαναλήφθηκε τη φορά αυτή από αεροπλάνα.
Στις 9/12 χτυπήθηκε το Νοσοκομείο Αη Γιάννη.
Στις 14/12 οι Σκόμπυδες σκότωσαν στου Μετς τη νοσοκόμα Έφη Γεωργοπούλου καθώς και μια άλλη. Στις 15/12 άγγλοι έπιασαν το υπ’ αριθ. 2517 νοσοκομειακό αυτοκίνητο και αιχμαλώτισαν τους τραυματιοφορείς Π. Αυριλιώνη, Η. Ματσάτσα, Δ. Σωτηριάδη, Σ. Σαμαρά, Καλογήρου, ρούσσο και Μ. Σαμαρά που τους οδήγησαν στο Χασάνι.
Το Νοσοκομείο Ηλέκτρα τις τελευταίες μέρες βομβαρδιζότανε συστηματικά. Ήτανε απερίγραπτες οι σκηνές τρόμου που ξετυλίχτηκαν εκεί μέσα. Αδελφές φορτωμένες με δυο τραυματίες η κάθε μια κατρακυλούσαν στις σκάλες του υπογείου. Τραυματίες με τραύματα της κοιλιάς και του θώρακα σερνόντουσαν και ξερνούσαν αίμα προσπαθώντας να κατέβουν στο υπόγειο. Εκεί, στοιβαγμένα το ένα απάνω στο άλλο κείτονταν τα βασανισμένα σώματα των ελασιτών και των αμάχων.
Κάτι τέτοια αίσχη στιγματίζουν τον πολιτισμό και είμαστε βέβαιοι πως όταν η αλήθεια για τον Δεκέμβρη θα λάμψει, ο αγγλικός λαός θα πρέπει να κρύψει το πρόσωπό του από ντροπή.
Το κορύφωμα όμως της κτηνωδίας αποτέλεσε ο πολυβολισμός μιας… κηδείας. Στις 14/12 ενώ γινότανε η κηδεία 4 θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό και η νεκρική πομπή κατευθυνότανε προς το νεκροταφείο της Ν. Σμύρνης, δέχτηκε επίθεση από τρία Σπίτφαϊρ. Όταν τέλειωσε η επίθεση γύρω από το φέρετρο κείτονταν 2 τραυματίες κι ένας νεκρός, ο παπάς Πέτρος Συνοίκης. Απάνω στα θύματα μετρήθηκαν 30 τραύματα από σφαίρες…
«Αι αγριότητες του Δεκεμβρίου…» φωνάζει η αντίδραση… Τους απαντάμε: Δεν γίνηκαν απλώς αγριότητες, γίνηκαν χτηνωδίες και εγκλήματα που δεν μπορεί κανείς να τα περιγράψει! Αλλά γίνηκαν από σας και τους «συμμάχους» σας!
Μπροστά στη Βάρκιζα
Το "παιχνίδι" ήταν στημένο από την αρχή....
|
|
Τα πρώτα σύννεφα
Η σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας υπήρξε το πρώτο σημείο τριβής μεταξύ των δύο πλευρών πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων για πολιτική συμφωνία, στο οποίο έχει αξία να σταθούμε λίγο περισσότερο.
Ο Δαμασκηνός - προφανώς σε συνεννόηση με τους Αγγλους - από την πρώτη στιγμή, με δημόσιες δηλώσεις του και τηλεγράφημα που έστειλε στην ΚΕ του ΕΛΑΣ, εκδήλωσε την επιθυμία η ΕΑΜική αντιπροσωπεία να αποτελείται μόνο από κομμουνιστές!!!
Επρόκειτο δηλαδή για μια προσπάθεια που αποσκοπούσε να εμφανίσει το ΕΑΜ αποκλειστικά ως μια κομμουνιστική οργάνωση ή, ακόμη καλύτερα, να δημιουργηθεί η εντύπωση πως το ΚΚΕ ήταν εντελώς απομονωμένο από τους συμμάχους του.
Η προσπάθεια αυτή της αντίδρασης να πλαγιοκοπήσει το ΕΑΜ δεν ήταν στον αέρα, αν αναλογιστούμε ότι η αρχική πρόθεση του ΕΑΜικού κινήματος να έχει επικεφαλής στην αντιπροσωπεία του τον καθηγητή και πρώην πρόεδρο της ΠΕΕΑ (Κυβέρνηση του Βουνού) Αλ. Σβώλο προσέκρουσε στον ίδιο.
Ο Αλ. Σβώλος γνωστοποίησε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ ότι δε δεχόταν να αναλάβει αυτή την αποστολή και, απ' ό,τι φαίνεται, την πρόθεσή του αυτή γνωστοποίησε και στους παράγοντες του κράτους των Αθηνών.
Οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση, που, όπως φαίνεται, γνώριζαν τι συνέβαινε, εκμεταλλεύτηκαν δεόντως τις διαφοροποιήσεις παραγόντων στο εσωτερικό του ΕΑΜ.
Π.χ., στις 23/1/1945 η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ξεκίνησε για τις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, αλλά όταν έφτασε στη Λιβαδειά εμποδίστηκε από τους Αγγλους να συνεχίσει το ταξίδι της.
Οι εγγλέζικες δυνάμεις κατοχής, ξεκαθάρισαν στους εκπροσώπους του ΕΑΜ ότι είχαν διαταγές να επιτρέψουν την πρόσβαση στην πρωτεύουσα μόνο τριμελούς αντιπροσωπείας και μάλιστα αποκλειστικά κομμουνιστικής συνθέσεως.
Τα ίδια γνωστοποίησε, με τηλεγράφημά του προς την ΚΕ του ΕΛΑΣ, και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, προτείνοντας μάλιστα ότι στην ΕΑΜική αντιπροσωπεία έπρεπε να συμμετέχουν οι Γ. Σιάντος και Μ. Παρτσαλίδης ("Λευκή Βίβλος ΕΑΜ", σελ. 100).
Σε μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, η ΚΕ του ΕΑΜ συμφώνησε με τις αξιώσεις της άλλης πλευράς, αλλά μόνο σε ό,τι αφορούσε τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας. Ταυτόχρονα, απέρριψε κατηγορηματικά την αξίωση, στη σύνθεσή της να βρίσκονται αποκλειστικά κομμουνιστές.
Με τηλεγράφημά της προς τον Δαμασκηνό, καθόριζε ότι την αντιπροσωπεία θα αποτελούσαν ο Γ. Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Μ. Παρτσαλίδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Ηλ. Τσιριμώκος, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ορίστηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στ. Σαράφης. Τέλος, την αντιπροσωπεία θα συνόδευαν, χωρίς δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις, οι Κ. Γαβριηλίδης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Στρατής.
("Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης", Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α`, σελ. 158).
Ο σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία, ξεκίνησε για την Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου και έφτασε στον προορισμό της αυθημερόν.
Από τη στιγμή της άφιξής της και μετά, ξετυλίγεται ένα ολόκληρο κουβάρι σκοτεινών παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, με πρωταγωνιστές τον Τσιριμώκο, τους Εγγλέζους και την ντόπια αντίδραση, η κατάληξη του οποίου υπήρξε οδυνηρή για το μέλλον του λαϊκού κινήματος.
Οπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και ερευνητής Φ. Οικονομίδης, στο βιβλίο του "Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους" (εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28 - 34), ο Τσιριμώκος ήρθε σε επαφή με τον επικεφαλής του κλιμακίου της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Αθήνα Ντέιβιντ Μπάλφουρ (Ο Μπάλφουρ ήταν ο περίφημος πατήρ Δημήτριος στο παρεκκλήσι του "Ευαγγελισμού" στον καιρό της Κατοχής) και με τον στενό συνεργάτη του Δαμασκηνού καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη, εκδηλώνοντας την επιθυμία να συναντηθεί με τον αρχιεπίσκοπο - αντιβασιλέα.
Η συνάντηση συμφωνήθηκε και για να μην δημιουργηθούν υποψίες στα υπόλοιπα μέλη της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, ο Τσιριμώκος ζήτησε να κατέβει από τη Βάρκιζα στην Αθήνα για να δει την άρρωστη γιαγιά του η'' όπως λέει ο καθηγητής Γεωργάκης, σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο, για να δει την άρρωστη μητέρα του (Π. Βενάρδου: "Η Συμφωνία της Βάρκιζας", εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 103).
Οι Βρετανοί, στην αρχή, έκαναν πως αντιδρούν στο ενδεχόμενο απομάκρυνσης του Τσιριμώκου από το χώρο των διαπραγματεύσεων, αλλά αυτή η αντίδρασή τους ήταν μέρος του σχεδίου να πέσει στάχτη στα μάτια των υπόλοιπων μελών της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ.
Και το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία.
Η συνάντηση Τσιριμώκου - Δαμασκηνού πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του τελευταίου στο Χαλάνδρι και υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα για τα σχέδια της αντίδρασης, σύμφωνα με όσα μαρτυρεί ο τότε εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης στην Αθήνα Χ. Μακμίλαν, στο βιβλίο του "War Diaries", και παραθέτει ο Φ. Οικονομίδης.
Σύμφωνα με τον Μακμίλαν, στις 2/2/45 ο Δαμασκηνός ενημέρωνε τον ίδιο, τον Αγγλο πρεσβευτή Λίπερ και τον Σοφιανόπουλο για τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης, λέγοντας τα εξής: "Ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν (σ.σ. που θα ακολουθούσε δηλαδή η ΕΑΜική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις) και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει" (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 29).
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ, για την οποία γίνεται λόγος, αφορούσε το ζήτημα της χορήγησης γενικής αμνηστίας και της συμμετοχής του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, ως προϋποθέσεις για την υπογραφή συμφωνίας.
Στις 3 Φεβρουαρίου, το Φόρεϊν Οφις ενημέρωνε τον Τσόρτσιλ στη Γιάλτα για τα διαδραματιζόμενα στην Ελλάδα: "Ο κ. Λίπερ - έλεγε το τηλεγράφημα - αναφέρει ότι συζητήσεις σχετικά με τη συμμετοχή του Τσιριμώκου ανέβαλαν την έναρξη της Διάσκεψης (σ.σ. εννοεί τις διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα) μέχρι το απόγευμα της 2 Φεβρουαρίου. Ο αντιβασιλιάς κάλεσε τον Τσιριμώκο, ο οποίος, όχι μόνο του είπε ότι οι συνάδελφοί του είχαν έρθει για να επιτύχουν μια συμφωνία, αλλά αποκάλυψε τους όρους που προτίθονταν να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή τη γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση... Ο κ. Μακμίλαν, ο κ. Λίπερ και ο αντιβασιλιάς έπεισαν τον Σοφιανόπουλο και τους άλλους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης να συμφωνήσουν για τη συμμετοχή του Τσιριμώκου στη διάσκεψη" (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 30).
Το σκοτεινό ρόλο του Τσιριμώκου επιβεβαιώνει ουσιαστικά και ο καθηγητής Ι. Γεωργάκης, με όσα κατέθεσε σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο.
Στο ερώτημα "πώς ξεπεράστηκε τελικά η κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων στο θέμα της αμνηστίας;", αναφέρει συγκεκριμένα: "Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν, όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα (σ.σ. εννοεί την τελευταία νύχτα των διαπραγματεύσεων στη Βάρκιζα) να έρθει "από δω"" (Π. Βενάρδου, στο ίδιο).
Βεβαίως, ο Τσιριμώκος - όπως προκύπτει απ' όσα αναφέραμε - δεν πείστηκε από τον καθηγητή Γεωργάκη και φυσικά δεν πείστηκε τότε που λέει ο καθηγητής, απαλύνοντας την ουσία του θέματος. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει η ομολογία του γεγονότος, ότι ο Τσιριμώκος έπαιξε βρώμικο ρόλο στη Βάρκιζα.
Ο Τσιριμώκος αυτοαποκαλύπτεται
Για το ρόλο που έπαιξε στις συνομιλίες στη Βάρκιζα, έχει μιλήσει και ο ίδιος ο Τσιριμώκος, όχι βεβαίως τόσο αποκαλυπτικά, όσο μιλούν τα αγγλικά αρχεία και οι τότε εκπρόσωποι της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα.
Η μαρτυρία όμως του Τσιριμώκου - που αποκαλύπτει και τις διαθέσεις του Σβώλου, για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω - είναι άκρως ενδιαφέρουσα ως στοιχείο προσέγγισης της ιστορικής αλήθειας.
"Το ΚΚΕ - λέει στη μαρτυρία του ο Τσιριμώκος - είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που θα διαπραγματευόταν με την κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύρραξη. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Εκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθεί ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευθούν εκείνοι που είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ. Σ' αυτούς είχα προστεθεί εγώ, εκφράζοντας τα μη - κομμουνιστικά μέλη του ΕΑΜ, που είχαν αιφνιδιαστεί από τα Δεκεμβριανά, ήταν αντίθετα στην τακτική του ΚΚΕ και έβλεπαν στην παρουσία μου την εγγύηση πως οι συνομιλίες θα γίνουν - τουλάχιστον από μέρους του ΕΑΜ - με ειλικρινή πρόθεση συμφωνίας. Οταν η αντιπροσωπεία έφτασε στη Βάρκιζα, ανέβηκα στην Αθήνα, όπου ήρθα σε μια προκαταρκτική συνεννόηση με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Συνάντησα, φυσικά, και το Σβώλο. Και μου έδωσε ένα γράμμα προς τον Σιάντο, όπου διατύπωνε μια θερμή έκκληση, να στέρξη το ΚΚΕ τις υποχωρήσεις που έπρεπε, για να επέλθει η ειρήνευση"
(Η. Τσιριμώκου: "Αλ. Σβώλος - Η δική μας αλήθεια", εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, 1962, σελ. 79 - 80).
Χρειάζεται, άραγε, να αναφέρουμε τίποτα περισσότερο, για να αποδειχτεί, ότι το παιχνίδι στη Βάρκιζα ήταν στημένο από την αρχή, πριν καλά καλά ξεκινήσει;
Η Συμφωνία της Βάρκιζας
Η Διάσκεψη της Βάρκιζας, άρχισε στις 2/2/1945, ημέρα Παρασκευή και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα, με την υπογραφή της πιο πολυσυζητημένης και πιο ακριβοπληρωμένης από το λαό συμφωνίας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Τις δύο πλευρές εκπροσώπησαν τριμελείς αντιπροσωπείες.
Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ήταν ο Γ. Σιάντος και συμμετείχαν σ' αυτήν - όπως έχουμε με άλλη ευκαιρία αναφέρει - ο Μ. Παρτσαλίδης και ο Ηλ. Τσιριμώκος.
Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός και αρχηγός του ΕΛΑΣ, Στ. Σαράφης.
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος - που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης - ενώ συμμετείχαν, επίσης, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μακρόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου - αντιβασιλιά Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.
Οι θέσεις του ΕΑΜικού κινήματος
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με σαφείς και συγκεκριμένες θέσεις, τις οποίες ανέλυσε ο Γ. Σιάντος, στις 3/2, κατά τη δεύτερη μέρα των εργασιών της διάσκεψης.
Οι θέσεις αυτές είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, προς το τέλος του Γενάρη και επιβεβαιώθηκαν σε σύσκεψη που ακολούθησε, παρουσία ηγετικών στελεχών του Κόμματος και του Ηλ. Τσιριμώκου.
Οπως μαρτυρεί ο Β. Μπαρτζιώτας στο βιβλίο του "Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944" (σελ. 427) :
'' τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, όσο και στη σύσκεψη που ακολούθησε, συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί, σε καμιά περίπτωση, συμφωνία στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν ο όρος της χορήγησης Γενικής Αμνηστίας. Μάλιστα, αποφασίστηκε να αποχωρήσει η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ από τη Διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο ''.
Οι θέσεις του ΕΑΜ για την υπογραφή συμφωνίας, όπως αναλύθηκαν από το Γ. Σιάντο στη Διάσκεψη έχουν ως εξής:
- Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό ζήτημα γινόταν αποδεχτή η διάλυση του ΕΛΑΣ, υπό την προϋπόθεση ότι θα συγκροτούνταν εθνικός στρατός μέσα από τακτική στρατολογία, με κριτήριο την ηλικία και χωρίς τη συμμετοχή δοσίλογων, φασιστικών στοιχείων ή δήθεν εθελοντών. Ο στρατός αυτός θα ήταν πλαισιωμένος από στελέχη που δεν ήταν ένοχα δοσιλογισμού ή φασιστικών αντιλήψεων και με τη συμμετοχή, βεβαίως, των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ, αλλά και των απλών μαχητών του που πληρούσαν τους ηλικιακούς όρους στράτευσης.
- Αυστηρότατη εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας από τα δοσίλογα και φασιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τη δέσμευση του Γ. Παπανδρέου στο λόγο του στο Σύνταγμα στις 18/10/1944.
- Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους δοσίλογους και σταμάτημα των διώξεων, που άρχισαν με αφορμή τα Δεκεμβριανά, σε βάρος δημοκρατικών - αριστερών δημοσίων υπαλλήλων, με την κατηγορία ότι "ηυνόησαν το κίνημα".
- Χορήγηση Γενικής Αμνηστίας.
- Συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των παρατάξεων.
- Ταχύτατη διενέργεια εκλογών και δημοψηφίσματος. "Κατά τη γνώμη μας - είπε γι' αυτό το θέμα ο Γ. Σιάντος - η καλύτερη λύση θα ήταν να ορίζονταν από τώρα οι σχετικές ημερομηνίες". (Η ομιλία του Γ. Σιάντου στη Διάσκεψη της Βάρκιζας είναι δημοσιευμένη στο "Ριζοσπάστη" 6/2/1945).
Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, στο μόνο ζήτημα που δε θα δεχόταν για κανένα λόγο , η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ήταν η Γενική Αμνηστία. ΚΙ ΟΜΩΣ, ΔΕΧΤΗΚΕ ....
Η συνθηκολόγηση
Μετά την ομιλία του Γ. Σιάντου οι εργασίες της Διάσκεψης διακόπηκαν για δύο μέρες στο διάστημα των οποίων λειτούργησε, όπως δείχνουν τα πράγματα ένα οργιώδες παρασκήνιο, με στόχο να συρθεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στη συνθηκολόγηση. Το θέμα που φαίνεται ότι δέσποσε αφορούσε τη Γενική Αμνηστία. Οι Εγγλέζοι και η αντίδραση γνώριζαν από τον Ηλ. Τσιριμώκο, που φρόντισε να τους ξεφουρνίσει τα πάντα, ότι το ζήτημα αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη.
Δεν είχαν, όμως, καμιά διάθεση να υποχωρήσουν και να δεχτούν τη δίκαιη απαίτηση του λαϊκού κινήματος, γιατί επιδίωκαν μια κουτσουρεμένη αμνηστία, που θα τους έλυνε τα χέρια, ώστε, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, να βάλουν, με δήθεν νόμιμα μέσα, το ΕΑΜικό κίνημα στο στόχο και να διευκολύνουν τη συντριβή του.
Ετσι διάλεξαν το μόνο δρόμο που είχαν πέραν της ρήξης. Κι αυτός ο δρόμος περνούσε μέσα από την αλλαγή της θέσης που εξέφρασε διά στόματος Σιάντου η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.
Στις 4/2 η κυβερνητική αντιπροσωπεία, με επιστολή της προς την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, γνωστοποιούσε στα μέλη της τελευταίας πως η θέση τους για Γενική Αμνηστία "κατόπιν συμφώνου γνώμης της κυβερνήσεως... είναι απολύτως απαράδεκτος".
Και το επιθυμητό για την αντίδραση αποτέλεσμα επήλθε.
Την επομένη, οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι, με απαντητική επιστολή τους, γνωστοποιούσαν στους συνομιλητές τους ότι "εφόσον η κυβέρνησις εμμένει εις την άποψη της, η αντίστοιχη επιμονή στην ορθή γνώμη μας θα οδηγούσε σε ρήξη που, ανεξάρτητα από την ευθύνη, θα οδηγήσει τον τόπο σε συμφορά. Για τον λόγον αυτόν δεχόμαστε να λυθή το ζήτημα των διώξεων, με βάση την αρχή που έθεσεν η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία και με τη θέσπιση εγγυήσεων, ικανών να περιορίσουν τους κινδύνους που σας έχομεν εκθέσει".
(Για τις επιστολές αυτές Βλέπε: Εφημερίδα "Ελεύθερη Ελλάδα", 7/2/1945 και Π. Βενάρδου: "Η Συμφωνία της Βάρκιζας", σελίδες 45 - 46).
Για το πώς έγινε αυτή η μεταστροφή μια μικρή, ελάχιστη, γεύση έδωσε πολύ αργότερα ο Μ. Παρτσαλίδης: "Είναι αλήθεια - μαρτυρεί ο Παρτσαλίδης - ότι ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις, για να περιοριστεί όσο ήταν δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις. Προσωπικά είχα προτείνει στον Σιάντο όχι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, αλλά να δηλώσουμε ότι πάνω στο θέμα αυτό, επειδή έχουμε δέσμευση από το ΕΑΜ και την ΚΕ του Κόμματος που αντιπροσωπεύαμε, πρέπει να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε την άρνηση της κυβέρνησης υπεύθυνα και στην ΚΕ του ΕΑΜ και στην ΚΕ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα... Τελικά, όμως, ο Σιάντος κατέληξε στο ότι μια καθυστέρηση της υπογραφής της συμφωνίας δεν επρόκειτο να μας ωφελήσει... και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση, για να μην τρεναριστεί άλλο η υπόθεση. Κακώς βέβαια... ". (Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελίδα 98).
Η αρχή της συνθηκολόγησης είχε γίνει κι αφού οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν σ' αυτό που είχαν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη αρχή, δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να πάρουν την κάτω βόλτα, υπαναχωρώντας και στις υπόλοιπες διεκδικήσεις τους. Ετσι φτάσαμε στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Τι προέβλεπε η συμφωνία
Για το ζήτημα της αμνηστίας, η συμφωνία προέβλεπε στο άρθρο 3 ότι αμνηστεύονται μόνο "τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος".
Το άρθρο αυτό, με τη διατύπωση που είχε, έδωσε τη δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, χαλκεύοντας κατηγορίες για διάπραξη δήθεν κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής.
Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η συμφωνία προέβλεπε:
Αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία. Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945. Τέλος, η συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνηση, αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.
(Βλέπε ολόκληρη τη Συμφωνία στα "Επίσημα κείμενα ΚΚΕ", τόμος Ε` σελίδες 411 - 416).
Μπορούσε ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον πόλεμο;
Για να εκτιμήσει κανείς σωστά το χαρακτήρα που είχε ο συμβιβασμός στη Βάρκιζα θα πρέπει, αναμφίβολα, να εξετάσει τη στρατιωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αντίπαλες δυνάμεις εκείνη την περίοδο.
Ειδικά για το ΕΑΜικό κίνημα, αυτό σημαίνει να εξεταστεί η δυνατότητα που είχε για συνέχιση του πολέμου έξω από την Αθήνα.
Είναι γνωστό ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν είχε πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά και είχε παραμείνει ανέπαφος.
Επρόκειτο ουσιαστικά για τις πιο ετοιμοπόλεμες και εμπειροπόλεμες δυνάμεις του, που είχαν - και μετά την ανακωχή - τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της χώρας.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συνέχιζαν να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Αν συνεχίζονταν οι μάχες έξω από την Αθήνα, οι βρετανικές δυνάμεις, τόσο από άποψη όγκου όσο και από άποψη διάταξης και εκπαίδευσης, δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τον ΕΛΑΣ.
Κατ' αρχήν δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, ούτε να συναγωνιστούν μαζί του στον ανταρτοπόλεμο.
Για τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ, αλλά και τις προετοιμασίες που γίνονταν ώστε να αντιμετωπίσει τους Εγγλέζους, μετά την υποχώρηση από την Αθήνα, ο Σαράφης αναφέρει: "Ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο, για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών Ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί".
Στη συνέχεια, αφού σημειώνει τις σχετική διαταγές που εκδόθηκαν γι' αυτή την προετοιμασία, ο αρχηγός του ΕΛΑΣ τονίζει: "Στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν' αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση"
(Στ. Σαράφη: ""Ο ΕΛΑΣ", εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559 - 560).
Τις δυνατότητες, που είχε ο ΕΛΑΣ να κάνει πόλεμο έξω από την Αθήνα - και τις δικές τους αδυναμίες να τον αντιμετωπίσουν - παραδέχονται και οι Εγγλέζοι.
Ο Στρατάρχης Αλεξάντερ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944 - 1945 (αντικατέστησε τον Ουίλσον), στις 21 Δεκεμβρίου του '44 έγραφε στον Τσόρτσιλ: "Εάν υποθέσωμε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσωμε την περιοχή Αθηνών - Πειραιώς και να την κρατήσωμε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσωμε σε συνθηκολόγηση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνωμε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την Κατοχή είχαν διατηρήσει έξι έως επτά μεραρχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός από τις τέσσερις περίπου στα νησιά. Ακόμα και έτσι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν σταθερά ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνιών των, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσωμε λιγώτερο ισχυρά αντίσταση και λιγότερο αποφασιστική από όσην συνάντησαν εκείνοι. Πρέπει να επιβλέπωμε πολύ προσεκτικά τις προθέσεις των Γερμανών στο ιταλικό μέτωπο. Τα τελευταία γεγονότα στη δύση και η σιωπή της 16ης Μεραρχίας των SS, που ευρίσκονται μπροστά στην 5η Αμερικανική Στρατιά, δείχνουν κάποιον ελιγμό που πρέπει να προσέξωμε. Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθή με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθή στον πολιτικό τομέα...".
Ο Τσόρτσιλ ομολογεί την αδυναμία του
"... Γενικά, γνωρίζετε, ελπίζω, ότι μπορείτε πάντοτε να υπολογίζετε πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να εκπληρώσω τις επιθυμίες σας, αλλά εύχομαι να κατορθώσετε να βρείτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων".
Την επομένη, 22 του Δεκέμβρη, ο Τσόρτσιλ απαντούσε: "Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εκτός από την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών - Πειραιώς"
(Βλέπε: Ουιν. Τσόρτσιλ: "2ος Παγκόσμιος Πόλεμος - Απομνημονεύματα", εκδόσεις: "Ελληνική Μορφωτική Εστία", μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤ, σελ. 336).
Μπροστά σ' αυτές τις αποκαλυπτικές ομολογίες των Βρετανών, δεν είναι δυνατόν να προσθέσει κανείς τίποτε περισσότερο.
Είναι προφανές, πως η Συμφωνία της Βάρκιζας, ήταν μια ζημιογόνα συνθηκολόγηση του ΕΑΜικού κινήματος και δεν ανταποκρινόταν στο συσχετισμό των δυνάμεων.
Ηταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός και από στρατιωτική και από πολιτική άποψη. Αν ο πόλεμος συνεχιζόταν έξω από την Αθήνα αναμφίβολα η τύχη του κινήματος θα ήταν διαφορετική.
Ακόμη κι αν δεν κατάφερνε να νικήσει ολοκληρωτικά και να πετάξει τα στρατεύματα των Βρετανών επιδρομέων στη θάλασσα, σίγουρα θα μπορούσε να επιτύχει πολύ καλύτερο - ακόμη και πλεονεκτικό για τα συμφέροντά του - συμβιβασμό με τον αντίπαλο. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στις αρχές Φλεβάρη του '45 ξεκίνησε στην Κριμαία η Διάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων δυνάμεων της αντιχιτλερικής συμμαχίας που έμεινε στην ιστορία ως "Διάσκεψη της Γιάλτας". Αναμφίβολα, σ' αυτή τη Διάσκεψη, η θέση της Βρετανίας θα ήταν πολύ δύσκολη με ανοιχτό το ελληνικό ζήτημα και με πόλεμο ανάμεσα στις στρατιωτικές της δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ, τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος κατά του φασισμού, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ανατολή συνεχιζόταν.
Η σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας υπήρξε το πρώτο σημείο τριβής μεταξύ των δύο πλευρών πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων για πολιτική συμφωνία, στο οποίο έχει αξία να σταθούμε λίγο περισσότερο.
Ο Δαμασκηνός - προφανώς σε συνεννόηση με τους Αγγλους - από την πρώτη στιγμή, με δημόσιες δηλώσεις του και τηλεγράφημα που έστειλε στην ΚΕ του ΕΛΑΣ, εκδήλωσε την επιθυμία η ΕΑΜική αντιπροσωπεία να αποτελείται μόνο από κομμουνιστές!!!
Επρόκειτο δηλαδή για μια προσπάθεια που αποσκοπούσε να εμφανίσει το ΕΑΜ αποκλειστικά ως μια κομμουνιστική οργάνωση ή, ακόμη καλύτερα, να δημιουργηθεί η εντύπωση πως το ΚΚΕ ήταν εντελώς απομονωμένο από τους συμμάχους του.
Η προσπάθεια αυτή της αντίδρασης να πλαγιοκοπήσει το ΕΑΜ δεν ήταν στον αέρα, αν αναλογιστούμε ότι η αρχική πρόθεση του ΕΑΜικού κινήματος να έχει επικεφαλής στην αντιπροσωπεία του τον καθηγητή και πρώην πρόεδρο της ΠΕΕΑ (Κυβέρνηση του Βουνού) Αλ. Σβώλο προσέκρουσε στον ίδιο.
Ο Αλ. Σβώλος γνωστοποίησε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ ότι δε δεχόταν να αναλάβει αυτή την αποστολή και, απ' ό,τι φαίνεται, την πρόθεσή του αυτή γνωστοποίησε και στους παράγοντες του κράτους των Αθηνών.
Οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση, που, όπως φαίνεται, γνώριζαν τι συνέβαινε, εκμεταλλεύτηκαν δεόντως τις διαφοροποιήσεις παραγόντων στο εσωτερικό του ΕΑΜ.
Π.χ., στις 23/1/1945 η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ξεκίνησε για τις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, αλλά όταν έφτασε στη Λιβαδειά εμποδίστηκε από τους Αγγλους να συνεχίσει το ταξίδι της.
Οι εγγλέζικες δυνάμεις κατοχής, ξεκαθάρισαν στους εκπροσώπους του ΕΑΜ ότι είχαν διαταγές να επιτρέψουν την πρόσβαση στην πρωτεύουσα μόνο τριμελούς αντιπροσωπείας και μάλιστα αποκλειστικά κομμουνιστικής συνθέσεως.
Τα ίδια γνωστοποίησε, με τηλεγράφημά του προς την ΚΕ του ΕΛΑΣ, και ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, προτείνοντας μάλιστα ότι στην ΕΑΜική αντιπροσωπεία έπρεπε να συμμετέχουν οι Γ. Σιάντος και Μ. Παρτσαλίδης ("Λευκή Βίβλος ΕΑΜ", σελ. 100).
Σε μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, η ΚΕ του ΕΑΜ συμφώνησε με τις αξιώσεις της άλλης πλευράς, αλλά μόνο σε ό,τι αφορούσε τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας. Ταυτόχρονα, απέρριψε κατηγορηματικά την αξίωση, στη σύνθεσή της να βρίσκονται αποκλειστικά κομμουνιστές.
Με τηλεγράφημά της προς τον Δαμασκηνό, καθόριζε ότι την αντιπροσωπεία θα αποτελούσαν ο Γ. Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Μ. Παρτσαλίδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Ηλ. Τσιριμώκος, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ορίστηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στ. Σαράφης. Τέλος, την αντιπροσωπεία θα συνόδευαν, χωρίς δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις, οι Κ. Γαβριηλίδης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Στρατής.
("Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης", Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α`, σελ. 158).
Ο σκοτεινός ρόλος του Τσιριμώκου
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία, ξεκίνησε για την Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου και έφτασε στον προορισμό της αυθημερόν.
Από τη στιγμή της άφιξής της και μετά, ξετυλίγεται ένα ολόκληρο κουβάρι σκοτεινών παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, με πρωταγωνιστές τον Τσιριμώκο, τους Εγγλέζους και την ντόπια αντίδραση, η κατάληξη του οποίου υπήρξε οδυνηρή για το μέλλον του λαϊκού κινήματος.
Οπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και ερευνητής Φ. Οικονομίδης, στο βιβλίο του "Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους" (εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28 - 34), ο Τσιριμώκος ήρθε σε επαφή με τον επικεφαλής του κλιμακίου της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Αθήνα Ντέιβιντ Μπάλφουρ (Ο Μπάλφουρ ήταν ο περίφημος πατήρ Δημήτριος στο παρεκκλήσι του "Ευαγγελισμού" στον καιρό της Κατοχής) και με τον στενό συνεργάτη του Δαμασκηνού καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη, εκδηλώνοντας την επιθυμία να συναντηθεί με τον αρχιεπίσκοπο - αντιβασιλέα.
Η συνάντηση συμφωνήθηκε και για να μην δημιουργηθούν υποψίες στα υπόλοιπα μέλη της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, ο Τσιριμώκος ζήτησε να κατέβει από τη Βάρκιζα στην Αθήνα για να δει την άρρωστη γιαγιά του η'' όπως λέει ο καθηγητής Γεωργάκης, σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο, για να δει την άρρωστη μητέρα του (Π. Βενάρδου: "Η Συμφωνία της Βάρκιζας", εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 103).
Οι Βρετανοί, στην αρχή, έκαναν πως αντιδρούν στο ενδεχόμενο απομάκρυνσης του Τσιριμώκου από το χώρο των διαπραγματεύσεων, αλλά αυτή η αντίδρασή τους ήταν μέρος του σχεδίου να πέσει στάχτη στα μάτια των υπόλοιπων μελών της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ.
Και το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία.
Η συνάντηση Τσιριμώκου - Δαμασκηνού πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του τελευταίου στο Χαλάνδρι και υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα για τα σχέδια της αντίδρασης, σύμφωνα με όσα μαρτυρεί ο τότε εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης στην Αθήνα Χ. Μακμίλαν, στο βιβλίο του "War Diaries", και παραθέτει ο Φ. Οικονομίδης.
Σύμφωνα με τον Μακμίλαν, στις 2/2/45 ο Δαμασκηνός ενημέρωνε τον ίδιο, τον Αγγλο πρεσβευτή Λίπερ και τον Σοφιανόπουλο για τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης, λέγοντας τα εξής: "Ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν (σ.σ. που θα ακολουθούσε δηλαδή η ΕΑΜική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις) και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει" (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 29).
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ, για την οποία γίνεται λόγος, αφορούσε το ζήτημα της χορήγησης γενικής αμνηστίας και της συμμετοχής του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, ως προϋποθέσεις για την υπογραφή συμφωνίας.
Στις 3 Φεβρουαρίου, το Φόρεϊν Οφις ενημέρωνε τον Τσόρτσιλ στη Γιάλτα για τα διαδραματιζόμενα στην Ελλάδα: "Ο κ. Λίπερ - έλεγε το τηλεγράφημα - αναφέρει ότι συζητήσεις σχετικά με τη συμμετοχή του Τσιριμώκου ανέβαλαν την έναρξη της Διάσκεψης (σ.σ. εννοεί τις διαπραγματεύσεις στη Βάρκιζα) μέχρι το απόγευμα της 2 Φεβρουαρίου. Ο αντιβασιλιάς κάλεσε τον Τσιριμώκο, ο οποίος, όχι μόνο του είπε ότι οι συνάδελφοί του είχαν έρθει για να επιτύχουν μια συμφωνία, αλλά αποκάλυψε τους όρους που προτίθονταν να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή τη γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση... Ο κ. Μακμίλαν, ο κ. Λίπερ και ο αντιβασιλιάς έπεισαν τον Σοφιανόπουλο και τους άλλους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης να συμφωνήσουν για τη συμμετοχή του Τσιριμώκου στη διάσκεψη" (Φ. Οικονομίδη, στο ίδιο, σελ. 30).
Το σκοτεινό ρόλο του Τσιριμώκου επιβεβαιώνει ουσιαστικά και ο καθηγητής Ι. Γεωργάκης, με όσα κατέθεσε σε συνέντευξή του στον Π. Βενάρδο.
Στο ερώτημα "πώς ξεπεράστηκε τελικά η κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων στο θέμα της αμνηστίας;", αναφέρει συγκεκριμένα: "Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν, όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα (σ.σ. εννοεί την τελευταία νύχτα των διαπραγματεύσεων στη Βάρκιζα) να έρθει "από δω"" (Π. Βενάρδου, στο ίδιο).
Βεβαίως, ο Τσιριμώκος - όπως προκύπτει απ' όσα αναφέραμε - δεν πείστηκε από τον καθηγητή Γεωργάκη και φυσικά δεν πείστηκε τότε που λέει ο καθηγητής, απαλύνοντας την ουσία του θέματος. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει η ομολογία του γεγονότος, ότι ο Τσιριμώκος έπαιξε βρώμικο ρόλο στη Βάρκιζα.
Ο Τσιριμώκος αυτοαποκαλύπτεται
Για το ρόλο που έπαιξε στις συνομιλίες στη Βάρκιζα, έχει μιλήσει και ο ίδιος ο Τσιριμώκος, όχι βεβαίως τόσο αποκαλυπτικά, όσο μιλούν τα αγγλικά αρχεία και οι τότε εκπρόσωποι της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα.
Η μαρτυρία όμως του Τσιριμώκου - που αποκαλύπτει και τις διαθέσεις του Σβώλου, για τις οποίες μιλήσαμε παραπάνω - είναι άκρως ενδιαφέρουσα ως στοιχείο προσέγγισης της ιστορικής αλήθειας.
"Το ΚΚΕ - λέει στη μαρτυρία του ο Τσιριμώκος - είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που θα διαπραγματευόταν με την κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύρραξη. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Εκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθεί ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευθούν εκείνοι που είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ. Σ' αυτούς είχα προστεθεί εγώ, εκφράζοντας τα μη - κομμουνιστικά μέλη του ΕΑΜ, που είχαν αιφνιδιαστεί από τα Δεκεμβριανά, ήταν αντίθετα στην τακτική του ΚΚΕ και έβλεπαν στην παρουσία μου την εγγύηση πως οι συνομιλίες θα γίνουν - τουλάχιστον από μέρους του ΕΑΜ - με ειλικρινή πρόθεση συμφωνίας. Οταν η αντιπροσωπεία έφτασε στη Βάρκιζα, ανέβηκα στην Αθήνα, όπου ήρθα σε μια προκαταρκτική συνεννόηση με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Συνάντησα, φυσικά, και το Σβώλο. Και μου έδωσε ένα γράμμα προς τον Σιάντο, όπου διατύπωνε μια θερμή έκκληση, να στέρξη το ΚΚΕ τις υποχωρήσεις που έπρεπε, για να επέλθει η ειρήνευση"
(Η. Τσιριμώκου: "Αλ. Σβώλος - Η δική μας αλήθεια", εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, 1962, σελ. 79 - 80).
Χρειάζεται, άραγε, να αναφέρουμε τίποτα περισσότερο, για να αποδειχτεί, ότι το παιχνίδι στη Βάρκιζα ήταν στημένο από την αρχή, πριν καλά καλά ξεκινήσει;
Η Συμφωνία της Βάρκιζας
Η Διάσκεψη της Βάρκιζας, άρχισε στις 2/2/1945, ημέρα Παρασκευή και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα, με την υπογραφή της πιο πολυσυζητημένης και πιο ακριβοπληρωμένης από το λαό συμφωνίας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Τις δύο πλευρές εκπροσώπησαν τριμελείς αντιπροσωπείες.
Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ήταν ο Γ. Σιάντος και συμμετείχαν σ' αυτήν - όπως έχουμε με άλλη ευκαιρία αναφέρει - ο Μ. Παρτσαλίδης και ο Ηλ. Τσιριμώκος.
Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός και αρχηγός του ΕΛΑΣ, Στ. Σαράφης.
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος - που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης - ενώ συμμετείχαν, επίσης, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μακρόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου - αντιβασιλιά Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.
Οι θέσεις του ΕΑΜικού κινήματος
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με σαφείς και συγκεκριμένες θέσεις, τις οποίες ανέλυσε ο Γ. Σιάντος, στις 3/2, κατά τη δεύτερη μέρα των εργασιών της διάσκεψης.
Οι θέσεις αυτές είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, προς το τέλος του Γενάρη και επιβεβαιώθηκαν σε σύσκεψη που ακολούθησε, παρουσία ηγετικών στελεχών του Κόμματος και του Ηλ. Τσιριμώκου.
Οπως μαρτυρεί ο Β. Μπαρτζιώτας στο βιβλίο του "Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944" (σελ. 427) :
'' τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, όσο και στη σύσκεψη που ακολούθησε, συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί, σε καμιά περίπτωση, συμφωνία στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν ο όρος της χορήγησης Γενικής Αμνηστίας. Μάλιστα, αποφασίστηκε να αποχωρήσει η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ από τη Διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο ''.
Οι θέσεις του ΕΑΜ για την υπογραφή συμφωνίας, όπως αναλύθηκαν από το Γ. Σιάντο στη Διάσκεψη έχουν ως εξής:
- Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό ζήτημα γινόταν αποδεχτή η διάλυση του ΕΛΑΣ, υπό την προϋπόθεση ότι θα συγκροτούνταν εθνικός στρατός μέσα από τακτική στρατολογία, με κριτήριο την ηλικία και χωρίς τη συμμετοχή δοσίλογων, φασιστικών στοιχείων ή δήθεν εθελοντών. Ο στρατός αυτός θα ήταν πλαισιωμένος από στελέχη που δεν ήταν ένοχα δοσιλογισμού ή φασιστικών αντιλήψεων και με τη συμμετοχή, βεβαίως, των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ, αλλά και των απλών μαχητών του που πληρούσαν τους ηλικιακούς όρους στράτευσης.
- Αυστηρότατη εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας από τα δοσίλογα και φασιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τη δέσμευση του Γ. Παπανδρέου στο λόγο του στο Σύνταγμα στις 18/10/1944.
- Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους δοσίλογους και σταμάτημα των διώξεων, που άρχισαν με αφορμή τα Δεκεμβριανά, σε βάρος δημοκρατικών - αριστερών δημοσίων υπαλλήλων, με την κατηγορία ότι "ηυνόησαν το κίνημα".
- Χορήγηση Γενικής Αμνηστίας.
- Συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των παρατάξεων.
- Ταχύτατη διενέργεια εκλογών και δημοψηφίσματος. "Κατά τη γνώμη μας - είπε γι' αυτό το θέμα ο Γ. Σιάντος - η καλύτερη λύση θα ήταν να ορίζονταν από τώρα οι σχετικές ημερομηνίες". (Η ομιλία του Γ. Σιάντου στη Διάσκεψη της Βάρκιζας είναι δημοσιευμένη στο "Ριζοσπάστη" 6/2/1945).
Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, στο μόνο ζήτημα που δε θα δεχόταν για κανένα λόγο , η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ήταν η Γενική Αμνηστία. ΚΙ ΟΜΩΣ, ΔΕΧΤΗΚΕ ....
Η συνθηκολόγηση
Μετά την ομιλία του Γ. Σιάντου οι εργασίες της Διάσκεψης διακόπηκαν για δύο μέρες στο διάστημα των οποίων λειτούργησε, όπως δείχνουν τα πράγματα ένα οργιώδες παρασκήνιο, με στόχο να συρθεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στη συνθηκολόγηση. Το θέμα που φαίνεται ότι δέσποσε αφορούσε τη Γενική Αμνηστία. Οι Εγγλέζοι και η αντίδραση γνώριζαν από τον Ηλ. Τσιριμώκο, που φρόντισε να τους ξεφουρνίσει τα πάντα, ότι το ζήτημα αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη.
Δεν είχαν, όμως, καμιά διάθεση να υποχωρήσουν και να δεχτούν τη δίκαιη απαίτηση του λαϊκού κινήματος, γιατί επιδίωκαν μια κουτσουρεμένη αμνηστία, που θα τους έλυνε τα χέρια, ώστε, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, να βάλουν, με δήθεν νόμιμα μέσα, το ΕΑΜικό κίνημα στο στόχο και να διευκολύνουν τη συντριβή του.
Ετσι διάλεξαν το μόνο δρόμο που είχαν πέραν της ρήξης. Κι αυτός ο δρόμος περνούσε μέσα από την αλλαγή της θέσης που εξέφρασε διά στόματος Σιάντου η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.
Στις 4/2 η κυβερνητική αντιπροσωπεία, με επιστολή της προς την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, γνωστοποιούσε στα μέλη της τελευταίας πως η θέση τους για Γενική Αμνηστία "κατόπιν συμφώνου γνώμης της κυβερνήσεως... είναι απολύτως απαράδεκτος".
Και το επιθυμητό για την αντίδραση αποτέλεσμα επήλθε.
Την επομένη, οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι, με απαντητική επιστολή τους, γνωστοποιούσαν στους συνομιλητές τους ότι "εφόσον η κυβέρνησις εμμένει εις την άποψη της, η αντίστοιχη επιμονή στην ορθή γνώμη μας θα οδηγούσε σε ρήξη που, ανεξάρτητα από την ευθύνη, θα οδηγήσει τον τόπο σε συμφορά. Για τον λόγον αυτόν δεχόμαστε να λυθή το ζήτημα των διώξεων, με βάση την αρχή που έθεσεν η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία και με τη θέσπιση εγγυήσεων, ικανών να περιορίσουν τους κινδύνους που σας έχομεν εκθέσει".
(Για τις επιστολές αυτές Βλέπε: Εφημερίδα "Ελεύθερη Ελλάδα", 7/2/1945 και Π. Βενάρδου: "Η Συμφωνία της Βάρκιζας", σελίδες 45 - 46).
Για το πώς έγινε αυτή η μεταστροφή μια μικρή, ελάχιστη, γεύση έδωσε πολύ αργότερα ο Μ. Παρτσαλίδης: "Είναι αλήθεια - μαρτυρεί ο Παρτσαλίδης - ότι ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις, για να περιοριστεί όσο ήταν δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις. Προσωπικά είχα προτείνει στον Σιάντο όχι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, αλλά να δηλώσουμε ότι πάνω στο θέμα αυτό, επειδή έχουμε δέσμευση από το ΕΑΜ και την ΚΕ του Κόμματος που αντιπροσωπεύαμε, πρέπει να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε την άρνηση της κυβέρνησης υπεύθυνα και στην ΚΕ του ΕΑΜ και στην ΚΕ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα... Τελικά, όμως, ο Σιάντος κατέληξε στο ότι μια καθυστέρηση της υπογραφής της συμφωνίας δεν επρόκειτο να μας ωφελήσει... και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση, για να μην τρεναριστεί άλλο η υπόθεση. Κακώς βέβαια... ". (Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελίδα 98).
Η αρχή της συνθηκολόγησης είχε γίνει κι αφού οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν σ' αυτό που είχαν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη αρχή, δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να πάρουν την κάτω βόλτα, υπαναχωρώντας και στις υπόλοιπες διεκδικήσεις τους. Ετσι φτάσαμε στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Τι προέβλεπε η συμφωνία
Για το ζήτημα της αμνηστίας, η συμφωνία προέβλεπε στο άρθρο 3 ότι αμνηστεύονται μόνο "τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος".
Το άρθρο αυτό, με τη διατύπωση που είχε, έδωσε τη δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, χαλκεύοντας κατηγορίες για διάπραξη δήθεν κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής.
Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η συμφωνία προέβλεπε:
Αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία. Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945. Τέλος, η συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνηση, αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.
(Βλέπε ολόκληρη τη Συμφωνία στα "Επίσημα κείμενα ΚΚΕ", τόμος Ε` σελίδες 411 - 416).
Μπορούσε ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον πόλεμο;
Για να εκτιμήσει κανείς σωστά το χαρακτήρα που είχε ο συμβιβασμός στη Βάρκιζα θα πρέπει, αναμφίβολα, να εξετάσει τη στρατιωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αντίπαλες δυνάμεις εκείνη την περίοδο.
Ειδικά για το ΕΑΜικό κίνημα, αυτό σημαίνει να εξεταστεί η δυνατότητα που είχε για συνέχιση του πολέμου έξω από την Αθήνα.
Είναι γνωστό ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν είχε πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά και είχε παραμείνει ανέπαφος.
Επρόκειτο ουσιαστικά για τις πιο ετοιμοπόλεμες και εμπειροπόλεμες δυνάμεις του, που είχαν - και μετά την ανακωχή - τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της χώρας.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συνέχιζαν να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Αν συνεχίζονταν οι μάχες έξω από την Αθήνα, οι βρετανικές δυνάμεις, τόσο από άποψη όγκου όσο και από άποψη διάταξης και εκπαίδευσης, δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τον ΕΛΑΣ.
Κατ' αρχήν δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, ούτε να συναγωνιστούν μαζί του στον ανταρτοπόλεμο.
Για τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ, αλλά και τις προετοιμασίες που γίνονταν ώστε να αντιμετωπίσει τους Εγγλέζους, μετά την υποχώρηση από την Αθήνα, ο Σαράφης αναφέρει: "Ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο, για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών Ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί".
Στη συνέχεια, αφού σημειώνει τις σχετική διαταγές που εκδόθηκαν γι' αυτή την προετοιμασία, ο αρχηγός του ΕΛΑΣ τονίζει: "Στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν' αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση"
(Στ. Σαράφη: ""Ο ΕΛΑΣ", εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559 - 560).
Τις δυνατότητες, που είχε ο ΕΛΑΣ να κάνει πόλεμο έξω από την Αθήνα - και τις δικές τους αδυναμίες να τον αντιμετωπίσουν - παραδέχονται και οι Εγγλέζοι.
Ο Στρατάρχης Αλεξάντερ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944 - 1945 (αντικατέστησε τον Ουίλσον), στις 21 Δεκεμβρίου του '44 έγραφε στον Τσόρτσιλ: "Εάν υποθέσωμε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσωμε την περιοχή Αθηνών - Πειραιώς και να την κρατήσωμε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσωμε σε συνθηκολόγηση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνωμε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Γερμανοί κατά την Κατοχή είχαν διατηρήσει έξι έως επτά μεραρχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτός από τις τέσσερις περίπου στα νησιά. Ακόμα και έτσι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν σταθερά ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνιών των, και δεν είμαι βέβαιος ότι θα συναντήσωμε λιγώτερο ισχυρά αντίσταση και λιγότερο αποφασιστική από όσην συνάντησαν εκείνοι. Πρέπει να επιβλέπωμε πολύ προσεκτικά τις προθέσεις των Γερμανών στο ιταλικό μέτωπο. Τα τελευταία γεγονότα στη δύση και η σιωπή της 16ης Μεραρχίας των SS, που ευρίσκονται μπροστά στην 5η Αμερικανική Στρατιά, δείχνουν κάποιον ελιγμό που πρέπει να προσέξωμε. Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθή με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθή στον πολιτικό τομέα...".
Ο Τσόρτσιλ ομολογεί την αδυναμία του
"... Γενικά, γνωρίζετε, ελπίζω, ότι μπορείτε πάντοτε να υπολογίζετε πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να εκπληρώσω τις επιθυμίες σας, αλλά εύχομαι να κατορθώσετε να βρείτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων".
Την επομένη, 22 του Δεκέμβρη, ο Τσόρτσιλ απαντούσε: "Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εκτός από την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών - Πειραιώς"
(Βλέπε: Ουιν. Τσόρτσιλ: "2ος Παγκόσμιος Πόλεμος - Απομνημονεύματα", εκδόσεις: "Ελληνική Μορφωτική Εστία", μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤ, σελ. 336).
Μπροστά σ' αυτές τις αποκαλυπτικές ομολογίες των Βρετανών, δεν είναι δυνατόν να προσθέσει κανείς τίποτε περισσότερο.
Είναι προφανές, πως η Συμφωνία της Βάρκιζας, ήταν μια ζημιογόνα συνθηκολόγηση του ΕΑΜικού κινήματος και δεν ανταποκρινόταν στο συσχετισμό των δυνάμεων.
Ηταν ένας απαράδεκτος συμβιβασμός και από στρατιωτική και από πολιτική άποψη. Αν ο πόλεμος συνεχιζόταν έξω από την Αθήνα αναμφίβολα η τύχη του κινήματος θα ήταν διαφορετική.
Ακόμη κι αν δεν κατάφερνε να νικήσει ολοκληρωτικά και να πετάξει τα στρατεύματα των Βρετανών επιδρομέων στη θάλασσα, σίγουρα θα μπορούσε να επιτύχει πολύ καλύτερο - ακόμη και πλεονεκτικό για τα συμφέροντά του - συμβιβασμό με τον αντίπαλο. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στις αρχές Φλεβάρη του '45 ξεκίνησε στην Κριμαία η Διάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων δυνάμεων της αντιχιτλερικής συμμαχίας που έμεινε στην ιστορία ως "Διάσκεψη της Γιάλτας". Αναμφίβολα, σ' αυτή τη Διάσκεψη, η θέση της Βρετανίας θα ήταν πολύ δύσκολη με ανοιχτό το ελληνικό ζήτημα και με πόλεμο ανάμεσα στις στρατιωτικές της δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ, τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος κατά του φασισμού, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ανατολή συνεχιζόταν.
Γιατί υπογράφηκε η Συμφωνία;
«Στα πρακτικά ζητήματα της πολιτικής σε κάθε χωριστή ή ειδική ιστορική στιγμή το σπουδαίο είναι να ξέρεις να ξεχωρίζεις τα ζητήματα, στα οποία εκδηλώνεται η κυριότερη μορφή των συμβιβασμών που είναι απαράδεχτοι,προδοτικοί, που ενσαρκώνουν τον ολέθριο για την επαναστατική τάξη οπορτουνισμό και να κατευθύνεις όλες σου τις προσπάθειες στο ξεσκέπασμα τους και στην καταπολέμησή τους»
Β. Ι. Λένιν 1
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1945, ημέρα Δευτέρα, στις 4.30' το πρωί τα πάντα σχετικά με τη διάσκεψη της Βάρκιζας είχαν, ουσιαστικά, τελειώσει. Έμενε η υπογραφή των τελικών κειμένων της Συμφωνίας που όμως δεν ήταν δυνατόν να γίνει εκείνη τη στιγμή. Ετσι υπογράφτηκε το παρακάτω περιληπτικό πρωτόκολλο 2:
«Οι υπογεγραμμένοι αφ' ενός Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης, υπουργός των Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος, υπουργός της Γεωργίας, αποτελούντες την υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν και αφ' ετέρου Γεώργιος Σιάντος, γραμματεύς της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματεύς της ΚΕ του ΕΑΜ και Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματεύς της ΕΛΔ, αποτελούντες την υπό την ΚΕ του ΕΑΜ εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν δηλούν, ότι επί όλων των κατά την διάσκεψιν συζητηθέντων θεμάτων κατέληξαν εις απόλυτον συμφωνίαν ήτις διατυπουμένη εις αναλυτικόν πρακτικόν θέλει υπογραφή σήμερον και ώραν 14ην".
Μια ώρα αργότερα, στις 5.30' το πρωί η κυβερνητική αντιπροσωπεία έστειλε στον Τύπο την εξής- από κοινού με την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ συμφωνηθείσα- ανακοίνωση 3:
"Η πρωτοβουλία της ΑΜ του Αρχιεπισκόπου - Αντιβασιλέως, συγκληθείσα διάσκεψις των αντιπροσώπων της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, ετερμάτισεν τας εργασίας της σήμερον και ώρα 4.30' πρωινήν. Εφ' όλων ανεξαιρέτως των συζητηθέντων σημείων επήλθε συμφωνία. Λόγω του προκεχωρημένου της ώρας δεν κατέστη δυνατή η υπογραφή του αναλυτικού πρακτικού, των αντιπροσώπων περιορισθέντων εις την υπογραφήν περιληπτικού πρωτοκόλλου".
Κατά την υπογραφήν παρίσταντο και οι κ.κ. Μακ Μίλαν, μόνιμος υπουργός της Μ. Ανατολής και Λήπερ, πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας".
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε τελικά στις 7.30μ.μ. της 12ης Φεβρουαρίου του 1945, στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών παρουσία Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων. Με δηλώσεις τους προς τον Τύπο οι εκπρόσωποι της κάθε πλευράς εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για το γεγονός.
Αποκαλυπτικές όμως ήταν οι δηλώσεις του Βρετανού μόνιμου υπουργού για ζητήματα της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής Μακ Μίλαν, ο οποίος σε συνέντευξή του, στον ανταποκριτή του πρακτορείου «Ρόιτερ» στην Ελλάδα, δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών για το τι πραγματικά είχε συμβεί:
«Κατά τη γνώμη μου- είπε- η συμφωνία εδικαίωσε πλήρως την πολιτικήν την οποίαν υιοθέτησεν η βρετανική κυβέρνησις κατά τας τελευταίας ταραχάς».
Ποια ήταν αυτή η πολιτική με δυο λόγια;
Ο Τσόρτσιλ, σ' ένα τηλεγράφημά του προς τον στρατηγό Σκόμπι, σταλμένο μέσα στα Δεκεμβριανά, την περιέγραφε με τα εξής λόγια:
«Ο σκοπός είναι σαφής: να χτυπηθεί το ΕΑΜ».
Και προς αποφυγήν παρανοήσεων πρόσθετε στα απομνημονεύματά του, σχολιάζοντας το παραπάνω τηλεγράφημα:
«Οι κομμουνισταί και οι φίλοι τους στο Λονδίνο διέδιδαν ότι τα βρετανικά στρατεύματα συμπαθούσαν το ΕΑΜ. Ούτε μία λέξις δεν ήταν αληθινή» 4.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι αναμφισβήτητα η πιο πολυσυζητημένη συμφωνία στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Πριν, όμως, μιλήσουμε για το περιεχόμενό της ας δούμε πώς φτάσαμε στην επίτευξή της.
Πριν από τη διάσκεψη της Βάρκιζας
Με τη λήξη των Δεκεμβριανών, την υποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα και την υπογραφή συμφωνίας για ανακωχή των εχθροπραξιών με τους Εγγλέζους, αντικειμενικά έμπαινε επί τάπητος να αναζητηθεί μια πολιτική λύση, που θα έθετε τέλος στην πολεμική αναμέτρηση ή τουλάχιστον να επιδιωχθούν διαπραγματεύσεις προς αυτή την κατεύθυνση, ούτως ώστε να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος, απαραίτητος για στρατιωτική προετοιμασία, μπρος στο ενδεχόμενο επανάληψης των εχθροπραξιών.
Ειδικά για τον ΕΛΑΣ τέτοια αναγκαιότητα υπήρχε, σύμφωνα με τα γραφόμενα πολλών ηγετικών στελεχών του κινήματος και φυσικά του στρατηγού Στ. Σαράφη.
«Ο ΕΛΑΣ- γράφει χαρακτηριστικά ο Σαράφης 5- είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών Ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί».
Μόλις άρχισε να εφαρμόζεται η συμφωνία ανακωχής άρχισαν και οι σχετικές βολιδοσκοπήσεις για διαπραγματεύσεις. Από το αντιΕΑΜικό στρατόπεδο οι πιο επίσημοι εκπρόσωποί του δεν έχαναν ευκαιρία να δηλώσουν την ετοιμότητα τους για συζητήσεις με το ΕΑΜ. Αλλά και το ΕΑΜ δε δίστασε να ανταποκριθεί, εκφράζοντας την επιθυμία της ηγεσίας του να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με ευρεία αντιπροσωπεία στην οποία θα εκπροσωπούνταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που απάρτιζαν την παράταξη.
Σ' αυτό ακριβώς το σημείο είναι που η αντιΕΑΜική πλευρά (δηλαδή οι Εγγλέζοι και ο αστικός πολιτικός κόσμος) έδωσε ένα δείγμα από τις πραγματικές της προθέσεις. Στην αρχή επιδίωξε να καθορίσει την πολιτική σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, προβάλλοντας την προκλητική απαίτηση να αποτελείται μόνο από κομμουνιστές. Δεν τα κατάφερε κι έτσι, στη συνέχεια, επιχείρησε να καθορίσει τον αριθμό και να ορίσει τα πρόσωπα που θα συμμετέχουν σ' αυτή 6.
«Η αξίωση- σχολίαζε ο Γ. Σιάντος 7- να αποτελεστεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ μόνο από υπεύθυνα στελέχη του ΚΚΕ δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει: Ή ότι θέλουν σώνει και καλά να '' επιβεβαιώσουν'' τη συκοφαντική εκστρατεία ότι διασπάστηκε το ΕΑΜ κι έμεινε σ' αυτό μόνο το ΚΚΕ ή ότι η αντιδραστική Δεξιά, που συγκεντρώνεται γύρω από τον Γονατά, θέλει να ματαιώσει κάθε συνεννόηση, γιατί θεωρεί ότι είναι σπάνια η ευκαιρία να επιβληθεί δυναμικά με τα αγγλικά όπλα».
Η αλήθεια βέβαια είναι πολύ ευρύτερη στις διαστάσεις της απ' ό,τι την περιγράφει ο Σιάντος. Την απομόνωση του ΚΚΕ ή αλλιώς τη διάσπαση του ΕΑΜ επιδίωκαν και δυνάμεις εκ των έσω.
Ο Ηλ. Τσιριμώκος ομολογεί χαρακτηριστικά 8:
«Το ΚΚΕ είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ που θα διαπραγματευόταν με την κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύγκρουση. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Έκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθή ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευθούν εκείνοι που είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ».
Τελικά, με απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ την αντιπροσωπεία του αποτέλεσαν ο Γ. Σιάντος Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ (επικεφαλής), ο Μ. Παρτσαλίδης Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Ηλ. Τσιριμώκος μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ορίστηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στ. Σαράφης, ενώ τη συνόδευαν, χωρίς δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις οι Κ. Γαβριηλίδης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Στρατής 9.
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος- που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης- ενώ συμμετείχαν επίσης ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μαρκόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου - αντιβασιλιά Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.
Η Διάσκεψη της Βάρκιζας άρχισε στις 2 Φλεβάρη του 1945, ημέρα Παρασκευή και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα, με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας.
Η Συμφωνία και ο χαρακτήρας της
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με συγκεκριμένες θέσεις που είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ προς το τέλος Γενάρη του '45 και επικυρώθηκαν σε σύσκεψη, που ακολούθησε, παρουσία ηγετικών στελεχών του Κόμματος, αλλά και του Ηλ. Τσιριμώκου. Μάλιστα, όπως γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας 10, τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ όσο και στη σύσκεψη συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί συμφωνία, στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν όρος για χορήγηση Γενικής Αμνηστίας και αποφασίστηκε η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ να αποχωρήσει από τη διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο.
Τελικά οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία από την οποία απουσίαζε ακόμη και αυτός ο όρος της γενικής αμνηστίας!!!
Οι ευθύνες για μια τόσο σοβαρή υποχώρηση ασφαλώς βαραίνουν κυρίως τους αντιπροσώπους- ηγέτες του ΚΚΕ. Εντούτοις, δεν μπορεί να μη σημειωθεί ότι στην επιδίωξη των αντιπάλων του ΕΑΜ να μην υπάρχει ως όρος στη συμφωνία η Γενική Αμνηστία, ο Ηλ. Τσιριμώκος συνέβαλε τα μέγιστα, συνεργαζόμενος μυστικά με τον Δαμασκηνό και τους Εγγλέζους και παρέχοντάς τους κάθε δυνατή βοήθεια. Όσα αναφέρονται στα βρετανικά αρχεία και σε άλλες πηγές γι' αυτό το σκοτεινό του ρόλο είναι καταλυτικά 11.
Αν ήθελε τώρα κανείς να αναζητήσει τις βαθύτερες προθέσεις μιας τέτοιας στάσης, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει θα ήταν να επαναλάβει την εκτίμηση που κάνει ο Θ. Χατζής για τη συμπεριφορά όχι μόνο του Τσιριμώκου αλλά και του Αλ. Σβώλου.
Κύρια επιδίωξή τους- λέει ο Χατζής 12- «ήταν να ανοίξουν οι δρόμοι της πολιτικής προβολής του Κόμματος που σχεδίαζαν να εμφανίσουν σαν συνέχεια της επικής εθνικής αντίστασης, από τις ''νομιμόφρονες'' πατριωτικές δυνάμεις... Προϋπόθεση όμως ενός τέτοιου κόμματος, με ριζοσπαστικό δημοκρατικό πρόγραμμα και με πολλά σοσιαλιστικά συνθήματα, ανάλογα με τα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κόμματων της Δύσης, θα μπορούσε να συγκροτηθεί μόνο πάνω στα ερείπια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ».
Εν πάση περιπτώσει, για να επανέλθουν στη Συμφωνία, με τον τρόπο που ήταν διατυπωμένο το άρθρο 3 για την αμνηστία υπήρχε πλήρης η δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης κάτι που φυσικά δεν άργησε να κάνει.
Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η Συμφωνία προέβλεπε:
-Μονομερής αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία.
-Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία.
-Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945.
Τέλος, η Συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα 13.
Δε χωράει αμφιβολία πως επρόκειτο για έναν απαράδεκτο συμβιβασμό, για μια συνθηκολόγηση του ΕΑΜικού κινήματος, που ούτε ο συσχετισμός δυνάμεων την επέβαλε αλλά ούτε και η έκβαση της ένοπλης σύγκρουσης το Δεκέμβρη, δεδομένου ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ ήταν ανέπαφος κι ετοιμοπόλεμος κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι Εγγλέζοι.
Για παράδειγμα ο Βρετανός στρατάρχης Αλεξάντερ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944 - 1945, έγραφε στον Τσόρτσιλ στις 21 Δεκεμβρίου του '44:
«Εάν υποθέσομε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσουμε την περιοχή Αθηνών - Πειραιώς και να την κρατήσουμε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσουμε να συνθηκολογήση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνομε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα.... εύχομαι να κατορθώσετε να βρήτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων».
Την επομένη ο Τσόρτσιλ απαντούσε:
«Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εκτός από την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών - Πειραιώς» 14.
Περισσότερα σχόλια ασφαλώς περιττεύουν.-
1 Β. Ι. Λένιν: «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Απαντα, εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 41, σελ. 53
2 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 13/2/1945
3 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, στο ίδιο
4 Ουίνστον Τσώρτσιλ: «2ος Παγκόσμιο πόλεμος- Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκης, τόμος ΣΤ', σελ. 319- 320
5 Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559- 560
6 Βλέπε αναλυτικά για το θέμα: «Πρώτη Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ», στο βιβλίο: «Στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, σελ. 147- 150
7 «Ριζοσπάστης» 27/1/1945
8 Ηλ. Τσιριμώκου: «Αλ. Σβώλος- η δική μας αλήθεια», εκδόσεις «Δίφρος», 1962, σελ. 79
9 «Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α', σελ. 158
10 Β. Μπαρτζιώτα: «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 427
11 Βλέπε αναλυτικά για το θέμα: Φ. Οικονομίδη: «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους» εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28- 34. Π. Βενάρδου: «Η συμφωνία της Βάρκιζας», εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 103, κ.α.
12 Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Δ', σελ. 380
13 Ολόκληρη η συμφωνία στα «Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος Ε' σελ. 411- 416
14 Ουίν. Τσόρτσιλ, στο ίδιο, τόμος ΣΤ, σελ. 336
Β. Ι. Λένιν 1
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1945, ημέρα Δευτέρα, στις 4.30' το πρωί τα πάντα σχετικά με τη διάσκεψη της Βάρκιζας είχαν, ουσιαστικά, τελειώσει. Έμενε η υπογραφή των τελικών κειμένων της Συμφωνίας που όμως δεν ήταν δυνατόν να γίνει εκείνη τη στιγμή. Ετσι υπογράφτηκε το παρακάτω περιληπτικό πρωτόκολλο 2:
«Οι υπογεγραμμένοι αφ' ενός Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης, υπουργός των Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος, υπουργός της Γεωργίας, αποτελούντες την υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν και αφ' ετέρου Γεώργιος Σιάντος, γραμματεύς της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματεύς της ΚΕ του ΕΑΜ και Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματεύς της ΕΛΔ, αποτελούντες την υπό την ΚΕ του ΕΑΜ εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν δηλούν, ότι επί όλων των κατά την διάσκεψιν συζητηθέντων θεμάτων κατέληξαν εις απόλυτον συμφωνίαν ήτις διατυπουμένη εις αναλυτικόν πρακτικόν θέλει υπογραφή σήμερον και ώραν 14ην".
Μια ώρα αργότερα, στις 5.30' το πρωί η κυβερνητική αντιπροσωπεία έστειλε στον Τύπο την εξής- από κοινού με την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ συμφωνηθείσα- ανακοίνωση 3:
"Η πρωτοβουλία της ΑΜ του Αρχιεπισκόπου - Αντιβασιλέως, συγκληθείσα διάσκεψις των αντιπροσώπων της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, ετερμάτισεν τας εργασίας της σήμερον και ώρα 4.30' πρωινήν. Εφ' όλων ανεξαιρέτως των συζητηθέντων σημείων επήλθε συμφωνία. Λόγω του προκεχωρημένου της ώρας δεν κατέστη δυνατή η υπογραφή του αναλυτικού πρακτικού, των αντιπροσώπων περιορισθέντων εις την υπογραφήν περιληπτικού πρωτοκόλλου".
Κατά την υπογραφήν παρίσταντο και οι κ.κ. Μακ Μίλαν, μόνιμος υπουργός της Μ. Ανατολής και Λήπερ, πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας".
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε τελικά στις 7.30μ.μ. της 12ης Φεβρουαρίου του 1945, στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών παρουσία Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων. Με δηλώσεις τους προς τον Τύπο οι εκπρόσωποι της κάθε πλευράς εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για το γεγονός.
Αποκαλυπτικές όμως ήταν οι δηλώσεις του Βρετανού μόνιμου υπουργού για ζητήματα της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής Μακ Μίλαν, ο οποίος σε συνέντευξή του, στον ανταποκριτή του πρακτορείου «Ρόιτερ» στην Ελλάδα, δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών για το τι πραγματικά είχε συμβεί:
«Κατά τη γνώμη μου- είπε- η συμφωνία εδικαίωσε πλήρως την πολιτικήν την οποίαν υιοθέτησεν η βρετανική κυβέρνησις κατά τας τελευταίας ταραχάς».
Ποια ήταν αυτή η πολιτική με δυο λόγια;
Ο Τσόρτσιλ, σ' ένα τηλεγράφημά του προς τον στρατηγό Σκόμπι, σταλμένο μέσα στα Δεκεμβριανά, την περιέγραφε με τα εξής λόγια:
«Ο σκοπός είναι σαφής: να χτυπηθεί το ΕΑΜ».
Και προς αποφυγήν παρανοήσεων πρόσθετε στα απομνημονεύματά του, σχολιάζοντας το παραπάνω τηλεγράφημα:
«Οι κομμουνισταί και οι φίλοι τους στο Λονδίνο διέδιδαν ότι τα βρετανικά στρατεύματα συμπαθούσαν το ΕΑΜ. Ούτε μία λέξις δεν ήταν αληθινή» 4.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι αναμφισβήτητα η πιο πολυσυζητημένη συμφωνία στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Πριν, όμως, μιλήσουμε για το περιεχόμενό της ας δούμε πώς φτάσαμε στην επίτευξή της.
Πριν από τη διάσκεψη της Βάρκιζας
Με τη λήξη των Δεκεμβριανών, την υποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα και την υπογραφή συμφωνίας για ανακωχή των εχθροπραξιών με τους Εγγλέζους, αντικειμενικά έμπαινε επί τάπητος να αναζητηθεί μια πολιτική λύση, που θα έθετε τέλος στην πολεμική αναμέτρηση ή τουλάχιστον να επιδιωχθούν διαπραγματεύσεις προς αυτή την κατεύθυνση, ούτως ώστε να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος, απαραίτητος για στρατιωτική προετοιμασία, μπρος στο ενδεχόμενο επανάληψης των εχθροπραξιών.
Ειδικά για τον ΕΛΑΣ τέτοια αναγκαιότητα υπήρχε, σύμφωνα με τα γραφόμενα πολλών ηγετικών στελεχών του κινήματος και φυσικά του στρατηγού Στ. Σαράφη.
«Ο ΕΛΑΣ- γράφει χαρακτηριστικά ο Σαράφης 5- είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών Ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί».
Μόλις άρχισε να εφαρμόζεται η συμφωνία ανακωχής άρχισαν και οι σχετικές βολιδοσκοπήσεις για διαπραγματεύσεις. Από το αντιΕΑΜικό στρατόπεδο οι πιο επίσημοι εκπρόσωποί του δεν έχαναν ευκαιρία να δηλώσουν την ετοιμότητα τους για συζητήσεις με το ΕΑΜ. Αλλά και το ΕΑΜ δε δίστασε να ανταποκριθεί, εκφράζοντας την επιθυμία της ηγεσίας του να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με ευρεία αντιπροσωπεία στην οποία θα εκπροσωπούνταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που απάρτιζαν την παράταξη.
Σ' αυτό ακριβώς το σημείο είναι που η αντιΕΑΜική πλευρά (δηλαδή οι Εγγλέζοι και ο αστικός πολιτικός κόσμος) έδωσε ένα δείγμα από τις πραγματικές της προθέσεις. Στην αρχή επιδίωξε να καθορίσει την πολιτική σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, προβάλλοντας την προκλητική απαίτηση να αποτελείται μόνο από κομμουνιστές. Δεν τα κατάφερε κι έτσι, στη συνέχεια, επιχείρησε να καθορίσει τον αριθμό και να ορίσει τα πρόσωπα που θα συμμετέχουν σ' αυτή 6.
«Η αξίωση- σχολίαζε ο Γ. Σιάντος 7- να αποτελεστεί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ μόνο από υπεύθυνα στελέχη του ΚΚΕ δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει: Ή ότι θέλουν σώνει και καλά να '' επιβεβαιώσουν'' τη συκοφαντική εκστρατεία ότι διασπάστηκε το ΕΑΜ κι έμεινε σ' αυτό μόνο το ΚΚΕ ή ότι η αντιδραστική Δεξιά, που συγκεντρώνεται γύρω από τον Γονατά, θέλει να ματαιώσει κάθε συνεννόηση, γιατί θεωρεί ότι είναι σπάνια η ευκαιρία να επιβληθεί δυναμικά με τα αγγλικά όπλα».
Η αλήθεια βέβαια είναι πολύ ευρύτερη στις διαστάσεις της απ' ό,τι την περιγράφει ο Σιάντος. Την απομόνωση του ΚΚΕ ή αλλιώς τη διάσπαση του ΕΑΜ επιδίωκαν και δυνάμεις εκ των έσω.
Ο Ηλ. Τσιριμώκος ομολογεί χαρακτηριστικά 8:
«Το ΚΚΕ είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ που θα διαπραγματευόταν με την κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύγκρουση. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Έκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθή ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευθούν εκείνοι που είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ».
Τελικά, με απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ την αντιπροσωπεία του αποτέλεσαν ο Γ. Σιάντος Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ (επικεφαλής), ο Μ. Παρτσαλίδης Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Ηλ. Τσιριμώκος μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ορίστηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στ. Σαράφης, ενώ τη συνόδευαν, χωρίς δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις οι Κ. Γαβριηλίδης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Στρατής 9.
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος- που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης- ενώ συμμετείχαν επίσης ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μαρκόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου - αντιβασιλιά Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.
Η Διάσκεψη της Βάρκιζας άρχισε στις 2 Φλεβάρη του 1945, ημέρα Παρασκευή και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα, με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας.
Η Συμφωνία και ο χαρακτήρας της
Η ΕΑΜική αντιπροσωπεία πήγε στη Βάρκιζα με συγκεκριμένες θέσεις που είχαν καθοριστεί σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ προς το τέλος Γενάρη του '45 και επικυρώθηκαν σε σύσκεψη, που ακολούθησε, παρουσία ηγετικών στελεχών του Κόμματος, αλλά και του Ηλ. Τσιριμώκου. Μάλιστα, όπως γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας 10, τόσο στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ όσο και στη σύσκεψη συμφωνήθηκε να μην υπογραφεί συμφωνία, στην οποία δε θα συμπεριλαμβανόταν όρος για χορήγηση Γενικής Αμνηστίας και αποφασίστηκε η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ να αποχωρήσει από τη διάσκεψη, αν η αντίπαλη πλευρά δε δεχόταν αυτόν τον όρο.
Τελικά οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία από την οποία απουσίαζε ακόμη και αυτός ο όρος της γενικής αμνηστίας!!!
Οι ευθύνες για μια τόσο σοβαρή υποχώρηση ασφαλώς βαραίνουν κυρίως τους αντιπροσώπους- ηγέτες του ΚΚΕ. Εντούτοις, δεν μπορεί να μη σημειωθεί ότι στην επιδίωξη των αντιπάλων του ΕΑΜ να μην υπάρχει ως όρος στη συμφωνία η Γενική Αμνηστία, ο Ηλ. Τσιριμώκος συνέβαλε τα μέγιστα, συνεργαζόμενος μυστικά με τον Δαμασκηνό και τους Εγγλέζους και παρέχοντάς τους κάθε δυνατή βοήθεια. Όσα αναφέρονται στα βρετανικά αρχεία και σε άλλες πηγές γι' αυτό το σκοτεινό του ρόλο είναι καταλυτικά 11.
Αν ήθελε τώρα κανείς να αναζητήσει τις βαθύτερες προθέσεις μιας τέτοιας στάσης, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει θα ήταν να επαναλάβει την εκτίμηση που κάνει ο Θ. Χατζής για τη συμπεριφορά όχι μόνο του Τσιριμώκου αλλά και του Αλ. Σβώλου.
Κύρια επιδίωξή τους- λέει ο Χατζής 12- «ήταν να ανοίξουν οι δρόμοι της πολιτικής προβολής του Κόμματος που σχεδίαζαν να εμφανίσουν σαν συνέχεια της επικής εθνικής αντίστασης, από τις ''νομιμόφρονες'' πατριωτικές δυνάμεις... Προϋπόθεση όμως ενός τέτοιου κόμματος, με ριζοσπαστικό δημοκρατικό πρόγραμμα και με πολλά σοσιαλιστικά συνθήματα, ανάλογα με τα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κόμματων της Δύσης, θα μπορούσε να συγκροτηθεί μόνο πάνω στα ερείπια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ».
Εν πάση περιπτώσει, για να επανέλθουν στη Συμφωνία, με τον τρόπο που ήταν διατυπωμένο το άρθρο 3 για την αμνηστία υπήρχε πλήρης η δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης κάτι που φυσικά δεν άργησε να κάνει.
Για τα άλλα, κύρια, ζητήματα η Συμφωνία προέβλεπε:
-Μονομερής αποστράτευση του ΕΛΑΣ και συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία.
-Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από δοσίλογους και φασιστικά στοιχεία.
-Διενέργεια δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945.
Τέλος, η Συμφωνία δεν προέβλεπε συγκρότηση αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, αλλά ούτε και έθιγε το θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα 13.
Δε χωράει αμφιβολία πως επρόκειτο για έναν απαράδεκτο συμβιβασμό, για μια συνθηκολόγηση του ΕΑΜικού κινήματος, που ούτε ο συσχετισμός δυνάμεων την επέβαλε αλλά ούτε και η έκβαση της ένοπλης σύγκρουσης το Δεκέμβρη, δεδομένου ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ ήταν ανέπαφος κι ετοιμοπόλεμος κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι Εγγλέζοι.
Για παράδειγμα ο Βρετανός στρατάρχης Αλεξάντερ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο την περίοδο 1944 - 1945, έγραφε στον Τσόρτσιλ στις 21 Δεκεμβρίου του '44:
«Εάν υποθέσομε ότι ο ΕΛΑΣ εξακολουθεί τον αγώνα, νομίζω ότι θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσουμε την περιοχή Αθηνών - Πειραιώς και να την κρατήσουμε σταθερά, αλλά έτσι δε νικούμε τον ΕΛΑΣ σε σημείο που να τον αναγκάσουμε να συνθηκολογήση. Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνομε περισσότερα και να αναλάβωμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα.... εύχομαι να κατορθώσετε να βρήτε μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα γιατί έχω πεισθή ότι κάθε στρατιωτική ενέργεια, μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθήνας και Πειραιά θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες των σημερινών μας δυνάμεων».
Την επομένη ο Τσόρτσιλ απαντούσε:
«Δεν υπάρχει θέμα να συνεχίσωμε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση εκτός από την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών - Πειραιώς» 14.
Περισσότερα σχόλια ασφαλώς περιττεύουν.-
1 Β. Ι. Λένιν: «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Απαντα, εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 41, σελ. 53
2 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 13/2/1945
3 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, στο ίδιο
4 Ουίνστον Τσώρτσιλ: «2ος Παγκόσμιο πόλεμος- Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκης, τόμος ΣΤ', σελ. 319- 320
5 Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559- 560
6 Βλέπε αναλυτικά για το θέμα: «Πρώτη Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ», στο βιβλίο: «Στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, σελ. 147- 150
7 «Ριζοσπάστης» 27/1/1945
8 Ηλ. Τσιριμώκου: «Αλ. Σβώλος- η δική μας αλήθεια», εκδόσεις «Δίφρος», 1962, σελ. 79
9 «Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α', σελ. 158
10 Β. Μπαρτζιώτα: «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 427
11 Βλέπε αναλυτικά για το θέμα: Φ. Οικονομίδη: «Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κόσμους» εκδόσεις ΟΡΦΕΑΣ, σελ. 28- 34. Π. Βενάρδου: «Η συμφωνία της Βάρκιζας», εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 103, κ.α.
12 Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Δ', σελ. 380
13 Ολόκληρη η συμφωνία στα «Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος Ε' σελ. 411- 416
14 Ουίν. Τσόρτσιλ, στο ίδιο, τόμος ΣΤ, σελ. 336
Κι από Ιστορική πλευρά....
ΓΙΑΤΙ ΥΠΟΓΡΑΨΑΜΕ.....
Υπερασπιζόμενη την απόφασή της να υπογράψει τη Συμφωνία και να διατάξει τον ΕΛΑΣ να παραδώσει τα όπλα, η ηγεσία του ΚΚΕ (Σιάντος, Ιωαννίδης) πρόβαλε ως κύριο επιχείρημα ότι η Βάρκιζα ήταν ένας συμβιβασμός που έδινε στον λαό τη δυνατότητα να παλέψει για τα συμφέροντά του με νόμιμο τρόπο ενώ συγχρόνως παρείχε το δικαίωμα στο ΕΑΜ να προωθήσει τους στόχους του ανοιχτά.
Σε συνέντευξή του στις 15 Φεβρουάριου 1945 (στο πρώτο φύλλο του «Ριζοσπάστη» που ξαναεκδίδεται στην Αθήνα μετά τα Δεκεμβριανά), τρεις μέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, ο Σιάντος δήλωνε ότι η Βάρκιζα αποτελούσε συνέχιση της πολιτικής της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης, της πολιτικής δηλαδή που ακολούθησε το ΚΚΕ στην Κατοχή.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ΕΠΕΛΕΞΕ να μην πάρει την εξουσία κατά την αποχώρηση των Γερμανών ώστε να μην προκαλέσει την αντίδραση της Δεξιάς και τη δυσπιστία των συμμάχων και ιδιαίτερα των Αγγλων.
Η ουσία της στρατηγικής του απέβλεπε στη διεξαγωγή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και όχι στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Εφεξής το ΚΚΕ επεδίωκε την οριστική του ενσωμάτωση στο πλαίσιο της συνταγματικής και πολιτικής νομιμότητας, όπως αυτή διαγραφόταν από τους όρους της Συμφωνίας. Το Κόμμα προχωρούσε σε ένα νέο στάδιο πολιτικών αγώνων, ενώ η Συμφωνία έδινε το έρεισμα για αντιφασιστική πάλη και λαϊκοδημοκρατικές λύσεις. Η Συμφωνία έπρεπε να εφαρμοστεί κατά γράμμα, να καταστεί υπόθεση των μαζών και να κατοχυρωθεί με νόμους.
Ο γραμματέας του ΚΚΕ υποστήριξε ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν κατορθώσει να πάρουν με το μέρος τους το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πράγμα που σήμαινε ότι η Αριστερά βρισκόταν σε τροχιά εξουσίας υπό τρεις προϋποθέσεις.
Η πρώτη ήταν ότι θα διασφαλίζονταν νόμιμες και δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες οι οποίες θα εξασφάλιζαν ότι η εξουσία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης του λαού.
Η δεύτερη ήταν η εδραίωση της συνοχής της ΕΑΜικής συμμαχίας.
Η τρίτη ήταν μια πολιτική η οποία θα απαντούσε στις ανάγκες των κοινωνικών μερίδων τις οποίες εκπροσωπούσε η Αριστερά.
Κοινός άξονας όλων των προϋποθέσεων ήταν η διαμόρφωση ενός «κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο θα επιβεβαίωνε το αντίστοιχο της Κατοχής, προσαρμοσμένο όμως στις απαιτήσεις των καιρών για να ανταποκρίνεται καλύτερα στις νέες συνθήκες μετά την Απελευθέρωση.
Οι θέσεις αυτές δέχθηκαν οξεία κριτική από ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Κώστας Καραγιώργης και ο Γιάννης Ζέβγος. Οι επικρίσεις επικεντρώνονταν κυρίως στο ζήτημα της αμνηστίας. Η μερική αμνήστευση των κατοχικών αδικημάτων και ο όρος περί φυσικής και ηθικής αυτουργίας παρέδιδαν μεγάλο μέρος των στελεχών και μελών του ΚΚΕ στην μήνιν των δικαστικών διώξεων, ενώ η αποστράτευση του ΕΛΑΣ καθιστούσε πιθανό ένα μοναρχικό πραξικόπημα. Τελικά παρά τις επικρίσεις και τις εσωκομματικές διαφωνίες στην Κεντρική Επιτροπή, ύστερα από τη στήριξη του Ιωαννίδη η Συμφωνία υπερψηφίστηκε. Εφεξής, η τήρησή της αποτελούσε ζήτημα αυστηρής κομματικής πειθαρχίας, ενώ κάθε κριτική ή απόρριψή της επέφερε βαρύτατες κομματικές κυρώσεις.
Η διαφωνία του Αρη στη Βάρκιζα
Η κυριότερη διαφωνία για τη Βάρκιζα και το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κομματική συνοχή προήλθε από τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ και κορυφαίο στέλεχος της Αντίστασης Αρη Βελουχιώτη.
Ο φυσικός αρχηγός του ΕΛΑΣ, παρόλο που υπέγραψε μαζί με τον Στέφανο Σαράφη τη διαταγή αποστράτευσης του αντάρτικου στρατού στις 16 Φεβρουάριου 1945, διατύπωσε ανοιχτά τις αντιρρήσεις του στη Συμφωνία της Βάρκιζας και κατήγγειλε την ηγεσία.
Στη συνέχεια προχώρησε στη δημιουργία του Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ), ενός νέου ΕΑΜ, με το οποίο καλούσε τους πρώην συναγωνιστές του και τα κομματικά μέλη σε έναν νέο αγώνα εναντίον της αγγλικής, όπως θεωρούσε, κατοχής και υπέρ της πραγματικής ανεξαρτησίας της χώρας.
Στις προγραμματικές θέσεις του ΜΕΑ η Συμφωνία της Βάρκιζας χαρακτηριζόταν ως «προϊόν βίας ταξικής, ύστερα από έναν πόλεμο μιας ολόκληρης πάνοπλης αυτοκρατορίας, της Αγγλίας, εναντίον ενός ηρωικού αλλά μικρού και άοπλου λαού, του ελληνικού».
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ήταν η κατάργηση της εθνικής ανεξαρτησίας, καθώς επέκτεινε την αγγλική κατοχή σε όλη τη χώρα, η εγκαθίδρυση καθεστώτος βίας, καθώς ανέστειλε τα συνταγματικά άρθρα για τις ατομικές ελευθερίες, η επιλεκτική παραβίαση της συμφωνίας υπέρ της αντίδρασης και κατά του λαού, καθώς μπορούσε να ερμηνεύεται κατά βούληση, και η δημιουργία σχέσεων κυριαρχίας της αντίδρασης και υποταγής του λαού.
Ο Αρης υποστήριξε ότι η άρνηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας δεν αποτελούσε διάσπαση του λαϊκού αγώνα ούτε πρόκληση για άσκηση τρομοκρατίας και «παρανομιμοποίηση» του λαϊκού κινήματος.
Αντίθετα, πίστευε πως η παραδοχή της επέτρεπε τη διάσπασή του, καθώς προκαλούσε απογοήτευση στον λαό και καθιστούσε δυνατή την υποδούλωσή του με τρομοκρατικά και οικονομικά μέτρα.
Προέβλεπε δε -ορθά, όπως αποδείχθηκε- ότι «η τρομοκρατία ασκείται και θα ασκείται από την άρχουσα ολιγαρχία όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα» και προέτρεπε την ηγεσία να μην έχει «καμιά ψευδαίσθηση και αυταπάτη νομιμότητας, ύστερα μάλιστα από την ασύστολη παραβίαση και αυτής της συμφωνίας και τις συνεχιζόμενες συλλήψεις και βαρβαρότητες σε βάρος λαϊκών αγωνιστών».
Η συμπύκνωση ενός διαλόγου; Υπέρ ή κατά;
Σε όσους προέβαλλαν αντιρρήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα ανατροπής της Συμφωνίας υποστηρίζοντας ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για την εκδήλωση της αντίθεσης προς τη Συμφωνία και τους υπεύθυνους της σύναψης της, ο Αρης απαντούσε στα επιχειρήματά τους ένα προς ένα:
«Α. Κάνουμε συμμαχικό αγώνα και δεν μπορούμε να τα βάλουμε με έναν από τους συμμάχους, εφόσον συνεχίζεται ακόμη ο πόλεμος για τη συντριβή του φασισμού.
Ποτέ δεν πάψαμε και ούτε θα πάψουμε να κάνουμε συμμαχικό αγώνα. Η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας μας δεν αποτελεί διάσπασή του, αλλά βαθύτερη εξυπηρέτησή του. Αντί η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας μας να αναβληθεί για μετά το τέλος του πολέμου, αντί δηλαδή να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, μπορεί θαυμάσια από τώρα να κατοχυρωθεί, για να είναι και μεγαλύτερη η ελληνική συμβολή στον συμμαχικό αγώνα και για να μην υπάρχει και στο μέλλον περίπτωση αντίθεσής μας με οποιονδήποτε μεγάλο σύμμαχό μας.
Β. Η διεθνής φορά των πραγμάτων είναι προς τα αριστερά και, έχοντας υπομονή, δεν είναι δυνατό να χάσουμε τη δημοκρατία στην Ελλάδα.
Δεν είναι δυνατό να στηριζόμαστε αποκλειστικά στη διεθνή φορά των πραγμάτων. Η διεθνής αυτή φορά είναι πάντα ανισομερής. Και γι’ αυτό ενώ μπορεί σε μια σειρά χώρες να δημιουργηθούν λαϊκά καθεστώτα στη χώρα μας μπορεί να επιβληθεί αντιλαϊκό καθεστώς με την ξενική βία. Μόνο με από τώρα αγώνα μπορούμε να αποτρέψουμε την επιβολή ενός τέτοιου καθεστώτος.
Γ. Η αναπόφευκτη μετά τον πόλεμο κεφαλαιοκρατική κρίση θα κάνει αδύνατη οποιαδήποτε λύση οποιοσδήποτε ζητήματος των μαζών. Και αυτό θα αριστεροποιεί και θα επαναστικοποιεί τις μάζες. Και σε μια σειρά χώρες θα είναι αναπόφευκτη η λύση των κοινωνικών προβλημάτων προς όφελος των μαζών.
Το γεγονός ότι η μεταπολεμική κεφαλαιοκρατία δεν θα μπορέσει να λύσει τα ζητήματα των μαζών δεν σημαίνει αναγκαστικά και λαϊκές λύσεις. Αντίθετα, η κεφαλαιοκρατία. ξένη και ντόπια, θα επιδιώξει να επιβάλει με τη βία αντιλαϊκά καθεστώτα για να ξεπεράσει την κρίση της σε βάρος των μαζών. Από τον αγώνα τον δικό μας από τώρα θα εξαρτηθεί η ματαίωση των κεφαλαιοκρατικών επιδιώξεων.
Δ. Η χώρα μας είναι ερειπωμένη, οι συγκοινωνίες της κατεστραμμένες, ο κόσμος κουρασμένος από τον πολύχρονο και πολυμέτωπο αγώνα και δεν σηκώνει νέα επανάσταση.
Η καταστροφή και η ερείπωση της χώρας μας. το κούρασμα του κόσμου, δεν είναι λόγος για να δεχθούμε την υποδούλωσή της. Ο ελληνικός λαός με τους πρόσφατους αγώνες του απέδειξε ότι δεν διστάζει για οποιαδήποτε θυσία, αρκεί να πετύχει τη λευτεριά του. Και δέχεται, για τον σκοπό αυτό, να συνεχίσει τις θυσίες του, αρκεί να ξέρει ότι μια αποφασιστική ηγεσία με δυναμικότητα είναι ικανή να τον κάνει νοικοκύρη στον τόπο του.
Ε. Είναι κουτό, μια που χάσαμε τόσες ευκαιρίες να κατοχυρώσουμε την ανεξαρτησία της χώρας μας και τη λαϊκή κυριαρχία, να κινηθούμε τώρα, που δεν παρουσιάζεται τέτοια ευκαιρία κι έχουμε παραδώσει τα όπλα.
Αν χάθηκαν τόσες και τόσες ευκαιρίες για την εγκαθίδρυση λαϊκού καθεστώτος, δεν είναι δικό μας το σφάλμα, αλλά της ως τα τώρα ηγεσίας του κινήματος. Η παράδοση των όπλων δεν αποτελεί εμπόδιο. Οταν τα βάλαμε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, όπλα δεν είχαμε. Και αποκτήσαμε. Και τώρα, αν μας χρειαστούν και όσα μας χρειαστούν, θα τα αποκτήσουμε. Για το δίκαιο και την πίστη ποτέ δεν χάνεται η ευκαιρία.
Στ. Μια συνέχιση του αγώνα είναι αντίθετη προς τους πόθους των μαζών και θα μας αποξενώσει από αυτές, μεταβάλλοντάς μας σε καλούς ίσως ήρωες, αλλά πάντως ξένους, που δεν τους ακολούθησε η μάζα.
Αν ο πόθος των μαζών ήταν η με οποιαδήποτε θυσία ειρήνευση, τότε δύο δρόμοι θα έμπαιναν μπροστά μας: ή να τον ικανοποιήσουμε ή να αντιταχθούμε σε αυτόν. Γιατί ο ηγέτης ποτέ δεν πρέπει να είναι κοντόφθαλμος και να βλέπει μόνο τον τωρινό άμεσο πόθο της μάζας. Αλλά είναι ο πόθος της μάζας όπως τον παρουσιάζουν σήμερα οι αντιρρησίες; Οχι, απαντούν αποστομωτικά η εποποιία της Αθήνας, οι εκδηλώσεις και οι κινητοποιήσεις που γίνονται σε όλη την Ελλάδα μετά τη Συμφωνία. Οχι, απαντάει το ολόθερμο αγκάλιασμα του δικού μας ξεκινήματος για τη συγκρότηση του ΜΕΑ, την ανασυγκρότηση του ΕΛΑΣ και τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Κουράστηκαν και ζαλίστηκαν τα μυαλά των -και τώρα- ηγητόρων του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και όχι του λαού μας.
Ζ. Η συνέχιση του αγώνα ύστερα από μια ήττα είναι λύση απελπισίας, που δεν υπάρχει λόγος να την ακολουθήσουμε αφού με τη Συμφωνία της Βάρκιζας εξασφαλίζουμε ένα μίνιμουμ ελευθεριών, που θα μας επιτρέψουν να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε την επαφή μας με τη μάζα και να την κατακτήσουμε, να προετοιμαστούμε και να οργανωθούμε και με το δημοψήφισμα και τις εκλογές να πετύχουμε τη δημοκρατική ανάπλαση του τόπου μας.
Η συνέχιση του αγώνα δεν αποτελεί λύση απελπισίας, αλλά λαϊκή προσταγή και επιτακτική ανάγκη. Ο λαός αναρωτιέται: γιατί έφθασα ως εδώ και σταματώ; Γιατί έκανα όλον αυτό τον αγώνα κι έδωσα όλες αυτές τις θυσίες, αν ήταν ο αγώνας μου αυτός να καταλήξει σε απλή αλλαγή του αφεντικού, και στη θέση του Γερμανού και του Γαλλικού να έχω τώρα τον Αγγλο και τον μπουραντά χωροφύλακα; Ή θα έπρεπε από την αρχή να μην κάνω αυτό τον αγώνα αν οι άλλοι επρόκειτο να ρυθμίσουν την τύχη μου και να κανονίσουν το σπίτι μου, ή θα έπρεπε να τον συνεχίσω ώσπου οριστικά να αποτρέψω τον κίνδυνο αυτό. Και ο λαός, ο περίφημος αυτός ελληνικός λαός, ο δήθεν -κατά μερικούς- κουρασμένος, απαντάει μόνος στα ερωτήματα που βάζει στον εαυτό του: καλά άρχισα, καλά έφθασα ως εδώ. Εγκληματικό μου λάθος που θα δείχνει ότι θα είμαι άξιος της τύχης μου θα είναι αν δεν εξακολουθήσω τον αγώνα, αψηφώντας κάθε κόπο και θυσία, ως την πλήρη εθνική ανεξαρτησία, ώσπου να γίνω πραγματικά νοικοκύρης στον τόπο μου.
Δεν έχουμε καμία όρεξη να αυταπατόμαστε ότι θα μας δώσουν ελευθερίες και ότι θα κάνουν ανόθευτα δημοψήφισμα και εκλογές, εφόσον έχουν τη δύναμη στα χέρια τους και δεν υπάρχει καμιά αντίρροπη σε αυτούς δύναμη. Λύση απελπισίας και ουτοπία θα ήταν αν αρκούμασταν σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις άοπλων μαζών κατά ενόπλων αντιδραστικών, πράγμα που θα οδηγούσε τη μάζα σε απογοήτευση, με τη συνήθη σκέψη: αφού είχαμε τα όπλα και χάσαμε. Θα νικήσουμε τώρα μόνο με την άοπλη πάλη»;
Η δεκεμβριανή ήττα οδήγησε στη Συμφωνία
Και ενώ ο Αρης προετοίμαζε το ξεκίνημα του νέου ΕΑΜ στα βουνά της Ρούμελης, στην Αθήνα συγκλήθηκε στις 5-10 Απριλίου 1945 η 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, η πρώτη νόμιμη ολομέλεια του κόμματος μετά τη δικτατορία του Μεταξά.
Στην εισήγησή του ο Σιάντος επιχειρηματολόγησε ότι η συνέχιση του αγώνα θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά στο κόμμα. Το δίλημμα ήταν Συμφωνία ή συνέχιση του ανταρτοπόλεμου, με ταξικούς όμως όρους. Το αποτέλεσμα θα ήταν ότι «η βάση του αγώνα θα στένευε και οπωσδήποτε θα αφαιρούνταν ο χαρακτήρας που είχε πριν φύγουν οι Γερμανοί και Ιταλοί. Θα καταντούσαμε μια αίρεση που θα μπορούσαν ακόμα και να μας επικηρύξουν».
Η Συμφωνία της Βάρκιζας «είναι μια συμφωνία ανάγκης, δεν είναι όμως παράδοση άνευ όρων. Είναι ένα μίνιμουμ ελευθεριών για τη δράση. Δίνει ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη. Δίνει ακόμα το πλεονέκτημα να γίνει απόφαση των μαζών, της κοινής γνώμης του εξωτερικού και των συμμάχων». Ο Σιάντος παρότρυνε τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ αφενός να παλέψουν για την εφαρμογή της Συμφωνίας, την οποία έπρεπε να υποστηρίξουν, και αφετέρου να ασκήσουν πιέσεις γα την ψήφιση συγκεκριμένης νομοθεσίας που να κατοχυρώνει την εφαρμογή της.
Σε αυτήν τη γραμμή κινήθηκε και η εισήγηση του άλλου ισχυρού άνδρα του κόμματος, του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος υποστήριξε ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας και ήταν επόμενο οι όροι της να είναι βαρείς. Θεωρούσε εντούτοις και αυτός ότι η υπογραφή Συμφωνίας, δηλαδή η πολιτική λύση του προβλήματος, ήταν απόλυτα σωστή, καθώς παρείχε στο ΚΚΕ τη στοιχειώδη δυνατότητα να διατηρήσει τους δεσμούς του με τις μάζες ενώ εξασφάλιζε βασικές εγγυήσεις πολιτικής δράσης. Έδινε δηλαδή στο ΚΚΕ ένα ελάχιστο πλαίσιο δυνατοτήτων και προϋποθέσεων για να δουλέψει μαζικά και να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης. Η συνέχιση του ένοπλου αγώνα, σύμφωνα με τον Ιωαννίδη, θα ήταν καταστροφικό λάθος και θα συνεπάγονταν πολιτική ήττα και πολύ μεγαλύτερη ζημιά για το κόμμα, καθώς το ΚΚΕ θα έχανε τα ερείσματά του στις πόλεις και δεν θα μπορούσε να αναπτύξει καμία μαζική πολιτική δράση.
Η 11η Ολομέλεια διαπίστωσε την ορθότητα της πολιτικής γραμμής του κόμματος, αναγνώρισε ωστόσο λάθη στην πρακτική εφαρμογή της. Υπογράμμισε ιδιαίτερα τα λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του Δεκεμβρίου 1944, τα οποία εμπόδισαν την κομματική καθοδήγηση να έχει σαφή προοπτική για την πορεία της σύγκρουσης και να συνάψει μια συμφωνία με ευνοϊκότερους όρους από ό,τι η Βάρκιζα.
Δεν αμφισβητούνταν δηλαδή η Συμφωνία της Βάρκιζας αυτή καθαυτή, καθώς αναγνωριζόταν ότι συνάφθηκε ύστερα από τη στρατιωτική ήττα στην Αθήνα και ήταν κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτη. «Δώσαμε μια περίλαμπρη μάχη κατά της αντίδρασης και της Αγγλίας του Τσώρτσιλ και ηττηθήκαμε στρατιωτικά από υπεροχή υλικών μέσων. Αυτή η ήττα μας οδήγησε και στη Συμφωνία της Βάρκιζας».
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, όπως και η Συμφωνία της Γιάλτας, θεωρούνταν ότι αποτελούσαν σοβαρό πολιτικό έρεισμα στον αγώνα κατά του φασισμού και την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας.
Η αντίδραση στα μέλη του κόμματος -κυρίως μεσαία στελέχη- αντιμετωπίστηκε με μια δεύτερη απόφαση επί των οργανωτικών θεμάτων, που αφορούσε την εκκαθάριση του κόμματος και την εφαρμογή της αρχής του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού». Σε αυτό το πλαίσιο καταδικάστηκε, χωρίς να ανακοινωθεί δημόσια, η στάση του Βελουχιώτη, ο οποίος διαγράφηκε από μέλος του ΚΚΕ για απειθαρχία στη Συμφωνία.
Ζαχαριάδης: το ΕΑΜ παρέμεινε στον σωστό δρόμο
Κατά τον ίδιο τρόπο, η 12η Ολομέλεια, η οποία συγκλήθηκε με την παρουσία του Ζαχαριάδη στις 25- 27Ιουνίου 1945, δήλωνε ότι «το ΕΑΜ από την αρχή έως το τέλος της Κατοχής παρέμεινε στον σωστό δρόμο. Δεν έγιναν λάθη».11
Διαψεύδοντας όσους περίμεναν μια κριτική της πολιτικής Σιάντου, ο Ζαχαρώδης δικαιολόγησε την κατοχική πολιτική του Κόμματος διασκεδάζοντας την καχυποψία των Βρετανών και των αστών πολιτικών.
Στο πλαίσιο της πολιτικής κυβερνητικών συμμαχιών που ακολουθούσαν και άλλα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης, χάραζε μια κάθε άλλο παρά «επαναστατική» στρατηγική.
Σε υπόμνημά του στον Στάλιν για το ελληνικό πρόβλημα δύο χρόνια αργότερα (Μάιος 1947), εξηγούσε ότι το ΚΚΕ υπέγραψε τη Βάρκιζα «γιατί αντιλήφθηκε σωστά την ακατάβλητη δημοκρατική διάθεση των μαζών»12.
Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ τον Οκτώβριο 1945 δεν έγινε καμία αναφορά στη Συμφωνία της Βάρκιζας, ενώ η ίδια γραμμή διατηρήθηκε και στις πέντε ολομέλειες που συγκλήθηκαν τα τέσσερα επόμενα χρόνια μέχρι και τη λήξη του Εμφύλιου Πολέμου.
Υπερασπιζόμενη την απόφασή της να υπογράψει τη Συμφωνία και να διατάξει τον ΕΛΑΣ να παραδώσει τα όπλα, η ηγεσία του ΚΚΕ (Σιάντος, Ιωαννίδης) πρόβαλε ως κύριο επιχείρημα ότι η Βάρκιζα ήταν ένας συμβιβασμός που έδινε στον λαό τη δυνατότητα να παλέψει για τα συμφέροντά του με νόμιμο τρόπο ενώ συγχρόνως παρείχε το δικαίωμα στο ΕΑΜ να προωθήσει τους στόχους του ανοιχτά.
Σε συνέντευξή του στις 15 Φεβρουάριου 1945 (στο πρώτο φύλλο του «Ριζοσπάστη» που ξαναεκδίδεται στην Αθήνα μετά τα Δεκεμβριανά), τρεις μέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, ο Σιάντος δήλωνε ότι η Βάρκιζα αποτελούσε συνέχιση της πολιτικής της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης, της πολιτικής δηλαδή που ακολούθησε το ΚΚΕ στην Κατοχή.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ΕΠΕΛΕΞΕ να μην πάρει την εξουσία κατά την αποχώρηση των Γερμανών ώστε να μην προκαλέσει την αντίδραση της Δεξιάς και τη δυσπιστία των συμμάχων και ιδιαίτερα των Αγγλων.
Η ουσία της στρατηγικής του απέβλεπε στη διεξαγωγή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και όχι στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Εφεξής το ΚΚΕ επεδίωκε την οριστική του ενσωμάτωση στο πλαίσιο της συνταγματικής και πολιτικής νομιμότητας, όπως αυτή διαγραφόταν από τους όρους της Συμφωνίας. Το Κόμμα προχωρούσε σε ένα νέο στάδιο πολιτικών αγώνων, ενώ η Συμφωνία έδινε το έρεισμα για αντιφασιστική πάλη και λαϊκοδημοκρατικές λύσεις. Η Συμφωνία έπρεπε να εφαρμοστεί κατά γράμμα, να καταστεί υπόθεση των μαζών και να κατοχυρωθεί με νόμους.
Ο γραμματέας του ΚΚΕ υποστήριξε ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν κατορθώσει να πάρουν με το μέρος τους το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πράγμα που σήμαινε ότι η Αριστερά βρισκόταν σε τροχιά εξουσίας υπό τρεις προϋποθέσεις.
Η πρώτη ήταν ότι θα διασφαλίζονταν νόμιμες και δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες οι οποίες θα εξασφάλιζαν ότι η εξουσία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης του λαού.
Η δεύτερη ήταν η εδραίωση της συνοχής της ΕΑΜικής συμμαχίας.
Η τρίτη ήταν μια πολιτική η οποία θα απαντούσε στις ανάγκες των κοινωνικών μερίδων τις οποίες εκπροσωπούσε η Αριστερά.
Κοινός άξονας όλων των προϋποθέσεων ήταν η διαμόρφωση ενός «κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο θα επιβεβαίωνε το αντίστοιχο της Κατοχής, προσαρμοσμένο όμως στις απαιτήσεις των καιρών για να ανταποκρίνεται καλύτερα στις νέες συνθήκες μετά την Απελευθέρωση.
Οι θέσεις αυτές δέχθηκαν οξεία κριτική από ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Κώστας Καραγιώργης και ο Γιάννης Ζέβγος. Οι επικρίσεις επικεντρώνονταν κυρίως στο ζήτημα της αμνηστίας. Η μερική αμνήστευση των κατοχικών αδικημάτων και ο όρος περί φυσικής και ηθικής αυτουργίας παρέδιδαν μεγάλο μέρος των στελεχών και μελών του ΚΚΕ στην μήνιν των δικαστικών διώξεων, ενώ η αποστράτευση του ΕΛΑΣ καθιστούσε πιθανό ένα μοναρχικό πραξικόπημα. Τελικά παρά τις επικρίσεις και τις εσωκομματικές διαφωνίες στην Κεντρική Επιτροπή, ύστερα από τη στήριξη του Ιωαννίδη η Συμφωνία υπερψηφίστηκε. Εφεξής, η τήρησή της αποτελούσε ζήτημα αυστηρής κομματικής πειθαρχίας, ενώ κάθε κριτική ή απόρριψή της επέφερε βαρύτατες κομματικές κυρώσεις.
Η διαφωνία του Αρη στη Βάρκιζα
Η κυριότερη διαφωνία για τη Βάρκιζα και το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κομματική συνοχή προήλθε από τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ και κορυφαίο στέλεχος της Αντίστασης Αρη Βελουχιώτη.
Ο φυσικός αρχηγός του ΕΛΑΣ, παρόλο που υπέγραψε μαζί με τον Στέφανο Σαράφη τη διαταγή αποστράτευσης του αντάρτικου στρατού στις 16 Φεβρουάριου 1945, διατύπωσε ανοιχτά τις αντιρρήσεις του στη Συμφωνία της Βάρκιζας και κατήγγειλε την ηγεσία.
Στη συνέχεια προχώρησε στη δημιουργία του Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ), ενός νέου ΕΑΜ, με το οποίο καλούσε τους πρώην συναγωνιστές του και τα κομματικά μέλη σε έναν νέο αγώνα εναντίον της αγγλικής, όπως θεωρούσε, κατοχής και υπέρ της πραγματικής ανεξαρτησίας της χώρας.
Στις προγραμματικές θέσεις του ΜΕΑ η Συμφωνία της Βάρκιζας χαρακτηριζόταν ως «προϊόν βίας ταξικής, ύστερα από έναν πόλεμο μιας ολόκληρης πάνοπλης αυτοκρατορίας, της Αγγλίας, εναντίον ενός ηρωικού αλλά μικρού και άοπλου λαού, του ελληνικού».
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ήταν η κατάργηση της εθνικής ανεξαρτησίας, καθώς επέκτεινε την αγγλική κατοχή σε όλη τη χώρα, η εγκαθίδρυση καθεστώτος βίας, καθώς ανέστειλε τα συνταγματικά άρθρα για τις ατομικές ελευθερίες, η επιλεκτική παραβίαση της συμφωνίας υπέρ της αντίδρασης και κατά του λαού, καθώς μπορούσε να ερμηνεύεται κατά βούληση, και η δημιουργία σχέσεων κυριαρχίας της αντίδρασης και υποταγής του λαού.
Ο Αρης υποστήριξε ότι η άρνηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας δεν αποτελούσε διάσπαση του λαϊκού αγώνα ούτε πρόκληση για άσκηση τρομοκρατίας και «παρανομιμοποίηση» του λαϊκού κινήματος.
Αντίθετα, πίστευε πως η παραδοχή της επέτρεπε τη διάσπασή του, καθώς προκαλούσε απογοήτευση στον λαό και καθιστούσε δυνατή την υποδούλωσή του με τρομοκρατικά και οικονομικά μέτρα.
Προέβλεπε δε -ορθά, όπως αποδείχθηκε- ότι «η τρομοκρατία ασκείται και θα ασκείται από την άρχουσα ολιγαρχία όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα» και προέτρεπε την ηγεσία να μην έχει «καμιά ψευδαίσθηση και αυταπάτη νομιμότητας, ύστερα μάλιστα από την ασύστολη παραβίαση και αυτής της συμφωνίας και τις συνεχιζόμενες συλλήψεις και βαρβαρότητες σε βάρος λαϊκών αγωνιστών».
Η συμπύκνωση ενός διαλόγου; Υπέρ ή κατά;
Σε όσους προέβαλλαν αντιρρήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα ανατροπής της Συμφωνίας υποστηρίζοντας ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για την εκδήλωση της αντίθεσης προς τη Συμφωνία και τους υπεύθυνους της σύναψης της, ο Αρης απαντούσε στα επιχειρήματά τους ένα προς ένα:
«Α. Κάνουμε συμμαχικό αγώνα και δεν μπορούμε να τα βάλουμε με έναν από τους συμμάχους, εφόσον συνεχίζεται ακόμη ο πόλεμος για τη συντριβή του φασισμού.
Ποτέ δεν πάψαμε και ούτε θα πάψουμε να κάνουμε συμμαχικό αγώνα. Η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας μας δεν αποτελεί διάσπασή του, αλλά βαθύτερη εξυπηρέτησή του. Αντί η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας μας να αναβληθεί για μετά το τέλος του πολέμου, αντί δηλαδή να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, μπορεί θαυμάσια από τώρα να κατοχυρωθεί, για να είναι και μεγαλύτερη η ελληνική συμβολή στον συμμαχικό αγώνα και για να μην υπάρχει και στο μέλλον περίπτωση αντίθεσής μας με οποιονδήποτε μεγάλο σύμμαχό μας.
Β. Η διεθνής φορά των πραγμάτων είναι προς τα αριστερά και, έχοντας υπομονή, δεν είναι δυνατό να χάσουμε τη δημοκρατία στην Ελλάδα.
Δεν είναι δυνατό να στηριζόμαστε αποκλειστικά στη διεθνή φορά των πραγμάτων. Η διεθνής αυτή φορά είναι πάντα ανισομερής. Και γι’ αυτό ενώ μπορεί σε μια σειρά χώρες να δημιουργηθούν λαϊκά καθεστώτα στη χώρα μας μπορεί να επιβληθεί αντιλαϊκό καθεστώς με την ξενική βία. Μόνο με από τώρα αγώνα μπορούμε να αποτρέψουμε την επιβολή ενός τέτοιου καθεστώτος.
Γ. Η αναπόφευκτη μετά τον πόλεμο κεφαλαιοκρατική κρίση θα κάνει αδύνατη οποιαδήποτε λύση οποιοσδήποτε ζητήματος των μαζών. Και αυτό θα αριστεροποιεί και θα επαναστικοποιεί τις μάζες. Και σε μια σειρά χώρες θα είναι αναπόφευκτη η λύση των κοινωνικών προβλημάτων προς όφελος των μαζών.
Το γεγονός ότι η μεταπολεμική κεφαλαιοκρατία δεν θα μπορέσει να λύσει τα ζητήματα των μαζών δεν σημαίνει αναγκαστικά και λαϊκές λύσεις. Αντίθετα, η κεφαλαιοκρατία. ξένη και ντόπια, θα επιδιώξει να επιβάλει με τη βία αντιλαϊκά καθεστώτα για να ξεπεράσει την κρίση της σε βάρος των μαζών. Από τον αγώνα τον δικό μας από τώρα θα εξαρτηθεί η ματαίωση των κεφαλαιοκρατικών επιδιώξεων.
Δ. Η χώρα μας είναι ερειπωμένη, οι συγκοινωνίες της κατεστραμμένες, ο κόσμος κουρασμένος από τον πολύχρονο και πολυμέτωπο αγώνα και δεν σηκώνει νέα επανάσταση.
Η καταστροφή και η ερείπωση της χώρας μας. το κούρασμα του κόσμου, δεν είναι λόγος για να δεχθούμε την υποδούλωσή της. Ο ελληνικός λαός με τους πρόσφατους αγώνες του απέδειξε ότι δεν διστάζει για οποιαδήποτε θυσία, αρκεί να πετύχει τη λευτεριά του. Και δέχεται, για τον σκοπό αυτό, να συνεχίσει τις θυσίες του, αρκεί να ξέρει ότι μια αποφασιστική ηγεσία με δυναμικότητα είναι ικανή να τον κάνει νοικοκύρη στον τόπο του.
Ε. Είναι κουτό, μια που χάσαμε τόσες ευκαιρίες να κατοχυρώσουμε την ανεξαρτησία της χώρας μας και τη λαϊκή κυριαρχία, να κινηθούμε τώρα, που δεν παρουσιάζεται τέτοια ευκαιρία κι έχουμε παραδώσει τα όπλα.
Αν χάθηκαν τόσες και τόσες ευκαιρίες για την εγκαθίδρυση λαϊκού καθεστώτος, δεν είναι δικό μας το σφάλμα, αλλά της ως τα τώρα ηγεσίας του κινήματος. Η παράδοση των όπλων δεν αποτελεί εμπόδιο. Οταν τα βάλαμε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, όπλα δεν είχαμε. Και αποκτήσαμε. Και τώρα, αν μας χρειαστούν και όσα μας χρειαστούν, θα τα αποκτήσουμε. Για το δίκαιο και την πίστη ποτέ δεν χάνεται η ευκαιρία.
Στ. Μια συνέχιση του αγώνα είναι αντίθετη προς τους πόθους των μαζών και θα μας αποξενώσει από αυτές, μεταβάλλοντάς μας σε καλούς ίσως ήρωες, αλλά πάντως ξένους, που δεν τους ακολούθησε η μάζα.
Αν ο πόθος των μαζών ήταν η με οποιαδήποτε θυσία ειρήνευση, τότε δύο δρόμοι θα έμπαιναν μπροστά μας: ή να τον ικανοποιήσουμε ή να αντιταχθούμε σε αυτόν. Γιατί ο ηγέτης ποτέ δεν πρέπει να είναι κοντόφθαλμος και να βλέπει μόνο τον τωρινό άμεσο πόθο της μάζας. Αλλά είναι ο πόθος της μάζας όπως τον παρουσιάζουν σήμερα οι αντιρρησίες; Οχι, απαντούν αποστομωτικά η εποποιία της Αθήνας, οι εκδηλώσεις και οι κινητοποιήσεις που γίνονται σε όλη την Ελλάδα μετά τη Συμφωνία. Οχι, απαντάει το ολόθερμο αγκάλιασμα του δικού μας ξεκινήματος για τη συγκρότηση του ΜΕΑ, την ανασυγκρότηση του ΕΛΑΣ και τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Κουράστηκαν και ζαλίστηκαν τα μυαλά των -και τώρα- ηγητόρων του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και όχι του λαού μας.
Ζ. Η συνέχιση του αγώνα ύστερα από μια ήττα είναι λύση απελπισίας, που δεν υπάρχει λόγος να την ακολουθήσουμε αφού με τη Συμφωνία της Βάρκιζας εξασφαλίζουμε ένα μίνιμουμ ελευθεριών, που θα μας επιτρέψουν να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε την επαφή μας με τη μάζα και να την κατακτήσουμε, να προετοιμαστούμε και να οργανωθούμε και με το δημοψήφισμα και τις εκλογές να πετύχουμε τη δημοκρατική ανάπλαση του τόπου μας.
Η συνέχιση του αγώνα δεν αποτελεί λύση απελπισίας, αλλά λαϊκή προσταγή και επιτακτική ανάγκη. Ο λαός αναρωτιέται: γιατί έφθασα ως εδώ και σταματώ; Γιατί έκανα όλον αυτό τον αγώνα κι έδωσα όλες αυτές τις θυσίες, αν ήταν ο αγώνας μου αυτός να καταλήξει σε απλή αλλαγή του αφεντικού, και στη θέση του Γερμανού και του Γαλλικού να έχω τώρα τον Αγγλο και τον μπουραντά χωροφύλακα; Ή θα έπρεπε από την αρχή να μην κάνω αυτό τον αγώνα αν οι άλλοι επρόκειτο να ρυθμίσουν την τύχη μου και να κανονίσουν το σπίτι μου, ή θα έπρεπε να τον συνεχίσω ώσπου οριστικά να αποτρέψω τον κίνδυνο αυτό. Και ο λαός, ο περίφημος αυτός ελληνικός λαός, ο δήθεν -κατά μερικούς- κουρασμένος, απαντάει μόνος στα ερωτήματα που βάζει στον εαυτό του: καλά άρχισα, καλά έφθασα ως εδώ. Εγκληματικό μου λάθος που θα δείχνει ότι θα είμαι άξιος της τύχης μου θα είναι αν δεν εξακολουθήσω τον αγώνα, αψηφώντας κάθε κόπο και θυσία, ως την πλήρη εθνική ανεξαρτησία, ώσπου να γίνω πραγματικά νοικοκύρης στον τόπο μου.
Δεν έχουμε καμία όρεξη να αυταπατόμαστε ότι θα μας δώσουν ελευθερίες και ότι θα κάνουν ανόθευτα δημοψήφισμα και εκλογές, εφόσον έχουν τη δύναμη στα χέρια τους και δεν υπάρχει καμιά αντίρροπη σε αυτούς δύναμη. Λύση απελπισίας και ουτοπία θα ήταν αν αρκούμασταν σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις άοπλων μαζών κατά ενόπλων αντιδραστικών, πράγμα που θα οδηγούσε τη μάζα σε απογοήτευση, με τη συνήθη σκέψη: αφού είχαμε τα όπλα και χάσαμε. Θα νικήσουμε τώρα μόνο με την άοπλη πάλη»;
Η δεκεμβριανή ήττα οδήγησε στη Συμφωνία
Και ενώ ο Αρης προετοίμαζε το ξεκίνημα του νέου ΕΑΜ στα βουνά της Ρούμελης, στην Αθήνα συγκλήθηκε στις 5-10 Απριλίου 1945 η 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, η πρώτη νόμιμη ολομέλεια του κόμματος μετά τη δικτατορία του Μεταξά.
Στην εισήγησή του ο Σιάντος επιχειρηματολόγησε ότι η συνέχιση του αγώνα θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά στο κόμμα. Το δίλημμα ήταν Συμφωνία ή συνέχιση του ανταρτοπόλεμου, με ταξικούς όμως όρους. Το αποτέλεσμα θα ήταν ότι «η βάση του αγώνα θα στένευε και οπωσδήποτε θα αφαιρούνταν ο χαρακτήρας που είχε πριν φύγουν οι Γερμανοί και Ιταλοί. Θα καταντούσαμε μια αίρεση που θα μπορούσαν ακόμα και να μας επικηρύξουν».
Η Συμφωνία της Βάρκιζας «είναι μια συμφωνία ανάγκης, δεν είναι όμως παράδοση άνευ όρων. Είναι ένα μίνιμουμ ελευθεριών για τη δράση. Δίνει ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη. Δίνει ακόμα το πλεονέκτημα να γίνει απόφαση των μαζών, της κοινής γνώμης του εξωτερικού και των συμμάχων». Ο Σιάντος παρότρυνε τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ αφενός να παλέψουν για την εφαρμογή της Συμφωνίας, την οποία έπρεπε να υποστηρίξουν, και αφετέρου να ασκήσουν πιέσεις γα την ψήφιση συγκεκριμένης νομοθεσίας που να κατοχυρώνει την εφαρμογή της.
Σε αυτήν τη γραμμή κινήθηκε και η εισήγηση του άλλου ισχυρού άνδρα του κόμματος, του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος υποστήριξε ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας και ήταν επόμενο οι όροι της να είναι βαρείς. Θεωρούσε εντούτοις και αυτός ότι η υπογραφή Συμφωνίας, δηλαδή η πολιτική λύση του προβλήματος, ήταν απόλυτα σωστή, καθώς παρείχε στο ΚΚΕ τη στοιχειώδη δυνατότητα να διατηρήσει τους δεσμούς του με τις μάζες ενώ εξασφάλιζε βασικές εγγυήσεις πολιτικής δράσης. Έδινε δηλαδή στο ΚΚΕ ένα ελάχιστο πλαίσιο δυνατοτήτων και προϋποθέσεων για να δουλέψει μαζικά και να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης. Η συνέχιση του ένοπλου αγώνα, σύμφωνα με τον Ιωαννίδη, θα ήταν καταστροφικό λάθος και θα συνεπάγονταν πολιτική ήττα και πολύ μεγαλύτερη ζημιά για το κόμμα, καθώς το ΚΚΕ θα έχανε τα ερείσματά του στις πόλεις και δεν θα μπορούσε να αναπτύξει καμία μαζική πολιτική δράση.
Η 11η Ολομέλεια διαπίστωσε την ορθότητα της πολιτικής γραμμής του κόμματος, αναγνώρισε ωστόσο λάθη στην πρακτική εφαρμογή της. Υπογράμμισε ιδιαίτερα τα λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του Δεκεμβρίου 1944, τα οποία εμπόδισαν την κομματική καθοδήγηση να έχει σαφή προοπτική για την πορεία της σύγκρουσης και να συνάψει μια συμφωνία με ευνοϊκότερους όρους από ό,τι η Βάρκιζα.
Δεν αμφισβητούνταν δηλαδή η Συμφωνία της Βάρκιζας αυτή καθαυτή, καθώς αναγνωριζόταν ότι συνάφθηκε ύστερα από τη στρατιωτική ήττα στην Αθήνα και ήταν κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτη. «Δώσαμε μια περίλαμπρη μάχη κατά της αντίδρασης και της Αγγλίας του Τσώρτσιλ και ηττηθήκαμε στρατιωτικά από υπεροχή υλικών μέσων. Αυτή η ήττα μας οδήγησε και στη Συμφωνία της Βάρκιζας».
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, όπως και η Συμφωνία της Γιάλτας, θεωρούνταν ότι αποτελούσαν σοβαρό πολιτικό έρεισμα στον αγώνα κατά του φασισμού και την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας.
Η αντίδραση στα μέλη του κόμματος -κυρίως μεσαία στελέχη- αντιμετωπίστηκε με μια δεύτερη απόφαση επί των οργανωτικών θεμάτων, που αφορούσε την εκκαθάριση του κόμματος και την εφαρμογή της αρχής του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού». Σε αυτό το πλαίσιο καταδικάστηκε, χωρίς να ανακοινωθεί δημόσια, η στάση του Βελουχιώτη, ο οποίος διαγράφηκε από μέλος του ΚΚΕ για απειθαρχία στη Συμφωνία.
Ζαχαριάδης: το ΕΑΜ παρέμεινε στον σωστό δρόμο
Κατά τον ίδιο τρόπο, η 12η Ολομέλεια, η οποία συγκλήθηκε με την παρουσία του Ζαχαριάδη στις 25- 27Ιουνίου 1945, δήλωνε ότι «το ΕΑΜ από την αρχή έως το τέλος της Κατοχής παρέμεινε στον σωστό δρόμο. Δεν έγιναν λάθη».11
Διαψεύδοντας όσους περίμεναν μια κριτική της πολιτικής Σιάντου, ο Ζαχαρώδης δικαιολόγησε την κατοχική πολιτική του Κόμματος διασκεδάζοντας την καχυποψία των Βρετανών και των αστών πολιτικών.
Στο πλαίσιο της πολιτικής κυβερνητικών συμμαχιών που ακολουθούσαν και άλλα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης, χάραζε μια κάθε άλλο παρά «επαναστατική» στρατηγική.
Σε υπόμνημά του στον Στάλιν για το ελληνικό πρόβλημα δύο χρόνια αργότερα (Μάιος 1947), εξηγούσε ότι το ΚΚΕ υπέγραψε τη Βάρκιζα «γιατί αντιλήφθηκε σωστά την ακατάβλητη δημοκρατική διάθεση των μαζών»12.
Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ τον Οκτώβριο 1945 δεν έγινε καμία αναφορά στη Συμφωνία της Βάρκιζας, ενώ η ίδια γραμμή διατηρήθηκε και στις πέντε ολομέλειες που συγκλήθηκαν τα τέσσερα επόμενα χρόνια μέχρι και τη λήξη του Εμφύλιου Πολέμου.
Χρονολόγιο των Δεκεμβριανών
Παρασκευή 1 Δεκέμβρη: Ο Βρετανός αντιστράτηγος Ρόναλντ Σκόμπι, διοικητής των εν Ελλάδι βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων εκδίδει διαταγή για την αποστράτευση των μαχητών της Εθνικής Αντίστασης. Η διαταγή αυτή αντιβαίνει σε όσα έχουν συμφωνηθεί με την συμφωνία του Λιβάνου. Ο ΕΛΑΣ δεν υπακούει. Το επιτελείο του ΕΛΑΣ έχει πληροφορίες πως ο Ζέρβας κάνει εκκαθαρίσεις στην Ήπειρο με ισχυρότατες δυνάμεις. Το πρωί της 1ης, ο Γεώργιος Παπανδρέου (παππούς του σημερινού δοσιλόγου του ΠΑΣΟΚ), διαβεβαιώνει τον Βρετανό πρέσβη Λίπερ ότι δεν θα υποχωρήσει σε τίποτα. Ο Λίπερ με την σειρά του, του απαντά ότι αντιλαμβάνεται την κατάσταση πεντακάθαρα και είναι έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη. Οι δύο δυνάστες, αφέντης και δήμιος μιλούν για το μέλλον του ελληνικού λαού. Καμιά εκλογή - κανένα δημοψήφισμα πριν εξουδετερωθεί του ΕΑΜ. Την ίδια ημέρα το απόγευμα ο Παπανδρέου συγκαλεί σε σύσκεψη τους υπουργούς που δεν πρόσκεινται στο ΕΑΜ και μαζί τους υπογράφει μια υπουργική απόφαση που διατάσσει την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ να παραδώσει τα όπλα της στην σχηματιζόμενη εθνοφυλακή. Το βράδυ παραιτούνται τέσσερις ΕΑΜικοί υπουργοί, οι Σβώλος, Τσιριμώκος, Αρσενίου και Ασκούτσης. Το Α' Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ συντάσσει σχέδιο ενεργείας για να αντιταχθεί σε κάθε προσπάθεια πραξικοπήματος. Το σχέδιο προβλέπει την εκκαθάριση από πραξικοπηματίες της περιοχής Γουδί - Κηφισιάς - Αθηνών.
Σάββατο 2 Δεκέμβρη: Παραιτούνται από την κυβέρνηση Παπανδρέου οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ Ζεύγος και Πορφυρογένης μη αποδεχόμενοι τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Η Κ.Ε. του ΚΚΕ συνεδριάζει και αποφασίζει τα παρακάτω:
Κυριακή 3 Δεκέμβρη: Το συλλαλητήριο πραγματοποιείται. Το πλήθος των συγκεντρωμένων Ελλήνων είναι τεράστιο. Η αστυνομία ανοίγει πυρ ενάντια στους άοπλους διαδηλωτές. Υπάρχουν πολλοί νεκροί και τραυματίες. Το Α Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ εκδίδει διαταγή επιχειρήσεων. Την επομένη θα κινηθεί για τον αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής. Αποφασίζεται αφελώς η μη συμπλοκή του με Βρετανούς.
Δευτέρα 4 Δεκέμβρη: Το δεύτερο σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας αιφνιδιάζεται από βρετανικές δυνάμεις και αφοπλίζεται στην περιοχή της Φιλοθέης. Παράλληλα δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθενται και καταλαμβάνουν πολλά αστυνομικά τμήματα σε Αθήνα και Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ εφορμά στις θέσεις που κατέχει η οργάνωση Χ στο Θησείο και τις καταλαμβάνει.
Τρίτη 5 Δεκέμβρη: Ο ΕΛΑΣ της Στερεάς ξεκινά για αφοπλισμό των δυνάμεων του Ζέρβα. Οι Βρετανοί έχουν αφήσει να διαρρεύσουν πληροφορίες για μεγάλες δυνάμεις, όμως στην πραγματικότητα ο Ζέρβας διαθέτει ελάχιστους άνδρες και την χωροφυλακή. Η πληροφορία αυτή έχει δοθεί για να αποσπαστούν τα πιο μαχητικά κομμάτια του ΕΛΑΣ εκτός των μεγάλων πόλεων. Πίσω στην Αθήνα ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει τις φυλακές Συγγρού. Χιλιάδες αγωνιστές βρίσκονται εκεί φυλακισμένοι χωρίς ή με χαλκευμένες κατηγορίες. Αργότερα κλιμάκια του ΕΛΑΣ θα κινηθούν στην Ειδική και την Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Τηλεγράφημα του Σιάντου θα ενημερώσει την Μόσχα: "Δεχόμαστε την απροκάλυπτη παρέμβαση των αγγλικών δυνάμεων παντού. Συνεχίζουμε τον αγώνα."
Τετάρτη 6 Δεκέμβρη: Η ΚΕ του ΕΛΑΣ λαμβάνει το παρακάτω μήνυμα: Η ειδική Ασφάλεια καταλήφθηκε ολοσχερώς, Οι περισσότεροι αξιωματικοί ημύνθησαν μέχρις εσχάτων. Διεσκορπίσθηκαν, αιχμάλωτοι ολίγοι. Το Δ Τμήμα Χωροφυλακής περισφίγγεται συνεχώς. Σε κάθε πεδίο μάχης ο ΕΛΑΣ έχει στο πλευρό του Αθηναίους πολίτες. Χτίζουν οδοφράγματα, λειτουργούν σαν σύνδεσμοι, φέρνουν νερό και τσιγάρα στους αντάρτες. Ο γενναίος λαός της Αθήνας έχει μπροστά του και τους Άγγλους. Το απόγευμα χτυπιέται το τμήμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Η μάχη είναι σφοδρή. Σε βοήθεια των χωροφυλάκων σπεύδουν οι Άγγλοι. Παράλληλα, η χωροφυλακή έχει ανοίξει τα τμήματα και επανοπλίσει χίτες, δοσιλόγους και εγκληματίες. Ομάδες παρακρατικών με επικεφαλής αξιωματικούς της χωροφυλακής επιτίθενται στην Καισαριανή από την περιοχή Κουπόνια. Η επίθεση τους έχει επιτυχία. Πολλά σπίτια κατοίκων καίγονται, περιουσίες καταληστεύονται και άνθρωποι εκτελούνται αδιακρίτως.
Πέμπτη 7 Δεκέμβρη: Συνεχίζεται η από τριημέρου άφιξη βρετανικών ενισχύσεων στον Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ καταβάλλει προσπάθεια να την εμποδίσει. Σκοτώνεται ο λαϊκός ήρωας του ΕΛΑΣ Πειραιά, Τουφεξής. Οι Άγγλοι βομβαρδίζουν με αεροπλάνα τον Πειραιά. Τανκ τους καίνε γραφεία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Για την μάχη του Πειραιά ο Τσόρτσιλ θα σχολιάσει: "Επιθυμητό είναι να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος αλλά ακόμα πιο αναγκαίο να κερδίσουμε μια αποφασιστική νίκη."
Παρασκευή 8 Δεκέμβρη: Η κατάσταση του Πειραιά παραμένει στάσιμη. Ισχυρές δυνάμεις ταγματασφαλιτών και χωροφυλάκων επιδράμουν στην Καισαριανή. Η μάχες θα κρατήσουν για αρκετές ώρες και τελικά οι δυνάμεις της καταπίεσης θα καθηλωθούν και θα αποδεκατιστούν. Ο λαός της Καισαριανής πανηγυρίζει.
Σάββατο 9 Δεκέμβρη: Ο ΕΛΑΣ δοκιμάζει ξανά να καταλάβει το τμήμα Μακρυγιάννη, οι χωροφύλακες με τους Άγγλους αμύνονται αποτελεσματικά. Σημεία της Αθήνας βομβαρδίζονται και "προληπτικά". Ο ΕΛΑΣ χτυπάει την Σχολή Ευελπίδων. Η επίθεση είναι αρκετά αποτελεσματική. Καταλαμβάνεται οπλισμός. Ο Τσόρτσιλ ανησυχεί και ρωτά τον Σκόμπι σε τηλεγράφημα εάν επαρκούν οι δυνάμεις του για να κρατήσει την Αθήνα. Η απάντηση που θα λάβει είναι αρνητική. Ήδη από τις πρώτες ημέρες φαίνεται η αδυναμία της Αγγλίας να επιβληθεί μετά τις ζημιές του Β Παγκοσμίου. Ο ερχομός της κηδεμονίας των ΗΠΑ αχνοφαίνεται στον ορίζοντα.
Κυριακή 10 Δεκέμβρη: Νέες επιθέσεις του ΕΛΑΣ στου Μακρυγιάννη, την σχολή Ευελπίδων και απόκρουση νέας επίθεσης στην Καισαριανή. Οι ανατολικές συνοικίες έχουν μετατραπεί σε κάστρα του ΕΛΑΣ. Βομβαρδίζεται το Νοσοκομείο της Καισαριανής και η Νέα Σμύρνη. Στις 21:00 η ΚΕ του ΕΛΑΣ θα λάβει το μήνυμα : "Εν Αθήνα κατάστασις αμετάβλητος". Οι Άγγλοι έχουν πια στην κατοχή τους ισχυρότατες δυνάμεις, τανκ και αεροπορία. Ξεκινούν να οργανώνουν καλύτερα τις θέσεις τους.
Δευτέρα 11 Δεκέμβρη: Οι δυνάμεις των Άγγλων επεκτείνουν την κατοχή τους στις κεντρικές αρτηρίες των Αθηνών. Ο ΕΛΑΣ χτυπά ξανά το τμήμα του Μακρυγιάννη και την σχολή Ευελπίδων. Ο Τσόρτσιλ σε μήνυμά του στον Αμερικανό του ομόλογο θα δηλώσει " Δεν περίμενα τέτοια σθεναρή αντίσταση από το ΕΑΜ". Ο Βρετανός στρατάρχης Αλεξάντερ φθάνει στην Αθήνα και αποφασίζει την αντικατάσταση του Σκόμπι από τον Τζον Χόκσγουερθ. Για να μην τρωθεί το αγγλικό γόητρο ο Σκόμπι παραμένει στην Ελλάδα και ορίζεται υπεύθυνος διαπραγματεύσεων.
Τρίτη 12 Δεκέμβρη: Γίνεται η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια συνεννόησης των αντιμαχόμενων. Ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει την Σχολή Ευελπίδων ενώ παράλληλα για αντίποινα ισχυρές δυνάμεις Άγγλων και χωροφυλακής χτυπούν το νοσοκομείο Σωτηρία. Στο νοσοκομείο γίνεται μακελειό. Σφάζονται αδιακρίτως από τους μπουραντάδες της ασφάλειας τραυματισμένοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, παλαίμαχοι ανάπηροι του αλβανικού και τραυματίες πολίτες από τους βομβαρδισμούς του Σκόμπι. Η κοινή γνώμη φρίττει.
Τετάρτη 13 Δεκέμβρη: Νέες αποβάσεις των Άγγλων στο Φάληρο. Νέες μάχες στον Πειραιά μεταξύ των Άγγλων και του ΕΛΑΣ. Αγγλικά πλοία κανονιοβολούν την πόλη. Ο ΕΛΑΣ αναδιατάσσει τις δυνάμεις του σε Φάληρο και Καστέλλα. Το βράδυ ο ΕΛΑΣ θα καταβάλλει σημαντικότατο πλήγμα με μαζική επίθεσή του στην περιοχή Μοσχάτου και Φαλήρου. Ο κομμουνιστής ηγέτης Κόστοφ της Βουλγαρίας θα επαινέσει σε τηλεγράφημά του τον ελληνικό λαό και τον ΕΛΑΣ.
Πέμπτη 14 Δεκέμβρη: Νέες βρετανικές αποβάσεις σε Καστέλλα και Πειραιά. Η Άγγλοι ξαναπάιρνουν το πάνω χέρι στην πόλη. Ο Δημητρόφ με τηλεγράφημά του στον Σιάντο θα ενθαρρύνει τους Έλληνες και τον ΕΛΑΣ. Παράλληλα η Μόσχα προβαίνει σε διάβημα διαμαρτυρίας για την κατάσταση στην Αθήνα.
Παρασκευή 15 Δεκέμβρη: Ο συσχετισμός δυνάμεων που ήταν ήδη από τις πρώτες ημέρες κακός αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος για τον ΕΛΑΣ. Οι νέες μονάδες των Άγγλων προωθούνται στην Αθήνα. Καταλαμβάνεται ο Παρθενώνας και στήνονται πολυβόλα που χτυπούν στου Μακρυγιάννη και σε όλη την Αθήνα. Το ελληνικό σύμβολο της δημοκρατίας μετατρέπεται σε σύμβολο καταπίεσης. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ καταλαμβάνουν και ανατινάσσουν την Γενική Ασφάλεια Αττικής. Παράλληλα οι Άγγλοι διενεργούν μεγάλη αντεπίθεση σε Μακρυγιάννη, Προφήτη Ηλία, και Πειραιά. Βομβαρδίζονται τα Λιόσια και οι Άγιοι Ανάργυροι.
Σάββατο 16 Δεκέμβρη: Εντατικές επιθέσεις των Άγγλων και της χωροφυλακής σε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά, οι Άγγλοι αποκρούονται στο Ζάππειο. Η Αθήνα γεμίζει βρετανικά τανκ και η αεροπορία βομβαρδίζει ολημερίς. Ο ΕΛΑΣ θα αντεπιτεθεί το βράδυ σε όλα τα μέτωπα. Στο κεντρικό αρχηγείο θα φθάσει το μήνυμα: "Κέντρο- Πειραιάς εκκενώθει, Προφήτης Ηλίας απωλέσθη, 4 γεμάτα σκάφη αφίχθηκαν στον Πειραιά. Στερούμεθα δυνάμεων, οπλισμού, πυρομαχικών, κατάστασις πολύ σοβαρή". Παράλληλα ο ΕΛΑΣ Στερεάς έχει απωθήσει τις δυνάμεις του Ζέρβα μακριά στην Πρέβεζα και προχωρεί ακάθεκτος, η ηγεσία του ΕΔΕΣ αυτομολεί στην Κέρκυρα.
Κυριακή 17 Δεκέμβρη: Γενικευμένες επιχειρήσεις των κυβερνητικών και αγγλικών δυνάμεων. Οι Άγγλοι δέχονται χτυπήματα παντού και προχωρούν αργά. Το Ζάππειο κρατάει ακόμα. Στους χωροφύλακες κυκλοφορεί η φράση ότι αν περνάς από το Ζάππειο πρέπει να έχεις κάνει διαθήκη.
Δευτέρα 18 Δεκέμβρη: Αργά αλλά σταθερά οι δυνάμεις της χωροφυλακής και των Άγγλων περνούν σε αντεπίθεση. Διενεργούνται επιθετικές ενέργειες σε Ζάππειο, Μακρυγιάννη, Βεΐκου, Φιλοπάππου, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη. Η Συγγρού περνά στα χέρια των κυβερνητικών. Διενεργούνται συλλήψεις και εκτελέσεις δίκην δεκατισμού. Η αγγλική αεροπορία πολυβολέι όλη την ημέρα τις θέσεις του ΕΛΑΣ στο Μαρούσι. Ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει τις γυναικείες και τις ανδρικές φυλακές Αβέρωφ. Συλλαμβάνονται 130 δοσίλογοι.
Τρίτη 19 Δεκέμβρη: Νέες επιθετικές πρωτοβουλίες των Άγγλων και νέες ολονύχτιες αποβάσεις στον Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ απωθεί δυνάμεις των κυβερνητικών στις φυλακές Αβέρωφ. Οι κυβερνητικοί χτυπούν με λύσσα την Κυψέλη με τανκ και αεροπλάνα. Μεγάλη νίκη του ΕΛΑΣ στην Κηφισιά όπου καταλαμβάνεται το αγγλικό στρατηγείο αεροπορίας. Συλλαμβάνονται αξιωματικοί, οπλίτες καθώς και ένας στρατηγός. Καταλαμβάνονται άφθονα λάφυρα. Νίκη του ΕΛΑΣ και στην περιοχή της Πρέβεζας.
Τετάρτη 20 Δεκέμβρη: Προώθηση των Άγγλων στην Νέα Σμύρνη, το Κουκάκι και την Καλλιθέα. Καταλαμβάνεται ο λόφος της Σικελίας. Επιθετικές πρωτοβουλίες και σε άλλα σημεία. Το Ζάππειο απωθεί για τρίτη φορά του Άγγλους.
Πέμπτη 21 Δεκέμβρη: Οι Άγγλοι μένουν στάσιμοι σε όλη την Αθήνα όλο το πρωί. Η αεροπορία και το πυροβολικό βάλλει με όλμους σε Γαλάτσι, Κυψέλη, Αχαρνών, Άγιο Παντελεήμονα και Πατήσια. Η 8η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, απαγκιστρώνεται από το Χαροκόπο.
Παρασκευή 22 Δεκέμβρη: Ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης για τον ΕΛΑΣ. Τμήματα της 8ης Ταξιαρχίας υποχωρούν στα Πετράλωνα και μετά στην Ακαδημία Πλάτωνος. Στην Δραπετσώνα η κατάσταση είναι εξίσου δύσκολη όπως και στον Πειραιά. Η Καισαριανή έχει ισοπεδωθεί από τα αεροπλάνα. Η 13 Μεραρχία που φθάνει από την επαρχεία αδυνατεί να καταλάβει το Ρουφ.
Σάββατο 23 Δεκέμβρη: Άγριες μάχες σε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ βρίσκεται σε άμυνα. Οι Άγγλοι με το τέλος την ημέρας δεν κατέχουν ούτε ένα μέτρο γης παραπάνω. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Κυριακή 24 Δεκέμβρη: Οι κυβερνητικοί κερδίζουν έδαφος σε Πειραιά και Αθήνα. Φθάνουν μέχρι την Καισαριανή όπου απωθούνται πίσω. Στήνονται φρούρια του ΕΛΑΣ στον λόφο του αράπη. όλη την νύχτα η Καισαριανή βομβαρδίζεται. Ο λαός της μεταφέρει τα κομμάτια από τα πεσμένα του σπίτια για να χτίσει οδοφράγματα. Ο ΕΛΑΣ πιέζεται στην γραμμή Ψυρρή - Πλάκα - Κεραμεικό. Στην Δραπετσώνα η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη για τον ΕΛΑΣ που περνά και σε αντεπίθεση. Το απόγευμα μια γιγάντια έκρηξη κατεδαφίζει τις φυλακές - σύμβολο καταπίεσης του Χατζηκώστα. Το ίδιο βράδυ ο ΕΛΑΣ παγιδεύει με εκρηκτικά την Μεγάλη Βρετανία. Η ανατίναξη αναβάλλεται για την επόμενη που αναμένεται η άφιξη του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα.
Δευτέρα 25 Δεκέμβρη: Το αεροπλάνο του Τσόρτσιλ προσγειώνεται στο Καλαμάκι. Μέσα στο αεροπλάνο γίνεται η πρώτη σύσκεψη με τους Τσόρτσιλ, Μακμίλαν, Λίπερ και Αλεξάντερ. Ο Αλεξάντερ ενημερώνει ότι η κατάσταση είναι σοβαρή όμως τώρα τα πράγματα βαίνουν προς το καλύτερο. Αγγλικές δυνάμεις διενεργούν άγρια επίθεση στον ηλεκτρικό. Καταλαμβάνεται ο σταθμός του Μοσχάτου. Σκληρές οδομαχίες σε Ρέντη και Δραπετσώνα. Οι δυνάμεις που μεταφέρονται από το ιταλικό μέτωπο ξεκινούν να έχουν αποτελέσματα για τους Άγγλους.
Τρίτη 26 Δεκέμβρη: Μεγάλη σύσκεψη στο υπουργείο εσωτερικών υπό τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Παρευρίσκονται Τσόρτσιλ και Ίντεν καθώς και ο Αμερικάνος πρέσβης Μακβί και ο συνταγματάρχης Ποπόφ. Από την ελληνική μεριά παρευρίσκονται οι Παπανδρέου, Σοφούλης, Πλαστήρας, Μάξιμος και Καφαντάρης. Το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ εκπροσωπούν οι Σιάντος, Παρτσαλίδης και Μάντακας που φθάνουν ενώ η συζήτηση έχει ξεκινήσει. Δεν βρίσκεται συμβιβαστική λύση.
Τετάρτη 27 Δεκέμβρη: Πλήθος εντατικών επιθετικών ενεργειών των κυβερνητικών δυνάμεων. Καταλαμβάνεται του Ψυρρή, το Μεταξουργείο και βάλλεται ο ΕΛΑΣ στον Καραβά και την Δραπετσώνα. Πέφτει το Ζάππειο. Νέα πολιτική σύσκεψη ΕΑΜ - Παπανδρέου και Άγγλων χωρίς να βρίσκεται λύση.
Πέμπτη 28 Δεκέμβρη: Καταλαμβάνεται ολόκληρη η περιοχή Ψυρρή. Οι Άγγλοι απωθούνται τρεις φορές σε μια μέρα στην Καισαριανή. Η αεροπορία βομβαρδίζει όλο το βράδυ τις ανατολικές συνοικίες.
Παρασκευή 29 Δεκέμβρη : Άγγλοι και χωροφύλακες πιέζουν έντονα τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στους Αμπελόκηπους και το Γηροκομείο.
Η διάταξη των ανδρών του ΕΛΑΣ έχει ως εξής:
Σάββατο 30 Δεκέμβρη: Σφοδρή επίθεση Άγγλων κατά του Βύρωνα και της Καισαριανής που στέφεται με επιτυχία. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ διαρρέουν στον Υμηττό. Από εκεί συμπτύχθηκαν στο Κορωπί.
Κυριακή 31 Δεκέμβρη: Ο ΕΛΑΣ της Στερεάς έχει πλήρως καταλάβει την Ήπειρο και την Πρέβεζα. Δεν αναφέρονται σοβαρές μάχες στην Αθήνα ή τον Πειραιά.
Δευτέρα 1 Γενάρη 1945: Διενεργούνται προπαρασκευαστικές κινήσεις των Άγγλων μετά την κατάληψη των ανατολικών συνοικιών. Η επίθεση γίνεται με κατεύθυνση το Γηροκομείο - Αμπελόκηπους αλλά και την Καλογρέζα και την Νέα Ιωνία. Σε όλη την διάρκεια της ημέρας πυρά πεζικού, όλμων και πυροβολικού βάλλουν σε όλη την Αθήνα.
Τρίτη 2 Γενάρη: Από το πρωί βρίσκεται σε εξέλιξη μεγάλη επιχείρηση των Άγγλων ενάντια στον ΕΛΑΣ στους Αμπελόκηπους. Καταλαμβάνεται το Γηροκομείο που όμως με αντεπίθεση του το ανακαταλαμβάνει ο ΕΛΑΣ. Αργότερα θα παρθεί και πάλι από τους Άγγλους. Διενεργούνται νυχτερινές επιθέσεις του ΕΛΑΣ στο κέντρο της Αθήνας που όμως βρίσκουν ισχυρή αντίσταση. Μεγάλη επίθεση των Άγγλων στην περιοχή Εξαρχείων - Νεάπολης και Χατζηκώστα. Προσπάθεια διείσδυσης μικρών μονάδων του ΕΛΑΣ σε Καισαριανή και Βύρωνα δεν πετυχαίνει. Σκληρές μάχες και στον Πειραιά και την Κοκκινιά. Ο ΕΛΑΣ δέχεται πίεση στην Δραπετσώνα, τον Καραβά και την Ευγένεια.
Τετάρτη 3 Γενάρη: Οι θέσεις του ΕΛΑΣ σε όλη την Αθήνα βάλλονται από σφοδρές επιθέσεις της αεροπορίας. Άγγλοι καταλαμβάνουν τα Τουρκοβούνια και το Ψυχικό και προχωρούν στο Γκύζη. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συμπτύσσονται στην Καλογρέζα και στις φυλακές Αβέρωφ. Στον Πειραιά η κατάσταση είναι δραματική για τον ΕΛΑΣ.
Πέμπτη 4 Γενάρη: Νυχτερινή επίθεση του ΕΛΑΣ για ανακατάληψη των Τουρκοβουνίων και του Ψυχικού. Η επίθεση δεν έχει αποτέλεσμα καθώς οι θέσεις των Άγγλων ενισχύονται από τανκ. Οι Άγγλοι προωθούνται. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ στον Πειραιά εκκενώνει την πόλη και συμπτύσσεται στον Ασπρόπυργο. Στις 23:50, το Α' Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ διατάσσει όλες τις μονάδες να συμπτυχθούν προς Κουκουβάουνες, Βαρυμπόμπη και Μενίδι.
Παρασκευή 5 Γενάρη: Ο ΕΛΑΣ υποχωρεί και φθάνει στο Μενίδι. Τα αγγλικά αεροπλάνα χτυπούν με μεγαλύτερη ευκολία τώρα την ανοιχτή ύπαιθρο. Τον μάχιμο ΕΛΑΣ ακολουθούν και πολίτες που φοβούνται τα αντίποινα. Ο ΕΛΑΣ προσπαθεί να αναδιατάξει τις δυνάμεις του στην περιοχή Τατόι - Αγ. Μερκούριος - Κακοσάλεσι.
Σάββατο 6 Γενάρη: Ο ΕΛΑΣ υποχωρεί πιεζόμενος, νέα γραμμή ανασύνταξης Χασιά - Δεκέλεια - Μπογιάτι
Κυριακή 7 Γενάρη: Το απόγευμα εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ παρουσιάζεται στο βρετανικό αρχηγείο και παραδίδει μήνυμα του Ζεύγου όπου ζητάται από την ΚΕ του ΕΛΑΣ η κατάπαυση πυρός και η διευθέτηση των διαπραγματεύσεων. Εκεί λαμβάνεται η διαβεβαίωση ότι ο Σκόμπι είναι έτοιμος να συνεργαστεί με τους ηγέτες του ΕΛΑΣ.
Δευτέρα - Τετάρτη 8 -10 Γενάρη: Συνεχίζεται η βαθμιαία υποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ πέρα του λεκανοπεδίου και προς την Στερεά. Κλιμάκια του ΕΛΑΣ Στερεάς έχουν ήδη φθάσει κοντά στην Αττική. Εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ αφικνούνται στο αρχηγείο του Σκόμπι.
Πέμπτη 11 Γενάρη: Υπογράφεται η ανακωχή ανάμεσα στις βρετανικές δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ. Την συμφωνία υπογράφει ο Σκόμπι και για τον ΕΛΑΣ οι Παρτσαλίδης, Ζεύγος, Αθηνέλλης και Μακρίδης.
Σάββατο 2 Δεκέμβρη: Παραιτούνται από την κυβέρνηση Παπανδρέου οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ Ζεύγος και Πορφυρογένης μη αποδεχόμενοι τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Η Κ.Ε. του ΚΚΕ συνεδριάζει και αποφασίζει τα παρακάτω:
- Να απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις της Βρετανίας, της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ.
- Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στο Σύνταγμα την επόμενη στις 11:00
- Να οργανωθεί παλλαϊκή απεργία στις 4 Δεκέμβρη
- Να ανασυγκροτηθεί η ΚΕ του ΕΛΑΣ και να αποκοπεί από το αρχηγείο του Σκόμπι.
Κυριακή 3 Δεκέμβρη: Το συλλαλητήριο πραγματοποιείται. Το πλήθος των συγκεντρωμένων Ελλήνων είναι τεράστιο. Η αστυνομία ανοίγει πυρ ενάντια στους άοπλους διαδηλωτές. Υπάρχουν πολλοί νεκροί και τραυματίες. Το Α Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ εκδίδει διαταγή επιχειρήσεων. Την επομένη θα κινηθεί για τον αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής. Αποφασίζεται αφελώς η μη συμπλοκή του με Βρετανούς.
Δευτέρα 4 Δεκέμβρη: Το δεύτερο σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας αιφνιδιάζεται από βρετανικές δυνάμεις και αφοπλίζεται στην περιοχή της Φιλοθέης. Παράλληλα δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθενται και καταλαμβάνουν πολλά αστυνομικά τμήματα σε Αθήνα και Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ εφορμά στις θέσεις που κατέχει η οργάνωση Χ στο Θησείο και τις καταλαμβάνει.
Τρίτη 5 Δεκέμβρη: Ο ΕΛΑΣ της Στερεάς ξεκινά για αφοπλισμό των δυνάμεων του Ζέρβα. Οι Βρετανοί έχουν αφήσει να διαρρεύσουν πληροφορίες για μεγάλες δυνάμεις, όμως στην πραγματικότητα ο Ζέρβας διαθέτει ελάχιστους άνδρες και την χωροφυλακή. Η πληροφορία αυτή έχει δοθεί για να αποσπαστούν τα πιο μαχητικά κομμάτια του ΕΛΑΣ εκτός των μεγάλων πόλεων. Πίσω στην Αθήνα ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει τις φυλακές Συγγρού. Χιλιάδες αγωνιστές βρίσκονται εκεί φυλακισμένοι χωρίς ή με χαλκευμένες κατηγορίες. Αργότερα κλιμάκια του ΕΛΑΣ θα κινηθούν στην Ειδική και την Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Τηλεγράφημα του Σιάντου θα ενημερώσει την Μόσχα: "Δεχόμαστε την απροκάλυπτη παρέμβαση των αγγλικών δυνάμεων παντού. Συνεχίζουμε τον αγώνα."
Τετάρτη 6 Δεκέμβρη: Η ΚΕ του ΕΛΑΣ λαμβάνει το παρακάτω μήνυμα: Η ειδική Ασφάλεια καταλήφθηκε ολοσχερώς, Οι περισσότεροι αξιωματικοί ημύνθησαν μέχρις εσχάτων. Διεσκορπίσθηκαν, αιχμάλωτοι ολίγοι. Το Δ Τμήμα Χωροφυλακής περισφίγγεται συνεχώς. Σε κάθε πεδίο μάχης ο ΕΛΑΣ έχει στο πλευρό του Αθηναίους πολίτες. Χτίζουν οδοφράγματα, λειτουργούν σαν σύνδεσμοι, φέρνουν νερό και τσιγάρα στους αντάρτες. Ο γενναίος λαός της Αθήνας έχει μπροστά του και τους Άγγλους. Το απόγευμα χτυπιέται το τμήμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Η μάχη είναι σφοδρή. Σε βοήθεια των χωροφυλάκων σπεύδουν οι Άγγλοι. Παράλληλα, η χωροφυλακή έχει ανοίξει τα τμήματα και επανοπλίσει χίτες, δοσιλόγους και εγκληματίες. Ομάδες παρακρατικών με επικεφαλής αξιωματικούς της χωροφυλακής επιτίθενται στην Καισαριανή από την περιοχή Κουπόνια. Η επίθεση τους έχει επιτυχία. Πολλά σπίτια κατοίκων καίγονται, περιουσίες καταληστεύονται και άνθρωποι εκτελούνται αδιακρίτως.
Πέμπτη 7 Δεκέμβρη: Συνεχίζεται η από τριημέρου άφιξη βρετανικών ενισχύσεων στον Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ καταβάλλει προσπάθεια να την εμποδίσει. Σκοτώνεται ο λαϊκός ήρωας του ΕΛΑΣ Πειραιά, Τουφεξής. Οι Άγγλοι βομβαρδίζουν με αεροπλάνα τον Πειραιά. Τανκ τους καίνε γραφεία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Για την μάχη του Πειραιά ο Τσόρτσιλ θα σχολιάσει: "Επιθυμητό είναι να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος αλλά ακόμα πιο αναγκαίο να κερδίσουμε μια αποφασιστική νίκη."
Παρασκευή 8 Δεκέμβρη: Η κατάσταση του Πειραιά παραμένει στάσιμη. Ισχυρές δυνάμεις ταγματασφαλιτών και χωροφυλάκων επιδράμουν στην Καισαριανή. Η μάχες θα κρατήσουν για αρκετές ώρες και τελικά οι δυνάμεις της καταπίεσης θα καθηλωθούν και θα αποδεκατιστούν. Ο λαός της Καισαριανής πανηγυρίζει.
Σάββατο 9 Δεκέμβρη: Ο ΕΛΑΣ δοκιμάζει ξανά να καταλάβει το τμήμα Μακρυγιάννη, οι χωροφύλακες με τους Άγγλους αμύνονται αποτελεσματικά. Σημεία της Αθήνας βομβαρδίζονται και "προληπτικά". Ο ΕΛΑΣ χτυπάει την Σχολή Ευελπίδων. Η επίθεση είναι αρκετά αποτελεσματική. Καταλαμβάνεται οπλισμός. Ο Τσόρτσιλ ανησυχεί και ρωτά τον Σκόμπι σε τηλεγράφημα εάν επαρκούν οι δυνάμεις του για να κρατήσει την Αθήνα. Η απάντηση που θα λάβει είναι αρνητική. Ήδη από τις πρώτες ημέρες φαίνεται η αδυναμία της Αγγλίας να επιβληθεί μετά τις ζημιές του Β Παγκοσμίου. Ο ερχομός της κηδεμονίας των ΗΠΑ αχνοφαίνεται στον ορίζοντα.
Κυριακή 10 Δεκέμβρη: Νέες επιθέσεις του ΕΛΑΣ στου Μακρυγιάννη, την σχολή Ευελπίδων και απόκρουση νέας επίθεσης στην Καισαριανή. Οι ανατολικές συνοικίες έχουν μετατραπεί σε κάστρα του ΕΛΑΣ. Βομβαρδίζεται το Νοσοκομείο της Καισαριανής και η Νέα Σμύρνη. Στις 21:00 η ΚΕ του ΕΛΑΣ θα λάβει το μήνυμα : "Εν Αθήνα κατάστασις αμετάβλητος". Οι Άγγλοι έχουν πια στην κατοχή τους ισχυρότατες δυνάμεις, τανκ και αεροπορία. Ξεκινούν να οργανώνουν καλύτερα τις θέσεις τους.
Δευτέρα 11 Δεκέμβρη: Οι δυνάμεις των Άγγλων επεκτείνουν την κατοχή τους στις κεντρικές αρτηρίες των Αθηνών. Ο ΕΛΑΣ χτυπά ξανά το τμήμα του Μακρυγιάννη και την σχολή Ευελπίδων. Ο Τσόρτσιλ σε μήνυμά του στον Αμερικανό του ομόλογο θα δηλώσει " Δεν περίμενα τέτοια σθεναρή αντίσταση από το ΕΑΜ". Ο Βρετανός στρατάρχης Αλεξάντερ φθάνει στην Αθήνα και αποφασίζει την αντικατάσταση του Σκόμπι από τον Τζον Χόκσγουερθ. Για να μην τρωθεί το αγγλικό γόητρο ο Σκόμπι παραμένει στην Ελλάδα και ορίζεται υπεύθυνος διαπραγματεύσεων.
Τρίτη 12 Δεκέμβρη: Γίνεται η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια συνεννόησης των αντιμαχόμενων. Ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει την Σχολή Ευελπίδων ενώ παράλληλα για αντίποινα ισχυρές δυνάμεις Άγγλων και χωροφυλακής χτυπούν το νοσοκομείο Σωτηρία. Στο νοσοκομείο γίνεται μακελειό. Σφάζονται αδιακρίτως από τους μπουραντάδες της ασφάλειας τραυματισμένοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, παλαίμαχοι ανάπηροι του αλβανικού και τραυματίες πολίτες από τους βομβαρδισμούς του Σκόμπι. Η κοινή γνώμη φρίττει.
Τετάρτη 13 Δεκέμβρη: Νέες αποβάσεις των Άγγλων στο Φάληρο. Νέες μάχες στον Πειραιά μεταξύ των Άγγλων και του ΕΛΑΣ. Αγγλικά πλοία κανονιοβολούν την πόλη. Ο ΕΛΑΣ αναδιατάσσει τις δυνάμεις του σε Φάληρο και Καστέλλα. Το βράδυ ο ΕΛΑΣ θα καταβάλλει σημαντικότατο πλήγμα με μαζική επίθεσή του στην περιοχή Μοσχάτου και Φαλήρου. Ο κομμουνιστής ηγέτης Κόστοφ της Βουλγαρίας θα επαινέσει σε τηλεγράφημά του τον ελληνικό λαό και τον ΕΛΑΣ.
Πέμπτη 14 Δεκέμβρη: Νέες βρετανικές αποβάσεις σε Καστέλλα και Πειραιά. Η Άγγλοι ξαναπάιρνουν το πάνω χέρι στην πόλη. Ο Δημητρόφ με τηλεγράφημά του στον Σιάντο θα ενθαρρύνει τους Έλληνες και τον ΕΛΑΣ. Παράλληλα η Μόσχα προβαίνει σε διάβημα διαμαρτυρίας για την κατάσταση στην Αθήνα.
Παρασκευή 15 Δεκέμβρη: Ο συσχετισμός δυνάμεων που ήταν ήδη από τις πρώτες ημέρες κακός αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος για τον ΕΛΑΣ. Οι νέες μονάδες των Άγγλων προωθούνται στην Αθήνα. Καταλαμβάνεται ο Παρθενώνας και στήνονται πολυβόλα που χτυπούν στου Μακρυγιάννη και σε όλη την Αθήνα. Το ελληνικό σύμβολο της δημοκρατίας μετατρέπεται σε σύμβολο καταπίεσης. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ καταλαμβάνουν και ανατινάσσουν την Γενική Ασφάλεια Αττικής. Παράλληλα οι Άγγλοι διενεργούν μεγάλη αντεπίθεση σε Μακρυγιάννη, Προφήτη Ηλία, και Πειραιά. Βομβαρδίζονται τα Λιόσια και οι Άγιοι Ανάργυροι.
Σάββατο 16 Δεκέμβρη: Εντατικές επιθέσεις των Άγγλων και της χωροφυλακής σε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά, οι Άγγλοι αποκρούονται στο Ζάππειο. Η Αθήνα γεμίζει βρετανικά τανκ και η αεροπορία βομβαρδίζει ολημερίς. Ο ΕΛΑΣ θα αντεπιτεθεί το βράδυ σε όλα τα μέτωπα. Στο κεντρικό αρχηγείο θα φθάσει το μήνυμα: "Κέντρο- Πειραιάς εκκενώθει, Προφήτης Ηλίας απωλέσθη, 4 γεμάτα σκάφη αφίχθηκαν στον Πειραιά. Στερούμεθα δυνάμεων, οπλισμού, πυρομαχικών, κατάστασις πολύ σοβαρή". Παράλληλα ο ΕΛΑΣ Στερεάς έχει απωθήσει τις δυνάμεις του Ζέρβα μακριά στην Πρέβεζα και προχωρεί ακάθεκτος, η ηγεσία του ΕΔΕΣ αυτομολεί στην Κέρκυρα.
Κυριακή 17 Δεκέμβρη: Γενικευμένες επιχειρήσεις των κυβερνητικών και αγγλικών δυνάμεων. Οι Άγγλοι δέχονται χτυπήματα παντού και προχωρούν αργά. Το Ζάππειο κρατάει ακόμα. Στους χωροφύλακες κυκλοφορεί η φράση ότι αν περνάς από το Ζάππειο πρέπει να έχεις κάνει διαθήκη.
Δευτέρα 18 Δεκέμβρη: Αργά αλλά σταθερά οι δυνάμεις της χωροφυλακής και των Άγγλων περνούν σε αντεπίθεση. Διενεργούνται επιθετικές ενέργειες σε Ζάππειο, Μακρυγιάννη, Βεΐκου, Φιλοπάππου, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη. Η Συγγρού περνά στα χέρια των κυβερνητικών. Διενεργούνται συλλήψεις και εκτελέσεις δίκην δεκατισμού. Η αγγλική αεροπορία πολυβολέι όλη την ημέρα τις θέσεις του ΕΛΑΣ στο Μαρούσι. Ο ΕΛΑΣ καταλαμβάνει τις γυναικείες και τις ανδρικές φυλακές Αβέρωφ. Συλλαμβάνονται 130 δοσίλογοι.
Τρίτη 19 Δεκέμβρη: Νέες επιθετικές πρωτοβουλίες των Άγγλων και νέες ολονύχτιες αποβάσεις στον Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ απωθεί δυνάμεις των κυβερνητικών στις φυλακές Αβέρωφ. Οι κυβερνητικοί χτυπούν με λύσσα την Κυψέλη με τανκ και αεροπλάνα. Μεγάλη νίκη του ΕΛΑΣ στην Κηφισιά όπου καταλαμβάνεται το αγγλικό στρατηγείο αεροπορίας. Συλλαμβάνονται αξιωματικοί, οπλίτες καθώς και ένας στρατηγός. Καταλαμβάνονται άφθονα λάφυρα. Νίκη του ΕΛΑΣ και στην περιοχή της Πρέβεζας.
Τετάρτη 20 Δεκέμβρη: Προώθηση των Άγγλων στην Νέα Σμύρνη, το Κουκάκι και την Καλλιθέα. Καταλαμβάνεται ο λόφος της Σικελίας. Επιθετικές πρωτοβουλίες και σε άλλα σημεία. Το Ζάππειο απωθεί για τρίτη φορά του Άγγλους.
Πέμπτη 21 Δεκέμβρη: Οι Άγγλοι μένουν στάσιμοι σε όλη την Αθήνα όλο το πρωί. Η αεροπορία και το πυροβολικό βάλλει με όλμους σε Γαλάτσι, Κυψέλη, Αχαρνών, Άγιο Παντελεήμονα και Πατήσια. Η 8η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, απαγκιστρώνεται από το Χαροκόπο.
Παρασκευή 22 Δεκέμβρη: Ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης για τον ΕΛΑΣ. Τμήματα της 8ης Ταξιαρχίας υποχωρούν στα Πετράλωνα και μετά στην Ακαδημία Πλάτωνος. Στην Δραπετσώνα η κατάσταση είναι εξίσου δύσκολη όπως και στον Πειραιά. Η Καισαριανή έχει ισοπεδωθεί από τα αεροπλάνα. Η 13 Μεραρχία που φθάνει από την επαρχεία αδυνατεί να καταλάβει το Ρουφ.
Σάββατο 23 Δεκέμβρη: Άγριες μάχες σε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά. Ο ΕΛΑΣ βρίσκεται σε άμυνα. Οι Άγγλοι με το τέλος την ημέρας δεν κατέχουν ούτε ένα μέτρο γης παραπάνω. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Κυριακή 24 Δεκέμβρη: Οι κυβερνητικοί κερδίζουν έδαφος σε Πειραιά και Αθήνα. Φθάνουν μέχρι την Καισαριανή όπου απωθούνται πίσω. Στήνονται φρούρια του ΕΛΑΣ στον λόφο του αράπη. όλη την νύχτα η Καισαριανή βομβαρδίζεται. Ο λαός της μεταφέρει τα κομμάτια από τα πεσμένα του σπίτια για να χτίσει οδοφράγματα. Ο ΕΛΑΣ πιέζεται στην γραμμή Ψυρρή - Πλάκα - Κεραμεικό. Στην Δραπετσώνα η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη για τον ΕΛΑΣ που περνά και σε αντεπίθεση. Το απόγευμα μια γιγάντια έκρηξη κατεδαφίζει τις φυλακές - σύμβολο καταπίεσης του Χατζηκώστα. Το ίδιο βράδυ ο ΕΛΑΣ παγιδεύει με εκρηκτικά την Μεγάλη Βρετανία. Η ανατίναξη αναβάλλεται για την επόμενη που αναμένεται η άφιξη του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα.
Δευτέρα 25 Δεκέμβρη: Το αεροπλάνο του Τσόρτσιλ προσγειώνεται στο Καλαμάκι. Μέσα στο αεροπλάνο γίνεται η πρώτη σύσκεψη με τους Τσόρτσιλ, Μακμίλαν, Λίπερ και Αλεξάντερ. Ο Αλεξάντερ ενημερώνει ότι η κατάσταση είναι σοβαρή όμως τώρα τα πράγματα βαίνουν προς το καλύτερο. Αγγλικές δυνάμεις διενεργούν άγρια επίθεση στον ηλεκτρικό. Καταλαμβάνεται ο σταθμός του Μοσχάτου. Σκληρές οδομαχίες σε Ρέντη και Δραπετσώνα. Οι δυνάμεις που μεταφέρονται από το ιταλικό μέτωπο ξεκινούν να έχουν αποτελέσματα για τους Άγγλους.
Τρίτη 26 Δεκέμβρη: Μεγάλη σύσκεψη στο υπουργείο εσωτερικών υπό τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Παρευρίσκονται Τσόρτσιλ και Ίντεν καθώς και ο Αμερικάνος πρέσβης Μακβί και ο συνταγματάρχης Ποπόφ. Από την ελληνική μεριά παρευρίσκονται οι Παπανδρέου, Σοφούλης, Πλαστήρας, Μάξιμος και Καφαντάρης. Το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ εκπροσωπούν οι Σιάντος, Παρτσαλίδης και Μάντακας που φθάνουν ενώ η συζήτηση έχει ξεκινήσει. Δεν βρίσκεται συμβιβαστική λύση.
Τετάρτη 27 Δεκέμβρη: Πλήθος εντατικών επιθετικών ενεργειών των κυβερνητικών δυνάμεων. Καταλαμβάνεται του Ψυρρή, το Μεταξουργείο και βάλλεται ο ΕΛΑΣ στον Καραβά και την Δραπετσώνα. Πέφτει το Ζάππειο. Νέα πολιτική σύσκεψη ΕΑΜ - Παπανδρέου και Άγγλων χωρίς να βρίσκεται λύση.
Πέμπτη 28 Δεκέμβρη: Καταλαμβάνεται ολόκληρη η περιοχή Ψυρρή. Οι Άγγλοι απωθούνται τρεις φορές σε μια μέρα στην Καισαριανή. Η αεροπορία βομβαρδίζει όλο το βράδυ τις ανατολικές συνοικίες.
Παρασκευή 29 Δεκέμβρη : Άγγλοι και χωροφύλακες πιέζουν έντονα τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στους Αμπελόκηπους και το Γηροκομείο.
Η διάταξη των ανδρών του ΕΛΑΣ έχει ως εξής:
- Μικτό απόσπασμα από Μπαρουτάδικο μέχρι Ακαδημία Πλάτωνος : 1050 άνδρες
- 4ο Σύνταγμα, Πλατεία Βάθης - Μεταξουργείο : 800 άνδρες
- 3ο Σύνταγμα Νεάπολη - Φυλακές Αβέρωφ : 700 άνδρες
- Ανεξάρτητο απόσπασμα Φυλακές Αβέρωφ - Γηροκομείο : 1100 άνδρες
- Εφεδρικές μονάδες 350 άνδρες και 5ο Σύνταγμα Προαστίων : 500 άνδρες
Σάββατο 30 Δεκέμβρη: Σφοδρή επίθεση Άγγλων κατά του Βύρωνα και της Καισαριανής που στέφεται με επιτυχία. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ διαρρέουν στον Υμηττό. Από εκεί συμπτύχθηκαν στο Κορωπί.
Κυριακή 31 Δεκέμβρη: Ο ΕΛΑΣ της Στερεάς έχει πλήρως καταλάβει την Ήπειρο και την Πρέβεζα. Δεν αναφέρονται σοβαρές μάχες στην Αθήνα ή τον Πειραιά.
Δευτέρα 1 Γενάρη 1945: Διενεργούνται προπαρασκευαστικές κινήσεις των Άγγλων μετά την κατάληψη των ανατολικών συνοικιών. Η επίθεση γίνεται με κατεύθυνση το Γηροκομείο - Αμπελόκηπους αλλά και την Καλογρέζα και την Νέα Ιωνία. Σε όλη την διάρκεια της ημέρας πυρά πεζικού, όλμων και πυροβολικού βάλλουν σε όλη την Αθήνα.
Τρίτη 2 Γενάρη: Από το πρωί βρίσκεται σε εξέλιξη μεγάλη επιχείρηση των Άγγλων ενάντια στον ΕΛΑΣ στους Αμπελόκηπους. Καταλαμβάνεται το Γηροκομείο που όμως με αντεπίθεση του το ανακαταλαμβάνει ο ΕΛΑΣ. Αργότερα θα παρθεί και πάλι από τους Άγγλους. Διενεργούνται νυχτερινές επιθέσεις του ΕΛΑΣ στο κέντρο της Αθήνας που όμως βρίσκουν ισχυρή αντίσταση. Μεγάλη επίθεση των Άγγλων στην περιοχή Εξαρχείων - Νεάπολης και Χατζηκώστα. Προσπάθεια διείσδυσης μικρών μονάδων του ΕΛΑΣ σε Καισαριανή και Βύρωνα δεν πετυχαίνει. Σκληρές μάχες και στον Πειραιά και την Κοκκινιά. Ο ΕΛΑΣ δέχεται πίεση στην Δραπετσώνα, τον Καραβά και την Ευγένεια.
Τετάρτη 3 Γενάρη: Οι θέσεις του ΕΛΑΣ σε όλη την Αθήνα βάλλονται από σφοδρές επιθέσεις της αεροπορίας. Άγγλοι καταλαμβάνουν τα Τουρκοβούνια και το Ψυχικό και προχωρούν στο Γκύζη. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συμπτύσσονται στην Καλογρέζα και στις φυλακές Αβέρωφ. Στον Πειραιά η κατάσταση είναι δραματική για τον ΕΛΑΣ.
Πέμπτη 4 Γενάρη: Νυχτερινή επίθεση του ΕΛΑΣ για ανακατάληψη των Τουρκοβουνίων και του Ψυχικού. Η επίθεση δεν έχει αποτέλεσμα καθώς οι θέσεις των Άγγλων ενισχύονται από τανκ. Οι Άγγλοι προωθούνται. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ στον Πειραιά εκκενώνει την πόλη και συμπτύσσεται στον Ασπρόπυργο. Στις 23:50, το Α' Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ διατάσσει όλες τις μονάδες να συμπτυχθούν προς Κουκουβάουνες, Βαρυμπόμπη και Μενίδι.
Παρασκευή 5 Γενάρη: Ο ΕΛΑΣ υποχωρεί και φθάνει στο Μενίδι. Τα αγγλικά αεροπλάνα χτυπούν με μεγαλύτερη ευκολία τώρα την ανοιχτή ύπαιθρο. Τον μάχιμο ΕΛΑΣ ακολουθούν και πολίτες που φοβούνται τα αντίποινα. Ο ΕΛΑΣ προσπαθεί να αναδιατάξει τις δυνάμεις του στην περιοχή Τατόι - Αγ. Μερκούριος - Κακοσάλεσι.
Σάββατο 6 Γενάρη: Ο ΕΛΑΣ υποχωρεί πιεζόμενος, νέα γραμμή ανασύνταξης Χασιά - Δεκέλεια - Μπογιάτι
Κυριακή 7 Γενάρη: Το απόγευμα εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ παρουσιάζεται στο βρετανικό αρχηγείο και παραδίδει μήνυμα του Ζεύγου όπου ζητάται από την ΚΕ του ΕΛΑΣ η κατάπαυση πυρός και η διευθέτηση των διαπραγματεύσεων. Εκεί λαμβάνεται η διαβεβαίωση ότι ο Σκόμπι είναι έτοιμος να συνεργαστεί με τους ηγέτες του ΕΛΑΣ.
Δευτέρα - Τετάρτη 8 -10 Γενάρη: Συνεχίζεται η βαθμιαία υποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ πέρα του λεκανοπεδίου και προς την Στερεά. Κλιμάκια του ΕΛΑΣ Στερεάς έχουν ήδη φθάσει κοντά στην Αττική. Εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ αφικνούνται στο αρχηγείο του Σκόμπι.
Πέμπτη 11 Γενάρη: Υπογράφεται η ανακωχή ανάμεσα στις βρετανικές δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ. Την συμφωνία υπογράφει ο Σκόμπι και για τον ΕΛΑΣ οι Παρτσαλίδης, Ζεύγος, Αθηνέλλης και Μακρίδης.
Τα Λαϊκά Δικαστήρια
Η δράση των λαικών δικαστηρίων κατά το διάστημα ανάμεσα στην Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά ήταν μικρή. Το ΕΑΜ και μαζί του ο λαός επιθυμούσαν να φέρουν σε απολογία μπροστά στον λαό τους δήμιους και τους βασανιστές του της γερμανικής κατοχής, όμως η μοίρα αυτών των ανθρώπων είχε προδιαγραφεί διαφορετικά απο τους Άγγλους και τους ντόπιους λακέδες τους.
Η χωροφυλακή που στην διάρκεια της κατοχής ήταν όργανο καταπίεσης στα χέρια των Γερμανών, ελευθέρωσε και όπλισε τους δολοφόνους του λαού για να τους στρέψει εναντίον του για μιά ακόμα φορά. Τα όπλα τους τώρα ήταν αγγλικά... Στο διάστημα των Δεκεμβριανών τα λαικά δικαστήρια συνέλαβαν όπου, μπόρεσαν και δίκασαν αρκετούς απο τους συνεργάτες των Γερμανών, μετά απο καταγγελίες πολιτών που τους εντόπισαν.
Ο λαός γεμάτος δίκαιο μίσος για αυτά τα κατακάθια, δεν δίσταζε να επικοινωνεί με το ΕΑΜ και να τους ξεσκεπάζει.
Η δράση των λαικών δικαστηρίων όπως λέει και το όνομά τους, ήταν η διεξαγωγή δικών ανοιχτών στον κόσμο με κατηγορητήριο απο τον ίδιο τον λαό μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων του στην λεγόμενη εθνοφυλακή της κάθε περιοχής. Πολλές φορές τα λαικά δικαστήρια γίνονταν σε πλατείες ή ανοιχτούς χώρους για να μπορεί ο κάθε εμδιαφερόμενος να τα παρακολουθεί και να εκφράζει την γνώμη του. Ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα να φέρει μάρτυρες υπεράσπισής του και να υπερασπίζεται τον εαυτό του μόνος του μιλώντας άμεσα και ανοιχτά σε όλους. Η αμεσοδημοκρατική διαδικασία ήταν τέτοια που διασφάλιζε άμεσα το δίκιο και την εφαρμογή της λαικής θέλησης. Σε αυτές τις συνθήκες, θα ήταν λάθος να αρνηθούμε λάθη στην λαική κρίση, όμως ήταν λάθη που οι ιστορικές συνθήκες είναι αναπόφευκτο να έχουν...
Στο διάστημα των μαχών του Δεκέμβρη του 1944 συλλήφθηκαν οι παρακάτω:
Ανάμεσα σε αυτούς τους εχθρούς του λαού που τα λαικά δικαστήρια καταδίκασαν βρίσκεται και μιά ακόμα μερίδα καταδικασθέντων. Είναι αυτοί που παριστάνοντας ή και προσχωρώντας στις γραμμές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ, χαφιέδιζαν και εξέθεταν το λαικό κίνημα. Ήταν πράκτορες των Γερμανών και των Άγγλων, βαλτοί απο τις μυστικές τους υπηρεσίες και σε αυτούς οφείλονται οτι αγριότητες και αίσχη σημειώθηκαν στην Δεκεμβριανή Αντίσταση. Μερικά απο τα καθάρματα αυτά ήταν οι παρακάτω:
Από ένα σημείο και μετά ο ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά, το είχε παρει απόφαση πως, κάθε μα κάθε συλληφθέντας για προβοκατόρικη συμπεριφορά, λίγο αργότερα θα διαπιστώνονταν ότι ήταν πράκτορας των Άγγλων και θα ομολογούσε....
Η χωροφυλακή που στην διάρκεια της κατοχής ήταν όργανο καταπίεσης στα χέρια των Γερμανών, ελευθέρωσε και όπλισε τους δολοφόνους του λαού για να τους στρέψει εναντίον του για μιά ακόμα φορά. Τα όπλα τους τώρα ήταν αγγλικά... Στο διάστημα των Δεκεμβριανών τα λαικά δικαστήρια συνέλαβαν όπου, μπόρεσαν και δίκασαν αρκετούς απο τους συνεργάτες των Γερμανών, μετά απο καταγγελίες πολιτών που τους εντόπισαν.
Ο λαός γεμάτος δίκαιο μίσος για αυτά τα κατακάθια, δεν δίσταζε να επικοινωνεί με το ΕΑΜ και να τους ξεσκεπάζει.
Η δράση των λαικών δικαστηρίων όπως λέει και το όνομά τους, ήταν η διεξαγωγή δικών ανοιχτών στον κόσμο με κατηγορητήριο απο τον ίδιο τον λαό μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων του στην λεγόμενη εθνοφυλακή της κάθε περιοχής. Πολλές φορές τα λαικά δικαστήρια γίνονταν σε πλατείες ή ανοιχτούς χώρους για να μπορεί ο κάθε εμδιαφερόμενος να τα παρακολουθεί και να εκφράζει την γνώμη του. Ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα να φέρει μάρτυρες υπεράσπισής του και να υπερασπίζεται τον εαυτό του μόνος του μιλώντας άμεσα και ανοιχτά σε όλους. Η αμεσοδημοκρατική διαδικασία ήταν τέτοια που διασφάλιζε άμεσα το δίκιο και την εφαρμογή της λαικής θέλησης. Σε αυτές τις συνθήκες, θα ήταν λάθος να αρνηθούμε λάθη στην λαική κρίση, όμως ήταν λάθη που οι ιστορικές συνθήκες είναι αναπόφευκτο να έχουν...
Στο διάστημα των μαχών του Δεκέμβρη του 1944 συλλήφθηκαν οι παρακάτω:
- Ελένη Παπαδάκη: Ηθοποιός και συνεργάτης των Γερμανών. Την κατάγγειλε το ΕΑΜ καλλιτεχνών για συνεργασία με τον κατακτητή. Η ίδια ισχυρίζεται οτι με την στάση της βοηθούσε ηθοποιούς. Συνάδελφοί της ισχυρίζονταν οτι ήταν καταδότρια. Σε αυτή την κατάσταση ίσως η ιστορική πραγματικότητα έχει χαθεί. Αλήθεια πάντως είναι οτι η ίδια δειπνούσε και συναναστρέφονταν πολύ συχνά με ανώτατους Γερμανούς αξιωματικούς της Γκεστάπο. Ακόμα και αυτή η πράξη, εκείνη την εποχή, που η Αθήνα πείναγε και παιδιά πέθαιναν απο τον λιμό, ήταν ικανή για να εξάψει την λαική αγανάκτηση. Η Ελένη Παπαδάκη εκτελέσθηκε σε απόσπασμα, απο λαικό δικαστήριο το 1944 ενταφιάσθηκε με τρόπο σεμνό και ιερέα. Το σώμα της ξέθαψε το μεταδεκεμβριανό κράτος και την ξανακήδεψε δημοσία δαπάνη. Η δεύτερη ταφή της έλαβε αντικομμουνιστικές διαστάσεις και η προπαγάνδα της εποχής οργίασε. Εφημερίδες της εποχής έφθασαν να μιλούν για δολοφονία με τσεκούρι
- Αργύρης Καπράλος : Συνεργάτης και μεταφραστής των Γερμανών στην περιοχή Καλλιθέας. Ευθύνεται για την δολοφονία και των βασανισμό πολλών μελών του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Αργότερα συλλαμβάνεται αφού έχεί δώσει λίστα ονομάτων σε Άγγλους αξιωματικούς, πάνω του βρίσκεται ταυτότητα της Ιντελιτζενς Σερβις, καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται απο απόσπασμα.
- Ρουμελιώτης Κ.: Μέλος της συμμορίας του Παπαγιώργη, δρούσε στις ανατολικές συνοικίες και βασάνιζε και εκτελούσε αδιακρίτως. Εκτελέσθηκε απο λαϊκό δικαστήριο.
- Σκλήρης Πάρις: Εκτελεστής της ομάδας του Παπαγιώργη. Όταν ο κτηνάνθρωπος Παπαγιώργης εκτελέσθηκε απο την ΟΠΛΑ, το Σεπτέμβρη του 1944, εκείνος κατέβασε δύο πολίτες απο το τραμ και τους εκτέλεσε επι τόπου. Εκτελέσθηκε απο λαϊκό δικαστήριο.
- Σκλήρη Θάλεια: Μητέρα του Πάρη. Συλλαμβάνεται ενώ μεταφέρει λίστες κομμουνιστών σε Άγγλους αξιωματικούς δικάζεται και εκτελείται από λαϊκό δικαστήριο.
- Σγάγια Καίτη: Πόρνη των Γερμανών και χαφιές των SS. Για το όνομά της συλλέγονται κατηγορίες απο όλη την Αθήνα. Η δικογραφία της φθάνει τις 80 σελίδες. Εκτελείται μετά απο δίκη .
- Γ. Μακροθύμιος: Υποδιοικητής του Β' Τμήματος Ασφάλειας. Στο μπλόκο της Καλλιθέας και του Θησείου υποχρέωσε αστυφύλακες να πυροβολήσουν το άμαχο πλήθος. Εκτελείται κάτω απο δημόσια κατακραυγή απο λαϊκό δικαστήριο. Το μέρος χρειάσθηκε να μείνει κρυφό αφού πολλοί πολίτες εκδήλωναν την διάθεσή τους να τον λιντσάρουν.
- Παπά - Χαράλαμπος: Απο τον Νέο Κόσμο. Δρούσε ως ελεύθερος σκοπευτής. Ήταν μέλος της Οργάνωσης Χ και της τοπικής Γκεστάπο. Πιάσθηκε ενώ έριχνε σε πολίτες απο το καμπαναριό της Κοίμησης Θεοτόκου σαν άλλος Άμον Γκεθ. Εκτελείται μετά απο δίκη σε λαϊκό δικαστήριο.
- Α. Οικονομόπουλος: Αστυφύλακας απο το Μετς και ελεύθερος σκοπευτής. Κρυμμένος στο σπίτι του δοσίλογου Βασιλείου (Τιμολέοντος 4) , σκότωσε μια νοσοκόμα του ΕΛΑΣ και μια γριά, ενώ τραυμάτισε τους ΕΛΑΣίτες Κοκκινέλη και Ε. Κωνσταντινίδη.
Ανάμεσα σε αυτούς τους εχθρούς του λαού που τα λαικά δικαστήρια καταδίκασαν βρίσκεται και μιά ακόμα μερίδα καταδικασθέντων. Είναι αυτοί που παριστάνοντας ή και προσχωρώντας στις γραμμές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ, χαφιέδιζαν και εξέθεταν το λαικό κίνημα. Ήταν πράκτορες των Γερμανών και των Άγγλων, βαλτοί απο τις μυστικές τους υπηρεσίες και σε αυτούς οφείλονται οτι αγριότητες και αίσχη σημειώθηκαν στην Δεκεμβριανή Αντίσταση. Μερικά απο τα καθάρματα αυτά ήταν οι παρακάτω:
- Ο πολιτοφύλακας του 10ου Τμήματος Πολιτοφυλακής της Γούβας, Απόλλων Παλιολογόπουλος. Διέπραξε σωρεία λεηλασιών, εκβιασμών και εκτελέσεων. Όταν τον συνέλαβαν βρήκαν πάνω του ταυτότητα της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Ομολόγησε όλα του τα εγκλήματα και ζήτησε συγχώρεση. Εκτελέσθηκε δημόσια στις 17 του Δεκέμβρη του 1944 με παρόντα όλο το λαό της Γούβας
- Ζήνωνας Κουλούρης, μέλος της πολιτοφυλακής στην Καλλιθέα, εκτέλεσε χωρίς δίκη "υπόπτους". Εκτελέσθηκε συνοπτικά αφού βρέθηκε πάνω του ταυτότητα της Ιντέλιτζενς Σέρβις.
Από ένα σημείο και μετά ο ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά, το είχε παρει απόφαση πως, κάθε μα κάθε συλληφθέντας για προβοκατόρικη συμπεριφορά, λίγο αργότερα θα διαπιστώνονταν ότι ήταν πράκτορας των Άγγλων και θα ομολογούσε....
Κατά την διάρκεια της κατοχής οι αστικοί θεσμοί (δικαστήρια, αστυνομία κτλ) είχαν σε μεγάλο βαθμό εξαρθρωθεί. Στην αγροτική και επαρχιακή Ελλάδα το φαινόμενο άγγιζε τα όρια της παντελούς έλλειψης. Χωρίς να θέλουμε να εκθειάσουμε το έργο της Χωροφυλακής και των δικαστηρίων επί Μεταξά ή πρωτύτερα, η παντελής έλλειψη κρατικής δομής στους τομείς αυτούς είχε ως αποτέλεσμά την αυθαιρεσία και το χάος στην ελληνική επικράτεια.
Στα αστικά κέντρα, οι δυνάμεις κατοχής, είχαν αναδιαρθρώσει σε έναν βαθμό τα δικαστήρια και την Χωροφυλακή. Ο λόγος αυτής της αναδιάρθρωσης ήταν απλός: Να λειτουργούν εξυπηρετώντας τους ίδιους. Είναι χιλιάδες οι αποφάσεις των δικαστηρίων της εποχής για την καταδίκη σε θάνατο και βασανιστήρια πατριωτών, όπως χιλιάδες είναι και οι περιπτώσεις χαφιεδισμού συλλήψεων και συνεργασίας της Χωροφυλακής με την Γκεστάπο.
Το ΕΑΜ βλέποντας την κατάσταση τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις αποφάσισε να ανταπαντήσει με την σύσταση των Λαϊκών Δικαστηρίων. Σκοπός τους ήταν τόσο η ρύθμιση της κατάστασης στην ύπαιθρο και τις πόλεις όσο και η τιμωρία των προδοτών και των μαυραγοριτών. Τα δικαστήρια ρύθμιζαν και υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου ενώ φρόντιζαν να προάγουν το κλίμα της ομόνοιας και να προωθούν την λαϊκή επαγρύπνηση.
Τα Λαϊκά Δικαστήρια, γνώρισαν ευρύτατη εφαρμογή και αποδοχή. Δικαστές σε αυτά ορίζονταν ή ψηφίζονταν άτομα κατά προτίμηση με καλή νομική γνώση που ήταν μέλη του ΕΑΜ ή του ΚΚΕ. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν μέλη τέτοια δεν ευρίσκονταν, διορίζονταν δικηγόροι και δικαστές που συμφωνούσαν τουλάχιστον στον τρόπο εφαρμογής της ΕΑΜικής δικαιοσύνης. Το ΕΑΜ είχε τυπώσει ειδικά εγχειρίδια για το δικαστικό σώμα και σε περιπτώσεις που οι συνθήκες το επέτρεπαν διενεργούσε και σεμινάρια τόσο για το δικαστικό σώμα όσο και για τον λαό της κοινότητας που καλούνταν να γνωμοδοτεί ως σώμα ενόρκων.
Επί του έργου των Λαϊκών Δικαστηρίων πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί. Χαρακτηριστικό όμως είναι μονάχα ένα στατιστικό δείγμα.
Επειδή επίσημα στοιχεία από όλα τα Λαϊκά Δικαστήρια σαφέστατα δεν υπάρχουν, φέρουμε ως παράδειγμα τα στοιχεία που διαθέτουμε από την Δικαστική Επιτροπή Μεσσηνίας ( στοιχεία που συνέλεξε ο δικηγόρος Νίκος Γκότσης του 9ου Συντάγματος ΕΛΑΣ Μεσσηνίας).
Έτος 1943
Διενεργηθείσες δίκες: 282
Αστικού περιεχομένου: 132
Ποινικού περιεχομένου: 47
Οικογενειακού περιεχομένου: 54
Δίκες Προδοτών-Συνεργατών: 31
Στρατοδικεία: 18
Οι αριθμοί είναι, όπως κανείς μπορεί να δει, ιδιαίτερα μεγάλοι, δείγμα της ευρύτατης αποδοχής του θεσμού από τον κόσμο. Σημαντικό είναι να τονιστεί και το ότι ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο αριθμός των δικών που αφορούν στο οικογενειακό, αστικό και ποινικό δίκαιο. Αυτό αποτελεί γεγονός του ότι ο λαός στρέφονταν στα Λαϊκά Δικαστήρια για όλες τις υποθέσεις του και όχι μόνο για ότι αφορά τους προδότες και τους μαυραγορίτες.
Παράλληλα με τα δικαστήρια, λειτουργούσε και ο θεσμός της Λαϊκής Πολιτοφυλακής.
Επρόκειτο για ένα σώμα ελαφρά οπλισμένων πολιτών που φρόντιζαν να εφαρμόζονται οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Η Λαϊκή Πολιτοφυλακή ΔΕΝ είχε τον χαρακτήρα της αστυνομίας.
Ο οπλισμός της δίνονταν αυστηρά και μόνο για την άμυνα σε περιπτώσεις αυθαιρεσίας ή επιθέσεων του κατακτητή.
Επιπροσθέτως, η Λαϊκή Πολιτοφυλακή εκλέγονταν από το συμβούλιο του χωριού και δεν διορίζονταν. Αποτελούσε με άλλα λόγια προέκταση της λαϊκής εξουσίας από τον λαό για τον λαό.
*Οι εικόνες αποτελούν κομμάτι του αρχειακού υλικού του ΚΚΕ και τραβήχθηκαν το 1944.
Στα αστικά κέντρα, οι δυνάμεις κατοχής, είχαν αναδιαρθρώσει σε έναν βαθμό τα δικαστήρια και την Χωροφυλακή. Ο λόγος αυτής της αναδιάρθρωσης ήταν απλός: Να λειτουργούν εξυπηρετώντας τους ίδιους. Είναι χιλιάδες οι αποφάσεις των δικαστηρίων της εποχής για την καταδίκη σε θάνατο και βασανιστήρια πατριωτών, όπως χιλιάδες είναι και οι περιπτώσεις χαφιεδισμού συλλήψεων και συνεργασίας της Χωροφυλακής με την Γκεστάπο.
Το ΕΑΜ βλέποντας την κατάσταση τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις αποφάσισε να ανταπαντήσει με την σύσταση των Λαϊκών Δικαστηρίων. Σκοπός τους ήταν τόσο η ρύθμιση της κατάστασης στην ύπαιθρο και τις πόλεις όσο και η τιμωρία των προδοτών και των μαυραγοριτών. Τα δικαστήρια ρύθμιζαν και υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου ενώ φρόντιζαν να προάγουν το κλίμα της ομόνοιας και να προωθούν την λαϊκή επαγρύπνηση.
Τα Λαϊκά Δικαστήρια, γνώρισαν ευρύτατη εφαρμογή και αποδοχή. Δικαστές σε αυτά ορίζονταν ή ψηφίζονταν άτομα κατά προτίμηση με καλή νομική γνώση που ήταν μέλη του ΕΑΜ ή του ΚΚΕ. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν μέλη τέτοια δεν ευρίσκονταν, διορίζονταν δικηγόροι και δικαστές που συμφωνούσαν τουλάχιστον στον τρόπο εφαρμογής της ΕΑΜικής δικαιοσύνης. Το ΕΑΜ είχε τυπώσει ειδικά εγχειρίδια για το δικαστικό σώμα και σε περιπτώσεις που οι συνθήκες το επέτρεπαν διενεργούσε και σεμινάρια τόσο για το δικαστικό σώμα όσο και για τον λαό της κοινότητας που καλούνταν να γνωμοδοτεί ως σώμα ενόρκων.
Επί του έργου των Λαϊκών Δικαστηρίων πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί. Χαρακτηριστικό όμως είναι μονάχα ένα στατιστικό δείγμα.
Επειδή επίσημα στοιχεία από όλα τα Λαϊκά Δικαστήρια σαφέστατα δεν υπάρχουν, φέρουμε ως παράδειγμα τα στοιχεία που διαθέτουμε από την Δικαστική Επιτροπή Μεσσηνίας ( στοιχεία που συνέλεξε ο δικηγόρος Νίκος Γκότσης του 9ου Συντάγματος ΕΛΑΣ Μεσσηνίας).
Έτος 1943
Διενεργηθείσες δίκες: 282
Αστικού περιεχομένου: 132
Ποινικού περιεχομένου: 47
Οικογενειακού περιεχομένου: 54
Δίκες Προδοτών-Συνεργατών: 31
Στρατοδικεία: 18
Οι αριθμοί είναι, όπως κανείς μπορεί να δει, ιδιαίτερα μεγάλοι, δείγμα της ευρύτατης αποδοχής του θεσμού από τον κόσμο. Σημαντικό είναι να τονιστεί και το ότι ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο αριθμός των δικών που αφορούν στο οικογενειακό, αστικό και ποινικό δίκαιο. Αυτό αποτελεί γεγονός του ότι ο λαός στρέφονταν στα Λαϊκά Δικαστήρια για όλες τις υποθέσεις του και όχι μόνο για ότι αφορά τους προδότες και τους μαυραγορίτες.
Παράλληλα με τα δικαστήρια, λειτουργούσε και ο θεσμός της Λαϊκής Πολιτοφυλακής.
Επρόκειτο για ένα σώμα ελαφρά οπλισμένων πολιτών που φρόντιζαν να εφαρμόζονται οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Η Λαϊκή Πολιτοφυλακή ΔΕΝ είχε τον χαρακτήρα της αστυνομίας.
Ο οπλισμός της δίνονταν αυστηρά και μόνο για την άμυνα σε περιπτώσεις αυθαιρεσίας ή επιθέσεων του κατακτητή.
Επιπροσθέτως, η Λαϊκή Πολιτοφυλακή εκλέγονταν από το συμβούλιο του χωριού και δεν διορίζονταν. Αποτελούσε με άλλα λόγια προέκταση της λαϊκής εξουσίας από τον λαό για τον λαό.
*Οι εικόνες αποτελούν κομμάτι του αρχειακού υλικού του ΚΚΕ και τραβήχθηκαν το 1944.
Πως άνοιξε ο δρόμος για τα Δεκεμβριανά;
Μαρτυρία : Dmitri Kessel
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου βρισκόμουν, στην Αθήνα στην Πλατεία Συντάγματος, μαζί με έναν Αμερικανό ρεπόρτερ, τον Κόνι Πούλος. Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση και είχε σχηματίσει ένα κλοιό στο δρόμο. Την προηγούμενη μέρα η Κυβέρνηση είχε δώσει την άδεια της αλλά αργά τη νύχτα η άδεια ανακλήθηκε. Οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ δήλωσαν πως ήταν αδύνατο να ματαιώσουν τη διαδήλωση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και αποφάσισαν να προχωρήσουν.
Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε μια ριπή. Βρισκόμαστε με τον Κόνι έξω από τα Παλαιά Ανάκτορα, απέναντι από τον κλοιό της αστυνομίας. Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί εγκλωβιστήκαμε ανάμεσα στις πρώτες γραμμές των διαδηλωτών και τους αστυνομικούς. Καλυφτήκαμε πίσω από το τοιχαλάκι του δρόμου που οδηγεί στα ανάκτορα. Με τους πρώτους πυροβολισμούς οι διαδηλωτές έπεσαν κάτω.
-«Πυροβολούν άοπλους», είπε ο Κόνι.
-«Ναι» , του απάντησα, «κοίτα αυτόν αριστερά».
Σχεδόν 15 πόδια μακριά μας, ένας άνδρας με πρόσωπο γεμάτο αίματα προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος. Κρατούσε το στομάχι του κι αίματα ανάβλυζαν μέσα απ’ τα δάκτυλά του. Οι σποραδικοί πυροβολισμοί σταμάτησαν μερικά δευτερόλεπτα. Οι διαδηλωτές σηκώθηκαν και άρχισαν να διαλύονται. Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. Κάποιος ζητούσε βοήθεια. Όσοι τραυματίες μπορούσαν να περπατήσουν υποβαστάζονταν από τους συντρόφους τους.
Μετά από μια μικρή διακοπή η αστυνομία πυροβόλησε ξανά. Όταν φάνηκε πως οι πυροβολισμοί σταματούν οριστικά, μερικοί διαδηλωτές εμφανίστηκαν στην Πλατεία Συντάγματος για να μαζέψουν τους νεκρούς και τους βαριά τραυματισμένους. Η αστυνομία πυροβόλησε και τους απώθησε.
Συνολικά η αστυνομία σκότωσε 23 και τραυμάτισε 140, ανάμεσα τους και πολλές γυναίκες.
Αυτό, όμως, δε σταμάτησε τους διαδηλωτές που άρχισαν να κατευθύνονται προς τον αστυνομικό σταθμό απ’ όπου αναχαιτίστηκαν με νέα πυρά. Την ίδια στιγμή τα βρετανικά τεθωρακισμένα που είχαν σταθμεύσει κατά μήκος της Πανεπιστημίου κινήθηκαν και εμφανίστηκαν στο δρόμο οι άντρες της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας. Οι διαδηλωτές τους υποδέχτηκαν με ανακούφιση κι έτρεξαν στην Πλατεία Συντάγματος να τους αγκαλιάσουν και να τους φιλήσουν.
Ένας Βρετανός αξιωματικός φώναξε στο διευθυντή της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ που στεκόταν στον εξώστην του αστυνομικού αρχηγείου. «Σταματήστε αμέσως να πυροβολείτε».
Ο Έβερτ απάντησε με αθωότητα «Ποιος πυροβολεί;»
Οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ξανά. Αυτή τη φορά κρατούσαν μια πελώρια αμερικάνικη σημεία και κατέβαιναν αργά το δρόμο φωνάζοντας ρυθμικά: «Ρούζσβελτ, Ρούζβελτ». Δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στον αστυνομικό σταθμό. Μετά από λίγο οι δρόμοι έμειναν έρημοι. Μερικοί άνδρες και γυναίκες άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. Άλλες γυναίκες μάζευαν το αίμα σε χαρτοσακούλες και παλιές κονσέρβες.
Την επόμενη μέρα στην κηδεία των 23 θυμάτων καταλάβαμε γιατί. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη κι ένα μεγάλο πλήθος προσευχόταν στη μικρή πλατεία. Από κει η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στο Σύνταγμα.
Τα φέρετρα παρατάχθηκαν σε μια γραμμή, εκεί όπου τα θύματα των πυροβολισμών της Κυριακής είχαν πέσει. Όλοι γονάτισαν σε σιωπηλή προσευχή. Μερικοί κρατούσαν πανώ γραμμένα με το αίμα των θυμάτων.
Ένα που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής, έγραφε: «όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα». Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα.
Ολόκληρη τη νύχτα της Δευτέρας και την ημέρα της Τρίτης ακούγαμε πυροβολισμούς και ριπές. Την Τετάρτη οι Βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν δράση. Βρετανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος.
Εκείνο το πρωί οι δρόμοι της Αθήνας ήταν έρημοι και ένα γκριζογάλανο πέπλο καπνού απλωνόταν σε όλη την πόλη. Οι εκρήξεις των οβίδων και των όλμων ενώνονταν με τους ήχους των ντουφεκιών και των αυτομάτων, Τα πυρά ήταν πυκνά. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ.
Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετάνιας έγινε το κέντρο απ΄ όπου ο στρατηγός Σκόμπι, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, διεύθυνε τις επιχειρήσεις. Πολλά μέλη της ελληνικής κυβέρνησης, μερικοί με τις οικογένειες τους, έμεναν στο ξενοδοχείο.
Η «πρώτη γραμμή» ήταν λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στην πλατεία Ομονοίας.
Από την άλλη πλευρά της πόλης, η περιοχή που ελεγχόταν από τους Βρετανούς και τους δεξιούς Έλληνες τέλειωνε στην Ακρόπολη.
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου βρισκόμουν, στην Αθήνα στην Πλατεία Συντάγματος, μαζί με έναν Αμερικανό ρεπόρτερ, τον Κόνι Πούλος. Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση και είχε σχηματίσει ένα κλοιό στο δρόμο. Την προηγούμενη μέρα η Κυβέρνηση είχε δώσει την άδεια της αλλά αργά τη νύχτα η άδεια ανακλήθηκε. Οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ δήλωσαν πως ήταν αδύνατο να ματαιώσουν τη διαδήλωση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και αποφάσισαν να προχωρήσουν.
Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε μια ριπή. Βρισκόμαστε με τον Κόνι έξω από τα Παλαιά Ανάκτορα, απέναντι από τον κλοιό της αστυνομίας. Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί εγκλωβιστήκαμε ανάμεσα στις πρώτες γραμμές των διαδηλωτών και τους αστυνομικούς. Καλυφτήκαμε πίσω από το τοιχαλάκι του δρόμου που οδηγεί στα ανάκτορα. Με τους πρώτους πυροβολισμούς οι διαδηλωτές έπεσαν κάτω.
-«Πυροβολούν άοπλους», είπε ο Κόνι.
-«Ναι» , του απάντησα, «κοίτα αυτόν αριστερά».
Σχεδόν 15 πόδια μακριά μας, ένας άνδρας με πρόσωπο γεμάτο αίματα προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος. Κρατούσε το στομάχι του κι αίματα ανάβλυζαν μέσα απ’ τα δάκτυλά του. Οι σποραδικοί πυροβολισμοί σταμάτησαν μερικά δευτερόλεπτα. Οι διαδηλωτές σηκώθηκαν και άρχισαν να διαλύονται. Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. Κάποιος ζητούσε βοήθεια. Όσοι τραυματίες μπορούσαν να περπατήσουν υποβαστάζονταν από τους συντρόφους τους.
Μετά από μια μικρή διακοπή η αστυνομία πυροβόλησε ξανά. Όταν φάνηκε πως οι πυροβολισμοί σταματούν οριστικά, μερικοί διαδηλωτές εμφανίστηκαν στην Πλατεία Συντάγματος για να μαζέψουν τους νεκρούς και τους βαριά τραυματισμένους. Η αστυνομία πυροβόλησε και τους απώθησε.
Συνολικά η αστυνομία σκότωσε 23 και τραυμάτισε 140, ανάμεσα τους και πολλές γυναίκες.
Αυτό, όμως, δε σταμάτησε τους διαδηλωτές που άρχισαν να κατευθύνονται προς τον αστυνομικό σταθμό απ’ όπου αναχαιτίστηκαν με νέα πυρά. Την ίδια στιγμή τα βρετανικά τεθωρακισμένα που είχαν σταθμεύσει κατά μήκος της Πανεπιστημίου κινήθηκαν και εμφανίστηκαν στο δρόμο οι άντρες της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας. Οι διαδηλωτές τους υποδέχτηκαν με ανακούφιση κι έτρεξαν στην Πλατεία Συντάγματος να τους αγκαλιάσουν και να τους φιλήσουν.
Ένας Βρετανός αξιωματικός φώναξε στο διευθυντή της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ που στεκόταν στον εξώστην του αστυνομικού αρχηγείου. «Σταματήστε αμέσως να πυροβολείτε».
Ο Έβερτ απάντησε με αθωότητα «Ποιος πυροβολεί;»
Οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ξανά. Αυτή τη φορά κρατούσαν μια πελώρια αμερικάνικη σημεία και κατέβαιναν αργά το δρόμο φωνάζοντας ρυθμικά: «Ρούζσβελτ, Ρούζβελτ». Δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στον αστυνομικό σταθμό. Μετά από λίγο οι δρόμοι έμειναν έρημοι. Μερικοί άνδρες και γυναίκες άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. Άλλες γυναίκες μάζευαν το αίμα σε χαρτοσακούλες και παλιές κονσέρβες.
Την επόμενη μέρα στην κηδεία των 23 θυμάτων καταλάβαμε γιατί. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη κι ένα μεγάλο πλήθος προσευχόταν στη μικρή πλατεία. Από κει η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στο Σύνταγμα.
Τα φέρετρα παρατάχθηκαν σε μια γραμμή, εκεί όπου τα θύματα των πυροβολισμών της Κυριακής είχαν πέσει. Όλοι γονάτισαν σε σιωπηλή προσευχή. Μερικοί κρατούσαν πανώ γραμμένα με το αίμα των θυμάτων.
Ένα που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής, έγραφε: «όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα». Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα.
Ολόκληρη τη νύχτα της Δευτέρας και την ημέρα της Τρίτης ακούγαμε πυροβολισμούς και ριπές. Την Τετάρτη οι Βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν δράση. Βρετανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος.
Εκείνο το πρωί οι δρόμοι της Αθήνας ήταν έρημοι και ένα γκριζογάλανο πέπλο καπνού απλωνόταν σε όλη την πόλη. Οι εκρήξεις των οβίδων και των όλμων ενώνονταν με τους ήχους των ντουφεκιών και των αυτομάτων, Τα πυρά ήταν πυκνά. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ.
Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετάνιας έγινε το κέντρο απ΄ όπου ο στρατηγός Σκόμπι, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, διεύθυνε τις επιχειρήσεις. Πολλά μέλη της ελληνικής κυβέρνησης, μερικοί με τις οικογένειες τους, έμεναν στο ξενοδοχείο.
Η «πρώτη γραμμή» ήταν λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στην πλατεία Ομονοίας.
Από την άλλη πλευρά της πόλης, η περιοχή που ελεγχόταν από τους Βρετανούς και τους δεξιούς Έλληνες τέλειωνε στην Ακρόπολη.
Στα τέλη Αυγούστου 1944 ο Τσόρτσιλ έγραφε : "Εξαιρετική μου επιθυμία είναι να ενσκήψουμε εξ ουρανού, για να προλάβουμε το ΕΑΜ, χωρίς να δημιουργήσουμε κρίση".
Και πράγματι, στις 14 Οκτώβρη του 44, μόλις ένα 24ωρο μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, 'Αγγλοι αλεξιπτωτιστές πέφτουν στα Μέγαρα και στη συνέχεια μπαίνουν "απελευθερωτές" στη λευτερωμένη από τον ΕΛΑΣ Αθήνα.
Ο λαός τους υποδέχεται με ενθουσιασμό σαν συμμάχους, με συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και ζητούν να τιμωρηθούν οι προδότες - συνεργάτες των Γερμανών και Ιταλών φασιστών.
Οι Αγγλοι αμέσως κατέλαβαν το κέντρο της Αθήνας και στρατωνίστηκαν στα στρατηγικά της σημεία.
Και, από την επομένη μέρα άρχισαν οι προκλήσεις των ταγματασφαλιτών. Το αίμα των πρώτων νεκρών βάφει τους δρόμους της Αθήνας. Έτσι άρχισαν Αγγλοι και ταγματασφαλίτες, να μεθοδεύουν βήμα βήμα τη σύγχυση, προετοιμάζοντας την ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη.
Στις 18 του Οκτώβρη αγγλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στον Πειραιά. Τα συνοδεύει ο στρατηγός Σκόμπι.
Μαζί τους αποβιβάζεται και ο Γεώργιος Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδας διορισμένος από τους Αγγλους.
Τον διορισμό του αυτό τον πέτυχε με υπόσχεση - που είχε στείλει γραπτή μέσω του Ιωάννη Ράλλη - στον Αγγλο πρεσβευτή στο Κάιρο Λίπερ, ότι θα ξανάφερνε στον θρόνο του τον Γλύξμπουργκ και θα έθετε την Ελλάδα υπό την έλεγχο της Αγγλίας.
Η υποδοχή του Γ. Παπανδρέου ήταν καλά οργανωμένη. Τον ανέμενε κυβερνητικό κλιμάκιο, ένοπλα τμήματα μαζί και αντάρτες του ΕΛΑΣ της 2ας Μεραρχίας.
Στην ομιλία του από τον εξώστη του τότε υπουργείου Συγκοινωνιών ο Γ. Παπανδρέου σκόρπισε υποσχέσεις, για να κερδίσει χρόνο, ώσπου να προετοιμάσει τη σύγκρουση, διακηρύσσοντας το περίφημο εκείνο: "ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗ ΛΑΟΚΡΑΤΙΑΝ". Ένα χρόνο αργότερα, σε κάποιο γεύμα δήλωνε: "ήλπιζεν ο κομμουνισμός - και αυτή υπήρξε η αυταπάτη του - ότι ήτο δυνατόν ημείς να παριστάνωμεν την κυβέρνηση και εκείνος να διαθέτει την πραγματική δύναμη...".
''Και ξημέρωσε 3 του Δεκέμβρη 1944. Η μέρα δρασκέλισε τον Υμηττό σκορπώντας χαμόγελα. Δεν είχε μαντέψει φαίνεται ότι θα ξεσπούσε το κακό... ...Πέρασαν 71 χρόνια, από τότε που οι ταγματασφαλίτες και τα τανκς του Σκόμπι, με την καθοδήγηση του Γ. Παπανδρέου και των Εγγλέζων, ματοκύλισαν την Αθήνα. Πέρασαν 71 ολόκληρα χρόνια από τις 3 Δεκέμβρη του 44 και εμείς οι αντιστασιακοί δε θα ξεχάσουμε ποτέ ποιοι στάθηκαν υπαίτιοι για τα αιματηρά γεγονότα που επακολούθησαν και έμειναν στην ιστορία σαν η "Μάχη της Αθήνας" και τα "Δεκεμβριανά". (Φώτης Σισμανίδης - Αντιστασιακός)
Ποιος και γιατί επιδίωξε τη σύγκρουση;
Το πρωί της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε, έχοντας στην κορυφή της πρώτης του σελίδας το κάλεσμα του ΕΑΜ για το μεγάλο συλλαλητήριο που θα γινόταν εκείνη τη μέρα.
«Ολοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα - Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου!
Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!», ήταν οι πρώτες τυπωμένες φράσεις της εφημερίδας, που έπεφταν αμέσως στα μάτια του αναγνώστη.
Στη δεύτερη σελίδα, υπό τον τίτλο «Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ», ο αναγνώστης διάβαζε εν συντομία το πολιτικό στίγμα των ημερών:
«Απηχώντας τη γενική απαίτηση του ελληνικού λαού να προστατευθούν οι ελευθερίες του, να εξασφαλιστεί η ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας, να συλληφθούν όλοι οι προδότες και οι δοσίλογοι, να πέσει η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και να σχηματιστεί κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, σε έκτακτη χθεσινοβραδινή συνεδρίασή της, πήρε τις πιο κάτω αποφάσεις:
1. Να απευθύνει έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής.
2. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος σήμερα στις 11 το πρωί, όπου θα μιλήσουν εκπρόσωποι των ΕΑΜικών κομμάτων.
3. Να οργανωθεί και να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη.
4. Να ανασυγκροτηθεί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ».
Ειδικά για την τελευταία απόφαση, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ», υπήρχε η εξής είδηση:
«Στη χθεσινή της συνεδρίαση η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής ολόκληρης της χώρας».
Χωρίς αμφιβολία, τα πράγματα ήσαν πάρα πολύ σοβαρά κι εκείνη την Κυριακή έμελλε να πάρουν έναν διαφορετικό δρόμο. Μια μέρα πριν, είχε προκληθεί πολιτική κρίση στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου, με κύρια αφορμή το στρατιωτικό ζήτημα που επικεντρωνόταν στην απαίτηση του αστικού πολιτικού κόσμου και των Εγγλέζων να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.
Οι ΕΑΜίτες υπουργοί είχαν όλοι τους παραιτηθεί και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα ξαναγύριζαν στις θέσεις τους.
Το ρήγμα ανάμεσα στον ΕΑΜικό και στον αστικό πολιτικό κόσμο ήταν αρκετά βαθύ.
Βαθύτερο δε γινόταν.
Μια Κυριακή...ποιός το περίμενε πως θα' ταν Κυριακή
Το κύριο άρθρο του «Ριζοσπάστη» εκείνης της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ήταν γραμμένο από τον ηγέτη του ΚΚΕ - έναν από τους παραιτηθέντες ΕΑΜίτες υπουργούς - Γ. Ζέβγο. Είχε τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» κι εξηγούσε, μέσα από έναν απολογισμό του έργου της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, πώς είχε προκληθεί η κρίση.
«Τώρα - έγραφε ο Ζέβγος καταλήγοντας - το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της, θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας»
Χωρίς αμφιβολία, ο Ζέβγος είχε δίκιο. Η πολιτική πρωτοβουλία περνούσε στα χέρια των μαζών, που με τη δράση τους θα γίνονταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944
Γύρω στις 10 και 45' π.μ., η πλατεία Συντάγματος και οι γύρω δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από τις χιλιάδες λαού που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΕΑΜ. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές επιτροπές, διοικήσεις σωματείων και στελέχη του λαϊκού κινήματος, γιατί, όπως γράφει ο Θ. Χατζής:
«Είχε προγραμματιστεί ν' αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία».
Όμως, τίποτα απ' όλα αυτά δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, που αρχικά είχε δώσει την άδεια να γίνει το συλλαλητήριο, τα μεσάνυχτα 2 προς 3 Δεκέμβρη την ανακάλεσε, με την πρόφαση πως το συλλαλητήριο ήταν η απαρχή «σειράς επαναστατικών πράξεων, αι οποίαι απέβλεπαν εις κατάλυσιν του κράτους» .
Επρόκειτο για μια σαφή πρόκληση σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος, που εκδηλωνόταν στο παραπέντε του συλλαλητηρίου, για να προκαλέσει, το λιγότερο, όξυνση και πιθανότατα για να δικαιολογήσει όλα όσα επακολούθησαν.
Στις 11 π.μ., το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους όλο και πύκνωνε τις γραμμές του με σημαίες, λάβαρα και πλακάτ, με τις προκηρύξεις και τα φέιγ βολάν να πέφτουν βροχή.
Τα συνθήματα «όχι άλλη κατοχή», «Παπανδρέου παραιτήσου» κυριαρχούσαν σ' όλα τα χείλη.
Απέναντι στο λαό που διαδήλωνε, ήσαν οι αστυνομικοί που είχαν οχυρωθεί στην είσοδο του κτιρίου, στην ταράτσα και στα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης, που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας), στην ταράτσα των Παλιών Ανακτόρων (Βουλή) και στο απέναντι του κτιρίου πεζοδρόμιο, προς την πλευρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Επίσης στους γύρω από την πλατεία δρόμους υπήρχαν αγγλικά άρματα μάχης.
Οι πρώτες συγκρούσεις και αψιμαχίες των διαδηλωτών με την αστυνομία εκδηλώθηκαν όταν το πλήθος έφτανε, από τους γύρω δρόμους, στα σημεία των προσέγγισης της πλατείας Συντάγματος κι εμποδιζόταν να εισχωρήσει από τις αστυνομικές δυνάμεις. Ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ορατός λόγος, από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης και από τα άλλα σημεία οχύρωσης των αστυνομικών, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί.
Γράφει η Μέλπω Αξιώτη : «Δίπλα απ' τα ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθια τους και φωνάζουν: Βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν... Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω - τριγύρω μας ένας - ένας χάμω, σα σπουργίτια.
Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εμβρόντητοι. Ένας Αμερικανός με στολή χυμά κι αρπάζει το πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν' ανάψει. 'Άλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα... Πολλοί από τους αστυνομικούς, πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τους σηκώνουν στα χέρια. Οι Αγγλοι γύρω - γύρω και πάνω στα τανκς, στη "Μεγάλη Βρετανία" στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς, στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, όπως θα 'στεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος - τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ηταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες».
Την επομένη, 4 Δεκέμβρη, ολόκληρη η Ελλάδα νεκρώθηκε από τη γενική απεργία που είχε κηρύξει το ΕΑΜ.
Στην πρωτεύουσα, ο λαός οδήγησε τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής, ένα τεράστιο, που το κρατούσαν μαυροφορεμένες κοπέλες, πανό έγραφε:
«ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ `Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ `Η ΤΑ ΟΠΛΑ».
Πράγματι, ο λαός δε θα αργούσε να διαλέξει. Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο, τα πλήθη δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από τους Χίτες με τραγικό απολογισμό άλλους 100 νεκρούς και τραυματίες. Η συνέχεια ήταν πραγματική χιονοστιβάδα.
Ο Σκόμπι κήρυξε στρατιωτικό νόμο
Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της II Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Ο ΕΛΑΣ άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά.
Στις 5 Δεκέμβρη, ο Σκόμπι πήρε διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται σα να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη.
«Είσθε υπεύθυνος - έλεγε η διαταγή - για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη... Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση»
Η αγγλική στρατιωτική επέμβαση στις ελληνικές υποθέσεις ήταν γεγονός κι απέναντί της μοιραία ξεδιπλώθηκε η λαϊκή αντίσταση, που κράτησε 33 ολόκληρες μέρες.
Ο λαός, ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα, διάλεξε αυτό που ταίριαζε περισσότερο στο φρόνημα και την ιστορία του: Τα όπλα.
Και πράγματι, στις 14 Οκτώβρη του 44, μόλις ένα 24ωρο μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, 'Αγγλοι αλεξιπτωτιστές πέφτουν στα Μέγαρα και στη συνέχεια μπαίνουν "απελευθερωτές" στη λευτερωμένη από τον ΕΛΑΣ Αθήνα.
Ο λαός τους υποδέχεται με ενθουσιασμό σαν συμμάχους, με συνθήματα υπέρ του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και ζητούν να τιμωρηθούν οι προδότες - συνεργάτες των Γερμανών και Ιταλών φασιστών.
Οι Αγγλοι αμέσως κατέλαβαν το κέντρο της Αθήνας και στρατωνίστηκαν στα στρατηγικά της σημεία.
Και, από την επομένη μέρα άρχισαν οι προκλήσεις των ταγματασφαλιτών. Το αίμα των πρώτων νεκρών βάφει τους δρόμους της Αθήνας. Έτσι άρχισαν Αγγλοι και ταγματασφαλίτες, να μεθοδεύουν βήμα βήμα τη σύγχυση, προετοιμάζοντας την ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη.
Στις 18 του Οκτώβρη αγγλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στον Πειραιά. Τα συνοδεύει ο στρατηγός Σκόμπι.
Μαζί τους αποβιβάζεται και ο Γεώργιος Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδας διορισμένος από τους Αγγλους.
Τον διορισμό του αυτό τον πέτυχε με υπόσχεση - που είχε στείλει γραπτή μέσω του Ιωάννη Ράλλη - στον Αγγλο πρεσβευτή στο Κάιρο Λίπερ, ότι θα ξανάφερνε στον θρόνο του τον Γλύξμπουργκ και θα έθετε την Ελλάδα υπό την έλεγχο της Αγγλίας.
Η υποδοχή του Γ. Παπανδρέου ήταν καλά οργανωμένη. Τον ανέμενε κυβερνητικό κλιμάκιο, ένοπλα τμήματα μαζί και αντάρτες του ΕΛΑΣ της 2ας Μεραρχίας.
Στην ομιλία του από τον εξώστη του τότε υπουργείου Συγκοινωνιών ο Γ. Παπανδρέου σκόρπισε υποσχέσεις, για να κερδίσει χρόνο, ώσπου να προετοιμάσει τη σύγκρουση, διακηρύσσοντας το περίφημο εκείνο: "ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗ ΛΑΟΚΡΑΤΙΑΝ". Ένα χρόνο αργότερα, σε κάποιο γεύμα δήλωνε: "ήλπιζεν ο κομμουνισμός - και αυτή υπήρξε η αυταπάτη του - ότι ήτο δυνατόν ημείς να παριστάνωμεν την κυβέρνηση και εκείνος να διαθέτει την πραγματική δύναμη...".
''Και ξημέρωσε 3 του Δεκέμβρη 1944. Η μέρα δρασκέλισε τον Υμηττό σκορπώντας χαμόγελα. Δεν είχε μαντέψει φαίνεται ότι θα ξεσπούσε το κακό... ...Πέρασαν 71 χρόνια, από τότε που οι ταγματασφαλίτες και τα τανκς του Σκόμπι, με την καθοδήγηση του Γ. Παπανδρέου και των Εγγλέζων, ματοκύλισαν την Αθήνα. Πέρασαν 71 ολόκληρα χρόνια από τις 3 Δεκέμβρη του 44 και εμείς οι αντιστασιακοί δε θα ξεχάσουμε ποτέ ποιοι στάθηκαν υπαίτιοι για τα αιματηρά γεγονότα που επακολούθησαν και έμειναν στην ιστορία σαν η "Μάχη της Αθήνας" και τα "Δεκεμβριανά". (Φώτης Σισμανίδης - Αντιστασιακός)
Ποιος και γιατί επιδίωξε τη σύγκρουση;
Το πρωί της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε, έχοντας στην κορυφή της πρώτης του σελίδας το κάλεσμα του ΕΑΜ για το μεγάλο συλλαλητήριο που θα γινόταν εκείνη τη μέρα.
«Ολοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα - Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου!
Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!», ήταν οι πρώτες τυπωμένες φράσεις της εφημερίδας, που έπεφταν αμέσως στα μάτια του αναγνώστη.
Στη δεύτερη σελίδα, υπό τον τίτλο «Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ», ο αναγνώστης διάβαζε εν συντομία το πολιτικό στίγμα των ημερών:
«Απηχώντας τη γενική απαίτηση του ελληνικού λαού να προστατευθούν οι ελευθερίες του, να εξασφαλιστεί η ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας, να συλληφθούν όλοι οι προδότες και οι δοσίλογοι, να πέσει η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και να σχηματιστεί κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, σε έκτακτη χθεσινοβραδινή συνεδρίασή της, πήρε τις πιο κάτω αποφάσεις:
1. Να απευθύνει έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής.
2. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος σήμερα στις 11 το πρωί, όπου θα μιλήσουν εκπρόσωποι των ΕΑΜικών κομμάτων.
3. Να οργανωθεί και να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη.
4. Να ανασυγκροτηθεί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ».
Ειδικά για την τελευταία απόφαση, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ», υπήρχε η εξής είδηση:
«Στη χθεσινή της συνεδρίαση η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής ολόκληρης της χώρας».
Χωρίς αμφιβολία, τα πράγματα ήσαν πάρα πολύ σοβαρά κι εκείνη την Κυριακή έμελλε να πάρουν έναν διαφορετικό δρόμο. Μια μέρα πριν, είχε προκληθεί πολιτική κρίση στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου, με κύρια αφορμή το στρατιωτικό ζήτημα που επικεντρωνόταν στην απαίτηση του αστικού πολιτικού κόσμου και των Εγγλέζων να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.
Οι ΕΑΜίτες υπουργοί είχαν όλοι τους παραιτηθεί και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα ξαναγύριζαν στις θέσεις τους.
Το ρήγμα ανάμεσα στον ΕΑΜικό και στον αστικό πολιτικό κόσμο ήταν αρκετά βαθύ.
Βαθύτερο δε γινόταν.
Μια Κυριακή...ποιός το περίμενε πως θα' ταν Κυριακή
Το κύριο άρθρο του «Ριζοσπάστη» εκείνης της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ήταν γραμμένο από τον ηγέτη του ΚΚΕ - έναν από τους παραιτηθέντες ΕΑΜίτες υπουργούς - Γ. Ζέβγο. Είχε τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» κι εξηγούσε, μέσα από έναν απολογισμό του έργου της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, πώς είχε προκληθεί η κρίση.
«Τώρα - έγραφε ο Ζέβγος καταλήγοντας - το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της, θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας»
Χωρίς αμφιβολία, ο Ζέβγος είχε δίκιο. Η πολιτική πρωτοβουλία περνούσε στα χέρια των μαζών, που με τη δράση τους θα γίνονταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944
Γύρω στις 10 και 45' π.μ., η πλατεία Συντάγματος και οι γύρω δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από τις χιλιάδες λαού που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΕΑΜ. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές επιτροπές, διοικήσεις σωματείων και στελέχη του λαϊκού κινήματος, γιατί, όπως γράφει ο Θ. Χατζής:
«Είχε προγραμματιστεί ν' αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία».
Όμως, τίποτα απ' όλα αυτά δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, που αρχικά είχε δώσει την άδεια να γίνει το συλλαλητήριο, τα μεσάνυχτα 2 προς 3 Δεκέμβρη την ανακάλεσε, με την πρόφαση πως το συλλαλητήριο ήταν η απαρχή «σειράς επαναστατικών πράξεων, αι οποίαι απέβλεπαν εις κατάλυσιν του κράτους» .
Επρόκειτο για μια σαφή πρόκληση σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος, που εκδηλωνόταν στο παραπέντε του συλλαλητηρίου, για να προκαλέσει, το λιγότερο, όξυνση και πιθανότατα για να δικαιολογήσει όλα όσα επακολούθησαν.
Στις 11 π.μ., το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους όλο και πύκνωνε τις γραμμές του με σημαίες, λάβαρα και πλακάτ, με τις προκηρύξεις και τα φέιγ βολάν να πέφτουν βροχή.
Τα συνθήματα «όχι άλλη κατοχή», «Παπανδρέου παραιτήσου» κυριαρχούσαν σ' όλα τα χείλη.
Απέναντι στο λαό που διαδήλωνε, ήσαν οι αστυνομικοί που είχαν οχυρωθεί στην είσοδο του κτιρίου, στην ταράτσα και στα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης, που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας), στην ταράτσα των Παλιών Ανακτόρων (Βουλή) και στο απέναντι του κτιρίου πεζοδρόμιο, προς την πλευρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Επίσης στους γύρω από την πλατεία δρόμους υπήρχαν αγγλικά άρματα μάχης.
Οι πρώτες συγκρούσεις και αψιμαχίες των διαδηλωτών με την αστυνομία εκδηλώθηκαν όταν το πλήθος έφτανε, από τους γύρω δρόμους, στα σημεία των προσέγγισης της πλατείας Συντάγματος κι εμποδιζόταν να εισχωρήσει από τις αστυνομικές δυνάμεις. Ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ορατός λόγος, από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης και από τα άλλα σημεία οχύρωσης των αστυνομικών, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί.
Γράφει η Μέλπω Αξιώτη : «Δίπλα απ' τα ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθια τους και φωνάζουν: Βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν... Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω - τριγύρω μας ένας - ένας χάμω, σα σπουργίτια.
Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εμβρόντητοι. Ένας Αμερικανός με στολή χυμά κι αρπάζει το πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν' ανάψει. 'Άλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα... Πολλοί από τους αστυνομικούς, πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τους σηκώνουν στα χέρια. Οι Αγγλοι γύρω - γύρω και πάνω στα τανκς, στη "Μεγάλη Βρετανία" στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς, στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, όπως θα 'στεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος - τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ηταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες».
Την επομένη, 4 Δεκέμβρη, ολόκληρη η Ελλάδα νεκρώθηκε από τη γενική απεργία που είχε κηρύξει το ΕΑΜ.
Στην πρωτεύουσα, ο λαός οδήγησε τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής, ένα τεράστιο, που το κρατούσαν μαυροφορεμένες κοπέλες, πανό έγραφε:
«ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ `Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ `Η ΤΑ ΟΠΛΑ».
Πράγματι, ο λαός δε θα αργούσε να διαλέξει. Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο, τα πλήθη δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από τους Χίτες με τραγικό απολογισμό άλλους 100 νεκρούς και τραυματίες. Η συνέχεια ήταν πραγματική χιονοστιβάδα.
Ο Σκόμπι κήρυξε στρατιωτικό νόμο
Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της II Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Ο ΕΛΑΣ άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά.
Στις 5 Δεκέμβρη, ο Σκόμπι πήρε διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται σα να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη.
«Είσθε υπεύθυνος - έλεγε η διαταγή - για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη... Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση»
Η αγγλική στρατιωτική επέμβαση στις ελληνικές υποθέσεις ήταν γεγονός κι απέναντί της μοιραία ξεδιπλώθηκε η λαϊκή αντίσταση, που κράτησε 33 ολόκληρες μέρες.
Ο λαός, ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα, διάλεξε αυτό που ταίριαζε περισσότερο στο φρόνημα και την ιστορία του: Τα όπλα.
|
|
Μια προαποφασισμένη εξέλιξη
Η ένοπλη σύγκρουση του ΕΑΜικού κινήματος με την ντόπια ολιγαρχία και τους Εγγλέζους ασφαλώς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ηταν μια εξέλιξη, που οι Εγγλέζοι και οι εγχώριοι συνεργάτες τους προετοίμασαν με μεθοδικότητα από πολύ καιρό πριν.
Τα ιστορικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών περί αυτού.
Τον Αύγουστο του 1943, για παράδειγμα, ο στρατάρχης Σματς (πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής από το 1939 έως το 1948) προειδοποιούσε τον Τσόρτσιλ ότι «υπό τας συνθήκας αναβρασμού της κοινής γνώμης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες βαλκανικές χώρες, θα επακολουθήσει χάος μετά από τη συμμαχική κατοχή, εκτός εάν μια δυνατή πυγμή συγκρατήση επί τόπου τα πράγματα. Εάν αφεθή απεριόριστος ελευθερία στους λαούς αυτούς - έγραφε ο Σματς - ενδέχεται να έχουμε ένα κύμα ταραχών και ευρείας κλίμακος επιβολήν του κομμουνισμού, επί όλων των περιοχών αυτών της Ευρώπης».
Τις προειδοποιήσεις αυτές η αγγλική εξωτερική πολιτική τις πήρε πολύ σοβαρά υπόψη της και προετοιμάστηκε κατάλληλα τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα.
Ετσι, ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, με τηλεγράφημά του στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Α. Ιντεν, στις 29/8/1944, περιέγραφε ως εξής το χαρακτήρα της απόβασης βρετανικών στρατευμάτων στη χώρα μας :
«...Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ...».
Επίσης, με άλλο τηλεγράφημά του στον Ιντεν, στις 7/11/1944, ο Βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στα άλλα σημείωνε :
«Περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος».
Στο ίδιο μήκος κύματος με τους Εγγλέζους, κινούνταν και η ντόπια ολιγαρχία, η οποία στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ έβλεπε τον άμεσο κίνδυνο για την οικονομική και πολιτική της εξουσία.
Ετσι, ένας από τους κορυφαίους σ' εκείνη την πολιτική συγκυρία αστούς πολιτικούς, ο Γ. Παπανδρέου, από τον Ιούλη του 1943, σε μια έκθεσή του προς το στρατηγείο της Μ. Ανατολής, την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τη βρετανική κυβέρνηση, έλεγε ότι :
«η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν των είναι απόλυτος» .
Κι ακριβώς εκεί, στη στρατιωτική δύναμη της Αγγλίας, υπολόγιζε να στηριχτεί για να πετύχει τη διάλυση του ΕΛΑΣ, όπως ο ίδιος αποκάλυπτε στον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ Κομνηνό Πυρομάγλου, σε μια συζήτηση που είχαν στις 13/7/1944, λίγο πριν το περιβόητο Συνέδριο του Λιβάνου .
Ο Γ. Παπανδρέου θα φτάσει στην αποθέωση των πολιτικών σχεδιασμών του κατά του ΕΑΜικού κινήματος, όταν λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στις 22/9/1944, τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ:
«...Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν».
Ο Παπανδρέου κι ο Τσόρτσιλ ομολογούν
Ολοκλήρωση των σχεδίων της ντόπιας ολιγαρχίας και των Βρετανών πατρώνων της δεν μπορούσε να υπάρξει όσο το λαϊκό κίνημα ήταν εξοπλισμένο, όσο, δηλαδή, ήταν υπαρκτός ο ΕΛΑΣ.
Γι' αυτό κι επιχειρήθηκε η διάλυσή του με κάθε τρόπο, και με την ένοπλη βία μέσα από την ανοικτή αγγλική στρατιωτική επέμβαση.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει δώσει στα απομνημονεύματά του μια άκρως αποκαλυπτική ομολογία για τον ταξικό χαρακτήρα εκείνης της σύγκρουσης.
Γράφει χαρακτηριστικά :
«Η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες... έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξη η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παραφορές μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγώτερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του Δυτικού κόσμου».
Αλλά και ο Γ. Παπανδρέου, σ' ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, το Μάρτη του 1948, δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτικός.
Γράφει συγκεκριμένα :
«Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή ''δώρον του Υψίστου". Αλλά διά να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με τη συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά τη Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνο της Καζέρτας. Και διά να γίνη Στάσις - το ''δώρον του Υψίστου"- έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος η'' να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμό του, η'' να επιχειρήση την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι οδήγουν εις τη συντριβήν του... Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».
Τέτοια αντικομμουνιστική παράνοια .
Περισσότερα σχόλια, ασφαλώς, περιττεύουν.
Η ένοπλη σύγκρουση του ΕΑΜικού κινήματος με την ντόπια ολιγαρχία και τους Εγγλέζους ασφαλώς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ηταν μια εξέλιξη, που οι Εγγλέζοι και οι εγχώριοι συνεργάτες τους προετοίμασαν με μεθοδικότητα από πολύ καιρό πριν.
Τα ιστορικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών περί αυτού.
Τον Αύγουστο του 1943, για παράδειγμα, ο στρατάρχης Σματς (πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής από το 1939 έως το 1948) προειδοποιούσε τον Τσόρτσιλ ότι «υπό τας συνθήκας αναβρασμού της κοινής γνώμης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες βαλκανικές χώρες, θα επακολουθήσει χάος μετά από τη συμμαχική κατοχή, εκτός εάν μια δυνατή πυγμή συγκρατήση επί τόπου τα πράγματα. Εάν αφεθή απεριόριστος ελευθερία στους λαούς αυτούς - έγραφε ο Σματς - ενδέχεται να έχουμε ένα κύμα ταραχών και ευρείας κλίμακος επιβολήν του κομμουνισμού, επί όλων των περιοχών αυτών της Ευρώπης».
Τις προειδοποιήσεις αυτές η αγγλική εξωτερική πολιτική τις πήρε πολύ σοβαρά υπόψη της και προετοιμάστηκε κατάλληλα τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα.
Ετσι, ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, με τηλεγράφημά του στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Α. Ιντεν, στις 29/8/1944, περιέγραφε ως εξής το χαρακτήρα της απόβασης βρετανικών στρατευμάτων στη χώρα μας :
«...Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ...».
Επίσης, με άλλο τηλεγράφημά του στον Ιντεν, στις 7/11/1944, ο Βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στα άλλα σημείωνε :
«Περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος».
Στο ίδιο μήκος κύματος με τους Εγγλέζους, κινούνταν και η ντόπια ολιγαρχία, η οποία στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ έβλεπε τον άμεσο κίνδυνο για την οικονομική και πολιτική της εξουσία.
Ετσι, ένας από τους κορυφαίους σ' εκείνη την πολιτική συγκυρία αστούς πολιτικούς, ο Γ. Παπανδρέου, από τον Ιούλη του 1943, σε μια έκθεσή του προς το στρατηγείο της Μ. Ανατολής, την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τη βρετανική κυβέρνηση, έλεγε ότι :
«η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν των είναι απόλυτος» .
Κι ακριβώς εκεί, στη στρατιωτική δύναμη της Αγγλίας, υπολόγιζε να στηριχτεί για να πετύχει τη διάλυση του ΕΛΑΣ, όπως ο ίδιος αποκάλυπτε στον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ Κομνηνό Πυρομάγλου, σε μια συζήτηση που είχαν στις 13/7/1944, λίγο πριν το περιβόητο Συνέδριο του Λιβάνου .
Ο Γ. Παπανδρέου θα φτάσει στην αποθέωση των πολιτικών σχεδιασμών του κατά του ΕΑΜικού κινήματος, όταν λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στις 22/9/1944, τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ:
«...Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν».
Ο Παπανδρέου κι ο Τσόρτσιλ ομολογούν
Ολοκλήρωση των σχεδίων της ντόπιας ολιγαρχίας και των Βρετανών πατρώνων της δεν μπορούσε να υπάρξει όσο το λαϊκό κίνημα ήταν εξοπλισμένο, όσο, δηλαδή, ήταν υπαρκτός ο ΕΛΑΣ.
Γι' αυτό κι επιχειρήθηκε η διάλυσή του με κάθε τρόπο, και με την ένοπλη βία μέσα από την ανοικτή αγγλική στρατιωτική επέμβαση.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει δώσει στα απομνημονεύματά του μια άκρως αποκαλυπτική ομολογία για τον ταξικό χαρακτήρα εκείνης της σύγκρουσης.
Γράφει χαρακτηριστικά :
«Η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες... έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξη η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παραφορές μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγώτερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του Δυτικού κόσμου».
Αλλά και ο Γ. Παπανδρέου, σ' ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, το Μάρτη του 1948, δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτικός.
Γράφει συγκεκριμένα :
«Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή ''δώρον του Υψίστου". Αλλά διά να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με τη συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά τη Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνο της Καζέρτας. Και διά να γίνη Στάσις - το ''δώρον του Υψίστου"- έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος η'' να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμό του, η'' να επιχειρήση την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι οδήγουν εις τη συντριβήν του... Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».
Τέτοια αντικομμουνιστική παράνοια .
Περισσότερα σχόλια, ασφαλώς, περιττεύουν.
Το'χουμε βάλει βαθιά μες την καρδιά μας ....Λαοκρατία και όχι Βασιλιά
Στα τέλη Οκτωβρίου 1944, ο πρωτεργάτης της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και βασικός
εκφραστής της συμμαχίας της Ελλάδας με την Αγγλία, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' είναι ο επίσημος που δεν έχει επιστρέψει ακόμα στην Ελλάδα.
Δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις έχουν εκφραστεί κατά της επιστροφής του Γεωργίου πριν από τη διενέργεια ενός γνήσιου δημοψηφίσματος.
Αλλά, στις 8 Οκτωβρίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ σε συνάντησή του με τον Γ. Παπανδρέου στη Νάπολη της Ιταλίας, θα επιμένει να επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα μαζί με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και τον πρωθυπουργό.
Ο Παπανδρέου εξήγησε στον Τσόρτσιλ, ότι μια ξαφνική επιστροφή του βασιλιά θα ήταν καταστροφική για την ομαλότητα. Τελικά ο Τσόρτσιλ συμφώνησε και υπογράφτηκε μεταξύ των δύο πλευρών το ακόλουθο κείμενο, που σήμαινε ότι ο Γεώργιος θ' ασκούσε από το εξωτερικό τα βασιλικά του καθήκοντα:
«Ο Βασιλεύς θέλει ασκή την βασιλικήν εξουσίαν εκ Λονδίνου. Οι Νόμοι και τα Διατάγματα θα
κατόπιν τηλεγραφικής εντολής...».
Νέα κυβέρνηση
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (18 Οκτωβρίου) ο Γ. Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του στο βασιλιά «σύμφωνα με τα συνταγματικά έθιμα και την καθιερωμένη κοινοβουλευτική πρακτική».
Ο Γεώργιος του ανέθεσε και πάλι το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, που ορκίστηκε στις 23 Οκτωβρίου και συμπεριελάμβανε τους ίδιους εκπροσώπους της Αριστεράς.
Η σύνθεσή της ήταν η ακόλουθη:
Γ. Παπανδρέου: πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών και προσωρινά Στρατιωτικών. Φ. Μανουηλίδης, Εσωτερικών. Π. Κανελλόπουλος, Ναυτικών. Π. Φικιώρης, Αεροπορίας. Ν. Αβραάμ, Δικαιοσύνης. Κ. Μαρούλης, Υγιεινής. Π. Ράλλης, Εμπορικής Ναυτιλίας. Στ. Στεφανόπουλος, Μεταφορών. Δ. Λόντος, Κοινωνικής Πρόνοιας. Α. Θεολογίτης, Τ.Τ.Τ. Π. Χατζηπάνος, Παιδείας.
Αλ. Σβώλος, Οικονομικών.
Ηλ. Τσιριμώκος, Εθνικής Οικονομίας.
Ν. Ασκούτσης, Δημοσίων Εργων.
Μ. Πορφυρογένης, Εργασίας.
Ι. Ζέβγος, Γεωργίας.
Θ. Τσάτσος, Εφοδιασμού.
Γ. Καρτάλης, άνευ χαρτοφυλακίου.
Ορκίστηκε επίσης και ένας ορισμένος αριθμός υφυπουργών. Ο Βρετανός πρεσβευτής Λίπερ ενημέρωσε το Φόρεϊν Οφις ότι ο Παπανδρέου «θεώρησε ασύνετο να μειώσει τη συμμετοχή του ΕΑΜ» στην κυβέρνηση, γιατί μέχρι να μπορέσει να σχηματίσει τακτικό στρατό, «το ΕΑΜ κατέχει τη μόνη ένοπλη δύναμη».
Οι επίσημοι Βρετανοί στο Λονδίνο ενδιαφέρονταν όμως και γι' άλλα ζητήματα. Το Φόρεϊν Οφις ρώτησε τον Λίπερ να μάθει «επειγόντως σε ποιον έδωσαν όρκο οι νέοι Ελληνες υπουργοί» στις 23 Οκτωβρίου.
Ο Λίπερ απάντησε καθησυχαστικά ότι «ο όρκος δόθηκε στον βασιλέα», που δεν είχε φτάσει στην Αθήνα, αλλά προσπαθούσε να κινήσει τα νήματα από τα παρασκήνια.
Ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει τον Γεώργιο στην Ελλάδα. Αφού άφηνε (!!!) στους Ρώσους ελεύθερο το πεδίο σε άλλες βαλκανικές χώρες, απαιτούσε να επαναφέρει στην Ελλάδα ένα φιλοβρετανικό καθεστώς.
'Αντονι 'Ιντεν
Στις 25 Οκτωβρίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Αντονι Ιντεν, έφτασε στην απελευθερωμένη Αθήνα και μετά την ενημέρωσή του από τον Παπανδρέου τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ: «Το ΕΑΜ είναι δραστήριο και θα ήταν επιπόλαιο κατά την κρίση μου να υποτιμήσουμε τη δύναμή του».
Ο Βρετανός επίσημος δέχτηκε στην Αθήνα και ένα χαιρετιστήριο μήνυμα από την ηγεσία του ΚΚΕ, το οποίο έγραφε μεταξύ άλλων: «Εκ μέρους του ΚΚΕ απευθύνουμε προς την υμετέρα εξοχότητα και προς τους λαούς της συμμάχου μας Μεγάλης Βρετανίας, θερμότατο χαιρετισμό και σας ευχόμαστε το "καλώς ορίσατε" στην ελεύθερη πρωτεύουσα της χώρας μας. Ο Ελληνικός λαός στάθηκε ειλικρινής Φίλος του μεγάλου φιλελεύθερου αγγλικού λαού και κατά την κρίσιμη στιγμή του αγώνα εναντίον του χιτλερικού φασισμού θα συνεχίσει τον αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων μας και θα συνεργαστεί στενά στο έργο της δημοκρατικής και οικονομικής ανασύνταξης...».
Αλλά εκείνες τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη δεν λείπουν και τα επεισόδια και οι αψιμαxίες, που αποκαλύπτουν κάτω από την ήρεμη επιφάνεια την ένταση των εσωτερικών αντιθέσεων.
Η οργάνωση Χ είναι οχυρωμένη στην περιοχή του Θησείου και ενισχύεται σε οπλισμό από δυνάμεις του κρατικού μηχανισμού.
Θανάσιμος αντίπαλος
Οπως ανέφερε σε τηλεοπτική εκπομπή των τελευταίων χρόνων, το παλιό μέλος της Χ, Ν. Φαρμάκης, δεν επρόκειτο για αντιστασιακή οργάνωση, αλλά για καθαρά αντικομμουνιστική οργάνωση, θανάσιμο αντίπαλο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που ενισχυόταν και μετά την απελευθέρωση από εκείνους που ήθελαν την εξουδετέρωση της δύναμης της Αριστεράς.
Τη Δευτέρα 30 Οκτώβρη, ένας αξιωματικός της Χ, που αναγνωρίστηκε στο κέντρο της Αθήνας ως «βασανιστής», πυροβόλησε και τραυμάτισε έναν ΕΛΑΣίτη. Συνελήφθη από τους περαστικούς και παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ, που έπρεπε να τον παραδώσει στη Στρατιωτική Διοίκηση Αττικής.
Στη διάρκεια της κράτησής του εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ συνομίλησε μαζί του:
- «Ασημακόπουλε, από τον τρόπο που φέρνεσαι φαίνεται ότι δεν έχεις συναίσθηση των πράξεων της προδοσίας σου, της θέσης σου».
- «Μη με βρίζετε, κύριε λοχαγέ».
- «Μα, είσαι αποδειγμένος δοσίλογος συνεργάτης των Γερμανών. Εχεις βασανίσει με τη συμμορία τής Χ τόσους αγωνιστές».
- «Μη με βρίζετε, κύριε λοχαγέ! Εγώ είμαι στρατιώτης και διά παν ό,τι έπραξα εξετέλουν διαταγάς»...
Σε αντίποινα οι Χίτες συνέλαβαν αρκετούς ομήρους στην περιοχή Θησείου - Γέφυρας Καμπά - Πετραλώνων και τους έκλεισαν στο 9ο Σχολείο.
Μέσα στον Οκτώβριο δεν έλειψαν μεμονωμένα επεισόδια, αλλά είχε αποφευχθεί μια γενικευμένη σύγκρουση. Επικρατούσε μέχρι στιγμής η συνεννόηση.
Παρέλαση
Η 28η Οκτωβρίου 1944 γιορτάστηκε έντονα με στρατιωτική παρέλαση, στην οποία συμμετείχε ο ΕΛΑΣ με δύο Ταξιαρχίες και τα «δύο πρότυπα τάγματά του που έχει συγκροτήσει ύστερα από διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή Αττικής» στρατηγού Σπηλιωτόπουλου.
Η παρουσία της στρατιωτικής αντιπροσωπείας του ΕΛΑΣ στη μητρόπολη, όπου συμμετέχει και ο αρχηγός του Στ. Σαράφης, που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στην Αθήνα, είναι επιβλητική. Η παρέλαση άρχισε από την 3ης Σεπτεμβρίου. Με τον ίδιο τρόπο είχε γίνει και η υποδοχή του Ιντεν στην Αθήνα, λίγες μέρες νωρίτερα.
Πλάι στα συνθήματα υπέρ των Συμμάχων και της Εθνικής Κυβέρνησης, ακούγονταν κι εκείνα υπέρ της τιμωρίας των δοσιλόγων. Οπως και εκείνο που είχε ακουστεί στις 18 Οκτώβρη, στη διάρκεια του λόγου του Γ. Παπανδρέου στο Σύνταγμα: «Λαοκρατία και όχι βασιλιά».
Αλλά παράλληλα με τις υποβόσκουσες εσωτερικές αντιθέσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν και διεθνείς αντιθέσεις που να επηρεάσουν την ελληνική πραγματικότητα.
εκφραστής της συμμαχίας της Ελλάδας με την Αγγλία, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' είναι ο επίσημος που δεν έχει επιστρέψει ακόμα στην Ελλάδα.
Δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις έχουν εκφραστεί κατά της επιστροφής του Γεωργίου πριν από τη διενέργεια ενός γνήσιου δημοψηφίσματος.
Αλλά, στις 8 Οκτωβρίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ σε συνάντησή του με τον Γ. Παπανδρέου στη Νάπολη της Ιταλίας, θα επιμένει να επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα μαζί με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και τον πρωθυπουργό.
Ο Παπανδρέου εξήγησε στον Τσόρτσιλ, ότι μια ξαφνική επιστροφή του βασιλιά θα ήταν καταστροφική για την ομαλότητα. Τελικά ο Τσόρτσιλ συμφώνησε και υπογράφτηκε μεταξύ των δύο πλευρών το ακόλουθο κείμενο, που σήμαινε ότι ο Γεώργιος θ' ασκούσε από το εξωτερικό τα βασιλικά του καθήκοντα:
«Ο Βασιλεύς θέλει ασκή την βασιλικήν εξουσίαν εκ Λονδίνου. Οι Νόμοι και τα Διατάγματα θα
κατόπιν τηλεγραφικής εντολής...».
Νέα κυβέρνηση
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (18 Οκτωβρίου) ο Γ. Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του στο βασιλιά «σύμφωνα με τα συνταγματικά έθιμα και την καθιερωμένη κοινοβουλευτική πρακτική».
Ο Γεώργιος του ανέθεσε και πάλι το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, που ορκίστηκε στις 23 Οκτωβρίου και συμπεριελάμβανε τους ίδιους εκπροσώπους της Αριστεράς.
Η σύνθεσή της ήταν η ακόλουθη:
Γ. Παπανδρέου: πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών και προσωρινά Στρατιωτικών. Φ. Μανουηλίδης, Εσωτερικών. Π. Κανελλόπουλος, Ναυτικών. Π. Φικιώρης, Αεροπορίας. Ν. Αβραάμ, Δικαιοσύνης. Κ. Μαρούλης, Υγιεινής. Π. Ράλλης, Εμπορικής Ναυτιλίας. Στ. Στεφανόπουλος, Μεταφορών. Δ. Λόντος, Κοινωνικής Πρόνοιας. Α. Θεολογίτης, Τ.Τ.Τ. Π. Χατζηπάνος, Παιδείας.
Αλ. Σβώλος, Οικονομικών.
Ηλ. Τσιριμώκος, Εθνικής Οικονομίας.
Ν. Ασκούτσης, Δημοσίων Εργων.
Μ. Πορφυρογένης, Εργασίας.
Ι. Ζέβγος, Γεωργίας.
Θ. Τσάτσος, Εφοδιασμού.
Γ. Καρτάλης, άνευ χαρτοφυλακίου.
Ορκίστηκε επίσης και ένας ορισμένος αριθμός υφυπουργών. Ο Βρετανός πρεσβευτής Λίπερ ενημέρωσε το Φόρεϊν Οφις ότι ο Παπανδρέου «θεώρησε ασύνετο να μειώσει τη συμμετοχή του ΕΑΜ» στην κυβέρνηση, γιατί μέχρι να μπορέσει να σχηματίσει τακτικό στρατό, «το ΕΑΜ κατέχει τη μόνη ένοπλη δύναμη».
Οι επίσημοι Βρετανοί στο Λονδίνο ενδιαφέρονταν όμως και γι' άλλα ζητήματα. Το Φόρεϊν Οφις ρώτησε τον Λίπερ να μάθει «επειγόντως σε ποιον έδωσαν όρκο οι νέοι Ελληνες υπουργοί» στις 23 Οκτωβρίου.
Ο Λίπερ απάντησε καθησυχαστικά ότι «ο όρκος δόθηκε στον βασιλέα», που δεν είχε φτάσει στην Αθήνα, αλλά προσπαθούσε να κινήσει τα νήματα από τα παρασκήνια.
Ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει τον Γεώργιο στην Ελλάδα. Αφού άφηνε (!!!) στους Ρώσους ελεύθερο το πεδίο σε άλλες βαλκανικές χώρες, απαιτούσε να επαναφέρει στην Ελλάδα ένα φιλοβρετανικό καθεστώς.
'Αντονι 'Ιντεν
Στις 25 Οκτωβρίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Αντονι Ιντεν, έφτασε στην απελευθερωμένη Αθήνα και μετά την ενημέρωσή του από τον Παπανδρέου τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ: «Το ΕΑΜ είναι δραστήριο και θα ήταν επιπόλαιο κατά την κρίση μου να υποτιμήσουμε τη δύναμή του».
Ο Βρετανός επίσημος δέχτηκε στην Αθήνα και ένα χαιρετιστήριο μήνυμα από την ηγεσία του ΚΚΕ, το οποίο έγραφε μεταξύ άλλων: «Εκ μέρους του ΚΚΕ απευθύνουμε προς την υμετέρα εξοχότητα και προς τους λαούς της συμμάχου μας Μεγάλης Βρετανίας, θερμότατο χαιρετισμό και σας ευχόμαστε το "καλώς ορίσατε" στην ελεύθερη πρωτεύουσα της χώρας μας. Ο Ελληνικός λαός στάθηκε ειλικρινής Φίλος του μεγάλου φιλελεύθερου αγγλικού λαού και κατά την κρίσιμη στιγμή του αγώνα εναντίον του χιτλερικού φασισμού θα συνεχίσει τον αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων μας και θα συνεργαστεί στενά στο έργο της δημοκρατικής και οικονομικής ανασύνταξης...».
Αλλά εκείνες τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη δεν λείπουν και τα επεισόδια και οι αψιμαxίες, που αποκαλύπτουν κάτω από την ήρεμη επιφάνεια την ένταση των εσωτερικών αντιθέσεων.
Η οργάνωση Χ είναι οχυρωμένη στην περιοχή του Θησείου και ενισχύεται σε οπλισμό από δυνάμεις του κρατικού μηχανισμού.
Θανάσιμος αντίπαλος
Οπως ανέφερε σε τηλεοπτική εκπομπή των τελευταίων χρόνων, το παλιό μέλος της Χ, Ν. Φαρμάκης, δεν επρόκειτο για αντιστασιακή οργάνωση, αλλά για καθαρά αντικομμουνιστική οργάνωση, θανάσιμο αντίπαλο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που ενισχυόταν και μετά την απελευθέρωση από εκείνους που ήθελαν την εξουδετέρωση της δύναμης της Αριστεράς.
Τη Δευτέρα 30 Οκτώβρη, ένας αξιωματικός της Χ, που αναγνωρίστηκε στο κέντρο της Αθήνας ως «βασανιστής», πυροβόλησε και τραυμάτισε έναν ΕΛΑΣίτη. Συνελήφθη από τους περαστικούς και παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ, που έπρεπε να τον παραδώσει στη Στρατιωτική Διοίκηση Αττικής.
Στη διάρκεια της κράτησής του εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ συνομίλησε μαζί του:
- «Ασημακόπουλε, από τον τρόπο που φέρνεσαι φαίνεται ότι δεν έχεις συναίσθηση των πράξεων της προδοσίας σου, της θέσης σου».
- «Μη με βρίζετε, κύριε λοχαγέ».
- «Μα, είσαι αποδειγμένος δοσίλογος συνεργάτης των Γερμανών. Εχεις βασανίσει με τη συμμορία τής Χ τόσους αγωνιστές».
- «Μη με βρίζετε, κύριε λοχαγέ! Εγώ είμαι στρατιώτης και διά παν ό,τι έπραξα εξετέλουν διαταγάς»...
Σε αντίποινα οι Χίτες συνέλαβαν αρκετούς ομήρους στην περιοχή Θησείου - Γέφυρας Καμπά - Πετραλώνων και τους έκλεισαν στο 9ο Σχολείο.
Μέσα στον Οκτώβριο δεν έλειψαν μεμονωμένα επεισόδια, αλλά είχε αποφευχθεί μια γενικευμένη σύγκρουση. Επικρατούσε μέχρι στιγμής η συνεννόηση.
Παρέλαση
Η 28η Οκτωβρίου 1944 γιορτάστηκε έντονα με στρατιωτική παρέλαση, στην οποία συμμετείχε ο ΕΛΑΣ με δύο Ταξιαρχίες και τα «δύο πρότυπα τάγματά του που έχει συγκροτήσει ύστερα από διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή Αττικής» στρατηγού Σπηλιωτόπουλου.
Η παρουσία της στρατιωτικής αντιπροσωπείας του ΕΛΑΣ στη μητρόπολη, όπου συμμετέχει και ο αρχηγός του Στ. Σαράφης, που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στην Αθήνα, είναι επιβλητική. Η παρέλαση άρχισε από την 3ης Σεπτεμβρίου. Με τον ίδιο τρόπο είχε γίνει και η υποδοχή του Ιντεν στην Αθήνα, λίγες μέρες νωρίτερα.
Πλάι στα συνθήματα υπέρ των Συμμάχων και της Εθνικής Κυβέρνησης, ακούγονταν κι εκείνα υπέρ της τιμωρίας των δοσιλόγων. Οπως και εκείνο που είχε ακουστεί στις 18 Οκτώβρη, στη διάρκεια του λόγου του Γ. Παπανδρέου στο Σύνταγμα: «Λαοκρατία και όχι βασιλιά».
Αλλά παράλληλα με τις υποβόσκουσες εσωτερικές αντιθέσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν και διεθνείς αντιθέσεις που να επηρεάσουν την ελληνική πραγματικότητα.
Οι Ναζί φεύγουν, οι Ταγματασφαλιτες δολοφονούν
Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1944, ένα άγημα Γερμανών στρατιωτών κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, παρουσία του Δημάρχου Αθηναίων και λίγων επισήμων. Μετά από τρεισήμισι χρόνια Κατοχής, οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα, αφήνοντας πίσω τους μια κατεστραμμένη πόλη:
40 – 45.000 νεκροί από πείνα, τουλάχιστον 1.800 εκτελεσμένοι και 2.000 περίπου νεκροί από τις εμφύλιες συγκρούσεις που συστηματικά οι κατακτητές υποδαύλιζαν.
Ομως η πραγματική αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα της Ελλάδας θα γίνει την επόμενη μέρα.
Ωστόσο, αρκετές εβδομάδες πριν την Απελευθέρωση, επικρατούσε στην Αθήνα ένα εντελώς παράδοξο κλίμα: το κέντρο της πόλης βρίσκονταν υπό κατοχή, ενώ οι γύρω συνοικίες είχαν «απελευθερωθεί». Οι κάτοικοι του κέντρου μετέβαιναν καθημερινά στις προσφυγικές κυρίως συνοικίες για να συμμετέχουν στους πανηγυρισμούς των κατοίκων τους και να παρακολουθήσουν τις παρελάσεις του ΕΛΑΣ και τις γιορτές της ΕΠΟΝ στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες.
Οι τελευταίες ημέρες της Κατοχής δεν ήταν αναίμακτες. Πολιτική των κατακτητών ήταν η καταστροφή των υποδομών της χώρας. Την παραμονή της αναχώρησής τους και κατ' απαίτηση των δοσίλογων συνεργατών τους, είχαν επιτεθεί στην προσφυγική Καισαριανή, που αποτελούσε εστία της ΕΑΜικής αντίστασης & του ΕΛΑΣ, δολοφονώντας με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν. Το βράδυ της 12ης προς 13η Οκτωβρίου οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την περίμετρο της πόλης καταστρέφοντας κάθε βασική υποδομή. Την ίδια στιγμή που οι δεκάδες χιλιάδες των κατοίκων βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν την απελευθέρωση, τα γερμανικά στρατεύματα καταστρέφουν....από τα εργοστάσια του Πειραιά έως το αεροδρόμιο Τατοΐου.
Γερμανικό σαμποτάζ
Η σημαντικότερη προσπάθεια των Γερμανών θα γίνει στον Πειραιά, το πρωί της 13ης Οκτωβρίου.
Θα προσπαθήσουν να ανατινάξουν τις λιμενικές εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρείας (Πάουερ). Η Ηλεκτρική Εταιρεία παρήγε την ηλεκτρική ενέργεια για όλον τον αστικό χώρο του Λεκανοπεδίου. Οι Γερμανοί είχαν παγιδεύσει με εκρηκτικές ύλες από πριν τα κυριότερα κτήρια του Πειραιά, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν την καταστροφή τους κεντρικά. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να κόψουν τα καλώδια, σώζοντας πολλά από τα παγιδευμένα κτήρια. Το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας το προστάτευε το 10ο Τάγμα του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στην είσοδο του εργοστασίου δέχτηκαν τα πυρά των ΕΛΑΣιτών. Η μάχη κράτησε δυόμισι ώρες και ήταν σκληρή. Οι Γερμανοί έχασαν εννέα στρατιώτες ενώ άλλοι 45 συνελήφθησαν. Ο ΕΛΑΣ είχε 11 νεκρούς. Το εργοστάσιο σώθηκε.
«Η υπογραφή του κτήνους»
Ετσι επιγράφεται το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Ελευθερία» που κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η περιγραφή της νύκτας από τη 12η έως τη 13η Οκτωβρίου:
«Καθ' όλην τη νύκτα της Πέμπτης προς Παρασκευήν εμαίνοντο τα κακούργα ένστικτα των Ούνων. Από του πολυπαθούς Πειραιώς μέχρι του Περάματος τίποτε δεν έμεινεν όρθιο. Τίποτε. Η καταστροφή είναι απερίγραπτος και είναι η μεγαλυτέρα απ' όσας επέφεραν οι Βάρβαροι εις τον τόπον αυτόν... Συντρίμματα μόχθου εκατό ετών ηπλώθησαν εις του Βασιλειάδου, εις τα "σιλό", εις τα κρηπιδώματα, εις τας αποθήκας "Shell" και της "Σοκοπέλ" - παντού. Πόσον μεγάλη είναι η καταστροφή και πόσον δίκαια η λύσσα μας και πόσον κολοσσιαίον το αίτημά μας διά μία ολοκληρωτικήν εκδίκησιν μόνον αν αναλογισθή κανείς ότι ο Πειραιεύς ως λιμήν δεν υφίσταται, ότι η οικονομίαν της Χώρας, ο επισιτισμός μας, η ευημερία της Αύριον υπέστησαν τεράστιον πλήγμα υπολογιζόμενα εις εκατομμύρια χρυσών λιρών -αυτά τα οποία γενεαί και γενεαί Ελλήνων εμαζεύαμε δεκάραν δεκάραν- θα ημπορέσει να εννοήσει».
Ο υποστράτηγος Σιμάνα (διοικητής των Ες-Ες μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου) «απεφάσισε να εκτελέση κατά γράμμα την διαταγή του Χίτλερ να αμυνθή μέχρις εσχάτων μέσα στην πρωτεύουσα και άρχισε οχυρώσεις μεγάλης εκτάσεως, ετοποθέτησε 80 τόννους δυναμίτη στο φράγμα του Μαραθώνα και πυροβολικό μέσα σε 5 τούνελ του Λυκαβηττού…»
Το δίχτυ των υπονομεύσεων περιλάμβανε «την Τηλεφωνική Εταιρεία, τους στρατώνες, την Ηλεκτρική Εταιρεία, τις Αποβάθρες του Πειραιώς, τους σταθμούς, τα γεφύρια, τα Τελωνεία, το εργοτάξιο των ΣΕΚ…»
Άλλες πηγές μιλούν και για άλλα σημαντικά κτίρια, τις στρατιωτικές αποθήκες στο Ρουφ, το κτίριο του Ραδιοφωνικού σταθμού, κεντρικά ξενοδοχεία κλπ.
Κατά την εκτίμηση του Χρήστου Ζαλοκώστα «εάν αυτό το πρόγραμμα το πραγματοποιούσαν τα Ες-Ες αι Αθήναι δεν θα μπορούσαν να κατοικηθούν…»
Η επόμενη μέρα
Όμως, το ξέφρενο πανηγύρι των Αθηναίων επισκίασε το μεγάλο ερώτημα εκείνης της ημέρας:
ποια στάση θα κρατούσε το ΕΑΜ τις πρώτες ώρες μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων;
Με ποιο τρόπο θα αξιοποιούσε το γεγονός ότι η πρωτεύουσα του κράτους βρίσκονταν σε κενό εξουσίας;
Με άλλα λόγια, τι θα γινόταν τις κρίσιμες ώρες που ο ΕΛΑΣ θα μπορούσε να καταλάβει τα κτίρια και τους στρατώνες των Σωμάτων και Ταγμάτων Ασφαλείας και τέλος τα Παλαιά Ανάκτορα, με τις δυνάμεις που είχε ήδη στην Αθήνα, χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση του εμπειροπόλεμου ΕΛΑΣ του βουνού;
Ήδη από το καλοκαίρι του 1944, η ανησυχία για τη στάση που θα τηρούσε το ΕΑΜ, οδήγησε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου σε εγρήγορση. Γνωρίζοντας ότι οι βρετανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να εισέλθουν στην Αθήνα μετά την αποχώρηση των Γερμανών, προσπάθησε να καλύψει το κρίσιμο χρονικό κενό με τη δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών.
Στις αρχές Αυγούστου του 1944 ο υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αττικής, από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Μια από τις πρώτες εντολές που έλαβε ήταν να θέσει όλες τις εθνικές οργανώσεις, εκτός των εαμικών, υπό ενιαία διοίκηση στο νέο σώμα που θα ονομαζόταν Εθνικός Στρατός Αθηνών. Ο Σπηλιωτόπουλος εφαρμόζοντας ουσιαστικά ένα σχέδιο αμύνης απέναντι στον ΕΛΑΣ, διένειμε τους άνδρες των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και της αμιγώς αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ» σε κεντρικά ξενοδοχεία και κτίρια της Αθήνας.
Η περίοδος μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης δεν ήταν ομαλή και σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των οργανωμένων στα Τάγματα Ασφαλείας συνεργατών των κατακτητών. Η πιο έντονη δράση των ακροδεξιών συμμοριών, συνέβη την 15η Οκτωβρίου, όταν άνοιξαν πυρ στην περιοχή της Ομόνοιας κατά του πλήθους που πανηγύριζε, σκοτώνοντας επτά άτομα.
«…Ουσιαστικά η όλη επιχείρηση αντανακλούσε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τις παραμονές της απελευθέρωσης. Η ελληνική κυβέρνηση αναζητούσε ένα στρατιωτικό στήριγμα που θα της έδινε την ευκαιρία να μεταφέρει την πολιτική της εξουσία στην Αθήνα και στη συνέχεια να την εδραιώσει με την πολιτικοστρατιωτική συμβολή των Βρετανών. Η δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών αποκλειστικά από ένοπλα τμήματα των εθνικών οργανώσεων, καταδείκνυε τη βαθιά καχυποψία της κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ. Η στρατιωτική αυτή δύναμη […] δεν απέκλειε απλώς τις εαμικές δυνάμεις, αλλά ενέτασσε στον Εθνικό Στρατό οργανώσεις όπως η “Χ” και ο ΕΔΕΣ, μέλη των οποίων συγκρούονταν την περίοδο εκείνη με τον ΕΛΑΣ στους δρόμους της Αθήνας.»
Εν τούτοις, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας όχι μόνο δεν επιχείρησε να καταλάβει την πόλη, αλλά αντίθετα ήταν ο κύριος παράγοντας διατήρησης της τάξης τη νύχτα εκείνη, αλλά και τις επόμενες ημέρες:
«Την απόλυτη τήρηση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει ο ΕΛΑΣ της Αθήνας απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133, στο οποίο αναφέρεται ότι Βρετανός πληροφοριοδότης, έκανε το γύρο των προαστίων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων και των εαμικών προπυργίων, τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”.» (HS 5/615, SOE/GREECE 625v2, Support of military and naval operations, Force 140 Planning, τηλεγράφημα με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 1944 από Force 133 προς Λονδίνο - British National Archives, London)
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ
Η στάση αυτή αντανακλούσε την απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να «παραμερίσει» την επαναστατική λύση, στρεφόμενη προς τη νομιμότητα. Άλλωστε η μαζικότητα των εαμικών οργανώσεων αποτελούσε εγγύηση για μια άνετη επικράτηση του ΕΑΜ όχι πλέον ως αντιστασιακής οργάνωσης, αλλά ως πολιτικού φορέα. Την κατάσταση, σε ότι είχε να κάνει με την στάση του ΕΛΑΣ κατά την ημέρα της απελευθέρωσης αλλά και σε όλη τη διάρκεια μέχρι την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης, ξεκαθάριζε η ημερήσια διαταγή του 1ου Συντάγματος της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθηνών, την παραμονή της απελευθέρωσης:
«Συναγωνιστές. Μπήκαμε στην πιο αποφασιστική φάση του αγώνα μας μετά από την τρίχρονη σκληρή δοκιμασία που σ’ αυτήν θα πρέπει να δείξωμεν την επαναστατικότητά μας πάνω στην εξασφάληση της τάξης και ησυχίας. Σύνθημά μας μπένει μακριά από ανησυχίες (άσκοπους πυροβολισμούς, ατομικός έλεγχος ταυτοτήτων) [...] Συναγωνιστές, προσοχή στη βαθειά κατανόηση της νίκης που ζητάμε να επιτύχωμε και η οποία διαφέρει κατά πολύ από τις νίκες της σκληρής δοκιμασίας, είνε νίκη που θάχη σαν αποτέλεσμα να κερδήσωμε την μεγάλη έκπληξη στα μάτια των συμμάχων μας και όλης της ανθρωπότητας του να παρουσιασθούμε σαν στρατός επιβολής, με πειθαρχία εμφάνηση και ταχύτητα πρωτοφανή και πρωτότυπο στην εκτέλεση των διαταγών.» (Ημερήσια Διαταγή Συντάγματος της 11 Οκτωβρίου 1944 - Ι/1 Τάγμα του ΕΛΑΣ Αθήνας)
Μετά το αυθόρμητο «ξέσπασμα» των κατοίκων κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών της 12ης Οκτωβρίου 1944, τις επόμενες δύο ημέρες το ΕΑΜ πραγματοποίησε τεράστιες και άρτια οργανωμένες διαδηλώσεις, παρουσιάζοντας την εντυπωσιακή δύναμη που είχε πλέον στην Αθήνα. Σε αυτές «πρώτο λόγο» είχαν οι κάτοικοι των εργατικών συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η ζωή των οποίων εξαθλιώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στις 15 Οκτωβρίου ήρθε η σειρά των ακροδεξιών οργανώσεων, του μη εαμικού χώρου δηλαδή, να κάνουν επίδειξη ισχύος στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας:
«Η διαδήλωση αυτή πρόβαλε ξεκάθαρα σε επίπεδο εικόνας, συμβολισμών και συνθημάτων, τον ταξικό χαρακτήρα της επερχόμενης σύγκρουσης. Η έκδηλη διαφοροποίηση των δύο στρατοπέδων, έγινε ορατή τις τρεις αυτές πρώτες ημέρες μετά την απελευθέρωση, διότι για πρώτη φορά δινόταν η ευκαιρία δημόσιας και μαζικής έκφρασής της, σε ξεχωριστές εκδηλώσεις. Η διαμάχη του ΕΑΜ με το μη εαμικό χώρο γινόταν πλέον περισσότερο απτή: ο καθένας μπορούσε να δει την απήχηση που είχε η κάθε πλευρά μέσα από τον όγκο και τον παλμό των διαδηλώσεων και να μάθει, κωδικοποιημένα, τις βασικές πολιτικές τους θέσεις μέσα από τη συνθηματολογία τους. Η εικόνα των διαδηλωτών που ζητωκραύγαζαν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, οπτικοποιούσε πτυχές της διαμάχης, αναδεικνύοντας το βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και πως αυτός καταγραφόταν ακόμη και στις ενδυματολογικές διαφοροποιήσεις τους, όπως παρατήρησε ο Γιώργος Θεοτοκάς παρακολουθώντας τη διαδήλωση των “εθνικών” οργανώσεων:
“Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου”.»
Η κατάληξη της πορείας αυτής ήταν τραγική και αποτέλεσε μια ακόμη τεράστια δοκιμασία για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Καθώς ομάδες από τις οργανώσεις του ΕΑΜ Βύρωνα και Καισαριανής κατηφόριζαν την οδό Πανεπιστημίου προς την πλατεία Ομονοίας, δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από άνδρες αντικομμουνιστικών οργανώσεων που βρίσκονταν υπό περιορισμό, αλλά ένοπλοι, στο ξενοδοχείο «Ερμής». Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82.
Για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη: ακόμη και μετά την Απελευθέρωση, οι συνεργάτες των Γερμανών προξενούσαν θύματα. Επιπρόσθετα, η επιλογή της κυβέρνησης Παπανδρέου να θέσει υπό περιορισμό τους άνδρες των δωσιλογικών οργανώσεων, όχι στα στρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιφέρεια της πόλης, αλλά σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας και μάλιστα χωρίς να τους αφοπλίσει, γεννούσε εύλογα ερωτήματα για το ποιοι ήταν αυτοί που επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός ομαλού κλίματος και ποιοι το υπονόμευαν:
«Αμέσως μετά το επεισόδιο επενέβησαν επιτόπου ο επιτελάρχης του στρατιωτικού διοικητή Αττικής, Παυσανίας Κατσώτας και ο διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, με διαταγή των οποίων αφοπλίστηκαν τα μέλη των οργανώσεων αυτών, ενώ για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων τοποθετήθηκαν ισχυρές βρετανικές φρουρές στις πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας. Όμως για το ΕΑΜ το γεγονός ότι οι συνεργάτες του κατακτητή όχι μόνον παρέμεναν οπλισμένοι αλλά και προκαλούσαν νέα θύματα, αποδείκνυε την πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών να διατηρήσουν ετοιμοπόλεμα τα στοιχεία αυτά για μια ενδεχόμενη ένοπλη σύγκρουσή τους με τον ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, στην προσπάθειά του να αποδείξει έμπρακτα την τήρηση των δεσμεύσεών του απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, δεν απάντησε ένοπλα στην επίθεση που δέχτηκαν τα μέλη του στις 15 Οκτωβρίου. Έχοντας ως δεδομένη την πολιτική του κυριαρχία σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, επεδίωκε τη συμβολή του στο κλίμα ομαλότητας για να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο την απόλυτη επικράτησή του σε Αθήνα και Πειραιά:
“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν ήθελε το ΕΑΜ, μπορούσε στις 15 Οκτωβρίου, με τις βοηθητικές του μόνον δυνάμεις, να προκαλέσει λουτρό αίματος των αντιπάλων του και να ελέγξει την πρωτεύουσα. Απλώς δεν το ήθελε, για τους λόγους που υποδεικνύει το ημερολόγιο του Ζέβγου, η κατευναστική επιρροή του οποίου ομολογείται και από εκπροσώπους της συντηρητικής πλευράς [...] Αλλά η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο επίπεδο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα”.
Οι λίγες εβδομάδες που ακολούθησαν μέχρι την έναρξη των Δεκεμβριανών, κύλησαν μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης πολιτικών ισορροπιών με την απειλή προσφυγής στην ένοπλη βία και από τις δύο πλευρές που συγκρούστηκαν το Δεκέμβρη. Σε ένα κλίμα ακραίας αντιπαράθεσης, το οποίο τροφοδοτούνταν διαρκώς από το διχασμό της βάσης της ελληνικής κοινωνίας, μια οποιαδήποτε αιτία μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ξέσπασε με σαφώς μεγαλύτερη σφοδρότητα μια σύγκρουση που είχε την αφετηρία της στα προκλητικά, εκ μέρους των ακροδεξιών οργανώσεων, γεγονότα του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, είχε χάσει την ευκαιρία για μια ειρηνική μετάβαση στη μεταπολεμική περίοδο».
Η επιλογή του Γ. Παπανδρέου
Ο αδίστακτος Ουίνστον Τσόρτσιλ -που 25 χρόνια πριν είχε κρατήσει ανοιχτά ανθελληνική στάση υποστηρίζοντας το κεμαλικό κίνημα και υπονομεύοντας την ελληνική προσπάθεια για ενσωμάτωση του Σαντζακίου Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης- γράφει προς τον Αντονι Ιντεν λίγο πριν από τη διάσκεψη του Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944): «...Προφανώς οδηγούμαστε σε αναμέτρηση με τους Ρώσους, λόγω των κομμουνιστικών συνωμοσιών τους σε Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα... Είμαστε στ' αλήθεια διατεθειμένοι να συναινέσουμε στην κομμουνιστικοποίηση των Βαλκανίων και της Ιταλίας;».
Ενώ παράλληλα ορίζει τη βρετανική στρατηγική: «...Πρέπει να επιτύχουμε ρήξη με το ΕΑΜ, πριν αυτό συνδεθεί πολύ με τους Σοβιετικούς. Θα πρέπει αν είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο χάσμα που να δώσει στους Σοβιετικούς να καταλάβουν ότι θα πρέπει να το σκεφθούν πολύ σοβαρά πριν πάρουν οποιαδήποτε απόφαση».
Ο Παπανδρέου υπήρξε ο άνθρωπος που επέλεξε να εφαρμόσει τις βρετανικές μεθοδεύσεις και να στηρίξει την πολιτική του κυριαρχία στις βρετανικές λόγχες.
Ενα μήνα πριν (22 Σεπτεμβρίου 1944) θα στείλει στον Τσόρτσιλ το παρακάτω τηλεγράφημα ζητώντας την άμεση αποστολή βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων:
«Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ώς τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν. Από την επικοινωνία μου μετά του αρχιστρατήγου των Συμμαχικών Δυνάμεων, γνωρίζω ότι υπάρχουν δυσκολίες επί του θέματος αυτού. Πάντως, αι επιτυχίες εις τον πόλεμον αυτόν εις τόσον πολλάς αποστολάς, τας οποίας άλλοι εθεώρουν απραγματοποιήτους, δικαιολογούν την ελπίδα της μαρτυρικής Ελλάδος πως η άμεσος και αποφασιστική επέμβασις θα διορθώσει την κατάστασιν».
Ο δρόμος για τα Δεκεμβριανά και την εμφύλια σύγκρουση είχε ήδη ανοίξει.
40 – 45.000 νεκροί από πείνα, τουλάχιστον 1.800 εκτελεσμένοι και 2.000 περίπου νεκροί από τις εμφύλιες συγκρούσεις που συστηματικά οι κατακτητές υποδαύλιζαν.
Ομως η πραγματική αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα της Ελλάδας θα γίνει την επόμενη μέρα.
Ωστόσο, αρκετές εβδομάδες πριν την Απελευθέρωση, επικρατούσε στην Αθήνα ένα εντελώς παράδοξο κλίμα: το κέντρο της πόλης βρίσκονταν υπό κατοχή, ενώ οι γύρω συνοικίες είχαν «απελευθερωθεί». Οι κάτοικοι του κέντρου μετέβαιναν καθημερινά στις προσφυγικές κυρίως συνοικίες για να συμμετέχουν στους πανηγυρισμούς των κατοίκων τους και να παρακολουθήσουν τις παρελάσεις του ΕΛΑΣ και τις γιορτές της ΕΠΟΝ στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες.
Οι τελευταίες ημέρες της Κατοχής δεν ήταν αναίμακτες. Πολιτική των κατακτητών ήταν η καταστροφή των υποδομών της χώρας. Την παραμονή της αναχώρησής τους και κατ' απαίτηση των δοσίλογων συνεργατών τους, είχαν επιτεθεί στην προσφυγική Καισαριανή, που αποτελούσε εστία της ΕΑΜικής αντίστασης & του ΕΛΑΣ, δολοφονώντας με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν. Το βράδυ της 12ης προς 13η Οκτωβρίου οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την περίμετρο της πόλης καταστρέφοντας κάθε βασική υποδομή. Την ίδια στιγμή που οι δεκάδες χιλιάδες των κατοίκων βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν την απελευθέρωση, τα γερμανικά στρατεύματα καταστρέφουν....από τα εργοστάσια του Πειραιά έως το αεροδρόμιο Τατοΐου.
Γερμανικό σαμποτάζ
Η σημαντικότερη προσπάθεια των Γερμανών θα γίνει στον Πειραιά, το πρωί της 13ης Οκτωβρίου.
Θα προσπαθήσουν να ανατινάξουν τις λιμενικές εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρείας (Πάουερ). Η Ηλεκτρική Εταιρεία παρήγε την ηλεκτρική ενέργεια για όλον τον αστικό χώρο του Λεκανοπεδίου. Οι Γερμανοί είχαν παγιδεύσει με εκρηκτικές ύλες από πριν τα κυριότερα κτήρια του Πειραιά, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν την καταστροφή τους κεντρικά. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να κόψουν τα καλώδια, σώζοντας πολλά από τα παγιδευμένα κτήρια. Το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας το προστάτευε το 10ο Τάγμα του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στην είσοδο του εργοστασίου δέχτηκαν τα πυρά των ΕΛΑΣιτών. Η μάχη κράτησε δυόμισι ώρες και ήταν σκληρή. Οι Γερμανοί έχασαν εννέα στρατιώτες ενώ άλλοι 45 συνελήφθησαν. Ο ΕΛΑΣ είχε 11 νεκρούς. Το εργοστάσιο σώθηκε.
«Η υπογραφή του κτήνους»
Ετσι επιγράφεται το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Ελευθερία» που κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η περιγραφή της νύκτας από τη 12η έως τη 13η Οκτωβρίου:
«Καθ' όλην τη νύκτα της Πέμπτης προς Παρασκευήν εμαίνοντο τα κακούργα ένστικτα των Ούνων. Από του πολυπαθούς Πειραιώς μέχρι του Περάματος τίποτε δεν έμεινεν όρθιο. Τίποτε. Η καταστροφή είναι απερίγραπτος και είναι η μεγαλυτέρα απ' όσας επέφεραν οι Βάρβαροι εις τον τόπον αυτόν... Συντρίμματα μόχθου εκατό ετών ηπλώθησαν εις του Βασιλειάδου, εις τα "σιλό", εις τα κρηπιδώματα, εις τας αποθήκας "Shell" και της "Σοκοπέλ" - παντού. Πόσον μεγάλη είναι η καταστροφή και πόσον δίκαια η λύσσα μας και πόσον κολοσσιαίον το αίτημά μας διά μία ολοκληρωτικήν εκδίκησιν μόνον αν αναλογισθή κανείς ότι ο Πειραιεύς ως λιμήν δεν υφίσταται, ότι η οικονομίαν της Χώρας, ο επισιτισμός μας, η ευημερία της Αύριον υπέστησαν τεράστιον πλήγμα υπολογιζόμενα εις εκατομμύρια χρυσών λιρών -αυτά τα οποία γενεαί και γενεαί Ελλήνων εμαζεύαμε δεκάραν δεκάραν- θα ημπορέσει να εννοήσει».
Ο υποστράτηγος Σιμάνα (διοικητής των Ες-Ες μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου) «απεφάσισε να εκτελέση κατά γράμμα την διαταγή του Χίτλερ να αμυνθή μέχρις εσχάτων μέσα στην πρωτεύουσα και άρχισε οχυρώσεις μεγάλης εκτάσεως, ετοποθέτησε 80 τόννους δυναμίτη στο φράγμα του Μαραθώνα και πυροβολικό μέσα σε 5 τούνελ του Λυκαβηττού…»
Το δίχτυ των υπονομεύσεων περιλάμβανε «την Τηλεφωνική Εταιρεία, τους στρατώνες, την Ηλεκτρική Εταιρεία, τις Αποβάθρες του Πειραιώς, τους σταθμούς, τα γεφύρια, τα Τελωνεία, το εργοτάξιο των ΣΕΚ…»
Άλλες πηγές μιλούν και για άλλα σημαντικά κτίρια, τις στρατιωτικές αποθήκες στο Ρουφ, το κτίριο του Ραδιοφωνικού σταθμού, κεντρικά ξενοδοχεία κλπ.
Κατά την εκτίμηση του Χρήστου Ζαλοκώστα «εάν αυτό το πρόγραμμα το πραγματοποιούσαν τα Ες-Ες αι Αθήναι δεν θα μπορούσαν να κατοικηθούν…»
Η επόμενη μέρα
Όμως, το ξέφρενο πανηγύρι των Αθηναίων επισκίασε το μεγάλο ερώτημα εκείνης της ημέρας:
ποια στάση θα κρατούσε το ΕΑΜ τις πρώτες ώρες μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων;
Με ποιο τρόπο θα αξιοποιούσε το γεγονός ότι η πρωτεύουσα του κράτους βρίσκονταν σε κενό εξουσίας;
Με άλλα λόγια, τι θα γινόταν τις κρίσιμες ώρες που ο ΕΛΑΣ θα μπορούσε να καταλάβει τα κτίρια και τους στρατώνες των Σωμάτων και Ταγμάτων Ασφαλείας και τέλος τα Παλαιά Ανάκτορα, με τις δυνάμεις που είχε ήδη στην Αθήνα, χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση του εμπειροπόλεμου ΕΛΑΣ του βουνού;
Ήδη από το καλοκαίρι του 1944, η ανησυχία για τη στάση που θα τηρούσε το ΕΑΜ, οδήγησε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου σε εγρήγορση. Γνωρίζοντας ότι οι βρετανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να εισέλθουν στην Αθήνα μετά την αποχώρηση των Γερμανών, προσπάθησε να καλύψει το κρίσιμο χρονικό κενό με τη δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών.
Στις αρχές Αυγούστου του 1944 ο υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αττικής, από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Μια από τις πρώτες εντολές που έλαβε ήταν να θέσει όλες τις εθνικές οργανώσεις, εκτός των εαμικών, υπό ενιαία διοίκηση στο νέο σώμα που θα ονομαζόταν Εθνικός Στρατός Αθηνών. Ο Σπηλιωτόπουλος εφαρμόζοντας ουσιαστικά ένα σχέδιο αμύνης απέναντι στον ΕΛΑΣ, διένειμε τους άνδρες των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και της αμιγώς αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ» σε κεντρικά ξενοδοχεία και κτίρια της Αθήνας.
Η περίοδος μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης δεν ήταν ομαλή και σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των οργανωμένων στα Τάγματα Ασφαλείας συνεργατών των κατακτητών. Η πιο έντονη δράση των ακροδεξιών συμμοριών, συνέβη την 15η Οκτωβρίου, όταν άνοιξαν πυρ στην περιοχή της Ομόνοιας κατά του πλήθους που πανηγύριζε, σκοτώνοντας επτά άτομα.
«…Ουσιαστικά η όλη επιχείρηση αντανακλούσε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τις παραμονές της απελευθέρωσης. Η ελληνική κυβέρνηση αναζητούσε ένα στρατιωτικό στήριγμα που θα της έδινε την ευκαιρία να μεταφέρει την πολιτική της εξουσία στην Αθήνα και στη συνέχεια να την εδραιώσει με την πολιτικοστρατιωτική συμβολή των Βρετανών. Η δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών αποκλειστικά από ένοπλα τμήματα των εθνικών οργανώσεων, καταδείκνυε τη βαθιά καχυποψία της κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ. Η στρατιωτική αυτή δύναμη […] δεν απέκλειε απλώς τις εαμικές δυνάμεις, αλλά ενέτασσε στον Εθνικό Στρατό οργανώσεις όπως η “Χ” και ο ΕΔΕΣ, μέλη των οποίων συγκρούονταν την περίοδο εκείνη με τον ΕΛΑΣ στους δρόμους της Αθήνας.»
Εν τούτοις, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας όχι μόνο δεν επιχείρησε να καταλάβει την πόλη, αλλά αντίθετα ήταν ο κύριος παράγοντας διατήρησης της τάξης τη νύχτα εκείνη, αλλά και τις επόμενες ημέρες:
«Την απόλυτη τήρηση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει ο ΕΛΑΣ της Αθήνας απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133, στο οποίο αναφέρεται ότι Βρετανός πληροφοριοδότης, έκανε το γύρο των προαστίων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων και των εαμικών προπυργίων, τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”.» (HS 5/615, SOE/GREECE 625v2, Support of military and naval operations, Force 140 Planning, τηλεγράφημα με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 1944 από Force 133 προς Λονδίνο - British National Archives, London)
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ
Η στάση αυτή αντανακλούσε την απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να «παραμερίσει» την επαναστατική λύση, στρεφόμενη προς τη νομιμότητα. Άλλωστε η μαζικότητα των εαμικών οργανώσεων αποτελούσε εγγύηση για μια άνετη επικράτηση του ΕΑΜ όχι πλέον ως αντιστασιακής οργάνωσης, αλλά ως πολιτικού φορέα. Την κατάσταση, σε ότι είχε να κάνει με την στάση του ΕΛΑΣ κατά την ημέρα της απελευθέρωσης αλλά και σε όλη τη διάρκεια μέχρι την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης, ξεκαθάριζε η ημερήσια διαταγή του 1ου Συντάγματος της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθηνών, την παραμονή της απελευθέρωσης:
«Συναγωνιστές. Μπήκαμε στην πιο αποφασιστική φάση του αγώνα μας μετά από την τρίχρονη σκληρή δοκιμασία που σ’ αυτήν θα πρέπει να δείξωμεν την επαναστατικότητά μας πάνω στην εξασφάληση της τάξης και ησυχίας. Σύνθημά μας μπένει μακριά από ανησυχίες (άσκοπους πυροβολισμούς, ατομικός έλεγχος ταυτοτήτων) [...] Συναγωνιστές, προσοχή στη βαθειά κατανόηση της νίκης που ζητάμε να επιτύχωμε και η οποία διαφέρει κατά πολύ από τις νίκες της σκληρής δοκιμασίας, είνε νίκη που θάχη σαν αποτέλεσμα να κερδήσωμε την μεγάλη έκπληξη στα μάτια των συμμάχων μας και όλης της ανθρωπότητας του να παρουσιασθούμε σαν στρατός επιβολής, με πειθαρχία εμφάνηση και ταχύτητα πρωτοφανή και πρωτότυπο στην εκτέλεση των διαταγών.» (Ημερήσια Διαταγή Συντάγματος της 11 Οκτωβρίου 1944 - Ι/1 Τάγμα του ΕΛΑΣ Αθήνας)
Μετά το αυθόρμητο «ξέσπασμα» των κατοίκων κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών της 12ης Οκτωβρίου 1944, τις επόμενες δύο ημέρες το ΕΑΜ πραγματοποίησε τεράστιες και άρτια οργανωμένες διαδηλώσεις, παρουσιάζοντας την εντυπωσιακή δύναμη που είχε πλέον στην Αθήνα. Σε αυτές «πρώτο λόγο» είχαν οι κάτοικοι των εργατικών συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η ζωή των οποίων εξαθλιώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στις 15 Οκτωβρίου ήρθε η σειρά των ακροδεξιών οργανώσεων, του μη εαμικού χώρου δηλαδή, να κάνουν επίδειξη ισχύος στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας:
«Η διαδήλωση αυτή πρόβαλε ξεκάθαρα σε επίπεδο εικόνας, συμβολισμών και συνθημάτων, τον ταξικό χαρακτήρα της επερχόμενης σύγκρουσης. Η έκδηλη διαφοροποίηση των δύο στρατοπέδων, έγινε ορατή τις τρεις αυτές πρώτες ημέρες μετά την απελευθέρωση, διότι για πρώτη φορά δινόταν η ευκαιρία δημόσιας και μαζικής έκφρασής της, σε ξεχωριστές εκδηλώσεις. Η διαμάχη του ΕΑΜ με το μη εαμικό χώρο γινόταν πλέον περισσότερο απτή: ο καθένας μπορούσε να δει την απήχηση που είχε η κάθε πλευρά μέσα από τον όγκο και τον παλμό των διαδηλώσεων και να μάθει, κωδικοποιημένα, τις βασικές πολιτικές τους θέσεις μέσα από τη συνθηματολογία τους. Η εικόνα των διαδηλωτών που ζητωκραύγαζαν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, οπτικοποιούσε πτυχές της διαμάχης, αναδεικνύοντας το βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και πως αυτός καταγραφόταν ακόμη και στις ενδυματολογικές διαφοροποιήσεις τους, όπως παρατήρησε ο Γιώργος Θεοτοκάς παρακολουθώντας τη διαδήλωση των “εθνικών” οργανώσεων:
“Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου”.»
Η κατάληξη της πορείας αυτής ήταν τραγική και αποτέλεσε μια ακόμη τεράστια δοκιμασία για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Καθώς ομάδες από τις οργανώσεις του ΕΑΜ Βύρωνα και Καισαριανής κατηφόριζαν την οδό Πανεπιστημίου προς την πλατεία Ομονοίας, δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από άνδρες αντικομμουνιστικών οργανώσεων που βρίσκονταν υπό περιορισμό, αλλά ένοπλοι, στο ξενοδοχείο «Ερμής». Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82.
Για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη: ακόμη και μετά την Απελευθέρωση, οι συνεργάτες των Γερμανών προξενούσαν θύματα. Επιπρόσθετα, η επιλογή της κυβέρνησης Παπανδρέου να θέσει υπό περιορισμό τους άνδρες των δωσιλογικών οργανώσεων, όχι στα στρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιφέρεια της πόλης, αλλά σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας και μάλιστα χωρίς να τους αφοπλίσει, γεννούσε εύλογα ερωτήματα για το ποιοι ήταν αυτοί που επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός ομαλού κλίματος και ποιοι το υπονόμευαν:
«Αμέσως μετά το επεισόδιο επενέβησαν επιτόπου ο επιτελάρχης του στρατιωτικού διοικητή Αττικής, Παυσανίας Κατσώτας και ο διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, με διαταγή των οποίων αφοπλίστηκαν τα μέλη των οργανώσεων αυτών, ενώ για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων τοποθετήθηκαν ισχυρές βρετανικές φρουρές στις πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας. Όμως για το ΕΑΜ το γεγονός ότι οι συνεργάτες του κατακτητή όχι μόνον παρέμεναν οπλισμένοι αλλά και προκαλούσαν νέα θύματα, αποδείκνυε την πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών να διατηρήσουν ετοιμοπόλεμα τα στοιχεία αυτά για μια ενδεχόμενη ένοπλη σύγκρουσή τους με τον ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, στην προσπάθειά του να αποδείξει έμπρακτα την τήρηση των δεσμεύσεών του απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, δεν απάντησε ένοπλα στην επίθεση που δέχτηκαν τα μέλη του στις 15 Οκτωβρίου. Έχοντας ως δεδομένη την πολιτική του κυριαρχία σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, επεδίωκε τη συμβολή του στο κλίμα ομαλότητας για να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο την απόλυτη επικράτησή του σε Αθήνα και Πειραιά:
“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν ήθελε το ΕΑΜ, μπορούσε στις 15 Οκτωβρίου, με τις βοηθητικές του μόνον δυνάμεις, να προκαλέσει λουτρό αίματος των αντιπάλων του και να ελέγξει την πρωτεύουσα. Απλώς δεν το ήθελε, για τους λόγους που υποδεικνύει το ημερολόγιο του Ζέβγου, η κατευναστική επιρροή του οποίου ομολογείται και από εκπροσώπους της συντηρητικής πλευράς [...] Αλλά η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο επίπεδο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα”.
Οι λίγες εβδομάδες που ακολούθησαν μέχρι την έναρξη των Δεκεμβριανών, κύλησαν μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης πολιτικών ισορροπιών με την απειλή προσφυγής στην ένοπλη βία και από τις δύο πλευρές που συγκρούστηκαν το Δεκέμβρη. Σε ένα κλίμα ακραίας αντιπαράθεσης, το οποίο τροφοδοτούνταν διαρκώς από το διχασμό της βάσης της ελληνικής κοινωνίας, μια οποιαδήποτε αιτία μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ξέσπασε με σαφώς μεγαλύτερη σφοδρότητα μια σύγκρουση που είχε την αφετηρία της στα προκλητικά, εκ μέρους των ακροδεξιών οργανώσεων, γεγονότα του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, είχε χάσει την ευκαιρία για μια ειρηνική μετάβαση στη μεταπολεμική περίοδο».
Η επιλογή του Γ. Παπανδρέου
Ο αδίστακτος Ουίνστον Τσόρτσιλ -που 25 χρόνια πριν είχε κρατήσει ανοιχτά ανθελληνική στάση υποστηρίζοντας το κεμαλικό κίνημα και υπονομεύοντας την ελληνική προσπάθεια για ενσωμάτωση του Σαντζακίου Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης- γράφει προς τον Αντονι Ιντεν λίγο πριν από τη διάσκεψη του Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944): «...Προφανώς οδηγούμαστε σε αναμέτρηση με τους Ρώσους, λόγω των κομμουνιστικών συνωμοσιών τους σε Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα... Είμαστε στ' αλήθεια διατεθειμένοι να συναινέσουμε στην κομμουνιστικοποίηση των Βαλκανίων και της Ιταλίας;».
Ενώ παράλληλα ορίζει τη βρετανική στρατηγική: «...Πρέπει να επιτύχουμε ρήξη με το ΕΑΜ, πριν αυτό συνδεθεί πολύ με τους Σοβιετικούς. Θα πρέπει αν είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο χάσμα που να δώσει στους Σοβιετικούς να καταλάβουν ότι θα πρέπει να το σκεφθούν πολύ σοβαρά πριν πάρουν οποιαδήποτε απόφαση».
Ο Παπανδρέου υπήρξε ο άνθρωπος που επέλεξε να εφαρμόσει τις βρετανικές μεθοδεύσεις και να στηρίξει την πολιτική του κυριαρχία στις βρετανικές λόγχες.
Ενα μήνα πριν (22 Σεπτεμβρίου 1944) θα στείλει στον Τσόρτσιλ το παρακάτω τηλεγράφημα ζητώντας την άμεση αποστολή βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων:
«Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ώς τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν. Από την επικοινωνία μου μετά του αρχιστρατήγου των Συμμαχικών Δυνάμεων, γνωρίζω ότι υπάρχουν δυσκολίες επί του θέματος αυτού. Πάντως, αι επιτυχίες εις τον πόλεμον αυτόν εις τόσον πολλάς αποστολάς, τας οποίας άλλοι εθεώρουν απραγματοποιήτους, δικαιολογούν την ελπίδα της μαρτυρικής Ελλάδος πως η άμεσος και αποφασιστική επέμβασις θα διορθώσει την κατάστασιν».
Ο δρόμος για τα Δεκεμβριανά και την εμφύλια σύγκρουση είχε ήδη ανοίξει.
Τι ήταν τα Δεκεμβριανά, αν όχι μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στον ιμπεριαλισμό;
Στις 12 Δεκεμβρίου 1944, ο ΕΛΑΣ προσπαθούσε ήδη επί έξι ημέρες να καταλάβει την έδρα του Συντάγματος Χωροφυλακής, άλλοτε στρατιωτικό νοσοκομείο, στου Μακρυγιάννη, όπου σήμερα το Μουσείο της Ακρόπολης και να εξουδετερώσει με αυτόν τον τρόπο μια σημαντική εστία αντιπάλων του, που αποτελούνταν από χωροφύλακες απ’ όλη τη χώρα αλλά και ταγματασφαλίτες. Η επίθεση είχε αποτύχει, κυρίως λόγω της βρετανικής επέμβασης υπέρ των πολιορκημένων με άρματα μάχης αλλά και με πυρά από το βράχο της Ακρόπολης.
Την ίδια ημέρα άρχιζε η αερομεταφορά στο Ελληνικό και η απόβαση στο Φάληρο της 4ης Βρετανικής Μεραρχίας και ουσιαστικά η αντίστροφη μέτρηση για την έκβαση της μάχης της Αθήνας.
Ο ΕΛΑΣ δε, μόλις την προηγούμενη το είχε πάρει απόφαση ότι θα έπρεπε να βρεθεί επίσημα σε εμπόλεμη κατάσταση με τους ''συμμάχους'' Βρετανούς.
Οι Βρετανικές ενισχύσεις έφθαναν αθρόες στην Αθήνα.
Στον Πειραιά άγριες μάχες ξέσπασαν για τον έλεγχο του λιμανιού.
Ο λόφος της Καστέλας βομβαρδίστηκε επανειλημμένα για πολλές ώρες.
Τελικά, μια έφοδος αποικιακών ταγμάτων της 4ης Ινδικής Μεραρχίας οδήγησε στη σφαγή των υπερασπιστών του λόφου.
Ο δρόμος είχε ανοίξει για τη μεγάλη επίθεση προς την Αθήνα, από δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί από όπου ήταν δυνατόν, το ιταλικό μέτωπο, τα νησιά και άλλες περιοχές της χώρας.
Τρεις βρετανικές ταξιαρχίες, ειδικές μονάδες, πυροβολικό και άρματα μάχης ξεκίνησαν την προέλασή τους από τη λεωφόρο Συγγρού.
Το βασικό οχυρό του ΕΛΑΣ ήταν το παγοποιείο-ζυθοποιείο ΦΙΞ. Αφού περικυκλώθηκε, τα άρματα μάχης με τον όγκο τους διέλυσαν τους εξωτερικούς τοίχους. Οι υπερασπιστές του εργοστασίου σκοτώθηκαν μέχρις ενός.
Παρά την ηρωική αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας, τις επόμενες μέρες η καταθλιπτική υπεροχή των Βρετανών έκρινε την έκβαση της μάχης.
Η έλλειψη, ή καλύτερα εξάντληση, των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει την αντίσταση του.
Μετά τα Χριστούγεννα, η Καισαριανή κάηκε μετά από βομβαρδισμό από την ξηρά, τον αέρα και θάλασσα, με 290 νεκρούς.
Πάνω από 3.000 ήταν συνολικά οι νεκροί άμαχοι, πάνω από 1.000 απ’ αυτούς από τους βομβαρδισμούς της ΡΑΦ.
Στο τέλος των Δεκεμβριανών, οι δυνάμεις των Βρετανών στην Αθήνα ξεπερνούσαν τους 80.000 άνδρες, δύναμη μεγαλύτερη, όπως παρατηρεί ο Γ. Μαργαρίτης, από το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα που είχε έρθει την άνοιξη του 1941 για να συνδράμει την Ελλάδα στον πόλεμο ενάντια στην Ιταλία, και σχεδόν ίση με τις ιταλικές δυνάμεις που εισέβαλαν στη χώρα τον Οκτώβριο του 1940.
Η παραπάνω εξιστόρηση είχε ως σκοπό της να δώσει μια εντύπωση του τι ήταν και τι δεν ήταν τα Δεκεμβριανά. Υπάρχει ακόμη η άποψη, πως τα Δεκεμβριανά ήταν ο «δεύτερος γύρος», άλλη μια προσπάθεια των κομμουνιστών να πάρουν με τη βία την εξουσία, μια «στάση» ενάντια στο επίσημο κράτος.
Γελοίες και ημιμαθείς εκδοχές αυτού του σχήματος, κυκλοφορούν ακόμη.
Στην πραγματικότητα, ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΝΤΙΘΕΤΟ.
Μια ΩΜΗ ιμπεριαλιστική επέμβαση, ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ, ενάντια σε μια πορεία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης και που θα σήμαινε το τέλος της μοναρχίας και την εδραίωση του ΕΑΜ, ως πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Οι βρετανικές προθέσεις και ο χρήσιμος Παπανδρέου
Οι Βρετανοί, ήθελαν την εξασφάλιση της επικυριαρχίας τους στην Ελλάδα μέσω της επιστροφής στο μεσοπολεμικό στάτους κβο. Με τον ήδη πραξικοπηματία, Γεώργιο Β΄ ρυθμιστή της πολιτικής ζωής και μια επίφαση κοινοβουλευτισμού μέσω πειθήνιων στους ίδιους πολιτικών κομμάτων, των γνωστών λαϊκών και φιλελεύθερων.
Ο Βενιζέλος όμως είχε πεθάνει προ πολλού και ο ελληνικός λαός, μέσω της αντιστασιακής εμπειρίας, ζητούσε στ’ αλήθεια δημοκρατία και ανεξαρτησία, όπως υποσχόταν ο Χάρτης του Ατλαντικού και οι συμφωνίες των Μεγάλων Συμμάχων.
Ίσως και κάτι παραπάνω, «λαοκρατία και όχι βασιλιά».
Με μια καθαρά αποικιοκρατική λογική, οι Βρετανοί –που πίσω τους στοιχήθηκε όλος ο «απών» αστικός πολιτικός κόσμος αλλά και οι ποικίλοι δοσίλογοι μηχανισμοί, κρατικοί και παρακρατικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί– αποφάσισαν να ανακόψουν αυτές τις επικίνδυνες για την Αυτοκρατορία τους εξελίξεις, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το ότι ο πόλεμος ενάντια στον Άξονα ήταν ακόμα σε εξέλιξη και για τις αγαθές απέναντί τους προθέσεις του ΕΑΜ, που εκδηλώνονταν με κάθε τρόπο.
Αξίζει να θυμίσουμε εδώ πως μεταχειρίστηκαν το πολιτικό προσωπικό.
Όταν, την άνοιξη του 1944, έγινε αντιληπτό πως έπρεπε να απαντηθεί με πολιτικό τρόπο η επιρροή του ΕΑΜ και το αίτημα για εθνική ενότητα, εκδιώχτηκε από την πρωθυπουργία ο Εμμανουήλ Τσουδερός και ανήλθε σε αυτήν ο Σοφοκλής Βενιζέλος, για τόσο χρονικό διάστημα όσο αρκούσε για να καεί με την καταστολή της εξέγερσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.
Είχε ανοίξει ο δρόμος για τον πιο ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ, ΦΙΛΟΔΟΞΟ και ΑΔΙΣΤΑΚΤΟ πολιτικό, τον Γεώργιο Παπανδρέου, που είχε εντυπωσιάσει τους Βρετανούς με τη ρητορική του ενάντια στην «αιματηρά τρομοκρατία» του ΕΛΑΣ.
Ο Παπανδρέου υπηρέτησε τη μονόπλευρη πρόσδεση της Ελλάδας στη Βρετανία και κατάφερε να σχηματίσει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, πιέζοντας και εγκλωβίζοντας το ΕΑΜ. Υπερθεμάτισε στον ερχομό βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα κατά την απελευθέρωση και συνέβαλε αποφασιστικά στο κορύφωμα της κρίσης που οδήγησε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη, ψευδόμενος απροκάλυπτα σχετικά με τους όρους αποστράτευσης των αντάρτικων δυνάμεων που είχε συνομολογήσει με το ΕΑΜ. Όταν όμως έχασε τον έλεγχο και θέλησε να παραιτηθεί, η στάση των Βρετανών και συγκεκριμένα του Τσόρτσιλ ήταν χαρακτηριστική.
Στο γνωστό, πλέον, τηλεγράφημα προς τον Βρετανό πρεσβευτή Λήπερ τόνισε: «Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του […]. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μη μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την εξέγερση του όχλου».
Όταν «τέλειωσαν οι μάχες», ο Παπανδρέου θα πεταχτεί σαν λεμονόκουπα, αλλά θα επιβιώσει πολιτικά, για δύο μάλιστα γενιές ακόμα με τα αποτελέσματα που όλοι απολαμβάνουμε.
Θα αναλάβει δε ο Πλαστήρας, που είχε ήδη δηλώσει την πρόθεση του για την εξόντωση των «αιμοβόρων ελασιτών».
Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ και η λαϊκή εξέγερση
Από την πλευρά τους, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ, δεν πίστεψαν, τόσο τις προθέσεις της Βρετανίας, όσο και τα μέσα που διέθεσε για να τις πραγματοποιήσει.
Ακολούθησαν μέχρι τέλους τη γραμμή της εθνικής ενότητας, την οποία υπερασπίζονταν ως δικό τους επίτευγμα, και πίστεψαν πως εδραιώνοντας «από τα κάτω» τις θέσεις τους στο συνδικαλιστικό κίνημα, στους παραγωγικούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και στην αυτοδιοίκηση, θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την «άνωθεν» και «έξωθεν» πολιτική πίεση.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υποχωρήσεις ήταν συνεχείς για να μη δοθούν λαβές στον αντίπαλο, την «αντίδραση», αλλά και για να διαφυλαχτούν οι εαμικές συμμαχίες.
Όταν τα πράγματα έφτασαν στη σύγκρουση, μετά το αιματοκύλισμα τόσο της πορείας του ΕΑΜ στο Σύνταγμα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 από την Αστυνομία όσο και της νεκρώσιμης πομπής την επόμενη από ταγματασφαλίτες στην Ομόνοια, δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης.
Ο ΕΛΑΣ προσπάθησε, ακόμα και την ύστατη ώρα, να διαχωρίσει τους Βρετανούς από τους Έλληνες αντιπάλους του, και εξουδετερώνοντας τους τελευταίους, να αναγκάσει τους πρώτους σε πολιτικό συμβιβασμό.
Οι Βρετανοί δεν είχαν καμία τέτοια πρόθεση και ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ, ΟΣΟ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ, έδωσαν τη θέση της στα όπλα και στην υπεροπλία τους.
Ο ΕΛΑΣ της Κατοχής ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει μια τέτοια συγκεντρωμένη πολεμική μηχανή, δεν είχε τρόπο αντιμετώπισης των αρμάτων μάχης και των αεροπορικών βομβαρδισμών.
Ειδικά ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ήταν ένας εφεδρικός ή αλλιώς ένας πλήρως εθελοντικός στρατός που δεν είχε τα μέσα για έναν μακρόχρονο αγώνα.
Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξουδετερωθούν ΑΥΤΟΙ οι ''ΕΛΛΗΝΕΣ'' αντίπαλοι, η Χωροφυλακή, η Ορεινή Ταξιαρχία, τα μέλη της αντικομμουνιστικής «Χ», οι αναβαπτισμένοι ταγματασφαλίτες και να γίνει με κάποιους όρους μια διαπραγμάτευση με τους Βρετανούς, ο χρόνος ήταν εναντίον του ΕΛΑΣ.
Η εκδοχή της εμπλοκής των μεγάλων μονάδων του ΕΛΑΣ Μακεδονίας, που ήθελαν ένα εύλογο χρονικό διάστημα να προσεγγίσουν την πρωτεύουσα ΠΕΖΟΠΟΡΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑΧΕΙΜΩΝΟ, υπό τους ΣΥΝΕΧΕΙΣ βρετανικούς βομβαρδισμούς, πιθανόν δεν θα αντέστρεφε την εξέλιξη των πραγμάτων.
Ο λαός όμως της Αθήνας, δεν θα μπορούσε να παραδοθεί αμαχητί και έδωσε όλες τις δυνάμεις του ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΑΣ, γράφοντας μια εποποιία αντίστασης για τριάντα τρεις ημέρες.
Ο Δεκέμβρης ήταν μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στην εξάρτηση και την υποδούλωση της χώρας στον ιμπεριαλισμό, που έδειχνε πως δεν πέθανε μαζί με τον φασισμό.
Στην Ελλάδα χρειάστηκαν πολλά χρόνια ακόμη και πρωτοφανή μέσα για να κατασταλεί στρατιωτικά το δημοκρατικό κίνημα.
Πολιτικά όμως αυτό δεν έγινε ποτέ και οι επίκαιροι αγώνες για δημοκρατία και ανεξαρτησία, για απαλλαγή από την πολιτική και οικονομική εξάρτηση, ΕΜΠΝΕΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ, ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ.
Την ίδια ημέρα άρχιζε η αερομεταφορά στο Ελληνικό και η απόβαση στο Φάληρο της 4ης Βρετανικής Μεραρχίας και ουσιαστικά η αντίστροφη μέτρηση για την έκβαση της μάχης της Αθήνας.
Ο ΕΛΑΣ δε, μόλις την προηγούμενη το είχε πάρει απόφαση ότι θα έπρεπε να βρεθεί επίσημα σε εμπόλεμη κατάσταση με τους ''συμμάχους'' Βρετανούς.
Οι Βρετανικές ενισχύσεις έφθαναν αθρόες στην Αθήνα.
Στον Πειραιά άγριες μάχες ξέσπασαν για τον έλεγχο του λιμανιού.
Ο λόφος της Καστέλας βομβαρδίστηκε επανειλημμένα για πολλές ώρες.
Τελικά, μια έφοδος αποικιακών ταγμάτων της 4ης Ινδικής Μεραρχίας οδήγησε στη σφαγή των υπερασπιστών του λόφου.
Ο δρόμος είχε ανοίξει για τη μεγάλη επίθεση προς την Αθήνα, από δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί από όπου ήταν δυνατόν, το ιταλικό μέτωπο, τα νησιά και άλλες περιοχές της χώρας.
Τρεις βρετανικές ταξιαρχίες, ειδικές μονάδες, πυροβολικό και άρματα μάχης ξεκίνησαν την προέλασή τους από τη λεωφόρο Συγγρού.
Το βασικό οχυρό του ΕΛΑΣ ήταν το παγοποιείο-ζυθοποιείο ΦΙΞ. Αφού περικυκλώθηκε, τα άρματα μάχης με τον όγκο τους διέλυσαν τους εξωτερικούς τοίχους. Οι υπερασπιστές του εργοστασίου σκοτώθηκαν μέχρις ενός.
Παρά την ηρωική αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας, τις επόμενες μέρες η καταθλιπτική υπεροχή των Βρετανών έκρινε την έκβαση της μάχης.
Η έλλειψη, ή καλύτερα εξάντληση, των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει την αντίσταση του.
Μετά τα Χριστούγεννα, η Καισαριανή κάηκε μετά από βομβαρδισμό από την ξηρά, τον αέρα και θάλασσα, με 290 νεκρούς.
Πάνω από 3.000 ήταν συνολικά οι νεκροί άμαχοι, πάνω από 1.000 απ’ αυτούς από τους βομβαρδισμούς της ΡΑΦ.
Στο τέλος των Δεκεμβριανών, οι δυνάμεις των Βρετανών στην Αθήνα ξεπερνούσαν τους 80.000 άνδρες, δύναμη μεγαλύτερη, όπως παρατηρεί ο Γ. Μαργαρίτης, από το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα που είχε έρθει την άνοιξη του 1941 για να συνδράμει την Ελλάδα στον πόλεμο ενάντια στην Ιταλία, και σχεδόν ίση με τις ιταλικές δυνάμεις που εισέβαλαν στη χώρα τον Οκτώβριο του 1940.
Η παραπάνω εξιστόρηση είχε ως σκοπό της να δώσει μια εντύπωση του τι ήταν και τι δεν ήταν τα Δεκεμβριανά. Υπάρχει ακόμη η άποψη, πως τα Δεκεμβριανά ήταν ο «δεύτερος γύρος», άλλη μια προσπάθεια των κομμουνιστών να πάρουν με τη βία την εξουσία, μια «στάση» ενάντια στο επίσημο κράτος.
Γελοίες και ημιμαθείς εκδοχές αυτού του σχήματος, κυκλοφορούν ακόμη.
Στην πραγματικότητα, ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΝΤΙΘΕΤΟ.
Μια ΩΜΗ ιμπεριαλιστική επέμβαση, ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ, ενάντια σε μια πορεία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης και που θα σήμαινε το τέλος της μοναρχίας και την εδραίωση του ΕΑΜ, ως πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Οι βρετανικές προθέσεις και ο χρήσιμος Παπανδρέου
Οι Βρετανοί, ήθελαν την εξασφάλιση της επικυριαρχίας τους στην Ελλάδα μέσω της επιστροφής στο μεσοπολεμικό στάτους κβο. Με τον ήδη πραξικοπηματία, Γεώργιο Β΄ ρυθμιστή της πολιτικής ζωής και μια επίφαση κοινοβουλευτισμού μέσω πειθήνιων στους ίδιους πολιτικών κομμάτων, των γνωστών λαϊκών και φιλελεύθερων.
Ο Βενιζέλος όμως είχε πεθάνει προ πολλού και ο ελληνικός λαός, μέσω της αντιστασιακής εμπειρίας, ζητούσε στ’ αλήθεια δημοκρατία και ανεξαρτησία, όπως υποσχόταν ο Χάρτης του Ατλαντικού και οι συμφωνίες των Μεγάλων Συμμάχων.
Ίσως και κάτι παραπάνω, «λαοκρατία και όχι βασιλιά».
Με μια καθαρά αποικιοκρατική λογική, οι Βρετανοί –που πίσω τους στοιχήθηκε όλος ο «απών» αστικός πολιτικός κόσμος αλλά και οι ποικίλοι δοσίλογοι μηχανισμοί, κρατικοί και παρακρατικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί– αποφάσισαν να ανακόψουν αυτές τις επικίνδυνες για την Αυτοκρατορία τους εξελίξεις, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το ότι ο πόλεμος ενάντια στον Άξονα ήταν ακόμα σε εξέλιξη και για τις αγαθές απέναντί τους προθέσεις του ΕΑΜ, που εκδηλώνονταν με κάθε τρόπο.
Αξίζει να θυμίσουμε εδώ πως μεταχειρίστηκαν το πολιτικό προσωπικό.
Όταν, την άνοιξη του 1944, έγινε αντιληπτό πως έπρεπε να απαντηθεί με πολιτικό τρόπο η επιρροή του ΕΑΜ και το αίτημα για εθνική ενότητα, εκδιώχτηκε από την πρωθυπουργία ο Εμμανουήλ Τσουδερός και ανήλθε σε αυτήν ο Σοφοκλής Βενιζέλος, για τόσο χρονικό διάστημα όσο αρκούσε για να καεί με την καταστολή της εξέγερσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.
Είχε ανοίξει ο δρόμος για τον πιο ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ, ΦΙΛΟΔΟΞΟ και ΑΔΙΣΤΑΚΤΟ πολιτικό, τον Γεώργιο Παπανδρέου, που είχε εντυπωσιάσει τους Βρετανούς με τη ρητορική του ενάντια στην «αιματηρά τρομοκρατία» του ΕΛΑΣ.
Ο Παπανδρέου υπηρέτησε τη μονόπλευρη πρόσδεση της Ελλάδας στη Βρετανία και κατάφερε να σχηματίσει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, πιέζοντας και εγκλωβίζοντας το ΕΑΜ. Υπερθεμάτισε στον ερχομό βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα κατά την απελευθέρωση και συνέβαλε αποφασιστικά στο κορύφωμα της κρίσης που οδήγησε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη, ψευδόμενος απροκάλυπτα σχετικά με τους όρους αποστράτευσης των αντάρτικων δυνάμεων που είχε συνομολογήσει με το ΕΑΜ. Όταν όμως έχασε τον έλεγχο και θέλησε να παραιτηθεί, η στάση των Βρετανών και συγκεκριμένα του Τσόρτσιλ ήταν χαρακτηριστική.
Στο γνωστό, πλέον, τηλεγράφημα προς τον Βρετανό πρεσβευτή Λήπερ τόνισε: «Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του […]. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μη μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την εξέγερση του όχλου».
Όταν «τέλειωσαν οι μάχες», ο Παπανδρέου θα πεταχτεί σαν λεμονόκουπα, αλλά θα επιβιώσει πολιτικά, για δύο μάλιστα γενιές ακόμα με τα αποτελέσματα που όλοι απολαμβάνουμε.
Θα αναλάβει δε ο Πλαστήρας, που είχε ήδη δηλώσει την πρόθεση του για την εξόντωση των «αιμοβόρων ελασιτών».
Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ και η λαϊκή εξέγερση
Από την πλευρά τους, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ, δεν πίστεψαν, τόσο τις προθέσεις της Βρετανίας, όσο και τα μέσα που διέθεσε για να τις πραγματοποιήσει.
Ακολούθησαν μέχρι τέλους τη γραμμή της εθνικής ενότητας, την οποία υπερασπίζονταν ως δικό τους επίτευγμα, και πίστεψαν πως εδραιώνοντας «από τα κάτω» τις θέσεις τους στο συνδικαλιστικό κίνημα, στους παραγωγικούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και στην αυτοδιοίκηση, θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την «άνωθεν» και «έξωθεν» πολιτική πίεση.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υποχωρήσεις ήταν συνεχείς για να μη δοθούν λαβές στον αντίπαλο, την «αντίδραση», αλλά και για να διαφυλαχτούν οι εαμικές συμμαχίες.
Όταν τα πράγματα έφτασαν στη σύγκρουση, μετά το αιματοκύλισμα τόσο της πορείας του ΕΑΜ στο Σύνταγμα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 από την Αστυνομία όσο και της νεκρώσιμης πομπής την επόμενη από ταγματασφαλίτες στην Ομόνοια, δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης.
Ο ΕΛΑΣ προσπάθησε, ακόμα και την ύστατη ώρα, να διαχωρίσει τους Βρετανούς από τους Έλληνες αντιπάλους του, και εξουδετερώνοντας τους τελευταίους, να αναγκάσει τους πρώτους σε πολιτικό συμβιβασμό.
Οι Βρετανοί δεν είχαν καμία τέτοια πρόθεση και ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ, ΟΣΟ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ, έδωσαν τη θέση της στα όπλα και στην υπεροπλία τους.
Ο ΕΛΑΣ της Κατοχής ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει μια τέτοια συγκεντρωμένη πολεμική μηχανή, δεν είχε τρόπο αντιμετώπισης των αρμάτων μάχης και των αεροπορικών βομβαρδισμών.
Ειδικά ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ήταν ένας εφεδρικός ή αλλιώς ένας πλήρως εθελοντικός στρατός που δεν είχε τα μέσα για έναν μακρόχρονο αγώνα.
Εφόσον δεν έγινε κατορθωτό να εξουδετερωθούν ΑΥΤΟΙ οι ''ΕΛΛΗΝΕΣ'' αντίπαλοι, η Χωροφυλακή, η Ορεινή Ταξιαρχία, τα μέλη της αντικομμουνιστικής «Χ», οι αναβαπτισμένοι ταγματασφαλίτες και να γίνει με κάποιους όρους μια διαπραγμάτευση με τους Βρετανούς, ο χρόνος ήταν εναντίον του ΕΛΑΣ.
Η εκδοχή της εμπλοκής των μεγάλων μονάδων του ΕΛΑΣ Μακεδονίας, που ήθελαν ένα εύλογο χρονικό διάστημα να προσεγγίσουν την πρωτεύουσα ΠΕΖΟΠΟΡΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑΧΕΙΜΩΝΟ, υπό τους ΣΥΝΕΧΕΙΣ βρετανικούς βομβαρδισμούς, πιθανόν δεν θα αντέστρεφε την εξέλιξη των πραγμάτων.
Ο λαός όμως της Αθήνας, δεν θα μπορούσε να παραδοθεί αμαχητί και έδωσε όλες τις δυνάμεις του ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΑΣ, γράφοντας μια εποποιία αντίστασης για τριάντα τρεις ημέρες.
Ο Δεκέμβρης ήταν μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στην εξάρτηση και την υποδούλωση της χώρας στον ιμπεριαλισμό, που έδειχνε πως δεν πέθανε μαζί με τον φασισμό.
Στην Ελλάδα χρειάστηκαν πολλά χρόνια ακόμη και πρωτοφανή μέσα για να κατασταλεί στρατιωτικά το δημοκρατικό κίνημα.
Πολιτικά όμως αυτό δεν έγινε ποτέ και οι επίκαιροι αγώνες για δημοκρατία και ανεξαρτησία, για απαλλαγή από την πολιτική και οικονομική εξάρτηση, ΕΜΠΝΕΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ, ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ.