Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας
Έτσι γεννήθηκε ο ταξικός επαναστατικός στρατός
|
|
Είναι βαριά,πολύ βαριά αυτή η σημαία..αυτή η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο και τα τρία τιμημένα γράμματα. ΚΚΕ. Είναι δεκάδες χιλιάδες οι ήρωες που την πότισαν με το αίμα τους και δεν ζητάνε τίποτα για αντάλλαγμα. Μένει σ' εμάς, απογόνους και επιγόνους, να τους τιμάμε και να τους δικαιώνουμε με τους αγώνες μας. Εις το διηνεκές! Red Lioness.
"Η συχνή δίωξη των αγωνιστών του δημοκρατικού λαού από τον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό και τα όργανά του, που ανάγκασαν χιλιάδες δημοκράτες να βγουν στο βουνό για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, οδήγησαν στη σημερινή ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος. Έχοντας υπόψη ότι είναι ώριμη πια η ανάγκη της δημιουργίας συντονιστικού οργάνου για τον συντονισμό και την καθοδήγηση του όλου αντάρτικου αγώνα.
Αποφασίζουμε
Τη δημιουργία του ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΝΤΑΡΤΩΝ στο οποίο θα υπάγονται τα Αρχηγεία των ανταρτών Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ρούμελης.
Σταθμός Διοίκησης Γενικού Αρχηγείου
28 Οκτώβρη 1946
Μάρκος"
Στις 28 του Οκτώβρη 1946 ιδρύεται το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, ως απαίτηση των αναγκών του αναπτυσσόμενου ένοπλου αγώνα για το πέρασμα σε ανώτερη μορφή οργάνωσης, διοίκησης, πειθαρχίας και συντονισμένης επιχειρησιακής δράσης όλων των ένοπλων αντάρτικων μονάδων. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (η επίσημη μετονομασία έγινε στις 27 του Δεκέμβρη 1946, με την έκδοση Διαταγής του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών).
Στο βιβλίο του Νίκου Κυρίτση «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας – Ίδρυση, Μονάδες, Αξιωματικοί, Δυνάμεις, Απώλειες, Κοινωνική σύνθεση» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012), δίνεται το ιστορικό της ίδρυσης του ΓΑ. Μεταφέρουμε σχετικά αποσπάσματα.
Αποφασίζουμε
Τη δημιουργία του ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΝΤΑΡΤΩΝ στο οποίο θα υπάγονται τα Αρχηγεία των ανταρτών Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ρούμελης.
Σταθμός Διοίκησης Γενικού Αρχηγείου
28 Οκτώβρη 1946
Μάρκος"
Στις 28 του Οκτώβρη 1946 ιδρύεται το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, ως απαίτηση των αναγκών του αναπτυσσόμενου ένοπλου αγώνα για το πέρασμα σε ανώτερη μορφή οργάνωσης, διοίκησης, πειθαρχίας και συντονισμένης επιχειρησιακής δράσης όλων των ένοπλων αντάρτικων μονάδων. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (η επίσημη μετονομασία έγινε στις 27 του Δεκέμβρη 1946, με την έκδοση Διαταγής του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών).
Στο βιβλίο του Νίκου Κυρίτση «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας – Ίδρυση, Μονάδες, Αξιωματικοί, Δυνάμεις, Απώλειες, Κοινωνική σύνθεση» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012), δίνεται το ιστορικό της ίδρυσης του ΓΑ. Μεταφέρουμε σχετικά αποσπάσματα.
Η ίδια η ανάπτυξη των αντάρτικων ομάδων, Συγκροτημάτων και Αρχηγείων απαιτούσε σχεδίασμά, ενιαίο Πανελλαδικό συντονισμό και κεντρική διοίκηση. Για το σκοπό αυτό έγιναν δύο συσκέψεις, στις 18 Οκτώβρη 1946 στη Ζιάκα και στις 22 Οκτώβρη 1946 στην Ανθρακιά. Συμμετείχαν στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη.
Στην Τσούκα των Αντιχασίων αποφασίστηκε η συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τη σύσκεψη:
«25.10.46, 8 πρωί. Από υψώματα Ανθρακιάς εις Τρικκοκιά, Ασπροκλησιά 5.30 εις Τσούκαν. Συνάντηση με Κίσσαβον. Συνεργασία μέχρι 11.00 μ.μ. Συμφωνήσαμε για τη συγκρότηση Γενικού Αρχηγείου για την καθοδήγηση του αντάρτικου.
Ένα είδος συντονιστικού Οργάνου:
Πρώτον, Μακεδονίας.
Δεύτερον, Θεσσαλίας.
Τρίτον, Ηπείρου.
Τέταρτον, Στερεός.
Ήπειρος και Στερεά πολύ καθυστερεί το κίνημα.
Θέματα που συζητήσαμε:
Πρώτον, δημιουργία Αρχηγείων.
Δεύτερον, συγκρότηση αρχηγείων και οργανωτική διάρθρωση. Τρίτον, μέσα συνδέσμου.
Τέταρτον, Επιμελητεία.
Πέμπτον, Διάταξη δυνάμεων.
Έκτον, Στρατολογία.
Συμφωνήσαμε σ’ όλα τα προβλήματα με κατανόηση. Αποφασίσαμε να ενταθεί η δράση μας.
Καθορίσαμε: Τον Στρατηγικό σκοπό της στιγμής και την τακτική μας…
Πρέπει να δημιουργηθεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα μια εκτεταμένη περιοχή για ελεύθερη κίνησή μας.
Συμφωνήσαμε στην ανάγκη συγκέντρωσης αναλόγων δυνάμεων Μακεδονίας-Θεσσαλίας για τον σκοπό αυτόν. Να ενισχύσουμε με δυνάμεις την Ήπειρο-Στερεά.
Άλλα προβλήματα: Μηχανισμός εκδοτικός, ξεκαθάρισμα σχέσεων Κόμματος-αντάρτικου, κλπ.»
Η ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου, στις 28 Οκτώβρη του 1946, με το Στρατηγό Μάρκο, αρχηγό των ανταρτών, αυτήν ακριβώς την ανάγκη πάει να εκπληρώσει… να συντονίσει τον διαρκώς αναπτυσσόμενο ένοπλο αγώνα.
Η ιδρυτική διαταγή, αριθμός 1, της 28 Οκτώβρη γράφει:
Στην Τσούκα των Αντιχασίων αποφασίστηκε η συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τη σύσκεψη:
«25.10.46, 8 πρωί. Από υψώματα Ανθρακιάς εις Τρικκοκιά, Ασπροκλησιά 5.30 εις Τσούκαν. Συνάντηση με Κίσσαβον. Συνεργασία μέχρι 11.00 μ.μ. Συμφωνήσαμε για τη συγκρότηση Γενικού Αρχηγείου για την καθοδήγηση του αντάρτικου.
Ένα είδος συντονιστικού Οργάνου:
Πρώτον, Μακεδονίας.
Δεύτερον, Θεσσαλίας.
Τρίτον, Ηπείρου.
Τέταρτον, Στερεός.
Ήπειρος και Στερεά πολύ καθυστερεί το κίνημα.
Θέματα που συζητήσαμε:
Πρώτον, δημιουργία Αρχηγείων.
Δεύτερον, συγκρότηση αρχηγείων και οργανωτική διάρθρωση. Τρίτον, μέσα συνδέσμου.
Τέταρτον, Επιμελητεία.
Πέμπτον, Διάταξη δυνάμεων.
Έκτον, Στρατολογία.
Συμφωνήσαμε σ’ όλα τα προβλήματα με κατανόηση. Αποφασίσαμε να ενταθεί η δράση μας.
Καθορίσαμε: Τον Στρατηγικό σκοπό της στιγμής και την τακτική μας…
Πρέπει να δημιουργηθεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα μια εκτεταμένη περιοχή για ελεύθερη κίνησή μας.
Συμφωνήσαμε στην ανάγκη συγκέντρωσης αναλόγων δυνάμεων Μακεδονίας-Θεσσαλίας για τον σκοπό αυτόν. Να ενισχύσουμε με δυνάμεις την Ήπειρο-Στερεά.
Άλλα προβλήματα: Μηχανισμός εκδοτικός, ξεκαθάρισμα σχέσεων Κόμματος-αντάρτικου, κλπ.»
Η ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου, στις 28 Οκτώβρη του 1946, με το Στρατηγό Μάρκο, αρχηγό των ανταρτών, αυτήν ακριβώς την ανάγκη πάει να εκπληρώσει… να συντονίσει τον διαρκώς αναπτυσσόμενο ένοπλο αγώνα.
Η ιδρυτική διαταγή, αριθμός 1, της 28 Οκτώβρη γράφει:
«ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΑΝΤΑΡΤΩΝ
ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΟΥ 1
Η συχνή δίωξη των αγωνιστών του δημοκρατικού λαού από τον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό και τα όργανά του, που ανάγκασαν χιλιάδες δημοκράτες να βγουν στο βουνό για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, οδήγησαν στη σημερινή ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος. Έχοντας υπόψη ότι είναι ώριμη πια η ανάγκη της δημιουργίας συντονιστικού οργάνου για τον συντονισμό και την καθοδήγηση του όλου αντάρτικου αγώνα.
Αποφασίζουμε
Τη δημιουργία του ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΝΤΑΡΤΩΝ στο οποίο θα υπάγονται τα Αρχηγεία των ανταρτών Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ρούμελης.
Σταθμός Διοίκησης Γενικού Αρχηγείου
28 Οκτώβρη 1946
Μάρκος»
Όταν ιδρύθηκε το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών (ΓΑ) απαρτιζόταν από τα παρακάτω πρόσωπα:
Μάρκος Βαφειάδης, Αρχηγός, Στρατηγός του ΔΣΕ.
Κικίτσας Γιώργος, Βοηθός Αρχηγού, Αντιστράτηγος του ΔΣΕ.
Μπλάνας Γιώργος-Κίσαβος, αντιπρόσωπος του ΓΑ στη Θεσσαλία-Ρούμελη.
Γκένιος Θανάσης-Λασσάνης, αντιπρόσωπος στη Δυτική Μακεδονία, Υποστράτηγος του ΔΣΕ.
Καπετάνιος Ευριπίδης-Πάνος, αντιπρόσωπος στην Κεντρική Μακεδονία-Πιέρια, Πάικο, Βέρμιο. Υποστράτηγος του ΔΣΕ. Γεννήθηκε το 1915 στο Ροδολείβος Σερρών. Μπήκε στο Κόμμα το 1932. Μετά τη Βάρκιζα καταδιώχτηκε. Οργάνωσε και διεύθυνε το αντάρτικο τμήμα των 33 αγωνιστών που χτύπησε τις μοναρχοφασιστικές δυνάμεις στο Λιτόχωρο στις 30-31 Μάρτη 1946. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Στη μεγάλη μάχη του Γράμμου το 1948 είναι από τους επικεφαλής των υπερασπιστών του Κλέφτη. Σκοτώθηκε στις 20 Αυγούστου 1948 στο Βίτσι, τιμημένος νεκρός του ΔΣΕ με Διάταγμα στις 17 Σεπτέμβρη 1948 της ΠΔΚ.
Με την ίδρυση του ΓΑ αρχίζει ο επιτελικός και στρατιωτικός συντονισμός στα πλαίσια των περιοχών και γενικότερα σε κλίμακα χώρας. Είχαν ωριμάσει οι προϋποθέσεις και ήταν απαίτηση των αναγκών του αναπτυσσόμενου ένοπλου αγώνα για το πέρασμα σε ανώτερη μορφή οργάνωσης, διοίκησης, πειθαρχίας και συντονισμένης επιχειρησιακής δράσης όλων των ένοπλων αντάρτικων μονάδων.
Το Γενικό Αρχηγείο άρχισε να εκδίδει ανακοινωθέντα και διαταγές. Το πρώτο Ανακοινωθέν υπ’ αριθμ. 1 βγήκε στις 29 Δεκέμβρη 1946. Στο ανακοινωθέν αυτό και στα Ανακοινωθέντα No 2, 3 και 4 αναφέρονται 120 μάχες, ενέδρες και συγκρούσεις των αντάρτικων μονάδων στους μήνες Αύγουστος-Δεκέμβρης 1946. Τα Αρχηγεία Περιοχών για τη δράση τους εκδίδουν δικά τους Δελτία και Ανακοινωθέντα.
Τα τμήματα του ΔΣΕ εφοδιάζονταν με οπλισμό από τα λάφυρα που παίρνανε από το στρατό, τη Χωροφυλακή και από ένοπλες βασιλόφρονες συμμορίες.
Στα 4 Ανακοινωθέντα του ΓΑ αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία για τα λάφυρα που πήρε ο ΔΣΕ. Περίπου 75 οπλοπολυβόλα, εκατοντάδες ντουφέκια, δεκάδες αυτόματα Τόμιγκαν, όλμους, πίατ, φυσίγγια, ασύρματους, ένδυση, υπόδηση. Το ΓΑ είχε διασυνδέσεις με τα αρχηγεία με ασύρματο και την 1η Δεκέμβρη του 1946 και με Αθήνα.
Πρώτος ασυρματιστής του ΓΑ του ΔΣΕ, που παρέμεινε μέχρι και το 1949, ήταν ο Καρατζάς Βασίλης από το Δενδροχώρι Καστοριάς, λογοτέχνης, ποιητής, πέθανε στο εξωτερικό το 2004.
ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΟΥ 1
Η συχνή δίωξη των αγωνιστών του δημοκρατικού λαού από τον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό και τα όργανά του, που ανάγκασαν χιλιάδες δημοκράτες να βγουν στο βουνό για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, οδήγησαν στη σημερινή ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος. Έχοντας υπόψη ότι είναι ώριμη πια η ανάγκη της δημιουργίας συντονιστικού οργάνου για τον συντονισμό και την καθοδήγηση του όλου αντάρτικου αγώνα.
Αποφασίζουμε
Τη δημιουργία του ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΝΤΑΡΤΩΝ στο οποίο θα υπάγονται τα Αρχηγεία των ανταρτών Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ρούμελης.
Σταθμός Διοίκησης Γενικού Αρχηγείου
28 Οκτώβρη 1946
Μάρκος»
Όταν ιδρύθηκε το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών (ΓΑ) απαρτιζόταν από τα παρακάτω πρόσωπα:
Μάρκος Βαφειάδης, Αρχηγός, Στρατηγός του ΔΣΕ.
Κικίτσας Γιώργος, Βοηθός Αρχηγού, Αντιστράτηγος του ΔΣΕ.
Μπλάνας Γιώργος-Κίσαβος, αντιπρόσωπος του ΓΑ στη Θεσσαλία-Ρούμελη.
Γκένιος Θανάσης-Λασσάνης, αντιπρόσωπος στη Δυτική Μακεδονία, Υποστράτηγος του ΔΣΕ.
Καπετάνιος Ευριπίδης-Πάνος, αντιπρόσωπος στην Κεντρική Μακεδονία-Πιέρια, Πάικο, Βέρμιο. Υποστράτηγος του ΔΣΕ. Γεννήθηκε το 1915 στο Ροδολείβος Σερρών. Μπήκε στο Κόμμα το 1932. Μετά τη Βάρκιζα καταδιώχτηκε. Οργάνωσε και διεύθυνε το αντάρτικο τμήμα των 33 αγωνιστών που χτύπησε τις μοναρχοφασιστικές δυνάμεις στο Λιτόχωρο στις 30-31 Μάρτη 1946. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Στη μεγάλη μάχη του Γράμμου το 1948 είναι από τους επικεφαλής των υπερασπιστών του Κλέφτη. Σκοτώθηκε στις 20 Αυγούστου 1948 στο Βίτσι, τιμημένος νεκρός του ΔΣΕ με Διάταγμα στις 17 Σεπτέμβρη 1948 της ΠΔΚ.
Με την ίδρυση του ΓΑ αρχίζει ο επιτελικός και στρατιωτικός συντονισμός στα πλαίσια των περιοχών και γενικότερα σε κλίμακα χώρας. Είχαν ωριμάσει οι προϋποθέσεις και ήταν απαίτηση των αναγκών του αναπτυσσόμενου ένοπλου αγώνα για το πέρασμα σε ανώτερη μορφή οργάνωσης, διοίκησης, πειθαρχίας και συντονισμένης επιχειρησιακής δράσης όλων των ένοπλων αντάρτικων μονάδων.
Το Γενικό Αρχηγείο άρχισε να εκδίδει ανακοινωθέντα και διαταγές. Το πρώτο Ανακοινωθέν υπ’ αριθμ. 1 βγήκε στις 29 Δεκέμβρη 1946. Στο ανακοινωθέν αυτό και στα Ανακοινωθέντα No 2, 3 και 4 αναφέρονται 120 μάχες, ενέδρες και συγκρούσεις των αντάρτικων μονάδων στους μήνες Αύγουστος-Δεκέμβρης 1946. Τα Αρχηγεία Περιοχών για τη δράση τους εκδίδουν δικά τους Δελτία και Ανακοινωθέντα.
Τα τμήματα του ΔΣΕ εφοδιάζονταν με οπλισμό από τα λάφυρα που παίρνανε από το στρατό, τη Χωροφυλακή και από ένοπλες βασιλόφρονες συμμορίες.
Στα 4 Ανακοινωθέντα του ΓΑ αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία για τα λάφυρα που πήρε ο ΔΣΕ. Περίπου 75 οπλοπολυβόλα, εκατοντάδες ντουφέκια, δεκάδες αυτόματα Τόμιγκαν, όλμους, πίατ, φυσίγγια, ασύρματους, ένδυση, υπόδηση. Το ΓΑ είχε διασυνδέσεις με τα αρχηγεία με ασύρματο και την 1η Δεκέμβρη του 1946 και με Αθήνα.
Πρώτος ασυρματιστής του ΓΑ του ΔΣΕ, που παρέμεινε μέχρι και το 1949, ήταν ο Καρατζάς Βασίλης από το Δενδροχώρι Καστοριάς, λογοτέχνης, ποιητής, πέθανε στο εξωτερικό το 2004.
Η δημιουργία του Λαϊκού Επαναστατικού Στρατού (ΔΣΕ) αποτέλεσε την ανώτερη βαθμίδα οργανωτικής, πολεμικής, διοικητικής και επιτελικής δομής των αντάρτικων μονάδων. Αυτή ήταν η ανώτερη φάση της ανάπτυξης των τμημάτων του ένοπλου αγώνα. Έτσι γεννήθηκε ο ταξικός επαναστατικός στρατός πάνω σε νέα βάση με αρχές λειτουργίας, ενιαίας πειθαρχίας, στρατιωτικής διοίκησης, πολιτικών επιτρόπων, δημοκρατικών συνελεύσεων σε όλη την ιεραρχία από την Ομάδα μέχρι και το Γενικό Αρχηγείο (ΓΑ).
*Κατιούσα*
*Κατιούσα*
Το "χαμένο" κείμενο της 3ης Ολομέλειας της Κ.Ε του ΚΚΕ με την απόφαση για ένοπλο αγώνα
Aπό τις πιο σημαντικές αποφάσεις του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου είναι η απόφαση της 3ης Ολομέλειας της Κεντρικής του Επιτροπής (εφεξής ΚΕ) τον Σεπτέμβριο 1947 για τη μετατόπιση του βάρους της δουλειάς του κόμματος στον ένοπλο αγώνα.
Η ολομέλεια συνήλθε στις 12-15 Σεπτεμβρίου 1947 και οι εργασίες της πραγματοποιήθηκαν σε δυο κλιμάκια. Το πρώτο, το επονομαζόμενο κλιμάκιο Ελεύθερης Ελλάδας, συνήλθε στο εξωτερικό (πιθανά στη Γιουγκοσλαβία) με τη συμμετοχή των Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Ιωαννίδη, Μ. Βαφειάδη, Δ. Στρίγκου, Π. Ρούσου και Γ. Ερυθριάδη, μελών της Κεντρικής Επιτροπής που βρίσκονταν στο εξωτερικό και στο βουνό.
Αυτοί συνεδρίασαν από κοινού με στρατιωτικά στελέχη του ΔΣΕ -μέλη του κόμματος (Στ. Παπαγιάννη, επιτελάρχη του ΔΣΕ, Γ. Κικίτσα, διοικητή του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Ν. Κανακαρίδη, διοικητή του ΔΣΕ Δ. Θράκης και Λασσάνη, διοικητή του ΔΣΕ Ανατολικής Μακεδονίας), καταλήγοντας στο στρατιωτικό σχέδιο δράσης του Δημοκρατικού Στρατού με την ονομασία «Λίμνες».
Η απόφαση ανακοινώθηκε τηλεγραφικά και κωδικοποιημένα στο κλιμάκιο της ΚΕ στην Αθήνα
Η ολομέλεια συνήλθε στις 12-15 Σεπτεμβρίου 1947 και οι εργασίες της πραγματοποιήθηκαν σε δυο κλιμάκια. Το πρώτο, το επονομαζόμενο κλιμάκιο Ελεύθερης Ελλάδας, συνήλθε στο εξωτερικό (πιθανά στη Γιουγκοσλαβία) με τη συμμετοχή των Ν. Ζαχαριάδη, Γ. Ιωαννίδη, Μ. Βαφειάδη, Δ. Στρίγκου, Π. Ρούσου και Γ. Ερυθριάδη, μελών της Κεντρικής Επιτροπής που βρίσκονταν στο εξωτερικό και στο βουνό.
Αυτοί συνεδρίασαν από κοινού με στρατιωτικά στελέχη του ΔΣΕ -μέλη του κόμματος (Στ. Παπαγιάννη, επιτελάρχη του ΔΣΕ, Γ. Κικίτσα, διοικητή του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Ν. Κανακαρίδη, διοικητή του ΔΣΕ Δ. Θράκης και Λασσάνη, διοικητή του ΔΣΕ Ανατολικής Μακεδονίας), καταλήγοντας στο στρατιωτικό σχέδιο δράσης του Δημοκρατικού Στρατού με την ονομασία «Λίμνες».
Η απόφαση ανακοινώθηκε τηλεγραφικά και κωδικοποιημένα στο κλιμάκιο της ΚΕ στην Αθήνα
Αριθ. 43 Σμαρώ. Στις 11 και 12 Σεπτέμβρη έγινε Λεωνόρα Στρούγκας. Ήτανε: Κούκος, Διονύσης, Μαρία, Σπόρος, Ατλας και Κούκος. Επακολούθησε στρατιωτική σύσκεψη που πήραν μέρος επιτελάρχης παρέας, αρχιτεχνίτες και γελαστοί από αγγούρια Βαλανιδιάς και I Αχλαδιάς. Ανακοίνωση και απόφαση επακολουθούν τηλεγραφικώς. Πρέπει μόλις ληφθούν συνέλθουν υπόλοιποι Λεωνόρας συζητήσουν επί αποφάσεως και κατόπιν δημοσιευθή μόνον ανακοίνωση. Εξελέγη κλιμάκιο μασλατζή από πέντε πρώτους και Γραμματεία από τρεις πρωί τους. 15.9.47 Διονύσης.
Το άλλο τμήμα της ΚΕ συνήλθε λίγο αργότερα στην Αθήνα, με τη συμμετοχή των Στ. Αναστασιάδη, Χρ. Χατζηβασιλείου, Μ. Βλαντά, Π. Μαυρομάτη, Κ. Καραγιώργη, Σ. Σουκαρά και Αχ. Μπλάνα.
Η απόφαση να προταχθεί ο ένοπλος αγώνας, χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθούν οι προσπάθειες για εξεύρεση ειρηνικής-συμβιβαστικής λύσης, λήφθηκε ύστερα από εισήγηση του γενικού γραμματέα του κόμματος Νίκου Ζαχαριάδη πάνω στην πολιτική κατάσταση και την πορεία του αγώνα. Για τον συντονισμό της δουλειάς του κόμματος σε ολόκληρη τη χώρα απέσπασε κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου με τριμελή Γραμματεία. Λήφθηκε επιπρόσθετη απόφαση για όσους κομμουνιστές είχαν κάνει δήλωση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά και την Κατοχή.
Με την ίδια ημερομηνία στάλθηκε τηλεγράφημα από τον Ιωαννίδη (Διονύσης) προς τον Αναστασιάδη (Σμαρώ) σχετικά με την έξοδο στο βουνό μελών και στελεχών του ΚΚΕ.
Η απόφαση να προταχθεί ο ένοπλος αγώνας, χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθούν οι προσπάθειες για εξεύρεση ειρηνικής-συμβιβαστικής λύσης, λήφθηκε ύστερα από εισήγηση του γενικού γραμματέα του κόμματος Νίκου Ζαχαριάδη πάνω στην πολιτική κατάσταση και την πορεία του αγώνα. Για τον συντονισμό της δουλειάς του κόμματος σε ολόκληρη τη χώρα απέσπασε κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου με τριμελή Γραμματεία. Λήφθηκε επιπρόσθετη απόφαση για όσους κομμουνιστές είχαν κάνει δήλωση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά και την Κατοχή.
Με την ίδια ημερομηνία στάλθηκε τηλεγράφημα από τον Ιωαννίδη (Διονύσης) προς τον Αναστασιάδη (Σμαρώ) σχετικά με την έξοδο στο βουνό μελών και στελεχών του ΚΚΕ.
Αριθ. 44 Σμαρώ. Πήραμε δικά σου 24 και 25. Παρακαλούμε κρυπτογράφος σας να προσέχει περισσότερο για να αποφεύγουμε επαναλήψεις και συνεπώς σπατάλη χρόνου και άσκοπη κίνηση μηχανισμού.
Ολομέλεια αποφάσισε ενισχυθεί τρακτέρ με στελέχη και μέλη στρούγκας από πόλεις ως εξής. Απιδιά 1.500. Πεπονιά 600. Αλμύρα 500. Αποστολές αρχίσουν αμέσως και τερματιστούν οποσδήποτε τέλος Νοέμβρη.
Για εκτέλεση απόφασης, προσωπικά υπεύθυνος Λέων, Πάρις και Αίας.
Πρέπει αμέσως φροντίσετε αποσταλούν ειδικοί τεχνίτες μηχανουργοί, ηλεκτροτεχνίτες, ασυρματιστές, νταμαρτζήδες κ.λπ. Παρακαλούμε να μας γνωρίσετε πώς είναι ελεύθερος Τάσος Λεφτεριάς, με ποια ιδιότητα στάλθηκε τρακτέρ και αν πήρατε υπόψη παλαιότερη άρνησή του. 15.9.47. Διονύσης
Ολομέλεια αποφάσισε ενισχυθεί τρακτέρ με στελέχη και μέλη στρούγκας από πόλεις ως εξής. Απιδιά 1.500. Πεπονιά 600. Αλμύρα 500. Αποστολές αρχίσουν αμέσως και τερματιστούν οποσδήποτε τέλος Νοέμβρη.
Για εκτέλεση απόφασης, προσωπικά υπεύθυνος Λέων, Πάρις και Αίας.
Πρέπει αμέσως φροντίσετε αποσταλούν ειδικοί τεχνίτες μηχανουργοί, ηλεκτροτεχνίτες, ασυρματιστές, νταμαρτζήδες κ.λπ. Παρακαλούμε να μας γνωρίσετε πώς είναι ελεύθερος Τάσος Λεφτεριάς, με ποια ιδιότητα στάλθηκε τρακτέρ και αν πήρατε υπόψη παλαιότερη άρνησή του. 15.9.47. Διονύσης
Το απόρρητο κείμενο της απόφασης για ένοπλο αγώνα
(Απόφαση 3ης Ολομέλειας ΚΕ του ΚΚΕ, Σεπτέμβριος 1947)
Η πολιτική απόφαση για την κατάσταση στην Ελλάδα και τα άμεσα καθήκοντα του ΚΚΕ αποφασίστηκε να ανακοινωθούν μόνο εσωκομματικά. Στη δημοσιότητα δόθηκε μόνο μια μακροσκελής ανακοίνωση του προεδρείου της ολομέλειας κι ένα μέρος της απόφασης για τους δηλωσίες («Ριζοσπάστης», 8 Οκτωβρίου 1947).
Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται για πρώτη φορά το τηλεγράφημα που έστειλε το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ Γιάννης Ιωαννίδης (Διονύσης) προς το κλιμάκιο της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος στην Αθήνα (Σμαρώ), με το οποίο ανακοινώνεται η απόφαση της 3ης Ολομέλειας.
Είναι το μόνο γνωστό έως σήμερα κείμενο που γράφτηκε εξαρχής στα ελληνικά - δεν αποτελεί δηλαδή μετάφραση ξενόγλωσσου κειμένου, όπως αυτό που εναπόκειται στο «Αρχείο ΚΚΕ» στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας - ΑΣΚΙ (αριθμός αρχειοθέτησης: Κ383/Φ:20/33/34) που είναι μετάφραση από ρωσικό έγγραφο.
Πρόκειται για το πιο κοντινό κείμενο στην πρωτότυπη απόφαση της ολομέλειας (η οποία δεν έχει ακόμη εντοπιστεί).
Εξαιτίας της σπουδαιότητάς του, το παραθέτουμε ολόκληρο διατηρώντας την ορθογραφία και τη στίξη του τεκμηρίου.
(Απόφαση 3ης Ολομέλειας ΚΕ του ΚΚΕ, Σεπτέμβριος 1947)
Η πολιτική απόφαση για την κατάσταση στην Ελλάδα και τα άμεσα καθήκοντα του ΚΚΕ αποφασίστηκε να ανακοινωθούν μόνο εσωκομματικά. Στη δημοσιότητα δόθηκε μόνο μια μακροσκελής ανακοίνωση του προεδρείου της ολομέλειας κι ένα μέρος της απόφασης για τους δηλωσίες («Ριζοσπάστης», 8 Οκτωβρίου 1947).
Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται για πρώτη φορά το τηλεγράφημα που έστειλε το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ Γιάννης Ιωαννίδης (Διονύσης) προς το κλιμάκιο της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος στην Αθήνα (Σμαρώ), με το οποίο ανακοινώνεται η απόφαση της 3ης Ολομέλειας.
Είναι το μόνο γνωστό έως σήμερα κείμενο που γράφτηκε εξαρχής στα ελληνικά - δεν αποτελεί δηλαδή μετάφραση ξενόγλωσσου κειμένου, όπως αυτό που εναπόκειται στο «Αρχείο ΚΚΕ» στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας - ΑΣΚΙ (αριθμός αρχειοθέτησης: Κ383/Φ:20/33/34) που είναι μετάφραση από ρωσικό έγγραφο.
Πρόκειται για το πιο κοντινό κείμενο στην πρωτότυπη απόφαση της ολομέλειας (η οποία δεν έχει ακόμη εντοπιστεί).
Εξαιτίας της σπουδαιότητάς του, το παραθέτουμε ολόκληρο διατηρώντας την ορθογραφία και τη στίξη του τεκμηρίου.
Αριθ. 47. Σμαρώ. Στέλνω απόφαση Ολομέλειας. Αρχίζω. Απόφαση της τρίτης Ολομέλειας της ΚΕ του
ΚΚΕ [12 Σεπτέμβρη 1947]
1. Η ΚΕ του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ορίμασαν οι συνθήκες για να δημιουργηθή λέφτερη δημοκρατική περιοχή με δικιά της κυβέρνηση. Ο κίνδυνος για ένοπλη αμερικανική επέμβαση κάνει το καθήκον αυτό που ταυτίζεται με την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας πιο επιτακτικό.
Η σταθεροποίηση και ανάπτυξη του ΔΣΕ και οι νίκες του, καθώς και η πολιτική και οικονομική χρεωκοπία του μοναρχοφασισμού ξεκαθαρίζουν σε ολοένα και πιο πλατεία στρώματα του λαού ότι η κατοχύρωση της ελευθερίας, η ασφάλεια και η δουλειά των μαζών, η ανόρθωση, η ακεραιότητα και η ειρήνη της χώρας δε μπορούν να εξασφαλιστούν παρά μόνο με την επικράτηση της πολιτικής του ΕΑΜ, που σήμερα, ο πιο αποφασιστικός φορέας της είνε ο ΔΣΕ, σαν πρωτοπορεία σε ολόκληρο το δημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας. Η ανάπτυξη και σταθεροποίηση της δημοκρατίας και του δημοκρατικού κινήματος κατά πρώτο λόγο στην Ευρώπη και η αλληλεγγύη του προς τον αγώνα του λαού μας, αποτελεί σοβαρή και ουσιαστική ενίσχυση στο κίνημά μας.
2. Χωρίς να εξασθένιση η επίμονη προσπάθεια του ΚΚΕ, ολόκληρου του ΕΑΜ και των άλλων κομμάτων της δημοκρατικής αριστεράς, για τη συμφιλίωση και για ένα δημοκρατικό συμβιβασμό που θα έφερνε τη χώρα σε λέφτερες εκλογές, η ολομέλεια αποφασίζει όπως το κέντρο του βάρους για όλη την κομματική δουλειά μετατοπιστεί αποφασιστικά στο στρατιωτικοπολεμικό τομέα για την ανάδειξη του ΔΣΕ στη δύναμη εκείνη που θα φέρει στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα στη δημιουργία λέφτερης Ελλάδας βασικά σε όλες τις περιοχές της βόρειας Ελλάδας. Για το σκοπό αυτό η Ολομέλεια αποφασίζει: α) να κινητοποιηθούν όλες οι κομματικές δυνάμεις για την ολόπλευρη υποστήριξη, ανάπτυξη και καθοδήγηση του στρατιωτικοπολεμικού έργου του ΔΣΕ.
β) αποδέχεται βασικά την έκθεση της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας του ΔΣΕ σα βάση για την πραγματοποίηση από στρατιωτική πλευρά της πολιτικής του ΚΚΕ, για τη δημιουργία της λέφτερης περιοχής στη Βόρεια Ελλάδα, γ) αναθέτει στο δεύτερο κλιμάκιο του ΠΓ όπως επί τόπου στη λέφτερη περιοχή διευθύνη και οργανώσει όλη την κομματική πολιτικοστρατιωτική δουλειά για την πραγματοποίηση της απόφασης αυτής και ιδιαίτερα του σχεδίου της ηγεσίας του ΔΣΕ.
3. Η 3η Ολομέλεια εφιστά την προσοχή όλου του κόμματος στους οπορτουνιστικούς δισταγμούς και ταλαντεύσεις που εκδηλώθηκαν και σε ηγετικά στελέχη σχετικά με τη συνέπεια και αναποφασιστικότητα [σημ. εννοεί αποφασιστικότητα] που χρειαζότανε για να δοθεί το κόμμα στην καθοδήγηση και ανάπτυξη της νέας αντίστασης του Λαού μας στη νέα αμερικανική και εγγλέζικη κατοχή. Οι ταλαντεύσεις και οι δισταγμοί αυτοί εκφράστηκαν και στο γεγονός ότι και ανώτερα κομματικά στελέχη (Ρουμελιώτης, Λεφτεριάς) αρνήθηκαν παρά την εντολή που πήραν να βγουν στο βουνό και στο ότι χιλιάδες μέλη του κόμματος παθητικά αντιμετώπισαν τις διώξεις του εχθρού και έτσι αντίς για το βουνό βρέθηκαν στη φυλακή και την εξορία. Ταλαντεύσεις που είχαν ανασταλτική επίδραση πάνω στη συνεπή ανάπτυξη της λαϊκής αντίστασης και στις καθοδηγήσεις ορισμένων οργανώσεων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη).
Οι ταλαντεύσεις και οι δισταγμοί αυτοί, που οφείλονται σε ξένες επιδράσεις μέσα στο κόμμα, αποτέλεσαν ως τα σήμερα σοβαρό εμπόδιο για την εφαρμογή της πολιτικής του κόμματος. Η επιτυχία της γραμμής του ΚΚΕ εξαρτιέται σε ένα σημαντικό βαθμό από το σύντομο και αποφασιστικό ξεπέρασμα των δισταγμών και ταλαντεύσεων αυτών. Η Ολομέλεια διαπιστώνει ότι χρειάζεται και μια επισταμένη και επίμονη διαφωτιστική ιδεολογική δουλειά μέσα στο κόμμα για να ξεπεραστούν αυτοί οι δισταγμοί και οι ταλαντεύσεις. [Σημ.: η φράση αυτή δεν υπάρχει στο ρωσικό κείμενο των ΑΣΚΙ]
4. Η ολομέλεια διαπιστώνει την σοβαρή καθυστέρηση που παρουσιάζει η ανάπτυξη της Λαϊκής αντίστασης στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα - Πειραιά - Θεσσαλονίκη- Βόλος -Καβάλλα κ,λ.) και καλεί τις κομματικές καθοδηγήσεις και όλα τα μέλη του κόμματος στις πόλεις αυτές να ξεπεράσουν την καθυστέρηση αυτή στο πιο σύντομο διάστημα.
5. Η ολομέλεια διακηρύσει ότι παρά τις σοβαρές δυσκολίες που προβάλει στο δημοκρατικό κίνημα κυρίως η αμερικανική επέμβαση, ο αγώνας του λαού μας και η πάλη του ΔΣΕ δείξαν ότι η νίκη ανήκει στο λαό και ότι η επίτευξή της εξαρτάται απ' την αποφασιστικότητα, την πρωτοπόρα δουλειά, τον ηρωισμό, την αυτοθυσία που θα δείξει το ΚΚΕ και όλα τα μέλη του επικεφαλής του λαού που παλεύει. Το ΚΚΕ καλείται για μια ακόμη φορά να κάνει ακέραιο το καθήκον του απέναντι στο λαό και την Ελλάδα. Τέλος της απόφασης.15.9.47 Διονύσης.
ΚΚΕ [12 Σεπτέμβρη 1947]
1. Η ΚΕ του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ορίμασαν οι συνθήκες για να δημιουργηθή λέφτερη δημοκρατική περιοχή με δικιά της κυβέρνηση. Ο κίνδυνος για ένοπλη αμερικανική επέμβαση κάνει το καθήκον αυτό που ταυτίζεται με την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας πιο επιτακτικό.
Η σταθεροποίηση και ανάπτυξη του ΔΣΕ και οι νίκες του, καθώς και η πολιτική και οικονομική χρεωκοπία του μοναρχοφασισμού ξεκαθαρίζουν σε ολοένα και πιο πλατεία στρώματα του λαού ότι η κατοχύρωση της ελευθερίας, η ασφάλεια και η δουλειά των μαζών, η ανόρθωση, η ακεραιότητα και η ειρήνη της χώρας δε μπορούν να εξασφαλιστούν παρά μόνο με την επικράτηση της πολιτικής του ΕΑΜ, που σήμερα, ο πιο αποφασιστικός φορέας της είνε ο ΔΣΕ, σαν πρωτοπορεία σε ολόκληρο το δημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας. Η ανάπτυξη και σταθεροποίηση της δημοκρατίας και του δημοκρατικού κινήματος κατά πρώτο λόγο στην Ευρώπη και η αλληλεγγύη του προς τον αγώνα του λαού μας, αποτελεί σοβαρή και ουσιαστική ενίσχυση στο κίνημά μας.
2. Χωρίς να εξασθένιση η επίμονη προσπάθεια του ΚΚΕ, ολόκληρου του ΕΑΜ και των άλλων κομμάτων της δημοκρατικής αριστεράς, για τη συμφιλίωση και για ένα δημοκρατικό συμβιβασμό που θα έφερνε τη χώρα σε λέφτερες εκλογές, η ολομέλεια αποφασίζει όπως το κέντρο του βάρους για όλη την κομματική δουλειά μετατοπιστεί αποφασιστικά στο στρατιωτικοπολεμικό τομέα για την ανάδειξη του ΔΣΕ στη δύναμη εκείνη που θα φέρει στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα στη δημιουργία λέφτερης Ελλάδας βασικά σε όλες τις περιοχές της βόρειας Ελλάδας. Για το σκοπό αυτό η Ολομέλεια αποφασίζει: α) να κινητοποιηθούν όλες οι κομματικές δυνάμεις για την ολόπλευρη υποστήριξη, ανάπτυξη και καθοδήγηση του στρατιωτικοπολεμικού έργου του ΔΣΕ.
β) αποδέχεται βασικά την έκθεση της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας του ΔΣΕ σα βάση για την πραγματοποίηση από στρατιωτική πλευρά της πολιτικής του ΚΚΕ, για τη δημιουργία της λέφτερης περιοχής στη Βόρεια Ελλάδα, γ) αναθέτει στο δεύτερο κλιμάκιο του ΠΓ όπως επί τόπου στη λέφτερη περιοχή διευθύνη και οργανώσει όλη την κομματική πολιτικοστρατιωτική δουλειά για την πραγματοποίηση της απόφασης αυτής και ιδιαίτερα του σχεδίου της ηγεσίας του ΔΣΕ.
3. Η 3η Ολομέλεια εφιστά την προσοχή όλου του κόμματος στους οπορτουνιστικούς δισταγμούς και ταλαντεύσεις που εκδηλώθηκαν και σε ηγετικά στελέχη σχετικά με τη συνέπεια και αναποφασιστικότητα [σημ. εννοεί αποφασιστικότητα] που χρειαζότανε για να δοθεί το κόμμα στην καθοδήγηση και ανάπτυξη της νέας αντίστασης του Λαού μας στη νέα αμερικανική και εγγλέζικη κατοχή. Οι ταλαντεύσεις και οι δισταγμοί αυτοί εκφράστηκαν και στο γεγονός ότι και ανώτερα κομματικά στελέχη (Ρουμελιώτης, Λεφτεριάς) αρνήθηκαν παρά την εντολή που πήραν να βγουν στο βουνό και στο ότι χιλιάδες μέλη του κόμματος παθητικά αντιμετώπισαν τις διώξεις του εχθρού και έτσι αντίς για το βουνό βρέθηκαν στη φυλακή και την εξορία. Ταλαντεύσεις που είχαν ανασταλτική επίδραση πάνω στη συνεπή ανάπτυξη της λαϊκής αντίστασης και στις καθοδηγήσεις ορισμένων οργανώσεων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη).
Οι ταλαντεύσεις και οι δισταγμοί αυτοί, που οφείλονται σε ξένες επιδράσεις μέσα στο κόμμα, αποτέλεσαν ως τα σήμερα σοβαρό εμπόδιο για την εφαρμογή της πολιτικής του κόμματος. Η επιτυχία της γραμμής του ΚΚΕ εξαρτιέται σε ένα σημαντικό βαθμό από το σύντομο και αποφασιστικό ξεπέρασμα των δισταγμών και ταλαντεύσεων αυτών. Η Ολομέλεια διαπιστώνει ότι χρειάζεται και μια επισταμένη και επίμονη διαφωτιστική ιδεολογική δουλειά μέσα στο κόμμα για να ξεπεραστούν αυτοί οι δισταγμοί και οι ταλαντεύσεις. [Σημ.: η φράση αυτή δεν υπάρχει στο ρωσικό κείμενο των ΑΣΚΙ]
4. Η ολομέλεια διαπιστώνει την σοβαρή καθυστέρηση που παρουσιάζει η ανάπτυξη της Λαϊκής αντίστασης στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα - Πειραιά - Θεσσαλονίκη- Βόλος -Καβάλλα κ,λ.) και καλεί τις κομματικές καθοδηγήσεις και όλα τα μέλη του κόμματος στις πόλεις αυτές να ξεπεράσουν την καθυστέρηση αυτή στο πιο σύντομο διάστημα.
5. Η ολομέλεια διακηρύσει ότι παρά τις σοβαρές δυσκολίες που προβάλει στο δημοκρατικό κίνημα κυρίως η αμερικανική επέμβαση, ο αγώνας του λαού μας και η πάλη του ΔΣΕ δείξαν ότι η νίκη ανήκει στο λαό και ότι η επίτευξή της εξαρτάται απ' την αποφασιστικότητα, την πρωτοπόρα δουλειά, τον ηρωισμό, την αυτοθυσία που θα δείξει το ΚΚΕ και όλα τα μέλη του επικεφαλής του λαού που παλεύει. Το ΚΚΕ καλείται για μια ακόμη φορά να κάνει ακέραιο το καθήκον του απέναντι στο λαό και την Ελλάδα. Τέλος της απόφασης.15.9.47 Διονύσης.
Στη συνεδρίαση του κλιμακίου της ΚΕ στην Αθήνα την εισήγηση έκανε ο Στέργιος Αναστασιάδης (Σμαρώ), μέλος του Πολιτικού Γραφείου και υπεύθυνος για την παράνομη και νόμιμη κομματική δουλιά μετά τη σύλληψη του Μήτσου Παρτσαλίδη.
Το κλιμάκιο της Αθήνας ενέκρινε τα σχέδια αποφάσεων του κλιμακίου της Ελεύθερης Ελλάδας, προτείνοντας δύο αλλαγές:
α) στην πολιτική απόφαση σχετικά με την έξοδο των κομματικών μελών προς το βουνό
β) στη δημοσιοποίηση της απόφασης του κόμματος για τους δηλωσίες.
Αυτές αποτυπώνονται σε τηλεγράφημα του Αναστασιάδη προς το Πολιτικό Γραφείο στις 13 Οκτωβρίου 1947 (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ), με το οποίο ζητεί να αλλάξει «μονάχα το σημείο όπου γίνεται λόγος για την ευθύνη των χιλιάδων εξόριστων που προτίμησαν τον δρόμο της εξορίας από τον δρόμο των βουνών.
Αυτό το σημείο πρέπει να διορθωθεί γιατί κανένας δεν είπε σ' αυτούς τους ανθρώπους πού να πάνε και πώς να πάνε και γι' αυτό αυτοί δεν φέρνουν καμιά ευθύνη. Πρέπει επίσης να σβηστεί το σημείο που μιλάει για την αποκατάσταση των δηλωσιών, δηλαδή αυτών που έκαναν δηλώσεις κατά τη διάρκεια της πρώτης Κατοχής.
Σε ό,τι αφορά τους τωρινούς δηλωσίες, η γνώμη μας είναι προς το παρόν να αναβληθεί η δημοσίευση του αντίστοιχου σημείου».
Το κλιμάκιο της Αθήνας ενέκρινε τα σχέδια αποφάσεων του κλιμακίου της Ελεύθερης Ελλάδας, προτείνοντας δύο αλλαγές:
α) στην πολιτική απόφαση σχετικά με την έξοδο των κομματικών μελών προς το βουνό
β) στη δημοσιοποίηση της απόφασης του κόμματος για τους δηλωσίες.
Αυτές αποτυπώνονται σε τηλεγράφημα του Αναστασιάδη προς το Πολιτικό Γραφείο στις 13 Οκτωβρίου 1947 (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ), με το οποίο ζητεί να αλλάξει «μονάχα το σημείο όπου γίνεται λόγος για την ευθύνη των χιλιάδων εξόριστων που προτίμησαν τον δρόμο της εξορίας από τον δρόμο των βουνών.
Αυτό το σημείο πρέπει να διορθωθεί γιατί κανένας δεν είπε σ' αυτούς τους ανθρώπους πού να πάνε και πώς να πάνε και γι' αυτό αυτοί δεν φέρνουν καμιά ευθύνη. Πρέπει επίσης να σβηστεί το σημείο που μιλάει για την αποκατάσταση των δηλωσιών, δηλαδή αυτών που έκαναν δηλώσεις κατά τη διάρκεια της πρώτης Κατοχής.
Σε ό,τι αφορά τους τωρινούς δηλωσίες, η γνώμη μας είναι προς το παρόν να αναβληθεί η δημοσίευση του αντίστοιχου σημείου».
Η αμνηστία-παγίδα του Σοφούλη
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1947, σε μια κρίσιμη καμπή του Εμφυλίου, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ύστερα από απειλές των Αμερικανών για διακοπή της χορηγούμενης βοήθειας ορκίστηκε για τρίτη φορά πρωθυπουργός, επικεφαλής κυβέρνησης συνεργασίας με το Λαϊκό Κόμμα.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ήταν η χορήγηση αμνηστίας στους μαχητές του ΔΣΕ που θα εγκατέλειπαν τις μονάδες τους και θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους.
Με το ΚΘ’ Ψήφισμα «Περί αμνηστίας παραδιδομένων στασιαστών» της 14ης Σεπτεμβρίου 1947 οριζόταν ότι όσοι αντάρτες παραδίδονταν εντός μηνός από την έναρξη της αμνηστίας και αφοπλίζονταν αμνηστεύονταν αυτοδικαίως για αδικήματα σχετικά με «συμμοριακή ή αντισυμμοριακή δράση» και απολύονταν άμεσα με τη χορήγηση σχετικής βεβαίωσης.
Το ίδιο ίσχυε για όλους όσοι αυτοβούλως παρείχαν πληροφορίες, παρέδιδαν σχέδια, έγγραφα, διαταγές και με οποιονδήποτε τρόπο βοηθούσαν στην «καταστολή της ανταρσίας».
Το ΚΚΕ μέσω του «Ριζοσπάστη» κατήγγειλε την αμνηστία ως «αναίσχυντη απάτη» και ως «ένα κόλπο που χρειαζόταν ο κ. Μάρσαλ στις συζητήσεις του ΟΗΕ», ενώ επισημαινόταν ότι δεν παρεχόταν καμία εγγύηση για όσους παραδίδονταν.
Σε αυτό το πλαίσιο, το αρχηγείο Ρούμελης του ΔΣΕ διέταξε: Οπως γίνει σ’ όλα τα τμήματά μας και στο Λαό σοβαρή πολιτική δουλειά με ομιλίες και διαλέξεις, για την κατατόπιση συναγωνιστών μας και Λαού γύρω από την αμνηστία παγίδα του κ. Σοφούλη. Θα σας στείλουμε και προκηρύξεις που θα πρέπει να κυκλοφορήσουν ευρύτατα και ν’ αναλυθούν στα τμήματά μας και στο Λαό.
Η αμνηστία είχε πενιχρά αποτελέσματα, ενώ κατά τη διάρκειά της συνεχίστηκαν οι εκτελέσεις από τα έκτακτα στρατοδικεία.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ήταν η χορήγηση αμνηστίας στους μαχητές του ΔΣΕ που θα εγκατέλειπαν τις μονάδες τους και θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους.
Με το ΚΘ’ Ψήφισμα «Περί αμνηστίας παραδιδομένων στασιαστών» της 14ης Σεπτεμβρίου 1947 οριζόταν ότι όσοι αντάρτες παραδίδονταν εντός μηνός από την έναρξη της αμνηστίας και αφοπλίζονταν αμνηστεύονταν αυτοδικαίως για αδικήματα σχετικά με «συμμοριακή ή αντισυμμοριακή δράση» και απολύονταν άμεσα με τη χορήγηση σχετικής βεβαίωσης.
Το ίδιο ίσχυε για όλους όσοι αυτοβούλως παρείχαν πληροφορίες, παρέδιδαν σχέδια, έγγραφα, διαταγές και με οποιονδήποτε τρόπο βοηθούσαν στην «καταστολή της ανταρσίας».
Το ΚΚΕ μέσω του «Ριζοσπάστη» κατήγγειλε την αμνηστία ως «αναίσχυντη απάτη» και ως «ένα κόλπο που χρειαζόταν ο κ. Μάρσαλ στις συζητήσεις του ΟΗΕ», ενώ επισημαινόταν ότι δεν παρεχόταν καμία εγγύηση για όσους παραδίδονταν.
Σε αυτό το πλαίσιο, το αρχηγείο Ρούμελης του ΔΣΕ διέταξε: Οπως γίνει σ’ όλα τα τμήματά μας και στο Λαό σοβαρή πολιτική δουλειά με ομιλίες και διαλέξεις, για την κατατόπιση συναγωνιστών μας και Λαού γύρω από την αμνηστία παγίδα του κ. Σοφούλη. Θα σας στείλουμε και προκηρύξεις που θα πρέπει να κυκλοφορήσουν ευρύτατα και ν’ αναλυθούν στα τμήματά μας και στο Λαό.
Η αμνηστία είχε πενιχρά αποτελέσματα, ενώ κατά τη διάρκειά της συνεχίστηκαν οι εκτελέσεις από τα έκτακτα στρατοδικεία.
Το Πυροβόλο του Δημοκρατικού Στρατού
Κατά την μάχη του Γράμμου και αφού οι άνδρες ΔΣΕ είχαν πάρει θέση κοντά στην Λυκοράχη ο ταγματάρχης Κόκκας δίνει το σύνθημα και οι δυνάμεις του ΔΣΕ σφυροκοπούν ανελέητα τις θέσεις του Ε.Σ. Στην κατοχή τους έχουν δύο πυροβόλα. Το ένα είναι άμεσης βολής και το δευτεροκαμπύλης τροχιάς. Ο ΔΣΕ ευελπιστεί στην καταστροφή των εχθρικών πυροβόλων απο την μεγάλη ισχύ πυρός του πυροβόλου άμεσης βολής. Δυστυχώς η κατάσταση δεν εξελίσσεται έτσι... Το πυροβόλο που ως τότε λειτουργεί ακατάπαυστα παθαίνει εμπλοκή, η κάννη του έχει σχεδόν πυρώσει απο την χρήση. Αμέσως την θέση του παίρνει το δεύτερο πυροβόλο καμπύλης τροχιάς.
60 χρόνια μετά στο ύψωμα Πάτωμα οι νεολαίοι της ΚΝΕ ψάχνουν και βρίσκουν το δεύτερο ιστορικό αυτό πυροβόλο. Η συγκίνηση είναι μεγάλη. Είναι σαν να βρίσκουν ένα κομμάτι της ιστορίας να ξεπροβάλλει μέσα απο τις λόχμες... Το πυροβόλο μεταφέρεται και καθαρίζεται προσεκτικά, είναι αρκετά σκουριασμένο ήδη. Αργότερα τοποθετείται στην βάση του μνημείου που το ΚΚΕ έστησε στον χώρο για να τιμήσει τους νεκρούς του στο Γράμμο. Η κάνη του μένει στραμμένη στα βουνά, εκεί που γράφτηκε ο ματωμένος επίλογος του πιο βαθειά ταξικού αγώνα της χώρας μας...
60 χρόνια μετά στο ύψωμα Πάτωμα οι νεολαίοι της ΚΝΕ ψάχνουν και βρίσκουν το δεύτερο ιστορικό αυτό πυροβόλο. Η συγκίνηση είναι μεγάλη. Είναι σαν να βρίσκουν ένα κομμάτι της ιστορίας να ξεπροβάλλει μέσα απο τις λόχμες... Το πυροβόλο μεταφέρεται και καθαρίζεται προσεκτικά, είναι αρκετά σκουριασμένο ήδη. Αργότερα τοποθετείται στην βάση του μνημείου που το ΚΚΕ έστησε στον χώρο για να τιμήσει τους νεκρούς του στο Γράμμο. Η κάνη του μένει στραμμένη στα βουνά, εκεί που γράφτηκε ο ματωμένος επίλογος του πιο βαθειά ταξικού αγώνα της χώρας μας...
Τι είναι και τι θέλει ο ΔΣΕ
Οι απόρρητες οδηγίες του Ν. Ζαχαριάδη και του Γ. Ιωαννίδη προς τον Μ. Βαφειάδη, τον Απρίλη του `47, για το χαρακτήρα και τους στόχους του Δημοκρατικού Στρατού.
«Αριθ. 91
Μάρκον
απολύτως εμπιστευτικόν
Αρχίζω.
Σε μια δύσκολη και υπεύθυνη στιγμή που το λαϊκό κίνημα περνά, βρίσκεται επικεφαλής ΔΣΕ. Στιγμή δύσκολη και υπεύθυνη πρώτο γιατί λαϊκό κίνημα χώρας έχει ν’ αντιμετωπίσει Αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό που δίνει βοήθεια μοναρχοφασισμό.
Δεύτερο : γιατί αποστολή ΔΣΕ είναι ν’ αποκαταστήσει Ελλάδα λαϊκή Δημοκρατική εσωτερική τάξη και εθνική ανεξαρτησία. Καθοδήγηση ΔΣΕ ποτέ δεν πρέπει ξεχνά βασική αυτή αποστολή ΔΣΕ και κάθε ενέργεια πολιτική και στρατιωτική πρέπει υποτάσσει σ’ αυτήν.
Κεντρικά πολιτικοστρατιωτικά προβλήματα του ΔΣΕ
Δύο είναι κεντρικά πολιτικοστρατιωτικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ανώτατη καθοδήγηση ΔΣΕ.
Πρώτο: Ο συσχετισμός δυνάμεων στη χώρα όσο και Βαλκάνια και Ευρώπη επιτρέπει στο ΔΣΕ να λύσει με επιτυχία τη βασική αποστολή του;
Δεύτερο: Ποιο συγκεκριμένο δρόμο πολιτικά και στρατιωτικά πρέπει ν’ ακολουθήσει ΔΣΕ για να τα βγάλει αποτελεσματικά πέρα στην αποστολή του;
Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνουν τα γεγονότα τόσο καιρό κατοχής όταν εθνική αντίσταση με ηγεσία ΕΑΜ συγκέντρωσε τεράστια πλειοψηφία λαού όσο και μεταδεκεμβριανή περίοδο οπότε ο μοναρχοφασισμός παρ’ όλη βοήθεια ξένων δεν μπόρεσε συντρίψει λαϊκό δημοκρατικό κίνημα
Ας μην ξεχνάμε ότι κίνημά μας σαν αναπόσπαστο κομμάτι απ’ το βαλκανικό, ευρωπαϊκό, και παγκόσμιο δημοκρατικό και σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει σ’ αυτό σοβαρή υποστήριξη, ηθική και υλική ενώ παράλληλα οι αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού αυξάνουν.
Ετσι η απάντηση στο πρώτο κεντρικό μας πρόβλημα είναι θετική. Ο συσχετισμός των δυνάμεων τοπικά και γενικότερα δείχνει ότι ο ΔΣΕ, αδιάρρηκτο και πρωτοπόρο ένοπλο τμήμα λαού σε αδιάρρηκτη σύνδεση και ενότητα μαζί του μπορεί να λύσει με επιτυχία τη βασική του αποστολή.
Δεύτερο πρόβλημα συγκεντρώνει μια σειρά γενικά πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα καθώς και θέματα με τρέχουσα επικαιρότητα και άμεση επιτακτικότητα.
Ο χαρακτήρας του ΔΣΕ
ΕΝΑ – Πολιτικά ο ΔΣΕ σε δύο βασικά ζητήματα πρέπει παντού και πάντοτε να δείχνει έντονα πρόσωπό του και καθάρια γραμμή του. Εθνική ανεξαρτησία και Λαϊκή Δημοκρατία. Αυτά αποτελούν την πολιτική του δύναμη. Η ακτινοβολία τους στο λαό είναι αποφασιστική.
Στις περιοχές που ελέγχει ΔΣΕ τα ζητήματα αυτά πρέπει να βρίσκουν πρακτική έκφραση και λύση. Στις περιοχές αυτές η κρατική δημοκρατική διάρθρωση πρέπει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή με βάση τις λαϊκές επιτροπές και ν’ αντιμετωπίζονται άμεσα και συγκεκριμένα τα ζωτικά λαϊκά προβλήματα, πρώτα απ’ όλα η απονομή λαϊκής δικαιοσύνης, φορολογική πολιτική, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό τομέα, οργάνωση νεολαίας και γυναίκας σύμφωνα με πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας βασισμένης και σχετική πείρα κατοχής.
ΔΥΟ – Ολα ζητήματα σημείου ένα αποτελούν μόνο την αρχή. Η ζωή και οργανικές ανάγκες κινήματος αναγκάζουν πάμε πάρα πέρα. ΔΣΕ πρέπει έχει συγκεκριμένο πρακτικό πρόγραμμα λαϊκοδημοκρατικής ανασυγκρότησης περιοχής που ελέγχει. Εδώ πρώτη γραμμή προβάλει αγροτικό ζήτημα που πολιτική του σημασία είναι τεράστια και ο ΔΣΕ πρέπει να το λύσει σύμφωνα με πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας και ανάλογα με συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες. Στον τομέα ανοικοδόμησης πρέπει γίνεται δουλιά όσο επιτρέπουν περιστάσεις έστω και περιορισμένα στο ελάχιστο.
ΤΡΙΑ – Αποφασιστικό όπλο παραμένει για ΔΣΕ η πολιτική λαϊκής ενότητας και συμφιλίωσης που πρέπει στη ζωή και με έργα να εφαρμόζεται θετικά, πλατιά, δημιουργικά. Λάθη και διαστρεβλώσεις εδώ θα μας δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες.
ΤΕΣΣΕΡΑ – Ο ΔΣΕ πρωταγωνιστής για εθνική ελευθερία και ανεξαρτησία πρέπει να έχει ξεκαθαρισμένη γραμμή στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις ξενικής επέμβασης με έντονη υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων λαού σύμφωνα με εθνική αξιοπρέπεια και απαραίτητη πολιτική ελαστικότητα κάθε φορά που πολιτική αναγκαιότητα επιβάλλει.
Ειδικότερα στρατιωτικά ζητήματα
Περνάμε τώρα στα ειδικότερα στρατιωτικά ζητήματα:
Σκοπός ΔΣΕ είναι απελευθερώσει Ελλάδα από ξενική κατοχή και μοναρχοφασισμό και εγκαθιδρύσει λαϊκό δημοκρατικό καθεστώς.
Γι’ αυτό είναι καιρός ΔΣΕ απαλλαγεί από πρωτογονισμό, εμπειρισμό και το ανταρτίστικο πνεύμα, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ολόκληρο και να προσαρμόσει και την πρακτική πολεμική δράση προς τον κύριο σκοπό.
Ο ΔΣΕ πρέπει δίπλα στη γενική πολιτική γραμμή να ξεκαθαρίσει και τα προβλήματα της στρατηγικής του έτσι που να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τη γενική πολιτική επιδίωξη.
Αυτό απαιτεί να καθοριστεί κατεύθυνση βασικής στρατηγικής επιδίωξης ΔΣΕ σήμερα, που θα προκαθορίσει και τη συστηματοποίηση, ενοποίηση και συγκέντρωση όλων επιμέρους προσπαθειών και επιδιώξεών του.
Ο εχθρός στηριζόμενος και εξωτερική βοήθεια για κύρια επιδίωξη σήμερα έχει:
Να κρατεί και ελέγχει βασικά κέντρα και αρτηρίες χώρας μας.
Να περιορίσει ΔΣΕ μόνο σε ορεινές περιοχές.
Ετσι να τον αποκόψει απ’ τα βασικά κέντρα εφοδιασμού και του δημιουργήσει σοβαρές δυσκολίες στη διατήρησή του σαν μαζικού και συγκεντρωτικά συγκροτημένου αξιόμαχου οργανισμού. Παρατείνοντας κατάσταση σε μάκρος να τον ξεφτίσει και διαλύσει σαν υπολογίσιμη δύναμη.
Τις επιδιώξεις αυτές του εχθρού ο ΔΣΕ και η καθοδήγησή του πρέπει να δουν, να μελετήσουν για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
Απελευθέρωση Μακεδονίας – Θράκης
Για να ματαιωθεί εχθρικό σχέδιο πρέπει ΔΣΕ προχωρήσει εκπλήρωση βασικού προορισμού του, μετατρέποντας σημερινό ανταρτοπόλεμο σε τακτικό πόλεμο με άμεση επιδίωξη τη δημιουργία ελεύθερης περιοχής όχι μόνο σε ορεινές περιοχές, μα σε βασικές απ’ την οικονομικοπολιτική σημασία τους περιφέρειες.
Είναι αυτονόητο ότι η μετατροπή σε τακτικό στρατό του σημερινού αντάρτικου και η ανάλογη πολεμική του δράση αφορά το ΔΣΕ που υπάρχει και δρα στις περιοχές της ενιαίας Ελεύθερης Ελλάδας. Στις περιοχές που κατέχει ο εχθρός ο αγώνας διεξάγεται από αντάρτικες ομάδες για να εξασφαλίζεται η ευκινησία και ο ανταρτοπόλεμος.
Τα γεγονότα δείχνουν ότι η περιφέρεια που για τον εχθρό αποτελεί το πιο αδύνατο και νευραλγικό σημείο και που για το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα συγκεντρώνει ευνοϊκές πολιτικοκοινωνικές προϋποθέσεις είναι η Μακεδονία και Θράκη με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.
Ετσι από αυτά τα πράγματα σήμερα βασική επιδίωξη ΔΣΕ είναι κατάληψη θεσσαλονίκης που θα φέρει αποφασιστική αλλαγή στην κατάσταση και θα λύσει βασικά όλο το πρόβλημά μας.
Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου αντικειμενικού σκοπού είναι δυνατή κάτω από δύο προϋποθέσεις:
Πρώτο: Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ συνεχίζοντας αδιάκοπα και ακούραστα τη φθορά και αποσύνθεση των αντίπαλων δυνάμεων θα φέρει τη φθορά αυτή σε τέτοιο σημείο ώστε όταν δοθεί το χτύπημα για τη Θεσσαλονίκη η εξάντληση των εχθρικών δυνάμεων να έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο και η δυνατότητα αντίπραξης να περιοριστεί στο ελάχιστο.
Δεύτερο: Για να διεξαχθεί με επιτυχία τέτοια επιχείρηση πρέπει το Γεν. Αρχ. να προετοιμάσει, εξασκήσει και εφοδιάσει τις εμπειροπόλεμες εφεδρικές δυνάμεις που θα μείνουν όξω απ’ τις άλλες επιχειρήσεις και με βάση ένα καλά δουλεμένο επιτελικό σχέδιο θα διεξαγάγουν το αιφνιδιαστικό χτύπημα ενάντια στη Θεσσαλονίκη που βασικά πρέπει να κρίνει και την τύχη για όλη τη Θράκη και Μακεδονία ίσως και την Ηπειρο και θα απωθήσει το θέατρο επιχειρήσεων προς Θεσσαλία και Στερεά.
Η αντικειμενική εξέταση πραγματικότητας πείθει ότι για το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα και το ΔΣΕ υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για ν’ αποβλέψουν σε τέτοιους αντικειμενικούς σκοπούς.
«Αριθ. 91
Μάρκον
απολύτως εμπιστευτικόν
Αρχίζω.
Σε μια δύσκολη και υπεύθυνη στιγμή που το λαϊκό κίνημα περνά, βρίσκεται επικεφαλής ΔΣΕ. Στιγμή δύσκολη και υπεύθυνη πρώτο γιατί λαϊκό κίνημα χώρας έχει ν’ αντιμετωπίσει Αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό που δίνει βοήθεια μοναρχοφασισμό.
Δεύτερο : γιατί αποστολή ΔΣΕ είναι ν’ αποκαταστήσει Ελλάδα λαϊκή Δημοκρατική εσωτερική τάξη και εθνική ανεξαρτησία. Καθοδήγηση ΔΣΕ ποτέ δεν πρέπει ξεχνά βασική αυτή αποστολή ΔΣΕ και κάθε ενέργεια πολιτική και στρατιωτική πρέπει υποτάσσει σ’ αυτήν.
Κεντρικά πολιτικοστρατιωτικά προβλήματα του ΔΣΕ
Δύο είναι κεντρικά πολιτικοστρατιωτικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ανώτατη καθοδήγηση ΔΣΕ.
Πρώτο: Ο συσχετισμός δυνάμεων στη χώρα όσο και Βαλκάνια και Ευρώπη επιτρέπει στο ΔΣΕ να λύσει με επιτυχία τη βασική αποστολή του;
Δεύτερο: Ποιο συγκεκριμένο δρόμο πολιτικά και στρατιωτικά πρέπει ν’ ακολουθήσει ΔΣΕ για να τα βγάλει αποτελεσματικά πέρα στην αποστολή του;
Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνουν τα γεγονότα τόσο καιρό κατοχής όταν εθνική αντίσταση με ηγεσία ΕΑΜ συγκέντρωσε τεράστια πλειοψηφία λαού όσο και μεταδεκεμβριανή περίοδο οπότε ο μοναρχοφασισμός παρ’ όλη βοήθεια ξένων δεν μπόρεσε συντρίψει λαϊκό δημοκρατικό κίνημα
Ας μην ξεχνάμε ότι κίνημά μας σαν αναπόσπαστο κομμάτι απ’ το βαλκανικό, ευρωπαϊκό, και παγκόσμιο δημοκρατικό και σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει σ’ αυτό σοβαρή υποστήριξη, ηθική και υλική ενώ παράλληλα οι αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού αυξάνουν.
Ετσι η απάντηση στο πρώτο κεντρικό μας πρόβλημα είναι θετική. Ο συσχετισμός των δυνάμεων τοπικά και γενικότερα δείχνει ότι ο ΔΣΕ, αδιάρρηκτο και πρωτοπόρο ένοπλο τμήμα λαού σε αδιάρρηκτη σύνδεση και ενότητα μαζί του μπορεί να λύσει με επιτυχία τη βασική του αποστολή.
Δεύτερο πρόβλημα συγκεντρώνει μια σειρά γενικά πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα καθώς και θέματα με τρέχουσα επικαιρότητα και άμεση επιτακτικότητα.
Ο χαρακτήρας του ΔΣΕ
ΕΝΑ – Πολιτικά ο ΔΣΕ σε δύο βασικά ζητήματα πρέπει παντού και πάντοτε να δείχνει έντονα πρόσωπό του και καθάρια γραμμή του. Εθνική ανεξαρτησία και Λαϊκή Δημοκρατία. Αυτά αποτελούν την πολιτική του δύναμη. Η ακτινοβολία τους στο λαό είναι αποφασιστική.
Στις περιοχές που ελέγχει ΔΣΕ τα ζητήματα αυτά πρέπει να βρίσκουν πρακτική έκφραση και λύση. Στις περιοχές αυτές η κρατική δημοκρατική διάρθρωση πρέπει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή με βάση τις λαϊκές επιτροπές και ν’ αντιμετωπίζονται άμεσα και συγκεκριμένα τα ζωτικά λαϊκά προβλήματα, πρώτα απ’ όλα η απονομή λαϊκής δικαιοσύνης, φορολογική πολιτική, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό τομέα, οργάνωση νεολαίας και γυναίκας σύμφωνα με πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας βασισμένης και σχετική πείρα κατοχής.
ΔΥΟ – Ολα ζητήματα σημείου ένα αποτελούν μόνο την αρχή. Η ζωή και οργανικές ανάγκες κινήματος αναγκάζουν πάμε πάρα πέρα. ΔΣΕ πρέπει έχει συγκεκριμένο πρακτικό πρόγραμμα λαϊκοδημοκρατικής ανασυγκρότησης περιοχής που ελέγχει. Εδώ πρώτη γραμμή προβάλει αγροτικό ζήτημα που πολιτική του σημασία είναι τεράστια και ο ΔΣΕ πρέπει να το λύσει σύμφωνα με πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας και ανάλογα με συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες. Στον τομέα ανοικοδόμησης πρέπει γίνεται δουλιά όσο επιτρέπουν περιστάσεις έστω και περιορισμένα στο ελάχιστο.
ΤΡΙΑ – Αποφασιστικό όπλο παραμένει για ΔΣΕ η πολιτική λαϊκής ενότητας και συμφιλίωσης που πρέπει στη ζωή και με έργα να εφαρμόζεται θετικά, πλατιά, δημιουργικά. Λάθη και διαστρεβλώσεις εδώ θα μας δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες.
ΤΕΣΣΕΡΑ – Ο ΔΣΕ πρωταγωνιστής για εθνική ελευθερία και ανεξαρτησία πρέπει να έχει ξεκαθαρισμένη γραμμή στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις ξενικής επέμβασης με έντονη υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων λαού σύμφωνα με εθνική αξιοπρέπεια και απαραίτητη πολιτική ελαστικότητα κάθε φορά που πολιτική αναγκαιότητα επιβάλλει.
Ειδικότερα στρατιωτικά ζητήματα
Περνάμε τώρα στα ειδικότερα στρατιωτικά ζητήματα:
Σκοπός ΔΣΕ είναι απελευθερώσει Ελλάδα από ξενική κατοχή και μοναρχοφασισμό και εγκαθιδρύσει λαϊκό δημοκρατικό καθεστώς.
Γι’ αυτό είναι καιρός ΔΣΕ απαλλαγεί από πρωτογονισμό, εμπειρισμό και το ανταρτίστικο πνεύμα, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ολόκληρο και να προσαρμόσει και την πρακτική πολεμική δράση προς τον κύριο σκοπό.
Ο ΔΣΕ πρέπει δίπλα στη γενική πολιτική γραμμή να ξεκαθαρίσει και τα προβλήματα της στρατηγικής του έτσι που να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τη γενική πολιτική επιδίωξη.
Αυτό απαιτεί να καθοριστεί κατεύθυνση βασικής στρατηγικής επιδίωξης ΔΣΕ σήμερα, που θα προκαθορίσει και τη συστηματοποίηση, ενοποίηση και συγκέντρωση όλων επιμέρους προσπαθειών και επιδιώξεών του.
Ο εχθρός στηριζόμενος και εξωτερική βοήθεια για κύρια επιδίωξη σήμερα έχει:
Να κρατεί και ελέγχει βασικά κέντρα και αρτηρίες χώρας μας.
Να περιορίσει ΔΣΕ μόνο σε ορεινές περιοχές.
Ετσι να τον αποκόψει απ’ τα βασικά κέντρα εφοδιασμού και του δημιουργήσει σοβαρές δυσκολίες στη διατήρησή του σαν μαζικού και συγκεντρωτικά συγκροτημένου αξιόμαχου οργανισμού. Παρατείνοντας κατάσταση σε μάκρος να τον ξεφτίσει και διαλύσει σαν υπολογίσιμη δύναμη.
Τις επιδιώξεις αυτές του εχθρού ο ΔΣΕ και η καθοδήγησή του πρέπει να δουν, να μελετήσουν για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
Απελευθέρωση Μακεδονίας – Θράκης
Για να ματαιωθεί εχθρικό σχέδιο πρέπει ΔΣΕ προχωρήσει εκπλήρωση βασικού προορισμού του, μετατρέποντας σημερινό ανταρτοπόλεμο σε τακτικό πόλεμο με άμεση επιδίωξη τη δημιουργία ελεύθερης περιοχής όχι μόνο σε ορεινές περιοχές, μα σε βασικές απ’ την οικονομικοπολιτική σημασία τους περιφέρειες.
Είναι αυτονόητο ότι η μετατροπή σε τακτικό στρατό του σημερινού αντάρτικου και η ανάλογη πολεμική του δράση αφορά το ΔΣΕ που υπάρχει και δρα στις περιοχές της ενιαίας Ελεύθερης Ελλάδας. Στις περιοχές που κατέχει ο εχθρός ο αγώνας διεξάγεται από αντάρτικες ομάδες για να εξασφαλίζεται η ευκινησία και ο ανταρτοπόλεμος.
Τα γεγονότα δείχνουν ότι η περιφέρεια που για τον εχθρό αποτελεί το πιο αδύνατο και νευραλγικό σημείο και που για το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα συγκεντρώνει ευνοϊκές πολιτικοκοινωνικές προϋποθέσεις είναι η Μακεδονία και Θράκη με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.
Ετσι από αυτά τα πράγματα σήμερα βασική επιδίωξη ΔΣΕ είναι κατάληψη θεσσαλονίκης που θα φέρει αποφασιστική αλλαγή στην κατάσταση και θα λύσει βασικά όλο το πρόβλημά μας.
Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου αντικειμενικού σκοπού είναι δυνατή κάτω από δύο προϋποθέσεις:
Πρώτο: Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ συνεχίζοντας αδιάκοπα και ακούραστα τη φθορά και αποσύνθεση των αντίπαλων δυνάμεων θα φέρει τη φθορά αυτή σε τέτοιο σημείο ώστε όταν δοθεί το χτύπημα για τη Θεσσαλονίκη η εξάντληση των εχθρικών δυνάμεων να έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο και η δυνατότητα αντίπραξης να περιοριστεί στο ελάχιστο.
Δεύτερο: Για να διεξαχθεί με επιτυχία τέτοια επιχείρηση πρέπει το Γεν. Αρχ. να προετοιμάσει, εξασκήσει και εφοδιάσει τις εμπειροπόλεμες εφεδρικές δυνάμεις που θα μείνουν όξω απ’ τις άλλες επιχειρήσεις και με βάση ένα καλά δουλεμένο επιτελικό σχέδιο θα διεξαγάγουν το αιφνιδιαστικό χτύπημα ενάντια στη Θεσσαλονίκη που βασικά πρέπει να κρίνει και την τύχη για όλη τη Θράκη και Μακεδονία ίσως και την Ηπειρο και θα απωθήσει το θέατρο επιχειρήσεων προς Θεσσαλία και Στερεά.
Η αντικειμενική εξέταση πραγματικότητας πείθει ότι για το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα και το ΔΣΕ υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για ν’ αποβλέψουν σε τέτοιους αντικειμενικούς σκοπούς.
Επτά βασικές υποδείξεις
Το πρωταρχικό είναι ο ΔΣΕ από σύνολο αντάρτικων ομάδων να δημιουργηθεί σε τακτικό στρατό. Μερικές υποδείξεις πάνω σ’ αυτό.
Πρώτο: Ο ΔΣΕ και το ΓΑ πρέπει ν’ αποχτήσουν επιτελικό επιστημονικό εγκέφαλο και το ΓΑ με άμεση ζωντανή επαφή να είναι πάντα εν γνώσει της κατά τόπο πραγματικής κατάστασης για να εξασφαλίζει ενότητα δράσης ΔΣΕ.
Δεύτερο: Το ΓΑ στηριζόμενο βασικά στις δικές του δυνάμεις να λύσει θαρραλέα με δίχτυ σχολών το πρόβλημα στελεχών, προωθώντας αδίσταχτα κάθε αξία και ταλέντο χωρίς να επηρεάζεται από γραφειοκρατικούς τύπους.
Τρίτο: Να λύσει το ζήτημα των εφεδρειών βασικά κάτω απ’ το φως της προετοιμασίας του βασικού χτυπήματος κατά Θεσσαλονίκης.
Τέταρτο: Να αναπτύξει πολιτική δουλιά στο ΔΣΕ ώστε να δώσει στον κάθε άνδρα πολιτική σαφήνεια και αυτοπεποίθηση.
Πέμπτο: Να λύσει έτσι το ζήτημα του εφοδιασμού ώστε και τις ανάγκες να ικανοποιεί και να μη δημιουργεί οξείες αντιθέσεις με τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό.
Εκτο: Εξαιρετική σημασία έχει η οργάνωση του δικτύου πληροφοριών.
Εβδομο: Το ΓΑ και την πολιτική ηγεσία του πρέπει σοβαρά να απασχολήσει η οργάνωση της διαβρωτικής δουλιάς στις γραμμές των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού.
Αποφασιστικό σημείο εδώ η σωστή γραμμή ενότητας και συμφιλίωσης προς όλους τους άνδρες των ενόπλων δυνάμεων.
Θεωρήσαμε σκόπιμο να συγκεντρώσουμε στα παραπάνω την προσοχή σου που είναι βασικά για την ανάπτυξη και την επιτυχία του αγώνα μας.
Τα παραπέρα ζητήματα εφαρμογής και δράσης είναι δικά σου και δικά σας.
Εμείς κάνουμε ό,τι πρέπει για το ανώτατο δυνατό όριο του υλικού εφοδιασμού του ΔΣΕ.
Για ό,τι χρειάζεσαι να απευθύνεσαι χωρίς δισταγμό σε μας.
Φυσικά πριν καταλήξετε σε συγκεκριμένες οριστικές αποφάσεις στα παραπάνω πρέπει να μας κρατάς ενήμερους για όλη την επεξεργασία των ζητημάτων αυτών και την αποκρυστάλλωση των αποφάσεών σας.
Γεια χαρά
Ν. και Διονύσης
17/4/47″.
Σημείωση : «Ν.» είναι ο Ν. Ζαχαριάδης και «Διονύσης» ο Γ. Ιωαννίδης.
Το πρωταρχικό είναι ο ΔΣΕ από σύνολο αντάρτικων ομάδων να δημιουργηθεί σε τακτικό στρατό. Μερικές υποδείξεις πάνω σ’ αυτό.
Πρώτο: Ο ΔΣΕ και το ΓΑ πρέπει ν’ αποχτήσουν επιτελικό επιστημονικό εγκέφαλο και το ΓΑ με άμεση ζωντανή επαφή να είναι πάντα εν γνώσει της κατά τόπο πραγματικής κατάστασης για να εξασφαλίζει ενότητα δράσης ΔΣΕ.
Δεύτερο: Το ΓΑ στηριζόμενο βασικά στις δικές του δυνάμεις να λύσει θαρραλέα με δίχτυ σχολών το πρόβλημα στελεχών, προωθώντας αδίσταχτα κάθε αξία και ταλέντο χωρίς να επηρεάζεται από γραφειοκρατικούς τύπους.
Τρίτο: Να λύσει το ζήτημα των εφεδρειών βασικά κάτω απ’ το φως της προετοιμασίας του βασικού χτυπήματος κατά Θεσσαλονίκης.
Τέταρτο: Να αναπτύξει πολιτική δουλιά στο ΔΣΕ ώστε να δώσει στον κάθε άνδρα πολιτική σαφήνεια και αυτοπεποίθηση.
Πέμπτο: Να λύσει έτσι το ζήτημα του εφοδιασμού ώστε και τις ανάγκες να ικανοποιεί και να μη δημιουργεί οξείες αντιθέσεις με τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό.
Εκτο: Εξαιρετική σημασία έχει η οργάνωση του δικτύου πληροφοριών.
Εβδομο: Το ΓΑ και την πολιτική ηγεσία του πρέπει σοβαρά να απασχολήσει η οργάνωση της διαβρωτικής δουλιάς στις γραμμές των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού.
Αποφασιστικό σημείο εδώ η σωστή γραμμή ενότητας και συμφιλίωσης προς όλους τους άνδρες των ενόπλων δυνάμεων.
Θεωρήσαμε σκόπιμο να συγκεντρώσουμε στα παραπάνω την προσοχή σου που είναι βασικά για την ανάπτυξη και την επιτυχία του αγώνα μας.
Τα παραπέρα ζητήματα εφαρμογής και δράσης είναι δικά σου και δικά σας.
Εμείς κάνουμε ό,τι πρέπει για το ανώτατο δυνατό όριο του υλικού εφοδιασμού του ΔΣΕ.
Για ό,τι χρειάζεσαι να απευθύνεσαι χωρίς δισταγμό σε μας.
Φυσικά πριν καταλήξετε σε συγκεκριμένες οριστικές αποφάσεις στα παραπάνω πρέπει να μας κρατάς ενήμερους για όλη την επεξεργασία των ζητημάτων αυτών και την αποκρυστάλλωση των αποφάσεών σας.
Γεια χαρά
Ν. και Διονύσης
17/4/47″.
Σημείωση : «Ν.» είναι ο Ν. Ζαχαριάδης και «Διονύσης» ο Γ. Ιωαννίδης.
Η βαθιά αλήθεια για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας
1946-1949
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) έχει αποτελέσει μέχρι σήμερα και συνεχίζει να αποτελεί βασικό στόχο κατασυκοφάντησης από τις κάθε λογής αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας. Τα όσα γράφτηκαν και γράφονται από τους νικητές του 1949, επιβεβαιώνουν απόλυτα την ορθότητα και το βαθύτερο νόημα της φράσης του Λένιν ότι: «Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει "αμερόληπτη" κοινωνική επιστήμη σε μια κοινωνία χτισμένη πάνω στην ταξική πάλη».
Ετσι προσπάθησαν και προσπαθούν να μπολιάσουν τις λαϊκές και νεανικές συνειδήσεις με τον αντικομμουνισμό και να σβήσουν από τις μνήμες τα ιδανικά και τις αξίες της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, που είχαν θεριέψει κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και νωρίτερα, και είχαν φλογίσει τις καρδιές των Ελλήνων. Επιδιώκουν, επομένως, να τσακίσουν κάθε ιδέα και δράση για την ανατροπή του καπιταλισμού και της εξουσίας του κεφαλαίου, προκειμένου να κρατούν τις λαϊκές δυνάμεις χειραγωγημένες στην αστική ιδεολογία και πολιτική και υποταγμένες στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό.
Και, ταυτόχρονα, να τσακίσουν στις συνειδήσεις την ένοπλη πάλη, η οποία επιβάλλεται από τις συνθήκες εξέλιξης της ταξικής πάλης, με δεδομένο ότι η αντιδραστική εκμεταλλευτική τάξη που είναι στην εξουσία οδηγεί σε ένοπλη βία κατά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, προκειμένου να τη διατηρήσει.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία. Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτήν την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής με τη διαπάλη για τη συγκρότηση της κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, με το Δεκέμβρη του 1944.
Ηταν, επίσης, και ζήτημα διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, από την άποψη ότι οι ιμπεριαλιστές δε θα άφηναν να χαθεί από το δικό τους στρατόπεδο μια ακόμη χώρα και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, αφού ήδη είχαν χάσει σ' αυτήν την περιοχή τέσσερις χώρες, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Ρουμανία, ανεξάρτητα από το δρόμο που ακολούθησε μετά το 1948 η Γιουγκοσλαβία.
Αλλωστε, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι θεμελιακές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων. Η Σοβιετική Ενωση, λόγω του αποφασιστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει στη συντριβή του φασισμού και στην απελευθέρωση των ευρωπαϊκών λαών, βγήκε από τον πόλεμο με εξαιρετικά ενισχυμένο το κύρος της και με διευρυμένη την επιρροή της. Συνέβαλε, παράλληλα, στην απόσπαση από τον καπιταλισμό μιας σειράς χωρών στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία που ακολούθησαν πολύ γρήγορα το δρόμο του σοσιαλισμού. Καθώς και στην άνοδο του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που οδήγησε στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος.
Μετά την απελευθέρωση
Στις 12 Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Είναι γνωστό ότι είχε προηγηθεί συμφωνία Εγγλέζων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των Γερμανών, να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις τους. Τις χρειάζονταν για την παγκόσμια μεταπολεμική εξέλιξη, θεωρώντας ότι είναι ακόμη χρήσιμες στο ανατολικό μέτωπο, δηλαδή στη δημιουργία περαιτέρω δυσκολιών στο Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό, στην αντεπίθεσή του για την απελευθέρωση της Ευρώπης και, κυρίως, για να προλάβουν, ώστε να μην εισέλθει πρώτος στο γερμανικό έδαφος.
Στις 3 Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την ελληνική γη.
Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες, που είχε διεξάγει με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την ατίμητη λευτεριά, που είχε κερδίσει με θυσίες, αίμα και δάκρυα. Μα, ταυτόχρονα, ήταν εξαιρετικά ανήσυχος. Η θανάσιμη, για τη δική του προοπτική, απειλή διαγραφόταν κιόλας στον ορίζοντα.
Αρχές Οκτώβρη, άρχισαν να αποβιβάζονται τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, με βάση το σχέδιο «Μάνα», στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή Αθήνας - Πειραιά. Η απόβαση δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας.
Στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του, μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Ο Γ. Παπανδρέου και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, δηλαδή των ενόπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ως ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10η Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.
Στις 3 Δεκέμβρη, ο αθηναϊκός λαός βρισκόταν σε συναγερμό. Ατέλειωτοι χείμαρροι κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στην Πλατεία Συντάγματος, σε μεγάλη ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής ολιγαρχίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης από τη μεριά της άρχουσας τάξης ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, δεκάδες χιλιάδες λαού συνόδευαν τους νεκρούς. Οταν η πένθιμη πομπή έφτασε στην Πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψωνόταν ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στην πορεία, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί δοσίλογων και 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και, ταυτόχρονα, εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.400 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3.500 άνδρες της ΙΙης Μεραρχίας.
Ηδη, άναβε το φιτίλι του Εμφυλίου. Που μπορεί να μην άρχισε ολοκληρωτικά αμέσως, αφού ακολούθησε μια προσωρινή ανάπαυλα με την υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 που αφόπλισε το λαϊκό κίνημα, αλλά η μονόπλευρη ένοπλη βία από τη μεριά της άρχουσας τάξης συνεχιζόταν και εντεινόταν, ώσπου το 1946 εξανάγκασαν το λαό να ξαναπάρει τα όπλα.
Πορεία προς την ένοπλη αντιπαράθεση
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αρχίζει ένας αγώνας εξόντωσης του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος, με αιχμή το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Επιδίωξη του καθεστώτος, προκειμένου να θεμελιωθεί, ήταν το τσάκισμά τους και η αποκοπή κάθε σχέσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει, αλλά δεν είχε ανατραπεί ολοκληρωτικά σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων. Και εδώ μπήκαν τα μεγάλα μέσα, κρατικά και παρακρατικά, με τους μηχανισμούς καταστολής και τα όπλα κυρίως των παρακρατικών.
Χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες κλείστηκαν στις φυλακές, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στους τόπους εξορίας. Χιλιάδες άλλοι έπεσαν θύματα των συμμοριών και των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών.
Η αστική προπαγάνδα στην ολομέτωπη επίθεσή της στο ΚΚΕ χρησιμοποιεί τη θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές το Μάρτη του 1946, ως στοιχείο που τεκμηριώνει ότι το ΚΚΕ επέλεξε το δρόμο της ένοπλης πάλης σε αντιπαράθεση με τις εκλογές. Τα ίδια λένε και οι οπορτουνιστές, προβάλλοντας την άποψη ότι η συμμετοχή στις εκλογές, αφενός, θα απέτρεπε τον ένοπλο αγώνα και, αφετέρου, θα άνοιγε ο δρόμος για την «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη», αφού θα εξέλεγε 100-120 βουλευτές.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος μεθόδευσε τις εκλογές σε χρόνο και με τρόπο που θα έδινε αποτελέσματα συντριπτικά υπέρ των αστικών κομμάτων. Σε τέτοιου είδους εκλογές και ο «κεντρώος» Σοφούλης εμφανίστηκε αρχικά αντίθετος, αλλά στη συνέχεια συγκατένευσε.
Σε ποιες συνθήκες, όμως, έγιναν οι εκλογές;
Εγιναν 14 περίπου μήνες μετά τη Βάρκιζα, μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, ενώ 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες - καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667». (Στη δίνη του εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166 - Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ξεκαθαριστεί, διατηρούνταν ακόμη οι προπολεμικοί και με βάση αυτούς έγιναν οι εκλογές. Χώρια οι διπλοψηφίες και οι τριπλοψηφίες. Και τελικά, παρ' όλα αυτά, «στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510 ψηφοφόροι, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ, ο οποίος είχε στείλει 1.200 παρατηρητές, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%!» («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», τ. Α', σελ. 551).
Οσοι υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμμετοχή του ΕΑΜ στις εκλογές θα του έδινε τη δυνατότητα να εκλέξει 100-120 βουλευτές (σε σύνολο 354 τότε), είναι φανερό ότι βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου.
«Αν θα ήθελε κάποιος να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα για τις επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να σημειώσει την αντιφατικότητα της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης και, ταυτόχρονα, προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου, για να επιλέγει κάθε φορά την ορθή τακτική, και τελικά να μην μπορεί να προσδιορίζει σωστά τα καθήκοντα της κάθε ιστορικής στιγμής και να αντιλαμβάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω καθηκόντων του με πληρότητα» («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», σελ. 181-182).
Την ίδια περίοδο είχαν επίσης εκδοθεί μια σειρά αντιδραστικά νομοθετήματα ενίσχυσης της κρατικής κατασταλτικής δράσης, όπως:
Ο Αναγκαστικός Νόμος 509, του 1947, που προέβλεπε την ποινή του θανάτου «διά την διάδοσιν ιδεών εχουσών σκοπόν την ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος», το διαβόητο Γ΄ Ψήφισμα, του Ιούνη 1946, που τιμωρούσε με ισόβια κάθειρξη την «απόπειραν συνωμοσίας» και με θάνατο την «εφαρμογήν συνωμοσίας», και ο μεταξικός Αναγκαστικός Νόμος 375, της 18ης του Δεκέμβρη 1936, αλλά και άλλα νομικά κατασκευάσματα, που καταδίκαζαν τη σκέψη, παρέτειναν επ' αόριστο το χρόνο εκτόπισης των «υπόπτων» και επεξέτειναν τις διώξεις σε συγγενείς των εν λόγω «υπόπτων» πρώτου, δευτέρου, αλλά και τρίτου βαθμού.
Τις έννοιες της «συνωμοσίας» και του «υπόπτου» τις έδιναν οι μακελάρηδες των είκοσι πέντε στρατοδικείων, που λειτουργούσαν στη χώρα τα χρόνια εκείνα, σε κάθε ενέργεια αντίστασης και πάλης εναντίον της βίας και της τρομοκρατίας.
Με το Νόμο «Περί Τύπου», που ψήφισε η κυβέρνηση Σοφούλη στις 17 Οκτώβρη 1947, απαγορεύτηκε η έκδοση του «Ριζοσπάστη» και άλλων δημοκρατικών εφημερίδων.
Με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509 έβγαλαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του, καθώς και άλλους μαζικούς φορείς, συλλόγους ή πολιτικές κινήσεις, που βρίσκονταν κάτω από την επιρροή του.
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει πολύ πριν τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά, σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό, οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1946) δεν αποφάσισε την άμεση μεταφορά του κέντρου βάρους της δράσης του Κόμματος στην ένοπλη πάλη. Αυτό το έκανε η 3η Ολομέλεια (Σεπτέμβρης 1947).
Οι ΗΠΑ σε δράση
Το 1947 οι ΗΠΑ πήραν στην Ελλάδα τη σκυτάλη από τους Αγγλους και αμέσως άρχισαν να εξοπλίζουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα και πολεμικό υλικό κατάλληλο για «ορεινές επιχειρήσεις» και κυρίως όλμους, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών και βόμβες Ναπάλμ.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μάλιστα, όχι μόνο δεν έκρυβε τότε, αλλά, αντίθετα, διαλαλούσε τους απώτερους σκοπούς της ωμής αμερικανικής επέμβασης στην Ελλάδα, τονίζοντας σχετικά:
«Διαλέξαμε την Ελλάδα (αλλά) και την Τουρκία, όχι γιατί χρειάζονται βοήθεια ή γιατί είναι λαμπρά υποδείγματα δημοκρατίας και ύπαρξης των τεσσάρων ελευθεριών, αλλά γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης» («Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1947).
Σχετικά με αυτό το θέμα, είχε μιλήσει και ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Σ. Τσάμπερλεν, ο οποίος είχε αναφέρει σε έκθεσή του ότι «ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα ήταν απλώς μια φάση, σημαντική ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης».
Αλλά και ο στρατηγός Δημήτριος Ζαφειρόπουλος επιβεβαίωνε τις προθέσεις των Αμερικανών με την ομολογία του ότι η ανάμειξή τους στα ελληνικά πράγματα δεν αποτελούσε «μόνον απλήν ηθικήν ενίσχυσιν, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν».
Η ανάμειξη των Αμερικανών ήταν παντού φανερή. Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα τις κατηύθυνε προσωπικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις του 1948 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Κορωνίς» και τον Αύγουστο του 1949 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Πυρσός» συμμετείχαν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού. Στα γραφεία της Ασφάλειας, στην Αθήνα, εξάλλου, ήταν εγκαταστημένος ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που επέβλεπε στις συλλήψεις κομμουνιστών, αριστερών και άλλων πολιτών, ενώ ουσιαστικά τις μάχες ανάμεσα στο ΔΣΕ και στις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διηύθυναν Αμερικανοί αξιωματικοί, που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών και αργότερα των Ταξιαρχιών. Οι εξουσίες στους Αμερικανούς είχαν δοθεί συγκεκριμένα από την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφθασαν τον Οκτώβρη του 1948 στην Αθήνα, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι υπουργοί Στρατιωτικών Ρόαγιαλ και Εξωτερικών Μάρσαλ.
Οι Αμερικανοί, όμως, πρόσφεραν στις αντιδραστικές κυβερνήσεις της Αθήνας και μεγάλη οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων. Στους αριθμούς, μάλιστα, αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί.
Αυτές ήταν οι δυνάμεις εκείνες που νίκησαν, τελικά, το Δημοκρατικό Στρατό, του οποίου εντούτοις η δράση στα τρία χρόνια της ηρωικής και άνισης πάλης του υπήρξε επική.
Οι οπορτουνιστές
«Από τις ήττες και τα λάθη του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας οι οπορτουνιστές έβγαλαν εκείνα τα συμπεράσματα που ευνούχιζαν την ταξική πάλη. Αποσιώπησαν τα ουσιαστικά λάθη, ενώ απολυτοποίησαν ή μεγιστοποίησαν τη σημασία λαθών δευτερεύουσας σημασίας και χαρακτήρισαν ως λάθη σωστές πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες του ΚΚΕ.
Από την άλλη μεριά, "στολίζουν" με σωρεία κοσμητικών επιθέτων την ηγεσία του ΚΚΕ, του ΚΚΣΕ, επώνυμα ηγετικά στελέχη πολλών κομμουνιστικών κομμάτων. Συνάμα, φροντίζουν να βγάζουν "λάδι" εκείνα τα στελέχη, που τα χνότα τους ταιριάζουν με τα δικά τους, παρότι αυτά τα στελέχη ήσαν στην ηγεσία του ΚΚΕ επί 10ετίες, άρα βαρύνονται κι αυτά με ευθύνες. Περιττό βέβαια να πούμε ότι αφήνουν τελείως στο απυρόβλητο ηγετικούς παράγοντες του EAM που συνεργάζονταν με το ΚΚΕ. Γι' αυτό και οι αναλύσεις τους είναι μεροληπτικές, αβαθείς και αντιεπιστημονικές...
Για του λόγου το αληθές, δεν έχουμε παρά να δούμε οι νεότεροι, που δε ζήσαμε προηγούμενα γεγονότα, την αντικομμουνιστική στάση των νεοσοσιαλδημοκρατών που από το ΚΚΕ προσχώρησαν στο "Συνασπισμό". Δεν έχουμε παρά να δούμε την ουρανομήκη αναίδεια απέναντι σε μια ματωμένη πορεία ενός ηρωικού κόμματος.
Ας προσέξουμε, όμως, συγκεκριμένα την αποκήρυξη του ΚΚΕ με βάση τις δικές τους ομολογίες.
Γράφει ο Λ. Κύρκος για το Δεκέμβρη του 1944: "Ο Δεκέμβρης ως πολιτική επιλογή ήταν θανάσιμο λάθος... Η αναμέτρηση του Δεκέμβρη θα οδηγούσε σε συντριβή, άρα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποκλειστεί... Δεν έπρεπε να εμποδιστεί - από το ΚΚΕ - η πορεία προς την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, που έπρεπε να είναι ο σαφέστατος και αμετακίνητος στόχος... Εκείνο που τρόμαζε τους Εγγλέζους ήταν η μεγάλη συσπείρωση γύρω από το EAM, η πολιτική και μαζική του δύναμη... Η ελληνική αστική τάξη είναι αποφασισμένη να εξοντώσει τους κομμουνιστές... Οι Εγγλέζοι, και αν αποτύχαιναν να σύρουν στην παγίδα το EAM, πάλι θα έκαναν το παν για να εμποδίσουν την ομαλή πορεία προς τις εκλογές". Λ. Κύρκος, ό.π., σελ. 119, 129, 128, 130).
Μέσα σε λίγες γραμμές υπάρχουν ένα σωρό αντιφάσεις, που δείχνουν τα αδιέξοδα της οπορτουνιστικής σκέψης. Παράλληλα, παραγνωρίζονται βασικά ζητήματα.
Πρώτον, ότι ακριβώς η πολιτική της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης ήταν η πρόθεση και η πρακτική της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ. Οταν η τέτοια πρακτική διακόπηκε το Δεκέμβρη (για να ξανασυνεχιστεί αμέσως μετά) αυτό έγινε αναγκαστικά και απροετοίμαστα, επειδή η σύγκρουση επιβλήθηκε.
Δεύτερον, ότι το βασικό πρόβλημα της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν "η αδυναμία της να δει έγκαιρα και να συνδυάσει, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, το καθήκον της εθνικής απελευθέρωσης με την ταυτόχρονη αντιμετώπιση του προβλήματος της εξουσίας" ("Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ", τόμ. Α, σελ. 500, εκδ. "Σύγχρονη Εποχή").
Το πρώτο λάθος απορρέει από το δεύτερο
Στην ίδια λογική κινείται η επιχειρηματολογία και άλλων, τόσο για το Δεκέμβρη, όσο και για τον Εμφύλιο πόλεμο, που και αυτός χαρακτηρίζεται από τον Λ. Κύρκο "μοιραίος", όπως και ο Δεκέμβρης.
Για δύο κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης ακούς τη λέξη "λάθος"! Το γιατί οδηγούνται σε αυτό το συμπέρασμα είναι φανερό. Αποτελεί απόρροια της γενικότερης επιλογής τους σε σχέση με το στρατηγικό στόχο τους. Για τον ίδιο λόγο μεγιστοποιούν το λάθος της αποχής του ΚΚΕ από τις βουλευτικές εκλογές του 1946. Το θεωρούν καθοριστικό για τις παραπέρα αρνητικές εξελίξεις, παραγνωρίζοντας το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945). Αλλά και ως προς την τελευταία, δεν είναι πάντα απόλυτα σαφείς όλοι τους. Τη θεωρούν λάθος - όπως και ήταν - ή όχι; Αν όχι, δε χρειάζονται τα δάκρυα για την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Αν ναι, πώς συμβιβάζεται αυτό με την αντίληψή τους για πάση θυσία εμμονή στις εκλογικές διαδικασίες»; (Συλλογή κειμένων, που εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή» υπό τον τίτλο «Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός»).
Ετσι προσπάθησαν και προσπαθούν να μπολιάσουν τις λαϊκές και νεανικές συνειδήσεις με τον αντικομμουνισμό και να σβήσουν από τις μνήμες τα ιδανικά και τις αξίες της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, που είχαν θεριέψει κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, αλλά και νωρίτερα, και είχαν φλογίσει τις καρδιές των Ελλήνων. Επιδιώκουν, επομένως, να τσακίσουν κάθε ιδέα και δράση για την ανατροπή του καπιταλισμού και της εξουσίας του κεφαλαίου, προκειμένου να κρατούν τις λαϊκές δυνάμεις χειραγωγημένες στην αστική ιδεολογία και πολιτική και υποταγμένες στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό.
Και, ταυτόχρονα, να τσακίσουν στις συνειδήσεις την ένοπλη πάλη, η οποία επιβάλλεται από τις συνθήκες εξέλιξης της ταξικής πάλης, με δεδομένο ότι η αντιδραστική εκμεταλλευτική τάξη που είναι στην εξουσία οδηγεί σε ένοπλη βία κατά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, προκειμένου να τη διατηρήσει.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία. Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτήν την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής με τη διαπάλη για τη συγκρότηση της κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, με το Δεκέμβρη του 1944.
Ηταν, επίσης, και ζήτημα διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, από την άποψη ότι οι ιμπεριαλιστές δε θα άφηναν να χαθεί από το δικό τους στρατόπεδο μια ακόμη χώρα και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, αφού ήδη είχαν χάσει σ' αυτήν την περιοχή τέσσερις χώρες, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Ρουμανία, ανεξάρτητα από το δρόμο που ακολούθησε μετά το 1948 η Γιουγκοσλαβία.
Αλλωστε, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι θεμελιακές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων. Η Σοβιετική Ενωση, λόγω του αποφασιστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει στη συντριβή του φασισμού και στην απελευθέρωση των ευρωπαϊκών λαών, βγήκε από τον πόλεμο με εξαιρετικά ενισχυμένο το κύρος της και με διευρυμένη την επιρροή της. Συνέβαλε, παράλληλα, στην απόσπαση από τον καπιταλισμό μιας σειράς χωρών στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία που ακολούθησαν πολύ γρήγορα το δρόμο του σοσιαλισμού. Καθώς και στην άνοδο του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που οδήγησε στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος.
Μετά την απελευθέρωση
Στις 12 Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Είναι γνωστό ότι είχε προηγηθεί συμφωνία Εγγλέζων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των Γερμανών, να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις τους. Τις χρειάζονταν για την παγκόσμια μεταπολεμική εξέλιξη, θεωρώντας ότι είναι ακόμη χρήσιμες στο ανατολικό μέτωπο, δηλαδή στη δημιουργία περαιτέρω δυσκολιών στο Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό, στην αντεπίθεσή του για την απελευθέρωση της Ευρώπης και, κυρίως, για να προλάβουν, ώστε να μην εισέλθει πρώτος στο γερμανικό έδαφος.
Στις 3 Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την ελληνική γη.
Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες, που είχε διεξάγει με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την ατίμητη λευτεριά, που είχε κερδίσει με θυσίες, αίμα και δάκρυα. Μα, ταυτόχρονα, ήταν εξαιρετικά ανήσυχος. Η θανάσιμη, για τη δική του προοπτική, απειλή διαγραφόταν κιόλας στον ορίζοντα.
Αρχές Οκτώβρη, άρχισαν να αποβιβάζονται τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, με βάση το σχέδιο «Μάνα», στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή Αθήνας - Πειραιά. Η απόβαση δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας.
Στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του, μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Ο Γ. Παπανδρέου και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, δηλαδή των ενόπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ως ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10η Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.
Στις 3 Δεκέμβρη, ο αθηναϊκός λαός βρισκόταν σε συναγερμό. Ατέλειωτοι χείμαρροι κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στην Πλατεία Συντάγματος, σε μεγάλη ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής ολιγαρχίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης από τη μεριά της άρχουσας τάξης ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, δεκάδες χιλιάδες λαού συνόδευαν τους νεκρούς. Οταν η πένθιμη πομπή έφτασε στην Πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψωνόταν ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στην πορεία, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί δοσίλογων και 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και, ταυτόχρονα, εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.400 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3.500 άνδρες της ΙΙης Μεραρχίας.
Ηδη, άναβε το φιτίλι του Εμφυλίου. Που μπορεί να μην άρχισε ολοκληρωτικά αμέσως, αφού ακολούθησε μια προσωρινή ανάπαυλα με την υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 που αφόπλισε το λαϊκό κίνημα, αλλά η μονόπλευρη ένοπλη βία από τη μεριά της άρχουσας τάξης συνεχιζόταν και εντεινόταν, ώσπου το 1946 εξανάγκασαν το λαό να ξαναπάρει τα όπλα.
Πορεία προς την ένοπλη αντιπαράθεση
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αρχίζει ένας αγώνας εξόντωσης του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος, με αιχμή το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Επιδίωξη του καθεστώτος, προκειμένου να θεμελιωθεί, ήταν το τσάκισμά τους και η αποκοπή κάθε σχέσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει, αλλά δεν είχε ανατραπεί ολοκληρωτικά σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων. Και εδώ μπήκαν τα μεγάλα μέσα, κρατικά και παρακρατικά, με τους μηχανισμούς καταστολής και τα όπλα κυρίως των παρακρατικών.
Χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες κλείστηκαν στις φυλακές, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στους τόπους εξορίας. Χιλιάδες άλλοι έπεσαν θύματα των συμμοριών και των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών.
Η αστική προπαγάνδα στην ολομέτωπη επίθεσή της στο ΚΚΕ χρησιμοποιεί τη θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές το Μάρτη του 1946, ως στοιχείο που τεκμηριώνει ότι το ΚΚΕ επέλεξε το δρόμο της ένοπλης πάλης σε αντιπαράθεση με τις εκλογές. Τα ίδια λένε και οι οπορτουνιστές, προβάλλοντας την άποψη ότι η συμμετοχή στις εκλογές, αφενός, θα απέτρεπε τον ένοπλο αγώνα και, αφετέρου, θα άνοιγε ο δρόμος για την «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη», αφού θα εξέλεγε 100-120 βουλευτές.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος μεθόδευσε τις εκλογές σε χρόνο και με τρόπο που θα έδινε αποτελέσματα συντριπτικά υπέρ των αστικών κομμάτων. Σε τέτοιου είδους εκλογές και ο «κεντρώος» Σοφούλης εμφανίστηκε αρχικά αντίθετος, αλλά στη συνέχεια συγκατένευσε.
Σε ποιες συνθήκες, όμως, έγιναν οι εκλογές;
Εγιναν 14 περίπου μήνες μετά τη Βάρκιζα, μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, ενώ 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες - καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667». (Στη δίνη του εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166 - Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ξεκαθαριστεί, διατηρούνταν ακόμη οι προπολεμικοί και με βάση αυτούς έγιναν οι εκλογές. Χώρια οι διπλοψηφίες και οι τριπλοψηφίες. Και τελικά, παρ' όλα αυτά, «στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510 ψηφοφόροι, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ, ο οποίος είχε στείλει 1.200 παρατηρητές, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%!» («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», τ. Α', σελ. 551).
Οσοι υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμμετοχή του ΕΑΜ στις εκλογές θα του έδινε τη δυνατότητα να εκλέξει 100-120 βουλευτές (σε σύνολο 354 τότε), είναι φανερό ότι βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου.
«Αν θα ήθελε κάποιος να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα για τις επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να σημειώσει την αντιφατικότητα της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης και, ταυτόχρονα, προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου, για να επιλέγει κάθε φορά την ορθή τακτική, και τελικά να μην μπορεί να προσδιορίζει σωστά τα καθήκοντα της κάθε ιστορικής στιγμής και να αντιλαμβάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω καθηκόντων του με πληρότητα» («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», σελ. 181-182).
Την ίδια περίοδο είχαν επίσης εκδοθεί μια σειρά αντιδραστικά νομοθετήματα ενίσχυσης της κρατικής κατασταλτικής δράσης, όπως:
Ο Αναγκαστικός Νόμος 509, του 1947, που προέβλεπε την ποινή του θανάτου «διά την διάδοσιν ιδεών εχουσών σκοπόν την ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος», το διαβόητο Γ΄ Ψήφισμα, του Ιούνη 1946, που τιμωρούσε με ισόβια κάθειρξη την «απόπειραν συνωμοσίας» και με θάνατο την «εφαρμογήν συνωμοσίας», και ο μεταξικός Αναγκαστικός Νόμος 375, της 18ης του Δεκέμβρη 1936, αλλά και άλλα νομικά κατασκευάσματα, που καταδίκαζαν τη σκέψη, παρέτειναν επ' αόριστο το χρόνο εκτόπισης των «υπόπτων» και επεξέτειναν τις διώξεις σε συγγενείς των εν λόγω «υπόπτων» πρώτου, δευτέρου, αλλά και τρίτου βαθμού.
Τις έννοιες της «συνωμοσίας» και του «υπόπτου» τις έδιναν οι μακελάρηδες των είκοσι πέντε στρατοδικείων, που λειτουργούσαν στη χώρα τα χρόνια εκείνα, σε κάθε ενέργεια αντίστασης και πάλης εναντίον της βίας και της τρομοκρατίας.
Με το Νόμο «Περί Τύπου», που ψήφισε η κυβέρνηση Σοφούλη στις 17 Οκτώβρη 1947, απαγορεύτηκε η έκδοση του «Ριζοσπάστη» και άλλων δημοκρατικών εφημερίδων.
Με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509 έβγαλαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του, καθώς και άλλους μαζικούς φορείς, συλλόγους ή πολιτικές κινήσεις, που βρίσκονταν κάτω από την επιρροή του.
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει πολύ πριν τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά, σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό, οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1946) δεν αποφάσισε την άμεση μεταφορά του κέντρου βάρους της δράσης του Κόμματος στην ένοπλη πάλη. Αυτό το έκανε η 3η Ολομέλεια (Σεπτέμβρης 1947).
Οι ΗΠΑ σε δράση
Το 1947 οι ΗΠΑ πήραν στην Ελλάδα τη σκυτάλη από τους Αγγλους και αμέσως άρχισαν να εξοπλίζουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα και πολεμικό υλικό κατάλληλο για «ορεινές επιχειρήσεις» και κυρίως όλμους, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών και βόμβες Ναπάλμ.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μάλιστα, όχι μόνο δεν έκρυβε τότε, αλλά, αντίθετα, διαλαλούσε τους απώτερους σκοπούς της ωμής αμερικανικής επέμβασης στην Ελλάδα, τονίζοντας σχετικά:
«Διαλέξαμε την Ελλάδα (αλλά) και την Τουρκία, όχι γιατί χρειάζονται βοήθεια ή γιατί είναι λαμπρά υποδείγματα δημοκρατίας και ύπαρξης των τεσσάρων ελευθεριών, αλλά γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης» («Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1947).
Σχετικά με αυτό το θέμα, είχε μιλήσει και ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Σ. Τσάμπερλεν, ο οποίος είχε αναφέρει σε έκθεσή του ότι «ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα ήταν απλώς μια φάση, σημαντική ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης».
Αλλά και ο στρατηγός Δημήτριος Ζαφειρόπουλος επιβεβαίωνε τις προθέσεις των Αμερικανών με την ομολογία του ότι η ανάμειξή τους στα ελληνικά πράγματα δεν αποτελούσε «μόνον απλήν ηθικήν ενίσχυσιν, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν».
Η ανάμειξη των Αμερικανών ήταν παντού φανερή. Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα τις κατηύθυνε προσωπικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις του 1948 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Κορωνίς» και τον Αύγουστο του 1949 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Πυρσός» συμμετείχαν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού. Στα γραφεία της Ασφάλειας, στην Αθήνα, εξάλλου, ήταν εγκαταστημένος ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που επέβλεπε στις συλλήψεις κομμουνιστών, αριστερών και άλλων πολιτών, ενώ ουσιαστικά τις μάχες ανάμεσα στο ΔΣΕ και στις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διηύθυναν Αμερικανοί αξιωματικοί, που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών και αργότερα των Ταξιαρχιών. Οι εξουσίες στους Αμερικανούς είχαν δοθεί συγκεκριμένα από την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφθασαν τον Οκτώβρη του 1948 στην Αθήνα, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι υπουργοί Στρατιωτικών Ρόαγιαλ και Εξωτερικών Μάρσαλ.
Οι Αμερικανοί, όμως, πρόσφεραν στις αντιδραστικές κυβερνήσεις της Αθήνας και μεγάλη οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων. Στους αριθμούς, μάλιστα, αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί.
Αυτές ήταν οι δυνάμεις εκείνες που νίκησαν, τελικά, το Δημοκρατικό Στρατό, του οποίου εντούτοις η δράση στα τρία χρόνια της ηρωικής και άνισης πάλης του υπήρξε επική.
Οι οπορτουνιστές
«Από τις ήττες και τα λάθη του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας οι οπορτουνιστές έβγαλαν εκείνα τα συμπεράσματα που ευνούχιζαν την ταξική πάλη. Αποσιώπησαν τα ουσιαστικά λάθη, ενώ απολυτοποίησαν ή μεγιστοποίησαν τη σημασία λαθών δευτερεύουσας σημασίας και χαρακτήρισαν ως λάθη σωστές πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες του ΚΚΕ.
Από την άλλη μεριά, "στολίζουν" με σωρεία κοσμητικών επιθέτων την ηγεσία του ΚΚΕ, του ΚΚΣΕ, επώνυμα ηγετικά στελέχη πολλών κομμουνιστικών κομμάτων. Συνάμα, φροντίζουν να βγάζουν "λάδι" εκείνα τα στελέχη, που τα χνότα τους ταιριάζουν με τα δικά τους, παρότι αυτά τα στελέχη ήσαν στην ηγεσία του ΚΚΕ επί 10ετίες, άρα βαρύνονται κι αυτά με ευθύνες. Περιττό βέβαια να πούμε ότι αφήνουν τελείως στο απυρόβλητο ηγετικούς παράγοντες του EAM που συνεργάζονταν με το ΚΚΕ. Γι' αυτό και οι αναλύσεις τους είναι μεροληπτικές, αβαθείς και αντιεπιστημονικές...
Για του λόγου το αληθές, δεν έχουμε παρά να δούμε οι νεότεροι, που δε ζήσαμε προηγούμενα γεγονότα, την αντικομμουνιστική στάση των νεοσοσιαλδημοκρατών που από το ΚΚΕ προσχώρησαν στο "Συνασπισμό". Δεν έχουμε παρά να δούμε την ουρανομήκη αναίδεια απέναντι σε μια ματωμένη πορεία ενός ηρωικού κόμματος.
Ας προσέξουμε, όμως, συγκεκριμένα την αποκήρυξη του ΚΚΕ με βάση τις δικές τους ομολογίες.
Γράφει ο Λ. Κύρκος για το Δεκέμβρη του 1944: "Ο Δεκέμβρης ως πολιτική επιλογή ήταν θανάσιμο λάθος... Η αναμέτρηση του Δεκέμβρη θα οδηγούσε σε συντριβή, άρα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποκλειστεί... Δεν έπρεπε να εμποδιστεί - από το ΚΚΕ - η πορεία προς την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, που έπρεπε να είναι ο σαφέστατος και αμετακίνητος στόχος... Εκείνο που τρόμαζε τους Εγγλέζους ήταν η μεγάλη συσπείρωση γύρω από το EAM, η πολιτική και μαζική του δύναμη... Η ελληνική αστική τάξη είναι αποφασισμένη να εξοντώσει τους κομμουνιστές... Οι Εγγλέζοι, και αν αποτύχαιναν να σύρουν στην παγίδα το EAM, πάλι θα έκαναν το παν για να εμποδίσουν την ομαλή πορεία προς τις εκλογές". Λ. Κύρκος, ό.π., σελ. 119, 129, 128, 130).
Μέσα σε λίγες γραμμές υπάρχουν ένα σωρό αντιφάσεις, που δείχνουν τα αδιέξοδα της οπορτουνιστικής σκέψης. Παράλληλα, παραγνωρίζονται βασικά ζητήματα.
Πρώτον, ότι ακριβώς η πολιτική της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης ήταν η πρόθεση και η πρακτική της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ. Οταν η τέτοια πρακτική διακόπηκε το Δεκέμβρη (για να ξανασυνεχιστεί αμέσως μετά) αυτό έγινε αναγκαστικά και απροετοίμαστα, επειδή η σύγκρουση επιβλήθηκε.
Δεύτερον, ότι το βασικό πρόβλημα της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν "η αδυναμία της να δει έγκαιρα και να συνδυάσει, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, το καθήκον της εθνικής απελευθέρωσης με την ταυτόχρονη αντιμετώπιση του προβλήματος της εξουσίας" ("Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ", τόμ. Α, σελ. 500, εκδ. "Σύγχρονη Εποχή").
Το πρώτο λάθος απορρέει από το δεύτερο
Στην ίδια λογική κινείται η επιχειρηματολογία και άλλων, τόσο για το Δεκέμβρη, όσο και για τον Εμφύλιο πόλεμο, που και αυτός χαρακτηρίζεται από τον Λ. Κύρκο "μοιραίος", όπως και ο Δεκέμβρης.
Για δύο κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης ακούς τη λέξη "λάθος"! Το γιατί οδηγούνται σε αυτό το συμπέρασμα είναι φανερό. Αποτελεί απόρροια της γενικότερης επιλογής τους σε σχέση με το στρατηγικό στόχο τους. Για τον ίδιο λόγο μεγιστοποιούν το λάθος της αποχής του ΚΚΕ από τις βουλευτικές εκλογές του 1946. Το θεωρούν καθοριστικό για τις παραπέρα αρνητικές εξελίξεις, παραγνωρίζοντας το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945). Αλλά και ως προς την τελευταία, δεν είναι πάντα απόλυτα σαφείς όλοι τους. Τη θεωρούν λάθος - όπως και ήταν - ή όχι; Αν όχι, δε χρειάζονται τα δάκρυα για την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Αν ναι, πώς συμβιβάζεται αυτό με την αντίληψή τους για πάση θυσία εμμονή στις εκλογικές διαδικασίες»; (Συλλογή κειμένων, που εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή» υπό τον τίτλο «Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός»).
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 1946-1947
Οι ένοπλες συγκρούσεις μετά το Λιτόχωρο
Μετά το χτύπημα στο Λιτόχωρο οι αντάρτικες ομάδες θα συνεχίσουν τη δράση τους χτυπώντας θύλακες της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας. Και τέτοιοι θύλακες εκείνη την περίοδο ήταν οι σταθμοί Xωροφυλακής στην ύπαιθρο και οι διάφορες μοναρχοφασιστικές συμμορίες. Το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας ήταν οι σταθμοί της Xωροφυλακής να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον, οι συμμορίες να δέχονται ισχυρά χτυπήματα και ο λαός της υπαίθρου, όπου ξεδιπλωνόταν αντάρτικη δράση, να αναθαρρεύει. Ετσι, στη συνέχεια, η κυβέρνηση των Αθηνών θα αναγκαστεί να αναθέσει στο στρατό την αντιμετώπιση των ανταρτών.
Οι επιχειρήσεις μέχρι την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου
Οπως γίνεται αντιληπτό, δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλες τις επιχειρήσεις των αντάρτικων ομάδων, που πραγματοποιούνται στο διάστημα αμέσως μετά το χτύπημα στο Λιτόχωρο και μέχρι την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου. Θα αρκεστούμε στην καταγραφή ορισμένων μόνο, ως ενδεικτικό στοιχείο του ξεδιπλώματος της αντάρτικης δραστηριότητας.
Η άνοιξη του 1946 θα περάσει με χτυπήματα των ανταρτών στους σταθμούς Xωροφυλακής. Τον Ιούνη στην περιοχή Δερελιού θα εξοντωθούν από αντάρτικες ομάδες 65 συμμορίτες του Σούρλα. Επίσης, θα χτυπηθούν οι σταθμοί Xωροφυλακής στα Θεσσαλικά χωριά Πόρλια, Δερελί, Λεπτοκαρυά, Καρυά, Νεζερό, Κοκκινοπλός κλπ. Στις 5 Ιούλη στην Ποντοκερασιά του Κιλκίς οι αντάρτες καταφέρνουν να διαλύσουν ένα λόχο στρατού και 40 φαντάροι θα προσχωρήσουν στις γραμμές τους. Το γεγονός αυτό, έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί φανέρωνε ότι στις τάξεις του νεοσύστατου κυβερνητικού στρατού υπήρχαν ισχυρές δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ
Τον Αύγουστο χτυπιούνται με άριστα αποτελέσματα τμήματα του κυβερνητικού στρατού στον Πολύκαμπο και στη Μαρμάριανη. Στην περιοχή των Γρεβενών θα διαλυθούν δύο σταθμοί Xωροφυλακής με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι έξι να συμπτυχθούν στα Γρεβενά. Στις 30 Αυγούστου οι αντάρτες θα επιτεθούν με επιτυχία, στα υψώματα της Μαρμάριανης, σε μηχανοκίνητο τμήμα στρατού που ερχόταν από την Αθήνα στη Λάρισα. Το βράδυ της ίδιας μέρας θα μπουν στην πόλη της Λάρισας και θα σκορπίσουν προπαγανδιστικό υλικό.
Το Σεπτέμβρη αντάρτικα τμήματα της περιοχής Καστοριάς καταφέρνουν πετυχημένο χτύπημα σε λόχο στρατού στην Κοτύλη. Επίσης πετυχημένα χτυπήματα θα δοθούν στην Πυρσόγιαννη, στο Πεντάλοφο και στο Σκαλοχώρι, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Καστοριάς – Βο`ϊου να περάσει υπό αντάρτικο έλεγχο και να αποκτήσουν εδαφική συνοχή τα τμήματα των ανταρτών σε Γράμμο – Βόιο – Γρεβενά – Χάσια. Σημαντικές επιχειρήσεις μέσα στο Σεπτέμβρη του 1946, μεταξύ άλλων, ήταν η μάχη της Δεσκάτης και η επιχείρηση στο χωριό Ρητίνη Πιερίας. Η μάχη της Δεσκάτης ήταν ιδιαίτερης σπουδαιότητας για τους αντάρτες, διότι όλη η περιοχή των Αντιχασίων ήταν ελεύθερη, πλην της Δεσκάτης, που την έλεγχε ο αντίπαλος, κρατώντας το ύψωμα ΤΕΡΤΙΜΟ. Η μάχη δόθηκε, με επιτυχία στις 21/9/1946. Με επιτυχία επίσης στέφθηκε και η επιχείρηση της Ρητίνης που πραγματοποιήθηκε από δυνάμεις του αρχηγείου Πιερίων και Β. Ολύμπου στις 30/9/46.
Επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού
Αξίζει επίσης να καταγράψουμε τις πιο σημαντικές από τις επιχειρήσεις που πραγματοποίησε αυτό το διάστημα ο κυβερνητικός στρατός. Τον Ιούλη του `46 σοβαρές δυνάμεις στρατού επιχείρησαν την εξόντωση των δυνάμεων των ανταρτών στο Βίτσι, τις οποίες και περικύκλωσαν. Τελικά όμως οι αντάρτικες δυνάμεις κατόρθωσαν να βγουν απ’ τον κλοιό και πέρασαν χωρίς απώλειες στα μετόπισθεν του εχθρού.
Στις 26 – 30/9/1946 τμήματα του κυβερνητικού στρατού ενήργησαν με σοβαρές δυνάμεις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς την περιοχή Χασίων. Κινήθηκαν από διάφορες κατευθύνσεις: Από Ελασσόνα προς Δεσκάτη, από Τρίκαλα προς Οξυά και από Γρεβενά προς Ανθρακιά. Οι αντάρτες του αρχηγείου Χασίων με χτυπήματα σε ενέδρες και σε αιφνιδιαστικές κρούσεις ανάγκασαν τελικά τις εχθρικές δυνάμεις να διακόψουν, χωρίς αποτέλεσμα, τις επιχειρήσεις τους.
Επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού εκδηλώθηκαν και στην περιοχή του Γράμμου χωρίς αποτέλεσμα. Οι πολεμικές ενέργειες των ανταρτικών δυνάμεων της περιοχής Γράμμου ανάγκασαν τον κυβερνητικό στρατό να αποσύρει όλα τα εγκαταστημένα φυλάκιά του, με συνέπεια την εξασφάλιση μόνιμης ελεύθερης σύνδεσης της περιοχής του Γράμμου με την περιοχή Βίτσι.
Επιχειρήσεις το χειμώνα 1946 – 47
Από το Νοέμβρη του 1946 ως και το Φλεβάρη του 1947 οι πολεμικές συγκρούσεις εντείνονται. Το Νοέμβρη μονάδες του κυβερνητικού στρατού ενήργησαν επιχειρήσεις στην ορεινή περιοχή του Σμόλικα. Οι επιχειρήσεις αυτές αποκρούστηκαν με επιτυχία από τους αντάρτες. Στα τέλη του 1946 σοβαρές δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, της 22ης και της 23ης Ταξιαρχίας και της Ορεινής Ταξιαρχίας ενήργησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις περιοχές Πηλίου, Μαυροβουνίου, Κισσάβου με σκοπό την εξόντωση των αντίστοιχων ανταρτικών δυνάμεων. Οι αντάρτες, με πετυχημένους ελιγμούς και μετακινήσεις τους έξω από τις περιοχές τους απέφευγαν τα χτυπήματα του εχθρού και ξαναγύριζαν πίσω. Μια γενική εικόνα της πολεμικής δραστηριότητας των ανταρτών αυτό το διάστημα έχει ως εξής:
Το Αρχηγείο Ρούμελης από το Νοέμβρη του 1946 ως και το Φλεβάρη του 1947 διέλυσε έξι εχθρικές διλοχίες ή λόχους ενισχυμένους με χωροφύλακες και μοναρχοφασίστες συμμορίτες. Διέλυσε επίσης τρεις σταθμούς Χωροφυλακής και έδωσε έξι μάχες διαρκείας, προκαλώντας πολλές απώλειες στον αντίπαλο. Στο ίδιο χρονικό διάστημα το Αρχηγείο Περιοχής Θεσσαλίας διέλυσε επτά διλοχίες ή λόχους ενισχυμένους με συμμορίτες του Σούρλα. Επίσης διέλυσε τρεις σταθμούς Χωροφυλακής και αφόπλισε μοναρχοφασίστες σε 14 χωριά. Συνολικά έδωσε 28 μάχες και κρούσεις. Τέλος, αντιμετώπισε τέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού (Στον Κίσσαβο στις 7 και 24/11/46, στον Ολυμπο 22 – 23/12/46 και στο Πήλιο 7/1/47).
Το Αρχηγείο Ηπείρου, στο ίδιο χρονικό διάστημα διέλυσε δύο σταθμούς Χωροφυλακής και αφόπλισε τους μοναρχοφασίστες 16 χωριών στα Τζουμέρκα. Συνολικά έδωσε 7 μάχες στις βόρειες περιοχές της Ηπείρου. Πλούσια πολεμική δραστηριότητα αυτό το διάστημα είχε και το Αρχηγείο Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Διέλυσε 12 σταθμούς Χωροφυλακής, αφόπλισε μοναρχοφασίστες σε 16 χωριά, αντιμετώπισε συνεχείς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εχθρού.
Στην Πελοπόννησο, το Δεκέμβρη του ’46 οι αντάρτες αντιμετώπισαν δυναμικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εχθρού στις οποίες και αντεπεξήλθαν. Το Γενάρη του ’47 υπήρχαν εκεί τρία συγκροτήματα ανταρτών: Το συγκρότημα του Πάρνωνα, το συγκρότημα του Ταϋγέτου και το συγκρότημα της Γορτυνίας. Επίσης υπήρχε μια ομάδα ανταρτών στην Κορινθία και μία στα Καλάβρυτα. Στο τέλος του Γενάρη, ύστερα από σύσκεψη στελεχών, συγκροτήθηκε προσωρινό Αρχηγείο.
Μία από τις σημαντικές επιχειρήσεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο πραγματοποιήθηκε στις 12 προς 13 Φλεβάρη του 1947 όταν τμήματα ανταρτών απελευθέρωσαν στη Σπάρτη 176 φυλακισμένους αγωνιστές. Η επιχείρηση αυτή είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα γιατί, εκτός των άλλων, κατέρριπτε το μύθο της αντίδρασης, ότι ο ΔΣΕ ήταν αποτέλεσμα της δραστηριότητας των γειτονικών λαϊκών δημοκρατιών σε βάρος της Ελλάδας.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1946 - Η κατάσταση του ΔΣΕ
Διάρθρωση, δύναμη και ανάγκες
Μέχρι τις αρχές καλοκαιριού του 1946 οι αντάρτες συγκροτούσαν μικρές ομάδες από καταδιωκόμενους αγωνιστές, ασύνδετες μεταξύ τους. Τον Ιούνη του ’46 πραγματοποιείται το πρώτο βήμα συνένωσης των ανταρτικών δυνάμεων. Οι ομάδες των καταδιωκόμενων συνενώνονται σε μεγαλύτερα τμήματα που ονομάζονται συγκροτήματα και έχουν δύναμη από 70 ως και 100 άνδρες. Στο διάστημα του καλοκαιριού τα συγκροτήματα θα ενωθούν με τη σειρά τους κι έτσι θα δημιουργηθούν τα Αρχηγεία Περιφερειών. Τέτοια Αρχηγεία Περιφερειών θα δημιουργηθούν στον Ολυμπο, στον Κίσσαβο, στα Πιέρια, στο Γράμμο, στα Χάσια, λίγο αργότερα στον Εβρο κ.ο.κ. Τον Οκτώβρη του ’46 η αντάρτικη δράση θα γνωρίσει ανάπτυξη στην Ηπειρο και τη Ρούμελη.
Στις 28/10/46 οι ανταρτικές δυνάμεις συνενώνονται υπό ενιαία διοίκηση με τη δημιουργία του Γενικού Αρχηγείου των Ανταρτών. Μετά την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου, ο ανταρτικός στρατός θα πάρει σιγά – σιγά την εξής μορφή οργανωτικής συγκρότησης: Ομάδα μάχης – Συγκρότημα – Περιφερειακό Αρχηγείο – Αρχηγείο Περιοχής – Γενικό Αρχηγείο. Στις αρχές Γενάρη του ’47 το Συγκρότημα μετονομάστηκε σε λόχο. Επίσης συγκροτήθηκαν και τα τάγματα που διοικούνταν από τα Περιφερειακά Αρχηγεία, ενώ υπήρχαν και τάγματα που διοικούνταν απευθείας από τα Αρχηγεία Περιοχών.
Στις 8/12/1946 στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας του Νοτίου Ολύμπου (πάνω από το χωριό Σπαρμός) εκδόθηκε πολυγραφημένο το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «ΕΞΟΡΜΗΣΗ», που ήταν όργανο του Γενικού Αρχηγείου των ανταρτών. Επίσης, στις 27/12 του ιδίου έτους με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου ο αντάρτικος στρατός μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
Μετά το χτύπημα στο Λιτόχωρο οι αντάρτικες ομάδες θα συνεχίσουν τη δράση τους χτυπώντας θύλακες της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας. Και τέτοιοι θύλακες εκείνη την περίοδο ήταν οι σταθμοί Xωροφυλακής στην ύπαιθρο και οι διάφορες μοναρχοφασιστικές συμμορίες. Το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας ήταν οι σταθμοί της Xωροφυλακής να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον, οι συμμορίες να δέχονται ισχυρά χτυπήματα και ο λαός της υπαίθρου, όπου ξεδιπλωνόταν αντάρτικη δράση, να αναθαρρεύει. Ετσι, στη συνέχεια, η κυβέρνηση των Αθηνών θα αναγκαστεί να αναθέσει στο στρατό την αντιμετώπιση των ανταρτών.
Οι επιχειρήσεις μέχρι την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου
Οπως γίνεται αντιληπτό, δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλες τις επιχειρήσεις των αντάρτικων ομάδων, που πραγματοποιούνται στο διάστημα αμέσως μετά το χτύπημα στο Λιτόχωρο και μέχρι την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου. Θα αρκεστούμε στην καταγραφή ορισμένων μόνο, ως ενδεικτικό στοιχείο του ξεδιπλώματος της αντάρτικης δραστηριότητας.
Η άνοιξη του 1946 θα περάσει με χτυπήματα των ανταρτών στους σταθμούς Xωροφυλακής. Τον Ιούνη στην περιοχή Δερελιού θα εξοντωθούν από αντάρτικες ομάδες 65 συμμορίτες του Σούρλα. Επίσης, θα χτυπηθούν οι σταθμοί Xωροφυλακής στα Θεσσαλικά χωριά Πόρλια, Δερελί, Λεπτοκαρυά, Καρυά, Νεζερό, Κοκκινοπλός κλπ. Στις 5 Ιούλη στην Ποντοκερασιά του Κιλκίς οι αντάρτες καταφέρνουν να διαλύσουν ένα λόχο στρατού και 40 φαντάροι θα προσχωρήσουν στις γραμμές τους. Το γεγονός αυτό, έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί φανέρωνε ότι στις τάξεις του νεοσύστατου κυβερνητικού στρατού υπήρχαν ισχυρές δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ
Τον Αύγουστο χτυπιούνται με άριστα αποτελέσματα τμήματα του κυβερνητικού στρατού στον Πολύκαμπο και στη Μαρμάριανη. Στην περιοχή των Γρεβενών θα διαλυθούν δύο σταθμοί Xωροφυλακής με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι έξι να συμπτυχθούν στα Γρεβενά. Στις 30 Αυγούστου οι αντάρτες θα επιτεθούν με επιτυχία, στα υψώματα της Μαρμάριανης, σε μηχανοκίνητο τμήμα στρατού που ερχόταν από την Αθήνα στη Λάρισα. Το βράδυ της ίδιας μέρας θα μπουν στην πόλη της Λάρισας και θα σκορπίσουν προπαγανδιστικό υλικό.
Το Σεπτέμβρη αντάρτικα τμήματα της περιοχής Καστοριάς καταφέρνουν πετυχημένο χτύπημα σε λόχο στρατού στην Κοτύλη. Επίσης πετυχημένα χτυπήματα θα δοθούν στην Πυρσόγιαννη, στο Πεντάλοφο και στο Σκαλοχώρι, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Καστοριάς – Βο`ϊου να περάσει υπό αντάρτικο έλεγχο και να αποκτήσουν εδαφική συνοχή τα τμήματα των ανταρτών σε Γράμμο – Βόιο – Γρεβενά – Χάσια. Σημαντικές επιχειρήσεις μέσα στο Σεπτέμβρη του 1946, μεταξύ άλλων, ήταν η μάχη της Δεσκάτης και η επιχείρηση στο χωριό Ρητίνη Πιερίας. Η μάχη της Δεσκάτης ήταν ιδιαίτερης σπουδαιότητας για τους αντάρτες, διότι όλη η περιοχή των Αντιχασίων ήταν ελεύθερη, πλην της Δεσκάτης, που την έλεγχε ο αντίπαλος, κρατώντας το ύψωμα ΤΕΡΤΙΜΟ. Η μάχη δόθηκε, με επιτυχία στις 21/9/1946. Με επιτυχία επίσης στέφθηκε και η επιχείρηση της Ρητίνης που πραγματοποιήθηκε από δυνάμεις του αρχηγείου Πιερίων και Β. Ολύμπου στις 30/9/46.
Επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού
Αξίζει επίσης να καταγράψουμε τις πιο σημαντικές από τις επιχειρήσεις που πραγματοποίησε αυτό το διάστημα ο κυβερνητικός στρατός. Τον Ιούλη του `46 σοβαρές δυνάμεις στρατού επιχείρησαν την εξόντωση των δυνάμεων των ανταρτών στο Βίτσι, τις οποίες και περικύκλωσαν. Τελικά όμως οι αντάρτικες δυνάμεις κατόρθωσαν να βγουν απ’ τον κλοιό και πέρασαν χωρίς απώλειες στα μετόπισθεν του εχθρού.
Στις 26 – 30/9/1946 τμήματα του κυβερνητικού στρατού ενήργησαν με σοβαρές δυνάμεις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς την περιοχή Χασίων. Κινήθηκαν από διάφορες κατευθύνσεις: Από Ελασσόνα προς Δεσκάτη, από Τρίκαλα προς Οξυά και από Γρεβενά προς Ανθρακιά. Οι αντάρτες του αρχηγείου Χασίων με χτυπήματα σε ενέδρες και σε αιφνιδιαστικές κρούσεις ανάγκασαν τελικά τις εχθρικές δυνάμεις να διακόψουν, χωρίς αποτέλεσμα, τις επιχειρήσεις τους.
Επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού εκδηλώθηκαν και στην περιοχή του Γράμμου χωρίς αποτέλεσμα. Οι πολεμικές ενέργειες των ανταρτικών δυνάμεων της περιοχής Γράμμου ανάγκασαν τον κυβερνητικό στρατό να αποσύρει όλα τα εγκαταστημένα φυλάκιά του, με συνέπεια την εξασφάλιση μόνιμης ελεύθερης σύνδεσης της περιοχής του Γράμμου με την περιοχή Βίτσι.
Επιχειρήσεις το χειμώνα 1946 – 47
Από το Νοέμβρη του 1946 ως και το Φλεβάρη του 1947 οι πολεμικές συγκρούσεις εντείνονται. Το Νοέμβρη μονάδες του κυβερνητικού στρατού ενήργησαν επιχειρήσεις στην ορεινή περιοχή του Σμόλικα. Οι επιχειρήσεις αυτές αποκρούστηκαν με επιτυχία από τους αντάρτες. Στα τέλη του 1946 σοβαρές δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, της 22ης και της 23ης Ταξιαρχίας και της Ορεινής Ταξιαρχίας ενήργησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις περιοχές Πηλίου, Μαυροβουνίου, Κισσάβου με σκοπό την εξόντωση των αντίστοιχων ανταρτικών δυνάμεων. Οι αντάρτες, με πετυχημένους ελιγμούς και μετακινήσεις τους έξω από τις περιοχές τους απέφευγαν τα χτυπήματα του εχθρού και ξαναγύριζαν πίσω. Μια γενική εικόνα της πολεμικής δραστηριότητας των ανταρτών αυτό το διάστημα έχει ως εξής:
Το Αρχηγείο Ρούμελης από το Νοέμβρη του 1946 ως και το Φλεβάρη του 1947 διέλυσε έξι εχθρικές διλοχίες ή λόχους ενισχυμένους με χωροφύλακες και μοναρχοφασίστες συμμορίτες. Διέλυσε επίσης τρεις σταθμούς Χωροφυλακής και έδωσε έξι μάχες διαρκείας, προκαλώντας πολλές απώλειες στον αντίπαλο. Στο ίδιο χρονικό διάστημα το Αρχηγείο Περιοχής Θεσσαλίας διέλυσε επτά διλοχίες ή λόχους ενισχυμένους με συμμορίτες του Σούρλα. Επίσης διέλυσε τρεις σταθμούς Χωροφυλακής και αφόπλισε μοναρχοφασίστες σε 14 χωριά. Συνολικά έδωσε 28 μάχες και κρούσεις. Τέλος, αντιμετώπισε τέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού (Στον Κίσσαβο στις 7 και 24/11/46, στον Ολυμπο 22 – 23/12/46 και στο Πήλιο 7/1/47).
Το Αρχηγείο Ηπείρου, στο ίδιο χρονικό διάστημα διέλυσε δύο σταθμούς Χωροφυλακής και αφόπλισε τους μοναρχοφασίστες 16 χωριών στα Τζουμέρκα. Συνολικά έδωσε 7 μάχες στις βόρειες περιοχές της Ηπείρου. Πλούσια πολεμική δραστηριότητα αυτό το διάστημα είχε και το Αρχηγείο Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Διέλυσε 12 σταθμούς Χωροφυλακής, αφόπλισε μοναρχοφασίστες σε 16 χωριά, αντιμετώπισε συνεχείς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εχθρού.
Στην Πελοπόννησο, το Δεκέμβρη του ’46 οι αντάρτες αντιμετώπισαν δυναμικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εχθρού στις οποίες και αντεπεξήλθαν. Το Γενάρη του ’47 υπήρχαν εκεί τρία συγκροτήματα ανταρτών: Το συγκρότημα του Πάρνωνα, το συγκρότημα του Ταϋγέτου και το συγκρότημα της Γορτυνίας. Επίσης υπήρχε μια ομάδα ανταρτών στην Κορινθία και μία στα Καλάβρυτα. Στο τέλος του Γενάρη, ύστερα από σύσκεψη στελεχών, συγκροτήθηκε προσωρινό Αρχηγείο.
Μία από τις σημαντικές επιχειρήσεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο πραγματοποιήθηκε στις 12 προς 13 Φλεβάρη του 1947 όταν τμήματα ανταρτών απελευθέρωσαν στη Σπάρτη 176 φυλακισμένους αγωνιστές. Η επιχείρηση αυτή είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα γιατί, εκτός των άλλων, κατέρριπτε το μύθο της αντίδρασης, ότι ο ΔΣΕ ήταν αποτέλεσμα της δραστηριότητας των γειτονικών λαϊκών δημοκρατιών σε βάρος της Ελλάδας.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1946 - Η κατάσταση του ΔΣΕ
Διάρθρωση, δύναμη και ανάγκες
Μέχρι τις αρχές καλοκαιριού του 1946 οι αντάρτες συγκροτούσαν μικρές ομάδες από καταδιωκόμενους αγωνιστές, ασύνδετες μεταξύ τους. Τον Ιούνη του ’46 πραγματοποιείται το πρώτο βήμα συνένωσης των ανταρτικών δυνάμεων. Οι ομάδες των καταδιωκόμενων συνενώνονται σε μεγαλύτερα τμήματα που ονομάζονται συγκροτήματα και έχουν δύναμη από 70 ως και 100 άνδρες. Στο διάστημα του καλοκαιριού τα συγκροτήματα θα ενωθούν με τη σειρά τους κι έτσι θα δημιουργηθούν τα Αρχηγεία Περιφερειών. Τέτοια Αρχηγεία Περιφερειών θα δημιουργηθούν στον Ολυμπο, στον Κίσσαβο, στα Πιέρια, στο Γράμμο, στα Χάσια, λίγο αργότερα στον Εβρο κ.ο.κ. Τον Οκτώβρη του ’46 η αντάρτικη δράση θα γνωρίσει ανάπτυξη στην Ηπειρο και τη Ρούμελη.
Στις 28/10/46 οι ανταρτικές δυνάμεις συνενώνονται υπό ενιαία διοίκηση με τη δημιουργία του Γενικού Αρχηγείου των Ανταρτών. Μετά την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου, ο ανταρτικός στρατός θα πάρει σιγά – σιγά την εξής μορφή οργανωτικής συγκρότησης: Ομάδα μάχης – Συγκρότημα – Περιφερειακό Αρχηγείο – Αρχηγείο Περιοχής – Γενικό Αρχηγείο. Στις αρχές Γενάρη του ’47 το Συγκρότημα μετονομάστηκε σε λόχο. Επίσης συγκροτήθηκαν και τα τάγματα που διοικούνταν από τα Περιφερειακά Αρχηγεία, ενώ υπήρχαν και τάγματα που διοικούνταν απευθείας από τα Αρχηγεία Περιοχών.
Στις 8/12/1946 στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας του Νοτίου Ολύμπου (πάνω από το χωριό Σπαρμός) εκδόθηκε πολυγραφημένο το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «ΕΞΟΡΜΗΣΗ», που ήταν όργανο του Γενικού Αρχηγείου των ανταρτών. Επίσης, στις 27/12 του ιδίου έτους με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου ο αντάρτικος στρατός μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
Άνοιξη-Καλοκαίρι 1947
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού αποτυγχάνουν
Την άνοιξη του 1947, άρχισαν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, με βάση το σχέδιο «Τέρμινους» στη Ρούμελη και σε συνέχεια στ’ Αγραφα, τον Κόζιακα, τα Τζουμέρκα, τα Χάσια, τα Αντιχάσια, τον Ολυμπο, τα Πιέρια και το Γράμμο.
Σκοπός των επιχειρήσεων, που άρχισαν με την προσωπική επίβλεψη του στρατιωτικού συμβούλου της αμερικανικής πρεσβείας, Σνέκεμπεργκ, ήταν: Πρώτον, ο εγκλωβισμός των τμημάτων του ΔΣΕ κατά περιοχές και ο εξαναγκασμός τους σε άτακτη φυγή, χωρίς συνοχή κατά την απόπειρα διαφυγής τους, ώστε να επιτευχθεί έτσι η τμηματική εξόντωσή τους, και, δεύτερον, το σπρώξιμο τμημάτων του ΔΣΕ στους χώρους των γειτονικών Λαϊκών Δημοκρατιών, για να δοθεί, έτσι, η δυνατότητα στη λεγόμενη Βαλκανική Επιτροπή να «διαπιστώσει την έξωθεν ενίσχυση».
Ο σκοπός, όμως, αυτός δεν επιτεύχθηκε, αν και προκλήθηκαν σοβαρές απώλειες στις δυνάμεις του ΔΣΕ στον Κόζιακα και τα Τζουμέρκα, με αποτέλεσμα να διαλυθούν τα αρχηγεία.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Ο αντισυμμοριακός αγώνας 1945 – 1949″, σελ. 222, γράφει: «Εκ των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων, απεδείχθη ότι ο καθορισθείς σκοπός, η συντριβή του συμμοριτισμού, υπήρξε ανώτερος των δυνάμεων του στρατού».
Ο κυβερνητικός στρατός απέτυχε βασικά στους σκοπούς του, γιατί ήταν στρατός χωρίς ιδανικά, στρατός που δεν είχε διάθεση να πολεμήσει ενάντια στο λαό για λογαριασμό της ντόπιας και ξένης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Οι διοικήσεις του κυβερνητικού στρατού επέμεναν σε μεθόδους μάχης, που ανταποκρίνονταν μόνο στον ταχτικό πόλεμο και όχι στον ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα να δέχονται αιφνιδιαστικά χτυπήματα από το ΔΣΕ και να ανατρέπονται τα μερικότερα σχέδιά τους.
Ο ΔΣΕ, όχι μόνο δε συντρίφτηκε, αλλά, αντίθετα, τα τμήματά του, αφού μάτωσαν γερά τον κυβερνητικό στρατό κατά περιοχές, διείσδυσαν σε νέες περιοχές, όπως στην Ηπειρο, την Τριχωνίδα, τη Ναυπακτία, τη Δωρίδα και την Παρνασίδα.
Ο ΔΣΕ, όχι μονάχα δε διαλύθηκε, αλλά, αντίθετα, απέδειξε ότι υπάρχει και δρα και σε περιοχές, που δε δρούσε προηγούμενα. Ανέπτυξε τη δράση του στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενάντια σε στρατιωτικούς στόχους και αστικά κέντρα. Αύξησε γενικά τη δύναμή του κατά 50%.
Τη στρατιωτική αποτυχία της εκστρατείας του 1947 την ομολογεί και ο αρχηγός του ΓΕΣ, Κ. Βεντήρης στην 1098/41/3 – 11 – 47 άκρως απόρρητο διαταγή του, προς τους διοικητές Σωμάτων Στρατού και Μεραρχιών που τους λέει: «…Είναι βέβαιον και πρέπει να το ομολογήσωμεν ότι δεν επετύχαμεν μέχρι σήμερον τι το συντριπτικό… και είναι απόλυτος ανάγκη εντός του Νοεμβρίου, το επαναλαμβάνω εντός του Νοεμβρίου, να επιτευχθούν συντριπτικά αποτελέσματα. Τα αποφασιστικά ταύτα αποτελέσματα δεν επιβάλλουσι μόνον στρατιωτικοί λόγοι, αλλά και πολιτικοί τοιούτοι».
Πολιτικές παρενέργειες της αποτυχίας
Η αποτυχία των «εκκαθαριστικών» επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού ενάντια στο ΔΣΕ ανησύχησε σοβαρά τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, που είχαν αναλάβει τα ηνία στην Ελλάδα. Δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση του Δ. Μάξιμου, που ουσιαστικά εξέφραζε το Λαϊκό Κόμμα, προσανατολίστηκαν στο σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο ανασχηματισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στις 7 του Σεπτέμβρη 1947, με την ορκωμοσία της κυβέρνησης του γηραιού Θ. Σοφούλη και τη συμμετοχή σ’ αυτήν, 10 Φιλελευθέρων και 14 Λαϊκών.
Η κυβέρνηση Σοφούλη, πιστεύοντας ότι ήταν δυνατό να εξαπατήσει το λαό και να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις στον αγώνα ενάντια στο ΚΚΕ και το ΔΣΕ, διακήρυξε ότι θα ακολουθήσει πολιτική «κατευνασμού». Πρότεινε στη Βουλή την ψήφιση νόμου, με τον οποίο χορηγούσε αμνηστία σε όσους από τους αρχηγούς και μαχητές του ΔΣΕ παρουσιαστούν, μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου, «αυτοβούλως εις την πλησιεστέραν δικαστική, στρατιωτικήν ή αστυνομικής αρχήν… και αφοπλισθώσιν…».
Το ΚΚΕ ξεσκέπασε την πολιτική δημαγωγία της κυβέρνησης Σοφούλη και δήλωσε ότι μια πραγματική πολιτική κατευνασμού έπρεπε να συνοδεύεται από γενική πολιτική αμνηστία και το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, που θα διεξήγαγε ελεύθερες και ανόθευτες εκλογές για την εξασφάλιση ομαλής δημοκρατικής πορείας.
Η παραπλανητική επιχείρηση απέτυχε και η κυβέρνηση Σοφούλη επανέλαβε τις εκτελέσεις, που τις είχε αναστείλει προσωρινά και προχώρησε σε νέα τρομοκρατικά και αντιλαϊκά μέτρα. Στις 13 του Οκτώβρη 1947 τέθηκε σε ισχύ και στην Αθήνα ο νόμος για τα μέτρα έκτακτης ανάγκης και άρχισαν να λειτουργούν και στην περιοχή της τα έκτακτα στρατοδικεία. Στις 17 του Οκτώβρη στη Θεσσαλονίκη έγιναν 11 εκτελέσεις. Στις 18 του Οκτώβρη η κυβέρνηση έκλεισε τις εφημερίδες «Ριζοσπάστης» και «Ελεύθερη Ελλάδα».
«Θα ‘πρεπε να ήσουν ατσάλινος για ν’ αντέξεις»
Η προσωπική μαρτυρία ενός αγωνιστή του ΔΣΕ, για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1947
Ηταν Μάης του 1947. Το τάγμα του ΔΣΕ με διοικητή τον Ρούνη Ηλία (Μπαρμπαλιά), δασάρχη Σιάτιστας, ενταγμένο στη δύναμη του Αρχηγείου Χασίων, είχε θέσεις στα υψώματα Αγ. Νικολάου, Αγιόφυλου Καλαμπάκας.
Από πληροφορίες, που είχε συλλέξει η διοίκηση του τάγματος, ο κυβερνητικός στρατός προετοιμαζόταν για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στα τμήματα των ανταρτών. Το ταχύτερο δυνατό έπρεπε να αλλάξουμε θέσεις και να ελιχθούμε προς βορράν. Για το σκοπό αυτό, τη νύχτα της 12ης προς 13η Μάη, το τάγμα κινείται προς δυσμάς και τα ξημερώματα της 13ης Μάη μας βρίσκει στις ράχες Γεωργίτσας. Εκεί λουφάξαμε όλη μέρα καλυμμένοι μέσα στο πυκνό δάσος. Μόλις βράδιασε ξεκινάμε πάλι για πορεία, έπρεπε να περάσουμε έξω από το χωριό Κηπουριό Γρεβενών. Τα υψώματα του χωριού, τα κατείχε μια διλοχία στρατού. Ξεγλιστράμε, κάτω από τη μύτη τους, χωρίς να μας αντιληφθούν και μας ξημερώνει στο βουνό Ορλιακα.
Επρεπε, όμως, να αλλάζουμε συνέχεια θέσεις, γιατί η παραμονή μας σ’ ένα μέρος θα εγκυμονούσε κινδύνους να κυκλωθούμε. Γι’ αυτό, ύστερα από κοπιαστικές ολονύχτιες πορείες, κάπου πιάναμε θέσεις το πρωί, λουφάζοντας όλη μέρα.
Θυμάμαι τη νύχτα, σκοτάδι όπως ήταν, δούλευε το «τηλέφωνο», ο ένας μετά τον άλλο μεταδίδαμε τις εντολές της διοίκησης. Οταν κοβόταν η φάλαγγα, για να συνδεθούμε, έπρεπε χαμηλόφωνα να φωνάζουμε ο ένας τον άλλον: Κόπηκε η φάλαγγα. Ο ταγματάρχης μας, καλοκάγαθος και πράος, με δέος φώναζε: «Να μην ακούω αυτή την απαίσια φράση».
Σκληρές, ατέλειωτες πορείες
Ομως, η πραγματικότητα ήταν σκληρή. Κούραση, αϋπνία, τρεξίματα, πείνα. Θα ‘πρεπε να ήσουν ατσάλινος για ν’ αντέξεις. Και όμως, οι μαχητές άντεξαν. Θυμάμαι τη διαδρομή Γέρμα – Μπούρινο. Θα ‘πρεπε να την κάνουμε, μέσα σε μια νύχτα και κάτω από τη μύτη του εχθρού. Μέσα από τη δημοσιά, Καστοριάς – Κοζάνης, με συνεχή τρεχάματα, σκαρφαλώναμε τα χαράματα στους πρόποδες του Μπούρινου, στο χωριό Παλαιόκαστρο. Απέναντί μας, κατάμουτρα, φαίνεται η Σιάτιστα. Προς έκπληξη όλων μας, δε μας βάλανε με τίποτε και μόνο αργά το μεσημέρι έριξαν ορισμένες τουφεκιές. Στα Βέντζια την περάσαμε καλά, αν και δώσαμε μια μάχη. Στο χωριό Κνίδη εφοδιαστήκαμε με τρόφιμα.
Ο Ιούνιος μας βρίσκει στη θέση Κοκκινόβρυση Πιερρίων, σε υψόμετρο 1.300 μ. Ασφαλείς μεν από τον εχθρό, εξαντλημένοι όμως από την πείνα και την κούραση. Το κρύο εδώ ήταν τσουχτερό, αναγκαστήκαμε όλοι να φορέσουμε τις χλαίνες. Επόμενο εμπόδιο μπροστά μας, για το Καϊμακτσαλάν (όρος Βόρας), που ήταν ο προορισμός μας, ήταν ο δημόσιος δρόμος Κοζάνης – θεσσαλονίκης. Ξεγλιστράμε αθόρυβα τη δημοσιά και κάπου εκεί στους πρόποδες του Βέρμιου κυριολεκτικά πλακώσαμε όλη μέρα, μέσα στους θάμνους από πουρνάρια και πυξάρι. Καμιά κίνηση, ούτε νερό. Απέναντί μας, φαινόταν η πανοραμική Βέροια. Η παραμικρότερη κίνηση θα ‘ταν μοιραία, για την τύχη μας. Εκεί που βρισκόμασταν, ούτε που θα μπορούσαν να το σκεφτούν. Ξαπλωμένοι, όπως ήμασταν μέσα στα πουρνάρια, σαν γίδια, μας έπιασε όλους μια ανυπόφορη φαγούρα. Κοκκίνισε όλο το δέρμα μας.
Το πρωί της άλλης μέρας πιάσαμε το Βέρμιο. Κατά το μεσημέρι, μια διλοχία στρατού κινείται κατά πάνω μας. Παθαίνουν μια πανωλεθρία και φεύγουν εγκαταλείποντας ακόμη και τις χλαίνες τους στο πεδίο της μάχης. Θεονήστικοι, όπως ήμασταν, κάπου βρήκαν μια αποθήκη με καλαμποκίσιο αλεύρι – χωνεμένο, μύριζε και πίκριζε κι όλας – μας έδωσαν σ’ όλους από λίγο. Η διαταγή, όμως, ήταν ρητή: «Φάτε το έτσι με αλάτι. Φωτιά γιοκ, φαινόμαστε». Κάτω από μας ήταν το Μουχαρέμ Χάνι. Τα υψώματα και η σιδηροδρομική γραμμή φυλάγονταν από το στρατό.
Μόλις βράδιασε κάναμε γιουρούσι, για να περάσουμε τα στενά και να βγούμε στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν. Εκεί μας περίμεναν. Πέσαμε σε ενέδρα, αλλά περάσαμε σχετικά εύκολα και χωρίς απώλειες, χάρις στο υψηλό ηθικό των ανταρτών.
Μας ξημέρωσε στο χωριό Κερασιά. Ονομα και πράγμα! Ενα μικρό οροπέδιο ήταν κατάφυτο από κερασιές, φορτωμένες με κεράσια. Αψηφώντας τον κίνδυνο φάγαμε με την ψυχή μας. Επρεπε, όμως, ν’ ανεβούμε στο βουνό για ανεφοδιασμό κλπ. Οι προσδοκίες ορισμένων, ότι εκεί θα βρίσκαμε όσα χρειαζόμασταν, ναυάγησαν οικτρά. Την πρώτη γεύση την πήραμε, μ’ ένα αλευροτέντωμα, που μας έδωσαν (έτσι λέγαμε το κουρκούτι από καλαμποκάλευρο). Περνώντας μπροστά από το μάγειρα, μας έβαζε μια κουτάλα κουρκούτι. Οταν τέλειωσαν όλοι, ένας ξερακιανός και ψηλός αντάρτης, πατριώτης μου, χώθηκε μέσα στο καζάνι και έξυνε με το κουτάλι το τσικνωμένο κουρκούτι. Το καζάνι ήταν μπακιρένιο και αγάνωτο και υπήρχε φόβος να δηλητηριαστεί. Μάταια, θυμάμαι, ο λοχαγός Φιλίκου προσπαθούσε να τον βγάλει από μέσα. Δεκαπέντε μέρες καθίσαμε εκεί, μα την πείνα που τραβήξαμε θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Μια μέρα έρχεται στον ταγματάρχη Μπαρμπαλιά, ο λοχαγός Γιάννης, ένα γεροδεμένο παλικάρι και του λέει: Μπαρμπαλιά, οι άνδρες μου βρήκαν τομάρια από πρόβατα, τα ‘ψησαν και τα ‘φαγαν. Φρικιαστικά πράγματα. Τρόμαξε ο διοικητής. Επρεπε να βρουν διέξοδο. Αποφασίζουν να περάσουμε στο Νυμφαίο. Για το σκοπό αυτό έγινε ανεφοδιασμός, με αρκετά τρόφιμα από τα χωριά Αχλάδια και Σκοπιά. Οπως ήταν, όμως, οι αντάρτες πεινασμένοι και εξαντλημένοι, έφαγαν πολύ και με λαιμαργία και τους έπιασε κόψιμο. Πέφτουν κάτω από τον κοιλόπονο. Είχαμε και απώλειες όταν διασχίζαμε τον κάμπο της Φλώρινας.
Το Νυμφαίο, όμορφο ορεινό χωριό, μας δέχτηκε φιλόξενα και μας έδωσε τρόφιμα, καθώς και το όμορφο Σκλήρθο, σε συνέχεια, πολιτισμένο χωριό την εποχή εκείνη.
Η ανασύνταξη
Στα μέσα Ιούλη 1947, μας βρίσκει συγκεντρωμένους δέκα τάγματα του ΔΣΕ στο Λυκοκρέμασμα, μια τοποθεσία κοντά στη Ζούζουλη Κόνιτσας. Ενώθηκαν εκεί το αρχηγείο Χασίων και το αρχηγείο Βοΐου – Γράμμου. Ολο το επιτελείο του ΔΣΕ, αρχηγοί Αρχηγείων βρίσκονταν εκεί. Κικίτσας, Λασάνης, Χείμαρρος, Υψηλάντης, Σκοτίδας, Γιαννούλης, Λιάκος, Παπαδημητρίου, Σπύρος Πετρίτης κ.ά.
Από κοινού σχεδιάζεται, να κάνουμε έναν δυναμικό ελιγμό προς Ζαγοροχώρια. Εδώ θα δοκιμάζονταν, για πρώτη φορά, η δύναμη του ΔΣΕ μπροστά στον εχθρό. Ως τώρα, όλο το προηγούμενο διάστημα, ήμασταν υποχρεωμένοι σε νυχτερινές πορείες, σε ελιγμούς και αποφυγή – όσο το δυνατό – κάθε σύγκρουσης με τον εχθρό.
Η αντιπαράθεση αποφασίστηκε να γίνει στα υψώματα έξω από την Κόνιτσα, μέχρι και τη γέφυρα Μπουραζάνι. Ξεκινάμε από το Λυκοκρέμασμα νύχτα. Κάτω βλέπαμε τον Σαραντάπορο. Ολοι μας, περιμέναμε πότε θα φθάσουμε στο ποτάμι, να πιούμε λίγο νεράκι. Και τι απογοήτευση, όταν πλησιάζοντας εκεί, περνάμε πάνω από μια πέτρινη, καμπουρωτή γέφυρα, βλέποντας κάτω το ποτάμι, που κυλούσε ήσυχα τα νερά του, με λύπη που δεν μπορέσαμε να πιούμε μια στάλα νερό. Περνώντας τη γέφυρα, πήραμε την ανηφόρα. Βρίσκουμε κάτι καλύβια και βλέπω μια βρύση. Η βρύση ήταν βουλωμένη μ’ ένα ξύλο. Το βγάζω, βάζω το στόμα μου στη σωλήνα και πίνω, πίνω… Μπορεί να κατάπια και κανένα βατραχάκι. Δεν έφθασε όμως το νερό για όλους.
Το πρωί ήμασταν όλοι σε θέση μάχης. Τα αεροπλάνα όλη μέρα μυδραλιοβολούν αδιάκοπα. Στη γέφυρα του Μπουραζάνι, τα τμήματά μας είχαν σημαντικές επιτυχίες. Δύο βαριά πυροβόλα του εχθρού πιάνονται από τους αντάρτες και καταστρέφονται.
Ηταν η πρώτη φορά, που αντάρτες του ΔΣΕ, αντιπαρατάσσονταν σε μάχη, κατά μέτωπο, με τις κυβερνητικές δυνάμεις και διεξάχθηκε με επιτυχία. Το ηθικό των ανταρτών ήταν υψηλό, παρ’ όλες τις κακουχίες και ύστερα απ’ αυτές τις επιτυχίες αναπτερώθηκε πιο πολύ. Μετά την ολοήμερη μάχη, έπρεπε τη νύχτα, να ελιχθούμε προς τα Ζαγοροχώρια. Βαδίζαμε κατάκοποι και άυπνοι. Κυριολεκτικά κοιμούμασταν όρθιοι. Σ’ ένα αρδευτικό αυλάκι, καθώς βάδιζα με κλειστά μάτια, έπεσα μέσα. Μια σκέτη ψυχρολουσία, ό,τι έπρεπε για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου…
Και οι Διεθνείς Ταξιαρχίες…
Την άλλη μέρα, στα Ζαγοροχώρια, ήμασταν κυρίαρχοι της κατάστασης. Ολα τα χωριά έρημα, τα σπίτια άθικτα, απλώς μαρτυρούσαν ότι ο κόσμος είχε φύγει. Αυτή την απορία, μας την έλυσε την άλλη μέρα στο χωριό Κήπος, ο Παπανικόλας. Φθάσαμε στο χωριό και το τάγμα έπιασε γύρω θέσεις. Νάσου βγαίνει από την εκκλησία ο παπάς. Ο ταγματάρχης μας, απλός και σεμνός αγωνιστής, πλησιάζει τον παπά, τον πιάνει από το χέρι και φιλώντας τον του λέει: «Καλημέρα αφέντη». Ο παπάς τα ‘χασε. Αυτός περίμενε – όπως θα του είχανε ψάλλει – πως θα συναντούσε ανθρώπους άγριους, δολοφόνους, εγκληματίες, κλπ. Πήρε θάρρος από την υποδοχή που του κάναμε και άρχισε να μας λέει, ότι διαδόθηκε η φήμη, πως έφθασαν Διεθνείς Ταξιαρχίες και γι’ αυτό ο κόσμος, τρομοκρατημένος, εγκατέλειψε τα χωριά και έφυγε για τα Γιάννινα, όπου κι αυτά εκκενώνονται…
Τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα; Επειδή στα τμήματά μας έφθασαν νέες δυνάμεις, από την περιοχή των σλαβομακεδονικών χωριών και μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα, ακούγοντας ξένη διάλεκτο, νόμισαν ότι είναι Διεθνείς Ταξιαρχίες. Στον πόλεμο η φήμη μεγαλοποιεί τα πάντα.
Υστερα απ’ αυτόν τον ελιγμό και τις επιτυχίες που είχε, άλλαξε η τακτική το ΔΣΕ. Αρχισε η ανοιχτή αντιπαράθεση και η κατά μέτωπο σύγκρουση με τον εχθρό. Το φθινόπωρο του 1947, που ακολούθησε, ήταν θερμό και πολύ μαχητικό. Δόθηκαν μάχες στα υψώματα του Μετσόβου, η μάχη της Κόνιτσας και άλλες μικρότερες μάχες σ’ όλη την Ελλάδα, με μια σχετική ανάπαυλα το χειμώνα του 1947-48, για να ακολουθήσει το καλοκαίρι του 1948, η εποποιία του θρυλικού Γράμμου, με τα επακόλουθά της.
Μπροστά προμηνύονταν σκληρή και άνιση αναμέτρηση…
Νίκος ΝΤΑΜΠΙΚΗΣ
Σκοπός των επιχειρήσεων, που άρχισαν με την προσωπική επίβλεψη του στρατιωτικού συμβούλου της αμερικανικής πρεσβείας, Σνέκεμπεργκ, ήταν: Πρώτον, ο εγκλωβισμός των τμημάτων του ΔΣΕ κατά περιοχές και ο εξαναγκασμός τους σε άτακτη φυγή, χωρίς συνοχή κατά την απόπειρα διαφυγής τους, ώστε να επιτευχθεί έτσι η τμηματική εξόντωσή τους, και, δεύτερον, το σπρώξιμο τμημάτων του ΔΣΕ στους χώρους των γειτονικών Λαϊκών Δημοκρατιών, για να δοθεί, έτσι, η δυνατότητα στη λεγόμενη Βαλκανική Επιτροπή να «διαπιστώσει την έξωθεν ενίσχυση».
Ο σκοπός, όμως, αυτός δεν επιτεύχθηκε, αν και προκλήθηκαν σοβαρές απώλειες στις δυνάμεις του ΔΣΕ στον Κόζιακα και τα Τζουμέρκα, με αποτέλεσμα να διαλυθούν τα αρχηγεία.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Ο αντισυμμοριακός αγώνας 1945 – 1949″, σελ. 222, γράφει: «Εκ των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων, απεδείχθη ότι ο καθορισθείς σκοπός, η συντριβή του συμμοριτισμού, υπήρξε ανώτερος των δυνάμεων του στρατού».
Ο κυβερνητικός στρατός απέτυχε βασικά στους σκοπούς του, γιατί ήταν στρατός χωρίς ιδανικά, στρατός που δεν είχε διάθεση να πολεμήσει ενάντια στο λαό για λογαριασμό της ντόπιας και ξένης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Οι διοικήσεις του κυβερνητικού στρατού επέμεναν σε μεθόδους μάχης, που ανταποκρίνονταν μόνο στον ταχτικό πόλεμο και όχι στον ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα να δέχονται αιφνιδιαστικά χτυπήματα από το ΔΣΕ και να ανατρέπονται τα μερικότερα σχέδιά τους.
Ο ΔΣΕ, όχι μόνο δε συντρίφτηκε, αλλά, αντίθετα, τα τμήματά του, αφού μάτωσαν γερά τον κυβερνητικό στρατό κατά περιοχές, διείσδυσαν σε νέες περιοχές, όπως στην Ηπειρο, την Τριχωνίδα, τη Ναυπακτία, τη Δωρίδα και την Παρνασίδα.
Ο ΔΣΕ, όχι μονάχα δε διαλύθηκε, αλλά, αντίθετα, απέδειξε ότι υπάρχει και δρα και σε περιοχές, που δε δρούσε προηγούμενα. Ανέπτυξε τη δράση του στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενάντια σε στρατιωτικούς στόχους και αστικά κέντρα. Αύξησε γενικά τη δύναμή του κατά 50%.
Τη στρατιωτική αποτυχία της εκστρατείας του 1947 την ομολογεί και ο αρχηγός του ΓΕΣ, Κ. Βεντήρης στην 1098/41/3 – 11 – 47 άκρως απόρρητο διαταγή του, προς τους διοικητές Σωμάτων Στρατού και Μεραρχιών που τους λέει: «…Είναι βέβαιον και πρέπει να το ομολογήσωμεν ότι δεν επετύχαμεν μέχρι σήμερον τι το συντριπτικό… και είναι απόλυτος ανάγκη εντός του Νοεμβρίου, το επαναλαμβάνω εντός του Νοεμβρίου, να επιτευχθούν συντριπτικά αποτελέσματα. Τα αποφασιστικά ταύτα αποτελέσματα δεν επιβάλλουσι μόνον στρατιωτικοί λόγοι, αλλά και πολιτικοί τοιούτοι».
Πολιτικές παρενέργειες της αποτυχίας
Η αποτυχία των «εκκαθαριστικών» επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού ενάντια στο ΔΣΕ ανησύχησε σοβαρά τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, που είχαν αναλάβει τα ηνία στην Ελλάδα. Δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση του Δ. Μάξιμου, που ουσιαστικά εξέφραζε το Λαϊκό Κόμμα, προσανατολίστηκαν στο σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο ανασχηματισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στις 7 του Σεπτέμβρη 1947, με την ορκωμοσία της κυβέρνησης του γηραιού Θ. Σοφούλη και τη συμμετοχή σ’ αυτήν, 10 Φιλελευθέρων και 14 Λαϊκών.
Η κυβέρνηση Σοφούλη, πιστεύοντας ότι ήταν δυνατό να εξαπατήσει το λαό και να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις στον αγώνα ενάντια στο ΚΚΕ και το ΔΣΕ, διακήρυξε ότι θα ακολουθήσει πολιτική «κατευνασμού». Πρότεινε στη Βουλή την ψήφιση νόμου, με τον οποίο χορηγούσε αμνηστία σε όσους από τους αρχηγούς και μαχητές του ΔΣΕ παρουσιαστούν, μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου, «αυτοβούλως εις την πλησιεστέραν δικαστική, στρατιωτικήν ή αστυνομικής αρχήν… και αφοπλισθώσιν…».
Το ΚΚΕ ξεσκέπασε την πολιτική δημαγωγία της κυβέρνησης Σοφούλη και δήλωσε ότι μια πραγματική πολιτική κατευνασμού έπρεπε να συνοδεύεται από γενική πολιτική αμνηστία και το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, που θα διεξήγαγε ελεύθερες και ανόθευτες εκλογές για την εξασφάλιση ομαλής δημοκρατικής πορείας.
Η παραπλανητική επιχείρηση απέτυχε και η κυβέρνηση Σοφούλη επανέλαβε τις εκτελέσεις, που τις είχε αναστείλει προσωρινά και προχώρησε σε νέα τρομοκρατικά και αντιλαϊκά μέτρα. Στις 13 του Οκτώβρη 1947 τέθηκε σε ισχύ και στην Αθήνα ο νόμος για τα μέτρα έκτακτης ανάγκης και άρχισαν να λειτουργούν και στην περιοχή της τα έκτακτα στρατοδικεία. Στις 17 του Οκτώβρη στη Θεσσαλονίκη έγιναν 11 εκτελέσεις. Στις 18 του Οκτώβρη η κυβέρνηση έκλεισε τις εφημερίδες «Ριζοσπάστης» και «Ελεύθερη Ελλάδα».
«Θα ‘πρεπε να ήσουν ατσάλινος για ν’ αντέξεις»
Η προσωπική μαρτυρία ενός αγωνιστή του ΔΣΕ, για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1947
Ηταν Μάης του 1947. Το τάγμα του ΔΣΕ με διοικητή τον Ρούνη Ηλία (Μπαρμπαλιά), δασάρχη Σιάτιστας, ενταγμένο στη δύναμη του Αρχηγείου Χασίων, είχε θέσεις στα υψώματα Αγ. Νικολάου, Αγιόφυλου Καλαμπάκας.
Από πληροφορίες, που είχε συλλέξει η διοίκηση του τάγματος, ο κυβερνητικός στρατός προετοιμαζόταν για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στα τμήματα των ανταρτών. Το ταχύτερο δυνατό έπρεπε να αλλάξουμε θέσεις και να ελιχθούμε προς βορράν. Για το σκοπό αυτό, τη νύχτα της 12ης προς 13η Μάη, το τάγμα κινείται προς δυσμάς και τα ξημερώματα της 13ης Μάη μας βρίσκει στις ράχες Γεωργίτσας. Εκεί λουφάξαμε όλη μέρα καλυμμένοι μέσα στο πυκνό δάσος. Μόλις βράδιασε ξεκινάμε πάλι για πορεία, έπρεπε να περάσουμε έξω από το χωριό Κηπουριό Γρεβενών. Τα υψώματα του χωριού, τα κατείχε μια διλοχία στρατού. Ξεγλιστράμε, κάτω από τη μύτη τους, χωρίς να μας αντιληφθούν και μας ξημερώνει στο βουνό Ορλιακα.
Επρεπε, όμως, να αλλάζουμε συνέχεια θέσεις, γιατί η παραμονή μας σ’ ένα μέρος θα εγκυμονούσε κινδύνους να κυκλωθούμε. Γι’ αυτό, ύστερα από κοπιαστικές ολονύχτιες πορείες, κάπου πιάναμε θέσεις το πρωί, λουφάζοντας όλη μέρα.
Θυμάμαι τη νύχτα, σκοτάδι όπως ήταν, δούλευε το «τηλέφωνο», ο ένας μετά τον άλλο μεταδίδαμε τις εντολές της διοίκησης. Οταν κοβόταν η φάλαγγα, για να συνδεθούμε, έπρεπε χαμηλόφωνα να φωνάζουμε ο ένας τον άλλον: Κόπηκε η φάλαγγα. Ο ταγματάρχης μας, καλοκάγαθος και πράος, με δέος φώναζε: «Να μην ακούω αυτή την απαίσια φράση».
Σκληρές, ατέλειωτες πορείες
Ομως, η πραγματικότητα ήταν σκληρή. Κούραση, αϋπνία, τρεξίματα, πείνα. Θα ‘πρεπε να ήσουν ατσάλινος για ν’ αντέξεις. Και όμως, οι μαχητές άντεξαν. Θυμάμαι τη διαδρομή Γέρμα – Μπούρινο. Θα ‘πρεπε να την κάνουμε, μέσα σε μια νύχτα και κάτω από τη μύτη του εχθρού. Μέσα από τη δημοσιά, Καστοριάς – Κοζάνης, με συνεχή τρεχάματα, σκαρφαλώναμε τα χαράματα στους πρόποδες του Μπούρινου, στο χωριό Παλαιόκαστρο. Απέναντί μας, κατάμουτρα, φαίνεται η Σιάτιστα. Προς έκπληξη όλων μας, δε μας βάλανε με τίποτε και μόνο αργά το μεσημέρι έριξαν ορισμένες τουφεκιές. Στα Βέντζια την περάσαμε καλά, αν και δώσαμε μια μάχη. Στο χωριό Κνίδη εφοδιαστήκαμε με τρόφιμα.
Ο Ιούνιος μας βρίσκει στη θέση Κοκκινόβρυση Πιερρίων, σε υψόμετρο 1.300 μ. Ασφαλείς μεν από τον εχθρό, εξαντλημένοι όμως από την πείνα και την κούραση. Το κρύο εδώ ήταν τσουχτερό, αναγκαστήκαμε όλοι να φορέσουμε τις χλαίνες. Επόμενο εμπόδιο μπροστά μας, για το Καϊμακτσαλάν (όρος Βόρας), που ήταν ο προορισμός μας, ήταν ο δημόσιος δρόμος Κοζάνης – θεσσαλονίκης. Ξεγλιστράμε αθόρυβα τη δημοσιά και κάπου εκεί στους πρόποδες του Βέρμιου κυριολεκτικά πλακώσαμε όλη μέρα, μέσα στους θάμνους από πουρνάρια και πυξάρι. Καμιά κίνηση, ούτε νερό. Απέναντί μας, φαινόταν η πανοραμική Βέροια. Η παραμικρότερη κίνηση θα ‘ταν μοιραία, για την τύχη μας. Εκεί που βρισκόμασταν, ούτε που θα μπορούσαν να το σκεφτούν. Ξαπλωμένοι, όπως ήμασταν μέσα στα πουρνάρια, σαν γίδια, μας έπιασε όλους μια ανυπόφορη φαγούρα. Κοκκίνισε όλο το δέρμα μας.
Το πρωί της άλλης μέρας πιάσαμε το Βέρμιο. Κατά το μεσημέρι, μια διλοχία στρατού κινείται κατά πάνω μας. Παθαίνουν μια πανωλεθρία και φεύγουν εγκαταλείποντας ακόμη και τις χλαίνες τους στο πεδίο της μάχης. Θεονήστικοι, όπως ήμασταν, κάπου βρήκαν μια αποθήκη με καλαμποκίσιο αλεύρι – χωνεμένο, μύριζε και πίκριζε κι όλας – μας έδωσαν σ’ όλους από λίγο. Η διαταγή, όμως, ήταν ρητή: «Φάτε το έτσι με αλάτι. Φωτιά γιοκ, φαινόμαστε». Κάτω από μας ήταν το Μουχαρέμ Χάνι. Τα υψώματα και η σιδηροδρομική γραμμή φυλάγονταν από το στρατό.
Μόλις βράδιασε κάναμε γιουρούσι, για να περάσουμε τα στενά και να βγούμε στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν. Εκεί μας περίμεναν. Πέσαμε σε ενέδρα, αλλά περάσαμε σχετικά εύκολα και χωρίς απώλειες, χάρις στο υψηλό ηθικό των ανταρτών.
Μας ξημέρωσε στο χωριό Κερασιά. Ονομα και πράγμα! Ενα μικρό οροπέδιο ήταν κατάφυτο από κερασιές, φορτωμένες με κεράσια. Αψηφώντας τον κίνδυνο φάγαμε με την ψυχή μας. Επρεπε, όμως, ν’ ανεβούμε στο βουνό για ανεφοδιασμό κλπ. Οι προσδοκίες ορισμένων, ότι εκεί θα βρίσκαμε όσα χρειαζόμασταν, ναυάγησαν οικτρά. Την πρώτη γεύση την πήραμε, μ’ ένα αλευροτέντωμα, που μας έδωσαν (έτσι λέγαμε το κουρκούτι από καλαμποκάλευρο). Περνώντας μπροστά από το μάγειρα, μας έβαζε μια κουτάλα κουρκούτι. Οταν τέλειωσαν όλοι, ένας ξερακιανός και ψηλός αντάρτης, πατριώτης μου, χώθηκε μέσα στο καζάνι και έξυνε με το κουτάλι το τσικνωμένο κουρκούτι. Το καζάνι ήταν μπακιρένιο και αγάνωτο και υπήρχε φόβος να δηλητηριαστεί. Μάταια, θυμάμαι, ο λοχαγός Φιλίκου προσπαθούσε να τον βγάλει από μέσα. Δεκαπέντε μέρες καθίσαμε εκεί, μα την πείνα που τραβήξαμε θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Μια μέρα έρχεται στον ταγματάρχη Μπαρμπαλιά, ο λοχαγός Γιάννης, ένα γεροδεμένο παλικάρι και του λέει: Μπαρμπαλιά, οι άνδρες μου βρήκαν τομάρια από πρόβατα, τα ‘ψησαν και τα ‘φαγαν. Φρικιαστικά πράγματα. Τρόμαξε ο διοικητής. Επρεπε να βρουν διέξοδο. Αποφασίζουν να περάσουμε στο Νυμφαίο. Για το σκοπό αυτό έγινε ανεφοδιασμός, με αρκετά τρόφιμα από τα χωριά Αχλάδια και Σκοπιά. Οπως ήταν, όμως, οι αντάρτες πεινασμένοι και εξαντλημένοι, έφαγαν πολύ και με λαιμαργία και τους έπιασε κόψιμο. Πέφτουν κάτω από τον κοιλόπονο. Είχαμε και απώλειες όταν διασχίζαμε τον κάμπο της Φλώρινας.
Το Νυμφαίο, όμορφο ορεινό χωριό, μας δέχτηκε φιλόξενα και μας έδωσε τρόφιμα, καθώς και το όμορφο Σκλήρθο, σε συνέχεια, πολιτισμένο χωριό την εποχή εκείνη.
Η ανασύνταξη
Στα μέσα Ιούλη 1947, μας βρίσκει συγκεντρωμένους δέκα τάγματα του ΔΣΕ στο Λυκοκρέμασμα, μια τοποθεσία κοντά στη Ζούζουλη Κόνιτσας. Ενώθηκαν εκεί το αρχηγείο Χασίων και το αρχηγείο Βοΐου – Γράμμου. Ολο το επιτελείο του ΔΣΕ, αρχηγοί Αρχηγείων βρίσκονταν εκεί. Κικίτσας, Λασάνης, Χείμαρρος, Υψηλάντης, Σκοτίδας, Γιαννούλης, Λιάκος, Παπαδημητρίου, Σπύρος Πετρίτης κ.ά.
Από κοινού σχεδιάζεται, να κάνουμε έναν δυναμικό ελιγμό προς Ζαγοροχώρια. Εδώ θα δοκιμάζονταν, για πρώτη φορά, η δύναμη του ΔΣΕ μπροστά στον εχθρό. Ως τώρα, όλο το προηγούμενο διάστημα, ήμασταν υποχρεωμένοι σε νυχτερινές πορείες, σε ελιγμούς και αποφυγή – όσο το δυνατό – κάθε σύγκρουσης με τον εχθρό.
Η αντιπαράθεση αποφασίστηκε να γίνει στα υψώματα έξω από την Κόνιτσα, μέχρι και τη γέφυρα Μπουραζάνι. Ξεκινάμε από το Λυκοκρέμασμα νύχτα. Κάτω βλέπαμε τον Σαραντάπορο. Ολοι μας, περιμέναμε πότε θα φθάσουμε στο ποτάμι, να πιούμε λίγο νεράκι. Και τι απογοήτευση, όταν πλησιάζοντας εκεί, περνάμε πάνω από μια πέτρινη, καμπουρωτή γέφυρα, βλέποντας κάτω το ποτάμι, που κυλούσε ήσυχα τα νερά του, με λύπη που δεν μπορέσαμε να πιούμε μια στάλα νερό. Περνώντας τη γέφυρα, πήραμε την ανηφόρα. Βρίσκουμε κάτι καλύβια και βλέπω μια βρύση. Η βρύση ήταν βουλωμένη μ’ ένα ξύλο. Το βγάζω, βάζω το στόμα μου στη σωλήνα και πίνω, πίνω… Μπορεί να κατάπια και κανένα βατραχάκι. Δεν έφθασε όμως το νερό για όλους.
Το πρωί ήμασταν όλοι σε θέση μάχης. Τα αεροπλάνα όλη μέρα μυδραλιοβολούν αδιάκοπα. Στη γέφυρα του Μπουραζάνι, τα τμήματά μας είχαν σημαντικές επιτυχίες. Δύο βαριά πυροβόλα του εχθρού πιάνονται από τους αντάρτες και καταστρέφονται.
Ηταν η πρώτη φορά, που αντάρτες του ΔΣΕ, αντιπαρατάσσονταν σε μάχη, κατά μέτωπο, με τις κυβερνητικές δυνάμεις και διεξάχθηκε με επιτυχία. Το ηθικό των ανταρτών ήταν υψηλό, παρ’ όλες τις κακουχίες και ύστερα απ’ αυτές τις επιτυχίες αναπτερώθηκε πιο πολύ. Μετά την ολοήμερη μάχη, έπρεπε τη νύχτα, να ελιχθούμε προς τα Ζαγοροχώρια. Βαδίζαμε κατάκοποι και άυπνοι. Κυριολεκτικά κοιμούμασταν όρθιοι. Σ’ ένα αρδευτικό αυλάκι, καθώς βάδιζα με κλειστά μάτια, έπεσα μέσα. Μια σκέτη ψυχρολουσία, ό,τι έπρεπε για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου…
Και οι Διεθνείς Ταξιαρχίες…
Την άλλη μέρα, στα Ζαγοροχώρια, ήμασταν κυρίαρχοι της κατάστασης. Ολα τα χωριά έρημα, τα σπίτια άθικτα, απλώς μαρτυρούσαν ότι ο κόσμος είχε φύγει. Αυτή την απορία, μας την έλυσε την άλλη μέρα στο χωριό Κήπος, ο Παπανικόλας. Φθάσαμε στο χωριό και το τάγμα έπιασε γύρω θέσεις. Νάσου βγαίνει από την εκκλησία ο παπάς. Ο ταγματάρχης μας, απλός και σεμνός αγωνιστής, πλησιάζει τον παπά, τον πιάνει από το χέρι και φιλώντας τον του λέει: «Καλημέρα αφέντη». Ο παπάς τα ‘χασε. Αυτός περίμενε – όπως θα του είχανε ψάλλει – πως θα συναντούσε ανθρώπους άγριους, δολοφόνους, εγκληματίες, κλπ. Πήρε θάρρος από την υποδοχή που του κάναμε και άρχισε να μας λέει, ότι διαδόθηκε η φήμη, πως έφθασαν Διεθνείς Ταξιαρχίες και γι’ αυτό ο κόσμος, τρομοκρατημένος, εγκατέλειψε τα χωριά και έφυγε για τα Γιάννινα, όπου κι αυτά εκκενώνονται…
Τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα; Επειδή στα τμήματά μας έφθασαν νέες δυνάμεις, από την περιοχή των σλαβομακεδονικών χωριών και μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα, ακούγοντας ξένη διάλεκτο, νόμισαν ότι είναι Διεθνείς Ταξιαρχίες. Στον πόλεμο η φήμη μεγαλοποιεί τα πάντα.
Υστερα απ’ αυτόν τον ελιγμό και τις επιτυχίες που είχε, άλλαξε η τακτική το ΔΣΕ. Αρχισε η ανοιχτή αντιπαράθεση και η κατά μέτωπο σύγκρουση με τον εχθρό. Το φθινόπωρο του 1947, που ακολούθησε, ήταν θερμό και πολύ μαχητικό. Δόθηκαν μάχες στα υψώματα του Μετσόβου, η μάχη της Κόνιτσας και άλλες μικρότερες μάχες σ’ όλη την Ελλάδα, με μια σχετική ανάπαυλα το χειμώνα του 1947-48, για να ακολουθήσει το καλοκαίρι του 1948, η εποποιία του θρυλικού Γράμμου, με τα επακόλουθά της.
Μπροστά προμηνύονταν σκληρή και άνιση αναμέτρηση…
Νίκος ΝΤΑΜΠΙΚΗΣ
Η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ
«Όλοι στ’ άρματα-όλα για τη νίκη»
Ένα από τα πιο σημαντικά και πιο πολυσυζητημένα Σώματα του ΚΚΕ στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου είναι η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του Κόμματος, που συνήλθε το Σεπτέμβρη του 1947. Πρόκειται για την Ολομέλεια που επικύρωσε τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της κομματικής δουλιάς στην ένοπλη δράση. Η μετατόπιση αυτή είχε ήδη αρχίσει να πραγματοποιείται από την Ανοιξη του ’47. Πρόκειται όμως και για το κομματικό Σώμα που απασχόλησε πολύ στη συνέχεια το ΚΚΕ, αφού οι αποφάσεις του, σε σχέση με το χρόνο που λήφθηκαν, κρίθηκαν ανεδαφικές και συνεπώς αντικειμενικά ανεφάρμοστες.
Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τον Σεπτέμβρη του 1947 είχαν συντελεστεί σημαντικές αλλαγές στη χώρα, σε βάρος του ΚΚΕ, του ΔΣΕ και του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Η αμερικάνικη επέμβαση επέφερε δραστική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, που τώρα πια έγερνε αισθητά υπέρ του αντιπάλου. Επίσης είχε αρκετά οργανωθεί το αστικό κράτος και τα όργανα καταστολής του. Είχε εκκαθαριστεί σε μεγάλο βαθμό από κομμουνιστές, αριστερούς και δημοκράτες ο κρατικός μηχανισμός, ο στρατός, η αστυνομία και είχε χτυπηθεί το λαϊκό κίνημα, μέσω της τρομοκρατίας, των μαζικών διώξεων, των συλλήψεων, των φυλακίσεων και εκτοπίσεων. Τέλος, με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που πραγματοποίησε ο αστικός στρατός από τον Μάρτη ως τον Ιούλη του ’47, αν και δεν έγινε κατορθωτός ο αντικειμενικός στόχος της διάλυσης του ΔΣΕ, εντούτοις άδειασαν σε μεγάλο βαθμό την ύπαιθρο (σε 800.000 υπολογίζονται οι ξεσπιτωμένοι κάτοικοι της υπαίθρου που οδηγήθηκαν βίαια στα αστικά κέντρα), αφαιρώντας από τον ΔΣΕ κρίσιμους κρίκους τροφοδότησης και εφεδρειών.
Αυτές οι αλλαγές δε λήφθηκαν υπόψη από την 3η Ολομέλεια της ΚΕ του κόμματος. Αντίθετα, στις εργασίες της επικράτησε ο ενθουσιασμός, η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του λαϊκού κινήματος και η υποτίμηση του αντιπάλου.
Οι εργασίες της 3ης Ολομέλειας πραγματοποιήθηκαν σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα συνήλθε στο εξωτερικό (κατά πάσα πιθανότητα στη Γιουγκοσλαβία, αν και ορισμένες μαρτυρίες που έχουμε υπόψη μας κάνουν λόγο για την Αλβανία), στις 11 και 12 Σεπτέμβρη του 1947, με τη συμμετοχή μελών της ΚΕ που βρίσκονταν στο εξωτερικό και στο βουνό. Στο τμήμα αυτό (που ονομάστηκε κλιμάκιο Ελεύθερης Ελλάδας) πήραν μέρος: Ο Ν. Ζαχαριάδης, ο Γ. Ιωαννίδης, ο Μ. Βαφειάδης, ο Λ. Στρίγκος, ο Π. Ρούσος και ο Γ. Ερυθριάδης. Στις 12 Σεπτέμβρη, τα μέλη της ΚΕ που προαναφέραμε συνεδρίασαν από κοινού με στρατιωτικά στελέχη του ΔΣΕ – μέλη του Κόμματος, όπου συζήτησαν και κατέληξαν στο στρατιωτικό σχέδιο δράσης του Δημοκρατικού Στρατού, το επονομαζόμενο σχέδιο «Λίμνες». Στη στρατιωτικοπολιτική αυτή σύσκεψη, εκτός των μελών της ΚΕ, συμμετείχαν επίσης οι: Στ. Παπαγιάννης, επιτελάρχης του ΔΣΕ, Γ. Κικίτσας, διοικητής του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Ν. Κανακαρίδης, διοικητής του ΔΣΕ Δ. Θράκης και Λασσάνης, διοικητής του ΔΣΕ Ανατολικής Μακεδονίας.
Το άλλο τμήμα της ΚΕ συνήλθε στην Αθήνα, στις 27 Σεπτέμβρη 1947 με τη συμμετοχή μελών της που βρίσκονταν εκεί. Πήραν μέρος τα εξής μέλη της ΚΕ: Στέργιος Αναστασιάδης, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Μήτσος Βλαντάς, Παναγιώτης Μαυρομάτης, Κώστας Καραγιώργης, Σωτήρης Σουκαράς και Αχιλλέας Μπλάνας.
Οι ημερομηνίες, που δόθηκαν τότε στη δημοσιότητα, ότι η Ολομέλεια συνήλθε στο διάστημα 12 – 15 Σεπτέμβρη ήταν οπωσδήποτε παραπλανητικές και εξυπηρετούσαν συνωμοτικούς σκοπούς.
Και τα δύο αυτά τμήματα της ΚΕ ήταν ισότιμα, αν και το πρώτο (των μελών που βρίσκονταν στο εξωτερικό και στο βουνό) αντικειμενικά είχε, στην πράξη, το προβάδισμα, λόγω και του χαρακτήρα των αποφάσεων που πάρθηκαν. Συγκεκριμένα, το τμήμα αυτό των μελών της ΚΕ συζήτησε και κατέληξε ομόφωνα σε μια σειρά αποφάσεις. Στη συνέχεια οι αποφάσεις αυτές στάλθηκαν στην Αθήνα, όπου επίσης εγκρίθηκαν ομόφωνα – με ορισμένες παρατηρήσεις σε δευτερεύοντα ζητήματα – από το τμήμα των μελών της ΚΕ που συνεδρίασαν εκεί. Γι’ αυτές τις αποφάσεις ενημερώθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της ΚΕ που δεν πήραν μέρος στη συνεδρίαση του ενός ή του άλλου τμήματος, χωρίς να καταγραφεί από τα στοιχεία που έχουμε καμιά διαφωνία, όσον αφορά τον προσανατολισμό που έδινε η Ολομέλεια στο Κόμμα.
Στη συνεδρίαση του κλιμακίου της Ελεύθερης Ελλάδας έγιναν δύο εισηγήσεις. Για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, την πορεία του λαϊκοαπελευθερωτικού αγώνα και τα καθήκοντα του Κόμματος εισήγηση έκανε ο Ν. Ζαχαριάδης. Για τη στρατιωτική κατάσταση και τα άμεσα καθήκοντα του ΔΣΕ εισήγηση έκανε ο Μ. Βαφειάδης.
Το κλιμάκιο αυτό κατέληξε στις εξής αποφάσεις: Ενέκρινε πολιτική απόφαση, το στρατιωτικό σχέδιο επιχειρήσεων του ΔΣΕ γνωστό με την επωνυμία «Σχέδιο Λίμνες», καθώς και απόφαση, για τους λεγόμενους δηλωσίες. Τέλος, πήρε μια σειρά οργανωτικά μέτρα για την εκπλήρωση των στόχων που έμπαιναν μπροστά στο Κόμμα, το λαϊκό κίνημα και τον ΔΣΕ.
Η πολιτική απόφαση της Ολομέλειας και το στρατιωτικό σχέδιο κρατήθηκαν απόρρητα. Στη δημοσιότητα («Ριζοσπάστης» 8/10/1947) αποφασίστηκε να δοθεί μόνο μια μακροσκελής «Ανακοίνωση του Προεδρείου» της Ολομέλειας κι ένα μέρος της απόφασης για τους «Δηλωσίες», διότι όπως προαναφέραμε το κλιμάκιο της Αθήνας εκτίμησε, ότι αυτή η απόφαση δεν έπρεπε προς το παρόν να δοθεί ολόκληρη στη δημοσιότητα.
Οι αποφάσεις
Στην πολιτική απόφαση της Ολομέλειας διαπιστώνεται πως «ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με τη δική της κυβέρνηση» κι ότι «ο κίνδυνος ένοπλης αμερικανικής επέμβασης κάνει αναπότρεπτο αυτό το καθήκον που σημαίνει την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας». Στη συνέχεια υπογραμμίζεται ότι «χωρίς αδυνάτισμα των επίμονων προσπαθειών του ΚΚΕ, ολόκληρου του ΕΑΜ και των άλλων κομμάτων της δημοκρατικής Αριστεράς, που κατευθύνονται προς την ειρήνη και το δημοκρατικό συμβιβασμό που θα οδηγούσε τη χώρα σε ελεύθερες εκλογές, η Ολομέλεια αποφασίζει να μεταφέρει αποφασιστικά το κέντρο βάρους όλης της κομματικής δουλιάς στον πολεμικό – επιχειρησιακό τομέα για να ανυψώσει τον ΔΣΕ σε κείνη τη δύναμη που στο συντομότερο δυνατό διάστημα θα οδηγήσει στη δημιουργία ελεύθερης Ελλάδας βασικά σε όλες τις βόρειες περιοχές της χώρας». Η Ολομέλεια επίσης, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε την ύπαρξη οπορτουνιστικών ταλαντεύσεων μέσα στο Κόμμα και κάλεσε στο γρήγορο ξεπέρασμά τους.
Στο «Σχέδιο Λίμνες» ως άμεσος στρατηγικός στόχος του ΔΣΕ προσδιορίστηκε η «απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας – Θράκης με κέντρο τη Θεσσαλονίκη». Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου ως βασική προϋπόθεση το σχέδιο έθετε τη μετατροπή του Δημοκρατικού Στρατού σε υπολογίσιμο τακτικό στρατό με τριπλασιασμό της δύναμης του, ως την Ανοιξη του 1948. Με δεδομένο ότι στο σχέδιο καταγράφεται, ότι ο ΔΣΕ το Σεπτέμβρη του 1947 είχε δύναμη 24.000 ανδρών, από τους οποίους παραταχτεί ήταν οι 18.000, ο τριπλασιασμός του σήμαινε παραταχτεί δύναμη 50 με 60 χιλιάδων ανδρών.
Η Ολομέλεια, όπως προαναφέραμε (σύμφωνα με το περιληπτικό πρακτικό των εργασιών της που βρίσκεται στο «αρχείο ΚΚΕ – ΑΣΚΙ» – Κ383/Φ:20/33/34) πήρε μια σειρά οργανωτικά μέτρα στα πλαίσια υλοποίησης των νέων καθηκόντων του κόμματος και του ΔΣΕ.
Συγκεκριμένα αποφάσισε:
– Τη δημιουργία, σε συμφωνία με την Αθήνα, δύο κλιμακίων του ΠΓ. Ενα στην πρωτεύουσα κι ένα στην Ελεύθερη Ελλάδα – εξωτερικό. Το κλιμάκιο του ΠΓ Ελεύθερης Ελλάδας – Εξωτερικού (ή αλλιώς 2ο κλιμάκιο) θα αποτελούσαν οι Ν. Ζαχαριάδης, Γ. Ιωαννίδης, Μ. Βαφειάδης, Λ. Στρίγκος και Π. Ρούσος με γραμματεία τους Ζαχαριάδη, Ιωαννίδη, Βαφειάδη.
– Να μεταβεί ο Ιωαννίδης στο βουνό και από κοινού με τον Μ. Βαφειάδη και τον Λ. Στρίγκο να καθοδηγήσουν την πραγματοποίηση των αποφάσεων που αφορούν το ΔΣΕ και την εφαρμογή του «Σχεδίου Λίμνες».
– Το κλιμάκιο του ΠΓ Αθήνας να στρατολογήσει για τον ΔΣΕ 1.500 μέλη του Κόμματος από την πρωτεύουσα, 600 από τον Πειραιά και 500 από τη Θεσσαλονίκη.
– Να αντικατασταθεί ο διοικητής Θεσσαλίας του ΔΣΕ Κίσσαβος και ο διοικητής της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας Κικίτσας και να ετοιμαστούν γι’ αυτές τις θέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα νέοι πιο ικανοί στρατιωτικοί διοικητές.
Η απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ
Το πλήρες κείμενο, που δε δόθηκε τότε στη δημοσιότητα
«Απόφαση της Τρίτης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ
12 του Σεπτέμβρη 1947
(Δε δίνεται στη δημοσιότητα)
1. Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με δική της κυβέρνηση. Ο κίνδυνος ένοπλης αμερικάνικης επέμβασης κάνει αναπότρεπτο αυτό το καθήκον που σημαίνει την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας.
Η σταθεροποίηση και ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και οι νίκες του, καθώς και η πολιτική και οικονομική χρεοκοπία του μοναρχοφασισμού κάνουν καθαρό σε όλο και πλατύτερα στρώματα του λαού ότι η κατοχύρωση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της εργασίας των λαϊκών μαζών, η ανοικοδόμηση, η ακεραιότητα και η ειρήνη στη χώρα μπορούν να εξασφαλιστούν μονάχα με νίκη της πολιτικής του ΕΑΜ, που ο πιο αποφασιστικός φορέας της αυτή τη στιγμή είναι ο ΔΣΕ, σαν η πρωτοπορία σε ολόκληρο το δημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας.
Η ανάπτυξη και η σταθεροποίηση της δημοκρατίας και του δημοκρατικού κινήματος σε πρώτη γραμμή στην Ευρώπη και η αλληλεγγύη τους με τον αγώνα του δικού μας λαού αποτελούν ουσιαστική σοβαρή βοήθεια στο κίνημά μας.
2. Χωρίς αδυνάτισμα των επίμονων προσπαθειών του ΚΚΕ, ολόκληρου του ΕΑΜ και των άλλων κομμάτων της δημοκρατικής Αριστεράς, που κατευθύνονται προς την ειρήνη και το δημοκρατικό συμβιβασμό που θα οδηγούσε τη χώρα σε ελεύθερες εκλογές, η Ολομέλεια αποφασίζει να μεταφέρει αποφασιστικά το κέντρο του βάρους όλης της κομματικής δουλιάς στον πολεμικό – επιχειρησιακό τομέα για να ανυψώσει τον ΔΣΕ σε κείνη τη δύναμη που στο συντομότερο δυνατό διάστημα θα οδηγήσει στη δημιουργία της ελεύθερης Ελλάδας βασικά σε όλες τις βόρειες περιοχές της χώρας. Για το σκοπό αυτό η Ολομέλεια αποφασίζει:
α) Να επιστρατευτούν όλες οι δυνάμεις του Κόμματος για την ολόπλευρη υποστήριξη, ανάπτυξη και καθοδήγηση της πολεμικής δουλιάς του ΔΣΕ.
β) Από στρατιωτική άποψη εγκρίνει σε γενικές γραμμές σαν βάση για την πραγματοποίηση της πολιτικής του ΚΚΕ, που σκοπεύει στη δημιουργία ελεύθερου εδάφους στη Βόρεια Ελλάδα, την εισήγηση της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας του ΔΣΕ.
γ) Αναθέτει στο δεύτερο κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου την καθοδήγηση και οργάνωση επιτόπου στην ελεύθερη περιοχή όλης της κομματικής και πολιτικοστρατιωτικής δουλιάς για την πραγματοποίηση αυτής της απόφασης και ιδιαίτερα του σχεδίου του ΔΣΕ.
3. Η 3η Ολομέλεια εφιστά την προσοχή όλου του Κόμματος στην οπορτουνιστική αναποφασιστικότητα και ταλαντεύσεις που εμφανίζονται και μεταξύ καθοδηγητικών στελεχών σχετικά με τη συνέπεια και αποφασιστικότητα που ήταν αναγκαίες για να μπορέσει το Κόμμα εξ ολοκλήρου να αφιερωθεί στην υπόθεση της καθοδήγησης και ανάπτυξης της αντίστασης του λαού ενάντια στη νέα αμερικανική και αγγλική κατοχή. Η αναποφασιστικότητα και οι ταλαντεύσεις εκφράστηκαν εκτός άλλων και στο ότι παλιότερα καθοδηγητικά στελέχη (Ρουμελιώτης, Λευτεριάς), παρά την κομματική εντολή, αρνήθηκαν να βγουν στο βουνό και στο ότι χιλιάδες μέλη του Κόμματος αντιμετώπισαν παθητικά τις διώξεις του εχθρού και αντί να βγουν στο βουνό βρέθηκαν στις φυλακές και στις εξορίες. Παρόμοιες ταλαντεύσεις επίσης φρέναραν τη δουλιά της καθοδήγησης σε ορισμένες οργανώσεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη) σχετικά με τη σταθερή ανάπτυξη της λαϊκής αντίστασης.
Αυτή η αναποφασιστικότητα και οι ταλαντεύσεις που εξηγούνται με ξένες επιδράσεις στις γραμμές του Κόμματος στάθηκαν μέχρι σήμερα σοβαρό εμπόδιο στην πραγματοποίηση της κομματικής γραμμής.
Η επιτυχία της γραμμής του ΚΚΕ σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται από το γρήγορο και αποφασιστικό ξεπέρασμα αυτής της αναποφασιστικότητας και των ταλαντεύσεων.
4. Η Ολομέλεια διαπιστώνει τη σοβαρή καθυστέρηση που παρατηρείται στην ανάπτυξη της λαϊκής αντίστασης στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Καβάλα κ.ά.) και καλεί τις κομματικές καθοδηγήσεις και όλα τα μέλη του Κόμματος σ’ αυτές τις πόλεις να ξεπεράσουν στο πιο σύντομο διάστημα αυτή την καθυστέρηση.
5. Η Ολομέλεια διακηρύττει ότι παρά αυτές τις δυσκολίες που προκαλεί στο δημοκρατικό κίνημα κατά κύριο λόγο η αμερικανική επέμβαση, η πάλη του λαού μας και η δράση του ΔΣΕ δείχνουν ότι η νίκη ανήκει στο λαό και ότι η κατάκτησή της εξαρτάται από την αποφασιστικότητα, την πρωτοποριακή δουλιά, τον ηρωισμό, την αυταπάρνηση που θα δείξει το ΚΚΕ και όλα τα μέλη του επικεφαλής του αγωνιζόμενου λαού.
Το ΚΚΕ για άλλη μια φορά καλείται να εκπληρώσει εξ ολοκλήρου το καθήκον του απέναντι στο λαό και την Ελλάδα».
Σημείωση: Το κείμενο της απόρρητης απόφασης της 3ης Ολομέλειας, που δημοσιεύουμε εδώ, βρίσκεται στα ρώσικα και σε αντίστοιχη ελληνική μετάφραση στο «Αρχείο ΚΚΕ – ΑΣΚΙ» (αριθμός αρχειοθέτησης: Κ383/Φ: 20/33/34). Το πρωτότυπο της απόφασης αυτής στα ελληνικά δεν έχει ακόμη βρεθεί.
Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τον Σεπτέμβρη του 1947 είχαν συντελεστεί σημαντικές αλλαγές στη χώρα, σε βάρος του ΚΚΕ, του ΔΣΕ και του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Η αμερικάνικη επέμβαση επέφερε δραστική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, που τώρα πια έγερνε αισθητά υπέρ του αντιπάλου. Επίσης είχε αρκετά οργανωθεί το αστικό κράτος και τα όργανα καταστολής του. Είχε εκκαθαριστεί σε μεγάλο βαθμό από κομμουνιστές, αριστερούς και δημοκράτες ο κρατικός μηχανισμός, ο στρατός, η αστυνομία και είχε χτυπηθεί το λαϊκό κίνημα, μέσω της τρομοκρατίας, των μαζικών διώξεων, των συλλήψεων, των φυλακίσεων και εκτοπίσεων. Τέλος, με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που πραγματοποίησε ο αστικός στρατός από τον Μάρτη ως τον Ιούλη του ’47, αν και δεν έγινε κατορθωτός ο αντικειμενικός στόχος της διάλυσης του ΔΣΕ, εντούτοις άδειασαν σε μεγάλο βαθμό την ύπαιθρο (σε 800.000 υπολογίζονται οι ξεσπιτωμένοι κάτοικοι της υπαίθρου που οδηγήθηκαν βίαια στα αστικά κέντρα), αφαιρώντας από τον ΔΣΕ κρίσιμους κρίκους τροφοδότησης και εφεδρειών.
Αυτές οι αλλαγές δε λήφθηκαν υπόψη από την 3η Ολομέλεια της ΚΕ του κόμματος. Αντίθετα, στις εργασίες της επικράτησε ο ενθουσιασμός, η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του λαϊκού κινήματος και η υποτίμηση του αντιπάλου.
Οι εργασίες της 3ης Ολομέλειας πραγματοποιήθηκαν σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα συνήλθε στο εξωτερικό (κατά πάσα πιθανότητα στη Γιουγκοσλαβία, αν και ορισμένες μαρτυρίες που έχουμε υπόψη μας κάνουν λόγο για την Αλβανία), στις 11 και 12 Σεπτέμβρη του 1947, με τη συμμετοχή μελών της ΚΕ που βρίσκονταν στο εξωτερικό και στο βουνό. Στο τμήμα αυτό (που ονομάστηκε κλιμάκιο Ελεύθερης Ελλάδας) πήραν μέρος: Ο Ν. Ζαχαριάδης, ο Γ. Ιωαννίδης, ο Μ. Βαφειάδης, ο Λ. Στρίγκος, ο Π. Ρούσος και ο Γ. Ερυθριάδης. Στις 12 Σεπτέμβρη, τα μέλη της ΚΕ που προαναφέραμε συνεδρίασαν από κοινού με στρατιωτικά στελέχη του ΔΣΕ – μέλη του Κόμματος, όπου συζήτησαν και κατέληξαν στο στρατιωτικό σχέδιο δράσης του Δημοκρατικού Στρατού, το επονομαζόμενο σχέδιο «Λίμνες». Στη στρατιωτικοπολιτική αυτή σύσκεψη, εκτός των μελών της ΚΕ, συμμετείχαν επίσης οι: Στ. Παπαγιάννης, επιτελάρχης του ΔΣΕ, Γ. Κικίτσας, διοικητής του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Ν. Κανακαρίδης, διοικητής του ΔΣΕ Δ. Θράκης και Λασσάνης, διοικητής του ΔΣΕ Ανατολικής Μακεδονίας.
Το άλλο τμήμα της ΚΕ συνήλθε στην Αθήνα, στις 27 Σεπτέμβρη 1947 με τη συμμετοχή μελών της που βρίσκονταν εκεί. Πήραν μέρος τα εξής μέλη της ΚΕ: Στέργιος Αναστασιάδης, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Μήτσος Βλαντάς, Παναγιώτης Μαυρομάτης, Κώστας Καραγιώργης, Σωτήρης Σουκαράς και Αχιλλέας Μπλάνας.
Οι ημερομηνίες, που δόθηκαν τότε στη δημοσιότητα, ότι η Ολομέλεια συνήλθε στο διάστημα 12 – 15 Σεπτέμβρη ήταν οπωσδήποτε παραπλανητικές και εξυπηρετούσαν συνωμοτικούς σκοπούς.
Και τα δύο αυτά τμήματα της ΚΕ ήταν ισότιμα, αν και το πρώτο (των μελών που βρίσκονταν στο εξωτερικό και στο βουνό) αντικειμενικά είχε, στην πράξη, το προβάδισμα, λόγω και του χαρακτήρα των αποφάσεων που πάρθηκαν. Συγκεκριμένα, το τμήμα αυτό των μελών της ΚΕ συζήτησε και κατέληξε ομόφωνα σε μια σειρά αποφάσεις. Στη συνέχεια οι αποφάσεις αυτές στάλθηκαν στην Αθήνα, όπου επίσης εγκρίθηκαν ομόφωνα – με ορισμένες παρατηρήσεις σε δευτερεύοντα ζητήματα – από το τμήμα των μελών της ΚΕ που συνεδρίασαν εκεί. Γι’ αυτές τις αποφάσεις ενημερώθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της ΚΕ που δεν πήραν μέρος στη συνεδρίαση του ενός ή του άλλου τμήματος, χωρίς να καταγραφεί από τα στοιχεία που έχουμε καμιά διαφωνία, όσον αφορά τον προσανατολισμό που έδινε η Ολομέλεια στο Κόμμα.
Στη συνεδρίαση του κλιμακίου της Ελεύθερης Ελλάδας έγιναν δύο εισηγήσεις. Για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, την πορεία του λαϊκοαπελευθερωτικού αγώνα και τα καθήκοντα του Κόμματος εισήγηση έκανε ο Ν. Ζαχαριάδης. Για τη στρατιωτική κατάσταση και τα άμεσα καθήκοντα του ΔΣΕ εισήγηση έκανε ο Μ. Βαφειάδης.
Το κλιμάκιο αυτό κατέληξε στις εξής αποφάσεις: Ενέκρινε πολιτική απόφαση, το στρατιωτικό σχέδιο επιχειρήσεων του ΔΣΕ γνωστό με την επωνυμία «Σχέδιο Λίμνες», καθώς και απόφαση, για τους λεγόμενους δηλωσίες. Τέλος, πήρε μια σειρά οργανωτικά μέτρα για την εκπλήρωση των στόχων που έμπαιναν μπροστά στο Κόμμα, το λαϊκό κίνημα και τον ΔΣΕ.
Η πολιτική απόφαση της Ολομέλειας και το στρατιωτικό σχέδιο κρατήθηκαν απόρρητα. Στη δημοσιότητα («Ριζοσπάστης» 8/10/1947) αποφασίστηκε να δοθεί μόνο μια μακροσκελής «Ανακοίνωση του Προεδρείου» της Ολομέλειας κι ένα μέρος της απόφασης για τους «Δηλωσίες», διότι όπως προαναφέραμε το κλιμάκιο της Αθήνας εκτίμησε, ότι αυτή η απόφαση δεν έπρεπε προς το παρόν να δοθεί ολόκληρη στη δημοσιότητα.
Οι αποφάσεις
Στην πολιτική απόφαση της Ολομέλειας διαπιστώνεται πως «ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με τη δική της κυβέρνηση» κι ότι «ο κίνδυνος ένοπλης αμερικανικής επέμβασης κάνει αναπότρεπτο αυτό το καθήκον που σημαίνει την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας». Στη συνέχεια υπογραμμίζεται ότι «χωρίς αδυνάτισμα των επίμονων προσπαθειών του ΚΚΕ, ολόκληρου του ΕΑΜ και των άλλων κομμάτων της δημοκρατικής Αριστεράς, που κατευθύνονται προς την ειρήνη και το δημοκρατικό συμβιβασμό που θα οδηγούσε τη χώρα σε ελεύθερες εκλογές, η Ολομέλεια αποφασίζει να μεταφέρει αποφασιστικά το κέντρο βάρους όλης της κομματικής δουλιάς στον πολεμικό – επιχειρησιακό τομέα για να ανυψώσει τον ΔΣΕ σε κείνη τη δύναμη που στο συντομότερο δυνατό διάστημα θα οδηγήσει στη δημιουργία ελεύθερης Ελλάδας βασικά σε όλες τις βόρειες περιοχές της χώρας». Η Ολομέλεια επίσης, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε την ύπαρξη οπορτουνιστικών ταλαντεύσεων μέσα στο Κόμμα και κάλεσε στο γρήγορο ξεπέρασμά τους.
Στο «Σχέδιο Λίμνες» ως άμεσος στρατηγικός στόχος του ΔΣΕ προσδιορίστηκε η «απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας – Θράκης με κέντρο τη Θεσσαλονίκη». Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου ως βασική προϋπόθεση το σχέδιο έθετε τη μετατροπή του Δημοκρατικού Στρατού σε υπολογίσιμο τακτικό στρατό με τριπλασιασμό της δύναμης του, ως την Ανοιξη του 1948. Με δεδομένο ότι στο σχέδιο καταγράφεται, ότι ο ΔΣΕ το Σεπτέμβρη του 1947 είχε δύναμη 24.000 ανδρών, από τους οποίους παραταχτεί ήταν οι 18.000, ο τριπλασιασμός του σήμαινε παραταχτεί δύναμη 50 με 60 χιλιάδων ανδρών.
Η Ολομέλεια, όπως προαναφέραμε (σύμφωνα με το περιληπτικό πρακτικό των εργασιών της που βρίσκεται στο «αρχείο ΚΚΕ – ΑΣΚΙ» – Κ383/Φ:20/33/34) πήρε μια σειρά οργανωτικά μέτρα στα πλαίσια υλοποίησης των νέων καθηκόντων του κόμματος και του ΔΣΕ.
Συγκεκριμένα αποφάσισε:
– Τη δημιουργία, σε συμφωνία με την Αθήνα, δύο κλιμακίων του ΠΓ. Ενα στην πρωτεύουσα κι ένα στην Ελεύθερη Ελλάδα – εξωτερικό. Το κλιμάκιο του ΠΓ Ελεύθερης Ελλάδας – Εξωτερικού (ή αλλιώς 2ο κλιμάκιο) θα αποτελούσαν οι Ν. Ζαχαριάδης, Γ. Ιωαννίδης, Μ. Βαφειάδης, Λ. Στρίγκος και Π. Ρούσος με γραμματεία τους Ζαχαριάδη, Ιωαννίδη, Βαφειάδη.
– Να μεταβεί ο Ιωαννίδης στο βουνό και από κοινού με τον Μ. Βαφειάδη και τον Λ. Στρίγκο να καθοδηγήσουν την πραγματοποίηση των αποφάσεων που αφορούν το ΔΣΕ και την εφαρμογή του «Σχεδίου Λίμνες».
– Το κλιμάκιο του ΠΓ Αθήνας να στρατολογήσει για τον ΔΣΕ 1.500 μέλη του Κόμματος από την πρωτεύουσα, 600 από τον Πειραιά και 500 από τη Θεσσαλονίκη.
– Να αντικατασταθεί ο διοικητής Θεσσαλίας του ΔΣΕ Κίσσαβος και ο διοικητής της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας Κικίτσας και να ετοιμαστούν γι’ αυτές τις θέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα νέοι πιο ικανοί στρατιωτικοί διοικητές.
Η απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ
Το πλήρες κείμενο, που δε δόθηκε τότε στη δημοσιότητα
«Απόφαση της Τρίτης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ
12 του Σεπτέμβρη 1947
(Δε δίνεται στη δημοσιότητα)
1. Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με δική της κυβέρνηση. Ο κίνδυνος ένοπλης αμερικάνικης επέμβασης κάνει αναπότρεπτο αυτό το καθήκον που σημαίνει την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας.
Η σταθεροποίηση και ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και οι νίκες του, καθώς και η πολιτική και οικονομική χρεοκοπία του μοναρχοφασισμού κάνουν καθαρό σε όλο και πλατύτερα στρώματα του λαού ότι η κατοχύρωση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της εργασίας των λαϊκών μαζών, η ανοικοδόμηση, η ακεραιότητα και η ειρήνη στη χώρα μπορούν να εξασφαλιστούν μονάχα με νίκη της πολιτικής του ΕΑΜ, που ο πιο αποφασιστικός φορέας της αυτή τη στιγμή είναι ο ΔΣΕ, σαν η πρωτοπορία σε ολόκληρο το δημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας.
Η ανάπτυξη και η σταθεροποίηση της δημοκρατίας και του δημοκρατικού κινήματος σε πρώτη γραμμή στην Ευρώπη και η αλληλεγγύη τους με τον αγώνα του δικού μας λαού αποτελούν ουσιαστική σοβαρή βοήθεια στο κίνημά μας.
2. Χωρίς αδυνάτισμα των επίμονων προσπαθειών του ΚΚΕ, ολόκληρου του ΕΑΜ και των άλλων κομμάτων της δημοκρατικής Αριστεράς, που κατευθύνονται προς την ειρήνη και το δημοκρατικό συμβιβασμό που θα οδηγούσε τη χώρα σε ελεύθερες εκλογές, η Ολομέλεια αποφασίζει να μεταφέρει αποφασιστικά το κέντρο του βάρους όλης της κομματικής δουλιάς στον πολεμικό – επιχειρησιακό τομέα για να ανυψώσει τον ΔΣΕ σε κείνη τη δύναμη που στο συντομότερο δυνατό διάστημα θα οδηγήσει στη δημιουργία της ελεύθερης Ελλάδας βασικά σε όλες τις βόρειες περιοχές της χώρας. Για το σκοπό αυτό η Ολομέλεια αποφασίζει:
α) Να επιστρατευτούν όλες οι δυνάμεις του Κόμματος για την ολόπλευρη υποστήριξη, ανάπτυξη και καθοδήγηση της πολεμικής δουλιάς του ΔΣΕ.
β) Από στρατιωτική άποψη εγκρίνει σε γενικές γραμμές σαν βάση για την πραγματοποίηση της πολιτικής του ΚΚΕ, που σκοπεύει στη δημιουργία ελεύθερου εδάφους στη Βόρεια Ελλάδα, την εισήγηση της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας του ΔΣΕ.
γ) Αναθέτει στο δεύτερο κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου την καθοδήγηση και οργάνωση επιτόπου στην ελεύθερη περιοχή όλης της κομματικής και πολιτικοστρατιωτικής δουλιάς για την πραγματοποίηση αυτής της απόφασης και ιδιαίτερα του σχεδίου του ΔΣΕ.
3. Η 3η Ολομέλεια εφιστά την προσοχή όλου του Κόμματος στην οπορτουνιστική αναποφασιστικότητα και ταλαντεύσεις που εμφανίζονται και μεταξύ καθοδηγητικών στελεχών σχετικά με τη συνέπεια και αποφασιστικότητα που ήταν αναγκαίες για να μπορέσει το Κόμμα εξ ολοκλήρου να αφιερωθεί στην υπόθεση της καθοδήγησης και ανάπτυξης της αντίστασης του λαού ενάντια στη νέα αμερικανική και αγγλική κατοχή. Η αναποφασιστικότητα και οι ταλαντεύσεις εκφράστηκαν εκτός άλλων και στο ότι παλιότερα καθοδηγητικά στελέχη (Ρουμελιώτης, Λευτεριάς), παρά την κομματική εντολή, αρνήθηκαν να βγουν στο βουνό και στο ότι χιλιάδες μέλη του Κόμματος αντιμετώπισαν παθητικά τις διώξεις του εχθρού και αντί να βγουν στο βουνό βρέθηκαν στις φυλακές και στις εξορίες. Παρόμοιες ταλαντεύσεις επίσης φρέναραν τη δουλιά της καθοδήγησης σε ορισμένες οργανώσεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη) σχετικά με τη σταθερή ανάπτυξη της λαϊκής αντίστασης.
Αυτή η αναποφασιστικότητα και οι ταλαντεύσεις που εξηγούνται με ξένες επιδράσεις στις γραμμές του Κόμματος στάθηκαν μέχρι σήμερα σοβαρό εμπόδιο στην πραγματοποίηση της κομματικής γραμμής.
Η επιτυχία της γραμμής του ΚΚΕ σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται από το γρήγορο και αποφασιστικό ξεπέρασμα αυτής της αναποφασιστικότητας και των ταλαντεύσεων.
4. Η Ολομέλεια διαπιστώνει τη σοβαρή καθυστέρηση που παρατηρείται στην ανάπτυξη της λαϊκής αντίστασης στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Καβάλα κ.ά.) και καλεί τις κομματικές καθοδηγήσεις και όλα τα μέλη του Κόμματος σ’ αυτές τις πόλεις να ξεπεράσουν στο πιο σύντομο διάστημα αυτή την καθυστέρηση.
5. Η Ολομέλεια διακηρύττει ότι παρά αυτές τις δυσκολίες που προκαλεί στο δημοκρατικό κίνημα κατά κύριο λόγο η αμερικανική επέμβαση, η πάλη του λαού μας και η δράση του ΔΣΕ δείχνουν ότι η νίκη ανήκει στο λαό και ότι η κατάκτησή της εξαρτάται από την αποφασιστικότητα, την πρωτοποριακή δουλιά, τον ηρωισμό, την αυταπάρνηση που θα δείξει το ΚΚΕ και όλα τα μέλη του επικεφαλής του αγωνιζόμενου λαού.
Το ΚΚΕ για άλλη μια φορά καλείται να εκπληρώσει εξ ολοκλήρου το καθήκον του απέναντι στο λαό και την Ελλάδα».
Σημείωση: Το κείμενο της απόρρητης απόφασης της 3ης Ολομέλειας, που δημοσιεύουμε εδώ, βρίσκεται στα ρώσικα και σε αντίστοιχη ελληνική μετάφραση στο «Αρχείο ΚΚΕ – ΑΣΚΙ» (αριθμός αρχειοθέτησης: Κ383/Φ: 20/33/34). Το πρωτότυπο της απόφασης αυτής στα ελληνικά δεν έχει ακόμη βρεθεί.
Το Σχέδιο «Λίμνες» του ΔΣΕ
(Σεπτέμβρης 1947)
Εισαγωγή
Ένα από τα σπουδαιότερα ντοκουμέντα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου είναι και το σχέδιο στρατιωτικής δράσης του ΔΣΕ, που εγκρίθηκε από την 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ και πήρε την επωνυμία «Σχέδιο Λίμνες». Η ονομασία «Σχέδιο Λίμνες», σύμφωνα με μαρτυρίες, οφείλεται στον τόπο που πραγματοποίησε τις εργασίες της η ΚΕ του ΚΚΕ. Συγκεκριμένα η 3η Ολομέλεια πραγματοποιήθηκε σε περιοχή της Γιουγκοσλαβίας (σύμφωνα με ορισμένες άλλες μαρτυρίες γίνεται λόγος για την Αλβανία) κοντά στις λίμνες Πρέσπες. Ετσι το στρατιωτικό σχέδιο που εγκρίθηκε εκεί πήρε την κωδική ονομασία «Σχέδιο Λίμνες». Στις γενικές κατευθύνσεις το σχέδιο αυτό δε διαφέρει από τις απόρρητες οδηγίες που είχαν σταλεί, τον Απρίλη του ’47, ο Ν. Ζαχαριάδης και ο Γ. Ιωαννίδης προς τον Μ. Βαφειάδη. Ο στόχος παραμένει ο ίδιος και είναι η δημιουργία απελευθερωμένης περιοχής σε Μακεδονία – Θράκη με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στο σχέδιο, βέβαια, οι στόχοι και τα καθήκοντα του ΔΣΕ, για την εκπλήρωσή τους, μπαίνουν πολύ πιο συγκεκριμένα και πιο αναλυτικά.
Το «Σχέδιο Λίμνες» βρίσκεται στο «Αρχείο ΚΚΕ – ΑΣΚΙ», στα ρώσικα και σε ελληνική μετάφραση, με αριθμό αρχειοθέτησης Κ383/Φ: 20/33/33. Το ελληνικό πρωτότυπο κείμενο δεν έχει ακόμη βρεθεί. Ολόκληρο το κείμενο παρατίθεται παρακάτω:
«ΛΙΜΝΕΣ»
Το σχέδιο στρατιωτικής δράσης του ΔΣΕ
«Αυστηρά εμπιστευτικό - Σχέδιο «ΛΙΜΝΕΣ»
Πολιτική κατάσταση
Κατά την παρούσα στιγμή ωρίμασαν οι συνθήκες για την εκπλήρωση του βασικού στρατηγικού καθήκοντος, που στέκεται μπροστά στο Δημοκρατικό Στρατό μας, δηλαδή τη δημιουργία ελεύθερου εδάφους στην έκταση της Μακεδονίας και την απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας – Θράκης με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Στρατηγικά είναι αναγκαία να δημιουργηθούν γι’ αυτό το σκοπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως εκτίθενται παρακάτω.
ΕΧΘΡΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Α. Εμψυχο υλικό
α. Γενικά στη χώρα: Στρατός 100.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 40.000. Χωροφυλακή 30.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 15.000 άνδρες. Ενοπλοι ΜΑΥ 40.000 από τους οποίους παρατακτοί 5.000 άνδρες. Σύνολο 170.000 άνδρες, από τους οποίους παρατακτοί 60.000.
β. Περιοχή Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας: Σύνολο 59.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 23.000. Δεν είναι γνωστές με ακρίβεια οι δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη.
γ. Περιοχές Μακεδονίας – Ηπείρου – Θράκης μαζί: Σύνολο 88.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 32.000.
Β. Μέσα
α. Οπλισμός πεζικού: Σε κάθε τάγμα 45 οπλοπολυβόλα μπρεντ και 45 αυτόματα τόμσον, 2 – 4 βαρείς όλμοι (οι δύο αμερικάνικοι), 2 πολυβόλα βίκερς, 3 πίατ κατά λόχο. Αφθονία πυρομαχικών.
β. Πυροβολικό: 4 πυροβόλα στην ταξιαρχία
γ. Μηχανοκίνητες δυνάμεις: 1 σύνταγμα θωρακισμένων και ελαφρά τανκς σε κάθε μεραρχία.
δ. Διαβιβάσεις: 1 ασύρματος ισχύος 22 κατά τάγμα και ραδιοτηλέφωνα κατά λόχο και διμοιρία. Επίσης οπτικά είδη.
ε. Μεταφορικά μέσα: Σε αφθονία.
στ. Υλικά μηχανικού: Σε αφθονία.
ζ. Επιμελητεία: Καλά οργανωμένη, διαθέτει όλα τα αναγκαία.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Α. Εμψυχο υλικό
α. Γενική δύναμη στη χώρα: 24.000 μαχητές από τους οποίους παρατακτοί 18.000.
β. Περιοχή Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας: 10.500 μαχητές από τους οποίους παρατακτοί 8.000.
γ. Περιοχές Μακεδονίας – Ηπείρου – Θράκης μαζί: 15.000 μαχητές από τους οποίους παρατακτοί 11.000.
Συσχετισμός δυνάμεων γενικά 1:3 σε όφελος του εχθρού.
Β. Μέσα
α. Οπλισμός πεζικού: Οπλα – αυτόματα – οπλοπολυβόλα διαφόρων τύπων με πολλές ελλείψεις στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, Ηπειρο και Θράκη και με σοβαρές ελλείψεις στη Θεσσαλία, Ρούμελη (Κεντρική Ελλάδα) και Πελοπόννησο. Ολμοι από 1 – 2 κατά τάγμα στη Μακεδονία, Ηπειρο και Θράκη και από 1/2 – 1 στη Θεσσαλία, Ρούμελη και Πελοπόννησο.
β. Πυροβολικό: Συνολικά 5 πυροβόλα.
γ. Εκρηκτικό υλικό: Μηδαμινές ποσότητες στη Μακεδονία – Ηπειρο και Θράκη και καθόλου στη Θεσσαλία – Ρούμελη – Πελοπόννησο.
δ. Μηχανοκίνητα: Δεν υπάρχουν.
ε. Διαβιβάσεις: Από ένα ασύρματο κατά Αρχηγείο Περιοχής και στην πλειοψηφία των περιφερειακών Αρχηγείων. Δεν υπάρχουν καθόλου στα τάγματα.
στ. Μεταφορικά μέσα: Εντελώς ανεπαρκή για τις υπάρχουσες ανάγκες.
ζ. Επιμελητεία: Οχι καλά οργανωμένη και με πηγές πολύ φτωχές σε σύγκριση με τις ανάγκες.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΚΟΠΩΝ ΔΣΕ
Α. Ποσοτική ανάπτυξη
Οι δυνάμεις του ΔΣΕ με γρήγορους ρυθμούς πρέπει να αυξηθούν πολύ, ώστε προς την άνοιξη του 1948 να τριπλασιαστούν. Ιδιαίτερα αυτή η αύξηση πρέπει να επιτευχθεί στο πιο σύντομο διάστημα στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία ώστε να γίνει δυνατό να εξοικονομηθούν από εκεί οι αναγκαίες εφεδρικές δυνάμεις για τη δημιουργία του κύριου εκστρατευτικού σώματος, που θα επιχειρήσει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Β. Οργανωτική προετοιμασία
α. Ηδη από τώρα πρέπει να καταπιαστούμε με την οργάνωση μονάδων τακτικού στρατού, πράγμα που προοδευτικά πρέπει να επεκταθεί σε ολόκληρο το Δημοκρατικό Στρατό και να ολοκληρωθεί προς την άνοιξη.
β. Να παρθεί, μεταφερθεί και κατατμηθεί το αναγκαίο υλικό για τον πλήρη εξοπλισμό όλων των δυνάμεων του ΔΣΕ, υπολογίζοντας ότι αυτές θα φτάσουν τους 60.000 άνδρες. Λεπτομέρειες για τις αναγκαίες ποσότητες υλικού κατά κατηγορία δίνονται στο συνημμένο πίνακα.
γ. Να αναζητηθεί και εκπαιδευτεί το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για όλα τα όπλα και ιδιαίτερα για το μηχανικό και τις διαβιβάσεις (ασυρματιστές, σαμποταριστές, ναρκοθέτες, ναρκοσυλλέκτες κλπ.).
δ. Να αναζητηθεί το αναγκαίο υλικό για γεφυρώσεις και οχυρώσεις (λαστιχένιες βάρκες, αγκαθωτό σύρμα, εργαλεία, τσιμέντο, ελάσματα κλπ.).
ε. Αμεσα να ανευρεθούν μεταφορικά μέσα.
στ. Στο πιο σύντομο διάστημα να οργανωθεί η επιμελητεία και να εξασφαλίσει πηγές εφοδιασμού ικανές να καλύπτουν όλες τις ανάγκες του ΔΣΕ.
ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΤΥΠΗΜΑΤΟΣ
Αμεσος βασικός σκοπός: Σταθερή κυριαρχία του ΔΣΕ στο δρόμο Καλαμπάκα – Μέτσοβο – Γιάννενα με βασικό σκοπό την αποκατάσταση εδαφικής ενότητας μεταξύ Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Αυτό θα επιτρέψει να μεταφέρουμε στο νότο σοβαρές ενισχύσεις σε υλικά για να πετύχουμε την ανάπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ στις περιοχές Θεσσαλίας, Ρούμελης και Πελοποννήσου και των σοβαρών επιχειρήσεών τους και έτσι να εξασφαλίσουμε τη μέγιστη δυνατή διασπορά των δυνάμεων του εχθρού και, κατά συνέπεια, να ανακουφίσουμε τις περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.
Δεύτερος βασικός σκοπός: Κυριαρχία στις οδικές αρτηρίες Λάρισα – Ελασσόνα – Κοζάνη και Λάρισα – Τέμπη – Κατερίνη, με βασικό σκοπό την αποκατάσταση εδαφικής ενότητας μεταξύ των βουνών Χάσια – Πιέρια – Ολυμπος – Κίσσαβος.
Σταθερή κυριαρχία του ΔΣΕ στο οροπέδιο Κοζάνης μέχρι τον ποταμό Αξιό με κέντρο βάρους προς τις διόδους Εδεσσα – Αρνισα και Καστανιά με σκοπό την αποκοπή της Δυτικής Μακεδονίας από το νότο και την ανατολή. Ταυτόχρονα ενίσχυση της Κεντρικής Μακεδονίας από την πλευρά της Δυτικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Τρίτος βασικός σκοπός: Να αναληφθεί αποφασιστική επιθετική προσπάθεια για τη δημιουργία ελεύθερης περιοχής στο χώρο Κόνιτσα – Μέτσοβο, Γρεβενά – Τσοτύλι – Νεστώριο.
Δευτερεύοντες σκοποί:
Ηπειρος: Μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή Παγωνίου και Λάκα Σούλι και εξασφάλιση ελέγχου στην αρτηρία Αρτα – Πρέβεζα – Γιάννενα.
Θεσσαλία: Απώθηση του εχθρού από την κεντρική οροσειρά της Πίνδου (Κόζιακας – Αγραφα) και των εκεί θέσεων του ΔΣΕ.
Ρούμελη: Κυριαρχία του ΔΣΕ στο δρόμο Λαμία – Καρπενήσι με σκοπό την αποκατάσταση εδαφικής ενότητας μεταξύ Θεσσαλίας και Ρούμελης. Ενίσχυση του ελέγχου στο βασικό οδικό άξονα Αθήνα – Λαμία με σκοπό την αγκίστρωση κατά μήκος αυτής της αρτηρίας του μέγιστου δυνατού των δυνάμεων του εχθρού. Προώθηση προς το όρος Πάρνηθα (κοντά στην Αθήνα), ανάπτυξη των επιχειρήσεων στη νήσον Εύβοια και αποκατάσταση άμεσης επαφής με την Πελοπόννησο ώστε να επιτευχθεί η μεταφορά εκεί υλικού.
Ανατολική Μακεδονία – Θράκη: Αύξηση των δυνάμεων του ΔΣΕ μέχρι 10.000 άνδρες. Οχύρωση των δυνάμεων του ΔΣΕ στην ανατολική Μακεδονία και τέτοια διάταξή τους που να επιτρέπει τη δική μας κυριαρχία στο οροπέδιο του Ζιρνόβου. Αποκοπή της Θράκης με μόνιμη και σταθερή εγκαθίδρυση σοβαρών δυνάμεων του ΔΣΕ στον τομέα του όρους Χαϊντού.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΑΣΕΙΣ.
Δημιουργία τμημάτων αντιαεροπορικού πυροβολικού με βαριά αντιαεροπορικά πυροβόλα. Εξασφάλιση καταδιωκτικής αεροπορίας. Εγκαιρη εγκατάσταση στα κυριότερα σημεία ειδικού πυροβολικού (επάκτιου). Ειδικά μέσα για το ρίξιμο θαλάσσιων ναρκών από τον αέρα και τη θάλασσα. Ελαφρά ταχυκίνητα πλωτά μέσα για τον έλεγχο των ακτών.
10 του Σεπτέμβρη 1947
Μάρκος, Διοικητής του ΔΣΕ
Λ. Στρίγκος, βοηθός του διοικητή για την πολιτική δουλιά
Στ. Παπαγιάννης, επιτελάρχης του ΔΣΕ
Γ. Κικίτσας, διοικητής του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας
Π. Ερυθριάδης, βοηθός του διοικητή του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας για την πολιτική δουλιά
Κανακαρίδης, διοικητής του ΔΣΕ Θράκης
Λασσάνης, διοικητής του ΔΣΕ Ανατολικής Μακεδονίας».
Ένα από τα σπουδαιότερα ντοκουμέντα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου είναι και το σχέδιο στρατιωτικής δράσης του ΔΣΕ, που εγκρίθηκε από την 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ και πήρε την επωνυμία «Σχέδιο Λίμνες». Η ονομασία «Σχέδιο Λίμνες», σύμφωνα με μαρτυρίες, οφείλεται στον τόπο που πραγματοποίησε τις εργασίες της η ΚΕ του ΚΚΕ. Συγκεκριμένα η 3η Ολομέλεια πραγματοποιήθηκε σε περιοχή της Γιουγκοσλαβίας (σύμφωνα με ορισμένες άλλες μαρτυρίες γίνεται λόγος για την Αλβανία) κοντά στις λίμνες Πρέσπες. Ετσι το στρατιωτικό σχέδιο που εγκρίθηκε εκεί πήρε την κωδική ονομασία «Σχέδιο Λίμνες». Στις γενικές κατευθύνσεις το σχέδιο αυτό δε διαφέρει από τις απόρρητες οδηγίες που είχαν σταλεί, τον Απρίλη του ’47, ο Ν. Ζαχαριάδης και ο Γ. Ιωαννίδης προς τον Μ. Βαφειάδη. Ο στόχος παραμένει ο ίδιος και είναι η δημιουργία απελευθερωμένης περιοχής σε Μακεδονία – Θράκη με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στο σχέδιο, βέβαια, οι στόχοι και τα καθήκοντα του ΔΣΕ, για την εκπλήρωσή τους, μπαίνουν πολύ πιο συγκεκριμένα και πιο αναλυτικά.
Το «Σχέδιο Λίμνες» βρίσκεται στο «Αρχείο ΚΚΕ – ΑΣΚΙ», στα ρώσικα και σε ελληνική μετάφραση, με αριθμό αρχειοθέτησης Κ383/Φ: 20/33/33. Το ελληνικό πρωτότυπο κείμενο δεν έχει ακόμη βρεθεί. Ολόκληρο το κείμενο παρατίθεται παρακάτω:
«ΛΙΜΝΕΣ»
Το σχέδιο στρατιωτικής δράσης του ΔΣΕ
«Αυστηρά εμπιστευτικό - Σχέδιο «ΛΙΜΝΕΣ»
Πολιτική κατάσταση
Κατά την παρούσα στιγμή ωρίμασαν οι συνθήκες για την εκπλήρωση του βασικού στρατηγικού καθήκοντος, που στέκεται μπροστά στο Δημοκρατικό Στρατό μας, δηλαδή τη δημιουργία ελεύθερου εδάφους στην έκταση της Μακεδονίας και την απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας – Θράκης με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Στρατηγικά είναι αναγκαία να δημιουργηθούν γι’ αυτό το σκοπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως εκτίθενται παρακάτω.
ΕΧΘΡΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Α. Εμψυχο υλικό
α. Γενικά στη χώρα: Στρατός 100.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 40.000. Χωροφυλακή 30.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 15.000 άνδρες. Ενοπλοι ΜΑΥ 40.000 από τους οποίους παρατακτοί 5.000 άνδρες. Σύνολο 170.000 άνδρες, από τους οποίους παρατακτοί 60.000.
β. Περιοχή Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας: Σύνολο 59.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 23.000. Δεν είναι γνωστές με ακρίβεια οι δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη.
γ. Περιοχές Μακεδονίας – Ηπείρου – Θράκης μαζί: Σύνολο 88.000 άνδρες από τους οποίους παρατακτοί 32.000.
Β. Μέσα
α. Οπλισμός πεζικού: Σε κάθε τάγμα 45 οπλοπολυβόλα μπρεντ και 45 αυτόματα τόμσον, 2 – 4 βαρείς όλμοι (οι δύο αμερικάνικοι), 2 πολυβόλα βίκερς, 3 πίατ κατά λόχο. Αφθονία πυρομαχικών.
β. Πυροβολικό: 4 πυροβόλα στην ταξιαρχία
γ. Μηχανοκίνητες δυνάμεις: 1 σύνταγμα θωρακισμένων και ελαφρά τανκς σε κάθε μεραρχία.
δ. Διαβιβάσεις: 1 ασύρματος ισχύος 22 κατά τάγμα και ραδιοτηλέφωνα κατά λόχο και διμοιρία. Επίσης οπτικά είδη.
ε. Μεταφορικά μέσα: Σε αφθονία.
στ. Υλικά μηχανικού: Σε αφθονία.
ζ. Επιμελητεία: Καλά οργανωμένη, διαθέτει όλα τα αναγκαία.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Α. Εμψυχο υλικό
α. Γενική δύναμη στη χώρα: 24.000 μαχητές από τους οποίους παρατακτοί 18.000.
β. Περιοχή Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας: 10.500 μαχητές από τους οποίους παρατακτοί 8.000.
γ. Περιοχές Μακεδονίας – Ηπείρου – Θράκης μαζί: 15.000 μαχητές από τους οποίους παρατακτοί 11.000.
Συσχετισμός δυνάμεων γενικά 1:3 σε όφελος του εχθρού.
Β. Μέσα
α. Οπλισμός πεζικού: Οπλα – αυτόματα – οπλοπολυβόλα διαφόρων τύπων με πολλές ελλείψεις στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, Ηπειρο και Θράκη και με σοβαρές ελλείψεις στη Θεσσαλία, Ρούμελη (Κεντρική Ελλάδα) και Πελοπόννησο. Ολμοι από 1 – 2 κατά τάγμα στη Μακεδονία, Ηπειρο και Θράκη και από 1/2 – 1 στη Θεσσαλία, Ρούμελη και Πελοπόννησο.
β. Πυροβολικό: Συνολικά 5 πυροβόλα.
γ. Εκρηκτικό υλικό: Μηδαμινές ποσότητες στη Μακεδονία – Ηπειρο και Θράκη και καθόλου στη Θεσσαλία – Ρούμελη – Πελοπόννησο.
δ. Μηχανοκίνητα: Δεν υπάρχουν.
ε. Διαβιβάσεις: Από ένα ασύρματο κατά Αρχηγείο Περιοχής και στην πλειοψηφία των περιφερειακών Αρχηγείων. Δεν υπάρχουν καθόλου στα τάγματα.
στ. Μεταφορικά μέσα: Εντελώς ανεπαρκή για τις υπάρχουσες ανάγκες.
ζ. Επιμελητεία: Οχι καλά οργανωμένη και με πηγές πολύ φτωχές σε σύγκριση με τις ανάγκες.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΚΟΠΩΝ ΔΣΕ
Α. Ποσοτική ανάπτυξη
Οι δυνάμεις του ΔΣΕ με γρήγορους ρυθμούς πρέπει να αυξηθούν πολύ, ώστε προς την άνοιξη του 1948 να τριπλασιαστούν. Ιδιαίτερα αυτή η αύξηση πρέπει να επιτευχθεί στο πιο σύντομο διάστημα στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία ώστε να γίνει δυνατό να εξοικονομηθούν από εκεί οι αναγκαίες εφεδρικές δυνάμεις για τη δημιουργία του κύριου εκστρατευτικού σώματος, που θα επιχειρήσει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Β. Οργανωτική προετοιμασία
α. Ηδη από τώρα πρέπει να καταπιαστούμε με την οργάνωση μονάδων τακτικού στρατού, πράγμα που προοδευτικά πρέπει να επεκταθεί σε ολόκληρο το Δημοκρατικό Στρατό και να ολοκληρωθεί προς την άνοιξη.
β. Να παρθεί, μεταφερθεί και κατατμηθεί το αναγκαίο υλικό για τον πλήρη εξοπλισμό όλων των δυνάμεων του ΔΣΕ, υπολογίζοντας ότι αυτές θα φτάσουν τους 60.000 άνδρες. Λεπτομέρειες για τις αναγκαίες ποσότητες υλικού κατά κατηγορία δίνονται στο συνημμένο πίνακα.
γ. Να αναζητηθεί και εκπαιδευτεί το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για όλα τα όπλα και ιδιαίτερα για το μηχανικό και τις διαβιβάσεις (ασυρματιστές, σαμποταριστές, ναρκοθέτες, ναρκοσυλλέκτες κλπ.).
δ. Να αναζητηθεί το αναγκαίο υλικό για γεφυρώσεις και οχυρώσεις (λαστιχένιες βάρκες, αγκαθωτό σύρμα, εργαλεία, τσιμέντο, ελάσματα κλπ.).
ε. Αμεσα να ανευρεθούν μεταφορικά μέσα.
στ. Στο πιο σύντομο διάστημα να οργανωθεί η επιμελητεία και να εξασφαλίσει πηγές εφοδιασμού ικανές να καλύπτουν όλες τις ανάγκες του ΔΣΕ.
ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΤΥΠΗΜΑΤΟΣ
Αμεσος βασικός σκοπός: Σταθερή κυριαρχία του ΔΣΕ στο δρόμο Καλαμπάκα – Μέτσοβο – Γιάννενα με βασικό σκοπό την αποκατάσταση εδαφικής ενότητας μεταξύ Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Αυτό θα επιτρέψει να μεταφέρουμε στο νότο σοβαρές ενισχύσεις σε υλικά για να πετύχουμε την ανάπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ στις περιοχές Θεσσαλίας, Ρούμελης και Πελοποννήσου και των σοβαρών επιχειρήσεών τους και έτσι να εξασφαλίσουμε τη μέγιστη δυνατή διασπορά των δυνάμεων του εχθρού και, κατά συνέπεια, να ανακουφίσουμε τις περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.
Δεύτερος βασικός σκοπός: Κυριαρχία στις οδικές αρτηρίες Λάρισα – Ελασσόνα – Κοζάνη και Λάρισα – Τέμπη – Κατερίνη, με βασικό σκοπό την αποκατάσταση εδαφικής ενότητας μεταξύ των βουνών Χάσια – Πιέρια – Ολυμπος – Κίσσαβος.
Σταθερή κυριαρχία του ΔΣΕ στο οροπέδιο Κοζάνης μέχρι τον ποταμό Αξιό με κέντρο βάρους προς τις διόδους Εδεσσα – Αρνισα και Καστανιά με σκοπό την αποκοπή της Δυτικής Μακεδονίας από το νότο και την ανατολή. Ταυτόχρονα ενίσχυση της Κεντρικής Μακεδονίας από την πλευρά της Δυτικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Τρίτος βασικός σκοπός: Να αναληφθεί αποφασιστική επιθετική προσπάθεια για τη δημιουργία ελεύθερης περιοχής στο χώρο Κόνιτσα – Μέτσοβο, Γρεβενά – Τσοτύλι – Νεστώριο.
Δευτερεύοντες σκοποί:
Ηπειρος: Μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή Παγωνίου και Λάκα Σούλι και εξασφάλιση ελέγχου στην αρτηρία Αρτα – Πρέβεζα – Γιάννενα.
Θεσσαλία: Απώθηση του εχθρού από την κεντρική οροσειρά της Πίνδου (Κόζιακας – Αγραφα) και των εκεί θέσεων του ΔΣΕ.
Ρούμελη: Κυριαρχία του ΔΣΕ στο δρόμο Λαμία – Καρπενήσι με σκοπό την αποκατάσταση εδαφικής ενότητας μεταξύ Θεσσαλίας και Ρούμελης. Ενίσχυση του ελέγχου στο βασικό οδικό άξονα Αθήνα – Λαμία με σκοπό την αγκίστρωση κατά μήκος αυτής της αρτηρίας του μέγιστου δυνατού των δυνάμεων του εχθρού. Προώθηση προς το όρος Πάρνηθα (κοντά στην Αθήνα), ανάπτυξη των επιχειρήσεων στη νήσον Εύβοια και αποκατάσταση άμεσης επαφής με την Πελοπόννησο ώστε να επιτευχθεί η μεταφορά εκεί υλικού.
Ανατολική Μακεδονία – Θράκη: Αύξηση των δυνάμεων του ΔΣΕ μέχρι 10.000 άνδρες. Οχύρωση των δυνάμεων του ΔΣΕ στην ανατολική Μακεδονία και τέτοια διάταξή τους που να επιτρέπει τη δική μας κυριαρχία στο οροπέδιο του Ζιρνόβου. Αποκοπή της Θράκης με μόνιμη και σταθερή εγκαθίδρυση σοβαρών δυνάμεων του ΔΣΕ στον τομέα του όρους Χαϊντού.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΑΣΕΙΣ.
Δημιουργία τμημάτων αντιαεροπορικού πυροβολικού με βαριά αντιαεροπορικά πυροβόλα. Εξασφάλιση καταδιωκτικής αεροπορίας. Εγκαιρη εγκατάσταση στα κυριότερα σημεία ειδικού πυροβολικού (επάκτιου). Ειδικά μέσα για το ρίξιμο θαλάσσιων ναρκών από τον αέρα και τη θάλασσα. Ελαφρά ταχυκίνητα πλωτά μέσα για τον έλεγχο των ακτών.
10 του Σεπτέμβρη 1947
Μάρκος, Διοικητής του ΔΣΕ
Λ. Στρίγκος, βοηθός του διοικητή για την πολιτική δουλιά
Στ. Παπαγιάννης, επιτελάρχης του ΔΣΕ
Γ. Κικίτσας, διοικητής του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας
Π. Ερυθριάδης, βοηθός του διοικητή του ΔΣΕ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας για την πολιτική δουλιά
Κανακαρίδης, διοικητής του ΔΣΕ Θράκης
Λασσάνης, διοικητής του ΔΣΕ Ανατολικής Μακεδονίας».
Η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
(Δεκέμβρης 1947)
«ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Εχοντας υπόψη:
1. Τις καταστατικές διατάξεις του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας της 10 Αυγούστου 1947 και
2. Την επιτακτική ανάγκη που δημιούργησε η εκμηδένιση της εθνικής ανεξαρτησίας απ’ τους ιμπεριαλιστές, η ουσιαστική ανυπαρξία ελληνικής εθνικής κυβέρνησης, η ανάπτυξη του εθνικού και δημοκρατικού κινήματος και η πολεμική επίδοση του Δημοκρατικού Στρατού για το σχηματισμό μέσα στις ελεύθερες περιοχές της χώρας μιας Κεντρικής Κυβέρνησης.
Σ υ γ κ ρ ο τ ο ύ μ ε την ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ που αποτελείται, από τα υπογραφόμενα μέλη.
Κύριος και πρωταρχικός σκοπός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης είναι:
1. Να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού.
2. Να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κλπ και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
3. Να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών και
4. Να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους.
Για να πραγματοποιεί τους σκοπούς της η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση εκδίδει νόμους και διατάγματα. Οι νόμοι αποφασίζονται και εκδίδονται από ολόκληρη την κυβέρνηση. Τα διατάγματα αποφασίζονται από τον αρμόδιο υπουργό και εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης. Δημοσιεύονται όλα στην επίσημη εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και ισχύουν αμέσως με τη δημοσίευσή τους, εκτός αν ρητά οριστεί αλλιώς.
Η πρώτη Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας αποτελείται από τους εξής:
– Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών: Στρατηγός Μάρκος.
– Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών: Γιάννης Ιωαννίδης.
– Υπουργός Εξωτερικών: Πέτρος Ρούσος.
– Υπουργός Δικαιοσύνης: Μιλτιάδης Πορφυρογένης.
– Υπουργός της Υγιεινής και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας: Πέτρος Κόκκαλης.
– Υπουργός των Οικονομικών: Βασίλης Μπαρτζιώτας.
– Υπουργός της Γεωργίας: Δημήτρης Βλαντάς.
– Υπουργός της Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού: Λεωνίδας Στρίγκος.
Κοντά στον πρωθυπουργό ιδρύεται Γενική Διεύθυνση εθνικών μειονοτήτων για την άμεση εξυπηρέτηση των ζητημάτων των εθνικών μειονοτήτων.
Η σύνθεση της κυβέρνησης ορίζεται με απόφασή της. Η Προσωρινή Κυβέρνηση έχει σφραγίδα με τη χρονολογία της σύστασής της και τον τίτλο της.
Εδρα της Προσωρινής Κυβέρνησης ορίζεται…
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση πιστεύοντας πως η δύναμή της πηγάζει από το λαό και πως από το λαό αντλούνται όλες οι εξουσίες θα συγκαλέσει μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, Λαϊκή Εθνοσυνέλευση σαν κυρίαρχο λαϊκό σώμα.
Οι καταστατικές διατάξεις του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας της 10ης Αυγούστου 1947 εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση για τα δικαιώματα, ελευθερίες και καθήκον του αγωνιζόμενου λαού.
Ο όρκος
Τα μέλη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης δίνουν μπροστά σε αντιπροσώπους του λαού και του Δημοκρατικού Στρατού τον πιο κάτω όρκο.
«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω πιστά τα καθήκοντά μου σαν μέλος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας μου και του ελληνικού λαού. Οτι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και για τη Δημοκρατία, ότι θα υπερασπίζω παντού και πάντοτε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα του για τη λευτεριά και τα κυριαρχικά του δικαιώματα».
Η Προσωρινή Κυβέρνηση στηρίζεται στον πατριωτισμό και την υποστήριξη του ελληνικού λαού για να κατορθώσει να φέρει σε πέρας το έργο που ανέλαβε.
Στην έδρα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
23 του Δεκέμβρη 1947
Ο Πρόεδρος: Στρατηγός Μάρκος
Τα μέλη: Γιάννης Ιωαννίδης - Πέτρος Ρούσος - Μιλτιάδης Πορφυρογένης - Πέτρος Κόκκαλης
Βασίλης Μπαρτζιώτας - Δημήτρης Βλαντάς - Λεωνίδας Στρίγκος».
(«Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμος 6ος, σελ. 452 – 454)
Το Διάγγελμα στον ελληνικό λαό
Στο Διάγγελμα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης προς τον ελληνικό λαό, τονιζόταν ότι:
«Μπροστά στην εκμηδένιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας απ’ τον αμερικάνικο και αγγλικό ιμπεριαλισμό, μπροστά στην κατάργηση της δημοκρατίας απ’ το μοναρχοφασισμό μαζί με το ψευτοδημοκρατικό Κέντρο, τα ύψιστα συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού επέβαλαν την ανάγκη του σχηματισμού μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Στην Αθήνα, δεν υπάρχει εθνική ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν οι Τσαλδάρης και Σοφούλης, που ξεπούλησαν στους ξένους ιμπεριαλιστές και στους ντόπιους πλουτοκράτες κάθε όσιο και ιερό, την τιμή και τη ζωή του λαού, την ίδια την Ελλάδα. Αυτή η κατάπτωση στην έσχατη προδοσία, μαζί με τον αγώνα του λαού και την πολεμική επίδοση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί αυτό που επέβαλαν τα συμφέροντα της χώρας και που αποτελούσε πανελλήνια εθνική απαίτηση. Υπακούοντας στη φωνή της Ελλάδας, αναλάβαμε το σχηματισμό της πρώτης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας».
Και σε άλλο σημείο του Διαγγέλματος, τονιζόταν:
«Πρώτος και κύριος σκοπός της Προσωρινής Κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και από τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή και για τη νίκη της Δημοκρατίας. Η διακυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών πάνω σε λαϊκοδημοκρατικές βάσεις και η παραπέρα ανάπτυξη των θεσμών των λαϊκών συμβουλίων και της λαϊκής δικαιοσύνης, που αποτελούν την πρώτη βάση για τη δημοκρατική αναδημιουργία, θα είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας. Το ίδιο η εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας. Η εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, η αντιμετώπιση των επισιτιστικών αναγκών του λαού. Η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις. Η σταθεροποίηση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Η αναγνώριση πλέριας ισοτιμίας στις εθνικές μειονότητες και του δικαιώματος της ελεύθερης εθνικής τους ανάπτυξης. Η δημιουργία γερού λαϊκού στρατού, στόλου και αεροπορίας, μιας ισχυρής Ελλάδας, ικανής να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική επιβουλή, σε στενή αδελφική συνεργασία με όλους τους δημοκρατικούς λαούς της Ευρώπης».
(Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμος 6ος, σελ. 455 – 457).
Η μάχη της Κόνιτσας
Την επομένη της αναγγελίας του σχηματισμού της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), δυνάμεις του ΔΣΕ άρχισαν επιχείρηση για την κατάληψη της Κόνιτσας. Ηταν η πρώτη μάχη τακτικού πολέμου που έδωσε ο ΔΣΕ και απέβλεπε στο να δείξει τη δύναμή του και να δώσει κύρος στην ΠΔΚ.
Οι δυνάμεις που διέθετε ο κυβερνητικός στρατός στον τομέα της Κόνιτσας ήταν:
α. Δύο πλήρη τάγματα στρατού και τάγμα από ΜΑΥδες και χωροφύλακες, με συνολική δύναμη 1.300 ανδρών περίπου, σε διάταξη στα γύρω υψώματα της πόλης και ένα λόχο στη γέφυρα Μπουραζάνι.
β. Δύναμη τάγματος στο Καλπάκι και μικρότερες δυνάμεις κατά μήκος του δρόμου Καλπάκι – Μπουραζάνι και ελάχιστες δυνάμεις στα δυτικά Ζαγόρια.
γ. Τέσσερα πεδινά πυροβόλα στην Κόνιτσα.
Οι δυνάμεις που διέθετε ο ΔΣΕ για τη μάχη της Κόνιτσας ήταν:
α. Περίπου δύο ταξιαρχίες για την ενέργεια στον τομέα της πόλης και τη γέφυρα στο Μπουραζάνι και σε συνέχεια προώθηση ελαφρού τμήματος στη δυτική πλευρά του δημόσιου δρόμου, για την αντιμετώπιση τυχόν εχθρικών κινήσεων από Καλπάκι προς Μπουραζάνι.
β. Τάγμα ενισχυμένο, καθώς και τμήμα κομάντος για την κάλυψη της επιχείρησης από τυχόν κινήσεις του κυβερνητικού στρατού στο δημόσιο δρόμο από Καλπάκι προς Μπουραζάνι και Γραμπάλα – Βοϊδομάτι, με σταθερή κατοχή των υψωμάτων Γραμπάλα – Μεσοβούνι από την ανατολική πλευρά του δρόμου.
Κατά τους στρατιωτικούς συγγραφείς, στη μάχη της Κόνιτσας, που κράτησε από τις 25 Δεκέμβρη 1947 έως τις 4 Γενάρη 1948, ενεπλάκησαν περίπου 12.000 άνδρες και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ο κυβερνητικός στρατός κατάφερε στις 31 του Δεκέμβρη να σπάσει τον κλοιό και να ενισχύσει τους πολιορκημένους, χρησιμοποιώντας και την αεροπορία, με αποτέλεσμα, στις 4 του Γενάρη 1948, οι δυνάμεις του ΔΣΕ, που διοικούνταν από τον ίδιο τον Μάρκο Βαφειάδη, να υποχωρήσουν.
Η γενικότερη σημασία της μάχης
Η μάχη της Κόνιτσας, παρά τις αδυναμίες και την αποτυχία που είχε, ήταν μια από τις πιο σοβαρές μάχες που έδωσε ο ΔΣΕ. Χάνοντας την Κόνιτσα ο κυβερνητικός στρατός έχανε μια προωθημένη του σημαντική βάση εξόρμησης, ένα σοβαρό κέντρο αντίστασης στην όλη διάταξή του στην Ηπειρο. Η απώλειά της, θα σήμαινε για τον κυβερνητικό στρατό μια στρατιωτική ήττα, που θα κλόνιζε όλη τη διάταξη και τα σχέδιά του και θα αναγκαζόταν να προβεί σε καινούρια αναδιάταξη των τμημάτων του. Παράλληλα, με το χάσιμο της Κόνιτσας ο αντίπαλος ζημίωνε και πολιτικά, γιατί έχανε ένα επαρχιακό κέντρο, μια πρωτεύουσα επαρχίας που συγκέντρωνε όλη την οικονομική και πολιτική ζωή μιας αρκετά εκτεταμένης περιοχής. Το χάσιμο της Κόνιτσας θα κλόνιζε το ίδιο το κύρος της κυβέρνησης των Αθηνών και της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα, των οποίων το κέντρο της προσοχής συγκεντρωνόταν στην εξόντωση του ένοπλου λαϊκοδημοκρατικού κινήματος.
Η νίκη του ΔΣΕ στην Κόνιτσα θα δυνάμωνε την πάλη των εργαζομένων στις πόλεις, με το ανέβασμά της σε ανώτερες μορφές. Θα ξεσήκωνε την επαναστατική διάθεση του λαού και θα βοηθούσε τους αγωνιστές να πλαισιώσουν τις τάξεις του ΔΣΕ. Παράλληλα, θα δυνάμωνε το κύρος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Στρατιωτικά η νίκη του ΔΣΕ στην Κόνιτσα θα ευθυγράμμιζε το μέτωπο των δυνάμεων του ΔΣΕ Γράμμου – Μουργκάνας και θα προωθούσε τη διάταξη των δυνάμεων του ΔΣΕ έξω από τα Γιάννενα και το Μέτσοβο.
«Οι αποτυχίες του ΔΣΕ τόσο στο Μέτσοβο όσο και στην Κόνιτσα – αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, σελ. 581 – έδειξαν ότι δεν ήταν ακόμη σε θέση να αναλάβει τέτοιας έκτασης επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, αποδείχτηκε λαθεμένη η υιοθέτηση από την ΚΕ του ΚΚΕ της φιλόδοξης πρόβλεψης του Ν. Ζαχαριάδη ότι «ο Νοέμβριος θα γίνει τάφος του μοναρχοφασισμού»».
Το Γενάρη του 1948, στην πρώτη σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών στελεχών του ΔΣΕ, που έγινε στο Βίτσι, συζητήθηκε – με βάση την εισήγηση του Ν. Ζαχαριάδη – η ως τότε δράση του ΔΣΕ και η τακτική που έπρεπε να εφαρμόσει. Η σύσκεψη αποφάνθηκε, ότι η τακτική του ΔΣΕ πρέπει να είναι λαϊκή επαναστατική και ότι επιβάλλεται ο ευέλικτος συνδυασμός της τακτικής του τακτικού επαναστατικού στρατού, με την αντάρτικη τακτική.
Στη σύσκεψη αυτή, ο Μάρκος Βαφειάδης, απαντώντας στην κριτική που του έγινε για την αποτυχία της μάχης της Κόνιτσας – την οποία διηύθυνε ο ίδιος – ανέπτυξε την άποψη, ότι ο ΔΣΕ δεν μπορεί να χτυπάει και να καταλαμβάνει, έστω και προσωρινά, πόλεις. Η άποψη αυτή, όπως γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας, τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον Ζαχαριάδη (Β. Μπαρτζιώτας «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 41).
Εχοντας υπόψη:
1. Τις καταστατικές διατάξεις του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας της 10 Αυγούστου 1947 και
2. Την επιτακτική ανάγκη που δημιούργησε η εκμηδένιση της εθνικής ανεξαρτησίας απ’ τους ιμπεριαλιστές, η ουσιαστική ανυπαρξία ελληνικής εθνικής κυβέρνησης, η ανάπτυξη του εθνικού και δημοκρατικού κινήματος και η πολεμική επίδοση του Δημοκρατικού Στρατού για το σχηματισμό μέσα στις ελεύθερες περιοχές της χώρας μιας Κεντρικής Κυβέρνησης.
Σ υ γ κ ρ ο τ ο ύ μ ε την ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ που αποτελείται, από τα υπογραφόμενα μέλη.
Κύριος και πρωταρχικός σκοπός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης είναι:
1. Να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού.
2. Να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κλπ και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
3. Να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών και
4. Να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους.
Για να πραγματοποιεί τους σκοπούς της η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση εκδίδει νόμους και διατάγματα. Οι νόμοι αποφασίζονται και εκδίδονται από ολόκληρη την κυβέρνηση. Τα διατάγματα αποφασίζονται από τον αρμόδιο υπουργό και εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης. Δημοσιεύονται όλα στην επίσημη εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και ισχύουν αμέσως με τη δημοσίευσή τους, εκτός αν ρητά οριστεί αλλιώς.
Η πρώτη Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας αποτελείται από τους εξής:
– Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών: Στρατηγός Μάρκος.
– Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών: Γιάννης Ιωαννίδης.
– Υπουργός Εξωτερικών: Πέτρος Ρούσος.
– Υπουργός Δικαιοσύνης: Μιλτιάδης Πορφυρογένης.
– Υπουργός της Υγιεινής και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας: Πέτρος Κόκκαλης.
– Υπουργός των Οικονομικών: Βασίλης Μπαρτζιώτας.
– Υπουργός της Γεωργίας: Δημήτρης Βλαντάς.
– Υπουργός της Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού: Λεωνίδας Στρίγκος.
Κοντά στον πρωθυπουργό ιδρύεται Γενική Διεύθυνση εθνικών μειονοτήτων για την άμεση εξυπηρέτηση των ζητημάτων των εθνικών μειονοτήτων.
Η σύνθεση της κυβέρνησης ορίζεται με απόφασή της. Η Προσωρινή Κυβέρνηση έχει σφραγίδα με τη χρονολογία της σύστασής της και τον τίτλο της.
Εδρα της Προσωρινής Κυβέρνησης ορίζεται…
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση πιστεύοντας πως η δύναμή της πηγάζει από το λαό και πως από το λαό αντλούνται όλες οι εξουσίες θα συγκαλέσει μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, Λαϊκή Εθνοσυνέλευση σαν κυρίαρχο λαϊκό σώμα.
Οι καταστατικές διατάξεις του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας της 10ης Αυγούστου 1947 εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση για τα δικαιώματα, ελευθερίες και καθήκον του αγωνιζόμενου λαού.
Ο όρκος
Τα μέλη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης δίνουν μπροστά σε αντιπροσώπους του λαού και του Δημοκρατικού Στρατού τον πιο κάτω όρκο.
«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω πιστά τα καθήκοντά μου σαν μέλος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας μου και του ελληνικού λαού. Οτι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και για τη Δημοκρατία, ότι θα υπερασπίζω παντού και πάντοτε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα του για τη λευτεριά και τα κυριαρχικά του δικαιώματα».
Η Προσωρινή Κυβέρνηση στηρίζεται στον πατριωτισμό και την υποστήριξη του ελληνικού λαού για να κατορθώσει να φέρει σε πέρας το έργο που ανέλαβε.
Στην έδρα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
23 του Δεκέμβρη 1947
Ο Πρόεδρος: Στρατηγός Μάρκος
Τα μέλη: Γιάννης Ιωαννίδης - Πέτρος Ρούσος - Μιλτιάδης Πορφυρογένης - Πέτρος Κόκκαλης
Βασίλης Μπαρτζιώτας - Δημήτρης Βλαντάς - Λεωνίδας Στρίγκος».
(«Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τόμος 6ος, σελ. 452 – 454)
Το Διάγγελμα στον ελληνικό λαό
Στο Διάγγελμα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης προς τον ελληνικό λαό, τονιζόταν ότι:
«Μπροστά στην εκμηδένιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας απ’ τον αμερικάνικο και αγγλικό ιμπεριαλισμό, μπροστά στην κατάργηση της δημοκρατίας απ’ το μοναρχοφασισμό μαζί με το ψευτοδημοκρατικό Κέντρο, τα ύψιστα συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού επέβαλαν την ανάγκη του σχηματισμού μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Στην Αθήνα, δεν υπάρχει εθνική ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν οι Τσαλδάρης και Σοφούλης, που ξεπούλησαν στους ξένους ιμπεριαλιστές και στους ντόπιους πλουτοκράτες κάθε όσιο και ιερό, την τιμή και τη ζωή του λαού, την ίδια την Ελλάδα. Αυτή η κατάπτωση στην έσχατη προδοσία, μαζί με τον αγώνα του λαού και την πολεμική επίδοση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί αυτό που επέβαλαν τα συμφέροντα της χώρας και που αποτελούσε πανελλήνια εθνική απαίτηση. Υπακούοντας στη φωνή της Ελλάδας, αναλάβαμε το σχηματισμό της πρώτης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας».
Και σε άλλο σημείο του Διαγγέλματος, τονιζόταν:
«Πρώτος και κύριος σκοπός της Προσωρινής Κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και από τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή και για τη νίκη της Δημοκρατίας. Η διακυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών πάνω σε λαϊκοδημοκρατικές βάσεις και η παραπέρα ανάπτυξη των θεσμών των λαϊκών συμβουλίων και της λαϊκής δικαιοσύνης, που αποτελούν την πρώτη βάση για τη δημοκρατική αναδημιουργία, θα είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας. Το ίδιο η εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας. Η εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, η αντιμετώπιση των επισιτιστικών αναγκών του λαού. Η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις. Η σταθεροποίηση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Η αναγνώριση πλέριας ισοτιμίας στις εθνικές μειονότητες και του δικαιώματος της ελεύθερης εθνικής τους ανάπτυξης. Η δημιουργία γερού λαϊκού στρατού, στόλου και αεροπορίας, μιας ισχυρής Ελλάδας, ικανής να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική επιβουλή, σε στενή αδελφική συνεργασία με όλους τους δημοκρατικούς λαούς της Ευρώπης».
(Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμος 6ος, σελ. 455 – 457).
Η μάχη της Κόνιτσας
Την επομένη της αναγγελίας του σχηματισμού της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), δυνάμεις του ΔΣΕ άρχισαν επιχείρηση για την κατάληψη της Κόνιτσας. Ηταν η πρώτη μάχη τακτικού πολέμου που έδωσε ο ΔΣΕ και απέβλεπε στο να δείξει τη δύναμή του και να δώσει κύρος στην ΠΔΚ.
Οι δυνάμεις που διέθετε ο κυβερνητικός στρατός στον τομέα της Κόνιτσας ήταν:
α. Δύο πλήρη τάγματα στρατού και τάγμα από ΜΑΥδες και χωροφύλακες, με συνολική δύναμη 1.300 ανδρών περίπου, σε διάταξη στα γύρω υψώματα της πόλης και ένα λόχο στη γέφυρα Μπουραζάνι.
β. Δύναμη τάγματος στο Καλπάκι και μικρότερες δυνάμεις κατά μήκος του δρόμου Καλπάκι – Μπουραζάνι και ελάχιστες δυνάμεις στα δυτικά Ζαγόρια.
γ. Τέσσερα πεδινά πυροβόλα στην Κόνιτσα.
Οι δυνάμεις που διέθετε ο ΔΣΕ για τη μάχη της Κόνιτσας ήταν:
α. Περίπου δύο ταξιαρχίες για την ενέργεια στον τομέα της πόλης και τη γέφυρα στο Μπουραζάνι και σε συνέχεια προώθηση ελαφρού τμήματος στη δυτική πλευρά του δημόσιου δρόμου, για την αντιμετώπιση τυχόν εχθρικών κινήσεων από Καλπάκι προς Μπουραζάνι.
β. Τάγμα ενισχυμένο, καθώς και τμήμα κομάντος για την κάλυψη της επιχείρησης από τυχόν κινήσεις του κυβερνητικού στρατού στο δημόσιο δρόμο από Καλπάκι προς Μπουραζάνι και Γραμπάλα – Βοϊδομάτι, με σταθερή κατοχή των υψωμάτων Γραμπάλα – Μεσοβούνι από την ανατολική πλευρά του δρόμου.
Κατά τους στρατιωτικούς συγγραφείς, στη μάχη της Κόνιτσας, που κράτησε από τις 25 Δεκέμβρη 1947 έως τις 4 Γενάρη 1948, ενεπλάκησαν περίπου 12.000 άνδρες και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ο κυβερνητικός στρατός κατάφερε στις 31 του Δεκέμβρη να σπάσει τον κλοιό και να ενισχύσει τους πολιορκημένους, χρησιμοποιώντας και την αεροπορία, με αποτέλεσμα, στις 4 του Γενάρη 1948, οι δυνάμεις του ΔΣΕ, που διοικούνταν από τον ίδιο τον Μάρκο Βαφειάδη, να υποχωρήσουν.
Η γενικότερη σημασία της μάχης
Η μάχη της Κόνιτσας, παρά τις αδυναμίες και την αποτυχία που είχε, ήταν μια από τις πιο σοβαρές μάχες που έδωσε ο ΔΣΕ. Χάνοντας την Κόνιτσα ο κυβερνητικός στρατός έχανε μια προωθημένη του σημαντική βάση εξόρμησης, ένα σοβαρό κέντρο αντίστασης στην όλη διάταξή του στην Ηπειρο. Η απώλειά της, θα σήμαινε για τον κυβερνητικό στρατό μια στρατιωτική ήττα, που θα κλόνιζε όλη τη διάταξη και τα σχέδιά του και θα αναγκαζόταν να προβεί σε καινούρια αναδιάταξη των τμημάτων του. Παράλληλα, με το χάσιμο της Κόνιτσας ο αντίπαλος ζημίωνε και πολιτικά, γιατί έχανε ένα επαρχιακό κέντρο, μια πρωτεύουσα επαρχίας που συγκέντρωνε όλη την οικονομική και πολιτική ζωή μιας αρκετά εκτεταμένης περιοχής. Το χάσιμο της Κόνιτσας θα κλόνιζε το ίδιο το κύρος της κυβέρνησης των Αθηνών και της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα, των οποίων το κέντρο της προσοχής συγκεντρωνόταν στην εξόντωση του ένοπλου λαϊκοδημοκρατικού κινήματος.
Η νίκη του ΔΣΕ στην Κόνιτσα θα δυνάμωνε την πάλη των εργαζομένων στις πόλεις, με το ανέβασμά της σε ανώτερες μορφές. Θα ξεσήκωνε την επαναστατική διάθεση του λαού και θα βοηθούσε τους αγωνιστές να πλαισιώσουν τις τάξεις του ΔΣΕ. Παράλληλα, θα δυνάμωνε το κύρος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Στρατιωτικά η νίκη του ΔΣΕ στην Κόνιτσα θα ευθυγράμμιζε το μέτωπο των δυνάμεων του ΔΣΕ Γράμμου – Μουργκάνας και θα προωθούσε τη διάταξη των δυνάμεων του ΔΣΕ έξω από τα Γιάννενα και το Μέτσοβο.
«Οι αποτυχίες του ΔΣΕ τόσο στο Μέτσοβο όσο και στην Κόνιτσα – αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, σελ. 581 – έδειξαν ότι δεν ήταν ακόμη σε θέση να αναλάβει τέτοιας έκτασης επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, αποδείχτηκε λαθεμένη η υιοθέτηση από την ΚΕ του ΚΚΕ της φιλόδοξης πρόβλεψης του Ν. Ζαχαριάδη ότι «ο Νοέμβριος θα γίνει τάφος του μοναρχοφασισμού»».
Το Γενάρη του 1948, στην πρώτη σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών στελεχών του ΔΣΕ, που έγινε στο Βίτσι, συζητήθηκε – με βάση την εισήγηση του Ν. Ζαχαριάδη – η ως τότε δράση του ΔΣΕ και η τακτική που έπρεπε να εφαρμόσει. Η σύσκεψη αποφάνθηκε, ότι η τακτική του ΔΣΕ πρέπει να είναι λαϊκή επαναστατική και ότι επιβάλλεται ο ευέλικτος συνδυασμός της τακτικής του τακτικού επαναστατικού στρατού, με την αντάρτικη τακτική.
Στη σύσκεψη αυτή, ο Μάρκος Βαφειάδης, απαντώντας στην κριτική που του έγινε για την αποτυχία της μάχης της Κόνιτσας – την οποία διηύθυνε ο ίδιος – ανέπτυξε την άποψη, ότι ο ΔΣΕ δεν μπορεί να χτυπάει και να καταλαμβάνει, έστω και προσωρινά, πόλεις. Η άποψη αυτή, όπως γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας, τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον Ζαχαριάδη (Β. Μπαρτζιώτας «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 41).
8 Ιανουαρίου 1948
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ τίθενται πλέον και τυπικά εκτός νόμου
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης
Ένταση του δολοφονικού οργίου
Η άμεση απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη στο σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και στις επιθέσεις του ΔΣΕ, ήταν να θέσει στις 8 του Γενάρη 1948, και τυπικά, εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη, να εντείνει τους ρυθμούς καταδίκης των αγωνιστών από τα στρατοδικεία και να ρίξει χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές και στα στρατόπεδα.
Οι νόμοι 509/47 περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος, το Γ` Ψήφισμα του 1946 περί προστασίας της ακεραιότητας της χώρας και ο νόμος 511/47 περί στρατοπέδων πειθαρχημένης διαβίωσης ήταν τα νομικά ερείσματα της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη, βάσει των οποίων εξαπολύθηκε ο εξοντωτικός διωγμός κατά της Αριστεράς.
Με το νόμο 511/47, θεμελιώθηκαν τα φρικτά κολαστήρια τύπου Μακρονήσου, Γυάρου, Αγίου Ευστρατίου, Τρίκκερι, όπου κλείστηκαν 5.000 χιλιάδες γυναίκες, αγωνίστριες της Αριστεράς.
Το μήνα Γενάρη του 1948 πιάστηκαν 1.400 δημοκράτες στην Αθήνα και τον Πειραιά και 650 στο Νομό Ηλείας. Τους επόμενους δύο μήνες, Φλεβάρη και Μάρτη, πιάστηκαν άλλοι 5.000 αγωνιστές σ’ όλη τη χώρα. Στο ίδιο διάστημα, εντάθηκε η δολοφονική δράση των έκτακτων στρατοδικείων. Ενώ το 1946 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο 116 πατριώτες και το 1947 688, το πρώτο εξάμηνο του 1948 καταδικάστηκαν 1.547. (Βλέπε «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», σελ. 582 – 583). Το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1948, που συνέπεσε να είναι Μεγάλο Σάββατο, δολοφονήθηκε στην Αθήνα, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Καρύτση, ο υπουργός της Δικαιοσύνης, Χρήστος Λαδάς. Πιάστηκε ο ηλικίας 22 χρόνων Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος, φορώντας στολή σμηνίτη, έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε θανάσιμα τον υπουργό. Σε αντίποινα, εκτελέστηκαν την τρίτη μέρα του Πάσχα 154 καταδικασμένοι από Κακουργιοδικεία, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Ο ίδιος ο δράστης δεν εκτελέστηκε, γιατί έδειξε «μεταμέλεια» και συνεργάστηκε με τις αρχές. (Βλέπε Τάσου Βουρνά, «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. Ο εμφύλιος», σελ. 204).
Η δολοφονία του υπουργού Χρήστου Λαδά προκάλεσε κυβερνητική κρίση στην Αθήνα. Οι ψεύτικες ανακοινώσεις του Σοφούλη σε τίποτα δεν ωφέλησαν. Ο Τσαλδάρης, εκβιάζοντας την κατάσταση, κάλεσε τους δημοσιογράφους, την ίδια μέρα της δολοφονίας του Χρήστου Λαδά, και τους ανακοίνωσε πως υπάρχει πραγματικά κυβερνητική κρίση. Δήλωσε, επίσης, ότι οι όροι της συνεργασίας μεταξύ των δύο κομμάτων (του Λαϊκού και των Φιλελευθέρων) δεν ανταποκρίνονται πια στην κατάσταση που δημιουργήθηκε και ότι χρειάζεται καινούρια συμφωνία για την παραπέρα συνεργασία τους.
Αργότερα, ο Σοφούλης επιβεβαίωσε στους δημοσιογράφους ότι υπάρχει πραγματικά κυβερνητική κρίση και ότι πήρε σχετικό γράμμα από τον Τσαλδάρη. Επίσης, δήλωσε ότι διαφωνεί με τους όρους του Τσαλδάρη, αλλά θα αρχίσει διαπραγματεύσεις μαζί του, για τη λύση της κυβερνητικής κρίσης.
(Βλέπε «Δελτία Ειδήσεων του ΔΣΕ», της 2, 3, 4 και 6 του Μάη 1948).
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης
Παρά τις διαφωνίες Μάρκου – Ζαχαριάδη, αμέσως μετά τη σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ, διατάχθηκε ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να σφυροκοπήσει με πυροβόλα την πόλη. Η επιχείρηση, που ήταν πολύ επικίνδυνη και δύσκολη, πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 του Φλεβάρη 1948.
Τμήματα του ΔΣΕ, με επικεφαλής τον Νίκο Τριανταφύλλου, έφτασαν κρυφά σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και έριξαν στην πόλη δεκάδες βλήματα πυροβολικού, προκαλώντας πανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους.
Το έντυπο «Δελτίο Ειδήσεων» του ΔΣΕ, με ημερομηνία 12 του Φλεβάρη, αναφέρει: «Τα ραδιόφωνα της Αθήνας και του Λονδίνου μετέδωσαν χτες και σήμερα επανειλημμένα την είδηση για την επίθεση των τμημάτων του ΔΣΕ στη Θεσσαλονίκη. Το Λονδίνο μετέδωσε ότι δυνάμεις ανταρτών έβαλλαν με όλμους των 81 χιλιοστών κατά της Θεσσαλονίκης. Στη χτεσινή εκπομπή του, είπε ότι ρίχτηκαν 12 βλήματα, ενώ σήμερα το πρωί είπε πως ρίχτηκαν 40 βλήματα. Από τα βλήματα που ρίχτηκαν, 2 έπεσαν στα ξενοδοχεία όπου μένανε τα μέλη της Βαλκανικής Επιτροπής, ένα σε κτίριο που μένουνε Αγγλοι και 2 άλλα σε γκαράζ και αποθήκες βενζίνης. Η είδηση, για το βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε σύγχυση και πανικό στους μοναρχοφασιστικούς κύκλους της Αθήνας. Η χτεσινή συνεδρίαση της Βουλής ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συζήτηση του ζητήματος αυτού. Ο γενικός διοικητής της Μακεδονίας, Μπασιάκος, ζήτησε γενική επιστράτευση όλων όσων μπορούν να φέρουν όπλα και όσοι δεν μπορούν να φέρουν όπλα, να βοηθήσουν ηθικά και υλικά. Αλλοι βουλευτές ζήτησαν να παραιτηθεί η κυβέρνηση, που αποδείχτηκε ανίκανη να χτυπήσει τους αντάρτες. Αλλοι σύστησαν ψυχραιμία, ώσπου να δώσει εξήγηση η κυβέρνηση και ένα μέρος ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση της Βουλής. Ο Τσαλδάρης διαφώνησε με την πρόταση αυτή, μα ο αριθμός των βουλευτών που ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση ήτανε μεγάλος και γι’ αυτό ο πρόεδρος της Βουλής διέταξε την εκκένωση των θεωρείων για να γίνει η συνεδρίαση».
Στις 12 του Φλεβάρη, το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ύστερα από έκθεση του Α` Σώματος Στρατού Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι:
«Το πυροβόλον ήτανε γερμανικόν ορειβατικό τύπου Σκόνερ των 7,5 χλσ. Τοποθετήθηκε στην περιοχή Λεμπέτ κοντά στον αμαξωτό δρόμο Λαγκαδά – Θεσσαλονίκης και έβαλλε κατά της Θεσσαλονίκης από απόσταση 3 χλμ., από τις 2.30 έως 3.30 στις 10 Φεβρουαρίου. 40 βλήματα έπεσαν μέσα στην πόλη. Εις τη θέση του πυροβόλου βρέθηκαν 20 κάλυκες και μια οβίδα. Βρέθηκαν ακόμα ο κιλλίβας και οι 2 τροχοί του πυροβόλου. Ο σωλήνας δε βρέθηκε».
Αποκαλυπτικότερο για το εντυπωσιακό γεγονός, του κανονιοβολισμού της Θεσσαλονίκης, ήταν το αμερικανικό πρακτορείο «Γιουνάιτεντ Πρες», το οποίο, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Δελτίου Ειδήσεων» του ΔΣΕ της 13ης Φεβρουαρίου 1948, ανακοίνωσε τα εξής:
«Σχολιάζοντας την επίθεση της Θεσσαλονίκης, το αμερικάνικο πραχτορείο ειδήσεων «Γιουνάιτεντ Πρες» αγγέλλει ότι η επίθεση αυτή ήταν η τολμηρότερη απ’ όσες είχαν κάμει οι αντάρτες. Οι αντάρτες που επετέθηκαν ήταν 150 και είχαν 18 μεταγωγικά ζώα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου πραχτορείου, οι αντάρτες έβαλλαν από τα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα τμήματα ανατίναξαν μια γέφυρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης για να εμποδίσουν την κίνηση του μοναρχοφασιστικού στρατού και να ξεγελάσουν τους μοναρχοφασίστες σχετικά με την κατεύθυνση της διαφυγής τους. Εξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο Σπιτφάιερ, που πήγε για καταδίωξη των ανταρτών και ένα άλλο βλήθηκε στα φτερά».
Η άμεση απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη στο σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και στις επιθέσεις του ΔΣΕ, ήταν να θέσει στις 8 του Γενάρη 1948, και τυπικά, εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη, να εντείνει τους ρυθμούς καταδίκης των αγωνιστών από τα στρατοδικεία και να ρίξει χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές και στα στρατόπεδα.
Οι νόμοι 509/47 περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος, το Γ` Ψήφισμα του 1946 περί προστασίας της ακεραιότητας της χώρας και ο νόμος 511/47 περί στρατοπέδων πειθαρχημένης διαβίωσης ήταν τα νομικά ερείσματα της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη, βάσει των οποίων εξαπολύθηκε ο εξοντωτικός διωγμός κατά της Αριστεράς.
Με το νόμο 511/47, θεμελιώθηκαν τα φρικτά κολαστήρια τύπου Μακρονήσου, Γυάρου, Αγίου Ευστρατίου, Τρίκκερι, όπου κλείστηκαν 5.000 χιλιάδες γυναίκες, αγωνίστριες της Αριστεράς.
Το μήνα Γενάρη του 1948 πιάστηκαν 1.400 δημοκράτες στην Αθήνα και τον Πειραιά και 650 στο Νομό Ηλείας. Τους επόμενους δύο μήνες, Φλεβάρη και Μάρτη, πιάστηκαν άλλοι 5.000 αγωνιστές σ’ όλη τη χώρα. Στο ίδιο διάστημα, εντάθηκε η δολοφονική δράση των έκτακτων στρατοδικείων. Ενώ το 1946 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο 116 πατριώτες και το 1947 688, το πρώτο εξάμηνο του 1948 καταδικάστηκαν 1.547. (Βλέπε «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», σελ. 582 – 583). Το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1948, που συνέπεσε να είναι Μεγάλο Σάββατο, δολοφονήθηκε στην Αθήνα, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Καρύτση, ο υπουργός της Δικαιοσύνης, Χρήστος Λαδάς. Πιάστηκε ο ηλικίας 22 χρόνων Ευστράτιος Μουτσογιάννης, ο οποίος, φορώντας στολή σμηνίτη, έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε θανάσιμα τον υπουργό. Σε αντίποινα, εκτελέστηκαν την τρίτη μέρα του Πάσχα 154 καταδικασμένοι από Κακουργιοδικεία, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Ο ίδιος ο δράστης δεν εκτελέστηκε, γιατί έδειξε «μεταμέλεια» και συνεργάστηκε με τις αρχές. (Βλέπε Τάσου Βουρνά, «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. Ο εμφύλιος», σελ. 204).
Η δολοφονία του υπουργού Χρήστου Λαδά προκάλεσε κυβερνητική κρίση στην Αθήνα. Οι ψεύτικες ανακοινώσεις του Σοφούλη σε τίποτα δεν ωφέλησαν. Ο Τσαλδάρης, εκβιάζοντας την κατάσταση, κάλεσε τους δημοσιογράφους, την ίδια μέρα της δολοφονίας του Χρήστου Λαδά, και τους ανακοίνωσε πως υπάρχει πραγματικά κυβερνητική κρίση. Δήλωσε, επίσης, ότι οι όροι της συνεργασίας μεταξύ των δύο κομμάτων (του Λαϊκού και των Φιλελευθέρων) δεν ανταποκρίνονται πια στην κατάσταση που δημιουργήθηκε και ότι χρειάζεται καινούρια συμφωνία για την παραπέρα συνεργασία τους.
Αργότερα, ο Σοφούλης επιβεβαίωσε στους δημοσιογράφους ότι υπάρχει πραγματικά κυβερνητική κρίση και ότι πήρε σχετικό γράμμα από τον Τσαλδάρη. Επίσης, δήλωσε ότι διαφωνεί με τους όρους του Τσαλδάρη, αλλά θα αρχίσει διαπραγματεύσεις μαζί του, για τη λύση της κυβερνητικής κρίσης.
(Βλέπε «Δελτία Ειδήσεων του ΔΣΕ», της 2, 3, 4 και 6 του Μάη 1948).
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης
Παρά τις διαφωνίες Μάρκου – Ζαχαριάδη, αμέσως μετά τη σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ, διατάχθηκε ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να σφυροκοπήσει με πυροβόλα την πόλη. Η επιχείρηση, που ήταν πολύ επικίνδυνη και δύσκολη, πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 του Φλεβάρη 1948.
Τμήματα του ΔΣΕ, με επικεφαλής τον Νίκο Τριανταφύλλου, έφτασαν κρυφά σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και έριξαν στην πόλη δεκάδες βλήματα πυροβολικού, προκαλώντας πανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους.
Το έντυπο «Δελτίο Ειδήσεων» του ΔΣΕ, με ημερομηνία 12 του Φλεβάρη, αναφέρει: «Τα ραδιόφωνα της Αθήνας και του Λονδίνου μετέδωσαν χτες και σήμερα επανειλημμένα την είδηση για την επίθεση των τμημάτων του ΔΣΕ στη Θεσσαλονίκη. Το Λονδίνο μετέδωσε ότι δυνάμεις ανταρτών έβαλλαν με όλμους των 81 χιλιοστών κατά της Θεσσαλονίκης. Στη χτεσινή εκπομπή του, είπε ότι ρίχτηκαν 12 βλήματα, ενώ σήμερα το πρωί είπε πως ρίχτηκαν 40 βλήματα. Από τα βλήματα που ρίχτηκαν, 2 έπεσαν στα ξενοδοχεία όπου μένανε τα μέλη της Βαλκανικής Επιτροπής, ένα σε κτίριο που μένουνε Αγγλοι και 2 άλλα σε γκαράζ και αποθήκες βενζίνης. Η είδηση, για το βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε σύγχυση και πανικό στους μοναρχοφασιστικούς κύκλους της Αθήνας. Η χτεσινή συνεδρίαση της Βουλής ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συζήτηση του ζητήματος αυτού. Ο γενικός διοικητής της Μακεδονίας, Μπασιάκος, ζήτησε γενική επιστράτευση όλων όσων μπορούν να φέρουν όπλα και όσοι δεν μπορούν να φέρουν όπλα, να βοηθήσουν ηθικά και υλικά. Αλλοι βουλευτές ζήτησαν να παραιτηθεί η κυβέρνηση, που αποδείχτηκε ανίκανη να χτυπήσει τους αντάρτες. Αλλοι σύστησαν ψυχραιμία, ώσπου να δώσει εξήγηση η κυβέρνηση και ένα μέρος ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση της Βουλής. Ο Τσαλδάρης διαφώνησε με την πρόταση αυτή, μα ο αριθμός των βουλευτών που ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση ήτανε μεγάλος και γι’ αυτό ο πρόεδρος της Βουλής διέταξε την εκκένωση των θεωρείων για να γίνει η συνεδρίαση».
Στις 12 του Φλεβάρη, το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ύστερα από έκθεση του Α` Σώματος Στρατού Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι:
«Το πυροβόλον ήτανε γερμανικόν ορειβατικό τύπου Σκόνερ των 7,5 χλσ. Τοποθετήθηκε στην περιοχή Λεμπέτ κοντά στον αμαξωτό δρόμο Λαγκαδά – Θεσσαλονίκης και έβαλλε κατά της Θεσσαλονίκης από απόσταση 3 χλμ., από τις 2.30 έως 3.30 στις 10 Φεβρουαρίου. 40 βλήματα έπεσαν μέσα στην πόλη. Εις τη θέση του πυροβόλου βρέθηκαν 20 κάλυκες και μια οβίδα. Βρέθηκαν ακόμα ο κιλλίβας και οι 2 τροχοί του πυροβόλου. Ο σωλήνας δε βρέθηκε».
Αποκαλυπτικότερο για το εντυπωσιακό γεγονός, του κανονιοβολισμού της Θεσσαλονίκης, ήταν το αμερικανικό πρακτορείο «Γιουνάιτεντ Πρες», το οποίο, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Δελτίου Ειδήσεων» του ΔΣΕ της 13ης Φεβρουαρίου 1948, ανακοίνωσε τα εξής:
«Σχολιάζοντας την επίθεση της Θεσσαλονίκης, το αμερικάνικο πραχτορείο ειδήσεων «Γιουνάιτεντ Πρες» αγγέλλει ότι η επίθεση αυτή ήταν η τολμηρότερη απ’ όσες είχαν κάμει οι αντάρτες. Οι αντάρτες που επετέθηκαν ήταν 150 και είχαν 18 μεταγωγικά ζώα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου πραχτορείου, οι αντάρτες έβαλλαν από τα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα τμήματα ανατίναξαν μια γέφυρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης για να εμποδίσουν την κίνηση του μοναρχοφασιστικού στρατού και να ξεγελάσουν τους μοναρχοφασίστες σχετικά με την κατεύθυνση της διαφυγής τους. Εξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο Σπιτφάιερ, που πήγε για καταδίωξη των ανταρτών και ένα άλλο βλήθηκε στα φτερά».
Άνοιξη του 1948
Η δράση του ΔΣΕ κλιμακώνεται
Τρεις μέρες πριν από τον κανονιοβολισμό της Θεσσαλονίκης, τμήμα του ΔΣΕ Ρούμελης είχε διεισδύσει στην Πάρνηθα και είχε φτάσει σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την Αθήνα.
Σχετικά με το, επίσης, εντυπωσιακό αυτό γεγονός εκείνων των ημερών, μετά την ίδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), στο ανακοινωθέν που δημοσιεύθηκε στο «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ» στις 18 του Φλεβάρη 1948, αναφέρεται:
«Τηλεγραφήματα του πραχτορείου «Ελεύθερη Ελλάδα» μεταδίνουν τις παρακάτω ειδήσεις για τις επιχειρήσεις του ΔΣ στην περιοχή της Πάρνηθας. Τμήματα του ΔΣ του Αρχηγείου Ρούμελης στις 5 και 6 του Φλεβάρη ενήργησαν διείσδυση στην Πάρνηθα και στην περιοχή της 20 χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Στις 6 του Φλεβάρη, τμήματα του ίδιου Αρχηγείου ενήργησαν επίθεση και κατέλαβαν την Πύλη. Οι μοναρχοφασίστες είχαν απώλειες 9 νεκρούς και περισσότερους τραυματίες. Ανάμεσα στα λάφυρα που κυρίευσαν οι μαχητές του ΔΣ είναι και 15 τουφέκια, τρόφιμα, ιματισμός και αρχείο χωροφυλακής και άλλα. Την ίδια μέρα, τμήματα του ΔΣ μπήκαν στη Σκούρτα. Στην εμφάνισή τους οι χωροφύλακες και ΜΑΥδες εγκατέλειψαν το χωριό πανικόβλητοι. Μεγάλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις που έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τα τμήματα του ΔΣ, παρά την υποστήριξή τους από μεγάλες δυνάμεις αεροπορίας και τανκ, δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη δράση τους.
Στις 8/2/48, τμήματα του ίδιου Αρχηγείου απέκρουσαν ισχυρή επίθεση μοναρχοφασιστικών δυνάμεων, που υποστηρίζονταν από πυροβολικό και αεροπορία, στη θέση «Τρία πηγάδια».
Στις 9/2 τμήματα του ΔΣ συγκρούστηκαν με μεγάλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις στον Κιθαιρώνα. Οι μοναρχοφασίστες χρησιμοποίησαν σε μεγάλη κλίμακα την αεροπορία τους και τα τανκ. Στη μάχη, που κράτησε 4 ώρες, τα τμήματα του ΔΣ προξένησαν σοβαρές απώλειες στους μοναρχοφασίστες.
Στις 10/2 τμήματα του ΔΣ μπήκαν στο Νεοχώρι και Λεύκτρα των Θηβών, σαρώνοντας τους ΜΑΥδες. 30 νέοι με ενθουσιασμό ακολούθησαν τα τμήματα του ΔΣ και κατατάχθηκαν στις γραμμές του.
Τηλεγραφήματα του πραχτορείου «Ελεύθερη Ελλάδα» από τη Φθιώτιδα αναφέρουν ότι τμήματα του ΔΣ του Αρχηγείου Ρούμελης στις 4 προς 5 – 2 μπήκαν στον Αϊ Γιώργη Λιβαδειάς, όπου οι κάτοικοι τα δέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό και πρόσφεραν 2.000 οκ. στάρι. Την ίδια μέρα, άλλα τμήματα του ΔΣ προσέβαλαν μοναρχοφασιστικά φυλάκια στη Λιβαδειά, όπου οι μοναρχοφασίστες δοσίλογοι αναστατώθηκαν».
Ο ΔΣΕ μπαίνει στο Γύθειο
Μετά την απελευθέρωση των 224 κρατουμένων αγωνιστών των φυλακών της Σπάρτης, το Φλεβάρη του 1947, το αντάρτικο θέριεψε στο Μοριά, έτσι που στις αρχές του 1948 η δύναμη του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο να φτάσει στον αριθμό των χιλίων.
Στις 23 του Φλεβάρη 1948, τμήμα 200 περίπου μαχητών του ΔΣΕ μπήκε στο Γύθειο και απελευθέρωσε τους κρατούμενους.
Στο «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ» της 24ης Φεβρουαρίου 1948, διαβάζουμε:
«Τη στιγμή που οι μοναρχοφασίστες διατυμπανίζουν «μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» στην Πελοπόννησο, ο Δημοκρατικός Στρατός στην περιοχή αυτή της χώρας, τους δίνει την καλύτερη απάντηση με την ανάπτυξη της επιθετικής του δράσης ακόμα και μέσα στα μεγάλα τους κέντρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες του γαλλικού τηλεγραφικού πραχτορείου, 200 μαχητές του ΔΣ μπήκαν στο Γύθειο και απελευθέρωσαν 23 πατριώτες απ’ τις φυλακές. Σκοτώθηκαν 3 χωροφύλακες και πολλοί τραυματίστηκαν.
Ο ραδιοσταθμός της Αθήνας μετέδωσε ότι στις 11 τη νύχτα χτες έγινε σφοδρή επίθεση ενάντια στο Αίγιο από 400 μαχητές του ΔΣ. Η επίθεση έγινε απ’ όλα τα σημεία ενάντια στην πόλη στην οποία βρίσκονταν χωροφύλακες, στρατός και ΜΑΥ.
Νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι τα τμήματα του ΔΣ ήταν εξοπλισμένα με βαρύτατον οπλισμό, τα δε βλήματά τους έπεφταν στο κέντρο της πόλης.
Αλλο τηλεγράφημα αναφέρει ότι εκδηλώθηκε επίθεση του ΔΣ ενάντια στις Καλάμες απ’ τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης.
Ο ραδιοσταθμός της Αθήνας μετέδωσε ότι σαμποτέρ ανατίναξαν 260 μέτρα σιδηροδρομική γραμμή στη Ρέτσι – Μεγαλούπολης στην Πελοπόννησο».
«ΣΚΙΤΣΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ»
«Ο μπάρμπα Χρυσός»
«Σκίτσα από τον αγώνα». Ηταν μια μόνιμη στήλη της «Εξόρμησης», της εφημερίδας του ΔΣΕ, που καλλιεργούσε και ανάδειχνε τις αρετές των μαχητών του ΔΣΕ και διαπαιδαγωγούσε, με όμορφο και παραστατικό τρόπο, αξιοποιώντας παραδείγματα από την καθημερινή τότε ζωή. Από το φύλλο της 1ης Φλεβάρη 1948, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο:
«Χρήστο τόνε λέγανε. Μπάρμπα Χρυσό τόνε φωνάζουνε οι συναγωνιστές του.
Αγρότης, 53 χρονών, αδύνατος, μάλλον κοντός, ευκίνητος, ομιλητικός, γελαστός, είναι απαραίτητος σύντροφος στους μαχητές του τμήματός του. Για όλους έχει μια καλή κουβέντα. Ξέρει τα βάσανα, τις χαρές, τις επιθυμίες, τις επιτυχίες τους.
Σε κάθε στάση ξεκούρασης, στις φάλαγγες πορείας, πάντα ο μπάρμπα Χρυσός, παρ’ όλο το άσθμα που του κόβει την ανάσα, βρίσκεται δίπλα σ’ αυτόν που ‘ναι ανάγκη.
«Κουράγιο και φτάσαμε», ενθαρρύνει τον καινούριο και άμαθο σε πορείες αγωνιστή.
«Στα τσαλιά κάτσε, όχι χάμω, έχει υγρασία», μαλώνει τον απρόσεχτο.
Δε σταματάει να μιλάει. Εχει ένα σωρό ιστορίες να διηγηθεί. Και τα λέει τόσο όμορφα, με τέτοιον τρόπο, που δε χορταίνεις να τον ακούς. Εχουνε δει όμως τόσα και τόσα τα μάτια του. Ηταν από τους πρώτους αντάρτες της περιφέρειάς του. Εχει πολλά να ιστορήσει για τους πρώτους μήνες του αντάρτικου.
«Που λέτε, είχα μια ομάδα από άντρες, όλους της ηλικίας μου. Οπλα δεν είχαμε. Κάτι λιγοστά τουφέκια είχαμε στην αρχή. Ημουνα, σαν να λέμε, αρχηγός των αόπλων δυνάμεων της περιφέρειας», συμπληρώνει με χιούμορ.
«Πείνες που τραβήξαμε στην αρχή! Ψωμί περνούσανε βδομάδες χωρίς να το γευτούμε. Βράζαμε τσουκνίδες και τρώγαμε. Ξύναμε τα δέντρα για να καπνίσουμε. Πεινάτε; ρωτούσα τους άντρες μου. Σφίχτε το ζουνάρι 2 πόντους. Θέλετε τσιγάρο; Πέστε πως καπνίσατε. Κρυώνετε; Κοντεύει καλοκαίρι.
Δε δίναμε όμως σημασία σ’ αυτά. Το όπλο μας να ‘ναι καλά. Χτυπήσαμε τους ΜΑΥδες στα χωριά. Στήσαμε ενέδρες στους χωροφύλακες και βρήκαμε τρόφιμα και ρούχα. Ντυθήκαμε, χορτάσαμε, οπλιστήκαμε».
«Οικογένεια έχεις μπάρμπα Χρυσό;»
«Να η οικογένειά μου, απαντάει χαρούμενα και δείχνει τους συναγωνιστές του. Ολοι οι αντάρτες δικοί μου είναι. Παιδιά μου. Ολοι μ’ αγαπάνε. Μπάρμπα Χρυσό με κράζουνε. Από παντού χαιρετίσματα μου στέλνουνε. Πώς μπορεί, λοιπόν, τέτοια παλικάρια να ξεχάσουνε τον παλιό αρχηγό των αόπλων δυνάμεων;», συμπληρώνει με γέλιο».
Η βοήθεια στο ΔΣΕ
Στο ίδιο φύλλο της «Εξόρμησης», μια μικρή είδηση δίνει το μέγεθος και το βάθος των δεσμών του ΔΣΕ με το λαό:
«Από τότε που ο ΔΣΕ ήρθε στην περιοχή της Κόνιτσας, ως τα σήμερα, ο λαός της επαρχίας του πρόσφερε:
α. Τρόφιμα
1. Σιτάρι 56.421 οκάδες
2. Καλαμπόκι 104.139 οκάδες
3. Οσπρια 11.347 οκάδες
4. Πατάτες 8.148 οκάδες
5. Κρεμμύδια 5.954 οκάδες
6. Κρασί 2.541 οκάδες
7. Ρακί 715 οκάδες
8. Φρούτα 24.696 οκάδες
9. Αυγά 7.171 οκάδες
10. Σφάγια 37.377 οκάδες
11. Σφάγια 4.530 κεφάλια
β. Ρούχα
1. Δέματα 1.802
2. Φανέλες 256
3. Πουλόβερ 764
4. Κάλτσες 2.857 ζευγάρια
5. Γάντια 81
6. Κουβέρτες 332
γ. Υπηρεσίες
1. Μεροκάματα ανθρώπων 95.932
2. Μεροκάματα ζώων 20.423
3. Μεταφέρθηκε συνολικό βάρος 1.157. 507 οκάδες
4. Φορτηγά ζώα στο ΔΣΕ 257
Βοήθησε οικογένειες ανταρτών με 868 οκάδες καλαμπόκι και πρόσφερε 48.163 καταλύματα».
Σχετικά με το, επίσης, εντυπωσιακό αυτό γεγονός εκείνων των ημερών, μετά την ίδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), στο ανακοινωθέν που δημοσιεύθηκε στο «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ» στις 18 του Φλεβάρη 1948, αναφέρεται:
«Τηλεγραφήματα του πραχτορείου «Ελεύθερη Ελλάδα» μεταδίνουν τις παρακάτω ειδήσεις για τις επιχειρήσεις του ΔΣ στην περιοχή της Πάρνηθας. Τμήματα του ΔΣ του Αρχηγείου Ρούμελης στις 5 και 6 του Φλεβάρη ενήργησαν διείσδυση στην Πάρνηθα και στην περιοχή της 20 χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Στις 6 του Φλεβάρη, τμήματα του ίδιου Αρχηγείου ενήργησαν επίθεση και κατέλαβαν την Πύλη. Οι μοναρχοφασίστες είχαν απώλειες 9 νεκρούς και περισσότερους τραυματίες. Ανάμεσα στα λάφυρα που κυρίευσαν οι μαχητές του ΔΣ είναι και 15 τουφέκια, τρόφιμα, ιματισμός και αρχείο χωροφυλακής και άλλα. Την ίδια μέρα, τμήματα του ΔΣ μπήκαν στη Σκούρτα. Στην εμφάνισή τους οι χωροφύλακες και ΜΑΥδες εγκατέλειψαν το χωριό πανικόβλητοι. Μεγάλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις που έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τα τμήματα του ΔΣ, παρά την υποστήριξή τους από μεγάλες δυνάμεις αεροπορίας και τανκ, δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη δράση τους.
Στις 8/2/48, τμήματα του ίδιου Αρχηγείου απέκρουσαν ισχυρή επίθεση μοναρχοφασιστικών δυνάμεων, που υποστηρίζονταν από πυροβολικό και αεροπορία, στη θέση «Τρία πηγάδια».
Στις 9/2 τμήματα του ΔΣ συγκρούστηκαν με μεγάλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις στον Κιθαιρώνα. Οι μοναρχοφασίστες χρησιμοποίησαν σε μεγάλη κλίμακα την αεροπορία τους και τα τανκ. Στη μάχη, που κράτησε 4 ώρες, τα τμήματα του ΔΣ προξένησαν σοβαρές απώλειες στους μοναρχοφασίστες.
Στις 10/2 τμήματα του ΔΣ μπήκαν στο Νεοχώρι και Λεύκτρα των Θηβών, σαρώνοντας τους ΜΑΥδες. 30 νέοι με ενθουσιασμό ακολούθησαν τα τμήματα του ΔΣ και κατατάχθηκαν στις γραμμές του.
Τηλεγραφήματα του πραχτορείου «Ελεύθερη Ελλάδα» από τη Φθιώτιδα αναφέρουν ότι τμήματα του ΔΣ του Αρχηγείου Ρούμελης στις 4 προς 5 – 2 μπήκαν στον Αϊ Γιώργη Λιβαδειάς, όπου οι κάτοικοι τα δέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό και πρόσφεραν 2.000 οκ. στάρι. Την ίδια μέρα, άλλα τμήματα του ΔΣ προσέβαλαν μοναρχοφασιστικά φυλάκια στη Λιβαδειά, όπου οι μοναρχοφασίστες δοσίλογοι αναστατώθηκαν».
Ο ΔΣΕ μπαίνει στο Γύθειο
Μετά την απελευθέρωση των 224 κρατουμένων αγωνιστών των φυλακών της Σπάρτης, το Φλεβάρη του 1947, το αντάρτικο θέριεψε στο Μοριά, έτσι που στις αρχές του 1948 η δύναμη του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο να φτάσει στον αριθμό των χιλίων.
Στις 23 του Φλεβάρη 1948, τμήμα 200 περίπου μαχητών του ΔΣΕ μπήκε στο Γύθειο και απελευθέρωσε τους κρατούμενους.
Στο «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ» της 24ης Φεβρουαρίου 1948, διαβάζουμε:
«Τη στιγμή που οι μοναρχοφασίστες διατυμπανίζουν «μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» στην Πελοπόννησο, ο Δημοκρατικός Στρατός στην περιοχή αυτή της χώρας, τους δίνει την καλύτερη απάντηση με την ανάπτυξη της επιθετικής του δράσης ακόμα και μέσα στα μεγάλα τους κέντρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες του γαλλικού τηλεγραφικού πραχτορείου, 200 μαχητές του ΔΣ μπήκαν στο Γύθειο και απελευθέρωσαν 23 πατριώτες απ’ τις φυλακές. Σκοτώθηκαν 3 χωροφύλακες και πολλοί τραυματίστηκαν.
Ο ραδιοσταθμός της Αθήνας μετέδωσε ότι στις 11 τη νύχτα χτες έγινε σφοδρή επίθεση ενάντια στο Αίγιο από 400 μαχητές του ΔΣ. Η επίθεση έγινε απ’ όλα τα σημεία ενάντια στην πόλη στην οποία βρίσκονταν χωροφύλακες, στρατός και ΜΑΥ.
Νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι τα τμήματα του ΔΣ ήταν εξοπλισμένα με βαρύτατον οπλισμό, τα δε βλήματά τους έπεφταν στο κέντρο της πόλης.
Αλλο τηλεγράφημα αναφέρει ότι εκδηλώθηκε επίθεση του ΔΣ ενάντια στις Καλάμες απ’ τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης.
Ο ραδιοσταθμός της Αθήνας μετέδωσε ότι σαμποτέρ ανατίναξαν 260 μέτρα σιδηροδρομική γραμμή στη Ρέτσι – Μεγαλούπολης στην Πελοπόννησο».
«ΣΚΙΤΣΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ»
«Ο μπάρμπα Χρυσός»
«Σκίτσα από τον αγώνα». Ηταν μια μόνιμη στήλη της «Εξόρμησης», της εφημερίδας του ΔΣΕ, που καλλιεργούσε και ανάδειχνε τις αρετές των μαχητών του ΔΣΕ και διαπαιδαγωγούσε, με όμορφο και παραστατικό τρόπο, αξιοποιώντας παραδείγματα από την καθημερινή τότε ζωή. Από το φύλλο της 1ης Φλεβάρη 1948, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο:
«Χρήστο τόνε λέγανε. Μπάρμπα Χρυσό τόνε φωνάζουνε οι συναγωνιστές του.
Αγρότης, 53 χρονών, αδύνατος, μάλλον κοντός, ευκίνητος, ομιλητικός, γελαστός, είναι απαραίτητος σύντροφος στους μαχητές του τμήματός του. Για όλους έχει μια καλή κουβέντα. Ξέρει τα βάσανα, τις χαρές, τις επιθυμίες, τις επιτυχίες τους.
Σε κάθε στάση ξεκούρασης, στις φάλαγγες πορείας, πάντα ο μπάρμπα Χρυσός, παρ’ όλο το άσθμα που του κόβει την ανάσα, βρίσκεται δίπλα σ’ αυτόν που ‘ναι ανάγκη.
«Κουράγιο και φτάσαμε», ενθαρρύνει τον καινούριο και άμαθο σε πορείες αγωνιστή.
«Στα τσαλιά κάτσε, όχι χάμω, έχει υγρασία», μαλώνει τον απρόσεχτο.
Δε σταματάει να μιλάει. Εχει ένα σωρό ιστορίες να διηγηθεί. Και τα λέει τόσο όμορφα, με τέτοιον τρόπο, που δε χορταίνεις να τον ακούς. Εχουνε δει όμως τόσα και τόσα τα μάτια του. Ηταν από τους πρώτους αντάρτες της περιφέρειάς του. Εχει πολλά να ιστορήσει για τους πρώτους μήνες του αντάρτικου.
«Που λέτε, είχα μια ομάδα από άντρες, όλους της ηλικίας μου. Οπλα δεν είχαμε. Κάτι λιγοστά τουφέκια είχαμε στην αρχή. Ημουνα, σαν να λέμε, αρχηγός των αόπλων δυνάμεων της περιφέρειας», συμπληρώνει με χιούμορ.
«Πείνες που τραβήξαμε στην αρχή! Ψωμί περνούσανε βδομάδες χωρίς να το γευτούμε. Βράζαμε τσουκνίδες και τρώγαμε. Ξύναμε τα δέντρα για να καπνίσουμε. Πεινάτε; ρωτούσα τους άντρες μου. Σφίχτε το ζουνάρι 2 πόντους. Θέλετε τσιγάρο; Πέστε πως καπνίσατε. Κρυώνετε; Κοντεύει καλοκαίρι.
Δε δίναμε όμως σημασία σ’ αυτά. Το όπλο μας να ‘ναι καλά. Χτυπήσαμε τους ΜΑΥδες στα χωριά. Στήσαμε ενέδρες στους χωροφύλακες και βρήκαμε τρόφιμα και ρούχα. Ντυθήκαμε, χορτάσαμε, οπλιστήκαμε».
«Οικογένεια έχεις μπάρμπα Χρυσό;»
«Να η οικογένειά μου, απαντάει χαρούμενα και δείχνει τους συναγωνιστές του. Ολοι οι αντάρτες δικοί μου είναι. Παιδιά μου. Ολοι μ’ αγαπάνε. Μπάρμπα Χρυσό με κράζουνε. Από παντού χαιρετίσματα μου στέλνουνε. Πώς μπορεί, λοιπόν, τέτοια παλικάρια να ξεχάσουνε τον παλιό αρχηγό των αόπλων δυνάμεων;», συμπληρώνει με γέλιο».
Η βοήθεια στο ΔΣΕ
Στο ίδιο φύλλο της «Εξόρμησης», μια μικρή είδηση δίνει το μέγεθος και το βάθος των δεσμών του ΔΣΕ με το λαό:
«Από τότε που ο ΔΣΕ ήρθε στην περιοχή της Κόνιτσας, ως τα σήμερα, ο λαός της επαρχίας του πρόσφερε:
α. Τρόφιμα
1. Σιτάρι 56.421 οκάδες
2. Καλαμπόκι 104.139 οκάδες
3. Οσπρια 11.347 οκάδες
4. Πατάτες 8.148 οκάδες
5. Κρεμμύδια 5.954 οκάδες
6. Κρασί 2.541 οκάδες
7. Ρακί 715 οκάδες
8. Φρούτα 24.696 οκάδες
9. Αυγά 7.171 οκάδες
10. Σφάγια 37.377 οκάδες
11. Σφάγια 4.530 κεφάλια
β. Ρούχα
1. Δέματα 1.802
2. Φανέλες 256
3. Πουλόβερ 764
4. Κάλτσες 2.857 ζευγάρια
5. Γάντια 81
6. Κουβέρτες 332
γ. Υπηρεσίες
1. Μεροκάματα ανθρώπων 95.932
2. Μεροκάματα ζώων 20.423
3. Μεταφέρθηκε συνολικό βάρος 1.157. 507 οκάδες
4. Φορτηγά ζώα στο ΔΣΕ 257
Βοήθησε οικογένειες ανταρτών με 868 οκάδες καλαμπόκι και πρόσφερε 48.163 καταλύματα».
Ελεύθεροι Σκοπευτές του ΔΣΕ
Στα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας υπήρχαν ομάδες ελευθέρων σκοπευτών που συνήθως υπάγονταν στις ανώτερες διοικήσεις - ταξιαρχίες, τάγματα - και που δρούσαν ως ανεξάρτητα τμήματα.
Στην περιοχή Πηλίου - Μαυροβουνίου οι ομάδες Ελεύθερων Σκοπευτών ανήκαν στο Τάγμα Πηλίου που και αυτό ανήκε στην 123 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
Οι μαχητές και οι μαχήτριες που ανήκαν στους Ελεύθερους Σκοπευτές ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία, αλλά έμπειροι και αποφασισμένοι, με ξεχωριστές, θα μπορούσε να πει κανένας ικανότητες και εκπαίδευση, σκληραγωγημένοι και ικανοί να αντιμετωπίσουν τις πιο αντίξοες και απρόβλεπτες καιρικές ή φυσικές συνθήκες, με σιδερένια νεύρα, με καλή γνώση της περιοχής στην οποία δρούσαν και ζούσαν και βέβαια με πίστη στο ΚΚΕ και στον Αγώνα.
Συχνά έμπαιναν στις στρατοκρατούμενες πόλεις για διάφορες επικίνδυνες αποστολές, παίζοντας τη ζωή τους «κορώνα-γράμματα», για να χτυπήσουν κάποιο στρατιωτικό στόχο, να αιχμαλωτίσουν κάποιο πρόσωπο, «γλώσσα», και να το μεταφέρουν στην έδρα τους για πληροφορίες, να έρθουν σε επαφή με κάποιο Κλιμάκιο του παράνομου ΚΚΕ ή της ΕΠΟΝ ή άλλης Οργάνωσης, να μεταφέρουν στο βουνό φάρμακα ή ιατρικά εργαλεία και άλλα υλικά, να κάνουν κάποιο σαμποτάζ, για να τιμωρήσουν κάποιον για εγκλήματα σε βάρος του Λαού ή οικογενειών Αγωνιστών, να συλλέξουν πληροφορίες ή να πραγματοποιήσουν άλλες αποστολές. Συνήθως δρούσαν δυο μαζί, πιο σπάνια ένας και πιο σπάνια τρεις.
Ερχόμαστε στο Μάη του 1949, τον όπως πάντα μυρωμένο Μάη του Πηλίου. Με διαταγή της διοίκησής τους, δυο Ελεύθεροι Σκοπευτές, που ανήκαν στην Ανεξάρτητη Ομάδα Πηλίου, Βολιώτες και οι δυο, από τη Νέα Ιωνία, Επονίτες, 20-21 χρονών, ο Παναγιώτης Πανακάκης και ο Παναγιώτης Καλούμενος, φοιτητές, στις 7 του Μάη, το σούρουπο, κατεβαίνουν από το βουνό, περνούν απαρατήρητοι τα εξωτερικά φυλάκια του Στρατού που υπήρχαν περιφερειακά γύρω από την πόλη και που για τους Ελεύθερους σκοπευτές ήταν «παιγνίδι» να τα περάσουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και πηγαίνουν στο σπίτι του Καλούμενου στη Ν. Ιωνία όπου και διανυκτέρευσαν.
Λογικά ήταν μια καλή «γιάφκα» για την όποια αποστολή τους, για να αφήσουν τα στρατιωτικά ρούχα, να τα αλλάξουν με πολιτικά. Ίσως ο Καλούμενος να είχε ξαναχρησιμοποιήσει το σπίτι του πατέρα του. Από την πλευρά του ο πατέρας Καλούμενος πρέπει να αιφνιδιάστηκε με την άφιξη του γιου του και του συντρόφου του, βλέποντας και τα πολλά πυρομαχικά που κουβαλούσαν και την άλλη μέρα πρωί - πρωί πήγε στη Χωροφυλακή και «δήλωσε» την άφιξη των δυο ανταρτών, πράγμα που δύσκολα εξηγείται και συγχωρείται και τότε και σήμερα.
Όμως πρέπει να λάβει κανένας υπόψη του την τότε κατάσταση, το κράτος του ζόφου, του τρόμου, των εκτελέσεων, δολοφονιών, βασανιστηρίων που είχε στήσει το βασιλομοναρχικό, το σε μεγάλη έκταση δωσιλογικό καθεστώς, όπου σε πολλές περιπτώσεις βασανιστές ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που βασάνιζαν τους Αγωνιστές στη διάρκεια της Κατοχής από τη μια και το γεγονός ότι η φιλοξενία οιουδήποτε, έστω και για λίγες ώρες έπρεπε να δηλώνεται στις «αρχές» και από την άλλη το γεγονός ότι ο πατέρας του νεαρού Επονίτη Καλούμενου μάλλον τα «είχε καλά» με τη Χωροφυλακή, γιατί και η συμπεριφορά του στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν «καθαρή». Και όπως συνάγεται από τη συνέχεια, ο γιος Καλούμενος μάλλον δε φαντάστηκε ότι ο πατέρας του θα τους πρόδιδε.
Ετσι, είτε γιατί φοβόταν για το «τομαράκι» του είτε γιατί δε συμφωνούσε με τις επιλογές του γιου του, πήγε και τους πρόδωσε στη Χωροφυλακή.
Από τα ψεύτικα στοιχεία που διέδωσαν τις επόμενες μέρες οι «αρχές», υποτίθεται ότι ο στόχος των δυο Επονιτών ήταν το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Καλούμενου.
Όμως τίποτα δεν το αποδείχνει αυτό. Και ναι μεν τα Υδραγωγεία των μεγάλων πόλεων ήταν στρατιωτικοί στόχοι για τον Δημοκρατικό Στρατό, παράδειγμα το Υδραγωγείο Ιωαννίνων που το τίναξε μια ομάδα του Μηχανικού του ΔΣΕ, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα όσα στοιχεία υπάρχουν δε συνηγορούν ότι το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας ήταν στόχος.
Η Νέα Ιωνία ήταν εργατούπολη - προσφυγούπολη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταλαιπωρηθεί ο κόσμος της με την έλλειψη νερού έστω και για λίγες μέρες. Άλλωστε στα υλικά που βρέθηκαν μετά τη μάχη που έδωσαν οι δυο Επονίτες, δεν αναφέρθηκαν γραπτά, στις ελεγχόμενες και λογοκρινόμενες εφημερίδες ή έστω προφορικά, δυναμίτες και άλλο ανάλογο υλικό ούτε και χρησιμοποιήθηκε τέτοιο υλικό.
Η αποστολή των δυο Επονιτών μάλλον ήταν να μεταφέρουν φάρμακα για το Αναρρωτήριο του ΔΣΕ στο Πήλιο και ίσως και άλλα υλικά και ενδεχόμενα να πάρουν επαφή με κάποια Οργάνωση.
Ο πατέρας λοιπόν του Καλούμενου πήγε και ενημέρωσε τη Χωροφυλακή νωρίς το πρωί στις 8 του Μάη. Την ίδια ώρα, ανέβαινε προς το σπίτι η Επονίτισα, αρραβωνιαστικιά του Καλούμενου να τον συναντήσει. Άγνωστο από ποιον και πώς ενημερώθηκε η κοπέλα. Αυτή προχωρώντας προς το σπίτι, βλέπει μεγάλη δύναμη Χωροφυλακής να κατευθύνεται προς τα εκεί.
Τρέχει γρήγορα, φτάνει πριν τους χωροφύλακες και ενημερώνει τους δυο μαχητές οι οποίοι φυσικά καταλαβαίνουν ότι έχουν προδοθεί και ότι πρέπει να ακυρώσουν την αποστολή τους. Περνούν σε ένα διπλανό συγγενικό σπίτι με πρόθεση να διαφύγουν από εκεί, από την αντίθετη πλευρά. Διαπιστώνουν όμως ότι και από εκεί είναι κλεισμένος ο δρόμος, ότι είναι περικυκλωμένοι, δεν υπάρχει διέξοδος, παντού χωροφύλακες.
Δυο λύσεις υπήρχαν. Να παραδοθούν, κάτι αδιανόητο για Ελεύθερο Σκοπευτή ή να πολεμήσουν ως το τέλος. Αποφάσισαν να πολεμήσουν ως το θάνατο και σίγουρα χαιρετήθηκαν μεταξύ τους με τη γνωστή «ευχή» στους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ σε τέτοιες περιπτώσεις, «άντε καλό βόλι», αφού έκρυψαν σε απυρόβλητο σημείο του σπιτιού τις δυο γυναίκες που ήταν εκεί και οι οποίες επέζησαν και αφού κατέστρεψαν ότι έγγραφα είχαν μαζί τους.
Οι Ελεύθεροι Σκοπευτές ανάλογα με την αποστολή τους, ήταν συνήθως οπλισμένοι, με οπλοπολυβόλο «Μπρεν», όχι πάντα, με αυτόματο «Στάγιερ» ή «Τόμσον», πιστόλια ή περίστροφα και μαχαίρια ή τα όμορφα σπαθάκια του ΔΣΕ.
Τους προτάθηκε να παραδοθούν, αρνήθηκαν και γύρω στις εφτά το πρωί η μάχη άρχισε. Μπορεί να συμπεράνει κανένας ότι η πρόταση αυτή τους έγινε πολλές φορές, με διάφορες υποσχέσεις, αλλά είναι επίσης σίγουρο και από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ότι η απάντηση ήταν η γνωστή των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ:
«Οι αντάρτες δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν».
Γύρω από το σπίτι έχει συγκεντρωθεί μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων που αδυνατεί να τα βγάλει πέρα με τους δυο Επονίτες που αλλάζουν συνέχεια θέσεις και χτυπούν στο «ψαχνό», ενώ στις γύρω γειτονιές οι άνθρωποι προσπαθούν να μάθουν τι συμβαίνει. Άλλωστε, τότε ψιθυριζόταν ότι η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο Βόλο και ίσως η αποστολή των να είχε κάποια σχέση με αυτό.
Όσο οι χωροφύλακες αδυνατούσαν να τους εξοντώσουν και που από την αντίστασή τους καταλάβαιναν ότι έχουν να κάνουν με αποφασισμένους και έμπειρους μαχητές του ΔΣΕ, εφοδιασμένους με αρκετά πυρομαχικά και χειροβομβίδες, τόσο αυξάνονταν οι προτάσεις παράδοσής τους.
Ετσι, ύστερα από ώρες μάχης, αργά το μεσημέρι η Χωροφυλακή «κάνει την ανάγκη φιλοτιμία» και ζητά τη βοήθεια του Στρατού. Καταφτάνει μεγάλη δύναμη Στρατού, συνοδευόμενη από ένα άρμα μάχης. Αρχίζουν πάλι οι υποσχέσεις εναλλασσόμενες από βρισιές, αλλά η μάχη συνεχίζεται, ενώ το άρμα μάχης χτυπά με τα πολυβόλα και το κανόνι γκρεμίζοντας τοίχους.
Προς το απόγευμα σκοτώνεται ο Πανακάκης ενώ συνεχίζει να πολεμά μόνος ο Καλούμενος που είναι αποφασισμένος να τηρήσει τον Όρκο του στο ΔΣΕ όπως τον τήρησε πριν λίγο ο Πανακάκης που ήδη είχε περάσει στο Πάνθεο των Λαϊκών Αγωνιστών.
Αργά το απόγευμα, ύστερα από πολλές ώρες μάχης, τα πυρομαχικά του Καλούμενου τελειώνουν και δίνει τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας για να μη συλληφθεί, έχοντας κάνει με το σύντροφό του το σπιτάκι εκεί στη Δορυλαίου και Ικονίου ένα από τα «Κάστρα» του Αγώνα, ενώ:
«Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός
λαός μαζί με τους νεκρούς του»
και στο μικρό σπιτάκι - Κάστρο,
«απ΄ το φεγγίτη η Λευτεριά κοιτάει κι αναστενάζει».
Πέρασε πολλή ώρα όσο να τολμήσουν οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες να μπουν στο σπίτι και να αντικρίσουν τα δυο άψυχα σώματα, έχοντας δυσκολία να πιστέψουν ότι μόνο δυο μαχητές του ΔΣΕ κράτησαν όλη μέρα ένα λόχο χωροφυλάκων και ένα λόχο στρατού.
Από εκεί και πέρα, τα ελάχιστα «επίσημα» στοιχεία που υπάρχουν, στις εφημερίδες του Βόλου που λογοκρίνονταν, είναι ψεύτικα, διαστρεβλωμένα, συκοφαντικά. Ίσως τα μόνα αληθινά να είναι ότι τα πτώματα των δυο Επονιτών μεταφέρθηκαν με ένα κάρο και «εκτέθηκαν» για ώρες μπροστά στη Διοίκηση της Χωροφυλακής Βόλου, ραντίζοντας με το αίμα τους την τελευταία τους διαδρομή και ότι φρόντισαν να θαφτούν «ανεπίσημα» ο πατέρας ή η μητριά του Καλούμενου.
Φυσικά με την ολοήμερη μάχη που όλος ο Βόλος την άκουγε και ιδιαίτερα η Νέα Ιωνία, οι άνθρωποι αναρωτιόνταν ποιοι να είναι αυτοί που πολεμούσαν όλη μέρα, ενώ χαροκαμένες μανάδες που οι δικοί τους, άντρες και γυναίκες είχαν περάσει από το «Καζανάκι», τον τόπο εκτελέσεων στο Βόλο, σκούπιζαν κρυφά τα δάκρυά τους.
Σημείωση: Οφείλω ευχαριστίες στον δημοσιογράφο - συγγραφέα του Βόλου Θανάση Βογιατζή για τις πληροφορίες και στοιχεία που μου έδωσε προφορικά, πέρα από τα πάμπολλα στοιχεία που υπάρχουν στο βιβλίο του.
Βιβλιογραφία:
-- Βογιατζής Θανάσης: «Οταν τους ίδωμεν υπό το πέλμα μας...». Εκδόσεις «Επικοινωνία». Βόλος 2008.
-- Αρσενίου Λάζαρος: «Γένεση του Εμφυλίου και συνέπειες αυτού». Λάρισα 2001.
-- Πάρνη Αλέξη: Τα χελιδόνια. Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 143/2009.
(Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 7 Φλεβάρη 2010)
Στην περιοχή Πηλίου - Μαυροβουνίου οι ομάδες Ελεύθερων Σκοπευτών ανήκαν στο Τάγμα Πηλίου που και αυτό ανήκε στην 123 Ταξιαρχία του ΔΣΕ.
Οι μαχητές και οι μαχήτριες που ανήκαν στους Ελεύθερους Σκοπευτές ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία, αλλά έμπειροι και αποφασισμένοι, με ξεχωριστές, θα μπορούσε να πει κανένας ικανότητες και εκπαίδευση, σκληραγωγημένοι και ικανοί να αντιμετωπίσουν τις πιο αντίξοες και απρόβλεπτες καιρικές ή φυσικές συνθήκες, με σιδερένια νεύρα, με καλή γνώση της περιοχής στην οποία δρούσαν και ζούσαν και βέβαια με πίστη στο ΚΚΕ και στον Αγώνα.
Συχνά έμπαιναν στις στρατοκρατούμενες πόλεις για διάφορες επικίνδυνες αποστολές, παίζοντας τη ζωή τους «κορώνα-γράμματα», για να χτυπήσουν κάποιο στρατιωτικό στόχο, να αιχμαλωτίσουν κάποιο πρόσωπο, «γλώσσα», και να το μεταφέρουν στην έδρα τους για πληροφορίες, να έρθουν σε επαφή με κάποιο Κλιμάκιο του παράνομου ΚΚΕ ή της ΕΠΟΝ ή άλλης Οργάνωσης, να μεταφέρουν στο βουνό φάρμακα ή ιατρικά εργαλεία και άλλα υλικά, να κάνουν κάποιο σαμποτάζ, για να τιμωρήσουν κάποιον για εγκλήματα σε βάρος του Λαού ή οικογενειών Αγωνιστών, να συλλέξουν πληροφορίες ή να πραγματοποιήσουν άλλες αποστολές. Συνήθως δρούσαν δυο μαζί, πιο σπάνια ένας και πιο σπάνια τρεις.
Ερχόμαστε στο Μάη του 1949, τον όπως πάντα μυρωμένο Μάη του Πηλίου. Με διαταγή της διοίκησής τους, δυο Ελεύθεροι Σκοπευτές, που ανήκαν στην Ανεξάρτητη Ομάδα Πηλίου, Βολιώτες και οι δυο, από τη Νέα Ιωνία, Επονίτες, 20-21 χρονών, ο Παναγιώτης Πανακάκης και ο Παναγιώτης Καλούμενος, φοιτητές, στις 7 του Μάη, το σούρουπο, κατεβαίνουν από το βουνό, περνούν απαρατήρητοι τα εξωτερικά φυλάκια του Στρατού που υπήρχαν περιφερειακά γύρω από την πόλη και που για τους Ελεύθερους σκοπευτές ήταν «παιγνίδι» να τα περάσουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και πηγαίνουν στο σπίτι του Καλούμενου στη Ν. Ιωνία όπου και διανυκτέρευσαν.
Λογικά ήταν μια καλή «γιάφκα» για την όποια αποστολή τους, για να αφήσουν τα στρατιωτικά ρούχα, να τα αλλάξουν με πολιτικά. Ίσως ο Καλούμενος να είχε ξαναχρησιμοποιήσει το σπίτι του πατέρα του. Από την πλευρά του ο πατέρας Καλούμενος πρέπει να αιφνιδιάστηκε με την άφιξη του γιου του και του συντρόφου του, βλέποντας και τα πολλά πυρομαχικά που κουβαλούσαν και την άλλη μέρα πρωί - πρωί πήγε στη Χωροφυλακή και «δήλωσε» την άφιξη των δυο ανταρτών, πράγμα που δύσκολα εξηγείται και συγχωρείται και τότε και σήμερα.
Όμως πρέπει να λάβει κανένας υπόψη του την τότε κατάσταση, το κράτος του ζόφου, του τρόμου, των εκτελέσεων, δολοφονιών, βασανιστηρίων που είχε στήσει το βασιλομοναρχικό, το σε μεγάλη έκταση δωσιλογικό καθεστώς, όπου σε πολλές περιπτώσεις βασανιστές ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που βασάνιζαν τους Αγωνιστές στη διάρκεια της Κατοχής από τη μια και το γεγονός ότι η φιλοξενία οιουδήποτε, έστω και για λίγες ώρες έπρεπε να δηλώνεται στις «αρχές» και από την άλλη το γεγονός ότι ο πατέρας του νεαρού Επονίτη Καλούμενου μάλλον τα «είχε καλά» με τη Χωροφυλακή, γιατί και η συμπεριφορά του στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν «καθαρή». Και όπως συνάγεται από τη συνέχεια, ο γιος Καλούμενος μάλλον δε φαντάστηκε ότι ο πατέρας του θα τους πρόδιδε.
Ετσι, είτε γιατί φοβόταν για το «τομαράκι» του είτε γιατί δε συμφωνούσε με τις επιλογές του γιου του, πήγε και τους πρόδωσε στη Χωροφυλακή.
Από τα ψεύτικα στοιχεία που διέδωσαν τις επόμενες μέρες οι «αρχές», υποτίθεται ότι ο στόχος των δυο Επονιτών ήταν το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Καλούμενου.
Όμως τίποτα δεν το αποδείχνει αυτό. Και ναι μεν τα Υδραγωγεία των μεγάλων πόλεων ήταν στρατιωτικοί στόχοι για τον Δημοκρατικό Στρατό, παράδειγμα το Υδραγωγείο Ιωαννίνων που το τίναξε μια ομάδα του Μηχανικού του ΔΣΕ, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα όσα στοιχεία υπάρχουν δε συνηγορούν ότι το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας ήταν στόχος.
Η Νέα Ιωνία ήταν εργατούπολη - προσφυγούπολη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταλαιπωρηθεί ο κόσμος της με την έλλειψη νερού έστω και για λίγες μέρες. Άλλωστε στα υλικά που βρέθηκαν μετά τη μάχη που έδωσαν οι δυο Επονίτες, δεν αναφέρθηκαν γραπτά, στις ελεγχόμενες και λογοκρινόμενες εφημερίδες ή έστω προφορικά, δυναμίτες και άλλο ανάλογο υλικό ούτε και χρησιμοποιήθηκε τέτοιο υλικό.
Η αποστολή των δυο Επονιτών μάλλον ήταν να μεταφέρουν φάρμακα για το Αναρρωτήριο του ΔΣΕ στο Πήλιο και ίσως και άλλα υλικά και ενδεχόμενα να πάρουν επαφή με κάποια Οργάνωση.
Ο πατέρας λοιπόν του Καλούμενου πήγε και ενημέρωσε τη Χωροφυλακή νωρίς το πρωί στις 8 του Μάη. Την ίδια ώρα, ανέβαινε προς το σπίτι η Επονίτισα, αρραβωνιαστικιά του Καλούμενου να τον συναντήσει. Άγνωστο από ποιον και πώς ενημερώθηκε η κοπέλα. Αυτή προχωρώντας προς το σπίτι, βλέπει μεγάλη δύναμη Χωροφυλακής να κατευθύνεται προς τα εκεί.
Τρέχει γρήγορα, φτάνει πριν τους χωροφύλακες και ενημερώνει τους δυο μαχητές οι οποίοι φυσικά καταλαβαίνουν ότι έχουν προδοθεί και ότι πρέπει να ακυρώσουν την αποστολή τους. Περνούν σε ένα διπλανό συγγενικό σπίτι με πρόθεση να διαφύγουν από εκεί, από την αντίθετη πλευρά. Διαπιστώνουν όμως ότι και από εκεί είναι κλεισμένος ο δρόμος, ότι είναι περικυκλωμένοι, δεν υπάρχει διέξοδος, παντού χωροφύλακες.
Δυο λύσεις υπήρχαν. Να παραδοθούν, κάτι αδιανόητο για Ελεύθερο Σκοπευτή ή να πολεμήσουν ως το τέλος. Αποφάσισαν να πολεμήσουν ως το θάνατο και σίγουρα χαιρετήθηκαν μεταξύ τους με τη γνωστή «ευχή» στους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ σε τέτοιες περιπτώσεις, «άντε καλό βόλι», αφού έκρυψαν σε απυρόβλητο σημείο του σπιτιού τις δυο γυναίκες που ήταν εκεί και οι οποίες επέζησαν και αφού κατέστρεψαν ότι έγγραφα είχαν μαζί τους.
Οι Ελεύθεροι Σκοπευτές ανάλογα με την αποστολή τους, ήταν συνήθως οπλισμένοι, με οπλοπολυβόλο «Μπρεν», όχι πάντα, με αυτόματο «Στάγιερ» ή «Τόμσον», πιστόλια ή περίστροφα και μαχαίρια ή τα όμορφα σπαθάκια του ΔΣΕ.
Τους προτάθηκε να παραδοθούν, αρνήθηκαν και γύρω στις εφτά το πρωί η μάχη άρχισε. Μπορεί να συμπεράνει κανένας ότι η πρόταση αυτή τους έγινε πολλές φορές, με διάφορες υποσχέσεις, αλλά είναι επίσης σίγουρο και από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ότι η απάντηση ήταν η γνωστή των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ:
«Οι αντάρτες δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν».
Γύρω από το σπίτι έχει συγκεντρωθεί μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων που αδυνατεί να τα βγάλει πέρα με τους δυο Επονίτες που αλλάζουν συνέχεια θέσεις και χτυπούν στο «ψαχνό», ενώ στις γύρω γειτονιές οι άνθρωποι προσπαθούν να μάθουν τι συμβαίνει. Άλλωστε, τότε ψιθυριζόταν ότι η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο Βόλο και ίσως η αποστολή των να είχε κάποια σχέση με αυτό.
Όσο οι χωροφύλακες αδυνατούσαν να τους εξοντώσουν και που από την αντίστασή τους καταλάβαιναν ότι έχουν να κάνουν με αποφασισμένους και έμπειρους μαχητές του ΔΣΕ, εφοδιασμένους με αρκετά πυρομαχικά και χειροβομβίδες, τόσο αυξάνονταν οι προτάσεις παράδοσής τους.
Ετσι, ύστερα από ώρες μάχης, αργά το μεσημέρι η Χωροφυλακή «κάνει την ανάγκη φιλοτιμία» και ζητά τη βοήθεια του Στρατού. Καταφτάνει μεγάλη δύναμη Στρατού, συνοδευόμενη από ένα άρμα μάχης. Αρχίζουν πάλι οι υποσχέσεις εναλλασσόμενες από βρισιές, αλλά η μάχη συνεχίζεται, ενώ το άρμα μάχης χτυπά με τα πολυβόλα και το κανόνι γκρεμίζοντας τοίχους.
Προς το απόγευμα σκοτώνεται ο Πανακάκης ενώ συνεχίζει να πολεμά μόνος ο Καλούμενος που είναι αποφασισμένος να τηρήσει τον Όρκο του στο ΔΣΕ όπως τον τήρησε πριν λίγο ο Πανακάκης που ήδη είχε περάσει στο Πάνθεο των Λαϊκών Αγωνιστών.
Αργά το απόγευμα, ύστερα από πολλές ώρες μάχης, τα πυρομαχικά του Καλούμενου τελειώνουν και δίνει τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας για να μη συλληφθεί, έχοντας κάνει με το σύντροφό του το σπιτάκι εκεί στη Δορυλαίου και Ικονίου ένα από τα «Κάστρα» του Αγώνα, ενώ:
«Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός
λαός μαζί με τους νεκρούς του»
και στο μικρό σπιτάκι - Κάστρο,
«απ΄ το φεγγίτη η Λευτεριά κοιτάει κι αναστενάζει».
Πέρασε πολλή ώρα όσο να τολμήσουν οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες να μπουν στο σπίτι και να αντικρίσουν τα δυο άψυχα σώματα, έχοντας δυσκολία να πιστέψουν ότι μόνο δυο μαχητές του ΔΣΕ κράτησαν όλη μέρα ένα λόχο χωροφυλάκων και ένα λόχο στρατού.
Από εκεί και πέρα, τα ελάχιστα «επίσημα» στοιχεία που υπάρχουν, στις εφημερίδες του Βόλου που λογοκρίνονταν, είναι ψεύτικα, διαστρεβλωμένα, συκοφαντικά. Ίσως τα μόνα αληθινά να είναι ότι τα πτώματα των δυο Επονιτών μεταφέρθηκαν με ένα κάρο και «εκτέθηκαν» για ώρες μπροστά στη Διοίκηση της Χωροφυλακής Βόλου, ραντίζοντας με το αίμα τους την τελευταία τους διαδρομή και ότι φρόντισαν να θαφτούν «ανεπίσημα» ο πατέρας ή η μητριά του Καλούμενου.
Φυσικά με την ολοήμερη μάχη που όλος ο Βόλος την άκουγε και ιδιαίτερα η Νέα Ιωνία, οι άνθρωποι αναρωτιόνταν ποιοι να είναι αυτοί που πολεμούσαν όλη μέρα, ενώ χαροκαμένες μανάδες που οι δικοί τους, άντρες και γυναίκες είχαν περάσει από το «Καζανάκι», τον τόπο εκτελέσεων στο Βόλο, σκούπιζαν κρυφά τα δάκρυά τους.
Σημείωση: Οφείλω ευχαριστίες στον δημοσιογράφο - συγγραφέα του Βόλου Θανάση Βογιατζή για τις πληροφορίες και στοιχεία που μου έδωσε προφορικά, πέρα από τα πάμπολλα στοιχεία που υπάρχουν στο βιβλίο του.
Βιβλιογραφία:
-- Βογιατζής Θανάσης: «Οταν τους ίδωμεν υπό το πέλμα μας...». Εκδόσεις «Επικοινωνία». Βόλος 2008.
-- Αρσενίου Λάζαρος: «Γένεση του Εμφυλίου και συνέπειες αυτού». Λάρισα 2001.
-- Πάρνη Αλέξη: Τα χελιδόνια. Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 143/2009.
(Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 7 Φλεβάρη 2010)
Η Μάχη της Φλώρινας - 11 με 14 Φλεβάρη 1949
Μάχη «εκ παρατάξεως»
Η μάχη της Φλώρινας πέρασε στην Ιστορία όχι τόσο γι' αυτήν καθαυτήν τη στρατιωτική πλευρά της, αλλά για τη φρίκη που αναδίδεται από το γεγονός ότι μετά τη μάχη ο αστικός στρατός έθαψε σ' έναν λάκκο έξω από τη Φλώρινα πεθαμένους και τραυματίες μαχητές του ΔΣΕ, φροντίζοντας όσο μπορούσε να εξαφανίσει τα ίχνη τους. Έως και το 1995 πολύ λίγα ήταν γνωστά ακόμα και για τον ακριβή τόπο ταφής τους.
Η Μάχη της Φλώρινας (11 - 14 Φλεβάρη 1949) συμπίπτει με την εποχή της μεγαλύτερης ανάπτυξης του ΔΣΕ. Είναι η εποχή των μεγάλων «εκ παρατάξεως» αναμετρήσεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας με τον αστικό στρατό.
Οι επιχειρήσεις αυτές εντάσσονταν σε ένα γενικότερο σχέδιο του ΔΣΕ για προσβολή αστικών κέντρων με τριπλό σκοπό:
1) Να προκαλέσουν ταραχή και αποπροσανατολισμό στις δυνάμεις του αστικού στρατού και την κυβέρνηση
2) Να αποσπάσουν δυνάμεις του αστικού στρατού από το ανοιχτό μέτωπο του Γράμμου, ώστε οι δυνάμεις του ΔΣΕ εκεί να ανακουφισθούν
3) Να προσδώσουν στον ΔΣΕ πολύτιμο έμψυχο και πολεμικό υλικό όπως και εφόδια που, από τις αρχές του 1949, είχαν αρχίσει να σπανίζουν επικίνδυνα.
Η πόλη της Φλώρινας ήταν σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο. Ο πληθυσμός της είχε πολλαπλασιαστεί με την εγκατάσταση στις παρυφές της πλήθους εκτοπισμένων αγροτών από την ευρύτερη περιφέρεια. Ως κέντρο στρατιωτικών επιχειρήσεων διέθετε σημαντικές αποθήκες εφοδίων, στρατιωτικών ή επισιτισμού και ξένης βοήθειας. Διέθετε αεροδρόμιο και από αυτήν ξεκινούσε ένα ευρύ δίκτυο εφοδιασμού, μεταφορών και διανομών. Πολλές κρατικές υπηρεσίες είχαν έδρα τους την πόλη. Η πολιτική της σημασία πολλαπλασιαζόταν από τη στρατηγική γεωγραφική θέση της και από το ρόλο της ως προπυργίου των κυβερνητικών δυνάμεων στο στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Καμία από τις πόλεις που είχε προηγουμένως προσβάλει ο ΔΣΕ δεν είχε το μέγεθος και τη σημασία της Φλώρινας του Φλεβάρη του 1949.
Πριν από τη μάχη της Φλώρινας είχαν προηγηθεί σειρά πολεμικών γεγονότων που άρχισαν το καλοκαίρι του 1948 στο Γράμμο και συνεχίστηκαν με τον επιτυχημένο ελιγμό και την αντεπίθεση στο Βίτσι, τη νίκη του ΔΣΕ στο Μάλι - Μάδι. Είχε γίνει η επιχείρηση για την κατάληψη της Καρδίτσας με σχετική επιτυχία, η θριαμβευτική κατάληψη της Νάουσας για τρεις μέρες και η κατάληψη και διατήρηση από τον ΔΣΕ του Καρπενησίου για 18 μέρες.
Άνιση αναμέτρηση
Η μάχη της Φλώρινας έγινε με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και σύμφωνα με το σχέδιο προέβλεπε επιθετικές κινήσεις όλων των τμημάτων που θα ενεργούσαν προς 6 διαφορετικές κατευθύνσεις.
1) Η 18 ταξιαρχία προς το ανατολικό τμήμα της πόλης.
2) Η 103 ταξιαρχία συν ένα τάγμα της 108 ταξιαρχίας κατά των υψωμάτων νότια της πόλης.
3) Η 107 ταξιαρχία κατά των υψωμάτων που βρίσκονται βόρεια και βορειοδυτικά της πόλης.
4) Η 14 ταξιαρχία από Άλωνα κατά μήκος του δημόσιου δρόμου να διεισδύσει στην Φλώρινα.
5) Τμήμα της 108 ταξιαρχίας προς την Σκοπιά.
6) Τμήμα Καϊμακτσαλάν και ιππικού προς Αμύνταιο. Σε υποστήριξη αυτών των δυνάμεων διατέθηκαν 14 πυροβόλα. Επιπλέον μια ταξιαρχία της 9ης Μεραρχίας, τη Σχολή των Αξιωματικών, τρεις λόχους σαμποτέρ και μια διλοχία κυνηγών αρμάτων. Επιτελικά, στην επιχείρηση συμμετείχε και ένα τάγμα μεταφορέων και ένα τραυματιοφορέων. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ συγκεντρώθηκαν αρχικά στο Βίτσι και από εκεί χτύπησαν την πόλη της Φλώρινας.
Αντίστοιχα, οι κυβερνητικές δυνάμεις στη Φλώρινα απαρτίζονταν από το σύνολο της 2ης Μεραρχίας του κυβερνητικού στρατού (με 3 ταξιαρχίες πεζικού), ένα τάγμα ορειβατικού πυροβολικού και ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού. Επίσης, έναν ουλαμό θωρακισμένων, καθώς επίσης και τις τοπικές δυνάμεις Χωροφυλακής, ΜΑΥ - ΜΕΑ. Πρόσθετα σ' αυτές τις δυνάμεις στάλθηκαν για ενίσχυσή τους: Το 105 ΤΠ της 77ης Ταξιαρχίας, το 615 ΤΠ της 31ης Ταξιαρχίας, το 514 ΤΠ της 32ης Ταξιαρχίας, το 556 και 517 ΤΠ μείον Διλοχία, Ιλη Αρμάτων και Ιλη Θωρακισμένων από Κοζάνη προς Φλώρινα, Ιλη Θωρακισμένων από Καστοριά προς Φλώρινα, μία Πυροβολαρχία του 102 ΣΠ από Καστοριά προς Φλώρινα, μια Πυροβολαρχία του 107 ΣΠΠ από Έδεσσα προς Φλώρινα.
Ο αριθμητικός συσχετισμός δυνάμεων ήταν σε βάρος του ΔΣΕ. Οι ταξιαρχίες του ΔΣΕ ήταν μειωμένης σύνθεσης και αποτελούσαν μόνο κλάσμα αυτών του κυβερνητικού στρατού. Η αριθμητική δύναμη του κυβερνητικού στρατού ήταν περίπου 10.000 άνδρες και προς το τέλος της μάχης πλησίασε τις 15.000, ενώ η συνολική δύναμη του ΔΣΕ δεν υπερέβαινε τους 7.000 μαχητές και μαχήτριες μαζί με τις βοηθητικές υπηρεσίες. Αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε την υπεροχή του κυβερνητικού στρατού σε πυροβολικό και μέσα πυρός, σε αεροπορία και τελικά σε τεθωρακισμένα.
Η επίθεση του ΔΣΕ υπήρξε σφοδρή και κεραυνοβόλα, αλλά είχε χαθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού, καθώς η έναρξη της μάχης αναβλήθηκε κατά μία μέρα κι ενώ ο αστικός στρατός ήδη γνώριζε πως επίκειται χτύπημα.
Παρότι στις 11 και 12 Φλεβάρη δόθηκαν σκληρές και με επιτυχία για τον ΔΣΕ μάχες γύρω και μέσα στην πόλη, οι δυνάμεις του ΔΣΕ χρειάστηκε τελικά στις 13 Φλεβάρη να υποχωρήσουν. Στις 13 Φλεβάρη και ενώ οι μάχες συνεχίζονταν, η αεροπορία βομβάρδισε με πρωτοφανή ένταση και ανεξέλεγκτα την πόλη, προκαλώντας μεγάλες υλικές ζημιές αλλά και φθορές στις τάξεις του ΔΣΕ. Αποτέλεσμα του βομβαρδισμού ήταν και οι απώλειες σε αμάχους.
Την νύχτα της 13ης Φλεβάρη με την 14η Ταξιαρχία να έχει πληγεί καίρια, ο ΔΣΕ ξεκινά τη στρατηγική του υποχώρηση. Η υποχώρηση που συνεχίζεται και το πρωί της επομένης γίνεται στόχος για ακόμη μια φορά της αεροπορίας. Τελικά, ο μεγαλύτερος όγκος του ΔΣΕ καταφέρνει να διαφύγει. Σε έναν πόλεμο οι μάχες κερδίζονται ή χάνονται. Στη Φλώρινα η επιχείρηση του ΔΣΕ απέτυχε με απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Το μεγάλο έγκλημα
Κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της μάχης διαπράχτηκε ένα μεγάλο έγκλημα από αξιωματικούς του κυβερνητικού στρατού στη Φλώρινα. Εκτελούνταν, επιτόπου, οι τραυματίες του ΔΣΕ, παραβιάζοντας αποτρόπαια κάθε στρατιωτική δεοντολογία και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περί τους 350 τραυματίες του ΔΣΕ. Οι νεκροί του ΔΣΕ και πολλοί βαριά τραυματισμένοι μαχητές του, που κείτονταν στα πεδία της μάχης γύρω από την πόλη αλλά και μέσα της, περί τους 700 συνολικά μεταφέρθηκαν με φορτηγά χωρίς καμία διάκριση και συγκεντρώθηκαν σε ένα χωράφι κοντά στην εκκλησία του Αγ. Θωμά. Εκεί έσκαψαν ένα λάκκο και με μπουλντόζες έριξαν μέσα τα πτώματα. Ανάμεσα στα πτώματα υπήρχαν και μαχητές του ΔΣΕ που ήταν ακόμα ζωντανοί, ημιθανείς!
Σήμερα ο «λάκκος της Φλώρινας» αλλάζει όνομα. Στη θέση του στέκει το Μνημείο των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ που έπεσαν στη Μάχη της Φλώρινας. Μνημείο αντάξιο της προσφοράς και της θυσίας όσων έπεσαν για να θριαμβεύσει η ζωή. Οι συγγενείς και οι απόγονοι απέκτησαν το μνήμα των δικών τους, οι νέες γενιές αγωνιστών έναν φάρο που εκπέμπει τα αθάνατα ιδανικά του ΔΣΕ και οι μελλοντικές γενιές μια πυξίδα για να προσανατολίζονται, όταν θα τίθεται το ερώτημα «υποταγή ή αντεπίθεση», θυμίζοντάς τους πως η απάντηση είναι μία: Αντεπίθεση!
Η Μάχη της Φλώρινας (11 - 14 Φλεβάρη 1949) συμπίπτει με την εποχή της μεγαλύτερης ανάπτυξης του ΔΣΕ. Είναι η εποχή των μεγάλων «εκ παρατάξεως» αναμετρήσεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας με τον αστικό στρατό.
Οι επιχειρήσεις αυτές εντάσσονταν σε ένα γενικότερο σχέδιο του ΔΣΕ για προσβολή αστικών κέντρων με τριπλό σκοπό:
1) Να προκαλέσουν ταραχή και αποπροσανατολισμό στις δυνάμεις του αστικού στρατού και την κυβέρνηση
2) Να αποσπάσουν δυνάμεις του αστικού στρατού από το ανοιχτό μέτωπο του Γράμμου, ώστε οι δυνάμεις του ΔΣΕ εκεί να ανακουφισθούν
3) Να προσδώσουν στον ΔΣΕ πολύτιμο έμψυχο και πολεμικό υλικό όπως και εφόδια που, από τις αρχές του 1949, είχαν αρχίσει να σπανίζουν επικίνδυνα.
Η πόλη της Φλώρινας ήταν σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο. Ο πληθυσμός της είχε πολλαπλασιαστεί με την εγκατάσταση στις παρυφές της πλήθους εκτοπισμένων αγροτών από την ευρύτερη περιφέρεια. Ως κέντρο στρατιωτικών επιχειρήσεων διέθετε σημαντικές αποθήκες εφοδίων, στρατιωτικών ή επισιτισμού και ξένης βοήθειας. Διέθετε αεροδρόμιο και από αυτήν ξεκινούσε ένα ευρύ δίκτυο εφοδιασμού, μεταφορών και διανομών. Πολλές κρατικές υπηρεσίες είχαν έδρα τους την πόλη. Η πολιτική της σημασία πολλαπλασιαζόταν από τη στρατηγική γεωγραφική θέση της και από το ρόλο της ως προπυργίου των κυβερνητικών δυνάμεων στο στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Καμία από τις πόλεις που είχε προηγουμένως προσβάλει ο ΔΣΕ δεν είχε το μέγεθος και τη σημασία της Φλώρινας του Φλεβάρη του 1949.
Πριν από τη μάχη της Φλώρινας είχαν προηγηθεί σειρά πολεμικών γεγονότων που άρχισαν το καλοκαίρι του 1948 στο Γράμμο και συνεχίστηκαν με τον επιτυχημένο ελιγμό και την αντεπίθεση στο Βίτσι, τη νίκη του ΔΣΕ στο Μάλι - Μάδι. Είχε γίνει η επιχείρηση για την κατάληψη της Καρδίτσας με σχετική επιτυχία, η θριαμβευτική κατάληψη της Νάουσας για τρεις μέρες και η κατάληψη και διατήρηση από τον ΔΣΕ του Καρπενησίου για 18 μέρες.
Άνιση αναμέτρηση
Η μάχη της Φλώρινας έγινε με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και σύμφωνα με το σχέδιο προέβλεπε επιθετικές κινήσεις όλων των τμημάτων που θα ενεργούσαν προς 6 διαφορετικές κατευθύνσεις.
1) Η 18 ταξιαρχία προς το ανατολικό τμήμα της πόλης.
2) Η 103 ταξιαρχία συν ένα τάγμα της 108 ταξιαρχίας κατά των υψωμάτων νότια της πόλης.
3) Η 107 ταξιαρχία κατά των υψωμάτων που βρίσκονται βόρεια και βορειοδυτικά της πόλης.
4) Η 14 ταξιαρχία από Άλωνα κατά μήκος του δημόσιου δρόμου να διεισδύσει στην Φλώρινα.
5) Τμήμα της 108 ταξιαρχίας προς την Σκοπιά.
6) Τμήμα Καϊμακτσαλάν και ιππικού προς Αμύνταιο. Σε υποστήριξη αυτών των δυνάμεων διατέθηκαν 14 πυροβόλα. Επιπλέον μια ταξιαρχία της 9ης Μεραρχίας, τη Σχολή των Αξιωματικών, τρεις λόχους σαμποτέρ και μια διλοχία κυνηγών αρμάτων. Επιτελικά, στην επιχείρηση συμμετείχε και ένα τάγμα μεταφορέων και ένα τραυματιοφορέων. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ συγκεντρώθηκαν αρχικά στο Βίτσι και από εκεί χτύπησαν την πόλη της Φλώρινας.
Αντίστοιχα, οι κυβερνητικές δυνάμεις στη Φλώρινα απαρτίζονταν από το σύνολο της 2ης Μεραρχίας του κυβερνητικού στρατού (με 3 ταξιαρχίες πεζικού), ένα τάγμα ορειβατικού πυροβολικού και ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού. Επίσης, έναν ουλαμό θωρακισμένων, καθώς επίσης και τις τοπικές δυνάμεις Χωροφυλακής, ΜΑΥ - ΜΕΑ. Πρόσθετα σ' αυτές τις δυνάμεις στάλθηκαν για ενίσχυσή τους: Το 105 ΤΠ της 77ης Ταξιαρχίας, το 615 ΤΠ της 31ης Ταξιαρχίας, το 514 ΤΠ της 32ης Ταξιαρχίας, το 556 και 517 ΤΠ μείον Διλοχία, Ιλη Αρμάτων και Ιλη Θωρακισμένων από Κοζάνη προς Φλώρινα, Ιλη Θωρακισμένων από Καστοριά προς Φλώρινα, μία Πυροβολαρχία του 102 ΣΠ από Καστοριά προς Φλώρινα, μια Πυροβολαρχία του 107 ΣΠΠ από Έδεσσα προς Φλώρινα.
Ο αριθμητικός συσχετισμός δυνάμεων ήταν σε βάρος του ΔΣΕ. Οι ταξιαρχίες του ΔΣΕ ήταν μειωμένης σύνθεσης και αποτελούσαν μόνο κλάσμα αυτών του κυβερνητικού στρατού. Η αριθμητική δύναμη του κυβερνητικού στρατού ήταν περίπου 10.000 άνδρες και προς το τέλος της μάχης πλησίασε τις 15.000, ενώ η συνολική δύναμη του ΔΣΕ δεν υπερέβαινε τους 7.000 μαχητές και μαχήτριες μαζί με τις βοηθητικές υπηρεσίες. Αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε την υπεροχή του κυβερνητικού στρατού σε πυροβολικό και μέσα πυρός, σε αεροπορία και τελικά σε τεθωρακισμένα.
Η επίθεση του ΔΣΕ υπήρξε σφοδρή και κεραυνοβόλα, αλλά είχε χαθεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού, καθώς η έναρξη της μάχης αναβλήθηκε κατά μία μέρα κι ενώ ο αστικός στρατός ήδη γνώριζε πως επίκειται χτύπημα.
Παρότι στις 11 και 12 Φλεβάρη δόθηκαν σκληρές και με επιτυχία για τον ΔΣΕ μάχες γύρω και μέσα στην πόλη, οι δυνάμεις του ΔΣΕ χρειάστηκε τελικά στις 13 Φλεβάρη να υποχωρήσουν. Στις 13 Φλεβάρη και ενώ οι μάχες συνεχίζονταν, η αεροπορία βομβάρδισε με πρωτοφανή ένταση και ανεξέλεγκτα την πόλη, προκαλώντας μεγάλες υλικές ζημιές αλλά και φθορές στις τάξεις του ΔΣΕ. Αποτέλεσμα του βομβαρδισμού ήταν και οι απώλειες σε αμάχους.
Την νύχτα της 13ης Φλεβάρη με την 14η Ταξιαρχία να έχει πληγεί καίρια, ο ΔΣΕ ξεκινά τη στρατηγική του υποχώρηση. Η υποχώρηση που συνεχίζεται και το πρωί της επομένης γίνεται στόχος για ακόμη μια φορά της αεροπορίας. Τελικά, ο μεγαλύτερος όγκος του ΔΣΕ καταφέρνει να διαφύγει. Σε έναν πόλεμο οι μάχες κερδίζονται ή χάνονται. Στη Φλώρινα η επιχείρηση του ΔΣΕ απέτυχε με απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Το μεγάλο έγκλημα
Κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της μάχης διαπράχτηκε ένα μεγάλο έγκλημα από αξιωματικούς του κυβερνητικού στρατού στη Φλώρινα. Εκτελούνταν, επιτόπου, οι τραυματίες του ΔΣΕ, παραβιάζοντας αποτρόπαια κάθε στρατιωτική δεοντολογία και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περί τους 350 τραυματίες του ΔΣΕ. Οι νεκροί του ΔΣΕ και πολλοί βαριά τραυματισμένοι μαχητές του, που κείτονταν στα πεδία της μάχης γύρω από την πόλη αλλά και μέσα της, περί τους 700 συνολικά μεταφέρθηκαν με φορτηγά χωρίς καμία διάκριση και συγκεντρώθηκαν σε ένα χωράφι κοντά στην εκκλησία του Αγ. Θωμά. Εκεί έσκαψαν ένα λάκκο και με μπουλντόζες έριξαν μέσα τα πτώματα. Ανάμεσα στα πτώματα υπήρχαν και μαχητές του ΔΣΕ που ήταν ακόμα ζωντανοί, ημιθανείς!
Σήμερα ο «λάκκος της Φλώρινας» αλλάζει όνομα. Στη θέση του στέκει το Μνημείο των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ που έπεσαν στη Μάχη της Φλώρινας. Μνημείο αντάξιο της προσφοράς και της θυσίας όσων έπεσαν για να θριαμβεύσει η ζωή. Οι συγγενείς και οι απόγονοι απέκτησαν το μνήμα των δικών τους, οι νέες γενιές αγωνιστών έναν φάρο που εκπέμπει τα αθάνατα ιδανικά του ΔΣΕ και οι μελλοντικές γενιές μια πυξίδα για να προσανατολίζονται, όταν θα τίθεται το ερώτημα «υποταγή ή αντεπίθεση», θυμίζοντάς τους πως η απάντηση είναι μία: Αντεπίθεση!
Μια συγκλονιστική μαρτυρία από τραυματισμένο μαχητή του ΔΣΕ που επέζησε και είδε με τα μάτια του το μεγάλο έγκλημα του μοναρχοφασισμού, στη μάχη της Φλώρινας στις 12.2.1949
Από το σ. Νίκο Κυρίτση πήραμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω γράμμα που μας έστειλε, με την «αυτούσια» μαρτυρία μαχητή του ΔΣΕ που επέζησε από τη σφαγή της μάχης της Φλώρινας και είδε με τα μάτια του να εκτελείται το πρωτοφανές έγκλημα του μοναρχοφασισμού: Την εκτέλεση, εν ψυχρώ, εκατοντάδων ζωντανών τραυματιών -μαχητών του ΔΣΕ που, μαζί με τους νεκρούς της μάχης, έθαψαν, κατόπιν, στον ομαδικό τάφο στη Φλώρινα - κάμποσους, μάλιστα, τους έθαψαν ενώ ακόμα ήταν ζωντανοί!
Γράφει, συγκεκριμένα, ο σ. Ν. Κυρίτσης:
«Στις 11-14 Φλεβάρη 1949 ο ΔΣΕ στην μεγάλη επιχείρηση στη Φλώρινα: "Η επιχείρησή μας στη Φλώρινα αποτελεί μια από τις σοβαρές επιχειρήσεις από τη σειρά που καθορίζονται με το σχέδιό μας για χειμερινό πόλεμο... Η επιχείρηση της Φλώρινας ήταν η μεγαλύτερη και πιο δυσκολότερη από όσες έχουμε κάνει ως τα τώρα... Η επιχείρηση είχε μεγάλη πολιτική και στρατιωτική σημασία"
(Περιοδικό "Δημοκρατικός Στρατός" Νο 4/1949, σελ. 221).
Η Μάχη της Φλώρινας έγινε με την διαταγή αρ. ΕΠΕ 380 του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Όπως είναι γνωστό, σε έναν πόλεμο οι μάχες κερδίζονται ή χάνονται. Στη Φλώρινα η επιχείρηση του ΔΣΕ απέτυχε με απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Στις 12 Φλεβάρη 1949 διαπράχτηκε ένα μεγάλο έγκλημα από αξιωματικούς του εθνικού στρατού στη Φλώρινα.
Εκτελούνταν, επιτόπου, οι τραυματίες του ΔΣΕ παραβιάζοντας αποτρόπαια κάθε στρατιωτική δεοντολογία και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις.
Υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περί τους 350 τραυματίες του ΔΣΕ.
Εκεί έσκαψαν ένα λάκκο και με μπουλντόζες έριξαν μέσα τα πτώματα - ανάμεσα στα πτώματα υπήρχαν και μαχητές του ΔΣΕ που ήταν ακόμα ζωντανοί-ημιθανείς!
Σύμφωνα με στοιχεία από την έκθεση(ΣΤΓΦ12 28-2-49) του διοικητή Μεραρχίας στη Φλώρινα Παπαδόπουλου Νικόλαου -Παπα, υποστράτηγου, οι νεκροί του ΔΣΕ ήταν 702.
Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται και οι εκτελεσμένοι τραυματίες.
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία μαχητή του ΔΣΕ που επέζησε και έβλεπε με τα μάτια του το όργιο των εκτελέσεων τραυματιών του ΔΣΕ από αξιωματικό του Α2 του στρατού, στη Μάχη της Φλώρινας.
Παραθέτουμε "αυτούσια" τη μαρτυρία του:
"Λέγομαι Σεραφείμ Φλώρος - Κούτσικος. Γεννήθηκα το 1930 στο χωριό Παλιούρι Καρδίτσας. Σε ηλικία 17 χρόνων, το 1947, κατατάχτηκα στο Αρχηγείο Αγράφων του ΔΣΕ. Με την μεγάλη πορεία έφτασα στο Γράμμο. Ήμουν διοικητής διμοιρίας συνδέσμων στην 103 Ταξιαρχία. Συμμετείχα στην εποποιία του Γράμμου το 1948 και με τον ελιγμό πέρασα στο Βίτσι. Το φθινόπωρο του 1948 εντάχθηκα στο λόχο κυνηγών Αρμάτων της 103 Ταξιαρχίας. Πήρα μέρος στη μάχη της Νάουσας(11-14/1/1948). Εκεί τραυματίστηκα ελαφρά.
Στις 11 Φλεβάρη 1949, το τμήμα μας ξεκίνησε από τη Βίγλα προς Φλώρινα. Στις 12.2.1949 άρχισε η μάχη. Με Πάντζερ - Φάους κάναμε το πρώτο χτύπημα. Το τμήμα στρατού υποχώρησε. Εμείς μπήκαμε μέσα στην πόλη από την πλευρά της Γεωργικής Σχολής. Αφού κάναμε οδομαχίες επί 2-3 ώρες, πήραμε διαταγή να οπισθοχωρήσουμε μέσα σε συνθήκες σκληρής παγωνιάς και στα χιόνια. Ο στρατός έκανε αντεπίθεση, το τμήμα μας εγκλωβίστηκε, είχαμε πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Εγώ τραυματίστηκα βαριά στο αριστερό πόδι και δεν μπορούσα να περπατήσω. Η ομάδα τραυματιοφορέων με βοήθησε και με έβαλε πάνω στο άλογο, εγώ, όμως, έπεσα από το άλογο και έμεινα εκεί 24 ώρες. Με βρήκαν 2 φαντάροι και ο υπολοχαγός Βυζάντιος του Α2. Ο υπολοχαγός Βυζάντιος τράβηξε αμέσως το πιστόλι του να με πυροβολήσει. Τότε, ένας στρατιώτης, Γκίζας Αλέκος, από τα Φάρσαλα, εμπόδισε τον υπολοχαγό Βυζάντιο να με πυροβολήσει λέγοντάς του: "Μικρό παιδί είναι, τραυματίας, μην το κάνεις αυτό". Ένας από τους φαντάρους μου είπε ότι "ο υπολοχαγός Βυζάντιος εκτέλεσε 52 τραυματισμένους εκείνη την ημέρα".
Αφού σώθηκα, τελικά, πέρασα στρατοδικείο και καταδικάστηκα σε 10 χρόνια φυλακή με αναστολή. Στη φυλακή έμεινα 12 μήνες. Μετά το 1950, όμως, πέρασα από το Κακουργιοδικείο της Φλώρινας. Στο Κακουργιοδικείο παραβρέθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια μας, ο ίδιος ο υπολοχαγός Βυζάντιος. Ένας από τους δικαστές του Κακουργιοδικείου έκανε πολλές ερωτήσεις στον υπολοχαγό Βυζάντιο και ανοιχτά τον επετίμησε γιατί "εκτέλεσε εν ψυχρώ 50 τραυματισμένα άτομα".
Παρόμοια περιπέτεια είχε ο συμπατριώτης μου, τραυματισμένος στη Φλώρινα, ο Οικονόμου Βασίλης, αδελφός του αετού του θεσσαλικού ιππικού, του Γαζή, από το Λεοντάρι Σοφάδων και ο Τσαρούχας από το Θραψίμι Καρδίτσας. Μετά την ανάρρωσή μου επέστρεψα στο χωριό μου Παλιούρι, έκανα οικογένεια και συνεχίζω τον αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ για τα ιδανικά που αγωνίστηκε ο ΔΣΕ.
Παλιούρι Καρδίτσας, 20 Οκτώβρη 2007".
* Η ΚΕ του ΚΚΕ, μετά από μεγάλες προσπάθειες που έκανε, κατάφερε να αγοράσει το οικόπεδο όπου βρίσκεται ο ομαδικός τάφος των μαχητριών και μαχητών του ΔΣΕ στη Φλώρινα. Χρέος όλων μας, των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης, των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, των απογόνων και φίλων της Αντίστασης και των πολιτικών προσφύγων, είναι να συνεισφέρουμε και να συμμετέχουμε δραστήρια στην εξόρμηση για τη συγκέντρωση των οικονομικών που απαιτούνται για την διαμόρφωση του χώρου και την ανέγερση Μνημείου του ΔΣΕ, αντάξιου της θυσίας των αγωνιστών, στο χώρο αυτόν που θυσιάστηκαν, στον αγώνα για τη Λαϊκή Εξουσία, για τον Σοσιαλισμό. Αιώνια η μνήμη τους.
Κυρίτσης Νίκος».
Γράφει, συγκεκριμένα, ο σ. Ν. Κυρίτσης:
«Στις 11-14 Φλεβάρη 1949 ο ΔΣΕ στην μεγάλη επιχείρηση στη Φλώρινα: "Η επιχείρησή μας στη Φλώρινα αποτελεί μια από τις σοβαρές επιχειρήσεις από τη σειρά που καθορίζονται με το σχέδιό μας για χειμερινό πόλεμο... Η επιχείρηση της Φλώρινας ήταν η μεγαλύτερη και πιο δυσκολότερη από όσες έχουμε κάνει ως τα τώρα... Η επιχείρηση είχε μεγάλη πολιτική και στρατιωτική σημασία"
(Περιοδικό "Δημοκρατικός Στρατός" Νο 4/1949, σελ. 221).
Η Μάχη της Φλώρινας έγινε με την διαταγή αρ. ΕΠΕ 380 του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Όπως είναι γνωστό, σε έναν πόλεμο οι μάχες κερδίζονται ή χάνονται. Στη Φλώρινα η επιχείρηση του ΔΣΕ απέτυχε με απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Στις 12 Φλεβάρη 1949 διαπράχτηκε ένα μεγάλο έγκλημα από αξιωματικούς του εθνικού στρατού στη Φλώρινα.
Εκτελούνταν, επιτόπου, οι τραυματίες του ΔΣΕ παραβιάζοντας αποτρόπαια κάθε στρατιωτική δεοντολογία και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις.
Υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περί τους 350 τραυματίες του ΔΣΕ.
Εκεί έσκαψαν ένα λάκκο και με μπουλντόζες έριξαν μέσα τα πτώματα - ανάμεσα στα πτώματα υπήρχαν και μαχητές του ΔΣΕ που ήταν ακόμα ζωντανοί-ημιθανείς!
Σύμφωνα με στοιχεία από την έκθεση(ΣΤΓΦ12 28-2-49) του διοικητή Μεραρχίας στη Φλώρινα Παπαδόπουλου Νικόλαου -Παπα, υποστράτηγου, οι νεκροί του ΔΣΕ ήταν 702.
Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται και οι εκτελεσμένοι τραυματίες.
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία μαχητή του ΔΣΕ που επέζησε και έβλεπε με τα μάτια του το όργιο των εκτελέσεων τραυματιών του ΔΣΕ από αξιωματικό του Α2 του στρατού, στη Μάχη της Φλώρινας.
Παραθέτουμε "αυτούσια" τη μαρτυρία του:
"Λέγομαι Σεραφείμ Φλώρος - Κούτσικος. Γεννήθηκα το 1930 στο χωριό Παλιούρι Καρδίτσας. Σε ηλικία 17 χρόνων, το 1947, κατατάχτηκα στο Αρχηγείο Αγράφων του ΔΣΕ. Με την μεγάλη πορεία έφτασα στο Γράμμο. Ήμουν διοικητής διμοιρίας συνδέσμων στην 103 Ταξιαρχία. Συμμετείχα στην εποποιία του Γράμμου το 1948 και με τον ελιγμό πέρασα στο Βίτσι. Το φθινόπωρο του 1948 εντάχθηκα στο λόχο κυνηγών Αρμάτων της 103 Ταξιαρχίας. Πήρα μέρος στη μάχη της Νάουσας(11-14/1/1948). Εκεί τραυματίστηκα ελαφρά.
Στις 11 Φλεβάρη 1949, το τμήμα μας ξεκίνησε από τη Βίγλα προς Φλώρινα. Στις 12.2.1949 άρχισε η μάχη. Με Πάντζερ - Φάους κάναμε το πρώτο χτύπημα. Το τμήμα στρατού υποχώρησε. Εμείς μπήκαμε μέσα στην πόλη από την πλευρά της Γεωργικής Σχολής. Αφού κάναμε οδομαχίες επί 2-3 ώρες, πήραμε διαταγή να οπισθοχωρήσουμε μέσα σε συνθήκες σκληρής παγωνιάς και στα χιόνια. Ο στρατός έκανε αντεπίθεση, το τμήμα μας εγκλωβίστηκε, είχαμε πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Εγώ τραυματίστηκα βαριά στο αριστερό πόδι και δεν μπορούσα να περπατήσω. Η ομάδα τραυματιοφορέων με βοήθησε και με έβαλε πάνω στο άλογο, εγώ, όμως, έπεσα από το άλογο και έμεινα εκεί 24 ώρες. Με βρήκαν 2 φαντάροι και ο υπολοχαγός Βυζάντιος του Α2. Ο υπολοχαγός Βυζάντιος τράβηξε αμέσως το πιστόλι του να με πυροβολήσει. Τότε, ένας στρατιώτης, Γκίζας Αλέκος, από τα Φάρσαλα, εμπόδισε τον υπολοχαγό Βυζάντιο να με πυροβολήσει λέγοντάς του: "Μικρό παιδί είναι, τραυματίας, μην το κάνεις αυτό". Ένας από τους φαντάρους μου είπε ότι "ο υπολοχαγός Βυζάντιος εκτέλεσε 52 τραυματισμένους εκείνη την ημέρα".
Αφού σώθηκα, τελικά, πέρασα στρατοδικείο και καταδικάστηκα σε 10 χρόνια φυλακή με αναστολή. Στη φυλακή έμεινα 12 μήνες. Μετά το 1950, όμως, πέρασα από το Κακουργιοδικείο της Φλώρινας. Στο Κακουργιοδικείο παραβρέθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια μας, ο ίδιος ο υπολοχαγός Βυζάντιος. Ένας από τους δικαστές του Κακουργιοδικείου έκανε πολλές ερωτήσεις στον υπολοχαγό Βυζάντιο και ανοιχτά τον επετίμησε γιατί "εκτέλεσε εν ψυχρώ 50 τραυματισμένα άτομα".
Παρόμοια περιπέτεια είχε ο συμπατριώτης μου, τραυματισμένος στη Φλώρινα, ο Οικονόμου Βασίλης, αδελφός του αετού του θεσσαλικού ιππικού, του Γαζή, από το Λεοντάρι Σοφάδων και ο Τσαρούχας από το Θραψίμι Καρδίτσας. Μετά την ανάρρωσή μου επέστρεψα στο χωριό μου Παλιούρι, έκανα οικογένεια και συνεχίζω τον αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ για τα ιδανικά που αγωνίστηκε ο ΔΣΕ.
Παλιούρι Καρδίτσας, 20 Οκτώβρη 2007".
* Η ΚΕ του ΚΚΕ, μετά από μεγάλες προσπάθειες που έκανε, κατάφερε να αγοράσει το οικόπεδο όπου βρίσκεται ο ομαδικός τάφος των μαχητριών και μαχητών του ΔΣΕ στη Φλώρινα. Χρέος όλων μας, των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης, των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, των απογόνων και φίλων της Αντίστασης και των πολιτικών προσφύγων, είναι να συνεισφέρουμε και να συμμετέχουμε δραστήρια στην εξόρμηση για τη συγκέντρωση των οικονομικών που απαιτούνται για την διαμόρφωση του χώρου και την ανέγερση Μνημείου του ΔΣΕ, αντάξιου της θυσίας των αγωνιστών, στο χώρο αυτόν που θυσιάστηκαν, στον αγώνα για τη Λαϊκή Εξουσία, για τον Σοσιαλισμό. Αιώνια η μνήμη τους.
Κυρίτσης Νίκος».
«Όρθιοι με τις γροθιές στον αέρα! Ψηλά!»
Στο Λάκκο της Φλώρινας
Ό«Ήμουνα μικρό παιδί όταν έγινε. Μετά έφυγα με τ’ άλλα παιδιά. Πήγαμε στην Τσεχοσλοβακία. Όταν μεγάλωσα έφυγα από κει. Γύρισα όλον το κόσμο. Όταν μπόρεσα να γυρίσω, έπιασα να φτιάξω ένα σπίτι εδώ κοντά για να ψάξω να βρω και τους δικούς μου… Ήξερα μόνο πως εδώ από κάτω βρίσκονται οι δικοί μου. Το’ μαθα πολλά χρόνια αργότερα, όταν μια μέρα – έβρεχε – ήρθε κι έστησε μια σκηνή ένας άνθρωπος.
Τρεις μέρες ήταν συνέχεια μεθυσμένος. Φοβήθηκαν η γυναίκα και τα παιδιά. Πήγα να δω ποιος είναι. «Μη φοβάσαι», μου λέει. «Ήρθα από την Αυστραλία. Έχω τρία αδέρφια εδώ από κάτω. Υποσχέθηκα, πριν πεθάνω να έρθω να κοιμηθώ στον τάφο τους»! Έτσι έμαθα που είναι θαμμένοι κι οι δικοί μου» (μαρτυρία).
Εκεί σ’ ένα λάκκο, στο «Λάκκο της Φλώρινας» πετάχτηκαν πάνω από 800 μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, που πήραν μέρος στη Μάχη της Φλώρινας στις 11 με 14 Φλεβάρη 1949. Αρχικά το σχέδιο προέβλεπε η επίθεση των ανταρτών να γίνει στις 10 Φλεβάρη. Η μετατόπιση της επίθεσης μία μέρα μετά έδωσε την ευκαιρία στον κυβερνητικό στρατό να ενισχυθεί και με άλλες δυνάμεις. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ συγκρούστηκαν με πολλαπλάσιες κυβερνητικές δυνάμεις τόσο αριθμητικά όσο και σε χρήση πολεμικών μέσων και οπλισμού. Η κατάληψη της πόλης είχε πολύ μεγάλη σημασία για το ΔΣΕ καθώς ήταν σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο. Η επίθεση του ΔΣΕ αν και υπήρξε σφοδρή κατέληξε σε βαριά ήττα με τον κυβερνητικό στρατό να πλευροκοπάει τους μαχητές του από τη στεριά και την αεροπορία να βομβαρδίζει ανηλεώς και ανεξέλεγκτα την πόλη της Φλώρινας και τις γραμμές του ΔΣΕ που είχε αρχίσει την υποχώρηση. Οι υλικές καταστροφές ήταν μεγάλες και οι απώλειες πολύ σημαντικές. Οι περισσότεροι μαχητές κατόρθωσαν να διαφύγουν, όμως οι τραυματίες εκτελούνταν επί τόπου. Υπολογίζεται ότι 350 τραυματίες εκτελέστηκαν και πάρα πολλοί βαριά τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν μαζί με τους νεκρούς σε ένα χωράφι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Θωμά, όπου έσκαψαν έναν λάκκο και με μπουλντόζες τους έριξαν όλους μέσα, ακόμα και τους ημιθανείς τραυματίες και τους έθαψαν ομαδικά.
Εκεί σε αυτό τον λάκκο πετάχτηκαν και θάφτηκαν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ χωρίς να τοποθετηθεί ούτε ένα επιτάφιο σήμα που να θυμίζει τη σφαγή και να φέρνει τα βήματα των επιζώντων συναγωνιστών, των συγγενών και εκείνων που επιθυμούσαν να αποτίσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής για τη θυσία τους, να αφήσουν ένα λουλούδι, ένα δάκρυ, να δώσουν όρκο συνέχισης του αγώνα.
Τα χρόνια που πέρασαν κάλυψαν το χωράφι με χορτάρια και βάτα. Όμως η μνήμη της θυσίας δεν έσβησε. Έγιναν μακροχρόνιες προσπάθειες τόσο από το ΚΚΕ όσο και από φορείς και οργανώσεις να μην καλυφθεί ο χώρος από τσιμέντο, να μην οργωθεί. Τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον γίνονταν εκδηλώσεις τιμής και μνήμης των ομαδικά θαμμένων μαχητών στο Λάκκο της Φλώρινας. Μαρμάρινες πλάκες στήθηκαν αρκετές φορές, αλλά πάντα κάποιοι τις βεβήλωναν.
Η λύση δόθηκε μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες και δικαστικούς αγώνες όταν το ΚΚΕ αγόρασε το χώρο το 2009. Εκεί σε αυτόν τον χώρο, με αιματηρές οικονομίες, ευρώ το ευρώ, και τη βοήθεια συντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, στήθηκε μνημείο αντάξιο της θυσίας και της προσφοράς των νεκρών μαχητών του ΔΣΕ.
Εκεί βρεθήκαμε και εμείς, την Κυριακή 14 Φλεβάρη 2016, στην εκδήλωση για τα 70 χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου.
Από το πρωί της Κυριακής δεκάδες λεωφορεία κατέφθασαν από διάφορες γωνιές της Ελλάδας για να τιμήσουν όσους έπεσαν στη μάχη της Φλώρινας.
Ένα κόκκινο ποτάμι με ανθρώπους κάθε ηλικίας ξεχύθηκε μέσα στους δρόμους της Φλώρινας. Με παλμό, δυναμισμό και συνθήματα κατευθύνθηκε στο Λάκκο. Το ποτάμι ενώθηκε με μια πλατιά κόκκινη θάλασσα. Τραγούδια, συνθήματα και κόκκινες σημαίες πλατάγιζαν στον αέρα. Συναντήθηκε με αγωνιστές της Αντίστασης και του ΔΣΕ και όλους εκείνους που πολέμησαν για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική ανεξαρτησία, που δεν λύγισαν, που δεν υποτάχθηκαν. Τους έβλεπες ολόγυρα με τα σκαμμένα πρόσωπά τους, τα ταλαιπωρημένα σώματά τους παρέα με τους απογόνους τους, με τις νεότερες γενιές, όρθιους. Η ιερότητα των στιγμών είναι υποβλητική καθώς συνδυάζεται με τη γνώση ότι κάτω από το χώμα αυτό βρίσκονται τα κόκαλα των νεκρών – μαχητών της Μάχης της Φλώρινας. Δέος και συγκίνηση κυριαρχούν στις καρδιές μας και πολλές σκέψεις πολιορκούν το μυαλό μας αναλογιζόμενοι το μέγεθος του αγώνα και της θυσίας των νεκρών μαχητών, αλλά και το χρέος το δικό μας σήμερα.
Όλα τα κείμενα από τον Ριζοσπάστη
Τρεις μέρες ήταν συνέχεια μεθυσμένος. Φοβήθηκαν η γυναίκα και τα παιδιά. Πήγα να δω ποιος είναι. «Μη φοβάσαι», μου λέει. «Ήρθα από την Αυστραλία. Έχω τρία αδέρφια εδώ από κάτω. Υποσχέθηκα, πριν πεθάνω να έρθω να κοιμηθώ στον τάφο τους»! Έτσι έμαθα που είναι θαμμένοι κι οι δικοί μου» (μαρτυρία).
Εκεί σ’ ένα λάκκο, στο «Λάκκο της Φλώρινας» πετάχτηκαν πάνω από 800 μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, που πήραν μέρος στη Μάχη της Φλώρινας στις 11 με 14 Φλεβάρη 1949. Αρχικά το σχέδιο προέβλεπε η επίθεση των ανταρτών να γίνει στις 10 Φλεβάρη. Η μετατόπιση της επίθεσης μία μέρα μετά έδωσε την ευκαιρία στον κυβερνητικό στρατό να ενισχυθεί και με άλλες δυνάμεις. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ συγκρούστηκαν με πολλαπλάσιες κυβερνητικές δυνάμεις τόσο αριθμητικά όσο και σε χρήση πολεμικών μέσων και οπλισμού. Η κατάληψη της πόλης είχε πολύ μεγάλη σημασία για το ΔΣΕ καθώς ήταν σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο. Η επίθεση του ΔΣΕ αν και υπήρξε σφοδρή κατέληξε σε βαριά ήττα με τον κυβερνητικό στρατό να πλευροκοπάει τους μαχητές του από τη στεριά και την αεροπορία να βομβαρδίζει ανηλεώς και ανεξέλεγκτα την πόλη της Φλώρινας και τις γραμμές του ΔΣΕ που είχε αρχίσει την υποχώρηση. Οι υλικές καταστροφές ήταν μεγάλες και οι απώλειες πολύ σημαντικές. Οι περισσότεροι μαχητές κατόρθωσαν να διαφύγουν, όμως οι τραυματίες εκτελούνταν επί τόπου. Υπολογίζεται ότι 350 τραυματίες εκτελέστηκαν και πάρα πολλοί βαριά τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν μαζί με τους νεκρούς σε ένα χωράφι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Θωμά, όπου έσκαψαν έναν λάκκο και με μπουλντόζες τους έριξαν όλους μέσα, ακόμα και τους ημιθανείς τραυματίες και τους έθαψαν ομαδικά.
Εκεί σε αυτό τον λάκκο πετάχτηκαν και θάφτηκαν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ χωρίς να τοποθετηθεί ούτε ένα επιτάφιο σήμα που να θυμίζει τη σφαγή και να φέρνει τα βήματα των επιζώντων συναγωνιστών, των συγγενών και εκείνων που επιθυμούσαν να αποτίσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής για τη θυσία τους, να αφήσουν ένα λουλούδι, ένα δάκρυ, να δώσουν όρκο συνέχισης του αγώνα.
Τα χρόνια που πέρασαν κάλυψαν το χωράφι με χορτάρια και βάτα. Όμως η μνήμη της θυσίας δεν έσβησε. Έγιναν μακροχρόνιες προσπάθειες τόσο από το ΚΚΕ όσο και από φορείς και οργανώσεις να μην καλυφθεί ο χώρος από τσιμέντο, να μην οργωθεί. Τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον γίνονταν εκδηλώσεις τιμής και μνήμης των ομαδικά θαμμένων μαχητών στο Λάκκο της Φλώρινας. Μαρμάρινες πλάκες στήθηκαν αρκετές φορές, αλλά πάντα κάποιοι τις βεβήλωναν.
Η λύση δόθηκε μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες και δικαστικούς αγώνες όταν το ΚΚΕ αγόρασε το χώρο το 2009. Εκεί σε αυτόν τον χώρο, με αιματηρές οικονομίες, ευρώ το ευρώ, και τη βοήθεια συντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, στήθηκε μνημείο αντάξιο της θυσίας και της προσφοράς των νεκρών μαχητών του ΔΣΕ.
Εκεί βρεθήκαμε και εμείς, την Κυριακή 14 Φλεβάρη 2016, στην εκδήλωση για τα 70 χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου.
Από το πρωί της Κυριακής δεκάδες λεωφορεία κατέφθασαν από διάφορες γωνιές της Ελλάδας για να τιμήσουν όσους έπεσαν στη μάχη της Φλώρινας.
Ένα κόκκινο ποτάμι με ανθρώπους κάθε ηλικίας ξεχύθηκε μέσα στους δρόμους της Φλώρινας. Με παλμό, δυναμισμό και συνθήματα κατευθύνθηκε στο Λάκκο. Το ποτάμι ενώθηκε με μια πλατιά κόκκινη θάλασσα. Τραγούδια, συνθήματα και κόκκινες σημαίες πλατάγιζαν στον αέρα. Συναντήθηκε με αγωνιστές της Αντίστασης και του ΔΣΕ και όλους εκείνους που πολέμησαν για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική ανεξαρτησία, που δεν λύγισαν, που δεν υποτάχθηκαν. Τους έβλεπες ολόγυρα με τα σκαμμένα πρόσωπά τους, τα ταλαιπωρημένα σώματά τους παρέα με τους απογόνους τους, με τις νεότερες γενιές, όρθιους. Η ιερότητα των στιγμών είναι υποβλητική καθώς συνδυάζεται με τη γνώση ότι κάτω από το χώμα αυτό βρίσκονται τα κόκαλα των νεκρών – μαχητών της Μάχης της Φλώρινας. Δέος και συγκίνηση κυριαρχούν στις καρδιές μας και πολλές σκέψεις πολιορκούν το μυαλό μας αναλογιζόμενοι το μέγεθος του αγώνα και της θυσίας των νεκρών μαχητών, αλλά και το χρέος το δικό μας σήμερα.
Όλα τα κείμενα από τον Ριζοσπάστη
Η πορεία των χιλίων αόπλων της Ρούμελης
(Δεκέμβρης 1947-Γενάρης 1948)
I. Η οργάνωση της πορείας
«Σύμφωνα με διαταγή του Γ. Α. για αποστολή στη Μακεδονία χιλίων αόπλων, το Αρχηγείο Ρούμελης συγκρότησε μια ταξιαρχία αόπλων από την επιστράτευση, που έκανε στο διάστημα στο διάστημα 20 – 12 – 47 μέχρι τέλη Γενάρη 1948.
Οργανώσαμε τα έμπεδα στα χωριά Βράχα – Κλειστό – Χ/χλια. Συγκροτήσαμε τρία τάγματα και διοίκηση ταξιαρχίας με διοικητή το συναγ. Πουρναρά και ταγματάρχες τους συναγωνιστές Φρυσόμαλλο και Τσικαρδώνη, μόνιμους αξιωματικούς και το συναγ. Θησέα. Διμοιρίτες και λοχαγούς βάλαμε από τους μαθητές, που προορίζαμε για τη σχολή αξιωματικών του Γ. Α. Η κατανομή των μαχητών στα οργανικά τμήματα έγινε ύστερα από επιλογή και ισόμερη ποιοτική κατανομή. Η συμμετοχή της γυναίκας ήταν σημαντική. Ακολουθούσαν πάνω από 300 και τις κατανείμαμε μέσα στις ομάδες.
Οργανώσαμε πολύ γερά τη στρατιωτική και πολιτική δουλιά. Το βάρος μας στις λίγες μέρες στα έμπεδα έπεσε στη στρατιωτική τους εκπαίδευση, στην έντονη πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και στην ηθική τους προετοιμασία για την κίνηση.
Επίσης κάναμε όλες τις προετοιμασίες τροφοδοσίας για την περίοδο αναμονής και για την κίνηση. Ετσι από τις 18 – 2 έως 3 – 3 – 48, που περάσαμε τον Πηνειό, το τμήμα τροφοδοτήθηκε με δικά μας τρόφιμα. Επίσης φτιάσαμε για όλους γουρουνοτσάρουχα και εφεδρικά. Οργανώσαμε και τμήμα μηχανικού για πρόχειρες γεφυρούλες, φτιάξιμο δρόμων για πέρασμα ζώων, κλπ. Στην κίνησή μας προσέχαμε ιδιαίτερα τα παρακάτω: α) Πριν από κάθε άλμα μας, κάναμε σύσκεψη των στελεχών μέχρι διμοιρίτες, τους κατατοπίζαμε απ’ όλες τις πλευρές και κυρίως για την επαγρύπνηση κατά την πορεία. β) Καθορίσαμε για κάθε ώρα σιωπηρό προσκλητήριο, δηλαδή σ’ όλη την πορεία ήταν υποχρεωμένος ο διμοιρίτης ν’ αναφέρνει κάθε ώρα στο λοχαγό ότι βαδίζει κανονικά και έρχονται όλοι οι άνδρες του. γ) Προσπαθούσαμε κάθε τάγμα να έχει δυο συνδέσμους, ώστε, ξέροντας πού θα πάμε, να μπορεί να κινείται μόνο του, έστω κι αν έμενε λίγο πίσω. Καταργήσαμε το τηλέφωνο από στόμα σε στόμα και κάθε εντολή ή ειδοποίηση γινόταν με συνδέσμους. Είχαμε έφιππη ομάδα συνδέσμων, που κινούνταν μπρος – πίσω και παρακολουθούσε τον τρόπο κίνησης της φάλαγγας. δ) Ανάλογα με την ταχτική κατάσταση, δίναμε και το σχηματισμό της φάλαγγας στην πορεία, δηλαδή κατά τριάδες, τετράδες ή φάλαγγα κατ’ άντρα ή σε παράταξη διμοιριών. Αυτό καθοριζόταν ανάλογα με το έδαφος. Π.χ., όπου έπρεπε να κάνουμε γρήγορο πέρασμα δημόσιου δρόμου και μείωση της επιμήκυνσης της φάλαγγας, δίναμε σχηματισμό παράταξης. Αυτό έγινε στο δημόσιο δρόμο Λάρισας – Βόλου κλπ.».
II. Πέρασμα του κάμπου της Λάρισας
«Η κίνηση αρχίζει από το χώρο της Βράχας στις 18 – 2 – 48 κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες, με ενάμισι μέτρο χιόνι. Φτάσαμε στο Δερελί στις 19 – 2 – 48 το απόγευμα και μείναμε και την ημέρα της 20 – 2. Εκεί παραλάβαμε και τρεις εκατοντάδες άοπλους Θεσσαλούς, που τους εντάξαμε στα τρία τάγματα. Αυτό το υλικό, όμως, ήταν αδούλευτο, ηθικά και ψυχολογικά απροετοίμαστο για μια τέτοια κίνηση και μας έβλαψαν, γιατί έσπερναν την ηττοπάθεια και λιποταχτούσαν στο δρόμο.
Τη νύχτα της 20 προς 21 – 2 η φάλαγγα των αόπλων, μαζί μ’ ένα τμήμα συνοδείας, κινήθηκε από Δερελί και ύστερα από σύντονη πορεία, αφού διανύσαμε 45 χιλιόμετρα με δύο μόνο στάσεις, φτάσαμε τις πρωινές ώρες στο Ταμπακλί.
Το πρωί της 22 – 2 ξεκινήσαμε με κατεύθυνση Καραντάου – Κάμπο Λάρισας – Μαυροβούνι. Την κίνηση αναγκαστικά την κάναμε ημέρα, γιατί τη νύχτα έπρεπε να μπούμε στον κάμπο της Λάρισας, να τον περάσουμε, και το πρωί να βγούμε στο Μαυροβούνι. Συνολικά, 24 ώρες σύντονη πορεία. Στο πέρασμα, μας βοήθησε και η πυκνή ομίχλη, καθώς επίσης και το χτύπημα του Αλμυρού, που ενεργούσε ταυτόχρονα το Αρχηγείο Θεσσαλίας.
Μόλις φτάσαμε στη σιδηροδρομική γραμμή Βόλου – Φαρσάλων, ο εχθρός μάς επιτέθηκε με τανκ, ιππικό και χωροφυλακο-ΜΑΥδες. Τους ανατρέψαμε σε μια ώρα, χωρίς η κύρια φάλαγγα να σταματήσει καθόλου την πορεία της. Η νύχτα μας βρήκε στο Καλό Νερό. Μέχρις εδώ η φάλαγγα είχε βαδίσει 10 ώρες, χωρίς στάση και με κανένα βραδυπορούντα, παρά τη λάσπη. Αφού κάναμε μια ώρα στάση, ετοιμάσαμε τη διάταξή μας για τη νυχτερινή κίνηση, μα και για την αντιμετώπιση του εχθρού, κυρίως στο δημόσιο δρόμο Λάρισας – Βόλου. Η φάλαγγα συνεχίζει την πορεία της.
Περάσαμε από την ενέδρα στο Καλό – Νερό και Μοσχοχώρι και πλησιάσαμε στον κάμπο κοντά στο δημόσιο Λάρισας – Βόλου. Ο εχθρός έπιασε θέσεις στο δημόσιο και 12 τανκ περιφέρονταν, ανεβαίνοντας μέχρι το ύψωμα. Προωθήσαμε τμήμα πεζικού και ιππικού σαν σταθερές πλαγιοφυλακές δεξιά και αριστερά του δημόσιου, που άρχισαν να χτυπιούνται με τα τανκ και άλλες εχθρικές δυνάμεις. Η κύρια φάλαγγα βαδίζει σε σχηματισμό παράταξης διμοιριών και με κινητή πλαγιοφυλακή δεξιά και αριστερά των αόπλων.
Περάσαμε το δημόσιο με ταχύτητα και βαδίζαμε προς τη λίμνη της Κάρλας. Μέχρι την Κέρλα, η φάλαγγα βαδίζει 6 ώρες με λάσπη μέχρι το γόνα. Τα μάχιμα τμήματα αντιμετώπισαν με ηρωισμό τανκ και τις λοιπές εχθρικές δυνάμεις, κατέστρεψαν 5 τανκ και προξένησαν και άλλες απώλειες στον εχθρό.
Στη μάχη, χάσαμε μόνο 7 άοπλους εξαφανισθέντες. Ο ηρωισμός των αόπλων είναι χωρίς προηγούμενο. Βαδίζουν αδιάκοπα μέσα στη λάσπες, άνω τα εχθρικά πυρά περνάνε πάνω από το κεφάλι τους. Μέσα στη λίμνη, βαδίζουν, επίσης, με το νερό μέχρι το γόνα επί 2 ώρες. Στις 9 το πρωί της 23/2, φτάνουμε στο χωριό Καλαμάκι του Μαυροβουνίου. Βαδίσαμε 13 ώρες χωρίς στάση και χωρίς βραδυπορούντες. Στο Καλαμάκι δεχτήκαμε πολύωρη αεροπορική επιδρομή με ασήμαντες απώλειες».
III. Προς τα Πιέρια
«Στις 24/2 βαδίσαμε όλη τη μέρα και η φάλαγγα των αόπλων φθάνει στο χωριό Σκήτη. Τα τμήματα συνοδείας αποκρούουν εχθρική κίνηση από Αγυιά προς Ποταμιά, καταδιώκουν τον εχθρό και συλλαμβάνουν 10 αιχμαλώτους.
Στις 25/2 αντιμετωπίσαμε κίνηση ενός εχθρικού τάγματος, που ήρθε από τη Λάρισα και ενός της Αγυιάς στα υψώματα Ποταμιάς – Σκήτη. Ο εχθρός ανατράπηκε και καταδιώχθηκε μέχρι την Αγυιά, αφήνοντας 30 νεκρούς και 6 αιχμαλώτους.
Τη νύχτα της 25 προς 26/2 περάσαμε τον Αγιόκαμπο, φτάσαμε στην Αθανάτη και την άλλη νύχτα φτάσαμε στην Καρύτσα – Κισσάβου. Το πέρασμα του Πηνειού ήταν πολύ δύσκολο. Ο εχθρός με το αντιτορπιλικό του βρίσκεται μόνιμα εκεί, κατόρθωσε να βρει βάρκες στις εκβολές του Πηνειού, που δεν ήταν καλά φυλαγμένες και τις κατάστρεψε.
Στις 27/2, εχθρικό τμήμα που κινήθηκε από Λασποχώρι προς Τσαγέζι το ανατρέψαμε και το καταδιώξαμε. Χρειαστήκαμε τέσσερις μέρες για να φτιάξουμε τις βάρκες και για να στείλουμε σύνδεσμο στα τμήματα που βρίσκονταν στον Ολυμπο.
Στις 2/3 περάσαμε 410 άνδρες άοπλους μαζί με τα στελέχη, που όλοι τους πέρασαν καλά και τις πρώτες πρωινές ώρες της 3/3 έφτασαν στον Παντελεήμονα του νότιου Ολύμπου.
Τη μέρα της 3/3, μπάσαμε τους υπόλοιπους 750 άοπλους μέσα στις εκβολές του Πηνειού και τους καλύψαμε. Εκμεταλλευτήκαμε την απουσία του αντιτορπιλικού και αρχίσαμε μέρα το πέρασμα. Περάσαμε όλοι και βαδίσαμε προς το Παπαπούλι πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή. Στις 5 η ώρα το πρωί της 4/3 φθάσαμε στον Πλαταμώνα ύστερα από 15 ώρες συνεχή πορεία και προσπάθεια για το πέρασμα του Πηνειού.
Μόλις φθάσαμε στα υψώματα του Παντελεήμονα, ο εχθρός κατέλαβε το Νεζερό και την Καρυά και η θέση μας ήταν δύσκολη. Το μόνο που μας έμενε ήταν να ελιχθούμε από τον κάμπο της Λεπτοκαρυάς μεταξύ δρόμου Λιτόχωρου – Κατερίνης. Επιστροφή προς τον Κίσσαβο ήταν πια αδύνατη, γιατί ο εχθρός είχε πιάσει και κει όλα τα περάσματα.
Αμέσως προωθήσαμε ανθρώπους να μαζέψουν πληροφορίες για την κίνηση του εχθρού στη Λεπτοκαρυά και στείλαμε μια διμοιρία να πιάσει τη διάβαση στο σταθμό Λεπτοκαρυάς. Δύναμη συνοδείας είχαμε μαζί μας ένα τάγμα Θεσσαλών που είχε 6 οπλοπολυβόλα ο κάθε λόχος του και 2 – 3 ντουφέκια ή κάθε ομάδα. Τη νύχτα της 4 – 5/3, περάσαμε χωρίς να συναντήσουμε εμπόδια από Παντελεήμονα, Κάμπο Λεπτοκαρυάς – δημόσιο Λιτοχωρίου – Κατερίνης και τις πρώτες πρωινές ώρες φτάσαμε στα υψώματα Λιτόχωρου μετά από 12 ώρες συνεχή πορεία.
Τη νύχτα της 5 – 6/3, κινηθήκαμε και φθάσαμε στη Λόκοβα και τη νύχτα της 6 – 7/3 περάσαμε το σανατόριο Πέτρας και φτάσαμε το πρωί στο ύψωμα Μόρνας. Από κει βαδίσαμε όλη σχεδόν τη μέρα και τη νύχτα και φτάσαμε στου Κόρακα τα Καλύβια. Από τις 3 – 9/3 που κινηθήκαμε από τον Κίσσαβο μέχρι τα Πιέρρια οι άνδρες δεν έφαγαν τίποτα εκτός από τέσσερα κατσαμάκια και σε 6 μέρες και τις 4 άλλες μέρες τούς δίναμε μόνο από 40 δράμια καλαμπόκι βραστό την ημέρα».
IV. Ο αγώνας στα Πιέρια
«Τη νύχτα της 13 προς 14/3, παίρνοντας μαζί μας και το άλλο τάγμα αόπλων, που είχε περάσει πρώτο και μας βρήκε αυτή τη μέρα, κινηθήκαμε προς Λάπατα. Εδώ κατορθώσαμε να δώσουμε 100 δράμια πατάτα για συσσίτιο. Τη νύχτα της 14 προς 15 του Μάρτη, προχωρήσαμε από Λάπατα προς Τουμπανάρι. Από δω θα εξορμούσαμε να περάσουμε το δημόσιο Θεσσαλονίκης – Λάρισας προς τον Αμάρμπεη, τη νύχτα αυτή έκανε φοβερό κρύο και βοριάς. Η φάλαγγα με τα μεταγωγικά της κινούνταν αργά, με αποτέλεσμα να παγώσουν 10 άοπλοι και μερικοί από τους ενόπλους της 16ης ταξιαρχίας, που μας συνόδευε στο πέρασμα.
Ο εχθρός αντιλήφθηκε την κίνησή μας και αμέσως εκδηλώνεται. Πιάνει τη Λάβα – Σαραντάπορο – Βίγλα και συνέχεια το δημόσιο μέχρι τη γέφυρα της Βούρμπας και το Λιβάδι. Ταυτόχρονα, ενεργεί και καταλαμβάνει τα δυτικά αντερείσματα της Σιάπκας. Στις θέσεις που βρισκόμαστε αναγκαστήκαμε να περιμένουμε μέχρι τις 11 η ώρα τη νύχτα ένα τάγμα της 16ης, που είχε αδικαιολόγητα καθυστερήσει. Τώρα για να προχωρήσουμε από το Σαραντάπορο αποκλείονταν. Αν πάλι επιχειρούσαμε να περάσουμε δίπλα από το Λειβάδι, κοντά στη γέφυρα της Βούρμπας, βρισκόμαστε σε τέτοια μειονεκτική θέση, ώστε θα παθαίναμε μεγάλες ζημιές. Θα χάναμε σχεδόν στο σύνολό τους τους άοπλους, το βαρύ οπλισμό και θα είχε αρκετές απώλειες και το ένοπλο τμήμα. Ετσι, αποφασίσαμε να μην περάσουμε, να πιάσουμε θέσεις καλές στα Κουτσούπια και να αντιμετωπίσουμε το πέρασμα πάνω σε άλλη βάση. Τη νύχτα της 15 προς 16 κινηθήκαμε και φτάσαμε στα Κουτσούπια, όπου πήραμε διάταξη.
Τα πρωί ο εχθρός επιτέθηκε από Παληογράτσανο – Καστανιά και από Λειβάδι προς Κουτσούπια. Τον αποκρούσαμε προξενώντας του σοβαρές απώλειες. Η αεροπορία μάς βομβάρδιζε σκληρά επί 10 ολόκληρες ώρες. Οι εχθρικές επιθέσεις αποκρούστηκαν επίσης και στις 17 – 3. Αυτή τη μέρα ρίξαμε και ένα αεροπλάνο.
Μπροστά στην κατάσταση που διαμορφωνόταν, η μόνη λύση ήτανε να διαλύσουμε τη φάλαγγα των αόπλων και να τους συγχωνεύσουμε στα τμήματα των Πιερρίων και της 16ης ταξιαρχίας. Να αποκεντρωθούν τα τάγματα στα Πιέρρια, παίρνοντας διάταξη και σε περίπτωση μεγαλύτερης πίεσης να διεισδύσει το καθένα ξεχωριστά στο χώρο Β. και Ν. Ολυμπο – Λαφίνα μέχρι Αμάρμπεη. Την ίδια μέρα προχωρήσαμε στη συγχώνευση των αόπλων στα ένοπλα τμήματα.
Τη νύχτα όλα τα τάγματα κινήθηκαν καταλαμβάνοντας τις παρακάτω θέσεις: Ενα τάγμα τη θέση Πέντε Πύργοι – Γκίνη, άλλο τάγμα τους Αγιους Αθανάσηδες Καταφυγίου, άλλο τάγμα συνέχεια τα υψώματα απαγορεύοντας κίνηση από Βελβενδό, άλλο τάγμα στη Σαρακατσάνα και άλλο στου Παππά – χωράφι. Εν τω μεταξύ, επειδή το επισιτιστικό είχε φτάσει σε αδιέξοδο και ψοφούσαν και τα μουλάρια, αναγκαστήκαμε να τα σφάξουμε και έτσι τα τμήματα έφαγαν λίγο και κρατήθηκαν στα ποδάρια τους.
Την αποκέντρωση των αόπλων στα τάγματα και την κίνησή μας από πολλές κατευθύνσεις, αφού αφήναμε το βαρύ οπλισμό, έπρεπε να την είχαμε κάνει από τις 13/3 που ξεκινήσαμε για το πέρασμα, μια και διαπιστώσαμε ότι, αν μας έχουν πιάσει το Σαραντάπορο, θα ήταν δύσκολο να περάσει μια τέτοια βαριά φάλαγγα. Εδώ όμως μας ξεγέλασε το γεγονός ότι δεν παρατηρήσαμε καμιά εχθρική κίνηση.
Ο εχθρός συνέχισε και την άλλη μέρα την πίεσή του με την ενίσχυση πυροβολικού και αεροπορίας. Σκοπός του είναι να μας εξοντώσει. Τα τμήματά μας τον αντιμετωπίζουν με πείσμα και παλικαριά. Αλλά θα ήταν αδύνατο να τους κρατήσουμε περισσότερο από 2 – 3 μέρες ακόμα, γιατί δεν είχαμε πυρομαχικά, είχαμε αρρώστους, τραυματίες και άλλον κόσμο τον Πιερρίων, μικρά παιδιά, γέρους κλπ., γύρω στους 500. Το κρύο τσάκιζε τα τμήματα, το επισιτιστικό ήταν δύσκολο.
Σε σύσκεψη που έγινε με στελέχη του Αρχηγείου Δυτικής Μακεδονίας καταλήξαμε στο ότι μέσα σε δύο μέρες πρέπει ν’ αποκρύψουμε σε μικρές ομάδες τραυματίες και αρρώστους και τα τμήματα να κάνουν διείσδυση προς Β. Ολυμπο – Λαφίνα και προς Αμάρμπεη. Φυσικά, μια τέτοια κίνηση ήταν δύσκολη και υπήρχε πιθανότητα να ‘χουμε απώλειες. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ορισμένες ταλαντεύσεις σε μικρά στελέχη. Πάντως, στις 20/3 πήραμε την απόφαση να γίνει οπωσδήποτε η διείσδυση και έδωσα διαταγή στα δύο τάγματα Παλαιολόγου να είναι έτοιμα. Ανάλογα θα ελίσσονταν και τα άλλα τάγματα.
Πράγματι τη νύχτα της 20 προς 21/3 ξεκινήσαμε από την κορυφογραμμή Αρβανίτη – Φλάμπουρο και φτάσαμε το πρωί στα Κουτσούπια. Ο εχθρός αιφνιδιάστηκε, γιατί υπολόγιζε ότι οι χιονισμένες βουνοκορφές είναι αδιαπέραστες. Ο ίδιος είχε προσπαθήσει ν’ ανοίξει το χιόνι και δεν μπόρεσε, γιατί τότε ήταν μαλακό.
Από τον εχθρό γινήκαμε αντιληπτοί από κακό τρόπο κίνησης των τμημάτων, που δεν κινήθηκαν στις καθορισμένες ώρες. Είμαστε όμως σε πολύ πλεονεκτική θέση, γιατί τον είχαμε καβάλα. Ο εχθρός κινήθηκε με ταχύτητα για να βελτιώσει τις θέσεις του, φοβούμενος κύκλωση. Από την παγωνιά είχαμε περί τους 15 νεκρούς και λιποτάκτες».
V. Πέρασμα στα Χάσια
«Μόλις νύχτωσε, η φάλαγγα βαδίζει από Σιάπκα, δίπλα από Πύργο, δεξιά του Λειβαδιού, περνάει συνέχεια το δημόσιο δρόμο και βγαίνει στα υψώματα του Αμάρμπεη. Αντίσταση δε βρήκαμε πουθενά. Εδώ όμως πρέπει να ειπούμε ότι πολλά στελέχη μας δεν έπαιξαν το ρόλο, που απαιτούσαν οι κρίσιμες στιγμές αυτής της νύχτας. Ανώτερο στέλεχος της 16ης ταξιαρχίας, που το αφήσαμε να μαζεύει τους βραδυπορούντες, όχι μόνο δεν επέβλεψε σ’ αυτή τη δουλιά, αλλά άφηνε τους άντρες να σκορπάνε στα μαντριά, για να βρούνε φαΐ. Ετσι είχαμε περί τους 40 αγνοούμενους αόπλους και ένοπλους.
Η κατάσταση των μαχητών μας ήταν πολύ άσχημη. Η πείνα και η κούραση απερίγραπτη. 65 είχαν πρηστεί τα ποδάρια τους, αλλά παρ’ όλα αυτά ακολουθούσαν τη φάλαγγα μπουσουλώντας! Αυτό όμως δεν μπορούσε να συνεχίζεται για πολύ, γιατί εν τω μεταξύ άρχισαν οι αψιμαχίες με τον εχθρό. Κι εδώ πρέπει επίσης να σημειώσω ότι μερικά στελέχη δεν έδειξαν τη στοργή που χρειαζόταν και εγκατέλειψαν 10 απ’ αυτούς.
Τη νύχτα της 24 προς 25/3 κινηθήκαμε προς τη Σινοκερασιά (Αντιχασίων), νομίζοντας ότι δίπλα μας έχουμε τον Υψηλάντη. Κι αυτή τη βραδιά δε βαδίζει καλά η φάλαγγα. Κάνουν στάση πάνω στο δημόσιο Ελασσόνας – Δεσκάτης και σκορπούν σε μαντριά, γιατί πολλά στελέχη δεν ενεργούν δραστήρια να συγκρατήσουν τους άντρες.
Μόλις πήρανε διάταξη στη Σινοκερασιά ξημερώνοντας, παρατηρώ εχθρικό τάγμα στο Φλαμπουρέσι, εχθρό στην Τσούκα, τάγμα στο Διάσελο και ΜΑΫδες στην Ασπροκκλησιά. Τα τμήματα δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Τα οπλ/λα είχανε 50 σφαίρες. Ο εχθρός άρχισε την επίθεση στις 5 η ώρα. Ανατρέπει τα τμήματα Παλαιολόγου, γιατί τελείωσαν οι σφαίρες τους. Με τέσσερις ομάδ. νέων κρατάμε το ύψωμα Ασπροκκλησιάς, ενώ όλοι οι άλλοι συμπτύσσονται προς την Ανθρακιά.
Μέχρι το βράδυ συγκεντρώσαμε όλον τον κόσμο και τη νύχτα της 25 προς 26 βαδίσαμε και φτάσαμε στην Ανθρακιά, όπου βρήκαμε φιλικά τμήματα. Από Πιέρρια προς Χάσια χάσαμε 20 μαχητές στις μάχες. Μερικές δεκάδες χάθηκαν αδικαιολόγητοι μέσα στα μαντριά και ελάχιστοι μόνο λιποτάχτησαν.
Συνολικά βαδίσαμε, πολεμώντας 42 μέρες».
«Σύμφωνα με διαταγή του Γ. Α. για αποστολή στη Μακεδονία χιλίων αόπλων, το Αρχηγείο Ρούμελης συγκρότησε μια ταξιαρχία αόπλων από την επιστράτευση, που έκανε στο διάστημα στο διάστημα 20 – 12 – 47 μέχρι τέλη Γενάρη 1948.
Οργανώσαμε τα έμπεδα στα χωριά Βράχα – Κλειστό – Χ/χλια. Συγκροτήσαμε τρία τάγματα και διοίκηση ταξιαρχίας με διοικητή το συναγ. Πουρναρά και ταγματάρχες τους συναγωνιστές Φρυσόμαλλο και Τσικαρδώνη, μόνιμους αξιωματικούς και το συναγ. Θησέα. Διμοιρίτες και λοχαγούς βάλαμε από τους μαθητές, που προορίζαμε για τη σχολή αξιωματικών του Γ. Α. Η κατανομή των μαχητών στα οργανικά τμήματα έγινε ύστερα από επιλογή και ισόμερη ποιοτική κατανομή. Η συμμετοχή της γυναίκας ήταν σημαντική. Ακολουθούσαν πάνω από 300 και τις κατανείμαμε μέσα στις ομάδες.
Οργανώσαμε πολύ γερά τη στρατιωτική και πολιτική δουλιά. Το βάρος μας στις λίγες μέρες στα έμπεδα έπεσε στη στρατιωτική τους εκπαίδευση, στην έντονη πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και στην ηθική τους προετοιμασία για την κίνηση.
Επίσης κάναμε όλες τις προετοιμασίες τροφοδοσίας για την περίοδο αναμονής και για την κίνηση. Ετσι από τις 18 – 2 έως 3 – 3 – 48, που περάσαμε τον Πηνειό, το τμήμα τροφοδοτήθηκε με δικά μας τρόφιμα. Επίσης φτιάσαμε για όλους γουρουνοτσάρουχα και εφεδρικά. Οργανώσαμε και τμήμα μηχανικού για πρόχειρες γεφυρούλες, φτιάξιμο δρόμων για πέρασμα ζώων, κλπ. Στην κίνησή μας προσέχαμε ιδιαίτερα τα παρακάτω: α) Πριν από κάθε άλμα μας, κάναμε σύσκεψη των στελεχών μέχρι διμοιρίτες, τους κατατοπίζαμε απ’ όλες τις πλευρές και κυρίως για την επαγρύπνηση κατά την πορεία. β) Καθορίσαμε για κάθε ώρα σιωπηρό προσκλητήριο, δηλαδή σ’ όλη την πορεία ήταν υποχρεωμένος ο διμοιρίτης ν’ αναφέρνει κάθε ώρα στο λοχαγό ότι βαδίζει κανονικά και έρχονται όλοι οι άνδρες του. γ) Προσπαθούσαμε κάθε τάγμα να έχει δυο συνδέσμους, ώστε, ξέροντας πού θα πάμε, να μπορεί να κινείται μόνο του, έστω κι αν έμενε λίγο πίσω. Καταργήσαμε το τηλέφωνο από στόμα σε στόμα και κάθε εντολή ή ειδοποίηση γινόταν με συνδέσμους. Είχαμε έφιππη ομάδα συνδέσμων, που κινούνταν μπρος – πίσω και παρακολουθούσε τον τρόπο κίνησης της φάλαγγας. δ) Ανάλογα με την ταχτική κατάσταση, δίναμε και το σχηματισμό της φάλαγγας στην πορεία, δηλαδή κατά τριάδες, τετράδες ή φάλαγγα κατ’ άντρα ή σε παράταξη διμοιριών. Αυτό καθοριζόταν ανάλογα με το έδαφος. Π.χ., όπου έπρεπε να κάνουμε γρήγορο πέρασμα δημόσιου δρόμου και μείωση της επιμήκυνσης της φάλαγγας, δίναμε σχηματισμό παράταξης. Αυτό έγινε στο δημόσιο δρόμο Λάρισας – Βόλου κλπ.».
II. Πέρασμα του κάμπου της Λάρισας
«Η κίνηση αρχίζει από το χώρο της Βράχας στις 18 – 2 – 48 κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες, με ενάμισι μέτρο χιόνι. Φτάσαμε στο Δερελί στις 19 – 2 – 48 το απόγευμα και μείναμε και την ημέρα της 20 – 2. Εκεί παραλάβαμε και τρεις εκατοντάδες άοπλους Θεσσαλούς, που τους εντάξαμε στα τρία τάγματα. Αυτό το υλικό, όμως, ήταν αδούλευτο, ηθικά και ψυχολογικά απροετοίμαστο για μια τέτοια κίνηση και μας έβλαψαν, γιατί έσπερναν την ηττοπάθεια και λιποταχτούσαν στο δρόμο.
Τη νύχτα της 20 προς 21 – 2 η φάλαγγα των αόπλων, μαζί μ’ ένα τμήμα συνοδείας, κινήθηκε από Δερελί και ύστερα από σύντονη πορεία, αφού διανύσαμε 45 χιλιόμετρα με δύο μόνο στάσεις, φτάσαμε τις πρωινές ώρες στο Ταμπακλί.
Το πρωί της 22 – 2 ξεκινήσαμε με κατεύθυνση Καραντάου – Κάμπο Λάρισας – Μαυροβούνι. Την κίνηση αναγκαστικά την κάναμε ημέρα, γιατί τη νύχτα έπρεπε να μπούμε στον κάμπο της Λάρισας, να τον περάσουμε, και το πρωί να βγούμε στο Μαυροβούνι. Συνολικά, 24 ώρες σύντονη πορεία. Στο πέρασμα, μας βοήθησε και η πυκνή ομίχλη, καθώς επίσης και το χτύπημα του Αλμυρού, που ενεργούσε ταυτόχρονα το Αρχηγείο Θεσσαλίας.
Μόλις φτάσαμε στη σιδηροδρομική γραμμή Βόλου – Φαρσάλων, ο εχθρός μάς επιτέθηκε με τανκ, ιππικό και χωροφυλακο-ΜΑΥδες. Τους ανατρέψαμε σε μια ώρα, χωρίς η κύρια φάλαγγα να σταματήσει καθόλου την πορεία της. Η νύχτα μας βρήκε στο Καλό Νερό. Μέχρις εδώ η φάλαγγα είχε βαδίσει 10 ώρες, χωρίς στάση και με κανένα βραδυπορούντα, παρά τη λάσπη. Αφού κάναμε μια ώρα στάση, ετοιμάσαμε τη διάταξή μας για τη νυχτερινή κίνηση, μα και για την αντιμετώπιση του εχθρού, κυρίως στο δημόσιο δρόμο Λάρισας – Βόλου. Η φάλαγγα συνεχίζει την πορεία της.
Περάσαμε από την ενέδρα στο Καλό – Νερό και Μοσχοχώρι και πλησιάσαμε στον κάμπο κοντά στο δημόσιο Λάρισας – Βόλου. Ο εχθρός έπιασε θέσεις στο δημόσιο και 12 τανκ περιφέρονταν, ανεβαίνοντας μέχρι το ύψωμα. Προωθήσαμε τμήμα πεζικού και ιππικού σαν σταθερές πλαγιοφυλακές δεξιά και αριστερά του δημόσιου, που άρχισαν να χτυπιούνται με τα τανκ και άλλες εχθρικές δυνάμεις. Η κύρια φάλαγγα βαδίζει σε σχηματισμό παράταξης διμοιριών και με κινητή πλαγιοφυλακή δεξιά και αριστερά των αόπλων.
Περάσαμε το δημόσιο με ταχύτητα και βαδίζαμε προς τη λίμνη της Κάρλας. Μέχρι την Κέρλα, η φάλαγγα βαδίζει 6 ώρες με λάσπη μέχρι το γόνα. Τα μάχιμα τμήματα αντιμετώπισαν με ηρωισμό τανκ και τις λοιπές εχθρικές δυνάμεις, κατέστρεψαν 5 τανκ και προξένησαν και άλλες απώλειες στον εχθρό.
Στη μάχη, χάσαμε μόνο 7 άοπλους εξαφανισθέντες. Ο ηρωισμός των αόπλων είναι χωρίς προηγούμενο. Βαδίζουν αδιάκοπα μέσα στη λάσπες, άνω τα εχθρικά πυρά περνάνε πάνω από το κεφάλι τους. Μέσα στη λίμνη, βαδίζουν, επίσης, με το νερό μέχρι το γόνα επί 2 ώρες. Στις 9 το πρωί της 23/2, φτάνουμε στο χωριό Καλαμάκι του Μαυροβουνίου. Βαδίσαμε 13 ώρες χωρίς στάση και χωρίς βραδυπορούντες. Στο Καλαμάκι δεχτήκαμε πολύωρη αεροπορική επιδρομή με ασήμαντες απώλειες».
III. Προς τα Πιέρια
«Στις 24/2 βαδίσαμε όλη τη μέρα και η φάλαγγα των αόπλων φθάνει στο χωριό Σκήτη. Τα τμήματα συνοδείας αποκρούουν εχθρική κίνηση από Αγυιά προς Ποταμιά, καταδιώκουν τον εχθρό και συλλαμβάνουν 10 αιχμαλώτους.
Στις 25/2 αντιμετωπίσαμε κίνηση ενός εχθρικού τάγματος, που ήρθε από τη Λάρισα και ενός της Αγυιάς στα υψώματα Ποταμιάς – Σκήτη. Ο εχθρός ανατράπηκε και καταδιώχθηκε μέχρι την Αγυιά, αφήνοντας 30 νεκρούς και 6 αιχμαλώτους.
Τη νύχτα της 25 προς 26/2 περάσαμε τον Αγιόκαμπο, φτάσαμε στην Αθανάτη και την άλλη νύχτα φτάσαμε στην Καρύτσα – Κισσάβου. Το πέρασμα του Πηνειού ήταν πολύ δύσκολο. Ο εχθρός με το αντιτορπιλικό του βρίσκεται μόνιμα εκεί, κατόρθωσε να βρει βάρκες στις εκβολές του Πηνειού, που δεν ήταν καλά φυλαγμένες και τις κατάστρεψε.
Στις 27/2, εχθρικό τμήμα που κινήθηκε από Λασποχώρι προς Τσαγέζι το ανατρέψαμε και το καταδιώξαμε. Χρειαστήκαμε τέσσερις μέρες για να φτιάξουμε τις βάρκες και για να στείλουμε σύνδεσμο στα τμήματα που βρίσκονταν στον Ολυμπο.
Στις 2/3 περάσαμε 410 άνδρες άοπλους μαζί με τα στελέχη, που όλοι τους πέρασαν καλά και τις πρώτες πρωινές ώρες της 3/3 έφτασαν στον Παντελεήμονα του νότιου Ολύμπου.
Τη μέρα της 3/3, μπάσαμε τους υπόλοιπους 750 άοπλους μέσα στις εκβολές του Πηνειού και τους καλύψαμε. Εκμεταλλευτήκαμε την απουσία του αντιτορπιλικού και αρχίσαμε μέρα το πέρασμα. Περάσαμε όλοι και βαδίσαμε προς το Παπαπούλι πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή. Στις 5 η ώρα το πρωί της 4/3 φθάσαμε στον Πλαταμώνα ύστερα από 15 ώρες συνεχή πορεία και προσπάθεια για το πέρασμα του Πηνειού.
Μόλις φθάσαμε στα υψώματα του Παντελεήμονα, ο εχθρός κατέλαβε το Νεζερό και την Καρυά και η θέση μας ήταν δύσκολη. Το μόνο που μας έμενε ήταν να ελιχθούμε από τον κάμπο της Λεπτοκαρυάς μεταξύ δρόμου Λιτόχωρου – Κατερίνης. Επιστροφή προς τον Κίσσαβο ήταν πια αδύνατη, γιατί ο εχθρός είχε πιάσει και κει όλα τα περάσματα.
Αμέσως προωθήσαμε ανθρώπους να μαζέψουν πληροφορίες για την κίνηση του εχθρού στη Λεπτοκαρυά και στείλαμε μια διμοιρία να πιάσει τη διάβαση στο σταθμό Λεπτοκαρυάς. Δύναμη συνοδείας είχαμε μαζί μας ένα τάγμα Θεσσαλών που είχε 6 οπλοπολυβόλα ο κάθε λόχος του και 2 – 3 ντουφέκια ή κάθε ομάδα. Τη νύχτα της 4 – 5/3, περάσαμε χωρίς να συναντήσουμε εμπόδια από Παντελεήμονα, Κάμπο Λεπτοκαρυάς – δημόσιο Λιτοχωρίου – Κατερίνης και τις πρώτες πρωινές ώρες φτάσαμε στα υψώματα Λιτόχωρου μετά από 12 ώρες συνεχή πορεία.
Τη νύχτα της 5 – 6/3, κινηθήκαμε και φθάσαμε στη Λόκοβα και τη νύχτα της 6 – 7/3 περάσαμε το σανατόριο Πέτρας και φτάσαμε το πρωί στο ύψωμα Μόρνας. Από κει βαδίσαμε όλη σχεδόν τη μέρα και τη νύχτα και φτάσαμε στου Κόρακα τα Καλύβια. Από τις 3 – 9/3 που κινηθήκαμε από τον Κίσσαβο μέχρι τα Πιέρρια οι άνδρες δεν έφαγαν τίποτα εκτός από τέσσερα κατσαμάκια και σε 6 μέρες και τις 4 άλλες μέρες τούς δίναμε μόνο από 40 δράμια καλαμπόκι βραστό την ημέρα».
IV. Ο αγώνας στα Πιέρια
«Τη νύχτα της 13 προς 14/3, παίρνοντας μαζί μας και το άλλο τάγμα αόπλων, που είχε περάσει πρώτο και μας βρήκε αυτή τη μέρα, κινηθήκαμε προς Λάπατα. Εδώ κατορθώσαμε να δώσουμε 100 δράμια πατάτα για συσσίτιο. Τη νύχτα της 14 προς 15 του Μάρτη, προχωρήσαμε από Λάπατα προς Τουμπανάρι. Από δω θα εξορμούσαμε να περάσουμε το δημόσιο Θεσσαλονίκης – Λάρισας προς τον Αμάρμπεη, τη νύχτα αυτή έκανε φοβερό κρύο και βοριάς. Η φάλαγγα με τα μεταγωγικά της κινούνταν αργά, με αποτέλεσμα να παγώσουν 10 άοπλοι και μερικοί από τους ενόπλους της 16ης ταξιαρχίας, που μας συνόδευε στο πέρασμα.
Ο εχθρός αντιλήφθηκε την κίνησή μας και αμέσως εκδηλώνεται. Πιάνει τη Λάβα – Σαραντάπορο – Βίγλα και συνέχεια το δημόσιο μέχρι τη γέφυρα της Βούρμπας και το Λιβάδι. Ταυτόχρονα, ενεργεί και καταλαμβάνει τα δυτικά αντερείσματα της Σιάπκας. Στις θέσεις που βρισκόμαστε αναγκαστήκαμε να περιμένουμε μέχρι τις 11 η ώρα τη νύχτα ένα τάγμα της 16ης, που είχε αδικαιολόγητα καθυστερήσει. Τώρα για να προχωρήσουμε από το Σαραντάπορο αποκλείονταν. Αν πάλι επιχειρούσαμε να περάσουμε δίπλα από το Λειβάδι, κοντά στη γέφυρα της Βούρμπας, βρισκόμαστε σε τέτοια μειονεκτική θέση, ώστε θα παθαίναμε μεγάλες ζημιές. Θα χάναμε σχεδόν στο σύνολό τους τους άοπλους, το βαρύ οπλισμό και θα είχε αρκετές απώλειες και το ένοπλο τμήμα. Ετσι, αποφασίσαμε να μην περάσουμε, να πιάσουμε θέσεις καλές στα Κουτσούπια και να αντιμετωπίσουμε το πέρασμα πάνω σε άλλη βάση. Τη νύχτα της 15 προς 16 κινηθήκαμε και φτάσαμε στα Κουτσούπια, όπου πήραμε διάταξη.
Τα πρωί ο εχθρός επιτέθηκε από Παληογράτσανο – Καστανιά και από Λειβάδι προς Κουτσούπια. Τον αποκρούσαμε προξενώντας του σοβαρές απώλειες. Η αεροπορία μάς βομβάρδιζε σκληρά επί 10 ολόκληρες ώρες. Οι εχθρικές επιθέσεις αποκρούστηκαν επίσης και στις 17 – 3. Αυτή τη μέρα ρίξαμε και ένα αεροπλάνο.
Μπροστά στην κατάσταση που διαμορφωνόταν, η μόνη λύση ήτανε να διαλύσουμε τη φάλαγγα των αόπλων και να τους συγχωνεύσουμε στα τμήματα των Πιερρίων και της 16ης ταξιαρχίας. Να αποκεντρωθούν τα τάγματα στα Πιέρρια, παίρνοντας διάταξη και σε περίπτωση μεγαλύτερης πίεσης να διεισδύσει το καθένα ξεχωριστά στο χώρο Β. και Ν. Ολυμπο – Λαφίνα μέχρι Αμάρμπεη. Την ίδια μέρα προχωρήσαμε στη συγχώνευση των αόπλων στα ένοπλα τμήματα.
Τη νύχτα όλα τα τάγματα κινήθηκαν καταλαμβάνοντας τις παρακάτω θέσεις: Ενα τάγμα τη θέση Πέντε Πύργοι – Γκίνη, άλλο τάγμα τους Αγιους Αθανάσηδες Καταφυγίου, άλλο τάγμα συνέχεια τα υψώματα απαγορεύοντας κίνηση από Βελβενδό, άλλο τάγμα στη Σαρακατσάνα και άλλο στου Παππά – χωράφι. Εν τω μεταξύ, επειδή το επισιτιστικό είχε φτάσει σε αδιέξοδο και ψοφούσαν και τα μουλάρια, αναγκαστήκαμε να τα σφάξουμε και έτσι τα τμήματα έφαγαν λίγο και κρατήθηκαν στα ποδάρια τους.
Την αποκέντρωση των αόπλων στα τάγματα και την κίνησή μας από πολλές κατευθύνσεις, αφού αφήναμε το βαρύ οπλισμό, έπρεπε να την είχαμε κάνει από τις 13/3 που ξεκινήσαμε για το πέρασμα, μια και διαπιστώσαμε ότι, αν μας έχουν πιάσει το Σαραντάπορο, θα ήταν δύσκολο να περάσει μια τέτοια βαριά φάλαγγα. Εδώ όμως μας ξεγέλασε το γεγονός ότι δεν παρατηρήσαμε καμιά εχθρική κίνηση.
Ο εχθρός συνέχισε και την άλλη μέρα την πίεσή του με την ενίσχυση πυροβολικού και αεροπορίας. Σκοπός του είναι να μας εξοντώσει. Τα τμήματά μας τον αντιμετωπίζουν με πείσμα και παλικαριά. Αλλά θα ήταν αδύνατο να τους κρατήσουμε περισσότερο από 2 – 3 μέρες ακόμα, γιατί δεν είχαμε πυρομαχικά, είχαμε αρρώστους, τραυματίες και άλλον κόσμο τον Πιερρίων, μικρά παιδιά, γέρους κλπ., γύρω στους 500. Το κρύο τσάκιζε τα τμήματα, το επισιτιστικό ήταν δύσκολο.
Σε σύσκεψη που έγινε με στελέχη του Αρχηγείου Δυτικής Μακεδονίας καταλήξαμε στο ότι μέσα σε δύο μέρες πρέπει ν’ αποκρύψουμε σε μικρές ομάδες τραυματίες και αρρώστους και τα τμήματα να κάνουν διείσδυση προς Β. Ολυμπο – Λαφίνα και προς Αμάρμπεη. Φυσικά, μια τέτοια κίνηση ήταν δύσκολη και υπήρχε πιθανότητα να ‘χουμε απώλειες. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ορισμένες ταλαντεύσεις σε μικρά στελέχη. Πάντως, στις 20/3 πήραμε την απόφαση να γίνει οπωσδήποτε η διείσδυση και έδωσα διαταγή στα δύο τάγματα Παλαιολόγου να είναι έτοιμα. Ανάλογα θα ελίσσονταν και τα άλλα τάγματα.
Πράγματι τη νύχτα της 20 προς 21/3 ξεκινήσαμε από την κορυφογραμμή Αρβανίτη – Φλάμπουρο και φτάσαμε το πρωί στα Κουτσούπια. Ο εχθρός αιφνιδιάστηκε, γιατί υπολόγιζε ότι οι χιονισμένες βουνοκορφές είναι αδιαπέραστες. Ο ίδιος είχε προσπαθήσει ν’ ανοίξει το χιόνι και δεν μπόρεσε, γιατί τότε ήταν μαλακό.
Από τον εχθρό γινήκαμε αντιληπτοί από κακό τρόπο κίνησης των τμημάτων, που δεν κινήθηκαν στις καθορισμένες ώρες. Είμαστε όμως σε πολύ πλεονεκτική θέση, γιατί τον είχαμε καβάλα. Ο εχθρός κινήθηκε με ταχύτητα για να βελτιώσει τις θέσεις του, φοβούμενος κύκλωση. Από την παγωνιά είχαμε περί τους 15 νεκρούς και λιποτάκτες».
V. Πέρασμα στα Χάσια
«Μόλις νύχτωσε, η φάλαγγα βαδίζει από Σιάπκα, δίπλα από Πύργο, δεξιά του Λειβαδιού, περνάει συνέχεια το δημόσιο δρόμο και βγαίνει στα υψώματα του Αμάρμπεη. Αντίσταση δε βρήκαμε πουθενά. Εδώ όμως πρέπει να ειπούμε ότι πολλά στελέχη μας δεν έπαιξαν το ρόλο, που απαιτούσαν οι κρίσιμες στιγμές αυτής της νύχτας. Ανώτερο στέλεχος της 16ης ταξιαρχίας, που το αφήσαμε να μαζεύει τους βραδυπορούντες, όχι μόνο δεν επέβλεψε σ’ αυτή τη δουλιά, αλλά άφηνε τους άντρες να σκορπάνε στα μαντριά, για να βρούνε φαΐ. Ετσι είχαμε περί τους 40 αγνοούμενους αόπλους και ένοπλους.
Η κατάσταση των μαχητών μας ήταν πολύ άσχημη. Η πείνα και η κούραση απερίγραπτη. 65 είχαν πρηστεί τα ποδάρια τους, αλλά παρ’ όλα αυτά ακολουθούσαν τη φάλαγγα μπουσουλώντας! Αυτό όμως δεν μπορούσε να συνεχίζεται για πολύ, γιατί εν τω μεταξύ άρχισαν οι αψιμαχίες με τον εχθρό. Κι εδώ πρέπει επίσης να σημειώσω ότι μερικά στελέχη δεν έδειξαν τη στοργή που χρειαζόταν και εγκατέλειψαν 10 απ’ αυτούς.
Τη νύχτα της 24 προς 25/3 κινηθήκαμε προς τη Σινοκερασιά (Αντιχασίων), νομίζοντας ότι δίπλα μας έχουμε τον Υψηλάντη. Κι αυτή τη βραδιά δε βαδίζει καλά η φάλαγγα. Κάνουν στάση πάνω στο δημόσιο Ελασσόνας – Δεσκάτης και σκορπούν σε μαντριά, γιατί πολλά στελέχη δεν ενεργούν δραστήρια να συγκρατήσουν τους άντρες.
Μόλις πήρανε διάταξη στη Σινοκερασιά ξημερώνοντας, παρατηρώ εχθρικό τάγμα στο Φλαμπουρέσι, εχθρό στην Τσούκα, τάγμα στο Διάσελο και ΜΑΫδες στην Ασπροκκλησιά. Τα τμήματα δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Τα οπλ/λα είχανε 50 σφαίρες. Ο εχθρός άρχισε την επίθεση στις 5 η ώρα. Ανατρέπει τα τμήματα Παλαιολόγου, γιατί τελείωσαν οι σφαίρες τους. Με τέσσερις ομάδ. νέων κρατάμε το ύψωμα Ασπροκκλησιάς, ενώ όλοι οι άλλοι συμπτύσσονται προς την Ανθρακιά.
Μέχρι το βράδυ συγκεντρώσαμε όλον τον κόσμο και τη νύχτα της 25 προς 26 βαδίσαμε και φτάσαμε στην Ανθρακιά, όπου βρήκαμε φιλικά τμήματα. Από Πιέρρια προς Χάσια χάσαμε 20 μαχητές στις μάχες. Μερικές δεκάδες χάθηκαν αδικαιολόγητοι μέσα στα μαντριά και ελάχιστοι μόνο λιποτάχτησαν.
Συνολικά βαδίσαμε, πολεμώντας 42 μέρες».
Η Μάχη του Γράμμου (14/6 – 21/8/1948)
Το σχέδιο «Κορωνίς»
Η εβδομηνταήμερη εποποιία στη Βόρεια Πίνδο
Η μεγάλη μάχη του Γράμμου, στη Βόρεια Πίνδο, κράτησε σχεδόν 70 μέρες. Αρχισε στις 14 Ιούνη του 1948 και τελείωσε, με τον περίφημο ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, στις 20 προς 21 Αυγούστου του ίδιου έτους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια και σκληρότερο, από την άποψη των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα, πολεμικό γεγονός σ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που – αν μη τι άλλο – χρεοκόπησε στην κυριολεξία όλους τους ισχυρισμούς και την προπαγάνδα της ντόπιας αντίδρασης και των ξένων αφεντικών της, που υποστήριζαν ότι ο ΔΣΕ δεν ήταν πραγματικός εθνικοαπελευθερωτικός – επαναστατικός στρατός, αλλά μερικές συμμορίες κατσαπλιάδων.
Η ντόπια και ξένη αντίδραση οργάνωσαν αυτή τη μεγάλη εκστρατεία στη Βόρεια Πίνδο με στόχο την οριστική συντριβή του ΔΣΕ. Η εκστρατεία στηρίχτηκε στο στρατηγικό σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», η επωνυμία του οποίου φανερώνει και τον στόχο που είχαν, με την εφαρμογή του, αυτοί που το συνέταξαν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η επιχείρηση του κυβερνητικού στρατού στη Ρούμελη (15/4 – 3/5/1948) είχε την επωνυμία «Χαραυγή», θέλοντας να συμβολίσει τη χαραυγή της νίκης των αντιπάλων του ΔΣΕ. Συνεπώς, η επιχείρηση «ΚΟΡΩΝΙΣ» που ακολούθησε στη Βόρεια Πίνδο σήμαινε την κορωνίδα αυτής της… νίκης.
Τι προέβλεπε το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ»
Βάσει του σχεδίου «ΚΟΡΩΝΙΣ» η διάρκεια των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού στη Β. Πίνδο θα ήταν 3, το πολύ 4 εβδομάδες. Δηλαδή από 21 έως 28 μέρες. Στόχος η «εξάρθρωση στην περιοχή Γράμμου του Συμμοριακού ελέγχου με πλήρη συντριβή κι εξόντωση των εκεί συμμοριακών συγκροτημάτων. Σε συνέχεια εγκατάσταση στο Γράμμο των εθνικών δυνάμεων προς παρεμπόδιση ξανά μόλυνσής του από συμμορίτες».
Το σχέδιο προέβλεπε τρεις φάσεις επιχειρήσεων :
Η πρώτη φάση αφορούσε προκαταρκτικές ενέργειες για βελτίωση των βάσεων εξόρμησης των μεραρχιών του κυβερνητικού στρατού.
Η δεύτερη φάση προέβλεπε γρήγορες ισχυρές επιθετικές κινήσεις κατά μήκος των αλβανικών συνόρων και από τις δύο κατευθύνσεις για απαγόρευση διαφυγής του ΔΣΕ στην Αλβανία. Ο χρόνος πραγματοποίησης αυτού του «φράγματος» προβλεπόταν για τρεις ημέρες.
Τέλος, η τρίτη φάση προέβλεπε τη διατήρηση του φράγματος αποκοπής του ΔΣΕ από τη μεριά της Αλβανίας και διείσδυση του κυβερνητικού στρατού στο εσωτερικό του Γράμμου «προς απηνή δίωξη κι εξόντωση των συμμοριτών».
Το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», στην πορεία των επιχειρήσεων δέχτηκε απανωτές τροποποιήσεις και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος λέει συγκεκριμένα γι’ αυτό το σχέδιο: «Δε γνωρίζω ποιος είναι ο κυριώτερος υπεύθυνος του σχεδίου επιχειρήσεων του Γράμμου του 1948. Ομως δικαίως, οι αγωνιζόμενοι αξιωματικοί έδωκαν εις το σχέδιον τούτο την ονομασίαν «Νηπιώδες». Πράγματι, είνε απαράδεκτος η αναφερόμενη εις το σχέδιον τούτο διατύπωσις ότι εντός 24ώρου (Σημ. «Ρ»: Ο Τσακαλώτος κάνει λάθος. Το σχέδιο μιλάει για τρεις μέρες) η IX Μεραρχία (Μανιδάκη) από της Ηπείρου και η XV μεραρχία (Λάιου) από Δυτ. Μακεδονίας θα ηνούντο εις την κορυφήν του Γράμμου, κινούμεναι σχεδόν παραλλήλως των Αλβανικών συνόρων… Το νηπιώδες σχέδιον έλαβε την εκδίκησίν του. Αι Μεραρχίαι, όχι μόνο δεν ηνώθησαν εντός 24ώρου αλλά ποτέ. Η μάχη αυτή θα στοιχίσει εις το έθνος υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης» (Θρ. Τσακαλώτου: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδας», τόμος β`, σελ 123 και 125).
Ο συσχετισμός δυνάμεων σε επίπεδο ηγεσίας
Εξετάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων που συγκρούστηκαν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, έχει αξία να αναφερθούμε στις ηγεσίες του κυβερνητικού στρατού και του ΔΣΕ, γιατί αποτελούν συστατικό στοιχείο αυτού του συσχετισμού που μας βοηθάει να τον κατανοήσουμε ολοκληρωμένα.
Η ηγεσία του κυβερνητικού στρατού
Το ανώτατο κλιμάκιό της αποτελούσαν οι:
– Γιαντζής Δημήτριος, αντιστράτηγος, αρχηγός του ΓΕΣ.
– Σακελαρίου Πέτρος, υποναύαρχος, αρχηγός του ΓΕΝ.
– Μυτιληναίος Χρήστος, σμήναρχος, αρχηγός του ΓΕΑ.
– Βαν Φλιτ, υποστράτηγος, αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
– Τζέκινς, υποστράτηγος, υπαρχηγός της Αμερικάνικης Στρατιωτικής Αποστολής.
– Ντάουν, υποστράτηγος, αρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
Αρχηγός όλου αυτού του στρατιωτικού επιτελικού οργάνου ήταν ο Βαν Φλιτ.
Το αμέσως κατώτερο κλιμάκιο της στρατιωτικής ηγεσίας αποτελούσαν οι:
– Θρ. Τσακαλώτος, αντιστράτηγος, διοικητής του Α` Σώματος Στρατού.
– Παν. Καλογερόπουλος, αντιστράτηγος, αρχηγός του Β` Σώματος Στρατού, ο οποίος και αντικαταστάθηκε από τις 5/8/1948 από τον αντιστράτηγο Στ. Κιτριλάκη.
– Θεοδ. Γρηγορόπουλος, αντιστράτηγος, αρχηγός του Γ` Σώματος Στρατού.
Διοικητές των μεραρχιών που πήραν μέρος στη μάχη ήταν: της I Μεραρχίας ο υποστράτηγος Θωμάς Πετζόπουλος, της ΙΙ ο υποστράτηγος Ν. Παπανικολάου, της VIII ο υποστράτηγος Α. Μπαλοδήμος, της IX ο υποστράτηγος Στ. Μανιδάκης, της X ο υποστράτηγος Ευθ. Βασιλάς και της XV ο υποστράτηγος Δ. Λάιος.
Η ηγεσία του ΔΣΕ
Η ανώτατη ηγεσία του ΔΣΕ αποτελούνταν από τους :
Μ. Βαφειάδη αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού
Β. Μπαρτζιώτα πολιτικό επίτροπο του Γενικού Αρχηγείου
Ν. Ζαχαριάδη ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Στη Βόρεια Πίνδο, έδρασαν ουσιαστικά δύο μεγάλες μονάδες του ΔΣΕ που στην πραγματικότητα ήταν δύο ελαφριές μεραρχίες πεζικού:
Οι δυνάμεις του Αρχηγείου Δυτικής Μακεδονίας (ΑΔΜ) και η 670 Μονάδα. Διοικητής του ΑΔΜ ήταν ο Β. Γκανιάτσος (Χείμαρρος).
Ουσιαστικός, όμως, διοικητής ήταν ο Δ. Βλαντάς, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος είχε, τότε, στο ΑΔΜ τα καθήκοντα που πολιτικού επιτρόπου. Διοικητής της 670 Μονάδας ήταν ο Γ. Βοντίτσιος – Γούσιας.
Διοικητές των ταξιαρχιών του ΑΔΜ ήταν: Ο Ηλίας Ρούνης (Μπαρμπαλιάς) της 107 Ταξιαρχίας, ο Γ. Γεωργιάδης της 14ης Ταξιαρχίας, ο Δ. Σιωμάδης της Ταξιαρχίας της Δημοκρατικής Νεολαίας και ο Δ. Ζυγούρας (Παλαιολόγος) της 16ης Ταξιαρχίας. Στην 670 Μονάδα διοικητές των Ταξιαρχιών ήταν οι εξής: Στην 102 Ταξιαρχία ο Γ. Γιαννούλης, στην 103 ο Α. Ρόσιος (Υψηλάντης) και στην 105 ο Παύλος Τομπουλίδης. Στα μέσα του Ιούλη το μέτωπο του Γράμμου ενίσχυσε και η 123 Θεσσαλική Ταξιαρχία με διοικητή τον Μ. Παπαδάμο (Φεραίος).
Επιτελάρχης του ΓΑ του ΔΣΕ ήταν ο Στ. Παπαγιάννης, επιτελάρχης του ΑΔΜ ήταν ο Β. Βενετσανόπουλος και της 670 Μονάδας ο Γ. Καλιανέσης και στη συνέχεια ο Ν. Θεοχαρόπουλος (Σκοτίδας).
Οπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού αποτελούνταν από επαγγελματίες υψηλόβαθμους στρατιωτικούς οι οποίοι είχαν την ενίσχυση – και βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση – ανώτατων στρατιωτικών των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής: Των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. Αντίθετα, η στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ είχε ελάχιστους επαγγελματίες στρατιωτικούς – σπουδασμένους σε στρατιωτικές σχολές – και φυσικά όχι υψηλόβαθμους. Κυρίως αποτελούνταν από πολιτικά στελέχη και αγωνιστές που είχαν μάθει τον πόλεμο στην πράξη, την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου. Αυτό το στοιχείο αναμφίβολα ήταν αρνητικό για το Δημοκρατικό Στρατό όσον αφορά το συσχετισμό δυνάμεων σε επίπεδο ηγετικών στρατιωτικών στελεχών. Κι όμως αυτοί οι αντάρτες αποδείχτηκαν πολλές φορές ανώτεροι των επαγγελματιών στρατιωτικών αντιπάλων τους, γεγονός που ερμηνεύεται και από τη φύση και τον χαρακτήρα του πολέμου που διεξήγαγε η κάθε πλευρά.
Ο συσχετισμός δυνάμεων στη βάση
Στη μάχη του Γράμμου πήραν μέρος 6 Μεραρχίες του κυβερνητικού Στρατού με σύνολο 17 ταξιαρχίες και 52 τάγματα. Η συνολική τους δύναμη σε άνδρες υπολογίζεται πάνω από 60.000. Και σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν δυνάμεις των ΜΑΥ και της Χωροφυλακής που έπαιρναν μέρος στις επιχειρήσεις. Αντίθετα οι δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν πολύ ολιγάριθμες. Η συνολική παρατακτική δύναμη του Αρχηγείου Δυτικής Μακεδονίας υπολογίζεται σε 4.500, περίπου, άνδρες και της 670 Μονάδας περίπου στις 4.100. Δηλαδή το σύνολο της μάχιμης δύναμης του ΔΣΕ στο Γράμμο ήταν περί τις 8.600 άνδρες (Βλέπε: Δ. Βλαντά: «Εμφύλιος Πόλεμος 1945 – 1949″, Γ` τόμος, Β` ημίτομος, σελ. 41 και 175). Συνεπώς – χωρίς να υπολογίσουμε στη δύναμη του κυβερνητικού στρατού τους ΜΑΥδες και τη Χωροφυλακή – γίνεται λόγος για ένα συσχετισμό περίπου 1 προς 8 σε βάρος του ΔΣΕ. Κι αν σ’ όλα αυτά λάβουμε υπόψη τι εξοπλισμό είχε ο κυβερνητικός στρατός και τι ο ΔΣΕ, τότε γίνεται αντιληπτό πως ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν πολλαπλάσια αρνητικός για το Δημοκρατικό Στρατό. Κι όμως οι αντάρτες πολεμώντας με ανυπέρβλητο ηρωισμό – που αναγνωρίζεται και από τους αντιπάλους τους – μπόρεσαν και κράτησαν στο Γράμμο για 70, σχεδόν, ημέρες δίνοντας αδιάκοπη μάχη, σώμα με σώμα.
Η μεγάλη μάχη του Γράμμου, στη Βόρεια Πίνδο, κράτησε σχεδόν 70 μέρες. Αρχισε στις 14 Ιούνη του 1948 και τελείωσε, με τον περίφημο ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, στις 20 προς 21 Αυγούστου του ίδιου έτους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια και σκληρότερο, από την άποψη των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα, πολεμικό γεγονός σ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που – αν μη τι άλλο – χρεοκόπησε στην κυριολεξία όλους τους ισχυρισμούς και την προπαγάνδα της ντόπιας αντίδρασης και των ξένων αφεντικών της, που υποστήριζαν ότι ο ΔΣΕ δεν ήταν πραγματικός εθνικοαπελευθερωτικός – επαναστατικός στρατός, αλλά μερικές συμμορίες κατσαπλιάδων.
Η ντόπια και ξένη αντίδραση οργάνωσαν αυτή τη μεγάλη εκστρατεία στη Βόρεια Πίνδο με στόχο την οριστική συντριβή του ΔΣΕ. Η εκστρατεία στηρίχτηκε στο στρατηγικό σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», η επωνυμία του οποίου φανερώνει και τον στόχο που είχαν, με την εφαρμογή του, αυτοί που το συνέταξαν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η επιχείρηση του κυβερνητικού στρατού στη Ρούμελη (15/4 – 3/5/1948) είχε την επωνυμία «Χαραυγή», θέλοντας να συμβολίσει τη χαραυγή της νίκης των αντιπάλων του ΔΣΕ. Συνεπώς, η επιχείρηση «ΚΟΡΩΝΙΣ» που ακολούθησε στη Βόρεια Πίνδο σήμαινε την κορωνίδα αυτής της… νίκης.
Τι προέβλεπε το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ»
Βάσει του σχεδίου «ΚΟΡΩΝΙΣ» η διάρκεια των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού στη Β. Πίνδο θα ήταν 3, το πολύ 4 εβδομάδες. Δηλαδή από 21 έως 28 μέρες. Στόχος η «εξάρθρωση στην περιοχή Γράμμου του Συμμοριακού ελέγχου με πλήρη συντριβή κι εξόντωση των εκεί συμμοριακών συγκροτημάτων. Σε συνέχεια εγκατάσταση στο Γράμμο των εθνικών δυνάμεων προς παρεμπόδιση ξανά μόλυνσής του από συμμορίτες».
Το σχέδιο προέβλεπε τρεις φάσεις επιχειρήσεων :
Η πρώτη φάση αφορούσε προκαταρκτικές ενέργειες για βελτίωση των βάσεων εξόρμησης των μεραρχιών του κυβερνητικού στρατού.
Η δεύτερη φάση προέβλεπε γρήγορες ισχυρές επιθετικές κινήσεις κατά μήκος των αλβανικών συνόρων και από τις δύο κατευθύνσεις για απαγόρευση διαφυγής του ΔΣΕ στην Αλβανία. Ο χρόνος πραγματοποίησης αυτού του «φράγματος» προβλεπόταν για τρεις ημέρες.
Τέλος, η τρίτη φάση προέβλεπε τη διατήρηση του φράγματος αποκοπής του ΔΣΕ από τη μεριά της Αλβανίας και διείσδυση του κυβερνητικού στρατού στο εσωτερικό του Γράμμου «προς απηνή δίωξη κι εξόντωση των συμμοριτών».
Το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», στην πορεία των επιχειρήσεων δέχτηκε απανωτές τροποποιήσεις και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος λέει συγκεκριμένα γι’ αυτό το σχέδιο: «Δε γνωρίζω ποιος είναι ο κυριώτερος υπεύθυνος του σχεδίου επιχειρήσεων του Γράμμου του 1948. Ομως δικαίως, οι αγωνιζόμενοι αξιωματικοί έδωκαν εις το σχέδιον τούτο την ονομασίαν «Νηπιώδες». Πράγματι, είνε απαράδεκτος η αναφερόμενη εις το σχέδιον τούτο διατύπωσις ότι εντός 24ώρου (Σημ. «Ρ»: Ο Τσακαλώτος κάνει λάθος. Το σχέδιο μιλάει για τρεις μέρες) η IX Μεραρχία (Μανιδάκη) από της Ηπείρου και η XV μεραρχία (Λάιου) από Δυτ. Μακεδονίας θα ηνούντο εις την κορυφήν του Γράμμου, κινούμεναι σχεδόν παραλλήλως των Αλβανικών συνόρων… Το νηπιώδες σχέδιον έλαβε την εκδίκησίν του. Αι Μεραρχίαι, όχι μόνο δεν ηνώθησαν εντός 24ώρου αλλά ποτέ. Η μάχη αυτή θα στοιχίσει εις το έθνος υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης» (Θρ. Τσακαλώτου: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδας», τόμος β`, σελ 123 και 125).
Ο συσχετισμός δυνάμεων σε επίπεδο ηγεσίας
Εξετάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων που συγκρούστηκαν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, έχει αξία να αναφερθούμε στις ηγεσίες του κυβερνητικού στρατού και του ΔΣΕ, γιατί αποτελούν συστατικό στοιχείο αυτού του συσχετισμού που μας βοηθάει να τον κατανοήσουμε ολοκληρωμένα.
Η ηγεσία του κυβερνητικού στρατού
Το ανώτατο κλιμάκιό της αποτελούσαν οι:
– Γιαντζής Δημήτριος, αντιστράτηγος, αρχηγός του ΓΕΣ.
– Σακελαρίου Πέτρος, υποναύαρχος, αρχηγός του ΓΕΝ.
– Μυτιληναίος Χρήστος, σμήναρχος, αρχηγός του ΓΕΑ.
– Βαν Φλιτ, υποστράτηγος, αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
– Τζέκινς, υποστράτηγος, υπαρχηγός της Αμερικάνικης Στρατιωτικής Αποστολής.
– Ντάουν, υποστράτηγος, αρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
Αρχηγός όλου αυτού του στρατιωτικού επιτελικού οργάνου ήταν ο Βαν Φλιτ.
Το αμέσως κατώτερο κλιμάκιο της στρατιωτικής ηγεσίας αποτελούσαν οι:
– Θρ. Τσακαλώτος, αντιστράτηγος, διοικητής του Α` Σώματος Στρατού.
– Παν. Καλογερόπουλος, αντιστράτηγος, αρχηγός του Β` Σώματος Στρατού, ο οποίος και αντικαταστάθηκε από τις 5/8/1948 από τον αντιστράτηγο Στ. Κιτριλάκη.
– Θεοδ. Γρηγορόπουλος, αντιστράτηγος, αρχηγός του Γ` Σώματος Στρατού.
Διοικητές των μεραρχιών που πήραν μέρος στη μάχη ήταν: της I Μεραρχίας ο υποστράτηγος Θωμάς Πετζόπουλος, της ΙΙ ο υποστράτηγος Ν. Παπανικολάου, της VIII ο υποστράτηγος Α. Μπαλοδήμος, της IX ο υποστράτηγος Στ. Μανιδάκης, της X ο υποστράτηγος Ευθ. Βασιλάς και της XV ο υποστράτηγος Δ. Λάιος.
Η ηγεσία του ΔΣΕ
Η ανώτατη ηγεσία του ΔΣΕ αποτελούνταν από τους :
Μ. Βαφειάδη αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού
Β. Μπαρτζιώτα πολιτικό επίτροπο του Γενικού Αρχηγείου
Ν. Ζαχαριάδη ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Στη Βόρεια Πίνδο, έδρασαν ουσιαστικά δύο μεγάλες μονάδες του ΔΣΕ που στην πραγματικότητα ήταν δύο ελαφριές μεραρχίες πεζικού:
Οι δυνάμεις του Αρχηγείου Δυτικής Μακεδονίας (ΑΔΜ) και η 670 Μονάδα. Διοικητής του ΑΔΜ ήταν ο Β. Γκανιάτσος (Χείμαρρος).
Ουσιαστικός, όμως, διοικητής ήταν ο Δ. Βλαντάς, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος είχε, τότε, στο ΑΔΜ τα καθήκοντα που πολιτικού επιτρόπου. Διοικητής της 670 Μονάδας ήταν ο Γ. Βοντίτσιος – Γούσιας.
Διοικητές των ταξιαρχιών του ΑΔΜ ήταν: Ο Ηλίας Ρούνης (Μπαρμπαλιάς) της 107 Ταξιαρχίας, ο Γ. Γεωργιάδης της 14ης Ταξιαρχίας, ο Δ. Σιωμάδης της Ταξιαρχίας της Δημοκρατικής Νεολαίας και ο Δ. Ζυγούρας (Παλαιολόγος) της 16ης Ταξιαρχίας. Στην 670 Μονάδα διοικητές των Ταξιαρχιών ήταν οι εξής: Στην 102 Ταξιαρχία ο Γ. Γιαννούλης, στην 103 ο Α. Ρόσιος (Υψηλάντης) και στην 105 ο Παύλος Τομπουλίδης. Στα μέσα του Ιούλη το μέτωπο του Γράμμου ενίσχυσε και η 123 Θεσσαλική Ταξιαρχία με διοικητή τον Μ. Παπαδάμο (Φεραίος).
Επιτελάρχης του ΓΑ του ΔΣΕ ήταν ο Στ. Παπαγιάννης, επιτελάρχης του ΑΔΜ ήταν ο Β. Βενετσανόπουλος και της 670 Μονάδας ο Γ. Καλιανέσης και στη συνέχεια ο Ν. Θεοχαρόπουλος (Σκοτίδας).
Οπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού αποτελούνταν από επαγγελματίες υψηλόβαθμους στρατιωτικούς οι οποίοι είχαν την ενίσχυση – και βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση – ανώτατων στρατιωτικών των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής: Των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. Αντίθετα, η στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ είχε ελάχιστους επαγγελματίες στρατιωτικούς – σπουδασμένους σε στρατιωτικές σχολές – και φυσικά όχι υψηλόβαθμους. Κυρίως αποτελούνταν από πολιτικά στελέχη και αγωνιστές που είχαν μάθει τον πόλεμο στην πράξη, την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου. Αυτό το στοιχείο αναμφίβολα ήταν αρνητικό για το Δημοκρατικό Στρατό όσον αφορά το συσχετισμό δυνάμεων σε επίπεδο ηγετικών στρατιωτικών στελεχών. Κι όμως αυτοί οι αντάρτες αποδείχτηκαν πολλές φορές ανώτεροι των επαγγελματιών στρατιωτικών αντιπάλων τους, γεγονός που ερμηνεύεται και από τη φύση και τον χαρακτήρα του πολέμου που διεξήγαγε η κάθε πλευρά.
Ο συσχετισμός δυνάμεων στη βάση
Στη μάχη του Γράμμου πήραν μέρος 6 Μεραρχίες του κυβερνητικού Στρατού με σύνολο 17 ταξιαρχίες και 52 τάγματα. Η συνολική τους δύναμη σε άνδρες υπολογίζεται πάνω από 60.000. Και σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν δυνάμεις των ΜΑΥ και της Χωροφυλακής που έπαιρναν μέρος στις επιχειρήσεις. Αντίθετα οι δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν πολύ ολιγάριθμες. Η συνολική παρατακτική δύναμη του Αρχηγείου Δυτικής Μακεδονίας υπολογίζεται σε 4.500, περίπου, άνδρες και της 670 Μονάδας περίπου στις 4.100. Δηλαδή το σύνολο της μάχιμης δύναμης του ΔΣΕ στο Γράμμο ήταν περί τις 8.600 άνδρες (Βλέπε: Δ. Βλαντά: «Εμφύλιος Πόλεμος 1945 – 1949″, Γ` τόμος, Β` ημίτομος, σελ. 41 και 175). Συνεπώς – χωρίς να υπολογίσουμε στη δύναμη του κυβερνητικού στρατού τους ΜΑΥδες και τη Χωροφυλακή – γίνεται λόγος για ένα συσχετισμό περίπου 1 προς 8 σε βάρος του ΔΣΕ. Κι αν σ’ όλα αυτά λάβουμε υπόψη τι εξοπλισμό είχε ο κυβερνητικός στρατός και τι ο ΔΣΕ, τότε γίνεται αντιληπτό πως ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν πολλαπλάσια αρνητικός για το Δημοκρατικό Στρατό. Κι όμως οι αντάρτες πολεμώντας με ανυπέρβλητο ηρωισμό – που αναγνωρίζεται και από τους αντιπάλους τους – μπόρεσαν και κράτησαν στο Γράμμο για 70, σχεδόν, ημέρες δίνοντας αδιάκοπη μάχη, σώμα με σώμα.
Η Μάχη του «Κλέφτη» και ο ελιγμός στο Βίτσι
Το ύψωμα του «Κλέφτη», είναι η ψηλότερη κορυφή του όρους Σμόλικα. Εχει στρατηγική σημασία, καθώς στέκει πάνω από τη Σαμαρίνα και δεσπόζει σε μια ευρύτερη περιοχή της βόρειας οροσειράς της Πίνδου. Τόσο στη βουνοκορφή αυτή, όσο και σε μια σειρά άλλες (Πολιάνα, Γύφτισσα, Κάμενικ, Γκόλιο, Σκούζα, Κίρκορι, Προφήτης Ηλίας κλπ) διεξήχθηκαν σκληρότατες μάχες ανάμεσα στους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ και των κατά πολύ υπέρτερων δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού.
Στο σημερινό «Ρ» φιλοξενούμε τις μνήμες από τις μάχες αυτές, της Ελένης Κατσή (Παχή), μιας μαχήτριας τότε του ΔΣΕ. Μιας μαχήτριας, που υπεράσπισε και κράτησε, μαζί με τους υπολοίπους συναγωνιστές της, το ύψωμα του Κλέφτη.
«Η μάχη του Κλέφτη κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην εποποιία του Γράμμου, για την ηρωική αντίσταση και τις θυσίες των υπερασπιστών του, για την άφθαστη παλικαριά και την απεριόριστη αφοσίωση των μαχητών και διοικητών, στο καθήκον που τους είχε ανατεθεί.
Οσα και να έχουν γραφτεί είναι αδύνατον να συλλάβει ο νους την αυταπάρνηση και τον ηρωισμό, κάθε λεπτό, κάθε ώρα και κάθε μέρα, σε κάθε μαχητή και μαχήτρια του ΔΣΕ. Εγώ, θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε μια μέρα, από τις πολλές, που υπεράσπιζα, μαζί με άλλους συντρόφους, τον Κλέφτη. Την ημέρα, που είναι σημαντική, γιατί για πρώτη φορά τραυματίστηκα (διαμπερές στο πόδι). Γράφω το πρώτο τραύμα, γιατί στη διάρκεια του εμφύλιου τραυματίστηκα άλλες πέντε φορές.
Ηταν 3 Ιούλη 1948. Μέρα καυτή, όχι μονάχα απ’ τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά κυρίως από την πολεμική ατμόσφαιρα, που επικρατούσε στον Κλέφτη. Ο κυβερνητικός στρατός, αυτή την ημέρα έβαλε στόχο, να καταλάβει τον Κλέφτη. Και τούτο, γιατί είχε έρθει στο μέτωπο το τότε βασιλικό ζεύγος, προκειμένου να ενθαρρύνει τον κυβερνητικό στρατό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες είδαμε τον «Γαλατά» (σ.σ. αναγνωριστικό αεροπλάνο των κυβερνητικών δυνάμεων) να ανιχνεύει τη διάταξή μας και σε λίγο καταφθάνουν κατά σμήνη τα αεροπλάνα. Κι όπως ήμασταν τελείως ανυπεράσπιστοι από κάποια αντιαεροπορική άμυνα, κατέβαιναν όσο ήθελαν χαμηλά, μυδραλιοβολούσαν τις θέσεις μας και βομβάρδιζαν, ρίχνοντας ρουκέτες, βαρέλια με βενζίνη, τα οποία μόλις έπεφταν στη γη έσκαζαν και αναφλέγονταν. Τα δέντρα έπαιρναν φωτιά, όπως και τα χόρτα, δημιουργώντας πολλές εστίες πυρκαγιών. Τόσο η αεροπορική επιδρομή, όσο και η προπαρασκευή του πυροβολικού που ακολούθησε, απέβλεπαν να εξοντώσουν κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στο ανασκαμμένο και καψαλισμένο ύψωμα. Τα πολυβολεία μας, τα αμπριά μας, αν και έπαθαν σημαντικές ζημιές, μας προστάτευαν, μας πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες σ’ αυτές τις τρομερές δοκιμασίες.
Κατόπιν, περνάει στην επίθεση το πολυάριθμο πεζικό του αντίπαλου. Καθώς κάνουν έφοδο, τους συναντάμε με πείσμα έξω από τα χαρακώματα, τους ανατρέπουμε, τους εξαναγκάζουμε σε υποχώρηση, στη βάση της εξόρμησής του. Τις απογευματινές ώρες αρχίζει καινούρια επίθεση. Πριν απ’ αυτή, είχε προηγηθεί νέο ισχυρό σφυροκόπημα των θέσεών μας από την αεροπορία και το πυροβολικό. Το άφθονο και καυτό σίδερο, που αυτή τη φορά ρίχτηκε, έχει σκοπό να μην αφήσει τίποτε όρθιο και ζωντανό στις θέσεις μας. Δεν άκουγες τίποτε, μόνο ένα συνεχές μπουμπουνητό. Η επιφάνεια του εδάφους οργώνεται από τις οβίδες. Ξεφλουδίζονται, κόβονται, ξεριζώνονται τα δέντρα. Ενα σύννεφο σκόνης και καπνού σκεπάζει τη διάταξή μας. Τα πολυβολεία, τα αμπριά μας παθαίνουν καινούριες σημαντικές ζημιές. Τα σκέπαστρα, οι περισσότεροι είσοδοι και έξοδοι σκεπάζονται με χώμα. Υπάρχουν απώλειες, νεκροί και τραυματίες. Αρχίζει καινούρια επίθεση. Χαρακώματα και θέσεις τώρα δεν υπάρχουν πια. Ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Η μάχη τώρα γίνεται από λακκούβα σε λακκούβα, από δέντρο σε δέντρο, από πέτρα σε πέτρα. Ο αντίπαλος φτάνει κοντά στις θέσεις μας, άλλοι έρχονται στα χέρια με τους μαχητές του ΔΣΕ. Στο πεδίο της μάχης χύνεται ελληνικό αίμα. Υπάρχουν τραυματίες, πέφτουν κορμιά. Πάνω σ’ αυτή την επίθεση τραυματίστηκα κι εγώ, όμως δεν είχαμε ώρα να σκεφτούμε, ούτε για το δέσιμο του τραύματος. Ολη μας η σκέψη ήταν να κρατήσουμε τον Κλέφτη, με κάθε θυσία. Κανένας τραυματίας δε φεύγει από τη θέση του. Αυτοί, που δεν μπορούσαν να πιάσουν όπλο, όταν εμείς κάναμε αντεπίθεση, φωνάζανε «αέρα! αέρα! επάνω τους και τους φάγαμε!».
Παρ’ όλες τις απώλειες που είχαμε και τις μεγάλες δυνάμεις του εχθρού, που έκαναν την επίθεση (δύο επίλεκτες ταξιαρχίες κι εμείς ένα τάγμα, με ταγματάρχη τον Αλευρά Ηλία), κάναμε την αντεπίθεση με χειροβομβίδες και ανατρέψαμε και πάλι τον εχθρό. Εγώ, παρά το διαμπερές τραύμα στο πόδι, δεν καταλάβαινα πόνο, ενώ το άρβυλο είχε γεμίσει αίμα. Οταν πήρα εντολή, να πάω στο σταθμό επίδεσης, έφυγα με μια μεγάλη ικανοποίηση, ότι τον Κλέφτη δεν μπόρεσαν να τον πάρουν.
Ο Κλέφτης κράτησε, γιατί τον υπεράσπισαν αγωνιστές, με υπέροχα ιδανικά: Εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, σοσιαλισμό.
''Ελένη ΚΑΤΣΗ (ΠΑΧΗ)''
Ο ελιγμός στο Βίτσι
Υστερα από 70, σχεδόν μέρες, συνεχών και αδιάκοπων μαχών στη Βόρεια Πίνδο και κάτω από τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, ο ΔΣΕ υποχρεώθηκε σε υποχώρηση η οποία και έγινε συντεταγμένα με τον περίφημο ελιγμό των δυνάμεών του στο χώρο του Βίτσι, τη νύχτα 20 προς 21 Αυγούστου του 1948. Ο ελιγμός πραγματοποιήθηκε με τη δημιουργία ρήγματος στο μέτωπο του αντιπάλου στην Αλεβίτσα. Η ενέργεια του ρήγματος στέφθηκε με επιτυχία και ο ελιγμός ολοκληρώθηκε πλήρως το βράδυ της 21ης Αυγούστου με το πέρασμα στην περιοχή του Βίτσι και των τελευταίων δυνάμεων του ΔΣΕ που είχαν μείνει στα μετόπισθεν για να καλύψουν την υποχώρηση.
Ο ελιγμός στο Βίτσι έφερε παραζάλη στους αντιπάλους του ΔΣΕ και γράφτηκαν γι’ αυτόν διάφορα παραμύθια στη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος λέει συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 413): «Η άτακτος φυγή των (σημ. «Ρ»: εννοεί του ΔΣΕ) διενεργήθη διά των διαβάσεων των χωρίων Γράμμος – Φούσα – Σλήμνιτσα – Μονόπυλον κυρίως κατά τη νύχτα της 20-21 Αυγούστου, καθ’ ην πανικόβλητοι και διαλελυμένοι, εγκαταλείψαντες τον βαρύ οπλισμό των, διέφυγον διά του κυρίως όγκου των προς Αλβανίαν και διά μέρους των εσκηνοθέτησαν τον διαφημιζόμενον ελιγμόν της Αλεβίτσης προς απόκρυψιν της φυγής των εις Αλβανίαν. Οι εις την Αλβανίαν καταφυγόντες συμμορίται συνεκεντρώθησαν και εξοπλίστηκαν, πλαισιωθέντες υπό νέων κατωτέρων στελεχών, άρτι αποφοιτησάντων εκ των Σχολών του Μπούλκες».
Τις φαντασιοπληξίες αυτές του στρατηγού Ζαφειρόπουλου αποκαλύπτει – και φυσικά διαψεύδει – ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος ο οποίος γράφει σχετικά: «Ως απεδείχθη εκ των υστέρων, το Β` σώμα Στρατού δεν εξεμεταλλεύθη εγκαίρως την εξαιρετικήν ταύτην ευκαιρίαν και ούτως οι συμμορίται, καίτοι συντετριμμένοι εκ της κεραυνοβόλου ενεργείας του Α` Σώματος Στρατού εις ΓΡΑΜΜΟΝ, κατόρθωσαν εν ανέσει να συμπτυχθούν μέσω της διατάξεως του Β` Σώματος Στρατού προς ΒΙΤΣΙ, όπου ανασυγκροτηθέντες και αναδιοργανωθέντες, εδημιούργησαν τη γνωστήν κατάστασιν Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1948, ήτις ου μόνον εξουδετέρωσε πλήρως τη νίκην του ΓΡΑΜΜΟΥ, αλλά και παρ’ ολίγον ν’ αποτελέση τον τάφον του Εθνικού Στρατού…» (Θρ. Τσακαλώτος: «40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος Β`, σελ. 154).
Τα περί διάλυσης και συντριβής του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο για τα οποία κάνουν λόγο και ο Ζαφειρόπουλος και ο Τσακαλώτος αναμφισβήτητα δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα κι αυτό φαίνεται από τη συνέχεια των πολεμικών επιχειρήσεων στο Βίτσι. Ο Ζαφειρόπουλος εξηγεί το γεγονός ότι ο ΔΣΕ ανασυγκροτήθηκε και συνέχισε τις επιχειρήσεις με το παραμύθι της ανασύνταξης των δυνάμεών του στην Αλβανία. ΑΛΛΑ, αν είχε συμβεί η συντριβή των ανταρτών στο Γράμμο και η σύμπτυξη των υπολειμμάτων τους στο Αλβανικό έδαφος – κάτι που διαψεύδει κατηγορηματικά ο Τσακαλώτος – τότε θα είχε στεφθεί με πλήρη επιτυχία το Σχέδιο «Κορωνίς» και θα ήταν αδύνατη η συνέχιση του πολέμου από μέρους του ΔΣΕ. Από την άλλη μεριά ο Τσακαλώτος κάνει λόγο για συντριβή του ΔΣΕ στον Γράμμο, αποδίδει σε μη εκμετάλλευση της δημιουργηθήσας κατάστασης, από το Β` σώμα Στρατού, τον ελιγμό στο Βίτσι και δε δίνει καμιά δικαιολογία που να εξηγεί πως αυτές οι συντριμμένες δυνάμεις ανταρτών μπόρεσαν και πολέμησαν στη συνέχεια με τόση επιτυχία ούτως ώστε – με τα δικά του λεγόμενα – όχι μόνο να εξουδετερώσουν τη νίκη του κυβερνητικού στρατού στο Γράμμο αλλά, παρολίγο να του φτιάσουν και τον τάφο. Τέτοια πράγματα δε γίνονται από συντριμμένους και διαλυμένους στρατούς. Κι ο ΔΣΕ δεν ήταν καθόλου διαλυμένος, αν αναλογιστεί κανείς ότι η μάχη στο Βίτσι – που ουσιαστικά ήταν η τελευταία φάση της μάχης του Γράμμου – άρχισε στις 26-8-1948 και τελείωσε στις 17 Οκτώβρη του ιδίου έτους.
Στο σημερινό «Ρ» φιλοξενούμε τις μνήμες από τις μάχες αυτές, της Ελένης Κατσή (Παχή), μιας μαχήτριας τότε του ΔΣΕ. Μιας μαχήτριας, που υπεράσπισε και κράτησε, μαζί με τους υπολοίπους συναγωνιστές της, το ύψωμα του Κλέφτη.
«Η μάχη του Κλέφτη κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην εποποιία του Γράμμου, για την ηρωική αντίσταση και τις θυσίες των υπερασπιστών του, για την άφθαστη παλικαριά και την απεριόριστη αφοσίωση των μαχητών και διοικητών, στο καθήκον που τους είχε ανατεθεί.
Οσα και να έχουν γραφτεί είναι αδύνατον να συλλάβει ο νους την αυταπάρνηση και τον ηρωισμό, κάθε λεπτό, κάθε ώρα και κάθε μέρα, σε κάθε μαχητή και μαχήτρια του ΔΣΕ. Εγώ, θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε μια μέρα, από τις πολλές, που υπεράσπιζα, μαζί με άλλους συντρόφους, τον Κλέφτη. Την ημέρα, που είναι σημαντική, γιατί για πρώτη φορά τραυματίστηκα (διαμπερές στο πόδι). Γράφω το πρώτο τραύμα, γιατί στη διάρκεια του εμφύλιου τραυματίστηκα άλλες πέντε φορές.
Ηταν 3 Ιούλη 1948. Μέρα καυτή, όχι μονάχα απ’ τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά κυρίως από την πολεμική ατμόσφαιρα, που επικρατούσε στον Κλέφτη. Ο κυβερνητικός στρατός, αυτή την ημέρα έβαλε στόχο, να καταλάβει τον Κλέφτη. Και τούτο, γιατί είχε έρθει στο μέτωπο το τότε βασιλικό ζεύγος, προκειμένου να ενθαρρύνει τον κυβερνητικό στρατό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες είδαμε τον «Γαλατά» (σ.σ. αναγνωριστικό αεροπλάνο των κυβερνητικών δυνάμεων) να ανιχνεύει τη διάταξή μας και σε λίγο καταφθάνουν κατά σμήνη τα αεροπλάνα. Κι όπως ήμασταν τελείως ανυπεράσπιστοι από κάποια αντιαεροπορική άμυνα, κατέβαιναν όσο ήθελαν χαμηλά, μυδραλιοβολούσαν τις θέσεις μας και βομβάρδιζαν, ρίχνοντας ρουκέτες, βαρέλια με βενζίνη, τα οποία μόλις έπεφταν στη γη έσκαζαν και αναφλέγονταν. Τα δέντρα έπαιρναν φωτιά, όπως και τα χόρτα, δημιουργώντας πολλές εστίες πυρκαγιών. Τόσο η αεροπορική επιδρομή, όσο και η προπαρασκευή του πυροβολικού που ακολούθησε, απέβλεπαν να εξοντώσουν κάθε ζωντανή ύπαρξη πάνω στο ανασκαμμένο και καψαλισμένο ύψωμα. Τα πολυβολεία μας, τα αμπριά μας, αν και έπαθαν σημαντικές ζημιές, μας προστάτευαν, μας πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες σ’ αυτές τις τρομερές δοκιμασίες.
Κατόπιν, περνάει στην επίθεση το πολυάριθμο πεζικό του αντίπαλου. Καθώς κάνουν έφοδο, τους συναντάμε με πείσμα έξω από τα χαρακώματα, τους ανατρέπουμε, τους εξαναγκάζουμε σε υποχώρηση, στη βάση της εξόρμησής του. Τις απογευματινές ώρες αρχίζει καινούρια επίθεση. Πριν απ’ αυτή, είχε προηγηθεί νέο ισχυρό σφυροκόπημα των θέσεών μας από την αεροπορία και το πυροβολικό. Το άφθονο και καυτό σίδερο, που αυτή τη φορά ρίχτηκε, έχει σκοπό να μην αφήσει τίποτε όρθιο και ζωντανό στις θέσεις μας. Δεν άκουγες τίποτε, μόνο ένα συνεχές μπουμπουνητό. Η επιφάνεια του εδάφους οργώνεται από τις οβίδες. Ξεφλουδίζονται, κόβονται, ξεριζώνονται τα δέντρα. Ενα σύννεφο σκόνης και καπνού σκεπάζει τη διάταξή μας. Τα πολυβολεία, τα αμπριά μας παθαίνουν καινούριες σημαντικές ζημιές. Τα σκέπαστρα, οι περισσότεροι είσοδοι και έξοδοι σκεπάζονται με χώμα. Υπάρχουν απώλειες, νεκροί και τραυματίες. Αρχίζει καινούρια επίθεση. Χαρακώματα και θέσεις τώρα δεν υπάρχουν πια. Ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Η μάχη τώρα γίνεται από λακκούβα σε λακκούβα, από δέντρο σε δέντρο, από πέτρα σε πέτρα. Ο αντίπαλος φτάνει κοντά στις θέσεις μας, άλλοι έρχονται στα χέρια με τους μαχητές του ΔΣΕ. Στο πεδίο της μάχης χύνεται ελληνικό αίμα. Υπάρχουν τραυματίες, πέφτουν κορμιά. Πάνω σ’ αυτή την επίθεση τραυματίστηκα κι εγώ, όμως δεν είχαμε ώρα να σκεφτούμε, ούτε για το δέσιμο του τραύματος. Ολη μας η σκέψη ήταν να κρατήσουμε τον Κλέφτη, με κάθε θυσία. Κανένας τραυματίας δε φεύγει από τη θέση του. Αυτοί, που δεν μπορούσαν να πιάσουν όπλο, όταν εμείς κάναμε αντεπίθεση, φωνάζανε «αέρα! αέρα! επάνω τους και τους φάγαμε!».
Παρ’ όλες τις απώλειες που είχαμε και τις μεγάλες δυνάμεις του εχθρού, που έκαναν την επίθεση (δύο επίλεκτες ταξιαρχίες κι εμείς ένα τάγμα, με ταγματάρχη τον Αλευρά Ηλία), κάναμε την αντεπίθεση με χειροβομβίδες και ανατρέψαμε και πάλι τον εχθρό. Εγώ, παρά το διαμπερές τραύμα στο πόδι, δεν καταλάβαινα πόνο, ενώ το άρβυλο είχε γεμίσει αίμα. Οταν πήρα εντολή, να πάω στο σταθμό επίδεσης, έφυγα με μια μεγάλη ικανοποίηση, ότι τον Κλέφτη δεν μπόρεσαν να τον πάρουν.
Ο Κλέφτης κράτησε, γιατί τον υπεράσπισαν αγωνιστές, με υπέροχα ιδανικά: Εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, σοσιαλισμό.
''Ελένη ΚΑΤΣΗ (ΠΑΧΗ)''
Ο ελιγμός στο Βίτσι
Υστερα από 70, σχεδόν μέρες, συνεχών και αδιάκοπων μαχών στη Βόρεια Πίνδο και κάτω από τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, ο ΔΣΕ υποχρεώθηκε σε υποχώρηση η οποία και έγινε συντεταγμένα με τον περίφημο ελιγμό των δυνάμεών του στο χώρο του Βίτσι, τη νύχτα 20 προς 21 Αυγούστου του 1948. Ο ελιγμός πραγματοποιήθηκε με τη δημιουργία ρήγματος στο μέτωπο του αντιπάλου στην Αλεβίτσα. Η ενέργεια του ρήγματος στέφθηκε με επιτυχία και ο ελιγμός ολοκληρώθηκε πλήρως το βράδυ της 21ης Αυγούστου με το πέρασμα στην περιοχή του Βίτσι και των τελευταίων δυνάμεων του ΔΣΕ που είχαν μείνει στα μετόπισθεν για να καλύψουν την υποχώρηση.
Ο ελιγμός στο Βίτσι έφερε παραζάλη στους αντιπάλους του ΔΣΕ και γράφτηκαν γι’ αυτόν διάφορα παραμύθια στη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος λέει συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 413): «Η άτακτος φυγή των (σημ. «Ρ»: εννοεί του ΔΣΕ) διενεργήθη διά των διαβάσεων των χωρίων Γράμμος – Φούσα – Σλήμνιτσα – Μονόπυλον κυρίως κατά τη νύχτα της 20-21 Αυγούστου, καθ’ ην πανικόβλητοι και διαλελυμένοι, εγκαταλείψαντες τον βαρύ οπλισμό των, διέφυγον διά του κυρίως όγκου των προς Αλβανίαν και διά μέρους των εσκηνοθέτησαν τον διαφημιζόμενον ελιγμόν της Αλεβίτσης προς απόκρυψιν της φυγής των εις Αλβανίαν. Οι εις την Αλβανίαν καταφυγόντες συμμορίται συνεκεντρώθησαν και εξοπλίστηκαν, πλαισιωθέντες υπό νέων κατωτέρων στελεχών, άρτι αποφοιτησάντων εκ των Σχολών του Μπούλκες».
Τις φαντασιοπληξίες αυτές του στρατηγού Ζαφειρόπουλου αποκαλύπτει – και φυσικά διαψεύδει – ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος ο οποίος γράφει σχετικά: «Ως απεδείχθη εκ των υστέρων, το Β` σώμα Στρατού δεν εξεμεταλλεύθη εγκαίρως την εξαιρετικήν ταύτην ευκαιρίαν και ούτως οι συμμορίται, καίτοι συντετριμμένοι εκ της κεραυνοβόλου ενεργείας του Α` Σώματος Στρατού εις ΓΡΑΜΜΟΝ, κατόρθωσαν εν ανέσει να συμπτυχθούν μέσω της διατάξεως του Β` Σώματος Στρατού προς ΒΙΤΣΙ, όπου ανασυγκροτηθέντες και αναδιοργανωθέντες, εδημιούργησαν τη γνωστήν κατάστασιν Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1948, ήτις ου μόνον εξουδετέρωσε πλήρως τη νίκην του ΓΡΑΜΜΟΥ, αλλά και παρ’ ολίγον ν’ αποτελέση τον τάφον του Εθνικού Στρατού…» (Θρ. Τσακαλώτος: «40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος Β`, σελ. 154).
Τα περί διάλυσης και συντριβής του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο για τα οποία κάνουν λόγο και ο Ζαφειρόπουλος και ο Τσακαλώτος αναμφισβήτητα δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα κι αυτό φαίνεται από τη συνέχεια των πολεμικών επιχειρήσεων στο Βίτσι. Ο Ζαφειρόπουλος εξηγεί το γεγονός ότι ο ΔΣΕ ανασυγκροτήθηκε και συνέχισε τις επιχειρήσεις με το παραμύθι της ανασύνταξης των δυνάμεών του στην Αλβανία. ΑΛΛΑ, αν είχε συμβεί η συντριβή των ανταρτών στο Γράμμο και η σύμπτυξη των υπολειμμάτων τους στο Αλβανικό έδαφος – κάτι που διαψεύδει κατηγορηματικά ο Τσακαλώτος – τότε θα είχε στεφθεί με πλήρη επιτυχία το Σχέδιο «Κορωνίς» και θα ήταν αδύνατη η συνέχιση του πολέμου από μέρους του ΔΣΕ. Από την άλλη μεριά ο Τσακαλώτος κάνει λόγο για συντριβή του ΔΣΕ στον Γράμμο, αποδίδει σε μη εκμετάλλευση της δημιουργηθήσας κατάστασης, από το Β` σώμα Στρατού, τον ελιγμό στο Βίτσι και δε δίνει καμιά δικαιολογία που να εξηγεί πως αυτές οι συντριμμένες δυνάμεις ανταρτών μπόρεσαν και πολέμησαν στη συνέχεια με τόση επιτυχία ούτως ώστε – με τα δικά του λεγόμενα – όχι μόνο να εξουδετερώσουν τη νίκη του κυβερνητικού στρατού στο Γράμμο αλλά, παρολίγο να του φτιάσουν και τον τάφο. Τέτοια πράγματα δε γίνονται από συντριμμένους και διαλυμένους στρατούς. Κι ο ΔΣΕ δεν ήταν καθόλου διαλυμένος, αν αναλογιστεί κανείς ότι η μάχη στο Βίτσι – που ουσιαστικά ήταν η τελευταία φάση της μάχης του Γράμμου – άρχισε στις 26-8-1948 και τελείωσε στις 17 Οκτώβρη του ιδίου έτους.
Η Μάχη του Γράμμου
Αθέλητες ομολογίες των αντιπάλων του ΔΣΕ
Οι αντίπαλοι του ΔΣΕ έκαναν ό,τι πέρναγε από το χέρι τους, για να διαστρεβλώσουν το πραγματικό νόημα και τα μηνύματα της μάχης του Γράμμου, να συκοφαντήσουν την αξία του Δημοκρατικού Στρατού, τα ιδανικά και την ανιδιοτέλεια των μαχητών του. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος σε μια προσπάθειά του να μειώσει το Δημοκρατικό Στρατό και να εναρμονιστεί με τα προπαγανδιστικά ψεύδη της μετεμφυλιακής περιόδου γράφει για τους πολιτικούς επιτρόπους του ΔΣΕ και για το σύνολο των μαχητών του γενικότερα: «Οι Πολιτικοί Επίτροποι ήσαν τα πρόσωπα, επί των οποίων εστηρίζετο η συνοχή των τμημάτων και η παρακολούθησις του ηθικού των συμμοριτών και τέλος διά του πιστολίου επέβαλον την τρομοκρατίαν, ενέπνεον τη θέλησιν της κομμουνιστικής ηγεσίας και οδηγούν στη μάχη, δίκην προβάτων προς σφαγήν, τα άβουλα και απρόθυμα, βιαίως στρατολογηθέντα άτομα». (Βλέπε: «Αντισυμμοριακός Αγών», σελίδες 415 – 416). Ο ίδιος, όμως, όταν χρειάζεται να περιγράψει τις μάχες που έγιναν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, αντιφάσκοντας με τον εαυτό του ανατρέπει τους παραπάνω ισχυρισμούς του. Να τι λέει στο βιβλίο του, «Ο αντισυμμοριακός αγών», στη σελίδα 389: «Συνεχής αγών σώματος προς σώμα, διαδοχή εκατέρωθεν αντεπιθέσεων και κατ’ επανάληψιν εναλλαγή κυριότητος των υψωμάτων Νικολέρι (1348) – Κουπάγκα – Γκούρα ήσαν τα χαρακτηριστικά γεγονότα του 6ήμερου σκληρού και πολυδάπανου τούτου αγώνος… εν συμπεράσματι, εκατέρωθεν υπήρχε φρενίτις αντιστάσεως και επιθέσεως». Επίσης, στη σελίδα 379, περιγράφοντας τις μάχες από τα υψώματα Ζούζουλης μέχρι το Ταμπούρι του Σμόλικα (12/7-4/8/1948) αναφέρει: «Τα κύρια χαρακτηριστικά της φάσεως ταύτης είναι οι σκληροί μετωπικοί αγώνες, προς κατάληψιν ισχυρώς οργανωμένων τοποθεσιών. Η ισχυρά αντίδρασις των συμμοριτών διά πείσμονος αμύνης και ισχυρών αντεπιθέσεων, προς εξασφάλιση των απειλουμένων ζωτικών χώρων του συνόλου της τοποθεσίας των. Η ανεπάρκεια των δυνάμεων κρούσεως (II και X Μεραρχίαι), διά βαθείαν και ταχείαν εκμετάλλευσιν του ρήγματος Ταλλιάρου προς παρεμπόδισιν συνενώσεως των δυνάμεων Σαμαρίνης μετά τοιούτων του Γράμμου. Αι αισθηταί απώλειαι Αξιωματικών και οπλιτών, αίτινες εμείωσαν τη μαχητικότητα των μονάδων».
Απ’ όλα αυτά, οφείλει να αναρωτηθεί κανείς πώς ήταν δυνατόν οι μαχητές του ΔΣΕ δίνοντας τέτοιες μάχες, σώμα με σώμα – όπως ο ίδιος ο Ζαφειρόπουλος λέει – να ήταν ταυτόχρονα άβουλα και απρόθυμα άτομα που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή με την απειλή του περιστρόφου του Πολιτικού Επιτρόπου; Φαίνεται πως ο αντικομμουνισμός της περιόδου του εμφυλίου – αλλά και μετά – πέραν των άλλων, κατάφερε να δημιουργήσει κι αυτή την κατηγορία των ομολογουμένως ιδιόρρυθμων στη συμπεριφορά… προβάτων!!!
Για τη σφοδρότητα των μαχών και τη μαχητικότητα του ΔΣΕ έχει γράψει και ο Θρ. Τσακαλώτος. Συγκεκριμένα λέει: «Οι συμμορίτες αμύνονται σθεναρώς εφ’ όλου του μετώπου των. Τα ναρκοπέδια υπήρξαν το φόβητρο και Διοικήσεων και διοικουμένων. Το ηθικό κατρακυλά. Επί 40 ημέρες ματαίως καταβάλλονται προσπάθειαι διασπάσεώς των. Η Ανώτατη Ηγεσία προ της γενικής καθηλώσεως, υπό την πίεσιν της ανάγκης μελετά την αναθεώρησιν του σχεδίου της. Η κοινή γνώμη είναι ανάστατος» (Βλέπε: «40 Χρόνια Στρατιώτης… «, τόμος Β`, σελίδα 125). Παρουσιάζοντας αυτό το απόσπασμα του στρατηγού Τσακαλώτου, μαζί με τα υπόλοιπα προαναφερθέντα του Ζαφειρόπουλου, δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστα όσα λέγονται περί συμμοριτών και συμμοριτισμού. Αναμφίβολα, η χρησιμοποίηση αυτών των χαρακτηρισμών από τους στρατηγούς δεν είναι τίποτε άλλο από αυτοεξευτελισμός τους. Και τούτο γιατί αν πραγματικά ο ΔΣΕ ήταν ένα συνονθύλευμα συμμοριτών και όχι πραγματικός εθνικοαπελευθερωτικός – επαναστατικός στρατός, τότε οι στρατηγοί του κυβερνητικού στρατού, που τον πολεμούσαν 70 ολόκληρες ημέρες στο Γράμμο, χωρίς ουσιαστικά να καταφέρουν να τον νικήσουν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν πιο ανίκανοι για πόλεμο από τους νεοσύλλεκτους φαντάρους που διοικούσαν. Να σε τι αυτοεξευτελισμό οδηγούσε τα επίλεκτα στρατιωτικά της στελέχη η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι προστάτες της – δίκην αντικομμουνιστικής προπαγάνδας – με τους ισχυρισμούς περί συμμοριτών και κατσαπλιάδων.
Καταλήγοντας στην παράθεση κρίσεων των αντιπάλων του ΔΣΕ για τη μάχη του Γράμμου αξίζει να αναφέρουμε τι λέει ο Ζαφειρόπουλος στο προαναφερόμενο βιβλίο του (σελίδα 424) για την εικόνα που είχαν τα πράγματα μετά τον ελιγμό του ΔΣΕ στο Βίτσι: «Η έγκαιρος εγκατάλειψις του Γράμμου – σημειώνει – και η έγκαιρος πλαισίωσις του Βίτσι ενεφάνησαν την παραδοξότητα ταύτην ως αποτέλεσμα της ηθικής καταστάσεως των αντιπάλων: Ο συμμοριτισμός ο ηττηθείς εις τον Γράμμον να έχη ανώτερον ηθικόν από τας εθνικάς δυνάμεις, αίτινες υπήρξαν οι νικηταί του Γράμμου».
Ο απολογισμός των απωλειών
Οπως έχουμε ήδη προαναφέρει ο στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει πως οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη Μάχη του Γράμμου ήταν «υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης». Ο Ζαφειρόπουλος όμως δίνει τα εξής στοιχεία: «Απώλειαι: Αύται υπήρξαν υπερβολικαί και μάλιστα εις αξιωματικούς και προσήγγισαν διά μεν τους αξιωματικούς το 9%, διά δε τους οπλίτας το 13%.
Εν λεπτομερεία ανήλθον:
α) Αξιωματικοί: Νεκροί 109. Τραυματίαι 287. Αγνοούμενοι 9. Σύνολον 505.
β) Οπλίται: Νεκροί 1123. Τραυματίαι 5.285. Αγνοούμενοι 332. Σύνολον 6740.
Αι απώλειαι των συμμοριτών δεν υπολείφθησαν των εθνικών δυνάμεων, ανελθούσαι εις νεκρούς μετρηθέντας 3.128, συλληφθέντας 590 και παραδοθέντας 1600. Οι τραυματίαι καθ’ υπολογισμόν εκυμαίνοντο εις 4.500″ (Δ. Ζαφειρόπουλου: «Ο Αντισυμμοριακός Αγών», σελίδα 430)
Στο περιοδικό του ΔΣΕ «Δημοκρατικός Στρατός» (τεύχος Σεπτεμβρίου του 1948) δίνονται οι εξής απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη μάχη του Γράμμου: Νεκροί 5.125, τραυματίες 16.000, αιχμάλωτοι 439, αυτόμολοι 98, λιποτάχτες 1.200. Σύνολο 22.862.
Απ’ όσα παραθέσαμε – και με δεδομένο ότι σε κάθε πόλεμο η μία πλευρά εξογκώνει τις απώλειες της άλλης και ελαχιστοποιεί τις δικές της – οφείλουμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
– Ο Στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει τις απώλειες του κυβερνητικού Στρατού (νεκρούς τραυματίες κλπ.) σε πάνω από 14.000. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος είναι πιο φειδωλός. Δίνει σύνολο απωλειών σε αξιωματικούς και οπλίτες 7.245. Τέλος, ο ΔΣΕ ανεβάζει αυτές τις απώλειες στις 22.862. Η αλήθεια συνεπώς πρέπει κατά προσέγγιση να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο νούμερο που δίνει ο Τσακαλώτος και σ’ αυτό που δίνει ο ΔΣΕ. Και αναμφίβολα αυτές οι απώλειες δεν είναι μόνο του στρατού, αλλά και των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων που πήραν μέρος στη μάχη.
***Το μέγεθος των απωλειών του ΔΣΕ που εμφανίζει ο Ζαφειρόπουλος είναι τερατώδικο για τους εξής λόγους: Αν προσθέσει κανείς τα νούμερα που παραθέτει βγαίνει ένας αριθμός απωλειών 9.818 ανδρών σε νεκρούς, τραυματίες κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι η παρατακτή δύναμη του ΔΣΕ στο Γράμμο ήταν περίπου 8.600 άνδρες, αν δεχτούμε τους αριθμούς που παραθέτει ο Ζαφειρόπουλος προκύπτει το εξής εξωφρενικό και ταυτόχρονα γελοίο: Ο ΔΣΕ φέρεται να έχασε στο Γράμμο (τέθηκαν δηλαδή με τον ένα ή άλλο τρόπο εκτός μάχης) όλη τη μάχιμη δύναμή του και επιπλέον 1.200 μαχητές!!!
Ο ΔΣΕ μετά το Γράμμο
Αλλαγές στην ηγεσία και τη διάρθρωση
Μετά τη μάχη στο Γράμμο και τον ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, ο Μ. Βαφειάδης απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του αρχηγού του ΔΣΕ και στάλθηκε στη Σοβιετική Ενωση για ανάρρωση και ξεκούραση. Για το τι πραγματικά συνέβη έχουν γραφτεί πολλά. Λέγεται ότι προς το τέλος της μάχης ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό. Ο ίδιος κατά καιρούς είχε διαψεύσει αυτή την εκδοχή και ενεφάνιζε την απομάκρυνσή του από την ηγεσία του ΔΣΕ ως αποτέλεσμα συγκρούσεών του με τον Ζαχαριάδη.
Για το θέμα αυτό, ο Β. Μπαρτζιώτας – που τότε ήταν πολιτικός επίτροπος στο ΓΑ του ΔΣΕ – γράφει στο βιβλίο του «Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής» (σελ. 290 – 291) πως όντως ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό και σε μία από τις κρίσεις του άρχισε να πυροβολεί εναντίον αξιωματικού του Δημοκρατικού Στρατού. Για νευρικό κλονισμό του Βαφειάδη μιλάει και ο Δ. Βλαντάς («Εμφύλιος Πόλεμος 1945 – 1949″, Γ` τόμος, Β` ημίτομος, σελ. 157 – 158), αναφέροντας ανάμεσα στα άλλα και το επεισόδιο με τους πυροβολισμών, για το οποίο μιλάει ο Μπαρτζιώτας. Ο Βλαντάς, όμως, θεωρεί πως ο Βαφειάδης δεν έπαθε – αλλά παρίστανε ότι έπαθε – νευρικό κλονισμό «για να μην βρεθεί στον ΔΣΕ κατά την ήττα του». Μαρτυρίες που κάνουν λόγο για νευρικό κλονισμό του Μάρκου έχουν δώσει κι άλλοι πέραν των προαναφερομένων. Αλλά και ο ίδιος ο Μάρκος, μιλώντας στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το Γενάρη του 1949, παραδέχεται επί της ουσίας ότι η συμπεριφορά του δημιούργησε πρόβλημα. Συγκεκριμένα – αν και αρνήθηκε ότι η κατάστασή του δικαιολογούσε αντικατάσταση από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ – παραδέχτηκε το επεισόδιο με τον αξιωματικό του Δημοκρατικού Στρατού, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες και έκανε λόγο για επίσκεψή του σε γιατρό του ΔΣΕ που τον εξέτασε («5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, 1949 – Εισηγήσεις – Αποφάσεις – Λόγοι», μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 139 – 140). Ανεξαρτήτως πάντως του τι πραγματικά συνέβη και σε ποια κατάσταση βρέθηκε ο αρχηγός του ΔΣΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε πως – πέραν των όποιων διαφωνιών που μπορεί να υπήρχαν – η απαλλαγή του Βαφειάδη από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ δεν έχει σχέση με τις διαφωνίες του, πολύ περισσότερο, με αυτές που ο ίδιος ενεφάνισε αργότερα. Το πιο πιθανό είναι ότι σ’ αυτήν την αλλαγή – εκτός της προσωπικής του κατάστασης – συνέβαλαν και οι γενικότεροι σχεδιασμοί αλλαγών στη διάρθρωση του Δημοκρατικού Στρατού, τους οποίους έθεσε σε εφαρμογή εκείνο το διάστημα η ηγεσία του κινήματος.
Στις 26/8/1948 συνεδρίασε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τη συμμετοχή των Ν. Ζαχαριάδη, Β. Μπαρτζιώτα, Δ. Βλαντά, Λ. Στρίγκου και του Γ. Βοντίτσιου – Γούσια που τότε δεν ήταν ακόμη μέλος του οργάνου. Στη συνεδρίαση αυτή, το ΠΓ συζήτησε τη μάχη στη Β. Πίνδο, καθώς και τα πολιτικά και στρατιωτικά διδάγματα και συμπεράσματα που έβγαιναν απ’ αυτήν. Για το θέμα αυτό, βγήκε απόφαση που φέρει για συνωμοτικούς λόγους την παραπλανητική ημερομηνία 25/8/1948 (βλέπε ολόκληρη την απόφαση: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 276 – 284). Ακόμη το ΠΓ συζήτησε και το θέμα της ηγεσίας του ΔΣΕ μετά την απαλλαγή του Μ. Βαφειάδη και κατέληξε ότι στο εξής ο ΔΣΕ θα διοικείται από συλλογική ηγεσία – ονομάστηκε Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο – με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προωθήθηκαν αλλαγές σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του ΔΣΕ που αποσκοπούσαν στη μετατροπή του σε τακτικό στρατό.
Η νέα διάρθρωση του ΔΣΕ
– Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ με το 1ο, 2ο, 3ο Επιτελικά Γραφεία και βοηθητικές υπηρεσίες.
– Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο του ΔΣΕ, με πρόεδρο τον ΓΓ του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδη.
Κάτω από τις άμεσες διαταγές του έχει τις ακόλουθες μονάδες:
– Σχολή Αξιωματικών του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον συνταγματάρχη Πύραυλο.
– Ταξιαρχία σαμποτέρ του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον αντισυγματάρχη Βρατσιάνο.
– Επιλαρχία ιππικού με διοικητή τον ταγματάρχη Νέστορα.
– Μοίρες πυροβολικού του ΔΣΕ.
– Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου της Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ), με διοικητή τον αντιστράτηγο Καραγιώργη.
1η Μεραρχία Θεσσαλίας – Διοικητής Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης)
2η Μεραρχία Ρούμελης – Διοικητής Διαμαντής
3η Μεραρχία Πελοποννήσου – Διοικητής Γκιουζέλης
6η Μεραρχία Κ. Μακεδονίας – Διοικητής Πετρής
7η Μεραρχία Αν. Θράκης – Διοικητής Λασάνης
8η Μεραρχία Ηπείρου – Διοικητής Αρβανίτης
9η Μεραρχία Καστοριάς – Διοικητής Παλαιολόγος
10η Μεραρχία Καστοριάς – Διοικητής Υψηλάντης
11η Μεραρχία Φλώρινας – Διοικητής Σκοτίδας
24η Ταξιαρχία Καϊμακτσαλάν – Διοικητής Αμύντας
– Διάφορα ανεξάρτητα αντάρτικα τμήματα του ΔΣΕ σε Κρήτη, Ικαρία, Σάμο, κλπ.
(«Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ», τ. έκτος, σελ. 545 – 546)
Οι αντίπαλοι του ΔΣΕ έκαναν ό,τι πέρναγε από το χέρι τους, για να διαστρεβλώσουν το πραγματικό νόημα και τα μηνύματα της μάχης του Γράμμου, να συκοφαντήσουν την αξία του Δημοκρατικού Στρατού, τα ιδανικά και την ανιδιοτέλεια των μαχητών του. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος σε μια προσπάθειά του να μειώσει το Δημοκρατικό Στρατό και να εναρμονιστεί με τα προπαγανδιστικά ψεύδη της μετεμφυλιακής περιόδου γράφει για τους πολιτικούς επιτρόπους του ΔΣΕ και για το σύνολο των μαχητών του γενικότερα: «Οι Πολιτικοί Επίτροποι ήσαν τα πρόσωπα, επί των οποίων εστηρίζετο η συνοχή των τμημάτων και η παρακολούθησις του ηθικού των συμμοριτών και τέλος διά του πιστολίου επέβαλον την τρομοκρατίαν, ενέπνεον τη θέλησιν της κομμουνιστικής ηγεσίας και οδηγούν στη μάχη, δίκην προβάτων προς σφαγήν, τα άβουλα και απρόθυμα, βιαίως στρατολογηθέντα άτομα». (Βλέπε: «Αντισυμμοριακός Αγών», σελίδες 415 – 416). Ο ίδιος, όμως, όταν χρειάζεται να περιγράψει τις μάχες που έγιναν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, αντιφάσκοντας με τον εαυτό του ανατρέπει τους παραπάνω ισχυρισμούς του. Να τι λέει στο βιβλίο του, «Ο αντισυμμοριακός αγών», στη σελίδα 389: «Συνεχής αγών σώματος προς σώμα, διαδοχή εκατέρωθεν αντεπιθέσεων και κατ’ επανάληψιν εναλλαγή κυριότητος των υψωμάτων Νικολέρι (1348) – Κουπάγκα – Γκούρα ήσαν τα χαρακτηριστικά γεγονότα του 6ήμερου σκληρού και πολυδάπανου τούτου αγώνος… εν συμπεράσματι, εκατέρωθεν υπήρχε φρενίτις αντιστάσεως και επιθέσεως». Επίσης, στη σελίδα 379, περιγράφοντας τις μάχες από τα υψώματα Ζούζουλης μέχρι το Ταμπούρι του Σμόλικα (12/7-4/8/1948) αναφέρει: «Τα κύρια χαρακτηριστικά της φάσεως ταύτης είναι οι σκληροί μετωπικοί αγώνες, προς κατάληψιν ισχυρώς οργανωμένων τοποθεσιών. Η ισχυρά αντίδρασις των συμμοριτών διά πείσμονος αμύνης και ισχυρών αντεπιθέσεων, προς εξασφάλιση των απειλουμένων ζωτικών χώρων του συνόλου της τοποθεσίας των. Η ανεπάρκεια των δυνάμεων κρούσεως (II και X Μεραρχίαι), διά βαθείαν και ταχείαν εκμετάλλευσιν του ρήγματος Ταλλιάρου προς παρεμπόδισιν συνενώσεως των δυνάμεων Σαμαρίνης μετά τοιούτων του Γράμμου. Αι αισθηταί απώλειαι Αξιωματικών και οπλιτών, αίτινες εμείωσαν τη μαχητικότητα των μονάδων».
Απ’ όλα αυτά, οφείλει να αναρωτηθεί κανείς πώς ήταν δυνατόν οι μαχητές του ΔΣΕ δίνοντας τέτοιες μάχες, σώμα με σώμα – όπως ο ίδιος ο Ζαφειρόπουλος λέει – να ήταν ταυτόχρονα άβουλα και απρόθυμα άτομα που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή με την απειλή του περιστρόφου του Πολιτικού Επιτρόπου; Φαίνεται πως ο αντικομμουνισμός της περιόδου του εμφυλίου – αλλά και μετά – πέραν των άλλων, κατάφερε να δημιουργήσει κι αυτή την κατηγορία των ομολογουμένως ιδιόρρυθμων στη συμπεριφορά… προβάτων!!!
Για τη σφοδρότητα των μαχών και τη μαχητικότητα του ΔΣΕ έχει γράψει και ο Θρ. Τσακαλώτος. Συγκεκριμένα λέει: «Οι συμμορίτες αμύνονται σθεναρώς εφ’ όλου του μετώπου των. Τα ναρκοπέδια υπήρξαν το φόβητρο και Διοικήσεων και διοικουμένων. Το ηθικό κατρακυλά. Επί 40 ημέρες ματαίως καταβάλλονται προσπάθειαι διασπάσεώς των. Η Ανώτατη Ηγεσία προ της γενικής καθηλώσεως, υπό την πίεσιν της ανάγκης μελετά την αναθεώρησιν του σχεδίου της. Η κοινή γνώμη είναι ανάστατος» (Βλέπε: «40 Χρόνια Στρατιώτης… «, τόμος Β`, σελίδα 125). Παρουσιάζοντας αυτό το απόσπασμα του στρατηγού Τσακαλώτου, μαζί με τα υπόλοιπα προαναφερθέντα του Ζαφειρόπουλου, δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστα όσα λέγονται περί συμμοριτών και συμμοριτισμού. Αναμφίβολα, η χρησιμοποίηση αυτών των χαρακτηρισμών από τους στρατηγούς δεν είναι τίποτε άλλο από αυτοεξευτελισμός τους. Και τούτο γιατί αν πραγματικά ο ΔΣΕ ήταν ένα συνονθύλευμα συμμοριτών και όχι πραγματικός εθνικοαπελευθερωτικός – επαναστατικός στρατός, τότε οι στρατηγοί του κυβερνητικού στρατού, που τον πολεμούσαν 70 ολόκληρες ημέρες στο Γράμμο, χωρίς ουσιαστικά να καταφέρουν να τον νικήσουν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν πιο ανίκανοι για πόλεμο από τους νεοσύλλεκτους φαντάρους που διοικούσαν. Να σε τι αυτοεξευτελισμό οδηγούσε τα επίλεκτα στρατιωτικά της στελέχη η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι προστάτες της – δίκην αντικομμουνιστικής προπαγάνδας – με τους ισχυρισμούς περί συμμοριτών και κατσαπλιάδων.
Καταλήγοντας στην παράθεση κρίσεων των αντιπάλων του ΔΣΕ για τη μάχη του Γράμμου αξίζει να αναφέρουμε τι λέει ο Ζαφειρόπουλος στο προαναφερόμενο βιβλίο του (σελίδα 424) για την εικόνα που είχαν τα πράγματα μετά τον ελιγμό του ΔΣΕ στο Βίτσι: «Η έγκαιρος εγκατάλειψις του Γράμμου – σημειώνει – και η έγκαιρος πλαισίωσις του Βίτσι ενεφάνησαν την παραδοξότητα ταύτην ως αποτέλεσμα της ηθικής καταστάσεως των αντιπάλων: Ο συμμοριτισμός ο ηττηθείς εις τον Γράμμον να έχη ανώτερον ηθικόν από τας εθνικάς δυνάμεις, αίτινες υπήρξαν οι νικηταί του Γράμμου».
Ο απολογισμός των απωλειών
Οπως έχουμε ήδη προαναφέρει ο στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει πως οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη Μάχη του Γράμμου ήταν «υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης». Ο Ζαφειρόπουλος όμως δίνει τα εξής στοιχεία: «Απώλειαι: Αύται υπήρξαν υπερβολικαί και μάλιστα εις αξιωματικούς και προσήγγισαν διά μεν τους αξιωματικούς το 9%, διά δε τους οπλίτας το 13%.
Εν λεπτομερεία ανήλθον:
α) Αξιωματικοί: Νεκροί 109. Τραυματίαι 287. Αγνοούμενοι 9. Σύνολον 505.
β) Οπλίται: Νεκροί 1123. Τραυματίαι 5.285. Αγνοούμενοι 332. Σύνολον 6740.
Αι απώλειαι των συμμοριτών δεν υπολείφθησαν των εθνικών δυνάμεων, ανελθούσαι εις νεκρούς μετρηθέντας 3.128, συλληφθέντας 590 και παραδοθέντας 1600. Οι τραυματίαι καθ’ υπολογισμόν εκυμαίνοντο εις 4.500″ (Δ. Ζαφειρόπουλου: «Ο Αντισυμμοριακός Αγών», σελίδα 430)
Στο περιοδικό του ΔΣΕ «Δημοκρατικός Στρατός» (τεύχος Σεπτεμβρίου του 1948) δίνονται οι εξής απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη μάχη του Γράμμου: Νεκροί 5.125, τραυματίες 16.000, αιχμάλωτοι 439, αυτόμολοι 98, λιποτάχτες 1.200. Σύνολο 22.862.
Απ’ όσα παραθέσαμε – και με δεδομένο ότι σε κάθε πόλεμο η μία πλευρά εξογκώνει τις απώλειες της άλλης και ελαχιστοποιεί τις δικές της – οφείλουμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
– Ο Στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει τις απώλειες του κυβερνητικού Στρατού (νεκρούς τραυματίες κλπ.) σε πάνω από 14.000. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος είναι πιο φειδωλός. Δίνει σύνολο απωλειών σε αξιωματικούς και οπλίτες 7.245. Τέλος, ο ΔΣΕ ανεβάζει αυτές τις απώλειες στις 22.862. Η αλήθεια συνεπώς πρέπει κατά προσέγγιση να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο νούμερο που δίνει ο Τσακαλώτος και σ’ αυτό που δίνει ο ΔΣΕ. Και αναμφίβολα αυτές οι απώλειες δεν είναι μόνο του στρατού, αλλά και των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων που πήραν μέρος στη μάχη.
***Το μέγεθος των απωλειών του ΔΣΕ που εμφανίζει ο Ζαφειρόπουλος είναι τερατώδικο για τους εξής λόγους: Αν προσθέσει κανείς τα νούμερα που παραθέτει βγαίνει ένας αριθμός απωλειών 9.818 ανδρών σε νεκρούς, τραυματίες κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι η παρατακτή δύναμη του ΔΣΕ στο Γράμμο ήταν περίπου 8.600 άνδρες, αν δεχτούμε τους αριθμούς που παραθέτει ο Ζαφειρόπουλος προκύπτει το εξής εξωφρενικό και ταυτόχρονα γελοίο: Ο ΔΣΕ φέρεται να έχασε στο Γράμμο (τέθηκαν δηλαδή με τον ένα ή άλλο τρόπο εκτός μάχης) όλη τη μάχιμη δύναμή του και επιπλέον 1.200 μαχητές!!!
Ο ΔΣΕ μετά το Γράμμο
Αλλαγές στην ηγεσία και τη διάρθρωση
Μετά τη μάχη στο Γράμμο και τον ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, ο Μ. Βαφειάδης απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του αρχηγού του ΔΣΕ και στάλθηκε στη Σοβιετική Ενωση για ανάρρωση και ξεκούραση. Για το τι πραγματικά συνέβη έχουν γραφτεί πολλά. Λέγεται ότι προς το τέλος της μάχης ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό. Ο ίδιος κατά καιρούς είχε διαψεύσει αυτή την εκδοχή και ενεφάνιζε την απομάκρυνσή του από την ηγεσία του ΔΣΕ ως αποτέλεσμα συγκρούσεών του με τον Ζαχαριάδη.
Για το θέμα αυτό, ο Β. Μπαρτζιώτας – που τότε ήταν πολιτικός επίτροπος στο ΓΑ του ΔΣΕ – γράφει στο βιβλίο του «Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής» (σελ. 290 – 291) πως όντως ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό και σε μία από τις κρίσεις του άρχισε να πυροβολεί εναντίον αξιωματικού του Δημοκρατικού Στρατού. Για νευρικό κλονισμό του Βαφειάδη μιλάει και ο Δ. Βλαντάς («Εμφύλιος Πόλεμος 1945 – 1949″, Γ` τόμος, Β` ημίτομος, σελ. 157 – 158), αναφέροντας ανάμεσα στα άλλα και το επεισόδιο με τους πυροβολισμών, για το οποίο μιλάει ο Μπαρτζιώτας. Ο Βλαντάς, όμως, θεωρεί πως ο Βαφειάδης δεν έπαθε – αλλά παρίστανε ότι έπαθε – νευρικό κλονισμό «για να μην βρεθεί στον ΔΣΕ κατά την ήττα του». Μαρτυρίες που κάνουν λόγο για νευρικό κλονισμό του Μάρκου έχουν δώσει κι άλλοι πέραν των προαναφερομένων. Αλλά και ο ίδιος ο Μάρκος, μιλώντας στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το Γενάρη του 1949, παραδέχεται επί της ουσίας ότι η συμπεριφορά του δημιούργησε πρόβλημα. Συγκεκριμένα – αν και αρνήθηκε ότι η κατάστασή του δικαιολογούσε αντικατάσταση από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ – παραδέχτηκε το επεισόδιο με τον αξιωματικό του Δημοκρατικού Στρατού, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες και έκανε λόγο για επίσκεψή του σε γιατρό του ΔΣΕ που τον εξέτασε («5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, 1949 – Εισηγήσεις – Αποφάσεις – Λόγοι», μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 139 – 140). Ανεξαρτήτως πάντως του τι πραγματικά συνέβη και σε ποια κατάσταση βρέθηκε ο αρχηγός του ΔΣΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε πως – πέραν των όποιων διαφωνιών που μπορεί να υπήρχαν – η απαλλαγή του Βαφειάδη από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ δεν έχει σχέση με τις διαφωνίες του, πολύ περισσότερο, με αυτές που ο ίδιος ενεφάνισε αργότερα. Το πιο πιθανό είναι ότι σ’ αυτήν την αλλαγή – εκτός της προσωπικής του κατάστασης – συνέβαλαν και οι γενικότεροι σχεδιασμοί αλλαγών στη διάρθρωση του Δημοκρατικού Στρατού, τους οποίους έθεσε σε εφαρμογή εκείνο το διάστημα η ηγεσία του κινήματος.
Στις 26/8/1948 συνεδρίασε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τη συμμετοχή των Ν. Ζαχαριάδη, Β. Μπαρτζιώτα, Δ. Βλαντά, Λ. Στρίγκου και του Γ. Βοντίτσιου – Γούσια που τότε δεν ήταν ακόμη μέλος του οργάνου. Στη συνεδρίαση αυτή, το ΠΓ συζήτησε τη μάχη στη Β. Πίνδο, καθώς και τα πολιτικά και στρατιωτικά διδάγματα και συμπεράσματα που έβγαιναν απ’ αυτήν. Για το θέμα αυτό, βγήκε απόφαση που φέρει για συνωμοτικούς λόγους την παραπλανητική ημερομηνία 25/8/1948 (βλέπε ολόκληρη την απόφαση: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 276 – 284). Ακόμη το ΠΓ συζήτησε και το θέμα της ηγεσίας του ΔΣΕ μετά την απαλλαγή του Μ. Βαφειάδη και κατέληξε ότι στο εξής ο ΔΣΕ θα διοικείται από συλλογική ηγεσία – ονομάστηκε Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο – με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προωθήθηκαν αλλαγές σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του ΔΣΕ που αποσκοπούσαν στη μετατροπή του σε τακτικό στρατό.
Η νέα διάρθρωση του ΔΣΕ
– Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ με το 1ο, 2ο, 3ο Επιτελικά Γραφεία και βοηθητικές υπηρεσίες.
– Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο του ΔΣΕ, με πρόεδρο τον ΓΓ του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδη.
Κάτω από τις άμεσες διαταγές του έχει τις ακόλουθες μονάδες:
– Σχολή Αξιωματικών του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον συνταγματάρχη Πύραυλο.
– Ταξιαρχία σαμποτέρ του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον αντισυγματάρχη Βρατσιάνο.
– Επιλαρχία ιππικού με διοικητή τον ταγματάρχη Νέστορα.
– Μοίρες πυροβολικού του ΔΣΕ.
– Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου της Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ), με διοικητή τον αντιστράτηγο Καραγιώργη.
1η Μεραρχία Θεσσαλίας – Διοικητής Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης)
2η Μεραρχία Ρούμελης – Διοικητής Διαμαντής
3η Μεραρχία Πελοποννήσου – Διοικητής Γκιουζέλης
6η Μεραρχία Κ. Μακεδονίας – Διοικητής Πετρής
7η Μεραρχία Αν. Θράκης – Διοικητής Λασάνης
8η Μεραρχία Ηπείρου – Διοικητής Αρβανίτης
9η Μεραρχία Καστοριάς – Διοικητής Παλαιολόγος
10η Μεραρχία Καστοριάς – Διοικητής Υψηλάντης
11η Μεραρχία Φλώρινας – Διοικητής Σκοτίδας
24η Ταξιαρχία Καϊμακτσαλάν – Διοικητής Αμύντας
– Διάφορα ανεξάρτητα αντάρτικα τμήματα του ΔΣΕ σε Κρήτη, Ικαρία, Σάμο, κλπ.
(«Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ», τ. έκτος, σελ. 545 – 546)
Η Μάχη στο Βίτσι
Ο ΔΣΕ σημειώνει μια τακτική νίκη και προκαλεί αναταραχή στο αντίπαλο στρατόπεδο
Οι πολεμικές συγκρούσεις του ΔΣΕ με τον κυβερνητικό στρατό δε γνώρισαν ανάπαυλα μετά τη μεγάλη μάχη του Γράμμου και τον ελιγμό των αντάρτικων δυνάμεων στο Βίτσι. Απεναντίας, ο στρατός της κυβέρνησης των Αθηνών συνέχισε τις επιχειρήσεις του, με σκοπό τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού. Ετσι, είναι σωστό να θεωρήσει κανείς ότι οι πολεμικές συγκρούσεις στο Βίτσι αποτελούν την τελική φάση των συγκρούσεων στο Γράμμο.
Ο συσχετισμός δυνάμεων
Σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης του Γράμμου, στην περιοχή του Βίτσι, υπήρχαν οι εξής δυνάμεις του ΔΣΕ: Μια ταξιαρχία 500 μαχητών, με διάταξη στην Μπέλα Βόντα ως το Πισοδέρι. Η 18η ταξιαρχία, αποτελούμενη από 900 περίπου μαχητές που είχε διάταξη στα υψώματα Βίγλα – Πλατύ – Κούλα, ως την κύρια κορυφή του Βίτσι. Και, τέλος, μια ταξιαρχία από 700 περίπου μαχητές που είχε διάταξη στο συγκρότημα Μάλι Μάδι. Στις δυνάμεις αυτές, μετά τον ελιγμό από το Γράμμο, προστέθηκαν περίπου 6.500 με 7.000 μαχητές. Συνολικά, οι δυνάμεις του ΔΣΕ που έδωσαν τη μάχη στο Βίτσι ήταν περί τις 9.000 μαχητές.
Ο κυβερνητικός στρατός διέθεσε τις εξής δυνάμεις: Την 15η Μεραρχία με τις 46, 63 και 73 ταξιαρχίες της. Την 53η ταξιαρχία της 1ης Μεραρχίας, την 33η ανεξάρτητη Ταξιαρχία που φρουρούσε τη Φλώρινα και την 3η ορεινή Ταξιαρχία που αποτελούσε και την εφεδρική δύναμη του Β` Σώματος Στρατού. Το σύνολο των δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού που ρίχτηκε σ’ αυτήν τη μάχη ήταν περί τις 25.000 άνδρες. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκαν 7 πεδινές πυροβολαρχίες, 2 πυροβολαρχίες μέσων πυροβόλων, σχεδόν όλη η αεροπορία και πολλά τανκς. Οπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικός σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού.
Τακτική νίκη του ΔΣΕ
Ο κυβερνητικός στρατός επιχείρησε να δώσει το κύριο χτύπημα στις δυνάμεις του ΔΣΕ στο συγκρότημα του Μάλι Μάδι, χωρίς όμως επιτυχία. Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού αμύνθηκαν ηρωικά και τη νύχτα 9 προς 10 Σεπτεβρίου του 1948 πέρασαν στην αντεπίθεση, υποχρεώνοντας τον αντίπαλο σε άτακτη υποχώρηση, προκαλώντας του σοβαρές απώλειες και αποκομίζοντας άφθονο πολεμικό υλικό. Η 22η Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού διαλύθηκε και τα τμήματά της πλημμύρισαν πανικόβλητα την Καστοριά.
Η επιτυχία αυτή του ΔΣΕ θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερη, στρατηγικής σημασίας νίκη, αν υπήρχαν οι απαραίτητες εφεδρείες που θα επέτρεπαν επιχειρήσεις για κατάληψη του χώρου της Καστοριάς και της Φλώρινας.
Η τακτική νίκη του ΔΣΕ στο Βίτσι προκάλεσε αναταραχή στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπου και λήφθηκαν μεγάλης έκτασης εκκαθαριστικά μέτρα. Να τι λέει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 453): «Ούτω ολόκληρος η ιεραρχία της 22ας Ταξιαρχίας εγένετο υπαίτιος της διαλύσεως των τμημάτων της και του καταπλημμυρισμού της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων. Και έπρεπε να εξέλθουν συνεργεία εκ των μετόπισθεν της Καστοριάς, διά να περισυλλέξουν ράκη από απόψεως ηθικού και να λειτουργήσουν στρατοδικεία, μόνο κατά των οπλιτών, δι’ επιβολήν κυρώσεων προς παραδειγματισμόν». Αναφερόμενος στις αιτίες της ήττας του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι, ο Ζαφειρόπουλος, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι αυτή η ήττα οφείλεται «εις την κατάπτωσιν του ηθικού, οφειλομένην εις τη σωματικήν κόπωσιν του στρατιώτου και εις την ψυχικήν κατάπληξιν την οποίαν υπέστη εκ της διαπιστώσεως εις Βίτσι ότι ο συμμοριτισμός υφίστατο εν πλήρει δράσει και ακμή, εν αντιθέσει προ ό,τι ελέχθη εις αυτόν μετά την πτώσιν του Γράμμου και εγένετο πιστευτόν, ότι ο συμμοριτισμός εξέλειψε πλέον. Επαυσε πλέον ο στρατιώτης να έχη εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν του, προς τα όπλα του, προς τους συναδέλφους του, προς τον ηγήτορά του και εκυριαρχείτο από δυσπιστίαν προς τον εαυτόν του και προς όλους» (στο ίδιο, σελ. 456).
Για ανακρίσεις και στρατοδικεία, μετά την ήττα του κυβερνητικού στρατού, μιλάει και ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, ο οποίος γράφει σχετικά για την επίδραση που αυτή είχε: «Ο συμμοριτισμός, πληγείς καιρίως εις τον Γράμμον, κατόρθωσε να αναδιοργανωθή εις το Βίτσι και να γίνεται απειλητικός όχι μόνον εις την περιοχήν ταύτην, αλλά και εις όλην τη χώραν, όπου διετήρη ακόμη μικράς εστίας εν δράσει, λόγω της αγκιστρώσεως των δυνάμεών μας εις Βίτσι. Η πλάστιγξ ήρχισε να κλίνη εις βάρος των εθνικών δυνάμεων» (Θρ. Τσακαλώτου: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος β`, σελ. 165).
Τέλος, ο Ε. Αβέρωφ στο βιβλίο του «Φωτιά και Τσεκούρι» (σελ. 368) γράφει για το θέμα: «Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και, καταληφθέντες από πανικό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά. Στις παρυφές της πόλεως, τμήματα με καλό ηθικό, που είχαν εν τω μεταξύ ειδοποιηθή, έφραξαν το δρόμο των φυγάδων. Συνελήφθησαν από τη Στρατιωτική Αστυνομία και παραπέμφθησαν αμέσως σε έκτακτα στρατοδικεία, δηλαδή σε δικαστήρια που αποτελούντο πρωτίστως από αξιωματικούς μη ανήκοντες στη στρατιωτική δικαιοσύνη, συνήθως από αξιωματικούς εν εκστρατεία. Εβδομήντα οκτώ φυγάδες εξετελέσθησαν εκείνες τις ημέρες. Ηταν όλοι μαχηταί του Γράμμου».
Ακόμη και ο Βαν Φλιτ…
Στη συνέχεια, ο Ε. Αβέρωφ αναφέρεται και σε άλλα μέτρα που πήρε το κυβερνητικό στρατόπεδο και οι Αμερικανοί για την ανόρθωση του στρατού τους. Αναφέρει σχετικά: «Ο Σοφούλης, παρά τα 88 του χρόνια, πήγε αεροπορικώς στην Καστοριά, επισκέφθηκε τα τμήματα, μίλησε στους στρατιώτες. Ο υπουργός των Στρατιωτικών, ένας από τους καλύτερους βουλευτάς του Λαϊκού Κόμματος, ο Γεώργιος Στράτος, και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου έκαμαν το ίδιο. Ο αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής Βαν Φλιτ, που είχε παρακολουθήσει και όλες τις μάχες, τους εμιμήθη. Ο τελευταίος όμως παρά λίγο να δημιουργήση ένα σοβαρό επεισόδιο. Στην Καστοριά, σε συγκέντρωση ανώτερων αξιωματικών, κατηγόρησε το Στρατό ότι χρησιμοποίησε την αμερικανική βοήθεια χωρίς να συντρίψει τον εχθρό, και διερωτήθη αν δεν έμενε πλέον στους Αμερικάνους παρά να αναχωρήσουν… Ευτυχώς για τον Στρατό, οι ανησυχίες έφτασαν πολύ πιο πέρα από τον στρατηγό Βαν Φλιτ. Περί τα μέσα Οκτωβρίου, ο υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Μάρσαλ, που διέθετε τόσο κύρος, συνοδευόμενος από τον Αμερικανό υπουργό Εθνικής Αμύνης και αρκετούς βοηθούς του, έφθανε στην Αθήνα για να εξετάση επί τόπου την κακή πορεία των επιχειρήσεων. Ο γράφων πιστεύει ότι γνωρίζει πως η ερώτηση «πρέπει να φύγουμε;», αν και τους ήταν ενοχλητική, είχε τεθή από ορισμένους υψηλά ισταμένους Αμερικανούς. Αλλά η απάντηση του Μάρσαλ υπήρξε κατηγορηματική: δεν έπρεπε να φύγουν» (στο ίδιο, σελ. 393 – 394).
Η δράση του ΔΣΕ σε άλλες περιοχές
Στο διάστημα της μεγάλης μάχης στη Βόρεια Πίνδο και στο χώρο του Βίτσι, οι δυνάμεις του ΔΣΕ ανέπτυξαν αξιόλογη δραστηριότητα στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας. Συνοπτικά αυτή η δραστηριότητα έχει ως εξής: Η ταξιαρχία των σαμποτέρ του ΔΣΕ, με επικεφαλής τον Α. Αγγελούλη (Βρατσάνος), ανέπτυξε σαμποταριστική δράση στο υψίπεδο της Κοζάνης, προκαλώντας καταστροφές στις συγκοινωνίες του αντιπάλου, παρακωλύοντας σοβαρά τη μεταφορά εφοδιασμού και έμψυχων δυνάμεών του στο μέτωπο, προκαλώντας πτώση του ηθικού των φαντάρων. Στη Θεσσαλία, τμήματα της 1ης Μεραρχίας τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1948 πραγματοποίησαν επιτυχείς επιθέσεις σε χωριά και κωμοπόλεις της περιοχής (Ζάρκο, Τσιότι, Φαρκαδώνα κ.ά.), ενώ χτύπησαν με επιτυχία και αστικά κέντρα. Στις 23 – 24/8 μπήκαν στα Τρίκαλα, στις 5 – 6/9 κατέλαβαν τον Τύρναβο και στις 14 με 15/9 μπήκαν στην Αγιά. Ακόμη χτυπήθηκαν η Καλαμπάκα και η Λάρισα. Τη δράση αυτή στη Θεσσαλία διεύθυνε ο Κ. Καραγιώργης.
Κατά τη διάρκεια της μάχης στο Βίτσι, ο κυβερνητικός στρατός επιχείρησε την τρίτη εκστρατεία του για την κατάληψη του ορεινού όγκου Μουργκάνα της Βορειοδυτικής Ηπείρου. Η επίθεση, σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, έγινε με τις 74, 75 και 76 ταξιαρχίες της 8ης Μεραρχίας, την 35η ταξιαρχία της 10ης Μεραρχίας, 4 τάγματα Εθνοφρουράς, μια ίλη ιππικού, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και 60 πυροβόλα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν 4 τάγματα. Η εκστρατεία αυτή του κυβερνητικού στρατού άρχισε στις 28 Αυγούστου 1948 και τελείωσε στις 16/9 του ιδίου έτους. Ο ΔΣΕ αμύνθηκε σκληρά και ηρωικά, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή. Οι δυνάμεις του στις 16 προς 17 Σεπτέμβρη ελίχθηκαν προς τα Ζαγόρια κι από κει στο Γράμμο.
Στην Πελοπόννησο, με επικεφαλής τον Στέφανο Γκιουζέλη, ο ΔΣΕ ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα. Να πώς περιγράφει αυτή τη δραστηριότητα ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 502): «Η αλλαγή της καταστάσεως, ήτις εδημιουργήθη εκ των επιτυχιών των συμμοριακών δυνάμεων, εδημιούργησεν ευνοϊκάς συνθήκας δι’ αποφασιστικοτέραν δράσιν και ανάπτυξιν του συμμοριτισμού. Πράγματι, εσυνεχίσθη η δράσις του συμμοριτισμού εις όλην την έκτασιν της Πελοποννήσου. Ωργανώθησαν σαμποτάζ εις τας οδικάς και σιδηροδρομικάς αρτηρίας, με αποτέλεσμα τη συχνήν διακοπήν των συγκοινωνιών. Εξετελέσθησαν επιτυχώς επιχειρήσεις, διά των οποίων εγένεντο κύριοι μεγάλων περιοχών. Ούτω διά των μαχών Παπαδούς και Κρεσταίνων και διά της καταλήψεως της Ανδριτσαίνης εκυριάρχησαν εις την περιοχήν της Ολυμπίας. Διά των μαχών εις τα Καβάσιλα, Λεχαινά, Ανδραβίδα περιόρισαν τας εθνικάς δυνάμεις εις τα δύο κέντρα του Πύργου και της Αμαλιάδος του Νομού Ηλείας. Διά της μάχης της Χαλανδρίτσης επεκράτησαν εις την Αχαΐαν και επεξέτειναν τη δράσιν των μέχρι των προθύρων των Πατρών. Εις την ορεινήν Κορινθίαν εξουδετέρωσαν ορισμένα σημεία στηρίγματος και επεξέτειναν τον έλεγχόν των μέχρι Κορίνθου – Αργους – Ναυπλίου. Εξησφάλισαν εις τη Νότιον Πελοπόννησον την πρωτοβουλίαν μετά τας επιτυχίας των εις τη Βόρειον Πελοπόννησον και τας μάχας του Μαλέβο και της Νεδούσης του Ταϋγέτου».
Ο συσχετισμός δυνάμεων
Σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης του Γράμμου, στην περιοχή του Βίτσι, υπήρχαν οι εξής δυνάμεις του ΔΣΕ: Μια ταξιαρχία 500 μαχητών, με διάταξη στην Μπέλα Βόντα ως το Πισοδέρι. Η 18η ταξιαρχία, αποτελούμενη από 900 περίπου μαχητές που είχε διάταξη στα υψώματα Βίγλα – Πλατύ – Κούλα, ως την κύρια κορυφή του Βίτσι. Και, τέλος, μια ταξιαρχία από 700 περίπου μαχητές που είχε διάταξη στο συγκρότημα Μάλι Μάδι. Στις δυνάμεις αυτές, μετά τον ελιγμό από το Γράμμο, προστέθηκαν περίπου 6.500 με 7.000 μαχητές. Συνολικά, οι δυνάμεις του ΔΣΕ που έδωσαν τη μάχη στο Βίτσι ήταν περί τις 9.000 μαχητές.
Ο κυβερνητικός στρατός διέθεσε τις εξής δυνάμεις: Την 15η Μεραρχία με τις 46, 63 και 73 ταξιαρχίες της. Την 53η ταξιαρχία της 1ης Μεραρχίας, την 33η ανεξάρτητη Ταξιαρχία που φρουρούσε τη Φλώρινα και την 3η ορεινή Ταξιαρχία που αποτελούσε και την εφεδρική δύναμη του Β` Σώματος Στρατού. Το σύνολο των δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού που ρίχτηκε σ’ αυτήν τη μάχη ήταν περί τις 25.000 άνδρες. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκαν 7 πεδινές πυροβολαρχίες, 2 πυροβολαρχίες μέσων πυροβόλων, σχεδόν όλη η αεροπορία και πολλά τανκς. Οπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικός σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού.
Τακτική νίκη του ΔΣΕ
Ο κυβερνητικός στρατός επιχείρησε να δώσει το κύριο χτύπημα στις δυνάμεις του ΔΣΕ στο συγκρότημα του Μάλι Μάδι, χωρίς όμως επιτυχία. Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού αμύνθηκαν ηρωικά και τη νύχτα 9 προς 10 Σεπτεβρίου του 1948 πέρασαν στην αντεπίθεση, υποχρεώνοντας τον αντίπαλο σε άτακτη υποχώρηση, προκαλώντας του σοβαρές απώλειες και αποκομίζοντας άφθονο πολεμικό υλικό. Η 22η Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού διαλύθηκε και τα τμήματά της πλημμύρισαν πανικόβλητα την Καστοριά.
Η επιτυχία αυτή του ΔΣΕ θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερη, στρατηγικής σημασίας νίκη, αν υπήρχαν οι απαραίτητες εφεδρείες που θα επέτρεπαν επιχειρήσεις για κατάληψη του χώρου της Καστοριάς και της Φλώρινας.
Η τακτική νίκη του ΔΣΕ στο Βίτσι προκάλεσε αναταραχή στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπου και λήφθηκαν μεγάλης έκτασης εκκαθαριστικά μέτρα. Να τι λέει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 453): «Ούτω ολόκληρος η ιεραρχία της 22ας Ταξιαρχίας εγένετο υπαίτιος της διαλύσεως των τμημάτων της και του καταπλημμυρισμού της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων. Και έπρεπε να εξέλθουν συνεργεία εκ των μετόπισθεν της Καστοριάς, διά να περισυλλέξουν ράκη από απόψεως ηθικού και να λειτουργήσουν στρατοδικεία, μόνο κατά των οπλιτών, δι’ επιβολήν κυρώσεων προς παραδειγματισμόν». Αναφερόμενος στις αιτίες της ήττας του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι, ο Ζαφειρόπουλος, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι αυτή η ήττα οφείλεται «εις την κατάπτωσιν του ηθικού, οφειλομένην εις τη σωματικήν κόπωσιν του στρατιώτου και εις την ψυχικήν κατάπληξιν την οποίαν υπέστη εκ της διαπιστώσεως εις Βίτσι ότι ο συμμοριτισμός υφίστατο εν πλήρει δράσει και ακμή, εν αντιθέσει προ ό,τι ελέχθη εις αυτόν μετά την πτώσιν του Γράμμου και εγένετο πιστευτόν, ότι ο συμμοριτισμός εξέλειψε πλέον. Επαυσε πλέον ο στρατιώτης να έχη εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν του, προς τα όπλα του, προς τους συναδέλφους του, προς τον ηγήτορά του και εκυριαρχείτο από δυσπιστίαν προς τον εαυτόν του και προς όλους» (στο ίδιο, σελ. 456).
Για ανακρίσεις και στρατοδικεία, μετά την ήττα του κυβερνητικού στρατού, μιλάει και ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, ο οποίος γράφει σχετικά για την επίδραση που αυτή είχε: «Ο συμμοριτισμός, πληγείς καιρίως εις τον Γράμμον, κατόρθωσε να αναδιοργανωθή εις το Βίτσι και να γίνεται απειλητικός όχι μόνον εις την περιοχήν ταύτην, αλλά και εις όλην τη χώραν, όπου διετήρη ακόμη μικράς εστίας εν δράσει, λόγω της αγκιστρώσεως των δυνάμεών μας εις Βίτσι. Η πλάστιγξ ήρχισε να κλίνη εις βάρος των εθνικών δυνάμεων» (Θρ. Τσακαλώτου: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος β`, σελ. 165).
Τέλος, ο Ε. Αβέρωφ στο βιβλίο του «Φωτιά και Τσεκούρι» (σελ. 368) γράφει για το θέμα: «Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και, καταληφθέντες από πανικό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά. Στις παρυφές της πόλεως, τμήματα με καλό ηθικό, που είχαν εν τω μεταξύ ειδοποιηθή, έφραξαν το δρόμο των φυγάδων. Συνελήφθησαν από τη Στρατιωτική Αστυνομία και παραπέμφθησαν αμέσως σε έκτακτα στρατοδικεία, δηλαδή σε δικαστήρια που αποτελούντο πρωτίστως από αξιωματικούς μη ανήκοντες στη στρατιωτική δικαιοσύνη, συνήθως από αξιωματικούς εν εκστρατεία. Εβδομήντα οκτώ φυγάδες εξετελέσθησαν εκείνες τις ημέρες. Ηταν όλοι μαχηταί του Γράμμου».
Ακόμη και ο Βαν Φλιτ…
Στη συνέχεια, ο Ε. Αβέρωφ αναφέρεται και σε άλλα μέτρα που πήρε το κυβερνητικό στρατόπεδο και οι Αμερικανοί για την ανόρθωση του στρατού τους. Αναφέρει σχετικά: «Ο Σοφούλης, παρά τα 88 του χρόνια, πήγε αεροπορικώς στην Καστοριά, επισκέφθηκε τα τμήματα, μίλησε στους στρατιώτες. Ο υπουργός των Στρατιωτικών, ένας από τους καλύτερους βουλευτάς του Λαϊκού Κόμματος, ο Γεώργιος Στράτος, και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου έκαμαν το ίδιο. Ο αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής Βαν Φλιτ, που είχε παρακολουθήσει και όλες τις μάχες, τους εμιμήθη. Ο τελευταίος όμως παρά λίγο να δημιουργήση ένα σοβαρό επεισόδιο. Στην Καστοριά, σε συγκέντρωση ανώτερων αξιωματικών, κατηγόρησε το Στρατό ότι χρησιμοποίησε την αμερικανική βοήθεια χωρίς να συντρίψει τον εχθρό, και διερωτήθη αν δεν έμενε πλέον στους Αμερικάνους παρά να αναχωρήσουν… Ευτυχώς για τον Στρατό, οι ανησυχίες έφτασαν πολύ πιο πέρα από τον στρατηγό Βαν Φλιτ. Περί τα μέσα Οκτωβρίου, ο υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Μάρσαλ, που διέθετε τόσο κύρος, συνοδευόμενος από τον Αμερικανό υπουργό Εθνικής Αμύνης και αρκετούς βοηθούς του, έφθανε στην Αθήνα για να εξετάση επί τόπου την κακή πορεία των επιχειρήσεων. Ο γράφων πιστεύει ότι γνωρίζει πως η ερώτηση «πρέπει να φύγουμε;», αν και τους ήταν ενοχλητική, είχε τεθή από ορισμένους υψηλά ισταμένους Αμερικανούς. Αλλά η απάντηση του Μάρσαλ υπήρξε κατηγορηματική: δεν έπρεπε να φύγουν» (στο ίδιο, σελ. 393 – 394).
Η δράση του ΔΣΕ σε άλλες περιοχές
Στο διάστημα της μεγάλης μάχης στη Βόρεια Πίνδο και στο χώρο του Βίτσι, οι δυνάμεις του ΔΣΕ ανέπτυξαν αξιόλογη δραστηριότητα στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας. Συνοπτικά αυτή η δραστηριότητα έχει ως εξής: Η ταξιαρχία των σαμποτέρ του ΔΣΕ, με επικεφαλής τον Α. Αγγελούλη (Βρατσάνος), ανέπτυξε σαμποταριστική δράση στο υψίπεδο της Κοζάνης, προκαλώντας καταστροφές στις συγκοινωνίες του αντιπάλου, παρακωλύοντας σοβαρά τη μεταφορά εφοδιασμού και έμψυχων δυνάμεών του στο μέτωπο, προκαλώντας πτώση του ηθικού των φαντάρων. Στη Θεσσαλία, τμήματα της 1ης Μεραρχίας τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1948 πραγματοποίησαν επιτυχείς επιθέσεις σε χωριά και κωμοπόλεις της περιοχής (Ζάρκο, Τσιότι, Φαρκαδώνα κ.ά.), ενώ χτύπησαν με επιτυχία και αστικά κέντρα. Στις 23 – 24/8 μπήκαν στα Τρίκαλα, στις 5 – 6/9 κατέλαβαν τον Τύρναβο και στις 14 με 15/9 μπήκαν στην Αγιά. Ακόμη χτυπήθηκαν η Καλαμπάκα και η Λάρισα. Τη δράση αυτή στη Θεσσαλία διεύθυνε ο Κ. Καραγιώργης.
Κατά τη διάρκεια της μάχης στο Βίτσι, ο κυβερνητικός στρατός επιχείρησε την τρίτη εκστρατεία του για την κατάληψη του ορεινού όγκου Μουργκάνα της Βορειοδυτικής Ηπείρου. Η επίθεση, σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, έγινε με τις 74, 75 και 76 ταξιαρχίες της 8ης Μεραρχίας, την 35η ταξιαρχία της 10ης Μεραρχίας, 4 τάγματα Εθνοφρουράς, μια ίλη ιππικού, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και 60 πυροβόλα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν 4 τάγματα. Η εκστρατεία αυτή του κυβερνητικού στρατού άρχισε στις 28 Αυγούστου 1948 και τελείωσε στις 16/9 του ιδίου έτους. Ο ΔΣΕ αμύνθηκε σκληρά και ηρωικά, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή. Οι δυνάμεις του στις 16 προς 17 Σεπτέμβρη ελίχθηκαν προς τα Ζαγόρια κι από κει στο Γράμμο.
Στην Πελοπόννησο, με επικεφαλής τον Στέφανο Γκιουζέλη, ο ΔΣΕ ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα. Να πώς περιγράφει αυτή τη δραστηριότητα ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 502): «Η αλλαγή της καταστάσεως, ήτις εδημιουργήθη εκ των επιτυχιών των συμμοριακών δυνάμεων, εδημιούργησεν ευνοϊκάς συνθήκας δι’ αποφασιστικοτέραν δράσιν και ανάπτυξιν του συμμοριτισμού. Πράγματι, εσυνεχίσθη η δράσις του συμμοριτισμού εις όλην την έκτασιν της Πελοποννήσου. Ωργανώθησαν σαμποτάζ εις τας οδικάς και σιδηροδρομικάς αρτηρίας, με αποτέλεσμα τη συχνήν διακοπήν των συγκοινωνιών. Εξετελέσθησαν επιτυχώς επιχειρήσεις, διά των οποίων εγένεντο κύριοι μεγάλων περιοχών. Ούτω διά των μαχών Παπαδούς και Κρεσταίνων και διά της καταλήψεως της Ανδριτσαίνης εκυριάρχησαν εις την περιοχήν της Ολυμπίας. Διά των μαχών εις τα Καβάσιλα, Λεχαινά, Ανδραβίδα περιόρισαν τας εθνικάς δυνάμεις εις τα δύο κέντρα του Πύργου και της Αμαλιάδος του Νομού Ηλείας. Διά της μάχης της Χαλανδρίτσης επεκράτησαν εις την Αχαΐαν και επεξέτειναν τη δράσιν των μέχρι των προθύρων των Πατρών. Εις την ορεινήν Κορινθίαν εξουδετέρωσαν ορισμένα σημεία στηρίγματος και επεξέτειναν τον έλεγχόν των μέχρι Κορίνθου – Αργους – Ναυπλίου. Εξησφάλισαν εις τη Νότιον Πελοπόννησον την πρωτοβουλίαν μετά τας επιτυχίας των εις τη Βόρειον Πελοπόννησον και τας μάχας του Μαλέβο και της Νεδούσης του Ταϋγέτου».
Ο ελιγμός του ΔΣΕ στο Βίτσι
και η Επική μάχη του Γράμμου
Τη νύχτα 20 προς 21 Αυγούστου του 1948 οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ύστερα από σχεδόν 70 ημέρες συνεχών και αδιάκοπων μαχών στη Βόρεια Πίνδο, και κάτω από τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση η οποία και έγινε συντεταγμένα με τον περίφημο ελιγμό στο χώρο του Βίτσι. Για κείνο τον ελιγμό γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά, κυρίως από τους αντιπάλους του ΔΣΕ που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ούτε πώς έγινε ο ελιγμός αλλά ούτε και τι σήμαινε για τη συνέχεια του εμφυλίου πολέμου. Υποστηρίχτηκε ότι οι δυνάμεις των ανταρτών πέρασαν στο Βίτσι χρησιμοποιώντας το αλβανικό έδαφος κι ότι δεν επρόκειτο για συντεταγμένο ελιγμό αλλά για άτακτο φυγή. Δόθηκαν στοιχεία για τις απώλειες του ΔΣΕ που σύμφωνα με ορισμένους ισχυρισμούς υπερέβαιναν την πραγματική του δύναμη. Από το ΚΚΕ και το Δημοκρατικό Στρατό υποστηρίχτηκε ότι ο ελιγμός είχε επιθετικό χαρακτήρα, «έδειξε τη δύναμη και τη μαχητικότητα του ΔΣΕ, το γερό επιθετικό του πνεύμα, την ικανότητα να κινείται γρήγορα και να πέφτει αποφασιστικά πάνω στο στόχο». Το θέμα έχει ενδιαφέρον γιατί αφορά την κατάληξη της μεγαλύτερης μάχης στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Μιας μάχης που για τους αντάρτες πήρε το χαρακτήρα της εποποιίας. O αξιωματικός επιχειρήσεων του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, συνταγματάρχης Γιώργης Κατεμής περιγράφει ως εξής το σχέδιο του ελιγμού: «Ο σκοπός του ελιγμού, με τη διαταγή του Γενικού Αρχηγείου καθοριζόταν έτσι:
"Οι δυνάμεις που βρίσκονται στο θέατρο επιχειρήσεων Γράμμου, πλην δύο διλοχιών της 670 Μονάδας, να διασπάσουν την εχθρική διάταξη και να ελιχθούν στους χώρους Βίτσι - Σινιάτσικο". Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των τμημάτων (νύχτα 19-20/8/48 και ημέρα 20-8-48) προβλεπόταν η διατήρηση της φυσιογνωμίας της μάχης σ' όλους τους τομείς και ισχυρή κατοχή των σημείων 2520 - 2442 - Κιάφα - Σούφλικα - Σκάλα (1952 Τσάρνο - Ψωριάρικα - Γκίνοβα). Κατά τη διάρκεια της κίνησης (ελιγμού) θάπρεπε να εξασφαλιστεί ισχυρή κατοχή των υψωμάτων 2520 - 2442 - Κιάφα - Σούφλικα - Σκάλα (1952) - Φλάμπουρο - Πόρτα Οσμάν με σκοπό την αγκίστρωση των δυνάμεων του εχθρού επί όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο, ώστε αυτοί να μη μπορέσουν να τεθούν σε καταδίωξη των τμημάτων μας. Η κατανομή των δυνάμεων και των αποστολών για την πραγματοποίηση του σκοπού πούβαλε το Γενικό Αρχηγείο έπρεπε να γίνει όπως παρακάτω, σύμφωνα με τη διαταγή επιχειρήσεων.
α) Πρώτη Φάλαγγα: Η 103 Ταξιαρχία πλην διλοχία, η 16 Ταξιαρχία πλην διλοχία, η Σχολή Αξιωματικών του Γεν. Αρχηγείου, οι σχηματισμοί του Γ.Α., οι σχηματισμοί και το πυροβολικό της 670 Μονάδας, υπό ενιαία διοίκηση να συγκεντρωθούν στο χώρο Σλήμνιτσα - Μπέλτσα τη νύχτα της 19-20/8/48. Στο χώρο αυτό να παραμείνουν καλυμμένα τα τμήματα την ημέρα της 20-8-48. Την 20.30 ώραν της 20-8-48 να ενεργήσουν διάσπαση της εχθρικής διάταξης στο φυλάκιο Γκίνοβας (Γιαννοβένισκο) και να κινηθούν ταχύτατα στον άξονα Γκίνοβα - Φυλάκιο Καλή Βρύση - Διποταμνιά - Κομνηνάδες - Κορφούλα - Πολυάνεμο - Αγ. Δημήτριος - Κρυσταλοπηγή. Τις πρωινές ώρες της 21-8-48 να φτάσει η φάλαγγα στα υψώματα 990 - 974 - Αγιος Αθανάσιος Ιεροπηγής - 892 όπου να συνδεθεί με τμήματα της 108 Ταξιαρχίας και να εγκατασταθεί αμυντικά.
β) Δεύτερη Φάλαγγα: Η 107 ταξιαρχία, σχηματισμοί και πυροβολικό Δ.Μ. και ενδεχόμενα 14η ταξιαρχία, υπό ενιαία διοίκηση να συγκεντρωθούν τη νύχτα της 19-20/8/48 στο χώρο Μονόπυλο - Γκίνοβας - Ψωριάρικα - Τσάρνο και 1) να εξασφαλίσει την ισχυρή κατοχή Γκίνοβας - Τσάρνο - Ψωριάρικα μέχρι την 21η ώρα της 20/8/48. 2) με δύναμη διλοχίας ενισχυμένης με όλο το βαρύ οπλισμό της ταξιαρχίας και ουλαμό πυροβολικού Δ.Μ. την 20.30 ώραν της 20/8/48 να ενεργήσει επίθεση προς Βόλια, η οποία να συνεχιστεί με ένταση μέχρι τις πρωινές ώρες της 21/8/48. 3) μόλις η κεφαλή της πρώτης φάλαγγας περάσει το φυλάκιο της Γκίνοβας να αποσυρθούν τα υπόλοιπα τμήματα από τις θέσεις που κατέχουν να σχηματιστεί η φάλαγγα και να ακολουθήσει στην ουρά της πρώτης φάλαγγας. 4) το πρωί της 21/8/48 να εγκατασταθεί αμυντικά στα υψώματα Γκότσοβο - Βοσκοβίτσι (Πολυάνεμου) - Αγιος Ιωάννης, όπου να συνδεθεί με τμήματα της 108 Ταξιαρχίας. Σε περίπτωση εχθρικής ενέργειας από Φαλτσάτα να ενεργήσει αποφασιστικά σε συνδυασμό με τμήματα της πρώτης φάλαγγας.
γ) Η 14η ταξιαρχία να συγκεντρωθεί στο χώρο Πύργος - Χάρος τη νύχτα της 20/8/48 και να κινηθεί την ίδια νύχτα στην κατεύθυνση Πύργος - Δαμασκηνιά - Σινιάτσικο.
δ) Οι δύο διλοχίες της 670 Μ. υπό ενιαία διοίκηση, ενισχυμένες με περισσότερα πολυβόλα, όλμους και πυρομαχικά να εξασφαλίσουν την ισχυρή κατοχή των υψωμάτων 2520 - 2442 - Κιάφα - Σούφλικας - Γκουρίτσα - Σκάλα (1952) καθ' όλη την ημέρα της 20ής και 21ης/8/48. Μετά να ελιχθούν στο χώρο Γράμμος - Βόιο - Σμόλικας και να δράσουν αντάρτικα''.
Πριν όμως αναφερθούμε αναλυτικά στο πώς πραγματοποιήθηκε ο ελιγμός, οφείλουμε να δούμε γιατί αυτός κατέστη υποχρεωτικός για τις δυνάμεις του ΔΣΕ, να αναφερθούμε δηλαδή στη μεγάλη μάχη στο Γράμμο το καλοκαίρι του 1948.
Η επική μάχη του Γράμμου
Η μάχη του Γράμμου στη Βόρεια Πίνδο άρχισε στις 14 Ιούνη του 1948 και τελείωσε, με τον ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, στις 20 προς 21 Αυγούστου του ιδίου έτους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια και σκληρότερο, από την άποψη των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα, πολεμικό γεγονός σ' όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που αν μη τι άλλο ανέτρεψε πλήρως όλους τους ισχυρισμούς που ακούγονταν τότε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ότι ο ΔΣΕ δεν ήταν πραγματικός επαναστατικός στρατός αλλά μερικές συμμορίες κατσαπλιάδων. Τα στρατιωτικά επιτελεία της κυβέρνησης των Αθηνών και οι ξένοι στρατιωτικοί τους σύμβουλοι οργάνωσαν αυτή τη μεγάλη εκστρατεία στη Βόρεια Πίνδο με στόχο την οριστική συντριβή του ΔΣΕ. Η εκστρατεία στηρίχτηκε στο στρατηγικό σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», η επωνυμία του οποίου φανερώνει και το στόχο που είχαν, με την εφαρμογή του, αυτοί που το συνέταξαν. Με δεδομένο ότι το προηγούμενο διάστημα (15/4 - 3/5/1948) η επιχείρηση του κυβερνητικού στρατού στη Ρούμελη είχε την επωνυμία «Χαραυγή» που συμβόλιζε τη χαραυγή της νίκης των αντιπάλων του ΔΣΕ, η επιχείρηση «ΚΟΡΩΝΙΣ», ως συνέχεια της «Χαραυγής», σήμαινε την κορωνίδα αυτής της νίκης.
Σύμφωνα με το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ» η διάρκεια των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού στη Β. Πίνδο θα ήταν 3, το πολύ 4 βδομάδες. Δηλαδή από 21 έως 28 μέρες. Στόχος η «Η εξάρθρωσις της εις την περιοχήν ΓΡΑΜΜΟΥ συμμοριακής εξουσίας διά πλήρους συντριβής και εξοντώσεως των εκεί συμμοριακών συγκροτημάτων. Η εγκατάστασις εντός του άνω χώρου εθνικών δυνάμεων προς παρεμπόδισιν πάσης εκ νέου αναμολύνσεως υπό των συμμοριτών».
Το σχέδιο προέβλεπε τρεις φάσεις επιχειρήσεων:
-Η πρώτη φάση αφορούσε προκαταρκτικές ενέργειες για βελτίωση των βάσεων εξόρμησης των μεραρχιών του κυβερνητικού στρατού.
-Η δεύτερη φάση προέβλεπε γρήγορες ισχυρές επιθετικές κινήσεις κατά μήκος των αλβανικών συνόρων και από τις δύο κατευθύνσεις ώστε να εμποδιστεί κάθε δυνατότητα διαφυγής του ΔΣΕ στην Αλβανία (ο χρόνος πραγματοποίησης αυτού του φράγματος προβλεπόταν για τρεις ημέρες).
-Τέλος, η τρίτη φάση προέβλεπε τη διατήρηση του φράγματος αποκοπής του ΔΣΕ από τη μεριά της Αλβανίας και διείσδυση του κυβερνητικού στρατού στο εσωτερικό του Γράμμου «προς απηνή δίωξη κι εξόντωση των συμμοριτών».
Το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», στην πορεία των επιχειρήσεων δέχτηκε απανωτές τροποποιήσεις και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε το στρατηγό Θρ. Τσακαλώτο να γράψει γι' αυτό το σχέδιο: «Δεν γνωρίζω ποιος είναι ο κυριότερος υπεύθυνος του σχεδίου επιχειρήσεων του Γράμμου του 1948. Ομως δικαίως, οι αγωνιζόμενοι αξιωματικοί έδωκαν εις το σχέδιον τούτο την ονομασίαν «Νηπιώδες». Πράγματι είναι απαράδεκτος η αναφερομένη εις το σχέδιον τούτο διατύπωσις ότι εντός 24ώρου η IX Μεραρχία (Μανιδάκη) από της Ηπείρου και η XV Μεραρχία (Λαΐου) από Δυτ. Μακεδονίας θα ηνούντο εις την κορυφήν του Γράμμου, κινούμεναι σχεδόν παραλλήλως των Αλβανικών συνόρων... Το νηπιώδες σχέδιον έλαβε την εκδίκησίν του. Αι Μεραρχίαι, όχι μόνο δεν ηνώθησαν εντός 24ώρου αλλά ποτέ. Η μάχη αυτή θα στοιχίσει εις το έθνος υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης".
"Οι δυνάμεις που βρίσκονται στο θέατρο επιχειρήσεων Γράμμου, πλην δύο διλοχιών της 670 Μονάδας, να διασπάσουν την εχθρική διάταξη και να ελιχθούν στους χώρους Βίτσι - Σινιάτσικο". Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των τμημάτων (νύχτα 19-20/8/48 και ημέρα 20-8-48) προβλεπόταν η διατήρηση της φυσιογνωμίας της μάχης σ' όλους τους τομείς και ισχυρή κατοχή των σημείων 2520 - 2442 - Κιάφα - Σούφλικα - Σκάλα (1952 Τσάρνο - Ψωριάρικα - Γκίνοβα). Κατά τη διάρκεια της κίνησης (ελιγμού) θάπρεπε να εξασφαλιστεί ισχυρή κατοχή των υψωμάτων 2520 - 2442 - Κιάφα - Σούφλικα - Σκάλα (1952) - Φλάμπουρο - Πόρτα Οσμάν με σκοπό την αγκίστρωση των δυνάμεων του εχθρού επί όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο, ώστε αυτοί να μη μπορέσουν να τεθούν σε καταδίωξη των τμημάτων μας. Η κατανομή των δυνάμεων και των αποστολών για την πραγματοποίηση του σκοπού πούβαλε το Γενικό Αρχηγείο έπρεπε να γίνει όπως παρακάτω, σύμφωνα με τη διαταγή επιχειρήσεων.
α) Πρώτη Φάλαγγα: Η 103 Ταξιαρχία πλην διλοχία, η 16 Ταξιαρχία πλην διλοχία, η Σχολή Αξιωματικών του Γεν. Αρχηγείου, οι σχηματισμοί του Γ.Α., οι σχηματισμοί και το πυροβολικό της 670 Μονάδας, υπό ενιαία διοίκηση να συγκεντρωθούν στο χώρο Σλήμνιτσα - Μπέλτσα τη νύχτα της 19-20/8/48. Στο χώρο αυτό να παραμείνουν καλυμμένα τα τμήματα την ημέρα της 20-8-48. Την 20.30 ώραν της 20-8-48 να ενεργήσουν διάσπαση της εχθρικής διάταξης στο φυλάκιο Γκίνοβας (Γιαννοβένισκο) και να κινηθούν ταχύτατα στον άξονα Γκίνοβα - Φυλάκιο Καλή Βρύση - Διποταμνιά - Κομνηνάδες - Κορφούλα - Πολυάνεμο - Αγ. Δημήτριος - Κρυσταλοπηγή. Τις πρωινές ώρες της 21-8-48 να φτάσει η φάλαγγα στα υψώματα 990 - 974 - Αγιος Αθανάσιος Ιεροπηγής - 892 όπου να συνδεθεί με τμήματα της 108 Ταξιαρχίας και να εγκατασταθεί αμυντικά.
β) Δεύτερη Φάλαγγα: Η 107 ταξιαρχία, σχηματισμοί και πυροβολικό Δ.Μ. και ενδεχόμενα 14η ταξιαρχία, υπό ενιαία διοίκηση να συγκεντρωθούν τη νύχτα της 19-20/8/48 στο χώρο Μονόπυλο - Γκίνοβας - Ψωριάρικα - Τσάρνο και 1) να εξασφαλίσει την ισχυρή κατοχή Γκίνοβας - Τσάρνο - Ψωριάρικα μέχρι την 21η ώρα της 20/8/48. 2) με δύναμη διλοχίας ενισχυμένης με όλο το βαρύ οπλισμό της ταξιαρχίας και ουλαμό πυροβολικού Δ.Μ. την 20.30 ώραν της 20/8/48 να ενεργήσει επίθεση προς Βόλια, η οποία να συνεχιστεί με ένταση μέχρι τις πρωινές ώρες της 21/8/48. 3) μόλις η κεφαλή της πρώτης φάλαγγας περάσει το φυλάκιο της Γκίνοβας να αποσυρθούν τα υπόλοιπα τμήματα από τις θέσεις που κατέχουν να σχηματιστεί η φάλαγγα και να ακολουθήσει στην ουρά της πρώτης φάλαγγας. 4) το πρωί της 21/8/48 να εγκατασταθεί αμυντικά στα υψώματα Γκότσοβο - Βοσκοβίτσι (Πολυάνεμου) - Αγιος Ιωάννης, όπου να συνδεθεί με τμήματα της 108 Ταξιαρχίας. Σε περίπτωση εχθρικής ενέργειας από Φαλτσάτα να ενεργήσει αποφασιστικά σε συνδυασμό με τμήματα της πρώτης φάλαγγας.
γ) Η 14η ταξιαρχία να συγκεντρωθεί στο χώρο Πύργος - Χάρος τη νύχτα της 20/8/48 και να κινηθεί την ίδια νύχτα στην κατεύθυνση Πύργος - Δαμασκηνιά - Σινιάτσικο.
δ) Οι δύο διλοχίες της 670 Μ. υπό ενιαία διοίκηση, ενισχυμένες με περισσότερα πολυβόλα, όλμους και πυρομαχικά να εξασφαλίσουν την ισχυρή κατοχή των υψωμάτων 2520 - 2442 - Κιάφα - Σούφλικας - Γκουρίτσα - Σκάλα (1952) καθ' όλη την ημέρα της 20ής και 21ης/8/48. Μετά να ελιχθούν στο χώρο Γράμμος - Βόιο - Σμόλικας και να δράσουν αντάρτικα''.
Πριν όμως αναφερθούμε αναλυτικά στο πώς πραγματοποιήθηκε ο ελιγμός, οφείλουμε να δούμε γιατί αυτός κατέστη υποχρεωτικός για τις δυνάμεις του ΔΣΕ, να αναφερθούμε δηλαδή στη μεγάλη μάχη στο Γράμμο το καλοκαίρι του 1948.
Η επική μάχη του Γράμμου
Η μάχη του Γράμμου στη Βόρεια Πίνδο άρχισε στις 14 Ιούνη του 1948 και τελείωσε, με τον ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, στις 20 προς 21 Αυγούστου του ιδίου έτους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια και σκληρότερο, από την άποψη των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα, πολεμικό γεγονός σ' όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που αν μη τι άλλο ανέτρεψε πλήρως όλους τους ισχυρισμούς που ακούγονταν τότε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ότι ο ΔΣΕ δεν ήταν πραγματικός επαναστατικός στρατός αλλά μερικές συμμορίες κατσαπλιάδων. Τα στρατιωτικά επιτελεία της κυβέρνησης των Αθηνών και οι ξένοι στρατιωτικοί τους σύμβουλοι οργάνωσαν αυτή τη μεγάλη εκστρατεία στη Βόρεια Πίνδο με στόχο την οριστική συντριβή του ΔΣΕ. Η εκστρατεία στηρίχτηκε στο στρατηγικό σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», η επωνυμία του οποίου φανερώνει και το στόχο που είχαν, με την εφαρμογή του, αυτοί που το συνέταξαν. Με δεδομένο ότι το προηγούμενο διάστημα (15/4 - 3/5/1948) η επιχείρηση του κυβερνητικού στρατού στη Ρούμελη είχε την επωνυμία «Χαραυγή» που συμβόλιζε τη χαραυγή της νίκης των αντιπάλων του ΔΣΕ, η επιχείρηση «ΚΟΡΩΝΙΣ», ως συνέχεια της «Χαραυγής», σήμαινε την κορωνίδα αυτής της νίκης.
Σύμφωνα με το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ» η διάρκεια των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού στη Β. Πίνδο θα ήταν 3, το πολύ 4 βδομάδες. Δηλαδή από 21 έως 28 μέρες. Στόχος η «Η εξάρθρωσις της εις την περιοχήν ΓΡΑΜΜΟΥ συμμοριακής εξουσίας διά πλήρους συντριβής και εξοντώσεως των εκεί συμμοριακών συγκροτημάτων. Η εγκατάστασις εντός του άνω χώρου εθνικών δυνάμεων προς παρεμπόδισιν πάσης εκ νέου αναμολύνσεως υπό των συμμοριτών».
Το σχέδιο προέβλεπε τρεις φάσεις επιχειρήσεων:
-Η πρώτη φάση αφορούσε προκαταρκτικές ενέργειες για βελτίωση των βάσεων εξόρμησης των μεραρχιών του κυβερνητικού στρατού.
-Η δεύτερη φάση προέβλεπε γρήγορες ισχυρές επιθετικές κινήσεις κατά μήκος των αλβανικών συνόρων και από τις δύο κατευθύνσεις ώστε να εμποδιστεί κάθε δυνατότητα διαφυγής του ΔΣΕ στην Αλβανία (ο χρόνος πραγματοποίησης αυτού του φράγματος προβλεπόταν για τρεις ημέρες).
-Τέλος, η τρίτη φάση προέβλεπε τη διατήρηση του φράγματος αποκοπής του ΔΣΕ από τη μεριά της Αλβανίας και διείσδυση του κυβερνητικού στρατού στο εσωτερικό του Γράμμου «προς απηνή δίωξη κι εξόντωση των συμμοριτών».
Το σχέδιο «ΚΟΡΩΝΙΣ», στην πορεία των επιχειρήσεων δέχτηκε απανωτές τροποποιήσεις και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε το στρατηγό Θρ. Τσακαλώτο να γράψει γι' αυτό το σχέδιο: «Δεν γνωρίζω ποιος είναι ο κυριότερος υπεύθυνος του σχεδίου επιχειρήσεων του Γράμμου του 1948. Ομως δικαίως, οι αγωνιζόμενοι αξιωματικοί έδωκαν εις το σχέδιον τούτο την ονομασίαν «Νηπιώδες». Πράγματι είναι απαράδεκτος η αναφερομένη εις το σχέδιον τούτο διατύπωσις ότι εντός 24ώρου η IX Μεραρχία (Μανιδάκη) από της Ηπείρου και η XV Μεραρχία (Λαΐου) από Δυτ. Μακεδονίας θα ηνούντο εις την κορυφήν του Γράμμου, κινούμεναι σχεδόν παραλλήλως των Αλβανικών συνόρων... Το νηπιώδες σχέδιον έλαβε την εκδίκησίν του. Αι Μεραρχίαι, όχι μόνο δεν ηνώθησαν εντός 24ώρου αλλά ποτέ. Η μάχη αυτή θα στοιχίσει εις το έθνος υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης".
Ο στρατηγικός ελιγμός του ΔΣΕ από τον Γράμμο στο Βίτσι
(20-21 Αυγούστου 1948)
Μετά από 70 ημέρες σκληρού και άνισου αγώνα, τα τμήματα του ΔΣΕ δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις μάχες στο χώρο του Γράμμου, είχαν εξαντληθεί και είχαν μεγάλες απώλειες. Εφεδρείες δεν υπήρχαν και ο συσχετισμός των στρατιωτικών δυνάμεων δεν επέτρεπε να γίνει η τελική αναμέτρηση στο χώρο του Γράμμου.
Ο κυβερνητικός στρατός είχε δημιουργήσει ασφυχτικό κλοιό.
Πιο συγκεκριμένα:
Η XV Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 45, 61, 73 και με το 104ο Σύνταγμα Πυροβολικού κρατούσε τον τομέα της Αλεβίτσας.
Η Ι Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 3, 51, 77 και το 102ο Σύνταγμα Πυροβολικού διατηρούσε τον τομέα Γκορούσα – Πύργος Κοτύλης.
Η Χ Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 35, 37 και δύο μοίρες πυροβολικού κρατούσε τον τομέα Λυκόρραχη – Μούκα.
Η ΙΧ Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 36, 41, 42, 43 και το 105ο Σύνταγμα Πυροβολικού κρατούσε τον τομέα Σταυρός – Πλικάτι.
Η VΙΙΙ Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 75, 76 κρατούσε την Κόνιτσα και τα Δολιανά.
Εκτός από τη μεγάλη αυτή στρατιωτική δύναμη υπήρχαν και άλλες μονάδες, αεροπορία, άρματα μάχης, τα τάγματα εθνοφρουράς και χωροφυλακής, ΜΑΥδες, κλπ.
Τα τμήματα του ΔΣΕ που βρίσκονταν στο Γράμμο στις 19 Αυγούστου 1948 ήταν τα εξής:
Η 107η Ταξιαρχία στον τομέα της Αλεβίτσας.
Η 14η Ταξιαρχία στον τομέα τον Πύργου Κοτύλης – Χάρο.
Η 16η Ταξιαρχία στον τομέα Αρένα – Μούκα.
Η 103η Ταξιαρχία στον τομέα Κιάφα – Χαλίκι.
Μια διλοχία Κάτω Αρένα.
Η Σχολή Αξιωματικών στο Σούφλικα.
Τρεις Πυροβολαρχίες Πυροβολικού.
Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, με τη διαταγή ΕΠΕ 285/19.8.1948, αποφάσισε να πραγματοποιηθεί ο ελιγμός όλων των τμημάτων του ΔΣΕ από το Γράμμο στο Βίτσι. Η διαταγή καθόριζε έτσι: «Οι δυνάμεις που βρίσκονται στο θέατρο επιχειρήσεων του Γράμμου, πλην δυο διλοχιών της 670ης Μονάδας, να διασπάσουν την εχθρική διάταξη και να ελιχθούν στους χώρους Βίτσι – Σινιάτσικο.»
Από την πλευρά του Βιτσίου Πολυάνεμος – Ιεροπηγή – Άγιος Δημήτριος, θα εξασφάλιζαν τον ελιγμό τα τμήματα της 18ης Ταξιαρχίας και η Ταξιαρχία που είχε φτάσει από την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη.
Με βάση το σχέδιο του ελιγμού, έγινε η κατανομή των μονάδων σε φάλαγγες και καθορίστηκαν τα δρομολόγια εξόρμησης και πορείας των τμημάτων του ΔΣΕ.
Η κατανομή των δυνάμεων προέβλεπε ότι ο ελιγμός έπρεπε να γίνει:
Πρώτη Φάλαγγα: 103η Ταξιαρχία, 16η Ταξιαρχία, η Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και το πυροβολικό της 670ης Μονάδας υπό ενιαία διοίκηση.
Δεύτερη Φάλαγγα: Η 107η Ταξιαρχία, η 14η Ταξιαρχία, σχηματισμοί και πυροβολικό ΔΜ, δυο διλοχίες της 670ης υπό ενιαία διοίκηση.
Στις 20 Αυγούστου 1948, με εξαιρετική ταχύτητα και μυστικότητα, όλα τα τμήματα του ΔΣΕ στο Γράμμο συγκεντρώθηκαν στους χώρους εξόρμησης για την πραγματοποίηση του ελιγμού έτσι όπως καθόριζε η διαταγή του ΓΑ.
Το κύριο χτύπημα, για να ανοίξει ο δρόμος προς το Βίτσι, θα δινόταν στην Αλεβίτσα. Η 16η Ταξιαρχία του ΔΣΕ στις 23:00 η ώρα της 20.8.1948, ενήργησε αποφασιστικά, κεραυνοβόλα, με πάντζερ, χειροβομβίδες, αυτόματα όπλα στην Γκίνοβα και, μέσα σε 15 λεπτά, κατέστρεψε τις 4 σειρές των οχυρωμάτων – πολυβολείων του στρατού.
Έτσι, άνοιξε ένας διάδρομος για το πέρασμα των μονάδων του ΔΣΕ στο Βίτσι. Η 107η Ταξιαρχία εκδήλωσε επίθεση στις 20.30΄ στα αντερείσματα της Αλεβίτσας.
Το κατόρθωμα του ανοίγματος δεν ήταν αναίμακτο. Τα τμήματα του ΔΣΕ που ενήργησαν κεραυνοβόλα είχαν 25 νεκρούς και 125 τραυματίες.
Το πέρασμα των μονάδων άρχισε στις 00.30΄ της 21ης Αυγούστου 1948. Στις 5.30΄ το πρωί, οι επικεφαλείς της φάλαγγας έφθασαν στα υψώματα Πολυανέμου και το απόγευμα, στις 15.00΄, τα τμήματα βρίσκονταν στον Αγ. Δημήτριο – Ιεροπηγή.
Ο κυβερνητικός στρατός και τα επιτελεία του αιφνιδιάστηκαν από τη γρήγορη διέλευση του ελιγμού.
Η κυβέρνηση των Αθηνών προσπάθησε να παραπλανήσει την κοινή γνώμη λέγοντας ότι, δήθεν, τα τμήματα του ΔΣΕ πέρασαν στην Αλβανία. Γρήγορα, όμως, αναδιπλώθηκε, όταν έμαθε για το σπάσιμο του κλοιού και για τις τεράστιες απώλειες που είχε ο κυβερνητικός στρατός στην Γκίνοβα και στην Αλεβίτσα.
Ο Γεωργίου Κοσμάς, που διετέλεσε αρχηγός του ΓΕΣ, γράφει ότι οι νεκροί του στρατού στη μάχη του Γράμμου, το 1948, ήταν 5.185. Από αυτούς, οι 430 ήταν αξιωματικοί. Οι τραυματίες ήταν 18.089, από αυτούς οι 1.096 ήταν αξιωματικοί.
Με αυτόν το μεγάλο και πετυχημένο στρατηγικό ελιγμό έληξε η 70ήμερη μεγάλη μάχη του Γράμμου. Αυτός ο ελιγμός έδειξε τη μαχητικότητα, την ικανότητα, τη δύναμη και την αποφασιστικότητα των μαχητών και αξιωματικών του λαϊκού ΔΣΕ.
Ο αντίπαλος «χάρη στην αναπάντεχη γι’ αυτόν ηρωική αντίσταση των ανδρών μας, υποχρεώθηκε να ρίξει στη μάχη όλες τις εφεδρείες του… χάρη στην τεράστια υπεροχή του… προχωρούσε, χωρίς όμως ούτε μια μοναδική φορά να μπορέσει να αποκόψει και να εκμηδενίσει ή αιχμαλωτίσει τμήμα μας».
Ο Νίκος Μπελογιάννης, που βρισκόταν στο Γράμμο όταν ακόμα διεξαγόταν η μεγάλη μάχη στη Βόρειο Πίνδο, έγραφε: «Ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της μάχης του Γράμμου είναι η μεγάλη διαφορά σε έμψυχο και άψυχο υλικό ανάμεσα στους 2 αντιπάλους. Οι ξένοι ιμπεριαλιστές έδωσαν στο μοναρχοφασισμό άφθονα κανόνια και αεροπλάνα… η διαφορά αυτή εκμηδενίζεται από την ηθικοπλαστική υπεροχή των μαχητών και στελεχών του ΔΣΕ που σήμερα γράφουν στο Γράμμο τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας μας, πολεμώντας για την καινούργια Ελλάδα της Λαϊκής Δημοκρατίας.»
Εννοείται ότι οι απώλειες των τμημάτων του ΔΣΕ στη μεγάλη μάχη του Γράμμου δεν ήταν λίγες.
Στην Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ τον ΚΚΕ (25.8.48) υπογραμμίζεται:
"Οι μαχητές στην Πίνδο κάναν στο ακέραιο το καθήκον τους. Οι διοικητές και οι πολιτικοί επίτροποι (έχουμε εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες αξιωματικούς και πολιτικούς επίτροπους που πολέμησαν με ηρωισμό και μυαλό) φάνηκαν άξιοι της αποστολής τους"
Στη συνέχεια, η Απόφαση λέει: «Μέσα στη φωτιά της μάχης στη Βόρεια Πίνδο, το στρατόπεδο μας, για να σταματήσει το αίμα που χυνόταν, δε δίστασε να επαναλάβει ότι θα δεχόταν κάθε έντιμη δημοκρατική συνεννόηση που θα εξασφάλιζε στο λαό και στον τόπο την ησυχία και την ειρήνη»· τότε οι αντίπαλοι μας είπαν "ότι αυτό ήταν η αδυναμία μας" και συνέχισαν να χτυπούν το λαϊκό κίνημα.
Οι μαχητές και οι αξιωματικοί του ΔΣΕ έδωσαν το 1948 στο Γράμμο μια 70ήμερη σκληρή μάχη με έναν αντίπαλο που είχε μεγάλη υπεροχή σε έμψυχο και άψυχο υλικό και εξοπλισμένο σαν τον αστακό με τα πιο σύγχρονα αμερικανοαγγλικά όπλα. Άνδρες και γυναίκες, μαχητές και αξιωματικοί του ΔΣΕ, άντεξαν και έδειξαν την ηθική υπεροχή τους γιατί κάνανε αγώνα δίκαιο για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και για μια νέα λαϊκή εξουσία κατά του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, κατά των αντιδραστικών δυνάμεων, κατά του νεοφασισμού, ενάντια στη βία και την τρομοκρατία. Ο αγώνας τους ήταν αγώνας λαϊκής αντίστασης στα μεταπολεμικά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Το παράδειγμα των υπερασπιστών τον Γράμμου αποτελεί πλούσια παρακαταθήκη, είναι παράδειγμα φρονηματισμού στην πάλη και αντίσταση.
Η αυτοθυσία των μαχητών και αξιωματικών στο Γράμμο το 1948 γέμισε τον πίνακα τιμής των νεκρών του ΔΣΕ, αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για μια δημοκρατική, ανεξάρτητη, σοσιαλιστική Ελλάδα.
*Κατιούσα*
Ο κυβερνητικός στρατός είχε δημιουργήσει ασφυχτικό κλοιό.
Πιο συγκεκριμένα:
Η XV Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 45, 61, 73 και με το 104ο Σύνταγμα Πυροβολικού κρατούσε τον τομέα της Αλεβίτσας.
Η Ι Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 3, 51, 77 και το 102ο Σύνταγμα Πυροβολικού διατηρούσε τον τομέα Γκορούσα – Πύργος Κοτύλης.
Η Χ Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 35, 37 και δύο μοίρες πυροβολικού κρατούσε τον τομέα Λυκόρραχη – Μούκα.
Η ΙΧ Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 36, 41, 42, 43 και το 105ο Σύνταγμα Πυροβολικού κρατούσε τον τομέα Σταυρός – Πλικάτι.
Η VΙΙΙ Μεραρχία με τις Ταξιαρχίες 75, 76 κρατούσε την Κόνιτσα και τα Δολιανά.
Εκτός από τη μεγάλη αυτή στρατιωτική δύναμη υπήρχαν και άλλες μονάδες, αεροπορία, άρματα μάχης, τα τάγματα εθνοφρουράς και χωροφυλακής, ΜΑΥδες, κλπ.
Τα τμήματα του ΔΣΕ που βρίσκονταν στο Γράμμο στις 19 Αυγούστου 1948 ήταν τα εξής:
Η 107η Ταξιαρχία στον τομέα της Αλεβίτσας.
Η 14η Ταξιαρχία στον τομέα τον Πύργου Κοτύλης – Χάρο.
Η 16η Ταξιαρχία στον τομέα Αρένα – Μούκα.
Η 103η Ταξιαρχία στον τομέα Κιάφα – Χαλίκι.
Μια διλοχία Κάτω Αρένα.
Η Σχολή Αξιωματικών στο Σούφλικα.
Τρεις Πυροβολαρχίες Πυροβολικού.
Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, με τη διαταγή ΕΠΕ 285/19.8.1948, αποφάσισε να πραγματοποιηθεί ο ελιγμός όλων των τμημάτων του ΔΣΕ από το Γράμμο στο Βίτσι. Η διαταγή καθόριζε έτσι: «Οι δυνάμεις που βρίσκονται στο θέατρο επιχειρήσεων του Γράμμου, πλην δυο διλοχιών της 670ης Μονάδας, να διασπάσουν την εχθρική διάταξη και να ελιχθούν στους χώρους Βίτσι – Σινιάτσικο.»
Από την πλευρά του Βιτσίου Πολυάνεμος – Ιεροπηγή – Άγιος Δημήτριος, θα εξασφάλιζαν τον ελιγμό τα τμήματα της 18ης Ταξιαρχίας και η Ταξιαρχία που είχε φτάσει από την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη.
Με βάση το σχέδιο του ελιγμού, έγινε η κατανομή των μονάδων σε φάλαγγες και καθορίστηκαν τα δρομολόγια εξόρμησης και πορείας των τμημάτων του ΔΣΕ.
Η κατανομή των δυνάμεων προέβλεπε ότι ο ελιγμός έπρεπε να γίνει:
Πρώτη Φάλαγγα: 103η Ταξιαρχία, 16η Ταξιαρχία, η Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και το πυροβολικό της 670ης Μονάδας υπό ενιαία διοίκηση.
Δεύτερη Φάλαγγα: Η 107η Ταξιαρχία, η 14η Ταξιαρχία, σχηματισμοί και πυροβολικό ΔΜ, δυο διλοχίες της 670ης υπό ενιαία διοίκηση.
Στις 20 Αυγούστου 1948, με εξαιρετική ταχύτητα και μυστικότητα, όλα τα τμήματα του ΔΣΕ στο Γράμμο συγκεντρώθηκαν στους χώρους εξόρμησης για την πραγματοποίηση του ελιγμού έτσι όπως καθόριζε η διαταγή του ΓΑ.
Το κύριο χτύπημα, για να ανοίξει ο δρόμος προς το Βίτσι, θα δινόταν στην Αλεβίτσα. Η 16η Ταξιαρχία του ΔΣΕ στις 23:00 η ώρα της 20.8.1948, ενήργησε αποφασιστικά, κεραυνοβόλα, με πάντζερ, χειροβομβίδες, αυτόματα όπλα στην Γκίνοβα και, μέσα σε 15 λεπτά, κατέστρεψε τις 4 σειρές των οχυρωμάτων – πολυβολείων του στρατού.
Έτσι, άνοιξε ένας διάδρομος για το πέρασμα των μονάδων του ΔΣΕ στο Βίτσι. Η 107η Ταξιαρχία εκδήλωσε επίθεση στις 20.30΄ στα αντερείσματα της Αλεβίτσας.
Το κατόρθωμα του ανοίγματος δεν ήταν αναίμακτο. Τα τμήματα του ΔΣΕ που ενήργησαν κεραυνοβόλα είχαν 25 νεκρούς και 125 τραυματίες.
Το πέρασμα των μονάδων άρχισε στις 00.30΄ της 21ης Αυγούστου 1948. Στις 5.30΄ το πρωί, οι επικεφαλείς της φάλαγγας έφθασαν στα υψώματα Πολυανέμου και το απόγευμα, στις 15.00΄, τα τμήματα βρίσκονταν στον Αγ. Δημήτριο – Ιεροπηγή.
Ο κυβερνητικός στρατός και τα επιτελεία του αιφνιδιάστηκαν από τη γρήγορη διέλευση του ελιγμού.
Η κυβέρνηση των Αθηνών προσπάθησε να παραπλανήσει την κοινή γνώμη λέγοντας ότι, δήθεν, τα τμήματα του ΔΣΕ πέρασαν στην Αλβανία. Γρήγορα, όμως, αναδιπλώθηκε, όταν έμαθε για το σπάσιμο του κλοιού και για τις τεράστιες απώλειες που είχε ο κυβερνητικός στρατός στην Γκίνοβα και στην Αλεβίτσα.
Ο Γεωργίου Κοσμάς, που διετέλεσε αρχηγός του ΓΕΣ, γράφει ότι οι νεκροί του στρατού στη μάχη του Γράμμου, το 1948, ήταν 5.185. Από αυτούς, οι 430 ήταν αξιωματικοί. Οι τραυματίες ήταν 18.089, από αυτούς οι 1.096 ήταν αξιωματικοί.
Με αυτόν το μεγάλο και πετυχημένο στρατηγικό ελιγμό έληξε η 70ήμερη μεγάλη μάχη του Γράμμου. Αυτός ο ελιγμός έδειξε τη μαχητικότητα, την ικανότητα, τη δύναμη και την αποφασιστικότητα των μαχητών και αξιωματικών του λαϊκού ΔΣΕ.
Ο αντίπαλος «χάρη στην αναπάντεχη γι’ αυτόν ηρωική αντίσταση των ανδρών μας, υποχρεώθηκε να ρίξει στη μάχη όλες τις εφεδρείες του… χάρη στην τεράστια υπεροχή του… προχωρούσε, χωρίς όμως ούτε μια μοναδική φορά να μπορέσει να αποκόψει και να εκμηδενίσει ή αιχμαλωτίσει τμήμα μας».
Ο Νίκος Μπελογιάννης, που βρισκόταν στο Γράμμο όταν ακόμα διεξαγόταν η μεγάλη μάχη στη Βόρειο Πίνδο, έγραφε: «Ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της μάχης του Γράμμου είναι η μεγάλη διαφορά σε έμψυχο και άψυχο υλικό ανάμεσα στους 2 αντιπάλους. Οι ξένοι ιμπεριαλιστές έδωσαν στο μοναρχοφασισμό άφθονα κανόνια και αεροπλάνα… η διαφορά αυτή εκμηδενίζεται από την ηθικοπλαστική υπεροχή των μαχητών και στελεχών του ΔΣΕ που σήμερα γράφουν στο Γράμμο τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας μας, πολεμώντας για την καινούργια Ελλάδα της Λαϊκής Δημοκρατίας.»
Εννοείται ότι οι απώλειες των τμημάτων του ΔΣΕ στη μεγάλη μάχη του Γράμμου δεν ήταν λίγες.
Στην Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ τον ΚΚΕ (25.8.48) υπογραμμίζεται:
"Οι μαχητές στην Πίνδο κάναν στο ακέραιο το καθήκον τους. Οι διοικητές και οι πολιτικοί επίτροποι (έχουμε εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες αξιωματικούς και πολιτικούς επίτροπους που πολέμησαν με ηρωισμό και μυαλό) φάνηκαν άξιοι της αποστολής τους"
Στη συνέχεια, η Απόφαση λέει: «Μέσα στη φωτιά της μάχης στη Βόρεια Πίνδο, το στρατόπεδο μας, για να σταματήσει το αίμα που χυνόταν, δε δίστασε να επαναλάβει ότι θα δεχόταν κάθε έντιμη δημοκρατική συνεννόηση που θα εξασφάλιζε στο λαό και στον τόπο την ησυχία και την ειρήνη»· τότε οι αντίπαλοι μας είπαν "ότι αυτό ήταν η αδυναμία μας" και συνέχισαν να χτυπούν το λαϊκό κίνημα.
Οι μαχητές και οι αξιωματικοί του ΔΣΕ έδωσαν το 1948 στο Γράμμο μια 70ήμερη σκληρή μάχη με έναν αντίπαλο που είχε μεγάλη υπεροχή σε έμψυχο και άψυχο υλικό και εξοπλισμένο σαν τον αστακό με τα πιο σύγχρονα αμερικανοαγγλικά όπλα. Άνδρες και γυναίκες, μαχητές και αξιωματικοί του ΔΣΕ, άντεξαν και έδειξαν την ηθική υπεροχή τους γιατί κάνανε αγώνα δίκαιο για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και για μια νέα λαϊκή εξουσία κατά του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, κατά των αντιδραστικών δυνάμεων, κατά του νεοφασισμού, ενάντια στη βία και την τρομοκρατία. Ο αγώνας τους ήταν αγώνας λαϊκής αντίστασης στα μεταπολεμικά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Το παράδειγμα των υπερασπιστών τον Γράμμου αποτελεί πλούσια παρακαταθήκη, είναι παράδειγμα φρονηματισμού στην πάλη και αντίσταση.
Η αυτοθυσία των μαχητών και αξιωματικών στο Γράμμο το 1948 γέμισε τον πίνακα τιμής των νεκρών του ΔΣΕ, αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για μια δημοκρατική, ανεξάρτητη, σοσιαλιστική Ελλάδα.
*Κατιούσα*
Η Μάχη στο Μάλι Μάδι
Η νίκη στο Μάλι - Μάδι
Εκεί που οι μαχητές του ΔΣΕ, όχι μόνο απάντησαν στην τεράστια σε έκταση και ένταση επίθεση του αστικού στρατού (ΕΣ) που είχε την ολόπλευρη στήριξη σε οικονομικό, στρατιωτικό και εξοπλιστικό επίπεδο από τις ΗΠΑ - αλλά, επιπλέον, πέρασαν και στην αντεπίθεση απωθώντας τα στρατεύματα μέχρι την Καστοριά. Οι συνέπειες της μάχης στο Μάλι - Μάδι ήταν πολύ σημαντικές και ο απόηχός τους έφτασε μέχρι τα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια, προκαλώντας εσωτερικούς τριγμούς όχι μόνο στην κυβερνητική σταθερότητα, αλλά ακόμη και στην ηγεσία του στρατεύματος.
«Το πρωί της 30 Αυγούστου του 1948 ο κυβερνητικός στρατός εκτοξεύει ισχυρή επίθεση στον ορεινό όγκο Μάλι - Μάδι, Μπούτσι. Καταλαμβάνει όλες τις κορυφές. Το Μάλι - Μάδι, Ραμπατίνα, Μέσκινα, Ποποβανίβα, Κούλε, Μπρένιτσα εκτός την τελευταία το Μπούτσι. Η κατάσταση για τον ΔΣΕ έγινε πολύ δύσκολη. Τη σοβαρότητα αντιλαμβάνεται έγκαιρα το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ και στις 8 Σεπτέμβρη 1948 εκδίδει διαταγή με το σχέδιο της αντεπίθεσης. Το κύριο χαρακτηριστικό της αντεπίθεσης ήταν να χτυπηθεί ο κυβερνητικός στρατός από τα πλευρά και τα νώτα (...)
Σύμφωνα με διαταγή της επιχείρησης του Γ.Α. στις 4.30 ώρα το πρωί αρχίζει ο κανονιοβολισμός του ΔΣΕ από το ύψωμα Μπούτσι προς το ύψωμα Ραμπατίνα. Οταν τελειώνει ο κανονιοβολισμός μαχητές του ΔΣΕ που ήταν κρυμμένοι από την προηγούμενη νύχτα κάτω από τα βράχια της Ραμπατίνας εξορμούν και με χειροβομβίδες χτυπούν τους στρατιώτες. Αμέσως με θυελλώδη ορμή επιτίθεται λόχος του ΔΣΕ με οπλοπολυβόλα, αυτόματα, πάντζερ πάνω στην 22η ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού. Οι στρατιώτες παρατάνε τα όπλα και τρέχουν να σωθούν μέσα από τις χαράδρες που οδηγούν στα χωριά Δενδροχώρι και Γάβρος. Οι μάχες συνεχίστηκαν με καινούργιες νίκες του ΔΣΕ που μετά από έναν συνεχή αγώνα 80 ωρών πέταξε διελυμένο τον κυβερνητικό στρατό στον κάμπο. Η βασική επιδίωξη του αντιπάλου να εξοντώσει τις δυνάμεις του ΔΣΕ στο χώρο του Μάλι - Μάδι απότυχε. Ο ΔΣΕ τσάκισε και έθεσε εκτός μάχης την 22η, την 3η ορεινή και την 73η ταξιαρχία και προκάλεσε σημαντικές απώλειες στην 45η ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού».
Μονάδες που έλαβαν μέρος
Στο Μάλι - Μάδι, κατά τη διάρκεια όλης της επιχείρησης από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού συμμετείχαν οι παρακάτω μονάδες:
XV Μεραρχία με δύο Ταξιαρχίες, την 45η και την 73η.
II Μεραρχία με την 3η ορεινή και 22η Ταξιαρχία.
Μετά τις 5 Σεπτέμβρη 1948, μεταφέρθηκαν και άλλες μονάδες από το Γράμμο για ενίσχυση του μετώπου (π.χ. η 21η Ταξιαρχία). Πολλές πυροβολαρχίες, μονάδες αρμάτων μάχης, διαβιβάσεων, μηχανικού, αεροπορικές δυνάμεις διαφόρων τύπων αεροπλάνων, κλπ.
Βάση εφοδιασμού και ανεφοδιασμού όλων των κυβερνητικών μονάδων ήταν η Κοζάνη.
Από τις μονάδες του ΔΣΕ στη μάχη στο Μάλι - Μάδι πήραν μέρος:
Αρχικά κατά τη φάση της άμυνας η 108η και 16η Ταξιαρχία.
Επειτα συμμετείχαν: Μονάδες της 103ης και της 107ης Ταξιαρχίας και το 426 Τάγμα της 18ης Ταξιαρχίας.
Επίσης, συμμετείχαν: Μονάδες πυροβολικού, σαμποτέρ, διαβιβάσεων, υγειονομικής υπηρεσίας και μεταφορών.
Η μάχη
Οι Βασικοί στόχοι της επιχείρησης αυτής απο πλευράς του Εθνικού Στρατού ήταν η κορυφή του Μάλι - Μάδι (ύψωμα 1665), το Μπούτσι (ύψωμα 1776), και η Ραμπατίνα. Από την άλλη κατεύθυνση ο στόχος ήταν: Δενδροχώρι, ύψωμα Αγιος Αθανάσιος, Ιεροπηγή, Ορλοβο (1715), Βούτσι.
Στις 5 Σεπτέμβρη του 1948, ο κυβερνητικός στρατός, μετά από σκληρές μάχες, κατάφερε να καταλάβει τα υψώματα Βούτσι, Μεσκίνα και Ραμπατίνα. Δεν κατόρθωσε όμως να καταλάβει συνολικά το Μάλι - Μάδι, παρά το γεγονός ότι έριξε σε αυτό 4 τάγματα (573, 574, 575 και 563) της 73ης Ταξιαρχίας. Μάλιστα, στο δεσπόζον ύψωμα Μπούτσι έριξε όλη την 3η ορεινή Ταξιαρχία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του στρατηγού Ζαφειρόπουλου δεν έγινε η κατάληψη των χώρων αυτών «λόγω αντιστάσεως του εχθρού» δηλαδή των μονάδων του ΔΣΕ. (Δ. Ζαφειρόπουλος: στο ίδιο βιβλίο, σελίδα 451).
Στις 7 Σεπτέμβρη 1948, αποφασίστηκε η εκ νέου επίθεση στο Μπούτσι μέχρι τις 12 Σεπτέμβρη 1948, με δυνάμεις της 73ης Ταξιαρχίας. Την ευθύνη στη Ραμπατίνα την ανέλαβε η 22η κυβερνητική Ταξιαρχία με 2 τάγματα (508 και 509).Η κατάσταση στο μέτωπο Μάλι - Μάδι ήταν πολύ κρίσιμη και επικίνδυνη για τα τμήματα του ΔΣΕ. Ο κυβερνητικός στρατός δεν έκανε την επίθεση στο Μπούτσι στις 12.09.48, γιατί, πολύ έγκαιρα οι μονάδες του ΔΣΕ προετοίμασαν και πραγματοποίησαν νικηφόρα στρατηγική αντεπίθεση σχεδιασμένη από το Γενικό Αρχηγείο, που άλλαξε την κατάσταση και το συσχετισμό όχι μόνο στο Μάλι - Μάδι, μα και σε όλο το μέτωπο του Βιτσίου. Μετά από 10 μέρες (30 Αυγούστου - 08 Σεπτέμβρη 1948) σκληρών μαχών, τα τμήματα του ΔΣΕ πέρασαν στην αντεπίθεση με τις ταξιαρχίες 103, 107, τη Σχολή Αξιωματικών και άλλες μικρές μονάδες. Η προετοιμασία της αντεπίθεσης έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα με συγκέντρωση δυνάμεων και σε κατάλληλο χρόνο αιφνιδιασμού.
Το 426 Τάγμα της 18ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ στο οποίο βρισκόμουνα και εγώ προσωπικά είχε αμυντική διάταξη Λούντζερ - Μεγάλη Βίγλα. Διοικητής της 8ης Ταξιαρχίας τότε ήταν ο προικισμένος νεαρός με εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες Παντελής Βαϊνάς και διοικητής του 426 Τάγματος ήταν ο Αργύρης Κοβάτσης ένας ξανθομάλλης, τολμηρός ταγματάρχης και Πολιτικός Επίτροπος ήταν ο Πέτρος Ιωσηφίδης που αργότερα σκοτώθηκε στην Ποντινή Κοζάνης. Το 426 Τάγμα του ΔΣΕ πήρε διαταγή στις 6 Σεπτέμβρη 1948 και αναχώρησε για την Ιεροπηγή. Εκεί φτάσαμε στις 7 Σεπτέμβρη. Εγινε σύσκεψη των διοικητών και μας ανακοινώθηκε η αποστολή της επιχείρησης: να υπερφαλαγγίσουμε τις δυνάμεις του στρατού από Φαλτσάτα και Μεσοποταμιά έως Αργος Ορεστικό και Σινιάτσικο.
Οι δυνάμεις της 107 Ταξιαρχίας του ΔΣΕ δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή του αντιπάλου στο 38ο φυλάκιο των συνόρων. Ετσι άλλαξε το σχέδιο. Το τάγμα μας, το 426, πήρε διαταγή το βράδυ 9/9/1948 ν' ανέβει από την Ιεροπηγή στην κορφή Μάλι - Μάδι. Ο ανήφορος πετρώδης, κουραστικός και κατακόρυφος. Με την ανατολή του ηλίου βρεθήκαμε στο Μάλι - Μάδι απέναντι από τη Ραμπατίνα. Εκεί βρήκαμε πολλά ρούχα και τρόφιμα που άφησε ο στρατός υποχωρώντας άταχτα.
Η πρώτη φάση - η κατάσταση του κυβερνητικού στρατού
Στην πρώτη φάση της επιχείρησης 08 - 10/09/48, η 103η Ταξιαρχία του ΔΣΕ κατέλαβε την Μπεσκίνα, σε συνέχεια τη Ραμπατίνα. Διαλύθηκαν ολοκληρωτικά 2 τάγματα του κυβερνητικού στρατού (508 και 509). Αταχτα υποχωρούσαν οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί. Εμείς, στις 10 Σεπτέμβρη 1948, πρωί - πρωί, βλέπαμε απέναντι από τη Ραμπατίνα πως φεύγανε σαν μπουλούκι ολόκληρες ταξιαρχίες μέσα στον κουρνιαχτό από τις εκρήξεις όλμων και άλλων όπλων. Αυτή η εικόνα μού έχει μείνει στη μνήμη μου και το αίσθημα της νίκης και της χαράς κυριαρχούσε σ' όλους μας.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος παραδέχεται ότι: «Η διάλυσις της 22ας Ταξιαρχίας προέκυψεν από την εξαφάνισιν εκ της ψυχής του Διοικητού της Ταξιαρχίας και των Διοικητών των ταγμάτων.... από την απροθυμίαν των τμημάτων να παραμείνουν εις τας θέσεις των... Ητο χαρακτηριστική η ηθική κατάπτωσις κατά την άφιξίν των εις την περιοχή Βούτσι των δύο Διοικητών ταγμάτων συνοδευόμενων υπό άτακτων και άνευ συνοχής ομάδων εξ αξιωματικών και οπλιτών (του ενός υπό 70 και του ετέρου υπό 120). Ούτω ολόκληρη η ιεραρχία της διοικήσεως της 22ας Ταξιαρχίας εγένετο υπαίτιος της διαλύσεως των τμημάτων της και του καταπλημμυρισμού της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων. Και έπρεπε να εξέλθουν συνεργεία εκ των μετόπισθεν της Καστοριάς, διά να περισυλλέξουν ράκη από απόψεως ηθικού και να λειτουργήσουν στρατοδικεία, μόνον κατά των οπλιτών, δι' επιβολήν κυρώσεων προς παραδειγματισμόν» (Δημήτρης Ζαφειρόπουλος, στο ίδιο, σελίδα 453 - οι υπογραμμίσεις του «Ρ»).
Αιφνιδιάστηκαν, επίσης, τα τμήματα της 3ης ορεινής Ταξιαρχίας, της 73ης και 45ης ταξιαρχιών πεζικού. Στις 10 Σεπτέμβρη δεν μπόρεσε κανείς να σταματήσει την άτακτη φυγή των κυβερνητικών μονάδων, ούτε ο διοικητής του Β' Σώματος Κιτριλάκης, που, πάνω στο άλογο, πυροβολούσε με το περίστροφο τους στρατιώτες αυτούς που υποχωρούσαν, ούτε ο αρχηγός της αγγλικής στρατιωτικής αποστολής, στρατηγός Ντάουν, που είχε καταφθάσει εκεί.
Στην οροσειρά Βούτσι
Το 426 Τάγμα του ΔΣΕ είχε διάταξη απέναντι από το τάγμα του κυβερνητικού στρατού στην οροσειρά Βούτσι. Το Βούτσι είναι μια πετρώδης κορυφή στη νοτιοανατολική πλευρά του Μάλι - Μάδι. Κάτω είναι η χαράδρα με τον βόρειο κλάδο του Αλιάκμονα και ο δρόμος προς Καστοριά. Η απόσταση από τα προωθημένα τμήματα του στρατού ήταν πολύ μικρή και τα αεροπλάνα δεν κάνανε εξορμήσεις στις θέσεις μας.
Στις 11 Σεπτέμβρη 1948 ο στρατός ταμπουρώθηκε και δεν έριξε ούτε μια τουφεκιά. Το βράδυ ο λόχος μας έκανε μια παραπλανητική ενέργεια, πήγαμε κοντά στα πολυβολεία του αντιπάλου, χωρίς να εμπλακούμε σε πολεμική δράση. Μα και η μονάδα του στρατού με πεσμένο το ηθικό έριξε μόνο μερικές ριπές. Η δικιά μας κίνηση είχε αναγνωριστικό και, όπως είπα παραπάνω, παραπλανητικό χαρακτήρα.
Το σχέδιο και η μάχη
Στις 10 η ώρα, το πρωί, στις 12 Σεπτέμβρη ο διοικητής του 426 τάγματος του ΔΣΕ με καλεί σε σύσκεψη. Εγώ ήμουν διοικητής της 2ης Διμοιρίας του 2ου Λόχου του Τάγματος. Η σύσκεψη έγινε στο παρατηρητήριο. Παραβρίσκονταν κι ένας αξιωματικός του πυροβολικού. Ο διοικητής του τάγματος Αργύρης Κοβάτσης εισηγήθηκε το σχέδιο της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, καθόρισε τα καθήκοντα της 2ης Διμοιρίας - και των άλλων μονάδων. Στις 6 η ώρα το απόγευμα το πυροβολικό του ΔΣΕ θα έριχνε οβίδες στο προωθημένο φυλάκιο του στρατού που βρισκόταν 300 μέτρα από εμάς. Η 2η διμοιρία αμέσως θα έκανε την έφοδο και σε συνέχεια θα ακολουθούσαν οι άλλες διμοιρίες.
Ο αξιωματικός του πυροβολικού υπογράμμισε ότι όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα, να καταληφθεί η πρώτη γραμμή αμύνης του αντιπάλου και σε συνέχεια προς την κύρια κατεύθυνση να προχωρήσουμε.
Μαζί με τον Πολιτικό Επίτροπο της 2ης Διμοιρίας Διγάλα Γιώργο μιλήσαμε με όλους τους μαχητές και μαχήτριες ώστε να είναι προετοιμασμένοι για την αντεπίθεση. Ηταν η πρώτη φορά που κάναμε επίθεση με προπαρασκευή πυροβολικού. Ολοι πια είχαμε την έμπνευση της νικηφόρας έκβασης της μάχης.
Στις 12 Σεπτέμβρη 1948 κι ώρα 6 το απόγευμα το πυροβολικό μας έριξε μερικές οβίδες στην πρώτη γραμμή του στρατού. Αμέσως, ραγδαία, οι 32 μαχητές και μαχήτριες της 2ης Διμοιρίας εξόρμησαν. Μέσα σε 20 λεπτά καταλάβαμε το προωθημένο φυλάκιο. Βρεθήκαμε πια σε υψηλότερο σημείο από τον αντίπαλο και τους βάζαμε με τις «τουρτούρες». Ακολούθησε αμέσως η 1η Διμοιρία με διοικητή τον αείμνηστο Παναγιώτη Μηλόση και σε συνέχεια η 3η Διμοιρία. Φτάσαμε στο σημείο κοντά στο Βούτσι ρίξαμε ένα «πάντζερς - φάου» και ανεβήκαμε στα βράχια πάνω. Ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος, τραυματισμένος, κάτω από τα βράχια δίνει διαταγή για υποχώρηση προς τη ρεματιά του Αλιάκμονα, προς Καστοριά. Πιάσαμε αιχμαλώτους και οπλισμό με πυρομαχικά. Δεν είχαμε ούτε ένα θύμα ή τραυματία. Μόνο στο ένα δάχτυλο του χεριού του Χρήστου (εργάτης βιομηχανικός από το Βόλο), πέρασε μια σφαίρα στην επιδερμίδα.
Την άλλη μέρα 13 Σεπτέμβρη 1948 ξεκουραζόμασταν και βλέπαμε κάτω στη χαράδρα που έφευγε ο στρατός. Τα σπιτφάιερ ρίξανε δυο ρουκέτες. Από τη μια ρουκέτα σκοτώθηκε ο χαμογελαστός και ακούραστος σύνδεσμος του 426 Τάγματος του ΔΣΕ ο αγαπημένος μας Θανάσης Μάνος από το χωριό Βαψώρι.
Η τελική εξόρμηση στο Βούτσι έγινε από το 426 Τάγμα της 18ης Ταξιαρχίας. Η 107η Ταξιαρχία ενήργησε από το Δενδροχώρι και η 103η προς την Πόποβα Νίβα. Μέχρι τις 10 το βράδυ, είχε τελειώσει η μάχη. Απωθήθηκαν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις της 22ης, της 3ης ορεινής, της 73ης και 45ης Ταξιαρχών από όλο τον όγκο του Μάλι - Μάδι.
Στις 14 Σεπτέμβρη 1948 έγινε αχτίφ με θέμα κριτική της μάχης. Δε θα αναφέρω για τις επιτυχίες. Εγινε κριτική στο τάγμα που δεν κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει τις στρατιωτικές δυνάμεις που υποχωρούσαν άταχτα.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στη συντριβή
Η αποτυχία του αστικού στρατού στο Μέτωπο Βίτσι και Μάλι - Μάδι οφείλεται στην υποτίμηση των δυνάμεων του ΔΣΕ και στην υπερτίμηση των πολεμικών τους μέσων. Αναφέρω μερικούς παράγοντες:
α) Ο κυβερνητικός στρατός είχε μεγάλες απώλειες στη μάχη του Γράμμου. Το ηθικό ήταν χαμένο. Οι φαντάροι αισθάνονταν κούραση από τις συνεχείς μάχες και ταλαιπωρίες.
β) Τα τμήματα του ΔΣΕ που πραγματοποίησαν τον ελιγμό από το Γράμμο στο Βίτσι 20/21 Αυγούστου 1948, περίπου 8.000, γρήγορα ανασυντάχτηκαν και πήραν θέσεις σε όλη τη γραμμή του μετώπου στο Βίτσι. Τα τραγούδια και οι χοροί έδειχναν το ανεβασμένο ηθικό τους.
γ) Εγκαιρα, πριν την επιχείρηση του στρατού στο Βίτσι το 1948 προετοιμάστηκε η αμυντική γραμμή με πολυβολεία, οχυρά, αμπριά, χαρακώματα: πρώτης, δεύτερης και τρίτης αμυντικής γραμμής στη Βάρμπα. Στα έργα αυτά εργάστηκαν περίπου 2.000 άτομα από ανθρώπους πολίτες που δεν πολεμούσαν.
δ) Στις 70 μέρες της μάχης του Γράμμου τα στρατιωτικά μας στελέχη είχαν αποκτήσει εμπειρία λαϊκο-επαναστατικού στρατού.
ε) Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ σωστά προέβλεψε τους σκοπούς της επιχείρησης του στρατού και έγκαιρα προετοίμασε τις δυνάμεις του ΔΣΕ για την αντεπίθεση στο Μάλι - Μάδι.
Εκεί που οι μαχητές του ΔΣΕ, όχι μόνο απάντησαν στην τεράστια σε έκταση και ένταση επίθεση του αστικού στρατού (ΕΣ) που είχε την ολόπλευρη στήριξη σε οικονομικό, στρατιωτικό και εξοπλιστικό επίπεδο από τις ΗΠΑ - αλλά, επιπλέον, πέρασαν και στην αντεπίθεση απωθώντας τα στρατεύματα μέχρι την Καστοριά. Οι συνέπειες της μάχης στο Μάλι - Μάδι ήταν πολύ σημαντικές και ο απόηχός τους έφτασε μέχρι τα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια, προκαλώντας εσωτερικούς τριγμούς όχι μόνο στην κυβερνητική σταθερότητα, αλλά ακόμη και στην ηγεσία του στρατεύματος.
«Το πρωί της 30 Αυγούστου του 1948 ο κυβερνητικός στρατός εκτοξεύει ισχυρή επίθεση στον ορεινό όγκο Μάλι - Μάδι, Μπούτσι. Καταλαμβάνει όλες τις κορυφές. Το Μάλι - Μάδι, Ραμπατίνα, Μέσκινα, Ποποβανίβα, Κούλε, Μπρένιτσα εκτός την τελευταία το Μπούτσι. Η κατάσταση για τον ΔΣΕ έγινε πολύ δύσκολη. Τη σοβαρότητα αντιλαμβάνεται έγκαιρα το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ και στις 8 Σεπτέμβρη 1948 εκδίδει διαταγή με το σχέδιο της αντεπίθεσης. Το κύριο χαρακτηριστικό της αντεπίθεσης ήταν να χτυπηθεί ο κυβερνητικός στρατός από τα πλευρά και τα νώτα (...)
Σύμφωνα με διαταγή της επιχείρησης του Γ.Α. στις 4.30 ώρα το πρωί αρχίζει ο κανονιοβολισμός του ΔΣΕ από το ύψωμα Μπούτσι προς το ύψωμα Ραμπατίνα. Οταν τελειώνει ο κανονιοβολισμός μαχητές του ΔΣΕ που ήταν κρυμμένοι από την προηγούμενη νύχτα κάτω από τα βράχια της Ραμπατίνας εξορμούν και με χειροβομβίδες χτυπούν τους στρατιώτες. Αμέσως με θυελλώδη ορμή επιτίθεται λόχος του ΔΣΕ με οπλοπολυβόλα, αυτόματα, πάντζερ πάνω στην 22η ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού. Οι στρατιώτες παρατάνε τα όπλα και τρέχουν να σωθούν μέσα από τις χαράδρες που οδηγούν στα χωριά Δενδροχώρι και Γάβρος. Οι μάχες συνεχίστηκαν με καινούργιες νίκες του ΔΣΕ που μετά από έναν συνεχή αγώνα 80 ωρών πέταξε διελυμένο τον κυβερνητικό στρατό στον κάμπο. Η βασική επιδίωξη του αντιπάλου να εξοντώσει τις δυνάμεις του ΔΣΕ στο χώρο του Μάλι - Μάδι απότυχε. Ο ΔΣΕ τσάκισε και έθεσε εκτός μάχης την 22η, την 3η ορεινή και την 73η ταξιαρχία και προκάλεσε σημαντικές απώλειες στην 45η ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού».
Μονάδες που έλαβαν μέρος
Στο Μάλι - Μάδι, κατά τη διάρκεια όλης της επιχείρησης από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού συμμετείχαν οι παρακάτω μονάδες:
XV Μεραρχία με δύο Ταξιαρχίες, την 45η και την 73η.
II Μεραρχία με την 3η ορεινή και 22η Ταξιαρχία.
Μετά τις 5 Σεπτέμβρη 1948, μεταφέρθηκαν και άλλες μονάδες από το Γράμμο για ενίσχυση του μετώπου (π.χ. η 21η Ταξιαρχία). Πολλές πυροβολαρχίες, μονάδες αρμάτων μάχης, διαβιβάσεων, μηχανικού, αεροπορικές δυνάμεις διαφόρων τύπων αεροπλάνων, κλπ.
Βάση εφοδιασμού και ανεφοδιασμού όλων των κυβερνητικών μονάδων ήταν η Κοζάνη.
Από τις μονάδες του ΔΣΕ στη μάχη στο Μάλι - Μάδι πήραν μέρος:
Αρχικά κατά τη φάση της άμυνας η 108η και 16η Ταξιαρχία.
Επειτα συμμετείχαν: Μονάδες της 103ης και της 107ης Ταξιαρχίας και το 426 Τάγμα της 18ης Ταξιαρχίας.
Επίσης, συμμετείχαν: Μονάδες πυροβολικού, σαμποτέρ, διαβιβάσεων, υγειονομικής υπηρεσίας και μεταφορών.
Η μάχη
Οι Βασικοί στόχοι της επιχείρησης αυτής απο πλευράς του Εθνικού Στρατού ήταν η κορυφή του Μάλι - Μάδι (ύψωμα 1665), το Μπούτσι (ύψωμα 1776), και η Ραμπατίνα. Από την άλλη κατεύθυνση ο στόχος ήταν: Δενδροχώρι, ύψωμα Αγιος Αθανάσιος, Ιεροπηγή, Ορλοβο (1715), Βούτσι.
Στις 5 Σεπτέμβρη του 1948, ο κυβερνητικός στρατός, μετά από σκληρές μάχες, κατάφερε να καταλάβει τα υψώματα Βούτσι, Μεσκίνα και Ραμπατίνα. Δεν κατόρθωσε όμως να καταλάβει συνολικά το Μάλι - Μάδι, παρά το γεγονός ότι έριξε σε αυτό 4 τάγματα (573, 574, 575 και 563) της 73ης Ταξιαρχίας. Μάλιστα, στο δεσπόζον ύψωμα Μπούτσι έριξε όλη την 3η ορεινή Ταξιαρχία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του στρατηγού Ζαφειρόπουλου δεν έγινε η κατάληψη των χώρων αυτών «λόγω αντιστάσεως του εχθρού» δηλαδή των μονάδων του ΔΣΕ. (Δ. Ζαφειρόπουλος: στο ίδιο βιβλίο, σελίδα 451).
Στις 7 Σεπτέμβρη 1948, αποφασίστηκε η εκ νέου επίθεση στο Μπούτσι μέχρι τις 12 Σεπτέμβρη 1948, με δυνάμεις της 73ης Ταξιαρχίας. Την ευθύνη στη Ραμπατίνα την ανέλαβε η 22η κυβερνητική Ταξιαρχία με 2 τάγματα (508 και 509).Η κατάσταση στο μέτωπο Μάλι - Μάδι ήταν πολύ κρίσιμη και επικίνδυνη για τα τμήματα του ΔΣΕ. Ο κυβερνητικός στρατός δεν έκανε την επίθεση στο Μπούτσι στις 12.09.48, γιατί, πολύ έγκαιρα οι μονάδες του ΔΣΕ προετοίμασαν και πραγματοποίησαν νικηφόρα στρατηγική αντεπίθεση σχεδιασμένη από το Γενικό Αρχηγείο, που άλλαξε την κατάσταση και το συσχετισμό όχι μόνο στο Μάλι - Μάδι, μα και σε όλο το μέτωπο του Βιτσίου. Μετά από 10 μέρες (30 Αυγούστου - 08 Σεπτέμβρη 1948) σκληρών μαχών, τα τμήματα του ΔΣΕ πέρασαν στην αντεπίθεση με τις ταξιαρχίες 103, 107, τη Σχολή Αξιωματικών και άλλες μικρές μονάδες. Η προετοιμασία της αντεπίθεσης έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα με συγκέντρωση δυνάμεων και σε κατάλληλο χρόνο αιφνιδιασμού.
Το 426 Τάγμα της 18ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ στο οποίο βρισκόμουνα και εγώ προσωπικά είχε αμυντική διάταξη Λούντζερ - Μεγάλη Βίγλα. Διοικητής της 8ης Ταξιαρχίας τότε ήταν ο προικισμένος νεαρός με εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες Παντελής Βαϊνάς και διοικητής του 426 Τάγματος ήταν ο Αργύρης Κοβάτσης ένας ξανθομάλλης, τολμηρός ταγματάρχης και Πολιτικός Επίτροπος ήταν ο Πέτρος Ιωσηφίδης που αργότερα σκοτώθηκε στην Ποντινή Κοζάνης. Το 426 Τάγμα του ΔΣΕ πήρε διαταγή στις 6 Σεπτέμβρη 1948 και αναχώρησε για την Ιεροπηγή. Εκεί φτάσαμε στις 7 Σεπτέμβρη. Εγινε σύσκεψη των διοικητών και μας ανακοινώθηκε η αποστολή της επιχείρησης: να υπερφαλαγγίσουμε τις δυνάμεις του στρατού από Φαλτσάτα και Μεσοποταμιά έως Αργος Ορεστικό και Σινιάτσικο.
Οι δυνάμεις της 107 Ταξιαρχίας του ΔΣΕ δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή του αντιπάλου στο 38ο φυλάκιο των συνόρων. Ετσι άλλαξε το σχέδιο. Το τάγμα μας, το 426, πήρε διαταγή το βράδυ 9/9/1948 ν' ανέβει από την Ιεροπηγή στην κορφή Μάλι - Μάδι. Ο ανήφορος πετρώδης, κουραστικός και κατακόρυφος. Με την ανατολή του ηλίου βρεθήκαμε στο Μάλι - Μάδι απέναντι από τη Ραμπατίνα. Εκεί βρήκαμε πολλά ρούχα και τρόφιμα που άφησε ο στρατός υποχωρώντας άταχτα.
Η πρώτη φάση - η κατάσταση του κυβερνητικού στρατού
Στην πρώτη φάση της επιχείρησης 08 - 10/09/48, η 103η Ταξιαρχία του ΔΣΕ κατέλαβε την Μπεσκίνα, σε συνέχεια τη Ραμπατίνα. Διαλύθηκαν ολοκληρωτικά 2 τάγματα του κυβερνητικού στρατού (508 και 509). Αταχτα υποχωρούσαν οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί. Εμείς, στις 10 Σεπτέμβρη 1948, πρωί - πρωί, βλέπαμε απέναντι από τη Ραμπατίνα πως φεύγανε σαν μπουλούκι ολόκληρες ταξιαρχίες μέσα στον κουρνιαχτό από τις εκρήξεις όλμων και άλλων όπλων. Αυτή η εικόνα μού έχει μείνει στη μνήμη μου και το αίσθημα της νίκης και της χαράς κυριαρχούσε σ' όλους μας.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος παραδέχεται ότι: «Η διάλυσις της 22ας Ταξιαρχίας προέκυψεν από την εξαφάνισιν εκ της ψυχής του Διοικητού της Ταξιαρχίας και των Διοικητών των ταγμάτων.... από την απροθυμίαν των τμημάτων να παραμείνουν εις τας θέσεις των... Ητο χαρακτηριστική η ηθική κατάπτωσις κατά την άφιξίν των εις την περιοχή Βούτσι των δύο Διοικητών ταγμάτων συνοδευόμενων υπό άτακτων και άνευ συνοχής ομάδων εξ αξιωματικών και οπλιτών (του ενός υπό 70 και του ετέρου υπό 120). Ούτω ολόκληρη η ιεραρχία της διοικήσεως της 22ας Ταξιαρχίας εγένετο υπαίτιος της διαλύσεως των τμημάτων της και του καταπλημμυρισμού της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων. Και έπρεπε να εξέλθουν συνεργεία εκ των μετόπισθεν της Καστοριάς, διά να περισυλλέξουν ράκη από απόψεως ηθικού και να λειτουργήσουν στρατοδικεία, μόνον κατά των οπλιτών, δι' επιβολήν κυρώσεων προς παραδειγματισμόν» (Δημήτρης Ζαφειρόπουλος, στο ίδιο, σελίδα 453 - οι υπογραμμίσεις του «Ρ»).
Αιφνιδιάστηκαν, επίσης, τα τμήματα της 3ης ορεινής Ταξιαρχίας, της 73ης και 45ης ταξιαρχιών πεζικού. Στις 10 Σεπτέμβρη δεν μπόρεσε κανείς να σταματήσει την άτακτη φυγή των κυβερνητικών μονάδων, ούτε ο διοικητής του Β' Σώματος Κιτριλάκης, που, πάνω στο άλογο, πυροβολούσε με το περίστροφο τους στρατιώτες αυτούς που υποχωρούσαν, ούτε ο αρχηγός της αγγλικής στρατιωτικής αποστολής, στρατηγός Ντάουν, που είχε καταφθάσει εκεί.
Στην οροσειρά Βούτσι
Το 426 Τάγμα του ΔΣΕ είχε διάταξη απέναντι από το τάγμα του κυβερνητικού στρατού στην οροσειρά Βούτσι. Το Βούτσι είναι μια πετρώδης κορυφή στη νοτιοανατολική πλευρά του Μάλι - Μάδι. Κάτω είναι η χαράδρα με τον βόρειο κλάδο του Αλιάκμονα και ο δρόμος προς Καστοριά. Η απόσταση από τα προωθημένα τμήματα του στρατού ήταν πολύ μικρή και τα αεροπλάνα δεν κάνανε εξορμήσεις στις θέσεις μας.
Στις 11 Σεπτέμβρη 1948 ο στρατός ταμπουρώθηκε και δεν έριξε ούτε μια τουφεκιά. Το βράδυ ο λόχος μας έκανε μια παραπλανητική ενέργεια, πήγαμε κοντά στα πολυβολεία του αντιπάλου, χωρίς να εμπλακούμε σε πολεμική δράση. Μα και η μονάδα του στρατού με πεσμένο το ηθικό έριξε μόνο μερικές ριπές. Η δικιά μας κίνηση είχε αναγνωριστικό και, όπως είπα παραπάνω, παραπλανητικό χαρακτήρα.
Το σχέδιο και η μάχη
Στις 10 η ώρα, το πρωί, στις 12 Σεπτέμβρη ο διοικητής του 426 τάγματος του ΔΣΕ με καλεί σε σύσκεψη. Εγώ ήμουν διοικητής της 2ης Διμοιρίας του 2ου Λόχου του Τάγματος. Η σύσκεψη έγινε στο παρατηρητήριο. Παραβρίσκονταν κι ένας αξιωματικός του πυροβολικού. Ο διοικητής του τάγματος Αργύρης Κοβάτσης εισηγήθηκε το σχέδιο της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, καθόρισε τα καθήκοντα της 2ης Διμοιρίας - και των άλλων μονάδων. Στις 6 η ώρα το απόγευμα το πυροβολικό του ΔΣΕ θα έριχνε οβίδες στο προωθημένο φυλάκιο του στρατού που βρισκόταν 300 μέτρα από εμάς. Η 2η διμοιρία αμέσως θα έκανε την έφοδο και σε συνέχεια θα ακολουθούσαν οι άλλες διμοιρίες.
Ο αξιωματικός του πυροβολικού υπογράμμισε ότι όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα, να καταληφθεί η πρώτη γραμμή αμύνης του αντιπάλου και σε συνέχεια προς την κύρια κατεύθυνση να προχωρήσουμε.
Μαζί με τον Πολιτικό Επίτροπο της 2ης Διμοιρίας Διγάλα Γιώργο μιλήσαμε με όλους τους μαχητές και μαχήτριες ώστε να είναι προετοιμασμένοι για την αντεπίθεση. Ηταν η πρώτη φορά που κάναμε επίθεση με προπαρασκευή πυροβολικού. Ολοι πια είχαμε την έμπνευση της νικηφόρας έκβασης της μάχης.
Στις 12 Σεπτέμβρη 1948 κι ώρα 6 το απόγευμα το πυροβολικό μας έριξε μερικές οβίδες στην πρώτη γραμμή του στρατού. Αμέσως, ραγδαία, οι 32 μαχητές και μαχήτριες της 2ης Διμοιρίας εξόρμησαν. Μέσα σε 20 λεπτά καταλάβαμε το προωθημένο φυλάκιο. Βρεθήκαμε πια σε υψηλότερο σημείο από τον αντίπαλο και τους βάζαμε με τις «τουρτούρες». Ακολούθησε αμέσως η 1η Διμοιρία με διοικητή τον αείμνηστο Παναγιώτη Μηλόση και σε συνέχεια η 3η Διμοιρία. Φτάσαμε στο σημείο κοντά στο Βούτσι ρίξαμε ένα «πάντζερς - φάου» και ανεβήκαμε στα βράχια πάνω. Ο διοικητής του στρατιωτικού τάγματος, τραυματισμένος, κάτω από τα βράχια δίνει διαταγή για υποχώρηση προς τη ρεματιά του Αλιάκμονα, προς Καστοριά. Πιάσαμε αιχμαλώτους και οπλισμό με πυρομαχικά. Δεν είχαμε ούτε ένα θύμα ή τραυματία. Μόνο στο ένα δάχτυλο του χεριού του Χρήστου (εργάτης βιομηχανικός από το Βόλο), πέρασε μια σφαίρα στην επιδερμίδα.
Την άλλη μέρα 13 Σεπτέμβρη 1948 ξεκουραζόμασταν και βλέπαμε κάτω στη χαράδρα που έφευγε ο στρατός. Τα σπιτφάιερ ρίξανε δυο ρουκέτες. Από τη μια ρουκέτα σκοτώθηκε ο χαμογελαστός και ακούραστος σύνδεσμος του 426 Τάγματος του ΔΣΕ ο αγαπημένος μας Θανάσης Μάνος από το χωριό Βαψώρι.
Η τελική εξόρμηση στο Βούτσι έγινε από το 426 Τάγμα της 18ης Ταξιαρχίας. Η 107η Ταξιαρχία ενήργησε από το Δενδροχώρι και η 103η προς την Πόποβα Νίβα. Μέχρι τις 10 το βράδυ, είχε τελειώσει η μάχη. Απωθήθηκαν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις της 22ης, της 3ης ορεινής, της 73ης και 45ης Ταξιαρχών από όλο τον όγκο του Μάλι - Μάδι.
Στις 14 Σεπτέμβρη 1948 έγινε αχτίφ με θέμα κριτική της μάχης. Δε θα αναφέρω για τις επιτυχίες. Εγινε κριτική στο τάγμα που δεν κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει τις στρατιωτικές δυνάμεις που υποχωρούσαν άταχτα.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στη συντριβή
Η αποτυχία του αστικού στρατού στο Μέτωπο Βίτσι και Μάλι - Μάδι οφείλεται στην υποτίμηση των δυνάμεων του ΔΣΕ και στην υπερτίμηση των πολεμικών τους μέσων. Αναφέρω μερικούς παράγοντες:
α) Ο κυβερνητικός στρατός είχε μεγάλες απώλειες στη μάχη του Γράμμου. Το ηθικό ήταν χαμένο. Οι φαντάροι αισθάνονταν κούραση από τις συνεχείς μάχες και ταλαιπωρίες.
β) Τα τμήματα του ΔΣΕ που πραγματοποίησαν τον ελιγμό από το Γράμμο στο Βίτσι 20/21 Αυγούστου 1948, περίπου 8.000, γρήγορα ανασυντάχτηκαν και πήραν θέσεις σε όλη τη γραμμή του μετώπου στο Βίτσι. Τα τραγούδια και οι χοροί έδειχναν το ανεβασμένο ηθικό τους.
γ) Εγκαιρα, πριν την επιχείρηση του στρατού στο Βίτσι το 1948 προετοιμάστηκε η αμυντική γραμμή με πολυβολεία, οχυρά, αμπριά, χαρακώματα: πρώτης, δεύτερης και τρίτης αμυντικής γραμμής στη Βάρμπα. Στα έργα αυτά εργάστηκαν περίπου 2.000 άτομα από ανθρώπους πολίτες που δεν πολεμούσαν.
δ) Στις 70 μέρες της μάχης του Γράμμου τα στρατιωτικά μας στελέχη είχαν αποκτήσει εμπειρία λαϊκο-επαναστατικού στρατού.
ε) Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ σωστά προέβλεψε τους σκοπούς της επιχείρησης του στρατού και έγκαιρα προετοίμασε τις δυνάμεις του ΔΣΕ για την αντεπίθεση στο Μάλι - Μάδι.
Για τις μάχες στον Κλέφτη & το Μάλι Μάδι
Για τον "Κλέφτη"
Η ψηλότερη κορυφή του Σμόλικα είναι το 2637 ύψωμα. Ο "Κλέφτης" βρίσκεται δυτικότερα απέναντι από την Κόνιτσα, 3-4 περίπου χιλιόμετρα και από την Κόνιτσα περίπου 5 - 6 χιλιόμετρα, πάνω από το Ελευθεροχώρι. Στον "Κλέφτη" θυμάμαι τραυματίστηκε και ο Γρ. Φαράκος, που τότε έφυγε για τις λαϊκές δημοκρατίες και δε θυμάμαι, αν ξαναεπέστρεψε.
Για τον "Κλέφτη", είχε γράψει ο Α. Σπήλιος, ένα πολύ ωραίο χρονικό. Ο γράφων στον "Κλέφτη" άρχισε τη "δημοσιογραφική" του καριέρα. Είχα γράψει μερικά "αθώα" ρεπορτάζ. Εμείς τότε γράφαμε.... ό,τι κάναμε κι ό,τι βλέπαμε. Την ημέρα είχαμε μάχες, το βράδυ με κανένα "κερί" ή φακό, αλλά τις περισσότερες φορές με "δαδί", που έβγαζε και πολύ καπνό και μοιάζαμε περισσότερο με "μηχανικούς", παρά με μαχητές. Οι μάχες ήταν ιδιαίτερα αιματηρές τις ημέρες που ήρθε στην πρώτη γραμμή ο στρατηγός Βαν Φλιτ σε απόσταση μόλις 1.500 μέτρων.
Για το Μάλι - Μάδι
Οι μάχες στο Μάλι - Μάδι, άρχισαν τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη του 1948. Ο στρατός της Αθήνας, με τον "αέρα" του Γράμμου κατέλαβε αιφνιδιαστικά όλο το Μάλι - Μάδι και έφτασε πάνω από την Κρυσταλλοπηγή. Πριν ακόμα κατοχυρώσει τις θέσεις του, τα τμήματα του ΔΣΕ, με αντεπιθέσεις ανακατέλαβαν τις μισές περίπου κορυφές του πετρώδους αυτού υψώματος. Τελείωσε ο κύκλος των μαχών εκείνων στις 22 Σεπτεμβρίου 1948, με τη διάλυση του 522 τάγματος του στρατού της Αθήνας, επικεφαλής του οποίου ήταν ο λοχαγός Σουμελίδης. Το τάγμα αυτό κρατούσε θέσεις πάνω από την Αγία Κυριακή Καστοριάς. Οι δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού γύρω από το Βίτσι κι αυτές που έπαιρναν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, υπολογίζονταν σε 37.000 άνδρες.
Στις μάχες εκείνες από μέρους του ΔΣΕ, πήραν μέρος 5 - 5.500 μαχητές.
Οπως όταν άνοιξε το "ρήγμα" στο βόρειο τμήμα της Αλεβίτσας, τη "Χελώνα" ή Γκίνοβα, το τάγμα τότε του Ηλ. Αλευρά, αδελφού του πρώην (αποθανόντα πλέον) προέδρου της Βουλής Γιάννη Αλευρά, έτσι και στο Μάλι - Μάδι κρατούσε τον κεντρικό τομέα του μετώπου, απέναντι από το στρατηγικής σημασίας ύψωμα "Σουλιό".
Συνήθως ο ΔΣΕ, επιτίθονταν τη νύχτα. Την ημέρα, όμως, εκείνη άρχισε στις 2 το μεσημέρι, κάπως "ανορθόδοξα" και ένα τυχαίο επεισόδιο, που πέρασε απαρατήρητο έφερε την αναπάντεχη ανατροπή. Από το πρωί όσοι ήταν ελαφρά τραυματίες και μεταξύ αυτών και ο γράφων, μας έμασαν όλους, για να ενισχύσουμε την επίθεση. Είχαν συγκεντρωθεί 18 μαχητές από τα αναρρωτήρια ή τη διάθεση των διοικήσεων. Οι 7 ήταν μαχήτριες. Μας χώρισαν σε δύο ομάδες και επικεφαλής είχαν τοποθετήσει τον υπογράφονται. Μας έθεσαν στη διάθεση του Ηλ. Αλευρά, που ήταν ήδη διοικητής της 16ης ταξιαρχίας του ΔΣΕ, μετά το Γράμμο. Και ενώ οι επιθέσεις του Δημοκρατικού Στρατού συνεχίζονταν, και στον ουρανό κυριαρχούσε η αεροπορία του αντιπάλου, που βομβάρδιζε και πολυβολούσε ανελέητα, ο Ηλ. Αλευράς μάς έδωσε αποστολή, να περάσουμε στα μετόπισθεν του υψώματος "Σουλιό" και να "πιάσουμε" το διοικητή του τάγματος, που κρατούσε το ύψωμα. Προηγούμενα, οι ανιχνευτές του ΔΣΕ είχαν επισημάνει τη διοίκηση του αντιπάλου τάγματος.
Περάσαμε με καταπληκτική ταχύτητα, μια απόσταση περίπου 150 - 200 μέτρων από τις θέσεις μας και τους πρόποδες του υψώματος, υποστηριζόμενοι από ισχυρά πυρά των ολμοβόλων, που τα είχαν φέρει τις παραμονές της επίθεσης (ήταν γερμανικής προέλευσης και είχαν βλήματα 14 κιλών και θεωρήθηκαν το "μυστικό όπλο" του ΔΣΕ).
Ανεβήκαμε "ανενόχλητα" σχεδόν από ένα κοίλωμα του υψώματος πιάνοντας τα κλαδιά και τις ρίζες των θάμνων... και ξαφνικά, όταν ανεβήκαμε απάνω στο ύψωμα, βρεθήκαμε στο σημείο στήριξης των δυο ταγμάτων του εχθρού. Το σημείο εκείνο ήταν τελείως αφύλαχτο. Με τον ενθουσιασμό που μας κυρίεψε "ξεχάσαμε" την αποστολή μας και με τα δύο οπλοπολυβόλα που είχαμε - ένα ήταν μυδράλιο - ανοίξαμε πυρά στα πλευρά των δύο ταγμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν, ο εχθρός να αιφνιδιαστεί και οι στρατιώτες να εγκαταλείψουν τις θέσεις και να τρέχουν προς τις χαράδρες μπουλούκια. Υστερα από λίγο ο στρατός έφευγε άτακτα από όλα τα υψώματα.
Τρέξαμε με μια ομάδα από 5 μαχητές να "πιάσουμε" τον ταγματάρχη, αλλά αυτός με το επιτελείο του είχε γίνει άφαντος. Στη διοίκηση βρήκαμε έναν τηλεφωνητή τραυματία στο πόδι, στημένο ασύρματο και σε μια "φουφού" τηγανίζονταν"σαρδέλες". Υπήρχε κρασί και ούζο στο τραπέζι. Ριχτήκαμε να κυνηγήσουμε αυτούς που έφευγαν και κατορθώσαμε να πιάσουμε κάπου 35 - 37 αιχμαλώτους. Υστερα από λίγα λεπτά στο ύψωμα ανέβηκαν τα τμήματα της 16ης ταξιαρχίας και μέχρι το σούρουπο ο ΔΣΕ, κυριάρχησε σ' ολόκληρο το Μάλι - Μάδι.
Το ενδιαφέρον είναι, ότι όχι μόνο ο στρατός της Αθήνας αιφνιδιάστηκε, αλλά και η δικιά μας διοίκηση κι εμείς. Δεν περιμέναμε αυτό το αναπάντεχο. Αν η διοίκησή μας, πίστευε σε κάτι τέτοιο ίσως εκμεταλλευόταν την επιτυχία. Οπως γράφω και παραπάνω, είχαμε πάρει αποστολή να πιάσουμε "γλώσσα" τον ταγματάρχη και δίχως ακόμα καν να το φανταστούμε, παίξαμε κάποιο ρόλο που συντέλεσε κι αυτό στην ανατροπή του εχθρού στο Μάλι - Μάδι. Η νίκη του ΔΣΕ στο Μάλι - Μάδι, ήταν ίσως μια από τις σημαντικότερες και ο αριθμός των αιχμαλώτων ο μεγαλύτερος μέχρι τότε. Στον γράφοντα δόθηκε μετά τη μάχη διμοιρία και πρόταση για το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Ανάλογα για τους άλλους...
Η ψηλότερη κορυφή του Σμόλικα είναι το 2637 ύψωμα. Ο "Κλέφτης" βρίσκεται δυτικότερα απέναντι από την Κόνιτσα, 3-4 περίπου χιλιόμετρα και από την Κόνιτσα περίπου 5 - 6 χιλιόμετρα, πάνω από το Ελευθεροχώρι. Στον "Κλέφτη" θυμάμαι τραυματίστηκε και ο Γρ. Φαράκος, που τότε έφυγε για τις λαϊκές δημοκρατίες και δε θυμάμαι, αν ξαναεπέστρεψε.
Για τον "Κλέφτη", είχε γράψει ο Α. Σπήλιος, ένα πολύ ωραίο χρονικό. Ο γράφων στον "Κλέφτη" άρχισε τη "δημοσιογραφική" του καριέρα. Είχα γράψει μερικά "αθώα" ρεπορτάζ. Εμείς τότε γράφαμε.... ό,τι κάναμε κι ό,τι βλέπαμε. Την ημέρα είχαμε μάχες, το βράδυ με κανένα "κερί" ή φακό, αλλά τις περισσότερες φορές με "δαδί", που έβγαζε και πολύ καπνό και μοιάζαμε περισσότερο με "μηχανικούς", παρά με μαχητές. Οι μάχες ήταν ιδιαίτερα αιματηρές τις ημέρες που ήρθε στην πρώτη γραμμή ο στρατηγός Βαν Φλιτ σε απόσταση μόλις 1.500 μέτρων.
Για το Μάλι - Μάδι
Οι μάχες στο Μάλι - Μάδι, άρχισαν τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτέμβρη του 1948. Ο στρατός της Αθήνας, με τον "αέρα" του Γράμμου κατέλαβε αιφνιδιαστικά όλο το Μάλι - Μάδι και έφτασε πάνω από την Κρυσταλλοπηγή. Πριν ακόμα κατοχυρώσει τις θέσεις του, τα τμήματα του ΔΣΕ, με αντεπιθέσεις ανακατέλαβαν τις μισές περίπου κορυφές του πετρώδους αυτού υψώματος. Τελείωσε ο κύκλος των μαχών εκείνων στις 22 Σεπτεμβρίου 1948, με τη διάλυση του 522 τάγματος του στρατού της Αθήνας, επικεφαλής του οποίου ήταν ο λοχαγός Σουμελίδης. Το τάγμα αυτό κρατούσε θέσεις πάνω από την Αγία Κυριακή Καστοριάς. Οι δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού γύρω από το Βίτσι κι αυτές που έπαιρναν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, υπολογίζονταν σε 37.000 άνδρες.
Στις μάχες εκείνες από μέρους του ΔΣΕ, πήραν μέρος 5 - 5.500 μαχητές.
Οπως όταν άνοιξε το "ρήγμα" στο βόρειο τμήμα της Αλεβίτσας, τη "Χελώνα" ή Γκίνοβα, το τάγμα τότε του Ηλ. Αλευρά, αδελφού του πρώην (αποθανόντα πλέον) προέδρου της Βουλής Γιάννη Αλευρά, έτσι και στο Μάλι - Μάδι κρατούσε τον κεντρικό τομέα του μετώπου, απέναντι από το στρατηγικής σημασίας ύψωμα "Σουλιό".
Συνήθως ο ΔΣΕ, επιτίθονταν τη νύχτα. Την ημέρα, όμως, εκείνη άρχισε στις 2 το μεσημέρι, κάπως "ανορθόδοξα" και ένα τυχαίο επεισόδιο, που πέρασε απαρατήρητο έφερε την αναπάντεχη ανατροπή. Από το πρωί όσοι ήταν ελαφρά τραυματίες και μεταξύ αυτών και ο γράφων, μας έμασαν όλους, για να ενισχύσουμε την επίθεση. Είχαν συγκεντρωθεί 18 μαχητές από τα αναρρωτήρια ή τη διάθεση των διοικήσεων. Οι 7 ήταν μαχήτριες. Μας χώρισαν σε δύο ομάδες και επικεφαλής είχαν τοποθετήσει τον υπογράφονται. Μας έθεσαν στη διάθεση του Ηλ. Αλευρά, που ήταν ήδη διοικητής της 16ης ταξιαρχίας του ΔΣΕ, μετά το Γράμμο. Και ενώ οι επιθέσεις του Δημοκρατικού Στρατού συνεχίζονταν, και στον ουρανό κυριαρχούσε η αεροπορία του αντιπάλου, που βομβάρδιζε και πολυβολούσε ανελέητα, ο Ηλ. Αλευράς μάς έδωσε αποστολή, να περάσουμε στα μετόπισθεν του υψώματος "Σουλιό" και να "πιάσουμε" το διοικητή του τάγματος, που κρατούσε το ύψωμα. Προηγούμενα, οι ανιχνευτές του ΔΣΕ είχαν επισημάνει τη διοίκηση του αντιπάλου τάγματος.
Περάσαμε με καταπληκτική ταχύτητα, μια απόσταση περίπου 150 - 200 μέτρων από τις θέσεις μας και τους πρόποδες του υψώματος, υποστηριζόμενοι από ισχυρά πυρά των ολμοβόλων, που τα είχαν φέρει τις παραμονές της επίθεσης (ήταν γερμανικής προέλευσης και είχαν βλήματα 14 κιλών και θεωρήθηκαν το "μυστικό όπλο" του ΔΣΕ).
Ανεβήκαμε "ανενόχλητα" σχεδόν από ένα κοίλωμα του υψώματος πιάνοντας τα κλαδιά και τις ρίζες των θάμνων... και ξαφνικά, όταν ανεβήκαμε απάνω στο ύψωμα, βρεθήκαμε στο σημείο στήριξης των δυο ταγμάτων του εχθρού. Το σημείο εκείνο ήταν τελείως αφύλαχτο. Με τον ενθουσιασμό που μας κυρίεψε "ξεχάσαμε" την αποστολή μας και με τα δύο οπλοπολυβόλα που είχαμε - ένα ήταν μυδράλιο - ανοίξαμε πυρά στα πλευρά των δύο ταγμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν, ο εχθρός να αιφνιδιαστεί και οι στρατιώτες να εγκαταλείψουν τις θέσεις και να τρέχουν προς τις χαράδρες μπουλούκια. Υστερα από λίγο ο στρατός έφευγε άτακτα από όλα τα υψώματα.
Τρέξαμε με μια ομάδα από 5 μαχητές να "πιάσουμε" τον ταγματάρχη, αλλά αυτός με το επιτελείο του είχε γίνει άφαντος. Στη διοίκηση βρήκαμε έναν τηλεφωνητή τραυματία στο πόδι, στημένο ασύρματο και σε μια "φουφού" τηγανίζονταν"σαρδέλες". Υπήρχε κρασί και ούζο στο τραπέζι. Ριχτήκαμε να κυνηγήσουμε αυτούς που έφευγαν και κατορθώσαμε να πιάσουμε κάπου 35 - 37 αιχμαλώτους. Υστερα από λίγα λεπτά στο ύψωμα ανέβηκαν τα τμήματα της 16ης ταξιαρχίας και μέχρι το σούρουπο ο ΔΣΕ, κυριάρχησε σ' ολόκληρο το Μάλι - Μάδι.
Το ενδιαφέρον είναι, ότι όχι μόνο ο στρατός της Αθήνας αιφνιδιάστηκε, αλλά και η δικιά μας διοίκηση κι εμείς. Δεν περιμέναμε αυτό το αναπάντεχο. Αν η διοίκησή μας, πίστευε σε κάτι τέτοιο ίσως εκμεταλλευόταν την επιτυχία. Οπως γράφω και παραπάνω, είχαμε πάρει αποστολή να πιάσουμε "γλώσσα" τον ταγματάρχη και δίχως ακόμα καν να το φανταστούμε, παίξαμε κάποιο ρόλο που συντέλεσε κι αυτό στην ανατροπή του εχθρού στο Μάλι - Μάδι. Η νίκη του ΔΣΕ στο Μάλι - Μάδι, ήταν ίσως μια από τις σημαντικότερες και ο αριθμός των αιχμαλώτων ο μεγαλύτερος μέχρι τότε. Στον γράφοντα δόθηκε μετά τη μάχη διμοιρία και πρόταση για το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Ανάλογα για τους άλλους...
Η Μάχη της Χαλανδρίτσας του ΔΣΕ Πελοποννήσου (5 Ιουλίου 1948)
Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι
Στη Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί, Σειώνται στεριές και τα πελάγη Όπλων ακούγεται κλαγγή. |
Νέο αντάρτικο γεννιέται
Ν' αγωνιστεί για λευτεριά Και τους φασίστες εκδικιέται Όπου τους βρει με αντρειά. Γεια σας αντάρτες λεοντάρια Σας τρέμει τώρα ο φασισμός, Βαδίστε στου ΕΛΑΣ τα χνάρια Μαζί σας είναι κι ο λαός. Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα Εμπρός ακόμα μια φορά, Κράτα της λευτεριάς τη δάδα Στα δυο σου χέρια τα γερά. |
Ο Δημοκρατικός Στρατός της Πελοποννήσου αριθμούσε, αρχικά, γύρω στους 250 άνδρες, που δρούσαν κυρίως στις περιοχές του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα. Μετά, όμως, την επιτυχημένη επίθεση κατά της Σπάρτης, τη νύχτα της 12ης προς 13η του Φλεβάρη του 1947, όπου απελευθέρωσε 224 πολιτικούς κρατούμενους, η δύναμή του αυξήθηκε πολύ σημαντικά, αν και δεν ξεπέρασε ποτέ τις τρεις χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες. Στο αποκορύφωμα πάντως της ισχύος του ο ΔΣΕ διέθετε την III Μεραρχία και δύο Ταξιαρχίες, καθώς και τα αρχηγεία του Ερύμανθου, του Μαινάλου, του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου.
Αξιόλογη ανάπτυξη γνώρισε ο ΔΣΕ και στην Αχαΐα, της οποίας ολόκληρη σχεδόν την ύπαιθρο είχε θέσει πολύ γρήγορα κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του. Σύμφωνα, με σχετικό έγγραφο της Διοίκησης Χωροφυλακής της περιοχής, οι κυβερνητικές δυνάμεις προς τα τέλη του 1948 κρατούσαν στην κατοχή τους μόνο τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού, το Σκεπαστό και τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της παραλιακής ζώνης (Διοίκησις Χωροφυλακής Αχαΐας. Γραφείον Δημοσίας Ασφάλειας. Αρ. πρ. 48/191/43/26 – 11 – 48).
Η αντιμετώπιση των ανταρτικών ομάδων της Αχαΐας από μέρους των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη από τα τέλη του 1947, όταν είχαν αναπτύξει πια οι ομάδες αυτές πολύπλευρη στρατιωτική δράση σε ολόκληρο σχεδόν το νομό – μέσα δε στα πλαίσια αυτής ακριβώς της δράστης των ανταρτών, ισχυρές δυνάμεις τους πραγματοποίησαν στις 24 Φλεβάρη του 1948, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχείς επιχειρήσεις τους μπαίνοντας από τρία σημεία μέσα στην πόλη του Αιγίου. Ο πατραϊκός Τύπος έγραψε τότε, ότι επικεφαλής των ανταρτών βρίσκονταν ο Σφακιανός, ο Γιάννης Κατσικόπουλος και ο Νίκος Πολυκράτης, αποσιώπησαν όμως την ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων, η οποία φαίνεται από τη σχετική τηλεφωνική αναφορά του περιοδεύοντα διοικητή Χωροφυλακής Μπουγάνη προς την ανώτερη διοίκηση του σώματος (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Τηλεφ. εξ Αιγίου, ημ. 24-2-48, ώρα 8.30). Κατά τη μάχη εκείνη σκοτώθηκε ανεξακρίβωτος αριθμός χωροφυλάκων και ένας ανθυπομοίραρχος, ενώ οι αντάρτες, αφού πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, αποτραβήχτηκαν χωρίς απώλειες από την πόλη.
Το αποκορύφωμα, όμως, της δράσης του ΔΣΕ στην Αχαΐα σημειώθηκε, με την από μέρους επίλεκτων τμημάτων του κατάληψη της Χαλανδρίτσας, τα ξημερώματα της 5ης Ιούλη του 1948. Επρόκειτο για την πιο σημαντική στρατιωτική ενέργειά του στην περιοχή, σύμφωνα δε με τη γνώμη ανώτερου παράγοντα του κυβερνητικού στρατού, για τη σοβαρότερη αντάρτικη επιχείρηση σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Εφημερίδα «Πελοπόννησος» (Πατρών), φ. 6-7-48).
Στη Χαλανδρίτσα είχε συγκεντρωθεί μια αξιόλογη δύναμη ανδρών της Χωροφυλακής, όταν διαλύθηκαν από τους αντάρτες όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί των ορεινών περιοχών του νομού. Συγκεκριμένα, η κωμόπολη αυτή, καθώς και το χωριό Σούλι, ήτανε πια τα μοναδικά της αχαϊκής υπαίθρου, εκτός από την παραλιακή ζώνη, τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού και το Σκεπαστό, που κρατούσαν σταθερά στα χέρια τους οι κυβερνητικές δυνάμεις.
Η επιχείρηση περιορίστηκε στην επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας, αλλά εκδηλώθηκε και μ’ ένα πλήθος αντιπερισπασμικών ενεργειών σε άλλα σημεία του νομού. Ορίστηκε δε σε όλες τις λεπτομέρειές της, με βάση και τις πληροφορίες, που είχαν συγκεντρωθεί από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ της ίδιας της Χαλανδρίτσας, σχετικά με τη θέση και την κατάσταση των οχυρών της κωμόπολης και με την αστυνομική δύναμη, που τα υπερασπιζόταν.
Οι αντάρτικες δυνάμεις, που θα εκτελούσαν την επιχείρηση, ξεκίνησαν από τη Ρακίτα, χωρισμένες σε μεγάλες ομάδες, κάθε μια από τις οποίες κατευθύνθηκε στον προσδιορισμένο από πριν στόχο της. Το συγκρότημα της Κορινθίας, με τον Μανώλη Σταθάκη θα χτυπούσε τις κυβερνητικές θέσεις από το Αίγιο μέχρι την Πάτρα. Ενας λόχος με τον Πέρδικα θα κατέστρεφε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του «Γλαύκου» και στη συνέχεια θα καταλάμβανε το μοναστήρι του Ομπλού. Μια διμοιρία, με τον Νίκο Πολυκράτη, θα απασχολούσε τους χίτες και τους μάυδες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Σούλι. Αλλες δυνάμεις θα ενεργούσαν επιδρομές προς την περιοχή της Κάτω Αχαγιάς, ενώ ο λόχος του Μαινάλου, με τον Σαρηγιάννη και τον Τσακόπουλο, θα έστηνε ενέδρα κοντά στην Καλλιθέα, στη θέση «Κουμπάρες», για να χτυπήσει τις ενισχύσεις, που θα έστελνε ο αντίπαλος από την Πάτρα. Την επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας θα την ενεργούσε το τάγμα του Ταϋγέτου, με τον Αρίστο Καμαρινό, ενώ ολόκληρη την επιχείρηση θα τη διηύθυναν ο Κώστας Κανελλόπουλος και ο Κώστας Μπασακίδης.
Η εξέλιξη της επιχείρησης
Το Δελτίο του Στρατηγείου του Δημοκρατικού Στρατού για τη δράση των ανταρτών στην Αχαΐα
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως είχαν σχεδιαστεί. Στις 3 το πρωί, ο λόχος του Πέρδικα, περνώντας μέσα από τη χαράδρα του Βελιζίου, έφτασε στο Κλάους και κατεβαίνοντας στην Περιβόλα από την περιοχή των μύλων του Λιάλιου, κατευθύνθηκε προς το υδροϋλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δώδεκα άνδρες της φρουράς τράπηκαν σε φυγή, ενώ οι τρεις τεχνικοί, που διανυκτέρευαν, συνελήφθησαν. Οι αντάρτες κατέστρεψαν με νάρκη τη μεγαλύτερη τουρμπίνα του εργοστασίου, δύναμης δύο χιλιάδων ίππων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα εργοστάσια της Πάτρας να μη λειτουργήσουν για δύο μέρες, από έλλειψη ρεύματος.
Την ίδια περίπου ώρα, η διμοιρία του Νίκου Πολυκράτη χτύπησε το Σούλι, ενώ ταυτόχρονα, άλλες αντάρτικες δυνάμεις πραγματοποιούσαν με επιτυχία τις δικές τους αποστολές. Στις πέντε το πρωί, εξάλλου άρχισε η επίθεση εναντίον της ίδιας της Χαλανδρίτσας, η οχύρωση της οποίας είχε σχεδιαστεί λαθεμένα. Τα οχυρά, δηλαδή, ήτανε κατασκευασμένα μέσα στην ίδια την κωμόπολη και το κάθε οχυρό δεν είχε δική του κλειστή άμυνα, με αποτέλεσμα η πτώση ενός και μόνο οχυρού να οδηγούσε στην άμεση κατάρρευση ολόκληρης της οχύρωσης.
Η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας υπήρξε αιφνιδιαστική, όπως τούτο καταφαίνεται και από σχετική έκθεση του ανώτερου διοικητή της Χωροφυλακής, συνταγματάρχη Κώστα Κατσαμπή, στην οποία υπογραμμίζεται, ότι κανένα έγγραφο δεν είχε σταλεί μέχρι τότε από το στρατηγείο του Πύργου στις αστυνομικές υπηρεσίες, για τις κινήσεις των ανταρτικών δυνάμεων της περιοχής και για την αντιμετώπιση των επιθετικών ενεργειών τους (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Γραφείον Δημοσίας Ασφαλείας. Αρ. πρ. 7/53/380 μ/9-7-48). Ακριβώς δε, αυτός ο αιφνιδιαστικός χαρακτήρας της αντάρτικης επίθεσης υποχρέωσε τους χωροφύλακες να υποχωρήσουν πολύ γρήγορα στο κτίριο της υποδιοίκησης, όπου κλείστηκαν και άρχισαν να προβάλλουν αντίσταση.
Στη μιάμιση το μεσημέρι, ολόκληρη η φρουρά, αν και δεν είχε υποστεί μεγάλη φθορά, όπως σημειώνει στην ίδια έκθεσή του ο Κατσαμπής, ενήργησε έξοδο, για να σπάσει τον κλοιό, αφού πρόβαλε σαν δικαιολογία – στο τελευταίο σήμα της, που απέστειλε στην Πάτρα – ότι δεν είχε πια πυρομαχικά. Η έξοδος, όμως, αυτή έγινε ανοργάνωτα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σφαγή. Από τους 68 άνδρες, που υπερασπίζονταν την υποδιοίκηση, σκοτώθηκαν – όπως αναφέρει έκθεση του αντισυνταγματάρχη Ιάκωβου Χανιώτη, αναπληρωτή ανώτερου διοικητή Χωροφυλακής – 17 μόνιμοι και 17 χωρίς θητεία χωροφύλακες, 6 υπενωμοτάρχες, 4 ενωμοτάρχες και ο διοικητής της φρουράς Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ 16 τραυματίστηκαν και μόνο 7 διασώθηκαν (Απ. Δασκαλάκη. Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, τ. Β`, σ. 731-732). Οι αντάρτες, εξάλλου, σε ολόκληρη την επιχείρηση είχαν 7 τραυματίες και τρεις νεκρούς – ανάμεσά τους και τον Χαλανδριτσάνο ΕΠΟΝίτη Θάνο Αργυρόπουλο.
Η επιχείρηση ολοκληρώνεται
Αμέσως, μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας, στάλθηκαν από την Πάτρα ενισχύσεις, όπως φανερώνει και σχετικό τηλεγράφημα του Χανιώτη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Αρ. πρ. 7/53/380/5-7-48). Οι ενισχύσεις, όμως, αυτές καθηλώθηκαν στη θέση «Κουμπάρες» από το λόχο του Μαινάλου, που είχε στο μεταξύ ναρκοθετήσει και την εκεί μικρή γέφυρα.
Για ενίσχυση των χωροφυλάκων της Χαλανδρίτσας στάλθηκε επίσης μια διλοχία του 618ου τάγματος πεζικού από το Αίγιο και η υπόλοιπη δύναμη του ίδιου τάγματος από την Αμαλιάδα, ενώ άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, μαζί με τεθωρακισμένα κινήθηκαν από τα Καλάβρυτα προς την Κάτω Βλασία. Οι κυβερνητικοί ρίξανε στη μάχη και αεροπλάνα, τέσσερα από τα οποία χτυπήθηκαν από τα αντιαεροπορικά πυρά των ανταρτών, σύμφωνα με αναφορά του αντισυνταγματάρχη Μανώλη Χατζηθεοδώρου (Τακτικόν Στρατηγείον Πύργου. Αρ. πρ. 5844/Α1/9-7-48).
Οι κυβερνητικές ενισχύσεις, με επικεφαλής τον ταγματάρχη της Χωροφυλακής Μανώλη Βενιεράκη, έφτασαν στη Χαλανδρίτσα, αφού είχε ολοκληρωθεί η καταστροφή της αστυνομικής φρουράς και αφού οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει με τάξη. Το μόνο, που τους απασχόλησε, ήταν η περισυλλογή των νεκρών χωροφυλάκων, που τάφηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο πρώτο νεκροταφείο της Πάτρας. Οι ενισχύσεις, ωστόσο, αυτές δεν τόλμησαν να παραμείνουν για πολύ χρόνο στην κωμόπολη, που δεν πρόσφερε πια καμιά ασφάλεια στις κυβερνητικές δυνάμεις. Υστερα από μια βδομάδα υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν και οι μαχητές του ΔΣΕ ξαναγύρισαν στη Χαλανδρίτσα, όπου και εγκατέστησαν μόνιμα τις αρχές τους.
Βασίλης ΛΑΖΑΡΗΣ
Ιστορικός
Αξιόλογη ανάπτυξη γνώρισε ο ΔΣΕ και στην Αχαΐα, της οποίας ολόκληρη σχεδόν την ύπαιθρο είχε θέσει πολύ γρήγορα κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του. Σύμφωνα, με σχετικό έγγραφο της Διοίκησης Χωροφυλακής της περιοχής, οι κυβερνητικές δυνάμεις προς τα τέλη του 1948 κρατούσαν στην κατοχή τους μόνο τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού, το Σκεπαστό και τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της παραλιακής ζώνης (Διοίκησις Χωροφυλακής Αχαΐας. Γραφείον Δημοσίας Ασφάλειας. Αρ. πρ. 48/191/43/26 – 11 – 48).
Η αντιμετώπιση των ανταρτικών ομάδων της Αχαΐας από μέρους των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη από τα τέλη του 1947, όταν είχαν αναπτύξει πια οι ομάδες αυτές πολύπλευρη στρατιωτική δράση σε ολόκληρο σχεδόν το νομό – μέσα δε στα πλαίσια αυτής ακριβώς της δράστης των ανταρτών, ισχυρές δυνάμεις τους πραγματοποίησαν στις 24 Φλεβάρη του 1948, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχείς επιχειρήσεις τους μπαίνοντας από τρία σημεία μέσα στην πόλη του Αιγίου. Ο πατραϊκός Τύπος έγραψε τότε, ότι επικεφαλής των ανταρτών βρίσκονταν ο Σφακιανός, ο Γιάννης Κατσικόπουλος και ο Νίκος Πολυκράτης, αποσιώπησαν όμως την ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων, η οποία φαίνεται από τη σχετική τηλεφωνική αναφορά του περιοδεύοντα διοικητή Χωροφυλακής Μπουγάνη προς την ανώτερη διοίκηση του σώματος (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Τηλεφ. εξ Αιγίου, ημ. 24-2-48, ώρα 8.30). Κατά τη μάχη εκείνη σκοτώθηκε ανεξακρίβωτος αριθμός χωροφυλάκων και ένας ανθυπομοίραρχος, ενώ οι αντάρτες, αφού πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, αποτραβήχτηκαν χωρίς απώλειες από την πόλη.
Το αποκορύφωμα, όμως, της δράσης του ΔΣΕ στην Αχαΐα σημειώθηκε, με την από μέρους επίλεκτων τμημάτων του κατάληψη της Χαλανδρίτσας, τα ξημερώματα της 5ης Ιούλη του 1948. Επρόκειτο για την πιο σημαντική στρατιωτική ενέργειά του στην περιοχή, σύμφωνα δε με τη γνώμη ανώτερου παράγοντα του κυβερνητικού στρατού, για τη σοβαρότερη αντάρτικη επιχείρηση σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Εφημερίδα «Πελοπόννησος» (Πατρών), φ. 6-7-48).
Στη Χαλανδρίτσα είχε συγκεντρωθεί μια αξιόλογη δύναμη ανδρών της Χωροφυλακής, όταν διαλύθηκαν από τους αντάρτες όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί των ορεινών περιοχών του νομού. Συγκεκριμένα, η κωμόπολη αυτή, καθώς και το χωριό Σούλι, ήτανε πια τα μοναδικά της αχαϊκής υπαίθρου, εκτός από την παραλιακή ζώνη, τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού και το Σκεπαστό, που κρατούσαν σταθερά στα χέρια τους οι κυβερνητικές δυνάμεις.
Η επιχείρηση περιορίστηκε στην επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας, αλλά εκδηλώθηκε και μ’ ένα πλήθος αντιπερισπασμικών ενεργειών σε άλλα σημεία του νομού. Ορίστηκε δε σε όλες τις λεπτομέρειές της, με βάση και τις πληροφορίες, που είχαν συγκεντρωθεί από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ της ίδιας της Χαλανδρίτσας, σχετικά με τη θέση και την κατάσταση των οχυρών της κωμόπολης και με την αστυνομική δύναμη, που τα υπερασπιζόταν.
Οι αντάρτικες δυνάμεις, που θα εκτελούσαν την επιχείρηση, ξεκίνησαν από τη Ρακίτα, χωρισμένες σε μεγάλες ομάδες, κάθε μια από τις οποίες κατευθύνθηκε στον προσδιορισμένο από πριν στόχο της. Το συγκρότημα της Κορινθίας, με τον Μανώλη Σταθάκη θα χτυπούσε τις κυβερνητικές θέσεις από το Αίγιο μέχρι την Πάτρα. Ενας λόχος με τον Πέρδικα θα κατέστρεφε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του «Γλαύκου» και στη συνέχεια θα καταλάμβανε το μοναστήρι του Ομπλού. Μια διμοιρία, με τον Νίκο Πολυκράτη, θα απασχολούσε τους χίτες και τους μάυδες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Σούλι. Αλλες δυνάμεις θα ενεργούσαν επιδρομές προς την περιοχή της Κάτω Αχαγιάς, ενώ ο λόχος του Μαινάλου, με τον Σαρηγιάννη και τον Τσακόπουλο, θα έστηνε ενέδρα κοντά στην Καλλιθέα, στη θέση «Κουμπάρες», για να χτυπήσει τις ενισχύσεις, που θα έστελνε ο αντίπαλος από την Πάτρα. Την επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας θα την ενεργούσε το τάγμα του Ταϋγέτου, με τον Αρίστο Καμαρινό, ενώ ολόκληρη την επιχείρηση θα τη διηύθυναν ο Κώστας Κανελλόπουλος και ο Κώστας Μπασακίδης.
Η εξέλιξη της επιχείρησης
Το Δελτίο του Στρατηγείου του Δημοκρατικού Στρατού για τη δράση των ανταρτών στην Αχαΐα
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως είχαν σχεδιαστεί. Στις 3 το πρωί, ο λόχος του Πέρδικα, περνώντας μέσα από τη χαράδρα του Βελιζίου, έφτασε στο Κλάους και κατεβαίνοντας στην Περιβόλα από την περιοχή των μύλων του Λιάλιου, κατευθύνθηκε προς το υδροϋλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δώδεκα άνδρες της φρουράς τράπηκαν σε φυγή, ενώ οι τρεις τεχνικοί, που διανυκτέρευαν, συνελήφθησαν. Οι αντάρτες κατέστρεψαν με νάρκη τη μεγαλύτερη τουρμπίνα του εργοστασίου, δύναμης δύο χιλιάδων ίππων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα εργοστάσια της Πάτρας να μη λειτουργήσουν για δύο μέρες, από έλλειψη ρεύματος.
Την ίδια περίπου ώρα, η διμοιρία του Νίκου Πολυκράτη χτύπησε το Σούλι, ενώ ταυτόχρονα, άλλες αντάρτικες δυνάμεις πραγματοποιούσαν με επιτυχία τις δικές τους αποστολές. Στις πέντε το πρωί, εξάλλου άρχισε η επίθεση εναντίον της ίδιας της Χαλανδρίτσας, η οχύρωση της οποίας είχε σχεδιαστεί λαθεμένα. Τα οχυρά, δηλαδή, ήτανε κατασκευασμένα μέσα στην ίδια την κωμόπολη και το κάθε οχυρό δεν είχε δική του κλειστή άμυνα, με αποτέλεσμα η πτώση ενός και μόνο οχυρού να οδηγούσε στην άμεση κατάρρευση ολόκληρης της οχύρωσης.
Η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας υπήρξε αιφνιδιαστική, όπως τούτο καταφαίνεται και από σχετική έκθεση του ανώτερου διοικητή της Χωροφυλακής, συνταγματάρχη Κώστα Κατσαμπή, στην οποία υπογραμμίζεται, ότι κανένα έγγραφο δεν είχε σταλεί μέχρι τότε από το στρατηγείο του Πύργου στις αστυνομικές υπηρεσίες, για τις κινήσεις των ανταρτικών δυνάμεων της περιοχής και για την αντιμετώπιση των επιθετικών ενεργειών τους (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Γραφείον Δημοσίας Ασφαλείας. Αρ. πρ. 7/53/380 μ/9-7-48). Ακριβώς δε, αυτός ο αιφνιδιαστικός χαρακτήρας της αντάρτικης επίθεσης υποχρέωσε τους χωροφύλακες να υποχωρήσουν πολύ γρήγορα στο κτίριο της υποδιοίκησης, όπου κλείστηκαν και άρχισαν να προβάλλουν αντίσταση.
Στη μιάμιση το μεσημέρι, ολόκληρη η φρουρά, αν και δεν είχε υποστεί μεγάλη φθορά, όπως σημειώνει στην ίδια έκθεσή του ο Κατσαμπής, ενήργησε έξοδο, για να σπάσει τον κλοιό, αφού πρόβαλε σαν δικαιολογία – στο τελευταίο σήμα της, που απέστειλε στην Πάτρα – ότι δεν είχε πια πυρομαχικά. Η έξοδος, όμως, αυτή έγινε ανοργάνωτα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σφαγή. Από τους 68 άνδρες, που υπερασπίζονταν την υποδιοίκηση, σκοτώθηκαν – όπως αναφέρει έκθεση του αντισυνταγματάρχη Ιάκωβου Χανιώτη, αναπληρωτή ανώτερου διοικητή Χωροφυλακής – 17 μόνιμοι και 17 χωρίς θητεία χωροφύλακες, 6 υπενωμοτάρχες, 4 ενωμοτάρχες και ο διοικητής της φρουράς Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ 16 τραυματίστηκαν και μόνο 7 διασώθηκαν (Απ. Δασκαλάκη. Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, τ. Β`, σ. 731-732). Οι αντάρτες, εξάλλου, σε ολόκληρη την επιχείρηση είχαν 7 τραυματίες και τρεις νεκρούς – ανάμεσά τους και τον Χαλανδριτσάνο ΕΠΟΝίτη Θάνο Αργυρόπουλο.
Η επιχείρηση ολοκληρώνεται
Αμέσως, μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας, στάλθηκαν από την Πάτρα ενισχύσεις, όπως φανερώνει και σχετικό τηλεγράφημα του Χανιώτη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Αρ. πρ. 7/53/380/5-7-48). Οι ενισχύσεις, όμως, αυτές καθηλώθηκαν στη θέση «Κουμπάρες» από το λόχο του Μαινάλου, που είχε στο μεταξύ ναρκοθετήσει και την εκεί μικρή γέφυρα.
Για ενίσχυση των χωροφυλάκων της Χαλανδρίτσας στάλθηκε επίσης μια διλοχία του 618ου τάγματος πεζικού από το Αίγιο και η υπόλοιπη δύναμη του ίδιου τάγματος από την Αμαλιάδα, ενώ άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, μαζί με τεθωρακισμένα κινήθηκαν από τα Καλάβρυτα προς την Κάτω Βλασία. Οι κυβερνητικοί ρίξανε στη μάχη και αεροπλάνα, τέσσερα από τα οποία χτυπήθηκαν από τα αντιαεροπορικά πυρά των ανταρτών, σύμφωνα με αναφορά του αντισυνταγματάρχη Μανώλη Χατζηθεοδώρου (Τακτικόν Στρατηγείον Πύργου. Αρ. πρ. 5844/Α1/9-7-48).
Οι κυβερνητικές ενισχύσεις, με επικεφαλής τον ταγματάρχη της Χωροφυλακής Μανώλη Βενιεράκη, έφτασαν στη Χαλανδρίτσα, αφού είχε ολοκληρωθεί η καταστροφή της αστυνομικής φρουράς και αφού οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει με τάξη. Το μόνο, που τους απασχόλησε, ήταν η περισυλλογή των νεκρών χωροφυλάκων, που τάφηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο πρώτο νεκροταφείο της Πάτρας. Οι ενισχύσεις, ωστόσο, αυτές δεν τόλμησαν να παραμείνουν για πολύ χρόνο στην κωμόπολη, που δεν πρόσφερε πια καμιά ασφάλεια στις κυβερνητικές δυνάμεις. Υστερα από μια βδομάδα υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν και οι μαχητές του ΔΣΕ ξαναγύρισαν στη Χαλανδρίτσα, όπου και εγκατέστησαν μόνιμα τις αρχές τους.
Βασίλης ΛΑΖΑΡΗΣ
Ιστορικός
Οι επιχειρήσεις του Δημοκρατικού Στρατού στην Καρδίτσα
Τη νύχτα 11 προς 12/12/1948 δυνάμεις του ΔΣΕ αποτελούμενες από την 1η Μεραρχία με διοικητή τον Χ. Φλωράκη (Γιώτη) και την 2η Μεραρχία με διοικητή τον Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή) πραγματοποίησαν επιχείρηση για την κατάληψη της Καρδίτσας. Στην επιχείρηση πήρε επίσης μέρος και η ταξιαρχία ιππικού του ΔΣΕ με διοικητή τον Στ. Μανάκα (Στέφο), που ανήκε στην 1η Μεραρχία, ενώ διατέθηκαν και 3 ορειβατικά πυροβόλα. Τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης είχε ο Κ. Καραγιώργης διοικητής του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ). Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία. Ο αντίπαλος υπέστη πολλές απώλειες και ο ΔΣΕ κατάφερε να αποκομίσει πολλά λάφυρα και να πραγματοποιήσει αρκετές στρατολογίες. Στις 13/12 οι ανταρτικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από την πόλη.
Η κατάληψη της Καρδίτσας ήταν από τις πιο δύσκολες επιχειρήσεις του ΔΣΕ και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Να τι λέει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 547 – 548): «Η επίθεση κατά της Καρδίτσης είναι η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια των τμημάτων του ΚΓΑΝΕ και ταυτοχρόνως η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια του ΔΣΕ κατά κατωκημένου τόπου εις ολόκληρον την Ελλάδα. Η προπαρασκευή της επιχειρήσεως υπήρξεν επιμελημένη και προηγήθη εκτέλεσις πολλών ασκήσεων υπό των τμημάτων κατά κατωκημένων τόπων. Η διαταγή επιχειρήσεων υπήρξε πλήρης, μετά λεπτομερεστάτων σχεδιαγραμμάτων της πόλεως και των εχθρικών αντιστάσεων. Αι πληροφορίαι περί των δυνάμεων και της οργανώσεως της φρουράς Καρδίτσης υπήρξαν ακριβείς και νωπαί και τούτο κατέδειξε την αξίαν των ΠΕ των πόλεων.
Η ορμητικότης των τμημάτων ήτο πολύ καλή και διακρίθησαν αι μαχήτριαι γυναίκες, αίτινες έδρασαν με φανατισμόν μεγαλύτερον του ανδρικού. Τα στελέχη απέδειξαν μεγάλην βελτίωσιν εις την τεχνικήν του αγώνος. Η αποχώρησις των συμμοριακών τμημάτων εν ημέρα και επί εδάφους πεδινού υπό την άμεσον επίδρασιν της Αεροπορίας έγινε με συνοχήν και τάξιν».
Η επιχείρηση της Καρδίτσας
Από το βιβλίο: «Το χρονικό μιας εποποιίας – Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη»
Στην επιχείρηση της Καρδίτσας αναφέρεται και ο Βασίλης Αποστολόπουλος, στο βιβλίο του «Το χρονικό μιας εποποιίας – Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη». Από το βιβλίο αυτό και τα όσα γράφει σχετικά, με τη μάχη της Καρδίτσας, αναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.
''Αρχές του Δεκέμβρη 1948. Η ψηλή χώρα των Αγράφων δέρνεται από παγερούς βοριάδες και χιονοθύελλες. Ευλογία Θεού είναι για τον διαβάτη, αν βρει καλύβι να πλαγιάσει και σπίτι να πυρωθεί κοντά στο τζάκι. Κι εδώ πάνω, λίγα είναι τα χωριά κι άδεια από κόσμο. Εικόνα εγκατάλειψης και χαλασμού συναντούμε παντού. Μα τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, η περιοχή γέμισε από αρματωμένους. Το οροπέδιο της Νευρόπολης, που σήμερα είναι λίμνη και υψώνεται το φράγμα του Πλαστήρα, αυλακώνεται από πεζούς και καβαλαραίους που πάνε κι έρχονται. Και ποιος δε δίνει «παρών» στο ταπεινό χωριό Μπελοκομίτης, στο ακραίο χωριό της Ευρυτανίας, που συνορεύει με τη Δυτική Θεσσαλία. Ο αξέχαστος Καραγιώργης, στρατηγός του κλιμακίου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ). Ο Διαμαντής, ο Κοτσάβρας με τη II Μεραρχία, που αφού κυριάρχησε πάλι στο χώρο της Ρούμελης, στα μέσα του Νοέμβρη έφτασε στην περιοχή Κτημενίων – Δολόπων. Ο Γιώτης με την I Μεραρχία, κι ακόμα ο Περικλής, ο Ερμής, ο Αθανασίου, ο Μπαντέκος, ο Παύλος και πλήθος μικροί και μεγάλοι πολεμιστές του ΔΣΕ.
Πολλές προετοιμασίες γίνονται. Οπλα, πυρομαχικά, ρουχισμός, παπούτσια, συμπλήρωση των μονάδων με έμψυχο υλικό προχωρούν με γρήγορο ρυθμό. Το φτωχικό χωριό δε μας κρατεί άλλο πια. Ο Καραγιώργης σε συγκέντρωση στελεχών ανέπτυξε με θαυμαστό τρόπο τη μεγάλη επιχείρηση της Καρδίτσας κι έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες.
Στις 10 του Δεκέμβρη, μόλις νύχτωσε, ξεκινούμε για τη μεγάλη επιχείρηση. Τα Αγραφα που μας κυκλώνουν είναι κάτασπρα από τα χιόνια. Ο ουρανός ξάστερος και το κρύο πικρό φαρμάκι. Παγωμένη, αξημέρωτη νύχτα, που τα νεκρά της δάχτυλα θα γράψουν στα κορμιά μας απόψε μια τραγική συμφωνία.
Μεγάλο το ταξίδι μας τούτο και πρωτόγνωρο. Καινούριο στοιχείο μπαίνει στην εμπειρία μας: Ο κάμπος! Η απέραντη πεδιάδα που δεν την αντικόβει ένας λοφίσκος, ένα υψωματάκι, ένα δασάκι. Εμείς έχουμε μάνα κι αδέρφια τα βουνά, με τα μονοπάτια και τους γκρεμούς, τα περάσματα και τα διάσελα, τα δάση και τα φαράγγια. Εχουμε ανάγκη προσαρμογής και μάλιστα σε λίγες ώρες. Η τυφλή δύναμη του άγνωστου και της επίπεδης απεραντοσύνης μάς σφίγγει την ψυχή και πρέπει να υποχωρήσει. Υστερα, η μάχη θα δοθεί σε μεγάλο κατοικημένο κέντρο, γεμάτο αρνήσεις και παγίδες, πεδίο δράσης των μηχανοκίνητων μέσων του στρατού. Πρέπει, λοιπόν, με την τακτική μας, που δεν έχει καμιά σχέση με τα κλασικά μοτίβα της πολεμικής τέχνης, να ξεπεράσουμε τις καινούριες δυσκολίες που θα παρουσιαστούν. Μέσα στις δυσκολίες και τις ελλείψεις, ζώντας συνέχεια στις συνθήκες εμφύλιου πολέμου, χωρίς μέτωπο, γραμμή, περιοχή δική μας, διαμορφώσαμε νέου τύπου μαχητές. Πολύ διαφορετικούς από εκείνους του ΕΛΑΣ…''
Π ώ ς περιγράφει ο Καραγιώργης τη μάχη της Καρδίτσας, 12 – 13.12.48
«Η μάχη μέσα στην πόλη της Καρδίτσας, είναι η μεγαλύτερη από κάθε πλευρά πολεμική ενέργεια που έκανε ως τώρα ο Δημοκρατικός Στρατός στη Νότια Ελλάδα. Ταυτόχρονα, είναι και η μεγαλύτερη επιθετική ενέργεια του Δημοκρατικού Στρατού σε κατοικημένο τόπο σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Η Καρδίτσα είναι αρκετά μεγάλη πόλη (τώρα με τους πρόσφυγες φτάνει τους 30.000-40.000) και είναι πρωτεύουσα του νομού. Αν εξαιρέσουμε μόνο τη Λάρισα, είναι η πιο πεδινή πόλη της Ελλάδας και αυτό προδιαγράφει και τη στρατιωτική δυσκολία της ως στόχου, άρα, και τη βαρύτητα της επιχείρησης. Οι δύο βάσεις εξόρμησης δεν μπορούσαν να είναι πιο κοντά από 14 χιλιόμετρα η μία με 3,5 ώρες πορεία προς το στόχο (Αϊ-Γιώργη Βουνεσιού) και 14 χιλιόμετρα η άλλη με 4 ώρες πορείας (Λογγιές Καταφυγίου) μέσα από κάμπο 100%.
Στη μάχη της Καρδίτσας ρίξαμε τη μεγαλύτερη δύναμη, που μπορέσαμε ποτέ να χρησιμοποιήσουμε στη Νότια Ελλάδα, για συγκεντρωτικό χτύπημα. Χρησιμοποιήθηκαν οι κυριότερες πεζές ταξιαρχίες κρούσης της I και της II Μεραρχίας, καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί σχηματισμοί (σχολή αξιωματικών και ουλαμός στελεχών).
Η μάχη μέσα στην πόλη πήρε από την πρώτη στιγμή εξαιρετική σφοδρότητα. Οσες αντιστάσεις δεν έπεφταν, απομονώθηκαν και τα τμήματα προχωρούσαν προς το κέντρο. Ο σιδηροδρομικός σταθμός κράτησε την πρώτη νύχτα και την ημέρα, ως το απόγευμα.
Ο σταθμός επιβητόρων έπεσε, αλλά ξαναπάρθηκε από τον εχθρό, χάρη στα τανκς που έφερε επιτόπου. Αλλά στο νότιο τομέα τα τμήματα προχώρησαν προς το κέντρο και έφτασαν στα πιο οχυρωμένα σημεία του εχθρού (Παυσίλυπο – Πυροβολικό). Την ημέρα η μάχη συνεχίστηκε μέσα στην πόλη, πολύ εντατικά στον βόρειο τομέα και κάπως χαλαρότερη στο νότιο. Επεσαν κι άλλες σοβαρές αντιστάσεις.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα στάλθηκε η διαταγή για τη συνέχιση της επιχείρησης και το ερχόμενο 24ωρο. Τη διαταγή αυτή πήρε η I Μεραρχία και τα τμήματα της πλαγιοφυλακής από τα Τρίκαλα και το Μουζάκι, αλλά δεν πήρε η II Μεραρχία, γιατί δε δούλεψαν οι διαβιβάσεις της με τη διεύθυνση της επιχείρησης και ούτε είχε διατηρήσει κανονικά πλάγια επαφή με την I Μεραρχία.
Ετσι τα ξημερώματα της 13ης του Δεκέμβρη αποχώρησε από την πόλη η II Μεραρχία με όλα τα τμήματα που είχε στις διαταγές της. Η διεύθυνση της επιχείρησης διέταξε τότε τα τμήματα της II Μεραρχίας να πάρουν διάταξη μέσα στον κάμπο και ένα τμήμα της να βαδίσει και πάλι προς το ανάχωμα της Καρδίτσας. Παράλληλα, έβγαλε τα τμήματα της I Μεραρχίας έπειτα από μια ψεύτικη επίθεση και άφησε οπισθοφυλακή μέσα στον κάμπο, στα κανονικά τους δρομολόγια προς τα ριζά.
Το μεσημέρι είχε συμπληρωθεί η υποχώρηση. Ο εχθρός στάθηκε ανίκανος να αντιληφθεί έγκαιρα τι ακριβώς συνέβαινε. Οταν το κατάλαβε (στις 4 το απόγευμα) ήταν πια πολύ αργά για οποιαδήποτε ενέργεια με τα μηχανοκίνητα και το πυροβολικό του. Χρησιμοποίησε μόνο εντατικά την αεροπορία, αλλά χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα για τα τμήματά μας. Και χρειάστηκε μέρες να περιμαζέψει τις εκατοντάδες των νεκρών και των τραυματιών του, να καταμετρήσει τους 1.076 νέους και νέες που του έλειπαν και να λογαριάσει τι ακριβώς πήραμε από τις αποθήκες ανεφοδιασμού».
Η κατάληψη της Καρδίτσας ήταν από τις πιο δύσκολες επιχειρήσεις του ΔΣΕ και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Να τι λέει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Αντισυμμοριακός Αγών» (σελ. 547 – 548): «Η επίθεση κατά της Καρδίτσης είναι η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια των τμημάτων του ΚΓΑΝΕ και ταυτοχρόνως η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια του ΔΣΕ κατά κατωκημένου τόπου εις ολόκληρον την Ελλάδα. Η προπαρασκευή της επιχειρήσεως υπήρξεν επιμελημένη και προηγήθη εκτέλεσις πολλών ασκήσεων υπό των τμημάτων κατά κατωκημένων τόπων. Η διαταγή επιχειρήσεων υπήρξε πλήρης, μετά λεπτομερεστάτων σχεδιαγραμμάτων της πόλεως και των εχθρικών αντιστάσεων. Αι πληροφορίαι περί των δυνάμεων και της οργανώσεως της φρουράς Καρδίτσης υπήρξαν ακριβείς και νωπαί και τούτο κατέδειξε την αξίαν των ΠΕ των πόλεων.
Η ορμητικότης των τμημάτων ήτο πολύ καλή και διακρίθησαν αι μαχήτριαι γυναίκες, αίτινες έδρασαν με φανατισμόν μεγαλύτερον του ανδρικού. Τα στελέχη απέδειξαν μεγάλην βελτίωσιν εις την τεχνικήν του αγώνος. Η αποχώρησις των συμμοριακών τμημάτων εν ημέρα και επί εδάφους πεδινού υπό την άμεσον επίδρασιν της Αεροπορίας έγινε με συνοχήν και τάξιν».
Η επιχείρηση της Καρδίτσας
Από το βιβλίο: «Το χρονικό μιας εποποιίας – Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη»
Στην επιχείρηση της Καρδίτσας αναφέρεται και ο Βασίλης Αποστολόπουλος, στο βιβλίο του «Το χρονικό μιας εποποιίας – Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη». Από το βιβλίο αυτό και τα όσα γράφει σχετικά, με τη μάχη της Καρδίτσας, αναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.
''Αρχές του Δεκέμβρη 1948. Η ψηλή χώρα των Αγράφων δέρνεται από παγερούς βοριάδες και χιονοθύελλες. Ευλογία Θεού είναι για τον διαβάτη, αν βρει καλύβι να πλαγιάσει και σπίτι να πυρωθεί κοντά στο τζάκι. Κι εδώ πάνω, λίγα είναι τα χωριά κι άδεια από κόσμο. Εικόνα εγκατάλειψης και χαλασμού συναντούμε παντού. Μα τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, η περιοχή γέμισε από αρματωμένους. Το οροπέδιο της Νευρόπολης, που σήμερα είναι λίμνη και υψώνεται το φράγμα του Πλαστήρα, αυλακώνεται από πεζούς και καβαλαραίους που πάνε κι έρχονται. Και ποιος δε δίνει «παρών» στο ταπεινό χωριό Μπελοκομίτης, στο ακραίο χωριό της Ευρυτανίας, που συνορεύει με τη Δυτική Θεσσαλία. Ο αξέχαστος Καραγιώργης, στρατηγός του κλιμακίου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ). Ο Διαμαντής, ο Κοτσάβρας με τη II Μεραρχία, που αφού κυριάρχησε πάλι στο χώρο της Ρούμελης, στα μέσα του Νοέμβρη έφτασε στην περιοχή Κτημενίων – Δολόπων. Ο Γιώτης με την I Μεραρχία, κι ακόμα ο Περικλής, ο Ερμής, ο Αθανασίου, ο Μπαντέκος, ο Παύλος και πλήθος μικροί και μεγάλοι πολεμιστές του ΔΣΕ.
Πολλές προετοιμασίες γίνονται. Οπλα, πυρομαχικά, ρουχισμός, παπούτσια, συμπλήρωση των μονάδων με έμψυχο υλικό προχωρούν με γρήγορο ρυθμό. Το φτωχικό χωριό δε μας κρατεί άλλο πια. Ο Καραγιώργης σε συγκέντρωση στελεχών ανέπτυξε με θαυμαστό τρόπο τη μεγάλη επιχείρηση της Καρδίτσας κι έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες.
Στις 10 του Δεκέμβρη, μόλις νύχτωσε, ξεκινούμε για τη μεγάλη επιχείρηση. Τα Αγραφα που μας κυκλώνουν είναι κάτασπρα από τα χιόνια. Ο ουρανός ξάστερος και το κρύο πικρό φαρμάκι. Παγωμένη, αξημέρωτη νύχτα, που τα νεκρά της δάχτυλα θα γράψουν στα κορμιά μας απόψε μια τραγική συμφωνία.
Μεγάλο το ταξίδι μας τούτο και πρωτόγνωρο. Καινούριο στοιχείο μπαίνει στην εμπειρία μας: Ο κάμπος! Η απέραντη πεδιάδα που δεν την αντικόβει ένας λοφίσκος, ένα υψωματάκι, ένα δασάκι. Εμείς έχουμε μάνα κι αδέρφια τα βουνά, με τα μονοπάτια και τους γκρεμούς, τα περάσματα και τα διάσελα, τα δάση και τα φαράγγια. Εχουμε ανάγκη προσαρμογής και μάλιστα σε λίγες ώρες. Η τυφλή δύναμη του άγνωστου και της επίπεδης απεραντοσύνης μάς σφίγγει την ψυχή και πρέπει να υποχωρήσει. Υστερα, η μάχη θα δοθεί σε μεγάλο κατοικημένο κέντρο, γεμάτο αρνήσεις και παγίδες, πεδίο δράσης των μηχανοκίνητων μέσων του στρατού. Πρέπει, λοιπόν, με την τακτική μας, που δεν έχει καμιά σχέση με τα κλασικά μοτίβα της πολεμικής τέχνης, να ξεπεράσουμε τις καινούριες δυσκολίες που θα παρουσιαστούν. Μέσα στις δυσκολίες και τις ελλείψεις, ζώντας συνέχεια στις συνθήκες εμφύλιου πολέμου, χωρίς μέτωπο, γραμμή, περιοχή δική μας, διαμορφώσαμε νέου τύπου μαχητές. Πολύ διαφορετικούς από εκείνους του ΕΛΑΣ…''
Π ώ ς περιγράφει ο Καραγιώργης τη μάχη της Καρδίτσας, 12 – 13.12.48
«Η μάχη μέσα στην πόλη της Καρδίτσας, είναι η μεγαλύτερη από κάθε πλευρά πολεμική ενέργεια που έκανε ως τώρα ο Δημοκρατικός Στρατός στη Νότια Ελλάδα. Ταυτόχρονα, είναι και η μεγαλύτερη επιθετική ενέργεια του Δημοκρατικού Στρατού σε κατοικημένο τόπο σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Η Καρδίτσα είναι αρκετά μεγάλη πόλη (τώρα με τους πρόσφυγες φτάνει τους 30.000-40.000) και είναι πρωτεύουσα του νομού. Αν εξαιρέσουμε μόνο τη Λάρισα, είναι η πιο πεδινή πόλη της Ελλάδας και αυτό προδιαγράφει και τη στρατιωτική δυσκολία της ως στόχου, άρα, και τη βαρύτητα της επιχείρησης. Οι δύο βάσεις εξόρμησης δεν μπορούσαν να είναι πιο κοντά από 14 χιλιόμετρα η μία με 3,5 ώρες πορεία προς το στόχο (Αϊ-Γιώργη Βουνεσιού) και 14 χιλιόμετρα η άλλη με 4 ώρες πορείας (Λογγιές Καταφυγίου) μέσα από κάμπο 100%.
Στη μάχη της Καρδίτσας ρίξαμε τη μεγαλύτερη δύναμη, που μπορέσαμε ποτέ να χρησιμοποιήσουμε στη Νότια Ελλάδα, για συγκεντρωτικό χτύπημα. Χρησιμοποιήθηκαν οι κυριότερες πεζές ταξιαρχίες κρούσης της I και της II Μεραρχίας, καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί σχηματισμοί (σχολή αξιωματικών και ουλαμός στελεχών).
Η μάχη μέσα στην πόλη πήρε από την πρώτη στιγμή εξαιρετική σφοδρότητα. Οσες αντιστάσεις δεν έπεφταν, απομονώθηκαν και τα τμήματα προχωρούσαν προς το κέντρο. Ο σιδηροδρομικός σταθμός κράτησε την πρώτη νύχτα και την ημέρα, ως το απόγευμα.
Ο σταθμός επιβητόρων έπεσε, αλλά ξαναπάρθηκε από τον εχθρό, χάρη στα τανκς που έφερε επιτόπου. Αλλά στο νότιο τομέα τα τμήματα προχώρησαν προς το κέντρο και έφτασαν στα πιο οχυρωμένα σημεία του εχθρού (Παυσίλυπο – Πυροβολικό). Την ημέρα η μάχη συνεχίστηκε μέσα στην πόλη, πολύ εντατικά στον βόρειο τομέα και κάπως χαλαρότερη στο νότιο. Επεσαν κι άλλες σοβαρές αντιστάσεις.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα στάλθηκε η διαταγή για τη συνέχιση της επιχείρησης και το ερχόμενο 24ωρο. Τη διαταγή αυτή πήρε η I Μεραρχία και τα τμήματα της πλαγιοφυλακής από τα Τρίκαλα και το Μουζάκι, αλλά δεν πήρε η II Μεραρχία, γιατί δε δούλεψαν οι διαβιβάσεις της με τη διεύθυνση της επιχείρησης και ούτε είχε διατηρήσει κανονικά πλάγια επαφή με την I Μεραρχία.
Ετσι τα ξημερώματα της 13ης του Δεκέμβρη αποχώρησε από την πόλη η II Μεραρχία με όλα τα τμήματα που είχε στις διαταγές της. Η διεύθυνση της επιχείρησης διέταξε τότε τα τμήματα της II Μεραρχίας να πάρουν διάταξη μέσα στον κάμπο και ένα τμήμα της να βαδίσει και πάλι προς το ανάχωμα της Καρδίτσας. Παράλληλα, έβγαλε τα τμήματα της I Μεραρχίας έπειτα από μια ψεύτικη επίθεση και άφησε οπισθοφυλακή μέσα στον κάμπο, στα κανονικά τους δρομολόγια προς τα ριζά.
Το μεσημέρι είχε συμπληρωθεί η υποχώρηση. Ο εχθρός στάθηκε ανίκανος να αντιληφθεί έγκαιρα τι ακριβώς συνέβαινε. Οταν το κατάλαβε (στις 4 το απόγευμα) ήταν πια πολύ αργά για οποιαδήποτε ενέργεια με τα μηχανοκίνητα και το πυροβολικό του. Χρησιμοποίησε μόνο εντατικά την αεροπορία, αλλά χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα για τα τμήματά μας. Και χρειάστηκε μέρες να περιμαζέψει τις εκατοντάδες των νεκρών και των τραυματιών του, να καταμετρήσει τους 1.076 νέους και νέες που του έλειπαν και να λογαριάσει τι ακριβώς πήραμε από τις αποθήκες ανεφοδιασμού».
Οι επιχειρήσεις του Δημοκρατικού Στρατού
στο Καρπενήσι, την Έδεσσα, την Αριδαία, τη Νάουσα και τη Φλώρινα
Η επιχείρηση για την κατάληψη του Καρπενησιού – πρωτεύουσα της Ευρυτανίας – ξεκίνησε τη νύχτα 20 προς 21/1/1949 και ολοκληρώθηκε με επιτυχία μια μέρα μετά. Στην επιχείρηση πήραν μέρος η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ με διοικητή τον Χ. Φλωράκη, η 2η Μεραρχία με διοικητή τον Γ. Αλεξάνδρου, η Σχολή Αξιωματικών του ΚΓΑΝΕ, ένα ανεξάρτητο τάγμα και μια διλοχία. Συνολική δηλαδή δύναμη περί τους 3.000 αντάρτες. Την επίθεση για την κατάληψη της πόλης ανέλαβε η 1η Μεραρχία, ενώ η 2η είχε ως αποστολή της την κάλυψη της επιχείρησης από την πλευρά του Αγρινίου και της Λαμίας. Τα τμήματα του ΔΣΕ έμειναν στην πόλη 18 ολόκληρες μέρες. Κατάφεραν να αποκομίσουν πολλά λάφυρα και να πραγματοποιήσουν αρκετές στρατολογίες νέων μαχητών. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στη διάρκεια των μαχών καταρρίφθηκε αεροπλάνο του αντιπάλου που πετούσε πάνω από την πόλη για έλεγχο της κατάστασης και σκοτώθηκε ο Αμερικανός στρατιωτικός που επέβαινε σ’ αυτό, Εντνερ Σέλντεν.
Για την επιτυχία της επιχείρησης η ηγεσία του ΔΣΕ, τίμησε τους Χ. Φλωράκη και Γ. Αλεξάνδρου με το Παράσημο Πολεμικής Αξίας του Δημοκρατικού Στρατού.
Η αντεπίθεση του κυβερνητικού στρατού για την ανακατάληψη της πόλης άρχισε στις 29 Γενάρη με τις 45, 71 και 73 ταξιαρχίες της 15ης Μεραρχίας, τις Α` και Β` μοίρες ορεινών καταδρομών και το 39ο Σύνταγμα ελαφρού πεζικού. Ο ΔΣΕ έδωσε μάχες όχι γιατί ήθελε να διατηρήσει την πόλη υπό τον έλεγχό του, όσο για να φθείρει τις δυνάμεις του αντιπάλου του. Ετσι η ανακατάληψη της πόλης πραγματοποιήθηκε στις 8-2-1949. Να τι λέει για την κατάληψη του Καρπενησιού ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος: «Οι συμμορίται προς αντιπερισπασμόν διά τη διαφαινόμενην επιτυχία της εκκαθαρίσεως Πελοποννήσου, η οποία θα ηλευθέρωνε σημαντικάς εθνικάς δυνάμεις, κατέβαλον πράγματι εντόνους προσπαθείας και εσημείωσαν εντυπωσιακάς επιτυχίας. Βάσις ενεργείας των είνε ο αιφνιδιασμός και η ακριβής πληροφορία. Διά σύντονων πορειών, κυρίως νυχτερινών, κατορθώνουν να συγκεντρωθούν πότε εις τη μίαν περιοχήν και πότε εις την άλλην, να προσβάλλουν με ισχυράς δυνάμεις και μετά το αποτέλεσμα να απομακρύνονται ταχέως από τους χώρους όπου ανέμενον ως βεβαία την άφιξιν των Εθνικών Στρατευμάτων. Εις τοιαύτας γενικότερας ενεργείας, οι Κ.Σ. (σημ. «Ρ»: Εννοεί κομμουνιστοσυμμορίτες) λαμβάνουν εξαιρετικά μέτρα καλύψεως εκ των κατευθύνσεων, εκ των οποίων λόγω γνώσεως της διατάξεως των Εθνικών Δυνάμεων και της φύσεως των δρομολογίων, γνωρίζουν ότι θα κινηθούν αι Εθνικαί Δυνάμεις… Κλασσικόν παράδειγμα ενεργείας των συμμοριτών, είνε η επίθεσις και κατάληψις υπ’ αυτών της πόλεως Καρπενησίου.
Οι συμμορίται συγκέντρωσαν τας δυνάμεις των εις χώρους μη ελεγχόμενους υπό του Εθνικού Στρατού. Ησαν ακριβέστατα πληροφορημένοι επί της διατάξεως των δυνάμεων και του ηθικού των Εθνικών Μονάδων Καρπενησίου. Κατέλαβον εγκαίρως τη στενωπόν Τυμφρηστού – Αγίου Γεωργίου, από όπου διέρχεται η μοναδική οδός από Λαμίας, όπου υπάρχουσαι εφεδρείαι Εθνικών Δυνάμεων, γνωσταί εις τους Κ.Σ. θα σπεύσουν εις βοήθειαν. Μετά τα πραγματικώς ευφυέστατα ταύτα μέτρα, οι συμμορίται προσβάλλουν αιφνιδιαστικώς τη νύκτα 20-21 Ιανουαρίου, εξ όλων των πλευρών το Καρπενήσι».
Στη συνέχεια αφού αναφέρεται στην κατάληψη της πόλης ο στρατηγός Τσακαλώτος συμπληρώνει: «Καθ’ όλον τον μέχρι τότε αντισυμμοριακόν αγώνα, ήτο η πρώτη φορά, κατά την οποίαν οι συμμορίται διετήρουν επί τόσον χρονικόν διάστημα μίαν πόλιν και μάλιστα εις το κέντρο της χώρας». (Βλέπε: Θρ. Τσακαλώτος: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος β`, σελ. 222-223).
Μπροστά σε μια οχυρωμένη πόλη
Με αδρές γραμμές περιγράφει την κατάληψη του Καρπενησιού, ο Β. Αποστολόπουλος στο βιβλίο του: «Το χρονικό μιας εποποιίας – Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη». Από τις σελίδες αυτού του βιβλίου και τις εικόνες του, που αναπαριστούν με γλαφυρότητα και ζωντάνια τη σοβαρή και σκληρή αυτή μάχη, αναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα:
«Το Καρπενήσι βρίσκεται στην καρδιά της ορεινής Ρούμελης. Εχει για προσκέφαλο το Βελούχι κι απλώνει τα πόδια του προς το ιστορικό Κεφαλόβρυσο, το δασωμένο Κώνισκο και την ειδυλλιακή ποταμιά.
Και καθώς ροβολάμε από το διάσελο του Αϊ – Θανάση, στην ξάστερη παγωμένη νύχτα, 20-21 του Γενάρη 1949, σαν να βλέπουμε το θεόρατο ίσκιο του Μάρκου Μπότσαρη να μας καλωσορίζει. Και σαν να μας δείχνει το κόκκινο σημάδι στο κεφάλι του πάνω από το δεξιό του μάτι, από αρβανίτικο βόλι, που τον έστειλε στην αθανασία στις 8-9 Αυγούστου 1823.
Στον αγώνα για την ελευθερία και την ανάσταση του γένους
Ο ορίζοντας νοτιοανατολικά φράζεται από το πέτρινο τρίπτυχο των κορφών της Χελιδόνας και τους απάτητους γκρεμούς της άγριας Καλιακούδας. Και σαν πιασμένες απ’ τα χέρια αυτών των βουνών, ράχες δασωμένες δένονται με τα ψηλά αντερείσματα του Βελουχιού χτίζοντας ένα τεράστιο πηγάδι, που στον πυθμένα του κοιμάται το Καρπενήσι. Ενας πέτρινος κόθρος πανύψηλος και δασωμένος και χωμένη στη βάση του η ιστορική πολιτειούλα.
Τα πέτρινα σπίτια της σκαρφαλώνουν στις πλαγιές της και χωρίζονται από στενόδρομους κακοτράχαλους. Μόνο ο χώρος γύρω απ’ την πλατεία με τα 900 μέτρα υψόμετρο, σου δίνει την αίσθηση του επίπεδου.
Ο κυβερνητικός στρατός έχει οχυρώσει με τέχνη και φροντίδα την πόλη, που μονάχα η φυσική της οχύρωση είναι μοναδική. Τα σημεία Δεξαμενή, Ρόβια, Σωτήρα, Αϊ-Δημήτρης έχουν δυνατή οχύρωση και δεσπόζουν αποφασιστικά σ’ όλη την περιοχή. Στα Ρόβια έχουν χτίσει πύργους, μάντρα με συρματοπλέγματα, μπλόκ χάουζ, πολυβολεία, ολμοβολεία, ορύγματα. Τα σπίτια και τα κτίρια έχουν τη δική τους οχύρωση. Καθώς είναι στενοί οι δρόμοι, έχουν ρίξει γέφυρες από ταράτσα σε ταράτσα κι έτσι συγκροτήματα σπιτιών μεταβάλλονται σε δυνατές οχυρές θέσεις, που διαθέτουν πολυβολεία και θέσεις για όλα τα όπλα. Στο καμπαναριό της ιστορικής Αγίας Τριάδας και της Παναγίας, υπάρχουν φωλιές πολυβόλων. Οχυρά τσιμεντένια υπάρχουν σ’ όλους τους δρόμους που διαθέτουν κάποιον άξονα ή σε θέσεις να ελέγχουν το χώρο της πόλης…
…20 Γενάρη 1949, ώρα 23η, αρχίζει η επιχείρηση του Καρπενησιού…
… Η μέρα ξεδιπλώνει τα ρόδινα πέπλα της κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό. Με αγωνία παρακολουθούμε την εξέλιξη της μάχης. Βλέπουμε τις κινήσεις των κυβερνητικών. Ρίχνονται κατά κύματα προς τη Δεξαμενή. Θέλουν να την ενισχύσουν για να εκμηδενίσουν το δικό μας προγεφύρωμα. Εδώ πρέπει να γίνει το ρήγμα στην εχθρική διάταξη, που θα εξουδετερώσει και τ’ άλλα οχυρά. Ο αγώνας είναι σκληρός και αμφίρροπος. Το μεσημέρι η κατάσταση γίνεται κρίσιμη. Ο ταγματάρχης Πρίκος, κάτω απ’ την τρομερή πίεση, διατάζει τη σύμπτυξη των τμημάτων που βρίσκονται γύρω από τη Δεξαμενή. Κι αυτός έφτασε στην Ιτιά όπου βρισκόμαστε, απελπισμένος, αφού αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Στο χέρι του φαινόταν μικρό τραύμα.
«Πάει το τάγμα μου!», ξεφώνιζε και τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα.
Κρίσιμη, λοιπόν, η κατάσταση.
-Πώς ήταν δυνατό να εφαρμοστεί αυτή η ανόητη κι επικίνδυνη διαταγή;
-Πώς θα συμπτυχθούν οι λόχοι κάτω από τα καταιγιστικά πυρά πολυβόλων και όλμων που κάθε δευτερόλεπτο κόβουν τα στριμμένα τηλεφωνικά καλώδια;
Ευτυχώς που λειτούργησε το ένστικτο και η μακριά πείρα του αντάρτη. Δεν υπάκουσαν στη διαταγή. Δυο λόχοι του σ. Πάικου και του σ. Τζίτζιρα, κράτησαν το προγεφύρωμα στα κορφινά σπίτια του Καρπενησιού, κάτω απ’ τη Δεξαμενή. Κι αυτή η απόφαση στάθηκε μοιραία για τους αντίπαλους, για το Καρπενήσι.
Σ’ αυτό το σημείο, μετρήθηκαν δεκαεφτά ή δεκαοχτώ κύματα επιθέσεων. Στρατός, φανατισμένοι μαυροσκούφηδες, χωροφύλακες, ρίχνονται με λύσσα να συντρίψουν το προγεφύρωμα. Είναι φανερή η καίρια σημασία της θέσης. Και οι αντάρτες με ψυχραιμία τους αφήνουν να πλησιάζουν. Κι ύστερα, κάνοντας χρήση της σοφής αντάρτικης τακτικής με ομαδικές αντεπιθέσεις τους ανατρέπουν, αρπάζοντας και πυρομαχικά, που τους είναι πολύτιμα.
Βραδιάζει και τα οχυρά κρατούνε πεισματικά. Αϊ- Δημήτρης, Ρόβια, Δεξαμενή, Σωτήρα. Ομως, μερικά σημάδια δείχνουν πως το ηθικό τους αρχίζει να σπάζει. Αναφέροντας στο ΣΔ της επιχείρησης που βρίσκεται στον Αϊ -Θανάση, για την κρίσιμη εξέλιξη του αγώνα, ο Γιώτης μας απάντησε αυτολεξεί: «Μη φοβάστε! Τα μαζεύουν… «.
Οι επιχειρήσεις σε Εδεσσα – Αριδαία – Νάουσα
Στα μέσα του Δεκέμβρη 1948 η 10η Μεραρχία του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Γ. Βοντίτσιο – Γούσια έκανε μια βαθιά διείσδυση από το Βίτσι προς την Εδεσσα με στόχο την κατάληψη της πόλης, την πρόκληση απωλειών στον αντίπαλο και τη στρατολογία δυνάμεων. Η επιχείρηση οδηγήθηκε σε αποτυχία. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η επιχείρηση που οργανώθηκε στις 29 προς 30/12/1948 με στόχο την Αριδαία. Η 10η μεραρχία υπέστη πολλές απώλειες και το επόμενο βήμα ήταν η ανασυγκρότησή της ούτως ώστε να αντεπεξέλθει στα πολεμικά της καθήκοντα.
Μετά την ανασυγκρότηση της 10ης Μεραρχίας οργανώθηκε η επιχείρηση για την κατάληψη της Νάουσας με επικεφαλής τον Δ. Βλαντά. Η επίθεση άρχισε στις 11 Γενάρη του ’49 και η ολοκληρωτική κατάληψη της πόλης πραγματοποιήθηκε δύο μέρες μετά, ύστερα από σκληρές και αδιάκοπες μάχες. Οι δυνάμεις του Δημοκρατικού στρατού αποχώρησαν από την πόλη στις 14 Γενάρη το απόγευμα, αφού προξένησαν αρκετές απώλειες στον αντίπαλο, αποκόμισαν αρκετά λάφυρα και πραγματοποίησαν στρατολογίες νέων μαχητών.
Με τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων σε Εδεσσα – Αριδαία – Νάουσα ασχολήθηκε και το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ το οποίο στη σχετική ανακοίνωσή του, με ημερομηνία 10/2/1949, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Τα σχέδια των επιχειρήσεων στην Εδεσσα – Αρδέα ήταν ανεπαρκή, η διοίκηση δεν είχε στα χέρια της εφεδρεία και δεν εξασφάλισε μια ζωντανή καθοδήγηση στη διάρκεια της κάθε μάχης. Οι επιτυχίες στη Νάουσα και στον ελιγμό κερδήθηκαν ακριβώς γιατί αποφύγαμε τα λάθη που παρουσιάσαμε στις δύο πρώτες επιχειρήσεις» («Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 348 – 354).
Η επιχείρηση στη Φλώρινα
Η επιχείρηση του ΔΣΕ για την κατάληψη της Φλώρινας άρχισε τη νύχτα 11 προς 12 φλεβάρη του `49 και τελείωσε με αποτυχία και βαριές απώλειες των ανταρτών τη νύχτα 12 προς 13 του ιδίου μήνα. Για την επιχείρηση από το Δημοκρατικό Στρατό διατέθηκαν η 14η και η 103η ταξιαρχίες της 10ης Μεραρχίας και 18η και 107η ταξιαρχίες της 11ης Μεραρχίας. Επίσης, η σχολή αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, τρεις λόχοι σαμποτέρ, δύο λόχοι κυνηγών αρμάτων μάχης, ένα τάγμα μεταφορών, ένα τάγμα τραυματιοφορέων κι ένα τμήμα διαβιβάσεων. Από άποψη πυροβολικού διατέθηκαν 4 πυροβολαρχίες με 10-12 ορειβατικά πυροβόλα. Διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ που πραγματοποίησαν την επιχείρηση τέθηκε ο Γ. Βοντίτσιος – Γούσιας και Πολιτικός Επίτροπος ο Δ. Βλαντάς.
Ο αντίπαλος διέθετε 3 ταξιαρχίες από τη 2η μεραρχία του (την 3η, 21η και 22η) με ισχυρή δύναμη πυροβολικού που σήμαινε πάνω από 40 πυροβόλα. Ακόμη μέσα στη Φλώρινα υπήρχαν δυνάμεις της Χωροφυλακής και τμήματα των Μονάδων Εθνικής Ασφάλειας (ΜΕΑ). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν το πλεονέκτημα της γρήγορης ενίσχυσής τους από άλλες δυνάμεις που βρίσκονταν κοντά. Επίσης μπορούσαν εύκολα να έρθουν προς βοήθειά τους τεθωρακισμένα, μια και υπήρχαν αμαξόδρομοι, καθώς και αεροπορία. Ο απολογισμός των απωλειών της μάχης έχει ως εξής:
Σύμφωνα με το ΓΕΣ: Ο ΔΣΕ είχε 702 νεκρούς συν 11 που βρέθηκαν αργότερα και 350 συλληφθέντες και παραδοθέντες. Οι νεκροί τάφηκαν σε ομαδικό τάφο ανατολικά της πόλης. Αντίθετα ο κυβερνητικός στρατός είχε 44 νεκρούς, 284 τραυματίες και 35 αγνοούμενους.
Σύμφωνα με το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ: Ο κυβερνητικός στρατός είχε 404 νεκρούς, 976 τραυματίες, ενώ πιάστηκαν από τους αντάρτες 82 αιχμάλωτοι (βλέπε περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», έκδοση «Ριζοσπάστης» 1996, τόμος β` σελ. 202). Τέλος, κατά τον Δ. Βλαντά ο Δημοκρατικός Στρατός είχε τις εξής απώλειες: νεκροί 334, τραυματίες 867, λιποτάκτες 14, αγνοούμενοι 199. Οι απώλειες σε στελέχη ήταν 194 (Δ. Βλαντάς: «Εμφύλιος Πόλεμος 1945 – 1949″, Γ` τόμος Β` ημίτομος, σελ. 235).
Για την επιτυχία της επιχείρησης η ηγεσία του ΔΣΕ, τίμησε τους Χ. Φλωράκη και Γ. Αλεξάνδρου με το Παράσημο Πολεμικής Αξίας του Δημοκρατικού Στρατού.
Η αντεπίθεση του κυβερνητικού στρατού για την ανακατάληψη της πόλης άρχισε στις 29 Γενάρη με τις 45, 71 και 73 ταξιαρχίες της 15ης Μεραρχίας, τις Α` και Β` μοίρες ορεινών καταδρομών και το 39ο Σύνταγμα ελαφρού πεζικού. Ο ΔΣΕ έδωσε μάχες όχι γιατί ήθελε να διατηρήσει την πόλη υπό τον έλεγχό του, όσο για να φθείρει τις δυνάμεις του αντιπάλου του. Ετσι η ανακατάληψη της πόλης πραγματοποιήθηκε στις 8-2-1949. Να τι λέει για την κατάληψη του Καρπενησιού ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος: «Οι συμμορίται προς αντιπερισπασμόν διά τη διαφαινόμενην επιτυχία της εκκαθαρίσεως Πελοποννήσου, η οποία θα ηλευθέρωνε σημαντικάς εθνικάς δυνάμεις, κατέβαλον πράγματι εντόνους προσπαθείας και εσημείωσαν εντυπωσιακάς επιτυχίας. Βάσις ενεργείας των είνε ο αιφνιδιασμός και η ακριβής πληροφορία. Διά σύντονων πορειών, κυρίως νυχτερινών, κατορθώνουν να συγκεντρωθούν πότε εις τη μίαν περιοχήν και πότε εις την άλλην, να προσβάλλουν με ισχυράς δυνάμεις και μετά το αποτέλεσμα να απομακρύνονται ταχέως από τους χώρους όπου ανέμενον ως βεβαία την άφιξιν των Εθνικών Στρατευμάτων. Εις τοιαύτας γενικότερας ενεργείας, οι Κ.Σ. (σημ. «Ρ»: Εννοεί κομμουνιστοσυμμορίτες) λαμβάνουν εξαιρετικά μέτρα καλύψεως εκ των κατευθύνσεων, εκ των οποίων λόγω γνώσεως της διατάξεως των Εθνικών Δυνάμεων και της φύσεως των δρομολογίων, γνωρίζουν ότι θα κινηθούν αι Εθνικαί Δυνάμεις… Κλασσικόν παράδειγμα ενεργείας των συμμοριτών, είνε η επίθεσις και κατάληψις υπ’ αυτών της πόλεως Καρπενησίου.
Οι συμμορίται συγκέντρωσαν τας δυνάμεις των εις χώρους μη ελεγχόμενους υπό του Εθνικού Στρατού. Ησαν ακριβέστατα πληροφορημένοι επί της διατάξεως των δυνάμεων και του ηθικού των Εθνικών Μονάδων Καρπενησίου. Κατέλαβον εγκαίρως τη στενωπόν Τυμφρηστού – Αγίου Γεωργίου, από όπου διέρχεται η μοναδική οδός από Λαμίας, όπου υπάρχουσαι εφεδρείαι Εθνικών Δυνάμεων, γνωσταί εις τους Κ.Σ. θα σπεύσουν εις βοήθειαν. Μετά τα πραγματικώς ευφυέστατα ταύτα μέτρα, οι συμμορίται προσβάλλουν αιφνιδιαστικώς τη νύκτα 20-21 Ιανουαρίου, εξ όλων των πλευρών το Καρπενήσι».
Στη συνέχεια αφού αναφέρεται στην κατάληψη της πόλης ο στρατηγός Τσακαλώτος συμπληρώνει: «Καθ’ όλον τον μέχρι τότε αντισυμμοριακόν αγώνα, ήτο η πρώτη φορά, κατά την οποίαν οι συμμορίται διετήρουν επί τόσον χρονικόν διάστημα μίαν πόλιν και μάλιστα εις το κέντρο της χώρας». (Βλέπε: Θρ. Τσακαλώτος: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος β`, σελ. 222-223).
Μπροστά σε μια οχυρωμένη πόλη
Με αδρές γραμμές περιγράφει την κατάληψη του Καρπενησιού, ο Β. Αποστολόπουλος στο βιβλίο του: «Το χρονικό μιας εποποιίας – Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη». Από τις σελίδες αυτού του βιβλίου και τις εικόνες του, που αναπαριστούν με γλαφυρότητα και ζωντάνια τη σοβαρή και σκληρή αυτή μάχη, αναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα:
«Το Καρπενήσι βρίσκεται στην καρδιά της ορεινής Ρούμελης. Εχει για προσκέφαλο το Βελούχι κι απλώνει τα πόδια του προς το ιστορικό Κεφαλόβρυσο, το δασωμένο Κώνισκο και την ειδυλλιακή ποταμιά.
Και καθώς ροβολάμε από το διάσελο του Αϊ – Θανάση, στην ξάστερη παγωμένη νύχτα, 20-21 του Γενάρη 1949, σαν να βλέπουμε το θεόρατο ίσκιο του Μάρκου Μπότσαρη να μας καλωσορίζει. Και σαν να μας δείχνει το κόκκινο σημάδι στο κεφάλι του πάνω από το δεξιό του μάτι, από αρβανίτικο βόλι, που τον έστειλε στην αθανασία στις 8-9 Αυγούστου 1823.
Στον αγώνα για την ελευθερία και την ανάσταση του γένους
Ο ορίζοντας νοτιοανατολικά φράζεται από το πέτρινο τρίπτυχο των κορφών της Χελιδόνας και τους απάτητους γκρεμούς της άγριας Καλιακούδας. Και σαν πιασμένες απ’ τα χέρια αυτών των βουνών, ράχες δασωμένες δένονται με τα ψηλά αντερείσματα του Βελουχιού χτίζοντας ένα τεράστιο πηγάδι, που στον πυθμένα του κοιμάται το Καρπενήσι. Ενας πέτρινος κόθρος πανύψηλος και δασωμένος και χωμένη στη βάση του η ιστορική πολιτειούλα.
Τα πέτρινα σπίτια της σκαρφαλώνουν στις πλαγιές της και χωρίζονται από στενόδρομους κακοτράχαλους. Μόνο ο χώρος γύρω απ’ την πλατεία με τα 900 μέτρα υψόμετρο, σου δίνει την αίσθηση του επίπεδου.
Ο κυβερνητικός στρατός έχει οχυρώσει με τέχνη και φροντίδα την πόλη, που μονάχα η φυσική της οχύρωση είναι μοναδική. Τα σημεία Δεξαμενή, Ρόβια, Σωτήρα, Αϊ-Δημήτρης έχουν δυνατή οχύρωση και δεσπόζουν αποφασιστικά σ’ όλη την περιοχή. Στα Ρόβια έχουν χτίσει πύργους, μάντρα με συρματοπλέγματα, μπλόκ χάουζ, πολυβολεία, ολμοβολεία, ορύγματα. Τα σπίτια και τα κτίρια έχουν τη δική τους οχύρωση. Καθώς είναι στενοί οι δρόμοι, έχουν ρίξει γέφυρες από ταράτσα σε ταράτσα κι έτσι συγκροτήματα σπιτιών μεταβάλλονται σε δυνατές οχυρές θέσεις, που διαθέτουν πολυβολεία και θέσεις για όλα τα όπλα. Στο καμπαναριό της ιστορικής Αγίας Τριάδας και της Παναγίας, υπάρχουν φωλιές πολυβόλων. Οχυρά τσιμεντένια υπάρχουν σ’ όλους τους δρόμους που διαθέτουν κάποιον άξονα ή σε θέσεις να ελέγχουν το χώρο της πόλης…
…20 Γενάρη 1949, ώρα 23η, αρχίζει η επιχείρηση του Καρπενησιού…
… Η μέρα ξεδιπλώνει τα ρόδινα πέπλα της κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό. Με αγωνία παρακολουθούμε την εξέλιξη της μάχης. Βλέπουμε τις κινήσεις των κυβερνητικών. Ρίχνονται κατά κύματα προς τη Δεξαμενή. Θέλουν να την ενισχύσουν για να εκμηδενίσουν το δικό μας προγεφύρωμα. Εδώ πρέπει να γίνει το ρήγμα στην εχθρική διάταξη, που θα εξουδετερώσει και τ’ άλλα οχυρά. Ο αγώνας είναι σκληρός και αμφίρροπος. Το μεσημέρι η κατάσταση γίνεται κρίσιμη. Ο ταγματάρχης Πρίκος, κάτω απ’ την τρομερή πίεση, διατάζει τη σύμπτυξη των τμημάτων που βρίσκονται γύρω από τη Δεξαμενή. Κι αυτός έφτασε στην Ιτιά όπου βρισκόμαστε, απελπισμένος, αφού αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Στο χέρι του φαινόταν μικρό τραύμα.
«Πάει το τάγμα μου!», ξεφώνιζε και τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα.
Κρίσιμη, λοιπόν, η κατάσταση.
-Πώς ήταν δυνατό να εφαρμοστεί αυτή η ανόητη κι επικίνδυνη διαταγή;
-Πώς θα συμπτυχθούν οι λόχοι κάτω από τα καταιγιστικά πυρά πολυβόλων και όλμων που κάθε δευτερόλεπτο κόβουν τα στριμμένα τηλεφωνικά καλώδια;
Ευτυχώς που λειτούργησε το ένστικτο και η μακριά πείρα του αντάρτη. Δεν υπάκουσαν στη διαταγή. Δυο λόχοι του σ. Πάικου και του σ. Τζίτζιρα, κράτησαν το προγεφύρωμα στα κορφινά σπίτια του Καρπενησιού, κάτω απ’ τη Δεξαμενή. Κι αυτή η απόφαση στάθηκε μοιραία για τους αντίπαλους, για το Καρπενήσι.
Σ’ αυτό το σημείο, μετρήθηκαν δεκαεφτά ή δεκαοχτώ κύματα επιθέσεων. Στρατός, φανατισμένοι μαυροσκούφηδες, χωροφύλακες, ρίχνονται με λύσσα να συντρίψουν το προγεφύρωμα. Είναι φανερή η καίρια σημασία της θέσης. Και οι αντάρτες με ψυχραιμία τους αφήνουν να πλησιάζουν. Κι ύστερα, κάνοντας χρήση της σοφής αντάρτικης τακτικής με ομαδικές αντεπιθέσεις τους ανατρέπουν, αρπάζοντας και πυρομαχικά, που τους είναι πολύτιμα.
Βραδιάζει και τα οχυρά κρατούνε πεισματικά. Αϊ- Δημήτρης, Ρόβια, Δεξαμενή, Σωτήρα. Ομως, μερικά σημάδια δείχνουν πως το ηθικό τους αρχίζει να σπάζει. Αναφέροντας στο ΣΔ της επιχείρησης που βρίσκεται στον Αϊ -Θανάση, για την κρίσιμη εξέλιξη του αγώνα, ο Γιώτης μας απάντησε αυτολεξεί: «Μη φοβάστε! Τα μαζεύουν… «.
Οι επιχειρήσεις σε Εδεσσα – Αριδαία – Νάουσα
Στα μέσα του Δεκέμβρη 1948 η 10η Μεραρχία του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Γ. Βοντίτσιο – Γούσια έκανε μια βαθιά διείσδυση από το Βίτσι προς την Εδεσσα με στόχο την κατάληψη της πόλης, την πρόκληση απωλειών στον αντίπαλο και τη στρατολογία δυνάμεων. Η επιχείρηση οδηγήθηκε σε αποτυχία. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η επιχείρηση που οργανώθηκε στις 29 προς 30/12/1948 με στόχο την Αριδαία. Η 10η μεραρχία υπέστη πολλές απώλειες και το επόμενο βήμα ήταν η ανασυγκρότησή της ούτως ώστε να αντεπεξέλθει στα πολεμικά της καθήκοντα.
Μετά την ανασυγκρότηση της 10ης Μεραρχίας οργανώθηκε η επιχείρηση για την κατάληψη της Νάουσας με επικεφαλής τον Δ. Βλαντά. Η επίθεση άρχισε στις 11 Γενάρη του ’49 και η ολοκληρωτική κατάληψη της πόλης πραγματοποιήθηκε δύο μέρες μετά, ύστερα από σκληρές και αδιάκοπες μάχες. Οι δυνάμεις του Δημοκρατικού στρατού αποχώρησαν από την πόλη στις 14 Γενάρη το απόγευμα, αφού προξένησαν αρκετές απώλειες στον αντίπαλο, αποκόμισαν αρκετά λάφυρα και πραγματοποίησαν στρατολογίες νέων μαχητών.
Με τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων σε Εδεσσα – Αριδαία – Νάουσα ασχολήθηκε και το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ το οποίο στη σχετική ανακοίνωσή του, με ημερομηνία 10/2/1949, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Τα σχέδια των επιχειρήσεων στην Εδεσσα – Αρδέα ήταν ανεπαρκή, η διοίκηση δεν είχε στα χέρια της εφεδρεία και δεν εξασφάλισε μια ζωντανή καθοδήγηση στη διάρκεια της κάθε μάχης. Οι επιτυχίες στη Νάουσα και στον ελιγμό κερδήθηκαν ακριβώς γιατί αποφύγαμε τα λάθη που παρουσιάσαμε στις δύο πρώτες επιχειρήσεις» («Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 348 – 354).
Η επιχείρηση στη Φλώρινα
Η επιχείρηση του ΔΣΕ για την κατάληψη της Φλώρινας άρχισε τη νύχτα 11 προς 12 φλεβάρη του `49 και τελείωσε με αποτυχία και βαριές απώλειες των ανταρτών τη νύχτα 12 προς 13 του ιδίου μήνα. Για την επιχείρηση από το Δημοκρατικό Στρατό διατέθηκαν η 14η και η 103η ταξιαρχίες της 10ης Μεραρχίας και 18η και 107η ταξιαρχίες της 11ης Μεραρχίας. Επίσης, η σχολή αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, τρεις λόχοι σαμποτέρ, δύο λόχοι κυνηγών αρμάτων μάχης, ένα τάγμα μεταφορών, ένα τάγμα τραυματιοφορέων κι ένα τμήμα διαβιβάσεων. Από άποψη πυροβολικού διατέθηκαν 4 πυροβολαρχίες με 10-12 ορειβατικά πυροβόλα. Διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ που πραγματοποίησαν την επιχείρηση τέθηκε ο Γ. Βοντίτσιος – Γούσιας και Πολιτικός Επίτροπος ο Δ. Βλαντάς.
Ο αντίπαλος διέθετε 3 ταξιαρχίες από τη 2η μεραρχία του (την 3η, 21η και 22η) με ισχυρή δύναμη πυροβολικού που σήμαινε πάνω από 40 πυροβόλα. Ακόμη μέσα στη Φλώρινα υπήρχαν δυνάμεις της Χωροφυλακής και τμήματα των Μονάδων Εθνικής Ασφάλειας (ΜΕΑ). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν το πλεονέκτημα της γρήγορης ενίσχυσής τους από άλλες δυνάμεις που βρίσκονταν κοντά. Επίσης μπορούσαν εύκολα να έρθουν προς βοήθειά τους τεθωρακισμένα, μια και υπήρχαν αμαξόδρομοι, καθώς και αεροπορία. Ο απολογισμός των απωλειών της μάχης έχει ως εξής:
Σύμφωνα με το ΓΕΣ: Ο ΔΣΕ είχε 702 νεκρούς συν 11 που βρέθηκαν αργότερα και 350 συλληφθέντες και παραδοθέντες. Οι νεκροί τάφηκαν σε ομαδικό τάφο ανατολικά της πόλης. Αντίθετα ο κυβερνητικός στρατός είχε 44 νεκρούς, 284 τραυματίες και 35 αγνοούμενους.
Σύμφωνα με το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ: Ο κυβερνητικός στρατός είχε 404 νεκρούς, 976 τραυματίες, ενώ πιάστηκαν από τους αντάρτες 82 αιχμάλωτοι (βλέπε περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», έκδοση «Ριζοσπάστης» 1996, τόμος β` σελ. 202). Τέλος, κατά τον Δ. Βλαντά ο Δημοκρατικός Στρατός είχε τις εξής απώλειες: νεκροί 334, τραυματίες 867, λιποτάκτες 14, αγνοούμενοι 199. Οι απώλειες σε στελέχη ήταν 194 (Δ. Βλαντάς: «Εμφύλιος Πόλεμος 1945 – 1949″, Γ` τόμος Β` ημίτομος, σελ. 235).
Η ανακατάληψη του Γράμμου από το ΔΣΕ
Oι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού
ΑΝΟΙΞΗ – ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’49
Πριν την τελική σύγκρουση
Μετά την εκκαθάριση της Πελοποννήσου, την ήττα του ΔΣΕ στη Φλώρινα και την ανακατάληψη της πόλης του Καρπενησιού από τον κυβερνητικό στρατό ήταν φανερό ότι οι πολεμικές συγκρούσεις οδηγούνταν στην κορύφωση. Ο στρατός της κυβέρνησης των Αθηνών, ήταν πλέον αισθητά πιο ενισχυμένος, αφού είχε καταφέρει να απαγκιστρώσει δυνάμεις του που στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν σε άλλα μέτωπα. Ετσι έστρεψε την προσοχή του στην εκκαθάριση και άλλων περιοχών της χώρας – ιδιαίτερα στην εκκαθάριση της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας – ούτως ώστε να περιορίσει σε όσο το δυνατό ελάχιστο χώρο τη δράση των ανταρτών. Από την άλλη ο Δημοκρατικός Στρατός, χωρίς να έχει καταφέρει να ανατρέψει την αρνητική κατάσταση γι’ αυτόν, στο ζήτημα της έλλειψης εφεδρειών, ήταν αναγκασμένος να προετοιμαστεί, για να δώσει την τελική μάχη, έχοντας απέναντί του υπέρτερες δυνάμεις, περισσότερες από κάθε άλλη φορά. Η μόνη επιλογή των ανταρτών, στο μέτρο, βεβαίως, του δυνατού, ήταν να φροντίσουν το μέτωπο, στο οποίο θα γινόταν η τελική σύγκρουση.
Η ανακατάληψη του Γράμμου
Την 1η Απριλίου του 1949 έκπληκτο το ΓΕΣ πληροφορείται με επείγον τηλεγράφημα την παρακάτω είδηση: "Ο Γράμμος κατελήφθη υπό των συμμοριτών". Το επιτελείο είναι εμβρόντητο. Οι ως τότε πληροφορίες του ΓΕΣ, εμφάνιζαν τον ΔΣΕ ως "τελειωμένην υπόθεσιν", μετά και την βαρύτατη ήττα του τελευταίου στην Φλώρινα τον Φλεβάρη του 1948. Ωστόσο, η επανάκαμψη του ΔΣΕ στον Γράμμο δηλώνει προφανώς ότι οι αντάρτες παραμένουν αξιόμαχοι και ικανοί. Οι εβδομηνταήμερες μάχες του 1948 με τους χιλιάδες νεκρούς φαίνεται να έχουν γίνει μάταια και η για ακόμη μια φορά ο "συμμοριτοπόλεμος" παίρνει για το κράτος την μορφή του πίθου των Δαναΐδων.
Τι όμως έχει συμβεί;
Το 1948 οι δυνάμεις του ΔΣΕ πιέζονται πανταχόθεν στον Γράμμο. Η διοίκηση αποφασίζει την διαφυγή των τμημάτων και την στρατηγική τους υποχώρηση. Τον Αύγουστο του 1948 και λίγο μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ε.Σ, στον κατειλημμένο Γράμμο διεισδύουν ξανά μικρά τμήματα της 8ης Μεραρχίας του ΔΣΕ και ξεκινούν ανταρτοπόλεμο. Σκοπός των ομάδων αυτών είναι η βολιδοσκόπηση της κατάστασης στον Γράμμο και η προπαρασκευή μιας επιχείρησης επανάκτησης του. Στις 2 Δεκεμβρίου, οι ομάδες της 8ης Μεραρχίας στον Γράμμο λαμβάνουν την εντολή και καταλαμβάνουν την περιοχή Πέτρα Μούκα. Ο ελιγμός του ΔΣΕ είναι σε θέση πιά να ξεκινήσει.
Σκοπός του ελιγμού και των νέων επιχειρήσεων του ΔΣΕ στον Γράμμο είναι η κατάληψη της δυτικής του μεριάς και η σταθερή του κατοχή.
Η επιχείρηση έχει αποφασιστεί από το ΚΓΑΝΕ να διεξαχθεί σε τρεις φάσεις:
Δύο παραπλανητικές επιχειρήσεις και μια κύρια διείσδυση.
Οι δυνάμεις που αναλαμβάνουν την ανακατάληψη είναι μεγάλες.
Τέσσερις Ταξιαρχίες με μονάδες σαμποτέρ, 7 κανόνια των 75 mm, 4 αντιαρματικά και 2 αντιαεροπορικά. Η σύνθεση των Ταξιαρχιών είναι η παρακάτω:
Η επιχείρηση πραγματοποιείται επακριβώς. Αρχικά διενεργείται μια ξαφνική επίθεση κατά της Άρτας.
Η επίθεση αυτή αποσκοπεί στην απόσπαση δυνάμεων του ΕΣ από τον Γράμμο. Στην Άρτα η επίθεση αποκρούεται, όμως πολλές και ισχυρές δυνάμεις του ΕΣ έχουν αποτραβηχτεί για την άμυνα τις πόλης, από τον Γράμμο και την περιοχή της Κόνιτσας. Στην Κόνιτσα παραμένουν μονάχα 5 τάγματα της 75ης Ταξιαρχίας και της 74ης.
Η δεύτερη παραπλανητική επιχείρηση διενεργείται κατά της πόλης των Γρεβενών από την Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ με επικεφαλής τον στρατηγό Υψηλάντη. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ γλιστρούν επιδέξια από τον κλοιό του ΕΣ στο Βίτσι και χτυπούν ορμητικά τα Γρεβενά. Με τον ίδιο τρόπο οι δυνάμεις του ΔΣΕ θα ξεγλιστρήσουν ξανά πίσω στο Βίτσι αφήνοντας τις δυνάμεις του ΕΣ σε σύγχυση. Για δεύτερη φορά ο αντιπερισπασμός επιτυγχάνεται.
Στο μεταξύ η τρίτη επιχείρηση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ περνούν μαζικά από το Βίτσι στον Γράμμο. Ο ΔΣΕ χρησιμοποιεί την ίδια διάβαση από την οποία τον Αύγουστο του 1948 έγινε ο αντίστροφος ελιγμός από τον Γράμμο στο Βίτσι. Το ηθικό είναι υψηλό στους μαχητές του ΔΣΕ ενώ ο αιφνιδιασμός του ΕΣ ολοκληρωτικός. Οι αντάρτες μάχονται αποφασιστικά και καταλαμβάνουν αστραπιαία τα περισσότερα τμήματα και στρατηγικά σημεία που είχαν γίνει θρυλικά από τις μάχες του προηγούμενου χρόνου: Ταμπούρια, Γύφτισσα, Πουλιάνα, Πύργος Στράτσανης, Αμάραντο κ.ά.
Η 75η Ταξιαρχία του ΕΣ κυκλώνεται από παντού. Έντρομοι οι επιτελείς της βλέπουν θέσεις που για να καταληφθούν χρειάστηκαν 70 ημέρες συγκρούσεων να πέφτουν μέσα σε τέσσερις ημέρες. Τελικό χτύπημα στο υπογάστριο του ΕΣ είναι η σύγκρουση στην τοποθεσία Πατώματα. Η ήττα του ΕΣ εκεί είναι συντριπτική παρά των εκτενών οχυρωματικών έργων στα οποία είχε προβεί η διοίκηση του ΕΣ.
Από την άλλη μεριά ο ΕΣ σπεύδει να μετακινήσει δυνάμεις του από παντού. Τρεις Ταξιαρχίες φθάνουν πρώτες : η 45η, η 76η και η 77η. Παρόλα αυτά θα χρειαστούν μακροί αγώνες για να φραχτεί το ρήγμα. Επί είκοσι έξι ημέρες φθάνουν στον Γράμμο: 2 Ταξιαρχίες, 2 Μοίρες των ΛΟΚ και ισχυρότατες δυνάμεις αεροπορίας και πυροβολικού. Οι μάχες θα γίνουν πιο εκτενείς και σκληρές και για τις δύο μεριές ως τον Απρίλη του 1949 που θα καταληφθεί ξανά από τους κυβερνητικούς ο Πύργος Στράτσανης. Τελικά οι επιχειρήσεις θα λήξουν με τεράστιες απώλειες και τον ΔΣΕ να δεσπόζει ξανά στον Γράμμο.
Η επιχείρηση αυτή κλόνισε σοβαρά την υπεροψία του ΓΕΣ. Ο ΔΣΕ απέδειξε για μιαν ακόμα φορά το αξιόμαχο των μαχητών του και την άρτια ικανότητά του να εκτελεί καταπληκτικούς ελιγμούς και να χτυπά βαρύτατα τις πόλεις. Παρόλα αυτά ο ΔΣΕ δεν έπαυε να πάσχει από το τρομερό αγκάθι στα πλευρά του: Την έλλειψη εφεδρειών και υλικού...
Το Μάρτη του ’49 η ηγεσία του ΔΣΕ αποφάσισε περιορισμένης έκτασης επιχείρηση για την ανακατάληψη του Γράμμου, που από τη αρχή του εμφυλίου – και μέχρι το καλοκαίρι του ’48 – θεωρούνταν το άπαρτο φρούριο των ανταρτών. Η διεύθυνση της επιχείρησης ανατέθηκε στον Μ. Βλαντά και Πολιτικός Επίτροπος ορίστηκε ο Β. Μπαρτζιώτας. Οι δυνάμεις ανταρτών που διατέθηκαν αρχικά δεν ήταν πάνω από 4.000. Στην επιχείρηση πήραν μέρος η ταξιαρχία της σχολής αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, η ταξιαρχία Καλιανέση (πρώην 8η μεραρχία), η 108η ταξιαρχία, πυροβολικό, δυνάμεις σαμποτέρ, με την ενίσχυση τμημάτων τραυματιοφορέων, μεταφορών, διαβιβάσεων. Στην πορεία των μαχών σ’ αυτές τις δυνάμεις προστέθηκε και η 16η ταξιαρχία. Τέλος, προς τα τέλη Απρίλη του ’49, στις παραπάνω δυνάμεις προστέθηκε και η 103η ταξιαρχία, ενώ η διοίκηση όλων των δυνάμεων ανατέθηκε στο Γ. Βοντίτσιο – Γούσια.
Από μέρους του κυβερνητικού στρατού στη μάχη πήραν μέρος τρεις ταξιαρχίες της 8ης μεραρχίας του, δύο μοίρες ορεινών καταδρομών, η 45η ταξιαρχία, η 77η ανεξάρτητη ταξιαρχία, η 9η και η 16η μεραρχίες, συν μία ταξιαρχία της 1ης μεραρχίας, πυροβολικό και αεροπορία. Σύνολο δυνάμεων πολύ πάνω από 20.000 άνδρες.
Η επιχείρηση του ΔΣΕ, για την ανακατάληψη του Γράμμου, άρχισε στη 1 Απρίλη 1949 και ουσιαστικά μέχρι τα τέλη του μηνός είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία, προκαλώντας βαριές απώλειες στον αντίπαλο. Η νίκη βεβαίως διασφαλίστηκε με την επιτυχημένη μάχη στα Πατώματα (30/ – 2/6/49). Ετσι ο Γράμμος ξαναπέρασε στους αντάρτες.
Για τη ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ, ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος γράφει: «Επετεύχθη πράγματι στρατηγικός και τακτικός αιφνιδιασμός και ούτω κατελήφθησαν οι αντικειμενικοί σκοποί άνευ σοβαράς αντιδράσεως του αντιπάλου και εξηναγκάσθησαν αι εθνικαί δυνάμεις να προβούν εις αναδιάταξιν δυνάμεων διά προσανατολισμού δυνάμεων προς Δυτικόν Γράμμον – Σμόλικαν και να εμπλακούν εις αγώνα φθοράς. Εγένεντο κινήσεις ταχείαι υπό δυσκόλους συνθήκας ατμοσφαιρικάς και εδάφους και μάλιστα κατά τη νύκτα. Εδημιουργήθη εκ νέου η εστία – βάσις του Γράμμου, όστις μόλις το θέρος του 1948 είχεν εκκαθαρισθεί διά μακροχρονίου (64 ημερών) αγώνος, πολυδάπανου εις απώλειας ανθρώπινου και πολεμικού υλικού και παρέστη ανάγκη νέων αγώνων κατά το 1949 διά την ανακατάληψίν του», («Αντισυμμοριακός Αγών», σελ. 579).
Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε Ρούμελη-Θεσσαλία
Για τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία, η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού είχε επεξεργαστεί συγκεκριμένο σχέδιο με την επωνυμία «ΠΥΡΑΥΛΟΣ». Για την εφαρμογή του σχεδίου θα δημιουργούνταν ειδικές δυνάμεις κρούσης με την ονομασία ΔΑΚΕΣ (Δυνάμεις Αναζητήσεως, Κρούσεως, Εξοντώσεως Συμμοριτών). Να πώς περιγράφει αυτό το σχέδιο ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: «Σκοπός: Η εθνική Ηγεσία μετά την ανακατάληψιν του Καρπενησίου και την καταδίωξιν των συμμοριτών προς Αγραφα, και φυσικά προ της εκδηλώσεως της ενεργείας των συμμοριτών προς ανακατάληψιν του Γράμμου, είχεν αποφασίσει την ενέργειαν επιχειρήσεων, με σκοπόν τη ριζικήν εκκαθάρισιν εκ Ν. προς Β. της Κεντρικής Ελλάδος και τη συσπείρωσιν προοδευτικώς και συστηματικώς των δυνάμεων διώξεως προς βορράν. Η ζώνη των επιχειρήσεων περιορίζετο από βορρά υπό της γραμμής Αώου ποταμού (Κόνιτσα) – Βενέτικου ποταμού (Γρεβενά) – Αλιάκμονος ποταμού (Σέρβια) και προς νότον μέχρι Κορινθιακού Κόλπου – Βορείου Ευβοϊκού Κόλπου.
Σχέδιον ενεργείας: Διά την εκκαθάρισιν θα εδημιουργείτο κινητή δύναμις κρούσεως προς καταδίωξιν, αποδιοργάνωσιν και εξόντωσιν των συμμοριακών συγκεντρώσεων εν τη άνω περιοχή. Το ιδιάζον εν τη συλλήψει του σχεδίου τούτου, είναι ότι εις τας δυνάμεις ταύτας κρούσεως δεν καθωρίζετο ως αντικειμενικός σκοπός εδαφική ζώνη, αλλ’ ο συμμοριακός όγκος εις οιανδήποτε περιοχήν και εάν ευρίσκετο ή κατέφευγε καταδιωκόμενος.
Η επιχείρησις «Πύραυλος» θα άρχιζε μετά την εκκαθάρισιν της Πελοποννήσου προς χρησιμοποίηση των εκεί διατεθεισών δυνάμεων της IX Μεραρχίας, της 72ας Ταξιαρχίας και των Μοιρών Καταδρομών» (στο ίδιο, σελ. 585).
Η ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ ανάγκασε την αντίπαλη στρατιωτική ηγεσία να τροποποιήσει το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ». Ο Ζαφειρόπουλος αναφέρει σχετικά: «Μετά την μεσολάβησιν την 1ην Απριλίου της επιχειρήσεως των συμμοριτών «ελιγμός του Γράμμου 1949″ διά της ανακαταλήψεως του Δυτικού Γράμμου και Σμόλικα υπό των Συμμοριτών και της διεισδύσεως της II συμμοριακής Μεραρχίας εις Ρούμελην, αι προϋποθέσεις της επιχειρήσεως «Πύραυλος» από απόψεως δραστηριότητας των συμμοριτών και διαθεσιμότητος εθνικών δυνάμεων τροποποιήθηκαν άρδην, λόγω προσανατολισμού δυνάμεων προς Δ. Γράμμον.
Ετέθη τότε το πρόβλημα, κατά πόσον συμφέρει να αποδυθούν αι εθνικαί δυνάμεις εις ταυτόχρονον διμέτωπον αγώνα, τόσον υπό του Β` Σ. Στρατού εις τον Δ. Γράμμον, όσον και υπό του Α` Σ. Στρατού εις την περιοχήν Κεντρικής Ελλάδος (Ρούμελη – Αγραφα – Θεσσαλία). Κατόπιν συζητήσεως προεκτιμίθη, ότι είναι ασύμφορος η δημιουργία ταυτοχρόνως διμέτωπου αγώνος, λόγω ανεπάρκειας των διατιθέμενων δυνάμεων» (στο ίδιο, σελ. 586).
Ετσι το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ» τροποποιήθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε το σχέδιο «ΚΥΝΗΓΟΣ». Σύμφωνα με τον Ζαφειρόπουλο στο σχέδιο «Κυνηγός» προβλεπόταν:
«α) Η εκκαθάρισης της περιοχής των Αγράφων, προς εξόντωσιν των εν αυτή συμμοριακών μονάδων της I συμμοριακής Μεραρχίας και διαφόρων μονάδων χώρου και εμπέδων.
β) Η εκκαθάρισις της περιοχής της Ρούμελης, προς εξόντωσιν της II συμμοριακής Μεραρχίας και μονάδων χώρου.
γ) Η εκκαθάρισις της περιοχής Ανατολικής ορεινής Θεσσαλίας, προς εξόντωσιν των συμμοριακών δυνάμεων αυτής» (στο ίδιο, σελ. 588).
Στις παραμονές της επιχείρησης «ΚΥΝΗΓΟΣ», οι υπό εκκαθάριση και εξόντωση δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν οι εξής:
Η 1η Μεραρχία με διοικητή τον Χ. Φλωράκη (Γιώτης) είχε δύναμη περίπου 1.600 μαχητές.
Η 2η Μεραρχία με διοικητή τον Γ. Αλεξάνδρου (Διαμαντής) είχε δύναμη περίπου 1.500 μαχητές.
Το επιτελείο, η φρουρά και η σχολή αξιωματικών του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ) είχε δύναμη περίπου 300 μαχητές.
Διοικητής του ΚΓΑΝΕ ήταν ο Κ. Κολιγιάννης (Αρβανίτης).
Μ’ αλλά λόγια η συνολική δύναμη των ανταρτών, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν υπερέβαινε τις 3.400 μαχητές.
Η επιχείρηση άρχισε την 1η Μάη του ’49, κι απέναντι στις λιγοστές αυτές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ο αντίπαλος εξαπέλυσε δύναμη 70.000 ανδρών με επικεφαλής τον Θρ. Τσακαλώτο, 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, σημαντικό αριθμό αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων. Ο αγώνας ήταν άνισος. Κι όπως ήταν αναμενόμενο κατέληξε σε ήττα των δυνάμεων του ΔΣΕ. Πάνω από ένα μήνα αγωνίστηκε η 2η Μεραρχία. Στο πεδίο της μάχης χάθηκαν πολλά στελέχη και μαχητές. Και τέλος, στις 21 Ιούνη του ’49, στη θέση Μάρμαρα σκοτώθηκε ο ίδιος ο διοικητής της, ο θρυλικός Διαμαντής. Σκληρές μάχες έδωσαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις των ανταρτών, αγωνιζόμενες μέχρι εσχάτων. Η 1η μεραρχία του Χ. Φλωράκη κατάφερε να ελιχθεί και να φτάσει στις αρχές Ιούλη στο Γράμμο, κάνοντας συνεχή πόλεμο στον Ολυμπο, στα Πιέρια, τα Χάσια και το Σμόλικα. Επίσης, στο Γράμμο έφτασε κι ένα τμήμα από τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ, που διασώθηκαν με επικεφαλής τον Κ. Κολιγιάννη. Ετσι το ΚΓΑΝΕ έπαψε να υπάρχει και τυπικά διαλύθηκε με απόφαση του ΠΓ στις 12 Ιούλη του ’49(«Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α`, σελ. 610).
Άλλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Παράλληλα με τις επιχειρήσεις σε Θεσσαλία και Ρούμελη, ο κυβερνητικός στρατός πραγματοποίησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τον Μάη και τον Ιούνη πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις εναντίον του ΔΣΕ στα Κεδρύλια, στη Χαλκιδική, στο Μπέλες, στην περιοχή Κομοτηνής – Εβρου. Τον Ιούλη εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έγιναν στο Καϊμακτσαλάν.
Ακόμη, δυνάμεις του Α` Σώματος Στρατού επιτέθηκαν στην περιοχή του Σουλίου αναγκάζοντας την 159η ταξιαρχία του Δημοκρατικού Στρατού να ελιχθεί προς το Γράμμο.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, μαζί κι αυτών στην Πελοπόννησο, ήταν να εξοντωθεί μεγάλο μέρος των δυνάμεων του ΔΣΕ στη Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ελλάδα, να στριμωχτούν ουσιαστικά οι δυνάμεις του στο Γράμμο και στο Βίτσι και να απελευθερωθούν ισχυρές κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις για την τελική σύγκρουση.
Πριν την τελική σύγκρουση
Μετά την εκκαθάριση της Πελοποννήσου, την ήττα του ΔΣΕ στη Φλώρινα και την ανακατάληψη της πόλης του Καρπενησιού από τον κυβερνητικό στρατό ήταν φανερό ότι οι πολεμικές συγκρούσεις οδηγούνταν στην κορύφωση. Ο στρατός της κυβέρνησης των Αθηνών, ήταν πλέον αισθητά πιο ενισχυμένος, αφού είχε καταφέρει να απαγκιστρώσει δυνάμεις του που στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν σε άλλα μέτωπα. Ετσι έστρεψε την προσοχή του στην εκκαθάριση και άλλων περιοχών της χώρας – ιδιαίτερα στην εκκαθάριση της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας – ούτως ώστε να περιορίσει σε όσο το δυνατό ελάχιστο χώρο τη δράση των ανταρτών. Από την άλλη ο Δημοκρατικός Στρατός, χωρίς να έχει καταφέρει να ανατρέψει την αρνητική κατάσταση γι’ αυτόν, στο ζήτημα της έλλειψης εφεδρειών, ήταν αναγκασμένος να προετοιμαστεί, για να δώσει την τελική μάχη, έχοντας απέναντί του υπέρτερες δυνάμεις, περισσότερες από κάθε άλλη φορά. Η μόνη επιλογή των ανταρτών, στο μέτρο, βεβαίως, του δυνατού, ήταν να φροντίσουν το μέτωπο, στο οποίο θα γινόταν η τελική σύγκρουση.
Η ανακατάληψη του Γράμμου
Την 1η Απριλίου του 1949 έκπληκτο το ΓΕΣ πληροφορείται με επείγον τηλεγράφημα την παρακάτω είδηση: "Ο Γράμμος κατελήφθη υπό των συμμοριτών". Το επιτελείο είναι εμβρόντητο. Οι ως τότε πληροφορίες του ΓΕΣ, εμφάνιζαν τον ΔΣΕ ως "τελειωμένην υπόθεσιν", μετά και την βαρύτατη ήττα του τελευταίου στην Φλώρινα τον Φλεβάρη του 1948. Ωστόσο, η επανάκαμψη του ΔΣΕ στον Γράμμο δηλώνει προφανώς ότι οι αντάρτες παραμένουν αξιόμαχοι και ικανοί. Οι εβδομηνταήμερες μάχες του 1948 με τους χιλιάδες νεκρούς φαίνεται να έχουν γίνει μάταια και η για ακόμη μια φορά ο "συμμοριτοπόλεμος" παίρνει για το κράτος την μορφή του πίθου των Δαναΐδων.
Τι όμως έχει συμβεί;
Το 1948 οι δυνάμεις του ΔΣΕ πιέζονται πανταχόθεν στον Γράμμο. Η διοίκηση αποφασίζει την διαφυγή των τμημάτων και την στρατηγική τους υποχώρηση. Τον Αύγουστο του 1948 και λίγο μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ε.Σ, στον κατειλημμένο Γράμμο διεισδύουν ξανά μικρά τμήματα της 8ης Μεραρχίας του ΔΣΕ και ξεκινούν ανταρτοπόλεμο. Σκοπός των ομάδων αυτών είναι η βολιδοσκόπηση της κατάστασης στον Γράμμο και η προπαρασκευή μιας επιχείρησης επανάκτησης του. Στις 2 Δεκεμβρίου, οι ομάδες της 8ης Μεραρχίας στον Γράμμο λαμβάνουν την εντολή και καταλαμβάνουν την περιοχή Πέτρα Μούκα. Ο ελιγμός του ΔΣΕ είναι σε θέση πιά να ξεκινήσει.
Σκοπός του ελιγμού και των νέων επιχειρήσεων του ΔΣΕ στον Γράμμο είναι η κατάληψη της δυτικής του μεριάς και η σταθερή του κατοχή.
Η επιχείρηση έχει αποφασιστεί από το ΚΓΑΝΕ να διεξαχθεί σε τρεις φάσεις:
Δύο παραπλανητικές επιχειρήσεις και μια κύρια διείσδυση.
Οι δυνάμεις που αναλαμβάνουν την ανακατάληψη είναι μεγάλες.
Τέσσερις Ταξιαρχίες με μονάδες σαμποτέρ, 7 κανόνια των 75 mm, 4 αντιαρματικά και 2 αντιαεροπορικά. Η σύνθεση των Ταξιαρχιών είναι η παρακάτω:
- Η 1η Ταξιαρχία της 9ης Μεραρχίας του ΔΣΕ
- Η 2η Ταξιαρχία της 9ης Μεραρχίας του ΔΣΕ
- Η 16η Ταξιαρχία του ΔΣΕ
- Η Σχολή Αξιωματικών
Η επιχείρηση πραγματοποιείται επακριβώς. Αρχικά διενεργείται μια ξαφνική επίθεση κατά της Άρτας.
Η επίθεση αυτή αποσκοπεί στην απόσπαση δυνάμεων του ΕΣ από τον Γράμμο. Στην Άρτα η επίθεση αποκρούεται, όμως πολλές και ισχυρές δυνάμεις του ΕΣ έχουν αποτραβηχτεί για την άμυνα τις πόλης, από τον Γράμμο και την περιοχή της Κόνιτσας. Στην Κόνιτσα παραμένουν μονάχα 5 τάγματα της 75ης Ταξιαρχίας και της 74ης.
Η δεύτερη παραπλανητική επιχείρηση διενεργείται κατά της πόλης των Γρεβενών από την Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ με επικεφαλής τον στρατηγό Υψηλάντη. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ γλιστρούν επιδέξια από τον κλοιό του ΕΣ στο Βίτσι και χτυπούν ορμητικά τα Γρεβενά. Με τον ίδιο τρόπο οι δυνάμεις του ΔΣΕ θα ξεγλιστρήσουν ξανά πίσω στο Βίτσι αφήνοντας τις δυνάμεις του ΕΣ σε σύγχυση. Για δεύτερη φορά ο αντιπερισπασμός επιτυγχάνεται.
Στο μεταξύ η τρίτη επιχείρηση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ περνούν μαζικά από το Βίτσι στον Γράμμο. Ο ΔΣΕ χρησιμοποιεί την ίδια διάβαση από την οποία τον Αύγουστο του 1948 έγινε ο αντίστροφος ελιγμός από τον Γράμμο στο Βίτσι. Το ηθικό είναι υψηλό στους μαχητές του ΔΣΕ ενώ ο αιφνιδιασμός του ΕΣ ολοκληρωτικός. Οι αντάρτες μάχονται αποφασιστικά και καταλαμβάνουν αστραπιαία τα περισσότερα τμήματα και στρατηγικά σημεία που είχαν γίνει θρυλικά από τις μάχες του προηγούμενου χρόνου: Ταμπούρια, Γύφτισσα, Πουλιάνα, Πύργος Στράτσανης, Αμάραντο κ.ά.
Η 75η Ταξιαρχία του ΕΣ κυκλώνεται από παντού. Έντρομοι οι επιτελείς της βλέπουν θέσεις που για να καταληφθούν χρειάστηκαν 70 ημέρες συγκρούσεων να πέφτουν μέσα σε τέσσερις ημέρες. Τελικό χτύπημα στο υπογάστριο του ΕΣ είναι η σύγκρουση στην τοποθεσία Πατώματα. Η ήττα του ΕΣ εκεί είναι συντριπτική παρά των εκτενών οχυρωματικών έργων στα οποία είχε προβεί η διοίκηση του ΕΣ.
Από την άλλη μεριά ο ΕΣ σπεύδει να μετακινήσει δυνάμεις του από παντού. Τρεις Ταξιαρχίες φθάνουν πρώτες : η 45η, η 76η και η 77η. Παρόλα αυτά θα χρειαστούν μακροί αγώνες για να φραχτεί το ρήγμα. Επί είκοσι έξι ημέρες φθάνουν στον Γράμμο: 2 Ταξιαρχίες, 2 Μοίρες των ΛΟΚ και ισχυρότατες δυνάμεις αεροπορίας και πυροβολικού. Οι μάχες θα γίνουν πιο εκτενείς και σκληρές και για τις δύο μεριές ως τον Απρίλη του 1949 που θα καταληφθεί ξανά από τους κυβερνητικούς ο Πύργος Στράτσανης. Τελικά οι επιχειρήσεις θα λήξουν με τεράστιες απώλειες και τον ΔΣΕ να δεσπόζει ξανά στον Γράμμο.
Η επιχείρηση αυτή κλόνισε σοβαρά την υπεροψία του ΓΕΣ. Ο ΔΣΕ απέδειξε για μιαν ακόμα φορά το αξιόμαχο των μαχητών του και την άρτια ικανότητά του να εκτελεί καταπληκτικούς ελιγμούς και να χτυπά βαρύτατα τις πόλεις. Παρόλα αυτά ο ΔΣΕ δεν έπαυε να πάσχει από το τρομερό αγκάθι στα πλευρά του: Την έλλειψη εφεδρειών και υλικού...
Το Μάρτη του ’49 η ηγεσία του ΔΣΕ αποφάσισε περιορισμένης έκτασης επιχείρηση για την ανακατάληψη του Γράμμου, που από τη αρχή του εμφυλίου – και μέχρι το καλοκαίρι του ’48 – θεωρούνταν το άπαρτο φρούριο των ανταρτών. Η διεύθυνση της επιχείρησης ανατέθηκε στον Μ. Βλαντά και Πολιτικός Επίτροπος ορίστηκε ο Β. Μπαρτζιώτας. Οι δυνάμεις ανταρτών που διατέθηκαν αρχικά δεν ήταν πάνω από 4.000. Στην επιχείρηση πήραν μέρος η ταξιαρχία της σχολής αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, η ταξιαρχία Καλιανέση (πρώην 8η μεραρχία), η 108η ταξιαρχία, πυροβολικό, δυνάμεις σαμποτέρ, με την ενίσχυση τμημάτων τραυματιοφορέων, μεταφορών, διαβιβάσεων. Στην πορεία των μαχών σ’ αυτές τις δυνάμεις προστέθηκε και η 16η ταξιαρχία. Τέλος, προς τα τέλη Απρίλη του ’49, στις παραπάνω δυνάμεις προστέθηκε και η 103η ταξιαρχία, ενώ η διοίκηση όλων των δυνάμεων ανατέθηκε στο Γ. Βοντίτσιο – Γούσια.
Από μέρους του κυβερνητικού στρατού στη μάχη πήραν μέρος τρεις ταξιαρχίες της 8ης μεραρχίας του, δύο μοίρες ορεινών καταδρομών, η 45η ταξιαρχία, η 77η ανεξάρτητη ταξιαρχία, η 9η και η 16η μεραρχίες, συν μία ταξιαρχία της 1ης μεραρχίας, πυροβολικό και αεροπορία. Σύνολο δυνάμεων πολύ πάνω από 20.000 άνδρες.
Η επιχείρηση του ΔΣΕ, για την ανακατάληψη του Γράμμου, άρχισε στη 1 Απρίλη 1949 και ουσιαστικά μέχρι τα τέλη του μηνός είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία, προκαλώντας βαριές απώλειες στον αντίπαλο. Η νίκη βεβαίως διασφαλίστηκε με την επιτυχημένη μάχη στα Πατώματα (30/ – 2/6/49). Ετσι ο Γράμμος ξαναπέρασε στους αντάρτες.
Για τη ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ, ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος γράφει: «Επετεύχθη πράγματι στρατηγικός και τακτικός αιφνιδιασμός και ούτω κατελήφθησαν οι αντικειμενικοί σκοποί άνευ σοβαράς αντιδράσεως του αντιπάλου και εξηναγκάσθησαν αι εθνικαί δυνάμεις να προβούν εις αναδιάταξιν δυνάμεων διά προσανατολισμού δυνάμεων προς Δυτικόν Γράμμον – Σμόλικαν και να εμπλακούν εις αγώνα φθοράς. Εγένεντο κινήσεις ταχείαι υπό δυσκόλους συνθήκας ατμοσφαιρικάς και εδάφους και μάλιστα κατά τη νύκτα. Εδημιουργήθη εκ νέου η εστία – βάσις του Γράμμου, όστις μόλις το θέρος του 1948 είχεν εκκαθαρισθεί διά μακροχρονίου (64 ημερών) αγώνος, πολυδάπανου εις απώλειας ανθρώπινου και πολεμικού υλικού και παρέστη ανάγκη νέων αγώνων κατά το 1949 διά την ανακατάληψίν του», («Αντισυμμοριακός Αγών», σελ. 579).
Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε Ρούμελη-Θεσσαλία
Για τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία, η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού είχε επεξεργαστεί συγκεκριμένο σχέδιο με την επωνυμία «ΠΥΡΑΥΛΟΣ». Για την εφαρμογή του σχεδίου θα δημιουργούνταν ειδικές δυνάμεις κρούσης με την ονομασία ΔΑΚΕΣ (Δυνάμεις Αναζητήσεως, Κρούσεως, Εξοντώσεως Συμμοριτών). Να πώς περιγράφει αυτό το σχέδιο ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: «Σκοπός: Η εθνική Ηγεσία μετά την ανακατάληψιν του Καρπενησίου και την καταδίωξιν των συμμοριτών προς Αγραφα, και φυσικά προ της εκδηλώσεως της ενεργείας των συμμοριτών προς ανακατάληψιν του Γράμμου, είχεν αποφασίσει την ενέργειαν επιχειρήσεων, με σκοπόν τη ριζικήν εκκαθάρισιν εκ Ν. προς Β. της Κεντρικής Ελλάδος και τη συσπείρωσιν προοδευτικώς και συστηματικώς των δυνάμεων διώξεως προς βορράν. Η ζώνη των επιχειρήσεων περιορίζετο από βορρά υπό της γραμμής Αώου ποταμού (Κόνιτσα) – Βενέτικου ποταμού (Γρεβενά) – Αλιάκμονος ποταμού (Σέρβια) και προς νότον μέχρι Κορινθιακού Κόλπου – Βορείου Ευβοϊκού Κόλπου.
Σχέδιον ενεργείας: Διά την εκκαθάρισιν θα εδημιουργείτο κινητή δύναμις κρούσεως προς καταδίωξιν, αποδιοργάνωσιν και εξόντωσιν των συμμοριακών συγκεντρώσεων εν τη άνω περιοχή. Το ιδιάζον εν τη συλλήψει του σχεδίου τούτου, είναι ότι εις τας δυνάμεις ταύτας κρούσεως δεν καθωρίζετο ως αντικειμενικός σκοπός εδαφική ζώνη, αλλ’ ο συμμοριακός όγκος εις οιανδήποτε περιοχήν και εάν ευρίσκετο ή κατέφευγε καταδιωκόμενος.
Η επιχείρησις «Πύραυλος» θα άρχιζε μετά την εκκαθάρισιν της Πελοποννήσου προς χρησιμοποίηση των εκεί διατεθεισών δυνάμεων της IX Μεραρχίας, της 72ας Ταξιαρχίας και των Μοιρών Καταδρομών» (στο ίδιο, σελ. 585).
Η ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ ανάγκασε την αντίπαλη στρατιωτική ηγεσία να τροποποιήσει το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ». Ο Ζαφειρόπουλος αναφέρει σχετικά: «Μετά την μεσολάβησιν την 1ην Απριλίου της επιχειρήσεως των συμμοριτών «ελιγμός του Γράμμου 1949″ διά της ανακαταλήψεως του Δυτικού Γράμμου και Σμόλικα υπό των Συμμοριτών και της διεισδύσεως της II συμμοριακής Μεραρχίας εις Ρούμελην, αι προϋποθέσεις της επιχειρήσεως «Πύραυλος» από απόψεως δραστηριότητας των συμμοριτών και διαθεσιμότητος εθνικών δυνάμεων τροποποιήθηκαν άρδην, λόγω προσανατολισμού δυνάμεων προς Δ. Γράμμον.
Ετέθη τότε το πρόβλημα, κατά πόσον συμφέρει να αποδυθούν αι εθνικαί δυνάμεις εις ταυτόχρονον διμέτωπον αγώνα, τόσον υπό του Β` Σ. Στρατού εις τον Δ. Γράμμον, όσον και υπό του Α` Σ. Στρατού εις την περιοχήν Κεντρικής Ελλάδος (Ρούμελη – Αγραφα – Θεσσαλία). Κατόπιν συζητήσεως προεκτιμίθη, ότι είναι ασύμφορος η δημιουργία ταυτοχρόνως διμέτωπου αγώνος, λόγω ανεπάρκειας των διατιθέμενων δυνάμεων» (στο ίδιο, σελ. 586).
Ετσι το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ» τροποποιήθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε το σχέδιο «ΚΥΝΗΓΟΣ». Σύμφωνα με τον Ζαφειρόπουλο στο σχέδιο «Κυνηγός» προβλεπόταν:
«α) Η εκκαθάρισης της περιοχής των Αγράφων, προς εξόντωσιν των εν αυτή συμμοριακών μονάδων της I συμμοριακής Μεραρχίας και διαφόρων μονάδων χώρου και εμπέδων.
β) Η εκκαθάρισις της περιοχής της Ρούμελης, προς εξόντωσιν της II συμμοριακής Μεραρχίας και μονάδων χώρου.
γ) Η εκκαθάρισις της περιοχής Ανατολικής ορεινής Θεσσαλίας, προς εξόντωσιν των συμμοριακών δυνάμεων αυτής» (στο ίδιο, σελ. 588).
Στις παραμονές της επιχείρησης «ΚΥΝΗΓΟΣ», οι υπό εκκαθάριση και εξόντωση δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν οι εξής:
Η 1η Μεραρχία με διοικητή τον Χ. Φλωράκη (Γιώτης) είχε δύναμη περίπου 1.600 μαχητές.
Η 2η Μεραρχία με διοικητή τον Γ. Αλεξάνδρου (Διαμαντής) είχε δύναμη περίπου 1.500 μαχητές.
Το επιτελείο, η φρουρά και η σχολή αξιωματικών του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ) είχε δύναμη περίπου 300 μαχητές.
Διοικητής του ΚΓΑΝΕ ήταν ο Κ. Κολιγιάννης (Αρβανίτης).
Μ’ αλλά λόγια η συνολική δύναμη των ανταρτών, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν υπερέβαινε τις 3.400 μαχητές.
Η επιχείρηση άρχισε την 1η Μάη του ’49, κι απέναντι στις λιγοστές αυτές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ο αντίπαλος εξαπέλυσε δύναμη 70.000 ανδρών με επικεφαλής τον Θρ. Τσακαλώτο, 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, σημαντικό αριθμό αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων. Ο αγώνας ήταν άνισος. Κι όπως ήταν αναμενόμενο κατέληξε σε ήττα των δυνάμεων του ΔΣΕ. Πάνω από ένα μήνα αγωνίστηκε η 2η Μεραρχία. Στο πεδίο της μάχης χάθηκαν πολλά στελέχη και μαχητές. Και τέλος, στις 21 Ιούνη του ’49, στη θέση Μάρμαρα σκοτώθηκε ο ίδιος ο διοικητής της, ο θρυλικός Διαμαντής. Σκληρές μάχες έδωσαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις των ανταρτών, αγωνιζόμενες μέχρι εσχάτων. Η 1η μεραρχία του Χ. Φλωράκη κατάφερε να ελιχθεί και να φτάσει στις αρχές Ιούλη στο Γράμμο, κάνοντας συνεχή πόλεμο στον Ολυμπο, στα Πιέρια, τα Χάσια και το Σμόλικα. Επίσης, στο Γράμμο έφτασε κι ένα τμήμα από τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ, που διασώθηκαν με επικεφαλής τον Κ. Κολιγιάννη. Ετσι το ΚΓΑΝΕ έπαψε να υπάρχει και τυπικά διαλύθηκε με απόφαση του ΠΓ στις 12 Ιούλη του ’49(«Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α`, σελ. 610).
Άλλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Παράλληλα με τις επιχειρήσεις σε Θεσσαλία και Ρούμελη, ο κυβερνητικός στρατός πραγματοποίησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τον Μάη και τον Ιούνη πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις εναντίον του ΔΣΕ στα Κεδρύλια, στη Χαλκιδική, στο Μπέλες, στην περιοχή Κομοτηνής – Εβρου. Τον Ιούλη εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έγιναν στο Καϊμακτσαλάν.
Ακόμη, δυνάμεις του Α` Σώματος Στρατού επιτέθηκαν στην περιοχή του Σουλίου αναγκάζοντας την 159η ταξιαρχία του Δημοκρατικού Στρατού να ελιχθεί προς το Γράμμο.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, μαζί κι αυτών στην Πελοπόννησο, ήταν να εξοντωθεί μεγάλο μέρος των δυνάμεων του ΔΣΕ στη Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ελλάδα, να στριμωχτούν ουσιαστικά οι δυνάμεις του στο Γράμμο και στο Βίτσι και να απελευθερωθούν ισχυρές κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις για την τελική σύγκρουση.
Ανακωχή μέσα στη χιονοθύελλα στη Νιάλα Αγράφων
Πάνω στα χιόνια και μέσα στις χιονοθύελλες έχουν γραφτεί πολλές σελίδες της παγκόσμιας και της ελληνικής ιστορίας.
Το συγκλονιστικό περιστατικό, που συνέβη στα Αγραφα, στον αυχένα της Νιάλας και ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, είναι από τα συγκλονιστικότερα.
Το γεγονός συνέβη τον Απρίλιο του 1947 και καταγράφηκε ως «τραγωδία της Νιάλας» ή «συμφιλίωση της Νιάλας».
Τραγωδία ήταν γιατί μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού με συνοδοιπόρους γέροντες και γυναικόπαιδα, έπεσαν σε τρομερή χιονοθύελλα, που αποδεκατισμένες υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν τη σωτηρία τους στα καταλύματα του κυβερνητικού στρατού.
Συμφιλίωση ήταν γιατί μπροστά στην φοβερή μανία της φύσης οι αντάρτες έγιναν δεκτοί από τους σκληρά επίσης δοκιμαζόμενους αντιπάλους τους.
Από τις αρχές Απριλίου του 1947 επτά ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού ξεκίνησαν από διαφορετικές αφετηρίες (Καρπενήσι, Αγρίνιο, Αρτα και Καρδίτσα) με κατεύθυνση τον ορεινό όγκο των Αγράφων, όπου δρούσαν αντάρτικες ομάδες.
Οι φάλαγγες του κυβερνητικού στρατού διέθεταν βαρύ οπλισμό, όλμους, ορειβατικό πυροβολικό, σύγχρονα μέσα διαβιβάσεων. Είχαν συνεχή αεροπορική κάλυψη. Αντικειμενικός στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν και να τσακίσουν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα Αγραφα.
Οι αντάρτες, παρά τη δύναμη πυρός των αντιπάλων τους, αμύνονταν με επιτυχία. Κρατούσαν απρόσιτες διαβάσεις, που με μεγάλη δυσκολία μπορούσαν να πλησιάσουν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Σε πολλές περιπτώσεις υποχωρούσαν.
Στη συνέχεια με εξαντλητικές ολονύχτιες πορείες κατόρθωναν και βρίσκονταν στα νώτα του αντιπάλου τους, καταφέροντας αιφνιδιαστικά πλήγματα.
Καταφύγιο
Στα Βραγιανά Ευρυτανίας τεράστιες κυβερνητικές δυνάμεις έσφιξαν σαν τανάλια τις θέσεις ενός τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού, που διοικητή είχε τον Σοφιανό. Εκεί βρισκόταν επίσης ένα κινητό νοσοκομείο με βαριά τραυματίες, καθώς και οικογένειες ανταρτών, που κυνηγημένες από τη Χωροφυλακή είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους, αναζητώντας καταφύγιο στις πλησιέστερες μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο ταγματάρχης Σοφιανός κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν αποκλεισμένος και εντελώς ξεκομμένος από τις άλλες ανταρτικές ομάδες. Ετσι κάλεσε τους διοικητές των λόχων και των διμοιριών να εξετάσουν από κοινού την κατάσταση και να αποφασίζουν το δέον γενέσθαι. 'Ολοι συμφώνησαν με την άποψη του έμπειρου παρτιζάνου ότι ο αυχένας της Νιάλας ήταν η μόνη διέξοδος, αν ο στρατός δεν είχε φτάσει ως εκεί.
Ηταν 12 Απρίλη 1947, Μεγάλη Παρασκευή. Οι τρεις αντάρτικοι λόχοι ξεκίνησαν αμέσως. Ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, άρρωστοι και τραυματίες, τραβούσαν κι αυτοί τον απότομο ανηφορικό δρόμο. Ψιλόβρεχε. Οσο περνούσε η ώρα, το κρύο δυνάμωνε. Το απέναντι βουνό, ο Καλόγερος, είχε σκοτεινιάσει. Πέρα από τη μεριά της Ηπείρου οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό.
Με δυσκολία ανέβαινε τον κατσικόδρομο η φάλαγγα. Μαύρα αγριοπούλια, κυνηγημένα από τον καιρό, φτεροκοπούσαν βιαστικά στον αέρα. Ηταν προμήνυμα για τη θανατηφόρα καταστροφή που πλησίαζε.
Μια τρομερή χιονοθύελλα ξέσπασε. Ο αέρας ξερίζωνε ό,τι αντιστεκόταν. Το χιόνι σκέπασε γρήγορα τις βουνοπλαγιές σβήνοντας κάθε σημάδι για το μονοπάτι. Η επίθεση της απρόσμενης κακοκαιρίας έκανε τη φάλαγγα να χάσει τον προσανατολισμό της.
Το αβάσταχτο κρύο έκοψε την ανάσα δύο ανταρτών. Ενας τρίτος, ονόματι Ισαάκ από την Πέλλα, γλίστρησε και γκρεμίστηκε στη χαράδρα. Μια γυναίκα, η Βάγια από τον Παλαμά Καρδίτσας, περπατούσε κρατώντας στην αγκαλιά της το μωρό της. Προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της. Αλλά πού να βρεθεί ζεστή αναπνοή σ' αυτή την παγωνιά. Το αγοράκι δεν άργησε να ξεψυχήσει. Λίγο πιο πάνω άφησε την τελευταία της πνοή και η μάνα, μαζί και η δεκαπεντάχρονη κόρη της.
Οι βαθμοφόροι του αντάρτικου διαπερνούσαν συνεχώς τη φάλαγγα προσπαθώντας να την οδηγήσουν, χωρίς να είναι σίγουροι ότι η κατεύθυνση είναι και σωστή. Τα πράγματα χειροτέρευαν συνεχώς. Οποιος παραπατούσε δεν είχε σωτηρία. Επεφτε στα απόκρημνα φαράγγια.
Χωρίς να το καταλάβουν έφτασαν στον αυχένα, σκοντάφτοντας πάνω στα κουφάρια των συντρόφων τους.
Οι δύο λόχοι που προπορεύονταν, έχοντας σημαντικές απώλειες, πέρασαν τον αυχένα και βρήκαν καταφύγιο στα βλάχικα κονάκια της Σάικας.
Ο τρίτος λόχος, με επικεφαλής τον Γιάννη Παπαϊωάννου (Ερμή) πέρασε από άλλο σημείο τον αυχένα και βρέθηκε αναπάντεχα πάνω στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού.
Τσακισμένοι από το κρύο οι άνδρες και οι γυναίκες του αντάρτικου λόχου χώθηκαν μέσα στις σκηνές του στρατού. Αξιωματικοί και οπλίτες του κυβερνητικού στρατού είχαν αφήσει τις σκοπιές τους και είχαν χωθεί στα καταλύματά τους. Ανάμεσα στους δικούς τους νεκρούς καρτερούσαν κι αυτοί τον θάνατο.
Το μίσος που χώριζε τα δύο στρατόπεδα παραμερίστηκε προσωρινά. Πρόσφεραν στους αντάρτες κουραμάνα. Σταφίδες και κονιάκ. Η νύχτα πέρασε με συζητήσεις για τα δεινά που είχε μαζέψει ο αδελφοκτόνος πόλεμος.
Το σκοτάδι δεν έλεγε να σκορπίσει, αν και η καινούργια μέρα είχε έρθει. Ο επικεφαλής του αντάρτικου λόχου Γιάννης Παπαϊωάννου από διαίσθηση κατάλαβε ότι η νύχτα είχε περάσει. Βγήκε από τη σκηνή και προσπάθησε να μαζέψει τους συμμαχητές του για να φύγουν. Αυτή η συμβίωση ήταν ούτως ή άλλως προσωρινή και επικίνδυνη.
Τηλεγράφημα
Χωρίς να ξέρει βρέθηκε έξω από τη σκηνή του ταγματάρχη, διοικητή του κυβερνητικού στρατού, τον οποίο άκουσε να υπαγορεύει τηλεγράφημα στην ανωτέρα διοίκηση. Τη διαβεβαίωνε ότι είχε συλλάβει αιχμάλωτο τον λόχο του Δημοκρατικού Στρατού και την καλούσε να στείλει δυνάμεις για να τον παραλάβει.
Τη συνέχεια έχει γράψει με άρθρο του στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Ο ταγματάρχης βγαίνοντας από τη σκηνή έπεσε επάνω στον Παπαϊωάννου. Εβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς επιτυχία. Ο αντάρτης σημάδεψε με τη σειρά του και ξάπλωσε κάτω αυτόν που προκάλεσε τη μονομαχία.
Μετά τον θάνατο του ταγματάρχη, όλα ησύχασαν. Δύο ντόπιοι πολίτες, οδηγοί του κυβερνητικού στρατού, προθυμοποιήθηκαν να συνοδεύσουν τους αντάρτες στα κονάκια του χωριού Σάικα. Οι βαθμοφόροι του λόχου του Δημοκρατικού Στρατού συγκεντρώθηκαν και συνεννοήθηκαν για τον τρόπο απαγκίστρωσης. Η απροσδόκητη ανακωχή είχε τελειώσει και ο καθένας έπαιρνε πάλι τον δρόμο του.
Το αντάρτικο παράγγελμα «αναλάβατε» πέρασε από σκηνή σε σκηνή. Οι αντίπαλοι αποχαιρετούνταν κατά τρόπο συγκινητικό. Πολλοί, όμως, μισοπεθαμένοι από τη μεγάλη πορεία μέσα στη χιονοθύελλα, δεν μπόρεσαν να σηκωθούν από τις σκηνές και έμειναν στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού. Συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στα στρατοδικεία της Λαμίας και της Καρδίτσας, δικάστηκαν και πολλοί στήθηκαν μπροστά στο απόσπασμα.
Το συγκλονιστικό περιστατικό, που συνέβη στα Αγραφα, στον αυχένα της Νιάλας και ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, είναι από τα συγκλονιστικότερα.
Το γεγονός συνέβη τον Απρίλιο του 1947 και καταγράφηκε ως «τραγωδία της Νιάλας» ή «συμφιλίωση της Νιάλας».
Τραγωδία ήταν γιατί μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού με συνοδοιπόρους γέροντες και γυναικόπαιδα, έπεσαν σε τρομερή χιονοθύελλα, που αποδεκατισμένες υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν τη σωτηρία τους στα καταλύματα του κυβερνητικού στρατού.
Συμφιλίωση ήταν γιατί μπροστά στην φοβερή μανία της φύσης οι αντάρτες έγιναν δεκτοί από τους σκληρά επίσης δοκιμαζόμενους αντιπάλους τους.
Από τις αρχές Απριλίου του 1947 επτά ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού ξεκίνησαν από διαφορετικές αφετηρίες (Καρπενήσι, Αγρίνιο, Αρτα και Καρδίτσα) με κατεύθυνση τον ορεινό όγκο των Αγράφων, όπου δρούσαν αντάρτικες ομάδες.
Οι φάλαγγες του κυβερνητικού στρατού διέθεταν βαρύ οπλισμό, όλμους, ορειβατικό πυροβολικό, σύγχρονα μέσα διαβιβάσεων. Είχαν συνεχή αεροπορική κάλυψη. Αντικειμενικός στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν και να τσακίσουν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα Αγραφα.
Οι αντάρτες, παρά τη δύναμη πυρός των αντιπάλων τους, αμύνονταν με επιτυχία. Κρατούσαν απρόσιτες διαβάσεις, που με μεγάλη δυσκολία μπορούσαν να πλησιάσουν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Σε πολλές περιπτώσεις υποχωρούσαν.
Στη συνέχεια με εξαντλητικές ολονύχτιες πορείες κατόρθωναν και βρίσκονταν στα νώτα του αντιπάλου τους, καταφέροντας αιφνιδιαστικά πλήγματα.
Καταφύγιο
Στα Βραγιανά Ευρυτανίας τεράστιες κυβερνητικές δυνάμεις έσφιξαν σαν τανάλια τις θέσεις ενός τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού, που διοικητή είχε τον Σοφιανό. Εκεί βρισκόταν επίσης ένα κινητό νοσοκομείο με βαριά τραυματίες, καθώς και οικογένειες ανταρτών, που κυνηγημένες από τη Χωροφυλακή είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους, αναζητώντας καταφύγιο στις πλησιέστερες μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο ταγματάρχης Σοφιανός κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν αποκλεισμένος και εντελώς ξεκομμένος από τις άλλες ανταρτικές ομάδες. Ετσι κάλεσε τους διοικητές των λόχων και των διμοιριών να εξετάσουν από κοινού την κατάσταση και να αποφασίζουν το δέον γενέσθαι. 'Ολοι συμφώνησαν με την άποψη του έμπειρου παρτιζάνου ότι ο αυχένας της Νιάλας ήταν η μόνη διέξοδος, αν ο στρατός δεν είχε φτάσει ως εκεί.
Ηταν 12 Απρίλη 1947, Μεγάλη Παρασκευή. Οι τρεις αντάρτικοι λόχοι ξεκίνησαν αμέσως. Ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, άρρωστοι και τραυματίες, τραβούσαν κι αυτοί τον απότομο ανηφορικό δρόμο. Ψιλόβρεχε. Οσο περνούσε η ώρα, το κρύο δυνάμωνε. Το απέναντι βουνό, ο Καλόγερος, είχε σκοτεινιάσει. Πέρα από τη μεριά της Ηπείρου οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό.
Με δυσκολία ανέβαινε τον κατσικόδρομο η φάλαγγα. Μαύρα αγριοπούλια, κυνηγημένα από τον καιρό, φτεροκοπούσαν βιαστικά στον αέρα. Ηταν προμήνυμα για τη θανατηφόρα καταστροφή που πλησίαζε.
Μια τρομερή χιονοθύελλα ξέσπασε. Ο αέρας ξερίζωνε ό,τι αντιστεκόταν. Το χιόνι σκέπασε γρήγορα τις βουνοπλαγιές σβήνοντας κάθε σημάδι για το μονοπάτι. Η επίθεση της απρόσμενης κακοκαιρίας έκανε τη φάλαγγα να χάσει τον προσανατολισμό της.
Το αβάσταχτο κρύο έκοψε την ανάσα δύο ανταρτών. Ενας τρίτος, ονόματι Ισαάκ από την Πέλλα, γλίστρησε και γκρεμίστηκε στη χαράδρα. Μια γυναίκα, η Βάγια από τον Παλαμά Καρδίτσας, περπατούσε κρατώντας στην αγκαλιά της το μωρό της. Προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της. Αλλά πού να βρεθεί ζεστή αναπνοή σ' αυτή την παγωνιά. Το αγοράκι δεν άργησε να ξεψυχήσει. Λίγο πιο πάνω άφησε την τελευταία της πνοή και η μάνα, μαζί και η δεκαπεντάχρονη κόρη της.
Οι βαθμοφόροι του αντάρτικου διαπερνούσαν συνεχώς τη φάλαγγα προσπαθώντας να την οδηγήσουν, χωρίς να είναι σίγουροι ότι η κατεύθυνση είναι και σωστή. Τα πράγματα χειροτέρευαν συνεχώς. Οποιος παραπατούσε δεν είχε σωτηρία. Επεφτε στα απόκρημνα φαράγγια.
Χωρίς να το καταλάβουν έφτασαν στον αυχένα, σκοντάφτοντας πάνω στα κουφάρια των συντρόφων τους.
Οι δύο λόχοι που προπορεύονταν, έχοντας σημαντικές απώλειες, πέρασαν τον αυχένα και βρήκαν καταφύγιο στα βλάχικα κονάκια της Σάικας.
Ο τρίτος λόχος, με επικεφαλής τον Γιάννη Παπαϊωάννου (Ερμή) πέρασε από άλλο σημείο τον αυχένα και βρέθηκε αναπάντεχα πάνω στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού.
Τσακισμένοι από το κρύο οι άνδρες και οι γυναίκες του αντάρτικου λόχου χώθηκαν μέσα στις σκηνές του στρατού. Αξιωματικοί και οπλίτες του κυβερνητικού στρατού είχαν αφήσει τις σκοπιές τους και είχαν χωθεί στα καταλύματά τους. Ανάμεσα στους δικούς τους νεκρούς καρτερούσαν κι αυτοί τον θάνατο.
Το μίσος που χώριζε τα δύο στρατόπεδα παραμερίστηκε προσωρινά. Πρόσφεραν στους αντάρτες κουραμάνα. Σταφίδες και κονιάκ. Η νύχτα πέρασε με συζητήσεις για τα δεινά που είχε μαζέψει ο αδελφοκτόνος πόλεμος.
Το σκοτάδι δεν έλεγε να σκορπίσει, αν και η καινούργια μέρα είχε έρθει. Ο επικεφαλής του αντάρτικου λόχου Γιάννης Παπαϊωάννου από διαίσθηση κατάλαβε ότι η νύχτα είχε περάσει. Βγήκε από τη σκηνή και προσπάθησε να μαζέψει τους συμμαχητές του για να φύγουν. Αυτή η συμβίωση ήταν ούτως ή άλλως προσωρινή και επικίνδυνη.
Τηλεγράφημα
Χωρίς να ξέρει βρέθηκε έξω από τη σκηνή του ταγματάρχη, διοικητή του κυβερνητικού στρατού, τον οποίο άκουσε να υπαγορεύει τηλεγράφημα στην ανωτέρα διοίκηση. Τη διαβεβαίωνε ότι είχε συλλάβει αιχμάλωτο τον λόχο του Δημοκρατικού Στρατού και την καλούσε να στείλει δυνάμεις για να τον παραλάβει.
Τη συνέχεια έχει γράψει με άρθρο του στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Ο ταγματάρχης βγαίνοντας από τη σκηνή έπεσε επάνω στον Παπαϊωάννου. Εβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς επιτυχία. Ο αντάρτης σημάδεψε με τη σειρά του και ξάπλωσε κάτω αυτόν που προκάλεσε τη μονομαχία.
Μετά τον θάνατο του ταγματάρχη, όλα ησύχασαν. Δύο ντόπιοι πολίτες, οδηγοί του κυβερνητικού στρατού, προθυμοποιήθηκαν να συνοδεύσουν τους αντάρτες στα κονάκια του χωριού Σάικα. Οι βαθμοφόροι του λόχου του Δημοκρατικού Στρατού συγκεντρώθηκαν και συνεννοήθηκαν για τον τρόπο απαγκίστρωσης. Η απροσδόκητη ανακωχή είχε τελειώσει και ο καθένας έπαιρνε πάλι τον δρόμο του.
Το αντάρτικο παράγγελμα «αναλάβατε» πέρασε από σκηνή σε σκηνή. Οι αντίπαλοι αποχαιρετούνταν κατά τρόπο συγκινητικό. Πολλοί, όμως, μισοπεθαμένοι από τη μεγάλη πορεία μέσα στη χιονοθύελλα, δεν μπόρεσαν να σηκωθούν από τις σκηνές και έμειναν στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού. Συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στα στρατοδικεία της Λαμίας και της Καρδίτσας, δικάστηκαν και πολλοί στήθηκαν μπροστά στο απόσπασμα.
Το χρονικό της Νιάλας
68 χρόνια από τη μεγάλη τραγωδία στις 12 Απρίλη 1947
Με αφορμή την 68χρονη επέτειο από το πέρασμα του υψώματος της Νιάλας, μιας από τις πλέον ηρωικές στιγμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, η Νομαρχιακή Επιτροπή Καρδίτσας της ΠΕΑΕΑ, μας έστειλε το παρακάτω χρονικό:
Πέρασε ακριβώς μισός αιώνας από τη μεγάλη τραγωδία της Νιάλας, που μας φέρνει στη μνήμη μας ανάγλυφη τη σκληρότητα και βαρβαρότητα του εμφυλίου πολέμου, τέκνο και δημιούργημα της ντόπιας αντίδρασης και των Αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών.
Ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε χωρίς τη θέληση του ελληνικού δημοκρατικού λαού και του ΚΚΕ, το οποίο ηγήθηκε της Αντίστασης κατά των ξένων κατακτητών.
Οι μεταβαρκιζιανές κυβερνήσεις και οι παρακρατικές συμμορίες που απλώθηκαν σ' όλη την Ελλάδα, τύπου Σούρλα - Βουρλάκη κτλ, σκόρπισαν στην ύπαιθρο και στις πόλεις αφόρητη και πρωτόγνωρη τρομοκρατία.
Χιλιάδες αγωνιστές βρέθηκαν στις φυλακές και χιλιάδες κατέφυγαν στα βουνά για να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Ετσι ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος είχε τραγικές συνέπειες για τον τόπο μας, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, φυλακισμένους και με ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές.Στα Αγραφα
Οι επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού εναντίον του ΔΣΕ άρχισαν την Ανοιξη του 1947 και ξεκίνησαν από την περιοχή των Αγράφων. Τα Αγραφα, οχυρή περιοχή από την ίδια τους τη φύση, πρωτοστάτησαν σ' όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως επίσης και στην περίοδο της Κατοχής, όπου αναδείχτηκαν κάστρα άπαρτα της λευτεριάς.
Οι Αγγλοαμερικανοί εξουσιαστές, καθώς και η υποτελής τότε κυβέρνηση των Αθηνών πίστευαν ότι εάν κατόρθωναν να συντρίψουν το ΔΣΕ στην περιοχή των Αγράφων, θα ξεμπέρδευαν μια για πάντα μ' αυτόν. Ετσι ετοιμάστηκαν με κάθε λεπτομέρεια οι επιχειρήσεις στα Αγραφα και το βάρος το ανέλαβαν τρεις καλά εξοπλισμένες ταξιαρχίες που ξεκίνησαν από Καρδίτσα, Καρπενήσι και Αρτα. Στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν τους μαχητές του ΔΣΕ και να τους εξοντώσουν.
Στην περιοχή των Αγράφων δρούσαν μικρές ομάδες ανταρτών, καθώς και το τάγμα του Σοφιανού. Οι πρώτες σκληρές μάχες δόθηκαν στα ριζά των Αγράφων και την περιοχή της Νεβροπόλεως, όπου σήμερα είναι η λίμνη Πλαστήρα. Κάτω από την πίεση ισχυρών κυβερνητικών δυνάμεων το τάγμα του Σοφιανού, ακολουθούμενο από εκατοντάδες καταδιωκόμενους πολίτες και πολιτικές οργανώσεις της Καρδίτσας αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί στα Πετρίλια και κατόπιν στα Μ. Βραγγιανά. Η κατάσταση ήταν άκρως κρίσιμη, καθώς οι τρεις ταξιαρχίες πλησίαζαν προς τα Βραγγιανά και απειλούσαν με εγκλωβισμό και ολική συντριβή τις ανταρτικές δυνάμεις.
Σ' ένα σπίτι των Βραγγιανών συγκεντρώθηκε η διοίκηση του τάγματος, οι διοικήσεις των λόχων και διμοιριών και τα πολιτικά στελέχη της Οργάνωσης όπως ο Βασίλης Τσιρώνης, γραμματέας της Επιτροπής Πόλης Καρδίτσας του ΚΚΕ, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, μέλος της Επιτροπής, ο Βαγγέλης Ταγκούλης, μέλος της Νομαρχιακής του ΕΑΜ Καρδίτσας, ο Σούλας από το Γραφείο Περιοχής του Κόμματος στη Θεσσαλία κι άλλοι.
Η σωτηρία της Νιάλας
Μία ήταν η λύση για να βγουν από τον κλοιό, που σαν θανάσιμος βρόγχος απειλούσε με αφανισμό τις ανταρτικές δυνάμεις. Η σωτηρία θα ήταν εάν το τάγμα έφθανε στη Σάικα και στο Καροπλέσι, όπου άνετα θα έμπαιναν στην περιοχή της Βουλγάρας, εκεί που βρισκόταν το Γενικό Αρχηγείο και το Αρχηγείο Θεσσαλίας του ΔΣΕ.
Η εισήγηση του Σοφιανού γίνεται αποδεκτή, γιατί ήταν η μόνη λύση που τους έβγαζε από το τραγικό αδιέξοδο.
Το εγχείρημα δύσκολο και επικίνδυνο, γιατί έπρεπε να περάσουν τα ανεμοδαρμένα και αφιλόξενα ύψη των 2.200 μ. της Νιάλας, το φοβερό αυτό βουνό των Αγράφων, που και αυτά τα αγρίμια διστάζουν να το περάσουν, αφού και την Ανοιξη σκορπάει γύρω του τη συμφορά, τον όλεθρο και την καταστροφή.Το σχέδιο μπήκε αμέσως σε ενέργεια. Ο 1ος και 2ος λόχος θα αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της μεγάλης πορείας, θα ακολουθούσαν οι πολίτες με τα γυναικόπαιδα και οπισθοφυλακή ο 3ος λόχος του Ερμή. Η αναχώρηση από τα Βραγγιανά έμοιαζε με την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.
Η φάλαγγα ξεκίνησε Μεγάλη Παρασκευή, 11 Απρίλη 1947, για τη μεγάλη πορεία. Στα πρώτα βήματα ξεσπά άγρια κακοκαιρία με βροντές, αστραπές, κατακλυσμιαίες βροχές, κρύο ανυπόφορο και η Νιάλα είναι ακόμα πολύ μακριά και αόρατη από τα μολυβένια σύννεφα που τη σκεπάζουν. Ο δρόμος, ένας κατσικόδρομος με ατέλειωτες στροφές, τραχύς, δύσκολος και δύσβατος. Σε λίγο το κρύο γίνεται πολικό και η βροχή μετατρέπεται σε χιόνι. Παρά ταύτα η φάλαγγα, μια τεράστια αργοκίνητη σαρανταποδαρούσα, συνεχίζει αργά την πορεία της και όλοι ελπίζουν στο ποθούμενο τέρμα. Το χιόνι, όσο πάει, γίνεται πιο πυκνό, ο δρόμος αδιάβατος και το κρύο ανυπόφορο αρχίζει να παγώνει ανθρώπινες υπάρξεις. Τα πρώτα θύματα της φριχτής παγωνιάς είναι τα μωρά και οι γυναίκες. Με το τέλος της πορείας οι νεκροί θα ανέλθουν σε μερικές δεκάδες.
Ο Βασίλης Φυτσιλής, ο οποίος βίωσε προσωπικά την τραγωδία της Νιάλας, γράφει στο βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στην ηρωίδα του λαού Βαγγελίτσα Κουσιάντζα: "Είδα δίπλα μου αντάρτες και πολίτες να πέφτουν και να πεθαίνουν σε ένα λεφτό. Εβγαζαν απ' τα ρουθούνια τους λίγο αίμα, τρεμόπαιζαν για μια στιγμή τα βλέφαρα και σε λίγο ήταν νεκροί".
Ο μαχητής του ΔΣΕ Μενέλαος Μούστος, στο βιβλίο του "Η Νιάλα" περιγράφει με το δικό του παραστατικό τρόπο την τρομερή θύελλα:
"Η φύση λες συμμάχησε κι αυτή με τον εχθρό να μας αφανίσει. Βογκάνε οι λαγκαδιές, τα φαράγγια, τα διάσελα. Σειέται το σύμπαν από το τρομερό μπουμπουνητό".
Μέσα σ' αυτή την τρομερή, την αφόρητη κατάσταση, που μοιάζει με την "Κόλαση" του Δάντη, η φάλαγγα εξακολουθεί να προχωράει.
Το βράδυ, 12 Απρίλη, ο 1ος και ο 2ος λόχος φθάνουν στην κορυφή του αυχένα και με μια ηρωική προσπάθεια περνούν την πόρτα του θανάτου, το διάσελο της Νιάλας και βρίσκονται στο απυρόβλητο της καταραμένης θύελλας.
Στην Καρδίτσα οι αρχές περιμένουν να υποδεχτούν την ατέλειωτη φάλαγγα των αιχμαλώτων και γλεντούν προκαταβολικά. Μάταια όμως...
Η χαρά των ανταρτών για την επιτυχία τους μετριάζεται από την περιπέτεια του 3ου λόχου και των πολιτών. Οι άοπλοι μαζί με το λόχο του Ερμή ξέκοψαν από την κύρια δύναμη του τάγματος, πήραν λάθος μονοπάτι και έπεσαν πάνω στο μέρος που βρίσκονταν τα φυλάκια του κυβερνητικού στρατού.
"Σαστισμένοι οι φαντάροι, γράφει ο Μενέλαος Μούστος, κοιτάνε τους μαχητές του ΔΣΕ να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και ν' αποθέτουν τα όπλα τους σαν νάταν παλιοί γνώριμοι ή νοικοκύρηδες στις σκηνές. Παίρνουν κι αυτοί θάρρος. Ξεκουκουλώνονται.
- Είμαστε αδέλφια, λένε, μη μας πειράξετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε.
- Αδέρφια, αδέρφια, απαντάνε οι δικοί μας".
Τέτοιο πράγμα δε ματαγνώρισε η ιστορία. Ο εμφύλιος ήταν έξω από τη φύση, τη ζωή και τη θέληση του ελληνικού λαού. Και μόνο οι σκοτεινές δυνάμεις των Αγγλοαμερικανών τον επιδίωκαν, γιατί εκείνοι μόνο είχαν άνομα συμφέροντα.
Σ' ένα ξεκομμένο εχθρικό αντίσκηνο βρέθηκε η πολιτική οργάνωση που δεν άκουσε το πρωί τις φωνές των ανδρών του 3ου λόχου, που τους καλούσαν να βγουν έξω από τα αντίσκηνα και να ακολουθήσουν τον προορισμό τους.
Η εκτέλεση των δέκα
Τα μισοπαγωμένα μέλη της πολιτικής οργάνωσης και μερικούς άλλους πολίτες τους ξύπνησαν από το λήθαργο οι βρισιές και οι κλοτσιές ανδρών του κυβερνητικού στρατού, οι οποίοι ήρθανε πρωί πρωί από το χωριό Αγραφα, για να δούνε τους δικούς τους, τους φόρεσαν χειροπέδες και έπειτα από ένα πικρό οδοιπορικό τους μετέφεραν στη Λαμία. Εκεί τους πέρασαν από το έκτακτο Στρατοδικείο, στις 3.5.47, και δέκα απ' αυτούς τους καταδίκασαν σε θάνατο, τους δε υπολοίπους σε ισόβια δεσμά.
Οι καταδικασθέντες σε θάνατο ξεπέρασαν τον εαυτό τους, στις δύσκολες εκείνες ώρες και αναδείχτηκαν άξιοι ηγήτορες και ήρωες του ΔΣΕ.
Δεν υπάρχει ανθρώπινη καρδιά να μη ράγισε και μάτια να μη βούρκωσαν διαβάζοντας τα γράμματα των μελλοθανάτων: Βασίλη Τσιρώνη, Βαγγελίτσας Κουσιάντζα και Κώστα Χαλκιά.
Η ώρα της εκτέλεσης για τους δέκα μελλοθανάτους φθάνει στις 4 το πρωί, στις 9 Μάη 1947. Τόπος εκτέλεσης το νεκροταφείο της Ξηριώτισσας.
Οι μελλοθάνατοι άφοβοι μπροστά στο θάνατο στήνουν τον ηρωικό χορό του Ζαλόγγου. Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, σέρνει πρώτη το χορό και την ακολουθούν οι υπόλοιποι εννέα τραγουδώντας, σ' αυτό το "παράξενο" το συγκλονιστικό ξεφάντωμα.
Έκπληκτοι, οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος που προέρχονται από το 106 Τάγμα, από το ανεπανάληπτο αυτό θέαμα, αρνούνται να τους εκτελέσουν.
Το φονικό έργο θα το αναλάβουν "χίτες" και "ΜΑΥδες".
Οι δέκα αγωνιστές και ήρωες που έπεσαν νεκροί από τα δολοφονικά βόλια του κυβερνητικού στρατού είναι:
1. Τσιρώνης Βασίλης,
2. Κουσιάντζα Βαγγελίτσα, ***
3. Παπαγεωργίου Μήτσιος,
4. Χαλκιάς Κώστας,
5. Γαλανίτσας Αλέκος,
6. Βαρνάβας Αλέκος,
7. Χασιώτης Δημήτριος,
8. Καψάλης Θανάσης,
9. Αθανάτος Δημήτρης
10. Κυρίτσης Χαρίλαος.
Δυο άλλοι ο Παπαλέξης Σωκράτης και ο Σεραφέας Αντώνης πέθαναν καθ' οδόν και στέρησαν τη χαρά στους στρατοδίκες να τους καταδικάσουν σε θάνατο.
Στις πλαγιές της Νιάλας, από όσα γνωρίζουμε, "κοιμήθηκαν" κάτω από το χιόνι οι:
1. Ζορμπάς Βαγγέλης,
2. Θεοδωρής Κώστας,
3. Θεοδωρής Χαρ.
4. Καούρας Χρήστος,
5. Καλατζής Γιώργος,
6. Μπουλτσή Ελένη,
7. Οικονόμου Λάμπρος,
8. Πατρίκης Κώστας,
9. Παναγιωτόπουλος Σερ.
10. Παπαδημητρίου Θωμάς,
11. Ράγια Βάια,
12. Ράγια Ιουλία,
13. Ράγιας Γιάννης,
14. Στάικος Αθαν.
15. Ταγκούλης Βαγγέλης,
16. Τσαμανής Σούλας,
17. Τσαμανή Κούλα,
18. Τσούλας Παυσανίας.
Στον αυχένα της Νιάλας, έπειτα από πολλές δεκαετίες στήθηκε ένα απλό μνημείο για να θυμίζει τη φρίκη του εμφυλίου.
*** Η Βαγγελιώ στο τελευταίο της γράμμα, μέσα από το κελί μελλοθανάτων, αφού πρώτα περιγράψει τα ανείπωτα βασανιστήρια που υπέστη από τους χίτες και χωροφύλακες, κατά την ενδιάμεση κράτησή της στα μπουντρούμια του Καρπενησίου, θα καταλήξει : «.... Δεν θέλω να με κλάψετε ούτε να με πενθείτε, η θυσία μας θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή», λόγια που προκαλούν ακόμη και σήμερα ρίγη συγκίνησης σε όσους ποθούν και παλεύουν για μια νέα, δίκαιη κοινωνία.
68 χρόνια από τη μεγάλη τραγωδία στις 12 Απρίλη 1947
Με αφορμή την 68χρονη επέτειο από το πέρασμα του υψώματος της Νιάλας, μιας από τις πλέον ηρωικές στιγμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, η Νομαρχιακή Επιτροπή Καρδίτσας της ΠΕΑΕΑ, μας έστειλε το παρακάτω χρονικό:
Πέρασε ακριβώς μισός αιώνας από τη μεγάλη τραγωδία της Νιάλας, που μας φέρνει στη μνήμη μας ανάγλυφη τη σκληρότητα και βαρβαρότητα του εμφυλίου πολέμου, τέκνο και δημιούργημα της ντόπιας αντίδρασης και των Αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών.
Ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε χωρίς τη θέληση του ελληνικού δημοκρατικού λαού και του ΚΚΕ, το οποίο ηγήθηκε της Αντίστασης κατά των ξένων κατακτητών.
Οι μεταβαρκιζιανές κυβερνήσεις και οι παρακρατικές συμμορίες που απλώθηκαν σ' όλη την Ελλάδα, τύπου Σούρλα - Βουρλάκη κτλ, σκόρπισαν στην ύπαιθρο και στις πόλεις αφόρητη και πρωτόγνωρη τρομοκρατία.
Χιλιάδες αγωνιστές βρέθηκαν στις φυλακές και χιλιάδες κατέφυγαν στα βουνά για να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο. Ετσι ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος είχε τραγικές συνέπειες για τον τόπο μας, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, φυλακισμένους και με ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές.Στα Αγραφα
Οι επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού εναντίον του ΔΣΕ άρχισαν την Ανοιξη του 1947 και ξεκίνησαν από την περιοχή των Αγράφων. Τα Αγραφα, οχυρή περιοχή από την ίδια τους τη φύση, πρωτοστάτησαν σ' όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως επίσης και στην περίοδο της Κατοχής, όπου αναδείχτηκαν κάστρα άπαρτα της λευτεριάς.
Οι Αγγλοαμερικανοί εξουσιαστές, καθώς και η υποτελής τότε κυβέρνηση των Αθηνών πίστευαν ότι εάν κατόρθωναν να συντρίψουν το ΔΣΕ στην περιοχή των Αγράφων, θα ξεμπέρδευαν μια για πάντα μ' αυτόν. Ετσι ετοιμάστηκαν με κάθε λεπτομέρεια οι επιχειρήσεις στα Αγραφα και το βάρος το ανέλαβαν τρεις καλά εξοπλισμένες ταξιαρχίες που ξεκίνησαν από Καρδίτσα, Καρπενήσι και Αρτα. Στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν τους μαχητές του ΔΣΕ και να τους εξοντώσουν.
Στην περιοχή των Αγράφων δρούσαν μικρές ομάδες ανταρτών, καθώς και το τάγμα του Σοφιανού. Οι πρώτες σκληρές μάχες δόθηκαν στα ριζά των Αγράφων και την περιοχή της Νεβροπόλεως, όπου σήμερα είναι η λίμνη Πλαστήρα. Κάτω από την πίεση ισχυρών κυβερνητικών δυνάμεων το τάγμα του Σοφιανού, ακολουθούμενο από εκατοντάδες καταδιωκόμενους πολίτες και πολιτικές οργανώσεις της Καρδίτσας αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί στα Πετρίλια και κατόπιν στα Μ. Βραγγιανά. Η κατάσταση ήταν άκρως κρίσιμη, καθώς οι τρεις ταξιαρχίες πλησίαζαν προς τα Βραγγιανά και απειλούσαν με εγκλωβισμό και ολική συντριβή τις ανταρτικές δυνάμεις.
Σ' ένα σπίτι των Βραγγιανών συγκεντρώθηκε η διοίκηση του τάγματος, οι διοικήσεις των λόχων και διμοιριών και τα πολιτικά στελέχη της Οργάνωσης όπως ο Βασίλης Τσιρώνης, γραμματέας της Επιτροπής Πόλης Καρδίτσας του ΚΚΕ, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, μέλος της Επιτροπής, ο Βαγγέλης Ταγκούλης, μέλος της Νομαρχιακής του ΕΑΜ Καρδίτσας, ο Σούλας από το Γραφείο Περιοχής του Κόμματος στη Θεσσαλία κι άλλοι.
Η σωτηρία της Νιάλας
Μία ήταν η λύση για να βγουν από τον κλοιό, που σαν θανάσιμος βρόγχος απειλούσε με αφανισμό τις ανταρτικές δυνάμεις. Η σωτηρία θα ήταν εάν το τάγμα έφθανε στη Σάικα και στο Καροπλέσι, όπου άνετα θα έμπαιναν στην περιοχή της Βουλγάρας, εκεί που βρισκόταν το Γενικό Αρχηγείο και το Αρχηγείο Θεσσαλίας του ΔΣΕ.
Η εισήγηση του Σοφιανού γίνεται αποδεκτή, γιατί ήταν η μόνη λύση που τους έβγαζε από το τραγικό αδιέξοδο.
Το εγχείρημα δύσκολο και επικίνδυνο, γιατί έπρεπε να περάσουν τα ανεμοδαρμένα και αφιλόξενα ύψη των 2.200 μ. της Νιάλας, το φοβερό αυτό βουνό των Αγράφων, που και αυτά τα αγρίμια διστάζουν να το περάσουν, αφού και την Ανοιξη σκορπάει γύρω του τη συμφορά, τον όλεθρο και την καταστροφή.Το σχέδιο μπήκε αμέσως σε ενέργεια. Ο 1ος και 2ος λόχος θα αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της μεγάλης πορείας, θα ακολουθούσαν οι πολίτες με τα γυναικόπαιδα και οπισθοφυλακή ο 3ος λόχος του Ερμή. Η αναχώρηση από τα Βραγγιανά έμοιαζε με την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου.
Η φάλαγγα ξεκίνησε Μεγάλη Παρασκευή, 11 Απρίλη 1947, για τη μεγάλη πορεία. Στα πρώτα βήματα ξεσπά άγρια κακοκαιρία με βροντές, αστραπές, κατακλυσμιαίες βροχές, κρύο ανυπόφορο και η Νιάλα είναι ακόμα πολύ μακριά και αόρατη από τα μολυβένια σύννεφα που τη σκεπάζουν. Ο δρόμος, ένας κατσικόδρομος με ατέλειωτες στροφές, τραχύς, δύσκολος και δύσβατος. Σε λίγο το κρύο γίνεται πολικό και η βροχή μετατρέπεται σε χιόνι. Παρά ταύτα η φάλαγγα, μια τεράστια αργοκίνητη σαρανταποδαρούσα, συνεχίζει αργά την πορεία της και όλοι ελπίζουν στο ποθούμενο τέρμα. Το χιόνι, όσο πάει, γίνεται πιο πυκνό, ο δρόμος αδιάβατος και το κρύο ανυπόφορο αρχίζει να παγώνει ανθρώπινες υπάρξεις. Τα πρώτα θύματα της φριχτής παγωνιάς είναι τα μωρά και οι γυναίκες. Με το τέλος της πορείας οι νεκροί θα ανέλθουν σε μερικές δεκάδες.
Ο Βασίλης Φυτσιλής, ο οποίος βίωσε προσωπικά την τραγωδία της Νιάλας, γράφει στο βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στην ηρωίδα του λαού Βαγγελίτσα Κουσιάντζα: "Είδα δίπλα μου αντάρτες και πολίτες να πέφτουν και να πεθαίνουν σε ένα λεφτό. Εβγαζαν απ' τα ρουθούνια τους λίγο αίμα, τρεμόπαιζαν για μια στιγμή τα βλέφαρα και σε λίγο ήταν νεκροί".
Ο μαχητής του ΔΣΕ Μενέλαος Μούστος, στο βιβλίο του "Η Νιάλα" περιγράφει με το δικό του παραστατικό τρόπο την τρομερή θύελλα:
"Η φύση λες συμμάχησε κι αυτή με τον εχθρό να μας αφανίσει. Βογκάνε οι λαγκαδιές, τα φαράγγια, τα διάσελα. Σειέται το σύμπαν από το τρομερό μπουμπουνητό".
Μέσα σ' αυτή την τρομερή, την αφόρητη κατάσταση, που μοιάζει με την "Κόλαση" του Δάντη, η φάλαγγα εξακολουθεί να προχωράει.
Το βράδυ, 12 Απρίλη, ο 1ος και ο 2ος λόχος φθάνουν στην κορυφή του αυχένα και με μια ηρωική προσπάθεια περνούν την πόρτα του θανάτου, το διάσελο της Νιάλας και βρίσκονται στο απυρόβλητο της καταραμένης θύελλας.
Στην Καρδίτσα οι αρχές περιμένουν να υποδεχτούν την ατέλειωτη φάλαγγα των αιχμαλώτων και γλεντούν προκαταβολικά. Μάταια όμως...
Η χαρά των ανταρτών για την επιτυχία τους μετριάζεται από την περιπέτεια του 3ου λόχου και των πολιτών. Οι άοπλοι μαζί με το λόχο του Ερμή ξέκοψαν από την κύρια δύναμη του τάγματος, πήραν λάθος μονοπάτι και έπεσαν πάνω στο μέρος που βρίσκονταν τα φυλάκια του κυβερνητικού στρατού.
"Σαστισμένοι οι φαντάροι, γράφει ο Μενέλαος Μούστος, κοιτάνε τους μαχητές του ΔΣΕ να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και ν' αποθέτουν τα όπλα τους σαν νάταν παλιοί γνώριμοι ή νοικοκύρηδες στις σκηνές. Παίρνουν κι αυτοί θάρρος. Ξεκουκουλώνονται.
- Είμαστε αδέλφια, λένε, μη μας πειράξετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε.
- Αδέρφια, αδέρφια, απαντάνε οι δικοί μας".
Τέτοιο πράγμα δε ματαγνώρισε η ιστορία. Ο εμφύλιος ήταν έξω από τη φύση, τη ζωή και τη θέληση του ελληνικού λαού. Και μόνο οι σκοτεινές δυνάμεις των Αγγλοαμερικανών τον επιδίωκαν, γιατί εκείνοι μόνο είχαν άνομα συμφέροντα.
Σ' ένα ξεκομμένο εχθρικό αντίσκηνο βρέθηκε η πολιτική οργάνωση που δεν άκουσε το πρωί τις φωνές των ανδρών του 3ου λόχου, που τους καλούσαν να βγουν έξω από τα αντίσκηνα και να ακολουθήσουν τον προορισμό τους.
Η εκτέλεση των δέκα
Τα μισοπαγωμένα μέλη της πολιτικής οργάνωσης και μερικούς άλλους πολίτες τους ξύπνησαν από το λήθαργο οι βρισιές και οι κλοτσιές ανδρών του κυβερνητικού στρατού, οι οποίοι ήρθανε πρωί πρωί από το χωριό Αγραφα, για να δούνε τους δικούς τους, τους φόρεσαν χειροπέδες και έπειτα από ένα πικρό οδοιπορικό τους μετέφεραν στη Λαμία. Εκεί τους πέρασαν από το έκτακτο Στρατοδικείο, στις 3.5.47, και δέκα απ' αυτούς τους καταδίκασαν σε θάνατο, τους δε υπολοίπους σε ισόβια δεσμά.
Οι καταδικασθέντες σε θάνατο ξεπέρασαν τον εαυτό τους, στις δύσκολες εκείνες ώρες και αναδείχτηκαν άξιοι ηγήτορες και ήρωες του ΔΣΕ.
Δεν υπάρχει ανθρώπινη καρδιά να μη ράγισε και μάτια να μη βούρκωσαν διαβάζοντας τα γράμματα των μελλοθανάτων: Βασίλη Τσιρώνη, Βαγγελίτσας Κουσιάντζα και Κώστα Χαλκιά.
Η ώρα της εκτέλεσης για τους δέκα μελλοθανάτους φθάνει στις 4 το πρωί, στις 9 Μάη 1947. Τόπος εκτέλεσης το νεκροταφείο της Ξηριώτισσας.
Οι μελλοθάνατοι άφοβοι μπροστά στο θάνατο στήνουν τον ηρωικό χορό του Ζαλόγγου. Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, σέρνει πρώτη το χορό και την ακολουθούν οι υπόλοιποι εννέα τραγουδώντας, σ' αυτό το "παράξενο" το συγκλονιστικό ξεφάντωμα.
Έκπληκτοι, οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος που προέρχονται από το 106 Τάγμα, από το ανεπανάληπτο αυτό θέαμα, αρνούνται να τους εκτελέσουν.
Το φονικό έργο θα το αναλάβουν "χίτες" και "ΜΑΥδες".
Οι δέκα αγωνιστές και ήρωες που έπεσαν νεκροί από τα δολοφονικά βόλια του κυβερνητικού στρατού είναι:
1. Τσιρώνης Βασίλης,
2. Κουσιάντζα Βαγγελίτσα, ***
3. Παπαγεωργίου Μήτσιος,
4. Χαλκιάς Κώστας,
5. Γαλανίτσας Αλέκος,
6. Βαρνάβας Αλέκος,
7. Χασιώτης Δημήτριος,
8. Καψάλης Θανάσης,
9. Αθανάτος Δημήτρης
10. Κυρίτσης Χαρίλαος.
Δυο άλλοι ο Παπαλέξης Σωκράτης και ο Σεραφέας Αντώνης πέθαναν καθ' οδόν και στέρησαν τη χαρά στους στρατοδίκες να τους καταδικάσουν σε θάνατο.
Στις πλαγιές της Νιάλας, από όσα γνωρίζουμε, "κοιμήθηκαν" κάτω από το χιόνι οι:
1. Ζορμπάς Βαγγέλης,
2. Θεοδωρής Κώστας,
3. Θεοδωρής Χαρ.
4. Καούρας Χρήστος,
5. Καλατζής Γιώργος,
6. Μπουλτσή Ελένη,
7. Οικονόμου Λάμπρος,
8. Πατρίκης Κώστας,
9. Παναγιωτόπουλος Σερ.
10. Παπαδημητρίου Θωμάς,
11. Ράγια Βάια,
12. Ράγια Ιουλία,
13. Ράγιας Γιάννης,
14. Στάικος Αθαν.
15. Ταγκούλης Βαγγέλης,
16. Τσαμανής Σούλας,
17. Τσαμανή Κούλα,
18. Τσούλας Παυσανίας.
Στον αυχένα της Νιάλας, έπειτα από πολλές δεκαετίες στήθηκε ένα απλό μνημείο για να θυμίζει τη φρίκη του εμφυλίου.
*** Η Βαγγελιώ στο τελευταίο της γράμμα, μέσα από το κελί μελλοθανάτων, αφού πρώτα περιγράψει τα ανείπωτα βασανιστήρια που υπέστη από τους χίτες και χωροφύλακες, κατά την ενδιάμεση κράτησή της στα μπουντρούμια του Καρπενησίου, θα καταλήξει : «.... Δεν θέλω να με κλάψετε ούτε να με πενθείτε, η θυσία μας θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή», λόγια που προκαλούν ακόμη και σήμερα ρίγη συγκίνησης σε όσους ποθούν και παλεύουν για μια νέα, δίκαιη κοινωνία.
Κόκκινος Φάκελος : Ηρωΐδες του Δημοκρατικού Στρατού
Οι παρακάτω ιστορίες είναι γνωστές από τον πολιτικό επίτροπο Κώστα Γκριτζώνα, αποτελούν ένα μικρό μονάχα δείγμα του ηρωισμού του μεγάλου πλήθους των γυναικών που στελέχωσαν τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Αφορούν τις πιο γνωστές αντάρτισσες του ΔΣΕ.
Κλαδού Βαγγελιώ: Από τα Ανώγεια Ρεθύμνου. Σπούδασε δασκάλα και πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Βάρκιζα ξεκίνησαν οι διώξεις της και εκείνη αποφασίζει να βγει ξανά αντάρτισσα του ΔΣΕ στα Λευκά Όρη. Αργότερα ορίζεται μέλος του γραφείου περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ. Μετά τον χαμό των μελών του γραφείου αναλαμβάνει με το ψευδώνυμο Μαρία τις ομάδες ενόπλων του ΔΣΕ σε ολόκληρο το νησί. Τον Δεκέμβριο του 1949, πέντε μήνες μετά την ήττα του Γράμμου, η Βαγγελιώ συνεχίζει με ακόμα έξι συντρόφους της τον δικό της αγώνα. Περικυκλωμένοι από μακράν υπέρτερες δυνάμεις δίνουν την τελική μάχη και η Βαγγελιώ τραυματισμένη σοβαρά στο χέρι ζητά από τους συντρόφους της να την σκοτώσουν. Οι μοναρχοφασίστες θα της κόψουν το κεφάλι και θα το μεταφέρουν στα Χανιά.
Αναστασία Δασκαλοπούλου: Από το Βαλτεσινίκο Γορτυνίας. Υπήρξε κόρη δημοδιδάσκαλου και φοιτήτρια παιδαγωγικής στην Ακαδημία Τρίπολης. Διετέλεσε μέλος του κεντρικού συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Το 1945 συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κύθνο. Μετά την απελευθέρωσή της με εντολή του ΚΚΕ ανέβηκε στο βουνό και έγινε καπετάνισσα του 2ου Τάγματος του Αρχηγείου. Μετά την εκτέλεση της Αθηνάς Μπενέκου στάλθηκε στην Τρίπολη με αποστολή την προώθηση προς τον ΔΣΕ εθελοντών από την Αθήνα. Από τον Οκτώβρη του 1948 ήταν αναπληρωματικό μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Κατά την σύγκρουση του τάγματός της με δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού σκοτώθηκε σε ηλικία 24 ετών.
Δρίβα Μεταξία: Χειρίστρια οπλοπολυβόλου, από τα Κουπιά Λακωνίας. Στις 5 Οκτωβρίου του 1948 ένα τμήμα του ΔΣΠ εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση ενάντια σε ένα τάγμα των ΛΟΚ που κατείχε την τοποθεσία Στραβοράχη στην περιοχή της Σπάρτης. Η τιτανομαχία κράτησε 48 ολόκληρες ώρες κατά τις οποίες η Μεταξία χειρίστηκε το οπλοπολυβόλο με εξαιρετική επιδεξιότητα σκοτώνοντας τουλάχιστον 16 ΛΟΚαντζήδες. Για την μάχη αυτή έλαβε τιμητική διάκριση. Υπήρξε μια από τις πιο γνωστές αντάρτισσες της Πελοποννήσου. Σκοτώθηκε στην περιοχή Άγιος Βασίλειος κοντά στο Παλαιοχώρι τον Ιανουάριο του 1949 πολεμώντας παλικαρίσια.
Ελένη Κουτσοβίτη: Στις 5 Νοεμβρίου 1949 ο Τάκης Γεωργόπουλος με την αντάρτισσα Ελένη Κουτσοβίτη από τον Βασσαρά, πέφτοντας σε πυκνά πυρά χωροφυλάκων σκοτώθηκε. Η Ελένη αντί να παραδοθεί και να υποστεί την χλεύη και τα βασανιστήρια άρπαξε το όπλο του νεκρού και για δύο ώρες κράτησε μακριά το απόσπασμα σκοτώνοντας και 4 από αυτούς. Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά της όρμησε με το μαχαίρι της και σκοτώθηκε σαν αληθινή ηρωίδα του ΔΣΕ.
Νίνα Παπαφάγου: Από την Σκάλα Λακωνίας. Η πολυμελής οικογένειά της πρόσφερε πολλά στην Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ. Τον πατέρα της τον δολοφόνησαν οι χίτες. Τρία αδέλφια της ήταν στον ΔΣΕ. Οι δύο σκοτώθηκαν σε μάχες και ο τρίτος πέθανε από τις κακουχίες. Η αδελφή της Στέλλα φοίτησε στην Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ και αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Η άλλη της αδελφή Ελένη τραυματίστηκε σε μάχη. Η Νίνα πέρασε στον ΔΣΕ το 1947. Τοποθετήθηκε υπεύθυνη γυναικών στο 2ο Τάγμα της 55ης Ταξιαρχίας. Ήταν έξυπνη, υπεύθυνη και μαχητική. Στην μάχη που έγινε στην θέση Δρακοβούνι, η Νίνα που ήταν επιλοχίας ενός λόχου, έχασε την ζωή της πολεμώντας παλικαρίσια.
Αθηνά Μπενέκου: Η κόκκινη δασκάλα από τη Ζούπαινα Λακωνίας. Ήταν κόρη παπά. Πήρε το πτυχίο της από την Παιδαγωγική Ακαδημίας Τρίπολης. Ήξερε γαλλικά και αγγλικά. Στην Κατοχή έδρασε μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ της οποίας ήταν νομαρχιακό στέλεχος. Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην δημιουργία του ΔΣΠ και τραυματίστηκε σοβαρά σε ενέδρα στα Σουστιανά στις 27 Μάιου 1947. Αργότερα της ανατίθεται η δημιουργία δικτύου πληροφοριών στην Τρίπολη με σκοπό την διενέργεια επιχείρησης για την απελευθέρωση κρατουμένων αγωνιστών στις φυλακές της πόλης. Κάποια ημέρα ένας φαντάρος από το χωριό της την εντόπισε στον δρόμο και την κατάγγειλε στην τοπική χωροφυλακή. Αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη και η μεταφορά της στην Αθήνα για δίκη. Εκτελέστηκε μερικές ημέρες μετά. Οι τελευταίες λέξεις της ήταν «Πιστεύω ότι ο χώρος αυτός που τώρα εσείς ποτίζετε με το αίμα μου θα γίνει αύριο τόπος προσκυνήματος που θα έρχονται τα παιδιά σας και θα τον ραίνουν με λουλούδια.» Στο τελευταίο της κελί είχε γράψει στίχους του Βασίλη Ρώτα.
Αθηνά Χανταμπή: Ήταν από τις πρώτες γυναίκες στα Χανιά που κατατάχθηκε στον ΔΣΕ. Ισάξια με τους αποφασιστικούς και γενναίους άνδρες στις συγκρούσεις με τον αντίπαλο. Οι μοναρχοφασίστες, θέλοντας να εκδικηθούν αυτήν και τον αδελφό της Σπύρο έκαψαν το σπίτι τους και αργότερα δολοφόνησαν και τον πατέρα τους. Μερικούς μήνες μετά ένα ακόμα πλήγμα έρχεται για την Αθηνά. Ο αδελφός της πεθαίνει από καλπάζουσα φυματίωση. Η Αθηνά συνεχίζει ως το τέλος αλύγιστη τον αγώνα. Σκοτώθηκε σε κάποια μάχη στα Λευκά Όρη.
Μαρίκα Μποράκη: Ήταν η μικρότερη από όλες τις κοπέλες όταν έφθασε στον Ομαλό για να καταταγεί στους αντάρτες. Ήταν δεν ήταν 16 ετών. Είχε αδέλφια αντάρτες και από την πρώτη στιγμή αποδείχτηκε άξια και τρομερή μαχήτρια. Τον Γενάρη του 1950 σε συμπλοκή με τμήμα του στρατού στην Μεσκλά, η Μαρίκα τραυματίζεται και συνεχίζει να πολεμά πίσω από ένα δέντρο. Σταματά μόνο για να αφήσει την τελευταία της πνοή. Το κορμί της το διαπόμπευσαν στα Χανιά.
Παγώνα Λιονάκη και Αργυρώ Κοκοβλή: Οι τελευταίες αντάρτισσες του ΔΣΕ Κρήτης. Έμειναν καταδιωκόμενες 13 χρόνια στα Χανιά της Κρήτης με ακόμα 6 συντρόφους τους. Οργάνωσαν την μετεμφυλιακή κομματική δουλειά στο νησί και μόνο το 1962 κατάφεραν να φύγουν μέσω Ιταλίας για Τασκένδη.
Κλαδού Βαγγελιώ: Από τα Ανώγεια Ρεθύμνου. Σπούδασε δασκάλα και πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Βάρκιζα ξεκίνησαν οι διώξεις της και εκείνη αποφασίζει να βγει ξανά αντάρτισσα του ΔΣΕ στα Λευκά Όρη. Αργότερα ορίζεται μέλος του γραφείου περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ. Μετά τον χαμό των μελών του γραφείου αναλαμβάνει με το ψευδώνυμο Μαρία τις ομάδες ενόπλων του ΔΣΕ σε ολόκληρο το νησί. Τον Δεκέμβριο του 1949, πέντε μήνες μετά την ήττα του Γράμμου, η Βαγγελιώ συνεχίζει με ακόμα έξι συντρόφους της τον δικό της αγώνα. Περικυκλωμένοι από μακράν υπέρτερες δυνάμεις δίνουν την τελική μάχη και η Βαγγελιώ τραυματισμένη σοβαρά στο χέρι ζητά από τους συντρόφους της να την σκοτώσουν. Οι μοναρχοφασίστες θα της κόψουν το κεφάλι και θα το μεταφέρουν στα Χανιά.
Αναστασία Δασκαλοπούλου: Από το Βαλτεσινίκο Γορτυνίας. Υπήρξε κόρη δημοδιδάσκαλου και φοιτήτρια παιδαγωγικής στην Ακαδημία Τρίπολης. Διετέλεσε μέλος του κεντρικού συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Το 1945 συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κύθνο. Μετά την απελευθέρωσή της με εντολή του ΚΚΕ ανέβηκε στο βουνό και έγινε καπετάνισσα του 2ου Τάγματος του Αρχηγείου. Μετά την εκτέλεση της Αθηνάς Μπενέκου στάλθηκε στην Τρίπολη με αποστολή την προώθηση προς τον ΔΣΕ εθελοντών από την Αθήνα. Από τον Οκτώβρη του 1948 ήταν αναπληρωματικό μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Κατά την σύγκρουση του τάγματός της με δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού σκοτώθηκε σε ηλικία 24 ετών.
Δρίβα Μεταξία: Χειρίστρια οπλοπολυβόλου, από τα Κουπιά Λακωνίας. Στις 5 Οκτωβρίου του 1948 ένα τμήμα του ΔΣΠ εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση ενάντια σε ένα τάγμα των ΛΟΚ που κατείχε την τοποθεσία Στραβοράχη στην περιοχή της Σπάρτης. Η τιτανομαχία κράτησε 48 ολόκληρες ώρες κατά τις οποίες η Μεταξία χειρίστηκε το οπλοπολυβόλο με εξαιρετική επιδεξιότητα σκοτώνοντας τουλάχιστον 16 ΛΟΚαντζήδες. Για την μάχη αυτή έλαβε τιμητική διάκριση. Υπήρξε μια από τις πιο γνωστές αντάρτισσες της Πελοποννήσου. Σκοτώθηκε στην περιοχή Άγιος Βασίλειος κοντά στο Παλαιοχώρι τον Ιανουάριο του 1949 πολεμώντας παλικαρίσια.
Ελένη Κουτσοβίτη: Στις 5 Νοεμβρίου 1949 ο Τάκης Γεωργόπουλος με την αντάρτισσα Ελένη Κουτσοβίτη από τον Βασσαρά, πέφτοντας σε πυκνά πυρά χωροφυλάκων σκοτώθηκε. Η Ελένη αντί να παραδοθεί και να υποστεί την χλεύη και τα βασανιστήρια άρπαξε το όπλο του νεκρού και για δύο ώρες κράτησε μακριά το απόσπασμα σκοτώνοντας και 4 από αυτούς. Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά της όρμησε με το μαχαίρι της και σκοτώθηκε σαν αληθινή ηρωίδα του ΔΣΕ.
Νίνα Παπαφάγου: Από την Σκάλα Λακωνίας. Η πολυμελής οικογένειά της πρόσφερε πολλά στην Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ. Τον πατέρα της τον δολοφόνησαν οι χίτες. Τρία αδέλφια της ήταν στον ΔΣΕ. Οι δύο σκοτώθηκαν σε μάχες και ο τρίτος πέθανε από τις κακουχίες. Η αδελφή της Στέλλα φοίτησε στην Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ και αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Η άλλη της αδελφή Ελένη τραυματίστηκε σε μάχη. Η Νίνα πέρασε στον ΔΣΕ το 1947. Τοποθετήθηκε υπεύθυνη γυναικών στο 2ο Τάγμα της 55ης Ταξιαρχίας. Ήταν έξυπνη, υπεύθυνη και μαχητική. Στην μάχη που έγινε στην θέση Δρακοβούνι, η Νίνα που ήταν επιλοχίας ενός λόχου, έχασε την ζωή της πολεμώντας παλικαρίσια.
Αθηνά Μπενέκου: Η κόκκινη δασκάλα από τη Ζούπαινα Λακωνίας. Ήταν κόρη παπά. Πήρε το πτυχίο της από την Παιδαγωγική Ακαδημίας Τρίπολης. Ήξερε γαλλικά και αγγλικά. Στην Κατοχή έδρασε μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ της οποίας ήταν νομαρχιακό στέλεχος. Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην δημιουργία του ΔΣΠ και τραυματίστηκε σοβαρά σε ενέδρα στα Σουστιανά στις 27 Μάιου 1947. Αργότερα της ανατίθεται η δημιουργία δικτύου πληροφοριών στην Τρίπολη με σκοπό την διενέργεια επιχείρησης για την απελευθέρωση κρατουμένων αγωνιστών στις φυλακές της πόλης. Κάποια ημέρα ένας φαντάρος από το χωριό της την εντόπισε στον δρόμο και την κατάγγειλε στην τοπική χωροφυλακή. Αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη και η μεταφορά της στην Αθήνα για δίκη. Εκτελέστηκε μερικές ημέρες μετά. Οι τελευταίες λέξεις της ήταν «Πιστεύω ότι ο χώρος αυτός που τώρα εσείς ποτίζετε με το αίμα μου θα γίνει αύριο τόπος προσκυνήματος που θα έρχονται τα παιδιά σας και θα τον ραίνουν με λουλούδια.» Στο τελευταίο της κελί είχε γράψει στίχους του Βασίλη Ρώτα.
Αθηνά Χανταμπή: Ήταν από τις πρώτες γυναίκες στα Χανιά που κατατάχθηκε στον ΔΣΕ. Ισάξια με τους αποφασιστικούς και γενναίους άνδρες στις συγκρούσεις με τον αντίπαλο. Οι μοναρχοφασίστες, θέλοντας να εκδικηθούν αυτήν και τον αδελφό της Σπύρο έκαψαν το σπίτι τους και αργότερα δολοφόνησαν και τον πατέρα τους. Μερικούς μήνες μετά ένα ακόμα πλήγμα έρχεται για την Αθηνά. Ο αδελφός της πεθαίνει από καλπάζουσα φυματίωση. Η Αθηνά συνεχίζει ως το τέλος αλύγιστη τον αγώνα. Σκοτώθηκε σε κάποια μάχη στα Λευκά Όρη.
Μαρίκα Μποράκη: Ήταν η μικρότερη από όλες τις κοπέλες όταν έφθασε στον Ομαλό για να καταταγεί στους αντάρτες. Ήταν δεν ήταν 16 ετών. Είχε αδέλφια αντάρτες και από την πρώτη στιγμή αποδείχτηκε άξια και τρομερή μαχήτρια. Τον Γενάρη του 1950 σε συμπλοκή με τμήμα του στρατού στην Μεσκλά, η Μαρίκα τραυματίζεται και συνεχίζει να πολεμά πίσω από ένα δέντρο. Σταματά μόνο για να αφήσει την τελευταία της πνοή. Το κορμί της το διαπόμπευσαν στα Χανιά.
Παγώνα Λιονάκη και Αργυρώ Κοκοβλή: Οι τελευταίες αντάρτισσες του ΔΣΕ Κρήτης. Έμειναν καταδιωκόμενες 13 χρόνια στα Χανιά της Κρήτης με ακόμα 6 συντρόφους τους. Οργάνωσαν την μετεμφυλιακή κομματική δουλειά στο νησί και μόνο το 1962 κατάφεραν να φύγουν μέσω Ιταλίας για Τασκένδη.
Βαγγελιώ Κουσιάντζα: Από τον Παλαμά Καρδίτσας. Υπήρξε δασκάλα και στέλεχος του ΚΚΕ κατά την περίοδο της Κατοχής. Μετά την Βάρκιζα, συλλαμβάνεται και βασανίζεται άγρια με καυτό λάδι και βραστά αυγά στις μασχάλες από τους αρχιβασανιστές των κρατητηρίων Καρδίτσας. Η υγεία της κλονίζεται τόσο που στην φυλακή υφίσταται καρδιακή προσβολή. Τελικά δραπετεύει το 1946 και αμέσως περνά στο βουνό στις τάξεις του ΔΣΕ. Πολεμά ως το 1947 όπου συλλαμβάνεται εκ νέου στην Νιάλα Καρπενησίου κατά την διάρκεια ελιγμού. Νέος κύκλος βασανιστηρίων ξεκινά. Τελικά, χωρίς να της πάρουν κουβέντα την μεταφέρουν στην Λαμία όπου δικάζεται μαζί με ακόμα 6 αγωνιστές. Η ετυμηγορία είναι φυσικά εις θάνατο. Στις 9 Μαΐου του 1947, η Βαγγελιώ μεταφέρεται με τους συναγωνιστές της στο νεκροταφείο της Σηριώτισσας για την εκτέλεση. Φορά ένα κόκκινο φουστάνι.
Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στήνει λεβέντικο χορό, με τους συντρόφους της τραγουδώντας: «οι Σουλιώτισσες δε ζούνε δίχως την ελευθεριά». Οι φαντάροι αρνούνται να πυροβολήσουν και την εκτέλεση αναλαμβάνουν χωροφύλακες και παρακρατικοί. 17 σφαίρες της τρύπησαν την κοιλιά κι αυτή ακόμα φώναζε, πεσμένη πια στα γόνατα, για την ζωή, τον λαό και το κόμμα της.
Χωροφύλακας που έζησε το συμβάν λέει: « Μεγάλη κομμουνίστρια εκείνη η δασκάλα. Όλοι έπεσαν κι εκείνη γονατισμένη στο ένα πόδι έλεγε, έλεγε και δεν έβγαινε η ψυχή της. Η άτιμη! Τρεις σφαίρες χαριστική της έριξε ο επικεφαλής κι εκείνη εκεί, να φωνάζει για το κουκουέ! Μεγάλη κομμουνίστρια! »
Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στήνει λεβέντικο χορό, με τους συντρόφους της τραγουδώντας: «οι Σουλιώτισσες δε ζούνε δίχως την ελευθεριά». Οι φαντάροι αρνούνται να πυροβολήσουν και την εκτέλεση αναλαμβάνουν χωροφύλακες και παρακρατικοί. 17 σφαίρες της τρύπησαν την κοιλιά κι αυτή ακόμα φώναζε, πεσμένη πια στα γόνατα, για την ζωή, τον λαό και το κόμμα της.
Χωροφύλακας που έζησε το συμβάν λέει: « Μεγάλη κομμουνίστρια εκείνη η δασκάλα. Όλοι έπεσαν κι εκείνη γονατισμένη στο ένα πόδι έλεγε, έλεγε και δεν έβγαινε η ψυχή της. Η άτιμη! Τρεις σφαίρες χαριστική της έριξε ο επικεφαλής κι εκείνη εκεί, να φωνάζει για το κουκουέ! Μεγάλη κομμουνίστρια! »
ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΔΣΕ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΗΕ
Αναμφισβήτητα, στις συνθήκες που επικρατούσαν μετά τη Βάρκιζα - και μέχρι το 1947, που ο Εμφύλιος γενικεύεται - δεν ήταν δυνατό να καταγραφούν πλήρη στοιχεία για τη μοναρχοφασιστική τρομοκρατία και τον μονόπλευρο, αντιΕΑΜικό - αντικομμουνιστικό εμφύλιο πόλεμο, που διεξήγαγαν η ντόπια αντίδραση και οι Εγγλέζοι. Μια σημαντική πηγή καταγραφής της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας αποτελεί αναμφίβολα και το υπόμνημα του ΔΣΕ προς την Εξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ, με ημερομηνία 14/3/1947 (Το υπόμνημα έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις ΓΛΑΡΟΣ, 1987, με τίτλο "Ετσι άρχισε ο Εμφύλιος"). Το υπόμνημα καταγράφει στοιχεία για την τρομοκρατία σε 16 νομούς της Ελλάδας και για το χρονικό διάστημα από το 1945 (μετά τη Βάρκιζα) έως και τα τέλη 1946. Τα στοιχεία που περιέχει - είναι περισσότερο ενδεικτικά, γιατί σε κείνες τις συνθήκες δε θα μπορούσαν να είναι πλήρη - είναι από κάθε άποψη ανατριχιαστικά και αποκαλυπτικά για το ποιοι οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο.
Ας τα δούμε συγκεκριμένα:
Περιοχή Αρχηγείου Γράμμου του ΔΣΕ
Στο υπόμνημα, αναφέρονται περιοχές που σήμερα ανήκουν στους Νομούς Καστοριάς και Φλώρινας και όπου τότε ασκήθηκε η μοναρχοφασιστική τρομοκρατία.
Στο Νομό Καστοριάς, που τότε είχε 46.000 κατοίκους, το υπόμνημα καταγράφει:
Δολοφονίες: 43
Βασανισμοί: 1.275
Φυλακίσεις: 853
Εξορίες: 103
Εκπατρισμοί: 439
Βιασμοί: 41
Λεηλασίες: Στην πόλη της Καστοριάς και σε 78 χωριά, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά.
Επίσης, στο νομό, με βάση το υπόμνημα, δρούσαν μοναρχοφασιστικές συμμορίες, που συνολικά αριθμούσαν 536 άτομα. Καταγράφονται ακόμη 20 περιπτώσεις αρχηγών τέτοιων συμμοριών, από τους οποίους 9 ήταν συνεργάτες των κατακτητών στα χρόνια της Κατοχής και 1 ήταν αξιωματικός του ΕΔΕΣ. Οι 15 απ' αυτούς συνέχισαν να δρουν και μετά την κήρυξη του εμφυλίου πολέμου.
Για το Νομό Φλώρινας καταγράφονται:
Δολοφονίες: 22
Βασανισμοί: Αγνωστος αριθμός (στο υπόμνημα αναφέρονται 20 πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις).
Φυλακίσεις: 2.441
Εξορίες: Περίπου 200
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 19
Λεηλασίες: Στην πόλη της Φλώρινας και σε 43 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Επίσης, καταγράφονται συμμορίες από 925 συνολικά άτομα και 14 περιπτώσεις αρχηγών συμμοριών, οι οποίοι ήταν στο σύνολό τους συνεργάτες των κατακτητών στα χρόνια της Κατοχής. Απ' αυτούς 6 συνέχισαν τη δράση τους και μετά την έναρξη του Εμφυλίου, ενώ 2 ήταν στελέχη ακροδεξιών κομμάτων και ο 1 ήταν ο νομάρχης της Φλώρινας.
Περιοχές Αρχηγείων Βεντζίων Κοζάνης, Βοΐου, Βερμίου και Χασίων του ΔΣΕ
Οι περιοχές που αναγράφονται σ' αυτό το κεφάλαιο του υπομνήματος, βρίσκονται σήμερα στους Νομούς Κοζάνης, Γρεβενών, Ημαθίας και Πέλλης.
Τα στοιχεία τρομοκρατίας που καταγράφει το υπόμνημα σ' αυτές τις περιοχές έχουν ως εξής:
Δολοφονίες: 58
Βασανισμοί: 2.056
Φυλακίσεις: 591
Εξορίες: 124
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 4
Λεηλασίες: Στις πόλεις Γρεβενά και Νάουσα και σε 139 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Το υπόμνημα δε δίνει συγκεκριμένα στοιχεία για τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες.
Περιοχές Αρχηγείων Πιερίων Ολύμπου, Νοτίου Ολύμπου, Κισσάβου, Μαυροβουνίου του ΔΣΕ
Οι περιοχές που καταγράφει το υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Λαρίσης και Πιερίας.
Τα στοιχεία για την τρομοκρατία που καταγράφει το υπόμνημα σ' αυτές τις περιοχές έχουν ως εξής:
Δολοφονίες: 355
Βασανισμοί: 1.941
Φυλακίσεις: 1.184
Εξορίες: 441
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 80
Λεηλασίες: Στις πόλεις Αγιά, Ελασσόνα, Κατερίνη, Λάρισα, Τύρναβο και σε 112 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Επίσης, το υπόμνημα αναφέρεται σε δράση μοναρχοφασιστικών συμμοριών, με συνολική δύναμη 1.360 ατόμων.
Περιοχή Αρχηγείου Ιωαννίνων του ΔΣΕ
Οι περιοχές που καταγράφονται στο υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας.
Τα στοιχεία για την τρομοκρατία είναι τα εξής:
Δολοφονίες: 196
Βασανισμοί: 3.482
Φυλακίσεις: 4.107
Εξορίες: 305
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 40
Λεηλασίες: Στις πόλεις Γιάννενα, Κόνιτσα, Παραμυθιά, Φιλιάτες και σε 146 χωριά, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά.
Στο υπόμνημα δεν αναγράφονται συγκεκριμένα στοιχεία για δράση μοναρχοφασιστικών συμμοριών.
Περιοχές Αρχηγείων Τζουμέρκων και Κόζιακα
Οι περιοχές που καταγράφονται στο υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Τρικάλων, Καρδίτσας και Αρτας.
Τα στοιχεία για την τρομοκρατία είναι τα εξής:
Δολοφονίες: 28
Βασανισμοί: 657
Φυλακίσεις: 371
Εξορίες: 53
Εκπατρισμοί: 35
Βιασμοί: 27
Λεηλασίες: Καταγράφονται επιδρομές σε 61 χωριά, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά.
Δεν καταγράφονται συγκεκριμένα στοιχεία για μοναρχοφασιστικές συμμορίες.
Περιοχή Αρχηγείου Ρούμελης του ΔΣΕ
Οι περιοχές που καταγράφονται στο υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Φθιώτιδας, Φωκίδας και Ευβοίας.
Τα στοιχεία της τρομοκρατίας έχουν ως εξής:
Δολοφονίες: Περίπου 350
Βασανισμοί: Περίπου 398
Φυλακίσεις: Περίπου 850
Εξορίες: Περίπου 1.200
Εκπατρισμοί: Δεν καταγράφονται συγκεκριμένα.
Βιασμοί: Δεν καταγράφονται συγκεκριμένα.
Λεηλασίες: Στις πόλεις Αμφισσα, Λαμία, Λιβαδειά και σε 45 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία για μοναρχοφασιστικές συμμορίες.
Ο συνολικός απολογισμός
Τα συνολικά στοιχεία της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας που αναγράφονται στο υπόμνημα του ΔΣΕ προς την Επιτροπή του ΟΗΕ έχουν ως εξής:
Μοναρχοφασιστικές συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Πηλίου: 4 συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Ολύμπου - Κισσάβου: 9 συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Χασίων - Κόζιακα: 8 συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Αγράφων: 11 συμμορίες
Τρομοκρατικό όργιο
- Επιδρομές - λεηλασίες: Σε 16 πόλεις και 624 χωριά
- Δολοφονίες: 1.059
- Απόπειρες δολοφονίας: 69
- Βασανισμοί: 9.809
- Φυλακίσεις: 10.397
- Εξορίες: 2.426
- Εκπατρισμοί: 474
- Βιασμοί: 211
Να σημειώσουμε, τέλος, ότι στο υπόμνημα δεν καταγράφεται - ήταν άλλωστε αδύνατο κάτι τέτοιο - το μέγεθος των υλικών καταστροφών.
Σημείωση: Τα στατιστικά στοιχεία που αναγράφονται εδώ κατά το Αρχηγείο του ΔΣΕ, καθώς και τα συνολικά στατιστικά στοιχεία του υπομνήματος του ΔΣΕ είναι παρμένα από το Βιβλίο "Ετσι άρχισε ο Εμφύλιος", σελ. 385 - 395.
Ομολογίες των αντιπάλων
Τον μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο κρατικών και παρακρατικών οργανώσεων, κατά του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν στα γραπτά τους και αδιάλλακτοι αντικομμουνιστές, που θέλησαν να ιστορίσουν την εποχή εκείνη.
Οι παραδοχές αυτές έχουν ιδιαίτερη αξία, όχι μόνο γιατί προέρχονται από τον αντίπαλο, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για ομολογίες που δημοσιοποιήθηκαν στη μετεμφυλιακή περίοδο, σε συνθήκες δηλαδή που το αντικομμουνιστικό μένος και ψεύδος κυριαρχούσε.
Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη, ότι αυτές οι παραδοχές - αν και έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία - δεν περιέχουν ολόκληρη την αλήθεια και - πράγμα φυσικό για τη μετεμφυλιακή περίοδο - προσδίδουν στην αντικομμουνιστική - αντιΕΑΜική τρομοκρατία το χαρακτήρα της εθνικής προσφοράς.
Ας παρακολουθήσουμε όμως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών των ομολογιών.
Οι ομολογίες ενός στρατηγού
Δ. Ζαφειρόπουλος, υποστράτηγος (από το βιβλίο του "Αντισυμμοριακός Αγών 1945 - 1949", Αθήνα 1956, σελ. 153 - 155):
"Αι κυριώτεροι ένοπλοι ομάδες εθνικοφρόνων οργανώθηκαν:
α) Εις την Πελοπόννησον
Εις Λακωνίαν: Μαγγανάς.
Εις Καλάμας: Κατσαρέας και μετά τον θάνατόν του Γερακάρης και Καμαρινέας.
β) Εις την Στερεάν Ελλάδα και Θεσσαλίαν
Εις την Α. Θεσσαλίαν : Σούρλας.
Εις την Δ. Θεσσαλίαν : Καλαμπαλίκης, Βελέντζας, Ταμπούρος, Τσαντούλας.
Εις περιοχάς Καλαμπάκας, Τρικάλων, Κόζιακα : Κουκουμτζής, Μαϊμάνης, Μπίζης.
Εις περιοχήν Φθιώτιδος : (Λαμία) Βουρλάκης.
γ) Εις την Ηπειρον
Εις Λάκα Σούλι : Καλιοδημήτρης.
Εις Θεσπρωτίαν : Μπαλούμπας, Κάτσιος, Πανταλέων.
δ) Εις την Μακεδονίαν
Εις την περιοχήν Δράμας: Αντών Τσαούσης (Φωστηρίδης).
Εις την περιοχήν Χρυσουπόλεως - Καβάλας: Κάπας και Βαγγέλης.
Αι παρακρατικαί αύται οργανώσεις ήταν πρόσκαιροι στρατιωτικαί μονάδες ασύντακτοι, χωρίς πειθαρχίαν και συνοχήν. Απέφευγον τον αγώνα κατά των συμμοριακών μονάδων (σ.σ. εννοεί τις ένοπλες ομάδες καταδιωκόμενων πρώην ΕΛΑΣιτών και προοδευτικών πολιτών) και κυρίως η δράσις των εστράφη κατά των οπαδών του ΕΑΜ. Ο απολογισμός του έργου των, κατά πλειονότητα, είναι αυθαιρεσίαι εις βάρος της τάξεως και αντιποίησις της εξουσίας των οργάνων της τάξεως.
Κατά τους συμμορίτας (σ.σ. εννοεί το ΚΚΕ και τον ΔΣΕ) αι ομάδες αυταί μεγάλως συνέβαλον εις την ανάπτυξιν του συμμοριτισμού: "Με τη σαδιστικήν των συμπεριφοράν είναι οι κύριοι στρατολόγοι του σημερινού Δημοκρατικού Στρατού".
Κατά την έκθεσιν της Κοινοβουλευτικής Αγγλικής Αποστολής Κωξ αι παρακρατικαί αύται οργανώσεις προσεπάθουν να παρεμποδίσουν την εξάπλωσιν του Κομμουνισμού. Εν τούτοις "είναι γεγονός ότι αύται ουδέποτε ήλθον εις μάχην με τους κομμουνιστάς, αλλ' ασχολούνται με την τρομοκρατίαν των χωρικών και τον εκβιασμόν οιουδήποτε πλουσίου, ο οποίος θα είχε αρκετά να πληρώση".
Αλλες ομολογίες
Τα τμήματα της Χωροφυλακής έναντι των μη νόμιμων τούτων ενόπλων οργανώσεων ετήρουν στάσιν ανοχής ή συνεργάζοντο, ως αποδεικνύεται εκ των εκθέσεων:
α. Του Συν/ρχου Πεζικού Παπαδόπουλου Ν. διά τας παρανόμους ενεργείας του Μαγγανά εις Καλάμας τον Ιανουάριον του 1946: "Πρέπει να αντικατασταθούν αι δυνάμεις της Χωροφυλακής, διότι τα μέλη των εθνικών οργανώσεων προβαίνουν εις εκνόμους ενεργείας ελαφράς μορφής εναντίον ΕΑΜικών, αφ' ενός διά λόγους αντεκδικήσεως, αφ' ετέρου λόγω ανεκτικότητας των κατωτέρων οργάνων της Χωροφυλακής και τούτο διότι ταύτα έχουν συνδεθή με μέλη εθνικών οργανώσεων".
β. Του Αρχηγού Χωροφυλακής Συν/ρχου Μαλιράκη: "Η Χωροφυλακή, ενώ αμείλικτα και ακατάπαυστα εξετέλεσε το καθήκον της εναντίον των εγκληματιών της Αριστεράς, δεν εύρεν ακόμη την ψυχικήν διάθεσιν και δύναμιν να εκτελέση μετά του αυτού σθένους και της αυτής σταθερότητος το καθήκον της εναντίον των εγκληματιών της Δεξιάς".
γ. Του Στρατηγού Στανώτα: "Δυστυχώς η Πελοπόννησος και δη η Λακωνία, είχε το ατύχημα να διατηρή μίαν σοβαροτάτην τοιαύτην παρακρατικήν οργάνωσιν, η οποία ενώ μέχρι σήμερον ουδέν απολύτως συνεισέφερεν εις τον αγώνα, τουναντίον παρενέβαλε πλείστα όσα εμπόδια και απέβη κυριολεκτικώς μάστιξ της Λακωνίας διά των λεηλασιών, βιαιοπραγιών, του αναίτιου φόνου γερόντων και γυναικών και του εύκολου πλουτισμού των αρχηγών της".
Ο Δ. Ζαφειρόπουλος στο ίδιο βιβλίο του, σελ. 84, αναφέρει επίσης για τη στάση της Χωροφυλακής απέναντι στις μοναρχοφασιστικές συμμορίες: "Στάσις έναντι Παρακρατικών οργανώσεων: Τα κατώτερα στελέχη της Χωροφυλακής δεν ετήρησαν την αρμόζουσαν στάσιν έναντι των παρακρατικών τούτων οργανώσεων και διά της ανοχής των συνέτειναν εις την επιδείνωσιν της καταστάσεως και υπήρξαν υπαίτιοι φόνων αθώων πολιτών και ληστειών, διαπραχθησών υπό των παρακρατικών τούτων οργανώσεων".
"Μάχαιρα εις το κομμουνιστικόν υπογάστριον"
Γ. Καραγιάννης, αντιστράτηγος (από το βιβλίο του "1940 - 1952. Το δράμα της Ελλάδος", Αθήνα 1964, σελ. 225) : " Ετέρα ενέργεια διά την παρεμπόδισιν της κομμουνιστικής προπαρασκευής, ήτο και η ενίσχυσις υπό των μικρών Αξ/κών συγκεκαλυμμένως, των διαφόρων αντικομμουνιστικών ομάδων, ηθικώς διά οπλισμού, πυρομαχικών και ελευθερίας ενεργείας, αίτινες έδρων αποτελεσματικώτερον των στρατιωτικών αποσπασμάτων, ως γνώσται του εδάφους, των τοπικών συνθηκών, των προσώπων και πραγμάτων. Η λύσις αύτη πολλάς παρουσίαζεν αδυναμίας και ιδία την έλλειψιν πειθαρχίας και την εκτροπήν εις τινάς περιπτώσεις εις αντεκδικήσεις, πλην όμως υπήρξεν αύτη μία μάχαιρα εις το κομμουνιστικόν υπογάστριον. Αι αντικομμουνιστικαί αύται ομάδες προσέφεραν μεγάλας εις την πατρίδαν υπηρεσίας και υπήρξαν οι πρόδρομοι των κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου δημιουργηθέντων εθελοντικών Λόχων και Ταγμάτων εξ ενόπλων πολιτών, εξελιχθέντων τελικώς εις Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (Τ.Ε.Α) τα οποία τόσον αποτελεσματικά συμβάλωσιν μέχρι σήμερον εις την Εθνικήν Ασφάλειαν".
Η Εθνοφυλακή στο πλευρό των δοσιλόγων
Θ. Πετζόπουλος (από το Βιβλίο του "1941 - 1950. Τραγική πορεία", Αθήνα 1953, σελ. 55 όπου διηγείται την είσοδο της 8ης ταξιαρχίας της Εθνοφυλακής - που διοικούσε ο ίδιος - στην Τρίπολη, στις 2/3/1945): "Κατευθύνθην αμέσως εις τας φυλακάς, όπου εκρατούντο τότε εκατό περίπου αξιωματικοί και πλήθος εθνικοφρόνων πολιτών. Ανοιξα άνευ χρονοτριβής τας πύλας και τους απέλυσα. Εις τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, όστις διεμαρτυρήθη, διότι κατά την γνώμην του έπρεπε η αποφυλάκισις να γίνη μόνον κατόπιν εκδόσεως αποφυλακιστηρίων από τας δικαστικάς αρχάς, απάντησα: " Ολοι οι αποφυλακισθέντες εκρατούντο παρανόμως υπό του ΕΑΜ και ότι κράτος του ΕΑΜ δεν υπήρξεν ποτέ διά να το σεβασθή κανείς". Η ενέργεια αυτή έδωσε θάρρος εις τους δοκιμασμένους κατοίκους της περιοχής και ενεφύσησεν άνεμος αισιοδοξίας εις τους λιπόψυχους ".
Ας τα δούμε συγκεκριμένα:
Περιοχή Αρχηγείου Γράμμου του ΔΣΕ
Στο υπόμνημα, αναφέρονται περιοχές που σήμερα ανήκουν στους Νομούς Καστοριάς και Φλώρινας και όπου τότε ασκήθηκε η μοναρχοφασιστική τρομοκρατία.
Στο Νομό Καστοριάς, που τότε είχε 46.000 κατοίκους, το υπόμνημα καταγράφει:
Δολοφονίες: 43
Βασανισμοί: 1.275
Φυλακίσεις: 853
Εξορίες: 103
Εκπατρισμοί: 439
Βιασμοί: 41
Λεηλασίες: Στην πόλη της Καστοριάς και σε 78 χωριά, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά.
Επίσης, στο νομό, με βάση το υπόμνημα, δρούσαν μοναρχοφασιστικές συμμορίες, που συνολικά αριθμούσαν 536 άτομα. Καταγράφονται ακόμη 20 περιπτώσεις αρχηγών τέτοιων συμμοριών, από τους οποίους 9 ήταν συνεργάτες των κατακτητών στα χρόνια της Κατοχής και 1 ήταν αξιωματικός του ΕΔΕΣ. Οι 15 απ' αυτούς συνέχισαν να δρουν και μετά την κήρυξη του εμφυλίου πολέμου.
Για το Νομό Φλώρινας καταγράφονται:
Δολοφονίες: 22
Βασανισμοί: Αγνωστος αριθμός (στο υπόμνημα αναφέρονται 20 πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις).
Φυλακίσεις: 2.441
Εξορίες: Περίπου 200
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 19
Λεηλασίες: Στην πόλη της Φλώρινας και σε 43 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Επίσης, καταγράφονται συμμορίες από 925 συνολικά άτομα και 14 περιπτώσεις αρχηγών συμμοριών, οι οποίοι ήταν στο σύνολό τους συνεργάτες των κατακτητών στα χρόνια της Κατοχής. Απ' αυτούς 6 συνέχισαν τη δράση τους και μετά την έναρξη του Εμφυλίου, ενώ 2 ήταν στελέχη ακροδεξιών κομμάτων και ο 1 ήταν ο νομάρχης της Φλώρινας.
Περιοχές Αρχηγείων Βεντζίων Κοζάνης, Βοΐου, Βερμίου και Χασίων του ΔΣΕ
Οι περιοχές που αναγράφονται σ' αυτό το κεφάλαιο του υπομνήματος, βρίσκονται σήμερα στους Νομούς Κοζάνης, Γρεβενών, Ημαθίας και Πέλλης.
Τα στοιχεία τρομοκρατίας που καταγράφει το υπόμνημα σ' αυτές τις περιοχές έχουν ως εξής:
Δολοφονίες: 58
Βασανισμοί: 2.056
Φυλακίσεις: 591
Εξορίες: 124
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 4
Λεηλασίες: Στις πόλεις Γρεβενά και Νάουσα και σε 139 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Το υπόμνημα δε δίνει συγκεκριμένα στοιχεία για τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες.
Περιοχές Αρχηγείων Πιερίων Ολύμπου, Νοτίου Ολύμπου, Κισσάβου, Μαυροβουνίου του ΔΣΕ
Οι περιοχές που καταγράφει το υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Λαρίσης και Πιερίας.
Τα στοιχεία για την τρομοκρατία που καταγράφει το υπόμνημα σ' αυτές τις περιοχές έχουν ως εξής:
Δολοφονίες: 355
Βασανισμοί: 1.941
Φυλακίσεις: 1.184
Εξορίες: 441
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 80
Λεηλασίες: Στις πόλεις Αγιά, Ελασσόνα, Κατερίνη, Λάρισα, Τύρναβο και σε 112 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Επίσης, το υπόμνημα αναφέρεται σε δράση μοναρχοφασιστικών συμμοριών, με συνολική δύναμη 1.360 ατόμων.
Περιοχή Αρχηγείου Ιωαννίνων του ΔΣΕ
Οι περιοχές που καταγράφονται στο υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας.
Τα στοιχεία για την τρομοκρατία είναι τα εξής:
Δολοφονίες: 196
Βασανισμοί: 3.482
Φυλακίσεις: 4.107
Εξορίες: 305
Εκπατρισμοί: Αγνωστος αριθμός
Βιασμοί: 40
Λεηλασίες: Στις πόλεις Γιάννενα, Κόνιτσα, Παραμυθιά, Φιλιάτες και σε 146 χωριά, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά.
Στο υπόμνημα δεν αναγράφονται συγκεκριμένα στοιχεία για δράση μοναρχοφασιστικών συμμοριών.
Περιοχές Αρχηγείων Τζουμέρκων και Κόζιακα
Οι περιοχές που καταγράφονται στο υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Τρικάλων, Καρδίτσας και Αρτας.
Τα στοιχεία για την τρομοκρατία είναι τα εξής:
Δολοφονίες: 28
Βασανισμοί: 657
Φυλακίσεις: 371
Εξορίες: 53
Εκπατρισμοί: 35
Βιασμοί: 27
Λεηλασίες: Καταγράφονται επιδρομές σε 61 χωριά, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά.
Δεν καταγράφονται συγκεκριμένα στοιχεία για μοναρχοφασιστικές συμμορίες.
Περιοχή Αρχηγείου Ρούμελης του ΔΣΕ
Οι περιοχές που καταγράφονται στο υπόμνημα ανήκουν σήμερα στους Νομούς Φθιώτιδας, Φωκίδας και Ευβοίας.
Τα στοιχεία της τρομοκρατίας έχουν ως εξής:
Δολοφονίες: Περίπου 350
Βασανισμοί: Περίπου 398
Φυλακίσεις: Περίπου 850
Εξορίες: Περίπου 1.200
Εκπατρισμοί: Δεν καταγράφονται συγκεκριμένα.
Βιασμοί: Δεν καταγράφονται συγκεκριμένα.
Λεηλασίες: Στις πόλεις Αμφισσα, Λαμία, Λιβαδειά και σε 45 χωριά, που αναφέρονται ονομαστικά.
Δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία για μοναρχοφασιστικές συμμορίες.
Ο συνολικός απολογισμός
Τα συνολικά στοιχεία της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας που αναγράφονται στο υπόμνημα του ΔΣΕ προς την Επιτροπή του ΟΗΕ έχουν ως εξής:
Μοναρχοφασιστικές συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Πηλίου: 4 συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Ολύμπου - Κισσάβου: 9 συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Χασίων - Κόζιακα: 8 συμμορίες
Περιοχή Αρχηγείου Αγράφων: 11 συμμορίες
Τρομοκρατικό όργιο
- Επιδρομές - λεηλασίες: Σε 16 πόλεις και 624 χωριά
- Δολοφονίες: 1.059
- Απόπειρες δολοφονίας: 69
- Βασανισμοί: 9.809
- Φυλακίσεις: 10.397
- Εξορίες: 2.426
- Εκπατρισμοί: 474
- Βιασμοί: 211
Να σημειώσουμε, τέλος, ότι στο υπόμνημα δεν καταγράφεται - ήταν άλλωστε αδύνατο κάτι τέτοιο - το μέγεθος των υλικών καταστροφών.
Σημείωση: Τα στατιστικά στοιχεία που αναγράφονται εδώ κατά το Αρχηγείο του ΔΣΕ, καθώς και τα συνολικά στατιστικά στοιχεία του υπομνήματος του ΔΣΕ είναι παρμένα από το Βιβλίο "Ετσι άρχισε ο Εμφύλιος", σελ. 385 - 395.
Ομολογίες των αντιπάλων
Τον μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο κρατικών και παρακρατικών οργανώσεων, κατά του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν στα γραπτά τους και αδιάλλακτοι αντικομμουνιστές, που θέλησαν να ιστορίσουν την εποχή εκείνη.
Οι παραδοχές αυτές έχουν ιδιαίτερη αξία, όχι μόνο γιατί προέρχονται από τον αντίπαλο, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για ομολογίες που δημοσιοποιήθηκαν στη μετεμφυλιακή περίοδο, σε συνθήκες δηλαδή που το αντικομμουνιστικό μένος και ψεύδος κυριαρχούσε.
Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη, ότι αυτές οι παραδοχές - αν και έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία - δεν περιέχουν ολόκληρη την αλήθεια και - πράγμα φυσικό για τη μετεμφυλιακή περίοδο - προσδίδουν στην αντικομμουνιστική - αντιΕΑΜική τρομοκρατία το χαρακτήρα της εθνικής προσφοράς.
Ας παρακολουθήσουμε όμως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών των ομολογιών.
Οι ομολογίες ενός στρατηγού
Δ. Ζαφειρόπουλος, υποστράτηγος (από το βιβλίο του "Αντισυμμοριακός Αγών 1945 - 1949", Αθήνα 1956, σελ. 153 - 155):
"Αι κυριώτεροι ένοπλοι ομάδες εθνικοφρόνων οργανώθηκαν:
α) Εις την Πελοπόννησον
Εις Λακωνίαν: Μαγγανάς.
Εις Καλάμας: Κατσαρέας και μετά τον θάνατόν του Γερακάρης και Καμαρινέας.
β) Εις την Στερεάν Ελλάδα και Θεσσαλίαν
Εις την Α. Θεσσαλίαν : Σούρλας.
Εις την Δ. Θεσσαλίαν : Καλαμπαλίκης, Βελέντζας, Ταμπούρος, Τσαντούλας.
Εις περιοχάς Καλαμπάκας, Τρικάλων, Κόζιακα : Κουκουμτζής, Μαϊμάνης, Μπίζης.
Εις περιοχήν Φθιώτιδος : (Λαμία) Βουρλάκης.
γ) Εις την Ηπειρον
Εις Λάκα Σούλι : Καλιοδημήτρης.
Εις Θεσπρωτίαν : Μπαλούμπας, Κάτσιος, Πανταλέων.
δ) Εις την Μακεδονίαν
Εις την περιοχήν Δράμας: Αντών Τσαούσης (Φωστηρίδης).
Εις την περιοχήν Χρυσουπόλεως - Καβάλας: Κάπας και Βαγγέλης.
Αι παρακρατικαί αύται οργανώσεις ήταν πρόσκαιροι στρατιωτικαί μονάδες ασύντακτοι, χωρίς πειθαρχίαν και συνοχήν. Απέφευγον τον αγώνα κατά των συμμοριακών μονάδων (σ.σ. εννοεί τις ένοπλες ομάδες καταδιωκόμενων πρώην ΕΛΑΣιτών και προοδευτικών πολιτών) και κυρίως η δράσις των εστράφη κατά των οπαδών του ΕΑΜ. Ο απολογισμός του έργου των, κατά πλειονότητα, είναι αυθαιρεσίαι εις βάρος της τάξεως και αντιποίησις της εξουσίας των οργάνων της τάξεως.
Κατά τους συμμορίτας (σ.σ. εννοεί το ΚΚΕ και τον ΔΣΕ) αι ομάδες αυταί μεγάλως συνέβαλον εις την ανάπτυξιν του συμμοριτισμού: "Με τη σαδιστικήν των συμπεριφοράν είναι οι κύριοι στρατολόγοι του σημερινού Δημοκρατικού Στρατού".
Κατά την έκθεσιν της Κοινοβουλευτικής Αγγλικής Αποστολής Κωξ αι παρακρατικαί αύται οργανώσεις προσεπάθουν να παρεμποδίσουν την εξάπλωσιν του Κομμουνισμού. Εν τούτοις "είναι γεγονός ότι αύται ουδέποτε ήλθον εις μάχην με τους κομμουνιστάς, αλλ' ασχολούνται με την τρομοκρατίαν των χωρικών και τον εκβιασμόν οιουδήποτε πλουσίου, ο οποίος θα είχε αρκετά να πληρώση".
Αλλες ομολογίες
Τα τμήματα της Χωροφυλακής έναντι των μη νόμιμων τούτων ενόπλων οργανώσεων ετήρουν στάσιν ανοχής ή συνεργάζοντο, ως αποδεικνύεται εκ των εκθέσεων:
α. Του Συν/ρχου Πεζικού Παπαδόπουλου Ν. διά τας παρανόμους ενεργείας του Μαγγανά εις Καλάμας τον Ιανουάριον του 1946: "Πρέπει να αντικατασταθούν αι δυνάμεις της Χωροφυλακής, διότι τα μέλη των εθνικών οργανώσεων προβαίνουν εις εκνόμους ενεργείας ελαφράς μορφής εναντίον ΕΑΜικών, αφ' ενός διά λόγους αντεκδικήσεως, αφ' ετέρου λόγω ανεκτικότητας των κατωτέρων οργάνων της Χωροφυλακής και τούτο διότι ταύτα έχουν συνδεθή με μέλη εθνικών οργανώσεων".
β. Του Αρχηγού Χωροφυλακής Συν/ρχου Μαλιράκη: "Η Χωροφυλακή, ενώ αμείλικτα και ακατάπαυστα εξετέλεσε το καθήκον της εναντίον των εγκληματιών της Αριστεράς, δεν εύρεν ακόμη την ψυχικήν διάθεσιν και δύναμιν να εκτελέση μετά του αυτού σθένους και της αυτής σταθερότητος το καθήκον της εναντίον των εγκληματιών της Δεξιάς".
γ. Του Στρατηγού Στανώτα: "Δυστυχώς η Πελοπόννησος και δη η Λακωνία, είχε το ατύχημα να διατηρή μίαν σοβαροτάτην τοιαύτην παρακρατικήν οργάνωσιν, η οποία ενώ μέχρι σήμερον ουδέν απολύτως συνεισέφερεν εις τον αγώνα, τουναντίον παρενέβαλε πλείστα όσα εμπόδια και απέβη κυριολεκτικώς μάστιξ της Λακωνίας διά των λεηλασιών, βιαιοπραγιών, του αναίτιου φόνου γερόντων και γυναικών και του εύκολου πλουτισμού των αρχηγών της".
Ο Δ. Ζαφειρόπουλος στο ίδιο βιβλίο του, σελ. 84, αναφέρει επίσης για τη στάση της Χωροφυλακής απέναντι στις μοναρχοφασιστικές συμμορίες: "Στάσις έναντι Παρακρατικών οργανώσεων: Τα κατώτερα στελέχη της Χωροφυλακής δεν ετήρησαν την αρμόζουσαν στάσιν έναντι των παρακρατικών τούτων οργανώσεων και διά της ανοχής των συνέτειναν εις την επιδείνωσιν της καταστάσεως και υπήρξαν υπαίτιοι φόνων αθώων πολιτών και ληστειών, διαπραχθησών υπό των παρακρατικών τούτων οργανώσεων".
"Μάχαιρα εις το κομμουνιστικόν υπογάστριον"
Γ. Καραγιάννης, αντιστράτηγος (από το βιβλίο του "1940 - 1952. Το δράμα της Ελλάδος", Αθήνα 1964, σελ. 225) : " Ετέρα ενέργεια διά την παρεμπόδισιν της κομμουνιστικής προπαρασκευής, ήτο και η ενίσχυσις υπό των μικρών Αξ/κών συγκεκαλυμμένως, των διαφόρων αντικομμουνιστικών ομάδων, ηθικώς διά οπλισμού, πυρομαχικών και ελευθερίας ενεργείας, αίτινες έδρων αποτελεσματικώτερον των στρατιωτικών αποσπασμάτων, ως γνώσται του εδάφους, των τοπικών συνθηκών, των προσώπων και πραγμάτων. Η λύσις αύτη πολλάς παρουσίαζεν αδυναμίας και ιδία την έλλειψιν πειθαρχίας και την εκτροπήν εις τινάς περιπτώσεις εις αντεκδικήσεις, πλην όμως υπήρξεν αύτη μία μάχαιρα εις το κομμουνιστικόν υπογάστριον. Αι αντικομμουνιστικαί αύται ομάδες προσέφεραν μεγάλας εις την πατρίδαν υπηρεσίας και υπήρξαν οι πρόδρομοι των κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου δημιουργηθέντων εθελοντικών Λόχων και Ταγμάτων εξ ενόπλων πολιτών, εξελιχθέντων τελικώς εις Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (Τ.Ε.Α) τα οποία τόσον αποτελεσματικά συμβάλωσιν μέχρι σήμερον εις την Εθνικήν Ασφάλειαν".
Η Εθνοφυλακή στο πλευρό των δοσιλόγων
Θ. Πετζόπουλος (από το Βιβλίο του "1941 - 1950. Τραγική πορεία", Αθήνα 1953, σελ. 55 όπου διηγείται την είσοδο της 8ης ταξιαρχίας της Εθνοφυλακής - που διοικούσε ο ίδιος - στην Τρίπολη, στις 2/3/1945): "Κατευθύνθην αμέσως εις τας φυλακάς, όπου εκρατούντο τότε εκατό περίπου αξιωματικοί και πλήθος εθνικοφρόνων πολιτών. Ανοιξα άνευ χρονοτριβής τας πύλας και τους απέλυσα. Εις τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, όστις διεμαρτυρήθη, διότι κατά την γνώμην του έπρεπε η αποφυλάκισις να γίνη μόνον κατόπιν εκδόσεως αποφυλακιστηρίων από τας δικαστικάς αρχάς, απάντησα: " Ολοι οι αποφυλακισθέντες εκρατούντο παρανόμως υπό του ΕΑΜ και ότι κράτος του ΕΑΜ δεν υπήρξεν ποτέ διά να το σεβασθή κανείς". Η ενέργεια αυτή έδωσε θάρρος εις τους δοκιμασμένους κατοίκους της περιοχής και ενεφύσησεν άνεμος αισιοδοξίας εις τους λιπόψυχους ".
Αφιέρωμα στη δράση της VII (8ης) μεραρχίας του Δ.Σ.Ε.
Ευχαριστώ τον σ. Δημήτρη Φασούλα της Λαϊκής Συσπείρωσης Πωγωνίου, για το video που μου έστειλε
Η αστική βία και τρομοκρατία εντείνεται έπειτα
από την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι
Τρομοκρατία χωρίς όρια
Μετά την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι και μπροστά στον κίνδυνο αντιστροφής της κατάστασης σε βάρος του, το στρατόπεδο της αντίδρασης προχώρησε σε μια σειρά μέτρα αναδιοργάνωσης και αναδιάταξης των δυνάμεών του. Κύριο στοιχείο αυτής της αναδιάταξης – αναδιοργάνωσης ήταν η ένταση της τρομοκρατίας, τόσο μέσα στις τάξεις των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων όσο και στις τάξεις του πληθυσμού της χώρας. Ηδη έχουμε αναφέρει ότι για την ανόρθωση του ηθικού του στρατού οργανώθηκαν έκτακτα στρατοδικεία και πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις φαντάρων, υπαξιωματικών και αξιωματικών. Ακόμη εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση το μέτρο της δίωξης των στρατιωτικών από την ενεργό δράση, επειδή θεωρήθηκαν υπεύθυνοι των αποτυχιών, του ξηλώματός τους από τις θέσεις που κατείχαν ή της μετάθεσής τους σε άλλες μονάδες απ’ αυτές που διοικούσαν. Στη σφαίρα των μέτρων της στρατιωτικής ανασυγκρότησης – αναδιάταξης εντάσσεται και η ανάδειξη του Α. Παπάγου στη θέση του αρχιστρατήγου, με δικτατορικές ουσιαστικά εξουσίες. Ο Παπάγος ανέλαβε αυτά τα καθήκοντα στις 19/1/1949 και όπως γράφει ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος «ουδέποτε εις το παρελθόν Ελλην στρατιωτικός ηγέτης ή άλλος οιασδήποτε χώρας Δημοκρατικής έλαβε τοιούτα δικαιώματα» (Θ. Πετζόπουλος: «1941 – 1950 Τραγική Πορεία», σελ. 212). Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Παπάγος προώθησε στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία έμπιστούς του και φυσικά έμπιστους της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
Στις πόλεις και στην ύπαιθρο της χώρας η αντίδραση εξαπόλυσε κύμα τρομοκρατίας. Οι μαζικές συλλήψεις έδιναν κι έπαιρναν, εφαρμόστηκαν βασανιστήρια, επιταχύνθηκε η διαδικασία εκτέλεσης δεσμωτών αγωνιστών, απαγορεύτηκε η φιλοξενία προσώπων στα σπίτια χωρίς προηγουμένως να έχει λάβει γνώση η Ασφάλεια. Σε περίπτωση δε παραβάσεων τόσο ο φιλοξενούμενος όσο και ο οικοδεσπότης αντιμετώπιζαν, το ελάχιστο, κίνδυνο φυλάκισης. Στόχος αυτού του τρομοκρατικού οργίου ήταν η πλήρη εκκαθάριση των μετόπισθεν του κυβερνητικού στρατού, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα ενίσχυσης του ΔΣΕ, είτε με μαζικούς αγώνες – έστω και μικρούς – είτε με την έξοδο λαϊκών αγωνιστών στο βουνό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι σήμαινε αυτή η τρομοκρατία είναι τα όσα συνέβησαν στην Πελοπόννησο το Δεκέμβρη του 1948 μέχρι τέλη Γενάρη του ’49.
Εκστρατεία συκοφάντησης και φανατισμού
Μια μικρή εικόνα του κλίματος των διώξεων και του αντικομμουνιστικού μένους, όπως εκφράστηκε στον Τύπο της εποχής
«Οταν ο κλέφτης, ο βιαστής, ο κακοποιός πεταχθεί έξω και κλείσει η πόρτα, μαζεύεται η οικογένεια ακόμη λαχανιασμένη από την πάλην μέσα εις το αναστατωμένον δωμάτιον και συζητεί διά το πώς έγινε το κακό, το ποιος φταίει, το πώς θα προφυλαχθεί εις το μέλλον και πώς θα επισκευάση τας ζημίας. Τώρα που έκλεισε η πόρτα του Γράμμου και εντός ολίγου θα ασφαλισθεί από όλες τις πλευρές το σπίτι, η ελληνική οικογένεια χωρίς κλέφτες και βιαστάς θα συγκεντρωθεί και θα συζητήσει πώς έγινε το κακό, ποιος φταίει και ποιος θα προφυλαχθεί…». Με αυτά τα λόγια, σχολίαζε από τις στήλες της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 2 Σεπτέμβρη του 1948, ο Κ. Τσάτσος, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, αποκαλώντας «κλέφτες και βιαστάς» τους μαχητές του ΔΣΕ. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν πρωτοσέλιδα άρθρα «γνώμης» διπλωματικών ακολούθων της αμερικάνικης και βρετανικής πρεσβείας σχετικά με τη διεθνή κατάσταση, το «ρωσικό επεκτατισμό» και τη «συμβουλή» να μην εμπλακεί άλλο η Ελλάδα σε αυτήν την κατάσταση, ξεκαθαρίζοντας την εσωτερική της κατάσταση. Χαρακτηριστικά προοίμια του αντικομμουνιστικού μένους και της έντασης των διώξεων, που επακολούθησε τους επόμενους μήνες, μετά τον Γράμμο…
Αρθρογραφία συκοφάντησης και τρομοκρατίας
Η «Καθημερινή», βέβαια, έχει πάρει, από την πρώτη στιγμή, ξεκάθαρη εμπρηστική και αντικομμουνιστική θέση. Στις 30 Απρίλη 1946, ο διευθυντής και αρθρογράφος της εφημερίδας Γ. Α. Β. (Γεώργιος Βλάχος) έγραφε: «Η κυβέρνησις του Λαϊκού Κόμματος πολιτεύεται απέναντι του Κομμουνισμού, όπως περίπου επολιτεύθησαν αι προ αυτής μεταπολεμικαί Κυβερνήσεις. Κατά τούτο σφάλλει σπουδαίως (…). Η Κυβέρνησις η σημερινή μίαν μόνην μεγίστην και πανελλήνιον έλαβε εντολήν: Να κτυπήση κατακέφαλα τον Κομμουνισμόν. Με ό,τι μπορεί, όπως μπορεί (…). Εχει όλα τα μέσα διά να κτυπήσει αλύπητα τον κομμουνισμόν ως κακήν, ύποπτον, και επαναστατικήν οργάνωσιν, από ξένους κυβερνωμένην, αντεθνικήν (…). Μέγα λάθος είναι να νομίζωμεν ότι οι διευθύνοντες τον κομμουνισμόν (…) είναι Ελληνες (…) και ότι άμα τους φερθώμεν καλά δε θα μας κόψουν τον σβέρκον (…). Και χθες:… Χθες εδόθη η άδεια να εορτασθή με προκηρύξεις πάλιν και συγκεντρώσεις και λαοκρατικά τραγούδια και ίσως με αίμα η κομμουνιστική των Πρωτομαγιά (…). Δεν πάμε καλά, διότι δεν έχομεν εννοήσει ότι ο Κομμουνισμός είναι ένα είδος τέρατος με σώμα και κεφαλή και ότι θέλει κτύπημα εις την κεφαλήν και εις το σώμα του θεραπείαν. Δασκάλους, σχολεία και εθνικούς οδηγούς για τα παραπλανημένα παιδιά, δουλειά και ψωμιά για τους εργάτες, ζώα, σπόρους και άροτρα για την αγροτιά και εντάλματα συλλήψεως (…) διά την Ηγεσίαν…».
Ο ίδιος, ο ΓΑΒ, στις 4 Γενάρη του 1948, παρατηρούσε και… συμβούλευε: «… Για να κερδίσει τον πόλεμον αυτόν (το Κράτος) πρέπει ήσυχα ήσυχα να εκκαθαρίση το εσωτερικόν, τα μετόπισθεν του στρατού μας, από το πλήθος των ανθρώπων, που είτε από συμφέρον, είτε από αμάθειαν, είτε από φανατισμόν, είτε από βλακείαν, συνεργάζονται με τον εχθρόν. Διά το έργον του τούτο δεν έχει ανάγκην το Κράτος (…) ούτε καν να χύση το δικό του ή των εχθρών του το αίμα. Εχει μόνον ανάγκην οργάνων της Δημοσίας Τάξεως εμπίστων και ασφαλών που θα κτυπούν εδώ κι εκεί μερικές πόρτες κατά τις τρεις το πρωί: Νησιά, δόξα τω Θεώ, έχει το Κράτος…». Ενώ στις 6 Γενάρη του ίδιου χρόνου, δυο απλές ειδήσεις φανερώνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα φαίνονται πως γράφουν. Η πρώτη: «Κυβερνητικό ανακοινωθέν: «Η κυβέρνησις είναι ευτυχής ν’ αναγγείλη ότι ο κ. Γκρίσγουολντ (αρχηγός της εν Ελλάδι αμερικανικής αποστολής) εδέχθη σήμερον την αίτησιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως διά την αύξησιν του αριθμού των ταγμάτων εθνοφρουράς εις 100 και διά τη μόνιμον αύξησιν του ελληνικού εθνικού στρατού κατά 12.000 άνδρας…». Και η δεύτερη: «Ο υπουργός Παιδείας κ. Παπαδήμος διέταξεν ανακρίσεις διά τα δημιουργηθέντα κατά την πρωτοχρονιάτικην εορτήν της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών έκτροπα, όταν κάποιος εφώναξε κατά το κόψιμο της Βασιλόπιτας: «Να ζήσουν τα ψηλά βουνά»… υπονοών τους δρώντας κατά του έθνους ΕΑΜοσλάβους του Μάρκου».
Από τα τέλη του 1948, τα «πύρινα» άρθρα κατασυκοφάντησης των κομμουνιστών και των μαχητών του ΔΣΕ, γίνονται καθημερινή πραγματικότητα, ενώ πάμπολλα ήταν τα πρωτοσέλιδα άρθρα της εφημερίδας, όπου διατρανώνεται ο ρόλος της βασιλείας και του τότε βασιλιά, ως «αντίπαλος, αντίβαρος, καταλύτης του κομμουνισμού». Στις 9 Ιανουαρίου 1949, προβάλλεται μια είδηση από την Ιταλία με τίτλο: «Η Ιταλική κυβέρνησις απηγόρευσεν εκδηλώσεις και εράνους του ΚΚΙ υπέρ των ληστών του Μάρκου – Ενημερώθη ο Τερατσίνι (σημ. «Ρ»: Ιταλός κομμουνιστής βουλευτής και πρόεδρος τότε της ιταλικής Βουλής». Ενδεικτικό πάντως των πιέσεων που ασκούνταν, για να προχωρήσει ακόμα περισσότερο το «ξεκαθάρισμα», είναι το πρωτοσέλιδο σχόλιο που δημοσιεύεται στις 16 Γενάρη του 1949 με την υπογραφή «Ε»: «Σκέπτομαι αυτήν τη δήθεν μαθηματική κουβέντα που ξεπετιέται κάθε τόσο από τα τηλεγραφήματα και τις ανταποκρίσεις που ασχολούνται με την ελληνική κατάστασιν: «Τόσος στρατός, τόσοι συμμορίται. Τόσοι παραπάνω οι πρώτοι από τους δεύτερους. Πώς συμβαίνει να μην αρπάζουνε οι πρώτοι τους δεύτερους από τον γιακά να τελειώνουμε…». Στις 30 Γενάρη του 1949, η «Καθημερινή» καλούσε τους μαχητές του ΔΣΕ «να ανομολογήσουν – όσοι τυχόν είναι ιδεολόγοι – την πλάνην τους και να καταθέσουν όχι προ των αντιπάλων τους, αλλά εις τον άγιον βωμόν της πατρίδος τα όπλα»….
Ανατριχιαστικές ανταποκρίσεις
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στην περιοχή της Πελοποννήσου, τους πρώτους μήνες του 1949, παρακολουθήθηκαν βήμα προς βήμα από την εφημερίδα «Καθημερινή» και τον πολεμικό απεσταλμένο της Ν. Καλημέρη. Τον Γενάρη, από τις στήλες της εφημερίδας, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου υποστράτηγος Πεντζόπουλος και ο αρχηγός Χωροφυλακής Ταξίαρχος Τσάταλος, δήλωναν ότι «είναι απόφασις της στρατιωτικής ηγεσίας διά τη σύντομον και οριστικήν εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Αντί πάσης θυσίας θα επιτευχθεί το επιδιωκόμενον αποτέλεσμα». Ενδεικτικές του τι συνέβη εκείνη την περίοδο στην Πελοπόννησο, του μεγέθους των διώξεων, είναι οι ανταποκρίσεις της «Καθημερινής»:
5 Γενάρη: «Εις την περιοχήν Τρικάλων Κορινθίας, εφονεύθησαν οι αρχισυμμορίται Πέππας και Ματσούκας». «Ιδιωτικαί πληροφορίαι θεωρούμεναι αξιόπισται (!) αναφέρουν ότι συμμορίται συλλαμβάνουν ομήρους εκ διαφόρων χωρίων κατά προτίμησιν τους προύχοντας και τους κοινωνικούς παράγοντας».
9 Γενάρη: «Η ταξιαρχία Πρεκεζέ (σ.σ. τμήμα του ΔΣΕ) διαφυγούσα από τα κρησφύγετα του Πάρνωνος ευρίσκεται κάπου «λείχουσα τας πληγάς της». Χωρίς όμως με αυτό να πρόκειται να αποφύγει την εξόντωσιν, διότι ως χαρακτηριστικώς ετόνισε σήμερον ανώτερος αξιωματικός του στρατού «ο μύλος που αλέθει αργά βγάζει πολύ ψιλό αλεύρι»».
20 Γενάρη: «Εκτός των άλλων παραδειγμάτων αναφέρεται χαρακτηριστικώς το γεγονός του φόνου του αρχισυμμορίτου Γιάννη Γιαννίτσα ή Καπετάν Μπάμπη, όπου ούτος μετέβη διά να συνεννοηθεί με τον αυτοαμυνίτην του χωρίου Δημήτριον Παπαδόπουλον ή Μητσόχαρον. Ο τελευταίος παρέσυρε τον Γιαννίτσα εις την ταβέρναν, όπου τον εφόνευσε και αφού απέκοψε την κεφαλή του την παρέδωσε σήμερον την πρωίαν μετά του αυτομάτου του εις στρατιωτικόν τμήμα»…
22 Γενάρη: «Τμήματα ΛΟΚ κατ’ εξερεύνησιν εις την περιοχήν Ζήριας, συνεπλάκησαν με ομάδα συμμοριτών, με αποτέλεσμα τον φόνον 4 συμμοριτών και μίας συμμορίτισσας».
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού στην Πελοπόννησο άρχισαν στις 5/12/1948 – με τη μετακίνηση στρατευμάτων στην περιοχή – και ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν στις 30/1/1949. Πριν την έναρξη της επιχείρησης, υπήρχαν στην περιοχή η 72η Ταξιαρχία, 14 Τάγματα ελαφρού πεζικού, 3 Τάγματα Χωροφυλακής, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα αναγνωρίσεως (θωρακισμένα), μια Πυροβολαρχία και φυσικά οι παρακρατικές δυνάμεις. Για την πραγματοποίηση της επιχείρησης, μεταφέρθηκαν από το Βίτσι η 9η Μεραρχία, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα Πεδινού και μια Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού, ένας Λόχος Μηχανικού. Επίσης επιστρατεύτηκαν μια Μοίρα Στόλου (αντιτορπιλικά και αρματαγωγά και δύναμη Αεροπορίας. Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για δυνάμεις που κυμαίνονταν, συνολικά, γύρω στις 40 χιλιάδες άνδρες. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις, ο ΔΣΕ είχε να αντιτάξει την 3η Μεραρχία του με διοικητή τον Στ. Γκιουζέλη και δύναμη μαχητών περί τις 3.500. Κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτοί οι αγωνιστές δεν είχαν σύνδεση με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ στην Ελλάδα και ότι ο ανεφοδιασμός τους γινόταν από τη θάλασσα, γίνεται αντιληπτή η τραγικότητα της κατάστασής τους.
Το σχέδιο εκκαθάρισης της Πελοποννήσου που εφάρμοσε ο κυβερνητικός στρατός πήρε την επωνυμία «Περιστερά». Ομως, μόνο περιστερά δεν ήταν. Τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο στρατηγός Τσακαλώτος και τη στρατιωτική διοίκηση είχε ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος, τον οποίο ο λαός, για τα όργια τρομοκρατίας που διέπραξε, πολύ ορθά αποκαλούσε «Ιμπραήμ».
Εντείνεται η μαζική βία
Πρώτη ενέργεια της επιχείρησης «Περιστερά» ήταν η πλήρη απομόνωση της Πελοποννήσου από την υπόλοιπη Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από την περιοχή της, χωρίς την άδεια της Αστυνομίας και των στρατιωτικών δυνάμεων. Η θαλάσσια περιοχή ελεγχόταν από το στόλο, ούτως ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός των ανταρτών και στα λιμάνια γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος των ταξιδιωτών και των φορτίων των καραβιών. Δίπλα σ’ αυτά τα μέτρα, προστέθηκαν και οι αδίστακτες μαζικές συλλήψεις πληθυσμού, που θεωρούνταν ύποπτος ότι συμπαθούσε ή βοηθούσε τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η σκληρότητα αυτών των μέτρων απεικονίζεται ανάγλυφα στις διαταγές που εξέδωσε ο στρατηγός Πετζόπουλος προς τις μονάδες στρατού που διοικούσε. Συγκεκριμένα, σε διαταγή του στις 18/12/1948 ανέφερε:
«Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27 – 12 – 48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος (δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες). Εφιστώ την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι οι επιστήμονες και άλλοι. Ουδεμίαν τοιαύτην εξαίρεσιν θα ανεχθώ. Τουναντίον, συλλήψεις ενεργηθώσιν από τους πλέον επικινδύνους τούτους μέχρι τελευταίου κομμουνιστού».
Στις 28/12/1948 ο νέος Ιμπραήμ της Πελοποννήσου τηλεγραφούσε στην Καλαμάτα και στην Πάτρα:
«Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω ουδείς κομμουνιστής δέον παραμείνη ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαρωτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθήτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι».
«Ανακοινώσατε αστυνομικόν διευθυντήν Πατρών κάτωθι διαταγήν μου. Αναφερθείς αριθμός συλληφθέντων εν Πάτραις 63 προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν και τον θεωρώ απαράδεκτον. Φαίνεται ότι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι δεν αντελήφθησαν ότι εκκαθάρισις αστικών κέντρων και γενικώς μετόπισθεν στρατού από κομμουνιστικά στοιχεία αποτελεί ύψιστον εθνικόν καθήκον και ανάγκην…». (Βλέπε: Θ. Πετζόπουλου: «1941 – 1950 Τραγική πορεία», σελ. 204 και 206 – 207. Επίσης: Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος 3ος, σελ. 345 – 346).
Στο ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που συλλαμβάνονταν δεν είναι δύσκολο να δοθεί η απάντηση. Οι αρχές κάτω από τέτοιου είδους διαταγές δεν πολυσκοτίζονταν για το ποιους θα έβαζαν στο χέρι. Προχωρούσαν αδιακρίτως σε συλλήψεις, αρκεί να είχαν υπόνοιες ότι ο υποψήφιος προς σύλληψη δεν τους έμοιαζε και τόσο εθνικόφρονας. Ετσι, μαζί με τους κομμουνιστές, αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες, τα κρατητήρια γέμισαν και από δεξιούς, συντηρητικούς και βασιλόφρονες, οι οποίοι δεν είχαν επιδείξει κάποια ιδιαίτερη αντικομμουνιστική δραστηριότητα για να μπορούν να τους ξεχωρίσουν τα στρατιωτικά και αστυνομικά όργανα.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν γίνεται λόγος για 4.500 συλληφθέντες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Οσοι θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνοι – περί τους 2.500 – φορτώθηκαν σε αρματαγωγά και στάλθηκαν στη Μακρόνησο και το Τρίκκερι. Οι άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σκηνές ιλαροτραγωδίας
Οι συλλήψεις συντηρητικών πολιτών, όπως ήταν επόμενο, προξένησαν αντιδράσεις που πολύ γρήγορα έφτασαν ως την Αθήνα. Ετσι, κινήθηκαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες για να σώσουν ανθρώπους που κινδύνευαν να χαθούν – ή, το λιγότερο, να υποστούν συνέπειες χωρίς λόγο – μέσα σ’ αυτήν την ξέφρενη παραζάλη του αντικομμουνισμού. Να πώς περιγράφει αυτή την ιλαροτραγωδία ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος: «Ως ήτο επόμενον, η πληροφορία των συλλήψεων μετεδόθη αμέσως εις Αθήνας και οι πολιτικοί παράγοντες εκινητοποιήθησαν προς πάσας τας κατευθύνσεις να ματαιώσουν τας συλλήψεις. Τα τηλέφωνα του Στρατηγείου του Σώματος Στρατού ήρχισαν να κωδωνίζουν συνεχώς. Το Αρχηγείον Χωροφυλακής εζήτη να αποκεφαλίση τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, το ΓΕΣ εζήτη τον λόγον πώς και διατί ανελήφθη αυτή η πρωτοβουλία, άνευ υπολογισμού των συνεπειών κλπ., διάφοροι παράγοντες των κομματαρχών πασάδων της Πελοποννήσου είχον συγκεντρωθή εις την εξώπορταν του στρατοπέδου, κρατούντες καταλόγους συλληφθέντων προσώπων, φίλων των εν κυβερνήσει υπουργών και απαιτούντες την άμεσον απόλυσίν των. Το Επιτελείον του Σώματος και ειδικώς ο αρχηγός του Α` Κλάδου, συντ/ρχης τότε, Κετσέας Γρ., μη θέλων να επικοινωνήση τηλ/κώς με τον διοικητήν του Σώματος Στρατού, διά να αναφέρη τα συμβαίνοντα και να ζητήση διαταγάς και αφ’ ετέρου αντιλαμβανόμενος ότι θα έπρεπε να τον απαλλάξη από τας πιέσεις που ασφαλώς θα υφίστατο εις Αθήνας, απεφάσισε να δημιουργήση κατάστασιν αδυναμίας επεμβάσεως εις οιονδήποτε μέχρις ότου αποπλεύσουν τα πλοία. ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΩΠΟΡΤΑΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΕΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΝ 500 ΜΕΤΡΩΝ. Καθησύχασε τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, ο οποίος εφαίνετο στενοχωρημένος και διέταξε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς μου, ήτοι την αναχώρησιν οπωσδήποτε των πλοίων προ του μεσονυχτίου και την αποστολήν σήματος αφίξεως εις Μακρόνησον… Το απόγευμα της επομένης, ελήφθη σήμα των πλοίων ότι έφτασαν εις Μακρόνησον και απεβίβασαν συλληφθέντας.
Διέταξε την αποκατάστασιν της τηλεφωνικής γραμμής και ανέφερε εις ΓΕΣ, δι’ εκτάκτου δελτίου, τη σύλληψιν και μεταφοράν εις Μακρόνησον.
Το ΓΕΣ και οι εν Αθήναις πολιτικοί, μη γνωρίζοντες τη μεταφοράν εις Μακρόνησον, αλλά νομίζοντες ότι οι συλληφθέντες κρατούνται εις Πελοπόννησον, ήλπιζαν ότι θα επιτύγχανον την απόλυσίν των. Οταν επληροφορήθησαν ότι είχον ήδη μεταφερθή εις Μακρόνησον, εξέσπασαν εις εντόνους διαμαρτυρίας, αλλά ήτο πλέον αργά, διότι ουδείς ετόλμα, εν όψει των περιστάσεων και της πιέσεως των Αμερικάνων, να αναλάβη την ευθύνην της μεταφοράς των πάλιν εις Πελοπόννησον» (Θρ. Τσακαλώτος: «40 Χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος β`, σελ. 203 – 204).
Συντριβή των δυνάμεων του ΔΣΕ Πελοποννήσου
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, με συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων εις βάρος του και χωρίς δυνατότητες ανεφοδιασμού του σε πυρομαχικά, ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, παρά την ενεργητικότητα, το θάρρος και των ηρωισμό των μαχητών του, οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε ήττα και συντριβή. Σ’ αυτόν τον αγώνα έδωσαν τη ζωή τους πολλοί αγωνιστές και τα καλύτερα στελέχη του ΔΣΕ Πελοποννήσου. Ανάμεσά τους και ο Στ. Γκιουζέλης, ο οποίος στο τελευταίο, πριν τον θάνατό του, άρθρο που έστειλε στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», με ημερομηνία 13/1/1949, γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Η πείρα από την αντιμετώπιση 25 τώρα μέρες, της επιδρομής του εχθρού, δείχνει πως ο λαός του Μοριά με μαχητική του πρωτοπορία τον ΔΣ του θα φανούν αντάξιοι κληρονόμοι των ηρωικών παραδόσεων της κλεφτουριάς του ’21 και θα συντρίψουν τις ορδές των νέων Μπραΐμηδων του μοναρχοφασιμού» (βλέπε: «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ», έκδοση «Ριζοσπάστης», 1996, τόμος Β`, σελ. 85 – 87).
Στις 29 Γενάρη του 1949, ο στρατηγός Τσακαλώτος παρέδιδε τη διοίκηση όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου στον στρατηγό Πετζόπουλο. Η παράδοση αυτή σήμαινε ότι για τον κυβερνητικό στρατό η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ουσιαστικά είχε τελειώσει.
Μετά την τακτική ήττα του κυβερνητικού στρατού στο Βίτσι και μπροστά στον κίνδυνο αντιστροφής της κατάστασης σε βάρος του, το στρατόπεδο της αντίδρασης προχώρησε σε μια σειρά μέτρα αναδιοργάνωσης και αναδιάταξης των δυνάμεών του. Κύριο στοιχείο αυτής της αναδιάταξης – αναδιοργάνωσης ήταν η ένταση της τρομοκρατίας, τόσο μέσα στις τάξεις των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων όσο και στις τάξεις του πληθυσμού της χώρας. Ηδη έχουμε αναφέρει ότι για την ανόρθωση του ηθικού του στρατού οργανώθηκαν έκτακτα στρατοδικεία και πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις φαντάρων, υπαξιωματικών και αξιωματικών. Ακόμη εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση το μέτρο της δίωξης των στρατιωτικών από την ενεργό δράση, επειδή θεωρήθηκαν υπεύθυνοι των αποτυχιών, του ξηλώματός τους από τις θέσεις που κατείχαν ή της μετάθεσής τους σε άλλες μονάδες απ’ αυτές που διοικούσαν. Στη σφαίρα των μέτρων της στρατιωτικής ανασυγκρότησης – αναδιάταξης εντάσσεται και η ανάδειξη του Α. Παπάγου στη θέση του αρχιστρατήγου, με δικτατορικές ουσιαστικά εξουσίες. Ο Παπάγος ανέλαβε αυτά τα καθήκοντα στις 19/1/1949 και όπως γράφει ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος «ουδέποτε εις το παρελθόν Ελλην στρατιωτικός ηγέτης ή άλλος οιασδήποτε χώρας Δημοκρατικής έλαβε τοιούτα δικαιώματα» (Θ. Πετζόπουλος: «1941 – 1950 Τραγική Πορεία», σελ. 212). Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Παπάγος προώθησε στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία έμπιστούς του και φυσικά έμπιστους της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
Στις πόλεις και στην ύπαιθρο της χώρας η αντίδραση εξαπόλυσε κύμα τρομοκρατίας. Οι μαζικές συλλήψεις έδιναν κι έπαιρναν, εφαρμόστηκαν βασανιστήρια, επιταχύνθηκε η διαδικασία εκτέλεσης δεσμωτών αγωνιστών, απαγορεύτηκε η φιλοξενία προσώπων στα σπίτια χωρίς προηγουμένως να έχει λάβει γνώση η Ασφάλεια. Σε περίπτωση δε παραβάσεων τόσο ο φιλοξενούμενος όσο και ο οικοδεσπότης αντιμετώπιζαν, το ελάχιστο, κίνδυνο φυλάκισης. Στόχος αυτού του τρομοκρατικού οργίου ήταν η πλήρη εκκαθάριση των μετόπισθεν του κυβερνητικού στρατού, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα ενίσχυσης του ΔΣΕ, είτε με μαζικούς αγώνες – έστω και μικρούς – είτε με την έξοδο λαϊκών αγωνιστών στο βουνό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι σήμαινε αυτή η τρομοκρατία είναι τα όσα συνέβησαν στην Πελοπόννησο το Δεκέμβρη του 1948 μέχρι τέλη Γενάρη του ’49.
Εκστρατεία συκοφάντησης και φανατισμού
Μια μικρή εικόνα του κλίματος των διώξεων και του αντικομμουνιστικού μένους, όπως εκφράστηκε στον Τύπο της εποχής
«Οταν ο κλέφτης, ο βιαστής, ο κακοποιός πεταχθεί έξω και κλείσει η πόρτα, μαζεύεται η οικογένεια ακόμη λαχανιασμένη από την πάλην μέσα εις το αναστατωμένον δωμάτιον και συζητεί διά το πώς έγινε το κακό, το ποιος φταίει, το πώς θα προφυλαχθεί εις το μέλλον και πώς θα επισκευάση τας ζημίας. Τώρα που έκλεισε η πόρτα του Γράμμου και εντός ολίγου θα ασφαλισθεί από όλες τις πλευρές το σπίτι, η ελληνική οικογένεια χωρίς κλέφτες και βιαστάς θα συγκεντρωθεί και θα συζητήσει πώς έγινε το κακό, ποιος φταίει και ποιος θα προφυλαχθεί…». Με αυτά τα λόγια, σχολίαζε από τις στήλες της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 2 Σεπτέμβρη του 1948, ο Κ. Τσάτσος, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, αποκαλώντας «κλέφτες και βιαστάς» τους μαχητές του ΔΣΕ. Τις επόμενες μέρες ακολουθούν πρωτοσέλιδα άρθρα «γνώμης» διπλωματικών ακολούθων της αμερικάνικης και βρετανικής πρεσβείας σχετικά με τη διεθνή κατάσταση, το «ρωσικό επεκτατισμό» και τη «συμβουλή» να μην εμπλακεί άλλο η Ελλάδα σε αυτήν την κατάσταση, ξεκαθαρίζοντας την εσωτερική της κατάσταση. Χαρακτηριστικά προοίμια του αντικομμουνιστικού μένους και της έντασης των διώξεων, που επακολούθησε τους επόμενους μήνες, μετά τον Γράμμο…
Αρθρογραφία συκοφάντησης και τρομοκρατίας
Η «Καθημερινή», βέβαια, έχει πάρει, από την πρώτη στιγμή, ξεκάθαρη εμπρηστική και αντικομμουνιστική θέση. Στις 30 Απρίλη 1946, ο διευθυντής και αρθρογράφος της εφημερίδας Γ. Α. Β. (Γεώργιος Βλάχος) έγραφε: «Η κυβέρνησις του Λαϊκού Κόμματος πολιτεύεται απέναντι του Κομμουνισμού, όπως περίπου επολιτεύθησαν αι προ αυτής μεταπολεμικαί Κυβερνήσεις. Κατά τούτο σφάλλει σπουδαίως (…). Η Κυβέρνησις η σημερινή μίαν μόνην μεγίστην και πανελλήνιον έλαβε εντολήν: Να κτυπήση κατακέφαλα τον Κομμουνισμόν. Με ό,τι μπορεί, όπως μπορεί (…). Εχει όλα τα μέσα διά να κτυπήσει αλύπητα τον κομμουνισμόν ως κακήν, ύποπτον, και επαναστατικήν οργάνωσιν, από ξένους κυβερνωμένην, αντεθνικήν (…). Μέγα λάθος είναι να νομίζωμεν ότι οι διευθύνοντες τον κομμουνισμόν (…) είναι Ελληνες (…) και ότι άμα τους φερθώμεν καλά δε θα μας κόψουν τον σβέρκον (…). Και χθες:… Χθες εδόθη η άδεια να εορτασθή με προκηρύξεις πάλιν και συγκεντρώσεις και λαοκρατικά τραγούδια και ίσως με αίμα η κομμουνιστική των Πρωτομαγιά (…). Δεν πάμε καλά, διότι δεν έχομεν εννοήσει ότι ο Κομμουνισμός είναι ένα είδος τέρατος με σώμα και κεφαλή και ότι θέλει κτύπημα εις την κεφαλήν και εις το σώμα του θεραπείαν. Δασκάλους, σχολεία και εθνικούς οδηγούς για τα παραπλανημένα παιδιά, δουλειά και ψωμιά για τους εργάτες, ζώα, σπόρους και άροτρα για την αγροτιά και εντάλματα συλλήψεως (…) διά την Ηγεσίαν…».
Ο ίδιος, ο ΓΑΒ, στις 4 Γενάρη του 1948, παρατηρούσε και… συμβούλευε: «… Για να κερδίσει τον πόλεμον αυτόν (το Κράτος) πρέπει ήσυχα ήσυχα να εκκαθαρίση το εσωτερικόν, τα μετόπισθεν του στρατού μας, από το πλήθος των ανθρώπων, που είτε από συμφέρον, είτε από αμάθειαν, είτε από φανατισμόν, είτε από βλακείαν, συνεργάζονται με τον εχθρόν. Διά το έργον του τούτο δεν έχει ανάγκην το Κράτος (…) ούτε καν να χύση το δικό του ή των εχθρών του το αίμα. Εχει μόνον ανάγκην οργάνων της Δημοσίας Τάξεως εμπίστων και ασφαλών που θα κτυπούν εδώ κι εκεί μερικές πόρτες κατά τις τρεις το πρωί: Νησιά, δόξα τω Θεώ, έχει το Κράτος…». Ενώ στις 6 Γενάρη του ίδιου χρόνου, δυο απλές ειδήσεις φανερώνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα φαίνονται πως γράφουν. Η πρώτη: «Κυβερνητικό ανακοινωθέν: «Η κυβέρνησις είναι ευτυχής ν’ αναγγείλη ότι ο κ. Γκρίσγουολντ (αρχηγός της εν Ελλάδι αμερικανικής αποστολής) εδέχθη σήμερον την αίτησιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως διά την αύξησιν του αριθμού των ταγμάτων εθνοφρουράς εις 100 και διά τη μόνιμον αύξησιν του ελληνικού εθνικού στρατού κατά 12.000 άνδρας…». Και η δεύτερη: «Ο υπουργός Παιδείας κ. Παπαδήμος διέταξεν ανακρίσεις διά τα δημιουργηθέντα κατά την πρωτοχρονιάτικην εορτήν της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών έκτροπα, όταν κάποιος εφώναξε κατά το κόψιμο της Βασιλόπιτας: «Να ζήσουν τα ψηλά βουνά»… υπονοών τους δρώντας κατά του έθνους ΕΑΜοσλάβους του Μάρκου».
Από τα τέλη του 1948, τα «πύρινα» άρθρα κατασυκοφάντησης των κομμουνιστών και των μαχητών του ΔΣΕ, γίνονται καθημερινή πραγματικότητα, ενώ πάμπολλα ήταν τα πρωτοσέλιδα άρθρα της εφημερίδας, όπου διατρανώνεται ο ρόλος της βασιλείας και του τότε βασιλιά, ως «αντίπαλος, αντίβαρος, καταλύτης του κομμουνισμού». Στις 9 Ιανουαρίου 1949, προβάλλεται μια είδηση από την Ιταλία με τίτλο: «Η Ιταλική κυβέρνησις απηγόρευσεν εκδηλώσεις και εράνους του ΚΚΙ υπέρ των ληστών του Μάρκου – Ενημερώθη ο Τερατσίνι (σημ. «Ρ»: Ιταλός κομμουνιστής βουλευτής και πρόεδρος τότε της ιταλικής Βουλής». Ενδεικτικό πάντως των πιέσεων που ασκούνταν, για να προχωρήσει ακόμα περισσότερο το «ξεκαθάρισμα», είναι το πρωτοσέλιδο σχόλιο που δημοσιεύεται στις 16 Γενάρη του 1949 με την υπογραφή «Ε»: «Σκέπτομαι αυτήν τη δήθεν μαθηματική κουβέντα που ξεπετιέται κάθε τόσο από τα τηλεγραφήματα και τις ανταποκρίσεις που ασχολούνται με την ελληνική κατάστασιν: «Τόσος στρατός, τόσοι συμμορίται. Τόσοι παραπάνω οι πρώτοι από τους δεύτερους. Πώς συμβαίνει να μην αρπάζουνε οι πρώτοι τους δεύτερους από τον γιακά να τελειώνουμε…». Στις 30 Γενάρη του 1949, η «Καθημερινή» καλούσε τους μαχητές του ΔΣΕ «να ανομολογήσουν – όσοι τυχόν είναι ιδεολόγοι – την πλάνην τους και να καταθέσουν όχι προ των αντιπάλων τους, αλλά εις τον άγιον βωμόν της πατρίδος τα όπλα»….
Ανατριχιαστικές ανταποκρίσεις
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στην περιοχή της Πελοποννήσου, τους πρώτους μήνες του 1949, παρακολουθήθηκαν βήμα προς βήμα από την εφημερίδα «Καθημερινή» και τον πολεμικό απεσταλμένο της Ν. Καλημέρη. Τον Γενάρη, από τις στήλες της εφημερίδας, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου υποστράτηγος Πεντζόπουλος και ο αρχηγός Χωροφυλακής Ταξίαρχος Τσάταλος, δήλωναν ότι «είναι απόφασις της στρατιωτικής ηγεσίας διά τη σύντομον και οριστικήν εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Αντί πάσης θυσίας θα επιτευχθεί το επιδιωκόμενον αποτέλεσμα». Ενδεικτικές του τι συνέβη εκείνη την περίοδο στην Πελοπόννησο, του μεγέθους των διώξεων, είναι οι ανταποκρίσεις της «Καθημερινής»:
5 Γενάρη: «Εις την περιοχήν Τρικάλων Κορινθίας, εφονεύθησαν οι αρχισυμμορίται Πέππας και Ματσούκας». «Ιδιωτικαί πληροφορίαι θεωρούμεναι αξιόπισται (!) αναφέρουν ότι συμμορίται συλλαμβάνουν ομήρους εκ διαφόρων χωρίων κατά προτίμησιν τους προύχοντας και τους κοινωνικούς παράγοντας».
9 Γενάρη: «Η ταξιαρχία Πρεκεζέ (σ.σ. τμήμα του ΔΣΕ) διαφυγούσα από τα κρησφύγετα του Πάρνωνος ευρίσκεται κάπου «λείχουσα τας πληγάς της». Χωρίς όμως με αυτό να πρόκειται να αποφύγει την εξόντωσιν, διότι ως χαρακτηριστικώς ετόνισε σήμερον ανώτερος αξιωματικός του στρατού «ο μύλος που αλέθει αργά βγάζει πολύ ψιλό αλεύρι»».
20 Γενάρη: «Εκτός των άλλων παραδειγμάτων αναφέρεται χαρακτηριστικώς το γεγονός του φόνου του αρχισυμμορίτου Γιάννη Γιαννίτσα ή Καπετάν Μπάμπη, όπου ούτος μετέβη διά να συνεννοηθεί με τον αυτοαμυνίτην του χωρίου Δημήτριον Παπαδόπουλον ή Μητσόχαρον. Ο τελευταίος παρέσυρε τον Γιαννίτσα εις την ταβέρναν, όπου τον εφόνευσε και αφού απέκοψε την κεφαλή του την παρέδωσε σήμερον την πρωίαν μετά του αυτομάτου του εις στρατιωτικόν τμήμα»…
22 Γενάρη: «Τμήματα ΛΟΚ κατ’ εξερεύνησιν εις την περιοχήν Ζήριας, συνεπλάκησαν με ομάδα συμμοριτών, με αποτέλεσμα τον φόνον 4 συμμοριτών και μίας συμμορίτισσας».
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού στην Πελοπόννησο άρχισαν στις 5/12/1948 – με τη μετακίνηση στρατευμάτων στην περιοχή – και ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν στις 30/1/1949. Πριν την έναρξη της επιχείρησης, υπήρχαν στην περιοχή η 72η Ταξιαρχία, 14 Τάγματα ελαφρού πεζικού, 3 Τάγματα Χωροφυλακής, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα αναγνωρίσεως (θωρακισμένα), μια Πυροβολαρχία και φυσικά οι παρακρατικές δυνάμεις. Για την πραγματοποίηση της επιχείρησης, μεταφέρθηκαν από το Βίτσι η 9η Μεραρχία, δύο Μοίρες ΛΟΚ, ένα Σύνταγμα Πεδινού και μια Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού, ένας Λόχος Μηχανικού. Επίσης επιστρατεύτηκαν μια Μοίρα Στόλου (αντιτορπιλικά και αρματαγωγά και δύναμη Αεροπορίας. Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για δυνάμεις που κυμαίνονταν, συνολικά, γύρω στις 40 χιλιάδες άνδρες. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις, ο ΔΣΕ είχε να αντιτάξει την 3η Μεραρχία του με διοικητή τον Στ. Γκιουζέλη και δύναμη μαχητών περί τις 3.500. Κι αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτοί οι αγωνιστές δεν είχαν σύνδεση με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΔΣΕ στην Ελλάδα και ότι ο ανεφοδιασμός τους γινόταν από τη θάλασσα, γίνεται αντιληπτή η τραγικότητα της κατάστασής τους.
Το σχέδιο εκκαθάρισης της Πελοποννήσου που εφάρμοσε ο κυβερνητικός στρατός πήρε την επωνυμία «Περιστερά». Ομως, μόνο περιστερά δεν ήταν. Τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο στρατηγός Τσακαλώτος και τη στρατιωτική διοίκηση είχε ο στρατηγός Θ. Πετζόπουλος, τον οποίο ο λαός, για τα όργια τρομοκρατίας που διέπραξε, πολύ ορθά αποκαλούσε «Ιμπραήμ».
Εντείνεται η μαζική βία
Πρώτη ενέργεια της επιχείρησης «Περιστερά» ήταν η πλήρη απομόνωση της Πελοποννήσου από την υπόλοιπη Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από την περιοχή της, χωρίς την άδεια της Αστυνομίας και των στρατιωτικών δυνάμεων. Η θαλάσσια περιοχή ελεγχόταν από το στόλο, ούτως ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός των ανταρτών και στα λιμάνια γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος των ταξιδιωτών και των φορτίων των καραβιών. Δίπλα σ’ αυτά τα μέτρα, προστέθηκαν και οι αδίστακτες μαζικές συλλήψεις πληθυσμού, που θεωρούνταν ύποπτος ότι συμπαθούσε ή βοηθούσε τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η σκληρότητα αυτών των μέτρων απεικονίζεται ανάγλυφα στις διαταγές που εξέδωσε ο στρατηγός Πετζόπουλος προς τις μονάδες στρατού που διοικούσε. Συγκεκριμένα, σε διαταγή του στις 18/12/1948 ανέφερε:
«Προβείτε προκαταρκτικάς ενεργείας, ώστε την 27 – 12 – 48 συλληφθώσι ταυτοχρόνως εκ των αστικών κέντρων απάσης υμών περιοχής εν συνεννοήσει μετά των κατά τόπους στρατιωτικών αρχών, άπαντες ιδιώται κομμουνισταί, ανεξαρτήτως εάν θεωρούνται ύποπτοι ή ου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος (δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες). Εφιστώ την προσοχή σας επί γεγονότος ότι είθισται συλλαμβάνονται εργάται ή μικροεπαγγελματίαι και παραμένωσι ελεύθεροι οι πλέον επικίνδυνοι οι επιστήμονες και άλλοι. Ουδεμίαν τοιαύτην εξαίρεσιν θα ανεχθώ. Τουναντίον, συλλήψεις ενεργηθώσιν από τους πλέον επικινδύνους τούτους μέχρι τελευταίου κομμουνιστού».
Στις 28/12/1948 ο νέος Ιμπραήμ της Πελοποννήσου τηλεγραφούσε στην Καλαμάτα και στην Πάτρα:
«Σύνολον συλληφθέντων εντός πόλεως ΚΑΛΑΜΩΝ απαράδεκτον. Φαίνεται δε με αντελήφθητε. Επαναλαμβάνω ουδείς κομμουνιστής δέον παραμείνη ελεύθερος ΚΑΛΑΜΑΣ, ένθα σοβαρωτέρα κομμουνιστική εστία ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. Δέον αντιληφθήτε ότι αστικά κέντρα δέον εκκαθαρισθώσι απολύτως από κομμουνιστικόν μίασμα. Διά κομμουνιστάς διαμένοντας αστικά κέντρα ουδείς οίκτος. Συλλήψεις συνεχισθώσι».
«Ανακοινώσατε αστυνομικόν διευθυντήν Πατρών κάτωθι διαταγήν μου. Αναφερθείς αριθμός συλληφθέντων εν Πάτραις 63 προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν και τον θεωρώ απαράδεκτον. Φαίνεται ότι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι δεν αντελήφθησαν ότι εκκαθάρισις αστικών κέντρων και γενικώς μετόπισθεν στρατού από κομμουνιστικά στοιχεία αποτελεί ύψιστον εθνικόν καθήκον και ανάγκην…». (Βλέπε: Θ. Πετζόπουλου: «1941 – 1950 Τραγική πορεία», σελ. 204 και 206 – 207. Επίσης: Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος 3ος, σελ. 345 – 346).
Στο ερώτημα ποιοι ήταν αυτοί που συλλαμβάνονταν δεν είναι δύσκολο να δοθεί η απάντηση. Οι αρχές κάτω από τέτοιου είδους διαταγές δεν πολυσκοτίζονταν για το ποιους θα έβαζαν στο χέρι. Προχωρούσαν αδιακρίτως σε συλλήψεις, αρκεί να είχαν υπόνοιες ότι ο υποψήφιος προς σύλληψη δεν τους έμοιαζε και τόσο εθνικόφρονας. Ετσι, μαζί με τους κομμουνιστές, αριστερούς και προοδευτικούς πολίτες, τα κρατητήρια γέμισαν και από δεξιούς, συντηρητικούς και βασιλόφρονες, οι οποίοι δεν είχαν επιδείξει κάποια ιδιαίτερη αντικομμουνιστική δραστηριότητα για να μπορούν να τους ξεχωρίσουν τα στρατιωτικά και αστυνομικά όργανα.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν γίνεται λόγος για 4.500 συλληφθέντες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Οσοι θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνοι – περί τους 2.500 – φορτώθηκαν σε αρματαγωγά και στάλθηκαν στη Μακρόνησο και το Τρίκκερι. Οι άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σκηνές ιλαροτραγωδίας
Οι συλλήψεις συντηρητικών πολιτών, όπως ήταν επόμενο, προξένησαν αντιδράσεις που πολύ γρήγορα έφτασαν ως την Αθήνα. Ετσι, κινήθηκαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες για να σώσουν ανθρώπους που κινδύνευαν να χαθούν – ή, το λιγότερο, να υποστούν συνέπειες χωρίς λόγο – μέσα σ’ αυτήν την ξέφρενη παραζάλη του αντικομμουνισμού. Να πώς περιγράφει αυτή την ιλαροτραγωδία ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος: «Ως ήτο επόμενον, η πληροφορία των συλλήψεων μετεδόθη αμέσως εις Αθήνας και οι πολιτικοί παράγοντες εκινητοποιήθησαν προς πάσας τας κατευθύνσεις να ματαιώσουν τας συλλήψεις. Τα τηλέφωνα του Στρατηγείου του Σώματος Στρατού ήρχισαν να κωδωνίζουν συνεχώς. Το Αρχηγείον Χωροφυλακής εζήτη να αποκεφαλίση τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, το ΓΕΣ εζήτη τον λόγον πώς και διατί ανελήφθη αυτή η πρωτοβουλία, άνευ υπολογισμού των συνεπειών κλπ., διάφοροι παράγοντες των κομματαρχών πασάδων της Πελοποννήσου είχον συγκεντρωθή εις την εξώπορταν του στρατοπέδου, κρατούντες καταλόγους συλληφθέντων προσώπων, φίλων των εν κυβερνήσει υπουργών και απαιτούντες την άμεσον απόλυσίν των. Το Επιτελείον του Σώματος και ειδικώς ο αρχηγός του Α` Κλάδου, συντ/ρχης τότε, Κετσέας Γρ., μη θέλων να επικοινωνήση τηλ/κώς με τον διοικητήν του Σώματος Στρατού, διά να αναφέρη τα συμβαίνοντα και να ζητήση διαταγάς και αφ’ ετέρου αντιλαμβανόμενος ότι θα έπρεπε να τον απαλλάξη από τας πιέσεις που ασφαλώς θα υφίστατο εις Αθήνας, απεφάσισε να δημιουργήση κατάστασιν αδυναμίας επεμβάσεως εις οιονδήποτε μέχρις ότου αποπλεύσουν τα πλοία. ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΜΕ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΩΠΟΡΤΑΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΕΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΝ 500 ΜΕΤΡΩΝ. Καθησύχασε τον επιθεωρητήν Χωροφυλακής, ο οποίος εφαίνετο στενοχωρημένος και διέταξε την εκτέλεσιν της αποφάσεώς μου, ήτοι την αναχώρησιν οπωσδήποτε των πλοίων προ του μεσονυχτίου και την αποστολήν σήματος αφίξεως εις Μακρόνησον… Το απόγευμα της επομένης, ελήφθη σήμα των πλοίων ότι έφτασαν εις Μακρόνησον και απεβίβασαν συλληφθέντας.
Διέταξε την αποκατάστασιν της τηλεφωνικής γραμμής και ανέφερε εις ΓΕΣ, δι’ εκτάκτου δελτίου, τη σύλληψιν και μεταφοράν εις Μακρόνησον.
Το ΓΕΣ και οι εν Αθήναις πολιτικοί, μη γνωρίζοντες τη μεταφοράν εις Μακρόνησον, αλλά νομίζοντες ότι οι συλληφθέντες κρατούνται εις Πελοπόννησον, ήλπιζαν ότι θα επιτύγχανον την απόλυσίν των. Οταν επληροφορήθησαν ότι είχον ήδη μεταφερθή εις Μακρόνησον, εξέσπασαν εις εντόνους διαμαρτυρίας, αλλά ήτο πλέον αργά, διότι ουδείς ετόλμα, εν όψει των περιστάσεων και της πιέσεως των Αμερικάνων, να αναλάβη την ευθύνην της μεταφοράς των πάλιν εις Πελοπόννησον» (Θρ. Τσακαλώτος: «40 Χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», τόμος β`, σελ. 203 – 204).
Συντριβή των δυνάμεων του ΔΣΕ Πελοποννήσου
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, με συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων εις βάρος του και χωρίς δυνατότητες ανεφοδιασμού του σε πυρομαχικά, ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, παρά την ενεργητικότητα, το θάρρος και των ηρωισμό των μαχητών του, οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε ήττα και συντριβή. Σ’ αυτόν τον αγώνα έδωσαν τη ζωή τους πολλοί αγωνιστές και τα καλύτερα στελέχη του ΔΣΕ Πελοποννήσου. Ανάμεσά τους και ο Στ. Γκιουζέλης, ο οποίος στο τελευταίο, πριν τον θάνατό του, άρθρο που έστειλε στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», με ημερομηνία 13/1/1949, γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Η πείρα από την αντιμετώπιση 25 τώρα μέρες, της επιδρομής του εχθρού, δείχνει πως ο λαός του Μοριά με μαχητική του πρωτοπορία τον ΔΣ του θα φανούν αντάξιοι κληρονόμοι των ηρωικών παραδόσεων της κλεφτουριάς του ’21 και θα συντρίψουν τις ορδές των νέων Μπραΐμηδων του μοναρχοφασιμού» (βλέπε: «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ», έκδοση «Ριζοσπάστης», 1996, τόμος Β`, σελ. 85 – 87).
Στις 29 Γενάρη του 1949, ο στρατηγός Τσακαλώτος παρέδιδε τη διοίκηση όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου στον στρατηγό Πετζόπουλο. Η παράδοση αυτή σήμαινε ότι για τον κυβερνητικό στρατό η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ουσιαστικά είχε τελειώσει.
Η τακτική δημιουργίας «νεκρών ζωνών»
του Κυβερνητικού Στρατού
και η προπαγάνδα των «συμμοριόπληκτων»
Σοβαρό ρόλο στην ήττα του ΔΣΕ έπαιξε η βίαιη εκκένωση από τον τακτικό στρατό των περιοχών, που ήταν θέατρα των μαχών, για τη δημιουργία «νεκρών ζωνών» και την απομόνωση των ανταρτών από τους αγροτικούς πληθυσμούς. Οι περισσότεροι ερευνητές της περιόδου εκείνης καταλήγουν ότι συνολικά 800.000 Ελληνες της υπαίθρου ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους. Οι επίσημες στατιστικές (αμερικανικές και της κυβέρνησης της Αθήνας) ανεβάζουν στις 684.000 τον αριθμό των βιαίως εκτοπισθέντων από τα χωριά τους. Ομως, στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται πολλές κατηγορίες Ελλήνων – κυρίως αγροτών – που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, οι χιλιάδες αριστεροί της Πελοποννήσου, που κατέφυγαν στις μεγάλες πόλεις τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση – και πριν από το φούντωμα του Εμφυλίου – για να γλιτώσουν από την τρομοκρατία των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς.
Η τακτική της δημιουργίας «νεκρών ζωνών»
Η αποστέρηση του ΔΣΕ από πολύτιμες εφεδρείες, με την εκκένωση των αγροτικών περιοχών από τον πληθυσμό τους
Η συμπάθεια και η υποστήριξη του πληθυσμού της υπαίθρου στον αγώνα του ΔΣΕ οδήγησε τους μοναρχοφασίστες στην εκκένωση των χωριών, ώστε να δημιουργηθεί ένα κενό γύρω από τις μάχιμες μονάδες του Η κυβέρνηση των Αθηνών δικαιολόγησε τις βίαιες εκτοπίσεις χωρικών, υποστηρίζοντας ότι ήταν «ανταρτόπληκτοι» ή «συμμοριόπληκτοι». Στο βιβλίο «Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον αντισυμμοριακό Αγώνα (1946-’49)», έκδοση του Αρχηγείου Στρατού 1971, αναφέρονται τα εξής: «680.000 γυμνητεύοντες και πεινώντες ανταρτόπληκτοι εβεβαίωσαν διά της φυγής των ότι παρ’ όλας τας υποσχέσεις του συμμοριτισμού, διά καλυτέραν αύριον και δημοκρατικήν ελευθερίαν, δε δύναται να ζήσουν υπό το κομμουνιστικόν καθεστώς… »
Το ΚΚΕ και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να καταγγείλουν ότι «οι μοναρχοφασίστες γνωρίζοντας πολύ καλά τη συμπάθεια και την υποστήριξη του πληθυσμού στον αγώνα του ΔΣΕ, διέταξαν την εκκένωση των χωριών, ώστε να δημιουργήσουν ένα κενό γύρω από τις μάχιμες μονάδες μας… » (Αύγουστος 1949).
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για τους στόχους της επιχείρησης αυτής είναι τα αρχεία του ΟΗΕ, των αμερικανικών και των αγγλικών υπηρεσιών, όπου περιγράφεται – πολλές φορές με μια ωμή γλώσσα που ξενίζει – η τραγωδία την οποία έζησαν χιλιάδες ελληνικές οικογένειες.
Το σχέδιο του ξεριζωμού
Η αναγκαστική μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της υπαίθρου – η μεγαλύτερη στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία μετά το ξεκλήρισμα των Μικρασιατών – στηρίχτηκε στη βρετανική εμπειρία που είχε δοκιμαστεί με επιτυχία στις αποικίες του στέμματος, στην Αφρική και την Ασία και εφαρμόστηκε σταδιακά:
1.Πρώτο μέτρο ήταν ο αποκλεισμός από κάθε βοήθεια των χωριών που δε βρίσκονταν σε ασφαλείς περιοχές, σε περιοχές δηλαδή που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΔΣΕ.
Στις 6 Νοέμβρη 1946 ο Αμερικανός υποπρόξενος στη Θεσσαλονίκη George M. Widney, μετά από περιοδεία του στην Εδεσσα, το Αργος Ορεστικό, τη Φλώρινα και την Καστοριά, αναφέρει στους προϊσταμένους του: «Η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία μια σκληρή πολιτική, ισοδύναμη με καταδίωξη απέναντι σε πρόσωπα και άτομα που εφοδιάζουν τις ένοπλες αριστερές συμμορίες ή που είναι επιδεκτικοί στην επιρροή τους».
Ο Αμερικανός διπλωμάτης προσθέτει πως γίνονται σαφείς διακρίσεις στο θέμα της διανομής τροφίμων και εφοδίων της UNRRA («Διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών για την Ανακούφιση και την Αποκατάσταση»), σε βάρος χωριών με πληθυσμούς που συμπαθούν την Αριστερά.
Ενας άλλος Βρετανός αξιωματούχος της UNRRA σε έκθεσή του επισημαίνει ότι ολόκληρα χωριά στην Ευρυτανία αφήνονταν χωρίς τρόφιμα για να μην πέσουν (τα εφόδια) στα χέρια των ανταρτών. Μάλιστα, κάνει λόγο και για θανάτους χωρικών από ασιτία.
Ακόμη, σε έγγραφο του Ιουλίου του 1948, που βρίσκεται στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, περιλαμβάνεται κατάλογος χωριών του νομού Φλώρινας, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΔΣΕ και στα οποία επί 18 ολόκληρους μήνες δεν είχε φτάσει ούτε ένα δέμα βοήθειας.
2. Δεύτερο μέτρο, ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας, κυρίως στις ορεινές περιοχές και η φρούρηση των χωριών από μονάδες του Στρατού, της Εθνοφυλακής και τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (τους γνωστούς ΜΑΥδες).
Οταν αυτά τα μέτρα δεν απέδιδαν, τότε προχωρούσαν στο επόμενο στάδιο που ήταν η εκτόπιση των «ανεπιθύμητων» πληθυσμών από τα χωριά. Και σ’ αυτό το μέτρο υπήρχαν διαβαθμίσεις:
-Αρχικά ο Στρατός «συμβούλευε» τους χωρικούς να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να κατέβουν στις πόλεις για λόγους ασφαλείας (σχετικά απόρρητα έγγραφα υπάρχουν στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, SDR 86800/7 – 2847).
-Αν ο κόσμος επέμενε να μείνει στις πατρογονικές του εστίες, τότε η εκκένωση γινόταν βίαια.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται σε απόρρητο έγγραφο (της 27ης Οκτωβρίου 1947) του γραφείου του στρατιωτικού ακόλουθου των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα προς τον γενικό διοικητή της Ομάδας Αμερικανικού Στρατού στην Ελλάδα (USAGG) για τη δραστηριότητα του 35ου Συντάγματος του Στρατού που έδρευε στις Σέρρες: «… Εχει απομακρύνει 1.500 άνδρες, ηλικίας 16 – 40 ετών, από χωριά της περιοχής του και του έχει εγκαταστήσει σε τρία στρατόπεδα. Οι οικογένειές τους θα ακολουθήσουν αργότερα».
Οι επικυρίαρχοι Αμερικανοί ζητούσαν τακτικές αναφορές για την πορεία των εκτοπίσεων από τους υπευθύνους των μάχιμων μονάδων του Στρατού. Στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπάρχει έγγραφο (του 1947) του Ταγματάρχη Βέρου της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Γ’ Σώματος Στρατού, στο οποίο αναφέρεται ότι «ορισμένοι διοικητές του Γ’ Σώματος είχαν ζητήσει να εκκενωθούν περίπου 150 χωριά κοντά στην περιοχή που ελέγχονταν από τους αντάρτες, ώστε οι τελευταίοι να μην μπορούν να εξασφαλίσουν εφόδια από αυτά».
Συνδυασμός με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Η εκτέλεση του σχεδίου για τις εκτοπίσεις συνδυάστηκε με τις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού.
Η επιχείρηση «Τέρμινους» (Ανοιξη, Καλοκαίρι και Φθινόπωρο του 1947) στη Στερεά Ελλάδα, την Ηπειρο και τη Μακεδονία, με στόχο την εκκαθάριση της περιοχής, από τα Αγραφα έως την Κοζάνη, ήταν αποτυχημένη από καθαρά στρατιωτική άποψη. Απέδωσε, όμως, από την άποψη των εκτοπίσεων και της καταστροφής του συστήματος υποστήριξης του ΔΣΕ. Αμερικανικές πηγές καταγράφουν συρροή κατοίκων των χωριών στις πόλεις: Ο πληθυσμός της Κόνιτσας διπλασιάζεται, στα Γρεβενά βρίσκονται 11.000 πρόσφυγες και άλλοι 2.000 καθ’ οδόν από τα χωριά τους, 10.000 σε σύνολο 56.000 κατοίκων του νομού Καστοριάς, μεταφέρονται στην Καστοριά και το Αργος Ορεστικό.
Σε αποτυχία από στρατιωτική άποψη κατέληξε και η επιχείρηση «Χαραυγή» για την εκκαθάριση της Στερεάς. Ομως, το πέρασμα των δυνάμεων του ΔΣΕ υπό τον Διαμαντή στα Αγραφα, επέτρεψε στο Στρατό να «αδειάσει» μεγάλες περιοχές από τους κατοίκους τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Αμάραντου και της Καστανιάς, χωριών του νομού Τρικάλων. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, ο πληθυσμός τους μειώθηκε κατά 50% μεταξύ των ετών 1940 και 1951.
Ο Φοίβος Γρηγοριάδης αναφέρει πως οι εκκενώσεις των χωριών έγιναν με εξαιρετικά βίαιες μεθόδους. Μάλιστα, ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος είχε διατάξει τη με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεση των χωρικών («ληστοτρόφους» τους χαρακτηρίζει), που αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους.
Η «Χαραυγή» συμπίπτει με την εξέλιξη της μεγάλης επιχείρησης για τη μεταφορά παιδιών σε «ασφαλείς» περιοχές, τις γνωστές «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης. Η επιχείρηση αυτή γινόταν υπό την επίβλεψη της AMAG (Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας στην Ελλάδα) που αποτελούσε και την πραγματική κυβέρνηση της χώρας μας τα χρόνια εκείνα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, από τις 800.000 εκτοπισμένους, οι 150.000 ήταν παιδιά, η πλειοψηφία των οποίων ακολούθησε τους γονείς τους στις πόλεις, ενώ τα υπόλοιπα κλείστηκαν στα ιδρύματα της Φρειδερίκης.
Στην Πελοπόννησο το 1948, ο αριθμός των εκτοπισμένων είναι μικρός. Τα κεντρικά και νότια διαμερίσματα ελέγχονται από το ΔΣΕ και ο Στρατός αποφεύγει τις διεισδύσεις. Η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα αποδίδει τον μικρό αριθμό των προσφύγων και στην «καλή μεταχείριση των πληθυσμών από τους αντάρτες» (SDR 86800/ 3 – 2448, 86800/9 – 348). Ομως, το 1949 με την έναρξη της επιχείρησης «Περιστερά», που κατέληξε στην αποχώρηση των δυνάμεων του ΔΣΕ, ο αριθμός των προσφύγων αυξάνεται και σύμφωνα με τα στοιχεία των Αμερικανών φθάνει τις 17.000, για να πέσει κατακόρυφα με το τέλος των μαχών.
Και υπερβάλλων ζήλος…
Πολλές φορές οι εντεταλμένοι για τις εκτοπίσεις αποδεικνύονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Ο αριθμός των εκτοπισμένων ξεπερνά τους αρχικούς σχεδιασμούς και επιβαρύνεται ο οικονομικός προϋπολογισμός των Αμερικανών. Ο αρχηγός της AMAG Dwight Grinswold, με επείγον τηλεγράφημά του (στις 27-10-47) προς τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, του εφιστά την προσοχή γιατί, όπως σημειώνει: «Ο Ελληνικός Στρατός έχει απομακρύνει 300.000 άτομα από σπίτια που βρίσκονται σε περιοχές, τις οποίες κρατούν οι αντάρτες, ή στο θέατρο των επιχειρήσεων, κυρίως στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα, για να εμποδίσει την αναγκαστική στρατολόγησή τους (σ. σ.: από το ΔΣΕ). Οι πρόσφυγες συνιστούν κρίσιμο εθνικό πρόβλημα, για το οποίο καταστρώνουμε σχέδια από κοινού με την Ελληνική Κυβέρνηση και τον Ελληνικό Στρατό (SDR 86800/ 10 – 2747)». Λίγες ημέρες αργότερα (στις 13 Νοεμβρίου 1947), ο Griswold πάλι «κατηγορεί» την κυβέρνηση των Αθηνών, πως αφήνει τους εκτοπισμένους χωρίς καμιά φροντίδα.
Ακόμη, δε λείπουν οι περιπτώσεις ενεργειών κρατικών οργάνων, που «εκθέτουν» στη διεθνή κοινή γνώμη την κυβέρνηση των Αθηνών και τους προστάτες της. Ο Grinswold σε τηλεγράφημά του προς την Ουάσιγκτον αναφέρει ότι η εκτόπιση από τις κυβερνητικές δυνάμεις «χιλιάδων παιδιών κάποτε με τη βία» αμαυρώνει τον σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται η κυβέρνηση των Αθηνών και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Στα τέλη του 1948 οι Αμερικανοί εκτιμούν πως η επιχείρηση δημιουργίας «νεκρών ζωνών» για την απομόνωση του ΔΣΕ αποδίδει. Σε αναφορά του «Τμήματος Σχεδιάσεων και Επιχειρήσεων» του Αμερικανικού Στρατού, σημειώνονται και τα εξής: «50.000 κομμουνιστές ενταγμένοι σε ένα καλά οργανωμένο σύστημα συλλογής πληροφοριών υπήρχαν σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι συμμορίτες της Αυτοάμυνας και συνιστούσαν τόσο μεγάλο κίνδυνο, όσο και οι ένοπλοι αντάρτες. Ηταν οι υπηρεσίες πληροφοριών και εφοδιασμού των ανταρτικών δυνάμεων».
Περισσότερο αποκαλυπτικός για τους στόχους της επιχείρησης ήταν ο τότε Αμερικανός ακόλουθος για θέματα Γεωργίας στην Ελλάδα Jay G. Diamond: «Η πολιτική εκκένωσης που ακολουθεί ο Ελληνικός Στρατός, έτσι όπως έχει συλληφθεί αρχικά, είχε στόχο να αποστερήσει τους αντάρτες από πηγές διατροφής και πληροφόρησης».
Η τύχη των ξεριζωμένων
Η μεγάλη συγκέντρωση εκτοπισμένων στα αστικά κέντρα και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους υποχρέωσαν την κυβέρνηση των Αθηνών να προχωρήσει έστω και αργά στη δημιουργία μηχανισμών για την ανακούφισή τους.
Στις 9 Μαΐου 1949, καταρτίστηκε ο σχετικός Αναγκαστικός Νόμος 894.
Ομως, ακόμη και τότε το κράτος φέρθηκε μικρόψυχα σ’ αυτούς που τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Τους χώρισε σε τρεις κατηγορίες:
-Στην πρώτη περιλαμβάνονταν όσοι θεωρούνταν ότι «εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να αποφύγουν τους αντάρτες». Στην κατηγορία αυτή, ενέταξαν τις οικογένειες των επιστρατευμένων και των ανδρών του ΜΑΥ. Για όλους αυτούς προβλεπόταν η παροχή βοήθειας και ενισχύσεων.
-Αντίθετα, για τις άλλες δύο κατηγορίες, στις οποίες υπάγονταν όλοι οι ύποπτοι για συνεργασία με το Δημοκρατικό Στρατό, δεν προβλεπόταν βοήθεια. Εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες ζουν κάτω από δραματικές συνθήκες είτε σε πρόχειρα στρατόπεδα, είτε σε άθλιες κατοικίες στις μεγάλες πόλεις.
-Πολλοί απ’ αυτούς για να ζήσουν υποχρεώνονται να κάνουν τις πιο βαριές δουλιές και μη παραγωγικά επαγγέλματα, όπως αυτό του πλανόδιου πωλητή. Σε έγγραφο του υπουργείου Συντονισμού (Δεκέμβριος 1949) αναφέρεται πως το Σουφλί στον Εβρο είναι γεμάτο από άνεργους «συμμοριόπληκτους πρόσφυγες που ζουν παρασιτικά».
-Οι εκτοπισμένοι αγρότες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, που είχαν μάθει να ζουν στην ύπαιθρο, υποχρεώνονται τώρα να περνούν τις περισσότερες ώρες της μέρας τους κάτω από φοβερές συνθήκες σε παλιές φυλακές, στρατώνες, ακόμη και σφαγεία.
Αποκομμένοι βίαια από το φυσικό τους χώρο, ακόμη και όταν διατάσσεται η επιστροφή στα χωριά τους, πολλοί αρνούνται να γυρίσουν, αφού με τη ζωή στους καταυλισμούς των μεγάλων πόλεων έχουν χάσει την κοινωνική συνοχή τους. Επίσης, τα χωράφια τους είναι πολύ μικρά και η παραγωγικότητα με τον πόλεμο έπεσε κατακόρυφα και ο αριθμός των ζώων τους μειώθηκε δραματικά. Και, το κυριότερο, τα χωριά τους είναι κατεστραμμένα από τις μάχες. Σε έγγραφο της στρατιωτικής διοίκησης Θεσσαλονίκης του Οκτωβρίου 1949, αναφέρονται και τα εξής: «Δεν είναι νοητό ουδέ επιτετραμμένον επί ΕΑΜοκρατίας να υπήρχαν Δημοδιδάσκαλοι εις όλα τα χωρία και ήδη ότε πλήρης ασφάλεια παρέχεται εις άπαντα τα επαναπατρισθέντα χωρία να μην υπάρχουν τοιούτοι».
Πριν περάσουν λίγα χρόνια, οι ξεριζωμένοι του Εμφυλίου θα αποτελέσουν τη μαγιά του μεγάλου κύματος της εξωτερικής μετανάστευσης. Της μετανάστευσης – πληγής της μεταπολεμικής Ελλάδας, την οποία είχαν προαναγγείλει από τον Ιούλιο ήδη του 1949 οι Αμερικανοί επικυρίαρχοι της χώρας μας.
Το «Γραφείο Αντικατασκοπευτικής Ερευνας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ» (OIR: OFFICE OF INTELLIGENCE RESEARCH) σε αναφορά του προτείνει, ως λύση στο πρόβλημα του «υπερπληθυσμού» των αγροτικών περιοχών, την εξωτερική μετανάστευση 80.000 – 10.000 ατόμων κάθε χρόνο – η οποία, κατά την άποψη των Αμερικανών, θα «εκμηδένιζε» την αναμενόμενη φυσική αύξηση του πληθυσμού.
Σημειώσεις:
1. Οι εκθέσεις των αμερικανικών υπηρεσιών δημοσιεύονται στη μελέτη της καθηγήτριας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Αγγελικής Λαΐου, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Μελέτες για τον Εμφύλιο 1945 – 1949″. Αναλυτικό ρεπορτάζ για το θέμα των εκτοπισμένων του Εμφυλίου δημοσιεύθηκε στο «Ποντίκι» στις 31/8/1995.
2. Πρόσφυγες σε όλη την Ελλάδα, σύμφωνα με επίσημα αμερικανικά και ελληνικά έγγραφα:
Ιανουάριος 1947 : 19.000
Μάιος 1947 : 65.000
Σεπτέμβριος 1947 : 238.000
Νοέμβριος 1947 : 500.000
Μάρτιος 1948 : 600.000
Μάιος 1949 : 684.000
Οκτώβριος 1949 : 684.000
Η τακτική της δημιουργίας «νεκρών ζωνών»
Η αποστέρηση του ΔΣΕ από πολύτιμες εφεδρείες, με την εκκένωση των αγροτικών περιοχών από τον πληθυσμό τους
Η συμπάθεια και η υποστήριξη του πληθυσμού της υπαίθρου στον αγώνα του ΔΣΕ οδήγησε τους μοναρχοφασίστες στην εκκένωση των χωριών, ώστε να δημιουργηθεί ένα κενό γύρω από τις μάχιμες μονάδες του Η κυβέρνηση των Αθηνών δικαιολόγησε τις βίαιες εκτοπίσεις χωρικών, υποστηρίζοντας ότι ήταν «ανταρτόπληκτοι» ή «συμμοριόπληκτοι». Στο βιβλίο «Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον αντισυμμοριακό Αγώνα (1946-’49)», έκδοση του Αρχηγείου Στρατού 1971, αναφέρονται τα εξής: «680.000 γυμνητεύοντες και πεινώντες ανταρτόπληκτοι εβεβαίωσαν διά της φυγής των ότι παρ’ όλας τας υποσχέσεις του συμμοριτισμού, διά καλυτέραν αύριον και δημοκρατικήν ελευθερίαν, δε δύναται να ζήσουν υπό το κομμουνιστικόν καθεστώς… »
Το ΚΚΕ και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να καταγγείλουν ότι «οι μοναρχοφασίστες γνωρίζοντας πολύ καλά τη συμπάθεια και την υποστήριξη του πληθυσμού στον αγώνα του ΔΣΕ, διέταξαν την εκκένωση των χωριών, ώστε να δημιουργήσουν ένα κενό γύρω από τις μάχιμες μονάδες μας… » (Αύγουστος 1949).
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για τους στόχους της επιχείρησης αυτής είναι τα αρχεία του ΟΗΕ, των αμερικανικών και των αγγλικών υπηρεσιών, όπου περιγράφεται – πολλές φορές με μια ωμή γλώσσα που ξενίζει – η τραγωδία την οποία έζησαν χιλιάδες ελληνικές οικογένειες.
Το σχέδιο του ξεριζωμού
Η αναγκαστική μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της υπαίθρου – η μεγαλύτερη στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία μετά το ξεκλήρισμα των Μικρασιατών – στηρίχτηκε στη βρετανική εμπειρία που είχε δοκιμαστεί με επιτυχία στις αποικίες του στέμματος, στην Αφρική και την Ασία και εφαρμόστηκε σταδιακά:
1.Πρώτο μέτρο ήταν ο αποκλεισμός από κάθε βοήθεια των χωριών που δε βρίσκονταν σε ασφαλείς περιοχές, σε περιοχές δηλαδή που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΔΣΕ.
Στις 6 Νοέμβρη 1946 ο Αμερικανός υποπρόξενος στη Θεσσαλονίκη George M. Widney, μετά από περιοδεία του στην Εδεσσα, το Αργος Ορεστικό, τη Φλώρινα και την Καστοριά, αναφέρει στους προϊσταμένους του: «Η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία μια σκληρή πολιτική, ισοδύναμη με καταδίωξη απέναντι σε πρόσωπα και άτομα που εφοδιάζουν τις ένοπλες αριστερές συμμορίες ή που είναι επιδεκτικοί στην επιρροή τους».
Ο Αμερικανός διπλωμάτης προσθέτει πως γίνονται σαφείς διακρίσεις στο θέμα της διανομής τροφίμων και εφοδίων της UNRRA («Διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών για την Ανακούφιση και την Αποκατάσταση»), σε βάρος χωριών με πληθυσμούς που συμπαθούν την Αριστερά.
Ενας άλλος Βρετανός αξιωματούχος της UNRRA σε έκθεσή του επισημαίνει ότι ολόκληρα χωριά στην Ευρυτανία αφήνονταν χωρίς τρόφιμα για να μην πέσουν (τα εφόδια) στα χέρια των ανταρτών. Μάλιστα, κάνει λόγο και για θανάτους χωρικών από ασιτία.
Ακόμη, σε έγγραφο του Ιουλίου του 1948, που βρίσκεται στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, περιλαμβάνεται κατάλογος χωριών του νομού Φλώρινας, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΔΣΕ και στα οποία επί 18 ολόκληρους μήνες δεν είχε φτάσει ούτε ένα δέμα βοήθειας.
2. Δεύτερο μέτρο, ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας, κυρίως στις ορεινές περιοχές και η φρούρηση των χωριών από μονάδες του Στρατού, της Εθνοφυλακής και τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (τους γνωστούς ΜΑΥδες).
Οταν αυτά τα μέτρα δεν απέδιδαν, τότε προχωρούσαν στο επόμενο στάδιο που ήταν η εκτόπιση των «ανεπιθύμητων» πληθυσμών από τα χωριά. Και σ’ αυτό το μέτρο υπήρχαν διαβαθμίσεις:
-Αρχικά ο Στρατός «συμβούλευε» τους χωρικούς να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να κατέβουν στις πόλεις για λόγους ασφαλείας (σχετικά απόρρητα έγγραφα υπάρχουν στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, SDR 86800/7 – 2847).
-Αν ο κόσμος επέμενε να μείνει στις πατρογονικές του εστίες, τότε η εκκένωση γινόταν βίαια.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται σε απόρρητο έγγραφο (της 27ης Οκτωβρίου 1947) του γραφείου του στρατιωτικού ακόλουθου των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα προς τον γενικό διοικητή της Ομάδας Αμερικανικού Στρατού στην Ελλάδα (USAGG) για τη δραστηριότητα του 35ου Συντάγματος του Στρατού που έδρευε στις Σέρρες: «… Εχει απομακρύνει 1.500 άνδρες, ηλικίας 16 – 40 ετών, από χωριά της περιοχής του και του έχει εγκαταστήσει σε τρία στρατόπεδα. Οι οικογένειές τους θα ακολουθήσουν αργότερα».
Οι επικυρίαρχοι Αμερικανοί ζητούσαν τακτικές αναφορές για την πορεία των εκτοπίσεων από τους υπευθύνους των μάχιμων μονάδων του Στρατού. Στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπάρχει έγγραφο (του 1947) του Ταγματάρχη Βέρου της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Γ’ Σώματος Στρατού, στο οποίο αναφέρεται ότι «ορισμένοι διοικητές του Γ’ Σώματος είχαν ζητήσει να εκκενωθούν περίπου 150 χωριά κοντά στην περιοχή που ελέγχονταν από τους αντάρτες, ώστε οι τελευταίοι να μην μπορούν να εξασφαλίσουν εφόδια από αυτά».
Συνδυασμός με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
Η εκτέλεση του σχεδίου για τις εκτοπίσεις συνδυάστηκε με τις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού.
Η επιχείρηση «Τέρμινους» (Ανοιξη, Καλοκαίρι και Φθινόπωρο του 1947) στη Στερεά Ελλάδα, την Ηπειρο και τη Μακεδονία, με στόχο την εκκαθάριση της περιοχής, από τα Αγραφα έως την Κοζάνη, ήταν αποτυχημένη από καθαρά στρατιωτική άποψη. Απέδωσε, όμως, από την άποψη των εκτοπίσεων και της καταστροφής του συστήματος υποστήριξης του ΔΣΕ. Αμερικανικές πηγές καταγράφουν συρροή κατοίκων των χωριών στις πόλεις: Ο πληθυσμός της Κόνιτσας διπλασιάζεται, στα Γρεβενά βρίσκονται 11.000 πρόσφυγες και άλλοι 2.000 καθ’ οδόν από τα χωριά τους, 10.000 σε σύνολο 56.000 κατοίκων του νομού Καστοριάς, μεταφέρονται στην Καστοριά και το Αργος Ορεστικό.
Σε αποτυχία από στρατιωτική άποψη κατέληξε και η επιχείρηση «Χαραυγή» για την εκκαθάριση της Στερεάς. Ομως, το πέρασμα των δυνάμεων του ΔΣΕ υπό τον Διαμαντή στα Αγραφα, επέτρεψε στο Στρατό να «αδειάσει» μεγάλες περιοχές από τους κατοίκους τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Αμάραντου και της Καστανιάς, χωριών του νομού Τρικάλων. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, ο πληθυσμός τους μειώθηκε κατά 50% μεταξύ των ετών 1940 και 1951.
Ο Φοίβος Γρηγοριάδης αναφέρει πως οι εκκενώσεις των χωριών έγιναν με εξαιρετικά βίαιες μεθόδους. Μάλιστα, ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος είχε διατάξει τη με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεση των χωρικών («ληστοτρόφους» τους χαρακτηρίζει), που αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους.
Η «Χαραυγή» συμπίπτει με την εξέλιξη της μεγάλης επιχείρησης για τη μεταφορά παιδιών σε «ασφαλείς» περιοχές, τις γνωστές «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης. Η επιχείρηση αυτή γινόταν υπό την επίβλεψη της AMAG (Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας στην Ελλάδα) που αποτελούσε και την πραγματική κυβέρνηση της χώρας μας τα χρόνια εκείνα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, από τις 800.000 εκτοπισμένους, οι 150.000 ήταν παιδιά, η πλειοψηφία των οποίων ακολούθησε τους γονείς τους στις πόλεις, ενώ τα υπόλοιπα κλείστηκαν στα ιδρύματα της Φρειδερίκης.
Στην Πελοπόννησο το 1948, ο αριθμός των εκτοπισμένων είναι μικρός. Τα κεντρικά και νότια διαμερίσματα ελέγχονται από το ΔΣΕ και ο Στρατός αποφεύγει τις διεισδύσεις. Η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα αποδίδει τον μικρό αριθμό των προσφύγων και στην «καλή μεταχείριση των πληθυσμών από τους αντάρτες» (SDR 86800/ 3 – 2448, 86800/9 – 348). Ομως, το 1949 με την έναρξη της επιχείρησης «Περιστερά», που κατέληξε στην αποχώρηση των δυνάμεων του ΔΣΕ, ο αριθμός των προσφύγων αυξάνεται και σύμφωνα με τα στοιχεία των Αμερικανών φθάνει τις 17.000, για να πέσει κατακόρυφα με το τέλος των μαχών.
Και υπερβάλλων ζήλος…
Πολλές φορές οι εντεταλμένοι για τις εκτοπίσεις αποδεικνύονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Ο αριθμός των εκτοπισμένων ξεπερνά τους αρχικούς σχεδιασμούς και επιβαρύνεται ο οικονομικός προϋπολογισμός των Αμερικανών. Ο αρχηγός της AMAG Dwight Grinswold, με επείγον τηλεγράφημά του (στις 27-10-47) προς τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, του εφιστά την προσοχή γιατί, όπως σημειώνει: «Ο Ελληνικός Στρατός έχει απομακρύνει 300.000 άτομα από σπίτια που βρίσκονται σε περιοχές, τις οποίες κρατούν οι αντάρτες, ή στο θέατρο των επιχειρήσεων, κυρίως στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα, για να εμποδίσει την αναγκαστική στρατολόγησή τους (σ. σ.: από το ΔΣΕ). Οι πρόσφυγες συνιστούν κρίσιμο εθνικό πρόβλημα, για το οποίο καταστρώνουμε σχέδια από κοινού με την Ελληνική Κυβέρνηση και τον Ελληνικό Στρατό (SDR 86800/ 10 – 2747)». Λίγες ημέρες αργότερα (στις 13 Νοεμβρίου 1947), ο Griswold πάλι «κατηγορεί» την κυβέρνηση των Αθηνών, πως αφήνει τους εκτοπισμένους χωρίς καμιά φροντίδα.
Ακόμη, δε λείπουν οι περιπτώσεις ενεργειών κρατικών οργάνων, που «εκθέτουν» στη διεθνή κοινή γνώμη την κυβέρνηση των Αθηνών και τους προστάτες της. Ο Grinswold σε τηλεγράφημά του προς την Ουάσιγκτον αναφέρει ότι η εκτόπιση από τις κυβερνητικές δυνάμεις «χιλιάδων παιδιών κάποτε με τη βία» αμαυρώνει τον σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται η κυβέρνηση των Αθηνών και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Στα τέλη του 1948 οι Αμερικανοί εκτιμούν πως η επιχείρηση δημιουργίας «νεκρών ζωνών» για την απομόνωση του ΔΣΕ αποδίδει. Σε αναφορά του «Τμήματος Σχεδιάσεων και Επιχειρήσεων» του Αμερικανικού Στρατού, σημειώνονται και τα εξής: «50.000 κομμουνιστές ενταγμένοι σε ένα καλά οργανωμένο σύστημα συλλογής πληροφοριών υπήρχαν σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι συμμορίτες της Αυτοάμυνας και συνιστούσαν τόσο μεγάλο κίνδυνο, όσο και οι ένοπλοι αντάρτες. Ηταν οι υπηρεσίες πληροφοριών και εφοδιασμού των ανταρτικών δυνάμεων».
Περισσότερο αποκαλυπτικός για τους στόχους της επιχείρησης ήταν ο τότε Αμερικανός ακόλουθος για θέματα Γεωργίας στην Ελλάδα Jay G. Diamond: «Η πολιτική εκκένωσης που ακολουθεί ο Ελληνικός Στρατός, έτσι όπως έχει συλληφθεί αρχικά, είχε στόχο να αποστερήσει τους αντάρτες από πηγές διατροφής και πληροφόρησης».
Η τύχη των ξεριζωμένων
Η μεγάλη συγκέντρωση εκτοπισμένων στα αστικά κέντρα και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους υποχρέωσαν την κυβέρνηση των Αθηνών να προχωρήσει έστω και αργά στη δημιουργία μηχανισμών για την ανακούφισή τους.
Στις 9 Μαΐου 1949, καταρτίστηκε ο σχετικός Αναγκαστικός Νόμος 894.
Ομως, ακόμη και τότε το κράτος φέρθηκε μικρόψυχα σ’ αυτούς που τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Τους χώρισε σε τρεις κατηγορίες:
-Στην πρώτη περιλαμβάνονταν όσοι θεωρούνταν ότι «εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να αποφύγουν τους αντάρτες». Στην κατηγορία αυτή, ενέταξαν τις οικογένειες των επιστρατευμένων και των ανδρών του ΜΑΥ. Για όλους αυτούς προβλεπόταν η παροχή βοήθειας και ενισχύσεων.
-Αντίθετα, για τις άλλες δύο κατηγορίες, στις οποίες υπάγονταν όλοι οι ύποπτοι για συνεργασία με το Δημοκρατικό Στρατό, δεν προβλεπόταν βοήθεια. Εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες ζουν κάτω από δραματικές συνθήκες είτε σε πρόχειρα στρατόπεδα, είτε σε άθλιες κατοικίες στις μεγάλες πόλεις.
-Πολλοί απ’ αυτούς για να ζήσουν υποχρεώνονται να κάνουν τις πιο βαριές δουλιές και μη παραγωγικά επαγγέλματα, όπως αυτό του πλανόδιου πωλητή. Σε έγγραφο του υπουργείου Συντονισμού (Δεκέμβριος 1949) αναφέρεται πως το Σουφλί στον Εβρο είναι γεμάτο από άνεργους «συμμοριόπληκτους πρόσφυγες που ζουν παρασιτικά».
-Οι εκτοπισμένοι αγρότες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, που είχαν μάθει να ζουν στην ύπαιθρο, υποχρεώνονται τώρα να περνούν τις περισσότερες ώρες της μέρας τους κάτω από φοβερές συνθήκες σε παλιές φυλακές, στρατώνες, ακόμη και σφαγεία.
Αποκομμένοι βίαια από το φυσικό τους χώρο, ακόμη και όταν διατάσσεται η επιστροφή στα χωριά τους, πολλοί αρνούνται να γυρίσουν, αφού με τη ζωή στους καταυλισμούς των μεγάλων πόλεων έχουν χάσει την κοινωνική συνοχή τους. Επίσης, τα χωράφια τους είναι πολύ μικρά και η παραγωγικότητα με τον πόλεμο έπεσε κατακόρυφα και ο αριθμός των ζώων τους μειώθηκε δραματικά. Και, το κυριότερο, τα χωριά τους είναι κατεστραμμένα από τις μάχες. Σε έγγραφο της στρατιωτικής διοίκησης Θεσσαλονίκης του Οκτωβρίου 1949, αναφέρονται και τα εξής: «Δεν είναι νοητό ουδέ επιτετραμμένον επί ΕΑΜοκρατίας να υπήρχαν Δημοδιδάσκαλοι εις όλα τα χωρία και ήδη ότε πλήρης ασφάλεια παρέχεται εις άπαντα τα επαναπατρισθέντα χωρία να μην υπάρχουν τοιούτοι».
Πριν περάσουν λίγα χρόνια, οι ξεριζωμένοι του Εμφυλίου θα αποτελέσουν τη μαγιά του μεγάλου κύματος της εξωτερικής μετανάστευσης. Της μετανάστευσης – πληγής της μεταπολεμικής Ελλάδας, την οποία είχαν προαναγγείλει από τον Ιούλιο ήδη του 1949 οι Αμερικανοί επικυρίαρχοι της χώρας μας.
Το «Γραφείο Αντικατασκοπευτικής Ερευνας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ» (OIR: OFFICE OF INTELLIGENCE RESEARCH) σε αναφορά του προτείνει, ως λύση στο πρόβλημα του «υπερπληθυσμού» των αγροτικών περιοχών, την εξωτερική μετανάστευση 80.000 – 10.000 ατόμων κάθε χρόνο – η οποία, κατά την άποψη των Αμερικανών, θα «εκμηδένιζε» την αναμενόμενη φυσική αύξηση του πληθυσμού.
Σημειώσεις:
1. Οι εκθέσεις των αμερικανικών υπηρεσιών δημοσιεύονται στη μελέτη της καθηγήτριας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Αγγελικής Λαΐου, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Μελέτες για τον Εμφύλιο 1945 – 1949″. Αναλυτικό ρεπορτάζ για το θέμα των εκτοπισμένων του Εμφυλίου δημοσιεύθηκε στο «Ποντίκι» στις 31/8/1995.
2. Πρόσφυγες σε όλη την Ελλάδα, σύμφωνα με επίσημα αμερικανικά και ελληνικά έγγραφα:
Ιανουάριος 1947 : 19.000
Μάιος 1947 : 65.000
Σεπτέμβριος 1947 : 238.000
Νοέμβριος 1947 : 500.000
Μάρτιος 1948 : 600.000
Μάιος 1949 : 684.000
Οκτώβριος 1949 : 684.000
Ο αστικός πολιτικός κόσμος την περίοδο 1947-1948
Το φθινόπωρο του 1946 προετοιμάζεται η ιμπεριαλιστική «αλλαγή φρουράς» στην Ελλάδα. Η Αγγλία, που αντιμετώπιζε βαθιά οικονομική κρίση, παραχωρεί τη θέση της στις ΗΠΑ, που δήλωναν ότι θεωρούν την Ελλάδα «ζωτικόν χώρον διά την ασφάλειάν των».
Με σκοπό να δοθεί κάποια ψευτοδημοκρατική επίφαση στο αυταρχικό, νεοφασιστικό καθεστώς και να φανεί ότι η αμερικανική «βοήθεια» γίνεται αποδεχτή απ’ όλο τον πολιτικό κόσμο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αξιώνει να γίνει κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, στις 27 Γενάρη 1947 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τσαλδάρη και ορκίστηκε κυβέρνηση, με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της τότε Βουλής. Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο τραπεζίτης Δημήτριος Μάξιμος, με αντιπροέδρους τους Κ. Τσαλδάρη και Σ. Βενιζέλο. Ο Γ. Παπανδρέου ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών, ο Στ. Γονατάς το Δημοσίων Εργων, ο Π. Κανελλόπουλος το Ναυτικών και ο Ν. Ζέρβας το Δημοσίας Τάξεως.
Ηταν η λεγόμενη επτακέφαλος κυβέρνηση.
Στις 15 Φλεβάρη 1947, ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Μπέβιν, ανακοίνωσε την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα και στις 12 Μάρτη, ο Τρούμαν εξήγγειλε το περιβόητο «δόγμα» του.
Το ΚΚΕ κατάγγειλε το «δόγμα Τρούμαν» ως ωμή και απροκάλυπτη ιμπεριαλιστική επέμβαση και κάλεσε το λαό να ενωθεί και να παλέψει για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αντιθέτως, τα αστικά κόμματα, τόσο της Δεξιάς όσο και του Κέντρου, αποδέχτηκαν και χαιρέτισαν θριαμβευτικά το «δόγμα Τρούμαν».
Η κυβέρνηση Μαξίμου έστρεψε την προσοχή της στην ένταση της φασιστικής τρομοκρατίας, τη συντριβή του λαϊκού κινήματος και στη συγκρότηση και τον εξοπλισμό του στρατού, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αντάρτικες ομάδες. Στο μεταξύ, τον Απρίλη του 1947 πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος Β` και ανέβηκε στο θρόνο ο αδελφός του, Παύλος Γλύξμπουργκ, σύζυγος της Γερμανίδας Φρειδερίκης.
Οι Αμερικανοί, που ήταν δυσαρεστημένοι από την αποτυχία των «εκκαθαριστικών» επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού, ενάντια στο ΔΣΕ, προσανατολίζονται στο σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις 23 Αυγούστου παραιτείται ο πρωθυπουργός Μάξιμος και στις 7 Σεπτέμβρη 1947, ύστερα από απαίτηση των Αμερικανών, ορκίστηκε συμμαχική κυβέρνηση, που την αποτελούσαν οι 10 «φιλελεύθεροι» και 14 «λαϊκοί» υπουργοί, με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη και αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Τσαλδάρη.
Το ΚΚΕ, στην απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ (Σεπτέμβρης 1947), τόνιζε ότι η κυβέρνηση Σοφούλη αποτελεί συνέχιση και επέκταση στη μεταδεκεμβριανή πολιτική καταστροφή της πατρίδας μας και ότι η αποστολή του Σοφούλη είναι – δίπλα στη δυναμική πολιτική και τη δολοφονική τρομοκρατία – να χρησιμοποιήσει πιο έντονα το όπλο της ψευτοδημοκρατίας και της απάτης. Σημείωνε δε ότι για μια ακόμη φορά ο Σοφούλης και το κόμμα του πρόδωσαν τη δημοκρατία, το λαό, την Ελλάδα. Η 3η Ολομέλεια κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ αποτελεί τη μοναδική επιβεβλημένη απάντηση, που ο λαός και η Ελλάδα έχουν να δώσουν στους ξένους κατακτητές και τους ντόπιους υποταχτικούς τους και διαπίστωνε ότι ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία μιας ελεύθερης περιοχής, με δημοκρατική κυβέρνηση. Στις 24 Δεκέμβρη 1947, ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΔΣΕ ανάγγειλε το σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, από ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και με πρόεδρο, τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη.
Η άμεση απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη στο σχηματισμό της Π. Δ. Κ. ήταν να θέσει στις 8 Γενάρη 1948 και τυπικά εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη, με βάση το νόμο 509/47, περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος και εξαπόλυσε άγριο διωγμό, στέλνοντας χιλιάδες αγωνιστές στα ξερονήσια και τις φυλακές, γεμίζοντας τα εφιαλτικά στρατόπεδα, όπως της Μακρονήσου, της Γιάρου κ. ά.
«Ιδού ο στρατός σας»!
Υστερα από το «δόγμα Τρούμαν», που συνοδεύτηκε και με το «Σχέδιο Μάρσαλ», το οποίο εξαγγέλθηκε στα τέλη του 1947, άρχισε ο εντατικός εξοπλισμός του κυβερνητικού στρατού από τις ΗΠΑ, με σύγχρονα όπλα, αεροπλάνα, τανκς και άλλο υλικό. Τη διοίκηση των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων ανέλαβε ουσιαστικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, που έφτασε στην Ελλάδα το Φλεβάρη του 1948 ως επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής. Ηταν αυτός, που μερικά χρόνια αργότερα, ο και τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας, Π. Κανελλόπουλος, τον προσφώνησε με τα λόγια: «Στρατηγέ, καλώς ήρθατε στο σπίτι σας»! Και δείχνοντας το ελληνικό στρατιωτικό άγημα, πρόσθεσε: «Ιδού ο στρατός σας»!
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρσαλ, που ήρθε στην Αθήνα, στα τέλη του 1948, αξίωσε το σχηματισμό ευρείας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης απ’ όλα τα αστικά κόμματα, για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του ΔΣΕ. Μια τέτοια κυβέρνηση δε σχηματίστηκε αμέσως, γιατί ορισμένοι πολιτικοί αρχηγοί αρνούνταν κατ’ αρχάς τη συμμετοχή τους. Αργότερα, όμως, το δεύτερο δεκαήμερο του Γενάρη, υπέκυψαν στις πιέσεις των Αμερικανών και ορκίστηκε νέα κυβέρνηση Σοφούλη, στην οποία πήραν μέρος, εκτός του Κ. Τσαλδάρη, και οι Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελόπουλος, που αρνούνταν ως τότε. Επίσης πήραν μέρος οι Σπ. Μαρκεζίνης, Κ. Καραμανλής, Στ. Στεφανόπουλος, Κ. Τσάτσος, Ευάγ. Αβέρωφ και άλλοι πολιτικοί παράγοντες. Αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων διορίστηκε ο Αλέξανδρος Παπάγος, που του ανέθεσαν την αποφασιστική αναμέτρηση με το ΔΣΕ και την οριστική συντριβή του. Η άρχουσα τάξη και οι πάτρωνές της ήταν έτοιμοι για την τελική, κρίσιμη μάχη.
Με σκοπό να δοθεί κάποια ψευτοδημοκρατική επίφαση στο αυταρχικό, νεοφασιστικό καθεστώς και να φανεί ότι η αμερικανική «βοήθεια» γίνεται αποδεχτή απ’ όλο τον πολιτικό κόσμο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αξιώνει να γίνει κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, στις 27 Γενάρη 1947 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τσαλδάρη και ορκίστηκε κυβέρνηση, με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της τότε Βουλής. Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο τραπεζίτης Δημήτριος Μάξιμος, με αντιπροέδρους τους Κ. Τσαλδάρη και Σ. Βενιζέλο. Ο Γ. Παπανδρέου ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών, ο Στ. Γονατάς το Δημοσίων Εργων, ο Π. Κανελλόπουλος το Ναυτικών και ο Ν. Ζέρβας το Δημοσίας Τάξεως.
Ηταν η λεγόμενη επτακέφαλος κυβέρνηση.
Στις 15 Φλεβάρη 1947, ο υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Μπέβιν, ανακοίνωσε την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα και στις 12 Μάρτη, ο Τρούμαν εξήγγειλε το περιβόητο «δόγμα» του.
Το ΚΚΕ κατάγγειλε το «δόγμα Τρούμαν» ως ωμή και απροκάλυπτη ιμπεριαλιστική επέμβαση και κάλεσε το λαό να ενωθεί και να παλέψει για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αντιθέτως, τα αστικά κόμματα, τόσο της Δεξιάς όσο και του Κέντρου, αποδέχτηκαν και χαιρέτισαν θριαμβευτικά το «δόγμα Τρούμαν».
Η κυβέρνηση Μαξίμου έστρεψε την προσοχή της στην ένταση της φασιστικής τρομοκρατίας, τη συντριβή του λαϊκού κινήματος και στη συγκρότηση και τον εξοπλισμό του στρατού, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αντάρτικες ομάδες. Στο μεταξύ, τον Απρίλη του 1947 πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος Β` και ανέβηκε στο θρόνο ο αδελφός του, Παύλος Γλύξμπουργκ, σύζυγος της Γερμανίδας Φρειδερίκης.
Οι Αμερικανοί, που ήταν δυσαρεστημένοι από την αποτυχία των «εκκαθαριστικών» επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού, ενάντια στο ΔΣΕ, προσανατολίζονται στο σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις 23 Αυγούστου παραιτείται ο πρωθυπουργός Μάξιμος και στις 7 Σεπτέμβρη 1947, ύστερα από απαίτηση των Αμερικανών, ορκίστηκε συμμαχική κυβέρνηση, που την αποτελούσαν οι 10 «φιλελεύθεροι» και 14 «λαϊκοί» υπουργοί, με πρωθυπουργό τον Θ. Σοφούλη και αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών τον Κ. Τσαλδάρη.
Το ΚΚΕ, στην απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ (Σεπτέμβρης 1947), τόνιζε ότι η κυβέρνηση Σοφούλη αποτελεί συνέχιση και επέκταση στη μεταδεκεμβριανή πολιτική καταστροφή της πατρίδας μας και ότι η αποστολή του Σοφούλη είναι – δίπλα στη δυναμική πολιτική και τη δολοφονική τρομοκρατία – να χρησιμοποιήσει πιο έντονα το όπλο της ψευτοδημοκρατίας και της απάτης. Σημείωνε δε ότι για μια ακόμη φορά ο Σοφούλης και το κόμμα του πρόδωσαν τη δημοκρατία, το λαό, την Ελλάδα. Η 3η Ολομέλεια κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ αποτελεί τη μοναδική επιβεβλημένη απάντηση, που ο λαός και η Ελλάδα έχουν να δώσουν στους ξένους κατακτητές και τους ντόπιους υποταχτικούς τους και διαπίστωνε ότι ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία μιας ελεύθερης περιοχής, με δημοκρατική κυβέρνηση. Στις 24 Δεκέμβρη 1947, ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΔΣΕ ανάγγειλε το σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, από ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και με πρόεδρο, τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη.
Η άμεση απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη στο σχηματισμό της Π. Δ. Κ. ήταν να θέσει στις 8 Γενάρη 1948 και τυπικά εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη, με βάση το νόμο 509/47, περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος και εξαπόλυσε άγριο διωγμό, στέλνοντας χιλιάδες αγωνιστές στα ξερονήσια και τις φυλακές, γεμίζοντας τα εφιαλτικά στρατόπεδα, όπως της Μακρονήσου, της Γιάρου κ. ά.
«Ιδού ο στρατός σας»!
Υστερα από το «δόγμα Τρούμαν», που συνοδεύτηκε και με το «Σχέδιο Μάρσαλ», το οποίο εξαγγέλθηκε στα τέλη του 1947, άρχισε ο εντατικός εξοπλισμός του κυβερνητικού στρατού από τις ΗΠΑ, με σύγχρονα όπλα, αεροπλάνα, τανκς και άλλο υλικό. Τη διοίκηση των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων ανέλαβε ουσιαστικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, που έφτασε στην Ελλάδα το Φλεβάρη του 1948 ως επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής. Ηταν αυτός, που μερικά χρόνια αργότερα, ο και τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας, Π. Κανελλόπουλος, τον προσφώνησε με τα λόγια: «Στρατηγέ, καλώς ήρθατε στο σπίτι σας»! Και δείχνοντας το ελληνικό στρατιωτικό άγημα, πρόσθεσε: «Ιδού ο στρατός σας»!
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρσαλ, που ήρθε στην Αθήνα, στα τέλη του 1948, αξίωσε το σχηματισμό ευρείας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης απ’ όλα τα αστικά κόμματα, για την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του ΔΣΕ. Μια τέτοια κυβέρνηση δε σχηματίστηκε αμέσως, γιατί ορισμένοι πολιτικοί αρχηγοί αρνούνταν κατ’ αρχάς τη συμμετοχή τους. Αργότερα, όμως, το δεύτερο δεκαήμερο του Γενάρη, υπέκυψαν στις πιέσεις των Αμερικανών και ορκίστηκε νέα κυβέρνηση Σοφούλη, στην οποία πήραν μέρος, εκτός του Κ. Τσαλδάρη, και οι Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελόπουλος, που αρνούνταν ως τότε. Επίσης πήραν μέρος οι Σπ. Μαρκεζίνης, Κ. Καραμανλής, Στ. Στεφανόπουλος, Κ. Τσάτσος, Ευάγ. Αβέρωφ και άλλοι πολιτικοί παράγοντες. Αρχιστράτηγος των Ενόπλων Δυνάμεων διορίστηκε ο Αλέξανδρος Παπάγος, που του ανέθεσαν την αποφασιστική αναμέτρηση με το ΔΣΕ και την οριστική συντριβή του. Η άρχουσα τάξη και οι πάτρωνές της ήταν έτοιμοι για την τελική, κρίσιμη μάχη.
H 3η Μεραρχία των νεκρών του ΔΣΕ
Όλες ανεξαιρέτως οι Μεραρχίες του ΔΣΕ έγραψαν την δική τους ηρωική εποποιία στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας με τα ηρωικά τους κατορθώματα. Μία από αυτές, η 3η Μεραρχία που έδρασε στην Πελοπόννησο στάθηκε πιο ηρωική και συνάμα πιό τραγική απο όλες τις άλλες και αυτό γιατί: Όλοι ανεξαιρέτως οι μαχητές της γνώριζαν οτι εάν δεν κατάφερναν να κρατήσουν τον Μοριά , αυτό θα σήμαινε τον θάνατό τους . Η γεωγραφική θέση και μορφολογία του εδάφους της Πελοποννήσου, σε συνδυασμό με την έλλειψη ναυτικού και αεροπορίας, καθιστούσε αδύνατη την οργανωμένη διαφυγή τους. Επρεπε στον κλειστό αυτό χώρο ή να νικήσουν ή να πεθάνουν.
Παρά το γεγονός ότι μετά τη Βάρκιζα η περιοχή μετατράπηκε σε ορμητήριο του παρακράτους ,με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την αριστερά, τα στελέχη και τους οπαδούς της. Παρά το γεγονός ότι ο ΔΣΠ ήταν ουσιαστικά υποχρεωμένος να λειτουργήσει σχεδόν ανεξάρτητα, χωρίς δηλαδή σύνδεση με τον βασικό κορμό του στρατεύματος της υπόλοιπης Ελλάδας, κατάφερε το Φθινόπωρο του 1948 να ελέγχει τα τρία τέταρτα της Πελοποννήσου, με τη συνολική του δύναμη να αγγίζει τους 4.000 μαχητές, όταν την ίδια στιγμή ο αντίπαλος είχε περισσότερους από 32.000 άντρες με υπέρτερο στρατιωτικό υλικό, χωρίς να συνυπολογίζουμε την ουκ ευκαταφρόνητη δύναμη της Χωροφυλακής και τους ΜΑΥ. Ηταν τέτοια η αποτελεσματικότητα και η ισχύς του ΔΣΠ που προκάλεσε τέτοια αναστάτωση στην αστική κυβέρνηση της Αθήνας που αναγκάστηκε να αλλάξει πέντε διοικητές στην περιοχή. Οι πολιτικοί παράγοντες της κυβέρνησης των Αθηνών, μέχρι και ο ίδιος ο βασιλιάς, όταν επισκέπτονταν την Πελοπόννησο χρησιμοποιούσαν μονάχα θαλάσσια μέσα καθώς δεν τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν επ' ουδενί το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο του Μοριά φοβούμενοι ενέδρες, σαμποτάζ και άλλα δολοφονικά χτυπήματα.
Οι αξιόμαχοι αντάρτες της 3ης Μεραρχίας νικήθηκαν όχι λόγω πολιτικών ή στρατιωτικών συνθηκών και επιλογών αλλά λόγω της έλλειψης πυρομαχικών, που τόσο ταλαιπωρούσε το ΔΣΕ, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, καθώς και λόγω της έλλειψης εφεδρειών, πράγμα που καταδίκασε γενικότερα την πορεία του ΔΣΕ. Η αδυναμία εξοπλισμού με πυρομαχικά και είδη πρώτης ανάγκης τόσο για τον πόλεμο όσο και για την διαβίωση των μαχητών, αποτέλεσε τη βασική αιτία που ο ΔΣΠ ηττήθηκε νωρίτερα σε σχέση με τις άλλες Μεραρχίες του ΔΣΕ. Οι τρεις συνεχόμενες αποτυχίες για ανεφοδιασμό του ΔΣΠ με πολεμικό υλικό, απο την Στερεά Ελλάδα το Φθινόπωρο του 1948 αποτέλεσαν την ταφόπλακά του.
Παράλληλα ο στρατηγός Τσακαλώτος και ο υποστράτηγος Πετζόπουλος στις 27/12/1948 εξαπέλυσαν τεραστίων διαστάσεων διώξεις ενάντια στον δημοκρατικό πληθυσμό της περιοχής και απομόνωσαν την περιοχή του Μοριά από την υπόλοιπη Ελλάδα, με τμήματα του κυβερνητικού στρατού που ήλεγχαν τις οδικές και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες. Ο Τσακαλώτος σε συνδυασμένη επιχείρηση συνέλαβε 4.500 πολίτες που τιτλοφόρησε ως «Κομμουνιστές» και οι οποίοι, μέσα σε μια νύχτα, φορτώθηκαν σε πλοία και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων και τόπους εξορίας. Η κυβέρνηση δεν ενημερώθηκε καν για το γεγονός καθώς όπως ο ίδιος ο Τσακαλώτος μαρτυρά στην αυτοβιογραφία του, οι Αμερικάνοι τους πίεσαν να ενεργήσουν κατά τον τρόπο αυτό (κλισέ : εκτελούσα διαταγές).
Οι άνδρες της 3ης εξάντλησαν και την τελευταία σφαίρα του όπλου τους πριν πέσουν νεκροί. Με τις διαρκείς μετακινήσεις, τους ελιγμούς και τις μάχες κατάφεραν να διασωθούν μόνο μερικές εκατοντάδες μαχητών μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Πολύ πριν φτάσουν σε αυτή την κατάσταση, από τις αρχές του 1948 ακόμη, τόσο οι ηγέτες του ΔΣΠ όσο και οι μαχητές θεωρούσαν ως αποτυχημένες τις μάχες εκείνες, γιατί, παρά το γεγονός ότι κατατρόπωναν τον αντίπαλο, δεν κατάφερναν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά που ξόδεψαν στις επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις διαταγές επιχειρήσεων των τμημάτων της Πελοποννήσου συναντά κανείς προς το τέλος δύο πολύ χαρακτηριστικές γραμμές, που γράφουν : «Ανεφοδιασμός και επιμελητεία : εκ του εχθρού». Οι γραμμές αυτές μας θυμίζουν τόσο τις ίδιες διαταγές που δίναν οι καπεταναίοι της Εθνικής Αντίστασης όσο και την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία που χαρακτήριζε και τους δύο.
Οι δυνάμεις του ΔΣΠ, παρά τον ηρωισμό των μαχητών και μαχητριών του, μακριά απο το κύριο σώμα του ΔΣΕ, και χωρίς τα απαιτούμενα πολεμοφόδια, ηττήθηκαν τελικά από τις κατά κράτος υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού. Στα τέλη του Αυγούστου έως και τις αρχές Σεπτέμβρη του 1949, ο ΔΣΕ είχε αποσυρθεί στην Αλβανία. Στην Πελοπόννησο, στις αρχές Αυγούστου σκοτώθηκαν οι Ρογκάκος, Λάτσης και Φούρκας στον Πάρνωνα και ο Πέρδικας στο Μαίναλο. Μετά τις δραματικές αυτές εξελίξεις, ο αρχηγός του ΔΣΠ, Στέφανος Γκιουζέλης, προσανατολίστηκε στη διαφυγή του ίδιου, του Α. Κονταλώνη και της ομάδας Καμαρινού προς την Αλβανία, χρησιμοποιώντας ένα μικρό βενζινόπλοιο από τις ακτές του Μεσσηνιακού Κόλπου, αλλά στις 4 του Σεπτέμβρη 1949, όταν η μικρή ομάδα κινούνταν από Λουσίνα προς την κοιλάδα του Ευρώτα, έπεσε σε ενέδρα του Ε.Σ. και των ΛΟΚ στην τοποθεσία «Λάτα» του χωριού Καστανιά (Καστόρι) και διαλύθηκε. Ο ίδιος ο Γκιουζέλης μαζεύοντας μερικούς μαχητές κοντά του προσπάθησε να αμυνθεί αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά μένοντας μόνος κατάφερε να συρθεί σε ένα μαντρί κοντά στον Χελμό και εκεί πέθανε απο τα τραύματά του και την πείνα.
Απο τα επιτελικά στελέχη του ΔΣΠ μονάχα δύο κατάφεραν να διασωθούν οι : Αρίστος Κονταλώνης και Γιώργος Καμαρινός, ενώ απο τους μαχητές μόλις μερικές δεκάδες. Οι προσωπικές ιστορίες και των δύο για το πώς κατάφεραν να γλιτώσουν ξεπερνούν κάθε φαντασία. Ο τελευταίος ελεύθερος αντάρτης του ΔΣΠ, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, βρέθηκε νεκρός σε μια σπηλιά πάνω από το χωριό Μπάλα Μεσσηνίας, το 1952, τρία χρόνια μετά την ήττα του ΔΣΕ.
Ας δούμε όμως τώρα τις δυνάμεις τόσο του Ε.Σ Πελοποννήσου όσο και του ΔΣΠ για να αποκτήσουμε και μιά πιό αντικειμενική ματιά
Η 3η Μεραρχία του ΔΣΕ
Διοικητής: Στέφανος Γκιουζέλης, συνταγματάρχης, μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου του ΔΣΕ
Πολιτικός Επίτροπος: Βαγγέλης Ρογκάκος,αντισυνταγματάρχης
Βοηθός Πολιτικού Επιτρόπου: Κωνσταντίνος Μουλόπουλος
Η Μεραρχία συγκέντρωνε περίπου 2.800 άνδρες. Μαζί της ενώθηκαν διάφορες ομάδες χώρου με περίπου 600 άνδρες και το σώμα Αυτοάμυνας που αριθμούσε περίπου 4.000 μαχητές
Σύνολο: 7.400 μαχητές
Οι δυνάμεις του Ε.Σ.
Ο Ε.Σ. είχε στην διάθεσή του την 9η Μεραρχία απο το ‘Α Σώμα Στρατού με τρείς ενισχυμένες ταξιαρχίες,
Δύο μοίρες ΛΟΚ
Ένα Σύνταγμα πεδινού πυροβολικού
και
Ένα ορειβατικού.
Στις δυνάμεις αυτές που ουσιαστικά μετακινήθηκαν απο την κεντρική Ελλάδα έρχονταν να προστεθούν οι τοπικές δυνάμεις του Ε.Σ. στην Πελοπόννησο :
Δύο ακόμα μοίρες των ΛΟΚ,
η 72η Ταξιαρχία,
14 τάγματα ελαφρού πεζικού,
ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων,
μία πυροβολαρχία ,
τρία τάγματα της Χωροφυλακής και μεγάλες δυνάμεις των ΜΑΥ και των παρακρατικών.
Σύνολο: 45.000 μαχητές
Η στελεχική σύνθεση της 3ης Μεραρχίας
Επόπτης όλων των Γραφείων του Επιτελείου 3ης Μεραρχίας, Γιώργος Αρετάκης (Σφακιανός), αντισυνταγματάρχης.
* Διευθυντής του Γραφείου Επιχειρήσεων, Κώστας Μπασακίδης, αντισυνταγματάρχης
* Διευθυντής 2ου Γραφείου, Λυκούργος Γιαννούκος (Μετερίζης), ταγματάρχης
* Διευθυντής Δικαστικού, Νίκος Γκότσης, αντισυνταγματάρχης
* Διοικητής Λαϊκής Πολιτοφυλακής, Ηλίας Κιαπές, αντισυνταγματάρχης
* Διευθυντής Επιμελητείας, Γιάννης Παπαδόπουλος, ταγματάρχης
* Υπεύθυνος Δημοκρατικής Νεολαίας, Γιάννης Κώνστας (Αγγελος)
* Διοικητής της Σχολής Αξιωματικών, Κώστας Κανελλόπουλος, αντισυνταγματάρχης
* Διοικητής Λόχου Ασφαλείας, Νίκος Πανούσης, λοχαγός
*Διοικητής της 22ης Ταξιαρχίας, Γιάννης Σαρρής (Σαρήγιαννης), αντισυνταγματάρχης, Πολιτικός Επίτροπος (ΠΕ), Χριστόφορος Κώνστας, αντισυνταγματάρχης.
*Διοικητής της 55ης Ταξιαρχίας, Θεόδωρος Πρεκεζές, αντισυνταγματάρχης, ΠΕ, Κώστας Λαδάς, ταγματάρχης.
Περιφερειακά Αρχηγεία:
* Διοικητής Αρχηγείου Πάρνωνα, Γιώργος Ατζακλής, ταγματάρχης, ΠΕ Νίκος Λάτσης, ταγματάρχης.
* Διοικητής Αρχηγείου Ταϋγέτου, Κώστας Ξυδέας, ταγματάρχης, ΠΕ Γιώργος Παπαδόπουλος, λοχαγός.
* Διοικητής Αρχηγείου Μαινάλου Δημήτρης Γιαννακούρας (Πέρδικας), ταγματάρχης, ΠΕ Γιώργος Σπυρόπουλος.
* Διοικητής Αρχηγείου Αχαΐας - Ηλείας Δημήτρης Πετρόπουλος (Ζαχαριάς), ταγματάρχης, ΠΕ Θωμάς Αγγελάκος, ταγματάρχης.
* Διοικητής Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, Μανώλης Σταθάκης, αντισυνταγματάρχης, ΠΕ Γιώργης Δαράκης,
Παρά το γεγονός ότι μετά τη Βάρκιζα η περιοχή μετατράπηκε σε ορμητήριο του παρακράτους ,με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την αριστερά, τα στελέχη και τους οπαδούς της. Παρά το γεγονός ότι ο ΔΣΠ ήταν ουσιαστικά υποχρεωμένος να λειτουργήσει σχεδόν ανεξάρτητα, χωρίς δηλαδή σύνδεση με τον βασικό κορμό του στρατεύματος της υπόλοιπης Ελλάδας, κατάφερε το Φθινόπωρο του 1948 να ελέγχει τα τρία τέταρτα της Πελοποννήσου, με τη συνολική του δύναμη να αγγίζει τους 4.000 μαχητές, όταν την ίδια στιγμή ο αντίπαλος είχε περισσότερους από 32.000 άντρες με υπέρτερο στρατιωτικό υλικό, χωρίς να συνυπολογίζουμε την ουκ ευκαταφρόνητη δύναμη της Χωροφυλακής και τους ΜΑΥ. Ηταν τέτοια η αποτελεσματικότητα και η ισχύς του ΔΣΠ που προκάλεσε τέτοια αναστάτωση στην αστική κυβέρνηση της Αθήνας που αναγκάστηκε να αλλάξει πέντε διοικητές στην περιοχή. Οι πολιτικοί παράγοντες της κυβέρνησης των Αθηνών, μέχρι και ο ίδιος ο βασιλιάς, όταν επισκέπτονταν την Πελοπόννησο χρησιμοποιούσαν μονάχα θαλάσσια μέσα καθώς δεν τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν επ' ουδενί το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο του Μοριά φοβούμενοι ενέδρες, σαμποτάζ και άλλα δολοφονικά χτυπήματα.
Οι αξιόμαχοι αντάρτες της 3ης Μεραρχίας νικήθηκαν όχι λόγω πολιτικών ή στρατιωτικών συνθηκών και επιλογών αλλά λόγω της έλλειψης πυρομαχικών, που τόσο ταλαιπωρούσε το ΔΣΕ, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, καθώς και λόγω της έλλειψης εφεδρειών, πράγμα που καταδίκασε γενικότερα την πορεία του ΔΣΕ. Η αδυναμία εξοπλισμού με πυρομαχικά και είδη πρώτης ανάγκης τόσο για τον πόλεμο όσο και για την διαβίωση των μαχητών, αποτέλεσε τη βασική αιτία που ο ΔΣΠ ηττήθηκε νωρίτερα σε σχέση με τις άλλες Μεραρχίες του ΔΣΕ. Οι τρεις συνεχόμενες αποτυχίες για ανεφοδιασμό του ΔΣΠ με πολεμικό υλικό, απο την Στερεά Ελλάδα το Φθινόπωρο του 1948 αποτέλεσαν την ταφόπλακά του.
Παράλληλα ο στρατηγός Τσακαλώτος και ο υποστράτηγος Πετζόπουλος στις 27/12/1948 εξαπέλυσαν τεραστίων διαστάσεων διώξεις ενάντια στον δημοκρατικό πληθυσμό της περιοχής και απομόνωσαν την περιοχή του Μοριά από την υπόλοιπη Ελλάδα, με τμήματα του κυβερνητικού στρατού που ήλεγχαν τις οδικές και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες. Ο Τσακαλώτος σε συνδυασμένη επιχείρηση συνέλαβε 4.500 πολίτες που τιτλοφόρησε ως «Κομμουνιστές» και οι οποίοι, μέσα σε μια νύχτα, φορτώθηκαν σε πλοία και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων και τόπους εξορίας. Η κυβέρνηση δεν ενημερώθηκε καν για το γεγονός καθώς όπως ο ίδιος ο Τσακαλώτος μαρτυρά στην αυτοβιογραφία του, οι Αμερικάνοι τους πίεσαν να ενεργήσουν κατά τον τρόπο αυτό (κλισέ : εκτελούσα διαταγές).
Οι άνδρες της 3ης εξάντλησαν και την τελευταία σφαίρα του όπλου τους πριν πέσουν νεκροί. Με τις διαρκείς μετακινήσεις, τους ελιγμούς και τις μάχες κατάφεραν να διασωθούν μόνο μερικές εκατοντάδες μαχητών μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Πολύ πριν φτάσουν σε αυτή την κατάσταση, από τις αρχές του 1948 ακόμη, τόσο οι ηγέτες του ΔΣΠ όσο και οι μαχητές θεωρούσαν ως αποτυχημένες τις μάχες εκείνες, γιατί, παρά το γεγονός ότι κατατρόπωναν τον αντίπαλο, δεν κατάφερναν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά που ξόδεψαν στις επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις διαταγές επιχειρήσεων των τμημάτων της Πελοποννήσου συναντά κανείς προς το τέλος δύο πολύ χαρακτηριστικές γραμμές, που γράφουν : «Ανεφοδιασμός και επιμελητεία : εκ του εχθρού». Οι γραμμές αυτές μας θυμίζουν τόσο τις ίδιες διαταγές που δίναν οι καπεταναίοι της Εθνικής Αντίστασης όσο και την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία που χαρακτήριζε και τους δύο.
Οι δυνάμεις του ΔΣΠ, παρά τον ηρωισμό των μαχητών και μαχητριών του, μακριά απο το κύριο σώμα του ΔΣΕ, και χωρίς τα απαιτούμενα πολεμοφόδια, ηττήθηκαν τελικά από τις κατά κράτος υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού. Στα τέλη του Αυγούστου έως και τις αρχές Σεπτέμβρη του 1949, ο ΔΣΕ είχε αποσυρθεί στην Αλβανία. Στην Πελοπόννησο, στις αρχές Αυγούστου σκοτώθηκαν οι Ρογκάκος, Λάτσης και Φούρκας στον Πάρνωνα και ο Πέρδικας στο Μαίναλο. Μετά τις δραματικές αυτές εξελίξεις, ο αρχηγός του ΔΣΠ, Στέφανος Γκιουζέλης, προσανατολίστηκε στη διαφυγή του ίδιου, του Α. Κονταλώνη και της ομάδας Καμαρινού προς την Αλβανία, χρησιμοποιώντας ένα μικρό βενζινόπλοιο από τις ακτές του Μεσσηνιακού Κόλπου, αλλά στις 4 του Σεπτέμβρη 1949, όταν η μικρή ομάδα κινούνταν από Λουσίνα προς την κοιλάδα του Ευρώτα, έπεσε σε ενέδρα του Ε.Σ. και των ΛΟΚ στην τοποθεσία «Λάτα» του χωριού Καστανιά (Καστόρι) και διαλύθηκε. Ο ίδιος ο Γκιουζέλης μαζεύοντας μερικούς μαχητές κοντά του προσπάθησε να αμυνθεί αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά μένοντας μόνος κατάφερε να συρθεί σε ένα μαντρί κοντά στον Χελμό και εκεί πέθανε απο τα τραύματά του και την πείνα.
Απο τα επιτελικά στελέχη του ΔΣΠ μονάχα δύο κατάφεραν να διασωθούν οι : Αρίστος Κονταλώνης και Γιώργος Καμαρινός, ενώ απο τους μαχητές μόλις μερικές δεκάδες. Οι προσωπικές ιστορίες και των δύο για το πώς κατάφεραν να γλιτώσουν ξεπερνούν κάθε φαντασία. Ο τελευταίος ελεύθερος αντάρτης του ΔΣΠ, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, βρέθηκε νεκρός σε μια σπηλιά πάνω από το χωριό Μπάλα Μεσσηνίας, το 1952, τρία χρόνια μετά την ήττα του ΔΣΕ.
Ας δούμε όμως τώρα τις δυνάμεις τόσο του Ε.Σ Πελοποννήσου όσο και του ΔΣΠ για να αποκτήσουμε και μιά πιό αντικειμενική ματιά
Η 3η Μεραρχία του ΔΣΕ
Διοικητής: Στέφανος Γκιουζέλης, συνταγματάρχης, μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου του ΔΣΕ
Πολιτικός Επίτροπος: Βαγγέλης Ρογκάκος,αντισυνταγματάρχης
Βοηθός Πολιτικού Επιτρόπου: Κωνσταντίνος Μουλόπουλος
Η Μεραρχία συγκέντρωνε περίπου 2.800 άνδρες. Μαζί της ενώθηκαν διάφορες ομάδες χώρου με περίπου 600 άνδρες και το σώμα Αυτοάμυνας που αριθμούσε περίπου 4.000 μαχητές
Σύνολο: 7.400 μαχητές
Οι δυνάμεις του Ε.Σ.
Ο Ε.Σ. είχε στην διάθεσή του την 9η Μεραρχία απο το ‘Α Σώμα Στρατού με τρείς ενισχυμένες ταξιαρχίες,
Δύο μοίρες ΛΟΚ
Ένα Σύνταγμα πεδινού πυροβολικού
και
Ένα ορειβατικού.
Στις δυνάμεις αυτές που ουσιαστικά μετακινήθηκαν απο την κεντρική Ελλάδα έρχονταν να προστεθούν οι τοπικές δυνάμεις του Ε.Σ. στην Πελοπόννησο :
Δύο ακόμα μοίρες των ΛΟΚ,
η 72η Ταξιαρχία,
14 τάγματα ελαφρού πεζικού,
ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων,
μία πυροβολαρχία ,
τρία τάγματα της Χωροφυλακής και μεγάλες δυνάμεις των ΜΑΥ και των παρακρατικών.
Σύνολο: 45.000 μαχητές
Η στελεχική σύνθεση της 3ης Μεραρχίας
Επόπτης όλων των Γραφείων του Επιτελείου 3ης Μεραρχίας, Γιώργος Αρετάκης (Σφακιανός), αντισυνταγματάρχης.
* Διευθυντής του Γραφείου Επιχειρήσεων, Κώστας Μπασακίδης, αντισυνταγματάρχης
* Διευθυντής 2ου Γραφείου, Λυκούργος Γιαννούκος (Μετερίζης), ταγματάρχης
* Διευθυντής Δικαστικού, Νίκος Γκότσης, αντισυνταγματάρχης
* Διοικητής Λαϊκής Πολιτοφυλακής, Ηλίας Κιαπές, αντισυνταγματάρχης
* Διευθυντής Επιμελητείας, Γιάννης Παπαδόπουλος, ταγματάρχης
* Υπεύθυνος Δημοκρατικής Νεολαίας, Γιάννης Κώνστας (Αγγελος)
* Διοικητής της Σχολής Αξιωματικών, Κώστας Κανελλόπουλος, αντισυνταγματάρχης
* Διοικητής Λόχου Ασφαλείας, Νίκος Πανούσης, λοχαγός
*Διοικητής της 22ης Ταξιαρχίας, Γιάννης Σαρρής (Σαρήγιαννης), αντισυνταγματάρχης, Πολιτικός Επίτροπος (ΠΕ), Χριστόφορος Κώνστας, αντισυνταγματάρχης.
*Διοικητής της 55ης Ταξιαρχίας, Θεόδωρος Πρεκεζές, αντισυνταγματάρχης, ΠΕ, Κώστας Λαδάς, ταγματάρχης.
Περιφερειακά Αρχηγεία:
* Διοικητής Αρχηγείου Πάρνωνα, Γιώργος Ατζακλής, ταγματάρχης, ΠΕ Νίκος Λάτσης, ταγματάρχης.
* Διοικητής Αρχηγείου Ταϋγέτου, Κώστας Ξυδέας, ταγματάρχης, ΠΕ Γιώργος Παπαδόπουλος, λοχαγός.
* Διοικητής Αρχηγείου Μαινάλου Δημήτρης Γιαννακούρας (Πέρδικας), ταγματάρχης, ΠΕ Γιώργος Σπυρόπουλος.
* Διοικητής Αρχηγείου Αχαΐας - Ηλείας Δημήτρης Πετρόπουλος (Ζαχαριάς), ταγματάρχης, ΠΕ Θωμάς Αγγελάκος, ταγματάρχης.
* Διοικητής Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, Μανώλης Σταθάκης, αντισυνταγματάρχης, ΠΕ Γιώργης Δαράκης,
Στέφανος Γκιουζέλης
Ο θάνατός του και το τέλος του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο
Από τα μέσα Ιουλίου 1949 ο Μέραρχος της 3ης Μεραρχίας Πελοποννήσου του ΔΣΕ, Στέφανος Γκιουζέλης, ελίσσεται στο Βόρειο Ταΰγετο επικεφαλής μιας ομάδας 15 στελεχών του Δημοκρατικού Στρατού. Σκοπός της εναπομείνασας διοίκησης της Μεραρχίας είναι να περάσει στον Πάρνωνα για να συναντήσουν τον Πολιτικό Επίτροπο της 5ης Μεραρχίας, αντισυνταγματάρχη Βαγγέλη Ρογκάκο, για να χαράξουν τα επόμενα βήματα του αγώνα και να έρθουν σε επαφή με το αρχηγείο Μαινάλου.
Στις 6 Αυγούστου στη θέση Μπουρμπουλόρεμα, κοντά στο χωριό Πλατανάκι της Κυνουρίας, στρατιωτικές δυνάμεις ακολουθούμενες από χωροφύλακες και ΜΕΑ (Μονάδες Εθνοφυλακής Αμύνης) κυκλώνουν και επιτίθενται σε μια ομάδα του ΔΣΕ, με αποτέλεσμα να πέσουν ηρωικά ο Βαγγέλης Ρογκάκος και ο διοικητής της Πολιτοφυλακής του Αρχηγείου του Πάρνωνα, Γιάννης Φούρκας. Την επομένη, στις 7 Αυγούστου, αιχμαλωτίζεται ο Πολιτικός Επίτροπος του Αρχηγείου Πάρνωνα, Νίκος Λάτσης, και δολοφονείται έξω από τον Κοσμά Κυνουρίας.
Στις 16 Αυγούστου 1949, στη τοποθεσία «Συνέσοβα» του Μαινάλου, έπεσε σε ενέδρα χωροφυλάκων και σκοτώθηκε ο ταγματάρχης της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ και διοικητής του αρχηγείου Μαινάλου Πέρδικας (Δημήτρης Γιαννακούρας).
Στα τέλη του Αυγούστου οι δυνάμεις της Χωροφυλακής επισημαίνουν τα ίχνη της ομάδας του Γκιουζέλη. Στις 30 Αυγούστου χωροφύλακες Χίτες και ΜΑΥδες στήνουν ενέδρα στη θέση «Λάτα» της Λουσίνας (η Καστανιά – το σημερινό Καστόρι). Τα ξημερώματα της 31ης Αυγούστου 1949 πέφτουν στην ενέδρα και σκοτώνονται ο Στέφανος Γκιουζέλης, ο ασυρματιστής του Αρχηγείου της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ Μάκης Μίχος και ο ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ Σταύρος Ζερβέας.
Οι διώκτες του Γκιουζέλη δεν αντιλήφθηκαν ότι είχαν σκοτώσει τον Διοικητή του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου επειδή στη ταυτότητά του έγραφε το ψευδώνυμο «Στέφανος Παναγιωτόπουλος». Στη συνέχεια, στις 2 Σεπτέμβρη έγινε η εκταφή του από το νεκροταφείο Καστανιάς και η μεταφορά του στη Διεύθυνση Χωροφυλακής Σπάρτης όπου έγινε αναγνώριση με βάση τα δαχτυλικά του αποτυπώματα που βρίσκονταν στο φάκελό του στη Γενική Ασφάλεια της Αθήνας.
Στις 6 Αυγούστου στη θέση Μπουρμπουλόρεμα, κοντά στο χωριό Πλατανάκι της Κυνουρίας, στρατιωτικές δυνάμεις ακολουθούμενες από χωροφύλακες και ΜΕΑ (Μονάδες Εθνοφυλακής Αμύνης) κυκλώνουν και επιτίθενται σε μια ομάδα του ΔΣΕ, με αποτέλεσμα να πέσουν ηρωικά ο Βαγγέλης Ρογκάκος και ο διοικητής της Πολιτοφυλακής του Αρχηγείου του Πάρνωνα, Γιάννης Φούρκας. Την επομένη, στις 7 Αυγούστου, αιχμαλωτίζεται ο Πολιτικός Επίτροπος του Αρχηγείου Πάρνωνα, Νίκος Λάτσης, και δολοφονείται έξω από τον Κοσμά Κυνουρίας.
Στις 16 Αυγούστου 1949, στη τοποθεσία «Συνέσοβα» του Μαινάλου, έπεσε σε ενέδρα χωροφυλάκων και σκοτώθηκε ο ταγματάρχης της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ και διοικητής του αρχηγείου Μαινάλου Πέρδικας (Δημήτρης Γιαννακούρας).
Στα τέλη του Αυγούστου οι δυνάμεις της Χωροφυλακής επισημαίνουν τα ίχνη της ομάδας του Γκιουζέλη. Στις 30 Αυγούστου χωροφύλακες Χίτες και ΜΑΥδες στήνουν ενέδρα στη θέση «Λάτα» της Λουσίνας (η Καστανιά – το σημερινό Καστόρι). Τα ξημερώματα της 31ης Αυγούστου 1949 πέφτουν στην ενέδρα και σκοτώνονται ο Στέφανος Γκιουζέλης, ο ασυρματιστής του Αρχηγείου της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ Μάκης Μίχος και ο ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ Σταύρος Ζερβέας.
Οι διώκτες του Γκιουζέλη δεν αντιλήφθηκαν ότι είχαν σκοτώσει τον Διοικητή του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου επειδή στη ταυτότητά του έγραφε το ψευδώνυμο «Στέφανος Παναγιωτόπουλος». Στη συνέχεια, στις 2 Σεπτέμβρη έγινε η εκταφή του από το νεκροταφείο Καστανιάς και η μεταφορά του στη Διεύθυνση Χωροφυλακής Σπάρτης όπου έγινε αναγνώριση με βάση τα δαχτυλικά του αποτυπώματα που βρίσκονταν στο φάκελό του στη Γενική Ασφάλεια της Αθήνας.
Η ζωή του Στέφανου Γκιουζέλη
Ο Στέφανος Γκιουζέλης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912. Ηταν γιος του Δημήτρη και της Ασπασίας Γκιουζέλη. Είχε άλλα πέντε αδέλφια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Θήβα και στη συνέχεια στο Χαλάνδρι της Αττικής. Εκεί τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Η φτώχεια και οι δυσκολίες της ζωής δεν του επέτρεψαν να φοιτήσει παραπέρα. Από την παιδική του ακόμα ηλικία γνώρισε την αγριότητα του καπιταλισμού. Παρά τις πολλές και βαριές δουλειές που έκανε βασικά ως οικοδόμος – τεχνίτης μωσαϊκών – φρόντιζε και για την αυτομόρφωσή του.
Πιάστηκε για πρώτη φορά το 1933 με τη κατηγορία της κομμουνιστικής προπαγάνδας, Τη στρατιωτική του θητεία την έκανε στο 7ο Σύνταγμα στη Χαλκίδα.
Σε νεαρή ηλικία έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΟΚΝΕ) και το 1935 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Στη συνέχεια αναδείχτηκε σε στέλεχος του ΚΚΕ και Γραμματέας της Αχτιδικής Επιτροπής Βορείων Προαστίων της Αθήνας.
Στην δικτατορία του Μεταξά πιάστηκε και εξορίστηκε στη Φολέγανδρο.
Τον Ιούνιο του 1941 δραπέτευσε. Εγινε μέλος της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ και πρωτοστάτησε στη δημιουργία των οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, καθώς και του εφεδρικού ΕΛΑΣ Αθηνών.
Αναδείχτηκε σε Καπετάνιο του Α΄ Σώματος Στρατού του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Αθηνών και με την ιδιότητα αυτή πήρε μέρος στη «μάχη της Αθήνας» τον Δεκέμβρη του 1944. Στη συνέχεια (Μάρτης 1945-Ιούνης 1946) δούλεψε στην παρανομία, ως Γραμματέας της 6ης και της 9ης Αχτίδας της Αθήνας.
Το Σεπτέμβρη του 1945 στη Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ εκλέχτηκε στο Γραφείο της ΕΠ της ΚΟΑ. Τον Οκτώβρη του 1945 ανέλαβε υπεύθυνος της «Οργάνωσης Λαϊκής Αυτοάμυνας» της Αθήνας.
Η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (30-31 Γενάρη 1949) αποφάσισε την πρόσληψή του ως αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και τη συμμετοχή του στο Πολεμικό Συμβούλιο που δημιουργήθηκε για τη διεύθυνση του ΔΣΕ και των πολεμικών επιχειρήσεων.
Ηταν παντρεμένος με την Ηρώ Ξενοφώντος Καββαδία και τον Απρίλη του 1946 απέκτησαν ένα παιδί, τον Νίκο, τον οποίο στην ουσία δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Το «Κίνημα Μαγγανά» στην ΚαλαμάταΣτις 18 του Γενάρη 1946, η παρακρατική συμμορία του Χίτη και συνεργάτη των Ναζί, Β. Μαγγανά, ρίχνει μια χειροβομβίδα και χτυπάει με αυτόματα όπλα το στέκι των αγωνιστών της περιοχής, το καφενείο Κατσαρού, στην Καλαμάτα. Την επόμενη μέρα αρχίζουν να συγκεντρώνονται τμήματα Χιτών στην περιοχή. Την Κυριακή 20 Ιανουαρίου εξήντα Χίτες της Λακωνίας κάνουν επιδρομή στο χωριό Μοναστήρι Οιτύλου και εκτελούν 7 γυναικόπαιδα της οικογένειας του Σωτήρη Πέτρουλα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ένοπλα τμήματα των παρακρατικών κυκλώνουν την Καλαμάτα. Λίγο αργότερα οι Χίτες καταλαμβάνουν την πόλη χωρίς αντίδραση από το Στρατό ή τη Χωροφυλακή, προχωρούν στην απελευθέρωση 35 κρατουμένων ομοϊδεατών τους από ένα Αστυνομικό Τμήμα, ενώ άλλες ομάδες Χιτών ξεχύνονται στην πόλη και προχωρούν σε καταστροφές γραφείων και τυπογραφείων εφημερίδων, σε ληστείες , βασανισμούς και συλλήψεις κομμουνιστών και ΕΑΜιτών. Την άλλη μέρα οι Χίτες εκκενώνουν, ανενόχλητοι, την Καλαμάτα παίρνοντας μαζί τους 120 – 150 ομήρους από τους οποίους εκτέλεσαν 35.
Με απόφαση του Κόμματος ο Στ. Γκιουζέλης στάλθηκε ως καθοδηγητής των Οργανώσεων του ΚΚΕ στη Μεσσηνία.
Τον Φλεβάρη του 1947 κατατάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Στερεάς Ελλάδας, όπου ονομάστηκε Συνταγματάρχης Πολιτικός Επίτροπος και το Μάη του 1948 Συνταγματάρχης.
Τον Γενάρη του 1948, μια 14μελής ομάδα πολιτικών και στρατιωτικών στελεχών με επικεφαλής τον Στέφανο Γκιουζέλη, περνάει τον Κορινθιακό και φτάνει στην Πελοπόννησο. Στις 15 Γενάρη, στον Ταΰγετο, με Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, ο Γκιουζέλης αναλαμβάνει τη διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού. στρατιωτικός διοικητής της 3ης Μεραρχίας (Πελοποννήσου) του ΔΣΕ. Ανασυγκροτείται το Γραφείο Περιοχής του Κόμματος με Γραμματέα τον Στ. Γκιουζέλη και μέλη τους Β. Ρογκάκο, Χρ. Κώνστα, Τ. Μουλόπουλο, Λ. Γιαννούκο, Ηλ. Κιαπέ, Θ. Αγγελάκο και Γ. Κώνστα. Γίνονται αλλαγές στη δομή και τη σύνθεση του λαϊκού στρατού.
Πιάστηκε για πρώτη φορά το 1933 με τη κατηγορία της κομμουνιστικής προπαγάνδας, Τη στρατιωτική του θητεία την έκανε στο 7ο Σύνταγμα στη Χαλκίδα.
Σε νεαρή ηλικία έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΟΚΝΕ) και το 1935 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Στη συνέχεια αναδείχτηκε σε στέλεχος του ΚΚΕ και Γραμματέας της Αχτιδικής Επιτροπής Βορείων Προαστίων της Αθήνας.
Στην δικτατορία του Μεταξά πιάστηκε και εξορίστηκε στη Φολέγανδρο.
Τον Ιούνιο του 1941 δραπέτευσε. Εγινε μέλος της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ και πρωτοστάτησε στη δημιουργία των οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, καθώς και του εφεδρικού ΕΛΑΣ Αθηνών.
Αναδείχτηκε σε Καπετάνιο του Α΄ Σώματος Στρατού του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Αθηνών και με την ιδιότητα αυτή πήρε μέρος στη «μάχη της Αθήνας» τον Δεκέμβρη του 1944. Στη συνέχεια (Μάρτης 1945-Ιούνης 1946) δούλεψε στην παρανομία, ως Γραμματέας της 6ης και της 9ης Αχτίδας της Αθήνας.
Το Σεπτέμβρη του 1945 στη Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ εκλέχτηκε στο Γραφείο της ΕΠ της ΚΟΑ. Τον Οκτώβρη του 1945 ανέλαβε υπεύθυνος της «Οργάνωσης Λαϊκής Αυτοάμυνας» της Αθήνας.
Η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (30-31 Γενάρη 1949) αποφάσισε την πρόσληψή του ως αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και τη συμμετοχή του στο Πολεμικό Συμβούλιο που δημιουργήθηκε για τη διεύθυνση του ΔΣΕ και των πολεμικών επιχειρήσεων.
Ηταν παντρεμένος με την Ηρώ Ξενοφώντος Καββαδία και τον Απρίλη του 1946 απέκτησαν ένα παιδί, τον Νίκο, τον οποίο στην ουσία δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Το «Κίνημα Μαγγανά» στην ΚαλαμάταΣτις 18 του Γενάρη 1946, η παρακρατική συμμορία του Χίτη και συνεργάτη των Ναζί, Β. Μαγγανά, ρίχνει μια χειροβομβίδα και χτυπάει με αυτόματα όπλα το στέκι των αγωνιστών της περιοχής, το καφενείο Κατσαρού, στην Καλαμάτα. Την επόμενη μέρα αρχίζουν να συγκεντρώνονται τμήματα Χιτών στην περιοχή. Την Κυριακή 20 Ιανουαρίου εξήντα Χίτες της Λακωνίας κάνουν επιδρομή στο χωριό Μοναστήρι Οιτύλου και εκτελούν 7 γυναικόπαιδα της οικογένειας του Σωτήρη Πέτρουλα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ένοπλα τμήματα των παρακρατικών κυκλώνουν την Καλαμάτα. Λίγο αργότερα οι Χίτες καταλαμβάνουν την πόλη χωρίς αντίδραση από το Στρατό ή τη Χωροφυλακή, προχωρούν στην απελευθέρωση 35 κρατουμένων ομοϊδεατών τους από ένα Αστυνομικό Τμήμα, ενώ άλλες ομάδες Χιτών ξεχύνονται στην πόλη και προχωρούν σε καταστροφές γραφείων και τυπογραφείων εφημερίδων, σε ληστείες , βασανισμούς και συλλήψεις κομμουνιστών και ΕΑΜιτών. Την άλλη μέρα οι Χίτες εκκενώνουν, ανενόχλητοι, την Καλαμάτα παίρνοντας μαζί τους 120 – 150 ομήρους από τους οποίους εκτέλεσαν 35.
Με απόφαση του Κόμματος ο Στ. Γκιουζέλης στάλθηκε ως καθοδηγητής των Οργανώσεων του ΚΚΕ στη Μεσσηνία.
Τον Φλεβάρη του 1947 κατατάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Στερεάς Ελλάδας, όπου ονομάστηκε Συνταγματάρχης Πολιτικός Επίτροπος και το Μάη του 1948 Συνταγματάρχης.
Τον Γενάρη του 1948, μια 14μελής ομάδα πολιτικών και στρατιωτικών στελεχών με επικεφαλής τον Στέφανο Γκιουζέλη, περνάει τον Κορινθιακό και φτάνει στην Πελοπόννησο. Στις 15 Γενάρη, στον Ταΰγετο, με Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, ο Γκιουζέλης αναλαμβάνει τη διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού. στρατιωτικός διοικητής της 3ης Μεραρχίας (Πελοποννήσου) του ΔΣΕ. Ανασυγκροτείται το Γραφείο Περιοχής του Κόμματος με Γραμματέα τον Στ. Γκιουζέλη και μέλη τους Β. Ρογκάκο, Χρ. Κώνστα, Τ. Μουλόπουλο, Λ. Γιαννούκο, Ηλ. Κιαπέ, Θ. Αγγελάκο και Γ. Κώνστα. Γίνονται αλλαγές στη δομή και τη σύνθεση του λαϊκού στρατού.
Ο σχηματισμός της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ
Στην κωμόπολη Δίβρη, στην περιοχή Αχαΐας – Ηλείας, στις 28 και 29 Οκτώβρη 1948, πραγματοποιούνται εορταστικές εκδηλώσεις για να τιμηθεί η δεύτερη επέτειος της ίδρυσης του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ (28/10/1946).
Ο διήμερος γιορτασμός έγινε με πανηγυρικό τρόπο – με την καθιερωμένη δοξολογία, ομιλίες, παρέλαση τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, με χορούς και τραγούδια, στην πλατεία της κωμόπολης, με θεατρικές παραστάσεις από σπουδαστές του Λαϊκού Διδασκαλείου, της Σχολής Αξιωματικών και το Θεατρικό Όμιλο της Δημοκρατικής Νεολαίας του Δημοκρατικού Στρατού στην Πελοπόννησο.
Στη Δίβρη, στο ίδιο μέρος, στις 25 Νοέμβρη 1948, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών του Αρχηγείου Πελοποννήσου. Συνήλθε στο «Μοναστήρι της Δίβρης», με θέμα την «Ανασυγκρότηση των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου με το σχηματισμό της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ» και πήραν μέρος σ’ αυτή στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη του Αρχηγείου Πελοποννήσου και των Αρχηγείων Μαινάλου, Αργολιδοκορινθίας, Αχαΐας – Ηλείας, μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη.
Είχε προηγηθεί, στις 12 Νοέμβρη ραδιοτηλεγράφημα που έστειλε ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, με σαφείς οδηγίες για τη συνέχεια της δράσης στο Στέφανο Γκιουζέλη:
«Στέφανον,
Όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν ότι ο εχθρός και παραπέρα θα συγκεντρώσει κύριες προσπάθειες στη Δυτική Μακεδονία. Αυτό σημαίνει ότι για την ώρα δεν θα κάνει αποφασιστική ενέργεια στην Πελοπόννησο. Ετσι για σας παραμένουν ευνοϊκές οι συνθήκες. Είναι γενικότερη επιτακτική ανάγκη να καταφέρετε συγκεντρωτικά αποφασιστικά χτυπήματα. Φροντίζουμε για τον ανεφοδιασμό σας και περιμένουμε γιάφκα. Παράλληλα εσείς πρέπει να βρείτε αποθήκες εχθρού και να ευρύνετε τον ανεφοδιασμό σας επιτόπου και να προχωρήσετε στην πιο μαζική στρατολογία. Χρειαζόμαστε στην Πελοπόννησο πολύ γερό στρατό μέχρι 8 χιλιάδες και πάνω οπότε ανατρέπουμε σοβαρά συσχετισμό δυνάμεων και κατάσταση σε ολόκληρη τη χώρα. Ζητάμε από σένα αποφασιστικότητα και ταχύτητα με αδιάκοπα γερά χτυπήματα. Πρέπει λοιπόν, να συγκεντρώσεις δίχως καθυστερήσεις δυνάμεις σου σύμφωνα με διαταγή Γ.Α. και να δρας ακατάπαυστα κρατώντας και μας ενήμερους. Θα ’ταν σοβαρό λάθος αν αφήναμε ανεκμετάλλευτες τις μεγάλες δυνατότητες που μας προσφέρονται σήμερα στην Πελοπόννησο, Περιμένουμε συγκεκριμένες αποφάσεις σου για όλα τα παραπάνω.
12.11
Για το Π.Γ.
Ν. Ζαχαριάδης»
Η απόφαση βέβαια για σχηματισμό Μεραρχιών είχε παρθεί από το Γενικό Αρχηγείο ήδη από τα τέλη Αυγούστου.
Στη σύσκεψη αποφασίζεται να διατηρηθούν τα 5 Περιφερειακά Αρχηγεία και να δημιουργηθούν η 22η και 55η Ταξιαρχίες. Επίσης καθορίζεται και η οργανωτική διάρθρωση της Μεραρχίας.
Η 3η Μεραρχία του ΔΣΕ σχηματίζεται λίγο πριν την τελική σύγκρουση. Οι ήρωες μαχητές της βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις συντριπτικά υπέρτερες και υπέροπλες δυνάμεις του αστικού στρατοπέδου.
Η επιχείρηση «Περιστερά»
Στο τέλος του 1948 το Γενικό Επιτελείο του αστικού Στρατού σε συνεργασία με τους Αμερικάνους συμμάχους του εκπονεί τρία στρατηγικά σχέδια για την ολοκληρωτική ήττα του ΔΣΕ στον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας. Για την Πελοπόννησο οι επιχειρήσεις πήραν την κωδική ονομασία «Περιστερά».
Στις αρχές Δεκέμβρη του 1948 η Πελοπόννησος εντάσσεται στην επιχειρησιακή ευθύνη του Α΄ Σώματος του αστικού Στρατού με διοικητή τον Θ. Τσακαλώτο. Στις 10 Δεκέμβρη η «Περιστερά» μπαίνει σε εφαρμογή. Η επιτυχία της είναι απαραίτητος όρος για τη συνέχιση των επιχειρήσεων σε Στερεά και τελικά στη Μακεδονία.
Οι δυνάμεις της 3ης Μεραρχίας το φθινόπωρο του 1948 και μετά την επιστράτευση στην οποία προχώρησε, αριθμούσαν 4.890 μαχητές από τους οποίους οι 3.400 αποτελούσαν την ένοπλη δύναμη που μπορούσε να παρατάξει.
Απέναντί της, οι δυνάμεις του καλά εξοπλισμένου αστικού Στρατού, Πεζικό, ΛΟΚ, Μηχανικό, Πολεμικό Ναυτικό, Πολεμική Αεροπορία, Χωροφυλακή και Τάγματα Εθνοφρουράς, έφταναν στους 44.000 άνδρες.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της 3ης Μεραρχίας, μαζί με τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ), τις παρακρατικές συμμορίες και τα ανεξάρτητα τμήματα, έφταναν σε συνολική δύναμη 50.000 ανδρών.
Στο μεταξύ στις 15 Αυγούστου ο κυβερνητικός στρατός καταλαμβάνει το Βίτσι και στη συνέχεια με όλες του τις δυνάμεις χτυπάει το ΔΣΕ στο Γράμμο. Στις 28 Αυγούστου 1949 ξεκινά συγκροτημένα η υποχώρηση του ΔΣΕ προς την Αλβανία, μαζί με δεκάδες χιλιάδες αμάχους.
Η δράση της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ αποτελεί σημαντικό κομμάτι της τρίχρονης εποποιίας. Ιδιαίτερα το 1948, ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο κάνει εκατοντάδες επιθέσεις σε βάσεις του αστικού στρατού και σημειώνει σειρά μεγάλων στρατιωτικών επιτυχιών, που τον υποχρεώνουν να εγκαταλείψει σταδιακά τις βάσεις του στην ύπαιθρο. Τη χρονιά αυτή, ο ΔΣΕ εδραιώνει την κυριαρχία του σε μια σχετικά εκτεταμένη ελεύθερη περιοχή.
Το 1949, η 3η Μεραρχία του ΔΣΕ μπήκε στην τελική αναμέτρηση με άλυτο το πρόβλημα του ανεφοδιασμού της σε οπλισμό και πυρομαχικά, πράγμα που τελικά σφράγισε την έκβασή της. Με την άμεση ανάμειξη των Αμερικανών επιτελών, το αστικό στρατόπεδο συγκέντρωσε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις και αφού ξεκαθάρισε τα μετόπισθεν με ένα τεράστιο κύμα συλλήψεων και σοβαρά χτυπήματα στις Οργανώσεις του ΚΚΕ στις μεγάλες πόλεις, άρχισε τις εκκαθαρίσεις του σχεδίου «Περιστερά». Ακολούθησε η σθεναρή και ηρωική αντίσταση των δυνάμεων του ΔΣΕ, με τους μαχητές και τα στελέχη του (μηδέ εξαιρουμένου του ίδιου του Μεράρχου) να πέφτουν ηρωικά στον αγώνα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι ήρωες του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο έπεσαν στην εντιμότερη θυσία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ:
— «Δεν αναγνωρίζω κανένα νόμο σας. Ούτε το κράτος σας». Η διαδρομή και η θυσία 28 μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, Εκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», Αθήνα 2017.
— «Θα βγούμε νικητές κι ας είναι οι θυσίες μας βαριές». Ο κρίσιμος ταξικός αγώνας του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο μέσα από ντοκουμέντα, Εκδοση της Επιτροπής Περιοχής της Πελοποννήσου, 2017.
–- Εφημερίδα Ριζοσπάστης 26.8.2016 και 2.9.2016
Στην κωμόπολη Δίβρη, στην περιοχή Αχαΐας – Ηλείας, στις 28 και 29 Οκτώβρη 1948, πραγματοποιούνται εορταστικές εκδηλώσεις για να τιμηθεί η δεύτερη επέτειος της ίδρυσης του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ (28/10/1946).
Ο διήμερος γιορτασμός έγινε με πανηγυρικό τρόπο – με την καθιερωμένη δοξολογία, ομιλίες, παρέλαση τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, με χορούς και τραγούδια, στην πλατεία της κωμόπολης, με θεατρικές παραστάσεις από σπουδαστές του Λαϊκού Διδασκαλείου, της Σχολής Αξιωματικών και το Θεατρικό Όμιλο της Δημοκρατικής Νεολαίας του Δημοκρατικού Στρατού στην Πελοπόννησο.
Στη Δίβρη, στο ίδιο μέρος, στις 25 Νοέμβρη 1948, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών του Αρχηγείου Πελοποννήσου. Συνήλθε στο «Μοναστήρι της Δίβρης», με θέμα την «Ανασυγκρότηση των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου με το σχηματισμό της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ» και πήραν μέρος σ’ αυτή στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη του Αρχηγείου Πελοποννήσου και των Αρχηγείων Μαινάλου, Αργολιδοκορινθίας, Αχαΐας – Ηλείας, μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη.
Είχε προηγηθεί, στις 12 Νοέμβρη ραδιοτηλεγράφημα που έστειλε ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, με σαφείς οδηγίες για τη συνέχεια της δράσης στο Στέφανο Γκιουζέλη:
«Στέφανον,
Όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν ότι ο εχθρός και παραπέρα θα συγκεντρώσει κύριες προσπάθειες στη Δυτική Μακεδονία. Αυτό σημαίνει ότι για την ώρα δεν θα κάνει αποφασιστική ενέργεια στην Πελοπόννησο. Ετσι για σας παραμένουν ευνοϊκές οι συνθήκες. Είναι γενικότερη επιτακτική ανάγκη να καταφέρετε συγκεντρωτικά αποφασιστικά χτυπήματα. Φροντίζουμε για τον ανεφοδιασμό σας και περιμένουμε γιάφκα. Παράλληλα εσείς πρέπει να βρείτε αποθήκες εχθρού και να ευρύνετε τον ανεφοδιασμό σας επιτόπου και να προχωρήσετε στην πιο μαζική στρατολογία. Χρειαζόμαστε στην Πελοπόννησο πολύ γερό στρατό μέχρι 8 χιλιάδες και πάνω οπότε ανατρέπουμε σοβαρά συσχετισμό δυνάμεων και κατάσταση σε ολόκληρη τη χώρα. Ζητάμε από σένα αποφασιστικότητα και ταχύτητα με αδιάκοπα γερά χτυπήματα. Πρέπει λοιπόν, να συγκεντρώσεις δίχως καθυστερήσεις δυνάμεις σου σύμφωνα με διαταγή Γ.Α. και να δρας ακατάπαυστα κρατώντας και μας ενήμερους. Θα ’ταν σοβαρό λάθος αν αφήναμε ανεκμετάλλευτες τις μεγάλες δυνατότητες που μας προσφέρονται σήμερα στην Πελοπόννησο, Περιμένουμε συγκεκριμένες αποφάσεις σου για όλα τα παραπάνω.
12.11
Για το Π.Γ.
Ν. Ζαχαριάδης»
Η απόφαση βέβαια για σχηματισμό Μεραρχιών είχε παρθεί από το Γενικό Αρχηγείο ήδη από τα τέλη Αυγούστου.
Στη σύσκεψη αποφασίζεται να διατηρηθούν τα 5 Περιφερειακά Αρχηγεία και να δημιουργηθούν η 22η και 55η Ταξιαρχίες. Επίσης καθορίζεται και η οργανωτική διάρθρωση της Μεραρχίας.
Η 3η Μεραρχία του ΔΣΕ σχηματίζεται λίγο πριν την τελική σύγκρουση. Οι ήρωες μαχητές της βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις συντριπτικά υπέρτερες και υπέροπλες δυνάμεις του αστικού στρατοπέδου.
Η επιχείρηση «Περιστερά»
Στο τέλος του 1948 το Γενικό Επιτελείο του αστικού Στρατού σε συνεργασία με τους Αμερικάνους συμμάχους του εκπονεί τρία στρατηγικά σχέδια για την ολοκληρωτική ήττα του ΔΣΕ στον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας. Για την Πελοπόννησο οι επιχειρήσεις πήραν την κωδική ονομασία «Περιστερά».
Στις αρχές Δεκέμβρη του 1948 η Πελοπόννησος εντάσσεται στην επιχειρησιακή ευθύνη του Α΄ Σώματος του αστικού Στρατού με διοικητή τον Θ. Τσακαλώτο. Στις 10 Δεκέμβρη η «Περιστερά» μπαίνει σε εφαρμογή. Η επιτυχία της είναι απαραίτητος όρος για τη συνέχιση των επιχειρήσεων σε Στερεά και τελικά στη Μακεδονία.
Οι δυνάμεις της 3ης Μεραρχίας το φθινόπωρο του 1948 και μετά την επιστράτευση στην οποία προχώρησε, αριθμούσαν 4.890 μαχητές από τους οποίους οι 3.400 αποτελούσαν την ένοπλη δύναμη που μπορούσε να παρατάξει.
Απέναντί της, οι δυνάμεις του καλά εξοπλισμένου αστικού Στρατού, Πεζικό, ΛΟΚ, Μηχανικό, Πολεμικό Ναυτικό, Πολεμική Αεροπορία, Χωροφυλακή και Τάγματα Εθνοφρουράς, έφταναν στους 44.000 άνδρες.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της 3ης Μεραρχίας, μαζί με τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ), τις παρακρατικές συμμορίες και τα ανεξάρτητα τμήματα, έφταναν σε συνολική δύναμη 50.000 ανδρών.
Στο μεταξύ στις 15 Αυγούστου ο κυβερνητικός στρατός καταλαμβάνει το Βίτσι και στη συνέχεια με όλες του τις δυνάμεις χτυπάει το ΔΣΕ στο Γράμμο. Στις 28 Αυγούστου 1949 ξεκινά συγκροτημένα η υποχώρηση του ΔΣΕ προς την Αλβανία, μαζί με δεκάδες χιλιάδες αμάχους.
Η δράση της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ αποτελεί σημαντικό κομμάτι της τρίχρονης εποποιίας. Ιδιαίτερα το 1948, ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο κάνει εκατοντάδες επιθέσεις σε βάσεις του αστικού στρατού και σημειώνει σειρά μεγάλων στρατιωτικών επιτυχιών, που τον υποχρεώνουν να εγκαταλείψει σταδιακά τις βάσεις του στην ύπαιθρο. Τη χρονιά αυτή, ο ΔΣΕ εδραιώνει την κυριαρχία του σε μια σχετικά εκτεταμένη ελεύθερη περιοχή.
Το 1949, η 3η Μεραρχία του ΔΣΕ μπήκε στην τελική αναμέτρηση με άλυτο το πρόβλημα του ανεφοδιασμού της σε οπλισμό και πυρομαχικά, πράγμα που τελικά σφράγισε την έκβασή της. Με την άμεση ανάμειξη των Αμερικανών επιτελών, το αστικό στρατόπεδο συγκέντρωσε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις και αφού ξεκαθάρισε τα μετόπισθεν με ένα τεράστιο κύμα συλλήψεων και σοβαρά χτυπήματα στις Οργανώσεις του ΚΚΕ στις μεγάλες πόλεις, άρχισε τις εκκαθαρίσεις του σχεδίου «Περιστερά». Ακολούθησε η σθεναρή και ηρωική αντίσταση των δυνάμεων του ΔΣΕ, με τους μαχητές και τα στελέχη του (μηδέ εξαιρουμένου του ίδιου του Μεράρχου) να πέφτουν ηρωικά στον αγώνα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι ήρωες του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο έπεσαν στην εντιμότερη θυσία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ:
— «Δεν αναγνωρίζω κανένα νόμο σας. Ούτε το κράτος σας». Η διαδρομή και η θυσία 28 μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, Εκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», Αθήνα 2017.
— «Θα βγούμε νικητές κι ας είναι οι θυσίες μας βαριές». Ο κρίσιμος ταξικός αγώνας του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο μέσα από ντοκουμέντα, Εκδοση της Επιτροπής Περιοχής της Πελοποννήσου, 2017.
–- Εφημερίδα Ριζοσπάστης 26.8.2016 και 2.9.2016
O ΔΣΕ στην Ρούμελη
Στη Ρούμελη οι πρώτοι αντάρτες παρουσιάστηκαν στην περιοχή των Δήμων Κτημενίων, Δολόπων του Νομού Ευρυτανίας. Καταδιωκόμενοι από Θεσσαλία και Ρούμελη, αλλά και από το Μπούλκες. Στον Οθρυ ήταν ο Μπελής, στον Παρνασσό ο Διαμαντής και ο Παπούας. Οι πρώτες ντουφεκιές έπεσαν το καλοκαίρι του '46 στην κορυφογραμμή Μάρτσα - Τριφύλλα - Βουλγάρα. Πάνω από τα χωριά Κλειτσός, Πλάτανος, Μεσοχώρι Κορύτσας. Στις 18 Σεπτέμβρη στην Τριφύλλα πάνω από τη Νεράιδα ο Μπελής χτυπά και διαλύει δύναμη χωροφυλακής. Στις 19 του ίδιου μήνα αντάρτες μπήκαν στο Κερασοχώρι και πυρπόλησαν τα χαρτιά του Ειρηνοδικείου. Κάτω από την πίεση των ανταρτών η αστυνομία της Αγ. Τριάδας έφυγε κρυφά. Ετσι εγκαταστάθηκε το νέο κράτος. Στα χωριά μπήκαν οι αντάρτες, καθησύχασαν τους χωρικούς. Τους μίλησαν για το μοναρχοφασισμό, τους Αγγλους, την τρομοκρατία. Ζήτησαν από τους χωρικούς να παραδώσουν ό,τι όπλα έχουν, να σταματήσουν το χαφιεδιλίκι και βεβαίωσαν πως όσοι δεν είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα δεν θα πάθουν τίποτα. Αρχισε η στρατολογία νέων ανταρτών.
-Στις 20 Νοέμβρη χτύπησαν στο Νεχώρι Υπάτης 4 λόχους.
-Στις 22 διαλύουν τον 1/623 λόχο και το απόσπασμα Κρανιά, πάνω από το χωριό Ανατολή.
-Στις 6 Δεκέμβρη οι εφημερίδες γράφουν πως στο ύψωμα Γαρδίκι απόσπασμα διαλύθηκε από αντάρτες του Μπελή, του Διαμαντή και του Παπαϊωάννου.
-Στις 27 Δεκέμβρη του 1946 ιδρύθηκε το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ.
-Στις 31 Δεκέμβρη κατέλαβαν την Υπάτη αφού διέλυσαν τη χωροφυλακή.
-Στις 12 Γενάρη του '47 μικρό τμήμα υπό τον Διαμαντή χτύπησε τρένο στον Μπράλο.
-Στις 18 Γενάρη του 1947 ιδρύθηκε το αρχηγείο Δυτικής Στερεάς με διοικητή τον Παπούα (Νίκο Διένη από τα Καστέλια) και υπαρχηγό τον Κίτσο Κορόζη. Ολη του η δύναμη 45 άνδρες. Ακτίνα δράσης από Γραμμένη Οξυά μέχρι Αραποκεφάλα.
-Από την άνοιξη του '47 αρχηγός ανέλαβε ο Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης).
Αρχίζει το στέριωμα του νέου κράτους. Να γίνουν οργανώσεις, να μπουν υπεύθυνοι στα χωριά, να δημιουργηθεί αυτοδιοίκηση, με υπεύθυνο αυτοάμυνας και επιμελητείας. Παράλληλα αναπτύσσεται η στρατιωτική οργάνωση. Στις 25 Γενάρη έχουν ήδη δημιουργηθεί τα αρχηγεία Παρνασσίδας με τον Διαμαντή, Οίτης με τους Κ. Παλαιολόγου - Μπελή, Δυτικής Στερεάς με τον Παπούα, Ευρυτανίας με τον Ερμη και Οθρυος με τον Περικλή. Ολα μαζί συγκροτούν το Αρχηγείο Ρούμελης. Στην πρώτη του περίοδο το αρχηγείο καθοδηγούνταν κατευθείαν από την ΚΕ του ΚΚΕ.
Παρότι το κεντρικό θέρετρο των επιχειρήσεων βρισκόταν στο Γράμμο, αγκάθι αποτελούσε ο έλεγχος εκτάσεων της Ρούμελης από το ΔΣΕ. Και αυτό γιατί ο αστικός στρατός δεν εξασφάλιζε τα νώτα και τον εφοδιασμό του, αλλά και γιατί ο ΔΣΕ σημείωνε σημαντικές νίκες.
Η κατάληψη της Αράχοβας Ναυπακτίας από το Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς, η διείσδυση στον Κιθαίρωνα και την Πάρνηθα, φτάνοντας σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την Αθήνα και η μεγάλη μάχη της Καρδίτσας ήταν σημαντικές επιχειρήσεις. Ηταν επίσης ιδιαίτερα σημαντική η απόκρουση των κυβερνητικών σχεδίων «Τέρμινους» και «Χαραυγή» που προέβλεπαν την εκκαθάριση της Ρούμελης από δυνάμεις του ΔΣΕ.
Στη συνέχεια της μετάδοσης από το πρακτορείο ειδήσεων «Ελεύθερη Ελλάδα» του εντυπωσιακού γεγονότος της διείσδυσης στην Πάρνηθα σημειωνόταν: «Τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού του Αρχηγείου Ρούμελης στις 4 προς 5 του Φλεβάρη μπήκαν στον Αη Γιώργη της Λιβαδειάς, όπου οι κάτοικοι τα δέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό και πρόσφεραν δύο χιλιάδες οκάδες σιτάρι. Στις 10 του Φλεβάρη τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού μπήκαν στο Νεοχώρι και στα Λεύκτρα της Θήβας, σαρώνοντας τους ΜΑΥδες. Τριάντα νέοι με ενθουσιασμό ακολούθησαν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού και κατατάχθηκαν στις γραμμές του».
Το σχέδιο «Τέρμινους»
Οργανώθηκε από το γενικό επιτελείο του αστικού στρατού. Συντάχθηκε από τον αρχηγό της εγγλέζικης αποστολής Ρόλινγκς.
Πρώτο πεδίο η Ρούμελη.
Στόχος ο εγκλωβισμός και εξουδετέρωση του ΔΣΕ με κυκλωτικές κινήσεις.
Στις 5 Απρίλη 1947 ο στρατός εξορμά με 7 Μεραρχίες με σύνολο 40 τάγματα πεζικού, 36 λόχους ΛΟΚ, 20 τάγματα χωροφυλακής, 43 τάγματα εθνοφρουράς, στο γενικό σύνολο 80.000, με 60 αεροπλάνα και 40 πυροβόλα.
Απέναντι, το Αρχηγείο Ρούμελης έχει να αντιπαραθέσει όλους κι όλους 1.000 αντάρτες.
Το ειδικό σχέδιο ονομάζεται «Αετός». Ε, έπεσε με σπασμένα τα φτερά του.
Ούτε ένας εγκλωβισμός δεν πέτυχε.
Στις 17 Αυγούστου του '47 το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ με συντακτική πράξη καταργεί τη Βασιλεία και η Ελλάδα ανακηρύσσεται προεδρευομένη Δημοκρατία.
Στις 20 Αυγούστου το Αρχηγείο της Ρούμελης συνοδεύει το Γενικό Αρχηγείο ως τα υψώματα Τετράκωμου Αυχένα Μεσούντας. Από κει τους πήραν τα μακεδονικά τμήματα.
Το «Τέρμινους» συνέχισε προς Γράμμο με το όνομα «Κόραξ».
Στις 12-13 Σεπτέμβρη του '47 η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ δίνει γραμμή για ολοκληρωτικό πόλεμο.
Στο σύνολό της τότε η δύναμη του ΔΣΕ ήταν 18.000.
Νέο σχέδιο εκκαθαρίσεων με κωδικό «Λαίλαψ». Σκληρές μάχες στο Γιδοβούνι, την Οξυά, στη Ράχη Καρπενησίου, στο Γαρδίκι.
Οι αντάρτες περνούν στα μετόπισθεν του εχθρού και χτυπούν στις 4 Νοέμβρη την Αμφισσα. Το νέο στοιχείο είναι η εκκένωση των χωριών από το μοναρχοφασιστικό στρατό για να αποκόψει τους αντάρτες από κάθε αναγκαίο για την επιβίωσή τους στοιχείο επιμελητείας. Κατά κοινή ομολογία του αστικού στρατιωτικού κόσμου αλλά και του Τσακαλώτου, το σχέδιο Τέρμινους ήταν μια τρύπα στο νερό.
Σχέδιο «Χαραυγή»
Πεδίο εφαρμογής του ένα τετράπλευρο 350 χλμ.
Τρεις Μεραρχίες με 27 τάγματα, 16 εθνοφρουράς, 6 χωροφυλακής, 2 μοίρες καταδρομών, 48 πυροβόλα, ένα σύνταγμα θωρακισμένων, ομάδες ΜΑΥ και αεροπορία.
Ο ΔΣΕ συγκροτεί το Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ).
-Ονομάζονται τα αρχηγεία σε Μεραρχίες.
-Στη Ρούμελη αντιστοιχεί η 2η Μεραρχία, με την 1η στη Θεσσαλία και την 3η στην Πελοπόννησο.
-Δύναμη της 2ης 2.500 μαχητές, σε τρεις ταξιαρχίες που αντιστοιχούν στα τρία αρχηγεία.
-Ετσι ο Παρνασσός έχει την 126η Ταξιαρχία.
-Η Φθιώτιδα την 172η Ταξιαρχία και η Δυτική Στερεά την 144η Ταξιαρχία.
-Πιο πλήρης σε δύναμη είναι η 144η με τρία τάγματα και μια διλοχία.
Οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 10-15 Απρίλη 1948. Η ανακοίνωση του ΓΕΣ αναφέρει: «Ενα πράγμα επιδιώκομεν. Να μη φύγουν οι συμμορίται έξω της Ρούμελης και τους χάσωμεν».
Ο στρατηγός Τσακαλώτος ζητά από τους στρατιώτες να ξεχάσουν τη λέξη «κόπωσις» γιατί ήδη την έχουν ξεγράψει οι αντάρτες: «Γιατί αυτοί δεν κουράζονται, μήπως είναι καλύτερα ντυμένοι, μήπως περνούν καλύτερα;».
Ο Γιώτης φεύγει και αναλαμβάνει την 1η Μεραρχία και διοικητής της 2ης αναλαμβάνει ο Διαμαντής.
Είναι η περίοδος που εδραιώνεται η φήμη για τον στρατηγό - φάντασμα (Διαμαντή).
Κάθε φορά που ανακοίνωναν ότι έχει σκοτωθεί στη μάχη, εκείνος εμφανίζονταν στην πρώτη γραμμή της επίθεσης.
Η κατάληψη του Καρπενησίου
Η μάχη του Καρπενησίου, ίσως η κορυφαία επιχείρηση του ΔΣΕ στη Ρούμελη, πραγματοποιήθηκε στις 20-21 Γενάρη 1949 και είχε νικηφόρα έκβαση. Αργά το βράδυ της 19ης Γενάρη του 1949 ο ΔΣΕ με συνολική δύναμη περίπου 3.000 μαχητών και με καλά οργανωμένο σχέδιο μπαίνει στην πρωτεύουσα της Ευρυτανίας, την ιστορική πρωτεύουσα της Ελεύθερης Ελλάδας κατά την περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης. Το σχέδιο ήταν το εξής: Το ΚΓΑΝΕ διέταξε τα τμήματα της 1ης Μεραρχίας του Γιώτη να κινηθούν απευθείας στο Καρπενήσι με σκοπό την εξουδετέρωση του εχθρού, κατάληψη και κατοχή της πόλης. Η διαταγή επιχείρησης του ΚΓΑΝΕ όρισε ότι η 2η Μεραρχία του Διαμαντή θα κρατούσε με ισχυρές δυνάμεις τα υψώματα Μερκάδας και θ' απαγόρευε κάθε προσπάθεια προώθησης του κυβερνητικού στρατού απ' τη στενωπό, που δημιουργούν τα γύρω βουνά και λόφοι, προς το Καρπενήσι. Το Καρπενήσι κρατήθηκε για 20 μέρες και για τη σημασία της κατάληψής του ο Χαρίλαος Φλωράκης (καπετάν Γιώτης) σε άρθρο του με τίτλο «Επιχείρηση Καρπενησίου» το Μάη του 1949 στο τεύχος 5 του περιοδικού «Δημοκρατικός Στρατός» έγραφε:
«Η επιχείρηση του Καρπενησίου είχε γενικότερη πολιτικοστρατιωτική σημασία.
1) Ο μοναρχοφασισμός θα έχανε μία πόλη - δεύτερη μέσα στον ίδιο μήνα (σ.σ. η πρώτη ήταν η Νάουσα) - πρωτεύουσα νομού, γνωστή και έξω από τα ελληνικά σύνορα απ' την ιστορία της κατά τον αγώνα της κατοχής.
2) Γιατί η πόλη αυτή βρίσκεται πολύ μακριά απ' τα σύνορα και σε περιοχή που ο μοναρχοφασισμός ισχυρίζεται ότι ξεκαθάρισε από το ΔΣ.
3) Γιατί ο μοναρχοφασισμός θα δεχόταν ένα τέτοιο γερό χτύπημα τις μέρες που διατυμπάνιζε ότι με την τοποθέτηση του Παπάγου σαν αρχιστρατήγου θα διορθώνονταν τα πράγματα.
4) Θα έχανε την πιο βαθιά προωθημένη βάση του, που είχε για τις εκστρατείες του στη Ρούμελη και τη Δυτική Θεσσαλία».
Σχέδιο «Πύραυλος»
Το σύνολο του Α' Σώματος του αστικού στρατού πέφτει στην περιοχή για να εξασφαλίσει τα μετόπισθεν ενόψει της μάχης σε Γράμμο - Βίτσι. Αρχίζει ένας τιτάνιος αγώνας που από ώρα σε ώρα γράφονται απίθανες στιγμές ηρωισμού, αυταπάρνησης, ανιδιοτέλειας, εφευρετικότητας από τη σκοπιά των μαχητών του ΔΣΕ. Για τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία, η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού συγκροτεί ειδικές δυνάμεις κρούσης με την ονομασία ΔΑΚΕΣ (Δυνάμεις Αναζητήσεως, Κρούσεως, Εξοντώσεως Συμμοριτών).
Να πώς περιγράφει αυτό το σχέδιο ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: «Σκοπός: Η εθνική Ηγεσία μετά την ανακατάληψιν του Καρπενησίου και την καταδίωξιν των συμμοριτών προς Αγραφα, και φυσικά προ της εκδηλώσεως της ενεργείας των συμμοριτών προς ανακατάληψιν του Γράμμου, είχεν αποφασίσει την ενέργειαν επιχειρήσεων, με σκοπόν τη ριζικήν εκκαθάρισιν εκ Ν. προς Β. της Κεντρικής Ελλάδος και τη συσπείρωσιν προοδευτικώς και συστηματικώς των δυνάμεων διώξεως προς βορράν.
Η ζώνη των επιχειρήσεων περιορίζετο από βορρά υπό της γραμμής Αώου ποταμού (Κόνιτσα) - Βενέτικου ποταμού (Γρεβενά) - Αλιάκμονος ποταμού (Σέρβια) και προς νότον μέχρι Κορινθιακού Κόλπου - Βορείου Ευβοϊκού Κόλπου.
Σχέδιον ενεργείας: Διά την εκκαθάρισιν θα εδημιουργείτο κινητή δύναμις κρούσεως προς καταδίωξιν, αποδιοργάνωσιν και εξόντωσιν των συμμοριακών συγκεντρώσεων εν τη άνω περιοχή. Το ιδιάζον εν τη συλλήψει του σχεδίου τούτου είναι ότι εις τας δυνάμεις ταύτας κρούσεως δεν καθωρίζετο ως αντικειμενικός σκοπός εδαφική ζώνη, αλλ' ο συμμοριακός όγκος εις οιανδήποτε περιοχήν και εάν ευρίσκετο ή κατέφευγε καταδιωκόμενος.
Η επιχείρησις "Πύραυλος" θα άρχιζε μετά την εκκαθάρισιν της Πελοποννήσου προς χρησιμοποίηση των εκεί διατεθεισών δυνάμεων της IX Μεραρχίας, της 72ας Ταξιαρχίας και των Μοιρών Καταδρομών».
Η ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ ανάγκασε την αντίπαλη στρατιωτική ηγεσία να τροποποιήσει το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ».
Ο Ζαφειρόπουλος αναφέρει σχετικά: «Μετά την μεσολάβησιν την 1ην Απριλίου της επιχειρήσεως των συμμοριτών "ελιγμός του Γράμμου 1949" διά της ανακαταλήψεως του Δυτικού Γράμμου και Σμόλικα υπό των Συμμοριτών και της διεισδύσεως της II συμμοριακής Μεραρχίας εις Ρούμελην, αι προϋποθέσεις της επιχειρήσεως "Πύραυλος" από απόψεως δραστηριότητας των συμμοριτών και διαθεσιμότητος εθνικών δυνάμεων τροποποιήθηκαν άρδην, λόγω προσανατολισμού δυνάμεων προς Δ. Γράμμον. Ετέθη τότε το πρόβλημα, κατά πόσον συμφέρει να αποδυθούν αι εθνικαί δυνάμεις εις ταυτόχρονον διμέτωπον αγώνα, τόσον υπό του Β Σ. Στρατού εις τον Δ. Γράμμον, όσον και υπό του Α Σ. Στρατού εις την περιοχήν Κεντρικής Ελλάδος (Ρούμελη - Αγραφα - Θεσσαλία). Κατόπιν συζητήσεως προεκτιμήθη ότι είναι ασύμφορος η δημιουργία ταυτοχρόνως διμέτωπου αγώνος, λόγω ανεπάρκειας των διατιθέμενων δυνάμεων».
Ετσι το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ» τροποποιήθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε το σχέδιο «ΚΥΝΗΓΟΣ».
Σύμφωνα με τον Ζαφειρόπουλο στο σχέδιο «Κυνηγός» προβλεπόταν:
«α) Η εκκαθάρισις της περιοχής των Αγράφων, προς εξόντωσιν των εν αυτή συμμοριακών μονάδων της I συμμοριακής Μεραρχίας και διαφόρων μονάδων χώρου και εμπέδων.
β) Η εκκαθάρισις της περιοχής της Ρούμελης, προς εξόντωσιν της II συμμοριακής Μεραρχίας και μονάδων χώρου.
γ) Η εκκαθάρισις της περιοχής Ανατολικής ορεινής Θεσσαλίας, προς εξόντωσιν των συμμοριακών δυνάμεων αυτής».
Η επιχείρηση άρχισε την 1η Μάη του '49 κι απέναντι στις λιγοστές αυτές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ο αντίπαλος εξαπέλυσε δύναμη 70.000 ανδρών με επικεφαλής τον Θρ. Τσακαλώτο, 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, σημαντικό αριθμό αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων. Ο αγώνας ήταν άνισος. Πάνω από ένα μήνα αγωνίστηκε η 2η Μεραρχία.
Στο πεδίο της μάχης χάθηκαν πολλά στελέχη και μαχητές.
Και τέλος, στις 21 Ιούνη του '49, στη θέση Μάρμαρα σκοτώθηκε ο ίδιος ο διοικητής της, ο θρυλικός Διαμαντής. Σκληρές μάχες έδωσαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις των ανταρτών, αγωνιζόμενες μέχρι εσχάτων.
Η ηρωική πορεία από τη Ρούμελη στο Γράμμο
Ακόμη μια στιγμή ηρωισμού και αυτοθυσίας, περήφανης και πειθαρχημένης στάσης των μαχητών του ΔΣΕ αποτέλεσε η μεγάλη πορεία από τη Ρούμελη στο Γράμμο. Στις 8 Οκτώβρη του 1947, 4.000 μαχητές του ΔΣΕ (οι 300 ήταν γυναίκες), κατά κύριο λόγο άοπλοι, με επικεφαλής τον Γιώτη, ξεκίνησαν από τον Προυσό της Ρούμελης τη μεγάλη πορεία των 1.000 χιλιομέτρων. Στις 20 Οκτώβρη έφτασαν στη Βωβούσα Ιωαννίνων.
Ο στόχος ήταν ένα κομμάτι των μαχητών να εξοπλίζονταν και να επέστρεφαν στη Ρούμελη και ένα άλλο να έμενε στο μέτωπο του Γράμμου. Αρκετοί πριν επιστρέψουν πρόλαβαν να πάρουν μέρος στις επιθετικές ενέργειες του ΔΣΕ στην περιοχή του Μετσόβου. Στις 29 Νοέμβρη πήραν το δρόμο της επιστροφής και στις 18 Δεκέμβρη βρίσκονταν και πάλι έξω από το Καρπενήσι. Ο Β. Αποστολόπουλος περιγράφει την αρχή της πορείας με τα παρακάτω λόγια: «Ωρα 10 βραδινή. Ξεκινά η γιγάντια φάλαγγα, αφού προηγήθηκαν μάχιμα τμήματα να ελέγξουν και καθαρίσουν το δρομολόγιο από μικρές αντιστάσεις που θα συναντούσαν.
Τέσσερις χιλιάδες (4.000) μάχιμοι και άοπλοι, λαός, μεταγωγικά, ένα δυνατό ασκέρι, σηκώνει φτερό για την Ηπειρο, για το άγνωστο. Το σκοτάδι είναι πυκνό, πίσσα».
Αντιπερισπασμός
Πολλές φορές ο ΔΣΕ στη Ρούμελη, χρησιμοποιούσε την τακτική του αντιπερισπασμού με σκοπό να αποσπά δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού από τον Γράμμο.
Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η διείσδυση στην Αρτα αλλά και η μάχη της Αμφιλοχίας.
Η μάχη της Αμφιλοχίας (καλοκαίρι του 1948) πραγματοποιήθηκε την ίδια στιγμή που το κυβερνητικό σχέδιο «Κορωνίς» στην περιοχή του Γράμμου (ονομάστηκε έτσι από τα επιτελεία του αστικού στρατού γιατί αποτελούσε την κορωνίδα της επίθεσης απέναντι στον ΔΣΕ) βρισκόταν σε εξέλιξη και είχε σκοπό τον αντιπερισπασμό.
Στο βιβλίο «Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη» διαβάζουμε για τη συγκεκριμένη σκληρή μάχη, που τελικά χάθηκε για τον ΔΣΕ: «Τα μεσάνυχτα της 30.6.48 τα ορισμένα τμήματά μας έφτασαν στ' ακραία σπίτια της Αμφιλοχίας χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση. Ο σταθμός διοίκησης της Μεραρχίας βρίσκεται στα Σαρδίνινα, πολύ κοντά στην επιχείρηση. Τη χαραυγή της 1ης Ιούλη 1948 η μάχη γενικεύεται και ο αγώνας παίρνει φοβερές διαστάσεις. Την πόλη υπερασπιζόταν δύναμη ως δύο ταγμάτων πεζικού που είναι οχυρωμένα σε σημεία ετοιμασμένα, αλλά και μέσα σε σπίτια. Από τις πρώτες ώρες παίρνουν μέρος στη μάχη με κανονιοβολισμό 2 ή 3 μικρά πολεμικά που βρίσκονταν στο λιμάνι».
-Στις 20 Νοέμβρη χτύπησαν στο Νεχώρι Υπάτης 4 λόχους.
-Στις 22 διαλύουν τον 1/623 λόχο και το απόσπασμα Κρανιά, πάνω από το χωριό Ανατολή.
-Στις 6 Δεκέμβρη οι εφημερίδες γράφουν πως στο ύψωμα Γαρδίκι απόσπασμα διαλύθηκε από αντάρτες του Μπελή, του Διαμαντή και του Παπαϊωάννου.
-Στις 27 Δεκέμβρη του 1946 ιδρύθηκε το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ.
-Στις 31 Δεκέμβρη κατέλαβαν την Υπάτη αφού διέλυσαν τη χωροφυλακή.
-Στις 12 Γενάρη του '47 μικρό τμήμα υπό τον Διαμαντή χτύπησε τρένο στον Μπράλο.
-Στις 18 Γενάρη του 1947 ιδρύθηκε το αρχηγείο Δυτικής Στερεάς με διοικητή τον Παπούα (Νίκο Διένη από τα Καστέλια) και υπαρχηγό τον Κίτσο Κορόζη. Ολη του η δύναμη 45 άνδρες. Ακτίνα δράσης από Γραμμένη Οξυά μέχρι Αραποκεφάλα.
-Από την άνοιξη του '47 αρχηγός ανέλαβε ο Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης).
Αρχίζει το στέριωμα του νέου κράτους. Να γίνουν οργανώσεις, να μπουν υπεύθυνοι στα χωριά, να δημιουργηθεί αυτοδιοίκηση, με υπεύθυνο αυτοάμυνας και επιμελητείας. Παράλληλα αναπτύσσεται η στρατιωτική οργάνωση. Στις 25 Γενάρη έχουν ήδη δημιουργηθεί τα αρχηγεία Παρνασσίδας με τον Διαμαντή, Οίτης με τους Κ. Παλαιολόγου - Μπελή, Δυτικής Στερεάς με τον Παπούα, Ευρυτανίας με τον Ερμη και Οθρυος με τον Περικλή. Ολα μαζί συγκροτούν το Αρχηγείο Ρούμελης. Στην πρώτη του περίοδο το αρχηγείο καθοδηγούνταν κατευθείαν από την ΚΕ του ΚΚΕ.
Παρότι το κεντρικό θέρετρο των επιχειρήσεων βρισκόταν στο Γράμμο, αγκάθι αποτελούσε ο έλεγχος εκτάσεων της Ρούμελης από το ΔΣΕ. Και αυτό γιατί ο αστικός στρατός δεν εξασφάλιζε τα νώτα και τον εφοδιασμό του, αλλά και γιατί ο ΔΣΕ σημείωνε σημαντικές νίκες.
Η κατάληψη της Αράχοβας Ναυπακτίας από το Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς, η διείσδυση στον Κιθαίρωνα και την Πάρνηθα, φτάνοντας σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την Αθήνα και η μεγάλη μάχη της Καρδίτσας ήταν σημαντικές επιχειρήσεις. Ηταν επίσης ιδιαίτερα σημαντική η απόκρουση των κυβερνητικών σχεδίων «Τέρμινους» και «Χαραυγή» που προέβλεπαν την εκκαθάριση της Ρούμελης από δυνάμεις του ΔΣΕ.
Στη συνέχεια της μετάδοσης από το πρακτορείο ειδήσεων «Ελεύθερη Ελλάδα» του εντυπωσιακού γεγονότος της διείσδυσης στην Πάρνηθα σημειωνόταν: «Τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού του Αρχηγείου Ρούμελης στις 4 προς 5 του Φλεβάρη μπήκαν στον Αη Γιώργη της Λιβαδειάς, όπου οι κάτοικοι τα δέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό και πρόσφεραν δύο χιλιάδες οκάδες σιτάρι. Στις 10 του Φλεβάρη τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού μπήκαν στο Νεοχώρι και στα Λεύκτρα της Θήβας, σαρώνοντας τους ΜΑΥδες. Τριάντα νέοι με ενθουσιασμό ακολούθησαν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού και κατατάχθηκαν στις γραμμές του».
Το σχέδιο «Τέρμινους»
Οργανώθηκε από το γενικό επιτελείο του αστικού στρατού. Συντάχθηκε από τον αρχηγό της εγγλέζικης αποστολής Ρόλινγκς.
Πρώτο πεδίο η Ρούμελη.
Στόχος ο εγκλωβισμός και εξουδετέρωση του ΔΣΕ με κυκλωτικές κινήσεις.
Στις 5 Απρίλη 1947 ο στρατός εξορμά με 7 Μεραρχίες με σύνολο 40 τάγματα πεζικού, 36 λόχους ΛΟΚ, 20 τάγματα χωροφυλακής, 43 τάγματα εθνοφρουράς, στο γενικό σύνολο 80.000, με 60 αεροπλάνα και 40 πυροβόλα.
Απέναντι, το Αρχηγείο Ρούμελης έχει να αντιπαραθέσει όλους κι όλους 1.000 αντάρτες.
Το ειδικό σχέδιο ονομάζεται «Αετός». Ε, έπεσε με σπασμένα τα φτερά του.
Ούτε ένας εγκλωβισμός δεν πέτυχε.
Στις 17 Αυγούστου του '47 το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ με συντακτική πράξη καταργεί τη Βασιλεία και η Ελλάδα ανακηρύσσεται προεδρευομένη Δημοκρατία.
Στις 20 Αυγούστου το Αρχηγείο της Ρούμελης συνοδεύει το Γενικό Αρχηγείο ως τα υψώματα Τετράκωμου Αυχένα Μεσούντας. Από κει τους πήραν τα μακεδονικά τμήματα.
Το «Τέρμινους» συνέχισε προς Γράμμο με το όνομα «Κόραξ».
Στις 12-13 Σεπτέμβρη του '47 η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ δίνει γραμμή για ολοκληρωτικό πόλεμο.
Στο σύνολό της τότε η δύναμη του ΔΣΕ ήταν 18.000.
Νέο σχέδιο εκκαθαρίσεων με κωδικό «Λαίλαψ». Σκληρές μάχες στο Γιδοβούνι, την Οξυά, στη Ράχη Καρπενησίου, στο Γαρδίκι.
Οι αντάρτες περνούν στα μετόπισθεν του εχθρού και χτυπούν στις 4 Νοέμβρη την Αμφισσα. Το νέο στοιχείο είναι η εκκένωση των χωριών από το μοναρχοφασιστικό στρατό για να αποκόψει τους αντάρτες από κάθε αναγκαίο για την επιβίωσή τους στοιχείο επιμελητείας. Κατά κοινή ομολογία του αστικού στρατιωτικού κόσμου αλλά και του Τσακαλώτου, το σχέδιο Τέρμινους ήταν μια τρύπα στο νερό.
Σχέδιο «Χαραυγή»
Πεδίο εφαρμογής του ένα τετράπλευρο 350 χλμ.
Τρεις Μεραρχίες με 27 τάγματα, 16 εθνοφρουράς, 6 χωροφυλακής, 2 μοίρες καταδρομών, 48 πυροβόλα, ένα σύνταγμα θωρακισμένων, ομάδες ΜΑΥ και αεροπορία.
Ο ΔΣΕ συγκροτεί το Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ).
-Ονομάζονται τα αρχηγεία σε Μεραρχίες.
-Στη Ρούμελη αντιστοιχεί η 2η Μεραρχία, με την 1η στη Θεσσαλία και την 3η στην Πελοπόννησο.
-Δύναμη της 2ης 2.500 μαχητές, σε τρεις ταξιαρχίες που αντιστοιχούν στα τρία αρχηγεία.
-Ετσι ο Παρνασσός έχει την 126η Ταξιαρχία.
-Η Φθιώτιδα την 172η Ταξιαρχία και η Δυτική Στερεά την 144η Ταξιαρχία.
-Πιο πλήρης σε δύναμη είναι η 144η με τρία τάγματα και μια διλοχία.
Οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 10-15 Απρίλη 1948. Η ανακοίνωση του ΓΕΣ αναφέρει: «Ενα πράγμα επιδιώκομεν. Να μη φύγουν οι συμμορίται έξω της Ρούμελης και τους χάσωμεν».
Ο στρατηγός Τσακαλώτος ζητά από τους στρατιώτες να ξεχάσουν τη λέξη «κόπωσις» γιατί ήδη την έχουν ξεγράψει οι αντάρτες: «Γιατί αυτοί δεν κουράζονται, μήπως είναι καλύτερα ντυμένοι, μήπως περνούν καλύτερα;».
Ο Γιώτης φεύγει και αναλαμβάνει την 1η Μεραρχία και διοικητής της 2ης αναλαμβάνει ο Διαμαντής.
Είναι η περίοδος που εδραιώνεται η φήμη για τον στρατηγό - φάντασμα (Διαμαντή).
Κάθε φορά που ανακοίνωναν ότι έχει σκοτωθεί στη μάχη, εκείνος εμφανίζονταν στην πρώτη γραμμή της επίθεσης.
Η κατάληψη του Καρπενησίου
Η μάχη του Καρπενησίου, ίσως η κορυφαία επιχείρηση του ΔΣΕ στη Ρούμελη, πραγματοποιήθηκε στις 20-21 Γενάρη 1949 και είχε νικηφόρα έκβαση. Αργά το βράδυ της 19ης Γενάρη του 1949 ο ΔΣΕ με συνολική δύναμη περίπου 3.000 μαχητών και με καλά οργανωμένο σχέδιο μπαίνει στην πρωτεύουσα της Ευρυτανίας, την ιστορική πρωτεύουσα της Ελεύθερης Ελλάδας κατά την περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης. Το σχέδιο ήταν το εξής: Το ΚΓΑΝΕ διέταξε τα τμήματα της 1ης Μεραρχίας του Γιώτη να κινηθούν απευθείας στο Καρπενήσι με σκοπό την εξουδετέρωση του εχθρού, κατάληψη και κατοχή της πόλης. Η διαταγή επιχείρησης του ΚΓΑΝΕ όρισε ότι η 2η Μεραρχία του Διαμαντή θα κρατούσε με ισχυρές δυνάμεις τα υψώματα Μερκάδας και θ' απαγόρευε κάθε προσπάθεια προώθησης του κυβερνητικού στρατού απ' τη στενωπό, που δημιουργούν τα γύρω βουνά και λόφοι, προς το Καρπενήσι. Το Καρπενήσι κρατήθηκε για 20 μέρες και για τη σημασία της κατάληψής του ο Χαρίλαος Φλωράκης (καπετάν Γιώτης) σε άρθρο του με τίτλο «Επιχείρηση Καρπενησίου» το Μάη του 1949 στο τεύχος 5 του περιοδικού «Δημοκρατικός Στρατός» έγραφε:
«Η επιχείρηση του Καρπενησίου είχε γενικότερη πολιτικοστρατιωτική σημασία.
1) Ο μοναρχοφασισμός θα έχανε μία πόλη - δεύτερη μέσα στον ίδιο μήνα (σ.σ. η πρώτη ήταν η Νάουσα) - πρωτεύουσα νομού, γνωστή και έξω από τα ελληνικά σύνορα απ' την ιστορία της κατά τον αγώνα της κατοχής.
2) Γιατί η πόλη αυτή βρίσκεται πολύ μακριά απ' τα σύνορα και σε περιοχή που ο μοναρχοφασισμός ισχυρίζεται ότι ξεκαθάρισε από το ΔΣ.
3) Γιατί ο μοναρχοφασισμός θα δεχόταν ένα τέτοιο γερό χτύπημα τις μέρες που διατυμπάνιζε ότι με την τοποθέτηση του Παπάγου σαν αρχιστρατήγου θα διορθώνονταν τα πράγματα.
4) Θα έχανε την πιο βαθιά προωθημένη βάση του, που είχε για τις εκστρατείες του στη Ρούμελη και τη Δυτική Θεσσαλία».
Σχέδιο «Πύραυλος»
Το σύνολο του Α' Σώματος του αστικού στρατού πέφτει στην περιοχή για να εξασφαλίσει τα μετόπισθεν ενόψει της μάχης σε Γράμμο - Βίτσι. Αρχίζει ένας τιτάνιος αγώνας που από ώρα σε ώρα γράφονται απίθανες στιγμές ηρωισμού, αυταπάρνησης, ανιδιοτέλειας, εφευρετικότητας από τη σκοπιά των μαχητών του ΔΣΕ. Για τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία, η στρατιωτική ηγεσία του κυβερνητικού στρατού συγκροτεί ειδικές δυνάμεις κρούσης με την ονομασία ΔΑΚΕΣ (Δυνάμεις Αναζητήσεως, Κρούσεως, Εξοντώσεως Συμμοριτών).
Να πώς περιγράφει αυτό το σχέδιο ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: «Σκοπός: Η εθνική Ηγεσία μετά την ανακατάληψιν του Καρπενησίου και την καταδίωξιν των συμμοριτών προς Αγραφα, και φυσικά προ της εκδηλώσεως της ενεργείας των συμμοριτών προς ανακατάληψιν του Γράμμου, είχεν αποφασίσει την ενέργειαν επιχειρήσεων, με σκοπόν τη ριζικήν εκκαθάρισιν εκ Ν. προς Β. της Κεντρικής Ελλάδος και τη συσπείρωσιν προοδευτικώς και συστηματικώς των δυνάμεων διώξεως προς βορράν.
Η ζώνη των επιχειρήσεων περιορίζετο από βορρά υπό της γραμμής Αώου ποταμού (Κόνιτσα) - Βενέτικου ποταμού (Γρεβενά) - Αλιάκμονος ποταμού (Σέρβια) και προς νότον μέχρι Κορινθιακού Κόλπου - Βορείου Ευβοϊκού Κόλπου.
Σχέδιον ενεργείας: Διά την εκκαθάρισιν θα εδημιουργείτο κινητή δύναμις κρούσεως προς καταδίωξιν, αποδιοργάνωσιν και εξόντωσιν των συμμοριακών συγκεντρώσεων εν τη άνω περιοχή. Το ιδιάζον εν τη συλλήψει του σχεδίου τούτου είναι ότι εις τας δυνάμεις ταύτας κρούσεως δεν καθωρίζετο ως αντικειμενικός σκοπός εδαφική ζώνη, αλλ' ο συμμοριακός όγκος εις οιανδήποτε περιοχήν και εάν ευρίσκετο ή κατέφευγε καταδιωκόμενος.
Η επιχείρησις "Πύραυλος" θα άρχιζε μετά την εκκαθάρισιν της Πελοποννήσου προς χρησιμοποίηση των εκεί διατεθεισών δυνάμεων της IX Μεραρχίας, της 72ας Ταξιαρχίας και των Μοιρών Καταδρομών».
Η ανακατάληψη του Γράμμου από τον ΔΣΕ ανάγκασε την αντίπαλη στρατιωτική ηγεσία να τροποποιήσει το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ».
Ο Ζαφειρόπουλος αναφέρει σχετικά: «Μετά την μεσολάβησιν την 1ην Απριλίου της επιχειρήσεως των συμμοριτών "ελιγμός του Γράμμου 1949" διά της ανακαταλήψεως του Δυτικού Γράμμου και Σμόλικα υπό των Συμμοριτών και της διεισδύσεως της II συμμοριακής Μεραρχίας εις Ρούμελην, αι προϋποθέσεις της επιχειρήσεως "Πύραυλος" από απόψεως δραστηριότητας των συμμοριτών και διαθεσιμότητος εθνικών δυνάμεων τροποποιήθηκαν άρδην, λόγω προσανατολισμού δυνάμεων προς Δ. Γράμμον. Ετέθη τότε το πρόβλημα, κατά πόσον συμφέρει να αποδυθούν αι εθνικαί δυνάμεις εις ταυτόχρονον διμέτωπον αγώνα, τόσον υπό του Β Σ. Στρατού εις τον Δ. Γράμμον, όσον και υπό του Α Σ. Στρατού εις την περιοχήν Κεντρικής Ελλάδος (Ρούμελη - Αγραφα - Θεσσαλία). Κατόπιν συζητήσεως προεκτιμήθη ότι είναι ασύμφορος η δημιουργία ταυτοχρόνως διμέτωπου αγώνος, λόγω ανεπάρκειας των διατιθέμενων δυνάμεων».
Ετσι το σχέδιο «ΠΥΡΑΥΛΟΣ» τροποποιήθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε το σχέδιο «ΚΥΝΗΓΟΣ».
Σύμφωνα με τον Ζαφειρόπουλο στο σχέδιο «Κυνηγός» προβλεπόταν:
«α) Η εκκαθάρισις της περιοχής των Αγράφων, προς εξόντωσιν των εν αυτή συμμοριακών μονάδων της I συμμοριακής Μεραρχίας και διαφόρων μονάδων χώρου και εμπέδων.
β) Η εκκαθάρισις της περιοχής της Ρούμελης, προς εξόντωσιν της II συμμοριακής Μεραρχίας και μονάδων χώρου.
γ) Η εκκαθάρισις της περιοχής Ανατολικής ορεινής Θεσσαλίας, προς εξόντωσιν των συμμοριακών δυνάμεων αυτής».
Η επιχείρηση άρχισε την 1η Μάη του '49 κι απέναντι στις λιγοστές αυτές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ο αντίπαλος εξαπέλυσε δύναμη 70.000 ανδρών με επικεφαλής τον Θρ. Τσακαλώτο, 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, σημαντικό αριθμό αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων. Ο αγώνας ήταν άνισος. Πάνω από ένα μήνα αγωνίστηκε η 2η Μεραρχία.
Στο πεδίο της μάχης χάθηκαν πολλά στελέχη και μαχητές.
Και τέλος, στις 21 Ιούνη του '49, στη θέση Μάρμαρα σκοτώθηκε ο ίδιος ο διοικητής της, ο θρυλικός Διαμαντής. Σκληρές μάχες έδωσαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις των ανταρτών, αγωνιζόμενες μέχρι εσχάτων.
Η ηρωική πορεία από τη Ρούμελη στο Γράμμο
Ακόμη μια στιγμή ηρωισμού και αυτοθυσίας, περήφανης και πειθαρχημένης στάσης των μαχητών του ΔΣΕ αποτέλεσε η μεγάλη πορεία από τη Ρούμελη στο Γράμμο. Στις 8 Οκτώβρη του 1947, 4.000 μαχητές του ΔΣΕ (οι 300 ήταν γυναίκες), κατά κύριο λόγο άοπλοι, με επικεφαλής τον Γιώτη, ξεκίνησαν από τον Προυσό της Ρούμελης τη μεγάλη πορεία των 1.000 χιλιομέτρων. Στις 20 Οκτώβρη έφτασαν στη Βωβούσα Ιωαννίνων.
Ο στόχος ήταν ένα κομμάτι των μαχητών να εξοπλίζονταν και να επέστρεφαν στη Ρούμελη και ένα άλλο να έμενε στο μέτωπο του Γράμμου. Αρκετοί πριν επιστρέψουν πρόλαβαν να πάρουν μέρος στις επιθετικές ενέργειες του ΔΣΕ στην περιοχή του Μετσόβου. Στις 29 Νοέμβρη πήραν το δρόμο της επιστροφής και στις 18 Δεκέμβρη βρίσκονταν και πάλι έξω από το Καρπενήσι. Ο Β. Αποστολόπουλος περιγράφει την αρχή της πορείας με τα παρακάτω λόγια: «Ωρα 10 βραδινή. Ξεκινά η γιγάντια φάλαγγα, αφού προηγήθηκαν μάχιμα τμήματα να ελέγξουν και καθαρίσουν το δρομολόγιο από μικρές αντιστάσεις που θα συναντούσαν.
Τέσσερις χιλιάδες (4.000) μάχιμοι και άοπλοι, λαός, μεταγωγικά, ένα δυνατό ασκέρι, σηκώνει φτερό για την Ηπειρο, για το άγνωστο. Το σκοτάδι είναι πυκνό, πίσσα».
Αντιπερισπασμός
Πολλές φορές ο ΔΣΕ στη Ρούμελη, χρησιμοποιούσε την τακτική του αντιπερισπασμού με σκοπό να αποσπά δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού από τον Γράμμο.
Τέτοιες περιπτώσεις ήταν η διείσδυση στην Αρτα αλλά και η μάχη της Αμφιλοχίας.
Η μάχη της Αμφιλοχίας (καλοκαίρι του 1948) πραγματοποιήθηκε την ίδια στιγμή που το κυβερνητικό σχέδιο «Κορωνίς» στην περιοχή του Γράμμου (ονομάστηκε έτσι από τα επιτελεία του αστικού στρατού γιατί αποτελούσε την κορωνίδα της επίθεσης απέναντι στον ΔΣΕ) βρισκόταν σε εξέλιξη και είχε σκοπό τον αντιπερισπασμό.
Στο βιβλίο «Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη» διαβάζουμε για τη συγκεκριμένη σκληρή μάχη, που τελικά χάθηκε για τον ΔΣΕ: «Τα μεσάνυχτα της 30.6.48 τα ορισμένα τμήματά μας έφτασαν στ' ακραία σπίτια της Αμφιλοχίας χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση. Ο σταθμός διοίκησης της Μεραρχίας βρίσκεται στα Σαρδίνινα, πολύ κοντά στην επιχείρηση. Τη χαραυγή της 1ης Ιούλη 1948 η μάχη γενικεύεται και ο αγώνας παίρνει φοβερές διαστάσεις. Την πόλη υπερασπιζόταν δύναμη ως δύο ταγμάτων πεζικού που είναι οχυρωμένα σε σημεία ετοιμασμένα, αλλά και μέσα σε σπίτια. Από τις πρώτες ώρες παίρνουν μέρος στη μάχη με κανονιοβολισμό 2 ή 3 μικρά πολεμικά που βρίσκονταν στο λιμάνι».
Κόκκινος Φάκελος : Η Μέριμνα του Δ.Σ.Ε.
Παρουσίαση με έντυπο υλικό και ντοκουμέντα την λειτουργία των υπηρεσιών μέριμνας και υποστήριξης των μαχητών και στελεχών του ΔΣΕ. Απώτερος σκοπός του άρθρου μας είναι, να φωτίσουμε μερικές σχετικά άγνωστες πτυχές της ζωής του ΔΣ και να αποδείξουμε την τακτικότητα και την στρατιωτική λειτουργικότητα του στρατεύματος. Ο ΔΣΕ δεν ήταν μια ομάδα κατσαπλιάδων όπως πολλοί εξακολουθούν αν υποστηρίζουν. Υπήρξε ένα καθόλα τακτικός και αποτελεσματικός στρατός.
Οι φωτογραφίες έχουν ληφθεί στην ευρύτερη περιοχή του Γράμμου και του Βίτσι. Στις περιοχές αυτές ο ΔΣΕ υπήρξε καλά οργανωμένος και ακόμα και μέχρι το 1949 διέθετε αποτελεσματικές υπηρεσίες. Από τα μετόπισθεν του Γράμμου προέρχονταν τα εφόδια, ο ρουχισμός, τα φάρμακα και το πολεμικό και βοηθητικό υλικό του ΔΣΕ σε όλη την ελληνική επικράτεια με εξαίρεση τα νησιά. Η αρχική ιδέα ήταν να οργανωθεί η λεγόμενη επιμελητεία του αντάρτη (όπως και στον ΕΛΑΣ) και να φυγαδεύονται τα καταληφθέντα εφόδια πρώτα στο Γράμμο και μετά να διαμοιράζονται ανάλογα τις ανάγκες. Το σύστημα δούλεψε αρκετά καλά μέχρι και το 1948, γιατί μετά η μαζική εκτόπιση των πληθυσμών της υπαίθρου ερήμωσαν τον τόπο και οι επικοινωνίες ανάμεσα στα τμήματα ήταν εξαιρετικά δύσκολες αν όχι αδύνατες. Εν κατακλείδι, πρέπει να τονισθεί το παρακάτω: Ο ΔΣΕ λειτουργούσε τακτικά στο μέτρο του δυνατού ως και το 1949. Σε πολλά τμήματα φυσικά οι συνθήκες υπήρξαν τρομακτικά δύσκολες και οι στερήσεις πολλές, όμως αυτό προέρχονταν από τα ίδια τα εγγενή προβλήματα του στρατού και όχι από την κακή του οργάνωση...
Η εργασία ήταν κάτι που ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε όπως ακριβώς και τον πόλεμο. Στις αντίξοες συνθήκες που η ζωή του ΔΣΕ παρουσίαζε, ο αγώνας για την επιβίωση ήταν δύσκολος και η συντροφικότητα έδειχνε τον δρόμο της ζωής. Κανείς δεν θα τα κατάφερνε μόνος. Ο πόλεμος όπως και η εργασία αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο και στα δύο φύλα. Είχαν και τα δύο υποχρέωση και δικαίωμα και στα δύο .Οι δουλειές είχαν μοιραστεί στην βάση της ισοτιμίας κι ανάλογα με τις ικανότητες. Οι γυναίκες συνήθως αναλάμβαναν την καθαριότητα και το φαγητό και οι άνδρες τις κατασκευές, τις επισκευές και μεριμνούσαν για την σφαγή των ζώων και την παραγωγή δερμάτων και καβουρμά (βρασμένο κρέας σε μορφή κονσέρβας). Αυτή ήταν η δομή και η οργάνωση της μέριμνας του ΔΣΕ που περιλάμβανε και τα δύο φύλα σε ισότιμη σχέση. Μια σχέση που δεκαετίες ολόκληρες δεν κατακτήθηκε από την ελληνική συνείδηση ολοκληρωμένα και ορθά, παρά μόνο σε πολύ μεταγενέστερες εποχές...
(Σημείωση: 'Ολο το υλικό προέρχεται από το αρχείο του ΚΚΕ)
Οι φωτογραφίες έχουν ληφθεί στην ευρύτερη περιοχή του Γράμμου και του Βίτσι. Στις περιοχές αυτές ο ΔΣΕ υπήρξε καλά οργανωμένος και ακόμα και μέχρι το 1949 διέθετε αποτελεσματικές υπηρεσίες. Από τα μετόπισθεν του Γράμμου προέρχονταν τα εφόδια, ο ρουχισμός, τα φάρμακα και το πολεμικό και βοηθητικό υλικό του ΔΣΕ σε όλη την ελληνική επικράτεια με εξαίρεση τα νησιά. Η αρχική ιδέα ήταν να οργανωθεί η λεγόμενη επιμελητεία του αντάρτη (όπως και στον ΕΛΑΣ) και να φυγαδεύονται τα καταληφθέντα εφόδια πρώτα στο Γράμμο και μετά να διαμοιράζονται ανάλογα τις ανάγκες. Το σύστημα δούλεψε αρκετά καλά μέχρι και το 1948, γιατί μετά η μαζική εκτόπιση των πληθυσμών της υπαίθρου ερήμωσαν τον τόπο και οι επικοινωνίες ανάμεσα στα τμήματα ήταν εξαιρετικά δύσκολες αν όχι αδύνατες. Εν κατακλείδι, πρέπει να τονισθεί το παρακάτω: Ο ΔΣΕ λειτουργούσε τακτικά στο μέτρο του δυνατού ως και το 1949. Σε πολλά τμήματα φυσικά οι συνθήκες υπήρξαν τρομακτικά δύσκολες και οι στερήσεις πολλές, όμως αυτό προέρχονταν από τα ίδια τα εγγενή προβλήματα του στρατού και όχι από την κακή του οργάνωση...
Η εργασία ήταν κάτι που ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε όπως ακριβώς και τον πόλεμο. Στις αντίξοες συνθήκες που η ζωή του ΔΣΕ παρουσίαζε, ο αγώνας για την επιβίωση ήταν δύσκολος και η συντροφικότητα έδειχνε τον δρόμο της ζωής. Κανείς δεν θα τα κατάφερνε μόνος. Ο πόλεμος όπως και η εργασία αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο και στα δύο φύλα. Είχαν και τα δύο υποχρέωση και δικαίωμα και στα δύο .Οι δουλειές είχαν μοιραστεί στην βάση της ισοτιμίας κι ανάλογα με τις ικανότητες. Οι γυναίκες συνήθως αναλάμβαναν την καθαριότητα και το φαγητό και οι άνδρες τις κατασκευές, τις επισκευές και μεριμνούσαν για την σφαγή των ζώων και την παραγωγή δερμάτων και καβουρμά (βρασμένο κρέας σε μορφή κονσέρβας). Αυτή ήταν η δομή και η οργάνωση της μέριμνας του ΔΣΕ που περιλάμβανε και τα δύο φύλα σε ισότιμη σχέση. Μια σχέση που δεκαετίες ολόκληρες δεν κατακτήθηκε από την ελληνική συνείδηση ολοκληρωμένα και ορθά, παρά μόνο σε πολύ μεταγενέστερες εποχές...
(Σημείωση: 'Ολο το υλικό προέρχεται από το αρχείο του ΚΚΕ)
Συνοψίζοντας
Τιμή και Δόξα στους ήρωες του ΔΣΕ
29 Αυγούστου τέλειωσε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Ωστόσο, ήταν το τρομοκρατικό δολοφονικό όργιο που επικράτησε, μετά και τη συμφωνία της βάρκιζας, που οδήγησε τη Ελλάδα στον εμφύλιο. Οι προειδοποιήσεις των κομμουνιστών για το σταμάτημα των διωγμών, δολοφονιών των αγωνιστών και του τρομοκρατικού καθεστώτος, δεν εύρισκαν καμιά απήχηση στην τότε κυβέρνηση. Έτσι αναπόφευκτα φτάσαμε στον εμφύλιο πόλεμο.
Εμείς δεν ξεχνάμε τον ηρωικό αγώνα που έδωσαν οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ για μια Ελλάδα ελεύθερη ανεξάρτητη και λαικοδημοκρατική.
Είναι πηγή αγωνιστικής έμπνευσης και ανεξάλειπτος τίτλος τιμής για τους κομμουνιστές και τον αδούλωτο δημοκρατικό ελληνικό λαό. Αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού χαρακτηρίστηκε εμφύλιος πόλεμος. Κατά τη γνώμη μας, είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός. Εμφύλιος πόλεμος σημαίνει ότι αντιπαρατάσσονται δύο γηγενείς δυνάμεις ισότιμα. Εδώ, όμως, δεν υπήρξε τέτοια περίπτωση. Η ξενοκρατία και μάλιστα με επικεφαλής επώνυμα στελέχη πρώτης γραμμής - όπως ο Τσώρτσιλ και ο Βαν Φλητ που συνδέονται περισσότερο με τον εμφύλιο πόλεμο - σε συνεργασία με ένα μέρος της αστικής τάξης, χτύπησε κατά τον πιο απροσχημάτιστο τρόπο και με όλα τα μέσα την άλλη παράταξη την οποία - υποχρεωτικά - την έθεσε σε θέση άμυνας.
Τρία και πάνω χρόνια βάσταξε ο σκληρός, επικός αγώνας του ΔΣΕ. Στα χρόνια αυτά, έδωσε μάχες και μάχες. Στην Ρούμελη,τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και Θράκη, την Πελοπόννησο, στην Κρήτη, τη Σάμο και άλλα νησιά, σε κάμπους και βουνά, σε πόλεις και χωριά. Πάλεψε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, που οφείλονταν, πριν απ' όλα, στον ίδιο το χαρακτήρα του πολέμου και την ωμή επέμβαση των ιμπεριαλιστών.
Είναι πολύ πιθανό ο ΔΣΕ να είχε νικήσει και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αν εξασφαλιζόταν η μαζική ενίσχυση του από τις πόλεις και όχι όπως βασικά έγινε μόνο από την ύπαιθρο και αν καταφέρονταν από την αρχή συντριπτικά χτυπήματα στον αδύνατο αριθμητικά, περιορισμένο και ανοργάνωτο ακόμα τότε κυβερνητικό στρατό.
Όταν, το Μάρτη του 1947, ο πανίσχυρος αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αντικατέστησε τον εξασθενημένο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αγγλικό ιμπεριαλισμό και προχώρησε στην οργάνωση, ενίσχυση και ολόπλευρο εφοδιασμό του κυβερνητικού στρατού με άφθονα και σύγχρονα όπλα, η έκβαση του αγώνα είχε ουσιαστικά κριθεί.
Παρόλα αυτά, οι μαχητές και τα στελέχη του ΔΣΕ αγωνίστηκαν με απαράμιλλο ηρωισμό και παραδειγματική αυτοθυσία, με ακλόνητη πίστη στα υψηλά ιδανικά τους. Ένας προς δέκα πολεμούσαν στο Γράμμο και το Βίτσι. Έγραψαν, όμως, με το αίμα και τη θυσία τους νέες σελίδες δόξας στην πλούσια αγωνιστική ιστορία του λαού.
Με πρωτομάχους στον αγώνα τους κομμουνιστές, πρόσθεσαν νέους άθλους. Ανάδειξαν τους δικούς τους ήρωες και μάρτυρες. Τον Διαμαντή, τον Νίκο Τριανταφύλλου, τον Στέφανο Γκιουζέλη, τον Μήτσο Βάμβακα, τη Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, τη Μίρκα Γκίνη, την Κατίνα Ανδρεοπούλου (Τσβέτα), την Ισμήνη Σιδηροπούλου και τόσους, τόσους άλλους γνωστούς και αγνώστους.
Ισάξια με τους άνδρες πολέμησαν στο ΔΣΕ οι γυναίκες - μαχήτριες, που για πρώτη φορά πήραν μέρος σε ένα τέτοιο μεγάλο ποσοστό (20 με 25% της δύναμης) σε ένοπλο αγώνα.
Οι μαχήτριες επιβλήθηκαν με τη μαχητικότητα τους, τον ηρωισμό τους, την προσαρμοστικότητα τους στις συνθήκες του πολέμου. Αρκετές με την επιτελική τους σκέψη ακόμα που τους έδοσε τη δυνατότητα να προωθηθούν σε διοικητικές θέσεις. Αναδείχτηκαν μέσα στη σκληρή μάχη διοικητές διμοιριών και λόχων, πολιτικοί επίτροποι λόχων και ταγμάτων.
Όπως η ηρωίδα Ελευθερία Ιωαννίδου, πολιτικός επίτροπος τάγματος, η λεβέντισσα Θεανώ Πάτσιου διοικητής λόχου, η ηρωίδα και δυο φορές παρασημοφορεμένη με μετάλλια ανδρείας Κατίνα Ανδρεοπούλου «Τσβέτα». Εκατοντάδες μαχήτριες υπαξιωματικοί και αξιωματικοί παρασημοφορήθηκαν με μετάλλια ανδρείας και μετάλλια ΗΛΕΚΤΡΑΣ.
Αναγνωρίστηκαν από όλους, ακόμα και από τον εχθρό, σαν μαχήτριες.
Να τι έγραψε χρονογράφος του «Βήματος» : «Όπως διηγούνταν όσοι τις γνώρισαν στη μάχη, πρόκειται για φανατισμένες ύαινες».
Ο δε «Ταχυδρόμος» του Βόλου έγραψε για τις μαχήτριες στη μάχη της Καρδίτσας, ότι: «έδειξαν μαχητικότητα και ορμή εν πολλοίς ανωτέραν των ανδρών».
Ποιες όμως ήσαν αυτές οι «ύαινες;» Ήταν οι αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης, οι ΕΠΟΝίτισσες, τα κορίτσια των αγωνιστών και αγωνιστριών, που γνώρισαν την πρωτοφανέρωτη μοναρχοφασιστική τρομοκρατία, τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες. Που είδαν να δολοφονούνται και να σέρνονται στους δρόμους οι αγαπημένοι τους, τα παιδιά τους, οι άντρες τους, οι πατεράδες τους από τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες και τους χωροφύλακες. Που γνώρισαν την κτηνωδία τους, όταν τους έκοβαν σύρριζα τα μαλλιά τους. Που έφυγαν στο βουνό για να γλιτώσουν τον ομαδικό βιασμό από τα ανθρωπόμορφα αυτά τέρατα.
Μέσα σ' ένα χρόνο από τη Βάρκιζα, βιάστηκαν 165 γυναίκες. Η κτηνωδία τους έφτασε και στις μάνες των μαχητριών και μαχητών.
Αυτές ήταν οι «ύαινες» που κατέφυγαν στο βουνό κι άδραξαν τα όπλα για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, τη τιμή και την αξιοπρέπεια τους. 'Αδραξαν τα όπλα για τη λευτεριά και ανεξαρτησία της Πατρίδας από τους καινούριους καταχτητές, αυτή τη φορά τους Αγγλοαμερικανούς ιμπεριαλιστές.
Στις ίδιες βουνοκορφές, όπως στην κατοχή, αντιλάλησαν και πάλι τα τραγούδια των ανταρτών:
[Για σε πατρίδα μας Ελλάδα
ζώσαμε τ' άρματα ξανά
τη λευτεριά μας για να δούμε
πήραμε κάμπους και βουνά]
Ο ΔΣΕ ήταν, χωρίς υπερβολή, στρατός των νέων. Νέοι ήταν το, 70-80% των μαχητών και μαχητριών του. Οι ΕΠΟΝίτες δημιουργούσαν ειδικά τμήματα στις γραμμές του που ονομάζονταν τμήματα Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΔΝΕ). Πρωτοστατούσαν στη διαφωτιστική δουλειά στους φαντάρους του κυβερνητικού στρατού, διευκολύνοντας τις λιποταξίες και βοηθώντας την ένταξη τους στα τμήματα του ΔΣΕ. Ταυτόχρονα, η νεολαία έπαιζε ιδιαίτερα δραστήριο ρόλο στις απεργιακές μάχες και γενικότερα στην ανάπτυξη του μαζικού λαϊκού αγώνα στις πόλεις, που συνδυάζονταν με την ένοπλη δράση στα βουνά.
Στο ΔΣΕ, η νεολαία γνώρισε έναν άλλου είδους στρατό, το λαϊκοδημοκρατικό. Αυτόν όπου ο φαντάρος είναι αδελφός με τον εργάτη, τον αγρότη, όχι μόνο από την άποψη των συμφερόντων που υπερασπίζονται. Αυτόν όπου ο μαχητής και η μαχήτρια δεν πειθαρχούν απλώς, αλλά και σκέφτονται, φτάνοντας στα πιο ψηλά επίπεδα ηρωισμού, ακριβώς γιατί έχουν φτάσει στα πιο ψηλά επίπεδα συνειδητότητας.
Στις συνελεύσεις των τμημάτων, που γίνονταν πριν ή μετά τη μάχη, λύνονταν τα προβλήματα που απασχολούσαν τους νέους μαχητές και μαχήτριες. Σ' αυτές, γενικεύονταν οι εμπειρίες της μάχης, έβγαιναν τ' απαραίτητα πολιτικοϊδεολογικά συμπεράσματα. Η ιδεολογικοπολιτική δουλειά δεμένη με τα καθήκοντα και τις ανάγκες του αγώνα, ήταν το πιο βασικό του στήριγμα.
Μέσα σε όλα, ξεχωρίζει ο ρόλος της κοπέλας στα πλαίσια του ΔΣΕ. Το ειδικό βάρος των κοριτσιών εδώ ήταν μεγαλύτερο από ότι στα πλαίσια του ΕΛΑΣ, κι όχι σε βοηθητικές δουλειές αλλά στις πρώτες γραμμές του ένοπλου αγώνα, στις πιο παράτολμες, πολλές από αυτές χωρίς επιστροφή, αποστολές.
Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι η έκταση της συμμετοχής των γυναικών και ιδίως των νέων γυναικών στο ΔΣΕ ήταν πρωτοφανής για τα χρονικά των λαϊκών δημοκρατικών στρατών και των ανταρτικών επαναστατικών κινημάτων του αιώνα μας. Αλλά μεγάλη ήταν και η συμμετοχή τους στην παράνομη δουλειά στις ανυπόταχτες πόλεις. 'Ενας μονάχα δείκτης αυτής της συμμετοχής είναι οι εκατοντάδες νέες εργάτριες, φοιτήτριες, μαθήτριες κι αγρότισες που χόρεψαν γύρω από τον φοίνικα των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ, πριν στηθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Συνολικά, η νεολαία είχε μια τέτοια προσφορά, γιατί, στη μεγάλη πλειοψηφία της, κερδήθηκε στην πορεία της πάλης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με την αντιιμπεριαλιστική - λαϊκοδημοκρατική προοπτική του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα.
Ο ΔΣΕ έχει να παρουσιάσει χιλιάδες αγωνιστές που εκπροσωπούν ένα νέο τύπο ανθρώπου με τα χαρακτηριστικά της πεισματικής αντίστασης σε κάθε δυσκολία, της επαναστατικής δύναμης που δίνει η πεποίθηση του δίκιου, της αλήθειας και της τελικής νίκης, ακόμα κι όταν το κοντινό μέλλον διαγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα.
Ο αγώνας του ΔΣΕ στρεφόταν ενάντια στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές που με τις ωμές επεμβάσεις τους κατέλυσαν την εθνική μας ανεξαρτησία, επέβαλαν την κυριαρχία τους και ανέκοψαν τη δημοκρατική πορεία του τόπου. Ήταν, γι' αυτό, αγώνας αντιιμπεριαλιστικός και ταυτόχρονα, απελευθερωτικός, γιατί απέβλεπε στην απαλλαγή της Ελλάδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.
Στρεφόταν, οπωσδήποτε, και ενάντια στην πλουτοκρατική ολιγαρχία, που βρήκε στήριγμα στους ιμπεριαλιστές για να επανορθώσει το μεσαιωνικό θεσμό της μοναρχίας και να στεριώσει το καθεστώς της καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Ήταν, συνεπώς, αγώνας δίκαιος, αγώνας υπέρ των εργαζομένων, υπέρ του λαού. Αγώνας για να δει η Ελλάδα άσπρη μέρα, για να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου. ' Ηταν συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης. Αγώνας για την εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων ιδανικών της.
Γι' αυτό και συκοφαντήθηκε και διαστρεβλώθηκε όσο κανένας άλλος. Οι αγωνιστές και αγωνίστριες χαρακτηρίστηκαν «ληστοσυμμορίτες» και «κατσαπλιάδες», όπως ακριβώς χαρακτηρίστηκαν, στο παρελθόν όλοι οι αγωνιστές από τους τυράννους «κλέφτες κι απελάτες και προδότες».
Χαμένος κόπος! Η αλήθεια δεν κρύβεται. Αυτό ακριβώς είναι τρανή απόδειξη πως και ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αγώνας για το λαό και τον τόπο και πως οι αγωνιστές και αγωνίστριες ακολούθησαν το σωστό δρόμο. Το δρόμο της τιμής και του χρέους προς την ελευθερία.
Εμείς δεν ξεχνάμε τον ηρωικό αγώνα που έδωσαν οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ για μια Ελλάδα ελεύθερη ανεξάρτητη και λαικοδημοκρατική.
Είναι πηγή αγωνιστικής έμπνευσης και ανεξάλειπτος τίτλος τιμής για τους κομμουνιστές και τον αδούλωτο δημοκρατικό ελληνικό λαό. Αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού χαρακτηρίστηκε εμφύλιος πόλεμος. Κατά τη γνώμη μας, είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός. Εμφύλιος πόλεμος σημαίνει ότι αντιπαρατάσσονται δύο γηγενείς δυνάμεις ισότιμα. Εδώ, όμως, δεν υπήρξε τέτοια περίπτωση. Η ξενοκρατία και μάλιστα με επικεφαλής επώνυμα στελέχη πρώτης γραμμής - όπως ο Τσώρτσιλ και ο Βαν Φλητ που συνδέονται περισσότερο με τον εμφύλιο πόλεμο - σε συνεργασία με ένα μέρος της αστικής τάξης, χτύπησε κατά τον πιο απροσχημάτιστο τρόπο και με όλα τα μέσα την άλλη παράταξη την οποία - υποχρεωτικά - την έθεσε σε θέση άμυνας.
Τρία και πάνω χρόνια βάσταξε ο σκληρός, επικός αγώνας του ΔΣΕ. Στα χρόνια αυτά, έδωσε μάχες και μάχες. Στην Ρούμελη,τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και Θράκη, την Πελοπόννησο, στην Κρήτη, τη Σάμο και άλλα νησιά, σε κάμπους και βουνά, σε πόλεις και χωριά. Πάλεψε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, που οφείλονταν, πριν απ' όλα, στον ίδιο το χαρακτήρα του πολέμου και την ωμή επέμβαση των ιμπεριαλιστών.
Είναι πολύ πιθανό ο ΔΣΕ να είχε νικήσει και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αν εξασφαλιζόταν η μαζική ενίσχυση του από τις πόλεις και όχι όπως βασικά έγινε μόνο από την ύπαιθρο και αν καταφέρονταν από την αρχή συντριπτικά χτυπήματα στον αδύνατο αριθμητικά, περιορισμένο και ανοργάνωτο ακόμα τότε κυβερνητικό στρατό.
Όταν, το Μάρτη του 1947, ο πανίσχυρος αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αντικατέστησε τον εξασθενημένο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αγγλικό ιμπεριαλισμό και προχώρησε στην οργάνωση, ενίσχυση και ολόπλευρο εφοδιασμό του κυβερνητικού στρατού με άφθονα και σύγχρονα όπλα, η έκβαση του αγώνα είχε ουσιαστικά κριθεί.
Παρόλα αυτά, οι μαχητές και τα στελέχη του ΔΣΕ αγωνίστηκαν με απαράμιλλο ηρωισμό και παραδειγματική αυτοθυσία, με ακλόνητη πίστη στα υψηλά ιδανικά τους. Ένας προς δέκα πολεμούσαν στο Γράμμο και το Βίτσι. Έγραψαν, όμως, με το αίμα και τη θυσία τους νέες σελίδες δόξας στην πλούσια αγωνιστική ιστορία του λαού.
Με πρωτομάχους στον αγώνα τους κομμουνιστές, πρόσθεσαν νέους άθλους. Ανάδειξαν τους δικούς τους ήρωες και μάρτυρες. Τον Διαμαντή, τον Νίκο Τριανταφύλλου, τον Στέφανο Γκιουζέλη, τον Μήτσο Βάμβακα, τη Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, τη Μίρκα Γκίνη, την Κατίνα Ανδρεοπούλου (Τσβέτα), την Ισμήνη Σιδηροπούλου και τόσους, τόσους άλλους γνωστούς και αγνώστους.
Ισάξια με τους άνδρες πολέμησαν στο ΔΣΕ οι γυναίκες - μαχήτριες, που για πρώτη φορά πήραν μέρος σε ένα τέτοιο μεγάλο ποσοστό (20 με 25% της δύναμης) σε ένοπλο αγώνα.
Οι μαχήτριες επιβλήθηκαν με τη μαχητικότητα τους, τον ηρωισμό τους, την προσαρμοστικότητα τους στις συνθήκες του πολέμου. Αρκετές με την επιτελική τους σκέψη ακόμα που τους έδοσε τη δυνατότητα να προωθηθούν σε διοικητικές θέσεις. Αναδείχτηκαν μέσα στη σκληρή μάχη διοικητές διμοιριών και λόχων, πολιτικοί επίτροποι λόχων και ταγμάτων.
Όπως η ηρωίδα Ελευθερία Ιωαννίδου, πολιτικός επίτροπος τάγματος, η λεβέντισσα Θεανώ Πάτσιου διοικητής λόχου, η ηρωίδα και δυο φορές παρασημοφορεμένη με μετάλλια ανδρείας Κατίνα Ανδρεοπούλου «Τσβέτα». Εκατοντάδες μαχήτριες υπαξιωματικοί και αξιωματικοί παρασημοφορήθηκαν με μετάλλια ανδρείας και μετάλλια ΗΛΕΚΤΡΑΣ.
Αναγνωρίστηκαν από όλους, ακόμα και από τον εχθρό, σαν μαχήτριες.
Να τι έγραψε χρονογράφος του «Βήματος» : «Όπως διηγούνταν όσοι τις γνώρισαν στη μάχη, πρόκειται για φανατισμένες ύαινες».
Ο δε «Ταχυδρόμος» του Βόλου έγραψε για τις μαχήτριες στη μάχη της Καρδίτσας, ότι: «έδειξαν μαχητικότητα και ορμή εν πολλοίς ανωτέραν των ανδρών».
Ποιες όμως ήσαν αυτές οι «ύαινες;» Ήταν οι αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης, οι ΕΠΟΝίτισσες, τα κορίτσια των αγωνιστών και αγωνιστριών, που γνώρισαν την πρωτοφανέρωτη μοναρχοφασιστική τρομοκρατία, τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες. Που είδαν να δολοφονούνται και να σέρνονται στους δρόμους οι αγαπημένοι τους, τα παιδιά τους, οι άντρες τους, οι πατεράδες τους από τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες και τους χωροφύλακες. Που γνώρισαν την κτηνωδία τους, όταν τους έκοβαν σύρριζα τα μαλλιά τους. Που έφυγαν στο βουνό για να γλιτώσουν τον ομαδικό βιασμό από τα ανθρωπόμορφα αυτά τέρατα.
Μέσα σ' ένα χρόνο από τη Βάρκιζα, βιάστηκαν 165 γυναίκες. Η κτηνωδία τους έφτασε και στις μάνες των μαχητριών και μαχητών.
Αυτές ήταν οι «ύαινες» που κατέφυγαν στο βουνό κι άδραξαν τα όπλα για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, τη τιμή και την αξιοπρέπεια τους. 'Αδραξαν τα όπλα για τη λευτεριά και ανεξαρτησία της Πατρίδας από τους καινούριους καταχτητές, αυτή τη φορά τους Αγγλοαμερικανούς ιμπεριαλιστές.
Στις ίδιες βουνοκορφές, όπως στην κατοχή, αντιλάλησαν και πάλι τα τραγούδια των ανταρτών:
[Για σε πατρίδα μας Ελλάδα
ζώσαμε τ' άρματα ξανά
τη λευτεριά μας για να δούμε
πήραμε κάμπους και βουνά]
Ο ΔΣΕ ήταν, χωρίς υπερβολή, στρατός των νέων. Νέοι ήταν το, 70-80% των μαχητών και μαχητριών του. Οι ΕΠΟΝίτες δημιουργούσαν ειδικά τμήματα στις γραμμές του που ονομάζονταν τμήματα Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΔΝΕ). Πρωτοστατούσαν στη διαφωτιστική δουλειά στους φαντάρους του κυβερνητικού στρατού, διευκολύνοντας τις λιποταξίες και βοηθώντας την ένταξη τους στα τμήματα του ΔΣΕ. Ταυτόχρονα, η νεολαία έπαιζε ιδιαίτερα δραστήριο ρόλο στις απεργιακές μάχες και γενικότερα στην ανάπτυξη του μαζικού λαϊκού αγώνα στις πόλεις, που συνδυάζονταν με την ένοπλη δράση στα βουνά.
Στο ΔΣΕ, η νεολαία γνώρισε έναν άλλου είδους στρατό, το λαϊκοδημοκρατικό. Αυτόν όπου ο φαντάρος είναι αδελφός με τον εργάτη, τον αγρότη, όχι μόνο από την άποψη των συμφερόντων που υπερασπίζονται. Αυτόν όπου ο μαχητής και η μαχήτρια δεν πειθαρχούν απλώς, αλλά και σκέφτονται, φτάνοντας στα πιο ψηλά επίπεδα ηρωισμού, ακριβώς γιατί έχουν φτάσει στα πιο ψηλά επίπεδα συνειδητότητας.
Στις συνελεύσεις των τμημάτων, που γίνονταν πριν ή μετά τη μάχη, λύνονταν τα προβλήματα που απασχολούσαν τους νέους μαχητές και μαχήτριες. Σ' αυτές, γενικεύονταν οι εμπειρίες της μάχης, έβγαιναν τ' απαραίτητα πολιτικοϊδεολογικά συμπεράσματα. Η ιδεολογικοπολιτική δουλειά δεμένη με τα καθήκοντα και τις ανάγκες του αγώνα, ήταν το πιο βασικό του στήριγμα.
Μέσα σε όλα, ξεχωρίζει ο ρόλος της κοπέλας στα πλαίσια του ΔΣΕ. Το ειδικό βάρος των κοριτσιών εδώ ήταν μεγαλύτερο από ότι στα πλαίσια του ΕΛΑΣ, κι όχι σε βοηθητικές δουλειές αλλά στις πρώτες γραμμές του ένοπλου αγώνα, στις πιο παράτολμες, πολλές από αυτές χωρίς επιστροφή, αποστολές.
Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι η έκταση της συμμετοχής των γυναικών και ιδίως των νέων γυναικών στο ΔΣΕ ήταν πρωτοφανής για τα χρονικά των λαϊκών δημοκρατικών στρατών και των ανταρτικών επαναστατικών κινημάτων του αιώνα μας. Αλλά μεγάλη ήταν και η συμμετοχή τους στην παράνομη δουλειά στις ανυπόταχτες πόλεις. 'Ενας μονάχα δείκτης αυτής της συμμετοχής είναι οι εκατοντάδες νέες εργάτριες, φοιτήτριες, μαθήτριες κι αγρότισες που χόρεψαν γύρω από τον φοίνικα των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ, πριν στηθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Συνολικά, η νεολαία είχε μια τέτοια προσφορά, γιατί, στη μεγάλη πλειοψηφία της, κερδήθηκε στην πορεία της πάλης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με την αντιιμπεριαλιστική - λαϊκοδημοκρατική προοπτική του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα.
Ο ΔΣΕ έχει να παρουσιάσει χιλιάδες αγωνιστές που εκπροσωπούν ένα νέο τύπο ανθρώπου με τα χαρακτηριστικά της πεισματικής αντίστασης σε κάθε δυσκολία, της επαναστατικής δύναμης που δίνει η πεποίθηση του δίκιου, της αλήθειας και της τελικής νίκης, ακόμα κι όταν το κοντινό μέλλον διαγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα.
Ο αγώνας του ΔΣΕ στρεφόταν ενάντια στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές που με τις ωμές επεμβάσεις τους κατέλυσαν την εθνική μας ανεξαρτησία, επέβαλαν την κυριαρχία τους και ανέκοψαν τη δημοκρατική πορεία του τόπου. Ήταν, γι' αυτό, αγώνας αντιιμπεριαλιστικός και ταυτόχρονα, απελευθερωτικός, γιατί απέβλεπε στην απαλλαγή της Ελλάδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.
Στρεφόταν, οπωσδήποτε, και ενάντια στην πλουτοκρατική ολιγαρχία, που βρήκε στήριγμα στους ιμπεριαλιστές για να επανορθώσει το μεσαιωνικό θεσμό της μοναρχίας και να στεριώσει το καθεστώς της καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Ήταν, συνεπώς, αγώνας δίκαιος, αγώνας υπέρ των εργαζομένων, υπέρ του λαού. Αγώνας για να δει η Ελλάδα άσπρη μέρα, για να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου. ' Ηταν συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης. Αγώνας για την εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων ιδανικών της.
Γι' αυτό και συκοφαντήθηκε και διαστρεβλώθηκε όσο κανένας άλλος. Οι αγωνιστές και αγωνίστριες χαρακτηρίστηκαν «ληστοσυμμορίτες» και «κατσαπλιάδες», όπως ακριβώς χαρακτηρίστηκαν, στο παρελθόν όλοι οι αγωνιστές από τους τυράννους «κλέφτες κι απελάτες και προδότες».
Χαμένος κόπος! Η αλήθεια δεν κρύβεται. Αυτό ακριβώς είναι τρανή απόδειξη πως και ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αγώνας για το λαό και τον τόπο και πως οι αγωνιστές και αγωνίστριες ακολούθησαν το σωστό δρόμο. Το δρόμο της τιμής και του χρέους προς την ελευθερία.
Η διαφώτιση στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας
Η διαφωτιστική–μορφωτική δραστηριότητα στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, τόσο μέσα στις γραμμές των μαχητών όσο και στους στρατιώτες του αστικού στρατού και του λαού των κατεχόμενων απ’ αυτόν περιοχών, ήταν τεραστίου όγκου: εκδόσεις, διαλέξεις, μαθήματα, συζητήσεις, πρωτοβουλίες για την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση των μαχητών κα. Η σημασία που έδινε ο ΔΣΕ, ιδιαίτερα μετά από τη σχετική απόφαση του δευτέρου κλιμακίου του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ήταν μεγάλη, όπως και στους τρόπους και τις μεθόδους αυτής της δουλειάς. Παρακάτω, αναδημοσιεύουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από άρθρο του Γραφείου Διαφώτισης του Γενικού Αρχηγείου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Δημοκρατικός Στρατός” τον Απρίλη του ’48.
Η αξία της μορφωτικής–διαφωτιστικής δουλειάς
«Στο λαϊκό απελευθερωτικό πόλεμο που κάνουμε, πολεμάμε σε πολλά μέτωπα. Εκτός από το πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό, έχουμε και το ιδεολογικό μέτωπο. Με τους ντόπιους και ξένους εχθρούς μας κάνουμε και ιδεολογικό πόλεμο. Όλοι νιώθουμε πόση μεγάλη επίδραση έχει η ιδεολογική δουλειά στη διαμόρφωση του ηθικού των μαχητών μας, μα και στο σμπαράλιασμα του ηθικού των αντιπάλων μας. Ο σύντροφος Ζαχαριάδης στην μπροσούρα του Όλοι στ’ άρματα γράφει: “Στο ιδεολογικό μέτωπο χρειάζεται πιο έντονος και αποφασιστικός αγώνας μέσα στις γραμμές μας, μέσα στον κόσμο, που πιστεύει σε μας και μας ακολουθεί, μέσα στις γραμμές του εχθρού, καθώς επίσης και ενάντια στην προπαγάνδα του, τη δημαγωγία και την απάτη του”». Και σε άλλο σημείο γράφει: “Για βασική αποστολή της η διαφώτιση (μέσα στο Δημοκρατικό Στρατό) έχει να κατατοπίζει το μαχητή απλά και κατανοητά, με συζητήσεις, με ομιλίες, με έντυπα, με νέα μας για την κατάσταση, να τον προσανατολίζει σωστά, να λύνει τις απορίες του, να απαντά στα ερωτήματα που του γεννιούνται. Πρέπει να αποφεύγει τις γενικολογίες και τα παχιά και άδεια λόγια. Τονίζει και ανεβάζει το προσωπικό παράδειγμα και την ηρωική πράξη. Οργανώνει την ψυχαγωγία του πολεμιστή, με ομαδικό διάβασμα καλού βιβλίου, με το τραγούδι, το χορό, το θέατρο και το καλό συναγωνιστικό γλέντι. Παράλληλα, η διαφώτιση φροντίζει για την πολιτική, τη θεωρητική και πρακτική στρατιωτικοπολιτική μόρφωση και εκπαίδευση του στρατού” (…) Με βάση αυτά και τη μέχρι τώρα πείρα της διαφωτιστικής δουλειάς γράφουμε αυτό το άρθρο σαν βοήθημα στην καλύτερη λύση του προβλήματος από τα Αρχηγεία (…)
Ι. Τι πρέπει να χαρακτηρίζει τη διαφωτιστική μας δουλειά
Οπως σ’ όλα τα μέτωπα ο Δημοκρατικός Στρατός επιτίθεται, έτσι και στο ιδεολογικό μας μέτωπο, στη διαφωτιστική μας δουλειά, πρέπει να κυριαρχεί το πνεύμα της επίθεσης (…).
Η στενή μας σύνδεση με το λαό, η πολιτική της λαϊκής ενότητας και συμφιλίωσης στον αγώνα για λευτεριά, ανεξαρτησία, δημοκρατία και ειρήνη, πρέπει να αγκαλιάζουν κάθε τομέα της διαφωτιστικής μας δουλειάς. Πώς και με τι πολεμικά διαφωτιστικά μέσα (όμως) θα τα πραγματοποιήσουμε αυτά;
II. Τα διαφωτιστικά μας μέσα
Τον ιδεολογικό μας πόλεμο το διεξάγουμε με ορισμένα όπλα και μέσα, στα Αρχηγεία περιοχής – που γι’ αυτά κυρίως γράφεται το άρθρο αυτό. Αυτά είναι:
1. το καθημερινό δελτίο ειδήσεων,
2. η δεκαπενθήμερη εφημερίδα,
3. ο ραδιοσταθμός (με τις) ανταποκρίσεις,
4. πεταχτό υλικό (τρικ, προκηρύξεις κλπ) (και)
5. ο προφορικός λόγος (διαλέξεις, ομιλίες).
Και όπως κάθε όπλο έχει τις δικές του τεχνικές και τακτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται κάθε φορά ανάλογα με τους σκοπούς, το χώρο, με την ποσότητα και ποιότητα εκείνων που απευθύνεται, κλπ, έτσι και τα διαφωτιστικά μέσα-όπλα έχουν τη δική τους τεχνική, τακτική χρησιμοποίηση. Στα διαφωτιστικά μας όπλα υπάρχει τούτο το ξεχωριστό: πως με αυτά απευθυνόμαστε στους δικούς μας ανθρώπους, μαχητές και λαό, και στους εχθρούς μας. Το καθένα από αυτά έχει διαφορετική χρησιμοποίηση. Άλλο σκοπό επιδιώκουμε με το δελτίο ειδήσεων, αλλιώτικο με τη δεκαπενθήμερη εφημερίδα, διαφορετικό με το πεταχτό υλικό κλπ.
Αυτό πρέπει να το δούμε, να το μελετήσουμε ζωντανά, έτσι που για το καθένα μας όπλο να μπορούμε να ξεχωρίζουμε πότε, πού και για ποιον να το χρησιμοποιήσουμε (…)
Α. Δελτίο Ειδήσεων
Ένα καθημερινό καλογραμμένο “Δελτίο Ειδήσεων” είναι ένα όπλο παραπάνω για την καλύτερη διεξαγωγή του πολέμου. Επιδιώκει να ανεβάζει το ηθικό του μαχητή, να τον ενημερώνει πολιτικά με τρόπο σύντομο. Μέσα από τις γραμμές του “Δελτίου” πρέπει να ξεπηδάει το πνεύμα της επίθεσης, της πίστης στη νίκη, του ενθουσιασμού και της αισιοδοξίας, η δύναμη του δημοκρατικού κινήματος γενικά. Με την απλότητα που πρέπει να γράφεται, με το ρωμαλέο ύφος του, να γίνει αχώριστος σύντροφος του κάθε μαχητή, της κάθε ομάδας, ακόμα και λίγα λεπτά πριν την ώρα της μάχης. Από τα διαφωτιστικά μέσα που χρησιμοποιούμε σήμερα, είναι το σοβαρότερο και το καλύτερο (…)
Β. Εφημερίδα
Εφημερίδα δεκαπενθήμερη πρέπει να βγάζουν μόνο τα Αρχηγεία περιοχών. Τα περιφερειακά Αρχηγεία δεν χρειάζεται να βγάζουν. Αυτά κυρίως πρέπει να βγάζουν δελτίο ειδήσεων, εφόσον είναι κάπως απομακρυσμένα από το Αρχηγείο περιοχής, πεταχτό υλικό και να στέλνουν ανταποκρίσεις στο ραδιοσταθμό.
Η εφημερίδα, σαν όργανο του Αρχηγείου περιοχής, απευθύνεται στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού της περιοχής της και στο σκλαβωμένο λαό της περιοχής της. Έντονα πρέπει μέσα στις στήλες της να φαίνεται το τοπικό χρώμα απ’ όλες τις εκδηλώσεις του πολέμου και της λαϊκής αντίστασης. Έτσι, αν δούμε τις εφημερίδες που βγάζουνε ως τώρα τα Αρχηγεία περιοχών, έχουμε να παρατηρήσουμε, πως, αν και έχουμε σημαντική βελτίωση, μέσα από τις στήλες των εφημερίδων των Αρχηγείων περιοχών, δεν περνούν ακόμα ο παλμός και η ζωή του πολέμου σε όλες του τις εκδηλώσεις (…).
Να προσπαθήσουμε να δώσουμε σε κάθε σελίδα τη δική της μορφή από κάθε άποψη […]. Στην πρώτη σελίδα να αποφεύγονται τα ολοσέλιδα και μεγάλα άρθρα, που όλες οι εφημερίδες γράφουν. Άρθρο παραπάνω από δυο χιλιάδες γράμματα να μη βάζουν. Το θέμα του να παίρνεται τις πιο πολλές φορές από τη ζωή της περιοχής και όχι από τη γενική πολιτική και πολεμική ζωή, όπως συνήθως γίνεται ως τώρα (…).
Να μπάσουμε τον εύθυμο, ελαφρό και σατιρικό-καυστικό τόνο στις δεύτερες σελίδες των εφημερίδων μας. Πιο ζωντανά να γράφονται όσα μπαίνουν με τον τίτλο “Αμερικανοκρατία” και όχι σαν δελτίο ωμοτήτων (…).
Ανταποκρίσεις παντού. Να πλουτίσουμε τις εφημερίδες μας με άφθονο υλικό ανταποκρίσεων. Αυτό είναι εκείνο, που θα δώσει ζωντάνια και πολεμικό παλμό στις εφημερίδες (…). Περισσότερη προσοχή και τέχνη στη σελιδοποίηση και αισθητική εμφάνιση της εφημερίδας, με τα λίγα μέσα που διαθέτουμε. Όχι συνέχειες από τη μια σελίδα σε άλλη.
Γ. Ραδιοσταθμός – Ανταποκρίσεις
Ο ραδιοσταθμός είναι ένα καινούριο διαφωτιστικό όπλο, που για πρώτη φορά χρησιμοποιείται στο λαϊκοδημοκρατικό κίνημα της χώρας μας. Είναι η καθημερινή εφημερίδα για το λαό της σκλαβωμένης Ελλάδας. Ποια πρέπει να είναι η συμβολή κάθε Αρχηγείου περιοχής, περιφερειακού κλπ προς το ραδιοσταθμό; Με τη βοήθεια, που θα κάνει να φαίνεται και να εκλαϊκεύεται όλο το πολεμικό έργο, που γίνεται σήμερα. Και αυτό θα το πετύχουμε με τις ανταποκρίσεις, που θα στέλνουν οι ανταποκριτές του πρακτορείου “Ελεύθερη Ελλάδα” στο ραδιοσταθμό.
Ο Λένιν έγραφε στο “Τι να κάνουμε”, πως ό,τι μπορούμε να δώσουμε σε έναν εργάτη με μια πολιτική ανταπόκριση παρμένη από τη ζωή, δεν μπορούμε να το κάνουμε με ένα σωρό θεωρίες. Και πολιτική ανταπόκριση σήμερα πάει να πει κυρίως πολεμική ανταπόκριση. Πρέπει πολύ να καλλιεργήσουμε και να αναπτύξουμε το κίνημα των πολεμικών ανταποκριτών, που γράφουνε μέσα από τη μάχη, από τον καταυλισμό, το λημέρι, το έμπεδο κλπ. Και όταν αυτοί δεν τα αποδίδουν καλά, δουλειά του γραφείου διαφώτισης είναι να τα δουλεύει καλύτερα, χωρίς να τους αφαιρεί το πηγαίο, το φυσικό, ζωντανό χρώμα, που κλείνουν μέσα τους (…).
Δ. Πεταχτό υλικό, τηλεβόες, συνθήματα
Με αυτά κυρίως τα διαφωτιστικά μέσα θα απευθυνθούμε στις ένοπλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις, μα και στα σκλαβωμένα χωριά, σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις που γίνονται. Εδώ χρειάζεται να τονιστεί, πως πρέπει να είναι απλά και σύντομα και γραμμένα με πειστικότητα (…). Η καλή επιλογή του τι θα γράφεται σε πεταχτό υλικό, πρέπει να συνδυάζεται, με το τι περιέχουν η εφημερίδα, το δελτίο ειδήσεων (…).
Ε. Ειδικές εκδόσεις
Εδώ πρώτα-πρώτα χρειάζεται να αξιοποιηθεί το υλικό που στέλνεται από το Γενικό Αρχηγείο (μπροσούρες, ορισμένα άρθρα, βιβλία), είτε με ατομικό είτε με ομαδικό διάβασμα. Για το υλικό αυτό χρειάζεται να παρθούν ειδικά μέτρα από τα Αρχηγεία περιοχών και να αξιοποιείται (…).
ΣΤ. Ομιλίες
Θέματα για τέτοιες ομιλίες πρέπει να παίρνονται από τα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα του αγώνα μας (…)
III. Οργάνωση της δουλειάς
Κύρια επιδίωξη στην οργανωτική μας δουλειά πρέπει να είναι, να κάνουμε το γραφείο διαφώτισης κολεχτίβα δουλειάς και ζωής. Αυτό θα το πετύχουμε με έναν καλό καταμερισμό ανάμεσα στα μέλη του γραφείου, με τη σκοπιμότερη διάθεση του εργάσιμου χρόνου, με την καλή οργάνωση της εσωτερικής του ζωής, με τη δημιουργία γύρω από το γραφείο ενός κύκλου συνεργατών της διαφώτισης και ειδικών επιτροπών κατά τομέα δουλειάς (συντακτική επιτροπή εφημερίδας, δελτίου ειδήσεων, ραδιοσταθμού κλπ).
Ακόμα, απαραίτητη προϋπόθεση, για να ανταποκριθεί στη δουλειά του ένα γραφείο διαφώτισης είναι να δουλεύει με προοπτική και σχέδιο δουλειάς. Στο σχέδιο αυτό πρέπει να παίρνεται υπόψη η πολιτική μας γραμμή, η πολιτική μας δράση, τα πολιτικά γεγονότα, τι ζητήματα προωθούνται από τον περασμένο μήνα σε συνέχεια, σε τι σημεία χτυπάει η προπαγάνδα της αντίδρασης, οι τυχόν επέτειοι και καμπάνιες, που πρέπει να γίνονται (…).
Χρειάζεται να διώξουμε τον εμπειρισμό από την οργάνωση της έκδοσης και διανομής, να δουλεύουμε ορθολογιστικά, αποβλέποντας κάθε φορά σε μεγαλύτερη έκδοση και καλύτερη διανομή (…).
Στην τεχνική μας δουλειά, όπως συνηθίσαμε να τη λέμε, πρέπει να φύγει μια αντίληψη, όχι σωστή, να μην υποτιμάμε και να τη βάζουμε σε δεύτερη μοίρα και έργο ενός “ειδικού τεχνικού”.
Η όλη διαφωτιστική δουλειά είναι ενότητα πολιτικής σύλληψης, σύνταξης, έκδοσης και διανομής. Επομένως, εκτός από τον τεχνικό, όλα τα διαφωτιστικά στελέχη πρέπει να γίνουν “τεχνικοί”, ιδίως σήμερα, στον πόλεμο, που κάνουμε.
IV. Το ύφος – στιλ
Στα γραφτά μας πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα είδη του λόγου. Εκείνο το είδος, που προσαρμόζεται περισσότερο στην ψυχολογία του πολεμιστή, είναι η διηγηματική περιγραφή με τις ζωντανές εικόνες, το πολεμικό ρεπορτάζ.
Κάνουμε λαϊκό επαναστατικό πόλεμο, το κριτήριο των μαχητών μας είναι πολύ οξυμένο και η ατμόσφαιρα τόσο πολύ ηλεκτρισμένη και ένας μικρός σπινθήρας χρειάζεται, για να πάρει κανένας φωτιά. Αρκεί να μιλάμε στην ψυχή του. Λίγα λόγια, ζουμερά, σύντομα και σταράτα, μα και γεμάτα παλμό. Να εξοστρακίσουμε από τα γραφτά μας τις γενικότητες, αρθρογραφίες και φλυαρίες, τις δημοσιογραφικές προχειρότητες, τις εισαγωγές, τους προλόγους και τους επιλόγους. Να επιδιώκουμε να βάλουμε στο χαρτί όλο το μεγάλο έργο, που γίνεται σήμερα, όσο το δυνατό πιο φυσικά, πιο ανθρώπινα, πιο πολεμικά, μα και να βοηθάμε ακόμα και στην παραπέρα προώθησή του.
Να δουλεύουμε γλωσσικά, αισθητικά τα κείμενά μας. Μας χρειάζεται ακόμα και λογοτεχνική επεξεργασία των γραφτών (…)».
Η “Εξόρμηση”, εφημερίδα του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ
Η εφημερίδα “Εξόρμηση”, ανέλαβε το καθήκον να δίνει την απαραίτητη πολιτική τροφή και το σωστό πολιτικό προσανατολισμό στους μαχητές και αξιωματικούς και να εκφράζει αντικειμενικά τη ζωή και τα προβλήματα του Δημοκρατικού Στρατού, τονίζοντας τα θετικά σημεία της δουλειάς του.
Η “Εξόρμηση” ασχολούνταν με πλήθος θεμάτων – όπως εκείνο των δεσμών του Δημοκρατικού Στρατού με το λαό, το οποίο πραγματευόταν στο παρακάτω δημοσίευμά της:
«Από τότε που ο Δημοκρατικός Στρατός ήρθε στην περιοχή της Κόνιτσας, ως τα σήμερα, ο λαός της επαρχίας του πρόσφερε:
α. Τρόφιμα:
Σιτάρι 56.421 οκάδες.
Καλαμπόκι 104.139 οκάδες.
Όσπρια 11.347 οκάδες.
Πατάτες 8.148 οκάδες.
Κρεμμύδια 5.954 οκάδες.
Κρασί 2.541 οκάδες.
Ρακί 715 οκάδες.
Φρούτα 24.696 οκάδες.
Αυγά 7.171 (ζευγάρια).
Σφάγια 37.377 οκάδες.
Σφάγια 4.530 κεφάλια.
β. Ρούχα:
Δέματα 1.802.
Φανέλες 256.
Πουλόβερ 764.
Κάλτσες 2.857 ζευγάρια.
Γάντια 81.
Κουβέρτες 332.
γ. Υπηρεσίες:
Μεροκάματα ανθρώπων 95.932.
Μεροκάματα ζώων 20.423.
Μεταφέρθηκε συνολικό βάρος 1.157.507 οκάδων.
Φορτηγά ζώα στο ΔΣΕ 257.
Βοήθησε (επίσης) οικογένειες ανταρτών με 868 οκάδες καλαμπόκι και πρόσφερε 48.163 καταλύματα».
*Οδηγητής*
Η αξία της μορφωτικής–διαφωτιστικής δουλειάς
«Στο λαϊκό απελευθερωτικό πόλεμο που κάνουμε, πολεμάμε σε πολλά μέτωπα. Εκτός από το πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό, έχουμε και το ιδεολογικό μέτωπο. Με τους ντόπιους και ξένους εχθρούς μας κάνουμε και ιδεολογικό πόλεμο. Όλοι νιώθουμε πόση μεγάλη επίδραση έχει η ιδεολογική δουλειά στη διαμόρφωση του ηθικού των μαχητών μας, μα και στο σμπαράλιασμα του ηθικού των αντιπάλων μας. Ο σύντροφος Ζαχαριάδης στην μπροσούρα του Όλοι στ’ άρματα γράφει: “Στο ιδεολογικό μέτωπο χρειάζεται πιο έντονος και αποφασιστικός αγώνας μέσα στις γραμμές μας, μέσα στον κόσμο, που πιστεύει σε μας και μας ακολουθεί, μέσα στις γραμμές του εχθρού, καθώς επίσης και ενάντια στην προπαγάνδα του, τη δημαγωγία και την απάτη του”». Και σε άλλο σημείο γράφει: “Για βασική αποστολή της η διαφώτιση (μέσα στο Δημοκρατικό Στρατό) έχει να κατατοπίζει το μαχητή απλά και κατανοητά, με συζητήσεις, με ομιλίες, με έντυπα, με νέα μας για την κατάσταση, να τον προσανατολίζει σωστά, να λύνει τις απορίες του, να απαντά στα ερωτήματα που του γεννιούνται. Πρέπει να αποφεύγει τις γενικολογίες και τα παχιά και άδεια λόγια. Τονίζει και ανεβάζει το προσωπικό παράδειγμα και την ηρωική πράξη. Οργανώνει την ψυχαγωγία του πολεμιστή, με ομαδικό διάβασμα καλού βιβλίου, με το τραγούδι, το χορό, το θέατρο και το καλό συναγωνιστικό γλέντι. Παράλληλα, η διαφώτιση φροντίζει για την πολιτική, τη θεωρητική και πρακτική στρατιωτικοπολιτική μόρφωση και εκπαίδευση του στρατού” (…) Με βάση αυτά και τη μέχρι τώρα πείρα της διαφωτιστικής δουλειάς γράφουμε αυτό το άρθρο σαν βοήθημα στην καλύτερη λύση του προβλήματος από τα Αρχηγεία (…)
Ι. Τι πρέπει να χαρακτηρίζει τη διαφωτιστική μας δουλειά
Οπως σ’ όλα τα μέτωπα ο Δημοκρατικός Στρατός επιτίθεται, έτσι και στο ιδεολογικό μας μέτωπο, στη διαφωτιστική μας δουλειά, πρέπει να κυριαρχεί το πνεύμα της επίθεσης (…).
Η στενή μας σύνδεση με το λαό, η πολιτική της λαϊκής ενότητας και συμφιλίωσης στον αγώνα για λευτεριά, ανεξαρτησία, δημοκρατία και ειρήνη, πρέπει να αγκαλιάζουν κάθε τομέα της διαφωτιστικής μας δουλειάς. Πώς και με τι πολεμικά διαφωτιστικά μέσα (όμως) θα τα πραγματοποιήσουμε αυτά;
II. Τα διαφωτιστικά μας μέσα
Τον ιδεολογικό μας πόλεμο το διεξάγουμε με ορισμένα όπλα και μέσα, στα Αρχηγεία περιοχής – που γι’ αυτά κυρίως γράφεται το άρθρο αυτό. Αυτά είναι:
1. το καθημερινό δελτίο ειδήσεων,
2. η δεκαπενθήμερη εφημερίδα,
3. ο ραδιοσταθμός (με τις) ανταποκρίσεις,
4. πεταχτό υλικό (τρικ, προκηρύξεις κλπ) (και)
5. ο προφορικός λόγος (διαλέξεις, ομιλίες).
Και όπως κάθε όπλο έχει τις δικές του τεχνικές και τακτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται κάθε φορά ανάλογα με τους σκοπούς, το χώρο, με την ποσότητα και ποιότητα εκείνων που απευθύνεται, κλπ, έτσι και τα διαφωτιστικά μέσα-όπλα έχουν τη δική τους τεχνική, τακτική χρησιμοποίηση. Στα διαφωτιστικά μας όπλα υπάρχει τούτο το ξεχωριστό: πως με αυτά απευθυνόμαστε στους δικούς μας ανθρώπους, μαχητές και λαό, και στους εχθρούς μας. Το καθένα από αυτά έχει διαφορετική χρησιμοποίηση. Άλλο σκοπό επιδιώκουμε με το δελτίο ειδήσεων, αλλιώτικο με τη δεκαπενθήμερη εφημερίδα, διαφορετικό με το πεταχτό υλικό κλπ.
Αυτό πρέπει να το δούμε, να το μελετήσουμε ζωντανά, έτσι που για το καθένα μας όπλο να μπορούμε να ξεχωρίζουμε πότε, πού και για ποιον να το χρησιμοποιήσουμε (…)
Α. Δελτίο Ειδήσεων
Ένα καθημερινό καλογραμμένο “Δελτίο Ειδήσεων” είναι ένα όπλο παραπάνω για την καλύτερη διεξαγωγή του πολέμου. Επιδιώκει να ανεβάζει το ηθικό του μαχητή, να τον ενημερώνει πολιτικά με τρόπο σύντομο. Μέσα από τις γραμμές του “Δελτίου” πρέπει να ξεπηδάει το πνεύμα της επίθεσης, της πίστης στη νίκη, του ενθουσιασμού και της αισιοδοξίας, η δύναμη του δημοκρατικού κινήματος γενικά. Με την απλότητα που πρέπει να γράφεται, με το ρωμαλέο ύφος του, να γίνει αχώριστος σύντροφος του κάθε μαχητή, της κάθε ομάδας, ακόμα και λίγα λεπτά πριν την ώρα της μάχης. Από τα διαφωτιστικά μέσα που χρησιμοποιούμε σήμερα, είναι το σοβαρότερο και το καλύτερο (…)
Β. Εφημερίδα
Εφημερίδα δεκαπενθήμερη πρέπει να βγάζουν μόνο τα Αρχηγεία περιοχών. Τα περιφερειακά Αρχηγεία δεν χρειάζεται να βγάζουν. Αυτά κυρίως πρέπει να βγάζουν δελτίο ειδήσεων, εφόσον είναι κάπως απομακρυσμένα από το Αρχηγείο περιοχής, πεταχτό υλικό και να στέλνουν ανταποκρίσεις στο ραδιοσταθμό.
Η εφημερίδα, σαν όργανο του Αρχηγείου περιοχής, απευθύνεται στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού της περιοχής της και στο σκλαβωμένο λαό της περιοχής της. Έντονα πρέπει μέσα στις στήλες της να φαίνεται το τοπικό χρώμα απ’ όλες τις εκδηλώσεις του πολέμου και της λαϊκής αντίστασης. Έτσι, αν δούμε τις εφημερίδες που βγάζουνε ως τώρα τα Αρχηγεία περιοχών, έχουμε να παρατηρήσουμε, πως, αν και έχουμε σημαντική βελτίωση, μέσα από τις στήλες των εφημερίδων των Αρχηγείων περιοχών, δεν περνούν ακόμα ο παλμός και η ζωή του πολέμου σε όλες του τις εκδηλώσεις (…).
Να προσπαθήσουμε να δώσουμε σε κάθε σελίδα τη δική της μορφή από κάθε άποψη […]. Στην πρώτη σελίδα να αποφεύγονται τα ολοσέλιδα και μεγάλα άρθρα, που όλες οι εφημερίδες γράφουν. Άρθρο παραπάνω από δυο χιλιάδες γράμματα να μη βάζουν. Το θέμα του να παίρνεται τις πιο πολλές φορές από τη ζωή της περιοχής και όχι από τη γενική πολιτική και πολεμική ζωή, όπως συνήθως γίνεται ως τώρα (…).
Να μπάσουμε τον εύθυμο, ελαφρό και σατιρικό-καυστικό τόνο στις δεύτερες σελίδες των εφημερίδων μας. Πιο ζωντανά να γράφονται όσα μπαίνουν με τον τίτλο “Αμερικανοκρατία” και όχι σαν δελτίο ωμοτήτων (…).
Ανταποκρίσεις παντού. Να πλουτίσουμε τις εφημερίδες μας με άφθονο υλικό ανταποκρίσεων. Αυτό είναι εκείνο, που θα δώσει ζωντάνια και πολεμικό παλμό στις εφημερίδες (…). Περισσότερη προσοχή και τέχνη στη σελιδοποίηση και αισθητική εμφάνιση της εφημερίδας, με τα λίγα μέσα που διαθέτουμε. Όχι συνέχειες από τη μια σελίδα σε άλλη.
Γ. Ραδιοσταθμός – Ανταποκρίσεις
Ο ραδιοσταθμός είναι ένα καινούριο διαφωτιστικό όπλο, που για πρώτη φορά χρησιμοποιείται στο λαϊκοδημοκρατικό κίνημα της χώρας μας. Είναι η καθημερινή εφημερίδα για το λαό της σκλαβωμένης Ελλάδας. Ποια πρέπει να είναι η συμβολή κάθε Αρχηγείου περιοχής, περιφερειακού κλπ προς το ραδιοσταθμό; Με τη βοήθεια, που θα κάνει να φαίνεται και να εκλαϊκεύεται όλο το πολεμικό έργο, που γίνεται σήμερα. Και αυτό θα το πετύχουμε με τις ανταποκρίσεις, που θα στέλνουν οι ανταποκριτές του πρακτορείου “Ελεύθερη Ελλάδα” στο ραδιοσταθμό.
Ο Λένιν έγραφε στο “Τι να κάνουμε”, πως ό,τι μπορούμε να δώσουμε σε έναν εργάτη με μια πολιτική ανταπόκριση παρμένη από τη ζωή, δεν μπορούμε να το κάνουμε με ένα σωρό θεωρίες. Και πολιτική ανταπόκριση σήμερα πάει να πει κυρίως πολεμική ανταπόκριση. Πρέπει πολύ να καλλιεργήσουμε και να αναπτύξουμε το κίνημα των πολεμικών ανταποκριτών, που γράφουνε μέσα από τη μάχη, από τον καταυλισμό, το λημέρι, το έμπεδο κλπ. Και όταν αυτοί δεν τα αποδίδουν καλά, δουλειά του γραφείου διαφώτισης είναι να τα δουλεύει καλύτερα, χωρίς να τους αφαιρεί το πηγαίο, το φυσικό, ζωντανό χρώμα, που κλείνουν μέσα τους (…).
Δ. Πεταχτό υλικό, τηλεβόες, συνθήματα
Με αυτά κυρίως τα διαφωτιστικά μέσα θα απευθυνθούμε στις ένοπλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις, μα και στα σκλαβωμένα χωριά, σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις που γίνονται. Εδώ χρειάζεται να τονιστεί, πως πρέπει να είναι απλά και σύντομα και γραμμένα με πειστικότητα (…). Η καλή επιλογή του τι θα γράφεται σε πεταχτό υλικό, πρέπει να συνδυάζεται, με το τι περιέχουν η εφημερίδα, το δελτίο ειδήσεων (…).
Ε. Ειδικές εκδόσεις
Εδώ πρώτα-πρώτα χρειάζεται να αξιοποιηθεί το υλικό που στέλνεται από το Γενικό Αρχηγείο (μπροσούρες, ορισμένα άρθρα, βιβλία), είτε με ατομικό είτε με ομαδικό διάβασμα. Για το υλικό αυτό χρειάζεται να παρθούν ειδικά μέτρα από τα Αρχηγεία περιοχών και να αξιοποιείται (…).
ΣΤ. Ομιλίες
Θέματα για τέτοιες ομιλίες πρέπει να παίρνονται από τα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα του αγώνα μας (…)
III. Οργάνωση της δουλειάς
Κύρια επιδίωξη στην οργανωτική μας δουλειά πρέπει να είναι, να κάνουμε το γραφείο διαφώτισης κολεχτίβα δουλειάς και ζωής. Αυτό θα το πετύχουμε με έναν καλό καταμερισμό ανάμεσα στα μέλη του γραφείου, με τη σκοπιμότερη διάθεση του εργάσιμου χρόνου, με την καλή οργάνωση της εσωτερικής του ζωής, με τη δημιουργία γύρω από το γραφείο ενός κύκλου συνεργατών της διαφώτισης και ειδικών επιτροπών κατά τομέα δουλειάς (συντακτική επιτροπή εφημερίδας, δελτίου ειδήσεων, ραδιοσταθμού κλπ).
Ακόμα, απαραίτητη προϋπόθεση, για να ανταποκριθεί στη δουλειά του ένα γραφείο διαφώτισης είναι να δουλεύει με προοπτική και σχέδιο δουλειάς. Στο σχέδιο αυτό πρέπει να παίρνεται υπόψη η πολιτική μας γραμμή, η πολιτική μας δράση, τα πολιτικά γεγονότα, τι ζητήματα προωθούνται από τον περασμένο μήνα σε συνέχεια, σε τι σημεία χτυπάει η προπαγάνδα της αντίδρασης, οι τυχόν επέτειοι και καμπάνιες, που πρέπει να γίνονται (…).
Χρειάζεται να διώξουμε τον εμπειρισμό από την οργάνωση της έκδοσης και διανομής, να δουλεύουμε ορθολογιστικά, αποβλέποντας κάθε φορά σε μεγαλύτερη έκδοση και καλύτερη διανομή (…).
Στην τεχνική μας δουλειά, όπως συνηθίσαμε να τη λέμε, πρέπει να φύγει μια αντίληψη, όχι σωστή, να μην υποτιμάμε και να τη βάζουμε σε δεύτερη μοίρα και έργο ενός “ειδικού τεχνικού”.
Η όλη διαφωτιστική δουλειά είναι ενότητα πολιτικής σύλληψης, σύνταξης, έκδοσης και διανομής. Επομένως, εκτός από τον τεχνικό, όλα τα διαφωτιστικά στελέχη πρέπει να γίνουν “τεχνικοί”, ιδίως σήμερα, στον πόλεμο, που κάνουμε.
IV. Το ύφος – στιλ
Στα γραφτά μας πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα είδη του λόγου. Εκείνο το είδος, που προσαρμόζεται περισσότερο στην ψυχολογία του πολεμιστή, είναι η διηγηματική περιγραφή με τις ζωντανές εικόνες, το πολεμικό ρεπορτάζ.
Κάνουμε λαϊκό επαναστατικό πόλεμο, το κριτήριο των μαχητών μας είναι πολύ οξυμένο και η ατμόσφαιρα τόσο πολύ ηλεκτρισμένη και ένας μικρός σπινθήρας χρειάζεται, για να πάρει κανένας φωτιά. Αρκεί να μιλάμε στην ψυχή του. Λίγα λόγια, ζουμερά, σύντομα και σταράτα, μα και γεμάτα παλμό. Να εξοστρακίσουμε από τα γραφτά μας τις γενικότητες, αρθρογραφίες και φλυαρίες, τις δημοσιογραφικές προχειρότητες, τις εισαγωγές, τους προλόγους και τους επιλόγους. Να επιδιώκουμε να βάλουμε στο χαρτί όλο το μεγάλο έργο, που γίνεται σήμερα, όσο το δυνατό πιο φυσικά, πιο ανθρώπινα, πιο πολεμικά, μα και να βοηθάμε ακόμα και στην παραπέρα προώθησή του.
Να δουλεύουμε γλωσσικά, αισθητικά τα κείμενά μας. Μας χρειάζεται ακόμα και λογοτεχνική επεξεργασία των γραφτών (…)».
Η “Εξόρμηση”, εφημερίδα του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ
Η εφημερίδα “Εξόρμηση”, ανέλαβε το καθήκον να δίνει την απαραίτητη πολιτική τροφή και το σωστό πολιτικό προσανατολισμό στους μαχητές και αξιωματικούς και να εκφράζει αντικειμενικά τη ζωή και τα προβλήματα του Δημοκρατικού Στρατού, τονίζοντας τα θετικά σημεία της δουλειάς του.
Η “Εξόρμηση” ασχολούνταν με πλήθος θεμάτων – όπως εκείνο των δεσμών του Δημοκρατικού Στρατού με το λαό, το οποίο πραγματευόταν στο παρακάτω δημοσίευμά της:
«Από τότε που ο Δημοκρατικός Στρατός ήρθε στην περιοχή της Κόνιτσας, ως τα σήμερα, ο λαός της επαρχίας του πρόσφερε:
α. Τρόφιμα:
Σιτάρι 56.421 οκάδες.
Καλαμπόκι 104.139 οκάδες.
Όσπρια 11.347 οκάδες.
Πατάτες 8.148 οκάδες.
Κρεμμύδια 5.954 οκάδες.
Κρασί 2.541 οκάδες.
Ρακί 715 οκάδες.
Φρούτα 24.696 οκάδες.
Αυγά 7.171 (ζευγάρια).
Σφάγια 37.377 οκάδες.
Σφάγια 4.530 κεφάλια.
β. Ρούχα:
Δέματα 1.802.
Φανέλες 256.
Πουλόβερ 764.
Κάλτσες 2.857 ζευγάρια.
Γάντια 81.
Κουβέρτες 332.
γ. Υπηρεσίες:
Μεροκάματα ανθρώπων 95.932.
Μεροκάματα ζώων 20.423.
Μεταφέρθηκε συνολικό βάρος 1.157.507 οκάδων.
Φορτηγά ζώα στο ΔΣΕ 257.
Βοήθησε (επίσης) οικογένειες ανταρτών με 868 οκάδες καλαμπόκι και πρόσφερε 48.163 καταλύματα».
*Οδηγητής*
Το «Νοσοκομείο του ΔΣΕ» στην Πρέσπα.
Ένα Μνημείο της ‘‘αντάρτικης’’ αρχιτεκτονικής
Όταν τον Σεπτέμβρη του 1948 ο μηχανισμός της ηγεσίας του Δ.Σ.Ε. μετακινήθηκε στην «Άφρικα» – στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες μεγάλη και μικρή Πρέσπα και τα Αλβανικά σύνορα – και συγκεκριμένα στην Πύλη, στα σπίτια του χωριού εγκαταστάθηκαν οι υπηρεσίες της Προσωρινής Κυβέρνησης ενώ σε κοντινή προφυλαγμένη ρεματιά και σε υπερκείμενο δασοσκεπές υψίπεδο σε απόσταση 2 χιλιομέτρων αναπτύχθηκαν οι εγκαταστάσεις του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Αυτές περιλάμβαναν διάφορες υπηρεσίες: αποθήκες, σταθμό ασυρμάτου, το τυπογραφείο των εκδόσεων του ΔΣΕ, τα επιτελικά γραφεία, χώρους στρατωνισμού της μονάδας ασφαλείας του Γενικού Αρχηγείου και τα γραφεία των ηγετικών στελεχών.
Με την κρατούσα και επιτυχή κατασκευαστική πρακτική (ταχύτατη και ασφαλής κατασκευή, χρήση επιτόπιων υλικών, απόλυτη ενσωμάτωση στο περιβάλλον – άρα και απόκρυψη ), οι χώροι αυτοί γίνονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους υπόσκαφοι και κατά ένα μικρό υπέργειοι, με ξύλινα χωρίσματα και στέγη από επάλληλες σειρές κορμών δένδρων και συμπλήρωμα των μεταξύ κενών με υγρό χώμα και φύλλα. Τη στέγη τους, που κρύβονταν από το πυκνό, συνήθως, φύλλωμα των δένδρων επικάλυπταν με κλαδιά, ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης απόκρυψή τους από αέρος…Με αυτόν τον τρόπο κατασκευάστηκαν στη διάρκεια αυτού του πολέμου, από αμπριά και αποθήκες μέχρι και χώροι συνάθροισης εκατοντάδων μαχητών.
Ιδιαίτερης όμως σημασίας ήταν η κατασκευή εντυπωσιακών σε μέγεθος και οργανωτική πληρότητα υγειονομικών εγκαταστάσεων, όπως ορεινά χειρουργεία και νοσοκομεία δυναμικότητας χιλίων και πλέον κλινών, όπως το νοσοκομείο στο Λιανοτόπι του Γράμμου!
Δεν θα επεκταθούμε περιγράφοντας τις αρχιτεκτονικές και λειτουργικές αρετές αυτών των κατασκευών, που συνήθως εξυπηρετούσαν προσωρινές ανάγκες στέγασης ή οχύρωσης. Θα μείνουμε στην περιγραφή ενός άλλου, μοναδικού και σπουδαίου τεχνικού έργου του ΔΣΕ, του σήμερα λεγόμενου Νοσοκομείου των Ανταρτών, κοντά στον ερειπιώνα του παραλίμνιου οικισμού του Αγκαθωτού. Πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο που οργανώθηκε σε ένα εν πολλοίς τεχνητό σπήλαιο και που λειτούργησε τους τελευταίους μήνες της εμφύλιας σύρραξης ως χώρος υγειονομικής περίθαλψης τραυματισμένων μαχητών του ΔΣΕ.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Σεπτέμβρης του 1948 και οι συχνές αεροπορικές προσβολές αναγκάζουν την ηγεσία του Υγειονομικού του ΔΣΕ – αρχίατρος Νώντας Σακελλαρίου – να μεταφέρει το νοσοκομείο που λειτουργούσε στο σχολείο του χωριού Ψαράδες, αρχικά στα σπίτια του χωριού Πυξός και λίγο αργότερα – καθώς οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται αδιάκοπα – σε σπίτια στο Βροντερό.
Η ημερήσια όμως πρακτική της μετακίνησης των τραυματιών στη διάρκεια των συναγερμών στη δασωμένη πλαγιά απαιτούσε αφ’ ενός πολλούς τραυματιοφορείς, αφ’ ετέρου προκαλούσε επικίνδυνη κακουχία και καταπόνηση στους τραυματίες.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο Ν. Σακελλαρίου με οδηγό τον Στ. Πιτιανούδη εντοπίζουν σε μικρή απόσταση από το δρόμο προς το Αγκαθωτό και σε μια πτύχωση του βράχου μπροστά σε μια μικρή χαράδρα, μια καλοσχηματισμένη σπηλιά με είσοδο που μισοκρύβεται από μια κορομηλιά!
Με την κρατούσα και επιτυχή κατασκευαστική πρακτική (ταχύτατη και ασφαλής κατασκευή, χρήση επιτόπιων υλικών, απόλυτη ενσωμάτωση στο περιβάλλον – άρα και απόκρυψη ), οι χώροι αυτοί γίνονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους υπόσκαφοι και κατά ένα μικρό υπέργειοι, με ξύλινα χωρίσματα και στέγη από επάλληλες σειρές κορμών δένδρων και συμπλήρωμα των μεταξύ κενών με υγρό χώμα και φύλλα. Τη στέγη τους, που κρύβονταν από το πυκνό, συνήθως, φύλλωμα των δένδρων επικάλυπταν με κλαδιά, ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης απόκρυψή τους από αέρος…Με αυτόν τον τρόπο κατασκευάστηκαν στη διάρκεια αυτού του πολέμου, από αμπριά και αποθήκες μέχρι και χώροι συνάθροισης εκατοντάδων μαχητών.
Ιδιαίτερης όμως σημασίας ήταν η κατασκευή εντυπωσιακών σε μέγεθος και οργανωτική πληρότητα υγειονομικών εγκαταστάσεων, όπως ορεινά χειρουργεία και νοσοκομεία δυναμικότητας χιλίων και πλέον κλινών, όπως το νοσοκομείο στο Λιανοτόπι του Γράμμου!
Δεν θα επεκταθούμε περιγράφοντας τις αρχιτεκτονικές και λειτουργικές αρετές αυτών των κατασκευών, που συνήθως εξυπηρετούσαν προσωρινές ανάγκες στέγασης ή οχύρωσης. Θα μείνουμε στην περιγραφή ενός άλλου, μοναδικού και σπουδαίου τεχνικού έργου του ΔΣΕ, του σήμερα λεγόμενου Νοσοκομείου των Ανταρτών, κοντά στον ερειπιώνα του παραλίμνιου οικισμού του Αγκαθωτού. Πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο που οργανώθηκε σε ένα εν πολλοίς τεχνητό σπήλαιο και που λειτούργησε τους τελευταίους μήνες της εμφύλιας σύρραξης ως χώρος υγειονομικής περίθαλψης τραυματισμένων μαχητών του ΔΣΕ.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Σεπτέμβρης του 1948 και οι συχνές αεροπορικές προσβολές αναγκάζουν την ηγεσία του Υγειονομικού του ΔΣΕ – αρχίατρος Νώντας Σακελλαρίου – να μεταφέρει το νοσοκομείο που λειτουργούσε στο σχολείο του χωριού Ψαράδες, αρχικά στα σπίτια του χωριού Πυξός και λίγο αργότερα – καθώς οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται αδιάκοπα – σε σπίτια στο Βροντερό.
Η ημερήσια όμως πρακτική της μετακίνησης των τραυματιών στη διάρκεια των συναγερμών στη δασωμένη πλαγιά απαιτούσε αφ’ ενός πολλούς τραυματιοφορείς, αφ’ ετέρου προκαλούσε επικίνδυνη κακουχία και καταπόνηση στους τραυματίες.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο Ν. Σακελλαρίου με οδηγό τον Στ. Πιτιανούδη εντοπίζουν σε μικρή απόσταση από το δρόμο προς το Αγκαθωτό και σε μια πτύχωση του βράχου μπροστά σε μια μικρή χαράδρα, μια καλοσχηματισμένη σπηλιά με είσοδο που μισοκρύβεται από μια κορομηλιά!
Η σπηλιά βρίσκεται κατ΄αρχήν σε ιδεώδες σημείο ως προς την πολύτιμη αντιαεροπορική κάλυψη, αφού προσβάλλεται με ρουκέτες μόνο μέσω Αλβανίας, ενώ από τις βόμβες προστατεύεται από τις υπερκείμενες βραχώδεις υπώρειες του όρους Βροντερού, ύψους τουλάχιστον 100 μέτρων.
Αυτό που βλέπει τότε ο αρχίατρος Σακελλαρίου, είναι ότι η σπηλιά έχει ένα σπηλαιοθάλαμο εμβαδού περίπου 70 τ.μ. με ύψος γύρω στα 3,5 μ., ότι προσεγγίζεται σχετικά εύκολα, και ότι το πέτρωμα των βράχων είναι ασβεστολιθικό, άρα σχετικά μαλακό και εύθρυπτο. Έτσι, με απόφαση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ ύστερα από πρόταση του Σακελλαρίου, επιλέγεται η σπηλιά να αποτελέσει την ‘μόνιμη’ εγκατάσταση του νοσοκομείου, αφού εξασφαλίζει κατ’ αρχήν ασφάλεια και σχετικά καλή προσβασιμότητα.
Στην αρχή της άνοιξης του 1949 , εγκαθίσταται στο σπήλαιο εργοτάξιο της διοίκησης Μηχανικού του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Ν. Βυθούλκα, αξιωματικό με σπουδές πολιτικού μηχανικού και με εντατικούς ρυθμούς ξεκινούν εργασίες διάνοιξης του υφισταμένου σπηλαιοθαλάμου με μικροανατινάξεις και σκαπτικές-εξορυκτικές εργασίες «…όπως στα ορυχεία…».
Η ''μελέτη του έργου'', όπως αναγνωρίζεται σήμερα, προέβλεπε τους εξής άξονες ενεργειών:
*Την δημιουργία όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ωφέλιμης επιφάνειας μέσα στα σπλάγχνα του βουνού αλλά με εξασφάλιση από ενδεχόμενες καταπτώσεις.
*Την διαμόρφωση της μεγαλύτερης δυνατής επιφάνειας για νοσηλευτική χρήση.
*Την εξασφάλιση συνθηκών επαρκούς αερισμού και εύκολης κυκλοφορίας μέσα στο χώρο.
*Την ταχύτατη υλοποίηση του έργου, υπό την αφόρητη πίεση εχθρικών ενεργειών, έλλειψης μέσων και υλικών.
Τα παραπάνω επιτεύχθηκαν με συνεχή εικοσιτετράωρη εργασία παράλληλων συνεργείων που ήταν :
1. Συνεργείο εξόρυξης και εκβραχισμών. Υπολογισμοί έδειξαν ότι εξορύχτηκαν και μεταφέρθηκαν έξω, περί τα 200 κ.μ. βράχων, ποσότητα τεράστια για τις δυνατότητες, την πίεση του χρόνου, τα διαθέσιμα μέσα και τις γενικότερες συνθήκες πολέμου.
2. Συνεργείο μεταφοράς και απόρριψης των προϊόντων εξόρυξης και εκβραχισμών. Τα προϊόντα των εξορύξεων έπρεπε να μεταφέρονται έξω ταχύτατα. Για το λόγο αυτό εφαρμόζεται η μέθοδος της «σέσουλας», δηλαδή μιας σκαφοειδούς κατασκευής από επιμήκη μαδέρια που με τη βοήθεια του κεκλιμένου δαπέδου της σπηλιάς τα μεταφέρουν κατρακυλώντας έξω και μπαζώνεται το πρανές μπροστά στην είσοδό της.
3. Συνεργείο υλοτόμων και ξυλουργών για την κατασκευή οικοδομικής ξυλείας και την προετοιμασία του ξύλινου φορέα και των παταριών ''νοσηλείας'' των μαχητών του ΔΣΕ.
4. Συνεργείο οικοδόμων και πετράδων για την το ‘’συμμάζεμα’’ των αναβαθμών και των κοιλοτήτων που προκαλούσαν οι εργασίες εξόρυξης.
5. Συνεργείο γυναικών για την κατασκευή αχυροστρωμνών από τσουβάλια και των απαραίτητων ειδών ‘’εξοπλισμού’’ του νοσοκομείου.
Για την υποστύλωση επικίνδυνων για κατάπτωση βράχων, χρησιμοποιούνται κορμοί κέδρων διαμέτρου 25-35 εκ. Για τον ίδιο λόγο και για την στατική εξασφάλιση του συνολικού θόλου του σπηλαίου, με την ιδιοφυή σύλληψη της ιδέας των «κιόνων» διαμορφώνονται και οι δύο τεράστιες βραχοκολώνες! Δημιουργήθηκαν έτσι τέσσερις σπηλαιοθάλαμοι σε τρία επίπεδα με συνολικό μήκος σπηλαίου τα 30 περίπου μ. και εμβαδόν της τάξης των 200 τ.μ., και με υψομετρική διαφορά εισόδου με το εσώτερο σημείο τα 12 μ.
Στον χώρο που προέκυψε, τοποθετούνται σφηνωτά στο δάπεδο και την οροφή του σπηλαίου, κατακόρυφοι κορμοί μικρότερης διαμέτρου που διαμορφώνουν και το''σχέδιο'', την ''κάτοψη'' δηλαδή, όπου θα στηθεί η ωφέλιμη επιφάνεια των παταριών αλλά και οι διάδρομοι κυκλοφορίας, οι προσβάσεις και σκάλες για τα επίπεδα που δημιουργούνται. Όλα αυτά γίνονται με ασύλληπτους ρυθμούς για τα σημερινά δεδομένα οργάνωσης εργοταξίου!
Αυτό που βλέπει τότε ο αρχίατρος Σακελλαρίου, είναι ότι η σπηλιά έχει ένα σπηλαιοθάλαμο εμβαδού περίπου 70 τ.μ. με ύψος γύρω στα 3,5 μ., ότι προσεγγίζεται σχετικά εύκολα, και ότι το πέτρωμα των βράχων είναι ασβεστολιθικό, άρα σχετικά μαλακό και εύθρυπτο. Έτσι, με απόφαση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ ύστερα από πρόταση του Σακελλαρίου, επιλέγεται η σπηλιά να αποτελέσει την ‘μόνιμη’ εγκατάσταση του νοσοκομείου, αφού εξασφαλίζει κατ’ αρχήν ασφάλεια και σχετικά καλή προσβασιμότητα.
Στην αρχή της άνοιξης του 1949 , εγκαθίσταται στο σπήλαιο εργοτάξιο της διοίκησης Μηχανικού του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Ν. Βυθούλκα, αξιωματικό με σπουδές πολιτικού μηχανικού και με εντατικούς ρυθμούς ξεκινούν εργασίες διάνοιξης του υφισταμένου σπηλαιοθαλάμου με μικροανατινάξεις και σκαπτικές-εξορυκτικές εργασίες «…όπως στα ορυχεία…».
Η ''μελέτη του έργου'', όπως αναγνωρίζεται σήμερα, προέβλεπε τους εξής άξονες ενεργειών:
*Την δημιουργία όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ωφέλιμης επιφάνειας μέσα στα σπλάγχνα του βουνού αλλά με εξασφάλιση από ενδεχόμενες καταπτώσεις.
*Την διαμόρφωση της μεγαλύτερης δυνατής επιφάνειας για νοσηλευτική χρήση.
*Την εξασφάλιση συνθηκών επαρκούς αερισμού και εύκολης κυκλοφορίας μέσα στο χώρο.
*Την ταχύτατη υλοποίηση του έργου, υπό την αφόρητη πίεση εχθρικών ενεργειών, έλλειψης μέσων και υλικών.
Τα παραπάνω επιτεύχθηκαν με συνεχή εικοσιτετράωρη εργασία παράλληλων συνεργείων που ήταν :
1. Συνεργείο εξόρυξης και εκβραχισμών. Υπολογισμοί έδειξαν ότι εξορύχτηκαν και μεταφέρθηκαν έξω, περί τα 200 κ.μ. βράχων, ποσότητα τεράστια για τις δυνατότητες, την πίεση του χρόνου, τα διαθέσιμα μέσα και τις γενικότερες συνθήκες πολέμου.
2. Συνεργείο μεταφοράς και απόρριψης των προϊόντων εξόρυξης και εκβραχισμών. Τα προϊόντα των εξορύξεων έπρεπε να μεταφέρονται έξω ταχύτατα. Για το λόγο αυτό εφαρμόζεται η μέθοδος της «σέσουλας», δηλαδή μιας σκαφοειδούς κατασκευής από επιμήκη μαδέρια που με τη βοήθεια του κεκλιμένου δαπέδου της σπηλιάς τα μεταφέρουν κατρακυλώντας έξω και μπαζώνεται το πρανές μπροστά στην είσοδό της.
3. Συνεργείο υλοτόμων και ξυλουργών για την κατασκευή οικοδομικής ξυλείας και την προετοιμασία του ξύλινου φορέα και των παταριών ''νοσηλείας'' των μαχητών του ΔΣΕ.
4. Συνεργείο οικοδόμων και πετράδων για την το ‘’συμμάζεμα’’ των αναβαθμών και των κοιλοτήτων που προκαλούσαν οι εργασίες εξόρυξης.
5. Συνεργείο γυναικών για την κατασκευή αχυροστρωμνών από τσουβάλια και των απαραίτητων ειδών ‘’εξοπλισμού’’ του νοσοκομείου.
Για την υποστύλωση επικίνδυνων για κατάπτωση βράχων, χρησιμοποιούνται κορμοί κέδρων διαμέτρου 25-35 εκ. Για τον ίδιο λόγο και για την στατική εξασφάλιση του συνολικού θόλου του σπηλαίου, με την ιδιοφυή σύλληψη της ιδέας των «κιόνων» διαμορφώνονται και οι δύο τεράστιες βραχοκολώνες! Δημιουργήθηκαν έτσι τέσσερις σπηλαιοθάλαμοι σε τρία επίπεδα με συνολικό μήκος σπηλαίου τα 30 περίπου μ. και εμβαδόν της τάξης των 200 τ.μ., και με υψομετρική διαφορά εισόδου με το εσώτερο σημείο τα 12 μ.
Στον χώρο που προέκυψε, τοποθετούνται σφηνωτά στο δάπεδο και την οροφή του σπηλαίου, κατακόρυφοι κορμοί μικρότερης διαμέτρου που διαμορφώνουν και το''σχέδιο'', την ''κάτοψη'' δηλαδή, όπου θα στηθεί η ωφέλιμη επιφάνεια των παταριών αλλά και οι διάδρομοι κυκλοφορίας, οι προσβάσεις και σκάλες για τα επίπεδα που δημιουργούνται. Όλα αυτά γίνονται με ασύλληπτους ρυθμούς για τα σημερινά δεδομένα οργάνωσης εργοταξίου!
(ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΣΠΗΛIΑΣ 1 & 2 )
Κατασκευάζεται κατόπιν ένα ιδιότυπο είδος παταριών και τελάρων με ορθοστάτες και οριζόντια δοκάρια από κλαδιά, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με σιδερένια πιόσχημα (σχήματος Π) σφυρήλατα καρφιά (‘κάντζες’) και επιστρώνονται με σανίδια τα οποία προέρχονται από τις άδειες κάσες των πυρομαχικών και πάνω τους τοποθετούνται πρόχειρα αχυροστρώματα. |
(ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΣΩΤ. ΣΠΗΛΙΑΣ 3)
Με το τέλος των εργασιών διαμόρφωσης του εσωτερικού, κατασκευάζεται και μία σχετικά ευρύχωρη ξύλινη πλατφόρμα σε πρόβολο, με εμβαδόν περί τα 60 τ.μ., που αποτέλεσε ένα είδος αυλής, χώρου υποδοχής και εξωτερικών ιατρείων – αν επιτρέπεται ο παραλληλισμός με τους σημερινούς γνωστούς όρους. Σε μια ξερολιθιά μήκους 7-8 μ. στο φρύδι της προκείμενης χαράδρας που αποτέλεσε το βάθρο μια σειρά κορμών ύψους 3,5 μ. (σώζεται μέχρι σήμερα ένας από αυτούς στο βάθος της κοίτης του χειμάρρου) στήριζε τον σκελετό της πλατφόρμας που πετσώθηκε με χοντρά σανίδια-μαδέρια που φτιάχνονταν επιτόπου με τη χρήση υλοτομικού πριονιού στη θέση ενός μικρού καταβαθμού του χειμάρρου από κορμούς κέδρων που μεταφέρονταν από τα γύρω δάση με μουλάρια.
Με τέτοιο τρόπο κατασκευάστηκαν πάνω στην πλατφόρμα οι 3 παράγκες των γιατρών, διαστάσεων 2*2*2 μ. Την όλη εγκατάσταση συμπλήρωναν οι χώροι υγιεινής, δηλαδή το αποχωρητήριο που αποχέτευε κατ’ ευθείαν στη χαράδρα και ένα υποτυπώδες λουτρό με χρήση βαρελιού.
Έχει σημασία να διευκρινισθεί ότι όλη αυτή η εγκατάσταση, από το στόμιο της σπηλιάς, που έκλεινε με ένα ξύλινο πλαίσιο και όλη η πλατφόρμα μπροστά με τα παραπήγματα, παραλλάσσονταν με κλαδιά και φρέσκα φυλλώματα για την απαραίτητη απόκρυψη, το καμουφλάζ.
Με το τέλος των εργασιών διαμόρφωσης του εσωτερικού, κατασκευάζεται και μία σχετικά ευρύχωρη ξύλινη πλατφόρμα σε πρόβολο, με εμβαδόν περί τα 60 τ.μ., που αποτέλεσε ένα είδος αυλής, χώρου υποδοχής και εξωτερικών ιατρείων – αν επιτρέπεται ο παραλληλισμός με τους σημερινούς γνωστούς όρους. Σε μια ξερολιθιά μήκους 7-8 μ. στο φρύδι της προκείμενης χαράδρας που αποτέλεσε το βάθρο μια σειρά κορμών ύψους 3,5 μ. (σώζεται μέχρι σήμερα ένας από αυτούς στο βάθος της κοίτης του χειμάρρου) στήριζε τον σκελετό της πλατφόρμας που πετσώθηκε με χοντρά σανίδια-μαδέρια που φτιάχνονταν επιτόπου με τη χρήση υλοτομικού πριονιού στη θέση ενός μικρού καταβαθμού του χειμάρρου από κορμούς κέδρων που μεταφέρονταν από τα γύρω δάση με μουλάρια.
Με τέτοιο τρόπο κατασκευάστηκαν πάνω στην πλατφόρμα οι 3 παράγκες των γιατρών, διαστάσεων 2*2*2 μ. Την όλη εγκατάσταση συμπλήρωναν οι χώροι υγιεινής, δηλαδή το αποχωρητήριο που αποχέτευε κατ’ ευθείαν στη χαράδρα και ένα υποτυπώδες λουτρό με χρήση βαρελιού.
Έχει σημασία να διευκρινισθεί ότι όλη αυτή η εγκατάσταση, από το στόμιο της σπηλιάς, που έκλεινε με ένα ξύλινο πλαίσιο και όλη η πλατφόρμα μπροστά με τα παραπήγματα, παραλλάσσονταν με κλαδιά και φρέσκα φυλλώματα για την απαραίτητη απόκρυψη, το καμουφλάζ.
(ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΞΩΤ. ΣΠΗΛΙΑΣ 4)
Το περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο, περαιώθηκε εντός μηνός, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αντώνη Βρατσάνου στον γράφοντα. Ακόμη και για τα σύγχρονα δεδομένα και μέσα, τέτοιοι χρόνοι ολοκλήρωσης τέτοιων έργων είναι ασύλληπτοι, ανέφικτοι και εξωπραγματικοί…!!
Μετά την εγκατάσταση των τραυματιών και του προσωπικού, διαπιστώθηκαν και οι πρώτες αδυναμίες στη λειτουργία του νοσοκομείου: στα ψηλά πατάρια δεν υπήρχε επαρκής αερισμός με αποτέλεσμα να παρατηρούνται λιποθυμίες. Εκεί, σύμφωνα με την μαρτυρία της Κατίνας Λατίφη, αγωνίστριας του ΔΣΕ, εγκαταστάθηκαν οι νοσοκόμες.
Διαπιστώθηκε επίσης, ότι δεν ήταν δυνατή η διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων διότι ο διαθέσιμος και προβλεπόμενος χώρος αριστερά στον εισερχόμενο, δεν παρείχε συνθήκες ασηψίας, επαρκούς φωτισμού (παρά το ότι υπήρχε εγκατάσταση φωτισμού με δύο ηλεκτρογεννήτριες), αερισμού και απομόνωσης. Αναζητήθηκε γειτονικός χώρος σε παρακείμενη μικρή σπηλιά η οποία όμως δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να γίνονται μόνον μικροεπεμβάσεις και αλλαγές επιδέσεων στα τραύματα των μαχητών που νοσηλεύονταν εκεί, ενώ οι βαριά τραυματισμένοι αντάρτες συνέχισαν να μεταφέρονταν σε οργανωμένα νοσοκομεία στην Αλβανία.
Η επιμελητηριακή υποστήριξη του ‘νοσοκομείου’, γινόταν από το χωριό Βροντερό, ενώ κατά κανόνα η μεταγωγή των τραυματιών από τα πεδία των επιχειρήσεων γίνονταν είτε με βάρκα από την Μικρολίμνη, πράγμα επικίνδυνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, διότι οι βάρκες ήταν ιδεώδεις στόχοι για αεροπορικούς πολυβολισμούς, και στη συνέχεια με φορείο μέσα από τη χαράδρα ή οδικώς από Λαιμό-Βροντερό.
Το παραπάνω περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο λειτούργησε μέχρι τα μέσα Αυγούστου 1949. Όταν εγκαταλείφθηκε από τον ΔΣΕ, μετά την ήττα, διατηρήθηκε ανέπαφο σχεδόν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σύμφωνα με αρκετές διασταυρωμένες μαρτυρίες, οπότε έπαυσε να αποτελεί ο χώρος αυστηρά φυλασσόμενη στρατιωτική ζώνη… Τότε αρχίζει η χρησιμοθηρία των υλικών με οικοδομική αξία από τους κατοίκους της περιοχής και επέρχεται η καταστροφή του χώρου, που ολοκληρώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την αθρόα είσοδο Αλβανών λαθρομεταναστών που έβρισκαν φιλόξενο καταφύγιο στη σπηλιά και αρκετή ξυλεία για φωτιά.
Το περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο, περαιώθηκε εντός μηνός, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αντώνη Βρατσάνου στον γράφοντα. Ακόμη και για τα σύγχρονα δεδομένα και μέσα, τέτοιοι χρόνοι ολοκλήρωσης τέτοιων έργων είναι ασύλληπτοι, ανέφικτοι και εξωπραγματικοί…!!
Μετά την εγκατάσταση των τραυματιών και του προσωπικού, διαπιστώθηκαν και οι πρώτες αδυναμίες στη λειτουργία του νοσοκομείου: στα ψηλά πατάρια δεν υπήρχε επαρκής αερισμός με αποτέλεσμα να παρατηρούνται λιποθυμίες. Εκεί, σύμφωνα με την μαρτυρία της Κατίνας Λατίφη, αγωνίστριας του ΔΣΕ, εγκαταστάθηκαν οι νοσοκόμες.
Διαπιστώθηκε επίσης, ότι δεν ήταν δυνατή η διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων διότι ο διαθέσιμος και προβλεπόμενος χώρος αριστερά στον εισερχόμενο, δεν παρείχε συνθήκες ασηψίας, επαρκούς φωτισμού (παρά το ότι υπήρχε εγκατάσταση φωτισμού με δύο ηλεκτρογεννήτριες), αερισμού και απομόνωσης. Αναζητήθηκε γειτονικός χώρος σε παρακείμενη μικρή σπηλιά η οποία όμως δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να γίνονται μόνον μικροεπεμβάσεις και αλλαγές επιδέσεων στα τραύματα των μαχητών που νοσηλεύονταν εκεί, ενώ οι βαριά τραυματισμένοι αντάρτες συνέχισαν να μεταφέρονταν σε οργανωμένα νοσοκομεία στην Αλβανία.
Η επιμελητηριακή υποστήριξη του ‘νοσοκομείου’, γινόταν από το χωριό Βροντερό, ενώ κατά κανόνα η μεταγωγή των τραυματιών από τα πεδία των επιχειρήσεων γίνονταν είτε με βάρκα από την Μικρολίμνη, πράγμα επικίνδυνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, διότι οι βάρκες ήταν ιδεώδεις στόχοι για αεροπορικούς πολυβολισμούς, και στη συνέχεια με φορείο μέσα από τη χαράδρα ή οδικώς από Λαιμό-Βροντερό.
Το παραπάνω περιγραφέν σπουδαίο τεχνικό έργο λειτούργησε μέχρι τα μέσα Αυγούστου 1949. Όταν εγκαταλείφθηκε από τον ΔΣΕ, μετά την ήττα, διατηρήθηκε ανέπαφο σχεδόν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σύμφωνα με αρκετές διασταυρωμένες μαρτυρίες, οπότε έπαυσε να αποτελεί ο χώρος αυστηρά φυλασσόμενη στρατιωτική ζώνη… Τότε αρχίζει η χρησιμοθηρία των υλικών με οικοδομική αξία από τους κατοίκους της περιοχής και επέρχεται η καταστροφή του χώρου, που ολοκληρώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την αθρόα είσοδο Αλβανών λαθρομεταναστών που έβρισκαν φιλόξενο καταφύγιο στη σπηλιά και αρκετή ξυλεία για φωτιά.
(ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ)
Σήμερα, σώζονται υπολείμματα της εσωτερικής οργάνωσης του νοσοκομείου. Η αναγνώριση και ιστορική αποτύπωση του μνημείου έγινε με την βοήθεια και τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων, που βοήθησαν στην σχεδιαστική αναπαράσταση του χώρου, ώστε να αποδοθεί κατά το δυνατόν πιστά. Είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε φωτογραφικές αποτυπώσεις του έργου, έστω και έμμεσες, διότι από μαρτυρίες προκύπτουν πληροφορίες για φωτογραφήσεις που έγιναν στο χώρο σε στιγμές ανάπαυλας και χαλάρωσης.
Το απόσπασμα ημερολογίου που ακολουθεί είναι γραμμένο από τον γιατρό Κωνσταντίνο Χ. που βρέθηκε στο Βίτσι που πήρε μέρος στις επιχειρήσεις, σαν στρατιωτικός γιατρός του εθνικού στρατού και αποδίδει με δυο λέξεις το πλήρες νόημα της παραπάνω περιγραφής. Το ημερολόγιο, αδημοσίευτο, επιγράφεται από τον ίδιο «Ημερολόγιο Επιχειρήσεων 30/7/1949 – 25/9/1949».
«10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. ΗΜΕΡΑ: Χ, ΩΡΑ: 0 (έτσι το λέν). Πριν φέξει ο ήλιος το κανονίδι άρχισε: Το «85» δεν ξεχωρίζει γής. Μόνο μια σκόνη, μια φλόγα, μια κόλαση. Αεροπορία και άλλα βαριά όπλα άρχισαν. Οι «κένταυροι», τάνκς για ορεινές, σχετικά ομαλές πλευρές, έρπουν σαν αράχνες και βάζουν «ευθεία βολή» στις θυρίδες των αντάρτικων πολυβολείων. Και τι πολυβολείων! Ατράνταχτα έργα μόχθου και τέχνης. Που τα δικά μας τα καημένα…ακουμπάς επάνω τους να ξεκουραστείς και γκρεμίζονται…».
*Αρχειοτάξειο*
Σήμερα, σώζονται υπολείμματα της εσωτερικής οργάνωσης του νοσοκομείου. Η αναγνώριση και ιστορική αποτύπωση του μνημείου έγινε με την βοήθεια και τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων, που βοήθησαν στην σχεδιαστική αναπαράσταση του χώρου, ώστε να αποδοθεί κατά το δυνατόν πιστά. Είναι κρίμα που δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε φωτογραφικές αποτυπώσεις του έργου, έστω και έμμεσες, διότι από μαρτυρίες προκύπτουν πληροφορίες για φωτογραφήσεις που έγιναν στο χώρο σε στιγμές ανάπαυλας και χαλάρωσης.
Το απόσπασμα ημερολογίου που ακολουθεί είναι γραμμένο από τον γιατρό Κωνσταντίνο Χ. που βρέθηκε στο Βίτσι που πήρε μέρος στις επιχειρήσεις, σαν στρατιωτικός γιατρός του εθνικού στρατού και αποδίδει με δυο λέξεις το πλήρες νόημα της παραπάνω περιγραφής. Το ημερολόγιο, αδημοσίευτο, επιγράφεται από τον ίδιο «Ημερολόγιο Επιχειρήσεων 30/7/1949 – 25/9/1949».
«10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. ΗΜΕΡΑ: Χ, ΩΡΑ: 0 (έτσι το λέν). Πριν φέξει ο ήλιος το κανονίδι άρχισε: Το «85» δεν ξεχωρίζει γής. Μόνο μια σκόνη, μια φλόγα, μια κόλαση. Αεροπορία και άλλα βαριά όπλα άρχισαν. Οι «κένταυροι», τάνκς για ορεινές, σχετικά ομαλές πλευρές, έρπουν σαν αράχνες και βάζουν «ευθεία βολή» στις θυρίδες των αντάρτικων πολυβολείων. Και τι πολυβολείων! Ατράνταχτα έργα μόχθου και τέχνης. Που τα δικά μας τα καημένα…ακουμπάς επάνω τους να ξεκουραστείς και γκρεμίζονται…».
*Αρχειοτάξειο*
Η συντεταγμένη υποχώρηση
Στις 30/08/1949 ολοκληρώθηκαν οι βασικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο μέτωπο του Γράμμου, που έθεσαν ουσιαστικά τέλος στον Εμφύλιο Πόλεμο και την τριετή εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, αντιγράφουμε μερικά αποσπάσματα από το δεύτερο τόμο της “ιστορίας του Ελληνικού εμφύλιου πολέμου”, του ιστορικού, Γιώργου Μαργαρίτη. Τα αποσπάσματα αναφέρονται στην άνιση αλλά ηρωική τελευταία μάχη που έδωσαν οι πολεμιστές του ΔΣΕ, αλλά και στον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η χρήση βομβών Ναπάλμ, με τις οποίες ενίσχυσαν οι ΗΠΑ τον “Εθνικό Στρατό”.
Παρά τη γρήγορη κατάρρευση των αμυντικών γραμμών του Δημοκρατικού Στρατού στη διάρκεια των επιχειρήσεων “Πυρσός Γ'”, δηλαδή στην τελική επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων προς το Γράμμο, η προέλασή τους κάθε άλλο παρά αναίμακτη ήταν. Οι μεγάλες κυβερνητικές μονάδες που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων υπέστησαν σημαντική αιμορραγία.
Η Ι μεραρχία, παραδείγματος χάρη, μέσα σε μόλις πέντε μέρες επιχειρήσεων -24 έως 29 Αυγούστου- είχε νεκρούς δύο αξιωματικούς και 48 οπλίτες, ενώ τραυματίες 31 αξιωματικούς και 327 οπλίτες.
Η ΙΙΙ μεραρχία καταδρομών, η οποία, όπως έχουμε προαναφέρει, περιλάμβανε σχεδόν το σύνολο των τμημάτων καταδρομών και χρησιμοποιήθηκε ως βασικό σώμα κρούσης, είχε, στο ίδιο διάστημα, 35 νεκρούς (οι τέσσερις αξιωματικοί) και 166 τραυματίες (οι εννέα αξιωματικοί).
Το σύνολο των απωλειών του Α’ Σώματος Στρατού στη διάρκεια της ολιγοήμερης μάχης δεν ήταν ασήμαντο. Οι απώλειες των αξιωματικών ήταν 15 νεκροί και 107 τραυματίες ενώ των οπλιτών ανήλθαν σε 228 νεκρούς, 1.345 τραυματίες και 11 αγνοούμενους. Το σύνολο έφτανε τους 1.706 εκτός μάχης, δηλαδή στους 340 για κάθε μέρα επιχειρήσεων. Η τελευταία μάχη κάθε άλλο παρά εύκολη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Οι απώλειες της άλλης πλευράς υπολογίστηκαν από τους επιτιθέμενους σε 922 νεκρούς, 765 συλληφθέντες και μόλις 179 παραδοθέντες.
Ανεξάρτητα από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων εκτιμήσεων, εντύπωση προκαλεί ο σχετικά μικρός αριθμός των μαχητών του ΔΣΕ που παραδόθηκαν ή έπεσαν ζωντανοί στα χέρια των αντιπάλων τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των συλληφθέντων ήταν είτε τραυματίες είτε πολιτικό προσωπικό και άμαχοι που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τα πολύ πιο ευέλικτα στρατιωτικά τμήματα. Οπωσδήποτε η ιδέα των επιτελών της κυβερνητικής πλευράς για εγκλωβισμό σημαντικών τμημάτων του ΔΣΕ φαίνεται ότι απέτυχε ολοκληρωτικά.
Το είδος των απωλειών προσέθετε τη δική του μαρτυρία για την ένταση και τα χαρακτηριστικά των συγκρούσεων. Τα τραύματα των 2.366 αξιωματικών και οπλιτών του Α’ Σώματος Στρατού που περιέθαλψε η υγειονομική υπηρεσία τον Αύγουστο του 1949 -1.452 τραυματίες στον “Πυρσό Γ'” και οι υπόλοιποι στο διάστημα ως τις 25 του ίδιου μήνα- προήλθαν από τις ακόλουθες αιτίες (συγκριτικά παρατίθενται και οι αντίστοιχες αιτίες των τραυματισμών που σημειώθηκαν στη διάρκεια της επίθεσης του ΔΣΕ στην ίδια περιοχή τον Απρίλιο του 1949).
Τραύματα βολίδος τυφεκίου 31% (Απρ. 1949) 12,1% (Αύγ. 1949)
Τραύματα όλμου 50% (Απρίλης) 51,9% (Αύγουστος)
Τραύματα πυροβολικού 7% (Απρίλης), 12% (Αύγουστος)
Τραύματα νάρκης 2% (Απρίλης) – 16% (Αύγουστος)
Τραύματα χειροβομβίδος 4% (Απρίλης) – 6% (Αύγουστος)
Τραύματα αντιαρματικού γρόνθου 5% (Απρίλης) – 2,5% (Αύγουστος)
Εκτός από τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στις δύο περιόδους και οφείλονται στο γεγονός ότι στην πρώτη, του Απριλίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις δέχτηκαν επίθεση από το ΔΣΕ ενώ στη δεύτερη, του Αυγούστου, εκείνες ήταν οι επιτιθέμενες – διαφορές που φαίνονται κυρίως στα θύματα των ναρκοπεδίων και στους τραυματισμούς από σφαίρες τυφεκίου, είναι δυνατό να διατυπωθούν μερικές πρόσθετες παρατηρήσεις. Το ποσοστό των τραυματισμών από πυρά πυροβόλων και όλμων οφείλεται όχι μόνο στην καλή οργάνωση των πυρών, αλλά και στη σωστή εκτέλεσή τους στη διάρκεια της μάχης, δηλαδή στην πιστή εφαρμογή των σχεδίων άμυνας, παρά την πίεση που δέχονταν οι αμυνόμενοι από την αεροπορική κυριαρχία του εχθρού -με τον αιφνιδιασμό που είχε προκαλέσει η εμφάνιση των ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ και η χρήση βομβών ΝΑΠΑΛΜ- και από τα υπέρτερα πυρά του πυροβολικού του τελευταίου.
Για να επιτευχθεί τέτοιο αποτέλεσμα, μπορούμε οπωσδήποτε να υποθέσουμε ότι απουσίαζε ο πανικός και η διάθεση εγκατάλειψης του αγώνα ενώ μάλλον περίσσευε το πείσμα. Η πρόκληση τέτοιας έκτασης απωλειών στους επιτιθέμενους, σε συνδυασμό με τη συγκροτημένη υποχώρηση των μονάδων του ΔΣΕ και το μικρό αριθμό παραδοθέντων υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η τελευταία μάχη του ΔΣΕ δεν πιστοποίησε την καταστροφή του. Πιστοποίησε μόνο την αδυναμία συνέχισης του πολέμου με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων.
Παρά τη γρήγορη κατάρρευση των αμυντικών γραμμών του Δημοκρατικού Στρατού στη διάρκεια των επιχειρήσεων “Πυρσός Γ'”, δηλαδή στην τελική επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων προς το Γράμμο, η προέλασή τους κάθε άλλο παρά αναίμακτη ήταν. Οι μεγάλες κυβερνητικές μονάδες που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων υπέστησαν σημαντική αιμορραγία.
Η Ι μεραρχία, παραδείγματος χάρη, μέσα σε μόλις πέντε μέρες επιχειρήσεων -24 έως 29 Αυγούστου- είχε νεκρούς δύο αξιωματικούς και 48 οπλίτες, ενώ τραυματίες 31 αξιωματικούς και 327 οπλίτες.
Η ΙΙΙ μεραρχία καταδρομών, η οποία, όπως έχουμε προαναφέρει, περιλάμβανε σχεδόν το σύνολο των τμημάτων καταδρομών και χρησιμοποιήθηκε ως βασικό σώμα κρούσης, είχε, στο ίδιο διάστημα, 35 νεκρούς (οι τέσσερις αξιωματικοί) και 166 τραυματίες (οι εννέα αξιωματικοί).
Το σύνολο των απωλειών του Α’ Σώματος Στρατού στη διάρκεια της ολιγοήμερης μάχης δεν ήταν ασήμαντο. Οι απώλειες των αξιωματικών ήταν 15 νεκροί και 107 τραυματίες ενώ των οπλιτών ανήλθαν σε 228 νεκρούς, 1.345 τραυματίες και 11 αγνοούμενους. Το σύνολο έφτανε τους 1.706 εκτός μάχης, δηλαδή στους 340 για κάθε μέρα επιχειρήσεων. Η τελευταία μάχη κάθε άλλο παρά εύκολη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Οι απώλειες της άλλης πλευράς υπολογίστηκαν από τους επιτιθέμενους σε 922 νεκρούς, 765 συλληφθέντες και μόλις 179 παραδοθέντες.
Ανεξάρτητα από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων εκτιμήσεων, εντύπωση προκαλεί ο σχετικά μικρός αριθμός των μαχητών του ΔΣΕ που παραδόθηκαν ή έπεσαν ζωντανοί στα χέρια των αντιπάλων τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των συλληφθέντων ήταν είτε τραυματίες είτε πολιτικό προσωπικό και άμαχοι που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τα πολύ πιο ευέλικτα στρατιωτικά τμήματα. Οπωσδήποτε η ιδέα των επιτελών της κυβερνητικής πλευράς για εγκλωβισμό σημαντικών τμημάτων του ΔΣΕ φαίνεται ότι απέτυχε ολοκληρωτικά.
Το είδος των απωλειών προσέθετε τη δική του μαρτυρία για την ένταση και τα χαρακτηριστικά των συγκρούσεων. Τα τραύματα των 2.366 αξιωματικών και οπλιτών του Α’ Σώματος Στρατού που περιέθαλψε η υγειονομική υπηρεσία τον Αύγουστο του 1949 -1.452 τραυματίες στον “Πυρσό Γ'” και οι υπόλοιποι στο διάστημα ως τις 25 του ίδιου μήνα- προήλθαν από τις ακόλουθες αιτίες (συγκριτικά παρατίθενται και οι αντίστοιχες αιτίες των τραυματισμών που σημειώθηκαν στη διάρκεια της επίθεσης του ΔΣΕ στην ίδια περιοχή τον Απρίλιο του 1949).
Τραύματα βολίδος τυφεκίου 31% (Απρ. 1949) 12,1% (Αύγ. 1949)
Τραύματα όλμου 50% (Απρίλης) 51,9% (Αύγουστος)
Τραύματα πυροβολικού 7% (Απρίλης), 12% (Αύγουστος)
Τραύματα νάρκης 2% (Απρίλης) – 16% (Αύγουστος)
Τραύματα χειροβομβίδος 4% (Απρίλης) – 6% (Αύγουστος)
Τραύματα αντιαρματικού γρόνθου 5% (Απρίλης) – 2,5% (Αύγουστος)
Εκτός από τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στις δύο περιόδους και οφείλονται στο γεγονός ότι στην πρώτη, του Απριλίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις δέχτηκαν επίθεση από το ΔΣΕ ενώ στη δεύτερη, του Αυγούστου, εκείνες ήταν οι επιτιθέμενες – διαφορές που φαίνονται κυρίως στα θύματα των ναρκοπεδίων και στους τραυματισμούς από σφαίρες τυφεκίου, είναι δυνατό να διατυπωθούν μερικές πρόσθετες παρατηρήσεις. Το ποσοστό των τραυματισμών από πυρά πυροβόλων και όλμων οφείλεται όχι μόνο στην καλή οργάνωση των πυρών, αλλά και στη σωστή εκτέλεσή τους στη διάρκεια της μάχης, δηλαδή στην πιστή εφαρμογή των σχεδίων άμυνας, παρά την πίεση που δέχονταν οι αμυνόμενοι από την αεροπορική κυριαρχία του εχθρού -με τον αιφνιδιασμό που είχε προκαλέσει η εμφάνιση των ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ και η χρήση βομβών ΝΑΠΑΛΜ- και από τα υπέρτερα πυρά του πυροβολικού του τελευταίου.
Για να επιτευχθεί τέτοιο αποτέλεσμα, μπορούμε οπωσδήποτε να υποθέσουμε ότι απουσίαζε ο πανικός και η διάθεση εγκατάλειψης του αγώνα ενώ μάλλον περίσσευε το πείσμα. Η πρόκληση τέτοιας έκτασης απωλειών στους επιτιθέμενους, σε συνδυασμό με τη συγκροτημένη υποχώρηση των μονάδων του ΔΣΕ και το μικρό αριθμό παραδοθέντων υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η τελευταία μάχη του ΔΣΕ δεν πιστοποίησε την καταστροφή του. Πιστοποίησε μόνο την αδυναμία συνέχισης του πολέμου με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων.
Το κυριότερο τμήμα του μετώπου βρισκόταν μπροστά στην Ι μεραρχία. Στην απέναντι αμυντική διάταξη του ΔΣΕ δέσποζε το ύψωμα Τσάρνο, το οποίο οι ίδιες κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αποτύχει να καταλάβουν στις αρχές Αυγούστου. Το ύψωμα αποτελούσε το κλειδί της όλης αμυντικής τοποθεσίας και είχε οργανωθεί ανάλογα. Πολυβολεία, νάρκες και παγιδεύσεις στις προσβάσεις, ορύγματα για το πεζικό, συρματοπλέγματα σε ορισμένες ζώνες και γενικά όλο το οπλοστάσιο του ΔΣΕ είχε ταχθεί στην υπεράσπιση του σημείου αυτού. Την άμυνα ενίσχυαν με τα πυρά τους τα περισσότερα από τα πυροβόλα που διέθετε ο ΔΣΕ στο Γράμμο, καθώς και σημαντικός αριθμός όλμων.
Ενάντια σε αυτόν το στόχο, το Α’ ΣΣ και η Ι μεραρχία αποφάσισε να εφαρμόσουν μεθόδους ανάλογες με εκείνες που δοκιμάστηκαν στο Βίτσι. Μετά την κατάληψη επίκαιρων θέσεων των επιτιθεμένων μονάδων, της 52ης ταξιαρχίας ειδικότερα, γύρω από το ύψωμα κατά τη διάρκεια της νύχτας, μόλις ξημέρωσε άρχισε ένας καταιγισμός βομβαρδισμών από το σύνολο του πυροβολικού που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Γράμμου και φυσικά την αεροπορία. Η τελευταία μάλιστα μπορούσε να δοκιμάσει εκεί τα τελευταία της αποκτήματα.
Οι βομβαρδισμοί στο Τσάρνο ξεκίνησαν την προηγούμενη ημέρα της εναντίον του επίθεσης, στις 24 Αυγούστου. Ξεκίνησαν μάλιστα με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο. Δεκαοκτώ από τα καινούργια αεροπλάνα της αεροπορίας, τα ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ, έριξαν βόμβες των 227 κιλών, με ακρίβεια άγνωστη ως τότε, στο ύψωμα. Τα αποτελέσματα, όπως τα περιέγραψαν οι παρατηρητές και όπως τα κατέγραψαν την επόμενη ημέρα όσοι επισκέφτηκαν το ύψωμα, ήταν περισσότερο από εντυπωσιακά. Οι εικόνες της καταστροφής και οι νέες δυνατότητες της αεροπορίας έγιναν θέμα των προπαγανδιστικών επίκαιρων και προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό στους επιτελείς.
Με τέτοιο όπλο ο εχθρός δεν μπορούσε να έχει καμία ελπίδα:
“Η εμφάνισις των αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως εις τον αγώνα, συνετέλεσε τα μέγιστα εις την πτώσιν του ηθικού των Κ.Σ.”, ανέφερε ο διοικητής της Ι μεραρχίας, ταξίαρχος Θεμιστοκλής Κετσέας.
“Τα αποτελέσματα, τα υλικά, των ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ, ήσαν τρομακτικά, δημιουργούνε κρατήρας 8-10 μέτρων διαμέτρου και 3-4 μέτρων βάθους, καταστρέφοντα παν πολυβολείον. Αι βόμβαι αυτών, των 500 κιλών, είναι το καταστρεπτικώτατον μέσον κατά πολυβολείων και τούτο πρέπει να είναι εις γνώσιν της Ανωτάτης του Στρατού Διοικήσεως”.
Η δράση των ΧΕΛΝΤΑΙΒΕΡΣ
Σύνδεσμοι ΓΕΣ παρά των Τ.Σ./Α’ Σ.Σ. εγνώρισαν ημίν τα κάτωθι:
α) Αι ριφθείσαι βόμβαι 500 λιβ. επί ΤΣΑΡΝΟ έσχον ως αποτέλεσμα να αλλάξη μορφήν ή κορυφή του υψοδείκτη, να εξουδετερωθώσιν τα σοβαρότερα πολυβολεία και να κονιορτοποιήσωσι αριθμόν πολυβολείων μη εξακριβωμένων λόγω της αλλαγής του εδάφους.
β) Άνοιξαν κρατήρα 3Χ3
γ) Πολλαί ΝΑΠΑΛΜ κατέπεσαν επί των πολυβολείων και είχον κατακαύσει την περιοχήν.
δ) Ευρέθησαν 158 νεκροί ΚΣ και συνεχώς εξευρίσκονται και έτεροι υπό τα πολυβολεία.
ε) Ελήφθησαν φωτογραφίαι τούτων και παρεκλήθη να σταλώσιν και υμίν.
στ) Συμπέρασμα τούτου ότι το ΤΣΑΡΝΟ κατελήφθη χάρις εις την έγκαιρον επέμβασιν των HELLDRIVERS (sic).
ζ) Η ακρίβεια των βομβών είναι πρωτοφανής.
η) Τα ανωτέρω είναι διασταύρωσις πληροφοριών και εκ καταθέσεων αιχμαλώτων.
Παρά τον ενθουσιασμό και την ευφορία από την εντυπωσιακή είσοδο των νέων όπλων στον αγώνα ενάντια στους κομμουνιστές, το Τσάρνο δεν είχε πέσει ακόμη. Το σφυροκόπημα των υπερασπιστών του χρειάστηκε να ξαναρχίσει την επόμενη ημέρα.
Παρά την κόλαση που δημιούργησαν στις θέσεις των αμυνομένων οι βομβαρδισμοί και ιδιαίτερα οι πυρκαγιές που προκάλεσαν οι βόμβες ΝΑΠΑΛΜ, οι διαδοχικές επιθέσεις του πεζικού της 52ης ταξιαρχίας, που ακολούθησαν ευθύς αμέσως, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Με σοβαρές απώλειες, οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να καταλάβουν ορισμένες εξωτερικές θέσεις της αμυντικής περιμέτρου και να καθηλωθούν εκεί.
Η κατάσταση επέβαλλε τη διακοπή των αδιάκοπων επιθέσεων του πεζικού και το νέο βομβαρδισμό του υψώματος, για περίπου μία ώρα. Δεκαοκτώ ΣΠΙΤΦΑΪΡ έριξαν και πάλι ρουκέτες και βόμβες ΝΑΠΑΛΜ στο ύψωμα ενώ άλλα τέσσερα κάλυψαν από κοντά τις νέες απόπειρες του πεζικού. Τελικά χρειάστηκαν νέοι σκληροί αγώνες του πεζικού, διάρκειας περίπου δύο ωρών, ώστε να καταληφθεί επιτέλους το ύψωμα το μεσημέρι της 15ης Αυγούστου. Υπερασπιστές και επιτιθέμενοι είχαν σοβαρότατες απώλειες στη μάχη αυτή.
*Γιώργος Μαργαρίτης & Κατιούσα*
Ενάντια σε αυτόν το στόχο, το Α’ ΣΣ και η Ι μεραρχία αποφάσισε να εφαρμόσουν μεθόδους ανάλογες με εκείνες που δοκιμάστηκαν στο Βίτσι. Μετά την κατάληψη επίκαιρων θέσεων των επιτιθεμένων μονάδων, της 52ης ταξιαρχίας ειδικότερα, γύρω από το ύψωμα κατά τη διάρκεια της νύχτας, μόλις ξημέρωσε άρχισε ένας καταιγισμός βομβαρδισμών από το σύνολο του πυροβολικού που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Γράμμου και φυσικά την αεροπορία. Η τελευταία μάλιστα μπορούσε να δοκιμάσει εκεί τα τελευταία της αποκτήματα.
Οι βομβαρδισμοί στο Τσάρνο ξεκίνησαν την προηγούμενη ημέρα της εναντίον του επίθεσης, στις 24 Αυγούστου. Ξεκίνησαν μάλιστα με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο. Δεκαοκτώ από τα καινούργια αεροπλάνα της αεροπορίας, τα ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ, έριξαν βόμβες των 227 κιλών, με ακρίβεια άγνωστη ως τότε, στο ύψωμα. Τα αποτελέσματα, όπως τα περιέγραψαν οι παρατηρητές και όπως τα κατέγραψαν την επόμενη ημέρα όσοι επισκέφτηκαν το ύψωμα, ήταν περισσότερο από εντυπωσιακά. Οι εικόνες της καταστροφής και οι νέες δυνατότητες της αεροπορίας έγιναν θέμα των προπαγανδιστικών επίκαιρων και προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό στους επιτελείς.
Με τέτοιο όπλο ο εχθρός δεν μπορούσε να έχει καμία ελπίδα:
“Η εμφάνισις των αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως εις τον αγώνα, συνετέλεσε τα μέγιστα εις την πτώσιν του ηθικού των Κ.Σ.”, ανέφερε ο διοικητής της Ι μεραρχίας, ταξίαρχος Θεμιστοκλής Κετσέας.
“Τα αποτελέσματα, τα υλικά, των ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ, ήσαν τρομακτικά, δημιουργούνε κρατήρας 8-10 μέτρων διαμέτρου και 3-4 μέτρων βάθους, καταστρέφοντα παν πολυβολείον. Αι βόμβαι αυτών, των 500 κιλών, είναι το καταστρεπτικώτατον μέσον κατά πολυβολείων και τούτο πρέπει να είναι εις γνώσιν της Ανωτάτης του Στρατού Διοικήσεως”.
Η δράση των ΧΕΛΝΤΑΙΒΕΡΣ
Σύνδεσμοι ΓΕΣ παρά των Τ.Σ./Α’ Σ.Σ. εγνώρισαν ημίν τα κάτωθι:
α) Αι ριφθείσαι βόμβαι 500 λιβ. επί ΤΣΑΡΝΟ έσχον ως αποτέλεσμα να αλλάξη μορφήν ή κορυφή του υψοδείκτη, να εξουδετερωθώσιν τα σοβαρότερα πολυβολεία και να κονιορτοποιήσωσι αριθμόν πολυβολείων μη εξακριβωμένων λόγω της αλλαγής του εδάφους.
β) Άνοιξαν κρατήρα 3Χ3
γ) Πολλαί ΝΑΠΑΛΜ κατέπεσαν επί των πολυβολείων και είχον κατακαύσει την περιοχήν.
δ) Ευρέθησαν 158 νεκροί ΚΣ και συνεχώς εξευρίσκονται και έτεροι υπό τα πολυβολεία.
ε) Ελήφθησαν φωτογραφίαι τούτων και παρεκλήθη να σταλώσιν και υμίν.
στ) Συμπέρασμα τούτου ότι το ΤΣΑΡΝΟ κατελήφθη χάρις εις την έγκαιρον επέμβασιν των HELLDRIVERS (sic).
ζ) Η ακρίβεια των βομβών είναι πρωτοφανής.
η) Τα ανωτέρω είναι διασταύρωσις πληροφοριών και εκ καταθέσεων αιχμαλώτων.
Παρά τον ενθουσιασμό και την ευφορία από την εντυπωσιακή είσοδο των νέων όπλων στον αγώνα ενάντια στους κομμουνιστές, το Τσάρνο δεν είχε πέσει ακόμη. Το σφυροκόπημα των υπερασπιστών του χρειάστηκε να ξαναρχίσει την επόμενη ημέρα.
Παρά την κόλαση που δημιούργησαν στις θέσεις των αμυνομένων οι βομβαρδισμοί και ιδιαίτερα οι πυρκαγιές που προκάλεσαν οι βόμβες ΝΑΠΑΛΜ, οι διαδοχικές επιθέσεις του πεζικού της 52ης ταξιαρχίας, που ακολούθησαν ευθύς αμέσως, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Με σοβαρές απώλειες, οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να καταλάβουν ορισμένες εξωτερικές θέσεις της αμυντικής περιμέτρου και να καθηλωθούν εκεί.
Η κατάσταση επέβαλλε τη διακοπή των αδιάκοπων επιθέσεων του πεζικού και το νέο βομβαρδισμό του υψώματος, για περίπου μία ώρα. Δεκαοκτώ ΣΠΙΤΦΑΪΡ έριξαν και πάλι ρουκέτες και βόμβες ΝΑΠΑΛΜ στο ύψωμα ενώ άλλα τέσσερα κάλυψαν από κοντά τις νέες απόπειρες του πεζικού. Τελικά χρειάστηκαν νέοι σκληροί αγώνες του πεζικού, διάρκειας περίπου δύο ωρών, ώστε να καταληφθεί επιτέλους το ύψωμα το μεσημέρι της 15ης Αυγούστου. Υπερασπιστές και επιτιθέμενοι είχαν σοβαρότατες απώλειες στη μάχη αυτή.
*Γιώργος Μαργαρίτης & Κατιούσα*
Μνήμες από την υποχώρηση
Ξεκινώντας από μικρές ένοπλες ομάδες και μέσα από μια αδιάκοπη και σκληρή πάλη, δημιουργήθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας που στα τριάμισι χρόνια της πολεμικής δράσης του (Μάρτης 1946-Αύγουστος 1949) έγραψε λαμπρές σελίδες στη λαϊκή επαναστατική ιστορία της πατρίδας μας.
Δημοκράτες, που καταδιώκονταν από την ξενόδουλη κυβέρνηση της Αθήνας, πεινασμένοι και κατατρεγμένοι χωρικοί, που αντί για τη λευτεριά, έβλεπαν το φασισμό να ξαναμπαίνει στα χωριά τους με το πρόσωπο τώρα του χωροφύλακα και του παρακρατικού, πήραν τα όπλα και ανέβηκαν στα βουνά, αποφασισμένοι να παλέψουν ως την τελική νίκη.
Ο σκληρός και γεμάτος θυσίες αγώνας τους, είναι ένα κεφάλαιο πολύτιμο για τους σημερινούς πατριώτες που θέλουν την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους συμμάχους τους.
Από κείνο τον καιρό, της υποχώρησης των πατριωτικών δυνάμεων κι ύστερα της εγκατάστασης στις τότε σοσιαλιστικές χώρες και ειδικότερα στην Τασκένδη, ένας πολιτικός μας πρόσφυγας κι αγωνιστής μας διηγήθηκε ό,τι θυμόταν.
«Οι τελευταίες μας μάχες δόθηκαν στα βουνά Γράμμου και Βίτσι. Η αντίσταση του ΔΣ. ήταν σκληρή και προξένησε μεγάλες ζημιές στην κυβερνητική πλευρά. Για 10 μέρες τους είχαμε καθηλώσει στο Γράμμο, έτσι που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να ξαναδοκιμάσουν, χτυπώντας στο Βίτσι. Όμως ο συσχετισμός των δυνάμεων εκείνη τη στιγμή, ήταν σε βάρος μας. Ο κυβερνητικός στρατός είχε 197 περίπου χιλιάδες, ενώ εμείς, οι αντάρτες, είμαστε 17 χιλιάδες. Αυτοί ήταν εξοπλισμένοι με υπερσύγχρονο οπλισμό από τους Αμερικάνους, διέθεταν αεροπλάνα, εμπρηστικές βόμβες Ναπάλμ, και χιλιάδες φορτία πυρομαχικά που συνεχώς ανανεώνονταν.
Ο ίδιος ο Βαν Φλιτ επιτηρούσε τις επιχειρήσεις, που από την έκβασή τους εξαρτιόταν ή ύπαρξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα.
Εμείς δεν είχαμε εφεδρείες. Η βοήθεια που ερχόταν μέσω Γιουγκοσλαβίας είχε σταματήσει από τότε που ο Τίτο είχε κλείσει τα σύνορα. Γενικά και για ποικίλους λόγους, ήμασταν σε μια άσχημη στιγμή. Έτσι, μέχρι τις 28 Αυγούστου, οι θέσεις μας στα υψώματα του Γράμμου και του Βίτσι καταλήφθηκαν από τους κυβερνητικούς.
Όμως ή κυβερνητική νίκη δε φαινόταν τελειωτική. Το μεγαλύτερο μέρος των αντάρτικων δυνάμεων κατάφερε να περάσει τα σύνορα πίσω από τις κυβερνητικές γραμμές. Κι' ακόμα, δύο χιλιάδες περίπου αντάρτες παρέμεναν ακόμα στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη.
Η υποχώρηση, θυμάμαι, διατάχθηκε στις τέσσερις το απόγευμα στις 29 Αυγούστου 1949. Οι περισσότεροι από μας τους αντάρτες, πιστεύαμε πως πρόκειται για τακτική υποχώρηση, επειδή εκείνη τη στιγμή ο συσχετισμός των δυνάμεων δε μας ευνοούσε. Έπρεπε, λοιπόν, να συμπτυχθούμε για να περισωθεί ο στρατός μας, που παρά τις απώλειες, παρέμενε αρκετά δυνατός, χωρίς νάχει χάσει το κουράγιο του και την πίστη του στον αγώνα. Τότε νομίζαμε πώς μια μάχη μόνο είχε χαθεί κι όχι δ πόλεμος. Κι ο ραδιοφωνικός σταθμός, άλλωστε, της Ελεύθερης Ελλάδας, είχε προειδοποιήσει, ότι ο Δημοκρατικός Στρατός δεν έχει παραδώσει τα όπλα του, τα έχει βάλει «παρά πόδα»!
Πήραμε λοιπόν εντολή και ανατινάξαμε όσα πυρομαχικά δεν είχαμε ξοδέψει για να μην πέσουν στα χέρια των κυβερνητικών. Μοιραστήκαμε λίγη «ξηρά τροφή» και κατά το σούρουπο ξεκινήσαμε.
Στις 30 Αυγούστου φτάσαμε στα σύνορα και μπήκαμε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Αυτά γίνανε με τη δικιά μου ομάδα. Αλλά, απ' ό,τι ξέρω, κι ο πιο πολύς κόσμος στην 'Αλβανία βγήκε. Άλλα τμήματα βέβαια, που βρισκόντουσαν τη στιγμή της υποχώρησης προς την περιοχή της Α. Μακεδονίας και τη Θράκη, πέρασαν στη Λ.Δ. της Βουλγαρίας.
Φτάσαμε λοιπόν και μείναμε στην Αλβανία όλο το Σεπτέμβρη. Στρατοπεδεύσαμε στο Ελμπασάν κοντά σ' ένα ποτάμι. Εκεί, μας φρόντισαν και μας τάισαν παρά τη φτώχεια τους που ήταν μεγάλη τότε. Όμως, γύρω στις 16 του Οκτώβρη, ήρθε διαταγή που έλεγε πως θα φεύγαμε και πως θα πηγαίναμε στη Σοβιετική Ένωση.
Φτάσαμε νύχτα στο Δυρράχι κι από κει, μ' ένα κατάλληλα διασκευασμένο εμποροφορτηγό, το «Οδησσός», αναχωρήσαμε για τη Σοβιετική "Ένωση. Μετά από μακρύ ταξίδι κι αλλάζοντας μεταφορικά μέσα, καταλήξαμε στην Τασκένδη.
Εκείνο τον καιρό, η Τασκένδη δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη σημερινή πολιτεία. Κάτι μικρά σπίτια και ένα μισοκαμένο εργοστάσιο για χρώματα υπήρχαν μόνο. Σ' αυτό το μισοερειπωμένο εργοστάσιο και σε χώρους που πρόχειρα είχαν διαμορφωθεί σε υπνοθαλάμους, πρωτοεγκατασταθήκαμε, εγώ και η ομάδα. μου, που πρέπει να ήταν γύρω στα 1280 άτομα. Αργότερα, ήρθαν κι άλλοι και σιγά-σιγά, με τη βοήθεια του σοβιετικού κράτους, χτίσαμε τα σπίτια μας που μένουμε μέχρι και σήμερα.
Η κυβέρνηση και ο σοβιετικός λαός, μας υποδέχτηκαν και μας φρόντισαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Αν και καταστραμμένοι οι ίδιοι από τον πόλεμο με τους Γερμανοφασίστες, μας φέρθηκαν αδελφικά, μας έδωσαν δουλειά, έβαλαν σε σχολές όσους ήθελαν να σπουδάσουν, δώσανε από το ψωμί των παιδιών τους για να φάμε εμείς. Μπορώ να πω πως, σε σχέση μ' αυτούς, εμείς ζούσαμε σαν άρχοντες.
Για έξη μήνες είχαμε δωρεάν συσσίτιο, δωρεάν ντύσιμο και από 500 ρούβλια ο καθένας μας. Αλλά, πάνω απ' όλα, μας βοήθησαν να προσαρμοστούμε και να μη χάσουμε το ηθικό μας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν περάσαμε πολλές μέρες καλές, αλλά, κι άλλες τόσες άσχημες. Οι πολιτικές αλλαγές, που άρχισαν γύρω στο '56 έφεραν διχασμό και κατατρεγμούς. Για όσους δεν συμβιβάστηκαν με τα «καινούργια δεδομένα» οι συνέπειες στάθηκαν βαριές. Σ' αυτό τον αγώνα μας να κρατηθούμε όρθιοι, και πάλι οι απλοί άνθρωποι, και κύρια οι ρώσοι εργάτες, μας στήριξαν και μας προφύλαξαν. Δεν τους ξεχνώ. Ήπιαμε από τη χούφτα τους νερό, μοιραστήκαμε το ψωμί τους, μαζί κλάψαμε και μαζί ορκιστήκαμε».
Δημοκράτες, που καταδιώκονταν από την ξενόδουλη κυβέρνηση της Αθήνας, πεινασμένοι και κατατρεγμένοι χωρικοί, που αντί για τη λευτεριά, έβλεπαν το φασισμό να ξαναμπαίνει στα χωριά τους με το πρόσωπο τώρα του χωροφύλακα και του παρακρατικού, πήραν τα όπλα και ανέβηκαν στα βουνά, αποφασισμένοι να παλέψουν ως την τελική νίκη.
Ο σκληρός και γεμάτος θυσίες αγώνας τους, είναι ένα κεφάλαιο πολύτιμο για τους σημερινούς πατριώτες που θέλουν την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους συμμάχους τους.
Από κείνο τον καιρό, της υποχώρησης των πατριωτικών δυνάμεων κι ύστερα της εγκατάστασης στις τότε σοσιαλιστικές χώρες και ειδικότερα στην Τασκένδη, ένας πολιτικός μας πρόσφυγας κι αγωνιστής μας διηγήθηκε ό,τι θυμόταν.
«Οι τελευταίες μας μάχες δόθηκαν στα βουνά Γράμμου και Βίτσι. Η αντίσταση του ΔΣ. ήταν σκληρή και προξένησε μεγάλες ζημιές στην κυβερνητική πλευρά. Για 10 μέρες τους είχαμε καθηλώσει στο Γράμμο, έτσι που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να ξαναδοκιμάσουν, χτυπώντας στο Βίτσι. Όμως ο συσχετισμός των δυνάμεων εκείνη τη στιγμή, ήταν σε βάρος μας. Ο κυβερνητικός στρατός είχε 197 περίπου χιλιάδες, ενώ εμείς, οι αντάρτες, είμαστε 17 χιλιάδες. Αυτοί ήταν εξοπλισμένοι με υπερσύγχρονο οπλισμό από τους Αμερικάνους, διέθεταν αεροπλάνα, εμπρηστικές βόμβες Ναπάλμ, και χιλιάδες φορτία πυρομαχικά που συνεχώς ανανεώνονταν.
Ο ίδιος ο Βαν Φλιτ επιτηρούσε τις επιχειρήσεις, που από την έκβασή τους εξαρτιόταν ή ύπαρξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα.
Εμείς δεν είχαμε εφεδρείες. Η βοήθεια που ερχόταν μέσω Γιουγκοσλαβίας είχε σταματήσει από τότε που ο Τίτο είχε κλείσει τα σύνορα. Γενικά και για ποικίλους λόγους, ήμασταν σε μια άσχημη στιγμή. Έτσι, μέχρι τις 28 Αυγούστου, οι θέσεις μας στα υψώματα του Γράμμου και του Βίτσι καταλήφθηκαν από τους κυβερνητικούς.
Όμως ή κυβερνητική νίκη δε φαινόταν τελειωτική. Το μεγαλύτερο μέρος των αντάρτικων δυνάμεων κατάφερε να περάσει τα σύνορα πίσω από τις κυβερνητικές γραμμές. Κι' ακόμα, δύο χιλιάδες περίπου αντάρτες παρέμεναν ακόμα στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη.
Η υποχώρηση, θυμάμαι, διατάχθηκε στις τέσσερις το απόγευμα στις 29 Αυγούστου 1949. Οι περισσότεροι από μας τους αντάρτες, πιστεύαμε πως πρόκειται για τακτική υποχώρηση, επειδή εκείνη τη στιγμή ο συσχετισμός των δυνάμεων δε μας ευνοούσε. Έπρεπε, λοιπόν, να συμπτυχθούμε για να περισωθεί ο στρατός μας, που παρά τις απώλειες, παρέμενε αρκετά δυνατός, χωρίς νάχει χάσει το κουράγιο του και την πίστη του στον αγώνα. Τότε νομίζαμε πώς μια μάχη μόνο είχε χαθεί κι όχι δ πόλεμος. Κι ο ραδιοφωνικός σταθμός, άλλωστε, της Ελεύθερης Ελλάδας, είχε προειδοποιήσει, ότι ο Δημοκρατικός Στρατός δεν έχει παραδώσει τα όπλα του, τα έχει βάλει «παρά πόδα»!
Πήραμε λοιπόν εντολή και ανατινάξαμε όσα πυρομαχικά δεν είχαμε ξοδέψει για να μην πέσουν στα χέρια των κυβερνητικών. Μοιραστήκαμε λίγη «ξηρά τροφή» και κατά το σούρουπο ξεκινήσαμε.
Στις 30 Αυγούστου φτάσαμε στα σύνορα και μπήκαμε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Αυτά γίνανε με τη δικιά μου ομάδα. Αλλά, απ' ό,τι ξέρω, κι ο πιο πολύς κόσμος στην 'Αλβανία βγήκε. Άλλα τμήματα βέβαια, που βρισκόντουσαν τη στιγμή της υποχώρησης προς την περιοχή της Α. Μακεδονίας και τη Θράκη, πέρασαν στη Λ.Δ. της Βουλγαρίας.
Φτάσαμε λοιπόν και μείναμε στην Αλβανία όλο το Σεπτέμβρη. Στρατοπεδεύσαμε στο Ελμπασάν κοντά σ' ένα ποτάμι. Εκεί, μας φρόντισαν και μας τάισαν παρά τη φτώχεια τους που ήταν μεγάλη τότε. Όμως, γύρω στις 16 του Οκτώβρη, ήρθε διαταγή που έλεγε πως θα φεύγαμε και πως θα πηγαίναμε στη Σοβιετική Ένωση.
Φτάσαμε νύχτα στο Δυρράχι κι από κει, μ' ένα κατάλληλα διασκευασμένο εμποροφορτηγό, το «Οδησσός», αναχωρήσαμε για τη Σοβιετική "Ένωση. Μετά από μακρύ ταξίδι κι αλλάζοντας μεταφορικά μέσα, καταλήξαμε στην Τασκένδη.
Εκείνο τον καιρό, η Τασκένδη δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη σημερινή πολιτεία. Κάτι μικρά σπίτια και ένα μισοκαμένο εργοστάσιο για χρώματα υπήρχαν μόνο. Σ' αυτό το μισοερειπωμένο εργοστάσιο και σε χώρους που πρόχειρα είχαν διαμορφωθεί σε υπνοθαλάμους, πρωτοεγκατασταθήκαμε, εγώ και η ομάδα. μου, που πρέπει να ήταν γύρω στα 1280 άτομα. Αργότερα, ήρθαν κι άλλοι και σιγά-σιγά, με τη βοήθεια του σοβιετικού κράτους, χτίσαμε τα σπίτια μας που μένουμε μέχρι και σήμερα.
Η κυβέρνηση και ο σοβιετικός λαός, μας υποδέχτηκαν και μας φρόντισαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Αν και καταστραμμένοι οι ίδιοι από τον πόλεμο με τους Γερμανοφασίστες, μας φέρθηκαν αδελφικά, μας έδωσαν δουλειά, έβαλαν σε σχολές όσους ήθελαν να σπουδάσουν, δώσανε από το ψωμί των παιδιών τους για να φάμε εμείς. Μπορώ να πω πως, σε σχέση μ' αυτούς, εμείς ζούσαμε σαν άρχοντες.
Για έξη μήνες είχαμε δωρεάν συσσίτιο, δωρεάν ντύσιμο και από 500 ρούβλια ο καθένας μας. Αλλά, πάνω απ' όλα, μας βοήθησαν να προσαρμοστούμε και να μη χάσουμε το ηθικό μας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν περάσαμε πολλές μέρες καλές, αλλά, κι άλλες τόσες άσχημες. Οι πολιτικές αλλαγές, που άρχισαν γύρω στο '56 έφεραν διχασμό και κατατρεγμούς. Για όσους δεν συμβιβάστηκαν με τα «καινούργια δεδομένα» οι συνέπειες στάθηκαν βαριές. Σ' αυτό τον αγώνα μας να κρατηθούμε όρθιοι, και πάλι οι απλοί άνθρωποι, και κύρια οι ρώσοι εργάτες, μας στήριξαν και μας προφύλαξαν. Δεν τους ξεχνώ. Ήπιαμε από τη χούφτα τους νερό, μοιραστήκαμε το ψωμί τους, μαζί κλάψαμε και μαζί ορκιστήκαμε».
Μετά την ήττα του ΔΣΕ
Στις 29-30 του Αυγούστου 1949 έγιναν οι τελευταίες μάχες στο Γράμμο ανάμεσα στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και τις κυβερνητικές δυνάμεις. Μετά και από την τελευταία μάχη που δόθηκε στο Κάμενικ, το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ παίρνει την οριστική απόφαση για υποχώρηση. Μετά από έναν τρίχρονο τιτάνιο, δίκαιο μα άνισο αγώνα, ο ΔΣΕ ηττήθηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει συντεταγμένα προς τη Λ. Δ. Αλβανίας.
Μια συνοπτική περιγραφή των όσων ακολούθησαν, μετά την ήττα του ΔΣΕ, μας δίνει ο Νίκος Κυρίτσης στο βιβλίο του “Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας – Βασικοί σταθμοί του αγώνα” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006), απ’ όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί.
***
Μετά τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου, ακολουθήθηκε στη χώρα μας το γνωστό μετεμφυλιακό καθεστώς της βίας και τρομοκρατίας. Όχι απλώς διατηρήθηκαν, αλλά ανασυγκροτήθηκαν κι ενισχύθηκαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί. Αμέσως μετά το 1949, δημιουργή-θηκαν τα Τάγματα Εθνικής Αμύνης (ΤΕΑ) για να τρομοκρατούν τον πληθυσμό στα χωριά.
Τα στρατοδικεία λειτουργούσαν, σε ισχύ βρίσκονταν αντιλαϊκοί νόμοι και ψηφίσματα όπως ο 509 του 1947 και ο μεταξικός νόμος περί κατασκοπίας που δε λειτούργησε ούτε επί δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ούτε στην Κατοχή μα και ούτε στον Εμφύλιο πόλεμο, αλλά ενεργοποιήθηκε μετά τη λήξη του.
Το Συμβούλιο της Επικράτειας αποφάσισε να τηρηθεί η «ανταρσία» και μετά τον Εμφύλιο πόλεμο όπως και έγινε, συνε-χιζόταν και μετά το 1962.
Στις φυλακές και στις εξορίες κρατούνταν χιλιάδες αγωνιστές που είχαν δικαστεί νωρίτερα και άλλοι που συλλαμβάνονταν μετά το 1949. Οι εκτελέσεις συνεχίζονταν και προστέθηκαν άλλοι δίπλα στις έξι χιλιάδες εκτελεσμένους. Ανάμεσά τους ήταν ο Ν. Μπελογιάννης, ο Ν. Πλουμπίδης.
Η τελευταία επίσημη εκτέλεση ήταν του Χρήστου Καρανταή και έγινε την Πρωτομαγιά του 1955.
«Με 136 Βασιλικά Διατάγματα, αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια από 22.266 Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με το αιτιολογικό της δήθεν “αντεθνικής δράσεως εις το εξωτερικόν”. Τα 83 από τα διατάγματα αυτά (για 20.529 άτομα) εκδόθηκαν την περίοδο 1955-1963, όταν την Ελλάδα κυβερνούσε ο κ. Καραμανλής, με το τότε κόμμα του.
Η ιθαγένεια αφαιρέθηκε ομαδικά, “στα τυφλά”, ακόμα και από ανθρώπους που είχαν σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο, ακόμα και από “αβάπτιστα” βρέφη, όπως επί λέξει αναφερόταν σε κείνα τα διατάγματα. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου είχε αφαιρεθεί η ιθαγένεια από 124 άτομα, μετά τον τερματισμό του αφαιρέθηκε από 22 χιλιάδες και πάνω.
Το 1962, δεκατρία χρόνια μετά την κατάπαυση του εμφύλιου πολέμου, ειδικό νομοθετικό διάταγμα της τότε κυβέρνησης του κ. Καραμανλή, το 4234/62, όριζε ότι οι Έλληνες που βγήκαν έξω από τα σύνορα της χώρας χωρίς διαβατήριο, και οι γυναίκες και τα παιδιά τους, απαγορεύεται να ξαναμπούν στο ελληνικό έδαφος.»
Η αφαίρεση ιθαγένειας από Έλληνες πολίτες, που άρχισε το 1950 γινόταν όχι μόνο από αγωνιστές του ΔΣΕ μα και από παιδάκια, και η πολιτική αυτή συνεχίστηκε επί δεκαετίες.
Οι υλικές καταστροφές του Εμφύλιου πολέμου, η υποταγή της οικονομίας στις πολεμικές ανάγκες του αστικού κράτους και τα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης χειροτέρεψαν την κατάσταση των εργαζομένων. Άρχισε το μεγάλο κύμα της μετανάστευσης, κατά το οποίο στα χρόνια 1946-1977 μετανάστευσαν μόνιμα από την Ελλάδα 1.282.502 άτομα.
Οξύνθηκε η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και εδραιώθηκε η κυριαρχία των Αμερικανών. Οι ΗΠΑ, στα πλαίσια των στρατηγικών τους επιδιώξεων, ήθελαν την Ελλάδα βάση ενάντια στις Λαϊκές Δημοκρατίες και τη Σοβιετική Ένωση. Η πολιτική αυτή υλοποιούνταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η συμπόρευση της ελληνικής ολιγαρχίας με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια προχωρούσε γρήγορα. Τον Οκτώβρη του 1950, με απόφαση της κυβέρνησης, στάλθηκε ελληνικός στρατός να πολεμήσει κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας.
Στο διάστημα 1950-1955 στάλθηκαν στην Κορέα 10.225 στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού και 9 αεροπλάνα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι απώλειες στην Κορέα του ελληνικού σώματος ήταν 183 νεκροί, 610 τραυματίες, 12 νεκροί της αεροπορίας και κατεστραμμένα 4 αεροπλάνα. Την πολιτική της υποτέλειας και της εξάρτησης της χώρας μας την πλήρωσαν ακριβά τα παιδιά του ελληνικού λαού, χύνοντας το αίμα τους για τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της ντόπιας χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Στις 20 Σεπτέμβρη 1951, το συμβούλιο του ΝΑΤΟ στην Οτάβα αποφάσισε να δεχτεί την Ελλάδα και την Τουρκία στο ΝΑΤΟ. Στις 18 Φλεβάρη 1952, η κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου καταθέτει νομοσχέδιο στην ελληνική Βουλή για την προσχώρηση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, νομοσχέδιο που το ψήφισαν όλα τα κόμματα εκτός από την ΕΔΑ και το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Τον καιρό ακριβώς που η Βουλή επικύρωνε την ένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, γινόταν η δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη, που καταδικάστηκε σε θάνατο με τη σκευωρία για κατασκοπία και εκτελέστηκε στις 30 Μάρτη 1952.
Στις 12 Οκτώβρη του 1953 υπογράφτηκε η στρατιωτικο-πολεμική συμφωνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και Ελλάδας. Βάσει της συμφωνίας αυτής, η ελληνική κυβέρνηση εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ και της παραχωρούσε το δικαίωμα να κάνει βάσεις, να χρησιμοποιεί το έδαφος, τα λιμάνια, τη θάλασσα, τον εναέριο χώρο της πατρίδας μας, να φέρνει στρατιωτικές δυνάμεις. Η μεταφορά του εξοπλισμού στην Ελλάδα δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ελέγχου των ελληνικών κρατικών αρχών, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί εισέρχονταν στη χώρα μας και εξέρχονταν χωρίς συνεννόηση και έλεγχο από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Υιοθετήθηκε η αντεθνική αρχή της ετεροδικίας, που έδινε το δικαίωμα στους Αμερικανούς να μη δικάζονται από τα ελληνικά δικαστήρια για παραβιάσεις των ελληνικών νόμων. Σε συνέχεια, υπογράφτηκαν με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ 120 συμφωνίες για βάσεις, διευκολύνσεις και στρατιωτική συνεργασία. Οι ξένες στρατιωτικές βάσεις, στη χώρα μας, εκσυγχρονίζονται και οι συμφωνίες συνεχώς ανανεώνονται μέχρι σήμερα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με τη σύμφωνη γνώμη της ΝΔ, επέτρεψε τη δημιουργία του στρατηγείου του ΝΑΤΟ στη Λάρισα και δημόσια παραδέχτηκε ότι υπάρχουν πυρηνικά όπλα στην Ελλάδα.
Παραχωρήθηκαν ταπεινωτικά προνόμια από το ελληνικό κράτος στο ξένο κεφάλαιο. Αυτή η πολιτική ενισχύθηκε με την ψήφιση του νόμου 2687/1953 «Περί προσελκύσεως ξένων κεφαλαίων».
Με την ήττα του ΔΣΕ και το μετεμφυλιακό κράτος, η αστική τάξη της Ελλάδας δεν κατάφερε να εκμηδενίσει το λαϊκό και επαναστατικό κίνημα. Το λαϊκό και αριστερό κίνημα, με πρωτοπορία τους κομμουνιστές, γρήγορα ανασυγκροτήθηκε και προχώρησε σε σκληρούς αγώνες, σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες. Αυτό ανησύχησε την ελληνική χρηματιστική ολιγαρχία και τους ξένους ιμπεριαλιστές. Έκαναν το εκλογικό πραξικόπημα το 1961 με το «Σχέδιο Περικλής». Η κυρίαρχη τάξη συνέδεσε την Ελλάδα, το 1961, με την ΕΟΚ, για να εξασφαλίσει τα ταξικά της συμφέροντα.
Ακολούθησε η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, το βασιλικό πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 1965, η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα, με αποκορύφωμα τη φασιστική στρατοκρατική δικτατορία στις 21 Απρίλη 1967, που κράτησε μέχρι το 1974.
Τα μπουντρούμια, οι φυλακές και τα ξερονήσια γέμισαν από δημοκράτες, αριστερούς και, κυρίως, από κομμουνιστές.
Με την πολιτική αλλαγή του 1974, η αστική τάξη υποχρεώθηκε να επαναφέρει ορισμένες αστικές δημοκρατικές ελευθερίες, να νομιμοποιήσει το ΚΚΕ και να εκσυγχρονίσει αστικούς θεσμούς, έτσι ώστε να διασφαλίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως το ζήτημα της επιστροφής των αγωνιστών του ΔΣΕ το 1974 δε λύθηκε συνολικά, αλλά κατ’ εξαίρεση ατομικά.
Με την απόφασή της, από 29 Δεκέμβρη 1982, για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πρόσχημα «το γένος», αφαίρεσε το δικαίωμα επαναπατρισμού σε Έλληνες πολίτες (αγωνιστές του ΔΣΕ και παιδιά).
Παρά την ψήφιση του νόμου 1863/1989 περί «Άρσης των συνεπειών του εμφύλιου πολέμου», υπάρχουν ακόμη άλυτα προβλήματα, όπως της συνταξιοδότησης περίπου 10.000 αναπήρων του ΔΣΕ, που μένουν στην Ελλάδα, ζητήματα περιουσιών, απόδοσης ιθαγενειών.
***
Ο Εμφύλιος πόλεμος ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για το λαό μας. Τον πόλεμο αυτό τον επέβαλαν οι Αγγλοαμερικανοί για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα, τη Μεσόγειο και η κυρίαρχη τάξη της χώρας μας με τους πολιτικούς της εκφραστές για να κρατηθεί στην εξουσία, στηριζόμενη στις ξένες μεγάλες δυνάμεις.
Ο ΔΣΕ ήταν λαϊκός και επαναστατικός στρατός που με απαράμιλλη αυτοθυσία αγωνίστηκε επί τρία χρόνια ενάντια στους ξένους ιμπεριαλιστές και την εγχώρια ολιγαρχία. Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος και είχε χαρακτήρα απελευθερωτικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης.
«Ο αγώνας τον ΔΣΕ ήταν ένας αγώνας βαθιά πατριωτικός και βαθιά ταξικός: Βαθιά πατριωτικός γιατί αποτελούσε τη συνέχεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και τον ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ ενάντια στην ξενική φασιστική κατοχή.»
Ήταν αγώνας ταξικός της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των άλλων εργαζομένων ενάντια στην αντιλαϊκή εξουσία της χρηματιστικής ολιγαρχίας, ενάντια στην ασύδοτη και σκληρή καπιταλιστική εκμετάλλευση. «Στο διπλό, πατριωτικό και ταξικό χαρακτήρα της πάλης του ΔΣΕ έγκειται και το μεγαλείο του: Μέσα από αυτήν την πάλη, καταδείχθηκε η διαφορά δύο ολόκληρων κόσμων.»
Από τη μια, του κόσμου της ντόπιας εκμεταλλεύτριας καπιταλιστικής τάξης που, με τη στήριξη των Αγγλοαμερικανών, ήθελε να κατοχυρώσει τη διατήρηση των ταξικών της συμφερόντων και, από την άλλη, τμήματα της εργατικής τάξης, της εργαζόμενης αγροτιάς και των άλλων καταπιεζόμενων στρωμάτων που αφοσιώθηκαν σε έναν τιτάνιο αγώνα για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, για μια λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία με εργατικό έλεγχο που θα απάλλασσε τον άνθρωπο από την εκμετάλλευση.
«Ο Δημοκρατικός Στρατός», έγραφε η ΚΟΜΕΠ το 1947,«έχει πρωτοπόρα ιδεολογία που τον εξοπλίζει στο νου και στο σώμα. Αποτελεί συμπαγές ηθικοδυναμικό συγκρότημα… Όλοι όσοι αποτελούν το Δημοκρατικό Στρατό εμφορούνται από πρωτοπόρες αντιλήψεις».
Επίσης σημαντική ήταν η διεθνής προσφορά του αγώνα του ΔΣΕ, ιδιαίτερα προς τις βαλκανικές λαϊκές δημοκρατίες, μια προσφορά που πρέπει να ερευνηθεί και να αποτιμηθεί.
Ο ΔΣΕ ηττήθηκε μετά από τρίχρονη σκληρή πάλη και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο αγώνας του ήταν δίκαιος, με οράματα και ιδανικά, αγώνας πατριωτικός, αντιφασιστικός, αντιιμπεριαλιστικός για εθνική κυριαρχία και για λαϊκή εξουσία.
Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ αποτελεί αστείρευτη πηγή φρονηματισμού, είναι μια πολύτιμη εμπειρία, που πρέπει να τη μελετάμε στη δύσκολη πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων, στην καταπίεση και εκμετάλλευση, ενάντια στην υποτέλεια και το ραγιαδισμό, στο σημερινό αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς για τη δημιουργία του λαϊκού μετώπου ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για την εθνική ανεξαρτησία, για την κοινωνική πρόοδο και το σοσιαλισμό.
Οι μαχητές, οι μαχήτριες και τα στελέχη του ΔΣΕ μας άφησαν πλούσια παρακαταθήκη αξιών, ιδανικών και σκοπών, να αγωνιζόμαστε και να μην υποχωρούμε μπροστά στις δυσκολίες. Ακριβώς η αφοσίωση στα ανώτερα ιδανικά ανέδειξαν μέσα στην τρίχρονη εποποιία ήρωες και μάρτυρες που αποτελούν παράδειγμα για τους σημερινούς και μελλοντικούς αγώνες.
*Κατιούσα*
Μια συνοπτική περιγραφή των όσων ακολούθησαν, μετά την ήττα του ΔΣΕ, μας δίνει ο Νίκος Κυρίτσης στο βιβλίο του “Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας – Βασικοί σταθμοί του αγώνα” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006), απ’ όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί.
***
Μετά τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου, ακολουθήθηκε στη χώρα μας το γνωστό μετεμφυλιακό καθεστώς της βίας και τρομοκρατίας. Όχι απλώς διατηρήθηκαν, αλλά ανασυγκροτήθηκαν κι ενισχύθηκαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί. Αμέσως μετά το 1949, δημιουργή-θηκαν τα Τάγματα Εθνικής Αμύνης (ΤΕΑ) για να τρομοκρατούν τον πληθυσμό στα χωριά.
Τα στρατοδικεία λειτουργούσαν, σε ισχύ βρίσκονταν αντιλαϊκοί νόμοι και ψηφίσματα όπως ο 509 του 1947 και ο μεταξικός νόμος περί κατασκοπίας που δε λειτούργησε ούτε επί δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ούτε στην Κατοχή μα και ούτε στον Εμφύλιο πόλεμο, αλλά ενεργοποιήθηκε μετά τη λήξη του.
Το Συμβούλιο της Επικράτειας αποφάσισε να τηρηθεί η «ανταρσία» και μετά τον Εμφύλιο πόλεμο όπως και έγινε, συνε-χιζόταν και μετά το 1962.
Στις φυλακές και στις εξορίες κρατούνταν χιλιάδες αγωνιστές που είχαν δικαστεί νωρίτερα και άλλοι που συλλαμβάνονταν μετά το 1949. Οι εκτελέσεις συνεχίζονταν και προστέθηκαν άλλοι δίπλα στις έξι χιλιάδες εκτελεσμένους. Ανάμεσά τους ήταν ο Ν. Μπελογιάννης, ο Ν. Πλουμπίδης.
Η τελευταία επίσημη εκτέλεση ήταν του Χρήστου Καρανταή και έγινε την Πρωτομαγιά του 1955.
«Με 136 Βασιλικά Διατάγματα, αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια από 22.266 Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με το αιτιολογικό της δήθεν “αντεθνικής δράσεως εις το εξωτερικόν”. Τα 83 από τα διατάγματα αυτά (για 20.529 άτομα) εκδόθηκαν την περίοδο 1955-1963, όταν την Ελλάδα κυβερνούσε ο κ. Καραμανλής, με το τότε κόμμα του.
Η ιθαγένεια αφαιρέθηκε ομαδικά, “στα τυφλά”, ακόμα και από ανθρώπους που είχαν σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο, ακόμα και από “αβάπτιστα” βρέφη, όπως επί λέξει αναφερόταν σε κείνα τα διατάγματα. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου είχε αφαιρεθεί η ιθαγένεια από 124 άτομα, μετά τον τερματισμό του αφαιρέθηκε από 22 χιλιάδες και πάνω.
Το 1962, δεκατρία χρόνια μετά την κατάπαυση του εμφύλιου πολέμου, ειδικό νομοθετικό διάταγμα της τότε κυβέρνησης του κ. Καραμανλή, το 4234/62, όριζε ότι οι Έλληνες που βγήκαν έξω από τα σύνορα της χώρας χωρίς διαβατήριο, και οι γυναίκες και τα παιδιά τους, απαγορεύεται να ξαναμπούν στο ελληνικό έδαφος.»
Η αφαίρεση ιθαγένειας από Έλληνες πολίτες, που άρχισε το 1950 γινόταν όχι μόνο από αγωνιστές του ΔΣΕ μα και από παιδάκια, και η πολιτική αυτή συνεχίστηκε επί δεκαετίες.
Οι υλικές καταστροφές του Εμφύλιου πολέμου, η υποταγή της οικονομίας στις πολεμικές ανάγκες του αστικού κράτους και τα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης χειροτέρεψαν την κατάσταση των εργαζομένων. Άρχισε το μεγάλο κύμα της μετανάστευσης, κατά το οποίο στα χρόνια 1946-1977 μετανάστευσαν μόνιμα από την Ελλάδα 1.282.502 άτομα.
Οξύνθηκε η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και εδραιώθηκε η κυριαρχία των Αμερικανών. Οι ΗΠΑ, στα πλαίσια των στρατηγικών τους επιδιώξεων, ήθελαν την Ελλάδα βάση ενάντια στις Λαϊκές Δημοκρατίες και τη Σοβιετική Ένωση. Η πολιτική αυτή υλοποιούνταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η συμπόρευση της ελληνικής ολιγαρχίας με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια προχωρούσε γρήγορα. Τον Οκτώβρη του 1950, με απόφαση της κυβέρνησης, στάλθηκε ελληνικός στρατός να πολεμήσει κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας.
Στο διάστημα 1950-1955 στάλθηκαν στην Κορέα 10.225 στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού και 9 αεροπλάνα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι απώλειες στην Κορέα του ελληνικού σώματος ήταν 183 νεκροί, 610 τραυματίες, 12 νεκροί της αεροπορίας και κατεστραμμένα 4 αεροπλάνα. Την πολιτική της υποτέλειας και της εξάρτησης της χώρας μας την πλήρωσαν ακριβά τα παιδιά του ελληνικού λαού, χύνοντας το αίμα τους για τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της ντόπιας χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Στις 20 Σεπτέμβρη 1951, το συμβούλιο του ΝΑΤΟ στην Οτάβα αποφάσισε να δεχτεί την Ελλάδα και την Τουρκία στο ΝΑΤΟ. Στις 18 Φλεβάρη 1952, η κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου καταθέτει νομοσχέδιο στην ελληνική Βουλή για την προσχώρηση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, νομοσχέδιο που το ψήφισαν όλα τα κόμματα εκτός από την ΕΔΑ και το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Τον καιρό ακριβώς που η Βουλή επικύρωνε την ένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, γινόταν η δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη, που καταδικάστηκε σε θάνατο με τη σκευωρία για κατασκοπία και εκτελέστηκε στις 30 Μάρτη 1952.
Στις 12 Οκτώβρη του 1953 υπογράφτηκε η στρατιωτικο-πολεμική συμφωνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και Ελλάδας. Βάσει της συμφωνίας αυτής, η ελληνική κυβέρνηση εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ και της παραχωρούσε το δικαίωμα να κάνει βάσεις, να χρησιμοποιεί το έδαφος, τα λιμάνια, τη θάλασσα, τον εναέριο χώρο της πατρίδας μας, να φέρνει στρατιωτικές δυνάμεις. Η μεταφορά του εξοπλισμού στην Ελλάδα δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ελέγχου των ελληνικών κρατικών αρχών, οι Αμερικανοί στρατιωτικοί εισέρχονταν στη χώρα μας και εξέρχονταν χωρίς συνεννόηση και έλεγχο από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Υιοθετήθηκε η αντεθνική αρχή της ετεροδικίας, που έδινε το δικαίωμα στους Αμερικανούς να μη δικάζονται από τα ελληνικά δικαστήρια για παραβιάσεις των ελληνικών νόμων. Σε συνέχεια, υπογράφτηκαν με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ 120 συμφωνίες για βάσεις, διευκολύνσεις και στρατιωτική συνεργασία. Οι ξένες στρατιωτικές βάσεις, στη χώρα μας, εκσυγχρονίζονται και οι συμφωνίες συνεχώς ανανεώνονται μέχρι σήμερα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με τη σύμφωνη γνώμη της ΝΔ, επέτρεψε τη δημιουργία του στρατηγείου του ΝΑΤΟ στη Λάρισα και δημόσια παραδέχτηκε ότι υπάρχουν πυρηνικά όπλα στην Ελλάδα.
Παραχωρήθηκαν ταπεινωτικά προνόμια από το ελληνικό κράτος στο ξένο κεφάλαιο. Αυτή η πολιτική ενισχύθηκε με την ψήφιση του νόμου 2687/1953 «Περί προσελκύσεως ξένων κεφαλαίων».
Με την ήττα του ΔΣΕ και το μετεμφυλιακό κράτος, η αστική τάξη της Ελλάδας δεν κατάφερε να εκμηδενίσει το λαϊκό και επαναστατικό κίνημα. Το λαϊκό και αριστερό κίνημα, με πρωτοπορία τους κομμουνιστές, γρήγορα ανασυγκροτήθηκε και προχώρησε σε σκληρούς αγώνες, σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες. Αυτό ανησύχησε την ελληνική χρηματιστική ολιγαρχία και τους ξένους ιμπεριαλιστές. Έκαναν το εκλογικό πραξικόπημα το 1961 με το «Σχέδιο Περικλής». Η κυρίαρχη τάξη συνέδεσε την Ελλάδα, το 1961, με την ΕΟΚ, για να εξασφαλίσει τα ταξικά της συμφέροντα.
Ακολούθησε η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, το βασιλικό πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 1965, η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα, με αποκορύφωμα τη φασιστική στρατοκρατική δικτατορία στις 21 Απρίλη 1967, που κράτησε μέχρι το 1974.
Τα μπουντρούμια, οι φυλακές και τα ξερονήσια γέμισαν από δημοκράτες, αριστερούς και, κυρίως, από κομμουνιστές.
Με την πολιτική αλλαγή του 1974, η αστική τάξη υποχρεώθηκε να επαναφέρει ορισμένες αστικές δημοκρατικές ελευθερίες, να νομιμοποιήσει το ΚΚΕ και να εκσυγχρονίσει αστικούς θεσμούς, έτσι ώστε να διασφαλίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως το ζήτημα της επιστροφής των αγωνιστών του ΔΣΕ το 1974 δε λύθηκε συνολικά, αλλά κατ’ εξαίρεση ατομικά.
Με την απόφασή της, από 29 Δεκέμβρη 1982, για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πρόσχημα «το γένος», αφαίρεσε το δικαίωμα επαναπατρισμού σε Έλληνες πολίτες (αγωνιστές του ΔΣΕ και παιδιά).
Παρά την ψήφιση του νόμου 1863/1989 περί «Άρσης των συνεπειών του εμφύλιου πολέμου», υπάρχουν ακόμη άλυτα προβλήματα, όπως της συνταξιοδότησης περίπου 10.000 αναπήρων του ΔΣΕ, που μένουν στην Ελλάδα, ζητήματα περιουσιών, απόδοσης ιθαγενειών.
***
Ο Εμφύλιος πόλεμος ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για το λαό μας. Τον πόλεμο αυτό τον επέβαλαν οι Αγγλοαμερικανοί για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα, τη Μεσόγειο και η κυρίαρχη τάξη της χώρας μας με τους πολιτικούς της εκφραστές για να κρατηθεί στην εξουσία, στηριζόμενη στις ξένες μεγάλες δυνάμεις.
Ο ΔΣΕ ήταν λαϊκός και επαναστατικός στρατός που με απαράμιλλη αυτοθυσία αγωνίστηκε επί τρία χρόνια ενάντια στους ξένους ιμπεριαλιστές και την εγχώρια ολιγαρχία. Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος και είχε χαρακτήρα απελευθερωτικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης.
«Ο αγώνας τον ΔΣΕ ήταν ένας αγώνας βαθιά πατριωτικός και βαθιά ταξικός: Βαθιά πατριωτικός γιατί αποτελούσε τη συνέχεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και τον ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ ενάντια στην ξενική φασιστική κατοχή.»
Ήταν αγώνας ταξικός της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των άλλων εργαζομένων ενάντια στην αντιλαϊκή εξουσία της χρηματιστικής ολιγαρχίας, ενάντια στην ασύδοτη και σκληρή καπιταλιστική εκμετάλλευση. «Στο διπλό, πατριωτικό και ταξικό χαρακτήρα της πάλης του ΔΣΕ έγκειται και το μεγαλείο του: Μέσα από αυτήν την πάλη, καταδείχθηκε η διαφορά δύο ολόκληρων κόσμων.»
Από τη μια, του κόσμου της ντόπιας εκμεταλλεύτριας καπιταλιστικής τάξης που, με τη στήριξη των Αγγλοαμερικανών, ήθελε να κατοχυρώσει τη διατήρηση των ταξικών της συμφερόντων και, από την άλλη, τμήματα της εργατικής τάξης, της εργαζόμενης αγροτιάς και των άλλων καταπιεζόμενων στρωμάτων που αφοσιώθηκαν σε έναν τιτάνιο αγώνα για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, για μια λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία με εργατικό έλεγχο που θα απάλλασσε τον άνθρωπο από την εκμετάλλευση.
«Ο Δημοκρατικός Στρατός», έγραφε η ΚΟΜΕΠ το 1947,«έχει πρωτοπόρα ιδεολογία που τον εξοπλίζει στο νου και στο σώμα. Αποτελεί συμπαγές ηθικοδυναμικό συγκρότημα… Όλοι όσοι αποτελούν το Δημοκρατικό Στρατό εμφορούνται από πρωτοπόρες αντιλήψεις».
Επίσης σημαντική ήταν η διεθνής προσφορά του αγώνα του ΔΣΕ, ιδιαίτερα προς τις βαλκανικές λαϊκές δημοκρατίες, μια προσφορά που πρέπει να ερευνηθεί και να αποτιμηθεί.
Ο ΔΣΕ ηττήθηκε μετά από τρίχρονη σκληρή πάλη και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο αγώνας του ήταν δίκαιος, με οράματα και ιδανικά, αγώνας πατριωτικός, αντιφασιστικός, αντιιμπεριαλιστικός για εθνική κυριαρχία και για λαϊκή εξουσία.
Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ αποτελεί αστείρευτη πηγή φρονηματισμού, είναι μια πολύτιμη εμπειρία, που πρέπει να τη μελετάμε στη δύσκολη πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων, στην καταπίεση και εκμετάλλευση, ενάντια στην υποτέλεια και το ραγιαδισμό, στο σημερινό αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς για τη δημιουργία του λαϊκού μετώπου ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για την εθνική ανεξαρτησία, για την κοινωνική πρόοδο και το σοσιαλισμό.
Οι μαχητές, οι μαχήτριες και τα στελέχη του ΔΣΕ μας άφησαν πλούσια παρακαταθήκη αξιών, ιδανικών και σκοπών, να αγωνιζόμαστε και να μην υποχωρούμε μπροστά στις δυσκολίες. Ακριβώς η αφοσίωση στα ανώτερα ιδανικά ανέδειξαν μέσα στην τρίχρονη εποποιία ήρωες και μάρτυρες που αποτελούν παράδειγμα για τους σημερινούς και μελλοντικούς αγώνες.
*Κατιούσα*
Το ιδιόχειρο βιογραφικό σημείωμα του Νίκου Μπελογιάννη
όταν κατατάχθηκε στον ΔΣΕ, Ιούνιος 1947
Το αποδελτιωμένο Βιογραφικό Σημείωμα του Νίκου Μπελογιάννη:
Γεννήθηκα στην Αμαλιάδα (Πελ/σου) στα τέλη του 1915. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης από τα ορεινά χωριά της περιοχής μας που κατέβηκε στην πόλη και έγινε επαγγελματίας. Επίσης και η μητέρα μου είναι αγρότισσα, αγράμματη αλλά πολύ καλή γυναίκα. Είχα δύο ακόμη μικρότερες αδερφές, από τις οποίες η μία δεν άντεξε στα κυνηγητά και τις κακουχίες που πέρασαν στην πρώτη κατοχή, αρρώστησε και πέθανε. Όλοι οι δικοί μου είναι δοσμένοι στον αγώνα και έχουν υποστεί κάθε είδους καταστροφή.
Η οικονομική μας κατάσταση ήταν κάπως καλή, κι άλλοτε όχι, ανάλογα με τις δουλειές του πατέρα μου. Οι μεταβολές αυτές σε συνδυασμό με τις φιλελεύθερες ιδέες του πατέρα μου, με τον αντίστοιχο χαρακτήρα μου, συντελέσανε πάρα πολύ στη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης μέσα μου.
Μαθητής ακόμα από το γυμνάσιο μαζί με μια άλλη παρέα συμμαθητών μου, αρχίσαμε να συζητάμε για το Σοσιαλισμό, κάναμε αγώνα με τους καθηγητές για την επιβολή της δημοτικής και οργανώσαμε (1931) δύο απεργίες. Δυστυχώς τότε στην πατρίδα μου δεν υπήρχε κομματική οργάνωση για να μας τραβήξει στις γραμμές της. Συγκρατιόμουν ένα φεγγάρι- και συχνά μάλιστα από σκάρτες αναγνώσεις- για μνα ξαναδιαβάσω σε λίγο πάλι. Το 1934 τελείωσα το γυμνάσιο, αλλά τα οικονομικά του σπιτιού μου δεν επιτρέπουν τότε να συνεχίσω παραπάνω. Έτσι ‘έμεινα και βοηθούσα τον πατέρα μου στη δουλειά του. Είχε τότε ξενοδοχείο. Το 1934 έγινα μέλος του Κόμματος σε ηλικία 19 χρονών.
Με πήρανε κατευθείαν στο Κόμμα γιατί οργάνωση της ΟΚΝΕ δεν υπήρχε τότε στην Αμαλιάδα. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πήγα να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Γράφτηκα στα Νομικά και ξαναγύρισα στην πατρίδα μου με σκοπό να πηγαίνω στην Αθήνα μόνο για εξετάσεις. Η επιθυμία μου- απραγματοποίητη για λόγους οικονομικούς- ήτανε να πάω στο Πολυτεχνείο, γι΄αυτό ποτέ δε σκέφτηκα να γίνω δικηγόρος.
Το 1935 τοποθετήθηκα Γραμματέας στην Κ.Ο –υπαχτίδα τότε- της πατρίδας μου. Το Σεπτέμβρη ανέβηκα στην Αθήνα για εξετάσεις. Γνωρίστηκα με τους συντρόφους της Πανεπιστημιακής Αχτίδας της ΟΚΝΕ (Δρακόπουλο, Βέττα κλπ) και χρησιμοποιήθηκα, χωρίς να έχει έρθει ακόμα η σύνδεσή μου, σε διάφορες δουλειές (ομιλητής στις παράνομες φοιτητικές συγκεντρώσεις της Κονδυλικής κοσμογονίας, επίσης στις διαπραγματεύσεις με τις άλλες οργανώσεις της νεολαίας κλπ). Τα Χριστούγεννα του ΄35 ξαναπήγα Γραμματέας της οργάνωσης της πατρίδας μου και τον Μάρτη του ΄36 πιάστηκα και εκτοπίστηκα ένα χρόνο στην Ίο και το Μάη δικάστηκα ερήμην 2 χρόνια για κάτι απεργίες που είχαν γίνει στην Αμαλιάδα.
Εν τω μεταξύ η σύγκλητος με απόφασή της με απέβαλλε από το Πανεπιστήμιο.
Η δευτεροβάθμια επιτροπή Ασφαλείας εμείωσε την εκτοπισμού σε 4 μήνες και έτσι πριν μου κοινοποιήσουν την απόφαση του δικαστηρίου στην οποία είχα κάνει ανακοπή, γύρισα από την εξορία στα τέλη του Ιούλη του 1936. Από τότε έζησα καταδιωκόμενος ή στη φυλακή. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά η οργάνωση με έστειλε στην Πάτρα , όπου δούλευα σε μια αχτίδα. Τον Οκτώβρη του 1936 που η κλάση μου κλήθηκε στον στρατό , πήρα εντολή να παρουσιαστώ, γιατί η νέα εκτόπιση που είχαν αποφασίσει, θα αναστελλόταν εφόσον ήμουνα φαντάρος και η δικαστική απόφαση για να εκτελεστεί, έπρεπε πρώτα να εκδικαστεί η ανακοπή. Από την προηγούμενη χρονιά το περιοδεύον συμβούλιο, μην ξέροντας ποιός είμαι με είχε τοποθετήσει στη σχολή εφέδρων αξιωματικών του Μηχανικού.
Μόλις όμως παρουσιάστηκα με έδιωξαν αμέσως, γιατί εν τω μεταξύ είχαν πάει από την ασφάλεια τα χαρτιά μου . Με έστειλαν απλό φαντάρο στο σύνταγμα της Πάτρας. Εκεί η Κ.Ο με τοποθέτησε γραμματέα της Στρατ. Οργάνωσης. Το Δεκέμβρη του ΄36 που πιάστηκε το Πελ/κό γραφείο της Κ.Ε και η καθοδήγηση της Πάτρας (Στρίγγος, Σινάκος, Βατουσιανός κλπ), ο σύνδεσμος της έξω οργάνωσης με το Σύνταγμα, στον οποίο ο υπεύθυνος για την στρατιωτική δουλειά είχε πει το όνομά μου- καθώς και του βοηθού μου Γιάννη Ντάβου- πιάστηκε και μας μαρτύρησε. Μας έπιασαν και τους δύο μας βασάνισαν, αλλά δεν απέσπασαν τίποτα και η Στρατιωτική οργάνωση έμεινε άθιχτη. Επειδή δεν είχαν σε βάρος μας καθόλου στοιχεία στο στρατοδικείο που μας πήγαν μας δίκασαν 3 μήνες φυλακή και 6 εξορία. Μόλις τελείωσε η φυλακή μου, επειδή την εξορία την έκανες μετά το τέλος της θητεία, με έστειλαν στο πειθαρχικό λόχο της Κεφαλονιάς, που είχε τότε φτιάξει ο Μεταξάς. Τον Ιούλη του ΄37 κατάφερα και έφυγα. Ήρθα στην Πάτρα και δούλεψα στην οργάνωση της Π.Ε.
Τον Οκτώβρη ήμουνα βοηθός του Γραμματέα της οργάνωσης και όταν οι νομοί Ηλείας – Ολυμπίας και Ζακύνθου έγιναν ξεχωριστή Περιφερειακή Οργάνωση στάλθηκα εκεί γραμματέας.
Το Πάσχα του ΄38 προδόθηκα στον Πύργο από τον φοροεισπράκτορα και πιάστηκα στο δρόμο.
Πήγα να φύγω, με πυροβόλησαν, έπεσα και με έπιασαν. Επίσης ύστερα από λίγες μέρες έφυγα από το κρατητήριο, αλλά με κυνήγησαν πολύ και επειδή από το πολύ ξύλο δεν μπορούσα να τρέξω, με έπιασαν.
Με πήγαν στην Αίγινα όπου έμεινα μέχρι την άνοιξη του 1942 και από κει μεταφέρθηκα στην Ακροναυπλία. Το Δεκέμβρη του '42 οι Ιταλοί μας πήγανε στα στρατόπεδα Κατούνας, Βόνιτσας, Κέρκυρας.
Εκεί με ενέργειες της ομάδας οι Ιταλοί ξεχώρισαν οχτώ άρρωστους συντρόφους ( το Ζαχαράτο,εμένα και 6 άλλους) και μας έστειλαν για τη φυλακή της Σωτηρίας, τέλη Αυγούστου 1943. Με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών Σ/βρης 1943 καταφέραμε να απελευθερωθούμε. Στάλθηκα στην Πελ/σο όπου δούλευα σαν β΄ στην αρχή και ύστερα σαν α΄ γραμματέας στην Κ.Ο της Πάτρας.
Την Άνοιξη του ’44 στάλθηκα οργανωτής του Γραφείου Περιοχής στη Ν. Πελοπόννησο. Αργότερα έγινα μέλος του γραφείου κ΄ δούλεψα σε όλες τις περιφέρειες της Πελ/σου. Δούλεψα επίσης στην διαφώτιση λίγο διάστημα, με απόφαση του γραφείου τοποθετήθηκα καπετάνιος στη Μεραρχία του ΕΛΑΣ Πελ/σου, αλλά δεν έμεινα επειδή ο Άρης – στρατιωτικός διοικητής τότε της Μεραρχίας - διαφώνησε με το γραφείο κ΄ δεν με ήθελε, επειδή από προηγούμενα δεν τα πήγαινα καλά μαζί του.
Μετά την απελευθέρωση δούλεψα επικεφαλής της Διαφώτισης κ΄ σαν μέλος της γραμματείας της κομ. Επιτροπής της Περιοχής , παρακολουθούσα ορισμένες οργανώσεις. Αργότερα δούλεψα σαν μέλος της γραμματείας της Κ.Ο Πάτρας κ΄ τέλος από τον Αύγουστο του ΄46 παρακολουθούσα την οργάνωση της Κ και Ν Πελ/σου κ΄την οργάνωση του αντάρτικου.
Μόλις είχε γίνει το Αρχηγείο Πελ/σου ειδοποιήθηκα και ανέβηκα στην Αθήνα (Φλεβάρης του '47). Από κεί μέσω Θεσσαλίας έφυγα για την έδρα του Γ.Α.
Περιπλανήθηκα 4 περίπου μήνες σ’ όλη σχεδόν την Μακεδονία κ’ την Ήπειρο γιατί έπεσα πάνω στην «εαρινή εκστρατεία».
Στο Γ.Α τοποθετήθηκα πρώτα στο ΙΙα Γραφείο, ύστερα υποδιοικητής στη σχολή αξιωματικών, σήμερα δουλεύω στην διαφώτιση. Δεν έχω κανένα λόγο να μην είμαι ικανοποιημένος από τη δουλειά που έχω τοποθετηθεί. Δεν είμαι όμως ικανοποιημένος από την απόδοση ή την ποιότητα της δουλειάς μου, που ακόμα δεν μπόρεσα να πλησιάσω στο ύψος, που απαιτούν οι σημερινές περιστάσεις.
Νίκος Μπελογιάννης
(από Ιστορικό Αρχείο ΚΚΕ)
Γεννήθηκα στην Αμαλιάδα (Πελ/σου) στα τέλη του 1915. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης από τα ορεινά χωριά της περιοχής μας που κατέβηκε στην πόλη και έγινε επαγγελματίας. Επίσης και η μητέρα μου είναι αγρότισσα, αγράμματη αλλά πολύ καλή γυναίκα. Είχα δύο ακόμη μικρότερες αδερφές, από τις οποίες η μία δεν άντεξε στα κυνηγητά και τις κακουχίες που πέρασαν στην πρώτη κατοχή, αρρώστησε και πέθανε. Όλοι οι δικοί μου είναι δοσμένοι στον αγώνα και έχουν υποστεί κάθε είδους καταστροφή.
Η οικονομική μας κατάσταση ήταν κάπως καλή, κι άλλοτε όχι, ανάλογα με τις δουλειές του πατέρα μου. Οι μεταβολές αυτές σε συνδυασμό με τις φιλελεύθερες ιδέες του πατέρα μου, με τον αντίστοιχο χαρακτήρα μου, συντελέσανε πάρα πολύ στη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης μέσα μου.
Μαθητής ακόμα από το γυμνάσιο μαζί με μια άλλη παρέα συμμαθητών μου, αρχίσαμε να συζητάμε για το Σοσιαλισμό, κάναμε αγώνα με τους καθηγητές για την επιβολή της δημοτικής και οργανώσαμε (1931) δύο απεργίες. Δυστυχώς τότε στην πατρίδα μου δεν υπήρχε κομματική οργάνωση για να μας τραβήξει στις γραμμές της. Συγκρατιόμουν ένα φεγγάρι- και συχνά μάλιστα από σκάρτες αναγνώσεις- για μνα ξαναδιαβάσω σε λίγο πάλι. Το 1934 τελείωσα το γυμνάσιο, αλλά τα οικονομικά του σπιτιού μου δεν επιτρέπουν τότε να συνεχίσω παραπάνω. Έτσι ‘έμεινα και βοηθούσα τον πατέρα μου στη δουλειά του. Είχε τότε ξενοδοχείο. Το 1934 έγινα μέλος του Κόμματος σε ηλικία 19 χρονών.
Με πήρανε κατευθείαν στο Κόμμα γιατί οργάνωση της ΟΚΝΕ δεν υπήρχε τότε στην Αμαλιάδα. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πήγα να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Γράφτηκα στα Νομικά και ξαναγύρισα στην πατρίδα μου με σκοπό να πηγαίνω στην Αθήνα μόνο για εξετάσεις. Η επιθυμία μου- απραγματοποίητη για λόγους οικονομικούς- ήτανε να πάω στο Πολυτεχνείο, γι΄αυτό ποτέ δε σκέφτηκα να γίνω δικηγόρος.
Το 1935 τοποθετήθηκα Γραμματέας στην Κ.Ο –υπαχτίδα τότε- της πατρίδας μου. Το Σεπτέμβρη ανέβηκα στην Αθήνα για εξετάσεις. Γνωρίστηκα με τους συντρόφους της Πανεπιστημιακής Αχτίδας της ΟΚΝΕ (Δρακόπουλο, Βέττα κλπ) και χρησιμοποιήθηκα, χωρίς να έχει έρθει ακόμα η σύνδεσή μου, σε διάφορες δουλειές (ομιλητής στις παράνομες φοιτητικές συγκεντρώσεις της Κονδυλικής κοσμογονίας, επίσης στις διαπραγματεύσεις με τις άλλες οργανώσεις της νεολαίας κλπ). Τα Χριστούγεννα του ΄35 ξαναπήγα Γραμματέας της οργάνωσης της πατρίδας μου και τον Μάρτη του ΄36 πιάστηκα και εκτοπίστηκα ένα χρόνο στην Ίο και το Μάη δικάστηκα ερήμην 2 χρόνια για κάτι απεργίες που είχαν γίνει στην Αμαλιάδα.
Εν τω μεταξύ η σύγκλητος με απόφασή της με απέβαλλε από το Πανεπιστήμιο.
Η δευτεροβάθμια επιτροπή Ασφαλείας εμείωσε την εκτοπισμού σε 4 μήνες και έτσι πριν μου κοινοποιήσουν την απόφαση του δικαστηρίου στην οποία είχα κάνει ανακοπή, γύρισα από την εξορία στα τέλη του Ιούλη του 1936. Από τότε έζησα καταδιωκόμενος ή στη φυλακή. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά η οργάνωση με έστειλε στην Πάτρα , όπου δούλευα σε μια αχτίδα. Τον Οκτώβρη του 1936 που η κλάση μου κλήθηκε στον στρατό , πήρα εντολή να παρουσιαστώ, γιατί η νέα εκτόπιση που είχαν αποφασίσει, θα αναστελλόταν εφόσον ήμουνα φαντάρος και η δικαστική απόφαση για να εκτελεστεί, έπρεπε πρώτα να εκδικαστεί η ανακοπή. Από την προηγούμενη χρονιά το περιοδεύον συμβούλιο, μην ξέροντας ποιός είμαι με είχε τοποθετήσει στη σχολή εφέδρων αξιωματικών του Μηχανικού.
Μόλις όμως παρουσιάστηκα με έδιωξαν αμέσως, γιατί εν τω μεταξύ είχαν πάει από την ασφάλεια τα χαρτιά μου . Με έστειλαν απλό φαντάρο στο σύνταγμα της Πάτρας. Εκεί η Κ.Ο με τοποθέτησε γραμματέα της Στρατ. Οργάνωσης. Το Δεκέμβρη του ΄36 που πιάστηκε το Πελ/κό γραφείο της Κ.Ε και η καθοδήγηση της Πάτρας (Στρίγγος, Σινάκος, Βατουσιανός κλπ), ο σύνδεσμος της έξω οργάνωσης με το Σύνταγμα, στον οποίο ο υπεύθυνος για την στρατιωτική δουλειά είχε πει το όνομά μου- καθώς και του βοηθού μου Γιάννη Ντάβου- πιάστηκε και μας μαρτύρησε. Μας έπιασαν και τους δύο μας βασάνισαν, αλλά δεν απέσπασαν τίποτα και η Στρατιωτική οργάνωση έμεινε άθιχτη. Επειδή δεν είχαν σε βάρος μας καθόλου στοιχεία στο στρατοδικείο που μας πήγαν μας δίκασαν 3 μήνες φυλακή και 6 εξορία. Μόλις τελείωσε η φυλακή μου, επειδή την εξορία την έκανες μετά το τέλος της θητεία, με έστειλαν στο πειθαρχικό λόχο της Κεφαλονιάς, που είχε τότε φτιάξει ο Μεταξάς. Τον Ιούλη του ΄37 κατάφερα και έφυγα. Ήρθα στην Πάτρα και δούλεψα στην οργάνωση της Π.Ε.
Τον Οκτώβρη ήμουνα βοηθός του Γραμματέα της οργάνωσης και όταν οι νομοί Ηλείας – Ολυμπίας και Ζακύνθου έγιναν ξεχωριστή Περιφερειακή Οργάνωση στάλθηκα εκεί γραμματέας.
Το Πάσχα του ΄38 προδόθηκα στον Πύργο από τον φοροεισπράκτορα και πιάστηκα στο δρόμο.
Πήγα να φύγω, με πυροβόλησαν, έπεσα και με έπιασαν. Επίσης ύστερα από λίγες μέρες έφυγα από το κρατητήριο, αλλά με κυνήγησαν πολύ και επειδή από το πολύ ξύλο δεν μπορούσα να τρέξω, με έπιασαν.
Με πήγαν στην Αίγινα όπου έμεινα μέχρι την άνοιξη του 1942 και από κει μεταφέρθηκα στην Ακροναυπλία. Το Δεκέμβρη του '42 οι Ιταλοί μας πήγανε στα στρατόπεδα Κατούνας, Βόνιτσας, Κέρκυρας.
Εκεί με ενέργειες της ομάδας οι Ιταλοί ξεχώρισαν οχτώ άρρωστους συντρόφους ( το Ζαχαράτο,εμένα και 6 άλλους) και μας έστειλαν για τη φυλακή της Σωτηρίας, τέλη Αυγούστου 1943. Με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών Σ/βρης 1943 καταφέραμε να απελευθερωθούμε. Στάλθηκα στην Πελ/σο όπου δούλευα σαν β΄ στην αρχή και ύστερα σαν α΄ γραμματέας στην Κ.Ο της Πάτρας.
Την Άνοιξη του ’44 στάλθηκα οργανωτής του Γραφείου Περιοχής στη Ν. Πελοπόννησο. Αργότερα έγινα μέλος του γραφείου κ΄ δούλεψα σε όλες τις περιφέρειες της Πελ/σου. Δούλεψα επίσης στην διαφώτιση λίγο διάστημα, με απόφαση του γραφείου τοποθετήθηκα καπετάνιος στη Μεραρχία του ΕΛΑΣ Πελ/σου, αλλά δεν έμεινα επειδή ο Άρης – στρατιωτικός διοικητής τότε της Μεραρχίας - διαφώνησε με το γραφείο κ΄ δεν με ήθελε, επειδή από προηγούμενα δεν τα πήγαινα καλά μαζί του.
Μετά την απελευθέρωση δούλεψα επικεφαλής της Διαφώτισης κ΄ σαν μέλος της γραμματείας της κομ. Επιτροπής της Περιοχής , παρακολουθούσα ορισμένες οργανώσεις. Αργότερα δούλεψα σαν μέλος της γραμματείας της Κ.Ο Πάτρας κ΄ τέλος από τον Αύγουστο του ΄46 παρακολουθούσα την οργάνωση της Κ και Ν Πελ/σου κ΄την οργάνωση του αντάρτικου.
Μόλις είχε γίνει το Αρχηγείο Πελ/σου ειδοποιήθηκα και ανέβηκα στην Αθήνα (Φλεβάρης του '47). Από κεί μέσω Θεσσαλίας έφυγα για την έδρα του Γ.Α.
Περιπλανήθηκα 4 περίπου μήνες σ’ όλη σχεδόν την Μακεδονία κ’ την Ήπειρο γιατί έπεσα πάνω στην «εαρινή εκστρατεία».
Στο Γ.Α τοποθετήθηκα πρώτα στο ΙΙα Γραφείο, ύστερα υποδιοικητής στη σχολή αξιωματικών, σήμερα δουλεύω στην διαφώτιση. Δεν έχω κανένα λόγο να μην είμαι ικανοποιημένος από τη δουλειά που έχω τοποθετηθεί. Δεν είμαι όμως ικανοποιημένος από την απόδοση ή την ποιότητα της δουλειάς μου, που ακόμα δεν μπόρεσα να πλησιάσω στο ύψος, που απαιτούν οι σημερινές περιστάσεις.
Νίκος Μπελογιάννης
(από Ιστορικό Αρχείο ΚΚΕ)
Από τις κινητοποιήσεις συμπαράστασης αρχικά για τη σωτηρία
και στη συνέχεια για την καταδίκη της εκτέλεσης
του Νίκου Μπελογιάννη σε όλο τον κόσμο,
Ραδιοφωνικός Σταθμός "Ελεύθερη Ελλάδα" 1952
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στις 22/12/1915 στην Αμαλιάδα. Οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και πήρε μέρος σε δύο μαθητικές απεργίες το 1931. Το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Το 1935 έγινε Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης της Αμαλιάδας. Το Μάρτη του 1936 πιάστηκε κι εκτοπίστηκε στην Ίο.
Το Δεκέμβρη του 1936, ως φαντάρος πιάστηκε με τον Ντάβο, ανακρίθηκε και βασανίστηκε. Δικάστηκε σε 3 μήνες φυλακή και 6 εξορία. Το Μάη του 1938 πιάστηκε στον Πύργο. Τότε δικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή και σε 2 εξορία. Στα κάτεργα της Αίγινας έμεινε μέχρι την άνοιξη του 1942. Ακολούθησε η Ακροναυπλία και τα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης Κατούνας, Βόνιτσας και Κέρκυρας. Μετά από την Απελευθέρωση δούλεψε ως επικεφαλής της διαφώτισης του Γραφείου Πελοποννήσου ενώ αργότερα ως Γραμματέας της ΚΟ Πάτρας.
Το Φλεβάρη του 1947 εντάχθηκε στο Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ Γραφείο, στη συνέχεια υποδιοικητής της Σχολής Αξιωματικών και ύστερα στη διαφώτιση. Αργότερα ως Πολιτικός Επίτροπος στην 102 Ταξιαρχία και στη συνέχεια στη 10η και την 1η Μεραρχία του ΔΣΕ. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στο Βίτσι και Γράμμο όπου και τραυματίστηκε στην κορυφή «Γκόλιο». Επιπλέον, στο επίλεκτο απόσπασμα (Φλωράκη - Παπαγεωργίου) ως Πολιτικός Επίτροπος ξεκίνησε από το Γράμμο και κατέβηκε στο χώρο μεταξύ Καρδίτσας και Καρπενησίου. Το Σεπτέμβρη του 1949 επέστρεψε πλέον στο έδαφος της Αλβανίας και ύστερα στη Ρουμανία. Στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Μάη του 1950 έγινε αναπληρωματικό μέλος της. Ξεκίνησε για μυστική αποστολή στην Ελλάδα. Στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Οκτώβρη του 1950, εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ.
Στην Αθήνα έφτασε στις 7/6/1950 και έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας στις 20/12/1950. Την ίδια περίοδο πιάστηκαν άλλοι 92 σύντροφοι και παραπέμφθηκαν στην ίδια δίκη με το Νίκο Μπελογιάννη. Η δίκη τους άρχισε στις 19/10/1951 και η απόφαση εκδόθηκε στις 16/11/1951, με τις θανατικές καταδίκες του Νίκου Μπελογιάννη, της Έλλης Ιωαννίδου και άλλων δέκα από τους κατηγορούμενους. Ακολούθησε δεύτερη δίκη η οποία σκηνοθετήθηκε ως «υπόθεση κατασκοπείας». Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15/2/1952 κι έληξε την 1/3/1952 με τις εξής θανατικές καταδίκες: οι Μπελογιάννης και Αργυριάδης δύο φορές σε θάνατο, οι Μπάτσης, Καλούμενος, Λαζαρίδης, Ιωαννίδου, Τουλιάτος και Μπισμπιάνος μία φορά σε θάνατο.
Ακολούθησε διεθνής κινητοποίηση, κατακραυγή και αγώνας αποφευχθεί η θανάτωσή τους. Στις 28/3 το «Συμβούλιο Χαρίτων» απέρριψε την αίτηση χάριτος για τους Νίκο Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο. Οι κρατικές αρχές προχώρησαν αμέσως στην εκτέλεσή τους τα ξημερώματα της 30/3/1952, μέρα Κυριακή, που δεν εκτελούσαν ούτε οι Ναζί.
(Ιστορικό αρχείο ΚΚΕ)
Το Δεκέμβρη του 1936, ως φαντάρος πιάστηκε με τον Ντάβο, ανακρίθηκε και βασανίστηκε. Δικάστηκε σε 3 μήνες φυλακή και 6 εξορία. Το Μάη του 1938 πιάστηκε στον Πύργο. Τότε δικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή και σε 2 εξορία. Στα κάτεργα της Αίγινας έμεινε μέχρι την άνοιξη του 1942. Ακολούθησε η Ακροναυπλία και τα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης Κατούνας, Βόνιτσας και Κέρκυρας. Μετά από την Απελευθέρωση δούλεψε ως επικεφαλής της διαφώτισης του Γραφείου Πελοποννήσου ενώ αργότερα ως Γραμματέας της ΚΟ Πάτρας.
Το Φλεβάρη του 1947 εντάχθηκε στο Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ Γραφείο, στη συνέχεια υποδιοικητής της Σχολής Αξιωματικών και ύστερα στη διαφώτιση. Αργότερα ως Πολιτικός Επίτροπος στην 102 Ταξιαρχία και στη συνέχεια στη 10η και την 1η Μεραρχία του ΔΣΕ. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στο Βίτσι και Γράμμο όπου και τραυματίστηκε στην κορυφή «Γκόλιο». Επιπλέον, στο επίλεκτο απόσπασμα (Φλωράκη - Παπαγεωργίου) ως Πολιτικός Επίτροπος ξεκίνησε από το Γράμμο και κατέβηκε στο χώρο μεταξύ Καρδίτσας και Καρπενησίου. Το Σεπτέμβρη του 1949 επέστρεψε πλέον στο έδαφος της Αλβανίας και ύστερα στη Ρουμανία. Στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Μάη του 1950 έγινε αναπληρωματικό μέλος της. Ξεκίνησε για μυστική αποστολή στην Ελλάδα. Στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Οκτώβρη του 1950, εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ.
Στην Αθήνα έφτασε στις 7/6/1950 και έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας στις 20/12/1950. Την ίδια περίοδο πιάστηκαν άλλοι 92 σύντροφοι και παραπέμφθηκαν στην ίδια δίκη με το Νίκο Μπελογιάννη. Η δίκη τους άρχισε στις 19/10/1951 και η απόφαση εκδόθηκε στις 16/11/1951, με τις θανατικές καταδίκες του Νίκου Μπελογιάννη, της Έλλης Ιωαννίδου και άλλων δέκα από τους κατηγορούμενους. Ακολούθησε δεύτερη δίκη η οποία σκηνοθετήθηκε ως «υπόθεση κατασκοπείας». Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15/2/1952 κι έληξε την 1/3/1952 με τις εξής θανατικές καταδίκες: οι Μπελογιάννης και Αργυριάδης δύο φορές σε θάνατο, οι Μπάτσης, Καλούμενος, Λαζαρίδης, Ιωαννίδου, Τουλιάτος και Μπισμπιάνος μία φορά σε θάνατο.
Ακολούθησε διεθνής κινητοποίηση, κατακραυγή και αγώνας αποφευχθεί η θανάτωσή τους. Στις 28/3 το «Συμβούλιο Χαρίτων» απέρριψε την αίτηση χάριτος για τους Νίκο Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο. Οι κρατικές αρχές προχώρησαν αμέσως στην εκτέλεσή τους τα ξημερώματα της 30/3/1952, μέρα Κυριακή, που δεν εκτελούσαν ούτε οι Ναζί.
(Ιστορικό αρχείο ΚΚΕ)
Ν. Πλαστήρας:
Πρωθυπουργός στην εκτέλεση Μπελογιάννη
Κήρυκας της υποταγής στο φασισμό
Στις 4 του Νοέμβρη 1883, γεννήθηκε ο στρατιωτικός και πολιτικός Νικόλαος Πλαστήρας, τρεις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
«Ο πρώην πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας λειτούργησε μέσα στο ιδεολογικοπολιτικό πνεύμα και την παράταξη που εκπροσώπησε, είτε ως επικεφαλής κομματικού σχηματισμού, είτε ως στρατιωτικός με κατεξοχήν πολιτική και όχι μόνο στρατιωτική δράση. Εξέφρασε τον αστικό φιλελευθερισμό και ακριβώς από αυτήν τη σκοπιά, εξυπηρέτησε τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
Η φήμη του ως «μαύρου καβαλάρη» δημιουργήθηκε την εποχή που η αστική τάξη έχοντας ως στόχο τη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας» προχώρησε στο γνωστό τυχοδιωκτισμό της μικρασιατικής εκστρατείας, η οποία επέφερε το θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και συντέλεσε στον ξεριζωμό ακόμα περισσότερων.
Ο Ν. Πλαστήρας, πέρα από την άλλη πολιτική του διαδρομή και τις εξαγγελίες για την τακτοποίηση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, συγκαταλέγεται στους απόντες από την Ελλάδα στα χρόνια της τριπλής κατοχής 1941 – ’44, ενώ τον έχει στιγματίσει η επιστολή του που διανεμήθηκε στον Απρίλιο του 1941, με την οποία καλούσε το λαό να υποταχθεί και συνιστούσε τη δημιουργία φιλογερμανικής κυβέρνησης.
Βρέθηκε απέναντι από το ΕΑΜ και στις μέρες του Δεκέμβρη, καθώς και ως πρωθυπουργός από το 1945. Υπογραμμίζουμε τις ιστορικές ευθύνες του Πλαστήρα στην υπόθεση Μπελογιάννη. Στην εξουσία βρισκόταν η κυβέρνησή του το 1952 όταν εκτελέστηκαν ο Ν. Μπελογιάννης, ο Δ. Μπάτσης, ο Ν. Καλούμενος και ο Η. Αργυριάδης.
«Ο πρώην πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας λειτούργησε μέσα στο ιδεολογικοπολιτικό πνεύμα και την παράταξη που εκπροσώπησε, είτε ως επικεφαλής κομματικού σχηματισμού, είτε ως στρατιωτικός με κατεξοχήν πολιτική και όχι μόνο στρατιωτική δράση. Εξέφρασε τον αστικό φιλελευθερισμό και ακριβώς από αυτήν τη σκοπιά, εξυπηρέτησε τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
Η φήμη του ως «μαύρου καβαλάρη» δημιουργήθηκε την εποχή που η αστική τάξη έχοντας ως στόχο τη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας» προχώρησε στο γνωστό τυχοδιωκτισμό της μικρασιατικής εκστρατείας, η οποία επέφερε το θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και συντέλεσε στον ξεριζωμό ακόμα περισσότερων.
Ο Ν. Πλαστήρας, πέρα από την άλλη πολιτική του διαδρομή και τις εξαγγελίες για την τακτοποίηση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, συγκαταλέγεται στους απόντες από την Ελλάδα στα χρόνια της τριπλής κατοχής 1941 – ’44, ενώ τον έχει στιγματίσει η επιστολή του που διανεμήθηκε στον Απρίλιο του 1941, με την οποία καλούσε το λαό να υποταχθεί και συνιστούσε τη δημιουργία φιλογερμανικής κυβέρνησης.
Βρέθηκε απέναντι από το ΕΑΜ και στις μέρες του Δεκέμβρη, καθώς και ως πρωθυπουργός από το 1945. Υπογραμμίζουμε τις ιστορικές ευθύνες του Πλαστήρα στην υπόθεση Μπελογιάννη. Στην εξουσία βρισκόταν η κυβέρνησή του το 1952 όταν εκτελέστηκαν ο Ν. Μπελογιάννης, ο Δ. Μπάτσης, ο Ν. Καλούμενος και ο Η. Αργυριάδης.
«Ο Πλαστήρας μπορούσε με μια μόνο λέξη να σταματήσει την εκτέλεση. Αλλά δεν την είπε…»
(Απόσπασμα από το γράμμα που έγραψε η συντρόφισσα του Νίκου Μπελογιάννη, Ελλη Ιωαννίδου, μια μέρα μετά την εκτέλεσή του)
“(…)Και αφήνω τελευταίους τους κύριους υπεύθυνους. Γιατί όλους εκείνους που ανέφερα ως εδώ τους ξέρουμε. Δεν μπορούν να κρυφτούν και δεν μπορούν να γελάσουν κανέναν. Είναι: ο στρατηγός Πλαστήρας και η πλειοψηφία των υπουργών του… Σήμερα “νίπτουν τας χείρας των” και προσπαθούν να κρύψουν κάτω από τη μάσκα του Πιλάτου το πραγματικό τους πρόσωπο, το πρόσωπο του Ιούδα. Ο Πλαστήρας μπορούσε με μια μόνο λέξη να σταματήσει την εκτέλεση. Αλλά δεν την είπε. Και παρέβηκε την επίσημη δήλωσή του πως δε θα γίνει καμιά εκτέλεση για αδικήματα που έγιναν πριν απ’ τον σχηματισμό της κυβέρνησής του, παίζοντας υποκριτικά με το σεβασμό του προς την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων, σαν να μην ήξερε από τα πριν την απόφαση.
Και λέει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι δεν ήξερε τι εξυφαίνονταν, ενώ ακόμη και δημοσιογράφοι το ήξεραν που ήρθαν στη φυλακή τη στιγμή που άρπαξαν τον Νίκο! Ο στρατηγός Πλαστήρας επιμένει να τον πιστέψουμε. Ας βγει ανοιχτά και ας κατονομάσει έναν έναν τους υπεύθυνους. Μόνον έτσι θα μπορέσει να αποφύγει τη λαϊκή καταδίκη και τον οριστικό πολιτικό θάνατο. Και αν θέλει ας το πάρει αυτό σαν προσωπική πρόκληση και ας απαντήσει σαν άνδρας και σαν στρατιώτης. Στην πρώτη μου πρόκληση, όταν μπροστά στο Στρατοδικείο τον κατάγγειλα για τον ιησουιτισμό του, απάντησε σαν Ιούδας δολοφονώντας τον Μπελογιάννη και αφήνοντας εμένα ζωντανή.
Αυτοί είναι οι κύριοι υπεύθυνοι του εγκλήματος, οι εκτελεστές της θέλησης της περίφημης αμερικάνικής δημοκρατίας. Αύριο κανένας δε θα τους ξέρει με άλλο όνομα εκτός από το όνομα του δολοφόνου του Μπελογιάννη.
Φυλακές Καλλιθέας
2 του Απρίλη 1952
ΕΛΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ”
*****
Όσα γράφτηκαν από τότε για εκείνα τα γεγονότα με σκοπό να αποσείσουν τις ευθύνες του, στερούνται πραγματικής βάσης. Μια κυβέρνηση που βρίσκεται μπροστά σε ένα τέτοιο έγκλημα, αν δεν μπορεί να το αποτρέψει, οφείλει κατά την άποψή μας να παραιτηθεί. Είναι πρόσχημα η δικαιολογία που έχει προβληθεί επανειλημμένα ότι δεν παραιτήθηκε, επειδή έτσι θα διευκόλυνε το σχέδιο των ΗΠΑ να έρθει η Δεξιά στην κυβέρνηση. Διότι λίγους μήνες αργότερα, το κόμμα της ΕΠΕΚ, του οποίου ηγούνταν ο Πλαστήρας, συναίνεσε στην ψήφιση του πλειοψηφικού συστήματος, με αποτέλεσμα στις εκλογές του 1952 η ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι είχε πάρει 9,5% να μείνει εκτός Βουλής, ενώ ο Ελληνικός Συναγερμός υπό τον Α. Παπάγο κατέλαβε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.
Ο Ν. Πλαστήρας δε φάνηκε συνεπής ως το τέλος ούτε στις εξαγγελίες του περί μέτρων ειρηνεύσεως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Γράφτηκε επανειλημμένα ότι σε αυτό τον εμπόδιζε ο Γ. Παπανδρέου».
Τα παραπάνω τονίστηκαν μεταξύ άλλων σε ομιλία του Σπύρου Χαλβατζή (αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη της 5/2 /2009), στην ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Ν. Πλαστήρα, στο πρόσωπό του και την πολιτική του διαδρομή. Ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Σπύρος Χαλβατζής, έκλεισε την ομιλία του ως εξής: «Ως ΚΚΕ αξιολογούμε τα ιστορικά γεγονότα και τα πρόσωπα, τη συνολική στάση και προσφορά τους για να βγάζουμε χρήσιμα διδάγματα για τον αγώνα του λαού μας σήμερα».
*****
Ν. ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ
Κήρυκας της υποταγής στο φασισμό
του Χρήστου Τσιντζιλώνη
(δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, 21/9/1997)
“Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)”.
Αυτά έγραψε από τη Νίκαια της Γαλλίας, στις 21 του Απρίλη 1941, ο Νικόλαος Πλαστήρας , απευθυνόμενος, κατά πάσα πιθανότητα, σύμφωνα με τον Γεράσιμο Αποστολάτο, προς τον Κομνηνό Πυρομάγλου, στενό φίλο και συνεργάτη του, υπαρχηγόν αργότερα του ΕΔΕΣ.
Η άκρως ενδιαφέρουσα αυτή επιστολή του Ν. Πλαστήρα , που έφερε στο φως της δημοσιότητας ο Γεράσιμος Αποστολάτος, πρώην υπουργός (βλ. εφημερίδα “Καθημερινή” της Κυριακής 14 Σεπτέμβρη), γράφτηκε σε μια από τις κρίσιμες για την Ελλάδα και το λαό της στιγμές της νεότερης ιστορίας του. Γράφτηκε, δηλαδή, τις μέρες που οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και προχωρούσαν ακάθεκτοι προς την Αθήνα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η παραπάνω επιστολή του Ν. Πλαστήρα γράφτηκε την ίδια ακριβώς μέρα που στο Βοτονόσι – Μετσόβου υπογραφόταν “Πρωτόκολλον παραδόσεως διά την Ανωτάτην Γερμανικήν Διοίκησιν” από τον αντιστράτηγο Γκρίφεμπεργκ και “διά την Ελληνικήν Στρατιάν Ηπείρου – Μακεδονίας” από τον στρατηγό Τσολάκογλου, ενώ στην Αθήνα, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, ορκιζόταν άλλη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό, η οποία 4 μέρες πριν πέσει η Αθήνα στα χέρια των Γερμανών, στις 23 του Απρίλη, μαζί με το βασιλιά Γεώργιο Β, έφυγε για την Κρήτη και από κει για την Αίγυπτο, αφήνοντας σαν οπισθοφυλακή τον υφυπουργό Ασφάλειας Κ. Μανιαδάκη. Ο Μανιαδάκης είχε επωμιστεί τη φροντίδα να παραδώσει, όπως και έγινε, τους 1.600 φυλακισμένους και εξόριστους κομμουνιστές πολιτικούς αντιπάλους του δικτατορικού καθεστώτος, στους φασίστες κατακτητές.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η επιστολή του Ν. Πλαστήρα με την οποία συνιστούσε το σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης, χρονικά συμπίπτει με την πραγματοποίηση συγκέ-ντρωσης στην Ομόνοια, όπου αντήχησαν τα συνθήματα: “Αντίσταση στους επιδρομείς!”, “Όπλα στο λαό” κ.ά.
Η συγκέντρωση οργανώθηκε από την Κομματική Οργάνωση του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Σπύρο Καλοδίκη, προτού μπουν οι χιτλερο-φασίστες στην Αθήνα. Ενώ οι φυλακισμένοι και εξόριστοι κομμουνιστές, που με την κατάρρευση του μετώπου κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές και τις εξορίες, ρίχνονταν στην πάλη για την ανασυγκρότηση των Κομματικών τους Οργανώσεων και την οργάνωση της Αντίστασης κατά των κατακτητών.
Ο Αντώνης Καρκαγιάννης, παρουσιάζοντας στην “Καθημερινή” την επιστολή του Ν. Πλαστήρα και προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, γράφει, μεταξύ άλλων, ότι “ο Νικόλαος Πλαστήρας , ο ηρωικός “Μαύρος Καβαλάρης”, τον πατριωτισμό του οποίου ουδείς αμφισβητεί… όταν ξέσπασε ο πόλεμος βρέθηκε απομονωμένος στη Νίκαια της Γαλλίας υπό το καθεστώς του Βισύ…, πρότεινε το σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης”…
Αλήθεια, ήταν πιο απομονωμένος στη Νίκαια της Γαλλίας ο Ν. Πλαστήρας από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη, που από τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας της Αθήνας απηύθυνε γράμμα στις 31 του Οκτώβρη 1940, με το οποίο καλούσε το λαό της Ελλάδας να αγωνιστεί για τη λευτεριά, την τιμή και την εθνική ανεξαρτησία, μετατρέποντας τον κάθε βράχο, την κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, την κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, σε φρούρια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα;
Μήπως ο Ν. Πλαστήρας ήταν πιο απομονωμένος από τους 600 περίπου κρατούμενους κομμουνιστές στην Ακροναυπλία, που με υπομνήματά τους καλούσαν τον ελληνικό λαό σε αντίσταση και ζητούσαν να σταλούν στο μέτωπο να πολεμήσουν τους επιδρομείς;
Η στάση κάθε πολιτικού κόμματος και κάθε πολιτικής και πνευματικής προσωπικότητας απέναντι στους χιτλεροφασίστες κατακτητές στα δύσκολα εκείνα χρόνια του πολέμου και της Εθνικής Αντίστασης, αποτελεί κριτήριο πραγματικού πατριωτισμού ή πατριδοκαπηλίας.
Η λεγόμενη “αριστερή” και “προοδευτική” ιστοριογραφία μας έχει φλομώσει, κυριολεκτικά, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, με το παραμύθι του “καλού” Βενιζέλου και του “κακού” Γούναρη, του “καλού” Γ. Παπανδρέου και του “κακού” Τσαλδάρη, του “κακού” Παπάγου και του “καλού” Πλαστήρα , του “κακού” και του “καλού” διαχειριστή, με άλλα λόγια, του καπιταλιστικού συστήματος, λες και δεν υπάρχουν και άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, σ’ αυτό τον τόπο, που αγωνίζονται για ριζικές αλλαγές και ανατροπές!
Για τον Ν. Πλαστήρα , τον “ηρωικό Μαύρο Καβαλάρη”, που με το στρατιωτικό κίνημα του 1922 έσωσε τη βουτηγμένη στο έγκλημα και στο αίμα πλουτοκρατική ολιγαρχία, που με τον τυχοδιωκτισμό της στη Μικρά Ασία για την εξυπηρέτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών συμφερόντων των ιμπεριαλιστών στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, οδήγησε το λαό σε τραγωδία, στον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, γράφτηκαν και γράφονται πολλά.
Αποσιωπάται, όμως, το γεγονός, ότι ο Ν. Πλαστήρας , για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής μερίδας του βενιζελισμού, εξαπέλυσε επίθεση, με την τρομοκρατία και με την ένοπλη καταστολή, κατά της εργατικής τάξης και των εξαθλιωμένων προσφύγων που αγωνίζονταν για τη δικαιώματά τους.
Αποσιωπάται ότι η “επαναστατική” κυβέρνηση του Πλαστήρα , έντρομη από το ογκούμενο απεργιακό κίνημα, έδωσε εντολή και χτύπησαν τους απεργούς που είχαν συγκεντρωθεί στο Πασαλιμάνι στις 22 Αυγούστου 1923, σκοτώνοντας 11 εργάτες, ανάμεσά τους 4 γυναίκες και έναν 12χρονο μαθητή, τραυματίζοντας 100 και συλλαμβάνοντας 500!!
Η κυβέρνηση Πλαστήρα – Σοφ. Βενιζέλου έκλεισε στις 19 Γενάρη του 1952 τις εφημερίδες “Δημοκρατική” και “Φρουροί της Ειρήνης”, συνέλαβε και έστειλε εξορία, χωρίς καμιά δικαστική κατηγορία σε βάρος τους, το Γραμματέα του συνασπισμού των κομμάτων της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς και παλαίμαχο ηγέτη της αγροτιάς, Γενικό Γραμματέα του Αγροτικού Κόμματος της Ελλάδας Κώστα Γαβριηλίδη, τον καθηγητή Πανεπιστημίου Γιάννη Ιμβριώτη, τους πρώην βουλευτές Μανώλη Πρωϊμάκη και Νίκο Τσόχα, καθώς και άλλους.
Ότι από την κυβέρνηση του Πλαστήρα εκτελέστηκε ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Μπελογιάννης.
Η άρχουσα τάξη γνωρίζει καλά το παιχνίδι της. Για να κρατήσει εγκλωβισμένες τις λαϊκές δυνάμεις, έπαιξε και παίζει πάντα σε δύο ταμπλό. Πότε ποντάροντας στη μία μερίδα των πολιτικών εκφραστών της, παρουσιάζοντάς τους σαν πιο φερέγγυους και πιο ικανούς να βγάλουν τον τόπο από την κρίση, και πότε στην άλλη. Πότε, δηλαδή, στη ΝΔ και πότε στο ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα, που όλο και περισσότερο στενεύουν τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών μεταξύ των δύο κυριότερων πολιτικών κομμάτων της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, διότι γίνεται αντιληπτό από τους εργαζόμενους ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει καμιά διαφορά, καταβάλλονται πολυποίκιλες προσπάθειες για την προβολή διαφόρων “κεντροαριστερών” και “κεντροδεξιών” δήθεν λύσεων, για τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων και τη διαφύλαξη του συστήματος.
Για την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους, ο δρόμος είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης της πολιτικής για τη δημιουργία του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου πάλης, που προτείνει το ΚΚΕ και η άμεση οργάνωση του αγώνα για τη συγκρότησή του.
(Απόσπασμα από το γράμμα που έγραψε η συντρόφισσα του Νίκου Μπελογιάννη, Ελλη Ιωαννίδου, μια μέρα μετά την εκτέλεσή του)
“(…)Και αφήνω τελευταίους τους κύριους υπεύθυνους. Γιατί όλους εκείνους που ανέφερα ως εδώ τους ξέρουμε. Δεν μπορούν να κρυφτούν και δεν μπορούν να γελάσουν κανέναν. Είναι: ο στρατηγός Πλαστήρας και η πλειοψηφία των υπουργών του… Σήμερα “νίπτουν τας χείρας των” και προσπαθούν να κρύψουν κάτω από τη μάσκα του Πιλάτου το πραγματικό τους πρόσωπο, το πρόσωπο του Ιούδα. Ο Πλαστήρας μπορούσε με μια μόνο λέξη να σταματήσει την εκτέλεση. Αλλά δεν την είπε. Και παρέβηκε την επίσημη δήλωσή του πως δε θα γίνει καμιά εκτέλεση για αδικήματα που έγιναν πριν απ’ τον σχηματισμό της κυβέρνησής του, παίζοντας υποκριτικά με το σεβασμό του προς την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων, σαν να μην ήξερε από τα πριν την απόφαση.
Και λέει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι δεν ήξερε τι εξυφαίνονταν, ενώ ακόμη και δημοσιογράφοι το ήξεραν που ήρθαν στη φυλακή τη στιγμή που άρπαξαν τον Νίκο! Ο στρατηγός Πλαστήρας επιμένει να τον πιστέψουμε. Ας βγει ανοιχτά και ας κατονομάσει έναν έναν τους υπεύθυνους. Μόνον έτσι θα μπορέσει να αποφύγει τη λαϊκή καταδίκη και τον οριστικό πολιτικό θάνατο. Και αν θέλει ας το πάρει αυτό σαν προσωπική πρόκληση και ας απαντήσει σαν άνδρας και σαν στρατιώτης. Στην πρώτη μου πρόκληση, όταν μπροστά στο Στρατοδικείο τον κατάγγειλα για τον ιησουιτισμό του, απάντησε σαν Ιούδας δολοφονώντας τον Μπελογιάννη και αφήνοντας εμένα ζωντανή.
Αυτοί είναι οι κύριοι υπεύθυνοι του εγκλήματος, οι εκτελεστές της θέλησης της περίφημης αμερικάνικής δημοκρατίας. Αύριο κανένας δε θα τους ξέρει με άλλο όνομα εκτός από το όνομα του δολοφόνου του Μπελογιάννη.
Φυλακές Καλλιθέας
2 του Απρίλη 1952
ΕΛΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ”
*****
Όσα γράφτηκαν από τότε για εκείνα τα γεγονότα με σκοπό να αποσείσουν τις ευθύνες του, στερούνται πραγματικής βάσης. Μια κυβέρνηση που βρίσκεται μπροστά σε ένα τέτοιο έγκλημα, αν δεν μπορεί να το αποτρέψει, οφείλει κατά την άποψή μας να παραιτηθεί. Είναι πρόσχημα η δικαιολογία που έχει προβληθεί επανειλημμένα ότι δεν παραιτήθηκε, επειδή έτσι θα διευκόλυνε το σχέδιο των ΗΠΑ να έρθει η Δεξιά στην κυβέρνηση. Διότι λίγους μήνες αργότερα, το κόμμα της ΕΠΕΚ, του οποίου ηγούνταν ο Πλαστήρας, συναίνεσε στην ψήφιση του πλειοψηφικού συστήματος, με αποτέλεσμα στις εκλογές του 1952 η ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι είχε πάρει 9,5% να μείνει εκτός Βουλής, ενώ ο Ελληνικός Συναγερμός υπό τον Α. Παπάγο κατέλαβε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.
Ο Ν. Πλαστήρας δε φάνηκε συνεπής ως το τέλος ούτε στις εξαγγελίες του περί μέτρων ειρηνεύσεως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Γράφτηκε επανειλημμένα ότι σε αυτό τον εμπόδιζε ο Γ. Παπανδρέου».
Τα παραπάνω τονίστηκαν μεταξύ άλλων σε ομιλία του Σπύρου Χαλβατζή (αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη της 5/2 /2009), στην ειδική συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Ν. Πλαστήρα, στο πρόσωπό του και την πολιτική του διαδρομή. Ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Σπύρος Χαλβατζής, έκλεισε την ομιλία του ως εξής: «Ως ΚΚΕ αξιολογούμε τα ιστορικά γεγονότα και τα πρόσωπα, τη συνολική στάση και προσφορά τους για να βγάζουμε χρήσιμα διδάγματα για τον αγώνα του λαού μας σήμερα».
*****
Ν. ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ
Κήρυκας της υποταγής στο φασισμό
του Χρήστου Τσιντζιλώνη
(δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, 21/9/1997)
“Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)”.
Αυτά έγραψε από τη Νίκαια της Γαλλίας, στις 21 του Απρίλη 1941, ο Νικόλαος Πλαστήρας , απευθυνόμενος, κατά πάσα πιθανότητα, σύμφωνα με τον Γεράσιμο Αποστολάτο, προς τον Κομνηνό Πυρομάγλου, στενό φίλο και συνεργάτη του, υπαρχηγόν αργότερα του ΕΔΕΣ.
Η άκρως ενδιαφέρουσα αυτή επιστολή του Ν. Πλαστήρα , που έφερε στο φως της δημοσιότητας ο Γεράσιμος Αποστολάτος, πρώην υπουργός (βλ. εφημερίδα “Καθημερινή” της Κυριακής 14 Σεπτέμβρη), γράφτηκε σε μια από τις κρίσιμες για την Ελλάδα και το λαό της στιγμές της νεότερης ιστορίας του. Γράφτηκε, δηλαδή, τις μέρες που οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και προχωρούσαν ακάθεκτοι προς την Αθήνα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η παραπάνω επιστολή του Ν. Πλαστήρα γράφτηκε την ίδια ακριβώς μέρα που στο Βοτονόσι – Μετσόβου υπογραφόταν “Πρωτόκολλον παραδόσεως διά την Ανωτάτην Γερμανικήν Διοίκησιν” από τον αντιστράτηγο Γκρίφεμπεργκ και “διά την Ελληνικήν Στρατιάν Ηπείρου – Μακεδονίας” από τον στρατηγό Τσολάκογλου, ενώ στην Αθήνα, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, ορκιζόταν άλλη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό, η οποία 4 μέρες πριν πέσει η Αθήνα στα χέρια των Γερμανών, στις 23 του Απρίλη, μαζί με το βασιλιά Γεώργιο Β, έφυγε για την Κρήτη και από κει για την Αίγυπτο, αφήνοντας σαν οπισθοφυλακή τον υφυπουργό Ασφάλειας Κ. Μανιαδάκη. Ο Μανιαδάκης είχε επωμιστεί τη φροντίδα να παραδώσει, όπως και έγινε, τους 1.600 φυλακισμένους και εξόριστους κομμουνιστές πολιτικούς αντιπάλους του δικτατορικού καθεστώτος, στους φασίστες κατακτητές.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η επιστολή του Ν. Πλαστήρα με την οποία συνιστούσε το σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης, χρονικά συμπίπτει με την πραγματοποίηση συγκέ-ντρωσης στην Ομόνοια, όπου αντήχησαν τα συνθήματα: “Αντίσταση στους επιδρομείς!”, “Όπλα στο λαό” κ.ά.
Η συγκέντρωση οργανώθηκε από την Κομματική Οργάνωση του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Σπύρο Καλοδίκη, προτού μπουν οι χιτλερο-φασίστες στην Αθήνα. Ενώ οι φυλακισμένοι και εξόριστοι κομμουνιστές, που με την κατάρρευση του μετώπου κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές και τις εξορίες, ρίχνονταν στην πάλη για την ανασυγκρότηση των Κομματικών τους Οργανώσεων και την οργάνωση της Αντίστασης κατά των κατακτητών.
Ο Αντώνης Καρκαγιάννης, παρουσιάζοντας στην “Καθημερινή” την επιστολή του Ν. Πλαστήρα και προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, γράφει, μεταξύ άλλων, ότι “ο Νικόλαος Πλαστήρας , ο ηρωικός “Μαύρος Καβαλάρης”, τον πατριωτισμό του οποίου ουδείς αμφισβητεί… όταν ξέσπασε ο πόλεμος βρέθηκε απομονωμένος στη Νίκαια της Γαλλίας υπό το καθεστώς του Βισύ…, πρότεινε το σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης”…
Αλήθεια, ήταν πιο απομονωμένος στη Νίκαια της Γαλλίας ο Ν. Πλαστήρας από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη, που από τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας της Αθήνας απηύθυνε γράμμα στις 31 του Οκτώβρη 1940, με το οποίο καλούσε το λαό της Ελλάδας να αγωνιστεί για τη λευτεριά, την τιμή και την εθνική ανεξαρτησία, μετατρέποντας τον κάθε βράχο, την κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, την κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, σε φρούρια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα;
Μήπως ο Ν. Πλαστήρας ήταν πιο απομονωμένος από τους 600 περίπου κρατούμενους κομμουνιστές στην Ακροναυπλία, που με υπομνήματά τους καλούσαν τον ελληνικό λαό σε αντίσταση και ζητούσαν να σταλούν στο μέτωπο να πολεμήσουν τους επιδρομείς;
Η στάση κάθε πολιτικού κόμματος και κάθε πολιτικής και πνευματικής προσωπικότητας απέναντι στους χιτλεροφασίστες κατακτητές στα δύσκολα εκείνα χρόνια του πολέμου και της Εθνικής Αντίστασης, αποτελεί κριτήριο πραγματικού πατριωτισμού ή πατριδοκαπηλίας.
Η λεγόμενη “αριστερή” και “προοδευτική” ιστοριογραφία μας έχει φλομώσει, κυριολεκτικά, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, με το παραμύθι του “καλού” Βενιζέλου και του “κακού” Γούναρη, του “καλού” Γ. Παπανδρέου και του “κακού” Τσαλδάρη, του “κακού” Παπάγου και του “καλού” Πλαστήρα , του “κακού” και του “καλού” διαχειριστή, με άλλα λόγια, του καπιταλιστικού συστήματος, λες και δεν υπάρχουν και άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, σ’ αυτό τον τόπο, που αγωνίζονται για ριζικές αλλαγές και ανατροπές!
Για τον Ν. Πλαστήρα , τον “ηρωικό Μαύρο Καβαλάρη”, που με το στρατιωτικό κίνημα του 1922 έσωσε τη βουτηγμένη στο έγκλημα και στο αίμα πλουτοκρατική ολιγαρχία, που με τον τυχοδιωκτισμό της στη Μικρά Ασία για την εξυπηρέτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών συμφερόντων των ιμπεριαλιστών στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, οδήγησε το λαό σε τραγωδία, στον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, γράφτηκαν και γράφονται πολλά.
Αποσιωπάται, όμως, το γεγονός, ότι ο Ν. Πλαστήρας , για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής μερίδας του βενιζελισμού, εξαπέλυσε επίθεση, με την τρομοκρατία και με την ένοπλη καταστολή, κατά της εργατικής τάξης και των εξαθλιωμένων προσφύγων που αγωνίζονταν για τη δικαιώματά τους.
Αποσιωπάται ότι η “επαναστατική” κυβέρνηση του Πλαστήρα , έντρομη από το ογκούμενο απεργιακό κίνημα, έδωσε εντολή και χτύπησαν τους απεργούς που είχαν συγκεντρωθεί στο Πασαλιμάνι στις 22 Αυγούστου 1923, σκοτώνοντας 11 εργάτες, ανάμεσά τους 4 γυναίκες και έναν 12χρονο μαθητή, τραυματίζοντας 100 και συλλαμβάνοντας 500!!
Η κυβέρνηση Πλαστήρα – Σοφ. Βενιζέλου έκλεισε στις 19 Γενάρη του 1952 τις εφημερίδες “Δημοκρατική” και “Φρουροί της Ειρήνης”, συνέλαβε και έστειλε εξορία, χωρίς καμιά δικαστική κατηγορία σε βάρος τους, το Γραμματέα του συνασπισμού των κομμάτων της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς και παλαίμαχο ηγέτη της αγροτιάς, Γενικό Γραμματέα του Αγροτικού Κόμματος της Ελλάδας Κώστα Γαβριηλίδη, τον καθηγητή Πανεπιστημίου Γιάννη Ιμβριώτη, τους πρώην βουλευτές Μανώλη Πρωϊμάκη και Νίκο Τσόχα, καθώς και άλλους.
Ότι από την κυβέρνηση του Πλαστήρα εκτελέστηκε ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Μπελογιάννης.
Η άρχουσα τάξη γνωρίζει καλά το παιχνίδι της. Για να κρατήσει εγκλωβισμένες τις λαϊκές δυνάμεις, έπαιξε και παίζει πάντα σε δύο ταμπλό. Πότε ποντάροντας στη μία μερίδα των πολιτικών εκφραστών της, παρουσιάζοντάς τους σαν πιο φερέγγυους και πιο ικανούς να βγάλουν τον τόπο από την κρίση, και πότε στην άλλη. Πότε, δηλαδή, στη ΝΔ και πότε στο ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα, που όλο και περισσότερο στενεύουν τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών μεταξύ των δύο κυριότερων πολιτικών κομμάτων της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, διότι γίνεται αντιληπτό από τους εργαζόμενους ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει καμιά διαφορά, καταβάλλονται πολυποίκιλες προσπάθειες για την προβολή διαφόρων “κεντροαριστερών” και “κεντροδεξιών” δήθεν λύσεων, για τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων και τη διαφύλαξη του συστήματος.
Για την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους, ο δρόμος είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης της πολιτικής για τη δημιουργία του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου πάλης, που προτείνει το ΚΚΕ και η άμεση οργάνωση του αγώνα για τη συγκρότησή του.
Ανεκτίμητο φωτογραφικό αρχείο για το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΦΩΤΟ) - Το αρχείο του Απόστολου Μουσούρη, οπερατέρ του ΔΣΕ, παραδόθηκε από την οικογένειά του στην ΚΕ του ΚΚΕ
Ένα ανεκτίμητης αξίας φωτογραφικό υλικό παραδόθηκε στην ΚΕ του ΚΚΕ, για να συμπληρώσει τα υλικά του Αρχείου του ΚΚΕ και ειδικότερα την περίοδο δράσης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όπως επίσης και τη ζωή στην προσφυγιά.
Πρόκειται για το αρχείο (σε πρωτότυπα φωτογραφικά φιλμ) του Απόστολου Μουσούρη, οπερατέρ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το οποίο δώρησε στο Αρχείο του ΚΚΕ η οικογένειά του με την επισήμανση ότι το έργο του Απόστολου αφιερώνεται σε όλους τους αφανείς ήρωες που αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο και ειδικότερα στους πολιτικούς πρόσφυγες των σοσιαλιστικών χωρών και τα παιδιά τους.
Ο Απόστολος Μουσούρης, έχοντας πάρει μέρος ως κινηματογραφιστής στις μάχες του Γράμμου (1948, 1949) και Βίτσι (1949), αποτύπωσε εικόνες ανεκτίμητης αξίας. Εικόνες που αποτελούν ντοκουμέντα ιστορικά, αδιαμφισβήτητα και αδιάβλητα συνάμα. Με την αμεσότητα της κινηματογραφικής του μηχανής, τεκμηριώνει την ιστορική αλήθεια, εμπνέοντας τις νέες γενιές των κομμουνιστών.
Μια πρώτη «ανάγνωση» του υλικού, που αποτελείται από χιλιάδες εικόνες, εκπλήσσει για τον πλούτο που περιέχει. Μέσα από μια εξαιρετικά ανθρωποκεντρική ματιά, ο Απόστολος μας παραδίδει εικόνες από την καθημερινότητα των ανθρώπων στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, λεπτομέρειες από τη ζωή των μαχητών του ΔΣΕ, καταγραφές μαχών, στιγμιότυπα από την εκπαίδευση, έως και τοπογραφικής αξίας φωτοαποτυπώσεις, έτσι που ο σημερινός νέος αγωνιστής να μπορεί να προσεγγίσει όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά στιγμές που έχουν περάσει στις χρυσές σελίδες του επαναστατικού κινήματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας μας.
Με όπλο του την κάμερα
Ο Απόστολος Μουσούρης γεννήθηκε στη Σύρο το 1917. Ο πατέρας του, Θανάσης, ήταν εκπαιδευτικός και η μητέρα του, Μαρία, αρκετά μορφωμένη. Οικογένεια σχετικά ευκατάστατη, αποτελούμενη από 3 παιδιά, τον Απόστολο και δύο κόρες ακόμα.
Ο πατέρας του ήταν φίλος με το μεγάλο δάσκαλο, κομμουνιστή Δημήτρη Γληνό. Η φιλία αυτή έμελλε να είναι καθοριστική και στη ζωή του Απόστολου. Στο πατρικό σπίτι της οικογένειας, στην Αθήνα, ο Γληνός, μετά την εξορία του στη Σαντορίνη, κρύβεται μέχρι και το θάνατό του. Ο νεαρός τότε Απόστολος - σχεδόν παιδί - θαυμάζει την πλούσια φυσιογνωμία του, εμπνέεται από τα λόγια του. Γνωρίζει το Κόμμα μέσα από τον Γληνό, αρχικά το συμπαθεί, έπειτα οργανώνεται στις γραμμές του. Η γνωριμία με αυτόν τον σπουδαίο διανοητή, που πάλευε για την αλλαγή του κόσμου, αφήνει βαθιά ίχνη στην ψυχή του Μουσούρη.
Ο Απόστολος, παρόλο που, από μικρός είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, μπήκε στη Νομική Σχολή Αθηνών και μάλιστα αποφοίτησε. Βέβαια, του ήταν εντελώς αδιάφορο το πτυχίο μιας και η μεγάλη του αγάπη ήταν ο κινηματογράφος. Συγκεκριμένα, η φωτογραφία. Ωστόσο, για χάρη του πατέρα του, έστω στα χαρτιά, υπήρξε δικηγόρος. Παράλληλα με τις σπουδές του, πήγαινε και εργαζόταν εθελοντικά στο κινηματογραφικό στούντιο της «Φίνος Φιλμ». Έμαθε την τέχνη του οπερατέρ και αυτό ήταν τελικά που ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του. Ο Μουσούρης συμμετείχε ενεργά στην παραγωγή της «Φίνος» «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται».
Ο Μουσούρης, μετά το πανεπιστήμιο, εργάστηκε στο τότε υπουργείο Εφοδιασμού. Οργανώθηκε στην εκεί ΚΟΒ του ΚΚΕ και στις 2 μεγάλες υπαλληλικές απεργίες που ξέσπασαν (1943 - 1944) ήταν μέλος της απεργιακής επιτροπής.
Το 1944, μετά την απελευθέρωση, άνοιξε το πρώτο του φωτογραφικό κατάστημα - εργαστήριο, δίχως να αφήσει την ενασχόληση με τον κινηματογράφο.
Υπήρξε μέλος στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στη μάχη του Δεκέμβρη του 1944 συμμετείχε με τη χρέωση του πολεμικού ανταποκριτή - κινηματογραφιστή.
Το 1948 κατατάχτηκε στον ηρωικό Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Υπηρέτησε στη διαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου. Είχε το βαθμό του λοχαγού και πήρε τα μετάλλια «Γράμμος» και «Ελλάς». Ο Απόστολος ήταν ο υπεύθυνος του εκεί κινηματογραφικού - φωτογραφικού συνεργείου. Το συνεργείο αυτό κινηματογραφούσε επίκαιρα από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ και γενικότερα αποτύπωνε πάνω σε φιλμ την καθημερινότητα των μαχητών και μαχητριών.
Εκείνη την περίοδο, οι βομβαρδισμοί των ιμπεριαλιστών δε λογάριαζαν ούτε τα σχολειά ούτε τα παιδιά που ήταν μέσα, ούτε τα χωριά με τους αμάχους στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Οι διεθνείς οργανισμοί προστασίας του παιδιού αδιαφορούσαν, όμως το ζήτημα της σωτηρίας αυτών των παιδικών ψυχών έμπαινε αντικειμενικά. Τότε, διάφορες οργανώσεις από τις Λαϊκές Δημοκρατίες αναλαμβάνουν να φιλοξενήσουν τα παιδιά και στέλνουν επιστολές στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, ώστε να τους κάνουν γνωστή αυτή τους την απόφαση. Πράγματι, το Μάρτη του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποφασίζει να μεταφερθούν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με δεδομένο ότι οι ίδιοι οι γονείς των περιοχών που βομβαρδίζονται έχουν κάνει εκκλήσεις για τη σωτηρία τους.
Παράλληλα, ξεκινάει η απροκάλυπτη μοναρχοφασιστική προπαγάνδα περί «παιδομαζώματος», η οποία εκτός των άλλων στόχευε στο να κρύψει το πραγματικό παιδομάζωμα στα στρατόπεδα της Φρειδερίκης. Το ανθρωπιστικό αυτό έργο, της μεταφοράς των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έφερε σε πέρας ο ΔΣΕ και αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας». Ο Απόστολος Μουσούρης ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας σε αυτήν την παραγωγή. Το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ - ταινίας αποφασίστηκε από το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ και αποσκοπούσε στην αντικειμενική ενημέρωση του ελληνικού λαού για το σχέδιο που θα εφάρμοζε για τα παιδιά αυτά, ώστε να αποκρούσει την αντιδραστική προπαγάνδα των αστικών επιτελείων και των συμμάχων τους. Στο συνεργείο συμμετείχαν, επίσης, ο Γιώργης Σεβαστίκογλου και ο Μάνος Ζαχαριάς.
Ο Μουσούρης έζησε μετά το τέλος των μαχών στο Ουζμπεκιστάν (Τασκένδη). Εργάστηκε ως εργάτης σε εργοστάσια και βέβαια δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει τη μεγάλη του αγάπη, την τέχνη του οπερατέρ. Έτσι, εργάστηκε στα κινηματογραφικά στούντιο «Ουζμπέκ Φιλμς», συμμετέχοντας σε πολλές κινηματογραφικές παραγωγές. Έπειτα, μετακόμισε στη Μόσχα, όπου και εργάστηκε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Μόσχας ως εκφωνητής. Παράλληλα, εργάστηκε και ως μεταφραστής. Μερικά από τα έργα στα οποία συνέβαλε ως μεταφραστής είναι: Η «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» καθώς και αρκετά έργα του στρατάρχη Ζούκοφ. Υπήρξε πάντα παθιασμένος με τον κινηματογράφο και παρέμεινε το μεγάλο του πάθος.
Από τον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» της 15/6/2014
Πρόκειται για το αρχείο (σε πρωτότυπα φωτογραφικά φιλμ) του Απόστολου Μουσούρη, οπερατέρ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το οποίο δώρησε στο Αρχείο του ΚΚΕ η οικογένειά του με την επισήμανση ότι το έργο του Απόστολου αφιερώνεται σε όλους τους αφανείς ήρωες που αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο και ειδικότερα στους πολιτικούς πρόσφυγες των σοσιαλιστικών χωρών και τα παιδιά τους.
Ο Απόστολος Μουσούρης, έχοντας πάρει μέρος ως κινηματογραφιστής στις μάχες του Γράμμου (1948, 1949) και Βίτσι (1949), αποτύπωσε εικόνες ανεκτίμητης αξίας. Εικόνες που αποτελούν ντοκουμέντα ιστορικά, αδιαμφισβήτητα και αδιάβλητα συνάμα. Με την αμεσότητα της κινηματογραφικής του μηχανής, τεκμηριώνει την ιστορική αλήθεια, εμπνέοντας τις νέες γενιές των κομμουνιστών.
Μια πρώτη «ανάγνωση» του υλικού, που αποτελείται από χιλιάδες εικόνες, εκπλήσσει για τον πλούτο που περιέχει. Μέσα από μια εξαιρετικά ανθρωποκεντρική ματιά, ο Απόστολος μας παραδίδει εικόνες από την καθημερινότητα των ανθρώπων στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, λεπτομέρειες από τη ζωή των μαχητών του ΔΣΕ, καταγραφές μαχών, στιγμιότυπα από την εκπαίδευση, έως και τοπογραφικής αξίας φωτοαποτυπώσεις, έτσι που ο σημερινός νέος αγωνιστής να μπορεί να προσεγγίσει όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά στιγμές που έχουν περάσει στις χρυσές σελίδες του επαναστατικού κινήματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας μας.
Με όπλο του την κάμερα
Ο Απόστολος Μουσούρης γεννήθηκε στη Σύρο το 1917. Ο πατέρας του, Θανάσης, ήταν εκπαιδευτικός και η μητέρα του, Μαρία, αρκετά μορφωμένη. Οικογένεια σχετικά ευκατάστατη, αποτελούμενη από 3 παιδιά, τον Απόστολο και δύο κόρες ακόμα.
Ο πατέρας του ήταν φίλος με το μεγάλο δάσκαλο, κομμουνιστή Δημήτρη Γληνό. Η φιλία αυτή έμελλε να είναι καθοριστική και στη ζωή του Απόστολου. Στο πατρικό σπίτι της οικογένειας, στην Αθήνα, ο Γληνός, μετά την εξορία του στη Σαντορίνη, κρύβεται μέχρι και το θάνατό του. Ο νεαρός τότε Απόστολος - σχεδόν παιδί - θαυμάζει την πλούσια φυσιογνωμία του, εμπνέεται από τα λόγια του. Γνωρίζει το Κόμμα μέσα από τον Γληνό, αρχικά το συμπαθεί, έπειτα οργανώνεται στις γραμμές του. Η γνωριμία με αυτόν τον σπουδαίο διανοητή, που πάλευε για την αλλαγή του κόσμου, αφήνει βαθιά ίχνη στην ψυχή του Μουσούρη.
Ο Απόστολος, παρόλο που, από μικρός είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, μπήκε στη Νομική Σχολή Αθηνών και μάλιστα αποφοίτησε. Βέβαια, του ήταν εντελώς αδιάφορο το πτυχίο μιας και η μεγάλη του αγάπη ήταν ο κινηματογράφος. Συγκεκριμένα, η φωτογραφία. Ωστόσο, για χάρη του πατέρα του, έστω στα χαρτιά, υπήρξε δικηγόρος. Παράλληλα με τις σπουδές του, πήγαινε και εργαζόταν εθελοντικά στο κινηματογραφικό στούντιο της «Φίνος Φιλμ». Έμαθε την τέχνη του οπερατέρ και αυτό ήταν τελικά που ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του. Ο Μουσούρης συμμετείχε ενεργά στην παραγωγή της «Φίνος» «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται».
Ο Μουσούρης, μετά το πανεπιστήμιο, εργάστηκε στο τότε υπουργείο Εφοδιασμού. Οργανώθηκε στην εκεί ΚΟΒ του ΚΚΕ και στις 2 μεγάλες υπαλληλικές απεργίες που ξέσπασαν (1943 - 1944) ήταν μέλος της απεργιακής επιτροπής.
Το 1944, μετά την απελευθέρωση, άνοιξε το πρώτο του φωτογραφικό κατάστημα - εργαστήριο, δίχως να αφήσει την ενασχόληση με τον κινηματογράφο.
Υπήρξε μέλος στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στη μάχη του Δεκέμβρη του 1944 συμμετείχε με τη χρέωση του πολεμικού ανταποκριτή - κινηματογραφιστή.
Το 1948 κατατάχτηκε στον ηρωικό Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Υπηρέτησε στη διαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου. Είχε το βαθμό του λοχαγού και πήρε τα μετάλλια «Γράμμος» και «Ελλάς». Ο Απόστολος ήταν ο υπεύθυνος του εκεί κινηματογραφικού - φωτογραφικού συνεργείου. Το συνεργείο αυτό κινηματογραφούσε επίκαιρα από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ και γενικότερα αποτύπωνε πάνω σε φιλμ την καθημερινότητα των μαχητών και μαχητριών.
Εκείνη την περίοδο, οι βομβαρδισμοί των ιμπεριαλιστών δε λογάριαζαν ούτε τα σχολειά ούτε τα παιδιά που ήταν μέσα, ούτε τα χωριά με τους αμάχους στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Οι διεθνείς οργανισμοί προστασίας του παιδιού αδιαφορούσαν, όμως το ζήτημα της σωτηρίας αυτών των παιδικών ψυχών έμπαινε αντικειμενικά. Τότε, διάφορες οργανώσεις από τις Λαϊκές Δημοκρατίες αναλαμβάνουν να φιλοξενήσουν τα παιδιά και στέλνουν επιστολές στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, ώστε να τους κάνουν γνωστή αυτή τους την απόφαση. Πράγματι, το Μάρτη του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποφασίζει να μεταφερθούν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με δεδομένο ότι οι ίδιοι οι γονείς των περιοχών που βομβαρδίζονται έχουν κάνει εκκλήσεις για τη σωτηρία τους.
Παράλληλα, ξεκινάει η απροκάλυπτη μοναρχοφασιστική προπαγάνδα περί «παιδομαζώματος», η οποία εκτός των άλλων στόχευε στο να κρύψει το πραγματικό παιδομάζωμα στα στρατόπεδα της Φρειδερίκης. Το ανθρωπιστικό αυτό έργο, της μεταφοράς των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έφερε σε πέρας ο ΔΣΕ και αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας». Ο Απόστολος Μουσούρης ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας σε αυτήν την παραγωγή. Το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ - ταινίας αποφασίστηκε από το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ και αποσκοπούσε στην αντικειμενική ενημέρωση του ελληνικού λαού για το σχέδιο που θα εφάρμοζε για τα παιδιά αυτά, ώστε να αποκρούσει την αντιδραστική προπαγάνδα των αστικών επιτελείων και των συμμάχων τους. Στο συνεργείο συμμετείχαν, επίσης, ο Γιώργης Σεβαστίκογλου και ο Μάνος Ζαχαριάς.
Ο Μουσούρης έζησε μετά το τέλος των μαχών στο Ουζμπεκιστάν (Τασκένδη). Εργάστηκε ως εργάτης σε εργοστάσια και βέβαια δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει τη μεγάλη του αγάπη, την τέχνη του οπερατέρ. Έτσι, εργάστηκε στα κινηματογραφικά στούντιο «Ουζμπέκ Φιλμς», συμμετέχοντας σε πολλές κινηματογραφικές παραγωγές. Έπειτα, μετακόμισε στη Μόσχα, όπου και εργάστηκε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Μόσχας ως εκφωνητής. Παράλληλα, εργάστηκε και ως μεταφραστής. Μερικά από τα έργα στα οποία συνέβαλε ως μεταφραστής είναι: Η «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» καθώς και αρκετά έργα του στρατάρχη Ζούκοφ. Υπήρξε πάντα παθιασμένος με τον κινηματογράφο και παρέμεινε το μεγάλο του πάθος.
Από τον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» της 15/6/2014
Ο σχηματισμός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
στις 23 Δεκέμβρη του 1947
Στις 23 Δεκέμβρη του 1947, στην Ελεύθερη Ελλάδα συγκροτείται η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση. Ο σχηματισμός της ΠΔΚ στις περιοχές που ο ΔΣΕ είχε ξεκαθαρίσει από τους μοναρχοφασίστες, σήμαινε την προσπάθεια λαϊκοδημοκρατικής οργάνωσης και αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για το λαϊκό κίνημα.
Σύμφωνα με την ιδρυτική της πράξη η ΠΔΚ πρόβαλλε ως κύριους και πρωταρχικούς σκοπούς της τους παρακάτω:
«1. Να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού.
2. Να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κ.λπ. και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
3. Να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών.
4. Να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους».
Πρώτος Πρόεδρος της ΠΔΚ καθώς και υπουργός Στρατιωτικών ορίστηκε ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκος Βαφειάδης.
Ακολουθεί άρθρο του Γιώργου Πετρόπουλου που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη την Κυριακή 22 Δεκέμβρη 2002:
Σύμφωνα με την ιδρυτική της πράξη η ΠΔΚ πρόβαλλε ως κύριους και πρωταρχικούς σκοπούς της τους παρακάτω:
«1. Να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού.
2. Να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κ.λπ. και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
3. Να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών.
4. Να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους».
Πρώτος Πρόεδρος της ΠΔΚ καθώς και υπουργός Στρατιωτικών ορίστηκε ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκος Βαφειάδης.
Ακολουθεί άρθρο του Γιώργου Πετρόπουλου που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη την Κυριακή 22 Δεκέμβρη 2002:
Ο σχηματισμός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στα 1947
Στις 24 Δεκέμβρη του 1947 ο ραδιοφωνικός Σταθμός του Δημοκρατικού Στρατού μετέδωσε μια ιστορική ανακοίνωση, το περιεχόμενο της οποίας σηματοδοτούσε ένα σημαντικό σταθμό στην πορεία του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα:
«Το Πρακτορείο ''Ελεύθερη Ελλάδα'' - έλεγε το ραδιόφωνο των ανταρτών - ανακοινώνει ότι χθες σχηματίστηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα η πρώτη Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η σύνθεση της Κυβέρνησης είναι η ακόλουθη:
Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών: Στρατηγός Μάρκος.
Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών: Γιάννης Ιωαννίδης.
Υπουργός των Εξωτερικών: Πέτρος Ρούσσος.
Υπουργός της Δικαιοσύνης: Μιλτιάδης Πορφυρογένης.
Υπουργός Υγιεινής και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας: Πέτρος Κόκκαλης.
Υπουργός Οικονομικών: Βασίλης Μπαρτζιώτας.
Υπουργός της Γεωργίας: Δημήτρης Βλαντάς.
Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού: Λεωνίδας Στρίγκος.
Για το σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης υπογράφηκε ιδρυτική πράξη.
Κοντά στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης ιδρύεται Γενική Διεύθυνση Εθνικών μειονοτήτων για την άμεση εξυπηρέτηση των ζητημάτων των Εθνικών μειονοτήτων. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό Λαό.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στην πρώτη της συνεδρίαση απεφάσισε να στείλει αντιπροσωπεία της στο εξωτερικό για να έλθει σε επαφή με τους Δημοκρατικούς Λαούς και τις κυβερνήσεις τους»1.
«Η αναγγελία για κυβέρνηση των βουνών - γράφει ο Σ. Γρηγοριάδης 2 - ήχησε σαν πύραυλος σε όλη την Ελλάδα». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Αλ. Ζαούσης κάνει λόγο για κεραυνό 3. Οσο σημαντικό, όμως, κι αν ήταν σαν γεγονός κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως ήταν αναπάντεχο.
Η πορεία προς την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση
Η πρώτη αναφορά σε ενδεχόμενο σχηματισμό κυβέρνησης στις περιοχές που ήλεγχαν οι αντάρτες έγινε στις 27/6/1947, από το βήμα του Συνεδρίου του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο. Ηταν τότε που ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Μιλτ. Πορφυρογένης, μιλώντας στο Συνέδριο έκανε λόγο για «τη δημιουργία μιας Λεύτερης Δημοκρατικής Ελλάδας με δική της ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ και δική της κρατική υπόσταση». Στην ομιλία του εκείνη, που έμεινε στην ιστορία ως «Διακήρυξη του Στρασβούργου» ο Μιλτ. Πορφυρογένης είχε αποκαλύψει τα σχέδια του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την περιοχή των Βαλκανίων και της λεκάνης της Μεσογείου και είχε υπογραμμίσει ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αγώνας υπέρ της προόδου διεθνώς. «Στην Ελλάδα, σήμερα - είχε τονίσει - στέκονται αντιμέτωπες και αναμετριούνται οι δυνάμεις της Δημοκρατίας και της Ειρήνης με τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της βίας. Στην Ελλάδα μάχονται ενάντια στο Δημοκρατικό Στρατό, όχι μόνο οι ντόπιοι μοναρχοφασίστες μαζί με τους Άγγλους και Αμερικανούς, μα και η παγκόσμια αντίδραση».
Σ' εκείνη την ομιλία του, που έκανε το γύρο του Κόσμου, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ ξεκαθάρισε πως το Κόμμα και ο ΔΣΕ βρίσκονταν πάντοτε σε ετοιμότητα για ένα συμβιβασμό υπό τις εξής προϋποθέσεις: «Να δημιουργηθούν οι όροι για ν' αποφανθεί ο λαός πραγματικά ελεύθερα, ανεπηρέαστα για τις τύχες του και με την υλική εξασφαλισμένη εγγύηση, ότι η αντίδραση δε θα μπορέσει να επαναλάβει την προδοσία και παρασπονδία της Βάρκιζας» 4.
Η απάντηση βεβαίως της αντίπαλης πλευράς κάθε άλλο παρά προς την κατεύθυνση του κατευνασμού και της δημοκρατικής συνεννόησης κινήθηκε. Ετσι, λίγες ημέρες μετά, στο διάστημα από 9 ως 14 Ιούλη του 1947 εξαπολύθηκε ένα πογκρόμ τεραστίων διαστάσεων σε βάρος των κομμουνιστών, των ΕΑΜιτών και άλλων αριστερών πολιτών, που όμοιό του δεν είχε ξαναγίνει. Συνολικά συνελήφθησαν 7.000 άτομα σε Αθήνα - Πειραιά και 8.000 στην επαρχία. Ανάμεσά τους ο Μ. Παρτσαλίδης γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ - υπεύθυνος για τη νόμιμη κομματική δουλιά, ο Μ. Παπαρήγας ΓΓ της ΓΣΕΕ, ο Ν. Αραμπατζής μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, τα μέλη της ΚΕ του ΕΑΜ Γαβριηλίδης, Λούλης, Κρητικάς, Πασαλίδης, ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» Χρ. Καβαφάκης κ.ά. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν αρχικά στο νησί Ψυττάλεια και στη συνέχεια εκτοπίστηκαν στην Ικαρία 5. Ηταν φανερό πως η λύση της αντιπαράθεσης έπρεπε να δοθεί στα πεδία των μαχών.
Στις 10 Αυγούστου 1947 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας έδωσε στη δημοσιότητα ένα «Διάγγελμα», μια επαναστατική, δηλαδή, διακήρυξη γραμμένη στη φωτιά του αγώνα - όπως όλες οι επαναστατικές διακηρύξεις της Ιστορίας - στην οποία με σύντομο, αλλά απολύτως σαφή τρόπο, αναπτύσσονταν οι βασικές και θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες όφειλε να αγωνιστεί ο ελληνικός λαός, με κάθε μέσο και τρόπο, και, φυσικά, μέσα από τις τάξεις του ΔΣΕ. Ταυτόχρονα με το «Διάγγελμα» η ηγεσία του ΔΣΕ δημοσιοποίησε πέντε Πράξεις νομικού χαρακτήρα, που αφορούσαν την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του. Οι Πράξεις αυτές αφορούσαν «την οργάνωση της Λαϊκής Εξουσίας», «την οργάνωση της Λαϊκής Δικαιοσύνης», «τον αναδασμό της γης», «τα δάση» και «την οργάνωση της Λαϊκής Εκπαίδευσης» 6.
Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ προχώρησε σ' αυτές τις ενέργειες γιατί, όπως εξηγούσε στο «Διάγγελμά» του, «έχοντας τις ευθύνες της Κεντρικής Εξουσίας ώσπου να δημιουργηθεί η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελεύθερης και Δημοκρατικής Ελλάδας» όφειλε να πάρει υπόψη του «πως δημιουργήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας, οι συνθήκες για να οργανωθεί η λαϊκή εξουσία, πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις και ότι επιβάλλεται πριν απ' όλα, να διατηρηθούν τα βασικά δικαιώματα, ελευθερίες και καθήκοντα του αγωνιζόμενου λαού».
Ένα μήνα μετά τις ιστορικές αυτές αποφάσεις του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ συνήλθε η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που αποφάσισε το ολοκληρωτικό πέρασμα του Κόμματος στην ένοπλη δράση. Στην απόρρητη, τότε, Απόφαση της Ολομέλειας μεταξύ άλλων υπογραμμιζόταν: «Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με δική της κυβέρνηση»7. Ηταν πλέον φανερό πως ο χρόνος μέχρι τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης συντόμευε αισθητά.
Στις 2 Δεκέμβρη του 1947 το 2ο Κλιμάκιο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που έδρευε στα βουνά, εξετάζοντας την πορεία υλοποίησης των αποφάσεων της 3ης Ολομέλειας, κατέληξε σε μια απόφαση που όριζε με απόλυτη σαφήνεια το σχηματισμό της κυβέρνησης. «Το 2ο Κλιμάκιο - έλεγε η Απόφαση 8-, παίρνοντας υπόψη του τις εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες, αποφασίζει ως το τέλος του χρόνου να γίνει Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στις περιοχές της Λεύτερης Ελλάδας».
Η Απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στο πανελλήνιο όταν στις 13/12/1947, από το ραδιοσταθμό του ΔΣΕ εκφωνήθηκε άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη, υπό τον τίτλο «Πού τραβάμε;». Στο άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν: «Το δημοκρατικό κίνημα συμπληρώνει το έργο του και ο σχηματισμός Δημοκρατικής Κυβέρνησης στη Λεύτερη Ελλάδα δεν είναι παρά ζήτημα ημερών» 9. Όντως έτσι είχαν τα πράγματα. Δέκα μέρες αργότερα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ήταν γεγονός.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση
Στην ιδρυτική πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) υπογραμμιζόταν ότι αυτή συγκροτήθηκε έχοντας ως κύριους και πρωταρχικούς σκοπούς της τους παρακάτω:
«1. Να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού.
2. Να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κλπ και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
3. Να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών, και
4. Να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους».
Πέραν των σκοπών της Κυβέρνησης, αξιοσημείωτος, για το χαρακτήρα που αυτή είχε, είναι και ο όρκος που έδωσαν τα μέλη της, ο οποίος έλεγε:
«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω πιστά τα καθήκοντά μου σαν μέλος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας μου και του ελληνικού λαού. Ότι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και για τη Δημοκρατία, ότι θα υπερασπίζω παντού και πάντοτε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα του για τη λευτεριά και τα κυριαρχικά του δικαιώματα» 10.
Μόλις συγκροτήθηκε σε σώμα η ΠΔΚ προχώρησε στην έκδοση διαγγέλματος προς τον ελληνικό λαό.
«Μπροστά στην εκμηδένιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας από τον αμερικάνικο και αγγλικό ιμπεριαλισμό -έλεγε το διάγγελμα-, μπροστά στην κατάργηση της δημοκρατίας από το μοναρχοφασισμό μαζί με το ψευτοδημοκρατικό Κέντρο, τα ύψιστα συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού επέβαλαν την ανάγκη του σχηματισμού μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Στην Αθήνα, δεν υπάρχει εθνική ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν οι Τσαλδάρης και Σοφούλης, που ξεπούλησαν στους ξένους ιμπεριαλιστές και στους ντόπιους πλουτοκράτες κάθε όσιο και ιερό, την τιμή και τη ζωή του λαού, την ίδια την Ελλάδα. Αυτή η κατάπτωση στην έσχατη προδοσία, μαζί με τον αγώνα του λαού και την πολεμική επίδοση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί αυτό που επέβαλαν τα συμφέροντα της χώρας και που αποτελούσε πανελλήνια εθνική απαίτηση. Υπακούοντας στη φωνή της Ελλάδας, αναλάβαμε το σχηματισμό της πρώτης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας».
Το διάγγελμα ξεκαθάριζε πως: «Πρώτος και κύριος σκοπός της Προσωρινής Κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και από τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή και για τη νίκη της Δημοκρατίας».
Και συνέχιζε:
«Η διακυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών πάνω σε λαϊκοδημοκρατικές βάσεις και η παραπέρα ανάπτυξη των θεσμών των λαϊκών συμβουλίων και της λαϊκής δικαιοσύνης, που αποτελούν την πρώτη βάση για τη δημοκρατική αναδημιουργία, θα είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας. Το ίδιο η εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας. Η εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, η αντιμετώπιση των επισιτιστικών αναγκών του λαού. Η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις. Η σταθεροποίηση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Η αναγνώριση πλέριας ισοτιμίας στις εθνικές μειονότητες και του δικαιώματος της ελεύθερης εθνικής τους ανάπτυξης. Η δημιουργία γερού λαϊκού στρατού, στόλου και αεροπορίας, μιας ισχυρής Ελλάδας, ικανής να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική επιβουλή, σε στενή αδελφική συνεργασία με όλους τους δημοκρατικούς λαούς της Ευρώπης»11.
Αντί επιλόγου
Η απάντηση των αντίπαλων του ΔΣΕ, του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ, υπήρξε ακαριαία στην αναγγελία του σχηματισμού της ΠΔΚ. Η κυβέρνηση των Αθηνών δήλωσε πως ο σχηματισμός της κυβέρνησης ήταν «εν ακόμη στάδιον εις την εφαρμογήν προσεκτικώς καταρτισθέντος υπό της Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας σχεδίου διά την επιβολή εις την Ελλάδα κομμουνιστικού καθεστώτος, αντιθέτου προς τας θελήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού»12.
Λίγες ημέρες μετά το σχηματισμό της ΠΔΚ, το αμερικανόδουλο καθεστώς δημοσίευε τον Αναγκαστικό Νόμο 509 θέτοντας το ΚΚΕ και το ΕΑΜ εκτός νόμου. Ετσι αποδείκνυε περίτρανα πως το κύριο πρόβλημα της άρχουσας τάξης και των ξένων προστατών της στην Ελλάδα ήταν το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και η επιρροή τους στον ελληνικό λαό και όχι οι γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Ταυτόχρονα με τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης δραστηριοποιήθηκε και ο διεθνής ιμπεριαλισμός με τα όργανά του. Ένα από αυτά, η περιβόητη Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ απείλησε πως πιθανή αναγνώριση της ΠΔΚ από άλλες κυβερνήσεις (βλέπε ΕΣΣΔ και Λαϊκές Δημοκρατίες) συνιστούσε «σοβαράν απειλήν διά την διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης».
Επίσης, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρσαλ, στις 20/1/1948, ξεκαθάριζε ότι πιθανή αναγνώριση της κυβέρνησης «θα είχεν σοβαράς διεθνείς συνεπείας». Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί νωρίτερα και ο Βρετανός πρωθυπουργός, ο σοσιαλιστής Ατλι, αποσαφηνίζοντας ότι πιθανή αναγνώριση της ΠΔΚ μπορούσε να σημειώσει «σοβαράν διαφοροποίησιν της διεθνούς καταστάσεως» 13.
Αντίθετα, θερμά υποδέχτηκαν το γεγονός τα Κομμουνιστικά Κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης των Λαϊκών Δημοκρατιών και της ΕΣΣΔ, ενώ ο σχολιαστής του σοβιετικού πρακτορείου ΤΑΣ ανέφερε ότι «ο σχηματισμός της ΠΔΚ και ο ηρωικός αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού και του ελληνικού λαού είναι ακόμα μία απόδειξη πως οι λαοί της Ευρώπης δε θέλουν τη σκλαβιά» 14.
1. Εφημερίδα «Εξόρμηση» - Οργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, 1/1/1948
2. Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941 - 1974», εκδόσεις «Κ. Καπόπουλος», τόμος 3ος, σελ. 242
3. Αλ. Ζαούση: «Η τραγική αναμέτρηση 1945 - 1949», εκδόσεις «Ωκεανίδα», τόμος Α', σελ. 317
4. «Ριζοσπάστης» 28/7/1947 και «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 6ος, σελ. 440 - 443
5. «Ριζοσπάστης» 10-11-12 και 15 Ιούλη 1947
6. Για το σύνολο όλων αυτών των υλικών βλέπε: «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχη 9/1947 και 10/1947
7. «Η Τρίχρονη Εποποιία του ΔΣΕ 1946 - 1949», εκδόσεις «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 637
8. «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 6ος, σελ. 251
9. Εφημερίδα «Εξόρμηση» - Όργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, 16/12/1947
10. «Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης», αριθ. Φύλλου 1, 28/12/1947 και «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 6ος, σελ. 452 - 454
11. Ολόκληρο το Διάγγελμα: «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τόμος 6ος, σελ. 455 - 457 και «Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης», αριθ. Φύλλου 1, 28/12/1947
12. Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών 1945 - 1949», Αθήναι 1956, σελ. 324
13. Δ. Ζαφειρόπουλου, στο ίδιο, σελ. 325
14. Εφημερίδα «Εξόρμηση», 15/1/1948
*Οικοδόμος*
Στις 24 Δεκέμβρη του 1947 ο ραδιοφωνικός Σταθμός του Δημοκρατικού Στρατού μετέδωσε μια ιστορική ανακοίνωση, το περιεχόμενο της οποίας σηματοδοτούσε ένα σημαντικό σταθμό στην πορεία του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα:
«Το Πρακτορείο ''Ελεύθερη Ελλάδα'' - έλεγε το ραδιόφωνο των ανταρτών - ανακοινώνει ότι χθες σχηματίστηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα η πρώτη Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η σύνθεση της Κυβέρνησης είναι η ακόλουθη:
Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών: Στρατηγός Μάρκος.
Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών: Γιάννης Ιωαννίδης.
Υπουργός των Εξωτερικών: Πέτρος Ρούσσος.
Υπουργός της Δικαιοσύνης: Μιλτιάδης Πορφυρογένης.
Υπουργός Υγιεινής και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας: Πέτρος Κόκκαλης.
Υπουργός Οικονομικών: Βασίλης Μπαρτζιώτας.
Υπουργός της Γεωργίας: Δημήτρης Βλαντάς.
Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού: Λεωνίδας Στρίγκος.
Για το σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης υπογράφηκε ιδρυτική πράξη.
Κοντά στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης ιδρύεται Γενική Διεύθυνση Εθνικών μειονοτήτων για την άμεση εξυπηρέτηση των ζητημάτων των Εθνικών μειονοτήτων. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό Λαό.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στην πρώτη της συνεδρίαση απεφάσισε να στείλει αντιπροσωπεία της στο εξωτερικό για να έλθει σε επαφή με τους Δημοκρατικούς Λαούς και τις κυβερνήσεις τους»1.
«Η αναγγελία για κυβέρνηση των βουνών - γράφει ο Σ. Γρηγοριάδης 2 - ήχησε σαν πύραυλος σε όλη την Ελλάδα». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Αλ. Ζαούσης κάνει λόγο για κεραυνό 3. Οσο σημαντικό, όμως, κι αν ήταν σαν γεγονός κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως ήταν αναπάντεχο.
Η πορεία προς την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση
Η πρώτη αναφορά σε ενδεχόμενο σχηματισμό κυβέρνησης στις περιοχές που ήλεγχαν οι αντάρτες έγινε στις 27/6/1947, από το βήμα του Συνεδρίου του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο. Ηταν τότε που ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Μιλτ. Πορφυρογένης, μιλώντας στο Συνέδριο έκανε λόγο για «τη δημιουργία μιας Λεύτερης Δημοκρατικής Ελλάδας με δική της ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ και δική της κρατική υπόσταση». Στην ομιλία του εκείνη, που έμεινε στην ιστορία ως «Διακήρυξη του Στρασβούργου» ο Μιλτ. Πορφυρογένης είχε αποκαλύψει τα σχέδια του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την περιοχή των Βαλκανίων και της λεκάνης της Μεσογείου και είχε υπογραμμίσει ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αγώνας υπέρ της προόδου διεθνώς. «Στην Ελλάδα, σήμερα - είχε τονίσει - στέκονται αντιμέτωπες και αναμετριούνται οι δυνάμεις της Δημοκρατίας και της Ειρήνης με τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της βίας. Στην Ελλάδα μάχονται ενάντια στο Δημοκρατικό Στρατό, όχι μόνο οι ντόπιοι μοναρχοφασίστες μαζί με τους Άγγλους και Αμερικανούς, μα και η παγκόσμια αντίδραση».
Σ' εκείνη την ομιλία του, που έκανε το γύρο του Κόσμου, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ ξεκαθάρισε πως το Κόμμα και ο ΔΣΕ βρίσκονταν πάντοτε σε ετοιμότητα για ένα συμβιβασμό υπό τις εξής προϋποθέσεις: «Να δημιουργηθούν οι όροι για ν' αποφανθεί ο λαός πραγματικά ελεύθερα, ανεπηρέαστα για τις τύχες του και με την υλική εξασφαλισμένη εγγύηση, ότι η αντίδραση δε θα μπορέσει να επαναλάβει την προδοσία και παρασπονδία της Βάρκιζας» 4.
Η απάντηση βεβαίως της αντίπαλης πλευράς κάθε άλλο παρά προς την κατεύθυνση του κατευνασμού και της δημοκρατικής συνεννόησης κινήθηκε. Ετσι, λίγες ημέρες μετά, στο διάστημα από 9 ως 14 Ιούλη του 1947 εξαπολύθηκε ένα πογκρόμ τεραστίων διαστάσεων σε βάρος των κομμουνιστών, των ΕΑΜιτών και άλλων αριστερών πολιτών, που όμοιό του δεν είχε ξαναγίνει. Συνολικά συνελήφθησαν 7.000 άτομα σε Αθήνα - Πειραιά και 8.000 στην επαρχία. Ανάμεσά τους ο Μ. Παρτσαλίδης γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ - υπεύθυνος για τη νόμιμη κομματική δουλιά, ο Μ. Παπαρήγας ΓΓ της ΓΣΕΕ, ο Ν. Αραμπατζής μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, τα μέλη της ΚΕ του ΕΑΜ Γαβριηλίδης, Λούλης, Κρητικάς, Πασαλίδης, ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» Χρ. Καβαφάκης κ.ά. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν αρχικά στο νησί Ψυττάλεια και στη συνέχεια εκτοπίστηκαν στην Ικαρία 5. Ηταν φανερό πως η λύση της αντιπαράθεσης έπρεπε να δοθεί στα πεδία των μαχών.
Στις 10 Αυγούστου 1947 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας έδωσε στη δημοσιότητα ένα «Διάγγελμα», μια επαναστατική, δηλαδή, διακήρυξη γραμμένη στη φωτιά του αγώνα - όπως όλες οι επαναστατικές διακηρύξεις της Ιστορίας - στην οποία με σύντομο, αλλά απολύτως σαφή τρόπο, αναπτύσσονταν οι βασικές και θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες όφειλε να αγωνιστεί ο ελληνικός λαός, με κάθε μέσο και τρόπο, και, φυσικά, μέσα από τις τάξεις του ΔΣΕ. Ταυτόχρονα με το «Διάγγελμα» η ηγεσία του ΔΣΕ δημοσιοποίησε πέντε Πράξεις νομικού χαρακτήρα, που αφορούσαν την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του. Οι Πράξεις αυτές αφορούσαν «την οργάνωση της Λαϊκής Εξουσίας», «την οργάνωση της Λαϊκής Δικαιοσύνης», «τον αναδασμό της γης», «τα δάση» και «την οργάνωση της Λαϊκής Εκπαίδευσης» 6.
Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ προχώρησε σ' αυτές τις ενέργειες γιατί, όπως εξηγούσε στο «Διάγγελμά» του, «έχοντας τις ευθύνες της Κεντρικής Εξουσίας ώσπου να δημιουργηθεί η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελεύθερης και Δημοκρατικής Ελλάδας» όφειλε να πάρει υπόψη του «πως δημιουργήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας, οι συνθήκες για να οργανωθεί η λαϊκή εξουσία, πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις και ότι επιβάλλεται πριν απ' όλα, να διατηρηθούν τα βασικά δικαιώματα, ελευθερίες και καθήκοντα του αγωνιζόμενου λαού».
Ένα μήνα μετά τις ιστορικές αυτές αποφάσεις του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ συνήλθε η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που αποφάσισε το ολοκληρωτικό πέρασμα του Κόμματος στην ένοπλη δράση. Στην απόρρητη, τότε, Απόφαση της Ολομέλειας μεταξύ άλλων υπογραμμιζόταν: «Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με δική της κυβέρνηση»7. Ηταν πλέον φανερό πως ο χρόνος μέχρι τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης συντόμευε αισθητά.
Στις 2 Δεκέμβρη του 1947 το 2ο Κλιμάκιο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που έδρευε στα βουνά, εξετάζοντας την πορεία υλοποίησης των αποφάσεων της 3ης Ολομέλειας, κατέληξε σε μια απόφαση που όριζε με απόλυτη σαφήνεια το σχηματισμό της κυβέρνησης. «Το 2ο Κλιμάκιο - έλεγε η Απόφαση 8-, παίρνοντας υπόψη του τις εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες, αποφασίζει ως το τέλος του χρόνου να γίνει Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στις περιοχές της Λεύτερης Ελλάδας».
Η Απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στο πανελλήνιο όταν στις 13/12/1947, από το ραδιοσταθμό του ΔΣΕ εκφωνήθηκε άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη, υπό τον τίτλο «Πού τραβάμε;». Στο άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν: «Το δημοκρατικό κίνημα συμπληρώνει το έργο του και ο σχηματισμός Δημοκρατικής Κυβέρνησης στη Λεύτερη Ελλάδα δεν είναι παρά ζήτημα ημερών» 9. Όντως έτσι είχαν τα πράγματα. Δέκα μέρες αργότερα η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ήταν γεγονός.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση
Στην ιδρυτική πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) υπογραμμιζόταν ότι αυτή συγκροτήθηκε έχοντας ως κύριους και πρωταρχικούς σκοπούς της τους παρακάτω:
«1. Να συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού.
2. Να κυβερνήσει τη χώρα πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας κλπ και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και στις απελευθερωμένες περιοχές.
3. Να επιδιώξει την πραγματοποίηση και επέκταση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών, και
4. Να εκπροσωπεί τη δημοκρατική Ελλάδα στο εξωτερικό και να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με όλους τους δημοκρατικούς λαούς και τις κυβερνήσεις τους».
Πέραν των σκοπών της Κυβέρνησης, αξιοσημείωτος, για το χαρακτήρα που αυτή είχε, είναι και ο όρκος που έδωσαν τα μέλη της, ο οποίος έλεγε:
«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω πιστά τα καθήκοντά μου σαν μέλος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας μου και του ελληνικού λαού. Ότι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και για τη Δημοκρατία, ότι θα υπερασπίζω παντού και πάντοτε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα του για τη λευτεριά και τα κυριαρχικά του δικαιώματα» 10.
Μόλις συγκροτήθηκε σε σώμα η ΠΔΚ προχώρησε στην έκδοση διαγγέλματος προς τον ελληνικό λαό.
«Μπροστά στην εκμηδένιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας από τον αμερικάνικο και αγγλικό ιμπεριαλισμό -έλεγε το διάγγελμα-, μπροστά στην κατάργηση της δημοκρατίας από το μοναρχοφασισμό μαζί με το ψευτοδημοκρατικό Κέντρο, τα ύψιστα συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού επέβαλαν την ανάγκη του σχηματισμού μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Στην Αθήνα, δεν υπάρχει εθνική ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν οι Τσαλδάρης και Σοφούλης, που ξεπούλησαν στους ξένους ιμπεριαλιστές και στους ντόπιους πλουτοκράτες κάθε όσιο και ιερό, την τιμή και τη ζωή του λαού, την ίδια την Ελλάδα. Αυτή η κατάπτωση στην έσχατη προδοσία, μαζί με τον αγώνα του λαού και την πολεμική επίδοση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί αυτό που επέβαλαν τα συμφέροντα της χώρας και που αποτελούσε πανελλήνια εθνική απαίτηση. Υπακούοντας στη φωνή της Ελλάδας, αναλάβαμε το σχηματισμό της πρώτης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας».
Το διάγγελμα ξεκαθάριζε πως: «Πρώτος και κύριος σκοπός της Προσωρινής Κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και από τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή και για τη νίκη της Δημοκρατίας».
Και συνέχιζε:
«Η διακυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών πάνω σε λαϊκοδημοκρατικές βάσεις και η παραπέρα ανάπτυξη των θεσμών των λαϊκών συμβουλίων και της λαϊκής δικαιοσύνης, που αποτελούν την πρώτη βάση για τη δημοκρατική αναδημιουργία, θα είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας. Το ίδιο η εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας. Η εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, η αντιμετώπιση των επισιτιστικών αναγκών του λαού. Η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις. Η σταθεροποίηση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Η αναγνώριση πλέριας ισοτιμίας στις εθνικές μειονότητες και του δικαιώματος της ελεύθερης εθνικής τους ανάπτυξης. Η δημιουργία γερού λαϊκού στρατού, στόλου και αεροπορίας, μιας ισχυρής Ελλάδας, ικανής να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική επιβουλή, σε στενή αδελφική συνεργασία με όλους τους δημοκρατικούς λαούς της Ευρώπης»11.
Αντί επιλόγου
Η απάντηση των αντίπαλων του ΔΣΕ, του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ, υπήρξε ακαριαία στην αναγγελία του σχηματισμού της ΠΔΚ. Η κυβέρνηση των Αθηνών δήλωσε πως ο σχηματισμός της κυβέρνησης ήταν «εν ακόμη στάδιον εις την εφαρμογήν προσεκτικώς καταρτισθέντος υπό της Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας σχεδίου διά την επιβολή εις την Ελλάδα κομμουνιστικού καθεστώτος, αντιθέτου προς τας θελήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού»12.
Λίγες ημέρες μετά το σχηματισμό της ΠΔΚ, το αμερικανόδουλο καθεστώς δημοσίευε τον Αναγκαστικό Νόμο 509 θέτοντας το ΚΚΕ και το ΕΑΜ εκτός νόμου. Ετσι αποδείκνυε περίτρανα πως το κύριο πρόβλημα της άρχουσας τάξης και των ξένων προστατών της στην Ελλάδα ήταν το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και η επιρροή τους στον ελληνικό λαό και όχι οι γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Ταυτόχρονα με τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης δραστηριοποιήθηκε και ο διεθνής ιμπεριαλισμός με τα όργανά του. Ένα από αυτά, η περιβόητη Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ απείλησε πως πιθανή αναγνώριση της ΠΔΚ από άλλες κυβερνήσεις (βλέπε ΕΣΣΔ και Λαϊκές Δημοκρατίες) συνιστούσε «σοβαράν απειλήν διά την διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης».
Επίσης, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρσαλ, στις 20/1/1948, ξεκαθάριζε ότι πιθανή αναγνώριση της κυβέρνησης «θα είχεν σοβαράς διεθνείς συνεπείας». Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί νωρίτερα και ο Βρετανός πρωθυπουργός, ο σοσιαλιστής Ατλι, αποσαφηνίζοντας ότι πιθανή αναγνώριση της ΠΔΚ μπορούσε να σημειώσει «σοβαράν διαφοροποίησιν της διεθνούς καταστάσεως» 13.
Αντίθετα, θερμά υποδέχτηκαν το γεγονός τα Κομμουνιστικά Κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης των Λαϊκών Δημοκρατιών και της ΕΣΣΔ, ενώ ο σχολιαστής του σοβιετικού πρακτορείου ΤΑΣ ανέφερε ότι «ο σχηματισμός της ΠΔΚ και ο ηρωικός αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού και του ελληνικού λαού είναι ακόμα μία απόδειξη πως οι λαοί της Ευρώπης δε θέλουν τη σκλαβιά» 14.
1. Εφημερίδα «Εξόρμηση» - Οργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, 1/1/1948
2. Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941 - 1974», εκδόσεις «Κ. Καπόπουλος», τόμος 3ος, σελ. 242
3. Αλ. Ζαούση: «Η τραγική αναμέτρηση 1945 - 1949», εκδόσεις «Ωκεανίδα», τόμος Α', σελ. 317
4. «Ριζοσπάστης» 28/7/1947 και «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 6ος, σελ. 440 - 443
5. «Ριζοσπάστης» 10-11-12 και 15 Ιούλη 1947
6. Για το σύνολο όλων αυτών των υλικών βλέπε: «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχη 9/1947 και 10/1947
7. «Η Τρίχρονη Εποποιία του ΔΣΕ 1946 - 1949», εκδόσεις «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 637
8. «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 6ος, σελ. 251
9. Εφημερίδα «Εξόρμηση» - Όργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, 16/12/1947
10. «Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης», αριθ. Φύλλου 1, 28/12/1947 και «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 6ος, σελ. 452 - 454
11. Ολόκληρο το Διάγγελμα: «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τόμος 6ος, σελ. 455 - 457 και «Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης», αριθ. Φύλλου 1, 28/12/1947
12. Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών 1945 - 1949», Αθήναι 1956, σελ. 324
13. Δ. Ζαφειρόπουλου, στο ίδιο, σελ. 325
14. Εφημερίδα «Εξόρμηση», 15/1/1948
*Οικοδόμος*
Η υπόθεση του Μάρκου Βαφειάδη
Το δεύτερο θέμα στην ημερήσια διάταξη των εργασιών της 5ης Ολομέλειας αφορούσε τον Μ. Βαφειάδη. Όπως προαναφέραμε, η Ολομέλεια πήρε απόφαση να τον καθαιρέσει από το ΠΓ, από την ΚΕ και να τον διαγράψει από μέλος του Κόμματος. Η απόφαση αυτή δόθηκε στη δημοσιότητα το 1950, με τη σύγκληση της 3ης Συνδιάσκεψης του Κόμματος. Τότε, το 1949, για τον Βαφειάδη ανακοινώθηκε ότι απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του, επειδή ήταν βαριά άρρωστος (Βλέπε: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 323 και Περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», έκδοση «Ριζοσπάστη» 1996, τόμος Β`, τεύχος 2, Φλεβάρης 1949).
Το θέμα με τον Μ. Βαφειάδη έχει, σε συντομία, ως εξής:
Μετά τη μάχη του Γράμμου, ο Βαφειάδης απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του αρχηγού του ΔΣΕ και στάλθηκε στη Μόσχα για θεραπεία και ανάπαυση. Στη Μόσχα, ο Βαφειάδης παρέδωσε στο ΚΚΣΕ σημείωμα με τις απόψεις του για την κατάσταση στο ΚΚΕ και στο ΔΣΕ, καθώς και για την πορεία του ένοπλου αγώνα. Το Νοέμβρη του 1948, επέστρεψε στο βουνό και στη συνεδρίαση του ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος, στις 15/11/1948, παρέδωσε αυτό το σημείωμα στο καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος, όπου και έγινε συζήτηση και λήφθηκε σχετική απόφαση. Παρενθετικά οφείλουμε να εκφράσουμε επιφύλαξη για το αν αυτό το σημείωμα που ο Βαφειάδης παρέδωσε στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ είναι το ίδιο μ’ αυτό που έδωσε στο ΚΚΣΕ.
Στο σημείωμα, πάντως, που έδωσε στο ΚΚΕ κατηγορούσε το κόμμα ότι από παράδοση δεν είχε εσωκομματική δημοκρατία. Επέκρινε ως λαθεμένη τη στάση του Κόμματος για αποχή από τις εκλογές του 1946 και, ταυτόχρονα, ασκούσε κριτική γιατί δεν έγινε, τότε, αποφασιστικό τράβηγμα των κομματικών δυνάμεων και του λαϊκού κινήματος στον ένοπλο αγώνα. Αναφερόμενος στις αποφάσεις της 3ης Ολομέλειας, τις χαρακτήριζε ανεδαφικές, ενώ για τις αποφάσεις της 4ης Ολομέλειας υπογράμμιζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα κι ότι έγινε προσπάθεια συγκάλυψης των λαθών της κομματικής καθοδήγησης.
Ακόμη ο Βαφειάδης χαρακτήριζε πρόωρη τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και αναφερόμενος στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί το ’48 έκανε λόγο για σχετική πολιτικοστρατιωτική σταθεροποίηση του μοναρχοφασισμού και αντίστοιχη σταθεροποίηση του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Στο τι μέλλει γενέσθαι, τόνιζε ότι ο ΔΣΕ δε δύναται να νικήσει τον αντίπαλό του χωρίς εξωτερική στρατιωτική βοήθεια από τις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ και πρότεινε τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα με εντατική παρτιζάνικη δράση, αφού δεν ήταν δυνατή η αποδοχή από τον αντίπαλο μιας ειρηνικής λύσης του ελληνικού προβλήματος. Τέλος, ο Μ. Βαφειάδης υπογράμμιζε: «Η διατήρηση των σχηματισμών του τακτικού στρατού που δημιουργήσαμε με σκοπό να ανατρέψουμε το μοναρχοφασισμό, όπως καθόρισαν οι αποφάσεις μας, θα μας κρατήσουν, είτε το θέλουμε είτε όχι, στο πνεύμα της άμυνας και κόλλημα σε ορισμένες εχθρικές θέσεις που θα εμποδίσουν την έντονη παρτιζάνικη δράση με όλες τις συνέπειες»(Βλέπε ολόκληρο το κείμενο της πλατφόρμας του Μ. Βαφειάδη: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 482 – 489).
Το ΠΓ, με απόφασή του στις 15/11/1948, αποδοκίμασε την πλατφόρμα του Μ. Βαφειάδη, τη χαρακτήρισε οπορτουνιστική και κατέληξε ότι το ζήτημα έπρεπε να συζητηθεί στην προσεχή συνεδρίαση της ΚΕ, όπως και έγινε στην 5η Ολομέλεια (Βλέπε ολόκληρη την Απόφαση, της 15/11/1948, του ΠΓ: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 299 – 316). Η Ολομέλεια ενέκρινε στο σύνολό της αυτή την απόφαση του ΠΓ, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα το 1950, στο τεύχος 8 του περιοδικού «Νέος Κόσμος».
Ορισμένες παρατηρήσεις για το θέμα
Για το θέμα της πλατφόρμας του Μ. Βαφειάδη, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως προκαλούν εντύπωση τα παρακάτω:
Απ’ όσα στοιχεία έχουμε υπόψη μας, ο Μ. Βαφειάδης ποτέ δεν είχε προηγούμενα καταθέσει στα όργανα του ΚΚΕ, κάποια από τις απόψεις που περιλαμβάνονται στην πλατφόρμα του, ενώ για πολλά που ασκεί κριτική, ο ίδιος είχε την πρώτη ευθύνη. Είναι δε, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στην πλατφόρμα του Βαφειάδη η απουσία οποιασδήποτε αυτοκριτικής διάθεσης. Κάτι, που δε θα έπρεπε να λείπει, αφού ο ίδιος διατέλεσε αρχηγός του ΔΣΕ από την ίδρυσή του. Αυτός είναι, που εισηγήθηκε τα στρατιωτικά ζητήματα στην 3η Ολομέλεια τον Σεπτέμβρη του 1947 και φυσικά αυτός είχε την πρώτη ευθύνη να δίνει διαβεβαιώσεις, για το τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να κάνει ο Δημοκρατικός Στρατός. Αν, π.χ., ο Βαφειάδης διαφωνούσε στην 3η Ολομέλεια και υποστήριζε ότι είναι αδύνατη η πραγματοποίηση του σχεδίου «ΛΙΜΝΕΣ», αν μαζί μ’ αυτόν διαφωνούσαν και τα υπόλοιπα στελέχη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στο βουνό και που πήραν μέρος στις εργασίες της, θα ήταν πολύ δύσκολο, να ληφθούν οι αποφάσεις που λήφθηκαν. Συνεπώς την πρώτη ευθύνη γι’ αυτές τις αποφάσεις την είχαν τα στελέχη του ΚΚΕ και μέλη της ΚΕ που ήταν στο Δημοκρατικό Στρατό και πρώτος απ’ όλους ο αρχηγός του.
Στην πλατφόρμα του Βαφειάδη, γίνονται βέβαια και σωστές κρίσεις, αλλά οι σοβαρότερες απ’ αυτές, όπως φαίνεται, πατάνε σε δύο βάρκες. Είναι δηλαδή άκρως αντιφατικές. Π.χ., γίνεται κριτική στο ΚΚΕ γιατί δεν τράβηξε αποφασιστικά στον ένοπλο αγώνα το 1946. Από την άλλη όμως, γίνεται εξίσου έντονη κριτική, γιατί δεν πήρε μέρος στις εκλογές που έγιναν την ίδια χρονιά. Και οι δύο κριτικές μαζί δεν μπορούν να υπάρξουν.
Σε ό,τι αφορά το θέμα «αντάρτικος ή τακτικός στρατός;», που θέτει ο Μ. Βαφειάδης, οφείλουμε να πούμε πως επρόκειτο για ψευτοδίλημμα. Ο ίδιος, σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου που ήταν αρχηγός του ΔΣΕ, ουδέποτε αντιτάχθηκε στο ζήτημα της εξέλιξης του Δημοκρατικού Στρατού σε τακτικό στρατό. Επίσης ο ΔΣΕ, αν και έδωσε τακτικές μάχες, ποτέ δεν εγκατέλειψε την αντάρτικη τακτική, αλλά επιδίωκε να συνδυάζει όπου μπορούσε – ανεξαρτήτως αν το έκανε πετυχημένα – και τις δύο μορφές διεξαγωγής πολέμου. Και πρέπει να σημειωθεί ότι ένας στρατός που ενδιαφέρεται να απελευθερώσει και να κρατήσει μια περιοχή είναι αδύνατο να το καταφέρει κάνοντας μόνο ανταρτοπόλεμο. Ο ανταρτοπόλεμος φθείρει τον αντίπαλο, τον εξουθενώνει, αλλά η κατάληψη και διατήρηση εδάφους μόνο με τακτικό στρατό γίνεται. Την αντάρτικη – και μόνο αντάρτικη – τακτική μπορεί να ακολουθεί ένας στρατός που το μόνο που επιδιώκει είναι να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης και φθοράς του αντιπάλου του και τίποτα περισσότερο. Τέτοιους στόχους ο ΔΣΕ δεν είχε. Ο ΔΣΕ – ανεξαρτήτως του τι αποδείχτηκε στην πορεία ότι μπορούσε να κάνει – επιδίωκε την ανατροπή της ντόπιας και ξένης αντίδρασης στην Ελλάδα και την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Η πίεση που ασκούσε στον αντίπαλο υποτασσόταν σ’ αυτήν τη στρατηγική και ποτέ δεν αποτέλεσε το άπαν της δράσης του.
Η κριτική στην περίοδο 1940 -`44
Με αφορμή τις απόψεις που διατύπωσε ο Μ. Βαφειάδης στην ιδεολογικοπολιτική του πλατφόρμα, ότι «δεν μπορεί ο ΔΣΕ να ανατρέψει ένοπλα το μοναρχοφασισμό με δικές του δυνάμεις στο άμεσο μέλλον, αλλά με άμεση στρατιωτική βοήθεια, που θα προέλθει απ’ την αναγνώριση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) απ’ τις φιλικές χώρες», η 5η Ολομέλεια προχώρησε και σε μια κριτική εκτίμηση του αγώνα του ΕΑΜικού κινήματος της περιόδου 1940 – ’45. Να σημειωθεί, ότι αυτή η κριτική είναι η πρώτη που έγινε γύρω από αυτό το ζήτημα, ύστερα από την 11η Ολομέλεια της ΚΕ του Κόμματος(Απρίλης 1945).
Στην πολιτική απόφαση της 5ης Ολομέλειας η παραπάνω άποψη του Μ. Βαφειάδη χαρακτηρίζεται οπορτουνιστική και γίνεται η εκτίμηση ότι πρόκειται για μια θεωρία που εδραιώθηκε στο ΚΚΕ στο διάστημα της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Η Ολομέλεια εκτίμησε, ότι στις συνθήκες που δημιούργησε ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, η νίκη της ΕΣΣΔ κατά του φασισμού και η εδραίωση λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων στις γειτονικές με τις Ελλάδα χώρες, η λαϊκοδημοκρατική απελευθέρωση της χώρας από την ντόπια αντίδραση και τον ιμπεριαλισμό ήταν δυνατή χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια. Επιπρόσθετα, η Ολομέλεια εκτίμησε ότι το Δεκέμβρη του ’44 το κίνημα μπορούσε να νικήσει, κι αν έχασε, έχασε από λάθη της ηγεσίας του και λόγω της λαθεμένης πολιτικής που ακολούθησε (Βλέπε: στο ίδιο, σελ. 332 – 333).
https://erodotos.wordpress.com
Το θέμα με τον Μ. Βαφειάδη έχει, σε συντομία, ως εξής:
Μετά τη μάχη του Γράμμου, ο Βαφειάδης απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του αρχηγού του ΔΣΕ και στάλθηκε στη Μόσχα για θεραπεία και ανάπαυση. Στη Μόσχα, ο Βαφειάδης παρέδωσε στο ΚΚΣΕ σημείωμα με τις απόψεις του για την κατάσταση στο ΚΚΕ και στο ΔΣΕ, καθώς και για την πορεία του ένοπλου αγώνα. Το Νοέμβρη του 1948, επέστρεψε στο βουνό και στη συνεδρίαση του ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος, στις 15/11/1948, παρέδωσε αυτό το σημείωμα στο καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος, όπου και έγινε συζήτηση και λήφθηκε σχετική απόφαση. Παρενθετικά οφείλουμε να εκφράσουμε επιφύλαξη για το αν αυτό το σημείωμα που ο Βαφειάδης παρέδωσε στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ είναι το ίδιο μ’ αυτό που έδωσε στο ΚΚΣΕ.
Στο σημείωμα, πάντως, που έδωσε στο ΚΚΕ κατηγορούσε το κόμμα ότι από παράδοση δεν είχε εσωκομματική δημοκρατία. Επέκρινε ως λαθεμένη τη στάση του Κόμματος για αποχή από τις εκλογές του 1946 και, ταυτόχρονα, ασκούσε κριτική γιατί δεν έγινε, τότε, αποφασιστικό τράβηγμα των κομματικών δυνάμεων και του λαϊκού κινήματος στον ένοπλο αγώνα. Αναφερόμενος στις αποφάσεις της 3ης Ολομέλειας, τις χαρακτήριζε ανεδαφικές, ενώ για τις αποφάσεις της 4ης Ολομέλειας υπογράμμιζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα κι ότι έγινε προσπάθεια συγκάλυψης των λαθών της κομματικής καθοδήγησης.
Ακόμη ο Βαφειάδης χαρακτήριζε πρόωρη τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και αναφερόμενος στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί το ’48 έκανε λόγο για σχετική πολιτικοστρατιωτική σταθεροποίηση του μοναρχοφασισμού και αντίστοιχη σταθεροποίηση του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Στο τι μέλλει γενέσθαι, τόνιζε ότι ο ΔΣΕ δε δύναται να νικήσει τον αντίπαλό του χωρίς εξωτερική στρατιωτική βοήθεια από τις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ και πρότεινε τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα με εντατική παρτιζάνικη δράση, αφού δεν ήταν δυνατή η αποδοχή από τον αντίπαλο μιας ειρηνικής λύσης του ελληνικού προβλήματος. Τέλος, ο Μ. Βαφειάδης υπογράμμιζε: «Η διατήρηση των σχηματισμών του τακτικού στρατού που δημιουργήσαμε με σκοπό να ανατρέψουμε το μοναρχοφασισμό, όπως καθόρισαν οι αποφάσεις μας, θα μας κρατήσουν, είτε το θέλουμε είτε όχι, στο πνεύμα της άμυνας και κόλλημα σε ορισμένες εχθρικές θέσεις που θα εμποδίσουν την έντονη παρτιζάνικη δράση με όλες τις συνέπειες»(Βλέπε ολόκληρο το κείμενο της πλατφόρμας του Μ. Βαφειάδη: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 482 – 489).
Το ΠΓ, με απόφασή του στις 15/11/1948, αποδοκίμασε την πλατφόρμα του Μ. Βαφειάδη, τη χαρακτήρισε οπορτουνιστική και κατέληξε ότι το ζήτημα έπρεπε να συζητηθεί στην προσεχή συνεδρίαση της ΚΕ, όπως και έγινε στην 5η Ολομέλεια (Βλέπε ολόκληρη την Απόφαση, της 15/11/1948, του ΠΓ: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 299 – 316). Η Ολομέλεια ενέκρινε στο σύνολό της αυτή την απόφαση του ΠΓ, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα το 1950, στο τεύχος 8 του περιοδικού «Νέος Κόσμος».
Ορισμένες παρατηρήσεις για το θέμα
Για το θέμα της πλατφόρμας του Μ. Βαφειάδη, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως προκαλούν εντύπωση τα παρακάτω:
Απ’ όσα στοιχεία έχουμε υπόψη μας, ο Μ. Βαφειάδης ποτέ δεν είχε προηγούμενα καταθέσει στα όργανα του ΚΚΕ, κάποια από τις απόψεις που περιλαμβάνονται στην πλατφόρμα του, ενώ για πολλά που ασκεί κριτική, ο ίδιος είχε την πρώτη ευθύνη. Είναι δε, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στην πλατφόρμα του Βαφειάδη η απουσία οποιασδήποτε αυτοκριτικής διάθεσης. Κάτι, που δε θα έπρεπε να λείπει, αφού ο ίδιος διατέλεσε αρχηγός του ΔΣΕ από την ίδρυσή του. Αυτός είναι, που εισηγήθηκε τα στρατιωτικά ζητήματα στην 3η Ολομέλεια τον Σεπτέμβρη του 1947 και φυσικά αυτός είχε την πρώτη ευθύνη να δίνει διαβεβαιώσεις, για το τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να κάνει ο Δημοκρατικός Στρατός. Αν, π.χ., ο Βαφειάδης διαφωνούσε στην 3η Ολομέλεια και υποστήριζε ότι είναι αδύνατη η πραγματοποίηση του σχεδίου «ΛΙΜΝΕΣ», αν μαζί μ’ αυτόν διαφωνούσαν και τα υπόλοιπα στελέχη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στο βουνό και που πήραν μέρος στις εργασίες της, θα ήταν πολύ δύσκολο, να ληφθούν οι αποφάσεις που λήφθηκαν. Συνεπώς την πρώτη ευθύνη γι’ αυτές τις αποφάσεις την είχαν τα στελέχη του ΚΚΕ και μέλη της ΚΕ που ήταν στο Δημοκρατικό Στρατό και πρώτος απ’ όλους ο αρχηγός του.
Στην πλατφόρμα του Βαφειάδη, γίνονται βέβαια και σωστές κρίσεις, αλλά οι σοβαρότερες απ’ αυτές, όπως φαίνεται, πατάνε σε δύο βάρκες. Είναι δηλαδή άκρως αντιφατικές. Π.χ., γίνεται κριτική στο ΚΚΕ γιατί δεν τράβηξε αποφασιστικά στον ένοπλο αγώνα το 1946. Από την άλλη όμως, γίνεται εξίσου έντονη κριτική, γιατί δεν πήρε μέρος στις εκλογές που έγιναν την ίδια χρονιά. Και οι δύο κριτικές μαζί δεν μπορούν να υπάρξουν.
Σε ό,τι αφορά το θέμα «αντάρτικος ή τακτικός στρατός;», που θέτει ο Μ. Βαφειάδης, οφείλουμε να πούμε πως επρόκειτο για ψευτοδίλημμα. Ο ίδιος, σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου που ήταν αρχηγός του ΔΣΕ, ουδέποτε αντιτάχθηκε στο ζήτημα της εξέλιξης του Δημοκρατικού Στρατού σε τακτικό στρατό. Επίσης ο ΔΣΕ, αν και έδωσε τακτικές μάχες, ποτέ δεν εγκατέλειψε την αντάρτικη τακτική, αλλά επιδίωκε να συνδυάζει όπου μπορούσε – ανεξαρτήτως αν το έκανε πετυχημένα – και τις δύο μορφές διεξαγωγής πολέμου. Και πρέπει να σημειωθεί ότι ένας στρατός που ενδιαφέρεται να απελευθερώσει και να κρατήσει μια περιοχή είναι αδύνατο να το καταφέρει κάνοντας μόνο ανταρτοπόλεμο. Ο ανταρτοπόλεμος φθείρει τον αντίπαλο, τον εξουθενώνει, αλλά η κατάληψη και διατήρηση εδάφους μόνο με τακτικό στρατό γίνεται. Την αντάρτικη – και μόνο αντάρτικη – τακτική μπορεί να ακολουθεί ένας στρατός που το μόνο που επιδιώκει είναι να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης και φθοράς του αντιπάλου του και τίποτα περισσότερο. Τέτοιους στόχους ο ΔΣΕ δεν είχε. Ο ΔΣΕ – ανεξαρτήτως του τι αποδείχτηκε στην πορεία ότι μπορούσε να κάνει – επιδίωκε την ανατροπή της ντόπιας και ξένης αντίδρασης στην Ελλάδα και την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Η πίεση που ασκούσε στον αντίπαλο υποτασσόταν σ’ αυτήν τη στρατηγική και ποτέ δεν αποτέλεσε το άπαν της δράσης του.
Η κριτική στην περίοδο 1940 -`44
Με αφορμή τις απόψεις που διατύπωσε ο Μ. Βαφειάδης στην ιδεολογικοπολιτική του πλατφόρμα, ότι «δεν μπορεί ο ΔΣΕ να ανατρέψει ένοπλα το μοναρχοφασισμό με δικές του δυνάμεις στο άμεσο μέλλον, αλλά με άμεση στρατιωτική βοήθεια, που θα προέλθει απ’ την αναγνώριση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) απ’ τις φιλικές χώρες», η 5η Ολομέλεια προχώρησε και σε μια κριτική εκτίμηση του αγώνα του ΕΑΜικού κινήματος της περιόδου 1940 – ’45. Να σημειωθεί, ότι αυτή η κριτική είναι η πρώτη που έγινε γύρω από αυτό το ζήτημα, ύστερα από την 11η Ολομέλεια της ΚΕ του Κόμματος(Απρίλης 1945).
Στην πολιτική απόφαση της 5ης Ολομέλειας η παραπάνω άποψη του Μ. Βαφειάδη χαρακτηρίζεται οπορτουνιστική και γίνεται η εκτίμηση ότι πρόκειται για μια θεωρία που εδραιώθηκε στο ΚΚΕ στο διάστημα της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Η Ολομέλεια εκτίμησε, ότι στις συνθήκες που δημιούργησε ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, η νίκη της ΕΣΣΔ κατά του φασισμού και η εδραίωση λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων στις γειτονικές με τις Ελλάδα χώρες, η λαϊκοδημοκρατική απελευθέρωση της χώρας από την ντόπια αντίδραση και τον ιμπεριαλισμό ήταν δυνατή χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια. Επιπρόσθετα, η Ολομέλεια εκτίμησε ότι το Δεκέμβρη του ’44 το κίνημα μπορούσε να νικήσει, κι αν έχασε, έχασε από λάθη της ηγεσίας του και λόγω της λαθεμένης πολιτικής που ακολούθησε (Βλέπε: στο ίδιο, σελ. 332 – 333).
https://erodotos.wordpress.com
Ο αγώνας του ΔΣΕ & η στάση της Γιουγκοσλαβίας
Μέρος 1ο
Η ιστορική προσέγγιση του θέματος
Σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του εμφυλίου πολέμου είναι η στάση που κράτησε η Γιουγκοσλαβία σ’ όλη τη διάρκειά του – και ιδιαίτερα στις αποφασιστικές του στιγμές – απέναντι στο ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα και τον ΔΣΕ. Είναι άλλωστε ευρύτερα γνωστό ότι η αποτίμηση του ρόλου του γιουγκοσλάβικου παράγοντα στο ελληνικό ζήτημα, προκαλούσε πάντοτε το ενδιαφέρον, τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου όσο και μετά. Για την έκβαση δε της σύγκρουσης, η στάση της Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκε καθοριστική, όχι μόνο από το ΚΚΕ και τον ΔΣΕ αλλά και από την αντίπαλη πλευρά. Το ΚΚΕ έκανε τότε λόγο, για πισώπλατο χτύπημα του Τίτο που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Αλλά και η άλλη πλευρά, οι νικητές του εμφυλίου, δεν υστέρησαν σε παρόμοιες εκτιμήσεις. «Η ρήξις Τίτο – Κομινφόρμ – σημειώνει π. χ. ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος – διέσπασε τον μηχανισμό της υποστηρίξεως και την ενότητα των συμμοριακών στελεχών. Η δημιουργία νέου μηχανισμού παροχής βοήθειας διά μέσου της Αλβανίας υπήρξεν ανεδαφική. Αι συνέπειαι του ρήγματος τούτου υπήρξαν καταστρεπτικαί διά τον συμμοριτισμόν, λόγω του κλεισίματος των συνόρων (Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών», σελ. 657). Παρόμοιες κρίσεις, με αυτή του Ζαφειρόπουλου, έχουν εκφραστεί αρκετές και μάλιστα, από πρώτης γραμμής κυβερνητικά και κρατικά στελέχη της περιόδου του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ
Επιστρέφοντας στο ΚΚΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μετά τον εμφύλιο, οι εκτιμήσεις του για το ρόλο της Γιουγκοσλαβίας στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις. Η 6η ολομέλεια της ΚΕ, τον Οκτώβρη του ’49, εκτίμησε ότι «είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η τιτοϊκή προδοσία χειροτέρεψε το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του ΔΣΕ». Ακόμη, η ολομέλεια κατηγόρησε, ανάμεσα στα άλλα, τη Γιουγκοσλαβία, για πέρασμα με τον ιμπεριαλισμό και για πισώπλατο χτύπημα στον ΔΣΕ (Βλέπε: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 7ος, σελ. 15).
Στην ομιλία του, στην 6η ολομέλεια – που κυκλοφόρησε σε μπροσούρα με τίτλο «Καινούρια κατάσταση – Καινούρια καθήκοντα» – ο Ν. Ζαχαριάδης πήγε ακόμη μακρύτερα σ’ αυτές τις εκτιμήσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Και πρέπει εδώ να το πούμε ανοιχτά, ότι αν απ’ το 1946 ήταν γνωστός ο άτιμος ρόλος του προβοκάτορα Τίτο, τότε το ΚΚΕ δε θα κατέληγε στην απόφαση να ξαναπάρει τα όπλα, θα ακολουθούσε άλλο δρόμο, πιο επίμονο, βασανιστικό, μακρύ, γιατί είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε μια νέα ένοπλη αντιπαράθεση χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα, τη στιγμή που ο μοναρχοφασισμός διέθετε την αμέριστη και ολόπλευρη αμερικανοαγγλική βοήθεια». (Ν. Ζαχαριάδη: «Συλλογή έργων» σελ. 465 – 466).
Η θέση αυτή διορθώθηκε γρήγορα και στην 7η ολομέλεια του 1950 αντικαταστάθηκε από την εκτίμηση, πως «αν γνωρίζαμε από το 1946 το ρόλο του Τίτο δε θα ξεκινούσαμε όπως ξεκινήσαμε».
Μετά την 6η ολομέλεια του 1956, οι κομματικές εκτιμήσεις για το ρόλο που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, πέρασαν από την άλλη μεριά. Εκεί που υπήρχε πρόβλημα, εκεί που εκτιμιόταν ότι η Γιουγκοσλαβία, στα 1948 – 49, πρόδωσε το ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα, όλα έγιναν μέλι – γάλα. Με απόφασή της τον Μάη του ’56, η ΚΕ του Κόμματος σημείωνε πως «η διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας το 1948, σαν συνέπεια της ξεσκεπασμένης τώρα προβοκατόρικης δράσης Μπέρια, ζημίωσε την υπόθεση των λαών των δύο χωρών, όπως και την υπόθεση του παγκόσμιου στρατοπέδου της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού». Προφανώς, η ΚΕ απέδιδε στον Μπέρια την ευθύνη, για το σπάσιμο των σχέσεων του ΚΚΓ με το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό), θεωρώντας ότι αυτό το γεγονός επηρέασε αποφασιστικά τις σχέσεις του ΚΚΕ με το γιουγκοσλάβικο κόμμα. Στη συνέχεια της απόφασης αποδίδονται ευθύνες στον Ζαχαριάδη, για τη διακοπή των σχέσεων των δύο κομμάτων και ο πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ κατηγορείται, ότι «προσπάθησε με συκοφαντικές επινοήσεις για «πισώπλατο χτύπημα» να μεταθέσει τις ευθύνες για την ήττα του ένοπλου αγώνα 1946 – 1949 στο αδελφό ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας, περιέπλεξε ακόμα πιο πολύ το ζήτημα τόσο από ελληνογιουγκοσλαβική, όσο και από διεθνή πλευρά» (Ντοκουμέντα του ΚΚΕ: Από την 6η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1956 – Ως την 7η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, σελ. 44 – 45).
Απ’ όσα αναφέραμε προκύπτει αβίαστα η ανάγκη να προσεγγίσουμε ψύχραιμα, αντικειμενικά και στο μέτρο του δυνατού ολοκληρωμένα, το ζήτημα του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας, τόσο στο ξεδίπλωμα του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, όσο και στην έκβαση που αυτός είχε.
Οι δύο φάσεις της γιουγκοσλάβικης πολιτικής
Στο ρόλο, που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, διακρίνονται σε χοντρές γραμμές δύο φάσεις, αντιθετικές μεταξύ τους. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο από την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου μέχρι τη στιγμή, που το Γιουγκοσλαβικό ΚΚ συγκρούεται με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και αποβάλλεται από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό). Η δεύτερη, αφορά την περίοδο από τη στιγμή εκείνη και μετά και έως την ήττα του ΔΣΕ.
Στην πρώτη φάση η Γιουγκοσλαβία βοηθάει αποφασιστικά τον ένοπλο αγώνα του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς να κατηγορηθεί ότι υπερβάλλει, πως στα πλαίσια του διεθνούς κομμουνιστικού και προοδευτικού κινήματος και για την ενίσχυση του αγώνα, που διεξήγαγε ο ελληνικός λαός και το ΚΚΕ, η Γιουγκοσλαβία είχε χρεωθεί με ειδικό – αποφασιστικής σημασίας – ρόλο. Αποτελούσε το κέντρο, μέσα από το οποίο περνούσε όλη η διεθνιστική βοήθεια που πήγαινε στον ΔΣΕ και ήταν ο βασικός ενδιάμεσος σταθμός επαφής του ΚΚΕ και του ΔΣΕ με το διεθνές προοδευτικό – επαναστατικό κίνημα και, τον ηγέτη του κινήματος αυτού, την ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, αποτελούσε χώρο υποδοχής τραυματιών του Δημοκρατικού Στρατού, χώρο εκπαίδευσης των ανταρτών και χώρο άντλησης εφεδρειών του ΔΣΕ, αφού πολλοί σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα – λόγω των δεινών του πολέμου – έβρισκαν καταφύγιο στη γιουγκοσλάβικη Μακεδονία. Επίσης, στη Γιουγκοσλαβία ήταν εγκατεστημένος και ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα». Ο ρόλος αυτός της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν τυχαίος και δεν της αποδόθηκε χωρίς σκέψη από το διεθνές κομμουνιστικό και προοδευτικό κίνημα. Μετά την ΕΣΣΔ, ήταν η πιο ισχυρή χώρα του λαϊκοδημοκρατικού – σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Συνόρευε με την Ελλάδα και στα χρόνια της κατοχής αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της ένα από τα ισχυρότερα αντάρτικα κινήματα στην Ευρώπη, ενάντια στο φασισμό. Αντίθετα, οι υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής, η Αλβανία και η Βουλγαρία, ήταν αρκετά αδύνατες και τα προηγούμενα καθεστώτα τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν συνεργαστεί με τον άξονα. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η Γιουγκοσλαβία συγκέντρωνε τις καλύτερες των προϋποθέσεων, για να αναλάβει την προώθηση της ενίσχυσης των Ελλήνων ανταρτών και ήταν – ή φαινόταν πως ήταν – η λιγότερο ευάλωτη στις επιθέσεις του ιμπεριαλισμού.
Μετά τη σύγκρουση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με το Γραφείο Πληροφοριών, και την αποπομπή του πρώτου από τις τάξεις του δεύτερου, η Γιουγκοσλαβία, εξ αντικειμένου δεν μπορούσε να παίξει τον παλιό της ρόλο, να λειτουργεί δηλαδή ως το κέντρο μεταφοράς της διεθνούς ενίσχυσης στο Δημοκρατικό Στρατό. Ούτε μπορούσε, να μεσολαβεί στο διεθνές προοδευτικό – κομμουνιστικό κίνημα, στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες για λογαριασμό του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, ούτε και το ελληνικό κίνημα μπορούσε μέσω της Γιουγκοσλαβίας να κρατάει τις διεθνείς επαφές του. Η αλλαγή του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας ήταν πλέον επιβεβλημένη από τα πράγματα κι αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όταν εξετάζεται ο ρόλος της στον αγώνα της περιόδου εκείνης, του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Ηταν, επίσης, επιβεβλημένο το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ να αναμορφώσουν και να αναδιατάξουν πλήρως τη μέχρι τότε δουλιά τους, στους τομείς που προηγουμένως καλύπτονταν μέσω της Γιουγκοσλαβίας.
Ολες αυτές οι αλλαγές, δε σήμαιναν φυσικά και υποχρεωτικό αντικειμενικά αδυνάτισμα της βοήθειας, που η Γιουγκοσλαβία, αυτή καθαυτή, έδινε στον ΔΣΕ, αν και εκεί πήγαν τα πράγματα. Σήμαιναν πολύ απλά, ότι αυτή η χώρα δε θα έπαιζε – γιατί δεν μπορούσε πλέον να παίξει – το διεθνή ρόλο, που της είχε αποδοθεί στο παρελθόν. Σταθμίζοντας αυτές τις εξελίξεις το ΚΚΕ, σε συνάρτηση με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα που διεξήγαγε, αν και στην 4η ολομέλεια της ΚΕ του πήρε απόφαση υπέρ του Ινφορμπιρό στη διαμάχη, που αυτό είχε με το ΚΚΓ, δεν ανακοίνωσε δημόσια αυτή του την απόφαση, αλλά εσωκομματικά, ενημέρωσε το γιουγκοσλαβικό κόμμα για τη θέση του και συμφώνησε μαζί του στην απρόσκοπτη συνέχιση της βοήθειας από μέρους της Γιουγκοσλαβίας στον αγώνα του ΔΣΕ. Στην πραγματικότητα, όμως, το ΚΚΓ ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική, παρεμβάλλοντας αργά, αλλά σταθερά, όλο και περισσότερα εμπόδια στον Δημοκρατικό Στρατό.
Τι ήταν το Γραφείο Πληροφοριών
Επειδή στο σημερινό μέρος του αφιερώματος χρησιμοποιούμε τον όρο «Γραφείο Πληροφοριών» (ήταν γνωστό επίσης και με δύο άλλες ονομασίες: Ινφορμπιρό ή Κομινφόρμ), θεωρήσαμε σκόπιμο να δώσουμε ορισμένες πληροφορίες γι’ αυτό.
Το ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ (Γραφείο Πληροφοριών) ή ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών – ονομασία που κυριάρχησε κυρίως στη Δύση) ιδρύθηκε στην Πολωνία το Σεπτέμβρη του 1947, από 9 κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Συγκεκριμένα το Γραφείο Πληροφοριών αποτελούνταν από τα εξής κόμματα: ΚΚ Σοβιετικής Ενωσης, ΚΚ Βουλγαρίας, Κόμμα Εργαζομένων Ουγγαρίας, Ενιαίο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας, Εργατικό Κόμμα Ρουμανίας, ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, ΚΚ Ιταλίας και ΚΚ Γαλλίας. Έδρα του Γραφείου Πληροφοριών αρχικά είχε οριστεί το Βελιγράδι. Δημοσιογραφικό όργανο του Γραφείου Πληροφοριών, σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, ήταν η εφημερίδα «Για Σταθερή Ειρήνη, Για τη Λαϊκή Δημοκρατία».
Η σύνθεση του Ινφορμπιρό άλλαξε με την αποπομπή του Γιουγκοσλαβικού ΚΚ από τις τάξεις του, στις 28 Ιούνη του ’48. Ετσι τα κόμματα που το αποτελούσαν έμειναν 8, χωρίς ποτέ να συμπληρωθεί το κενό με την προσχώρηση άλλου κόμματος, στη θέση του ΚΚΓ και χωρίς ποτέ να επιχειρηθεί ευρύτερη διεύρυνση και με άλλα κομμουνιστικά κόμματα.
Η ίδρυση του Γραφείου Πληροφοριών ήταν η πρώτη προσπάθεια – περιορισμένης έκτασης – για συντονισμό της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων, μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1943). Το κενό αυτού του συντονισμού είχε φανεί – τουλάχιστον – αμέσως μετά τον πόλεμο και το είχαν επισημάνει πολλά κομμουνιστικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ, το οποίο στο 7ο Συνέδριό του εξέδωσε και σχετικό ψήφισμα («Για τη διεθνή πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης»), όπου, μεταξύ άλλων, υπογραμμιζόταν: «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, πιστό στην υπόθεση της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, εκφράζει την ευχή να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμματα του κόσμου, που πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από αποχρώσεις, σε μια νέα ενιαία διεθνή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης» («Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 113).
Η ανάγκη διεθνούς συντονισμού της δράσης των ΚΚ υπογραμμίστηκε στην ιδρυτική διάσκεψη του Ινφορμπιρό στην Πολωνία και επισημάνθηκαν μάλιστα ορισμένα άκρως ανησυχητικά φαινόμενα, που καλλιεργήθηκαν μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Στην εισήγησή του, σ’ αυτή τη διάσκεψη ο Ζντάνοφ τόνισε, μεταξύ άλλων: «Ορισμένοι σύντροφοι πήραν το ζήτημα με τέτοιο τρόπο σαν η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς να σημαίνει και διακοπή κάθε σύνδεσης, κάθε επαφής ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα. Η πείρα έδειξε ακόμα ότι τέτοια έλλειψη σύνδεσης ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα δεν είναι σωστή, είναι επιζήμια και στην πραγματικότητα αφύσικη. Το Κομμουνιστικό Κίνημα αναπτύσσεται στα εθνικά πλαίσια, ταυτόχρονα όμως έχει και καθήκοντα και συμφέροντα κοινά για τα κόμματα διαφόρων χωρών… Αυτή η ανάγκη για σύσκεψη και εθελοντικό συντονισμό της δράσης των χωριστών Κομμουνιστικών Κομμάτων ωρίμασε ιδιαίτερα σήμερα, που η συνεχιζόμενη έλλειψη σύνδεσης μπορεί να οδηγήσει σε αδυνάτισμα της αμοιβαίας κατανόησης, και με τον καιρό σε σοβαρά λάθη» («Η σύσκεψη των 9 Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Πολωνία», Εκδοτικό Ελεύθερης Ελλάδας, Νοέμβρης 1947, σελ. 33).
Το Γραφείο Πληροφοριών αυτοδιαλύθηκε τον Απρίλη του 1956, περίπου ένα μήνα μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στη σχετική ανακοίνωση, που δημοσιεύτηκε στο δημοσιογραφικό του όργανο στις 17/4/1956 (αναδημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο περιοδικό του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος», τεύχος 4-5/1956, σελ. 17-18), τονίζεται η προσφορά του ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ, γίνεται επίκληση αλλαγής των συνθηκών σε σχέση με την εποχή της ίδρυσης του και υπογραμμίζεται: «Οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που ανήκουν στο Γραφείο Πληροφοριών, αφού αντάλλαξαν γνώμες πάνω στα ζητήματα της δράσης του, παραδέχτηκαν ότι το Γραφείο Πληροφοριών που ιδρύθηκε απ’ αυτές το 1947 εξάντλησε τις λειτουργίες του και γι’ αυτό αποφάσισαν ομόφωνα να σταματήσει η δράση του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων και η έκδοση του οργάνου του, της εφημερίδας «Για σταθερή ειρήνη, για τη λαϊκή δημοκρατία»».
https://erodotos.wordpress.com
Σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του εμφυλίου πολέμου είναι η στάση που κράτησε η Γιουγκοσλαβία σ’ όλη τη διάρκειά του – και ιδιαίτερα στις αποφασιστικές του στιγμές – απέναντι στο ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα και τον ΔΣΕ. Είναι άλλωστε ευρύτερα γνωστό ότι η αποτίμηση του ρόλου του γιουγκοσλάβικου παράγοντα στο ελληνικό ζήτημα, προκαλούσε πάντοτε το ενδιαφέρον, τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου όσο και μετά. Για την έκβαση δε της σύγκρουσης, η στάση της Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκε καθοριστική, όχι μόνο από το ΚΚΕ και τον ΔΣΕ αλλά και από την αντίπαλη πλευρά. Το ΚΚΕ έκανε τότε λόγο, για πισώπλατο χτύπημα του Τίτο που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Αλλά και η άλλη πλευρά, οι νικητές του εμφυλίου, δεν υστέρησαν σε παρόμοιες εκτιμήσεις. «Η ρήξις Τίτο – Κομινφόρμ – σημειώνει π. χ. ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος – διέσπασε τον μηχανισμό της υποστηρίξεως και την ενότητα των συμμοριακών στελεχών. Η δημιουργία νέου μηχανισμού παροχής βοήθειας διά μέσου της Αλβανίας υπήρξεν ανεδαφική. Αι συνέπειαι του ρήγματος τούτου υπήρξαν καταστρεπτικαί διά τον συμμοριτισμόν, λόγω του κλεισίματος των συνόρων (Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών», σελ. 657). Παρόμοιες κρίσεις, με αυτή του Ζαφειρόπουλου, έχουν εκφραστεί αρκετές και μάλιστα, από πρώτης γραμμής κυβερνητικά και κρατικά στελέχη της περιόδου του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ
Επιστρέφοντας στο ΚΚΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μετά τον εμφύλιο, οι εκτιμήσεις του για το ρόλο της Γιουγκοσλαβίας στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις. Η 6η ολομέλεια της ΚΕ, τον Οκτώβρη του ’49, εκτίμησε ότι «είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η τιτοϊκή προδοσία χειροτέρεψε το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του ΔΣΕ». Ακόμη, η ολομέλεια κατηγόρησε, ανάμεσα στα άλλα, τη Γιουγκοσλαβία, για πέρασμα με τον ιμπεριαλισμό και για πισώπλατο χτύπημα στον ΔΣΕ (Βλέπε: «Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ», τόμος 7ος, σελ. 15).
Στην ομιλία του, στην 6η ολομέλεια – που κυκλοφόρησε σε μπροσούρα με τίτλο «Καινούρια κατάσταση – Καινούρια καθήκοντα» – ο Ν. Ζαχαριάδης πήγε ακόμη μακρύτερα σ’ αυτές τις εκτιμήσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Και πρέπει εδώ να το πούμε ανοιχτά, ότι αν απ’ το 1946 ήταν γνωστός ο άτιμος ρόλος του προβοκάτορα Τίτο, τότε το ΚΚΕ δε θα κατέληγε στην απόφαση να ξαναπάρει τα όπλα, θα ακολουθούσε άλλο δρόμο, πιο επίμονο, βασανιστικό, μακρύ, γιατί είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε μια νέα ένοπλη αντιπαράθεση χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα, τη στιγμή που ο μοναρχοφασισμός διέθετε την αμέριστη και ολόπλευρη αμερικανοαγγλική βοήθεια». (Ν. Ζαχαριάδη: «Συλλογή έργων» σελ. 465 – 466).
Η θέση αυτή διορθώθηκε γρήγορα και στην 7η ολομέλεια του 1950 αντικαταστάθηκε από την εκτίμηση, πως «αν γνωρίζαμε από το 1946 το ρόλο του Τίτο δε θα ξεκινούσαμε όπως ξεκινήσαμε».
Μετά την 6η ολομέλεια του 1956, οι κομματικές εκτιμήσεις για το ρόλο που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, πέρασαν από την άλλη μεριά. Εκεί που υπήρχε πρόβλημα, εκεί που εκτιμιόταν ότι η Γιουγκοσλαβία, στα 1948 – 49, πρόδωσε το ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα, όλα έγιναν μέλι – γάλα. Με απόφασή της τον Μάη του ’56, η ΚΕ του Κόμματος σημείωνε πως «η διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας το 1948, σαν συνέπεια της ξεσκεπασμένης τώρα προβοκατόρικης δράσης Μπέρια, ζημίωσε την υπόθεση των λαών των δύο χωρών, όπως και την υπόθεση του παγκόσμιου στρατοπέδου της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού». Προφανώς, η ΚΕ απέδιδε στον Μπέρια την ευθύνη, για το σπάσιμο των σχέσεων του ΚΚΓ με το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό), θεωρώντας ότι αυτό το γεγονός επηρέασε αποφασιστικά τις σχέσεις του ΚΚΕ με το γιουγκοσλάβικο κόμμα. Στη συνέχεια της απόφασης αποδίδονται ευθύνες στον Ζαχαριάδη, για τη διακοπή των σχέσεων των δύο κομμάτων και ο πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ κατηγορείται, ότι «προσπάθησε με συκοφαντικές επινοήσεις για «πισώπλατο χτύπημα» να μεταθέσει τις ευθύνες για την ήττα του ένοπλου αγώνα 1946 – 1949 στο αδελφό ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας, περιέπλεξε ακόμα πιο πολύ το ζήτημα τόσο από ελληνογιουγκοσλαβική, όσο και από διεθνή πλευρά» (Ντοκουμέντα του ΚΚΕ: Από την 6η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1956 – Ως την 7η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, σελ. 44 – 45).
Απ’ όσα αναφέραμε προκύπτει αβίαστα η ανάγκη να προσεγγίσουμε ψύχραιμα, αντικειμενικά και στο μέτρο του δυνατού ολοκληρωμένα, το ζήτημα του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας, τόσο στο ξεδίπλωμα του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, όσο και στην έκβαση που αυτός είχε.
Οι δύο φάσεις της γιουγκοσλάβικης πολιτικής
Στο ρόλο, που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, διακρίνονται σε χοντρές γραμμές δύο φάσεις, αντιθετικές μεταξύ τους. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο από την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου μέχρι τη στιγμή, που το Γιουγκοσλαβικό ΚΚ συγκρούεται με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και αποβάλλεται από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό). Η δεύτερη, αφορά την περίοδο από τη στιγμή εκείνη και μετά και έως την ήττα του ΔΣΕ.
Στην πρώτη φάση η Γιουγκοσλαβία βοηθάει αποφασιστικά τον ένοπλο αγώνα του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς να κατηγορηθεί ότι υπερβάλλει, πως στα πλαίσια του διεθνούς κομμουνιστικού και προοδευτικού κινήματος και για την ενίσχυση του αγώνα, που διεξήγαγε ο ελληνικός λαός και το ΚΚΕ, η Γιουγκοσλαβία είχε χρεωθεί με ειδικό – αποφασιστικής σημασίας – ρόλο. Αποτελούσε το κέντρο, μέσα από το οποίο περνούσε όλη η διεθνιστική βοήθεια που πήγαινε στον ΔΣΕ και ήταν ο βασικός ενδιάμεσος σταθμός επαφής του ΚΚΕ και του ΔΣΕ με το διεθνές προοδευτικό – επαναστατικό κίνημα και, τον ηγέτη του κινήματος αυτού, την ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, αποτελούσε χώρο υποδοχής τραυματιών του Δημοκρατικού Στρατού, χώρο εκπαίδευσης των ανταρτών και χώρο άντλησης εφεδρειών του ΔΣΕ, αφού πολλοί σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα – λόγω των δεινών του πολέμου – έβρισκαν καταφύγιο στη γιουγκοσλάβικη Μακεδονία. Επίσης, στη Γιουγκοσλαβία ήταν εγκατεστημένος και ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα». Ο ρόλος αυτός της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν τυχαίος και δεν της αποδόθηκε χωρίς σκέψη από το διεθνές κομμουνιστικό και προοδευτικό κίνημα. Μετά την ΕΣΣΔ, ήταν η πιο ισχυρή χώρα του λαϊκοδημοκρατικού – σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Συνόρευε με την Ελλάδα και στα χρόνια της κατοχής αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της ένα από τα ισχυρότερα αντάρτικα κινήματα στην Ευρώπη, ενάντια στο φασισμό. Αντίθετα, οι υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής, η Αλβανία και η Βουλγαρία, ήταν αρκετά αδύνατες και τα προηγούμενα καθεστώτα τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν συνεργαστεί με τον άξονα. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η Γιουγκοσλαβία συγκέντρωνε τις καλύτερες των προϋποθέσεων, για να αναλάβει την προώθηση της ενίσχυσης των Ελλήνων ανταρτών και ήταν – ή φαινόταν πως ήταν – η λιγότερο ευάλωτη στις επιθέσεις του ιμπεριαλισμού.
Μετά τη σύγκρουση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με το Γραφείο Πληροφοριών, και την αποπομπή του πρώτου από τις τάξεις του δεύτερου, η Γιουγκοσλαβία, εξ αντικειμένου δεν μπορούσε να παίξει τον παλιό της ρόλο, να λειτουργεί δηλαδή ως το κέντρο μεταφοράς της διεθνούς ενίσχυσης στο Δημοκρατικό Στρατό. Ούτε μπορούσε, να μεσολαβεί στο διεθνές προοδευτικό – κομμουνιστικό κίνημα, στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες για λογαριασμό του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, ούτε και το ελληνικό κίνημα μπορούσε μέσω της Γιουγκοσλαβίας να κρατάει τις διεθνείς επαφές του. Η αλλαγή του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας ήταν πλέον επιβεβλημένη από τα πράγματα κι αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όταν εξετάζεται ο ρόλος της στον αγώνα της περιόδου εκείνης, του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Ηταν, επίσης, επιβεβλημένο το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ να αναμορφώσουν και να αναδιατάξουν πλήρως τη μέχρι τότε δουλιά τους, στους τομείς που προηγουμένως καλύπτονταν μέσω της Γιουγκοσλαβίας.
Ολες αυτές οι αλλαγές, δε σήμαιναν φυσικά και υποχρεωτικό αντικειμενικά αδυνάτισμα της βοήθειας, που η Γιουγκοσλαβία, αυτή καθαυτή, έδινε στον ΔΣΕ, αν και εκεί πήγαν τα πράγματα. Σήμαιναν πολύ απλά, ότι αυτή η χώρα δε θα έπαιζε – γιατί δεν μπορούσε πλέον να παίξει – το διεθνή ρόλο, που της είχε αποδοθεί στο παρελθόν. Σταθμίζοντας αυτές τις εξελίξεις το ΚΚΕ, σε συνάρτηση με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα που διεξήγαγε, αν και στην 4η ολομέλεια της ΚΕ του πήρε απόφαση υπέρ του Ινφορμπιρό στη διαμάχη, που αυτό είχε με το ΚΚΓ, δεν ανακοίνωσε δημόσια αυτή του την απόφαση, αλλά εσωκομματικά, ενημέρωσε το γιουγκοσλαβικό κόμμα για τη θέση του και συμφώνησε μαζί του στην απρόσκοπτη συνέχιση της βοήθειας από μέρους της Γιουγκοσλαβίας στον αγώνα του ΔΣΕ. Στην πραγματικότητα, όμως, το ΚΚΓ ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική, παρεμβάλλοντας αργά, αλλά σταθερά, όλο και περισσότερα εμπόδια στον Δημοκρατικό Στρατό.
Τι ήταν το Γραφείο Πληροφοριών
Επειδή στο σημερινό μέρος του αφιερώματος χρησιμοποιούμε τον όρο «Γραφείο Πληροφοριών» (ήταν γνωστό επίσης και με δύο άλλες ονομασίες: Ινφορμπιρό ή Κομινφόρμ), θεωρήσαμε σκόπιμο να δώσουμε ορισμένες πληροφορίες γι’ αυτό.
Το ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ (Γραφείο Πληροφοριών) ή ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών – ονομασία που κυριάρχησε κυρίως στη Δύση) ιδρύθηκε στην Πολωνία το Σεπτέμβρη του 1947, από 9 κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Συγκεκριμένα το Γραφείο Πληροφοριών αποτελούνταν από τα εξής κόμματα: ΚΚ Σοβιετικής Ενωσης, ΚΚ Βουλγαρίας, Κόμμα Εργαζομένων Ουγγαρίας, Ενιαίο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας, Εργατικό Κόμμα Ρουμανίας, ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, ΚΚ Ιταλίας και ΚΚ Γαλλίας. Έδρα του Γραφείου Πληροφοριών αρχικά είχε οριστεί το Βελιγράδι. Δημοσιογραφικό όργανο του Γραφείου Πληροφοριών, σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, ήταν η εφημερίδα «Για Σταθερή Ειρήνη, Για τη Λαϊκή Δημοκρατία».
Η σύνθεση του Ινφορμπιρό άλλαξε με την αποπομπή του Γιουγκοσλαβικού ΚΚ από τις τάξεις του, στις 28 Ιούνη του ’48. Ετσι τα κόμματα που το αποτελούσαν έμειναν 8, χωρίς ποτέ να συμπληρωθεί το κενό με την προσχώρηση άλλου κόμματος, στη θέση του ΚΚΓ και χωρίς ποτέ να επιχειρηθεί ευρύτερη διεύρυνση και με άλλα κομμουνιστικά κόμματα.
Η ίδρυση του Γραφείου Πληροφοριών ήταν η πρώτη προσπάθεια – περιορισμένης έκτασης – για συντονισμό της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων, μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1943). Το κενό αυτού του συντονισμού είχε φανεί – τουλάχιστον – αμέσως μετά τον πόλεμο και το είχαν επισημάνει πολλά κομμουνιστικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ, το οποίο στο 7ο Συνέδριό του εξέδωσε και σχετικό ψήφισμα («Για τη διεθνή πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης»), όπου, μεταξύ άλλων, υπογραμμιζόταν: «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, πιστό στην υπόθεση της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, εκφράζει την ευχή να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμματα του κόσμου, που πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από αποχρώσεις, σε μια νέα ενιαία διεθνή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης» («Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», τόμος 6ος, σελ. 113).
Η ανάγκη διεθνούς συντονισμού της δράσης των ΚΚ υπογραμμίστηκε στην ιδρυτική διάσκεψη του Ινφορμπιρό στην Πολωνία και επισημάνθηκαν μάλιστα ορισμένα άκρως ανησυχητικά φαινόμενα, που καλλιεργήθηκαν μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Στην εισήγησή του, σ’ αυτή τη διάσκεψη ο Ζντάνοφ τόνισε, μεταξύ άλλων: «Ορισμένοι σύντροφοι πήραν το ζήτημα με τέτοιο τρόπο σαν η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς να σημαίνει και διακοπή κάθε σύνδεσης, κάθε επαφής ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα. Η πείρα έδειξε ακόμα ότι τέτοια έλλειψη σύνδεσης ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα δεν είναι σωστή, είναι επιζήμια και στην πραγματικότητα αφύσικη. Το Κομμουνιστικό Κίνημα αναπτύσσεται στα εθνικά πλαίσια, ταυτόχρονα όμως έχει και καθήκοντα και συμφέροντα κοινά για τα κόμματα διαφόρων χωρών… Αυτή η ανάγκη για σύσκεψη και εθελοντικό συντονισμό της δράσης των χωριστών Κομμουνιστικών Κομμάτων ωρίμασε ιδιαίτερα σήμερα, που η συνεχιζόμενη έλλειψη σύνδεσης μπορεί να οδηγήσει σε αδυνάτισμα της αμοιβαίας κατανόησης, και με τον καιρό σε σοβαρά λάθη» («Η σύσκεψη των 9 Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Πολωνία», Εκδοτικό Ελεύθερης Ελλάδας, Νοέμβρης 1947, σελ. 33).
Το Γραφείο Πληροφοριών αυτοδιαλύθηκε τον Απρίλη του 1956, περίπου ένα μήνα μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στη σχετική ανακοίνωση, που δημοσιεύτηκε στο δημοσιογραφικό του όργανο στις 17/4/1956 (αναδημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο περιοδικό του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος», τεύχος 4-5/1956, σελ. 17-18), τονίζεται η προσφορά του ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ, γίνεται επίκληση αλλαγής των συνθηκών σε σχέση με την εποχή της ίδρυσης του και υπογραμμίζεται: «Οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που ανήκουν στο Γραφείο Πληροφοριών, αφού αντάλλαξαν γνώμες πάνω στα ζητήματα της δράσης του, παραδέχτηκαν ότι το Γραφείο Πληροφοριών που ιδρύθηκε απ’ αυτές το 1947 εξάντλησε τις λειτουργίες του και γι’ αυτό αποφάσισαν ομόφωνα να σταματήσει η δράση του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων και η έκδοση του οργάνου του, της εφημερίδας «Για σταθερή ειρήνη, για τη λαϊκή δημοκρατία»».
https://erodotos.wordpress.com
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ 1948 – ’49
Η βήμα – βήμα στροφή προς τη Δύση
Μέρος 2ο
Οι συνέπειες της στροφής αυτής στη στάση της Γιουγκοσλαβίας, απέναντι στον αγώνα του ΔΣΕ
Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό) έγινε επίσημα στις 28 Ιουνίου του 1948. Δύο μέρες μετά, οι Γιουγκοσλάβοι άρχισαν τις ανεπίσημες επαφές με τους Αμερικάνους διπλωμάτες στο Βελιγράδι. Οι Αμερικανοί ενημέρωσαν γι’ αυτό τους Βρετανούς και, όπως προκύπτει από τα αρχεία του Φόρεϊν Οφις, αυτή η ιστορία των επαφών έχει ως εξής: Ένα άτομο, ονόματι Dragnic, εμφανιζόμενος με πειστήρια ως φίλος του Τζίλας – και έχοντας έγκυρη κυβερνητική εξουσιοδότηση της χώρας του – βολιδοσκόπησε την αμερικάνικη πρεσβεία, για το αν υπήρχε η δυνατότητα να πάρει η Γιουγκοσλαβία κάποια βοήθεια από το σχέδιο Μάρσαλ. Ακόμη, ξεκαθάρισε στους Αμερικάνους συνομιλητές του «πως η Γιουγκοσλαβία αδημονούσε εξαιρετικά για το ταχύτερο ξεκαθάρισμα της ελληνικής κατάστασης, ενόψει του βάρους που πρόσθεταν οι Ελληνες πρόσφυγες στη γιουγκοσλαβική οικονομία, προσθέτοντας πως ένιωθε σίγουρος για το ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ενδιαφερόταν τώρα ιδιαίτερα, για την Ελλάδα, και επιμένοντας στο ότι η Γιουγκοσλαβία δε θα έδινε καμιά βοήθεια στους Ελληνες αντάρτες»
(Elisabeth Barker: «Η γιουγκοσλαβική πολιτική προς την Ελλάδα στα 1947 – 1949» και J. Pirjevec: «Η ρήξη Τίτο – Στάλιν και το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα». Βλέπε: «Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945 – 1949», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 304 και 332).
Αργά, αλλά σίγουρα…
Τότε, τα πράγματα ήταν ακόμη πρώιμα για ανοιχτή ανάπτυξη θερμών σχέσεων μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και των Δυτικών. Οι Δυτικοί συνέχισαν να ενθαρρύνουν τη Γιουγκοσλαβία στην πορεία της προς τη Δύση, αλλά είχαν κάθε λόγο, να μην βιάζονται για γρήγορα και τρανταχτά αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν, φοβούνταν τις εξελίξεις που μπορούσε να επιφέρει στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας ένα γρήγορο και ανοιχτό σφιχταγκάλιασμα με τον Τίτο. Φοβούνταν τις αντιδράσεις, που θα προκαλούσε μέσα στο ΚΚΓ και στον γιουγκοσλάβικο λαό η αποκάλυψη της προδοσίας. Επιθυμούσαν συνεπώς την ισχυροποίηση του Τίτο και το ξεκαθάρισμα οποιασδήποτε εσωτερικής αντιπολίτευσης, ώστε τα βήματα που θα γίνονταν να είναι σίγουρα και σταθερά. Ήθελαν να είναι σίγουροι πως κάθε βήμα του Τίτο προς τη Δύση θα ήταν χωρίς επιστροφή. Τέλος, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να δώσουν αφορμές, ώστε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και το Ινφορμπιρό να φανούν δικαιωμένοι, για τη στάση τους απέναντι στο ΚΚΓ.
Ο George Kennan είχε εκφράσει ωμά και κατηγορηματικά την άποψη πως οι Δυτικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να καταστρέψουν την προοπτική μιας σοβαρής ρωγμής στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, με μια εσπευσμένη και υπερβολικά φιλική πολιτική, που θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί η ΕΣΣΔ, «για να προκαλέσει αισθήματα αηδίας και αποστροφής μέσα σε ολόκληρο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ανάμεσα στους ίδιους τους οπαδούς του Τίτο» (στο ίδιο, σελ. 332).
Με αυτές τις εκτιμήσεις των Αμερικάνων συμφωνούσε και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπέβιν, ο οποίος έλεγε στον πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Λονδίνο: «Αν βγαίναμε να υποστηρίξουμε το στρατάρχη Τίτο τώρα, θα δημιουργούσαμε μια κατάσταση, στην οποία ο λαός του θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι συμπράττει με τις δυτικές δυνάμεις» (στο ίδιο, σελ. 302 – 303). Αλλά και ο ίδιος ο Τίτο δεν επιθυμούσε τα αποκαλυπτήρια της στροφής του προς τη Δύση. Γι’ αυτό, πέραν των άλλων, συνέχιζε – αν και με μειωμένους αισθητά ρυθμούς – να βοηθάει τον ΔΣΕ.
Η στροφή επιταχύνεται
Οι Αγγλοαμερικάνοι άρχισαν να σιγουρεύονται πως το καθεστώς του Τίτο σταθεροποιείται στη Γιουγκοσλαβία και πως δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής του ΚΚΓ στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, γύρω στο φθινόπωρο του 1948. Εκείνη την περίοδο, και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 1948, κορυφαίος αξιωματούχος του Φόρεϊν Οφις έγραφε πως δε φαινόταν δυνατή καμιά συμφιλίωση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τίτο και πρόσθετε: «Καθώς πρέπει να είναι προς όφελός μας, όταν βλέπουμε μια συνέχιση της τεταμένης κατάστασης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, δε θα πρέπει να αποκλείσουμε την ευκταία επιθυμία ενίσχυσης της γιουγκοσλάβικης διοίκησης, στο βαθμό που θα της επιτρέπει μετά βίας να συνεχίσει να υπάρχει, αλλά κάθε πολιτική συναλλαγή θα ήταν επικίνδυνη». Συμπλήρωνε, επίσης, ότι «οι πρόσφατες επιχειρήσεις εναντίον του Μάρκου δεν είχαν αποφασιστικό αποτέλεσμα, κατά μεγάλο μέρος λόγω της αλβανικής βοήθειας. Οι εκθέσεις της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια επιβεβαιώνουν ότι η βοήθεια προς τους αντάρτες του Μάρκου συνεχίζεται από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και, σε μικρότερο βαθμό, από τη Γιουγκοσλαβία» (στο ίδιο, σελ. 305).
Ετσι, κατά τη φθινοπωρινή Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ της εποχής εκείνης, τα πράγματα πήραν μια νέα τροπή. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Ales Bebler, δήλωνε στους Βρετανούς και συγκεκριμένα στον υφυπουργό Εξωτερικών, Μακ Νιλ, πως η Γιουγκοσλαβία χρειαζόταν επειγόντως τη δυτική βοήθεια για να επιβιώσει. Η απάντηση του Μπέβιν, για το τι έπρεπε να γίνει σε σχέση με τη γιουγκοσλάβικη έκκληση, ήταν σαφής και επιγραμματική: «Κρατήστε τους στην επιφάνεια». Ετσι, ως αποτέλεσμα αυτής της εντολής Μπέβιν, υπογράφηκε εμπορική συμφωνία Βρετανίας – Γιουγκοσλαβίας με διάρκεια ενός μόνο έτους.
Στην ίδια Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο πρόεδρός της dr Evatt προσπάθησε να προωθήσει μια προσέγγιση Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας. Η τελευταία, όμως, δεν ήταν ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν και είχε αρχίσει να περιορίζει τη βοήθεια προς τον Δημοκρατικό Στρατό, δεν μπορούσε και να τη διακόψει οριστικά. Επίσης, μια συμφωνία με το καθεστώς των Αθηνών, που η ίδια αποκαλούσε μοναρχοφασιστικό, ήταν αρκετή για να αποκαλύψει τη στροφή που είχε γίνει προς τη Δύση, τη συνδιαλλαγή με τον ιμπεριαλισμό και να δημιουργήσει έντονα εσωτερικά προβλήματα, ιδιαίτερα στο χώρο της ΛΔ της Μακεδονίας, όπου δεν ήταν λίγοι οι Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα, καθώς κι αυτοί που είχαν δικούς τους ανθρώπους – φίλους, συγγενείς, γνωστούς – που πολεμούσαν στον ΔΣΕ. Εξηγώντας, στον Βρετανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι, την απροθυμία της χώρας του, για προσέγγιση με την Ελλάδα, ο Bebler επικαλούνταν εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά εξέφραζε τη θέση πως, αν ήταν δυνατό να επιτευχθεί ένας διακανονισμός με την Ελλάδα, αυτό θα ήταν εξαιρετικά επωφελές για τη Γιουγκοσλαβία. Πρόσθετε δε – σύμφωνα πάντα με τις βρετανικές επίσημες πηγές – πως η κυβέρνησή του «έχει απαυδήσει και έχει κουραστεί να ενισχύει ένα συρφετό από Ελληνες πρόσφυγες, για τους οποίους το μόνο που αδημονούσαν οι Γιουγκοσλάβοι ήταν να απαλλαγούν απ’ αυτούς» (στο ίδιο, σελ. 307). Και ο Βρετανός πρεσβευτής τηλεγραφούσε στο Φόρεϊν Οφις στα τέλη Ιανουαρίου του 1949: «Αν ο Τίτο έμελλε να κάνει βήματα για να πετύχει μια ανεξάρτητη συμφωνία με την Ελλάδα, αυτό θα τον εξέθετε, όχι μόνο σ’ ένα ξέσπασμα από τις χειρότερες ύβρεις, και ίσως και σε χειρότερα, από μέρους των δυνάμεων της Κομινφόρμ, αλλά στις παρούσες συνθήκες και σε πολλές επικρίσεις από μη ευκαταφρόνητο τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας» (στο ίδιο, σελ. 308).
Στις 17 Φλεβάρη του 1949, οι Αμερικανοί έκαναν ένα ακόμη βήμα για την οικονομική ενίσχυση της Γιουγκοσλαβίας και για την ακόμη ισχυρότερη πρόσδεση της με τη Δύση. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ και ο πρόεδρος Τρούμαν υιοθέτησαν πρόταση για χαλάρωση των αμερικανικών ελέγχων στην απαγόρευση των εξαγωγών προς τη Γιουγκοσλαβία, ώστε να δοθεί επιτάχυνση «στις δυνάμεις οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής έλξης, που ωθούν αναπόδραστα τον Τίτο προς τη Δύση σε τόσο βαθμό, ώστε να είναι δυνατό να πειστεί ο Τίτο να σταματήσει τη βοήθειά του προς τους Ελληνες αντάρτες».
Προς την ολοκλήρωση της στροφής
Η σταδιακή, βήμα – βήμα προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τους Αγγλοαμερικάνους και η πρόσδεσή της όλο και περισσότερο σ’ αυτούς, άρχισε κάποια στιγμή, να αποδίδει καρπούς και στο ζήτημα της προσέγγισης Αθήνας – Βελιγραδίου. Στις 18 Μάρτη του 1949, ο Πιπινέλης πληροφορούσε τον Βρετανό πρεσβευτή στην Ελλάδα ότι η γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση, τηρώντας άκρα μυστικότητα, πρότεινε στην κυβέρνηση των Αθηνών, τη συνάντηση ενός Ελληνα και ενός Γιουγκοσλάβου εκπροσώπου, κατά προτίμηση στο Βελιγράδι, για να συζητηθεί το θέμα της συνεννόησης των δύο χωρών. Η γιουγκοσλάβικη αυτή πρωτοβουλία δεν έμελλε να έχει τύχη, γιατί διέρρευσε στον Τύπο με ελληνική ευθύνη.
Συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου η λονδρέζικη εφημερίδα «Daily Mail» δημοσίευσε μια συνέντευξη του αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών Ντ. Τσαλδάρη, ο οποίος δήλωνε ότι ενδέχεται μέσα σ’ ένα χρόνο η Ελλάδα να είναι σύμμαχος του Τίτο. Κατά πάσα πιθανότητα, η διαρροή αυτή δεν έγινε από λάθος του Τσαλδάρη. Προφανώς έγινε σκόπιμα, για να σφυγμομετρηθούν οι αντιδράσεις ή να εκβιαστεί η παραπέρα εξέλιξη της υπόθεσης και για να υπάρχει η δυνατότητα σε ευθετότερο χρόνο να κυλήσει περισσότερο ανεμπόδιστα η ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση.
Ετσι, στις 4 Απριλίου, ο Τσαλδάρης με μια υποτονική – και καθόλου πειστική – δήλωση διέψευσε όσα ο ίδιος είχε αφήσει να διαρρεύσουν. Το ίδιο έκαναν και οι Γιουγκοσλάβοι, τέσσερις μέρες αργότερα. Μάλιστα, οι τελευταίοι δεν προέβησαν σε επίσημη κυβερνητική διάψευση. Τη διάψευση έκανε ο διπλωματικός συντάκτης του πρακτορείου ειδήσεων Τανγιούγκ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι Γιουγκοσλάβοι ξεπέρασαν κάθε όριο υποκρισίας γύρω από το θέμα αυτό, αφού σε επίσημες επαφές που είχαν με το ΚΚΕ κατηγόρησαν το τελευταίο ότι αναπαραγάγει τις μυθοπλασίες και τις συκοφαντίες του Τσαλδάρη κατά της Γιουγκοσλαβίας, πριν οι ίδιοι έστω και μ’ αυτόν τον ανεπίσημο τρόπο διαψεύσουν τα περί επαφών τους με την Αθήνα. Κι όλα αυτά, γιατί ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε και σχολίασε όσα ο Τσαλδάρης είπε στην αγγλική εφημερίδα.
… και η ολοκλήρωσή της
Στις αρχές Μάη του 1949, το Βελιγράδι επισκέφθηκε ο Fitzrori Maclean, επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και προσωπικός φίλος του Τίτο. Ο Βρετανός αξιωματούχος είχε ως αποστολή να πάρει από τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη εγγυήσεις, για μια αποφασιστική στροφή της Γιουγκοσλαβίας πάνω στο ελληνικό ζήτημα, με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικών πλεονεκτημάτων από τη δύση. Στις 5 Μάη ο Maclean συναντήθηκε με τον Τίτο, γευμάτισαν, και του εξέθεσε τα καθέκαστα. Ο Τίτο δεν αρνήθηκε ότι η χώρα του βοήθησε το ΔΣΕ στο παρελθόν, τονίζοντας όμως ότι η κατάσταση πλέον είχε αλλάξει. Επισήμανε στο Βρετανό συνομιλητή του, ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί τη χορήγηση ασύλου στους πρόσφυγες από την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι δεν τους επιτρεπόταν πια (δηλαδή στους πρόσφυγες) να επιστρέψουν πίσω στο ΔΣΕ. Επίσης, ανέλαβε τη δέσμευση, πως και στο μέλλον δε θα επιτρεπόταν στους πρόσφυγες να γυρίσουν πίσω, ούτε και θα δινόταν άλλη βοήθεια στους αντάρτες. Τέλος, ο Τίτο ζήτησε από τον συνομιλητή του να μη γίνει γνωστή, για κανένα λόγο, αυτή του η δέσμευση, γιατί αυτό θα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Maclean υποσχέθηκε εχεμύθεια (στο ίδιο, σελ. 313 – 314 και 336 – 337). Οι Βρετανοί γνωστοποίησαν τις δεσμεύσεις του Τίτο μόνο στους Αμερικάνους, ούτως ώστε να υπάρξει συντονισμός στην παροχή πιστώσεων προς τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στους πολεμικούς σχεδιασμούς τους στην Ελλάδα.
Οι Γιουγκοσλάβοι τήρησαν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αμερικανός πρεσβευτής στο Βελιγράδι έγραφε, στις 26/5/49, στην αναφορά του προς την Ουάσιγκτον, ότι η γιουγκοσλαβική βοήθεια προς τους αντάρτες στερεύει, «ακόμη και η ηθική, ανθρωπιστική». Για την αποφασιστική αυτή της στροφή, η Γιουγκοσλαβία ενημέρωσε και την Αθήνα. Στα τέλη Μάη, ο Πιπινέλης γνωστοποιούσε στην αμερικανική πρεσβεία, πως κάποιος Γιουγκοσλάβος, ονόματι Μαρτίνοβιτς, ο οποίος κρατούσε τις μυστικές επαφές Αθηνών – Βελιγραδίου, ενημέρωσε Ελληνα αξιωματικό της ΚΥΠ, πως σύντομα η ελληνική κυβέρνηση θα άκουγε καλά νέα. Τα νέα αυτά δεν άργησαν να έρθουν. Στις 11 Ιουλίου 1949, ο Τίτο, μιλώντας στην πόλη Πόλα της Ιστρίας, ανακοίνωσε το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Βρήκε μάλιστα γι’ αυτό μια πολύ υποκριτική δικαιολογία. Αξιοποιώντας τις καταγγελίες του ΔΣΕ, ότι στις 5 Ιουλίου 1949 κυβερνητικά στρατεύματα πέρασαν από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησαν πισώπλατα τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, εμφάνισε το κλείσιμο των συνόρων ούτε λίγο – ούτε πολύ ως αναγκαία ενέργεια για να προστατευτεί η Γιουγκοσλαβία από συκοφαντίες. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι την ιστορία του πισώπλατου χτυπήματος «δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Ελληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού», υπονοώντας προφανώς την Κομινφόρμ και την ΕΣΣΔ. Αναμφίβολα επρόκειτο για μακιαβελισμό χωρίς προηγούμενο.
https://erodotos.wordpress.com
Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό) έγινε επίσημα στις 28 Ιουνίου του 1948. Δύο μέρες μετά, οι Γιουγκοσλάβοι άρχισαν τις ανεπίσημες επαφές με τους Αμερικάνους διπλωμάτες στο Βελιγράδι. Οι Αμερικανοί ενημέρωσαν γι’ αυτό τους Βρετανούς και, όπως προκύπτει από τα αρχεία του Φόρεϊν Οφις, αυτή η ιστορία των επαφών έχει ως εξής: Ένα άτομο, ονόματι Dragnic, εμφανιζόμενος με πειστήρια ως φίλος του Τζίλας – και έχοντας έγκυρη κυβερνητική εξουσιοδότηση της χώρας του – βολιδοσκόπησε την αμερικάνικη πρεσβεία, για το αν υπήρχε η δυνατότητα να πάρει η Γιουγκοσλαβία κάποια βοήθεια από το σχέδιο Μάρσαλ. Ακόμη, ξεκαθάρισε στους Αμερικάνους συνομιλητές του «πως η Γιουγκοσλαβία αδημονούσε εξαιρετικά για το ταχύτερο ξεκαθάρισμα της ελληνικής κατάστασης, ενόψει του βάρους που πρόσθεταν οι Ελληνες πρόσφυγες στη γιουγκοσλαβική οικονομία, προσθέτοντας πως ένιωθε σίγουρος για το ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ενδιαφερόταν τώρα ιδιαίτερα, για την Ελλάδα, και επιμένοντας στο ότι η Γιουγκοσλαβία δε θα έδινε καμιά βοήθεια στους Ελληνες αντάρτες»
(Elisabeth Barker: «Η γιουγκοσλαβική πολιτική προς την Ελλάδα στα 1947 – 1949» και J. Pirjevec: «Η ρήξη Τίτο – Στάλιν και το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα». Βλέπε: «Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945 – 1949», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 304 και 332).
Αργά, αλλά σίγουρα…
Τότε, τα πράγματα ήταν ακόμη πρώιμα για ανοιχτή ανάπτυξη θερμών σχέσεων μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και των Δυτικών. Οι Δυτικοί συνέχισαν να ενθαρρύνουν τη Γιουγκοσλαβία στην πορεία της προς τη Δύση, αλλά είχαν κάθε λόγο, να μην βιάζονται για γρήγορα και τρανταχτά αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν, φοβούνταν τις εξελίξεις που μπορούσε να επιφέρει στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας ένα γρήγορο και ανοιχτό σφιχταγκάλιασμα με τον Τίτο. Φοβούνταν τις αντιδράσεις, που θα προκαλούσε μέσα στο ΚΚΓ και στον γιουγκοσλάβικο λαό η αποκάλυψη της προδοσίας. Επιθυμούσαν συνεπώς την ισχυροποίηση του Τίτο και το ξεκαθάρισμα οποιασδήποτε εσωτερικής αντιπολίτευσης, ώστε τα βήματα που θα γίνονταν να είναι σίγουρα και σταθερά. Ήθελαν να είναι σίγουροι πως κάθε βήμα του Τίτο προς τη Δύση θα ήταν χωρίς επιστροφή. Τέλος, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να δώσουν αφορμές, ώστε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και το Ινφορμπιρό να φανούν δικαιωμένοι, για τη στάση τους απέναντι στο ΚΚΓ.
Ο George Kennan είχε εκφράσει ωμά και κατηγορηματικά την άποψη πως οι Δυτικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να καταστρέψουν την προοπτική μιας σοβαρής ρωγμής στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, με μια εσπευσμένη και υπερβολικά φιλική πολιτική, που θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί η ΕΣΣΔ, «για να προκαλέσει αισθήματα αηδίας και αποστροφής μέσα σε ολόκληρο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ανάμεσα στους ίδιους τους οπαδούς του Τίτο» (στο ίδιο, σελ. 332).
Με αυτές τις εκτιμήσεις των Αμερικάνων συμφωνούσε και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπέβιν, ο οποίος έλεγε στον πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Λονδίνο: «Αν βγαίναμε να υποστηρίξουμε το στρατάρχη Τίτο τώρα, θα δημιουργούσαμε μια κατάσταση, στην οποία ο λαός του θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι συμπράττει με τις δυτικές δυνάμεις» (στο ίδιο, σελ. 302 – 303). Αλλά και ο ίδιος ο Τίτο δεν επιθυμούσε τα αποκαλυπτήρια της στροφής του προς τη Δύση. Γι’ αυτό, πέραν των άλλων, συνέχιζε – αν και με μειωμένους αισθητά ρυθμούς – να βοηθάει τον ΔΣΕ.
Η στροφή επιταχύνεται
Οι Αγγλοαμερικάνοι άρχισαν να σιγουρεύονται πως το καθεστώς του Τίτο σταθεροποιείται στη Γιουγκοσλαβία και πως δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής του ΚΚΓ στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, γύρω στο φθινόπωρο του 1948. Εκείνη την περίοδο, και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 1948, κορυφαίος αξιωματούχος του Φόρεϊν Οφις έγραφε πως δε φαινόταν δυνατή καμιά συμφιλίωση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τίτο και πρόσθετε: «Καθώς πρέπει να είναι προς όφελός μας, όταν βλέπουμε μια συνέχιση της τεταμένης κατάστασης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, δε θα πρέπει να αποκλείσουμε την ευκταία επιθυμία ενίσχυσης της γιουγκοσλάβικης διοίκησης, στο βαθμό που θα της επιτρέπει μετά βίας να συνεχίσει να υπάρχει, αλλά κάθε πολιτική συναλλαγή θα ήταν επικίνδυνη». Συμπλήρωνε, επίσης, ότι «οι πρόσφατες επιχειρήσεις εναντίον του Μάρκου δεν είχαν αποφασιστικό αποτέλεσμα, κατά μεγάλο μέρος λόγω της αλβανικής βοήθειας. Οι εκθέσεις της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια επιβεβαιώνουν ότι η βοήθεια προς τους αντάρτες του Μάρκου συνεχίζεται από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και, σε μικρότερο βαθμό, από τη Γιουγκοσλαβία» (στο ίδιο, σελ. 305).
Ετσι, κατά τη φθινοπωρινή Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ της εποχής εκείνης, τα πράγματα πήραν μια νέα τροπή. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Ales Bebler, δήλωνε στους Βρετανούς και συγκεκριμένα στον υφυπουργό Εξωτερικών, Μακ Νιλ, πως η Γιουγκοσλαβία χρειαζόταν επειγόντως τη δυτική βοήθεια για να επιβιώσει. Η απάντηση του Μπέβιν, για το τι έπρεπε να γίνει σε σχέση με τη γιουγκοσλάβικη έκκληση, ήταν σαφής και επιγραμματική: «Κρατήστε τους στην επιφάνεια». Ετσι, ως αποτέλεσμα αυτής της εντολής Μπέβιν, υπογράφηκε εμπορική συμφωνία Βρετανίας – Γιουγκοσλαβίας με διάρκεια ενός μόνο έτους.
Στην ίδια Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο πρόεδρός της dr Evatt προσπάθησε να προωθήσει μια προσέγγιση Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας. Η τελευταία, όμως, δεν ήταν ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν και είχε αρχίσει να περιορίζει τη βοήθεια προς τον Δημοκρατικό Στρατό, δεν μπορούσε και να τη διακόψει οριστικά. Επίσης, μια συμφωνία με το καθεστώς των Αθηνών, που η ίδια αποκαλούσε μοναρχοφασιστικό, ήταν αρκετή για να αποκαλύψει τη στροφή που είχε γίνει προς τη Δύση, τη συνδιαλλαγή με τον ιμπεριαλισμό και να δημιουργήσει έντονα εσωτερικά προβλήματα, ιδιαίτερα στο χώρο της ΛΔ της Μακεδονίας, όπου δεν ήταν λίγοι οι Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα, καθώς κι αυτοί που είχαν δικούς τους ανθρώπους – φίλους, συγγενείς, γνωστούς – που πολεμούσαν στον ΔΣΕ. Εξηγώντας, στον Βρετανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι, την απροθυμία της χώρας του, για προσέγγιση με την Ελλάδα, ο Bebler επικαλούνταν εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά εξέφραζε τη θέση πως, αν ήταν δυνατό να επιτευχθεί ένας διακανονισμός με την Ελλάδα, αυτό θα ήταν εξαιρετικά επωφελές για τη Γιουγκοσλαβία. Πρόσθετε δε – σύμφωνα πάντα με τις βρετανικές επίσημες πηγές – πως η κυβέρνησή του «έχει απαυδήσει και έχει κουραστεί να ενισχύει ένα συρφετό από Ελληνες πρόσφυγες, για τους οποίους το μόνο που αδημονούσαν οι Γιουγκοσλάβοι ήταν να απαλλαγούν απ’ αυτούς» (στο ίδιο, σελ. 307). Και ο Βρετανός πρεσβευτής τηλεγραφούσε στο Φόρεϊν Οφις στα τέλη Ιανουαρίου του 1949: «Αν ο Τίτο έμελλε να κάνει βήματα για να πετύχει μια ανεξάρτητη συμφωνία με την Ελλάδα, αυτό θα τον εξέθετε, όχι μόνο σ’ ένα ξέσπασμα από τις χειρότερες ύβρεις, και ίσως και σε χειρότερα, από μέρους των δυνάμεων της Κομινφόρμ, αλλά στις παρούσες συνθήκες και σε πολλές επικρίσεις από μη ευκαταφρόνητο τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας» (στο ίδιο, σελ. 308).
Στις 17 Φλεβάρη του 1949, οι Αμερικανοί έκαναν ένα ακόμη βήμα για την οικονομική ενίσχυση της Γιουγκοσλαβίας και για την ακόμη ισχυρότερη πρόσδεση της με τη Δύση. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ και ο πρόεδρος Τρούμαν υιοθέτησαν πρόταση για χαλάρωση των αμερικανικών ελέγχων στην απαγόρευση των εξαγωγών προς τη Γιουγκοσλαβία, ώστε να δοθεί επιτάχυνση «στις δυνάμεις οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής έλξης, που ωθούν αναπόδραστα τον Τίτο προς τη Δύση σε τόσο βαθμό, ώστε να είναι δυνατό να πειστεί ο Τίτο να σταματήσει τη βοήθειά του προς τους Ελληνες αντάρτες».
Προς την ολοκλήρωση της στροφής
Η σταδιακή, βήμα – βήμα προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τους Αγγλοαμερικάνους και η πρόσδεσή της όλο και περισσότερο σ’ αυτούς, άρχισε κάποια στιγμή, να αποδίδει καρπούς και στο ζήτημα της προσέγγισης Αθήνας – Βελιγραδίου. Στις 18 Μάρτη του 1949, ο Πιπινέλης πληροφορούσε τον Βρετανό πρεσβευτή στην Ελλάδα ότι η γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση, τηρώντας άκρα μυστικότητα, πρότεινε στην κυβέρνηση των Αθηνών, τη συνάντηση ενός Ελληνα και ενός Γιουγκοσλάβου εκπροσώπου, κατά προτίμηση στο Βελιγράδι, για να συζητηθεί το θέμα της συνεννόησης των δύο χωρών. Η γιουγκοσλάβικη αυτή πρωτοβουλία δεν έμελλε να έχει τύχη, γιατί διέρρευσε στον Τύπο με ελληνική ευθύνη.
Συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου η λονδρέζικη εφημερίδα «Daily Mail» δημοσίευσε μια συνέντευξη του αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών Ντ. Τσαλδάρη, ο οποίος δήλωνε ότι ενδέχεται μέσα σ’ ένα χρόνο η Ελλάδα να είναι σύμμαχος του Τίτο. Κατά πάσα πιθανότητα, η διαρροή αυτή δεν έγινε από λάθος του Τσαλδάρη. Προφανώς έγινε σκόπιμα, για να σφυγμομετρηθούν οι αντιδράσεις ή να εκβιαστεί η παραπέρα εξέλιξη της υπόθεσης και για να υπάρχει η δυνατότητα σε ευθετότερο χρόνο να κυλήσει περισσότερο ανεμπόδιστα η ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση.
Ετσι, στις 4 Απριλίου, ο Τσαλδάρης με μια υποτονική – και καθόλου πειστική – δήλωση διέψευσε όσα ο ίδιος είχε αφήσει να διαρρεύσουν. Το ίδιο έκαναν και οι Γιουγκοσλάβοι, τέσσερις μέρες αργότερα. Μάλιστα, οι τελευταίοι δεν προέβησαν σε επίσημη κυβερνητική διάψευση. Τη διάψευση έκανε ο διπλωματικός συντάκτης του πρακτορείου ειδήσεων Τανγιούγκ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι Γιουγκοσλάβοι ξεπέρασαν κάθε όριο υποκρισίας γύρω από το θέμα αυτό, αφού σε επίσημες επαφές που είχαν με το ΚΚΕ κατηγόρησαν το τελευταίο ότι αναπαραγάγει τις μυθοπλασίες και τις συκοφαντίες του Τσαλδάρη κατά της Γιουγκοσλαβίας, πριν οι ίδιοι έστω και μ’ αυτόν τον ανεπίσημο τρόπο διαψεύσουν τα περί επαφών τους με την Αθήνα. Κι όλα αυτά, γιατί ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» μετέδωσε και σχολίασε όσα ο Τσαλδάρης είπε στην αγγλική εφημερίδα.
… και η ολοκλήρωσή της
Στις αρχές Μάη του 1949, το Βελιγράδι επισκέφθηκε ο Fitzrori Maclean, επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και προσωπικός φίλος του Τίτο. Ο Βρετανός αξιωματούχος είχε ως αποστολή να πάρει από τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη εγγυήσεις, για μια αποφασιστική στροφή της Γιουγκοσλαβίας πάνω στο ελληνικό ζήτημα, με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικών πλεονεκτημάτων από τη δύση. Στις 5 Μάη ο Maclean συναντήθηκε με τον Τίτο, γευμάτισαν, και του εξέθεσε τα καθέκαστα. Ο Τίτο δεν αρνήθηκε ότι η χώρα του βοήθησε το ΔΣΕ στο παρελθόν, τονίζοντας όμως ότι η κατάσταση πλέον είχε αλλάξει. Επισήμανε στο Βρετανό συνομιλητή του, ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί τη χορήγηση ασύλου στους πρόσφυγες από την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι δεν τους επιτρεπόταν πια (δηλαδή στους πρόσφυγες) να επιστρέψουν πίσω στο ΔΣΕ. Επίσης, ανέλαβε τη δέσμευση, πως και στο μέλλον δε θα επιτρεπόταν στους πρόσφυγες να γυρίσουν πίσω, ούτε και θα δινόταν άλλη βοήθεια στους αντάρτες. Τέλος, ο Τίτο ζήτησε από τον συνομιλητή του να μη γίνει γνωστή, για κανένα λόγο, αυτή του η δέσμευση, γιατί αυτό θα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Maclean υποσχέθηκε εχεμύθεια (στο ίδιο, σελ. 313 – 314 και 336 – 337). Οι Βρετανοί γνωστοποίησαν τις δεσμεύσεις του Τίτο μόνο στους Αμερικάνους, ούτως ώστε να υπάρξει συντονισμός στην παροχή πιστώσεων προς τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στους πολεμικούς σχεδιασμούς τους στην Ελλάδα.
Οι Γιουγκοσλάβοι τήρησαν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αμερικανός πρεσβευτής στο Βελιγράδι έγραφε, στις 26/5/49, στην αναφορά του προς την Ουάσιγκτον, ότι η γιουγκοσλαβική βοήθεια προς τους αντάρτες στερεύει, «ακόμη και η ηθική, ανθρωπιστική». Για την αποφασιστική αυτή της στροφή, η Γιουγκοσλαβία ενημέρωσε και την Αθήνα. Στα τέλη Μάη, ο Πιπινέλης γνωστοποιούσε στην αμερικανική πρεσβεία, πως κάποιος Γιουγκοσλάβος, ονόματι Μαρτίνοβιτς, ο οποίος κρατούσε τις μυστικές επαφές Αθηνών – Βελιγραδίου, ενημέρωσε Ελληνα αξιωματικό της ΚΥΠ, πως σύντομα η ελληνική κυβέρνηση θα άκουγε καλά νέα. Τα νέα αυτά δεν άργησαν να έρθουν. Στις 11 Ιουλίου 1949, ο Τίτο, μιλώντας στην πόλη Πόλα της Ιστρίας, ανακοίνωσε το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Βρήκε μάλιστα γι’ αυτό μια πολύ υποκριτική δικαιολογία. Αξιοποιώντας τις καταγγελίες του ΔΣΕ, ότι στις 5 Ιουλίου 1949 κυβερνητικά στρατεύματα πέρασαν από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησαν πισώπλατα τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, εμφάνισε το κλείσιμο των συνόρων ούτε λίγο – ούτε πολύ ως αναγκαία ενέργεια για να προστατευτεί η Γιουγκοσλαβία από συκοφαντίες. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι την ιστορία του πισώπλατου χτυπήματος «δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Ελληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού», υπονοώντας προφανώς την Κομινφόρμ και την ΕΣΣΔ. Αναμφίβολα επρόκειτο για μακιαβελισμό χωρίς προηγούμενο.
https://erodotos.wordpress.com
1948-1949:Η εξέλιξη των σχέσεων ΚΚΕ & ΚΚ Γιουγκοσλαβίας
Μέρος 3ο
Αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό, γύρω από τον αγώνα του ΔΣΕ και τη στάση της Γιουγκοσλαβίας, μετά τη ρήξη με το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό), αφορά το λεγόμενο πισώπλατο χτύπημα. Δηλαδή, την καταγγελία του ΚΚΕ, ότι στις 5 Ιουλίου του 1949 κυβερνητικά στρατεύματα, σε συμφωνία με τους Γιουγκοσλάβους, πέρασαν από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησαν πισώπλατα τις δυνάμεις του ΔΣΕ στο Καϊμακτσαλάν. Βέβαια, το ΚΚΕ, όταν μιλούσε για πισώπλατο χτύπημα, δε στεκόταν μόνο στο τι έγινε στο Καϊμακτσαλάν τον Ιούλη του ’49. Αυτό ήταν το τρανταχτό γεγονός – ή μη γεγονός – που έμεινε γύρω από την καταγγελία του Κόμματος, με αποτέλεσμα να αποπροσανατολίζεται η όλη συζήτηση για τη στάση της Γιουγκοσλαβίας και το θέμα να εξαντλείται στα πλαίσια του εξής διλήμματος: Πέρασαν ή δεν πέρασαν τα κυβερνητικά στρατεύματα μέσα από το γιουγκοσλάβικο έδαφος;
Αν ναι, τότε η Γιουγκοσλαβία πρόδωσε.
Αν όχι, ήταν αθώα.
Μάλιστα, ο μακαρίτης πια Αλέκος Παπαπαναγιώτου – παλιό στέλεχος του ΚΚΕ, του ΔΣΕ και μετά το ’68 του Εσωτερικού – έγραψε ολόκληρη μπροσούρα, που πρωτοκυκλοφόρησε στα σέρβικα και στη συνέχεια στα ελληνικά, για να αποδείξει την αθωότητα της Γιουγκοσλαβίας, Προφανώς, γιατί ένιωθε τύψεις ή θέλοντας να δικαιολογήσει την κατοπινή του στάση, αφού αυτός ήταν που είχε δώσει τις πληροφορίες, για το πισώπλατο χτύπημα στο Καϊμακτσαλάν. Πάντως, στη βάση του διλήμματος που προαναφέραμε, κρίθηκε μετά το 1956 και η πολιτική του Κόμματος επί Ζαχαριάδη απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, προς το τέλος του Εμφυλίου και μετά από αυτόν. Είναι γεγονός, όμως, ότι τόσο ο Ζαχαριάδης, που συνέβαλε στη διαμόρφωση της πολιτικής του Κόμματος απέναντι στο ΚΚΓ μέχρι το 1956, όσο και αυτοί που έκριναν αυτή την πολιτική, γνώριζαν ότι το θέμα ήταν ευρύτερο και δεν είχε ούτε την αρχή ούτε και το τέλος του στο Καϊμακτσαλάν.
Μετά τη σύγκρουση ΚΚΓ – Ινφορμπιρό
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με άλλη ευκαιρία, η αρχική στάση της Γιουγκοσλαβίας – μετά τη σύγκρουση με το Ινφορμπιρό – ήταν θετική, σχετικά με τη συνέχιση της από μέρους της βοήθειας προς τον Δημοκρατικό Στρατό. Επίσης, το ΚΚΓ δεν έδειχνε να ενοχλείται, που θα έχανε το παλιό του ρόλο και αντιμετώπιζε, κατά τα φαινόμενα, με κατανόηση τη δύσκολη θέση του ΚΚΕ, αναγνωρίζοντας το δικαίωμά του να πάρει τη θέση, που αυτό νόμιζε απέναντι στη διαμάχη Γιουγκοσλαβίας – Γραφείου Πληροφοριών. Δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν εξαρτούσε τη βοήθεια που θα έδινε προς τον ΔΣΕ από τη θέση του ΚΚΕ υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Επίσης, το ΚΚΕ ανέλαβε την υποχρέωση να μην δημοσιοποιήσει τη θέση του και να μην δώσει το ίδιο αφορμές, για εκτόξευση κατηγοριών σε βάρος των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι στις σχέσεις των δύο κομμάτων δεν είχε εισχωρήσει η επιφυλακτικότητα και η δυσπιστία. Ηταν λογικό να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί, όμως, και να ισχυριστεί ότι αυτοί ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν, στη μετέπειτα ρήξη. Αναμφίβολα, οι σχέσεις των δύο κομμάτων, αν και δύσκολες, θα μπορούσαν να συνεχιστούν στη βάση της επαναστατικής αλληλεγγύης και του προλεταριακού διεθνισμού, με την προϋπόθεση της τροποποίησης αυτών των σχέσεων συνεργασίας και την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, το ΚΚΕ απέσυρε την υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπροσωπεία του, που είχε στο Βελιγράδι, καθώς και τους μηχανισμούς της δουλιάς του, όπως, π.χ., το ραδιοσταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα», τον οποίο μετέφερε στη Βουλγαρία.
Διαφορετικοί δρόμοι και στόχοι
Η σύγκρουση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με το Γραφείο Πληροφοριών δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας, που τροποποιούσε τις σχέσεις αυτού του κόμματος με το ΚΚΕ και το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα στην Ελλάδα. Αμέσως μετά απ’ αυτήν την εξέλιξη, στις σχέσεις των δύο κομμάτων εισχώρησε και η στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τη Δύση και τους Αγγλοαμερικάνους. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η επιλογή αυτή των Γιουγκοσλάβων τορπίλιζε οποιαδήποτε συνεργασία. Τα δύο κόμματα απομακρύνονταν το ένα από το άλλο και οι δρόμοι που είχαν διαλέξει για να πορευτούν καθίσταντο πλέον διαμετρικά αντίθετοι. Οσο προχωρούσε η σύνδεση της Γιουγκοσλαβίας με τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η στάση της απέναντι στο ελληνικό αντάρτικο και στο ΚΚΕ τροποποιούνταν προς το δυσμενέστερο. Αργά, αλλά σταθερά και με μέθοδο, το Βελιγράδι άρχισε να υψώνει συνεχώς προσκόμματα στον αγώνα του ΔΣΕ, μέχρι που στο τέλος ξέκοψε οριστικά οποιαδήποτε σχέση είχε μ’ αυτόν.
Τα προβλήματα άρχισαν να ογκώνονται γύρω στο φθινόπωρο του ’48, όταν η Γιουγκοσλαβία άρχισε να μπαίνει, για τα καλά πλέον, στην αγκαλιά των Δυτικών. Ετσι, δεν αρκέστηκε μόνο στο να δυσκολεύει τον αγώνα του αντάρτικου κινήματος στην Ελλάδα, αλλά και να τον υπονομεύει στην πράξη. Με αιχμή το Μακεδονικό, αξιοποίησε τις δυνατότητες παρέμβασης, που είχε στο χώρο των Σλαβομακεδόνων, προκαλώντας διαλυτική δουλιά στις τάξεις του ΔΣΕ (λιποταξίες, δημιουργία προσφυγικού κινήματος από Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας που περνούσαν στο έδαφος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας κλπ.).
Πρωταγωνιστικό ρόλο γι’ αυτούς τους σκοπούς έπαιξε μια ομάδα ηγετών Σλαβομακεδόνων του ΝΟΦ (Γκότσε, Κεραμιτζίεφ, Οτσε, Σλαβιάνκα κ.α.), που πέρασε στα Σκόπια, εγκαταστάθηκε εκεί και, με την κάλυψη, την ενίσχυση και την καθοδήγηση, τόσο της τοπικής ηγεσίας, όσο και του Βελιγραδίου, επιδόθηκε με ζήλο στο προαναφερόμενο έργο. Από το ραδιοσταθμό των Σκοπίων, καλούσε με εκπομπές τους Σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους, να μην σκοτώνονται άδικα στο Δημοκρατικό Στρατό, να μην έχουν εμπιστοσύνη στο ΚΚΕ, γιατί θα τους προδώσει και να περάσουν στη ΛΔ της Μακεδονίας για να σωθούν από τον πόλεμο. Η προπαγάνδα αυτή μεταφέρθηκε – στο μέτρο του δυνατού – και μέσα στις τάξεις του ΔΣΕ με την αποστολή πρακτόρων, οι οποίοι περνούσαν τα σύνορα δήθεν για να καταταγούν και να πολεμήσουν με τους αντάρτες.
Ακόμη, η ομάδα αυτή – η οποία πρέπει να σημειωθεί πως ζητούσε από το ΚΚΕ να δηλώσει ότι η Μακεδονία του Αιγαίου θα ενωθεί με τη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία – αλώνιζε τα στρατόπεδα των προσφύγων Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας, που υπήρχαν στο γιουγκοσλάβικο έδαφος, κάνοντας την ίδια προπαγάνδα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, οι γιουγκοσλαβικές αρχές απαγόρευαν στα στελέχη του ΚΚΕ και του ΔΣΕ να επισκέπτονται αυτά τα στρατόπεδα και να κάνουν πολιτική δουλιά, για την εξασφάλιση εφεδρειών στο Δημοκρατικό Στρατό. Αξίζει, δε, να σημειώσουμε πως όταν το ΚΚΕ και οι σλαβομακεδονικές οργανώσεις του ΔΣΕ κατήγγειλαν ανοιχτά και ονομαστικά τους Γκότσε – Κεραμιτζίεφ κ.ά. για τη δράση τους, η αεροπορία της κυβέρνησης των Αθηνών γέμισε με προκηρύξεις τα σλαβομακεδονικά χωριά της ελληνικής επικράτειας και καλούσε τους Σλαβομακεδόνες να ρωτήσουν το ΚΚΕ τι έκανε τους ηγέτες τους!!! (Βλέπε: Απόφαση του καθοδηγητικού Αχτίφ της ΚΟΕΜ για την εθνικιστική – προδοτική κλίκα Κεραμιτζίεφ – Γκότσε,σελ. 16 – 18). Να υποθέσει κανείς ότι αυτό έγινε γιατί η ντόπια αντίδραση ήθελε τον τεμαχισμό της ελληνικής επικράτειας και υποστήριζε τις αποσχιστικές τάσεις στο χώρο της ελληνική Μακεδονίας..;
Η Γιουγκοσλαβία δεν αρκέστηκε μόνο στις παραπάνω ενέργειες σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού. Ανάμεσα στα πολλά – και χρησιμοποιώντας διάφορες προφάσεις – απαγόρευσε να περνάει από το έδαφός της η διεθνιστική βοήθεια προς το ΔΣΕ που προερχόταν μέσω Βουλγαρίας από την ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και μαχητές που είχαν πάει για ανάρρωση σ’ αυτές τις χώρες. Επίσης επικαλούνταν τον παλιό της, ουσιαστικά, ρόλο και ούτε λίγο – ούτε πολύ ήθελε να έχει τον πρώτο λόγο στις σχέσεις του ΚΚΕ με τα αδελφά κόμματα, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι το λαϊκοδημοκρατικό και αντάρτικο κίνημα στην Ελλάδα είχε την ανάγκη της.
Η στάση του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ προσπάθησε να ξεπεράσει τα προβλήματα που δημιουργούσε η Γιουγκοσλαβία και να έρθει σε μια συνεννόηση μαζί της. Ταυτόχρονα, πήρε και πολιτικά μέτρα για να εμποδίσει τη διαλυτική δουλιά. Σ’ αυτά τα πολιτικά μέτρα εντάσσεται και η απόφαση της 5ης Ολομέλειας γύρω από το Μακεδονικό. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι το ΚΚΕ απέφυγε για μεγάλο χρονικό διάστημα, να καταγγείλει για τη στάση της αυτή τη Γιουγκοσλαβία. Προχώρησε δε σ’ αυτή την καταγγελία προς το τέλος του Εμφυλίου και αφού είχε πλέον ολοφάνερα κριθεί η τελική έκβασή του, με άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη (έφερε τον τίτλο: «Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα»), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ινφορμπιρό στις 1/8/1949 και στο τεύχος 8 του Περιοδικού «Δημοκρατικός Στρατός». Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μία από τις βασικές αιτίες που γράφτηκε αυτό το άρθρο είναι και το γεγονός ότι στην ηγεσία του Κόμματος θεωρούνταν βέβαιο πως στο Καϊμακτσαλάν πραγματοποιήθηκε πισώπλατο χτύπημα.
Πριν, όμως, φτάσουμε στην ανοιχτή καταγγελία, η ηγεσία του ΚΚΕ είχε επαφές με την ηγεσία του ΚΚΓ για τη λύση των προβλημάτων που προαναφέραμε. Πραγματοποιήθηκαν δύο κύκλοι συναντήσεων. Συγκεκριμένα, το Φλεβάρη του ’49, ο Μ. Πορφυρογένης, ως εκπρόσωπος του Κόμματος, συνοδευόμενος από τον εκπρόσωπο του ΝΟΦ και υπουργό της ΠΔΚ, Πασχάλη Μητρόφσκι, επισκέφτηκε τα Σκόπια και το Βελιγράδι. Στα Σκόπια συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της ΛΔ της Μακεδονίας, Κονισέφσκι, και το υπουργό Εσωτερικών, Αμπας, όπου και έθεσε τα προβλήματα χωρίς όμως να επιτύχει λύσεις. Στο Βελιγράδι, συναντήθηκε με το μέλος της ΚΕ του ΚΚΓ Πόπι Βόιντα, αλλά κι αυτή η συνάντηση ήταν άκαρπη. Στη συνέχεια, τον Απρίλη του ’49, το Βελιγράδι επισκέφτηκε ο Π. Ρούσος, ο οποίος συναντήθηκε με τον στρατηγό Ράνκοβιτς, ηγετικό στέλεχος του γιουγκοσλαβικού κόμματος και στενό συνεργάτη του Τίτο. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η διαπίστωση του αδιεξόδου στις σχέσεις των δύο κομμάτων. Τα πράγματα, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, είχαν πάρει το δρόμο τους και η ρήξη ήταν ζήτημα χρόνου.
https://erodotos.wordpress.com
Αν ναι, τότε η Γιουγκοσλαβία πρόδωσε.
Αν όχι, ήταν αθώα.
Μάλιστα, ο μακαρίτης πια Αλέκος Παπαπαναγιώτου – παλιό στέλεχος του ΚΚΕ, του ΔΣΕ και μετά το ’68 του Εσωτερικού – έγραψε ολόκληρη μπροσούρα, που πρωτοκυκλοφόρησε στα σέρβικα και στη συνέχεια στα ελληνικά, για να αποδείξει την αθωότητα της Γιουγκοσλαβίας, Προφανώς, γιατί ένιωθε τύψεις ή θέλοντας να δικαιολογήσει την κατοπινή του στάση, αφού αυτός ήταν που είχε δώσει τις πληροφορίες, για το πισώπλατο χτύπημα στο Καϊμακτσαλάν. Πάντως, στη βάση του διλήμματος που προαναφέραμε, κρίθηκε μετά το 1956 και η πολιτική του Κόμματος επί Ζαχαριάδη απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, προς το τέλος του Εμφυλίου και μετά από αυτόν. Είναι γεγονός, όμως, ότι τόσο ο Ζαχαριάδης, που συνέβαλε στη διαμόρφωση της πολιτικής του Κόμματος απέναντι στο ΚΚΓ μέχρι το 1956, όσο και αυτοί που έκριναν αυτή την πολιτική, γνώριζαν ότι το θέμα ήταν ευρύτερο και δεν είχε ούτε την αρχή ούτε και το τέλος του στο Καϊμακτσαλάν.
Μετά τη σύγκρουση ΚΚΓ – Ινφορμπιρό
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με άλλη ευκαιρία, η αρχική στάση της Γιουγκοσλαβίας – μετά τη σύγκρουση με το Ινφορμπιρό – ήταν θετική, σχετικά με τη συνέχιση της από μέρους της βοήθειας προς τον Δημοκρατικό Στρατό. Επίσης, το ΚΚΓ δεν έδειχνε να ενοχλείται, που θα έχανε το παλιό του ρόλο και αντιμετώπιζε, κατά τα φαινόμενα, με κατανόηση τη δύσκολη θέση του ΚΚΕ, αναγνωρίζοντας το δικαίωμά του να πάρει τη θέση, που αυτό νόμιζε απέναντι στη διαμάχη Γιουγκοσλαβίας – Γραφείου Πληροφοριών. Δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν εξαρτούσε τη βοήθεια που θα έδινε προς τον ΔΣΕ από τη θέση του ΚΚΕ υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Επίσης, το ΚΚΕ ανέλαβε την υποχρέωση να μην δημοσιοποιήσει τη θέση του και να μην δώσει το ίδιο αφορμές, για εκτόξευση κατηγοριών σε βάρος των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών. Βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι στις σχέσεις των δύο κομμάτων δεν είχε εισχωρήσει η επιφυλακτικότητα και η δυσπιστία. Ηταν λογικό να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί, όμως, και να ισχυριστεί ότι αυτοί ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν, στη μετέπειτα ρήξη. Αναμφίβολα, οι σχέσεις των δύο κομμάτων, αν και δύσκολες, θα μπορούσαν να συνεχιστούν στη βάση της επαναστατικής αλληλεγγύης και του προλεταριακού διεθνισμού, με την προϋπόθεση της τροποποίησης αυτών των σχέσεων συνεργασίας και την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, το ΚΚΕ απέσυρε την υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπροσωπεία του, που είχε στο Βελιγράδι, καθώς και τους μηχανισμούς της δουλιάς του, όπως, π.χ., το ραδιοσταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα», τον οποίο μετέφερε στη Βουλγαρία.
Διαφορετικοί δρόμοι και στόχοι
Η σύγκρουση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με το Γραφείο Πληροφοριών δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας, που τροποποιούσε τις σχέσεις αυτού του κόμματος με το ΚΚΕ και το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα στην Ελλάδα. Αμέσως μετά απ’ αυτήν την εξέλιξη, στις σχέσεις των δύο κομμάτων εισχώρησε και η στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τη Δύση και τους Αγγλοαμερικάνους. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η επιλογή αυτή των Γιουγκοσλάβων τορπίλιζε οποιαδήποτε συνεργασία. Τα δύο κόμματα απομακρύνονταν το ένα από το άλλο και οι δρόμοι που είχαν διαλέξει για να πορευτούν καθίσταντο πλέον διαμετρικά αντίθετοι. Οσο προχωρούσε η σύνδεση της Γιουγκοσλαβίας με τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η στάση της απέναντι στο ελληνικό αντάρτικο και στο ΚΚΕ τροποποιούνταν προς το δυσμενέστερο. Αργά, αλλά σταθερά και με μέθοδο, το Βελιγράδι άρχισε να υψώνει συνεχώς προσκόμματα στον αγώνα του ΔΣΕ, μέχρι που στο τέλος ξέκοψε οριστικά οποιαδήποτε σχέση είχε μ’ αυτόν.
Τα προβλήματα άρχισαν να ογκώνονται γύρω στο φθινόπωρο του ’48, όταν η Γιουγκοσλαβία άρχισε να μπαίνει, για τα καλά πλέον, στην αγκαλιά των Δυτικών. Ετσι, δεν αρκέστηκε μόνο στο να δυσκολεύει τον αγώνα του αντάρτικου κινήματος στην Ελλάδα, αλλά και να τον υπονομεύει στην πράξη. Με αιχμή το Μακεδονικό, αξιοποίησε τις δυνατότητες παρέμβασης, που είχε στο χώρο των Σλαβομακεδόνων, προκαλώντας διαλυτική δουλιά στις τάξεις του ΔΣΕ (λιποταξίες, δημιουργία προσφυγικού κινήματος από Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας που περνούσαν στο έδαφος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας κλπ.).
Πρωταγωνιστικό ρόλο γι’ αυτούς τους σκοπούς έπαιξε μια ομάδα ηγετών Σλαβομακεδόνων του ΝΟΦ (Γκότσε, Κεραμιτζίεφ, Οτσε, Σλαβιάνκα κ.α.), που πέρασε στα Σκόπια, εγκαταστάθηκε εκεί και, με την κάλυψη, την ενίσχυση και την καθοδήγηση, τόσο της τοπικής ηγεσίας, όσο και του Βελιγραδίου, επιδόθηκε με ζήλο στο προαναφερόμενο έργο. Από το ραδιοσταθμό των Σκοπίων, καλούσε με εκπομπές τους Σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους, να μην σκοτώνονται άδικα στο Δημοκρατικό Στρατό, να μην έχουν εμπιστοσύνη στο ΚΚΕ, γιατί θα τους προδώσει και να περάσουν στη ΛΔ της Μακεδονίας για να σωθούν από τον πόλεμο. Η προπαγάνδα αυτή μεταφέρθηκε – στο μέτρο του δυνατού – και μέσα στις τάξεις του ΔΣΕ με την αποστολή πρακτόρων, οι οποίοι περνούσαν τα σύνορα δήθεν για να καταταγούν και να πολεμήσουν με τους αντάρτες.
Ακόμη, η ομάδα αυτή – η οποία πρέπει να σημειωθεί πως ζητούσε από το ΚΚΕ να δηλώσει ότι η Μακεδονία του Αιγαίου θα ενωθεί με τη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία – αλώνιζε τα στρατόπεδα των προσφύγων Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας, που υπήρχαν στο γιουγκοσλάβικο έδαφος, κάνοντας την ίδια προπαγάνδα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, οι γιουγκοσλαβικές αρχές απαγόρευαν στα στελέχη του ΚΚΕ και του ΔΣΕ να επισκέπτονται αυτά τα στρατόπεδα και να κάνουν πολιτική δουλιά, για την εξασφάλιση εφεδρειών στο Δημοκρατικό Στρατό. Αξίζει, δε, να σημειώσουμε πως όταν το ΚΚΕ και οι σλαβομακεδονικές οργανώσεις του ΔΣΕ κατήγγειλαν ανοιχτά και ονομαστικά τους Γκότσε – Κεραμιτζίεφ κ.ά. για τη δράση τους, η αεροπορία της κυβέρνησης των Αθηνών γέμισε με προκηρύξεις τα σλαβομακεδονικά χωριά της ελληνικής επικράτειας και καλούσε τους Σλαβομακεδόνες να ρωτήσουν το ΚΚΕ τι έκανε τους ηγέτες τους!!! (Βλέπε: Απόφαση του καθοδηγητικού Αχτίφ της ΚΟΕΜ για την εθνικιστική – προδοτική κλίκα Κεραμιτζίεφ – Γκότσε,σελ. 16 – 18). Να υποθέσει κανείς ότι αυτό έγινε γιατί η ντόπια αντίδραση ήθελε τον τεμαχισμό της ελληνικής επικράτειας και υποστήριζε τις αποσχιστικές τάσεις στο χώρο της ελληνική Μακεδονίας..;
Η Γιουγκοσλαβία δεν αρκέστηκε μόνο στις παραπάνω ενέργειες σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού. Ανάμεσα στα πολλά – και χρησιμοποιώντας διάφορες προφάσεις – απαγόρευσε να περνάει από το έδαφός της η διεθνιστική βοήθεια προς το ΔΣΕ που προερχόταν μέσω Βουλγαρίας από την ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και μαχητές που είχαν πάει για ανάρρωση σ’ αυτές τις χώρες. Επίσης επικαλούνταν τον παλιό της, ουσιαστικά, ρόλο και ούτε λίγο – ούτε πολύ ήθελε να έχει τον πρώτο λόγο στις σχέσεις του ΚΚΕ με τα αδελφά κόμματα, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι το λαϊκοδημοκρατικό και αντάρτικο κίνημα στην Ελλάδα είχε την ανάγκη της.
Η στάση του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ προσπάθησε να ξεπεράσει τα προβλήματα που δημιουργούσε η Γιουγκοσλαβία και να έρθει σε μια συνεννόηση μαζί της. Ταυτόχρονα, πήρε και πολιτικά μέτρα για να εμποδίσει τη διαλυτική δουλιά. Σ’ αυτά τα πολιτικά μέτρα εντάσσεται και η απόφαση της 5ης Ολομέλειας γύρω από το Μακεδονικό. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι το ΚΚΕ απέφυγε για μεγάλο χρονικό διάστημα, να καταγγείλει για τη στάση της αυτή τη Γιουγκοσλαβία. Προχώρησε δε σ’ αυτή την καταγγελία προς το τέλος του Εμφυλίου και αφού είχε πλέον ολοφάνερα κριθεί η τελική έκβασή του, με άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη (έφερε τον τίτλο: «Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα»), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ινφορμπιρό στις 1/8/1949 και στο τεύχος 8 του Περιοδικού «Δημοκρατικός Στρατός». Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μία από τις βασικές αιτίες που γράφτηκε αυτό το άρθρο είναι και το γεγονός ότι στην ηγεσία του Κόμματος θεωρούνταν βέβαιο πως στο Καϊμακτσαλάν πραγματοποιήθηκε πισώπλατο χτύπημα.
Πριν, όμως, φτάσουμε στην ανοιχτή καταγγελία, η ηγεσία του ΚΚΕ είχε επαφές με την ηγεσία του ΚΚΓ για τη λύση των προβλημάτων που προαναφέραμε. Πραγματοποιήθηκαν δύο κύκλοι συναντήσεων. Συγκεκριμένα, το Φλεβάρη του ’49, ο Μ. Πορφυρογένης, ως εκπρόσωπος του Κόμματος, συνοδευόμενος από τον εκπρόσωπο του ΝΟΦ και υπουργό της ΠΔΚ, Πασχάλη Μητρόφσκι, επισκέφτηκε τα Σκόπια και το Βελιγράδι. Στα Σκόπια συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της ΛΔ της Μακεδονίας, Κονισέφσκι, και το υπουργό Εσωτερικών, Αμπας, όπου και έθεσε τα προβλήματα χωρίς όμως να επιτύχει λύσεις. Στο Βελιγράδι, συναντήθηκε με το μέλος της ΚΕ του ΚΚΓ Πόπι Βόιντα, αλλά κι αυτή η συνάντηση ήταν άκαρπη. Στη συνέχεια, τον Απρίλη του ’49, το Βελιγράδι επισκέφτηκε ο Π. Ρούσος, ο οποίος συναντήθηκε με τον στρατηγό Ράνκοβιτς, ηγετικό στέλεχος του γιουγκοσλαβικού κόμματος και στενό συνεργάτη του Τίτο. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η διαπίστωση του αδιεξόδου στις σχέσεις των δύο κομμάτων. Τα πράγματα, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, είχαν πάρει το δρόμο τους και η ρήξη ήταν ζήτημα χρόνου.
https://erodotos.wordpress.com
ΦΛΕΒΑΡΗΣ 1949 : Πρώτος κύκλος επαφών του ΚΚΕ με το ΚΚΓ
Μέρος 4ο
Η συνοπτική έκθεση του Μ. Πορφυρογένη στην καθοδήγηση του ΚΚΕ
Σε προηγούμενα σημειώματα αναφερθήκαμε στις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚ Γιουγκοσλαβίας μετά την αποπομπή του τελευταίου από το Γραφείο Πληροφοριών. Επίσης μιλήσαμε, εν συντομία, για τις επαφές που είχε, στα 1949, το ΚΚΕ με το Γιουγκοσλάβικο κόμμα, ούτως ώστε να ξεπεραστούν μέσα από συνεννόηση τα προβλήματα που δημιουργούσαν στον αγώνα του ΔΣΕ οι Γιουγκοσλάβοι.
Ο πρώτος κύκλος επαφών των δύο κομμάτων πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του ’49 με την επίσκεψη του Μ. Πορφυρογένη στα Σκόπια και στο Βελιγράδι. Ο Πορφυρογένης, μαζί με τον Πασχάλη Μητρόφσκι – στέλεχος του ΝΟΦ και υπουργός στην ΠΔΚ – μετά τον ανασχηματισμό της που αποφάσισε η 5η Ολομέλεια, έφτασε στα Σκόπια στις 8/2/49. Εκεί, πραγματοποίησε δύο συναντήσεις με τον πρωθυπουργό της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας Κονισέφσκι και τον υπουργό Εσωτερικών Αμπας. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε την ημέρα της άφιξής του και η δεύτερη την επομένη. Το θέμα που κυριάρχησε ήταν η υπονόμευση του αγώνα του ΔΣΕ από τους Γιουγκοσλάβους, με αιχμή το Μακεδονικό. Για την – όσο το δυνατό – πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη γύρω από το θέμα, δίνουμε στη δημοσιότητα την αδημοσίευτη μέχρι σήμερα συνοπτική έκθεση του Μ. Πορφυρογένη προς την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Η επιστολή απευθύνεται στον «σ. Βασίλη». Πιθανόν να πρόκειται για τον Β. Μπαρτζώτα. Βρίσκεται δε στο αρχείο ΚΚΕ ΑΣΚΙ κι έχει αριθμό αρχειοθέτησης Κ367 Φ: 20/17/2.
«Αγαπητέ σ. Βασίλη,
Σου γράφω βιαστικά γιατί φεύγει το ταχυδρομείο και μόλις τώρα με ξύπνησαν.
Είδαμε τους Κινισ. και Πομασ. (Σημείωση «Ρ»: Προφανώς είναι λάθος γραμμένο. Εννοεί του Κονισέφσκι και Αμπας) το μεσημέρι προχτές (το πρωί είχαμε φτάσει). Έγινε 4ωρη συζήτηση που γι’ αυτήν θα σας έχω έκθεση. Δήλωσαν πως ένα ζήτημα τέτοιο είναι καινούριο (δηλαδή κινητοποίηση όλων των επιστρατευμένων προσφύγων κλπ.) και δεν μπορούν να πάρουν απάντηση αλλά θα ρωτήσουν την Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. Με ρώτησαν αν ξέρω τίποτα για ένα τηλ/μα που έστειλε η Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. στο δικό μας, ζητώντας να συζητηθούν μερικά ζητήματα, και αν ήρθα ύστερα από το τηλ/μα αυτό. Απάντησα πως ήρθα μόνο για τη δουλιά των Μακεδόνων και πως άμα συζητηθεί η υπόθεση αυτή μπορώ και να ακούσω τι άλλο έχουν να μου πουν.
Μ’ αυτό το πνεύμα θα στέλναν προχτές τηλ/μα στο Βελιγράδι. Στο αναμεταξύ μείναμε σύμφωνοι (τους τόπα χωρίς να ζητώ απάντηση) να πάμε στα στρατόπεδα προσφύγων, στο νοσοκομείο κλπ. Χτες το πρωί συναντηθήκαμε με τους Κεραμιτζή, Γκότσε κλπ. Αισχρή κατάσταση, εκβιασμούς κλπ. Τους μίλησα αυστηρά και όταν θέλησαν να πουν πως η ανακοίνωση της απόφασης του Γραφείου Πληροφοριών προκάλεσε αντίδραση (!!) τους είπα μερικά πάνω στη βάση που τα είχα ήδη πει στον Κονισ. όταν κι αυτός έφερε παρόμοιο επιχείρημα. Επρόκειτο να συζητηθούν μαζί τους το βράδυ συγκεκριμένα μέτρα (επισκέψεις στα στρατόπεδα κλπ.) και το απόγευμα πήγα στο νοσοκομείο.
Γυρνώντας αργά το βράδυ απ’ το νοσοκομείο πήρα τηλ/μα
α) πως με ζητάει ο Κονισ.
β) πως δεν κρίνεται σκόπιμη η επίσκεψη στα στρατόπεδα των προσφύγων.
Ηταν φανερό πως πήραν τέτοιες οδηγίες απ’ το Βελιγράδι. Πήγα και τους βρήκα πάλι και δυστυχώς αναγκάστηκα να πάρω για διερμηνέα πάλι τον Πασχάλη (δυστυχώς γιατί φλυαρεί φοβερά). Τελειώσαμε στις 2 τα μεσάνυχτα.
Βασικά:
1) Δεν μπορούν να με δεχτούν στο Βελιγράδι αν δεν πάρουν τηλεγράφημα του κόμματός μου στην Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. πως είμαι εξουσιοδοτημένος να μιλήσω μαζί τους ύστερα απ’ το τηλεγράφημα που αυτοί μας στείλαν.
2) Κανένα ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί εδώ, ούτε το πιο μικρό (π.χ. ούτε εκλογή αντιπροσώπων της ΝΟΦ για το συνέδριο) αν δε λυθούν με συζητήσεις στο Βελιγράδι μερικά «ζητήματα αρχών». Αν αυτά λυθούν τότε όλα τα άλλα θα λυθούν.
Προσπάθησα να ξεψαχνίσω ποια είναι τα «ζητήματα αρχών». Τους είπα ανοιχτά τη θέση μας για την απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών και τους είπα πως αναγνωρίζουμε την ηγεσία της Σ.Ε. και το Μπολ. Κ. Μου είπαν πως δε ζητούν από μας να κρατήσουμε άλλη θέση, αλλά γίνονται ανοιχτές συζητήσεις πως η Γιουγκοσλαβία δε βοηθάει το κίνημά μας και γενικά ενάντια στη Γιουγκοσλαβία. Τους είπα πως εμείς ανακοινώσαμε την απόφαση μόνο στα μέλη του Κ.Κ. και δεν τη δημοσιεύσαμε. Για μας ο πόλεμος έρχεται πρώτος.
Παραπονούνται πως στέλνουμε πρόσφυγες μακεδόνες στην Αλβανία και δεν τους επιτρέπουμε να ‘ρθουν εδώ (είχαν υπόψη τους μια περίπτωση). Τους είπα πως εφόσον εδώ γίνεται αυτή η διαλυτική δουλειά μέσα στους μακεδόνες από φραξιονιστές και λιποτάχτες, είναι φυσικό να μη θέλουμε να τους στέλνουμε να ακούν πως π.χ. ο Χείμαρρος διέταξε το σφάξιμο όλων των παιδιών στα μακεδονικά χωριά… (αυτά λεν εδώ).
Παραπονούνται πως επιτρέπουμε να ‘ρχονται «βουλγάρικες εφημερίδες που βρίζουν τους Μακεδόνες αλλά απαγορεύουμε τη Νόβα Μακεντόνια». Γύρω απ’ αυτά στρέφονται τα δικά τους παράπονα «αρχών». Υποθέτω και των αλλωνών γύρω από τα παρόμοια ζητήματα θα στρέφονται.
Πάντως για να μην καθόμαστε εδώ τζάμπα, θα πρέπει να τηλεγραφήσετε αμέσως στο Βελιγράδι πως πάω σε απάντηση του τηλ/τος τους να συζητήσω κυρίως το μακεδονικό και ν’ ακούσω τι άλλο έχουν να πουν. Αλλιώς να κοιτάξω να πάμε στο Μπούλκες, αν και είναι ζήτημα αν και αυτό θα το αφήσουν. Θα προτιμούσα στις συζητήσεις με τους επάνω να μην είναι ο Πασχάλης, γιατί μπερδεύεται σε συζητήσεις που θα μπορούσαμε να μην μπερδευτούμε και φλυαρεί.
Περιμένω απάντησή σου να ξέρω τι θα κάνω.
10/2/49 Γεια χαρά
7 π.μ. Μίλτος».
https://erodotos.wordpress.com
Σε προηγούμενα σημειώματα αναφερθήκαμε στις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚ Γιουγκοσλαβίας μετά την αποπομπή του τελευταίου από το Γραφείο Πληροφοριών. Επίσης μιλήσαμε, εν συντομία, για τις επαφές που είχε, στα 1949, το ΚΚΕ με το Γιουγκοσλάβικο κόμμα, ούτως ώστε να ξεπεραστούν μέσα από συνεννόηση τα προβλήματα που δημιουργούσαν στον αγώνα του ΔΣΕ οι Γιουγκοσλάβοι.
Ο πρώτος κύκλος επαφών των δύο κομμάτων πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του ’49 με την επίσκεψη του Μ. Πορφυρογένη στα Σκόπια και στο Βελιγράδι. Ο Πορφυρογένης, μαζί με τον Πασχάλη Μητρόφσκι – στέλεχος του ΝΟΦ και υπουργός στην ΠΔΚ – μετά τον ανασχηματισμό της που αποφάσισε η 5η Ολομέλεια, έφτασε στα Σκόπια στις 8/2/49. Εκεί, πραγματοποίησε δύο συναντήσεις με τον πρωθυπουργό της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας Κονισέφσκι και τον υπουργό Εσωτερικών Αμπας. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε την ημέρα της άφιξής του και η δεύτερη την επομένη. Το θέμα που κυριάρχησε ήταν η υπονόμευση του αγώνα του ΔΣΕ από τους Γιουγκοσλάβους, με αιχμή το Μακεδονικό. Για την – όσο το δυνατό – πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη γύρω από το θέμα, δίνουμε στη δημοσιότητα την αδημοσίευτη μέχρι σήμερα συνοπτική έκθεση του Μ. Πορφυρογένη προς την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Η επιστολή απευθύνεται στον «σ. Βασίλη». Πιθανόν να πρόκειται για τον Β. Μπαρτζώτα. Βρίσκεται δε στο αρχείο ΚΚΕ ΑΣΚΙ κι έχει αριθμό αρχειοθέτησης Κ367 Φ: 20/17/2.
«Αγαπητέ σ. Βασίλη,
Σου γράφω βιαστικά γιατί φεύγει το ταχυδρομείο και μόλις τώρα με ξύπνησαν.
Είδαμε τους Κινισ. και Πομασ. (Σημείωση «Ρ»: Προφανώς είναι λάθος γραμμένο. Εννοεί του Κονισέφσκι και Αμπας) το μεσημέρι προχτές (το πρωί είχαμε φτάσει). Έγινε 4ωρη συζήτηση που γι’ αυτήν θα σας έχω έκθεση. Δήλωσαν πως ένα ζήτημα τέτοιο είναι καινούριο (δηλαδή κινητοποίηση όλων των επιστρατευμένων προσφύγων κλπ.) και δεν μπορούν να πάρουν απάντηση αλλά θα ρωτήσουν την Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. Με ρώτησαν αν ξέρω τίποτα για ένα τηλ/μα που έστειλε η Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. στο δικό μας, ζητώντας να συζητηθούν μερικά ζητήματα, και αν ήρθα ύστερα από το τηλ/μα αυτό. Απάντησα πως ήρθα μόνο για τη δουλιά των Μακεδόνων και πως άμα συζητηθεί η υπόθεση αυτή μπορώ και να ακούσω τι άλλο έχουν να μου πουν.
Μ’ αυτό το πνεύμα θα στέλναν προχτές τηλ/μα στο Βελιγράδι. Στο αναμεταξύ μείναμε σύμφωνοι (τους τόπα χωρίς να ζητώ απάντηση) να πάμε στα στρατόπεδα προσφύγων, στο νοσοκομείο κλπ. Χτες το πρωί συναντηθήκαμε με τους Κεραμιτζή, Γκότσε κλπ. Αισχρή κατάσταση, εκβιασμούς κλπ. Τους μίλησα αυστηρά και όταν θέλησαν να πουν πως η ανακοίνωση της απόφασης του Γραφείου Πληροφοριών προκάλεσε αντίδραση (!!) τους είπα μερικά πάνω στη βάση που τα είχα ήδη πει στον Κονισ. όταν κι αυτός έφερε παρόμοιο επιχείρημα. Επρόκειτο να συζητηθούν μαζί τους το βράδυ συγκεκριμένα μέτρα (επισκέψεις στα στρατόπεδα κλπ.) και το απόγευμα πήγα στο νοσοκομείο.
Γυρνώντας αργά το βράδυ απ’ το νοσοκομείο πήρα τηλ/μα
α) πως με ζητάει ο Κονισ.
β) πως δεν κρίνεται σκόπιμη η επίσκεψη στα στρατόπεδα των προσφύγων.
Ηταν φανερό πως πήραν τέτοιες οδηγίες απ’ το Βελιγράδι. Πήγα και τους βρήκα πάλι και δυστυχώς αναγκάστηκα να πάρω για διερμηνέα πάλι τον Πασχάλη (δυστυχώς γιατί φλυαρεί φοβερά). Τελειώσαμε στις 2 τα μεσάνυχτα.
Βασικά:
1) Δεν μπορούν να με δεχτούν στο Βελιγράδι αν δεν πάρουν τηλεγράφημα του κόμματός μου στην Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. πως είμαι εξουσιοδοτημένος να μιλήσω μαζί τους ύστερα απ’ το τηλεγράφημα που αυτοί μας στείλαν.
2) Κανένα ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί εδώ, ούτε το πιο μικρό (π.χ. ούτε εκλογή αντιπροσώπων της ΝΟΦ για το συνέδριο) αν δε λυθούν με συζητήσεις στο Βελιγράδι μερικά «ζητήματα αρχών». Αν αυτά λυθούν τότε όλα τα άλλα θα λυθούν.
Προσπάθησα να ξεψαχνίσω ποια είναι τα «ζητήματα αρχών». Τους είπα ανοιχτά τη θέση μας για την απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών και τους είπα πως αναγνωρίζουμε την ηγεσία της Σ.Ε. και το Μπολ. Κ. Μου είπαν πως δε ζητούν από μας να κρατήσουμε άλλη θέση, αλλά γίνονται ανοιχτές συζητήσεις πως η Γιουγκοσλαβία δε βοηθάει το κίνημά μας και γενικά ενάντια στη Γιουγκοσλαβία. Τους είπα πως εμείς ανακοινώσαμε την απόφαση μόνο στα μέλη του Κ.Κ. και δεν τη δημοσιεύσαμε. Για μας ο πόλεμος έρχεται πρώτος.
Παραπονούνται πως στέλνουμε πρόσφυγες μακεδόνες στην Αλβανία και δεν τους επιτρέπουμε να ‘ρθουν εδώ (είχαν υπόψη τους μια περίπτωση). Τους είπα πως εφόσον εδώ γίνεται αυτή η διαλυτική δουλειά μέσα στους μακεδόνες από φραξιονιστές και λιποτάχτες, είναι φυσικό να μη θέλουμε να τους στέλνουμε να ακούν πως π.χ. ο Χείμαρρος διέταξε το σφάξιμο όλων των παιδιών στα μακεδονικά χωριά… (αυτά λεν εδώ).
Παραπονούνται πως επιτρέπουμε να ‘ρχονται «βουλγάρικες εφημερίδες που βρίζουν τους Μακεδόνες αλλά απαγορεύουμε τη Νόβα Μακεντόνια». Γύρω απ’ αυτά στρέφονται τα δικά τους παράπονα «αρχών». Υποθέτω και των αλλωνών γύρω από τα παρόμοια ζητήματα θα στρέφονται.
Πάντως για να μην καθόμαστε εδώ τζάμπα, θα πρέπει να τηλεγραφήσετε αμέσως στο Βελιγράδι πως πάω σε απάντηση του τηλ/τος τους να συζητήσω κυρίως το μακεδονικό και ν’ ακούσω τι άλλο έχουν να πουν. Αλλιώς να κοιτάξω να πάμε στο Μπούλκες, αν και είναι ζήτημα αν και αυτό θα το αφήσουν. Θα προτιμούσα στις συζητήσεις με τους επάνω να μην είναι ο Πασχάλης, γιατί μπερδεύεται σε συζητήσεις που θα μπορούσαμε να μην μπερδευτούμε και φλυαρεί.
Περιμένω απάντησή σου να ξέρω τι θα κάνω.
10/2/49 Γεια χαρά
7 π.μ. Μίλτος».
https://erodotos.wordpress.com
ΙΟΥΛΗΣ 1949 : Τι έγινε στο Καϊμακτσαλάν;
Μέρος 5ο
Μικρή ιστορική αναφορά στο λεγόμενο «πισώπλατο χτύπημα του Τίτο»
Απ’ όσα έχουμε αναφέρει μέχρι σήμερα, φαίνεται καθαρά πως το πρόβλημα των σχέσεων του ΚΚΕ με το ΚΚΓ και η στάση του τελευταίου απέναντι στον αγώνα του ΔΣΕ την περίοδο 1948-1949 δεν εξαντλείται – όπως ευρύτερα πιστεύεται – στο τι έγινε τον Ιούλη του ’49 στο Καϊμακτσαλάν. Επειδή, όμως, το επεισόδιο του Καϊμακτσαλάν είναι το πλέον διαδεδομένο, αξίζει να σταθούμε λίγο πάνω σ’ αυτό.
Στις αρχές Ιούλη του ’49 ο κυβερνητικός στρατός ξεκίνησε μια σειρά προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Καϊμακτσαλάν – που είναι πάνω στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα – με σκοπό να δημιουργήσει μια σφήνα στην Κεντρική Μακεδονία και να αποκόψει την επικοινωνία των ανταρτών που βρίσκονταν στο Γράμμο και στο Βίτσι, με τις υπόλοιπες ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν ανατολικότερα στο μακεδονικό χώρο. Οι επιχειρήσεις αυτές κράτησαν από τις 4 ως τις 8 του Ιούλη και κατέληξαν σε νίκη του κυβερνητικού στρατού. Στις 4 του Ιούλη έγινε συνάντηση αξιωματικών του γιουγκοσλαβικού και του ελληνικού κυβερνητικού στρατού, την οποία ο ΔΣΕ πληροφορήθηκε από υποκλοπή σήματος ασυρμάτου. Στις 5 του Ιούλη, υποτίθεται, ότι ο κυβερνητικός στρατός πέρασε από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησε πισώπλατα τους αντάρτες.
Τη συνάντηση Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων αξιωματικών δεν την αρνούνται ούτε οι αντίπαλοι του ΔΣΕ. Να τι γράφει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: "Διά την πρόληψιν της διαφυγής των συμμοριτών εις το γιουγκοσλαβικόν έδαφος ο υποδιοικητής του 516 Τάγματος Πεζικού κατόπιν οδηγιών και διαταγών του Γ` Σ. Στρατού ήλθεν εις επαφήν μετά του αντίστοιχου Διοικητού των μεθοριακών Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων, τον οποίον διαβεβαίωσεν ότι η διεξαγομένην επιχείρησις δεν είχε ουδένα εχθρικόν σκοπόν κατά της Γιουγκοσλαβίας και παρακάλεσε να απαγορεύση την είσοδον των συμμοριτών εις το έδαφός του. Πράγματι, ο Γιουγκοσλάβος Αξιωματικός διαβεβαίωσε τον Ελληνα, ότι συμφώνως με τας οδηγίας των προϊσταμένων του δε θα επιτρέψει την είσοδο και πάντα εισερχόμενον θα συλλαμβάνει και αφοπλίζει. Ο Διοικητής του 516 Τάγματος Πεζικού το αποτέλεσμα της ανωτέρω συναντήσεως ανέφερεν εις προϊστάμενον κλιμάκιον δι’ ασυρμάτου εις ανοικτήν γλώσσαν. Τη δι’ ασυρμάτου μετάδοσιν του αποτελέσματος της συναντήσεως υπέκλεψαν οι ασύρματοι των συμμοριτών και, προς τον σκοπόν να μειωθή η σημασία της ήττας του Καϊμακτσαλάν, η ηγεσία των συμμοριτών επετέθη διά ραδιοφωνικών εκπομπών εις ανοικτήν γλώσσαν κατά του Τίτο… ". («Αντισσυμμορικός Αγών», σελ. 649 – 650).
Πέραν των άλλων, από τη μαρτυρία του Ζαφειρόπουλου αξίζει να συγκρατήσουμε το γεγονός ότι οι Γιουγκοσλάβοι είχαν ουσιαστικά κλείσει τα σύνορά τους, πριν ακόμη ο Τίτο δηλώσει ανοικτά κάτι τέτοιο. Κι αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο, που επιβεβαιώνει πόσο προκλητικά υποκριτική ήταν η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει την ενέργειά του αυτή κατόπιν.
Σε ό,τι αφορά το υποτιθέμενο πέρασμα κυβερνητικού στρατού από το γιουγκοσλαβικό έδαφος, τις πληροφορίες στην ηγεσία του ΔΣΕ και του ΚΚΕ έδωσε ο τότε διοικητής των ανταρτικών δυνάμεων στο Καϊμακτσαλάν Αλέκος Παπαπαναγιώτου. Ο ίδιος, βέβαια, μετά την 6η Ολομέλεια του ’56 είχε ξεχάσει τις ευθύνες του γι’ αυτό το γεγονός και πρωταγωνιστώντας στα πλαίσια του γενικότερου αντιζαχαριαδικού κλίματος τα φόρτωσε όλα – όπως έκαναν και άλλοι – στον Ν. Ζαχαριάδη. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε το διάλογο που είχαν, για το θέμα, ο Παπαπαναγιώτου με τον Ζαχαριάδη στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1957:
«Α. Παπαπαναγιώτου: Σε ποια στοιχεία στηρίχτηκες και χαρακτήρισες το πισώπλατο χτύπημα του Τίτο;
Ν. Ζαχαριάδης: Και στις δικές σου τις εκθέσεις, σύντροφε, Παπαπαναγιώτου. Και στις δικές σου» («7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ – Φλεβάρης 1957 – Μόνο για εσωκομματική χρήση», σελ. 717 – 718).
Το 1980, σε μια συνέντευξή του στο Φ. Οικονομίδη, στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (22/3/1980) ο Α. Παπαπαναγιώτου ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, όσον αφορά την ιστορική αλήθεια.
Είπε συγκεκριμένα: «Το κύριο υλικό για τη δημιουργία του «πισώπλατου χτυπήματος» το έδωσα εγώ με τρεις αναφορές μου (με ασύρματο) στο Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ για παραβίαση του Γιουγκοσλαβικού εδάφους από τον κυβερνητικό στρατό κατά τη διάρκεια της μάχης στο Καϊμακτσαλάν. Η πεποίθησή μου τότε ότι η Γιουγκοσλαβία βοηθάει τον αντίπαλό μας ενισχύθηκε και από την ανακοίνωση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ για τη συνάντηση Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων αξιωματικών στο Καϊμακτσαλάν».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο Παπαπαναγιώτου σημείωσε ότι εκ των υστέρων κατάλαβε πως, ως ένα βαθμό αδίκησε τον Ζαχαριάδη, ασκώντας του κριτική για το θέμα. Κι όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τι εννοεί, όταν λέει πως αδίκησε τον Ζαχαριάδη, υπογράμμισε: «Όπως τα πίστευα εγώ για το λεγόμενο «πισώπλατο χτύπημα» μπορεί και ο Ζαχαριάδης πραγματικά να τα πίστευε. «.
Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία το υποτιθέμενου πισώπλατου χτυπήματος στο Καϊμακτσαλάν, που είτε έγινε – είτε όχι, δεν αναιρεί τα ιστορικά γεγονότα, γύρω από τη συνολική στάση της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στο ΚΚΕ και τον ΔΣΕ, μετά τη σύγκρουση με το Ινφορμπιρό.
Δεν αναιρεί ούτε τη στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τους Αγγλοαμερικάνους, ούτε την υπονόμευση του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, ούτε, πολύ περισσότερο, την προδοσία αυτού του αγώνα, την εγκατάλειψη της επαναστατικής αλληλεγγύης και του προλεταριακού διεθνισμού από το ΚΚΓ.
Βεβαίως, μπορούν να βρεθούν πολλές δικαιολογίες – άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο πειστικές – γι’ αυτή τη στάση. Όμως, εκείνο που μετράει και έχει σημασία είναι ο χαρακτήρας της στάσης του γιουγκοσλάβικου κόμματος και οι συνέπειές της. Όπως δεν πρέπει να υποβαθμίζεται ή πολύ περισσότερο να ξεχνιέται και να διαγράφεται η σημαντική βοήθεια, που έδωσε η Γιουγκοσλαβία στον ΔΣΕ την περίοδο 1946 – 1948, άλλο τόσο δεν πρέπει να λησμονείται και τι έγινε από κει και μετά.
https://erodotos.wordpress.com
Απ’ όσα έχουμε αναφέρει μέχρι σήμερα, φαίνεται καθαρά πως το πρόβλημα των σχέσεων του ΚΚΕ με το ΚΚΓ και η στάση του τελευταίου απέναντι στον αγώνα του ΔΣΕ την περίοδο 1948-1949 δεν εξαντλείται – όπως ευρύτερα πιστεύεται – στο τι έγινε τον Ιούλη του ’49 στο Καϊμακτσαλάν. Επειδή, όμως, το επεισόδιο του Καϊμακτσαλάν είναι το πλέον διαδεδομένο, αξίζει να σταθούμε λίγο πάνω σ’ αυτό.
Στις αρχές Ιούλη του ’49 ο κυβερνητικός στρατός ξεκίνησε μια σειρά προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Καϊμακτσαλάν – που είναι πάνω στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα – με σκοπό να δημιουργήσει μια σφήνα στην Κεντρική Μακεδονία και να αποκόψει την επικοινωνία των ανταρτών που βρίσκονταν στο Γράμμο και στο Βίτσι, με τις υπόλοιπες ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν ανατολικότερα στο μακεδονικό χώρο. Οι επιχειρήσεις αυτές κράτησαν από τις 4 ως τις 8 του Ιούλη και κατέληξαν σε νίκη του κυβερνητικού στρατού. Στις 4 του Ιούλη έγινε συνάντηση αξιωματικών του γιουγκοσλαβικού και του ελληνικού κυβερνητικού στρατού, την οποία ο ΔΣΕ πληροφορήθηκε από υποκλοπή σήματος ασυρμάτου. Στις 5 του Ιούλη, υποτίθεται, ότι ο κυβερνητικός στρατός πέρασε από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησε πισώπλατα τους αντάρτες.
Τη συνάντηση Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων αξιωματικών δεν την αρνούνται ούτε οι αντίπαλοι του ΔΣΕ. Να τι γράφει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: "Διά την πρόληψιν της διαφυγής των συμμοριτών εις το γιουγκοσλαβικόν έδαφος ο υποδιοικητής του 516 Τάγματος Πεζικού κατόπιν οδηγιών και διαταγών του Γ` Σ. Στρατού ήλθεν εις επαφήν μετά του αντίστοιχου Διοικητού των μεθοριακών Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων, τον οποίον διαβεβαίωσεν ότι η διεξαγομένην επιχείρησις δεν είχε ουδένα εχθρικόν σκοπόν κατά της Γιουγκοσλαβίας και παρακάλεσε να απαγορεύση την είσοδον των συμμοριτών εις το έδαφός του. Πράγματι, ο Γιουγκοσλάβος Αξιωματικός διαβεβαίωσε τον Ελληνα, ότι συμφώνως με τας οδηγίας των προϊσταμένων του δε θα επιτρέψει την είσοδο και πάντα εισερχόμενον θα συλλαμβάνει και αφοπλίζει. Ο Διοικητής του 516 Τάγματος Πεζικού το αποτέλεσμα της ανωτέρω συναντήσεως ανέφερεν εις προϊστάμενον κλιμάκιον δι’ ασυρμάτου εις ανοικτήν γλώσσαν. Τη δι’ ασυρμάτου μετάδοσιν του αποτελέσματος της συναντήσεως υπέκλεψαν οι ασύρματοι των συμμοριτών και, προς τον σκοπόν να μειωθή η σημασία της ήττας του Καϊμακτσαλάν, η ηγεσία των συμμοριτών επετέθη διά ραδιοφωνικών εκπομπών εις ανοικτήν γλώσσαν κατά του Τίτο… ". («Αντισσυμμορικός Αγών», σελ. 649 – 650).
Πέραν των άλλων, από τη μαρτυρία του Ζαφειρόπουλου αξίζει να συγκρατήσουμε το γεγονός ότι οι Γιουγκοσλάβοι είχαν ουσιαστικά κλείσει τα σύνορά τους, πριν ακόμη ο Τίτο δηλώσει ανοικτά κάτι τέτοιο. Κι αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο, που επιβεβαιώνει πόσο προκλητικά υποκριτική ήταν η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει την ενέργειά του αυτή κατόπιν.
Σε ό,τι αφορά το υποτιθέμενο πέρασμα κυβερνητικού στρατού από το γιουγκοσλαβικό έδαφος, τις πληροφορίες στην ηγεσία του ΔΣΕ και του ΚΚΕ έδωσε ο τότε διοικητής των ανταρτικών δυνάμεων στο Καϊμακτσαλάν Αλέκος Παπαπαναγιώτου. Ο ίδιος, βέβαια, μετά την 6η Ολομέλεια του ’56 είχε ξεχάσει τις ευθύνες του γι’ αυτό το γεγονός και πρωταγωνιστώντας στα πλαίσια του γενικότερου αντιζαχαριαδικού κλίματος τα φόρτωσε όλα – όπως έκαναν και άλλοι – στον Ν. Ζαχαριάδη. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε το διάλογο που είχαν, για το θέμα, ο Παπαπαναγιώτου με τον Ζαχαριάδη στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1957:
«Α. Παπαπαναγιώτου: Σε ποια στοιχεία στηρίχτηκες και χαρακτήρισες το πισώπλατο χτύπημα του Τίτο;
Ν. Ζαχαριάδης: Και στις δικές σου τις εκθέσεις, σύντροφε, Παπαπαναγιώτου. Και στις δικές σου» («7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ – Φλεβάρης 1957 – Μόνο για εσωκομματική χρήση», σελ. 717 – 718).
Το 1980, σε μια συνέντευξή του στο Φ. Οικονομίδη, στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (22/3/1980) ο Α. Παπαπαναγιώτου ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, όσον αφορά την ιστορική αλήθεια.
Είπε συγκεκριμένα: «Το κύριο υλικό για τη δημιουργία του «πισώπλατου χτυπήματος» το έδωσα εγώ με τρεις αναφορές μου (με ασύρματο) στο Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ για παραβίαση του Γιουγκοσλαβικού εδάφους από τον κυβερνητικό στρατό κατά τη διάρκεια της μάχης στο Καϊμακτσαλάν. Η πεποίθησή μου τότε ότι η Γιουγκοσλαβία βοηθάει τον αντίπαλό μας ενισχύθηκε και από την ανακοίνωση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ για τη συνάντηση Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων αξιωματικών στο Καϊμακτσαλάν».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο Παπαπαναγιώτου σημείωσε ότι εκ των υστέρων κατάλαβε πως, ως ένα βαθμό αδίκησε τον Ζαχαριάδη, ασκώντας του κριτική για το θέμα. Κι όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τι εννοεί, όταν λέει πως αδίκησε τον Ζαχαριάδη, υπογράμμισε: «Όπως τα πίστευα εγώ για το λεγόμενο «πισώπλατο χτύπημα» μπορεί και ο Ζαχαριάδης πραγματικά να τα πίστευε. «.
Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία το υποτιθέμενου πισώπλατου χτυπήματος στο Καϊμακτσαλάν, που είτε έγινε – είτε όχι, δεν αναιρεί τα ιστορικά γεγονότα, γύρω από τη συνολική στάση της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στο ΚΚΕ και τον ΔΣΕ, μετά τη σύγκρουση με το Ινφορμπιρό.
Δεν αναιρεί ούτε τη στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τους Αγγλοαμερικάνους, ούτε την υπονόμευση του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, ούτε, πολύ περισσότερο, την προδοσία αυτού του αγώνα, την εγκατάλειψη της επαναστατικής αλληλεγγύης και του προλεταριακού διεθνισμού από το ΚΚΓ.
Βεβαίως, μπορούν να βρεθούν πολλές δικαιολογίες – άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο πειστικές – γι’ αυτή τη στάση. Όμως, εκείνο που μετράει και έχει σημασία είναι ο χαρακτήρας της στάσης του γιουγκοσλάβικου κόμματος και οι συνέπειές της. Όπως δεν πρέπει να υποβαθμίζεται ή πολύ περισσότερο να ξεχνιέται και να διαγράφεται η σημαντική βοήθεια, που έδωσε η Γιουγκοσλαβία στον ΔΣΕ την περίοδο 1946 – 1948, άλλο τόσο δεν πρέπει να λησμονείται και τι έγινε από κει και μετά.
https://erodotos.wordpress.com
Δεύτερος κύκλος επαφών ΚΚΕ – ΚΚΓ
Μέρος 6ο
Η έκθεση του Π. Ρούσου προς την καθοδήγηση του Κόμματος, για τη δεύτερη συνάντησή του με τον στρατηγό Ράνκοβιτς
Μετά τις επαφές που είχε ο Μ. Πορφυρογένης στη Γιουγκοσλαβία – και αφού αυτές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα στα ζητήματα που έθετε το ΚΚΕ – πραγματοποιήθηκε δεύτερος κύκλος επαφών μεταξύ των δύο κομμάτων. Συγκεκριμένα, τον Απρίλη του ’49 πήγε στο Βελιγράδι ο Π. Ρούσος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ και υπουργός Εξωτερικών της Π.Δ.Κ.
Ο Π. Ρούσος πραγματοποίησε δύο συναντήσεις με το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ και στενό συνεργάτη του Τίτο, στρατηγό Ράνκοβιτς, από τις οποίες το μόνο που διαπιστώθηκε ήταν η άκαμπτη στάση της Γιουγκοσλαβίας να λύσει τα πρακτικά ζητήματα που έθετε το ΚΚΕ, η ύπαρξη των οποίων δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στον αγώνα του ΔΣΕ.
Οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στη 1 και 7 Απρίλη του 1949. Στα πλαίσιά τους, ο Ρούσος κατέθεσε εκ μέρους του ΚΚΕ υπόμνημα με τα ζητήματα που έθετε το κόμμα προς λύση και τις εκτιμήσεις του για τη στάση του ΚΚΓ. Σ’ αυτό το υπόμνημα απάντησαν οι Γιουγκοσλάβοι με δικό τους. Συντάκτης του υπομνήματος αυτού πιθανόν να ήταν ο ίδιος ο Τίτο, αν πάρουμε υπόψη το ύφος και τον τρόπο γραφής του.
Και τη δεύτερη συνάντηση – όπως και την πρώτη – κατέγραψε στην έκθεσή του που παρέδωσε στο ΚΚΕ, υπό μορφή πρακτικών, ο Π. Ρούσος. Δημοσιεύουμε σήμερα το μέρος της έκθεσης που αφορά τη δεύτερη αυτή συνάντηση, όπως και τις εντυπώσεις που ο συγγραφέας της αποκόμισε από την παραμονή του στη Γιουγκοσλαβία, για τη γενικότερη κατάσταση της χώρας. Η έκθεση μας παραδόθηκε από το Ιστορικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ και προέρχεται από τα αρχεία του Κόμματος.
«ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΡΑΝΚΟΒΙΤΣ (7. 4. 49)
Στις 9 το βράδυ έγινε η δεύτερη συνάντηση, για την οποία ειδοποιήθηκα από την παραμονή. Στην αρχή ο Ράνκοβιτς έκανε την ακόλουθη δήλωση.
Ράνκοβιτς: Έχουμε έτοιμη την απάντησή μας προς την ΚΕ. Αλλά δε θα σας τη δώσουμε. Θα σας τη διαβάσουμε εδώ, θα κρατήσετε ό,τι σημειώσεις σας χρειάζονται και θα σας ετοιμάσουμε αύριο περίληψη, θα την πάρετε μαζί σας και το ίδιο το απαντητικό γράμμα μας θα μείνει στα αρχεία μας.
Πέτρος: Επιφυλάσσομαι να μιλήσω μετά το διάβασμα του γράμματος.
Εδώ ο Ράνκοβιτς διάβασε το γράμμα και τα παραρτήματά του, που δίνονται χωριστά. Όπως φαίνεται κι απ’ αυτά, η ΚΕ της Γιουγκοσλαβίας μετατοπίζει τα ζητήματά μας στο γενικό πλαίσιο της αντικομμουνιστικής πάλης με τα αδελφά μας κόμματα, με επικεφαλής το ΒΚΠ (μπ.), (σημ. «Ρ»: Πρόκειται για το Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπολσεβίκοι), που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚΣΕ) αρνιέται, όπως συνήθως συνοπτικά ή παρασιωπά τις συγκεκριμένες καταγγελίες μας, περιέχει αυθαίρετους ισχυρισμούς και στα πρακτικά ζητήματα, βάζει ουσιαστικά πολιτικούς όρους απαράδεχτους χωρίς να απομακρύνεται από αόριστες «υποσχέσεις».
Κάνει όμως εντύπωση ο πιο αντισοβιετικός και ο πιο εχθρικός για μας τόνος τους, που φάνηκε κι απ’ όσα είπε παρακάτω και προφορικά ο Ράνκοβιτς, σ’ αυτή τη συζήτηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι το σημείο του γράμματος που ραδιουργικά μιλάει για τη στάση του ΒΚΠ (μπ.) απέναντί μας ο Ράνκοβιτς το διάβασε αλλιώς. Στο σ. Ζαχαριάδη ανακοινώθηκε στις αρχές του 1948 ότι ο Στάλιν είπε στον Τζίλας ότι είναι ανάγκη να αναδιπλωθούν οι Ελληνες αντάρτες.
Πέτρος: Πρώτα απ’ όλα θέλω να εκφράσω την απορία μου, πώς είναι δυνατόν να μην πάω στην ΚΕ μας τη γραφτή σας απάντηση σε τόσο σοβαρά ζητήματα που βάζετε και που μου διαβάσατε, πολύ περισσότερο που εγώ σας άφησα τις απόψεις μας εγγράφως.
Ράνκοβιτς: Πρόκειται για σοβαρό ντοκουμέντο. Εμείς είμαστε κρατικό κόμμα, ενώ εσείς δε θα ‘χετε τόσες δυνατότητες να προφυλάξετε τα ντοκουμέντα.
Πέτρος: Μπορεί να μην έχουμε ακόμα πλήρως οργανωμένο κράτος, αλλά νομίζω ότι το Κόμμα μας είναι τουλάχιστο σε θέση να προφυλάξει από τους ιμπεριαλιστές τα μυστικά του αγώνα. Πάντως, δικαίωμά σας είναι να κάνετε ό,τι νομίζετε. Σημασία έχει η ουσία της απάντησης. Πάνω σε ό,τι μου ανακοινώσατε έχω να κάνω την ακόλουθη δήλωση.
1.Επιφυλάσσομαι για λογαριασμό της ΚΕ μας να μελετήσουμε ό,τι ντοκουμέντο μας εγχειρίσετε, καθώς και πάνω στους αριθμούς και τα στοιχεία σχετικά με τη βοήθεια που μας δόθηκε.
2.Απ’ όσα άκουσα, διαπιστώνω δυστυχώς ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις δύο ΚΕ.
3.Η απάντησή σας αποφεύγει να απαντήσει σε σειρά συγκεκριμένες καταγγελίες μας που περιέρχονται στο γράμμα μας με το παράρτημα της 1.4.49 και σε συμπληρωματικό που έχω απόψε στη διάθεσή σας, ενώ αντίθετα περιέχει αβάσιμους ισχυρισμούς.
4.Δε λύνει έμπρακτα και ουσιαστικά κανένα από τα πραχτικά ζητήματα που σας θέσαμε, βάζοντας όρους που δεν μπορούμε να τους δεχτούμε, ή δίνοντας αόριστες υποσχέσεις. Επειδή το ζήτημα το θεωρώ σοβαρό, είμαι υποχρεωμένος να μην προχωρήσω σε άλλη συζήτηση και να εκθέσω το ζήτημα στην ΚΕ μου, αρμόδια να αποφασίζει.
Ράνκοβιτς: Δεν πρόκειται, όπως βλέπετε, για μικροδιαφορές πέντε πάνω πέντε κάτω. Πρόκειται για διαφορές που τις εκθέσαμε και σε τηλεγραφήματα προς την ΚΕ σας. Τα πραχτικά ζητήματα που βάζετε δεν είναι τόσο μεγάλα που δεν μπορούν να λυθούν αμέσως. Ομαλά πήγαινε η δουλιά από μέρους μας, δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για σας. Τελευταία αποφεύγετε τη συνεργασία σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Στο γράμμα μας αναφέρουμε τη βοήθεια που σας δώσαμε, εσείς δεν την εκτιμάτε. Δεν πρόκειται για αριθμό αυτοκινήτων που δουλεύουν ή δε δουλεύουν. Ο λαός μας έδωσε για τον αγώνα σας αμέτρητες θυσίες. Εσείς θέλετε να είμαστε απλά τεχνικός σταθμός σας. Ποιες όμως είναι οι εγγυήσεις σε περίπτωση διεθνών περιπλοκών; Δεν είναι απλά αυτά τα ζητήματα. Αφορούν τη σύμπραξή μας, την κοινή άμυνα. Το ίδιο ισχύει και για τη Βουλγαρία. Πρέπει να μεσολαβήσετε όσο το δυνατόν πιο νωρίς.
Η κατάσταση είναι σοβαρή. Ο ιμπεριαλισμός επιτίθεται. Για παράδειγμα έχουμε τις τελευταίες μηχανορραφίες και δηλώσεις του Τσαλδάρη (για συνεννοήσεις του με τη Γιουγκοσλαβία). Εσείς αντί να διαψεύσετε τον Τσαλδάρη, ακολουθείτε τη συκοφαντική εκστρατεία του Γραφείου Πληροφοριών. Μιλάτε (σχόλιο του Ραδιοσταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα» 7. 4. 49) για ατύχημα των λαών της Γιουγκοσλαβίας κ.ά. και ενισχύετε έτσι την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα. Δεν υπάρχει ατύχημα στη Γιουγκοσλαβία, αλλά ατύχημα με τη συκοφαντική προπαγάνδα του Γραφείου Πληροφοριών και της Μόσχας που μας κάνει τέτοια επίθεση. Είμαστε γεροί και θα αποδείξουμε ότι έχουμε δίκιο.
Πέτρος: Μια διακοπή. Παρακολούθησα με τ’ αυτιά μου τις δηλώσεις του Τσαλδάρη, που σημειώστε, τις έδωσε στις 4. 4. 49 στο Λονδίνο, ενώ δεν τις άκουσα από την Αθήνα.
Ράνκοβιτς (διακόπτοντας): Τις έδωσε.
Πέτρος: Ίσως στη σερβική γλώσσα, γιατί στα ελληνικά δεν τις άκουσα. Δεν κρύβω ότι σε τέτοια γεγονότα όλοι οι αγωνιστές μας θα ‘ναι ευαίσθητοι. Λοιπόν, βγαίνει η πληροφορία ή η φήμη, όπως λέτε εσείς, ότι ο Τσαλδάρης διαπραγματεύεται με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Ζητάτε από μας να διαψεύσουμε δηλώσεις του Τσαλδάρη ότι διαπραγματεύεται με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, ενώ η ίδια η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν έχει δώσει ως αυτή τη στιγμή καμιά διάψευση. Δεν μπορώ να καταλάβω τις σκέψεις σας.
Ράνκοβιτς (συγχυσμένα): Ναι. Θα το πράξουμε (δηλαδή τη διάψευση. Δόθηκε την άλλη μέρα, 8. 4. 49, στην «Πολίτικα», όχι όμως κυβερνητική διάψευση, αλλά σχόλιο του διπλωματικού συντάκτη του «Τανγιούγκ»).
Για τα δεινά σας δε φταίει η κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, αλλά η προβληματική (προμπλεμάτιτσεν, αμφίβολη) στάση σας. Αμφισβητείτε τους αριθμούς μας, ενώ είστε από την αρχή ενήμεροι για το έργο της βοήθειας, για τους κόπους μας και εσείς προσωπικά πιο πολύ και από άλλους δύο συντρόφους, δηλαδή τον Ζαχαριάδη και τον Ιωαννίδη, ξέρετε ότι εμείς ήμασταν πρώτοι, μεσολαβήσαμε και στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες για να σας βοηθήσουν. Εμείς κινήσαμε το ζήτημα του εράνου.
Το σύνολο του ζητήματος να βλέπουμε και όχι τις ελλείψεις που είχαμε και τις ξεπερνούσαμε με συνεννόηση.
Πέτρος: Δεν κρύβω τις προσπάθειες που κατέβαλε το κόμμα μας και εγώ προσωπικά και την αδελφική σύσφιξη των δεσμών ανάμεσα στα κόμματα μας, μολονότι δεν καταλαβαίνω γιατί λέτε εγώ είμαι πιο ενήμερος από τους δύο άλλους συντρόφους μου που είναι πιο υπεύθυνοι μου στο Κόμμα. Λυπούμαι μόνο που ως την ώρα οι καρποί ήταν κατώτεροι από τους μόχθους μας, αλλά το φταίξιμο δεν είναι δικό μας. Εγώ πάντως βλέπω ότι τώρα δεν πηγαίνω καμιά θετική λύση στα ζητήματα που ήταν ο βασικός σκοπός της αποστολής μου.
Ράνκοβιτς: Τραυματίες θα εξακολουθήσουμε να δεχόμαστε. Παιδιά είμαστε έτοιμοι και πάλι να περιθάλψουμε. Βοήθεια σε υλικό θα εξακολουθήσουμε να δίνουμε. Το Μπούλκες θα το βοηθήσουμε και θα καλυτερέψουμε τη θέση του αν είναι δυνατό. Αλλά δεν μπορούμε να μεταφέρουμε και στα τυφλά υλικά από τη Βουλγαρία.
Ποτέ δε ζητήσαμε να είστε με το μέρος μας στη διαφορά με το Γραφείο Πληροφοριών, αλλά δε θα δεχτούμε να μεταφέρετε την καμπάνια του εναντίον μας. Και κάτι ακόμα. Ούτε και τώρα μας είναι σαφής η θέση των άλλων κομμάτων απέναντι στον αγώνα σας. Δεν ξέρουμε αν πιστεύουν στη νίκη. Εμάς η θέση μας είναι καθαρή. Και δεν έχει καμιά αλλαγή. Εσείς σκέπτεστε έτσι: Το Γραφείο Πληροφοριών και το ΒΚΠ (μπ.) καταγγέλλει τη γιουγκοσλαβική ηγεσία σαν προδοτική, έχουμε τώρα την ανάγκη τους, ας την εκμεταλλευτούμε και βλέπουμε… Εμείς δε βάλαμε ποτέ όρους. Η ΚΕ μας και ο σ. Τίτο προσωπικά θέλουμε να βοηθήσουμε τον αγώνα σας. Αν δείξετε θέληση για το ξεπέρασμα των παρεξηγήσεων, η εξάλειψη των διαφορών μας δεν παρουσιάζει δυσκολίες.
Πέτρος: Από μέρους μας υπήρξε πάντα και θα υπάρξει και στο μέλλον η διάθεση για συνεργασία στα δύο κόμματα. Σημειώνω τη δήλωσή σας ότι είστε διατεθειμένοι να βοηθήσετε, αλλά τα ζητήματα που βάλατε τα θεωρώ σοβαρά και πρέπει να ενημερώσω την ΚΕ μας. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα σε όσα σας είπα. Ο Ράνκοβιτς υπόσχεται να δώσει αύριο ελληνική μετάφραση της απάντησης χωρίς τα παραρτήματα. Στην πραγματικότητα έστειλε την άλλη νύχτα στις 11 το βράδυ ρώσικη μετάφραση και παραρτήματα. Και μέσω του Στρ. ειδοποίησε ότι θα επιτραπεί η διάβαση 2.000 ανθρώπων μας από τη Βουλγαρία.
Λόγω που τα ντοκουμέντα, μου εγχειρίστηκαν μόλις 40 λεπτά πριν φύγω για το σταθμό, δεν ήταν δυνατό να τους αφήσω και γραφτά τη δήλωση που τους έκανα σχετικά με το περιεχόμενο της απάντησής τους.
Από το Βελιγράδι ως τα Σκόπια ταξίδεψα μόνο με δικό μας άνθρωπο. Από τα Σκόπια ως το Μοναστήρι με συνόδεψε ένας ανθυπασπιστής τους (όταν πήγα με είχε προϋπαντήσει και συνοδέψει ο λοχαγός του τομέα και ένας ταγματάρχης από τα Σκόπια). Φυσικά πάντα συνταξίδεψε μαζί μου και σύντροφος της υπηρεσίας μας.
12.4.1949
Πέτρος».
Απρίλης 1949
«Λίγα λόγια για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία – Συμπεράσματα».
Ετσι επιγράφει ο Π. Ρούσος την έκθεσή του προς την καθοδήγηση του Κόμματος, για τις εντυπώσεις και τις εκτιμήσεις του από τη γενικότερη κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Το σημείωμα αυτό συνόδευε τη δημοσιευόμενη παραπλεύρως έκθεση, για τη δεύτερη συνάντησή του με τον στρατηγό Ράνκοβιτς. Δημοσιεύουμε σήμερα και την έκθεση αυτή ολόκληρη, την οποία μας παραχώρησε το Ιστορικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, ώστε να έχει ο αναγνώστης του «Ρ» την περισσότερο δυνατή ολοκληρωμένη εικόνα των συνθηκών εκείνης της περιόδου:
«Η εντύπωση από την επίσκεψη στη Γιουγκοσλαβία δείχνει αναμφισβήτητη αλλαγή σε σχέση με το προηγούμενο ταξίδι. Πρώτα απ’ όλα η ζωή (διατροφή) ακρίβυνε τουλάχιστον 100% σε σχέση με το περσινό. Ένα φαΐ έχει στο εστιατόριο 70 δηνάρια έναντι 35 – 40 που είχε. Ένα αυγό 14 δηνάρια. Το κρέας σπανίζει. Στην αγορά βλέπεις μόνο λίγα λαχανικά κι αυτά ακριβά. Τα μαγαζιά είναι ουσιαστικά γυμνά, όπως τα είδαμε σε μια βόλτα με το σύντροφό μας Σ. Είδη ρουχισμού ελάχιστα υπάρχουν. Ένα ζευγάρι μέτρια παπούτσια στοιχίζει με το ειδικό δελτίο 600 δηνάρια και με το γενικό δελτίο 3.500 – 4.500 δηνάρια. Τα μεροκάματα ελάχιστα αυξήθηκαν (100 – 150 δηνάρια). Οι δρόμοι του Βελιγραδίου είναι γεμάτοι ανθρώπους του χωριού απ’ αυτούς που διαθέτουν τρόφιμα και τα πάνε στην αγορά σε τιμές μαύρης αγοράς που έχει απλωθεί.
Τα έργα του Βελιγραδίου δεν πηγαίνουν με το ρυθμό που προβλεπόταν, αν και φαίνεται να έχει εξασφαλιστεί κάπως η συγκρότηση εργατικών ομάδων για φέτος.
Οι πληροφορίες λένε ότι υπάρχει στα εργαζόμενα στρώματα αρκετή δυσφορία για την κατάσταση, αλλά η μεγάλη τρομοκρατία και η μη εμφάνιση σοβαρής οργανωμένης αντιπολιτευτικής δράσης συγκρατεί ακόμα το καθεστώς. Το καθεστώς αυτό όλο και πιο πολύ βυθίζεται στη λάσπη και είναι χαρακτηριστικό ότι εντάθηκε η ανοιχτή αντισοβιετική προπαγάνδα και λύσσα που το εκδήλωσε στη συζήτηση και ο ίδιος ο Ράνκοβιτς.
Η κλίκα του Βελιγραδίου εκμεταλλεύεται και τα εθνικά αισθήματα ενός λαού που έχει μαχητική, ιδιαίτερα αντάρτικη παράδοση. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η κλίκα αυτή αντιμετωπίζει σοβαρές αντιθέσεις.
Πρώτα απ’ όλα ο αντισοβιετισμός της, που ολοένα και περισσότερο ξεσκεπάζεται και θα ξεσκεπάζεται, δεν μπορεί να μη βάζει σε σκέψη τα πλατιά εργαζόμενα στρώματα, ιδιαίτερα της Σερβίας, Μακεδονίας, όπου είναι γερές οι φιλοσοβιετικές και φιλορωσικές συμπάθειες. Η σύνδεσή της με τον ιμπεριαλισμό μπορεί, ίσως, μονόπλευρα μόνο να δώσει προσωρινές ελπίδες οικονομικής φύσης(τις μέρες της παραμονής μου στο Βελιγράδι παζάρευαν με τους Αγγλους πίστωση 150 εκατ. στερλινών. Είχε έρθει εκεί και γαλλική οικονομική αποστολή). Φυσικά είναι όπλο του εχθρού που πρέπει να το υπολογίζουμε, όπως και τον κίνδυνο που αυξάνει για τον ελληνικό λαό και για την Αλβανία, όπως και για όλο το διεθνές μέτωπό μας από τις ερωτοτροπίες και τα παζαρέματα του Τίτο με τον ιμπεριαλισμό και το μοναρχοφασισμό και την επιθετικότητα των τελευταίων.
Δεύτερο: Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι η εθνικιστική και αντιδιεθνιστική θέση του ΚΚΓ, που θέλει να ποζάρει στο ρόλο κάποιας Γιουγκοσλαβικής «τρίτης δύναμης» ενθαρρύνει φυσικά και τους εθνικιστικούς σοβινισμούς ανάμεσα στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, αλλά κάτω από ορισμένους όρους μπορεί να σταθεί και παράγοντας ανατροπής της. Αυτό φαίνεται από τη μεγάλη ευαισθησία που δείχνει η κλίκα, όπως και η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα στο μακεδονικό ζήτημα και τη νέα θέση μας. Αλλά κι από το Μαυροβούνι ίσως και τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη δεν περιμένει καλές ειδήσεις η γιουγκοσλαβική ηγεσία.
Τρίτο: Το ελληνικό ζήτημα και ο αγώνας μας δεν είναι από τα μικρότερα εμπόδια που αντιμετωπίζει η γιουγκοσλάβικη ηγεσία στον κατήφορο της. Έχει εκτεθεί πολύ απέναντι στο λαό της σ’ αυτό το ζήτημα που ίσως είναι σήμερα το μόνο σχεδόν σημείο κάποιας επαφής της με το διεθνές δημοκρατικό στρατόπεδο. Πολύ τους στοίχισε η υπόθεση του σταθμού μας. Νομίζω ότι η κλίκα του Βελιγραδίου υπολογίζει πολύ την ενδεχόμενη ανοιχτή θέση μας εναντίον τους και θα ήθελε να κρατηθούμε, έστω στη σημερινή θέση απέναντί της. Αυτός είναι και ο λόγος των δισταγμών της. Όμως, παρά τις κερδοσκοπικές αυτές μανούβρες της, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι είναι έτοιμη για τη χειρότερη προδοσία κι αυτό το δείχνει η στάση της στα ζητήματα που συζητήσαμε. Είναι ζήτημα χρόνου για συναλλαγές με τους Δυτικούς. Σημειώνω ότι η τελευταία μας επίθεση στο Γράμμο – Σμόλικα – Βόιο έκανε αίσθηση στους κύκλους του Ράνκοβιτς.
Το συμπέρασμα για μας είναι ότι πρέπει να δείξουμε την ίδια σταθερότητα στα πολιτικά ζητήματα απέναντι στη γιουγκοσλαβική ηγεσία. Η σημερινή στρατιωτική μας κατάσταση θα έκαμε, ίσως, ακόμα αναγκαία κάποια περιορισμένη συνεργασία, δηλαδή μεταφορά υλικού και ανθρώπων. Οι προοπτικές, όμως, από την πλευρά των Γιουγκοσλάβων δε μου φαίνονται ελπιδοφόρες.
12. 4. 1949
Πέτρος»
https://erodotos.wordpress.com
Μετά τις επαφές που είχε ο Μ. Πορφυρογένης στη Γιουγκοσλαβία – και αφού αυτές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα στα ζητήματα που έθετε το ΚΚΕ – πραγματοποιήθηκε δεύτερος κύκλος επαφών μεταξύ των δύο κομμάτων. Συγκεκριμένα, τον Απρίλη του ’49 πήγε στο Βελιγράδι ο Π. Ρούσος, αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ και υπουργός Εξωτερικών της Π.Δ.Κ.
Ο Π. Ρούσος πραγματοποίησε δύο συναντήσεις με το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ και στενό συνεργάτη του Τίτο, στρατηγό Ράνκοβιτς, από τις οποίες το μόνο που διαπιστώθηκε ήταν η άκαμπτη στάση της Γιουγκοσλαβίας να λύσει τα πρακτικά ζητήματα που έθετε το ΚΚΕ, η ύπαρξη των οποίων δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στον αγώνα του ΔΣΕ.
Οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στη 1 και 7 Απρίλη του 1949. Στα πλαίσιά τους, ο Ρούσος κατέθεσε εκ μέρους του ΚΚΕ υπόμνημα με τα ζητήματα που έθετε το κόμμα προς λύση και τις εκτιμήσεις του για τη στάση του ΚΚΓ. Σ’ αυτό το υπόμνημα απάντησαν οι Γιουγκοσλάβοι με δικό τους. Συντάκτης του υπομνήματος αυτού πιθανόν να ήταν ο ίδιος ο Τίτο, αν πάρουμε υπόψη το ύφος και τον τρόπο γραφής του.
Και τη δεύτερη συνάντηση – όπως και την πρώτη – κατέγραψε στην έκθεσή του που παρέδωσε στο ΚΚΕ, υπό μορφή πρακτικών, ο Π. Ρούσος. Δημοσιεύουμε σήμερα το μέρος της έκθεσης που αφορά τη δεύτερη αυτή συνάντηση, όπως και τις εντυπώσεις που ο συγγραφέας της αποκόμισε από την παραμονή του στη Γιουγκοσλαβία, για τη γενικότερη κατάσταση της χώρας. Η έκθεση μας παραδόθηκε από το Ιστορικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ και προέρχεται από τα αρχεία του Κόμματος.
«ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΡΑΝΚΟΒΙΤΣ (7. 4. 49)
Στις 9 το βράδυ έγινε η δεύτερη συνάντηση, για την οποία ειδοποιήθηκα από την παραμονή. Στην αρχή ο Ράνκοβιτς έκανε την ακόλουθη δήλωση.
Ράνκοβιτς: Έχουμε έτοιμη την απάντησή μας προς την ΚΕ. Αλλά δε θα σας τη δώσουμε. Θα σας τη διαβάσουμε εδώ, θα κρατήσετε ό,τι σημειώσεις σας χρειάζονται και θα σας ετοιμάσουμε αύριο περίληψη, θα την πάρετε μαζί σας και το ίδιο το απαντητικό γράμμα μας θα μείνει στα αρχεία μας.
Πέτρος: Επιφυλάσσομαι να μιλήσω μετά το διάβασμα του γράμματος.
Εδώ ο Ράνκοβιτς διάβασε το γράμμα και τα παραρτήματά του, που δίνονται χωριστά. Όπως φαίνεται κι απ’ αυτά, η ΚΕ της Γιουγκοσλαβίας μετατοπίζει τα ζητήματά μας στο γενικό πλαίσιο της αντικομμουνιστικής πάλης με τα αδελφά μας κόμματα, με επικεφαλής το ΒΚΠ (μπ.), (σημ. «Ρ»: Πρόκειται για το Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπολσεβίκοι), που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚΣΕ) αρνιέται, όπως συνήθως συνοπτικά ή παρασιωπά τις συγκεκριμένες καταγγελίες μας, περιέχει αυθαίρετους ισχυρισμούς και στα πρακτικά ζητήματα, βάζει ουσιαστικά πολιτικούς όρους απαράδεχτους χωρίς να απομακρύνεται από αόριστες «υποσχέσεις».
Κάνει όμως εντύπωση ο πιο αντισοβιετικός και ο πιο εχθρικός για μας τόνος τους, που φάνηκε κι απ’ όσα είπε παρακάτω και προφορικά ο Ράνκοβιτς, σ’ αυτή τη συζήτηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι το σημείο του γράμματος που ραδιουργικά μιλάει για τη στάση του ΒΚΠ (μπ.) απέναντί μας ο Ράνκοβιτς το διάβασε αλλιώς. Στο σ. Ζαχαριάδη ανακοινώθηκε στις αρχές του 1948 ότι ο Στάλιν είπε στον Τζίλας ότι είναι ανάγκη να αναδιπλωθούν οι Ελληνες αντάρτες.
Πέτρος: Πρώτα απ’ όλα θέλω να εκφράσω την απορία μου, πώς είναι δυνατόν να μην πάω στην ΚΕ μας τη γραφτή σας απάντηση σε τόσο σοβαρά ζητήματα που βάζετε και που μου διαβάσατε, πολύ περισσότερο που εγώ σας άφησα τις απόψεις μας εγγράφως.
Ράνκοβιτς: Πρόκειται για σοβαρό ντοκουμέντο. Εμείς είμαστε κρατικό κόμμα, ενώ εσείς δε θα ‘χετε τόσες δυνατότητες να προφυλάξετε τα ντοκουμέντα.
Πέτρος: Μπορεί να μην έχουμε ακόμα πλήρως οργανωμένο κράτος, αλλά νομίζω ότι το Κόμμα μας είναι τουλάχιστο σε θέση να προφυλάξει από τους ιμπεριαλιστές τα μυστικά του αγώνα. Πάντως, δικαίωμά σας είναι να κάνετε ό,τι νομίζετε. Σημασία έχει η ουσία της απάντησης. Πάνω σε ό,τι μου ανακοινώσατε έχω να κάνω την ακόλουθη δήλωση.
1.Επιφυλάσσομαι για λογαριασμό της ΚΕ μας να μελετήσουμε ό,τι ντοκουμέντο μας εγχειρίσετε, καθώς και πάνω στους αριθμούς και τα στοιχεία σχετικά με τη βοήθεια που μας δόθηκε.
2.Απ’ όσα άκουσα, διαπιστώνω δυστυχώς ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις δύο ΚΕ.
3.Η απάντησή σας αποφεύγει να απαντήσει σε σειρά συγκεκριμένες καταγγελίες μας που περιέρχονται στο γράμμα μας με το παράρτημα της 1.4.49 και σε συμπληρωματικό που έχω απόψε στη διάθεσή σας, ενώ αντίθετα περιέχει αβάσιμους ισχυρισμούς.
4.Δε λύνει έμπρακτα και ουσιαστικά κανένα από τα πραχτικά ζητήματα που σας θέσαμε, βάζοντας όρους που δεν μπορούμε να τους δεχτούμε, ή δίνοντας αόριστες υποσχέσεις. Επειδή το ζήτημα το θεωρώ σοβαρό, είμαι υποχρεωμένος να μην προχωρήσω σε άλλη συζήτηση και να εκθέσω το ζήτημα στην ΚΕ μου, αρμόδια να αποφασίζει.
Ράνκοβιτς: Δεν πρόκειται, όπως βλέπετε, για μικροδιαφορές πέντε πάνω πέντε κάτω. Πρόκειται για διαφορές που τις εκθέσαμε και σε τηλεγραφήματα προς την ΚΕ σας. Τα πραχτικά ζητήματα που βάζετε δεν είναι τόσο μεγάλα που δεν μπορούν να λυθούν αμέσως. Ομαλά πήγαινε η δουλιά από μέρους μας, δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για σας. Τελευταία αποφεύγετε τη συνεργασία σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Στο γράμμα μας αναφέρουμε τη βοήθεια που σας δώσαμε, εσείς δεν την εκτιμάτε. Δεν πρόκειται για αριθμό αυτοκινήτων που δουλεύουν ή δε δουλεύουν. Ο λαός μας έδωσε για τον αγώνα σας αμέτρητες θυσίες. Εσείς θέλετε να είμαστε απλά τεχνικός σταθμός σας. Ποιες όμως είναι οι εγγυήσεις σε περίπτωση διεθνών περιπλοκών; Δεν είναι απλά αυτά τα ζητήματα. Αφορούν τη σύμπραξή μας, την κοινή άμυνα. Το ίδιο ισχύει και για τη Βουλγαρία. Πρέπει να μεσολαβήσετε όσο το δυνατόν πιο νωρίς.
Η κατάσταση είναι σοβαρή. Ο ιμπεριαλισμός επιτίθεται. Για παράδειγμα έχουμε τις τελευταίες μηχανορραφίες και δηλώσεις του Τσαλδάρη (για συνεννοήσεις του με τη Γιουγκοσλαβία). Εσείς αντί να διαψεύσετε τον Τσαλδάρη, ακολουθείτε τη συκοφαντική εκστρατεία του Γραφείου Πληροφοριών. Μιλάτε (σχόλιο του Ραδιοσταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα» 7. 4. 49) για ατύχημα των λαών της Γιουγκοσλαβίας κ.ά. και ενισχύετε έτσι την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα. Δεν υπάρχει ατύχημα στη Γιουγκοσλαβία, αλλά ατύχημα με τη συκοφαντική προπαγάνδα του Γραφείου Πληροφοριών και της Μόσχας που μας κάνει τέτοια επίθεση. Είμαστε γεροί και θα αποδείξουμε ότι έχουμε δίκιο.
Πέτρος: Μια διακοπή. Παρακολούθησα με τ’ αυτιά μου τις δηλώσεις του Τσαλδάρη, που σημειώστε, τις έδωσε στις 4. 4. 49 στο Λονδίνο, ενώ δεν τις άκουσα από την Αθήνα.
Ράνκοβιτς (διακόπτοντας): Τις έδωσε.
Πέτρος: Ίσως στη σερβική γλώσσα, γιατί στα ελληνικά δεν τις άκουσα. Δεν κρύβω ότι σε τέτοια γεγονότα όλοι οι αγωνιστές μας θα ‘ναι ευαίσθητοι. Λοιπόν, βγαίνει η πληροφορία ή η φήμη, όπως λέτε εσείς, ότι ο Τσαλδάρης διαπραγματεύεται με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Ζητάτε από μας να διαψεύσουμε δηλώσεις του Τσαλδάρη ότι διαπραγματεύεται με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, ενώ η ίδια η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν έχει δώσει ως αυτή τη στιγμή καμιά διάψευση. Δεν μπορώ να καταλάβω τις σκέψεις σας.
Ράνκοβιτς (συγχυσμένα): Ναι. Θα το πράξουμε (δηλαδή τη διάψευση. Δόθηκε την άλλη μέρα, 8. 4. 49, στην «Πολίτικα», όχι όμως κυβερνητική διάψευση, αλλά σχόλιο του διπλωματικού συντάκτη του «Τανγιούγκ»).
Για τα δεινά σας δε φταίει η κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, αλλά η προβληματική (προμπλεμάτιτσεν, αμφίβολη) στάση σας. Αμφισβητείτε τους αριθμούς μας, ενώ είστε από την αρχή ενήμεροι για το έργο της βοήθειας, για τους κόπους μας και εσείς προσωπικά πιο πολύ και από άλλους δύο συντρόφους, δηλαδή τον Ζαχαριάδη και τον Ιωαννίδη, ξέρετε ότι εμείς ήμασταν πρώτοι, μεσολαβήσαμε και στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες για να σας βοηθήσουν. Εμείς κινήσαμε το ζήτημα του εράνου.
Το σύνολο του ζητήματος να βλέπουμε και όχι τις ελλείψεις που είχαμε και τις ξεπερνούσαμε με συνεννόηση.
Πέτρος: Δεν κρύβω τις προσπάθειες που κατέβαλε το κόμμα μας και εγώ προσωπικά και την αδελφική σύσφιξη των δεσμών ανάμεσα στα κόμματα μας, μολονότι δεν καταλαβαίνω γιατί λέτε εγώ είμαι πιο ενήμερος από τους δύο άλλους συντρόφους μου που είναι πιο υπεύθυνοι μου στο Κόμμα. Λυπούμαι μόνο που ως την ώρα οι καρποί ήταν κατώτεροι από τους μόχθους μας, αλλά το φταίξιμο δεν είναι δικό μας. Εγώ πάντως βλέπω ότι τώρα δεν πηγαίνω καμιά θετική λύση στα ζητήματα που ήταν ο βασικός σκοπός της αποστολής μου.
Ράνκοβιτς: Τραυματίες θα εξακολουθήσουμε να δεχόμαστε. Παιδιά είμαστε έτοιμοι και πάλι να περιθάλψουμε. Βοήθεια σε υλικό θα εξακολουθήσουμε να δίνουμε. Το Μπούλκες θα το βοηθήσουμε και θα καλυτερέψουμε τη θέση του αν είναι δυνατό. Αλλά δεν μπορούμε να μεταφέρουμε και στα τυφλά υλικά από τη Βουλγαρία.
Ποτέ δε ζητήσαμε να είστε με το μέρος μας στη διαφορά με το Γραφείο Πληροφοριών, αλλά δε θα δεχτούμε να μεταφέρετε την καμπάνια του εναντίον μας. Και κάτι ακόμα. Ούτε και τώρα μας είναι σαφής η θέση των άλλων κομμάτων απέναντι στον αγώνα σας. Δεν ξέρουμε αν πιστεύουν στη νίκη. Εμάς η θέση μας είναι καθαρή. Και δεν έχει καμιά αλλαγή. Εσείς σκέπτεστε έτσι: Το Γραφείο Πληροφοριών και το ΒΚΠ (μπ.) καταγγέλλει τη γιουγκοσλαβική ηγεσία σαν προδοτική, έχουμε τώρα την ανάγκη τους, ας την εκμεταλλευτούμε και βλέπουμε… Εμείς δε βάλαμε ποτέ όρους. Η ΚΕ μας και ο σ. Τίτο προσωπικά θέλουμε να βοηθήσουμε τον αγώνα σας. Αν δείξετε θέληση για το ξεπέρασμα των παρεξηγήσεων, η εξάλειψη των διαφορών μας δεν παρουσιάζει δυσκολίες.
Πέτρος: Από μέρους μας υπήρξε πάντα και θα υπάρξει και στο μέλλον η διάθεση για συνεργασία στα δύο κόμματα. Σημειώνω τη δήλωσή σας ότι είστε διατεθειμένοι να βοηθήσετε, αλλά τα ζητήματα που βάλατε τα θεωρώ σοβαρά και πρέπει να ενημερώσω την ΚΕ μας. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα σε όσα σας είπα. Ο Ράνκοβιτς υπόσχεται να δώσει αύριο ελληνική μετάφραση της απάντησης χωρίς τα παραρτήματα. Στην πραγματικότητα έστειλε την άλλη νύχτα στις 11 το βράδυ ρώσικη μετάφραση και παραρτήματα. Και μέσω του Στρ. ειδοποίησε ότι θα επιτραπεί η διάβαση 2.000 ανθρώπων μας από τη Βουλγαρία.
Λόγω που τα ντοκουμέντα, μου εγχειρίστηκαν μόλις 40 λεπτά πριν φύγω για το σταθμό, δεν ήταν δυνατό να τους αφήσω και γραφτά τη δήλωση που τους έκανα σχετικά με το περιεχόμενο της απάντησής τους.
Από το Βελιγράδι ως τα Σκόπια ταξίδεψα μόνο με δικό μας άνθρωπο. Από τα Σκόπια ως το Μοναστήρι με συνόδεψε ένας ανθυπασπιστής τους (όταν πήγα με είχε προϋπαντήσει και συνοδέψει ο λοχαγός του τομέα και ένας ταγματάρχης από τα Σκόπια). Φυσικά πάντα συνταξίδεψε μαζί μου και σύντροφος της υπηρεσίας μας.
12.4.1949
Πέτρος».
Απρίλης 1949
«Λίγα λόγια για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία – Συμπεράσματα».
Ετσι επιγράφει ο Π. Ρούσος την έκθεσή του προς την καθοδήγηση του Κόμματος, για τις εντυπώσεις και τις εκτιμήσεις του από τη γενικότερη κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Το σημείωμα αυτό συνόδευε τη δημοσιευόμενη παραπλεύρως έκθεση, για τη δεύτερη συνάντησή του με τον στρατηγό Ράνκοβιτς. Δημοσιεύουμε σήμερα και την έκθεση αυτή ολόκληρη, την οποία μας παραχώρησε το Ιστορικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, ώστε να έχει ο αναγνώστης του «Ρ» την περισσότερο δυνατή ολοκληρωμένη εικόνα των συνθηκών εκείνης της περιόδου:
«Η εντύπωση από την επίσκεψη στη Γιουγκοσλαβία δείχνει αναμφισβήτητη αλλαγή σε σχέση με το προηγούμενο ταξίδι. Πρώτα απ’ όλα η ζωή (διατροφή) ακρίβυνε τουλάχιστον 100% σε σχέση με το περσινό. Ένα φαΐ έχει στο εστιατόριο 70 δηνάρια έναντι 35 – 40 που είχε. Ένα αυγό 14 δηνάρια. Το κρέας σπανίζει. Στην αγορά βλέπεις μόνο λίγα λαχανικά κι αυτά ακριβά. Τα μαγαζιά είναι ουσιαστικά γυμνά, όπως τα είδαμε σε μια βόλτα με το σύντροφό μας Σ. Είδη ρουχισμού ελάχιστα υπάρχουν. Ένα ζευγάρι μέτρια παπούτσια στοιχίζει με το ειδικό δελτίο 600 δηνάρια και με το γενικό δελτίο 3.500 – 4.500 δηνάρια. Τα μεροκάματα ελάχιστα αυξήθηκαν (100 – 150 δηνάρια). Οι δρόμοι του Βελιγραδίου είναι γεμάτοι ανθρώπους του χωριού απ’ αυτούς που διαθέτουν τρόφιμα και τα πάνε στην αγορά σε τιμές μαύρης αγοράς που έχει απλωθεί.
Τα έργα του Βελιγραδίου δεν πηγαίνουν με το ρυθμό που προβλεπόταν, αν και φαίνεται να έχει εξασφαλιστεί κάπως η συγκρότηση εργατικών ομάδων για φέτος.
Οι πληροφορίες λένε ότι υπάρχει στα εργαζόμενα στρώματα αρκετή δυσφορία για την κατάσταση, αλλά η μεγάλη τρομοκρατία και η μη εμφάνιση σοβαρής οργανωμένης αντιπολιτευτικής δράσης συγκρατεί ακόμα το καθεστώς. Το καθεστώς αυτό όλο και πιο πολύ βυθίζεται στη λάσπη και είναι χαρακτηριστικό ότι εντάθηκε η ανοιχτή αντισοβιετική προπαγάνδα και λύσσα που το εκδήλωσε στη συζήτηση και ο ίδιος ο Ράνκοβιτς.
Η κλίκα του Βελιγραδίου εκμεταλλεύεται και τα εθνικά αισθήματα ενός λαού που έχει μαχητική, ιδιαίτερα αντάρτικη παράδοση. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η κλίκα αυτή αντιμετωπίζει σοβαρές αντιθέσεις.
Πρώτα απ’ όλα ο αντισοβιετισμός της, που ολοένα και περισσότερο ξεσκεπάζεται και θα ξεσκεπάζεται, δεν μπορεί να μη βάζει σε σκέψη τα πλατιά εργαζόμενα στρώματα, ιδιαίτερα της Σερβίας, Μακεδονίας, όπου είναι γερές οι φιλοσοβιετικές και φιλορωσικές συμπάθειες. Η σύνδεσή της με τον ιμπεριαλισμό μπορεί, ίσως, μονόπλευρα μόνο να δώσει προσωρινές ελπίδες οικονομικής φύσης(τις μέρες της παραμονής μου στο Βελιγράδι παζάρευαν με τους Αγγλους πίστωση 150 εκατ. στερλινών. Είχε έρθει εκεί και γαλλική οικονομική αποστολή). Φυσικά είναι όπλο του εχθρού που πρέπει να το υπολογίζουμε, όπως και τον κίνδυνο που αυξάνει για τον ελληνικό λαό και για την Αλβανία, όπως και για όλο το διεθνές μέτωπό μας από τις ερωτοτροπίες και τα παζαρέματα του Τίτο με τον ιμπεριαλισμό και το μοναρχοφασισμό και την επιθετικότητα των τελευταίων.
Δεύτερο: Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι η εθνικιστική και αντιδιεθνιστική θέση του ΚΚΓ, που θέλει να ποζάρει στο ρόλο κάποιας Γιουγκοσλαβικής «τρίτης δύναμης» ενθαρρύνει φυσικά και τους εθνικιστικούς σοβινισμούς ανάμεσα στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας, αλλά κάτω από ορισμένους όρους μπορεί να σταθεί και παράγοντας ανατροπής της. Αυτό φαίνεται από τη μεγάλη ευαισθησία που δείχνει η κλίκα, όπως και η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα στο μακεδονικό ζήτημα και τη νέα θέση μας. Αλλά κι από το Μαυροβούνι ίσως και τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη δεν περιμένει καλές ειδήσεις η γιουγκοσλαβική ηγεσία.
Τρίτο: Το ελληνικό ζήτημα και ο αγώνας μας δεν είναι από τα μικρότερα εμπόδια που αντιμετωπίζει η γιουγκοσλάβικη ηγεσία στον κατήφορο της. Έχει εκτεθεί πολύ απέναντι στο λαό της σ’ αυτό το ζήτημα που ίσως είναι σήμερα το μόνο σχεδόν σημείο κάποιας επαφής της με το διεθνές δημοκρατικό στρατόπεδο. Πολύ τους στοίχισε η υπόθεση του σταθμού μας. Νομίζω ότι η κλίκα του Βελιγραδίου υπολογίζει πολύ την ενδεχόμενη ανοιχτή θέση μας εναντίον τους και θα ήθελε να κρατηθούμε, έστω στη σημερινή θέση απέναντί της. Αυτός είναι και ο λόγος των δισταγμών της. Όμως, παρά τις κερδοσκοπικές αυτές μανούβρες της, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι είναι έτοιμη για τη χειρότερη προδοσία κι αυτό το δείχνει η στάση της στα ζητήματα που συζητήσαμε. Είναι ζήτημα χρόνου για συναλλαγές με τους Δυτικούς. Σημειώνω ότι η τελευταία μας επίθεση στο Γράμμο – Σμόλικα – Βόιο έκανε αίσθηση στους κύκλους του Ράνκοβιτς.
Το συμπέρασμα για μας είναι ότι πρέπει να δείξουμε την ίδια σταθερότητα στα πολιτικά ζητήματα απέναντι στη γιουγκοσλαβική ηγεσία. Η σημερινή στρατιωτική μας κατάσταση θα έκαμε, ίσως, ακόμα αναγκαία κάποια περιορισμένη συνεργασία, δηλαδή μεταφορά υλικού και ανθρώπων. Οι προοπτικές, όμως, από την πλευρά των Γιουγκοσλάβων δε μου φαίνονται ελπιδοφόρες.
12. 4. 1949
Πέτρος»
https://erodotos.wordpress.com
Το μυστικό νοσοκομείο "250" στην Πολωνία, για την νοσηλεία των τραυματιών μαχητών του ΔΣΕ
Μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, το 1949, και το τέλος του εμφυλίου, πολλοί μαχητές μας βρέθηκαν στην Πολωνία. Οι αντάρτες καθώς και οι άμαχοι, οι οποίοι έφτασαν στις περιοχές του Νομού της Δυτικής Πομερανίας, κατάγονταν κυρίως από χωριά και κωμοπόλεις. Ήταν πληγωμένοι σωματικά και ψυχικά και σε κακή γενική κατάσταση. Σαν κομμουνιστές είχαν «βαφτιστεί» στην πατρίδα τους – για την ανεξαρτησία της οποίας είχαν χύσει ποτάμια αίματος – προδότες που, δήθεν, ασκούν αντεθνική προπαγάνδα στο εξωτερικό.
Έως το Δεκέμβριο του 1951 είχαν φτάσει στην Πολωνία πάνω από 14 χιλιάδες Έλληνες. Ο Μολέσλαβ Μπιέρουτ, Α’ Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Πολωνικού Ενοποιημένου Εργατικού Κόμματος (PZPR), ήταν ο άνθρωπος που ενέκρινε το πρόγραμμα βοήθειας προς τους Έλληνες. Με δική του εντολή ο διοικητής του Τμήματος Προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, τον Ιούνιο του 1949, έδωσε εντολή στον στρατηγό – ταξίαρχο Λέσεκ Κσέμιεν, αντικαταστάτη του διοικητή επί των πολίτικο-διαφωτιστικών υποθέσεων της Στρατιωτικής Περιφέρειας της Σιλεσίας, καθώς και στον στρατηγό-ταξίαρχο Βάτσλαβ Κάμαρ, διοικητή του Β’ Τμήματος Γενικού Επιτελείου Στρατού της Πολωνίας, να οργανώσουν το Νοσοκομείο Εκστρατείας που θα φιλοξενούσε τους Έλληνες τραυματίες μαχητές του ΔΣΕ.
Το νοσοκομείο αυτό στήθηκε σε μια πρώην γερμανική βάση υδροπλάνων στο Τζίβνουβ. Μερικούς μήνες νωρίτερα οι στρατώνες της βάσης είχαν περάσει στα χέρια του πολωνικού στρατού από τον ρωσικό στρατό. Εκείνη την περίοδο, υπεύθυνος της «Στρατιωτικής Μονάδας 1904» και ταυτόχρονα διοικητής της φρουρός του Τζίβνουβ, ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Ριχάρδος Καμίνσκι.
Έως το Δεκέμβριο του 1951 είχαν φτάσει στην Πολωνία πάνω από 14 χιλιάδες Έλληνες. Ο Μολέσλαβ Μπιέρουτ, Α’ Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Πολωνικού Ενοποιημένου Εργατικού Κόμματος (PZPR), ήταν ο άνθρωπος που ενέκρινε το πρόγραμμα βοήθειας προς τους Έλληνες. Με δική του εντολή ο διοικητής του Τμήματος Προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, τον Ιούνιο του 1949, έδωσε εντολή στον στρατηγό – ταξίαρχο Λέσεκ Κσέμιεν, αντικαταστάτη του διοικητή επί των πολίτικο-διαφωτιστικών υποθέσεων της Στρατιωτικής Περιφέρειας της Σιλεσίας, καθώς και στον στρατηγό-ταξίαρχο Βάτσλαβ Κάμαρ, διοικητή του Β’ Τμήματος Γενικού Επιτελείου Στρατού της Πολωνίας, να οργανώσουν το Νοσοκομείο Εκστρατείας που θα φιλοξενούσε τους Έλληνες τραυματίες μαχητές του ΔΣΕ.
Το νοσοκομείο αυτό στήθηκε σε μια πρώην γερμανική βάση υδροπλάνων στο Τζίβνουβ. Μερικούς μήνες νωρίτερα οι στρατώνες της βάσης είχαν περάσει στα χέρια του πολωνικού στρατού από τον ρωσικό στρατό. Εκείνη την περίοδο, υπεύθυνος της «Στρατιωτικής Μονάδας 1904» και ταυτόχρονα διοικητής της φρουρός του Τζίβνουβ, ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Ριχάρδος Καμίνσκι.
Στη διάρκεια των δύο μηνών – Ιουνίου και Ιουλίου – οργανώθηκε το νοσοκομείο με πάνω από χίλιες κλίνες. Το διοικούσε ο ταγματάρχης δόκτωρ Βλάντισλαβ Μπαρτσικόφσκι, υποδιοικητής επί των ιατρικών υποθέσεων και, ταυτόχρονα, διοικητής του νοσοκομείου, χειρούργος ορθοπεδικός, μαθητής και βοηθός του καθηγητή δόκτορα Βίκτορα Ντέγκα. Στρατιώτες και εργαζόμενοι του στρατού επισκεύασαν 27 κτίρια κατοικιών και στρατώνων, με συνολικό όγκο 125 χιλιάδων κυβικών μέτρων.
Στο νεοδημιουργηθέν νοσοκομείο ετοιμάστηκαν μεταξύ άλλων τμήματα: χειρουργικό, βαριά και ελαφρά τραυματισμένων, εσωτερικών και λοιμωδών παθήσεων, φυσικοθεραπείας αποκατάστασης νευρολογικό, φαρμακείο καθώς και πλήθος εξειδικευμένων ιατρείων – όπως οφθαλμολογικό, γυναικολογικό, ΩΡΛ, ουρολογικό, οδοντιατρικό και ακτινολογικό.
Τη νύχτα της 25ης Ιουλίου του 1949, με πλήρη μυστικότητα, μεταφέρθηκαν στο Τζίβνουβ, από το πλοίο «Κοστσιούσκο», που είχε δέσει στο λιμάνι του Σφινοούιστσιε, μετά από 12ήμερο ταξίδι απ’ την Αλβανία, οι πρώτοι 747 Έλληνες – άρρωστοι και τραυματίες μαχητές του ΔΣΕ. Δύο μήνες αργότερα, το δεύτερο 15ήμερο του Σεπτέμβρη, με το ίδιο πλοίο διακομίστηκαν στο νοσοκομείο ακόμα 207 Έλληνες. Το Νοέμβρη του 1949, έφτασε στο λιμάνι της πόλης Γκντανσκ το ρουμανικό υπερατλαντικό πλοίο «Τρανσυλβανία» με 574 Έλληνες τραυματίες. Έως τα τέλη του 1949 στο Τζίβνουβ είχαν φτάσει πάνω από 1500 Έλληνες τραυματίες αντάρτες και οι οικογένειές τους.
Τον Γενάρη του 1950 στάλθηκε στην Αλβανία το πλοίο «Μπιαουίστοκ». Μ’ εκείνη τη διακομιδή, στις 17 Φεβρουαρίου, στην παραθαλάσσια φρουρά του Τζίβνουβ, έφτασαν ακόμα 429 Έλληνες, ενώ στα μέσα του Μαΐου, οδικώς, μέσω Ουγγαρίας έφτασαν οι επόμενοι 60 αντάρτες.
Με την υποδοχή των πρώτων Ελλήνων στο νοσοκομείο του Τζίβνουβ, άρχισε να οργανώνεται επίσης το ιατρικό του προσωπικό. Στα μέσα του Ιουλίου του 1949 το προσωπικό του νοσοκομείου εκστρατείας αποτελούσαν: 14 γιατροί, 6 υπαξιωματικοί νοσοκόμοι, 17 νοσοκόμες, 18 άτομα βοηθητικού προσωπικού καθώς και 2 διμοιρίες φρούρησης (80 ναύτες: μάγειροι, φρουροί, οδηγοί).
Στο δεύτερο μισό του Σεπτέμβρη συμπληρώθηκαν εν μέρει οι ελλείψεις του προσωπικού – στο νοσοκομείο έφτασαν καμιά δεκαπενταριά νέοι γιατροί από την 13η σειρά μετεκπαίδευσης αξιωματικών υπηρεσιών υγείας. Ένα μήνα μετά έφτασε η επόμενη ομάδα γιατρών (από την 14η σειρά μετεκπαίδευσης). Την ομάδα αυτή την αποτελούσαν κυρίως ειδικοί ορθοπεδικοί, αλλά δεν έλλειπαν επίσης και γυναικολόγοι, νευρολόγοι, παιδίατροι, φαρμακοποιοί, οδοντίατροι, παθολόγοι και ακτινολόγοι. Βαθμιαία, στο νοσοκομείο οδηγούνταν και νοσοκόμες – από το Πόζναν και Λοτζ, επί το πλείστον νεαρές απόφοιτες διετών σχολών του Πολωνικού Ερυθρού Σταυρού.
Τη μυστικότητα όλου του εγχειρήματος αποδεικνύει το γεγονός ότι το ιατρικό προσωπικό – στρατιωτικό και πολιτικό, το οποίο έφτανε στο Τζίβνουβ, μόνο επί τόπου ελάμβανε γνώση για την τοποθεσία στην οποία βρισκόταν. Η διοίκηση του νοσοκομείου θεώρησε πως στους τραυματίες και άρρωστους ασθενείς πρέπει να εξασφαλιστεί ένα κατάλληλο περιβάλλον γιο την όσο το δυνατόν γρηγορότερη επιστροφή στην ισορροπία τους, τόσο σωματική όσο και ψυχική. Γι’ αυτό το σκοπό, προκειμένου να υπάρχει γενική αποκατάσταση της υγείας των ασθενών, άρχισε να εφαρμόζεται η πρωινή γυμναστική – ομαδική και ατομική.
Στο νεοδημιουργηθέν νοσοκομείο ετοιμάστηκαν μεταξύ άλλων τμήματα: χειρουργικό, βαριά και ελαφρά τραυματισμένων, εσωτερικών και λοιμωδών παθήσεων, φυσικοθεραπείας αποκατάστασης νευρολογικό, φαρμακείο καθώς και πλήθος εξειδικευμένων ιατρείων – όπως οφθαλμολογικό, γυναικολογικό, ΩΡΛ, ουρολογικό, οδοντιατρικό και ακτινολογικό.
Τη νύχτα της 25ης Ιουλίου του 1949, με πλήρη μυστικότητα, μεταφέρθηκαν στο Τζίβνουβ, από το πλοίο «Κοστσιούσκο», που είχε δέσει στο λιμάνι του Σφινοούιστσιε, μετά από 12ήμερο ταξίδι απ’ την Αλβανία, οι πρώτοι 747 Έλληνες – άρρωστοι και τραυματίες μαχητές του ΔΣΕ. Δύο μήνες αργότερα, το δεύτερο 15ήμερο του Σεπτέμβρη, με το ίδιο πλοίο διακομίστηκαν στο νοσοκομείο ακόμα 207 Έλληνες. Το Νοέμβρη του 1949, έφτασε στο λιμάνι της πόλης Γκντανσκ το ρουμανικό υπερατλαντικό πλοίο «Τρανσυλβανία» με 574 Έλληνες τραυματίες. Έως τα τέλη του 1949 στο Τζίβνουβ είχαν φτάσει πάνω από 1500 Έλληνες τραυματίες αντάρτες και οι οικογένειές τους.
Τον Γενάρη του 1950 στάλθηκε στην Αλβανία το πλοίο «Μπιαουίστοκ». Μ’ εκείνη τη διακομιδή, στις 17 Φεβρουαρίου, στην παραθαλάσσια φρουρά του Τζίβνουβ, έφτασαν ακόμα 429 Έλληνες, ενώ στα μέσα του Μαΐου, οδικώς, μέσω Ουγγαρίας έφτασαν οι επόμενοι 60 αντάρτες.
Με την υποδοχή των πρώτων Ελλήνων στο νοσοκομείο του Τζίβνουβ, άρχισε να οργανώνεται επίσης το ιατρικό του προσωπικό. Στα μέσα του Ιουλίου του 1949 το προσωπικό του νοσοκομείου εκστρατείας αποτελούσαν: 14 γιατροί, 6 υπαξιωματικοί νοσοκόμοι, 17 νοσοκόμες, 18 άτομα βοηθητικού προσωπικού καθώς και 2 διμοιρίες φρούρησης (80 ναύτες: μάγειροι, φρουροί, οδηγοί).
Στο δεύτερο μισό του Σεπτέμβρη συμπληρώθηκαν εν μέρει οι ελλείψεις του προσωπικού – στο νοσοκομείο έφτασαν καμιά δεκαπενταριά νέοι γιατροί από την 13η σειρά μετεκπαίδευσης αξιωματικών υπηρεσιών υγείας. Ένα μήνα μετά έφτασε η επόμενη ομάδα γιατρών (από την 14η σειρά μετεκπαίδευσης). Την ομάδα αυτή την αποτελούσαν κυρίως ειδικοί ορθοπεδικοί, αλλά δεν έλλειπαν επίσης και γυναικολόγοι, νευρολόγοι, παιδίατροι, φαρμακοποιοί, οδοντίατροι, παθολόγοι και ακτινολόγοι. Βαθμιαία, στο νοσοκομείο οδηγούνταν και νοσοκόμες – από το Πόζναν και Λοτζ, επί το πλείστον νεαρές απόφοιτες διετών σχολών του Πολωνικού Ερυθρού Σταυρού.
Τη μυστικότητα όλου του εγχειρήματος αποδεικνύει το γεγονός ότι το ιατρικό προσωπικό – στρατιωτικό και πολιτικό, το οποίο έφτανε στο Τζίβνουβ, μόνο επί τόπου ελάμβανε γνώση για την τοποθεσία στην οποία βρισκόταν. Η διοίκηση του νοσοκομείου θεώρησε πως στους τραυματίες και άρρωστους ασθενείς πρέπει να εξασφαλιστεί ένα κατάλληλο περιβάλλον γιο την όσο το δυνατόν γρηγορότερη επιστροφή στην ισορροπία τους, τόσο σωματική όσο και ψυχική. Γι’ αυτό το σκοπό, προκειμένου να υπάρχει γενική αποκατάσταση της υγείας των ασθενών, άρχισε να εφαρμόζεται η πρωινή γυμναστική – ομαδική και ατομική.
Στο νοσοκομείο νοσηλεύονταν επίσης ασθενείς με ψυχικά τραύματα, που είχαν αποκτήσει από τα διάφορα βιώματα του πολέμου, καθώς επίσης ασθενείς με βλάβες στα νεύρο, ακόμα και με την πλήρη καταστροφή των νεύρων.
Καθημερινή ζωή
Ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου οι αντάρτες του ΔΣΕ είχαν στερηθεί την ελληνική ιθαγένεια. Ζούσαν στο νοσοκομείο σε πλήρη ανωνυμία, χωρίς έγγραφα και ταυτότητες.
Χρησιμοποιούσαν μονάχα αριθμούς ταυτοποίησης, κι όταν πήγαιναν για ιατρικές εξετάσεις ή συμβουλές ή θεραπεία εκτός νοσοκομείου του συγκροτήματος Τζίβνουβ – π.χ. σε αστικά νοσοκομεία, μεταξύ άλλων στο Στετίνο, τότε χρησιμοποιούσαν ψεύτικα πολωνικά ονοματεπώνυμα.
Εντύπωση προκαλούν οι αναμνήσεις του στρατηγού δρ. ιατρικής, Βλάντισλαβ Μπαρτσικόφσκι, που κατέγραψε στο εξαιρετικό βιβλίο του «Το ελληνικό νησί Βολίν”, όπου γεμάτος θαυμασμό και αγάπη για τους Έλληνες ασθενείς του και την όμορφη χώρα τους, γράφει:
«Στη διοίκηση και σε διάφορες εκδηλώσεις οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το “σύντροφε” ή “συναγωνιστή / Οι επίσημες ομιλίες ξεκινούσαν με τις λέξεις: “Σύντροφοι και συντρόφισσες! ή Συναγωνιστές και συναγωνίστριες!” Καθημερινά απευθύνονταν ο ένας στον άλλον με το όνομά του, όπως στην καθομιλούμενη ελληνική γλώσσα. Οι λέξεις “κύριος” ή κυρία δεν χρησιμοποιούνταν.
Γνωρίζαμε ότι η θέση των Ελλήνων μας δεν ήταν καλή. Βρέθηκαν στην Πολωνία ως πολιτικοί πρόσφυγες μετά την ήττα τους. Με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα τους, δεν είχαν ελπίδα επιστροφής. Στην πολωνική ιστορία είχαμε παρόμοιες καταστάσεις. Οι οικογένειές τους ήταν κατακερματισμένες, χωρισμένες, κάποια άτομα της οικογένειας μπορεί να ήταν στην Ελλάδα ή στα διάφορα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Μετά την θεραπεία και βελτίωση των ασθενών μας, τους περίμενε μακρύς δρόμος προσαρμογής στο νέο περιβάλλον, στις νέες συνθήκες ζωής και εργασίας. Τις ψυχολογικές καταστάσεις δεν ήταν εύκολο να τις καταλάβουμε δίχως την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. (…) Κάποιοι λαχταρούσαν την επιστροφή στην πατρίδα και στην οικογένεια. Άλλοι δύσκολα προσαρμόζονταν στο δικό μας κλίμα. Η αύρα της νοσταλγίας ήταν συνέχεια γύρω μας. “Αχ, γιατρέ, σ’ εμάς όταν σηκωθείς το πρωί, ο ήλιος λάμπει φωτεινά και ο αέρας είναι διαυγής. Ο άνθρωπος ξυπνάει ξεκούραστος. Έχεις όρεξη για εργασία. Εδώ είναι συνήθως γκρίζα, ομιχλώδη. Δεν είμαστε κουρασμένοι από την εργασία της προηγούμενης μέρες και παρόλο που κοιμηθήκαμε νωρίς, το πρωί ξυπνάμε κουρασμένοι και δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με τίποτα”.
Συνέχεια ανέφεραν την πατρίδα τους. Το αποκορύφωμα των ονείρων τους ήταν να βρεθούνε ξανά στα ψηλά βουνά ή στο οροπέδια τους και να ψήσουν το αρνί στη σούβλα. Και να πιουν κρασί. “Αχ γιατρέ, να ήξερες πόσο νόστιμο είναι αυτό”. Η θλίψη όμως δεν κρατούσε πολύ. Τους άρεσε το βράδυ να τραγουδάνε και να χορεύουν ομαδικά. Συνήθως χόρευαν μόνο οι άνδρες, όπως τον καλαματιανό, λίγες φορές έπαιρναν μέρος και οι γυναίκες. Τοποθετούσαν τα χέρια τους στον ώμο του διπλανού τους κρατιόντουσαν με τα χέρια ή πιάνονταν από τη μέση. Κινιόντουσαν με τα ίδια χορευτικά βήματα μία στη μία και μία στην άλλη πλευρά. Οι μελωδίες ήταν διαφορετικές από αυτές που είχαμε συνηθίσει. Διαφορετικές από τα μουσικά σύνολα. Κάποιες φορές μελαγχολικές και άλλες φορές χορευτικές. Όλα ήταν διαφορετικά από τα δικά μας».
Καθημερινή ζωή
Ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου οι αντάρτες του ΔΣΕ είχαν στερηθεί την ελληνική ιθαγένεια. Ζούσαν στο νοσοκομείο σε πλήρη ανωνυμία, χωρίς έγγραφα και ταυτότητες.
Χρησιμοποιούσαν μονάχα αριθμούς ταυτοποίησης, κι όταν πήγαιναν για ιατρικές εξετάσεις ή συμβουλές ή θεραπεία εκτός νοσοκομείου του συγκροτήματος Τζίβνουβ – π.χ. σε αστικά νοσοκομεία, μεταξύ άλλων στο Στετίνο, τότε χρησιμοποιούσαν ψεύτικα πολωνικά ονοματεπώνυμα.
Εντύπωση προκαλούν οι αναμνήσεις του στρατηγού δρ. ιατρικής, Βλάντισλαβ Μπαρτσικόφσκι, που κατέγραψε στο εξαιρετικό βιβλίο του «Το ελληνικό νησί Βολίν”, όπου γεμάτος θαυμασμό και αγάπη για τους Έλληνες ασθενείς του και την όμορφη χώρα τους, γράφει:
«Στη διοίκηση και σε διάφορες εκδηλώσεις οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το “σύντροφε” ή “συναγωνιστή / Οι επίσημες ομιλίες ξεκινούσαν με τις λέξεις: “Σύντροφοι και συντρόφισσες! ή Συναγωνιστές και συναγωνίστριες!” Καθημερινά απευθύνονταν ο ένας στον άλλον με το όνομά του, όπως στην καθομιλούμενη ελληνική γλώσσα. Οι λέξεις “κύριος” ή κυρία δεν χρησιμοποιούνταν.
Γνωρίζαμε ότι η θέση των Ελλήνων μας δεν ήταν καλή. Βρέθηκαν στην Πολωνία ως πολιτικοί πρόσφυγες μετά την ήττα τους. Με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα τους, δεν είχαν ελπίδα επιστροφής. Στην πολωνική ιστορία είχαμε παρόμοιες καταστάσεις. Οι οικογένειές τους ήταν κατακερματισμένες, χωρισμένες, κάποια άτομα της οικογένειας μπορεί να ήταν στην Ελλάδα ή στα διάφορα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Μετά την θεραπεία και βελτίωση των ασθενών μας, τους περίμενε μακρύς δρόμος προσαρμογής στο νέο περιβάλλον, στις νέες συνθήκες ζωής και εργασίας. Τις ψυχολογικές καταστάσεις δεν ήταν εύκολο να τις καταλάβουμε δίχως την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. (…) Κάποιοι λαχταρούσαν την επιστροφή στην πατρίδα και στην οικογένεια. Άλλοι δύσκολα προσαρμόζονταν στο δικό μας κλίμα. Η αύρα της νοσταλγίας ήταν συνέχεια γύρω μας. “Αχ, γιατρέ, σ’ εμάς όταν σηκωθείς το πρωί, ο ήλιος λάμπει φωτεινά και ο αέρας είναι διαυγής. Ο άνθρωπος ξυπνάει ξεκούραστος. Έχεις όρεξη για εργασία. Εδώ είναι συνήθως γκρίζα, ομιχλώδη. Δεν είμαστε κουρασμένοι από την εργασία της προηγούμενης μέρες και παρόλο που κοιμηθήκαμε νωρίς, το πρωί ξυπνάμε κουρασμένοι και δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με τίποτα”.
Συνέχεια ανέφεραν την πατρίδα τους. Το αποκορύφωμα των ονείρων τους ήταν να βρεθούνε ξανά στα ψηλά βουνά ή στο οροπέδια τους και να ψήσουν το αρνί στη σούβλα. Και να πιουν κρασί. “Αχ γιατρέ, να ήξερες πόσο νόστιμο είναι αυτό”. Η θλίψη όμως δεν κρατούσε πολύ. Τους άρεσε το βράδυ να τραγουδάνε και να χορεύουν ομαδικά. Συνήθως χόρευαν μόνο οι άνδρες, όπως τον καλαματιανό, λίγες φορές έπαιρναν μέρος και οι γυναίκες. Τοποθετούσαν τα χέρια τους στον ώμο του διπλανού τους κρατιόντουσαν με τα χέρια ή πιάνονταν από τη μέση. Κινιόντουσαν με τα ίδια χορευτικά βήματα μία στη μία και μία στην άλλη πλευρά. Οι μελωδίες ήταν διαφορετικές από αυτές που είχαμε συνηθίσει. Διαφορετικές από τα μουσικά σύνολα. Κάποιες φορές μελαγχολικές και άλλες φορές χορευτικές. Όλα ήταν διαφορετικά από τα δικά μας».
Στην πλειοψηφία τους, οι Έλληνες ασθενείς ήταν νέοι άνθρωποι. Προσπαθούσαν να οργανώσουν την εξωνοσοκομειακή τους ζωή με ποικίλους τρόπους. Συμμετείχαν σε μετεκπαιδεύσεις, σε χορούς και σε μαζικές αθλητικές διοργανώσεις, και κυρίως μαθαίνανε την πολωνική γλώσσα.
Για τις ανάγκες των Ελλήνων τέθηκε σε λειτουργία μια ραδιοφωνική εγκατάσταση – τον απαραίτητο ραδιοφωνικό εξοπλισμό είχε διαθέσει η Πολωνική Ραδιοφωνική Υπηρεσία. Το καθημερινό πρόγραμμα σ’ αυτό αποτελούσαν οι ειδήσεις, τις οποίες ετοίμαζε το πολιτικό τμήμα του νοσοκομείου, και οι οποίες παρουσίαζαν την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, στην Πολωνία και στον κόσμο. Επίσης συντασσόταν κι ένα ενημερωτικό δελτίο και αργότερα άρχισε η έκδοση ενός εβδομαδιαίου περιοδικού «Δημοκρατία». Οργανώθηκε επίσης μια ελληνική θεατρική ομάδα και ένα μουσικοχορευτικό συγκρότημα, το οποίο εμφανιζόταν με χειροποίητες λαϊκές στολές.
Οι γυναίκες συμμετείχαν σε μαθήματα κοπτικής-ραπτικής ενώ οι άντρες, στα πλαίσια της θεραπείας μέσω δημιουργικών δραστηριοτήτων, εκτελούσαν εργασίες σε διάφορα εργαστήρια, όπως: σιδηρουργίας, επισκευής αυτοκινήτων, ξυλουργικό, υποδηματοποιίας και ωρολογοποιίας.
Στις αρχές του 1950 οι ασθενείς του νοσοκομείου πηγαίνανε να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις και όπερα στις πόλεις Πόζναν και Στετίνο. Με μεγάλη λαμπρότητα κι από καινού γιόρταζαν τις επίσημες κρατικές πολωνικές και ελληνικές γιορτές. Επίσης διοργάνωναν διαδηλώσεις, κυρίως πολιτικές, με την ευκαιρία των μεγάλων εορτασμών, όπως Γιορτή Αναγέννησης της Πολωνίας (στις 22 Ιουλίου), Γιορτή της Εργατικής Πρωτομαγιάς ή τον εορτασμό της ίδρυσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (στις 18 Νοεμβρίου). Σε έναν από αυτούς τους εορτασμούς στις 22/7/1950 οι Έλληνες παρέδωσαν στη Στρατιωτική Μονάδα του Τζίβνουβ το χειροκέντητο λάβαρο.
Έχοντας ως σκοπό την επιστροφή τους στην Ελλάδα και νέο ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα, δημιουργούσαν μικρά στρατιωτικά υποτμήματα, όπως: μονάδα ιππικού καθώς και μια ομάδα πιλότων, η οποίο εκπαιδευόταν με τη βοήθεια ενός παλιού γερμανικού υδροπλάνου.
Για τις ανάγκες των Ελλήνων τέθηκε σε λειτουργία μια ραδιοφωνική εγκατάσταση – τον απαραίτητο ραδιοφωνικό εξοπλισμό είχε διαθέσει η Πολωνική Ραδιοφωνική Υπηρεσία. Το καθημερινό πρόγραμμα σ’ αυτό αποτελούσαν οι ειδήσεις, τις οποίες ετοίμαζε το πολιτικό τμήμα του νοσοκομείου, και οι οποίες παρουσίαζαν την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, στην Πολωνία και στον κόσμο. Επίσης συντασσόταν κι ένα ενημερωτικό δελτίο και αργότερα άρχισε η έκδοση ενός εβδομαδιαίου περιοδικού «Δημοκρατία». Οργανώθηκε επίσης μια ελληνική θεατρική ομάδα και ένα μουσικοχορευτικό συγκρότημα, το οποίο εμφανιζόταν με χειροποίητες λαϊκές στολές.
Οι γυναίκες συμμετείχαν σε μαθήματα κοπτικής-ραπτικής ενώ οι άντρες, στα πλαίσια της θεραπείας μέσω δημιουργικών δραστηριοτήτων, εκτελούσαν εργασίες σε διάφορα εργαστήρια, όπως: σιδηρουργίας, επισκευής αυτοκινήτων, ξυλουργικό, υποδηματοποιίας και ωρολογοποιίας.
Στις αρχές του 1950 οι ασθενείς του νοσοκομείου πηγαίνανε να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις και όπερα στις πόλεις Πόζναν και Στετίνο. Με μεγάλη λαμπρότητα κι από καινού γιόρταζαν τις επίσημες κρατικές πολωνικές και ελληνικές γιορτές. Επίσης διοργάνωναν διαδηλώσεις, κυρίως πολιτικές, με την ευκαιρία των μεγάλων εορτασμών, όπως Γιορτή Αναγέννησης της Πολωνίας (στις 22 Ιουλίου), Γιορτή της Εργατικής Πρωτομαγιάς ή τον εορτασμό της ίδρυσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (στις 18 Νοεμβρίου). Σε έναν από αυτούς τους εορτασμούς στις 22/7/1950 οι Έλληνες παρέδωσαν στη Στρατιωτική Μονάδα του Τζίβνουβ το χειροκέντητο λάβαρο.
Έχοντας ως σκοπό την επιστροφή τους στην Ελλάδα και νέο ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα, δημιουργούσαν μικρά στρατιωτικά υποτμήματα, όπως: μονάδα ιππικού καθώς και μια ομάδα πιλότων, η οποίο εκπαιδευόταν με τη βοήθεια ενός παλιού γερμανικού υδροπλάνου.
Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις θανάτων Ελλήνων ανταρτών λόγω των τραυμάτων που υπέστησαν. Επειδή υπήρχε μυστικότητα του όλου εγχειρήματος, απαγορευόταν η τέλεση ταφών σε γενικό νεκροταφείο των ατόμων χωρίς μόνιμο τόπο κατοικίας στην Πολωνία. Γι’ αυτό το λόγο δημιουργήθηκε ένα νεκροταφείο εντός του κλειστού συγκροτήματος των στρατώνων, στην άκρη του αεροδρομίου. Πιθανότατα έχουν ταφεί εκεί 25 Έλληνες. Στις μέρες μας, δεν έχει μείνει ίχνος από κείνο το νεκροταφείο, εκτός από συμβολικό μνημείο.
Μετά το πέρας του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και το κλείσιμο του νοσοκομείου (το Νοέμβριο του 1950) το προσωπικό του αποτέλεσε την ραχοκοκαλιά της Στρατιωτικής Ιατρικής Ακαδημίας της πόλης Λοτζ ενώ οι εγκαταστάσεις με την κτιριακή υποδομή πέρασαν στα χέρια του πολωνικού στρατού.
*Κατιούσα*
Μετά το πέρας του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και το κλείσιμο του νοσοκομείου (το Νοέμβριο του 1950) το προσωπικό του αποτέλεσε την ραχοκοκαλιά της Στρατιωτικής Ιατρικής Ακαδημίας της πόλης Λοτζ ενώ οι εγκαταστάσεις με την κτιριακή υποδομή πέρασαν στα χέρια του πολωνικού στρατού.
*Κατιούσα*
Η υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού
Η λήξη του Εμφυλίου Πολέμου
«Οφείλουμε να δηλώσουμε στις κυβερνήσεις : ξέρουμε ότι είστε ένοπλη δύναμη, στραμμένη κατά του προλεταριάτου. Εμείς θα δράσουμε εναντίον σας ειρηνικά, εκεί όπου αυτό θα είναι για μας δυνατό, και ένοπλα, όταν αυτό γίνει αναπόφευκτο». Καρλ Μαρξ.
Στις 30 Αυγούστου του 1949 οι αθηναϊκές εφημερίδες κυκλοφορούσαν φιλοξενώντας στην πρώτη τους σελίδα την είδηση πως ο Γράμμος, το τελευταίο προπύργιο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, έπεσε στα χέρια του κυβερνητικού στρατού.
«Κατά δημοσιογραφικάς πληροφορίας εκ του μετώπου του Γράμμου άπαντα τα κατεχόμενα υπό των συμμοριτών υψώματα περιήλθον εις τας χείρας των ημετέρων. Από της στιγμής ταύτης ουδεμία αντίστασις υφίσταται εις τον Γράμμον», έγραφε η Καθημερινή.
Και πρόσθετε : «Η απώλεια το Γράμμου αποτελεί σκληρότατον πλήγμα δια τον συμμοριτισμόν».
Οι ειδήσεις ήταν ακριβείς, αλλά ο Τύπος δεν ήταν, προσωρινά, σε θέση να αντιληφθεί την σημασία τους. Ο Γράμμος είχε περάσει στα χέρια των αντιπάλων του ΔΣΕ. Όμως αυτό δεν αποτελούσε απλά ένα σκληρότατο στρατιωτικό πλήγμα σε βάρος των ανταρτών. Σήμαινε την ήττα τους και φυσικά την λήξη του τρίχρονου εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Μια ημέρα μετά το γεγονός αυτό θα καταγραφόταν και στις σελίδες του Τύπου των Αθηνών.
«Μετά τον Γράμμον- έγραφε η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - δεν υπάρχει πλέον επί ελληνικού εδάφους οργανωμένος εχθρός. Υπάρχουν διάσπαρτοι ολιγομελείς και απέλπιδες ομάδες, καταδικασμέναι εις βεβαίαν εξόντωσιν».
Η σύμπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ προς το κέντρο του μετώπου του Γράμμου και η οργάνωση της υποχώρησης προς την Αλβανία άρχισε από το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου. Στις 29 με 30 του μηνός έπεσε και το ύψωμα Κάμενικ οπότε τα πάντα είχαν φτάσει στο τέλος τους.
«Τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949- γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας - με την βοήθεια όλων των στελεχών του ΔΣΕ και ιδιαίτερα των μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, περάσαμε στην Αλβανία, οργανωμένα, χωρίς ο κυβερνητικός στρατός να εξοντώσει ή να συλλάβει αιχμαλώτους έστω και ένα μικρό τμήμα του ΔΣΕ. Έπιασε μόνο μεμονωμένους μαχητές μας που ξεκόπηκαν από τις μονάδες τους κι έχασαν τον προσανατολισμό τους».
Από την αντίπαλη πλευρά, ένας από τους πρωτεργάτες της νίκης του κυβερνητικού στρατού, ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος περιγράφει ως εξής τις τελευταίες ημέρες του πολέμου :
«Στας 28 Αυγούστου η κίνησις ήτο σχεδόν άνευ αντιστάσεως και το βράδυ τα τμήματά μας ολοκλήρωσαν τον Β. Γράμμον και εξεχύνοντο προς κατάληψιν του Ν. Γράμμου. Τα τμήματά μας εσημείωσαν με φωτιές χαράς και αποδείξεως την κατάληψιν των συνόρων… Στις 29 Αυγούστου στας 5 μ.μ. κατελήφθη από τους καταδρομείς του Ρούσσου η Μπάρα του Ν. Γράμμου. Την 30ην Αυγούστου, στας 5μ.μ., η VIII Μεραρχία κατέλαβε το Κάμενικ. Στας 10 το πρωί κάθε αντίστασις εσταμάτησε παντού».
Άνιση αναμέτρηση
Για την τελική σύγκρουση με το ΔΣΕ στο Γράμμο και στο Βίτσι ο κυβερνητικός στρατός εφάρμοσε το σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΠΥΡΣΟΣ», η εκτέλεσή του οποίου προβλεπόταν να γίνει σε τρεις φάσεις.
Κατά την πρώτη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Α'» 2- 8/8/1949) προβλέπονταν μέτριες παραπλανητικές επιθέσεις στο Γράμμο με σκοπό να δημιουργηθεί η αίσθηση στον ΔΣΕ ότι εκεί θα ξεδιπλωνόταν η κύρια επίθεση του αντιπάλου του ώστε να καθηλωθούν οι δυνάμεις του.
Κατά τη δεύτερη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Β'» 10- 16/8/1949) το σχέδιο προέβλεπε ότι η κύρια ενέργεια του κυβερνητικού στρατού, μετά την εφαρμογή του «ΠΥΡΣΟΣ Α'», θα εξελισσόταν στην περιοχή του Βίτσι με σκοπό την κατάληψη της και την εξόντωση των ανταρτών.
Τέλος η τρίτη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Γ'» 24- 30/8/1949) προέβλεπε αποφασιστική ενέργεια, στην περιοχή του Γράμμου με σκοπό την κατάληψή της και την καταστροφή των ανταρτικών δυνάμεων, καθώς και φράξιμο των Αλβανικών συνόρων, για να μην υπάρχει καμιά διέξοδος στις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Στην τελική σύγκρουση ο κυβερνητικός στρατός έριξε στη μάχη 8 μεραρχίες (VIII, I, X, II, III καταδρομών, IX, XV, XI), δύο ανεξάρτητες ταξιαρχίες, 14 ελαφρά τάγματα πεζικού, 150 περίπου πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα, πλήθος αεροπλάνων, 200 άρματα μάχης και πολλά τεθωρακισμένα.
Το σύνολο δύναμης υπολογίζεται πολύ πάνω από 100.000 άνδρες. Ορισμένοι μάλιστα ερευνητές παρουσιάζουν εντυπωσιακά υψηλότερα νούμερα.
Ο Σ. Γρηγοριάδης κάνει λόγο για 180.000 άνδρες.
Ο Τ. Βουρνάς για τουλάχιστον 150.000.
Ενώ ο Γ. Μαργαρίτης σημειώνει πως το Στρατηγείο Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας στο οποίο είχε πέσει τα κύριο βάρος της επίθεσης κατά του ΔΣΕ είχε στη διάθεσή του συνολικό αριθμό ανδρών που «πιθανότατα άγγιζε τους 200.000».
Απέναντι σ' αυτή τη δύναμη του αντιπάλου ο ΔΣΕ είχε να αντιπαρατάξει 8.800 περίπου μαχητές παραταχτή δύναμη στο Βίτσι και 6.500 περίπου μαχητές στο Γράμμο. Επίσης διέθετε 45 ορειβατικά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά και 27 αντιαρματικά. Το πολεμικό του υλικό δεν ήταν αρκετό και οι εφεδρείες του ήταν μηδενικές.
Οι βαθύτερες αιτίες της ήττας
Αν ο δραματικά αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού τον Αύγουστο του ’49 εξηγεί την έκβαση εκείνης της μάχης, καθόλου δε αποτελεί απάντηση στο ερώτημα γιατί χάθηκε ο πόλεμος για τους αντάρτες και γιατί κερδήθηκε από τους αντιπάλους τους.
Στο ερώτημα αυτό επιχείρησαν να απαντήσουν μελετητές και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος για παράδειγμα θεωρεί πως ο ΔΣΕ ηττήθηκε :
Γιατί η αντίπαλη πλευρά είχε τη βρετανική και την αμερικανική υποστήριξη, επειδή προκλήθηκε ρήξη ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και στο Γραφείο Πληροφοριών με αποτέλεσμα ο ΔΣΕ να χάσει το μηχανισμό στήριξης και ενότητας των δυνάμεων του.
Γιατί ο κυβερνητικός στρατός ενισχύθηκε με την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Παπάγο,
Γιατί ο ΔΣΕ εγκατέλειψε μερικώς την αντάρτικη τακτική.
Γιατί η μεγάλη διάρκεια του πολέμου- τρία χρόνια- λειτούργησε σε βάρος των ανταρτών.
Ο Ευαγγ. Αβέρωφ για παράδειγμα σημειώνει πως :
«Αν το 1946 και 1947 όσοι πίστευαν στο ΚΚΕ είχαν καταταγή στον Δημοκρατικό Στρατό, οι μαχητές του θα είχαν ταχύτατα υπερβή τις 50.000».
«Ο Μάρκος θα βρισκόταν στην ανάγκη να αρνηθή τη στράτευση μερικών δεκάδων χιλιάδων εθελοντών». Και προσθέτει: «Εάν κατά το 1947 ο Μάρκος διέθετε 50.000 μαχητάς, το τέλος του αγώνος θα ήταν διαφορετικό. Ένας συμβιβασμός ευνοϊκός για το ΚΚΕ θα ήταν πολύ πιθανός. Το τέλος θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικό αν είχε φθάσει αυτόν τον αριθμό έστω και πριν ακόμη χρησιμοποιηθή πλήρως το αμερικανικό πολεμικό υλικό, δηλαδή προ του τέλους του 1948».
Η επόμενη ημέρα μετά την ήττα
Παρά τις προσδοκίες των αντιπάλων του, ο Δημοκρατικός Στρατός δεν συντρίφτηκε τον Αύγουστο του 1949 αλλά υποχώρησε συντεταγμένα αδυνατώντας να συνεχίσει τον πόλεμο. Το γεγονός αυτό είναι, πλέον, ευρέως αποδεχτό και αποδεικνύεται και από τα επίσημα στοιχεία του κυβερνητικού στρατού τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τη έκθεση που συνέταξε και παρέδωσε στους ανωτέρους του ο στρατηγός Θρ. Tσακαλώτος στις 14/9/1949 στη διάρκεια της τρίτης φάσης της Επιχείρησης «ΠΥΡΣΟΣ» («ΠΥΡΣΟΣ Γ'» 24- 30/8/1949), ο κυβερνητικός στρατός, τόσο κατά τις παραπλανητικές όσο και κατά τις κύριες ενέργειες, είχε τις παρακάτω απώλειες:
Νεκροί αξιωματικοί : 24.
Τραυματίες αξιωματικοί : 154 και αγνοούμενοι αξιωματικοί : 2.
Νεκροί οπλίτες : 358.
Τραυματίες οπλίτες : 2.054 και αγνοούμενοι οπλίτες : 31.
Για τον ΔΣΕ, τα αντίστοιχα στοιχεία που δίνει ο Τσακαλώτος είναι:
Νεκροί : 1.074.
Συλληφθέντες : 765
Παραδοθέντες : 228.
Είναι πολύ πιθανό ο Τσακαλώτος να υπερβάλει σχετικά με τις απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού- κάτι που συνηθίζεται, γενικά, στις πολεμικές αναμετρήσεις κι απ’ τις δύο πλευρές των αντιπάλων. Όμως ακόμη κι αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των συλληφθέντων και παραδοθέντων ανταρτών κάθε άλλο παρά μαρτυράει συντριβή ή και κατάρρευση του ΔΣΕ και δικαιώνει τη μαρτυρία του Β. Μπαρτζιώτα που αναφέραμε στην αρχή. Στα χέρια του κυβερνητικού στρατού έπεσαν αντάρτες που αποκόπηκαν από τα τμήματα τους, πιθανόν τραυματίες που έμειναν πίσω και φυσικά πολιτικό προσωπικό που δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τα υποχωρούντα στο αλβανικό έδαφος τμήματα.
Έτσι έχει απόλυτα δίκαιο ο Γ. Μαργαρίτης ο οποίος γράφει : «Η πρόκληση τέτοιας έκτασης απωλειών στους επιτιθέμενους, σε συνδυασμό με την συγκροτημένη υποχώρηση των μονάδων του ΔΣΕ και τον μικρό αριθμό παραδοθέντων υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η τελευταία μάχη του ΔΣΕ δεν πιστοποίησε την καταστροφή του. Πιστοποίησε μόνο την αδυναμία συνέχισης του πολέμου με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων».
Στο έδαφος της Αλβανίας και των άλλων λαϊκών δημοκρατιών δεν υποχώρησαν μόνο τμήματα του ΔΣΕ αλλά και χιλιάδες πολίτες που υποστήριζαν τον αγώνα των ανταρτών και υποχρεώνονταν, από το να δοκιμάσουν το μαχαίρι του νικητή στο λαιμό τους, να πάρουν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Τα επίσημα στοιχεία του ΚΚΕ, που κατατέθηκαν στην Τρίτη Συνδιάσκεψη του κόμματος (10- 14/10/1950) κάνουν λόγο για 55.881 πολιτικούς πρόσφυγες (αντάρτες και πολίτες) οι οποίοι σε αρχική φάση κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες ως εξής :
Ρουμανία: 9.100
Τσεχοσλοβακία: 11.941
Πολωνία: 11.458
Ουγγαρία: 7.253
Βουλγαρία: 3.021
Γερμανία: 1.128
Σοβιετική Ένωση: 11.980
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή. Πήγαν σε σχολεία και πανεπιστήμια, ειδικεύτηκαν σε διάφορες εργασίες, αγωνίστηκαν για να διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και να πολλαπλασιάσουν τις δυνατότητές τους με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα γύριζαν για να προσφέρουν στον τόπο τους. Τι γινόταν όμως με τους συντρόφους τους που είχαν μείνει πίσω;
Σε ότι αφορά τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, η τύχη που τους περίμενε ήταν συνήθως εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. Ακριβή στοιχεία για το μακελειό που συνέβηκε τότε, αν κι έχει περάσει περισσότερο από μισός αιώνας, δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί- αν υποθέσουμε ότι καταγράφηκαν ποτέ. Φαίνεται πάντως πως λίγοι από τους άτυχους εκείνους αντάρτες κατάφερναν να γλιτώσουν από τα αιμοβόρα ένστικτα των νικητών.
Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν, επίσης, και για τις εκτελέσεις αγωνιστών που έγιναν, ύστερα από δικαστικές αποφάσεις.
Σύμφωνα πάντως με ανεπίσημα στοιχεία από τον Ιούλιο του 1946 ως τον Οκτώβριο του 1951 επιβλήθηκαν συνολικά 7.500 θανατικές καταδίκες με το Γ’ Ψήφισμα και τον Α.Ν. 509/1947, από τις οποίες 4.000 με 5.000 εκτελέστηκαν.
Σκοτάδι καλύπτει και το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων. Στις 12/10/1951 το κράτος των Αθηνών αναγνώριζε επίσημα ότι μέχρι την 1η Οκτωβρίου του ιδίου έτους, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ανέρχονταν στις 14.069.
Απ’ αυτούς οι 3.103 ήταν στη δικαιοδοσία των κακουργιοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τη δράση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ στην κατοχή και οι 10.966 ήταν στη δικαιοδοσία των εκτάκτων στρατοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τον εμφύλιο πόλεμο. Χωρίς αμφιβολία τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή. Δεν καταγράφουν τους έγκλειστους στρατιώτες στο κάτεργο της Μακρονήσου, διότι δεν θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι αλλά φαντάροι που υπηρετούσαν την θητεία τους. Επίσης δεν καταγράφονται και οι χιλιάδες των πολιτών που ούτε είχαν δικαστεί, ούτε δίκη περίμεναν αλλά κρατούνταν γενικώς και ανακρίνονταν επί πολλά έτη.
Την εικόνα συμπληρώνουν οι καθημερινές διώξεις που βίωναν οι κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τη συνεχή αστυνομική επιτήρηση, το φακέλωμα, τη δράση του λεγόμενο παρακράτους και τις συνεχείς ψυχολογικές και άλλου χαρακτήρα πιέσεις να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας.
Επρόκειτο για μια επιχείρηση καταστολής, σε αδιάκοπη συνέχεια με τη Λευκή τρομοκρατία της μεταβαρκιζιανής περιόδου και της περιόδου του Εμφυλίου που όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ν. Αλιβιζάτος «πήρε διαστάσεις χωρίς προηγούμενο στην πολιτική ιστορία της χώρας».
Γ’ Ψήφισμα (Ψηφίστηκε από την ψευτοβουλή στις 18 Ιούνη του 1946) : «Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν».
Μεταξύ άλλων όριζε πως : «Όστις θέλων αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρε στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας ή έλαβεν μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις τιμωρείται με θάνατον».
Αυτό έδωσε το νομικό έναυσμα να στηθούν έκτακτα στρατοδικεία και δεκάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές να οδηγηθούν στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Αναγκαστικός Νόμος 509/1947 : όπου δια του άρθρου 2 το αδίκημα της ανατροπής του πολιτεύματος και του προσηλυτισμού υπήχθη στη δικαιοδοσία των στρατοδικείων, που είχε επαναφέρει σε λειτουργία διαρκείας, παρά το τέλος του πολέμου, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός λίγους μήνες προτού παραδώσει την εξουσία. Σύμφωνα μ΄αυτόν τον νόμο, προβλεπόταν η ποινή θανάτου για τους αρχηγούς ή τους οδηγούς συστασιωτών και η ποινή ισόβιων δεσμών για τους απλούς συστασιώτες.
Στις 30 Αυγούστου του 1949 οι αθηναϊκές εφημερίδες κυκλοφορούσαν φιλοξενώντας στην πρώτη τους σελίδα την είδηση πως ο Γράμμος, το τελευταίο προπύργιο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, έπεσε στα χέρια του κυβερνητικού στρατού.
«Κατά δημοσιογραφικάς πληροφορίας εκ του μετώπου του Γράμμου άπαντα τα κατεχόμενα υπό των συμμοριτών υψώματα περιήλθον εις τας χείρας των ημετέρων. Από της στιγμής ταύτης ουδεμία αντίστασις υφίσταται εις τον Γράμμον», έγραφε η Καθημερινή.
Και πρόσθετε : «Η απώλεια το Γράμμου αποτελεί σκληρότατον πλήγμα δια τον συμμοριτισμόν».
Οι ειδήσεις ήταν ακριβείς, αλλά ο Τύπος δεν ήταν, προσωρινά, σε θέση να αντιληφθεί την σημασία τους. Ο Γράμμος είχε περάσει στα χέρια των αντιπάλων του ΔΣΕ. Όμως αυτό δεν αποτελούσε απλά ένα σκληρότατο στρατιωτικό πλήγμα σε βάρος των ανταρτών. Σήμαινε την ήττα τους και φυσικά την λήξη του τρίχρονου εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Μια ημέρα μετά το γεγονός αυτό θα καταγραφόταν και στις σελίδες του Τύπου των Αθηνών.
«Μετά τον Γράμμον- έγραφε η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - δεν υπάρχει πλέον επί ελληνικού εδάφους οργανωμένος εχθρός. Υπάρχουν διάσπαρτοι ολιγομελείς και απέλπιδες ομάδες, καταδικασμέναι εις βεβαίαν εξόντωσιν».
Η σύμπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ προς το κέντρο του μετώπου του Γράμμου και η οργάνωση της υποχώρησης προς την Αλβανία άρχισε από το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου. Στις 29 με 30 του μηνός έπεσε και το ύψωμα Κάμενικ οπότε τα πάντα είχαν φτάσει στο τέλος τους.
«Τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949- γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας - με την βοήθεια όλων των στελεχών του ΔΣΕ και ιδιαίτερα των μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, περάσαμε στην Αλβανία, οργανωμένα, χωρίς ο κυβερνητικός στρατός να εξοντώσει ή να συλλάβει αιχμαλώτους έστω και ένα μικρό τμήμα του ΔΣΕ. Έπιασε μόνο μεμονωμένους μαχητές μας που ξεκόπηκαν από τις μονάδες τους κι έχασαν τον προσανατολισμό τους».
Από την αντίπαλη πλευρά, ένας από τους πρωτεργάτες της νίκης του κυβερνητικού στρατού, ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος περιγράφει ως εξής τις τελευταίες ημέρες του πολέμου :
«Στας 28 Αυγούστου η κίνησις ήτο σχεδόν άνευ αντιστάσεως και το βράδυ τα τμήματά μας ολοκλήρωσαν τον Β. Γράμμον και εξεχύνοντο προς κατάληψιν του Ν. Γράμμου. Τα τμήματά μας εσημείωσαν με φωτιές χαράς και αποδείξεως την κατάληψιν των συνόρων… Στις 29 Αυγούστου στας 5 μ.μ. κατελήφθη από τους καταδρομείς του Ρούσσου η Μπάρα του Ν. Γράμμου. Την 30ην Αυγούστου, στας 5μ.μ., η VIII Μεραρχία κατέλαβε το Κάμενικ. Στας 10 το πρωί κάθε αντίστασις εσταμάτησε παντού».
Άνιση αναμέτρηση
Για την τελική σύγκρουση με το ΔΣΕ στο Γράμμο και στο Βίτσι ο κυβερνητικός στρατός εφάρμοσε το σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΠΥΡΣΟΣ», η εκτέλεσή του οποίου προβλεπόταν να γίνει σε τρεις φάσεις.
Κατά την πρώτη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Α'» 2- 8/8/1949) προβλέπονταν μέτριες παραπλανητικές επιθέσεις στο Γράμμο με σκοπό να δημιουργηθεί η αίσθηση στον ΔΣΕ ότι εκεί θα ξεδιπλωνόταν η κύρια επίθεση του αντιπάλου του ώστε να καθηλωθούν οι δυνάμεις του.
Κατά τη δεύτερη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Β'» 10- 16/8/1949) το σχέδιο προέβλεπε ότι η κύρια ενέργεια του κυβερνητικού στρατού, μετά την εφαρμογή του «ΠΥΡΣΟΣ Α'», θα εξελισσόταν στην περιοχή του Βίτσι με σκοπό την κατάληψη της και την εξόντωση των ανταρτών.
Τέλος η τρίτη φάση («ΠΥΡΣΟΣ Γ'» 24- 30/8/1949) προέβλεπε αποφασιστική ενέργεια, στην περιοχή του Γράμμου με σκοπό την κατάληψή της και την καταστροφή των ανταρτικών δυνάμεων, καθώς και φράξιμο των Αλβανικών συνόρων, για να μην υπάρχει καμιά διέξοδος στις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Στην τελική σύγκρουση ο κυβερνητικός στρατός έριξε στη μάχη 8 μεραρχίες (VIII, I, X, II, III καταδρομών, IX, XV, XI), δύο ανεξάρτητες ταξιαρχίες, 14 ελαφρά τάγματα πεζικού, 150 περίπου πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα, πλήθος αεροπλάνων, 200 άρματα μάχης και πολλά τεθωρακισμένα.
Το σύνολο δύναμης υπολογίζεται πολύ πάνω από 100.000 άνδρες. Ορισμένοι μάλιστα ερευνητές παρουσιάζουν εντυπωσιακά υψηλότερα νούμερα.
Ο Σ. Γρηγοριάδης κάνει λόγο για 180.000 άνδρες.
Ο Τ. Βουρνάς για τουλάχιστον 150.000.
Ενώ ο Γ. Μαργαρίτης σημειώνει πως το Στρατηγείο Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας στο οποίο είχε πέσει τα κύριο βάρος της επίθεσης κατά του ΔΣΕ είχε στη διάθεσή του συνολικό αριθμό ανδρών που «πιθανότατα άγγιζε τους 200.000».
Απέναντι σ' αυτή τη δύναμη του αντιπάλου ο ΔΣΕ είχε να αντιπαρατάξει 8.800 περίπου μαχητές παραταχτή δύναμη στο Βίτσι και 6.500 περίπου μαχητές στο Γράμμο. Επίσης διέθετε 45 ορειβατικά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά και 27 αντιαρματικά. Το πολεμικό του υλικό δεν ήταν αρκετό και οι εφεδρείες του ήταν μηδενικές.
Οι βαθύτερες αιτίες της ήττας
Αν ο δραματικά αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού τον Αύγουστο του ’49 εξηγεί την έκβαση εκείνης της μάχης, καθόλου δε αποτελεί απάντηση στο ερώτημα γιατί χάθηκε ο πόλεμος για τους αντάρτες και γιατί κερδήθηκε από τους αντιπάλους τους.
Στο ερώτημα αυτό επιχείρησαν να απαντήσουν μελετητές και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος για παράδειγμα θεωρεί πως ο ΔΣΕ ηττήθηκε :
Γιατί η αντίπαλη πλευρά είχε τη βρετανική και την αμερικανική υποστήριξη, επειδή προκλήθηκε ρήξη ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και στο Γραφείο Πληροφοριών με αποτέλεσμα ο ΔΣΕ να χάσει το μηχανισμό στήριξης και ενότητας των δυνάμεων του.
Γιατί ο κυβερνητικός στρατός ενισχύθηκε με την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Παπάγο,
Γιατί ο ΔΣΕ εγκατέλειψε μερικώς την αντάρτικη τακτική.
Γιατί η μεγάλη διάρκεια του πολέμου- τρία χρόνια- λειτούργησε σε βάρος των ανταρτών.
Ο Ευαγγ. Αβέρωφ για παράδειγμα σημειώνει πως :
«Αν το 1946 και 1947 όσοι πίστευαν στο ΚΚΕ είχαν καταταγή στον Δημοκρατικό Στρατό, οι μαχητές του θα είχαν ταχύτατα υπερβή τις 50.000».
«Ο Μάρκος θα βρισκόταν στην ανάγκη να αρνηθή τη στράτευση μερικών δεκάδων χιλιάδων εθελοντών». Και προσθέτει: «Εάν κατά το 1947 ο Μάρκος διέθετε 50.000 μαχητάς, το τέλος του αγώνος θα ήταν διαφορετικό. Ένας συμβιβασμός ευνοϊκός για το ΚΚΕ θα ήταν πολύ πιθανός. Το τέλος θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικό αν είχε φθάσει αυτόν τον αριθμό έστω και πριν ακόμη χρησιμοποιηθή πλήρως το αμερικανικό πολεμικό υλικό, δηλαδή προ του τέλους του 1948».
Η επόμενη ημέρα μετά την ήττα
Παρά τις προσδοκίες των αντιπάλων του, ο Δημοκρατικός Στρατός δεν συντρίφτηκε τον Αύγουστο του 1949 αλλά υποχώρησε συντεταγμένα αδυνατώντας να συνεχίσει τον πόλεμο. Το γεγονός αυτό είναι, πλέον, ευρέως αποδεχτό και αποδεικνύεται και από τα επίσημα στοιχεία του κυβερνητικού στρατού τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τη έκθεση που συνέταξε και παρέδωσε στους ανωτέρους του ο στρατηγός Θρ. Tσακαλώτος στις 14/9/1949 στη διάρκεια της τρίτης φάσης της Επιχείρησης «ΠΥΡΣΟΣ» («ΠΥΡΣΟΣ Γ'» 24- 30/8/1949), ο κυβερνητικός στρατός, τόσο κατά τις παραπλανητικές όσο και κατά τις κύριες ενέργειες, είχε τις παρακάτω απώλειες:
Νεκροί αξιωματικοί : 24.
Τραυματίες αξιωματικοί : 154 και αγνοούμενοι αξιωματικοί : 2.
Νεκροί οπλίτες : 358.
Τραυματίες οπλίτες : 2.054 και αγνοούμενοι οπλίτες : 31.
Για τον ΔΣΕ, τα αντίστοιχα στοιχεία που δίνει ο Τσακαλώτος είναι:
Νεκροί : 1.074.
Συλληφθέντες : 765
Παραδοθέντες : 228.
Είναι πολύ πιθανό ο Τσακαλώτος να υπερβάλει σχετικά με τις απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού- κάτι που συνηθίζεται, γενικά, στις πολεμικές αναμετρήσεις κι απ’ τις δύο πλευρές των αντιπάλων. Όμως ακόμη κι αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των συλληφθέντων και παραδοθέντων ανταρτών κάθε άλλο παρά μαρτυράει συντριβή ή και κατάρρευση του ΔΣΕ και δικαιώνει τη μαρτυρία του Β. Μπαρτζιώτα που αναφέραμε στην αρχή. Στα χέρια του κυβερνητικού στρατού έπεσαν αντάρτες που αποκόπηκαν από τα τμήματα τους, πιθανόν τραυματίες που έμειναν πίσω και φυσικά πολιτικό προσωπικό που δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τα υποχωρούντα στο αλβανικό έδαφος τμήματα.
Έτσι έχει απόλυτα δίκαιο ο Γ. Μαργαρίτης ο οποίος γράφει : «Η πρόκληση τέτοιας έκτασης απωλειών στους επιτιθέμενους, σε συνδυασμό με την συγκροτημένη υποχώρηση των μονάδων του ΔΣΕ και τον μικρό αριθμό παραδοθέντων υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η τελευταία μάχη του ΔΣΕ δεν πιστοποίησε την καταστροφή του. Πιστοποίησε μόνο την αδυναμία συνέχισης του πολέμου με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων».
Στο έδαφος της Αλβανίας και των άλλων λαϊκών δημοκρατιών δεν υποχώρησαν μόνο τμήματα του ΔΣΕ αλλά και χιλιάδες πολίτες που υποστήριζαν τον αγώνα των ανταρτών και υποχρεώνονταν, από το να δοκιμάσουν το μαχαίρι του νικητή στο λαιμό τους, να πάρουν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Τα επίσημα στοιχεία του ΚΚΕ, που κατατέθηκαν στην Τρίτη Συνδιάσκεψη του κόμματος (10- 14/10/1950) κάνουν λόγο για 55.881 πολιτικούς πρόσφυγες (αντάρτες και πολίτες) οι οποίοι σε αρχική φάση κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες ως εξής :
Ρουμανία: 9.100
Τσεχοσλοβακία: 11.941
Πολωνία: 11.458
Ουγγαρία: 7.253
Βουλγαρία: 3.021
Γερμανία: 1.128
Σοβιετική Ένωση: 11.980
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή. Πήγαν σε σχολεία και πανεπιστήμια, ειδικεύτηκαν σε διάφορες εργασίες, αγωνίστηκαν για να διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και να πολλαπλασιάσουν τις δυνατότητές τους με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα γύριζαν για να προσφέρουν στον τόπο τους. Τι γινόταν όμως με τους συντρόφους τους που είχαν μείνει πίσω;
Σε ότι αφορά τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, η τύχη που τους περίμενε ήταν συνήθως εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. Ακριβή στοιχεία για το μακελειό που συνέβηκε τότε, αν κι έχει περάσει περισσότερο από μισός αιώνας, δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί- αν υποθέσουμε ότι καταγράφηκαν ποτέ. Φαίνεται πάντως πως λίγοι από τους άτυχους εκείνους αντάρτες κατάφερναν να γλιτώσουν από τα αιμοβόρα ένστικτα των νικητών.
Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν, επίσης, και για τις εκτελέσεις αγωνιστών που έγιναν, ύστερα από δικαστικές αποφάσεις.
Σύμφωνα πάντως με ανεπίσημα στοιχεία από τον Ιούλιο του 1946 ως τον Οκτώβριο του 1951 επιβλήθηκαν συνολικά 7.500 θανατικές καταδίκες με το Γ’ Ψήφισμα και τον Α.Ν. 509/1947, από τις οποίες 4.000 με 5.000 εκτελέστηκαν.
Σκοτάδι καλύπτει και το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων. Στις 12/10/1951 το κράτος των Αθηνών αναγνώριζε επίσημα ότι μέχρι την 1η Οκτωβρίου του ιδίου έτους, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ανέρχονταν στις 14.069.
Απ’ αυτούς οι 3.103 ήταν στη δικαιοδοσία των κακουργιοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τη δράση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ στην κατοχή και οι 10.966 ήταν στη δικαιοδοσία των εκτάκτων στρατοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τον εμφύλιο πόλεμο. Χωρίς αμφιβολία τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή. Δεν καταγράφουν τους έγκλειστους στρατιώτες στο κάτεργο της Μακρονήσου, διότι δεν θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι αλλά φαντάροι που υπηρετούσαν την θητεία τους. Επίσης δεν καταγράφονται και οι χιλιάδες των πολιτών που ούτε είχαν δικαστεί, ούτε δίκη περίμεναν αλλά κρατούνταν γενικώς και ανακρίνονταν επί πολλά έτη.
Την εικόνα συμπληρώνουν οι καθημερινές διώξεις που βίωναν οι κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τη συνεχή αστυνομική επιτήρηση, το φακέλωμα, τη δράση του λεγόμενο παρακράτους και τις συνεχείς ψυχολογικές και άλλου χαρακτήρα πιέσεις να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας.
Επρόκειτο για μια επιχείρηση καταστολής, σε αδιάκοπη συνέχεια με τη Λευκή τρομοκρατία της μεταβαρκιζιανής περιόδου και της περιόδου του Εμφυλίου που όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ν. Αλιβιζάτος «πήρε διαστάσεις χωρίς προηγούμενο στην πολιτική ιστορία της χώρας».
Γ’ Ψήφισμα (Ψηφίστηκε από την ψευτοβουλή στις 18 Ιούνη του 1946) : «Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν».
Μεταξύ άλλων όριζε πως : «Όστις θέλων αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρε στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας ή έλαβεν μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις τιμωρείται με θάνατον».
Αυτό έδωσε το νομικό έναυσμα να στηθούν έκτακτα στρατοδικεία και δεκάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές να οδηγηθούν στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Αναγκαστικός Νόμος 509/1947 : όπου δια του άρθρου 2 το αδίκημα της ανατροπής του πολιτεύματος και του προσηλυτισμού υπήχθη στη δικαιοδοσία των στρατοδικείων, που είχε επαναφέρει σε λειτουργία διαρκείας, παρά το τέλος του πολέμου, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός λίγους μήνες προτού παραδώσει την εξουσία. Σύμφωνα μ΄αυτόν τον νόμο, προβλεπόταν η ποινή θανάτου για τους αρχηγούς ή τους οδηγούς συστασιωτών και η ποινή ισόβιων δεσμών για τους απλούς συστασιώτες.
Υπόμνημα του Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
στον Ο.Η.Ε. - Μάρτης 1947
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ
ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ - ΓΡΑΦΕΙΟ Πα Σ.Δ. Γενικού Αρχηγείου 14 Μαρτίου 1947
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
προς
Την Εξεταστική Επιτροπή του Ο.Η.Ε.
«Για τα αίτια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο και η γνώμη μας για το σταμάτημά του».
Ο Ελληνικός λαός από την πρώτη μέρα που άρχισε ο πόλεμος των Δημοκρατικών Λαών ενάντια στη φασιστική οπισθοδρόμηση και σκλαβιά, βρέθηκε στις επάλξεις του αγώνα αυτού και από τους πρώτους δέχτηκε τα χτυπήματα του Γερμανοϊταλικού φασισμού, με την τετράχρονη κατοχή της χώρας του κάτω από αφάνταστα βασανιστήρια. Πιστός ο Ελληνικός Λαός στη Συμμαχική υπόθεση της συντριβής του φασισμού και αποφασισμένος-ύστερα από πολύχρονη ζωή κάτω από φασιστικό καθεστώς και προ της κατοχής- να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος, απαλλαγμένος από κάθε είδους φασισμό, οργάνωσε με αφάνταστες στερήσεις και θυσίες μα και απαράμιλλο ηρωισμό, τον αγώνα της αντίστασης του ενάντια στους κατακτητές και τους κουΐσλιγκ όργανα τους.
Τον αγώνα αυτό οργάνωσε και καθοδήγησε - όπως ήταν φυσικό για τη χώρα μας- το Ε.Α.Μ. με συνέπεια μέχρι το τέλος και τη βοήθεια-ηθική κυρίως- των μεγάλων μας Συμμάχων. Ο Ελληνικός Λαός ενωμένος μέχρι τέλος έφερε σε νικηφόρο τέλος τον αιματηρό του αγώνα και με τη βοηθεία των Συμμάχων έδιωξε τους κατακτητές απ' τη χώρα του.
Δεν υποπτευόταν ο λαός μας και οι οργανώσεις του, που τον καθοδήγησαν στον αγώνα του, ότι το τέλος της σκλαβιάς του θα είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί σε μια άλλη, αυτή τη φορά συμμαχική και φιλική, μα πιο άγρια και εξοντωτική. Δεν υπτοπτευόταν ότι ήταν δυνατό ποτέ, να παραγνωριστούν οι τόσες μεγάλες θυσίες του, τα αμέτρητα θύματα, η ολοκληρωτική καταστροφή του. Δεν υποπτευόταν ότι ήταν δυνατό οι κουΐσλιγκ πράκτορες των κατακτητών, που βοήθησαν όσο μπορούσαν τους Γερμανοϊταλοβουλγάρους κατακτητές ληστές, που συμπολέμησαν χέρι με χέρι τους κατακτητές, ντύθηκαν τη γερμανική στολή και εξοπλίστηκαν, ότι οι λεγεωνάριοι και ταγματασφαλίτες κάθε χρώματος, θα έρχονταν εποχή που θα μπορούσαν ακόμη μια φορά να σηκώσουν το δολοφονικό τους χέρι ενάντια του, για να τον δολοφονήσουν, για να τον υποτάξουν σε νέους αφέντες με νέα πιο γερά δεσμά.
Ο λαός μας δεν έδωσε και πολλή σημασία στις ραδιουργίες ξένων πρακτόρων που βρίσκονταν στα ελεύθερα βουνά του, κοντά στο μαχόμενο λαό και στρατό της αντίστασης στα τέσσερα χρόνια της σκλαβιάς του. Τα απέδιδε σε κακή ερμηνεία, παρανόηση των αποφάσεων και διακηρύξεων των συμμάχων εθνών. Δεν πίστευε ποτέ ότι αυτές οι διαβολές μπορούσαν να είναι έκφραση μελλοντικής πολιτικής ενός από τους συμμάχους μας. Και στην προσπάθεια κατασυκοφάντησης του αγώνα του από τους ξένους και ντόπιους, από τους οποίους, άλλοι μεν τα δίπλωσαν μπροστά στον κατακτητή, κάνοντας ένα ατιμωτικό συμβιβασμό, άλλοι δε αντέδρασαν φανερά, περνώντας τυπικά και ουσιαστικά στο αντισυμμαχικό στρατόπεδο, ο λαός μας με την πανεθνική του οργάνωση, το Ε.Α.Μ., απάντησε με τη πραγματοποίηση της εθνικής ενότητας, με το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής Εθνικής Κυβέρνησης.
Και όταν απ' την χώρα μας διώχτηκαν οι κατακτητές, ο λαός μας με αφάνταστο ενθουσιασμό και ανυπόκριτη αγάπη δέχτηκε τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα των Συμμάχων μας Αγγλων. Είχε πιστέψει ότι μπήκε τέλος στα βάσανα του, ότι ανεξάρτητος και λεύτερος και με τη βοήθεια των μεγάλων μας συμμάχων, θα τακτοποιούσε το νοικοκυριό του, όπως αυτός νόμιζε καλύτερα, θα ανοικοδομούσε θα γιάτρευε τις πληγές του.
Η διαδοχή από κατάσταση κατοχής σε κατάσταση απελευθέρωσης κα αποκατάστασης της Εθνικής και Λαϊκής κυριαρχίας έγινε με απόλυτη τάξη. Με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας επικεφαλής, με τη συμβολή της Πανεθνικής οργάνωσης του Ε.Α.Μ., με τον Εθνικό Στρατό Ε.Λ.Α.Σ. και την Εθνική Πολιτοφυλακή του κάτω απ' τις οδηγίες της Κυβέρνησης, επί τρεις (3) ολόκληρους μήνες επικράτησε παραδειγματική τάξη και άρχισε το έργο της ανοικοδόμησης, με λαϊκό ενθουσιασμό πρωτοφανή, σε κάθε γωνία της χώρας μας.
Όμως όπως εξελίχθηκε η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας στο τρίμηνο αυτό διάστημα, τα δραματικά γεγονότα προτού Δεκέμβρη, ο Δεκέμβρης και η περίοδος μετά το Δεκέμβρη, έπεισαν το Δημοκρατικό Ελληνικό Λαό και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις των συμμάχων Αγγλων και των ντόπιων πρακτόρων τους στην Ελλάδα. Σήμερα καμιά αμφιβολία δεν μένει στο Λαό μας και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, ότι η σημερινή κατάσταση που υπάρχει στη χώρα μας, καλά και ψύχραιμα μελετήθηκε κι άρχισε να μπαίνει σ' εφαρμογή απ' την εποχή ακόμη της Γερμανοφασιστικής κατοχής, εποχή που ο Λαός μας, αδιαφορώντας για τις καταστροφές που πάθαινε, πολεμούσε αδιάκοπα.
Πιστεύουμε ότι τα ντοκουμέντα και οι αποδείξεις που παρουσίασε η ηγεσία του Λαϊκού Δημοκρατικού Κινήματος μπροστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη, πως και από πού προκλήθηκε ο Δεκέμβρης, αλλά και οι ομολογίες των ντόπιων πρωταγωνιστών του Δεκέμβρη - όπως του τότε πρωθυπουργού Παπανδρέου -δείχνουν ολοκάθαρα ότι ο Δημοκρατικός Λαός και η ηγεσία του, όχι μονάχα δεν είχαν συμφέρον να προκαλέσουν τα Δεκεμβριανά γεγονότα, αλλ' αντίθετα είχαν κάθε συμφέρον να αποφευχθεί ο πόλεμος του Δεκέμβρη. Συμφέρον είχαν και τον προκάλεσαν σι σύμμαχοι Αγγλοι και οι πράκτορες τους μοναρχοφαοίστες, γιατί γι' αυτούς η Ελλάδα έπρεπε να μην ακολουθήσει το δρόμο της Δημοκρατίας, το δρόμο της Λαϊκής Κυριαρχίας, αλλά να αποτελέσει κράτος αποικιακό, εξαρτημένο, κράτος δοσίλογων, υποτακτικών, με σκοπούς και σχέδια αντίθετα από το πνεύμα του συμμαχικού αντιφασιστικού αγώνα. Μοναδικό όμως εμπόδιο στα σχεδία αυτά ήταν το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. και αυτό έπρεπε να αφανιστεί. Οι σφαγές του Αθηναϊκού Λάου με τα πιο σύγχρονα πολεμικά μέσα του στρατηγού Σκόμπυ, οι χιλιάδες αγωνιστές της Δημοκρατίας που στάλθηκαν στην Αφρική, είναι η πρώτη μαρτυρία.
Μα η ηγεσία του Δημοκρατικού Λαού, με την πατριωτική χειρονομία να υπογράψει τη συμφωνία της Βάρκιζας, απόδειξε ακόμα μια φορά, ότι χωρίς κομματικούς υπολογισμούς, θέλει να απόφυγε ι παραπέρα λαϊκές θυσίες και έδωσε τη δυνατότητα απ' τη δική της πλευρά να μπει η χώρα στον ομαλό πολιτικό βίο,
Το τι επακολούθησε μετά τη Βάρκιζα εις βάρος του λαϊκού δημοκρατικού κινήματος, των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης ιδιαίτερα, είναι ανώτερο πάσης περιγραφής. Τα χιτλερικά μεσαιωνικά μέσα μαρτυρίων, ωχριούν μπροστά στα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθησαν χιλιάδες αγωνιστών, απ' τα χεριά των πρώην ταγματασφαλιτών και πρακτόρων των Γερμανών κατακτητών, που βαπτίστηκαν με τ' όνομα του «εθνικόφρονα» και με λύσσα πέσαν ενάντια στον άοπλο και ανυπεράσπιστο λαό. Και σ' όλο αυτό το διάστημα των οργίων και του αίματος, κανένας δολοφόνος και βασανιστής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε από τα δικαστήρια, αλλά όλοι αυτοί οι εγκληματίες απετέλεσαν εξέχοντα στελέχη του μοναρχοφασισμού, τιμήθηκαν με ανώτερα αξιώματα της πολιτείας. Οι σύμμαχοι Αγγλοι, που αυτοί πολέμησαν τον Ελληνικό Λαό το Δεκέμβρη μαζί με τους ταγματαοφαλίτεςτης κατοχής, σαν εγγυητές της συμφωνίας της Βάρκιζας όχι μόνο δεν υποχρέωσαν τις εκάστοτε κυβερνήσεις να εφαρμόσουν τη συμφωνία αυτή, αλλά αντίθετα βοήθησαν με όλα τα μέσα το μοναρχοφασισμό στον εκτραχηλισμό.
Χωρίς να αναφερθούμε για την περίοδο που μεσολάβησε απ' την ανακωχή μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας, και η ευθύνη των Αγγλων είναι άμεση για ό,τι έγινε, αρχίζουμε παράθεση χαρακτηριστικών γεγονότων μετά τη Βάρκιζα. Βάσει των συμμαχικών διακηρύξεων για την τιμωρία των κουίσλιγκ, σε κάθε χώρα και υστέρα από απόφαση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, σι αναγνωρισμένες απ' την Κυβέρνηση αρχές κάναν συλλήψεις αποδεδειγμένων συνεργατών του κατακτητού, που είχαν διαπράξει πολλές δολοφονίες πατριωτών στο διάστημα της κατοχής και πολέμησαν μαζί του κατά του λαού και των συμμάχων. Όλοι αυτοί παραδόθηκαν στις αρχές που προήλθαν από τη συμφωνία της Βάρκιζας και τους Αγγλους. Δεν κρατήθηκαν ούτε μια ώρα στη φυλακή απ' τη στιγμή της παράδοσης τους και αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι και εξοπλίστηκαν, (Δεν αναφερόμαστε στο γεγονός ότι το Δεκέμβρη όσοι πολέμησαν μαζί με τους Αγγλους το λαό μας, στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από τα τάγματα ασφαλείας που οργάνωσε ο κουίσλιγκ Ράλλης και ο αρχιδολοφόνος Γονατάς).
Έτσι άνοιξαν οι φύλακες σ' όλη την Ελλάδα και όλα τα καθάρματα και οι εγκληματίες που βγήκαν απ' αυτές, εντάχθηκαν στα αστυνομικά τμήματα και στην Εθνοφυλακή.
Αφέθηκαν εγκληματίες αρχηγοί γνωστότατοι για τη δράση τους, όπως οι:
1) Πιπιλιάγκας, νομάρχης Τρικάλων επί κατοχής, ντυμένος τη γερμανική στολή, καθοδηγητής των ταγμάτων ασφαλείας (ΕΑΣΑΛ) Θεσσαλίας, αποχωρήσας μετά των γερμανικών στρατευμάτων από τα Τρίκαλα. Πιάστηκε σε μάχη παρά του Ε.Λ.Α.Σ. στην περιοχή της Μακεδονίας. Ο μεγαλοδοσίλογος αυτός παραδόθηκε με δικογραφία - όπως και όλοι οι πράκτορες των κατακτητών - στις αρχές που προήλθαν από τη συμφωνία της Βάρκιζας και αφέθηκε ελεύθερος. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι τον Πιπιλιάγκα, το δικαστήριο που τον «δίκασε» τον απάλλαξε «λόγω βλακείας», δικαιολογία με την οποία απαλλάχθηκαν σχεδόν στο σύνολο τους όλα τα στελέχη των ταγμάτων ασφαλείας. Σήμερα ο Πιπιλιάγκας είναι βουλευτής!
2) Τσαντούλας, αρχηγός ενόπλου εκτελεστικού τμήματος στη Γερμανική κατοχή (Τρίκαλα). Για τα πολλά του εγκλήματα εις βάρος του αγωνιζόμενου επί κατοχής λαού, καταδικάστηκε τρεις φορές ερήμην σε θάνατο. Αυτός αμέσως μετά τη Βάρκιζα εμφανίστηκε σαν αρχηγός εξοπλισμένης συμμορίας στην περιοχή Τρικάλων και σε συνεργασία με τα όργανα της χωροφυλακής, δολοφόνησε πολλούς δημοκρατικούς πολίτες, βίασε γυναίκες, άρπαξε περιουσίες κτλ.
3) Νικολής, οργανωτής και καθοδηγητής των ταγμάτων ασφαλείας (ΕΑΣΑΔ) στη Θεσσαλία. Όχι μόνο δε διώχθηκε, αλλά σήμερα υπηρετεί σαν καθηγητής στο Ι Γυμνάσιο Μουζακίου.
4) Μπόκαρης, διευθυντής Λυκείου στη Λάρισα. Επί κατοχής ήταν οργανωτής και καθοδηγητής των ταγμάτων ασφαλείας στη Λάρισα. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και σήμερα γυρίζει ελεύθερος στην Αθήνα.
5) Καραγιώργος, δάσκαλος, διοικητής λόχου των ταγμάτων ασφαλείας στη Λάρισα. Αμέσως μετά τη Βάρκιζα εμφανίστηκε με εξοπλισμένη συμμορία στην ίδια περιοχή. Για τα εγκλήματα του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Σήμερα βρίσκεται ελεύθερος, είναι αρχηγός μοναρχοφασιστικής συμμορίας και συνεργάζεται επίσημα με τα κρατικά όργανα.
6) Κώστας Παπαδόπουλος, έφεδρος ανθυπολοχαγός από το Κιλκίς, που στην κατοχή οργάνωσε στρατιωτικά τμήματα σύμφωνα με το υπόδειγμα του συντα /ματάρχη Πούλου, που ακολούθησε τους Γερμανούς με τους 250 άνδρες του ντυμένους γερμανικά στην υποχώρηση τους. Ο Κώστας Παπαδόπουλος με τα ίδια του τα χέρια και την ομάδα εκτελεστών που είχε μαζί του, έσφαξε στην περιφέρεια Κιλκίς πάνω από 500 πατριώτες, σε επιδρομές που έκανε στα χωριά μαζί με Γερμανούς και Βούλγαρους. Έκαψε ολόκληρα χωριά, ατίμασε και πλιατσικολόγησε με τους εγκληματίες του ολόκληρη την περιφέρεια. Ο Παπαδόπουλος αυτός, για πολύ καιρό μετά τη Βάρκιζα, χρησιμοποιήθηκε στο Γραφείο Πληροφοριών της Στρατιωτικής Διοικήσεως Μακεδονίας σαν αξιωματικός πληροφοριών. Σήμερα είναι «λαοπρόβλητος» βουλευτής.
7) Παπάς, πρώην χωροφύλακας της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και πρώτος βοηθός του τρομοκράτη του λαού της Θεσσαλονίκης Δάγκουλα. Ο Παπάς αυτός, στο δρόμο σκότωνε στην κατοχή όποιον ήθελε και σε 84 φτάνουν τα θύματα που εκτέλεσε με τα ίδια του τα χεριά, χωριστά απ' τις εκατοντάδες θύματα του αρχηγού του, Δάγκουλα.
8) Μιχάλ-Λγάς (Μιχαήλ Παπαδόπουλος) και Κολλάρας, σφαγείς του λάου της περιφερείας Κοζάνης-Γρεβενών. Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Πίνδου που έγιναν από τους Γερμανούς το 1944, αυτοί οι εγκληματίες μαζί με τους Γερμανούς, έκαψαν ζωντανούς στο χωριό Κηπουριό Γρεβενών, 17 γυναικόπαιδα, στο χωριό Κοσμάτι Γρεβενών εκτέλεσαν 29 πατριώτες, στο Ξερολίβαδο Βερμίου 280 γυναικόπαιδα, στο χωριό Κλε ισοΰρα 350 γυναικόπαιδα κτλ. Πλιατσικολΰγησαν απ' όλα τους τα υπάρχοντα ολόκληρα χωριά.
9) Καπετάν Γιώργης, υπαρχηγός του Κισά-Μπατζάκ (Κυριάκου Παπαδόπουλου), που κατάσφαξε το λαό της περιφερείας Κατερίνης. Όλοι αυτοί στην κατοχή πολέμησαν μαζί με τους Γερμανούς το λαό μας και τη συμμαχική υπόθεση και σαν αρχηγοί του «Ελληνικού» Γερμανικού στρατού, πήγαν στη Γερμανία για επίσκεψη στον Φύρερ τους, Χίτλερ. Οι φωτογραφίες τους κοσμούν τις σελίδες των γερμανικών περιοδικών της εποχής.
10) Βρετάκος, διοικητής των ταγμάτων ασφαλείας στην Πελοπόννησο υπό του Παπαδόγκωνα. Τα θύματα του στην κατοχή ανέρχονται σε 7.000. Σήμερα είναι βουλευτής!
11) Λιαράκος, στέλεχος των ταγμάτων ασφαλείας Πελοποννήσου στην περίοδο της κατοχής. Σήμερα υπηρετεί στο στρατό με το βαθμό του λοχαγού και διέπραξε σωρεία από καινούρια εγκλήματα σε βάρος του λαού της περιοχής Κισσάβου. (Με τα ίδια του τα χέρια εξετέλεσε τους πολίτες Κ. Κέρκυρα, Κ. Ναοίκα και Ν. Τσαλαντά του χωριού Ανατολή, υποβάλλοντας τους σε φρικτά βασανιστήρια).
12) Μπουντουβάκης, Νερατζής, Παπούλιας, συνεργάτες των Γερμανών, οργανωτές ταγμάτων ασφαλείας, που σε εκατοντάδες ανέρχονται τα θύματα τους στην περιοχή της Νιγρίτας.
13) Βόιδαρος, στην Ήπειρο.
Όλοι αυτοί, από την πρώτη στιγμή αφέθηκαν ελεύθεροι και άρχισαν τη δράση τους όπως και πριν, αυτή τη φορά με την προστασία των Αγγλων και της δοσίλογης αστυνομίας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αρχιδολοφόνου Κολλάρα, υπαρχηγού του Μιχάλ-Αγά που έδρασε στην περιοχή Καιλαρίων Κοζάνης. Ο Κολλάρας αυτός πολλές φορές εθεάθηκε να γυρίζει με αυτοκίνητο τζιπ (το 1945 μετά τη Βάρκιζα) μαζί με τον Αγγλο λοχαγό "Έβανς, που ήταν αντιπρόσωπος της αγγλικής αποστολής κοντά στους αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ., στην περιοχή του όρους Βίτσι. Ο Κολλάρας αυτός, δυο μέθοδες χρησιμοποιούσε για να δολοφονεί τους αγωνιστές που πέφταν στα χέρια του στην περίοδο της γερμανικής κατοχής:
α) τους έσφαζε με τη δίκοπη λάμα του, λέγοντας στο θύμα του: «Μη φοβάσαι, δε θα πονέσεις καθόλου. Το μαχαίρι μου κόβει σαν ξυράφι. Κανένας δεν είπε λέξη ούτε έβγαλε αχ...κτλ»,
β) Με καρφιά καρφωμένα στην άκρη μιας σανίδας, χτυπούσε το θύμα του στο κεφάλι ώσπου να ξεψυχήσει.
Μερικές εκατοντάδες από τέτοια φασιστικά κτήνη, πλαισιωμένα με άλλους εγκληματίες καθάρματα, συνέχισαν μετά τη Βάρκιζα το όργιο των δολοφονιών των λαϊκών αγωνιστών, σαν όργανα του μοναρχοφασισμοΰ με την ανοχή και καθοδήγηση των Άγγλων. Διατήρησαν ένοπλες τις συμμορίες τους σ' όλο το διάστημα μετά τη Βάρκιζα. Οι ανακριτικές αρχές υστέρα απ' την πίεση του λαού και. των οργανώσεων του, αναγκάστηκαν να βγάλουν εντάλματα. Κανένας όμως δεν πιάστηκε απ' την αστυνομία, παρόλο που πολλές φορές υποδείχτηκαν σε αστυνομικά όργανα, σε ποια ξενοδοχεία μένουν, σε ποια σπίτια κάθονται ή όταν πήγαιναν επιδρομές στα χωριά. Ένα μήνα μετά τη Βάρκιζα, ο ταγματασφαλίτης Παπούλιας, δολοφόνησε μέρα μεσημέρι στην αγορά Νιγρίτας, 5 πολίτες, χωρίς να ενοχληθεί και μπρος στα μάτια της δοσίλογης αστυνομίας. Η δολοφονία έγινε χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να τρομοκρατηθεί ο λαός της Νιγρίτας που είναι δημοκρατικός στην παμψηφία του.
Όλοι αυτοί μαζί με την αστυνομία ξεφάντωσαν στα δυο χρόνια μετά τη Βάρκιζα. Ποτέ δε διέλυσαν τις συμμορίες τους, που έδρασαν συστηματικά για την εξόντωση του λάου. Και σήμερα πια, επίσημα, καθοδηγούν τις συμμορίες που εξοπλίστηκαν με όλα τα μέσα, ντύθηκαν τη στολή του χωροφύλακα και τροφοδοτούνται από τον εφοδιασμό του στρατού που τον παραχωρούν οι Άγγλοι.
Η συμμοριακή δράση της δεξιάς δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτούς. Ο περιβόητος Σούρλας και Καλαμπαλίκης στη Θεσσαλία, οι Βουρλάκης, Κρανιάς, Μπούρος στη Ρούμελη, ο Μαγγανάς και ο Κατσαρέας στην Πελοπόννησο, συγκρότησαν συμμορίες αμέσως μετά τη Βάρκιζα και είναι άπειρες οι επιδρομές που κάναν και κάνουν στα χωριά και τις πόλεις, μαζί με την αστυνομία και το στρατό. Οι δολοφονίες, ατιμώσεις γυναικών, συλλήψεις και πλιατσικολογήματα είναι αμέτρητα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση του λήσταρχου Σούρλα, που εγκαταστάθηκε επίσημα στη Λάρισα, μπροστά στα μάτια ολόκληρου Σ. Στρατού και των Άγγλων και του Μάγγανα που κατάσφαξε το λαό των Καλαμών σε συνεργασία με την αστυνομία. Αναφερόμαστε σε περίοδο που ούτε ένας αντάρτης της αριστεράς δεν υπήρχε έξω στο βουνό και είναι φανερό γιατί ο μοναρχοφασιομός άφησε ελεύθερους ανθρώπους εξασκημένους στο έγκλημα και με τόση λύσσα στράφηκε ενάντια στο λαό.
Αμέσως μετά τη Βάρκιζα και παράδοση των όπλων απ' τον Ε.Λ.Α.Σ., άρχισε η αποκατάσταση των νέων αρχών. Άρχισαν να στέλνονται αστυνομικές δυνάμεις και τμήματα εθνοφυλακής στις διάφορες πόλεις της υπαίθρου και στην ύπαιθρο. Ο μοναρχοφασισμός και οι Άγγλοι, στην αποστολή αυτών των δυνάμεων έδωσαν χαρακτήρα εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Είχαν διαλυθεί τα τμήματα του ΕΛΑΣ. και οι μόνες ένοπλες δυνάμεις που είχαν μείνει κατόπιν συμφωνίας για να παραδώσουν στις νέες αρχές, ήταν 5-6 πολιτοφύλακες και η τάξη που επικρατούσε ήταν παραδειγματική. Απ' τη στιγμή όμως που φτάσαν η χωροφυλακή και η εθνοφυλακή, άρχισε το έργο της δολοφονίας του λαού και οι επιδρομές στα γραφεία των οργανώσεων.
Έτσι στη Λιβαδειά πυροβόλησαν αθώα συγκέντρωση πολιτών και σκότωσαν έναν πολίτη. Σπάσανε όλα τα γραφεία των οργανώσεων και συνέλαβαν όλα τα στελέχη των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων. Στη Βέροια σκότωσαν 8 πολίτες, σπάσανε όλα τα γραφεία και τα κατέλαβαν. Στη Θεσσαλονίκη σκότωσαν 1 πολίτη και κατέλαβαν τα γραφεία του Ε.Α.Μ. της περιοχής και του Κ.Κ.Ε. Στην Έδεσσα σκότωσαν 3 πολίτες και κάψαν τα γραφεία των οργανώσεων. Στην Αλεξανδρούπολη σκότωσαν 3 πολίτες και σπάσαν τα γραφεία των οργανώσεων. Στην Κατερίνη σκότωσαν τον ταγματάρχη του Ε.Λ.Α.Σ. Νικήτα (Κώστα Συννεφάκη). Στη Λάρισα σκότωσαν τον επονίτη Δενδραμή, τραυμάτισαν 7 πολίτες σε αυθόρμητη λαϊκή εκδήλωση και κατέλαβαν όλα τα γραφεία των οργανώσεων και συνέλαβαν τους ηγέτες τους. Από την Εθνοφυλακή και την αστυνομία άρχισε σωστό πογκρόμ ενάντια στο λαό και τις οργανώσεις του. Στη Θεσσαλονίκη σπάσανε τα τυπογραφεία των δημοκρατικών εφημερίδων. Σ' όλες τις πόλεις της χώρας, δεκάδες φορές, καταστράφηκαν τα γραφεία όλων των οργανώσεων. Κάθε μέρα, κατά εκατοντάδες άρχισαν οι συλλήψεις και κλείστηκαν αγωνιστές της αντίστασης στις φυλακές, με μάρτυρες κατηγορίας τους ταγματασφαλίτες.
Μα εκεί που πήρε μορφή σωστής τραγωδίας ο διωγμός, είναι οι περιοχές που κατοικούνται από Σλαβομακεδόνες. Ενεργήθηκαν επιδρομές και πλιατσικολογήθηκαν όλα σχεδόν τα χωριά που πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
...................................................
Έτσι ξεκίνησε ο εμφύλιος...
«Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ο Ε.Λ.Α.Σ. παρέδωσε τον οπλισμό του με πρωτόκολλο στους Άγγλους αξιωματικούς που ορίστηκαν για το σκοπό αυτό. Λογικό ήταν τα όπλα αυτά να διαφυλαχτούν και να διατηρηθούν για τις ανάγκες του στρατού ή ν' αχρηστευθούν. Έγινε όμως το αντίθετο. Δόθηκαν όλα σε χεριά δοκιμασμένων πρακτόρων τους από τον καιρό της κατοχής. Εξοπλίστηκαν οι λεγόμενες «εθνικόφρονες» οργανώσεις χιτών, βενιτών κτλ. Λειτούργησαν και λειτουργούν σε στρατιωτικούς σχηματισμούς με εσωτερικό στρατιωτικό οργανισμό. Δεν χρειάζεται περισσότερο από το να ελέγξει κανείς τα αρχεία τους και τις διαταγές τους. Οι οργανώσεις αυτές μαζί με την αστυνομία ή τη βοήθεια και ανοχή της, έβαλαν σα σκοπό τους να διαλύσουν με την τρομοκρατία κάθε μορφής, τις δημοκρατικές οργανώσεις. Στο Βόλο κάψαν τα γραφεία της Ε.Π.Ο.Ν., σπάσαν πολλές φορές τα τυπογραφεία της «Αναγέννησης» και τραυμάτισαν το προσωπικό. Στη Λάρισα ρίξανε χειροβομβίδα και βάλανε φωτιά με βενζίνη στα γραφεία του Κ.Κ.Ε., σπάσανε τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Αλήθεια» πολλές φορές.
Στη Θεσ/νικη έκαψαν τα γραφεία και λέσχη του εκπολιτιστικού συλλόγου Μ.Ε.Ν.Τ. με 25 χρόνια προοδευτική δράση, που τα σεβάστηκε ακόμα και η κατοχή. Στην Κοζάνη έριξαν χειροβομβίδα στη λέσχη της Ε.Π.Ο.Ν. σε ώρα που 100 και πάνω νέοι βρισκόταν συγκεντρωμένοι με άδεια της αστυνομίας. Στην Έδεσσα κάψανε τα γραφεία του ΕΑΜ και Κ.Κ.Ε. και επακολούθησαν εκατοντάδες συλλήψεις δημοκρατικών με τη δικαιολογία ότι αυτοί βάλανε τη φωτιά. Στα χωριά δόθηκαν όπλα σε όλους όσους είχαν εξοπλιστεί στην κατοχή με όπλα των κατακτητών και είχαν αφοπλιστεί από τον Ε.Λ.Α.Σ. Υπάρχει διαταγή του στρατηγού Μελίσσινου, στρατιωτικού διοικητού Καβάλας, που δημοσιεύτηκε και στις εφημερίδες, «να δοθούν όπλα σε κάθε χωριό στους δοκιμασμένους εθνικόφρονες». Έτσι εξοπλίστηκαν και τα χωριά. Τα όπλα δόθηκαν στα χωριά με τη δικαιολογία της ατομικής τους ασφάλειας και σαν επικουρία της αστυνομίας. Μα στην περίοδο αυτή και μέχρι το Μάρτη του 1946, δεν υπήρχε ούτε σε βουνό ούτε και σε κανένα χωριό ή πόλη ούτε ένας ένοπλος της αριστεράς. Όσοι ΕΛΑΣίτες και στελέχη των οργανώσεων ΕΑΜ-ΑΚΕ-ΚΚΕ-ΕΠΟΝ-ΕΑ μπόρεσαν να διαφύγουν τη σύλληψη ή δολοφονία κατέφυγαν στις μεγάλες πόλεις κατά 90%. Μικρός αριθμός απ' αυτούς κρύβονταν στα δάση κοντά στα σπίτια τους χωρίς να έχουν οπλισμό. Στο χρόνο του 1945 και στο μισό του 1946, είχαν τελείως κλείσει όλα τα γραφεία των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων στις μικρές πόλεις και τα χωριά, ύστερα από αλλεπάλληλες καταστροφές των γραφείων τους, δολοφονία ή σύλληψη, ξυλοδαρμό και φυλάκιση των καθοδηγητών τους.
Το έργο της αστυνομίας στην ύπαιθρο με ενίσχυση και των εξοπλισμένων συμμοριών του μοναρχοφασισμού ήταν η εξοντωτική δίωξη, όχι μόνο του ΕΛΑΣίτη και ΕΑΜίτη, αλλά και κάθε πολίτη που τολμούσε να εξωτερικεύσει τα δημοκρατικά του φρονήματα. Το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορούσε να διαπράξει Έλληνας πολίτης ήταν να μιλήσει για δημοκρατία και αυτό και μόνο ήταν αρκετό να τον στείλει στην φυλακή και να καταδικαστεί σαν «εκτελεστής» με ψευδομάρτυρες. Αποσπάσματα με ληστοσυμμορίες διέτρεχαν την ύπαιθρο ακατάπαυστα και μοναδική τους απασχόληση ήταν να μπλοκάρουν τα χωριά, να ξυλοκοπούν μαζικά το λαό, να συλλαμβάνουν εκατοντάδες και να τους οδηγούν στις έδρες των αστυνομικών διοικήσεων, για να αφήνονται οι περισσότεροι ελεύθεροι ύστερα από ταλαιπωρία ολόκληρων ημερών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι απ' όσα αρχεία έχουμε κατασχέσει από αστυνομικούς σταθμούς και υποδιοικήσεις που καταργήσαμε, εκείνο που φαίνεται είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μια διαταγή που να ασχολείται με ζητήματα άλλα εκτός από διαταγές και οδηγίες που αφορούν την εξόντωση του λαϊκού δημοκρατικού κινήματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος ιδιαίτερα.
Έχει ξεχωριστή σημασία-όπως φαίνεται και πιο πάνω- ότι το 1945 τα μπλόκα και οι επιδρομές γίνανε από αγγλικά και ελληνικά στρατεύματα από κοινού και υπάρχουν περιπτώσεις που γίνανε μόνο από αγγλικά στρατεύματα.
Έτσι με τις εκλογές στις 31 Μάρτη του 1946 υπήρχαν στη χώρα μας πάνω από 100.000 καταδιοκώμενοι από τον κρατικό μηχανισμό του μοναρχοφασισμού και τις συμμορίες του. Ο μοναρχοφασισμός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ό,τι έγινε, έγινε από αγανακτισμένους και ανεύθυνους πολίτες χωρίς τη συμμετοχή των κρατικών οργάνων. Ίσα-ίσα, χωρίς τη συνεργασία, καθοδήγηση και ανοχή των κρατικών οργάνων και των Αγγλων ήταν αδύνατο στους συμμορίτες του μοναρχοφασισμού να κάνουν έστω και την παραμικρή δράση και ζημία στο λαό και τις οργανώσεις του.
Αποκλειστικός σκοπός των διώξεων, δολοφονιών και φυλακίσεων, εμπρησμών και ατιμώσεων ήταν και παραμένει η χωρίς όρους υποταγή του λαού μας στην αντεθνική πολιτική του μοναρχοφασισμού. Οι εκλογές στις 31 Μάρτη που γίνανε κάτω από καθεστώς αιματηρής τρομοκρατίας και το δημοψήφισμα της 1η; Σεπτέμβρη, δεν άφησαν καμία αμφιβολία σε μας ότι ο μοναρχοφασισμός απογυμνωμένος από κάθε λαϊκό έρεισμα, προσπαθεί να μονιμοποιήσει την εξουσία του για να ολοκληρώσει το έργο της καταστροφής που άρχισε στη χώρα και στα δυο χρόνια που διοικεί κάτω απ' την ξενική καθοδήγηση.
Το καθεστώς του μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου που καθιέρωσε σ' όλο αυτό το διάστημα, αυτό το σκοπό είχε. Καθεστώς ομαλού πολιτικού βίου για το μοναρχοφασισμό αποδείχθηκε ότι είναι ο πιο σίγουρος θάνατος και αυτόν προσπαθεί να αποφύγει με όλα τα άτιμα χιτλερικά τερτίπια και χαφιεδοκρατία που καθιέρωσε στη χώρα».
«Η ηγεσία του δημοκρατικού λαού μας, το Ε.Α.Μ., στο διάστημα αυτό των δύο χρόνων ακολούθησε σταθερά το δρόμο της ομαλής λύσης του εσωτερικού μας προβλήματος. Όλη της η πολιτική ήταν και είναι μια ηρωική προσπάθεια να σταματήσει το μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο που κήρυξαν οι Άγγλοι και ο μοναρχοφασισμος ενάντια στο λαό μας, να αποτρέψει την ολοκλήρωση του εμφύλιου πολέμου που γίνεται σήμερα στη χώρα μας. Για το σκοπό αυτό έκανε κάθε υποχώρηση και στις άγριες καταδιώξεις χιλιάδων αγωνιστών του λαού, στα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα, στις δολοφονικές επιθέσεις, στις συγκεντρώσεις του, στους εμπρησμούς των γραφείων των οργανώσεων, στις φυλακίσεις και δολοφονίες, απάντησε με την εθνοσωτήρια συμφιλίωση.
Μα η ψύχραιμη αυτή στάση του είχε σαν αποτέλεσμα ν' αποθρασύνει ακόμη πιο πολύ τον μοναρχοφασισμό, τους δοσίλογους και ταγματασφαλίτες. Επίσημες κρατικές αρχές, παρακρατικές οργανώσεις και συμμορίες πολλαπλασίασαν τις διώξεις ενάντια στο λαό μας. Και αυτή ακόμα η ηγεσία του δημοκρατικού μας λαού δεν απέφυγε τις δολοφονικές επιθέσεις και τραυματισμούς οργανωμένους από τους Άγγλους και μοναρχοφασίστες ταγματασφαλίτες. Και το πογκρόμ αυτό ενάντια στο λαό μας μετατράπηκε σε σωστή κόλαση στις παραμονές των εκλογών της 31η; Μάρτη, που έγιναν κατ' επιταγήν των Άγγλων κατακτητών και μετά τις εκλογές και το δημοψήφισμα της 1ης του Σεπτέμβρη. Όλοι οι δρόμοι ειρηνικής διαβίωσης κλείσαν για το λαό μας.
Ήταν αδύνατο να εξακολουθεί να ανέχεται τις δολοφονίες και ατιμώσεις χωρίς απάντηση και υποχρεώθηκε να κάνει χρήση ενός δικαιώματος που έχουν όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι, αυτοαμύνθηκε. Απάντησε με τα ίδια μέσα. Προτείνοντας πάντοτε στις παράνομες μοναρχοφασιστικές αρχές και τον πολιτικό κόσμο, το δρόμο της συμφιλίωσης και της ειρηνικής λύσης του εσωτερικού προβλήματος. Αλλά τη συμφιλίωση όχι μόνο δε, τη δέχεται ο μοναρχοφασισμός, αλλά και επίσημα την καταπολεμά. Κρατάμε στα χέρια μας έγγραφο του ίδιου του πρώην Υπουργού της Δημόσιας Τάξης, Θεοτόκη, που συνιστά στα κρατικά όργανα να πολεμήσουν κάθε άνθρωπο που κηρύσσει το σύνθημα της συμφιλίωσης.
Δεν ήταν στο βουνό ούτε 100 αντάρτες ακόμη και ο μοναρχοφασισμός άρχισε τις περίφημες εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις, με τα αποσπάσματα της χωροφυλακής, τους συμμορίτες που πάντα τους είχε ένοπλους και τα τμήματα στρατού. Έργο μοναδικό των αποσπασμάτων ήταν να συλλαμβάνουν όλο τον πληθυσμό των χωριών, να τους βασανίζουν να τους πλιατσικολογούν και να τους κουβαλούν στις φυλακές. Καθιέρωσε τα δολοφονικά στρατοδικεία, που καταδίκαζαν με ψεύτικες κατηγορίες και εκτελούσαν πατριώτες που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τους ένοπλους του βουνού.
Στις μεγάλες πόλεις κάθε υπόλειμμα ελευθερίας που είχε παραμείνει μετά τη Βάρκιζα καταργήθηκε και άρχισε άγριο το κυνηγητό των στελεχών και αγωνιστών της αντίστασης και των οργανώσεων. Η τακτική αυτή της δολοφονίας και, λαϊκής εξόντωσης έσπρωξε κι άλλες εκατοντάδες στην αρχή και χιλιάδες αργότερα ανθρώπους στο βουνό. Και ο εμφύλιος πόλεμος άναψε σ' όλη τη χώρα με τις καταστροφικές συνέπειές του. "Ετσι κάθε απόπειρα του μοναρχοφασισμού να ρίξει αλλού τις ευθύνες του εμφύλιου πολέμου, να κατηγορήσει τις γειτονικές μας δημοκρατικές χώρες, ότι αυτές οργανώνουν και ενισχύουν το Δημοκρατικό Στρατό μας, γιατί επιβουλεύονται τάχα την ανεξαρτησία και, ακεραιότητα της χο3ρας μας, θα συντριβεί κάτω από την ωμή πραγματικότητα. Γιατί ο Δημοκρατικός Στρατός που οπλίζεται και τροφοδοτείται αποκλειστικά και μόνο από τις δυνάμεις που αντιπαρατάσσει ο μοναρχοφασισμός για να μας «εξοντώσει», έχει πλήρη επίγνωση της αποστολής του και η δύναμη του έγκειται στην αμέριστη υποστήριξη των πλατιών λαϊκών μαζών, που επί δυο χρόνια δοκιμάζουν τα «αγαθά της αγγλικής κατοχής» και των μισητών πρακτόρων της.
Και δεύτερο, γιατί ο Δημοκρατικός Στρατός μας, είναι στρατός της ελευθερίας, της προόδου και της ειρήνης. Και την πρόοδο δεν υπάρχει καμία δύναμη στον κόσμο που να μπορεί να τη δαμάσει. Ο Δημοκρατικός Στρατός είναι σταθερά προσηλωμένος στο δίκαιο και την ηθική, για την οποία αγωνίζεται ο ελληνικός λαός με τη δημοκρατική του ηγεσία επικεφαλής. Ο Δημοκρατικός Στρατός μας ενσαρκώνει ολόψυχα τα ιδανικά του αντιφασιστικού αγώνα που έκαναν οι φιλελεύθεροι και δημοκρατικού λαοί στον μεγάλο αυτόν πόλεμο, με ανυπολόγιστες θυσίες, ενάντια στο φασιστικό σκοτάδι και τη βαρβαρότητα. Οι μαχητές του αποτελούν μια ατέλειωτη φάλαγγα ανθρώπων που θυσίασαν τα πάντα για την υπόθεση της ελευθερίας και της ειρήνης, της ομαλότητας και ανοικοδόμησης. Έχουν σταθερή την απόφαση τους να συνεχίσουν τον αγώνα, με όσες Ουσίες κι αν χρειασθούν, μέχρι την πλήρη δικαίωση τους».
«Ο Δημοκρατικός Στρατός εμπνεόμενος από το πνεύμα της συμφιλίωσης και της ομαλής δημοκρατικής λύσης του εσωτερικού προβλήματος που απασχολεί το λαό μας, δεν παρέλειψε μέχρι σήμερα καμιά ευκαιρία. Πρότεινε τα μέτρα εκείνα που θα ανοίξουν το δρόμο στην ομαλή δημοκρατική λύση του, σε απόλυτη σύμπτωση γνωμών με την έγκυρη δημοκρατική ηγεσία του Λαϊκοδημοκρατικού μας κινήματος, που εκπροσωπεί τη θέληση του δημοκρατικού λαού μας, ως προς τα αίτια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα μας και το τέρμα του.
Επιμένουμε και επαναλαμβάνουμε ότι χωρίς:
1. την αποχώρηση των Αγγλικών στρατευμάτων από τη χώρα μας
2. τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε Κυβέρνηση
3. τη Γενική Αμνηστία
4. το ξεκαθάρισμα του κρατικού μηχανισμού από τους δοσίλογους και ταγματασφαλίτες
5. την αποκατάσταση της δημοκρατίας και ελευθερίας στο στρατό και τα σώματα ασφαλείας
6. τη διενέργεια λεύτερων εκλογών,
δεν είναι δυνατό να ησυχάσει η χώρα μας, να εξασφαλιστεί η ομαλότητα και οι λαϊκές ελευθερίες. Δημοκρατικός Στρατος και λαός θα συνεχίσουν την πάλη τους μέχρι την ολοκληρωτική πραγματοποίηση των δικαίων και ποθούν τους, βέβαιοι ότι όλοι οι δημοκρατικοί λαοί θα συντρέξουν στο έργο τους αυτό.
Ο Δημοκρατικός Στρατός πιστεύει ότι η Εξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ που αντιπροσωπεύει όλους τους δημοκρατικούς και φιλελεύθερους λαούς που πολέμησαν με αφάνταστες θυσίες για την ήττα του φασισμού, ακολουθώντας το δρόμο της αντικειμενικής έρευνας της κατάστασης που υπάρχει στη χώρα μας, θα βρει τα πραγματικά αίτια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο και θα βοηθήσει στην εκπλήρωση των πόθων του λαού μας, που δεν είναι άλλος απ' αυτούς που πολέμησαν όλοι οι δημοκρατικοί και αντιφασίστες λαοί: Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΟΥ Δ.Σ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ
ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ - ΓΡΑΦΕΙΟ Πα Σ.Δ. Γενικού Αρχηγείου 14 Μαρτίου 1947
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
προς
Την Εξεταστική Επιτροπή του Ο.Η.Ε.
«Για τα αίτια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο και η γνώμη μας για το σταμάτημά του».
Ο Ελληνικός λαός από την πρώτη μέρα που άρχισε ο πόλεμος των Δημοκρατικών Λαών ενάντια στη φασιστική οπισθοδρόμηση και σκλαβιά, βρέθηκε στις επάλξεις του αγώνα αυτού και από τους πρώτους δέχτηκε τα χτυπήματα του Γερμανοϊταλικού φασισμού, με την τετράχρονη κατοχή της χώρας του κάτω από αφάνταστα βασανιστήρια. Πιστός ο Ελληνικός Λαός στη Συμμαχική υπόθεση της συντριβής του φασισμού και αποφασισμένος-ύστερα από πολύχρονη ζωή κάτω από φασιστικό καθεστώς και προ της κατοχής- να ζήσει ελεύθερος και ανεξάρτητος, απαλλαγμένος από κάθε είδους φασισμό, οργάνωσε με αφάνταστες στερήσεις και θυσίες μα και απαράμιλλο ηρωισμό, τον αγώνα της αντίστασης του ενάντια στους κατακτητές και τους κουΐσλιγκ όργανα τους.
Τον αγώνα αυτό οργάνωσε και καθοδήγησε - όπως ήταν φυσικό για τη χώρα μας- το Ε.Α.Μ. με συνέπεια μέχρι το τέλος και τη βοήθεια-ηθική κυρίως- των μεγάλων μας Συμμάχων. Ο Ελληνικός Λαός ενωμένος μέχρι τέλος έφερε σε νικηφόρο τέλος τον αιματηρό του αγώνα και με τη βοηθεία των Συμμάχων έδιωξε τους κατακτητές απ' τη χώρα του.
Δεν υποπτευόταν ο λαός μας και οι οργανώσεις του, που τον καθοδήγησαν στον αγώνα του, ότι το τέλος της σκλαβιάς του θα είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί σε μια άλλη, αυτή τη φορά συμμαχική και φιλική, μα πιο άγρια και εξοντωτική. Δεν υπτοπτευόταν ότι ήταν δυνατό ποτέ, να παραγνωριστούν οι τόσες μεγάλες θυσίες του, τα αμέτρητα θύματα, η ολοκληρωτική καταστροφή του. Δεν υποπτευόταν ότι ήταν δυνατό οι κουΐσλιγκ πράκτορες των κατακτητών, που βοήθησαν όσο μπορούσαν τους Γερμανοϊταλοβουλγάρους κατακτητές ληστές, που συμπολέμησαν χέρι με χέρι τους κατακτητές, ντύθηκαν τη γερμανική στολή και εξοπλίστηκαν, ότι οι λεγεωνάριοι και ταγματασφαλίτες κάθε χρώματος, θα έρχονταν εποχή που θα μπορούσαν ακόμη μια φορά να σηκώσουν το δολοφονικό τους χέρι ενάντια του, για να τον δολοφονήσουν, για να τον υποτάξουν σε νέους αφέντες με νέα πιο γερά δεσμά.
Ο λαός μας δεν έδωσε και πολλή σημασία στις ραδιουργίες ξένων πρακτόρων που βρίσκονταν στα ελεύθερα βουνά του, κοντά στο μαχόμενο λαό και στρατό της αντίστασης στα τέσσερα χρόνια της σκλαβιάς του. Τα απέδιδε σε κακή ερμηνεία, παρανόηση των αποφάσεων και διακηρύξεων των συμμάχων εθνών. Δεν πίστευε ποτέ ότι αυτές οι διαβολές μπορούσαν να είναι έκφραση μελλοντικής πολιτικής ενός από τους συμμάχους μας. Και στην προσπάθεια κατασυκοφάντησης του αγώνα του από τους ξένους και ντόπιους, από τους οποίους, άλλοι μεν τα δίπλωσαν μπροστά στον κατακτητή, κάνοντας ένα ατιμωτικό συμβιβασμό, άλλοι δε αντέδρασαν φανερά, περνώντας τυπικά και ουσιαστικά στο αντισυμμαχικό στρατόπεδο, ο λαός μας με την πανεθνική του οργάνωση, το Ε.Α.Μ., απάντησε με τη πραγματοποίηση της εθνικής ενότητας, με το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής Εθνικής Κυβέρνησης.
Και όταν απ' την χώρα μας διώχτηκαν οι κατακτητές, ο λαός μας με αφάνταστο ενθουσιασμό και ανυπόκριτη αγάπη δέχτηκε τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα των Συμμάχων μας Αγγλων. Είχε πιστέψει ότι μπήκε τέλος στα βάσανα του, ότι ανεξάρτητος και λεύτερος και με τη βοήθεια των μεγάλων μας συμμάχων, θα τακτοποιούσε το νοικοκυριό του, όπως αυτός νόμιζε καλύτερα, θα ανοικοδομούσε θα γιάτρευε τις πληγές του.
Η διαδοχή από κατάσταση κατοχής σε κατάσταση απελευθέρωσης κα αποκατάστασης της Εθνικής και Λαϊκής κυριαρχίας έγινε με απόλυτη τάξη. Με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας επικεφαλής, με τη συμβολή της Πανεθνικής οργάνωσης του Ε.Α.Μ., με τον Εθνικό Στρατό Ε.Λ.Α.Σ. και την Εθνική Πολιτοφυλακή του κάτω απ' τις οδηγίες της Κυβέρνησης, επί τρεις (3) ολόκληρους μήνες επικράτησε παραδειγματική τάξη και άρχισε το έργο της ανοικοδόμησης, με λαϊκό ενθουσιασμό πρωτοφανή, σε κάθε γωνία της χώρας μας.
Όμως όπως εξελίχθηκε η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας στο τρίμηνο αυτό διάστημα, τα δραματικά γεγονότα προτού Δεκέμβρη, ο Δεκέμβρης και η περίοδος μετά το Δεκέμβρη, έπεισαν το Δημοκρατικό Ελληνικό Λαό και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις των συμμάχων Αγγλων και των ντόπιων πρακτόρων τους στην Ελλάδα. Σήμερα καμιά αμφιβολία δεν μένει στο Λαό μας και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, ότι η σημερινή κατάσταση που υπάρχει στη χώρα μας, καλά και ψύχραιμα μελετήθηκε κι άρχισε να μπαίνει σ' εφαρμογή απ' την εποχή ακόμη της Γερμανοφασιστικής κατοχής, εποχή που ο Λαός μας, αδιαφορώντας για τις καταστροφές που πάθαινε, πολεμούσε αδιάκοπα.
Πιστεύουμε ότι τα ντοκουμέντα και οι αποδείξεις που παρουσίασε η ηγεσία του Λαϊκού Δημοκρατικού Κινήματος μπροστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη, πως και από πού προκλήθηκε ο Δεκέμβρης, αλλά και οι ομολογίες των ντόπιων πρωταγωνιστών του Δεκέμβρη - όπως του τότε πρωθυπουργού Παπανδρέου -δείχνουν ολοκάθαρα ότι ο Δημοκρατικός Λαός και η ηγεσία του, όχι μονάχα δεν είχαν συμφέρον να προκαλέσουν τα Δεκεμβριανά γεγονότα, αλλ' αντίθετα είχαν κάθε συμφέρον να αποφευχθεί ο πόλεμος του Δεκέμβρη. Συμφέρον είχαν και τον προκάλεσαν σι σύμμαχοι Αγγλοι και οι πράκτορες τους μοναρχοφαοίστες, γιατί γι' αυτούς η Ελλάδα έπρεπε να μην ακολουθήσει το δρόμο της Δημοκρατίας, το δρόμο της Λαϊκής Κυριαρχίας, αλλά να αποτελέσει κράτος αποικιακό, εξαρτημένο, κράτος δοσίλογων, υποτακτικών, με σκοπούς και σχέδια αντίθετα από το πνεύμα του συμμαχικού αντιφασιστικού αγώνα. Μοναδικό όμως εμπόδιο στα σχεδία αυτά ήταν το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. και αυτό έπρεπε να αφανιστεί. Οι σφαγές του Αθηναϊκού Λάου με τα πιο σύγχρονα πολεμικά μέσα του στρατηγού Σκόμπυ, οι χιλιάδες αγωνιστές της Δημοκρατίας που στάλθηκαν στην Αφρική, είναι η πρώτη μαρτυρία.
Μα η ηγεσία του Δημοκρατικού Λαού, με την πατριωτική χειρονομία να υπογράψει τη συμφωνία της Βάρκιζας, απόδειξε ακόμα μια φορά, ότι χωρίς κομματικούς υπολογισμούς, θέλει να απόφυγε ι παραπέρα λαϊκές θυσίες και έδωσε τη δυνατότητα απ' τη δική της πλευρά να μπει η χώρα στον ομαλό πολιτικό βίο,
Το τι επακολούθησε μετά τη Βάρκιζα εις βάρος του λαϊκού δημοκρατικού κινήματος, των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης ιδιαίτερα, είναι ανώτερο πάσης περιγραφής. Τα χιτλερικά μεσαιωνικά μέσα μαρτυρίων, ωχριούν μπροστά στα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθησαν χιλιάδες αγωνιστών, απ' τα χεριά των πρώην ταγματασφαλιτών και πρακτόρων των Γερμανών κατακτητών, που βαπτίστηκαν με τ' όνομα του «εθνικόφρονα» και με λύσσα πέσαν ενάντια στον άοπλο και ανυπεράσπιστο λαό. Και σ' όλο αυτό το διάστημα των οργίων και του αίματος, κανένας δολοφόνος και βασανιστής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε από τα δικαστήρια, αλλά όλοι αυτοί οι εγκληματίες απετέλεσαν εξέχοντα στελέχη του μοναρχοφασισμού, τιμήθηκαν με ανώτερα αξιώματα της πολιτείας. Οι σύμμαχοι Αγγλοι, που αυτοί πολέμησαν τον Ελληνικό Λαό το Δεκέμβρη μαζί με τους ταγματαοφαλίτεςτης κατοχής, σαν εγγυητές της συμφωνίας της Βάρκιζας όχι μόνο δεν υποχρέωσαν τις εκάστοτε κυβερνήσεις να εφαρμόσουν τη συμφωνία αυτή, αλλά αντίθετα βοήθησαν με όλα τα μέσα το μοναρχοφασισμό στον εκτραχηλισμό.
Χωρίς να αναφερθούμε για την περίοδο που μεσολάβησε απ' την ανακωχή μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας, και η ευθύνη των Αγγλων είναι άμεση για ό,τι έγινε, αρχίζουμε παράθεση χαρακτηριστικών γεγονότων μετά τη Βάρκιζα. Βάσει των συμμαχικών διακηρύξεων για την τιμωρία των κουίσλιγκ, σε κάθε χώρα και υστέρα από απόφαση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, σι αναγνωρισμένες απ' την Κυβέρνηση αρχές κάναν συλλήψεις αποδεδειγμένων συνεργατών του κατακτητού, που είχαν διαπράξει πολλές δολοφονίες πατριωτών στο διάστημα της κατοχής και πολέμησαν μαζί του κατά του λαού και των συμμάχων. Όλοι αυτοί παραδόθηκαν στις αρχές που προήλθαν από τη συμφωνία της Βάρκιζας και τους Αγγλους. Δεν κρατήθηκαν ούτε μια ώρα στη φυλακή απ' τη στιγμή της παράδοσης τους και αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι και εξοπλίστηκαν, (Δεν αναφερόμαστε στο γεγονός ότι το Δεκέμβρη όσοι πολέμησαν μαζί με τους Αγγλους το λαό μας, στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από τα τάγματα ασφαλείας που οργάνωσε ο κουίσλιγκ Ράλλης και ο αρχιδολοφόνος Γονατάς).
Έτσι άνοιξαν οι φύλακες σ' όλη την Ελλάδα και όλα τα καθάρματα και οι εγκληματίες που βγήκαν απ' αυτές, εντάχθηκαν στα αστυνομικά τμήματα και στην Εθνοφυλακή.
Αφέθηκαν εγκληματίες αρχηγοί γνωστότατοι για τη δράση τους, όπως οι:
1) Πιπιλιάγκας, νομάρχης Τρικάλων επί κατοχής, ντυμένος τη γερμανική στολή, καθοδηγητής των ταγμάτων ασφαλείας (ΕΑΣΑΛ) Θεσσαλίας, αποχωρήσας μετά των γερμανικών στρατευμάτων από τα Τρίκαλα. Πιάστηκε σε μάχη παρά του Ε.Λ.Α.Σ. στην περιοχή της Μακεδονίας. Ο μεγαλοδοσίλογος αυτός παραδόθηκε με δικογραφία - όπως και όλοι οι πράκτορες των κατακτητών - στις αρχές που προήλθαν από τη συμφωνία της Βάρκιζας και αφέθηκε ελεύθερος. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι τον Πιπιλιάγκα, το δικαστήριο που τον «δίκασε» τον απάλλαξε «λόγω βλακείας», δικαιολογία με την οποία απαλλάχθηκαν σχεδόν στο σύνολο τους όλα τα στελέχη των ταγμάτων ασφαλείας. Σήμερα ο Πιπιλιάγκας είναι βουλευτής!
2) Τσαντούλας, αρχηγός ενόπλου εκτελεστικού τμήματος στη Γερμανική κατοχή (Τρίκαλα). Για τα πολλά του εγκλήματα εις βάρος του αγωνιζόμενου επί κατοχής λαού, καταδικάστηκε τρεις φορές ερήμην σε θάνατο. Αυτός αμέσως μετά τη Βάρκιζα εμφανίστηκε σαν αρχηγός εξοπλισμένης συμμορίας στην περιοχή Τρικάλων και σε συνεργασία με τα όργανα της χωροφυλακής, δολοφόνησε πολλούς δημοκρατικούς πολίτες, βίασε γυναίκες, άρπαξε περιουσίες κτλ.
3) Νικολής, οργανωτής και καθοδηγητής των ταγμάτων ασφαλείας (ΕΑΣΑΔ) στη Θεσσαλία. Όχι μόνο δε διώχθηκε, αλλά σήμερα υπηρετεί σαν καθηγητής στο Ι Γυμνάσιο Μουζακίου.
4) Μπόκαρης, διευθυντής Λυκείου στη Λάρισα. Επί κατοχής ήταν οργανωτής και καθοδηγητής των ταγμάτων ασφαλείας στη Λάρισα. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και σήμερα γυρίζει ελεύθερος στην Αθήνα.
5) Καραγιώργος, δάσκαλος, διοικητής λόχου των ταγμάτων ασφαλείας στη Λάρισα. Αμέσως μετά τη Βάρκιζα εμφανίστηκε με εξοπλισμένη συμμορία στην ίδια περιοχή. Για τα εγκλήματα του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Σήμερα βρίσκεται ελεύθερος, είναι αρχηγός μοναρχοφασιστικής συμμορίας και συνεργάζεται επίσημα με τα κρατικά όργανα.
6) Κώστας Παπαδόπουλος, έφεδρος ανθυπολοχαγός από το Κιλκίς, που στην κατοχή οργάνωσε στρατιωτικά τμήματα σύμφωνα με το υπόδειγμα του συντα /ματάρχη Πούλου, που ακολούθησε τους Γερμανούς με τους 250 άνδρες του ντυμένους γερμανικά στην υποχώρηση τους. Ο Κώστας Παπαδόπουλος με τα ίδια του τα χέρια και την ομάδα εκτελεστών που είχε μαζί του, έσφαξε στην περιφέρεια Κιλκίς πάνω από 500 πατριώτες, σε επιδρομές που έκανε στα χωριά μαζί με Γερμανούς και Βούλγαρους. Έκαψε ολόκληρα χωριά, ατίμασε και πλιατσικολόγησε με τους εγκληματίες του ολόκληρη την περιφέρεια. Ο Παπαδόπουλος αυτός, για πολύ καιρό μετά τη Βάρκιζα, χρησιμοποιήθηκε στο Γραφείο Πληροφοριών της Στρατιωτικής Διοικήσεως Μακεδονίας σαν αξιωματικός πληροφοριών. Σήμερα είναι «λαοπρόβλητος» βουλευτής.
7) Παπάς, πρώην χωροφύλακας της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και πρώτος βοηθός του τρομοκράτη του λαού της Θεσσαλονίκης Δάγκουλα. Ο Παπάς αυτός, στο δρόμο σκότωνε στην κατοχή όποιον ήθελε και σε 84 φτάνουν τα θύματα που εκτέλεσε με τα ίδια του τα χεριά, χωριστά απ' τις εκατοντάδες θύματα του αρχηγού του, Δάγκουλα.
8) Μιχάλ-Λγάς (Μιχαήλ Παπαδόπουλος) και Κολλάρας, σφαγείς του λάου της περιφερείας Κοζάνης-Γρεβενών. Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Πίνδου που έγιναν από τους Γερμανούς το 1944, αυτοί οι εγκληματίες μαζί με τους Γερμανούς, έκαψαν ζωντανούς στο χωριό Κηπουριό Γρεβενών, 17 γυναικόπαιδα, στο χωριό Κοσμάτι Γρεβενών εκτέλεσαν 29 πατριώτες, στο Ξερολίβαδο Βερμίου 280 γυναικόπαιδα, στο χωριό Κλε ισοΰρα 350 γυναικόπαιδα κτλ. Πλιατσικολΰγησαν απ' όλα τους τα υπάρχοντα ολόκληρα χωριά.
9) Καπετάν Γιώργης, υπαρχηγός του Κισά-Μπατζάκ (Κυριάκου Παπαδόπουλου), που κατάσφαξε το λαό της περιφερείας Κατερίνης. Όλοι αυτοί στην κατοχή πολέμησαν μαζί με τους Γερμανούς το λαό μας και τη συμμαχική υπόθεση και σαν αρχηγοί του «Ελληνικού» Γερμανικού στρατού, πήγαν στη Γερμανία για επίσκεψη στον Φύρερ τους, Χίτλερ. Οι φωτογραφίες τους κοσμούν τις σελίδες των γερμανικών περιοδικών της εποχής.
10) Βρετάκος, διοικητής των ταγμάτων ασφαλείας στην Πελοπόννησο υπό του Παπαδόγκωνα. Τα θύματα του στην κατοχή ανέρχονται σε 7.000. Σήμερα είναι βουλευτής!
11) Λιαράκος, στέλεχος των ταγμάτων ασφαλείας Πελοποννήσου στην περίοδο της κατοχής. Σήμερα υπηρετεί στο στρατό με το βαθμό του λοχαγού και διέπραξε σωρεία από καινούρια εγκλήματα σε βάρος του λαού της περιοχής Κισσάβου. (Με τα ίδια του τα χέρια εξετέλεσε τους πολίτες Κ. Κέρκυρα, Κ. Ναοίκα και Ν. Τσαλαντά του χωριού Ανατολή, υποβάλλοντας τους σε φρικτά βασανιστήρια).
12) Μπουντουβάκης, Νερατζής, Παπούλιας, συνεργάτες των Γερμανών, οργανωτές ταγμάτων ασφαλείας, που σε εκατοντάδες ανέρχονται τα θύματα τους στην περιοχή της Νιγρίτας.
13) Βόιδαρος, στην Ήπειρο.
Όλοι αυτοί, από την πρώτη στιγμή αφέθηκαν ελεύθεροι και άρχισαν τη δράση τους όπως και πριν, αυτή τη φορά με την προστασία των Αγγλων και της δοσίλογης αστυνομίας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αρχιδολοφόνου Κολλάρα, υπαρχηγού του Μιχάλ-Αγά που έδρασε στην περιοχή Καιλαρίων Κοζάνης. Ο Κολλάρας αυτός πολλές φορές εθεάθηκε να γυρίζει με αυτοκίνητο τζιπ (το 1945 μετά τη Βάρκιζα) μαζί με τον Αγγλο λοχαγό "Έβανς, που ήταν αντιπρόσωπος της αγγλικής αποστολής κοντά στους αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ., στην περιοχή του όρους Βίτσι. Ο Κολλάρας αυτός, δυο μέθοδες χρησιμοποιούσε για να δολοφονεί τους αγωνιστές που πέφταν στα χέρια του στην περίοδο της γερμανικής κατοχής:
α) τους έσφαζε με τη δίκοπη λάμα του, λέγοντας στο θύμα του: «Μη φοβάσαι, δε θα πονέσεις καθόλου. Το μαχαίρι μου κόβει σαν ξυράφι. Κανένας δεν είπε λέξη ούτε έβγαλε αχ...κτλ»,
β) Με καρφιά καρφωμένα στην άκρη μιας σανίδας, χτυπούσε το θύμα του στο κεφάλι ώσπου να ξεψυχήσει.
Μερικές εκατοντάδες από τέτοια φασιστικά κτήνη, πλαισιωμένα με άλλους εγκληματίες καθάρματα, συνέχισαν μετά τη Βάρκιζα το όργιο των δολοφονιών των λαϊκών αγωνιστών, σαν όργανα του μοναρχοφασισμοΰ με την ανοχή και καθοδήγηση των Άγγλων. Διατήρησαν ένοπλες τις συμμορίες τους σ' όλο το διάστημα μετά τη Βάρκιζα. Οι ανακριτικές αρχές υστέρα απ' την πίεση του λαού και. των οργανώσεων του, αναγκάστηκαν να βγάλουν εντάλματα. Κανένας όμως δεν πιάστηκε απ' την αστυνομία, παρόλο που πολλές φορές υποδείχτηκαν σε αστυνομικά όργανα, σε ποια ξενοδοχεία μένουν, σε ποια σπίτια κάθονται ή όταν πήγαιναν επιδρομές στα χωριά. Ένα μήνα μετά τη Βάρκιζα, ο ταγματασφαλίτης Παπούλιας, δολοφόνησε μέρα μεσημέρι στην αγορά Νιγρίτας, 5 πολίτες, χωρίς να ενοχληθεί και μπρος στα μάτια της δοσίλογης αστυνομίας. Η δολοφονία έγινε χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να τρομοκρατηθεί ο λαός της Νιγρίτας που είναι δημοκρατικός στην παμψηφία του.
Όλοι αυτοί μαζί με την αστυνομία ξεφάντωσαν στα δυο χρόνια μετά τη Βάρκιζα. Ποτέ δε διέλυσαν τις συμμορίες τους, που έδρασαν συστηματικά για την εξόντωση του λάου. Και σήμερα πια, επίσημα, καθοδηγούν τις συμμορίες που εξοπλίστηκαν με όλα τα μέσα, ντύθηκαν τη στολή του χωροφύλακα και τροφοδοτούνται από τον εφοδιασμό του στρατού που τον παραχωρούν οι Άγγλοι.
Η συμμοριακή δράση της δεξιάς δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτούς. Ο περιβόητος Σούρλας και Καλαμπαλίκης στη Θεσσαλία, οι Βουρλάκης, Κρανιάς, Μπούρος στη Ρούμελη, ο Μαγγανάς και ο Κατσαρέας στην Πελοπόννησο, συγκρότησαν συμμορίες αμέσως μετά τη Βάρκιζα και είναι άπειρες οι επιδρομές που κάναν και κάνουν στα χωριά και τις πόλεις, μαζί με την αστυνομία και το στρατό. Οι δολοφονίες, ατιμώσεις γυναικών, συλλήψεις και πλιατσικολογήματα είναι αμέτρητα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση του λήσταρχου Σούρλα, που εγκαταστάθηκε επίσημα στη Λάρισα, μπροστά στα μάτια ολόκληρου Σ. Στρατού και των Άγγλων και του Μάγγανα που κατάσφαξε το λαό των Καλαμών σε συνεργασία με την αστυνομία. Αναφερόμαστε σε περίοδο που ούτε ένας αντάρτης της αριστεράς δεν υπήρχε έξω στο βουνό και είναι φανερό γιατί ο μοναρχοφασιομός άφησε ελεύθερους ανθρώπους εξασκημένους στο έγκλημα και με τόση λύσσα στράφηκε ενάντια στο λαό.
Αμέσως μετά τη Βάρκιζα και παράδοση των όπλων απ' τον Ε.Λ.Α.Σ., άρχισε η αποκατάσταση των νέων αρχών. Άρχισαν να στέλνονται αστυνομικές δυνάμεις και τμήματα εθνοφυλακής στις διάφορες πόλεις της υπαίθρου και στην ύπαιθρο. Ο μοναρχοφασισμός και οι Άγγλοι, στην αποστολή αυτών των δυνάμεων έδωσαν χαρακτήρα εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Είχαν διαλυθεί τα τμήματα του ΕΛΑΣ. και οι μόνες ένοπλες δυνάμεις που είχαν μείνει κατόπιν συμφωνίας για να παραδώσουν στις νέες αρχές, ήταν 5-6 πολιτοφύλακες και η τάξη που επικρατούσε ήταν παραδειγματική. Απ' τη στιγμή όμως που φτάσαν η χωροφυλακή και η εθνοφυλακή, άρχισε το έργο της δολοφονίας του λαού και οι επιδρομές στα γραφεία των οργανώσεων.
Έτσι στη Λιβαδειά πυροβόλησαν αθώα συγκέντρωση πολιτών και σκότωσαν έναν πολίτη. Σπάσανε όλα τα γραφεία των οργανώσεων και συνέλαβαν όλα τα στελέχη των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων. Στη Βέροια σκότωσαν 8 πολίτες, σπάσανε όλα τα γραφεία και τα κατέλαβαν. Στη Θεσσαλονίκη σκότωσαν 1 πολίτη και κατέλαβαν τα γραφεία του Ε.Α.Μ. της περιοχής και του Κ.Κ.Ε. Στην Έδεσσα σκότωσαν 3 πολίτες και κάψαν τα γραφεία των οργανώσεων. Στην Αλεξανδρούπολη σκότωσαν 3 πολίτες και σπάσαν τα γραφεία των οργανώσεων. Στην Κατερίνη σκότωσαν τον ταγματάρχη του Ε.Λ.Α.Σ. Νικήτα (Κώστα Συννεφάκη). Στη Λάρισα σκότωσαν τον επονίτη Δενδραμή, τραυμάτισαν 7 πολίτες σε αυθόρμητη λαϊκή εκδήλωση και κατέλαβαν όλα τα γραφεία των οργανώσεων και συνέλαβαν τους ηγέτες τους. Από την Εθνοφυλακή και την αστυνομία άρχισε σωστό πογκρόμ ενάντια στο λαό και τις οργανώσεις του. Στη Θεσσαλονίκη σπάσανε τα τυπογραφεία των δημοκρατικών εφημερίδων. Σ' όλες τις πόλεις της χώρας, δεκάδες φορές, καταστράφηκαν τα γραφεία όλων των οργανώσεων. Κάθε μέρα, κατά εκατοντάδες άρχισαν οι συλλήψεις και κλείστηκαν αγωνιστές της αντίστασης στις φυλακές, με μάρτυρες κατηγορίας τους ταγματασφαλίτες.
Μα εκεί που πήρε μορφή σωστής τραγωδίας ο διωγμός, είναι οι περιοχές που κατοικούνται από Σλαβομακεδόνες. Ενεργήθηκαν επιδρομές και πλιατσικολογήθηκαν όλα σχεδόν τα χωριά που πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
...................................................
Έτσι ξεκίνησε ο εμφύλιος...
«Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ο Ε.Λ.Α.Σ. παρέδωσε τον οπλισμό του με πρωτόκολλο στους Άγγλους αξιωματικούς που ορίστηκαν για το σκοπό αυτό. Λογικό ήταν τα όπλα αυτά να διαφυλαχτούν και να διατηρηθούν για τις ανάγκες του στρατού ή ν' αχρηστευθούν. Έγινε όμως το αντίθετο. Δόθηκαν όλα σε χεριά δοκιμασμένων πρακτόρων τους από τον καιρό της κατοχής. Εξοπλίστηκαν οι λεγόμενες «εθνικόφρονες» οργανώσεις χιτών, βενιτών κτλ. Λειτούργησαν και λειτουργούν σε στρατιωτικούς σχηματισμούς με εσωτερικό στρατιωτικό οργανισμό. Δεν χρειάζεται περισσότερο από το να ελέγξει κανείς τα αρχεία τους και τις διαταγές τους. Οι οργανώσεις αυτές μαζί με την αστυνομία ή τη βοήθεια και ανοχή της, έβαλαν σα σκοπό τους να διαλύσουν με την τρομοκρατία κάθε μορφής, τις δημοκρατικές οργανώσεις. Στο Βόλο κάψαν τα γραφεία της Ε.Π.Ο.Ν., σπάσαν πολλές φορές τα τυπογραφεία της «Αναγέννησης» και τραυμάτισαν το προσωπικό. Στη Λάρισα ρίξανε χειροβομβίδα και βάλανε φωτιά με βενζίνη στα γραφεία του Κ.Κ.Ε., σπάσανε τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Αλήθεια» πολλές φορές.
Στη Θεσ/νικη έκαψαν τα γραφεία και λέσχη του εκπολιτιστικού συλλόγου Μ.Ε.Ν.Τ. με 25 χρόνια προοδευτική δράση, που τα σεβάστηκε ακόμα και η κατοχή. Στην Κοζάνη έριξαν χειροβομβίδα στη λέσχη της Ε.Π.Ο.Ν. σε ώρα που 100 και πάνω νέοι βρισκόταν συγκεντρωμένοι με άδεια της αστυνομίας. Στην Έδεσσα κάψανε τα γραφεία του ΕΑΜ και Κ.Κ.Ε. και επακολούθησαν εκατοντάδες συλλήψεις δημοκρατικών με τη δικαιολογία ότι αυτοί βάλανε τη φωτιά. Στα χωριά δόθηκαν όπλα σε όλους όσους είχαν εξοπλιστεί στην κατοχή με όπλα των κατακτητών και είχαν αφοπλιστεί από τον Ε.Λ.Α.Σ. Υπάρχει διαταγή του στρατηγού Μελίσσινου, στρατιωτικού διοικητού Καβάλας, που δημοσιεύτηκε και στις εφημερίδες, «να δοθούν όπλα σε κάθε χωριό στους δοκιμασμένους εθνικόφρονες». Έτσι εξοπλίστηκαν και τα χωριά. Τα όπλα δόθηκαν στα χωριά με τη δικαιολογία της ατομικής τους ασφάλειας και σαν επικουρία της αστυνομίας. Μα στην περίοδο αυτή και μέχρι το Μάρτη του 1946, δεν υπήρχε ούτε σε βουνό ούτε και σε κανένα χωριό ή πόλη ούτε ένας ένοπλος της αριστεράς. Όσοι ΕΛΑΣίτες και στελέχη των οργανώσεων ΕΑΜ-ΑΚΕ-ΚΚΕ-ΕΠΟΝ-ΕΑ μπόρεσαν να διαφύγουν τη σύλληψη ή δολοφονία κατέφυγαν στις μεγάλες πόλεις κατά 90%. Μικρός αριθμός απ' αυτούς κρύβονταν στα δάση κοντά στα σπίτια τους χωρίς να έχουν οπλισμό. Στο χρόνο του 1945 και στο μισό του 1946, είχαν τελείως κλείσει όλα τα γραφεία των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων στις μικρές πόλεις και τα χωριά, ύστερα από αλλεπάλληλες καταστροφές των γραφείων τους, δολοφονία ή σύλληψη, ξυλοδαρμό και φυλάκιση των καθοδηγητών τους.
Το έργο της αστυνομίας στην ύπαιθρο με ενίσχυση και των εξοπλισμένων συμμοριών του μοναρχοφασισμού ήταν η εξοντωτική δίωξη, όχι μόνο του ΕΛΑΣίτη και ΕΑΜίτη, αλλά και κάθε πολίτη που τολμούσε να εξωτερικεύσει τα δημοκρατικά του φρονήματα. Το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορούσε να διαπράξει Έλληνας πολίτης ήταν να μιλήσει για δημοκρατία και αυτό και μόνο ήταν αρκετό να τον στείλει στην φυλακή και να καταδικαστεί σαν «εκτελεστής» με ψευδομάρτυρες. Αποσπάσματα με ληστοσυμμορίες διέτρεχαν την ύπαιθρο ακατάπαυστα και μοναδική τους απασχόληση ήταν να μπλοκάρουν τα χωριά, να ξυλοκοπούν μαζικά το λαό, να συλλαμβάνουν εκατοντάδες και να τους οδηγούν στις έδρες των αστυνομικών διοικήσεων, για να αφήνονται οι περισσότεροι ελεύθεροι ύστερα από ταλαιπωρία ολόκληρων ημερών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι απ' όσα αρχεία έχουμε κατασχέσει από αστυνομικούς σταθμούς και υποδιοικήσεις που καταργήσαμε, εκείνο που φαίνεται είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μια διαταγή που να ασχολείται με ζητήματα άλλα εκτός από διαταγές και οδηγίες που αφορούν την εξόντωση του λαϊκού δημοκρατικού κινήματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος ιδιαίτερα.
Έχει ξεχωριστή σημασία-όπως φαίνεται και πιο πάνω- ότι το 1945 τα μπλόκα και οι επιδρομές γίνανε από αγγλικά και ελληνικά στρατεύματα από κοινού και υπάρχουν περιπτώσεις που γίνανε μόνο από αγγλικά στρατεύματα.
Έτσι με τις εκλογές στις 31 Μάρτη του 1946 υπήρχαν στη χώρα μας πάνω από 100.000 καταδιοκώμενοι από τον κρατικό μηχανισμό του μοναρχοφασισμού και τις συμμορίες του. Ο μοναρχοφασισμός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ό,τι έγινε, έγινε από αγανακτισμένους και ανεύθυνους πολίτες χωρίς τη συμμετοχή των κρατικών οργάνων. Ίσα-ίσα, χωρίς τη συνεργασία, καθοδήγηση και ανοχή των κρατικών οργάνων και των Αγγλων ήταν αδύνατο στους συμμορίτες του μοναρχοφασισμού να κάνουν έστω και την παραμικρή δράση και ζημία στο λαό και τις οργανώσεις του.
Αποκλειστικός σκοπός των διώξεων, δολοφονιών και φυλακίσεων, εμπρησμών και ατιμώσεων ήταν και παραμένει η χωρίς όρους υποταγή του λαού μας στην αντεθνική πολιτική του μοναρχοφασισμού. Οι εκλογές στις 31 Μάρτη που γίνανε κάτω από καθεστώς αιματηρής τρομοκρατίας και το δημοψήφισμα της 1η; Σεπτέμβρη, δεν άφησαν καμία αμφιβολία σε μας ότι ο μοναρχοφασισμός απογυμνωμένος από κάθε λαϊκό έρεισμα, προσπαθεί να μονιμοποιήσει την εξουσία του για να ολοκληρώσει το έργο της καταστροφής που άρχισε στη χώρα και στα δυο χρόνια που διοικεί κάτω απ' την ξενική καθοδήγηση.
Το καθεστώς του μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου που καθιέρωσε σ' όλο αυτό το διάστημα, αυτό το σκοπό είχε. Καθεστώς ομαλού πολιτικού βίου για το μοναρχοφασισμό αποδείχθηκε ότι είναι ο πιο σίγουρος θάνατος και αυτόν προσπαθεί να αποφύγει με όλα τα άτιμα χιτλερικά τερτίπια και χαφιεδοκρατία που καθιέρωσε στη χώρα».
«Η ηγεσία του δημοκρατικού λαού μας, το Ε.Α.Μ., στο διάστημα αυτό των δύο χρόνων ακολούθησε σταθερά το δρόμο της ομαλής λύσης του εσωτερικού μας προβλήματος. Όλη της η πολιτική ήταν και είναι μια ηρωική προσπάθεια να σταματήσει το μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο που κήρυξαν οι Άγγλοι και ο μοναρχοφασισμος ενάντια στο λαό μας, να αποτρέψει την ολοκλήρωση του εμφύλιου πολέμου που γίνεται σήμερα στη χώρα μας. Για το σκοπό αυτό έκανε κάθε υποχώρηση και στις άγριες καταδιώξεις χιλιάδων αγωνιστών του λαού, στα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα, στις δολοφονικές επιθέσεις, στις συγκεντρώσεις του, στους εμπρησμούς των γραφείων των οργανώσεων, στις φυλακίσεις και δολοφονίες, απάντησε με την εθνοσωτήρια συμφιλίωση.
Μα η ψύχραιμη αυτή στάση του είχε σαν αποτέλεσμα ν' αποθρασύνει ακόμη πιο πολύ τον μοναρχοφασισμό, τους δοσίλογους και ταγματασφαλίτες. Επίσημες κρατικές αρχές, παρακρατικές οργανώσεις και συμμορίες πολλαπλασίασαν τις διώξεις ενάντια στο λαό μας. Και αυτή ακόμα η ηγεσία του δημοκρατικού μας λαού δεν απέφυγε τις δολοφονικές επιθέσεις και τραυματισμούς οργανωμένους από τους Άγγλους και μοναρχοφασίστες ταγματασφαλίτες. Και το πογκρόμ αυτό ενάντια στο λαό μας μετατράπηκε σε σωστή κόλαση στις παραμονές των εκλογών της 31η; Μάρτη, που έγιναν κατ' επιταγήν των Άγγλων κατακτητών και μετά τις εκλογές και το δημοψήφισμα της 1ης του Σεπτέμβρη. Όλοι οι δρόμοι ειρηνικής διαβίωσης κλείσαν για το λαό μας.
Ήταν αδύνατο να εξακολουθεί να ανέχεται τις δολοφονίες και ατιμώσεις χωρίς απάντηση και υποχρεώθηκε να κάνει χρήση ενός δικαιώματος που έχουν όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι, αυτοαμύνθηκε. Απάντησε με τα ίδια μέσα. Προτείνοντας πάντοτε στις παράνομες μοναρχοφασιστικές αρχές και τον πολιτικό κόσμο, το δρόμο της συμφιλίωσης και της ειρηνικής λύσης του εσωτερικού προβλήματος. Αλλά τη συμφιλίωση όχι μόνο δε, τη δέχεται ο μοναρχοφασισμός, αλλά και επίσημα την καταπολεμά. Κρατάμε στα χέρια μας έγγραφο του ίδιου του πρώην Υπουργού της Δημόσιας Τάξης, Θεοτόκη, που συνιστά στα κρατικά όργανα να πολεμήσουν κάθε άνθρωπο που κηρύσσει το σύνθημα της συμφιλίωσης.
Δεν ήταν στο βουνό ούτε 100 αντάρτες ακόμη και ο μοναρχοφασισμός άρχισε τις περίφημες εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις, με τα αποσπάσματα της χωροφυλακής, τους συμμορίτες που πάντα τους είχε ένοπλους και τα τμήματα στρατού. Έργο μοναδικό των αποσπασμάτων ήταν να συλλαμβάνουν όλο τον πληθυσμό των χωριών, να τους βασανίζουν να τους πλιατσικολογούν και να τους κουβαλούν στις φυλακές. Καθιέρωσε τα δολοφονικά στρατοδικεία, που καταδίκαζαν με ψεύτικες κατηγορίες και εκτελούσαν πατριώτες που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τους ένοπλους του βουνού.
Στις μεγάλες πόλεις κάθε υπόλειμμα ελευθερίας που είχε παραμείνει μετά τη Βάρκιζα καταργήθηκε και άρχισε άγριο το κυνηγητό των στελεχών και αγωνιστών της αντίστασης και των οργανώσεων. Η τακτική αυτή της δολοφονίας και, λαϊκής εξόντωσης έσπρωξε κι άλλες εκατοντάδες στην αρχή και χιλιάδες αργότερα ανθρώπους στο βουνό. Και ο εμφύλιος πόλεμος άναψε σ' όλη τη χώρα με τις καταστροφικές συνέπειές του. "Ετσι κάθε απόπειρα του μοναρχοφασισμού να ρίξει αλλού τις ευθύνες του εμφύλιου πολέμου, να κατηγορήσει τις γειτονικές μας δημοκρατικές χώρες, ότι αυτές οργανώνουν και ενισχύουν το Δημοκρατικό Στρατό μας, γιατί επιβουλεύονται τάχα την ανεξαρτησία και, ακεραιότητα της χο3ρας μας, θα συντριβεί κάτω από την ωμή πραγματικότητα. Γιατί ο Δημοκρατικός Στρατός που οπλίζεται και τροφοδοτείται αποκλειστικά και μόνο από τις δυνάμεις που αντιπαρατάσσει ο μοναρχοφασισμός για να μας «εξοντώσει», έχει πλήρη επίγνωση της αποστολής του και η δύναμη του έγκειται στην αμέριστη υποστήριξη των πλατιών λαϊκών μαζών, που επί δυο χρόνια δοκιμάζουν τα «αγαθά της αγγλικής κατοχής» και των μισητών πρακτόρων της.
Και δεύτερο, γιατί ο Δημοκρατικός Στρατός μας, είναι στρατός της ελευθερίας, της προόδου και της ειρήνης. Και την πρόοδο δεν υπάρχει καμία δύναμη στον κόσμο που να μπορεί να τη δαμάσει. Ο Δημοκρατικός Στρατός είναι σταθερά προσηλωμένος στο δίκαιο και την ηθική, για την οποία αγωνίζεται ο ελληνικός λαός με τη δημοκρατική του ηγεσία επικεφαλής. Ο Δημοκρατικός Στρατός μας ενσαρκώνει ολόψυχα τα ιδανικά του αντιφασιστικού αγώνα που έκαναν οι φιλελεύθεροι και δημοκρατικού λαοί στον μεγάλο αυτόν πόλεμο, με ανυπολόγιστες θυσίες, ενάντια στο φασιστικό σκοτάδι και τη βαρβαρότητα. Οι μαχητές του αποτελούν μια ατέλειωτη φάλαγγα ανθρώπων που θυσίασαν τα πάντα για την υπόθεση της ελευθερίας και της ειρήνης, της ομαλότητας και ανοικοδόμησης. Έχουν σταθερή την απόφαση τους να συνεχίσουν τον αγώνα, με όσες Ουσίες κι αν χρειασθούν, μέχρι την πλήρη δικαίωση τους».
«Ο Δημοκρατικός Στρατός εμπνεόμενος από το πνεύμα της συμφιλίωσης και της ομαλής δημοκρατικής λύσης του εσωτερικού προβλήματος που απασχολεί το λαό μας, δεν παρέλειψε μέχρι σήμερα καμιά ευκαιρία. Πρότεινε τα μέτρα εκείνα που θα ανοίξουν το δρόμο στην ομαλή δημοκρατική λύση του, σε απόλυτη σύμπτωση γνωμών με την έγκυρη δημοκρατική ηγεσία του Λαϊκοδημοκρατικού μας κινήματος, που εκπροσωπεί τη θέληση του δημοκρατικού λαού μας, ως προς τα αίτια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα μας και το τέρμα του.
Επιμένουμε και επαναλαμβάνουμε ότι χωρίς:
1. την αποχώρηση των Αγγλικών στρατευμάτων από τη χώρα μας
2. τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε Κυβέρνηση
3. τη Γενική Αμνηστία
4. το ξεκαθάρισμα του κρατικού μηχανισμού από τους δοσίλογους και ταγματασφαλίτες
5. την αποκατάσταση της δημοκρατίας και ελευθερίας στο στρατό και τα σώματα ασφαλείας
6. τη διενέργεια λεύτερων εκλογών,
δεν είναι δυνατό να ησυχάσει η χώρα μας, να εξασφαλιστεί η ομαλότητα και οι λαϊκές ελευθερίες. Δημοκρατικός Στρατος και λαός θα συνεχίσουν την πάλη τους μέχρι την ολοκληρωτική πραγματοποίηση των δικαίων και ποθούν τους, βέβαιοι ότι όλοι οι δημοκρατικοί λαοί θα συντρέξουν στο έργο τους αυτό.
Ο Δημοκρατικός Στρατός πιστεύει ότι η Εξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ που αντιπροσωπεύει όλους τους δημοκρατικούς και φιλελεύθερους λαούς που πολέμησαν με αφάνταστες θυσίες για την ήττα του φασισμού, ακολουθώντας το δρόμο της αντικειμενικής έρευνας της κατάστασης που υπάρχει στη χώρα μας, θα βρει τα πραγματικά αίτια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο και θα βοηθήσει στην εκπλήρωση των πόθων του λαού μας, που δεν είναι άλλος απ' αυτούς που πολέμησαν όλοι οι δημοκρατικοί και αντιφασίστες λαοί: Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΟΥ Δ.Σ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το ΚΚΕ και το ζήτημα της εξόδου στο βουνό
Η βία του καθεστώτος σπρώχνει κομμουνιστές και αντιστασιακούς στην παρανομία και την αυτοάμυνα. Αναιμική η ανταπόκριση από τις πόλεις για «νέο αντάρτικο».
Η καθαίρεση της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας.
Ο πολιτικός – συνδικαλιστικός αγώνας στις πόλεις αποδείχτηκε ασύμβατος με τον ένοπλο στην ύπαιθρο. Η αυτοκριτική του 1949.
Λίγο πριν από τις εκλογές του 1946, και κυρίως μετά, οι κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ στην επαρχία ανέλαβαν το δύσκολο καθήκον να διατηρήσουν τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην οργάνωση αντάρτικης δύναμης στα ορεινά και τη συνέχεια της νόμιμης πολιτικής δουλειάς στις πόλεις.
Οι ομάδες αυτοάμυνας στην ύπαιθρο έπρεπε να οργανωθούν ώστε να αντιμετωπίσουν δυναμικά τις παρακρατικές οργανώσεις και τη χωροφυλακή, ενώ σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να έρθουν σε ένοπλη ρήξη με στρατιωτικό τμήμα. Ο εξοπλισμός τους θα γινόταν με όπλα που οι ίδιοι διέθεταν.
Οι διωκόμενοι αποτελούσαν ένα από τα πλέον σύνθετα ζητήματα, το οποίο προκαλούσε αμηχανία τόσο στην κεντρική ηγεσία του ΚΚΕ όσο και στις περιφερειακές οργανώσεις.
Χαρακτηριστικό για τη σπουδαιότητα που απέδιδε το κόμμα στην τήρηση της νομιμότητας ήταν ένα περιστατικό που αναφέρει ο Αριστείδης Θεοχάρης, στέλεχος της κομματικής οργάνωσης στο Αγρίνιο, σχετικά με την οργάνωση των πρώτων Ομάδων Ένοπλων Καταδιωκόμενων (ΟΕΚ) στη Δυτική Στερεά:
«Στον Αρ. Θεοχάρη ανατέθηκε να μεταφέρει την κομματική γραμμή στους παράνομους συντρόφους που κρύβονταν στο Ξηρόμερο. Στην ερώτηση αν εκτός του Θεοχάρη θα μπορούσαν να φύγουν μαζί του μερικοί παράνομοι σύντροφοι Ξηρομερίτες που κρυβόντουσαν μαζί του στο Αγρίνιο, η συγκατάθεση του σ. Τσιτήλου, κομματικού γραμματέα συνοδεύτηκε με την εξής παρατήρηση. “Ναι, αλλά άοπλοι και προσέξτε, αν χρησιμοποιήσετε όπλα μέχρι να φτάσετε στον προορισμό σας, θα σας διαγράψουμε και μετά θάνατος”». 1
Η ένοπλη δραστηριότητα έπρεπε να έχει τον χαρακτήρα αυθόρμητης πρωτοβουλίας των ίδιων των καταδιωκόμενων αγωνιστών.
Τα κομματικά έντυπα προωθούσαν το σύνθημα της συμφιλίωσης με τη δημοσίευση εκκλήσεων «προς το δημοκρατικό λαό να απαντήσει με ενότητα και συμφιλίωση στο διχασμό και το έγκλημα που στήριζαν οι συμμορίες».
Η πρόταση για συμφιλίωση επαναλαμβανόταν σε κάθε διάβημα προς τις αρχές, ενώ προτάθηκε να κληθούν τα κόμματα και οι οργανώσεις σε κοινή σύσκεψη για να καταδικαστεί το έγκλημα, να σταματήσουν οι διώξεις και να τεθούν οι βάσεις της συμφιλίωσης.
Παρά τις εκκλήσεις του ΕΑΜ-ΚΚΕ για ενότητα, το κύμα διώξεων απέναντι στην Αριστερά συνεχιζόταν με αυξανόμενη ένταση. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 3 Μαΐου 1946 ανασυστάθηκαν οι Επιτροπές Δημόσιας Ασφαλείας για την εκτόπιση όσων θεωρούνταν ύποπτοι για τη διατάραξη της τάξης και της ασφάλειας, αλλά και των οικογενειών τους. Με την ψήφιση των έκτακτων μέτρων «περί ασφαλείας και δημοσίας τάξεως» (Γ' Ψήφισμα) στις 18 Ιουνίου 1946, οι διώξεις πήραν επίσημη μορφή και ενδύθηκαν με κρατικό μανδύα.
Η καθαίρεση της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας.
Ο πολιτικός – συνδικαλιστικός αγώνας στις πόλεις αποδείχτηκε ασύμβατος με τον ένοπλο στην ύπαιθρο. Η αυτοκριτική του 1949.
Λίγο πριν από τις εκλογές του 1946, και κυρίως μετά, οι κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ στην επαρχία ανέλαβαν το δύσκολο καθήκον να διατηρήσουν τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην οργάνωση αντάρτικης δύναμης στα ορεινά και τη συνέχεια της νόμιμης πολιτικής δουλειάς στις πόλεις.
Οι ομάδες αυτοάμυνας στην ύπαιθρο έπρεπε να οργανωθούν ώστε να αντιμετωπίσουν δυναμικά τις παρακρατικές οργανώσεις και τη χωροφυλακή, ενώ σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να έρθουν σε ένοπλη ρήξη με στρατιωτικό τμήμα. Ο εξοπλισμός τους θα γινόταν με όπλα που οι ίδιοι διέθεταν.
Οι διωκόμενοι αποτελούσαν ένα από τα πλέον σύνθετα ζητήματα, το οποίο προκαλούσε αμηχανία τόσο στην κεντρική ηγεσία του ΚΚΕ όσο και στις περιφερειακές οργανώσεις.
Χαρακτηριστικό για τη σπουδαιότητα που απέδιδε το κόμμα στην τήρηση της νομιμότητας ήταν ένα περιστατικό που αναφέρει ο Αριστείδης Θεοχάρης, στέλεχος της κομματικής οργάνωσης στο Αγρίνιο, σχετικά με την οργάνωση των πρώτων Ομάδων Ένοπλων Καταδιωκόμενων (ΟΕΚ) στη Δυτική Στερεά:
«Στον Αρ. Θεοχάρη ανατέθηκε να μεταφέρει την κομματική γραμμή στους παράνομους συντρόφους που κρύβονταν στο Ξηρόμερο. Στην ερώτηση αν εκτός του Θεοχάρη θα μπορούσαν να φύγουν μαζί του μερικοί παράνομοι σύντροφοι Ξηρομερίτες που κρυβόντουσαν μαζί του στο Αγρίνιο, η συγκατάθεση του σ. Τσιτήλου, κομματικού γραμματέα συνοδεύτηκε με την εξής παρατήρηση. “Ναι, αλλά άοπλοι και προσέξτε, αν χρησιμοποιήσετε όπλα μέχρι να φτάσετε στον προορισμό σας, θα σας διαγράψουμε και μετά θάνατος”». 1
Η ένοπλη δραστηριότητα έπρεπε να έχει τον χαρακτήρα αυθόρμητης πρωτοβουλίας των ίδιων των καταδιωκόμενων αγωνιστών.
Τα κομματικά έντυπα προωθούσαν το σύνθημα της συμφιλίωσης με τη δημοσίευση εκκλήσεων «προς το δημοκρατικό λαό να απαντήσει με ενότητα και συμφιλίωση στο διχασμό και το έγκλημα που στήριζαν οι συμμορίες».
Η πρόταση για συμφιλίωση επαναλαμβανόταν σε κάθε διάβημα προς τις αρχές, ενώ προτάθηκε να κληθούν τα κόμματα και οι οργανώσεις σε κοινή σύσκεψη για να καταδικαστεί το έγκλημα, να σταματήσουν οι διώξεις και να τεθούν οι βάσεις της συμφιλίωσης.
Παρά τις εκκλήσεις του ΕΑΜ-ΚΚΕ για ενότητα, το κύμα διώξεων απέναντι στην Αριστερά συνεχιζόταν με αυξανόμενη ένταση. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 3 Μαΐου 1946 ανασυστάθηκαν οι Επιτροπές Δημόσιας Ασφαλείας για την εκτόπιση όσων θεωρούνταν ύποπτοι για τη διατάραξη της τάξης και της ασφάλειας, αλλά και των οικογενειών τους. Με την ψήφιση των έκτακτων μέτρων «περί ασφαλείας και δημοσίας τάξεως» (Γ' Ψήφισμα) στις 18 Ιουνίου 1946, οι διώξεις πήραν επίσημη μορφή και ενδύθηκαν με κρατικό μανδύα.
Το καλοκαίρι του 1946 ο κοινωνικός χώρος που στήριζε την Αριστερά βρισκόταν σε κατάσταση γενικής αποδιάρθρωσης. Όσοι παρέμεναν στα χωριά, αποκλεισμένοι από τις διανομές και την κρατική βοήθεια, έβλεπαν τις περιουσίες τους να βρίσκονται στο έλεος των συμμοριών και την απόγνωση τους να μεγαλώνει. Αν και το ΚΚΕ ήταν τυπικά νόμιμο, αναγκαζόταν να δρα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Οι περισσότερες οργανώσεις στις επαρχιακές πόλεις είχαν ήδη συντρίβει ή βρίσκονταν σε κατάσταση διάλυσης ή απραξίας.
Βασικό μέλημα των περισσότερων, όπου διατηρούνταν, ήταν η επιβίωση και η αυτοπροστασία τους. Χρειάζονταν επομένως να γίνουν προσπάθειες για την ανασυγκρότηση των οργανώσεων σε νέες βάσεις, καθώς έπρεπε να καταστούν ικανές να λειτουργούν σε συνθήκες παρανομίας. Η προσπάθεια αναδιοργάνωσης ήταν πιο δύσκολη στις μικρές πόλεις. Για παράδειγμα στη Λιβαδειά εξαρθρώθηκε ύστερα από προδοσία η Επιτροπή Πόλης και συνελήφθησαν ο γραμματέας και τα στελέχη της.
Στην Άμφισσα είχαν παραμείνει «ελάχιστοι άνθρωποι που με τις συλλήψεις των στελεχών είχαν λουφάξει. Σε μια μικρή πόλη 3,5 χιλιάδων κατοίκων όπως η Άμφισσα, όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους δεν γινόταν μακροημέρευση στην παρανομία» 2.
Υστερα από τη σύμφωνη γνώμη των κομματικών υπευθύνων στην περιοχή αποφασίστηκε να αναβληθεί η συγκρότηση της παράνομης οργάνωσης στην πόλη. Οι όποιες ενέργειες γίνονταν ήταν περισσότερο προϊόν πολιτικής βούλησης και λιγότερο εκτίμησης της πραγματικής κατάστασης. Υστερα από τις συλλήψεις που ακολούθησαν με το Γ' Ψήφισμα, ελάχιστα στελέχη παρέμεναν ελεύθερα.
Και αν αυτή ήταν η κατάσταση στις πόλεις, στην ύπαιθρο οι οργανώσεις εμφάνιζαν εικόνα ολοκληρωτικής διάλυσης καθώς τα περισσότερα στελέχη είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν στις πόλεις ή στην Αθήνα για να σωθούν από τη βία των παρακρατικών συμμοριών και τις συλλήψεις.
Η ασφυκτική αυτή πίεση είχε σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις και διευκόλυνε το πέρασμα στην εμφύλια σύγκρουση. Με την ολοκληρωτική αποδιάρθρωση των οργανώσεων στις πόλεις, το μόνο σταθερό σημείο που απέμενε ήταν οι ένοπλες ομάδες στα βουνά. Η ύπαρξη του Δημοκρατικού Στρατού πρόσφερε μοναδικό διέξοδο στο ΚΚΕ για τις πιέσεις που αντιμετώπιζε, καθώς έως την άνοιξη του 1947 είχε κατασκευαστεί ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο πολύπλευρης ασφυξίας απέναντι στην Αριστερά, οι υποστηρικτές της οποίας αποκλείονταν από κάθε κοινωνική, πολιτική και οικονομική δραστηριότητα. Για τους περισσότερους η έξοδος στο βουνό, παρά την αντίθετη εντολή των κομματικών οργανώσεων, ήταν η μόνη διέξοδος: «μετά το Δημοψήφισμα δεν μπορούσες να κρατήσεις τον κόσμο όσο και αν οι οργανώσεις έλεγαν να μην ερημώσουν οι πόλεις. Οι έρευνες έγιναν πιο εντατικές. Η μία μετά την άλλη οι συνοικίες περνούσαν από μπλόκο. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην μπήκαν μέσα. (...) Προς το τέλος του 1946 κάθε μέρα που περνούσε γινόταν και χειρότερη και με όλα αυτά ο κόσμος αγωνίζονταν». 3
Υστερα από τις εκλογές, το δημοψήφισμα και την έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων εγκαινιάστηκε μια νέα πολιτική περίοδος. Με μια σειρά νομοθετημάτων θεσμοποιήθηκε η ποινικοποίηση της αριστερής ιδεολογίας με αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση των οργανώσεων της Αριστεράς και το πέρασμά τους στην παρανομία, ενώ τα αστικά κόμματα μπροστά στον κίνδυνο των εμφύλιων συγκρούσεων σταδιακά παραμέρισαν τις μεταξύ τους διαφορές και ενώθηκαν σε κοινό μέτωπο υπό τη σκέπη του αντικομμουνισμού. Από την άλλη η Αριστερά, η οποία είχε αποφασίσει να απέχει από την εκλογική διαδικασία, υπέστη πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και πολιτική ασφυξία και σταδιακά οδηγήθηκε στη γενίκευση του ένοπλου αγώνα.
Βασικό μέλημα των περισσότερων, όπου διατηρούνταν, ήταν η επιβίωση και η αυτοπροστασία τους. Χρειάζονταν επομένως να γίνουν προσπάθειες για την ανασυγκρότηση των οργανώσεων σε νέες βάσεις, καθώς έπρεπε να καταστούν ικανές να λειτουργούν σε συνθήκες παρανομίας. Η προσπάθεια αναδιοργάνωσης ήταν πιο δύσκολη στις μικρές πόλεις. Για παράδειγμα στη Λιβαδειά εξαρθρώθηκε ύστερα από προδοσία η Επιτροπή Πόλης και συνελήφθησαν ο γραμματέας και τα στελέχη της.
Στην Άμφισσα είχαν παραμείνει «ελάχιστοι άνθρωποι που με τις συλλήψεις των στελεχών είχαν λουφάξει. Σε μια μικρή πόλη 3,5 χιλιάδων κατοίκων όπως η Άμφισσα, όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους δεν γινόταν μακροημέρευση στην παρανομία» 2.
Υστερα από τη σύμφωνη γνώμη των κομματικών υπευθύνων στην περιοχή αποφασίστηκε να αναβληθεί η συγκρότηση της παράνομης οργάνωσης στην πόλη. Οι όποιες ενέργειες γίνονταν ήταν περισσότερο προϊόν πολιτικής βούλησης και λιγότερο εκτίμησης της πραγματικής κατάστασης. Υστερα από τις συλλήψεις που ακολούθησαν με το Γ' Ψήφισμα, ελάχιστα στελέχη παρέμεναν ελεύθερα.
Και αν αυτή ήταν η κατάσταση στις πόλεις, στην ύπαιθρο οι οργανώσεις εμφάνιζαν εικόνα ολοκληρωτικής διάλυσης καθώς τα περισσότερα στελέχη είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν στις πόλεις ή στην Αθήνα για να σωθούν από τη βία των παρακρατικών συμμοριών και τις συλλήψεις.
Η ασφυκτική αυτή πίεση είχε σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις και διευκόλυνε το πέρασμα στην εμφύλια σύγκρουση. Με την ολοκληρωτική αποδιάρθρωση των οργανώσεων στις πόλεις, το μόνο σταθερό σημείο που απέμενε ήταν οι ένοπλες ομάδες στα βουνά. Η ύπαρξη του Δημοκρατικού Στρατού πρόσφερε μοναδικό διέξοδο στο ΚΚΕ για τις πιέσεις που αντιμετώπιζε, καθώς έως την άνοιξη του 1947 είχε κατασκευαστεί ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο πολύπλευρης ασφυξίας απέναντι στην Αριστερά, οι υποστηρικτές της οποίας αποκλείονταν από κάθε κοινωνική, πολιτική και οικονομική δραστηριότητα. Για τους περισσότερους η έξοδος στο βουνό, παρά την αντίθετη εντολή των κομματικών οργανώσεων, ήταν η μόνη διέξοδος: «μετά το Δημοψήφισμα δεν μπορούσες να κρατήσεις τον κόσμο όσο και αν οι οργανώσεις έλεγαν να μην ερημώσουν οι πόλεις. Οι έρευνες έγιναν πιο εντατικές. Η μία μετά την άλλη οι συνοικίες περνούσαν από μπλόκο. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην μπήκαν μέσα. (...) Προς το τέλος του 1946 κάθε μέρα που περνούσε γινόταν και χειρότερη και με όλα αυτά ο κόσμος αγωνίζονταν». 3
Υστερα από τις εκλογές, το δημοψήφισμα και την έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων εγκαινιάστηκε μια νέα πολιτική περίοδος. Με μια σειρά νομοθετημάτων θεσμοποιήθηκε η ποινικοποίηση της αριστερής ιδεολογίας με αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση των οργανώσεων της Αριστεράς και το πέρασμά τους στην παρανομία, ενώ τα αστικά κόμματα μπροστά στον κίνδυνο των εμφύλιων συγκρούσεων σταδιακά παραμέρισαν τις μεταξύ τους διαφορές και ενώθηκαν σε κοινό μέτωπο υπό τη σκέπη του αντικομμουνισμού. Από την άλλη η Αριστερά, η οποία είχε αποφασίσει να απέχει από την εκλογική διαδικασία, υπέστη πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και πολιτική ασφυξία και σταδιακά οδηγήθηκε στη γενίκευση του ένοπλου αγώνα.
|
Στα μέσα Νοεμβρίου 1946, καθώς ο κλοιός γύρω από τις οργανώσεις έσφιγγε, έγινε φανερό ότι η καθοδήγηση των κομματικών οργανώσεων δεν μπορούσε να συνεχιστεί μέσα από τις πόλεις. Από την άλλη, ο αριθμός των καταδιωκόμενων είχε αυξηθεί σημαντικά, γεγονός που έθετε το ζήτημα της οργάνωσης και του συντονισμού του ένοπλου αγώνα. Οι ΟΕΚ (Ομάδες Ένοπλων Καταδιωκόμενων), οι οποίες μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αυτόνομες, τέθηκαν υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ με σκοπό την αριθμητική τους ανάπτυξη και την επέκταση της δράσης τους, με απώτερο στόχο τη δημιουργία εκτεταμένης ελεύθερης περιοχής.
Ήδη από το καλοκαίρι 1946 οι ΟΕΚ που είχαν εμφανιστεί τους προηγούμενους μήνες συνενώθηκαν σε μεγαλύτερα τμήματα, τα συγκροτήματα, με δύναμη 70-100 αντρών. Η περαιτέρω αύξησή τους εξαρτιόταν όχι μόνο από την κοινωνική διαθεσιμότητα αλλά και από τη δυνατότητα αύξησης του οπλισμού τους. Σε αυτήν τη λογική κινήθηκε η απόφαση να αρχίσουν να επιστρέφουν οι μαχητές και τα στελέχη του ΕΛΑΣ που είχαν καταφύγει στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας για να αποφύγουν τις μεταβαρκιζιανές διώξεις. Η επιστροφή άρχισε από την άνοιξη του 1946 αλλά το φθινόπωρο 1946 ο αριθμός αυξήθηκε.
Ενδεικτικά για τον πρώτο καιρό δράσης του ΔΣΕ είναι όσα γράφει ο Γιώργος Χουλιάρας, καπετάν-Περικλής στον ΕΛΑΣ, για το Αρχηγείο Όθρυος στη Ρούμελη. Η αρχή για τη συγκρότηση του Αρχηγείου Όθρυος έγινε στα μέσα Δεκεμβρίου 1946 από τον Γ. Χουλιάρα (Περικλή) και τον Νίκο Καρκάνη (Νικηφόρο) από το Δερελί Δομοκού, χωριό που είχε προσφέρει μεγάλη στήριξη στον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και είχε υποστεί τις συνέπειες της λευκής τρομοκρατίας μετά τη Βάρκιζα.
Η στρατολόγηση νέων μαχητών έγινε με ατομικές προσκλήσεις σε παλιούς ΕΛΑΣίτες, με αποτέλεσμα η δύναμη του αρχηγείου να φτάσει τους 30 άντρες. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1946 άρχισαν οι εμφανίσεις στα χωριά, όπως στο κοντινό στη Λαμία (8 χιλιόμετρα) Αυλάκι, όπου οι μαχητές του αρχηγείου παρέμειναν για τρεις ώρες μιλώντας για τους σκοπούς του ΔΣΕ και τα καθήκοντα των οργανώσεων και στρατολογώντας τρεις πρώην ΕΛΑΣίτες. Η τακτική της εισόδου στα χωριά και των ομιλιών στους κατοίκους επαναλήφθηκε και σε άλλες περιπτώσεις. Η συμπεριφορά ωστόσο των κατοίκων, ακόμη και όσων είχαν οργανωθεί στις ΕΑΜικές οργανώσεις, διέφερε σημαντικά από την περίοδο της Κατοχής:
«Οι κάτοικοι του χωριού, όπως άλλωστε γινόταν και σε όλα τα χωριά που περάσαμε απ’ όταν μπήκαμε στο ελληνικό έδαφος μέχρι σήμερα, μας δέχθηκαν και μας φιλοξένησαν, όχι όμως με την ίδια χαρά και τον ενθουσιασμό που μας υποδέχονταν στα χωριά την Κατοχή, ούτε έδειχναν την ίδια προθυμία και το ενδιαφέρον να μας εξυπηρετήσουν. Ηταν συγκροτημένοι και σκεφτικοί και ό,τι έκαναν οι περισσότεροι το έκαναν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Σε όλες τις εκδηλώσεις τους και τις συζητήσεις που κάναμε μαζί τους έδειχναν καθαρά τις σοβαρές επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες που είχαν για την επιτυχία του καινούργιου αγώνα που έχουμε αρχίσει, και δεύτερο απέφευγαν, δεν ήθελαν να εκτεθούνε. Το ίδιο γινόταν και με τους πρώην ΕΛΑΣίτες και ΕΠΟΝίτες οι οποίοι, παρ’ όλες τις προσκλήσεις μας να μας ακολουθήσουν εθελοντικά, μας απέφευγαν με διάφορα προσχήματα» 4.
Στον νέο αγώνα που άρχιζε η διαθεσιμότητα των ανθρώπων ήταν καθοριστικής σημασίας για τον ΔΣΕ όσο και για τους αντιπάλους του. Το φθινόπωρο και χειμώνα 1946 οι αντάρτες έφταναν τους 10.000 - 11.000 άντρες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αριθμητική αυτή αύξηση συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των μέσων για τη διεξαγωγή του πολέμου.
Ελιγμοί σε πολιτικό ναρκοπέδιο
Η προσπάθεια του ΚΚΕ να προωθήσει την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, την πολιτική της συμφιλίωσης και παράλληλα να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση για την επανένταξή του στην πολιτική σκηνή συνεχίστηκε και μετά την εμφάνιση και δραστηριοποίηση των πρώτων ΟΕΚ.
Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωσή του που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 31 Οκτωβρίου 1946, τρεις δηλαδή μόλις μέρες μετά τη συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ υπό τον Μάρκο Βαφειάδη στην Ανθρακιά Γρεβενών, που ζητούσε από όλους τους δημοκρατικούς πολίτες να καταγγέλλουν τις «παγίδες που στήνουν οι εμπρηστές του εμφύλιου πολέμου»:
«Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν στην Αθήνα πολλά ύποπτα υποκείμενα που διαδίδουν ότι έχουν εξουσιοδότηση να κάνουν στρατολογία για να στείλουν αντάρτες στα βουνά. Άλλοι λένε ότι έχουν εντολή να σχηματίσουν αντάρτικες ομάδες, να επανασυστήσουν τον ΕΛΑΣ και να βγουν στο βουνό. Τρίτοι προσθέτουν ότι θα αρχίσουν να χτυπούν και τους Αγγλους με όπλα κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για πράκτορες και όργανα των εχθρών του Λαού και του Δημοκρατικού Κινήματος που για σκοπό έχουν να δώσουν "πειστήρια” για τα κατασκευάσματα που ο μοναρχοφασισμός και τα κρατικά όργανα σκαρώνουν για να χτυπήσουν τον Δημοκρατικό Λαό και τους αγωνιστές του, κατασκευάσματα που τον τελευταίο καιρό τόσο έχουν πληθύνει» 5.
Γράφει ένας από τους αξιωματικούς, ο Στέφανος Παπαγιάννης:
«Γύρω στις 15 Ιούλη 1946 μας έδωσαν από τη στρατιωτική υπηρεσία εντολή να συγκεντρωθούμε στον Πειραιά με αποσκευές εκστρατείας, γιατί τάχα θα πάμε αποστολή! Διαδόθηκε κατάλληλα τότε στον κόσμο ότι σε κάποιο νησί είχε μπει σε λειτουργία κάποια Σχολή και ότι θα μας αποσπάσουν εκεί για επιμόρφωση. Η παρουσία τμήματος χωροφυλακής στο μέρος που συγκεντρωθήκαμε φανέρωνε τι είδους επιμόρφωση μας επεφύλασσε η κυβέρνηση. Εκεί μας χώρισαν σε ομάδες και μπήκαμε σε κάμποσο μικρά καΐκια» 6.
Τόπος εξορίας των αξιωματικών του ΕΛΑΣ ήταν τα νησιά Φολέγανδρος, Πάρος, Νάξος, Σέριφος και Ικαρία.
Τον Απρίλιο 1947, όταν πια τα περιθώρια νόμιμης δράσης του ΚΚΕ υπήρχαν μόνο στα χαρτιά και ο ΔΣΕ είχε λάβει οργανωτική μορφή δημιουργώντας αρχηγεία στις ορεινές περιοχές της χώρας, ήρθε εντολή για απόδραση 12 αξιωματικών από τη Νάξο με σκοπό την ένταξή τους στο ΔΣΕ.
Ο αντισυνταγματάρχης Δημήτρης Κούκουρας, διοικητής της 7ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ήταν ένας από αυτούς που απέδρασαν για τα «ανταρτοκρατούμενα βουνά της Ελευθέρας Ελλάδος, διά να πολεμήσω ως απλούς στρατιώτης διά την ελευθερίαν και την ανεξαρτησίαν (...) διά να επιβληθεί εις τον τόπον μας η Λαϊκή Δημοκρατία». Έπειτα από περιπέτειες συνελήφθη τραυματισμένος στη Λοκρίδα, όπως και ο λοχαγός Κίμων Χατζημιχελάκης.
Παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο Λαμίας, όπου, παρά την πρόταση του βασιλικού επιτρόπου να αναγνωριστούν ελαφρυντικά λόγω της ένδοξης υπηρεσίας προς την πατρίδα και παρά τις αντιδράσεις στον Τύπο και τις εκκλήσεις για αναστολή της ποινής στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών και τον υπουργό Στρατιωτικών, εκτελέστηκε στη Λαμία στις 14 Ιουνίου 1947 (γονατισμένος στο ένα πόδι καθώς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, πέντε ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης), ενώ η ποινή του Χατζημιχελάκη μετατράπηκε σε ισόβια ύστερα από αίτηση χάριτος και παρέμβαση υπέρ του των Κρητών βουλευτών 7.
Η απόφαση για μαζική έξοδο από τις πόλεις στο βουνό
Η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, η οποία συνήλθε στο Βελιγράδι στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1947, έστρεψε -παρόλο που εξακολουθούνταν να αναζητούνται δημοκρατικές λύσεις ειρήνευσης- οριστικά το ΚΚΕ προς τη στρατιωτική αναμέτρηση ως τη μόνη πρακτικά επιλογή που απέμενε μέσα στο αδιέξοδο της πολιτικής νομιμότητας. Για αυτό τον σκοπό έπρεπε να επιστρατευτούν όλες οι κομματικές δυνάμεις για την υποστήριξη και καθοδήγηση της δουλειάς του ΔΣΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο εγκρίθηκε το επιχειρησιακό σχέδιο Λίμνες, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία τακτικού στρατού δύναμης 50-60 χιλιάδων μαχητών έως την άνοιξη 1948, ικανού να καταλάβει και να διατηρήσει τον έλεγχο σε εκτεταμένες περιοχές της βόρειας Ελλάδας με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και ανατίθεντο στο δεύτερο κλιμάκιο του ΠΓ η οργάνωση στην ελεύθερη περιοχή όλης της κομματικής και πολιτικοστρατιωτικής δουλειάς. Παρόλο που υπήρχε μια αναντιστοιχία ανάμεσα στις υπάρχουσες δυνάμεις και μέσα του ΔΣΕ και σε όσα απαιτούνταν για την πραγματοποίηση του σχεδίου, θεωρήθηκε ότι ήταν ακόμη δυνατή μια αριθμητική ανάπτυξη του ΔΣΕ και ότι το ζήτημα των υλικών προμηθειών ήταν λυμένο στη βάση της βοήθειας από τα γειτονικά κομμουνιστικά κράτη.
Ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης σε γράμμα του προς το Π.Γ τόνιζε την αναγκαιότητα κινητοποίησης προς το βουνό όσο το δυνατό περισσότερων δυνάμεων χωρίς επιφύλαξη και ταλαντεύσεις. Η παρουσία του ίδιου στις ελεγχόμενες από το ΔΣΕ περιοχές, όπως και κάθε κομματικού στελέχους, θεωρήθηκε ότι θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της κομματικής δουλειάς και στη σωστή εφαρμογή της κομματικής γραμμής.
Η ουσία ωστόσο ήταν ότι, όταν το ΚΚΕ αποφάσισε να κινητοποιήσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του, ήταν πλέον αργά και είχαν χαθεί πολύτιμες ευκαιρίες. Τα πιο δραστήρια μέλη των οργανώσεων στην επαρχία είχαν δολοφονηθεί ή είχαν καταφύγει στην Αθήνα και στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου είχαν χαθεί για το κόμμα. Στις πόλεις τα περισσότερα μέλη του βρίσκονταν είτε στη φυλακή είτε στην εξορία, ενώ πολλοί νέοι είχαν αναγκαστεί να καταταγούν στον Εθνικό Στρατό.
Οι συλλήψεις του Ιουλίου 1947 με διαταγή του Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος τότε ήταν υπουργός Δημοσίας Τάξης, εξαφάνισαν από τις πόλεις οποιονδήποτε είχε κάποια σχέση με την ΕΑΜική αντίσταση και δεν είχε αποκηρύξει το παρελθόν του. Όσοι απέμεναν ασύλληπτοι από τις οργανώσεις των πόλεων ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σε βαθιά παρανομία.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1947 σε συνεδρίαση του 2ου Κλιμακίου του Π.Γ διαπιστώθηκε ότι υπήρχε καθυστέρηση στην πραγματοποίηση των σχεδίων της 3ης Ολομέλειας και του σχεδίου Λίμνες, η οποία αποδιδόταν στη μη πραγματοποίηση των σχεδίων στρατολογίας και τη μη ανάπτυξη της «ολόπλευρης λαϊκής αντίστασης στις μεγάλες πόλεις» 10.
Με βάση αυτή την εκτίμηση οριζόταν ότι «κάθε μέλος του κόμματος οπουδήποτε και αν βρίσκεται είναι στρατευμένος μαχητής του ΔΣΕ, προσφέρει στον αγώνα μάχιμη στρατιωτικοπολιτική υπηρεσία, έχει όλες τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του μαχητή του ΔΣΕ». Λαμβάνονταν ακόμη μια σειρά από αποφάσεις για έξοδο των μελών του κόμματος στον ΔΣΕ και στρατολογία σε κάθε αρχηγείο με βάση το σχέδιο Λίμνες, καθώς και δημιουργία στρατηγικών εφεδρειών του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ 11.
Στο γράμμα της ΚΕ του ΚΚΕ προς τα μέλη του ΚΚΕ σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και σε όλες τις πόλεις οριζόταν ως κύρια και βασική δουλειά των κομμουνιστών στις πόλεις να οργανώσουν την έξοδο από τις πόλεις στον ΔΣΕ και τον ένοπλο αγώνα μέσα στις πόλεις. «Κάθε κομμουνιστής που μένει στην πόλη με την μαχητική του ομάδα παίρνει μέρος στον ένοπλο αγώνα μέσα στην πόλη και στη σαμποταριστική δουλειά σε όλες τις επιχειρήσεις, στα εργοστάσια, στα καταστήματα, στους στρατιωτικούς σχηματισμούς». Η Κεντρική Επιτροπή, αφού επισήμανε ότι ο κομμουνιστής της Αθήνας είναι και μαχητής του ΔΣΕ, έθετε ως καθήκον για την Κομματική Οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ την οργάνωση μαζικής εξόδου των εργαζομένων της Αθήνας προς τον ΔΣΕ. Μέχρι τα τέλη του 1948 η Αθήνα έπρεπε να στείλει στο βουνό τόσους εργάτες όσοι χρειάζονταν για τη δημιουργία δύο υποδειγματικών εργατικών ταξιαρχιών.
Γιάφκες και στρατολόγοι
Για την εφαρμογή της απόφασης καθορίστηκαν συγκεκριμένα σημεία- γιάφκες στη Στερεά Ελλάδα, από όπου τα τμήματα του ΔΣΕ, τα οποία δρούσαν στην περιοχή, μπορούσαν να παραλαμβάνουν τις αποστολές ανθρώπων που έρχονταν από την Αθήνα και τις άλλες πόλεις της Στερεός για το βουνό και το αρχηγείο Ρούμελης του ΔΣΕ προετοιμάστηκε για την υποδοχή των νέων μαχητών.
Οπως σημείωνε το τηλεγράφημα του μέλους του Π.Γ Γιάννη Ιωαννίδη προς τον υπεύθυνο του παράνομου κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ στην Αθήνα Στέργιο Αναστασιάδη στις αρχές Νοεμβρίου 1947:
«Για να στέλνετε ανθρώπους παραλαβή τους θα γίνει επί του δημοσίου δρόμου Αθήνας- Λάρισας. Πρώτον. Περιοχή αρχηγείου Παρνασσού από Κηφισσοχώρι (σημ. Τιθορέα) μέχρι σταθμό Σούβλας (σημ. εννοεί Σουβάλας - σιδηροδρομικός σταθμός Λιλαία). Δεύτερον. Περιοχή Καλλίδρομου. Από Πολοχώρι (σημ. εννοεί Παλαιοχώρι) μέχρι Χάνι Καρανάσου. Πρέπει να με ειδοποιήσετε πριν 4 μέρες, αν είναι δυνατό αριθμό αυτοκινήτου ή χαρακτηριστικά και ονομασία σοφέρ αν είναι δικός μας. Και όνομα ενός τουλάχιστον φίλου επιβάτη».
Ένας από τους δρόμους εξόδου από την Αθήνα ήταν μέσω της γιάφκας στη σπηλιά Ζεβερδέλλα στον Ασπρόπυργο, η οποία λειτούργησε από την 1 Σεπτεμβρίου 1947 έως τις 23 Μαρτίου 1948.
Από αυτό τον δρόμο βγήκαν στο βουνό τα στελέχη του ΚΚΕ και μετέπειτα του ΔΣΕ Μήτσος Βλαντάς και Στέφανος Γκιουζέλης, ο Κώστας Καραγιώργης και 10 αεροπόροι. Οι ομάδες προωθούνταν στον Σκαραμαγκά με αυτοκίνητο και στη συνέχεια μέσω της σπηλιάς με συνδέσμους στα συγκροτήματα του ΔΣΕ που είχαν κατορθώσει να προωθηθούν έως τον Ελικώνα και την Πάρνηθα.
Άλλες γιάφκες οργανώθηκαν στον Κιθαιρώνα (Άγιος Βασίλειος, Κορομίλι, Κοκκίνι).
Η σύλληψη ενός μέλους της ομάδας είχε ως αποτέλεσμα την αχρήστευση της γιάφκας και συνήθως οδηγούσε σε εξάρθρωση του μηχανισμού στρατολόγησης 12.
Οι στόχοι της 3ης Ολομέλειας για μαζική στρατολόγηση μαχητών από την Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα έμειναν ανεφάρμοστοι. Η ανακήρυξη της προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης στις 24 Δεκεμβρίου 1947 οδήγησε σε νέα κατασταλτικά μέτρα. Τρεις ημέρες μετά ψηφίστηκε ο νόμος 509 που έθετε και τυπικά το ΚΚΕ, το ΕAM και την Εθνική Αλληλεγγύη εκτός νόμου και προέβλεπε βαρύτατες ποινές -και τη θανατική καταδίκη- για τους παραβάτες.
Έως τον Μάρτιο 1948 έγιναν μαζικές συλλήψεις στην Αθήνα και τον Πειραιά και σε άλλες επαρχιακές πόλεις και εντάθηκε η δράση των έκτακτων στρατοδικείων με αυστηρότερες ποινές και πολυάριθμες θανατικές καταδίκες.
Με τα περιθώρια νόμιμης δράσης να έχουν ολοκληρωτικά εξαλειφθεί, στην πρωτεύουσα -πόσο δε μάλλον στα άλλα αστικά κέντρα- η αστυνομοκρατία με τις συλλήψεις και τις καταδόσεις δημιούργησε κλίμα φόβου και ζόφου. Όσοι προορίζονταν για το βουνό έπρεπε να υπερκεράσουν πολυάριθμα μπλόκα της ασφάλειας, ελέγχους σε στρατιωτικά φυλάκια στην περίμετρο των πόλεων, συρματοπλέγματα και στρατιωτικές περιπόλους. Παρόλο που σύμφωνα με γραπτές και προφορικές μαρτυρίες υπήρχε επικοινωνία πόλης - βουνού, αυτή γινόταν με μεγάλη δυσκολία και από ειδικά εκπαιδευμένους μαχητές. Οσο κλιμακωνόταν η σύγκρουση, οι επικίνδυνες αυτές αποστολές των «ελευθεροσκοπευτών» οι οποίοι δρούσαν σε συνεργασία ή σε συνδυασμό με τη στενή αυτοάμυνα των πόλεων περιορίστηκαν, αν δεν σταμάτησαν.
Η δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά την Πρωτομαγιά του 1948, οδήγησε σε κύμα μαζικών εκτελέσεων και ουσιαστικά σε εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Αθήνα. Η κήρυξη της πρωτεύουσας σε κατάσταση πολιορκίας πολλαπλασίασε τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς. Το καλοκαίρι 1948 μαζικές επιχειρήσεις της αστυνομίας οδήγησαν στη σύλληψη δεκάδων παράνομων μελών.
Σας 6 Οκτωβρίου 1948 το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ προχώρησε στην καθαίρεση της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ «γιατί απότυχε στο έργο της και δεν ανταποκρίθηκε στα σοβαρά καθήκοντα που της έβαλε το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα» [...] δεν εφάρμοσε τις αποφάσεις της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ και τα συγκεκριμένα καθήκοντα και υποδείξεις της ΚΕ του ΚΚΕ [...] δεν κατόρθωσε να ξεσηκώσει ένα πλατύ κίνημα του δημοκρατικού λαού της Αθήνας και να υπερασπίσει την οργάνωση και τον Αθηναϊκό λαό».
«Αντικειμενικές» δυνατότητες και «υποκειμενικές» αδυναμίες
Τον Σεπτέμβριο 1949 η οργάνωση της Αθήνας αριθμούσε μερικές εκατοντάδες μέλη. «Σήμερα κρατάμε μόλις 100 μέλη, κυρίως εργάτριες και μαθητική νεολαία (περισσότερες κοπέλες)» έγραφε ο Σταύρος Κασιμάτης αναφορικά με το δεύτερο παράνομο καθοδηγητικό κέντρο που είχε δημιουργηθεί από στελέχη της ΕΠ0Ν. 13
Η κατάσταση αυτή στην Αθήνα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις καταδείκνυε το αδιέξοδο της διπλής τακτικής του KKE. Ο πολιτικός - συνδικαλιστικός αγώνας στις πόλεις δεν μπορούσε να συνδυαστεί με τον ένοπλο αγώνα στην ύπαιθρο. Ο δεύτερος οδηγούσε σε σκληρή κρατική καταστολή, σε έκτακτα μέτρα που ελαχιστοποιούσαν, αν δεν εξάλειφαν, τα περιθώρια δράσης του ΚΚΕ αλλά και τις δυνάμεις του κόμματος στις πόλεις.
Ήδη από το καλοκαίρι 1946 οι ΟΕΚ που είχαν εμφανιστεί τους προηγούμενους μήνες συνενώθηκαν σε μεγαλύτερα τμήματα, τα συγκροτήματα, με δύναμη 70-100 αντρών. Η περαιτέρω αύξησή τους εξαρτιόταν όχι μόνο από την κοινωνική διαθεσιμότητα αλλά και από τη δυνατότητα αύξησης του οπλισμού τους. Σε αυτήν τη λογική κινήθηκε η απόφαση να αρχίσουν να επιστρέφουν οι μαχητές και τα στελέχη του ΕΛΑΣ που είχαν καταφύγει στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας για να αποφύγουν τις μεταβαρκιζιανές διώξεις. Η επιστροφή άρχισε από την άνοιξη του 1946 αλλά το φθινόπωρο 1946 ο αριθμός αυξήθηκε.
Ενδεικτικά για τον πρώτο καιρό δράσης του ΔΣΕ είναι όσα γράφει ο Γιώργος Χουλιάρας, καπετάν-Περικλής στον ΕΛΑΣ, για το Αρχηγείο Όθρυος στη Ρούμελη. Η αρχή για τη συγκρότηση του Αρχηγείου Όθρυος έγινε στα μέσα Δεκεμβρίου 1946 από τον Γ. Χουλιάρα (Περικλή) και τον Νίκο Καρκάνη (Νικηφόρο) από το Δερελί Δομοκού, χωριό που είχε προσφέρει μεγάλη στήριξη στον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και είχε υποστεί τις συνέπειες της λευκής τρομοκρατίας μετά τη Βάρκιζα.
Η στρατολόγηση νέων μαχητών έγινε με ατομικές προσκλήσεις σε παλιούς ΕΛΑΣίτες, με αποτέλεσμα η δύναμη του αρχηγείου να φτάσει τους 30 άντρες. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1946 άρχισαν οι εμφανίσεις στα χωριά, όπως στο κοντινό στη Λαμία (8 χιλιόμετρα) Αυλάκι, όπου οι μαχητές του αρχηγείου παρέμειναν για τρεις ώρες μιλώντας για τους σκοπούς του ΔΣΕ και τα καθήκοντα των οργανώσεων και στρατολογώντας τρεις πρώην ΕΛΑΣίτες. Η τακτική της εισόδου στα χωριά και των ομιλιών στους κατοίκους επαναλήφθηκε και σε άλλες περιπτώσεις. Η συμπεριφορά ωστόσο των κατοίκων, ακόμη και όσων είχαν οργανωθεί στις ΕΑΜικές οργανώσεις, διέφερε σημαντικά από την περίοδο της Κατοχής:
«Οι κάτοικοι του χωριού, όπως άλλωστε γινόταν και σε όλα τα χωριά που περάσαμε απ’ όταν μπήκαμε στο ελληνικό έδαφος μέχρι σήμερα, μας δέχθηκαν και μας φιλοξένησαν, όχι όμως με την ίδια χαρά και τον ενθουσιασμό που μας υποδέχονταν στα χωριά την Κατοχή, ούτε έδειχναν την ίδια προθυμία και το ενδιαφέρον να μας εξυπηρετήσουν. Ηταν συγκροτημένοι και σκεφτικοί και ό,τι έκαναν οι περισσότεροι το έκαναν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Σε όλες τις εκδηλώσεις τους και τις συζητήσεις που κάναμε μαζί τους έδειχναν καθαρά τις σοβαρές επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες που είχαν για την επιτυχία του καινούργιου αγώνα που έχουμε αρχίσει, και δεύτερο απέφευγαν, δεν ήθελαν να εκτεθούνε. Το ίδιο γινόταν και με τους πρώην ΕΛΑΣίτες και ΕΠΟΝίτες οι οποίοι, παρ’ όλες τις προσκλήσεις μας να μας ακολουθήσουν εθελοντικά, μας απέφευγαν με διάφορα προσχήματα» 4.
Στον νέο αγώνα που άρχιζε η διαθεσιμότητα των ανθρώπων ήταν καθοριστικής σημασίας για τον ΔΣΕ όσο και για τους αντιπάλους του. Το φθινόπωρο και χειμώνα 1946 οι αντάρτες έφταναν τους 10.000 - 11.000 άντρες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αριθμητική αυτή αύξηση συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των μέσων για τη διεξαγωγή του πολέμου.
Ελιγμοί σε πολιτικό ναρκοπέδιο
Η προσπάθεια του ΚΚΕ να προωθήσει την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, την πολιτική της συμφιλίωσης και παράλληλα να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση για την επανένταξή του στην πολιτική σκηνή συνεχίστηκε και μετά την εμφάνιση και δραστηριοποίηση των πρώτων ΟΕΚ.
Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωσή του που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 31 Οκτωβρίου 1946, τρεις δηλαδή μόλις μέρες μετά τη συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ υπό τον Μάρκο Βαφειάδη στην Ανθρακιά Γρεβενών, που ζητούσε από όλους τους δημοκρατικούς πολίτες να καταγγέλλουν τις «παγίδες που στήνουν οι εμπρηστές του εμφύλιου πολέμου»:
«Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν στην Αθήνα πολλά ύποπτα υποκείμενα που διαδίδουν ότι έχουν εξουσιοδότηση να κάνουν στρατολογία για να στείλουν αντάρτες στα βουνά. Άλλοι λένε ότι έχουν εντολή να σχηματίσουν αντάρτικες ομάδες, να επανασυστήσουν τον ΕΛΑΣ και να βγουν στο βουνό. Τρίτοι προσθέτουν ότι θα αρχίσουν να χτυπούν και τους Αγγλους με όπλα κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για πράκτορες και όργανα των εχθρών του Λαού και του Δημοκρατικού Κινήματος που για σκοπό έχουν να δώσουν "πειστήρια” για τα κατασκευάσματα που ο μοναρχοφασισμός και τα κρατικά όργανα σκαρώνουν για να χτυπήσουν τον Δημοκρατικό Λαό και τους αγωνιστές του, κατασκευάσματα που τον τελευταίο καιρό τόσο έχουν πληθύνει» 5.
Γράφει ένας από τους αξιωματικούς, ο Στέφανος Παπαγιάννης:
«Γύρω στις 15 Ιούλη 1946 μας έδωσαν από τη στρατιωτική υπηρεσία εντολή να συγκεντρωθούμε στον Πειραιά με αποσκευές εκστρατείας, γιατί τάχα θα πάμε αποστολή! Διαδόθηκε κατάλληλα τότε στον κόσμο ότι σε κάποιο νησί είχε μπει σε λειτουργία κάποια Σχολή και ότι θα μας αποσπάσουν εκεί για επιμόρφωση. Η παρουσία τμήματος χωροφυλακής στο μέρος που συγκεντρωθήκαμε φανέρωνε τι είδους επιμόρφωση μας επεφύλασσε η κυβέρνηση. Εκεί μας χώρισαν σε ομάδες και μπήκαμε σε κάμποσο μικρά καΐκια» 6.
Τόπος εξορίας των αξιωματικών του ΕΛΑΣ ήταν τα νησιά Φολέγανδρος, Πάρος, Νάξος, Σέριφος και Ικαρία.
Τον Απρίλιο 1947, όταν πια τα περιθώρια νόμιμης δράσης του ΚΚΕ υπήρχαν μόνο στα χαρτιά και ο ΔΣΕ είχε λάβει οργανωτική μορφή δημιουργώντας αρχηγεία στις ορεινές περιοχές της χώρας, ήρθε εντολή για απόδραση 12 αξιωματικών από τη Νάξο με σκοπό την ένταξή τους στο ΔΣΕ.
Ο αντισυνταγματάρχης Δημήτρης Κούκουρας, διοικητής της 7ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ήταν ένας από αυτούς που απέδρασαν για τα «ανταρτοκρατούμενα βουνά της Ελευθέρας Ελλάδος, διά να πολεμήσω ως απλούς στρατιώτης διά την ελευθερίαν και την ανεξαρτησίαν (...) διά να επιβληθεί εις τον τόπον μας η Λαϊκή Δημοκρατία». Έπειτα από περιπέτειες συνελήφθη τραυματισμένος στη Λοκρίδα, όπως και ο λοχαγός Κίμων Χατζημιχελάκης.
Παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο Λαμίας, όπου, παρά την πρόταση του βασιλικού επιτρόπου να αναγνωριστούν ελαφρυντικά λόγω της ένδοξης υπηρεσίας προς την πατρίδα και παρά τις αντιδράσεις στον Τύπο και τις εκκλήσεις για αναστολή της ποινής στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών και τον υπουργό Στρατιωτικών, εκτελέστηκε στη Λαμία στις 14 Ιουνίου 1947 (γονατισμένος στο ένα πόδι καθώς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, πέντε ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης), ενώ η ποινή του Χατζημιχελάκη μετατράπηκε σε ισόβια ύστερα από αίτηση χάριτος και παρέμβαση υπέρ του των Κρητών βουλευτών 7.
Η απόφαση για μαζική έξοδο από τις πόλεις στο βουνό
Η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, η οποία συνήλθε στο Βελιγράδι στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1947, έστρεψε -παρόλο που εξακολουθούνταν να αναζητούνται δημοκρατικές λύσεις ειρήνευσης- οριστικά το ΚΚΕ προς τη στρατιωτική αναμέτρηση ως τη μόνη πρακτικά επιλογή που απέμενε μέσα στο αδιέξοδο της πολιτικής νομιμότητας. Για αυτό τον σκοπό έπρεπε να επιστρατευτούν όλες οι κομματικές δυνάμεις για την υποστήριξη και καθοδήγηση της δουλειάς του ΔΣΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο εγκρίθηκε το επιχειρησιακό σχέδιο Λίμνες, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία τακτικού στρατού δύναμης 50-60 χιλιάδων μαχητών έως την άνοιξη 1948, ικανού να καταλάβει και να διατηρήσει τον έλεγχο σε εκτεταμένες περιοχές της βόρειας Ελλάδας με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και ανατίθεντο στο δεύτερο κλιμάκιο του ΠΓ η οργάνωση στην ελεύθερη περιοχή όλης της κομματικής και πολιτικοστρατιωτικής δουλειάς. Παρόλο που υπήρχε μια αναντιστοιχία ανάμεσα στις υπάρχουσες δυνάμεις και μέσα του ΔΣΕ και σε όσα απαιτούνταν για την πραγματοποίηση του σχεδίου, θεωρήθηκε ότι ήταν ακόμη δυνατή μια αριθμητική ανάπτυξη του ΔΣΕ και ότι το ζήτημα των υλικών προμηθειών ήταν λυμένο στη βάση της βοήθειας από τα γειτονικά κομμουνιστικά κράτη.
Ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης σε γράμμα του προς το Π.Γ τόνιζε την αναγκαιότητα κινητοποίησης προς το βουνό όσο το δυνατό περισσότερων δυνάμεων χωρίς επιφύλαξη και ταλαντεύσεις. Η παρουσία του ίδιου στις ελεγχόμενες από το ΔΣΕ περιοχές, όπως και κάθε κομματικού στελέχους, θεωρήθηκε ότι θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της κομματικής δουλειάς και στη σωστή εφαρμογή της κομματικής γραμμής.
Η ουσία ωστόσο ήταν ότι, όταν το ΚΚΕ αποφάσισε να κινητοποιήσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του, ήταν πλέον αργά και είχαν χαθεί πολύτιμες ευκαιρίες. Τα πιο δραστήρια μέλη των οργανώσεων στην επαρχία είχαν δολοφονηθεί ή είχαν καταφύγει στην Αθήνα και στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου είχαν χαθεί για το κόμμα. Στις πόλεις τα περισσότερα μέλη του βρίσκονταν είτε στη φυλακή είτε στην εξορία, ενώ πολλοί νέοι είχαν αναγκαστεί να καταταγούν στον Εθνικό Στρατό.
Οι συλλήψεις του Ιουλίου 1947 με διαταγή του Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος τότε ήταν υπουργός Δημοσίας Τάξης, εξαφάνισαν από τις πόλεις οποιονδήποτε είχε κάποια σχέση με την ΕΑΜική αντίσταση και δεν είχε αποκηρύξει το παρελθόν του. Όσοι απέμεναν ασύλληπτοι από τις οργανώσεις των πόλεων ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σε βαθιά παρανομία.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1947 σε συνεδρίαση του 2ου Κλιμακίου του Π.Γ διαπιστώθηκε ότι υπήρχε καθυστέρηση στην πραγματοποίηση των σχεδίων της 3ης Ολομέλειας και του σχεδίου Λίμνες, η οποία αποδιδόταν στη μη πραγματοποίηση των σχεδίων στρατολογίας και τη μη ανάπτυξη της «ολόπλευρης λαϊκής αντίστασης στις μεγάλες πόλεις» 10.
Με βάση αυτή την εκτίμηση οριζόταν ότι «κάθε μέλος του κόμματος οπουδήποτε και αν βρίσκεται είναι στρατευμένος μαχητής του ΔΣΕ, προσφέρει στον αγώνα μάχιμη στρατιωτικοπολιτική υπηρεσία, έχει όλες τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του μαχητή του ΔΣΕ». Λαμβάνονταν ακόμη μια σειρά από αποφάσεις για έξοδο των μελών του κόμματος στον ΔΣΕ και στρατολογία σε κάθε αρχηγείο με βάση το σχέδιο Λίμνες, καθώς και δημιουργία στρατηγικών εφεδρειών του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ 11.
Στο γράμμα της ΚΕ του ΚΚΕ προς τα μέλη του ΚΚΕ σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και σε όλες τις πόλεις οριζόταν ως κύρια και βασική δουλειά των κομμουνιστών στις πόλεις να οργανώσουν την έξοδο από τις πόλεις στον ΔΣΕ και τον ένοπλο αγώνα μέσα στις πόλεις. «Κάθε κομμουνιστής που μένει στην πόλη με την μαχητική του ομάδα παίρνει μέρος στον ένοπλο αγώνα μέσα στην πόλη και στη σαμποταριστική δουλειά σε όλες τις επιχειρήσεις, στα εργοστάσια, στα καταστήματα, στους στρατιωτικούς σχηματισμούς». Η Κεντρική Επιτροπή, αφού επισήμανε ότι ο κομμουνιστής της Αθήνας είναι και μαχητής του ΔΣΕ, έθετε ως καθήκον για την Κομματική Οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ την οργάνωση μαζικής εξόδου των εργαζομένων της Αθήνας προς τον ΔΣΕ. Μέχρι τα τέλη του 1948 η Αθήνα έπρεπε να στείλει στο βουνό τόσους εργάτες όσοι χρειάζονταν για τη δημιουργία δύο υποδειγματικών εργατικών ταξιαρχιών.
Γιάφκες και στρατολόγοι
Για την εφαρμογή της απόφασης καθορίστηκαν συγκεκριμένα σημεία- γιάφκες στη Στερεά Ελλάδα, από όπου τα τμήματα του ΔΣΕ, τα οποία δρούσαν στην περιοχή, μπορούσαν να παραλαμβάνουν τις αποστολές ανθρώπων που έρχονταν από την Αθήνα και τις άλλες πόλεις της Στερεός για το βουνό και το αρχηγείο Ρούμελης του ΔΣΕ προετοιμάστηκε για την υποδοχή των νέων μαχητών.
Οπως σημείωνε το τηλεγράφημα του μέλους του Π.Γ Γιάννη Ιωαννίδη προς τον υπεύθυνο του παράνομου κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ στην Αθήνα Στέργιο Αναστασιάδη στις αρχές Νοεμβρίου 1947:
«Για να στέλνετε ανθρώπους παραλαβή τους θα γίνει επί του δημοσίου δρόμου Αθήνας- Λάρισας. Πρώτον. Περιοχή αρχηγείου Παρνασσού από Κηφισσοχώρι (σημ. Τιθορέα) μέχρι σταθμό Σούβλας (σημ. εννοεί Σουβάλας - σιδηροδρομικός σταθμός Λιλαία). Δεύτερον. Περιοχή Καλλίδρομου. Από Πολοχώρι (σημ. εννοεί Παλαιοχώρι) μέχρι Χάνι Καρανάσου. Πρέπει να με ειδοποιήσετε πριν 4 μέρες, αν είναι δυνατό αριθμό αυτοκινήτου ή χαρακτηριστικά και ονομασία σοφέρ αν είναι δικός μας. Και όνομα ενός τουλάχιστον φίλου επιβάτη».
Ένας από τους δρόμους εξόδου από την Αθήνα ήταν μέσω της γιάφκας στη σπηλιά Ζεβερδέλλα στον Ασπρόπυργο, η οποία λειτούργησε από την 1 Σεπτεμβρίου 1947 έως τις 23 Μαρτίου 1948.
Από αυτό τον δρόμο βγήκαν στο βουνό τα στελέχη του ΚΚΕ και μετέπειτα του ΔΣΕ Μήτσος Βλαντάς και Στέφανος Γκιουζέλης, ο Κώστας Καραγιώργης και 10 αεροπόροι. Οι ομάδες προωθούνταν στον Σκαραμαγκά με αυτοκίνητο και στη συνέχεια μέσω της σπηλιάς με συνδέσμους στα συγκροτήματα του ΔΣΕ που είχαν κατορθώσει να προωθηθούν έως τον Ελικώνα και την Πάρνηθα.
Άλλες γιάφκες οργανώθηκαν στον Κιθαιρώνα (Άγιος Βασίλειος, Κορομίλι, Κοκκίνι).
Η σύλληψη ενός μέλους της ομάδας είχε ως αποτέλεσμα την αχρήστευση της γιάφκας και συνήθως οδηγούσε σε εξάρθρωση του μηχανισμού στρατολόγησης 12.
Οι στόχοι της 3ης Ολομέλειας για μαζική στρατολόγηση μαχητών από την Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα έμειναν ανεφάρμοστοι. Η ανακήρυξη της προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης στις 24 Δεκεμβρίου 1947 οδήγησε σε νέα κατασταλτικά μέτρα. Τρεις ημέρες μετά ψηφίστηκε ο νόμος 509 που έθετε και τυπικά το ΚΚΕ, το ΕAM και την Εθνική Αλληλεγγύη εκτός νόμου και προέβλεπε βαρύτατες ποινές -και τη θανατική καταδίκη- για τους παραβάτες.
Έως τον Μάρτιο 1948 έγιναν μαζικές συλλήψεις στην Αθήνα και τον Πειραιά και σε άλλες επαρχιακές πόλεις και εντάθηκε η δράση των έκτακτων στρατοδικείων με αυστηρότερες ποινές και πολυάριθμες θανατικές καταδίκες.
Με τα περιθώρια νόμιμης δράσης να έχουν ολοκληρωτικά εξαλειφθεί, στην πρωτεύουσα -πόσο δε μάλλον στα άλλα αστικά κέντρα- η αστυνομοκρατία με τις συλλήψεις και τις καταδόσεις δημιούργησε κλίμα φόβου και ζόφου. Όσοι προορίζονταν για το βουνό έπρεπε να υπερκεράσουν πολυάριθμα μπλόκα της ασφάλειας, ελέγχους σε στρατιωτικά φυλάκια στην περίμετρο των πόλεων, συρματοπλέγματα και στρατιωτικές περιπόλους. Παρόλο που σύμφωνα με γραπτές και προφορικές μαρτυρίες υπήρχε επικοινωνία πόλης - βουνού, αυτή γινόταν με μεγάλη δυσκολία και από ειδικά εκπαιδευμένους μαχητές. Οσο κλιμακωνόταν η σύγκρουση, οι επικίνδυνες αυτές αποστολές των «ελευθεροσκοπευτών» οι οποίοι δρούσαν σε συνεργασία ή σε συνδυασμό με τη στενή αυτοάμυνα των πόλεων περιορίστηκαν, αν δεν σταμάτησαν.
Η δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά την Πρωτομαγιά του 1948, οδήγησε σε κύμα μαζικών εκτελέσεων και ουσιαστικά σε εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Αθήνα. Η κήρυξη της πρωτεύουσας σε κατάσταση πολιορκίας πολλαπλασίασε τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς. Το καλοκαίρι 1948 μαζικές επιχειρήσεις της αστυνομίας οδήγησαν στη σύλληψη δεκάδων παράνομων μελών.
Σας 6 Οκτωβρίου 1948 το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ προχώρησε στην καθαίρεση της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ «γιατί απότυχε στο έργο της και δεν ανταποκρίθηκε στα σοβαρά καθήκοντα που της έβαλε το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα» [...] δεν εφάρμοσε τις αποφάσεις της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ και τα συγκεκριμένα καθήκοντα και υποδείξεις της ΚΕ του ΚΚΕ [...] δεν κατόρθωσε να ξεσηκώσει ένα πλατύ κίνημα του δημοκρατικού λαού της Αθήνας και να υπερασπίσει την οργάνωση και τον Αθηναϊκό λαό».
«Αντικειμενικές» δυνατότητες και «υποκειμενικές» αδυναμίες
Τον Σεπτέμβριο 1949 η οργάνωση της Αθήνας αριθμούσε μερικές εκατοντάδες μέλη. «Σήμερα κρατάμε μόλις 100 μέλη, κυρίως εργάτριες και μαθητική νεολαία (περισσότερες κοπέλες)» έγραφε ο Σταύρος Κασιμάτης αναφορικά με το δεύτερο παράνομο καθοδηγητικό κέντρο που είχε δημιουργηθεί από στελέχη της ΕΠ0Ν. 13
Η κατάσταση αυτή στην Αθήνα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις καταδείκνυε το αδιέξοδο της διπλής τακτικής του KKE. Ο πολιτικός - συνδικαλιστικός αγώνας στις πόλεις δεν μπορούσε να συνδυαστεί με τον ένοπλο αγώνα στην ύπαιθρο. Ο δεύτερος οδηγούσε σε σκληρή κρατική καταστολή, σε έκτακτα μέτρα που ελαχιστοποιούσαν, αν δεν εξάλειφαν, τα περιθώρια δράσης του ΚΚΕ αλλά και τις δυνάμεις του κόμματος στις πόλεις.
Τελικά, η αδυναμία στρατολόγησης από τις πόλεις αποτέλεσε και έναν από τους λόγους της στρατιωτικής ήττας του ΔΣΕ. Στην απόφαση της 5ης Ολομέλειας στα τέλη Ιανουαρίου 1949 επισημαινόταν ότι αν και ο ΔΣΕ πέτυχε να ματαιώσει όλα τα σχέδια του εχθρού, δεν στάθηκε δυνατό να πραγματοποιήσει στο σύνολό της τη δική του στρατηγική επιδίωξη γιατί δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τις απαραίτητες εφεδρείες που προέβλεπε το στρατηγικό του σχέδιο: «αντικειμενικά υπήρχαν όλες οι δυνατότητες να συγκεντρώσουμε τις απαραίτητες εφεδρείες γιατί πολλές δεκάδες Έλληνες πατριώτες στις πόλεις και στις κατεχόμενες από τον εχθρό περιοχές είναι μαζί μας και θέλουν να έρθουν στο ΔΣΕ. Από αδυναμία όμως και ανικανότητα δική μας δεν μπορέσαμε να υπερνικήσουμε τα εμπόδια που μας δημιουργεί ο εχθρός στην κατεύθυνση αυτή και με τους εκτοπισμούς, τον αποκλεισμό των πόλεων, την τρομοκρατία και να στρατολογήσουμε στο ΔΣΕ καινούργιες δεκάδες χιλιάδες μαχητές».
Παραπομπές
1 Αρ. Θεοχάρης, Στη Στερεά Ελλάδα με το Δημοκρατικό Στρατό, 1945-1949, Σύγχρονη Εποχή 2002 σ. 80.
2 Γ. Κουτρούκης, Εν ψυχρό. Κατοχή - Βάρκιζα - Εμφύλιος, Καπόπουλος 1996.
3 Χρ. Βραχνιάρης, Πορεία μες τη νύχτα. Η Θεσσαλία στις φλόγες του Εμφυλίου, Αλφειός 1990, σ. 123.
4 Γ. Χουλιάρας (Περικλής), Ο δρόμος είναι άσωτος. ΕΛΑΣ-ΔΣΕ - Πολωνία, 1941-1958, Ιωάννινα Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2005, σ. 405.
5 ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ.6, «Ανακοίνωση του ΠΓ της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ», 31 Οκτωβρίου 1946, σ. 225.
6 Στ. Παπαγιάννης, Από εύελπις αντάρτης, Σύγχρονη Εποχή 1991, ο. 78 επ..
7 Β. Λάζου, Η επιβολή του κράτους. 0 εμφύλιος πόλεμος στη Λαμία 1945-1949, Ταξιδευτής 2016, ο. 375-376.
8 Γ. Βοντίτσιος (Γούσιας), Οι αιτίες για τις ήττες και τη διάσπαση της ελληνικής Αριστεράς, τόμ. Α, σ. 276 και 282 και Β. Παπαδάκης (Λευτεριάς), Αναμνήσεις από την Αντίσταση, στον Εμφύλιο και στην Προσφυγιά, Βιβλιόραμα 2003, σ. 55.
9 Χουλιάρας, ό.π., σ. 434.
10 ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6: «Απόφαση του 2ου Κλιμακίου του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ», 9 Δεκεμβρίου 1947, σ. 249-251.
11 Ν. Ζαχαριάδης, «Διάσταση ανάμεσα στην πολιτική και τη δράση μας», Δημοκρατικός Στρατός, 2 Φεβρουάριου 1948
12 Η. Σταβέρης, Γιάννης Πολίτης. Όταν η αντίσταση στη βία περνάει τα σύνορα του θρύλου, εκδ. Παρασκήνιο, σ.32-150.
13 Στ. Κασιμάτης, Οι παράνομοι, Φιλίστωρ 1997, σ. 96.
Παραπομπές
1 Αρ. Θεοχάρης, Στη Στερεά Ελλάδα με το Δημοκρατικό Στρατό, 1945-1949, Σύγχρονη Εποχή 2002 σ. 80.
2 Γ. Κουτρούκης, Εν ψυχρό. Κατοχή - Βάρκιζα - Εμφύλιος, Καπόπουλος 1996.
3 Χρ. Βραχνιάρης, Πορεία μες τη νύχτα. Η Θεσσαλία στις φλόγες του Εμφυλίου, Αλφειός 1990, σ. 123.
4 Γ. Χουλιάρας (Περικλής), Ο δρόμος είναι άσωτος. ΕΛΑΣ-ΔΣΕ - Πολωνία, 1941-1958, Ιωάννινα Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2005, σ. 405.
5 ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ.6, «Ανακοίνωση του ΠΓ της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ», 31 Οκτωβρίου 1946, σ. 225.
6 Στ. Παπαγιάννης, Από εύελπις αντάρτης, Σύγχρονη Εποχή 1991, ο. 78 επ..
7 Β. Λάζου, Η επιβολή του κράτους. 0 εμφύλιος πόλεμος στη Λαμία 1945-1949, Ταξιδευτής 2016, ο. 375-376.
8 Γ. Βοντίτσιος (Γούσιας), Οι αιτίες για τις ήττες και τη διάσπαση της ελληνικής Αριστεράς, τόμ. Α, σ. 276 και 282 και Β. Παπαδάκης (Λευτεριάς), Αναμνήσεις από την Αντίσταση, στον Εμφύλιο και στην Προσφυγιά, Βιβλιόραμα 2003, σ. 55.
9 Χουλιάρας, ό.π., σ. 434.
10 ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6: «Απόφαση του 2ου Κλιμακίου του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ», 9 Δεκεμβρίου 1947, σ. 249-251.
11 Ν. Ζαχαριάδης, «Διάσταση ανάμεσα στην πολιτική και τη δράση μας», Δημοκρατικός Στρατός, 2 Φεβρουάριου 1948
12 Η. Σταβέρης, Γιάννης Πολίτης. Όταν η αντίσταση στη βία περνάει τα σύνορα του θρύλου, εκδ. Παρασκήνιο, σ.32-150.
13 Στ. Κασιμάτης, Οι παράνομοι, Φιλίστωρ 1997, σ. 96.
Από την Αυτοάμυνα στις Ομάδες Ένοπλων Καταδιωκόμενων
και τον ΔΣΕ
Το, προσωρινό όπως αποδείχθηκε, τέλος των εχθροπραξιών τον Φεβρουάριο του 1945, μετά την ανακωχή των Δεκεμβριανών και την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, δεν επέφερε την κοινωνική ειρήνευση.
Παρά τη συμφωνία που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την αμνήστευση των πολιτικών εγκλημάτων και τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας που θα εγγυόταν την «ελεύθερα εκδήλωση πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, καταργούσα πάντα τυχόν προηγούμενον ανελεύθερον Νόμον», οι ηττημένοι των Δεκεμβριανών βρέθηκαν γρήγορα στο στόχαστρο τόσο των αντίπαλων πολιτικά ομάδων και ατόμων όσο και των ίδιων των μηχανισμών του κράτους.
Η Λευκή Τρομοκρατία, όπως ονομάστηκε η βίαιη αυτή περίοδος μεταξύ της συμφωνίας της Βάρκιζας και των εκλογών του 1946, αποτελούσε σε πολλές περιπτώσεις τη ρεβάνς μελών δεξιών ομάδων της Κατοχής αλλά και συνεργατών των κατακτητών, οι οποίοι μετά τα Δεκεμβριανά μπορούσαν πλέον να προβάλλονται ως δικαιωμένοι για τις κατοχικές «αντικομμουνιστικές» (με εισαγωγικά ή χωρίς) επιλογές τους.
Ωστόσο η Λευκή Τρομοκρατία δεν ήταν απλώς ιδιωτική υπόθεση, συνέχεια των συγκρούσεων ομάδων της κατοχής. Ηταν σε μεγάλο βαθμό και υπόθεση του ίδιου του κράτους και των μηχανισμών του, οι οποίοι στοχοποίησαν, σε πολλές περιπτώσεις εντελώς ανοικτά, τα μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), επιχειρώντας την πλήρη εξάλειψη του πολιτικού αντιπάλου. Η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και ειδικά των δυνάμεων ασφαλείας από τα μέλη και τους συμπαθούντες του ΕΑΜ και γενικότερα η καταστολή των οργανώσεων της Αριστεράς θεωρήθηκαν περισσότερο επείγουσες από την τιμωρία όσων βαρύνονταν με κατηγορίες δοσιλογισμού.
Παρά τη συμφωνία που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την αμνήστευση των πολιτικών εγκλημάτων και τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας που θα εγγυόταν την «ελεύθερα εκδήλωση πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, καταργούσα πάντα τυχόν προηγούμενον ανελεύθερον Νόμον», οι ηττημένοι των Δεκεμβριανών βρέθηκαν γρήγορα στο στόχαστρο τόσο των αντίπαλων πολιτικά ομάδων και ατόμων όσο και των ίδιων των μηχανισμών του κράτους.
Η Λευκή Τρομοκρατία, όπως ονομάστηκε η βίαιη αυτή περίοδος μεταξύ της συμφωνίας της Βάρκιζας και των εκλογών του 1946, αποτελούσε σε πολλές περιπτώσεις τη ρεβάνς μελών δεξιών ομάδων της Κατοχής αλλά και συνεργατών των κατακτητών, οι οποίοι μετά τα Δεκεμβριανά μπορούσαν πλέον να προβάλλονται ως δικαιωμένοι για τις κατοχικές «αντικομμουνιστικές» (με εισαγωγικά ή χωρίς) επιλογές τους.
Ωστόσο η Λευκή Τρομοκρατία δεν ήταν απλώς ιδιωτική υπόθεση, συνέχεια των συγκρούσεων ομάδων της κατοχής. Ηταν σε μεγάλο βαθμό και υπόθεση του ίδιου του κράτους και των μηχανισμών του, οι οποίοι στοχοποίησαν, σε πολλές περιπτώσεις εντελώς ανοικτά, τα μέλη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), επιχειρώντας την πλήρη εξάλειψη του πολιτικού αντιπάλου. Η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και ειδικά των δυνάμεων ασφαλείας από τα μέλη και τους συμπαθούντες του ΕΑΜ και γενικότερα η καταστολή των οργανώσεων της Αριστεράς θεωρήθηκαν περισσότερο επείγουσες από την τιμωρία όσων βαρύνονταν με κατηγορίες δοσιλογισμού.
Η εξεύρεση σημαντικών ποσοτήτων κρυμμένου οπλισμού σε κάποιες από τις επιχειρήσεις καταστολής επέτεινε το κλίμα τρομοκρατίας, αφού ο οπλισμός αυτός θεωρούνταν απόδειξη σχεδίων επανάληψης της επιθετικής δράσης του ΚΚΕ. Σύμφωνα με τις επίσημες αρχές, μέχρι το καλοκαίρι του 1946 είχαν βρεθεί στις επιχειρήσεις αυτές 22.838 τουφέκια, 771 αυτόματα, 1.164 οπλοπολυβόλα, 773 βαρέα πολυβόλα, 96 πυροβόλα και 362 όλμοι σε όλη τη χώρα.
Αν και σε κάποιες περιπτώσεις, οι επίσημες αρχές έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι σε παραστρατιωτικούς που υπέσκαπταν το κύρος της κρατικής εξουσίας με τις πράξεις τους, η ανοχή και συχνά η συμμετοχή του επίσημου κράτους στο κύμα βίαιης καταστολής της περιόδου δεν ήταν κάτι σπάνιο. Εξάλλου, οι παραστρατιωτικές ομάδες που κυριαρχούσαν σε τμήματα της υπαίθρου χρηματοδοτούνταν συχνά από την τοπική πολιτικοοικονομική ελίτ ή ημικρατικές οργανώσεις, όπως ο βασιλικός κύκλος των Ζαλοκώστα-Μαρκεζίνη, βασικό σκεπτικό των οποίων ήταν ότι η βρόμικη δουλειά ήταν ευκολότερο να γίνει από τέτοιες ομάδες, οι οποίες μπορούσαν να δρουν χωρίς περιορισμούς, παρά από τον περισσότερο αργό, περιορισμένο και φτωχό επίσημο κρατικό μηχανισμό.
Οι ένοπλες ομάδες της ελληνικής υπαίθρου ήταν υπεύθυνες για το μεγαλύτερο ποσοστό των ένοπλων επιθέσεων που ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά. Στην κεντρική και δυτική Μακεδονία για παράδειγμα δρούσαν τουλάχιστον 2.000 μέλη δεξιών ένοπλων ομάδων.
Το επίσημο κράτος προτιμούσε συχνά τη δικαστική οδό, την απαγγελία κατηγοριών εναντίον μελών και οργανώσεων της Αριστεράς ακόμη και για επιθέσεις κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους που έγιναν επί Κατοχής. Ωστόσο δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις απρόκλητων επιθέσεων ή συγκρούσεων κατά την προσπάθεια σύλληψης, στις οποίες λάμβαναν μέρος εθνοφύλακες, στρατιώτες και χωροφύλακες. Την περίοδο μετά τη Βάρκιζα περίπου 250 θάνατοι προκλήθηκαν από εθνοφύλακες, 82 από τη χωροφυλακή και 4 από Αγγλους. Χιλιάδες ακόμη βρίσκονταν στις φυλακές, συχνά χωρίς να έχουν διαπράξει πραγματικό έγκλημα. Ακόμη και ξένοι, όχι φιλικά διακείμενοι προς το ΕΑΜ παρατηρητές παραδέχονταν πως η έκταση των διώξεων την περίοδο εκείνη ήταν τεράστια και πως τα περισσότερα θύματα ήταν αριστεροί.
Το γνωστότερο ίσως περιστατικό παρακρατικής βίας αφορά την εισβολή της πολυάριθμης συμμορίας Μαγγανά στην Καλαμάτα τον Ιανουάριο του 1946, με την ουσιαστική κατάληψη της πόλης και τον θάνατο 14 πολιτών. Ωστόσο στην Ελλάδα της περιόδου εκείνης λάμβαναν χώρα καθημερινά και πολλά μικρότερης έκτασης και λιγότερο γνωστά περιστατικά.
Αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά δύο παραδείγματα όπως καταγράφηκαν από τις ίδιες τις επίσημες αρχές:
Α) «Την νύκταν της 11ης προς την 12ην τρέχοντος ομάς τεσσάρων εθνοφυλάκων υπό τον λοχίαν Βλασσόπουλον Ιωάννην του 206 Τάγματος εισήλθε εις τα γραφεία ΕΠΟΝ Αρτης διά του φεγγίτου της θύρας, και προέβησαν εις την αναγραφήν χυδαίων φράσεων και απέσβυσαν τας υπαρχούσας επιγραφάς».
Β) «Την 3ην μ.μ. ώραν της χθες μετέβησαν εις το επί της οδού Λύσσης οινομαγειρείον των αδελφών Μιχ. και Ευστ. Μηλιού πέντε άτομα, εκ των οποίων ο εις έφερε στολήν ανθυπολοχαγοϋ, δύο στολήν εθνοφύλακος και δύο με πολιτικά, οπλισμένοι άπαντες με βραχύκαννα όπλα. Παραλαβόντες τους αδελφούς Μήλιου, τους οδήγησαν εις τον λόφον του Αρείου Πάγου, όπου και τους εξυλοκόπησαν αγρίως. Ο Μιχ. Μήλιος κατόρθωσε να φύγει, τρέχων προς τους Αγίους Αποστόλους. Κατεδιώχθη όμως υπό του ενός εκ των φερόντων στολήν εθνοφύλακος, όστις τον επυροβόλησε ρίπτων εναντίον του και χειροβομβίδα. Ο Μιχ. Μήλιος υπέκυψεν εις τα τραύματά του. [...] Τα αίτια του φόνου δεν εξηκριβώθησαν ακόμη, εικάζεται όμως ότι πρόκειται περί αντεκδικήσεως, λόγω της δράσεως των αδελφών Μήλιου κατά το κίνημα. Το πτώμα του φονευθέντος μεταφέρθει εις το νεκροτομείον, ο δε Ευστάθιος Μήλιος νοσηλεύεται εις τον Σταθμόν Πρώτων Βοηθειών».
Αν και σε κάποιες περιπτώσεις, οι επίσημες αρχές έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι σε παραστρατιωτικούς που υπέσκαπταν το κύρος της κρατικής εξουσίας με τις πράξεις τους, η ανοχή και συχνά η συμμετοχή του επίσημου κράτους στο κύμα βίαιης καταστολής της περιόδου δεν ήταν κάτι σπάνιο. Εξάλλου, οι παραστρατιωτικές ομάδες που κυριαρχούσαν σε τμήματα της υπαίθρου χρηματοδοτούνταν συχνά από την τοπική πολιτικοοικονομική ελίτ ή ημικρατικές οργανώσεις, όπως ο βασιλικός κύκλος των Ζαλοκώστα-Μαρκεζίνη, βασικό σκεπτικό των οποίων ήταν ότι η βρόμικη δουλειά ήταν ευκολότερο να γίνει από τέτοιες ομάδες, οι οποίες μπορούσαν να δρουν χωρίς περιορισμούς, παρά από τον περισσότερο αργό, περιορισμένο και φτωχό επίσημο κρατικό μηχανισμό.
Οι ένοπλες ομάδες της ελληνικής υπαίθρου ήταν υπεύθυνες για το μεγαλύτερο ποσοστό των ένοπλων επιθέσεων που ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά. Στην κεντρική και δυτική Μακεδονία για παράδειγμα δρούσαν τουλάχιστον 2.000 μέλη δεξιών ένοπλων ομάδων.
Το επίσημο κράτος προτιμούσε συχνά τη δικαστική οδό, την απαγγελία κατηγοριών εναντίον μελών και οργανώσεων της Αριστεράς ακόμη και για επιθέσεις κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους που έγιναν επί Κατοχής. Ωστόσο δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις απρόκλητων επιθέσεων ή συγκρούσεων κατά την προσπάθεια σύλληψης, στις οποίες λάμβαναν μέρος εθνοφύλακες, στρατιώτες και χωροφύλακες. Την περίοδο μετά τη Βάρκιζα περίπου 250 θάνατοι προκλήθηκαν από εθνοφύλακες, 82 από τη χωροφυλακή και 4 από Αγγλους. Χιλιάδες ακόμη βρίσκονταν στις φυλακές, συχνά χωρίς να έχουν διαπράξει πραγματικό έγκλημα. Ακόμη και ξένοι, όχι φιλικά διακείμενοι προς το ΕΑΜ παρατηρητές παραδέχονταν πως η έκταση των διώξεων την περίοδο εκείνη ήταν τεράστια και πως τα περισσότερα θύματα ήταν αριστεροί.
Το γνωστότερο ίσως περιστατικό παρακρατικής βίας αφορά την εισβολή της πολυάριθμης συμμορίας Μαγγανά στην Καλαμάτα τον Ιανουάριο του 1946, με την ουσιαστική κατάληψη της πόλης και τον θάνατο 14 πολιτών. Ωστόσο στην Ελλάδα της περιόδου εκείνης λάμβαναν χώρα καθημερινά και πολλά μικρότερης έκτασης και λιγότερο γνωστά περιστατικά.
Αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά δύο παραδείγματα όπως καταγράφηκαν από τις ίδιες τις επίσημες αρχές:
Α) «Την νύκταν της 11ης προς την 12ην τρέχοντος ομάς τεσσάρων εθνοφυλάκων υπό τον λοχίαν Βλασσόπουλον Ιωάννην του 206 Τάγματος εισήλθε εις τα γραφεία ΕΠΟΝ Αρτης διά του φεγγίτου της θύρας, και προέβησαν εις την αναγραφήν χυδαίων φράσεων και απέσβυσαν τας υπαρχούσας επιγραφάς».
Β) «Την 3ην μ.μ. ώραν της χθες μετέβησαν εις το επί της οδού Λύσσης οινομαγειρείον των αδελφών Μιχ. και Ευστ. Μηλιού πέντε άτομα, εκ των οποίων ο εις έφερε στολήν ανθυπολοχαγοϋ, δύο στολήν εθνοφύλακος και δύο με πολιτικά, οπλισμένοι άπαντες με βραχύκαννα όπλα. Παραλαβόντες τους αδελφούς Μήλιου, τους οδήγησαν εις τον λόφον του Αρείου Πάγου, όπου και τους εξυλοκόπησαν αγρίως. Ο Μιχ. Μήλιος κατόρθωσε να φύγει, τρέχων προς τους Αγίους Αποστόλους. Κατεδιώχθη όμως υπό του ενός εκ των φερόντων στολήν εθνοφύλακος, όστις τον επυροβόλησε ρίπτων εναντίον του και χειροβομβίδα. Ο Μιχ. Μήλιος υπέκυψεν εις τα τραύματά του. [...] Τα αίτια του φόνου δεν εξηκριβώθησαν ακόμη, εικάζεται όμως ότι πρόκειται περί αντεκδικήσεως, λόγω της δράσεως των αδελφών Μήλιου κατά το κίνημα. Το πτώμα του φονευθέντος μεταφέρθει εις το νεκροτομείον, ο δε Ευστάθιος Μήλιος νοσηλεύεται εις τον Σταθμόν Πρώτων Βοηθειών».
Η Μαζική Αυτοάμυνα και οι Ομάδες Ένοπλων καταδιωκόμενων Αγωνιστών
Ο φόβος όσων είχαν ενεργό δράση στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ για την τύχη που πιθανότατα τους περίμενε στα χέρια των παρακρατικών αλλά και της επίσημης Δικαιοσύνης ώθησε αρκετούς από αυτούς να καταφύγουν στην παρανομία, κρυβόμενοι στις πόλεις ή -ακόμη συχνότερα- στα βουνά. Σταδιακά οι καταδιωκόμενοι αυτοί συγκεντρώθηκαν σε μικρές ομάδες για την καλύτερη προστασία απέναντι στους διώκτες τους. Οι Ομάδες των Ένοπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών, όπως ονομάστηκαν, ήταν αρχικά σχετικά λίγες και ολιγάριθμες, αλλά άρχισαν να αυξάνονται όσο γινόταν ορατό πως δεν θα υπήρχε αμνηστία γι’ αυτούς. Αν και αναπτύχθηκαν σε πολύ μικρότερη έκταση σε σύγκριση με τους διώκτες τους, οι ομάδες αυτές χρησιμοποιήθηκαν για την αιτιολόγηση της δράσης των παραστρατιωτικών ομάδων. Σύμφωνα με μια στρατιωτική έκθεση της περιόδου, η οποία ωστόσο δεν ήταν ιδιαίτερα θετική απέναντι στις ανεξέλεγκτες παραστρατιωτικές ομάδες·.«[...] βαρυνόμενοι με σωρεία εγκλημάτων του Κοινού Ποινικού Νόμου, φοβούνται να επανέλθουν εις τους κόλπους της κοινωνίας και συνεχίζουν την διαβίωσιν εις τα όρη, επιδιδόμενοι εις την ληστείαν. Προ της τοιαύτης ανωμάλου και επικινδύνου καταστάσεως της υπαίθρου πλείστοι των χωρικών ηναγκάσθησαν, ή ωργανούμενοι εις ομάδας ή συλλόγους, ή έστω και μεμονωμένοι, να εξοπλισθούν διά την αντιμετώπισιν των ως άνω συμμοριών.
Άλλοι δε πάλιν, επωφελούμενοι της τοιαύτης εκρύθμου καταστάσεως και παρουσιαζόμενοι ως Εθνικισταί, προβαίνουν, δοθείσης ευκαιρίας, εις ληστείας, ουδόλως διαφέροντες των ανωτέρω αναφερθεισών ληστοσυμμοριών του ΕΛΑΣ, εις τας μεθόδους και τα αποτελέσματα».
Μια από τις πρώτες Ένοπλες Ομάδες Καταδιωκόμενων ήταν η ομάδα του Βασίλη Τσέλιου (Γεροδήμου) στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας. Ο Τσέλιος ήταν γιατρός, που επί Κατοχής είχε διατελέσει αρχηγός του αρχηγείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας του ΕΛΑΣ και εθνοσύμβουλος στο Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης).
Βλέποντας πως αν παραδινόταν στις αρχές η τύχη του δεν θα ήταν καλή, προτίμησε να καταφύγει στα βουνά της περιοχής, όπου και ενώθηκε με άλλους καταδιωκόμενους για να σχηματίσει την πρώτη ένοπλη ομάδα της ευρύτερης περιοχής, με την οποία έδρασε μέχρι τον θάνατό του σε σύγκρουση με τη χωροφυλακή.
Οσα μέλη της ομάδας του επιβίωσαν από τη σύγκρουση αυτή συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Νίκο Κομπλίτση (Χελμό) για να δημιουργήσουν στη συνέχεια τη διάδοχη ομάδα η οποία και κατάφερε, έπειτα από καταδίωξη, να ενωθεί με άλλες ομάδες σε Ναυπακτία και Ευρυτανία.
Παρόμοιες περιπτώσεις υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπου καταδιωκόμενοι ΕΛΑΣίτες, απογοητευμένοι από την κατάσταση, αποφάσιζαν να σχηματίσουν ένοπλες ομάδες παρά την αρχική επιφύλαξη του επίσημου ΚΚΕ απέναντι στην ένοπλη δράση.
Το ΚΚΕ θα παρέμενε προσανατολισμένο στη νόμιμη πολιτική δράση για σημαντικό διάστημα. Η βία που αντιμετώπιζαν τα μέσα και κατώτερα ειδικά μέλη του κόμματος και οι συνεπαγόμενες πιέσεις στην ηγεσία δεν παραγνωρίζονταν, αλλά το ΚΚΕ θεωρούσε ότι έπρεπε να περιοριστεί σε προειδοποιήσεις και ότι αργά ή γρήγορα θα επερχόταν μια κάποια ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής και οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να διεκδικήσουν περισσότερα από όσα θα τους προσέφερε μια νέα καταφυγή στα όπλα με όχι και τόσο ευμενείς όρους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνταν και οι πρώτες δηλώσεις Ζαχαριάδη μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις οποίες:«[...] την ευθύνη τη φέρνει η Κυβέρνηση. Κανένας άλλος. Αυτή καλύπτει εκείνους που σπρώχνουν τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο. Γελιέται όμως οικτρά όταν νομίζει ότι ο δημοκρατικός κόσμος θα βλέπει παθητικά και με σταυρωμένα χέρια τις ασχήμιες και τις δολοφονίες χιτών, των Σούρληδων κλπ. Θα δώσει απάντηση και θα σταματήσει, όταν θελήσει, μόνος του την τρομοκρατία αυτή, αν η Κυβέρνηση δεν μπορεί, είτε δε θέλει να κάνει το καθήκον της. Γιατί ο δημοκρατικός κόσμος είναι σε θέση, μέσα σε 48 ώρες, με μια μαζική δημοκρατική αυτοάμυνα, να σπάσει αν θέλει την τρομοκρατία αυτή με ένα απλό μα αλάνθαστο μέσο: σπάζοντας στο ξύλο τους θρασύδειλους δολοφόνους, όπου παρουσιάζονται».
Η αυτοάμυνα απέναντι στη Λευκή Τρομοκρατία θα παρέμενε κυρίως πολιτική και πάντως μαζική, εστιαζόμενη κυρίως σε συγκεντρώσεις, απεργίες και άλλες μαζικές εκδηλώσεις που δεν περιλάμβαναν τη χρήση όπλων.
Σύμφωνα με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κατά την πρώτη εκείνη περίοδο:
«Η Ολομέλεια υπογραμμίζει ιδιαίτερα:
Α) Ότι η δολοφονική τρομοκρατική δράση της Δεξιάς επιβάλλει επιτακτικά και άμεσα την οργάνωση της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας για την αντιμετώπισή της. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλη η δημοκρατική Ελλάδα θα τσακίσει το χέρι των δολοφόνων φασιστών, κάθε φορά που σηκώνεται οπλισμένο.
Β) Ότι οι μαζικοί αγώνες όλων των στρωμάτων του εργαζόμενου λαού και όλου του δημοκρατικού κόσμου (στάσεις, απεργίες, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, κλείσιμο μαγαζιών, παλλαϊκή κήδευση θυμάτων φασισμού κλπ) είναι πρωταρχική δημοκρατική υποχρέωση, για ν’ αντιμετωπίζονται συγκεκριμένες δολοφονικές πράξεις της αντίδρασης.
Γ) Η μαζική και παλλαϊκή πολιτική απεργία, σαν αποφασιστικό όπλο, επιβάλλεται σήμερα για ν’ αντιμετωπίζονται πιο γενικές και σημαντικές τρομοκρατικές φασιστικές εκδηλώσεις.
Δ) Όλος ο δημοκρατικός κόσμος πρέπει να είναι έτοιμος να υπερασπίσει τη ζωή του και ν’ αντιμετωπίσει με όλα τα μέσα κάθε φασιστικό πραξικόπημα. Ο λαός ας αγρυπνεί».
Η στάση αυτή της έμφασης στη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα συνεχίστηκε και το επόμενο έτος.
Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του Μαρτίου 1946, απόφαση του Πολιτικού Γραφείου τόνιζε στο ίδιο πνεύμα: «ο Λαός πρέπει με τη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα να περιφρουρεί τη ζωή, την τιμή, την περιουσία και την ησυχία του απαντώντας με τα ίδια μέσα σε κάθε χτύπημα που οργανώνει και καταφέρνει η ενωμένη φασιστική αντίδραση».
Η εμφάνιση το 1945 των ένοπλων ομάδων στη Μακεδονία περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, γιατί εκεί οι ομάδες είχαν συχνά δυναμικότερη δράση και -κυρίως-καθοδηγούνταν συχνά από το ΝΟΚ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που είχε δημιουργηθεί την άνοιξη ως μετεξέλιξη του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΣΝΟΦ).
Οι 12 τέτοιες ομάδες που δρούσαν στην περιοχή του καλοκαίρι του 1945 είχαν προβεί και σε επιθέσεις εναντίον της χωροφυλακής, ενώ η αυτονομιστική δράση τους έφερνε σε δύσκολη θέση το ΚΚΕ και επέτεινε την καταστολή, τόσο του επίσημου κράτους όσο και των παραστρατιωτικών οργανώσεων. Οι τελευταίες από ένα σημείο και μετά δρούσαν κεντρικά οργανωμένες στην περιοχή υπό τη σκέπη του Εθνικού Μακεδονικού Αγώνα (ΕΜΑ), οργάνωσης που ιδρύθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό.
Η δύσκολη ισορροπία ανάμεσα αφενός στη νόμιμη πολιτική δράση, που, θεωρητικά τουλάχιστον, θα εξασφάλιζε την ύπαρξη του κόμματος και τη δυνατότητα προώθησης των μακροπρόθεσμων στόχων του, και αφετέρου στην αυτοπροστασία των καταδιωκόμενων χαρακτήρισε το σύνολο της περιόδου μετά τη Βάρκιζα, ακόμη και την πρώτη περίοδο του ίδιου του Εμφυλίου.
Η διακήρυξη της «ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης» ως επίσημου σκοπού του κόμματος στην 11η Ολομέλεια, τον Απρίλιο του 1945, θα συνέχιζε να καθορίζει τη στάση απέναντι στο ζήτημα της ένοπλης δράσης το επόμενο διάστημα. Στα τέλη Μαΐου 1945, για παράδειγμα, ο «Ριζοσπάστης» χαρακτήριζε «παραμύθια» τις αναφορές εθνικοφρόνων εφημερίδων περί μυστικής ανασυγκρότησης του ΕΛΑΣ, προβάλλοντας και τις κυβερνητικές δηλώσεις για ανυπαρξία σχετικών πληροφοριών που να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο.
Στο πλαίσιο αυτό του περιορισμού της ένοπλης δράσης εντάσσονται η καταδίκη της προσπάθειας του Αρη Βελουχιώτη να αμφισβητήσει τις επίσημες επιλογές της Βάρκιζας και ο χαρακτηρισμός της δράσης του ως «τυχοδιωκτικής και ύποπτης».
Ακόμη και την περίοδο της ίδρυσης του Δημοκρατικού Στρατού ο «Ριζοσπάστης» προσπαθούσε να αποτρέψει τα μέλη του κόμματος από τη μαζική και ανεξέλεγκτη άνοδο στα βουνά, αλλά ενδεχομένως και να τους προστατέψει από πιθανούς κινδύνους σε περίπτωση που η πρόθεσή τους αυτή υπέπιπτε στην αντίληψη των αρχών: «τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν στην Αθήνα πολλά ύποπτα υποκείμενα που διαδίδουν ότι έχουν εξουσιοδότηση να κάνουν στρατολογία για να στείλουν αντάρτες στα βουνά Άλλοι λένε ότι έχουν εντολή να σχηματίσουν αντάρτικες ομάδες, να επανασυστήσουν τον ΕΛΑΣ και να βγουν στο βουνό. Τρίτοι προσθέτουν ότι θ’ αρχίσουν να χτυπούν και τους Αγγλους με τα όπλα, κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για πράκτορες και όργανα των εχθρών του Λαού και του Δημοκρατικού Κινήματος που για σκοπό έχουν να δώσουν “πειστήρια” για τα κατασκευάσματα που ο μοναρχοφασισμός και τα κρατικά όργανα σκαρώνουν για να χτυπήσουν τον Δημοκρατικό Λαό και τους αγωνιστές του, κατασκευάσματα που τον τελευταίο καιρό τόσο έχουν πληθύνει. Το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κάνει προσεκτικούς όλους τους δημοκρατικούς πολίτες και τις οργανώσεις του απ’ τις παγίδες αυτές που στήνουν οι εμπρηστές του εμφυλίου πολέμου και καλεί κάθε έντιμο Ελληνα να καταγγέλλει ανοιχτά τις δολοπλοκίες αυτές».
Η επίθεση στο Λιτόχωρο και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ)
Παρά τις επιφυλάξεις που συνέχισαν να εκφράζονται και το 1946, το ενδεχόμενο ανάληψης ένοπλου αγώνα είχε αρχίζει να συζητείται από τον Φεβρουάριο. Η 2η Ολομέλεια, που πραγματοποιήθηκε στις 12-15 Φεβρουάριου, δεν φαίνεται να υιοθέτησε την ένοπλη δράση ως βασική στρατηγική (εξάλλου και η ΕΣΣΔ δήλωνε αντίθετη προς μια τέτοια προοπτική), αλλά μάλλον επέτρεψε τη δημιουργία ένοπλων ομάδων στις περιοχές όπου ο κίνδυνος από τη δράση παρακρατικών και επίσημων δυνάμεων καταστολής ήταν μεγαλύτερος.
Η πολιτική δράση παρέμενε το βασικό εργαλείο πολιτικής, αλλά κρίθηκε ότι οι εξελίξεις καθιστούσαν αναγκαία την ανάληψη ένοπλης δράσης τόσο σε περιπτώσεις αυτοάμυνας όσο ως μέσο άσκησης πίεσης στην κυβέρνηση προκειμένου να περιορίσει τις αυθαιρεσίες της.
Κύριο σημείο πολιτικής έντασης την περίοδο εκείνη αποτελούσαν οι επερχόμενες εκλογές, από τις οποίες το ΚΚΕ είχε αποφασίσει να απέχει, αφού οι συνθήκες διεξαγωγής τους κρίνονταν εντελώς αντιδημοκρατικές.
Τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαρτίου 1946, την ημέρα που θα διεξάγονταν οι εκλογές στο προαναφερθέν κλίμα τρομοκρατίας και ακραίας πόλωσης, μια από τις ένοπλες ομάδες, υπό τον Αλέξανδρο Ρόσιο (καπετάν Υψηλάντη), καταδιωκόμενο αξιωματικό του ΕΛΑΣ, επιτέθηκε στην παραστρατιωτική ομάδα (ομάδα Γαλή) που δρούσε στην περιοχή του Λιτόχωρου. Στη συμπλοκή ενεπλάκησαν και χωροφύλακες, καθώς και το τμήμα της εθνοφυλακής που είχε φτάσει για την περιφρούρηση των εκλογών. Αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος 9 χωροφυλάκων και 2 εθνοφυλάκων και η προβολή του γεγονότος στις εθνικόφρονες εφημερίδες (συχνά με αρκετή δόση υπερβολής) έλαβε τη μορφή απόδειξης της επιθετικότητας του ΚΚΕ. Το «Εμπρός» έκανε λόγο για έγκλημα και περιέγραφε το γεγονός με το παρακάτω απόσπασμα: «Εκατονταμελής συμμορία κομμουνιστών οπλισμένη δι αυτόματων όπλων και βαρέων όλμων επετέθη την πρωίαν κατά του Σταθμού Λιτόχωρου του οποίου το οίκημα επυρπολήθη. Αγνοείται η τύχη 15 χωροφυλάκων και εθνοφυλάκων».
Το δημοσίευμα συνόδευαν και άλλες ειδήσεις για επίθεση κατά εκλογικού τμήματος και φόνο του γραμματέα της κοινότητας και ενός «εθνικόφρονος πολίτη» σε χωριό της Νάουσας, καθώς και για άλλες, μικρότερης έκτασης επιθέσεις σε Κοζάνη και Βέροια.
Ο «Ριζοσπάστης» έσπευσε αμέσως να αρνηθεί τις ευθύνες του ΚΚΕ για τις επιθέσεις γράφοντας:«[...] το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως πριν αρχίσει η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του χθεσινού πραξικοπήματος που το χαρακτηρίζει η ωμή βία των μοναρχικών και η νοθεία, φρόντισε να εφοδιάσει τον τύπο με διάφορα ψεύδη και προκλήσεις, ώστε να εμφανίζεται η αντίθετη ακριβώς από την πραγματικότητα εικόνα. Ετσι ανακοινώθηκε χθες ότι στις 30/3 κομμουνιστική συμμορία χτύπησε το σταθμό χωροφυλακής Λιτοχώρου Κατερίνης με αποτέλεσμα το φόνο 10 χωροφυλάκων και στρατιωτών και άλλα προκλητικά ψεύδη για δήθεν επιθέσεις εναντίον της δεξιάς. Οπως έχουμε γράψει πολλές φορές ακριβώς στην περιφέρεια Κατερίνης δρα η μοναρχική συμμορία του Γαλή που τις τελευταίες ακριβώς μέρες οργίασε εναντίον του δημοκρατικού πληθυσμού όλης της περιφέρειας».
Η επίθεση στο Λιτόχωρο θεωρείται η συμβατική ημερομηνία έναρξης του εμφυλίου πολέμου. Στην πραγματικότητα το γεγονός αυτό δεν σήμανε την ξαφνική έναρξη της μαζικής ένοπλης δράσης ούτε, όπως είδαμε, η προηγούμενη περίοδος ήταν ειρηνική.
Η επίθεση στο Λιτόχωρο σηματοδότησε τη σταδιακή πορεία προς την ένοπλη αναμέτρηση, αλλά χρειάστηκαν ακόμη αρκετοί μήνες μέχρι να αποφασίσει το ΚΚΕ τη δημιουργία ενός νέου, πλήρως οργανωμένου αντάρτικου στρατού. Στο ενδιάμεσο διάστημα αυξήθηκαν σταδιακά οι επιθέσεις απέναντι στις παραστρατιωτικές ομάδες, στη χωροφυλακή και στην εθνοφυλακή. Σημαντική ήταν και η αύξηση των ίδιων των ένοπλων αντάρτικων ομάδων.
Στην περίοδο που ακολούθησε την επίθεση στο Λιτόχωρο επεκτάθηκε σημαντικά η ζώνη ελέγχου των ανταρτών.
Τον Ιούνιο του 1946 έγινε και η πρώτη απόπειρα κατάληψης πόλης, με την αποτυχημένη επίθεση στη Νάουσα. Οι επιθέσεις για την κατάληψη πόλεων και τη διάλυση σταθμών της χωροφυλακής επαναλήφθηκαν το φθινόπωρο, την ίδια περίοδο που οι αποτυχίες του Εθνικού Στρατού οδήγησαν σε μια πρώτη κρίση το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Η απάντηση από κυβερνητικής πλευράς ήταν η ένταση της προσπάθειας αύξησης του αριθμού των δυνάμεων ασφαλείας, η υλική ενίσχυσή τους, αρχικά από τη Βρετανία και στη συνέχεια από τις ΗΠΑ, και η εκκαθάρισή τους από τα πλέον «αναξιόπιστα στοιχεία» ώστε να καταστούν περισσότερο αξιόμαχες. Το επόμενο διάστημα οι στρατευμένοι αριστεροί θα περνούσαν συνήθως τη θητεία τους έγκλειστοι στη Μακρόνησο.
Η έγκριση από την κυβέρνηση του Γ' Ψηφίσματος («Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας») του Ιούνιο και η επιστροφή του βασιλιά, μετά το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946, αποτέλεσαν δύο ακόμη πολιτικά βήματα στην κλιμάκωση του Εμφυλίου.
Στρατιωτικά η κλιμάκωση αυτή μεταφράστηκε στην αύξηση της δύναμης των ανταρτών σε περίπου 7.000 με 8.000 και την προσπάθεια αποτελεσματικότερου ελέγχου της δράσης των αντάρτικων σωμάτων μέσω της δημιουργίας ενός κεντρικού αρχηγείου.
Στις 28 Οκτωβρίου 1946 ο Μάρκος Βαφειάδης και αρχηγοί ένοπλων ομάδων συναντήθηκαν στο χωριό Τσούκα Αντιχασίων, όπου αποφασίστηκε η συγκρότηση ενός ενιαίου αντάρτικου στρατού υπό το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Βαφειάδης.
Με την άνοδο στα βουνά μερικών ακόμη χιλιάδων ανταρτών και την επιστροφή άλλων που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία για να προστατευθούν από τις διώξεις, ο ενιαίος αυτός στρατός θα φτάσει στο τέλος του χρόνου τα 10.000 μέλη και στις 27 Δεκεμβρίου θα μετονομαστεί σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας με την παρακάτω διαταγή:
«1. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα που τα αντάρτικα τμήματά μας δημιουργήθηκαν και πάλεψαν ενάντια στον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, για τη λευτεριά του Λαού και για την ανεξαρτησία της χώρας, οι αντάρτικες δυνάμεις μεγάλωσαν σοβαρά σε αριθμό και δυνάμωσαν τόσο ώστε να μπορούν να θεωρούνται Στρατός.
2. Κρίνουμε πως είναι πια ώριμες οι προϋποθέσεις για να μετονομαστούν τα αντάρτικα σώματα σε Στρατό. Κατόπιν αυτού αποφασίζουμε την ονομασία των αντάρτικών Σωμάτων σε “Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος”.
3. Αυτό είναι σταθμός και απαρχή για νέα πιο αποφασιστική άνοδο της πάλης μας ενάντια στο μοναρχοφασισμό και την Αγγλική κατοχή.
4. Η ονομασία των άλλων σχηματισμών και μέχρι νεωτέρας μας διαταγής μένει όπως έχει σήμερα».
Ο φόβος όσων είχαν ενεργό δράση στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ για την τύχη που πιθανότατα τους περίμενε στα χέρια των παρακρατικών αλλά και της επίσημης Δικαιοσύνης ώθησε αρκετούς από αυτούς να καταφύγουν στην παρανομία, κρυβόμενοι στις πόλεις ή -ακόμη συχνότερα- στα βουνά. Σταδιακά οι καταδιωκόμενοι αυτοί συγκεντρώθηκαν σε μικρές ομάδες για την καλύτερη προστασία απέναντι στους διώκτες τους. Οι Ομάδες των Ένοπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών, όπως ονομάστηκαν, ήταν αρχικά σχετικά λίγες και ολιγάριθμες, αλλά άρχισαν να αυξάνονται όσο γινόταν ορατό πως δεν θα υπήρχε αμνηστία γι’ αυτούς. Αν και αναπτύχθηκαν σε πολύ μικρότερη έκταση σε σύγκριση με τους διώκτες τους, οι ομάδες αυτές χρησιμοποιήθηκαν για την αιτιολόγηση της δράσης των παραστρατιωτικών ομάδων. Σύμφωνα με μια στρατιωτική έκθεση της περιόδου, η οποία ωστόσο δεν ήταν ιδιαίτερα θετική απέναντι στις ανεξέλεγκτες παραστρατιωτικές ομάδες·.«[...] βαρυνόμενοι με σωρεία εγκλημάτων του Κοινού Ποινικού Νόμου, φοβούνται να επανέλθουν εις τους κόλπους της κοινωνίας και συνεχίζουν την διαβίωσιν εις τα όρη, επιδιδόμενοι εις την ληστείαν. Προ της τοιαύτης ανωμάλου και επικινδύνου καταστάσεως της υπαίθρου πλείστοι των χωρικών ηναγκάσθησαν, ή ωργανούμενοι εις ομάδας ή συλλόγους, ή έστω και μεμονωμένοι, να εξοπλισθούν διά την αντιμετώπισιν των ως άνω συμμοριών.
Άλλοι δε πάλιν, επωφελούμενοι της τοιαύτης εκρύθμου καταστάσεως και παρουσιαζόμενοι ως Εθνικισταί, προβαίνουν, δοθείσης ευκαιρίας, εις ληστείας, ουδόλως διαφέροντες των ανωτέρω αναφερθεισών ληστοσυμμοριών του ΕΛΑΣ, εις τας μεθόδους και τα αποτελέσματα».
Μια από τις πρώτες Ένοπλες Ομάδες Καταδιωκόμενων ήταν η ομάδα του Βασίλη Τσέλιου (Γεροδήμου) στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας. Ο Τσέλιος ήταν γιατρός, που επί Κατοχής είχε διατελέσει αρχηγός του αρχηγείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας του ΕΛΑΣ και εθνοσύμβουλος στο Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης).
Βλέποντας πως αν παραδινόταν στις αρχές η τύχη του δεν θα ήταν καλή, προτίμησε να καταφύγει στα βουνά της περιοχής, όπου και ενώθηκε με άλλους καταδιωκόμενους για να σχηματίσει την πρώτη ένοπλη ομάδα της ευρύτερης περιοχής, με την οποία έδρασε μέχρι τον θάνατό του σε σύγκρουση με τη χωροφυλακή.
Οσα μέλη της ομάδας του επιβίωσαν από τη σύγκρουση αυτή συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Νίκο Κομπλίτση (Χελμό) για να δημιουργήσουν στη συνέχεια τη διάδοχη ομάδα η οποία και κατάφερε, έπειτα από καταδίωξη, να ενωθεί με άλλες ομάδες σε Ναυπακτία και Ευρυτανία.
Παρόμοιες περιπτώσεις υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπου καταδιωκόμενοι ΕΛΑΣίτες, απογοητευμένοι από την κατάσταση, αποφάσιζαν να σχηματίσουν ένοπλες ομάδες παρά την αρχική επιφύλαξη του επίσημου ΚΚΕ απέναντι στην ένοπλη δράση.
Το ΚΚΕ θα παρέμενε προσανατολισμένο στη νόμιμη πολιτική δράση για σημαντικό διάστημα. Η βία που αντιμετώπιζαν τα μέσα και κατώτερα ειδικά μέλη του κόμματος και οι συνεπαγόμενες πιέσεις στην ηγεσία δεν παραγνωρίζονταν, αλλά το ΚΚΕ θεωρούσε ότι έπρεπε να περιοριστεί σε προειδοποιήσεις και ότι αργά ή γρήγορα θα επερχόταν μια κάποια ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής και οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να διεκδικήσουν περισσότερα από όσα θα τους προσέφερε μια νέα καταφυγή στα όπλα με όχι και τόσο ευμενείς όρους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνταν και οι πρώτες δηλώσεις Ζαχαριάδη μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις οποίες:«[...] την ευθύνη τη φέρνει η Κυβέρνηση. Κανένας άλλος. Αυτή καλύπτει εκείνους που σπρώχνουν τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο. Γελιέται όμως οικτρά όταν νομίζει ότι ο δημοκρατικός κόσμος θα βλέπει παθητικά και με σταυρωμένα χέρια τις ασχήμιες και τις δολοφονίες χιτών, των Σούρληδων κλπ. Θα δώσει απάντηση και θα σταματήσει, όταν θελήσει, μόνος του την τρομοκρατία αυτή, αν η Κυβέρνηση δεν μπορεί, είτε δε θέλει να κάνει το καθήκον της. Γιατί ο δημοκρατικός κόσμος είναι σε θέση, μέσα σε 48 ώρες, με μια μαζική δημοκρατική αυτοάμυνα, να σπάσει αν θέλει την τρομοκρατία αυτή με ένα απλό μα αλάνθαστο μέσο: σπάζοντας στο ξύλο τους θρασύδειλους δολοφόνους, όπου παρουσιάζονται».
Η αυτοάμυνα απέναντι στη Λευκή Τρομοκρατία θα παρέμενε κυρίως πολιτική και πάντως μαζική, εστιαζόμενη κυρίως σε συγκεντρώσεις, απεργίες και άλλες μαζικές εκδηλώσεις που δεν περιλάμβαναν τη χρήση όπλων.
Σύμφωνα με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κατά την πρώτη εκείνη περίοδο:
«Η Ολομέλεια υπογραμμίζει ιδιαίτερα:
Α) Ότι η δολοφονική τρομοκρατική δράση της Δεξιάς επιβάλλει επιτακτικά και άμεσα την οργάνωση της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας για την αντιμετώπισή της. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλη η δημοκρατική Ελλάδα θα τσακίσει το χέρι των δολοφόνων φασιστών, κάθε φορά που σηκώνεται οπλισμένο.
Β) Ότι οι μαζικοί αγώνες όλων των στρωμάτων του εργαζόμενου λαού και όλου του δημοκρατικού κόσμου (στάσεις, απεργίες, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, κλείσιμο μαγαζιών, παλλαϊκή κήδευση θυμάτων φασισμού κλπ) είναι πρωταρχική δημοκρατική υποχρέωση, για ν’ αντιμετωπίζονται συγκεκριμένες δολοφονικές πράξεις της αντίδρασης.
Γ) Η μαζική και παλλαϊκή πολιτική απεργία, σαν αποφασιστικό όπλο, επιβάλλεται σήμερα για ν’ αντιμετωπίζονται πιο γενικές και σημαντικές τρομοκρατικές φασιστικές εκδηλώσεις.
Δ) Όλος ο δημοκρατικός κόσμος πρέπει να είναι έτοιμος να υπερασπίσει τη ζωή του και ν’ αντιμετωπίσει με όλα τα μέσα κάθε φασιστικό πραξικόπημα. Ο λαός ας αγρυπνεί».
Η στάση αυτή της έμφασης στη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα συνεχίστηκε και το επόμενο έτος.
Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του Μαρτίου 1946, απόφαση του Πολιτικού Γραφείου τόνιζε στο ίδιο πνεύμα: «ο Λαός πρέπει με τη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα να περιφρουρεί τη ζωή, την τιμή, την περιουσία και την ησυχία του απαντώντας με τα ίδια μέσα σε κάθε χτύπημα που οργανώνει και καταφέρνει η ενωμένη φασιστική αντίδραση».
Η εμφάνιση το 1945 των ένοπλων ομάδων στη Μακεδονία περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, γιατί εκεί οι ομάδες είχαν συχνά δυναμικότερη δράση και -κυρίως-καθοδηγούνταν συχνά από το ΝΟΚ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που είχε δημιουργηθεί την άνοιξη ως μετεξέλιξη του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΣΝΟΦ).
Οι 12 τέτοιες ομάδες που δρούσαν στην περιοχή του καλοκαίρι του 1945 είχαν προβεί και σε επιθέσεις εναντίον της χωροφυλακής, ενώ η αυτονομιστική δράση τους έφερνε σε δύσκολη θέση το ΚΚΕ και επέτεινε την καταστολή, τόσο του επίσημου κράτους όσο και των παραστρατιωτικών οργανώσεων. Οι τελευταίες από ένα σημείο και μετά δρούσαν κεντρικά οργανωμένες στην περιοχή υπό τη σκέπη του Εθνικού Μακεδονικού Αγώνα (ΕΜΑ), οργάνωσης που ιδρύθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό.
Η δύσκολη ισορροπία ανάμεσα αφενός στη νόμιμη πολιτική δράση, που, θεωρητικά τουλάχιστον, θα εξασφάλιζε την ύπαρξη του κόμματος και τη δυνατότητα προώθησης των μακροπρόθεσμων στόχων του, και αφετέρου στην αυτοπροστασία των καταδιωκόμενων χαρακτήρισε το σύνολο της περιόδου μετά τη Βάρκιζα, ακόμη και την πρώτη περίοδο του ίδιου του Εμφυλίου.
Η διακήρυξη της «ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης» ως επίσημου σκοπού του κόμματος στην 11η Ολομέλεια, τον Απρίλιο του 1945, θα συνέχιζε να καθορίζει τη στάση απέναντι στο ζήτημα της ένοπλης δράσης το επόμενο διάστημα. Στα τέλη Μαΐου 1945, για παράδειγμα, ο «Ριζοσπάστης» χαρακτήριζε «παραμύθια» τις αναφορές εθνικοφρόνων εφημερίδων περί μυστικής ανασυγκρότησης του ΕΛΑΣ, προβάλλοντας και τις κυβερνητικές δηλώσεις για ανυπαρξία σχετικών πληροφοριών που να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο.
Στο πλαίσιο αυτό του περιορισμού της ένοπλης δράσης εντάσσονται η καταδίκη της προσπάθειας του Αρη Βελουχιώτη να αμφισβητήσει τις επίσημες επιλογές της Βάρκιζας και ο χαρακτηρισμός της δράσης του ως «τυχοδιωκτικής και ύποπτης».
Ακόμη και την περίοδο της ίδρυσης του Δημοκρατικού Στρατού ο «Ριζοσπάστης» προσπαθούσε να αποτρέψει τα μέλη του κόμματος από τη μαζική και ανεξέλεγκτη άνοδο στα βουνά, αλλά ενδεχομένως και να τους προστατέψει από πιθανούς κινδύνους σε περίπτωση που η πρόθεσή τους αυτή υπέπιπτε στην αντίληψη των αρχών: «τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν στην Αθήνα πολλά ύποπτα υποκείμενα που διαδίδουν ότι έχουν εξουσιοδότηση να κάνουν στρατολογία για να στείλουν αντάρτες στα βουνά Άλλοι λένε ότι έχουν εντολή να σχηματίσουν αντάρτικες ομάδες, να επανασυστήσουν τον ΕΛΑΣ και να βγουν στο βουνό. Τρίτοι προσθέτουν ότι θ’ αρχίσουν να χτυπούν και τους Αγγλους με τα όπλα, κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για πράκτορες και όργανα των εχθρών του Λαού και του Δημοκρατικού Κινήματος που για σκοπό έχουν να δώσουν “πειστήρια” για τα κατασκευάσματα που ο μοναρχοφασισμός και τα κρατικά όργανα σκαρώνουν για να χτυπήσουν τον Δημοκρατικό Λαό και τους αγωνιστές του, κατασκευάσματα που τον τελευταίο καιρό τόσο έχουν πληθύνει. Το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κάνει προσεκτικούς όλους τους δημοκρατικούς πολίτες και τις οργανώσεις του απ’ τις παγίδες αυτές που στήνουν οι εμπρηστές του εμφυλίου πολέμου και καλεί κάθε έντιμο Ελληνα να καταγγέλλει ανοιχτά τις δολοπλοκίες αυτές».
Η επίθεση στο Λιτόχωρο και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ)
Παρά τις επιφυλάξεις που συνέχισαν να εκφράζονται και το 1946, το ενδεχόμενο ανάληψης ένοπλου αγώνα είχε αρχίζει να συζητείται από τον Φεβρουάριο. Η 2η Ολομέλεια, που πραγματοποιήθηκε στις 12-15 Φεβρουάριου, δεν φαίνεται να υιοθέτησε την ένοπλη δράση ως βασική στρατηγική (εξάλλου και η ΕΣΣΔ δήλωνε αντίθετη προς μια τέτοια προοπτική), αλλά μάλλον επέτρεψε τη δημιουργία ένοπλων ομάδων στις περιοχές όπου ο κίνδυνος από τη δράση παρακρατικών και επίσημων δυνάμεων καταστολής ήταν μεγαλύτερος.
Η πολιτική δράση παρέμενε το βασικό εργαλείο πολιτικής, αλλά κρίθηκε ότι οι εξελίξεις καθιστούσαν αναγκαία την ανάληψη ένοπλης δράσης τόσο σε περιπτώσεις αυτοάμυνας όσο ως μέσο άσκησης πίεσης στην κυβέρνηση προκειμένου να περιορίσει τις αυθαιρεσίες της.
Κύριο σημείο πολιτικής έντασης την περίοδο εκείνη αποτελούσαν οι επερχόμενες εκλογές, από τις οποίες το ΚΚΕ είχε αποφασίσει να απέχει, αφού οι συνθήκες διεξαγωγής τους κρίνονταν εντελώς αντιδημοκρατικές.
Τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαρτίου 1946, την ημέρα που θα διεξάγονταν οι εκλογές στο προαναφερθέν κλίμα τρομοκρατίας και ακραίας πόλωσης, μια από τις ένοπλες ομάδες, υπό τον Αλέξανδρο Ρόσιο (καπετάν Υψηλάντη), καταδιωκόμενο αξιωματικό του ΕΛΑΣ, επιτέθηκε στην παραστρατιωτική ομάδα (ομάδα Γαλή) που δρούσε στην περιοχή του Λιτόχωρου. Στη συμπλοκή ενεπλάκησαν και χωροφύλακες, καθώς και το τμήμα της εθνοφυλακής που είχε φτάσει για την περιφρούρηση των εκλογών. Αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος 9 χωροφυλάκων και 2 εθνοφυλάκων και η προβολή του γεγονότος στις εθνικόφρονες εφημερίδες (συχνά με αρκετή δόση υπερβολής) έλαβε τη μορφή απόδειξης της επιθετικότητας του ΚΚΕ. Το «Εμπρός» έκανε λόγο για έγκλημα και περιέγραφε το γεγονός με το παρακάτω απόσπασμα: «Εκατονταμελής συμμορία κομμουνιστών οπλισμένη δι αυτόματων όπλων και βαρέων όλμων επετέθη την πρωίαν κατά του Σταθμού Λιτόχωρου του οποίου το οίκημα επυρπολήθη. Αγνοείται η τύχη 15 χωροφυλάκων και εθνοφυλάκων».
Το δημοσίευμα συνόδευαν και άλλες ειδήσεις για επίθεση κατά εκλογικού τμήματος και φόνο του γραμματέα της κοινότητας και ενός «εθνικόφρονος πολίτη» σε χωριό της Νάουσας, καθώς και για άλλες, μικρότερης έκτασης επιθέσεις σε Κοζάνη και Βέροια.
Ο «Ριζοσπάστης» έσπευσε αμέσως να αρνηθεί τις ευθύνες του ΚΚΕ για τις επιθέσεις γράφοντας:«[...] το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως πριν αρχίσει η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του χθεσινού πραξικοπήματος που το χαρακτηρίζει η ωμή βία των μοναρχικών και η νοθεία, φρόντισε να εφοδιάσει τον τύπο με διάφορα ψεύδη και προκλήσεις, ώστε να εμφανίζεται η αντίθετη ακριβώς από την πραγματικότητα εικόνα. Ετσι ανακοινώθηκε χθες ότι στις 30/3 κομμουνιστική συμμορία χτύπησε το σταθμό χωροφυλακής Λιτοχώρου Κατερίνης με αποτέλεσμα το φόνο 10 χωροφυλάκων και στρατιωτών και άλλα προκλητικά ψεύδη για δήθεν επιθέσεις εναντίον της δεξιάς. Οπως έχουμε γράψει πολλές φορές ακριβώς στην περιφέρεια Κατερίνης δρα η μοναρχική συμμορία του Γαλή που τις τελευταίες ακριβώς μέρες οργίασε εναντίον του δημοκρατικού πληθυσμού όλης της περιφέρειας».
Η επίθεση στο Λιτόχωρο θεωρείται η συμβατική ημερομηνία έναρξης του εμφυλίου πολέμου. Στην πραγματικότητα το γεγονός αυτό δεν σήμανε την ξαφνική έναρξη της μαζικής ένοπλης δράσης ούτε, όπως είδαμε, η προηγούμενη περίοδος ήταν ειρηνική.
Η επίθεση στο Λιτόχωρο σηματοδότησε τη σταδιακή πορεία προς την ένοπλη αναμέτρηση, αλλά χρειάστηκαν ακόμη αρκετοί μήνες μέχρι να αποφασίσει το ΚΚΕ τη δημιουργία ενός νέου, πλήρως οργανωμένου αντάρτικου στρατού. Στο ενδιάμεσο διάστημα αυξήθηκαν σταδιακά οι επιθέσεις απέναντι στις παραστρατιωτικές ομάδες, στη χωροφυλακή και στην εθνοφυλακή. Σημαντική ήταν και η αύξηση των ίδιων των ένοπλων αντάρτικων ομάδων.
Στην περίοδο που ακολούθησε την επίθεση στο Λιτόχωρο επεκτάθηκε σημαντικά η ζώνη ελέγχου των ανταρτών.
Τον Ιούνιο του 1946 έγινε και η πρώτη απόπειρα κατάληψης πόλης, με την αποτυχημένη επίθεση στη Νάουσα. Οι επιθέσεις για την κατάληψη πόλεων και τη διάλυση σταθμών της χωροφυλακής επαναλήφθηκαν το φθινόπωρο, την ίδια περίοδο που οι αποτυχίες του Εθνικού Στρατού οδήγησαν σε μια πρώτη κρίση το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Η απάντηση από κυβερνητικής πλευράς ήταν η ένταση της προσπάθειας αύξησης του αριθμού των δυνάμεων ασφαλείας, η υλική ενίσχυσή τους, αρχικά από τη Βρετανία και στη συνέχεια από τις ΗΠΑ, και η εκκαθάρισή τους από τα πλέον «αναξιόπιστα στοιχεία» ώστε να καταστούν περισσότερο αξιόμαχες. Το επόμενο διάστημα οι στρατευμένοι αριστεροί θα περνούσαν συνήθως τη θητεία τους έγκλειστοι στη Μακρόνησο.
Η έγκριση από την κυβέρνηση του Γ' Ψηφίσματος («Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας») του Ιούνιο και η επιστροφή του βασιλιά, μετά το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946, αποτέλεσαν δύο ακόμη πολιτικά βήματα στην κλιμάκωση του Εμφυλίου.
Στρατιωτικά η κλιμάκωση αυτή μεταφράστηκε στην αύξηση της δύναμης των ανταρτών σε περίπου 7.000 με 8.000 και την προσπάθεια αποτελεσματικότερου ελέγχου της δράσης των αντάρτικων σωμάτων μέσω της δημιουργίας ενός κεντρικού αρχηγείου.
Στις 28 Οκτωβρίου 1946 ο Μάρκος Βαφειάδης και αρχηγοί ένοπλων ομάδων συναντήθηκαν στο χωριό Τσούκα Αντιχασίων, όπου αποφασίστηκε η συγκρότηση ενός ενιαίου αντάρτικου στρατού υπό το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Βαφειάδης.
Με την άνοδο στα βουνά μερικών ακόμη χιλιάδων ανταρτών και την επιστροφή άλλων που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία για να προστατευθούν από τις διώξεις, ο ενιαίος αυτός στρατός θα φτάσει στο τέλος του χρόνου τα 10.000 μέλη και στις 27 Δεκεμβρίου θα μετονομαστεί σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας με την παρακάτω διαταγή:
«1. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα που τα αντάρτικα τμήματά μας δημιουργήθηκαν και πάλεψαν ενάντια στον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, για τη λευτεριά του Λαού και για την ανεξαρτησία της χώρας, οι αντάρτικες δυνάμεις μεγάλωσαν σοβαρά σε αριθμό και δυνάμωσαν τόσο ώστε να μπορούν να θεωρούνται Στρατός.
2. Κρίνουμε πως είναι πια ώριμες οι προϋποθέσεις για να μετονομαστούν τα αντάρτικα σώματα σε Στρατό. Κατόπιν αυτού αποφασίζουμε την ονομασία των αντάρτικών Σωμάτων σε “Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος”.
3. Αυτό είναι σταθμός και απαρχή για νέα πιο αποφασιστική άνοδο της πάλης μας ενάντια στο μοναρχοφασισμό και την Αγγλική κατοχή.
4. Η ονομασία των άλλων σχηματισμών και μέχρι νεωτέρας μας διαταγής μένει όπως έχει σήμερα».
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Παραμένει ηθικά και πολιτικά νικητής
29 Αυγούστου 1949 - Για μια ήττα-νίκη
Στις 29 Αυγούστου 1949, τα τελευταία τμήματα του ΔΣΕ εγκαταλείπουν ένοπλα το Γράμμο. Είναι το τέλος της δεκαετίας της φωτιάς. Και επειδή η ιστορία δεν προσφέρεται για ζήτω ή ανάθεμα ,ειδικά σε αυτή τη περίοδο, χρειάζεται να αναδείξουμε πλευρές της περιόδου εκείνης, χρήσιμες τόσο για την ιστορική εκτίμηση όσο και για τη κατάσταση σήμερα.
1. Ο αγώνας του ΔΣΕ, αποτέλεσε αδιαίρετο τμήμα του αγώνα της περιόδου 1941-44, συνέχεια και κορύφωσή του. Αποτελεί έως και σήμερα την κορυφαία στιγμή της αντι-ιμπεριαλιστικής και κοινωνικής-ταξικής πάλης στη χώρα μας αλλά και συνολικά στη δυτική Ευρώπη. Ποτέ το αστικό κράτος στη χώρα δε γνώρισε πιο μεγάλο κίνδυνο για την ύπαρξή του.
2. Ο «εμφύλιος» επιβλήθηκε από τον ιμπεριαλισμό καθώς αποτελούσε στρατηγική επιλογή του η στρατιωτική εξόντωση του ένοπλου λαού και του ΕΑΜικού κινήματος. Στην Ελλάδα, τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του κινήματος αντίστασης, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού υποκειμένου όπως είχε διαπαιδαγωγηθεί την περίοδο 1941-45 και του πολιτικού υποκειμένου (ΚΚΕ και αλλαγή στάσης μετά την έλευση Ζαχαριάδη), δεν άφηναν περιθώρια για «ειρηνικές λύσεις» τύπου Ιταλίας ή Γαλλίας.
3. Ο ένοπλος αγώνας του λαού μας στα χρόνια 1946 - 1949 δεν ήταν απλώς ένας αγώνας δίκαιος,ταξικός και αντι-ιμπεριαλιστικός, αλλά και αγώνας διεθνιστικός. Στρεφόταν όχι μόνο ενάντια στην άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, αλλά συνέβαλε καθοριστικά στις γενικότερες στρατηγικές εξελίξεις της περιόδου σε παγκόσμιο επίπεδο. Από το Γράμμο έως το Πεκίνο.
«Διαλέξαμε την Ελλάδα και την Τουρκία ...γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης Θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης»
(Χ. Τρούμαν,«Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1967).
4. Γι αυτό το λόγο η ιμπεριαλιστική παρέμβαση στη χώρα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Από το 1947 μέχρι το 1950 είχαν μεταφερθεί στη χώρα μας με 500 αμερικανικά πλοία, 528.000(!!) τόνοι βοήθειας σε πολεμικό υλικό.
Παράλληλα δόθηκε τεράστια οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες,14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων, δεκάδες χιλιάδες ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί.
5. Απέναντι σε αυτή την υλική, συντριπτική υπεροπλία, ο ΔΣΕ αντέταξε ένα λαϊκό στρατό όπου η ηθική ατμόσφαιρα, η στάση αρχών, το πνεύμα και η ετοιμότητα της θυσίας ως το θάνατο η ανεξάντλητη σωματική, ηθική και πνευματική δύναμη των μαχητών/μαχητριών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο και ανέβασαν ακόμη υψηλότερα τα χαρακτηριστικά αυτά , ακόμη και σε σχέση με τη περιόδου του ΕΛΑΣ. Αυτό το στοιχείο τεκμηριώνει και ποια θα πρέπει να είναι τα στοιχεία υπεροχής ενός πραγματικά λαϊκού, επαναστατικού στρατού, στοιχεία που στη συνέχεια τα είδαμε να επαναλαμβάνονται στη Κούβα, το Βιετνάμ και αλλού.
6. Ο ΔΣΕ ανέδειξε, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, τη μεγάλη σημασία που έχει στην αύξηση της επαναστατικής-στρατιωτικής ικανότητας η συμμετοχή των γυναικών. Το ένα τρίτο της δύναμης του ΔΣΕ ήταν γυναίκες που δε διακρίθηκαν μόνο σε κλασικούς-μέχρι τότε- τομείς, ( η περίθαλψη των τραυματιών, υπηρεσίες επιμελητείας) αλλά ως μαχήτριες με το όπλο στο χέρι.
7. Παρά την αποσιώπηση και τη διαστρέβλωση, ο ΔΣΕ πραγματικά έφτασε το καθεστώς της χώρας στα όρια της ύπαρξής του. Το 1948, μετά τις επιχειρήσεις στο Μάλι-Μάδι, το καθεστώς επιβίωσε αποκλειστικά με την άμεση αμερικανική παρέμβαση.
«Ολόκληραι Ταξιαρχίαι διαλύονται... Η κατάστασις ήτο, πράγματι κρίσιμος…Η πλάστιγξ ήρχισε να κλίνη εις βάρος των Εθνικών Δυνάμεων». (Θ. Τσακαλώτος «Σαράντα χρόνια στρατιώτης της Ελλάδας», Τόμος ΙΙ, σελ. 162 - 165).
Το γεγονός ότι το καθεστώς επiβίωσε με αυτούς τους όρους σφραγίζει το σύνολο των εξελίξεων στη χώρα μέχρι και το 1981.
8. Από το 1949 έως και το 1981, το ιδιόμορφο καθεστώς που-αναγκαστικά- λειτουργεί στην Ελλάδα, δημιουργεί σειρά προβλημάτων εκσυγχρονισμού του συστήματος. Ο ΔΣΕ και το ΚΚΕ δεν ηττήθηκαν. Ούτε ηθικά , ούτε πολιτικά. Την επαύριο του 1949, το ΚΚΕ ανασυγκροτείται. Καθοδηγεί εργατικούς αγώνες.Τους αγώνες για την Κύπρο. Ιδρύει την ΕΔΑ. Η γενιά της «ήττας» αφορούσε συγκεκριμένα στρώματα της διανόησης και όχι το κορμό του λαϊκού κινήματος.
9. Σαν συνέπεια, στις δεκαετίες ΄70 και ΄80, αποτυπώνονται, με ιδιόμορφους όρους-και σαν απόηχος- οι συσχετισμοί της δεκαετίας του ΄40, εμπλουτισμένοι με στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Ακόμη και η παλινόρθωση-πτώση-κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού(;)σοσιαλισμού, δεν αποτυπώνεται στο επίπεδο του κινήματος και της αριστεράς, με τους όρους που αποτυπώθηκαν στην αριστερά της Δύσης. Χωρίς υπερβολή, ακόμη και σήμερα, η αριστερά στη χώρα μας αντλεί σημαντικό κομμάτι της δυναμικής της από τη δεκαετία του ΄40 και τα αποτυπώματά της στη συλλογική (αλλά και προσωπική/οικογενειακή) μνήμη. Το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» που εκμεταλλεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και εκποίησε με τον πιο χυδαίο τρόπο, εκεί έχει τις ρίζες του.
10. Μικρά συμπεράσματα:
α) Στην Ελλάδα ο αντι ιμπεριαλιστικός, πατριωτικός αγώνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον κοινωνικό-ταξικό. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η απουσία "σοσιαλιστικού" στρατοπέδου αποτυπώνεται και στον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων.
β) Χωρίς ανάγνωση των διεθνών συσχετισμών δεν μπορεί να υπάρξει νικηφόρα έκβαση σε χώρες με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας.
γ)Το στοιχείο του πολιτικού υποκειμένου και των ποιοτικών του χαρακτηριστικών έχει βαρύνουσα, έως και καθοριστική, σημασία.
δ) Το ηθικό και η ηθική (το σύστημα δλδ των αξιών) του λαϊκού παράγοντα, αποτελούν κρίσιμο όπλο της αναμέτρησης.
ε) Η ιστορία διδάσκει, καθοδηγεί, εμπνέει. Δεν αντιγράφεται. Δεν επαναλαμβάνεται. Καθήκον δικό μας, και όχι της ιστορίας, να χαράξουμε το σύγχρονο, πραγματικά επαναστατικό, δρόμο.
Στις 29 Αυγούστου 1949, τα τελευταία τμήματα του ΔΣΕ εγκαταλείπουν ένοπλα το Γράμμο. Είναι το τέλος της δεκαετίας της φωτιάς. Και επειδή η ιστορία δεν προσφέρεται για ζήτω ή ανάθεμα ,ειδικά σε αυτή τη περίοδο, χρειάζεται να αναδείξουμε πλευρές της περιόδου εκείνης, χρήσιμες τόσο για την ιστορική εκτίμηση όσο και για τη κατάσταση σήμερα.
1. Ο αγώνας του ΔΣΕ, αποτέλεσε αδιαίρετο τμήμα του αγώνα της περιόδου 1941-44, συνέχεια και κορύφωσή του. Αποτελεί έως και σήμερα την κορυφαία στιγμή της αντι-ιμπεριαλιστικής και κοινωνικής-ταξικής πάλης στη χώρα μας αλλά και συνολικά στη δυτική Ευρώπη. Ποτέ το αστικό κράτος στη χώρα δε γνώρισε πιο μεγάλο κίνδυνο για την ύπαρξή του.
2. Ο «εμφύλιος» επιβλήθηκε από τον ιμπεριαλισμό καθώς αποτελούσε στρατηγική επιλογή του η στρατιωτική εξόντωση του ένοπλου λαού και του ΕΑΜικού κινήματος. Στην Ελλάδα, τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του κινήματος αντίστασης, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού υποκειμένου όπως είχε διαπαιδαγωγηθεί την περίοδο 1941-45 και του πολιτικού υποκειμένου (ΚΚΕ και αλλαγή στάσης μετά την έλευση Ζαχαριάδη), δεν άφηναν περιθώρια για «ειρηνικές λύσεις» τύπου Ιταλίας ή Γαλλίας.
3. Ο ένοπλος αγώνας του λαού μας στα χρόνια 1946 - 1949 δεν ήταν απλώς ένας αγώνας δίκαιος,ταξικός και αντι-ιμπεριαλιστικός, αλλά και αγώνας διεθνιστικός. Στρεφόταν όχι μόνο ενάντια στην άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, αλλά συνέβαλε καθοριστικά στις γενικότερες στρατηγικές εξελίξεις της περιόδου σε παγκόσμιο επίπεδο. Από το Γράμμο έως το Πεκίνο.
«Διαλέξαμε την Ελλάδα και την Τουρκία ...γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης Θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης»
(Χ. Τρούμαν,«Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1967).
4. Γι αυτό το λόγο η ιμπεριαλιστική παρέμβαση στη χώρα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Από το 1947 μέχρι το 1950 είχαν μεταφερθεί στη χώρα μας με 500 αμερικανικά πλοία, 528.000(!!) τόνοι βοήθειας σε πολεμικό υλικό.
Παράλληλα δόθηκε τεράστια οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες,14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων, δεκάδες χιλιάδες ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί.
5. Απέναντι σε αυτή την υλική, συντριπτική υπεροπλία, ο ΔΣΕ αντέταξε ένα λαϊκό στρατό όπου η ηθική ατμόσφαιρα, η στάση αρχών, το πνεύμα και η ετοιμότητα της θυσίας ως το θάνατο η ανεξάντλητη σωματική, ηθική και πνευματική δύναμη των μαχητών/μαχητριών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο και ανέβασαν ακόμη υψηλότερα τα χαρακτηριστικά αυτά , ακόμη και σε σχέση με τη περιόδου του ΕΛΑΣ. Αυτό το στοιχείο τεκμηριώνει και ποια θα πρέπει να είναι τα στοιχεία υπεροχής ενός πραγματικά λαϊκού, επαναστατικού στρατού, στοιχεία που στη συνέχεια τα είδαμε να επαναλαμβάνονται στη Κούβα, το Βιετνάμ και αλλού.
6. Ο ΔΣΕ ανέδειξε, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, τη μεγάλη σημασία που έχει στην αύξηση της επαναστατικής-στρατιωτικής ικανότητας η συμμετοχή των γυναικών. Το ένα τρίτο της δύναμης του ΔΣΕ ήταν γυναίκες που δε διακρίθηκαν μόνο σε κλασικούς-μέχρι τότε- τομείς, ( η περίθαλψη των τραυματιών, υπηρεσίες επιμελητείας) αλλά ως μαχήτριες με το όπλο στο χέρι.
7. Παρά την αποσιώπηση και τη διαστρέβλωση, ο ΔΣΕ πραγματικά έφτασε το καθεστώς της χώρας στα όρια της ύπαρξής του. Το 1948, μετά τις επιχειρήσεις στο Μάλι-Μάδι, το καθεστώς επιβίωσε αποκλειστικά με την άμεση αμερικανική παρέμβαση.
«Ολόκληραι Ταξιαρχίαι διαλύονται... Η κατάστασις ήτο, πράγματι κρίσιμος…Η πλάστιγξ ήρχισε να κλίνη εις βάρος των Εθνικών Δυνάμεων». (Θ. Τσακαλώτος «Σαράντα χρόνια στρατιώτης της Ελλάδας», Τόμος ΙΙ, σελ. 162 - 165).
Το γεγονός ότι το καθεστώς επiβίωσε με αυτούς τους όρους σφραγίζει το σύνολο των εξελίξεων στη χώρα μέχρι και το 1981.
8. Από το 1949 έως και το 1981, το ιδιόμορφο καθεστώς που-αναγκαστικά- λειτουργεί στην Ελλάδα, δημιουργεί σειρά προβλημάτων εκσυγχρονισμού του συστήματος. Ο ΔΣΕ και το ΚΚΕ δεν ηττήθηκαν. Ούτε ηθικά , ούτε πολιτικά. Την επαύριο του 1949, το ΚΚΕ ανασυγκροτείται. Καθοδηγεί εργατικούς αγώνες.Τους αγώνες για την Κύπρο. Ιδρύει την ΕΔΑ. Η γενιά της «ήττας» αφορούσε συγκεκριμένα στρώματα της διανόησης και όχι το κορμό του λαϊκού κινήματος.
9. Σαν συνέπεια, στις δεκαετίες ΄70 και ΄80, αποτυπώνονται, με ιδιόμορφους όρους-και σαν απόηχος- οι συσχετισμοί της δεκαετίας του ΄40, εμπλουτισμένοι με στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Ακόμη και η παλινόρθωση-πτώση-κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού(;)σοσιαλισμού, δεν αποτυπώνεται στο επίπεδο του κινήματος και της αριστεράς, με τους όρους που αποτυπώθηκαν στην αριστερά της Δύσης. Χωρίς υπερβολή, ακόμη και σήμερα, η αριστερά στη χώρα μας αντλεί σημαντικό κομμάτι της δυναμικής της από τη δεκαετία του ΄40 και τα αποτυπώματά της στη συλλογική (αλλά και προσωπική/οικογενειακή) μνήμη. Το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» που εκμεταλλεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και εκποίησε με τον πιο χυδαίο τρόπο, εκεί έχει τις ρίζες του.
10. Μικρά συμπεράσματα:
α) Στην Ελλάδα ο αντι ιμπεριαλιστικός, πατριωτικός αγώνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον κοινωνικό-ταξικό. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η απουσία "σοσιαλιστικού" στρατοπέδου αποτυπώνεται και στον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων.
β) Χωρίς ανάγνωση των διεθνών συσχετισμών δεν μπορεί να υπάρξει νικηφόρα έκβαση σε χώρες με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας.
γ)Το στοιχείο του πολιτικού υποκειμένου και των ποιοτικών του χαρακτηριστικών έχει βαρύνουσα, έως και καθοριστική, σημασία.
δ) Το ηθικό και η ηθική (το σύστημα δλδ των αξιών) του λαϊκού παράγοντα, αποτελούν κρίσιμο όπλο της αναμέτρησης.
ε) Η ιστορία διδάσκει, καθοδηγεί, εμπνέει. Δεν αντιγράφεται. Δεν επαναλαμβάνεται. Καθήκον δικό μας, και όχι της ιστορίας, να χαράξουμε το σύγχρονο, πραγματικά επαναστατικό, δρόμο.
Ο πόλεμος που σφράγισε τη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία
Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε στις 29 Αυγούστου 1949 όταν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν στα εδάφη της Αλβανίας.
Το κόστος του εμφυλίου ήταν μεγάλο για το ΚΚΕ και την Αριστερά.
Πάνω από 55 χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να παραμείνουν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την ΕΣΣΔ, ενώ οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που συλλαμβάνονταν στο εσωτερικό της χώρας συνήθως εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες
Ουσιαστικά, ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949, όταν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού υποχώρησαν στην Αλβανία.
Η συμπύκνωσή τους στο κέντρο του μετώπου του Γράμμου και η οργάνωση της υποχώρησης είχε ξεκινήσει από το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας, αλλά η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 27 Αυγούστου, όταν ο ΔΣΕ υπερφαλαγγίστηκε από τη διάβαση «Πόρτα του Οσμάν» (Δ. Ζαφειρόπουλος, «Αντισυμμοριακός Αγών 1945-1949», Αθήναι 1956, σελ. 632· και Δ. Βλαντά, «Εμφύλιος πόλεμος 1945-1949», εκδόσεις ΓΡΑΜΜΗ, β’ ημίτομος, σελ. 261).
Ετσι, αν δεν υποχωρούσε στο αλβανικό έδαφος κινδύνευε να εγκλωβιστεί, να περικυκλωθεί και να εξοντωθεί μέχρι τελευταίου.
Το κόστος του εμφυλίου ήταν μεγάλο για το ΚΚΕ και την Αριστερά.
Πάνω από 55 χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να παραμείνουν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την ΕΣΣΔ, ενώ οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που συλλαμβάνονταν στο εσωτερικό της χώρας συνήθως εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες
Ουσιαστικά, ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949, όταν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού υποχώρησαν στην Αλβανία.
Η συμπύκνωσή τους στο κέντρο του μετώπου του Γράμμου και η οργάνωση της υποχώρησης είχε ξεκινήσει από το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας, αλλά η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 27 Αυγούστου, όταν ο ΔΣΕ υπερφαλαγγίστηκε από τη διάβαση «Πόρτα του Οσμάν» (Δ. Ζαφειρόπουλος, «Αντισυμμοριακός Αγών 1945-1949», Αθήναι 1956, σελ. 632· και Δ. Βλαντά, «Εμφύλιος πόλεμος 1945-1949», εκδόσεις ΓΡΑΜΜΗ, β’ ημίτομος, σελ. 261).
Ετσι, αν δεν υποχωρούσε στο αλβανικό έδαφος κινδύνευε να εγκλωβιστεί, να περικυκλωθεί και να εξοντωθεί μέχρι τελευταίου.
Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος περιγράφει ως εξής τις τελευταίες ημέρες του πολέμου:
«Στας 28 Αυγούστου η κίνησις ήτο σχεδόν άνευ αντιστάσεως και το βράδυ τα τμήματά μας ολοκλήρωσαν τον Β. Γράμμον και εξεχύνοντο προς κατάληψιν του Ν. Γράμμου. Τα τμήματά μας εσημείωσαν με φωτιές χαράς και αποδείξεως την κατάληψιν των συνόρων…
»Στις 29 Αυγούστου στας 5μ.μ. κατελήφθη από τους καταδρομείς του Ρούσσου η Μπάρα του Ν. Γράμμου. Την 30ην Αυγούστου, στας 5 μ.μ., η VIII Μεραρχία κατέλαβε το Κάμενικ. Στας 10 το πρωί κάθε αντίστασις εσταμάτησε παντού» (Θρ. Τσακαλώτος, «40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος», Αθήναι 1960, τόμος β’, σελ. 278).
Πότε άρχισε;
Για τον χρόνο έναρξης του εμφυλίου πολέμου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε ακριβείς με τα γεγονότα, δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε το εμφυλιοπολεμικό κλίμα και την οποιαδήποτε μεμονωμένη ένοπλη σύγκρουση με αυτόν καθαυτόν τον πόλεμο.
Το ΚΚΕ και η Αριστερά -αν και στις τάξεις της τελευταίας υπάρχουν κάποιες διαφορετικές απόψεις- ως αρχή του εμφυλίου πολέμου θεωρούσαν πάντοτε τον χρόνο οπόταν εμφανίστηκε οργανωμένος αντάρτικος στρατός, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1946, που ενοποιήθηκαν τα σκόρπια αντάρτικα τμήματα και συγκροτήθηκε το Γενικό Αρχηγείο των Ανταρτών.
Η αντίπαλη πλευρά και ορισμένοι στην Αριστερά θεωρούν ότι ο εμφύλιος ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου 1946 με την επιχείρηση ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών στον σταθμό της Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο. Κατά τη γνώμη μας, σωστή είναι η πρώτη άποψη.
«Στας 28 Αυγούστου η κίνησις ήτο σχεδόν άνευ αντιστάσεως και το βράδυ τα τμήματά μας ολοκλήρωσαν τον Β. Γράμμον και εξεχύνοντο προς κατάληψιν του Ν. Γράμμου. Τα τμήματά μας εσημείωσαν με φωτιές χαράς και αποδείξεως την κατάληψιν των συνόρων…
»Στις 29 Αυγούστου στας 5μ.μ. κατελήφθη από τους καταδρομείς του Ρούσσου η Μπάρα του Ν. Γράμμου. Την 30ην Αυγούστου, στας 5 μ.μ., η VIII Μεραρχία κατέλαβε το Κάμενικ. Στας 10 το πρωί κάθε αντίστασις εσταμάτησε παντού» (Θρ. Τσακαλώτος, «40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος», Αθήναι 1960, τόμος β’, σελ. 278).
Πότε άρχισε;
Για τον χρόνο έναρξης του εμφυλίου πολέμου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε ακριβείς με τα γεγονότα, δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε το εμφυλιοπολεμικό κλίμα και την οποιαδήποτε μεμονωμένη ένοπλη σύγκρουση με αυτόν καθαυτόν τον πόλεμο.
Το ΚΚΕ και η Αριστερά -αν και στις τάξεις της τελευταίας υπάρχουν κάποιες διαφορετικές απόψεις- ως αρχή του εμφυλίου πολέμου θεωρούσαν πάντοτε τον χρόνο οπόταν εμφανίστηκε οργανωμένος αντάρτικος στρατός, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1946, που ενοποιήθηκαν τα σκόρπια αντάρτικα τμήματα και συγκροτήθηκε το Γενικό Αρχηγείο των Ανταρτών.
Η αντίπαλη πλευρά και ορισμένοι στην Αριστερά θεωρούν ότι ο εμφύλιος ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου 1946 με την επιχείρηση ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών στον σταθμό της Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο. Κατά τη γνώμη μας, σωστή είναι η πρώτη άποψη.
Παρά το γεγονός ότι μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1946 το ΚΚΕ θεωρεί πως ο ένοπλος αγώνας είναι αναπόφευκτος -και αρχίζει να προετοιμάζεται γι’ αυτόν-, εντούτοις οργανωμένος και ολοκληρωτικός εμφύλιος πόλεμος, και από τις δύο πλευρές, αρχίζει να υπάρχει μόνο το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Αν, επομένως, δεχτούμε ότι η επιχείρηση στο Λιτόχωρο συνιστά την έναρξη του εμφυλίου, τότε γιατί να μη δεχτούμε πως ο εμφύλιος ξεκινάει το 1945, αμέσως μετά τη Βάρκιζα, με την έναρξη και το όργιο της Λευκής τρομοκρατίας;
Οι αιτίες του εμφυλίου
Για τις αιτίες του εμφυλίου πολέμου -και για τη δυνατότητα αποφυγής του- έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες.
Οι βασικές απόψεις είναι δύο:
Η άποψη των νικητών -που οργίασε στη μετεμφυλιακή περίοδο και αναπαράγεται στις μέρες μας από τη σχολή των λεγόμενων αναθεωρητών της Ιστορίας- : θεωρεί πως το ΚΚΕ και το ΕΑΜ από την κατοχή ακόμα είχαν έναν μοναδικό στόχο: της εξουσία. Για την εξουσία συγκρούστηκαν με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και κυρίως με τον ΕΔΕΣ στην κατοχή, για τον ίδιο σκοπό έκαναν τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Πρόκειται για την περιβόητη «θεωρία των τριών γύρων».
Η άποψη του ΚΚΕ και της Αριστεράς γενικότερα, με όποιες παραλλαγές υπάρχουν : το ΚΚΕ και η Αριστερά υποστηρίζουν πως τον εμφύλιο τον προκάλεσαν οι αντίπαλοί τους με τη βοήθεια της αγγλικής επέμβασης αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Παραδόξως μεν αλλά καθόλου ανεξήγητα, την άποψη της Αριστεράς ενισχύει ένα άρθρο του Γ. Παπανδρέου που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» στις 2-3-1948.
Οι αιτίες του εμφυλίου
Για τις αιτίες του εμφυλίου πολέμου -και για τη δυνατότητα αποφυγής του- έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες.
Οι βασικές απόψεις είναι δύο:
Η άποψη των νικητών -που οργίασε στη μετεμφυλιακή περίοδο και αναπαράγεται στις μέρες μας από τη σχολή των λεγόμενων αναθεωρητών της Ιστορίας- : θεωρεί πως το ΚΚΕ και το ΕΑΜ από την κατοχή ακόμα είχαν έναν μοναδικό στόχο: της εξουσία. Για την εξουσία συγκρούστηκαν με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και κυρίως με τον ΕΔΕΣ στην κατοχή, για τον ίδιο σκοπό έκαναν τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Πρόκειται για την περιβόητη «θεωρία των τριών γύρων».
Η άποψη του ΚΚΕ και της Αριστεράς γενικότερα, με όποιες παραλλαγές υπάρχουν : το ΚΚΕ και η Αριστερά υποστηρίζουν πως τον εμφύλιο τον προκάλεσαν οι αντίπαλοί τους με τη βοήθεια της αγγλικής επέμβασης αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Παραδόξως μεν αλλά καθόλου ανεξήγητα, την άποψη της Αριστεράς ενισχύει ένα άρθρο του Γ. Παπανδρέου που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» στις 2-3-1948.
Στο άρθρο αυτό αναγνωρίζεται η παντοδυναμία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στα χρόνια της κατοχής και η ανάγκη να τους αφαιρεθεί ώστε να παλινορθωθεί το αστικό καθεστώς. Κομβικό σημείο για να συμβεί αυτό θεωρείται ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, κάτι που συνέβηκε ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης του Δεκέμβρη του ’44, τον οποίο ο Γ. Παπανδρέου χαρακτηρίζει «δώρο του υψίστου».
Από το άρθρο αυτό γίνεται ξεκάθαρο πως στην κατοχή, οργανώνοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού, η Αριστερά κατάφερε να αναδειχτεί σε κυρίαρχη δύναμη πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Οπότε, για την εξουσία αγωνίζονταν οι αντίπαλοί της και όχι αυτή.
Εντούτοις, είναι βέβαιο πως αν δεν υπήρχε η αγγλική επέμβαση κι αν δεν είχαμε το όργιο της Λευκής τρομοκρατίας μετά τη Βάρκιζα, δεν θα ακολουθούσε ο τρίχρονος εμφύλιος πόλεμος.
Τον Μάιο του 1946 η Εθνική Αλληλεγγύη διαβίβασε στην ηγεσία του ΕΑΜ μια σειρά στοιχεία που καταγράφουν τις τρομοκρατικές -σε βάρος τους ΕΑΜικού κινήματος- ενέργειες σε όλη την Ελλάδα από τις 12/2/1945 (υπογραφή συμφωνίας της Βάρκιζας) ώς και τις 31/3/46 (ημέρα των εκλογών).
Τα στοιχεία αυτά έχουν ως εξής:
Φόνοι: 1.289.
Τραυματισμοί: 6.671.
Βασανισμοί: 31.632.
Συλλήψεις: 84.931.
Φυλακισμένοι (έως 8/5/46): 8.624.
Λεηλασίες-Καταστροφές: 18.767.
Καταστροφές γραφείων: 677.
Απόπειρες φόνων: 509.
Βιασμοί γυναικών: 165 (Πολιτικός Συνασπισμός Κομμάτων του ΕΑΜ, «Μαύρη Βίβλος», Αθήνα, Μάιος 1946, σελ. 37).
Μπορούσε να νικήσει ο ΔΣΕ;
Οπως συμβαίνει έπειτα από κάθε ήττα, έτσι και μετά τη λήξη του εμφυλίου το ΚΚΕ και την Αριστερά ταλάνισε το ερώτημα αναφορικά με τις αιτίες της και αν ήταν δυνατόν τα πράγματα να είχαν έρθει διαφορετικά. Στο ερώτημα αν «ο ΔΣΕ μπορούσε να νικήσει;» θα αφήσουμε να απαντήσουν οι αντίπαλοί του.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος, για παράδειγμα, θεωρεί πως ο ΔΣΕ ηττήθηκε γιατί η αντίπαλη πλευρά είχε τη βρετανική και την αμερικανική υποστήριξη, επειδή προκλήθηκε ρήξη ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και στον Στάλιν με αποτέλεσμα ο ΔΣΕ να χάσει τον μηχανισμό στήριξης και ενότητας των δυνάμεών του, γιατί ο κυβερνητικός στρατός ενισχύθηκε με την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Παπάγο, επειδή ο ΔΣΕ εγκατέλειψε μερικώς την αντάρτικη τακτική και, τέλος, επειδή η μεγάλη διάρκεια του πολέμου -τρία χρόνια- λειτούργησε σε βάρος των ανταρτών (Δ. Ζαφειρόπουλος, στο ίδιο, σελ. 657- 660).
Ο Ευάγγ. Αβέρωφ σημειώνει πως «αν το 1946 και 1947 όσοι πίστευαν στο ΚΚΕ είχαν καταταγή στον Δημοκρατικό Στρατό, οι μαχητές του θα είχαν ταχύτατα υπερβή τις 50.000» και «ο Μάρκος θα βρισκόταν στην ανάγκη να αρνηθή τη στράτευση μερικών δεκάδων χιλιάδων εθελοντών». Συνεπώς, «εάν κατά το 1947 ο Μάρκος διέθετε 50.000 μαχητάς, το τέλος του αγώνος θα ήταν διαφορετικό.
Ένας συμβιβασμός ευνοϊκός για το ΚΚΕ θα ήταν πολύ πιθανός. Το τέλος θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικό αν είχε φθάσει αυτόν τον αριθμό έστω και πριν ακόμη χρησιμοποιηθή πλήρως το αμερικανικό πολεμικό υλικό, δηλαδή προ του τέλους του 1948» (Ευάγγ. Αβέρωφ-Τοσίτσας, «Φωτιά και Τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 478).
Το κόστος
Λέγεται ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο χειρότερος απ’ όλους τους πολέμους. Σε γενικές γραμμές αυτό είναι σωστό. Πρόκειται για έναν πόλεμο που αφήνει τεράστιες και μακροχρόνιες πληγές, με χειρότερη αυτήν του διχασμού ενός λαού ώς τα κατώτερα στρώματά του. Αν αυτός ο διχασμός περιοριζόταν ανάμεσα στις κατώτερες και ανώτερες τάξεις της κοινωνίας τα πράγματα θα ήταν εύκολα στην αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων μιας χώρας.
Ενδεχομένως αυτός ο διχασμός να μην οδηγούσε καν σε εμφύλιο. Σε όλους, όμως, τους εμφυλίους της Ιστορίας και στις δύο πλευρές πολέμησαν παιδιά του λαού με αποτέλεσμα το κόστος της αναμέτρησης να καθίσταται οδυνηρό και δύσκολα επουλώσιμο.
Είναι αδύνατο, στο πλαίσιο αυτού του μικρού σημειώματος, να καταγράψουμε το συνολικό κόστος του εμφυλίου. Επιπλέον, αυτό είναι αρκετά δύσκολο ζήτημα καθώς μετά τον εμφύλιο κυριάρχησε η σκοπιμότητα. Η κάθε πλευρά εμφάνιζε περισσότερες τις απώλειες του αντιπάλου της και λιγότερες τις δικές της, ενώ οι νικητές φόρτωναν, διογκωμένες, τις καταστροφές που υπέστη η χώρα συνολικά στους αντάρτες.
Από το άρθρο αυτό γίνεται ξεκάθαρο πως στην κατοχή, οργανώνοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού, η Αριστερά κατάφερε να αναδειχτεί σε κυρίαρχη δύναμη πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Οπότε, για την εξουσία αγωνίζονταν οι αντίπαλοί της και όχι αυτή.
Εντούτοις, είναι βέβαιο πως αν δεν υπήρχε η αγγλική επέμβαση κι αν δεν είχαμε το όργιο της Λευκής τρομοκρατίας μετά τη Βάρκιζα, δεν θα ακολουθούσε ο τρίχρονος εμφύλιος πόλεμος.
Τον Μάιο του 1946 η Εθνική Αλληλεγγύη διαβίβασε στην ηγεσία του ΕΑΜ μια σειρά στοιχεία που καταγράφουν τις τρομοκρατικές -σε βάρος τους ΕΑΜικού κινήματος- ενέργειες σε όλη την Ελλάδα από τις 12/2/1945 (υπογραφή συμφωνίας της Βάρκιζας) ώς και τις 31/3/46 (ημέρα των εκλογών).
Τα στοιχεία αυτά έχουν ως εξής:
Φόνοι: 1.289.
Τραυματισμοί: 6.671.
Βασανισμοί: 31.632.
Συλλήψεις: 84.931.
Φυλακισμένοι (έως 8/5/46): 8.624.
Λεηλασίες-Καταστροφές: 18.767.
Καταστροφές γραφείων: 677.
Απόπειρες φόνων: 509.
Βιασμοί γυναικών: 165 (Πολιτικός Συνασπισμός Κομμάτων του ΕΑΜ, «Μαύρη Βίβλος», Αθήνα, Μάιος 1946, σελ. 37).
Μπορούσε να νικήσει ο ΔΣΕ;
Οπως συμβαίνει έπειτα από κάθε ήττα, έτσι και μετά τη λήξη του εμφυλίου το ΚΚΕ και την Αριστερά ταλάνισε το ερώτημα αναφορικά με τις αιτίες της και αν ήταν δυνατόν τα πράγματα να είχαν έρθει διαφορετικά. Στο ερώτημα αν «ο ΔΣΕ μπορούσε να νικήσει;» θα αφήσουμε να απαντήσουν οι αντίπαλοί του.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος, για παράδειγμα, θεωρεί πως ο ΔΣΕ ηττήθηκε γιατί η αντίπαλη πλευρά είχε τη βρετανική και την αμερικανική υποστήριξη, επειδή προκλήθηκε ρήξη ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και στον Στάλιν με αποτέλεσμα ο ΔΣΕ να χάσει τον μηχανισμό στήριξης και ενότητας των δυνάμεών του, γιατί ο κυβερνητικός στρατός ενισχύθηκε με την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Παπάγο, επειδή ο ΔΣΕ εγκατέλειψε μερικώς την αντάρτικη τακτική και, τέλος, επειδή η μεγάλη διάρκεια του πολέμου -τρία χρόνια- λειτούργησε σε βάρος των ανταρτών (Δ. Ζαφειρόπουλος, στο ίδιο, σελ. 657- 660).
Ο Ευάγγ. Αβέρωφ σημειώνει πως «αν το 1946 και 1947 όσοι πίστευαν στο ΚΚΕ είχαν καταταγή στον Δημοκρατικό Στρατό, οι μαχητές του θα είχαν ταχύτατα υπερβή τις 50.000» και «ο Μάρκος θα βρισκόταν στην ανάγκη να αρνηθή τη στράτευση μερικών δεκάδων χιλιάδων εθελοντών». Συνεπώς, «εάν κατά το 1947 ο Μάρκος διέθετε 50.000 μαχητάς, το τέλος του αγώνος θα ήταν διαφορετικό.
Ένας συμβιβασμός ευνοϊκός για το ΚΚΕ θα ήταν πολύ πιθανός. Το τέλος θα ήταν ενδεχομένως διαφορετικό αν είχε φθάσει αυτόν τον αριθμό έστω και πριν ακόμη χρησιμοποιηθή πλήρως το αμερικανικό πολεμικό υλικό, δηλαδή προ του τέλους του 1948» (Ευάγγ. Αβέρωφ-Τοσίτσας, «Φωτιά και Τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 478).
Το κόστος
Λέγεται ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο χειρότερος απ’ όλους τους πολέμους. Σε γενικές γραμμές αυτό είναι σωστό. Πρόκειται για έναν πόλεμο που αφήνει τεράστιες και μακροχρόνιες πληγές, με χειρότερη αυτήν του διχασμού ενός λαού ώς τα κατώτερα στρώματά του. Αν αυτός ο διχασμός περιοριζόταν ανάμεσα στις κατώτερες και ανώτερες τάξεις της κοινωνίας τα πράγματα θα ήταν εύκολα στην αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων μιας χώρας.
Ενδεχομένως αυτός ο διχασμός να μην οδηγούσε καν σε εμφύλιο. Σε όλους, όμως, τους εμφυλίους της Ιστορίας και στις δύο πλευρές πολέμησαν παιδιά του λαού με αποτέλεσμα το κόστος της αναμέτρησης να καθίσταται οδυνηρό και δύσκολα επουλώσιμο.
Είναι αδύνατο, στο πλαίσιο αυτού του μικρού σημειώματος, να καταγράψουμε το συνολικό κόστος του εμφυλίου. Επιπλέον, αυτό είναι αρκετά δύσκολο ζήτημα καθώς μετά τον εμφύλιο κυριάρχησε η σκοπιμότητα. Η κάθε πλευρά εμφάνιζε περισσότερες τις απώλειες του αντιπάλου της και λιγότερες τις δικές της, ενώ οι νικητές φόρτωναν, διογκωμένες, τις καταστροφές που υπέστη η χώρα συνολικά στους αντάρτες.
Θα αρκεστούμε, επομένως, σε ορισμένα στοιχεία. Στις 18-3-1952 η εφημερίδα «Ελευθερία» είχε δώσει έναν απολογισμό του εμφυλίου, τα στοιχεία του οποίου έχουν ως εξής: «Νεκροί 154.000. Ξεσπιτωμένοι αγρότες 800.000. Σπίτια ολικά κατεστραμμένα 24.626. Σπίτια μερικά κατεστραμμένα 22.000. Αγροτικά νοικοκυριά κατεστραμμένα 15.139. Σχολεία κατεστραμμένα 1.600. Γέφυρες οδικές κατεστραμμένες 476. Γέφυρες σιδηροδρομικές κατεστραμμένες 439. Εργοστάσια, νοσοκομεία κατεστραμμένα 241. Ζώα που χάθηκαν 1.480.669».
Τον απολογισμό αυτόν αποδέχεται και το ΚΚΕ. Επίσης το ΚΚΕ αναγνωρίζει ότι οι απώλειες του ΔΣΕ ήταν περί τις 30.000 αντάρτες («Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», Α’ τόμος 1918-1949, εκδόσεις Σ.Ε., Αθήνα 1995, σελ. 619).
Οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΣ, ήταν: 15.969 νεκροί, 37.557 τραυματίες και 2.001 αγνοούμενοι. Συνολικά 55.527 άνδρες. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερες.
Το κόστος για το ΚΚΕ και την Αριστερά
Το κόστος του εμφυλίου ήταν δυσβάστακτο για το ΚΚΕ και την Αριστερά. Τα επίσημα στοιχεία του ΚΚΕ, που κατατέθηκαν στην Τρίτη Συνδιάσκεψή του (10-14/10/1950), κάνουν λόγο για 55.881 πολιτικούς πρόσφυγες (αντάρτες και πολίτες που αναγκάστηκαν μετά την ήττα να εγκαταλείψουν τη χώρα), οι οποίοι κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ («III Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ - Εισηγήσεις, Λόγοι, Αποφάσεις», Αύγουστος 1951, Μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 266-267).
Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, κατά κανόνα συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες. Στοιχεία γι’ αυτό το θέμα δεν υπάρχουν καθόλου.
Επίσημα στοιχεία, επίσης, δεν υπάρχουν και για τις εκτελέσεις αγωνιστών που έγιναν ύστερα από δικαστικές αποφάσεις. Σύμφωνα, πάντως, με ανεπίσημα στοιχεία από τον Ιούλιο του 1946 ώς τον Οκτώβριο του 1951 επιβλήθηκαν συνολικά 7.500 θανατικές καταδίκες με το Γ’ Ψήφισμα του 1946 και τον Α.Ν. 509 του 1947, από τις οποίες 4.000-5.000 εκτελέστηκαν (Ν. Αλιβιζάτος, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 520).
Σκοτάδι καλύπτει και το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων. Στις 12/10/1951 το κράτος των Αθηνών αναγνώριζε επίσημα ότι μέχρι την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ανερχόταν στις 14.069.
Απ’ αυτούς οι 3.103 ήταν στη δικαιοδοσία των κακουργιοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην κατοχή και οι 10.966 ήταν στη δικαιοδοσία των εκτάκτων στρατοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τον εμφύλιο πόλεμο (Εισηγητική έκθεση στον Νόμο 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως»· και Ρούσος Κούνδουρος, «Η Ασφάλεια του καθεστώτος», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 133).
Χωρίς αμφιβολία τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή. Δεν καταγράφουν τους έγκλειστους στρατιώτες στο κάτεργο της Μακρονήσου, διότι δεν θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι αλλά φαντάροι που υπηρετούσαν τη θητεία τους.
Επίσης, δεν καταγράφονται και οι χιλιάδες των πολιτών που ούτε είχαν δικαστεί ούτε δίκη περίμεναν, αλλά κρατούνταν γενικώς και ανακρίνονταν επί πολλά έτη (Ρ. Κούνδουρος, στο ίδιο, σελ. 143).
Αν σ’ όλα αυτά συνυπολογιστεί το γεγονός ότι το ΚΚΕ έμεινε 27 χρόνια παράνομο, ενώ η νόμιμη Αριστερά (ΕΔΑ), για το ίδιο διάστημα, δρούσε υπό καθεστώς διωγμών και ημιπαρανομίας.
Αν συνυπολογιστεί το καθεστώς των αστυνομικών διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτοπίσεων, των πιστοποιητικών κοινωνικών και πολιτικών φρονημάτων.
Η επιβολή της δικτατορίας στο όνομα του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Ο χωρισμός του λαού σε πατριώτες και ΕΑΜοβούλγαρους απάτριδες.
Τότε γίνεται αντιληπτό ότι ο εμφύλιος σφράγισε ανεξίτηλα τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.
Τον απολογισμό αυτόν αποδέχεται και το ΚΚΕ. Επίσης το ΚΚΕ αναγνωρίζει ότι οι απώλειες του ΔΣΕ ήταν περί τις 30.000 αντάρτες («Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», Α’ τόμος 1918-1949, εκδόσεις Σ.Ε., Αθήνα 1995, σελ. 619).
Οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΣ, ήταν: 15.969 νεκροί, 37.557 τραυματίες και 2.001 αγνοούμενοι. Συνολικά 55.527 άνδρες. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερες.
Το κόστος για το ΚΚΕ και την Αριστερά
Το κόστος του εμφυλίου ήταν δυσβάστακτο για το ΚΚΕ και την Αριστερά. Τα επίσημα στοιχεία του ΚΚΕ, που κατατέθηκαν στην Τρίτη Συνδιάσκεψή του (10-14/10/1950), κάνουν λόγο για 55.881 πολιτικούς πρόσφυγες (αντάρτες και πολίτες που αναγκάστηκαν μετά την ήττα να εγκαταλείψουν τη χώρα), οι οποίοι κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ («III Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ - Εισηγήσεις, Λόγοι, Αποφάσεις», Αύγουστος 1951, Μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 266-267).
Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, κατά κανόνα συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες. Στοιχεία γι’ αυτό το θέμα δεν υπάρχουν καθόλου.
Επίσημα στοιχεία, επίσης, δεν υπάρχουν και για τις εκτελέσεις αγωνιστών που έγιναν ύστερα από δικαστικές αποφάσεις. Σύμφωνα, πάντως, με ανεπίσημα στοιχεία από τον Ιούλιο του 1946 ώς τον Οκτώβριο του 1951 επιβλήθηκαν συνολικά 7.500 θανατικές καταδίκες με το Γ’ Ψήφισμα του 1946 και τον Α.Ν. 509 του 1947, από τις οποίες 4.000-5.000 εκτελέστηκαν (Ν. Αλιβιζάτος, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 520).
Σκοτάδι καλύπτει και το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων. Στις 12/10/1951 το κράτος των Αθηνών αναγνώριζε επίσημα ότι μέχρι την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ανερχόταν στις 14.069.
Απ’ αυτούς οι 3.103 ήταν στη δικαιοδοσία των κακουργιοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην κατοχή και οι 10.966 ήταν στη δικαιοδοσία των εκτάκτων στρατοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τον εμφύλιο πόλεμο (Εισηγητική έκθεση στον Νόμο 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως»· και Ρούσος Κούνδουρος, «Η Ασφάλεια του καθεστώτος», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 133).
Χωρίς αμφιβολία τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή. Δεν καταγράφουν τους έγκλειστους στρατιώτες στο κάτεργο της Μακρονήσου, διότι δεν θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι αλλά φαντάροι που υπηρετούσαν τη θητεία τους.
Επίσης, δεν καταγράφονται και οι χιλιάδες των πολιτών που ούτε είχαν δικαστεί ούτε δίκη περίμεναν, αλλά κρατούνταν γενικώς και ανακρίνονταν επί πολλά έτη (Ρ. Κούνδουρος, στο ίδιο, σελ. 143).
Αν σ’ όλα αυτά συνυπολογιστεί το γεγονός ότι το ΚΚΕ έμεινε 27 χρόνια παράνομο, ενώ η νόμιμη Αριστερά (ΕΔΑ), για το ίδιο διάστημα, δρούσε υπό καθεστώς διωγμών και ημιπαρανομίας.
Αν συνυπολογιστεί το καθεστώς των αστυνομικών διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτοπίσεων, των πιστοποιητικών κοινωνικών και πολιτικών φρονημάτων.
Η επιβολή της δικτατορίας στο όνομα του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Ο χωρισμός του λαού σε πατριώτες και ΕΑΜοβούλγαρους απάτριδες.
Τότε γίνεται αντιληπτό ότι ο εμφύλιος σφράγισε ανεξίτηλα τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.
Επί της ουσίας
Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Η κυρίαρχη άποψη και φιλολογία ξορκίζει τον εμφύλιο ως ειδεχθές έγκλημα, ως παραβίαση της νομιμότητας και της εθνικής ενότητας. Η άποψη αυτή δεν πατάει στα πόδια της επιστημονικά. Σ' όλο τον κόσμο ο εμφύλιος πόλεμος ποτέ δεν εκδηλώθηκε ως ένα προαποφασισμένο σχέδιο. Ηταν αντικειμενική φυσιολογική εξέλιξη της σύγκρουσης ανάμεσα σε ριζικά αντιτιθέμενα κοινωνικά, ταξικά συμφέροντα. Που έφτανε στην εμφύλια σύρραξη όταν η ταξική πάλη κορυφωνόταν στον ανώτατο βαθμό της. Ο εμφύλιος πόλεμος, όσο κι αν ξορκίζεται, είναι έκφραση, είναι μέρος, στοιχείο, η ουσία της ταξικής πάλης. Είναι η κορύφωση της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από τις μορφές που μπορεί να πάρει. Συνήθως ένοπλες. Στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, η σύγκρουση με την αστική τάξη, με τους θεσμούς της εξουσίας της, εξαιτίας της αντιλαϊκής πολιτικής, είναι καθημερινή και οξύτατη.
Το παρατηρούμε ειδικά σήμερα που η οικονομική κρίση μαίνεται. Το κεφάλαιο επιχειρεί να φορτώσει, με την απειλή της πείνας και του τρόμου, όλες τις συνέπειες της κρίσης στην εργατική τάξη. Από την πλευρά της αστικής τάξης είναι ένας ανελέητος πόλεμος. Είναι, ταυτόχρονα, συγκαλυμμένος με το μανδύα της συναίνεσης, δηλαδή της υποταγής της εργατικής τάξης στους σχεδιασμούς των επιτελείων του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός δε γνωρίζει έλεος απέναντι στην εργατική τάξη μπροστά στο κέρδος. Είτε σε φάση ανάπτυξης είτε σε φάση διακοπής της διευρυμένης καπιταλιστικής παραγωγής.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί, εφόσον δε θέλει να φτάσει σε ζωώδη κατάσταση, παρά να αντισταθεί. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί, πολύ περισσότερο όταν η εποχή μας μπορεί να δώσει άμεσες και ουσιαστικές λύσεις και απαντήσεις στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Πώς θα λυθεί αυτή η αντίθεση; Πώς θα εξαλειφθεί αυτό το φαινόμενο, όπως το λέει ο λαός μας, οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι; Πώς θα εξαλειφθούν οριστικά οι κρίσεις; Δεν υπάρχει άλλη λύση από την κατάργηση της κύριας αιτίας. Της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την κοινωνική επανάσταση, τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η λαϊκή εξέγερση με στόχο την εξουσία είναι αναπόφευκτη. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Είναι εξέλιξη αναγκαία και δυνατή. Ωριμάζει μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, που δεν καταργείται, δεν αναστέλλεται. Η έκβαση, η νίκη της εξαρτάται και από ένα σύνολο παραγόντων, με καθοριστικό παράγοντα την ετοιμότητα και ωριμότητα του εργατικού κινήματος και της πρωτοπορίας του.
Ούτε η εργατική τάξη μπορεί να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής, ούτε η κυρίαρχη τάξη από τα προνόμιά της. Είναι θέμα συσχετισμών. Είναι θέμα ωρίμανσης των συνθηκών για ριζικές αλλαγές, με κυρίαρχο στοιχείο τη συνειδητή θέληση και απόφαση της πλειοψηφίας του λαού. Η εργατική τάξη έχει συμφέρον να εξελιχθεί αυτή η πάλη ομαλά και αναίμακτα. Η αστική τάξη δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Η Ιστορία διδάσκει ότι η άρχουσα τάξη δεν παραιτείται από την εξουσία της ούτε στο μνήμα της. Να, η βασική αιτία των εμφυλίων, της οξύτατης ταξικής σύγκρουσης. Είναι η βίαιη, με όλα τα μέσα, υπεράσπιση της εξουσίας της που τη θεωρεί αιώνια και απαραβίαστη και όταν ακόμα έχει πολιτικά ηττηθεί. Οπως έγινε στην Ελλάδα, όπως έγινε χαρακτηριστικά στη Χιλή κι αλλού. Ο εξορκισμός, λοιπόν, των εμφυλίων, της ταξικής πάλης, είναι το σκιάχτρο της άρχουσας τάξης για την υποταγή του εργατικού και λαϊκού κινήματος σε αιώνια σκλαβιά. Και θα ήταν ασυγχώρητη αφέλεια και αισχρή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης η αποδοχή αυτής της θεωρίας.
Ένας επιβεβλημένος πόλεμος
Ρωτούν μερικοί, γνωστοί και μη εξαιρετέοι αντίπαλοι και άσπονδοι φίλοι: Γιατί το ΚΚΕ «ανασκαλεύει» μνήμες, γιατί φέρνει ξανά στην επικαιρότητα τον αγώνα αυτό, που άλλοι τον βάφτισαν «συμμοριτοπόλεμο» και άλλοι τον επικρίνουν και τον ξορκίζουν ως έναν εμφύλιο αλληλοσπαραγμό; Όλοι αυτοί ξεχνούν ότι υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι, ανεξάρτητα σε αρκετές περιπτώσεις ποιος πρώτος επισήμως τον κηρύττει ή ποιος φαινομενικά πρώτος επιτίθεται. Ξεχνούν ότι ο πόλεμος, είτε πάρει τη μορφή της αντίστασης στην ξένη κατοχή, είτε τη μορφή της εσωτερικής ταξικής ένοπλης σύγκρουσης, δεν είναι προκαταβολική επιλογή των κομμουνιστών, των αγωνιστών, των λαών. Επιβάλλεται αναγκαστικά και υποχρεωτικά από τις εγχώριες αστικές δυνάμεις και τους ξένους ιμπεριαλιστές.
Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι η κομμουνιστική θεωρία είναι απολύτως συνυφασμένη με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν τους πολέμους. Δε θέλουν να ξέρουν αυτό που ο Μαρξ διακήρυξε, σε ανύποπτο χρόνο για τους πολλούς, ότι η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου αρχίζει εκεί που τελειώνει ο εργάσιμος χρόνος. Ότι η ελευθερία είναι συνώνυμη της συνείδησης της αναγκαιότητας. Οι αστικές δυνάμεις, αλλά και οι πάσης φύσεως οπορτουνιστές από τη δική τους πλευρά δε θέλουν και δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την ερμηνεία της ουσίας, των αιτιών και της φύσης των πολέμων. Οι πόλεμοι δεν εξαπολύονται από παράλογους και ψυχοπαθείς, ούτε καν από εκείνους που έχουν μεμονωμένα ιδιοτελή συμφέροντα. Σε κάθε ταξική κοινωνία, και στη δουλοκτητική και στη φεουδαρχική και στην καπιταλιστική, υπήρχαν και υπάρχουν πόλεμοι που αποτελούν τη συνέχιση της πολιτικής των καταπιεστικών τάξεων με τα πολιτικά - ειρηνικά λεγόμενα - μέσα.
Υπάρχουν αντιδραστικοί πόλεμοι και επαναστατικοί πόλεμοι. Ναι, να καταργηθούν! Και θα καταργηθούν μόνο όταν πάψουν να εξουσιάζουν αυτοί που καταπιέζουν και δολοφονούν λαούς, αυτοί που χρησιμοποιούν τα όπλα εκεί που δεν μπορεί να γίνει η με ειρηνικά πολιτικά μέσα διείσδυση των κεφαλαίων. Αποτελεί πρόκληση η διαβεβαίωση από διάφορες πολιτικές δυνάμεις ότι ο πόλεμος μπορεί να αποτραπεί με τις ειρηνικές διαπραγματεύσεις των αστικών κυβερνήσεων και με την εφαρμογή του διεθνούς ιμπεριαλιστικού δικαίου. Αποτελεί πρόκληση να θεωρείται ότι ειρηνικό πολιτικό μέσο είναι ο ιδεολογικός και πολιτικός εκβιασμός, ο εκφοβισμός, η απειλή απόλυσης, φυλάκισης, απομόνωσης, ο αποκλεισμός. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είτε γίνεται με ειρηνικά, είτε με πολεμικά μέσα, στηρίζεται στο βρώμικο πόλεμο της φθοράς των συνειδήσεων, είναι ένας πόλεμος σε βάρος των λαών που ανθεί σήμερα.
Δεν ξεχνάμε τίποτα!
Οι αιτίες δημιουργίας του ΔΣΕ δε βρίσκονται στο 1946, αλλά πολύ πριν, στα χρόνια της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης. Στην πραγματικότητα ακόμα και πιο πριν. Ο,τι έγινε στο επίπεδο της Ευρώπης, ανάλογα έγινε και στην Ελλάδα. Δεν ξεχνάμε τη μελετημένη στρατηγική του βρετανικού και γαλλικού ιμπεριαλισμού και την τάχα προσεκτική τακτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που ένα πράγμα επιδίωκαν: Να ρίξουν τη φασιστική Γερμανία σε πόλεμο με το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, την ΕΣΣΔ, προκειμένου να τη γονατίσουν, να τη νικήσουν, και μετά μεταξύ τους να μοιράσουν τις αγορές και τις σφαίρες επιρροής με το δικό τους εσωτερικό πόλεμο. Μόνο που η Σοβιετική Ένωση, με επικεφαλής το ΚΚΣΕ και τον ηρωικό σοβιετικό λαό, τους χάλασε τα σχέδια.
Και στην Ελλάδα ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, από την πρώτη στιγμή που φούντωσε το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης, με αιμοδότη και καθοδηγητή το ΚΚΕ, έκανε ό,τι μπορούσε για να κλέψει τη νίκη στο νήμα. Ώστε να παραδοθεί η εξουσία στις ελληνικές αστικές δυνάμεις, που - στη διάρκεια του πολέμου - άλλες συμμαχούσαν με τη φασιστική Γερμανία, ενώ άλλες περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο πόλεμος, εκ του ασφαλούς, στο Κάιρο και στο Λονδίνο, προκειμένου να καθίσουν στο σβέρκο του ελληνικού λαού. Ηταν ο βρετανικός στρατός στην Ελλάδα, αυτός που ενώ όφειλε να αφοπλίσει το γερμανικό στρατό που αποχωρούσε από την Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση, τον άφησε ανενόχλητο να οπισθοχωρεί και να σκοτώνει αγωνιστές.
Οι λάτρεις του αστικού πολιτικού συστήματος και οι κάθε λογής απογοητευμένοι και συμβιβασμένοι με αυτό, ας διαβάσουν προσεκτικά το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη, ως διπλωμάτη στην Αίγυπτο, στα χρόνια του πολέμου. Φρίττει και ο ίδιος για το σύστημα που υπηρετεί, καθώς οι αστοί πολιτικοί και τάχα δημοκράτες τρώνε και πίνουν, διασκεδάζουν, ασχολούνται με τα προσωπικά τους ζητήματα στην Αίγυπτο, την ίδια ώρα που ο ελληνικός λαός πεινά, πεθαίνει και ματώνει. Ορισμένοι από αυτούς αποκλήθηκαν «ήρωες» και «γέροντες της Δημοκρατίας» τα μεταπολεμικά χρόνια, «ευπατρίδες» πολιτικοί ηγέτες.
Όλοι αυτοί πέτυχαν τους σκοπούς τους, μόνο που δεν ήταν γραμμένο από καμιά μοίρα να τους πετύχουν. Πέρα από τον όποιο συσχετισμό δύναμης, διεθνώς και στην περιοχή, έπαιξαν ρόλο, δυστυχώς, και λάθη του Κόμματος, η έλλειψη πρόγνωσης για το ζήτημα της εξουσίας, οι αυταπάτες ότι με τη λήξη του πολέμου μπορεί να συνεχίσει η συμμαχία που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
Για μια ακόμη φορά, όμως, η επιστημονική μας θεωρία επιβεβαιώθηκε: Η ταξική πάλη δε σβήνει, δεν καταργείται, εκφράζεται με τη μια ή την άλλη μορφή και στις συμμαχίες που γίνονται για την απόκρουση του ιμπεριαλιστή επιδρομέα.
Επιβεβαιώθηκε ότι το κομμουνιστικό κίνημα, όταν δεν μπορεί να αποτρέψει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τότε υποχρεωτικά πρέπει να συνδέει διαλεκτικά την πάλη για την απελευθέρωση με την πάλη για την εξουσία.
Τα λάθη, όμως, του Κόμματος, σε μια περίοδο που χωρίς την απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική ετοιμότητα τέθηκε επικεφαλής ενός από τα πιο ρωμαλέα και πιο μαζικά αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης, δεν αθωώνουν σε καμιά περίπτωση τη συνειδητή στρατηγική επιλογή του ιμπεριαλισμού: 'Η να γονατίσει το ΕΑΜικό κίνημα με πολιτικά μέσα ή να το αιματοκυλήσει.
Παρά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η αστική τάξη γνώριζε ότι το ΕΑΜικό κίνημα είχε αφήσει παρακαταθήκες και πάλευε να μη χαθούν τα οράματα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Οι αστικές δυνάμεις, έχοντας αποδιοργανωθεί με τη φυγή τους στα δύσκολα χρόνια, προσπαθούσαν να σταθεροποιηθούν, πολύ περισσότερο που χρειάζονταν στην Ελλάδα ένα σταθερό πολιτικό σύστημα, μια αστική κυβέρνηση πρόθυμη να συνεργήσει στα σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Η τρομοκρατία και η βία κατά των κομμουνιστών, κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, οι δολοφονίες είναι οι παράγοντες εκείνοι που γέννησαν την ανάγκη του ΔΣΕ, όχι μόνο ως άμυνα, αλλά και ως ηρωική προσπάθεια για τη δικαίωση των οραμάτων της Εθνικής Αντίστασης.
Οταν μπροστά στους κομμουνιστές, στους αντικαπιταλιστές - αντιιμπεριαλιστές μπαίνει από τα ίδια τα πράγματα το ερώτημα «υποταγή ή αντεπίθεση», η απάντηση είναι μία: Αντεπίθεση!
Οταν τα πράγματα υποχρεώνουν να περάσεις σε ανώτερη μορφή πάλης, πρέπει να το κάνεις, φροντίζοντας να παίρνεις όλα τα μέτρα σου. Ποτέ μια μάχη εκ των προτέρων δεν περιλαμβάνει τη βεβαιότητα της νίκης.
Δεν ξεγράφει αυτή η Ιστορία
Τον καιρό που εξελισσόταν ο εμφύλιος, ο αντίπαλος μιλούσε για το ξενοκίνητο ΚΚΕ που έκανε τον εμφύλιο με έξωθεν εντολές.
Μετά τον εμφύλιο, δυνάμεις από το εσωτερικό του ΚΚΕ μιλούσαν για λάθος επιλογή του Κόμματος.
Τώρα τελευταία επιχειρούν να συνθέσουν τις δύο θέσεις. Διατηρούν την κατηγορία για «ξενοκίνητο ΚΚΕ» και τη δένουν με τη θέση για «λάθος απόφαση».
Στο βάθος του χρόνου και οι δύο αντιλήψεις έχουν κοινό παρονομαστή: Θέλουν να πείσουν ότι η ένοπλη πάλη - αναγκαστική εξέλιξη της όξυνσης της ταξικής πάλης - είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η αστική τάξη και τότε και σήμερα έχει κάθε λόγο να φοβάται πως όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Και κοντά στα άμεσα μέτρα καταστολής παίρνει κυρίως ιδεολογικά μέτρα.
Διάφοροι που έχουν φορέσει το μανδύα του «ιστορικού» έχουν αναλάβει εργολαβικά εδώ και χρόνια να ξαναγράψουν την Ιστορία του εμφυλίου, όχι απλά ως αφήγηση αλλά ως απόδειξη του μέγιστου κακού που συνιστά η ένοπλη αναμέτρηση της εργατικής με την αστική τάξη.
Στις μέρες μας αυτή η προσπάθεια συνοδεύεται από την έξαρση του αντικομμουνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ιστορία, όμως, έχει γραφτεί με αίμα. Και δεν ξεγράφει.
Χρειάστηκαν πολύχρονοι αγώνες του λαϊκού και πρώτ' απ' όλα του κομμουνιστικού κινήματος, για να σπάσει το φράγμα της σιωπής, της αγνόησης και της αναίσχυντης διαστρέβλωσης της Ιστορίας, για να κατακτηθούν βήμα βήμα η αναγνώριση και η αντικειμενική τοποθέτηση του αγώνα του ΔΣΕ. Για να κατανοηθεί πως ο ένοπλος αγώνας του λαού μας στα χρόνια 1946 - 1949 δεν ήταν απλώς ένας αγώνας δίκαιος, αλλά αγώνας ταξικός, αντιιμπεριαλιστικός, για μια Ελλάδα με αφέντη το λαό της, αλλά και αγώνας διεθνιστικός. Στρεφόταν όχι μόνο ενάντια στην άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, αλλά συνέβαλε και στην εναντίωση στις γενικότερες στρατηγικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ. Αλλωστε, οι επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών, κυρίως των Αμερικανών, που ενεπλάκησαν άμεσα στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, δεν κρύβονταν.
Ομολογίες
Η πρώτη ένοπλη απόπειρα να χτυπηθεί το λαϊκό κίνημα, προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες οργάνωσης της αστικής εξουσίας, ήταν το Δεκέμβρη του 1944. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μάλιστα, διατύπωσε τους απώτερους σκοπούς αυτής της εμπλοκής ως εξής: «Διαλέξαμε την Ελλάδα (αλλά) και την Τουρκία ...γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης Θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης» («Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1967).
Ήδη, από το Μάρτη του 1947, το Κογκρέσο των ΗΠΑ είχε ψηφίσει ειδικό πρόγραμμα βοήθειας στην Ελλάδα και στην Τουρκία, ύψους τετρακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων, επειδή οι χώρες αυτές «αντιμετώπιζαν κατά πολύ άμεσο τρόπο την κομμουνιστική απειλή», που υπογράφεται από τον Τρούμαν το Μάη του ίδιου χρόνου. Ηταν το περιβόητο «Δόγμα Τρούμαν».
Σχετικά με αυτό το θέμα είχε μιλήσει και ο αρχιστράτηγος Σ. Τσάμπερλεν, ο οποίος είχε αναφέρει σε έκθεσή του ότι «ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα ήταν απλώς μια φάση, σημαντική ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης».
Αλλά και ο στρατηγός Δημήτριος Ζαφειρόπουλος επιβεβαίωνε τις προθέσεις των Αμερικανών, με την ομολογία του ότι η ανάμειξή τους στα ελληνικά πράγματα δεν αποτελούσε «μόνον απλήν ηθικήν ενίσχυσιν, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν».
Επική δράση σε άνιση πάλη
Ο Δημοκρατικός Στρατός, με τις λίγες δυνάμεις του, αντιπάλεψε και πάρα πολλές φορές νίκησε έναν πανίσχυρο αντίπαλο. Ένας μαχητής του ΔΣΕ προς δέκα κυβερνητικούς στρατιώτες πολέμησε στο Γράμμο και στο Βίτσι και ένα προς εκατό ή εκατόν πενήντα ήταν ο πολεμικός εξοπλισμός του ΔΣΕ σε σχέση με τον κυβερνητικό. Ο κυβερνητικός στρατός εφοδιαζόταν ασταμάτητα από τους ιμπεριαλιστές με τα πιο σύγχρονα πολεμικά μέσα - υπολογίζεται, μάλιστα, ότι από το 1947 μέχρι το 1950 είχαν μεταφερθεί στη χώρα μας με πεντακόσια αμερικανικά πλοία 528 χιλιάδες τόνοι βοήθειας, που το μεγαλύτερο μέρος της το αποτελούσε το πολεμικό υλικό.
Από το 1947 που οι ΗΠΑ πήραν στην Ελλάδα τη σκυτάλη από τους Αγγλους, άρχισαν να εξοπλίζουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα και πολεμικό υλικό κατάλληλο για «ορεινές επιχειρήσεις» και κυρίως όλμους, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών και βόμβες «Ναπάλμ».
Η ανάμειξη των Αμερικανών ήταν παντού φανερή. Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα τις κατηύθυνε προσωπικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις του 1948 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Κορωνίς» και τον Αύγουστο του 1949 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Πυρσός» συμμετείχαν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού.
Στα γραφεία της Ασφάλειας, στην Αθήνα, εξάλλου, ήταν εγκαταστημένος ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που επέβλεπε τις συλλήψεις κομμουνιστών, αριστερών και άλλων πολιτών, ενώ, ουσιαστικά, τις μάχες ανάμεσα στο ΔΣΕ και στις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διηύθυναν Αμερικανοί αξιωματικοί, που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών και αργότερα των Ταξιαρχιών.
Οι εξουσίες στους Αμερικανούς είχαν δοθεί συγκεκριμένα από την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφθασαν τον Οκτώβρη του 1948 στην Αθήνα, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι υπουργοί Στρατιωτικών Ρόαγιαλ και Εξωτερικών Μάρσαλ. Οι Αμερικανοί, όμως, πρόσφεραν στις αντιδραστικές κυβερνήσεις της Αθήνας και μεγάλη οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων. Στους αριθμούς, μάλιστα, αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί. Αυτές ήταν οι δυνάμεις εκείνες, που νίκησαν, τελικά, το Δημοκρατικό Στρατό, του οποίου εντούτοις η δράση στα τρία χρόνια της ηρωικής και άνισης πάλης του υπήρξε επική.
Πώς στεκόμαστε απέναντι στο ΔΣΕ
«Η δράση του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του. Αυτά τα γεγονότα καταδείχνουν και τις μεγάλες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει ο ΔΣΕ.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός. Πέραν των άλλων, έβαλε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει το λεγόμενο ψυχρό πόλεμο.
Η πάλη του ΔΣΕ αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ, είτε έφερνε νίκες, είτε έρχονταν πικρές οι ήττες.
Το ΚΚΕ προσπαθεί να διδάσκεται από τη θετική και την αρνητική πείρα του ΔΣΕ, από τη γενικότερη πείρα του εργατικού - λαϊκού κινήματος των μεγάλων χρόνων της 10ετίας 1940 - 1949.
Ο αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης του ΔΣΕ προσδιορίζεται από τις συνθήκες που επέβαλαν τη δημιουργία του και τα αντίπαλα στρατόπεδα που συγκρούστηκαν: Από τη μια πλευρά, των λαϊκών δυνάμεων, που εκφράζονταν πολιτικά από το ΚΚΕ και συμμάχους του, όπως το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), και από την άλλη, όλων των συνασπισμένων εγχώριων αστικών δυνάμεων και των ξένων συμμάχων τους.
Αντιπαρατέθηκε η ένοπλη μαζική λαϊκή πάλη με την ένοπλη και θεσμική κρατική βία που ασκούσαν οι μηχανισμοί και οι κυβερνήσεις των Τσαλδάρη, Σοφούλη, Μαξίμου, των "δεξιών" και "φιλελεύθερων" κομμάτων από κοινού με τον εγγλέζικο και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το "δόγμα Τρούμαν" και το "σχέδιο Μάρσαλ" συντέλεσαν αποφασιστικά στη νίκη της αστικής τάξης (...)
Το δρόμο της αντίστασης, σε άλλες συνθήκες, επέλεξε το ΚΚΕ και στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα του ΔΣΕ. Στις φυλακές και στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στην παρανομία, στη νομιμότητα αργότερα και μέχρι σήμερα. Μπόρεσε να σταθεί όρθιο στις αρνητικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν διεθνώς και στο ίδιο το ΚΚΕ το 1989 - 1991.
Όλα τα τελευταία χρόνια οργιάζει η αστική προπαγάνδα, που βάλλει κατά της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από τις μορφές που μπορεί αυτή να πάρει, και που τη στιγματίζει ως ξεπερασμένη και επιζήμια για τα λαϊκά συμφέροντα. Μαζί της συκοφαντούνται και οι πιο υψηλές αξίες που γνώρισε η ανθρωπότητα, οι κομμουνιστικές αρχές και επιδιώξεις» (Από τη διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα του ΔΣΕ).
Η αγωνιστική στάση δικαιώνεται ιστορικά
Η αστική τάξη θα ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της δράσης του ΔΣΕ, να σβήσει τη μνήμη γι' αυτήν την εποποιία. Δεν το μπορεί όσο κι αν προσπαθεί. Οχι μόνο γιατί είναι τυπωμένες πια οι αναμνήσεις των αγωνιστών του ΔΣΕ, αλλά και γιατί παραμένουν τα σημάδια από τη δράση τους σε κάθε τσουγκάρι στα βουνά της πατρίδας μας. Και αρκεί μια επίσκεψη στους χώρους που αναπτύχθηκε αυτή η δράση για να γίνεις ένα με αυτούς, να συνειδητοποιήσεις ότι βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια πραγματική τιτανομαχία, με έναν ανεπανάληπτο μαζικό ηρωισμό. Ένα μικρό παράδειγμα: Το ύψωμα «Κλέφτης» είναι ένας από τους θρύλους των αγώνων του ΔΣΕ. Σε περιγραφές της εποχής αναφέρεται ότι μια ομάδα μάχης έκανε μέσα σε μια μέρα 7 αντεπιθέσεις.
Για να ανέβει κάποιος σήμερα από τους πρόποδες έως την κορυφή και να ξανακατέβει χρειάζεται οπωσδήποτε 4 με 5 ώρες. Τι δύναμη θέλησης, αντοχής και αυταπάρνησης, αλλά και πολεμικής τεχνικής χρειάζονταν να οργανωθούν αυτές οι αντεπιθέσεις μέσα στη φωτιά της μάχης, κάτω από τη συνεχή πίεση των αεροπλάνων και το ασταμάτητο σφυροκόπημα του πυροβολικού και άλλων όπλων... Στις περιγραφές φαντάζει κατόρθωμα. Στην επιτόπια έρευνα διαπιστώνει ο επισκέπτης ότι πρόκειται για ηρωισμό, για άθλο που ξεπερνά τα όρια της φαντασίας. Και να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα μόνο περιστατικό στα τόσα πολλά, που διαδραματίστηκαν στην τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ.
Η μελέτη της Ιστορίας του ΔΣΕ και μέσα από τα βιβλία και εκεί στους τόπους που ξετυλίχθηκε, βοηθάει να γνωρίσει κάποιος και να συνειδητοποιήσει τους σκοπούς αυτού του αγώνα αλλά και την ακλόνητη αφοσίωση των μαχητών του στην πραγματοποίησή τους. Να γνωρίσει τι σημαίνει ηρωισμός, αυταπάρνηση και μάχη με το θάνατο. Να ανακαλύψει τη δύναμη του λαού και τα ταλέντα που μπορεί να αναδείξει και ειδικά τη φοβερή δύναμη, αντοχή και ικανότητα των γυναικών, όταν τους δίνεται η δυνατότητα, τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου όταν μάχεται για ανώτερα ιδανικά. Να γνωρίσει τον αληθινό πατριωτισμό, αλλά και την ταξική αδιαλλαξία του αντιπάλου, που μπορεί να φτάσει ως τα έσχατα όρια, προκειμένου να υπερασπίσει τα ιερά και τα όσια της εξουσίας του.
Η Ιστορία του ΔΣΕ δεν ανήκει στο μουσείο. Γράφεται για να διδάσκει, να εμπνέει, να εξοπλίζει και πάντα για να αναγνωρίζει και να τιμά τους πρωτοπόρους, όσους ανοίγουν νέους δρόμους προς το μέλλον. Εχουμε υποχρέωση να τιμάμε και να θυμόμαστε τη θυσία που καταβλήθηκε, τους μαχητές και μαχήτριες που θυσιάστηκαν, την κληρονομιά που μας άφησαν, την υποχρέωση να δικαιώσουμε τους αγώνες τους για μια Ελλάδα σοσιαλιστική, το δίδαγμα για να γινόμαστε πιο ικανοί και πιο σοφοί στη διεξαγωγή των σύγχρονων αγώνων.
Αυτός ο αγώνας σημαδεύτηκε με πολλές θυσίες. Μερικοί, μάλιστα, τον θεωρούν λάθος και άσκοπες τις θυσίες. Οι δε νικητές, για πολλά χρόνια, ειδεχθές έγκλημα.
Για τους μαχητές του ΔΣΕ ήταν πράγματι ένας αφάνταστα σκληρός και άνισος αγώνας. Μα κανένας αγώνας δεν κρίνεται από τις δυσκολίες του κι αν ακόμα δεν έχουν υπολογιστεί σωστά ή με ακρίβεια οι συνθήκες διεξαγωγής του. Η ταξική πάλη έχει πάντα τις δυσκολίες της και τους όρους της. Κρίνεται από τους σκοπούς της. Αν αυτοί είναι δίκαιοι. Κρίνεται από στιγμές, που η Ιστορία θέτει μπροστά κρίσιμα διλήμματα και αφορούν άμεσα τη ζωή και το μέλλον του λαού. Σε τέτοιες στιγμές, κρίνεται η συνέπεια λόγων και έργων, η αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση των ιερών και οσίων του λαού. Είναι άλλο πράγμα η τακτική, ή ο καλός υπολογισμός όλων των παραγόντων για αποτελεσματική οργάνωση όλων των ενεργειών. Μιλάμε για τη θέση αρχής. Η Ιστορία του λαού μας είναι γεμάτη από τέτοιες στιγμές.
Θυμίζουμε επιγραμματικά:
1821: Εκφράζεται στο σύνθημα «Λευτεριά ή Θάνατος».
1940 - '41: «Υποταγή στον κατακτητή ή αντίσταση».
1944 - '45: «Τις αλυσίδες ή τα όπλα».
1949 - '64: «Δήλωση μετανοίας ή αξιοπρεπή αγωνιστική στάση».
1967: «Προσκύνημα στη χούντα ή ασυμβίβαστη πάλη».
Σήμερα: «Με τα μονοπώλια ή με το λαό».
Η απάντηση στα αμείλικτα αυτά διλήμματα είναι καθοριστικό ζήτημα. Η αγωνιστική στάση, εν γνώσει των συνεπειών, είναι ακριβώς η ομορφιά του αγώνα. Ο αγώνας σε αυτές τις περιπτώσεις κι αν ακόμα δε στεφθεί με νίκη, με επιτυχία, δικαιώνεται ιστορικά. Αφήνει παρακαταθήκες, προετοιμάζει και ωριμάζει τους επόμενους νικηφόρους αγώνες. Εκείνο που μένει τελικά στην Ιστορία, για τους αγωνιστές, είναι όχι οι δυσκολίες που συνάντησαν, αλλά η στάση που κράτησαν. Αυτή είναι η ομορφιά και το μεγαλείο του αγώνα. Μοναδική και ανεπανάληπτη. Η Ιστορία του ΔΣΕ είναι μια τέτοια μοναδική ομορφιά.
Πολύτιμη και ανεκτίμητη πείρα
Στο Γράμμο και το Βίτσι, στις άλλες ανταρτοκρατούμενες και ανταρτομάνες περιοχές όπου έδρασε ο ΔΣΕ, δε δοκιμάστηκε μόνο η ένοπλη ταξική πάλη, ο συσχετισμός δύναμης, αλλά και η γενικότερη στρατηγική και τακτική του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, οι επιδράσεις των διεθνών εξελίξεων και τάσεων. Η Ιστορία, βεβαίως, δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, ωστόσο προκύπτει πολύτιμη και ανεκτίμητη πείρα.
Και σήμερα όπως και τότε είναι επίκαιρο το ερώτημα: Υποταγή ή αντίσταση, συναίνεση ή ρήξη, καπιταλισμός ή σοσιαλισμός;
Η απάντηση έτσι και αλλιώς πρέπει να δίνεται καθημερινά, ανεξάρτητα από τις μορφές πάλης που σήμερα παίρνει ο εργατικός, ο λαϊκός αγώνας.
Η καθημερινή πίεση που νιώθουν οι εργαζόμενοι, το φάσμα της φτώχειας και της ανεργίας που απειλεί πολλούς, ο κίνδυνος ενός πιο γενικευμένου πολέμου στην περιοχή είναι υπαρκτά προβλήματα.
Υπάρχουν στιγμές - και αυτές θα έρθουν! - που μεσοβέζικες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Η κάνεις πίσω ή προχωράς ακάθεκτα προς τα εμπρός.
Η δικαίωση του αγώνα του ΔΣΕ δεν έχει έρθει ακόμα, παρά το γεγονός ότι τα μηνύματά του δε χάθηκαν, παρακίνησαν τα κατοπινά χρόνια σε αγώνες, σε μάχες και αναμετρήσεις.
Νέα προβλήματα στέκουν μπροστά μας σήμερα. Αύριο, μπροστά στο εργατικό, το κομμουνιστικό κίνημα θα τεθούν ακόμα πιο μεγάλα και σύνθετα.
Αυτό που έχει σημασία είναι:
Να έχουμε πλήρη ιδεολογικοπολιτική ετοιμότητα, επεξεργασμένη στρατηγική και ικανότητα να ανταποκριθούμε και σε μια απότομη στροφή του κινήματος, σε μια ενδεχόμενη στασιμότητα, αλλά και σε ένα πρωτοφανέρωτο φούντωμα, που έτσι και αλλιώς θα έρθει.
Στις μέρες μας, δεν είναι τυχαίο ότι η αιχμή της στρατηγικής του ιμπεριαλιστικού συστήματος συγκεντρώνεται στην προετοιμασία του για την αποτροπή και τη βίαιη καταστολή των λαϊκών εξεγέρσεων και την κατάπνιξη στο ξεκίνημά τους νέων επαναστάσεων. Δεν αρκείται καθόλου στην τεράστια ιδεολογική πίεση που ασκεί μέσα από έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό για τη χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων και ειδικά της νεολαίας. Θα ήταν, επομένως, πέρα για πέρα αφέλεια για το εργατικό και λαϊκό κίνημα να μην προετοιμάζεται, να μη διδάσκεται και να μη διαπαιδαγωγείται σε αποφασιστικό αγώνα με τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια και να κλαψουρίζει για τα δεινά του εμφυλίου πολέμου, όταν οι δυνάμεις αυτές γεννούν καθημερινά και σε μαζική κλίμακα τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τον πόλεμο, την καταστροφή του περιβάλλοντος, απίστευτες στερήσεις και βάσανα για τους λαούς.
Μελετάμε και προχωράμε
Η επαναστατική πρωτοπορία οφείλει να είναι προετοιμασμένη θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά, να έχει στρατηγική και σχέδιο, να παίξει το ρόλο της και να θέσει στο κέντρο της πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της το πρόβλημα της εξουσίας, όταν φυσικά υπάρχουν οι απαραίτητες αντικειμενικές συνθήκες. Να είναι έτοιμη την κατάλληλη στιγμή.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος, δικαιολογημένος και αφάνταστα ηρωικός. Δεν ξεκίνησε, όμως, στην ώρα του και δεν ξεκίνησε αποφασιστικά. Είναι και αυτό ένα ακόμα σπουδαίο δίδαγμα.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να μελετήσουμε τις σκέψεις ενός αριστοτέχνη της επαναστατικής στρατηγικής, του Λένιν. Γράφει: «Η ένοπλη όμως εξέγερση είναι ένα ιδιαίτερο είδος πολιτικού αγώνα, που υπάγεται σε ιδιαίτερους νόμους, νόμους που πρέπει να τους μελετήσει κανείς προσεχτικά».
Την αλήθεια αυτή τη διατύπωσε εξαιρετικά ανάγλυφα ο Καρλ Μαρξ που έγραφε ότι η ένοπλη "Η εξέγερση, όπως και ο πόλεμος, είναι τέχνη"».
Από τους κύριους κανόνες αυτής της τέχνης ο Μαρξ τόνισε τους εξής:
1. Ποτέ να μην παίζουμε με την εξέγερση, μα από τη στιγμή που θα την αρχίσουμε, να είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως πρέπει να την τραβήξουμε ως το τέλος.
2. Πρέπει να πραγματοποιούμε μεγάλη υπεροχή δυνάμεων στο αποφασιστικό σημείο και στην αποφασιστική στιγμή, γιατί διαφορετικά ο εχθρός που έχει καλύτερη προετοιμασία και οργάνωση θα εξοντώσει τους εξεγερμένους.
3. Από τη στιγμή που θα αρχίσει η εξέγερση πρέπει να δρούμε με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και απαραίτητα, οπωσδήποτε να περνάμε στην επίθεση. «Η άμυνα είναι ο θάνατος της ένοπλης εξέγερσης».
4. Πρέπει να προσπαθούμε να αιφνιδιάσουμε τον εχθρό, να συλλάβουμε τη στιγμή που τα στρατεύματά του θα είναι ακόμη σκόρπια.
Ο αγώνας του ΔΣΕ, ως κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα μας, έχει ακόμα να μας διδάξει πολλά. Οι νικητές του εμφυλίου προσπάθησαν και προσπαθούν να βάλουν ταφόπλακα στο επαναστατικό κίνημα. Οπως, όμως, σημειώνεται και στον πρόλογο του ιστορικού ταξιδιωτικού οδηγού για τον Γράμμο που εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή», ο λαός δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη.
Το νέο που έφερε ο αγώνας του ΔΣΕ
Ορισμένες πλευρές της δράσης και της προσφοράς του ΔΣΕ. Αφορούν απολύτως επίκαιρα ζητήματα.
1. Αναμφισβήτητα και δίκαια η ελληνική Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ, με την καθοδήγηση και την αιμοδοσία του ΚΚΕ, αναγορεύτηκε σε πανευρωπαϊκής σημασίας αγώνα, δίπλα στον ηρωικό και αναντικατάστατο αγώνα του σοβιετικού λαού, των άλλων λαών της Ευρώπης. Είχε συμβολή και θετικές επιπτώσεις στα μέτωπα του πολέμου εκτός Ελλάδας.
Ο αγώνας του ΔΣΕ, όμως, είχε ένα νέο στοιχείο, ανεξάρτητα από την έκβασή του λόγω του συσχετισμού των δυνάμεων. Αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Διακήρυξη της ΚΕ της 3ης Ιούνη του 2006, γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του.
2. Οι ποικιλώνυμοι αντίπαλοί μας, αλλά και οι κάθε λογής παλαιότεροι και κυρίως σύγχρονοι οπορτουνιστές, προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία του αγώνα αυτού, κρίνοντάς τον από το αποτέλεσμα και τις θυσίες που καταβλήθηκαν. Δε διστάζουν μάλιστα ανενδοίαστα να θεωρούν ότι ο αγώνας του ΔΣΕ οδήγησε στο χάος και στην οικονομική καταστροφή, αντιστρέφοντας όπως πάντα τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος.
Κι όμως, ο αγώνας αυτός, παρά την αρνητική του έκβαση, είχε τη δική του γενικότερη συνεισφορά. Οπως αναφέρει η Διακήρυξη της ΚΕ, είχε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει το λεγόμενο «ψυχρό πόλεμο». Ο ΔΣΕ απέπνευσε μόνο δίκαιο και ακατάβλητη ηθική, όπως και κάθε σύγχρονος ταξικός αγώνας, ανεξαρτήτως της μορφής πάλης, είτε φέρνει νίκες είτε ήττες.
Βεβαίως, χρειάζεται, παίρνοντας υπόψη και τις συγκεκριμένες συνθήκες, να τον μελετήσουμε βαθύτερα, ψύχραιμα και αντικειμενικά, με την απόσταση χρόνου που μας χωρίζει. Να διδαχτούμε από τη θετική πείρα, να μελετήσουμε, για να γίνουμε πιο μαχητικοί και δημιουργικοί σήμερα, από την όποια αρνητική πείρα προκύπτει, ιδιαίτερα σε θέματα στρατηγικής.
Ανέδειξε και απέδειξε τον ταξικό χαρακτήρα του πατριωτισμού.
3. Ο αγώνας του ΔΣΕ αναδεικνύει περίτρανα, αποδεικτικά και πειστικά, για όποιον θέλει χωρίς προκαταλήψεις να τον μελετήσει, τον ταξικό χαρακτήρα του πατριωτισμού, τα ταξικά χαρακτηριστικά της έννοιας πατρίδα.
Η πάλη του ΔΣΕ, ως ταξικός αγώνας με αντιιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό χαρακτήρα, απέδειξε ότι ο πατριωτισμός της εργατικής τάξης, των εργαζομένων γενικότερα, έχει μεγάλη διαφορά, αντιδιαμετρική, με τον όποιο λεγόμενο πατριωτισμό της αστικής τάξης και των συμμάχων της, κατά συνέπεια και των πολιτικών της εκπροσώπων.
Η έννοια πατρίδα, για την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό, δεν ταυτίζεται μόνο με τα γεωγραφικά και τα εθνικά σύνορα, τα κυριαρχικά δικαιώματα. Βεβαίως, αυτά είναι στοιχεία που αξίζουν τον αγώνα και με το παραπάνω. Η πραγματική υπεράσπισή τους αναπόφευκτα συνδέεται με την πάλη κατά της αστικής εξουσίας και ιδιοκτησίας, της ταξικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης, κατά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και συμμαχίας, κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η εργατική τάξη δεν έχει κοινά συμφέροντα στον αγώνα κατά του ξένου κατακτητή με την αστική τάξη της χώρας της. Ακόμα και αν αυτή στο σύνολό της ή σε ένα μέρος της θέλει να απαλλαγεί από την ξενική κατοχή. Οι μεν έχουν συμφέρον να κερδίσουν μια πατρίδα χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, που συμβάλλει στη διεθνιστική πάλη των λαών κατά του ιμπεριαλισμού. Οι άλλοι ενδιαφέρονται να κρατήσουν και να ενισχύσουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία στο εθνικό επίπεδο, να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Η αστική τάξη, όταν βρεθεί ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και στις κοινωνικοπολιτικές του συμμαχίες, στο επαναστατικό κίνημα και στον ξένο παράγοντα που διεκδικεί μερίδιό της, τότε δεν ταλαντεύεται. Εκχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα, παραιτείται και από μερίδιά της στα πλαίσια του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Συμμορφώνεται με τις διεθνείς εντολές ακόμα και με το βασικό ανταγωνιστή της μπροστά στον κίνδυνο ο απελευθερωτικός, ο αντιιμπεριαλιστικός, ο κοινωνικός αγώνας να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Και αν χάνει ένα μερίδιο από τα κέρδη της, αν ακόμα έχει απώλειες το γόητρό της, αντισταθμίζει τη ζημιά, καθώς επωφελείται από την πολιτική και στρατιωτική στήριξη του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα, άρα μπορεί να ελπίζει και σε αύξηση των κερδών της στην πορεία.
4. Ο αγώνας του ΔΣΕ παρέχει κορυφαίες αποδείξεις για το περιεχόμενο του προλεταριακού διεθνισμού και το περιεχόμενο του ιμπεριαλιστικού διεθνισμού. Η ουσία δεν αλλάζει παρά τις εξελίξεις και τα νέα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα. Πάνω απ' όλα, μας διδάσκει ότι θεμελιακό γνώρισμα και κριτήριο της ικανότητας του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι να εντάσσει, να υποτάσσει την καθημερινή του πάλη στην πάλη για το σοσιαλισμό. Αυτό το γνώρισμα κάνει πιο ικανό το Κόμμα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του αγώνα για τα καθημερινά οξυμένα προβλήματα, ανεβάζει την αποτελεσματικότητα. Ο αγώνας, επίσης, του ΔΣΕ δίνει διδάγματα για τη στρατηγική σημασία που έχει η πολιτική συμμαχιών για τη νικηφόρα έκβαση της πάλης.
5. Δικαιολογημένα ασκεί μεγάλη γοητεία η στάση αρχών, το πνεύμα και η ετοιμότητα της θυσίας ως το θάνατο των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ. Η ηθική ατμόσφαιρα που καλλιεργείται στον αντιιμπεριαλιστικό, στον επαναστατικό αγώνα είναι το υπόβαθρο που καλλιεργεί τέτοιες συμπεριφορές. Αναδείχτηκε η ανεξάντλητη σωματική, ηθική και πνευματική δύναμη του μαχητή. Η οργανωτική και πολεμική πείρα που διέθεταν οι μαχητές, η οποία βεβαίως διαμορφώθηκε και κάτω από την αντίστοιχη πείρα του ΕΛΑΣίτικου αγώνα του '42 - '45.
6. Ο ΔΣΕ ανέδειξε, επίσης, τη μεγάλη σημασία που έχει στην αύξηση της επαναστατικής ικανότητας η συμμετοχή των γυναικών. Την περίοδο αυτή αδυνάτισαν, περιθωριοποιήθηκαν καθυστερημένες αντιλήψεις και προκαταλήψεις ότι η μάχη, ο ένοπλος αγώνας είναι υπόθεση κυρίως ανδρική. Το ένα τρίτο της δύναμης του ΔΣΕ ήταν γυναίκες που δε διακρίθηκαν μόνο σε κλασικούς τομείς, όπως είναι η περίθαλψη των τραυματιών, άλλες υπηρεσίες επιμελητείας. Διακρίθηκαν ως μαχήτριες με το όπλο στο χέρι, ανέδειξαν πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες.
Η κυρίαρχη άποψη και φιλολογία ξορκίζει τον εμφύλιο ως ειδεχθές έγκλημα, ως παραβίαση της νομιμότητας και της εθνικής ενότητας. Η άποψη αυτή δεν πατάει στα πόδια της επιστημονικά. Σ' όλο τον κόσμο ο εμφύλιος πόλεμος ποτέ δεν εκδηλώθηκε ως ένα προαποφασισμένο σχέδιο. Ηταν αντικειμενική φυσιολογική εξέλιξη της σύγκρουσης ανάμεσα σε ριζικά αντιτιθέμενα κοινωνικά, ταξικά συμφέροντα. Που έφτανε στην εμφύλια σύρραξη όταν η ταξική πάλη κορυφωνόταν στον ανώτατο βαθμό της. Ο εμφύλιος πόλεμος, όσο κι αν ξορκίζεται, είναι έκφραση, είναι μέρος, στοιχείο, η ουσία της ταξικής πάλης. Είναι η κορύφωση της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από τις μορφές που μπορεί να πάρει. Συνήθως ένοπλες. Στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, η σύγκρουση με την αστική τάξη, με τους θεσμούς της εξουσίας της, εξαιτίας της αντιλαϊκής πολιτικής, είναι καθημερινή και οξύτατη.
Το παρατηρούμε ειδικά σήμερα που η οικονομική κρίση μαίνεται. Το κεφάλαιο επιχειρεί να φορτώσει, με την απειλή της πείνας και του τρόμου, όλες τις συνέπειες της κρίσης στην εργατική τάξη. Από την πλευρά της αστικής τάξης είναι ένας ανελέητος πόλεμος. Είναι, ταυτόχρονα, συγκαλυμμένος με το μανδύα της συναίνεσης, δηλαδή της υποταγής της εργατικής τάξης στους σχεδιασμούς των επιτελείων του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός δε γνωρίζει έλεος απέναντι στην εργατική τάξη μπροστά στο κέρδος. Είτε σε φάση ανάπτυξης είτε σε φάση διακοπής της διευρυμένης καπιταλιστικής παραγωγής.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί, εφόσον δε θέλει να φτάσει σε ζωώδη κατάσταση, παρά να αντισταθεί. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί, πολύ περισσότερο όταν η εποχή μας μπορεί να δώσει άμεσες και ουσιαστικές λύσεις και απαντήσεις στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Πώς θα λυθεί αυτή η αντίθεση; Πώς θα εξαλειφθεί αυτό το φαινόμενο, όπως το λέει ο λαός μας, οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι; Πώς θα εξαλειφθούν οριστικά οι κρίσεις; Δεν υπάρχει άλλη λύση από την κατάργηση της κύριας αιτίας. Της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την κοινωνική επανάσταση, τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η λαϊκή εξέγερση με στόχο την εξουσία είναι αναπόφευκτη. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Είναι εξέλιξη αναγκαία και δυνατή. Ωριμάζει μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, που δεν καταργείται, δεν αναστέλλεται. Η έκβαση, η νίκη της εξαρτάται και από ένα σύνολο παραγόντων, με καθοριστικό παράγοντα την ετοιμότητα και ωριμότητα του εργατικού κινήματος και της πρωτοπορίας του.
Ούτε η εργατική τάξη μπορεί να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής, ούτε η κυρίαρχη τάξη από τα προνόμιά της. Είναι θέμα συσχετισμών. Είναι θέμα ωρίμανσης των συνθηκών για ριζικές αλλαγές, με κυρίαρχο στοιχείο τη συνειδητή θέληση και απόφαση της πλειοψηφίας του λαού. Η εργατική τάξη έχει συμφέρον να εξελιχθεί αυτή η πάλη ομαλά και αναίμακτα. Η αστική τάξη δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Η Ιστορία διδάσκει ότι η άρχουσα τάξη δεν παραιτείται από την εξουσία της ούτε στο μνήμα της. Να, η βασική αιτία των εμφυλίων, της οξύτατης ταξικής σύγκρουσης. Είναι η βίαιη, με όλα τα μέσα, υπεράσπιση της εξουσίας της που τη θεωρεί αιώνια και απαραβίαστη και όταν ακόμα έχει πολιτικά ηττηθεί. Οπως έγινε στην Ελλάδα, όπως έγινε χαρακτηριστικά στη Χιλή κι αλλού. Ο εξορκισμός, λοιπόν, των εμφυλίων, της ταξικής πάλης, είναι το σκιάχτρο της άρχουσας τάξης για την υποταγή του εργατικού και λαϊκού κινήματος σε αιώνια σκλαβιά. Και θα ήταν ασυγχώρητη αφέλεια και αισχρή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης η αποδοχή αυτής της θεωρίας.
Ένας επιβεβλημένος πόλεμος
Ρωτούν μερικοί, γνωστοί και μη εξαιρετέοι αντίπαλοι και άσπονδοι φίλοι: Γιατί το ΚΚΕ «ανασκαλεύει» μνήμες, γιατί φέρνει ξανά στην επικαιρότητα τον αγώνα αυτό, που άλλοι τον βάφτισαν «συμμοριτοπόλεμο» και άλλοι τον επικρίνουν και τον ξορκίζουν ως έναν εμφύλιο αλληλοσπαραγμό; Όλοι αυτοί ξεχνούν ότι υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι, ανεξάρτητα σε αρκετές περιπτώσεις ποιος πρώτος επισήμως τον κηρύττει ή ποιος φαινομενικά πρώτος επιτίθεται. Ξεχνούν ότι ο πόλεμος, είτε πάρει τη μορφή της αντίστασης στην ξένη κατοχή, είτε τη μορφή της εσωτερικής ταξικής ένοπλης σύγκρουσης, δεν είναι προκαταβολική επιλογή των κομμουνιστών, των αγωνιστών, των λαών. Επιβάλλεται αναγκαστικά και υποχρεωτικά από τις εγχώριες αστικές δυνάμεις και τους ξένους ιμπεριαλιστές.
Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι η κομμουνιστική θεωρία είναι απολύτως συνυφασμένη με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν τους πολέμους. Δε θέλουν να ξέρουν αυτό που ο Μαρξ διακήρυξε, σε ανύποπτο χρόνο για τους πολλούς, ότι η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου αρχίζει εκεί που τελειώνει ο εργάσιμος χρόνος. Ότι η ελευθερία είναι συνώνυμη της συνείδησης της αναγκαιότητας. Οι αστικές δυνάμεις, αλλά και οι πάσης φύσεως οπορτουνιστές από τη δική τους πλευρά δε θέλουν και δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την ερμηνεία της ουσίας, των αιτιών και της φύσης των πολέμων. Οι πόλεμοι δεν εξαπολύονται από παράλογους και ψυχοπαθείς, ούτε καν από εκείνους που έχουν μεμονωμένα ιδιοτελή συμφέροντα. Σε κάθε ταξική κοινωνία, και στη δουλοκτητική και στη φεουδαρχική και στην καπιταλιστική, υπήρχαν και υπάρχουν πόλεμοι που αποτελούν τη συνέχιση της πολιτικής των καταπιεστικών τάξεων με τα πολιτικά - ειρηνικά λεγόμενα - μέσα.
Υπάρχουν αντιδραστικοί πόλεμοι και επαναστατικοί πόλεμοι. Ναι, να καταργηθούν! Και θα καταργηθούν μόνο όταν πάψουν να εξουσιάζουν αυτοί που καταπιέζουν και δολοφονούν λαούς, αυτοί που χρησιμοποιούν τα όπλα εκεί που δεν μπορεί να γίνει η με ειρηνικά πολιτικά μέσα διείσδυση των κεφαλαίων. Αποτελεί πρόκληση η διαβεβαίωση από διάφορες πολιτικές δυνάμεις ότι ο πόλεμος μπορεί να αποτραπεί με τις ειρηνικές διαπραγματεύσεις των αστικών κυβερνήσεων και με την εφαρμογή του διεθνούς ιμπεριαλιστικού δικαίου. Αποτελεί πρόκληση να θεωρείται ότι ειρηνικό πολιτικό μέσο είναι ο ιδεολογικός και πολιτικός εκβιασμός, ο εκφοβισμός, η απειλή απόλυσης, φυλάκισης, απομόνωσης, ο αποκλεισμός. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είτε γίνεται με ειρηνικά, είτε με πολεμικά μέσα, στηρίζεται στο βρώμικο πόλεμο της φθοράς των συνειδήσεων, είναι ένας πόλεμος σε βάρος των λαών που ανθεί σήμερα.
Δεν ξεχνάμε τίποτα!
Οι αιτίες δημιουργίας του ΔΣΕ δε βρίσκονται στο 1946, αλλά πολύ πριν, στα χρόνια της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης. Στην πραγματικότητα ακόμα και πιο πριν. Ο,τι έγινε στο επίπεδο της Ευρώπης, ανάλογα έγινε και στην Ελλάδα. Δεν ξεχνάμε τη μελετημένη στρατηγική του βρετανικού και γαλλικού ιμπεριαλισμού και την τάχα προσεκτική τακτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που ένα πράγμα επιδίωκαν: Να ρίξουν τη φασιστική Γερμανία σε πόλεμο με το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, την ΕΣΣΔ, προκειμένου να τη γονατίσουν, να τη νικήσουν, και μετά μεταξύ τους να μοιράσουν τις αγορές και τις σφαίρες επιρροής με το δικό τους εσωτερικό πόλεμο. Μόνο που η Σοβιετική Ένωση, με επικεφαλής το ΚΚΣΕ και τον ηρωικό σοβιετικό λαό, τους χάλασε τα σχέδια.
Και στην Ελλάδα ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, από την πρώτη στιγμή που φούντωσε το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης, με αιμοδότη και καθοδηγητή το ΚΚΕ, έκανε ό,τι μπορούσε για να κλέψει τη νίκη στο νήμα. Ώστε να παραδοθεί η εξουσία στις ελληνικές αστικές δυνάμεις, που - στη διάρκεια του πολέμου - άλλες συμμαχούσαν με τη φασιστική Γερμανία, ενώ άλλες περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο πόλεμος, εκ του ασφαλούς, στο Κάιρο και στο Λονδίνο, προκειμένου να καθίσουν στο σβέρκο του ελληνικού λαού. Ηταν ο βρετανικός στρατός στην Ελλάδα, αυτός που ενώ όφειλε να αφοπλίσει το γερμανικό στρατό που αποχωρούσε από την Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση, τον άφησε ανενόχλητο να οπισθοχωρεί και να σκοτώνει αγωνιστές.
Οι λάτρεις του αστικού πολιτικού συστήματος και οι κάθε λογής απογοητευμένοι και συμβιβασμένοι με αυτό, ας διαβάσουν προσεκτικά το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη, ως διπλωμάτη στην Αίγυπτο, στα χρόνια του πολέμου. Φρίττει και ο ίδιος για το σύστημα που υπηρετεί, καθώς οι αστοί πολιτικοί και τάχα δημοκράτες τρώνε και πίνουν, διασκεδάζουν, ασχολούνται με τα προσωπικά τους ζητήματα στην Αίγυπτο, την ίδια ώρα που ο ελληνικός λαός πεινά, πεθαίνει και ματώνει. Ορισμένοι από αυτούς αποκλήθηκαν «ήρωες» και «γέροντες της Δημοκρατίας» τα μεταπολεμικά χρόνια, «ευπατρίδες» πολιτικοί ηγέτες.
Όλοι αυτοί πέτυχαν τους σκοπούς τους, μόνο που δεν ήταν γραμμένο από καμιά μοίρα να τους πετύχουν. Πέρα από τον όποιο συσχετισμό δύναμης, διεθνώς και στην περιοχή, έπαιξαν ρόλο, δυστυχώς, και λάθη του Κόμματος, η έλλειψη πρόγνωσης για το ζήτημα της εξουσίας, οι αυταπάτες ότι με τη λήξη του πολέμου μπορεί να συνεχίσει η συμμαχία που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
Για μια ακόμη φορά, όμως, η επιστημονική μας θεωρία επιβεβαιώθηκε: Η ταξική πάλη δε σβήνει, δεν καταργείται, εκφράζεται με τη μια ή την άλλη μορφή και στις συμμαχίες που γίνονται για την απόκρουση του ιμπεριαλιστή επιδρομέα.
Επιβεβαιώθηκε ότι το κομμουνιστικό κίνημα, όταν δεν μπορεί να αποτρέψει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τότε υποχρεωτικά πρέπει να συνδέει διαλεκτικά την πάλη για την απελευθέρωση με την πάλη για την εξουσία.
Τα λάθη, όμως, του Κόμματος, σε μια περίοδο που χωρίς την απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική ετοιμότητα τέθηκε επικεφαλής ενός από τα πιο ρωμαλέα και πιο μαζικά αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης, δεν αθωώνουν σε καμιά περίπτωση τη συνειδητή στρατηγική επιλογή του ιμπεριαλισμού: 'Η να γονατίσει το ΕΑΜικό κίνημα με πολιτικά μέσα ή να το αιματοκυλήσει.
Παρά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η αστική τάξη γνώριζε ότι το ΕΑΜικό κίνημα είχε αφήσει παρακαταθήκες και πάλευε να μη χαθούν τα οράματα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Οι αστικές δυνάμεις, έχοντας αποδιοργανωθεί με τη φυγή τους στα δύσκολα χρόνια, προσπαθούσαν να σταθεροποιηθούν, πολύ περισσότερο που χρειάζονταν στην Ελλάδα ένα σταθερό πολιτικό σύστημα, μια αστική κυβέρνηση πρόθυμη να συνεργήσει στα σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Η τρομοκρατία και η βία κατά των κομμουνιστών, κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, οι δολοφονίες είναι οι παράγοντες εκείνοι που γέννησαν την ανάγκη του ΔΣΕ, όχι μόνο ως άμυνα, αλλά και ως ηρωική προσπάθεια για τη δικαίωση των οραμάτων της Εθνικής Αντίστασης.
Οταν μπροστά στους κομμουνιστές, στους αντικαπιταλιστές - αντιιμπεριαλιστές μπαίνει από τα ίδια τα πράγματα το ερώτημα «υποταγή ή αντεπίθεση», η απάντηση είναι μία: Αντεπίθεση!
Οταν τα πράγματα υποχρεώνουν να περάσεις σε ανώτερη μορφή πάλης, πρέπει να το κάνεις, φροντίζοντας να παίρνεις όλα τα μέτρα σου. Ποτέ μια μάχη εκ των προτέρων δεν περιλαμβάνει τη βεβαιότητα της νίκης.
Δεν ξεγράφει αυτή η Ιστορία
Τον καιρό που εξελισσόταν ο εμφύλιος, ο αντίπαλος μιλούσε για το ξενοκίνητο ΚΚΕ που έκανε τον εμφύλιο με έξωθεν εντολές.
Μετά τον εμφύλιο, δυνάμεις από το εσωτερικό του ΚΚΕ μιλούσαν για λάθος επιλογή του Κόμματος.
Τώρα τελευταία επιχειρούν να συνθέσουν τις δύο θέσεις. Διατηρούν την κατηγορία για «ξενοκίνητο ΚΚΕ» και τη δένουν με τη θέση για «λάθος απόφαση».
Στο βάθος του χρόνου και οι δύο αντιλήψεις έχουν κοινό παρονομαστή: Θέλουν να πείσουν ότι η ένοπλη πάλη - αναγκαστική εξέλιξη της όξυνσης της ταξικής πάλης - είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η αστική τάξη και τότε και σήμερα έχει κάθε λόγο να φοβάται πως όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Και κοντά στα άμεσα μέτρα καταστολής παίρνει κυρίως ιδεολογικά μέτρα.
Διάφοροι που έχουν φορέσει το μανδύα του «ιστορικού» έχουν αναλάβει εργολαβικά εδώ και χρόνια να ξαναγράψουν την Ιστορία του εμφυλίου, όχι απλά ως αφήγηση αλλά ως απόδειξη του μέγιστου κακού που συνιστά η ένοπλη αναμέτρηση της εργατικής με την αστική τάξη.
Στις μέρες μας αυτή η προσπάθεια συνοδεύεται από την έξαρση του αντικομμουνισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ιστορία, όμως, έχει γραφτεί με αίμα. Και δεν ξεγράφει.
Χρειάστηκαν πολύχρονοι αγώνες του λαϊκού και πρώτ' απ' όλα του κομμουνιστικού κινήματος, για να σπάσει το φράγμα της σιωπής, της αγνόησης και της αναίσχυντης διαστρέβλωσης της Ιστορίας, για να κατακτηθούν βήμα βήμα η αναγνώριση και η αντικειμενική τοποθέτηση του αγώνα του ΔΣΕ. Για να κατανοηθεί πως ο ένοπλος αγώνας του λαού μας στα χρόνια 1946 - 1949 δεν ήταν απλώς ένας αγώνας δίκαιος, αλλά αγώνας ταξικός, αντιιμπεριαλιστικός, για μια Ελλάδα με αφέντη το λαό της, αλλά και αγώνας διεθνιστικός. Στρεφόταν όχι μόνο ενάντια στην άρχουσα τάξη και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, αλλά συνέβαλε και στην εναντίωση στις γενικότερες στρατηγικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ. Αλλωστε, οι επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών, κυρίως των Αμερικανών, που ενεπλάκησαν άμεσα στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, δεν κρύβονταν.
Ομολογίες
Η πρώτη ένοπλη απόπειρα να χτυπηθεί το λαϊκό κίνημα, προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες οργάνωσης της αστικής εξουσίας, ήταν το Δεκέμβρη του 1944. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μάλιστα, διατύπωσε τους απώτερους σκοπούς αυτής της εμπλοκής ως εξής: «Διαλέξαμε την Ελλάδα (αλλά) και την Τουρκία ...γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης Θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης» («Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1967).
Ήδη, από το Μάρτη του 1947, το Κογκρέσο των ΗΠΑ είχε ψηφίσει ειδικό πρόγραμμα βοήθειας στην Ελλάδα και στην Τουρκία, ύψους τετρακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων, επειδή οι χώρες αυτές «αντιμετώπιζαν κατά πολύ άμεσο τρόπο την κομμουνιστική απειλή», που υπογράφεται από τον Τρούμαν το Μάη του ίδιου χρόνου. Ηταν το περιβόητο «Δόγμα Τρούμαν».
Σχετικά με αυτό το θέμα είχε μιλήσει και ο αρχιστράτηγος Σ. Τσάμπερλεν, ο οποίος είχε αναφέρει σε έκθεσή του ότι «ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα ήταν απλώς μια φάση, σημαντική ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης».
Αλλά και ο στρατηγός Δημήτριος Ζαφειρόπουλος επιβεβαίωνε τις προθέσεις των Αμερικανών, με την ομολογία του ότι η ανάμειξή τους στα ελληνικά πράγματα δεν αποτελούσε «μόνον απλήν ηθικήν ενίσχυσιν, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν».
Επική δράση σε άνιση πάλη
Ο Δημοκρατικός Στρατός, με τις λίγες δυνάμεις του, αντιπάλεψε και πάρα πολλές φορές νίκησε έναν πανίσχυρο αντίπαλο. Ένας μαχητής του ΔΣΕ προς δέκα κυβερνητικούς στρατιώτες πολέμησε στο Γράμμο και στο Βίτσι και ένα προς εκατό ή εκατόν πενήντα ήταν ο πολεμικός εξοπλισμός του ΔΣΕ σε σχέση με τον κυβερνητικό. Ο κυβερνητικός στρατός εφοδιαζόταν ασταμάτητα από τους ιμπεριαλιστές με τα πιο σύγχρονα πολεμικά μέσα - υπολογίζεται, μάλιστα, ότι από το 1947 μέχρι το 1950 είχαν μεταφερθεί στη χώρα μας με πεντακόσια αμερικανικά πλοία 528 χιλιάδες τόνοι βοήθειας, που το μεγαλύτερο μέρος της το αποτελούσε το πολεμικό υλικό.
Από το 1947 που οι ΗΠΑ πήραν στην Ελλάδα τη σκυτάλη από τους Αγγλους, άρχισαν να εξοπλίζουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα και πολεμικό υλικό κατάλληλο για «ορεινές επιχειρήσεις» και κυρίως όλμους, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών και βόμβες «Ναπάλμ».
Η ανάμειξη των Αμερικανών ήταν παντού φανερή. Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα τις κατηύθυνε προσωπικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις του 1948 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Κορωνίς» και τον Αύγουστο του 1949 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Πυρσός» συμμετείχαν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού.
Στα γραφεία της Ασφάλειας, στην Αθήνα, εξάλλου, ήταν εγκαταστημένος ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που επέβλεπε τις συλλήψεις κομμουνιστών, αριστερών και άλλων πολιτών, ενώ, ουσιαστικά, τις μάχες ανάμεσα στο ΔΣΕ και στις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διηύθυναν Αμερικανοί αξιωματικοί, που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών και αργότερα των Ταξιαρχιών.
Οι εξουσίες στους Αμερικανούς είχαν δοθεί συγκεκριμένα από την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφθασαν τον Οκτώβρη του 1948 στην Αθήνα, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι υπουργοί Στρατιωτικών Ρόαγιαλ και Εξωτερικών Μάρσαλ. Οι Αμερικανοί, όμως, πρόσφεραν στις αντιδραστικές κυβερνήσεις της Αθήνας και μεγάλη οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων. Στους αριθμούς, μάλιστα, αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί. Αυτές ήταν οι δυνάμεις εκείνες, που νίκησαν, τελικά, το Δημοκρατικό Στρατό, του οποίου εντούτοις η δράση στα τρία χρόνια της ηρωικής και άνισης πάλης του υπήρξε επική.
Πώς στεκόμαστε απέναντι στο ΔΣΕ
«Η δράση του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του. Αυτά τα γεγονότα καταδείχνουν και τις μεγάλες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει ο ΔΣΕ.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός. Πέραν των άλλων, έβαλε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει το λεγόμενο ψυχρό πόλεμο.
Η πάλη του ΔΣΕ αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ, είτε έφερνε νίκες, είτε έρχονταν πικρές οι ήττες.
Το ΚΚΕ προσπαθεί να διδάσκεται από τη θετική και την αρνητική πείρα του ΔΣΕ, από τη γενικότερη πείρα του εργατικού - λαϊκού κινήματος των μεγάλων χρόνων της 10ετίας 1940 - 1949.
Ο αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης του ΔΣΕ προσδιορίζεται από τις συνθήκες που επέβαλαν τη δημιουργία του και τα αντίπαλα στρατόπεδα που συγκρούστηκαν: Από τη μια πλευρά, των λαϊκών δυνάμεων, που εκφράζονταν πολιτικά από το ΚΚΕ και συμμάχους του, όπως το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), και από την άλλη, όλων των συνασπισμένων εγχώριων αστικών δυνάμεων και των ξένων συμμάχων τους.
Αντιπαρατέθηκε η ένοπλη μαζική λαϊκή πάλη με την ένοπλη και θεσμική κρατική βία που ασκούσαν οι μηχανισμοί και οι κυβερνήσεις των Τσαλδάρη, Σοφούλη, Μαξίμου, των "δεξιών" και "φιλελεύθερων" κομμάτων από κοινού με τον εγγλέζικο και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το "δόγμα Τρούμαν" και το "σχέδιο Μάρσαλ" συντέλεσαν αποφασιστικά στη νίκη της αστικής τάξης (...)
Το δρόμο της αντίστασης, σε άλλες συνθήκες, επέλεξε το ΚΚΕ και στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα του ΔΣΕ. Στις φυλακές και στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στην παρανομία, στη νομιμότητα αργότερα και μέχρι σήμερα. Μπόρεσε να σταθεί όρθιο στις αρνητικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν διεθνώς και στο ίδιο το ΚΚΕ το 1989 - 1991.
Όλα τα τελευταία χρόνια οργιάζει η αστική προπαγάνδα, που βάλλει κατά της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από τις μορφές που μπορεί αυτή να πάρει, και που τη στιγματίζει ως ξεπερασμένη και επιζήμια για τα λαϊκά συμφέροντα. Μαζί της συκοφαντούνται και οι πιο υψηλές αξίες που γνώρισε η ανθρωπότητα, οι κομμουνιστικές αρχές και επιδιώξεις» (Από τη διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα του ΔΣΕ).
Η αγωνιστική στάση δικαιώνεται ιστορικά
Η αστική τάξη θα ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της δράσης του ΔΣΕ, να σβήσει τη μνήμη γι' αυτήν την εποποιία. Δεν το μπορεί όσο κι αν προσπαθεί. Οχι μόνο γιατί είναι τυπωμένες πια οι αναμνήσεις των αγωνιστών του ΔΣΕ, αλλά και γιατί παραμένουν τα σημάδια από τη δράση τους σε κάθε τσουγκάρι στα βουνά της πατρίδας μας. Και αρκεί μια επίσκεψη στους χώρους που αναπτύχθηκε αυτή η δράση για να γίνεις ένα με αυτούς, να συνειδητοποιήσεις ότι βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια πραγματική τιτανομαχία, με έναν ανεπανάληπτο μαζικό ηρωισμό. Ένα μικρό παράδειγμα: Το ύψωμα «Κλέφτης» είναι ένας από τους θρύλους των αγώνων του ΔΣΕ. Σε περιγραφές της εποχής αναφέρεται ότι μια ομάδα μάχης έκανε μέσα σε μια μέρα 7 αντεπιθέσεις.
Για να ανέβει κάποιος σήμερα από τους πρόποδες έως την κορυφή και να ξανακατέβει χρειάζεται οπωσδήποτε 4 με 5 ώρες. Τι δύναμη θέλησης, αντοχής και αυταπάρνησης, αλλά και πολεμικής τεχνικής χρειάζονταν να οργανωθούν αυτές οι αντεπιθέσεις μέσα στη φωτιά της μάχης, κάτω από τη συνεχή πίεση των αεροπλάνων και το ασταμάτητο σφυροκόπημα του πυροβολικού και άλλων όπλων... Στις περιγραφές φαντάζει κατόρθωμα. Στην επιτόπια έρευνα διαπιστώνει ο επισκέπτης ότι πρόκειται για ηρωισμό, για άθλο που ξεπερνά τα όρια της φαντασίας. Και να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα μόνο περιστατικό στα τόσα πολλά, που διαδραματίστηκαν στην τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ.
Η μελέτη της Ιστορίας του ΔΣΕ και μέσα από τα βιβλία και εκεί στους τόπους που ξετυλίχθηκε, βοηθάει να γνωρίσει κάποιος και να συνειδητοποιήσει τους σκοπούς αυτού του αγώνα αλλά και την ακλόνητη αφοσίωση των μαχητών του στην πραγματοποίησή τους. Να γνωρίσει τι σημαίνει ηρωισμός, αυταπάρνηση και μάχη με το θάνατο. Να ανακαλύψει τη δύναμη του λαού και τα ταλέντα που μπορεί να αναδείξει και ειδικά τη φοβερή δύναμη, αντοχή και ικανότητα των γυναικών, όταν τους δίνεται η δυνατότητα, τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου όταν μάχεται για ανώτερα ιδανικά. Να γνωρίσει τον αληθινό πατριωτισμό, αλλά και την ταξική αδιαλλαξία του αντιπάλου, που μπορεί να φτάσει ως τα έσχατα όρια, προκειμένου να υπερασπίσει τα ιερά και τα όσια της εξουσίας του.
Η Ιστορία του ΔΣΕ δεν ανήκει στο μουσείο. Γράφεται για να διδάσκει, να εμπνέει, να εξοπλίζει και πάντα για να αναγνωρίζει και να τιμά τους πρωτοπόρους, όσους ανοίγουν νέους δρόμους προς το μέλλον. Εχουμε υποχρέωση να τιμάμε και να θυμόμαστε τη θυσία που καταβλήθηκε, τους μαχητές και μαχήτριες που θυσιάστηκαν, την κληρονομιά που μας άφησαν, την υποχρέωση να δικαιώσουμε τους αγώνες τους για μια Ελλάδα σοσιαλιστική, το δίδαγμα για να γινόμαστε πιο ικανοί και πιο σοφοί στη διεξαγωγή των σύγχρονων αγώνων.
Αυτός ο αγώνας σημαδεύτηκε με πολλές θυσίες. Μερικοί, μάλιστα, τον θεωρούν λάθος και άσκοπες τις θυσίες. Οι δε νικητές, για πολλά χρόνια, ειδεχθές έγκλημα.
Για τους μαχητές του ΔΣΕ ήταν πράγματι ένας αφάνταστα σκληρός και άνισος αγώνας. Μα κανένας αγώνας δεν κρίνεται από τις δυσκολίες του κι αν ακόμα δεν έχουν υπολογιστεί σωστά ή με ακρίβεια οι συνθήκες διεξαγωγής του. Η ταξική πάλη έχει πάντα τις δυσκολίες της και τους όρους της. Κρίνεται από τους σκοπούς της. Αν αυτοί είναι δίκαιοι. Κρίνεται από στιγμές, που η Ιστορία θέτει μπροστά κρίσιμα διλήμματα και αφορούν άμεσα τη ζωή και το μέλλον του λαού. Σε τέτοιες στιγμές, κρίνεται η συνέπεια λόγων και έργων, η αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση των ιερών και οσίων του λαού. Είναι άλλο πράγμα η τακτική, ή ο καλός υπολογισμός όλων των παραγόντων για αποτελεσματική οργάνωση όλων των ενεργειών. Μιλάμε για τη θέση αρχής. Η Ιστορία του λαού μας είναι γεμάτη από τέτοιες στιγμές.
Θυμίζουμε επιγραμματικά:
1821: Εκφράζεται στο σύνθημα «Λευτεριά ή Θάνατος».
1940 - '41: «Υποταγή στον κατακτητή ή αντίσταση».
1944 - '45: «Τις αλυσίδες ή τα όπλα».
1949 - '64: «Δήλωση μετανοίας ή αξιοπρεπή αγωνιστική στάση».
1967: «Προσκύνημα στη χούντα ή ασυμβίβαστη πάλη».
Σήμερα: «Με τα μονοπώλια ή με το λαό».
Η απάντηση στα αμείλικτα αυτά διλήμματα είναι καθοριστικό ζήτημα. Η αγωνιστική στάση, εν γνώσει των συνεπειών, είναι ακριβώς η ομορφιά του αγώνα. Ο αγώνας σε αυτές τις περιπτώσεις κι αν ακόμα δε στεφθεί με νίκη, με επιτυχία, δικαιώνεται ιστορικά. Αφήνει παρακαταθήκες, προετοιμάζει και ωριμάζει τους επόμενους νικηφόρους αγώνες. Εκείνο που μένει τελικά στην Ιστορία, για τους αγωνιστές, είναι όχι οι δυσκολίες που συνάντησαν, αλλά η στάση που κράτησαν. Αυτή είναι η ομορφιά και το μεγαλείο του αγώνα. Μοναδική και ανεπανάληπτη. Η Ιστορία του ΔΣΕ είναι μια τέτοια μοναδική ομορφιά.
Πολύτιμη και ανεκτίμητη πείρα
Στο Γράμμο και το Βίτσι, στις άλλες ανταρτοκρατούμενες και ανταρτομάνες περιοχές όπου έδρασε ο ΔΣΕ, δε δοκιμάστηκε μόνο η ένοπλη ταξική πάλη, ο συσχετισμός δύναμης, αλλά και η γενικότερη στρατηγική και τακτική του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, οι επιδράσεις των διεθνών εξελίξεων και τάσεων. Η Ιστορία, βεβαίως, δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, ωστόσο προκύπτει πολύτιμη και ανεκτίμητη πείρα.
Και σήμερα όπως και τότε είναι επίκαιρο το ερώτημα: Υποταγή ή αντίσταση, συναίνεση ή ρήξη, καπιταλισμός ή σοσιαλισμός;
Η απάντηση έτσι και αλλιώς πρέπει να δίνεται καθημερινά, ανεξάρτητα από τις μορφές πάλης που σήμερα παίρνει ο εργατικός, ο λαϊκός αγώνας.
Η καθημερινή πίεση που νιώθουν οι εργαζόμενοι, το φάσμα της φτώχειας και της ανεργίας που απειλεί πολλούς, ο κίνδυνος ενός πιο γενικευμένου πολέμου στην περιοχή είναι υπαρκτά προβλήματα.
Υπάρχουν στιγμές - και αυτές θα έρθουν! - που μεσοβέζικες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Η κάνεις πίσω ή προχωράς ακάθεκτα προς τα εμπρός.
Η δικαίωση του αγώνα του ΔΣΕ δεν έχει έρθει ακόμα, παρά το γεγονός ότι τα μηνύματά του δε χάθηκαν, παρακίνησαν τα κατοπινά χρόνια σε αγώνες, σε μάχες και αναμετρήσεις.
Νέα προβλήματα στέκουν μπροστά μας σήμερα. Αύριο, μπροστά στο εργατικό, το κομμουνιστικό κίνημα θα τεθούν ακόμα πιο μεγάλα και σύνθετα.
Αυτό που έχει σημασία είναι:
Να έχουμε πλήρη ιδεολογικοπολιτική ετοιμότητα, επεξεργασμένη στρατηγική και ικανότητα να ανταποκριθούμε και σε μια απότομη στροφή του κινήματος, σε μια ενδεχόμενη στασιμότητα, αλλά και σε ένα πρωτοφανέρωτο φούντωμα, που έτσι και αλλιώς θα έρθει.
Στις μέρες μας, δεν είναι τυχαίο ότι η αιχμή της στρατηγικής του ιμπεριαλιστικού συστήματος συγκεντρώνεται στην προετοιμασία του για την αποτροπή και τη βίαιη καταστολή των λαϊκών εξεγέρσεων και την κατάπνιξη στο ξεκίνημά τους νέων επαναστάσεων. Δεν αρκείται καθόλου στην τεράστια ιδεολογική πίεση που ασκεί μέσα από έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό για τη χειραγώγηση των λαϊκών συνειδήσεων και ειδικά της νεολαίας. Θα ήταν, επομένως, πέρα για πέρα αφέλεια για το εργατικό και λαϊκό κίνημα να μην προετοιμάζεται, να μη διδάσκεται και να μη διαπαιδαγωγείται σε αποφασιστικό αγώνα με τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια και να κλαψουρίζει για τα δεινά του εμφυλίου πολέμου, όταν οι δυνάμεις αυτές γεννούν καθημερινά και σε μαζική κλίμακα τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τον πόλεμο, την καταστροφή του περιβάλλοντος, απίστευτες στερήσεις και βάσανα για τους λαούς.
Μελετάμε και προχωράμε
Η επαναστατική πρωτοπορία οφείλει να είναι προετοιμασμένη θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά, να έχει στρατηγική και σχέδιο, να παίξει το ρόλο της και να θέσει στο κέντρο της πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της το πρόβλημα της εξουσίας, όταν φυσικά υπάρχουν οι απαραίτητες αντικειμενικές συνθήκες. Να είναι έτοιμη την κατάλληλη στιγμή.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος, δικαιολογημένος και αφάνταστα ηρωικός. Δεν ξεκίνησε, όμως, στην ώρα του και δεν ξεκίνησε αποφασιστικά. Είναι και αυτό ένα ακόμα σπουδαίο δίδαγμα.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να μελετήσουμε τις σκέψεις ενός αριστοτέχνη της επαναστατικής στρατηγικής, του Λένιν. Γράφει: «Η ένοπλη όμως εξέγερση είναι ένα ιδιαίτερο είδος πολιτικού αγώνα, που υπάγεται σε ιδιαίτερους νόμους, νόμους που πρέπει να τους μελετήσει κανείς προσεχτικά».
Την αλήθεια αυτή τη διατύπωσε εξαιρετικά ανάγλυφα ο Καρλ Μαρξ που έγραφε ότι η ένοπλη "Η εξέγερση, όπως και ο πόλεμος, είναι τέχνη"».
Από τους κύριους κανόνες αυτής της τέχνης ο Μαρξ τόνισε τους εξής:
1. Ποτέ να μην παίζουμε με την εξέγερση, μα από τη στιγμή που θα την αρχίσουμε, να είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως πρέπει να την τραβήξουμε ως το τέλος.
2. Πρέπει να πραγματοποιούμε μεγάλη υπεροχή δυνάμεων στο αποφασιστικό σημείο και στην αποφασιστική στιγμή, γιατί διαφορετικά ο εχθρός που έχει καλύτερη προετοιμασία και οργάνωση θα εξοντώσει τους εξεγερμένους.
3. Από τη στιγμή που θα αρχίσει η εξέγερση πρέπει να δρούμε με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και απαραίτητα, οπωσδήποτε να περνάμε στην επίθεση. «Η άμυνα είναι ο θάνατος της ένοπλης εξέγερσης».
4. Πρέπει να προσπαθούμε να αιφνιδιάσουμε τον εχθρό, να συλλάβουμε τη στιγμή που τα στρατεύματά του θα είναι ακόμη σκόρπια.
Ο αγώνας του ΔΣΕ, ως κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα μας, έχει ακόμα να μας διδάξει πολλά. Οι νικητές του εμφυλίου προσπάθησαν και προσπαθούν να βάλουν ταφόπλακα στο επαναστατικό κίνημα. Οπως, όμως, σημειώνεται και στον πρόλογο του ιστορικού ταξιδιωτικού οδηγού για τον Γράμμο που εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή», ο λαός δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη.
Το νέο που έφερε ο αγώνας του ΔΣΕ
Ορισμένες πλευρές της δράσης και της προσφοράς του ΔΣΕ. Αφορούν απολύτως επίκαιρα ζητήματα.
1. Αναμφισβήτητα και δίκαια η ελληνική Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ, με την καθοδήγηση και την αιμοδοσία του ΚΚΕ, αναγορεύτηκε σε πανευρωπαϊκής σημασίας αγώνα, δίπλα στον ηρωικό και αναντικατάστατο αγώνα του σοβιετικού λαού, των άλλων λαών της Ευρώπης. Είχε συμβολή και θετικές επιπτώσεις στα μέτωπα του πολέμου εκτός Ελλάδας.
Ο αγώνας του ΔΣΕ, όμως, είχε ένα νέο στοιχείο, ανεξάρτητα από την έκβασή του λόγω του συσχετισμού των δυνάμεων. Αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Διακήρυξη της ΚΕ της 3ης Ιούνη του 2006, γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του.
2. Οι ποικιλώνυμοι αντίπαλοί μας, αλλά και οι κάθε λογής παλαιότεροι και κυρίως σύγχρονοι οπορτουνιστές, προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία του αγώνα αυτού, κρίνοντάς τον από το αποτέλεσμα και τις θυσίες που καταβλήθηκαν. Δε διστάζουν μάλιστα ανενδοίαστα να θεωρούν ότι ο αγώνας του ΔΣΕ οδήγησε στο χάος και στην οικονομική καταστροφή, αντιστρέφοντας όπως πάντα τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος.
Κι όμως, ο αγώνας αυτός, παρά την αρνητική του έκβαση, είχε τη δική του γενικότερη συνεισφορά. Οπως αναφέρει η Διακήρυξη της ΚΕ, είχε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει το λεγόμενο «ψυχρό πόλεμο». Ο ΔΣΕ απέπνευσε μόνο δίκαιο και ακατάβλητη ηθική, όπως και κάθε σύγχρονος ταξικός αγώνας, ανεξαρτήτως της μορφής πάλης, είτε φέρνει νίκες είτε ήττες.
Βεβαίως, χρειάζεται, παίρνοντας υπόψη και τις συγκεκριμένες συνθήκες, να τον μελετήσουμε βαθύτερα, ψύχραιμα και αντικειμενικά, με την απόσταση χρόνου που μας χωρίζει. Να διδαχτούμε από τη θετική πείρα, να μελετήσουμε, για να γίνουμε πιο μαχητικοί και δημιουργικοί σήμερα, από την όποια αρνητική πείρα προκύπτει, ιδιαίτερα σε θέματα στρατηγικής.
Ανέδειξε και απέδειξε τον ταξικό χαρακτήρα του πατριωτισμού.
3. Ο αγώνας του ΔΣΕ αναδεικνύει περίτρανα, αποδεικτικά και πειστικά, για όποιον θέλει χωρίς προκαταλήψεις να τον μελετήσει, τον ταξικό χαρακτήρα του πατριωτισμού, τα ταξικά χαρακτηριστικά της έννοιας πατρίδα.
Η πάλη του ΔΣΕ, ως ταξικός αγώνας με αντιιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό χαρακτήρα, απέδειξε ότι ο πατριωτισμός της εργατικής τάξης, των εργαζομένων γενικότερα, έχει μεγάλη διαφορά, αντιδιαμετρική, με τον όποιο λεγόμενο πατριωτισμό της αστικής τάξης και των συμμάχων της, κατά συνέπεια και των πολιτικών της εκπροσώπων.
Η έννοια πατρίδα, για την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό, δεν ταυτίζεται μόνο με τα γεωγραφικά και τα εθνικά σύνορα, τα κυριαρχικά δικαιώματα. Βεβαίως, αυτά είναι στοιχεία που αξίζουν τον αγώνα και με το παραπάνω. Η πραγματική υπεράσπισή τους αναπόφευκτα συνδέεται με την πάλη κατά της αστικής εξουσίας και ιδιοκτησίας, της ταξικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης, κατά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και συμμαχίας, κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η εργατική τάξη δεν έχει κοινά συμφέροντα στον αγώνα κατά του ξένου κατακτητή με την αστική τάξη της χώρας της. Ακόμα και αν αυτή στο σύνολό της ή σε ένα μέρος της θέλει να απαλλαγεί από την ξενική κατοχή. Οι μεν έχουν συμφέρον να κερδίσουν μια πατρίδα χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, που συμβάλλει στη διεθνιστική πάλη των λαών κατά του ιμπεριαλισμού. Οι άλλοι ενδιαφέρονται να κρατήσουν και να ενισχύσουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία στο εθνικό επίπεδο, να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Η αστική τάξη, όταν βρεθεί ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και στις κοινωνικοπολιτικές του συμμαχίες, στο επαναστατικό κίνημα και στον ξένο παράγοντα που διεκδικεί μερίδιό της, τότε δεν ταλαντεύεται. Εκχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα, παραιτείται και από μερίδιά της στα πλαίσια του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Συμμορφώνεται με τις διεθνείς εντολές ακόμα και με το βασικό ανταγωνιστή της μπροστά στον κίνδυνο ο απελευθερωτικός, ο αντιιμπεριαλιστικός, ο κοινωνικός αγώνας να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Και αν χάνει ένα μερίδιο από τα κέρδη της, αν ακόμα έχει απώλειες το γόητρό της, αντισταθμίζει τη ζημιά, καθώς επωφελείται από την πολιτική και στρατιωτική στήριξη του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα, άρα μπορεί να ελπίζει και σε αύξηση των κερδών της στην πορεία.
4. Ο αγώνας του ΔΣΕ παρέχει κορυφαίες αποδείξεις για το περιεχόμενο του προλεταριακού διεθνισμού και το περιεχόμενο του ιμπεριαλιστικού διεθνισμού. Η ουσία δεν αλλάζει παρά τις εξελίξεις και τα νέα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα. Πάνω απ' όλα, μας διδάσκει ότι θεμελιακό γνώρισμα και κριτήριο της ικανότητας του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι να εντάσσει, να υποτάσσει την καθημερινή του πάλη στην πάλη για το σοσιαλισμό. Αυτό το γνώρισμα κάνει πιο ικανό το Κόμμα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του αγώνα για τα καθημερινά οξυμένα προβλήματα, ανεβάζει την αποτελεσματικότητα. Ο αγώνας, επίσης, του ΔΣΕ δίνει διδάγματα για τη στρατηγική σημασία που έχει η πολιτική συμμαχιών για τη νικηφόρα έκβαση της πάλης.
5. Δικαιολογημένα ασκεί μεγάλη γοητεία η στάση αρχών, το πνεύμα και η ετοιμότητα της θυσίας ως το θάνατο των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ. Η ηθική ατμόσφαιρα που καλλιεργείται στον αντιιμπεριαλιστικό, στον επαναστατικό αγώνα είναι το υπόβαθρο που καλλιεργεί τέτοιες συμπεριφορές. Αναδείχτηκε η ανεξάντλητη σωματική, ηθική και πνευματική δύναμη του μαχητή. Η οργανωτική και πολεμική πείρα που διέθεταν οι μαχητές, η οποία βεβαίως διαμορφώθηκε και κάτω από την αντίστοιχη πείρα του ΕΛΑΣίτικου αγώνα του '42 - '45.
6. Ο ΔΣΕ ανέδειξε, επίσης, τη μεγάλη σημασία που έχει στην αύξηση της επαναστατικής ικανότητας η συμμετοχή των γυναικών. Την περίοδο αυτή αδυνάτισαν, περιθωριοποιήθηκαν καθυστερημένες αντιλήψεις και προκαταλήψεις ότι η μάχη, ο ένοπλος αγώνας είναι υπόθεση κυρίως ανδρική. Το ένα τρίτο της δύναμης του ΔΣΕ ήταν γυναίκες που δε διακρίθηκαν μόνο σε κλασικούς τομείς, όπως είναι η περίθαλψη των τραυματιών, άλλες υπηρεσίες επιμελητείας. Διακρίθηκαν ως μαχήτριες με το όπλο στο χέρι, ανέδειξαν πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες.
Οι ανταρτοομάδες του ΔΣΕ μετά τη λήξη του Εμφυλίου
Τη νύχτα της 29ης Αυγούστου του 1949, μετά από τις συντονισμένες επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων στον Γράμμο και το Βίτσι, ξεκίνησε η οργανωμένη αποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας με γενική κατεύθυνση την Αλβανία. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ, περίπου 73.000 άτομα πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, εκ των οποίων 55.881 μαχητές και 17.259 παιδιά (1). Μετά την αποχώρηση, οι μάχες περιορίστηκαν σε ένταση και γεωγραφική έκταση, μεταφερόμενες στα δυτικά, ενώ στόχος των μαχητών του ΔΣΕ ήταν η δημιουργία αμυντικής γραμμής και η προάσπιση των συνοριακών διαβάσεων (2).
Σε αυτό το πλαίσιο, και παρόλο που η προσπάθεια του εθνικού στρατού να εγκλωβίσει σημαντικά τμήματα του ΔΣΕ απέτυχε, ήταν πλέον αδύνατη η συνέχιση του πολέμου με το συσχετισμό δυνάμεων, που είχε διαμορφωθεί (3).
Η ήττα της Αριστεράς σηματοδότησε την επιβολή ενός καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, το οποίο στόχευε στην αποπομπή των κομμουνιστών από το πολιτικό σκηνικό και την κοινωνική υποταγή της ηττημένης Αριστεράς στον κόσμο των νικητών (4). Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι κατασταλτικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν μετεμφυλιακά εναντίον της Αριστεράς παρουσιάζονταν ως αναγκαίες, καθώς το ΚΚΕ συνέχιζε την «ανταρσία». Κι αν αυτοί οι φόβοι του αστικού συνασπισμού εξουσίας είχαν κάποια βάση τον Σεπτέμβρη του 1949, καθώς οι μικρής κλίμακας συγκρούσεις συνεχίζονταν και οι αντιδράσεις Αλβανίας, Βουλγαρίας ήταν άγνωστες (5) ωστόσο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ήταν αντιληπτό, από όλες τις πλευρές, ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει οριστικά. Μέχρι το τέλος του 1949, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγονταν ήταν κατά κύριο λόγο εκκαθαριστικές, από πλευράς του εθνικού στρατού, ενώ ακόμη και κάποιες μεμονωμένες, μικρής ισχύος επιχειρήσεις του ΔΣΕ σε απομακρυσμένες ορεινές εστίες (Ανατολική Μακεδονία, Έβρο) έληξαν τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου (6).
Ωστόσο, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1950, το μετεμφυλιακό κράτος σε αγαστή συνεργασία με τον αμερικανικό παράγοντα έκαναν αδιάκοπα λόγο για την ύπαρξη μιας διαρκούς απειλής αναζωπύρωσης του εμφυλίου, παρουσιάζοντας την ηγεσία του ΚΚΕ έτοιμη να αξιοποιήσει τους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν διασπαρεί στην Ανατολική Ευρώπη. Μάλιστα, το ιδιαίτερα φιλοπολεμικό κλίμα των δύο πρώτων χρόνων συνοδευόταν από ασκήσεις επιστράτευσης, αλλά και σειρά δημοσιευμάτων στον Τύπο, με ευφάνταστα σενάρια περί Ρώσων και Βούλγαρων κατασκόπων, διαμορφώνοντας ένα κλίμα πραγματικής υστερίας στη χώρα (7).
Σε αυτό το πλαίσιο, και παρόλο που η προσπάθεια του εθνικού στρατού να εγκλωβίσει σημαντικά τμήματα του ΔΣΕ απέτυχε, ήταν πλέον αδύνατη η συνέχιση του πολέμου με το συσχετισμό δυνάμεων, που είχε διαμορφωθεί (3).
Η ήττα της Αριστεράς σηματοδότησε την επιβολή ενός καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, το οποίο στόχευε στην αποπομπή των κομμουνιστών από το πολιτικό σκηνικό και την κοινωνική υποταγή της ηττημένης Αριστεράς στον κόσμο των νικητών (4). Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι κατασταλτικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν μετεμφυλιακά εναντίον της Αριστεράς παρουσιάζονταν ως αναγκαίες, καθώς το ΚΚΕ συνέχιζε την «ανταρσία». Κι αν αυτοί οι φόβοι του αστικού συνασπισμού εξουσίας είχαν κάποια βάση τον Σεπτέμβρη του 1949, καθώς οι μικρής κλίμακας συγκρούσεις συνεχίζονταν και οι αντιδράσεις Αλβανίας, Βουλγαρίας ήταν άγνωστες (5) ωστόσο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ήταν αντιληπτό, από όλες τις πλευρές, ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει οριστικά. Μέχρι το τέλος του 1949, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγονταν ήταν κατά κύριο λόγο εκκαθαριστικές, από πλευράς του εθνικού στρατού, ενώ ακόμη και κάποιες μεμονωμένες, μικρής ισχύος επιχειρήσεις του ΔΣΕ σε απομακρυσμένες ορεινές εστίες (Ανατολική Μακεδονία, Έβρο) έληξαν τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου (6).
Ωστόσο, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1950, το μετεμφυλιακό κράτος σε αγαστή συνεργασία με τον αμερικανικό παράγοντα έκαναν αδιάκοπα λόγο για την ύπαρξη μιας διαρκούς απειλής αναζωπύρωσης του εμφυλίου, παρουσιάζοντας την ηγεσία του ΚΚΕ έτοιμη να αξιοποιήσει τους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν διασπαρεί στην Ανατολική Ευρώπη. Μάλιστα, το ιδιαίτερα φιλοπολεμικό κλίμα των δύο πρώτων χρόνων συνοδευόταν από ασκήσεις επιστράτευσης, αλλά και σειρά δημοσιευμάτων στον Τύπο, με ευφάνταστα σενάρια περί Ρώσων και Βούλγαρων κατασκόπων, διαμορφώνοντας ένα κλίμα πραγματικής υστερίας στη χώρα (7).
Το τετελεσμένο της ήττας του ΔΣΕ επισφραγίστηκε πολιτικά, μονομερώς, με την απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, που πραγματοποιήθηκε στην Αλβανία, στις 9 Οκτωβρίου του 1949. Η απόφαση τόνιζε: «Η ήττα μας στο Γράμμο – Βίτσι τον Αύγουστο του 1949 σημειώνει μια αλλαγή στην κατάσταση. Αυτό επιβάλλει μια αλλαγή στη πολιτική μας γραμμή. Η τακτική της συνέχισης οπωσδήποτε του ένοπλου αγώνα (…) θα έδινε τη δυνατότητα στον αντίπαλο να καταφέρει συντριπτικό χτύπημα εναντίον (…) του λαϊκού επαναστατικού κινήματος» (8) ενώ στην ομιλία του ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδης, δεν παρέλειπε να αποδώσει τις ευθύνες για τη δυσμενή εξέλιξη «στην προδοσία του Τίτο» (9).
Το ίδιο κείμενο ανέφερε ότι ο ΔΣΕ δεν ηττήθηκε στρατιωτικά αλλά υποχώρησε, και ότι το ΚΚΕ επρόκειτο να αφήσει στη χώρα «μικρά παρτιζάνικα τμήματα, σαν μέσο πίεσης για όσο το δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής του τόπου, με βάση τις προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και σαν μορφή άμυνας» (10).
Η ύπαρξη μικρών ανταρτο-ομάδων επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις αποφάσεις των κομματικών οργάνων των ετών 1949-1951, αλλά και από τα ραδιοτηλεγραφήματα της ίδιας περιόδου που αντάλλασσε η ηγεσία μαζί τους, τα οποία εντοπίσαμε στο αρχείο του ΚΚΕ που βρίσκεται στα ΑΣΚΙ (11).
Η επικοινωνία γινόταν μέσω ασυρμάτων, με αποστολέα από την πλευρά του ΠΓ κυρίως τον Γ. Γούσια (12), ενώ παρουσιάζονταν αραιά τα ονόματα του Βλαντά και του Κρόκου. Ως παραλήπτες εμφανίζονταν διάφορα ονόματα (Αλεξανδρής, Βασβάνας, Δάφνης κ.ά.), αλλά και η 6η και 7η Μεραρχία.
Λίγες μέρες μετά την απόφαση της 6ης Ολομέλειας, στις 16/10/1949, ο Δ. Παρτσαλίδης, ανακοίνωσε μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα» ότι ο ΔΣΕ σταματά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ωστόσο παρέμενε με το «όπλο παρά πόδα».
Φράση, που μαζί με την ύπαρξη των ανταρτο-ομάδων, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το μετεμφυλιακό καθεστώς ως άλλοθι για τη συνέχιση των μέτρων πολιτικού αποκλεισμού της Αριστεράς. Οι εξαγγελίες αυτές του ΚΚΕ γίνονταν σε μια περίοδο όπου στα ορεινά της χώρας βρίσκονταν αποκλεισμένες, ολόκληρες συγκροτημένες μονάδες, ομάδες ή μεμονωμένοι μαχητές του ΔΣΕ, η φυγάδευση των οποίων ήταν επιτακτική ανάγκη, καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ήθελε να χρεωθεί εγκατάλειψη αγωνιστών (13).
Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, συγκεκριμένες ανταρτοομάδες με ακτίνα δράσης τους την Ήπειρο, Θεσσαλία, Δυτική / Ανατολική / Κεντρική Μακεδονία και Θράκη, πήραν εντολή από το ΠΓ να οργανώσουν επιτυχώς τη φυγάδευση των μαχητών. Οι επιχειρήσεις αυτές έπρεπε να γίνονται ερήμην του αντιπάλου, χωρίς στρατιωτική εμπλοκή (14). Εγχείρημα δύσκολο, καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέχιζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους, με ειδικά τμήματα καταδίωξης ανταρτών. Παρόλα αυτά, όπως αποκαλύπτουν τα ραδιοτηλεγραφήματα του 1949, οι ανταρτο-ομάδες υλοποίησαν με επιτυχία την αποστολή τους, προωθώντας, κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, στο εξωτερικό ολόκληρες στρατιωτικές μονάδες του ΔΣΕ.
Οι συγκεκριμένες ανταρτο-ομάδες που είχαν επικοινωνία με την ηγεσία πήραν εντολή να μη συνεχίσουν τις επιστρατεύσεις, με σκοπό την ενίσχυσή τους, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ωστόσο όπως αναφερόταν ρητά σε ραδιοτηλεγράφημα «οι καταδιωκόμενοι και άλλος κόσμος δικός μας που θα καταφεύγει στα τμήματα μας θα τύχουν κάθε προστασία. (…) Και κατόπιν αυστηρής εξέτασης και διαλογής μπορεί να ενταχθούν στα τμήματα» (15). Μέσα σε ένα κλίμα εντεινόμενης τρομοκρατίας στην ύπαιθρο, από τις κρατικές και παρακρατικές ομάδες, οι ανταρτο-ομάδες καλούνταν να αποτελέσουν χώρους προφύλαξης καταδιωκομένων μαχητών και αμάχων. Ρόλος καθαρά αμυντικός, που κάνει ολοφάνερο ότι πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν ήταν η χρήση τους για επιθετικούς στρατιωτικούς σκοπούς.
Έξι μήνες μετά την πρώτη αναφορά στα «μικρά παρτιζάνικα τμήματα», βρίσκουμε μια αντίστοιχη λιτή διατύπωση στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 26/04/1950: «Δίπλα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες συνεχίζεται στα βουνά η δράση των ανταρτο-ομάδων (…) η ηρωική πάλη τους παραμένει μια διαρκής προειδοποίηση και υπόμνηση για τους Αμερικάνους και τους μοναρχοφασίστες» (16). Η απόφαση κινούταν στο ίδιο μήκος κύματος με την προηγούμενη, επιβεβαιώνοντας ξανά την ύπαρξη τους, αντιμετωπίζοντάς τις ως μέτρο πίεσης για την ειρήνευση του τόπου.
Είκοσι μέρες αργότερα, στις 18/05/1950, στην 7η Ολομέλεια, παρατηρείται στροφή στον τρόπο που αντιλαμβανόταν η ηγεσία του ΚΚΕ την αξιοποίηση των ανταρτο-ομάδων. Σε αυτές πλέον αποδίδονταν πολιτικός ρόλος, το «έργο της αναδιοργάνωσης των λαϊκοδημοκρατικών δυνάμεων». Παράλληλα θα αναλάμβαναν την καθοδήγηση «της ένοπλης πάλη της αγροτιάς ενάντια στην τρομοκρατία». Όπως όριζε η απόφαση: «μια τέτοια αποστολή απαιτούσε ανανέωση του έμψυχου υλικού των ανταρτο-ομάδων με νέο υλικό πολιτικά, οργανωτικά, τεχνικά προπαρασκευασμένο σε ειδικές σχολές», ενώ έπρεπε «να λυθεί και το πρόβλημα του ανεφοδιασμού τους με ειδικό οπλισμό, μέσα διαβίβασης, ρουχισμό, υπόδηση. Η πολιτική, οργανωτική, τεχνική προπαρασκευή μαχητών για τις ανταρτοομάδες πρέπει να αποτελέσει μια δουλειά διαρκείας. Η καθοδήγησή τους πρέπει να γίνεται από το στρατιωτικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ» (17). Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι ανταρτο-ομάδες για πρώτη φορά μετά την ήττα καλούνταν να αναλαμβάνουν και πολιτικό ρόλο, χωρίς ωστόσο αυτός να περιγράφεται αναλυτικά, ενώ έμπαινε και το ζήτημα της στρατιωτικής τους αναβάθμισης.
Παρά την παραπάνω στοχοθεσία, όπως φαίνεται από τα ραδιοτηλεγραφήματα, οι ομάδες μέχρι την απόσυρσή τους δεν πήραν καμία εντολή για συγκεκριμένες πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες, ούτε γινόταν καμιά αναφορά για αποστολή οπλισμού σε αυτές. Οι εντολές που έπαιρναν κατά κύριο λόγο – αν όχι αποκλειστικά – αφορούσαν τη φυγάδευση μαχητών και αμάχων στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Ενδεικτικά καταγράφουμε εδώ δύο ραδιοτηλεγραφήματα που τους στάλθηκαν τον Οκτώβρη 1949 και τον Απρίλη 1950 αντίστοιχα:
Το πρώτο : «Με την αποστολή των Θεσσαλών που στείλατε. Δώσατε για σύνδεσμο κάποιον Θύμιο. Αυτός στην πορεία εγκατέλειψε την αποστολή και παραδόθηκε στον εχθρό. Πάρτε μέτρα σας για να αποφύγει ο μηχανισμός σας ζημιές. Αποστολές έφθασαν καλά με σύνολο σχεδόν της δύναμης τους» (18).
Στο δεύτερο ανέφερε: «Πρώτον. Τα παιδιά και τη γυναίκα του Σταυράκογλου να τα πάρετε και να τα προωθήσετε. Δεύτερο. Παρόμοιες περιπτώσεις που αφορούν άλλους μαχητές (…) μπορεί χωρίς να διακινδυνεύσετε να τους διευκολύνεται να περάσουν στο εξωτερικό» (19).
Τέτοιου τύπου εντολές αποστέλλονταν συνέχεια, την διετία 1949 – 1951, γεγονός που δείχνει ότι αυτή ήταν πιθανόν η αποκλειστική δράση τους.
Μάλιστα, αν συγκρίνουμε αυτού του είδους τα ραδιοτηλεγραφήματα κατά έτη φανερώνεται ότι: το 1949 φυγαδεύονταν κατά κύριο λόγο μονάδες του ΔΣΕ και ομάδες μαχητών, ενώ όσο απομακρυνόμαστε από τη λήξη του εμφυλίου κυρίως μεμονωμένες περιπτώσεις καταδιωκόμενων αγωνιστών και οι οικογένειές τους.
Το ίδιο κείμενο ανέφερε ότι ο ΔΣΕ δεν ηττήθηκε στρατιωτικά αλλά υποχώρησε, και ότι το ΚΚΕ επρόκειτο να αφήσει στη χώρα «μικρά παρτιζάνικα τμήματα, σαν μέσο πίεσης για όσο το δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής του τόπου, με βάση τις προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και σαν μορφή άμυνας» (10).
Η ύπαρξη μικρών ανταρτο-ομάδων επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις αποφάσεις των κομματικών οργάνων των ετών 1949-1951, αλλά και από τα ραδιοτηλεγραφήματα της ίδιας περιόδου που αντάλλασσε η ηγεσία μαζί τους, τα οποία εντοπίσαμε στο αρχείο του ΚΚΕ που βρίσκεται στα ΑΣΚΙ (11).
Η επικοινωνία γινόταν μέσω ασυρμάτων, με αποστολέα από την πλευρά του ΠΓ κυρίως τον Γ. Γούσια (12), ενώ παρουσιάζονταν αραιά τα ονόματα του Βλαντά και του Κρόκου. Ως παραλήπτες εμφανίζονταν διάφορα ονόματα (Αλεξανδρής, Βασβάνας, Δάφνης κ.ά.), αλλά και η 6η και 7η Μεραρχία.
Λίγες μέρες μετά την απόφαση της 6ης Ολομέλειας, στις 16/10/1949, ο Δ. Παρτσαλίδης, ανακοίνωσε μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα» ότι ο ΔΣΕ σταματά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ωστόσο παρέμενε με το «όπλο παρά πόδα».
Φράση, που μαζί με την ύπαρξη των ανταρτο-ομάδων, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το μετεμφυλιακό καθεστώς ως άλλοθι για τη συνέχιση των μέτρων πολιτικού αποκλεισμού της Αριστεράς. Οι εξαγγελίες αυτές του ΚΚΕ γίνονταν σε μια περίοδο όπου στα ορεινά της χώρας βρίσκονταν αποκλεισμένες, ολόκληρες συγκροτημένες μονάδες, ομάδες ή μεμονωμένοι μαχητές του ΔΣΕ, η φυγάδευση των οποίων ήταν επιτακτική ανάγκη, καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ήθελε να χρεωθεί εγκατάλειψη αγωνιστών (13).
Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, συγκεκριμένες ανταρτοομάδες με ακτίνα δράσης τους την Ήπειρο, Θεσσαλία, Δυτική / Ανατολική / Κεντρική Μακεδονία και Θράκη, πήραν εντολή από το ΠΓ να οργανώσουν επιτυχώς τη φυγάδευση των μαχητών. Οι επιχειρήσεις αυτές έπρεπε να γίνονται ερήμην του αντιπάλου, χωρίς στρατιωτική εμπλοκή (14). Εγχείρημα δύσκολο, καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέχιζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους, με ειδικά τμήματα καταδίωξης ανταρτών. Παρόλα αυτά, όπως αποκαλύπτουν τα ραδιοτηλεγραφήματα του 1949, οι ανταρτο-ομάδες υλοποίησαν με επιτυχία την αποστολή τους, προωθώντας, κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, στο εξωτερικό ολόκληρες στρατιωτικές μονάδες του ΔΣΕ.
Οι συγκεκριμένες ανταρτο-ομάδες που είχαν επικοινωνία με την ηγεσία πήραν εντολή να μη συνεχίσουν τις επιστρατεύσεις, με σκοπό την ενίσχυσή τους, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ωστόσο όπως αναφερόταν ρητά σε ραδιοτηλεγράφημα «οι καταδιωκόμενοι και άλλος κόσμος δικός μας που θα καταφεύγει στα τμήματα μας θα τύχουν κάθε προστασία. (…) Και κατόπιν αυστηρής εξέτασης και διαλογής μπορεί να ενταχθούν στα τμήματα» (15). Μέσα σε ένα κλίμα εντεινόμενης τρομοκρατίας στην ύπαιθρο, από τις κρατικές και παρακρατικές ομάδες, οι ανταρτο-ομάδες καλούνταν να αποτελέσουν χώρους προφύλαξης καταδιωκομένων μαχητών και αμάχων. Ρόλος καθαρά αμυντικός, που κάνει ολοφάνερο ότι πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν ήταν η χρήση τους για επιθετικούς στρατιωτικούς σκοπούς.
Έξι μήνες μετά την πρώτη αναφορά στα «μικρά παρτιζάνικα τμήματα», βρίσκουμε μια αντίστοιχη λιτή διατύπωση στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 26/04/1950: «Δίπλα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες συνεχίζεται στα βουνά η δράση των ανταρτο-ομάδων (…) η ηρωική πάλη τους παραμένει μια διαρκής προειδοποίηση και υπόμνηση για τους Αμερικάνους και τους μοναρχοφασίστες» (16). Η απόφαση κινούταν στο ίδιο μήκος κύματος με την προηγούμενη, επιβεβαιώνοντας ξανά την ύπαρξη τους, αντιμετωπίζοντάς τις ως μέτρο πίεσης για την ειρήνευση του τόπου.
Είκοσι μέρες αργότερα, στις 18/05/1950, στην 7η Ολομέλεια, παρατηρείται στροφή στον τρόπο που αντιλαμβανόταν η ηγεσία του ΚΚΕ την αξιοποίηση των ανταρτο-ομάδων. Σε αυτές πλέον αποδίδονταν πολιτικός ρόλος, το «έργο της αναδιοργάνωσης των λαϊκοδημοκρατικών δυνάμεων». Παράλληλα θα αναλάμβαναν την καθοδήγηση «της ένοπλης πάλη της αγροτιάς ενάντια στην τρομοκρατία». Όπως όριζε η απόφαση: «μια τέτοια αποστολή απαιτούσε ανανέωση του έμψυχου υλικού των ανταρτο-ομάδων με νέο υλικό πολιτικά, οργανωτικά, τεχνικά προπαρασκευασμένο σε ειδικές σχολές», ενώ έπρεπε «να λυθεί και το πρόβλημα του ανεφοδιασμού τους με ειδικό οπλισμό, μέσα διαβίβασης, ρουχισμό, υπόδηση. Η πολιτική, οργανωτική, τεχνική προπαρασκευή μαχητών για τις ανταρτοομάδες πρέπει να αποτελέσει μια δουλειά διαρκείας. Η καθοδήγησή τους πρέπει να γίνεται από το στρατιωτικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ» (17). Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι ανταρτο-ομάδες για πρώτη φορά μετά την ήττα καλούνταν να αναλαμβάνουν και πολιτικό ρόλο, χωρίς ωστόσο αυτός να περιγράφεται αναλυτικά, ενώ έμπαινε και το ζήτημα της στρατιωτικής τους αναβάθμισης.
Παρά την παραπάνω στοχοθεσία, όπως φαίνεται από τα ραδιοτηλεγραφήματα, οι ομάδες μέχρι την απόσυρσή τους δεν πήραν καμία εντολή για συγκεκριμένες πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες, ούτε γινόταν καμιά αναφορά για αποστολή οπλισμού σε αυτές. Οι εντολές που έπαιρναν κατά κύριο λόγο – αν όχι αποκλειστικά – αφορούσαν τη φυγάδευση μαχητών και αμάχων στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Ενδεικτικά καταγράφουμε εδώ δύο ραδιοτηλεγραφήματα που τους στάλθηκαν τον Οκτώβρη 1949 και τον Απρίλη 1950 αντίστοιχα:
Το πρώτο : «Με την αποστολή των Θεσσαλών που στείλατε. Δώσατε για σύνδεσμο κάποιον Θύμιο. Αυτός στην πορεία εγκατέλειψε την αποστολή και παραδόθηκε στον εχθρό. Πάρτε μέτρα σας για να αποφύγει ο μηχανισμός σας ζημιές. Αποστολές έφθασαν καλά με σύνολο σχεδόν της δύναμης τους» (18).
Στο δεύτερο ανέφερε: «Πρώτον. Τα παιδιά και τη γυναίκα του Σταυράκογλου να τα πάρετε και να τα προωθήσετε. Δεύτερο. Παρόμοιες περιπτώσεις που αφορούν άλλους μαχητές (…) μπορεί χωρίς να διακινδυνεύσετε να τους διευκολύνεται να περάσουν στο εξωτερικό» (19).
Τέτοιου τύπου εντολές αποστέλλονταν συνέχεια, την διετία 1949 – 1951, γεγονός που δείχνει ότι αυτή ήταν πιθανόν η αποκλειστική δράση τους.
Μάλιστα, αν συγκρίνουμε αυτού του είδους τα ραδιοτηλεγραφήματα κατά έτη φανερώνεται ότι: το 1949 φυγαδεύονταν κατά κύριο λόγο μονάδες του ΔΣΕ και ομάδες μαχητών, ενώ όσο απομακρυνόμαστε από τη λήξη του εμφυλίου κυρίως μεμονωμένες περιπτώσεις καταδιωκόμενων αγωνιστών και οι οικογένειές τους.
Από το 1950, οι ανταρτοομάδες ανέλαβαν μια νέα αποστολή, μετατρεπόμενες σε χώρους υποδοχής, βραχυπρόθεσμης διαμονής και διευκόλυνσης για την είσοδο στις πόλεις παράνομων στελεχών του κόμματος, που κατέφθαναν από το εξωτερικό για να οργανώσουν τη δράση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ (20). Αυτή ήταν, όπως φαίνεται και από τα ραδιοτηλεγραφήματα, η μοναδική συνεισφορά και εμπλοκή τους στη συγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι συγκεκριμένες ομάδες, καταλαμβάνοντας γεωγραφικά σημεία, άνοιγαν κανάλια επικοινωνίας με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μέσω των οποίων αποστέλλονταν και παραλαμβάνονταν από το εξωτερικό άνθρωποι, τρόφιμα, ασύρματοι κλπ. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η γειτνίαση των περιοχών που δρούσαν με τα σύνορα των χωρών της Αλβανίας και Βουλγαρίας διευκόλυνε τη δραστηριότητά τους. Μάλιστα οι συγκεκριμένες ομάδες πιθανόν να πήραν εντολή παραμονής στην Ελλάδα με κριτήριο, πέραν του αξιόμαχου και της εμπιστοσύνης της ηγεσία που έχαιραν, τη γεωγραφική θέση που καταλάμβαναν.
Στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 28/03/1951 βρίσκουμε μια εκτενή και λεπτομερειακή αναφορά στις ανταρτοομάδες, η οποία έμελλε να είναι η τελευταία. Αποτιμώντας τη μέχρι τότε δράση τους, η ηγεσία τους καταλογίζεται αποτυχία στην υλοποίηση της αποστολής που τους είχε ανατεθεί, δηλαδή την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων, και αδυναμία να «προσαρμοστούν στην καινούρια πολιτικο-στρατιωτική κατάσταση», με αποτέλεσμα σε «κάποιες περιοχές να μην μπορούν να σταθούν και να διαλυθούν». Πρόκειται για τις ομάδες που δρούσαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτ. Μακεδονία. Αντίθετα, όπως αναφέρει η απόφαση, οι ομάδες της Κεντρικής/Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης διασώθηκαν και ανέπτυξαν «διαφωτιστική δράση», οργάνωσαν συσκέψεις και προξένησαν απώλειες στον εχθρό με τις στρατιωτικές τους ενέργειες. Οι πιο διαδεδομένες πρακτικές τους ήταν η είσοδος και η παραμονή στα χωριά για πολλή λίγη ώρα και η αποστολή σημειωμάτων, πρακτικές που κρίθηκαν ανεπαρκείς από την ηγεσία (21).
Στόχος των εναπομεινάντων ομάδων οριζόταν η σταθεροποίηση των κομματικών οργανώσεων στις πόλεις (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Κιλκίς, Αλεξανδρούπολη), η συνεισφορά στην είσοδο και μόνιμη παραμονή κομματικών στελεχών στις πόλεις, η δουλειά στις ένοπλες δυνάμεις και η επέκταση των θέσεων τους σε Χαλκιδική, Παγγαίο (22). Στα ραδιοτηλεγραφήματα αναφερόταν και η συλλογή και αποστολή στην ηγεσία στρατιωτικών πληροφοριών, που αφορούσαν τις κινήσεις του εθνικού στρατού (23).
Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι στα ραδιοτηλεγραφήματα δεν βρίσκουμε καμία εντολή σχετική με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ανταρτο-ομάδων. Επίσης πουθενά δεν γινόταν αναφορά στην αποστολή όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού προς αυτές, κάτι που επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι ο ρόλος τους ήταν αποκλειστικά αμυντικός. Ούτε όμως εντοπίζουμε στοιχεία για την πολιτική δράση που είχαν εντολή να αναλάβουν.
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι συγκεκριμένες ομάδες, καταλαμβάνοντας γεωγραφικά σημεία, άνοιγαν κανάλια επικοινωνίας με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μέσω των οποίων αποστέλλονταν και παραλαμβάνονταν από το εξωτερικό άνθρωποι, τρόφιμα, ασύρματοι κλπ. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η γειτνίαση των περιοχών που δρούσαν με τα σύνορα των χωρών της Αλβανίας και Βουλγαρίας διευκόλυνε τη δραστηριότητά τους. Μάλιστα οι συγκεκριμένες ομάδες πιθανόν να πήραν εντολή παραμονής στην Ελλάδα με κριτήριο, πέραν του αξιόμαχου και της εμπιστοσύνης της ηγεσία που έχαιραν, τη γεωγραφική θέση που καταλάμβαναν.
Στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 28/03/1951 βρίσκουμε μια εκτενή και λεπτομερειακή αναφορά στις ανταρτοομάδες, η οποία έμελλε να είναι η τελευταία. Αποτιμώντας τη μέχρι τότε δράση τους, η ηγεσία τους καταλογίζεται αποτυχία στην υλοποίηση της αποστολής που τους είχε ανατεθεί, δηλαδή την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων, και αδυναμία να «προσαρμοστούν στην καινούρια πολιτικο-στρατιωτική κατάσταση», με αποτέλεσμα σε «κάποιες περιοχές να μην μπορούν να σταθούν και να διαλυθούν». Πρόκειται για τις ομάδες που δρούσαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτ. Μακεδονία. Αντίθετα, όπως αναφέρει η απόφαση, οι ομάδες της Κεντρικής/Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης διασώθηκαν και ανέπτυξαν «διαφωτιστική δράση», οργάνωσαν συσκέψεις και προξένησαν απώλειες στον εχθρό με τις στρατιωτικές τους ενέργειες. Οι πιο διαδεδομένες πρακτικές τους ήταν η είσοδος και η παραμονή στα χωριά για πολλή λίγη ώρα και η αποστολή σημειωμάτων, πρακτικές που κρίθηκαν ανεπαρκείς από την ηγεσία (21).
Στόχος των εναπομεινάντων ομάδων οριζόταν η σταθεροποίηση των κομματικών οργανώσεων στις πόλεις (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Κιλκίς, Αλεξανδρούπολη), η συνεισφορά στην είσοδο και μόνιμη παραμονή κομματικών στελεχών στις πόλεις, η δουλειά στις ένοπλες δυνάμεις και η επέκταση των θέσεων τους σε Χαλκιδική, Παγγαίο (22). Στα ραδιοτηλεγραφήματα αναφερόταν και η συλλογή και αποστολή στην ηγεσία στρατιωτικών πληροφοριών, που αφορούσαν τις κινήσεις του εθνικού στρατού (23).
Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι στα ραδιοτηλεγραφήματα δεν βρίσκουμε καμία εντολή σχετική με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ανταρτο-ομάδων. Επίσης πουθενά δεν γινόταν αναφορά στην αποστολή όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού προς αυτές, κάτι που επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι ο ρόλος τους ήταν αποκλειστικά αμυντικός. Ούτε όμως εντοπίζουμε στοιχεία για την πολιτική δράση που είχαν εντολή να αναλάβουν.
Η τελευταία απόφαση σχετικά με τις ανταρτοομάδες στα δημοσιευμένα ντοκουμέντα του ΚΚΕ χρονολογείται το 1951, την ίδια χρονιά σταματά και η επικοινωνία μέσω ραδιοτηλεγραφημάτων. Όλα συνηγορούν ότι μετά τον Νοέμβρη του 1951 η ηγεσία τις απέσυρε (24) σύμφωνα μάλιστα και με τη μαρτυρία του Γ. Γούσια «διαπιστώθηκε από την ηγεσία ότι οι ομάδες αυτές όχι μόνο δεν βοηθούσαν σε τίποτα αλλά και οι ίδιες δεν μπορούσαν να σταθούν» (25).
Το ρόλο που έπαιζαν οι ανταρτοομάδες τον γνώριζε πολύ καλά ο εθνικός στρατός που συνέχιζε τη δράση εναντίον τους και μετά τον εμφύλιο. Άρα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το αντικομμουνιστικό καθεστώς που δομήθηκε μετεμφυλιακά δεν ήταν δυνατόν να εκλάβει ως πραγματική απειλή την ύπαρξή τους.
Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούσε, ότι δηλαδή συνεχίζει τις διώξεις εναντίον της Αριστεράς γιατί και εκείνη «συνεχίζει την ανταρσία», ήταν αστήριχτη. Περισσότερο αποτέλεσε πρόφαση για τη μονομερή συνέχιση του εμφυλιοπολεμικού κλίματος.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η πολιτική του «όπλου παρά πόδα» και των ανταρτο-ομάδων συνυπήρχε και συγκρούονταν με το βασικό διακηρυγμένο στόχο της ηγεσίας του KKE για την περίοδο, την ευρύτερη συσπείρωση του ηττημένου ΕΑΜικού κόσμου, που παρέμενε στην Ελλάδα, και τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού συνασπισμού, που θα επιδίωκε τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Η σύγκρουση αυτών των πολιτικών «γραμμών» ενέτεινε τη σοβούσα στρατηγική κρίση που ταλάνιζε το μετεμφυλιακό ΚΚΕ. Κρίση που προέκυπτε από την ίδια την ήττα αλλά και την άρνηση της ηγεσίας να αποτιμήσει τις πολιτικές της επιλογές στην προηγούμενη ηρωική και συνάμα δραματική δεκαετία για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία το 1949 «επανέφερε στα πράγματα την πολιτική λογική του 1946 – 1947, πριν επεκτείνει τις ενέργειές του ο ΔΣΕ και γενικευτεί ο εμφύλιος, όταν με βάση τους σχεδιασμούς του ΚΚΕ λειτουργούσε ως δύναμη πίεσης στην πολιτική ζωή της χώρας» (26).
Το 1950, στη δίνη των διώξεων και με πλήρως αποσαθρωμένο τον κομματικό μηχανισμό, για την ηγεσία φαινόταν πως απέμεναν μόνο οι ανταρτοομάδες για να υλοποιήσουν τη «γραμμή» της ανασυγκρότησης του παράνομου κομματικού μηχανισμού, σε συνεργασία και με τα στελέχη που θα έμπαιναν στη χώρα από το εξωτερικό. Όσο όμως προχωρούσε η συγκρότηση ενός νόμιμου φορέα της Αριστεράς, διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της ΕΔΑ (Αύγουστος 1951), και όσο εντείνονταν οι διώξεις των κομμουνιστών με αποκορύφωμα τη σύλληψη του Μπελογιάννη και την παραπομπή του σε δίκη με το νόμο περί κατασκοπείας (Οκτώβριο 1951) τόσο γινόταν αντιληπτό το αδιέξοδο και η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να τις αποσύρει οριστικά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Οι πρόσφυγες στάλθηκαν σε Τασκένδη, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Αν. Γερμανία, Πολωνία. Βλ. Γιατρουδάκης Σ., 30 χρόνια προσφυγιά, Διογένης, χ.χ., σ. 22.
2. Αναλυτικότερα για την επίθεση του εθνικού στρατού και την αποχώρηση των δυνάμεων του ΔΣΕ βλ. Μαργαρίτης Γ., Η ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου 1946-1949, τομ. 2ος, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2011, σ. 511-569.
3. ό.π., σ. 552.
4. Κύρια χαρακτηριστικά του αντι-κομμουνιστικού μετεμφυλιακού καθεστώτος ήταν η μόνιμη λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ριζική εκκαθάριση της δημόσιας διοίκησης, η οργάνωση της προπαγάνδας από τις ένοπλες δυνάμεις, η συστηματοποίηση της αστυνόμευσης, η θεσμοθέτηση του «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων» κλπ. βλ. Τσουκαλάς Κ., «Η ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου» στο Ιατρίδης Γ. (επιμ.) Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 570-2, 573-574.
5. Οι φόβοι αυτοί οδήγησαν στη συνέχιση της οχύρωσης στο Γράμμο-Βίτσι, ώστε να αποτραπεί μια νέα διείσδυση του ΔΣΕ το φθινόπωρο ή το χειμώνα. βλ. Μαργαρίτης Γ., ό.π., σ. 554.
6. Βουρνάς Τ., Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδος, τ. 4ος, Πατάκης, Αθήνα 1997, σ.385-387.
7. Μ. Π. Λυμπεράτος, Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ, Η ραγδαία ανασυγκρότηση της ελληνικής Αριστεράς και οι μετεμφυλιακές πολιτικές αναγκαιότητες, Στοχαστής, Αθήνα 2011, σ. 82-83, 320, 326, 337.
8. Το ΚΚΕ: επίσημα κείμενα, τόμος 7ος, 1949-1955, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σ. 13.
9. Οι κατηγορίες Ζαχαριάδη περί «πισώπλατου μαχαιρώματος Τίτο» ευνοούνταν από τη σύγκρουση Σοβιετικής Ένωσης – Γιουγκοσλαβίας, και την εκστρατεία του Στάλιν εναντίον Τίτο. βλ. Γιατρουδάκης Σ., ό.π., σ. 21, 97.
10. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 13.
11. Δυστυχώς στο αρχείο δεν διασώζονται τα ραδιοτηλεγραφήματα που έστελναν οι ομάδες στην ηγεσία, τα οποία θα μας βοηθούσαν να διαμορφώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
12. Ο Γούσιας ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου και είχε επιφορτιστεί με την επικοινωνία της ηγεσίας με τις συγκεκριμένες ανταρτοομάδες από το 1949-1951. Ενδεικτικά βλ. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/2, ΑΣΚΙ.
13. Μαργαρίτης Γ., ό.π., σ. 555.
14. Ό.π., σ. 557.
15. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/2, ΑΣΚΙ.
16. Το ΚΚΕ: επίσημα κείμενα, ό.π., σ. 27, 30.
17. ό.π., σ. 39
18. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/42, ΑΣΚΙ
19. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/125, ΑΣΚΙ
20. Για τις αποστολές παράνομων στελεχών βλ. Φαράκος Γρ., «Η θέση και ο ρόλος των πολιτικών προσφύγων στο κομμουνιστικό κίνημα και τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας», στο Βουτυρά Ε., Δαλκαβούκης Β., Μαρατζίδης Ν., Μποντίλα Μ. (επιμ), Το όπλο παρά πόδα, οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ.24.
21. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 136-8.
22. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 138-9.
23. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/139, ΑΣΚΙ
24. Μαυροειδής Λ., Οι δύο όψεις της ιστορίας, προσκήνιο και παρασκήνιο στο κομμουνιστικό κίνημα, , Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 471.
25. Βοντίτσιος-Γούσιας Γ., Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς, τ. Β’, εκδόσεις να υπηρετήσουμε το Λαό, Αθήνα, χ.χ., σ. 43.
26. Λυμπεράτος Μ., Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ, ό.π., σ. 104-105, 261, 320, 322.
*Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο: ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗΣ (επιμ.), ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, 1940-1960, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ, ΑΘΗΝΑ 2014
Το ρόλο που έπαιζαν οι ανταρτοομάδες τον γνώριζε πολύ καλά ο εθνικός στρατός που συνέχιζε τη δράση εναντίον τους και μετά τον εμφύλιο. Άρα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το αντικομμουνιστικό καθεστώς που δομήθηκε μετεμφυλιακά δεν ήταν δυνατόν να εκλάβει ως πραγματική απειλή την ύπαρξή τους.
Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούσε, ότι δηλαδή συνεχίζει τις διώξεις εναντίον της Αριστεράς γιατί και εκείνη «συνεχίζει την ανταρσία», ήταν αστήριχτη. Περισσότερο αποτέλεσε πρόφαση για τη μονομερή συνέχιση του εμφυλιοπολεμικού κλίματος.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η πολιτική του «όπλου παρά πόδα» και των ανταρτο-ομάδων συνυπήρχε και συγκρούονταν με το βασικό διακηρυγμένο στόχο της ηγεσίας του KKE για την περίοδο, την ευρύτερη συσπείρωση του ηττημένου ΕΑΜικού κόσμου, που παρέμενε στην Ελλάδα, και τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού συνασπισμού, που θα επιδίωκε τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Η σύγκρουση αυτών των πολιτικών «γραμμών» ενέτεινε τη σοβούσα στρατηγική κρίση που ταλάνιζε το μετεμφυλιακό ΚΚΕ. Κρίση που προέκυπτε από την ίδια την ήττα αλλά και την άρνηση της ηγεσίας να αποτιμήσει τις πολιτικές της επιλογές στην προηγούμενη ηρωική και συνάμα δραματική δεκαετία για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία το 1949 «επανέφερε στα πράγματα την πολιτική λογική του 1946 – 1947, πριν επεκτείνει τις ενέργειές του ο ΔΣΕ και γενικευτεί ο εμφύλιος, όταν με βάση τους σχεδιασμούς του ΚΚΕ λειτουργούσε ως δύναμη πίεσης στην πολιτική ζωή της χώρας» (26).
Το 1950, στη δίνη των διώξεων και με πλήρως αποσαθρωμένο τον κομματικό μηχανισμό, για την ηγεσία φαινόταν πως απέμεναν μόνο οι ανταρτοομάδες για να υλοποιήσουν τη «γραμμή» της ανασυγκρότησης του παράνομου κομματικού μηχανισμού, σε συνεργασία και με τα στελέχη που θα έμπαιναν στη χώρα από το εξωτερικό. Όσο όμως προχωρούσε η συγκρότηση ενός νόμιμου φορέα της Αριστεράς, διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της ΕΔΑ (Αύγουστος 1951), και όσο εντείνονταν οι διώξεις των κομμουνιστών με αποκορύφωμα τη σύλληψη του Μπελογιάννη και την παραπομπή του σε δίκη με το νόμο περί κατασκοπείας (Οκτώβριο 1951) τόσο γινόταν αντιληπτό το αδιέξοδο και η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να τις αποσύρει οριστικά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Οι πρόσφυγες στάλθηκαν σε Τασκένδη, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Αν. Γερμανία, Πολωνία. Βλ. Γιατρουδάκης Σ., 30 χρόνια προσφυγιά, Διογένης, χ.χ., σ. 22.
2. Αναλυτικότερα για την επίθεση του εθνικού στρατού και την αποχώρηση των δυνάμεων του ΔΣΕ βλ. Μαργαρίτης Γ., Η ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου 1946-1949, τομ. 2ος, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2011, σ. 511-569.
3. ό.π., σ. 552.
4. Κύρια χαρακτηριστικά του αντι-κομμουνιστικού μετεμφυλιακού καθεστώτος ήταν η μόνιμη λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ριζική εκκαθάριση της δημόσιας διοίκησης, η οργάνωση της προπαγάνδας από τις ένοπλες δυνάμεις, η συστηματοποίηση της αστυνόμευσης, η θεσμοθέτηση του «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων» κλπ. βλ. Τσουκαλάς Κ., «Η ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου» στο Ιατρίδης Γ. (επιμ.) Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 570-2, 573-574.
5. Οι φόβοι αυτοί οδήγησαν στη συνέχιση της οχύρωσης στο Γράμμο-Βίτσι, ώστε να αποτραπεί μια νέα διείσδυση του ΔΣΕ το φθινόπωρο ή το χειμώνα. βλ. Μαργαρίτης Γ., ό.π., σ. 554.
6. Βουρνάς Τ., Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδος, τ. 4ος, Πατάκης, Αθήνα 1997, σ.385-387.
7. Μ. Π. Λυμπεράτος, Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ, Η ραγδαία ανασυγκρότηση της ελληνικής Αριστεράς και οι μετεμφυλιακές πολιτικές αναγκαιότητες, Στοχαστής, Αθήνα 2011, σ. 82-83, 320, 326, 337.
8. Το ΚΚΕ: επίσημα κείμενα, τόμος 7ος, 1949-1955, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σ. 13.
9. Οι κατηγορίες Ζαχαριάδη περί «πισώπλατου μαχαιρώματος Τίτο» ευνοούνταν από τη σύγκρουση Σοβιετικής Ένωσης – Γιουγκοσλαβίας, και την εκστρατεία του Στάλιν εναντίον Τίτο. βλ. Γιατρουδάκης Σ., ό.π., σ. 21, 97.
10. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 13.
11. Δυστυχώς στο αρχείο δεν διασώζονται τα ραδιοτηλεγραφήματα που έστελναν οι ομάδες στην ηγεσία, τα οποία θα μας βοηθούσαν να διαμορφώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
12. Ο Γούσιας ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου και είχε επιφορτιστεί με την επικοινωνία της ηγεσίας με τις συγκεκριμένες ανταρτοομάδες από το 1949-1951. Ενδεικτικά βλ. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/2, ΑΣΚΙ.
13. Μαργαρίτης Γ., ό.π., σ. 555.
14. Ό.π., σ. 557.
15. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/2, ΑΣΚΙ.
16. Το ΚΚΕ: επίσημα κείμενα, ό.π., σ. 27, 30.
17. ό.π., σ. 39
18. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/42, ΑΣΚΙ
19. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/125, ΑΣΚΙ
20. Για τις αποστολές παράνομων στελεχών βλ. Φαράκος Γρ., «Η θέση και ο ρόλος των πολιτικών προσφύγων στο κομμουνιστικό κίνημα και τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας», στο Βουτυρά Ε., Δαλκαβούκης Β., Μαρατζίδης Ν., Μποντίλα Μ. (επιμ), Το όπλο παρά πόδα, οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ.24.
21. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 136-8.
22. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 138-9.
23. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/139, ΑΣΚΙ
24. Μαυροειδής Λ., Οι δύο όψεις της ιστορίας, προσκήνιο και παρασκήνιο στο κομμουνιστικό κίνημα, , Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 471.
25. Βοντίτσιος-Γούσιας Γ., Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς, τ. Β’, εκδόσεις να υπηρετήσουμε το Λαό, Αθήνα, χ.χ., σ. 43.
26. Λυμπεράτος Μ., Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ, ό.π., σ. 104-105, 261, 320, 322.
*Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο: ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗΣ (επιμ.), ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, 1940-1960, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ, ΑΘΗΝΑ 2014